You are on page 1of 141

Jerome David Salinger

Ο φύλακας στη σίκαλη

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη

Εκδόσεις: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Αθήνα

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 1

ΑΝ θέλετε λοιπόν στ' αλήθεια να τ' ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας
πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα
ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν
έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ' όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι
έπειτα είναι κι οι γονείς μου, που θα κατεβάζανε από δυο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα
πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω,
είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω
ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω γω τι. Θα σας μιλήσω μονάχα για κείνα τα τρελά που μου
συμβήκανε γύρω στα περσινά Χριστούγεννα, και μετά με πήρε η κάτω βόλτα και με φέρανε δωπέρα
να καλμάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στο D.B., κι αυτός στο κάτω κάτω είναι αδερφός μου να
πούμε. Μένει στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά από τούτο το βρωμότοπο, και πετάγεται
κάθε σαββατοκύριακο και με βλέπει. Θα με πάει σπίτι με τ' αμάξι του άμα γυρίσω σπίτι, μπορεί τον
άλλο μήνα. Τώρα έχει τζάγκουαρ. Ένα από κείνα τα εγγλέζικα μαραφέτια που το πατάνε διακόσα
μίλια την ώρα. Την πλήρωσε ένα διάολο λεφτά, κάπου τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Όμως τώρα έχει
παρά με ουρά. Όχι όπως άλλοτε. Τότε ήτανε μονάχα ένας κανονικός συγγραφέας, όταν έμενε ακόμα
σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα, Το Μυστικό Χρυσόψαρο, αν δεν το 'χετε
ακουστά. Το καλύτερο εκεί μέσα ήτανε «Το Μυστικό Χρυσόψαρο». Έλεγε για ένα πιτσιρίκι που δεν
άφηνε κανένανε να κοιτάξει το χρυσόψαρό του, γιατί το 'χε αγοράσει με δικά του λεφτά. Με πέθανε.
Τώρα είναι στο Χόλυγουντ, ο D.B., και κάνει την πουτάνα. Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι είναι ο
σινεμάς. Ούτε να τον ακούω δε θέλω.

Λέω λοιπόν ν' αρχινίσω από κείνη τη μέρα που 'φυγα απ' το Πένσυ. Το Πένσυ είναι κείνο το σχολείο
στο Έιτζερσταουν της Πενσυλβάνια. Μπορεί και να το ξέρετε. Τέλος πάντων, μπορεί να 'χει πάρει το
μάτι σας καμιά διαφήμιση. Το ρεκλαμάρουνε σε κάπου χίλια περιοδικά, και δείχνουνε πάντα ένα
τύπο από κείνους τους φιγουρατζήδες πάνω στ' άλογο, που πηδάει ένα φράχτη. Λες και το μόνο που
κάνεις στο Πένσυ είναι να παίζεις πόλο όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν είδα ούτε μισή φορά άλογο,
έστω και κάπου εκεί κοντά. Και κάτω απ' τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο λέει πάντα: «Από το
1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη». Αμάν, το μάτι μου!
Διάολε, απ' όσο ξέρω στο Πένσυ δε γίνεται καμιά διάπλαση παραπάνω από τ' άλλα σχολεία. Κι ούτε
που γνώρισα εκεί πέρα κανέναν υπέροχο με καθαρή σκέψη. Μπορεί να 'χε κανά δυο παιδιά. Κι αυτά
πολλά είναι. Όμως σίγουρα έτσι ήρθανε στο Πένσυ.

Τέλος πάντων, ήτανε το Σάββατο που είχαμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το
Σάξον Χωλ το πιστεύανε για μεγάλη δουλειά σ' ολόκληρο το Πένσυ. Ήτανε το τελευταίο ματς της
χρονιάς, κι αν το παλιοΠένσυ δεν κέρδιζε, υποτίθεται πως έπρεπε ν' αυτοκτονήσεις ή κάτι τέτοιο.
Θυμάμαι λοιπόν, που γύρω στις τρεις εκείνο το απόγεμα στεκόμουνα στου διαόλου τη μάνα, στην
κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι, που το 'χανε από την Επανάσταση και τα
ρέστα. Από κει έβλεπες όλο το γήπεδο και τις δυο ομάδες που χτυπιόντουσαν από δω κι από κει. Την
εξέδρα δεν την ξεχώριζες καλά, όμως τους άκουγες που ουρλιάζανε όλοι τους, βαθιά και τρομερά, για
το Πένσυ —κι ήτανε κει πέρα μαζεμένο όλο το σχολείο, εξόν από μένα— κι αδύνατα και μύξικα για το
Σάξον Χωλ, γιατί οι ξένες ομάδες δεν το 'χανε συνήθειο να κουβαλάνε πολύ κόσμο μαζί τους.

Κορίτσια πολλά δεν ερχόντουσαν ποτέ στα ματς. Κορίτσι επιτρεπότανε να φέρνουν μόνο οι μεγάλοι.
Απ' όπου κι αν το πιάσεις, ήτανε φρίκη σχολείο. Έμενα μ' αρέσει να 'μαι κάπου, που να μπορείς
τουλάχιστο να βλέπεις και κανά κορίτσι εκεί γύρω καμιά φορά, μακάρι κι ας ξύνει τα μπράτσα του ή
ας φυσάει τη μύτη του, ή κι ας χαχανίζει μόνο ή ξέρω γω τι. Η παλιόφιλη η Σέλμα Θάρμερ —ήτανε η
κόρη του διευθυντή— ερχότανε πολύ συχνά στα ματς, αλλά δεν ήτανε ακριβώς ο τύπος που σου τη
δίνει μέχρι τρέλας, που λένε. Πάντως ήτανε πολύ εντάξει κορίτσι. Μια φορά είχα κάτσει δίπλα της στο
λεωφορείο απ' το Έιτζερσταουν και πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Μ' άρεσε. Είχε μια μυτάρα να και

Digitized by 10uk1s, July 2010


νύχια φαγωμένα ως κάτω και μπλαβιασμένα, και φόραγε από κείνα τα ψεύτικα βυζιά που
ξεπετάγονται από δω κι από κει, ήτανε λίγο για λύπηση. Αυτό που της εκτίμησα περισσότερο, ήτανε
πως δε σου γάνωνε το κεφάλι τι σπουδαίος που ήτανε ο πατέρας της. Μάλλον πρέπει να 'ξερε κι αυτή
τι κάλπης και γουρούνι που ήτανε.

Ο λόγος που στεκόμουνα κει πάνω στο Τόμσεν Χιλ αντί να βρίσκομαι κάτω στο ματς, ήτανε που ό,τι
είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας. Εγώ ήμουνα ο μάνατζερ της ομάδας,
πανάθεμά με. Μεγάλη δουλειά. Είχαμε κατέβει εκείνο το πρωί στη Νέα Υόρκη για τον αγώνα
ξιφομαχίας με τη Σχολή ΜακΜπέρνυ. Μόνο που ο αγώνας δεν έγινε. Ξέχασα τα ξίφη και τα
συμπράγκαλα στο κωλοτραίνο. Το φταίξιμο όμως δεν ήτανε όλο δικό μου. Έπρεπε βλέπετε να
σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο και να κοιτάω το χάρτη, για να δω πού θα κατεβαίναμε. Έτσι, αντίς για
βράδυ, γυρίσαμε στο Πένσυ κατά τις δυόμιση. Στο γυρισμό με το τραίνο, οι άλλοι της ομάδας μ'
είχανε κάνει πέρα. Από 'να μέρος είχε μεγάλη πλάκα.

Ο άλλος λόγος που δεν είχα κατέβει στο ματς, ήτανε που πήγαινα ν' αποχαιρετήσω το γέρο Σπένσερ,
τον ιστορικό μου. Είχε γρίπη και τα ρέστα, κι έλεγα πως μπορεί και να μην τον ξανάβλεπα ως τις
διακοπές των Χριστουγέννων. Έπειτα μου 'χε στείλει και κείνο το σημείωμα, κι έλεγε πως ήθελε να με
δει πριν γυρίσω σπίτι. Το 'ξερε πως δε θα ξαναρχόμουνα στο Πένσυ.

Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα
ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχανε
κάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω — τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο
που ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ — αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι. Στο Πένσυ κάθε
λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος παίρνει πόδι. Είναι υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, το Πένσυ.
Αλήθεια.

Τέλος πάντων, ήτανε να πούμε Δεκέμβρης μήνας κι όλα παγωμένα σαν το βυζί της στρίγγλας, κυρίως
στην κορφή εκείνου του χαζόλοφου. Φόραγα μονάχα το ντουμπλουφάς μου, ούτε γάντια ούτε τίποτα.
Τις προάλλες μου 'χανε κλέψει μέσ' από το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα και τα
γάντια με τη γούνινη φόδρα στην τσέπη του και τα ρέστα. Το Πένσυ ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Είχε
ένα σωρό πλουσιόπαιδα, αλλά πάντως ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Όσο πιο ακριβό είναι το σχολείο,
τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει — δεν κάνω πλάκα. Στεκόμουνα λοιπόν δίπλα σε κείνο το ηλίθιο
κανόνι και κοίταζα κάτω το ματς, και μου 'χε πέσει ο κώλος απ' το κρύο. Μόνο που δεν πρόσεχα και
πολύ το ματς. Ο λόγος που γυρόφερνα εκεί πέρα, ήτανε που προσπαθούσα να νιώσω κάτι σαν
αποχαιρετισμό. Θέλω να πω, έχω φύγει από διάφορα σχολεία κι από άλλες μεριές, κι ούτε το
κατάλαβα πως έφευγα. Αυτό το σιχαίνομαι. Δε με νοιάζει αν είναι λυπημένος αποχαιρετισμός ή κακός
αποχαιρετισμός, αλλά όταν φεύγω από κάπου μ' αρέσει να ξέρω πως φεύγω. Άμα δεν το ξέρεις,
νιώθεις ακόμα χειρότερα.

Στάθηκα πάντως τυχερός. Άξαφνα σκέφτηκα κάτι, που με βοήθησε να καταλάβω πως, διάολε, έφευγα
από κει μέσα. Θυμήθηκα άξαφνα εκείνη τη φορά, γύρω στον Οκτώβρη, που ήμουνα εγώ κι ο Ρόμπερτ
Τίτσνερ κι ο Πωλ Κάμπελ και παίζαμε πάσες με μια μπάλα μπροστά απ' το διδακτήριο. Ήτανε καλά
παιδιά, πιο πολύ ο Τίτσνερ. Κόντευε η ώρα για το δείπνο κι έξω είχε σκοτεινιάσει πολύ, αλλά εμείς
όλο ρίχναμε πάσες. Σκοτείνιαζε ολοένα κι ούτε που βλέπαμε καλά καλά τη μπάλα, μα δε θέλαμε να
σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε. Στο τέλος αναγκαστήκαμε. Εκείνος ο καθηγητής που
μας έκανε βιολογία, ο κύριος Ζαμπέζι, έβγαλε το κεφάλι του από 'να παράθυρο στο διδακτήριο, και
μας είπε να πάμε στους κοιτώνες και να ετοιμαστούμε για το τραπέζι. Όπως και να 'ναι, άμα θυμάμαι
τέτοια πράματα, μπορώ να βρω έναν αποχαιρετισμό όταν τον χρειάζομαι — τουλάχιστο τις πιο
πολλές φορές το μπορώ. Μόλις τον βρήκα λοιπόν, γύρισα κι άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας την άλλη
μεριά του λόφου, κατά το σπίτι του γέρο Σπένσερ. Αυτός δεν έμενε στο σχολείο. Έμενε στη λεωφόρο
Άντονυ Γουέην.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Το πήρα μονοκοπανιά ίσαμε τον κεντρικό δρόμο κι έπειτα στάθηκα μισό λεφτό να πάρω ανάσα. Δεν
έχω καθόλου καλή αναπνοή, άμα θέλετε να ξέρετε. Πρώτα πρώτα, είμαι μανιώδης καπνιστής —
δηλαδή ήμουνα. Με ζορίσανε και το 'κοψα. Ένα άλλο πράμα, είναι που ψήλωσα κάπου δεκαεφτά
πόντους τούτη τη χρονιά. Γι' αυτό κόντεψα να πάθω φυματίωση και με φέρανε δω πέρα, για όλα
τούτα τα τσεκάπ του διαόλου και τα ρέστα. Κατά τα άλλα είμαι σίδερο.

Τέλος πάντων, ξαναβρήκα την ανάσα μου κι έπειτα πέρασα τρεχάτος απέναντι στην Οδό 204. Ήτανε
όλο πάγο ο διάολος, και λίγο έλειψε να πέσω με τα μούτρα. Ούτε που ήξερα καλά καλά τι μ' είχε
πιάσει κι έτρεχα — νομίζω πως ήτανε μόνο επειδή μ' άρεσε. Όταν πέρασα απέναντι στο δρόμο,
ένιωσα κάπως σα να εξαφανίζομαι. Ήτανε ένα απόγεμα από κείνα τα παλαβά, τρομαχτικά κρύο, χωρίς
ήλιο και τα ρέστα, και κάθε φορά που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο ένιωθες σα να εξαφανίζεσαι.

Μάγκα μου, πώς όρμηξα στο κουδούνι, μόλις έφτασα στο σπίτι του γέρο Σπένσερ! Είχα ξεπαγιάσει
στα γερά. Τ' αφτιά μου πόναγαν κι ίσα που σάλευα τα δάχτυλά μου. «Άντε ντε», έκανα φωναχτά, «δεν
ανοίγετε και καμιά πόρτα;» Καμιά φορά ήρθε η γριά Σπένσερ και μ' άνοιξε. Δεν είχανε υπηρέτρια και
τα ρέστα, κι ανοίγανε την πόρτα μονάχοι τους. Δεν πρέπει να 'χανε πολλούς παράδες.

«Χόλντεν!» μου κάνει η κυρία Σπένσερ. «Καλά έκανες κι ήρθες. Έλα μέσα, χρυσό μου. Πέθανες απ' το
κρύο, ε;» Νομίζω πως χάρηκε που με είδε. Μ' είχε πάρει από καλό μάτι. Εγώ πάντως έτσι νομίζω.

Χώθηκα μέσα όσο να πεις δύο. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της λέω. «Πώς πάει ο κύριος Σπένσερ;»

«Δώσε μου το πανωφόρι σου, χρυσό μου», μου λέει. Δε μ' άκουσε που τη ρώταγα πώς πάει o κύριος
Σπένσερ. Ήτανε μισόκουφη.

Κρέμασε το πανωφόρι μου σ' ένα ντουλάπι στο χωλάκι και γω έφτιαξα λιγάκι τα μαλλιά μου με το
χέρι. Τα κόβω πάντα αμερικάνικα και δε θέλουνε χτένισμα. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της ξαναλέω,
μόνο αυτή τη φορά πιο δυνατά για να μ' ακούσει.

«Μια χαρά, Χόλντεν». Έκλεισε την πόρτα του ντουλαπιού. «Εσύ τι κάνεις;» Από τον τρόπο που με
ρώτησε, κατάλαβα αμέσως πως ο γέρο Σπένσερ της το 'χε προφτάσει που με διώχνανε.

«Μια χαρά», της λέω. «Τι κάνει ο κύριος Σπένσερ; Του πέρασε η γρίπη;»

«Άκου εκεί να του περάσει! Αυτός κάνει σαν — και γω δεν ξέρω τι ... Είναι στην κάμαρά του, χρυσό
μου. Πήγαινε να τον δεις».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 2

ΚΑΘΕΝΑΣ τους είχε να πούμε δικό του δωμάτιο και τα λοιπά. Κοντεύανε κι οι δυο τα εβδομήντα,
μπορεί και παραπάνω. Είχανε όμως τον τρόπο τους να τη βρίσκουνε με ορισμένα πράματα —
κρυοκώλικα βέβαια. Ξέρω πως αυτό που λέω φαίνεται κακία, αλλά δεν το εννοούσα έτσι. Ήθελα μόνο
να πω ότι σκεφτόμουνα πολύ το γέρο Σπένσερ, κι άμα τον σκεφτόσουνα πάρα πολύ, άρχιζες ν'
αναρωτιέσαι τι διάτανο ήθελε και ζούσε ακόμα. Θέλω να πω, ήτανε όλος καμπουριασμένος κι είχε
ένα σουλούπι δράμα, και στην τάξη του 'πεφτε πάντα η κιμωλία στον πίνακα, και τότε κάποιο παιδί
απ' τα πρώτα θρανία έπρεπε να σηκώνεται όλη την ώρα να του τη μαζεύει. Κατά τη γνώμη μου αυτό
είναι απαίσιο. Όμως αν τον σκεφτόσουνα αρκετά κι όχι πάρα πολύ, καταλάβαινες πως δεν τα
κατάφερνε κι άσκημα για τέτοιος που ήτανε. Για παράδειγμα, μια Κυριακή είχαμε πάει με κάτι άλλα
παιδιά στο σπίτι του να πιούμε κακάο, και μας έδειξε μια παμπάλαιη κουβέρτα Ναβάχο, φύλλο και
φτερό, που την είχε αγοράσει μαζί με την κυρία Σπένσερ από κάποιον Ινδιάνο στο Γέλοουστοουν
Παρκ. Το 'βλεπες πως ο γέρο Σπένσερ το γλένταγε που την αγόρασε. Αυτό ήθελα να πω. Πάρε να
πούμε ένα γερόντιο σαν το μπάρμπα Σπένσερ, και βλέπεις πως τη βρίσκει που αγοράζει μια
κουβέρτα.

Η πόρτα του ήτανε ανοιχτή, αλλά εγώ έκανα πάντως πως χτυπάω, έτσι για να φανώ ευγενικός και τα
ρέστα. Τον έβλεπα κιόλας. Καθότανε σε μια μεγάλη πέτσινη πολυθρόνα, τυλιγμένος ολόκληρος με
κείνη την κουβέρτα που σας έλεγα. Με το που χτύπησα, έκανε έτσι και με είδε. «Ποιος είναι;»
σκούζει. «Ο Κώλφηλντ; Α, έλα μέσα αγόρι μου». Πάντα έσκουζε, κι έξω απ' την τάξη. Καμιά φορά σου
'δινε στα νεύρα.

Από το πρώτο λεφτό που μπήκα, το μετάνιωσα που είχα πάει. Διάβαζε το Atlantic Monthly, κι είχε
παντού εκεί μέσα χάπια και φάρμακα, κι όλα μυρίζανε Σταγόνες Βικς Για Τη Μύτη. Σ' έπιανε η ψυχή
σου. Όπως και να το κάνεις, δε μπορώ να πω πως τρελαίνομαι γι' άρρωστους γέρους. Το ακόμα πιο
θλιβερό, ήτανε που ο γέρο Σπένσερ φόραγε κείνη την άθλια, ποντικοφαγωμένη μπουρνουζόρομπα,
που έλεγες πως μπορεί και να γεννήθηκε μ' αυτήνε ή κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, δε μ' αρέσει και πολύ
να βλέπω γέρους με τις μπιζάμες τους και τα μπουρνούζια τους. Φαίνονται πάντα τα στήθια τους,
γέρικα και τρεμουλιαστά, και τα ποδάρια τους. Άμα κοιτάζεις τα ποδάρια των γέρων, στη θάλασσα ή
πουθενά αλλού, φαίνονται πάντα τόσο ξασπρουλιάρικα κι άτριχα. «Χαίρετε κύριε», του λέω. «Πήρα
το σημείωμά σας. Ευχαριστώ πολύ». Μου είχε στείλει ένα σημείωμα και μου 'λεγε να πεταχτώ να τον
χαιρετήσω πριν απ' τις διακοπές, αφού δε θα ξαναγύρναγα. «Δεν έπρεπε να μπείτε στον κόπο. Έτσι κι
αλλιώς θα 'ρχόμουνα να σας πω αντίο».

«Κάθησε εδώ, αγόρι μου», μου λέει ο γέρο Σπένσερ. Στο κρεβάτι, ήθελε να πει.

Έκατσα. «Πώς πάει η γρίπη σας, κύριε;»

«Αγόρι μου, αν ένιωθα λιγάκι καλύτερα θα 'πρεπε να φωνάξω γιατρό», μου λέει ο γέρο Σπένσερ. Αυτό
τον έκανε λιώμα. Άρχισε να χαχαρίζει σαν τρελός. Μετά συμμαζεύτηκε και μου λέει, «Γιατί δεν πήγες
στο ματς; Νόμιζα πως σήμερα είναι η μέρα του μεγάλου αγώνα».

«Είναι. Ήμουνα. Μόνο που τώρα δα γύρισα από τη Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας», του
λέω. Μάγκα μου, σκέτη πέτρα ήτανε το κρεβάτι του.

Μετά άρχισε να σοβαρεύεται σα διάολος. Το 'ξερα πως έτσι θα γινότανε.

«Λοιπόν μας φεύγεις, ε;» μου λέει.

«Μάλιστα κύριε, έτσι φαίνεται».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Άρχισε να κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του, όπως έκανε πάντα. Ποτέ μου δεν είχα δει κανένανε να
κουνάει τόσο πολύ το κεφάλι του, όσο ο γέρο Σπένσερ. Ποτέ δεν καταλάβαινες αν κουνάει το κεφάλι
του επειδή κάτι σκέφτεται, να πούμε, ή επειδή δεν ήξερε να ξεχωρίσει τον κώλο του απ' τον άγκωνά
του, κι ας ήτανε εντάξει γεροντάκι.

«Και τι σου είπε ο δόκτωρ Θάρμερ, αγόρι μου; Απ' όσο ξέρω, τα κουβεντιάσατε λιγάκι οι δυο σας».

«Ναι, τα 'παμε. Βέβαια. Έκατσα στο γραφείο του ίσαμε δυο ώρες».

«Και τι σου είπε;»

«Ε... να... πως η Ζωή είναι παιχνίδι και λοιπά, και πως πρέπει να το παίζεις σύμφωνα με τους κανόνες.
Ήτανε πολύ εντάξει. Θέλω να πω, δεν πήδηξε μέχρι το ταβάνι, ούτε τίποτα. Μόνο που μίλαγε
συνέχεια, πως η Ζωή είναι παιχνίδι και λοιπά. Καταλαβαίνετε».

«Η Ζωή είναι παιχνίδι, αγόρι μου. Η Ζωή είναι παιχνίδι, και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες».

«Μάλιστα κύριε, το ξέρω πως είναι. Το ξέρω».

Παιχνίδι είν' ο κώλος μου. Άκου παιχνίδι. Άμα βρεθείς απ' τη μεριά που είναι όλοι οι εξυπνάκηδες,
τότε εντάξει, είναι παιχνίδι — το παραδέχουμαι. Άμα είσαι όμως από την άλλη μεριά, που δεν
υπάρχει ούτε μισός, τότε τι σόι παιχνίδι λέγεται αυτό; Τίποτα. Μόνο παιχνίδι δεν είναι.

«Ο δόκτωρ Θάρμερ έγραψε στους δικούς σου;» μου λέει ο γέρο Σπένσερ.

«Είπε πως θα τους έγραφε τη Δευτέρα».

«Εσύ επικοινώνησες μαζί τους;»

«Όχι κύριε, δεν επικοινώνησα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα τους δω την Τετάρτη το βράδυ που θα γυρίσω
σπίτι».

«Και πώς φαντάζεσαι πως θ' ακούσουνε τα νέα;»

«Ξέρω και γω... πρέπει να θυμώσουνε πολύ», του λέω. «Στ' αλήθεια θα θυμώσουνε. Είναι το τέταρτο
σχολείο που αλλάζω». Κούνησα το κεφάλι μου. Κουνάω πολύ το κεφάλι μου εγώ. «Μάγκα μου»,
κάνω. Και το «μάγκα μου» το λέω πολύ. Αυτό κυρίως επειδή έχω ένα λεξιλόγιο σκατά, αλλά κι επειδή
φέρνομαι πολύ παιδικά για την ηλικία μου, καμιά φορά. Τότε ήμουνα δεκάξι και τώρα είμαι
δεκαεφτά, αλλά καμιά φορά κάνω σα να 'μαι δεκατρία. Αυτό είναι σκέτη ειρωνεία, γιατί έχω μπόι ένα
ογδόντα πέντε και γκρίζα μαλλιά. Αλήθεια. Η μια μεριά του κεφαλιού μου, η δεξιά μεριά, είναι γεμάτη
γκρίζες τρίχες, εκατομμύρια. Τις έχω από παιδί. Κι ωστόσο καμιά φορά κάνω σα να μην είμαι ούτε
δώδεκα. Όλοι το λένε, ιδίως ο πατέρας μου. Αυτό είναι κάπως αλήθεια, αλλά όχι εντελώς αλήθεια.
Σκοτίστηκα. Παρεκτός που βαριέμαι καμιά φορά, άμα μου λένε να φέρνομαι σύμφωνα με την ηλικία
μου. Καμιά φορά φέρνομαι σα να 'μαι πολύ μεγαλύτερος —αλήθεια— μα οι άλλοι δεν το προσέχουνε
ποτέ. Οι άλλοι δεν προσέχουνε ποτέ τίποτα.

Ο γέρο Σπένσερ ξανάρχισε να κουνάει το κεφάλι του. Έπειτα έπιασε να σκαλίζει τη μύτη του. Έκανε
τάχαμου πως την τσίμπαγε, αλλά εγώ τον είδα που έχωνε τη βρωμοδαχτυλάρα του μέσα. Νομίζω πως
θα 'λεγε μέσα του ότι δεν πειράζει, αφού ήμουνα μονάχα εγώ μπροστά. Έμενα δε μ' ένοιαζε, αλλά
πάντως είναι πολύ μεγάλη αηδία να βλέπεις κάποιονε να σκαλίζει τη μύτη του.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Έπειτα μου λέει, «Είχα τη χαρά να γνωρίσω τη μητέρα και τον πατέρα σου πριν από μερικές
βδομάδες, που είχαν έρθει για να τα πουν λιγάκι με τον κύριο Θάρμερ. Είναι περίφημοι άνθρωποι».

«Μάλιστα. Είναι πολύ καλοί».

Περίφημοι. Να μια λέξη που σιχαίνομαι πραγματικά. Είναι κάλπικη. Κάθε που την ακούω, μου 'ρχεται
να ξεράσω.

Τότε άξαφνα ο γέρο Σπένσερ πήρε ένα ύφος σα να 'χε να μου πει κάτι πολύ καλό, έτσι μια κι έξω.
Ανακάθησε πιο πολύ στην πολυθρόνα του και στριφογύρισε κάπως, από δω κι από κει. Όμως ο
συναγερμός ήτανε ψεύτικος. Το μόνο που έκανε ήτανε που σήκωσε το Atlantic Monthly από τα
γόνατά του και προσπάθησε να το πετάξει δίπλα μου, στο κρεβάτι. Ξαστόχησε. Δεν ήτανε καλά καλά
μήτε πέντε πόντους πιο κει, κι όμως ξαστόχησε. Σηκώθηκα και το μάζεψα και το 'βαλα στο κρεβάτι.
Και τότε άξαφνα ήθελα, διάολε, να φύγω από κείνο το δωμάτιο. Μυριζόμουνα να πλησιάζει μια
διάλεξη φοβερή και τρομερή. Όχι πως με πείραζε και πολύ η ιδέα, αλλά δεν είχα κανένα κέφι να μου
κάνουνε διάλεξη και να μυρίζομαι Σταγόνες Βικς Για Τη Μύτη, και να κοιτάζω όλη την ώρα το γέρο
Σπένσερ με τις μπιζάμες του και το μπουρνούζι του. Λόγω τιμής, δεν είχα καμιά όρεξη.

Και τότε άρχισε. Ας είναι. «Τι σου συμβαίνει, αγόρι μου;» μου κάνει ο γέρο Σπένσερ. Αυτό το είπε
πολύ απότομα, για τέτοιος που ήτανε. «Πόσα μαθήματα είχες αυτό το τρίμηνο;»

«Πέντε, κύριε».

«Πέντε. Και σε πόσα πέφτεις;»

«Σε τέσσερα». Μετακούνησα λιγάκι τα κωλομέρια μου στο κρεβάτι. Ήτανε το πιο σκληρό κρεβάτι που
είχα κάτσει ποτέ. «Πέρασα καλά τ' αγγλικά», του λέω, «γιατί είχαμε κάνει όλα κείνα τα πράματα με το
Μπήογουφ και το Λόρδε Ράνταλ Γιε Μου όταν ήμουνα στο Γούτον. Θέλω να πω, στ' αγγλικά δε
χρειάστηκε να κάνω τίποτα, εξόν που έγραφα καμιά έκθεση κάπου κάπου».

Ούτε που μ' άκουγε. Ποτέ του δε σ' άκουγε άμα του 'λεγες κάτι.

«Σ' έκοψα στην ιστορία, γιατί απλούστατα δεν ήξερες απολύτως τίποτα».

«Το ξέρω, κύριε. Αν το ξέρω, λέει! Δε μπορούσατε να κάνετε κι αλλιώς».

«Απολύτως τίποτα», μου ξαναλέει. Αυτό με κάνει θηρίο. Όταν οι άλλοι σου λένε κάτι δυο φορές,
αφού το 'χεις παραδεχτεί με την πρώτη. Έπειτα το είπε τρεις φορές. «Μα απολύτως τίποτα.
Αμφιβάλλω αν άνοιξες βιβλίο, έστω και μια φορά, όλο το τρίμηνο. Όχι, άνοιξες; Να πεις την αλήθεια,
αγόρι μου».

«Ε, έριξα να πούμε μια ματιά κανά δυο φορές», του λέω. Δεν ήθελα να τον πληγώσω. Είχε ψώνιο με
την ιστορία.

«Έριξες μια ματιά, ε;» μου λέει — πολύ σαρκαστικά. «Το, χμ, διαγώνισμά σου είναι εκεί, στη
σιφονιέρα. Πάνω πάνω στη στοίβα. Μου το φέρνεις σε παρακαλώ;»

Ήτανε πολύ βρώμικο κόλπο, αλλά πάντως σηκώθηκα και του το 'φερα — δε μπορούσα να κάνω κι
αλλιώς. Έπειτα ξανάκατσα σε κείνο το τσιμεντένιο κρεβάτι. Μάγκα μου, το 'χα πικρομετανιώσει που
είχα περάσει να τον χαιρετήσω.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Έπιασε το γραφτό μου μ' ένα τρόπο, λες κι ήτανε κουράδα ή κάτι τέτοιο. «Είχαμε κάνει για τους
Αιγύπτιους από τις 4 Νοεμβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου», μου λέει. «Μόνος σου διάλεξες να γράψεις γι'
αυτό το θέμα, από τις προαιρετικές ερωτήσεις. Θέλεις ν' ακούσεις τι είχες να πεις;»

«Όχι κύριε, όχι και πάρα πολύ», του λέω.

Εκείνος όμως το διάβασε. Δε μπορείς ποτέ να σταματήσεις ένα δάσκαλο, άμα του 'χει μπει να κάνει
κάτι. Αυτός το κάνει και τελειώνει.

«<Οι Αιγύπτιοι ήσαν μία αρχαία φυλή Καυκασίων, που κατοικούσε σε ένα από τα βόρεια τμήματα της
Αφρικής. Η τελευταία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι η μεγαλύτερη ήπειρος του ανατολικού
ημισφαιρίου>».

Ανακάθησα για ν' ακούσω καλά όλες εκείνες τις αηδίες. Το δίχως άλλο, μου την είχε φέρει
μπαμπέσικα.

«<Οι Αιγύπτιοι μας προξενούν μεγάλο ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα, για διάφορους λόγους. Φέρ'
ειπείν, η σύγχρονη επιστήμη θα ήθελε πολύ να ξέρει τι μυστικά υλικά χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι
όταν φάσκιωναν τους πεθαμένους, και δε σάπιζαν τα πρόσωπά τους επί αναρίθμητους αιώνες. Αυτό
το εξαιρετικά ενδιαφέρον αίνιγμα, αποτελεί ακόμα μεγάλη πρόκληση για τη σύγχρονη επιστήμη του
εικοστού αιώνα>».

Σταμάτησε το διάβασμα και κατέβασε το γραφτό μου. Είχα αρχίσει σχεδόν να τον μισώ. «Το δοκίμιό
σου, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, τελειώνει εδώ», μου λέει με κείνη την πολύ σαρκαστική φωνή.
Ποτέ μου δε θα φανταζόμουνα πως ένας τόσο γέρος άνθρωπος μπορεί να γίνεται έτσι σαρκαστικός,
να πούμε. «Ωστόσο μου 'γραψες κι ένα σημειωματάκι, κάτω κάτω στη σελίδα», μου λέει.

«Το ξέρω», του λέω. Το είπα πολύ γρήγορα, γιατί ήθελα να τον σταματήσω πριν αρχίσει να το
διαβάζει κι αυτό δυνατά. Αλλά δε σταμάταγε με τίποτα. Μπουρλότο είχε γίνει.

«<Αγαπητέ κύριε Σπένσερ>», διάβασε φωναχτά. «<Μόνο αυτά ήξερα για τους Αιγύπτιους. Δε μου
φαίνεται πως μ' ενδιαφέρουνε και πολύ, αν και οι παραδόσεις σας είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Εμένα
πάντως δε με πειράζει που θα με κόψετε, αφού έτσι κι αλλιώς θα κοπώ σ' όλα τα μαθήματα εκτός απ'
τ' αγγλικά. Με Σεβασμό, Δικός σας, Χόλντεν Κώλφηλντ>». Κατέβασε τότε το κωλοδιαγώνισμά μου και
με κοίταξε, σα να μ' είχε σκίσει στο πινγκ πονγκ ή κάτι τέτοιο. Δε θα του το συχωρέσω ποτέ που μου
διάβασε όλες αυτές τις αηδίες δυνατά. Πάντως εγώ ποτέ δε θα τις διάβαζα σε κείνον, αν εκείνος τις
είχε γράψει — λόγω τιμής, δε θα το 'κανα. Στο κάτω κάτω, του είχα γράψει εκείνο το κωλοσημείωμα,
μόνο και μόνο για να μη νιώθει άσκημα που θα μ' έκοβε.

«Μου κρατάς κακία που σ' έκοψα, αγόρι μου;» μου λέει.

«Όχι, κύριε. Και βέβαια όχι», του λέω. Διάολε, ήθελα να πάψει να με λέει «αγόρι του» όλη την ώρα.

Όταν ξεμπέρδεψε με το διαγώνισμά μου, έκανε πάλι να το πετάξει στο κρεβάτι. Μόνο που φυσικά
πάλι ξαστόχησε. Αναγκάστηκα να ξανασηκωθώ και να το μαζέψω και να το βάλω πάνω στο Atlantic
Monthly. Είναι σκέτη βαρεμάρα να κάνεις αυτή τη δουλειά κάθε τρεις και λίγο.

«Εσύ τι θα 'κανες στη θέση μου;» μου λέει. «Πες μου την αλήθεια, αγόρι μου».

Ε λοιπόν, φαινότανε με την πρώτη πως ένιωθε σκατά που μ' είχε κόψει. Άρχισα τότε να του λέω ό,τι
μπούρδα μου κατέβαινε. Του είπα πως ήμουνα σωστός βλάκας και ξέρω γω τι. Του είπα πως και γω

Digitized by 10uk1s, July 2010


θα 'κανα ακριβώς το ίδιο πράμα αν ήμουνα στη θέση του, και πως ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει
πόσο δύσκολο είναι να 'σαι δάσκαλος. Τέτοια πράματα. Όλο μπούρδες.

Η πλάκα είναι όμως που, όσο του ξεφούρνιζα εκείνες τις μπούρδες, σκεφτόμουνα κάτι άλλο. Μένω
στη Νέα Υόρκη, και σκεφτόμουνα εκείνη τη λιμνούλα στο Σέντραλ Παρκ, στη νότια μεριά του. Έλεγα
μέσα μου, άραγε θα 'χει παγώσει ώσπου να γυρίσω σπίτι, κι άμα παγώσει που θα πάνε οι πάπιες.
Έλεγα, πού να πηγαίνουνε οι πάπιες, άμα παγώνει όλη η λίμνη από πάνω. Σκεφτόμουνα πως μπορεί
να 'ρχότανε κανένας με φορτηγό και τις πήγαινε στο ζωολογικό κήπο ή κάτι τέτοιο. Ή πάλι μπορεί να
πετάγανε μόνες τους και να φεύγανε.

Πάντως είμαι πολύ τυχερός, θέλω να πω, θα μπορούσα ν' αραδιάζω μπούρδες στο γέρο Σπένσερ και
να σκέφτομαι όλη την ώρα τις πάπιες. Είναι παράξενο. Δε χρειάζεται να σκέφτεσαι και πολύ άμα
μιλάς με δάσκαλο. Άξαφνα όμως μ' έκοψε εκεί που του 'λεγα αυτές τις μπούρδες. Πάντα σ' έκοβε
όταν μίλαγες.

«Και πώς αισθάνεσαι για όλα αυτά, αγόρι μου; Πολύ μ' ενδιαφέρει να μάθω. Μ' ενδιαφέρει πολύ».

«Θέλετε να πείτε που με διώχνουνε απ' το Πένσυ και τα ρέστα;» του λέω. Μέσα μου παρακάλαγα
σχεδόν να σκέπαζε το τρεμουλιάρικο στήθος του. Δεν ήτανε και τόσο ωραίο θέαμα.

«Αν δεν απατώμαι, νομίζω πως είχες πάλι προβλήματα και στη Σχολή Γούτον και στο Έλκτον Χιλς».
Δεν το 'πε μόνο σαρκαστικά, αλλά και με κακία από πάνω.

«Δεν είχα και τόσο μεγάλα προβλήματα στο Έλκτον Χιλς», του λέω. «Θέλω να πω, ούτε με διώξανε
ούτε τίποτα. Ας πούμε πως παραιτήθηκα».

«Μπορώ να ρωτήσω γιατί;»

«Γιατί; Α, είναι πολύ μεγάλη ιστορία, κύριε. Θέλω να πω, είναι πολύ μπερδεμένη». Δεν είχα καμιά
όρεξη να του τα πω με το νι και με το σίγμα. Άσε που δε θα καταλάβαινε τίποτα. Δεν τα 'πιανε κάτι
τέτοια. Ένας από τους μεγαλύτερους λόγους που έφυγα απ' το Έλκτον Χιλς, ήτανε επειδή όπου και να
γύριζα, έπεφτα πάνω σε κάλπηδες. Αυτό είν' όλο. Μόνο τη βιτρίνα κοιτάγανε. Για παράδειγμα, είχαμε
κείνο το διευθυντή, τον κύριο Χάας, που ήτανε ο πιο κάλπης μπάσταρδος που έχω δει ποτέ στη ζωή
μου. Δέκα φορές χειρότερος από το γέρο Θάρμερ. Ας πούμε, τις Κυριακές, ο γέρο Χάας σουλατσάριζε
πέρα δώθε κι έπιανε τις χαιρετούρες με τους γονείς, που ανέβαιναν με τ' αμάξια τους στο σχολείο.
Πούλαγε όλο γοητεία και τέτοια. Εξόν κι αν κανένα παιδί είχε τίποτα γονείς με αστείες φάτσες. Θα
'πρεπε να 'σαστε από μια μεριά, να βλέπατε πώς έκανε με τους γονείς του συγκάτοικού μου. Θέλω να
πω, άμα η μάνα κανενός παιδιού ήτανε να πούμε χοντρή η γυναικούλα ή ξέρω γω τι, κι άμα ο πατέρας
του ήτανε από κείνους τους τύπους που φοράνε κάτι κουστούμια με πολύ φαρδιούς ώμους και
τίποτα ασπρόμαυρα παπούτσια για τα πανηγύρια, τότε ο γέρο Χάας τους έδινε το χέρι, τους έσκαγε κι
ένα από κείνα τα κάλπικα χαμόγελα, κι έπειτα έπιανε ψιλή κουβέντα, μπορεί και μισή ώρα, με τους
γονείς καποιανού άλλου. Εγώ κάτι τέτοια δεν τα χωνεύω. Μου 'ρχεται τρέλα. Με πιάνει τέτοια
πλάκωση, που μου στρίβει. Το μισούσα το Κωλοέλκτον Χιλς.

Τότε κάτι με ρώτησε ο γέρο Σπένσερ, μα δεν τον άκουσα. Είχα το νου μου στο γέρο Χάας. «Τι είπατε,
κύριε;» του λέω.

«Έχεις καμιά συγκεκριμένη τύψη, τώρα που φεύγεις απ' το Πένσυ;»

«Ε... πώς... έχω μερικές τύψεις, να πούμε. Βέβαια... Πάντως όχι και πολλές. Ή πάντως όχι ακόμα.
Θέλω να πω, ακόμα δεν το καλοχώνεψα. Πάντα μου παίρνει λίγο καιρό να τα χωνεύω όλα. Το μόνο

Digitized by 10uk1s, July 2010


που σκέφτομαι τώρα, είναι που θα γυρίσω σπίτι την Τετάρτη. Είμαι μεγάλος βλάκας».

«Και το μέλλον σου δε σ' απασχολεί καθόλου, αγόρι μου;»

«Α, βέβαια, μ' απασχολεί κάπως, σίγουρα. Οπωσδήποτε και μ' απασχολεί. Βέβαια». Το σκέφτηκα μισό
λεφτό. «Όχι όμως και τόσο, υποθέτω. Όχι και τόσο».

«Θα σ' απασχολήσει», μου κάνει ο γέρο Σπένσερ. «Θα σ' απασχολήσει, αγόρι μου. Αλλά θα 'ναι πια
πολύ αργά».

Αυτό δε μ' άρεσε όπως το 'πε. Λες κι ήμουνα πεθαμένος ή κάτι τέτοιο. Ήτανε πολύ θλιβερό.
«Μπορεί», του λέω.

«Θα 'θελα να σου βάλω λίγη γνώση στο κεφάλι σου, αγόρι μου. Προσπαθώ να σε βοηθήσω.
Προσπαθώ να σε βοηθήσω, αν μπορώ».

Στ' αλήθεια προσπαθούσε. Φαινότανε. Έφταιγε όμως που βρισκόμαστε ο ένας στην ανατολή κι ο
άλλος στη δύση. Αυτό είν' όλο. «Το ξέρω πως προσπαθείτε, κύριε», του λέω. «Ευχαριστώ πολύ.
Σοβαρά. Το εκτιμώ πραγματικά. Αλήθεια». Τότε σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Μάγκα μου, δεν
καθόμουνα άλλο εκεί πέρα, ούτε δέκα λεφτά, ακόμα κι αν ήτανε για ζωή και για θάνατο. «Το ζήτημα
είναι όμως ότι πρέπει να πηγαίνω τώρα. Έχω ένα σωρό σύνεργα στο γυμναστήριο, και πρέπει να τα
μαζέψω για να τα πάρω σπίτι. Αλήθεια». Με κοίταξε κι άρχισε να κουνάει πάλι το κεφάλι του, με
κείνη την πολύ σοβαρή έκφραση. Διάολε, έτσι άξαφνα τον λυπήθηκα. Έλα όμως που δεν ήτανε για να
μείνω άλλο εκεί, γιατί βρισκόμαστε ο ένας στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση, και ξαστόχιζε κάθε που
πέταγε κάτι στο κρεβάτι, και φόραγε κείνο το άθλιο παλιομπούρνουζο και φαινότανε το στήθος του,
κι είχε παντού κείνη τη γριπιασμένη μυρωδιά, από Σταγόνες Βικς Για Τη Μύτη. «Κοιτάξτε. Μη
στεναχωριόσαστε για μένα», του κάνω. «Το πιστεύω που το λέω. Θα συνέρθω. Περνάω τη φάση μου,
αυτό είν' όλο. Όλοι περνάνε τις φάσεις τους και τα ρέστα, έτσι;»

«Δεν ξέρω, αγόρι μου. Δεν ξέρω».

Το σιχαίνομαι άμα σου απαντάνε έτσι. «Μα βέβαια. Και βέβαια περνάνε», του λέω. «Είμαι σίγουρος
κύριε. Σας παρακαλώ, μην ανησυχείτε για μένα». Έβαλα κάπως το χέρι μου στον ώμο του. «Εντάξει;»
του λέω.

«Δε θες μια κούπα κακάο πριν φύγεις; Η κυρία Σπένσερ θα —»

«Πολύ θα το 'θελα, ειλικρινά, αλλά το ζήτημα είναι πως πρέπει να πηγαίνω. Πρέπει να πάω αμέσως
στο γυμναστήριο. Πάντως ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ, κύριε».

Έπειτα δώσαμε τα χέρια, και τέτοιες αηδίες. Διάολε, μ' είχε πιάσει όμως μια λύπη, άλλο πράμα.

«Θα σας γράψω δυο λόγια, κύριε. Περαστικά για τη γρίπη σας τώρα».

«Στο καλό, αγόρι μου».

Μετά που έκλεισα την πόρτα και γύρισα να πάω στο σαλόνι, κάτι έσκουξε, μα δεν τον άκουσα καλά.
Είμαι απόλυτα σίγουρος πως μου έσκουξε «Καλή τύχη!» Ελπίζω όχι. Μα το διάολο, όχι. Στο κάτω κάτω
εγώ δε θα έσκουζα ποτέ «Καλή τύχη!» σε κανένανε. Άμα το καλοσκεφτείς, είναι απαίσιο.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 3

ΕΙΜΑΙ ο πιο φοβερός ψεύτης που είδατε ποτέ στη ζωή σας. Είναι φρίκη. Πηγαίνω στο ψιλικατζίδικο ν'
αγοράσω ένα περιοδικό, που λέει ο λόγος, και κάποιος με ρωτάει για που το 'βαλα. Ε λοιπόν, δεν το
'χω σε τίποτα να πω ότι πηγαίνω στην όπερα. Είναι τρομερό. Έτσι, όταν είπα στο γέρο Σπένσερ πως
έπρεπε να πάω στο γυμναστήριο να μαζέψω τα συμπράγκαλά μου, ήτανε πέρα για πέρα ψέματα. Εγώ
ούτε που φυλάω τα κωλοπράματά μου στο γυμναστήριο.

Εκεί που έμενα στο Πένσυ, ήτανε η Αναμνηστική Πτέρυγα Όσενμπούργκερ, στους νέους κοιτώνες.
Ήτανε μόνο για παιδιά της τρίτης και για τελειόφοιτους. Εγώ ήμουνα στην τρίτη. Ο συγκάτοικός μου
ήτανε τελειόφοιτος. Την πτέρυγα την είχανε βγάλει έτσι από κείνο τον τύπο τον Όσενμπούργκερ, που
πήγαινε παλιά στο Πένσυ. Όταν έφυγε απ' το Πένσυ, μπλέχτηκε μ' εργολαβίες κηδειών κι έπιασε την
καλή. Αυτό που έκανε, ήτανε που άνοιξε γραφεία κηδειών σ' ολόκληρη τη χώρα, και μπορούσες να
θάψεις όλο σου το σόι, πέντε δολάρια το κομμάτι. Έπρεπε να βλέπατε από μια μεριά το γέρο
Όσενμπούργκερ. Κόβω το κεφάλι μου πως τους χώνει σ' ένα τσουβάλι και τους φουντέρνει στο
ποτάμι. Τέλος πάντων, πρέπει να 'δωσε στο Πένσυ ένα κάρο λεφτά, και βγάλανε μια πτέρυγα με τ'
όνομά του. Στο πρώτο ματς της χρονιάς, μας κουβαλήθηκε στο σχολείο με κείνη την ανοικονόμητη την
κωλοκάντιλακ που είχε, κι όλοι αναγκαστήκαμε να σηκωθούμε όρθιοι στις κερκίδες και να του
τραβήξουμε ένα τραινάκι — τραινάκι λέμε τη ζητωκραυγή. Μετά, την άλλη μέρα στον εκκλησιασμό,
έβγαλε ένα λόγο που βάστηξε κάπου δέκα ώρες. Στην αρχή μας αράδιασε καμιά πενηνταριά κρύα
καλαμπούρια, για να μας δείξει πόσο ξηγημένος ήτανε και τα ρέστα. Μεγάλη δουλειά. Έπειτα άρχισε
να μας λέει πως ποτέ του δε ντράπηκε, άμα είχε κανένα πρόβλημα ή κάτι τέτοιο, να πέφτει στα
γόνατα και να παρακαλάει το Θεό. Μας είπε πως πρέπει πάντα να προσευχόμαστε στο Θεό — να του
κουβεντιάζουμε και τα ρέστα — όπου κι αν βρισκόμαστε. Μας είπε πως πρέπει να λογαριάζουμε το
Χριστό σα φιλαράκο μας να πούμε, ή ξέρω γω τι. Μας είπε πως και κείνος μίλαγε κάθε τρεις και λίγο
με το Χριστό. Ακόμα κι όταν οδήγαγε τ' αμάξι του. Αυτό με πέθανε. Φαντάστηκα το μπάσταρδο τον
κάλπη να βάζει πρώτη και να λέει, Χριστούλη μου, στείλε μου κι άλλα κουφάρια πελατεία. Το μόνο
ωραίο σημείο του λόγου του ήτανε ακριβώς στη μέση. Εκεί που μας έλεγε τι καλός που ήτανε, τι
έξυπνος και τα ρέστα, άξαφνα εκείνο το παιδί που καθότανε στη μπροστινή σειρά, ο Έντγκαρ
Μαρσάλα, αμόλησε μια τρομερή κλανιά. Ήτανε πολύ χοντρό πράμα, μέσα στην εκκλησία και τα
ρέστα, αλλά είχε μεγάλη πλάκα. Α ρε Μαρσάλα παλιόφιλε. Ο διάολος, κόντεψε να τινάξει τη σκεπή
στον αέρα. Ούτε ένας δεν τόλμησε να γελάσει δυνατά, κι ο γέρο Όσενμπούργκερ έκανε πως δεν
άκουσε, όμως ο γέρο Θάρμερ, ο διευθυντής, καθότανε ακριβώς δίπλα του στο βήμα, και
καταλάβαινες με την πρώτη αν την είχε ακούσει ή όχι. Μάγκα μου, ήτανε όλο φούρκα. Δεν είπε όμως
κουβέντα. Το άλλο βράδυ μας έβαλε αναγκαστική μελέτη στην τάξη, κι έπειτα ήρθε και μας έβγαλε
λόγο. Είπε πως το παιδί που είχε κάνει τη φασαρία στον εκκλησιασμό δεν ήταν άξιο να πηγαίνει στο
Πένσυ. Ιδρώσαμε να κάνουμε το φιλαράκο το Μαρσάλα ν' αμολήσει κι άλλη μια, εκεί που έβγαζε
λόγο ο γέρο Θάρμερ, αλλά δεν του 'ρχότανε. Τέλος πάντων, εκεί έμενα στο Πένσυ. Στην Αναμνηστική
Πτέρυγα του Γέρο Όσενμπούργκερ, στους νέους κοιτώνες.

Ήτανε πολύ όμορφα που ξαναγύριζα στο δωμάτιό μου, μετά που έφυγα από του γέρο Σπένσερ, γιατί
όλοι είχανε κατέβει στο ματς και το καλοριφέρ ήταν αναμμένο, έτσι για ποικιλία. Βρήκα λιγάκι τη
βολή μου. Έβγαλα το πανωφόρι και τη γραβάτα μου και ξεκούμπωσα το γιακά μου, κι έπειτα φόρεσα
εκείνο το καπέλο που είχα αγοράσει το πρωί στη Νέα Υόρκη. Ήτανε ένα κόκκινο κυνηγετικό καπέλο, μ'
ένα από κείνα τα πολύ μακρουλά γείσα. Το 'χα δει σε μια βιτρίνα, σε κείνο το μαγαζί με τ' αθλητικά,
μόλις βγήκαμε απ' το τραίνο, μετά που κατάλαβα πως είχα χάσει εκείνα τ' αναθεματισμένα τα ξίφη.
Έκανε ένα δολάριο. Έτσι όπως το φόρεσα, σήκωσα προς τα πίσω και κείνο το παλιογείσο —
σύμφωνοι, ήτανε αηδία, όμως εμένα μ' άρεσε έτσι. Μου πήγαινε πολύ όταν το φόραγα έτσι. Έπειτα
πήρα ένα βιβλίο που διάβαζα, και κάθησα στην πολυθρόνα μου. Κάθε δωμάτιο έχει δυο πολυθρόνες.
Εγώ είχα τη μία, κι ο συγκάτοικός μου, ο Γουώρντ Στράντλεητερ, είχε την άλλη. Τα μπράτσα τους
είχανε γίνει να τα κλαις, γιατί όλο και κάποιος καθότανε πάνω, αλλά πάντως ήτανε πολύ αναπαυτικές

Digitized by 10uk1s, July 2010


πολυθρόνες.

Το βιβλίο που διάβαζα, ήτανε ένα που είχα πάρει από τη βιβλιοθήκη κατά λάθος. Μου δώσανε λάθος
βιβλίο, και δεν το πρόσεξα μέχρι που γύρισα στο δωμάτιό μου. Μου δώσανε το Έξω απ' την Αφρική,
του Άισακ Ντίνσεν. Έλεγα πως θα 'ναι καμιά σαχλαμάρα, αλλά δεν ήτανε. Ήτανε πολύ καλό βιβλίο.
Είμαι εντελώς αστοιχείωτος, αλλά διαβάζω πολύ. Ο καλύτερός μου συγγραφέας είναι ο αδερφός μου
ο D.B. και μετά έρχεται ο Ρινγκ Λάρντνερ. Ο αδερφός μου μου 'χε χαρίσει ένα βιβλίο του Ρινγκ
Λάρντνερ στα γενέθλιά μου, λίγο πριν πάω στο Πένσυ. Έλεγε κάτι πολύ αστεία και παλαβά πράματα
εκεί μέσα, κι έπειτα είχε και μια ιστορία για ένα τροχονόμο που ερωτεύεται μια νοστιμούλα, που
τρέχει πάντα του σκοτωμού. Μόνο που είναι παντρεμένος, ο τροχονόμος, κι έτσι δε μπορεί να την
παντρευτεί ή ξέρω γω τι. Και μετά το κορίτσι σκοτώνεται, επειδή όλο τρέχει. Εκείνη η ιστορία μ' έκανε
λιώμα. Αυτό που μ' αρέσει περισσότερο, είναι κανένα βιβλίο που να έχει και λίγη πλάκα πού και πού.
Διαβάζω ένα σωρό κλασικά βιβλία, όπως την Επιστροφή στην Πατρίδα και τα λοιπά, και μ' αρέσουνε,
και διαβάζω ένα σωρό πολεμικά και αστυνομικά και τα ρέστα, αλλά δε μου τη δίνουνε και τόσο πολύ.
Αυτό που μου τη δίνει στ' αλήθεια είναι ένα βιβλίο που, άμα τελειώσεις να το διαβάζεις, θα 'θελες να
'χεις φιλαράκο σου το συγγραφέα που το 'γραψε, και να μπορείς να τον παίρνεις τηλέφωνο όποτε
σου κάνει όρεξη. Αυτό όμως δε μου συμβαίνει και πολύ. Δε θα με πείραζε να πάρω στο τηλέφωνο
εκείνο τον Άισακ Ντίνσεν. Και το Ρινγκ Λάρντνερ, εξόν που ο D.B. μου 'πε πως έχει πεθάνει. Πάρτε
όμως εκείνο το βιβλίο, την Ανθρώπινη Δουλεία του Σώμερσετ Μωμ. Το διάβασα πέρσι το καλοκαίρι.
Είναι πολύ καλό βιβλίο και τα ρέστα, αλλά δε θα 'θελα να τηλεφωνήσω του Σώμερσετ Μωμ. Δεν ξέρω.
Απλά και μόνο δεν είναι απ' τους τύπους που θα 'θελα να τηλεφωνήσω. Αυτό είν' όλο. Πιο καλά θα μ'
άρεσε να τηλεφωνήσω του Τόμας Χάρντυ. Μ' αρέσει εκείνη η Ευσταθία Βάι.

Τέλος πάντων, φόρεσα το καινούργιο μου καπέλο και κάθησα κι άρχισα να διαβάζω εκείνο το βιβλίο,
Έξω απ' την Αφρική. Το είχα διαβάσει ολόκληρο, αλλά ήθελα να ξαναδιαβάσω ορισμένα κομμάτια.
Είχα διαβάσει όλες κι όλες κάπου τρεις σελίδες όμως, όταν άξαφνα άκουσα κάποιονε να μπαίνει από
τις κουρτίνες του ντους. Χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου, ήξερα από την πρώτη στιγμή ποιος ήτανε.
Ήτανε ο Ρόμπερτ Άκλεϋ, εκείνο το παιδί που έμενε στο διπλανό μου δωμάτιο. Στη δικιά μας πτέρυγα
είχε ένα ντους κάθε δυο δωμάτια, ακριβώς στη μέση, και κάπου ογδόντα πέντε φορές τη μέρα ο γέρο
Άκλεϋ ερχότανε και μου γινότανε τσιμπούρι. Πρέπει να 'τανε το μόνο παιδί σ' ολόκληρο τον κοιτώνα,
έξω εγώ, που δεν είχε κατέβει στο ματς. Αυτός ποτέ δεν πήγαινε πουθενά. Ήτανε πολύ μυστήριος
τύπος. Ήτανε τελειόφοιτος κι είχε να πούμε τέσσερα χρόνια στο Πένσυ, αλλά ποτέ κανένας δεν τον
φώναζε τίποτ' άλλο εκτός από «Άκλεϋ». Ούτε κι ο Χερμπ Γκέηλ, ο συγκάτοικός του, δεν τον φώναζε
ποτέ «Μπομπ» ή και σκέτο «Ακ». Άμα παντρευτεί ποτέ του, το πιθανότερο είναι πως κι η ίδια του η
γυναίκα θα τόνε φωνάζει «Άκλεϋ». Ήτανε από κείνους τους πολύ πολύ ψηλούς τύπους με τους
στρογγυλούς ώμους —κάπου ένα ενενήντα μπόι— με απαίσια δόντια. Όλο τον καιρό που έμενε στο
διπλανό δωμάτιο, δεν τον είδα να πλένει τα δόντια του ούτε μισή φορά. Ήτανε πάντα σα
χορταριασμένα, σκέτη σιχασιά. Διάολε, άμα τον έβλεπες στην τραπεζαρία με το στόμα μπουκωμένο
πουρέ και μπιζέλια, ή ξέρω γω τι, σου 'ρχότανε να ξεράσεις. Έπειτα, ήτανε γεμάτος μπιμπίκια. Όχι
μόνο στο κούτελο και στο πηγούνι, όπως τα πιο πολλά παιδιά, αλλά παντού, σ' όλη τη μούρη του. Και
σα να μη φτάνανε όλα αυτά, ήτανε και κωλοχαρακτήρας. Ήτανε ακόμα και κάπως χαιρέκακος. Για να
σας πω την αλήθεια, δεν τρελαινόμουνα και πολύ για δαύτονε.

Τον ένιωθα που στεκότανε στο πεζούλι του ντους, ακριβώς πίσω απ' την πολυθρόνα μου, και κοίταγε
να δει αν ήτανε πουθενά ο Στράντλεητερ. Δεν τον χώνευε καθόλου, και γι' αυτό δεν πάταγε στο
δωμάτιο όταν ήτανε μέσα ο Στράντλεητερ. Διάολε, αυτός δε χώνευε μήτε τ' άντερά του.

Κατέβηκε απ' το πεζούλι του ντους και μπήκε στο δωμάτιο. «Γεια», μου λέει. Πάντα το 'λεγε σα να
βαριέται τρομερά ή σα να 'ναι τρομερά κουρασμένος. Δεν ήθελε να νομίζεις πως σου κουβαλιότανε
επίσκεψη ή κάτι τέτοιο. Ήθελε να νομίζεις πως μπήκε μέσα κατά λάθος, στο Θεό σου.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Γεια», του λέω, μα δε σήκωσα τα μάτια μου απ' το βιβλίο. Άμα είχες να κάνεις με κάποιον σαν τον
Άκλεϋ και σήκωνες τα μάτια σου απ' το βιβλίο, ήσουνα χαμένος. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, έτσι κι
αλλιώς ήσουνα χαμένος, αλλά πάντως όχι τόσο γρήγορα, όπως άμα κοίταγες αμέσως.

Άρχισε να σουλατσέρνει στο δωμάτιο, πολύ αργά και τα ρέστα, όπως έκανε πάντα, κι έπιανε τα
πράματά σου στο γραφείο και στη σιφονιέρα σου. Πάντα έπιανε τα ξένα πράματα και τα
περιεργαζότανε. Μάγκα μου, ήτανε φορές που μου 'σπαγε τα νεύρα. «Πώς πήγε η ξιφομαχία;» μου
λέει. Ήθελε ντε και καλά να με κάνει να παρατήσω το διάβασμα επειδή το γλένταγα. Πεντάρα δεν
έδινε για την ξιφομαχία. «Τι έγινε; Κερδίσαμε;» μου κάνει.

«Κανένας δεν κέρδισε», του λέω. Αλλά χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου.

«Τι;» μου κάνει. Πάντα σ' έβαζε να λες το κάθε πράμα δυο φορές.

«Κανένας δεν κέρδισε», του ξαναλέω. Τον κοίταξα στα κλεφτά, να δω τι πασπάτευε πάνω στη
σιφονιέρα μου. Χάζευε πάλι τη φωτογραφία εκείνου του κοριτσιού που τα 'χαμε στη Νέα Υόρκη, Σάλυ
Χέης τη λέγανε. Θα πρέπει να 'χε πιάσει κείνη την κωλοφωτογραφία για να την κοιτάξει τουλάχιστο
πέντε χιλιάδες φορές, απ' όταν την είχα πάρει. Άμα τέλειωνε, πάντα την ακούμπαγε μετά σε λάθος
θέση. Το 'κανε ξεπίτηδες, πάω στοίχημα.

«Κανείς δεν κέρδισε;» μου λέει. «Πώς έτσι;»

«Ξέχασα τα ξίφη και τα κωλοσύνεργα στον υπόγειο». Πάλι δεν τον κοίταξα.

«Στον υπόγειο; Έλα Θε μου! Τα έχασες πάει να πει;»

«Μπήκαμε σε λάθος τραίνο. Έπρεπε να σηκώνομαι να κοιτάω όλη την ώρα εκείνο τον κωλοχάρτη στον
τοίχο».

Πλησίασε και στάθηκε μπροστά στο φως μου. «Έι», του λέω. «Έχω διαβάσει είκοσι φορές την ίδια
πρόταση απ' την ώρα που μπήκες».

Όποιος άλλος και να 'τανε εκτός απ' τον Άκλεϋ, θα την έπιανε αμέσως τη μπηχτή, διάολε. Αυτός όμως
τίποτα. «Λες να σε βάλουνε να τα πληρώσεις;» μου λέει.

«Ούτε ξέρω κι ούτε με κόφτει. Ρε Άκλεϋ σπόρε, δεν κάθεσαι σε καμιά μεριά; Μου κόβεις το φως,
διάολε». Δεν του άρεσε καθόλου άμα τον έλεγες «ρε Άκλεϋ σπόρε». Μου 'λεγε όλο πως εγώ ήμουνα
σπόρος, επειδή εγώ ήμουνα δεκάξι και κείνος δεκαοχτώ. Θηρίο γινότανε άμα τον έλεγα «ρε Άκλεϋ
σπόρε».

Πάντως δεν το κούνησε από κει. Ήτανε ακριβώς από κείνους τους τύπους, που δε φεύγουνε απ' το
φως σου όταν τους το ζητάς. Στο τέλος βέβαια έφευγε, αλλά αργούσε ξεπίτηδες περισσότερο άμα του
το γύρευες. «Τι διάολο διαβάζεις;» μου λέει.

«Ένα κωλοβιβλίο».

Μου το 'κανε πίσω με το χέρι του για να δει τον τίτλο. «Λέει τίποτα;» μου κάνει.

«Αυτή η φράση που διαβάζω είναι απίθανη». Άμα είμαι σε φόρμα σαρκάζω καταπληκτικά. Δεν το
'πιασε όμως. Άρχισε να σουλατσέρνει πάλι γύρω γύρω στο δωμάτιο, και ψαχούλευε τα πράματά μου
και τα πράματα του Στράντλεητερ. Στο τέλος ακούμπησα το βιβλίο στο πάτωμα. Τίποτα δε μπορείς να

Digitized by 10uk1s, July 2010


διαβάσεις μ' ένα τύπο σαν τον Άκλεϋ να σε γυροφέρνει. Είναι αδύνατο.

Γλίστρησα κάτω κάτω στην πολυθρόνα μου και κοίταζα το γέρο Άκλεϋ που βολευότανε σα στο σπίτι
του. Ήμουνα λιγάκι κουρασμένος απ' το ταξίδι στη Νέα Υόρκη και τα ρέστα, κι άρχισα να
χασμουριέμαι. Έπειτα άρχισα τις πλάκες μου. Καμιά φορά κάνω μεγάλες πλάκες, έτσι για να μη
βαριέμαι. Αυτό που έκανα, ήτανε που γύρισα μπροστά το παλιογείσο του κυνηγετικού καπέλου μου,
κι έπειτα το κατέβασα κάτω κάτω και σκέπασα τα μάτια μου. Έτσι όπως το 'βαλα δεν έβλεπα τίποτα,
διάολε. «Θαρρώ πως χάνω το φως μου», λέω με κείνη τη βραχνή φωνή που κάνω. «Καλή μου
μανούλα, όλα σκοτεινιάζουν γύρω μου».

«Είσαι μουρλός. Μα το Θεό», μου κάνει ο Άκλεϋ.

«Καλή μου μητερούλα, δώσμου το χέρι σου. Γιατί δε μου δίνεις το χεράκι σου;»

«Στο Θεό σου ρε, δε θα μεγαλώσεις ποτέ;»

Άρχισα να ψαχουλεύω ίσια μπροστά, με τα χέρια τεντωμένα σαν τυφλός, αλλά χωρίς να σηκώνομαι
ούτε τίποτα. Όλη την ώρα έλεγα. «Καλή μου μανούλα, γιατί δε μου δίνεις το χεράκι σου;» Φυσικά
μόνο πλάκα ήτανε. Αυτές οι πλάκες μου τη δίνουνε καμιά φορά. Κι έπειτα ήξερα πως ο γέρο Άκλεϋ
γινότανε βαπόρι. Πάντα μου ξύπναγε μέσα μου το σαδιστή. Καμιά φορά του φέρνομαι πολύ
σαδιστικά. Στο τέλος όμως το 'κοψα. Σήκωσα πάλι το γείσο προς τα πάνω και κάθησα ήσυχα.

«Τίνος είναι αυτό;» μου λέει ο Άκλεϋ. Είχε πιάσει την επιγονατίδα του συγκάτοικού μου και την
ανέμιζε να τη δω. Εκείνος ο τύπος ο Άκλεϋ όλα ήθελε να τα πασπατεύει. Μπορούσε να πιάσει μέχρι
και το σπασουάρ σου, να πούμε. Του είπα πως ήτανε του Στράντλεητερ. Κι έτσι την πέταξε πάνω στο
κρεβάτι του Στράντλεητερ. Την είχε βγάλει από τη σιφονιέρα του Στράντλεητερ και γι' αυτό την πέταξε
στο κρεβάτι του.

Πλησίασε και κάθησε στο μπράτσο της πολυθρόνας του Στράντλεητερ. Ποτέ του δεν καθότανε
κανονικά στην πολυθρόνα, όπως όλος ο κόσμος. Μόνο στο μπράτσο. «Πού διάολο το κονόμησες το
καπέλο;» μου λέει.

«Στη Νέα Υόρκη».

«Πόσο;»

«Ένα δολάριο».

«Σε κλέψανε». Άρχισε να καθαρίζει τα βρωμόνυχά του μ' ένα σπίρτο. Όλη την ώρα τα νύχια του
καθάριζε. Από 'να μέρος είχε μεγάλη πλάκα. Τα δόντια του ήτανε πάντα σα να 'χε φυτρώσει χορτάρι,
και τ' αφτιά του πιγκωμένα στη βρώμα, αλλά καθάριζε τα νύχια του όλη την ώρα. Μπορεί να πίστευε
πως έτσι περνιέται για πολύ παστρικός. Ξανακοίταξε πάλι το καπέλο μου εκεί που τα καθάριζε. «Στο
Θεό σου», μου λέει. «Τέτοια καπέλα φοράμε στον τόπο μου για να κυνηγάμε ελάφια. Αυτό είναι
καπέλο για ελαφοκυνηγούς».

«Εμένα μου λες;» Το 'βγαλα και το κοίταξα. Έκλεισα κάπως και το 'να μάτι, σα να το σημάδευα. «Είναι
καπέλο για ανθρωποκυνηγούς», του λέω. «Κυνηγάω ανθρώπους μ' αυτό το καπέλο».

«Οι γέροι σου το μάθανε πως πήρες πόδι;»

«Όχι».

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Πού διάολο γυρνάει ο Στράντλεητερ;»

«Κάτω στο ματς. Με μια κοπέλα». Χασμουρήθηκα. Είχα ξελιγωθεί στο χασμουρητό. Η αλήθεια είναι
πως το δωμάτιο ήτανε πολύ ζεστό, διάολε. Σου 'ρχότανε νύστα. Έτσι γινότανε στο Πένσυ. Ή απ' το
κρύο θα πέθαινες ή απ' τη ζέστη.

«Ο μέγας Στράντλεητερ», μου κάνει ο Άκλεϋ. «— Ρε συ, δώσμου μισό λεφτάκι το ψαλίδι σου. Το 'χεις
πρόχειρο;»

«Όχι. Το 'χω μαζέψει με τα πράματά μου. Είναι κει πάνω στη ντουλάπα».

«Πιάσε μου το μισό λεφτό», λέει ο Άκλεϋ. «Έχω μια παρανυχίδα και θέλω να την κόψω».

Ούτε που τον ένοιαζε αν είχες αμπαλαρισμένο αυτό που σου ζήταγε, και το 'χες βάλει πάνω στη
ντουλάπα. Του το 'δωσα όμως. Μάλιστα, κόντεψα να σκοτωθώ. Την ώρα που άνοιγα την πόρτα της
ντουλάπας, έπεσε στο κεφάλι μου η ρακέτα του Στράντλεητερ με την ξύλινη πρέσα της. Έκανε ένα
μπαμ που χάλασε ο κόσμος, και με ξέρανε απ' τον πόνο. Ο γέρο Άκλεϋ κόντεψε να πεθάνει. Άρχισε να
γελάει με κείνη την ψιλή φάλτσα φωνή του. Γέλαγε όλη την ώρα, όσο κατέβαζα τη βαλίτσα κι έβγαζα
το ψαλίδι για την αφεντιά του. Κάτι τέτοια — όπως άμα σου 'ρχεται καμιά πέτρα στο κεφάλι και τα
ρέστα — κάνουνε το γέρο Άκλεϋ να κατουριέται. «Άκλεϋ σπόρε, έχεις πολύ χιούμορ, διάολε», του
λέω. «Το ξέρεις;» Του 'δωσα το ψαλιδάκι. «Ρε συ, με θες για μάνατζερ; θα σε βάλω να παίζεις στο
ράδιο». Ξανάκατσα στην πολυθρόνα μου και κείνος άρχισε να κόβει τις νυχάρες του που μοιάζανε
ίδια καβούκια. «Κοίτα δω», του λέω, «δεν πας να τα κόψεις στο τραπέζι; Άντε στο τραπέζι να τα
κόψεις, ε; Δεν έχω καμιά όρεξη να πατάω τα βρωμόνυχά σου μετά που θα ξυπολυθώ». Εκείνος όμως
συνέχισε να τα πετάει στο πάτωμα. Είχε σιχαμερά χούγια. Λόγω τιμής.

«Με ποια κοπέλα είναι ο Στράντλεητερ;» μου λέει. Πάντα του κράταγε λογαριασμό με ποια κορίτσια
έβγαινε ο Στράντλεητερ, κι ας μην τόνε χώνευε.

«Δεν ξέρω. Γιατί;»

«Έτσι, ρώτησα. Μάγκα μου, δεν τ' αντέχω το κωλόπαιδο. Είναι από κείνα τα κωλόπαιδα που
πραγματικά δεν τ' αντέχω».

«Εκείνος όμως τρελαίνεται για σένα. Μου 'λεγε κιόλα, πως σε βρίσκει σωστό κωλοπρίγκιπα», του λέω.
Πολλές φορές μ' αρέσει να λέω τους άλλους πρίγκιπες, άμα κάνω τις πλάκες μου. Έτσι τα βολεύω κι
ούτε βαριέμαι, ούτε τίποτα.

«Πολύ τον καμπόσο μας κάνει όλη την ώρα», μου λέει ο Άκλεϋ. «Δεν το αντέχω το κωλόπαιδο. Λες και
—»

«Σε πειράζει να κόβεις τα νύχια σου στο τραπέζι, ε;» του λέω. «Σου το 'πα πενήντα —»

«Πολύ τον καμπόσο μας κάνει όλη την ώρα», μου ξαναλέει ο Άκλεϋ. «Εγώ πάντως δεν το βρίσκω
καθόλου έξυπνο το κωλόπαιδο. Νομίζει πως είναι. Νομίζει πως είναι ο πιο —»

«Ρε Άκλεϋ! Στο Θεό σου. Σε παρακαλώ, κόβε τα βρωμόνυχά σου στο τραπέζι! Σου το 'πα πενήντα
φορές!»

Άρχισε να κόβει τα νύχια του στο τραπέζι, έτσι γι' αλλαγή. Ο μόνος τρόπος για να τον αναγκάσεις να
κάνει κάτι, ήτανε να του βάλεις τις φωνές.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κάθησα λίγο και τον έβλεπα. Έπειτα του λέω, «Ξέρω γιατί είσαι τσαντισμένος με το Στράντλεητερ.
Είναι που σου είπε πως δε βλάφτει να πλένεις και καμιά φορά τα δόντια σου. Δε σου το 'πε όμως για
βρισιά, κι ας το φώναξε δυνατά. Μπορεί να μην το 'πε όπως έπρεπε, όμως δεν το 'πε για να σε βρίσει.
Το μόνο που ήθελε να πει, ήτανε πως και πιο εντάξει θα φαινόσουνα και πιο καλά θα 'νιωθες, αν
έπλενες τα δόντια σου κάπου κάπου».

«Εγώ τα δόντια μου τα πλένω και κόφ' το».

«Δεν τα πλένεις. Σ' έχω δει και ξέρω πως δεν τα πλένεις», του λέω. Δεν του το 'πα όμως με κακία.
Ένιωθα κάτι σα λύπηση για δαύτονε, με κάποιο τρόπο. Θέλω να πω, κανονικά δεν είναι βέβαια και
πολύ ωραίο να σου λένε κατάμουτρα πως δεν πλένεις τα δόντια σου. «Ο Στράντλεητερ είναι εντάξει.
Δεν είναι και τόσο κακός», του λέω. «Είναι που δεν τον ξέρεις, αυτό φταίει».

«Πάντως εγώ σου λέω πως είναι κωλόπαιδο. Κωλόπαιδο και ψωροφαντασμένος».

«Σύμφωνοι, είναι φαντασμένος, αλλά σε μερικά πράματα είναι πολύ εντάξει. Στ' αλήθεια», του λέω.
«Κοίτα δω, ας πούμε για παράδειγμα πως ο Στράντλεητερ φόραγε μια γραβάτα ή ξέρω γω τι, που σ'
άρεσε. Ας πούμε πως φόραγε μια γραβάτα που σ' άρεσε πάρα πολύ — σου δίνω ένα παράδειγμα, να
πούμε. Ξέρεις τι θα 'κανε τότε; Θα την έβγαζε και θα στην έδινε. Αλήθεια. Ή πάλι — ξέρεις τι άλλο
μπορεί να 'κανε; Θα σου την άφηνε πάνω στο κρεβάτι σου ή κάτι τέτοιο. Πάντως θα σου την έδινε την
κωλογραβάτα. Τα περισσότερα παιδιά θα —»

«Διάολε», μου λέει ο Άκλεϋ. «Άμα είχα κι εγώ τα λεφτά του, το ίδιο θα 'κανα».

«Άμ' δε θα το 'κανες», κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, δε θα το 'κανες, Άκλεϋ σπόρε. Άμα είχες τα
λεφτά του, θα 'σουνα ένας απ' τους πιο μεγάλους —»

«Να μη με ξαναπείς <Άκλεϋ σπόρε>, που να πάρει ο διάολος. Είμαι αρκετά μεγάλος για
βρωμοπατέρας σου».

«Όχι δεν είσαι». Μάγκα μου, υπερβολικός που γινότανε κάποιες φορές. Ποτέ του δεν έχανε την
ευκαιρία να σου χτυπήσει στα μούτρα, πως ήσουνα δεκάξι και κείνος δεκαοχτώ. «Και πρώτα πρώτα,
ποιος σου 'πε πως σε θέλω στη βρωμοοικογένειά μου;» του λέω.

«Ε τότε κόφ' το και μη με ξαναπείς —»

Άξαφνα άνοιξε η πόρτα κι όρμησε μέσα ο γέρο Στράντλεητερ, όλο φούρια. Πάντα του ήτανε
φουριόζος. Γι' αυτόνε όλα ήτανε σπουδαία. Ήρθε κοντά και μου άστραψε δυο μπάτσους στα μάγουλα
για καλαμπούρι — κι αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. «Κοίτα δω», μου λέει. «Έχεις να κάνεις τίποτα
εξαιρετικό απόψε;»

«Δεν ξέρω. Μπορεί. Τι διάολο κάνει έξω — χιονίζει;» Το πανωφόρι του ήτανε μες στο χιόνι.

«Ναι. Κοίτα δω. Αν δεν έχεις να πας σε τίποτα ιδιαίτερο, μου δανείζεις την καρό σου τη ζακέτα;»

«Ποιος κέρδισε στο ματς;» του λέω.

«Είναι στο ημίχρονο. Εμείς φεύγουμε», μου λέει ο Στράντλεητερ. «Έλα τώρα, κόφ' την πλάκα. Θα τη
βάλεις απόψε τη ζακέτα σου, ναι ή όχι; Έχυσα κάτι στο γκρι μου το φανελένιο και το 'κανα σκατά».

«Όχι, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη να μου την ξεχειλώσεις με τους κωλοώμους σου, να πούμε», του

Digitized by 10uk1s, July 2010


λέω. Είχαμε ακριβώς το ίδιο μπόι, αλλά εκείνος ζύγιζε τα διπλά από μένα. Είχε και κάτι πολύ
φαρδιούς ώμους.

«Δε στην ξεχειλώνω, ρε συ». Πήγε στη ντουλάπα, πολύ βιαστικά. «Τι γίνεται, Άκλεϋ;» κάνει στον
Άκλεϋ. Τουλάχιστο τους φερνότανε πολύ φιλικά ολονών, ο Στράντλεητερ. Ως ένα μέρος ήτανε βέβαια
κάλπικα φιλικός, μα πάντα έλεγε έστω ένα γεια στον Άκλεϋ, να πούμε.

Ο Άκλεϋ κάτι μούγκρισε, άμα του είπε «Τι γίνεται». Δεν του απάντησε, αλλά δεν είχε και τα κότσια να
μη μουγκρίσει τουλάχιστον. Έπειτα μου κάνει, «Λέω να πηγαίνω τώρα. Θα σε δω μετά».

«Καλά», του λέω. Ποτέ δε σου σπάραζε την καρδιά, όταν ξαναγύρναγε στο δωμάτιό του.

Ο γέρο Στράντλεητερ άρχισε να βγάζει το πανωφόρι και τη γραβάτα του και τα ρέστα. «Λέω να κάνω
ένα ξυρισματάκι στα γρήγορα», μου λέει. Είχε πολύ πυκνά γένια. Στ' αλήθεια.

«Πού είναι το κορίτσι σου;» του λέω.

«Περιμένει στο Παράρτημα». Πήρε το κουτί με τα ξυριστικά και την πετσέτα του κάτω απ' τη
μασχάλη, και βγήκε απ' το δωμάτιο. Ούτε πουκάμισο φόραγε από πάνω ούτε τίποτα. Πάντα έτσι
γδυτός τριγύρναγε, απ' τη μέση και πάνω, γιατί πίστευε πως είναι πολύ καλοφτιαγμένος. Και ήτανε.
Πρέπει να το παραδεχτώ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 4

ΔΕΝ είχα να κάνω τίποτα ιδιαίτερο, κι έτσι πήγα κι εγώ στους καμπινέδες και του 'πιασα την πάρλα
εκεί που ξυριζότανε. Ήμαστε μόνοι μας εκεί πέρα στους καμπινέδες, γιατί όλοι οι άλλοι
βρισκόντουσαν ακόμα κάτω στο ματς. Ήτανε ντουμάνι στη ζέστη και τα παράθυρα όλα αχνισμένα.
Είχε καμιά δεκαριά νιπτήρες, όλους στον τοίχο. Ο Στράντλεητερ είχε πιάσει το μεσιανό. Εγώ πήγα κι
έκατσα στον παραδίπλα, κι άρχισα ν' ανοίγω και να κλείνω το κρύο νερό — αυτό το νευρικό συνήθιο
που έχω. Ο Στράντλεητερ σφύριζε συνέχεια το «Song of India» όσο ξυριζότανε. Είχε έν' από κείνα τα
πολύ διαπεραστικά σφυρίγματα, και δεν έπιανε ποτέ του το σκοπό σωστά, και πάντα διάλεγε κανένα
τραγούδι που να μη σφυρίζεται εύκολα, ακόμα κι αν είσαι γερός σφυριχτής, όπως να πούμε το «Song
of India» ή το «Slaughter on Tenth Avenue». Όποιο τραγούδι και να 'πιανε, το 'κανε μαντάρα.

Θυμόσαστε που έλεγα πιο πριν πως ο Άκλεϋ ήτανε βρωμιάρης στα χούγια του; Ε λοιπόν, κι ο
Στράντλεητερ ίδιος ήτανε, μα με άλλο τρόπο. Ο Στράντλεητερ ήτανε μάλλον κρυφοβρωμιάρης. Πάντα
φαινότανε εντάξει και στην τρίχα, ο Στράντλεητερ, αλλά για παράδειγμα θα 'πρεπε να βλέπατε από
μια μεριά το ξυράφι που ξυριζότανε. Ήτανε πάντα σκουριασμένο του κερατά και γεμάτο ξεραμένη
σαπουνάδα και τρίχες και σκατά. Ποτέ του δεν το καθάριζε, που λέει ο λόγος, ούτε τίποτα. Πάντα
φαινότανε στην τρίχα, άμα είχε τελειώσει να φτιάχνεται, αλλά πάντως ήτανε κρυφοβρωμιάρης, αν
τον ξέρατε όπως εγώ. Ο λόγος που φτιαχνότανε και συγυριζότανε για να κάνει τον ωραίο, ήτανε που
αγάπαγε τρελά τον εαυτούλη του. Νόμιζε πως είναι το ωραιότερο παιδί στο δυτικό ημισφαίριο. Ήτανε
βέβαια αρκετά καλοφτιαγμένος — το παραδέχουμαι. Αλλά ήτανε κυρίως από κείνους τους ωραίους,
που άμα βλέπουνε οι δικοί σου τη φωτογραφία του στο Ετήσιο Λεύκωμα, σου λένε αμέσως, «Ποιο
είναι αυτό το παιδί;» Θέλω να πω, ήτανε κυρίως ο τύπος του ωραίου για Ετήσιο Λεύκωμα. Στο Πένσυ
ήξερα ένα σωρό παιδιά, που τα 'βρισκα πολύ ωραιότερα απ' το Στράντλεητερ, αλλά άμα έβλεπες τη
φωτογραφία τους στο Ετήσιο Λεύκωμα δε φαινόντουσαν ωραία. Φαινόντουσαν σα να είχανε μεγάλες
μυταρόλες και αφτούκλες πεταχτές. Αυτό μου έχει συμβεί πολλές φορές.

Τέλος πάντων, καθόμουνα πάνω στο νιπτήρα, παραδίπλα από κει που ξυριζότανε ο Στράντλεητερ, και
μια άνοιγα το νερό, μια το έκλεινα. Φόραγα ακόμα το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου, με το γείσο
γυρισμένο προς τα πίσω και τα ρέστα. Εκείνο το καπέλο μου την έδινε στ' αλήθεια.

«Ρε συ», μου λέει ο Στράντλεητερ. «Μου κάνεις μια μεγάλη χάρη;»

«Τι»; του λέω. Όχι και πολύ ορεξάτα. Όλη την ώρα σου γύρευε να του κάνεις μια μεγάλη χάρη. Πάρε
να πούμε όποιο ωραίο παιδί θες, ή ένα παιδί που πιστεύει πως είναι τσίφτης με τα όλα του, και πάντα
σου γυρεύει να του κάνεις μια μεγάλη χάρη. Μόνο και μόνο επειδή είναι τρελός και παλαβός με τον
εαυτούλη του, πιστεύει σώνει και καλά πως είσαι και συ τρελός για δαύτονε, και πως ψοφάς να του
κάνεις τη χάρη. Από 'να μέρος έχει την πλάκα του.

«Θα βγεις απόψε;» μου λέει.

«Μπορεί ναι. Μπορεί και όχι. Δεν ξέρω. Γιατί;»

«Μου 'χουνε μείνει να διαβάσω καμιά κατοσταριά σελίδες για την ιστορία της Δευτέρας», μου λέει.
«Τι λες, δε μου γράφεις μια έκθεση για τ' αγγλικά; Την έχω άσκημα αν δεν ετοιμάσω αυτό το
κωλόπραμα για τη Δευτέρα. Γι' αυτό σε ρωτάω. Τι λες;»

Αυτό ήτανε μεγάλη ειρωνεία. Στ' αλήθεια ήτανε.

«Έμενα διώχνουνε από τούτο το κωλοσχολείο, και συ μου ζητάς να σου γράψω την κωλοέκθεσή σου;»
του λέω.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ναι ρε συ, το ξέρω. Μα έλα που την έχω άσκημα αν δεν τη γράψω. Έλα τώρα, δείξου φίλος. Δείξου
φιλαράκος. Εντάξει;»

Δεν του απάντησα αμέσως. Καλό είναι να τ' αφήνεις λιγάκι σε αγωνία, κάτι κωλόπαιδα σαν το
Στράντλεητερ.

«Για τι πράμα;» του λέω.

«Ό,τι να 'ναι. Κάτι περιγραφικό. Ένα δωμάτιο. Ή ένα σπίτι. Ή κάτι που έχεις μείνει κάποτε ή κάτι —
τέλος πάντων, ξέρεις εσύ. Αρκεί να 'ναι περιγραφικό κάργα». Και καθώς το 'λεγε, τράβηξε ένα
χασμουρητό φαρδύ πλατύ. Με κάτι τέτοια είναι που μου στρίβει τ' άντερο. Θέλω να πω, άμα κανένας
χασμουριέται ίσα ίσα την ώρα που σου γυρεύει να του κάνεις μια κωλοχάρη. «Μην την κάνεις μόνο
πολύ καλή», μου λέει. «Εκείνος ο πουτανόσπορος ο Χάρτσελ σ' έχει για κανόνι στ' αγγλικά, και το
ξέρει πως μένουμε στο ίδιο δωμάτιο. Θέλω να πω, μη βάλεις όλα τα κόμματα και τα ρέστα εκεί που
πρέπει».

Κι αυτό μου στρίβει τ' άντερο. Όπως να πούμε, άμα είσαι καλός στην έκθεση και κάποιος αρχίζει να
σου μιλάει για κόμματα. Πάντα το 'κανε αυτό ο Στράντλεητερ. Ήθελε να νομίζεις, πως ο μόνος λόγος
που αυτός τα 'κανε σαλάτα στην έκθεση, ήτανε που έβαζε όλα τα κόμματα λάθος. Σ' αυτό έμοιαζε
λιγάκι του Άκλεϋ. Θυμάμαι μια φορά στο μπάσκετ, που είχα κάτσει δίπλα στον Άκλεϋ. Είχαμε στην
ομάδα ένα απίθανο παιδί, το Χάουι Κόυλ, που έβαζε καλαθιά από τη μέση του γηπέδου χωρίς ούτε ν'
αγγίξει το ταμπλό ούτε τίποτα. Ε λοιπόν, όλη την ώρα σε κείνο το κωλομάτς, ο Άκλεϋ μου πήρε τ'
αφτιά πως ο Κόυλ είχε τέλεια σωματική διάπλαση για μπάσκετ. Θεούλη μου, πώς τα σιχαίνομαι κάτι
τέτοια.

Έπειτ' από λίγο, βαρέθηκα να κάθομαι στο νιπτήρα και σηκώθηκα. Πήγα λίγο πιο πέρα κι άρχισα να
χορεύω κλακέτες, έτσι για την πλάκα μου. Το 'κανα μόνο για το κέφι μου, αυτό είν' όλο. Όχι πως ξέρω
να χορεύω βέβαια αληθινές κλακέτες, όμως στους καμπινέδες είχε κάτω πέτρινες πλάκες, κι ήτανε
ένα κι ένα για κλακέτες. Άρχισα να ξεσηκώνω έναν από κείνους τους τύπους στο σινεμά. Σ' ένα από
κείνα τα μιούζικαλ, που λένε. Σιχαίνομαι το σινεμά όπως ο διάολος το λιβάνι, αλλά μου τη δίνει να
ξεσηκώνω τέτοιες φιγούρες. Ο γέρο Στράντλεητερ με κοίταγε απ' τον καθρέφτη εκεί που ξυριζότανε.
Όλο κι όλο που γυρεύω πάντα, είναι ένα κοινό. Είμαι λιγάκι επιδειξίας. «Είμαι γιος του
Κωλοκυβερνήτη», λέω. Είχα ξελιγωθεί στις κλωτσιές. Χόρευα κλακέτες γύρω γύρω, παντού. «Δε μ'
αφήνει να γίνω χορευτής. Θέλει σώνει και καλά να με στείλει στην Οξφόρδη. Μα εγώ τις κλακέτες τις
έχω στο αίμα μου, διάολε». Ο γέρο Στράντλεητερ γέλασε. Κάτι σκάμπαζε από καλαμπούρια. «Σήμερα
είναι η πρεμιέρα του Ziegfeld Follies». Άρχισα να λαχανιάζω. Σας το 'λεγα και πριν πως δε με βοηθάει
η αναπνοή μου. «Ο πρώτος χορευτής δε μπορεί να πάρει τα πόδια του. Είναι πίτα στο μεθύσι, ο
μάπας. Και τότε ποιον λες πως διαλέγουνε γι' αντικαταστάτη; Την αφεντιά μου. Ολόκληρον. Το μικρό
γιο του Κωλοκυβερνήτη».

«Πού το κονόμησες το καπέλο;» μου λέει ο Στράντλεητερ. Έλεγε για το κυνηγετικό μου καπέλο. Δεν το
'χε ξαναδεί.

Έτσι κι αλλιώς είχα που είχα λαχανιάσει, γι' αυτό αποφάσισα να κόψω τις πλάκες. Έβγαλα το καπέλο
μου και το κοίταξα, κάπου για εκατοστή φορά. «Το πήρα το πρωί στη Νέα Υόρκη. Ένα δολάριο. Σ'
αρέσει;»

Ο Στράντλεητερ κούνησε το κεφάλι. «Τσίφτικο», μου κάνει. Ήτανε όμως σκέτο γλείψιμο, γιατί αμέσως
μετά μου λέει, «Κοίτα ρε συ, θα μου γράψεις την έκθεση που λέγαμε; Πες μου να ξέρω αν είναι».

«Άμα βρω καιρό θα τη γράψω. Άμα δε βρω, δεν κάνω τίποτα», του λέω. Πήγα και ξανάκατσα στον

Digitized by 10uk1s, July 2010


πλαϊνό του νιπτήρα. «Με ποια θα βγεις;» τον ρωτάω. «Τη Φιτζέραλντ;»

«Όχι ρε διάολε. Στο 'πα πως έκοψα με κείνη τη γουρούνα».

«Ναι; Τότε δώμου την εμένα, ρε φίλε. Δεν κάνω πλάκα. Είναι ο τύπος μου».

«Και δεν την παίρνεις.... Μόνο που σου πέφτει λίγο μεγάλη».

Και τότε άξαφνα — χωρίς κανένα λόγο στ' αλήθεια, εξόν που είχα κέφι για πλάκες — μου 'ρθε μια
τρελή επιθυμία να σαλτάρω απ' το νιπτήρα και ν' αρπάξω το γέρο Στράντλεητερ μ' ένα χαφ-νέλσον.
Είναι μια λαβή στην πάλη, αν δεν το ξέρετε, που πιάνεις τον άλλονε πισώπλατα απ' το λαιμό, κι άμα
σου 'ρθει τόνε πνίγεις κιόλας. Και το 'κανα. Προσγειώθηκα πάνω του σαν κωλοπάνθηρας.

«Στο Θεό σου, ρε Χόλντεν, κόφ' το!» μου λέει ο Στράντλεητερ. Δεν είχε όρεξη για πλάκες. Εκείνος μόνο
που ξυριζότανε, να πούμε. «Τι διάολο πας να κάνεις — θες να κόψω κανένα λαρύγγι;»

Όμως εγώ δεν τον άφηνα. Του είχα κάνει ένα χαφ-νέλσον χάρμα.

«Ελευθερώσου από τη θανάσιμη μέγγενή μου», του λέω.

«Χριστέ και Κύριε!» Άφησε κάτω το ξυράφι του, κι άξαφνα τινάζει πάνω τα χέρια του, έτσι, και μου
σπάει τη λαβή μου. Ήτανε πολύ δυνατό παιδί. Κι εγώ πολύ αδύνατος. «Και τώρα κόφ' τις αηδίες», μου
λέει. Έπιασε να ξυρίζεται απ' την αρχή. Πάντα ξυριζότανε διπλή φορά για να κάνει καλύτερη φιγούρα.
Με κείνο το βρωμερό παλιοξύραφο.

«Και τότε με ποια θα βγεις αφού δε βγαίνεις με τη Φιτζέραλντ;» του ξαναλέω. Ξανάκατσα πάλι στο
διπλανό νιπτήρα. «Με κείνη την πιτσιρίκα, τη Φύλις Σμιθ;»

«Όχι. Έτσι έλεγα, αλλά τα κάναμε σκατά με τις συνεννοήσεις. Θα βγω με τη συγκάτοικο της κοπέλας
του Μπαντ Θόου... Ρε συ, παραλίγο να το ξέχναγα. Σε ξέρει».

«Ποιος με ξέρει;» του κάνω.

«Η κοπέλα που θα βγω».

«Ναι;» του κάνω. «Πώς τήνε λένε;» Είχε αρχίσει να μ' ενδιαφέρει πολύ.

«Στάσου να θυμηθώ... Ε... Τζην Γκάλαγκερ».

Μάγκα μου, κόντεψα να πέσω ξερός με το που το είπε.

«Τζαίην Γκάλαγκερ», του λέω. Είχα σηκωθεί κι απ' το νιπτήρα μόλις το άκουσα. Διάολε, κόντεψα να
πέσω ξερός. «Και βέβαια τήνε ξέρω. Έμενε ακριβώς δίπλα μας πρόπερσι το καλοκαίρι. Είχε κι ένα
κωλόσκυλο, πελώριο, ένα ντόμπερμαν πίνσερ. Έτσι τη γνώρισα. Ο σκύλος της ερχότανε όλη την ώρα
στο —»

«Για το Θεό, ρε Χόλντεν, μη στέκεσαι στο φως μου», μου λέει ο Στράντλεητερ. «Εκεί βρήκες να
κάτσεις;»

Μάγκα μου, εγώ είχα γίνει άνω κάτω όμως. Στ' αλήθεια.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Πού είναι;» του λέω. «Πρέπει να κατεβώ να της πω ένα γεια. Πού είναι; Στο Παράρτημα;»

«Ναι».

«Και πώς και σου μίλησε για μένα; Στο Β.Μ. πάει τώρα; Μου έλεγε πως μπορεί και να πήγαινε. Έλεγε
όμως πως ίσως και να πήγαινε στο Σίπλυ. Νόμιζα πως πήγαινε στο Σίπλυ. Πώς και σου μίλησε για
μένα;» Ήμουνα άνω κάτω. Στ' αλήθεια ήμουνα.

«Διάολε, πού θες να ξέρω. Για σήκω από κει πέρα μια στιγμή. Κάθεσαι πάνω στην πετσέτα μου», λέει
ο Στράντλεητερ. Είχα καθήσει πάνω στην κωλοπετσέτα του.

«Η Τζαίην Γκάλαγκερ», κάνω. Ακόμα δεν έλεγα να το χωνέψω. «Χριστός κι Απόστολος!»

Ο γέρο Στράντλεητερ έβαζε Βιτάλις στα μαλλιά του. Απ' το δικό μου Βιτάλις.

«Κάνει χορό», του λέω. «Ξέρεις, μπαλέτο να πούμε. Έκανε ασκήσεις κάπου δυο ώρες τη μέρα, ακόμα
και με τις μεγάλες ζέστες να πούμε. Φοβότανε μήπως της κάνει τα πόδια σκατά — ξέρεις, χοντρά και
τα ρέστα. Όλη την ώρα παίζαμε ντάμα».

«Τι είπες πως παίζατε όλη την ώρα;»

«Ντάμα».

«Ντάμα! Έλα Παναγία μου!»

«Αμέ. Και κείνη ούτε που πείραζε ποτέ τις ντάμες της. Αυτό που έκανε ήτανε που, άμα είχε καμιά
ντάμα, δεν την κούναγε ρούπι. Την άφηνε στην πισινή σειρά. Όλες τις αράδιαζε στην πισινή σειρά.
Ούτε που τις χρησιμοποιούσε ποτέ. Της άρεσε μόνο να τις βλέπει, έτσι όπως ήτανε όλες στην πισινή
σειρά».

Ο Στράντλεητερ δεν είπε λέξη. Αυτές οι ιστορίες δεν ενδιαφέρουνε τους πιο πολλούς.

«Η μάνα της ήτανε στην ίδια λέσχη με μας», του λέω. «Καμιά φορά κουβάλαγα μπαστούνια στο
γκολφ, έτσι για χαρτζιλίκι. Είχα κουβαλήσει και της μάνας της τα μπαστούνια κανά δυο φορές. Έκανε
εκατό χιλιόμετρα για εννιά τρύπες».

Ο Στράντλεητερ ούτε που μ' άκουγε. Χτένιζε τις υπέροχες μπούκλες του.

«Θα 'πρεπε να κατέβω να της πω έστω ένα γεια», του λέω.

«Και δεν πας;»

«Θα πάω. Σε μισό λεφτό».

Ξανάρχισε να κάνει τη χωρίστρα του απ' την αρχή. Πάντα ήθελε μια ώρα για να χτενίσει τα μαλλιά
του.

«Οι δικοί της ήτανε χωρισμένοι. Η μάνα της είχε ξαναπαντρευτεί μ' ένα μπεκρόσκυλο», του λέω.
«Ήτανε ένας κοκαλιάρης με τριχωτά ποδάρια. Τον θυμάμαι. Φόραγε όλο κάτι κοντά παντελονάκια. Η
Τζαίην έλεγε πως ήτανε θεατρικός συγγραφέας ή κάτι τέτοιο διάολε, αλλά το μόνο που τον έβλεπα να
κάνει, ήτανε που μπεκρούλιαζε όλη την ώρα και δεν άφηνε αστυνομικό για αστυνομικό στο ράδιο. Ή

Digitized by 10uk1s, July 2010


τριγύριζε τσιτσίδι σ' όλο το κωλόσπιτο. Μπροστά στη Τζαίην και τα ρέστα».

«Ναι;» μου κάνει ο Στράντλεητερ. Αυτό του φάνηκε πραγματικά ενδιαφέρον. Με το μπεκρόσκυλο που
τριγύρναγε στο σπίτι τσιτσίδι, κι ήτανε κι η Τζαίην μπροστά. Ο Στράντλεητερ ήτανε πολύ μπήχτης.

«Τα παιδικά της χρόνια ήτανε φρίκη. Σοβαρά».

Αυτό όμως δεν του φάνηκε ενδιαφέρον, του Στράντλεητερ. Μόνο τα πολύ σεξουαλικά του άρεσε ν'
ακούει.

«Η Τζαίην Γκάλαγκερ! Χριστούλη μου». Δε μπορούσα να τη βγάλω απ' το μυαλό μου. Στ' αλήθεια. «Θα
'πρεπε να κατέβω να της πω έστω ένα γεια».

«Ε, τι διάολο το λες και δεν πας τόση ώρα;» μου λέει ο Στράντλεητερ.

Πήγα στο παράθυρο, αλλά δε μπορούσες να δεις απέξω γιατί ήτανε όλα αχνισμένα, τόση ζέστη έκανε
στους καμπινέδες. «Δεν είμαι σε φόρμα τώρα δα», του λέω. Και δεν ήμουνα. Πρέπει να 'σαι σε φόρμα
για τέτοια πράματα. «Νόμιζα πως πήγαινε στο Σίπλυ. θα 'παιρνα όρκο πως πάει στο Σίπλυ». Άρχισα να
κόβω βόλτες εκεί μέσα στους καμπινέδες. Δεν είχα και τίποτ' άλλο να κάνω. «Της άρεσε το ματς;» του
λέω.

«Ναι, μάλλον. Δεν ξέρω».

«Δε σου 'πε ούτε πως παίζαμε όλο ντάμα, ούτε τίποτα;»

«Δεν ξέρω. Στο Θεό σου, τώρα δα τη γνώρισα», μου λέει ο Στράντλεητερ. Καμιά φορά ξεμπέρδεψε με
τα χτενίσματα και τα υπέροχα κωλόμαλλά του, κι άρχισε να μαζεύει όλα τα βρωμερά του σύνεργα.

«Κοίτα κάτι. Να της πεις χαιρετίσματα, έτσι;»

«Εντάξει», μου λέει ο Στράντλεητερ, αλλά το 'ξερα πως σίγουρα δε θα 'λεγε τίποτα. Πάρε να πούμε
ένα παιδί σαν το Στράντλεητερ. Ποτέ δε δίνει χαιρετίσματα από μέρους σου σε κανένανε.

Εκείνος ξαναγύρισε στο δωμάτιο, αλλά εγώ έμεινα λιγάκι ακόμα στους καμπινέδες και σκεφτόμουνα
την παλιόφιλη τη Τζαίην. Έπειτα γύρισα και γω στο δωμάτιο.

Ο Στράντλεητερ στεκότανε μπροστά στον καθρέφτη και φόραγε τη γραβάτα του, όταν μπήκα μέσα.
Πέρναγε κάπου τη μισή κωλοζωή του μπροστά στον καθρέφτη. Έκατσα στην πολυθρόνα μου και τον
χάζευα, έτσι για λίγο.

«Ρε συ», του λέω. «Μην της πεις πως με πετάξανε έξω. Εντάξει;»

«Εντάξει».

Αυτό ήτανε το καλό με το Στράντλεητερ. Δεν ήσουνα αναγκασμένος να του τα εξηγείς όλα με το νι και
με το σίγμα, όπως με τον Άκλεϋ. Κυρίως, φαντάζομαι, επειδή δεν τον ενδιέφερε και τόσο πολύ. Γι'
αυτό. Ο Άκλεϋ ήτανε άλλο πράμα. Ήθελε να χώνει τη μύτη του παντού, το κωλόπαιδο.

Έβαλε και την καρό μου τη ζακέτα.

«Στο Θεό σου, ρε συ», του λέω, «μη μου την ξεχειλώσεις». Την είχα βάλει δυο φορές όλες κι όλες.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Καλά ντε. Πού διάολο είναι τα τσιγάρα μου;»

«Στο γραφείο». Ποτέ δεν ήξερε πού άφηνε τα πράματά του. «Κάτω απ' το κασκόλ σου». Τα 'βαλε στην
τσέπη της ζακέτας του — της δικιάς μου ζακέτας.

Και τότε άξαφνα κατέβασα μπροστά το γείσο του κυνηγετικού καπέλου μου, έτσι γι' αλλαγή. Άξαφνα
είχα αρχίσει να γίνομαι κάπως νευρικός. Είμαι πολύ νευρικός τύπος εγώ. «Και δε μου λες, πού θα
πάτε ραντεβού;» του λέω. «Σκέφτηκες;»

«Δεν ξέρω. Μπορεί στη Νέα Υόρκη, αν μας παίρνει η ώρα. Έχει άδεια μόνο ως τις εννιάμιση, άκου
φίλε μου!»

Δε μ' άρεσε ο τρόπος που το είπε, και τότε του λέω, «Ο λόγος που πήρε τόση λίγη άδεια, είναι που
δεν ήξερε τι γοητευτικός κι ωραίος μπάσταρδος που είσαι. Αν το ήξερε θα 'παιρνε άδεια ως τις
δεκάμιση το πρωί».

«Πολύ σωστά, διάολε», μου λέει ο Στράντλεητερ. Δεν ήτανε και τόσο εύκολο να τον δουλέψεις.
Τέτοια ξιπασιά είχε. «Άντε τώρα, κόφ' το καλαμπούρι. Να μου φτιάξεις την έκθεση που λέγαμε», μου
κάνει. Είχε βάλει και το πανωφόρι του κι ήτανε έτοιμος για φευγιό. «Δεν είπαμε να σκιστείς κιόλας.
Μόνο φτιάξτηνε κάργα περιγραφική. Έγινε;»

Δεν του απάντησα. Δεν είχα κέφι. Το μόνο που είπα ήτανε, «Να τη ρωτήσεις αν αφήνει ακόμα όλες τις
ντάμες της στην πισινή σειρά».

«Καλά», μου λέει ο Στράντλεητερ, αλλά το 'ξερα πως δε θα τη ρώταγε. «Άντε, φρόνιμα τώρα».
Βρόντηξε την πόρτα σα διάολος και βγήκε απ' το δωμάτιο.

Έκατσα έτσι κάπου μισή ώρα, μετά που έφυγε. Θέλω να πω, καθόμουνα έτσι μόνο στην πολυθρόνα
μου και δεν έκανα τίποτα. Όλο σκεφτόμουνα τη Τζαίην και το Στράντλεητερ, που θα βγαίνανε μαζί
ραντεβού και τα ρέστα. Μ' είχε πιάσει τέτοιος εκνευρισμός, που κόντευε να μου στρίψει. Σας έλεγα
και πριν τι μπήχτης που ήτανε ο Στράντλεητερ.

Και τότε άξαφνα ο Άκλεϋ ξαναμπουκάρησε απ' τις κωλοκουρτίνες του ντους, όπως συνήθιζε. Για μια
φορά σ' όλη την ηλίθια ζωή μου χάρηκα πραγματικά που τον έβλεπα. Έτσι έπαψα να σκέφτομαι τ'
άλλα.

Γυρόφερε κει μέσα όσο που ήρθε η ώρα για το δείπνο, και κουτσομπόλευε όλα τα παιδιά στο Πένσυ
που δεν τα χώνευε, και ζούλαγε εκείνο το μεγάλο μπιμπίκι στο πηγούνι του. Ούτε που έκανε να
βγάλει μαντήλι, έτσι για τα μάτια. Κι έπειτα, άμα θέλετε να ξέρετε την αλήθεια, ούτε που νομίζω πως
είχε μαντήλι ο μπάσταρδος. Πάντως εγώ ποτέ δεν τον είδα να χρησιμοποιεί μαντήλι.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 5

ΤΑ σαββατόβραδα στο Πένσυ είχαμε πάντα το ίδιο φαΐ. Υποτίθεται πως ήτανε μεγάλη δουλειά, γιατί
μας δίνανε μπριζόλα. Πάω στοίχημα χίλια δολάρια, πως ο λόγος που το κάνανε ήτανε επειδή
ερχόντουσαν ένα σωρό γονείς την Κυριακή, κι ο γέρο Θάρμερ έβανε σίγουρα με το νου του, πως η
μάνα του κάθε παιδιού θα ρώταγε το αγοράκι της τι έφαγε χτες το βράδυ, και κείνο θα της έλεγε
«Μπριζόλα.». Σκέτη απάτη. Θα 'πρεπε να βλέπατε από μια μεριά τις μπριζόλες. Ήτανε κάτι
μικρούτσικα μαραφέτια, στεγνά και θεόσκληρα, που δεν κοβόντουσαν με τίποτα. Τη νύχτα της
μπριζόλας μας δίνανε κι ένα πουρέ όλο γρουμπούλια, και για γλυκό είχανε Καφετιά Μπέτυ, που δεν
την έτρωγε κανένας, εκτός ίσως απ' τα πιτσιρίκια που δεν ξέρανε τι τους γίνεται — κι από κάτι παιδιά
σαν τον Άκλεϋ που τρώγανε ό,τι να 'ναι.

Ήτανε όμως όμορφα, όταν βγήκαμε απ' την τραπεζαρία. Το 'χε στρώσει κάπου οχτώ πόντους, κι έριχνε
ακόμα της τρελής. Μούρλια ήτανε, κι όλοι αρχινίσαμε τις χιονιές και τις πλάκες. Ήτανε σκέτα
παιδιαρίσματα, μα το γλεντάγαμε στ' αλήθεια.

Δεν είχα ούτε ραντεβού ούτε τίποτα, κι έτσι εγώ και κείνος ο φίλος μου, ο Μαλ Μπρόσαρντ, που
ήτανε στην ομάδα της πάλης, είπαμε να πάμε με το λεωφορείο ίσαμε το Έιτζερσταουν και να φάμε
κανά χάμπουργκερ και να δούμε καμιά κωλοταινία. Δεν είχαμε όρεξη να κάτσουμε να κλώθουμε έτσι
όλη νύχτα. Είπα του Μαλ, άμα δεν τον πείραζε να 'ρχότανε κι ο Άκλεϋ μαζί μας. Ο λόγος που το είπα,
ήτανε επειδή ο Άκλεϋ δεν έκανε ποτέ του τίποτα τα σαββατόβραδα, εξόν που καθότανε στο δωμάτιό
του και ζούλαγε τα μπιμπίκια του ή κάτι τέτοιο. Ο Μαλ είπε πως δεν τον πείραζε, αλλά όχι και πως
ξετρελάθηκε με την ιδέα. Τον Άκλεϋ δεν τον πολυχώνευε. Τέλος πάντων, πήγαμε κι οι δυο στα
δωμάτιά μας να ετοιμαστούμε και τα ρέστα, και την ώρα που έβαζα τις γαλότσες μου και τις άλλες
αηδίες πάτησα μια φωνή του γέρο Άκλεϋ, και του είπα άμα κάνει κέφι να πάμε σινεμά. Μ' άκουγε μια
χαρά μέσ' απ' τις κουρτίνες του ντους, αλλά δε μου απάντησε με την πρώτη. Ήτανε από τα παιδιά που
το 'χουνε σε κακό να σου απαντάνε με την πρώτη. Στο τέλος ήρθε από δίπλα, πάλι απ' τις
κωλοκουρτίνες, και στάθηκε στο πεζουλάκι του ντους, και με ρώτησε ποιος άλλος θα 'τανε εξόν από
μένα. Πάντα έπρεπε να ξέρει ποιος άλλος θα 'τανε. Κόβω το κεφάλι μου πως, έτσι και ξέμενε πουθενά
ναυαγός και πήγαινες να τόνε μαζέψεις με καμιά κωλόβαρκα, πρώτα θα σε ρώταγε ποιος τράβαγε
κουπί, και μετά θα 'μπαινε μέσα. Του λέω, θα 'ρθει κι ο Μαλ Μπρόσαρντ. Μου λέει, «Α, αυτός ο
μάπας... Καλά. Στάσου μισό λεφτό». Θα 'λεγες πως σου 'κανε μεγάλη χάρη.

Του πήρε κοντά πέντε ώρες να συγυριστεί. Όσο ετοιμαζότανε, εγώ πήγα στο παράθυρό μου και το
άνοιξα κι έφτιαξα μια χιονόμπαλα με τα χέρια γυμνά, έτσι χωρίς γάντια. Το χιόνι ήτανε ένα κι ένα για
μπάλες. Δεν την πέταξα όμως πουθενά. Για μια στιγμή έκανα να την πετάξω. Σ' ένα αυτοκίνητο, που
ήτανε παρκαρισμένο στην απέναντι μεριά του δρόμου. Αλλά το μετάνιωσα. Το αυτοκίνητο φαινότανε
πολύ όμορφο, έτσι άσπρο άσπρο. Μετά έκανα να τη ρίξω σ' ένα κολονάκι της πυροσβεστικής, αλλά
και κείνο φαινότανε όμορφο κι άσπρο. Στο τέλος δεν την πέταξα πουθενά. Το μόνο που έκανα, ήτανε
που έκλεισα το παράθυρο κι άρχισα να βολτάρω πάνω κάτω στο δωμάτιο με τη χιονόμπαλα, και
δώστου και την πατίκωνα πιο σφιχτά. Έπειτα από λίγο, που μπήκαμε στο λεωφορείο μαζί με το
Μπρόσαρντ και τον Άκλεϋ, ακόμα την κράταγα. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και μ' έβαλε να την
πετάξω απέξω. Εγώ του εξήγησα πως δεν ήθελα να τη ρίξω σε κανένανε, αλλά δε με πίστευε. Οι άλλοι
ποτέ δε σε πιστεύουνε.

Το έργο που έπαιζε το είχανε ξαναδεί κι ο Μπρόσαρντ κι ο Άκλεϋ, κι έτσι φάγαμε μόνο κανά δυο
χάμπουργκερ, παίξαμε και λίγο φλιπεράκι, κι έπειτα πήραμε το λεωφορείο για το Πένσυ. Πάντως δεν
έσκασα που δεν την είδα την ταινία. Υποτίθεται πως ήτανε μια κωμωδία με τον Κάρυ Γκραντ και
τέτοιες αηδίες. Κι έπειτα, είχα πάει κι άλλοτε σινεμά με το Μπρόσαρντ και τον Άκλεϋ. Κι οι δυο τους
γελάγανε σαν ύαινες, με κάτι πράματα που δεν ήτανε καν αστεία. Δε μ' άρεσε να κάθομαι δίπλα τους
στο σινεμά.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ήτανε μόνο εννιά παρά τέταρτο άμα γυρίσαμε στους κοιτώνες. Ο γέρο Μπρόσαρντ είχε μανία με το
μπριτζ, και πήρε μπάλα τα δωμάτια για να στήσουνε παιχνίδι. Ο γέρο Άκλεϋ την άραξε στο δωμάτιό
μου, έτσι γι' αλλαγή. Μόνο που αντί να κάτσει στο μπράτσο της πολυθρόνας του Στράντλεητερ,
ξάπλωσε στο κρεβάτι μου, με τη μούρη του να πούμε στο μαξιλάρι μου και τα ρέστα. Άρχισε να μιλάει
με κείνη την πολύ μονότονη φωνή και να σκαλίζει όλα του τα μπιμπίκια. Του πέταξα ίσαμε χίλιες
σπόντες, αλλά δεν κατάφερνα να τον ξεφορτωθώ. Το μόνο που έκανε, ήτανε που συνέχισε το χαβά
του, με κείνη την πολύ μονότονη φωνή, για κάποια πιτσιρίκα που υποτίθεται πως είχε σεξουαλική
επαφή μαζί της πέρσι το καλοκαίρι. Μου το 'χε πει κιόλας καμιά κατοσταριά φορές. Κάθε φορά που
το 'λεγε, ήτανε κι αλλιώτικο. Μια της το 'κανε στη μπουίκ του ξαδέρφου του, και μια σε κάτι υπόστεγα
στην παραλία. Φυσικά όλα ήτανε αέρας κοπανιστός. Ήτανε παρθένος — αν είχα δει ποτέ μου
παρθένο. Αμφιβάλλω αν είχε φτάσει ποτέ έστω και να πασπατέψει καμιά. Στο τέλος αναγκάστηκα να
του μπω στα ίσα, και να του πω πως είχα να γράψω την έκθεση του Στράντλεητερ, και πως έπρεπε να
πάει στο διάολο και να μ' αδειάσει τη γωνιά, για να μπορέσω να συμμαζέψω το μυαλό μου. Καμιά
φορά ξεκουμπίστηκε, αλλά με το πάσο του, όπως πάντα. Μετά που έφυγε, έβαλα τις μπιζάμες μου
και το μπουρνούζι μου και το παλιοκαπέλο μου το κυνηγετικό, και στρώθηκα να γράψω την έκθεση.

Το ζήτημα ήτανε πως δε μπορούσα να σκεφτώ κανένα δωμάτιο ή κανένα σπίτι, ή τέλος πάντων κάτι
για να περιγράψω, όπως μου 'χε πει ο Στράντλεητερ πως έπρεπε. Όπως και να 'ναι, δεν ψοφάω να
περιγράφω δωμάτια και σπίτια. Έτσι αυτό που έκανα, ήτανε που έγραψα για ένα γάντι του
μπέηζμπωλ, του αδερφού μου του Άλι. Ήτανε πολύ περιγραφικό θέμα. Στ' αλήθεια. Ο αδερφός μου ο
Άλι είχε ένα αριστερό γάντι του μπέηζμπωλ. Ήτανε αριστερόχειρας. Το περιγραφικό σ' αυτό το γάντι
όμως, ήτανε που είχε γραμμένα ποιήματα στα δάχτυλα και στη χούφτα και παντού. Με πράσινο
μελάνι. Τα έγραφε για να 'χει κάτι να διαβάζει άμα έπαιζε άμυνα και δεν ήτανε κανένας για να ρίξει
πάσα. Τώρα έχει πεθάνει. Έπαθε λευχαιμία και πέθανε όταν ήμαστε στο Μέην, στις 18 Ιουλίου του
1946. Θα σας άρεσε, σίγουρα. Ήτανε δυο χρόνια μικρότερός μου, αλλά κάπου πενήντα φορές πιο
έξυπνος. Ήτανε τρομερά έξυπνος. Οι δάσκαλοι του γράφανε όλη την ώρα γράμματα στη μάνα μας, και
της λέγανε τι χαρά τους ήτανε να έχουνε στην τάξη τους ένα παιδί σαν τον Άλι. Και δε λέγανε
βλακείες. Το πιστεύανε. Δεν έφτανε όμως που ήτανε ο πιο έξυπνος στην οικογένεια. Ήτανε κι ο
καλύτερος, σε χίλια πράματα. Ποτέ του δε θύμωσε με κανένανε. Λένε πως όσοι έχουνε κόκκινα
μαλλιά ανάβουνε πολύ εύκολα, αλλά ο Άλι ποτέ του δε θύμωνε, κι είχε πολύ κόκκινα μαλλιά. Τώρα
θα σας πω τι λογής κόκκινα μαλλιά είχε. Μόλις έκλεισα τα δέκα, άρχισα να παίζω γκολφ. Θυμάμαι
λοιπόν μια φορά, το καλοκαίρι που κόντευα τα δώδεκα, εκεί που ετοιμαζόμουνα να χτυπήσω το
μπαλάκι, κάτι μου 'λεγε πως άμα γύρναγα έτσι άξαφνα, θα 'βλεπα τον Άλι. Γύρισα λοιπόν και να 'τονε,
πάνω στο ποδηλατάκι του έξω απ' το φράχτη — είχε ένα φράχτη γύρω γύρω στο γήπεδο — και
καθότανε κει πέρα, καμιά κατοσταριά μέτρα πίσω μου, και μ' έβλεπε που έκανα να βαρέσω το
μπαλάκι. Τέτοια κόκκινα μαλλιά είχε. Θεούλη μου, ήτανε όμως σπουδαίο παιδί. Καμιά φορά, εκεί που
τρώγαμε, κάτι σκεφτότανε και τον πιάνανε τέτοια γέλια, που έπεφτε απ' την καρέκλα του. Ήμουνα
δεκατριών χρονών και λέγανε να με στείλουνε για ψυχανάλυση και τα ρέστα, γιατί τους έσπασα όλα
τα τζάμια στο γκαράζ. Δεν τους ρίχνω άδικο. Στ' αλήθεια. Τη νύχτα που πέθανε κοιμήθηκα στο γκαράζ,
κι έσπασα όλα τα κωλοπαράθυρα με τη μπουνιά μου, έτσι για να ξεθυμάνω. Προσπάθησα να σπάσω
ακόμα και τα τζάμια του στέησιον βάγκον που είχαμε κείνο το καλοκαίρι, αλλά το χέρι μου είχε γίνει
πια κομμάτια και τα ρέστα, και δεν τα κατάφερα. Ήτανε πολύ μεγάλη βλακεία, το παραδέχουμαι,
αλλά ούτε που κατάλαβα τι έκανα, κι έπειτα εσείς δεν τον γνωρίσατε τον Άλι. Με πονάει ακόμα το
χέρι μου κάπου κάπου, ιδίως άμα βρέχει να πούμε, κι ούτε που μπορώ να το κλείσω καλή γροθιά —
ούτε καν σφιχτή, θέλω να πω — αλλά πέρα απ' αυτό δε με νοιάζει και πολύ. Θέλω να πω, δεν
πρόκειται να γίνω κανένας κωλοχειρούργος ή βιολονίστας, ούτε τίποτα.

Τέλος πάντων, αυτά έγραψα στην έκθεση του Στράντλεητερ. Για το γάντι του Άλι του παλιόφιλου.
Κατά σύμπτωση το είχα μαζί μου, στη βαλίτσα μου, κι έτσι το 'βγαλα κι αντίγραψα τα ποιήματα που
'χε πάνω. Το μόνο που έκανα, ήτανε που άλλαξα το όνομα του Άλι, για να μην καταλάβει κανείς πως
ήτανε δικός μου αδερφός κι όχι του Στράντλεητερ. Δε μπορώ να πω πως μ' άρεσε και πολύ που το
'κανα, αλλά δε μπορούσα να βρω τίποτ' άλλο περιγραφικό. Κι έπειτα μ' άρεσε και λιγάκι που το

Digitized by 10uk1s, July 2010


'γραφα. Μου πήρε μια ώρα κοντά, γιατί έπρεπε να το χτυπήσω σε μια κωλομηχανή που είχε ο
Στράντλεητερ, κι όλη την ώρα κόλλαγε. Ο λόγος που δε χρησιμοποίησα τη δικιά μου, ήτανε που την
είχα δανείσει σ' ένα παιδί, τέρμα στο διάδρομο.

Είχε φτάσει περίπου δέκα και μισή που τέλειωσα. Δεν ήμουνα όμως κουρασμένος, κι έτσι χάζεψα
λιγάκι απ' το παράθυρο. Δε χιόνιζε πια έξω, αλλά κάπου κάπου άκουγες κανένα αυτοκίνητο, που δε
μπορούσε να πάρει μπρος. Άκουγες ακόμα και το γέρο Άκλεϋ που ροχάλιζε. Τον άκουγες ίσια απ' τις
κωλοκουρτίνες του ντους. Είχε ιγμορίτιδα, κι όταν κοιμότανε δε μπορούσε ν' ανασάνει καλά. Δεν
ήτανε και τίποτα που να μην το 'χει εκείνο το παιδί. Ιγμορίτιδα, μπιμπίκια, κωλόδοντα, βρωμόνυχα,
άσε κιόλας που μυρίζανε και τα χνώτα του. Ήτανε λίγο για λύπηση το κωλόπαιδο, η τρελάρα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 6

ΕΙΝΑΙ κάτι πράματα που δε θυμιούνται εύκολα. Σκέφτομαι τώρα πώς ήτανε άμα γύρισε ο
Στράντλεητερ από το ραντεβού του με τη Τζαίην. Θέλω να πω, δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι έκανα
όταν άκουσα τα χαζοβήματά του στο διάδρομο. Πρέπει να κοίταζα ακόμα απ' το παράθυρο, αλλά
πάντως παίρνω όρκο πως δε θυμάμαι. Ήμουνα πολύ ανήσυχος, αυτό φταίει. Άμα ανησυχώ στ'
αλήθεια για κατιτί, δε μπορώ να χαζέψω. Εγώ άμα ανησυχώ για κάτι, όλη την ώρα μου 'ρχεται να πάω
στο μέρος. Μόνο που δεν πηγαίνω. Τόσο πολύ ανησυχώ, που δεν πηγαίνω. Δε θέλω να διακόψω την
ανησυχία μου για να πάω στο μέρος. Άμα τον ξέρατε το Στράντλεητερ, και σεις θ' ανησυχούσατε.
Είχαμε βγει διπλοραντεβού με κείνο το μπάσταρδο κανά δυο φορές, και ξέρω πολύ καλά τι λέω.
Ήτανε αδίσταχτος. Μάλιστα.

Τέλος πάντων, ο διάδρομος ήτανε όλος στρωμένος λινόλεουμ και τα ρέστα, και μπόραγες ν' ακούσεις
τα κωλοβήματά του που ερχόντουσαν ίσια στο δωμάτιο. Δε θυμάμαι ούτε πού καθόμουνα άμα μπήκε
— στο παράθυρο ή στην πολυθρόνα μου ή στη δικιά του. Δε μπορώ να θυμηθώ, σας τ' ορκίζομαι.

Μπήκε μέσα όλο μουρμούρα, τι παγωνιά που έκανε έξω. Έπειτα μου λέει, «Πού στο διάολο πήγανε
όλοι τους; Σα νεκροτομείο είναι δω μέσα». Ούτε που μπήκα στον κόπο να του απαντήσω. Διάολε,
αφού ήτανε τόσο βλάκας που να μην καταλαβαίνει πως ήτανε σαββατόβραδο, κι οι άλλοι είχανε βγει
ή κοιμόντουσαν ή λείπανε στο σπίτι τους για το σαββατοκύριακο, δε θα σκοτωνόμουνα να του
εξηγήσω. Άρχισε να ξεντύνεται. Κι ούτε κουβέντα για τη Τζαίην, ο διάολος. Ούτε μία. Ούτε γω μίλησα.
Μόνο τον κοίταγα. Όλο κι όλο που έκανε, ήτανε που με φχαρίστησε που του 'χα δανείσει την καρό
μου τη ζακέτα. Την έβαλε σε μια κρεμάστρα και την κρέμασε στη ντουλάπα.

Μετά, εκεί που έβγαζε τη γραβάτα του, με ρώτησε αν του 'χα γράψει τη κωλοέκθεσή του. Του είπα
πως την είχα βάλει κει πέρα στο κωλοκρέβατό του. Πλησίασε κι άρχισε να τη διαβάζει, όσο
ξεκούμπωνε το πουκάμισό του. Στεκότανε και τήνε διάβαζε και χαϊδολόγαγε το στήθος του που ήτανε
γδυτό, και το στομάχι του, με κείνη την πολύ ηλίθια έκφραση στη μούρη του. Κάθε λίγο όλο το
στομάχι του και το στήθος του χάιδευε. Ήτανε τρελός και παλαβός με τον εαυτούλη του.

Τότε μου λέει άξαφνα, «Ρε Χόλντεν, στο Θεό σου. Εδώ πέρα λέει για ένα κωλόγαντο του μπέηζμπωλ».

«Και τι μ' αυτό;» του λέω. Κρύα κρύα.

«Τι θα πει — και τι μ' αυτό; Σου το 'πα διάολε, έπρεπε να 'ναι για κανά δωμάτιο ή κανά σπίτι ή κάτι
τέλος πάντων».

«Μου είπες να 'ναι περιγραφική. Τι διάολο αλλάζει άμα λέει για ένα γάντι του μπέηζμπωλ;»

«Άει στο διάολο!» Είχε γίνει βαπόρι. Σα λυσσασμένος έκανε. «Όλα με τον κώλο ανάποδα τα φτιάχνεις
πάντα». Με κοίταξε. «Άδικο έχουνε που σε στέλνουνε στο διάολο από δω πέρα;» μου λέει. «Ούτε ένα
κωλόπραμα δεν κάνεις όπως πρέπει. Μα το Θεό. Ούτε ένα κωλόπραμα».

«Εντάξει, τότε δώσ' τηνε πίσω», του λέω. Πήγα πιο κοντά και του την τράβηξα απ' το βρωμόχερό του.
Μετά την έσκισα.

«Τι διάολο κάνεις εκεί;» μου λέει.

Εγώ ούτε που του απάντησα. Μόνο που πέταξα τα κομματάκια στο καλάθι. Έπειτα ξάπλωσα στο
κρεβάτι μου και δεν είπαμε τίποτα κι οι δυο για κάμποση άρα. Εκείνος γδύθηκε ολόκληρος, έμεινε με
το σώβρακο, κι εγώ ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι άναψα τσιγάρο. Δε μας αφήνανε να καπνίζουμε

Digitized by 10uk1s, July 2010


στους κοιτώνες, αλλά μπορούσες να καπνίσεις αργά το βράδυ που κοιμόντουσαν όλοι, ή άμα είχανε
φύγει, για να μη μυρίσει κανένας τον καπνό. Έπειτα, το 'κανα για να τσαντίσω το Στράντλεητερ. Τρέλα
του 'ρχότανε άμα παραβίαζες τον κανονισμό. Εκείνος ποτέ δεν κάπνιζε στους κοιτώνες. Μόνο εγώ.

Και πάλι δεν είπε ούτε μισή κουβέντα για τη Τζαίην. Έτσι στο τέλος του λέω, «Διάολε, πολύ άργησες
να γυρίσεις αφού είχε άδεια μόνο ως τις εννιάμιση. Την καθυστέρησες και κείνηνε;»

Καθόταν έξω έξω στο κρεβάτι του κι έκοβε τα βρωμόνυχα των ποδιών του, άμα τον ρώτησα. «Κανά
δυο λεφτά», μου λέει. «Ρε διάολε, ποιος παίρνει άδεια ως τις εννιάμιση σαββατοβραδιάτικα;»
Θεούλη μου, πώς τον μισούσα.

«Στη Νέα Υόρκη πήγατε;» του λέω.

«Τρελάθηκες; Πώς διάολο να πάμε στη Νέα Υόρκη, αφού εννιάμιση έπρεπε να 'ναι μέσα;»

«Κρίμα».

Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Για άκου δω», μου λέει. «Άμα γουστάρεις να φουμέρνεις εδώ
πέρα, τράβα στους καμπινέδες. Εσένα μπορεί να στέλνουνε στο διάολο από δω, αλλά εγώ έχω να
μείνω ακόμα κάμποσο για να πάρω τ' απολυτήριο».

Τον αγνόησα. Στ' αλήθεια. Συνέχισα να φουμέρνω σαν τρελός. Το μόνο που έκανα, ήτανε που γύρισα
κάπως στο πλάι, και τον έβλεπα που έκοβε τα κωλόνυχα στα ποδάρια του. Σχολείο να σου πετύχει.
Όλη την ώρα κάποιον θα 'βλεπες να κόβει τα βρωμόνυχά του ή να ζουλάει τα μπιμπίκια του ή κάτι
τέτοιο.

«Της είπες χαιρετίσματα;» του λέω.

«Ναι».

Εμένα μου λες που της είπε, ο μπάσταρδος.

«Και τι σου 'πε;» του λέω. «Τήνε ρώτησες αν αφήνει ακόμα όλες τις ντάμες της στην πισινή σειρά;»

«Όχι, δεν τη ρώτησα. Τι διάολο λες πως κάναμε όλη νύχτα — ντάμα παίζαμε, στο Θεό σου;»

Ούτε που του απάντησα. Θε μου, πως τον μισούσα.

«Κι αφού δεν πήγατε στη Νέα Υόρκη, τότε που την πήγες;» του λέω έπειτ' από λίγο. Ούτε που
μπορούσα να συγκρατήσω τη φωνή μου, να μην τρέμει ολόκληρη. Μάγκα μου, είχα αρχίσει να
εκνευρίζομαι. Έτσι κάτι μου 'λεγε πως κάπου είχε πάει στραβά το πράμα.

Τέλειωσε που έκοβε τα κωλόνυχά του. Τότε σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, μόνο με το βρωμοσώβρακο και
τα ρέστα, και τον έπιασε το παχνιδιάρικό του. Έρχεται να πούμε εκεί που ήμουνα ξαπλωμένος, και
σκύβει από πάνω μου και μου τραβάει ο διάολος κάτι μπουνιές στον ώμο, έτσι στ' αστεία. «Κόφ' το»,
του λέω. «Και τότε πού πήγατε, αφού δεν πήγατε στη Νέα Υόρκη;»

«Πουθενά. Στο κωλάμαξο κάτσαμε». Μου τράβηξε κι άλλη μια μπουνίτσα στον ώμο για πλάκα.

«Κόφ' το», του ξαναλέω. «Τίνος ήτανε τ' αμάξι;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Του Εντ Μπάνκυ».

Ο Εντ Μπάνκυ ήτανε προπονητής του μπάσκετ στο Πένσυ. Κι ο γέρο Στράντλεητερ ήτανε απ' τα
χαϊδεμένα του, γιατί έπαιζε σέντερ στην ομάδα, κι ο Εντ Μπάνκυ πάντα του δάνειζε τ' αμάξι του άμα
του το γύρευε. Οι μαθητές απαγορευότανε να δανείζονται αμάξια του προσωπικού, μα όλα τα
κωλόπαιδα που νταραβεριζόντουσαν με τ' αθλητικά είχανε γίνει κόμμα. Σε κάθε σχολείο που πήγαινα,
όλα τα κωλόπαιδα οι αθλητές κόμμα γινόντουσαν.

Ο Στράντλεητερ μου βάραγε συνέχεια μπουνιές στον ώμο. Βάσταγε και το βουρτσάκι των δοντιών
του, και το 'βαλε στο στόμα του. «Και τι έκανες;» του λέω. «Την έφτιαξες μέσα στ' αμάξι του Εντ
Μπάνκυ;» Η φωνή μου έτρεμε κάπως απαίσια.

«Πάλι βρωμόλογα λες; Θες να σου πλύνω το στόμα με σαπούνι;»

«Την έφτιαξες ή όχι;»

«Αυτό είναι επαγγελματικό μυστικό, φιλαράκο».

Από δω και πέρα δεν τα θυμάμαι και τόσο καλά. Το μόνο που ξέρω είναι πως σηκώθηκα απ' το
κρεβάτι, σα να πήγαινα στο μέρος ή κάτι τέτοιο να πούμε, κι έπειτα έκανα να του τραβήξω μπουνιά μ'
όλη μου τη δύναμη, ίσια πάνω στο βουρτσάκι, να του σκίσω το βρωμολάρυγγό του στα δύο. Μόνο
που ξαστόχησα. Δεν τον πέτυχα. Το μόνο που έγινε, ήτανε που τόνε πήρα λιγάκι ξώφαλτσα, στο πλάι
στο κεφάλι ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να τον πόνεσε λιγάκι, αλλά πάντως όχι όσο ήθελα. Θα τον είχα
πονέσει πολύ, αλλά του την έριξα με το δεξί, και με το χέρι αυτό δε μπορώ να κάνω μπουνιά της
προκοπής. Είναι από κείνο το χτύπημα που σας έλεγα πιο πριν.

Τέλος πάντων, το μόνο που θυμάμαι μετά, ήτανε που βρέθηκα στο πάτωμα και κείνος καθότανε στο
στήθος μου, με τη μούρη του όλη κατακόκκινη. Δηλαδή είχε βάλει τα βρωμογόνατά του στο στήθος
μου, και ζύγιζε κάπου ένα τόννο. Μου βάσταγε και τα χέρια και δε μπορούσα να του ρίξω άλλη
μπουνιά. Θα τόνε σκότωνα.

«Τι διάολο σ' έπιασε;» έλεγε συνέχεια, και το βλακόμουτρό του γινότανε όλο και κοκκινότερο.

«Βγάλ' τα βρωμογόνατά σου απ' το στήθος μου», του λέω. Σχεδόν έσκουζα. Αλήθεια. «Φύγε από
πάνω μου, ρε σκατομπάσταρδε!»

Εκείνος όμως δεν το κούναγε. Μου έσφιγγε όλο τα χέρια και γω τον έλεγα συνέχεια κωλόπαιδο και τα
ρέστα, κάπου δέκα ώρες. Ούτε που θυμάμαι πια τι του είπα. Του είπα πως νομίζει ότι μπορεί να το
κάνει μ' όποια του γουστάρει. Του είπα πως ούτε που τόνε νοιάζει αν ένα κορίτσι κρατάει όλες τις
ντάμες του στην πισινή σειρά ή όχι, κι ο λόγος που δεν τόνε νοιάζει είναι επειδή είναι τέτοιος κόπανος
και μάπας. Άμα τον έλεγες μάπα κόρωνε. Κανενός μάπα δεν του αρέσει να τόνε λες μάπα.

«Βούλωσ' το, Χόλντεν», έλεγε και ξανάλεγε, με τη χαζομουράκλα του κόκκινη κόκκινη. «Σκάσε πια».

«Ούτε που ξέρεις καλά καλά αν το βαφτιστικό της είναι Ιωάννα ή Ιούνιος, μάπα!»

«Χόλντεν, σκάσε γιατί θα σε πάρει ο διάολος — σε προειδοποιώ», μου λέει. Τον είχα κάνει βαπόρι.
«Αν δεν το βουλώσεις, θα σου ρίξω μπουνιά».

«Βγάλε τα βρωμογόνατά σου απ' το στήθος μου, μάπα!»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Αν σ' αφήσω να σηκωθείς θα το βουλώσεις;»

Εγώ ούτε που του απάντησα.

Το ξανάπε. «Χόλντεν, αν σ' αφήσω να σηκωθείς θα το βουλώσεις;»

«Ναι».

Σηκώθηκε από πάνω μου και σηκώθηκα και γω. Το στήθος μου πόναγε σαν τρελό απ' τις
βρωμογονατάρες του. «Είσαι κωλόπαιδο και βρωμιάρης και μάπας», του λέω τότε.

Αυτό τον έκανε θηρίο. Μου κούνησε τη χαζοδαχτυλάρα του κάτω απ' τη μύτη μου. «Χόλντεν, θα σε
πάρει ο διάολος και θα σε σηκώσει. Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά. Αν δεν κλείσεις το
βρωμόστομά σου θα σου —»

«Όχι δεν το κλείνω, γιατί να το κλείσω;» του λέω. Για να 'μαι ειλικρινής, ούρλιαζα. «Αυτό είναι το κακό
μ' όλους εσάς τους μάπες. Ποτέ δε θέλετε να κουβεντιάσετε τίποτα. Απ' αυτό τους ξεχωρίζεις πάντα
τους μάπες. Ποτέ δεν κάθονται να κουβεντιάσουνε λογικά εξ —»

Και τότε μου ρίχνει μια, και το επόμενο πράμα που κατάλαβα ήτανε πως βρισκόμουνα ξανά στο
βρωμοπάτωμα, φαρδύς πλατύς. Δε θυμάμαι να μ' έβγαλε νοκάουτ, αλλά πάντως δε νομίζω. Είναι
πολύ δύσκολο να βγάλεις κάποιονε νοκάουτ με την πρώτη, εξόν στο κωλοσινεμά. Όμως η μύτη μου
έτρεχε αίματα, τα 'χα κάνει όλα χάλια. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου, ο γέρο Στράντλεητερ στεκότανε
κυριολεκτικά από πάνω μου. Είχε πάρει πάλι το κουτί με τα ξυριστικά του και το βάσταγε κάτω απ' τη
μασχάλη του. «Διάολε, γιατί δεν το βουλώνεις όταν σου λένε;» μου κάνει. Φαινότανε πολύ
εκνευρισμένος. Μπορεί και να 'χε φοβηθεί μη μου 'σπασε κανά κεφάλι ή κάτι τέτοιο, έτσι που έσκασα
στο πάτωμα. Κρίμα που δεν το 'σπασα. «Που να πάρει ο διάολος, γυρεύοντας πήγαινες», μου λέει.
Μάγκα μου, τρομαγμένος που φαινότανε.

Ούτε που μπήκα στον κόπο να σηκωθώ. Έμεινα λιγάκι εκεί πέρα, ξάπλα στο πάτωμα, και τον έλεγα
συνέχεια βλάκα και κωλόπαιδο. Μ' είχε πιάσει τρέλα. Ούρλιαζα.

«Άκου δω. Τράβα να πλύνεις τη μούρη σου», μου κάνει ο Στράντλεητερ. «Ακούς τι σου λέω;»

Του είπα να πάει να πλύνει αυτός το βλακόμουτρό του άμα του γούσταρε — κι αυτό ήτανε πολύ
χαζοπαιδίστικο, αλλά μου 'χε έρθει τρέλα. Του λέω, τώρα που θα πηγαίνεις στον καμπινέ, δε
σταματάς να φτιάξεις και την κυρά Σμιτ. Η κυρά Σμιτ ήτανε γυναίκα του επιστάτη. Κόντευε τα εξήντα
πέντε.

Έμεινα εκεί πέρα στο πάτωμα, όσο που άκουσα το γέρο Στράντλεητερ να κλείνει την πόρτα και να
βγαίνει στο διάδρομο για να πάει στους καμπινέδες. Μετά σηκώθηκα. Το κυνηγετικό το κωλοκαπέλο
μου δεν το 'βρισκα πουθενά. Στο τέλος όμως το βρήκα. Ήτανε κάτω απ' το κρεβάτι. Το φόρεσα και
γύρισα το παλιογείσο του προς τα πάνω, έτσι όπως μ' άρεσε, κι έπειτα πήγα και κοίταξα το
βλακόμουτρό μου στον καθρέφτη. Τέτοιο μακελειό δεν ξανάχετε δει στη ζωή σας. Όλο το στόμα μου
ήτανε μες στο αίμα, και το πηγούνι μου, ακόμα κι οι μπιζάμες και το μπουρνούζι μου. Φοβήθηκα
λιγάκι, μα από 'να μέρος όλη αυτή η ιστορία μ' είχε συνεπάρει.

Μ' έκανε να φαίνομαι κάπως σκληρός. Σ' όλη μου τη ζωή είχα παίξει ξύλο δυο φορές όλες κι όλες. Και
τις δυο τις είχα φάει. Δεν είμαι και πολύ σκληρός. Στο βάθος είμαι ειρηνιστής, άμα θέλετε να ξέρετε.

Έλεγα πως ο γέρο Άκλεϋ θα 'χε ακούσει το σαματά και θα 'τανε ξύπνιος. Πέρασα λοιπόν απ' τις

Digitized by 10uk1s, July 2010


κουρτίνες του ντους και μπήκα στο δωμάτιό του, να δω τι διάολο έκανε. Σχεδόν ποτέ δεν πάταγα εκεί
μέσα. Είχε πάντα μια περίεργη μπόχα, γιατί όπως σας έλεγα ήτανε πολύ βρωμιάρης στα χούγια του.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 7

Από το δωμάτιό μας έμπαινε λιγάκι φως απ' τις κουρτίνες του ντους και τα ρέστα, και τον έβλεπα που
ήτανε ξάπλα στο κρεβάτι. Έκοβα το λαιμό μου πως ήτανε ξυπνητός. «Άκλεϋ», του κάνω. «Ξύπνιος
είσαι;»

«Ναι».

Ήτανε πολύ σκοτεινά και σκόνταψα σε καποιανού το παπούτσι, και λίγο έλειψε ο διάολος να πέσω με
τα μούτρα. Ο Άκλεϋ ανακάθησε λίγο στο κρεβάτι κι ακούμπησε στον αγκώνα. Είχε μια οκά άσπρο
πράμα στη μούρη του, για τα μπιμπίκια. Μέσα στο σκοτάδι έμοιαζε λιγάκι με φάντασμα. «Τι διάολο
κάνεις, να πούμε;» του λέω.

«Τι θα πει, τι διάολο κάνω; Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ αρχίσατε τη φασαρία. Για τι διάολο
πλακωθήκατε;»

«Πού είναι το φως;» Δεν έβρισκα το φως. Ψαχούλευα όλο τον τοίχο με το χέρι μου.

«Τι το θες το φως; ... Δίπλα στο χέρι σου είναι».

Στο τέλος βρήκα το διακόπτη και τον γύρισα. Ο γέρο Άκλεϋ σήκωσε το χέρι του, για να μην πονέσουνε
τα μάτια του με το φως.

«Χριστούλη μου!» κάνει «Τι διάολο έπαθες εκεί;» Έλεγε για τα αίματα και τα ρέστα.

«Πλακωθήκαμε λιγάκι με το Στράντλεητερ», του λέω. Μετά έκατσα χάμω στο πάτωμα. Ούτε καρέκλα
δεν είχανε στο δωμάτιό τους. Δεν ξέρω τι διάολο τις κάνανε τις καρέκλες τους. «Άκου δω», του λέω,
«έχεις κέφι να παίξουμε λίγο κανάστα;» Είχε μανία με την κανάστα.

«Ρε συ, για το Θεό, ακόμα τρέχει αίμα. Πρέπει να του βάλεις κάτι επάνω».

«Θα σταματήσει. Κοίτα δω. Θες να παίξουμε λιγάκι κανάστα ή δε θες;»

«Για τ' όνομα του Θεού, που τη θυμήθηκες την κανάστα; Έχεις ιδέα τι ώρα είναι;»

«Δεν είναι αργά. Έντεκα μ' εντεκάμιση, μόνο».

«Μόνο!» μου λέει ο Άκλεϋ. «Για άκου να σου πω, εγώ πρέπει να σηκωθώ πρωί για τη λειτουργία, στο
Θεό σου. Και σεις πλακωνόσαστε κι αρχίζετε τα ουρλιαχτά μες στη μέση του κώλο — και τέλος
πάντων, για τι διάολο τσακωθήκατε;»

«Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Ας μη σε κουράσω, ρε Άκλεϋ. Βλέπεις που σε φροντίζω;» του λέω. Ποτέ
δεν κουβέντιαζα μαζί του τα προσωπικά μου. Πρώτα πρώτα, ήτανε ακόμα πιο βλάκας κι από το
Στράντλεητερ. Ο Στράντλεητερ φαινότανε μεγαλοφυία του κερατά μπροστά στον Άκλεϋ. «Ρε συ», του
λέω, «να κοιμηθώ απόψε στο κρεβάτι του Έλυ; Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να γυρίσει πριν από
αύριο το βράδυ. Έτσι;» Το 'ξερε πολύ καλά πως δε θα γύρναγε. Ο Έλυ πήγαινε σπίτι του σχεδόν κάθε
σαββατοκύριακο, ο διάολος.

«Εγώ όμως δεν ξέρω πότε διάολο θα γυρίσει», μου λέει ο Άκλεϋ.

Μάγκα μου, αυτό μου τη βάρεσε. «Τι διάολο θες να πεις, «δεν ξέρεις πότε θα γυρίσει»; Ποτέ του δε

Digitized by 10uk1s, July 2010


γυρνάει πιο μπροστά από Κυριακή βράδυ. Όχι, γυρνάει;»

«Όχι ρε παιδάκι μου, αλλά στο Θεό σου, μπορώ να λέω στον καθένα που θέλει να κοιμηθεί στο
κωλοκρέβατό του πως έχει το ελεύθερο;»

Αυτό με πέθανε. Άπλωσα το χέρι μου από κει που καθόμουνα στο πάτωμα, και τον χτύπησα στον
κωλοώμο του. «Άκλεϋ σπόρε, είσαι πρίγκιπας», του λέω. «Στο 'χουνε πει ποτέ;»

«Όχι, αλλά σοβαρά — δε μπορώ να λέω στον καθένα πως έχει το ελεύθερο να κοιμάται στο —»

«Είσαι σωστός πρίγκιπας. Είσαι τζέντλεμαν και μορφωμένος, σπόρε», του λέω. Κι ήτανε. Στ' αλήθεια.
«Μήπως σου βρίσκονται τίποτα τσιγάρα κατά λάθος; — Πες μου «όχι» γιατί θα πέσω ξερός».

«Όχι δεν έχω, αλήθεια. Και δε μου λες, για τι διάολο τσακωθήκατε;»

Δεν του απάντησα. Το μόνο που έκανα, ήτανε που σηκώθηκα και πήγα και κοίταξα απ' το παράθυρο.
Άξαφνα ένιωθα πολύ μονάχος μου. Σχεδόν παρακάλαγα να 'χα πεθάνει.

«Τέλος πάντων, για τι διάολο τσακωθήκατε;» μου ξαναλέει ο Άκλεϋ. Θα 'τανε κάπου η δέκατη πέμπτη
φορά. Σίγουρα ήξερε να σου γίνεται φόρτωμα.

«Για χατήρι σου», του λέω.

«Για χατήρι μου; Έλα Θε μου!»

«Ναι αμέ. Εγώ υπερασπιζόμουνα την τιμή σου. Ο Στράντλεητερ έλεγε πως είσαι κωλοχαρακτήρας.
Αυτό δε μπορούσα να του το χαρίσω».

Πήρε φωτιά τότε. «Έτσι ε; Λόγω τιμής; Έτσι έλεγε;»

Του είπα πως του 'κανα πλάκα, κι έπειτα πήγα και ξάπλωσα στο κρεβάτι του Έλυ. Μάγκα μου, ένιωθα
διαλυμένος. Είχα μια μοναξιά, άλλο πράμα.

«Ζέχνει εδώ μέσα», του λέω. «Οι κάλτσες σου μυρίζουνε ίσαμε δω που είμαι. Δεν τις πλένεις και
καμιά φορά;»

«Άμα δε σ' αρέσει εδώ μέσα, ξέρεις τι να κάνεις», μου λέει ο Άκλεϋ. Ξύπνιο παιδί. «Δε σβήνεις τώρα
αυτό το κωλόφωτο;»

Όμως δεν το 'σβησα αμέσως. Έμεινα μόνο έτσι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του Έλυ, και σκεφτόμουνα τη
Τζαίην και τα ρέστα. Μου 'ρχότανε τρέλα άμα τη σκεφτόμουνα, αυτήνε και το Στράντλεητερ, να 'χουνε
παρκάρει κάπου με τ' αυτοκίνητο εκεινού του χοντροκώλη του Εντ Μπάνκυ. Κάθε που το
σκεφτόμουνα, μου 'ρχότανε να σαλτάρω απ' το παράθυρο. Το ζήτημα είναι πως δεν τον ξέρετε εσείς
τον Στράντλεητερ. Εγώ τον ήξερα όμως. Τα πιο πολλά παιδιά στο Πένσυ λέγανε μόνο, πως είχανε
σεξουαλικές επαφές με κορίτσια κάθε τρεις και λίγο — πάρτε να πούμε για παράδειγμα τον Άκλεϋ —
αλλά ο γέρο Στράντλεητερ το 'κανε στ' αλήθεια. Είχα γνωρίσει και προσωπικά δυο κορίτσια που τα 'χε
φτιάξει κάποτε. Η αλήθεια να λέγεται.

«Άκλεϋ σπόρε, πες μου την ιστορία της συναρπαστικής ζωής σου», του λέω.

«Ρε συ, δεν το σβήνεις το κωλόφωτο; Πρέπει να σηκωθώ πρωί για τη λειτουργία».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Σηκώθηκα και το 'σβησα για να τον κάνω ευτυχισμένο. Έπειτα ξανάπεσα στο κρεβάτι του Έλυ.

«Τι θα κάνεις — θα κοιμηθείς στο κρεβάτι του Έλυ;» μου λέει ο Άκλεϋ. Μάγκα μου, ήτανε ο τέλειος
οικοδεσπότης.

«Μπορεί ναι. Μπορεί όχι. Μην ανησυχείς».

«Δεν ανησυχώ. Μόνο που δε θα μ' άρεσε καθόλου να 'ρθει άξαφνα ο Έλυ, και να βρει κάποιον
άλλονε—»

«Ηρέμησε. Δεν πρόκειται να κοιμηθώ εδώ. Δε θα 'κανα ποτέ κατάχρηση της κωλοφιλοξενίας σου».

Έπειτα από λίγα λεφτά άρχισε να ροχαλίζει — χάλαγε ο κόσμος. Εγώ πάντως έμεινα ξαπλωμένος εκεί
πέρα στα σκοτεινά, και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τη Τζαίην και το Στράντλεητερ μέσα στο
κωλάμαξο του Εντ Μπάνκυ. Ήτανε όμως σχεδόν αδύνατο. Το ζήτημα ήτανε, πως ήξερα την τεχνική
εκεινού του τύπου του Στράντλεητερ. Κι αυτό τα 'κανε ακόμα χειρότερα. Μια φορά είχαμε βγει
διπλοραντεβού με το αμάξι του Εντ Μπάνκυ. Πίσω καθότανε ο Στράντλεητερ με την κοπέλα του,
μπροστά εγώ με τη δικιά μου. Τεχνική που σου την είχε, φίλε μου. Αυτό που έκανε, ήτανε που άρχισε
να λούζει το κορίτσι με κείνη την πολύ ήρεμη, τίμια φωνή — λες και δεν ήτανε μόνο πολύ ωραίο
παιδί, αλλά και πολύ καλός και τίμιος. Διάολε, κόντεψα να βγάλω τ' άντερά μου που τον άκουγα. Το
κορίτσι του 'λεγε συνέχεια, «Όχι — σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ, μη. Σε παρακαλώ», αλλά ο γέρο
Στράντλεητερ όλο και την έλουζε με κείνη την τίμια φωνή σαν του Αβραάμ Λίνκολν, και στο τέλος
έπεσε εκείνη η τρομαχτική σιωπή στο πίσω κάθισμα. Ήτανε στ' αλήθεια πολύ δυσάρεστο. Δεν
πιστεύω πως της το 'κανε κείνη τη φορά — αλλά λίγο έλειψε ο διάολος. Λίγο έλειψε.

Εκεί που ήμουνα ξαπλωμένος και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, άκουσα το γέρο Στράντλεητερ που
ξαναγύρναγε στο δωμάτιό μας απ' τους καμπινέδες. Τον άκουγες που φύλαγε τα βρωμερά του τα
σύνεργα και τα ρέστα, και μετά άνοιγε το παράθυρο. Έχει μανία με τον καθαρό αέρα. Έπειτα, σε λίγο,
έσβησε το φως. Ούτε που είπε να ρίξει μια ματιά εκεί γύρω, να δει τι γινόμουνα.

Ήτανε σκέτη θλίψη, ακόμα κι έξω στο δρόμο. Δεν άκουγες πια ούτε αυτοκίνητα να περνάνε. Ένιωθα
τόσο μονάχος και χάλια, που μου 'ρθε μια διάθεση να ξυπνήσω τον Άκλεϋ.

«Ρε Άκλεϋ», του κάνω, κάπως ψιθυριστά, για να μη μ' ακούσει ο Στράντλεητερ απ' την κουρτίνα του
ντους.

Όμως ο Άκλεϋ δε μ' άκουσε.

«Έι! Άκλεϋ!»

Πάλι δε μ' άκουσε. Κοιμότανε του καλού καιρού.

«Έι! Άκλεϋ!»

Αυτό πια το άκουσε.

«Τι διάολο σ' έπιασε απόψε;» μου λέει. «Κοιμάμαι ρε φίλε, για τ' όνομα του Θεού!»

«Για κοίτα κάτι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, άμα θες να πας σε μοναστήρι;» του λέω. Μου 'χε κατέβει η
ιδέα να πάω σε μοναστήρι, και τη γυρόφερνα από δω κι από κει. «Δε μου λες, πρέπει να 'σαι να
πούμε καθολικός και τα ρέστα;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Και βέβαια πρέπει να 'σαι καθολικός. Δε μου λες ρε κωλόπαιδο, γι' αυτό με ξύπνησες, για να ρωτάς
τέτοιες μα —»

«Καλάαα. Τράβα κοιμήσου. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να πάω σε μοναστήρι. Με την ατυχία που με
δέρνει, το πιο πιθανό είναι πως θα πάω σε μοναστήρι με σκάρτους καλογέρους. Όλοι τους θα 'ναι
βλάκες και μπάσταρδοι. Ή σκέτοι μπάσταρδοι».

Μόλις το 'πα αυτό, ο γέρο Άκλεϋ ανακάθησε στο κρεβάτι σα σίφουνας. «Άκου να σου πω», μου λέει,
«δε με νοιάζει τι λες για μένα να πούμε, αλλά να μην πιάνεις στο βρωμόστομά σου τη θρησκεία μου,
διάολε—»

«Ησύχασε», του λέω. «Κανένας δε σου βρίζει την κωλοθρησκεία σου». Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι του
Έλυ και πήγα κατά την πόρτα. Είχα πήξει απ' τη βλακεία, δε στεκόμουνα εκεί μέσα ούτε λεφτό
παραπάνω. Σταμάτησα όμως κι έπιασα το χέρι του γέρο Άκλεϋ, και του 'σκασα μια κάλπικη
χαιρετούρα. Εκείνος μου το τράβηξε. «Τι τρέχει;» μου λέει.

«Δεν τρέχει τίποτα. Ήθελα μόνο να σ' ευχαριστήσω που είσαι τέτοιος κωλοπρίγκιπας. Αυτό είν' όλο»,
του λέω. Το είπα με μια φωνή όλο ειλικρίνια. «Είσαι σπαθί, Άκλεϋ σπόρε», του λέω. «Το ξέρεις;»

«Εξυπνάκια. Κάποια φορά θα βρεθεί κανένας να σου σπάσει τα —»

Ούτε που μπήκα στον κόπο να τον ακούσω. Έκλεισα την κωλόπορτα και βγήκα στο διάδρομο.

Όλοι κοιμόντουσαν ή είχανε βγει ή λείπανε σπίτι τους για το σαββατοκύριακο, κι έξω στο διάδρομο
ήτανε πολύ μα πολύ ήσυχα και πλακωτικά. Έξω απ' την πόρτα του Λήχυ και του Χόφμαν είχε ένα
άδειο κουτί από Κολυνό, κι όσο προχώραγα κατά τις σκάλες του 'δινα και καμιά κλωτσιά με κείνες τις
παντόφλες που έχω, με τη γούνα γύρω γύρω. Αυτό που σκεφτόμουνα να κάνω, ήτανε να πάω κάτω,
να δω τι έκανε ο Μαλ Μπρόσαρντ ο παλιόφιλος. Ξαφνικά όμως άλλαξα σχέδιο. Ξαφνικά αποφάσισα τι
θα 'κανα στ' αλήθεια. Διάολε, θα 'παιρνα τα μάτια μου να φύγω απ' το Πένσυ — την ίδια κιόλας νύχτα
και τα ρέστα. Δηλαδή να μην περιμένω ως την Τετάρτη ούτε τίποτα. Απλούστατα, δεν ήθελα να κάτσω
άλλο εκεί μέσα. Μ' έπιανε η ψυχή μου, κι ένιωθα πολύ μονάχος. Έτσι αυτό που αποφάσισα να κάνω,
ήτανε που αποφάσισα να πιάσω δωμάτιο σε κανά ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη — απ' τα πολύ φτηνά να
πούμε — και να κάτσω να ξεκουραστώ ως την Τετάρτη. Έπειτα την Τετάρτη, θα γύρναγα σπίτι
ξεκούραστος και καλοδιάθετος. Σκεφτόμουνα πως οι δικοί μου θα παίρνανε το γράμμα του γέρο
Θάρμερ, που θα 'λεγε πως με διώχνουνε, το πολύ Τρίτη με Τετάρτη. Δεν ήθελα να πάω σπίτι ούτε
τίποτα, ώσπου να το καλοχωνέψουνε, να πούμε. Δεν ήθελα να 'μαι μπροστά όταν θα το
πρωτομαθαίνανε. Τη μάνα μου την πιάνει όλο το υστερικό της, αλλά δεν είναι και πολύ κακιά, άμα
έχει χωνέψει κατιτί για καλά. Έπειτα, είχα ανάγκη από λίγες διακοπές. Τα νεύρα μου ήτανε
σμπαράλια. Στ' αλήθεια.

Τέλος πάντων, αυτό αποφάσισα να κάνω. Έτσι γύρισα στο δωμάτιο κι άναψα το φως, κι άρχισα να τα
μαζεύω και τα ρέστα. Είχα κιόλας μαζεμένα μερικά. Ο γέρο Στράντλεητερ ούτε που ξύπνησε. Άναψα
τσιγάρο και ντύθηκα κι έκλεισα τις δυο Γλάδστων που είχα. Ούτε δυο λεφτά δεν έκανα. Είμαι πολύ
γρήγορος στο αμπαλάρισμα.

Ένα πράμα εκεί που τα μάζευα με στεναχώρεσε λιγάκι. Έπρεπε να μαζέψω και κείνα τα ολοκαίνουρια
πατίνια που μου 'χε στείλει η μάνα μου, ίσα ίσα δυο μέρες πριν. Αυτό με στεναχώρεσε. Την έβλεπα να
πηγαίνει στου Σπόλντινγκ, και να ρωτάει τον πωλητή ένα εκατομμύριο ανοησίες — και γω, να που με
διώχνανε πάλι. Μ' είχε πιάσει μια θλίψη, άλλο πράμα. Μου 'χε πάρει λάθος πατίνια — εγώ ήθελα
αγωνιστικά και κείνη είχε πάρει για χόκεϋ — αλλά πάντως μ' έπιανε θλίψη. Σχεδόν κάθε φορά που
μου κάνουνε δώρο, στο τέλος μου βγαίνει ξινό.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Άμα τα μάζεψα όλα, έπιασα να μετρήσω τα λεφτά μου. Δε θυμάμαι ακριβώς πόσα είχα, αλλά πάντως
ήμουνα ματσωμένος γερά. Δεν ήτανε ούτε βδομάδα που μου 'χε στείλει χαρτζιλίκι η γιαγιά μου. Έχω
μια γιαγιά πολύ ανοιχτοχέρα. Τα 'χει όμως μισοχαμένα πια — είναι πολύ γριά, ούτε που ξέρω πόσο —
και μου στέλνει όλη την ώρα χαρτζιλίκι για τα γενέθλιά μου. Κάπου τέσσερις φορές το χρόνο. Τέλος
πάντων, μόλο που ήμουνα γερά ματσωμένος, σκέφτηκα πως όλο και κάπου θα 'βρισκα να ξοδέψω
τίποτα παραπανίσιο. Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Έτσι αυτό που έκανα, ήτανε που πήγα και
ξύπνησα το Φρέντερικ Γούντραφ, εκείνο το παιδί, στην άλλη άκρη του διαδρόμου, που του είχα
δανείσει τη γραφομηχανή μου. Τον ρώτησα πόσα δίνει να του την πουλήσω. Ήτανε πλουσιόπαιδο.
Μου είπε πως δεν ήξερε. Είπε πως δεν το πολύθελε να την αγοράσει. Στο τέλος όμως την αγόρασε.
Έκανε κάπου ενενήντα δολάρια, αλλά του την έδωσα για είκοσι. Μου 'κανε και μούτρα από πάνω που
τον είχα ξυπνήσει.

Όταν ήμουνα πια έτοιμος να φύγω κι είχα μαζέψει τα μπαγκάζια μου και τα ρέστα, στάθηκα λιγάκι
στο κεφαλόσκαλο και κοίταξα για τελευταία φορά πίσω στον κωλοδιάδρομο. Έκλαιγα κιόλας λιγάκι.
Ούτε ξέρω γιατί. Φόρεσα και το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου και γύρισα το γείσο προς τα πάνω,
όπως μ' άρεσε, κι έπειτα έβαλα μια αγριοφωνάρα ως εκεί που έπαιρνε, «Όνειρα γλυκά, μάπες!» Πάω
στοίχημα πως δεν άφησα κωλόπαιδο για κωλόπαιδο που να μην το ξυπνήσω σ' ολόκληρο τον όροφο.
Έπειτα πήρα τα μάτια μου κι έφυγα. Κάποιος κόπανος είχε ρίξει τσόφλια από φιστίκια στα σκαλιά, και
κόντεψα να σπάσω το στραβοκέφαλό μου.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 8

ΗΤΑΝΕ πολύ αργά για να τηλεφωνήσω για ταξί ή κάτι τέτοιο, κι έτσι το 'κοψα με το πόδι, όλο το
δρόμο ίσαμε το σταθμό. Δεν ήτανε και πολύ μακριά αλλά έκανε ψόφο, και το χιόνι σε δυσκόλευε στο
περπάτημα, κι έπειτα οι Γλάδστων μου βροντάγανε όλη την ώρα πάνω στα ποδάρια μου, και μου
'χανε αλλάξει την Παναγία. Μ' άρεσε όμως λιγάκι ο αέρας και τα ρέστα. Το μόνο κακό ήτανε που με το
κρύο πόναγε η μύτη μου, κι ακριβώς από κάτω το πανωχείλι μου, εκεί που μου 'χε βαρέσει τη
μπουνιά ο γέρο Στράντλεητερ. Μου 'χε χτυπήσει το χείλι στα δόντια και πόναγε πολύ. Τ' αφτιά μου
όμως ήτανε όμορφα όμορφα και ζεστά. Εκείνο το καπέλο που 'χα αγοράσει, είχε και αφτάκια από
μέσα και τα κατέβασα — ούτε που μ' ένοιαζε πώς ήμουνα. Έτσι κι αλλιώς ψυχή δε φαινότανε εκεί
γύρω. Όλοι ήτανε στα κρεβατάκια τους.

Ήμουνα πολύ τυχερός όταν έφτασα στο σταθμό, γιατί ούτε δέκα λεφτά δεν περίμενα καλά καλά για
τραίνο. Εκεί που περίμενα, πήρα λίγο χιόνι με το χέρι κι έπλυνα τη μούρη μου. Ήτανε ακόμα γεμάτη
αίματα.

Συνήθως μ' αρέσει να ταξιδεύω με το τραίνο, κυρίως τη νύχτα, που είναι αναμμένα τα φώτα και τα
παράθυρα μαύρα, κι ένας από κείνους τους τύπους περνάει στο διάδρομο και πουλάει καφέ και
σάντουιτς και περιοδικά. Εγώ παίρνω συνήθως ένα σάντουιτς με ζαμπόνι και κάπου τέσσερα
περιοδικά. Όταν είμαι νύχτα στο τραίνο, μπορώ συνήθως να διαβάσω ακόμα και κείνες τις ηλίθιες
ιστορίες στα περιοδικά, χωρίς να ξερνάω. Ξέρετε. Από κείνες τις ιστορίες που έχουνε ένα σωρό
κάλπηδες με λεπτά πηγούνια, που τους λένε Ντέηβιντ, κι ένα σωρό κάλπισσες που τις λένε Λίντα ή
Μάρσια, και που πάντα όλο ανάβουνε τις πίπες των Κωλοντέηβιντ. Μέχρι που μπορώ να τις διαβάσω
αυτές τις σκατοϊστορίες στο τραίνο τη νύχτα, συνήθως. Αυτή τη φορά όμως ήτανε αλλιώτικα. Δεν είχα
κέφι. Καθόμουνα έτσι μόνο, και δεν έκανα τίποτα. Όλο κι όλο που έκανα, ήτανε που έβγαλα το
κυνηγετικό μου το καπέλο και το 'χωσα στην τσέπη.

Τότε ξαφνικά μπήκε στον Τρέντον εκείνη η κυρία, κι ήρθε κι έκατσε στη διπλανή μου θέση. Το βαγόνι
ήτανε όλο αδειανό, κυριολεκτικά, επειδή ήτανε να πούμε πολύ αργά και τα ρέστα, αλλά εκείνη ήρθε
κι έκατσε δίπλα μου αντί να κάτσει αλλού, γιατί κράταγε μια μεγάλη τσάντα, κι εγώ καθόμουνα στο
μπροστινό κάθισμα. Έβαλε την τσάντα ακριβώς στη μέση του διαδρόμου, έτσι που να σκοντάψει ο
εισπράκτορας κι όποιος άλλος πέρναγε. Φόραγε να πούμε και κάτι ορχιδέες, σα να 'τανε σε καμιά
δεξίωση ή τίποτα τέτοιο. Πρέπει να 'τανε γύρω στα σαράντα με σαράντα πέντε, φαντάζομαι, αλλά
πολύ καλοφτιαγμένη. Οι γυναίκες με κάνουνε λιώμα. Στ' αλήθεια. Δε θέλω να πω μ' αυτό πως είμαι
τρομερά ερωτιάρης — αν και είμαι πολύ σέξυ. Μόνο που μου αρέσουνε, αυτό θέλω να πω. Πάντα
αφήνουνε τις κωλοτσάντες τους στο διάδρομο, μες στη μέση.

Τέλος πάντων, εκεί που καθόμασταν μου λέει άξαφνα, «Με συγχωρείς, αυτό εδώ δεν είναι το σήμα
του Πένσυ;» Κοίταγε τις βαλίτσες μου που τις είχα πάνω στη σκάρα.

«Μάλιστα», της λέω. Είχε δίκιο. Σε μια απ' τις Γλάδστων μου είχα ένα κωλοαυτοκόλλητο του Πένσυ.
Σκέτη αηδία, το παραδέχουμαι.

«Α, πηγαίνεις στο Πένσυ;» μου λέει. Είχε πολύ όμορφη φωνή. Μια όμορφη τηλεφωνική φωνή,
βασικά. Θα 'πρεπε να κουβαλάει μαζί της, όπου πήγαινε, κι ένα κωλοτηλέφωνο.

«Μάλιστα», της λέω.

«Α, τι καλά. Μπορεί να γνωρίζεις το γιο μου λοιπόν. Τον Έρνεστ Μόροου. Κι αυτός στο Πένσυ
πηγαίνει».

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Βέβαια, τον ξέρω. Πάμε στην ίδια τάξη».

Ο γιος της ήτανε το δίχως άλλο το μεγαλύτερο κωλόπαιδο που πέρασε απ' το Πένσυ, σ' όλη τη
βρωμερή ιστορία του. Κάθε που έκανε ντους, έβγαινε μετά στο διάδρομο και βάραγε με τη βρεμένη
πετσέτα του τους κώλους των παιδιών. Τέτοιος τύπος ήτανε. Ακριβώς.

«Αχ, τι καλά», λέει η κυρία. Όχι όμως γλυκανάλατα. Ήτανε μόνο καλή και τα ρέστα. «Πρέπει να το πω
του Έρνεστ πως σε γνώρισα», μου λέει. «Μπορώ να μάθω πώς σε λένε, χρυσό μου;»

«Ρούντολφ Σμιτ», της λέω. Δεν είχα καμιά όρεξη να της πω την ιστορία της ζωής μου. Ρούντολφ Σμιτ
λέγανε τον επιστάτη στους κοιτώνες μας.

«Σ' αρέσει το Πένσυ;» μου λέει.

«Το Πένσυ; Ε, δεν είναι και πολύ κακό. Δεν είναι βέβαια παράδεισος να πούμε, αλλά καλό είναι, όπως
τα περισσότερα σχολεία. Μερικοί καθηγητές είναι πολύ ευσυνείδητοι».

«Ο Έρνεστ το λατρεύει κυριολεκτικά».

«Το ξέρω», της λέω. Μετά άρχισα να κάνω λιγάκι την πλάκα μου. «Έχει το χάρισμα να προσαρμόζεται
θαυμάσια στις διάφορες καταστάσεις. Αλήθεια. Θέλω να πω, αυτό το παιδί ξέρει πραγματικά να
προσαρμόζεται».

«Έτσι λες;» μου κάνει. Διάολε, της είχα κεντρίσει το ενδιαφέρον.

«Ο Έρνεστ; Βέβαια», της λέω. Μετά την κοίταξα που έβγαζε τα γάντια της. Μάγκα μου, ήτανε όλη
φορτωμένη πετράδια.

«Έσπασα τώρα δα το νύχι μου, όπως έβγαινα απ' το ταξί», μου λέει. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε
κάπως. Είχε τρομερά ωραίο χαμόγελο. Στ' αλήθεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουνε καθόλου
χαμόγελο, ή άσκημο. «Ξέρεις, ο πατέρας του Έρνεστ κι εγώ ανησυχούμε κάποιες φορές», μου λέει.
«Να, καμιά φορά έχουμε την εντύπωση πως δεν είναι και τόσο κοινωνικός».

«Τι εννοείτε;»

«Να, είναι πολύ ευαίσθητο παιδί. Ποτέ του δεν τα καταφέρνει στις συναναστροφές. Ίσως παίρνει τα
πράγματα λιγάκι πιο σοβαρά απ' όσο θα ταίριαζε στην ηλικία του».

Ευαίσθητος. Αυτό με πέθανε. Διάολε, εκείνος ο τύπος ο Μόροου ήτανε ευαίσθητος σα λεκάνη του
καμπινέ.

Την κοίταξα καλά καλά. Πάντως για παλαβιάρα δε μου φαινότανε. Φαινότανε πως ήξερε πολύ καλά,
διάολε, τι κωλόπαιδο είχε γεννήσει. Δε μπορείς όμως να ξέρεις πάντα — άμα μιλάς με τη μάνα
καποιανού, θέλω να πω. Οι μανάδες έχουν όλες λιγάκι τη βίδα τους. Το ζήτημα είναι όμως, πως η
μάνα του γέρο Μόροου μ' άρεσε. Ήτανε πολύ εντάξει. «Καπνίζετε;» της λέω.

Κοίταξε γύρω γύρω. «Νομίζω πως δεν είναι βαγόνι για καπνιστές, Ρούντολφ», μου λέει. Ρούντολφ.
Αυτό με πέθανε.

«Δεν πειράζει. Μπορούμε να καπνίσουμε μέχρι που να μας βάλουνε τις φωνές», της λέω. Πήρε
τσιγάρο και της έδωσα φωτιά.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ήτανε πολύ όμορφη άμα κάπνιζε. Το κατέβαζε βέβαια και τα ρέστα, αλλά δεν κατάπινε τον καπνό,
όπως κάνουνε οι περισσότερες γυναίκες στην ηλικία της. Ήτανε πολύ γοητευτική. Είχε και πολύ
σεξαπήλ να πούμε, άμα θέλετε να ξέρετε.

Με κοίταζε κάπως παράξενα. «Δεν ξέρω αν γελιέμαι, αλλά έχω την εντύπωση πως η μύτη σου τρέχει
αίμα, χρυσό μου», μου λέει άξαφνα.

Κούνησα το κεφάλι μου κι έβγαλα μαντήλι. «Έφαγα μια χιονιά», της λέω. «Από κείνες τις πολύ
παγωμένες». Μπορεί και να της έλεγα την αλήθεια, τι είχε γίνει, αλλά θα μας έπαιρνε πολλή ώρα.
Πάντως μ' άρεσε. Είχα αρχίσει κιόλας να το μετανιώνω κάπως, που της είπα ότι με λέγανε Ρούντολφ
Σμιτ. «Βρε τον Έρνι το φιλαράκο», της κάνω. «Είναι απ' τα πιο δημοφιλή παιδιά μέσα στο Πένσυ. Το
ξέρατε;»

«Όχι, δεν το 'ξερα».

Κούνησα το κεφάλι μου. «Βέβαια, όλοι χρειαστήκανε αρκετό καιρό ώσπου να τον καταλάβουνε. Είναι
περίεργο παιδί. Αλλόκοτος, από πολλές απόψεις — ξέρετε τι εννοώ... Να, ας πούμε όταν τον
πρωτογνώρισα, σκέφτηκα πως ήτανε λιγάκι σνομπ. Έτσι νόμιζα. Αλλά δεν είναι. Έχει ιδιόμορφη
προσωπικότητα και χρειάζεται λίγος καιρός για να τον μάθεις καλά».

Η θεία Μόροου δεν είπε τίποτα, αλλά έπρεπε να τη βλέπατε από μια μεριά. Μάγκα μου, την είχα
καθηλώσει. Πάρε να πούμε τη μάνα καποιανού και το μόνο που θέλει ν' ακούει, είναι τι σπουδαίος
που είναι ο γιόκας της.

Μετά άρχισα το πραγματικό δούλεμα. «Για τις εκλογές σας το 'πε;» της λέω. «Για τις εκλογές στην
τάξη;»

Κούνησε το κεφάλι της. Λες και την είχα υπνωτίσει. Στ' αλήθεια.

«Λοιπόν, οι περισσότεροι θέλαμε τον παλιόφιλο τον Έρνι για πρόεδρο της τάξης. Δηλαδή, ήτανε
ομόφωνη εκλογή. Θέλω να πω, ήτανε το μόνο παιδί που θα μπορούσε να τα βγάλει στ' αλήθεια
πέρα», της λέω — μάγκα μου, τη δούλευα ψιλό γαζί. «Βγήκε όμως ένα άλλο παιδί —ο Χάρυ Φένσερ—
για τον απλούστατο λόγο ότι ο Έρνι δεν ήθελε να τον κάνουμε πρόεδρο. Γιατί είναι φοβερά ντροπαλός
και σεμνός, να πούμε. Αρνήθηκε... Μάγκα μου, αυτός κι αν είναι ντροπαλός, θα πρέπει να
προσπαθήσετε να τον κάνετε να το ξεπεράσει κάποτε». Την κοίταξα. «Δε σας το 'χε πει;»

«Όχι, δεν είπε τίποτα».

Κούνησα το κεφάλι μου. «Έτσι είναι ο Έρνι. Δε θα το 'λεγε ποτέ του. Αυτό το κακό έχει — είναι πολύ
ντροπαλός και σεμνός. Αλήθεια, πρέπει να προσπαθήσετε να τον κάνετε να τα παίρνει πιο ψύχραιμα
καμιά φορά».

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε ο εισπράκτορας για το εισιτήριο της θείας Μόροου, κι έτσι βρήκα την
ευκαιρία να κόψω την πλάκα. Πάντως φχαριστήθηκα που τη δούλεψα λιγάκι. Πάρε να πούμε ένα
παιδί σαν το Μόροου, που βαράει πάντα με την πετσέτα του τους ξένους κώλους —και θέλει να τους
κάνει να πονέσουνε στ' αλήθεια— και θα δεις πως δεν είναι κωλόπαιδο μόνο όταν είναι μικρός.
Μένει κωλόπαιδο σ' όλη του τη ζωή. Πάω στοίχημα όμως, ότι μετά απ' όλες αυτές τις μπούρδες που
της αράδιασα, η κυρία Μόροου θα πιστεύει πως είναι πολύ σεμνό και ντροπαλό παιδί, που δεν ήθελε
να τον κάνουμε πρόεδρο. Μπορεί. Ποτέ δεν ξέρεις. Οι μανάδες δεν είναι και πολύ ξύπνιες, άμα
πρόκειται για τέτοια πράματα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Μπορώ να σας προσφέρω ένα ποτό;» της λέω. Έκανα κέφι ένα.

«Μπορούμε να πάμε στο βαγκονρεστοράν. Εντάξει;»

«Μα χρυσό μου, μπορείς να παραγγέλνεις ποτά;» μου λέει. Όχι όμως στριμμένα. Ήτανε πάρα πολύ
γοητευτική, να πούμε, για να φερθεί στριμμένα.

«Ε... βέβαια ... όχι ακριβώς, αλλά καμιά φορά μου δίνουνε, ένεκα το μπόι μου», της λέω. «Έπειτα έχω
ένα σωρό γκρίζες τρίχες». Γύρισα στο πλάι και της έδειξα που είχα γκρίζα μαλλιά. Καταγοητεύτηκε.
«Λοιπόν, θα μου κάνετε παρέα, ναι;» της λέω. Θα μ' άρεσε να μου κάνει παρέα.

«Καλύτερα όχι. Πάντως σ' ευχαριστώ πάρα πολύ», μου λέει. «Εξάλλου το βαγκονρεστοράν θα 'χει
κλείσει πια. Είναι πολύ αργά, ξέρεις». Είχε δίκιο. Το 'χα ξεχάσει εντελώς τι ώρα ήτανε.

Τότε με κοίταξε και με ρώτησε αυτό που φοβόμουνα πως θα ρώταγε.

«Ο Έρνεστ μας έγραψε πως θα γυρίσει σπίτι την Τετάρτη», μου κάνει. «Πώς οι διακοπές των
Χριστουγέννων αρχίζουν την Τετάρτη. Ελπίζω να μη γυρίζεις σπίτι απρόοπτα, επειδή κάποιος είναι
άρρωστος». Φαινότανε πως ανησυχούσε πραγματικά. Δεν ήτανε σκέτη περιέργεια, φαινότανε.

«Α όχι, όλοι στο σπίτι είναι μια χαρά», της λέω. «Εγώ είμαι άρρωστος. Πρέπει να κάνω μια εγχείριση».

«Α! Λυπάμαι πολύ!» μου λέει. Στ' αλήθεια λυπότανε. Το μετάνιωσα αμέσως που το 'πα, αλλά ήτανε
πολύ αργά.

«Δεν είναι τίποτα το σοβαρό. Έχω ένα μικρούτσικο ογκάκι στον εγκέφαλο».

«Όχι!» Σκέπασε το στόμα της με το χέρι της και τα ρέστα.

«Μπα, δεν είναι τίποτα. Θα γίνω αμέσως καλά, να πούμε. Είναι απ' την έξω μεριά. Και πολύ μικρό.
Ούτε δυο λεφτά δε θα κάνουν να το βγάλουνε».

Μετά άρχισα να διαβάζω εκείνο το βιβλιαράκι με τα δρομολόγια που είχα στην τσέπη μου. Έτσι για να
κόψω τα μούσια. Όταν πάρω φόρα, μπορώ να το τραβήξω ώρες άμα μου κάνει κέφι. Δεν κάνω πλάκα.
Ώρες.

Έπειτα απ' αυτό δεν κουβεντιάσαμε και πολύ. Εκείνη άρχισε να διαβάζει ένα Vogue που είχε μαζί της,
και γω χάζεψα λιγάκι απ' το παράθυρο. Κατέβηκε στο Νιούαρκ. Μου ευχήθηκε καλή επιτυχία στην
εγχείριση και τα ρέστα. Μ' έλεγε συνέχεια Ρούντολφ. Έπειτα με κάλεσε να πάω σπίτι τους το
καλοκαίρι, στο Γκλούσεστερ της Μασαχουσέτης. Μου είπε πως είχανε ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα,
με γήπεδο του τένις και τα ρέστα, αλλά εγώ την ευχαρίστησα μόνο και της είπα πως θα πήγαινα στη
Νότια Αμερική με τη γιαγιά μου. Κι αυτό ήτανε στ' αλήθεια μεγάλο μούσι, γιατί η γιαγιά μου δεν
ξεμυτάει ποτέ, ούτε έξω απ' το σπίτι της, εκτός κι αν είναι να πάει σε καμιά φιλανθρωπική παράσταση
ή κάτι τέτοιο. Δεν είχα όμως καμιά όρεξη να κουβαληθώ μουσαφίρης σε κείνο το κωλόπαιδο το
Μόροου για όλα τα λεφτά του κόσμου, ακόμα κι αν βρισκόμουνα σε μαύρη απελπισία.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 9

Το πρώτο πράμα που έκανα μόλις κατέβηκα στο Πεν Στέησιον, ήτανε που πήγα σε κείνο τον
τηλεφωνικό θάλαμο. Μου 'χε έρθει έτσι, να τηλεφωνήσω σε κάποιονε. Άφησα τα μπαγκάζια μου
ακριβώς έξω απ' το θάλαμο για να τα 'χω και το νου μου, αλλά όταν πια μπήκα μέσα δε μπορούσα να
σκεφτώ κανένανε για να του τηλεφωνήσω. Ο αδερφός μου ο D.B. ήτανε στο Χόλυγουντ. Η μικρή μου
αδερφή, η Φοίβη, πάει για ύπνο γύρω στις εννιά — άρα δε μπορούσα να της τηλεφωνήσω. Όχι πως
θα την ένοιαζε που θα την ξύπναγα, αλλά το κακό είναι πως δε θα το σήκωνε η ίδια. Θα το σηκώνανε
οι δικοί μου. Άρα αυτό αποκλειότανε. Μετά σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στη μάνα της Τζαίην
Γκάλαγκερ και να δω πότε άρχιζε διακοπές η Τζαίην, αλλά δεν έκανα κέφι, κι έπειτα ήτανε πολύ αργά
για τηλέφωνο. Μετά σκέφτηκα να πάρω εκείνο το κορίτσι που βγαίναμε πολύ συχνά, τη Σάλυ Χέης,
γιατί ήξερα πως είχε αρχίσει κι όλας διακοπές — μου 'χε γράψει ένα γράμμα, ολόκληρο κατεβατό,
κάλπικο απ' την αρχή ως το τέλος, και με κάλαγε να πάω να βοηθήσω στο στόλισμα του δέντρου της,
παραμονή Χριστούγεννα και τα ρέστα — αλλά φοβόμουνα μην το σηκώσει η μάνα της. Η μάνα της
ήξερε τη δικιά μου, και την έβλεπα κιόλας να τσακίζεται να τρέξει στο τηλέφωνο για να της το
προφτάσει πως ήμουνα στη Νέα Υόρκη. Κι έπειτα δεν ψόφαγα κιόλας να μιλήσω με τη θεία Χέης στο
τηλέφωνο. Μια φορά είχε πει στη Σάλυ πως ήμουνα λοξός. Της είχε πει πως ήμουνα λοξός και δεν
είχα κανένα πρόγραμμα στη ζωή μου. Μετά σκέφτηκα να πάρω εκείνο το παιδί που πήγαινε στο
Τούτον, τότε που ήμουνα και γω, τον Καρλ Λιούς, αλλά δεν τον έκανα και πολύ κέφι. Έτσι στο τέλος
δεν τηλεφώνησα πουθενά. Βγήκα απ' το θάλαμο μετά από είκοσι λεφτά ή κάτι τέτοιο, και πήρα τα
μπαγκάζια μου και πήγα σε κείνο το τούνελ που είναι τα ταξιά και πήρα ταξί.

Διάολε, είμαι τόσο αφηρημένος, που έδωσα στον οδηγό την κανονική μου διεύθυνση, έτσι από
συνήθιο να πούμε. Θέλω να πω, το ξέχασα εντελώς πως πήγαινα να την αράξω σε κανά ξενοδοχείο
για μια δυο μέρες, και πως δε θα πάταγα σπίτι όσο που ν' αρχινίσουνε οι διακοπές. Όταν το
σκέφτηκα, είχαμε περάσει κιόλας το μισό πάρκο. Τότε του λέω, «Άμα δε σε πειράζει, γύρνα όπου
μπορείς. Έκανα λάθος τη διεύθυνση. Θέλω να πάμε πίσω στην πόλη».

Ο οδηγός ήτανε λιγάκι ο τύπος του εξυπνάκια. «Δε γίνεται να γυρίσω δω πέρα, Μακ. Είναι
μονόδρομος. Έτσι όπως πάμε τώρα, θα πρέπει να κατέβουμε ως την Ενενηκοστή Οδό».

Δεν ήθελα να στήσω καβγά. «Καλά», του λέω. Έπειτα άξαφνα κάτι σκέφτηκα. «Δε μου λες», του λέω.
«Ξέρεις εκείνες τις πάπιες στο Σέντραλ Παρκ, στα νότια; Εκεί που είναι η λιμνούλα; Μήπως τυχαίνει
να ξέρεις που πάνε, οι πάπιες, άμα παγώνει όλη από πάνω; Μήπως τυχαίνει να ξέρεις;» Κατάλαβα
πως είχα μόνο μια πιθανότητα στο εκατομμύριο.

Γύρισε και με κοίταξε λες κι ήμουνα τρελός. «Δε μου λε' ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις;» μου λέει.

«Όχι — είναι που ενδιαφέρομαι, γι' αυτό ρωτάω».

Δεν ξαναμίλησε άλλο. Ούτε και γω. Όσο που βγήκαμε απ' το πάρκο στην Ενενηκοστή Οδό. Τότε μου
λέει, «Εντάξει φιλαράκο. Πού πάμε τώρα;»

«Ξέρεις, το ζήτημα είναι πως δε θέλω να μείνω σε κανένα ξενοδοχείο στην ανατολική μεριά, γιατί
μπορεί να συναντήσω τίποτα γνωστούς. Ταξιδεύω ινκόγκνιτο», του λέω. Το σιχαίνομαι να λέω τέτοιες
αηδίες, όπως «ταξιδεύω ινκόγκνιτο». Όμως άμα είμαι με κανένα βλάκα, κάνω κι εγώ βλακίες.
«Μήπως ξέρεις κατά τύχη τι ορχήστρα έχει στο Ταφτ ή το Νιου Γιόρκερ;»

«Δεν έχω ιδέα, Μακ».

«Καλά — τότε να με πας στο Έντμοντ», του λέω. «Θέλεις να σταματήσουμε κάπου στο δρόμο να

Digitized by 10uk1s, July 2010


πιούμε κανά ποτηράκι; Εγώ κερνάω. Είμαι ματσωμένος».

«Δε γίνεται, Μακ. Κρίμα». Μα το Θεό, έκανε σπουδαία παρέα ο τύπος. Ήτανε φυσιογνωμία.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο Έντμοντ και μπήκα να κλείσω δωμάτιο. Είχα φορέσει το κόκκινο κυνηγετικό
καπέλο μου, όσο ήμουνα ακόμα στο ταξί, έτσι για την πλάκα μου, αλλά το 'βγαλα προτού να μπω εκεί
μέσα. Δεν ήθελα να με περάσουνε για λοξό ή κάτι τέτοιο. Κι αυτό ήτανε σκέτη ειρωνεία. Γιατί τότε δεν
ήξερα ακόμα πως ολόκληρο το ξενοδοχείο ήτανε γεμάτο ανώμαλους και μάπες. Ήτανε ολόκληρο
γεμάτο λοξούς.

Μου δώσανε ένα δωμάτιο σκατά, δεν είχε τίποτα να βλέπεις απ' το παράθυρο, παρά μονάχα την άλλη
μεριά του ξενοδοχείου. Δε μ' ένοιαξε και πολύ. Είχα τέτοιες μαυρίλες, που δε μου έμενε καιρός να
νοιαστώ αν είχε ωραία θέα. Ο γκρουμ που με πήγε στο δωμάτιο ήτανε ένας τύπος πολύ γέρος, γύρω
στα εξήντα πέντε. Αυτός ήτανε ακόμα πιο θλιβερός κι απ' το δωμάτιο. Ήτανε από κείνους τους
καράφλες, που χτενίζουνε τα μαλλιά τους από τη μια άκρη και τα κολλάνε στην άλλη για να κρύβουνε
το γλόμπο τους. Εγώ θα προτιμούσα χίλιες φορές να 'μουνα γουλί, παρά να κάνω τέτοια κόλπα.
Πάντως ήτανε τρομερή δουλειά για ένα τύπο εξήντα πέντε χρονών. Να κουβαλάς τις βαλίτσες του
καθενός, και να στέκεσαι μπάστακας μετά να περιμένεις μπαξίσι. Νομίζω πως δεν πρέπει να 'χε πολύ
μυαλό και τα ρέστα, αλλά πάντως ήτανε τρομερό, όπως και να το κάνεις.

Μετά που έφυγε, χάζεψα λιγάκι απ' το παράθυρο. Φόραγα ακόμα το πανωφόρι μου και τα ρέστα. Δεν
είχα και τίποτ' άλλο να κάνω. Άμα βλέπατε τι γινότανε στην άλλη μεριά του ξενοδοχείου, θα χάνατε το
μυαλό σας. Ούτε που μπαίνανε στον κόπο να τραβήξουνε τα κουρτινάκια. Είδα ένα τύπο με γκρίζα
μαλλιά, που φαινότανε πολύ καθωσπρέπει, και ήτανε μονάχα με τα σώβρακα. Άμα σας πω τι έκανε,
δε θα το πιστέψετε. Πρώτα πρώτα έβαλε τη βαλίτσα του στο κρεβάτι. Μετά έβγαλε από μέσα κάτι
γυναικεία ρούχα και τα φόρεσε. Γυναικεία ρούχα αληθινά — μεταξωτές κάλτσες, ψηλά τακούνια,
σουτιέν κι έναν από κείνους τους κορσέδες που από κάτω κρέμουνται ζαρτιέρες και τα ρέστα. Μετά
έβαλε ένα φουστάνι, μαύρο και στενό στενό, τουαλέτα. Μα το Θεό. Μετά άρχισε να σουλατσέρνει
πάνω κάτω στο δωμάτιο, με κάτι πολύ μικρά βηματάκια, όπως κάνουνε οι γυναίκες, και φούμερνε το
τσιγαράκι του και καθρεφτιζότανε. Ήτανε θεομόναχος, εξόν κι αν είχε κανένανε στο μπάνιο — ως εκεί
δεν έβλεπα. Μετά, σ' ένα παράθυρο σχεδόν ακριβώς πάνω απ' το δικό του, είδα έναν άντρα και μια
γυναίκα που φτύνανε νερά ο ένας στον άλλονε. Μάλλον ήτανε ουίσκι με σόδα κι όχι νερό, αλλά δεν
έβλεπα τι είχανε στα ποτήρια τους. Τέλος πάντων, έπινε πρώτα εκείνος μια γουλιά και την έφτυνε
απάνω της, κι έπειτα του 'κανε και κείνη τα ίδια — μια ο ένας μια ο άλλος, για το Θεό. Θα 'πρεπε να
τους βλέπατε από μια μεριά. Τους είχε πιάσει υστερία, λες κι ήτανε το αστειότερο πράμα που έγινε
ποτέ. Δεν κάνω πλάκα, το ξενοδοχείο ήτανε φίσκα ανώμαλους. Εγώ θα πρέπει να 'μουνα ο μόνος
φυσιολογικός μπάσταρδος εκεί μέσα — κι αυτό πάλι δε λέει πολλά. Διάολε, λίγο έλειψε να
τηλεγραφήσω του γέρο Στράντλεητερ, να πάρει το πρώτο τραίνο για τη Νέα Υόρκη, θα 'τανε ο
βασιλιάς του ξενοδοχείου.

Το κακό ήτανε, που όλες αυτές οι αηδίες σου τη δίνουνε κάπως να τις χαζεύεις, ακόμα κι όταν δε θες
να σου τη δίνουνε. Για παράδειγμα, εκείνη η κοπέλα που της φτύνανε νερό στη μούρη, ήτανε πολύ
όμορφη. Θέλω να πω, αυτό είναι το μεγάλο κακό με μένανε. Με το μυαλό μου, πρέπει να 'μαι ίσως ο
μεγαλύτερος σεξομανής που έχετε δει ποτέ σας. Καμιά φορά σκέφτομαι πολύ βρώμικα πράματα, που
δε θα με πείραζε να τα κάνω, άμα τύχαινε η ευκαιρία. Καταλαβαίνω ακόμα πως θα 'χε μεγάλη πλάκα,
έστω και βρώμικη, άμα ήσαστε κι οι δυο κάπως μεθυσμένοι να πούμε, να πάρεις ένα κορίτσι και να
φτύνετε νερά ή κάτι τέτοιο, ο ένας στη μούρη του άλλου. Το ζήτημα είναι όμως ότι δε μ' αρέσει η
ιδέα. Άμα κάτσεις και την αναλύσεις, είναι σιχαμερή. Νομίζω πως άμα δε σ' αρέσει πραγματικά ένα
κορίτσι, δεν πρέπει να του κάνεις πλάκες, κι άμα σ' αρέσει, τότε πρέπει να σ' αρέσει κι η μούρη του, κι
άμα σ' αρέσει κι η μούρη του, πρέπει να προσέχεις και να μην του κάνεις χοντράδες, όπως να πούμε
να του φτύνεις νερά. Στ' αλήθεια είναι πολύ κακό που κάτι τέτοιες βρωμιές έχουνε μεγάλη πλάκα

Digitized by 10uk1s, July 2010


καμιά φορά. Πάντως τα κορίτσια δε σε βοηθάνε και πολύ, άμα αρχίζεις να μην είσαι και πολύ
βρώμικος, άμα προσπαθείς να μη χαλάσεις κατιτίς αληθινά ωραίο. Είχα γνωρίσει μια φορά ένα
κορίτσι, πάνε δυο χρόνια. Αυτή ήτανε ακόμα πιο βρώμικη από μένανε. Μάγκα μου, κι αν ήτανε
βρώμικη! Περάσαμε όμως θαύμα για ένα διάστημα, πάλι βρώμικα βέβαια. Το σεξ είναι απ' τα
πράματα που δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Ποτέ δεν ξέρεις πού διάολο βρίσκεσαι. Κάθε λίγο φτιάχνω
για λογαριασμό μου διάφορους σεξουαλικούς κανόνες, και την άλλη ώρα τους σπάω αμέσως. Πέρσι
να πούμε, είχα φτιάξει ένα κανόνα, που έλεγε πως δε θα 'κανα πλάκες με κορίτσια που, στο βάθος, με
γκαστρώνουνε. Τον πάτησα όμως την ίδια βδομάδα που τον έφτιαξα — το πρώτο βράδυ, για να λέμε
την αλήθεια. Πέρασα ολόκληρη νύχτα και χαϊδολογιόμουνα με μια απερίγραπτη κάλπισσα, που τη
λέγανε Άννα Λουίζα Σέρμαν. Το σεξ είναι κάτι που δεν το πολυκαταλαβαίνω. Μα το Θεό.

Εκειδά που καθόμουνα, άρχισα πάλι να κλωθογυρίζω την ιδέα να κάνω κανά τηλέφωνο της Τζαίην της
παλιόφιλης — θέλω να πω, να της έκανα υπεραστικό στο Β.Μ. που πήγαινε, αντίς να πάρω τη μάνα
της και να ρωτήσω πότε θα γύρναγε σπίτι. Βέβαια υποτίθεται πως δε γινότανε να τηλεφωνήσεις σε
μαθήτρια αργά το βράδυ, αλλά εγώ όλα τα είχα σκεφτεί. Όποιος σήκωνε το τηλέφωνο, θα του 'λεγα
πως ήμουνα ο θείος της. Θα του 'λεγα πως η θεία της είχε σκοτωθεί εκείνη τη στιγμή σε δυστύχημα,
και πως ήτανε ανάγκη να της μιλήσω αμέσως. Σίγουρα θα 'πιανε. Ο μόνος λόγος που δεν το 'κανα,
ήτανε που δε μου 'ρχότανε. Άμα δε σου 'ρχεται, τότε δε γίνονται σωστά αυτά τα πράματα.

Έπειτα από λίγο έκατσα στην πολυθρόνα και κάπνισα κανά δυο τσιγάρα. Ένιωθα χάλια. Πρέπει να το
παραδεχτώ. Και τότε άξαφνα μου κατέβηκε εκείνη η ιδέα. Έβγαλα το πορτοφόλι μου κι άρχισα να
ψάχνω για μια διεύθυνση, που μου 'χε δώσει ένα παιδί, που πήγαινε στο Πρίνστον, κι είχαμε
γνωριστεί σ' ένα πάρτυ πέρσι το καλοκαίρι. Στο τέλος τήνε βρήκα. Ήτανε η διεύθυνση εκείνης της
κοπέλας, που δεν ήτανε ακριβώς πουτάνα ή κάτι τέτοιο, αλλά που δεν την πείραζε να το κάνει κάπου
κάπου, έτσι έλεγε εκείνο το παιδί απ' το Πρίνστον. Μια φορά μάλιστα την κουβάλησε σ' ένα χορό στο
Πρίνστον, και κοντέψανε να τον πετάξουνε έξω που την έφερε. Λέγανε πως ήτανε στριπτηζού ή κάτι
τέτοιο. Τέλος πάντων, πήγα στο τηλέφωνο και την πήρα. Τη λέγανε Πίστη Κάβεντις κι έμενε στο
ξενοδοχείο Στάνφορντ Αρμς, Εξηκοστή Έκτη και Μπρόντγουεη γωνία. Κανά μπουρδέλο θα 'τανε, το
δίχως άλλο.

Για μια στιγμή σκέφτηκα πως δεν ήτανε εκεί ή κάτι τέτοιο. Κανένας δεν απάνταγε. Μετά κάποιος το
σήκωσε επιτέλους.

«Εμπρός;» λέω. Έκανα τη φωνή μου πολύ βαριά, για να μην καταλάβει την ηλικία μου και τα ρέστα.
Έτσι κι αλλιώς έχω βαριά φωνή εγώ.

«Εμπρός;» μου λέει μια γυναικεία φωνή. Δεν ήτανε και πολύ φιλική, εδώ που τα λέμε.

«Η δεσποινίς Πίστις Κάβεντις;»

«Ποιος είναι;» μου λέει. «Ποιος τηλεφωνάει τέτοια παλαβή ώρα, διάολε;»

Αυτό με τρόμαξε λιγάκι. «Βέβαια... το ξέρω πως είναι πολύ αργά», της λέω με κείνη την πολύ ώριμη
φωνή και τα ρέστα. «Ελπίζω να με συγχωρήσετε, αλλά δεν έβλεπα την ώρα να σας πάρω». Το είπα
τόσο ευγενικά που την έκοψα. Στ' αλήθεια.

«Ποιος είναι;» μου ξαναλέει.

«Βέβαια... δε με ξέρετε, αλλά είμαι φίλος του Έντι Μπέρντσελ. Μου είπε πως, αν πέρναγα ποτέ από
δω, θα 'πρεπε να συναντηθούμε για να πιούμε κάτι».

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ποιανού; Ποιανού φίλος είπες πως είσαι;» Μάγκα μου, σωστή τίγρη ήτανε στο τηλέφωνο. Σχεδόν
ούρλιαζε.

«Του Έντμουντ Μπέρντσελ. Του Έντι Μπέρντσελ», της λέω. Δε μπορούσα να θυμηθώ αν το βαφτιστικό
του ήτανε Έντμουντ ή Έντουαρντ. Τον είχα δει μονάχα μια φορά όλη κι όλη, σ' ένα χαζοπάρτυ του
κερατά.

«Άκου δω, Τζακ. Δεν ξέρω κανένανε με τέτοιο όνομα. Κι άμα νομίζεις πως μ' αρέσει να με ξυπνάνε στ'
άγρια —»

«Του Έντι Μπέρντσελ; Από το Πρίνστον;» της λέω.

Καταλάβαινες πως κλωθογύριζε το όνομα στο μυαλό της και τα ρέστα.

«Μπέρντσελ... Μπέρντσελ... Από το Πρίνστον... Το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον;»

«Ακριβώς», της λέω.

«Είσαι και συ απ' το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον;»

«Ναι, περίπου».

«Α... Και τι κάνει ο Έντι;» μου λέει. «Πάντως δε βρήκες και χειρότερη ώρα για να πάρεις. Για τ' όνομα
του Θεού».

«Μια χαρά είναι. Μου είπε να σας πω να τον θυμόσαστε».

«Α, φχαριστώ. Να του πεις να με θυμάται κι αυτός», μου λέει. «Είναι σπουδαίο παιδί. Τι κάνει τώρα;»
Ξαφνικά την είχανε πιάσει κάτι γλύκες, άλλο πράμα.

«Ε, ξέρετε. Τα γνωστά», της λέω. Πού διάολο να ξέρω εγώ τι έκανε. Εγώ ούτε που το ήξερα καλά καλά
το παιδί. Ούτε που ήξερα αν ήτανε ακόμα στο Πρίνστον. «Για δέστε», της λέω. «Θέλετε να βρεθούμε
πουθενά για κανένα ποτό;»

«Δε μου λες, έχεις ιδέα τι ώρα είναι;» μου κάνει. «Και πώς σε λένε πρώτα πρώτα, αν επιτρέπεται;»
Άξαφνα την είχε πιάσει το αγγλοσαξονικό της. «Μου φαίνεσαι λιγάκι πιτσιρικάς».

Γέλασα. «Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο», της λέω, πολύ ευγενικά, ο διάολος. «Με λένε Χόλντεν
Κώλφηλντ». Έπρεπε να της δώσω ψεύτικο όνομα, αλλά δεν το σκέφτηκα.

«Για να σου πω λοιπόν, κύριε Κωφλ. Δεν το συνηθίζω να κλείνω ραντεβού νυχτιάτικα. Είμαι
εργαζόμενη κοπέλα εγώ».

«Μα αύριο είναι Κυριακή», της λέω.

«Τέλος πάντων. Πρέπει να κοιμηθώ για να φτιάξω δέρμα. Ξέρεις τώρα».

«Έλεγα πως μπορεί να πίναμε παρέα κανά ποτηράκι. Δεν είναι και τόσο πολύ αργά».

«Καλά. Είσαι πολύ γλυκός», μου λέει. «Από πού τηλεφωνάς; Πού είσαι τώρα εμπάση περιπτώσει;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Εγώ; Σ' ένα θάλαμο».

«Α», κάνει. Μετά έγινε μια πολύ μεγάλη παύση. «Λοιπόν, θα το 'θελα αφάνταστα να συναντηθούμε
καμιά φορά, κύριε Κωφλ. Φαίνεσαι πολύ γοητευτικός. Φαίνεσαι πολύ γοητευτικό υποκείμενο. Αλλά
είναι αργά».

«Θα μπορούσα να 'ρθώ και στο σπίτι σας».

«Βέβαια, κανονικά, θα 'λεγα μεταχαράς. Θέλω να πω, πολύ θα το 'θελα να πέρναγες για κανένα ποτό,
αλλά ξέρεις, τυχαίνει να είναι άρρωστη η συγκάτοικός μου. Όλη νύχτα δε μπορούσε να κλείσει μάτι.
Τώρα δα ό,τι αποκοιμήθηκε, να πούμε. Δηλαδή».

«Α, πολύ κρίμα».

«Και πού θα μείνεις; Μπορεί να συναντηθούμε αύριο για κανά ποτό».

«Δε γίνεται αύριο», της λέω. «Απόψε είναι η μόνη ώρα που μπορώ». Τι κόπανος είμαι, φίλε μου. Δεν
έπρεπε να το πω.

«Α. Καλά. Λυπάμαι πολύ πάντως».

«Θα πω και του Έντι τα χαιρετίσματα από μέρους σας».

«Αλήθεια; Ελπίζω να περάσεις καλά στη Νέα Υόρκη. Είναι απίθανος τόπος».

«Το ξέρω. Ευχαριστώ. Καληνύχτα», της λέω. Και το 'κλεισα.

Μάγκα μου, στ' αλήθεια τα 'κανα θάλασσα. Τουλάχιστον έπρεπε να τα κανόνιζα για κανά ποτό ή ξέρω
γω τι.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 10

ΗΤΑΝΕ ακόμα πολύ νωρίς. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος τι ώρα ήτανε, αλλά πάντως όχι και πολύ αργά.
Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι, είναι να πηγαίνω για ύπνο χωρίς έστω να 'μαι κουρασμένος. Άνοιξα
λοιπόν τις βαλίτσες μου κι έβγαλα καθαρό πουκάμισο, και μετά πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα κι
άλλαξα πουκάμισο. Αυτό που σκέφτηκα να κάνω, ήτανε που σκέφτηκα να κατέβω κάτω να δω τι
διάολο γινότανε στο Lavender Room. Είχανε στο ξενοδοχείο ένα κλαμπ, το Lavender Room.

Εκεί που άλλαζα πουκάμισο όμως, κόντεψα παρά τρίχα να πάρω τηλέφωνο το αδερφάκι μου τη
Φοίβη. Σίγουρα έκανα κέφι να της μιλήσω στο τηλέφωνο. Σε κάποιονε που να καταλαβαίνει, να
πούμε. Αλλά δε μπορούσα να το ρισκάρω να της τηλεφωνήσω, γιατί στο κάτω κάτω ήτανε μικρό
παιδάκι και δε θα την πετύχαινα ξύπνια, άσε που ούτε θα 'τανε κοντά στο τηλέφωνο. Σκέφτηκα να το
κλείσω άμα το σηκώνανε οι δικοί μου, αλλά ούτε κι έτσι γινότανε τίποτα. Πάλι θα το καταλαβαίνανε
πως εγώ ήμουνα. Πάντως, σίγουρα, δε θα με πείραζε να σαχλαμάριζα λίγο με το Φοιβάκι.

Θα 'πρεπε να τη βλέπατε από μια μεριά. Δεν έχετε δει ποτέ στη ζωή σας τόσο όμορφο κι έξυπνο
πιτσιρίκι. Είναι έξυπνη με τα όλα της. Θέλω να πω, όλο με το δέκα το παίρνει απ' όταν πήγε σχολείο.
Εδώ που τα λέμε, είμαι ο μόνος βλάκας στην οικογένεια. Ο αδερφός μου ο D.B. είναι συγγραφέας και
τα ρέστα, και ο αδερφός μου ο Άλι, εκείνος που πέθανε, που σας έλεγα, ήτανε μάγος. Εγώ είμαι ο
μόνος αληθινός βλάκας. Θα 'πρεπε όμως να βλέπατε το Φοιβάκι από μια μεριά. Έχει κάτι κόκκινα
μαλλιά, λιγάκι κάπως σαν του Άλι, που είναι πολύ κοντά το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι τα βάζει πίσω απ'
τ' αφτιά. Έχει κάτι όμορφα μικρά αφτάκια. Το χειμώνα όμως τ' αφήνει πολύ μακριά. Καμιά φορά η
μάνα μας της τα κάνει κοτσιδάκια, καμιά φορά, όχι πάντα. Πάντως είναι στ' αλήθεια όμορφα. Είναι
δέκα χρονών. Είναι κι αυτή πολύ αδύνατη σαν και μένα, αλλά ωραία αδύνατη. Αδύνατη για πατίνι.
Μια φορά την κοίταζα απ' το παράθυρο που πέρναγε απέναντι την Πέμπτη Λεωφόρο για να πάει στο
πάρκο, κι αυτό είναι, αδύνατη για πατίνι. Θα σας άρεσε. Θέλω να πω, άμα λες κάτι στο Φοιβάκι, ξέρει
ακριβώς για τι διάολο της κουβεντιάζεις. Θέλω να πω, μπορείς να την πάρεις μαζί σου όπου να 'ναι.
Άμα την πας να πούμε σε κανένα φέσι στο σινεμά, το καταλαβαίνει πως είναι φέσι. Άμα την πας σε
καμιά πολύ καλή ταινία, το καταλαβαίνει πως είναι πολύ καλή ταινία. Μια φορά την είχαμε πάει με
το D.B. να δει εκείνη τη γαλλική ταινία, τη Γυναίκα του Ψωμά, με το Ραϊμύ. Την έκανε λιώμα. Το
καλύτερό της είναι όμως τα Τριάντα Εννιά Βήματα, με το Ρόμπερτ Ντόνατ. Ξέρει ολόκληρο το
διαολόεργο απέξω, γιατί την πήγα και το 'δε κάπου δέκα φορές. Ας πούμε, εκεί που ο γέρο Ντόνατ
φτάνει σε κείνο το σκοτσέζικο αγρόκτημα, επειδή το 'χει σκάσει να μην τον πιάσει η αστυνομία και τα
ρέστα, η Φοίβη λέει δυνατά δυνατά μέσα στο σινεμά — ακριβώς εκεί που το λέει και κείνος ο
Σκοτσέζος στην ταινία — «Τρως τη ρέγγα;» Έχει μάθει όλο το διάλογο φαρσί. Κι όταν εκείνος ο
καθηγητής στο έργο, που είναι στην πραγματικότητα Γερμανός κατάσκοπος, τεντώνει το μικρό του
δαχτυλάκι, που του λείπει ένα κομμάτι από τη μέση, για να το δείξει στο Ρόμπερτ Ντόνατ, το Φοιβάκι
τον σκίζει κι εκεί — μου σηκώνει το μικρό της δαχτυλάκι μέσα στο σκοτάδι, ακριβώς μπροστά στη
μούρη μου. Είναι πολύ ξηγημένη. Θα σας άρεσε. Το μόνο κακό είναι που καμιά φορά είναι κάπως
υπερβολικά τρυφερή. Είναι πολύ συναισθηματική, για παιδί. Στ' αλήθεια. Ένα άλλο που κάνει, είναι
που όλη την ώρα γράφει βιβλία. Μόνο που δεν τα τελειώνει. Όλα είναι για κάποιο παιδί που το λένε
Χέηζελ Γουέδερφηλντ — μόνο που το Φοιβάκι τη γράφει «Χαζλ». Η Χαζλ Γουέδερφηλντ η παλιόφιλη,
είναι κορίτσι ντέντεκτιβ. Υποτίθεται πως είναι ορφανή, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι κάπου ξεφυτρώνει κι
ο γέρος της. Ο γέρος της είναι πάντα ένας «ψηλός γοητευτικός τζέντλεμαν, περίπου είκοσι χρονών».
Αυτό με πεθαίνει. Α, το Φοιβάκι. Μα το Θεό θα σας άρεσε. Ήτανε έξυπνη ακόμα και τότε που ήτανε
πιτσιρίκι τοσοδά. Όταν ήτανε πολύ πιτσιρίκι, εγώ κι ο Άλι την παίρναμε μαζί μας στο πάρκο, ιδίως τις
Κυριακές. Ο Άλι είχε ένα βαρκάκι με πανιά που το 'παιζε τις Κυριακές, και παίρναμε μαζί μας και το
Φοιβάκι. Φόραγε άσπρα γαντάκια και περπάταγε σαν κυρία, να πούμε, όπως τήνε βάζαμε στη μέση.
Κι άμα κουβεντιάζαμε με τον Άλι έτσι γενικά, για διάφορα πράματα, το Φοιβάκι άκουγε προσεχτικά.
Καμιά φορά το ξέχναγες πως την είχες εκεί πέρα, τόσο πιτσιρίκι ήτανε, όμως εκείνη σου το θύμιζε.
Όλη την ώρα σ' έκοβε εκεί που μίλαγες. Τράβαγε να πούμε μια σκουντιά του Άλι και του 'λεγε,

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ποιος; Ποιος το 'πε αυτό; Ο Μπόμπυ ή η κυρία;» Και τότε της λέγαμε ποιος το 'πε και κείνη έκανε
«Α», και μετά άκουγε παρακάτω και τα ρέστα. Και τον Άλι τον έκανε λιώμα, θέλω να πω, και κείνος
την αγάπαγε. Τώρα κοντεύει τα δέκα και δεν είναι πια και τόσο πιτσιρίκι, αλλά πάλι όλους λιώμα τους
κάνει — πάντως όλους όσους καταλαβαίνουνε απ' αυτά.

Τέλος πάντων, ήτανε από κείνους που πάντα κάνεις κέφι να τους μιλήσεις στο τηλέφωνο. Έτρεμα
όμως μήπως το σηκώσουνε οι δικοί μου, και τότε θα μαθαίνανε πως βρισκόμουνα στη Νέα Υόρκη και
μ' είχανε διώξει απ' το Πένσυ και τα ρέστα. Έτσι μόνο αποτέλειωσα που φόραγα το πουκάμισό μου.
Μετά ετοιμάστηκα τελείως, και κατέβηκα με το ασανσέρ στο σαλόνι να δω τι γίνεται.

Εξόν από κάτι μούτρα σα νταβατζήδες και κάτι ξανθιές που πουτανοφέρνανε, το σαλόνι ήτανε
αδειανό. Ακουγότανε όμως η ορχήστρα που έπαιζε στο Lavender Room, κι έτσι πήγα εκεί μέσα. Δεν
είχε και πολύ κόσμο, αλλά πάντως μου δώσανε αίσχος τραπέζι

— τέρμα Θεού, πίσω πίσω. Θα 'πρεπε να 'χωνα κανά δολάριο κάτω απ' τη μύτη του αρχιγκαρσονιού.
Μάγκα μου, στη Νέα Υόρκη το χρήμα έχει γλώσσα και μιλάει

— δεν κάνω πλάκα.

Η ορχήστρα ήτανε σκατά. Του Μπάντυ Σίνγκερ. Πολύ φωνακλάδικη, αλλά όχι ωραία φωνακλάδικη —
σαχλά φωνακλάδικη. Έπειτα είχε πολύ λίγους της ηλικίας μου εκεί μέσα. Στην πραγματικότητα, δεν
ήτανε ούτε ένας της ηλικίας μου. Είχε κυρίως κάτι μεγάλους, από κείνους τους φιγουρατζήδες, με τις
ντάμες τους. Εξόν στο διπλανό μου τραπέζι. Στο τραπέζι που ήτανε ακριβώς δίπλα μου, καθόντουσαν
τρεις κοπέλες γύρω στα τριάντα. Ήτανε κι οι τρεις τους κακομούτσουνες, κι απ' τα καπέλα τους
καταλάβαινες πως δε μένανε στη Νέα Υόρκη, αλλά η μία, η ξανθιά, δεν ήτανε και πολύ κακή. Ήτανε
κάπως νοστιμούλα, η ξανθιά, κι άρχισα να της κάνω λίγο ματάκι, αλλά τότε ακριβώς ήρθε το γκαρσόνι
για να πάρει παραγγελία. Παράγγειλα ουίσκι με σόδα και του είπα να τα φέρει χωριστά — το είπα
γρήγορα γρήγορα, γιατί άμα αρχίζεις τα χαμ και τα χουμ, παίρνουνε χαμπάρι πως είσαι ανήλικος και
δε σου δίνουνε οινόπνευμα. Όμως και με κείνον είχα προβλήματα. «Λυπάμαι πολύ, κύριε», μου λέει,
«αλλά μήπως έχετε τίποτα που να βεβαιώνει την ηλικία σας; Μήπως την άδεια οδηγήσεως;»

Τον κοίταξα κρύα κρύα, σα να μ' είχε προσβάλει ως εκεί που δεν παίρνει, και του λέω, «Φαίνομαι για
ανήλικος;»

«Λυπάμαι πολύ κύριε, αλλά έχουμε τους —»

«Καλά, καλά» του κάνω. Ας πάει στο διάολο, σκέφτηκα. «Φέρε μου μια κόκα». Έκανε να φύγει, μα τον
ξαναφωνάζω. «Δε γίνεται να βάλεις μέσα μια σταλίτσα ρούμι ή τίποτα τέτοιο;» του λέω. Του το 'πα
πολύ ευγενικά και τα ρέστα. «Πώς να κάτσω έτσι άφτιαχτος σε τέτοιο βρωμότοπο; Βάλε μια σταλιά
ρούμι ή ό,τι άλλο να 'ναι».

«Λυπάμαι πάρα πολύ, κύριε...» μου λέει και με παρατάει σύξυλο. Δεν του κράτησα κακία πάντως.
Χάνουνε τη δουλειά τους, αν τους τσακώσουνε να πουλάνε ποτά σε ανήλικους. Και γω είμαι ανήλικος,
διάολε.

Άρχισα πάλι να κάνω ματάκι στις τρεις στρίγγλες στο διπλανό τραπέζι. Δηλαδή στην ξανθιά. Οι άλλες
δυο ήτανε μόνο για λιγούρηδες. Δεν το 'κανα όμως άγαρμπα. Τις κοίταγα μονάχα και τις τρεις, έτσι
ήρεμα ήρεμα και τα ρέστα. Αυτό που κάνανε όμως, και οι τρεις τους, όταν τις κοίταξα, ήτανε που
αρχίσανε να χασκογελάνε σα χαζές. Πρέπει να σκεφτόντουσαν πως ήμουνα πολύ μικρός για να
τουμπάρω γυναίκα. Με πιάσανε κάτι διαόλια, άλλο πράμα — λες και τους είπα να τις παντρευτώ ή
κάτι τέτοιο. Είπα να τους βάλω πάγο, μετά που γελάσανε, αλλά το κακό είναι πως έκανα πολύ κέφι να

Digitized by 10uk1s, July 2010


χορέψω. Καμιά φορά μ' αρέσει πολύ ο χορός, και κείνη ήτανε μια από τις φορές. Έτσι άξαφνα γέρνω
τότε κάπως πλάι και λέω, «Κορίτσια, θέλει καμιά από σας να χορέψουμε;» Δεν τις ρώτησα ανάγωγα
ούτε τίποτα. Στην πραγματικότητα ήμουνα πολύ ευγενικός. Να πάρει ο διάολος όμως, κι αυτό τις
τσίγκλισε. Ξαναρχίσανε τα χασκόγελα — δεν κάνω πλάκα, ήτανε κι οι τρεις τους μεγάλα βλήματα.
«Άντε», τους λέω. «Θα σας χορέψω μία μία. Έγινε; Τι λέτε; Άντε!» Είχα στ' αλήθεια κέφι για χορό...

Στο τέλος σηκώθηκε η ξανθιά να χορέψουμε, γιατί φαινότανε με την πρώτη πως σε κείνη μίλαγα τόση
ώρα, και πήγαμε στην πίστα. Οι άλλες δυο κάργιες κοντέψανε να πάθουνε υστερία άμα σηκωθήκαμε.
Σίγουρα πρέπει να 'μουνα σε άσκημο στρίμωγμα, για ν' αποφασίσω ν' ασχοληθώ με καμιά τους.

Πάντως άξιζε τον κόπο. Η ξανθιά ήτανε χορευταρού με τα όλα της. Ήτανε μια από τις καλύτερες που
έχω χορέψει ποτέ. Δεν κάνω πλάκα. Είναι κάτι κορίτσια από κείνα τα πολύ χαζά, που σε κάνουνε
σκόνη στην πίστα. Πάρε να πούμε ένα πραγματικά έξυπνο κορίτσι, κι όλη την ώρα προσπαθεί να σε
οδηγεί στην πίστα, ή πάλι χορεύει χάλια, κι έτσι το καλύτερο που σου μένει είναι να κάτσετε στο
τραπέζι και να τα κοπανήσετε.

«Χορεύεις απίθανα», της λέω της ξανθιάς. «Ούτε επαγγελματίας να 'σουνα. Μα το Θεό. Μια φορά
είχα χορέψει με μια επαγγελματία, αλλά εσύ είσαι δυο φορές καλύτερη. Έχεις ακουστά το Μάρκο και
τη Μιράντα;»

«Τι;» μου λέει. Ούτε που μ' άκουγε. Κοίταγε όλο γύρω γύρω.

«Λέω, έχεις ακουστά το Μάρκο και τη Μιράντα;»

«Δε νομίζω. Όχι. Δεν ξέρω».

«Είναι χορευτές. Δηλαδή, η Μιράντα που σου 'λεγα. Χορεύτρια είναι. Μα δεν είναι και τόσο κανόνι.
Βέβαια κάνει όλα όσα πρέπει, αλλά πάντως δεν είναι κανόνι. Ξέρεις πώς το καταλαβαίνεις αν είναι
καμιά τρομερή χορεύτρια;»

«Τι είπες;» μου λέει. Ούτε που μ' άκουγε. Είχε το νου της τι γινότανε γύρω γύρω.

«Λέω, ξέρεις πως το καταλαβαίνεις, αν είναι καμιά τρομερή χορεύτρια;»

«Μκ — μκ».

«Ε λοιπόν να — εκεί που έχω το χέρι μου στην πλάτη σου. Άμα μου φαίνεται πως δεν έχει τίποτα κάτω
απ' το χέρι μου —ούτε πισινό, ούτε ποδάρια, ούτε τίποτα— τότε είναι στ' αλήθεια τρομερή
χορεύτρια».

Δε μ' άκουγε όμως. Έτσι την αγνόησα για λίγο. Μόνο που χορεύαμε. Θεούλη μου, χορό που έκανε, το
βλήτο. Ο Μπάντυ Σίνγκερ κι η κωλοορχήστρα του παίζανε το «Just One of Those Things», και μόλο
που βάζανε τα δυνατά τους, δεν καταφέρνανε να το κάνουνε εντελώς σαλάτα. Είναι τραγούδι
μεγαλείο. Δε δοκίμασα να κάνω καμιά φιγούρα όσο χορεύαμε — σιχαίνομαι τους τύπους που
ξελιγώνονται στις φιγούρες πάνω στην πίστα — αλλά όλη την ώρα γυρνάγαμε γύρω γύρω, και κείνη μ'
ακολουθούσε συνέχεια, πολύ εντάξει να πούμε. Η πλάκα είναι που πίστευα πως και κείνη το
γλένταγε, όσο που άξαφνα μου πετάει μια κοτσάνα άλλο πράμα. «Χτες το βράδυ, με τα κορίτσια,
είδαμε τον Πήτερ Λόρε», μου λέει. «Τον ηθοποιό. Αυτοπροσώπως. Αγόραζε μια εφημερίδα. Αχ, είναι
γλύκα».

«Είσαι τυχερή», της λέω. «Είσαι πολύ τυχερή στ' αλήθεια. Το ξέρεις;» Ήτανε εντελώς βλήμα. Αλλά

Digitized by 10uk1s, July 2010


σπουδαία στο χορό. Δε μπορούσα να κρατηθώ να μην της σκάσω ένα φιλί, πάνω πάνω στο
κουφιοκέφαλό της — ξέρετε — ακριβώς εκεί που είναι η χωρίστρα. Όταν το 'κανα τσαντίστηκε.

«Ε! Τι το πέρασες εδώ;»

«Τίποτα. Δεν το πέρασα για τίποτα. Χορεύεις απίθανα», της λέω. «Έχω μια αδερφούλα που πάει
τετάρτη τάξη, ο διάολος. Είσαι σχεδόν το ίδιο καλή με κείνηνα, και να ξέρεις η αδερφή μου χορεύει
πιο καλά απ' όλους, ζωντανούς και πεθαμένους».

«Να προσέχεις τα λόγια σου, σε παρακαλώ».

Τι κυρία, μάγκα μου. Θεούλη μου, σωστή βασίλισσα.

«Από που είσαστε, κορίτσια;» της λέω.

Δε μου απάντησε όμως. Ήτανε πολύ απασχολημένη. Κοίταγε συνέχεια γύρω γύρω, και φαντάζομαι
πως περίμενε να σκάσει μύτη από κάπου ο Κωλοπήτερ Λόρε της.

«Από που είσαστε;» της ξαναλέω.

«Τι;» μου λέει.

«Από που είσαστε; Μη μου απαντάς άμα δεν κάνεις κέφι. Δε θέλω να ζορίζεσαι».

«Σητλ, Ουάσιγκτον», μου λέει. Μου 'κανε μεγάλη χάρη που μου το 'λεγε.

«Είσαι καταπληκτική συζητήτρια», της λέω. «Το ξέρεις;»

«Τι;»

Έκοψα την κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς δεν το 'χε πιάσει.

«Κάνεις κέφι να χορέψουμε λιγάκι τζίτερμπαγκ, άμα παίξει κανένα γρήγορο; Όχι σάχλες και
χοροπηδήματα και τέτοια — έτσι ήσυχα κι ωραία. Άμα παίξουνε κανένα γρήγορο, όλοι θα κάτσουνε
κάτω, εκτός απ' τους γέρους και τους χοντρούς, και θα 'χουμε μπόλικο χώρο. Εντάξει;»

«Το ίδιο μου κάνει», μου λέει. «Και δε μου λες, πρώτο και κύριο, πόσω χρονώ είσαι;»

Αυτό με πείραξε λιγάκι. «Χριστούλη μου! Μη μου τη σπας», της λέω. «Είμαι δώδεκα, διάολε, αλλά
μεγαλοδείχνω».

«Για κοίτα δω. Σου το 'πα. Εμένα δε μ' αρέσει αυτή η γλώσσα», μου λέει. «Αν είναι να χρησιμοποιείς
τέτοια γλώσσα, τότε κι εγώ ξέρεις μπορώ να πάω να κάτσω με τις φιληνάδες μου».

Άρχισα να της ζητάω συγνώμη σαν τρελός, γιατί η ορχήστρα είχε πιάσει ένα γρήγορο. Αρχίσαμε να
χορεύουμε τζίτερμπαγκ — αλλά πολύ όμορφα κι ήσυχα, όχι σάχλες. Ήτανε στ' αλήθεια καταπληκτική.
Το μόνο που έπρεπε να κάνεις, ήτανε να την αγγίξεις ετσιδά. Κι άμα γύριζε γύρω γύρω, ο πισινούλης
της τιναζότανε πολύ όμορφα και τα ρέστα. Μ' έκανε λιώμα. Αλήθεια. Σχεδόν την είχα μισοερωτευτεί
μέχρι που κάτσαμε. Έτσι γίνεται με τα κορίτσια. Κάθε που κάνουνε κάτι όμορφο, ακόμα κι αν δε λένε
πολλά πράματα φατσικά, ή κι αν ακόμα είναι χαζούτσικες, τις μισοερωτεύεσαι κι έπειτα δεν ξέρεις
πού διάολο έχεις το κεφάλι σου. Α, τα κορίτσια! Χριστούλη μου. Καμιά φορά μπορούνε να σε

Digitized by 10uk1s, July 2010


τρελάνουνε. Στ' αλήθεια το μπορούνε.

Δε με καλέσανε να κάτσω στο τραπέζι τους —κυρίως επειδή ήτανε πολύ άξεστες— αλλά πάντως εγώ
πήγα κι έκατσα. Την ξανθιά που χόρευα τη λέγανε Βερονίκη κάτι — Κρεμπς ή Κραμπς. Τις δυο
άσκημες τις λέγανε Μάρτυ και Λαβέρν. Τους είπα πως εμένα με λέγανε Τζιμ Στηλ, έτσι για την πλάκα
μου. Μετά προσπάθησα να τους πιάσω λίγη έξυπνη κουβέντα, αλλά ήτανε κυριολεκτικά αδύνατο. Με
το τσιγκέλι τους τα 'βγαζες. Ούτε που γινότανε να πεις ποια ήτανε η πιο χαζή απ' τις τρεις τους. Κι
όλες τους κοιτάζανε όλη την ώρα γύρω γύρω την κωλοαίθουσα, λες και περιμένανε από στιγμή σε
στιγμή να μπουκάρει κανά μπουλούκι κωλοαστέρες του σινεμά. Μάλλον θα νομίζανε πως οι αστέρες
του σινεμά συχνάζανε στο Lavender Room όταν ερχόντουσαν στη Νέα Υόρκη, αντίς για το Στορκ
Κλαμπ ή το Ελ Μορόκο και τα ρέστα. Τέλος πάντων, έφαγα κάπου ένα μισάωρο για να μάθω πως
δουλεύανε στο Σητλ και τα ρέστα. Δουλεύανε κι οι τρεις τους στο ίδιο ασφαλιστικό γραφείο. Τις
ρώτησα αν τους άρεσε η δουλειά τους, αλλά μην περιμένεις έξυπνη απάντηση από τέτοια βλήτα.
Νόμιζα πως οι δυο άσκημες, η Μάρτυ και η Λαβέρν, ήτανε αδερφές, αλλά άμα τις ρώτησα
προσβληθήκανε πολύ. Το καταλάβαινες πως καμιά τους δεν ήθελε να μοιάζει με την άλλη, και δεν
είχανε κι άδικο. Πάντως είχε μεγάλη πλάκα.

Χόρεψα μ' όλες —και με τις τρεις τους— μία κάθε φορά. Η μία άσκημη, η Λαβέρν, δεν ήτανε και πολύ
κακή χορεύτρια, αλλά η άλλη, η παλιοΜάρτυ, ήτανε σκέτη συμφορά. Η παλιοΜάρτυ ήτανε σα να
'σερνες το Άγαλμα της Ελευθερίας γύρω γύρω στην πίστα. Ο μόνος τρόπος για να το γλεντήσω λιγάκι,
έτσι που την έσερνα δεξιά κι αριστερά, ήτανε να κάνω λίγη πλάκα. Της είπα λοιπόν ότι πήρε το μάτι
μου το Γκάρυ Κούπερ, τον αστέρα του σινεμά, στην άλλη άκρη της πίστας.

«Πού;» μου κάνει αμέσως — και φούντωσε σα διάολος. «Πού;»

«Αχ, δεν τον πρόλαβες. Παρά τρίχα. Τώρα δα βγήκε έξω. Έπρεπε να κοιτάξεις αμέσως, όταν στο είπα».

Σταμάτησε τότε το χορό κι άρχισε να κοιτάζει πάνω απ' τα κεφάλια των αλλονών, μη και τον πάρει το
μάτι της πουθενά. «Άει στον κόρακα», μου κάνει. Κόντεψα να της ραγίσω την καρδιά — στ' αλήθεια.
Το μετάνιωσα φριχτά που την είχα δουλέψει. Είναι μερικοί που δεν πρέπει να τους κάνεις πλάκα,
ακόμα κι όταν τους αξίζει.

Το γλέντι ήτανε όμως, που μόλις γυρίσαμε στο τραπέζι, η παλιοΜάρτυ είπε στις άλλες δυο πως ό,τι
είχε βγει απέξω ο Γκάρυ Κούπερ. Μάγκα μου, η παλιοΛαβέρν κι η Βερονίκη κόντεψαν ν'
αυτοκτονήσουνε μόλις τ' ακούσανε. Ξεσηκωθήκανε, κι όλο ρωτάγανε τη Μάρτυ αν τον είχε δει και τα
ρέστα. Η παλιοΜάρτυ τους είπε ότι ίσα ίσα που πρόλαβε και τον είδε. Αυτό με πέθανε.

Το μπαρ ετοιμαζότανε να κλείσει, κι έτσι τους παράγγειλα από δυο ποτά της καθεμιανής στα
γρήγορα, προτού να κλείσει, και γω πήρα για μένανε άλλες δυο κοκακόλες. Το κωλοτράπεζο ήτανε
φίσκα στο ποτηρικό. Η μια άσκημη, η Λαβέρν, μου κόλλαγε όλη την ώρα επειδή έπινα σκέτη
κοκακόλα. Είχε ένα χιούμορ εγγλέζικο, πρώτης γραμμής. Κι αυτή κι η παλιοΜάρτυ πίνανε Τομ Κόλινς
— στα μέσα του Δεκέμβρη, αν υπάρχει Θεός. Τόσο τους έκοβε. Η ξανθιά, η παλιοΒερονίκη, έπινε
ουίσκι με νερό. Ήτανε γερό ποτήρι. Κι οι τρεις τους ψάχνανε όλη την ώρα για αστέρες του σινεμά.
Ούτε που ανοίξανε το στόμα τους — έστω και μεταξύ τους να μιλήσουνε. Η παλιοΜάρτυ μίλαγε πιο
πολύ απ' τις άλλες δυο. Ξεφούρνιζε όλη την ώρα κάτι σάχλες να σε πιάνει βαρεμάρα, όπως που έλεγε
τους καμπινέδες «δωμάτιο για κοριτσάκια», κι ανακάλυψε πως ο φουκαράς ο κλαρινετίστας του
Μπάντυ Σίνγκερ, που δεν τρωγότανε με τίποτα, ήτανε τρομαχτικά απίθανος, άμα σηκώθηκε όρθιος
και τράβηξε κάτι χοταρίσματα, κρύα κρύα, μπούζι. Έλεγε το κλαρινέτο του «γλυκόριζα». Αναγούλα
μου 'ρχότανε. Η άλλη άσκημη, η Λαβέρν, περνιότανε για πολύ ξύπνια. Όλη την ώρα μου 'λεγε να
τηλεφωνήσω του πατέρα μου και να τον ρωτήσω τι είχε να κάνει απόψε. Με ρώταγε όλη την ώρα αν
είχε φιλενάδα ο πατέρας μου. Τέσσερις φορές μου το ρώτησε αυτό — το δίχως άλλο ήτανε πολύ

Digitized by 10uk1s, July 2010


έξυπνη. Η παλιοΒερονίκη, η ξανθιά, δεν έλεγε σχεδόν τίποτα. Κάθε που τη ρώταγα κάτι, έκανε «Τι;» Κι
αυτό έπειτα από λίγο αρχίζει και σου δίνει στα νεύρα.

Μετά, έτσι ξαφνικά, μόλις τελειώσανε τα ποτά τους, σηκωθήκανε κι οι τρεις τους από πάνω μου και
μου είπανε πως έπρεπε να πάνε για ύπνο. Είπανε πως έπρεπε να σηκωθούνε πρωί, για να
προλάβουνε την πρώτη παράσταση στο Ράδιο Σίτι. Προσπάθησα να τις χασομερήσω λιγάκι, αλλά δεν
καθόντουσαν. Έτσι είπαμε γεια και τα ρέστα. Τους είπα πως θα πάω να τις βρω καμιά φορά στο Σητλ,
αν περάσω από κει, αλλά πολύ αμφιβάλλω. Πώς θα πάω να τις βρω, θέλω να πω.

Μαζί με τα τσιγάρα και τα ρέστα ο λογαριασμός έφτασε κοντά δεκατρία δολάρια. Νομίζω πως
τουλάχιστον έπρεπε να φιλοτιμηθούνε, να πληρώσουνε εκείνα που είχανε πιει προτού καθήσουμε
μαζί — φυσικά δε θα τις άφηνα, αλλά πάντως εκείνες έπρεπε να κάνουνε τη χειρονομία. Δε μ' ένοιαζε
και πολύ όμως. Ήτανε τόσο άξεστες, και φοράγανε και κάτι φανταχτερά καπέλα και τα ρέστα, για
κλάματα. Και κείνη η ιστορία, που έπρεπε να σηκωθούνε νωρίς για να προλάβουνε την πρώτη
παράσταση στο Ράδιο Σίτι, μου μαύρισε την ψυχή. Στ' αλήθεια. Άμα κάποιος, για παράδειγμα ένα
κορίτσι μ' ένα απαίσιο καπέλο, έρχεται στη Νέα Υόρκη απ' του διαόλου τη μάνα — από το Σητλ της
Ουάσιγκτον, αν υπάρχει Θεός — και φτάνει να σηκωθεί πρωί πρωί για να προλάβει την πρώτη
κωλοπαράσταση στο Ράδιο Σίτι, αυτό είναι τόσο θλιβερό που δεν τ' αντέχω. Θα τις κέρναγα κι εκατό
ποτά και τις τρεις τους, αρκεί να μη μου το λέγανε.

Λίγο μετά που φύγανε οι άλλες, έφυγα κι εγώ απ' το Lavender Room. Έτσι κι αλλιώς κλείνανε, κι η
ορχήστρα είχε σταματήσει εδώ και πολλή ώρα. Κι έπειτα ήτανε από κείνα τα μέρη που είναι πολύ
φρίκη να κάθεσαι, εκτός κι αν έχεις καμιά καλή για να χορεύεις, ή εκτός κι αν το γκαρσόνι σ' αφήνει
να παραγγείλεις αληθινά ποτά κι όχι κοκακόλες. Δεν υπάρχει ούτε ένα κλαμπ σ' ολόκληρο τον κόσμο
που να μπορείς να κάτσεις πολλή ώρα, εκτός κι αν επιτρέπεται τουλάχιστο να παραγγείλεις ποτά και
να μεθύσεις. Ή εκτός κι αν είσαι με κανένα κορίτσι που σου τη δίνει στ' αλήθεια.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 11

ΑΞΑΦΝΑ τότε, καθώς έβγαινα στο σαλόνι, μου ξανάρθε στο νου η παλιόφιλη η Τζαίην Γκάλαγκερ.
Μου ξανάρθε, και δε μπορούσα να τη βγάλω. Έκατσα σε μια πολυθρόνα ξερατιά, εκεί μέσα στο
σαλόνι και τη σκεφτόμουνα μέσα στο κωλάμαξο του Εντ Μπάνκυ με το Στράντλεητερ, και μόλο που
ήμουνα σίγουρος του κερατά, πως ο γέρο Στράντλεητερ δεν της είχε κάνει τη δουλειά — την
παλιόφιλη τη Τζαίην την ήξερα σαν ανοιχτό βιβλίο — πάλι δε μπορούσα να την ξεκολλήσω από το νου
μου. Την ήξερα σαν ανοιχτό βιβλίο. Αλήθεια. Θέλω να πω, εξόν από τη ντάμα της αρέσανε και τα
σπορ, και μετά που γνωριστήκαμε καλά παίζαμε όλο το καλοκαίρι τένις, σχεδόν κάθε πρωί, και γκολφ
σχεδόν κάθε απόγεμα. Φτάσαμε στ' αλήθεια να γίνουμε πολύ κολλητοί. Δεν εννοώ σωματικά να
πούμε ή κάτι τέτοιο —γιατί δεν έτρεχε τίποτα— αλλά βλεπόμασταν όλη την ώρα. Καμιά φορά δεν
είναι ανάγκη να κάνεις διάφορα σεξουαλικά, για να λες πως είσαι κολλητός μ' ένα κορίτσι.

Τήνε γνώρισα από κείνο το ντόμπερμαν πίνσερ που είχε, κι ερχότανε όλη την ώρα και ξαλάφρωνε
στον κήπο μας κι η μάνα μου γινότανε θηρίο. Πήρε λοιπόν στο τηλέφωνο τη μάνα της Τζαίην και της
έκανε μεγάλη φασαρία. Η μάνα μου μπορεί να κάνει μεγάλες φασαρίες για το τίποτα. Τότε αυτό που
έγινε, ήτανε που έπειτα από κανά δυο μέρες είδα τη Τζαίην στη λέσχη, ξαπλωμένη μπρούμυτα δίπλα
στην πισίνα, και της είπα γεια. Ήξερα πως έμενε στο διπλανό μας σπίτι, αλλά ούτε είχαμε ξαναμιλήσει
ούτε τίποτα. Μου φέρθηκε όμως πολύ ψυχρά, άμα της είπα γεια εκείνη τη μέρα. Τράβηξα το διάολό
μου να την πείσω, πως εμένα δε μου καιγότανε καρφί πού ξαλάφρωνε το κωλόσκυλό της. Και στο
σαλόνι μας να 'ρχότανε, το ίδιο μου 'κανε. Τέλος πάντων, μετά απ' αυτό πιάσαμε φιλίες με τη Τζαίην
και τα ρέστα. Παίξαμε και γκολφ το ίδιο απόγεμα. Έχασε οχτώ μπάλες, θυμάμαι. Οχτώ, παρακαλώ.
Μου βγήκε η πίστη όσο που να την καταφέρω να 'χει τουλάχιστο τα μάτια της ανοιχτά, άμα χτύπαγε
τη μπάλα. Πάντως της καλυτέρεψα αφάνταστα το παίξιμό της. Είμαι πολύ καλός στο γκολφ εγώ. Άμα
σας πω μάλιστα πού κόντεψα να βρεθώ, δε θα με πιστέψετε. Ε λοιπόν, μια φορά λίγο έλειψε να με
δείξουνε σε μια ταινία, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσα. Σκέφτηκα πως, όποιος σιχαίνεται το
σινεμά σαν και μένα, θα 'μουνα κάλπης άμα τους άφηνα να με βάλουνε σε ταινία.

Πάντως ήτανε πολύ παράξενο κορίτσι, η παλιόφιλη η Τζαίην. Δε θα μπορούσα να τήνε πω όμορφη, με
την αυστηρή σημασία. Πάντως μου την έδινε. Είχε κάπως μεγάλο στόμα. Θέλω να πω, άμα μίλαγε και
ήτανε πολύ ξαναμμένη με κάτι, το στόμα της σάλευε σε κάπου πενήντα κατευθύνσεις, τα χείλια της
και τα ρέστα. Κι αυτό με πέθαινε. Και ποτέ δεν το 'κλεινε πραγματικά ολόκληρο, το στόμα της. Πάντα
τ' άφηνε λιγουλάκι ανοιχτό, ιδίως άμα έπαιρνε θέση στο γκολφ για να χτυπήσει το μπαλάκι ή άμα
διάβαζε κανένα βιβλίο. Διάβαζε όλη την ώρα, και διάβαζε πολύ καλά βιβλία. Διάβαζε ένα σωρό
ποίηση και τα ρέστα. Ήτανε η μόνη, έξω από την οικογένειά μου, που της είχα δείξει μια φορά το
γάντι του Άλι, μ' όλα τα ποιήματα που ήτανε γραμμένα πάνω. Τον Άλι δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ να
πούμε, γιατί ήτανε το πρώτο της καλοκαίρι στο Μέην —πιο πριν πήγαινε στο Κέηπ Κοντ— αλλά της
είχα πει ένα σωρό πράματα γι' αυτόν. Κάτι τέτοια την ενδιαφέρανε.

Η μάνα μου δεν την πολυχώνευε. Θέλω να πω, η μάνα μου νόμιζε πως η Τζαίην κι η μάνα της τη
σνομπάρανε κάπως να πούμε ή κάτι τέτοιο, άμα δεν τη χαιρετάγανε. Η μάνα μου τις έβλεπε κάθε λίγο
στο χωριό, γιατί η Τζαίην κι η μάνα της κατεβαίνανε για ψώνια με μια ξεσκέπαστη λασάλ που είχανε.
Η μάνα μου ούτε που την έβρισκε νόστιμη τη Τζαίην. Όμως εγώ την έβρισκα. Απλά και μόνο μ' άρεσε
όπως ήτανε, αυτό είν' όλο.

Θυμάμαι ένα απόγεμα. Ήτανε η μόνη φορά που η παλιόφιλη η Τζαίην και γω φτάσαμε πολύ κοντά να
χαϊδολογηθούμε. Μάλιστα. Ήτανε Σάββατο, κι έξω έβρεχε της τρελής, κι εγώ είχα πάει σπίτι της, στη
βεράντα — είχανε μια μεγάλη βεράντα όλη ντυμένη τζαμαρία. Παίζαμε ντάμα. Την πείραζα καμιά
φορά γιατί δεν έβγαζε τις ντάμες της από την πισινή σειρά. Δεν την πείραζα και πολύ όμως. Ποτέ δε
σου πήγαινε να την πειράξεις πολύ τη Τζαίην. Νομίζω πως το καλύτερο είναι άμα μπορείς να
κοροϊδεύεις ένα κορίτσι, μέχρι ξεβράκωμα που λένε, όταν σου δίνεται η ευκαιρία, αλλά το περίεργο

Digitized by 10uk1s, July 2010


είναι πως τα κορίτσια που μ' αρέσουνε πολύ, δεν έχω ποτέ μεγάλη όρεξη να τα πειράζω. Καμιά φορά
νομίζω πως θα τους άρεσε να τις πειράξεις —στην πραγματικότητα το ξέρω πως θα τους άρεσε—
αλλά είναι δύσκολο ν' αρχινίσεις, άμα τις ξέρεις πάρα πολύ καιρό και δεν τις έχεις πειράξει ποτέ.
Τέλος πάντων, σας έλεγα για κείνο το απόγεμα που φτάσαμε πολύ κοντά να χαϊδολογηθούμε με τη
Τζαίην. Έξω έβρεχε με το τουλούμι, και μεις ήμαστε στη βεράντα της, και τότε ξαφνικά εκείνο το
μπεκρόσκυλο που είχε παντρευτεί η μάνα της βγήκε στη βεράντα, και ρώτησε τη Τζαίην αν είχε
καθόλου τσιγάρα στο σπίτι. Δεν τον ήξερα να πούμε και πολύ καλά, ούτε τίποτα, αλλά φαινότανε απ'
τους τύπους που δε σου δίνουνε μεγάλη σημασία, εξόν κι αν θέλουνε να σου γυρέψουνε τίποτα.
Ήτανε κωλοχαρακτήρας. Τέλος πάντων, η παλιόφιλη η Τζαίην δεν του απάντησε τίποτα, άμα τη
ρώτησε για τα τσιγάρα. Έτσι ο τύπος την ξαναρώτησε, αλλά πάλι εκείνη δεν του απάνταγε. Ούτε που
σήκωσε τα μάτια της απ' το παιχνίδι. Στο τέλος ο τύπος ξαναμπήκε στο σπίτι. Όταν έφυγε, ρώτησα τη
Τζαίην τι διάολο έτρεχε. Ούτε σε μένα δεν απάντησε όμως. Έκανε πως σκεφτότανε την επόμενη
κίνηση στο παιχνίδι και τα ρέστα. Και τότε, έτσι άξαφνα, εκείνο το δάκρι έσκασε πλαφ, πάνω στη
νταμιέρα. Σ' ένα απ' τα κόκκινα τετράγωνα — μάγκα μου, θαρρώ πως ακόμα το βλέπω. Εκείνη μόνο
που το 'τριψε στη νταμιέρα με το δάχτυλό της. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου τη βάρεσε άγρια. Έτσι αυτό
που έκανα, ήτανε που σηκώθηκα και την έβαλα να πάει λίγο πιο κει, για να μου κάνει χώρο να
καθήσω δίπλα της — για να λέμε την αλήθεια έκατσα κυριολεκτικά στα γόνατά της. Έπειτα εκείνη
άρχισε να κλαίει στ' αλήθεια, και την άλλη στιγμή κατάλαβα πως τη φίλαγα παντού — παντού — στα
μάτια, στη μύτη, στο κούτελο, στα φρύδια, παντού, στ' αφτιά — σ' όλο της το πρόσωπο, εξόν το στόμα
της να πούμε. Αυτή δε μ' άφηνε, κάπως, να φτάσω στο στόμα της. Τέλος πάντων, αυτό είναι το πιο
κοντά που φτάσαμε να χαϊδολογηθούμε. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε και μπήκε μέσα, κι έβαλε εκείνο
το κόκκινο-άσπρο πουλόβερ που είχε και που μου την έδινε, και πήγαμε σ' ένα κωλοσινεμά. Στο
δρόμο τήνε ρώτησα μήπως ο κύριος Κουντάχυ — έτσι λέγανε το μπεκρόσκυλο — είχε δοκιμάσει ποτέ
να της κάνει καμιά εξυπνάδα. Ήτανε πολύ μικρή, αλλά είχε απίθανο σώμα, κι όλα έπρεπε να τα
περιμένεις από ένα παλιάνθρωπο σαν τον Κουντάχυ. Όμως είπε όχι. Ποτέ δεν έμαθα τι διάολο έτρεχε.
Είναι κάτι κορίτσια, που ποτέ σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τι τρέχει.

Δε θέλω να πιστέψετε πως ήτανε κανένα παγόβουνο, διάολε, ή ξέρω γω τι, μόνο και μόνο επειδή δε
χαϊδολογιόμαστε ούτε κάναμε πλάκες. Δεν ήτανε. Για παράδειγμα, όλη την ώρα κρατιόμαστε απ' το
χέρι. Καταλαβαίνω πως αυτό δε φαίνεται και τίποτα σπουδαίο, αλλά ήτανε απίθανο να της κρατάς το
χέρι. Τα περισσότερα κορίτσια, άμα κρατιόσαστε χέρι χέρι, το κωλόχερό τους είναι σαν ψόφιο, ή πάλι
νομίζουνε πως πρέπει όλη την ώρα να το κουνάνε, σα να φοβούνται μήπως βαρεθείς ή κάτι τέτοιο. Η
Τζαίην ήτανε άλλο πράμα. Πηγαίναμε να πούμε σ' ένα κωλοσινεμά ή δεν ξέρω τι, κι αμέσως
πιανόμαστε απ' το χέρι και δεν τ' αφήναμε όσο που να τελειώσει το έργο. Κι ούτε αλλάζαμε θέση,
ούτε το κάναμε ζήτημα. Με τη Τζαίην δε στεναχωριόσουνα ποτέ άμα ίδρωνε το χέρι σου ή δεν
ίδρωνε. Το μόνο που ήξερες, ήτανε πως ήσουνα ευτυχισμένος. Μα το Θεό ήσουνα.

Ένα άλλο που μου 'ρθε τώρα δα. Μια φορά σε κείνη την ταινία, η Τζαίην έκανε κάτι που με ψόφησε.
Έδειχνε επίκαιρα ή κάτι τέτοιο, κι άξαφνα ένιωσα ένα χέρι πίσω απ' το σβέρκο μου, κι ήτανε της
Τζαίην. Ήτανε πολύ περίεργο πράμα που το έκανε. Θέλω να πω, ήτανε πολύ μικρή να πούμε, και τα
περισσότερα κορίτσια, άμα τα δεις να βάζουνε το χέρι τους στο σβέρκο καποιανού, είναι γύρω στα
εικοσπέντε ή τα τριάντα, και το κάνουνε συνήθως στον άντρα τους ή στο παιδάκι τους — για
παράδειγμα, εγώ το κάνω καμιά φορά στο αδερφάκι μου τη Φοίβη. Άμα όμως κανένα κορίτσι είναι να
πούμε πολύ μικρό και τα ρέστα, κι όμως το κάνει, είναι τόσο όμορφο, που σχεδόν σε πεθαίνει.

Τέλος πάντων, αυτά σκεφτόμουνα εκεί που είχα κάτσει στο σαλόνι, σε κείνη την ξερατιά πολυθρόνα.
Την παλιόφιλη τη Τζαίην. Κάθε που έφτανα όμως εκεί που ήτανε με το Στράντλεητερ μέσα στο
κωλάμαξο του Εντ Μπάνκυ, μου 'ρχότανε τρέλα. Ξέρω πως δε θα τον άφηνε να της το κάνει, αλλά
πάντως μου 'ρχότανε τρέλα. Ούτε που μ' αρέσει να μιλάω γι' αυτό, άμα θέλετε να ξέρετε την αλήθεια.

Μέσα στο σαλόνι δεν ήτανε πια σχεδόν κανένας. Ακόμα και κείνες οι ξανθιές που πουτανοφέρνανε δε

Digitized by 10uk1s, July 2010


φαινόντουσαν πουθενά, και ξαφνικά με πιάσανε κάτι διαόλια, να φύγω από κει μέσα. Όλα ήτανε
θλιβερά. Και δεν ήμουνα ούτε κουρασμένος ούτε τίποτα. Έτσι ανέβηκα στο δωμάτιό μου και φόρεσα
το πανωφόρι μου. Έριξα και μια ματιά απ' το παράθυρο, να δω τι κάνανε οι ανώμαλοι, αλλά είχανε
σβήσει όλα τα φώτα και τα ρέστα. Ξανακατέβηκα με το ασανσέρ και πήρα ένα ταξί, κι είπα στον
οδηγό να με πάει στου Έρνι. Του Έρνι είναι κείνο το κλαμπ στο Γκρήνουιτς Βίλατζ, που πήγαινε πολύ
συχνά ο αδερφός μου ο D.B. προτού φύγει για το Χόλυγουντ και γίνει πουτάνα. Καμιά φορά μ'
έπαιρνε μαζί του. Ο Έρνι είναι ένας τύπος χοντρός και μαύρος, και παίζει πιάνο. Είναι τρομαχτικά
σνομπ και δε σου δίνει σημασία, εξόν κι αν είσαι σπουδαίο πρόσωπο ή διασημότητα ή ξέρω γω τι,
αλλά πάντως ξέρει να παίζει πιάνο. Εδώ που τα λέμε, είναι τόσο καλός που καταντάει σαχλός. Δεν
ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω μ' αυτό, αλλά το πιστεύω. Μ' αρέσει βέβαια να τον ακούω, αλλά καμιά
φορά σου 'ρχεται να του φέρεις το κωλοπιάνο του καπάκι. Νομίζω πως φταίει που μερικές φορές,
εκεί που παίζει, τον ακούς και λες πως είναι από κείνους που δε σου δίνουνε σημασία, εξόν κι αν
είσαι σπουδαίο πρόσωπο.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 12

Το ταξί που είχα πάρει ήτανε από κείνα τα πολύ παλιά, και μύριζε σα να 'χε ξεράσει κάποιος εκεί
μέσα τώρα δα. Άμα πηγαίνω πουθενά αργά τη νύχτα, όλο κάτι τέτοια ξερασμένα ταξιά πετυχαίνω, να
σου γυρνάει τ' άντερο. Αυτό που το 'κανε ακόμα χειρότερο, ήτανε που έξω είχε τέτοια ησυχία κι
ερημιά, κι ας ήτανε σαββατόβραδο. Στο δρόμο δεν έβλεπες σχεδόν ψυχή. Καμιά φορά μόνο έβλεπες
κανέναν άντρα με μια κοπέλα, που περνάγανε απέναντι αγκαλιασμένοι απ' τη μέση, ή καμιά
αλητοπαρέα με τα κορίτσια τους, που γελάγανε σαν ύαινες χωρίς να υπάρχει τίποτα αστείο —
στοίχημα πήγαινες. Η Νέα Υόρκη είναι σκέτη φρίκη άμα χαχανίζει κανείς στο δρόμο πολύ αργά τη
νύχτα. Τον ακούς μίλια μακριά. Κι αυτό σε κάνει να νιώθεις πολύ μονάχος και λυπημένος. Έλεγα μέσα
μου, μακάρι να γινότανε να πάω σπίτι και να σαχλαμαρίσω λίγο με το Φοιβάκι. Στο τέλος όμως, όταν
κάναμε πια κάμποσο δρόμο, ο οδηγός και γω πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Τον λέγανε Χόρβιτς.
Ήτανε πολύ πιο εντάξει από τον οδηγό που είχα πριν. Τέλος πάντων, σκέφτηκα μήπως ήξερε τίποτα
για τις πάπιες.

«Ρε Χόρβιτς», του λέω, «έχεις περάσει ποτέ από τη λιμνούλα του Σέντραλ Παρκ; Εκεί στη νότια μεριά
του Σέντραλ Παρκ;»

«Από την ποια;»

«Απ' τη λιμνούλα. Εκείνη τη μικρή λιμνούλα εκεί πέρα. Με τις πάπιες. Ξέρεις».

«Ναι, τι έγινε με τη λιμνούλα;»

«Να, ξέρεις εκείνες τις πάπιες που κολυμπάνε εκεί πέρα; Την άνοιξη να πούμε; Μήπως τυχαίνει να
ξέρεις πού πάνε το χειμώνα;»

«Πού πάνε ποιοι;»

«Οι πάπιες. Λέω, μήπως τυχαίνει να ξέρεις; Θέλω να πω, μήπως έρχεται κανένας με φορτηγό ή κάτι
τέτοιο και τις παίρνει, ή μήπως πετάνε μόνες τους — μήπως πάνε στα νότια ή κάτι τέτοιο;»

Ο γέρο Χόρβιτς γύρισε όλος πίσω και με κοίταξε. Ήτανε πολύ νευρικός τύπος. Πάντως δεν ήτανε
κακός. «Και πού διάολο θες να ξέρω;» μου λέει. «Πού διάολο θες να ξέρω τέτοιες κουταμάρες;»

«Καλά, μη τσαντίζεσαι» του λέω. Είχε τσαντιστεί μ' αυτό που του 'πα, ή με κάτι.

«Ποιος τσαντίζεται; Δεν τσαντίζεται κανένας».

Έκοψα την κουβέντα, αφού ήτανε τόσο μυγιάγγιχτος κι αρπαζότανε με το παραμικρό. Όμως την
ξανάρχισε εκείνος από μόνος του. Έστριψε πάλι ολόκληρος πίσω και μου λέει, «Τα ψάρια δεν πάνε
πουθενά πάντως. Μένουνε εκεί που βρίσκονται, τα ψάρια. Στην κωλολίμνη».

«Με τα ψάρια αλλάζει. Τα ψάρια — είναι άλλο πράμα τα ψάρια. Εγώ έλεγα για τις πάπιες», του λέω.

«Τι αλλάζει με τα ψάρια; Τίποτα δεν αλλάζει», μου λέει ο Χόρβιτς. Ό,τι κι αν έλεγε φαινότανε
τσαντισμένος με κάτι. «Μα την Παναγία, τα ψάρια την έχουνε πιο δύσκολα το χειμώνα, παρά οι
πάπιες να πούμε. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, αδερφούλη μου».

Για μια στιγμή δεν είπα τίποτα. Μετά του λέω, «Καλά. Και τότε τι γίνονται, τα ψάρια και τα ρέστα,
όταν όλη η λιμνούλα πήζει και γίνεται πάγος, και κάνουνε πατινάζ από πάνω;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ο γέρο Χόρβιτς ξανάστριψε ολόκληρος πίσω. «Τι διάολο θα πει, τι γίνονται;» μου πατάει μια
αγριοφωνάρα. «Μένουνε εκεί που βρίσκονται, βρε αδερφέ».

«Μα δε γίνεται να κάνουνε πως δε βλέπουνε τον πάγο. Δε μπορούνε να τον αγνοήσουνε, να πούμε».

«Ποιος τον αγνόησε; Κανένας δεν τον αγνόησε!» μου λέει ο Χόρβιτς. Διάολε, είχε πάρει φωτιά και τα
ρέστα, κι έλεγα πως ώρα την ώρα θα 'ριχνε το ταξί σε καμιά κολόνα ή κάτι τέτοιο. «Ζούνε μέσα στον
κωλοπάγο. Έτσι είναι το φυσικό τους, για το Θεό. Παγώνουνε σε μια θέση και περνάνε όλο το
χειμώνα».

«Ναι; Και τι τρώνε; Θέλω να πω, άμα παγώνουνε και πήζουνε, δε μπορούνε να κολυμπήσουνε και να
ψάξουνε για φαΐ και τα ρέστα».

«Απ' το κορμί τους, ρε Θε μου — σε καλό σου. Απ' το κορμί τους παίρνουνε τροφή και τα ρέστα,
απευθείας απ' τα κωλοφύκια και τα σκατά που είναι μέσα στον πάγο. Έχουνε τους πόρους τους
ανοιχτούς όλη την ώρα. Έτσι είναι το φυσικό τους, Χριστούλη μου. Κατάλαβες τι εννοώ;» Έκανε πάλι
ολόκληρη στροφή πίσω, ο διάολος, για να με κοιτάξει.

«Α», του κάνω. Είπα, ας μένει καλύτερα. Φοβόμουνα μήπως τσακιστούμε με το κωλοταξί πουθενά. Κι
έπειτα, αρπαζότανε συνέχεια, και δεν είχε γούστο να κουβεντιάζεις τίποτα μαζί του. «Κάνεις κέφι να
σταματήσουμε πουθενά να πιούμε κάτι;» του λέω.

Δε μ' απάντησε όμως. Πάω στοίχημα πως ακόμα σκεφτότανε. Εγώ πάντως τον ξαναρώτησα. Ήτανε
καλό παιδί. Είχε την πλάκα του να πούμε.

«Δεν έχω καιρό για ποτό, φιλαράκο», μου λέει. «Και εμπάση περιπτώσει, πόσω χρονώ είσαι, διάολε;
Έπρεπε να 'σαι σπιτάκι σου και να κοιμάσαι».

«Δεν είμαι κουρασμένος».

Όταν με κατέβασε έξω απ' του Έρνι και τον πλήρωσα, ο γέρο Χόρβιτς θυμήθηκε πάλι τα ψάρια.
Πρέπει να τα 'χε στο νου του όλη την ώρα. «Για κοίτα δω», μου λέει. «Άμα ήσουνα ψάρι να πούμε, η
Μητέρα Φύση θα σε φρόντιζε και σένα, δε θα σε φρόντιζε; Σωστά; Δε φαντάζομαι να πιστεύεις πως
τα ψάρια πεθαίνουνε άμα έρχεται χειμώνας, έτσι;»

«Όχι, μα —»

«Πολύ σωστά διάολε, δεν πεθαίνουνε», κάνει ο Χόρβιτς και ξεκινάει φουλαριστός σα σίφουνας.
Τέτοιο μυγιάγγιχτο τύπο δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου. Ό,τι κι αν έλεγες τσαντιζότανε.

Το στέκι του γέρο Έρνι ήτανε φίσκα, κι ας ήτανε αργά. Είχε κυρίως όλο βλαμμένα, απ' τα γυμνάσια και
τα πανεπιστήμια. Σχεδόν όλα τα κωλοσχολεία του κόσμου αρχίζουνε νωρίτερα τις χριστουγεννιάτικες
διακοπές τους, εξόν απ' τα σχολεία που πηγαίνω εγώ. Ίσα ίσα που χώραγε ν' αφήσεις το πανωφόρι
σου, τόσο φίσκα ήτανε. Μέσα είχε μεγάλη ησυχία, γιατί έπαιζε πιάνο ο Έρνι. Υποτίθεται πως ήτανε
ιερό πράμα, στο Θεό σου, άμα καθότανε στο πιάνο. Κανένας δεν είναι τόσο καλός. Είχε κι άλλα τρία
ζευγάρια εξόν από μένα και περιμένανε για τραπέζι, κι όλη την ώρα σπρώχνανε και σηκωνόντουσαν
στα νύχια, για να δούνε το γέρο Έρνι που έπαιζε. Είχε βάλει ένα κωλοκαθρέφτη μπροστά στο πιάνο,
και κείνο το μεγάλο προβολέα από πάνω του, έτσι που να βλέπουνε όλοι τη μούρη του άμα παίζει. Τα
δάχτυλά του δεν τα 'βλεπες που έπαιζε — μόνο την παλιομουράκλα του. Χαράς το πράμα. Δεν είμαι
και πολύ σίγουρος πως το λέγανε το τραγούδι που έπαιζε όταν έμπαινα μέσα, αλλά ό,τι και να 'τανε
του 'χε αλλάξει τα φώτα. Έκανε όλο κάτι κατσαρώματα στις ψηλές νότες, για φιγούρα, και κάτι άλλα

Digitized by 10uk1s, July 2010


κόλπα που μου στρίβουνε τ' άντερο. Θα 'πρεπε όμως ν' ακούγατε από μια μεριά το πλήθος, άμα
τέλειωσε. Σου 'ρχότανε να ξεράσεις. Σαν τρελοί κάνανε. Ήτανε ακριβώς οι ίδιοι μάπες, που γελάνε σαν
ύαινες στο σινεμά, με κάτι πράματα που δεν είναι καθόλου αστεία. Μα το Θεό, αν ήμουνα πιανίστας
ή ηθοποιός ή κάτι τέτοιο να πούμε, και με βρίσκανε απίθανο όλοι εκείνοι οι κόπανοι, θα μ' έπιανε
άλλο πράμα. Δε θα 'θελα να μου βαράνε ούτε παλαμάκια. Πάντα οι άλλοι βαράνε παλαμάκια για
λάθος πράμα. Άμα ήμουνα πιανίστας, θα 'παιζα κλεισμένος σε κανένα βρωμοντούλαπο. Τέλος
πάντων, όταν τέλειωσε κι όλοι χειροκροτάγανε να τους φύγει το κεφάλι, ο γέρο Έρνι έστριψε ετσιδά
πάνω στο σκαμνί του κι έκανε μια υπόκλιση, πολύ υποκριτική και σεμνή. Λες κι ο διάολος δεν ήτανε
μονάχα τρομερός πιανίστας, αλλά και αφάνταστα σεμνός από πάνω. Αυτό ήτανε πολύ κάλπικο —
θέλω να πω, αφού ήτανε πολύ σνομπ και τα ρέστα. Το παράξενο όμως είναι που τον λυπόμουνα
κάπως άμα τέλειωσε. Νομίζω πως δεν ξέρει τι του γίνεται, δηλαδή αν παίζει σωστά ή όχι να πούμε. Δε
φταίει όμως αυτός μονάχα. Από 'να μέρος φταίνε κι όλοι ετούτοι οι κόπανοι που βαράνε παλαμάκια
να τους φύγει το κεφάλι — μπορούν να χαλάσουν τον καθένα, φτάνει να τους δώσεις αφορμή. Τέλος
πάντων, μ' είχε πιάσει μια πλάκωση κι ήμουνα τα χάλια μου ξανά, και λίγο έλειψε ο διάολος να
ξαναπάρω το πανωφόρι μου και να γυρίσω στο ξενοδοχείο, αλλά ήτανε πολύ νωρίς και δεν είχα
διάθεση να μείνω μόνος μου.

Στο τέλος μου βρήκανε ένα κωλοτράπεζο, τέρμα Θεού σ' ένα ντουβάρι, με μια κολόνα ίσια μπροστά,
κι από κει δεν έβλεπες τίποτα. Ήτανε από κείνα τα μικρούτσικα τραπεζάκια, που άμα οι άλλοι στο
διπλανό τραπέζι δε σηκωθούνε για να περάσεις —και ποτέ δε σηκώνονται, οι κερατάδες— πρέπει
κυριολεκτικά να σκαρφαλώσεις στην καρέκλα σου. Παράγγειλα ουίσκι με σόδα που είναι το
αγαπημένο μου ποτό — εξόν απ' το παγωμένο νταϊκίρι. Κι έξι χρονώ να 'σουνα, στου Έρνι μπορούσες
να παραγγείλεις αληθινό ποτό, γιατί εκεί μέσα ήτανε θεοσκότεινα και τα ρέστα, κι έπειτα κανένας δε
νοιαζότανε πόσω χρονώ ήσουνα. Και ναρκομανής να 'σουνα, που λέει ο λόγος, καρφάκι δεν τους
καιγότανε.

Όπου και να γύριζα, όλο βλαμμένα έβλεπα. Δεν κάνω πλάκα. Σ' ένα άλλο μικρούτσικο τραπεζάκι,
ακριβώς αριστερά μου —για να λέμε την αλήθεια, κυριολεκτικά από πάνω μου— ήτανε ένα αγόρι κι
ένα κορίτσι με πολύ αστείες φάτσες. Πρέπει να 'τανε γύρω στην ηλικία μου, ή μπορεί λιγάκι
μεγαλύτερα. Είχανε μεγάλη πλάκα. Καταλάβαινες πως κοιτάζανε να μην τους τελειώσει γρήγορα το
πρώτο ποτό τους κι αναγκαστούνε να πάρουνε κι άλλο. Έστησα λιγάκι αφτί εκεί που κουβεντιάζανε,
γιατί δεν είχα να κάνω και τίποτ' άλλο. Της έλεγε για ένα ποδοσφαιρικό αγώνα που είχε δει εκείνο το
απόγεμα. Της έλεγε με το νι και με το σίγμα, μία μία τις πάσες σ' όλο το ματς, διάολε — δεν κάνω
πλάκα. Πιο βαρετό τύπο δεν είχα ακούσει ποτέ μου. Και το καταλάβαινες με την πρώτη πως και το
κορίτσι δεν είχε καμιά σκασίλα για το κωλομάτς, όμως η μούρη της ήτανε πιο αστεία από τη δικιά
του, κι έτσι φαντάζομαι πως ήτανε αναγκασμένη να τον ακούει. Τα πραγματικά άσκημα κορίτσια την
έχουνε πολύ δύσκολα. Καμιά φορά τα λυπάμαι. Κάποτε μάλιστα ούτε να τα κοιτάξω δε μπορώ, ιδίως
άμα είναι μαζί με κάποιο μάπα, που τους λέει με το νι και με το σίγμα για κανένα κωλομάτς. Στα δεξιά
μου όμως η συζήτηση ήτανε ακόμα χειρότερη. Στα δεξιά μου καθότανε ένας από κείνους τους τύπους,
που κράζουνε από μακριά πως πηγαίνουνε στο Γέηλ, με γκρι φανελένιο κουστούμι και γιλέκο με
παρδαλά τετραγωνάκια. Όλα αυτά τα κωλόπαιδα από τ' αριστοκρατικά πανεπιστήμια είναι φτυστά
συναμεταξύ τους. Ο πατέρας μου θέλει να με στείλει στο Γέηλ, ή ίσως στο Πρίνστον, αλλά σας τ'
ορκίζομαι πως δε θα πήγαινα ποτέ μου σε κανένα από κείνα τα καθωσπρεπάδικα, Θεός φυλάξει,
μακάρι να πεθάνω. Τέλος πάντων, εκείνος ο τύπος απ' το Γέηλ είχε μαζί του ένα απίθανο κορίτσι.
Μάγκα μου, κούκλα ήτανε. Θα 'πρεπε όμως ν' ακούγατε από μια μεριά τι κουβεντιάζανε. Πρώτα
πρώτα, ήτανε κι οι δυο τους λιγάκι φτιαγμένοι. Αυτό που της έκανε ο τύπος, ήτανε που την
πασπάτευε κάτω απ' το τραπέζι, και την ίδια στιγμή της έλεγε για ένα παιδί στον κοιτώνα του που είχε
φάει ολόκληρο μπουκάλι ασπιρίνες και κόντεψε ν' αυτοκτονήσει. Και το κορίτσι του έλεγε όλη την
ώρα, «Τι φρίκη... Μη, αγάπη μου. Σε παρακαλώ, μη. Όχι εδώ». Φαντάσου να πασπατεύεις κάποιανε
και την ίδια στιγμή να της λες για έναν που αυτοκτόνησε. Αυτό με πέθανε.

Το σίγουρο ήτανε πάντως πως είχα αρχίσει να νιώθω σα τη μύγα μες στο γάλα, έτσι που καθόμουνα

Digitized by 10uk1s, July 2010


μόνος μου εκεί πέρα. Δεν είχα και τίποτ' άλλο να κάνω, μόνο που κάπνιζα κι έπινα. Αυτό που έκανα
όμως, ήτανε που είπα στο γκαρσόνι να πει του γέρο Έρνι, αν έκανε κέφι να πιει κάτι μαζί μου. Του
είπα να του πει πως ήμουνα αδερφός του D.B. Μάλλον όμως δεν πρέπει να του το 'πε. Εκείνοι οι
κερατάδες ποτέ δε λένε τίποτα από μέρους σου πουθενά.

Άξαφνα τότε με πλησιάζει εκείνο το κορίτσι και μου λέει «Χόλντεν Κώλφηλντ!» Τη λέγανε Λίλιαν
Σίμονς. Ο αδερφός μου ο D.B. τραβιότανε ένα διάστημα μαζί της. Είχε και κάτι μπαλκόνια, να.

«Γεια», της λέω. Προσπάθησα φυσικά να σηκωθώ, αλλά ήτανε μεγάλος μπελάς να σηκώνεσαι σε
τέτοιο μέρος. Είχε μαζί της κι έναν αξιωματικό του ναυτικού, που έμοιαζε σα να του 'χανε βάλει
παλούκι στον κώλο.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» μου κάνει η παλιοΛίλιαν Σίμονς. Κάλπισσα του κερατά. «Και τι
γίνεται ο μεγάλος σου αδερφός;» Μόνο αυτό την έκοφτε να μάθει.

«Μια χαρά είναι. Είναι στο Χόλυγουντ».

«Στο Χόλυγουντ; Τρέλα! Και τι κάνει εκεί πέρα;»

«Δεν ξέρω. Γράφει», της λέω. Δεν είχα κανένα κέφι να το κουβεντιάσω παραπάνω. Φαινότανε με την
πρώτη πως το θεωρούσε μεγάλη δουλειά που ήτανε στο Χόλυγουντ. Σχεδόν όλοι το ίδιο πιστεύουνε.
Κυρίως όσοι δεν έχουνε διαβάσει τα διηγήματά του. Εμένα πάντως τρέλα μου 'ρχεται.

«Μα είναι θαύμα!» λέει η παλιοΛίλιαν. Μετά με σύστησε στον τύπο απ' το ναυτικό. Τον λέγανε
Αντιπλοίαρχο Μπλοπ ή κάτι τέτοιο. Ήτανε από κείνους τους τύπους που πιστεύουνε πως θα τους
περάσεις γι' αδερφή, άμα δε σου σπάσουνε καμιά σαρανταριά δάχτυλα όταν σε χαιρετάνε. Θεούλη
μου, πώς τα σιχαίνομαι κάτι τέτοια. «Είσαι μόνος σου, μωρό;» μου λέει η παλιοΛίλιαν. Είχε κόψει
ολόκληρη την κωλοκυκλοφορία στο διάδρομο. Θα 'λεγες πως το γλένταγε να κόβει έτσι όλη την
κυκλοφορία. Το γκαρσόνι περίμενε από πίσω να του αδειάσει τη γωνιά, αλλά εκείνη χαμπάρι δεν
πήρε. Είχε μεγάλη πλάκα. Καταλάβαινες πως το γκαρσόνι δεν τη γουστάριζε και πολύ. Καταλάβαινες
ακόμα πως ούτε κι ο τύπος απ' το ναυτικό τη γουστάριζε, κι ας την έβγαζε έξω. Ούτε και γω τη
γουστάριζα πολύ. Κανένας δεν τη γουστάριζε. Ήτανε λιγάκι για λύπηση, κατά κάποιο τρόπο να πούμε.
«Δεν έχεις κορίτσι, μωρό;» μου λέει. Στεκόμουνα όρθιος τώρα κι ούτε που μου είπε να κάτσω. Ήτανε
απ' τους τύπους που σε κρατάνε όρθιο με τις ώρες. «Δεν είναι κούκλος;» λέει στον τύπο απ' το
ναυτικό. «Χόλντεν χρυσό μου, κάθε λεφτό που περνάει γίνεσαι όλο και πιο κούκλος». Ο τύπος απ' το
ναυτικό της είπε, έλα τώρα. Της είπε πως είχανε κλείσει όλο το διάδρομο. «Έλα να κάτσεις μαζί μας,
Χόλντεν», μου λέει η παλιοΛίλιαν. «Φέρε και το ποτό σου».

«Ό,τι έφευγα», της λέω. «Έχω ένα ραντεβού». Φαινότανε πως ήθελε να με καλοπιάσει. Για να τα πω
μετά του γέρο D.B.

«Καλά, βρε άνοστε. Εντάξει. Πάντως, άμα δεις το μεγάλο σου αδερφάκι, να του πεις πως το μισώ».

Μετά έφυγε. Ο τύπος απ' το ναυτικό κι εγώ είπαμε ο ένας στον άλλο πως χαρήκαμε πολύ. Αυτό με
πεθαίνει, πάντα. Κάθε φορά λέω «Χάρηκα που σε γνώρισα», σε κάποιονε που δε χάρηκα καθόλου
που τόνε γνώρισα. Άμα θες να ζήσεις όμως, πρέπει να τα λες κι αυτά, τι να γίνει.

Μετά που της είπα πως είχα ραντεβού, δε μου 'μενε τίποτ' άλλο, διάολε, παρά μονάχα να φύγω. Δε
μπορούσα να κάτσω ούτε λίγο ακόμα, για ν' ακούσω το γέρο Έρνι να παίζει κάτι μισοτίμιο. Σίγουρα
όμως δε θα καθόμουνα ποτέ στο ίδιο τραπέζι με την παλιοΛίλιαν Σίμονς και κείνο τον τύπο του
ναυτικού, και να σκυλοβαριέμαι μέχρι θανάτου. Έτσι έφυγα. Την ώρα που έπαιρνα το πανωφόρι μου

Digitized by 10uk1s, July 2010


είχα γίνει όμως θηρίο. Οι άλλοι σου τα κάνουνε συνέχεια χαλάστρα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 13

ΓΥΡΙΣΑ στο ξενοδοχείο με τα πόδια. Σαράντα ένα απίθανα τετράγωνα. Όχι πως είχα κέφι για
περπάτημα ή κάτι τέτοιο. Ήτανε μάλλον επειδή δεν είχα καμιά όρεξη να μπαινοβγαίνω πάλι σε ταξί.
Καμιά φορά το βαριέσαι και το ταξί, όπως και το ασανσέρ. Έτσι άξαφνα σε πιάνει να περπατήσεις, κι
ας είναι πολύ μακριά ή πολύ ψηλά. Άμα ήμουνα παιδί, ανέβαινα πολλές φορές με τις σκάλες στο
διαμέρισμά μας. Δώδεκα πατώματα.

Ούτε που το καταλάβαινες πως είχε χιονίσει. Δεν είχε στάλα χιόνι στα πεζοδρόμια. Έκανε όμως ένα
ψοφόκρυο, κι έβγαλα το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου απ' την τσέπη μου και το φόρεσα — καρφί
δε μου καιγότανε πώς ήμουνα. Κατέβασα και τ' αφτάκια του. Πολύ θα 'θελα να ξέρω εκείνη την ώρα
ποιος κερατάς μου 'χε σουφρώσει τα γάντια μου στο Πένσυ, γιατί τα χέρια μου είχανε ξυλιάσει. Όχι
πως θα 'κανα τίποτα ιδιαίτερο αν το 'ξερα. Είμαι από κείνους τους πολύ δειλούς τύπους. Προσπαθώ
να μην το δείχνω, αλλά είμαι. Για παράδειγμα, αν είχα μάθει στο Πένσυ ποιος μου 'χε κλέψει τα
γάντια μου, το πιθανότερο είναι πως θα πήγαινα γραμμή στο δωμάτιο του κλέφτη και θα του 'λεγα.
«Εντάξει. Και τώρα φέρε πίσω τα γάντια». Τότε εκείνος ο κλέφτης που τα 'χε βουτήξει, θα μου 'λεγε
αθώα αθώα, «Ποια γάντια;» Μετά, αυτό που θα 'κανα μάλλον, θα πήγαινα στο ντουλάπι του και θα
'βρισκα κάπου τα γάντια. Κρυμμένα στις κωλογαλότσες του, για παράδειγμα, ή κάτι τέτοιο. Θα τα
'βγαζα και θα του τα 'δειχνα και θα 'λεγα, «Υποθέτω πως αυτά τα κωλόγαντα είναι δικά σου». Μετά ο
κλέφτης θα μου 'ριχνε ένα κάλπικο βλέμμα, και θα 'λεγε, «Αυτά τα γάντια δεν τα 'χω ξαναδεί ποτέ στη
ζωή μου. Αν είναι δικά σου, πάρτα. Τι να τα κάνω εγώ τα κωλοπράματα;» Μετά θα στεκόμουνα
μάλλον εκεί πέρα κάπου πέντε λεφτά. Θα κράταγα τα κωλόγαντα στο χέρι να πούμε, και θα μου
'ρχότανε να του τραβήξω καμιά μπουνιά στο σαγόνι ή κάτι τέτοιο — να του το κάνω κομμάτια το
κωλοσάγονό του. Μόνο που δε θα 'χα τα κότσια να το κάνω. Θα στεκόμουνα μονάχα κει πέρα και θα
του 'κανα το σκληρό άντρα. Αυτό που θα μπορούσα να κάνω, είναι που ίσως θα του 'λεγα κάτι πολύ
τσουχτερό και κακό, να τον χλευάσω να πούμε — αντίς να του τραβήξω τη μπουνιά στο σαγόνι. Τέλος
πάντων, ας πούμε πως θα του 'λεγα κάτι πολύ τσουχτερό και κακό. Τότε εκείνος θα σηκωνότανε και
θα με πλησίαζε και θα 'λεγε. «Για άκου δω πέρα, Κώλφηλντ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, με λες κλέφτη».
Τότε, αντί να του πω, «Έκανες διάνα, διάολε. Αυτό είπα, κωλόπαιδο, βρωμοκλέφταρε», το μόνο που
θα 'λεγα θα 'τανε, «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι πως τα κωλόγαντά μου βρεθήκανε στις δικές σου
γαλότσες». Και τότε ακριβώς, ο άλλος θα καταλάβαινε πως δεν είχα σίγουρα κανένα σκοπό να του
τραβήξω μπουνιά, και τότε θα 'λεγε μάλλον, «Για κοίτα δω. Να μου το ξεκαθαρίσεις. Με είπες κλέφτη
ναι ή όχι;» και τότε εγώ θα 'λεγα μάλλον, «Κανείς δεν είπε κλέφτη κανένανε. Το μόνο που ξέρω εγώ,
είναι πως τα γάντια μου βρεθήκανε στις κωλογαλότσες σου». Και θα συνεχίζαμε έτσι με τις ώρες. Στο
τέλος όμως θα 'φευγα απ' το δωμάτιό του, χωρίς να του ρίξω ούτε μία μπουνιά. Μετά μπορεί να
πήγαινα στους καμπινέδες και ν' άναβα τσιγάρο στη ζούλα, κι έπειτα θα 'κανα το σκληρό άντρα στον
καθρέφτη. Τέλος πάντων, αυτά σκεφτόμουνα εκεί που γύρναγα στο ξενοδοχείο. Δεν έχει γούστο να
'σαι δειλός. Μπορεί να μην είμαι και τελείως δειλός. Δεν ξέρω. Νομίζω πως μπορεί να είμαι λιγάκι
δειλός και λιγάκι απ' τους τύπους που δε δίνουνε πεντάρα κι αν χάσουνε τα γάντια τους. Ένα κακό
που έχω, είναι που ποτέ δε με νοιάζει πολύ άμα χάνω κάτι — κι αυτό έκανε τη μάνα μου θηρίο όταν
ήμουνα παιδί. Είναι μερικά παιδιά που περνάνε ολόκληρες μέρες ψάχνοντας να βρούνε κάτι που
χάσανε. Εγώ φαίνεται πως δεν έχω τίποτα που να μ' ένοιαζε πολύ άμα το 'χανα. Ίσως γι' αυτό είμαι
λιγάκι δειλός. Πάντως δεν είναι δικαιολογία αυτό. Μα το Θεό, δεν είναι. Πρέπει όμως να μην είσαι
καθόλου δειλός, έτσι είναι το σωστό. Να πούμε, όταν πρέπει να βαρέσεις μια μπουνιά στο σαγόνι
καποιανού, και σου 'ρχεται να το κάνεις, πρέπει να το κάνεις. Πάντως εγώ δεν τα καταφέρνω καλά σε
κάτι τέτοια. Καλύτερα θα μου 'ρχότανε να πετάξω κάποιονε απ' το παράθυρο, ή να τον αποκεφαλίσω
με τσεκούρι, παρά να του ρίξω μπουνιά στο σαγόνι. Τις σιχαίνομαι τις μπουνιές. Όχι πως με νοιάζει
και τόσο μήπως τις φάω — αν και σίγουρα δε μπορώ να πω ότι ψοφάω κιόλας να τις τρώω. Όμως
αυτό που με τρομάζει πιο πολύ, άμα παλεύεις με μπουνιές, είναι η μούρη του αλλουνού. Δεν αντέχω
να κοιτάω τη μούρη του αλλουνού, αυτό είναι το κακό μου. Δε θα 'τανε και τόσο άσκημα, άμα
γινότανε να 'χετε κι οι δυο δεμένα τα μάτια ή κάτι τέτοιο. Άμα το καλοσκεφτείς είναι περίεργη δειλία,
αλλά πάντως είναι δειλία, σύμφωνοι. Δεν ξεγελάω τον εαυτό μου εγώ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Όσο σκεφτόμουνα τα γάντια και τη δειλιά μου, τόσο μεγαλύτερες μαυρίλες με πιάνανε κι έτσι
αποφάσισα, εκεί που πήγαινα να πούμε, να σταματήσω κάπου να πιω κατιτί. Είχα πάρει μονάχα τρία
ποτά στου Έρνι και το τελευταίο ούτε που το είχα τελειώσει. Ένα καλό μου, είναι πως έχω τρομερή
αντοχή. Μπορώ να πίνω όλη νύχτα κι ούτε που να μου φαίνεται, αρκεί να 'χω κέφι. Μια φορά στο
Γούτον μ' ένα άλλο παιδί, το Ρέημοντ Γκόλντφαρμπ, αγοράσαμε μισό λίτρο ουίσκι και το 'πιαμε στο
παρεκκλήσι του σχολείου ένα σαββατόβραδο, χωρίς να μας πάρει χαμπάρι κανένας. Εκείνος έγινε
χάλια, όμως εμένα ούτε που μου φαινότανε. Μόνο που είχα γίνει πολύ ήρεμος κι αδιάφορος. Ξέρασα
προτού να κοιμηθώ, αλλά δεν ήτανε και υποχρεωτικό. Με το ζόρι το 'κανα.

Τέλος πάντων, προτού να πάω στο ξενοδοχείο, έκανα να μπω σε κείνο το βρωμερό μπαρ, αλλά τότε
βγήκανε από μέσα δύο τύποι στουπί στο μεθύσι, και με ρωτάγανε κατά που πέφτει ο υπόγειος. Ο
ένας τους είχε πολύ κουβανέζικο σουλούπι, κι όλη την ώρα όσο του 'δινα οδηγίες, ανάσαινε μες στη
μούρη μου και το χνώτο του βρώμαγε. Στο τέλος κατάληξα να μη μπω σε κείνο το βρωμομπάρ. Έτσι
γύρισα στο ξενοδοχείο.

Όλο το σαλόνι ήτανε αδειανό, και μύριζε πενήντα εκατομμύρια ψόφια πούρα. Στ' αλήθεια. Ούτε
νύσταζα ούτε τίποτα, αλλά ένιωθα κάπως απαίσια. Είχα τις μαυρίλες μου και τα ρέστα. Σχεδόν
παρακάλαγα να πέθαινα.

Και τότε άρχισε άξαφνα εκείνη η ανακατωσούρα.

Το πρώτο που έγινε, ήτανε που μπήκα στο ασανσέρ και το παιδί του ασανσέρ, μου λέει, «Γουστάρεις
γλέντι φιλαράκο; Η μήπως είναι αργά για σένα;»

«Δεν κατάλαβα», του λέω. Δεν ήξερα να πούμε πού το πήγαινε.

«Γουστάρεις νταραβέρι γι' απόψε;»

«Ποιος, εγώ;» του λέω. Ήτανε πολύ χαζή απάντηση, αλλά είναι πολύ ενοχλητικό να σου κάνουνε
κατάμουτρα τέτοιες ερωτήσεις.

«Πόσω χρονώ είσαι, αφεντικό;» μου λέει το παιδί του ασανσέρ.

«Γιατί;» του λέω. «Είκοσι δύο».

«Χμ. Λοιπόν, τι λες; Σε διαφέρει; Πέντε δολάρια η ριξιά. Δεκαπέντε όλη νύχτα». Κοίταξε το ρολόι του.
«Μέχρι μεσημβρίας. Πέντε η ριξιά, δεκαπέντε μέχρι μεσημβρίας».

«Έγινε», του λέω. Αυτό ήτανε να πούμε αντίθετο στις αρχές μου, αλλά είχα τέτοιες μαυρίλες, που
ούτε το σκέφτηκα. Αυτό είναι το κακό. Άμα είσαι πολύ στις μαύρες σου, ούτε να σκεφτείς δε μπορείς.

«Τι έγινε; Μια ριξιά ή μέχρι μεσημβρίας; Πρέπει να το ξέρω από τώρα».

«Μια ριξιά».

«Οκέι. Σε ποιο δωμάτιο είσαι;»

Κοίταξα εκείνο το κόκκινο μπιχλιμπίδι που είχε τον αριθμό, στο κλειδί μου. «Δώδεκα-εικοσιδύο», του
λέω. Το 'χα κιόλας μετανιώσει που είχα αφήσει τα πράματα να πάνε ως εδώ, αλλά τώρα ήτανε αργά.

«Καλά. Θα σου στείλω κορίτσι σε κανά τέταρτο». Μου άνοιξε τις πόρτες και βγήκα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Δε μου λες, θα 'ναι νόστιμη;» του λέω. «Μην είναι καμιά γκιόσα».

«Δε θα 'ναι γκιόσα. Μην ανησυχείς, αφεντικό».

«Ποιον πληρώνω;»

«Εκείνηνε», μου λέει. «Άντε, αφεντικό», και μου κλείνει τις πόρτες, κυριολεκτικά κατάμουτρα.

Μπήκα στο δωμάτιό μου κι έριξα λίγο νερό στα μαλλιά μου, αλλά ποτέ δε μπορείς να χτενιστείς της
προκοπής άμα είσαι έτσι κοντοκουρεμένος, να πούμε. Μετά δοκίμασα μήπως μυρίζανε τα χνώτα μου,
έπειτα από τόσα τσιγάρα, και το ουίσκι με τη σόδα που 'χα πιει στου Έρνι. Το μόνο που κάνεις, είναι
να βαστάς το χέρι σου κάτω απ' το στόμα σου, και να βγάζεις την ανάσα σου προς τα πάνω, στα
κωλορουθούνια σου. Δε μου φανήκανε να βρωμάνε και πολύ, αλλά πάντως έπλυνα τα δόντια μου για
καλό και για κακό. Μετά έβαλα άλλο πουκάμισο, καθαρό. Ήξερα πως δεν ήτανε σωστό να φτιάχνομαι
για μια πουτάνα να πούμε, αλλά έτσι είχα και κάτι να κάνω. Ήμουνα λιγάκι νευρικός. Είχα αρχίσει να
νιώθω πολύ σέξυ και τα ρέστα, αλλά πάντως ήμουνα λιγάκι νευρικός. Άμα θέλετε να ξέρετε την
αλήθεια, είμαι παρθένος. Στ' αλήθεια. Είχα κάμποσες ευκαιρίες να χάσω την παρθενιά μου που λένε,
αλλά δεν τα κατάφερα ακόμα. Πάντα κάτι θα γίνει. Για παράδειγμα, άμα είσαι στο σπίτι μιας κοπέλας,
πάντα οι δικοί της έρχονται σε λάθος ώρα — ή τέλος πάντων, όλο φοβάσαι μην έρθουνε. Ή, αν είσαι
στο πίσω κάθισμα μέσα στο αυτοκίνητο καποιανού, πάντα θα υπάρχει η κοπέλα του αλλουνού στο
μπροστινό κάθισμα —κάποιο κορίτσι τέλος πάντων— που θα θέλει πάντα να ξέρει τι γίνεται σ'
ολόκληρο το κωλάμαξο. Θέλω να πω, όλη την ώρα κάποιο κορίτσι από μπροστά θα γυρνάει να δει τι
διάολο τρέχει πίσω. Τέλος πάντων, όλο κάτι γίνεται. Κανά δυο φορές όμως, λίγο έλειψε να το κάνω.
Μια φορά ιδίως τη θυμάμαι καλά. Κάτι πήγε στραβά όμως — ούτε που θυμάμαι πια τι ήτανε. Το
ζήτημα είναι ότι τις περισσότερες φορές, άμα κοντεύεις πολύ να το κάνεις μ' ένα κορίτσι —θέλω να
πω ένα κορίτσι που δεν είναι πουτάνα ή κάτι τέτοιο— όλη την ώρα σου λέει να σταματήσεις. Το κακό
με μένανε είναι πως σταματάω. Τα περισσότερα παιδιά δε σταματάνε. Εγώ όμως δε μπορώ να κάνω
αλλιώς. Ποτέ δεν ξέρεις αν θέλουνε στ' αλήθεια να σταματήσεις, ή αν είναι μόνο επειδή φοβούνται, ή
αν σου λένε να σταματήσεις μόνο και μόνο για να φταις εσύ άμα προχωρήσεις κι όχι εκείνες. Τέλος
πάντων, εγώ όλο σταματάω. Το κακό είναι πως αρχίζω να τις λυπάμαι. Θέλω να πω, τα περισσότερα
κορίτσια είναι τόσο χαζά και τα ρέστα. Άμα τις χαϊδολογήσεις λιγάκι, τις βλέπεις με τα μάτια σου πως
χάνουνε τα μυαλά τους. Πάρε να πούμε ένα κορίτσι που έχει παθιαστεί στ' αλήθεια, και θα δεις πως
δεν έχει στάλα μυαλό. Δεν ξέρω. Άμα μου λένε σταμάτα, εγώ σταματάω. Πάντα θα 'θελα να μην είχα
σταματήσει, μετά που τις πηγαίνω σπίτι τους, αλλά όπως και να 'ναι, εγώ όλο τα ίδια κάνω.

Τέλος πάντων, εκεί που έβαζα καθαρό πουκάμισο, σκέφτηκα πως ήτανε η μεγάλη μου ευκαιρία, από
μια μεριά. Σκέφτηκα πως αφού ήτανε πουτάνα να πούμε, θα μπορούσα να εξασκηθώ λιγάκι με
δαύτηνε, για όταν παντρευτώ ποτέ ή ξέρω γω τι. Καμιά φορά ανησυχώ γι' αυτά τα πράματα. Είχα
διαβάσει μια φορά ένα βιβλίο, όταν ήμουνα στο Γούτον, για ένα τύπο έτσι πολύ μπλαζέ και σέξυ και
ευγενικό, Μεσιέ Μπλανσάρ τον λέγανε, ακόμα το θυμάμαι. Το βιβλίο ήτανε απαίσιο, αλλά εκείνος ο
τύπος ο Μπλανσάρ ήτανε πολύ ξηγημένος. Είχε να πούμε ένα μεγάλο πύργο στη Ριβιέρα, στην
Ευρώπη, και το μόνο που έκανε άμα είχε καιρό, ήτανε που σκότωνε στο ξύλο τις γυναίκες μ' ένα
ματσούκι. Ήτανε να πούμε μεγάλο μούτρο, αλλά πάντως οι γυναίκες λιώνανε για δαύτονε. Μάλιστα,
σ' ένα σημείο έλεγε πως το κορμί της γυναίκας είναι σαν το βιολί και τα ρέστα, και πως χρειάζεται να
'σαι απίθανος μουσικός για να το παίξεις σωστά. Ήτανε πολύ σαχλό βιβλίο —το ξέρω— αλλά πάντως
εκείνο το πράμα με το βιολί δεν έλεγε να φύγει απ' το νου μου. Από 'να μέρος, γι' αυτό ήθελα κάπως
να εξασκηθώ λιγάκι, σε περίπτωση που θα παντρευόμουνα ποτέ. Ο Κώλφηλντ και το Μαγικό Βιολί
του. Είναι σαχλό, το ξέρω, αλλά όχι και πολύ σαχλό. Δε θα με πείραζε να γίνω και πολύ καλός σε
τέτοια πράματα. Τις μισές φορές, για να σας πω την αλήθεια, άμα χαϊδολογιέμαι με κανά κορίτσι,
τραβάω το διάολό μου να βρω αυτό που γυρεύω, έτσι μα το Θεό, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ας
πούμε, εκείνο το κορίτσι που παραλίγο να έχουμε σεξουαλική επαφή, εκείνο που σας έλεγα. Μου

Digitized by 10uk1s, July 2010


πήρε κάπου μια ώρα να της βγάλω το κωλοσουτιέν της. Όσο που να της το βγάλω όμως, εκείνη ήτανε
έτοιμη να μου βγάλει τα μάτια.

Τέλος πάντων, έκανα όλο βόλτες γύρω γύρω στο δωμάτιο και περίμενα να φανεί η πουτάνα. Έλεγα
μέσα μου όλη την ώρα, μακάρι να είναι νόστιμη. Όχι πως μ' ένοιαζε και τόσο πολύ όμως. Μόνο που
ήθελα να ξεμπερδεύω και μ' αυτό. Στο τέλος χτύπησε η πόρτα και πήγα ν' ανοίξω, αλλά είχα
παρατήσει τη βαλίτσα μου μες στη μέση, και μπερδεύτηκα και σκόνταψα κι έπεσα, και λίγο έλειψε ο
διάολος να σπάσω το γόνατό μου. Πάντα βρίσκω την ώρα για να πέσω πάνω σε μια βαλίτσα ή κάτι
τέτοιο.

Όταν άνοιξα την πόρτα, η πουτάνα ήτανε κει και στεκότανε. Φόραγε μονάχα ένα καμηλό πανωφόρι,
χωρίς καπέλο. Ήτανε περίπου ξανθιά, αλλά καταλάβαινες με την πρώτη πως τα βάφει. Δεν ήτανε
όμως καμιά γκιόσα. «Τι κάνετε;» της λέω. Όσο πιο ευγενικά γίνεται, μάγκα μου.

«Εσύ 'σαι το παιδί που έλεγε ο Μώρις;» μου κάνει. Δε φαινότανε και τόσο καλοδιάθετη, διάολε.

«Ποιος είναι αυτός; Το παιδί του ασανσέρ;»

«Ναι», μου λέει.

«Εγώ είμαι. Περάστε μέσα», της λέω. Όσο πήγαινε γινόμουνα και πιο αδιάφορος. Αλήθεια.

Μπήκε κι έβγαλε αμέσως το πανωφόρι της και το πέταξε στο κρεβάτι. Από μέσα φόραγε πράσινο
φουστάνι. Μετά έκατσε κάπως με το πλάι σε κείνη την πολυθρόνα, που ήτανε ασορτί με το τραπέζι
στο δωμάτιό μου, κι άρχισε να χορεύει το ποδάρι της πάνω κάτω. Έκατσε σταυροπόδι κι έπαιζε το
ποδάρι της πάνω κάτω. Ήτανε πολύ νευρική για πουτάνα. Στ' αλήθεια. Νομίζω πως έφταιγε που ήτανε
φοβερά μικρή. Γύρω στην ηλικία μου. Έκατσα και γω σε κείνη τη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα της, και της
έδωσα τσιγάρο. «Δεν καπνίζω», μου λέει. Είχε μια φωνίτσα κλαψουριστή, ίσα που ακουγότανε. Ποτέ
της δεν έλεγε όμως ευχαριστώ, άμα της πρόσφερες κάτι. Δεν της έκοβε ως εκεί.

«Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ», της λέω. «Με λένε Τζιμ Στηλ».

«Ρολόι βαστάς απάνω σου;» μου κάνει. Ούτε που την ένοιαζε πώς διάολο με λέγανε — φυσικά. «Και
πρώτα πρώτα, πόσω χρονώ είσαι;»

«Ποιος, εγώ; Είκοσι δύο».

«Είκοσι δύο είναι η μύτη μου».

Ήτανε πολύ περίεργο αυτό που είπε. Έκανε σαν πραγματικό παιδί. Να πούμε, μια πουτάνα θα σου
'λεγε «είκοσι δύο είναι ο κώλος μου» η «κόφ' τις μαλακίες», κι όχι «είκοσι δύο είναι η μύτη μου».

«Εσύ πόσω χρονώ είσαι;» της λέω.

«Αρκετά μεγάλη για να ξέρω περισσότερα», μου λέει. Ήτανε στ' αλήθεια μούτρο. «Ρολόι βαστάς
απάνω σου;» μου ξαναλέει, κι έπειτα σηκώθηκε κι έβγαλε το φουστάνι της.

Σίγουρα ένιωσα πολύ περίεργα άμα το έκανε αυτό. Θέλω να πω, το έκανε πολύ ξαφνικά και τα ρέστα.
Ξέρω πως υποτίθεται ότι νιώθεις πολύ σέξυ, όταν σηκώνεται καμιά και βγάζει το φουστάνι της, αλλά
εγώ δεν ένιωσα. Το τελευταίο πράμα που ένιωθα, ήτανε σέξυ. Μόνο μαυρίλες ένιωθα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ρε συ, βαστάς ρολόι ή όχι;»

«Όχι. Όχι. Δεν έχω», της λέω. Μάγκα μου, πολύ περίεργα ένιωθα. «Πώς σε λένε;» της κάνω. Τώρα
φόραγε μόνο ένα ροζ κυλοτάκι όλο κι όλο. Ήτανε στ' αλήθεια πολύ ενοχλητικό. Στ' αλήθεια ήτανε.

«Σάνυ», μου λέει. «Άντε, πάμε».

«Δεν κάνεις κέφι να κουβεντιάσουμε λιγάκι;» της λέω. Ήτανε πολύ χαζοπαιδίστικο αυτό που είπα,
αλλά διάολε, ένιωθα πολύ περίεργα. «Βιάζεσαι πολύ;»

Με κοίταξε λες κι ήμουνα τρελός. «Και για τι διάολο να κουβεντιάσουμε;» μου λέει.

«Ξέρω γω. Τίποτα ιδιαίτερο. Σκέφτηκα μόνο πως μπορεί να 'κανες κέφι να κουβεντιάσουμε λιγάκι —»

Έκατσε πάλι στην πολυθρόνα, δίπλα στο τραπέζι. Δεν της άρεσε όμως, το καταλάβαινες με την πρώτη.
Άρχισε πάλι να χοροπηδάει το ποδάρι της πάνω κάτω. Μάγκα μου, αυτή κι αν ήτανε νευρική.

«Μήπως θες τσιγάρο τώρα;» της λέω. Είχα ξεχάσει πως δεν κάπνιζε.

«Δεν καπνίζω. Άκου δω, άμα θες να μιλήσεις, μίλα. Έχω κι άλλη δουλειά».

Δε μπορούσα να σκεφτώ όμως τίποτα για να κουβεντιάσουμε. Σε μια στιγμή μου 'ρθε να τη ρωτήσω
πώς έγινε πουτάνα και τα ρέστα, αλλά φοβόμουνα να τη ρωτήσω. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον δε θα μου
'λεγε.

«Δεν είσαι από τη Νέα Υόρκη, ε;» της λέω στο τέλος. Μόνο αυτό μου ήρθε.

«Από το Χόλυγουντ», μου κάνει. Μετά σηκώθηκε και πήγε εκεί πέρα που είχε πετάξει το φουστάνι
της, στο κρεβάτι. «Έχεις καμιά κρεμάστρα; Δε θέλω να το τσαλακώσω. Είναι πεντακάθαρο».

«Βέβαια», της λέω αμέσως. Ήμουνα πολύ χαρούμενος που σηκωνόμουνα να κάνω κάτι. Της πήρα το
φουστάνι και της το κρέμασα στη ντουλάπα. Ήτανε πολύ περίεργο. Έτσι καθώς το κρέμαγα, μ' έπιασε
μια θλίψη. Τη σκέφτηκα να πηγαίνει σ' ένα μαγαζί και να τ' αγοράζει και κανείς στο μαγαζί να μην
ξέρει πως είναι πουτάνα και τα ρέστα. Ο πωλητής θα πίστευε πως είναι κανονικό κορίτσι, τότε που το
αγόραζε. Μ' έπιασε τότε μια πλάκωση διάολε — ούτε ξέρω καλά καλά γιατί.

Ξανάκατσα και προσπάθησα να κρατήσω λιγάκι την κουβέντα. Ήτανε φρίκη συζητήτρια. «Δουλεύεις
κάθε βράδυ;» της λέω — μετά που το είχα πει φαινότανε λιγάκι απαίσιο.

«Ναι». Σουλατσάριζε γύρω γύρω στο δωμάτιο. Πήρε το μενού απ' το τραπέζι και το διάβασε.

«Και τη μέρα τι κάνεις;»

Σήκωσε λιγάκι τους ώμους της. Ήτανε αδυνατούλα. «Κοιμάμαι. Πάω σινεμά». Άφησε το μενού και με
κοίταξε. «Άντε, πάμε τώρα», μου λέει. «Δεν έχω όλη —»

«Κοίτα κάτι», της λέω. «Δεν είμαι και πολύ στα καλά μου απόψε. Πέρασα άσκημη νύχτα. Μα το Θεό.
Θα σε πληρώσω, να πούμε, εντάξει, αλλά σε πειράζει πολύ να μην το κάνουμε; Σε πειράζει πολύ;» Το
κακό ήτανε πως δεν ήθελα να το κάνω. Ένιωθα πιο πολύ λυπημένος παρά σέξυ, άμα θέλετε να ξέρετε.
Αυτή μ' έκανε να λυπάμαι. Με το πράσινο φουστάνι που κρεμότανε στη ντουλάπα και τα ρέστα. Κι
έπειτα, δε νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω ποτέ με κάποιανε που γυρνάει σε χαζοσινεμάδες όλη

Digitized by 10uk1s, July 2010


μέρα. Αληθινά, δε νομίζω πως θα μπορούσα.

Με πλησίασε με κείνη την πολύ παράξενη έκφραση, σα να μη με πίστευε. «Τι τρέχει;» μου λέει.

«Δεν τρέχει τίποτα». Μάγκα μου, είχα αρχίσει να τα χάνω πάλι. «Το ζήτημα είναι, που έκανα πολύ
πρόσφατα μια εγχείριση».

«Ναι; Πού;»

«Στο πωςτολένε μου — στο κλειδόχορδό μου».

«Ναι; Και που στο διάολο είναι πάλι αυτό;»

«Ποιο, το κλειδόχορδο;» της λέω. «Α, είναι στο σπονδυλικό σωλήνα. Θέλω να πω, είναι τέρμα, κάτω
κάτω στο σπονδυλικό σωλήνα».

«Ναι;» μου λέει. «Πολύ άγριο πράμα». Τότε κάθησε στα κωλογόνατά μου. «Είσαι νοστιμούλης
πάντως».

Τα 'χασα ακόμα πιο πολύ και συνέχισα τα μούσια, να σου φεύγει το κεφάλι. «Είμαι ακόμα υπό
ανάρρωση», της λέω.

«Μοιάζεις με κάποιονα στο σινεμά. Ξέρεις. Τον πέστονα. Ξέρεις ποιον λέω. Πώς διάτανο τον λένε, να
δεις...»

«Δεν ξέρω», της λέω. Ούτε που έλεγε να το κουνήσει απ' τα γόνατά μου.

«Έλα που δεν ξέρεις. Που ήτανε σε κείνο το έργο με τον Μελ-βιν Ντάγκλας; Αυτός που έκανε το
μικρότερο αδρεφό του Μελ-βιν Ντάγκλας; Που πέφτει απ' τη βάρκα; Ξέρεις ποιόνα λέω».

«Όχι, δεν ξέρω. Σινεμά πηγαίνω στη χάση και στη φέξη».

Μετά άρχισε τα περίεργα. Έκανε χοντράδες να πούμε.

«Αν δε σε πειράζει, κόφ' το», της λέω. «Δεν έχω κέφι. Στο 'πα. Τις προάλλες έκανα εγχείριση».

Εκείνη όμως ούτε που σηκώθηκε απ' τα γόνατά μου ούτε τίποτα, αλλά με κοίταξε τρομερά πρόστυχα.
«Άκου δω», μου λέει. «Εγώ κοιμόμουνα, και κείνος ο παλαβός ο Μώρις ήρθε και με ξύπνησε. Αν με
περνάς για —»

«Στο 'πα πως θα σε πληρώσω αφού ήρθες, να πούμε. Αλήθεια. Έχω ένα σωρό λεφτά. Το ζήτημα είναι
όμως, ότι κυριολεκτικά βρίσκομαι υπό ανάρρωση, από μια πολύ σοβαρή —»

«Τότε τι διάτανο είπες σε κείνο τον τρελόνα το Μώρις πως ήθελες κορίτσι; Αφού είχες κάνει
κωλοεγχείριση στο κώλο — πωςτολένε σου. Ε;»

«Νόμιζα πως θα 'νιωθα πολύ πιο καλά απ' ό,τι είμαι. Έπεσα λιγάκι έξω στους υπολογισμούς μου. Δεν
κάνω πλάκα. Λυπάμαι. Άμα σηκωθείς μισό λεφτάκι, θα πιάσω το πορτοφόλι μου. Λόγω τιμής».

Είχε μεγάλη τσαντίλα, αλλά σηκώθηκε απ' τα κωλογόνατά μου κι έτσι μπόρεσα να πάω να πάρω το
πορτοφόλι μου απ' τη σιφονιέρα. Έβγαλα ένα πεντοδόλαρο και της το 'δωσα. «Σ' ευχαριστώ πολύ»,

Digitized by 10uk1s, July 2010


της λέω. «Χίλια ευχαριστώ».

«Αυτά είναι πέντε. Δέκα κάνει».

Είχε αρχίσει να μη μου τα λέει καλά. Το 'βλεπες. Το φοβόμουνα πως κάτι τέτοιο θα γινότανε —
ειλικρινά.

«Ο Μώρις μου είπε πέντε», της λέω. «Είπε δεκαπέντε ως το μεσημέρι, και μόνο πέντε η ριξιά».

«Δέκα πάει η ριξιά».

«Πέντε μου είπε εμένα. Λυπάμαι πάντως — λυπάμαι ειλικρινά — αλλά δε μπορώ να δώσω ούτε
πεντάρα παραπάνω».

Ανασήκωσε λιγάκι τους ώμους της, όπως είχε κάνει και πρωτύτερα, κι έπειτα μου λέει πολύ πολύ
κρύα, «Αν δε σε πειράζει, μου πιάνεις το φουστάνι μου; Ή μήπως είναι μεγάλος μπελάς;» Διάολε,
ήτανε πολύ τρομαχτική πιτσιρίκα. Ακόμα και με κείνη την ψιλή φωνίτσα που είχε, μπορούσε να σε
τρομάζει λίγο. Αν ήτανε καμιά γριά πουτάνα, με μια οκά φτιασίδια στη μούρη και τα ρέστα, δε θα
'τανε ούτε το μισό τρομαχτική.

Πήγα και της έφερα το φουστάνι της. Το φόρεσε και τα ρέστα, κι έπειτα μάζεψε και το καμηλό το
πανωφόρι της απ' το κρεβάτι. «Γεια σου, κρυοκώλη», μου λέει.

«Γεια», της λέω, αλλά ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτα. Πολύ χαίρομαι που δεν της είπα ευχαριστώ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 14

ΟΤΑΝ έφυγε το παλιοκόριτσο η Σάνυ, έκατσα λιγάκι στην πολυθρόνα και κάπνισα κανά δυο τσιγάρα.
Απέξω είχε αρχίσει να φέγγει. Μάγκα μου, ένιωθα δράμα. Είχα μια μαυρίλα, που δε λέγεται. Αυτό
που έκανα τότε, ήτανε που άρχισα να κουβεντιάζω, δυνατά σχεδόν, με τον Άλι. Το κάνω αυτό καμιά
φορά όταν έχω μεγάλες μαυρίλες. Του λέω όλο να πάει σπίτι να πάρει το ποδήλατό του, και να 'ρθει
να με βρει μπροστά στο σπίτι του Μπόμπυ Φάλον. Ο Μπόμπυ Φάλον έμενε πολύ κοντά μας στο Μέην
— δηλαδή εδώ και χρόνια. Τέλος πάντων, αυτό που έγινε, ήτανε που μια μέρα θα πηγαίναμε με το
Μπόμπυ στη λίμνη Σεντεμπέγκο με τα ποδήλατά μας. Θα παίρναμε μαζί και το φαΐ μας και τα
αεροβόλα μας — ήμαστε πιτσιρικάδες να πούμε, και νομίζαμε πως όλο και κάτι θα μπορούσαμε να
χτυπήσουμε με τα αεροβόλα. Τέλος πάντων, ο Άλι μάς άκουσε που το σχεδιάζαμε κι ήθελε να 'ρθει κι
αυτός, κι εγώ δεν τον άφηνα. Του έλεγα πως ήτανε μωρό. Έτσι τώρα καμιά φορά, άμα με πιάνουνε οι
μεγάλες μαυρίλες μου, του λέω όλη την ώρα, «Καλά. Τρέχα να πάρεις το ποδήλατό σου, κι έλα να με
βρεις μπροστά στο σπίτι του Μπόμπυ. Άντε, γρήγορα». Όχι πως δεν τον έπαιρνα μαζί μου άμα
πήγαινα κάπου. Τον έπαιρνα. Όμως εκείνη τη μέρα δεν τον πήρα. Δε μου θύμωσε —ποτέ του δε
θύμωνε για τίποτα— αλλά πάντως εγώ όλο το σκέφτομαι, άμα με πιάνουνε μεγάλες μαυρίλες.

Στο τέλος ξεντύθηκα και ξάπλωσα. Όταν έπεσα στο κρεβάτι ήθελα να κάνω την προσευχή μου ή κάτι
τέτοιο, αλλά δε μπορούσα. Δε μπορώ να κάνω προσευχή όλες τις φορές που μου 'ρχεται. Πρώτα
πρώτα είμαι λιγάκι άθεος. Το Χριστό τον συμπαθώ να πούμε, αλλά τα περισσότερα από τ' άλλα
πράματα που λέει η Αγία Γραφή δε μ' ενδιαφέρουνε και πολύ. Πάρτε για παράδειγμα τους
Απόστολους. Αυτοί μου δίνουνε πολύ στα νεύρα, άμα θέλετε να ξέρετε. Βέβαια, ήτανε πολύ εντάξει
μετά που πέθανε ο Χριστός, αλλά όσο ζούσε Εκείνος, του ήτανε χρήσιμοι όσο και μια τρύπα στο
κεφάλι. Θέλω να πω, το μόνο που κάνανε ήτανε που Τον ρίχνανε όλη την ώρα. Σχεδόν όλους τους
άλλους στην Αγία Γραφή τους συμπαθώ πιο πολύ απ' τους Απόστολους. Άμα θέλετε να ξέρετε, εκείνος
που μ' αρέσει καλύτερα στην Αγία Γραφή, έξω απ' το Χριστό, είναι εκείνος ο δαιμονισμένος και τα
ρέστα, που έμενε στους τάφους και κομματιαζότανε όλη την ώρα μοναχός του με τις πέτρες. Αυτός ο
φουκαράς μ' αρέσει δέκα φορές περισσότερο απ' τους Απόστολους. Πολλές φορές τσακωνόμουνα για
δαύτονε, άμα πήγαινα στο Γούτον, με κείνο το παιδί που έμενε τέρμα στο διάδρομο, τον Άρθουρ
Τσάιλντς. Ο γέρο Τσάιλντς ήτανε Κουάκερος να πούμε, κι όλη την ώρα διάβαζε την Αγία Γραφή. Ήτανε
πολύ εντάξει παιδί και τόνε συμπαθούσα, αλλά ποτέ δε συμφωνάγαμε για ένα σωρό πράματα στην
Αγία Γραφή, και πιο πολύ για τους Απόστολους. Εκείνος μου 'λεγε συνέχεια πως άμα δε μ' αρέσανε οι
Απόστολοι, τότε ούτε ο Χριστός μ' άρεσε ούτε τίποτα. Έλεγε πως επειδή ο Χριστός διάλεξε μόνος του
τους Απόστολους, υποτίθεται πως έπρεπε να σ' αρέσουνε. Εγώ του 'λεγα πως το 'ξερα που τους είχε
διαλέξει, αλλά πάντως πως τους είχε διαλέξει στην τύχη. Του 'λεγα πως δεν Του περίσσευε καιρός για
να γυρνάει από δω κι από κει και ν' αναλύει όλο τον κόσμο. Του 'λεγα πως, βέβαια, δεν έριχνα να
πούμε το φταίξιμο στο Χριστό. Δεν ήτανε δικό Του λάθος που δεν Του περίσσευε καιρός. Θυμάμαι
που είχα ρωτήσει το γέρο Τσάιλντς αν πίστευε πως ο Ιούδας, εκείνος που πρόδωσε το Χριστό και τα
ρέστα, πήγε στην κόλαση μετά που αυτοκτόνησε. Ο Τσάιλντς μου λέει τότε, σίγουρα. Και ακριβώς εδώ
διαφωνήσαμε. Του έλεγα πως πάω στοίχημα χίλια δολάρια ότι ο Χριστός δεν τον έστειλε ποτέ στην
κόλαση το φιλαράκο του τον Ιούδα. Και τώρα θα το πήγαινα το στοίχημα, αρκεί να 'χα το χιλιάρικο.
Νομίζω πως όποιος άλλος απ' τους Αποστόλους να 'τανε, θα τον έστελνε στην κόλαση και τα ρέστα
όσο να πεις κύμινο — αλλά πάω ό,τι στοίχημα θέλετε πως ο Χριστός δεν έκανε τέτοιο πράμα. Ο γέρο
Τσάιλντς έλεγε πως το κακό με μένανε ήτανε που δεν πάταγα στην εκκλησία ούτε τίποτα. Από 'να
μέρος είχε κάποιο δίκιο. Στην εκκλησία δεν πατάω. Πρώτα πρώτα οι δικοί μου έχουνε διαφορετικές
θρησκείες, κι έπειτα όλα τα παιδιά στην οικογένεια είναι άθεα. Άμα θέλετε να ξέρετε, ούτε που
μπορώ να τους ανεχτώ τους παπάδες. Όσους γνώρισα σ' όλα τα σχολεία που πήγαινα, βάζανε μια
φωνή Όσιου Ονούφριου κάθε που μας κάνανε κήρυγμα. Θεούλη μου, πώς το σιχαίνομαι. Δε μπορώ
να καταλάβω τι διάολο τους πιάνει και δε μιλάνε με την κανονική τους φωνή. Φαίνονται τόσο
κάλπηδες άμα μιλάνε.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Τέλος πάντων, όταν έπεσα στο κρεβάτι δε μπορούσα να προσευχηθώ ούτε σταλιά. Κάθε που έκανα ν'
αρχινίσω έβλεπα εκείνο το παλιοκόριτσο τη Σάνυ να με λέει κρυοκώλη. Στο τέλος ανακάθησα στο
κρεβάτι και κάπνισα κι άλλο τσιγάρο. Είχε μια γεύση σκατά. Θα πρέπει να 'χα καπνίσει κάπου δυο
πακέτα απ' όταν έφυγα απ' το Πένσυ.

Έτσι άξαφνα τότε, εκεί που κάπνιζα, χτύπησε η πόρτα. Μέσα μου παρακάλαγα να μην είναι η δικιά
μου πόρτα, όμως έκοβα το κεφάλι μου πως ήτανε. Δεν ξέρω πώς το 'ξερα, αλλά πάντως το 'ξερα.
Ήξερα και ποιος ήτανε. Είμαι λιγάκι μέντιουμ.

«Ποιος είναι;» φωνάζω. Είχα τρομάξει για καλά. Τα κάνω απάνω μου με κάτι τέτοια.

Η πόρτα όμως μόνο που ξαναχτύπησε. Πιο δυνατά.

Στο τέλος σηκώθηκα απ' το κρεβάτι, μόνο με τις μπιζάμες μου, κι άνοιξα. Ούτε που χρειάστηκε ν'
ανάψω φως στο δωμάτιο, γιατί έφεγγε πια. Απέξω στεκότανε η παλιοΣάνυ κι ο Μώρις, εκείνο το παιδί
του ασανσέρ που έκανε το νταβατζή.

«Τι τρέχει; Τι θέλετε;» τους λέω. Μάγκα μου, η φωνή μου έτρεμε του κερατά.

«Τίποτα ιδιαίτερο», μου λέει ο γέρο Μώρις. «Μόνο πέντε δολάρια». Μίλαγε αυτός και για τους δυο
τους. Η παλιοΣάνυ στεκότανε μονάχα εκεί δίπλα του, με το στόμα ανοιχτό και τα ρέστα.

«Μα αφού τήνε πλήρωσα πρωτύτερα. Της έδωσα πέντε δολάρια. Ρώτα την», του λέω. Μάγκα μου,
πώς έτρεμε η φωνή μου.

«Δέκα κάνει, αφεντικό. Στο 'πα. Δέκα η ριξιά, δεκαπέντε μέχρι μεσημβρίας. Στο 'πα».

«Δε μου το 'πες έτσι. Είπες πέντε η ριξιά. Είπες δεκαπέντε ως το μεσημέρι, σύμφωνοι, αλλά σ' άκουσα
με τ' αφτιά μου —»

«Άνοιξε, αφεντικό».

«Για τι;» του λέω. Θεούλη μου, αυτή η παλιοκαρδιά μου χτύπαγε τόσο, που κόντευε να με πετάξει
έξω απ' το δωμάτιο. Πολύ θα 'θελα να 'μουνα τουλάχιστο ντυμένος. Είναι φρίκη να φοράς μόνο τις
μπιζάμες σου, άμα σου συμβαίνουνε τέτοια πράματα.

«Άντε, αφεντικό», μου λέει ο Μώρις. Κι έπειτα μου 'δωσε μια δυνατή σπρωξιά με τη βρωμοχερούκλα
του. Διάολε, λίγο έλειψε να κάτσω με τον κώλο κάτω — ήτανε και τεράστιος ο κερατάς. Το επόμενο
πράμα που θυμάμαι, είναι που είχανε μπει κι οι δυο στο δωμάτιο. Σα στο σπίτι τους. Η παλιοΣάνυ
θρονιάστηκε στο περβάζι. Ο γέρο Μώρις ξαπλώθηκε στη μεγάλη πολυθρόνα και ξεκούμπωσε το
κολάρο του και τα ρέστα — φόραγε τη στολή του οδηγού του ασανσέρ. Μάγκα μου, έτρεμα απ' το
κακό μου.

«Άντε, αφεντικό, κατέβαινέ τα. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου».

«Σου το 'πα δέκα φορές. Δε σου χρωστάω ούτε σέντσι. Της έδωσα πρωτύτερα τα πέντε της —»

«Άσ' τις τρίχες. Εμπρός, κατέβαινέ τα».

«Μα γιατί να της δώσω κι άλλα πέντε;» του λέω. Η φωνή μου είχε γίνει χίλια κομμάτια. «Πάτε να μου
τη σκάσετε».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ο γέρο Μώρις ξεκούμπωσε όλο το σακάκι της στολής του. Το μόνο που φόραγε από κάτω ήτανε ένας
ψεύτικος γιακάς πουκάμισου, αλλά ούτε πουκάμισο ούτε τίποτα. Είχε και μια στομάχα χοντρή και
μαλλιαρή. «Κανένας δεν πάει να τη σκάσει σε κανένανε», μου λέει. «Κατέβαινέ τα, αφεντικό».

«Όχι».

Μόλις το 'πα αυτό, σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα κι άρχισε να με πλησιάζει, να πούμε. Φαινότανε σα
να 'ναι πολύ μα πολύ κουρασμένος ή σα να βαριέται τρομερά. Θεούλη μου, πώς φοβήθηκα. Είχα
σταυρώσει και τα χέρια μου, θυμάμαι. Δε θα 'τανε και τόσο άσκημα, αν δε φόραγα μόνο τις μπιζάμες
μου, έτσι νομίζω.

«Κατέβαινε, αφεντικό». Ήρθε ακριβώς εκεί που στεκόμουνα. Μόνο αυτό ήξερε να λέει. «Κατέβαινε,
αφεντικό». Ήτανε εντελώς βλάκας.

«Όχι».

«Αφεντικό, θα μ' αναγκάσεις να σε τσαλακώσω λιγάκι. Δε θέλω να το κάνω, αλλά εκεί πάει το
πράμα», μου λέει. «Μας χρωστάς πέντε δολάρια».

«Δε σας χρωστάω πέντε δολάρια», του λέω. «Κι αν μ' αγγίξεις θ' αρχίσω να ουρλιάζω σα διάολος. Θα
τους σηκώσω όλους στο πόδι εδώ μέσα. Θα 'ρθει κι η αστυνομία και τα ρέστα». Η φωνή μου έτρεμε
του κερατά.

«Και δεν ουρλιάζεις; Τι κάθεσαι;» μου κάνει ο γέρο Μώρις. «Άμα θες να μάθουνε οι δικοί σου πως
κοιμήθηκες με πουτάνα... Ένα καλόπαιδο καθωσπρέπει σαν και σένα...» Ήτανε πολύ έξυπνος, έστω
και πρόστυχα. Στ' αλήθεια ήτανε.

«Άει παράτα με. Άμα είχες πει δέκα, άλλαζε το πράμα. Εσύ μου είπες όμως καθαρά —»

«Θα τα πέσεις, ναι ή όχι;» Μ' είχε στριμώξει στην κωλόπορτα. Ήτανε πεσμένος σχεδόν ολόκληρος
πάνω μου, με κείνη τη μαλλιαρή βρωμοστομάχα του και τα ρέστα.

«Άει παράτα με. Άει στο διάολο, φεύγα απ' το δωμάτιό μου», του λέω. Είχα ακόμα τα χέρια μου
σταυρωμένα και τα ρέστα. Θε μου, σα χαζός έκανα.

Τότε η Σάνυ άνοιξε το στόμα της για πρώτη φορά. «Ρε Μώρις, να του πάρω το πορτοφόλι του;» λέει.
«Είναι κει πάνω στο πωςτολένε».

«Άντε, πιάστο».

«Άσε κάτω το πορτοφόλι μου!»

«Τώρα που το βρήκα;» μου λέει η Σάνυ. Μου ανέμισε πέντε δολάρια. «Βλέπεις; Όλο κι όλο που
παίρνω είναι τα πέντε που μου χρωστάς. Δεν είμαι κλέφτρα εγώ».

Και τότε, άξαφνα έβαλα τα κλάματα. Τα πάντα θα 'δινα για να μην έκλαιγα, αλλά έκλαψα. «Όχι,
είσαστε κλέφτες», τους λέω. «Μου κλέψατε πέντε —»

«Βούλωσ' το», μου κάνει ο γέρο Μώρις, και μου τραβάει μια σπρωξιά.

«Άστονα κάτω, ντε», του λέει η Σάνυ. «Άντε, πάμε. Τα ψιλά που μας χρώσταγε τα πήραμε. Άντε, πάμε

Digitized by 10uk1s, July 2010


τώρα. Άντε, ρε».

«Έφτασα», κάνει ο Μώρις. Αλλά δεν κουνήθηκε.

«Έλα ρε Μώρις, σου λέω. Άστονα κάτω».

«Είδες να τον πειράξω;» της λέει αθώα αθώα ο διάολος. Κι έπειτα, αυτό που έκανε, ήτανε που με
ζούληξε πολύ δυνατά με το δάχτυλό του στη μπιζάμα μου. Δε θα σας πω πού με ζούληξε, αλλά
πάντως με πέθανε στον πόνο. Του είπα πως ήτανε σκατοβρωμιάρης και κόπανος. «Τι έκανε λέει;» μου
κάνει. Έβαλε και το χέρι πίσω απ' τ' αφτί, σαν κουφός. «Τι είπες; Τι είμαι, λέει;»

Εγώ, να πούμε, ακόμα έκλαιγα. Διάολε, ήμουνα τρελός από νεύρα. «Είσαι βρωμιάρης και κόπανος»,
του λέω. «Είσαι κόπανος και απατεώνας και μάπας, και σε κανά δυο χρόνια θα καταντήσεις από
κείνους τους ψειριάρηδες που σου κολλάνε στο δρόμο και σου γυρεύουνε ψιλά για καφέ. Θα 'χεις
ένα βρωμερό πανωφόρι μες στη λίγδα και θα —»

Και τότε μου την έριξε. Ούτε που έκανα να την αποφύγω, ούτε έσκυψα ούτε τίποτα. Το μόνο που
ένιωσα ήτανε μια τρομερή μπουνιά στο στομάχι.

Δεν πρέπει να λιγοθύμησα όμως ούτε τίποτα, γιατί θυμάμαι πως σήκωσα το κεφάλι μου, έτσι όπως
ήμουνα χάμω, και τους είδα και τους δυο που βγαίνανε και κλείνανε την πόρτα. Έπειτα έμεινα πολλή
ώρα στο πάτωμα, έτσι όπως είχε γίνει πάνω κάτω και με το Στράντλεητερ. Μόνο που αυτή τη φορά
νόμιζα πως πέθαινα. Στ' αλήθεια. Έλεγα πως πνίγομαι ή κάτι τέτοιο. Το κακό ήτανε που δε μπορούσα
να πάρω ανάσα. Όταν σηκώθηκα καμιά φορά, αναγκάστηκα να πάω στο μπάνιο διπλωμένος στα δυο,
και βάσταγα το στομάχι μου και τα ρέστα.

Πάντως είμαι μουρλός. Μα το Θεό. Εκεί που πήγαινα στο μπάνιο, άρχισα να παρασταίνω πως είχα να
πούμε μια σφαίρα στην κοιλιά. Μου την είχε φυτέψει ο γέρο Μώρις. Τώρα πήγαινα στο μπάνιο να
τραβήξω μια γερή δόση ουίσκι ή κάτι τέτοιο, να μου στυλώσει τα νεύρα και να με βοηθήσει να δράσω
στ' αλήθεια. Μ' έβλεπα κιόλας να βγαίνω απ' το βρωμομπάνιο, ντυμένος και τα ρέστα, με το
αυτόματο στην τσέπη, και να παραπατάω λιγάκι. Έπειτα θα κατέβαινα από τη σκάλα, αντίς με το
ασανσέρ. Θα κρατιόμουνα απ' το κάγκελο και τα ρέστα, και το αίμα θα κύλαγε απ' την άκρη των
χειλιών μου, λίγο λίγο. Αυτό που θα 'κανα, είναι που θα κατέβαινα μερικά πατώματα — κρατώντας
την κοιλιά μου με τα αίματα να τρέχουνε παντού — κι έπειτα θα πάταγα το κουμπί του ασανσέρ.
Μόλις θ' άνοιγε τις πόρτες ο γέρο Μώρις, θα μ' έβλεπε με το αυτόματο στο χέρι και θ' άρχιζε να
ξεφωνίζει, με κείνη την πολύ τσιριχτή χέστικη φωνή, να τον αφήσω ήσυχο. Πάντως εγώ θα του τη
φύτευα. Έξι σφαίρες, ίσια στη μαλλιαρή κοιλάρα του. Μετά θα πέταγα το αυτόματο στο πηγάδι του
ασανσέρ — αφού θα σκούπιζα πρώτα όλα τα αποτυπώματα και τα ρέστα. Κι έπειτα θα σερνόμουνα
ξανά στο δωμάτιό μου και θα τηλεφώναγα της Τζαίην να 'ρθει να μου δέσει τις πληγές. Τη
φαντάστηκα να μου βαστάει ένα τσιγάρο για να καπνίζω εκεί που θα ξεμάτωνα και ξέρω γω τι.

Ο άτιμος ο σινεμάς. Μπορεί να σε καταστρέψει. Δεν κάνω πλάκα. Έκατσα στο μπάνιο κάπου μια ώρα,
και μπανιαρίστηκα και τα ρέστα. Μετά γύρισα πάλι κι έπεσα στο κρεβάτι. Έκανα κάμποσο να κοιμηθώ
—δεν ήμουνα καθόλου κουρασμένος— αλλά στο τέλος κοιμήθηκα. Το μόνο που ήθελα στην
πραγματικότητα, ήτανε ν' αυτοκτονήσω. Μου 'ρχότανε να σαλτάρω απ' το παράθυρο. Κι εδώ που τα
λέμε μπορεί και να το 'κανα, αρκεί να ήμουνα σίγουρος πως θα βρισκότανε κάποιος να με σκεπάσει
μόλις θα 'σκαγα κάτω. Δεν ήθελα να μαζευτούνε τίποτα περίεργοι και να με χαζεύουνε που θα 'χα
γίνει λιώμα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 15

ΔΕΝ πρέπει να κοιμήθηκα και πολύ, γιατί θαρρώ πως ήτανε δέκα η ώρα όταν ξύπνησα. Με το πρώτο
τσιγάρο που κάπνισα μ' έπιασε λιγούρα. Η τελευταία φορά που είχα φάει, ήτανε κείνα τα δυο
χάμπουργκερ που πήραμε με τον Άκλεϋ και το Μπρόσαρντ όταν πήγαμε σινεμά στο Έιτζερσταουν. Κι
αυτό είχε γίνει εδώ και πολύ καιρό. Έλεγα πως είχανε περάσει και πενήντα χρόνια. Το τηλέφωνο
ήτανε ακριβώς δίπλα μου. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω κάτω για να μου στείλουνε πρωινό, αλλά
φοβόμουνα λιγάκι μήπως μου το φέρει ο γέρο Μώρις, κι αν νομίζετε πως ψόφαγα να τον ξαναδώ, δεν
ξέρετε τι σας γίνεται. Έτσι έμεινα λιγάκι στο κρεβάτι και κάπνισα κι άλλο τσιγάρο. Σκέφτηκα να κάνω
κανά τηλέφωνο στην παλιόφιλη τη Τζαίην, για να δω αν είχε γυρίσει σπίτι να πούμε, αλλά δεν είχα
κέφι.

Το μόνο που έκανα, ήτανε που τηλεφώνησα στην παλιόφιλη τη Σάλυ Χέης. Πήγαινε στο Μαίρη Α.
Γούντραφ κι ήξερα πως θα 'τανε σπίτι, επειδή μου 'χε γράψει πριν από δυο βδομάδες. Όχι πως
τρελαινόμουνα για δαύτην, αλλά την ήξερα από χρόνια. Κάποτε μάλιστα, με τη βλακεία που μ'
έδερνε, την πέρναγα για πολύ έξυπνη. Ο λόγος που το πίστευα, ήτανε επειδή ήξερε ένα σωρό
πράματα για το θέατρο και τα έργα και τη λογοτεχνία και τα σχετικά. Άμα ξέρει κανείς ένα σωρό γι'
αυτά τα πράματα, σου παίρνει πολύ καιρό ώσπου ν' ανακαλύψεις αν είναι πραγματικά βλάκας ή όχι.
Στην περίπτωση της παλιόφιλης της Σάλυ, χρειάστηκα χρόνια για να τ' ανακαλύψω. Νομίζω πως θα το
'χα ανακαλύψει πολύ νωρίτερα αν δε χαϊδολογιόμαστε τόσο πολύ. Το μεγάλο κακό με μένανε είναι
πως, μ' όποια χαϊδολογιέμαι, την έχω πάντα για πολύ έξυπνη. Όχι πως έχει καμιά σχέση, αλλά πάντως
εγώ έτσι σκέφτομαι συνέχεια.

Την πήρα λοιπόν τηλέφωνο, για να μην τα πολυλογώ. Πρώτα το σήκωσε η υπηρέτρια. Μετά ο
πατέρας της. Στο τέλος ήρθε κι η ίδια. «Σάλυ;» της λέω.

«Ναι — ποιος είναι;» μου λέει. Σου ήτανε μια κάλπισσα η πιτσιρίκα! Αφού είχα πει πιο μπροστά στον
πατέρα της ποιος ήμουνα.

«Ο Χόλντεν Κώλφηλντ. Τι γίνεσαι;»

«Χόλντεν! Μια χαρά είμαι! Εσύ τι γίνεσαι;»

«Καλά. Και δε μου λες. Τι γίνεσαι λοιπόν; Θέλω να πω, πώς πάει το σχολείο;»

«Τέλεια», μου λέει. «Δηλαδή — ξέρεις».

«Μπράβο. Για κοίτα κάτι. Σκεφτόμουνα αν έχεις να κάνεις τίποτα σήμερα. Είναι Κυριακή βέβαια, αλλά
πάντα έχει κανά δυο πρωινές παραστάσεις. Φιλανθρωπικές και τέτοια. Κάνεις κέφι να πάμε;»

«Άκου λέει. Περίφημα».

Περίφημα. Αν είναι μια λέξη που μισώ, είναι το περίφημα. Είναι τόσο κάλπικη. Για μια στιγμή μπήκα
στον πειρασμό να της πω να το ξεχάσει, αλλά πιάσαμε λιγάκι την πάρλα. Δηλαδή εκείνη την έπιασε.
Ούτε λέξη δε σ' άφηνε να πετάξεις στο ανάμεσο. Πρώτα μου είπε για ένα παιδί απ' το Χάρβαρντ —
πρωτοετάκι θα 'τανε, αλλά βέβαια δε μου το 'πε— που της είχε κολλήσει άγρια. Της τηλεφώναγε
μέρα νύχτα. Άκου, μέρα νύχτα — αυτό με πέθανε. Μετά μου είπε για ένα άλλο παιδί, έναν εύελπη του
Γουέστ Πόιντ, που κι αυτός σκιζότανε για χάρη της. Μωρέ τι μας λες. Της είπα να βρεθούμε κάτω απ'
το ρολόι στο Μπίλτμορ κατά τις δύο, αλλά να μην αργήσει γιατί η παράσταση έπρεπε ν' αρχίζει στις
δυόμιση. Πάντα καθυστερημένη ερχότανε. Έπειτα το 'κλεισα. Μου γύριζε τ' άντερο πάντα, αλλά ήτανε
πολύ όμορφη.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Αφού έκλεισα το ραντεβού με την παλιόφιλη τη Σάλυ, σηκώθηκα και ντύθηκα και μάζεψα τα πράματά
μου. Προτού να βγω απ' το δωμάτιο έριξα μια ματιά απ' το παράθυρο, να δω τι κάνανε οι ανώμαλοι,
μα όλοι είχανε κλείσει τα σκούρα. Ήτανε σκέτη σεμνότητα, το πρωί. Μετά κατέβηκα με το ασανσέρ
και πλήρωσα για να φύγω. Το γέρο Μώρις δεν τον πήρε πουθενά το μάτι μου. Όχι βέβαια πως
σκοτώθηκα να τον ψάχνω, τον κερατά.

Βγαίνοντας απ' το ξενοδοχείο πήρα ταξί, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα πού διάολο να πάω. Δεν
είχα να πάω πουθενά. Ήτανε Κυριακή, και δε θα πήγαινα σπίτι ως την Τετάρτη — ή την Τρίτη, το
νωρίτερο. Πάντως το σίγουρο είναι πως δεν είχα καμιά όρεξη να πάω σ' άλλο ξενοδοχείο να μου
τινάξουνε τα μυαλά στον αέρα. Έτσι αυτό που έκανα, ήτανε που είπα του οδηγού να με πάει στο
σταθμό Γκραντ Σέντραλ. Ήτανε πολύ κοντά στο Μπίλτμορ, που είχα αργότερα ραντεβού με τη Σάλυ,
και σκέφτηκα να τι θα κάνω, θ' αφήσω τα μπαγκάζια μου σ' ένα από κείνα τα ντουλάπια που σου
δίνουνε και το κλειδί, κι έπειτα θα πάω να φάω τίποτα για πρωινό. Είχα κάτι σα λιγούρα. Όσο ήμουνα
στο ταξί έβγαλα το πορτοφόλι μου και μέτρησα τα λεφτά μου. Δε θυμάμαι ακριβώς πόσα είχανε
μείνει, αλλά δεν ήτανε και τίποτα σπουδαίο, να πούμε. Είχα ξοδέψει ολόκληρη περιουσία σε δυο
κωλοβδομάδες. Στ' αλήθεια. Κατά βάθος είμαι τρυπιοχέρης, ο διάολος. Κι όσα δε χαλάω, τα χάνω.
Σχεδόν τις μισές φορές ξεχνάω να πάρω τα ρέστα μου στα εστιατόρια και στα κλαμπ και ξέρω γω τι. Οι
δικοί μου γίνονται πυρ και μανία. Δεν έχουνε κι άδικο. Ο πατέρας μου πάντως είναι πολύ πλούσιος.
Δεν ξέρω πόσα βγάζει —ποτέ του δεν τα κουβεντιάζει μαζί μου αυτά τα πράματα— αλλά φαντάζομαι
πως πρέπει να 'ναι πολλά. Είναι νομικός σύμβουλος σε μια επιχείρηση. Αυτοί οι τύποι κάνουνε γερή
μπάζα. Ένας άλλος λόγος που ξέρω πως βαστιέται γερά, είναι που πάντα επενδύει λεφτά σε έργα στο
Μπρόντγουεη. Πάντα όμως πάνε κατά διαόλου, κι η μάνα μου λυσσάει όταν το μαθαίνει. Δε στέκει
και πολύ καλά στην υγεία της, απ' όταν πέθανε ο αδερφός μου ο Άλι. Είναι πολύ νευρικιά. Κι αυτός
είναι ένας άλλος λόγος που δε θα 'θελα, για τίποτα στον κόσμο, να μάθει πως πάλι πήρα πόδι.

Έβαλα λοιπόν τις βαλίτσες μου σ' ένα από κείνα τα ντουλάπια στο σταθμό και μπήκα σ' ένα μπαράκι
να φάω κάτι. Παράγγειλα ένα γενναίο πρωινό — χυμό πορτοκάλι, αβγά με μπέηκον, φρυγανιές και
καφέ. Στα κανονικά μου πίνω μόνο λίγη πορτοκαλάδα. Είμαι πολύ λιγόφαγος εγώ. Στ' αλήθεια. Γι'
αυτό κι είμαι έτσι αδύνατος, ο διάολος. Μια φορά υποτίθεται πως άρχισα μια δίαιτα, που πρέπει να
τρως όλο αμυλώδη και τέτοια σκατά, για να πάρω βάρος και τα ρέστα, αλλά δεν τη συνέχισα. Όταν
είμαι έξω, παραγγέλνω κατά κανόνα ένα σάντουιτς με ελβετικό τυρί και γάλα με οβομαλτίνη. Δεν
είναι βέβαια και πολύ, αλλά πάντως με την οβομαλτίνη παίρνεις ένα σωρό βιταμίνες. Χ.Β. Κώλφηλντ.
Χόλντεν Βιταμίνας Κώλφηλντ.

Εκεί που έτρωγα τ' αβγά μου, μπήκανε δυο καλόγριες με βαλίτσες και τα ρέστα — φαντάστηκα πως
μετακομίζανε σ' άλλο μοναστήρι ή κάτι τέτοιο και περιμένανε το τραίνο — κι ήρθανε και κάτσανε
δίπλα μου στο μπάγκο. Φαινότανε πως δεν ξέρανε τι διάολο να κάνουνε τις βαλίτσες τους, κι έτσι
σηκώθηκα να τους δώσω ένα χεράκι. Είχανε κάτι βαλίτσες από κείνες τις πολύ φτηνές — που δεν
είναι ούτε αληθινό πετσί ούτε τίποτα. Όχι πως έχει καμιά σημασία, το ξέρω, αλλά να, δε μ' αρέσει να
'χει κανείς φτηνές βαλίτσες. Φαίνεται τρομερό που το λέω, αλλά μπορεί και να μισήσω κάποιονε με
το που θα τον κοιτάξω, αν κουβαλάει φτηνές βαλίτσες. Μου 'χει συμβεί κάτι μια φορά. Για ένα
διάστημα, τότε που ήμουνα στο Έλκτον Χιλς, έμενα στο ίδιο δωμάτιο με κείνο το παιδί, το Ντικ
Σλέηγκλ, που είχε κάτι πολύ φτηνές βαλίτσες. Τις φύλαγε κάτω απ' το κρεβάτι του αντί να τις βάζει
στο ράφι, για να μην τις βλέπουνε δίπλα δίπλα με τις δικές μου. Διάολε, μ' έπιανε η ψυχή μου, κι όλη
την ώρα ήθελα να πετάξω τις βαλίτσες μου ή δεν ξέρω τι, ή πάλι να του πω να κάνουμε αλλαξιά. Οι
δικές μου ήτανε από του Μαρκ Κρος, αληθινή βακέτα και τέτοια σκατά, και φαντάζομαι πως θα
κάνανε ένα κάρο λεφτά. Είχε όμως μεγάλη πλάκα. Να τι έγινε. Αυτό που έκανα, ήτανε ότι στο τέλος
έβαλα και τις δικές μου βαλίτσες κάτω απ' το κρεβάτι μου, κι όχι στο ράφι, για να μην πάθει κανένα
κωλοκόμπλεξ κατωτερότητας ο γέρο Σλέηγκλ μ' όλη αυτή την ιστορία. Ακούστε όμως τι έκανε ο άλλος.
Μια μέρα μετά που έβαλα τις βαλίτσες μου κάτω απ' το κρεβάτι μου, εκείνος έβγαλε τις δικές του και
τις έβαλε στο ράφι. Ο λόγος που το έκανε, και πέρασε λίγος καιρός ώσπου να το ανακαλύψω, ήτανε
που ήθελε να νομίζουνε οι άλλοι πως οι βαλίτσες μου ήτανε δικές του. Στ' αλήθεια. Από 'να μέρος,

Digitized by 10uk1s, July 2010


ήτανε πολύ παράξενο παιδί. Όλη την ώρα μου κόλλαγε για τις βαλίτσες μου, για παράδειγμα. Έλεγε
πως είναι πολύ καινούριες και μπουρζουάδικες. Αυτή τη σκατολέξη την αγάπαγε πολύ. Κάπου θα την
είχε διαβάσει, ή τέλος πάντων κάπου την άκουσε. Ό,τι κι αν είχα ήτανε μπουρζουάδικο μέχρι
σκασμού. Ακόμα κι ο στυλός μου ήτανε μπουρζουάδικος. Κάθε τρεις και λίγο τον δανειζότανε, αλλά
πάντως ήτανε μπουρζουάδικος. Μείναμε στο ίδιο δωμάτιο κάπου δυο μήνες μόνο. Μετά κι οι δυο
ζητήσαμε να μας αλλάξουνε. Η πλάκα είναι πως μου έλειψε κάπως, μετά που αλλάξαμε, γιατί είχε
φοβερό χιούμορ ο διάολος, και καμιά φορά κάναμε μεγάλες πλάκες. Δε θα μου φαινότανε περίεργο
να του 'χα λείψει κι αυτουνού. Στην αρχή το 'λεγε μόνο για πλάκα πως τα πράματά μου είναι
μπουρζουάδικα, και μένα δε μ' έκοφτε διόλου — εδώ που τα λέμε, είχε την πλάκα του. Μετά, ύστερ'
από λίγο, καταλάβαινες ότι πια δεν έκανε πλάκα. Το ζήτημα είναι, πως σου πέφτει στ' αλήθεια πολύ
δύσκολο να μένεις στο ίδιο δωμάτιο με κάποιονε, άμα οι βαλίτσες σου είναι πολύ καλύτερες απ' τις
δικές του — άμα οι δικές σου είναι οι καλές κι εκεινού δεν είναι. Νομίζεις πως άμα είναι ξύπνιος και
τα ρέστα και καταλαβαίνει από καλαμπούρι, δε δίνει πεντάρα ποιανού βαλίτσες είναι οι καλύτερες,
αλλά στην πραγματικότητα τον κόφτει και τον ζεματάει. Στ' αλήθεια. Κι αυτός είναι ένας απ' τους
λόγους που έμενα στο ίδιο δωμάτιο μ' ένα βλαμμένο κωλόπαιδο σαν το Στράντλεητερ. Τουλάχιστο και
κεινού οι βαλίτσες ήτανε καλές σαν τις δικές μου.

Για να μην τα πολυλογώ, εκείνες οι δυο καλόγριες κάτσανε δίπλα μου και πιάσαμε κάπως την
κουβέντα. Η μια, που καθότανε ακριβώς δίπλα μου, κράταγε ένα από κείνα τα ψάθινα πανεράκια που
έχουνε οι καλόγριες και τα κορίτσια του Στρατού της Σωτηρίας για να μαζεύουνε λεφτά άμα
πλησιάζουνε Χριστούγεννα. Τις βλέπεις στημένες στις γωνίες, ιδίως στην Πέμπτη Λεωφόρο, μπροστά
απ' τα μεγάλα μαγαζιά και τα ρέστα. Τέλος πάντων, της μιανής που ήτανε δίπλα μου της έπεσε το
πανεράκι κάτω, κι εγώ έσκυψα και της το 'πιασα. Τη ρώτησα αν μάζευε λεφτά για φιλανθρωπίες και
τέτοια, και είπε όχι. Είπε πως το πανεράκι δεν είχε χωρέσει στη βαλίτσα της, όταν την έφτιαχνε, κι έτσι
το κουβάλαγε στο χέρι. Σου χαμογέλαγε πολύ γλυκά άμα σε κοίταγε. Είχε μεγάλη μύτη και φόραγε
από κείνα τα γυαλιά με το συρματάκι γύρω γύρω που δεν κολακεύουνε και πολύ, αλλά πάντως είχε
τρομαχτικά καλοσυνάτο πρόσωπο. «Έλεγα πως αν κάνατε έρανο, θα μπορούσα να σας δώσω κάτι»,
της λέω. «Θα μπορούσατε να φυλάξετε τα λεφτά για όταν θα κάνετε έρανο».

«Α, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», μου λέει, και η άλλη, η φιλενάδα της, έσκυψε και με κοίταξε.
Η άλλη διάβαζε ένα μαύρο βιβλιαράκι, εκεί που έπινε τον καφέ της. Φαινότανε σαν Αγία Γραφή, μόνο
που αυτό ήτανε πολύ φτενό. Πάντως ήτανε από κείνα τα βιβλία που το σουλούπι τους μοιάζει με Αγία
Γραφή. Όλο κι όλο το πρωινό τους ήτανε καφές και φρυγανιά. Μ' έπιασε πάλι πλάκωση. Δεν τ'
ανέχομαι, εγώ να τρώω αβγά με μπέηκον και δεν ξέρω τι, κι ο άλλος σκέτο καφέ με φρυγανιά.

Μ' αφήσανε να τους δώσω δέκα δολάρια εισφορά. Όλη την ώρα με ρωτάγανε αν είμαι σίγουρος πως
μπορούσα να τα διαθέσω και τα ρέστα. Τους είπα πως είχα ένα σωρό λεφτά μαζί μου, αλλά δε
φανήκανε να το πολυπιστεύουνε. Στο τέλος όμως τα πήρανε. Κι οι δυο τους μου λέγανε τόσα
ευχαριστώ όλη την ώρα, που κατάντησε ενοχλητικό. Προσπάθησα να γυρίσω την κουβέντα σε γενικά
θέματα, και τις ρώτησα που πηγαίνανε. Είπανε πως ήτανε δασκάλες και πως ό,τι είχανε έρθει απ' το
Σικάγο και πως θα διδάσκανε σ' ένα μοναστήρι στην 168 Οδό ή στην 186 η τέλος πάντων σε κάποιον
από κείνους τους δρόμους, στου διαόλου τη μάνα, στην άλλη άκρη της πόλης. Εκείνη που καθότανε
δίπλα μου, με το συρματάκι στα γυαλιά, μου είπε πως δίδασκε αγγλικά και η φιλενάδα της δίδασκε
ιστορία και αγωγή πολίτου. Άρχισα τότε ν' αναρωτιέμαι σαν παλαβός πώς θα της φαινότανε της
διπλανής μου, εκεινής που έκανε αγγλικά, αφού ήτανε καλόγρια και τα ρέστα, όταν διάβαζε μερικά
βιβλία για το μάθημα των αγγλικών. Δεν ήτανε ανάγκη να 'ναι απ' τα βιβλία που έχουνε μέσα πολλά
σεξουαλικά, αλλά τέλος πάντων βιβλία με εραστές και τέτοια. Πάρτε να πούμε εκείνη την Ευσταθία
Βάι στην Επιστροφή στην Πατρίδα, του Τόμας Χάρντυ. Όχι πως ήτανε ιδιαίτερα σέξυ και ξέρω γω τι,
αλλά και πάλι δε γίνεται να μην αναρωτηθείς τι θα σκέφτεται μια καλόγρια άμα διαβάζει για την
παλιόφιλη την Ευσταθία. Φυσικά όμως δεν είπα κουβέντα. Το μόνο που είπα, ήτανε πως το πιο καλό
μου μάθημα είναι τ' αγγλικά.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Α, αλήθεια; Α, πολύ χαίρομαι!» μου λέει εκείνη με τα γυαλάκια που δίδασκε αγγλικά. «Και τι κάνατε
φέτος στο σχολείο; Πολύ θα μ' ενδιέφερε να μου πεις». Ήτανε στ' αλήθεια πολύ γλυκιά.

«Να, τον περισσότερο καιρό κάναμε τους Αγγλοσάξονες. Το Μπήογουφ και το γέρο Γκρέντελ και το
Λόρδε Ράνταλ Γιε Μου και τα ρέστα. Καμιά φορά όμως μας βάζανε να διαβάζουμε και βιβλία εκτός
ύλης για να μαθαίνουμε κάτι παραπάνω. Διάβασα την Επιστροφή στην Πατρίδα του Τόμας Χάρντυ,
και το Ρωμαίος και Ιουλιέτα και τον Ιούλιο —»

«Αχ, το Ρωμαίος και Ιουλιέτα! Τι όμορφο! Μη μου πεις πως δε σ' άρεσε;» Σίγουρα δε μίλαγε και πολύ
καλογερίστικα.

«Α ναι, μ' άρεσε. Μ' άρεσε πάρα πολύ. Είχε βέβαια και μερικά πραματάκια που δε μ' αρέσανε εκεί
μέσα, αλλά γενικά ήτανε πολύ συγκινητικό».

«Τι δε σ' άρεσε; Θυμάσαι;»

Για να λέμε την αλήθεια, ήτανε λιγάκι ενοχλητικό από 'να μέρος να μιλάς μαζί της για το Ρωμαίος και
Ιουλιέτα. Θέλω να πω, το έργο γίνεται πολύ σέξυ σε ορισμένα σημεία, και κείνη ήτανε να πούμε
καλόγρια, αλλά μιας και ρώταγε το κουβεντιάσαμε λίγο. «Να», της λέω, «δε μπορώ να πω πως
τρελαίνομαι για το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Θέλω να πω, μ' αρέσουνε αλλά — δεν ξέρω. Καμιά φορά
γίνονται πολύ ενοχλητικοί. Θέλω να πω, πιο πολύ λυπήθηκα όταν σκοτώθηκε ο γέρο Μερκούτιος,
παρά άμα πεθάνανε ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα. Το ζήτημα είναι πως δεν τόνε συμπαθούσα και πολύ το
Ρωμαίο μετά που μαχαιρώθηκε ο Μερκούτιος από κείνο τον άλλονε —τον ξάδερφο της Ιουλιέτας—
πώς τον λέγανε —»

«Τυβάλδο».

«Μάλιστα, τον Τυβάλδο», της λέω — πάντα το ξεχνάω τ' όνομά του εκεινού του τύπου. «Ο Ρωμαίος
έφταιγε. Θέλω να πω, πιο καλά μ' άρεσε στο έργο ο γέρο Μερκούτιος. Δεν ξέρω πάντως. Όλοι εκείνοι
οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι είναι εντάξει — κυρίως η Ιουλιέτα — αλλά ο Μερκούτιος ήτανε άλλο
πράμα — δεν είν' εύκολο να το εξηγήσω. Ήτανε πολύ έξυπνος και διασκεδαστικός, κι απ' όλα. Το
ζήτημα είναι πως γίνομαι θηρίο άμα σκοτώνεται κανένας — ιδίως κανένας πολύ έξυπνος και
διασκεδαστικός και τα ρέστα — και φταίει κάποιος άλλος. Με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα ήτανε
αλλιώτικα. Εκείνοι φταίγανε».

«Σε ποιο σχολείο πας, χρυσό μου;» μου λέει. Μάλλον ήθελε να κόψουμε την κουβέντα για το Ρωμαίο
και την Ιουλιέτα.

Της είπα στο Πένσυ, και το 'χε ακουστά. Είπε πως ήτανε πολύ καλό σχολείο. Εγώ όμως έκανα πως δεν
τ' άκουσα. Μετά η άλλη, εκείνη που έκανε ιστορία και αγωγή πολίτου, είπε πως πρέπει να
πηγαίνουνε. Τους πήρα το χαρτάκι με το λογαριασμό τους, αλλά δε μ' αφήνανε να πληρώσω. Εκείνη
με τα γυαλάκια μου τον πήρε πίσω.

«Φέρθηκες γενναιόδωρα και με το παραπάνω», μου λέει. «Είσαι πολύ γλυκό παιδί». Σίγουρα ήτανε
πολύ καλή. Μου θύμιζε λιγάκι τη μάνα του γέρο Έρνεστ Μόροου, εκείνη που συνάντησα στο τραίνο.
Ιδίως άμα χαμογέλαγε. «Χαρήκαμε πάρα πολύ που κουβεντιάσαμε μαζί σου», μου λέει.

Τους είπα πως κι εγώ χάρηκα πάρα πολύ που κουβεντιάσαμε. Και το πίστευα. Θα το χαιρόμουνα
όμως πολύ περισσότερο, αν δε φοβόμουνα λιγάκι πως εκεί που κουβεντιάζαμε θα προσπαθούσανε
άξαφνα να μάθουνε αν ήμουνα καθολικός. Όλοι οι καθολικοί πάντα προσπαθούνε να μάθουνε αν
είσαι καθολικός. Αυτό μου 'χει τύχει πολλές φορές, κυρίως επειδή το παράνομά μου είναι ιρλανδέζικο

Digitized by 10uk1s, July 2010


και οι περισσότεροι με ιρλανδέζικη καταγωγή είναι καθολικοί. Εδώ που τα λέμε, ο πατέρας μου ήτανε
κάποτε καθολικός, αλλά το 'κοψε όταν παντρεύτηκε τη μάνα μου. Όμως οι καθολικοί πάντα κοιτάνε
να μάθουνε αν είσαι καθολικός, ακόμα κι όταν δεν ξέρουνε το παράνομά σου. Ήξερα ένα παιδί
καθολικό, το Λιούις Γκόρμαν, άμα ήμουνα στο Γούτον. Ήτανε το πρώτο παιδί που γνώρισα εκεί μέσα.
Καθόμασταν στις δυο πρώτες καρέκλες έξω απ' το κωλοϊατρείο του σχολείου· ήταν η μέρα που
αρχίζαμε μαθήματα, και περιμέναμε να περάσουμε απ' τους γιατρούς, και πιάσαμε να πούμε την
κουβέντα για το τένις. Του άρεσε πολύ το τένις, όπως και μένα. Μου είπε πως πήγαινε στους Εθνικούς
του Φόρεστ Χιλς κάθε καλοκαίρι, και του είπα πως και γω πήγαινα, κι έπειτα πιάσαμε κουβέντα για
μερικούς τρομερούς τενίστες, κάμποση ώρα. Ήξερε ένα σωρό πράματα από τένις, για την ηλικία του.
Στ' αλήθεια. Και τότε, ύστερ' από λίγο, εκεί στη μέση της κωλοσυζήτησης, μου λέει, «Μήπως πήρε το
μάτι σου στην πόλη κατά που πέφτει η καθολική εκκλησία;» Το ζήτημα είναι πως, απ' τον τρόπο που
ρώταγε, καταλάβαινες πως πήγαινε να με ψαρέψει αν ήμουνα καθολικός. Αλήθεια. Όχι πως είχε
προκαταλήψεις ή κάτι τέτοιο, αλλά πάντως ήθελε να μάθει. Την κουβέντα για το τένις και τα ρέστα τη
γλένταγε, αλλά καταλάβαινες πως θα τη γλένταγε πιο πολύ να πούμε αν ήμουνα καθολικός. Αυτά τα
πράματα μου τη βαράνε κατακέφαλα. Δε λέω πως χάλασε την κουβέντα ή κάτι τέτοιο — γιατί δεν τη
χάλασε — αλλά διάολε, σίγουρα ούτε καλύτερη την έκανε. Γι' αυτό χάρηκα που εκείνες οι δυο
καλόγριες δε με ρωτήσανε αν ήμουνα καθολικός. Όχι πως θα χάλαγε η κουβέντα άμα ρωτάγανε, αλλά
πάντως θα γινότανε αλλιώτικη. Δε λέω πως φταίνε οι καθολικοί. Δεν το 'πα αυτό. Κι εγώ τα ίδια θα
'κανα αν ήμουνα καθολικός. Είναι όμως σαν εκείνες τις βαλίτσες που σας έλεγα, με κάποιο τρόπο.
Θέλω να πω δηλαδή πως δεν είναι καλό, όταν κουβεντιάζεις όμορφα κι ωραία. Αυτό ήθελα να πω
μόνο.

Την ώρα που σηκωνόντουσαν να φύγουνε, έκανα κάτι πολύ ανόητο κι ενοχλητικό. Είχα ανάψει
τσιγάρο, κι εκεί που σηκώθηκα να τις χαιρετήσω, τους φύσηξα καταλάθος τον καπνό στη μούρη. Δεν
το 'θελα, αλλά πάντως έγινε. Τους ζήτησα συγνώμη σαν τρελός, και κείνες φερθήκανε πολύ ευγενικά,
αλλά πάντως ήτανε πολύ ενοχλητικό.

Μετά που φύγανε το μετάνιωσα που τους είχα δώσει μόνο δέκα δολάρια για τον έρανο. Το ζήτημα
είναι όμως πως είχα κλείσει ραντεβού να πάω σε κείνη την παράσταση με την παλιόφιλη τη Σάλυ
Χέης, κι έπρεπε να κρατήσω μερικά ψιλά για εισιτήρια και τα ρέστα. Πάντως το 'χα μετανιώσει.
Καταραμένο χρήμα. Στο τέλος πάντα στεναχώρια σου φέρνει, ο διάολος.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 16

ΟΤΑΝ τέλειωσα το πρωινό μου ήτανε ακόμα δώδεκα πάνω κάτω, και δε θα βρισκόμουνα με την
παλιόφιλη τη Σάλυ πριν από τις δύο, κι έτσι το 'ριξα στο περπάτημα. Εκείνες οι δυο καλόγριες δε
λέγανε να βγούνε απ' το μυαλό μου. Σκεφτόμουνα συνέχεια εκείνο το ξεφτισμένο ψάθινο
παλιοπάνερο που γυρνάγανε και μαζεύανε λεφτά, όταν δεν κάνανε μάθημα στο σχολείο.
Προσπαθούσα να φανταστώ τη μάνα μου να πούμε, ή τη θεία μου, ή την τρελάρα τη μάνα της Σάλυ
Χέης, να στέκονται έξω από κανά μεγάλο μαγαζί και να μαζεύουνε λεφτά για τους φτωχούς μ' ένα
ξεφτισμένο ψάθινο παλιοπάνερο. Ήτανε δύσκολο να τις φανταστώ. Όχι τόσο τη μάνα μου, μα τις
άλλες δύο. Η θεία μου είναι πολύ φιλάνθρωπη — πάει εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό και σε τέτοια
— αλλά είναι πολύ καλοντυμένη και τα ρέστα, κι όταν κάνει τις φιλανθρωπίες της, είναι πάντα
ντυμένη στην τρίχα και φοράει κοκκινάδι και τέτοιες αηδίες. Δε μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει
τίποτα φιλανθρωπικό, άμα έπρεπε να φοράει μαύρα ρούχα κι ούτε κοκκινάδι ούτε τίποτα όταν θα το
'κανε. Και τη μάνα της παλιόφιλης της Σάλυ Χέης. Χριστούλη μου. Η μόνη περίπτωση που θα γύρναγε
με το πανεράκι να μαζεύει λεφτά, θα ήτανε αν της φιλάγανε όλοι το βρακί κάθε που θα της δίνανε την
εισφορά τους. Άμα της ρίχνανε σκέτα τα λεφτά στο πανεράκι κι έπειτα φεύγανε χωρίς να της πούνε
τίποτα, δηλαδή άμα την αγνοούσανε ή κάτι τέτοιο, θα τα βρόνταγε χάμω από την πρώτη ώρα. Θα
βαριότανε. Θα παράδινε το πανεράκι της και θα πήγαινε σε κανένα εστιατόριο πολυτελείας για φαΐ.
Αυτό είναι που μ' άρεσε σε κείνες τις καλόγριες. Αν όχι τίποτ' άλλο, τουλάχιστον έβλεπες πως δεν
πηγαίνανε ποτέ σε εστιατόρια πολυτελείας για φαΐ. Διάολε, τις λυπόμουνα λιγάκι όσο το
σκεφτόμουνα πως δεν τρώγανε ποτέ σε εστιατόρια πολυτελείας και ξέρω γω τι. Ήξερα πως δεν είχε
και μεγάλη σημασία, αλλά πάντως τις λυπόμουνα.

Άρχισα να περπατάω κατά το Μπρόντγουεη, έτσι για την πλάκα μου, γιατί είχα χρόνια και ζαμάνια να
περάσω από κει. Κι έπειτα, ήθελα να βρω κανένα δισκάδικο απ' αυτά που ανοίγουνε την Κυριακή.
Ήτανε ένας δίσκος που ήθελα να τον πάρω της Φοίβης και που τον λέγανε «Little Shirley Beans».
Ήτανε όμως πολύ δύσκολο να τόνε βρεις αυτό το δίσκο. Έλεγε για μια πιτσιρίκα που δεν ήθελε να βγει
απ' το σπίτι της, γιατί της είχανε βγει τα δυο μπροστινά της δόντια και ντρεπότανε. Τον είχα ακούσει
στο Πένσυ. Τον είχε ένα παιδί που έμενε στο από κάτω πάτωμα, και του είχα πει να μου τον πουλήσει
γιατί ήξερα πως θα το 'κανε λιώμα το Φοιβάκι, αλλά δε μου τον πούλαγε. Ήτανε ένας πολύ παλιός,
απίθανος δίσκος που είχε γυρίσει μια μαύρη τραγουδίστρια, η Εστέλ Φλέτσερ, πριν από είκοσι χρόνια
περίπου. Το τραγουδάει πολύ Ντίξιλαντ και μπουρδελιάρικα, και δε φαίνεται διόλου γλυκανάλατο.
Άμα το τραγούδαγε καμιά άσπρη, θα το 'κανε γλυκούτσικο του σκασμού, αλλά η γριά Εστέλ Φλέτσερ
ήξερε τι διάολο έκανε, κι ήτανε απ' τους καλύτερους δίσκους που είχα ακούσει ποτέ. Σκέφτηκα να τον
αγοράσω σε κανά μαγαζί από κείνα που ανοίγουνε την Κυριακή, κι έπειτα να τον πάρω μαζί μου στο
πάρκο. Ήτανε Κυριακή κι η Φοίβη πάει και κάνει πατίνι στο πάρκο τις Κυριακές, πολύ συχνά. Ήξερα
πού τριγυρίζει τις πιο πολλές φορές.

Δεν έκανε και τόσο κρύο σαν την προηγούμενη μέρα, αλλά δεν είχε ήλιο και δεν ήτανε και πολύ
όμορφα για περπάτημα. Είχε όμως και κάτι όμορφο. Εκείνη η οικογένεια, που μάντευες με την πρώτη
πως ό,τι είχε βγει από την εκκλησία, περπάταγε ακριβώς μπροστά μου, ο πατέρας, η μάνα κι ένας
πιτσιρίκος γύρω στα έξι. Φαινόντουσαν και κάπως φτωχοί, να πούμε. Ο πατέρας φόραγε από κείνα τα
γκρι περλέ καπέλα που φοράνε οι πολύ φτωχοί άμα θέλουνε να φαίνονται καθωσπρέπει. Περπάταγε
μαζί με τη γυναίκα του και κουβεντιάζανε και δε δίνανε σημασία στον πιτσιρίκο. Ο μικρός ήτανε
απίθανος. Περπάταγε στο δρόμο αντίς για το πεζοδρόμιο, αλλά σύρριζα στο κράσπεδο. Έκανε σα να
πατάει πάνω σε μια πολύ ίσια γραμμή, έτσι όπως κάνουνε τα παιδιά, κι όλη την ώρα τραγούδαγε
μουρμουριστά. Πλησίασα για ν' ακούσω τι τραγούδαγε. Έλεγε κείνο το τραγούδι «Όταν πιάνεις
κάποιον που 'ρχεται μέσ' απ' τη σίκαλη». Είχε όμορφη φωνούλα. Τραγούδαγε έτσι, για το κέφι του, το
καταλάβαινες με την πρώτη. Δίπλα περνάγανε τ' αυτοκίνητα σα σίφουνας, φρένα στριγγλίζανε
παντού, χάλαγε ο κόσμος, οι δικοί του ούτε που του 'διναν σημασία, και κείνος περπάταγε σύρριζα
στο κράσπεδο και τραγούδαγε «Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μέσ' απ' τη σίκαλη». Με

Digitized by 10uk1s, July 2010


ξαλάφρωσε λιγάκι. Τώρα πια δεν ένιωθα τόσο λυπημένος.

Το Μπρόντγουεη ήτανε πήχτρα στον κόσμο και τη βρωμιά. Ήτανε Κυριακή, κι ακόμα δώδεκα η ώρα,
αλλά πάντως ήτανε πήχτρα. Όλοι πηγαίνανε σινεμά — στο Παραμάουντ ή στο Άστορ ή στο Στραντ ή
στο Κάπιτολ — τέλος πάντων σ' ένα από κείνα τα απερίγραπτα μέρη. Όλοι φοράγανε τα καλά τους
γιατί ήτανε Κυριακή, κι αυτό το 'κανε ακόμα χειρότερο. Το ακόμα πιο χειρότερο ήτανε όμως που
μάντευες ότι όλοι θέλανε να πάνε σινεμά. Δεν άντεχα να τους βλέπω. Το καταλαβαίνω άμα πηγαίνει
κανένας σινεμά επειδή δεν έχει τίποτ' άλλο να κάνει, αλλά άμα θέλει στ' αλήθεια να πάει, και μάλιστα
περπατάει και γρήγορα για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα, με πιάνει η ψυχή μου, διάολε. Ιδίως άμα
βλέπω εκατομμύρια κόσμο να στέκεται σε κείνες τις απαίσιες μακριές ουρές που φέρνουνε βόλτα το
τετράγωνο, και να περιμένει με κείνη την τρομαχτική υπομονή να βγάλει εισιτήριο και τα ρέστα.
Μάγκα μου, δεν έλεγα να βγω γρήγορα από κείνο το καταραμένο το Μπρόντγουεη. Πάντως ήμουνα
τυχερός. Στο πρώτο δισκάδικο που μπήκα είχανε το «Little Shirley Beans». Με χαρατσώσανε πέντε
δολάρια γιατί ήτανε από τους πολύ σπάνιους δίσκους, αλλά δε μ' ένοιαξε. Μάγκα μου, έτσι άξαφνα
ένιωσα τόσο ευτυχισμένος. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω στο πάρκο, για να δω αν ήτανε εκεί γύρω το
Φοιβάκι και να της τον δώσω.

Όταν βγήκα απ' το δισκάδικο βρήκα μπροστά μου ένα ψιλικατζίδικο και μπήκα. Σκέφτηκα να κάνω
ένα τηλέφωνο στην παλιόφιλη τη Τζαίην, να δω αν γύρισε σπίτι για τις διακοπές. Μπήκα λοιπόν στο
θάλαμο και τηλεφώνησα. Το κακό ήτανε όμως που το σήκωσε η μάνα της, κι έτσι αναγκάστηκα να το
κλείσω. Δεν είχα καμιά όρεξη να πιάσω μαζί της ψιλή κουβέντα και τα ρέστα. Έτσι κι αλλιώς, δεν
τρελαίνομαι να μιλάω με τις μανάδες των κοριτσιών στο τηλέφωνο. Όμως θα μπορούσα να τη
ρωτήσω έστω αν είχε γυρίσει η Τζαίην. Δε θα μ' έτρωγε κιόλα. Αλλά δεν είχα κέφι. Πρέπει να 'χεις
πραγματικά κέφι για τέτοιες ιστορίες.

Μου 'μενε ακόμα να πάω να βγάλω εκείνα τα κωλοεισιτήρια για το θέατρο, κι έτσι αγόρασα μια
εφημερίδα για να δω τι παίζανε. Ένεκα που ήτανε Κυριακή, παίζανε μόνο τρία έργα. Έτσι αυτό που
έκανα, ήτανε που πήγα κι έβγαλα δύο εισιτήρια πλατεία για το Ξέρω την Αγάπη μου. Ήτανε
φιλανθρωπική παράσταση και ξέρω γω τι. Δεν είχα και μεγάλη όρεξη να το δω, αλλά ήξερα πως η
παλιοΣάλυ, η βασίλισσα των κάλπηδων, θα ξελιγωνότανε άμα της έλεγα πως έβγαλα εισιτήρια για κει,
γιατί παίζανε οι Λαντς και τα ρέστα. Της αρέσανε τα έργα που υποτίθεται πως ήτανε πολύ στεγνά και
διανοουμενίστικα που λένε, με τους Λαντς και δε συμμαζεύεται. Εμένα πάντως δε μ' αρέσει το
θέατρο, άμα θέλετε να ξέρετε. Δεν είναι βέβαια και τόσο απαίσιο όπως ο σινεμάς, αλλά σίγουρα δεν
είναι και να τρελαίνεσαι. Πρώτα πρώτα, σιχαίνομαι τους ηθοποιούς. Ποτέ τους δεν κάνουνε σαν
πραγματικοί άνθρωποι. Έτσι νομίζουνε μόνο. Μερικοί από τους καλούς το καταφέρνουνε, έστω και
λιγάκι, αλλά όχι τόσο που να το γλεντάς να τους βλέπεις. Κι άμα κανένας ηθοποιός είναι στ' αλήθεια
καλός, πάντα το καταλαβαίνεις πως το ξέρει που είναι καλός, κι αυτό τα χαλάει όλα. Πάρτε για
παράδειγμα το Σερ Λώρενς Ολιβιέ. Τον είχα δει στον Άμλετ. Μας είχε πάει πέρσι ο D.B. με τη Φοίβη.
Μας έκανε πρώτα το τραπέζι και μετά μας πήγε. Αυτός το είχε ξαναδεί, κι απ' όσα μας έλεγε στο
τραπέζι δεν κρατιόμουνα, έλεγα πότε θα 'ρθει η ώρα να το δω. Μα δεν το φχαριστήθηκα και πολύ.
Απλούστατα, δε μπορώ να καταλάβω τι υπέροχο έχει ο Σερ Λώρενς Ολιβιέ, αυτό είν' όλο. Έχει
απίθανη φωνή κι είναι τρομαχτικά ωραίος τύπος, κι είναι όμορφα να τόνε βλέπεις άμα περπατάει ή
μονομαχεί ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν ήτανε όπως μας παράστησε ο D.B. τον Άμλετ. Πιο πολύ με
κωλοστράτηγο έμοιαζε, παρά με τύπο ζουληγμένο και λυπημένο. Το καλύτερο μέρος σ' ολόκληρο το
έργο ήτανε εκεί που φεύγει ο αδερφός της παλιόφιλης της Οφηλίας — εκείνος που στο τέλος
μονομαχεί με τον Άμλετ — κι ο πατέρας του του δίνει ένα σωρό συμβουλές. Την ώρα λοιπόν που ο
πατέρας του του δίνει ένα σωρό συμβουλές, η παλιόφιλη η Οφηλία του κάνει κάτι πλάκες εκεί πέρα
του αδερφού της, και του τραβάει το μαχαίρι απ' τη θήκη του, και τον τσιγκλάει όλη την ώρα και
κείνος προσπαθεί να κάνει πως τον ενδιαφέρουνε πάρα πολύ όλες οι μπούρδες που του αραδιάζει ο
πατέρας του. Αυτό ήτανε το ωραίο. Μου την έδωσε. Δε βλέπεις όμως συχνά τέτοια πράματα. Το μόνο
που άρεσε στο Φοιβάκι, ήτανε εκεί που ο Άμλετ χαϊδεύει εκείνο το σκύλο στο κεφάλι. Το βρήκε
αστείο και όμορφο, κι είχε δίκιο. Θα πρέπει πάντως να διαβάσω μόνος μου το έργο. Το κακό με

Digitized by 10uk1s, July 2010


μένανε είναι πως πάντα πρέπει να τα διαβάζω και μόνος μου αυτά τα πράματα. Άμα τα παίζει ένας
ηθοποιός ούτε που τον ακούω. Όλη την ώρα σφίγγομαι, γιατί τρέμω μήπως κάνει από στιγμή σε
στιγμή τίποτα κάλπικο.

Όταν έβγαλα και τα εισιτήρια για την παράσταση με τους Λαντς, πήρα ένα ταξί και πήγα στο πάρκο.
Θα μπορούσα να πάρω τον υπόγειο ή κάτι τέτοιο, γιατί σιγά σιγά είχα αρχίσει να ξεπαραδιάζομαι,
αλλά δεν έβλεπα την ώρα να φύγω απ' το Κωλομπρόντγουεη όσο πιο γρήγορα γινότανε.

Στο πάρκο ήταν απαίσια. Δεν έκανε πολύ κρύο, μα δεν είχε καθόλου ήλιο, και γύρω δε φαινότανε να
'χει άλλο από σκυλοκούραδα και ροχάλες και γόπες απ' τα πούρα που πετάνε οι γέροι, κι έλεγες πως
όλα τα παγκάκια θα 'τανε βρεμένα αν έκανες να καθήσεις. Ήτανε να σε πιάνει η ψυχή σου, και κάθε
λίγο εκεί που περπατούσες ανατρίχιαζες, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ούτε που φαινόταν πως ερχόντουσαν
Χριστούγεννα. Τίποτα δε φαινόταν να 'ρχεται. Τέλος πάντων, τράβηξα γραμμή κατά κει που παίζει η
ορχήστρα, γιατί εκεί πηγαίνει συνήθως το Φοιβάκι όταν έρχεται στο πάρκο. Της αρέσει να κάνει
πατίνι κοντά στην εξέδρα. Είναι περίεργο λοιπόν. Και μένα εκεί μ' άρεσε να κάνω πατίνι όταν ήμουνα
μικρός.

Καμιά φορά έφτασα, μα δεν την είδα πουθενά. Είχε εκεί γύρω κάτι παιδιά που κάνανε πατίνι και τα
ρέστα, και δυο αγόρια παίζανε ψηλοκρεμαστές με μια μπάλα μαλακιά, αλλά πουθενά η Φοίβη. Είδα
όμως μια πιτσιρίκα στην ηλικία της, που καθόταν μόνη της σ' ένα παγκάκι κι έδενε το πατίνι της.
Σκέφτηκα πως μπορεί και να 'ξερε τη Φοίβη και να μου 'λεγε πού ήτανε ή ξέρω γω τι, κι έτσι πλησίασα
κι έκατσα δίπλα της και της λέω, «Μήπως ξέρεις καμιά Φοίβη Κώλφηλντ;»

«Ποιον;» μου λέει. Φόραγε μπλουτζήν κι από πάνω καμιά εικοσαριά μπλουζιά. Φαινότανε πως της τα
'χε πλέξει η μάνα της, γιατί ήτανε σκέτη χοντροκοπιά.

«Τη Φοίβη Κώλφηλντ. Μένει στην Εβδομηκοστή Πρώτη Οδό. Πάει τετάρτη τάξη, στο —»

«Εσύ την ξέρεις τη Φοίβη;»

«Ναι. Αδερφός της είμαι. Μήπως ξέρεις που είναι;»

«Στης μις Κάλον την τάξη δεν πάει;» μου λέει η πιτσιρίκα.

«Δεν ξέρω. Μάλλον ναι».

«Τότε πρέπει να 'ναι στο μουσείο. Εμείς πήγαμε το περασμένο Σάββατο», μου λέει η πιτσιρίκα.

«Σε ποιο μουσείο;» της λέω.

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω», μου λέει. «Στο μουσείο».

«Σύμφωνοι, αλλά σε ποιο μουσείο; Σε κείνο με τις ζωγραφιές ή σε κείνο με τους Ινδιάνους;»

«Σε κείνο με τους Ινδιάνους».

«Ευχαριστώ πολύ», της λέω. Σηκώθηκα κι έκανα να φύγω, αλλά τότε θυμήθηκα άξαφνα πως ήτανε
Κυριακή. «Μα είναι Κυριακή», λέω στην πιτσιρίκα.

Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. «Α, τότε δεν είναι στο μουσείο».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Της είχε βγει η πίστη για να δέσει το πατίνι της. Ούτε γάντια φόραγε ούτε τίποτα, και τα χέρια της
ήτανε κατακόκκινα και ξυλιασμένα. Της έδωσα ένα χεράκι. Μάγκα μου, καιρό που είχα να πιάσω
κλειδί για πατίνι! Πάντως δε μου φάνηκε καθόλου ξένο. Κι έπειτα από πενήντα χρόνια να μου
βάλουνε στο χέρι κλειδί πατινιού, και να 'ναι πίσα σκοτάδι, πάλι θα το καταλάβω με την πρώτη τι
είναι. Μου είπε ευχαριστώ και τα λοιπά που της το 'δεσα. Ήτανε πολύ γλυκό κι ευγενικό πιτσιρίκι. Μα
το Θεό, τρελαίνομαι για τα πιτσιρίκια που σου φέρνονται γλυκά κι ευγενικά όταν τους δένεις το πατίνι
τους ή κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα πιτσιρίκια έτσι είναι. Στ' αλήθεια. Τη ρώτησα αν ήθελε να την
κεράσω κακάο ή τίποτ' άλλο, μα μου είπε όχι, ευχαριστώ. Είπε πως περίμενε ένα φίλο της. Όλα τα
πιτσιρίκια πάντα κάποιο φίλο τους περιμένουνε. Αυτό με πεθαίνει.

Μόλο που ήταν Κυριακή και η Φοίβη δε θα 'χε πάει με την τάξη της στο μουσείο, κι είχε και μια
υγρασία φρίκη, το πήρα με το πόδι απ' τη μια άκρη του πάρκου στην άλλη, ίσαμε το Μουσείο της
Φυσικής Ιστορίας. Ήξερα πως αυτό το μουσείο εννοούσε η πιτσιρίκα με τα πατίνια. Τη διαδικασία του
μουσείου την ήξερα όλη απέξω κι ανακατωτά. Η Φοίβη πήγαινε στο ίδιο σχολείο που πήγαινα και γω
όταν ήμουνα μικρός, και κάθε τρεις και λίγο όλο στο μουσείο μας τραβάγανε. Είχαμε μια δασκάλα, τη
μις Έιγκλετίνγκερ, που μας κουβάλαγε εκεί πέρα σχεδόν κάθε Σάββατο. Τη μια φορά βλέπαμε τα ζώα.
Την άλλη, βλέπαμε τα πράγματα που φτιάχναν οι Ινδιάνοι στην αρχαία εποχή. Πήλινα τσουκάλια και
ψάθινα καλάθια και ξέρω γω τι. Άμα το σκέφτομαι νιώθω ευτυχισμένος. Ακόμα και τώρα. Θυμάμαι
που μετά, όταν τελειώναμε απ' τα ινδιάνικα εργαλεία, πηγαίναμε να δούμε ταινία σε κείνη τη μεγάλη
αίθουσα. Τον Κολόμβο. Πάντα παίζανε τον Κολόμβο που ανακαλύπτει την Αμερική, και που τραβάει
το διάολό του ώσπου να πείσει το γέρο Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα να του δανείσουνε λεφτά για ν'
αγοράσει καράβια, και μετά έδειχνε τους ναύτες που κάνανε ανταρσία και τα ρέστα. Όχι πως τον
έκοφτε κανέναν ιδιαίτερα για το γέρο Κολόμβο, αλλά πάντα είχες ένα σωρό καραμέλες και τσίχλες και
τέτοια μαζί σου, και κει μέσα στην αίθουσα μύριζε πολύ όμορφα. Μύριζε πάντα σα να 'βρεχε απ' έξω,
ακόμα κι όταν δεν έβρεχε, και συ βρισκόσουνα στο μοναδικό όμορφο, στεγνό και ζεστό μέρος σ'
ολόκληρο τον κόσμο. Μ' άρεσε εκείνο το παλιομουσείο. Θυμάμαι που έπρεπε να περάσεις πρώτα
από την Ινδιάνικη Αίθουσα για να πας στην αίθουσα προβολής. Ήτανε μια μεγάλη αίθουσα,
μακρυνάρι, και υποτίθεται πως εκεί μέσα έπρεπε μόνο ψιθυριστά να μιλάς. Πρώτα έμπαινε η
δασκάλα κι έπειτα η τάξη. Τα παιδιά πηγαίνανε δύο δύο, κι ο καθένας είχε το ταίρι του. Τις πιο πολλές
φορές το ταίρι μου ήτανε ένα κορίτσι που το λέγανε Γερτρούδη Λέβιν. Όλο ήθελε να σου κρατάει το
χέρι, και το χέρι της όλο κόλλαγε ή ήτανε ιδρωμένο ή κάτι τέτοιο. Το πάτωμα ήτανε στρωμένο πέτρα,
κι άμα είχες μαζί σου τίποτα γκαζές και τις αμόλαγες χάμω, σκορπάγανε χοροπηδώντας σαν τρελές
και χάλαγε ο κόσμος

απ' το σαματά, και τότε η δασκάλα σταμάταγε όλη την τάξη και πήγαινε πίσω να δει τι διάολο έτρεχε.
Ποτέ της δε θύμωνε όμως, η μις Έιγκλετίνγκερ. Έπειτα πέρναγες μπροστά από κείνο το μακρύ μακρύ
ινδιάνικο κανό, που ήτανε σαν τρεις κωλοκάντιλακ μαζί στη σειρά, με καμιά εικοσαριά Ινδιάνους
μέσα, που άλλοι τραβάγανε κουπί κι άλλοι στεκόντουσαν άγριοι άγριοι, κι όλοι είχανε στη μούρη τους
πολεμικές ζωγραφιές. Ήτανε κι ένας τύπος πολύ ανατριχιαστικός πίσω πίσω στο κανό, και φόραγε
μάσκα. Ήτανε ο μάγος τους. Μ' έπιανε σύγκρυο που τον έβλεπα, αλλά πάντως μ' άρεσε. Ένα άλλο που
γινότανε, ήτανε που άμα άγγιζες κανά κουπί ή κάτι τέτοιο, όπως πέρναγες, ερχότανε κάποιος απ' τους
φύλακες και σου 'λεγε «Παιδιά, μην αγγίζετε τίποτα», αλλά πάντα το 'λεγε με πολύ καλοσυνάτη
φωνή, κι όχι σαν κανένας κωλοαστυφύλακας να πούμε, ή δεν ξέρω τι. Μετά πέρναγες από κείνη τη
μεγάλη γυάλινη θήκη που είχε μέσα Ινδιάνους και τρίβανε ξυλαράκια για ν' ανάψουνε φωτιά, και
κείνη την Ινδιάνα που ύφαινε μια κουβέρτα. Η Ινδιάνα που ύφαινε την κουβέρτα ήτανε κάπως
σκυμμένη, και φαινότανε το στήθος της και τα ρέστα. Το περιεργαζόμαστε όλοι μας καλά καλά, έτσι
στα κλεφτά, ακόμα και τα κορίτσια, γιατί και κείνες ήτανε ακόμα παιδιά και δεν είχανε παραπάνω
στήθος από μας. Κι έπειτα, λίγο πριν μπεις στην αίθουσα προβολής, εκεί κοντά στην πόρτα, πέρναγες
από κείνο τον Εσκιμώο. Καθότανε μπροστά σε μια τρύπα, σε μια παγωμένη λίμνη, και ψάρευε. Δίπλα
στην τρύπα είχε δυο ψάρια, που ό,τι τα 'χε πιάσει. Μάγκα μου, όλο γυάλινες θήκες ήτανε κείνο το

Digitized by 10uk1s, July 2010


μουσείο. Τις πιο πολλές τις είχε στο πάνω πάτωμα, με κάτι ελάφια που ποτιζόντουσαν σ' ένα
νερόλακο, και τα πουλιά που φεύγανε το χειμώνα για το νότο. Τα πουλιά που βρισκόντουσαν πιο
κοντά σου, ήτανε όλα βαλσαμωμένα και κρεμόντουσαν από κάτι συρματάκια, και τα πίσω πίσω ήτανε
ζωγραφιστά στον τοίχο, μα όλα μοιάζανε σα να πετάνε στ' αλήθεια κατά το νότο, κι αν έσκυβες το
κεφάλι σου και τα κοίταγες τα πάνω κάτω, νόμιζες πως βιαζόντουσαν πάρα πολύ να φύγουνε για το
νότο. Το καλύτερο όμως σε κείνο το μουσείο, ήτανε που όλα μένανε ακριβώς στη θέση τους. Τίποτα
δεν κουνιότανε. Κι εκατό χιλιάδες φορές να πήγαινες εκεί πέρα, ο Εσκιμώος ίσα ίσα θα 'χε ψαρέψει
εκείνα τα δυο ψάρια, και τα πουλιά θα φεύγανε για το νότο, και τα ελάφια θα ποτιζόντουσαν ακόμα
σε κείνο το νερόλακο, με κέρατα καμαρωτά κι όμορφα λιγνά ποδαράκια, και κείνη η Ινδιάνα με το
στήθος γυμνό θα ύφαινε ακόμα την ίδια κουβέρτα. Τίποτα δε θα 'χε αλλάξει. Ο μόνος αλλιώτικος θα
'σουνα εσύ. Όχι πως θα 'χες μεγαλώσει τόσο πολύ ή κάτι τέτοιο. Δε θα 'ταν αυτό ακριβώς. Μόνο που
να, θα 'σουνα αλλιώτικος, αυτό είν' όλο. Ας πούμε, αυτή τη φορά θα φόραγες πανωφόρι. Ή εκείνο το
παιδί που ήτανε ταιράκι σου στη γραμμή την περασμένη φορά, θα 'χε τώρα οστρακιά και θα 'σουνα
με καινούργιο ταιράκι. Ή πάλι θα συνόδευε την τάξη κανένας άλλος, αντί για τη μις Ειγκλετίνγκερ. Ή
θα 'χες ακούσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου ν' αρπάζονται άγρια στο μπάνιο πρωινιάτικα. Ή, στο
δρόμο, θα 'χες προσπεράσει κάτι λακούβες με νερό και βενζινολαδιές, που κάνανε ουράνια τόξα.
Θέλω να πω, θα 'σουνα αλλιώτικος με κάποιο τρόπο — καλύτερα δε γίνεται να το εξηγήσω. Μα κι αν
ακόμα το μπορούσα, και πάλι δε νομίζω πως θα 'χα διάθεση.

Εκεί που περπάταγα, έβγαλα απ' την τσέπη μου το κυνηγετικό μου το παλιοκαπέλο και το φόρεσα.
Ήξερα πως δε θα 'βλεπα κανένα γνωστό, κι έξω είχε μια υγρασία άλλο πράμα. Περπάταγα ολοένα, κι
όλο σκεφτόμουνα το Φοιβάκι που πηγαίνει σε κείνο το μουσείο τα Σάββατα όπως πήγαινα και γω.
Σκεφτόμουνα πως θα 'βλεπε τα ίδια πράματα που έβλεπα και γω και πως θα 'τανε αλλιώτικη και κείνη
κάθε φορά που τα 'βλεπε. Δε μπορώ να πω πως μ' έπιανε ακριβώς λύπη που το σκεφτόμουνα, αλλά
διάολε, δε μπορώ να πω ούτε πως πέταγα απ' τη χαρά μου. Είναι μερικά πράματα που πρέπει να
μένουνε όπως είναι. Θα 'πρεπε να μπορείς να τα χώνεις σε μια από κείνες τις μεγάλες τζαμωτές θήκες
και να τ' αφήνεις ήσυχα. Ξέρω πως αυτό δε γίνεται, αλλά πάντως είναι πολύ κακό. Τέλος πάντων, όλα
αυτά σκεφτόμουνα συνέχεια εκεί που περπάταγα.

Πέρασα από μια παιδική χαρά και στάθηκα και χάζεψα δυο πιτσιρίκια που κάνανε τραμπάλα. Το ένα
ήτανε κάπως χοντρό, κι έβαλα το χέρι μου από τη μεριά που καθότανε το αδυνατούλι, έτσι για
αντίβαρο, αλλά κατάλαβα πως δε με θέλανε εκεί πέρα, κι έτσι τ' άφησα στην ησυχία τους.

Μετά έγινε κάτι πολύ παράξενο. Μόλις έφτασα στο μουσείο, άξαφνα δε θα 'θελα να μπω εκεί μέσα
ούτε για ένα εκατομμύριο δολάρια. Απλά και μόνο δε με τράβαγε — κι ας είχα περπατήσει ολόκληρο
το κωλοπάρκο, κι ας το περίμενα πώς και πώς. Αν ήτανε εκεί η Φοίβη, το πιο πιθανό είναι πως θα
'μπαινα, αλλά δεν ήτανε. Έτσι το μόνο που έκανα, ήτανε που πήρα ένα ταξί εκεί μπροστά στο
μουσείο, και κατέβηκα στο Μπίλτμορ. Δεν είχα και μεγάλη διάθεση να πάω. Έλα όμως που είχα δώσει
εκείνο το κωλοραντεβού με τη Σάλυ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 17

ΕΦΤΑΣΑ πολύ νωρίς, κι έτσι πήγα κι έκατσα σ' έναν από κείνους τους πέτσινους καναπέδες που είναι
στο σαλόνι, δίπλα στο ρολόι, και χάζευα τα κορίτσια. Είχανε κλείσει κιόλας ένα σωρό σχολεία για
διακοπές, κι είχε κάπου ένα εκατομμύριο κορίτσια που καθόντουσαν ή γυροφέρνανε, και περιμένανε
τα ραντεβουδάκια τους. Κορίτσια με σταυρωμένα πόδια, κορίτσια χωρίς σταυρωμένα πόδια, κορίτσια
με απίθανα πόδια, κορίτσια με φριχτά πόδια, κορίτσια που φαινόντουσαν καταπληκτικά κορίτσια, και
κορίτσια που φαινόντουσαν πως άμα τις γνώριζες θα 'τανε σωστές στρίγγλες. Ωραίο θέαμα μα την
αλήθεια, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Από 'να μέρος ήτανε και λιγάκι λυπητερό, γιατί
αναρωτιόσουνα συνέχεια τι διάολο τις περίμενε όλες τους. Θέλω να πω, άμα τελειώνανε τα σχολεία
και τα κολέγια. Έβαζες με το νου σου πως οι περισσότερες θα παντρευόντουσαν μάλλον τίποτα
μάπες. Κάτι τύπους που λένε όλη την ώρα στα πόσα καίει το γαλόνι το κωλάμαξό τους. Κάτι τύπους
που τσαντίζονται και κάνουνε σα μωρά άμα τους νικάς στο γκολφ ή έστω και σε κανένα ηλίθιο
παιχνίδι σαν το πινγκ πονγκ. Τύπους πολύ στριμμένους. Τύπους που δεν ανοίγουνε ποτέ τους βιβλίο.
Τύπους πολύ βαρετούς — αλλά εδώ θέλει προσοχή. Θέλω να πω, που λέω μερικούς βαρετούς. Τους
βαρετούς δεν τους καταλαβαίνω. Στ' αλήθεια. Τότε που ήμουνα στο Έλκτον Χιλς, έμεινα κάπου δυο
μήνες στο ίδιο δωμάτιο με κείνο το παιδί, το Χάρις Μακλίν. Ήτανε πολύ έξυπνος και τα ρέστα, αλλά
από τους πιο βαρετούς τύπους που έχω γνωρίσει. Είχε μια από κείνες τις γρατσανιστές φωνές, και
κυριολεκτικά δεν το βούλωνε ποτέ του. Ποτέ του δεν το βούλωνε, και το φοβερό ήτανε πως ποτέ δε
σου 'λεγε και τίποτα που να θες να το ακούσεις. Ήξερε όμως ένα πράμα. Το κωλόπαιδο σφύριζε πιο
καλά απ' όλους όσους έχω ακούσει στη ζωή μου. Μπορεί να 'στρωνε το κρεβάτι του ή να κρέμαγε τα
πράματά του στη ντουλάπα —όλη την ώρα κάτι κρέμαγε στη ντουλάπα— κι αυτό μου τη βάραγε —
αλλά σφύριζε εκεί που το 'κανε, άμα δε μίλαγε με κείνη τη γρατσανιστή φωνή. Μπορούσε να σφυρίξει
ακόμα και κλασικά κομμάτια, αλλά τις περισσότερες φορές σφύριζε μονάχα τζαζ. Διάλεγε να πούμε
κάτι πολύ τζαζίστικο, όπως το «Tin Roof Blues», και το σφύραγε τόσο όμορφα και άνετα —ακριβώς
την ώρα που κρέμαγε τα πράματά του στο ντουλάπι— που σε πέθαινε. Φυσικά ποτέ δεν του είπα πως
τον είχα για τρομερό σφυριχτή. Θέλω να πω, δεν είναι κι εύκολο να πας σε κάποιονε και να του πεις,
«Είσαι τρομερός σφυριχτής». Μείναμε όμως στο ίδιο δωμάτιο σχεδόν δυο ολόκληρους μήνες, κι ας
τον βαριόμουνα μέχρι τρέλας που λένε, μόνο και μόνο επειδή ήτανε τόσο τρομερός σφυριχτής, ο
καλύτερος που άκουσα ποτέ μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι γίνεται με τους βαρετούς τύπους. Μπορεί και να
μην είναι πολύ για λύπηση, άμα βλέπεις κανένα καλό κορίτσι να παντρεύεται κάποιον από δαύτους.
Οι περισσότεροι τους δεν πειράζουνε κανένανε, κι ίσως στα κρυφά να είναι όλοι τρομεροί σφυριχτές
ή κάτι τέτοιο.

Ποιος ξέρει, διάολε; Εγώ πάντως όχι.

Καμιά φορά είδα την παλιόφιλη τη Σάλυ που ανέβαινε τις σκάλες, και κατέβηκα για να τη συναντήσω.
Ήτανε απίθανη. Αλήθεια. Φόραγε μαύρο πανωφόρι, κι από κείνα τα μαύρα μπερεδάκια. Ποτέ της δεν
έβαζε καπέλο, αλλά το μπερεδάκι ήταν όμορφο. Η πλάκα είναι που μόλις την είδα, μου 'ρθε να την
παντρευτώ. Είμαι για δέσιμο. Εγώ καλά καλά ούτε που τη συμπαθούσα πολύ, κι όμως έτσι άξαφνα
ένιωθα σα να 'μαι ερωτευμένος μαζί της κι ήθελα να την παντρευτώ. Μα το Θεό, είμαι τρελός. Το
παραδέχουμαι.

«Χόλντεν!» μου λέει. «Αχ, είναι υπέροχο που σε βλέπω! Χρόνια και ζαμάνια!» Είχε μια από κείνες τις
πολύ δυνατές κι ενοχλητικές φωνές, άμα τη συνάνταγες πουθενά. Κι έτσι πάλι τα κατάφερνε, γιατί
ήτανε πολύ όμορφη ο διάολος, αλλά εμένα πάντα μου γύριζε το άντερο.

«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω», της λέω. Και το πίστευα. «Τι γίνεσαι λοιπόν;»

«Τέλεια! Άργησα;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


Της είπα όχι, αλλά μ' είχε στήσει κάπου δέκα λεφτά, για να λέμε την αλήθεια. Δε μ' ένοιαζε όμως.
Όλες εκείνες οι γελοιογραφίες και οι τρίχες που έχουνε στο Saturday Evening Post και τα ρέστα, και
δείχνουνε κάτι τύπους στις γωνίες με μια οκά μούρη επειδή τους έχει στήσει η φιλενάδα τους — όλα
αυτά είναι αηδίες. Άμα έρχεται το κορίτσι κι είναι όμορφο, ποιος δίνει πεντάρα που άργησε; Κανένας.
«Καλύτερα να βιαστούμε», της λέω. «Η παράσταση αρχίζει στις τρεις παρά είκοσι». Αρχίσαμε να
κατεβαίνουμε τη σκάλα, προς τα κει που είναι τα ταξιά.

«Ποιο θα δούμε;» μου λέει.

«Δεν ξέρω. Τους Λαντς. Μόνο για κει κατάφερα να βρω εισιτήρια».

«Τους Λαντς! Τέλεια!»

Σας το 'λεγα πως θα παλάβωνε άμα άκουγε πως ήτανε για τους Λαντς.

Βουτηχτήκαμε λιγάκι μέσα στο ταξί, εκεί που πηγαίναμε στο θέατρο. Στην αρχή δεν ήθελε, γιατί
φόραγε κοκκινάδι και τα ρέστα, αλλά εγώ ήμουνα σκέτη γοητεία κι έτσι δε μπορούσε να κάνει κι
αλλιώς. Μάλιστα δυο φορές που φρενάρησε απότομα το ταξί μέσα στην κίνηση, λίγο έλειψε ο
διάολος να πέσω απ' το κάθισμα. Οι κερατάδες οι ταξιτζήδες δεν κοιτάζουνε ποτέ πού πάνε, κόβω το
κεφάλι μου. Έπειτα, για να σας δείξω τι τρελάρα είμαι, όταν τελειώσαμε τ' αγκαλιάσματα, της είπα
πως την αγάπαγα και τα ρέστα. Φυσικά ήτανε ψέματα, αλλά το ζήτημα είναι πως το πίστευα όταν της
το 'λεγα. Είμαι για δέσιμο. Μα το Θεό.

«Αχ αγάπη μου, κι εγώ σ' αγαπάω», μου λέει. Κι έπειτα με την ίδια ανάσα μου το ξεφουρνίζει.
«Πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα μακρύνεις τα μαλλιά σου. Το κοντό μαλλί κατάντησε σαχλό. Και
συ έχεις τόσο ωραία μαλλιά». Ωραίος είναι ο κώλος μου.

Το έργο δεν ήτανε και τόσο χάλια σαν μερικά άλλα που έχω δει. Πάντως ήτανε απ' τα κακά. Έδειχνε
κάπου πέντε χιλιάδες χρόνια, στη ζωή δυο γέρων που είναι αντρόγυνο. Αρχίζει από κει που είναι νέοι
και τα ρέστα, κι οι γονείς της κοπέλας δεν την αφήνουνε να παντρευτεί το αγόρι. Όμως εκείνη τον
παντρεύεται. Έπειτα μεγαλώνουνε συνέχεια. Ο άντρας πάει στον πόλεμο και η γυναίκα έχει έναν
αδερφό που είναι μέθυσος. Δε μου κίναγε το ενδιαφέρον με τίποτα. Θέλω να πω, δε θα μ' ένοιαζε και
πολύ άμα πέθαινε κανένας στην οικογένεια ή κάτι τέτοιο. Ήτανε μόνο ένα μπουλούκι θεατρίνοι. Ο
άντρας κι η γυναίκα ήτανε πολύ καλό γέρικο ζευγάρι — πολύ έξυπνοι και τα ρέστα — αλλά δε μ'
ενδιαφέρανε και πολύ. Πρώτα πρώτα, σ' όλο το έργο πίνανε συνέχεια τσάι ή κάτι τέτοιο. Κάθε φορά
που τους έβλεπες, ήτανε από δίπλα και κάποιος θαλαμηπόλος και τους έβαζε μπροστά τους το τσάι
τους, ή η γυναίκα γέμιζε καποιανού το φλιτζάνι. Κι όλη την ώρα όλοι πηγαινορχόντουσαν μέσα έξω —
ζαλιζόσουνα να τους βλέπεις, μια να κάθονται, μια να σηκώνονται. Ο Άλφρεντ Λαντ κι η Λυν Φοντάν
παίζανε το γέρικο ζευγάρι και ήτανε πολύ καλοί, αλλά πάντως εμένα δε μ' αρέσανε. Ήτανε όμως
αλλιώτικοι, πρέπει να το παραδεχτώ. Δεν κάνανε ούτε σαν άνθρωποι ούτε σα θεατρίνοι. Είναι
δύσκολο να το εξηγήσω. Κάνανε πιο πολύ σα να το ξέρανε πως ήτανε διασημότητες και τα ρέστα.
Θέλω να πω ήτανε βέβαια καλοί, αλλά ήτανε υπερβολικά καλοί. Άμα ο ένας τους τέλειωνε να βγάζει
λόγο, ο άλλος έλεγε αμέσως μετά κάτι, γρήγορα γρήγορα. Υποτίθεται πως κάνανε σαν άνθρωποι που
μιλάνε στ' αλήθεια κι ο ένας κόβει τον άλλονε και τα ρέστα. Το κακό ήτανε όμως πως μοιάζανε πάρα
πολύ με ανθρώπους που μιλάνε και κόβει ο ένας τον άλλονε. Κάνανε λιγάκι όπως παίζει πιάνο ο γέρο
Έρνι, κάτω στο Βίλατζ. Όταν κάνεις κάτι πολύ καλά, έπειτα από λίγο, άμα δεν προσέξεις, αρχίζεις τις
φιγούρες. Και τότε δεν είσαι πια πολύ καλός. Τέλος πάντων, ήτανε όμως οι μόνοι στο έργο —οι Λαντς
θέλω να πω— που φαινόντουσαν να 'χουνε αληθινό μυαλό. Πρέπει να το παραδεχτώ.

Στο τέλος της πρώτης πράξης βγήκαμε έξω, μαζί μ' όλους τους άλλους κόπανους, για να κάνουμε
τσιγάρο. Μάγκα μου, τι γινότανε. Ποτέ στη ζωή σας δεν έχετε δει τόσους κάλπηδες μαζεμένους· όλοι

Digitized by 10uk1s, July 2010


ντουμανιάζανε μέχρι κι απ' τ' αφτιά και μιλάγανε για το έργο, έτσι που ο καθένας να τους ακούει και
να λέει τι ξύπνιοι που ήτανε. Ένας μάπας ηθοποιός του σινεμά στεκότανε εκεί κοντά μας κι έκανε
τσιγάρο. Δεν ξέρω πώς τον λένε, αλλά πάντα παίζει σε κάτι πολεμικές ταινίες τον τύπο που δειλιάζει
πριν έρθει η σειρά του να βγει απ' τα χαρακώματα. Είχε μαζί του και μια κουκλάρα ξανθιά, και βάζανε
κι οι δυο τα δυνατά τους να φαίνονται πολύ μπλαζέ και τα ρέστα, λες και δεν το καταλαβαίνανε πως
τους κοιτάζανε οι άλλοι. Σεμνότητα του κερατά. Μου τη βάρεσε κατακέφαλα. Η παλιοΣάλυ δε μίλαγε
και πολύ, μόνο για τους Λαντς χτυπιότανε, γιατί κατά τα άλλα ήτανε πολύ απασχολημένη να κουνιέται
και να κάνει τη χαριτωμένη. Έπειτα άξαφνα πήρε το μάτι της κάποιο μάπα γνωστό της στην άλλη άκρη
του φουαγιέ. Ήτανε από κείνους τους τύπους με τα πολύ σκούρα γκρι κουστούμια και τα γιλέκα με τα
τετραγωνάκια. Κολεγιόπαιδο με τα όλα του. Χαράς το πράμα. Ακούμπαγε στον τοίχο και φουμάριζε
σαν τρελός και φαινότανε βαριεστημένος ως τα μπούνια. Η παλιοΣάλυ έλεγε και ξανάλεγε όλη την
ώρα, «Μα κάπου το ξέρω αυτό το παιδί». Πάντα κάποιον ήξερε όπου κι αν την πήγαινες, ή πάντως
έτσι νόμιζε. Το 'λεγε όλη την ώρα, ώσπου βαρέθηκα να την ακούω και της λέω, «Τι κάθεσαι και δεν
πας να του σκάσεις ένα φιλί, αφού τον ξέρεις; Να δεις, χαρές που θα κάνει». Τσαντίστηκε άμα της το
είπα αυτό. Στο τέλος όμως ο μάπας την είδε και μας πλησίασε και είπε γεια. Θα 'πρεπε να τους
βλέπατε από μια μεριά πως χαιρετηθήκανε. Θα 'λεγες πως είχανε να ιδωθούνε κάπου είκοσι χρόνια.
Λες και, μωρά, τους πλένανε στο ίδιο μπανάκι ή κάτι τέτοιο. Παλιοφιλαράκια! Σκέτη αναγούλα. Η
πλάκα ήτανε που μάλλον είχανε ιδωθεί μια φορά όλη κι όλη, σε κάποιο κάλπικο πάρτυ. Στο τέλος,
άμα τελειώσανε τα σαλιαρίσματα, η Σάλυ μας σύστησε. Τον λέγανε Τζωρτζ κάτι —ούτε που
θυμάμαι— και πήγαινε στο Άντοβερ. Μωρέ τι μας λες. Θα 'πρεπε να τον βλέπατε πώς έκανε άμα τον
ρώτησε η Σάλυ πώς του φαινότανε το έργο. Ήτανε από κείνους τους κάλπηδες που πρέπει να κάνουνε
τόπο στον εαυτό τους για ν' απαντήσουνε, άμα τους ρωτάς τίποτα. Έκανε πίσω, και πάτησε ίσια πάνω
στο ποδάρι της κυρίας που στεκότανε από πίσω του. Πρέπει να της έσπασε όσα δάχτυλα είχε και δεν
είχε. Είπε πως βέβαια το έργο καθαυτό δεν ήτανε και κανένα αριστούργημα, αλλά πως οι Λαντς ήτανε
φυσικά σκέτοι άγγελοι. Άκου άγγελοι. Για το Θεό. Άγγελοι. Αυτό με πέθανε. Μετά άρχισε να
κουβεντιάζει με την παλιοΣάλυ για ένα σωρό κόσμο που ξέρανε οι δυο τους. Πιο κάλπικη συζήτηση
δεν έχετε ξανακούσει στη ζωή σας. Κι οι δυο τους σκεφτόντουσαν διάφορα μέρη όσο πιο γρήγορα
γινότανε, και μετά σκεφτόντουσαν κάποιον που έμενε εκεί πέρα και λέγανε τ' όνομά του. Ήμουνα πια
έτοιμος να ξεράσω μέχρι που ήρθε η ώρα να ξαναμπούμε. Στ' αλήθεια. Κι έπειτα, όταν τέλειωσε κι η
άλλη πράξη, συνεχίσανε εκείνη τη βαρετή χαζοκουβέντα. Σκεφτόντουσαν κι άλλα μέρη, κι άλλα
ονόματα των διάφορων που μένανε κει πέρα. Το χειρότερο ήτανε που ο μάπας είχε από κείνες τις
πολύ κάλπικες, κολεγιοπαιδίστικες φωνές, έτσι πολύ κουρασμένη και σνομπ να πούμε. Ήτανε σαν
κοριτσίστικη. Έφτασε ακόμα και να φλερτάρει με την κοπέλα μου, το κωλόπαιδο. Για μια στιγμή
πίστεψα πως θα 'μπαινε και στο κωλοταξί μαζί μας, άμα τέλειωσε η παράσταση, γιατί μας κόλλησε
και περπατήσαμε παρέα κάπου δυο τετράγωνα, αλλά μετά είπε ότι είχε να συναντήσει κάτι άλλους
κάλπηδες για κοκτέηλ. Τους έβλεπα κιόλας να κάθονται σε κάποιο μπαρ, με τα καρό τους τα
βρωμογιλέκα, και να κριτικάρουνε παραστάσεις και βιβλία και γυναίκες, με κείνες τις κουρασμένες
και σνομπίστικες φωνές. Αυτοί οι τύποι με πεθαίνουνε.

Σχεδόν τη μισούσα την παλιοΣάλυ την ώρα που μπαίναμε στο ταξί, αφού είχαμε ακούσει εκείνο τον
κάλπη, το κωλόπαιδο απ' το Άντοβερ, να παρλάρει κάπου δέκα ώρες. Ήμουνα έτοιμος να την πάω
σπίτι της και τέρμα — τ' αλήθεια— αλλά μου λέει τότε, «Έχω μια θαυμάσια ιδέα!» Όλη την ώρα
θαυμάσιες ιδέες της κατεβαίνανε. «Δε μου λες», μου κάνει. «Τι ώρα πρέπει να γυρίσεις σπίτι για φαΐ;
Θέλω να πω, βιάζεσαι τρομερά ή κάτι τέτοιο; Πρέπει να 'σαι σπίτι ορισμένη ώρα;»

«Ποιος εγώ; Όχι. Όχι, δεν έχω ορισμένη ώρα», της λέω. Αληθινότερη κουβέντα δεν έχω πει ποτέ,
μάγκα μου. «Γιατί;»

«Πάμε να κάνουμε πατινάζ στο Ράδιο Σίτι!»

Τέτοιες ιδέες είχε πάντα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Πατινάζ στο Ράδιο Σίτι; Τώρα δα, λες;»

«Έτσι, για καμιά ωρίτσα. Δε θες; Άμα δε θες —»

«Δεν είπα πως δε θέλω», της λέω. «Και βέβαια θέλω. Αφού το θες εσύ».

«Είσαι σίγουρος; Μην το λες μόνο, άμα δεν είσαι σίγουρος. Θέλω να πω, έτσι κι αλλιώς το ίδιο μου
κάνει».

Έμενα μου λες που της έκανε!

«Ξέρεις, νοικιάζουνε από κείνες τις γλυκούτσικες φουστίτσες του πατινάζ», μου λέει η παλιοΣάλυ.
«Νοίκιασε τις προάλλες κι η Τζάνετ Κουλτς».

Γι' αυτό την είχε πιάσει τέτοια πρεμούρα να πάει. Ήθελε να δει την αφεντιά της με μια από κείνες τις
φουστίτσες που ίσα και σκεπάζουνε τον πισινό και τα ρέστα.

Κι έτσι πήγαμε, πήραμε πατίνια, κι η Σάλυ νοίκιασε μια μπλε φουστίτσα κωλοκουνιστή. Στ' αλήθεια
ήτανε πολύ όμορφη, διάολε, όταν τη φόρεσε. Πρέπει να το παραδεχτώ. Και μη νομίζετε πως και κείνη
δεν το 'ξερε. Όλη την ώρα πήγαινε μπροστά μου, για να βλέπω τι χαριτωμένο που ήτανε το κωλαράκι
της. Κι ήτανε πολύ χαριτωμένο. Πρέπει να το παραδεχτώ.

Η πλάκα ήτανε όμως, που ήμαστε οι χειρότεροι παγοδρόμοι σ' ολόκληρη τη βρωμόπιστα. Κι όταν λέω
οι χειρότεροι, εννοώ οι χειρότεροι. Κι ας είχε και μερικούς για τα πανηγύρια. Οι αστράγαλοι της Σάλυ
γέρνανε συνέχεια, όσο που κυριολεκτικά ακούμπαγαν πάνω στον πάγο. Και σα να μην έφτανε που
γινότανε θέατρο, πρέπει να της είχανε αλλάξει και τα φώτα απ' τον πόνο. Οι δικοί μου πάντως μ'
είχανε ταράξει. Με πεθαίνανε. Σίγουρα θα 'μαστε σπουδαίο θέαμα. Το ακόμα χειρότερο όμως, ήτανε
που είχε και καμιά διακοσαριά περίεργους, που δεν είχανε να κάνουνε τίποτα καλύτερο, και
στεκόντουσαν γύρω γύρω και χαζεύανε τους άλλους που παίρνανε τούμπες.

«Θες να πάμε να κάτσουμε μέσα, να πιούμε τίποτα;» της λέω στο τέλος.

«Είναι η πιο υπέροχη ιδέα που είχες σήμερα», μου λέει. Είχε ψοφήσει. Άγριο πράμα. Στ' αληθινά, τη
λυπόμουνα.

Βγάλαμε τα κωλοπατίνια και μπήκαμε σε κείνο το μπαράκι, που μπορείς να πιεις κάτι και να κοιτάς
τους άλλους να πατινάρουνε κάτω απ' τη μύτη σου. Μόλις κάτσαμε, η παλιοΣάλυ έβγαλε τα γάντια
της και της έδωσα τσιγάρο. Πάντως δε φαινότανε και πολύ ευτυχισμένη. Μετά ήρθε το γκαρσόνι και
παράγγειλα κοκακόλα για κείνη —δεν έπινε ποτέ— και ουίσκι με σόδα για μένα, αλλά ο κερατάς δεν
ήθελε να μου φέρει, κι έτσι πήρα και γω κοκακόλα. Μετά άρχισα ν' ανάβω σπίρτα. Το κάνω πολύ
αυτό, άμα με πιάνουνε ακεφιές. Τ' αφήνω έτσι να καίγονται ως κάτω, όσο που να μη μπορώ να τα
κρατήσω άλλο, και μετά τα ρίχνω στο τασάκι. Είναι πολύ νευρικό συνήθιο.

Και τότε, έτσι στα καλά καθούμενα, η Σάλυ μου λέει. «Κοίτα κάτι. Πρέπει να ξέρω οριστικά. Θα 'ρθεις
να με βοηθήσεις να στολίσουμε το δέντρο μου την παραμονή των Χριστουγέννων; Πρέπει να ξέρω».
Ήτανε ακόμα τσαντισμένη, γιατί την πονάγανε οι αστράγαλοί της απ' τα πατίνια.

«Δε σου 'γραψα πως θα 'ρθώ;» της λέω. «Με ρώτησες είκοσι φορές. Και βέβαια θα 'ρθω».

«Θέλω να ξέρω οριστικά», μου λέει. Μετά άρχισε να κοιτάει γύρω γύρω σε κείνη τη βρωμοαίθουσα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Άξαφνα τότε έπαψα ν' ανάβω σπίρτα, κι έσκυψα πάνω στο τραπέζι, έτσι, να 'ρθώ πιο κοντά της. Είχα
ένα σωρό πράματα στο νου μου. «Ψιτ, Σάλυ», της λέω.

«Τι;» μου λέει. Κοίταγε ένα κορίτσι που καθότανε στην άλλη άκρη της αίθουσας.

«Έχεις νιώσει ποτέ σου μπουχτισμένη;» της λέω. «Θέλω να πω, φοβήθηκες ποτέ πως όλα θα γίνουνε
σκατά, εκτός κι αν κάνεις κάτι; Θέλω να πω, σ' αρέσει το σχολείο και τα ρέστα;»

«Είναι τρομαχτικά βαρετό».

«Θέλω να πω, το μισείς όμως; Το ξέρω πως είναι τρομαχτικά βαρετό, αλλά το μισείς; Αυτό ήθελα να
πω».

«Ε, βέβαια, δεν το μισώ ακριβώς. Ωστόσο πάντα πρέπει να —»

«Ε λοιπόν εγώ το μισώ», της λέω. «Μάγκα μου, πως το μισώ. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όλα μου
φταίνε. Ας πούμε, μισώ τη Νέα Υόρκη που μένω. Μισώ τα ταξιά και τα λεωφορεία της Μάντισον
Άβενιου, με τους οδηγούς και τα ρέστα που όλο σου βάζουνε τις φωνές να κατεβαίνεις απ' την πίσω
πόρτα, και σιχαίνομαι να με συστήνουνε σε κάλπηδες που λένε τους Λαντς αγγέλους, και ν'
ανεβοκατεβαίνω με το ασανσέρ όταν όλο κι όλο που θέλω είναι να βγω έξω, και τους τύπους που μου
προβάρουνε κάθε τρεις και λίγο τα βρακιά μου στου Μπρουκς, και τους άλλους που πάντα —»

«Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις», μου κάνει η παλιοΣάλυ. Κι αυτό ήτανε πολύ περίεργο, γιατί εγώ ούτε
που φώναζα.

«Πάρε να πούμε τ' αυτοκίνητα», της λέω. Της το 'πα με κείνη την πολύ ήρεμη φωνή. «Δες να πούμε
τους περισσότερους πως τρελαίνονται για τ' αυτοκίνητα. Πέφτουνε του θανατά έτσι και τα
γρατζουνίσουνε λιγάκι, κι όλη την ώρα κουβεντιάζουνε στα πόσα καίνε το γαλόνι, και μόλις πάρουνε
καινούριο αυτοκίνητο αρχίζουνε αμέσως να σκέφτονται να τ' αλλάξουνε μ' ένα άλλο, που να είναι
ακόμα πιο καινούργιο. Εμένα ούτε τα παλιά αυτοκίνητα μ' αρέσουνε. Θέλω να πω, μ' αφήνουνε
ασυγκίνητο. Καλύτερα να 'χα ένα παλιάλογο. Το άλογο έχει τουλάχιστο ψυχή, στο Θεό σου. Με το
άλογο μπορείς τουλάχιστο —»

«Δεν καταλαβαίνω τι λες», μου κάνει η παλιοΣάλυ. «Πηδάς απ' το 'να —»

«Ξέρεις κάτι;» της λέω. «Είσαι ίσως ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στη Νέα Υόρκη
ή οπουδήποτε αλλού... Αν δεν ήσουνα εσύ, τώρα θα 'χα πάει στο διάολο. Στα δάση ή σε κάποιο
βρωμότοπο, μακριά από δω. Είσαι κυριολεκτικά ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι δω πέρα».

«Είσαι πολύ γλυκός», μου λέει. Το καταλάβαινες όμως ότι ήθελε ν' αλλάξουμε κουβέντα.

«Θα 'πρεπε να πας καμιά φορά σε σχολείο αρρένων. Να το δοκιμάσεις καμιά φορά», της λέω. «Είναι
γεμάτο κάλπηδες, και το μόνο που κάνεις είναι να διαβάζεις, για να μάθεις αρκετά και να γίνεις
αρκετά έξυπνος, για να μπορέσεις μια μέρα ν' αγοράσεις κωλοκάντιλακ, και πρέπει να καμώνεσαι
συνέχεια πως σε κόφτει άμα χάνει η ομάδα του σχολείου στο ποδόσφαιρο, και το μόνο που κάνεις
είναι να κουβεντιάζεις για κορίτσια και ποτό και σεξ όλη μέρα, κι όλοι φτιάχνουνε κάτι βρωμόκλικες
του κερατά. Να πούμε, τα παιδιά που είναι στην ομάδα του μπάσκετ πάνε μαζί, οι καθολικοί πάνε
μαζί, οι κωλοδιανοούμενοι πάνε μαζί, τα παιδιά που παίζουνε μπριτζ πάνε μαζί. Ακόμα και τα παιδιά
που ανήκουνε στην Κωλολέσχη του Βιβλίου του Μηνός πάνε μαζί. Άμα προσπαθήσεις να πιάσεις λίγη
έξυπνη —»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Για άκου δω», μου λέει η παλιοΣάλυ. «Είναι ένα σωρό παιδιά που παίρνουνε απ' το σχολείο πολύ
περισσότερα απ' αυτά».

«Συμφωνώ! Συμφωνώ απόλυτα — για μερικούς. Όμως εγώ αυτό παίρνω όλο κι όλο από κει πέρα.
Βλέπεις; Αυτό ήθελα να πω. Αυτό ακριβώς ήθελα να πω, διάολε», της λέω. «Εγώ δεν παίρνω τίποτα
από πουθενά. Είμαι σε κακό χάλι. Σκατά είμαι».

«Και βέβαια είσαι».

Έπειτα, άξαφνα, μου κατέβηκε κείνη η ιδέα.

«Κοίτα δω», της λέω. «Έχω μια ιδέα. Θες να φύγουμε από δω πέρα; Σκέφτηκα κάτι. Ξέρω ένα παιδί
στο Γκρήνουιτς Βίλατζ που μπορεί να μας δανείσει τ' αμάξι του για κανά δυο βδομάδες. Πηγαίναμε
στο ίδιο σχολείο και μου χρωστάει ακόμα δέκα δολάρια. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να
φύγουμε αύριο το πρωί για τη Μασαχουσέτη ή το Βέρμοντ, κάπου εκεί γύρω, κατάλαβες; Είναι πολύ
όμορφα εκεί πέρα. Στ' αλήθεια». Είχα ξανάψει ολόκληρος όσο το σκεφτόμουνα, κι άπλωσα να πούμε
το χέρι μου κι έπιασα το βρωμόχερο της Σάλυ. Τι βλάκας που ήμουνα, πανάθεμά με. «Δεν κάνω
πλάκα», της λέω, «έχω κάπου εκατόν ογδόντα δολάρια στην τράπεζα. Αύριο πρωί πρωί μόλις
ανοίξουνε μπορώ να τα σηκώσω, κι έπειτα μπορώ να πάω να πάρω το αυτοκίνητο εκείνου του
παιδιού. Δεν κάνω πλάκα. Θα μείνουμε σε κανά δωμάτιο ώσπου να τελειώσουν τα λεφτά. Μετά, άμα
τελειώσουν τα λεφτά, θα βρω καμιά δουλειά και θα πάμε να μείνουμε κοντά σε κανένα ποταμάκι και
τα ρέστα, κι αργότερα να παντρευτούμε ή ξέρω γω τι. Το χειμώνα θα κόβω και ξύλα για το σπίτι και
τέτοια. Μα το Θεό, θα περάσουμε απίθανα. Τι λες; Πες μου. Πώς σου φαίνεται; Θα 'ρθεις μαζί μου; Σε
παρακαλώ!»

«Αυτά δε γίνονται», μου λέει η παλιοΣάλυ. Φαινότανε άγρια τσαντισμένη.

«Γιατί δε γίνονται; Γιατί διάολε;»

«Πάψε να ξεφωνίζεις. Σε παρακαλώ», μου λέει. Κι αυτό ήτανε μεγάλη βλακεία, γιατί εγώ ούτε που
ξεφώνιζα.

«Γιατί δε γίνονται; Γιατί όχι;»

«Γιατί δε μπορείς, αυτό είν' όλο. Πριν απ' όλα είμαστε κι οι δυο κυριολεκτικά παιδιά. Και μήπως
σκέφτηκες ποτέ τι θα κάνεις αν δε βρεις δουλειά, όταν τελειώσουνε τα λεφτά σου; Θα πεθάνουμε της
πείνας. Όλα είναι τόσο φανταστικά που δεν είναι καν —»

«Μα δεν είναι φανταστικά. Θα βρω δουλειά. Μην ανησυχείς. Δεν πρέπει ν' ανησυχείς γι' αυτό. Τι
τρέχει; Δε θες να φύγουμε μαζί; Πες το μου, αν δε θες».

«Δεν είναι αυτό. Δεν είναι διόλου αυτό», μου λέει η παλιοΣάλυ. Είχα αρχίσει να τη μισώ, με κάποιο
τρόπο. «Έχουμε ένα σωρό καιρό μπροστά μας για όλα αυτά τα πράματα — όλα. Θέλω να πω, όταν
τελειώσεις το πανεπιστήμιο και τα λοιπά, κι αν παντρευτούμε. Κι έπειτα θα 'χουμε ένα σωρό
θαυμάσια μέρη να πάμε. Αρκεί να —»

«Μα, δε θα 'χουμε. Δε θα 'χουμε ένα σωρό μέρη να πάμε. Θα 'ναι εντελώς αλλιώτικα», της λέω. Είχε
αρχίσει να με πιάνει πάλι εκείνη η διαολεμένη πλάκωση.

«Τι;» μου λέει. «Δε σ' άκουσα. Τη μια στιγμή ξεφωνίζεις και την άλλη —»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Είπα όχι, δε θα 'χουμε να πάμε σε θαυμάσια μέρη, όταν θα 'χω τελειώσει το πανεπιστήμιο και τα
ρέστα. Άνοιξε τ' αφτιά σου. Τότε θα 'ναι εντελώς άλλο πράμα. Θα πρέπει να κατεβαίνουμε με
ασανσέρ, όλο βαλίτσες και τέτοια. Θα πρέπει να τηλεφωνάμε σ' όλους και να τους λέμε αντίο, και να
τους στέλνουμε κάρτες από ξενοδοχεία και τα ρέστα. Και γω θα δουλεύω σε κανένα γραφείο και θα
βγάζω ένα σωρό λεφτά, και θα πηγαίνω στη δουλειά με ταξί και με λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου,
και θα διαβάζω εφημερίδες, και θα παίζω μπριτζ όλη την ώρα, και θα πηγαίνουμε σινεμά και θα
βλέπουμε ένα σωρό ντοκυμαντέρ και προσεχώς και επίκαιρα και σκατά. Άκου επίκαιρα! Θεέ και
Κύριε! Έχουνε όλο κάτι ηλίθιες ιπποδρομίες, και κάτι μεγαλοκυράδες που σπάνε μπουκάλες σε
βαπόρια, και κάτι χιμπαντζήδες που κάνουνε ποδήλατο με κοντά παντελονάκια. Δε θα 'ναι διόλου
ίδιο. Δεν κατάλαβες καθόλου τι ήθελα να πω».

«Μάλλον όχι. Μάλλον όμως ούτε εσύ κατάλαβες», μου λέει η παλιοΣάλυ. Εκείνη τη στιγμή είχαμε
φτάσει να μισιόμαστε. Το 'νιωθα πως δεν είχε κανένα νόημα να προσπαθήσω να το συζητήσω μαζί
της λογικά. Το 'χα σκυλομετανιώσει που άρχισα τέτοια κουβέντα.

«Άντε, πάμε να φύγουμε», της λέω. «Άμα θες να ξέρεις, μου γυρίζει το άντερο που σε βλέπω».

Μάγκα μου, πήδηξε στο ταβάνι μόλις της το 'πα. Ξέρω πως δεν έπρεπε να το πω, κι ίσως κανονικά να
μην της το 'λεγα, αλλά μ' είχε φέρει ως εδώ πάνω. Συνήθως δε λέω ποτέ τόσο χοντρά πράματα σε
κορίτσια. Μάγκα μου, ως το ταβάνι πήδηξε. Της ζήτησα συγνώμη σαν τρελός, αλλά δεν ήθελε ν'
ακούσει κουβέντα. Μέχρι που έκλαιγε κιόλας. Κι αυτό με τρόμαξε λιγάκι, γιατί φοβόμουνα μήπως
πήγαινε σπίτι της κι έλεγε στον πατέρα της, πως της είπα ότι μου γυρίζει τ' άντερο. Ο πατέρας της
ήτανε από κείνους τους τεράστιους μπάσταρδους, πολύ σιγανό ποτάμι, και όπως και να το κάνουμε
δεν τρελαινότανε για μένα. Μια φορά είχε πει στην παλιοΣάλυ πως ήμουνα αγριάνθρωπος.

«Δεν κάνω πλάκα. Λυπάμαι», της έλεγα συνέχεια.

«Λυπάσαι. Άκου, λυπάσαι. Πολύ αστείο αυτό», μου λέει. Έκλαιγε ακόμα λιγάκι, κι έτσι άξαφνα
λυπήθηκα στ' αλήθεια που το είχα πει.

«Έλα να σε πάω σπίτι. Δεν κάνω πλάκα».

«Ευχαριστώ, μπορώ να πάω και μονάχη μου. Αν νομίζεις πως θα σ' αφήσω να με πας σπίτι, είσαι τρε

λός. Κανένας δε μου 'χει πει ποτέ τέτοιο πράμα σ' όλη μου τη ζωή».

Η ιστορία ήτανε κάπως αστεία, άμα το καλοσκεφτόσουνα, κι έτσι άξαφνα έκανα κάτι που δεν έπρεπε.
Με πιάσανε τα γέλια. Κι έχω ένα γέλιο από κείνα τα πολύ δυνατά και χαζά. Θέλω να πω, άμα
καθόμουνα ποτέ πίσω απ' τον εαυτό μου στο σινεμά ή κάτι τέτοιο, θα 'σκυβα μπροστά και θα του
'λεγα να το βουλώσει τον παρακαλώ πολύ. Κι αυτό έκανε την παλιοΣάλυ ακόμα πιο θηρίο από πριν.

Στάθηκα λιγάκι και της ζήταγα συγνώμη και προσπαθούσα να την κάνω να με συχωρέσει, αλλά εκείνη
τίποτα. Όλη την ώρα μου 'λεγε να φύγω και να την αφήσω ήσυχη. Στο τέλος έφυγα και γω. Δεν
έπρεπε, αλλά, διάολε, μ' είχε φέρει ως εδώ πάνω ίσαμε κείνη τη στιγμή.

Για να σας πω την αλήθεια μου πάντως, ούτε που ξέρω γιατί της άρχισα όλες αυτές τις ιστορίες. Θέλω
να πω, που της έλεγα να φύγουμε για κάπου, για τη Μασαχουσέτη και το Βέρμοντ και τα ρέστα. Το
πιο πιθανό είναι πως δε θα την έπαιρνα μαζί μου, ακόμα και να το 'θελε. Δεν ήτανε και τίποτα
σπουδαίο, για να φύγεις μαζί της. Το φοβερό είναι όμως ότι το πίστευα όταν της το 'λεγα. Αυτό είναι

Digitized by 10uk1s, July 2010


το φοβερότερο απ' όλα. Μα το Θεό, είμαι για δέσιμο.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 18

ΟΤΑΝ έφυγα απ' την πίστα του πατινάζ, μ' έπιασε κάτι σα λιγούρα να πούμε, κι έτσι πήγα σ' ένα
μαγαζί και πήρα ένα σάντουιτς με ελβετικό τυρί και γάλα με οβομαλτίνη, κι έπειτα πήγα στον
τηλεφωνικό θάλαμο. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο την παλιόφιλη τη Τζαίην, να δω αν γύρισε σπίτι.
Θέλω να πω, είχα όλο το βράδυ ελεύθερο, κι έλεγα να της κάνω κανά τηλέφωνο, αν είχε γυρίσει σπίτι,
να πάμε πουθενά να χορέψουμε ή ξέρω γω τι. Ποτέ δεν είχαμε χορέψει, όλο τον καιρό που τη
γνώριζα. Την είχα δει όμως μια φορά να χορεύει. Φαινότανε πολύ καλή χορεύτρια. Ήτανε σε κείνο το
χορό της Τετάρτης Ιουλίου στη λέσχη. Τότε δεν την ήξερα ακόμα πολύ καλά, κι ούτε που μου 'χε
περάσει απ' το νου να την πάρω απ' τον καβαλιέρο της. Τη συνόδευε εκείνος ο απαίσιος, ο Αλ Πάικ,
που πήγαινε στο Τσόουτ. Ούτε και κείνον τον ήξερα πολύ καλά, αλλά τον έβλεπα πάντα που
τριγύρναγε στην πισίνα. Φόραγε ένα από κείνα τ' άσπρα λαστέξ μπανιερά, κι όλο έκανε βουτιές από
την πιο ψηλή σανίδα. Όλη μέρα έκανε την ίδια ανάποδη παλιοβουτιά, σκέτη αηδία. Ήτανε η μόνη
βουτιά που ήξερε, αλλά πάντως νόμιζε πως είναι κανόνι. Όλο ποντίκια και μυαλό κουκούτσι. Τέλος
πάντων, μ' αυτόνε είχε βγει η Τζαίην εκείνο το βράδυ. Αδύνατο να το χωνέψω. Μα το Θεό. Όταν
αρχίσαμε αργότερα να βγαίνουμε μαζί, τη ρώτησα πώς είχε φτάσει να βγει ραντεβού μ' ένα τέτοιο
κωλόπαιδο, σαν το φιγουρατζή τον Αλ Πάικ. Τότε η Τζαίην μου είπε πως δεν ήτανε φιγουρατζής. Μου
είπε πως είχε κόμπλεξ κατωτερότητας. Θα 'λεγες πως τον λυπότανε ή κάτι τέτοιο, και δεν έκανε
πλάκα. Το πίστευε. Αυτό είναι το μυστήριο με τα κορίτσια. Κάθε φορά που τους μιλάς για κανένα
τύπο, που είναι κωλόπαιδο με όλη τη σημασία της λέξης — πολύ ανάγωγος ή πολύ ξιπασιάρης και τα
ρέστα — σου λένε πως έχει κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί βέβαια να 'χει, αλλά και πάλι αυτό δεν
τον εμποδίζει να 'ναι κωλόπαιδο, κατά τη γνώμη μου. Α, τα κορίτσια. Ποτέ δεν ξέρεις τι έχουνε μες
στο κεφάλι τους. Μια φορά είχα κανονίσει ένα ραντεβού για κείνο το κορίτσι, που ήτανε συγκάτοικος
της Ρομπέρτας Γουώλς, μ' ένα φίλο μου. Τον λέγανε Μπομπ Ρόμπινσον, και κείνος είχε στ' αλήθεια
κόμπλεξ κατωτερότητας. Το 'βλεπες με την πρώτη πως ντρεπότανε πολύ για τους γονείς του και τα
ρέστα, γιατί λέγανε «επειδής» και «της δεσποινίς» και τέτοια, και δεν ήτανε πολύ πλούσιοι. Δεν ήτανε
όμως ούτε κωλόπαιδο ούτε τίποτα. Ήτανε πολύ εντάξει παιδί. Πάντως εκείνη η συγκάτοικος της
Ρομπέρτας Γουώλς δεν τον χώνεψε καθόλου. Είπε και της Ρομπέρτας πως ήτανε πολύ φαντασμένος
— και ο λόγος που τον πέρασε για φαντασμένο, ήτανε επειδή έτυχε να της πει πως είναι αρχηγός της
ομάδας συζήτησης. Για ένα πραματάκι τοσοδά, τον πέρασε για φαντασμένο. Το κακό με τα κορίτσια
είναι πως, άμα τους αρέσει ένα παιδί, όσο κωλόπαιδο κι αν είναι, λένε πως έχει κόμπλεξ
κατωτερότητας, κι άμα δεν τους αρέσει, όσο καλό παιδί κι αν είναι, ή όσο μεγάλο κόμπλεξ
κατωτερότητας κι αν έχει, τον λένε φαντασμένο. Ακόμα και τα έξυπνα κορίτσια το ίδιο κάνουνε.

Τέλος πάντων, ξανατηλεφώνησα στην παλιόφιλη τη Τζαίην, αλλά το τηλέφωνό της δεν απάνταγε και
το 'κλεισα. Μετά κοίταξα την ατζέντα μου να δω ποιο διάολο θα μπορούσα να βρω εύκαιρο για το
βράδυ. Το κακό ήτανε όμως που η ατζέντα μου έχει γραμμένους όλους κι όλους τρεις ανθρώπους. Τη
Τζαίην και κείνο τον τύπο, τον κύριο Αντολίνι, που ήτανε δάσκαλός μου στο Έλκτον Χιλς, και το
τηλέφωνο του πατέρα μου στο γραφείο. Πάντα ξεχνάω να βάλω ονόματα εκεί μέσα. Έτσι αυτό που
έκανα στο τέλος, ήτανε που τηλεφώνησα του γέρο Καρλ Λιους. Εκείνος είχε τελειώσει το Γούτον μετά
που έφυγα. Ήτανε κάπου τρία χρόνια πιο μεγάλος από μένα και δεν τον έκανα και πολύ κέφι, αλλά
ήτανε από κείνους τους πολύ διανοούμενους τύπους — είχε το μεγαλύτερο δείκτη νοημοσύνης απ'
όλα τα παιδιά στο Γούτον — και σκέφτηκα μήπως ήθελε να φάμε κάπου μαζί και να κάνουμε λίγη
έξυπνη κουβέντα. Καμιά φορά ήτανε πολύ διαφωτιστικός. Του έκανα λοιπόν ένα τηλέφωνο. Τώρα
πήγαινε στο Κολούμπια, αλλά έμενε στην Εξηκοστή Πέμπτη Οδό και τα ρέστα, κι ήξερα πως θα τον
έβρισκα σπίτι. Όταν ήρθε στο τηλέφωνο και μιλήσαμε, μου είπε πως για φαΐ δε γινότανε, αλλά πως
θα μπορούσαμε να βρεθούμε για κανένα ποτό κατά τις δέκα στο Γουίκερ Μπαρ, στην Πεντηκοστή
Τέταρτη. Νομίζω πως ξαφνιάστηκε πολύ που μ' άκουσε. Μια φορά τον είχα φωνάξει χοντροκώλη και
κάλπη.

Είχα ένα σωρό ώρα να σκοτώσω ως τις δέκα, κι έτσι αυτό που έκανα ήτανε που πήγα σινεμά στο

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ράδιο Σίτι. Ήτανε ίσως το χειρότερο πράμα που μπορούσα να κάνω, αλλά ο σινεμάς ήτανε εκεί κοντά
και δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο.

Μπήκα όταν είχαν αρχίσει κάτι νούμερα της κακιάς ώρας που είχε στην αρχή. Οι Ρόκετς κοντεύανε να
βγάλουνε το κεφάλι τους απ' τις κλωτσιές, έτσι όπως κάνουνε άμα μπαίνουνε στη γραμμή και
πιάνονται απ' τη μέση. Οι θεατές χειροκροτάγανε σαν τρελοί, κι ένας τύπος από πίσω μου έλεγε όλη
την ώρα στη γυναίκα του, «Αυτό θα πει ακρίβεια». Με πέθανε. Έπειτα, μετά τις Ρόκετς, βγήκε ένας
τύπος με σμόκιν και πατίνια με ρόδες, κι άρχισε να πατινάρει κάτω από κάτι μικρά τραπεζάκια και να
λέει καλαμπούρια εκεί που πατινάριζε. Ήτανε πολύ γερός στο πατινάζ και τα ρέστα, αλλά δεν το
γλένταγα πολύ, επειδή τον φανταζόμουνα όλη την ώρα να κάνει προπόνηση για να μπορεί να
πατινάρει στη σκηνή. Φαινότανε πολύ ηλίθιο. Φαντάζομαι πως έφταιγε που δεν είχα κέφι. Έπειτα,
άμα τέλειωσε κι αυτός, άρχισε κείνη η χριστουγεννιάτικη φάμπρικα που κάνουνε στο Ράδιο Σίτι κάθε
χρόνο. Αρχίζουν να βγαίνουνε όλοι εκείνοι οι άγγελοι από τα παρασκήνια κι από παντού, και κάτι
τύποι που κουβαλάγανε σταυρούς και διάφορα γύρω γύρω στη σκηνή, κι όλοι τους —χίλιοι και βάλε
— τραγουδάνε σαν τρελοί το «Τρέξτε Ποιμένες». Χαράς το πράμα. Υποτίθεται πως είναι θρησκευτικό
του σκασμού, το ξέρω, και πολύ όμορφο και τα ρέστα, αλλά εγώ δε βλέπω τίποτα θρησκευτικό ή
όμορφο σ' ένα μπουλούκι θεατρίνους που κουβαλάνε σταυρούς γύρω γύρω στη σκηνή, για το Θεό.
Άμα τελειώσανε και ξαναρχίσανε να μπαίνουνε στα παρασκήνια, το καταλάβαινες πως δε βλέπανε
την ώρα να κάνουνε τσιγάρο ή ξέρω γω τι. Το είχα ξαναδεί και με την παλιοΣάλυ Χέης πέρσι, και μου
'λεγε όλη την ώρα τι ωραία που ήτανε, τα κουστούμια και τα ρέστα. Εγώ της είπα τότε πως ο γέρο
Χριστός σίγουρα θα ξέρναγε άμα τους έβλεπε — με τα παρδαλά τους τα κουστούμια και δε
συμμαζεύεται. Η Σάλυ μου 'πε πως είμαι ιερόσυλος κι άθεος. Μπορεί και να 'μαι. Πάντως αυτό που
σίγουρα θα του άρεσε του Χριστού, ήτανε εκείνος ο τύπος που παίζει τούμπανο στην ορχήστρα. Τον
έβλεπα συνέχεια, απ' όταν ήμουνα κάπου οχτώ χρονών. Με τον αδερφό μου τον Άλι, άμα πηγαίναμε
με τους δικούς μας και τα ρέστα, αλλάζαμε θέση και πηγαίναμε μπροστά μπροστά για να τον
βλέπουμε καλύτερα. Είναι ο καλύτερος τυμπανιστής που έχω δει ποτέ μου. Σ' όλη την παράσταση
βρίσκει κανά δυο φορές όλες κι όλες την ευκαιρία να παίξει, αλλά ποτέ δε φαίνεται βαριεστημένος
άμα δεν παίζει. Έπειτα, άμα έρχεται η σειρά του να χτυπήσει το τούμπανο, το κάνει τόσο όμορφα και
γλυκά, με κείνη τη νευρική έκφραση στο πρόσωπό του. Μια φορά που είχαμε πάει με τον πατέρα μου
στην Ουάσιγκτον, ο Άλι του έστειλε μια κάρτα, αλλά πάω στοίχημα πως δεν την πήρε ποτέ. Δεν
ήμαστε και πολύ σίγουροι για τη διεύθυνσή του.

Μετά που τέλειωσε εκείνο το χριστουγεννιάτικο, άρχισε το κωλοέργο. Ήτανε τόσο σκατά, που δε
μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Έλεγε για έναν Εγγλέζο, τον Άλεκ κάτι, που πάει
στον πόλεμο και παθαίνει αμνησία στο νοσοκομείο και τα ρέστα. Μετά βγαίνει απ' το νοσοκομείο μ'
ένα μπαστούνι, και γυρίζει στο Λονδίνο κούτσα κούτσα, και δεν ξέρει ποιος διάολος είναι. Στην
πραγματικότητα είναι δούκας, αλλά δεν το ξέρει. Μετά γνωρίζει ένα καλό και σεμνό και τίμιο κορίτσι
στο λεωφορείο. Της παίρνει το κωλοκαπέλο της ο αέρας και κείνος της το πιάνει, και μετά
ανεβαίνουνε στο πάνω πάτωμα και κάθονται και πιάνουνε την κουβέντα για τον Κάρολο Ντίκενς. Και
των δυονών είναι ο αγαπημένος τους συγγραφέας και τα ρέστα. Εκείνος κουβαλάει μαζί του τον
Όλιβερ Τουίστ κι η κοπέλα το ίδιο. Μου 'ρχότανε να ξεράσω. Τέλος πάντων, αγαπιούνται με το πρώτο,
ένεκα που είναι κι οι δυο τους τρελοί και παλαβοί με τον Κάρολο Ντίκενς και τα ρέστα, και κείνος τη
βοηθάει στην εκδοτική της επιχείρηση. Η κοπέλα είναι εκδότρια. Μόνο που δεν τα πηγαίνει και πολύ
καλά, γιατί ο αδερφός της είναι μέθυσος και τρώει όλα τους τα λεφτά. Είναι πολύ στριφνός τύπος, ο
αδερφός, γιατί στον πόλεμο ήτανε γιατρός, και τώρα πια δε μπορεί να χειρουργήσει επειδή τα νεύρα
του είναι κλονισμένα, κι έτσι όλο μπεκρουλιάζει, αλλά είναι πολύ έξυπνος και τα ρέστα. Τέλος
πάντων, ο γέρο Άλεκ γράφει ένα βιβλίο και κείνο το κορίτσι το εκδίδει, και πιάνουνε κι οι δυο τους την
καλή. Μετά, πάνω που είναι έτοιμοι να παντρευτούνε, εμφανίζεται εκείνη η άλλη κοπέλα που τη λένε
Μάρσια. Η Μάρσια ήτανε αρρεβωνιαστικιά του Άλεκ προτού να πάθει αμνησία, και τον αναγνωρίζει
σ' ένα μαγαζί που υπογράφει βιβλία. Λέει του γέρο Άλεκ ότι στην πραγματικότητα είναι να πούμε
δούκας, αλλά εκείνος δεν την πιστεύει και δε θέλει να πάει μαζί της να δει τη μάνα του και τα ρέστα.
Η μάνα του είναι θεόστραβη. Όμως το άλλο κορίτσι, το σεμνό, τον πιέζει να πάει. Είναι πολύ κυρία και

Digitized by 10uk1s, July 2010


ξέρω γω τι. Πηγαίνει λοιπόν. Αλλά πάλι δεν του ξανάρχεται η μνήμη του, ακόμα κι όταν πηδάει απάνω
του το λυκόσκυλό του και του κάνει χαρές, κι η μάνα του βάζει τα δάχτυλά της στο πρόσωπό του και
του φέρνει και κείνο το αρκουδάκι που έσερνε μαζί του όταν ήτανε μικρός. Έπειτα, μια μέρα κάτι
παιδιά παίζουνε κρίκετ στο γρασίδι, και τον χτυπάνε στο κεφάλι με το μπαλάκι. Και τότε η κωλομνήμη
του του ξανάρχεται αμέσως, και μπαίνει μέσα και φιλάει τη μάνα του στο κούτελο και τα ρέστα. Μετά
αρχίζει να είναι πάλι κανονικός δούκας, και ξεχνάει εκείνη τη σεμνή πιτσιρίκα που είναι εκδότρια. Θα
σας έλεγα και την υπόλοιπη ιστορία, αλλά μια λέξη ακόμα να πω, θα ξεράσω. Όχι πως θα σας τη
χάλαγα ή κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει τίποτα για χάλασμα, μα το Θεό. Τέλος πάντων, τελειώνει εκεί που ο
Άλεκ και η σεμνή πιτσιρίκα παντρεύονται, και ο αδερφός που είναι μέθυσος ξαναβρίσκει τα νεύρα
του, και χειρουργεί τη μάνα του Άλεκ που ξαναβρίσκει το φως της, κι έπειτα ο μέθυσος αδερφός κι η
παλιοΜάρσια τα φτιάχνουνε. Και τελειώνει εκεί που είναι όλοι σ' ένα μακρύ μακρύ τραπέζι και
γελάνε, να τους φύγει ο κώλος, επειδή μπαίνει μέσα το μεγάλο λυκόσκυλο μ' ένα λεφούσι
κουταβάκια. Όλοι το νομίζανε γι' αρσενικό υποθέτω, ή κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορώ να πω είναι:
μην το δείτε γιατί θα βγάλετε τ' άντερά σας.

Εκείνο που μ' άρεσε, ήτανε που, δίπλα μου, μια κυρία έκλαιγε με μαύρο δάκρι σ' όλη την κωλοταινία.
Όσο πιο κάλπικο γινότανε το έργο, τόσο πιο πολύ έκλαιγε. Μπορεί και να νόμιζες πως το 'κανε επειδή
ήτανε να πούμε πονετική του σκασμού, αλλά εγώ καθόμουνα δίπλα της, και δεν ήτανε. Είχε μαζί της
ένα πιτσιρικά που βαριότανε μέχρι Παναγίας, κι ήθελε να πάει στο μέρος, και κείνη δεν τον άφηνε.
Όλη την ώρα του έλεγε να κάτσει ήσυχος και να σοβαρευτεί. Είχε μια καρδιά τρυφερή σαν του λύκου,
η βρώμα. Πάρε να πούμε κάποιονε που βγάζει τα μάτια του στο κλάμα για κάτι τέτοια κάλπικα
πράματα στο σινεμά, και εννιά στις δέκα φορές είναι σκέτος μπάσταρδος κατά βάθος. Δεν κάνω
πλάκα.

Όταν τέλειωσε το έργο, κατηφόρισα με το πόδι κατά το Γουίκερ Μπαρ, εκεί που θα συνάνταγα το
γέρο Καρλ Λιους, κι εκεί που περπάταγα σκεφτόμουνα να πούμε τον πόλεμο και τα ρέστα. Πάντα το
παθαίνω αυτό με τις πολεμικές ταινίες. Νομίζω πως δε θ' άντεχα, αν έπρεπε να πάω στον πόλεμο. Μα
το Θεό, δε θ' άντεχα. Βέβαια δεν είναι και τόσο άσκημα άμα σε παίρνουνε έτσι, και σε ντουφεκίζουνε
ή κάτι τέτοιο, αλλά πρέπει να μένεις στο στρατό τόσο καιρό, διάολε. Αυτό είναι όλο το κακό. Ο
αδερφός μου ο D.B. έμεινε στο στρατό τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Είχε πάει και στον πόλεμο —ήτανε
και στην απόβαση της Νορμανδίας και τα ρέστα— αλλά νομίζω πως στην πραγματικότητα το στρατό
τόνε μισούσε χειρότερα κι απ' τον πόλεμο. Εγώ ήμουνα κυριολεκτικά παιδί εκείνη την εποχή, αλλά
τον θυμάμαι που ερχότανε σπίτι με άδεια και τα ρέστα, και το μόνο που έκανε ήτανε που έμενε στο
κρεβάτι, κυριολεκτικά. Σχεδόν ποτέ δεν πάταγε ούτε στο σαλόνι. Αργότερα, όταν τον στείλανε έξω και
πήγε στο μέτωπο και τα λοιπά, δεν τραυματίστηκε ούτε τίποτα, ούτε αναγκάστηκε να πυροβολήσει
κανένανε. Το μόνο που έκανε ήτανε που οδήγαγε όλη μέρα το τζιπ ενός καουμπόη στρατηγού και τον
γύρναγε δεξιά κι αριστερά. Μια φορά μας είπε, του Άλι και μένα, πως αν χρειαζότανε ποτέ να
πυροβολήσει, δε θα 'ξερε ούτε σε ποια μεριά να γυρίσει το όπλο του. Έλεγε πως ο στρατός είναι
κυριολεκτικά γεμάτος μπάσταρδους σαν τους ναζί. Θυμάμαι που μια φορά ο Άλι τον είχε ρωτήσει αν
ήτανε και λιγάκι καλά που είχε πάει στον πόλεμο, επειδή ήτανε συγγραφέας και θα 'βρισκε ένα σωρό
πράματα να γράφει και τα ρέστα. Τότε έστειλε τον Άλι να πάει να φέρει το γάντι του μπέηζμπωλ, και
μετά τον ρώτησε ποιος ήτανε καλύτερος πολεμικός ποιητής, ο Ρούπερτ Μπρουκ η ή Έμιλυ Ντίκινσον.
Ο Άλι είπε, η Έμιλυ Ντίκινσον. Εγώ προσωπικά δεν ξέρω και πολλά απ' αυτά επειδή δε διαβάζω πολλή
ποίηση, αλλά πάντως ξέρω πως θα μου 'ρχότανε τρέλα άμα έπρεπε να πάω στο στρατό και να 'μαι
παρέα με κάτι τύπους σαν τον Άκλεϋ και το Στράντλεητερ και το γέρο Μώρις όλη την ώρα, και να
κάνω πορεία μαζί τους και τα ρέστα. Μια φορά είχα πάει προσκοπάκι. Έμεινα μόνο μια βδομάδα,
γιατί δεν άντεχα να βλέπω το σβέρκο του παιδιού που ήτανε μπροστά μου. Όλη την ώρα σου λέγανε
να κοιτάς συνέχεια το σβέρκο του παιδιού που ήτανε μπροστά σου. Μα το Θεό, αν γίνει ποτέ άλλος
πόλεμος, καλύτερα να με πάρουνε και να με στήσουνε αμέσως μπροστά στο απόσπασμα. Κουβέντα
δε θα 'λεγα. Αυτό όμως που μου τη δίνει με το D.B. είναι πως, αν και μισούσε τόσο πολύ τον πόλεμο,
μ' έβαλε να διαβάσω εκείνο το βιβλίο, το Αποχαιρετισμός στα Όπλα, πέρσι το καλοκαίρι. Έλεγε πως
ήτανε καταπληκτικό. Κι αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω. Είχε ένα τύπο που τον λέγανε υπολοχαγό

Digitized by 10uk1s, July 2010


Χένρυ, και υποτίθεται πως ήτανε απίθανος και ξέρω γω τι. Δεν το χωράει ο νους μου, ο D.B. που
σιχαίνεται τόσο πολύ το στρατό και τον πόλεμο και τα ρέστα, να του αρέσει ένα τόσο κάλπικο βιβλίο.
Να πούμε, για παράδειγμα, πώς γίνεται να του αρέσει ένα τόσο κάλπικο βιβλίο, κι ένα βιβλίο του
Ρινγκ Λάρντνερ, ή πάλι ένα άλλο που τον πεθαίνει, Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ. Ο D.B. τσαντίστηκε που του
το είπα, και μου λέει είσαι πολύ μικρός, να πούμε, για να το εκτιμήσεις, αλλά εγώ δε συμφωνώ. Του
είπα πως μ' άρεσε ο Ρινγκ Λάρντνερ κι Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ και τα ρέστα. Και στ' αλήθεια μ' άρεσε.
Τρελαινόμουνα για το Μεγάλο Γκάτσμπυ. Ο γέρο Γκάτσμπυ, ο παλιόφιλος. Με πέθανε. Τέλος πάντων,
χαίρομαι να πούμε, που ανακαλύψανε την ατομική βόμβα. Άμα γίνει ποτέ άλλος πόλεμος, θα πάω να
κάτσω πάνω στη μύτη της βόμβας. Εθελοντής. Ο διάολος να με πάρει αν δεν το κάνω.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 19

ΣΕ περίπτωση που δε μένετε στη Νέα Υόρκη, το Γουίκερ Μπαρ βρίσκεται σ' ένα κάπως καθωσπρέπει
ξενοδοχείο, το Σέτον. Κάποτε πήγαινα πολύ εκεί πέρα, αλλά τώρα δεν πάω πια. Το 'κοψα σιγά σιγά.
Είναι από κείνα τα στέκια που υποτίθεται πως είναι πολύ διανοουμενίστικα και τα ρέστα, και
μαζεύονται οι κάλπηδες και κάνουνε τη φιγούρα τους. Είχε και δυο πιτσιρίκες Γαλλιδούλες, την Τίνα
και τη Ζανίν, που βγαίνανε και παίζανε πιάνο και τραγουδάγανε κάπου τρεις φορές κάθε βράδυ. Η
μία έπαιζε πιάνο — σκέτο χάλι — και η άλλη τραγούδαγε, και τα περισσότερα τραγούδια ήτανε ή
πολύ πρόστυχα ή γαλλικά. Εκείνη που τραγούδαγε, η παλιοΖανίν, όλο κάτι ψιθύριζε στο
κωλομικρόφωνο προτού να τραγουδήσει. Έλεγε, «Και τώωωγα, θα σας πούμε με το δικό μας τγόοοπο,
το Βούουλυ Βούου Φγανσέι. Είναι η ιστογίιια μιας Γαλλιδούουλας, που έγχεται σε μια μεγάααλη
πόολη, σαν τη Νέα Υόοογκη, και εγωτεύεται ένα μικγόοο αγόοογι απ' το Μπγούουκλιν. Ελπίζουμε να
σας αγέεεσει». Κι έπειτα άμα τέλειωνε τα ψιθυρίσματα και τα κουνήματα και τα χαριτωμένα της,
τραγούδαγε κανένα ηλίθιο τραγούδι, μισοεγγλέζικα μισοφραντσέζικα, κι όλοι οι κάλπηδες εκεί μέσα
παλάβωναν απ' τη χαρά τους. Άμα καθόσουνα πολύ εκεί πέρα να πούμε, κι άκουγες πως
χειροκροτάγανε όλοι οι κάλπηδες και τα ρέστα, έφτανες να μισείς όλο τον κόσμο, σας τ' ορκίζομαι. Κι
ο μπάρμαν τα ίδια σκατά ήτανε. Μεγάλος σνομπ. Αυτός ούτε που καταδεχότανε να σου μιλήσει, εξόν
κι αν ήσουνα διασημότητα, να πούμε, ή σπουδαίο πρόσωπο ή δεν ξέρω τι. Άμα ήσουνα σπουδαίο
πρόσωπο ή διασημότητα ή κάτι τέτοιο, τότε γινότανε ακόμα πιο εμετικός. Σηκωνότανε και σε
πλησίαζε, και σου 'λεγε με κείνο το πλατύ γοητευτικό χαμόγελο, λες κι ήτανε διάολε πολύ εντάξει
παιδί άμα τον ήξερες, «Λοιπόν! Τι γίνεται το Κονέκτικατ;» ή «Τι νέα από τη Φλόριδα;» Ήτανε φρίκη
μέρος, δεν κάνω πλάκα. Σιγά σιγά το 'κοψα και δεν ξαναπάτησα εκεί μέσα.

Ήτανε πολύ νωρίς όταν έφτασα. Έκατσα στο μπαρ —ήτανε φίσκα— και παράγγειλα δυο ουίσκια με
σόδα πριν έρθει ο γέρο Λιους. Σηκώθηκα όρθιος όταν έδινα την παραγγελία, για να δούνε πόσο
ψηλός ήμουνα και τα ρέστα, και να μη με περάσουνε για ανήλικο, διάολε. Μετά έκατσα και χάζευα
τους κάλπηδες. Ήτανε ένας τύπος παραδίπλα, κι έψηνε μια πιτσιρίκα που είχε μαζί του. Της έλεγε όλη
την ώρα πως είχε αριστοκρατικά χέρια. Αυτό με πέθανε. Από την άλλη μεριά του μπαρ ήτανε όλο
πούστηδες. Δεν πουστοφέρνανε και πολύ —θέλω να πω δεν είχανε μακριά μαλλιά ούτε τίποτα—
αλλά πάντως τους καταλάβαινες που ήτανε πούστηδες. Καμιά φορά φάνηκε κι ο γέρο Λιους.

Ο παλιόφιλος ο Λιους. Ωραίος τύπος. Υποτίθεται πως ήτανε Σύμβουλος του Σπουδαστού, τότε που
πήγαινα στο Γούτον. Το μόνο πράμα που έκανε όμως, ήτανε που έδινε σεξουαλικές διαλέξεις και τα
ρέστα, αργά το βράδυ που μαζευόντουσαν ένα μπουλούκι παιδιά στο δωμάτιό του. Ήξερε ένα σωρό
πράματα για το σεξ, ιδίως για ανωμαλίες και τα ρέστα. Πάντα μας έλεγε διάφορα για κάτι ανώμαλους
τύπους που γυρνάνε εδώ και κει, κι έχουνε σχέσεις με πρόβατα, και για κάτι τύπους που γυρνάνε με
γυναικεία βρακιά ραμμένα στη φόδρα του καπέλου τους και τα ρέστα. Και για πούστηδες και λεσβίες.
Ο γέρο Λιους ήξερε έναν ένα τους πούστηδες και τις λεσβίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μόνο που
είχες να κάνεις, ήτανε να πεις το όνομα καποιανού — όποιου να 'τανε — κι ο γέρο Λιους θα σου 'λεγε
αμέσως αν ήτανε πούστης ή όχι. Καμιά φορά ήτανε δύσκολο να τον πιστέψεις, οι άνθρωποι που έλεγε
πως είναι πούστηδες και λεσβίες και δεν ξέρω τι, ήτανε ηθοποιοί να πούμε και τα ρέστα. Μερικοί απ'
αυτούς που έλεγε πως ήτανε πούστηδες, ήτανε και παντρεμένοι, αν υπάρχει Θεός. Του 'λεγες, «Θες
να πεις πως ο Τζο Μπλόου είναι πούστης; Ο Τζο Μπλόου; Εκείνος ο ψηλός, ο σκληρός, που παίζει
πάντα το γκάγκστερ και τον καουμπόη;» Κι ο γέρο Λιους έλεγε, «Φυσικά». Πάντα έλεγε «Φυσικά».
Έλεγε πως δεν πείραζε που ο τύπος ήτανε παντρεμένος. Έλεγε πως οι μισοί παντρεμένοι του κόσμου
ήτανε πούστηδες, κι ούτε που το ξέρανε. Έλεγε πως μπορούσες να γίνει τέτοιος κυριολεκτικά σε μια
νύχτα, άμα είχες όλα τα γνωρίσματα και τα ρέστα. Μας τρόμαζε όλους μας του καλού καιρού. Όλη την
ώρα περίμενα πως θα γίνω πούστης ή κάτι τέτοιο. Η πλάκα με το γέρο Λιους ήτανε όμως ότι πίστευα
πως κι αυτός πουστόφερνε λιγάκι, με κάποιο τρόπο. Να πούμε, κάθε λίγο σου 'λεγε «Για προβάρησέ
το να δεις αν σου κάνει», και σε ζούλαγε στον πισινό με το δάχτυλο εκεί που πήγαινες στο διάδρομο,
σου άλλαζε τα φώτα. Κι άμα πήγαινε στο μέρος, άφηνε πάντα την κωλόπορτα ανοιχτή και σου μίλαγε

Digitized by 10uk1s, July 2010


όσο έπλενες τα δόντια σου ή ξέρω γω τι. Όλα αυτά είναι λιγάκι πούστικα. Αλήθεια. Έχω γνωρίσει
κάμποσους αληθινούς πούστηδες, στο σχολείο και τα ρέστα, κι όλη την ώρα τέτοια κάνουνε, και γι'
αυτό είχα πάντα τις αμφιβολίες μου για το γέρο Λιους. Ήτανε όμως πολύ έξυπνο παιδί. Στ' αλήθεια
ήτανε.

Ποτέ του δε σου 'λεγε γεια ή κάτι τέτοιο, άμα σ' έβλεπε. Το πρώτο πράμα που είπε μόλις κάθησε,
ήτανε πως θα 'μενε μονάχα κανά δυο λεφτά. Είπε πως είχε ραντεβού. Μετά παράγγειλε ντράι μαρτίνι.
Είπε του μπάρμαν να το κάνει πολύ ντράι και χωρίς ελιά.

«Ρε συ, σου βρήκα ένα πούστη», του λέω. «Κάθεται εκεί απέναντι. Μην κοιτάξεις αμέσως. Σου τον
φύλαγα».

«Πολύ αστείο», μου λέει. «Ολόιδιος ο παλιός Κώλφηλντ. Πότε θα μεγαλώσεις τέλος πάντων;»

Πρέπει να με βαριότανε πολύ. Στ' αλήθεια. Πάντως εγώ τον έβρισκα διασκεδαστικό. Ήτανε από
κείνους τους τύπους που με διασκεδάζουνε πολύ.

«Πώς πάει η σεξουαλική ζωή σου;» του λέω. Πάντα του τη βάραγε άμα τον ρώταγες τέτοια πράματα.

«Ηρέμησε», μου λέει. «Κάτσε καλά και ηρέμησε, για το Θεό».

«Ήρεμος είμαι», του λέω. «Πώς είναι στο Κολούμπια; Σ' αρέσει;»

«Και βέβαια μ' αρέσει. Άμα δε μ' άρεσε δε θα πήγαινα», μου λέει.

Καμιά φορά γινότανε κι ο ίδιος παρά πολύ βαρετός.

«Και τι σπουδάζεις;» του λέω. «Ανωμαλίες;» Μ' είχανε πιάσει πάλι οι πλάκες μου.

«Δε μου λες, τον έξυπνο κάνεις;»

«Όχι. Για πλάκα το 'πα», του λέω. «Κοίτα δω, ρε Λιους. Εσύ που είσαι διανοούμενος. Χρειάζομαι τη
συμβουλή σου. Βρίσκομαι σε μια τρομερή —»

«Άκου δω Κώλφηντ», μου μουγκρίζει κατάμουτρα, «αν θέλεις να καθήσουμε και να πιούμε το ποτό
μας ήσυχα και ειρηνικά, και να τα κουβεντιάσουμε ήρεμα κι ωραία —»

«Καλά, καλά», του λέω. «Ηρέμησε». Καταλάβαινες πως δεν έκανε κέφι να κουβεντιάσει μαζί μου
τίποτα σοβαρό. Αυτό είναι το κακό με τους διανοούμενους. Ποτέ δεν κάνουνε κέφι να
κουβεντιάσουνε τίποτα σοβαρό, εκτός κι αν τους έχει έρθει όρεξη. Έτσι το μόνο που έκανα, ήτανε που
άρχισα να του κουβεντιάζω περί ανέμων και υδάτων, που λένε. «Δεν κάνω πλάκα, πώς είναι η
σεξουαλική ζωή σου;» του λέω. «Τραβιέσαι ακόμα με κείνη την πιτσιρίκα που ήσουνα στο Γούτον;
Εκείνη με τα απίθανα —»

«Για τ' όνομα του Θεού, όχι», μου λέει.

«Πώς έτσι; Τι απόγινε;»

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Απ' ό,τι ξέρω, αφού με ρώτησες, πρέπει να 'χει γίνει η Πόρνη του Νιου
Χάμπσαϊρ ως αυτή τη στιγμή που μιλάμε».

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Δεν είναι σωστό αυτό που λες. Αφού ήτανε τόσο εντάξει, και σ' άφηνε να κάνεις μαζί της διάφορα
σεξουαλικά όλη την ωρα, δε θα 'πρεπε να μιλάς έτσι γι' αυτήνε, εσύ τουλάχιστον».

«Ω Θεέ μου!» κάνει ο γέρο Λιους. «Δε μου λες, είσαι διατεθειμένος να κάνουμε συζήτηση τύπου
Κώλφηλντ; Αν είναι, πες το μου να το ξέρω».

«Όχι», του λέω, «αλλά πάντως δεν είναι σωστό. Αφού ήτανε αρκετά καλή και σ' άφηνε να —»

«Είναι απαραίτητο ν' ακολουθήσουμε αυτή την απαίσια συλλογιστική;»

Δεν είπα τίποτα. Φοβόμουνα λιγάκι μήπως σηκωθεί και φύγει και με παρατήσει αν δεν το βουλώσω.
Έτσι το μόνο που έκανα, ήτανε που παράγγειλα κι άλλο ποτό. Είχα κέφι να γίνω πίτα στο μεθύσι.

«Και τώρα ποιάν έχεις;» του λέω. «Άμα θες, μου απαντάς».

«Δεν την ξέρεις».

«Ναι, αλλά ποια είναι; Μπορεί και να την ξέρω».

«Μένει στο Βίλατζ. Είναι γλύπτρια. Αφού πρέπει να μάθεις οπωσδήποτε».

«Αλήθεια; Δεν κάνεις πλάκα; Πόσω χρονώ είναι;»

«Δεν τη ρώτησα ποτέ, για τ' όνομα του Θεού».

«Ε, περίπου πόσο».

«Φαντάζομαι πως πλησιάζει τα σαράντα», μου λέει ο γέρο Λιους.

«Τα σαράντα; Αλήθεια; Και σ' αρέσει;» του λέω. «Σ' αρέσει που είναι τόσο μεγάλη;» Ο λόγος που
ρώταγα, ήτανε επειδή ήξερε ένα σωρό πράματα για το σεξ και τα ρέστα. Ήτανε από τα λίγα παιδιά
που ήμουνα σίγουρος πως ήξερε. Δεν ήτανε ούτε δεκατεσσάρων χρονών καλά καλά, που έχασε την
παρθενιά του στο Ναντάκετ. Σοβαρά.

«Μ' αρέσουν οι ώριμες γυναίκες, αν εννοούσες αυτό. Φυσικά».

«Αλήθεια; Γιατί; Δεν κάνω πλάκα. Είναι να πούμε καλύτερες στο σεξ και τα ρέστα;»

«Άκουσε. Να σου ξεκαθαρίσω κάτι. Αρνούμαι ν' απαντήσω σε ερωτήσεις τύπου Κώλφηλντ απόψε.
Πότε διάολο θα μεγαλώσεις;»

Για λίγη ώρα δεν είπα τίποτα Έκοψα την κουβέντα. Μετά ο γέρο Λιους παράγγειλε κι άλλο μαρτίνι, κι
είπε του μπάρμαν να το κάνει ακόμα πιο ντράι.

«Και δε μου λες, πόσο καιρό είσαστε μαζί μ' αυτή τη γλύπτρια;» του λέω. Στ' αλήθεια μ' ενδιέφερε.
«Την ήξερες όταν ήσουνα στο Γούτον;»

«Μάλλον απίθανο. Ήρθε σ' αυτή τη χώρα εδώ και λίγους μήνες».

«Αλήθεια; Από πού είναι;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Τυχαίνει να 'ναι απ' τη Σανγκάη».

«Μη μου πεις. Είναι Κινέζα, Θεούλη μου!»

«Προφανώς».

«Μη μου πεις! Και σ' αρέσει έτσι; Που είναι Κινέζα;»

«Προφανώς».

«Γιατί; Από ενδιαφέρον ρωτάω — στ' αλήθεια μ' ενδιαφέρει».

«Απλώς τυχαίνει να βρίσκω τη φιλοσοφία της Ανατολής πολύ πιο ικανοποιητική από της Δύσης. Μια
και ρωτάς».

«Αλήθεια; Τι εννοείς φιλοσοφία; Θες να πεις το σεξ και τα ρέστα; Θες να πεις πως το κάνουνε
καλύτερα στην Κίνα; Αυτό ήθελες να πεις;»

«Όχι αναγκαστικά στην Κίνα, για το Θεό. Στην Ανατολή, σου είπα. Πρέπει οπωσδήποτε να
συνεχίσουμε αυτή την ανόητη συζήτηση;»

«Κοίτα δω. Μιλάω σοβαρά», του λέω. «Στ' αλήθεια. Γιατί είναι καλύτερα στην Ανατολή;»

«Είναι πολύ περίπλοκη υπόθεση για να σου την εξηγήσω, για το Θεό», μου λέει ο γέρο Λιους.
«Απλώς, εκεί συμβαίνει να θεωρούν το σεξ και φυσική και πνευματική εμπειρία. Μα αν νομίζεις πως
—»

«Και γω! Και γω το θεωρώ σαν πωςτόπες — φυσική και πνευματική εμπειρία και τα ρέστα. Αλήθεια.
Αλλά εξαρτάται με ποια το κάνω, διάολε. Αμα το κάνω με κάποιανε που ούτε —»

«Όχι τόσο δυνατά, για το Θεό, Κώλφηλντ. Αν δε μπορείς να μιλάς χαμηλόφωνα, τότε ας αφήσουμε
όλη την —»

«Καλά, καλά, μα άκου να σου πω», του λέω. Είχα ξανάψει και μίλαγα λιγάκι πιο δυνατά. Καμιά φορά
μιλάω κάπως δυνατά, άμα ξανάβω εγώ. «Αυτό ήθελα να πω και γω», του λέω. «Ξέρω πως υποτίθεται
ότι είναι φυσική και πνευματική και καλλιτεχνική και δεν ξέρω τι. Όμως αυτό που ήθελα να πω, είναι
πως δε μπορείς να το κάνεις μ' όποια να 'ναι — με κάθε κορίτσι που χαϊδολογάς και τα ρέστα — και
να το κάνεις να 'ναι έτσι. Μπορείς;»

«Αν δε σε πειράζει, ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση», μου λέει ο γέρο Λιους.

«Καλά. Μα άκου δω κάτι. Ας πάρουμε εσένα κι αυτή την πιτσιρίκα την Κινέζα. Τι καλό βρίσκεις σε σας
τους δυο;»

«Κόφ' το είπα».

Είχα αρχίσει να γίνομαι κάπως πολύ αδιάκριτος. Το καταλαβαίνω. Αλλά αυτό ήτανε ένα από τα κακά
με το Λιους. Όταν ήμαστε στο Γούτον, σ' έβαζε να του περιγράψεις τα πιο προσωπικά πράματα που
σου συμβήκανε, αλλά άμα άρχιζες να τον ρωτάς και κείνονε τα προσωπικά του, τσαντιζότανε. Αυτοί οι
διανοούμενοι δε γουστάρουνε να κουβεντιάζουνε λογικά μαζί σου, εξόν κι αν έχουνε το πάνω χέρι
στην κουβέντα. Πάντα θέλουνε να το βουλώνεις όταν το βουλώνουνε αυτοί, και να πηγαίνεις στο

Digitized by 10uk1s, July 2010


δωμάτιό σου άμα πηγαίνουνε κι αυτοί στο δικό τους δωμάτιο. Όταν ήμουνα στο Γούτον, ο γέρο Λιους
γινότανε θηρίο — το καταλάβαινες με την πρώτη — άμα είχε τελειώσει τη σεξουαλική του διάλεξη σε
κανά μπουλούκι από μας, στο δωμάτιό του, και μετά το ψιλοκουβεντιάζαμε λιγάκι μόνοι μας. Δηλαδή
τα άλλα παιδιά και γω. Στο δωμάτιο καποιανού άλλου. Ο γέρο Λιους το σιχαινότανε σαν τις αμαρτίες
του. Ήθελε πάντα να πηγαίνουνε όλοι στο δωμάτιό τους και να το βουλώνουνε, άμα τέλειωνε τα
κοκορέματά του. Αυτό που φοβότανε, ήτανε μήπως πει κανένας τίποτα πιο έξυπνο από κείνονε. Στ'
αλήθεια, έσπαγα πλάκα.

«Μπορεί να πάω στην Κίνα. Η σεξουαλική ζωή μου είναι σκατά», του λέω.

«Φυσικά. Το πνεύμα σου είναι ανώριμο».

«Και βέβαια είναι. Στ' αλήθεια. Το ξέρω», του λέω. «Ξέρεις ποιο είναι το κακό με μένα; Ποτέ μου δε
μπορώ να διεγερθώ πραγματικά —θέλω να πω, να διεγερθώ πραγματικά— μ' ένα κορίτσι που δε μ'
αρέσει πολύ. Θέλω να πω, πρέπει πρώτα να μ' αρέσει πολύ. Άμα δε μ' αρέσει, τότε μου κόβεται κάθε
πόθος και ξέρω γω τι. Μάγκα μου, η σεξουαλική μου ζωή έχει γίνει μαλλιά κουβάρια. Η σεξουαλική
μου ζωή είναι σκατά».

«Και βέβαια είναι, στο Θεό σου. Σου το είπα και την άλλη φορά που είχαμε ιδωθεί, τι σου χρειάζεται».

«Θες να πεις, να πάω σε ψυχαναλυτή και τα ρέστα;» του λέω. Αυτό μου είχε πει να κάνω. Ο πατέρας
του ήτανε ψυχαναλυτής και δε συμμαζεύεται.

«Από σένα εξαρτάται, για το Θεό. Εμένα τι διάολο με νοιάζει τι κάνεις στη ζωή σου;»

Για κάμποσο δεν είπα λέξη. Το σκεφτόμουνα.

«Ας πούμε ότι πήγαινα στον πατέρα σου να με ψυχαναλύσει και ξέρω γω τι», του λέω. «Τι θα μου
'κανε; Θέλω να πω, τι θα μου 'κανε;»

«Δε θα σου 'κανε τίποτα, διάολε. Μόνο θα σου μίλαγε και θα του μίλαγες και συ, για το Θεό. Η ουσία
είναι πως θα σε βοηθούσε να καταλάβεις τους τύπους της σκέψης σου».

«Τι πράμα;»

«Τους τύπους της σκέψης σου. Η σκέψη σου λειτουργεί στη βάση ορισμένων τύπων. Για κοίτα δω, δεν
έχω καμιά όρεξη να σου κάνω μαθήματα ψυχανάλυσης δι' αρχαρίους. Άμα σ' ενδιαφέρει, πάρτονε
τηλέφωνο και κλείσε ραντεβού. Άμα δε σ' ενδιαφέρει, άστο να μένει. Ειλικρινά, μου είναι αδιάφορο».

Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του. Μάγκα μου, πολύ με διασκέδαζε. «Είσαι πραγματικός φίλος, ρε
κωλόπαιδο», του λέω. «Το ξέρεις;»

Κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να του δίνω», μου λέει και σηκώθηκε. «Χάρηκα που σε είδα». Φώναξε
το μπάρμαν και του είπε να του φέρει το λογαριασμό του.

«Δε μου λες», του λέω την ώρα που έκανε να φύγει. «Εσένα σ' έχει ψυχαναλύσει ποτέ ο πατέρας
σου;»

«Εμένα; Γιατί ρωτάς;»

«Έτσι, ρώτησα. Πάντως, σ' έχει ψυχαναλύσει; Ε;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Όχι ακριβώς. Με βοήθησε να προσαρμοστώ σε κάποιο βαθμό, αλλά δε χρειάστηκε εκτεταμένη
ψυχανάλυση. Γιατί ρωτάς;»

«Έτσι. Έλεγα».

«Άντε τώρα, ηρέμησε», μου λέει. Άφησε φιλοδώρημα και ξέρω γω τι κι έκανε να φύγει.

«Δεν πίνεις άλλο ένα;» του λέω. «Σε παρακαλώ. Είμαι θεομόναχος. Δεν κάνω πλάκα».

Όμως είπε ότι δε γινότανε. Είπε πως είχε αργήσει αρκετά, κι έπειτα έφυγε.

Ο γέρο Λιους. Σου γύριζε το άντερο, αλλά σίγουρα είχε πολύ καλό λεξιλόγιο. Είχε το πιο πλούσιο
λεξιλόγιο απ' όλα τα παιδιά στο Γούτον, τότε που πήγαινα εκεί.

Μας είχανε κάνει μάλιστα κι ένα τεστ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 20

ΤΗΝ άραξα εκεί πέρα και μέθαγα και περίμενα να βγούνε η παλιοΤίνα κι η Ζανίν να κάνουνε το
νούμερό τους, αλλά δε φαινόντουσαν πουθενά. Βγήκε μόνο ένας τύπος που πουστόφερνε, με
κατσαρά μαλλιά, κι έπαιξε πιάνο, κι έπειτα βγήκε μια καινούρια πιτσιρίκα, η Βαλέντσια, και
τραγούδησε. Δεν έλεγε και πολλά πράματα, αλλά πάντως ήτανε καλύτερη από την παλιοΤίνα και τη
Ζανίν, και τουλάχιστον είπε κάτι καλά τραγούδια. Το πιάνο βρισκόταν ακριβώς δίπλα από κει που
καθόμουνα στο μπαρ και τα ρέστα, κι η παλιοΒαλέντσια στεκότανε κυριολεκτικά δίπλα μου. Είπα να
της κάνω λίγο ματάκι, να πούμε, αλλά εκείνη έκανε πως δε βλέπει. Σ' άλλη περίπτωση δε θα το 'κανα,
αλλά είχα μεθύσει άγρια. Όταν τέλειωσε, το 'σκασε απ' την αίθουσα τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα
να την καλέσω για κανά ποτό. Έτσι φώναξα το γκαρσόνι. Του είπα να ρωτήσει την παλιοΒαλέντσια αν
έκανε κέφι να πιούμε κάτι παρέα. Είπε πως θα τη ρώταγε, αλλά δεν πρέπει να της έδωσε το μήνυμά
μου. Οι άλλοι δε δίνουνε ποτέ το μήνυμά σου πουθενά.

Μάγκα μου, έκατσα σε κείνο το απαίσιο μπαρ ως τις μία περίπου ή κάτι τέτοιο, και μέθαγα σαν
τρελός. Δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου. Ένα πράμα που έκανα όμως, ήτανε που πρόσεχα όσο δεν
παίρνει να μην κάνω καμιά φασαρία ή κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα, να πούμε, να με προσέξει κανείς, και
να με ρωτήσει πόσω χρονώ ήμουνα και ξέρω γω τι. Πάντως δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου, μάγκα μου.
Όταν είχα μεθύσει πια για καλά, ξανάρχισα εκείνη την ηλίθια φάμπρικα με τη σφαίρα στην κοιλιά.
Ήμουνα ο μόνος μέσα στο μπαρ που 'χε μια σφαίρα στην κοιλιά. Όλη την ώρα έβαζα το χέρι μου κάτω
απ' το σακάκι μου, κι έπιανα το στομάχι μου και τα ρέστα, για να κρατάω το αίμα να μην τρέχει και τα
κάνει όλα λίμπα. Δεν ήθελα να καταλάβει κανένας πως ήμουνα πληγωμένος. Έκρυβα το γεγονός ότι
ήμουνα ένα πληγωμένο κάθαρμα. Στο τέλος αυτό που μου 'ρθε, ήτανε που ήθελα να πάρω τηλέφωνο
την παλιόφιλη τη Τζαίην και να δω αν είχε γυρίσει σπίτι της. Πλήρωσα λοιπόν το λογαριασμό μου.
Μετά πήγα εκεί που είχανε τα τηλέφωνα. Βάσταγα όλη την ώρα το χέρι μου κάτω απ' το σακάκι μου,
για να κρατάω τα αίματα να μην τρέχουνε. Μάγκα μου, φέσι είχα γίνει.

Όταν όμως μπήκα στο θάλαμο, δεν είχα πια κέφι να κάνω τηλέφωνο στην παλιόφιλη τη Τζαίην.
Πρέπει να 'μουνα πολύ μεθυσμένος. Έτσι αυτό που έκανα, ήτανε που πήρα τηλέφωνο την παλιοΣάλυ
Χέης.

Πήρα καμιά εικοσαριά νούμερα πριν πετύχω το σωστό. Μάγκα μου, τύφλα ήμουνα.

«Εμπρός», λέω μόλις σηκώσανε το κωλοτηλέφωνο. Σχεδόν το ούρλιαξα, τόσο μεθυσμένος ήμουνα.

«Ποιος είναι;» μου λέει μια πολύ παγερή φωνή, μια κυρία.

«Εγώ είμαι. Ο Χόλντεν Κώλφηλντ. Δώμου τη Σάλυ να της πω, σε παρακαλώ».

«Η Σάλυ κοιμάται. Είμαι η γιαγιά της. Γιατί τηλεφωνείς τέτοια ώρα, Χόλντεν; Ξέρεις τι ώρα είναι;»

«Αμέ! Θέλω τη Σάλυ να της πω. Είναι πολύ σπουδαίο. Φώναξέ τηνε».

«Η Σάλυ κοιμάται, νεαρέ μου. Να την πάρεις αύριο. Καληνύχτα».

«Ξύπνα τήνε! Ξύπνα τήνε! Ε! Πού 'σαι;»

Μετά ακούστηκε μια αλλιώτικη φωνή. «Χόλντεν, εγώ είμαι». Ήτανε η παλιοΣάλυ. «Τι σ' έπιασε;»

«Σάλυ; Εσύ 'σαι;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ναι — και να μην ξεφωνίζεις. Μεθυσμένος είσαι;»

«Ναι. Άκου δω. Άκου κάτι. Θα 'ρθώ την παραμονή τα Χριστούγεννα. Ναι; Να σου στολίσω το
κωλόδεντρό σου. Έτσι; Ε, Σάλυ; Έτσι;»

«Ναι. Είσαι μεθυσμένος. Άντε να κοιμηθείς τώρα. Πού είσαι; Ποιος άλλος είναι μαζί σου;»

«Σάλυ, θα 'ρθώ να σου στολίσω το δέντρο σου, έτσι; Έτσι; Ε;»

«Ναι. Άντε να κοιμηθείς τώρα. Πού βρίσκεσαι; Ποιος είναι μαζί σου;»

«Κανένας. Η αφεντιά μου, ο εαυτός μου κι εγώ». Μάγκα μου, μεθυσμένος που ήμουνα!

Κράταγα ακόμα την κοιλιά μου. «Με βαρέσανε. Η συμμορία του Ρόκυ. Το ξέρεις; Ε Σάλυ, το ξέρεις;»

«Δε σ' ακούω καλά. Άντε να κοιμηθείς τώρα. Πρέπει να κλείσω. Πάρε με αύριο».

«Έι, Σάλυ. Θες να σου στολίσω το δέντρο σου; Θες; Ε;»

«Ναι. Καληνύχτα. Άντε σπίτι και κοιμήσου».

Και μου το 'κλεισε.

«'Νύχτα. 'Νύχτα, Σάλυ μωρό μου. Σάλυ, γλυκιά μου αγαπούλα», της λέω. Βάζετε με το νου σας τι
μεθυσμένος που ήμουνα; Μετά το 'κλεισα και γω. Σκέφτηκα πως μπορεί να 'χε γυρίσει εκείνη την ωρα
από κανένα ραντεβού. Τη φαντάστηκα να 'χει βγει κάπου, με τους Λαντς και τα ρέστα, και κείνο το
μάπα απ' το Άντοβερ. Όλοι τους να κολυμπάνε σε μια κωλοτσαγιέρα, και να λένε διανοουμενίστικες
τρίχες ο ένας στον άλλονε, και να 'ναι γοητευτικοί και κάλπηδες. Μα το Θεό, θα 'θελα να μην της είχα
τηλεφωνήσει. Άμα μεθάω, κάνω τρέλες.

Έμεινα κάμποσο σε κείνο τον κωλοθάλαμο. Κρατιόμουνα συνέχεια απ' το τηλέφωνο, έτσι δα, για να
μη λιγοθυμήσω. Δεν ένιωθα και πολύ καταπληκτικά, για να σας πω την αλήθεια μου. Στο τέλος όμως
βγήκα και πήγα στο ανδρών, παραπατώντας σα βλαμμένος, και γέμισα ένα νιπτήρα με κρύο νερό.
Έπειτα βούτηξα μέσα το κεφάλι μου ίσαμε τ' αφτιά. Ούτε που έκανα τον κόπο να σκουπιστώ ούτε
τίποτα. Έμεινα έτσι κι έσταζα. Μετά πήγα στο καλοριφέρ που ήτανε κοντά στο παράθυρο κι έκατσα
πάνω. Ήτανε όμορφο και ζεστό. Συνήρθα κάπως, γιατί έτρεμα σα μπάσταρδος. Είναι πολύ περίεργο.
Πάντα τρέμω σα μπάσταρδος άμα μεθάω.

Δεν είχα και τίποτ' άλλο να κάνω, κι έτσι κάθησα στο καλοριφέρ και μέτραγα εκείνα τα άσπρα
τετραγωνάκια στο πάτωμα. Είχα μουλιάσει. Κοντά ένα γαλόνι νερό έσταζε στο σβέρκο μου, και μου
'χε κάνει μουσκίδι το γιακά και τη γραβάτα μου και τα ρέστα, αλλά δε μ' ένοιαζε. Ήμουνα πολύ
μεθυσμένος για να με νοιάξει. Μετά, έπειτα από λίγο, εκείνος ο τύπος που έπαιζε πιάνο για την
παλιοΒαλέντσια, εκείνος ο κατσαρομάλλης που πουστόφερνε, μπήκε μέσα για να χτενίσει τις χρυσές
του μπούκλες. Πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα εκεί που χτενιζότανε, εξόν που δεν ήτανε και πολύ
φιλικός, ο διάολος.

«Δε μου λες. Θα τήνε δεις εκείνη την πιτσιρίκα τη Βαλέντσια, άμα ξαναγυρίσεις στο μπαρ;» του λέω.

«Πολύ πιθανό», μου λέει. Ήτανε κι εξυπνάκιας ο πούστης. Όλο κάτι τέτοιους εξυπνάκηδες πετυχαίνω.

«Κοίτα κάτι. Να της πεις χαιρετίσματα. Να τη ρωτήσεις αν εκείνος ο βρωμιάρης, το γκαρσόνι, της

Digitized by 10uk1s, July 2010


έδωσε μια παραγγελία από μέρους μου, έτσι;»

«Γιατί δεν πας σπιτάκι σου, Μακ; Και πρώτα πρώτα πόσω χρονών είσαι;»

«Ογδόντα έξι. Κοίτα δω. Να της πεις χαιρετίσματα. Ναι;»

«Γιατί δεν πας σπιτάκι σου, Μακ;»

«Αποκλείεται. Μάγκα μου, πολύ ωραία το παίζεις πάντως το πιάνο, διάολε», του λέω. Ήτανε σκέτη
κολακεία. Ήτανε σκατά πιανίστας, άμα θέλετε να ξέρετε. «Πρέπει να βγεις στο ράδιο», του λέω. «Ένας
ωραίος τύπος σαν και σένα. Με τέτοια χρυσά μπουκλάκια, διάολε. Θες μάνατζερ;»

«Άντε μπράβο, τράβα σπιτάκι σου Μακ. Άντε σαν καλό παιδί. Άντε σπιτάκι σου να πλαγιάσεις».

«Δεν έχω σπίτι. Δεν κάνω πλάκα — θες μάνατζερ;»

Δε μ' απάντησε. Βγήκε έξω. Είχε τελειώσει που χτένιζε τα μαλλιά του, και τα πατίκωνε και τα ρέστα, κι
έτσι έφυγε. Φτυστός ο Στράντλεητερ. Όλοι οι ωραίοι, ίδιοι είναι. Άμα χτενίσουνε τα κωλόμαλλά τους,
την κοπανάνε και σ' αφήνουνε σύξυλο.

Στο τέλος σηκώθηκα απ' το καλοριφέρ και πήγα στη γκαρνταρόμπα, μ' είχανε πάρει και τα κλάματα να
πούμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντως έκλαιγα. Φαντάζομαι πως ήτανε επειδή ένιωθα τόσο πολύ
λυπημένος και μονάχος, ο διάολος. Μετά, όταν πήγα στη γκαρνταρόμπα, δε μπορούσα να βρω το
κωλόχαρτο με το νούμερο. Πάντως η κοπέλα της γκαρνταρόμπας ήτανε πολύ εντάξει. Μου το 'δωσε
το πανωφόρι μου έτσι. Και το δίσκο μου, το «Little Shirley Beans» — ακόμα μαζί μου τον είχα να
πούμε. Της έδωσα ένα δολάριο επειδή ήτανε τόσο εντάξει, αλλά δεν το 'παιρνε. Μου έλεγε όλο να
πάω σπίτι μου και να πλαγιάσω. Πήγα να της κλείσω ραντεβού για μετά που θα σκόλαγε απ' τη
δουλειά, αλλά δεν ήθελε. Μου έλεγε πως είναι αρκετά μεγάλη για μάνα μου και τα ρέστα. Της έδειξα
τα κωλόμαλλά μου που ήτανε γκρίζα, και της είπα πως ήμουνα σαράντα δύο χρονώ — φυσικά έκανα
πάλι τις πλάκες μου. Πάντως ήτανε πολύ εντάξει. Της έδειξα και το κόκκινο κυνηγετικό κωλοκαπέλο
μου, και της άρεσε. Μ' έβαλε και το φόρεσα μάλιστα προτού να βγω έξω, γιατί τα μαλλιά μου ήτανε
ακόμα μούσκεμα. Πολύ εντάξει μου φέρθηκε.

Όταν βγήκα έξω δεν ένιωθα πια και τόσο μεθυσμένος, αλλά κρύωνα πάρα πολύ και παίζανε και τα
δόντια μου σα διάολοι. Κρατημό δεν είχανε. Ανηφόρισα με τα πόδια τη Μάντισον Άβενιου, κι είπα να
περιμένω κανά λεωφορείο γιατί τα λεφτά τα 'χα φάει σχεδόν όλα, κι έπρεπε να κάνω οικονομία στο
ταξί και τα ρέστα. Δεν είχα όμως καμιά όρεξη να μπω στο κωλολεωφορείο. Κι έπειτα ούτε ήξερα πού
να πάω. Έτσι αυτό που έκανα, ήτανε που άρχισα να περπατάω κατά το πάρκο. Σκέφτηκα να πάω σε
κείνη τη λιμνούλα και να δω τι διάολο κάνανε οι πάπιες, να δω αν ήτανε κει πέρα. Ακόμα δεν είχα δει
αν ήτανε κει πέρα ή όχι. Το πάρκο δεν έπεφτε και πολύ μακριά, και γω δεν είχα πουθενά αλλού να
πάω — καλά καλά δεν ήξερα ακόμα ούτε πού θα κοιμόμουνα — κι έτσι πήγα. Δεν ήμουνα ούτε
κουρασμένος ούτε τίποτα. Μόνο που ένιωθα κάτι μαυρίλες άλλο πράμα.

Τότε έγινε κάτι φοβερό, την ώρα ακριβώς που έμπαινα στο πάρκο. Μου 'πεσε ο δίσκος που κράταγα
για το Φοιβάκι. Πρέπει να 'γινε κάπου πενήντα κομμάτια. Τον είχανε βάλει σ' ένα φάκελο χοντρό
χοντρό και τα ρέστα, αλλά πάντως έσπασε. Διάολε, κόντεψα να βάλω τα κλάματα, ένιωθα φρίκη,
αλλά το μόνο που έκανα ήτανε που έβγαλα τα κομμάτια απ' το φάκελο και τα 'βαλα στην τσέπη μου.
Όχι πως αξίζανε τίποτα, αλλά δε μου πήγαινε να τα πετάξω έτσι. Μετά μπήκα στο πάρκο. Μάγκα μου,
ήτανε πίσα σκοτάδι.

Όλη μου τη ζωή μένω στη Νέα Υόρκη, και το Σέντραλ Παρκ το ξέρω σαν τη χούφτα μου, γιατί εκεί

Digitized by 10uk1s, July 2010


πέρα έκανα όλη την ώρα πατίνια και ποδηλατάκι άμα ήμουνα μικρός, αλλά τράβηξα το διάολό μου
όσο που να βρω τη λιμνούλα εκείνη τη νύχτα. Ήξερα πού ακριβώς ήτανε — στη νότια πλευρά που σας
έλεγα και τα ρέστα — αλλά και πάλι δε μπορούσα να τη βρω. Πρέπει να ήμουνα πιο μεθυσμένος απ'
ό,τι πίστευα. Όλο περπάταγα και περπάταγα, και το πάρκο όλο γινότανε σκοτεινότερο και
σκοτεινότερο και πιο ανατριχιαστικό. Ούτε ψυχή δεν είδα όση ώρα έμεινα εκεί πέρα. Πολύ το χάρηκα
αυτό. Έτσι κι αντάμωνα κανένανε, θα πήδαγα ολόκληρο χιλιόμετρο. Στο τέλος τη βρήκα. Αυτό που
είχε, ήτανε που η μισή ήτανε παγωμένη κι η άλλη μισή δεν ήτανε παγωμένη. Πάντως δεν είδα καμιά
πάπια εκεί γύρω. Έκανα ολόκληρο το γύρο της κωλολίμνης — μάλιστα λίγο έλειψε ο διάολος να πέσω
μέσα — αλλά δεν είδα ούτε μισή πάπια. Σκέφτηκα πως μπορεί, άμα είχε καμιά πάπια εκεί γύρω,
μπορεί να κοιμότανε ή κάτι τέτοιο κοντά στο νερό, εκεί στα χορτάρια και τα ρέστα. Κι έτσι κόντεψα να
πέσω μέσα. Πάπια πάντως δε βρήκα.

Στο τέλος έκατσα σε κείνο το παγκάκι, που δεν ήτανε και τόσο σκοτεινά. Μάγκα μου, έτρεμα ακόμα
σα μπάσταρδος, και πίσω τα μαλλιά μου είχανε γεμίσει μικρά μικρά παγοκρύσταλλα, κι ας φόραγα το
κυνηγετικό μου το καπέλο. Μ' έπιασε μια τρομάρα! Είπα πως μπορεί και ν' άρπαζα καμιά πνευμονία
και να πέθαινα. Άρχισα τότε να φαντάζομαι εκατομμύρια μάπες να 'ρχονται στην κηδεία μου και τα
ρέστα. Ο παππούς μου απ' το Ντητρόιτ, που πάντα διαβάζει φωναχτά τα νούμερα στους δρόμους άμα
είσαι μαζί του στο λεωφορείο, και οι θειάδες μου —έχω καμιά πενηνταριά— κι όλα τα βλαμμένα τα
ξαδέρφια μου. Πλήθος που θα μαζευότανε! Είχανε έρθει όλοι άμα πέθανε ο Άλι, ολόκληρο τσούρμο
πανάθεμά τους. Έχω μια θεία τρελοκαμπέρω, που βρωμάνε τα χνώτα της, κι όλη την ώρα έλεγε τι
γαλήνιος που φαινότανε, έτσι ξαπλωμένος — αυτό μου το 'πε ο D.B. Εγώ δεν ήμουνα μπροστά. Με
είχανε ακόμα στο νοσοκομείο. Με βάλανε σε κείνο το νοσοκομείο και τα ρέστα, μετά που χτύπησα το
χέρι μου. Τέλος πάντων, φοβόμουνα μήπως αρπάξω πνευμονία, μ' όλα κείνα τα παγοκρύσταλλα στα
μαλλιά μου, και πεθάνω. Λυπόμουνα όσο δεν παίρνει τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ιδίως τη μάνα
μου, γιατί ακόμα δεν το 'χει ξεπεράσει του αδερφού μου του Άλι. Τη φανταζόμουνα, που δε θα 'ξερε
τι να κάνει όλα μου τα ρούχα και τ' αθλητικά μου σύνεργα και τα ρέστα. Το μόνο καλό ήτανε, που
ήξερα ότι δε θ' άφηνε το Φοιβάκι να 'ρθει στην κηδεία μου, γιατί ήτανε ακόμα πιτσιρίκι. Αυτό ήτανε
το μόνο καλό. Μετά σκέφτηκα όλο κείνο το τσούρμο να με παραχώνει σ' ένα κωλονεκροταφείο και τα
ρέστα, με τ' όνομά μου στην ταφόπλακα και δε συμμαζεύεται. Και γύρω γύρω όλο πεθαμένοι. Μάγκα
μου, άμα είσαι πεθαμένος ό,τι θέλουνε σε κάνουνε. Διάολε, ελπίζω, άμα πεθάνω στ' αλήθεια, να
βρεθεί κάποιος γνωστικός να με φουντάρει σε κανά ποτάμι ή τίποτα τέτοιο. Ό,τι άλλο να 'ναι, εξόν απ'
το να με χώσει σε κανένα κωλονεκροταφείο. Που έρχονται οι άλλοι και σου ακουμπάνε στο στομάχι
ένα μάτσο λουλούδια κάθε Κυριακή, και τέτοιες αηδίες. Ποιος τα θέλει τα λουλούδια άμα είναι
πεθαμένος; Κανένας.

Όταν κάνει καλό καιρό, οι δικοί μου πάνε κάθε τόσο κι αφήνουνε ένα μπουκέτο λουλούδια στον τάφο
του Άλι του παλιόφιλου. Είχα πάει και γω μαζί τους κανά δυο φορές, αλλά μετά το 'κοψα. Πρώτα
πρώτα, δε χαιρόμουνα καθόλου να τον βλέπω εκεί πέρα στο κωλονεκροταφείο. Και να 'χει γύρω γύρω
πεθαμένους και ταφόπλακες και τα ρέστα. Δεν ήτανε και πολύ άσκημα άμα είχε ήλιο, όμως δυο
φορές —δυο φορές— που είχαμε πάει, έπιασε βροχή. Ήτανε φρίκη. Έβρεχε πάνω σε κείνη την
κωλοταφόπλακα κι έβρεχε και πάνω στα χορτάρια στο στομάχι του. Έβρεχε παντού εκεί μέσα. Όλος ο
κόσμος που είχε έρθει στο νεκροταφείο άρχισε να τρέχει σαν τρελός για τ' αυτοκίνητά του. Κι αυτό
μου τη βάρεσε πολύ άσκημα. Όλοι εκείνοι οι τύποι θα μπαίνανε στ' αμάξια τους, και θ' ανοίγανε το
ραδιοφωνάκι τους και τα ρέστα, και μετά θα πηγαίνανε κάπου όμορφα για φαΐ — όλοι τους, εξόν ο
Άλι. Δε μπορούσα να τ' αντέξω αυτό. Ξέρω βέβαια πως είναι μονάχα το σώμα του και τα λοιπά, που
βρίσκεται εκεί μέσα στο νεκροταφείο, και πως η ψυχή του είναι στον ουρανό κι όλες αυτές τις αηδίες,
αλλά πάντως δεν το άντεχα. Μόνο που θα 'θελα να μην τον έχουν εκεί μέσα. Εσείς δεν τον γνωρίσατε.
Άμα τον είχατε γνωρίσει, θα καταλαβαίνατε τι θέλω να πω. Δεν είναι και πολύ άσκημα άμα έχει ήλιο,
αλλά κι ο ήλιος βγαίνει μονάχα όταν του κάνει κέφι.

Ύστερ' από λίγο, έτσι για να διώξω από το νου μου πως θ' άρπαζα πνευμονία και τα ρέστα, έβγαλα τα
λεφτά μου κι έκανα να τα μετρήσω μέσα σε κείνο το σκατόφωτο απ' το φανάρι. Είχα τρία δολάρια,

Digitized by 10uk1s, July 2010


πέντε εικοσπενταράκια κι ένα νίκελ — μάγκα μου, είχα ξοδέψει ολόκληρη περιουσία απ' όταν έφυγα
απ' το Πένσυ. Μετά, αυτό που έκανα ήτανε που πήγα κοντά στη λίμνη, και πέταξα τα
εικοσπενταράκια και το νίκελ εκεί που δεν ήτανε παγωμένη. Ούτε που ξέρω γιατί το 'κανα, αλλά
πάντως το 'κανα. Πρέπει μάλλον να σκέφτηκα πως έτσι θα 'βγαζα απ' το νου μου πως θ' άρπαζα
πνευμονία και θα πέθαινα. Δεν τα κατάφερα όμως.

Άρχισα τότε να σκέφτομαι τι θα 'κανε το Φοιβάκι άμα άρπαζα πνευμονία και πέθαινα. Ήτανε πολύ
παιδικό αυτό που σκεφτόμουνα, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω, είχα πάρει φόρα. Πρέπει να
'νιωθε πολύ άσκημα άμα γινότανε κάτι τέτοιο. Μ' αγαπάει πολύ. Θέλω να πω, μου 'χει μεγάλη
αδυναμία. Στ' αλήθεια. Τέλος πάντων, δε μπορούσα να το βγάλω από το νου μου, κι έτσι στο τέλος
αυτό που σκέφτηκα να κάνω, ήτανε που σκέφτηκα, καλύτερα να πάω κρυφά στο σπίτι και να τη δω,
μήπως πεθάνω να πούμε ή ξέρω γω τι. Είχα μαζί μου και το κλειδί της πόρτας και τα ρέστα, και
σκέφτηκα τι θα 'κανα, θα τρύπωνα στα κρυφά στο διαμέρισμά μας ήσυχα ήσυχα, και θα
σαχλαμαρίζαμε λιγάκι. Το μόνο πράμα που μ' ανησυχούσε ήταν η εξώπορτα. Τρίζει σα διάολος. Είναι
πολύ παλιά πολυκατοικία, κι ο θυρωρός είναι ένας μπάσταρδος τεμπελχανάς, κι όλα τρίζουνε και
τσιρίζουνε. Φοβόμουνα μήπως μ' ακούσουνε οι δικοί μου που θα τρύπωνα στα κρυφά. Πάντως
αποφάσισα να δοκιμάσω.

Έτσι έφυγα απ' το πάρκο και πήγα σπίτι. Με τα πόδια. Δεν ήτανε και πολύ μακριά, κι ούτε που
ήμουνα κουρασμένος, ή έστω μεθυσμένος πια. Μόνο που έκανε πολύ κρύο και γύρω δεν έβλεπες
ψυχή.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 21

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ τύχη που είχα εδώ και χρόνια, ήτανε που όταν έφτασα σπίτι, το νυχτερινό παιδί του
ασανσέρ, ο Πητ, έλειπε. Ήτανε ένας καινούργιος στο ασανσέρ, που δεν τον είχα ξαναδεί, κι έτσι
σκέφτηκα πως άμα δεν τράκερνα πουθενά τους δικούς μου και τα ρέστα, θα κατάφερνα να πω ένα
γεια στο Φοιβάκι κι έπειτα να την κοπανήσω, και να μη μάθει κανένας πως πέρασα από κει. Στ'
αλήθεια είχα τύχη βουνό. Το ακόμα καλύτερο ήτανε, που το καινούριο παιδί του ασανσέρ χαζόφερνε
λιγάκι. Του είπα με κείνη την πολύ φυσική φωνή, να με πάει απάνω, στους Ντίκσταϊν. Οι Ντίκσταϊν
ήτανε κάτι τύποι που μένανε στο άλλο διαμέρισμα, στο ίδιο πάτωμα με μας. Έπειτα έβγαλα το
κυνηγετικό μου το καπέλο, για να μη φαίνομαι ύποπτος ή ξέρω γω τι, και μπήκα στο ασανσέρ σα να
βιαζόμουνα τρομερά.

Είχε κλείσει να πούμε τις πόρτες του ασανσέρ και τα ρέστα, κι ετοιμαζότανε να με πάει απάνω, κι
άξαφνα γυρίζει και μου λέει, «Δεν είναι κει. Πήγανε σ' ένα πάρτυ στο δέκατο τέταρτο πάτωμα».

«Δεν πειράζει», του λέω. «Μου είπανε να τους περιμένω. Είμαι ανιψιός τους».

Με κοίταξε κάπως ηλίθια και υποψιάρικα. «Καλύτερα να τους περιμένεις κάτω, φιλαράκο», μου λέει.

«Πολύ θα το 'θελα — ειλικρινά», του λέω. «Το ζήτημα είναι όμως, που έχω χτυπήσει το πόδι μου και
πρέπει να το κρατάω σε ορισμένη θέση. Νομίζω πως θα 'ναι καλύτερα να κάτσω στην πολυθρόνα έξω
απ' την πόρτα τους».

Ούτε που κατάλαβε τι διάολο του 'λεγα, κι έτσι είπε μόνο «Α», και μ' ανέβασε. Δεν τα κατάφερα κι
άσκημα, μάγκα μου. Έχει μεγάλη πλάκα. Όλο κι όλο που χρειάζεται είναι να τους πεις κάτι που δεν
καταλαβαίνουνε, και μετά σου κάνουνε ό,τι θες.

Βγήκα στο πάτωμά μας — κουτσαίνοντας σαν παλαβός — και έστριψα προς τα κει που μένανε οι
Ντίκσταϊν. Έπειτα, όταν άκουσα την πόρτα του ασανσέρ που έκλεινε, έκανα μεταβολή και τράβηξα
κατά τη δικιά μας μεριά. Τα είχα καταφέρει μια χαρά ως εδώ. Κι ούτε που ένιωθα πια καθόλου
μεθυσμένος. Μετά έβγαλα το κλειδί μου κι άνοιξα την πόρτα μας σιγανά σιγανά. Μετά μπήκα μέσα
πολύ προσεχτικά και τα ρέστα, κι έκλεισα την πόρτα. Μα τονέ, έπρεπε να 'μουνα κλέφτης.

Στο χωλ ήτανε θεοσκότεινα, φυσικά, και φυσικά δε μπορούσα ν' ανάψω φως. Έπρεπε να προσέχω να
μην τρακάρω πουθενά και κάνω σαματά. Ήξερα πάντως πως, ό,τι και να γίνει, είμαι σπίτι μου. Το χωλ
μας έχει μια περίεργη μυρωδιά, που δε μοιάζει με καμιά άλλη μυρωδιά. Δεν ξέρω τι διάολο είναι. Δεν
είναι ούτε κουνουπίδι ούτε άρωμα — δεν ξέρω τι διάολο είναι — αλλά πάντως το καταλαβαίνεις πως
είσαι σπίτι. Έκανα να βγάλω το πανωφόρι μου και να το κρεμάσω στο ντουλάπι του χωλ, αλλά εκείνο
το ντουλάπι είναι γεμάτο κρεμάστρες που κροταλίζουνε σαν τρελές όταν ανοίγεις την πόρτα, κι έτσι
δεν το 'βγαλα. Μετά άρχισα να προχωράω πολύ πολύ αργά κατά το δωμάτιο της Φοίβης. Ήξερα πως η
υπηρέτρια δε θα μ' άκουγε, γιατί είχε τύμπανο μόνο στο 'να αφτί. Είχε έναν αδερφό, που της έχωσε
ένα καλάμι στ' αφτί όταν ήτανε μικρή, έτσι μου είπε μια φορά. Ήτανε θεόκουφη, να πούμε. Όμως οι
δικοί μου, κυρίως η μάνα μου, έχουνε κάτι αφτιά σα λαγωνικά, διάολε. Γι' αυτό έκανα πολύ μα πολύ
σιγά άμα πέρναγα απ' την πόρτα τους. Θεούλη μου, ως και την ανάσα μου κράταγα. Και καρεκλιά να
βαρέσεις του πατέρα μου κατακέφαλα, να πούμε, δε θα ξυπνήσει, όμως η μάνα μου — όλο κι όλο
που έχεις να κάνεις με τη μάνα μου, είναι να βήξεις κάπου στη Σιβηρία και κείνη θα σ' ακούσει. Είναι
πολύ νευρική, ο διάολος. Τη μισή νύχτα την περνάει στο πόδι και φουμέρνει.

Επιτέλους, έπειτα από καμιά ώρα έφτασα στο δωμάτιο της Φοίβης. Δεν ήτανε όμως εκεί πέρα. Αυτό
το είχα ξεχάσει. Ξέχασα πως κοιμάται πάντα στο δωμάτιο του D.B., άμα λείπει στο Χόλυγουντ ή κάπου
αλλού. Της αρέσει, γιατί είναι το μεγαλύτερο δωμάτιο στο σπίτι. Κι έπειτα εκεί μέσα έχει εκείνο το

Digitized by 10uk1s, July 2010


θεόρατο παλιογραφείο που αγόρασε ο D.B. από κάποια αλκολικιά κυρία στη Φιλαδέλφεια, και κείνο
το τεράστιο γιγάντιο κρεβάτι, κάπου δέκα μίλια φάρδος κι άλλα τόσα μάκρος. Ούτε ξέρω πού πήγε
και τ' αγόρασε αυτό το κρεβάτι. Τέλος πάντων, της Φοίβης της αρέσει να κοιμάται στο δωμάτιο του
D.B. άμα λείπει, και κείνος την αφήνει. Θα 'πρεπε να τήνε βλέπατε από μια μεριά, όταν γράφει τα
μαθήματά της ή δεν ξέρω τι σε κείνο το κωλογραφείο. Είναι μεγάλο, σχεδόν ίσαμε το κρεβάτι. Χάνεται
ολόκληρη εκεί μέσα, όταν κάθεται και γράφει τα μαθήματά της. Το γλεντάει πάντως. Το δικό της
δωμάτιο δεν της αρέσει, γιατί είναι, λέει, πολύ μικρό. Λέει πως της αρέσει ν' απλώνεται. Αυτό με
πεθαίνει. Τι έχει ν' απλώσει το Φοιβάκι; Τίποτα.

Τέλος πάντων, μπήκα στο δωμάτιο του D.B. ήσυχα ήσυχα, κι άναψα το πορτατίφ στο γραφείο. Το
Φοιβάκι ούτε που ξύπνησε. Έτσι όπως άναψα το φως και τα ρέστα, έκατσα λίγο και τη χάζεψα. Ήτανε
κει πέρα ξαπλωμένη και κοιμότανε, με το πρόσωπο γυρισμένο κάπως πλάι στο μαξιλάρι. Είχε το
στόμα της ανοιχτό. Είναι πολύ περίεργο. Πάρε να πούμε τους μεγάλους, και φαίνονται απαίσιοι άμα
κοιμούνται με το στόμα ανοιχτό. Τα παιδιά όμως όχι. Τα παιδιά φαίνονται πολύ εντάξει. Μπορεί, να
πούμε, να τους έχουνε τρέξει και τα σάλια στο μαξιλάρι, και πάλι να φαίνονται εντάξει.

Έκανα ένα γύρο στο δωμάτιο, πολύ ήσυχα και τα ρέστα, και κοίταζα δεξιά κι αριστερά. Ένιωθα καλά,
έτσι γι' αλλαγή. Ούτε που σκεφτόμουνα πια πως θ' αρπάξω πνευμονία ή κάτι τέτοιο. Μόνο που
ένιωθα καλά, έτσι γι' αλλαγή. Το Φοιβάκι είχε βάλει τα ρούχα του σε κείνη την καρέκλα, ακριβώς
δίπλα στο κρεβάτι. Είναι πολύ ταχτική, για παιδί. Θέλω να πω, δεν αφήνει τα πράματά της μες στη
μέση, όπως μερικά παιδιά. Δεν είναι τσαπατσούλα. Είχε κρεμάσει το σακάκι από κείνο το σοκολατί
κουστούμι, που της είχε φέρει η μάνα μου απ' τον Καναδά, στην πλάτη της καρέκλας. Μετά η
μπλούζα της και τα ρέστα ήτανε πάνω στο κάθισμα. Τα παπούτσια και τις κάλτσες της τα 'χε στο
πάτωμα, ακριβώς κάτω απ' την καρέκλα, ίσια το ένα δίπλα στ' άλλο. Τα παπούτσια πρώτη φορά τα
'βλεπα. Ήτανε καινούρια. Κάτι σκούρα καφετιά μποτάκια, σαν τα δικά μου, και ταιριάζανε με το
σοκολατί κουστούμι που της είχε φέρει η μάνα μου απ' τον Καναδά. Η μάνα μου τη ντύνει πολύ
ωραία. Στ' αλήθεια. Η μάνα μου έχει τρομερό γούστο σε ορισμένα πράματα. Δεν ξέρει ν' αγοράζει
παγοπέδιλα ή τέτοια πράματα, αλλά στα ρούχα είναι απίθανη. Θέλω να πω, πάντα η Φοίβη θα
φοράει κάποιο φουστάνι που σε πεθαίνει. Πάρε τα περισσότερα πιτσιρίκια να πούμε, ακόμα κι άμα οι
γονείς τους είναι πλούσιοι και τα ρέστα, και φοράνε όλο απαίσια φουστάνια. Πολύ θα 'θελα να το
βλέπατε το Φοιβάκι, με κείνο το κουστούμι που της είχε φέρει η μάνα μου απ' τον Καναδά. Δεν κάνω
πλάκα.

Έκατσα στο γραφείο του γέρο D.B. και χάζευα τα πράματα που είχε πάνω. Ήτανε κυρίως πράματα της
Φοίβης, σχολικά και ξέρω γω τι. Κυρίως βιβλία. Το ένα που είχε πάνω πάνω το λέγανε Η Αριθμητική
Είναι Παιχνίδι! κι άνοιξα να πούμε την πρώτη σελίδα κι έριξα μια ματιά. Να τι είχε γράψει εκεί πέρα
το Φοιβάκι:

Φοίβη Γουέδερφηλντ Κώλφηλντ


4Β—1

Αυτό με πέθανε. Το δεύτερο όνομά της είναι Ιωσηφίνα, έλα Θε μου, κι όχι Γουέδερφηλντ. Δεν της
αρέσει όμως. Κάθε φορά που τη βλέπω έχει βρει και καινούριο δεύτερο όνομα.

Το βιβλίο κάτω από την αριθμητική ήτανε μια γεωγραφία και κάτω από τη γεωγραφία είχε ένα
ορθογραφικό λεξικό. Είναι πολύ καλή στην ορθογραφία. Είναι πολύ καλή σ' όλα τα μαθήματα, αλλά
πιο καλή απ' όλα στην ορθογραφία. Μετά, κάτω απ' το λεξικό είχε μια στοίβα τετράδια. Έχει κάπου
πέντε χιλιάδες τετράδια. Ποτέ δεν έχετε δει παιδί με τόσα τετράδια. Άνοιξα το ένα που ήτανε πάνω
πάνω και κοίταξα την πρώτη σελίδα. Έλεγε:

Βερονίκη να βρεθούμε στο διάλειμμα έχω κάτι πολύ σπουδαίο να σου πω.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Αυτό έλεγε όλο κι όλο στην πρώτη σελίδα. Στην άλλη έλεγε:

Γιατί η νοτιοανατολική Αλάσκα έχει τόσα πολλά


εργοστάσια κονσερβοποιίας;
Γιατί έχει πολύ σολωμό.
Γιατί έχει πολύτιμα δάση;
γιατί έχει το κατάλληλο κλίμα.
Τι έχει κάνει η κυβέρνησή μας για να βελτιώσει τη ζωή των εσκιμώων της Αλάσκας;
να το κοιτάξω γι' αύριο!!!
Φοίβη Γουέδερφηλντ Κώλφηλντ
Φοίβη Γουέδερφηλντ Κώλφηλντ
Φοίβη Γουέδερφηλντ Κώλφηλντ
Φοίβη Γ. Κώλφηλντ
Φοίβη Γουέδερφηλντ Κώλφηλντ Esq.

Σε παρακαλώ πέρνα το στη Σίρλεϋ!!!!

Σίρλεϋ έλεγες πως είσαι τοξότης


αλλά είσαι μόνο ταύρος φέρε και τα πατίνια σου άμα θα 'ρθεις σπίτι μου.

Έκατσα εκεί πέρα στο γραφείο του D.B. και διάβασα ολόκληρο το τετράδιο. Δε μου πήρε και πολλή
ώρα, και μπορώ να διαβάζω τέτοια πράματα, να πούμε το τετράδιο κάποιου παιδιού, της Φοίβης ή
όποιου άλλου, μέρα νύχτα. Τα τετράδια των πιτσιρικιών με πεθαίνουνε. Έπειτα άναψα κι άλλο
τσιγάρο — ήτανε το τελευταίο μου. Πρέπει να 'χα καπνίσει κάπου τρία πακέτα εκείνη τη μέρα.

Στο τέλος την ξύπνησα. Θέλω να πω, δε γινότανε να κάτσω εκεί πέρα στο γραφείο όλη μου τη ζωή, κι
έπειτα φοβόμουνα μη με κάνουνε τσακωτό οι δικοί μου έτσι ξαφνικά, και ήθελα τουλάχιστο να της
πω ένα γεια πριν με τσακώσουνε. Έτσι την ξύπνησα.

Ξυπνάει πολύ εύκολα. Θέλω να πω, δε χρειάζεται να της βάλεις τις φωνές ούτε τίποτα. Το μόνο που
έχεις να κάνεις είναι να κάτσεις στο κρεβάτι της και να της πεις, «Ξύπνα, Φοίβη» και τσακ, ξύπνησε.

«Χόλντεν!» μου κάνει αμέσως. Μ' αγκάλιασε απ' το λαιμό και τα ρέστα.

Είναι πολύ τρυφερή. Θέλω να πω, είναι πάρα πολύ τρυφερή για παιδί. Καμιά φορά μάλιστα είναι
υπερβολικά τρυφερή. Τη φίλησα να πούμε, και μου λέει, «Πότε ήρθες;» Είχε τρελαθεί απ' τη χαρά της
που μ' έβλεπε. Αυτό φαινότανε αμέσως.

«Μη μιλάς τόσο δυνατά. Τώρα μόλις. Τι γίνεσαι;»

«Μια χαρά. Πήρες το γράμμα μου; Σου 'γραψα πέντε σελίδες —»

«Ναι — πιο σιγά. Ευχαριστώ».

Μου είχε στείλει εκείνο το γράμμα. Δεν πρόλαβα όμως να της απαντήσω. Μου 'λεγε για ένα έργο που
θα 'παιζε στο σχολείο. Μου 'λεγε να μην κανονίσω κανένα ραντεβού ούτε τίποτα για την Παρασκευή,
για να πάω να το δω.

«Πώς πάει το έργο;» της λέω. «Πώς είπες πως το λένε;»

«<Χριστουγεννιάτικη Ιστορία των Αμερικάνων>. Είναι αηδία, αλλά εγώ κάνω το Μπένεντικτ Άρνολντ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Έχω το μεγαλύτερο ρόλο», μου λέει. Μάγκα μου, είχε ξυπνήσει εντελώς. Φουντώνει ολόκληρη άμα
σου διηγιέται τέτοια πράματα. «Αρχίζει από κει που πεθαίνω. Έρχεται εκείνο το φάντασμα την
παραμονή των Χριστουγέννων, και με ρωτάει αν ντρέπομαι και λοιπά. Ξέρεις. Που πρόδωσα τη χώρα
μου και λοιπά. Θα 'ρθείς να το δεις». Είχε σηκωθεί σχεδόν όρθια πάνω στο κρεβάτι και τα ρέστα.
«Αυτά σου 'γραφα. Θα 'ρθεις;»

«Και βέβαια θα 'ρθω. Θα 'ρθω οπωσδήποτε».

«Ο μπαμπάς δε μπορεί να 'ρθει. Πρέπει να πάει με το αεροπλάνο στην Καλιφόρνια», μου λέει. Μάγκα
μου, είχε ξυπνήσει εντελώς. Μόνο δυο δευτερόλεπτα θέλει για να ξυπνήσει εντελώς. Καθότανε —
κάπως γονατιστή — πάνω στο κρεβάτι και μου κράταγε το βρωμόχερό μου. «Κοίτα δω. Η μαμά λέει
πως θα 'ρθεις σπίτι την Τετάρτη», μου λέει. «Είπε την Τετάρτη».

«Έφυγα νωρίτερα — πιο σιγά. Θα τους ξυπνήσεις όλους».

«Τι ώρα είναι; Θα γυρίσουνε αργά απόψε, έτσι είπε η μαμά. Πήγανε σ' ένα πάρτυ στο Νόργουωκ, στο
Κονέκτικατ», μου λέει το Φοιβάκι. «Μάντεψε τι έκανα το απόγεμα. Τι έργο είδα. Μάντεψε!»

«Δεν ξέρω — κοίτα δω. Δε σου 'πανε τι ώρα θα —»

«Το Γιατρό», μου κάνει το Φοιβάκι. «Το έπαιξε μόνο το Λίστερ. Μόνο για σήμερα — σήμερα ήτανε η
μόνη μέρα. Έλεγε για κείνο το γιατρό στο Κεντάκυ και τα λοιπά, που σκάει με μια κουβέρτα εκείνο το
παιδί που είναι παράλυτο και δε μπορεί να περπατήσει. Έπειτα τον στέλνουνε στο κάτεργο και λοιπά.
Ήτανε απίθανο».

«Άκου δω μισό λεφτό. Δε σου 'πανε τι ώρα θα —»

«Αλλά ο γιατρός το λυπότανε. Γι' αυτό του 'βαλε την κουβέρτα στο πρόσωπο και λοιπά και το 'πνιξε.
Μετά τον στέλνουνε ισόβια στο κάτεργο, αλλά εκείνο το παιδί που το 'πνιξε με την κουβέρτα έρχεται
και τον βρίσκει κάθε λίγο, και τον ευχαριστεί γι' αυτό που έκανε. Έγινε δολοφόνος από οίκτο. Μόνο
που ξέρει πως του αξίζει να πάει στο κάτεργο, αφού ένας γιατρός υποτίθεται πως δε μπορεί να κάνει
πράματα που τ' αποφασίζει μόνο ο Θεός. Μας πήγε η μάνα εκείνου του κοριτσιού στην τάξη μου. Της
Αλίκης Χόλμποργκ. Είναι η καλύτερή μου φίλη. Είναι το μόνο κορίτσι σ' ολόκληρο —»

«Θα σταματήσεις μισό λεφτό που σου λέω;» της κάνω. «Κάτι σε ρώτησα. Σου 'πανε τι ώρα θα
γυρίσουνε, ναι ή όχι;»

«Όχι. Πάντως πολύ αργά. Ο μπαμπάς πήρε το αυτοκίνητο και λοιπά, για να μην τρέχουνε με τα
τραίνα. Τώρα του βάλαμε και ραδιόφωνο. Μόνο που η μαμά λέει ότι δεν παίζει, άμα έχει μεγάλη
κυκλοφορία στο δρόμο».

Ανάσανα κάπως. Θέλω να πω, στο τέλος έπαψα ν' ανησυχώ μήπως με κάνανε τσακωτό στο σπίτι. Ας
πάει στο διάολο, σκέφτηκα. Αν με πιάσουνε, με πιάσανε.

Θα 'πρεπε να βλέπατε από μια μεριά το Φοιβάκι. Φόραγε κείνα τα γαλάζια μπιζαμάκια, με τα κόκκινα
ελεφαντάκια στο γιακά. Οι ελέφαντες την πεθαίνουνε.

«Λοιπόν ήτανε ωραία ταινία, ε;» της λέω.

«Θαύμα, μόνο που η Αλίκη ήτανε συναχωμένη και η μάνα της τη ρώταγε όλη την ώρα αν ένιωθε πολύ
γριπιασμένη. Μέσα στη μέση του έργου. Πάντα στη μέση μιας σημαντικής σκηνής, η μάνα της έσκυβε

Digitized by 10uk1s, July 2010


ολόκληρη από πάνω μου και ρώταγε την Αλίκη αν ένιωθε γριπιασμένη. Μου 'σπασε τα νεύρα».

Μετά της είπα για το δίσκο. «Κοίτα δω, σου πήρα ένα δίσκο», της λέω. «Μόνο που τον έσπασα στο
δρόμο». Έβγαλα τα κομμάτια από την τσέπη του πανωφοριού μου και της τα 'δειξα. «Ήμουνα πίτα»,
της λέω.

«Δώσμου τα κομμάτια», μου λέει. «Θα τα φυλάξω». Μου τα πήρε απ' το χέρι και τα 'βαλε στο συρτάρι
του κομοδίνου. Μ' έκανε λιώμα.

«Ο D.B. θα 'ρθει σπίτι για τα Χριστούγεννα;» της λέω.

«Η μαμά λέει, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εξαρτάται. Μπορεί να πρέπει να μείνει στο Χόλυγουντ και
να γράψει ένα έργο για την Αννάπολη».

«Για την Αννάπολη! Έλα Θε μου!»

«Είναι ερωτικό και λοιπά. Μάντεψε ποιος θα παίξει. Ποιος ηθοποιός. Μάντεψε! —»

«Ούτε που με νοιάζει. Άκου εκεί την Αννάπολη! Για το Θεό! Και τι ξέρει ο D.B. για την Αννάπολη, στο
Θεό σου; Τι σχέση έχει αυτό με τις ιστορίες που γράφει;» της λέω. Μάγκα μου, κάτι τέτοια μου τη
δίνουνε. Κωλοχόλυγουντ! «Τι το 'κανες το χέρι σου;» της λέω. Πρόσεξα πως είχε ένα μεγάλο τσιρότο
κολλημένο στον αγκώνα της. Ο λόγος που το πρόσεξα, ήτανε που τα μπιζαμάκια της δεν είχανε μανίκι.

«Εκείνο το παιδί, ο Κέρτις Βάιντραουμπ, που είναι στην τάξη μου, μ' έσπρωξε εκεί που κατέβαινα τα
σκαλιά στο πάρκο», μου λέει. «Θες να δεις;» Έκανε να ξεκολλήσει το βρωμοτσιρότο απ' το χέρι της.

«Άσ' το κάτω. Γιατί σ' έσπρωξε στις σκάλες;»

«Πού να ξέρω; Νομίζω πως με μισεί», μου λέει το Φοιβάκι. «Εκείνο το άλλο κορίτσι, η Σέλμα
Ατέρμπουρυ, και γω, του κάναμε όλο μελάνια το μπουφάν του».

«Δεν ήτανε σωστό. Στο Θεό σου, μωρό παιδί είσαι;»

«Όχι, αλλά κάθε που πάω στο πάρκο με παίρνει από πίσω συνέχεια. Πάντα πίσω μου είναι. Μου δίνει
στα νεύρα».

«Μπορεί να του αρέσεις. Αυτό δεν είναι λόγος να του βάλεις μελάνια στο —»

«Εγώ δε θέλω να του αρέσω», μου λέει. Κι έπειτα με κοίταξε πολύ περίεργα. «Χόλντεν», μου λέει,
«πως και δεν έρχεσαι σπίτι την Τετάρτη;»

«Τι;» της λέω.

Μάγκα μου, πρέπει να την προσέχεις κάθε λεφτό. Άμα νομίζεις πως δεν είναι έξυπνη, είσαι για
δέσιμο.

«Και πώς έγινε και δεν έρχεσαι την Τετάρτη;» μου λέει. «Μήπως σε διώξανε πάλι ή τίποτα τέτοιο;»

«Στο 'πα. Κλείσαμε νωρίτερα. Όλοι φύγανε —»

«Πάλι σε διώξανε! Σε διώξανε!» λέει το Φοιβάκι. Και μετά με βάρεσε με τη μπουνίτσα της στο πόδι.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Καμιά φορά την πιάνει το μπουνικό της. «Σε διώξανε! Αχ, μωρέ Χόλντεν!» Είχε βάλει το χέρι πάνω στο
στόμα της και τα ρέστα. Είναι πολύ ευαίσθητη, μα το Θεό.

«Ποιος είπε πως με διώξανε; Κανένας δεν είπε πως —»

«Σε διώξανε! Σε διώξανε!» μου λέει. Κι έπειτα μου ξαναβάρεσε μια μπουνίτσα. Άμα νομίζετε πως δεν
πονάει, είσαστε πολύ γελασμένοι. «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει!» μου λέει. Κι έπειτα έπεσε
μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έβαλε το κωλομαξίλαρο πάνω απ' το κεφάλι της. Το κάνει συχνά αυτό.
Καμιά φορά κάνει παλαβωμάρες.

«Κόφ' το, τώρα» της λέω. «Κανένας δε θα με σκοτώσει. Κανένας δεν πρόκειται να — Έλα ρε Φοιβάκι,
βγάλε αυτό το βρωμόπραμα απ' το κεφάλι σου. Δε με σκοτώνει κανείς εμένα».

Εκείνη όμως δεν το 'βγαζε. Δε μπορείς να τη βάλεις να κάνει κάτι με το ζόρι, άμα δε θέλει. Έλεγε μόνο
συνέχεια, «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει». Ούτε που την καταλάβαινες καλά καλά, με κείνο το
κωλομαξίλαρο πάνω στο πρόσωπό της.

«Κανείς δε με σκοτώνει. Μη λες βλακείες. Κι έπειτα, εγώ φεύγω. Άμα θες να ξέρεις, θα βρω δουλειά
σε κανά ράντσο ή κάτι τέτοιο, για ένα διάστημα. Ξέρω ένα παιδί που ο παππούς του έχει ράντσο στο
Κολοράντο. Μπορεί να βρω καμιά δουλειά εκεί πέρα», της λέω. «Πάντως θα σου γράφω, να πούμε,
αν φύγω. Άντε τώρα. Βγάλτο αυτό απ' τη μούρη σου. Έλα ντε. Φοίβη! Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ».

Δεν το 'βγαζε όμως. Έκανα να της το τραβήξω, αλλά είναι πολύ δυνατή ο διάολος. Σε ξετινάζει άμα
παλεύεις μαζί της. Μάγκα μου, άμα το 'χει βάλει πείσμα να κρατήσει το μαξιλάρι στο κεφάλι της, το
κρατάει. «Φοίβη, σε παρακαλώ. Βγες από κει κάτω», της έλεγα όλη την ώρα. «Έλα μωρέ!... Έι,
Γουέδερφηλντ. Βγες από κει πέρα».

Δεν έβγαινε όμως. Καμιά φορά είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μαζί της. Στο τέλος σηκώθηκα και
πήγα στο σαλόνι, και πήρα μερικά τσιγάρα από 'να κουτί στο τραπεζάκι. Έχωσα και στην τσέπη μου
κάμποσα. Είχα ξεμείνει.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 22

ΟΤΑΝ γύρισα είχε βγάλει το μαξιλάρι απ' το κεφάλι της —το 'ξερα πως θα το 'βγαζε— αλλά πάλι δε με
κοίταζε, κι ας ήτανε ξαπλωμένη ανάσκελα και τα ρέστα. Πήγα κι έκατσα πάλι στο πλάι — στο κρεβάτι,
και κείνη γύρισε τη μούρη της από την άλλη. Διάολε, μ' έκανε πέρα. Σαν την ομάδα της ξιφομαχίας
στο Πένσυ, μετά που ξέχασα τ' αναθεματισμένα τα ξίφη στον υπόγειο.

«Τι γίνεται η παλιόφιλη η Χέηζελ Γουέδερφηλντ;» της λέω. «Έγραψες καμιά καινούρια ιστορία γι'
αυτήνε; Την ιστορία που μου 'στειλες την έχω στη βαλίτσα μου. Την έχω αφήσει κάτω στο σταθμό.
Ήτανε πολύ ωραία».

«Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει!»

Μάγκα μου, ήτανε να μην της μπει τίποτα στο μυαλό.

«Δε με σκοτώνει. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει είναι να με στείλει στο διάολο, ή σε κείνη τη
στρατιωτική κωλοσχολή. Μόνο αυτό θα μου κάνει. Κι εξάλλου, δεν πρόκειται να με βρει. Εγώ θα 'χω
φύγει. Θα 'μαι — θα 'μαι μάλλον στο Κολοράντο, σε κείνο το ράντσο».

«Ας γελάσω! Εσύ δεν ξέρεις ούτε πώς ανεβαίνουνε στ' άλογο».

«Ποιος δεν ξέρει; Και βέβαια ξέρω. Άκου λόγια. Αυτό το μαθαίνεις σε δυο λεφτά», της λέω. «Μην το
σκαλίζεις». Σκάλιζε πάλι το τσιρότο στο χέρι της. «Τα μαλλιά σου ποιος στα 'κοψε;» της λέω. Ίσα ίσα
εκείνη την ώρα, πρόσεξα τι ηλίθιο κούρεμα της είχανε κάνει. Της τα 'χανε κόψει πολύ κοντά.

«Να μη σε νοιάζει», μου λέει. Καμιά φορά γινότανε πολύ στριμμένη. Μα πολύ στριμμένη.
«Φαντάζομαι πως πάλι θα την πάτησες σ' όλα τα μαθήματα», μου λέει — πολύ στριμμένα. Είχε και
την πλάκα του από 'να μέρος. Καμιά φορά κάνει σαν κακιά δασκάλα, κι ας είναι μόνο πιτσιρίκι.

«Όχι», της λέω. «Αγγλικά πέρασα». Κι έπειτα, έτσι για πλάκα, της τραβάω μια τσιμπιά στον πισινό.
Τον είχε κάπως τουρλώσει, έτσι όπως ήτανε γυρισμένη στο πλάι. Ούτε που έχει καθόλου πισινό. Δεν
το 'κανα και πολύ δυνατά, αλλά πάντως εκείνη προσπάθησε να μου βαρέσει μια στο χέρι, μα δε με
πέτυχε.

Μετά μου λέει άξαφνα, «Αχ, γιατί το 'κανες;» Εννοούσε που με διώξανε πάλι. Μ' έπιασε θλίψη έτσι
που το 'πε.

«Για το Θεό, ρε Φοίβη, μη με ρωτάς. Έχω σιχαθεί να με ρωτάνε όλοι το ίδιο πράμα», της λέω. «Είχα
ένα εκατομμύριο λόγους που το 'κανα. Ήτανε απ' τα χειρότερα σχολεία που πήγα ποτέ. Γεμάτο
κάλπηδες. Και κωλόπαιδα. Ποτέ στη ζωή σου δεν έχεις δει τόσα κωλόπαιδα μαζεμένα. Για
παράδειγμα, άμα είχαμε μαζευτεί και κάναμε πλάκα στο δωμάτιο κανενός κι ήθελε κάποιος να 'ρθει
μέσα, δεν τον αφήνανε να μπει άμα ήτανε από κείνους τους χαζούς, με τα μπιμπίκια. Και πάντα όλοι
κλειδώνανε την πόρτα τους άμα ήθελε να μπει κανείς μέσα. Κι έπειτα είχανε και μια μυστική
κωλοαδερφότητα, που εγώ φοβόμουνα και δεν τόλμησα να μη μπω. Κι ήτανε κι ένα παιδί όλο
μπιμπίκια και πολύ βαρετό, ο Ρόμπερτ Άκλεϋ, που ήθελε να μπει. Κι όλο προσπαθούσε να μπει, κι οι
άλλοι δεν τον αφήνανε. Μόνο και μόνο επειδή ήτανε βαρετός και μπιμπικιάρης. Δε θέλω ούτε να το
κουβεντιάζω. Ήτανε βρωμερό σχολείο. Λόγω τιμής».

Το Φοιβάκι δεν έλεγε τίποτα, όμως με άκουγε. Το καταλάβαινα απ' το σβέρκο της πως μ' άκουγε.
Πάντα σε προσέχει άμα της λες κάτι. Και η πλάκα είναι πως τις μισές φορές ξέρει για τι διάολο της
μιλάς. Στ' αλήθεια το ξέρει.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Εγώ μίλαγα συνέχεια για το παλιοΠένσυ. Έτσι μ' είχε πιάσει.

«Ακόμα κι οι κανά δυο καλοί μας καθηγητές, ήτανε κάλπηδες», της λέω. «Ήτανε να πούμε ένας
γεράκος, ο κύριος Σπένσερ. Η γυναίκα του σου 'ψηνε όλη την ώρα κακάο και τα ρέστα, κι ήτανε
πραγματικά πολύ εντάξει. Θα 'πρεπε όμως να τον έβλεπες από μια μεριά, άμα έμπαινε στο μάθημά
του ο γέρο Θάρμερ, ο διευθυντής, και καθότανε πίσω πίσω στην αίθουσα. Πάντα ερχότανε και
καθότανε πίσω πίσω στην αίθουσα, ίσαμε μισή ώρα. Υποτίθεται πως ήτανε ινκόγκνιτο ή κάτι τέτοιο.
Έπειτα από λίγο, εκεί που καθότανε πίσω πίσω, άρχιζε να κόβει το γέρο Σπένσερ που μίλαγε, με κάτι
κρύα καλαμπούρια. Ο γέρο Σπένσερ σκιζότανε κυριολεκτικά, όλο κακαρίσματα και ξερόγελα και τα
ρέστα, λες κι ο Θάρμερ ήτανε κανένας κωλοπρίγκιπας να πούμε ή κάτι τέτοιο».

«Μη βρίζεις όλη την ώρα».

«Θα σου 'ρχότανε να ξεράσεις, στ' ορκίζομαι», της λέω. «Μετά είχανε τη Μέρα των Παλιών Μαθητών.
Έχουνε μια μέρα που τη λένε Μέρα των Παλιών Μαθητών, κι όλοι οι κόπανοι που αποφοιτήσανε απ'
το Πένσυ γύρω στο 1776 ξανάρχονται εκεί πέρα και τριγυρνάνε με τις γυναίκες τους και τα παιδιά
τους και τα όλα τους. Θα 'πρεπε να 'βλεπες έναν απ' τους παλιούς, καμιά πενηνταριά χρονών. Αυτό
που έκανε, ήτανε που μπήκε στο δωμάτιό μας και χτύπησε μετά την πόρτα, και μας ρώτησε αν μας
πείραζε να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε στην άλλη άκρη του διαδρόμου — ούτε
ξέρω τι διάολο του 'ρθε να ρωτήσει εμάς. Ξέρεις τι μας είπε τότε; Μας είπε πως ήθελε να δει αν είχε
ακόμα τ' αρχικά του σε μια πόρτα στους καμπινέδες. Αυτό που έκανε, ήτανε που είχε σκαλίσει τα
ηλίθια τα κωλοαρχικά του σε μια πόρτα στους καμπινέδες, εδώ κι ενενήντα χρόνια, κι ήθελε να δει αν
ήτανε ακόμα εκεί πέρα. Τον πήγαμε λοιπόν με το συγκάτοικό μου στην τουαλέτα και τα ρέστα, κι
αναγκαστήκαμε να περιμένουμε εκεί μέσα όσο έψαχνε για τ' αρχικά του μία μία τις πόρτες στους
καμπινέδες. Κι όλη την ώρα μίλαγε, και μας έλεγε πως όταν πήγαινε στο Πένσυ, ήτανε οι πιο
ευτυχισμένες μέρες της ζωής του, και μας έδινε ένα κάρο συμβουλές για το μέλλον και τα ρέστα.
Μάγκα μου, μ' έπιασε η ψυχή μου. Δε θέλω να πω πως ήτανε κακός — γιατί δεν ήτανε. Αλλά δεν είναι
ανάγκη να 'σαι κακός για να βγάζεις την ψυχή του αλλουνού. Μπορεί να 'σαι καλός, και πάλι να το
κάνεις. Το μόνο που χρειάζεται για να του βγάλεις την ψυχή, είναι να του δίνεις κάλπικες συμβουλές
με τη σέσουλα εκεί που ψάχνεις για τ' αρχικά σου, μία μία τις πόρτες στους καμπινέδες — αυτό μόνο
να κάνεις, φτάνει. Δεν ξέρω. Μπορεί και να μην ήτανε και τόσο άσκημα, αν δεν είχε λαχανιάσει τόσο
πολύ. Του 'χε κοπεί η ανάσα που ανέβηκε τις σκάλες, κι όλη την ώρα που έψαχνε για τ' αρχικά του
ξεφύσαγε με τα ρουθούνια του πολύ αστεία και λυπητερά, κι έλεγε στο Στράντλεητερ και σε μένα να
πάρουμε όσα πιο πολλά μπορούσαμε απ' το Πένσυ. Θεούλη μου, ρε Φοίβη! Δε μπορώ να στο
εξηγήσω. Να, είναι μονάχα που τίποτα δε μ' άρεσε απ' όσα γινόντουσαν στο Πένσυ. Δε μπορώ να στο
εξηγήσω».

Το Φοιβάκι κάτι είπε τότε, αλλά δε μπορούσα να την ακούσω. Είχε το στόμα της κολλημένο με το πλάι
στο μαξιλάρι και δεν την άκουγα.

«Τι;» της λέω. «Βγάλε από κει το στόμα σου. Δε μπορώ να σ' ακούσω έτσι που 'χεις το στόμα σου».

«Εσένα ό,τι και να γίνεται δε σ' αρέσει».

Άμα το 'πε αυτό μ' έπιασε πιο πολύ η ψυχή μου.

«Άκου εκεί δε μ' αρέσει! Και βέβαια μ' αρέσει. Και βέβαια. Μην το λες αυτό. Πώς διάολο σου 'ρθε;»

«Αφού δε σ' αρέσει. Κανένα σχολείο δε σ' αρέσει. Είναι ένα εκατομμύριο πράματα που δε σ'
αρέσουνε. Τίποτα δε σ' αρέσει».

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Και βέβαια μ' αρέσει. Πέφτεις πολύ έξω — ακριβώς εδώ πέφτεις έξω! Πώς διάολο σου 'ρθε;» της
λέω. Μάγκα μου, ήτανε σκέτη θλίψη.

«Γιατί εσένα τίποτα δε σ' αρέσει», μου λέει. «Πες μου έστω ένα πράμα».

«Ένα πράμα; Ένα πράμα που να μ' αρέσει;» της λέω. «Καλά».

Το κακό ήτανε όμως που δε μπορούσα να συγκεντρωθώ πολύ. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να
συγκεντρωθείς.

«Θες να πεις, ένα πράμα που να μ' αρέσει πολύ;» της λέω.

Δε μ' απάντησε όμως. Ήτανε ξαπλωμένη λοξά, στου διαόλου τη μάνα, στην άλλη άκρη του κρεβατιού.
Κάπου χίλια μίλια πέρα. «Γιατί δε μου απαντάς;» της ξαναλέω. «Ένα πράμα που να μ' αρέσει πολύ, ή
ένα πράμα που να μ' αρέσει σκέτα;»

«Που να σ' αρέσει πολύ».

«Εντάξει», της λέω. Όμως το κακό ήτανε που δε μπορούσα να συγκεντρωθώ. Όλο κι όλο που μου
'ρχότανε στο μυαλό, ήτανε οι δυο καλόγριες που γυρνάγανε και μαζεύανε λεφτά με κείνα τα
ξεφτισμένα ψάθινα παλιοπάνερα. Ιδίως εκείνη που είχε τα γυαλάκια με το συρμάτινο σκελετό. Και
κείνο το παιδί που ήξερα στο Έλκτον Χιλς. Ήτανε ένα παιδί στο Έλκτον Χιλς, που το λέγανε Τζαίημς
Καστλ, και που δεν έπαιρνε πίσω αυτό που είπε για ένα πολύ ξιπασμένο τύπο, το Φιλ Στάμπιλε. Ο
Τζαίημς Καστλ τον έλεγε ψωροφαντασμένο, κι ένας απ' τους βρωμιάρηδες τους φίλους του Στάμπιλε
πήγε και τον κάρφωσε στο Στάμπιλε. Τότε ο Στάμπιλε πήρε άλλους έξι σκατομπάσταρδους, και
κατεβήκανε στο δωμάτιο του Τζαίημς Καστλ και μπήκανε μέσα και κλειδώσανε την κωλόπορτα, και
μετά προσπάθησε να τον κάνει να πάρει πίσω αυτό που είπε, αλλά εκείνος δεν το 'παιρνε. Και τότε
τον πλακώσανε. Ούτε που θα σας πω τι του κάνανε — είναι πολύ απαίσιο — αλλά πάλι δεν το 'παιρνε
πίσω, ο παλιόφιλος ο Τζαίημς Καστλ. Θα 'πρεπε να τόνε βλέπατε. Ήτανε ένα παιδί μικροκαμωμένο,
πετσί και κόκαλο, με πολύ αρρωστιάρικη φάτσα, και οι καρποί των χεριών του λιανοί σα μολύβια. Στο
τέλος αυτό που έκανε, ήτανε που αντί να πάρει πίσω εκείνο που είπε, πήδηξε απ' το παράθυρο. Εγώ
ήμουνα στο ντους και τα ρέστα, και μάλιστα τον άκουσα που έσκαγε κάτω. Αλλά σκέφτηκα μόνο πως
κάτι έπεσε απ' το παράθυρο, ένα ραδιόφωνο ή ένα τραπέζι ή ξέρω γω τι, πάντως όχι και παιδί να
πούμε. Μετά τους άκουσα όλους που τρέχανε στο διάδρομο και κατεβαίνανε τις σκάλες, κι έτσι
έβαλα το μπουρνούζι μου κι έτρεξα και γω κάτω, και βλέπω τον παλιόφιλο τον Τζαίημς Καστλ
ξαπλωμένον εκεί πέρα στις πέτρινες σκάλες και τα ρέστα. Ήτανε πεθαμένος, κι όλος ο τόπος γεμάτος
δόντια κι αίματα, και κανένας δεν τόλμαγε να πλησιάσει. Φόραγε και κείνο το πουλόβερ με το
γυριστό λαιμό που του είχα δανείσει. Στα παιδιά που είχανε μπει στο δωμάτιό του, το μόνο που
κάνανε ήτανε που τα αποβάλανε. Ούτε που τα στείλανε στο κάτεργο.

Μόνο αυτά μπορούσα να σκεφτώ όμως. Εκείνες τις δυο καλόγριες που είχα συναντήσει όταν έπαιρνα
πρωινό, και κείνο το παιδί τον Τζαίημς Καστλ, που ήξερα στο Έλκτον Χιλς. Η πλάκα είναι που ούτε τον
γνώριζα καλά καλά τον Τζαίημς Καστλ, άμα θέλετε να ξέρετε. Ήτανε από κείνα τα πολύ αθόρυβα
παιδιά. Τον είχα συμμαθητή στα μαθηματικά, αλλά εκείνος καθότανε στην άλλη άκρη της αίθουσας κι
ούτε σηκωνότανε ποτέ μάθημα, ούτε στον πίνακα. Νομίζω πως η μόνη φορά που μιλήσαμε ήτανε
τότε που με ρώτησε, αν γινότανε να του δανείσω εκείνο το πουλόβερ με το γυριστό λαιμό που είχα.
Διάολε, κόντεψα να πέσω ξερός, άμα μου το ζήτησε, τόσο τα 'χασα να πούμε. Θυμάμαι πως έπλενα τα
δόντια μου στους καμπινέδες, άμα με ρώτησε. Είπε πως θα 'ρχότανε ο ξάδερφός του να τον πάει
βόλτα με τ' αμάξι του και τα ρέστα. Εγώ ούτε ήξερα πως ξέρει ότι είχα πουλόβερ με γυριστό λαιμό. Το
μόνο που ήξερα για κείνονε, ήτανε πως το όνομά του βρισκόταν ακριβώς πάνω απ' το δικό μου στον
κατάλογο. Κάμπελ, Γ., Κάμπελ Ρ., Καστλ, Κώλφηλντ — σαν τώρα το θυμάμαι. Άμα θέλετε να ξέρετε,

Digitized by 10uk1s, July 2010


λίγο έλειψε να μην του το δανείσω το πουλόβερ. Ήτανε επειδή δεν τον ήξερα πολύ καλά.

«Τι;» κάνω στο Φοιβάκι. Κάτι μου είπε μα δεν την άκουσα.

«Ούτε ένα πράμα δε μπορείς να σκεφτείς».

«Μα ναι, μπορώ. Μπορώ».

«Άντε λοιπόν, σκέψου».

«Μ' αρέσει ο Άλι», της λέω. «Και μ' αρέσει να κάνω αυτό που κάνω τώρα. Να κάθομαι δω πέρα μαζί
σου, και να μιλάμε, και να σκέφτομαι διάφορα και —»

«Ο Άλι είναι πεθαμένος. Πάντα το ίδιο λες. Όταν κανένας είναι πεθαμένος και λοιπά, και στον ουρανό,
δεν είναι στ' αλήθεια —»

«Το ξέρω πως είναι πεθαμένος. Λες να μην το ξέρω; Όμως και πάλι μπορεί να μ' αρέσει. Επειδή να
πούμε, κάποιος είναι πεθαμένος, πρέπει να πάψει να σ' αρέσει, για το Θεό — ιδίως άμα ήτανε κάπου
χίλιες φορές καλύτερος απ' τους ανθρώπους που ξέρεις, και που είναι ζωντανοί και τα ρέστα;»

Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα. Άμα δε μπορεί να σκεφτεί να πει κάτι, δε λέει ούτε λέξη, ο διάολος.

«Τέλος πάντων, μ' αρέσει τώρα», της λέω. «Θέλω να πω, έτσι τώρα δα. Να κάθομαι μαζί σου και να
σαχλαμαρίζουμε και να κάνουμε —»

«Μα αυτό δεν είναι τίποτα πραγματικό —»

«Πώς δεν είναι πραγματικό! Και βέβαια είναι! Και γιατί να μην είναι, διάολε; Οι άλλοι ποτέ δε
νομίζουνε πως κάτι είναι πραγματικό! Διάολε, μου γυρνάνε τ' άντερο!»

«Πάψε να βρίζεις. Καλά, πες τίποτ' άλλο. Πες κάτι που θα σ' άρεσε να είσαι. Ας πούμε φυσικός. Ή
δικηγόρος. Ή κάτι».

«Εγώ δε μπορώ να γίνω φυσικός. Είμαι αδύνατος στη φυσική».

«Καλά, τότε δικηγόρος — σαν το μπαμπά, ας πούμε».

«Καλοί είναι οι δικηγόροι, δε λέω — αλλά δε μου πάει», της κάνω. «Θέλω να πω, οι δικηγόροι είναι
εντάξει άμα τρέχουνε και γλιτώνουνε τις ζωές των αθώων όλη την ώρα, και τέτοια, αλλά αυτά δεν τα
κάνεις άμα είσαι δικηγόρος. Το μόνο που κάνεις είναι να βγάζεις ένα κάρο λεφτά, και να παίζεις
γκολφ, και να παίζεις μπριτζ, και ν' αγοράζεις αυτοκίνητα, και να πίνεις μαρτίνι, και να κάνεις τον
καμπόσο. Κι έπειτα, ακόμα και να 'τρεχες να γλίτωνες τους άλλους και τα ρέστα, πως θα 'ξερες ότι το
κάνεις επειδή θέλεις στ' αλήθεια να τους σώσεις τη ζωή, ή το κάνεις επειδή στην πραγματικότητα
αυτό που θέλεις, είναι να γίνεις τρομερός δικηγόρος, κι όλοι να σε χτυπάνε στην πλάτη και να σου
δίνουνε συγχαρητήρια στο δικαστήριο, άμα τελειώνει η κωλοδίκη, οι δημοσιογράφοι και τα ρέστα να
πούμε, έτσι όπως γίνεται στο κωλοσινεμά; Πώς το ξέρεις ότι δεν είσαι κάλπης; Το πρόβλημα είναι πως
δε θα το ξέρεις».

Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως το Φοιβάκι καταλάβαινε τι διάολο της έλεγα. Θέλω να πω, στο κάτω
κάτω είναι μονάχα πιτσιρίκι, να πούμε. Αλλά τουλάχιστο μ' άκουγε. Έστω και να σ' ακούει κάποιος,
δεν είναι και τόσο άσκημα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει», μου λέει.

Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο — κάτι τρελό. «Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι;» της λέω.
«Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε;»

«Τι; Μη βρίζεις».

«Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, <Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μέσ' απ' τη σίκαλη;> Θα
'θελα —»

«Δε λέει έτσι. Λέει, <Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μέσ' απ' τη σίκαλη>», μου κάνει το
Φοιβάκι. «Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς».

«Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς».

Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: «Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μέσ' απ' τη σίκαλη». Δεν το 'ξερα
όμως τότε.

«Νόμιζα πως ήτανε: <Όταν πιάνεις κάποιον>», της λέω. «Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα
πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια,
και δεν είναι κανένας εκεί — θέλω να πω, κανένας μεγάλος — εκτός από μένα. Και γω στέκομαι
φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε
να πέσουνε στο γκρεμό — θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να
πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη
σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο
πράμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα».

Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα για κάμποση ώρα. Μετά, όταν είπε κάτι, το μόνο που είπε ήτανε, «Ο
μπαμπάς θα σε σκοτώσει».

«Καρφάκι δε μου καίγεται κι αν με σκοτώσει», της λέω. Τότε σηκώθηκα απ' το κρεβάτι, γιατί αυτό που
ήθελα να κάνω, ήτανε να τηλεφωνήσω σε κείνο τον τύπο που ήτανε δάσκαλός μου στ' αγγλικά στο
Έλκτον Χιλς, τον κύριο Αντολίνι. Τώρα έμενε στη Νέα Υόρκη. Είχε φύγει απ' το Έλκτον Χιλς. Είχε βρει
άλλη δουλειά, και δίδασκε αγγλικά στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. «Πρέπει να κάνω ένα
τηλέφωνο», λέω της Φοίβης. «Θα 'ρθω αμέσως. Μην κοιμηθείς». Δεν ήθελα να κοιμηθεί όσο θα
'μουνα στο σαλόνι. Ήξερα πως δε θα κοιμότανε, αλλά πάντως της το 'πα, έτσι για να σιγουρευτώ.

Εκεί που πλησίαζα την πόρτα, μου λέει το Φοιβάκι, «Χόλντεν!» και γύρισα.

Είχε ανακαθήσει στο κρεβάτι. Ήτανε πολύ όμορφη. «Εκείνο το κορίτσι, η Φύλις Μαργκούλις, μου
κάνει μαθήματα ρεψίματος», μου λέει. «Άκου».

Έστησα αφτί και κάτι άκουσα, μα δεν ήτανε και πολύ. «Καλό», της λέω. Μετά πήγα στο σαλόνι και
τηλεφώνησα σε κείνο τον καθηγητή που είχα, τον κύριο Αντολίνι.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 23

ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΑ γρήγορα με το τηλέφωνο, γιατί φοβόμουνα μη μπουκάρουνε οι δικοί μου εκεί που
μίλαγα. Δε φανήκανε όμως. Ο κύριος Αντολίνι μου φέρθηκε πολύ εντάξει. Είπε πως μπορούσα να πάω
αμέσως σπίτι του, αν ήθελα. Νομίζω πως πρέπει να τον ξύπνησα, και κείνονε και τη γυναίκα του, γιατί
κάνανε έναν αιώνα να σηκώσουνε το τηλέφωνο. Το πρώτο πράμα που με ρώτησε ήτανε μήπως
συνέβαινε τίποτα κακό, και του είπα όχι. Είπα όμως πως με διώξανε απ' το Πένσυ. Σκέφτηκα,
καλύτερα να του το πω. Εκείνος έκανε «Θεέ και Κύριε!» άμα του το 'πα. Είχε πολύ χιούμορ και τα
ρέστα. Μου είπε να πάω αμέσως σπίτι του, αν έκανα κέφι.

Ήτανε περίπου ο καλύτερος δάσκαλος που είχα ποτέ, ο κύριος Αντολίνι. Ήτανε πολύ νέο παιδί, δεν
πρέπει να πέρναγε και πολύ τον αδερφό μου το D.B., και μπορούσες να κάνεις πλάκες μαζί του χωρίς
να πάψεις να τον σέβεσαι. Αυτός είχε μαζέψει τελικά εκείνο το παιδί που πήδηξε απ' το παράθυρο,
εκείνο που σας έλεγα, τον Τζαίημς Καστλ. Ο παλιόφιλος ο κύριος Αντολίνι του 'πιασε το σφυγμό του
και τα ρέστα, κι έπειτα έβγαλε το σακάκι του και το 'βαλε πάνω στον Τζαίημς Καστλ, και τον
κουβάλησε όλο το δρόμο ως το αναρρωτήριο. Ούτε που τον ένοιαζε που γέμισε όλο αίματα το σακάκι
του.

Όταν γύρισα στο δωμάτιο του D.B., το Φοιβάκι έβαλε το ραδιόφωνο. Έπαιζε μουσική χορού. Το είχε
βάλει όμως πολύ χαμηλά για να μην ακούσει η υπηρέτρια. Θα 'πρεπε να τη βλέπατε. Καθότανε
ακριβώς στη μέση στο κρεβάτι, έξω απ' τα σκεπάσματα, κι είχε σταυρώσει τα πόδια της, σαν εκείνους
τους τύπους τους γιόγκι. Είχε αφοσιωθεί στη μουσική. Με πέθανε.

«Έλα», της λέω. «Έχεις κέφι να χορέψουμε;» Εγώ την είχα μάθει να χορεύει και τα ρέστα, απ' όταν
ήτανε πιτσιρίκι. Χορεύει καταπληκτικά. Θέλω να πω, εγώ μόνο που της έδειξα μερικά πραματάκια. Τα
περισσότερα τα 'μαθε μόνη της. Δε μπορείς να μάθεις κάποιονε να χορεύει στ' αλήθεια.

«Εσύ όμως φοράς παπούτσια», μου λέει.

«Θα τα βγάλω. Έλα».

Πήδηξε κυριολεκτικά απ' το κρεβάτι, και περίμενε να βγάλω τα παπούτσια μου, και μετά χορέψαμε
λιγάκι. Διάολε, είναι στ' αλήθεια απίθανη. Δε μ' αρέσουνε οι τύποι που χορεύουνε με πιτσιρίκια, γιατί
τις περισσότερες φορές είναι απαίσιο θέαμα. Θέλω να πω, άμα είσαι σε κανένα εστιατόριο, κάπου,
και βλέπεις κανένα γέρο να βγάζει το παιδάκι του στην πίστα. Συνήθως όλο του σηκώνει το
φουστανάκι του από πίσω κατά λάθος, κι όπως και να 'ναι το πιτσιρίκι δε μπορεί να χορέψει της
προκοπής κι είναι απαίσιο θέαμα, αλλά εγώ δεν το κάνω δημόσια με τη Φοίβη ούτε τίποτα. Κάνουμε
μόνο τις πλάκες μας στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς, μαζί της είναι διαφορετικά, γιατί ξέρει να χορεύει.
Μπορεί να σ' ακολουθήσει ό,τι κι αν κάνεις. Θέλω να πω, άμα την κρατάς πολύ πολύ κοντά, έτσι που
να μην πειράζει που τα ποδάρια σου είναι τόσο πιο μακριά. Μένει συνέχεια μαζί σου. Μπορείς να
κάνεις φιγούρες, ή να στριφογυρνάς ή να χορεύεις τζίτερμπαγκ, και κείνη μένει συνέχεια μαζί σου.
Μπορείς να χορέψεις μέχρι και τανγκό που λέει ο λόγος.

Χορέψαμε κάπου τέσσερις χορούς. Όταν τελειώνει κάθε κομμάτι, έχει μεγάλη πλάκα. Στέκεται
ακίνητη, προσοχή. Ούτε που σου μιλάει, ούτε τίποτα. Πρέπει να στεκόσαστε κι οι δυο προσοχή, και να
περιμένετε να ξαναρχίσει να παίζει η ορχήστρα. Αυτό με πεθαίνει. Υποτίθεται πως δεν πρέπει ούτε να
γελάς, ούτε τίποτα.

Τέλος πάντων, χορέψαμε κάπου τέσσερις χορούς, κι έπειτα έκλεισα το ραδιόφωνο. Το Φοιβάκι
ξαναπήδηξε στο κρεβάτι και τρύπωσε κάτω απ' τα σκεπάσματα. «Έκανα προόδους, ε;» μου λέει.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Άκου λόγια», της λέω. Έκατσα πάλι δίπλα της στο κρεβάτι. Είχα λαχανιάσει σχεδόν. Διάολε, καπνίζω
τόσο πολύ που δε μπορώ να πάρω ανάσα. Εκείνη ούτε που είχε λαχανιάσει.

«Πιάσε το κούτελό μου», μου λέει άξαφνα.

«Γιατί;»

«Πιάστο. Έτσι, πιάσε λίγο».

Το 'πιασα. Δεν κατάλαβα τίποτα όμως.

«Δε σου φαίνεται πως έχω πυρετό;» μου λέει.

«Όχι. Πρέπει να 'χεις;»

«Ναι. Μόνη μου το κάνω. Πιάσε πάλι».

Πάλι το ξανάπιασα αλλά πάλι δεν κατάλαβα τίποτα. Πάντως της λέω, «Νομίζω πως τώρα ανεβαίνει».
Διάολε, δεν ήθελα να πάθει κανένα κωλοκόμπλεξ κατωτερότητας.

Κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρω ένα κόλπο, κι ανεβάζω τέρμα το θερμόμουτρο».

«Το θερμό-με-τρο; Από πού κι ως πού;»

«Μου 'χει δείξει πώς να το κάνω η Αλίκη Χόλμποργκ. Να, σταυρώνεις τα πόδια σου και κρατάς την
ανάσα σου, και σκέφτεσαι κάτι πολύ ζεστό. Ας πούμε ένα καλοριφέρ ή κάτι τέτοιο. Μετά το μέτωπό
σου γίνεται τόσο ζεστό που μπορείς να ζεματίσεις το χέρι του αλλουνού».

Αυτό με πέθανε. Τράβηξα απότομα το χέρι μου απ' το κούτελό της, σα να βρισκόμουνα σε τρομερό
κίνδυνο. «Σ' ευχαριστώ που μου το 'πες», της λέω.

«Ε, δε θα ζεμάταγα και το δικό σου χέρι. Θα σταμάταγα προτού να γίνει πολύ — Σσσσσ!» Κι
ανακάθησε στο κρεβάτι σαν αστραπή.

Με κατατρόμαξε έτσι που έκανε. «Τι τρέχει;» της λέω.

«Η εξώπορτα!» μου λέει ψιθυριστά. «Ήρθανε!»

Τινάχτηκα πάνω γρήγορα, κι έτρεξα κι έσβησα το φως στο γραφείο. Μετά ζούληξα το τσιγάρο στο
παπούτσι μου, και το 'βαλα στην τσέπη. Άρχισα ν' ανεμίζω τα χέρια μου σαν τρελός, να διώξω τον
καπνό — δεν είχα το Θεό μου, δεν έπρεπε να καπνίσω εκεί μέσα. Μετά άρπαξα τα παπούτσια μου και
χώθηκα στη ντουλάπα κι έκλεισα την πόρτα. Μάγκα μου, η καρδιά μου χτύπαγε σαν παλαβή.

Άκουσα τη μάνα μου που έμπαινε στο δωμάτιο.

«Φοίβη;» έκανε. «Άσε τα καμώματα, δεσποινίς μου. Το είδα το φως».

«Γεια!» άκουσα που της έλεγε το Φοιβάκι. «Δεν είχα ύπνο. Περάσατε καλά;»

«Θαύμα», είπε η μάνα μου, αλλά καταλάβαινες πως δεν το πολυπίστευε. Δε διασκεδάζει και πολύ
όταν βγαίνει. «Και γιατί είσαι ακόμα ξύπνια, αν επιτρέπεται; Μήπως κρύωνες;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Όχι, ζεστά ήμουνα. Μόνο που δε μπορούσα να κοιμηθώ».

«Φοίβη! Τσιγάρο κάπνιζες εδώ μέσα; Σε παρακαλώ δεσποινίς μου, θέλω να μου πεις την αλήθεια».

«Τι;» έκανε το Φοιβάκι.

«Με άκουσες».

«Το άναψα μισό λεφτάκι μόνο. Μόνο ένα παφ έκανα. Μετά το πέταξα απ' το παράθυρο».

«Και γιατί, αν επιτρέπεται;»

«Δεν είχα ύπνο».

«Φοίβη, αυτά δε μ' αρέσουν. Δε μ' αρέσουν καθόλου», είπε η μάνα μου. «Μήπως θέλεις κι άλλη
κουβέρτα;»

«Όχι, ευχαριστώ. Καληνύχτα», είπε το Φοιβάκι. Προσπαθούσε να την ξεφορτωθεί, το καταλάβαινες


αμέσως.

«Πώς πέρασες στο σινεμά;» της είπε η μάνα μου.

«Θαύμα. Μόνο που η μάνα της Αλίκης, όλη την ώρα έσκυβε και τη ρώταγε αν ένιωθε πολύ
γριπιασμένη, σ' ολόκληρο το έργο. Γυρίσαμε σπίτι με ταξί».

«Στάσου να πιάσω το μέτωπό σου».

«Δεν κόλλησα τίποτα. Δεν είχε τίποτα. Μόνο η μάνα της χάλασε τον κόσμο».

«Καλά. Κοιμήσου τώρα. Πώς ήτανε το βραδινό φαΐ;»

«Σκατά», είπε η Φοίβη.

«Άκουσες τι είπε ο πατέρας σου, να μη λες αυτή τη λέξη. Και τι κακό είχε; Ήτανε μια θαυμάσια
μπριζόλα. Έκανα ολόκληρο δρόμο ως τη Λεωφόρο Λέξινγκτον μόνο και μόνο για να —»

«Η μπριζόλα ήτανε εντάξει, αλλά η Καρολίνα όλη την ώρα ανασαίνει πάνω μου, άμα ακουμπάει κάτι
στο τραπέζι. Ανασαίνει και πάνω στο φαΐ και παντού. Ανασαίνει πάνω σ' όλα».

«Καλά. Κοιμήσου τώρα. Φίλησε τη μαμά. Έκανες την προσευχή σου;»

«Την έκανα στο μπάνιο. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα. Να κοιμηθείς αμέσως. Έχω ένα πονοκέφαλο, πάει να σπάσει το κεφάλι μου», είπε η
μάνα μου. Την πιάνουνε πολύ συχνά πονοκέφαλοι. Στ' αλήθεια.

«Πάρε καμιά ασπιρίνη», είπε το Φοιβάκι. «Ο Χόλντεν θα 'ρθει την Τετάρτη, ε;»

«Απ' όσο ξέρω. Άντε, σκεπάσου τώρα. Καλά καλά».

Άκουσα τη μάνα μου που έφευγε κι έκλεινε την πόρτα. Περίμενα κανά δυο λεφτά. Μετά βγήκα απ' τη

Digitized by 10uk1s, July 2010


ντουλάπα. Καθώς έβγαινα έπεσα πάνω στο Φοιβάκι, γιατί ήτανε θεοσκότεινα κι είχε σηκωθεί απ' το
κρεβάτι, κι ερχότανε να μου τα πει. «Σε χτύπησα;» της λέω. Τώρα έπρεπε να μιλάς ψιθυριστά, γιατί
ήτανε κι οι δυο στο σπίτι. «Πρέπει να φύγω», της λέω. Βρήκα την άκρη του κρεβατιού στα σκοτεινά
και κάθησα, κι άρχισα να βάζω τα παπούτσια μου. Ήμουνα πολύ εκνευρισμένος. Το παραδέχουμαι.

«Μη φύγεις τώρα», μου κάνει ψιθυριστά η Φοίβη. «Περίμενε να κοιμηθούνε πρώτα».

«Όχι. Τώρα. Τώρα είναι πιο καλά», της λέω. «Η άλλη θα 'ναι στο μπάνιο, κι ο μπαμπάς θα 'χει βάλει
τις ειδήσεις ή κάτι τέτοιο. Τώρα είναι η καλύτερη στιγμή». Ούτε τα κορδόνια μου να δέσω δε
μπορούσα, τόσο εκνευρισμένος ήμουνα, ο διάολος. Όχι πως θα με σκοτώνανε ή κάτι τέτοιο, αν με
κάνανε τσακωτό στο σπίτι, αλλά πάντως θα 'τανε πολύ δυσάρεστο να πούμε. «Πού διάολο είσαι;»
λέω στο Φοιβάκι. Ήτανε τόσο σκοτεινά που δεν την έβλεπα.

«Εδώ». Στεκότανε ακριβώς δίπλα μου. Ούτε που την έβλεπα.

«Έχω αφήσει τις κωλοβαλίτσες μου στο σταθμό», της λέω. «Κοίτα δω. Έχεις καθόλου ψιλά, ρε Φοίβη;
Είμαι πανί με πανί».

«Μόνο το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι μου. Για δώρα και λοιπά. Δεν έχω ψωνίσει ακόμα τίποτα».

«Α». Δεν ήθελα να της πάρω το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι της.

«Να σου δώσω λίγα;» μου λέει.

«Δε θέλω να σου πάρω το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι σου».

«Μπορώ να σου δανείσω λίγα», μου λέει. Μετά την άκουσα στο γραφείο του D.B., που άνοιγε ένα
εκατομμύριο συρτάρια και ψαχούλευε με το χεράκι της. Ήτανε πίσα σκοτάδι, τόσο σκοτεινά ήτανε στο
δωμάτιο. «Άμα φύγεις όμως, δε θα με δεις στο έργο», μου λέει. Η φωνή της είχε γίνει παράξενη που
το 'λεγε.

«Πώς δε θα σε δω. Δε θα φύγω πιο μπροστά. Νομίζεις πως θέλω να χάσω το έργο;» της λέω. «Αυτό
που θα κάνω, είναι που θα μείνω μάλλον στο σπίτι του κυρίου Αντολίνι, ίσως ως την Τρίτη το βράδυ.
Μετά θα 'ρθω σπίτι. Αν βρω ευκαιρία θα σε πάρω κανά τηλέφωνο».

«Να», μου λέει το Φοιβάκι. Προσπαθούσε να μου δώσει τα λεφτά, αλλά δε μπορούσε να βρει το χέρι
μου.

«Πού;»

Μου 'βαλε τα λεφτά στη χούφτα.

«Έι, δεν τα θέλω όλα», της λέω. «Δώσμου μονάχα δυο δολάρια, τίποτ' άλλο. Δεν κάνω πλάκα — να».
Προσπάθησα να της τα δώσω πίσω, αλλά δεν τα 'παιρνε.

«Πάρτα όλα και μετά μου τα δίνεις. Άμα θες φέρτα μου στην παράσταση».

«Στο Θεό σου, πόσα είναι;»

«Οχτώ δολάρια και ογδόντα πέντε σέντσια. Όχι, εξήντα πέντε σέντσια. Έχω χαλάσει λίγα».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Και τότε, έτσι άξαφνα, έβαλα τα κλάματα. Δε μπορούσα να κρατηθώ. Έκλαιγα σιγανά, να μη μ'
ακούσει κανένας, αλλά πάντως έκλαιγα. Διάολε, το κατατρόμαξα το Φοιβάκι που άρχισα να κλαίω, κι
ήρθε κοντά και προσπάθησε να με κάνει να σταματήσω, αλλά άμα αρχίζεις δε μπορείς να σταματάς
στο λεφτό, διάολε. Καθόμουνα ακόμα έξω έξω στο κρεβάτι κι έκλαιγα, και κείνη έβαλε το χεράκι της
γύρω στο λαιμό μου, και γω την αγκάλιασα με το 'να χέρι, αλλά πάλι δε μπορούσα να σταματήσω, για
κάμποση ώρα. Έλεγα πως πνιγόμουνα ή κάτι τέτοιο. Μάγκα μου, το κατατρόμαξα το Φοιβάκι. Το
κωλοπαράθυρο ήτανε ανοιχτό και τα ρέστα, και την ένιωθα που τουρτούριζε, γιατί όλο κι όλο που
φόραγε ήτανε τα μπιζαμάκια της. Προσπάθησα να την ξαναβάλω στο κρεβάτι, αλλά δεν ήθελε. Στο
τέλος σταμάτησα, αλλά πάντως μου πήρε πολλή πολλή ώρα. Μετά αποκούμπωσα το πανωφόρι μου
και τα ρέστα. Της είπα πως δε θα χαθούμε. Μου είπε να κοιμηθώ μαζί της αν ήθελα, αλλά είπα όχι,
καλύτερα να του δίνω, αφού με περίμενε κι ο κύριος Αντολίνι και τα ρέστα. Μετά έβγαλα το
κυνηγετικό μου το καπέλο απ' την τσέπη του πανωφοριού μου και της το 'δωσα. Ψοφάει για τέτοια
παλαβά καπέλα. Δεν ήθελε να το πάρει, αλλά τη ζόρισα. Πάω στοίχημα πως κοιμήθηκε με το καπέλο
φορεμένο. Στ' αλήθεια της αρέσουνε αυτά τα καπέλα. Μετά της είπα πάλι πως θα την πάρω
τηλέφωνο μόλις βρω ευκαιρία, κι έπειτα έφυγα.

Ήτανε πολύ πιο εύκολο να βγω απ' το σπίτι, παρά όταν μπήκα, για διάφορους λόγους. Κι έπειτα,
καρφάκι δε μου καιγότανε πια και να με πιάνανε. Στ' αλήθεια. Αν με πιάσουνε με πιάσανε, σκέφτηκα.
Σχεδόν παρακάλαγα μέσα μου να με πιάνανε, από 'να μέρος.

Κατέβηκα απ' τις σκάλες, αντίς με το ασανσέρ. Από την πίσω σκάλα. Είχανε βγάλει εκεί πέρα κάπου
δέκα εκατομμύρια σκουπιδοντενεκέδες, και πήγα να φάω τα μούτρα μου, αλλά στο τέλος τα
κατάφερα και βγήκα. Το παιδί του ασανσέρ ούτε που με πήρε χαμπάρι. Ακόμα θα νομίζει πως είμαι
κει πάνω, στους Ντίκσταϊν.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 24

Ο ΚΥΡΙΟΣ και η κυρία Αντολίνι είχανε ένα διαμέρισμα μεγαλείο στο Σάτον Πλέης, που κατέβαινες δυο
σκαλάκια για να μπεις στο σαλόνι, με μπαρ και τα ρέστα. Είχα ξαναπάει εκεί πέρα μερικές φορές,
γιατί μετά που έφυγα απ' το Έλκτον Χιλς ο κύριος Αντολίνι ερχότανε πολύ συχνά σπίτι μας για φαΐ, να
δει πώς τα πήγαινα. Τότε δεν ήτανε παντρεμένος. Μετά, άμα παντρεύτηκε, έπαιζα τένις μαζί του και
με την κυρία Αντολίνι, στον Όμιλο Αντισφαιρίσεως του Γουέστ Σάιντ, στο Φόρεστ Χιλς του Λονγκ
Άιλαντ. Η κυρία Αντολίνι ήτανε μέλος. Είχε παρά με ουρά. Τον κύριο Αντολίνι τον πέρναγε κάπου
εξήντα χρόνια, αλλά φαινόντουσαν να τα πηγαίνουνε μια χαρά. Πρώτα πρώτα ήτανε κι οι δυο πολύ
διανοούμενοι, ιδίως ο κύριος Αντολίνι, εξόν που αυτός ήτανε πιο πολύ πνευματώδης παρά
διανοούμενος άμα τον έκανες παρέα — έμοιαζε λιγάκι του D.B. Η κυρία Αντολίνι ήτανε γενικά
σοβαρή. Είχε κι άγριο άσθμα. Κι οι δυο τους είχανε διαβάσει όλα τα διηγήματα του D.B. —και η κυρία
Αντολίνι— κι άμα ο D.B. πήγε στο Χόλυγουντ, ο κύριος Αντολίνι του τηλεφώνησε και του 'πε να μην
πάει. Πάντως εκείνος πήγε, κι ας έλεγε ο κύριος Αντολίνι πως, όποιος μπορούσε να γράφει σαν το
D.B., δεν έχει καμιά δουλειά στο Χόλυγουντ. Το ίδιο ακριβώς του είπα κι εγώ, κυριολεκτικά.

Θα 'πρεπε να πάω σπίτι τους με τα πόδια, γιατί δεν ήθελα να ξοδέψω το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι
της Φοίβης, αλλά ένιωθα πολύ παράξενα άμα βγήκα έξω. Μ' είχε πιάσει κάτι σα ζάλη, να πούμε. Έτσι
πήρα ταξί. Δεν ήθελα, αλλά το πήρα. Τράβηξα πάντως το διάολο μου να βρω ταξί.

Μ' άνοιξε την πόρτα ο παλιόφιλος ο κύριος Αντολίνι, μόλις χτύπησα το κουδούνι — όταν επιτέλους μ'
άφησε ν' ανέβω το παιδί του ασανσέρ, ένας μπάσταρδος και μισός. Φόραγε το μπουρνούζι του και
παντόφλες, και κράταγε ένα ψηλό ποτήρι στο χέρι. Ήτανε ωραίος τύπος και γερό ποτήρι. «Χόλντεν,
παλικάρι μου!» μου λέει. «Θε μου! Αυτός ψήλωσε άλλους είκοσι πόντους. Πολύ χαίρομαι που σε
βλέπω».

«Τι κάνετε, κύριε Αντολίνι; Τι κάνει η κυρία Αντολίνι;»

«Μια χαρά είμαστε κι οι δυο. Δώσμου το πανωφόρι σου». Πήρε το πανωφόρι μου και το κρέμασε.
«Έλεγα πως θα μου 'ρθεις με κανένα νεογέννητο στην αγκαλιά. Να μην έχεις που να πας. Με
χιονονυφάδες στα ματόκλαδά σου». Καμιά φορά λέει μεγάλες εξυπνάδες. Γύρισε κι έβαλε μια
αγριοφωνάρα κατά την κουζίνα. «Λίλιαν! Τι γίνεται κείνος ο καφές;» Λίλιαν λέγανε την κυρία Αντολίνι.

«Έτοιμος», του ούρλιαξε η άλλη από μέσα. «Ο Χόλντεν είναι; Γεια σου, Χόλντεν!»

«Γεια σας, κυρία Αντολίνι!»

Πάντα έπρεπε να ουρλιάζεις άμα ήσουνα εκεί πέρα. Κι αυτό γιατί ποτέ δε βρισκόντουσαν κι οι δυο
τους στο ίδιο δωμάτιο την ίδια ώρα. Είχε κάπως την πλάκα του κι έτσι.

«Κάτσε, Χόλντεν», μου λέει ο κύριος Αντολίνι. Φαινότανε λιγάκι φτιαγμένος. Το δωμάτιο έμοιαζε σα
να 'χανε πάρτυ. Παντού είχε ποτήρια και πιατάκια με φιστίκια. «Με συγχωρείς για την ακαταστασία»,
μου λέει. «Μας είχανε έρθει κάτι φίλοι της κυρίας Αντολίνι από το Μπούφαλο... Κάτι μπούφοι,
δηλαδή».

Γέλασα, κι η κυρία Αντολίνι κάτι μου ούρλιαξε απ' την κουζίνα, αλλά δεν την άκουσα. «Τι είπε;»
ρωτάω τον κύριο Αντολίνι.

«Λέει να μην την κοιτάξεις, τώρα που θα μπει. Τώρα μόλις σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Πάρε τσιγάρο.
Καπνίζεις τώρα;»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Ευχαριστώ», του λέω. Πήρα τσιγάρο απ' το κουτί που μου άπλωσε. «Καμιά φορά. Είμαι μέτριος
καπνιστής».

«Δεν αμφιβάλλω», μου λέει. Μου το άναψε με κείνο το μεγάλο αναπτήρα που είχε στο τραπέζι.
«Λοιπόν. Εσύ και το Πένσυ δεν είσαστε πια ένα», μου λέει. Πάντα έτσι τα 'λεγε όλα. Καμιά φορά είχε
την πλάκα του, καμιά φορά όχι. Το 'κανε κάπως πάρα πολύ. Όχι πως δεν ήτανε έξυπνος ή κάτι τέτοιο
— γιατί ήτανε — αλλά καμιά φορά σου δίνει στα νεύρα, να σου λέει κανείς όλη την ώρα κάτι
κουβέντες όπως, «Λοιπόν, εσύ και το Πένσυ δεν είσαστε πια ένα». Καμιά φορά κι ο D.B. το παρακάνει.

«Τι έγινε;» μου λέει ο κύριος Αντολίνι. «Πώς τα πήγες στ' αγγλικά; Θα σε πετάξω έξω αν την πάτησες
στ' αγγλικά, γιατί είσαι άσσος στην έκθεση μικρέ μου».

«Α, τ' αγγλικά τα πέρασα καλά. Ήτανε κυρίως λογοτεχνία όμως. Έγραψα όλες κι όλες δυο εκθέσεις στο
τρίμηνο», του λέω. «Την πάτησα στην Προφορική Έκφραση όμως. Είχανε ένα μάθημα υποχρεωτικό,
την Προφορική Έκφραση. Εκεί την πάτησα».

«Γιατί;»

«Πού να ξέρω». Δεν είχα και μεγάλο κέφι να το κουβεντιάσω. Ένιωθα ακόμα κάπως ζαλισμένος και
ξέρω γω τι, κι έτσι άξαφνα μ' είχε πιάσει ένας άτιμος πονοκέφαλος. Στ' αλήθεια. Φαινότανε όμως πως
τον ενδιέφερε, γι' αυτό του είπα κάτι λίγα. «Είναι ένα μάθημα, που όλα τα παιδιά στην τάξη πρέπει να
σηκωθούνε και να βγάλουνε λόγο. Ξέρετε. Έτσι αυθόρμητα να πούμε. Κι άμα κανένα παιδί κάνει πως
ξεφεύγει απ' το θέμα, τότε πρέπει να ουρλιάζεις <Παρέκβαση!> όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ήτανε να
σου στρίβει. Με μηδενίσανε».

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω. Όλη αυτή η ιστορία με την παρέκβαση μου 'σπαγε τα νεύρα. Δεν ξέρω. Το κακό με μένα
είναι πως μ' αρέσει άμα ξεφεύγει κανείς απ' το θέμα. Είναι, να πούμε, πιο ενδιαφέρον».

«Δε θες να μένει κανείς στην ουσία, όταν σου μιλάει για κάτι;»

«Βέβαια. Μ' αρέσει να μένει στην ουσία και τα ρέστα. Αλλά δε μ' αρέσει να μένει και πάρα πολύ στην
ουσία. Δεν ξέρω. Μόνο που νομίζω πως δε μ' αρέσει άμα μένει κανείς στην ουσία όλη την ώρα. Τα
παιδιά που πήρανε τους καλύτερους βαθμούς στην Προφορική Έκφραση, ήτανε από κείνα που
μένανε όλη την ώρα στην ουσία — το παραδέχουμαι. Ήτανε όμως κι ένα παιδί, ο Ρίτσαρντ Κινσέλα.
Δεν έμενε και πολύ στην ουσία, κι όλο του φωνάζανε <Παρέκβαση!> Αυτό το 'βρισκα απαίσιο, γιατί
πρώτα πρώτα ήτανε πολύ νευρικός τύπος — θέλω να πω, ήτανε πολύ νευρικός τύπος

— και όλο τρέμανε τα χείλια του κάθε που ερχότανε η σειρά του να βγάλει λόγο, κι ίσα που τον
άκουγες όταν καθόσουνα πίσω πίσω στην αίθουσα. Όμως όταν σταματούσαν λιγάκι να τρέμουνε τα
χείλια του, οι λόγοι του μ' αρέσανε καλύτερα απ' όλους τους άλλους. Φυσικά κι αυτός κόπηκε όμως.
Με τέσσερα, γιατί όλη την ώρα του φωνάζανε <Παρέκβαση!> Για παράδειγμα, είχε βγάλει ένα λόγο
για μια φάρμα που αγόρασε ο πατέρας του στο Βέρμοντ. Όλη την ώρα του φωνάζανε <Παρέκβαση!>
όσο έβγαζε λόγο, και κείνος ο καθηγητής, ο κύριος Βίνσον, του έβαλε μηδέν γιατί δε μας είπε τι ζώα
και τι λαχανικά και ξέρω γω τι, είχανε στη φάρμα και δε συμμαζεύεται. Αυτό που έκανε ο Ρίτσαρντ
Κινσέλα, ήτανε που ξεκίναγε να σου πει για όλα αυτά τα πράματα — κι έπειτα, έτσι άξαφνα, έπιανε να
σου λέει για κείνο το γράμμα που πήρε η μάνα του απ' το θείο του, και πως έπαθε ο θείος του
πολιομυελίτιδα και τα ρέστα στα σαράντα δύο του, και πως δεν άφηνε κανένανε να πάει να τον δει
στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουνε με πατερίτσες. Δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη
φάρμα — το παραδέχουμαι αλλά πάντως ήτανε όμορφο. Είναι πολύ όμορφο να σου λέει κανείς για το

Digitized by 10uk1s, July 2010


θείο του. Ιδίως όταν αρχίζει να σου διηγιέται για τη φάρμα του πατέρα του και τα ρέστα, κι έπειτα
έτσι ξαφνικά ενδιαφέρεται πιο πολύ για το θείο του. Θέλω να πω, είναι πρόστυχο να του ουρλιάζεις
συνέχεια <Παρέκβαση>, άμα τα λέει τόσο καλά κι έχει πάρει φόρα... Δεν ξέρω. Δεν είν' εύκολο να το
εξηγήσω». Ούτε κι είχα όρεξη να προσπαθήσω. Πρώτα πρώτα μ' είχε πιάσει άξαφνα κείνος ο φοβερός
πονοκέφαλος. Έλεγα μέσα μου, Θεούλη μου, ας έρθει η θεία Αντολίνι με τον καφέ. Αυτό είναι κάτι
που μου τη βαράει άγρια — θέλω να πω, άμα κανένας σου λέει πως ο καφές είναι έτοιμος, και δεν
είναι.

«Χόλντεν... Έχω να σου κάνω μια πολύ σύντομη, ελαφρώς στριφνή, παιδαγωγική ερώτηση. Δε
νομίζεις πως για όλα τα πράγματα υπάρχει ο κατάλληλος τόπος και χρόνος; Δε νομίζεις πως όταν
κανείς αρχίζει να σου μιλάει για τη φάρμα του πατέρα του, πρέπει να μείνει στο θέμα του, κι έπειτα
να σου πει για τις πατερίτσες του θείου του; Ή πάλι, αν οι πατερίτσες του θείου του είναι τόσο
ενδιαφέρον θέμα, τότε ας διαλέξει να μιλήσει γι' αυτό κι όχι για τη φάρμα».

Δεν είχα και μεγάλη διάθεση να το σκεφτώ και να του απαντήσω τίποτα. Πόναγε το κεφάλι μου κι
ένιωθα απαίσια. Με πόναγε κάπως και το στομάχι μου, άμα θέλετε να ξέρετε.

«Ναι — δεν ξέρω. Νομίζω πως θα 'πρεπε. Θέλω να πω, νομίζω πως θα 'πρεπε να διαλέξει το θείο του
για θέμα αντί για τη φάρμα, άμα τον ενδιαφέρει πιο πολύ. Όμως αυτό που θέλω να πω, είναι ότι ένα
σωρό φορές δεν ξέρεις τι σ' ενδιαφέρει πιο πολύ, όσο που ν' αρχίσεις να μιλάς για κάτι που δε σ'
ενδιαφέρει πολύ. Θέλω να πω, καμιά φορά δε γίνεται κι αλλιώς. Νομίζω όμως ότι πρέπει ν' αφήνεις
κάποιον ήσυχο, άμα τουλάχιστον αυτόν τον ενδιαφέρει, κι είναι ξαναμμένος. Μ' αρέσει να ξανάβει
κανείς με κάτι. Είναι όμορφο. Δεν τον ξέρατε εσείς το δάσκαλό μας, τον κύριο Βίνσον. Καμιά φορά σε
τρέλαινε, κι αυτός κι η παλιοτάξη. Θέλω να πω, σου ούρλιαζε όλη την ώρα να ενοποιείς και να
απλοποιείς. Είναι όμως και μερικά πράματα, που δε γίνονται έτσι. Θέλω να πω, δε γίνεται ν'
απλοποιείς και να ενοποιείς κάτι, μόνο και μόνο επειδή του κάπνισε καποιανού άλλου. Δεν τον ξέρατε
εσείς εκείνο τον τύπο, τον κύριο Βίνσον. Θέλω να πω, ήτανε πολύ έξυπνος και τα ρέστα, αλλά το
καταλάβαινες με την πρώτη πως δεν είχε και πολύ μυαλό».

«Επιτέλους κύριοι, ο καφές σας», κάνει τότε η κυρία Αντολίνι. Μπήκε με κείνο το δίσκο που είχε πάνω
καφέ και κεκάκια και διάφορα. «Χόλντεν, μην τολμήσεις να κρυφοκοιτάξεις. Είμαι τα χάλια μου».

«Γεια σας, κυρία Αντολίνι», της λέω. Έκανα να σηκωθώ και τα ρέστα, αλλά η κυρία Αντολίνι μ' έπιασε
απ' το σακάκι και με ξανάκατσε κάτω. Η θεία Αντολίνι είχε όλα της τα μαλλιά γεμάτα με κείνα τα
σιδερένια κατσαρωτήρια, και δε φόραγε ούτε κοκκινάδι ούτε τίποτα. Δεν ήτανε και πολύ όμορφη.
Φαινότανε πολύ γριά και τα ρέστα.

«Εδώ τ' αφήνω. Άντε, κάντε βουτιά κι οι δυο σας», λέει. Παραμέρισε τα ποτήρια κι έβαλε το δίσκο στο
τραπεζάκι. «Τι κάνει η μητέρα σου, Χόλντεν;»

«Μια χαρά είναι, ευχαριστώ. Δεν την είδα τώρα κοντά αλλά την τελευταία —»

«Αγάπη μου, αν χρειαστεί τίποτα ο Χόλντεν, όλα είναι στη λινοθήκη. Στο πάνω πάνω ράφι. Εγώ πάω
για ύπνο. Είμαι πτώμα», κάνει η κυρία Αντολίνι. Και της φαινότανε. «Θα τα καταφέρετε να στρώσετε
τον καναπέ σαν καλά παιδιά;»

«Θα τα βολέψουμε όλα. Τρέχα να πλαγιάσεις», λέει ο κύριος Αντολίνι. Έδωσε ένα φιλί στη θεία
Αντολίνι και κείνη μου είπε γεια και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Πάντα φιλιόντουσαν πολύ μπροστά
στους άλλους.

Ήπια μερικές γουλιές καφέ και έφαγα μισό κεκάκι, μα ήτανε σκληρό σαν πέτρα. Το μόνο που ήπιε

Digitized by 10uk1s, July 2010


όμως ο παλιόφιλος ο κύριος Αντολίνι, ήτανε κι άλλο ουίσκι και σόδα. Τα κάνει και πολύ δυνατά, απ'
ό,τι φαίνεται. Μπορεί να καταντήσει αλκολικός άμα δεν προσέξει.

«Είχαμε βγει για φαΐ με τον πατέρα σου πριν από δυο βδομάδες», μου λέει ξαφνικά. «Το ήξερες;»

«Όχι».

«Καταλαβαίνεις, φυσικά, πως ανησυχεί τρομερά για σένα».

«Ναι, ξέρω. Το ξέρω πως ανησυχεί», του λέω.

«Φαίνεται πως πριν μου τηλεφωνήσει είχε πάρει ένα μεγάλο και κάπως ανησυχητικό γράμμα από τον
τελευταίο διευθυντή σου, που του 'λεγε πως δεν έκανες καμιά απολύτως προσπάθεια. Έλειπες
συστηματικά απ' τα μαθήματα. Πήγαινες αδιάβαστος στην τάξη. Με δυο λόγια, πως ήσουνα —»

«Δεν απουσίασα από κανένα μάθημα. Δεν επιτρεπότανε. Ήτανε μερικά που δεν πήγα κανά δυο
φορές, όπως εκείνο με την Προφορική Έκφραση που σας έλεγα, αλλά όχι πως είχα κόψει και κανένα
τελείως».

Δεν είχα καμιά όρεξη να το κουβεντιάσω. Ο καφές μου 'χε συνεφέρει κάπως το στομάχι, αλλά εκείνος
ο άτιμος ο πονοκέφαλος βάσταγε ακόμα.

Ο κύριος Αντολίνι άναψε κι άλλο τσιγάρο. Κάπνιζε σα μανιακός. Μετά μου λέει, «Ειλικρινά, δεν ξέρω
τι διάολο να σου πω, Χόλντεν».

«Το ξέρω. Δεν είν' εύκολο να μου μιλήσει κανείς. Το καταλαβαίνω».

«Έχω την εντύπωση πως οδεύεις ολοταχώς σε μια τρομαχτική πτώση. Ειλικρινά όμως, δεν ξέρω τι
λογής... Με παρακολουθείς;»

«Ναι».

Φαινότανε πως προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και τα ρέστα.

«Μπορεί να 'ναι από κείνες τις πτώσεις που, όταν έχεις κλείσει τα τριάντα, κάθεσαι σ' ένα μπαρ και
μισείς όλους όσους μπαίνουν εκεί μέσα, και φαίνονται σα να παίζανε ποδόσφαιρο στο κολέγιο. Η
πάλι, μπορεί να 'χεις αποκτήσει αρκετή μόρφωση για να μισείς τους ανθρώπους που λένε <από
ανέκαθεν>. Ή μπορεί να καταλήξεις σε κάποιο γραφείο και να πετάς συνδετήρες στην πιο κοντινή
δακτυλογράφο. Δεν ξέρω. Καταλαβαίνεις καθόλου τι εννοώ;»

«Ναι. Βέβαια», του λέω. Και τον καταλάβαινα. «Πάντως για κείνο που λέγατε με το μίσος, δεν έχετε
δίκιο. Θέλω να πω, που μισείς εκείνους που παίζανε ποδόσφαιρο και τα ρέστα. Δεν έχετε καθόλου
δίκιο. Εγώ δε μισώ και τόσους πολλούς. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να τους μισώ για λίγο, όπως
εκείνο το παιδί, το Στράντλεητερ, που ήξερα στο Πένσυ, και κείνο το άλλο παιδί, το Ρόμπερτ Άκλεϋ.
Αυτούς τους μισούσα καμιά φορά — το παραδέχουμαι — αλλά δε βάσταγε πολύ, αυτό θέλω να πω.
Έπειτα από λίγο, άμα δεν τους έβλεπα, άμα δε μπαίνανε στο δωμάτιο ή άμα δε συναντιόμαστε στην
τραπεζαρία σ' ένα δυο γεύματα, σχεδόν μου λείπανε. Θέλω να πω, σχεδόν μου λείπανε».

Ο κύριος Αντολίνι δεν είπε τίποτα για λίγο. Σηκώθηκε μόνο και πήρε κι άλλο παγάκι και το 'βαλε στο
ποτό του, και μετά ξανακάθησε. Φαινότανε πως κάτι σκέφτεται. Μέσα μου παρακάλαγα να συνεχίσει
την κουβέντα το πρωί αντί για τώρα, αλλά ήτανε σε φόρμα. Οι άλλοι είναι πάντα σε φόρμα για

Digitized by 10uk1s, July 2010


κουβέντα, όταν δεν είσαι εσύ.

«Καλά. Άκου με τώρα μια στιγμή... Μπορεί να μη σου το διατυπώσω όσο αξιομνημόνευτα θέλω, αλλά
θα σου γράψω ένα γράμμα σχετικά σε μια δυο μέρες. Έτσι θα τα 'χεις μπροστά σου όλα
συγκροτημένα. Όπως και να 'ναι, άκου με τώρα μια στιγμή». Άρχισε πάλι να συγκεντρώνεται. Μετά
μου λέει, «Αυτή η πτώση που νομίζω πως πλησιάζεις — είναι ένα ξεχωριστό είδος πτώσης, τρομερό.
Ο άνθρωπος που πέφτει δε μπορεί να νιώσει ούτε ν' ακούσει τον εαυτό του να γκρεμίζεται. Μόνο που
πέφτει, ολοένα πέφτει. Κι αυτή η μοίρα περιμένει τους ανθρώπους που, σε κάποια στιγμή της ζωής
τους, γύρευαν κάτι που δε μπορούσε να τους το προσφέρει το περιβάλλον τους. Ή που πίστευαν πως
το περιβάλλον τους δε μπορούσε να τους το προσφέρει. Που έπαψαν να το γυρεύουν. Που
παραιτήθηκαν, πριν καλά καλά ξεκινήσουν. Με παρακολουθείς;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Σίγουρα;»

«Ναι».

Σηκώθηκε κι έβαλε κι άλλο ποτό στο ποτήρι του. Μετά ξανάκατσε. Για κάμποσο δεν είπε τίποτα.

«Δε θέλω να σε τρομάξω», μου κάνει έπειτα. «Αλλά θαρρώ πως σε βλέπω καθαρά να πεθαίνεις
ευγενικά, με τούτο ή τον άλλο τρόπο, για κάποια υπερβολικά ανάξια υπόθεση». Με κοίταξε
παράξενα. «Αν σου γράψω κάτι, θα το διαβάσεις προσεχτικά; Και θα το φυλάξεις;»

«Ναι. Βέβαια», του λέω. Και το πίστευα. Ακόμα το 'χω το χαρτί που μου 'δωσε.

Πήγε στο γραφείο του, στην άλλη άκρη της κάμαρας, κι έτσι στα όρθια έγραψε κάτι σ' ένα χαρτί. Μετά
ξαναγύρισε και κάθησε με το χαρτί στο χέρι. «Το περίεργο είναι, που δε γράφτηκε από πραγματικό
ποιητή. Είναι γραμμένο από ένα ψυχαναλυτή. Τον λένε Βίλχελμ Στέκελ. Κοίτα τι — Με παρακολουθείς
ακόμα;»

«Μα ναι, βέβαια».

«Κοίτα λοιπόν τι λέει: <Γνώρισμα του ανώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να πεθάνει ευγενικά για
μια υπόθεση. Γνώρισμα του ώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να ζήσει ταπεινά γι' αυτήν>».

Έσκυψε λίγο και μου το 'δωσε. Το πήρα και το ξαναδιάβασα, κι έπειτα είπα ευχαριστώ και τα ρέστα,
και το 'βαλα στην τσέπη μου. Ήτανε πολύ ευγενικό από μέρους του να μπει σε τόση φασαρία. Στ'
αλήθεια. Το ζήτημα ήτανε όμως, πως δεν είχα και μεγάλη όρεξη να μαζέψω το μυαλό μου. Μάγκα
μου, έτσι άξαφνα ένιωθα ψόφιος απ' την κούραση.

Πάντως εκείνος δε φαινότανε διόλου κουρασμένος. Μάλιστα είχε αρχίσει να φτιάχνει κεφάλι.
«Νομίζω», μου λέει, «πως μια απ' αυτές τις μέρες θ' ανακαλύψεις πού θες να πας. Και τότε θα πρέπει
να ξεκινήσεις για κει που θέλεις. Μα θα πρέπει να το κάνεις αμέσως. Δεν έχεις περιθώριο να χάσεις
ούτε λεπτό. Εσύ, όχι».

Κούνησα το κεφάλι μου, γιατί με κοίταζε κατάματα και τα ρέστα, αλλά δεν ήμουνα και πολύ σίγουρος
για τι πράμα μίλαγε. Ήμουνα αρκετά σίγουρος πως το 'ξερα, αλλά όχι και πολύ σίγουρος, εκείνη τη
στιγμή. Διάολε, ήμουνα ψόφιος απ' την κούραση.

«Και δε μ' αρέσει που στο λέω», μου κάνει, «αλλά νομίζω πως όταν αποκτήσεις μια σαφή ιδέα για το

Digitized by 10uk1s, July 2010


πού θες να πας, η πρώτη σου κίνηση θα είναι να συμμορφωθείς στο σχολείο. Είσαι μαθητής — είτε σ'
αρέσει η ιδέα είτε όχι. Είσαι ερωτευμένος με τη γνώση. Και νομίζω πως θα το καταλάβεις, όταν
ξεπεράσεις όλους τους κύριους Βάινς και τις Προφορικές τους Εκ —»

«Τους κυρίους Βίνσον», του λέω. Ήθελε να πει όλους τους κυρίους Βίνσον, όχι όλους τους κυρίους
Βάινς. Δεν έπρεπε όμως να τον διακόψω.

«Καλά — τους κυρίους Βίνσον. Όταν λοιπόν ξεπεράσεις όλους τους κυρίους Βίνσον, θ' αρχίσεις να
πλησιάζεις όλο και πιο πολύ — δηλαδή αν θέλεις, κι αν το επιδιώκεις και το λαχταράς — στο είδος της
γνώσης που βρίσκεται πολύ, μα πολύ κοντά στην ψυχή σου. Κοντά στ' άλλα, θα ανακαλύψεις πως δεν
είσαι ο πρώτος που γνώρισε ποτέ σύγχιση, φόβο κι αηδία από την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν
είσαι με κανένα τρόπο ο μοναδικός σ' αυτή την κατηγορία, κι αν το μάθεις αυτό, θα 'ναι για σένα
συγκίνηση μαζί κι ερέθισμα. Πολλοί, μα πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν υποφέρει, ηθικά και
πνευματικά, όπως εσύ τώρα. Ευτυχώς, μερικοί απ' αυτούς έκατσαν και κατάγραψαν τα δεινά τους.
Μπορείς να διδαχτείς κάτι απ' αυτούς — αν θες. Όπως και κάποια άλλη μέρα, αν έχεις κι εσύ κάτι να
προσφέρεις, κάποιος θα διδαχτεί κάτι από σένα. Είναι μια όμορφη αμοιβαία προσφορά. Και δε
λέγεται παιδεία. Λέγεται ιστορία. Λέγεται ποίηση». Σταμάτησε και τράβηξε μια μεγάλη γουλιά απ' το
ποτήρι του. Μετά ξανάρχισε. Μάγκα μου, φόρα που είχε πάρει. Πολύ χαιρόμουνα που δεν
προσπάθησα να τον κόψω ή κάτι τέτοιο. «Δε θέλω να πω», μου λέει, «πως μόνο οι μορφωμένοι είναι
σε θέση να προσφέρουν κάτι πολύτιμο στον κόσμο. Δεν είν' έτσι. Αυτό που ήθελα να πω, είναι πως οι
μορφωμένοι, αν έχουν πριν απ' όλα ευφυία και δημιουργικότητα —αν κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει
σπάνια— αφήνουν συνήθως άπειρα πολυτιμότερες καταγραφές πίσω τους, σε σχέση με τους άλλους
που είναι μόνο ευφυείς και δημιουργικοί. Εκφράζονται συνήθως σαφέστερα, κι έπειτα έχουν το
πάθος να προχωρούν τις σκέψεις τους σε μεγάλο βάθος. Και — το σπουδαιότερο — εννιά φορές στις
δέκα, έχουν περισσότερη σεμνότητα από τον απαίδευτο στοχαστή. Με παρακολουθείς καθόλου;»

«Μάλιστα, κύριε».

Δεν είπε τίποτ' άλλο για κάμποση ώρα. Δεν ξέρω αν σας έχει συμβεί ποτέ, αλλά είναι κάπως δύσκολο
να κάθεσαι και να περιμένεις κάποιονε να σου πει κάτι, άμα σκέφτεται και τα ρέστα. Στ' αλήθεια.
Κρατιόμουνα συνέχεια να μη χασμουρηθώ. Όχι πως είχα βαρεθεί ή κάτι τέτοιο — γιατί δεν είχα —
αλλά, έτσι άξαφνα, μ' είχε πιάσει μια νύστα διαολεμένη.

«Ύστερα, είναι και κάτι άλλο που θα σου προσφέρει η ακαδημαϊκή μόρφωση. Αν προχωρήσεις σε
σημαντική απόσταση, θ' αρχίσεις ν' αποκτάς μια ιδέα για το μέγεθος του μυαλού σου. Για το τι του
ταιριάζει και τι όχι. Έπειτα από λίγο θα μπορείς να καταλαβαίνεις τι λογής σκέψεις ταιριάζουν στις
συγκεκριμένες διαστάσεις του μυαλού σου. Έτσι, κοντά στ' άλλα, θα κάνεις μια τεράστια οικονομία
χρόνου, γιατί διαφορετικά θα δοκίμαζες ιδέες που δε σου ταιριάζουν, δε σου πάνε. Θ' αρχίσεις να
μαθαίνεις τα πραγματικά σου μέτρα, και να ντύνεις ανάλογα το μυαλό σου».

Και τότε άξαφνα χασμουρήθηκα. Φέρθηκα πολύ ανάγωγα, ο μασκαράς, αλλά δε μπορούσα να το
βαστήξω.

Όμως ο κύριος Αντολίνι γέλασε μόνο. «Άντε», μου λέει και σηκώθηκε. «Έλα να φτιάξουμε τον
καναπέ».

Τον ακολούθησα. Πήγε σε κείνο το ντουλάπι και προσπάθησε να κατεβάσει κάτι σεντόνια και
κουβέρτες και τέτοια, που ήτανε στο πάνω ράφι, αλλά δε μπορούσε με το ποτήρι στο χέρι. Έτσι το
άδειασε πρώτα μονορούφι, και μετά το ακούμπησε στο πάτωμα και κατέβασε τα πράματα. Τον
βοήθησα να τα κουβαλήσει στον καναπέ. Στρώσαμε το κρεβάτι μαζί. Δεν τα κατάφερνε και πολύ
σπουδαία. Δεν τα μάγκωνε καθόλου σφιχτά. Πάντως εμένα δε με πείραζε. Θα μπορούσα να κοιμηθώ

Digitized by 10uk1s, July 2010


και όρθιος, τέτοια κούραση είχα.

«Τι κάνουνε οι γυναίκες σου;»

«Μια χαρά είναι». Ήμουνα φρίκη συζητητής, αλλά δεν είχα κανένα κέφι για κουβέντα.

«Η Σάλυ τι γίνεται;» Την ήξερε την παλιοΣάλυ Χέης. Του την είχα συστήσει μια φορά.

«Καλά είναι. Την είδα τ' απόγεμα». Μάγκα μου, φαινότανε σα να 'χανε περάσει είκοσι χρόνια! «Δεν
έχουμε πια και τόσα πολλά κοινά σημεία».

«Πανέμορφο κορίτσι, διάολε. Και η άλλη τι γίνεται; Εκείνη που μου 'λεγες, στο Μέην;»

«Α — η Τζαίην Γκάλαγκερ. Καλά είναι. Μπορεί να την πάρω κανά τηλέφωνο αύριο».

Τελειώσαμε το στρώσιμο του καναπέ. «Όλος δικός σου», μου λέει ο κύριος Αντολίνι. «Δεν ξέρω όμως
που διάολο θα βολέψεις τα ποδάρια σου».

«Δεν πειράζει. Είμαι μαθημένος σε κοντά κρεβάτια», του λέω. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε.
Έσείς κι η κυρία Αντολίνι μου σώσατε τη ζωή απόψε, αλήθεια».

«Το μπάνιο ξέρεις που είναι. Αν χρειαστείς τίποτα, βάλε μια φωνή. Θα κάτσω λίγο στην κουζίνα.
Μήπως σ' ενοχλεί το φως;»

«Όχι — τι διάτανο. Ευχαριστώ πάρα πολύ».

«Καλά λοιπόν. Καληνύχτα, ωραίε μου».

«Καληνύχτα, κύριε. Ευχαριστώ πάρα πολύ».

Πήγε στην κουζίνα και γω μπήκα στο μπάνιο και ξεντύθηκα και τα ρέστα. Τα δόντια μου δεν τα
'πλυνα, γιατί δεν είχα βουρτσάκι μαζί μου. Ούτε μπιζάμες είχα κι ο κύριος Αντολίνι ξέχασε να μου
δώσει. Έτσι το μόνο που έκανα, ήτανε που ξαναγύρισα στο σαλόνι, κι έσβησα εκείνο το πορτατιφάκι
που ήτανε δίπλα στον καναπέ, και μετά ξάπλωσα με το σώβρακο. Ο καναπές μου 'πεφτε κάπως
κοντός, αλλά μα το Θεό θα κοιμόμουνα κι όρθιος, χωρίς να σαλέψω ούτε βλέφαρο. Έμεινα ξυπνητός
όλα κι όλα κανά δυο δευτερόλεπτα και σκεφτόμουνα όλα κείνα τα πράματα που μου 'λεγε ο κύριος
Αντολίνι. Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου και τα ρέστα. Στ' αλήθεια ήτανε πολύ έξυπνος ο τύπος.
Αλλά δε μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά κι αποκοιμήθηκα.

Μετά κάτι έγινε. Ούτε που θέλω να μιλάω γι' αυτό.

Ξύπνησα άξαφνα. Δεν ξέρω ούτε τι ώρα ήτανε ούτε τίποτα, αλλά ξύπνησα. Ένιωσα κάτι στο κεφάλι
μου, ένα χέρι. Μάγκα μου, τα 'κανα απάνω μου απ' το φόβο μου. Αυτό που ήτανε, ήτανε το χέρι του
κυρίου Αντολίνι. Αυτό που έκανε, ήτανε που καθότανε στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα στον καναπέ, στα
σκοτεινά και τα ρέστα, και μου χάιδευε να πούμε το παλιοκέφαλό μου. Μάγκα μου, πάω στοίχημα
πως πήδηξα κάπου χίλια μέτρα.

«Τι διάολο κάνεις εκεί πέρα;» του λέω.

«Τίποτα! Απλώς κάθομαι και θαυμάζω —»

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Και τι κάνεις, τέλος πάντων;» του ξαναλέω. Δεν ήξερα τι σκατά να πω — θέλω να πω, ένιωθα
στριμωγμένος του κερατά.

«Αν δε σε πειράζει, μίλα πιο σιγά. Απλώς κάθομαι και —»

«Έτσι κι αλλιώς εγώ πρέπει να πηγαίνω», του λέω — μάγκα μου, εκνευρισμένος που ήμουνα! Αρχισα
να βάζω το παντελόνι μου στα σκοτεινά. Άκρη δεν έβρισκα, τόσο εκνευρισμένος ήμουνα. Έχουνε δει
τα μάτια μου ένα σωρό ανώμαλους, σε σχολεία και τέτοια, πιο πολλούς απ' όσους ξέρουνε όλοι οι
άλλοι, και πάντα βρίσκουνε να κάνουνε τις ανωμαλίες τους όταν είμαι εγώ μπροστά.

«Πού πρέπει να πηγαίνεις;» μου λέει ο κύριος Αντολίνι. Προσπαθούσε να φερθεί φυσικά ο διάολος,
ψύχραιμα και τα ρέστα, αλλά δεν ήτανε διόλου —ψύχραιμος. Λόγω τιμής.

«Άφησα τις βαλίτσες μου και τα διάφορα στο σταθμό. Λέω, καλύτερα να κατέβω να τα πάρω. Έχω
εκεί μέσα όλα μου τα πράματα».

«Εκεί θα 'ναι και το πρωί. Άντε τώρα, πέσε να κοιμηθείς. Εγώ πάω να πλαγιάσω. Τι σ' έπιασε;»

«Τίποτα δε μ' έπιασε. Είναι μόνο που όλα μου τα λεφτά και τα πράματά μου τα έχω σε μια βαλίτσα,
θα γυρίσω αμέσως. Θα πάρω ταξί και θα γυρίσω αμέσως», του λέω. Μάγκα μου, άκρη δεν έβρισκα
στα σκοτεινά. «Το ζήτημα είναι, που τα λεφτά δεν είναι δικά μου. Είναι της μητέρας μου και —»

«Μη γίνεσαι γελοίος, Χόλντεν. Πέσε κοιμήσου. Θα πάω και γω να πλαγιάσω. Τα λεφτά σου θα
βρίσκονται εκεί, σώα και ασφαλή, το πρω —»

«Όχι, δεν κάνω πλάκα. Πρέπει να πηγαίνω. Αλήθεια». Κόντευα πια να τελειώσω το ντύσιμο, εξόν που
δεν έβρισκα πουθενά τη γραβάτα μου. Δε μπορούσα να θυμηθώ πού είχα αφήσει τη γραβάτα μου.
Έτσι φόρεσα το σακάκι μου και τα ρέστα, χωρίς γραβάτα. Ο γέρο Αντολίνι είχε κάτσει τώρα στη
μεγάλη πολυθρόνα, λίγο πιο πέρα, και με παρακολουθούσε. Ήτανε σκοτεινά και τα ρέστα και δεν τον
έβλεπα καλά, αλλά ήξερα πάντως πως με παρακολουθούσε. Ακόμα μπεκρούλιαζε. Ξεχώριζα και το
πιστό του το ποτήρι, εκείνο το ψηλό, που κράταγε στο χέρι του.

«Είσαι πολύ, πολύ παράξενο παιδί».

«Το ξέρω», του λέω. Ούτε που έψαξα για τη γραβάτα μου. Έτσι τελικά έφυγα χωρίς γραβάτα. «Αντίο,
κύριε», του λέω. «Ευχαριστώ πολύ. Ειλικρινά».

Ήρθε πίσω μου καθώς πήγαινα στην ξώπορτα, κι όταν πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα,
στάθηκε στο κατώφλι, ο διάολος. Το μόνο που είπε, ήτανε κείνη η κουβέντα, πως ήμουνα «πολύ πολύ
παράξενο παιδί», ξανά. Παράξενος είναι ο κώλος μου. Έπειτα περίμενε στην πόρτα και τα ρέστα, όσο
που ήρθε το κωλοασανσέρ. Ποτέ μου δεν είχα σταθεί τόσο πολύ να περιμένω ασανσέρ, σ' ολόκληρη
τη σκατοζωή μου. Σας τ' ορκίζομαι.

Δεν ήξερα τι διάολο να πω όσο περίμενα το ασανσέρ, και κείνος στεκότανε κει πέρα, κι έτσι του λέω,
«Θα στρωθώ να διαβάσω κανένα καλό βιβλίο. Αλήθεια». Θέλω να πω, κάτι έπρεπε να πω. Ένιωθα
μεγάλη αμηχανία.

«Πάρε τα μπαγκάζια σου κι έλα πάλι γραμμή εδώ. Θ' αφήσω την πόρτα ξεκλείδωτη».

«Ευχαριστώ πάρα πολύ», του λέω. «Αντίο». Καμιά φορά ήρθε το ασανσέρ. Μπήκα και κατέβηκα
κάτω. Μάγκα μου, έτρεμα σαν το ψάρι. Κι ήμουνα και μουσκίδι στον ιδρώτα. Άμα μου συμβαίνει

Digitized by 10uk1s, July 2010


τίποτα ανώμαλο σαν κι αυτό, αρχίζω να ιδρώνω σαν τρελός. Αυτό το πράμα μου 'χε συμβεί καμιά
εικοσαριά φορές απ' όταν ήμουνα παιδί. Και δεν το αντέχω.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 25

ΟΤΑΝ βγήκα έξω, είχε αρχίσει να φωτάει. Έκανε κρύο τσουχτερό, αλλά μ' άρεσε, γιατί είχα μουσκέψει
στον ιδρώτα.

Δεν ήξερα που διάολο να πάω. Γι' άλλο ξενοδοχείο ούτε κουβέντα — δεν ήθελα να χαλάσω όλο το
χαρτζιλίκι της Φοίβης. Έτσι, στο τέλος το μόνο που έκανα, ήτανε που το 'κοψα με το πόδι ίσαμε τη
Λέξινγκτον και πήρα τον υπόγειο για το Γκραντ Σέντραλ. Εκεί πέρα είχα αφήσει τις βαλίτσες μου και τα
ρέστα, και σκέφτηκα να κοιμηθώ σε κείνη τη βρωμερή αίθουσα αναμονής, εκεί που είναι οι πάγκοι.
Στην αρχή δεν ήτανε και πολύ άσκημα, γιατί είχε ελάχιστο κόσμο κι άπλωσα τα πόδια μου πάνω στον
πάγκο. Πάντως δεν έχω διάθεση να σας μιλήσω γι' αυτό. Δεν ήτανε και πολύ όμορφα. Μην το
δοκιμάσετε ποτέ σας. Αλήθεια. Θα σας πιάσει θλίψη.

Κοιμήθηκα μονάχα ως τις εννιά πάνω κάτω, γιατί τότε άρχισαν να μπαίνουνε εκατομμύρια άνθρωποι
στην αίθουσα αναμονής κι αναγκάστηκα να κατεβάσω τα πόδια μου. Δε μπορώ να κοιμηθώ και τόσο
καλά, άμα πρέπει να 'χω τα πόδια μου κρεμασμένα στο πάτωμα. Έτσι έκατσα καθιστός. Ο
πονοκέφαλος ακόμα βάσταγε. Μάλιστα, είχε χειροτερέψει. Και θαρρώ πως είχα τέτοιες μαυρίλες, όσο
ποτέ στη ζωή μου.

Έτσι, άθελά μου, άρχισα να σκέφτομαι τον κύριο Αντολίνι, κι αναρωτήθηκα τι θα 'λεγε στην κυρία
Αντολίνι, όταν θα 'βλεπε πως δεν είχα κοιμηθεί εκεί ούτε τίποτα. Πάντως, αυτό ειδικά δε μ'
ανησυχούσε και πάρα πολύ, γιατί ήξερα πως ο κύριος Αντολίνι είναι πολύ έξυπνος και κάτι θα
σκαρφιζότανε να της πει. Θα μπορούσε να της πει πως είχα πάει σπίτι μου ή ξέρω γω τι. Δεν ήτανε
αυτό που μ' ανησυχούσε. Αυτό που μ' ένοιαζε στ' αλήθεια, ήτανε που είχα ξυπνήσει και τον είχα
πιάσει να μου χαϊδεύει το κεφάλι και τα ρέστα. Θέλω να πω, έλεγα μήπως κι έπεφτα έξω, που νόμιζα
ότι μου κόλλησε πούστικα. Έλεγα, μπορεί και να του αρέσει μόνο να χαϊδεύει τα παιδιά στο κεφάλι,
όταν κοιμούνται. Θέλω να πω, πως μπορείς να 'σαι ποτέ σίγουρος γι' αυτά τα πράματα; Δε μπορείς.
Μετά άρχισα να σκέφτομαι μήπως θα 'πρεπε να 'χα πάρει τα πράματά μου και να ξαναπήγαινα στο
σπίτι του, αφού του είπα πως θα γύριζα. Θέλω να πω, άρχισα να σκέφτομαι πως, κι αν ακόμα ήτανε
πούστης, σίγουρα μου είχε φερθεί πολύ εντάξει. Σκεφτόμουνα πως ούτε που τον ένοιαξε που του είχα
τηλεφωνήσει έτσι αργά, και πως μου είπε αμέσως να πάω από κει αν είχα διάθεση. Και πως μπήκε σε
τέτοια φασαρία να με συμβουλεύει, πώς να βρω τις διαστάσεις του μυαλού μου και τα ρέστα, και πως
ήτανε ο μόνος που είχε πάει κοντά σε κείνο το παιδί τον Τζαίημς Καστλ, που σας έλεγα πως πέθανε.
Όλο αυτά τα πράματα σκεφτόμουνα. Κι όσο περισσότερο τα σκεφτόμουνα, τόσο πιο πολλή πλάκωση
μου 'ρχότανε. Θέλω να πω, άρχισα να σκέφτομαι πως ίσως και να 'πρεπε να ξαναγυρίσω σπίτι του.
Στο κάτω κάτω μπορεί να μου χάιδεψε μόνο το κεφάλι, έτσι για πλάκα. Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουνα
όμως, τόσο μεγάλωνε η πλάκωση και το ζόρι. Το ακόμα χειρότερο ήτανε που τα μάτια μου τσούζανε
σα διάολοι. Τσούζανε και καίγανε ολόκληρα, επειδή δεν είχα κοιμηθεί και πολύ. Έπειτα είχα αρχίσει
να συναχώνομαι, να πούμε, κι ούτε που είχα πάνω μου κανένα βρωμομάντηλο. Είχα μερικά στη
βαλίτσα μου, αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να τη βγάλω απ' το ντουλάπι και να την ανοίγω δημόσια και
τα ρέστα.

Βρήκα ένα περιοδικό, που το 'χε παρατήσει κάποιος στο διπλανό μου πάγκο, κι άρχισα να το διαβάζω,
γιατί νόμιζα πως έτσι θα σταμάταγα να σκέφτομαι τον κύριο Αντολίνι κι ένα εκατομμύριο άλλα
πράματα, έστω για λίγο. Όμως εκείνο το σιχαμερό άρθρο που άρχισα να διαβάζω, μ' έκανε να νιώσω
ακόμα χειρότερα. Έλεγε για τις ορμόνες. Έλεγε πώς θα ήσουνα, το πρόσωπό σου και τα μάτια σου και
τα ρέστα, άμα οι ορμόνες σου ήτανε εντάξει, και γω δε φαινόμουνα καθόλου εντάξει. Ήμουνα
ακριβώς σαν εκείνο τον τύπο στο άρθρο, που οι ορμόνες του ήτανε σκατά. Μετά διάβασα ένα άλλο
άρθρο, για το πώς καταλαβαίνεις αν έχεις καρκίνο ή όχι. Έλεγε πως αν είχες στο στόμα σου καμιά
πληγή που δεν έκλεινε γρήγορα, ήταν μια ένδειξη πως μπορεί να είχες καρκίνο. Εγώ είχα μια πληγίτσα
μέσα απ' το χείλι μου περίπου δυο βδομάδες. Έτσι σκέφτηκα πως είχα πάθει καρκίνο. Εκείνο το

Digitized by 10uk1s, July 2010


περιοδικό ήτανε ένα κι ένα για να σου φτιάχνει το κέφι. Στο τέλος παράτησα το διάβασμα, και βγήκα
να κάνω καμιά βόλτα. Σκέφτηκα πως σε κανά δυο μήνες θα πέθαινα, γιατί είχα καρκίνο. Αλήθεια.
Ήμουνα απόλυτα πεισμένος πως θα πέθαινα. Κι αυτό σίγουρα δε μ' έκανε να νιώθω και πολύ
καταπληκτικά.

Φαινότανε να πούμε πως θα το γύριζε στη βροχή, αλλά πάντως βγήκα για βόλτα. Πρώτα πρώτα,
σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω κάτι για πρωινό. Ούτε που πείναγα καθόλου, αλλά σκέφτηκα πως κάτι
έπρεπε να βάλω στο στόμα μου. Θέλω να πω, τουλάχιστο κάτι με βιταμίνες. Έτσι τράβηξα ανατολικά,
κατά κει που έχει τα πολύ φτηνά εστιατόρια, γιατί δεν ήθελα να ξοδέψω πολλά.

Εκεί που περπάταγα, προσπέρασα δυο τύπους που ξεφορτώνανε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο
δέντρο από 'να φορτηγό. Ο ένας έλεγε στον άλλονε, «Σήκωσ' το ψηλά το πούστικο. Σήκωσ' το ψηλά,
για το Θεό!» Σίγουρα ήτανε θαυμάσιος τρόπος να μιλάς έτσι για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήτανε
κάπως αστείο όμως, έστω κι έτσι απαίσια, κι έβαλα τα γέλια. Ήτανε σχεδόν το χειρότερο πράμα που
θα μπορούσα να κάνω γιατί, τη στιγμή ακριβώς που άρχισα να γελάω, μου 'ρθε να ξεράσω. Στ'
αλήθεια. Δοκίμασα κιόλας, αλλά μου πέρασε. Δεν ξέρω γιατί. Θέλω να πω, δεν είχα φάει τίποτα
βρώμικο ή ξέρω γω τι, και συνήθως έχω πολύ γερό στομάχι. Τέλος πάντων, μου πέρασε, και σκέφτηκα
πως θα 'νιωθα καλύτερα αν έτρωγα κάτι. Έτσι πήγα σε κείνο το φτηνό εστιατόριο και παράγγειλα
λουκουμάδες και καφέ. Μόνο που τους λουκουμάδες δεν τους έφαγα. Ούτε να καταπιώ δε
μπορούσα. Το κακό είναι πως όταν σε πιάνουνε μαυρίλες για κάτι, είναι αφάνταστα δύσκολο να
καταπιείς, διάολε. Πάντως το γκαρσόνι ήτανε πολύ εντάξει. Τους πήρε πίσω χωρίς να με χρεώσει.
Μόνο τον καφέ ήπια. Μετά έφυγα, και τράβηξα κατά την Πέμπτη Λεωφόρο.

Ήτανε Δευτέρα και τα ρέστα, και πλησιάζανε Χριστούγεννα, κι όλα τα μαγαζιά ήτανε ανοιχτά. Έτσι δεν
ένιωθες και πολύ άσκημα να περπατάς στην Πέμπτη Λεωφόρο. Ήτανε πολύ χριστουγεννιάτικη. Στις
γωνίες στεκόντουσαν όλοι εκείνοι οι ψωραλέοι αγιοβασίληδες και χτυπάγανε τα κουδουνάκια τους,
και οι κοπέλες του Στρατού της Σωτηρίας, απ' αυτές που ούτε κοκκινάδι φοράνε ούτε τίποτα,
χτυπάγανε και κείνες κουδουνάκια. Κοίταγα συνέχεια γύρω γύρω, μήπως πάρει πουθενά το μάτι μου
εκείνες τις δυο καλόγριες που είχα συναντήσει χτες, αλλά δεν τις είδα. Ήξερα βέβαια πως δε θα τις
έβλεπα, γιατί μου είχανε πει πως ήρθανε για δασκάλες στη Νέα Υόρκη, αλλά πάντως εγώ κοίταγα
μήπως και τις δω. Τέλος πάντων, έτσι άξαφνα, όλα ήτανε πολύ χριστουγεννιάτικα. Είχανε καταφτάσει
κι ένα εκατομμύριο πιτσιρίκια με τις μανάδες τους, κι ανεβοκατεβαίνανε στα λεωφορεία, και
μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά. Πολύ θα 'θελα να 'τανε από μια μεριά το Φοιβάκι. Όχι πως είναι πια
τόσο μικρή που να τρελαίνεται για παιχνιδάδικα και τέτοια, αλλά της αρέσει να κάνει πλάκα και να
χαζεύει τον κόσμο. Πρόπερσι τα Χριστούγεννα την είχα πάρει μαζί μου για ψώνια. Είχαμε περάσει
απίθανα. Μάλλον στου Μπλούμινγκντεηλ πρέπει να 'τανε. Είχαμε πάει στο τμήμα με τα παπούτσια,
και κάναμε πως ήθελε —το Φοιβάκι— ν' αγοράσει από κείνα τα εκδρομικά παπούτσια, που είναι
πολύ ψηλά, κι έχουνε κάπου ένα εκατομμύριο τρύπες για να περνάς τα κορδόνια. Τον τρελάναμε το
φουκαρά τον πωλητή. Το Φοιβάκι δοκίμασε καμιά εικοσαριά ζευγάρια, και κάθε φορά ο δύστυχος
έπρεπε να της δένει το παπούτσι από πάνω ως κάτω. Ήτανε πολύ βρώμικη πλάκα, αλλά το Φοιβάκι
ψόφησε. Στο τέλος αγοράσαμε ένα ζευγάρι μοκασίνια και τα χρεώσαμε. Ο πωλητής ήτανε πολύ
εντάξει. Νομίζω πως το 'χε καταλάβει ότι κάναμε πλάκα, γιατί το Φοιβάκι όλο χαχάνιζε.

Τέλος πάντων, ανηφόριζα συνέχεια την Πέμπτη Λεωφόρο, κι ούτε γραβάτα φόραγα ούτε τίποτα. Τότε,
έτσι άξαφνα, άρχισε να μου συμβαίνει κάτι πολύ ανατριχιαστικό. Κάθε φορά που έφτανα στο τέλος
ενός τετραγώνου και κατέβαζα το πόδι μου απ' το πεζοδρόμιο, κάτι μου 'λεγε πως ποτέ δε θα 'φτανα
στην απέναντι μεριά του δρόμου. Έλεγα πως θα βούλιαζα κάπου, βαθιά βαθιά, και κανένας δε θα με
ξανάβλεπε. Μάγκα μου, τρομάρα που πήρα. Δε μπορείτε να φανταστείτε. Ίδρωνα σα μπάσταρδος —
είχε μουσκέψει το πουκάμισό μου και τα σώρουχά μου και όλα. Μετά άρχισα να κάνω κάτι άλλο.
Κάθε φορά που έφτανα στο τέλος ενός τετραγώνου, καμωνόμουνα πως μίλαγα του Άλι, του αδερφού
μου. Του 'λεγα, «Άλι, μη μ' αφήσεις να χαθώ. Άλι, μη μ' αφήσεις να χαθώ. Άλι, μη μ' αφήσεις να χαθώ.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Σε παρακαλώ, Άλι». Κι έπειτα, άμα πέρναγα στην απέναντι μεριά χωρίς να χαθώ, τον φχαρίσταγα. Κι
έπειτα ξανάρχιζα πάλι απ' την αρχή, όταν έφτανα στην άλλη γωνία. Πάντως συνέχιζα να προχωράω
και τα ρέστα. Φοβόμουνα λιγάκι να σταματήσω, έτσι νομίζω — για να σας πω την αλήθεια, ούτε που
το θυμάμαι καλά. Ξέρω πάντως πως δε σταμάτησα, μέχρι που έφτασα στην Εξηκοστή, πάνω απ' το
ζωολογικό κήπο και τα ρέστα. Μετά έκατσα σε κείνο το παγκάκι. Δε μπορούσα ούτε την ανάσα μου να
πάρω, κι ίδρωνα ακόμα σα μπάσταρδος. Πρέπει να 'κατσα εκεί καμιά ώρα, θαρρώ. Στο τέλος, αυτό
που αποφάσισα να κάνω, ήτανε που αποφάσισα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Αποφάσισα να
μην ξαναγυρίσω σπίτι, και να μην ξαναπάω σ' άλλο σχολείο. Μόνο που αποφάσισα να δω το Φοιβάκι
και να το αποχαιρετήσω και τα ρέστα. Θα της γύριζα πίσω και το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι της, κι
έπειτα θα τράβαγα δυτικά με ωτοστόπ. Να τι θα κάνω, σκέφτηκα, θα κατέβω στο Χόλαντ Τάνελ και θα
βρω κανένα αμάξι να με πάρει, έτσι τράκα, κι έπειτα θα βρω άλλο αμάξι, κι έπειτα άλλο, κι άλλο, και
σε λίγες μέρες θα 'μαι στα δυτικά, που θα 'ναι πολύ όμορφα και θα 'χει και ήλιο, και δε θα με ξέρει
κανένας, και θα βρω δουλειά. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να πιάσω δουλειά σε κανά βενζινάδικο
εκεί γύρω, και να βάζω πετρέλαιο και βενζίνα στ' αμάξια του κόσμου. Στο βάθος όμως δε θα μ'
ένοιαζε, ό,τι δουλειά κι αν ήτανε. Αρκεί που δε θα με ξέρανε ούτε και γω θα 'ξερα κανένανε.
Σκέφτηκα, να τι θα κάνω, θα κάνω πως είμαι από κείνους τους κωφάλαλους. Έτσι δε θα 'μαι
αναγκασμένος να πιάνω περιττές χαζοκουβέντες με κανέναν. Άμα θέλανε να μου πούνε κάτι, θα
'πρεπε να μου το γράφουνε στο χαρτί και να μου το δείχνουνε. Μετά από λίγο θα βαριόντουσαν όλη
αυτή τη φάμπρικα, κι έτσι θα γλίτωνα απ' τις κουβέντες σ' όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Όλοι θα
νομίζανε πως είμαι μόνο ένας φουκαράς κωφάλαλος μπάσταρδος, και θα μ' αφήνανε στην ησυχία
μου. Θα μ' αφήνανε να βάζω πετρέλαιο και βενζίνα στα κωλάμαξά τους, και θα 'παιρνα το
μεροκάματό μου και τα ρέστα, και μετά θα 'φτιαχνα ένα καλυβάκι κάπου, με τα λεφτά που θα
μάζευα, και θα 'μενα την υπόλοιπη ζωή μου. Θα το 'φτιαχνα κοντά στο δάσος, αλλά πάντως όχι μέσα,
γιατί ήθελα να το βλέπει συνέχεια ο ήλιος. Θα μαγείρευα μόνος μου, κι αργότερα, αν ήθελα να
παντρευτώ ή ξέρω γω τι, θα γνώριζα εκείνο το όμορφο κορίτσι, που θα 'τανε κι αυτό κωφάλαλο, και
θα παντρευόμαστε. Θα 'ρχότανε να μείνει μαζί μου στο καλυβάκι, κι άμα ήθελε να μου πει κάτι θα
'πρεπε να μου το γράφει σ' ένα κωλόχαρτο, σαν όλους τους άλλους. Κι αν κάναμε παιδιά, θα τα
κρύβαμε κάπου. Θα τους παίρναμε ένα σωρό βιβλία, και θα τα μαθαίναμε μόνοι μας να διαβάζουνε
και να γράφουνε.

Είχα ξανάψει ολόκληρος εκεί που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά. Στ' αλήθεια. Ήξερα πως εκείνο το
σημείο, που θα 'κανα τον κωφάλαλο και δε συμμαζεύεται, ήτανε μεγάλη παλαβωμάρα, αλλά μ' άρεσε
να το σκέφτομαι. Πάντως είχα αποφασίσει στ' αλήθεια να τραβήξω δυτικά και τα ρέστα. Το μόνο που
ήθελα να κάνω πριν απ' όλα, ήτανε ν' αποχαιρετήσω το Φοιβάκι. Τινάχτηκα τότε άξαφνα και πέρασα
απέναντι το δρόμο, σαν τρελός — λίγο έλειψε ο διάολος να σκοτωθώ κιόλα, άμα θέλετε να ξέρετε —
και πήγα σε κείνο το ψιλικατζίδικο κι αγόρασα μπλοκάκι και μολύβι. Σκέφτηκα να της γράψω ένα
σημείωμα και να της λέω πού να συναντηθούμε, για να την αποχαιρετήσω και να της γυρίσω το
χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι της, κι έπειτα να πάω το σημείωμα στο σχολείο της, και να στείλω
κάποιον από το γραφείο του επιστάτη να της το δώσει. Όμως το μόνο που έκανα, ήτανε που έβαλα το
μπλοκάκι και το μολύβι στην τσέπη μου, κι άρχισα να προχωράω γρήγορα γρήγορα κατά το σχολείο
της — ήμουνα πολύ ξαναμμένος, δε γινότανε να της γράψω το σημείωμα εκεί πέρα στο ψιλικατζίδικο.
Περπάταγα γρήγορα γιατί ήθελα να πάρει το σημείωμα προτού να πάει σπίτι για φαΐ, και δε μου
'μενε και πολλή ώρα.

Φυσικά ήξερα πού ήτανε το σχολείο της, γιατί κι εγώ εκεί πήγαινα όταν ήμουνα μικρός. Φτάνοντας
ένιωσα κάπως περίεργα. Δεν ήμουνα σίγουρος ότι θυμάμαι πώς ήτανε από μέσα, αλλά το
θυμόμουνα. Ήτανε ακριβώς το ίδιο όπως κι όταν πήγαινα εγώ εκεί. Είχανε μια μεγάλη κλειστή αυλή,
που ήτανε πάντα κάπως σκοτεινή, με κάτι κλουβιά γύρω απ' τους γλόμπους, για να μη σπάνε άμα
τρώγανε καμιά μπαλιά. Στο πάτωμα είχε ζωγραφισμένους τους ίδιους άσπρους κύκλους, για
παιχνίδια και τα ρέστα. Και κείνα τα παλιά τελάρα του μπάσκετ χωρίς δίχτια — μόνο τα ταμπλό και τα
στεφάνια.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Εκεί γύρω δεν υπήρχε ψυχή, μάλλον επειδή δεν ήτανε ώρα για διάλειμμα ούτε για σχόλασμα. Το
μόνο που είδα, ήτανε ένα μικρό μαυράκι, που πήγαινε στο μέρος. Είχε ένα από κείνα τα ξύλινα
«ελευθέρας» στην κωλότσεπη, εκεί που τα βάζαμε και μεις, για να δείξουμε πως είχαμε άδεια να
πάμε στο μέρος.

Ίδρωνα ακόμα, αλλά όχι τόσο άσκημα όσο πρώτα. Πήγα στις σκάλες κι έκατσα στο πρώτο σκαλί, κι
έβγαλα το μπλοκάκι και το μολύβι που είχα αγοράσει. Οι σκάλες είχανε μια μυρωδιά, όπως και τότε
που πήγαινα κι εγώ εκεί. Λες και κάποιος τις είχε κατουρήσει τώρα δα. Όλες οι σκάλες των σχολείων
πάντα την ίδια μυρωδιά έχουνε. Τέλος πάντων, έκατσα εκεί πέρα κι έγραψα το σημείωμα:

Αγαπημένη μου Φοίβη,

Δε γίνεται να περιμένω πια ως την Τετάρτη κι έτσι μάλλον θα φύγω με ωτοστόπ για τα
δυτικά το απόγεμα. Έλα στο Μουσείο της Τέχνης κοντά στην είσοδο στις 12 και τέταρτο αν
μπορείς για να σου δώσω πίσω το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι σου. Δε χάλασα πολλά.

Αγάπη,
Χόλντεν.

Το σχολείο της ήτανε ακριβώς δίπλα στο μουσείο, κι έτσι κι αλλιώς έπρεπε να περάσει από κει όταν
θα πήγαινε σπίτι το μεσημέρι, γι' αυτό ήξερα πως θα 'ρχότανε οπωσδήποτε.

Μετά άρχισα ν' ανεβαίνω τις σκάλες για το γραφείο του επιστάτη, για να δώσω το σημείωμα σε
κανένανε να της το πάει στην τάξη. Το δίπλωσα κάπου δέκα φορές για να μην τ' ανοίξουνε. Πουθενά
δε μπορείς να 'χεις εμπιστοσύνη σ' αυτά τα κωλοσχολεία. Ήξερα όμως πως θα της το δίνανε, αφού
ήμουνα αδερφός της και τα ρέστα.

Εκεί που ανέβαινα τις σκάλες, έτσι άξαφνα μου 'ρθε πάλι να ξεράσω. Μόνο που δεν ξέρασα. Έκατσα
κάτω μισό λεφτό και συνήρθα κάπως. Εκεί που καθόμουνα όμως, είδα κάτι κι έγινα θηρίο. Κάποιος
είχε γράψει «γ...» στον τοίχο. Διάολε, κόντεψε να μου στρίψει. Σκέφτηκα πως θα το 'βλεπε το Φοιβάκι
και τ' άλλα πιτσιρίκια, και πως θ' αναρωτιόντουσαν τι διάολο ήθελε να πει, κι έπειτα κάποιο
βρωμόπαιδο θα τους έλεγε — θεόστραβα, φυσικά — τι σήμαινε, και τι θα σκεφτόντουσαν όλα γι'
αυτό, και πως ίσως ακόμα και να στεναχωριόντουσαν κανά δυο μέρες. Μου 'ρθε να τον σκοτώσω
εκείνον που το 'γραψε. Έλεγα πως θα 'τανε κανένας αλήτης ανώμαλος, που θα 'χε τρυπώσει στο
σχολείο αργά τη νύχτα για κατούρημα ή κάτι τέτοιο, κι έπειτα το 'γραψε στον τοίχο. Έβλεπα τον εαυτό
μου να τον πιάνει στα πράσα, και μετά να του κάνω το κεφάλι λιώμα πάνω στις πέτρινες σκάλες, όσο
που να 'ναι εντελώς πεθαμένος κι όλο αίματα. Ήξερα όμως κιόλας ότι δε θα 'χα τα κότσια να το κάνω.
Το 'ξερα. Κι αυτό μου 'φερνε ακόμα πιο μεγάλη πλάκωση. Ούτε που είχα τα κότσια να το σβήσω από
τον τοίχο με το χέρι μου, άμα θέλετε να ξέρετε. Φοβόμουνα μη με πιάσει κανένας δάσκαλος να το
σβήνω, και πιστέψει πως εγώ το είχα γράψει. Πάντως στο τέλος το 'σβησα. Μετά πήγα στο γραφείο
του επιστάτη.

Ο επιστάτης δε φαινότανε πουθενά εκεί γύρω, αλλά βρήκα μια γριά ίσαμε εκατό χρονώ, που
καθότανε σε μια γραφομηχανή. Της είπα πως ήμουνα αδερφός της Φοίβης Κώλφηλντ στην 4Β-1, και
σας παρακαλώ δίνετε στη Φοίβη αυτό το σημείωμα; Της είπα πως ήτανε πολύ σοβαρό, γιατί η μητέρα
μας ήτανε άρρωστη και δε θα είχε ετοιμάσει φαΐ για τη Φοίβη, κι έπρεπε να συναντηθούμε για να την
ταΐσω κάπου έξω. Μου φέρθηκε πολύ εντάξει η γριούλα. Μου πήρε το σημείωμα και φώναξε μια
άλλη κυρία από το διπλανό γραφείο, και η άλλη κυρία πήγε να το δώσει στη Φοίβη. Μετά με κείνη τη
γριά, που κόντευε τα εκατό, πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Ήτανε πολύ ευγενικιά, και της είπα πως και
γω πήγαινα παλιά σχολείο εκεί, και τ' αδέρφια μου. Με ρώτησε σε ποιο σχολείο πήγαινα τώρα, και
της είπα στο Πένσυ, και μου είπε πως το Πένσυ ήτανε πολύ καλό σχολείο. Και να 'θελα, δεν είχα

Digitized by 10uk1s, July 2010


κουράγιο να της τα πω έξω απ' τα δόντια. Κι έπειτα, αφού ήθελε να πιστεύει πως το Πένσυ ήτανε
πολύ καλό σχολείο, άστηνε να το πιστεύει. Είναι φοβερό να λες καινούρια πράματα σε κάποιονε που
κοντεύει τα εκατό. Δεν τους αρέσει να τ' ακούνε. Μετά από λίγο έφυγα. Είχε πλάκα πάντως. Μου
ούρλιαξε «καλή τύχη!» σαν το γέρο Σπένσερ, τότε που έφευγα απ' το Πένσυ. Θεούλη μου, το
σιχαίνομαι άμα σου ουρλιάζει κανένας «καλή τύχη!» όταν φεύγεις από κάπου. Είναι να σε πιάνει η
ψυχή σου.

Κατέβηκα από άλλη σκάλα κι είδα κι άλλο «γ...» στον τοίχο. Προσπάθησα να το σβήσω πάλι με το χέρι
μου, αλλά ετούτο ήτανε χαραγμένο με σουγιαδάκι ή κάτι τέτοιο. Δεν έβγαινε. Έτσι κι αλλιώς, τι νόημα
είχε. Κι εκατό εκατομμύρια χρόνια να σου δίνανε, πάλι δε θα 'σβηνες ούτε τα μισά «γ...» στον κόσμο.
Είναι αδύνατο.

Κοίταξα το ρολόι στην κλειστή αυλή, κι ήτανε μόνο δώδεκα παρά είκοσι. Μου 'μενε να σκοτώσω
ακόμα κάμποση ώρα, πριν συναντηθώ με το Φοιβάκι. Πάντως ξεκίνησα για το μουσείο. Δεν είχα να
πάω και πουθενά αλλού. Είπα μέσα μου, μπορεί να σταματήσω σε κάποιο θάλαμο, και να κάνω ένα
τηλέφωνο στην παλιόφιλη τη Τζαίην Γκάλαγκερ πριν αρχίσω να ταξιδεύω δυτικά με ωτοστόπ, αλλά
δεν είχα όρεξη. Κι έπειτα, ούτε που ήξερα σίγουρα αν είχε γυρίσει σπίτι για διακοπές. Έτσι, όλο κι όλο
που έκανα, ήτανε που πήγα στο μουσείο κι άρχισα να τριγυρνάω εκεί πέρα.

Εκεί που περίμενα τη Φοίβη στο μουσείο, μέσα στην είσοδο και τα ρέστα, με πλησιάσανε δυο
πιτσιρίκια και με ρωτήσανε αν ήξερα πού είναι οι μούμιες. Το ένα πιτσιρίκι, εκείνο που με ρώτησε,
είχε τα μαγαζιά του ξεκούμπωτα και του το 'πα. Κι έτσι τα κούμπωσε εκεί που καθότανε και μου
μίλαγε — ούτε που νοιάστηκε να πάει πίσω από καμιά κολόνα ή κάτι τέτοιο. Με πέθανε. Θα γέλαγα,
αλλά φοβόμουνα μη μου 'ρθει πάλι να ξεράσω, κι έτσι δε γέλασα. «Φίλε, που έχει τις μούμιες;» μου
ξαναλέει ο πιτσιρίκος. «Ξέρεις;»

Τους έκανα λιγάκι πλάκα. «Τις μούμιες; Τι είναι οι μούμιες;» λέω στον ένα πιτσιρίκο.

«Ξέρεις μωρέ. Οι μούμιες — εκείνοι οι πεθαμένοι. Που τους θάβανε σε πυρανίδες και τέτοια».

Πυρανίδες. Αυτό με σκότωσε. Πυραμίδες ήθελε να πει.

«Και πώς και δεν είσαστε σχολείο εσείς οι δυο;» του λέω.

«Δεν έχουμε σχολείο σήμερα», μου λέει ο πιτσιρικάς που έκανε όλη την κουβέντα. Έλεγε ψέματα το
μπασταρδάκι, όρκο θα 'παιρνα. Δεν είχα όμως να κάνω και τίποτα όσο που να 'ρθει το Φοιβάκι, κι
έτσι τους βοήθησα να βρούνε το μέρος που ήτανε οι μούμιες. Μάγκα μου, κάποτε ήξερα ακριβώς πού
βρισκόντουσαν, αλλά είχα να πατήσω χρόνια σε κείνο το μουσείο.

«Δε μου λέτε εσείς οι δυο, σας ενδιαφέρουνε πολύ οι μούμιες;» τους λέω.

«Αμέ».

«Ο φίλος σου δεν έχει στόμα;» του λέω.

«Δεν είναι φίλος μου. Αδρεφός μου είναι».

«Δε μιλάει;» Κοίταξα εκείνονε που δε μίλαγε καθόλου. «Δεν ξέρεις να μιλάς;» του λέω.

«Ξέρω», μου λέει. «Αλλά δεν έχω κέφι».

Digitized by 10uk1s, July 2010


Καμιά φορά βρήκαμε το μέρος που είχανε τις μούμιες και μπήκαμε.

«Ξέρεις πώς θάβανε τους πεθαμένους οι Αιγύπτιοι;» λέω του ενός.

«Μκ—μκ».

«Έπρεπε να το ξέρεις. Είναι πολύ ενδιαφέρον. Τους τυλίγανε τη μούρη με κάτι πανιά βουτηγμένα σε
μια μυστική χημική ουσία. Έτσι καταφέρνανε να μένουνε θαμμένοι χιλιάδες χρόνια στους τάφους
τους, κι οι μούρες τους ούτε σαπίζανε ούτε τίποτα. Κανένας δεν ξέρει πώς γίνεται αυτό, μόνο οι
Αιγύπτιοι. Ούτε η σύγχρονη επιστήμη».

Για να πας εκεί που ήτανε οι μούμιες, έπρεπε να περάσεις από κείνο το στενό διαδρομάκι, που είχε κι
απ' τις δυο μεριές πέτρες, που τις είχανε βγάλει από τον τάφο εκεινού του φαραώ και τα ρέστα.
Ήτανε πολύ ανατριχιαστικό, και καταλάβαινες πως τα δυο σκληρά αντράκια που ήτανε μαζί μου δεν
το γλεντάγανε και πολύ. Ήτανε κολλημένα κοντά μου, κι ο ένας που δε μίλαγε με βάσταγε
κυριολεκτικά απ' το μανίκι. «Πάμε να φύγουμε», λέει στον αδερφό του. «Εγώ τις είδα κιόλας. Άντε,
ρε». Γύρισε και το 'βαλε στα πόδια.

«Τον είδες; μου λέει ο άλλος. «Ένα χιλιόμετρο κατρούλα αμόλησε. Άντε γεια». Και το 'βαλε κι αυτός
στα πόδια.

Έμεινα τότε μόνος μου μέσα στον τάφο. Από 'να μέρος μ' άρεσε κάπως εκεί πέρα. Ήτανε τόσο όμορφα
κι ήσυχα. Και τότε, έτσι άξαφνα, δε θα μαντέψετε ποτέ τι είδα στον τοίχο. Κι άλλο «γ...». Ήτανε
γραμμένο με κόκκινο κραγιόνι ή κάτι τέτοιο, ακριβώς κάτω απ' το τζάμι που είχε στον τοίχο, κάτω απ'
τις πέτρες.

Αυτό είναι το κακό. Ποτέ δε μπορείς να βρεις ένα μέρος που να 'ναι όμορφα κι ήσυχα, γιατί δεν
υπάρχει κανένα. Μπορεί να νομίζεις πως υπάρχει, αλλά άμα φτάσεις εκεί, σε μια στιγμή που δε θα
κοιτάζεις, κάποιος θα τρυπώσει και θα γράψει «γ...» ακριβώς κάτω απ' τη μύτη σου. Για δοκιμάστε
καμιά φορά. Νομίζω πως ακόμα κι όταν πεθάνω κάποτε, και με χώσουνε σε κανένα νεκροταφείο, και
μου βάλουνε ταφόπλακα και τα ρέστα, θα λέει πάνω «Χόλντεν Κώλφηλντ» κι έπειτα τι χρονιά
γεννήθηκα και τι χρονιά πέθανα, κι έπειτα ακριβώς από κάτω θα λέει «γ...». Για να σας πω την
αλήθεια, είμαι απόλυτα βέβαιος.

Όταν βγήκα από κει που είχανε τις μούμιες, ήθελα να πάω στο μέρος. Μ' είχε πιάσει κάτι σα
διάρροια, άμα θέλετε να ξέρετε. Δε μ' ένοιαζε και πολύ για τη διάρροια, αλλά έγινε και κάτι άλλο. Εκεί
που έβγαινα απ' τους καμπινέδες, ακριβώς πριν φτάσω στην πόρτα, λιγοθύμησα. Στάθηκα όμως
τυχερός, θέλω να πω, θα μπορούσα να σκοτωθώ κιόλας αν έπεφτα με τα μούτρα στο πάτωμα, αλλά
το μόνο που έγινε, ήτανε που έγειρα κάπως με το πλάι. Είχε και την πλάκα του όμως. Μετά που
λιγοθύμησα, ένιωθα καλύτερα. Αλήθεια. Το χέρι μου πόναγε κάπως, από τη μεριά που έπεσα, αλλά
δεν ένιωθα πια εκείνη την καταραμένη ζαλάδα.

Θα πρέπει να 'τανε περίπου δώδεκα και δέκα ή κάτι τέτοιο, κι έτσι γύρισα στην είσοδο και περίμενα
το Φοιβάκι. Σκεφτόμουνα πως ήτανε η τελευταία φορά που την έβλεπα. Δηλαδή, θέλω να πω,
κάποιον από τους δικούς μου. Σκέφτηκα πως μπορεί και να τους ξανάβλεπα, αλλά πάντως μετά από
χρόνια. Μπορεί να γύριζα σπίτι όταν θα 'μουνα τριανταπεντάρης, άμα αρρώσταινε κανείς τους κι
ήθελε να με δει προτού πεθάνει, αλλά αυτός θα 'τανε ο μόνος λόγος που θ' άφηνα το καλύβι μου και
θα γύριζα. Μετά άρχισα να βάζω με το νου μου πώς θα 'τανε όταν θα γύριζα. Ήξερα πως τη μάνα μου
θα την έπιανε κρίση, και θ' άρχιζε να κλαίει και να με ικετεύει να μείνω σπίτι και να μη γυρίσω στην
καλύβα μου, αλλά πάντως εγώ θα ξανάφευγα. Θα της φερόμουνα ψύχραιμα σα διάολος. Θα την
ησύχαζα, και μετά θα πήγαινα στην άλλη άκρη του σαλονιού, και θα 'παιρνα εκείνη την τσιγαροθήκη

Digitized by 10uk1s, July 2010


και θ' άναβα τσιγάρο, ψύχραιμος ψύχραιμος. Θα τους έλεγα να 'ρθούνε να με δούνε καμιά φορά αν
θέλανε, αλλά ούτε θα επέμενα ούτε τίποτα. Αυτό που θα 'κανα, είναι που θ' άφηνα το Φοιβάκι να
'ρχεται να μένει μαζί μου τα καλοκαίρια και στις διακοπές, Χριστούγεννα και Πάσχα. Θ' άφηνα και το
D.B. να 'ρχεται να με βλέπει καμιά φορά, άμα χρειαζότανε κανένα όμορφο κι ήσυχο μέρος για να
γράφει, αλλά δε θα τον άφηνα να γράφει ταινίες στο καλύβι μου, μόνο ιστορίες και βιβλία. Θα είχα
βγάλει κι ένα κανονισμό, πως κανένας δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα κάλπικο όταν ερχότανε να με
δει. Αν προσπαθούσε κανείς να κάνει τίποτα κάλπικο, θα 'φευγε αμέσως.

Άξαφνα κοίταξα το ρολόι στη γκαρνταρόμπα, κι ήτανε μία παρά εικοσπέντε. Άρχισα τότε να φοβάμαι,
μήπως εκείνη η γριά στο σχολείο είχε πει στην άλλη γριά να μη δώσει το σημείωμα στο Φοιβάκι.
Άρχισα να φοβάμαι, πως μπορεί και να της είπε να το κάψει ή κάτι τέτοιο. Διάολε, μ' έπιασε μια
τρομάρα. Ήθελα στ' αλήθεια να δω το Φοιβάκι πριν πάρω δρόμο. Θέλω να πω, έπρεπε να της δώσω
και το χριστουγεννιάτικο χαρτζιλίκι της και τα ρέστα.

Καμιά φορά την είδα που ερχότανε. Την είδα απ' το τζάμι της πόρτας. Ο λόγος που την είδα, ήτανε
που φόραγε εκείνο το κυνηγετικό παλαβοκαπέλο — το ξεχώριζες από δέκα μίλια απόσταση.

Βγήκα και κατέβηκα τις πέτρινες σκάλες για να τη συναντήσω. Ένα πράμα που δε μπορούσα να
καταλάβω, ήτανε που κουβάλαγε μαζί της και κείνη τη μεγάλη βαλίτσα. Τώρα πέρναγε απέναντι στην
Πέμπτη Λεωφόρο, κι έσερνε κείνη τη μεγάλη κωλοβαλίτσα. Μόλις και μετά βίας τα κατάφερνε. Όταν
πλησίασα, είδα πως ήτανε η παλιά μου η βαλίτσα, εκείνη που είχα όταν πήγαινα στο Γούτον. Δε
μπορούσα να βάλω με το νου μου τι διάολο την ήθελε. «Γεια», μου λέει όταν πλησίασε πιο κοντά.
Είχε λαχανιάσει με κείνη την τρελοβαλίτσα.

«Νόμιζα πως δε θα 'ρχόσουνα», της λέω. «Τι διάολο έχεις στη βαλίτσα; Δε χρειάζομαι τίποτα. Θα
φύγω έτσι όπως είμαι. Ούτε και τις βαλίτσες που έχω στο σταθμό δε θα πάρω. Τι διάολο έχεις εκεί
μέσα;»

Ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα. «Τα ρούχα μου», μου λέει. «Θα 'ρθώ μαζί σου. Γίνεται; Εντάξει;»

«Τι;» λέω. Κόντεψα να πέσω ξερός όταν μου το 'πε. Μα το Θεό. Μου 'ρθε ζάλη, και σκέφτηκα πως
πάλι θα λιγοθυμήσω ή κάτι τέτοιο.

«Την κατέβασα από το πίσω ασανσέρ για να μη με δει η Καρολίνα. Δεν είναι βαριά. Όλο κι όλο πήρα
δυο φουστάνια, και τα μοκασίνια μου και σώρουχα και κάλτσες και κάτι άλλα πράματα. Πιάσε να
δεις. Δεν είναι βαριά. Πιάσε λίγο να δεις... Να 'ρθώ μαζί σου; Χόλντεν; Με παίρνεις; Σε παρακαλώ».

«Όχι. Σκάσε».

Έλεγα πως θα μείνω στον τόπο. Θέλω να πω, δεν το 'θελα που της είπα να σκάσει, αλλά σκέφτηκα
πως θα ξαναλιγοθυμήσω.

«Γιατί δε γίνεται; Σε παρακαλώ, Χόλντεν! Δε θα κάνω τίποτα — μόνο που θα 'μαι μαζί σου, μόνο αυτό.
Ούτε τα ρούχα μου δεν παίρνω μαζί άμα δε θες — θα πάρω μόνο το —»

«Δεν έχεις να πάρεις τίποτα. Γιατί δεν έχεις να πας πουθενά. Φεύγω μόνος μου. Σκάσε».

«Σε παρακαλώ, Χόλντεν. Σε παρακαλώ, άσε με να 'ρθω. Θα 'μαι πολύ, πολύ, πολύ, πολύ — ούτε που
θα το —»

«Δεν έχεις να πας πουθενά. Και τώρα σκάσε! Δώμου δω τη βαλίτσα!» της λέω. Της πήρα τη βαλίτσα.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Ήμουνα σχεδόν έτοιμος να τη βαρέσω. Για μια στιγμή μου 'ρθε να της αστράψω μία. Και της την
άστραψα.

Έβαλε τα κλάματα.

«Νόμιζα πως θα 'παιζες σε κείνο το έργο στο σχολείο να πούμε. Νόμιζα πως θα κάνεις το Μπένεντικτ
Άρνολντ σε κείνο το έργο και τα ρέστα», της λέω. Το είπα πολύ χολιασμένα. «Τι θες να γίνει; Στο Θεό
σου, δε θες να παίξεις στο έργο;» Τότε άρχισε να κλαίει ακόμα πιο δυνατά. Χάρηκα. Άξαφνα ήθελα να
κλάψει ώσπου να της βγούνε τα μάτια. Σχεδόν τη μισούσα. Νομίζω πως τη μισούσα ακόμα
περισσότερο, επειδή δε θα 'παιζε στο έργο αν έφευγε μαζί μου.

«Άντε», της λέω. Έκανα πάλι ν' ανέβω τις σκάλες του μουσείου. Σκέφτηκα, να τι θα κάνω, θ' αφήσω
την κωλοβαλίτσα που κουβάλησε στη γκαρνταρόμπα, κι έπειτα θα μπορούσε να τη ξαναπάρει στις
τρεις μετά το σκόλασμα. Ήξερα πως δε γινότανε να την πάρει μαζί της στο σχολείο. «Πάμε τώρα», της
λέω.

Δεν ανέβηκε όμως μαζί μου. Δεν ήθελε να 'ρθει μαζί μου. Πάντως εγώ ανέβηκα κι άφησα τη βαλίτσα
στη γκαρνταρόμπα, κι έπειτα ξανακατέβηκα. Στεκότανε ακόμα εκεί πέρα στο πεζοδρόμιο, αλλά άμα
πήγα κοντά μου γύρισε τις πλάτες. Ξέρει αυτή από τέτοια. Ξέρει να σου γυρνάει την πλάτη όταν θέλει.

«Δεν πάω πουθενά. Το μετάνιωσα. Σταμάτα λοιπόν τα κλάματα και σκάσε», της λέω. Η πλάκα ήτανε
που δεν έκλαιγε πια όταν της το 'πα. Πάντως εγώ το είπα. «Άντε τώρα, έλα να σε πάω σχολείο. Άντε.
Θ' αργήσεις».

Ούτε που μ' απάντησε όμως, ούτε τίποτα. Έκανα να την πιάσω απ' το παλιόχερό της, αλλά δε μ'
άφησε. Όλη την ώρα μου γύριζε τις πλάτες.

«Έφαγες για μεσημέρι; Έφαγες τίποτα για μεσημέρι;» της λέω.

Δε μ' απάνταγε όμως. Το μόνο που έκανε, ήτανε που έβγαλε το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου —
εκείνο που της είχα δώσει — και μου το πέταξε κυριολεκτικά στα μούτρα. Έπειτα πάλι μου γύρισε τις
πλάτες. Αυτό με πέθανε, αλλά δεν είπα λέξη. Μόνο που το μάζεψα και το 'βαλα στην τσέπη του
πανωφοριού μου.

«Έλα τώρα. Θα σε πάω σχολείο», της λέω.

«Δεν ξαναπάω σχολείο».

Δεν ήξερα τι να της πω άμα μου το 'πε αυτό. Έμεινα μόνο έτσι, κανά δυο λεφτά.

«Πρέπει να γυρίσεις στο σχολείο. Θες να παίξεις στο έργο ή δε θες; Θες να κάνεις το Μπένεντικτ
Άρνολντ ή δε θες;»

«Όχι».

«Άκου λέει δε θες! Και βέβαια θες. Και βέβαια θες. Άντε, πάμε τώρα», της λέω. «Κι έπειτα, εγώ δεν
πρόκειται να πάω πουθενά. Σου το 'πα. Θα πάω σπίτι. Θα πάω σπίτι μόλις γυρίσεις στο σχολείο.
Πρώτα θα κατέβω στο σταθμό να πάρω τις βαλίτσες μου, κι έπειτα θα γυρίσω γραμμή —»

«Σου το 'πα. Δεν ξαναπάω σχολείο. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες, όμως εγώ δεν ξαναπάω σχολείο», μου
λέει. «Και σκάσε». Ήτανε η πρώτη φορά που μου 'λεγε να σκάσω. Ήτανε τρομερό. Θε μου, τρομερό

Digitized by 10uk1s, July 2010


ήτανε. Χειρότερο κι από βλαστήμια. Πάλι δε με κοίταζε, και κάθε φορά που έκανα να την πιάσω απ'
τον ώμο ή κάτι τέτοιο, δε μ' άφηνε.

«Άκου δω, θες να πάμε βόλτα;» της λέω. «Θες να πάμε βόλτα στο ζωολογικό κήπο; Άμα σ' αφήσω να
μην πας σχολείο το απόγεμα, και πάμε βόλτα, θα κόψεις τις κουταμάρες;»

Δε μ' απάντησε όμως, κι έτσι το ξανάπα. «Άμα σ' αφήσω να την κοπανήσεις απ' το σχολείο τ' απόγεμα
και πάμε βόλτα, θα κόψεις τις κουταμάρες; Θα ξαναπάς σχολείο αύριο σαν καλό παιδί;»

«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι», μου λέει. Κι έπειτα πέρασε τρέχοντας απέναντι σα σίφουνας, χωρίς
ούτε να κοιτάξει αν ερχότανε αυτοκίνητο. Καμιά φορά είναι για δέσιμο.

Πάντως εγώ δεν την ακολούθησα. Ήξερα πως εκείνη θα μ' ακολουθούσε, κι έτσι προχώρησα κατά το
ζωολογικό κήπο, από τη μεριά του δρόμου που είχε το πάρκο, και κείνη άρχισε να κατηφορίζει από
την άλλη μεριά του κωλόδρομου. Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, αλλά μάντευα πως με
παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού της για να δει πού πήγαινα και τα ρέστα. Τέλος πάντων,
κάναμε έτσι όλο το δρόμο ως το ζωολογικό κήπο. Το μόνο που με στεναχώρησε, ήτανε άμα πέρασε
ένα δίπατο λεωφορείο, και δεν έβλεπα απέναντι, και δεν ήξερα που διάολο ήτανε. Όταν φτάσαμε
όμως στο ζωολογικό κήπο της έβαλα μια φωνή, «Φοίβη! Πάω στο ζωολογικό κήπο! Έλα!» Δε γύρισε
να με κοιτάξει, αλλά το κατάλαβα πως μ' άκουσε, κι όταν άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά για το
ζωολογικό κήπο, γύρισα και την είδα που πέρναγε απέναντι και μ' ακολουθούσε και τα ρέστα.

Στο ζωολογικό κήπο δεν είχε και πολύ κόσμο, γιατί ήτανε φρίκη μέρα, αλλά είχε μερικούς μαζεμένους
γύρω απ' τη λίμνη με τις φώκιες και τα ρέστα. Έκανα να προχωρήσω, αλλά το Φοιβάκι στάθηκε κι
έκανε πως κοίταγε που ταΐζανε τις φώκιες — ήτανε ένας τύπος και τους έριχνε ψάρια — κι έτσι
ξαναγύρισα. Σκέφτηκα πως ήτανε καλή ευκαιρία να την πλησιάσω και τα ρέστα. Πήγα λοιπόν και
στάθηκα πίσω της, κι έβαλα να πούμε τα χέρια μου στους ώμους της, αλλά εκείνη λύγισε τα γόνατά
της και μου ξεγλίστρησε — σας το 'πα πως άμα θέλει γίνεται πολύ στριμμένη. Έμεινε όμως εκεί πέρα
όσο ταΐζανε τις φώκιες, κι εγώ στεκόμουνα ακριβώς από πίσω της. Ούτε απ' τους ώμους την έπιασα
όμως πια ούτε τίποτα, γιατί αν έκανα πως την πιάνω, θα το 'βαζε στα πόδια πραγματικά. Τα πιτσιρίκια
είναι πολύ παράξενα. Πάντα πρέπει να προσέχεις τι κάνεις.

Όταν φύγαμε απ' τις φώκιες δεν ήθελε να περπατάει δίπλα μου κανονικά, αλλά πάντως δεν
ξεμάκρυνε πολύ. Αυτή πήγαινε στη μια άκρη του πεζοδρομίου, να πούμε, κι εγώ στην άλλη. Δεν ήτανε
και πολύ ωραία, αλλά πάντως καλύτερα παρά να την έχω να περπατάει ένα μίλι μακριά, σαν και πριν.
Ανεβήκαμε σε κείνο το λοφάκι κι είδαμε τις αρκούδες, αλλά δεν είχε και πολλά να δούμε. Μόνο μια
από τις αρκούδες είχε βγει έξω, η πολική αρκούδα. Η άλλη, η καφετιά, ήτανε στη βρωμοφωλιά της,
και δεν έβγαινε. Μόνο ο πισινός της φαινότανε. Είχε κι ένα πιτσιρίκι που στεκότανε δίπλα μου μ' ένα
καουμπόικο καπέλο που του σκέπαζε τ' αφτιά, κι έλεγε στον πατέρα του, «Μπαμπά, κάντηνε να βγει
έξω, κάντηνε να βγει έξω». Κοίταξα το Φοιβάκι, αλλά δε γέλαγε. Ξέρετε πώς είναι τα παιδιά άμα σου
θυμώνουνε. Με τίποτα δε γελάνε.

Μετά που φύγαμε απ' τις αρκούδες, βγήκαμε κι από το ζωολογικό κήπο και διασχίσαμε εκείνο το
δρομάκι στο πάρκο, κι έπειτα περάσαμε ένα μικρό τούνελ, από κείνα που πάντα μυρίζουνε σα να
κατούρησε κάποιος εκεί μέσα. Από κει έβγαινες σ' ένα λούνα πάρκ με αλογάκια. Το Φοιβάκι ούτε που
μου μίλαγε ακόμα ούτε τίποτα, αλλά περπάταγε δίπλα μου. Την έπιασα απ' το ζωνάκι που είχε πίσω
στο παλτό της, έτσι για πλάκα, αλλά δε μ' άφηνε. Μου λέει, «Κάτω τα χέρια, αν δε σε πειράζει». Ήτανε
ακόμα τσαντισμένη. Πάντως όχι τόσο τσαντισμένη σαν και πριν. Τέλος πάντων, όλο και πλησιάζαμε
στ' αλογάκια, κι άρχιζες ν' ακούς εκείνη την απίθανη μουσική που παίζει πάντα. Έπαιζε το «Oh,
Marie!» Το ίδιο τραγούδι έπαιζε κάπου πενήντα χρόνια πριν, όταν ήμουνα κι εγώ παιδί. Αυτό είναι το
καλό με τα λούνα παρκ. Όλο τα ίδια τραγούδια παίζουνε.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Νόμιζα πως το λούνα παρκ κλείνει το χειμώνα», μου λέει το Φοιβάκι. Ήτανε κυριολεκτικά η πρώτη
φορά που έλεγε κάτι. Μάλλον το 'χε ξεχάσει πως έπρεπε να μου είναι θυμωμένη.

«Μπορεί να 'ναι ανοιχτό επειδή πλησιάζουνε Χριστούγεννα», της λέω.

Δε μου είπε όμως τίποτα, όταν της το 'πα. Μάλλον θα θυμήθηκε πως έπρεπε να μου είναι θυμωμένη.

«Θες να κάνεις κανά γύρο;» της λέω. Ήξερα πως μάλλον θα 'θελε.

Όταν ήτανε πιτσιρίκι και την πηγαίναμε στο πάρκο με τον Άλι και το D.B., τρελαινότανε για τ'
αλογάκια. Δε μπορούσες να την ξεκολλήσεις από κείνο το κωλόπραμα.

«Είμαι πολύ μεγάλη», μου λέει. Νόμιζα πως δε θα μου απάνταγε, αλλά μου απάντησε.

«Όχι και μεγάλη! Άντε, ανέβα. Θα σε περιμένω. Άντε», της λέω. Είχαμε φτάσει, εκείνη τη στιγμή. Είχε
μερικά παιδιά που γυρίζανε πάνω στ' αλογάκια, κυρίως πιτσιρίκια, και κάτι γονείς που περιμένανε
απέξω, γύρω γύρω, καθισμένοι στα παγκάκια και τα ρέστα. Αυτό που έκανα τότε, ήτανε που πήγα σε
κείνο το παραγκάκι με τα εισιτήρια και έβγαλα ένα για το Φοιβάκι. Έπειτα της το 'δωσα. Στεκότανε
ακριβώς δίπλα μου. «Κράτα», της κάνω. «Για βάστα μια στιγμή — πάρε και τα υπόλοιπα λεφτά σου».
Έκανα να της δώσω και τα υπόλοιπα λεφτά που μου 'χε δανείσει.

«Κράτησέ τα. Κράτησέ μου τα», μου λέει. Κι έπειτα, αμέσως μετά, «— σε παρακαλώ».

Αυτό είναι πολύ λυπητερό, όταν κάποιος σου λέει «σε παρακαλώ». Θέλω να πω, όταν είναι η Φοίβη ή
κάποιος, να πούμε. Μ' έπιασε μια πλάκωση, άλλο πράμα. Πάντως τα λεφτά τα ξανάβαλα στην τσέπη
μου.

«Δεν ανεβαίνεις και συ;» μου λέει. Με κοίταγε κάπως περίεργα. Φαινότανε με την πρώτη, πως δε μου
ήτανε πια και πάρα πολύ θυμωμένη.

«Μπορεί την άλλη φορά. Τώρα θα σε κοιτάω», της λέω. «Το εισιτήριο το πήρες;»

«Ναι».

«Άντε τότε — εγώ θα κάτσω εκεί πέρα στο παγκάκι. Θα σε κοιτάω». Πήγα κι έκατσα σε κείνο το
παγκάκι, και κείνη ανέβηκε στ' αλογάκια. Τα γύρισε πρώτα όλα γύρω γύρω. Θέλω να πω, έκανε πρώτα
μια φορά όλο το γύρο. Μετά έκατσε σε κείνο το μεγάλο καφετί παλιάλογο, όλο ξεφλουδισμένο και
γδαρμένο. Μετά τ' αλογάκια ξεκινήσανε, και την έβλεπα που γύριζε γύρω γύρω. Ήτανε μόνο άλλα
πέντ' έξι παιδιά επάνω, και τα αλογάκια παίζανε ένα τραγούδι, το «Smoke Gets in Your Eyes». Το
παίζανε πολύ τζαζίστικα και παράξενα, κι όλα τα παιδάκια απλώνανε το χέρι τους να πιάσουνε το
χρυσό δαχτυλίδι, το άπλωνε και το Φοιβάκι, και φοβόμουνα λιγάκι μήπως πέσει απ' το παλιάλογο,
αλλά δεν είπα τίποτα ούτε έκανα τίποτα. Το ζήτημα με τα παιδιά είναι πως, άμα θέλουνε να πιάσουνε
το χρυσό δαχτυλίδι, πρέπει να τ' αφήνεις και να μην τους λες τίποτα. Άμα πέσουνε, πέσανε, αλλά δεν
κάνει να τους λες τίποτα.

Όταν τέλειωσε ο γύρος, κατέβηκε απ' τ' αλογάκι της κι ήρθε κοντά μου. «Κάνε και συ τώρα», μου λέει.

«Όχι. Εγώ μόνο θα σε κοιτάω. Πιο καλά να σε κοιτάω», της λέω. Της έδωσα κι άλλα απ' τα λεφτά της.
«Να. Να βγάλεις κι άλλα εισιτήρια».

Μου πήρε τα λεφτά. «Δε σου είμαι θυμωμένη πια», μου λέει.

Digitized by 10uk1s, July 2010


«Το ξέρω. Τρέχα όμως — θα ξαναρχίσουνε».

Και τότε άξαφνα με φίλησε. Μετά άπλωσε το χέρι της, και μου λέει, «Βρέχει. Έπιασε βροχή».

«Το ξέρω».

Τότε αυτό που έκανε — διάολε, κόντεψα να μείνω — ήτανε που έχωσε το χέρι της στην τσέπη του
πανωφοριού μου, κι έβγαλε το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο μου, και μου το 'βαλε στο κεφάλι.

«Δεν το θες εσύ;» της λέω.

«Μπορείς να το φορέσεις για λίγο».

«Εντάξει. Τρέχα όμως τώρα. Θα χάσεις το γύρο. Ούτε το άλογό σου θα βρεις, ούτε τίποτα».

Εκείνη όμως κοντοστεκότανε.

«Το 'λεγες αλήθεια εκείνο που είπες; Στ' αλήθεια δε θα πας πουθενά; Στ' αλήθεια θα γυρίσεις σπίτι
μετά;» μου λέει.

«Ναι», της λέω. Και το πίστευα. Δεν της έλεγα ψέματα. Κι αλήθεια, γύρισα σπίτι μετά. «Τρέχα τώρα»,
της λέω. «Αυτό το πράμα εκεί πέρα ξεκινάει».

Έτρεξε κι έβγαλε εισιτήριο και ξανανέβηκε, ίσα που πρόλαβε. Μετά ξανάκανε πάλι το γύρο, ώσπου
βρήκε το άλογό της. Μετά το καβάλησε. Μου κούνησε το χέρι, και της το κούνησα και γω.

Μάγκα μου, άρχισε να βρέχει του κερατά. Με το μπουγέλο, μα το Θεό. Όλοι οι πατεράδες κι οι
μανάδες κι οι άλλοι, πήγανε και σταθήκανε κάτω απ' την τέντα με τ' αλογάκια για να μη γίνουνε παπί,
αλλά εγώ έμεινα στο παγκάκι. Είχα γίνει μουσκίδι, ιδίως ο σβέρκος μου και το παντελόνι μου. Είναι
αλήθεια πως το κυνηγετικό μου το καπέλο με προστάτεψε πολύ, κατά κάποιο τρόπο, αλλά πάντως
έγινα μουσκίδι. Ούτε που μ' ένοιαξε όμως. Διάολε, ένιωθα τόσο ευτυχισμένος, έτσι άξαφνα, όπως
γύριζε γύρω γύρω το Φοιβάκι. Μου 'ρχότανε ν' αρχίσω να ουρλιάζω, τόσο ευτυχισμένος ήμουνα, άμα
θέλετε να ξέρετε. Ούτε που ξέρω γιατί. Μόνο που, διάολε, ήτανε τόσο όμορφη, έτσι όπως γύριζε γύρω
γύρω, με το μπλε παλτουδάκι της και τα ρέστα. Θεούλη μου, πολύ θα 'θελα να σας είχα εκεί από μια
μεριά.

Digitized by 10uk1s, July 2010


Κεφάλαιο 26

ΑΥΤΑ είχα να σας πω όλα κι όλα. Θα μπορούσα βέβαια να σας διηγηθώ τι έκανα μετά που γύρισα
σπίτι, και πώς αρρώστησα και τα ρέστα, και σε ποιο σχολείο λέω να πάω του χρόνου το φθινόπωρο,
μετά που θα βγω από δω, αλλά δεν έχω κέφι. Στ' αλήθεια, δεν έχω. Αυτά τα πράματα δε μ'
ενδιαφέρουνε και πάρα πολύ τώρα δα.

Ένα σωρό κόσμος, και πιο πολύ εκείνος ο τύπος ο ψυχαναλυτής που έχουνε δω πέρα, με ρωτάει όλη
την ώρα αν θα συμμορφωθώ όταν θα ξαναπάω σχολείο, τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. Κατά τη γνώμη
μου, αυτό είναι πολύ χαζή ερώτηση. Θέλω να πω, πως μπορείς να ξέρεις τι θα κάνεις ώσπου να το
κάνεις; Η απάντηση είναι: δε μπορείς. Νομίζω πως θα συμμορφωθώ, αλλά που να το ξέρω; Είναι πολύ
χαζή ερώτηση, μα το Θεό.

O D.B. δεν είναι τόσο κακός σαν τους υπόλοιπους, αλλά κι αυτός με ρωτάει όλη την ώρα ένα σωρό
πράματα. Ήρθε το περασμένο Σάββατο με κείνη την Εγγλέζα πιτσιρίκα που παίζει στην καινούρια
ταινία που γράφει. Είναι μεγάλο βλήμα, αλλά πολύ όμορφη. Τέλος πάντων, σε μια στιγμή που πήγε
στην τουαλέτα, στου διαόλου τη μάνα, στην άλλη πτέρυγα, ο D.B. με ρώτησε τι σκεφτόμουνα για όλα
αυτά τα πράματα, που μόλις τέλειωσα να σας εξιστορώ. Δεν ήξερα τι διάολο να πω. Για να λέμε την
αλήθεια, ούτε που ξέρω τι σκέφτομαι γι' αυτά. Μετάνιωσα κιόλας που τα 'πα σε τόσους πολλούς. Όλο
κι όλο που ξέρω, είναι πως αρχίσανε να μου λείπουνε κάπως όλοι αυτοί που σας έλεγα. Ακόμα κι ο
γέρο Στράντλεητερ κι ο Άκλεϋ, για παράδειγμα. Θαρρώ πως μου λείπει ακόμα και κείνος ο βρωμιάρης
ο Μώρις. Είναι περίεργο. Δεν πρέπει να διηγιέσαι ποτέ τίποτα, σε κανέναν. Έτσι και το κάνεις, τότε
όλοι αρχίζουν να σου λείπουνε.

Digitized by 10uk1s, July 2010

You might also like