You are on page 1of 328

Π Α Σ Χ Α

Α' εκδοσις 1988


B' εκδοσις 1992
Ε Π ΙΣΚ Ο Π Ο Υ Α Υ ΓΟ Υ ΣΤ ΙΝ Ο Υ Ν. ΚΑ Ν ΤΙΏ ΤΟ Υ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡIΝΗΣ

Π Α Σ Χ Α

«Τ η ν ά ν ά σ τ α σ ίν σου, Χ ρ ί­
σ τε Σ ω τ ή ρ , ά γ γ ε λ ο ι ύμνοϋ-
σ ιν έν ο ύ ρ α ν ο ϊς· κ α ί η μ ά ς
το ύς έ π ι γ η ς κ α τα ξ ίω σ α ν έν
κ α θ α ρ ά κ α ρ δ ία σε δ ο ξ ά ζ ειν »

Ε Κ Δ Ο Σ Ι Σ Β'

ΑΘΗΝΑΙ 1992
«Μνημόνευε Ίησοϋν Χριστόν έγη-
γερμένον έχ νεκρών, εκ σπέρμα­
τος Δαυΐδ, κατά τό εύαγγέλιόν
μου, έν ω χακοπαθώ μέχρι δε­
σμών ώς κακούργος· ά λ λ ’ ό λό­
γος του Θεοϋ ου δέδεται. διά
τοϋτο πάντα υπομένω διά τούς
έκλεχτούς, ϊνα καί αύτοί σω­
τηρίας τύχωσι της έν Χριστώ
Ιησού μετά δόξης αιωνίου»
(Β' Τιμ. 2,8-10)

Τω Νικητη
τοϋ θ α νά του καί τοΰ αδο υ
και Ε λ ε υ θ ε ρ ω τ ή
τοϋ γ ένο υ ς τω ν α ν θ ρ ώ π ω ν
Κ υρίω η μ ώ ν Ι Η Σ Ο Υ Χ Ρ Ι Σ Τ Ω
π ρ ο σ κ υ ν η τ ώ ς τό π α ρ ό ν έρ γον
ανατίθεται.
Ό πονήσας
Ο Ο Ο Ο Ο Ο § τ~τ τ ) /^ν α /λ ρ ν ' § 0 0 0 0 0 0
0 0 0 0 0 0 § II Γ U A υ 1 U Z - I Ο ο ο ο ο ο

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Φλωρίνης Αυγουστί­


νος, ό και πνευματικός πατήρ καί
προϊστάμενος τής ήμετέρας ορθο­
δόξου ιεραποστολικής αδελφότη­
τος «Ό Σταυρός», έν τή Εκκλησία
τοΰ Χρίστου χάριτι Θεοϋ υπηρετεί
επί ήμισυ αιώνος καί πλέον. Πιστεύ-
ων δε δτι τό κύριον έργον τοΰ
εργάτου τής Εκκλησίας εϊνε τό θειον κήρυγμα,
δεν έπαυσε κατά τό μακράν αυτό διάστημα τής
διακονίας του, ουδέ τώρα εις τό βαθύ γήρας,
να κηρυττη άδιαλείπτως. Χιλιάδες εϊνε τά κηρύγματά
του, προφορικά καί γραπτά, διαδιδόμενα όχι μόνον
διά τοΰ τύπου, περιοδικών καί βιβλίων, άλλά καί
διά τοΰ μαγνητοφώνου καί των ραδιοφωνικών στα­
θμών Λαρίσης παλαιότερον καί Φλωρίνης κατά τά
τελευταία έτη, άρθείσης τής υπό τής δικτατορίας
άπαγορεύσεως μεταδόσεως ο μ ιλ ιώ ν του.

Ποικίλα εΐνε τά θέματα των ομιλιών κατά την


περιπετειώδη ζωήν του ώς ίεροκήρυκος καί έπισκό-
που. Παρ' δλην δμως την ποικιλίαν τών θεμάτων
τών κηρυγμάτων του, κέντρον, εις τό όποιον δλα
συγκλίνουν, εινε τό εύλογημένον πρόσωπον τοϋ
Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρίστου, ό όποιος έν τώ
άπείρω αύτοΰ έλέει καί διά την ήμετέραν σωτηρίαν
ένηνθρώπησε καί έσταυρώθη, άνέστη καί άνελήφθη
εις τούς ούρανούς. Ό π. Αύγουστϊνος όμιλών
προσπαθεί πάντοτε, άκόμη καί εις θέματα τά όποια
φαίνονται νά μη έχουν άμεσον σχέσιν μ ε την
πίστιν, νά αίχμαλωτίζη « π α ν ν ό η μ α ε ι ς τ η ν
ύ π α κ ο ή ν τ ο ϋ Χ ρ ί σ τ ο υ » (Β ' Κορ. 10,5). Χρίστο-
Ο Θ Ο Ο Ο Θ Ο Ο Ο Ο Θ Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο
® Ο Ο Θ Ο Ο Ο Θ Ο Ο Ο Φ Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο

κεντρικόν θέλει νά είνε τό κήρυγμά του, συμφώνως


προς τον λόγον τοΰ άποστόλου Παύλον «Ή μ ε ις
κ η ρ υ σ σ ο μ ε ν Χ ρ ι σ τ ό ν έ ο τ α υ ρ ω μ έ ν ο ν , ...
Θ ε ο ϋ δ ύν α μ ι ν και Θ ε ο ϋ σ ο φ ί α ν » (Α'
Κορ. 1, 23-24).

Έκ τοΰ πλήθους των κηρυγμάτων τοΰ έπισκόπου


έξελέγησαν υπό τοΰ ίδίου προ πολλών έτών ώρισμένα
κηρύγματα, γραπτά και προφορικά, άναφερόμενα
εις τά σεπτά πάθη και την σταυρικήν θυσίαν τοΰ
Λυτρωτοΰ τοΰ κόσμου, τά όποια και έξεδόθησαν
εις βιβλίον ύπό τον τίτλον « Π ρ ο ς τ ο ν Γ ο λ γ ο -
θ ά ν » , ή δέ κυκλοφορία αυτοΰ έσημείωσε μέχρι
σήμερον τρεις έκδόσεις διαδοχικώς έπηυξημένας.

Ακροαταί τινες και άναγνώσται έξέφρασαν την


ιδέαν και έπιθυμίαν ινα και άλλαι όμιλίαι, άναφερόμε-
ναι τώρα εις την ένδοξον άνάστασιν τοΰ Κυρίου,
11
0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0
1 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0

έκδοθοϋν προς οικοδομήν τών πιστών. Τήν έπιθυμίαν


δέ αυτήν έκπληρώνοντες έξελέξαμεν εκ τοϋ πλήθους
τών κηρυγμάτων τοϋ έπισκόπου ώρισμένα άρθρα
πού έχουν θέμα τήν ζωηφόρον έγερσιν τοϋ Κυρίου,
καί ταϋτα έκδίδομεν μετά τινων τροποποιήσεων
εις τό άνά χεϊρας βιβλίον υπό τον τίτλον «Πάσχα».
Τον χρόνον συγγραφής καί πρώτης δημοσιεύσεως
έκάστου άρθρου δύναται νά εΰρη ό αναγνώστης
εις τον πίνακα περιεχομένων. Ώς προς δέ τό
έννοιολογικόν περιεχόμενον τοϋ παρόντος βιβλίου
πρέπει νά σημειωθή, δτι κυριαρχούσα ιδέα εις ο-
λας τάς ομιλίας καί τά άρθρα, πού έγράφησαν εις
διάστημα 4 0 περίπου έτών έπί τή έορτή τοϋ Πάσχα,
εινε τό ιστορικόν γεγονός τής άναστάσεως τοϋ
Κυρίου ώς νίκης καί θριάμβου αύτοϋ κατά τής
άμαρτίας καί τοϋ θανάτου. Τό γεγονός αυτό, τό
όποιον αποτελεί θεμελιώδη διδασκαλίαν τής Όρθο-
12
δόξου Εκκλησίας, έπαναλαμβάνεται και υπογραμμί­
ζεται συνεχώς εις τάς έπομένας σελίδας, όχι ΰμως
κατά τρόπον μονότονον. Ή άλήθεια αυτί) τής
πίστεώς μας, με τάς δογματικός και ήθικάς δφεις
της, παρουσιάζεται με ποικιλίαν εικόνων καί παρα­
δειγμάτων, πού ό συγγραφεύς λαμβάνει κυρίως έκ
τής Γραφής, έκ τής ιστορίας, καί έκ τοΰ φυσικού
κόσμου, ό όποιος υπό τό πρίσμα τής Γραφής
θεώμενος κηρύττει καί αύτός διά μυρίων φωνών
την ένδοξον άνάστασιν τοΰ Κυρίου.

Έάν θέλη ό Θεός, τή έγκρίσει καί ευλογία τοΰ


έπισκόπου π. Αυγουστίνου θά έκδοθοΰν άλλα δύο
βιβλία. Έ ξ αυτών τό ένα μέν, υπό τον τίτλον
« Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α » , θά περιλαμβάνη κατά παρό­
μοιον τρόπον άρθρα καί ομιλίας του που έγράφησαν
καί έδημοσιεύθησαν έπί τή εορτή τών Χριστουγέννων.
0 0 0 0 0 0 Ο Ο Θ Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Θ Ο Ο Θ Ο Ο Ο Ο Θ Ο
Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο ί

Τό άλλο δέ, ύπό τον τίτλον « Ν έ ο ν έ τ ο ς » , θά


περιλαμβάνη ομοίως κείμενα γραφέντα καί έκδοθέντα
έπί τη ένάρξει νέου έτους.

Έλπίζομεν ότι και ή έκδοσις τοϋ παρόντος


βιβλίου θά γίνη δεκτή ύπό τοϋ πιστοΰ λαοϋ μας
ώς και αί έκδόσεις τών άλλων βιβλίων τοϋ συγγραφέ-
ως, ό όποιος όλοφύχως εύχεται όπως, θεία χάριτι,
και άλλαι φυχαϊ έλκυσθοϋν άπό τό άνέσπερον
φως τοϋ άναστάντος Κυρίου. Εϊθε δέ, δπως ό
ϊδιος σημειώνει εις τον πρόλογον τής α' έκδόσεως
τοϋ βιβλίου «Προς τον Γολγοθάν»,

«καϊ πάλιν τό περί σταυροϋ και άναστάσεως


κήρυγμα νά έπανέλθη ζωηρόν εις τάς έκκλησίας
μας, νά κατακτά έδαφος, νά φλογίζη τάς καρδίας
τών πιστών καί νά ώθή εις νέας εξορμήσεις
διά τήν έξάπλωσιν τής βασιλείας τών ουρανών.
14
I) © ζ ) 0 © Θ 0 Θ Θ Θ @ Θ @ Φ ® Θ © § Θ Θ Θ © Θ Θ © @
O C O C C O O O O O O O G O O O O O O O O C O § C

To κήρυγμα τοϋτο, καθώς είπε τις όρθώς, τό


κήρυγμα περί τοΰ σταυροΰ και τής άναστάσεως
τοΰ Κυρίου, ανάγκη νά τό γράψωμεν μέσα εις
τάς καρδίας μας, νά τό γράψωμεν με μεγάλα
γράμματα και νά τό εύρύνωμεν τόσον, δσος
εϊνε ό ουρανός και ή γή, Υνα μηδέν άλλο
βλέπωμεν, μηδέν άλλο σκεπτώμεθα, μηδέν άλλο
γινώσκομεν, “ ε ϊ μ η Ί η σ ο ϋ ν Χ ρ ι σ τ ό ν , καί
τ ο ΰ τ ο ν έ σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο ν ” καί “ έ γ η γ ε ρ μ έ -
ν ο ν έ κ ν ε κ ρ ώ ν ” (Α' Κορ. 2,2 καί Β ' Τιμ. 2,8)».

Έν Άθήναις τή lrj Μαρτίου 1988


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ
«Ο ΣΤΑΥΡΟΣ»

15
Προτυ-

0 0 0 0 0 f l gffl f l 0 0 0 0
0 0 0 0 0 Λ Μ Ι 0 0 0 0

BU M 0 W B €;

«Σ υ νεσ χ έθ η, ά λλ’ ού κα-


τεσ χ έθη στέρνοις κητώ-
οις Ιωνάς· σοϋ γάρ τον
τύπον φέρων, τοϋ πα-
θόντος και ταφή δοθέν-
τος, ώς έκ θαλάμου τοϋ
θ ηρ ό ς άνέθορε, προσε-
φώνει δ έ τή κουστωδία ·
O f φυλασσόμενοι μά ­
ταια και ψευδή, έλεον
α ύτο ΐς έ γ κ α τ ε λ ίπ ε τ ε »
(ειρ μ ό ς στ' φ δ η ς τοϋ κα-
νό υ ος τοϋ Μ. Σαββάτου)

Τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία τ ή ς ί . μ ο ν ή ς
Δ ο χ ε ια ρ ίο υ 'Α γ ίο υ Ό ρ ο υ ς ,
έ ρ γ ο ν κ ρ η τ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς
τ ο ϋ κ ύ κ λ ο υ το ϋ Θ εο φ ά -
ν ο υ ς το ϋ έτο υ ς 1568.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΑΣΧΑ

«Ώ Π ά σ χ α τό μ έ γ α και ιερώ τα τον, Χ ρ ισ τ έ ,


ώ Σ ο φ ία καί Δ ό γ ε τοϋ Θ ε ο ϋ καί Δ ύ ν α μ ις ·
δ ίδ ο υ ή μ ϊν έκ τυ π ώ τερ ο ν σ ο ϋ μ ε τ α σ χ ε ΐν
έ ν τρ ά ν εσ π έρ ω ή μ έρ α τής β α σ ιλ ε ία ς σ ο υ »

Η ΚΥΡΙΑΚΗ, αγαπητοί μου άναγνώσται, ή Κυρια­


κή, ή οποία ακολουθεί μετά τό Μέγα Σάββατον,
εΙνε ή μεγαλύτερα, ή σπουδαιοτέρα δλων τών
Κυριακών τοϋ έτους. ΕΙνε ή πρώτη Κυριακή. Εινε
ή Κυριακή τοϋ ΠΑΣΧΑ.
Ή λέξις π ά σ χ α ακούεται εις τούς άναστασίμους
ϋμνους αύτάς τάς ημέρας, άλλ’ ακούεται και εις
τάς καθημερινός συζητήσεις, όπως λ.χ. εις τάς
εκφράσεις· «Τό πάσχα εφέτος έπεσε άργά», «Έχουμε
πολλές έτοιμασίες γιά τό πάσχα» κ.λπ., καθώς καί
εις τάς εύχάς «Καλό πάσχα», «Ευτυχισμένο πάσχα»
κ.λπ. Ά λ λ ’ άν έρωτήσης τί σημαίνει πάσχα, ολίγοι
εΙνε εκείνοι πού γνωρίζουν τήν σημασίαν τής
λέξεως, καί ακόμη όλιγώτεροι εκείνοι πού εορτάζουν
τήν μεγάλην αυτήν έορτήν όπως αρμόζει. Διά
τούτο καί ημείς θά προσπαθήσωμεν νά έξηγήσωμεν
με άπλότητα τί σημαίνει πάσχα.
19
Τό έβραϊκόν πάσχα
Η ΛΕΞΙΣ πάσχα εϊνε λέξις εβραϊκή καί σημαίνει
διάβασις, πέρασμα άπό ένα μέρος είς άλλο. Τό
πάσχα ήτο καί εϊνε ή μεγαλυτέρα έορτή των
Εβραίων. Την έορτάζουν δε εις άνάμνησιν ένός
μεγάλου ιστορικού γεγονότος πού άναφέρει ή ιστορία
τοΰ περιουσίου αύτοϋ λαού.
Οί Εβραίοι την άρχαίαν έποχήν, χίλια πεντακόσια
περίπου έτη προ Χριστού, ήσαν υπόδουλοι είς
τούς Αιγυπτίους. Ή ύποδούλωσίς των ύπήρξεν έκ
των σκληροτέρων πού άναφέρουν α! ίστορίαι των
λαών. Ειργάζοντο σκληρώς κάτω άπό τό μαστίγιον
των φαραώ, των βασιλέων τής Αίγυπτου. Ανδράποδα
καί οχι άνθρωποι με δικαιώματα έλογίζοντο. Είργά-
ζοντο άπό πρωίας μέχρις έσπέρας. Ειργάζοντο είς
ορυχεία, έπλαθον καί έψηνον πλίνθους, καί έκτιζον
διάφορα οικοδομήματα, έκ των όποιων σώζονται
αί περίφημοι πυραμίδες, πού εϊνε υψηλά καί ογκώδη
κτίσματα, έντός των οποίων φυλάσσονται μο'ύμιαι,
δηλαδή βαλσαμωμένα πτώματα των βασιλέων. Πόσοι
ιδρώτες καί πόσα αίματα δεν έχύθησαν διά νά
κτισθοϋν οί τάφοι αυτοί τών φαραώ!
Οί ΈβραΤοι ύπέφερον πολύ. Δ εν είχον καιρόν
δι’ άνάπαυσιν. Τό δε χειρότερον, ό φαραώ διέταξε
τάς μαίας νά πνίγουν δλα τά άρσενικά Έβραιόπου-
λα τήν ώραν πού έγεννώντο. Αυτό εις τήν γλώσσάν
μας λέγεται γενοκτονία, δηλαδή έξολόθρευσις τού
γένους. Ά ς έπιτραπη έδώ μία παρέκβασις. Κάτι
παρόμοιον έγινε δυστυχώς καί είς τήν πατρίδα
μας μετά τήν ψήφισιν υπό τής Βουλής τοΰ έπαισχύν-
20
του νομοσχεδίου υπέρ τών αμβλώσεων. Μέ κάποιαν
δμως διαφοράν από την διαταγήν τοϋ φαραώ' οτι,
δηλαδή, οί ιατροί πού κάνουν τάς εκτρώσεις εις τήν
Ελλάδα τώρα πληρώνονται από τό δημόσιον ταμεΤον!
’Ώ έγκλημα, ώ φρίκη! Χειρότεροι τών φαραώ έγιναν
οι νομοθέται μας! Διά τοϋτο καί δικαίως ό εύγενής
λαός μας συνεκρότησε κατά τόπους πάνδημα συλλα­
λητήρια διαμαρτυρόμενος.
Έπανερχόμεθα είς τό θέμα. Ή ύποδούλωσις
τών Εβραίων διήρκεσε τετρακόσια ολόκληρα έτη.
Τέλος ό Θεός άπεφάσισε να έλευθερώση τον
λαόν του, άφοϋ προηγουμένως έτιμώρησε τούς
Αιγυπτίους μέ τάς δέκα πληγάς. Έκάστη έξ αυτών
ήτο χειροτέρα τής προηγουμένης, ή δέ τελευταία
ήτο ή πλέον σκληρά. Ό λα τά πρωτότοκο τέκνα
τών Αιγυπτίων τήν φοβερόν εκείνην νύκτα έξωλο-
θρεύθησαν διό τής ρομφαίας τοϋ αγγέλου. Μόνον
αί οίκίαι τών Εβραίων έμειναν έκτος κινδύνου,
διότι αί θύραι των είχον σημαδευθή μέ τό αίμα
τοϋ άμνοϋ, τον όποΤον είχον σφάξει διά νά έορτάσουν
τήν άπελευθέρωσιν πού θα ήκολούθει. Έτοιμοι
προς άναχώρησιν οί Εβραίοι, έφαγον όρθιοι τον
πασχάλιον αμνόν, χωρίς νά θραύσουν ούτε ένα
εκ τών οστών του. Τον έφαγον μαζί μέ πικρά
χόρτα καί άζυμον άρτον, ψάλλοντες καί δοξολογοϋν-
τες τον Θεόν. Ήτο ή τελευταία νύξ πού έζησαν
δούλοι. Ή ανατολή τής άλλης ήμέρας τούς ευρεν
έλευθέρους. Ή πορεία τής επιστροφής προς τήν
πατρίδα, τήν οποίαν τούς είχεν ύποσχεθή ό Θεός,
ήρχισε...
21
Τό ιστορικόν αυτό γεγονός εορτάζουν και σήμερον
οι Εβραίοι, εις οίονδήποτε μέρος τής γης και άν
εύρίσκωνται.
Οί Εβραίοι έπέρασαν άπό τήν ύποδούλωσιν είς
τήν ελευθερίαν.

Τό χριστιανικόν Πάσχα
ΑΛΛΑ τό πάσχα αυτό των Εβραίων, κατά τήν
διδασκαλίαν τής Καινής Διαθήκης, εϊνε ένας τύπος,
μία σκιά, μία προειδοποίησις τοΰ Πάσχα πού έορτάζο-
μεν ημείς οί χριστιανοί. Ό σον διαφέρει ή σκιά
τοΰ σώματός μας άπό τό ϊδιον τό σώμά μας,
τόσον διαφέρει καί τό ιουδαϊκόν πάσχα άπό τό
χριστιανικόν Πάσχα. Τό πάσχα των Εβραίων είνε
ή σκιά. Τό Πάσχα των χριστιανών είνε ή πραγματικό-
της. Καί ιδού διατί.
Ώ ς εϊπομεν, άμνός αμωμος, χωρίς κανένα ελάττω­
μα, έσφάγη τήν νύκτα εκείνην άπό τούς Εβραίους
είς τήν Αίγυπτον καί έφαγον αυτόν οί έορτάζοντες
χωρίς νά θραύσουν ούτε ένα έκ των οστών του.
Με τό αίμα δε τού άμνοϋ έσημαδεύθησαν αί θύραι
τών οικιών των. Αυτό ήσαν αί σκιαί.
Θέλετε τώρα νά ϊδητε τήν πραγματικότητα; Ά μνός
αμωμος, χωρίς δηλαδή τό παραμικρόν ελάττωμα,
καθαρός καί άμίαντος, είνε ό Χριστός. Έτσι τον
ώνόμασεν ό Ιωάννης ό Πρόδρομος· «Ίδε ό άμνός
τοΰ Θεού ό αι'ρων τήν άμαρτίαν τοΰ κόσμου»
(Ίωάν. 1,29). Ό Χριστός, ό αμωμος άμνός, έθυσιάσθη
έπάνω είς τον σταυρόν. Καί ενώ οί στρατιώται
έθραυσαν τα οστά τών δύο άλλων ληστών διά
23
νά επισπεύσουν τον θάνατόν των, τό σώμα τοϋ
Χριστοϋ έμεινεν ακέραιον, και έτσι έξεπληρώθη
ή προφητεία τής Παλαιός Διαθήκης- «Όστοΰν ού
συντριβήσεται αυτοϋ» (Έξόδ. 12,10,46- Ά ριθμ. 9,12-
βλ. Ιωάν. 19,36). Αυτή ή λεπτομέρεια τής προφητείας,
τήν όποιαν ήκούσαμεν τήν Μεγάλην Παρασκευήν,
έχει ιδιαιτέραν σημασίαν. Διότι άποδεικνύει δτι ό
Χριστός εΤνε ό άληθινός αμνός, ενώ ό αμνός τοϋ
ιουδαϊκού πάσχα ήτο τό σύμβολον τοϋ άληθινοϋ
Άμνοϋ. Τό δέ αίμα τοϋ ιουδαϊκού άμνοϋ εϊκονίζει
τό αίμα τοϋ Εσταυρωμένου, τό οποίον έχύθη διό
τον εξιλασμόν τών άμαρπών τών άνθρώπων δλων
τών αιώνων. Τό εϊπομεν καί δέν θα παύσωμεν
να τό τονίζωμεν, δτι τό αίμα τοϋ Χριστού έχει
άνεκτίμητον αξίαν. Διότι μία σταγών άπό τό αίμα
τοϋ Χριστού γίνεται άπέραντος ωκεανός, μέσα εις
τον οποίον καθαρίζονται αί άμαρτίαι δλων, τών
αμαρτωλών «Τό αίμα Ίησοΰ Χριστοϋ καθαρίζει
ήμάς άπό πάσης άμαρτίας» (Α' Ίωάν. 1,7). Προσφέρε-
ται δέ τό αίμα τοϋ Χριστοϋ ώς φάρμακον αθανασίας
εϊς τούς πιστούς πού κοινωνοϋν άξίως τών άχράντων
μυστηρίων. Διότι κάθε θεία λειτουργία εΤνε ή θυσία
πού προσεφέρθη επάνω είς τον Γολγοθάν. ΕΤνε
ή αναίμακτος θυσία.

"Υστερον άπό αυτά, τά οποία εϊπομεν, δύνασθε,


αγαπητοί άναγνώσται, νά άντιληφθήτε τί διαφέρει
τό ϊδικόν μας Πάσχα άπό τό πάσχα τών Εβραίων.
Τό μέν ιουδαϊκόν πάσχα σημαίνει άπελευθέρωσιν
άπό τήν ύποδούλωσιν είς τούς Αιγυπτίους, τό δέ
24
χριστιανικόν Πάσχα σημαίνει λύτρωσιν όχι μόνον
τών σωμάτων άλλα καί τών ψυχών άπό τήν άσυγκρί-
τως χειροτέραν ύποδούλωσιν εις τήν άμαρτίαν καί
είς τον θάνατον. Είς αυτήν τήν ύποδούλωσιν ήσαν
καταδικασμένοι δλοι οί άνθρωποι, άλλ” έλυτρώθησαν
καί εξακολουθούν νά λυτρώνωνται εκείνοι μόνον,
οί οποίοι πιστεύουν είς τήν σταυρικήν θυσίαν τού
Ιησού Χριστού, τού άμώμου άμνοϋ. Διά τούτο καί
ό άπόστολος Παύλος λέγει- « Τ ό π ά σ χ α ή μ ώ ν
υ π έ ρ ή μ ώ ν έ τ ύ θ η Χ ρ ι σ τ ό ς » (Α' Κορ. 5,7).

Τό αιώνιον ΠΑΣΧΑ
ΑΛΑ’ ΕΚΤΟΣ άπό τό Πάσχα αυτό, τό οποίον
έορτάζομεν οί χριστιανοί, υπάρχει καί ένα άλλο
πάσχα άπείρως άνώτερον. Ποίον; ’Ώ! Υ λικ ο ί ημείς
οί άνθρωποι, πού μόνον υλικά πράγματα μάς
άπορροφούν ημέραν καί νύκτα, δεν δυνάμεθα νά
έννοήσωμεν τό άλλο πάσχα, περί τού οποίου
όμιλεί ένα έκ τών τροπαρίων τού κανόνος τής
Άναστάσεως καί λέγει-
«Ώ Πάσχα τό μέγα και ίερώτατον, Χριστέ,
ώ Σοφία καί Δ όγε τοΰ θεο ΰ καί Δύναμις-
δίδου ήμϊν έ κ τ υ π ώ τ ε ρ ο ν σοΰ μετασχεΐν
έν τή άνεσπέρω ημέρα τής βασιλείας σου».
Δ ηλαδή-
«Ώ Χριστέ, σύ είσαι τό άληθινόν ΠΑΣΧΑ. Σύ
είσαι ή άληθινή Σοφία καί ό Λόγος καί ή Δύναμις
τού Θεού. Η μείς, πού έορτάζομεν τό Πάσχα εδώ
είς τήν γήν, σέ παρακαλοΰμεν- άξίωσέ μας εις
25
τήν άλλην ζωήν νά σέ ’ίδωμεν καί νά σέ άπολαύσω-
μεν με τον περισσότερον τέλειον τρόπον. Ώ Χριστέ,
λάμπεις καί εδώ εις τήν γην μέσα είς τάς καρδίας
τών πιστών. ’Αλλά πόσον περισσότερον θά λάμπης
εις τον άλλον κόσμον! Θά είσαι ό Ήλιος. Θά
είσαι ό ωραίος Νυμφίος. Χριστέ, δός καί είς ημάς
νά καθήσωμεν είς μίαν γωνίαν τής άπεράντου
έκείνης πνευματικής τραπέζης, τήν όποιαν έχεις
ετοιμάσει είς τον ουρανόν διά τά παιδιά σου...».

Πάσχα χωρίς Χριστόν;


ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ άναγνώσται! Δόξα τώ Θεώ,
έφθάσαμεν δΓ άλλην μίαν φοράν εις τό Πάσχα.
Έορτάζομεν καί πάλιν τήν μεγάλην αυτήν εορτήν.
’Αλλά π ώ ς τ ή ν έ ο ρ τ ά ζ ο μ ε ν ; Τό ερώτημα
αυτό έχει μεγάλην σημασίαν. Έάν τήν έορτάζωμεν
χωρίς νά έχωμεν πιστεύσει, χωρίς νά έχωμεν μετανοή­
σει, χωρίς νά έχωμεν έξομολογηθή καί χωρίς νά
έχωμεν κοινωνήσει τών άχράντων μυστηρίων, τότε
ποια ή ωφέλεια; Ούδεμία ώφέλεια. Μάλλον ζημίαν
έχομεν, καί μάλιστα μεγάλην. Διότι τότε τό Πάσχα
δεν έχει κανένα νόημα. Τότε τό Πάσχα ουτε
χρισπανικώς ουτε καν ίουδαϊκώς εορτάζεται, άλλ’
έορτάζεται είδωλολατρικώς. Ή έπκράνεια χριστιανική,
αλλά τό βάθος είδωλολατρικόν. Ά ς άκούσωμεν
τί λέγει ό απόστολος Παϋλος, ό κορυφαίος τών
άποστόλων, είς τήν Α' προς Κορινθίους επιστολήν
του- « Ώ σ τ ε έ ο ρ τ ά ζ ω μ ε ν μ ή έ ν ζ ύ μ η π α ­
λ α ι ό μ η δ έ έ ν ζ ύ μ η κ α κ ί α ς κ αί π ο ν η ρ ι ά ς ,
ά λ λ ’ έ ν ά ζ ύ μ ο ι ς ε ι λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς κ αί ά λ η -
26
θ ε ί α ς » (A' Κορ. 5,7). Μέ τήν έννοιαν αυτήν
πού όμιλεΐ ό άπόστολος Παύλος διά τό πώς
πρέπει νά εορτάζεται τό Πάσχα, έάν κρίνωμεν
άπό τάς εξωτερικός εκδηλώσεις τού έορτασμοΰ
τών σημερινών χριστιανών, εΤνε αμφίβολον έάν εις
τούς έκατόν χριστιανούς ένας έορτάζη τό Πάσχα
δπως πρέπει. Ά λλοίμονον είς δλους ημάς, κλήρον
καί λαόν τοϋ εικοστού αϊώνος!
Π ά σ χ α χ ω ρ ί ς Χ ρ ι σ τ ό ν ! Θέλεις, άναγνώστά
μου, νά έορτάζης τό Πάσχα όχι μόνον μίαν φοράν
τό έτος, αλλά καθημερινώς, καί ολόκληρος ή ζωή
σου νά εΤνε ένα συνεχές Πάσχα λαμπρόν καί
χαρμόσυνον; Πίστευε εις τον Χριστόν. Ζήσε δπως
θέλει ό Χριστός, μακράν πάσης άμαρτίας. Έ χε
αγαθήν τήν συνείδησιν. Δ έν τά έχεις αυτά; Τότε
ούτε τήν ημέραν τοϋ Πάσχα θά έορτάσης Πάσχα!
Θά είσαι ένας ταλαίπωρος άνθρωπος, σκεπτικός
καί μελάγχολος, μέ ισόβιον άγχος -τό ψυχικόν
νόσημα τού αίώνός μας- καί, παρ’ δλας τάς τυχόν
διαχύσεις καί διασκεδάσεις τών ημερών αυτών, θά
είσαι ένας άλύτρωτος νοσταλγός τής ψυχικής έλευθε-
pfae·

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ! Είθε τό έφετινόν


Πάσχα νά γίνη ή αρχή μιας νέας περιόδου τής
ζωής μας, τής όποιας κέντρον νά μή εινε τίποτε
άλλο, πράγμα, πρόσωπον ή ιδέα, άλλ’ ό Χ Ρ Ι ­
Σ Τ Ο Σ , πού έσταυρώθη καί άνεστήθη, καί τον
όποΤον τά πλήθη τών λελυτρωμένων υμνούν καί
δοξάζουν εις αιώνας αιώνων.
27
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟΝ ΙΩΝΑ

«Γενεά πονηρά και μοιχαλις σημεΤον


έπιζητεΐ, και σημεΐον ού δοθήσεται αότη
ειμή το σημεΐον Ίωνά τοϋ προφήτου»
(Ματθ. 12,39)

Ο
ΚΥΡΙΟΣ, άγαπητοί μου, ό Κύριος Ίησοϋς
Χριστός κατά τά τρία έτη της δημοσίας δράσεώς
του δεν έξήλθε των ορίων τοϋ Ισραήλ. Ό χι διότι
ή θρησκεία την οποίαν ίδρυσε δεν είχε παγκόσμιον
χαρακτήρα, άλλα διότι κατά τό σχέδιον τής θείας
οικονομίας τό εύαγγέλιον έπρεπε νά κηρυχθή κατά
πρώτον εις τον λαόν έκεΤνον ό όποιος, έπί αιώνας
διά μέσου πατριαρχών καί προφητών διαπαιδαγωγού-
μενος, θά έπρεπε περισσότερον εξ δλων τών
λαών νά είνε πνευμαπκώς προητοιμασμένος νά
δεχθή τό παγκόσμιον μήνυμα τής έν Χριστώ σωτη­
ρίας. Καί ό λαός αυτός ήτο ό ιουδαϊκός λαός,
ό εκλεκτός καί περιούσιος λαός τοϋ Θεοϋ. Έν
μέσω τοϋ λαοϋ τούτου ειργάσθη ό Χριστός. Καί
τί υπέρ τοϋ λαοϋ τούτου δεν έπραξεν! Έπί τριετίαν
άδιαλείπτως έκήρυττε τον λόγον. Εις πόλεις καί
28
χωρία, είς λίμνας καί ποταμούς, εις βουνά καί
πεδιάδας καί ερήμους, παντοϋ, ήκούσθη ή θεία
φωνή του, ή οποία ήτο ικανή καί τά άψυχα ακόμη
νά συγκινήση. Καί τήν διδασκαλίαν του, άνωτέραν
πάσης άλλης διδασκαλίας ή όποία ήκούσθη ποτέ
είς τήν γην, άπεδείκνυε ζώσαν διά του αγίου
του παραδείγματος καί έπεκύρωνε διά των θαυμά­
των του. Ούδείς άλλος των προηγηθέντων άγιων
άνδρών έποίησε τόσα θαύματα δσα ό Χριστός.
Θά έπρεπε διά τήν διδασκαλίαν του,διά τήν
άγιότητά του καί διά τά θαύματά του δλοι οί
’Ιουδαίοι νά πιστεύσουν. Έπίστευσαν; Πλήν ελάχι­
στων ψυχών, αί όποΤαι έμειναν πλησίον του καί
ήκολούθησαν τά ίχνη του καί έγιναν μαθηταί
καί απόστολοι, σπορείς τού θείου λόγου εις δλον
τον κόσμον, πλήν, λέγω, των ελάχιστων τούτων
ψυχών, δλος ό ιουδαϊκός λαός, επηρεαζόμενος
από τάς κατά τού Ναζωραίου διαβολάς καί συκοφαν­
τίας τών πνευματικών του ηγετών, ώς ήσαν οί
αρχιερείς, οί γραμματείς καί οί φαρισαίοι, δεν
έπίστευσεν είς τον Χριστόν.

«Θέλομεν σημεϊον»

ΩΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ό ευαγγελιστής Ματθαίος εις τό


12ον κεφάλαιον τού ευαγγελίου του, γραμματείς
καί φαρισαίοι, προσποιούμενοι σεβασμόν προς τον
Χριστόν, ύπέβαλον τήν έξης παράκλησιν. «Διδάσκα­
λε, θέλομεν άπό σοϋ σ η μ ε ϊ ο ν ιδεΐν» (Ματθ.
12,38). Τον ονομάζουν διδάσκαλον, ενώ προ ολίγου
29
τον άπεκάλουν άρχηγόν των δαιμόνιων. Οί ύποκριταί!
Ζητοϋν θαϋμα, ώσάν νά μή είχε κάνει κανένα
θαϋμα ό Χριστός. Θέλουν νά άγνοοΰν τήν άπειρίαν
των θαυμάτων πού ένήργησεν ό Χριστός παρουσία
πάντων. Διά νά δικαιολογήσουν δε τήν απιστίαν
των, ζητοϋν νά ϊδουν ιδιαίτερον θαϋμα, θαϋμα
άνώτερον από δλα τά θαύματα πού είχε κάνει.
Σημεϊον συνταρακτικόν. « Σ η μ ε ϊ ο ν έκ τοΰ ουρα­
νού», ώς σαφέστερον εις άλλην, μεταγενεστέραν
περίπτωσιν, έπαναλαμβάνοντες τήν παράκλησίν των
θά εϊπουν (βλ. Ματθ. 16,1).
Σ η μ ε ϊ ο ν έ ξ ο ύ ρ α ν ο ϋ ! Σημεϊον δε εξ ουρα­
νού λέγοντες ήννόουν θαϋμα καταπληκτικόν, ώς
ήσαν τά θαύματα τά οποία ένήργησεν ό Μωυσής,
ή μεταβολή λ.χ. τοϋ ΰδατος τοϋ ποταμού είς αίμα,
ή πτώσις χαλάζης μετά πυρός, τό τριήμερον σκότος·
ώς ήτο τό θαϋμα τοϋ προφήτου Ήλιού, ό όποιος
προσηυχήθη καί κατεβίβασε πϋρ έξ ούρανοϋ. Ε ντυ ­
πωσιακόν τι θαϋμα έζήτουν οί ’Ιουδαίοι· καί όχι
απλώς έντυπωσιακόν, αλλά καί υλικής φύσεως,
πρακτικώς ώφέλιμον, θεραπεϋον τήν γαστριμαργίαν
των. Συγκεκριμένως έξ δλων τών θαυμάτων ή
προτίμησίς των έστρέφετο προς τό θαϋμα εκείνο
τής έρήμου, κατά τό οποίον έτρεφεν ό Θεός τον
λαόν με άρτον έξ ούρανοϋ, με τό μάννα. ’Ώ καί
έάν ήνοιγον καί πάλιν οί ούρανοί καί έπιπτον οί
γλυκύτατοι έκεΐνοι άρτοι! Ό λαός θά ένεθουσιάζετο,
θά έπίστευε καί θά άνεκήρυττεν αύτόν βασιλέα
του. ’Αλλά καί τοιοϋτον θαϋμα έποίησεν ό Χριστός
έν τη έρήμω εύλογήσας τούς πέντε άρτους καί
30
έξ αυτών πεντακισχιΛίους άνδρας χορτάσας. Τό
θαϋμα τοϋτο είχεν εντυπωσιάσει τότε τούς ύλόφρονας
’Ιουδαίους και θά έπεθύμουν όχι άπαξ και δίς,
άλλα πολλάκις, εϊ δυνατόν καθημερινώς, νά έγίνετο.
Τοιοϋτον λοιπόν σημεΐον έκ τοϋ ούρανοΰ έζήτουν
οί ’Ιουδαίοι. Και ασφαλώς ό Χριστός θά ήδύνατο
νά διενεργήση θαϋμα όποιον έζήτουν οί ’Ιουδαίοι.
Διότι ούδέν ήδυνάτει αύτώ ώς Θεώ. Ά λ λ ’ ό
Χριστός δεν έκανε θαύματα διά νά ικανοποίηση
τάς γαστέρας οκνηρών ανθρώπων, οί όποιοι διά
τής εργασίας θά ήδύναντο νά εξοικονομήσουν
τον έπιούσιον άρτον. Όχι! Οΰτε έκανε τά θαύματα
ό Χριστός διά νά ίκανοποιήση τό άκόρεστον εκείνο
τέρας, τό όποιον λέγεται ανθρώπινη περιέργεια.
Έ φ ’ δσον έν τώ άνθρώπω έχει συντελεσθή πώρωσις
καρδίας, έχουν κλεισθή οί οφθαλμοί καί τά ώτα,
ό άνθρωπος οΰτε βροντάς ακούει οΰτε άστραπάς
βλέπει. Ό σα θαύματα καί έάν γίνουν, οί έχοντες
οΰτω πεπωρωμένην την συνείδησιν ουδέποτε θά
πιστεύσουν. Θά παραμένουν διά παντός άπιστοι,
άξιοι αιωνίου καταδίκης, διότι έδόθησαν εις αυτούς
πλεΐστα δσα τεκμήρια διά νά πιστεύσουν, καί αυτοί
δεν έπίστευσαν. Οί άνθρωποι αυτοί ανήκουν πνευμα-
τικώς είς την έπί τής έποχής τοϋ Χριστοϋ γενεάν,
γενεάν την όποιαν ό Χριστός έχαρακτήρισεν ώς
πονηρόν καί μοιχαλίδα. Διότι την εΤχον διαφθείρει
ή κακία καί οί άμαρτωλοί έρωτες τοϋ κόσμου
τούτου, έκ τών οποίων σφοδρότεροι είνε τρεις· ό
έρως τών χρημάτων, ό έρως τής δόξης, καί ό
έρως τών ηδονών. Αυτοί οί άμαρτωλοί έρωτες
31
σβήνουν τον θειον έρωτα καί κάνουν τήν ψυχήν,
ή όποία άφρόνως εγκαταλείπει τον ουράνιον Νυμ­
φίον, μοιχαλίδα.
Ό Χριστός εις τοιούτους ανθρώπους άρνεϊται
νά παράσχπ σημεϊον έξ ούρανοϋ. Ά λ λ ’ έκ τοϋ
αιτήματος των ό Χριστός λαμβάνει άφορμήν καί
λέγετ Θά δοθή σημεϊον δι’ ολόκληρον τον κόσμον,
τό δε σημεϊον αύτό θά είνε «τό σημεϊον Ίω ν a
το ϋ π ρ ο φ ή τ ο υ » '
«ΊΩσπερ yap έγένετο Ιωνάς ό προφήτης έν τή
κοιλία τοϋ κήτους τρεις ήμέρας καί τρεις νύκτας,
οϋτως εσται καί ό υιός τοϋ άνθρώπου έν τή
καρδία τής γης τρεις ήμέρας καί τρεις νύκτας»
(Ματθ. 12,40).

Ή είκώ ν
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΝ ήτο τό σημεϊον ’Ιωνά- άλλ’
άπείρως καταπληκτικώτερον είνε τό σημεϊον τοϋ
Χριστού. Τό πρώτον, τοϋ Ιωνά, ήτο μία σκιά τοϋ
μεγίστου γεγονότος τής παγκοσμίου ιστορίας, τής
ένδοξου άναστάσεως τοϋ Κυρίου ημών Ίησοϋ Χρι­
στού. Ό Ιωνάς ήτο τύπος τοϋ Χριστού. Υπάρχουν
ομοιότητες μεταξύ τοϋ Ίωνά καί τοϋ Χριστοΰ,
ύπάρχουν καί διαφοραί, ώς παρατηρεί ό άγιος
Κύριλλος ’Ιεροσολύμων.
Ό ’Ιωνάς έζησε κατά τον 8ον π.Χ. αιώνα.
Έ λαβεν έντολήν από τον Θεόν νά πορευθή είς
χώραν μακρινήν, είς τήν Νινευή, τήν περιάκουστον
πρωτεύουσαν τής Άσσυριακής αύτοκρατορίας, ή
όποία, κτισμένη πλησίον τοϋ Τίγρεως ποταμοϋ,
32
ήρίθμει υπέρ τό εκατομμύριου κατοίκους, είχε τείχη
ισχυρά και πλούτον άμύθητον. Ά λ λ ’ οί κάτοικοί
της ήσαν είδωλολάτραι, λατρεύοντες ξόανα, πτερω­
τούς λέοντας καί ταύρους, ώς καί ή αρχαιολογική
σκαπάνη κατά τούς τελευταίους καιρούς άνεκάλυψεν.
Εις την άμαρτωλήν αυτήν πόλιν, τής οποίας ή
βοή τών άμαρτημάτων έφθανε μέχρι τοϋ ουρανού,
έκαλείτο νά πορευθή ό Ιωνάς καί νά κηρύξη.
’Ιουδαίος καλείται νά κηρύξη προς έθνικούς. Έν
τούτω, οκτώ αιώνας προ Χριστού, βλέπει τις νά
προσημαίνεται τό κήρυγμα τών αποστόλων, οί όποϊοι
έλαβον εντολήν άπό τον Χριστόν νά πορευθοϋν
εις δλον τον κόσμον καί νά κηρύξουν τό κήρυγμα
τής μετανοίας. Καί οί μεν απόστολοι ύπήκουσαν
είς την εντολήν τοϋ Χριστού καί έφθασαν έως
τά πέρατα τής οικουμένης καί έν μέσω μυρίων
έμποδίων έκήρυξαν τό εύαγγέλιον. Ά λ λ ’ ό ’Ιωνάς
δεν ύπήκουσεν είς τήν θείαν έντολήν. Όποιοι
άράγε διαλογισμοί καί αντιρρήσεις άνήρχοντο είς
τήν καρδίαν του!
’Αντί ό ’Ιωνάς νά συμμορφωθή προς τήν έντολήν
τοϋ Θεοϋ, έχάραξεν άλλην γραμμήν πορείας. ’Αντί
νά πορευθή προς άνατολάς, έπορεύθη προς δυσμάς.
’Αντί νά ύπάγη είς Νινευή, άπεφάσισε νά ύπάγη
προς Θαρσίς, πόλιν τής 'Ισπανίας. Προς τούτο
κατέβη είς 'Ιόππην, έπίνειον τής ’Ιερουσαλήμ, εΰρε
πλοΤον διά Θαρσίς, έπλήρωσε τον ναύλον καί
είσήλθεν είς τό πλοΤον. Είσήλθεν ώς ένας έπιβάτης
άγνωστος είς τον πλοίαρχον καί τούς ναύτας. Τό
πλοΤον άπέπλευσεν. Ό ’Ιωνάς κατήλθεν είς τό
2 ΠΑΣ X A 33
κατώτερον μέρος τοϋ πλοίου και έκεΤ, καθώς ήτο
κουρασμένος ψυχικώς, άπεκοιμήθη. Βαρύς ϋπνος
τον κατέλαβεν. Έρρόγχαζεν. ’Α λλ’ ένω ό ’Ιωνάς
εις τό βάθος τοϋ πλοίου έκοιμάτο μακαρίως, ό
πλοίαρχος και οι ναϋται εύρίσκοντο εις ανησυχίαν.
’Άνεμος έπνευσεν, ό οποίος, διαρκώς σφοδρότερος
γινόμενος, συνετάρασσε τό πλοίον. Τό πλοίον
έκινδύνευε νά καταποντισθή έν μέσω των αγρίων
κυμάτων. Ό πλοίαρχος, διά ν’ άνακουφισθή τό
πλοίον, διέταξε νά ρκρθή εις τήν θάλασσαν δλον
τό φορτίον. ’Αλλά καί μετά τήν ρίψιν τοϋ φορτίου
τό πλοίον καί πάλιν έκινδύνευεν. Ό άνεμος έμαίνετο.
Τοιαύτην τρικυμίαν δεν είχεν Υδει μέχρι τότε ό
πλοίαρχος. Ειδωλολάτρης, αλλά φοβούμενος τό
θείον, ήρχισεν αυτός καί οί μετ’ αύτοϋ ναϋται νά
διερωτώνται, μήπως αυτό τό οποίον συμβαίνει είνε
όχι τυχαίον γεγονός, άλλ’ έκδήλωσις θείας οργής
έναντίον τίνος έκ τοϋ πληρώματος δι’ άγνωστόν
τι έγκλημα. Έ ξ αιτίας δέ τοϋ ενός έκινδύνευον
τώρα καί δλοι οί άλλοι. Τις άράγε ήτο εκείνος,
ό όποιος διέπραξεν έγκλημα καί προεκάλεσε τήν
θείαν οργήν; Προς άνακάλυψιν τοϋ ενόχου έβαλον
κλήρον, καί ό κλήρος έπεσεν είς τον Ίωνάν.
Ά λλά ποϋ ό ’Ιωνάς;
Ό ’Ιωνάς, ό ένοχος τοϋ κλύδωνος, μακάριος,
μακαριώτατος, έκοιμάτο είς τό βάθος τοϋ πλοίου.
Ίωνά, διά σέ γίνεται ό κλύδων οΰτος ό φοβερός,
καί σύ κοιμάσαι; (Συμβαίνει πολλάκις είς τήν Ιστορίαν
άνδρες, οί οποίοι είνε οί κυριώτεροι υπεύθυνοι
διά κοινωνικός άναταραχάς, νά αδιαφορούν καί
34
νά διέρχωνται αμέριμνοι τάς ημέρας της ζωής
των). Ξύπνα, Ίωνα! τοϋ φωνάζουν οι ναϋται. Εις
σέ έπεσεν ό κλήρος. Είπέ μας, τί κακόν διέπραξες,
ώστε νά έκσπάση εναντίον μας ή θεία οργή; Ό
’Ιωνάς, ό προφήτης αυτός τού Θεοΰ, -ποΤος θά
τό άνέμενε;- διδάσκεται καί ελέγχεται από είδωλολά-
τρας ναύτας καί έρχεται είς συναίσθησιν τής φοβέρας
άμαρτίας, την οποίαν διέπραξε μη ύπακούσας εις
την έντολήν τοϋ Θεοϋ. Εξισ τορεί τά τοϋ βίου
του, θεωρεΤ τον εαυτόν του ένοχον καί υπεύθυνον
δι’ δ,τι συμβαίνει έν τώ πλοίω, καί παρακαλεΤ νά
τον ρίψουν είς τήν θάλασσαν, διά νά κοπάση ό
σάλος. Οί ναϋται, παρά τούς δισταγμούς των,
βλέποντες τον άνεμον διαρκώς νά σφοδρύνεται,
ρίπτουν τον Ίωναν είς τήν θάλασσαν. Ή τρικυμία
τής θαλάσσης αμέσως κοπάζει.
Ό δε ’Ιωνάς; Κ ή τ ο ς , δηλαδή θηρίον τής
θαλάσσης, είδος καρχαρίου, έσπευσε θεία έντολή
προς τό μέρος τοϋ πλοίου καί κατέπιε τον Ίωνάν.
Καί ό ’Ιωνάς, αιχμάλωτος τοϋ κήτους, μετανοεί
καί προσεύχεται. Ή κοιλία τοϋ κήτους γίνεται
ναός, είς τον οποίον ό ’Ιωνάς άναπέμπει θερμοτάτην
προς τον Θεόν προσευχήν ζητών τό έλεός του.
Ό ’Ιωνάς τρείς ήμέρας καί τρεις νύκτας έζησεν
έν τή κοιλία τοϋ κήτους! Πώς; Τοϋτο φυσικώς
είνε αδύνατον! Τά υγρά πού έκκρίνονται έκ τοϋ
στομάχου τοϋ κήτους είνε τόσον καυστικά, ώστε
διαλύουν σάρκας καί οστά είς πολτόν. Ά λ λ ’ «όπου
Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». Έπειτα, ώς
παρατηρεί αρχαίος διδάσκαλος καί πατήρ τής Έκκλη-
35
σίας, δύναταί τις νά λάβη μίαν άμυδράν εικόνα τοϋ
θαύματος τούτου έν τή κυοφορία της γυναικός.
Έν τη κοιλία της μητρός κεκλεισμένον, ώς έν
θαλάσση βυθισμένον, κολυμβδ, ζή και συντηρείται
κατά φυσικόν μέν άλλα θαυμαστόν τρόπον τό
έμβρυον. Καί ή ζωή τού έμβρύου έντός τής κοιλίας
της μητρός είνε ένα θαϋμα. Ή θεία σοφία, ή όποία
έπ'ι έννέα μήνας διατηρεί ζών τό έμβρυον έν τη
κοιλία της μητρός, δεν ήδύνατο επί τρεΤς ήμέρας
νά διατηρήση ζώντα τον Ίωνάν;
Μετά παρέλευσιν τριών ημερών τό κήτος θεία
έπιταγή πλησιάζει είς την ξηράν καί έκεΐ έξεμ εΐ
τον Ίωνάν. Καί ό Ιωνάς, υγιής καί άκέραιος ώς
τό πρίν, πορεύεται τώρα εις Νινευή, διά νά κηρύξη
έκεΐ μετάνοιαν...
Κήρυγμα μετανοίας, μετά οκτώ αιώνας, ήλθε
καί έκήρυξεν ό ϊδιος ό Χριστός. Έ κήρυξε προς
τούς Ιουδαίους. Ά λ λ ’ όποία διαφορά! Οί μέν
Νινευΐται, λαός εϊδωλολατρικός, πού ουδέποτε είχεν
ακούσει περί τοϋ αληθινού Θεοϋ, είς τάς όλίγας
λέξεις τοϋ κηρύγματος τοϋ Ίωνά έπίστευσαν, μετε-
νόησαν, μετεβλήθησαν ριζικώς καί έσώθησαν έκ
τής καταστροφής- ένώ οι Ιουδαίοι, λαός περιούσιος,
λαός πού ήκουσε κήρυγμα όχι δούλου, ώς ήτο
ό Ιωνάς, άλλ’ αύτοϋ τοϋ δεσπότου, τοϋ Χριστού,
δεν έπίστευσαν. Διά τοϋτο έν τή φοβερά ήμέρα
τής κρίσεως Νινευΐται θά έγερθοϋν καί θά κατακρί­
νουν τήν σύγχρονον τοϋ Χριστού γενεάν διά τήν
άπιστίαν αυτής, άλλά καί τάς μετά ταϋτα γενεάς,
τάς λεγομένας χριστιανικός γενεάς.
36
Τό είκονιζόμενον
ΑΣ έπιστήσωμεν ήδη τήν προσοχήν εις τό κυριώτε-
ρον σημεΐον τής όμοιότητος μεταξύ είκόνος και
εικονιζομένου. Θαλάσσιον θηρίον κατέπιε τον Ίωνάν.
’Αλλά και άλλο θηρίον, νοητόν θηρίον, δράκων
άπαίσιος, ώς εϊκονίζεται ό αδης, εΤχεν έπί αιώνας
ανοικτόν τό πελώριόν του στόμα καί κατέπινε
τούς ανθρώπους, καί ούδείς έξ αυτών ήδύνατο
πλέον νά διαφυγή. ’Αλλά μεταξύ τών μυριάδων
ανθρώπων, τούς οποίους κατέπιεν, ιδού καί ένας,
ό οποίος οχι άκουσίως άλλ’ έκουσίως, ώς παρατηρεί
καί ό άγιος Κύριλλος ’Ιεροσολύμων, κατήλθεν είς
τον αδην. ΕΤνε ό Χριστός. Ό αδης ώς θνητόν
τον έδέχθη. Ά λ λ ’ ό Χριστός, Θεός ών παντοδύνα­
μος, ήτο αδύνατον νά συγκρατηθη εντός τοϋ σκοτει­
νού βασιλείου τοϋ αδου, καί έξήλθε τοϋ κήτους.
37
Έ ξήλθε τριήμερος. Ό αδης ήττήθη, ώς ωραιότατα
ψάλλει ή Εκκλησία μας·
«Σήμερον ό αδης στένων βοα· Κατελύθη μου
ή έξουσία- έδεξάμην θνητόν ώσπερ ενα των
θανόντων τοϋτον δέ κατέχειν ΰλως οΰκ ισχύω,
άλλ’ άπολώ μετά τούτου ών έβασίλευον εγώ
ειχον τους νεκρούς απ’ αίώνος, άλλ’ ούτος ιδού
πάντας έγείρει. Δόξα, Κύριε, τω σταυρω σου
και τή άναστάσει σου».
Ή έκ τοϋ κήτους θαυμαστή έξοδος τοϋ Ίωνά
είνε ενα γεγονός, τό οποίον ιστορεί ή Παλαιά
Διαθήκη (Ίων. κεφ. 1-2). Ά λ λ ’ ένώ οί Ιουδαίοι
παρεδέχοντο ώς άναμφισβήτητον γεγονός τήν εξο ­
δον τοϋ Ίωνά έκ τοϋ κήτους, τό άλλο γεγονός,
τήν έκ τοϋ αδου έξοδον τοϋ Κυρίου, τήν ένδοξον
αύτοϋ άνάστασιν, δεν παραδέχονται. Παραδέχονται
τήν σκιάν, άλλα δεν παραδέχονται τό σώμα· παραδέ­
χονται τον τύπον, άλλα δεν παραδέχονται τό πρόσω-
πον πού εϊκονίζει ό τύπος· παραδέχονται τό μικρόν,
άλλα δεν παραδέχονται τό μέγα· πιστεύουν είς
τον Ίωνάν, άλλα δεν πιστεύουν είς τον Χριστόν.
Οί δυστυχείς!

Τό «σημεϊον έξ ούρανοϋ»
και οί μάρτυρες αύτοϋ
ΑΛΛΑ ΔΙΑΤΙ νά κατηγορήσωμεν, άγαπητοί, τούς
Ιουδαίους, οί οποίοι δεν πιστεύουν εις τον Χριστόν;
Πριν κατηγορήσωμεν τούς Ιουδαίους, πρέπει νά
κατηγορήσωμεν τά πλήθη των χριστιανών, οί οποίοι
δεν πιστεύουν είς τον Κύριον, ή, έάν πιστεύουν,
38
ή πίστις των είνε τόσον χλιαρά και άτονος, ώστε
ολίγον διαφέρει από τήν απιστίαν. Έ χομεν ενώπιον
μας, αγαπητοί, θαϋμα, τό όποιον δύναται νά πείση
πάντα άπροκατάληπτον περί τής αλήθειας τής πίστε-
ώς μας. Είνε ή άνάστασις τοϋ Χριστοϋ. Ή α ν ά σ τ α -
σ ι ς τ ο ϋ Χ ρ ι σ τ ο ϋ είνε τό ϋψιστον σημεΐον, τό
έξ ούρανοϋ σημεΐον. ΕΤνε τό μεγαλύτερον θαϋμα.
Ή άνάστασις τοϋ Χριστοϋ είνε ιστορικόν γεγονός
παγκοσμίου σημασίας. Ναί, ιστορικόν γεγονός! Ούδέν
άλλο γεγονός τής ιστορίας μαρτυρείται μέ τόσον
πλήθος μαρτύρων, μέ δσον μαρτυρείται τό γεγονός
τής άναστάσεως. Δ εν είνε ένας καί δύο οί μάρτυρες
τής άναστάσεως· είνε πολλοί.
ΕΤνε έν πρώτοις οι προφήται τής Παλαιάς Διαθή­
κης, οί οποίοι προαναγγέλλουν τήν άνάστασιν τοϋ
Κυρίου. Έάν δεν θέλης νά πιστεύσης είς τον
Ίωνάν καί τούς λοιπούς προφήτας, πίστευσον είς
τούς εύαγγελιστάς, οί οποίοι ιστορούν μέ άκρίβειαν
καί άντικειμενικότητα μείζονα Θουκυδίδου τό μέγι-
στον γεγονός. Έάν δέν θέλης νά πιστεύσης είς
τούς εύαγγελιστάς, πίστευσον είς τούς άγγέλους,
πού πρώτοι μετέδωκαν τό χαρμόσυνον άγγελμα.
Έάν δέν θέλης νά πιστεύσης είς τούς άγγέλους,
πίστευσον είς τάς μυροφόρους γυναίκας, αί όποΐαι
πρώται ήκουσαν τό «Χριστός άνέστη». Έάν δέν
θέλης νά πιστεύσης είς τάς μυροφόρους, πίστευσον
είς τον Πέτρον καί τον Ίωάννην. Έάν δέν θέλης
νά πιστεύσης μόνον είς τούς δύο μαθητάς, πίστευσον
είς τούς δέκα, οι όποιοι βεβαιοϋν λέγοντες· «Έωράκα-
μεν τον Κύριον» (Ίωάν. 20,25). Έάν δέν θέλης
39
νά πιστεύσης εις αυτούς, πίστευσον εις τον Θωμάν
ό οποίος κατόπιν αυτοψίας έπείσθη καί έκραύγασεν
«Ό Κύριός μου και ό Θεός μου» (Ίωάν. 20,28).
Έάν δεν θέλης νά πιστεύσης εις τον Θωμαν,
πίστευσον εις τούς πεντακοσίους, οί όποιοι υπήρξαν
θεαταί του άναστάντος. Έάν δεν θέλης νά πιστεύσης
είς αυτούς, πίστευσον είς τον Παύλον, ό οποίος,
φανατικός πριν εχθρός τοϋ Χριστοϋ, έγένετο μετά
ταϋτα διαπρύσιος κήρυξ τής άναστάσεώς του.
Ό λ ο ι αυτοί υπήρξαν μάρτυρες πού παρέχουν
όλα τά έχέγγυα μιας κατά πάντα άληθοϋς μαρτυρίας.
Ά λ λ ’ εκτός αυτών υπάρχουν καί άλλοι μάρτυρες.
Είνε εκείνοι οί νεκροί, οί οποίοι έν τώ όνόματι
τοϋ άναστάντος Κυρίου άνεστήθησαν έκ τών τάφων.
Καί όχι μόνον τά έμψυχα, αλλά καί τά άψυχα,
ώς είνε ό κενός τάφος, τά έντάφια σπάργανα καί
τό σουδάριον, τά όποία εύρέθησαν ανέπαφα, ώς
είχον, μαρτυρούν καί αυτά τήν άνάστασιν τοϋ Κυρίου.

Καί νεώτεραι μαρτυρίαι


ΚΑΙ είς τάς μαρτυρίας αύτάς, αγαπητοί μου,
πρέπει νά προστεθούν νεώτεραι μαρτυρίαι. Είνε αί
μαρτυρίαι Εβραίων ραββίνων, οί οποίοι μελετήσαντες
τό Εύαγγέλιον έπίστευσαν καί ώμολόγησαν, δτι ό
Χριστός είνε αληθινός Θεός. Είνε ακόμη αί μαρτυρίαι
συγχρόνων άθέων καί διωκτών τοϋ Χριστοϋ, οί όποιοι
κάτω άπό τήν πικράν πείραν τών γεγονότων αναγκά­
ζονται νά ομολογήσουν δτι, έάν ποτε ό κόσμος
θεραπευθή έκ τών δεινών τά όποία πάσχει, ένα
θά είνε τό φάρμακον, ή πίστις είς τον Χριστόν.
40
Μύριαι φωναί μαρτυρούν οτι δέν υπάρχει ύπό τά
άστρα τοϋ ούρανοϋ άλλο άνομα ικανόν νά σώση
τον κόσμον, εϊμή τό όνομα τοϋ Χριστοϋ. Αυτός
είνε ή ζωή καί ή άνάστασις.
Εις τον Χριστόν, εις τήν δύναμιν τής άναστάσεως
του, έπίστευον αΐ γενεαί τών Ελλήνω ν. Κάτω από
τήν σκλαβιάν τοϋ Τούρκου, μέσα εις τό βαθύ
έκεΐνο σκότος τεσσάρων αιώνων, ή άνάστασις τοϋ
Κυρίου ήτο ό πολικός άστήρ, προς τον όποΤον
έν πίστει ήτένιζον. Έπίστευον ότι, όπως άνέστη
ό Κύριος τριήμερος έκ τοϋ τάφου, έτσι θά άναστηθή
έκ τοϋ τάφου τής δουλείας καί τό έλληνικόν
έθνος. Ούδεμία περί τούτου άμφιβολία. Δ ι’ αυτό
ή Άνάστασις έωρτάζετο μετά βαθυτάτης συγκινήσεως
εις τά υπόδουλα μέρη. Λέγοντες άνάστασιν ήννόουν
καί τήν άνάστασιν τοϋ έθνους. Χριστός άνέστη,
Ε λλά ς άνέστη, θ’ άναστηθή οπωσδήποτε! 'Η Άνά-
στασις δέν ήτο ένας ωραίος μϋθος, άλλ’ ήτο μία
πραγμαπκότης, ένας ήλιος πού έφώτιζε καί έθέρμαινε
τάς γενεάς.
Χριστός άνέστη! Βουνά καί κάμποι, ποταμοί καί
λίμναι καί θάλασσαι, ναοί καί τάφοι προγόνων,
γνωστών καί άγνωστων ήρώων, άντιλαλοΰν ’Αληθώς
άνέστη.

ΣΗΜ ΕΙΩ ΣΙΣ. Σχετικόν μέ τό θέμα τοϋ ανωτέρω άρθρου


εΤνε και τό αρθρον μας «Τό θαϋμα των θαυμάτων», τό
όποΤον έχει σ υμπ εριληφ θή εις τό ήμέτερον βιβ λ ίο ν «Θαύματα»
(Ά θή ν α ι 1968, σελ. 161 - 176), εις τό όποΤον καί παραπέμπομεν
τον φ ίλον άναγνώστην.

41
Ο ΚΟΚΚΟΣ ΤΟΥ ΣΙΤΟΥ

« ’Α μ ή ν ά μ ή ν λ έ γ ω ύμΤν, έά ν μ ή ό κ ό κ κ ο ς του
σ ίτο υ π ε σ ώ ν εις τη ν γ η ν ά π ο θ ά ν η , α υ τό ς μ ό ν ο ς
μ έ ν ε ι έ ά ν δ ε ά π ο θ ά ν η , π ο λ ύ ν κ α ρ π ό ν φ έρ ει»
( ‘Ιωάν. 1 2 ,2 4 )

Ι ΕΙΝΕ ένας κόκκος σίτου; Έ ν α έλάχιστον


Τ πράγμα. Τί όμως προέρχεται εκ του ελάχιστου
τούτου πράγματος όλοι γνωρίζομεν. Ό λ ο ι εϊμεθα
θεατα'ι της σποράς και τοϋ θερισμού.

Τό μέγα έκ τοϋ μικροϋ

ΑΛΑ’ έάν ηθελεν ύποτεθη ότι υπάρχει άνθρωπος,


ό όποιος δεν έχει ϊδει ποτέ κόκκους σίτου, ώς
καί άλλα σπέρματα φυτών καί δένδρων, καί δεν
γνωρίζει οποίαν δύναμιν έγκρύπτει ένας κόκκος,
έπιδείξωμεν δε εις τον άνθρωπον αυτόν ένα κόκκον
σίτου καί τοϋ εϊπω μεν «Βλέπεις τό μικρόν τούτο
πράγμα; Κάνει θαύμα. Θά τό θάψω εις την γην,
θά σαπίση, καί από τά σπλάγχνα της γης θά
έξέλθη ένα άλλο πράγμα, πολύ μεγαλύτερον α π ’
αυτό, πράσινον, λευκόν, χρυσίζον, πού θά υψώνεται
42
προς τά άνω λεπτόν και κομψόν και ανθεκτικόν
εις τούς άνεμους, φέρον εις την κορυφήν στέμμα,
άδαμάντων πολυτιμότερον, τον καρπόν αύτοϋ, όχι
πλέον από ένα κόκκον, όπως ήτο εις την αρχήν,
άλλ’ από πολλούς κόκκους, 30, 60, 100, τοποθετημέ­
νους θαυμασίως εις ειδικός θήκας ομοιομόρφους,
ώς νά έχουν κατασκευασθή εις τό τελειότερον
έργοστάσιον τού κόσμου»· εάν ταϋτα έλέγομεν εις
τον άνθρωπον πού θά ήγνόει τί είνε κόκκος σίτου,
νομίζετε οτι θά έπίστευεν είς τά λεγόμενό μας;
«’Αδύνατον», θά μάς έλεγεν, «εκ τού μικρού τούτου
πράγματος νά προέλθη τό θαυμάσιον πράγμα πού
περιεγράψατε. Διότι πώς ήμπορεΤ νά γίνη τούτο;
Πώς εκ μικρού τό μέγα; Πώς εκ τών ολίγων τά
πολλά; Πώς έκ τής σήψεως ή ζωή; Πώς;...». Καί
αν μετ’ ολίγον σε ϊδη νά κρατής δισάκκιον πλήρες
κόκκων σίτου καί νά μεταβαίνης εις τον αγρόν
καί νά σκορπίζης είς δλον τό έδαφος τον σίτον
καί νά θάπτης τούς κόκκους κάτω από την επιφάνειαν
τής γή ς πού άνοίγει τό άροτρον, ασφαλώς θά
γελάση είς βάρος σου καί θά ε’ίπη· «Πόσον παράξενος
καί μωρός άνθρωπος! Τί νόημα ήμπορεΤ νά έχη
ή παράδοξος αυτή ένέργειά του!».
’Α λλά σύ, πού θάπτεις τούς κόκκους είς την
γήν, γνωρίζεις τί κάνεις. Καί δεν επηρεάζεσαι
από τον άνθρωπον πού γελά με την ένέργειάν
σου έπειδή οϋτος δεν γνωρίζει τί σημαίνει κόκκος
καί τί δύναται νά προέλθη από τον κόκκον. Σύ
γνωρίζεις δτι ή πραγματικότης θά νικήση εν καιρώ
την δυσπιστίαν ή απιστίαν, με την όποιαν βλέπει
43
ό άλλος τώρα τό έργον σου. Συ έκανες τό έργον
σου με πίστιν και ελπίδα. Σύ έσπειρες. Σύ έκρυψες
τούς κόκκους υπό την γην. Σύ ένεπιστεύθης αυτούς
εις την μητέρα γην.

Τό θαύμα τού μυστικού εργαστηρίου


της φύσεως
Ο ΧΕΙΜΩΝ ηλθεν. Ό ουρανός έβρεξεν. Ή
γη έποτίσθη, έπλήσθη ύδάτων. Τό βήμα βυθίζεται
εις την λάσπην. Τίποτε δέν φαίνεται επί της
έπιφανείας της γης. Ά λ λ ’ έρχεται ή άνοιξις, καί
σύ τότε δύνασαι νά παραλάβης τον δύσπιστον
άνθρωπον καί νά τον όδηγήσης είς τον άγρόν
δπου έσπειρες. Ό π ο ιο ν θέαμα παρουσιάζεται τώρα
ενώπιον τών οφθαλμών του! Ή γη αγνώριστος.
Ή γυμνή καταστόλιστος. Ή ξηρά κατάφυτος. Κάτω
άπό τάς πνοάς τών ανέμων μία πράσινη θάλασσα
φαίνεται κυμαινομένη. Μικρά παιδία πού εισέρχονται
είς τον χώρόν της γίνονται αθέατα. Υ περκαλύπτονται.
Ά λ λ ’ αί μητέρες των δεν άνησυχοϋν. Μία φωνή
αρκεί διά νά έξέλθουν δροσερά καί χαρωπά άπό
την θάλασσαν τοϋ πρασίνου, την χαράν αυτήν
τοϋ γεωργοϋ, πού ποτέ δέν ποτίζει μέ πικρίας,
δπω ς ποτίζει ή κυανή θάλασσα, ή πνίγουσα τον
άνθρωπον μέ τ’ άφρισμένα κύματά της. Ή πράσινη
θάλασσα είνε οί μυριάδες στάχυες πού προήλθον
άπό τήν σποράν. Αί κορυφαί των, κατάφορτοι άπό
τον καρπόν, λυγίζουν προς τά κάτω καί αναμένουν
τον θερισμόν. Χάρμα οφθαλμών, άληθής θησαυρός,
ανταμοιβή τών κόπων, ευλογία τοϋ ούρανοϋ, θαϋμα
45
πού συντελειται άθορύβως εντός των μυστικών
εργαστηρίων της φύσεως.
Έ ν α ς κόκκος σίτου νά έγκλείη τόσον μυστηριώδη
δύναμιν! Ό τ α ν πρό τινων δεκαετιών ήνοίχθη τάφος
φαραώ τίνος της Αίγυπτου, μεταξύ των άλλων
αντικειμένων εύρέθη εν τώ τάφω και δοχεΤον περιέχον
σίτον. Ό τάφος είχεν ηλικίαν τριών καί πλέον
χιλιάδων ετών. Ή ρώτησέ τις· Έ άν σπαρη ό σίτος
αυτός, θά φυτρώση; ’Αδύνατον, άπήντησαν οί άλλου
μετά τρείς χιλιετίας ή ζωτική δύναμις τού σίτου
θά έχη νεκρωθή. Έ ν τούτοις ό σίτος έσπάρη καί
έφύτρωσε καί έδωκεν ώραίους στάχυς. Πόσον θαυ­
μαστόν φαινόμενον!
Πόσα θαυμαστά πράγματα δεν γίνονται καθημερι­
νώς έν τώ φυσικώ κόσμω! ’Αλλά δυστυχώς ημείς
οί άνθρωποι έχομεν συνηθίσει εϊς την θέαν τών
πραγμάτων τούτων καί δεν μάς προκαλοϋν την
έντύπωσιν, την οποίαν θά μάς προεκάλουν έάν
κεκρυμμένοι έντός σκοτεινού σπηλαίου έξηρχόμεθα
έκείθεν καί διά πρώτην φοράν έβλέπομεν αυτά.
Έ κ τών χειλέων μας τότε θά ήκούετο φωνή θαυμα­
σμού' «Ώ ς έμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα
έν σοφία έποίησας» (Ψαλμ. 103,24).

Κήρυξ τής άναστάσεως τών νεκρών

Ο ΚΟΚΚΟΣ τού σίτου, ό οποίος σπείρεται εϊς


τήν γην καί άνίσταται εϊς νέαν ζωήν, χρησιμοποιείται
έν τή Καινή Διαθήκη ώς εϊκών καί παράδειγμα
αιωνίων αληθειών.
46
Έ ν Κορίνθω, δπου έκήρυξεν ό κορυφαίος τών
αποστόλων, ό άπόστολος Παϋλος, ύπήρχον άνθρω­
ποι, οί οποίοι δέν έπίστευον εις την θεμελιώδη
αλήθειαν τής θρησκείας μας, εις την άνάστασιν
τών νεκρών. Ή σ α ν επηρεασμένοι άπό υλιστικά
διδάγματα τής έποχής, άπό τά κηρύγματα τών
επικούρειων φιλοσόφων, οί οποίοι και έν Ά θήναις
έχλεύασαν τον άπόστολον Παΰλον, δταν ουτος
εκ τοϋ βήματος τοϋ Ά ρείου Πάγου έκήρυξε την
άνάστασιν τών νεκρών. Προς άνθρώπους λοιπόν
άπιστοϋντας είς τό κήρυγμα τής άναστάσεως άπευθυ-
νόμενος ό άπόστολος τών εθνών, διά νά τούς
πείση δέν ήνοιξε τάς Γραφάς διά νά λάβη έκεΐθεν
επιχειρήματα υπέρ τής άναστάσεως τών νεκρών,
διότι αυτοί δέν έπίστευον εις τάς Γραφάς, άλλ’
ήνοιξε τό άλλο βιβλίον, τής φύσεως, τοϋ οποίου
συγγραφεύς είνε επίσης ό Θεός, καί άπ’ έκεΐ
έλαβε την εικόνα τής άναστάσεως τών νεκρών.
Ά φ ρ ο ν, λέγει ό άπόστολος Παϋλος, σύ πού
άρνείσαι την άνάστασιν τών νεκρών, δέν βλέπεις
τί γίνεται είς τον φυσικόν κόσμον; Σύ ό ίδιος, ό
άσθενής καί άδύνατος άνθρωπος, δέν γίνεσαι συνερ-
γός θαύματος; Σύ δέν σπείρεις τον σπόρον τοϋ
σίτου, δέν τον θάπτεις έντός τής γής, καί αυτός,
άφοϋ σαπίση προηγουμένως, δέν ζωντανεύει κατόπιν
καί δέν γίνεται ένας λαμπρότατος στάχυς; Καί
αυτό, πού γίνεται εις τον κόκκον τοϋ σίτου, δέν
γίνεται καί μέ δλους τούς άλλους σπόρους; Ά π ό
κάθε σπόρον δέν προέρχεται καί ένα φυτόν ή
δένδρον συμφώνως προς τό σχέδιον τοϋ Θεοϋ;
47
Πως λοιπόν άπιστεΤς εις την άνάστασιν; ’Ιδού επί
λέξει οι λόγοι ιού άποστόλου·
«’Ά φρον, συ δ σπείρεις, οι3 ζωοποιείται έάν μή
άποθάνη- και δ σπείρεις, ού τό σώμα το γενησόμε-
νον σπείρεις, αλλά γυμνόν κόκκον, εί τύχοι
σίτου ή τίνος τών λο ιπ ώ ν ό δε Θ εός αύτώ
δίδωσι σώμα καθώς ήθέλησε, και έκάστω τών
σπερμάτων τό ϊδιον σώμα» (Α ' Κορ. 15,36-38).

Ναί, αγαπητέ! Κάθε στάχυς, πού κατά την άνοιξιν


υψώνει την κεφαλήν του προς τά άνω, είνε κήρυξ
τής άναστάσεως τών νεκρών. Με τον ίδικόν του
τρόπον κηρύττει· «Άνάστασιν Χρίστου θεασάμενοι
προσκυνήσω μεν άγιον Κύριον Ίησοϋν τον μόνον
άναμάρτητον». ’Αλλά μήπως και τά κόλλυβα, πού
έξ άρχαιοτάτης παραδόσεως χρησιμοποιεί ή Ε κ κ λ η ­
σία είς τά μνημόσυνα τών νεκρών, δεν είνε μία
ύπόμνησις δπ, δπω ς οί κόκκοι τού σίτου θαπτόμενοι
έν τη γη άνίστανται εϊς νέαν ζωήν, ουτω και οί
προσφιλείς μας νεκροί θαπτόμενοι εϊς τούς τάφους
θ’ άναστηθοϋν, θά προσλάβουν νέα σώματα, ένδοξα,
άφθαρτα, ουράνια, διαφέροντα από τά σημερινά
σώματά, καθώς διαφέρει ό ώραίος στάχυς από τον
γυμνόν κόκκον τού σίτου;

’Αληθής κόκκος σίτου


ό Κύριος ’Ιησούς Χριστός

Ο ΚΟΚΚΟΣ ΤΟΥ ΣΙΤΟΥ έλάχιστον πράγμα.


Καί δμως λόγω τών θαυμαστών ιδιοτήτων του είνε
48
πολυτιμότερος χρυσοϋ και άδαμάντων. Έ ξ αύτοΰ
πολλαπλασιαζομένου ζή και συντηρείται ή άνθρωπό-
της. Έ ν μέσω δε άδαμάντων και χρυσίου, εάν
σΤτος δεν ύπάρχη, ό άνθρω πος άποθνήσκει ως
άλλος Μίδας. Ά λ λ ’ εδώ είνε το μέγα μυστήριον,
πού παρακαλοϋμεν νά προσέξετε και νά πιστεύσετε,
πιστεύοντες δέ νά ευχαριστήσετε καί νά δοξάσετε
τον Κύριον.
Ό άληθής κόκκος τού σίτου εΤνε ό Κύριος
ημών ’Ιησούς Χριστός. ’Ά ν καί ήτο Θεός, έφόρεσε
σάρκα καί έγένετο ορατός. Εις τά όμματα τών
άνθρώπων έφάνη ώς μικρός τις καί ταπεινός άνθρω­
πος, άνευ δόξη ς καί μεγαλοπρεπείας, ώς άνθρωπος
δστις έφαίνετο δτι ευκόλως ήδύνατο νά συντριβή
καί νά έξαφανισθή. Έ άν έφονεύετο καί έθάπτετο
έν τη γη -έσκέπτοντο οί εχθροί του-, θά έδίδετο
οριστικόν τέρμα εις την ζωήν του. Ά λ λ ά τό
αντίθετον συνέβη. Ό θάνατος δεν τον έξηφάνισε.
Ό τάφος δεν έγινε τό τέρμα τής ζω ής τού Ναζωραίου.
Έ κ τού τάφου άνέτειλεν ή ζωή. ’Αντί τών ολίγων,
οι οποίοι τον ήκολούθουν δτε έζη, άναρίθμητον
πλήθος πιστών προσετέθησαν εις την αγίαν παράτα-
ξίν του μετά τον θάνατον καί την άνάστασίν του.
Τον διά τού σταυρού καί τής άναστάσεως θρίαμβόν
του ό ίδιος προφητεύων ειπ εν «’Α μ ή ν άμήν λέγω
ύμϊν, έάν μή ό κόκκος τοϋ σίτου πεσών εις την
γην άποθάνη, αύτός μό νο ς μ έ ν ε ι έάν δε άποθάνη,
πολυν καρπόν φέρει» (Ίωάν. 12,24). Πράγματι ό
Κύριος ώς γυμνός κόκκος σίτου ταφείς έν τή γή
άνεβλάστησε καί έφερε καρπόν πολύν. Ά νέδειξεν
50
άποστόλους, πατέρας, μάρτυρας, οσίους, δικαίους,
μυριάδας, άναρίθμητον πλήθος αγίων.
Ιδ ο ύ λοιπόν ό αληθής κόκκος σίτου. Διό καί
τό προς αυτόν έγκώμιον έν τώ έπιταφίω θρήνφ·
«Ώ σπερ σίτου κόκκος
υποδυς κόλπους γης,
τον πολύχουν άποδέδω κας άσταχυν,
άναστήσας τους βροτους τούς έ ξ Άδάμ».

Αί ιδέαι κ α ρ π ο φ ορ ο ύ ν μέ θυσ ία ς

ΑΛΑ’ ουτω πως μαρτυρήσας και δοξασθείς ό


Κύριος άφήκεν ήμίν παράδειγμα, δτι ούδέν αγαθόν,
ούδεμία ιδέα δύναται νά καρποφορήση πλουσίως,
έάν έκεΐνος ό όποΤος κηρύττει την ιδέαν, την
χριστιανικήν ιδέαν, δεν είνε έτοιμος προς θυσίαν.
Πρέπει καθημερινώς νά θυσιάζεται. Πρέπει και τό
αίμά του νά προσφέρη υπέρ τής καρποφορίας τής
χριστιανικής ιδέας. Διότι τό αίμα τών μαρτύρων,
δπω ς είπε καί αρχαίος απολογητής, είνε ό σπόρος
τού χριστιανισμού.
Ό π ο υ αγωνίζονται καί θυσιάζονται καί πίπτουν
οι χριστιανοί ώς μάρτυρες υπέρ τών ώραίων ιδανικών
τής πίστεώς μας, έκεϊ τό δένδρον τού χριστιανισμού
άναβλαστάνει νέους κλάδους, καί νέα ζωή, νέα
πρόοδος παρατηρεΤται, καί νέα έπιβεβαίωσις τού
λόγου τού Κυρίου γίνεται' «Έάν μή ό κόκκος του
σίτου πεσώ ν εις την γην άποθάνη, αυτός μό νο ς
μ έ ν ε ι έάν δέ άποθάνη, πολύν καρπόν φέρει»
(Ίωάν. 12,24). Ά νπθέτω ς δέ, δπου ή θυσία λείπει
51
και επικρατεί ή ιδιοτέλεια, τό ελεεινόν συμφέρον,
ή επάρατος φιλαυτία, εκεί ό χριστιανισμός παραμένει
ακαρπος. Μένει μόνον κατ’ όνομα. Ό δε κατ’
όνομα χριστιανισμός είνε ή μεγαλυτέρα συμφορά
της άνθρωπότητος.
Ώ ΓΧριστέ! Βοήθει ήμϊν τη άπιστία. Διάνοιξον
τούς οφθαλμούς της διανοίας διά νά ϊδωμεν καί
νά αϊσθανθώμεν ότι ή οδός της ύπερτάτης θυσίας,
την όποιαν σύ έβάδισες, είνε ή οδός ή οποία
οδηγεί εις την άνάστασιν. Δ ός καί είς ημάς ν ’
άκολουθήσωμεν την οδόν της θυσίας, όσονδήποτε
καί άν μάς στοιχίση. Δ ός όπως έκαστος έξ ημών
έν τώ άγρώ τής Ε κκλησίας σου γίνη κόκκος
σίτου, ό οποίος ν’ άποθάνη διά νά φέρη καρπόν,
όπως σύ άπέθανες καί έφερες καρπόν πολύν.
Δ ός άκόμη, Κύριε, εις τον αιώνα τούτον τής
ύλοφροσύνης, νά πιστεύωμεν άκραδάντως ότι καί
ήμείς μίαν ημέραν θ’ άναστηθώμεν έκ τών τάφων,
όπως ό κόκκος έκ τής γής άνίσταται είς νέαν
ζωήν.

Δέν βλέπετε;

«Καθώς τό σιτάρι όπού πίπτει είς την γην, άνίσως καί


δέν βρέχη νά σαπηθή νά γίνη ώσάν χυλός, δέν φυτρώνει,
έτσι καί ήμεϊς όπού άποθνήσκομεν καί θαπτόμεθα είς την
γην. Άνίσως καί δέν έθάπτετο πρώτον είς τον τάφον ό
Χριστός μας, δέν μά ς έπότιζε την ζωήν την αιώνιον καί
την άνάστασινε Δέν βλέπετε φανερά τά χόρτα πώς τά
άνασταίνει ό θεός άπό την γην κ α τ ’ έτος;»
ΚΟ ΣΜ ΑΣ Ο Α1ΤΩΛΟΣ
(Διδαχαί, σελ. 188)

52
Ο ΑΝΑΤΕΙΛΑΣ ΗΛΙΟΣ

« Ά ν α τ ε ίλ α ν τ ο ς το ϋ Ή λιου»
(Μ άρκ. 1 6,2)
«Και ο ύ κ ε σ τιν δ ς ά π ο κ ρ υ -
β ή σ ε τα ι τή ς θ έ ρ μ η ς αυτοΰ»
(Ψ αΑμ. 1 8,7)

ΗΛΙΟΣ! Μακράν, πολύ μακράν από την έπκρά-


Ο νειαν της γη ς εύρίσκεται. Τεραστία είνε ή
άπόστασις πού μάς χωρίζει. Έ άν υπήρχε δρόμος
εκ γη ς προς τον ήλιον, ή λ ι ό δ ρ ο μ ο ς , τό μηκός
του θά ητο 149.500.000 χιλιόμετρα. Έ άν ή παραμεθό­
ριος γραμμή τής πατρίδος μας από Κέρκυρας
μέχρις "Εβρου είνε περίπου μία χιλιάς χιλιομέτρων,
θά πρέπη νά διατρέξωμεν 150.000.000 φοράς την
παραμεθόριον ταύτην διά νά εϊπωμεν δτι διηνύσαμεν'
την μεταξύ ήλίου και γης άπόστασιν. Καί δμως
εκ τόσης ίλιγγιώδους άποστάσεως έρχεται προς
ημάς τό φως, ή θερμότης, ή ζωή. Ό ήλιος είνε
αναπόσπαστος σύντροφος τής ζω ής μας. Ό ήλιος
είνε έν μέσω ήμών. Μάς φωτίζει, μάς θερμαίνει
μάς ζωογονεί. Είνε μία θάλασσα φωτός, ένας
ωκεανός άπεράντου ένεργείας. Ή γή ώς νήπιον
53
λικνίζεται μέσα είς κύματα φωτός πού ακτινοβολεί
τό φωτεινόν αστρον τής ημέρας.

Ή ηλιακή ενέργεια

Ο Η Λ Ι Ο Σ ! Έ άν ύποτεθή δτι έσβηνε καί ή


επιστήμη έπεχείρει ν’ άντικαταστήση τον φωτισμόν
καί την θερμότητά του με αλλα μέσα, δλος ό
άνθραξ, δλον τό πετρέλαιον καί δλαι αϊ αλλαι
καύσιμοι ΰλαι πού διαθέτει ό πλανήτης μας, έάν
έπεστρατεύοντο προς άναπλήρωσιν τού ηλιακού
φωτός, μόλις θά έπήρκουν διά νά μάς δώσουν...
λιακάδα 100 ήμερω ν καί μετά, σκότος καί ψύχος
δριμύτερον τών παγετώνων τού Βορρά. ’Ώ ό ήλιος,
αυτός ό μέγας φωστήρ, δν έποίησεν ό Κύριος!
Κύριε, δόξα σοι τώ δείξαντι τό φώς!
Ό ήλιος! Ω κ εα νός πυρός. Ά λ λ ’ ας κάνωμεν
τώρα μίαν άλλην ύπόθεσιν. Έ άν ή έπιστήμη εϋρισκε
τρόπον νά αίχμαλωτίση τάς άκπνας τού ήλιου, τό
μέρος τών άκτίνων πού πίπτουν εις τήν γήν, ν’
άξιοποιήση δηλαδή τήν τεραστίαν αυτήν ένέργειαν
τού πυρός, τότε δλαι αί μηχαναί, δλα τά έργοστάσια
τής Α μερικής καί τής Ευρώπης θά έκινοΰντο,
δλαι αί πόλεις έν καιρώ νυκτός θά έφωτίζοντο
καί θά έθερμαίνοντο άπό τό φώς πού τώρα άσύλλη-
πτον διαχέεται είς τό άπειρον.
Ή έπιστήμη σήμερον καταγίνεται είς τήν άξιοποίη-
σιν τής ήλιακής ένεργείας. Μελετά τούς τρόπους,
διά τών οποίων ό άνθρωπος θά έπεκτείνη τήν
κυριαρχίαν του μέχρι τών ήλιακών άκτίνων, θά
54
γίνη κάτοχος τής ηλιακής ένεργείας, χρησιμοποιών
ταύτην ώς υπηρέτριαν τών έργων του. Ή έπιστήμη
προ δεκαετιών ήδη εις τά ινστιτούτα τής Μασσαχου-
σέττης τής Α μερικής έκανε τά πρώτα πειράματά της.
Έ ξω δεύθησαν από τότε ποσά αμύθητα διά την
κατασκευήν ειδικών κατόπτρων, με τήν έπκράνειάν
των έστραμμένην προς τον δίσκον τού ήλίου διά
νά συγκεντρώνουν τάς ακτίνας αύτοϋ. Έ πί τών
ημερών μας δέ πολύς λόγος γίνεται διά τήν
έκτόξευσιν είς τό διάστημα δορυφόρων παραγωγής
ηλεκτρικής ένεργείας, οι οποίοι θά τροφοδοτούνται
άπό τήν ηλιακήν ένέργειαν.
Ό ήλιος διά τής έπιστήμης πλησιάζει καί ευεργετεί
περισσότερον τήν γήν.

Έ κ τών αισθητών εις τά νοητά


ΑΛΛΑ ΔΙΑΤΙ, θά μάς εϊπητε, γράφονται τά
ανωτέρω περί ηλιακής ένεργείας; Διά νά ίκανοποιηθή
άπλώς ή περιέργεια τών αναγνωστών διά τά καινά
καί τά περίεργα; ’Αλλά ταϋτα ευρίσκουν αφθονα
οί άναγνώσται είς τά έπιστημονικά βιβλία καί περιοδι­
κά πού κυκλοφορούν. Τότε λοιπόν διατί γράφονται;
Μ ήπως διά νά έπιδείξη γνώσεις ό γράφων τάς
γραμμάς ταύτας; Ό χ ι. Ό σκοπός είνε άλλος. Ό
σκοπός μας είνε, δπω ς ή διάνοια τών φίλων
αναγνωστών βοηθηθή ν’ άνυψωθή έκ τού φυσικού
είς τον υπερφυσικόν κόσμον, έκ τών ορατών εϊς
τά άόρατα, έκ τών αισθητών είς δλα έκείνα τά
πνευματικά καί άυλα, τών οποίων εικόνες καί
σύμβολα είνε τά υλικά τής φύσεως φαινόμενα.
55
’Από της άπόψεως ταύτης θεωμένη ή φ ύ σ ι ς
ε ί ν ε μία ε ι κ ο ν ο γ ρ α φ η μ έ ν η ά γ ί α Γ ρ α φ ή .
Δ έν υπάρχει διδασκαλία τής αγίας Γραφής, ή
οποία νά μη εύρίσκη τό άνάλογον παράδειγμα
μέσα είς τάς σελίδας του μεγάλου βιβλίου πού
λέγεται φυσικός κόσμος. Ό λ α δσα υπάρχουν έν
τη φύσει, έάν τά παρατηρήσωμεν με βλέμμα πιστού,
με μυστικήν τινα διάθεσιν, θά μάς ομιλήσουν διά
τον Δημιουργόν, πού εΤνε ό ί'διος ό ποιητής, ό
συγγραφεύς καί τών δύο βιβλίων, τής αγίας Γραφής
καί τής φύσεως. Έ ξ δλων τών δημιουργημάτων
άκούεται μυστική τις φωνή, τήν οποίαν θαυμασίως
έκφράζει ό Δαυίδ είς τον 148ον ψ α λ μ όν « Α ι ν ε ί τ ε
α υ τ ό ν ή λ ι ο ς κ α ί σ ε λ ή ν η , α ίν ε ΐ τ ε α υ τ ο ν
π ά ν τ α τ ά ά σ τ ρ α κ α ί τ ό φ ώ ς » (Ψαλμ. 148,3).

Ή λ ιο ς ό Χ ριστός
ΣΥΜΦΩΝΩΣ προς τήν έννοιαν αυτήν ό ήλιος,
περί τού οποίου έγράφησαν τ’ άνωτέρω, έάν είχε
γλώσσαν, θά ήδύνατο νά μάς εϊπη·
«’Άνθρωποι! Με θαυμάζετε; Ά λ λ ’ έγώ δέν είμαι
θεότης, δπως μέ έλάτρευσαν οί άρχαίοι λαοί καί
μέ λατρεύουν άκόμη οί πυρολάτραι τής Περσίας.
Είμαι άπλώς ένα από τ’ άναρίθμητα δημιουργήματα.
Είμαι μία εϊκών, ένα παράδειγμα τής δυνάμεως
Εκείνου, ό οποίος μ’ έδημιούργησε. Μέ δσην
ευκολίαν άνάπτετε σείς τήν ηλεκτρικήν σας λάμπα,
έτσι μέ ήναψεν έκεΐνος. "Ισταμαι λοιπόν έδώ υψηλά
καί κηρύττω είς πάσαν τήν ύφήλιον τό κήρυγμα
τούτο· Ύ περάνω έμού υπάρχει ένας άλλος ήλιος,
56
πνευματικός καί άυλος, πού “φωτίζει πάντα άνθρω­
πον έρχό μ ενο ν εις τον κ ό σ μ ο ν ” (Ίωάν. 1,9). ΕΤνε
ή Θεότης, ή άγια Τριάς, ή Τρισήλιος Θεότης.
"Ηλιος ό Πατήρ, Ή λ ιο ς ό Υιός, Ή λ ιο ς τό άγιον
Πνεύμα. Αϊ πνευματικοί άκτίνες πού έκπέμπει ή
Τρισήλιος Θεότης φθάνουν έως εδώ εις τήν γήν,
καί έγγίζουν τάς καρδίας τών μαθητών τού Χριστού.
Αί ακτίνες αυτού καίουν κάθε τι τό ένοχον καί
άμαρτωλόν, φωτίζουν, θερμαίνουν, ζωογονούν τάς
ψυχάς. Οί πιστοί δλων τών αιώνων ζοΰν μέσα
είς τήν πνευματικήν αυτήν ακτινοβολίαν τής αγίας
Τριάδος. Καί σείς, επιστήμονες -ακούεται τώρα νά
λέγη ό ήλιος-, κατασκευάζετε κάτοπτρα καί με
πολύπλοκους ώρολογιακούς μηχανισμούς τά στρέφε­
τε από τό πρωί έως τό βράδυ προς τό πρόσωπόν
μου διά ν’ αντλήσετε από εμέ φώς, θερμότητα-
άλλά διατί, παρακαλώ, δέν φροντίζετε νά στραφήτε
μέ τήν ιδίαν επιμέλειαν προς τον “ ά ν α τ ε ί λ α ν τ a
" Η λ ι ο ν ” (Μάρκ. 16,2), π ρ ο ς τ ο ν έ κ ν ε κ ρ ώ ν
ά ν α σ τ ά ν τ α Χ ρ ι σ τ ό ν ; Διατί δέν κάνετε τάς
ψυχάς σας ήλιοτρόπια, π ν ε υ μ α τ ι κ ά κάτο­
π τ ρ α (*), διά νά συλλέξουν τάς ακτίνας πού έκπέμπει

Ο Ό τι ή καθαρά καρδία τοΰ πιστοϋ καί άναγεγεννημένου


ανθρώπου γίνεται κάτοπτρον της θείας δόξης, τοϋτο διδάσκει
πρώτος ό κορυφαίος άπόστολος Παϋλος λέγων έν τη προς
Κορινθίους δευτέρα αύτοΰ έπιστολή- «’Η μείς δέ πάντες άνακεκα-
λυμμένω προσώ πω τήν δ ό ξα ν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν
αύτήν εικόνα μ ετα μ ορφ ούμεθ α άπό δ ό ξ η ς είς δόξαν, καθάπερ
άπό Κυρίου Π νεύματος» (Β' Κορ. 3,18). Εις δέ τήν ύμνωδίαν
τής Εκκλησίας μας οί διά τής άσκήσεως καί μιμήσεως τοΰ
Κυρίου εις μεγάλα υψη άνελθόντες άγιοι ονομάζονται κάτοπτρα,
μέσα είς τά οποία φαίνεται ή ένδοξος είκών τοΰ Κυρίου.
57
Βλέποντες τούς άγιους είνε ώς νά βλέπωμεν τον Κύριον,
τοΰ οποίου τάς άρετάς άντανακλοϋν ο! άγιοι. Ούτως είς
τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης,
έορτάζοντα τήν Β' Κυριακήν τών Νηστειών, ή Εκκλησία
μεταξύ τών άλλων εγκωμιαστικών ύμνων ψάλλει καί τούτον
«’Έ σ ο π τρο ν Θ εοΰ έγένου, Γ ρηγόριε' τό κατ’ εικόνα γάρ
άσπιλον έτήρησας, νοϋν δ έ ήγεμόνα κατά παθώ ν σαρκικών
άνδρικώς ένστησά μενος, τό κ α θ ’ όμοίωσιν ά νελά βο υ■ δ θ εν
οίκος γέγο ν α ς τής άγίας Τριάδος λαμπρότατος».
58
ό Κύριος; Έ άν μέσα εις τον ψυχικόν σας κόσμον
είργάζεσθε, όπως έργάζεσθε μέχρις έξαντλήσεως
μέσα εις τον υλικόν κόσμον, τότε αί ϊδικαί σας
ψυχαί και αί ψυχαί άλλων θά ήσαν έστραμμέναι
προς τον Θεόν και θά ήντλουν ά π ’ έκεΤ φως
και θερμότητα, πού θά ήρκει διά νά φωτίση και νά
διάλυση τά σκότη και τούς παγετώνας του σημερινού
πολιτισμού, ό οποίος παρ’ όλην τήν ήλεκτροφώτισιν
έγινε σκοτεινός καί κρύος, διότι έπαυσε νά φωτίζεται

Ο Η Λ Ι Ο Σ Ε Ι Ν Ε Ο Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ ! ’Α μφιβάλλε­
τε; ’Ανοίξατε λοιπόν τό κατά Αουκάν Εύαγγέλιον
και θά ϊδητε εκεί, ότι δύο άνθρωποι πού έβάδιζον
τήν οδόν των σκεπτικοί, μελαγχολικοί, απογοητευμέ­
νοι άπό τήν ζωήν, μόλις ήλθον είς επαφήν δι’
όλίγην ώραν με τό πρόσωπον τού Θεανθρώπου,
ήσθάνθησαν έντός των μίαν τοιαύτην μεταβολήν,
ώστε έ λ εγ ο ν «Ουχϊ ή καρδία ημών καιομένη ήν
έν ήμϊν, ώς έλάλει ήμϊν έν τη όδω και ώς διήνοιγεν
59
ήμΐν τάς γραφάς;» (Λουκ. 24,32). Οί άνθρωποι
αυτοί εύρέθησαν μέσα εις τήν πνευματικήν ακτινοβο­
λίαν τοΰ Χρίστου. Έφωτίσθησαν καί έθερμάνθησαν.
Τά σκότη καί οί παγετώνες τής ψυχής των διελύθη-
σαν. Φωτεινοί, θερμοί έσπευσαν νά μεταδώσουν
καί εις αλλας ψυχάς τό πυρ, τό φώς.

Ύπό τήν άκτινοβολίαν τοϋ Άναστάντος


Η ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ αναφέρει δτι, δταν ή
πόλις τών Συρακουσών έπολιορκήθη έκ θαλάσσης
μέ τάς ρωμαϊκός τριήρεις, ό Α ρ χ ι μ ή δ η ς ήτο
έκεΐνος, ό οποίος έσπευσε νά σώση τήν πόλιν.
Πώς; Κατεσκεύασε κάτοπτρα, συνεκέντρωσε τάς
ήλιακάς άκπνας, καί τό εχθρικόν πλοϊον πού έτόλμα
νά πλησιάση τά τείχη είς άπόστασιν βολής τόξου
κατεκαίετο πάραυτα μέ τά κάτοπτρα τοϋ Ά ρχιμήδους.
Ή πόλις έγινεν άπόρθητος.
Δύνασαι νά έφαρμόσης τώρα τό παράδειγμα;
Ε χθροί θανάσιμοι προσεγγίζουν τήν πόλιν. Ύ π ό
τήν πόλιν νόει τον εαυτόν σου, τήν οικογένειαν,
τήν κοινωνίαν, τό έθνος. Ποιοι είνε οί εχθροί;
Φρικτά έλαττώματα, κακίαι καί πάθη, πού άπειλοΰν
δ,τι άγιον καί πολύτιμον έχομεν. Ά π ’ αυτούς τούς
εχθρούς κινδυνεύομεν νά ύποδουλωθώμεν, νά χάσω-
μεν τήν πνευματικήν μας ελευθερίαν, νά βυθισθώμεν
είς τά σκότη. Χριστιανοί, προς τί καθήμεθα αδρανείς;
Ά ς ρίψωμεν κατά τής κακίας τ ό π ΰ ρ τ ό σ ω τ ή ­
ρ ι ο ν , εκείνο τό πΰρ τοϋ οποίου αί φ λόγες έφώτισαν
κάποτε τό υπερώον τής Πεντηκοστής (βλ. Πράξ.
2,2-4). Ά ς πιστεύσωμεν άκραδάντως είς τον έκ
60
νεκρών άναστάντα Χριστόν, άς στρέψωμεν τάς
καρδίας προς τά άνω, ας ζητήσωμεν μετά δακρύων
τό Πνεύμα τό άγιον, και τότε ή καρδία μας θά
γίνη κ ά τ ο π τ ρ ο ν , κάτοπτρον της Τρισηλίου Θεό-
τητος, κάτοπτρον πού θά συγκεντρώνη τάς άκτίνας
τού παναγίου Πνεύματος και θ’ άκτινοβολή τό
σωτήριον φως.
Τό φως αυτό όνομάζομεν σ ω τ ή ρ ι ο ν υπό τρι­
πλήν αυτού ιδιότητα. Σωτήριον δταν φ ω τ ί ζ η τά
σκότη, δταν δηλαδή διαλύη τήν άγνοιαν, τάς πλάνας
και τάς αιρέσεις. Σωτήριον δταν θ ε ρ μ α ί ν η , δταν
έξορίζη άπό τήν ψυχήν τάς χλιαρότητας τής πίστεως.
’Αλλά καί σωτήριον δταν π υ ρ π ο λ η , δταν έλέγχη
τό κακόν, οπουδήποτε καί έάν τό συναντήση, δταν
κατακαίη αμαρτωλά συγκροτήματα πού καταπιέζουν
τούς λαούς. Καί εις τήν τελευταίαν αυτήν ενέργειαν
τού φωτός οί πιστοί διαβλέπουν τό πύρ εκείνο,
περί τού οποίου ό προφήτης ’Ιερεμίας έλ εγ εν
« Ο ι λ ό γ ο ι μ ο υ ε ί ν ε ώς π ϋ ρ φ λ έ γ ο ν »
(Ίερ. 23,29), φωτεινοί, θερμοί, αλλά καί κατακαίοντες
τήν άμαρτίαν, δπω ς τά κάτοπτρα τού Ά ρχιμήδους
κατέκαιον τάς τριήρεις τών εχθρών, καί δπως τό πύρ
τού γεωργού κατακαίει τάς άκάνθας καί τούς τριβό­
λους καί έκδιώκει τά έρπετά καί τούς όφεις· τό
έργον αυτό είνε απαραίτητον, Υνα ευθύς άμέσως
έπακολουθήση ή σπορά, ή καλλιέργεια τού κήπου
τών αρετών, αί όποίαι καί αύταί θάλλουν μέσα είς
τήν ακτινοβολίαν τού έκ νεκρών άνατείλαντος
ΗΛΙΟΥ, φ ή δόξα σύν τώ Πατρί καί τώ Πνεύματι
τώ άγίω είς τούς αίώνας τών αιώνων. ’Αμήν.
61
ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Ε Ν ΤΗ ΡΟ Η ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ συμβαίνουν γεγο ­


νότα, τών οποίων ή έπίδρασις επί της άνελίξε-
ως τών ανθρωπίνων πραγμάτων είνε σημαντική. Ά λ λ 5
έάν ύπάρχη ένα γεγονός, τό οποίον ώς προς τήν
έπίδρασιν επί τής άνθρωπότητος ύπερέβη δλα τά
γεγονότα, καί αυτά ακόμη τά θεωρούμενα ώς
σπουδαιότερα, τούτο είνε ή άνάστασις τού Κυρίου.
Ό Χριστός ένίκησε τον θάνατον. Ά νέστη έν νεκρών.
«3Α π α ρ χή τών κεκοιμημένων έγένετο» (Α' Κορ.
15,20)· απαρχή νέου κόσμου, νέας δημιουργίας,
άσυγκρίτως άνωτέρας τής έκ τού χάους προελθούσης
υλικής δημιουργίας.

Ιστορικόν γεγονός

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ώς ιστορικόν


γεγονός έχει τά τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα
παντός ιστορικού γεγονότος. Ταύτα δε είνε τό
πού, τό πότε καί τό πώς.
Ώ ς προς τό πρώτον έρώτημα, π ο ύ έγινεν ή
Άνάστασις, ή άπάντησις είνε εύκολος. Ή Ά νάστασις
έλαβε χώραν έν Ιερουσαλήμ, έξω τών πυλών
αυτής, πλησίον τού Κρανίου τόπου, έντός κήπου,
έντός λαξευτού μνημείου, «έυ φ οόδέπω οόδείς
62
έτέθη» (Ίωάν. 19,41). Ή επί τοϋ τάφου ταχθεΐσα
ρωμαϊκή φρουρά είνε μάρτυς τοϋ πραγματικού
θανάτου καί τής πραγματικής ταφής τοϋ Κυρίου.
Δέν έφύλαττον κενόν τάφον οι 'Ρωμαίοι στρατιώται,
άλλ’ έφύλαττον τάφον, έντός τοϋ οποίου ύπήρχεν
ό Νεκρός· τάφον έσφραγισμένον.
Ε π ίσ η ς εύκολος είνε ή άπάντησις εις τό δεύτερον
έρώτημα, είς τό π ό τ ε έγινεν ή Άνάστασις. Έ κ
τής διηγήσεως τών τεσσάρων ευαγγελιστών συνάγεται
τό συμπέρασμα, δτι κατά τάς μεταμεσονυκτίους
ώρας, προ τής ανατολής τοϋ ήλίου τής «μιας τών
σαββάτων» (Ματθ. 28,1· Μάρκ. 16,2· Λουκ. 24,1'
Ίωάν. 20,1), δηλαδή τής Κυριακής, έλαβε χώραν
τό συνταρακτικώτατον γεγονός. Α κριβής δμως ώρα
δέν δύναται νά προσδιορισθή.
Ά ς έχουν τοϋτο ύ π ’ όψιν όσοι ερίζουν περί
τήν ακριβή ώραν, κατά τήν οποίαν δέον νά τελήται
ή ακολουθία τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου. ΉμεΤς
θεωροϋμεν όρθοτέραν τήν γνώμην τών φρονούντων
δτι ώς προς τον χρόνον τής Ά ναστάσεως άκριβέστε-
ρον είνε νά τελήται αϋτη κατά τάς τελευταίας
ώρας τής νυκτός, ύποφωσκούσης τής ήμέρας τής
Κυριακής τοϋ Πάσχα (πρβλ. Ματθ. 28,1). Οϋτως
έωρτάζετο παλαιότερον καί εξακολουθεί νά εορτάζε­
ται εις τινας ίεράς μονάς. Τό νά τελήται ή Ά νάστασις
περί τό μεσονύκτιον προήλθε μάλλον έκ τής
άνυπομόνου διαθέσεως πολλών, έπιθυμούντων ΐνα
τό συντομώτερον λήξη ή έκκλησιαστική τελετή
καί έπιδοθοϋν άκολούθως είς γαστρονομικήν άπό-
λαυσιν, ή οποία δυστυχώς άποτελεΤ δι’ αυτούς τό
63
κέντρον της πασχαλίου έορτής. Ά λ λ ’ ας άφήσωμεν
την περί τοϋ άκριβοϋς χρόνου τελέσεως της Άναστά-
σεως έριδα.
Τό ουσιώδες εν ταΐς έορταΤς κατά τον ί. Χρυσόστο­
μον εΤνε όχι τό πότε θά τελεσθή ή α ή ή β
εορτή, άλλα τό πώς θά έορτασθή. Προς πρόληψιν
δε πόσης παρεξηγήσεω ς τόσον μόνον λέγομεν,
δτι ώς προς την ημερομηνίαν έορτασμοϋ τής κινητής
έορτης τοϋ Πάσχα ή ’Ο ρθόδοξος Ε κκλησία πρέπει
νά έμμένη είς την σχετικήν άπόφασιν τής Α'
Οικουμενικής Συνόδου.
Ά λ λ ’ ώς προς τό τρίτον έρώτημα, τό π ώ ς
άνέστη ό Κύριος, παρατηροϋμεν δτι, παρά την
ιστορικότητα τοϋ γεγονότος, διά πολλώ ν τεκμηρίων
άποδεικνυομένην, τό ύπερήφανον και άτίθασον πνεύ­
μα τών όρθολογιστικώς σκεπτομένω ν- ανθρώπων
εγείρει θύελλαν αντιρρήσεων. Εις τούς ανθρώπους
αυτούς φαίνεται άπαράδεκτον, δτι σώμα νεκρόν
άνέστη.
Τί έχομεν ν’ άπαντήσωμεν εις τήν άντίρρησιν
αυτήν; Δ εν θ’ άπαντήσωμεν μέ ϊδικάς μας σκέψεις
καί επιχειρήματα. Ο ’ άπαντήσωμεν μέ σκέψεις καί
επιχειρήματα ενός τών φιλοσοφικωτέρων πατέρων
τής Ε κκλησίας μας, τοϋ άγίου Γρηγορίου Νύσσης,
άδελφοϋ τοϋ Μεγάλου Βασιλείου. Έ κ τοϋ Γ '
λ ό γ ο υ του «εί ς τό ά γ ι ο ν Π ά σ χ α καί
π ε ρ ί τ ή ς Ά ν α σ τ ά σ ε ω ς » , ό οποίος, ώς σημει-
οϋται, έξεφω νήθη «τη μεγάλη Κυριακή» (Έ. Π.
Migne 46, 652-680) θ ’ άντλήσωμεν επιχειρήματα,
τά οποία κατά διασκευήν θά παρουσιάσωμεν ενταύθα.
64
Έ ν πρώτοις έρωτώμεν τούς άντιρρησίας· Πιστεύετε
εις τον Θεόν; Έ άν πιστεύετε ε!ς τον Θεόν, ασφαλώς
τον Θεόν θά παραδέχεσθε όχι ώς ασθενή, ά λλ’
ώς παντοδύναμον, πράττοντα έργα ύπερβαίνοντα
την άνθρωπίνην ικανότητα και δραστηριότητα. ’Αλλά
π ερίεργον ενώ λέγετε ότι πιστεύετε είς τον Θεόν,
περιορίζετε την δύναμιν αυτού και τά της ανθρώπινης
άσθενείας «έπι την παντοδύναμον φέρετε μ εγα λ ο π ρ έ­
πειαν». Τό τοιοϋτον φρόνημα χαρακτηρίζει ό ιερός
πατήρ ώς φρόνημα νεκρών καί αναίσθητων. Διά
ν’ άποδείξωμεν δε τό σφαλερόν και άνόητον τών
σκέψεων τών άνθρώπων τούτων, θ ’ άναφέρωμεν
εικόνας καί παραδείγματα έκ τών υπαρχόντων καί
γινομένων έν τώ φυσικώ κόσμω, τά όποια κατά
τινα τρόπον κηρύττουν την Άνάστασιν.

’Α μφιβάλλετε και απιστείτε;

ΘΕΛΕΤΕ νά διδαχθητε τον λόγον τής Άναστάσε-


ως; Υ πάγετε είς τούς αγρούς καί ϊδετε τί κάνει
ό γεωργός έν τώ καιρω τής σποράς. Αύλακώνει
την γήν μέ τό αροτρον. ’Ανοίγει μυριάδας μικρούς
τάφους, εις τούς οποίους θάπτει μυριάδας νεκρούς.
Νεκρούς όνομάζομεν τούς κόκκους τού σίτου.
Ό π ω ς ό νεκρός τίθεται έντός τού τάφου καί έκεΤ
σήπεται καί αποσυντίθεται εις τά έξ ών συνετέθη
στοιχεία, ουτω καί ό σπαρείς κόκκος τού σίτου
θνήσκει τρόπον τινά, σήπεται καί καταλήγει εις
γαλακτώδη ουσίαν, ή οποία μετ’ ολίγον πήγνυται.
γίνεται οξύ καί λευκόν κέντρον, τό οποίον διαρκώς

3 ΠΑΣ XA 65
αύξανόμενον εξέρχεται εις την επιφάνειαν και έκεΤ
τό Λευκόν εις πράσινον μεταβάλλεται. Ά λ λ α καί
προς τά κάτω ρίπτει ριζίδια καί σχηματίζει βόλον,
ικανόν νά συγκράτηση ώς άγκυρα τό φυτόν. Τό
φυτόν αυξάνει, γίνεται είδος καλάμου, ανέρχεται,
αλλά, διά νά καταστη ικανόν ν’ άνπσταθή είς τάς
πνοάς τοϋ ανέμου, ό κάλαμος έχει κατά μικρά
διαστήματα κόμβους, οί όποιοι έπέχουν θέσιν διαμέ­
σων σανίδων πού θέτουν προς στηριγμόν οί οικοδό­
μοι πολυωρόφων οικιών. Μία θαυμασία πολυώροφος
οίκοδομή είνε ένας στάχυς. Είς την κορυφήν αύτοΰ
βλέπει τις τό θαύμα τού Θεού. Βλέπει τούς νέους
κόκκους τού σίτου, οί οποίοι είνε τοποθετημένοι
καί ήσφαλισμένοι ώς είς αποθήκην. Προς άσφάλισιν
δε αυτών έκ τής αδηφαγίας τών πτηνών, παρατηρεί
ό ίερός πατήρ, εκφύονται «άνθέρικες, οξείς και
λεπτοί», δπλα άπομακρύνοντα τά πτηνά. Βλέπετε,
ένας κόκκος σίτου, ό όποιος έπεσεν είς την γην
καί έσάπισε, τί θαυματουργόν δύναμιν έγκρύπτει,
καί πώς ένας κόκκος εγείρεται μέ πλήθος νέων
πραγμάτων; Ό ρ θ ώ ς ό απόστολος Π αύλος αναφέρει
το ν κόκκον τού σίτου ώς εικόνα
ά ν α σ τ ά σ ε ω ς , ελέγχων τούς άφρονας απίστους·
«’Άφρον, συ δ σπείρεις, ού ζωοποιείται εάν μή
άποθάνη· και δ σπείρεις, ού τό σώμα τό γενησόμε-
νον σπείρεις, άλλα γυμνόν κόκκον, ή τύχοι
σίτου ή τίνος τών λοιπ ώ ν ό δε Θ εός αύτώ
δίδωσι σώμα καθώς ήθέλησε» (Α' Κορ. 15, 36-38).
Θέλετε άλλην εικόνα άναστάσεως; Υ πάγετε είς
τό δάσος καί ϊδετε τά δένδρα έν καιρώ χειμώνος.
66
Ό χειμών δΓ αυτά λογίζεται ώς θάνατος. Πίπτουν
δλα τά φύλλα, καί τά δένδρα μένουν γυμνά, ξύλα
μόνον, έστερημένα πάσης χάριτος. Νεκρά τά δένδρα.
Ά λ λ ’ δταν παρέλθη ό χειμών καί έλθη τό έαρ,
τότε άνθη χαριέστατα φύονται καί μετά τά άνθη
τά φύλλα, καί τά δένδρα έστολισμένα παρέχουν
θέαμα ώραιότατον, καί πλήθος φδικά πτηνά στήνουν
τάς φωλεάς των εις τά φυλλώματα καί άσματα
γλυκύτατα ακούονται, καί εΤνε τοιαύτη ή χάρις,
ώστε πολλοί κατά την εποχήν αυτήν, ενώ έχουν
μέγαρα έστολισμένα μέ χρυσόν καί λίθους πολυτί­
μους, προτιμούν νά έξέρχωνται εις τήν έξοχήν
καί νά παραμένουν δλην τήν ημέραν υπό τήν
σκιάν τών δένδρων. Τί κηρύττει καί διαλαλεί ή
ώ ρ α ι ό τ η ς τ ώ ν δ έ ν δ ρ ω ν κατά τήν άνοιξιν;

67
Τί άλλο παρά τήν Άνάστασιν. "Ενα δένδρον,
πλήρες άνθέων και φύλλων και καρπών, είνε
μικρά εικών τής Άναστάσεως.

Θέλετε άλλην εικόνα άναστάσεως; Τήν έχετε


εκ τοϋ βασιλείου τών ζώων. Υ πάρχουν ζώα, ιδία
τά ερπετά, τά οποία εν καιρώ χειμώνος βυθίζονται
εις νάρκην, ή οποία ολίγον διαφέρει τής νεκρώσεως.
"Εξ μήνας τά ερπετά ταϋτα κατάκεινται εις τάς
φωλεάς των παντελώς ακίνητα. Ά λ λ ’ δταν έλθη
ό τεταγμένος καιρός, τότε τά ε υ ρ ι σ κ ό μ ε ν α
εν χ ε ι μ ε ρ ί α ν ά ρ κ η ζ ώα, ώ σ ά ν νά ή κ ο υ -
σ α ν ί σ χ υ ρ ά ν β ρ ο ν τ ή ν , έ ξ υ π ν ο ϋ ν καί
ε γ ε ί ρ ο ν τ α ι καί αρχίζουν πάλιν νά κινώνται καί
νά ενεργούν τά τής φύσεώς των. Ποια ή ερμηνεία
τοϋ φαινομένου τούτου; "Ας μάς εϊπη «ό τών
πράξεων τοΰ Θ εοΰ βασανιστής και έπιγνώμων»
καί ας μάς έξηγήση πώς

«βροντή μεν τους δφεις διεγείρεσθαι συγχω ρεϊ


νεκρούς ύπάρχοντας, ανθρώπους δ έ οΰ δίδωσι
φυχοϋσθαι, τής τοΰ Θεοΰ σά λπ ιγγο ς έ ξ ουρανών
έπηχούσης, καθώς ό θείος λό γο ς φησν “Σαλπίσει
γάρ, και οι νεκροί άναστήσονται” (Α' Κορ. 15,52)».

Θέλετε καί τετάρτην εικόνα άναστάσεως; Τήν


έχετε εάν παρατηρήσετε όχι μόνον τήν ζωήν τών
ζώων καί τών δένδρων, άλλά καί τήν ιδικήν σας
ζωήν. Ό ύ π ν ο ς , ό όποιος σάς κάνει νά λησμονήτε
δλα καί νά μή λαμβάνετε γνώσιν τών δσων πέριξ
υμών λέγονται καί πράττονται, ό ύπνος δεν εΐνε
68
μία εικών τοΰ θανάτου; ’Α δελφόν τοϋ θανάτου
δεν ώνόμασαν τον ΰπνον αρχαίοι φιλόσοφοι; Ά λ λ ’
εάν ό ύπνος είνε εικών τοΰ θανάτου, τότε ή
έγερσις έκ τοϋ υπνου είνε εικών της άναστάσεως.
Εγειρόμενος, ώ άνθρωπε, καθ’ ημέραν έκ τής
κλίνης σου, είνε ώς ν’ άνίστασαι έκ τοϋ τάφου.
Ευγνώμων προς τον Θεόν, διότι νέαν ημέραν σοϋ
δίδει, καί έκ τής είκόνος ταύτης εις την θείαν
πραγματικότητα τής άναστάσεως τοϋ Χριστού μετα-
φερόμενος, ψάλλε και συ τον άναστάσιμον ύ μ νο ν
«Ά νάστασιν Χ ρίστου θεασάμενοι προσκυνήσω μεν
c'Ayiov Κύριον Ίησοΰν, τον μόνον άναμάρτητον...».
’Απιστείτε άκόμη εις την Ά νάστασιν καϊ θέλετε
και άλλην εικόνα; Την έχετε έκ τής δημιουργίας
τοΰ άνθρώπου. Έ κ τών στοιχείων τής γής δεν
έπλάσθη ό άνθρωπος; Πώς; Ώ , πόσα «πώς;» δεν
προβάλλονται έκ τής π λ ά σ ε ω ς τ ο ϋ ά ν θ ρ ώ ­
που;
Πώς τό έσκορπισμένον χώμα συνήχθ η εις εν;
Πώς τό χώμα έγένετο σάρξ; Πώς ή ιδία ΰλη
έγένετο και οστά καί δέρμα καί σάρκες καί
λίπος καί τρίχες; Πώς έκ τής ιδίας ουσίας
διάφοροι αί ποιότητες τών ποικίλων οργάνων
τοϋ σώματος; Πώς ό πνεύμων μαλακός; Πώς
τό ήπαρ πυκνόν καί έρυθρόν; Πώς ή καρδία
πεπυκνω μένη καί «σκληρότατον μόριον έν τή
σαρκί»; Πώς ό σπ λή ν άραιός καί μέλας; Πώς;...
«Ουκ έστιν», άναφωνεΤ ό ιερός πατήρ, «έπινοίαις
άνθρωπικαΐς Θεοΰ πολυπραγμονεΐν ένεργείαις».
Δεν είνε, δηλαδή, δυνατόν με άνθρωπίνας σκέψεις
69
νά πολυεξετάζω μεν τάς ένεργείας τοΰ Θεοΰ.
Διότι, συνεχίζει ό ιερός πατήρ, «ει πάντα ήμΐν
καταληπτά, ούκ αν κρείττων ημών ό κρείττων».
Έάν, δηλαδή, ήτο δυνατόν νά κατανοήσωμεν
πλήρως, τότε δεν θά ήτο άνώτερος ημών ό Θεός.
Ώ ς προς τήν διανόησιν άπείρως κατώτερος τοΰ
Θεοΰ ό άνθρωπος. Και έάν εις τά υλικής φύσεως
ζητήματα δεν δυνάμεθα νά ευρωμεν τον έσχατον
λόγον, πολύ περισσότερον εις τά υπέρ φύσιν
γεγονότα. Λύσατε λοιπόν πρώτον τά άπειρα «πώς;»
τής υλικής δημιουργίας, και ύστερον ζητήσατε νά
ευρετε τό πώς άνέστη ό Χριστός, τό πώς θ ’
άναστηθοΰν οί νεκροί. Εκείνος, ό οποίος έδημιούρ-
γησε τόσα θαυμαστά πράγματα, δύναται νά δημιουρ-
γήση καί άλλα έτι θαυμαστότερα. Ή δύναμίς του
είνε απεριόριστος.
Θέλετε καί μίαν ακόμη εικόνα τής Άναστάσεως;
Αυτη είνε πολύ πλησίον μας. Φαίνεται εκ πρώτης
δψεως κάπως αισχρά, καί δεν θά έτολμώμεν νά
τήν άναφέρωμεν έάν δεν τήν άνέφερεν ό ιερός
πατήρ, τον όποιον ούδείς δύναται νά κατηγορήση
έπί άσεμνότητι λόγου. Ώ μιλήσαμεν προηγουμένως
περί τοΰ τρόπου τής δημιουργίας τοΰ πρώτου
ανθρώπου. Έ κεΐθεν καί σύ έλκεις τήν καταγωγήν.
Καί τώρα σε παρακαλώ νά μοΰ εϊπης τον τρόπον
τής γενέσεώς σου. Πώς έγινες; Ό τρόπος αυτός,
γνωστός είς δλους, είνε «άπορος και λογισμω
άνθρωπίνω άπρόσιτος». Π ώ ς ή ρ χ ι σ ε ν ή γ έ ν ε -
σ ί ς σ ο υ ; Μία έλαχίστη υγρά ουσία, τό σπέρμα,
έρρίφθη ώς κόκκος σίτου είς τήν γήν, είς τήν
70
κοιλίαν, εις την μήτραν τής γυναικός. ’Ώ, πόσα
«πώς;» έξ αφορμής τούτου δεν προκαλοϋνται! Πώς
τό σπέρμα έξελίσσεται καί γίνεται κεφαλή, πόδες,
χεΐρες, πλευραί, σπλάγχνα, καρδία, εγκέφαλος;...
Πώς;... Τάφος λογιζέσθω ή κοιλία τής μητρός.
Καί έκ τοϋ τάφου τούτου προήλθεν ή ζωή σου.
Έ λοιπόν, δπω ς έκ τών έλαχίστων έκείνων μορίων
τοϋ σπέρματος έξεβλάστησε κατά θαυμαστόν τρόπον
ή ζωή σου καί έγένεσο παΤς, έφηβος, νέος, άνήρ,
κατά παρόμοιον τρόπον καί έκ τοϋ τάφου, ένθα
έλάχιστα μόρια ΰλης φθαρτοΰ σώματος έναποτίθενται,
δύναται νά προέλθη ή νέα ζωή.

Ή άρνησις οδηγεί είς τον υλισμόν

ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΙΚΟΝΑΣ πρέπει νά προστε-


θοϋν καί τά γ ε γ ο ν ό τ α , τά οποία άποδεικνύουν
τό δυνατόν τής Άναστάσεως. Είνε δέ ταϋτα αί
αναστάσεις τών νεκρών, τάς οποίας ένήργησεν ό
Χριστός με την παντοδύναμον αύτοϋ έξουσίαν
έξουσίαν, πού έδωκε καί είς τούς αποστόλους,
οί οποίοι ήγειραν νεκρούς, ώς διηγούνται αί Π ράξεις
τών Α ποστόλω ν. Ά λ λ ά τό μέγιστον γεγονός, τό
άποδεικνϋον τό δυνατόν τής άναστάσεως, είνε ή
Άνάστασις, την οποίαν οχι πλέον έπί ξένω ν σωμάτων
-διότι έπί ξένω ν σωμάτων καί άγιοι τής Παλαιάς
Διαθήκης ένήργουν άναστάσεις-, άλλ’ έπί τοϋ
ίδίου του σώματος ένήργησεν ό Χριστός ώς Θεός
αθάνατος. Τούτο είνε όχι μόνον ή μεγίστη άπόδειξις
τής θεότητός του άλλά καί τό έχέγγυον ότι καί
71
ήμεΤς θά άναστηθώμεν. Ιδο ύ διατί εις τήν άρχήν
τοϋ άρθρου μας εϊπομεν, δτι ή άνάστασις τοϋ
Χριστοϋ είνε τό μέγιστον γεγονός τής παγκοσμίου
ιστορίας, ό δέ άναστάς Κύριος «απαρχή τών κεκοιμη-
μένων έγένετο» (Α' Κορ. 15,20).
’Αλλά δυστυχώς υπάρχουν ε χ θ ρ ο ί τής άναστάσε­
ως. Τίνες ούτοι; Ά παντώ ν ό ιερός πατήρ λέγει,
δτι οΰτοι είνε
«άνδρες κακίας έταΐροι (=φίλοι) καί άρετής εχθροί,
λάγνοι καί πλεονέκται καί άκρατεΐς όφθαλμοϊς
καί άκοή καί όσφ ρήσει καί πάσαις ταϊς αίσθήσεσι
ρέουσαν τήν ηδονήν είσδεχόμενοι».
Οί άνθρωποι αυτοί, έχοντες συνείδησιν τών άτιμων
καί εγκληματικών πράξεών των, διά τών οποίων
κατεσπίλωσαν τον βίον των, δεν θέλουν ώς άλλοι
Α θηναίοι ν’ ακούσουν τό περί τής άναστάσεως
κήρυγμα. Διότι, έάν ύπάρχη άνάστασις, έπόμενον
είνε νά υπάρχουν καί κρίσις καί άνταπόδοσις. Οί
τοιοϋτοι, μισοϋντες τήν μέλλουσαν κρίσιν, άρνοϋνται
τήν άνάστασιν. Ό π ω ς δοϋλοι πονηροί, οί οποίοι
κατεσπατάλησαν τον έμπιστευθέντα είς αυτούς π λο ύ­
τον τοϋ κυρίου των, τρέμουν τήν ήμέραν τής
επανόδου του καί ζοϋν μέ τήν έλπίδα τοϋ θανάτου
καί τής έξαφανίσεως τοϋ κυρίου των, οΰτω καί
οί δεινώς άμαρτήσαντες καί μή μετανοήσαντες
τρέμουν τήν μέλλουσαν κρίσιν, καθ’ ήν ό Κύριος
θά έλθη «κρΐναι ζώντας καί νεκρούς» (Α ' Πέτρ. 4,5).
’Αλλά τά φρονήματα τών άνθρώπων αυτών δεν
δύνανται νά παραδεχθούν οί όρθώς σκεπτόμενοι.
72
Διότι, εάν παραδεχθώμεν δτι δεν άνέστη ό Χριστός
και δεν θ’ άναστηθοϋν οί άπ’ αϊώνος νεκροί, τότε
τό παν έν τή ηθική άνατρέπεται. Αί συνέπειαι της
άρνήσεως αυτής θά εΤνε τρομακτικοί. Διότι, ώς
παρατηρεί ό ιερός πατήρ,
τί ό φ ελος «δικαιοσύνης Μετάφρασις
καί χρη στότητος καί παν­
Έάν δεν θ’ άναστηθοϋν
τός καλού; Υ π έ ρ τίνος
οί νεκροί, τότε τί ωφελεί
δέ μ ο χθ ο ΰ σ ι καί φιλοσο- ή άρετή καί ή άχαθότης
φοϋσιν άνθρωποι, γ α- καί κάθε καλωσύνη; Διά
στρός ήδονήν δουλαγω- ποΤον πράχμα μοχθούν καί
τελειοποιούνται οι άνθρω­
γοϋντες, καί άγαπώντες
ποι, ύποτάσσοντες την εύ-
έγκράτειαν, καί ΰπνου χαρίστησιν τής κοιλίας, καί
προς ολίγον μεταλαγχά- άχαπώντες την έχκράτειαν,
νοντες, καί παραταττόμε- καί περιορίζοντες τον ύ­
πνον, καί άντιμετωπίζοντες
νοι προς χειμώνα καί
ψΰχος καί άποπνικτικόν
πνίγος, εί άνάστασις ουκ καύσωνα, έάν δεν ύπάρχη
έστιν; Ειπωμεν προς αυτά άνάστασις; Δι’ δλα αυτά
τά ρήματα Παύλου; “Φά- (τότε) νά εΤπωμεν τούς λό­
γωμεν καί πίω μεν αΰριον χους τοΰ άποστόλου Παύ­
λου; «Άς φάγωμεν καί άς
γάρ ά π ο θ νή σ κ ο μ εν”. Εί πίωμεν διότι αΰριον άπο­
άνάστασις ουκ έστιν, θνήσκομεν». Έάν δεν ύ­
άλλά πέρας τοϋ βίου θ ά ­ παρχο άνάστασις, άλλά μέ
νατος, άνελέ μοι κατηγο­ τον θάνατον τελειώνη ή
ζωή, μή ύπολοχίζεις την
ρίαν καί ψ ό γο υς■ δό ς α­ κατηχορίαν καί τάς κατακρί-
κώλυτου τώ άνδροφόνω σεις· άφησε τον φονέα έ-
την έξο υ σ ία ν άφες τον λεύθερον άφησε τον μοι­
μο ιχό ν μετά παρρησίας χόν νά προσβάλλη άναι-
σχύντως την οίκοχενειακήν
έπιβουλεύειν τοϊς γάμοις, τιμήν ό πλεονέκτης νά
τρυφάτω κατά τών έναν- καλοπερνά είς βάρος τών

73
τ'ιον πλεονέκτης, μηδεις άλλων κανείς νά μη συγ-
έπικοπτέτω τον λοίδορον, κΡατΠ τόν ύβριστην νά δρ-
c , , κίζεται συνεχώς ο αθετων
ομνυτω συνεχώ ς ο επιορ- τούς δρκους> διότι κα5 αύτόν
κος' μένει yap θάνατος Πού τηρεΤ τούς δρκους θά-
καϊ τον εύορκον. Ψευδέ- νατος τον περιμένει· άλλος
σθω άλλος όσα β ο ύλετα ι ™ ψεύδεται όσον θέλει,
,0 „ , _ ,. _ , διότι λέγων τήν αλήθειαν
ουδεις yap της αλήθειας δέν θά κερδ{ση τίποτε- κα-
καρπός. Μ ηδεις ελεείτο) νε]ς Vq μή έλεή τον πτωχόν,
τον πένητα· άμισθος yap διότι ή εύσπλαγχνία δέν
έοτιν ό έλεος». ^ ει ^'σθόν.
’Ιδού πού οδηγεί ή άρνησις τοϋ δόγματος τής
άναστάσεως· εις άνατροπήν πάσης έννοιας ήθικής
καί δικαιοσύνης, εις απιστίαν, είς άθεΐαν, είς υλιστικήν
περί τοϋ κόσμου άντίληψιν. Τά κατά τής άναστάσεως
βλάσφημα ρήματα τών άπιστούντων δημιουργούν
έν ταΤς ψυχαΤς τών άνθρώπων ένα είδος κατακλυσμού,
ό οποίος είνε χειρότερος τοϋ κατακλυσμού τοϋ
Νώε. Έ κ εϊ σώματα κατεποντίζοντο· έδώ ψυχαί κατα-
ποντίζονται. Διότι, έάν δέν ύπάρχη άνάστασις, ουδέ
κρίσις υπάρχει· έάν δέν ύπάρχη κρίσις, καί αυτός
ό φόβος τοϋ Θεοϋ έξαφανίζεται- δπου δε δέν
υπάρχει φόβος Θεοΰ, έκεΤ μετά τής άμαρτίας χορεύει
ό διάβολος. Είς άνθρώπους άρνητάς τής άναστάσεως
άρμόζει νά λεχθή τό δαυϊτικόν «Είπεν άφρων έν
τη καρδία αότοΰ■ Ούκ έστι Θεός» (Ψαλμ. 52,2).

Ά ς πιστευωμεν άκραδάντως

ΑΛΑ’ ΗΜΕΙΣ, άγαπητοί, άς κλείσωμεν τά αυτιά


μας είς τάς παλαιάς άλλά καί νέας σειρήνας τής
74
απιστίας, ή οποία, μολονότι δημιουργεί την έντύπωσιν
νέας επιχειρηματολογίας, αϋτη είνε παλαιό. Τά
δπλα της συγχρόνου απιστίας δεν διαφέρουν έν
πολλοΤς τών δπλω ν της παλαιάς απιστίας. Τό
πάντοτε νέον και άκμάζον, όσοιδήποτε αιώνες και
άν περάσουν, είνε ό Χριστός, ό «τά πάντα ποιων
καινά», ό «νεοποιών τούς γηγενείς». ’Ά φθαρτος ή
πίστις καί ή προς αυτόν αγάπη τών πιστών. ’Ά ς
προσκολληθώ μεν εις τον βράχον τής πίστεως, είς
τά μεγάλα καί σωτήρια δόγματα τοϋ χριστιανισμού,
ώς ταϋτα έκήρυξαν οί άπόστολοι καί οί μεγάλοι
πατέρες τής Εκκλησίας. Κορυφαϊον δε δόγμα είνε
ή άνάστασις τών νεκρών, τής οποίας ακρογωνιαίος
λίθος είνε ή άνάστασις τοϋ Χριστοϋ.

« Ά νέσ τη Χριστός, καί νεκρός ούδείς έν τω μνήματι.


Χ ριστός γάρ έγερθείς έκ νεκρών άπαρχή τών
κεκοιμημένων έγένετο».

Ναι, άγαπητοί άναγνώσται, θ ’ άποθάνωμεν. Ά λ λ ’


δσον βέβαιον είνε ότι θ’ άποθάνωμεν, τόσον βέβαιον
είνε καί ότι θ ’ άναστηθώμεν. Τό σπουδαϊον είνε
νά ζήσωμεν καί ν ’ άποθάνωμεν έν Κυρίω. Θά
έπακολουθήση ή άνάστασις τών νεκρών, τής οποίας
τόσας εικόνας έχει έγκατασπείρει ό Δημιουργός
έν τοίς έργοις αύτοΰ. Καί διά νά τελειώσωμεν με
εικόνα τοϋ ίεροϋ πατρός, ή ψυχή ώς περιστερά
θά έπιστρέψη εις τό οϊκεΤον σώμα καί υπό μεγαλειώ­
δεις νέας συνθήκας θά συζήση μετ’ αύτοΰ είς
τήν άτέρμονα αίωνιότητα.

75
Β.
Ό 9Αναστας
0 0 0 0 Λ -» 0 0 0 0 Ο 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 C
Ο Ο Ο 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0

νεκ ρ ϋ ψ

«Σώσον ήμάς, Υιέ Θεοϋ, ό άναστάς


έκ νεκρών, φάλλοντάς σον ’Αλληλούια»
(έφ ΰμνιον β ' αντιφ ώ νου θ.
Λειτουργίας; της Κυριακής)

Σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς β υ ζ α ν τ ιν ή ε ί κ ώ ν ά ν ή κ ο υ σ α
ε ι ς τ ό ί δ ρ υ μ α «’Α π ό σ τ ο λ ο ς Β α ρ ν ά β α ς » . ►
ΑΝΑΣΤΗΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
(Ψαλμ. 67,2)

Υ ΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΟΧΑΙ, κατά τάς οποίας ή


κακία, ή κατ’ άρχάς ώς μικρά καί ασήμαντος
φαινομένη, εξαπλώνεται έπικινδύνως, λαμβάνει τερά­
στιας διαστάσεις, καί απειλεί το παν. ’Ά νδρες
« λ ο ι μ ο ί » κατά τον ψαλμωδόν (Ψαλμ. 1,1), π ο νη ­
ριάς καί δολιότητας μελετώντες καθ’ ημέραν, μήτε
ανθρωπίνους μήτε θείους νόμους λαμβάνοντες ύ π ’
δψιν, αναιδείς καί αναίσχυντοι, κατορθώνουν ν ’
αποκτούν κοσμικήν δύναμιν καί πλούτον, καί νά
έπιβάλλωνται επί των άλλων. Περκρρονοϋν τούς
ταπεινούς τής γής, αδικούν χήρας καί ορφανά,
σφαγιάζουν τά δίκαια των αδυνάτων. Ώ ς λύκοι
αιμοδιψείς επιπίπτουν καί λυμαίνονται τάς κοινωνίας.
Ή άρετή περιφρονεΤται, ένω ή κακία χειροκροτείται
καί στεφανώνεται δημοσίως. Ό Βαραββάς απελευθε­
ρώνεται καί ό ’Ιησούς σταυρώνεται.
Ό σ ο ι ζοϋν εις τοιαύτας έποχάς ηθικής παρακμής
καί κοινωνικής άποσυνθέσεως, καί βλέπουν εις
μυρίας περιπτώσεις τον θρίαμβον τής κακίας καί
79
του ψεύδους, απορούν, άγανακτούν, κατεξανίστανται.
Τό δέ χειρότερον, μη θέλοντες νά έμβαθύνουν
και νά φιλοσοφήσουν επί των ανθρωπίνων πραγμά­
των, κλονίζονται περί την πίστιν εις την θείαν
πρόνοιαν. Ποϋ είνε, λέγουν, ό Θεός; Έ ά ν υπήρχε
Θεός, δεν θ’ άφηνε νά θριαμβεύη ή κακία καί
τό ψεύδος. Θά έπενέβαινε καί θά έτιμώρει τούς
ύβριστάς καί καταπατητάς τής ηθικής τάξεως.

Ό Θ εός δ εν κοιμάται
ΕΙΣ τοιαύτας έποχάς ό Θεός φαίνεται ώς νά
κοιμάται καί νά μη λαμβάνη γνώσιν τού τί συμβαίνει
εδώ κάτω εις τήν γήν. Ή παρατεινομένη σιωπή
τού Θεού κάνει τον προφητάνακτα Δαυίδ ν’ άδημονή,
καί εις στιγμήν βαρυθυμίας καί άπογοητεύσεως ν’
απευθύνεται προς τον Θεόν καί νά λέγη· «Έξεγέρθη-
τγ ίνατί ύπνοΐς, Κύριε;... Ανάστα, Κύριε, β οήθ ησο ν
ήμϊν και λύτρωσαι ήμάς ένεκεν τοϋ ονόματος σου»
(Ψαλμ. 43,24 καί 27).
Ά λ λ ’ ό Θεός, ώς λέγει ό προφήτης Ιερεμίας,
δεν είνε ώς άνθρωπος ύπνων. Δ εν είνε ώς άνθρωπος
αδιαφορών καί κοιμώμενος (βλ. Ίερ. 14,9). Ό χ ι.
Δεν κοιμάται ό Θεός. Ό π ω ς λέγει αλλού ό ψαλμω-
δός, «ου νυστάξει ουδέ υπνώσει ό φυλάσσων τον
Ισραήλ» (Ψαλμ. 120,4). Ό Θ εός είνε δλος οφθαλμός.
Ό Θ εός τά πάντα βλέπει καί παρακολουθεί Ουδέ
τό έλάχιστον έκ τών συμβαινόντων εν τώ φυσικώ
καί ήθικώ κόσμω διαφεύγει τήν προσοχήν τού
Θεού. Έ άν διά κάθε παράβασιν τού ηθικού νόμου
έπενέβαινεν αμέσως, έάν διά κάθε παραβάτην έξαπέ-
80
στελλε τον κεραυνόν του, ποιος τότε θά έμενεν
έπι της γης; Μ ακρόθυμος ό Κύριος όσον δεν
δυνάμεθα νά φαντασθώμεν. ’Ανατέλλει τον ήλιον
έπι πονηρούς και αγαθούς. Και αναβάλλει την
τιμωρίαν διά λόγους τούς οποίους αυτός μόνον
γνωρίζει άκριβώς. ’Αναβάλλει κυρίως επειδή αναμέ­
νει την μετάνοιαν των αμαρτωλών. Ά λ λ ’ όταν τό
κακόν φθάση πλέον εις τό έπακρον, και γίνη
ύπερήφανον, άναιδές, θρασύ καί ιταμόν, καί βάλλη
κατά τής Θεότητος· όταν ό άλαζώ ν έκθρονίζη
τον Θεόν καί ένθρονίζη εις την θέσιν τού Θεού
τό άθλιον εγώ του, καί άξιο! παρά των συνανθρώπων
του τιμάς, αί όποΐαι άρμόζουν μόνον εις τον Θ εό ν
τότε ό Θεός, ό οποίος εις τά ομματα των πολλών
φαίνεται ως αδιαφορών καί κοιμώμενος, έξεγείρεται.
Ή οργή του έξάπτεται. Καί «φοβερόν τό έμπεσεϊν
εις χείρας Θεοϋ ζώντος» (Έβρ. 10,31). Διότι τις
δύναται ν ’ άντισταθή είς τον Θεόν; Ώ ς εύθραυστοι
κάλαμοι θραύονται αί σιδηραί ράβδοι τών έξουσια-
στών τής γής. 'Ω ς άχυρα διασκορπίζονται αί δυνάμεις
τών άντιθέων. «Ώ σεϊ χνοϋς, δν έκρίπτει ό άνεμος
άπό προσώπου τής γής» (Ψαλμ. 1,4). «Ώ ς έκλείπει
καπνός... Ώ ς τήκεται κηρός άπό προσώπου πυρός,
οΰτως άπολοϋνται οι άμαρτωλοι άπό προσώπου
τοϋ Θεοϋ» (Ψαλμ. 67,3).

Ή γέρθη ό Κύριος
ΘΕΑΕΤΕ νά ϊδητε τον θρίαμβον τής αρετής καί
τής αλήθειας εις όλην του τήν μεγαλοπρέπειαν;
Έπισκεφθήτε νοερώς μαζί με τάς μυροφόρους
81
γυναίκας τον τάφον του Κυρίου. Έ κεί οι άσπονδοι
εχθροί ένόμιζον ότι θά παρέμενε διά παντός ό
Ίησοϋς. Ούδε'ις θά ήδύνατο νά άποκυλίση τον
μέγαν Λίθον έκ της θύρας τοϋ μνημείου. Βάναυσοι
'Ρωμαίοι στρατιώται έφύλασσον τον τάφον, έτοιμοι
νά διαπεράσουν διά της λόγχης πάντα δστις θά
έτόλμα νά πλησιάση τον τάφον. Ή νίκη τοϋ
συνασπισθέντος κακοϋ διά την έξόντωσιν τοϋ Ίησοϋ
έφαίνετο οριστική. ’Αλλά πόσον έπλανώντο! Ό
τάφος δεν ήδυνήθη νά κράτηση τον 'Α ρχηγόν
τής ζωής. Ό Λίθος έξετινάχθη. Οϊ στρατιώται
έντρομοι έπιπτον χαμαί καί έγκατέλειπον τον τάφον.
Ά στραπηβόλος άγγελος μετέδιδε τό μέγα μήνυμα·
Ή γ έ ρ θ η ό Κ ύ ρ ι ο ς (πρβλ. Ματθ. 28,6).
Ό τ α ν βλέπη τις τούς 'Ρωμαίους στρατιώτας νά
τρέμουν, νά πίπτουν χαμαί καί νά φ εύ γο υ ν δταν
βλέπη τις τούς γραμματείς καί φαρισαίους νά
τρέμουν άκούοντες τό όνομα τοϋ άναστάντος Κυρίου-
δταν βλέπη οί Πιλάτοι καί of Ή ρώδαι ν ’ αποθνήσκουν
άδόξως· δταν βλέπη τά έκατομμύρια των 'Ιουδαίων
μετά τήν άπερίγραπτον καταστροφήν τής 'Ιερουσα­
λήμ υπό τοϋ Τίτου νά έκσφενδονίζωνται, ώς υπό
βίαιων άνέμων, εις τά τέσσαρα σημεία τοϋ όρίζοντος,
χωρίς πατρίδα, χωρίς ναόν, χωρίς τόπον άναπαύσεως·
δταν βλέπη τις, ότι καί μετά ταϋτα πολέμιοι τοϋ
άναστάντος Κυρίου, διά τοϋ ξίφους καί τοϋ καλάμου
έπιχειρήσαντες νά εκριζώσουν τήν πίστιν αύτοΰ,
ευρον τέλος παραδειγματικόν δταν ταϋτα βλέπη
τις, αυτομάτως εις τήν γλώσσάν του έρχεται ό
προφητικός λόγος τοϋ Δαυίδ' «'Αναστήτω ό Θεός,
82
καί διασκορπισθήτωσαν οί έχθροϊ αυτού, καί φυγέτω-
σαν άπό προσώπου αυτοΰ οί μισοϋντες αυτόν»
(Ψαλμ. 67,2).

Οί εχθροί διασκορπίζονται

ΕΙΣ τήν ιστορίαν τοϋ Ισ ραήλ άναγινώσκομεν,


οτι οσάκις ή κιβωτός τής διαθήκης, ή οποία πάντοτε
προεπορεύετο τοϋ στρατοπέδου, έμελλε νά έκκινήση,
ό Μωυσής έστρέφετο προς αυτήν και έλ εγ εν
«Έξεγέρθητι, Κύριε, καί διασκορπισθήτωσαν οί ε­
χ θ ρ ο ί σου, φυγέτωσαν πάντες οί μισούντές σε»
('Αριθμ. 10,34). 'Α λλά και εις τήν Ιστορίαν τοϋ
πολυπαθοϋς έλληνικοΰ έθνους άναγινώσκομεν δτι,
δταν ό Παλαιών Πατρών Γερμανός κατά τήν έναρξιν
τής Έπαναστάσεως τοϋ 1821 εν τη μονή τής
'Αγίας Ααύρας ηύλόγησε τά δπλα τών επαναστα­
τών, έκραύγασεν «Άναστήτω ό Θεός καί διασκορπι-
σθήτωσαν οί έχθροί αύτου!». Ό τίμιος σταυρός
ώς άλλη κιβωτός προηγείτο τοϋ έλληνικοΰ στρατοπέ­
δου. Ναϋται έπίσης και στρατιώται νικώντες εις
τάς μάχας εναντίον τοϋ πολυαρίθμου έχθροϋ έψαλ-
λον τον ψαλμικόν τοϋτον στίχον ώς παιάνα θριάμβου
τοϋ σταυροϋ κατά τής ημισελήνου. Τά δρη και
τά πελάγη άντήχουν άπό τήν κραυγή ν «Άναστήτω
ό Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οί έχθροϊ αυτού!».

Ή πατρίς μας, έξελθοϋσα έλευθέρα έκ τών


αιμάτων τών άειμνήστων εκείνων ηρώων, είνε μία
μικρά χώρα εν μέσω τοϋ συγχρόνου κόσμου. Εύρίσκε-
ται μεταξύ γιγάντων. Δύνανται νά τήν συνθλίψουν.
84
ΆΛΑ’ έφ ’ δσον ή μικρά αυτή χώρα εΤνε έθνος
χριστοφόρον, έφ ’ δσον οϊ κάτοικοι αυτής πιστεύουν
εις τον άναστάντα Κύριον και εκδηλώνουν ένεργώς
την πίστιν των, ούδεμία ανησυχία περί τού μέλλοντος
της. Και εις τάς μεγαλύτερος δοκιμασίας και άν
εύρεθή, καί είς τό χείλος τής αβύσσου καί αν
φθάση, θά έχη σύμμαχον τον Θεόν καί θά νίκα
κάθε δυσχέρειαν, κάθε έμπόδιον, κάθε πολέμιον.
Καί νικώσα καί θριαμβεύουσα καί προκαλοΰσα τό
θάμβος τών εθνών θά ψάλλη, δπω ς καί παλαιότερον,
τον θειον παιάνα· «Άναστήτω ό Θεός, καί διασκορπι-
σθήτωσαν οι έχθροϊ αότοϋ!».
Πόσας φοράς ή Ε λ λ ά ς έφθασεν εις τό χείλος
τής αβύσσου, καί αίφνης ό Θεός δι’ εκτάκτων
ένεργειών άντέστρεψε την φοράν τών πραγμάτων
καί εσωσε την Ελλάδα!
Ή Ε λ λ ά ς πίπτουσα εγείρεται έκάστοτε διά τής
δυνάμεως τού άναστάντος Κυρίου, καί τότε τό
«Χριστός άνέστη» συνοδεύεται άπό τό «Ε λλάς
άνέστη».

— Ό Δεσπότης Χριστός έστησε τρόπ α ιον----------


«Σήμερον ήμών τά λαμπρά νικητήρια γέγονε· σήμερον ήμών ό
Δεσπότης τό κατά τού θανάτου τρόπαιον στήσας, και τού διάβολου τήν
τυραννίδα καταλύσας, τήν διά τή ς άναστάσεω ς οδόν εις σωτηρίαν
έ/αρίσατο. Π άντες τοίνυν χαίρωμεν, σχιρτώμεν, άγαλλώμεθα. Εί γάρ
καί ό Δεσπότης -ήμουν ένίχησε καί τό τρόπαιον έστησεν, άλλά κοινή και
ημών ή ευφροσύνη καί ή χαρά. Διά γάρ τήν ήμετέραν σωτηρίαν
πάντα είργάσατο■ και δι' ών ημάς κατεπάλαισεν ό διάβολος,
διά τούτων αύτοϋ περιεγένετο ό Χριστός»
I. Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

(έκ τού λόγου Είς τό άγιον Π ά ­


σχα· Έ . Π. M igne 52.767-768)

85
Ο ΝΙΚΗΤΗΣ

«Άνατελεϊ έν ταις ήμέρως αύτον δικαιοσύνη και


πλήθος ειρήνης έως οΰ άνταναιρεθή ή σελήνη»
(Ψαλμ. 71,7)

ΤΑΝ, αγαπητοί μου άναγνωσται, δταν κάποιος


βασιλεύς ή στρατηγός έπέστρεφε νικητής έκ
τών πεδίων τών μαχών, ό λαός τον ύπεδέχετο μέ
ζητωκραυγάς. Καί δσον ό εχθρός, τον οποίον είχε
καταβάλει, ήτο μέγας καί ισχυρός, τόσον καί ό
θαυμασμός προς τον νικητήν ήτο μεγαλύτερος καί
αί εκδηλώσεις τοϋ λαοΰ διά τήν νίκην ζωηρότεροι.
Ή ιστορία αναφέρει πλεΐστα παραδείγματα βασιλέων
καί στρατηγών, παλαιοτέρων καί νεωτέρων, τούς
οποίους έν έξάλλω ένθουσιασμώ ύπεδέχθησαν οί
λαοί διά τάς νίκας των κατά τών πολεμίων. Ιδίω ς
δέ αί τελεταί, αί όποΐαι έγίνοντο είς τήν πρωτεύουσαν
τής άπεράντου 'Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς πανη­
γυρισμόν τής νίκης βασιλέων καί στρατηγών, ήσαν
μεγαλειώδεις. Ό νικητής εϊσήρχετο είς τήν αίωνίαν
πόλιν, ώς εκαλείτο ή 'Ρώμη, καθήμενος επί αρματος,
τό όποιον έσυρον 'ίπποι μέ χρυσοϋς χαλινούς, καί
θηρία ακόμη, τίγρεις καί λέοντες, όπισθεν δέ αύτοϋ
86
δεδεμένοι μέ άλύσεις, τρέμοντες, ήκολούθουν οι
ήττημένοι βασιλείς και στρατηγοί ιώ ν εχθρών. Ό τα ν
δέ ό νικητής είσήρχετο εις τό στάδιον, Υστατο
όρθιος επί άσπίδος, τήν οποίαν έκράτουν ύψωμένην
αί χείρες τών στρατιωτών, καί επευφημείτο υπό
τοϋ λαοϋ. Ό νικητής έτέλει τον θρίαμβόν του.

Μικροί άγώνες

ΚΑΙ τότε μεν ζητωκραυγαί έδόνουν τον αέρα


διά τάς νίκας ενδόξω ν στρατηγών καί βασιλέων.
Τώρα δέ, εις έποχάς ειρήνης, πάλιν ακούονται
ζητωκραυγαί καί εκδηλώσεις λαμβάνουν χώραν
ζωηρότεροι εκείνων, αί όποίαι έγίνοντο εις τήν
άρχαίαν 'Ρώ μην διά τήν υποδοχήν ενδόξω ν στρατη­
γών καί βασιλέων. Ποίοι δέ είνε εκείνοι, τούς
οποίους σήμερον τιμούν καί έπευφημοϋν οί άνθρωποι;
Είνε νικηταί. Ά λ λ ’ είς ποιους αγώνας; Φεϋ! Νικηταί
είς μικρούς καί άσημάντους ποδοσφαιρικούς άγώνας.
Νικηταί ποδοσφαιρικών συναντήσεων! ’Αναστατώνε­
ται κυριολεκτικώς ή πόλις, τής όποιας ή όμάς
ένίκησε τήν αντίπαλον ομάδα. Ξένος, ό οποίος
δεν γνωρίζει τήν γλώσσάν μας καί ακούει τάς
ζητωκραυγάς καί βλέπει τάς έξάλλους εκδηλώσεις
τοϋ λαοϋ μας, θά νομίζη ότι έκτακτόν τι γεγονός
μεγίστης έθνικής σημασίας είνε εκείνο, τό οποίον
έορτάζει καί πανηγυρίζει ό λαός. ’Α λλά τί άρά-
γε θά αισθάνεται ό ξένος ουτος, όταν πληροφορήται,
ότι αί πρωτοφανείς αύταί εκδηλώσεις γίνονται διά
τήν νίκην ποδοσφαιρικής όμάδος; Έ άν είνε φιλόσο­
88
φος ϋπαρξις, θά λέγη· Μ ι κ ρ ό ς λ α ό ς , μ ι κ ρ ά
π ρ ά γ μ α τ α θ α υ μ ά ζ ε ι καϊ π α ν η γ υ ρ ί ζ ε ι !
ΤΩ σείς, πού είσθε φίλοι τής ιστορίας και ανοίγετε
τάς σελίδας της καί άναγινώσκετε τάς πολύνεκρους
μάχας, τάς νίκας καί τά τρόπαια ενδόξω ν βασιλέων
καί στρατηγών, καί θαυμάζετε τούς ηρωας, ο!
όποιοι κατέβαλον στρατεύματα καί Ιδρυσαν καί
έστερέωσαν ισχυρά βασίλεια καί αυτοκρατορίας. Ώ
σείς, όσοι εΤσθε φίλοι παλαιών αθλητικών αγώνων
καί θαυμάζετε τούς νικητάς, τούς οποίους οί άρχαίοι
πρόγονοί μας έστεφάνωνον μέ κλάδους ελαίας
καί έκρήμνιζον τά τείχη τών πόλεων διά νά τούς
υποδεχθούν. Ώ σείς, φίλοι τοϋ συγχρόνου αγωνίσμα­
τος τού ποδοσφαίρου, οί όποιοι κατηργήσατε τάς
Κυριακάς καί άπό δρθρου βαθέος εκκινείτε καί
ταξιδεύετε χιλιόμετρα διά νά μεταβητε είς μακρινός
πόλεις της πατρίδος, ή καί ταξιδεύετε είς ξένας
χώρας, διά νά ϊδετε καί άπολαύσετε τό θέαμα, τό
οποίον παρουσιάζει ό συναρπαστικός αγών τοϋ
ποδοσφαίρου, καί έν έξάλλω μανιακή καταστάσει
γινόμενοι εορτάζετε καί πανηγυρίζετε τήν νίκην
τής όμάδος σας, ώς νά έπρόκειτο περί νίκης
πανελληνίου καί παγκοσμίου σημασίας. Παρακαλώ,
κατά τήν επίσημον ταύτην ημέραν άκούσατέ μας.

Ό κρισιμώτερος τών άγώνων


ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ, αγαπητοί, οί αγώνες, τούς οποίους
εορτάζει καί πανηγυρίζει ό κόσμος μέ έξάλλους
ενθουσιασμούς, είνε μικροί καί ασήμαντοι αγώνας,
διά τούς όποιους δέν αξίζουν τόσαι ζητωκραυγαί
89
καί τόσαι έξαλλοι εκδηλώσεις. Ά λ λ ’ υπάρχει αγών,
ό οποίος κάποτε διεξήχθη εδώ επάνω εις τήν
γην. ’Αγών, ό όποιος συνεκλόνισεν ουρανόν καί
γην. ’Αγών, ό οποίος θεατάς είχεν άγγέλους καί
άνθρώπους. Τά ευεργετικά δ ’ άποτελέσματα τοϋ
άγώνος δεν είνε μικράς τοπικής καί χρονικής
σημασίας, άλλ’ έπεκτείνονται μετά διαρκώς αυξανό­
μενης έντάσεως είς πάντα τόπον καί χρόνον καί
ή έπίδρασίς των θά εξακολούθηση μέχρι συντελείας
τών αιώνων.
Τίς ό άγων ουτος; Είνε ό άγών, τον οποίον ό
Κύριος ημών ’Ιησούς Χριστός διεξήγαγε κατά ισχυ­
ρού άντιπάλου, έχθροΰ τής άνθρωπότητος, μοχθηρού
καί φθονερού, κατά τού διαβόλου, ό οποίος έκράτει
υπό τήν έξουσίαν του ολόκληρον τό άνθρώπινον
γένος. Τό έκράτει διά τής πλάνης καί τής άμαρτίας,
διά τής μαγείας καί ειδωλολατρίας καί πάσης
κακοηθείας. Τό έκράτει διά τών αϊσχίστων έκείνων
έρώτων καί παθών, τών όποιων ζωηράν εικόνα
μάς δίδει ό άπόστολος Παύλος είς τό Ιο ν κε-
φάλαιον τής προς 'Ρωμαίους έπιστολής. Έβασίλευ-
εν ό διάβολος έφ ’ ολοκλήρου τής άμαρτωλής καί
ένοχου άνθρωπότητος. Διά τούτο καί κοσμοκράτωρ
ονομάζεται. ’Επί τών ημερών τής δυναστείας του
δεν υπήρχε δικαιοσύνη καί ειρήνη έπί τής γής.
Άδικίαι, άρπαγαί, έγκλήματα ειδεχθή εύρίσκοντο
είς τήν ήμερησίαν διάταξιν. Προσπάθειαι άποτινάξε-
ως τοϋ κράτους τού διαβόλου άπετύγχανον. Ό λ ο ι
ήττώντο άπό τον διάβολον, ό οποίος ώς κεντρί
τοϋ θανάτου είχε τήν άμαρτίαν, διά τής οποίας
90
έπληττε θανατηφόρως πάσαν ψυχήν. Διά μέσου
δέ τών ψευδών θεών τοϋ αρχαίου κόσμου έλατρεύετο
ό διάβολος. Αυτόν προσεκύνουν μικροί και μεγάλοι,
πτωχοί και πλούσιοι, άγράμματοι καί σοφοί, ϊδιώται
και βασιλείς.
Ό διάβολος έφαίνετο αήττητος. Και δπω ς άλλοτε
εις τήν άρχαίαν ιστορίαν του ’Ισραήλ ό Γολιάθ,
ό σιδηρόφρακτος έκεΤνος γίγας, καυχώμενος διά
τήν ρώμην του ένεφανίζετο καθημερινώς και προεκά-
λει τούς πάντας εις μονομαχίαν και ούδεις ένεφ ανίζε­
το, οϋτω πως καί ό σατανάς, ώς άλλος Γολιάθ,
έκυριάρχει εις τό άπέραντον πεδίον τής παγκοσμίου
ιστορίας καί ούδεις έτόλμα ν’ άντιπαραταχθή κατ’
αύτοϋ. Καί τον μεν Γολιάθ ένίκησεν ό μικρός
Δαυίδ καί «ήρεν όνειδος έ ξ υιών Ισραήλ» (Ψαλμ.
151,7). ’Α λλά τον σατανάν τίς θά ήδύνατο νά
νικήση; ’Ά νθρωπος; Προφήτης καί πατριάρχης; Ά γ ­
γελος καί άρχάγγελος; Ή δύναμις ένός έκάστου
έξ αυτών, αλλά καί δλων μαζί, ήτο άνίκανος νά
νικήση τον έχθρόν του άνθρωπίνου γένους. Έχρειά-
ζετο διά τοϋτο νά έλθη ό ’Ι σ χ υ ρ ό ς διά νά
συντρίψη τήν δύναμιν τοϋ έχθροϋ. Καί ήλθεν.
Ή λ θ εν ώς ό Δαυίδ, ό οποίος ήτο μικρός καί
έλάχιστος έν τώ οϊκω τοϋ πατρός του. Ή λθ ε,
δηλαδή, ό ’Ισχυρός έν σχήματι τοϋ πλέον πτωχού
καί άδυνάτου ανθρώπου, τοϋ αστέγου καί τοϋ
άκτήμονος, ό οποίος δεν είχε ποΰ τήν κεφαλήν
κλίνη. Ό σατανάς δεν ήδύνατο νά φαντασθή
ποτε, δτι κάτω άπό τό ταπεινόν σχήμα τοϋ Ίησοϋ
έκρύπτετο αύτός ό Θεός. Καί ένόμιζεν δτι θά
91
κατέβαλλε και χοϋτον, δπω ς κατέβαλε μυριάδας
άνθρώπων.
Πείραν της δυνάμεως τοϋ Ίησοΰ Χρίστου τό
πρώτον έλαβε κατά τούς πειρασμούς τής έρημου.
Ό σατανάς ένικήθη τρις και κατησχυμμένος άπήλθεν.
Ά π ή λ θ ε διά νά έπανέλθη κατά τάς ημέρας τών
φρικτών παθών τοϋ Κυρίου. Ό αγών έκορυφώθη
έπ! τοϋ σταυροϋ. Ό λ α ι αί σκοτεινά! δυνάμεις συνεκεν-
τρώθησαν εκεί. Ά λ λ ’ έκεΤ ό σατανάς ένικήθη
κατά κράτος και ή φωνή τοϋ Εσταυρωμένου « Τ ε τ έ-
λ ε σ τ α ι » (Ίωάν. 19,30) ύπήρξεν Ιαχή θριάμβου.
Κα! δτε ό Κύριος κατήλθεν εις τον αδην, νέον
πλήγμα, τελειωτικόν, έδέχθη ό διά τοϋ θανάτου
κυριαρχών εις τον κόσμον σατανάς. Τό πελώριον
στόμα τοϋ αδου, τό οποίον κατέπινε καθημερινώς
πλήθη θνητών άνθρώπων, δεν ήδυνήθη νά καταπίη
τον Ίησοϋν. Ό σατανάς, αντί νά συλλάβη, συνελή-
φθη. Ό π ω ς τό ψάρι, πού βλέπει τό δόλωμα, δεν
δύναται νά έννοήση, ότι κάτω άπό τό δόλωμα
κρύπτεται τό άγκιστρον τοϋ θανάτου, οΰτω κα! ό
σατανάς, βλέπων τό δόλωμα, τήν σάρκα δηλαδή,
μέ τήν οποίαν περιεβάλλετο ό Ίησοΰς κατά τό
άνθρώπινον, δεν ήδύνατο νά φαντασθή, ότι κάτω
άπό τήν σάρκα έκρύπτετο τό άγκιστρον, ή Θεότης.
Τό άγκιστρον τοϋτο ένεπήχθη εις τά σπλάγχνα
τοϋ αδου κα! ό αδης άνεστέναξεν, ώς ωραιότατα
λέγει ό ί. Χρυσόστομος εις τον περίφημον Κατηχητι­
κόν λόγον, ό οποίος άναγινώσκεται τήν νύκτα
τής Άναστάσεως·
«Έσκύλευσε τον αδην ό κατελθών είς τον αδην.
92
Έπίκρανεν αυτόν, γευσάμενον τής σαρκός αυτού.
Και τούτο προλαβών Ήσαΐας έ β ό η σ ε ν “Ό αδης”,
φησίν, “έπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω”. Έ π ι­
κράνθη' και γάρ κατηργήθη. Έ πικράνθη· και
γάρ ένεπαίχθη. Έ πικράνθη■ και γάρ ένεκρώθη.
Έ πικράνθη' και γάρ καθηρέθη. Έπικράνθη· και
γάρ έδεσμεύθη. Έ λ α β ε σώμα, καί Θεω περιέτυχεν.
Έ λ α β ε γην, καί συνήντησεν ούρανω. Έ λα β εν
δπερ έβλεπε, καί πέπτωκεν δθ εν ούκ έβλεπε.
Π ού σου, θάνατε, τό κέντρον; Π ού σου, αδη,
τό νΐκος; Ά ν έ σ τη Χριστός, καί συ καταβέβλησαι.
Ά ν έ σ τη Χριστός, καί πεπτώκασι δαίμονες».

Ό σατανάς ήττήθη

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ναι ό Χριστός διά τοϋ σταυροΰ


και της άναστάσεώς του ένίκησε τον κοσμοκράτορα
τοϋ αΐώνος τούτου, ένίκησε τον σατανάν, ένίκησε
τήν άμαρτίαν και τον θάνατον, και άνεδείχθη ΝΙΚΗ­
ΤΗΣ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ.
Ό Χριστός, άνελθών έκ τοϋ τάφου νικητής και
θριαμβευτής, έκ τής άπειρου αύτοϋ δυνάμεως εις
έκαστον πιστόν χορηγεί δύναμιν μυστηριώδη, υπερ­
φυσικήν, τήν χάριν αύτοϋ. Και με τήν χάριν τοϋ
Χριστού έκτοτε ό σατανάς νικάται και καταισχύνεται
έν τή ατομική ζωή τοϋ πιστού. Αυτός, ό οποίος,
καθώς παρατηρεί ό άγιος Κύριλλος ’Αλεξανδρείας,
ήτο πριν φοβερός και τρομερός και ήπείλει, δτι
θά καταλάβη ολόκληρον τήν οικουμένην μέ δσην
ευκολίαν καταλαμβάνει τις νοσσιάν μικρών και
93
αδυνάτων πτηνών, και έκαυχάτο, δτι κανείς δεν
θά ήδύνατο ν’ άντιταχθη εις τήν δύναμίν του,
αυτός τώρα ό σατανάς νικάται και καταντά γέλως
και παίγνιον τών άνθρώπων, οί οποίοι πιστεύουν
εις τον Χριστόν, τον νικητήν και θριαμβευτήν
(Ίδέ Α ' έορταστικήν ομιλίαν Κυρίλλου ’Α λεξάν­
δρειάς· Έ . Π. Migne 77,401 κ.έ.). Καί βλέπει τις
τούτο μυριάκις, άναγινώσκων τούς βίους τών άγιων.
Τρυφεραί παρθένοι ώς ή άγια Βαρβάρα, νέοι ώς
οι 40 Μάρτυρες, γέροντες ώς ό άγιος Πολύκαρπος,
καί μικρά παιδία ώς ό άγιος Κήρυκος νικούν καί
έξευτελίζουν τον σατανάν. Είς τάς νίκας καί τούς
θριάμβους, τούς οποίους κατήγαγον οί άγιοι καί
οί μάρτυρες, βλέπει τις τήν έκπλήρωσιν τής ύποσχέ-
σεως, τήν οποίαν έδωκεν ό Κύριος είς τούς μαθητάς
του δταν έλ ε γ ε ν «Ιδού δίδωμι ύμϊν τήν έξονσίαν
τού πατεΐν επάνω δφεων και σκορπιών και έπι
πάσαν τήν δύναμιν τοϋ έχθροΰ, και ουδέν υμάς
οι3 μή άδικήση» (Λουκ. 10,19).

Δικαιοσύνη και ειρήνη βασιλεύουν

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ό Χριστός νικητής! Τό


βασίλειον τού σκότους καταλύεται. Νέα βασιλεία
άφαντάστου πνευματικής δυνάμεως καί μεγαλοπρε-
πείας εγκαθιδρύεται είς τήν γήν. Τήν δόξαν αυτής
πριν άπό δέκα αίώνας βλέπει ό προφητάναξ Δαυίδ.
Ή ίδική του βασιλεία, μολονότι ήτο μία άπό τάς
ένδοξοτέρας βασιλείας τού ’Ισραήλ, έν τούτοις
ώχριά προ τής νέας βασιλείας. Τό μεγαλεΤον τής
94
βασιλείας τοϋ Χρίστου ψάλλει ό 71ος ψαλμός.
Περιγραφών τά ευεργετικά αποτελέσματα της βασι­
λείας, λέγει· « Ά να τελεΐ έν ταϊς ήμέραις αυτοΰ
δικαιοσύνη και πλή θο ς ειρήνης έως οΰ άνταναιρεθή
ή σελήνη» (Ψαλμ. 71,7). Δηλαδή, ένώ πρότερον
λόγω τών αμαρτιών μας ήμεθα έχθροί τοϋ Θεοϋ,
άξιοι τιμωριών καί κολάσεων, τώρα, διά τοϋ θανάτου
τοϋ Υίοϋ τοϋ Θεοϋ, ή έχθρα έξηλείφθη, ό πόλεμος
κατέπαυσε. Συνεφιλιώθημεν με τον Θεόν καί έγίνα-
μεν τέκνα του ήγαπημένα. Ή ταραχή καί ή αγωνία
τής συνειδήσεως έφυγε καί ήλθεν εις τάς καρδίας
μας ή δικαιοσύνη καί ή ειρήνη τοϋ Θεοϋ.

Δ ι κ α ι ο σ ύ ν η , αφεσις άμαρτιών, ε ί ρ ή ν η , γα ­
λήνη συνειδήσεως, βασιλεύουν είς τάς ψυχάς τών
ανθρώπων, οι οποίοι πιστεύουν είς τον Χριστόν
καί διά τοϋ ίεροϋ βαπτίσματος έχουν καταγραφή
είς τά μητρώα τής Εκκλησίας. Ναί, είς τό βασίλειον
τοϋ Χριστού καί μόνον, έκεΤ δηλαδή δπου υπάρχει
ζώσα πίστις καί φλογερά αγάπη προς τον Χριστόν,
ύπακοή καί ταπείνωσις καί αύταπάρνησις, έκεϊ βασι­
λεύει ή δικαιοσύνη καί ή είρήνη. Δ εν είνε τοϋτο
ουτοπία, άλλά μία πραγματικότης, τήν οποίαν γεύον­
ται οί πιστοί. Καί ή πραγματικότης αυτή, ή βασιλεία
τοϋ Θεοϋ, μικρά κατ’ έκτασιν, λόγω τοϋ μικρού
αριθμού τών εκλεκτών καί άληθινών οπαδών τοϋ
Χρίστου, θά αυξάνεται συνεχώς, θά έπεκτείνη τά
όριά της, θά έξαπλοϋται είς νέους κόσμους, καί
ή αμαρτία καί ή πλάνη έν τοίς υίοΤς τών ανθρώπων
θά περιορίζωνται διαρκώς, έως ότου έκλειψη ή
95
σελήνη. Ποια ή σελήνη; Καθώς έρμηνεύει άλληγορι-
κώς ό άγιος Κύριλλος ’Αλεξάνδρειάς, σελήνη έδώ
νοείται ό σατανάς, ώς άρχων τού σκότους.

Ναι! Θά έκλειψη ή σελήνη. Ό πόλεμος του


φωτός κατά τοϋ σκότους, ό όποΤος ήρχισε διά
τοϋ Ίησοϋ Χρίστου, συνεχίζεται εν τω κόσμω
τούτω. Τά τέκνα τοϋ φωτός, δσον ολίγα καί άν
είνε, δεν θά παυσουν ν’ άγωνίζωνται διά νά
έκλειψη ή σελήνη, παν είδος ψεύδους καί άμαρτίας,
διά των οποίων βασιλεύει ό σατανάς έπί τής γης.
Τό φως, τό λαμπρόν φως, τό όποΤον άνέτειλεν
έκ τοϋ τάφου τοϋ Κυρίου, δεν πρόκειται νά σβήση.
Ή βασιλεία τοϋ Χριστοϋ δεν πρόκειται νά έκλειψη.
Βασιλεία δικαιοσύνης καί ειρήνης θά ύπάρχη ώς
μία δασις έν τή Σαχάρα τοϋ κόσμου τούτου. Είς
αυτήν καί μόνην τήν βασιλείαν θά ευρίσκουν
δικαιοσύνην καί ειρήνην αί ψυχαί, αί όποΐαι περιπλα-
νώνται εις τά βασίλεια τοϋ κόσμου τούτου διά νά
εΰρουν δικαιοσύνην καί ειρήνην καί δεν ευρίσκουν.

« Ά ν α τελεϊ ευ ταϊς ήμέραις αύτοΰ δικαιοσύνη και


πλή θ ο ς ειρήνης εως οΰ άνταναιρεθή ή σελήνη».
Τό ρητόν τοϋτο, τό όποΤον κατά τήν ημέραν τοϋ
Πάσχα άναφέρει ό άγιος Κύριλλος ’Α λεξάνδρειάς
διά νά έκφράση τά ευεργετικά αποτελέσματα τοϋ
σταυροϋ καί τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου, τό ϊδιον
τοϋτο ρητόν μάς υπενθυμίζει μίαν σελίδα τής
ιστορίας τοϋ μαρτυρικού ημών έθνους. Ό τ ε τό
λείψανον τοϋ αειμνήστου πατριάρχου Γρηγορίου

4 ΠΑΣΧΑ 97
τοΰ Ε', άπαγχονισθέντος υπό των υιών τής ’Ά γαρ
κατά την έορτήν τοΰ Πάσχα τοΰ 1821, έρρίφθη
εις την θάλασσαν καί έπέπλεεν έπί των κυμάτων
τοΰ Βοσπόρου, ευσεβής πλοίαρχος άνεΰρε τοΰτο
καί τό μετέφερεν εις ’Οδησσόν. Μεγάλαι δε τιμαί
άπεδόθησαν τότε είς τό τίμιον σκήνωμα. 'Ό λ η ή
ορθόδοξος Ρωσία συνεταράχθη. Ό δε αείμνηστος
μέγας ρήτωρ τοΰ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Κωνσταντίνος Ο ικονόμος ό εξ Οικονόμων έξεφώνη-
σε τον έπικήδειον λόγον είς τον πατριάρχην. ’Ιδού
τί εν κατακλεΐδι τοΰ λόγου του είπεν ό διάσημος
ρήτωρ τής ’Ορθοδοξίας·

«ΤΩ Θεέ τοΰ ελέους, έπουράνιε τής κτίσεως


Βασιλεύ! Έ π ίβλεφ ο ν έ ξ ουρανού και ϊδε την
κάκωσιν τοΰ λαοϋ σου. Έ ω ς πότε, Κύριε, μέλλει
να έξυβρίζη παναθέσμω ς εις τό Π ανάγιόν Σου
’Ό νομα ό βάρβαρος ε χ θ ρ ό ς τοΰ Σταυρού; Έ ω ς
πότε θέλει χύνει τό άθωον αίμα τής έκλεκτής
Σου κληρονομιάς;... Ώ Κύριε, οώ σον δη, ώ
Κύριε, εύόδω σον δη. Μη παραδώης ήμας είς
τέλος, και μη άποστήσης τό έλεος σου άςρ’
ημών, διά πάντας τούς ήγαπημένους Α γίους
Σου, και διά τούς νέους Σου Μάρτυρας... Ύ π ό τα ξο ν
ύπό τούς νικηφόρους πόδας τοΰ Χριστού Σου
πάντα έχθ ρ ό ν και πολέμιον, άπό περάτων έως
περάτων, έως ου άνταναιρεθή ή σελήνη» (Κων.
Οικονόμου τοΰ έξ Οικονόμων, τόμος Α ' - Λόγοι,
επιμέλεια Θ. Σπεράντσα, Ά θήναι 1971, σελ. 16
- 17).
98
Τό Φως θά νικήση
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ, Χριστός άνέ-
στη! Α αμπρός και πάλιν άνέτειλεν ό ήλιος της
Άναστάσεως. ’Αλλά θά εϊμεθα ανάξιοι νά λεγώμεθα
χριστιανοί, εάν δεν μάς συγκινή τό κοσμοϊστορικόν
γεγονός, ή νίκη καί ό θρίαμβος τοϋ άναστάντος
Κυρίου. ”Ω, πώς νά μη κλαύση τις; Πώς νά μη
θρηνήση; Πώς νά μη έλεεινολογήση τό γένος
τών ανθρώπων, καί μάλιστα τό εύγενές γένος τών
Ε λλή νω ν, όταν βλέπη, ότι οί σημερινοί Έ λ λ η ν ε ς
τάς άγίας αύτάς ημέρας τοϋ Πάσχα, αντί μετά
προθυμίας καί ζήλου νά τρέχουν είς τούς ιερούς
ναούς διά νά εορτάζουν καί πανηγυρίζουν τήν
νίκην καί τον θρίαμβον τής Ζωής κατά τοϋ θανάτου,
αυτοί, ο'ύδέν αισθανόμενοι εκ τής χαράς καί άγαλλιά-
σεως τής βασιλίδος τών εορτών καί πανηγύρεων,
δΓ άλλα πράγματα ένδιαφέρονται καί συγκινοΰνται.
Ό θρίαμβος τοϋ Νικητοϋ τών αιώνων τούς αφήνει
άδιαφόρους. Δύνασθε δμως νά τούς ϊδητε νά
συγκινοΰνται καί νά τρέχουν κατ’ άγέλας είς τά
γήπεδα, διά νά εορτάζουν καί πανηγυρίζουν —τί;
Μικράς καί άναξίας νίκας, παιδαριώδεις νίκας, νίκας
μιάς «μπάλλας», εντός τής οποίας ό σατανάς ένέκλει-
σε μανίαν λατρείας συγχρόνου θεότητος.
Ά λ λ ά καί ή βασιλεία τών συγχρόνων ειδώλων
θά έκλειψη, ώς έξέλιπον τόσα καί τόσα εί'δωλα
τοϋ αρχαίου κόσμου. Τό άνέσπερον φώς τής Ά να σ τά­
σεως συνεχώς θά πολεμή καί θά διαλύη τά σκότη,
« ε ω ς ο ΰ ά ν τ α υ α ι ρ ε θ ή ή σ ε λ ή ν η » (Ψαλμ.
71,7).
99
ΤΟ Φ Ω Σ T O Y
ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ

Η
ΓΗ, άγαπητοί μο,; άναγνώσται, ή γη πανηγυρί­
ζει. ’Έ φθασεν ή ωραιοτέρα έποχή τοΰ έτους.
Έ φ θ α σ ε τό έαρ.

Ή φωτόλουστος ά νοιξις

Ο ΗΛΙΟΣ, σχεδόν αθέατος πολλάς ημέρας τοΰ


χειμώνος, ήδη είνε ορατός. Τά πυκνά σύννεφα
διελύθησαν. Ό ουρανός λάμπει. Ό ήλιος έξερχόμε-
νος, κατά τον ψαλμωδόν, ώς ώραίος νυμφίος έκ
τής παστάδος αύτοϋ (Ψαλμ. 18,6) σκορπίζει τάς
άκτΤνάς του. Ή φύσις αποβάλλει την πένθιμον
στολήν τού χειμώνος καί ένδύεται την μεγαλοπρεπε-
στάτην στολήν τοΰ έαρος. Κάτω άπό τάς θερμάς
ακτίνας τό δριμύ ψύχος έξαφανίζεται. Οί πάγοι
διαλύονται. 05 ποταμοί κυλούν έπιχαρίτως τά ρεύματά
των. Ή θάλασσα αφήνει τήν χειμερινή άγριότητα.
Ό φλοίσβος καί πάλιν ακούεται εις τάς άκτάς
της. Δροσεροί άνεμοι πνέουν. 05 σπόροι, οί όποιοι
ήσαν ενταφιασμένοι εντός των σπλάγχνω ν τής γής
καί έκαλύπτοντο άπό πυκνόν στρώμα χιόνος, ώς
με μαρμαρίνην πλάκα νεκροταφείου, άνασταίνονται.
100
Ή χλόη καλύπτει την επιφάνειαν της γης. Τά
γυμνά δένδρα ένδύονται μέ τά φυλλώματά των.
Ή άμυγδαλέα, πρώτη αυτή έξ δλων των δένδρων,
προβάλλει μέ την λευκήν έξ άνθέων στολήν της
ώς νύμφη. Ή άμπελος κυπρίζει. Ή συκή έκβλαστάνει
τά πρώτά της φύλλα. Τά άνθη σκορπίζουν τό
άρωμά των. Τά ζώα έγκαταλείπουν τήν χειμερίαν
νάρκην. Οί μύρμηκες καθαρίζουν τήν φωλεόν
των. Αί μέλισσαι πετοϋν άπό άνθος είς άνθος.
Ή χελιδών, πρώτη αυτή έξ δλων των άποδημητικών
πτηνών, κάνει τήν έμφάνισίν της. ΕΙνε ό αγγελιοφ ό­
ρος τής άνοίξεως. 05 πελαργοί κτίζουν τάς φωλεάς
των είς τάς κορυφάς των κωδωνοστασίων. Είς τά
δάση ακούεται τό γλυκύ άσμα τής άηδόνος. Ό
κορυδαλλός άνέρχεται είς τά ύψη καί ψάλλει τον
ορθρινόν του ΰμνον. Τό ποίμνιον βόσκει είς τούς
λειμώνας. Ό ποιμήν, άπηλλαγμένος άπό τήν άγωνίαν
τού χειμώνος, άμέριμνος κάθεται κάτω άπό τήν
σκιάν των δένδρω ν καί παίζει τήν φλογέραν του.
Ό γεωργός χαίρει βλέπω ν τήν πλουσίαν άνθησιν.
Ό άλιεύς άκινδύνως ρίπτει τά δίκτυά του είς τήν
θάλασσαν. Ό ναύτης άπολαμβάνει τήν γαλήνην
τής θαλάσσης. Ό άστρονόμος στρέφει τό τηλεσκό-
πιόν του είς τον διαυγή ουρανόν. Ό ποιητής
έμπνέεται άπό τήν μαγείαν τής φύσεως. Καί ό
πτωχός, ό δποίος άντεμετώπιζε τάς δυσκόλους
ημέρας τού χειμώνος, στερούμενος έπαρκοϋς θερ-
μάνσεως καί τροφής, χαίρει. Ό γέρων άπολαμβάνει
τήν θερμότητα τοΰ ήλίου. Αί άκτΤνες διερχόμεναι
καί διά των σιδηρών κιγκλιδωμάτων τών φυλακών
102
φέρουν τό μήνυμα τής άνοίξεως, μήνυμα αισιοδοξίας
δΓ δλους τούς ταλαιπώρους τής γής. Δεν υπάρχει
μόνον χειμών. Υ πάρχει καί έαρ!...
Ό άνθρω πος ευφραίνεται έντός τής λαμπρας
φύσεως τής άνοίξεως.
’Α λλ’ δπω ς παρατηρεί ό άγιος Κύριλλος ’Α λεξάν­
δρειάς εις ένα έκ τών περιφήμων λόγων του εις
τό Πάσχα, δεν είνε μέγα νά ευφραίνεται τις άπολαμ-
βάνων δι’ δλων τών αισθήσεων τά θέλγητρα τής
φύσεως κατά τήν εποχήν τής άνοίξεως. 'Υπάρχει
κάτι άλλο άπάντων άνώτερον. ’Ιδού οι λόγοι τοϋ
μεγάλου πατρός τής Ε κκλησίας μας·
«Ούδέν, οϊμαι, τό τούτοις αυτόν άγλαϊζεσθαι
μόνοις- τό γάρ δή τών άλλων άπάντων άξιώτερον
έκεϊνό έστι. Συνανέβη γάρ τοϊς φυτοΐς και ή
πάντων τών έπϊ τής γης ήγεμονεύουσα φυσις,
φημι δέ τον άνθρωπον. Ή ρινός (=έαρινός) γάρ
ήμϊν εισκομίζει καιρός τοϋ Σωτήρος ήμών τήν
άνάστασιν, δή ής οι πάντες άναμορφούμεθα εις
καινότητα ζωής, τήν έπείσακτον τοϋ θανάτου
διαδράντες φθοράν» (Έ. Π. Migne 77,581).
Υ πάρχει όχι μόνον φυσικόν έαρ, άλλά καί νοητόν
έαρ. Καί δπως δυστυχής είνε ό άνθρωπος, ό
οποίος έχει άπολέσει τάς φυσικός του αισθήσεις
καί δεν δύναται, ώς έκ τούτου, νά Τδη, νά άκούση,
νά όσφρανθή καί νά γευθή δλα τά ώραία τοϋ
έαρος, οϋτω πως καί έκείνος, δστις έχει άπολέσει
τάς πνευματικός αισθήσεις, είνε δυστυχής, άπείρως
δυστυχής, διότι δεν δύναται νά άπολαύση τά πνευμα­
103
τικά θέλγητρα, τά οποία έσκόρπισεν είς τον κόσμον
ένας άλλος ήλιος, πνευματικός ήλιος, ό Χριστός.
Ναι! Αυτός καί μόνον διέλυσε τον βαρύν χειμώνα,
τό πυκνότατον σκότος, τό δριμύτατον ψϋχος, τήν
έρημίαν καί τήν γύμνωσιν, τήν νάρκωσιν καί τον
θάνατον, τά όποία έπέφερεν είς τον κόσμον ή
άμαρτία. Ναι! Αυτός καί μόνον έφώτισε τον ουρανόν
τών ψυχών ώς διά μυρίων άκτίνων καί έκανε νά
λάμψη τό πρόσωπον τής γής.

Μακράν τοΰ σκότους


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ είνε τό φώς! Ε πικίνδυνον ετνε νά
ζή τις καί νά κινήται είς φυσικόν σκότος. Συνέβη
έν καιρώ νυκτός νά διψήση τις καί νά έξαπλώση
τό χέρι του είς ποτήριον, δπερ ένόμιζεν ότι ήτο
πλήρες δροσερού υδατος. ’Αλλά, φεϋ! τό ποτήριον
άντί υδατος περιείχεν υγρόν δηλητηριώδες. Τό
έπιε καί άπέθανε! Συνέβη νά βαδίζη άλλος έν
καιρώ άσελήνου νυκτός καί βαρείας νεφώσεως,
καί, ενώ ένόμιζεν ότι βαδίζει όρθώς, δεν έβλεπε
τό φοβερόν βάραθρον, δπερ ήνοίγετο ένώπιόν
του. Έ νέπεσ εν είς αυτό καί εΰρεν οίκτρόν θάνατον!
Έ ν καιρώ νυκτός γεωργός, φυλάσσων τον άγρόν
του καί άκούσας θόρυβον καί νομίσας ότι έχθρός
άνθρωπος έρχεται νά κλέψη, συνέβη νά πυροβόληση
καί νά φονεύση τον άνθρωπον. Ά λ λ ’ όποία ύπήρξεν
ή κατάπληξίς του όταν, άνατείλαντος τοΰ ήλιου,
είδεν ότι ό φονευθείς δεν ήτο έχθρός, ά λλ’ ό
άδελφός του ό άγαπητός, ό όποιος ήρχετο μακρόθεν
νά τον έπισκεφθή. Συνέβη έν καιρώ νυκτός τιμία
104
γυνή νά δεχθή τούς εναγκαλισμούς διεφθαρμένου
και άπατεώνος άνδρός, ό οποίος, επω φελούμενος
τό σκότος, ύπεισήλθεν εις τον θάλαμόν της. Συνέβη...
’Ώ πόσα δεν συμβαίνουν έν καιρώ νυκτός, έν
καιρώ σκότους! Πόσον πολύτιμον είνε τό φως!

Κάτω άπό τάς ακτίνας τοΰ ήλιου ό άνθρωπος,


ό έχων ύγιά τήν δρασιν, είνε ικανός νά διακρίνη
πρόσωπα και πράγματα, νά ζή, νά έργάζεται καί
νά βαδίζη ασφαλώς. Ά λ λ 5 ιδού καί άλλο σκότος.
Σκότος βαθύ, ώς μαρτυρεί ή ιστορία, έπεκράτει
εις τούς προ Χριστού αιώνας. Σκότος θρησκευτικόν.
Σκότος ηθικόν. Σκότος κοινωνικόν. Σκότος παναν-
θρώπινον. Τίς τούτο διέλυσε; Λόγοι φιλοσόφων
καί ποιητών ώς άμυδρά φώτα προσεπάθουν νά
διαλύσουν τά πυκνά ψυχικά σκότη. Ή σ α ν ώς τά
φώτα τών πυγολαμπίδων, τών γνωστών έκείνων
έντόμων, τά όποία έν καιρώ νυκτός έκπέμπουν
έκ τοΰ σώματός των σπινθήράς τινας φωτός. Ά λ λ ’
ή άνθρωπότης, μη ίκανοποιουμένη άπό τά άμυδρά
φώτα τού άρχαίου κόσμου, έζήτει φώς. Φώς ικανόν
νά διαλύση τά ψυχικά έρέβη, εις τά όποία έκυλίετο
ό κόσμος.

Φώς ή άνάστασις τοΰ Χριστού

ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ ήλθε. Τό φώς είνε ό Χριστός.


Φώς, δλος φώς. Φώς ή διδασκαλία του. Φώς τά
θαύματά του. Φώς ή άγιότης τού βίου του. Φώς
τά σεπτά του πάθη. Ώ ς ψάλλει ή Ε κκλησία έπί
τη ένάρξει τής Μ εγάλης Έ βδομάδος, «τά πάθη
105
τά σεπτά ή παρούσα ημέρα ώς φώτα σωστικά
ανατέλλει τώ κόσμω». Φως προ πάντων ή ένδοξος
άνάστασίς του. ’Ακούεται χαρμόσυνος ό ύμνος
τοϋ φωτός, τοϋ έκ τοϋ τάφου άνατείλαντος' «Νϋν
πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και
τά καταχθόνια' εορταζέτω γοϋν πάσα κτίσις την
έγερσιν Χριστού, έν η έστερέωται». Φως ό Χριστός.
Τό διεκήρυξεν ό ϊδιος λ έγ ω ν «Έγώ ειμι τό φως
τού κόσμου' ό άκολουθώ ν έμοϊ ου μη περιπατήση
έν τη σκοτία, άλλ’ εξει τό φως τής ζωής» (Ίωάν.
8,12). Ό Χριστός ή πηγή τοϋ φωτός. Ό Χριστός
ό ήλιος τοϋ πνευματικού στερεώματος, ό νοητός
ήλιος, πού φαιδρύνει και καταλάμπει τό πρόσωπον
τής γης. Ή λ ιο ς άδυτος. «Δόξα σοι τώ δείξαντι
τό φως», άναφωνεΐ έκ βαθυτάτης ευγνωμοσύνης
πάσα λελυτρωμένη ψυχή.
Υ πάρχει τις, ό όποΤος αμφιβάλλει; ’Ά ς άνοιξη,
παρακαλώ, τό Εύαγγέλιον. ’Ά ς τό μελετήση προσεκτι-
κώς. ’Ά ς τό μελετήση άπροκαταλήπτως. ΌποΤαι
δέομαι φωτός έκπέμπονται έξ έκάστης σελίδος
-τί λέγω;-, έξ έκάστου στίχου τοϋ αθανάτου βιβλίου!
’Ά ς πορευθή ακόμη έκεΤ, δπου ακούεται προφητικόν,
άποστολικόν, πατερικόν κήρυγμα, τό όποΤον έρμη-
νεύει όρθοδόξω ς τά ίερά λόγια. Α κτίνες φωτός
θά διεισδύσουν εις τά βάθη τής καρδίας του, έάν
άκούση μετά ταπεινώσεως τό κήρυγμα τοϋ ευαγγε­
λίου. Θά θαυμάση καί θά εϊπη καί αυτός μαζί
με τον προφήτην Ή σ α ΐα ν «Έκ νυκτός όρθρίζει
τό πνεϋμά μου προς σε, δ Θεός, διότι φως τά
προστάγματά σου έπι τής γής» (Ήσ. 26,9). Ή
106
Ε κκλησία κατά τήν περίοδον τής Μ εγάλης Τεσσαρα­
κοστής έψαλλε τον νοητόν Ή λ ιο ν, υμνεί καί τήν
δύναμιν τοϋ κηρύγματος τών άποστόλων, οι όποιοι
ώς άστραπαί διέτρεξαν καί διέλυσαν τής πλάνης
τό σκότος. ’Ιδού ένας σχετικός ύμνος·

«Φ εγγοβόλος υμάς ώς άστραπάς εις πάντα κόσμον


Ίησοΰς, ό νοητός όντως ήλιος, έξαποστείλας,
άπεμείωοε ταϊς λαμπρότησι τοϋ υμών ένθέου
κηρύγματος πλάνης τό σκότος, θεόπται άπόστολοι,
και έφώτισε τούς έν ζόφω τής άγνωσίας κεκρατημέ-
νους πονηρώς. "Ο νπερ έκδυσω πήσατε καταπέμφαι
και ήμϊν τον φωτισμόν και μέγα έλεος».

’Αμφιβάλλει τις περί τοϋ Φωτός; Ά ς πορευθή είς


τό ίερόν έξομολογητήριον. Ά ς άνοιξη τά κατάκλειστα
παράθυρα τών μυστικών θαλάμων τής ψυχής. Ά ς
κλαύση καί άς θρηνήση διά τό άθλιον παρελθόν.
Ά ς κλαύση καί άς θρηνήση, διότι ολίγον ή ουδόλως
μέχρι τοϋδε ήγάπησε τον Ίησοϋν. Καί τότε θά
ϊδη όποΤον φώς θά πλημμυρήση τήν καρδίαν του.
Α μφ ιβάλλει τις περί τοϋ Φωτός; Ά ς πορευθή εις
τον ναόν τοϋ Κυρίου, δταν οί κώδωνες κρούωνται
καί καλοϋν τον λαόν εις τήν δημοσίαν λατρείαν.
Ά ς εισέλθη έν φόβω Θεοΰ. Ά ς άκούση τά θεόπνευ­
στα λόγια. Ά ς λάβη μέρος, έάν εΤνε προητοιμασμέ-
νος, εις τον Μυστικόν ΔεΤπνον. Καί τότε, δταν
θά τελειώση ή Ιερά μυσταγωγία, θά δύναται καί
αυτός μυσπκώς νά συμψάλλη· «Εϊδομεν τό φώς
τό άληθινόν, έλάβομεν πνεύμα έπουράνιον, εϋρομεν
πίστιν άληθή, άδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες■
108
αΰτη yap ημάς έσωσε». Φώς ό Χριστός. Φώς ή
μία άγία του καθολική Εκκλησία, ή ’Ο ρθόδοξος
Εκκλησία, ή όποία ώς γυνή τής Ά ποκαλύψ εω ς
περιφέρει έν έαυτή τον νοητόν ήλιον, τον Χριστόν
(Ά ποκ. 12,1-2).
Ώ Χριστέ! άνεφώνησεν άπιστος δταν έπίστευσεν
εις τον Χριστόν τό φώς σου είνε τόσον παρήγορον
καί γλυκύ, ώστε καί ό πλέον δυστυχισμένος νά
θέλη νά ζή, αλλά καί ό πλέον ευτυχισμένος νά
θέλη ν’ άποθάνη καί νά μαρτυρήση χάριν τής
δ όξη ς τοΰ ονόματος σου.

’Έ λθετε προς τό φώς

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΑΣ! Έ πί τή έορτή τοΰ Πάσχα


έκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ιδίως τών μεγάλων
αστικών κέντρων, έξέρχονται καί πορεύονται εις
τήν ύπαιθρον, διά ν’ άναπνεύσουν καθαρόν αέρα.
Διά νά όσφρανθοϋν τό αρωμα τών άνθέων. Διά
ν’ άκούσουν τό γλυκολάλημα τής άηδόνος. Διά
ν’ απολαύσουν τά ποικίλα θέλγητρα τής ώραιοτέρας
έποχής, του έαρος. Οί δε φυσιολάτραι, μέ τά
σακκίδιά των φορτωμένα έπί τής ράχεώς των καί
μέ τάς φωτογραφικός μηχανάς, ανέρχονται εις τάς
ύψηλοτέρας κορυφάς, διά νά ϊδουν καί απολαύσουν
άπ’ έκεί τό πανόραμα τής φύσεως.
Ά λ λ ’ οί μανιώδεις θαυμαστοί τής φύσεως περιωρι-
σμένην έχουν τήν αϊσθησιν. Στενός ό όρίζων τοΰ
ψυχικοϋ των κόσμου. Γήινα τά ένδιαφέροντά των.
Σαρκικαί αί έπιθυμίαι καί οί πόθοι των. Βλέπουν,
109
άλλα δέν βλέπουν! Δ εν βλέπουν δτι όπίσω από
δλα τά ώραΐα τής φύσεως είνε Εκείνος, ό οποίος
έποίησεν δλα τά ώραΤα της γης. Δ έν βλέπουν
τον Χριστόν, ανευ τοϋ όποιου, δπως κηρύττει
μεγαληγόρως κατά την νύκτα της Ά ναστάσεως ό
ήγαπημένος μαθητής, ό ’Ιωάννης ό ευαγγελιστής,
δέν θά ύπήρχεν ό κόσμος. «Πάντα δ /’ αυτοΰ
έγένετο, και χωρίς αυτοΰ έγένετο ουδέ έν δ γέγονεν»
(Ίωάν. 1,3). Κϋμα φυσιολατρίας! ’Ά νθρωποι λατρεύ­
ουν τήν κτίσιν, αλλά δέν λατρεύουν τον κτίσαντα!
Ούδεμία λέξις ευχαριστίας προς τον Θεόν έξέρχεται
από τήν καρδίαν των διά τήν ωραιότητα τής φύσεως,
τήν μοναδικήν αυτήν ωραιότητα, ή οποία υπάρχει
μόνον εις τον πλανήτην μας. Θά έπρεπε νά
έκσφενδονισθοϋν είς τήν σελήνην καί νά ζήσουν
εκεί ολίγα λεπτά, διά νά ϊδουν τήν τεραστίαν
διαφοράν καί νά εκτιμήσουν δεόντως τά αγαθά
τής γής, τά οποία τόσον πλουσίως έσκόρπισεν
επί τοϋ πλανήτου μας ό Δημιουργός τοϋ παντός.

Ά λ λ ’ οί πιστοί, οί πιστεύοντες είς τό μέγα


μυστήριον τής ένανθρωπήσεως τοϋ Δόγου, μέ άλλα
δμματα βλέπουν τά εγκόσμια. Β λέπουν ταϋτα ώς
σκιάς τών υπερκόσμιων άγαθών. ’Α πολαμβάνουν
καί αυτοί τάς τέρψεις τοϋ έαρος, τοϋ φυσικοϋ
έαρος. ’Αλλά διά τής πίστεως ένατενίζοντες είς
τον Χριστόν, τον δημιουργόν τοϋ σύμπαντος, τοϋ
όρατοϋ καί τοϋ αοράτου, μυστικώς λέγουν έν έαυτοΤς·
«Ώ ραίον είνε τό έαρ. Ά λ λ ’ άσυγκρίτως ώραιότερον
είνε τό άλλο έαρ. Είνε τό νοητόν έαρ, τό πνευματικόν
110
έαρ, τό οποίον διά της άναστάσεώς του έδειξεν ήμΤν
ό Χριστός. Αυτός είνε τό αιώνιον έαρ! ΈΩ γλυκύ
μου έαρ...”».
"Ω άνθρωποι τοΰ παρόντος αϊώνος! Έ ξέρχεσ θε
προς προϋπάντησιν τών ωραίων τοΰ έαρος, έπισκέ-
πτεσθε τά ώραΤα τοπία, άνέρχεσθε εις τάς κορυφάς
τών όρέων, ϊπτασθε είς τά άχανή υψη τοΰ διαστήματος,
περιπατεΤτε και ερευνάτε συνεχώς τό βασίλειον
τής φύσεως. Δ εν σάς κατηγοροϋμεν. Σάς κατηγοροϋ-
μεν δμως, διότι ούδεμίαν προσπάθειαν κάνετε διά
νά περιπατήσετε και έρευνήσετε τό βασίλειον τής
χάριτος. Έ ξέλθετε λοιπόν, φωνάζει προς δλους
μας ό προφήτης, «έξέλθετε, και of έν τω σκότει
άνακαλύφθητε» (Ήσ. 49,9). Έ ξέλθετε διά νά ϊδητε
τον νικητήν τού θανάτου, τον θριαμβευτήν τών
αιώνων. Έ ξέλθετε διά νά ϊδητε τον Ή λ ιο ν τον
φωτίζοντα τά σκότη τών αιώνων. Έ ξέλθετε. Διατί
δεν έξέρχεσθε; Σάς άρέσει τό σκότος; Θέλετε νά
ζήτε δίκην ασπαλάκων είς τούς υπογείους λαβυρίν­
θους τών παθών; Μισείτε τό Φώς; ’Ώ πόσον
δυστυχεϊς εϊσθε! Ματαία ή ζωή σας, έφ ’ δσον δεν
συνεδέθη μέ τήν Ζωήν. Έ ξέλθετε. Σάς φω νάζομεν
διά μίαν τελευταίαν ϊσως φοράν. Έ ξέλθετε προς
τό Φώς.
«Ζωή yap ό Χ ριστός ων», ώς λέγει ό άγιος
Κύριλλος ’Αλεξάνδρειάς, «ζωή κατά φύσιν, άνέστη
τριήμερος σκυλεύσας τον αδην, άναπετάσας τοΐς
κάτω τάς άεϊ κεκλεισμένας πύλας φωνεΐ ειρηνικώς
τε τοΐς έν δεσμοϊς έξέλθ ετε και τοΐς έν σκότει
άνακαλύφθητε».
111
Άναοπάσεως ήμερα
Τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία τ η ς i· μ ο ν ή ς Σ τα
ο/-\ η ' \ λ α.Ο \ t ο ο ρ ο ν ικ ή τ α το ϋ 'Α γ ίο υ Ό ρ ο υ ς , έ
« U ϋ ε ο π α τω ρ μ ε ν Δ α ν ιο π ρ ο τη ς σ κ ιώ δ ο υ ς κιρω του γ ο ν θ ε ο φ ά ν ο υ ς τ ο ϋ έ τ ο υ ς 15 4

ή λα το σ κ ιρ τ ώ ν ό λ α ό ς δ έ το ΰ Θ εο ΰ ό ά γιο ς τήν
τών σ υ μ β ό λ ω ν έκ β α σ ιν ό ρ ώ ν τες ε ύ φ ρ α ν θ ώ μ ε ν ένθέω ς,
ότι ά ν έ σ τ η Χ ρ ι σ τ ό ς ώ ς π α ν τ ο δ ύ ν α μ ο ς »
(τροπάριον της δ ' φ δ ή ς
τοΰ κα νά νο ς τοΰ Πάσχα)

« Ά ν α σ τ ά σ ε ω ς ημ έρα , και λ α μ π ρ υ ν θ ώ μ ε ν τη πα νηγνρει...»


(δοξαστικόν τών στιχηρώ ν τοΰ Πάσχα)
Η ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ

■ «Αϋτη ή ημέρα, ήν έποίησεν ό Κύριος·


άγαλλιασώμεθα και εόφρανθώμεν έν αύτή»
(Ψαλμ. 117,24)

Ε ΙΣ ΤΟΝ ΣΤΙΧΟΝ ΤΟΥΤΟΝ, αγαπητοί άναγνώ-


σται, ό ψαλμωδός όμιλεΐ περί τής ημέρας
τοϋ Κυρίου. Ά λ λ α ποία είνε η ήμερα αϋτη τοϋ Κυρίου;

Ήμέραι κοιναί - ήμέραι εξαίρετοι

Η ΗΜΕΡΑ, ώς είνε γνωστόν, είνε μονάς μετρήσεως


τοϋ χρόνου. Είνε τό χρονικόν διάστημα, τό όποιον
μεσολαβεί μεταξύ δύο ανατολών τοϋ ήλιου. Μία
ήμερα 24 ώραι. Τί είνε μία ήμερα έν συγκρίσει
προς τήν αιωνιότητα; Μία σταγών ϋδατος έν μέσω
άπεράντου ώκεανοϋ. Ή μία ήμέρα διαδέχεται τήν
άλλην. Αί έβδομάδες διαδέχονται τάς εβδομάδας.
Οί μήνες διαδέχονται τούς μήνας. Καί τά έτη
διαδέχονται τά έτη. Διαρκής καί ταχεία ή ροή τοϋ
χρόνου. Έ ν τη ροή τοϋ χρόνου συμβαίνουν ποικίλα
γεγονότα. Τά περισσότερα έξ αυτών, αναγόμενα
114
εις τήν ίκανοποίησιν φυσικών καί υλικών άναγκών
τοϋ ανθρώπου, αποτελούν ένα κύκλον διαρκώς
περιστρεφόμενον περί τά αυτά πράγματα, εις τρόπον
ώστε νά έχη δίκαιον ό αρχαίος φιλόσοφος, ό
οποίος είπεν οτι εκείνος, ό οποίος έζησε μίαν
ήμέραν, είνε ώς νά έζησεν έτη πολλά, καθ’ δσον
δ,τι είδε τήν μίαν ήμέραν έν τώ φυσικώ κόσμω
θά έβλεπεν δλας τάς ήμέρας μιας πολυετούς
ζωής. Είδες π.χ. τήν άνατολήν τοϋ ήλίου; Τό
αυτό φαινόμενον, με ώρισμένας παραλλαγάς ώς προς
τήν καθαρότητα τής άτμοσφαίρας, θά βλέπης καί
κατά τάς 30.000 ήμέρας, τάς οποίας θά ζήσης
έάν ύπερβής τό 80όν έτος τής ήλικίας σου. Τά
αυτά πράγματα έπαναλαμβάνονται καθημερινώς διά
τον άνθρωπον, ό οποίος κινείται έντός τοϋ φυσικού
κόσμου. Έ άν είς αυτά καί μόνον περιορισθή, θά
καταληφθή αργά ή γρήγορα υπό κόρου καί άνίας.
Οϋτω βλέπομεν ανθρώπους, οί οποίοι ζοϋν έντός
μαγικού φυσικού περιβάλλοντος, καί δμως θέτουν
βίαιον τέρμα εις τήν ζωήν των, διότι αί ήμέραι
τής ζω ής των είνε κεναί πνευματικού περιεχομένου.
Ή ζωή είς τοιαύτας περιπτώσεις, όσονδήποτε μακρά
καί άν είνε, δέν παρέχει άξιόλογα θέλγητρα. Ζή
καί ό κόραξ καί ή χελώνη καί ει τι άλλο ζώον
μακράν ζωήν, ή οποία φθάνει καί υπερβαίνει τά
200 έτη. Ποίος δμως θέλει νά ζήση ζω ήν κόρακος
καί χελώνης;
Ά λ λ 5 έκτος τών ήμερών, αί όποίαι διέρχονται
έν τή ζητήσει, κατακτήσει καί άπολαύσει υλικών
πραγμάτων, υπάρχουν καί άλλαι ήμέραι. Είνε αί
115
ήμέραι, κατά τάς οποίας εις τήν ζω ήν τών άτόμων,
τών οικογενειών καί τών εθνών συμβαίνουν γεγονότα
έξαιρετικής σημασίας καί σπουδαιότητος· γεγονότα,
τά οποία υποδεικνύουν, δπ ό άνθρωπος έπλάσθη
διά προορισμόν άπείρως άνώτερον άπό τον προορι­
σμόν τών ζώων. Ν’ άναφέρωμεν τοιαϋτα γεγονότα;
Έ καστος άνθρωπος, έκαστη οικογένεια, έκαστον
έθνος, δπου δεν έσβέσθη ό σπινθήρ μιας άνωτέρας
ζωής, έχουν νά παρουσιάσουν τοιαϋτα γεγονότα.
Μία π.χ. ήρωική άντίστασις τών κατοίκων ενός
μικροϋ έθνους κατά τής βαρβαρικής έπιδρομής
κραταιάς τίνος αυτοκρατορίας χαράσσεται είς τήν
μνήμην τοϋ λαοϋ καί ή ημέρα τής νίκης καθορίζεται
ώς ήμέρα εθνικής έορτής. Ά λ λ ά καί αί ήμέραι,
κατά τάς οποίας ό άνθρωπος κατώρθωσε νά διασπάση
τό άτομον καί ν ’ άνακαλύψη νέους κόσμους καί
νέας πηγάς ένεργείας ή νά διασπάση τό φράγμα
τής ατμόσφαιρας καί νά έγγίση τά άστρα καί νά
περιπατήση έπί τής σελήνης, αί ήμέραι αύταί είνε
ήμέραι έξαιρετικής σημασίας διά τον άνθρωπον,
ορόσημα πολιτισμοϋ.

Ή πρώτη ήμέρα τής φύσεω ς


ΑΦΗΝΟΜΕΝ άλλας ημέρας σπουδαίων γεγο νό ­
των καί άναφέρομεν έδώ δύο ημέρας, κατά τάς
οποίας συνέβησαν γεγονότα ευεργετικά δι’ ολό κ λη ­
ρον τήν ανθρωπότητα.
Τό πρώτον γεγονός σχετίζεται μέ τήν έννοιαν
τοϋ χρόνου. Ό χρόνος, ώς γνωστόν, συνδέεται
μέ τήν υλικήν δημιουργίαν. Τά πάντα έγένοντο
116
έν χρόνω. Έ άν δ ’ έρωτήσετε, ποία είνε ή πρώτη
ήμερα τοϋ κόσμου, θ’ άπαντήσωμεν, δτι αΰτη είνε
ή ήμερα, κατά την οποίαν διά πρώτην φοράν εις
το υλικόν σύμπαν ένεφανίσθη ό ήλιος. Βεβαίως
καί προ τοϋ ήλίου υπήρχε φως. Διότι ό ήλιος
δεν είνε ή μοναδική πηγή φωτός. Καί άλλα φώτα
προ τοϋ ήλίου είχον δημιουργηθή. Ά λ λ 5 έκεϊνο
το φως, το οποίον διεχώρισε την νύκτα από την
ήμέραν, ήτο το λαμπρόν ήλιακόν φως. Πηγή
φωτός διά τήν γην είνε ό ήλιος. Πηγή ανεξάντλητος.
Τί μυστήριον! Νά καίη επί αιώνας καί χιλιετίας,
καί δμως νά έξακολουθή μετά τής αυτής έντάσεως
νά φωτίζη καί νά θερμαίνη τον κόσμον! Πάσα
φυτική καί ζωική ΰπαρξις έκ τοϋ ήλίου έξαρτάται.
Έ ξ αύτοϋ λαμβάνει τήν άναγκαίαν ποσότητα των
άκτίνων, αί όποϊαι διεισδύουν, τρέφουν, αυξάνουν
καί μεστώνουν φυτά καί δένδρα καί ζώα. Έ άν
έκλειψη ό ήλιος, σκότος θά βασιλεύση εις ολόκληρον
τήν γήν, τό θερμόμετρον θά κατέλθη κάτω τοϋ
μηδενός, ψϋχος πολικόν θά επικράτηση, οί παγετώ­
νες θά καλύψουν τήν γήν, καί πάσα φυτική καί
ζωική ϋπαρξις θά έξαφανισθή.

Ή ήμέρα λοιπόν, κατά τήν οποίαν ένεφανίσθη


ό ήλιος, ύπήρξεν άναμφισβητήτως μία λαμπρά
ήμέρα τής θείας δημιουργίας· ύπήρξεν έν τη σειρά
τών δημιουργικών ήμερών ή τετάρτη, κατά τήν
οποίαν ήκούσθη ή φωνή του Δημιουργού-

«Γενηθήτωσαν φωστήρες έυ τφ στερεώματι τοϋ


ούρανοΰ εις φαϋσιν έπϊ τής γής, τοϋ διαχωρίζειν
117
άνά μ έσ ο ν τής ήμέρας και άνά μ έσ ο ν τής
νυκτός- και έστωσαν εις σημεία και εις καιρούς
και εις ήμέρας και εις ένιαυτούς» (Γεν. 1,14).
Περί της πρώτης ήμέρας τοϋ ήλιακοΰ φωτός
θά ήδύνατο νά λεχθή το ψ αλμικόν «Αυτή ή
ήμέρα, ήν έποίησεν ό Κύριος· άγαλλιασώ μεθα και
εύφρανθώ μεν έν αυτή» (Ψαλμ. 117,24).

Ή πρώτη ήμέρα τής χάριτος


ΠΡΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ήμέρα δεν ύπήρχεν. Υ π ή ρ χε
σκότος επί τής υδρογείου σφαίρας, τό όποιον
άμυδρά φώτα, προερχόμενα έξ άλλων κόσμων,
έμείωνον. Ή μέραι φωτεινοί, ήμέραι λαμπραί, ήμέραι
έαριναί έπαρουσιάσθησαν διά τής δημιουργίας τοϋ
ήλιου.
Ά λ λ ’ εκ τοϋ κόσμου τής φύσεως άς μεταβώμεν
τώρα είς τον κόσμον τής χάριτος. Έ κ τοϋ ένός
ήλιου εις έτερον ήλιον. Έ κ τής μιας ήμέρας είς
τήν άλλην ήμέραν. Πριν έλθη ό Χριστός, είς τήν
άνθρωπότητα ολόκληρον έπεκράτει σκότος πνευματι­
κόν. Σκότος δε πνευματικόν ήτο ή άγνοια των
ανθρώπων ώς προς τά σπουδαιότερα θέματα τής
ζωής. Οί άνθρωποι ήγνόουν τον προορισμόν των.
Ύ πήρχον βεβαίως καί έν τω πνευματικω σκότει
ώρισμέναι λάμψεις, τάς οποίας έξέπεμ πον αί έκάστο-
τε εύγενείς υπάρξεις. Αί λάμψεις όμως έκεΐναι,
δσον ζωηραί καί εάν ήσαν, δεν ήδύναντο νά
εξαλείψουν τό έπικρατοϋν σκότος. Ό τα ν δέ αί
λάμψεις αύταί έσβηνον, τό πνευματικόν σκότος
έγίνετο ακόμη αίσθητότερον.
118
Ά λ λ α τό φως, τό μέγα φως, ό πνευματικός
ήλιος, άνέτειλεν. ΕΤνε ό Χριστός. Δυστυχώς οί
’Ιουδαίοι, έν μέσω τών οποίων άνέτειλε τό πρώτον
ό ήλιος Χριστός, δεν έξετίμησαν τήν ύψίστην
ευεργεσίαν. Ώ ς λέγει ό ευαγγελιστής ’Ιωάννης,
«τό φως έλήλυθεν είς τον κόσμον, και ήγάπησαν
οί άνθρωποι μά λλον τό σκότος ή τό φως- ήν yap
πονηρά αυτών τά έργα» (Ίωάν. 3,19). Και οί
έμπαθεΤς έχθροί του άπεφάσισαν οί ανόητοι νά
σβήσουν τό φώς, διά νά μή ένοχλή τήν άσθενοΰσαν
δρασίν των. Ά πεφ άσισαν νά φονεύσουν τον Χριστόν.
Και τον έφόνευσαν, σταυρώσαντες αυτόν είς τον
κρανίου τόπον. Αίσθημα άνακουφίσεως ήσθάνθησαν
αί μοχθηροί ψυχαί των, δταν εΓδον νά έκπνέη έπί
τοϋ σταυροϋ ό Υίός τής Παρθένου. Τό παν έτελείωσε!
Τό φώς έσβέσθη! Ά ν ε υ ούδενός πλέον έλέγχου
θά ήδύναντο νά έξακολουθήσουν τον οργιώδη
βίον των. Ό π ω ς οί κλέπται, οί διαρρήκται καί οί
κακοποιοί θραύουν τούς ήλεκτρικούς λαμπτήρας
διά νά ύπάρχη σκότος καί νά δύνανται άνενόχλητοι
νά διαπράττουν τάς άσχημοσύνας καί τά έγκλήματά
των, ουτω καί οί ’Ιουδαίοι έπραξαν. Έ θραυσ αν
μετά μανίας δλα τά φώτα, τά όποια τούς έστειλεν
ό Θεός, καί τέλος οί ανόητοι ένόμισαν ότι θά
ήδύναντο νά σβήσουν καί τό μέγα φώς. Ό πνευματι­
κός ήλιος, ό Χριστός, έδυσε. Κατήλθεν είς τον
αδην, είς τό σκοτεινόν βασίλειον τοϋ θανάτου.
Καί έκεΤ ώς Θ εός έσκόρπισε τό φώς είς τούς άπ’
αίώνος νεκρούς. Τήν δε τρίτην ήμέραν άνέτειλεν
ολόλαμπρος έκ τοϋ τάφου. Ά νέστη έκ νεκρών!
119
Τά άποτελέσματα τής άναστάσεως τοϋ Χρίστου
υπήρξαν και υπάρχουν έν τω πνευματικω κόσμω
ώς τά άποτελέσματα τοϋ ήλίου έν τω φυσικω
κόσμω. Ώ ς παρατηρεί νεώτερος έρμηνευτής τοϋ
Ψαλτηρίου, έρμηνεύων τον έν αρχή τοϋ παρόντος
ψαλμικόν στίχον, ό Χριστός διά τής άναστάσεώς
του συνεφιλίωσε τον Θεόν μετά τοϋ άνθρώπου·
κατήργησε τήν τυραννίαν τοϋ διαβόλου- διεβίβασε
τον άνθρωπον από τοϋ θανάτου εις τήν ζω ήν και
από τής γή ς εις τον ουρανόν- απήλασε τό σκότος
τής πλάνη ς- ήμβλυνε τό κέντρον τής άμαρτίας-
έκράτυνε τήν αρετήν- καί, ώς έπος εϊπείν, τον
άνθρωπον άπεθέωσεν.
Κατά δε τον Μέγαν ’Αθανάσιον ή ήμέρα, περί
τής οποίας όμιλεί προφητικώς ό ψαλμωδός, δεν
είνε άλλη, ε! μή ή ήμέρα τής Ά ναστάσεω ς τοϋ
Χριστοϋ. Διό και κατά τήν ακολουθίαν τής Ά ναστάσε­
ως κατ’ έπανάληψιν ψάλλεται ό στίχος ουτος.
Π οιος ό άρμόζω ν πανηγυρισμός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΕ ΚΥΡΙΟΥ, Πάσχα ιερόν, έορτή έορ-
τών και πανήγυρις πανηγύρεων! Α νά λ ο γ ο ς προς
τό ϋψος τής έορτής πρέπει νά είνε και ό πανηγυρι­
σμός. Ποίος δε είνε ό άρμόζων τρόπος τοϋ πανηγυρι­
σμού;
Ό άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης είς ομιλίαν του
είς τήν εορτήν τοϋ Πάσχα (Έ. Π. Migne 46,652
κ.έ.), άναφερόμενος εις τον είρημένον ψαλμικόν
στίχον, παρατηρεί ότι όχι με μέθας και άμαρτωλά
συμπόσια και χορούς πρέπει νά έορτάζεται καί
120
νά πανηγυρίζεται ή μεγάλη αυτή έορτή, άλλά
«ταϊς θεοειδέσιν έννοίαις». Δηλαδή, μέ στοχασμούς,
με νοήματα, μέ σκέψεις και συλλογισμούς, οί
όποιοι στρέφονται πέριξ τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου,
πρέπει νά διέρχωνται τήν ήμέραν ταύτην οί χριστιανοί.
Ό π ω ς ή οικία έκάστου πιστοϋ κατά τήν ήμέραν
ταύτην είνε καθαρά, οϋτω καί ό έσωτερικός κόσμος
τοϋ πιστοϋ, ή ψυχή αύτοϋ, πρέπει νά εΤνε καθαρά
από κοσμικούς καί αμαρτωλούς λογισμούς, οί οποίοι,
έφ ’ δσον παραμένουν έν τή ψυχή, είνε ώς τά
βρωμερά σκουπίδια, πού μεταβάλλουν ταύτην είς
σκουπιδότοπον. Ποιος έορτάζει τό Πάσχα έντός
οικίας είς τήν οποίαν υπάρχουν όχι μόνον σκουπίδια
πολλώ ν ήμερών άλλά καί πτώματα ζφω ν άποσυντε-
θειμένα καί δζοντα; Είς καθαρόν περιβάλλον θέλο-
μεν νά έορτάζωμεν τό Πάσχα. ’Ά νθη τής άνοίξεως
στολίζουν τήν τράπεζαν. Ευωδία διαχέεται είς τον
οίκον. Οϋτω καθαρός πρέπει νά είνε καί ό έσωτερικός
κόσμος τοϋ πιστοϋ κατά τήν ήμέραν τοϋ Πάσχα.
Ύ ψηλαί σκέψεις καί εύγενή αισθήματα πρέπει νά
κυριαρχούν.

Ά λ λ ’ αί ύψηλαί σκέψεις καί τά εύγενή αισθήματα,


αί «θεοειδείς εννοιαι» κατά τον Γρηγόριον Νύσσης,
πώς θά δημιουργηθοϋν; Πηγή τοιούτων έννοιών,
αί όποϊαι ύψώνουν τον νοϋν καί τήν καρδίαν προς
τά ανω, είνε ή άγία Γραφή. ’Εξαιρέτως δε κατά
τήν ήμέραν τοϋ Πάσχα αί εύαγγελικαί περικοπαί,
αί όποίαι μέ άπλότητα καί χάριν άπαράμιλλον
διηγούνται τά τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου. Πηγή
122
ίεράς έμπνεύσεως εΤνε και ολόκληρος ή ακολουθία
τής Ά ναστάσεως, ή όποία εις υψη μεγάλα αναβιβάζει
τον πιστόν. Πηγή έμπνεύσεως εινε καί αί ίεραί
συνάξεις, αί συγκεντρώσεις ολίγων έστω χριστιανών,
οί οποίοι ανοίγουν τήν αθάνατον Βίβλον καί συμμελε-
τοϋν τά ρήματα τής αιωνίου ζωής. Δι’ όλων τούτων
ό νους καθαίρεται καί γίνεται λαμπρόν κάτοπτρον,
εις τό οποίον φαίνεται ό ήλιόμορφος Κύριος, ό
άναστάς έκ τοϋ τάφου.

Γεώδεις καί ύλόφ ρονες


«Α Υ Τ Η Η ΗΜΕΡΑ, ήν έποίησεν ό Κύριος-
άγαλλιασώ μεθα καί εύφρανθώ μεν έν αυτή» (Ψαλμ.
117,24). Ά γάλλονται πράγματι καί ευφραίνονται
οΰτως, ώς άνωτέρω εϊπομεν, οί χριστιανοί τής
σήμερον; Υ πάρχουν έν αύτοίς «θεοειδείς έννοιαι»,
ίερά συναισθήματα, πνευματικοί παλμοί καί έξάρσεις
είς ένα άνώτερον κόσμον, τον κόσμον τής Ά ναστάσε­
ως;
« Α π ό των καρπών αυτών έπιγνώ σεσθε αυτούς»,
είπεν ό Κύριος (Ματθ. 7,16). Έ κ τών έξωτερικών
εκδηλώσεων τής ήμέρας τοϋ Πάσχα δύναταί τις
νά συμπεράνη περί τής ψυχικής καταστάσεως τών
έορταζόντων. Είνε άληθές ότι, όταν οί κώδωνες
τών έκκλησιών καλούν τούς χριστιανούς είς τήν
Άνάστασιν, πλήθη πυκνά, όλος σχεδόν ό λαός,
συρρέουν είς τούς ναούς. Καί είνε τόση ή συρροή,
ώστε καί οί εύρυχωρότεροι ναοί τήν νύκτα τής
Ά ναστάσεω ς άποδεικνύονται άνεπαρκείς. Έ ξ ω είς
τάς οδούς καί τάς πλατείας παραμένουν πολλοί.
123
Ά λ λ ά τί συμβαίνει μέ την ανθρωποθάλασσαν
αυτήν τής νυκτός τής Άναστάσεως; Μόλις άκούση
τό «Χριστός άυέστη», διαλύεται καί εξαφανίζεται.
Πόσοι παραμένουν εις τον ναόν διά νά παρακολου­
θήσουν μέχρι τέλους τήν ακολουθίαν τοϋ Πάσχα;
Μία μικρά μειονοψηφία. Οί πολλοί ποϋ; Επιστρέφουν
δρομαίοι εις τάς οικίας των, διά ν’ άρχίση άπό
τοϋ μεσονυκτίου ή γαστρονομική άπόλαυσις. Δεν
υπάρχουν είς αυτούς θέλγητρα πνευματικά. Σκέψεις
όχι θεοειδείς, άλλά γεώδεις· αισθήματα ταπεινά,
χαμαίζηλα' βίος βοσκηματώδης. Ά ν ήτο δυνατόν
νά παρακολούθηση τις τάς συζητήσεις χιλίων άνθρώ-
πων κατά τήν ήμέραν αυτήν, θά διεπίστωνε μετά
θλίψεως, ότι εις τάς συζητήσεις των δεν υπάρχουν
«θεοειδείς έννοιαι»- δεν γίνεται συζήτησις περί τοϋ
μεγίστου γεγονότος τής παγκοσμίου ιστορίας, τοϋ
γεγονότος τής άναστάσεως τοϋ Χριστού. Τό όνομα
τοϋ Χριστού δεν άκούεται, εί μή ώς βλασφημία.
Τό Εύαγγέλιόν του δεν άναγινώσκεται. Περί δλων
των μικρών, άσημάντων και αμαρτωλών πραγμάτων
συζητούν οί άνθρωποι κατά τήν ήμέραν τοϋ Πάσχα,
πλήν τοϋ εορταζόμενου γεγονότος. Ή εορτή τοϋ
Πάσχα διά τούς άνθρώπους αυτούς έχασε παν
πνευματικόν νόημα και κατήντησε μία γαστρονομική
εορτή, ή οποία μέ τά όργια πού τήν συνοδεύουν
υπενθυμίζει τάς έορτάς τοϋ άρχαίου κόσμου, τάς
έορτάς τοϋ Βάκχου καί τής Α φροδίτης.

Οί κατά τοιοϋτον τρόπον έορτάζοντες τήν ήμέραν


τής Ά ναστάσεως ούδεμίαν αισθάνονται χαράν. Δι’
124
αυτούς δεν έχει εφαρμογήν τό ευαγγελικόν «Έχάρη-
σαν οί μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ίωάν. 20,20).
Ά ς άκούσωμεν ένα έκ τών νεωτέρων άγίων, τον
άγιον Νικόδημον τον 'Αγιορείτην, πώς όμιλεί περί
αύτοϋ.
«Πώς εσύ, χριστιανέ, νά μην άγαλλιάσης εις
τήν ημέραν ταύτην τής άγαλλιάσεως, ήτις είναι
τών έορτών εορτή και πανήγυρις τών πανηγύρεων,
κατά τον θ εο λό γο ν Γ ρ η γό ρ ιο ν έαρ τής Ε κκλησίας
μεταξύ τών καιρών ήλιος μεταξύ όλων τών
αστέρω ν χ ρ υ σ ό ς μεταξύ τών μετά λλω ν καί βασιλις
μεταξύ όλων τών ημερών τοϋ ένιαυτοΰ; Ή ξ ε υ ρ ε
γάρ ότι, αν δεν χα ρ ή ς πνευματικός εις όλα
ταϋτα τά υπερφυσικά χαρίσματα τής τοϋ Χριστού
άναστάσεως, είναι κακόν σημάδι διά λό γο υ σου,
πώς δεν άγαπας τον άναστάντα Χριστόν, και
άκολούθω ς πώς δεν είσαι άληθινός Χριστιανός,
άλλά ξένο ς τοϋ Χ ριστού και άλλότριος, διατϊ
δεν συγχαίρεσαι εις τήν χαράν καί τήν δόξαν
τοϋ Κυρίου σου» (Ίδέ Νικοδήμου 'Αγιορείτου,
Γυμνάσματα πνευματικά, Θεσσαλονίκη 19716, σελ.
275).
Ά λ λ ά καί από τούς χριστιανούς τού τύπου αύτοϋ,
τούς έορτάζοντας τήν άγίαν ημέραν τής Ά ναστάσεως
«έν κώμοις καί μέθαις» (Ρωμ. 13,13), υπάρχουν
άλλοι χειρότεροι. Είνε οί άπιστοι. Είνε ο! σύγχρονοι
σαδδουκαίοι, «οί λέγο ντες μή είναι άνάστασιν» (Ματθ.
22,23). Είνε of απόγονοι τών αρχαίων εκείνων
ειδωλολατρών προγόνων μας, ο! όποιοι, άκούσαντες
επί τοϋ Ά ρείου πάγου τον απόστολον Παϋλον
125
μεγαληγόρως κηρύσσοντα τήν άνάστασιν των νε­
κρών, έξερράγησαν εις γέλωτας και εϊρωνικώς
είπ ο ν « Ά κ ο υσ ό μ εθ ά σου πάλιν» (Πράξ. 17,32).
ΌποΤοι οΰτοι; Ά παντα ό άγιος Γρηγόριος ό Νύσσης·

«Έμοϊ δοκοϋσιν οι τής προκειμένης ΰποθέσεω ς


έναντίοι άνδρες είναι κακίας εταίροι (=φίλοι) και
αρετής εχθροί, λάγνοι και πλεονέκται, και άκρατεϊς
όφθαλμοϊς, καί ακοή καί όσφρήσει, καί πάσαις
ταϊς αισθήσεσι ρέουσαν ε π ’ αότοϊς τήν ηδονήν
εισδεχόμενοι» (Έ. Π. Migne 46,673).
Οί τοιούτου εϊδους άνθρωποι είνε εναντίον τοϋ
κηρύγματος τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου. Δ εν άρέσει
εϊς αυτούς τό κήρυγμα τοϋτο, διότι συνδέεται άναπο-
σπάστως μέ τό κήρυγμα τής άναστάσεως όλων
των νεκρών. Ά νέστη ό Κύριος; Θ ’ άναστηθοϋν
και δλοι οί νεκροί. Θ ’ άναστηθοϋν, ναι θ ’ άναστηθοϋν
μαζί μέ τούς άλλους καί οί μυριάδες Ά β ελ , δλοι
δηλαδή εκείνοι οί οποίοι ήδικήθησαν είς τον κόσμον
τοϋτον καί εΰρον οίκτρόν θάνατον. Θ ’ άναστηθοϋν,
καί έπί τή θέα αυτών οί Κάιν, οί άδικήσαντες καί
φονεύσαντες αυτούς, θά ταραχθούν δπω ς εκείνος.
Δ έν συμφέρει λοιπόν εϊς αυτούς ή άνάστασις τών
νεκρών. Καί διά τον λόγον τοϋτον, διά νά καθησυχά­
σουν τήν συνείδησίν των, προσπαθούν νά πείσουν
έαυτούς, δτι ή άνάστασις τοϋ Χριστού είνε μύθος.
Οί νεκροί κατ’ αυτούς δέν άνίστανται. Διότι ή
άνάστασις νεκροΰ προσκρούει εϊς τήν λογικήν
των, προσκρούει εϊς τό πώς ένα νεκρόν σώμα είνε
δυνατόν νά ζωοποιηθή. Τό «πώς» προβάλλουν
126
έπιμόνως οί πολέμιοι της άναστάσεως. Ά λ λ ά τό
«πώς» δεν υπάρχει μόνον εις τό μέγιστον γεγονός
της Άναστάσεως- τό «πώς» κυριαρχεί είς δλον
τον φυσικόν κόσμον. Μόλις άρχίζη τις νά μελετά
τον φυσικόν κόσμον, άρχίζουν καί τά «πώς». «Πώς»
τό ένα, «πώς» τό άλλο, μυριάδες «πώς» έφ ’ δλων
τών φυσικών φαινομένων, καί τών ελάχιστων άκόμη.
Καί ένα άτομον ΰλης εγκλείει έν έαυτώ πολλά
μυστηριώδη «πώς». Μία είνε ή λογική λύσις δλων
αυτών τών μυριάδων «πώς»· ή πίστις εις τήν ϋπαρξιν
Δημιουργού καί προνοητοϋ τοϋ κόσμου. Ό Θεός
είνε παντοδύναμος. Έ κ τοϋ μηδενός έδημιούργησε
τό σύμπαν. Ιδο ύ τό τεράστιον θαϋμα. Τό δέ έξ
υπαρχόντων στοιχείων τής ϋλης δημιουργείν έτερον
κόσμον, τοϋτο είνε τοϋ πρώτου μικρότερον. ΤΩ
άπιστοι, «ουκ άδυνατήσει παρά τω Θεω παν ρήμα»
(Αουκ. 1,37).

Ά λ λ ’ ή άλήθεια τής άναστάσεως τοϋ Χριστοϋ


άποδεικνύεται καί έξ αντιθέτου. Ά ποδεικνύεται έκ
τών θλιβερών άποτελεσμάτων, τά οποία συνεπάγεται
ή άρνησις τοϋ μεγίστου τούτου δόγματος τής χριστια­
νοσύνης. Ά ς άφήσωμεν έπί τοϋ θέματος αύτοϋ
νά όμιλήση καί πάλιν ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

«Διά τήν άπό τής άναστάσεως έλπίδα καί άρετή


σπουδάζεται και κακία μισείται, έπεί, άναστάσεως
άνρρημένης, εϊς παρά πάσι κρατών εύρεθήσεται
λόγος- “φάγω μεν και πίω μεν αϋριον γάρ άποθνή-
σ κ ο μ εν ” (Α ' Κορ. 15,32)» (Έ. Π. Migne 46,660).
127
Ά ς έορτάζωμεν
«ταϊς θεοειδέσιν έννοίαις»

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ! Ό 117ος ψαλμός,


έκ τοϋ οποίου έχει ληφθή ό περίφημος στίχος,
υπό τινων ερμηνευτών τής Βίβλου υποστηρίζεται
δτι έψάλλετο χαρμοσύνως και κατ’ αλλας έορτάς
καί πανηγύρεις, ώς ήτο ή εορτή τής σκηνοπηγίας,
άλλ’ έψάλη καί κατά τά εγκαίνια τοΰ ναοϋ τοϋ
Ζοροβάβελ, τον οποίον άνωκοδόμησαν οί ’Ιουδαίοι
είς τήν θέσιν τοϋ κατακρημνισθέντος ναοϋ τοϋ
Σολομώντος (ΣΤ' αί. π.Χ.). Ή ήμέρα αϋτη ήτο
διά τον Ιουδαϊκόν λαόν ήμέρα ιστορική, ήμέρα
χαράς μεγάλης. Ό λ ο μ άνδρες, γυναίκες καί παιδιά,
μέ δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν έψ α λλο ν
«Αϋτη ή ήμέρα, ήν έποίησεν ό Κ ύριος■άγαλλιασώμε-
θα και εύφρανθώ μεν έν αύτή».
’Αλλά τό γεγονός τής εκ βάθρων άνοικοδομήσε-
ως νέου ναοϋ τών ’Ιεροσολύμων είνε μικρόν καί
άσήμαντον έν συγκρίσει προς τό γεγονός άνοικοδο-
μήσεως άλλου ναοϋ. Ναός ωραιότατος, άστράπτων
έξ άγιότητος, ήτο τό σώμα τοΰ Κυρίου ημών
Ίησοϋ Χριστοϋ. Ό ίδιος, βλέπων τον ναόν τών
’Ιεροσολύμων, είπε· «Λύσατε τον ναόν τοϋτον, και
έν τρισίν ήμέραις έγερώ αυτόν» (Ίωάν. 2,19). Ώ μίλει
μέ μεταφορικήν γλώσσαν. Ναός ήτο τό σώμά του.
Ό θάνατός του ήτο ή κατακρήμνισις τοϋ ναοϋ.
Ή κατακρήμνισις αυτη θά διήρκει τρείς ημέρας.
'Ύστερον από τρείς ημέρας ό ναός θ’ άνηγείρετο.
Καί άνηγέρθη διά τής άναστάσεως.
128
Ά νέστη ό Κύριος δντως! Ποία ήμέρα, έρωτώμεν,
τής άνθρωπότητος, όσονδήποτε και εάν θεωρήται
σημαντική καί αξιόλογος, δύναται νά συγκριθή
προς τήν ημέραν αυτήν τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου;
Εις τήν ημέραν αυτήν τής Ά ναστάσεως κατ’ εξοχήν
άρμόζει ό ψαλμικός στίχος «Αΰτη ή ήμέρα, ήν
έποίησεν ό Κ ύριος■άγαλλιασώμεθα και ευφρανθώ μεν
έν αυτή» (Ψαλμ. 117,24).
Ά ς έορτάζωμεν λοιπόν, κατά τήν συμβουλήν
τοϋ άγιου Γρηγορίου Νύσσης, «μή κώμοις, μή
χο ρ ο ΐς καί παροινίαις, άλλά ταΐς θεοειδέσιν έν-
νοίαις» (Έ. Π. Migne 46,656).

Σήμερον ή σωτηρία τής οικουμένης

«Σήμερον άγγελοι σχιρτώσι, χα ί ηάσαι αί ούράνιαι δυνάμεις


άγάλλονται, συντηδόμεναι έπί τή σωτηρία τοϋ χοινοϋ γένους
τών άνθρώπων. Εί γάρ έπί ένί άμαρτω λω μετανοοΰντι
χαρά γίνεται έν ούρανω χα ί έπί γης, πολλω μάλλον έπί
τή σωτηρία τή ς οίχουμένης»

I. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

(έκ τοϋ λόγου ΕΙς τό άγιον


Πάσχα· Έ . Π. Migne 52, 768)

5 ΠΑΣΧΑ 129
ΗΜΕΡΑ ΧΑΡΑΣ

«Έχάρησαν ούν οίμαθη-


ταϊ ίδόντες τον Κύριον»
(Ίωάν. 20,20)

ΟΕΡΩΣ, αγαπητοί άναγνώσται, νοερώς ας


Ν έπισκεφθώμεν τούς 'Αγίους Τόπους, όπου
διεδραματίσθη τό δράμα τών δραμάτων. Νοερώς
εύρισκόμεθα είς τον ΓοΛγοθάν.

Ή άγάπη θυσιάζεται

ΕΙΝΕ Μ. Παρασκευή, ώρα 3 τό άπόγευμα. Πυκνόν


σκότος εξακολουθεί νά σκεπάζη τήν γήν. Ό
ήλιος, εμπρός εϊς τό φοβερόν θέαμα τής σταυρώσεως
τοΰ Υίοΰ τοϋ Θεοϋ, έκρυψε τάς ακτίνας του. Ό
Ίησοϋς Χριστός, ή ενσαρκωμένη Ά γάπη , διανύει
τάς τελευταίας στιγμάς τοϋ έπιγείου βίου του. Ε ντό ς
ολίγου εκ τών πικραμένων χειλέων του άκούεται
ή τελευταία λέξις, τό «τετέΑεσται». Καί «κΑίνας
τήν κεφαΑήν παρέδω κε τό πνεύμα» (Ίωάν. 19,30).
Οί εχθροί τοϋ Χριστοϋ, γραμματείς καί φαρισαΐοι,
άρχιερείς καί πρεσβύτεροι καί λαός δυσσεβής, βλέ-
ποντες τήν άλλοίωσιν τής φύσεως έφ οβήθησαν
130
άνέμενον μήπως ό Ιησ ούς Χριστός άπό στιγμής
εις στιγμήν καταβή άπό τον σταυρόν καί εξαπόλυση
τούς κεραυνούς του, άφανίζων αυτούς έκ τοϋ
προσώπου τής γής. Ά λ λ ά τώρα, πού ήκουσαν
τό «τετέλεσται», ησύχασαν. Ό Χριστός είνε πλέον
νεκρός!... «Τί ήμπορεί νά κάνη ένας νεκρός; Ό τ ε
έζη, εΤχε τήν δύναμιν νά κάνη καταπληκτικά θαύματα,
άλλά τώρα πλέον... ΠοΤος τον υπολογίζει; Ό
Χριστός δεν υπάρχει πλέον. Ό σκοτεινός αδης
τον κατέπιεν, δπως καί δλους τούς θνητούς». Αυτά
σκεπτόμενοι οι εχθροί τού Χριστού ησύχασαν. Έ μ ε ι­
ναν ολίγα λεπτά άκόμη θεαταί τού φρικτοϋ εκείνου
θεάματος, καί δταν διεπίστωσαν δτι ό Ναζωραίος
δεν εκδηλώνει κανένα σημεϊον ζωής, ήρχισαν νά
φεύγουν άπό τον τόπον τού εγκλήματος καί νά
επιστρέφουν εις τά ’Ιεροσόλυμα, διά νά εορτάσουν
τήν μεγάλην εορτήν τής φυλής των, τό πάσχα,
τό οποίον τά προηγούμενα έτη, δτε έζη ό Χριστός,
έώρταζον ταραγμένοι. Οί σταυρωτοί, πνίγοντες τάς
διαμαρτυρίας τής συνειδήσεως διά τό διαπραχθέν
άνοσιούργημα, θά έώρταζον μεγαλοπρεπώ ς τό ιου­
δαϊκόν πάσχα.
Οί εχθροί τοϋ Χριστού χαίρουν, διότι ό Χριστός
δεν ζή πλέον. Οί δε μαθηταί τί; 'Ένα νέφος
βαθείας λύπης, μελαγχολίας καί απελπισίας κατέλαβε
τάς ψυχάς των. Ό λ α ς τάς έλπίδας των είχον
στηρίξει εις τον Χριστόν. Έγκατέλειψαν τά πάντα
καί τον ήκολούθησαν. Τον ήκολούθησαν με τήν
πίστιν καί τήν ελπίδα, δτι ό Διδάσκαλος, ισχυρότερος
τοϋ Δαυίδ καί τού Σολομώντος, θά ένίκα δλους
131
τούς εχθρούς και θ ’ άνεκηρύσσετο βασιλεύς τοϋ
’Ισραήλ. Αυτοί δε πλησίον του θά είχον τιμάς καί
δόξας.
Ά λ λ ά τώρα; Τώρα μέ τον οικτρόν θάνατόν του
δλαι αί έλπίδες κατέρρευσαν. Ά πηλπισμένοι καί
φοβισμένοι συζητούν μεταξύ των καί λ έγο υ ν «Ή μεϊς
δε ήλπίζομεν δτι αυτός έστιν ό μέλλω ν λυτροΰσθαι
τον Ισραήλ» (Λουκ. 24,21).
Ή ελπ ίς άνίσταται

ΧΑΡΑ εις τούς εχθρούς τοϋ Χριστού. Αύπη εις


τούς μαθητάς τοϋ Χριστού. Ά λ λ ’ αίφνης όποία
μεταβολή! Οί έχθροί τοϋ Χριστού λυπούνται καί
τρέμουν. Οί μαθηταί τοϋ Χριστού χαίρουν καί
άγάλλονται χαράν, τήν οποίαν δέν δύναται νά πε-
ριγράψη γλώσσα ανθρώπινη. 05 λαγωοί έξέρχονται
από τάς κρύπτας των καί ώς λέοντες τώρα ατρόμητοι
είνε έτοιμοι νά κηρύξουν είς δλον τον κόσμον
τό εύαγγέλιον τού Χριστού. Ώ Θεέ μου, όποία
μεταβολή!
Ά λ λ ’ έρωτώμεν ΠοΤον ήτο εκείνο πού μετέβαλε
τήν ψυχικήν κατάστασιν τών μαθητών, άνέστησε
τήν νεκράν ελπίδα των, τούς ώπλισε μέ θάρρος
άκατάβλητον καί τούς έξαπέστειλεν εμπρός είς
βασιλείς καί αύτοκράτορας νά κηρύξουν τον Χρι­
στόν, έτοιμοι νά σταυρωθούν καί αυτοί δπω ς ό
Χριστός;
Ή μεταβολή δέν έχει άλλην έξήγησιν, παρά
μόνον κάποιο γεγονός. Καί τό γεγονός αυτό, τό
συνταρακτικώτερον δλων τών γεγονότων πού άναφέ-
132
ρει ή παγκόσμιος ιστορία, είνε ή έ ν δ ο ξ ο ς ά ν ά -
σ τ α σ ι ς τ ο ϋ Χ ρ ί σ τ ο υ . Χωρίς τό γεγονός αυτό,
τό νέφος της μελαγχολίας θά έπυκνοϋτο έτι περισσό­
τερον, καί οί μαθηταί, τελείως απογοητευμένοι, θά
άπέθνησκον πλησίον τών δικτύων καί τών αλιευτικών
λέμβων των, είς τάς οποίας είχον επιστρέφει ύστερον
από τήν σταύρωσιν τοϋ Χριστοϋ. Ναι! Ή άνάστασις
τοϋ Χριστοϋ δέν είνε μϋθος. Δ έν είνε πλάσμα
τής φαντασίας τών μαθητών, οί όποιοι, είς τήν
κατάστασιν πού εύρίσκοντο ψυχολογικώς, ήτο αδύνα­
τον νά φαντασθοϋν άνάστασιν. 0? μαθηταί, δύσπιστοι
καί άπιστοι εϊς τήν αρχήν, μόνον δταν είδον καί
ήκουσαν τον Χριστόν ώμολόγησαν τήν άνάστασιν
του, καί τότε μόνον τό νέφος διελύθη καί αί
καρδίαι των έλαμψαν από άφατον χαράν. « Έ χ ά ρ η -
σ α ν οί μ α θ η τ α ί ί δ ό ν τ ε ς τ ο ν Κ ύ ρ ι ο ν », λέγει
ό ευαγγελιστής Ιω άννης (Ίωάν. 20,20). Έ χάρησαν
οί μαθηταί. ’Α λλά μόνον οί μαθηταί; Έχάρησαν
καί αί μυροφόροι γυναίκες, αί όποΐαι διά τήν
φ λογέράν αγάπην των εϊς τον Χριστόν ήξιώθησαν
ν ’ ακούσουν πρώται τό «Χριστός άνέστη». Έχάρησαν
άγγελοι καί αρχάγγελοι, οί οποίοι από τά θεωρεία
τοϋ ούρανοϋ είδον τον θρίαμβον τής άληθείας
κατά τοϋ ψεύδους, τής άρετής κατά τής κακίας,
τοϋ φωτός κατά τοϋ σκότους. Καί περισσότερον
δλω ν έχάρη ή ύπεραγία Θεοτόκος, ή όποία κατά
τήν σταύρωσιν τοΰ Υίοϋ της ήσθάνθη ρομφαίαν
νά διαπερά τήν μητρικήν της καρδίαν. Μαθηταί
τοϋ Χριστοϋ, ό Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! Χαίρετε καί
άγαλλιάσθε!
134
Ή άνάστασις τοϋ Χρίστου είνε ό ακλόνητος
βράχος, επάνω εις τον οποίον θά κυματίζη ή
σημαία τοϋ Εσταυρωμένου.

Ή πίστις νίκα
ΝΟΕΡΩΣ, άγαπητοί άναγνώσται, νοερώς έπεσκέ-
φθημεν τον κρανίου τόπον καί εί'δομεν «Χριστόν
σταυρωθέντα και άναστάντα έκ νεκρών». Έπιστρέφο-
μεν τώρα έν μέσω τοϋ σημερινοϋ κόσμου.
Τό θέαμα, τό όποιον παρουσιάζει θρησκευτικώς,
ηθικώς καί κοινωνικώς ή εποχή μας, είνε οίκτρόν.
'Ο πουδήποτε καί αν μεταβώμεν έπί τής γης, τό
ίδιον θέαμα θ’ άντικρύσωμεν μέ ώρισμένας μόνον
μικρός διαφοράς. Παντοϋ κρανίου τόπος. Παντοϋ
σταυροί. Ό Ίησοϋς Χριστός μέ χιλίους τρόπους
σταυροϋται καί πάλιν. Ή γλυκεία μορφή του χλευ ά ζε­
ται καί μυκτηρίζεται. Ό χ ι μόνον νέοι, οι οποίοι
παρακολουθοϋν τάς άντιχριστιανικάς έκπομπάς τής
τηλεοράσεως (γράφε τηλετυφλώσεως), άλλά καί
γέροντες, ευρισκόμενοι είς τά έσχατα τοϋ βίου,
έμπαίζουν τον Έσταυρωμένον. Μικραί χώραι, μή
έχουσαι αναπτύξει τον τεχνολογικόν έξοπλισμόν
τών μεγάλων δυνάμεων, σταυρώνονται, τά δίκαιά
των καταπατοϋνται διεθνώς, καί ούδείς βοηθός. Ό
Βαραββάς έλεύθερος. Ό Χριστός έπί τοϋ σταυροϋ.
Τό ψεϋδος καί ή διπλωματική ατιμία κυριαρχοϋν.
Πιόνια είς τάς χείρας τών ισχυρών οί μικροί καί
αδύνατοι. «Τά πυρηνικά μας δπλα ή δύναμίς μας,
τρέμετε λαοί!». «Σταύρωσον σταύρω σον αυτόν» (τον
πτωχόν, τον άοπλον, τον αδύνατον, δπου γης καί
135
εάν εύρίσκεται)! ακούεται εις δλα τά μήκη και τά
πλάτη τοϋ αμαρτωλού πλανήτου μας, ό όποιος
καυχάται διά τον τεχνολογικόν του πολιτισμόν και
τά διαστημικά του ταξίδια, ά λ λ ’ είνε εγγύς άρμαγεδώ-
νος, εγγύς θανάτου. Σκότος και πάλιν επάνω εις
τήν γην, παρ’ δλα τά τεχνικά φώτα...
Οί δεδηλωμένοι έχθροί τοϋ Χριστοϋ χαίρουν
καί άγάλλονται καί καυχώνται, δτι έντός ολίγου
τό δνομα τοϋ Χριστοϋ θά παύση πλέον νά συγκινή
τήν ανθρωπότητα. Έ γγίζει τό τέλος τοϋ χριστιανι­
σμού, προφητεύουν. Οί ολίγοι πιστοί πού έμειναν
είς τον εικοστόν αιώνα, πιστοί όχι μόνον έν λόγοις
άλλά καί έν έργοις, υποφέρουν κάτω άπό τήν βαρεΤαν
ατμόσφαιραν πού δημιουργεί τό φοβερόν νέφος
τής άπιστίας καί διαφθοράς, ένα νέφ ος άπείρως
άπειλητικώτερον άπό τό νέφος τής πρωτευούσης
μας, πού κάνει τούς κατοίκους της νά βλέπουν
τον ουρανόν έντρομοι.
Ά λ λ ά τό νέφος αυτό τής άπιστίας καί τής
διαφθοράς δεν θά παραμείνη αιωνίως. Ή Ά νάστασις
διαλύει τό πυκνόν νέφος. Τ ό δ ι α λ ύ ε ι μ έ σ α
είς τάς κ α ρ δ ί α ς έ κ ε ί νω ν πού πι σ τ ε ύο υ ν
ε ί ς τ ο ν ά ν α σ τ ά ν τ α Χ ρ ι σ τ ό ν . Ά ς όργιάζη,
λοιπόν, ή άπιστία. Ά ς έπιτίθενται λυσσαλέοι οί
έχθροί τής πίστεως. Ά ς έκστρατεύουν καί άς π ο λ ε­
μούν τήν Ε κκλησίαν οί δαίμονες τής κολάσεως.
Έ ντός τών καρδιών τών πιστών λάμπει ό ήλιος
τής άναστασίμου χαράς, τής χαράς έκείνης τήν
οποίαν έδοκίμασαν οί μαθηταί «ιδόντες τον Κύριον»
(Ίωάν. 20,20).
136
Ή χαρά βασιλεύει

ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΑΥΤΗΝ και ημείς, άναπητοί


μου άναγνώσται, μέ την πίστιν αυτήν ας έορτάσωμεν
την άνάστασιν τοϋ Χρίστου. Μέ την πίστιν, δτι
δλα τά φθαρτά καί έπίγεια, δλαι αί άντιχριστιανικαί
θεωρίαι καί τά άθεα συστήματα, πού σήμερον
φαντάζουν καί προσελκύουν πολλούς, μίαν ήμέραν
θά καταπέσουν καί θά έξαφανισθοΰν από προσώπου
Αύτοΰ καί εις ήλιος θά λάμπη αιωνίως, ό Ή λ ι ο ς
Ι Η Σ Ο Υ Σ Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ , ό ο π ο ί ο ς ζ ή κ αί β α σ ι ­
λ ε ύ ε ι ε ι ς τ ο ύ ς α ι ώ ν α ς . Ά πιστοι, ακούσατε
τήν Ε κκλησίαν πού παιανίζει θριαμβευπκώς·
«Άναστήτω ό Θεός, και διασκορπισθήτω σαν οι
έχθ ρο ι αύτοΰ, και φυγέτωσαν άπό προσώ που
αότοϋ οί μισοϋντες αυτόν. Ώ ς έκλείπε/ καπνός,
έκλιπέτω σαν ώς τήκεται κηρός άπό προσώ που
πυρός...» (Ψαλμ. 67,2-3).
Α δελφ ο ί καί πατέρες! Ή χαρά άς βασιλεύη εις
τάς καρδίας ήμών. Μέ δλην τήν ψυχήν μας άς
βροντοφωνήσωμεν « Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η !

~ Ήμερα εύφροσύνης —

«Σήμερον χαρά πα νταχοϋ τ ή ς οικουμένης και εύφροσΰνη


π νευμ α τική . Σήμερον και τω ν α γγέλ ω ν ό δήμος και πασώ ν
τω ν άνω δυνάμεω ν ό χορός διά τή ν τω ν άνθρώ πω ν σω τηρίαν
ά γά λλο ν τα ι. Έννόησον τοίνυν, ά γ α π η τέ , χα ρά ς μέγεθος, ότι
και α ί άνω δυνά μεις ήμΐν συνεορτάζουσυ συγχαίρουσι γάρ
τοΐς ήμετέροις άγαθοϊς» '■ χ ρ υ ϊ ο ς τ ο μ ο ς
(έκ τοΰ λόγου Ε ις τό άγιον
Πάσχα· Έ . Π. M igne 52.768)

137
ΗΜΕΡΑ ΦΩΤΟΣ

«Ν ΰν πάντα πεπλήρω τα ι φω τός, ο υρ α νό ς τε καί


γή καί τα κα τα χθ ό νια · έορτα ζέτω γ ο ΰ ν πά σα
κτίσις την ε γ ε ρ σ ιν Χ ρ ίσ το υ, έν ή έστερέω ται»
(τροπ ά ρ ιον τής γ ' φ δ ή ς τοϋ κα νό νο ς τοΰ Π ά σ χ α )

ΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ! Τί και εάν ζωμεν εις


τον αιώνα της αποστασίας; Τί και εάν φω νά­
ζουν κατά τής άναστάσεως οί νεώτεροι σαδδουκαίοι;
Τί καί εάν λυσσοΰν κατά τοϋ άναστάντος Κυρίου
οί άπιστοι καί οϊ άθεοι; Ά νέστη ό Κύριος δντως!
Χρειάζονται αποδείξεις; Ά λ λ ’ είνε άνάγκη ν ’ άποδεί-
ξωμεν δπ υπάρχει ήλιος; ’Άνθρωποι, ανοίξατε τά
παράθυρα των σκοτεινών δωματίων σας, καί τό
φώς ένός έαρινοΰ ήλίου θά πλημμυρήση τό εσωτερι­
κόν τής οικίας σας. "Απιστοι, άνοίξατε τά παράθυρα,
άνοίξατε τάς κεκλεισμένας καρδίας σας, καί θά
ί'δητε καί θά αίσθανθήτε εκείνο, τό οποίον κατά
τήν νύκτα τής Ά ναστάσεω ς εύφροσύνως ψάλλει
ή Εκκλησία- «Νΰν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός
τε και γή και τά καταχθόνια...»(*).
Ά νέστη ό Κύριος! Τό σκότος διελύθη. Φώς

(*) Τό «Νϋν πάντα πεπλήρωται φωτός...» είνε τροπάριον


138
άνέσπερον άνέτειλεν. Χίλιοι ήλιοι φωτίζουν τον
κόσμον. Τό φώς τής Ά ναστάσεω ς καταυγάζει ουρα­
νόν, γην, καταχθόνια. Τά πάντα πεπλήρωται φωτός.

Φώς εις τά έπουράνια

ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ. Φωτίζονται εν πρώτοις


οί ουρανοί. Ύ π ό τό φώς, δηλαδή, τής Ά ναστάσεως
ο ί ά γ γ ε λ ο ι βλέπουν καθαρώτερον καί διαυγέστε-
ρον τό πρόσωπον τοϋ Ίησοϋ. Διότι τό μυστή-

τής γ ' φδής τοϋ κανόνος τοϋ Πάσχα, ό οποίος ψάλλεται


εις ήχον α' καί εΤνε θεσπέσιον ποίημα τοϋ μεγάλου δογματικού
και ύμνωδοϋ τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας άγιου Ίωάννου
τοϋ Δαμασκηνοϋ. Λέγεται οτι πλήν τοϋ κανόνος τούτου είς
την έορτήν τής άναστάσεως τοϋ Σωτήρος Χριστοΰ καί έτερος
κανών εις ήχον β', προερχόμενος έκ τοϋ καλάμου έτέρου
ύμνωδοϋ τής Εκκλησίας, τοϋ θείου Κοσμά τοϋ όμοτρόπου
καί ομοψύχου, εΤχε συντεθή. Ώ ς δέ γράφει είς τό Έορτοδρόμιόν
του ό δσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, «ςίδεται λόγος έκ
πατέρων εις ημάς έλθώυ, όπ άνέγνω πρώτον ό θείος Κοσμάς
τον ίδικόν του Κανόνα, και έπήνεσεν αυτόν ό ιερός ’Ιωάννης,
ύστερον άνέγνω και τον ιδικόν του ό θείος ’Ιωάννης· όταν
δέ ήλθεν είς τό τροπάριον τοϋτο, “Νΰν πάντα πεπλήρωται
φωτός, ουρανός τε και γη καί τά καταχθόνια”, τότε ό θείος
Κοσμάς, ύπερθαυμάσας και έκπλαγείς, και σύ, έφη, αδελφέ
’Ιωάννη, όλου τό πάν μέσα είς τά τρία ταΰτα συμπεριέλαβες
και ούδεν άφήκας έξωθεν. Λ οιπόν εγώ ήττημαι καί την
ήτταν ομολογώ. Ό θ ε υ ό μεν ίδικός σου Κανών ας έχη τά
πρωτεία και άριστεϊα, καί άς ψάλλεται δημοσίως είς τάς τοϋ
Χριστού Εκκλησίας, ό δέ ίδικός μου ας μένη έν γωνία καί
έυ τώ σκότει ώς μη ών φωτός άξιος καί διά τά νοήματα
καί διά τον πενθικόν καί κλαυθμηρόν ήχον καθ’ δν σύνετέθη,
δστις είνε πάντως άνάρμοστος είς την λαμπροτάτην και
κοσμοχαρμόσυνον Άνάστασιν τοϋ Κυρίου» (Ίδέ Έορτοδρόμιον
Νικοδήμου Αγιορείτου, Βενετία 1836, σελ. 424).
139
ριον πού έκάλυπτε ιό ν Ίησούν, τον Υιόν τής
Παρθένου, ήτο άπείρως μέγα, άσύλληπτον καί άπ’
αύτάς ακόμη τάς άγγελικάς διανοίας. Δ εν μελωδεί
ό ποιητής τής ’Οκτωήχου «Ούκ εγυω σαν πώς
έσαρκώ θης οί άσώματοί σου άγγελοι»4, Δ εν ψάλλει
ό άλλος ποιητής τοϋ ’Ακαθίστου, «Χαϊρε, ΰφος
δυσανάβατον άνθρωπίνοις λο γισ μ ό ϊς4 χαϊρε, βάθος
δυσθεώ ρητου και αγγέλων όφθαλμοϊς»; "Υψος καί
βάθος τοΰ μυστηρίου! Θ εός εν σαρκί. Θ εός εν φάτνη.
Θ εός έμπεριπατών καί συναναστρεφόμενος μετά
των άνθρώπων υπό τάς πλέον ταπεινός συνθήκας.
Θέαμα μοναδικόν, πρωτοφανές. Οί άγγελοι παρακο­
λουθούν βήμα προς βήμα τήν πορείαν τού Ίησοϋ
Χριστού καί άνά πάσαν στιγμήν έξίστανται. Τίς έστιν
οΰτος; Εκπλήσσονται εμπρός εις τά διάφορα φαινό­
μενα τής ζω ής του. Θεός, τον οποίον δεν χωρούν
οί ουρανοί, χωρεΤ άναλλοιώτως εν σκεύει παρθενικώ.
Θ εός λαμβάνει δούλου μορφήν καί νίπτει τούς
πόδας των μαθητών. Θεός... Καί ή αγωνία εις
Γεθσημανή; Καί εκείνη ή συνταρακτική φωνή, «Θεέ
μου Θ εέ μου, ίνατί με έγκατέλιπες;» (Ψαλμ. 21,2*
Ματθ. 27,46), πώς νά ήκούσθη εις τά σμήνη τών
αγγέλων; Πώς νά ήρμηνεύθη άπό τά χερουβείμ
καί τά σεραφείμ; Τά γενόμενα υπερβαίνουν καί
τήν κατάληψιν υπό τών άγγελικών νόων. Ά λ λ ’
ή άνάστασις τού Κυρίου ρίπτει φώς. Φώς αποκαλυπτι­
κόν. Οί άγγελοι τώρα βλέπουν τον Ίησούν νά
έξέρχεται άπό τον κύκλον τής ταπεινώσεως, άπό
τά μαύρα σύννεφα τής άνθρωπίνης κακίας καί
μοχθηρίας, καί νά έξαστράπτη μέ δλην τήν λάμψιν
140
τής Θεότητος. Ή Ά νάστασις φωτίζει, χρωματίζει
με ιδιαίτερον χρώμα δλα τά στάδια τής επιγείου
ζω ής τοϋ Κυρίου, καί οί άγγελοι εισδύουν τώρα
βαθύτερον εις τό μέγα μυστήριον.
Χριστός άνέστη. Λάμπει ό ουρανός!

Φώς εις τά επίγεια


ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ό ουρανός φωτίζεται; Ά λ λ α καί
ή γή φωτίζεται με τό άπλετον φώς τής Άναστάσεως.
Διότι οί άνθρωποι, οί άνθρωποι εκείνοι, οί όποιοι
θέτουν τον εαυτόν των υπό τό φώς τής Άναστάσεως,
βλέπουν οτι τά ανθρώπινα πράγματα δεν τά ρυθμίζει
ή τύχη ή ανύπαρκτος, δεν τά διέπουν αί σκοτεινοί
δυνάμεις, δεν αποτελούν άλυτον γρίφον, δεν καταλή­
γουν εις ένα τάφον, ά λλ’ υπάρχει εις την ζωήν
φωτεινή γραμμή, σκοπός, προορισμός. Ά π ό την
στιγμήν πού ήκούσθη καί έπιστεύθη τό «Χριστός
άνέστη», ή άμφιβολία, ή άπαισιοδοξία, ό σκεπτικι­
σμός, ό πυρρωνισμός καί παν άλλο σύστημα πού
σύμβολον έχει τό αίνιγμα τής σφιγγός, καταρρέουν
εν τή ψυχή τοϋ πιστεύοντος είς την άνάστασιν
τοϋ Κυρίου. Φώς εις τήν καρδίαν τοϋ πιστού.
Τί είνε ή ζ ω ή ; Θησαυρισμός; Έκμετάλλευσις;
Ά πόλαυσις ηδονών; Άποκτήνωσις; Ά ποθηρίωσις;
Ά ποθέω σις τοϋ εγώ; Ό χ ι. Ή ζωή τώρα αποκτά
τό άληθινόν της νόημα. Ή ζωή είνε θυσία, Γολγοθάς,
σταυρός, καί μετά. τον σταυρόν άνάστασις κατά
τό πρότυπον τής ζω ής τοϋ Χριστού. Ό πιστός
βαδίζει εν τώ φωτί τοϋ άναστάντος Κυρίου. Βαδίζει
τήν τεθλιμμένην οδόν, τήν όδόν τοϋ καθήκοντος,
141
τήν οδόν τοϋ σταυρού, χαίρων μυστικήν και άνεκλά-
λητον χαράν. Δ εν τήν βαδίζει μόνος. Ό ζ ώ ν
Κ ύ ρ ι ο ς ε Τν ε ό γ λ υ κ ύ ς σ υ ν ο δ ο ι π ό ρ ο ς
τ ο υ . Ύ π ό θύελλας καί καταιγίδας δεν ανακόπτει
τό βήμά του, δεν αποθαρρύνεται άπό τά εμπόδια,
τάς τραγικάς πτώσεις, τάς προσωρινός νίκας τού
κακού. Τό δραμα τής άναστάσεως εΤνε ενώπιον
του. Μέσα είς τήν σκοτεινήν νύκτα τής ζωής, τήν
λυσσώδη έπίθεσιν τής κακίας, τήν ορμήν τών
αλλεπαλλήλω ν θλίψεων, ό πιστός βλέπει τό παρήγο-
ρον τής Ά ναστάσεως φώς, έχει βράχον, έπί τού
οποίου δύναται νά σταθή άκλονήτως, έχει άγκυραν,
άπό τήν οποίαν νά έξαρτηθή, καί άγκυρα άσφαλής
καί βεβαία εΤνε ή ύπόσχεσις τού άναστάντος Κυρίου,
ή όποια διά μέσου τών αιώνων φθάνει εις τά
μυστικά του ώτα·
«Ώ θείας, ώ φίλης, ώ γλυκυτάτης σου φωνής!
μ ε θ ’ ημών άφευδώ ς γάρ έπηγγείλω έσεσθαι
μέχρι τερμάτων αίώνος, Χ ρ ισ τέ· ήν οί πιστοί,
άγκυραν έλπίδος κατέχοντες, άγαλλόμεθα».

Τό φώς τής Ά ναστάσεως φωτίζει δλην τήν


ζωήν τού πιστού. Τό φώς αυτό τον συνοδεύει καί
έκεΤ δπου οι πάντες τον εγκαταλείπουν καί οί
φανοί καί αί λαμπάδες τού κόσμου σβήνουν καί
οί γενναίοι τρέμουν καί οί φιλόσοφοι άπορούν
καί οί επιστήμονες πελιδνοί κλείουν τά βιβλία
των καί δεν βλέπουν τίποτε άλλο παρά σκότος
άδιαπέραστον, ζόφον. Ζόφος, σκότος άδιαπέραστον
εΤνε ό τάφος. Διά ποιους; Διά τούς άπιστους.
142
Ά λ λ α διά τον πιστόν, π ο ύ κ ρ α τ ε ί τ ή ν λ α μ π ά ­
δ α τ ή ς Ά ν α σ τ ά σ ε ω ς , ό τάφος φωτίζεται καί
επί των τάφων των προσφιλών υπάρξεων ίστάμενος
γλυκαίνεται με τό δραμα τής κοινής άναστάσεως,
τής οποίας ένδοξος άπαρχή είνε ή άνάστασις τού
Κυρίου. «Νυνϊ Χ ριστός έγήγερται έκ νεκρών, άπαρχή
των κεκοιμημένων έγένετο» (Α ' Κορ. 15,20).

Φώς και είς τά καταχθόνια

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ή γη φωτίζεται. Καί μόνον


ή νπ; Τό φώς της Ά ναστάσεως διεισδύει και μέχρι
τών κευθμώνων τοΰ αδου και σκορπίζει τήν παρηγο-
ρίαν εις τά αναρίθμητα πλήθη τών τεθνεώτων.
Ό σ ο ν βέβαιοι είσθε δπ εδώ εις τήν γην εορτάζετε
τό Πάσχα, τόσον νά είσθε βέβαιοι δπ θά έλθη
στιγμή, κατά τήν οποίαν θ ’ άκουσθη καί εκεί τό
σάλπισμα τής άναστάσεως τών νεκρών, καί πάραυτα
ό αδης θά έκκενωθη καί ό θάνατος θά καταργηθη
καί μυριάδες λελυτρωμένοι θά ψάλουν τά έπινίκεια·
«Ποΰ σου, θάνατε, τό κέντρου; ποϋ σου, αδη, τό
νϊκος;» (Α ' Κορ. 15,55· πρβλ. Ώ σ . 13,14).

Χριστός άνέστη. Λάμπουν οί ουρανοί. Χριστός


άνέστη. Καταυγάζεται ή γη. Χριστός άνέστη. Λαμπρύ­
νεται ή φύσις. Χριστός άνέστη, καί τά καταχθόνια
άκόμη φωτίζονται.

Τά καταχθόνια; ΠοΤα τά καταχθόνια; Ο ί δ α ί μ ο ­


ν ε ς ! Οί δαίμονες; Ναί. Καί οί δαίμονες φωτίζονται
έπί τη Άναστάσει. Ά λ λ ά πώς φωτίζονται! Τό φώς
τής Ά ναστάσεως δεν δημιουργεί δι’ αυτούς χαράν,
άλλά φέρει τον φόβον, τον πανικόν εις τάς τάξεις
των, δπω ς άκριβώς τό φώς πού ρίπτεται είς τό
σκότος καί άνακαλύπτει τον ένοχον, πού θά ήθελε
τήν στιγμήν τοΰ έγκλήματος νά σβήσουν δλα τά
φώτα, δλα τά ήλεκτρικά, δλοι οί ήλιοι, διά νά
μή ύπάρχη μάρτυς τής κακουργίας του. Τό φώς
τής Ά ναστάσεως είδον καί οί δαίμονες καί έτρόμα-
ξαν. Ναί, τό εΤδον καί αυτοί! Διότι, δπως λέγει
ό ’Ιγνάτιος ό Θεοφόρος, ό Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ,
« β λ ε π ό ν τ ω ν και α γ γ έ λ ω ν και α ν θ ρ ώ π ω ν
144
κ α ι δ α ι μ ό ν ω ν » . Οί δαίμονες, ώς πεπερασμένα
δντα, προ της Ά ναστάσεως συγκεχυμένην είχον
τήν ιδέαν περί τοΰ Ίησοΰ. Ή κ ο υ ο ν τήν διδασκαλίαν
του. Έ β λ ε π ο ν τά θαύματά του. Π αρηκολούθουν
τήν άγίαν ζωήν του. Τον έθεώρουν μίαν σπανίαν,
έξαιρετικήν προσωπικότητα, τον έκάλεσαν κάποτε
καί υίόν τοϋ Θεοϋ (βλ. Ματθ. 8,29' Μάρκ. 5,7·
Λουκ. 8,28), ά λλ’ ουδέποτε έφαντάζοντο δτι δλον
τό πλήρωμα τής Θεότητος κατωκει έν αύτώ. Ήπατή-
θησαν ώς προς τό πρόσωπον τοϋ Χρίστου. Καί
δι’ αυτό ώθησαν τά όργανά των μέχρι θανάτου.
Ό τάφος δμως καί ή έπακολουθήσασα τον ενταφια­
σμόν άνάστασις άπεκάλυψαν τό μέγα μυστήριον.
Θ εός καί δχι άνθρωπος άπλώς. Ό αδης δεν
ήδύνατο νά περιλάβη τον Θεάνθρωπον. Ό π ω ς
έξόχω ς ώραΤα λέγει ό χρυσορρήμων είς τον Κατηχητι­
κόν λόγον του,
ό αδης «έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. Έ λα β ε
γην και συνήντησεν ούρανώ. Έ λ α β εν δπ ερ έβλεπε
και πέπτωκεν ΰ θ εν ούκ έβλεπε... Ά ν έσ τη Χριστός,
και πεπτώκασι δαίμονες».
Φώς παντού καί πάντοτε

ΕΠΙ τη άναστάσει λοιπόν τοϋ Κυρίου τά πάντα


πεπλήρωται φωτός. Προς τό φώς αυτό ποιον άλλο
φώς, φυσικόν ή τεχνητόν, δύναται νά συγκριθη;
Ό ήλιος; Ά λ λ ’ ό ήλιος φωτίζει καί θερμαίνει
μέχρις ώρισμένου σημείου. Υ πάρχουν είς τό άπειρον
διάστημα εκτάσεις, είς τάς όποιας δεν φθάνει ή
έπίδρασις τών φωτεινών άκτίνων τοΰ ήλίου. Ά λ λ ά
145
και ολίγα μέτρα κάτω άπό τήν επιφάνειαν τής
θαλάσσης ό ήλιος εκπνέει. Διά τά βάθη τών
ωκεανών, διά τά υψη τών ουρανών ό ήλιος εΤνε
ώς νά μή ύπάρχη. ’Α σ θ ε ν έ ς κ η ρ ί ο ν φ ω τ ί ζ ο ν
μ ί α ν γ ω ν ί α ν τ ο ΰ α π ε ί ρ ο υ ! ’Α λλ’ ή άνάστασις
τοΰ Κυρίου είνε φώς άνέσπερον, φώς πού φωτίζει
ουρανόν, γην, καταχθόνια. Ή ακτινοβολία, ή όποια
εξέρχεται άπό τήν Άνάστασιν, δεν περιορίζεται
χρονικώς καί τοπικώς. Τό μυστικόν φώς διεισδύει
παντού. Τί καί έάν ό ένας κατοική μεταξύ τών
Έσκιμώων καί ό άλλος μεταξύ τών Αϊθιόπων; Τί
καί έάν ό ένας έζησε τον 3ον αιώνα π.Χ., καί
ό άλλος ζη τον 20όν αιώνα μ.Χ., καί ό τρίτος
θά ζήση μετά πεντακόσια έτη; Τό φώς τής Άναστάσε-
ως υπέρ χρόνον καί τόπον φθάνει παντού. Φωτίζει
τά λίκνα τών νηπίων, άλλά καί τούς τάφους τών
προγόνων. Φωτίζει τό παρελθόν, τό παρόν, τό
μέλλον. Φωτίζει τούς αιώνας. Τίς θά δυνηθη νά
σβήση αυτό; Ό π ο ιο ς θά δίίσχυρισθη, οτι θά δυνηθή
νά έξαλείψη τό φώς τής Άναστάσεως, θά όμοιάση
μέ τον παράφρονα εκείνον, ό όποιος εν πλήρει
μεσημβρία άνερριχήθη εις τηλεγραφόξυλον καί
άπ’ εκεί έφύσα λυσσωδώς καί έκαυχάτο, δτι θά
σβήση τον ήλιον! Ματαία προσπάθεια, έκδήλωσις
παραφροσύνης, θά εϊπητε. Ά λ λ ά ματαία προσπάθεια,
πραγματική έκδήλωσις παραφροσύνης, θά εί'πωμεν
ήμείς, εΤνε ή άπόπειρα δλων έκείνων, οί οποίοι
μέ τά άνόητα έπιχειρήματα τών μωρών κεφαλών
των καυχώνται δτι θά δυνηθοϋν μίαν ημέραν νά
σβήσουν τό φώς πού ήναψεν ή άνάστασις τού Κυρίου.
146
Ά πιστοι δλων τών αιώνων! Συγκεντρωθήτε δλοι
επί τό αυτό. ΌμιλεΤτε, γράφετε, άκονίζετε τάς
μαχαίρας σας, στήνετε ικριώματα. Ό ,τι και έάν
κάνετε, ό Χριστός άνέστη! Τό φώς τής Ά ναστάσεως
δεν θά τό σβήσετε. Χριστός άνέστη! Ό Ή λ ιο ς
διαρκώς θά προχωρή, θά διαλύη τά νέφη, θά νικά
τά σκότη, και θά καλή λαούς καί έθνη εις λύτρωσιν,
εις σωτηρίαν. «Δεϋτε λάβετε φώς έκ τοΰ άνεσπέρου
Φωτός».

Μακράν ήμών ό φόβος! —

«Σήμερον (ό Χριστός) τή ν άνθρω πείαν φύσιν, τή ς τοΰ διαβόλου


τυραννίδας έλευθερώ σας, προς τή ν προτέραν ευγένεια ν έπανή-
γα γεν . "Οταν γά ρ ϊδω τή ν απαρχήν τή ν έμήν οϋτω τοΰ
θανάτου π ερ ιγεγενημ ένην, ούχ έτι δέδοιχα, ούχ έτι φ ρίττω
τόν π ό λ ε μ ο ν ούδέ προς τή ν άσθένειαν όρώ τή ν έμαυτοϋ,
ά λ λ ’ έννοώ τοΰ μ έλλο ν το ςμ ο ι συμμαχεϊν τή ν α φ α τον δύναμιν...»

I. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜ ΟΣ

(έκ τοΰ λόγου Ε ις τό άγιον


Π άσχα' Έ . Π . M igne 52, 768)

147
ΕΟΡΤΑΣΩΜΕΝ ΠΡΕΠΟΝΤΟΣ

« Ά ν α σ τά σ ε ω ς ημέρα! λ α μ π ρ υ ν θ ώ μ εν Λαοί'· π ά ­
σ χα , Κ υρίου π ά σ χα . Έ κ yap θα νά του π ρ ο ς
ζω ήν καί έκ yr/ς π ρ ο ς ο υρ α νό ν Χ ρ ισ τό ς ό
Θ εό ς ημ άς διεβ ίβ α σεν, έπινίκιον άδοντας»
(ειρμός α ' ω δής τοϋ κα νό ν ο ς τοϋ Π ά σ χ α )

Ε ΦΘΑΣΕΝ, άγαπητοί, ή Άνάστασις. Έ φ θασ ε


τό Πάσχα. Ά ς εύχαριστήσωμεν τον Κύριον,
διότι διά μίαν ακόμη φοράν μάς άξιώνει νά έορτάσω-
μεν και νά πανηγυρίσωμεν τήν ένδοξον αυτήν
ημέραν, τήν βασιλίδα των χριστιανικών εορτών καί
πανηγύρεων. Είθε τό Πάσχα τούτο νά είνε τό
ώραιότερον Πάσχα τής ζω ής μας. Καί θά είνε,
έάν τό έορτάσωμεν, όχι καθώς θέλει ό κόσμος,
άλλά καθώς θέλει ό Κύριος. Καί θά έορτάσωμεν
καθώς θέλει ό Κύριος, έάν όλοι μας, ανδρες καί
γυναίκες, δσοι καί δσαι φέρομεν τό τιμημένον
όνομα τοϋ χριστιανού, άνοίξωμεν τά μυστικά ώτα
τών καρδιών μας καί άκούσωμεν τήν στοργικήν
φωνήν τής άγίας ημών ’Ο ρθοδόξου Εκκλησίας,
ή οποία βαθύτερον άπό δλας τάς άλλας χριστιανικός
148
ομολογίας συνέλαβε τό αληθές νόημα τής μεγίστης
αυτής δεσποτικής έορτής. Οί αναστάσιμοι ύμνοι είνε
αριστουργήματα. Στάζουν τό μέλι τοϋ πνεύματος,
τό οποίον ώς μέλισσαι περισυνέλεξαν από τούς
μυστικούς λειμώνας τών Γραφών οί ασύγκριτοι
ύμνογράφοι.

Ά ς ύποδείξω μεν τά καθήκοντα


Π ΡΟΣ τήν μελίρρυτον αυτήν διδασκαλίαν περί
τής Ά ναστάσεως πρέπει νά συμμορφωθώμεν απαν-
τες. Ό λόγος τών ύμνογράφων καί τών πατέρων
τής Ε κκλησίας ρέει γλυκύς καί γίνεται λίαν ευχάρι­
στος. Ευχάριστος υπέρ μέλι καί κηρίον. Μόνον οί
έχοντες τήν πνευματικήν γεϋσιν κατεστραμμένην
δέν δύνανται νά γευθοϋν τής γλυκύτητος τής
διδασκαλίας καί άηδώς έχουν προς δ,τι προσφέρει
κατά τήν ένδοξον αυτήν ημέραν ή πνευματική
τράπεζα τής Εκκλησίας.
Καί ημείς ούδέν ϊδιον διδάσκομεν. Ά λ λ ’ άντλοϋν-
τες έκ τών άκενώτων θησαυρών τής ’Ο ρθοδοξίας
προσφέρομεν μέ τό μικρόν μας κύπελλον εις
τούς εορτάζοντας σταγόνας τινάς έκ τής θείας
σοφίας. Ά ς όμιλήσωμεν συγκεκριμένως. Έ ρω τώ μεν
Πο Τα ε ί ν ε τ ά κ α θ ή κ ο ν τ α τ ώ ν ε υ σ ε β ώ ν
χ ρι στ ιαν ών κατά τήν αγίαν ταύτην η μ έ ­
ρ α ν ; Θά τ’ άναφέρωμεν συντόμως. Ό σ ο ι έχουν
ώτα θ ’ ακούσουν. Ό σ ο ι δμως δέν έχουν ώτα
δέν θ ’ άκούσουν. Καί μόνον δέν θ’ ακούσουν;
Θά περιπαίξουν καί θά γελάσουν... Ά ς γίνη αύτοίς
Υλεως ό Κύριος!
149
α') Εις τον ναόν!

Τ Ο Π Ρ Ω Τ Ο Ν καθήκον κατά την άγίαν αυτήν


ημέραν συνιστα ό ύμνωδός, λ έγω ν

«Ό ρθρίσω μεν δρθρου β α θ έο ς και άντι μύρου


του ϋμνον προσοίσω μεν τω Δεσπότη· και Χ ριστόν
όφ όμεθα δικαιοσύνης ήλιον, πασι ζωήν άνατέλλον-
τα» (ειρμός ε' φ δής τοΰ κανόνος τοΰ Πάσχα).

’Ακούετε; Τό καθήκον μας εΤνε ή άθρόα π ρ ο σ έ -


Λ ε υ ο ί ς μας εις τούς ναούς. Έ κτύπησαν οί καμπά­
νες; Ή κούσθη ό χαρμόσυνος ήχός των; Κανείς
καί καμμία δεν πρέπει, πλήν τών ασθενών, νά
παραμείνη είς τήν οικίαν. Ό λ ο ι «άγαλλομένω ποδι»
πρέπει νά πορευθοϋν είς τούς ναούς. Καί δπω ς
αί μυροφόροι γυναίκες κατά τήν νύκτα τής Ά να σ τά­
σεως δεν έκοιμήθησαν, άλλά μέ καρδίαν πλήρη
άπό τά εύγενέστερα αισθήματα αγάπης καί λατρείας
προς τον Κύριον ήγρύπνησαν καί «δρθρου βαθέος»
έσπευσαν προς τό μνημείον καί ήξιώθησαν ν ’
ακούσουν πρώται αύταί τό «Χριστός άνέστη», οΰτω
καί ημείς. Ό λ ο ι καί δλαι είς τούς ναούς!

β') Μέχρι τέλους

ΑΛΛΑ ΤΟΥΤΟ δεν εΤνε τό μόνον καθήκον. Δεν


αρκεί μόνον ή προσέλευσις είς τούς ναούς κατά
τήν νύκτα τής Άναστάσεως. Π ροσήλθομεν είς τον
ναόν; Ό φ είλο μ εν νά παραμείνωμεν είς τον ναόν
μέχρι τέλους. Αυτό εΤνε τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο ν καθήκον
150
μας. Και τό μέν πρώτον έκτελεΐται με τήν άθρόαν
προσέλευσιν τών χριστιανών αμα τή κρούσει τών
κωδώνων. Ά λ λ α τό δεύτερον, ή π α ρ α μ ο ν ή
δηλαδή έν τώ ναω μέχρι τέλους;
Ά λλοίμονον! Ά ξιοθρήνητον τό φαινόμενον. Διότι
τί συμβαίνει; Τό γνωρίζετε. Οί πολλοί καί αί
πολλαί, πού δλον τον χρόνον δέν πατούν τό
κατώφλι τοϋ ναοϋ, καί μόνον κατά τήν νύκτα τής
Ά ναστάσεω ς κάνουν τήν έμφάνισίν των, οί κομήται
αυτοί τοΰ εκκλησιαστικού στερεώματος, στενοχω-
ροϋνται από τήν παραμονήν των είς τον ναόν.
Τό περιβάλλον τοϋ ναοϋ δέν είνε εις αυτούς
εύχάριστον. Είς άλλους τόπους, προσφιλείς είς
αυτούς, παραμένουν μέχρι πρωίας. Ά λ λ ’ εδώ είς
τον ναόν; Δ έν βλέπουν τήν ώραν πότε θά εύρεθοϋν
εκτός τοϋ ναοϋ. Διά τούτο, μόλις ακούσουν τό
«Χριστός άνέστη», φεύγουν. Φεύγουν άθρόοι, δπως
καί άθρόοι ήλθον. Ά λ λά , προσφιλείς μου κύριοι
καί κυρίαι, παρακαλώ, άκούσατέ μου·
Τό «Χριστός άνέστη», πού ήκούσατε, δέν είνε
τό τέλος τής ίερας άκολουθίας τής ίεράς νυκτός
τοϋ Πάσχα. Είνε ή έναρξις. Είνε τρόπον τινά ή
χαιρετιστήριος βολή, τήν οποίαν βάλλει ή Εκκλησία
διά νά χαιρετίση τήν νέαν ημέραν, τήν λαμπρόν,
τήν ένδοξον ημέραν, καθ’ ήν τό μέγιστον γεγονός
τής ίστορίας έλαβε χώραν επί τοϋ πλανήτου τούτου.
Ευθύς μετά τό «Χριστός άνέστη» επακολουθούν
έορτασπκαί εκδηλώσεις τής πανηγυριζούσης ’Εκκλη­
σίας. Ε π α κολουθεί ό θεσπέσιος κανών τής Ά να σ τά­
σεως. Ε πα κ ο λο υθεί ή θεία λειτουργία, ή όποια
151
επισφραγίζεται μέ τον άσύγκριτον εκείνον, έξ έπόψε-
ως υφους καί νοημάτων, πανηγυρικόν λόγον τοϋ
ί. Χρυσοστόμου εις τήν έορτήν του Πάσχα, ό
όποιος αρχίζει μέ τό «Εϊ τις ευσεβής και φιλόθεος...».
Καί θά έπρεπε, κύριοι καί κυρίαι, νά μείνετε μέχρι
τέλους τής ίεράς ακολουθίας. Ά λ λ ά σείς στρέφετε
τά νώτα καί φεύγετε...

Πώς νά χαρακτηρίσωμεν τήν συμπεριφοράν σας


αυτήν; Έπιτρέψατέ μας νά σάς έρωτήσωμεν Έ άν
ύποθέσωμεν, δτι κάποιος ισχυρός τής ημέρας ή
κάποιος φίλος σας μέ ατομικήν πρόσκλησιν σάς
έκάλει εις δεξίωσιν, τί θά έκάνατε; Μόλις θά
έπηγαίνατε είς τήν δεξίωσιν, θά έφεύγατε άμέσως;
Δ έν θά παρεμένατε μέχρις δτου τελείωση ή δεξίωσις
καί αποχαιρετίσετε τον οικοδεσπότην; Ναί, έτσι θά
έκάνατε. Διότι τούτο επιβάλλουν οί κανόνες τής
καλής συμπεριφοράς. Είσθε εύγενεΤς, καί πολύ
προσέχετε τά τοιαύτα ζητήματα. Δέν θέλετε νά
χαρακτηρισθήτε ώς αγενείς, άγροίκοι καί βάρβαροι.
Θέλετε νά φανήτε εύγενείς απέναντι κοσμικών
κυρίων, οί όποιοι σάς τιμούν μέ άτομικάς προσκλήσεις
διά δεξιώσεις. Ά λ λ ’ άπέναντι τού Κυρίου πώς
φέρεσθε; Αυτός πού σάς καλεί τήν ίεράν νύκτα
τής Ά ναστάσεως εΤνε τό ένδοξότερον πρόσωπον
γής καί ουρανού. ΕΤνε ό Βασιλεύς τών βασιλευόντων
καί Κύριος τών κυριευόντων. ΕΤνε ό Βασιλεύς τών
άγγέλων καί τών άγιων. Αυτός σάς καλεί είς
δεξίωσιν... Τό πιστεύετε; Α παντήσατε είλικρινώς.
Έ άν όχι, προς τί ή προσέλευσίς σας είς τον
152
ναόν; Διά νά έπιτελέσετε απλώς ένα τυπικόν καθή­
κον; Ούδέν ώφελείσθε. Έ ά ν δμως ναι, έάν τον
πιστεύετε ώς Κύριον, ώς θριαμβευτήν τών αιώνων
καί βασιλέα τοϋ παντός, τότε «Δεΰτε προσκυνήσω μεν
καί προσπέσω μεν αυτώ, Χριστώ τώ Β ασιλεϊ καί
Θεώ ημών». Τότε πρέπει νά μείνετε εις τό θεϊόν
του άνάκτορον, είς τον ιερόν ναόν, νά μείνετε δέ
μέχρι τέλους, μέχρις δτου ό καλών ημάς Κύριος
διά τών έντεταλμένων του οργάνων, τών λειτουργών
ιερέων, ειδοποίηση ότι έτελείωσεν ή βασιλική δεξίω-
σις.

V ) Π ροσέλθετε εις τό ποτήριον τής ζω ής


ΑΛΛΑ είνε μόνον δεξίωσις; Ή ίερά ακολουθία
δέν είνε μία άπλή δεξίωσις. ΕΤνε άπείρως ανώτερα
κοσμικής δεξιώσεως. ΕΤνε πρόσκλησις εις τό ύπερφυ-
έστατον μυστήριον τής θείας ευχαριστίας. Ιδού
πώς μας προσκαλεΤ ό ύμνωδός·

«Δεΰτε τοΰ καινοΰ τής άμπέλου γεννήματος, τής


θείας ευφροσύνης, έν τή εύσήμω ημέρα τής
έγέρσεω ς, βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν,
ύμνοΰντες αυτόν ώς Θ εόν είς τούς αιώνας»
(τροπάριον τής η' φ δής τοϋ κανόνος τοϋ Πάσχα.

Ελάτε, μάς λέγει, νά πίωμεν από τό προϊόν τής


άμπέλου, νά πίωμεν άπό τον οίνον, όστις διά
θαύματος εις αίμα Χριστού μετεβλήθη. Ε λάτε νά
κοινωνήσωμεν τά άχραντα μυστήρια, καί νά εύφραν-
θώμεν έν τή θεία ταύτη ένώσει. Ε λάτε νά γευθώμεν
153
τών αρρήτων άγαθών της βασιλείας του, ύμνουντες
αυτόν ώς Θεόν εις τούς αιώνας.

Ά λ λ α καί ό ί. Χρυσόστομος είς τον Κατηχητικόν


πανηγυρικόν του λόγον μάς καλεϊ νά λάβωμεν
μέρος είς τό συμπόσιον, λ έγω ν

« Ή τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ό μ ό σ χ ο ς


πολύς, μηδείς έξέλθ η πεινών».

ΠοΤος είνε ό μόσχος αυτός; ΕΤνε ή υλική τράπεζα,


είς τήν οποίαν παρατίθενται εκλεκτά εδέσματα;
Καί ή τράπεζα αυτή δέν απαγορεύεται. Τουναντίον
καί συνιστάται, λόγω τής έπισημότητος τής ήμέρας.
Ά λ λ ’ ό ί. Χρυσόστομος, λέγων «μόσχον» καί καλών
πάντας είς συνεστίασιν κατά τήν νύκτα τής Ά να στά­
σεως, έννοεί κυρίως τήν κοινωνίαν τών άχράντων
μυστηρίων. Τό εΤπεν ό Κύριος κατηγορηματικούς·
« Ό τρώγων μου τήν σάρκα και πίνων μου τό
αιμα έν έμοϊ μένει, κάγώ έν αύτώ» (Ίωάν. 6,56).
Χριστιανοί μου, εκείνος εορτάζει Πάσχα, δστις
άξίως κοινωνεΤ τών άχράντων μυστηρίων. Οί άλλοι,
οί όποιοι δέν πιστεύουν καί περκρρονοϋν τό μυστή­
ριον, δέν εορτάζουν Πάσχα. ΔΕ αυτούς, τούς αδιάφο­
ρους καί απίστους, τό Πάσχα καταντά μία γαστρονομι­
κή έορτή, χωρίς κανένα βαθύτερον περιεχόμενον.

Ή θ ε ί α κ ο ι ν ω ν ί α , λοιπόν, ιδού τ ό τ ρ ί τ ο ν
καθήκον, τό οποίον έχει νά έπιτελέση ό χριστιανός
κατά τήν ίεράν νύκτα τής Άναστάσεως.
155
§') 'Αγιάσατε τήν ημέραν

ΑΛΛΑ καί άλλο καθήκον, έν συνεχεία τών


προηγουμένων, τ ό τ έ τ α ρ τ ο ν , προβάλλει προς
έκτέλεσιν. Ποίον; Τό συνιστα καί πάλιν ό ιερός
ύμνωδός. Λέγει-

«Αΰτη ή κλητή και άγία ήμέρα, ή μία τών


σαββάτων, ή βασιλτς και κυρία, έορτών έορτη
και πανήγυρίς έστι πανηγύρεων, έν ή ευλογοϋμεν
Χ ριστόν είς τούς αιώνας» (ειρμός η ' φ δής τοΰ
κανόνος τοΰ Πάσχα).

’Ακούετε; 'Αγία ή ήμέρα τοΰ Πάσχα. Ά λ λ ’ όχι


μόνον είς τάς λέξεις καί τούς ύμνους ή ήμέρα
τής Ά ναστάσεως πρέπει νά εΤνε αγία, άλλά καί
έ ν τ η π ρ ά ξ ε ι . Α γία καθ’ δλην τήν διάρκειαν
τοΰ ήμερονυκτίου. Α γ ί α ή μ έ ρ α ! Πώς; Ή διάνοια
άς σκέπτεται τον άναστάντα Κύριον. Ή γλώσσα
άς όμιλή περί αύτοΰ. Ά ς ψάλλη τούς ύμνους
του. Ά ς κηρύττη τά μεγαλείά του. Ή καρδία άς
φλέγεται άπό τό πΰρ τοΰ θείου έρωτος προς τον
Νυμφίον, προς τον έκ τάφου ώς έκ παστάδος
άνατείλαντα Ή λ ιο ν τής δικαιοσύνης. Ή θέλησις άς
κινηθή είς έργα, πού θ ’ άποδείξουν δτι δντως
άνέστη ό Κύριος καί νέα ζωή έν τώ κόσμω
πολιτεύεται. Υ πάρχουν άσθενείς; Ά ς τούς έπισκε-
φθώμεν. Υ πάρχουν δυστυχείς; Ά ς τούς βοηθήσωμεν.
Υ πάρχουν έχθροί; Ά ς τούς συγχωρήσωμεν. Υ π ά ρ ­
χουν άπιστοι καί βλασφημοΰντες τον Κύριον τής
δόξης; Ά ς κλίνωμεν γόνυ καί άς προσευχηθώμεν
156
δι’ αυτούς, ΐνα τό άνέσπερον φως της Άναστάσεως
άνατείλη και έν τη καρδία των. ’Ά ς μή μείνωμεν
στενόκαρδοι. ’Ά ς πλατύνωμεν τάς καρδίας μας διά
νά συμπεριλάβωμεν τον κόσμον ολόκληρον. ’Άς
μή λησμονώμεν δε ποτέ ότι, δ,τι και εάν εϊπωμεν,
δ,τι και εάν πράξωμεν, δ,τι και εάν δαπανήσωμεν
υπέρ των μυρίων αναγκών των συνανθρώπων μας,
είνε μικρόν, πολύ μικρόν, έλάχιστον, μηδαμινόν,
απέναντι εκείνων, τά όποια μάς προσέφερε, μάς
έδώρισε διά τής σταυρικής του θυσίας καί τής
άναστάσεως ό Κύριος. Ό χ ι χρήματα, όχι θέσεις
ύψηλάς καί μεγάλας, όχι θρόνους έπηρμένους,
άλλά καί αυτήν τήν ζωήν μας, καί όχι μίαν ζωήν
άλλά καί μυρίας ζωάς εάν εϊχομεν καί τάς έθυσιάζο-
μεν, δεν θά ήδυνάμεθα ν’ άνταποκριθώμεν προς
τό υψος καί τό μέγεθος τών απείρων ευεργεσιών
του Χριστού. ’Αληθώς-

«Τί άνταποδώσωμεν τω Κυρίω περϊ πάντων, ών


άνταπέδωκεν ήμϊν; Δ ι’ ήμας Θεός έν άνθρώποις·
διά τήν καταφθαρεϊσαν φύσιν ό Λ όγος σαρξ
έγένετο και έσκήνωσεν έν ήμϊν προς τούς άχαρί-
στους ό ευεργέτης- προς τούς αιχμαλώτους ό
έλευθερωτής· προς τούς έν σκότει καθημένους
ό ήλιος τής δικαιοσύνης· έπϊ τον σταυρόν ό
άπαθής· έπϊ τον αδην τό φώς· έπϊ τον θάνατον
ή ζωή■ ή άνάστασις διά τους πεσόντας. Προς
δν βοήσω μεν Ό Θεός ημών, δόξα σοι» (στιχηρόν
άναστάσιμον τροπάριον τών αϊνων τού βαρέος
ήχου).
157
ε ) Καθαρά ή διακαινήσιμος έβδομάς

ΑΛΛΑ, έν συνεχεία των προηγουμένων, και


άλλο καθήκον, π έ μ π τ ο ν , προβάλλει προς έκτέλε-
σιν. Καί ιοϋτο είνε-
Ό χ ι μόνον ή πρώτη ημέρα της Άναστάσεως
νά παραμένη καθαρά άπό παν είδος αμαρτίας,
αλλά καί δλη ή επακολουθούσα έβδομάς, ή καλουμέ-
νη έβδομάς της δ ι α κ α ι ν η σ ί μ ο υ , ή οποία ως
μία ημέρα λογίζεται, συνέχεια της πρώτης καί
μεγάλης ημέρας της άναστάσεως τού Κυρίου, δλη,
λέγομεν, ή έ β δ ο μ ά ς α ΰ τ η π ρ έ π ε ι ν ά π α ρ α -
μ ε ί ν η κ α θ α ρ ά . Ό χ ι παρακολούθησις αισχρών
κινηματογραφικών ταινιών καί θεατρικών παραστάσε­
ων, όχι άσεμνοι χοροί, όχι χαρτοπαίγνια, όχι μανιώδεις
ποδοσφαιρικοί συναντήσεις, οχι μέθαι καί κραιπά-
λαι καί ποικίλαι άλλαι άσωτίαι, αλλά πυκνή άνάγνωσις
Γραφών, συναναστροφή αγία, καθημερινός εκκλησια­
σμός, συχνή θεία κοινωνία, φιλανθρωπία καί έλεος,
πνευμάτων περισυλλογή, ψυχών άνάτασις, ιδού ποΤα
εινε έκεΤνα τά όποια πρέπει νά επιδιώκουν οι
χριστιανοί κατά τάς ημέρας τής διακαινησίμου έβδο-
μάδος. Ταϋτα έντέλλεται ή Εκκλησία ημών. ’Ανοίξα­
τε τό Πηδάλιον καί άναγνώσατε τον ΞΣΤ' κανόνα
τής άγιας καί Οικουμενικής ΣΤ' Συνόδου.

Θά μάς ακούσετε;

ΤΑΥΤΑ ΚΗΡΥΤΤΟΜΕΝ κατά τήν ίεράν νύκτα


τής Άναστάσεως. ’Αλλά ποΤος θά τ’ άκούση; ΠοΤος
158
θά τά έφαρμόση; Ή φωνή μας ώς φωνή βοωντος
έν τή έρήμω.
Ώ ς καί άλλοτε εϊπομεν και δεν θά παύσωμεν
νά λέγωμεν, ζώμεν, αγαπητοί άναγνώσται, εις μίαν
φοβεράν εποχήν α π ο σ τ α σ ί α ς άπό τοϋ Θεοϋ,
κατά τήν οποίαν τό άντιχριστιανικόν πνεύμα υπό
μυρίας μορφάς έχει εισβάλει εις τήν καθημερινήν
ζωήν των άνθρώπων καί τείνει νά κρημνίση δλα
τά φράγματα τής ήθικής καί τής θρησκείας καί
εις έλος άκάθαρτον καί δυσώδες νά μεταβάλη
τούς μέχρι χθες άνθοϋντας κήπους τοϋ Θεοϋ.
’Αλλά δόξα τώ Θεώ! Παρ’ δλην τήν επικρατούσαν
έν τώ κόσμω διαφθοράν καί απιστίαν, δεν έξέλιπεν
όλοτελώς ή πίστις καί ή άρετή. Υπάρχει καί
ή εκλεκτή μερίς. Υπάρχει τό ποίμνιον τοϋ Θεοϋ.
Υπάρχουν οί πιστοί καί άφωσιωμένοι λάτραι τοϋ
εσταυρωμένου καί άναστάντος Κυρίου. Υπάρχουν
τά πιστά τέκνα τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, τά
όποΤα ύπακούουν εις τάς νουθεσίας τών πνευματικών
των πατέρων καί διδασκάλων. Έ χομεν αρκετά
παραδείγματα αγάπης καί άφοσιώσεως προς τήν
Εκκλησίαν.
Ελπίδων ήλιος εΤνε ή άνάστασις τοϋ Κυρίου.
’Α ς έλπίσωμεν λοιπόν καί ημείς τά βέλτιστα.
Εϊθε είς δλην τήν αγαπητήν μας πατρίδα πάντοτε
νά κρούωνται χαρμοσύνως οί κώδωνες δλων τών
ναών μας, έξαγγέλλοντες είς τούς αιθέρας τό
«Χριστός άνέστη».
159
A'.
Τα λάφυρα
ϊ ο ΰ Ι / Ι Ι ί Ι /j
®ριώρ§©υ

«Χριστός κατελθών
προς πάλην αδου μόνος,
λαβών άνήλθε
πολλά τής νίκης σκύλα»
(στίχοι συναξαριού τής
Κ υριακής τοϋ Πάσχα)

Λ ε π τ ο μ έ ρ ε ια σ υ γ χ ρ ό ν ο υ φ ο ρ η τ ή ς ε ΐκ ό -
ν ο ς τ ο ϋ ί . ν α ο ΰ ά γ . Β α σ ιλ ε ίο υ ό δ . Μ ε­
τσ ό βο υ , έ ρ γ ο ν Λ. Π α π α γεω ρ γο π ο ύλο υ.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ

ΑΙ ΠΑΛΙΝ, αγαπητοί άναγνώσται, και πάλιν


Κ ήκούσθησαν νά κτυποϋν χαρμοσύνως οί κώ­
δωνες των εκκλησιών. Και πάλιν τά πλήθη συνέρρευ-
σαν είς τούς ναούς, διά νά εορτάσουν τό κοσμοχαρμό-
συνον γεγονός. Και πάλιν εις δλα τά μήκη και
τά πλάτη τής γης ήκούσθη τό πανευφρόσυνον
μήνυμα και ή κραυγή τού θριάμβου- ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ!
Ό σ ο ι έδοκιμάσαμεν πόνον και θλΐψιν διά τά
φρικτά πάθη τού Κυρίου, χαίρομεν τώρα και άγαλλό-
μεθα διά τήν ένδοξον άνάστασίν του.
Ή Άνάστασις είνε ό θρίαμβος τού δικαίου καί
τής άληθείας. Ό ποίαν ανατροπήν εις τά σχέδια
των εχθρών τοϋ Χρίστου δεν έπέφερεν ή Άνάστασις!

Φ θονεροί κατηγορίαι

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ με τήν διδασκαλίαν του, με τά


θαύματά του, με τάς συνεχείς ευεργεσίας του είχε
προκαλέσει τον φθόνον καί τό μίσος τών αρχόντων,
οί οποίοι έβλεπον ότι εκμηδενίζονται εμπρός εις
αυτόν. Ιδίως τό φραγγέλιον, τό οποίον υψωσεν
163
ό Χριστός κατά των εμπόρων καί θεοκαπήλων,
καί τά τρομερά εκείνα «ούαί» (Ματθ. 23,13 κ.έ.),
τά οποία έξεσφενδόνισε κατά των γραμματέων καί
των φαρισαίων, ώδήγησαν είς τήν άποκορύφωσιν
τοϋ μίσους των άρχόντων καί των άρχουσών τάξεων
εναντίον τοϋ Χρίστου. Τό μισός των έγινεν άσπονδον,
διότι δεν ήδύναντο νά υποφέρουν τά άποκαλυπτήρια,
τά όποΤα τούς έκανεν ό Κύριος.

Συνεμάχησαν λοιπόν καί ώμοσαν τήν έξόντωσιν


τοϋ Ίησοΰ. Εις μυστικά διαβούλια οί άνθρωποι
τοϋ σκότους συνεσκέπτοντο καί κατέστρωναν σχέδια,
πώς θά έξώντωνον τον Κύριον. Διαφόρους
κ α τ η γ ο ρ ί α ς , διαβολάς καί συκοφαντίας είχον
διατυπώσει κατά καιρούς εναντίον τοϋ Χριστοϋ.
Είπαν, δτι ό Χριστός ήτο φάγος καί οίνοπότης.
Είπαν, δτι ήτο φίλος τελωνών καί αμαρτωλών.
Είπαν, δτι ήτο λαοπλάνος. ΕΤπαν, δτι ήτο Σαμαρείτης.
ΕΤπαν, δτι δεν έσέβετο τήν ήμέραν τοϋ Σαββάτου.
Είπαν, δτι ήτο άντίθετος προς τον Θεόν Πατέρα,
βλάσφημος καί αντίθεος. ΕΤπαν, δτι έξέστη, δτι
παρεφρόνησε δηλαδή, δτι έχασε τάς φρένας του
καί έγινε τρελλός. ΕΤπαν, δτι δαιμόνιον είχε καί
έμαίνετο. ΕΤπαν... Καί τί δεν εΤπαν! Εις τάς παλαιοτέ-
ρας κατηγορίας εναντίον τοϋ Χριστοϋ οί άσπονδοι
εχθροί του προσθέτουν τώρα καί νέας κατηγορίας.
’Ισχυρίζονται, δτι ό Χριστός εΤπεν, δτι θά έκρήμνιζε
τον ναόν τοϋ Σολομώντος καί εντός τριών ημερών
θά έκτιζε νέον. Λέγουν έπίσης, δτι ό Χριστός
εΤνε έναντίον τοϋ καίσαρος, δτι δηλαδή εΤνε εχθρός
164
του καθεστώτος, και δτι έχει άνακηρύξει βασιλέα
επίγειον τον ϊδιον τον εαυτόν του...

Τοιαύτας κατηγορίας έξύφαναν εναντίον τοϋ ΑΘΩ­


ΟΥ Ίησοΰ οι άρχοντες καί αί αρχουσαι τάξεις τοϋ
Ισραήλ, καί έπεστράτευσαν ψευδομάρτυρας, καί
εΰρον πρόθυμον δργανον τον Ιούδαν, τήν σκοτεινήν
καί άπαισίαν έκείνην υπαρξιν, καί παρέσυραν δχλον,
καί ώδήγησαν τον Χριστόν ενώπιον τοϋ έκπροσώπου
τής κρατικής εξουσίας, τοϋ Ποντίου Πιλάτου, διά
νά έγκρίνη τήν είς θάνατον καταδίκην του. Έ βλεπεν
ό Πιλάτος, δτι ό Χριστός ήτο άθώος, καί δτι άπό
φθόνον τον παρέδωσαν οί Ιουδαίοι εις τάς χείράς
του. Καί προσεπάθησε μεν κατ’ άρχάς ό Πιλάτος,
-καί μάλιστα ύστερον άπό τό όνειρον τής συζύγου
του Κλαυδίας-, προσεπάθησε νά σώση τον Ίησοϋν
άπό τον θάνατον άλλ’ δταν είδεν, δτι οί Ιουδαίοι
έπέμενον καί ώρύοντο, τότε ό Πιλάτος έφοβήθη
μήπως χάση τήν θέσιν του, καί υπέγραψε τήν
καταδίκην τοϋ Χριστοϋ. Τοιουτοτρόπως στρατιωτικόν
άπόσπασμα παρέλαβε τον Ίησοϋν καί τον ώδήγησεν
εις τον Γολγοθάν. Καί έκεί έσταύρωσαν αυτόν.

Ό Χριστός θριαμβεύει

ΚΑΙ ΑΦΟΥ τά άνθρωπόμορφα εκείνα θηρία, οί


άρχοντες τών Ιουδαίων, περιέπαιξαν σαδιστικώς
τον Χριστόν καί επάνω είς τον σταυρόν, έπέστρεψαν
κατόπιν ευχαριστημένοι είς τούς οίκους των διά
νά φάγουν τό πάσχα! Ένέσπειραν δέ είς δλην
165
τήν ’Ιερουσαλήμ και εις τά περίχωρα τόσην τρομοκρα­
τίαν, ώστε οί άνθρωποι δεν ήδύναντο πλέον νά
έκφράζωνται φανερώς υπέρ τοϋ Χριστοϋ, αλλά
μόνον κρυφίως. Ή τρομοκρατία έκανε καί τούς
ένδεκα μαθητάς νά διασκορπισθοϋν.
Ό Χριστός έφάνη πλέον δτι έσβησεν. Ή μοχθηρία
των αρχόντων έφάνη δτι έθριάμβευσε.
-Πάει, είπαν, ό Χριστός! Έ λ η ξεν ή ιστορία του!
Εντός ολίγου τό δνομά του δεν θά άναφέρεται
πλέον! Ό τόπος ήσύχασεν άπό τον ταραξίαν!...
Αυτά ένόμιζον οί θεοκτόνοι ’Ιουδαίοι. ’Αλλά
πόσον έπλανώντο! Τήν τρίτην ημέραν ό τάφος
σείεται καί αστράπτει. Οί στρατιώται τρομοκρατούνται,
πίπτουν άναίσθητοι επί τοϋ έδάφους. Οί πάντες
παραλύουν. Ό Κύριος άνέστη έκ τοϋ τάφου.
Ναί άνέστη, ώ άπιστοι, ό Ίησοϋς! Γυ κηρύττει
ό άποκυλισθείς λίθος τοϋ τάφου, τον οποίον έφύλατ-
τεν ή κουστωδία. Τό κηρύττει τό σουδάριον καί
τά όθόνια, τά οποία εύρέθησαν έντός τοϋ κενοϋ
τάφου. Τό κηρύττουν αί μυροφόροι γυναίκες. Τό
κηρύττει ή μεταβολή των δειλών μαθητών είς
λέοντας, πϋρ πνέοντας. Τό κηρύττει ή μεταστροφή
τοϋ Παύλου άπό φοβερού διώκτου τοϋ Χριστοϋ
είς τον μεγαλύτερον άπόστολον αύτοϋ. Τό κηρύττουν
αί μυριάδες τών μαρτύρων. Τό κηρύττει ή θριαμβευτι­
κή έξάπλωσις τοϋ ευαγγελίου είς τά έθνη. Τό
κηρύττει ή έξάπλωσις καί στερέωσις τής ’Εκκλησίας
έπί είκοσι τώρα αιώνας. Τό κηρύττουν τά θαύματα,
166
τά όποΤα έτελέσθησαν και τελούνται έν τή Εκκλησία
έν όνόματι τοϋ σταυρωθέντος καί άναστάντος Κυρίου.

Πανωλεθρία εις τούς εχθρούς

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ό οποίος προς στιγμήν έφάνη δτι


έσβησε διά παντός, έθριάμβευσε! Καί οί ’Ιουδαίοι,
οί οποίοι προς στιγμήν έφάνη δτι έκυριάρχησαν,
ύπέστησαν πανωλεθρίαν! ΠοΤον, παρακαλοΰμεν, τό
τέλος τοϋ ’Ιούδα; ΠοΤον τό τέλος τοϋ ’Άννα; ΠοΤον
τό τέλος τοϋ Καϊάφα; Ποιον τό τέλος τοϋ Ήρώδου;
ΠοΤον τό τέλος τοϋ Πιλάτου;

Ό ’Ιούδας, προτού ακόμη έκπνεύση ό Θείος


Διδάσκαλος έπάνω εις τον σταυρόν, περιέρχεται
εις άπόγνωσιν καί τερματίζει μόνος τήν ζωήν του
μέ άγχόνην. Καί ό ’Άννας τιμωρείται παραδειγματι­
κούς- ή οικία του καίεται από τά έξοργισθέντα
πλήθη, ό δέ υιός του σύρεται εις τάς οδούς καί
τάς πλατείας τής πόλεως καί σφάζεται δημοσία
κατά τον άγριώτερον τρόπον. Ό Καϊάφας μετά
ένα έτος καθαιρεΤται καί αποθνήσκει άδοξος. Ό
Ηρώδης, ή άλώπηξ αυτή, δπως τον ώνόμασεν ό
Χριστός, παρ’ δλην τήν πονηριάν του δεν κατώρθωσε
νά σώση τον θρόνον του. Εκθρονίζεται καί αυτός
καί άποθνήσκει έν πίκρα εξορία. Ό Πιλάτος,
παρά τήν δουλοπρεπή στάσιν του απέναντι τοϋ
καίσαρος, τον οποίον έτρεμε μήπως δυσαρεστήση
καί εις τό έλάχιστον, παύεται καί αυτός υπό τοϋ
καίσαρος, βυθίζεται εις άφατον μελαγχολίαν, καί
168
από απόκρημνους βράχους ρίπτεται είς τά παφλάζον-
τα υδατα μιας έλβετικής λίμνης καί πνίγεται. Ά λλά
καί ό επιπόλαιος καί αχάριστος λαός των Εβραίων
έτιμωρήθη πρεπόντως. Τριάκοντα περίπου έτη μετά
τήν σταύρωσιν τοϋ Χρίστου ό Τίτος με τάς λεγεώνας
του έπήλθεν ώς θύελλα κατά τής πόλεως των
θεοκτόνων, τής Ιερουσαλήμ, τήν κατέλαβε, τήν
άνέσκαψεν έκ θεμελίων, τήν ώργωσε με τό άροτρον
τής καταστροφής, καί έκ των κατοίκων της τό
μεγαλύτερον μέρος παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνα­
τον, όπως καί έκεΐνοι είχον παραδώσει τον Ίησοΰν.
Τά στρατεύματα τοϋ Τίτου έσταύρωσαν τούς Ιο υ ­
δαίους είς άτελεύτητον σειράν σταυρών, οί οποίοι
έφαίνοντο ώς πυκνόν δάσος, άνωθεν τοϋ οποίου
περιίπταντο σμήνη όρνέων, πού κατεβρόχθιζον τάς
σάρκας των. Τόσοι ήσαν οί κατάδικοι, ώστε δεν
υπήρχε πλέον ουτε ξύλον, άλλ’ οΰτε χώρος διά
νέους σταυρούς. Οί υπόλοιποι ’Ιουδαίοι έσφάγησαν
ή έπωλήθησαν ώς δούλοι. Καί διά μέσου δλων
τών αιώνων είνε γνωσταί αί περιπέτειαι τών άμετανοή-
των ’Ιουδαίων. Ή κατάρα τοϋ σταυρού τούς καταδιώ­
κει δπου καί άν εύρίσκωνται...

Ζή και βασιλεύει αιωνίως

ΚΑΙ όχι μόνον έκείνους. ’Αλλά καί καθένα, ό


όποιος έξακολουθεΤ νά πολεμή τον Χριστόν ή
τήν Εκκλησίαν του, καί δεν έννοεΤ νά μετανοήση,
τον έπισκέπτεται ή οργή τοϋ Θεοϋ. Ό Χριστός ζή
169
και βασιλεύει μέσα εις τήν Εκκλησίαν του. Ή
Εκκλησία εινε ό Χριστός παρατεινόμενος εις τούς
αιώνας. Καί οποίος πολεμεΤ τήν Εκκλησίαν, πόλεμε!
τον ϊδιον τον Χριστόν, καί διά τούτο άθλιον εΤνε
τό τέλος του. «Ό άκούων ύμών, έμοϋ άκούει»,
είπεν ό Χριστός προς τούς μαθητάς του, «και ό
άθετών ύμάς έμέ άθετέϊ» (Λουκ. 10,16). Ό ποιος
πολεμεΤ τούς πιστούς κήρυκας καί ποιμένας τής
Εκκλησίας, εμένα πολεμεΤ! λέγει ό Χριστός. Έπολέ-
μησεν ό ΒολταΤρος τήν Εκκλησίαν, ό πατριάρχης
αυτός τής απιστίας. ’Άθλιον υπήρξε τό τέλος του.
Έ φ ριξεν ό θεράπων ιατρός του. Τον θάνατον τοϋ
Βολταίρου, είπε, νά μή δώση ό Θεός είς άλλον
άνθρωπον! Έπολέμησεν ό Στάλιν τήν Εκκλησίαν.
Ά λλα πού εινε σήμερον; ’Ώ τών θαυμασίων σου,
Χριστέ! Ή κόρη τοϋ αιμοσταγούς εκείνου θηρίου,
ή Σβετλάνα, έγινε διαπρύσιος κήρυξ τής πίστεως
είς τον Χριστόν. Καί ή οικία τοϋ Βολταίρου έγινε
βιβλιοπωλείον τής αγίας Γραφής.

Ό λ εθρ ο ς καί σκότος θά εΓνε τελικώς τό κέρδος


δλων τών αμετανόητων εχθρών τοϋ Χριστού καί
τής Εκκλησίας του.

Μετά τον σταυρόν ή άνάστασις

ΑΛΛΑ σείς, άγαπητοί μου άναγνώσται, σείς πού


πιστεύετε είς τον Χριστόν, σείς πού σέβεσθε τά
προστάγματα τοϋ Κυρίου, σείς πού έκκλησιάζεσθε
τακπκώς, σείς πού έξομολογείσθε καί μεταλαμβάνετε
170
τών άχράντων μυστηρίων, σεΤς πού συγκινείσθε
έπί τη θέα τοϋ Εσταυρωμένου και χαίρετε καί
άγάλλεσθε έπί τη άναστάσει αύτοϋ, σείς πού έχετε
ταπείνωσιν είς τάς καρδίας σας καί δεν ύψηλοφρονεί-
τε, άλλ’ εύγνωμόνως δέχεσθε τον ζυγόν τοϋ Κυρίου
καί προσπαθείτε νά έκτελήτε τό θέλημά του τό
άγιον, σεΤς μη φοβεΐσθε! Δεν έφθασεν ακόμη ή
ώρα τοϋ διωγμού. Ειρηνικήν περίοδον διερχόμεθα
σήμερον. Ά λ λ ’ άν ποτε οί άθεοι κατισχύσουν
πλήρως είς τον κόσμον, οί συνειδητοί χριστιανοί
πρέπει νά εΤνε έτοιμοι διά σταυρόν, διά μαρτύρια.
Ά λ λ ’ όσαδήποτε μαρτύρια καί άν ύποστοϋν οί
χριστιανοί, τό τέλος εΤνε δόξα. Τον σταυρόν ακολου­
θεί ή άνάστασις.

«Φαιδρώς όμοϋ και θεοσεβώς»

«Έορτάσωμεν τήν έορτήν τα ύτην τήν μεγίστην καί λαμπράν,


έν ή άνέστη ό Κύριος· έορτάσωμεν δέ αυτήν φαιδρώς όμοΰ
και θεοσεβώς■ άνέστη γάρ ό Κύριος, καί τήν οικουμένην
έαντώ συνανέστησεν αυτός μέν άνέστη, του θανάτου τά
δεσμά διαρρήξας. Ή μαρτεν Ά δά μ καί ά π έθα νεν ά λ λ ’ ούχ
ήμαρτεν ό Χριστός, καί άπέθανε. Καινόν καί παράδοξον
τούτο- έκεϊνος ήμαρτε, καί άπέθανεν, ουτος ούχ ήμαρτε,
καί άπέθανε- διά τί; "Ινα ό άμαρτώ ν καί άποθανών διά
τοϋ μή άμαρτόντος μέν, άποθανόντος δέ, δυνηθή τοϋ θανάτου
τά ς λα βάς άποδύσασθαι»

I. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

(έκ τοΰ λόγου είς τήν Άνά-


στασιν Έ. Π. Migne 50, 438)

171
ΕΠΑΤΗΘΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

ΑΓΙΑ, άγαπητοί μου άναγνώσται, ή άγια


Η ’Ορθόδοξος Εκκλησία μας έχει διαφόρους
έορτάς, μικράς και μεγάλας, κινητάς και ακινήτους.
Αί έ ο ρ τ α 1 εΤνε μία ζωτική ανάγκη τοϋ άνθρώπου.
Ή ζωή αυτή, τήν οποίαν ζώμεν εδώ έπάνω είς
τον πλανήτην τής γης, ομοιάζει με ένα δρόμον
μακρινόν και ανηφορικόν, ό οποίος αρχίζει τήν
ήμέραν πού ό άνθρωπος γεννάται καί τελειώνει
τήν ήμέραν τοϋ θανάτου του. Ή δέ ήμερα τοϋ
θανάτου εΤνε ή αρχή μιας άλλης ζωής, τής αιωνίας,
ή όποία δεν έχει τέλος. Ά λ λ ’ δπως εις ένα
δρόμον μακρινόν καί ανηφορικόν ό οδοιπόρος
δεν δύναται νά βαδίζη άνευ στάσεως, άλλα κάπου
σταθμεύει, πλησίον κάποιας πηγής υπό τήν σκιάν
ένός δένδρου, διά νά άνασάνη καί με νέας δυνάμεις
νά συνέχιση τον δρόμον του, έτσι καί εις τήν
ζωήν αυτήν ό άνθρωπος δεν δύναται άκαταπαύστως
νά έργάζεται, άλλ’ έχει άνάγκην κατά χρονικά
διαστήματα νά διακόπτη τήν εργασίαν, νά αναπαύεται,
καί με νέας δυνάμεις νά έπαναλαμβάνη τό έργον
του. 'Ημέρα άναπαύσεως ώρίσθη ή έβδομη ημέρα
172
της έβδομάδος συμφώνως προς τήν τρίτην εντολήν
τοϋ δεκαλόγου, ή όποία λέγει· « Έ ξ ήμέρας έργά
και ποιήσεις πάντα τά έργα σ ο ν τη δέ ήμερα τή
έβδομη σάββατα Κυρίω τώ Θεώ σου» (Έξόδ.
20,9-10). Ή δέ έβδομη ήμερα δι’ ήμας τούς
χριστιανούς εΤνε ή Κυριακή.

Ή ύψίστη τών εορτών

ΑΛΛΑ πλήν τής Κυριακής ή αγία μας Εκκλησία


έχει, ώς εϊπομεν, καί αλλας έορτάς, μέ τάς οποίας
έορτάζονται καί πανηγυρίζονται ή μνήμη τής ύπερα-
γίας Θεοτόκου, ή μνήμη τών αγίων άγγέλων καί
αρχαγγέλων, ή μνήμη τοϋ άγίου Ίωάννου τοϋ
Προδρόμου, ή μνήμη άγίων πατέρων, διδασκάλων,
οσίων, μαρτύρων, ομολογητών, ώς καί διάφορα
γεγονότα τής ζωής τοϋ Χριστοϋ. Ποικιλία εορτών,
αϊ όποΤαι ομοιάζουν μέ τούς άστέρας τοϋ ούρανοϋ
πού στέλλουν τό πνευματικόν φώς των εις τήν γήν.
Ά λ λ ’ δπως έν μέσω τών αστέρων διακρίνεται ό
ήλιος μέ τό λαμπρόν του φώς, έτσι καί έν μέσω
τών διαφόρων εορτών διακρίνεται έξ δλων τών
άλλων μία έορτή, ή όποία λάμπει ώς ό ήλιος
μέσα εϊς τήν Εκκλησίαν. Καί ή έορτή αυτή εΤνε
ή άνάστασις τοϋ Κυρίου. Εις αυτήν τήν έορτήν
αρμόζει κυρίως έκεϊνο πού ψάλλει ή Εκκλησία-
«Αΰτη ή ημέρα, ήν έποίησεν ό Κύριος· άγαλλιασώμε-
θα και εύφρανθώμεν έν αύτβ» (Ψαλμ. 117,24).

Ή ά ν ά σ τ α σ ι ς τ ο ϋ Κ υ ρ ί ο υ ! ΕΤνε ή μεγαλυτέ-
173
ρα έορτή και πανήγυρις τής χριστιανικής θρησκείας.
Διότι ή Άνάστασις, όσον κανένα άλλο γεγονός,
άπέδειξεν ότι ό Χριστός δεν εΤνε μόνον άνθρωπος,
άλλ’ εΤνε και Θεός, Θεάνθρωπος.

Τό κράτος τοΰ θανάτου καθηρέθη

ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΝ, μέ εξαιρετικός βεβαίως δυνά­


μεις, έβλεπεν ό σατανάς τον Χριστόν. Ά λ λ ’ ουδέποτε
ήδύνατο νά φαντασθή ότι μέσα εις τον άνθρωπον
εκείνον κατωκει ολόκληρος ή Θεότης. Και ώς
άνθρωπον τον έπολέμησε νομίζων ότι, μέ τον
σκληρόν θάνατον πού τοϋ έπροκάλεσαν αυτός
καί τά όργανά του, θά έσβηνε και θά έξηφανίζετο,
όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι, οί όποϊοι είς τήν
εποχήν των έκαναν μεγάλα πράγματα, άλλά κατόπιν
έλησμονήθησαν. Είς τά δίκτυα τοϋ θανάτου έπεσεν
ό Χριστός. Ό λ ο ι οί άλλοι άνθρωποι, οί όποϊοι
πίπτουν είς τά δίκτυα τοϋ θανάτου, δέν δύνανται
νά τά διασπάσουν. Καί δέν δύνανται νά τά διασπά-
σουν, διότι εΤνε άμαρτωλοί, έχουν διαπράξει διαφό­
ρους αμαρτίας, τά δέ « ό φ ώ ν ι α τ ή ς ά μ α ρ τ ί α ς
θ ά ν α τ ο ς » , όπως λέγει ό άπόστολος Παύλος
('Ρωμ. 6,23). Ά λ λ ’ ό Χριστός ύπήρξεν ό μόνος
άνθρωπος, έκ τών έκατομμυρίων καί δισεκατομμυρίων
πού έγεννήθησαν καί θά γεννηθούν, ό οποίος
απολύτως ούδεμίαν αμαρτίαν διέπραξε. Δέν ύπήρ-
χεν εντός αυτού τό μικρόβιον τής αμαρτίας, τό
όποιον προκαλεΤ τάς νόσους καί τον θάνατον. Ό
Χριστός ύπήρξεν αναμάρτητος. Ό π ω ς δ ’ έκήρυξεν
174
ό απόστολος Πέτρος, ό όποΤος παρηκολούθησεν
όλην τήν ζωήν του έκ του πλησίον, ό Χριστός
« ά μ α ρ τ ί α ν οι ό κ έ π ο ί η σ ε ν, ο υ δ έ ε ύ ρ έ -
θ η δ ό λ ο ς έ ν τ ώ σ τ ό μ α τ ι α υ τ ο ΰ » (Α'
Πέτρ. 2, 22 ) . Καί ώς αναμάρτητος, πού ήτο ό
Χριστός, δεν ύπέκειτο εις την ποινήν τού θανάτου,
εις τήν οποίαν ύπόκεινται όλοι οϊ άνθρωποι ώς
απόγονοι τοϋ Άδάμ, συμφώνως προς τήν άπόφασιν
τοϋ Θεοϋ « Θ α ν άτ ω ά π ο θ αν ε ΐ σ θ ε » (Γεν. 2 , 17).

Ό θάνατος έπεκράτει απ’ άκρου εις άκρον εις


δλον τον κόσμον. Ούδείς, άπολύτως ούδείς, δσον
μέγας καί ισχυρός καί άν ήτο, δεν έξηρέθη από
τον θάνατον. Ά λ λ ’ ή άπόφασις τών άνθρωπίνων
δικαστηρίων, τά οποία κατεδίκασαν τον Χριστόν
εις θάνατον, ύπήρξεν άδικος. Ό αθώος, όχι απλώς
άθώος άλλ’ ό ’Αθώος, με άλφα κεφαλαϊον, δεν
έπρεπε νά καταδικασθη εις θάνατον. ’Έτσι εις
τά δίκτυα τοϋ θανάτου έπεσε καί ένας, ό όποΤος
έξηρεπο άπό την ποινήν τοϋ θανάτου, καί έξηρείτο
διότι ήτο άναμάρτητος. Καί ήτο αναμάρτητος, διότι
κάτω άπό τό ταπεινόν σχήμα τοϋ άνθρώπου έκρύπτε-
το ή Θεότης. Ή σαρξ τοϋ Χριστοϋ, ή οποία
έκρυπτε τήν Θεότητα, ώς λέγει ένας διδάσκαλος
τής ’Εκκλησίας, ώμοίαζε προς δόλωμα, με τό οποίον
ό αλιεύς κρύπτει τό άγκιστρον. Άγκιστρον εδώ
ύπήρξεν ή αόρατος Θεότης. Ό σατανάς καί τά
όργανά του έπέπεσαν μεθ’ όρμής επάνω είς τήν
σάρκα τοϋ Χριστοϋ καί τήν έθανάτωσαν. Ά λ λ ’
άλλοίμονον είς αυτούς! Κάτω άπό τήν σάρκα ήτο
175
τό αιχμηρόν άγκιστρον, ήτο ή Θεότης. Και ή
σατανική δύναμις συνελήφθη, ήγκιστρώθη καϊ ήχρη-
στεύθη.
’Έτσι ή άνάστασις τοΰ Χρίστου είνε τρανή άπόδει-
ξις, δτι ό Χριστός ύπήρξεν ό αναμάρτητος, ό
’Αθώος και ό Δίκαιος, ύπήρξεν ό Θεάνθρωπος,
τον όποιον δεν ήδύνατο νά κράτηση αιχμάλωτον
ό σκοτεινός αδης.

Θνητοί, μή φοβεϊσθε πλέον!

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ μέ τήν άνάστασίν του ένίκησε τήν


αμαρτίαν καί τον θάνατον, δύο δυνάμεις πού ως
φοβερά καί απαίσια θηρία ένίκων δλους τούς
ανθρώπους καί έσκόρπιζον τον φόβον καί τον
τρόμον.
Θνητοί, μή φοβεϊσθε πλέον τον θάνατον. Μή
κλαίετε απαρηγόρητοι επάνω εις τά μνήματα των
προσφιλών σας, δπως κλαίουν οι άπιστοι καί άθεοι.
Ό Χριστός ένίκησε τον θάνατον. Είνε γεγονός,
τό οποίον λάμπει ώς ό ήλιος. Είνε γεγονός, τό
οποίον μαρτυρεί όχι ένας άλλα πολλοί μάρτυρες,
πού καί αυτήν ακόμη τήν ζωήν των έθυσίασαν,
κηρύττοντες τήν άνάστασίν τού Χριστού. Παρηγορη-
θήτε καί σφογγίσατε τά δάκρυά σας. Οί άνθρωποί
σας δεν έξηφανίσθησαν, όχι! ΠοΤος τό εΤπε; Μή
ακούετε τούς απίστους καί άθεους, οί όποιοι λέγουν
δτι ό άνθρωπος είνε ώς τό ζώον πού ψοφά καί
έξαφανίζεται. Ό χι. Τό σώμα άποθνήσκει, άλλ’ ή
ψυχή εΤνε άθάνατος. Καί αί μεν ψυχαί τών προσφιλών
177
νεκρών υπάρχουν και ζοΰν εις την αιωνιότητα, τα
δέ σώματά των, τά οποία εύρίσκονται εις την γήν
και μέ την πάροδον τοϋ χρόνου μεταβάλλονται
εις χώμα και κόνιν, αυτά τά σώματα, πιστεύσατέ
το, θ’ άναστηθοΰν! Θ’ άναστηθοϋν πολύ ώραιότερα
από δ,τι ησαν προηγουμένως. ’Από φθαρτά θά
γίνουν άφθαρτα. Έγγύησις δέ της άναστάσεως
τών νεκρών είνε ή άνάστασις τοϋ Χρίστου.
Ά ν ε σ τ ή θ η ό Χριστός; οπωσδήποτε θ ’
ά ν α σ τ η θ ο ϋ ν κ α ί οί ν ε κ ρ ο ί δ λ ω ν τ ών
αι ώνων.

Θνητοί, μη φοβεΤσθε τον θάνατον. ’Αλλά καί


αμαρτωλοί, δσοι ως άνθρωποι πίπτετε εις άμαρτίας
καί ό σατανάς τής απελπισίας σφυρίζει εις τά ώτα
τής ψυχής σας δτι δεν υπάρχει πλέον διά σάς
σωτηρία, μή φοβεϊσθε, μη άπελπίζεσθε. Υπάρχει
σωτηρία καί διά τον μεγαλύτερον άμαρτωλόν, άρκεΤ
οΰτος νά πιστεύη εις τον Χριστόν. Μέσα από τον
τάφον τοϋ Χριστοϋ άνέτειλεν ή συγγνώμη καί τό
έλεος. Ό Χριστός ένίκησε τήν αμαρτίαν, καί άπό
τότε μέ τά αγία μυστήρια τής Εκκλησίας του δίδει
τήν δύναμιν εις τούς πιστούς, άνδρας, γυναίκας καί
παιδιά, νά νικοΰν καί αυτοί τον διάβολον καί τήν
αμαρτίαν.

’Ώ, τί θά ήτο ό κόσμος χωρίς τήν άνάστασιν


τοϋ Χριστοϋ! Έ να πυκνόν σκότος θά έβασίλευεν
εις τον κόσμον. Κανένα άστρον δέν θά έφαίνετο
εις τον ουρανόν. Κανείς άγιος καί μάρτυς καί
διδάσκαλος τής Εκκλησίας. Κανείς σεσωσμένος.
178
Κόσμος χωρίς Χριστόν, χωρίς άνάστασιν Χριστοϋ,
θά ήτο κόσμος χωρίς ήλιον.

’Αναστημένη ζωή

ΑΣ ΧΑΡΩΜΕΝ λοιπόν, αγαπητοί άναγνώσται,


καί ημείς τώρα, πού ό Θεός μάς ήξίωσε νά
άκούσωμεν δι’ άλλην μίαν φοράν τό «Χριστός
άνέστη». ’Άς έορτάσωμεν καί άς πανηγυρίσωμεν
κατά τήν ημέραν αυτήν, ή οποία είνε « ε ο ρ τ ώ ν
ε ο ρ τ ή και π αν ήγ υ ρ ι ς π α ν η γ ύ ρ ε ω ν » .

’Ά ς έορτάσωμεν ως αρμόζει εις ορθοδόξους


χριστιανούς. Ό χι γλέντια αμαρτωλά, όχι χοροί έξαλ­
λοι, όχι αισχρολογίαι καί βλασφημίαι, όχι χαρτοπαί­
γνια, όχι πορνεΐαι καί μοιχείαι, όχι μίση καί εκδικήσεις,
άλλά μία νέα ζωή, άναστημένη ζωή, χριστιανική
ζωή, ζωή πού φέρει τά χαρακτηριστικά τής νίκης
κατά τοϋ θανάτου, ζωή τήν οποίαν φωτίζει ό
ήλιος τής Άναστάσεως.

Έτσι, αγαπητοί μου, καθαροί από τήν απιστίαν


καί τήν διαφθοράν τοϋ παρόντος αϊώνος, θά δυνάμεθα
μαζί μέ τον ύμνωδόν τής Άναστάσεως νά ψάλλωμεν
καί ημείς-

«Τήν άνάστασίν του, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι ΰμνοΰ-


σιν έν ούρανοϊς- καί ήμάς τους έπι γής καταξίωσον
έν καθαρά καρδία σε δοξάζειν» (ϋμνος τοϋ
όρθρου τής Κυριακής τοϋ Πάσχα).
179
Θ’ ΑΝΑΣΤΗΘΟΥΝ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

«Α μ ή ν άμήν λέγω ύμϊν, έάν μή ό κόκκος τοϋ


σίτου πεσών εις τήν γην άποθάνη, αύτός μόνος
μ έ ν ε ι έάν δέ άποθάνρ, πολύν καρπόν φ έρει»
(Ίωάν. 12,24)

ΤΑΝ, προσφιλείς άναγνώσται, δταν τήν


νύκτα τής Άναστάσεως κτυποϋν χαρμοσύνως
οι καμπάνες, ένα άόρατον υπερφυσικόν κύμα χαρας
και άγαλλιάσεως άπλώνεται εις ολόκληρον τήν
μαρτυρικήν μας πατρίδα, εις τήν οποίαν μέ ιδιαιτέραν
έξαρσιν εορτάζεται ή άνάστασις τοϋ Κυρίου.

Συνέπεια τής νίκης


« Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η » \ Έρωτώμεν Ήκού-
σθη ποτέ εις τον πλανήτην μας άλλο μήνυμα
τοιαύτης σημασίας; Ό θάνατος, πού προκαλεΤ τήν
φρίκην, ό θάνατος, πού σύρει εις τό άπαίσιον
αρμα του έκατομμύρια ανθρώπους, μικρούς και
μεγάλους, ό θάνατος, ό «έσχατος έχθρός» [Α'
Κορ. 15,26) τοϋ ανθρωπίνου γένους, ένικήθη κατά
κράτος. Ό Χριστός έθριάμβευσεν. «Ανέστη Χριστός,
180
και νεκρός ούδεις έν τφ μνήματι» (Κατηχητικός
λόγος ί. Χρυσοστόμου).
Ή άνάστασις τοϋ Χρίστου αποτελεί τό αρραγές
θεμέλιον, επί τοϋ οποίου στηρίζεται ολόκληρον
τό οικοδόμημα τοϋ χριστιανισμού. ’Ιδιαιτέρως επί
τοϋ θεμελίου τούτου στηρίζεται τό άλλο συναφές
δόγμα της πίστεώς μας, περί τό οποίον πολλαί
άμφιβολίαι εγείρονται υπό των όρθολογιστών. Είνε
δέ τοϋτο ή άνάστασις των νεκρών. Έ φ ’ όσον
άνεστήθη ό Κύριος, θ’ άναστηθοϋν καί δλοι οί
νεκροί καί θά έμφανισθοϋν μέ νέα ένδοξα σώματα,
άνεκφράστου κάλλους, τά οποία θά έχουν τάς
θαυμαστός ιδιότητας τοϋ ένδοξου σώματος τοϋ
άναϋτάντος Κυρίου. Ό σοι καί δσαι κλαίετε επάνω
εις νεοσκαμμένους τάφους προσφιλών προσώπων,
σπογγίσατε, παρακαλώ, τά δάκρυα. Οί νεκροί θ’
άναστηθοϋν!
Άνάστασις Χριστοϋ' άνάστασις νεκρών!
Μϋθος είνε ή άνάστασις! θά ε’ίπουν άπιστοι,
ύλισταί καί άθεοι, οί οποίοι πέρα τής υλης δεν
βλέπουν τίποτε άλλο.
Δυστυχείς οί άνθρωποι πού έσβησαν τήν λαμπάδα
τής πίστεως. Ένω εις τάς καρδίας τοϋ πιστοϋ
λαοϋ μας ωσάν ήλιος τής άνοίξεως λάμπει ή
άνάστασις τοϋ Χριστοϋ, ύλισταί καί άπιστοι διά νά
πιστεύσουν ζητοϋν άποδείξεις. Χωρίς άποδείξεις
δέν θέλουν νά πιστεύσουν. Δ έν είνε αυτοί παιδιά
ή γραίδια, λέγουν, διά νά πιστεύσουν εις μύθους.
Ζητοϋν λοιπόν άποδείξεις; Ά λ λ ’ υπάρχουν άποδεί-
ξεις. Είνε τόσον πολλαί, ώστε εύκολώτερον μετρά

181
κανείς τάς άκτίνας τοϋ ήλιου παρά τάς άποδείξεις
τής άναστάσεως τοϋ Χριστοϋ, ή οποία εινε ή
βεβαίωσις τής άναστάσεως τών νεκρών.

Έ ν α ς κόκκος κηρύττει
ΑΠΟ τάς πολλάς αποδείξεις θ’ άναφέρωμεν
έδώ μίαν, ή οποία προέρχεται άπό τον φυσικόν
κόσμον. ΕΤνε ό κ ό κ κ ο ς τ ο ϋ σ ί τ ο υ . Ναί, ένας
κόκκος σίτου αρκεί ν’ απόδειξη ότι υπάρχει άνάστα-
σις. Πώς; Εις κάποιον, ό οποίος δεν έχει ιδέαν τής
καλλιέργειας τής γής, παρουσιάζει τις κόκκον σίτου
καί τοϋ λέγει· Βλέπεις τον κόκκον τοϋτον; Θ’
ανοίξω δι’ αυτόν τάφον - αύλακα εις τον αγρόν,
θά τον σκεπάσω μέ χώμα, καί ό κόκκος αυτός
μέσα εις τον υγρόν τάφον θά σαπίση. Καί άφοϋ
σαπίση, θά φυτρώση άπό τό παλαιόν σώμα τοϋ
σίτου νέον ώραΤον φυτόν, πού θά ύψώνη τήν
κορυφήν του προς τά άνω, θά έχη πράσινα φύλλα
καί θά φέρη 30, 50, 100 νέους κόκκους...
Τά λόγια αυτά εις τον άνθρωπον αυτόν, πού
δέν γνωρίζει τίποτε άπό τά μυστικά τής καλλιέργειας
τών άγρών, θά φανοϋν άπίστευτα.; Καί δμως εϊνε
κάτι τό πραγματικόν. ΕΤνε ένα θαϋμα. Διότι μέσα
εις ένα κόκκον σίτου κλείεται μία μυστηριώδης
δύναμις, ή οποία δημιουργεί τήν νέαν ζωήν. Οί
επιστήμονες δέν κατώρθωσαν μέχρι στιγμής, ουτε
καί θά κατορθώσουν, νά κατασκευάσουν ένα κόκκον
σίτου μέ δημιουργικήν ένέργειαν. Είς τον τάφον
τοϋ Τουταγχαμών φαραώ τής Αιγύπτου εύρέθη
δοχείον, τό όποιον περιείχε κόκκους σίτου. Τούς έπή-
183
ραν, τούς έσπειραν εις τήν
γην, καί έφύτρωσαν! Διετή-
ρησαν οί κόκκοι ουτοι επί
3.000 έτη τήν ζωτικήν των
ένέργειαν.
Τί θέλομεν νά εϊπωμεν;
Έάν, άνθρωποι πού αμφι­
βάλλετε, ένας κόκκος σίτου
περικλείη τοιαύτην δύναμιν
προς δημιουργίαν νέας
ζωής, πόσω μάλλον Ε κ ε ί­
νος ό όποιος έδημιούργησε
τον κόκκον καί είνε ή πηγή τής ζωής, είνε ικανός,
όχι μόνον Αυτός ν’ άναστηθή δι’ ιδίων αυτού
δυνάμεων -ώς καί άνεστήθη τριήμερος έκ τοϋ
τάφου-, άλλα καί από τά σώματα των νεκρών,
πού ώς άλλοι κόκκοι σίτου θάπτονται εις τήν γήν
καί σαπίζουν, είνε ικανός ν’ άναστήση νέα σώματα,
τά οποία θά διαφέρουν των προηγουμένων περισσό­
τερον από δ,τι διαφέρει ένας ώραίος στάχυς από
ένα κόκκον σίτου;

Ό λ η ή φύσις φωνάζει

ΤΩΡΑ, πού αρχίζει ή άνοιξις, έξέλθετε είς τούς


αγρούς καί, άν έχετε μυστικήν ακοήν, άκούσατε
από κάθε στάχυν, άπό κάθε άνθος, άπό κάθε
φυτόν καί δένδρον, πού σάς φωνάζουν όλα μέ
τήν ίδικήν των γλώσσαν τό «Χριστός άνέστη»1

184
Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

ΑΠΟΤΕ, αγαπητοί άναγνώσται, έζων ώρι-


Κ σμένοι πτωχοί, ρακένδυτοι, άλλα φιλότιμοι
και εργατικοί άνθρωποι. Ήσαν άλιεΤς. Κατωκουν εις
τοποθεσίαν πλησίον μαγευτικής λίμνης. Έ ζω ν εις
τήν παραλίαν τής λίμνης Γεννησαρέτ. Οί άνθρωποι
αυτοί έξυπνοϋσαν τήν νύκτα, μετέβαινον εις τάς
λέμβους των, άνοίγοντο εις τήν λίμνην, έρριπτον
τά δίκτυά των, ήλίευον, και δ,τι συνελάμβανον τό
έπώλουν και μέ τον ιδρώτα τοϋ προσώπου των
εξοικονομούν τον άρτον των και συνετήρουν τάς
οικογένειας των. «Μεροδούλι - μεροφάι» κατά τήν
λαϊκήν έκφρασιν. ’Έτσι διήρχοντο τάς ήμέρας των
οί πτωχοί άλιεΤς τής Γαλιλαίος.

Ενθουσιώ δεις θαυμασταί


ΜΙΑΝ ΗΜΕΡΑΝ δμως συνέβη κάτι, τό οποίον
ύπήρξεν ή αιτία ν’ άλλάξη ή ζωή των. Έ νας
διδάσκαλος έπαρουσιάσθη είς τον τόπον των. ’Ώ,
τί διδάσκαλος! Αυτός δέν ώμοίαζε μέ τούς άλλους
διδασκάλους. Διεκρίνετο εξ δλων. Οί λόγοι του
περιείχον τοιαύτην σοφίαν, ή όποία ποτέ άλλοτε
δέν ήκούσθη. Καί οί λόγοι αυτοί έλέγοντο μέ
185
τοιαύτην αγάπην και γλυκύτητα, ώστε ένόμιζες δτι
άπό τό στόμα τοϋ διδασκάλου έξήρχετο μέλι γλυκύ-
τατον. Ή διδασκαλία του έγοήτευε καί έμάγευε
τάς άπλοϊκάς ψυχάς. Ό διδάσκαλος αυτός ήτο ό
Χριστός.

Ό Χριστός τάς πρώτας ημέρας της δημοσίας


δράσεώς του μετέβαινεν εκεί, εις τήν χαριτωμένην
λίμνην, καί έδίδασκε τούς απλοϊκούς άλιεΐς. Καί
αυτοί, ευθύς μόλις τον ήκουσαν, ησθάνθησαν τήν
καρδίαν των νά γεμίζη άπό χαράν καί άγαλλίασιν.
Ό Χριστός έκάλεσε μερικούς έξ αυτών πλησίον
του. Τούς έκάλεσε νά γίνουν μαθηταί καί άπόστολοί
του. Καί οί άλιεΐς, χωρίς τον παραμικρόν δισταγμόν,
άφησαν τά πάντα, άφησαν πλοία καί δίκτυα, άφησαν
φίλους καί συγγενείς, άφησαν γονείς καί συζύγους
καί δ,τι άλλο άγαπητόν καί προσφιλές είς τον
κόσμον, καί ήκολούθησαν τον Χριστόν. Πλησίον
δε τοϋ Χριστοϋ μένοντες, άκούοντες τήν θείαν
διδασκαλίαν του καί βλέποντες τά εξαίσια θαύματά
του, ήσαν ευτυχισμένοι. Ό θαυμασμός των προς
τον Χριστόν, δσον παρήρχοντο αί ήμέραι, ηύξάνετο.
Οί μαθηταί είχον πιστεύσει, δτι ό Χριστός είνε
ό Μεσσίας, δτι αυτός είνε ό οποίος θά λύτρωση
τον Ισραήλ.

Ά λλά πώς ήννόουν τήν λύτρωσιν; Ό χι δπως


τήν ήννόει ό Χριστός, ώς λύτρωσιν άπό τον
διάβολον, άπό τήν άμαρτίαν, άπό τήν πλάνην καί
τό ψεϋδος. 05 μαθηταί έφαντάζοντο δτι ό Χριστός,
με τήν τεραστίαν δύναμιν πού είχε, θά έπολέμει
186
καί θά έσάρωνε τούς "Ρωμαίους κατακτητάς, καί
θά ίδρυε καί πάλιν τό βασίλειον τού Ισραήλ, τό
δέ βασίλειον αυτό θά έγίνετο τό μεγαλύτερου καί
ισχυρότερου τοϋ κόσμου. Έφαντάζοντο τον Χριστόν
ως επίγειον βασιλέα ανώτερου τοϋ Δαυίδ καί τοϋ
Σολομώντος. Καί έφιλονίκουν μεταξύ των, ποιος
θά καταλάβη πλησίον τοϋ βασιλέως Χριστοϋ τήν
μεγαλυτέραν θέσιν.

Ά πογοήτευσις καί φόβος

ΟΙ ΜΑΟΗΤΔΙ έζων μέ τήν ελπίδα καί τον


όραματισμόν νά ϊδουν τον Χριστόν βασιλέα. Όταν
δμως ό Χριστός συνελήφθη άπό τούς εχθρούς
του χωρίς νά φέρη ούδεμίαν άντίστασιν, άλλ’
άφησε νά τον καταδικάσουν εις θάνατον καί νά
τον σταυρώσουν έν μέσω δύο ληστών δταν εΤδον
τον έξευτελισμόν πού ύπέστη ό Χριστός, τότε
δλοι άπεγοητεύθησαν καί ειπον Ά λλοίμονον! ημείς
ήλπίζομεν ότι αυτός θά σώση τον Ισραήλ, αλλά
τώρα έχάθησαν πλέον α! έλπίδες μας...
Φόβος καί τρόμος κατέλαβε τούς μαθητάς. Έφοβή-
θησαν μήπως συλλάβουν καί θανατώσουν καί αυτούς
όπως τον Χριστόν. Έκρύπτοντο εις οικίας καί δέν
έτόλμων νά έξέλθουν έξω. ΕΤχον δέ αποφασίσει,
ύστερον άπό αυτήν τήν διάψευσιν τών ελπίδων
των, νά έπιστρέψουν πάλιν εις τάς οικίας των καί
νά έπανέλθουν εις τήν αλιείαν.
Έτοιμοι, λοιπόν, νά έπιστρέψουν εις τούς οίκους
καί τάς έργασίας των. Ά λ λ ’ αίφνης ήλλαξαν.
187
’Απότομος μεταβολή

ΑΠΗΛΠΙΣΜΕΝΟΙ ΠΡΙΝ, τώρα είνε πλήρεις πίστε-


ως και έλπίδος. Δειλοί προηγουμένως, τώρα γενναίοι.
Ααγωοί προηγουμένως, τώρα λέοντες. Βλέποντες
τήν τεραστίαν και μεταβολήν τών μαθητών έρωτώμεν
Τί ήτο εκείνο, τό οποίον μετέβαλε ψυχικώς τούς
μαθητάς; Διατί δέν έπέστρεψαν εις τήν άλιείαν,
άλλ’ έξήλθον και ήρχισαν νά περιοδεύουν άνά
τον κόσμον και νά κηρύττουν τον Χριστόν; Ή
μεταβολή αυτή δέν δύναται άλλως νά έξηγηθη,
παρά μόνον έάν παραδεχθώμεν δτι κάτι πολύ
μεγάλο συνέβη εις τον βίον των. Αυτό δέ τό
μεγάλο, τό καταπληκτικόν, πού συνέβη καί μετέβαλε
ψυχικώς τούς άποστόλους, είνε τό δτι ό Χριστός
άνεστήθη.
Ναι, άνεστήθη ό Χριστός! Τήν άνάστασίν τοϋ
Χριστοϋ έπληροφορήθησαν και έμήνυσαν πρώται
αί μυροφόροι γυναίκες, αί όποίαι είχον μεταβή εις
τό μνημείον. Αύταί μετέδωσαν εις τούς έμφοβους
μαθητάς τό χαρμόσυνον άγγελμα «Χριστός άνέστη»!
Ά λ λ ’ οί μαθηταί δέν τό έπίστευσαν. Ήσαν τόσον
άπηλπισμένοι, ώστε ένόμιζον δτι τό παν είχε τελειώ­
σει καί δέν θά υπήρχε πλέον συνέχεια. Ά λ λ ’ ένώ
ήσαν έμφοβοι καί έμενον έγκλειστοι εις τό υπερώον,
αίφνης ό Χριστός ένεφανίσθη ένώπιόν των. Ένεφανί-
σθη «κεκλεισμένων τών θυρώυ» (Ίωάν. 20,19,26).
Αί θύραι ήσαν κλεισταί, καί δμως ό Χριστός
είσήλθε. Πώς;
Έρωτάτε πώς είσήλθεν ό Χριστός; Καί έγώ
188
θέτω μερικά πολύ άπλούστερα ερωτήματα' Πώς,
ενώ έχεις κλειστάς τάς θύρας και τά παράθυρά
σου, εισέρχεται ο ήλιος εις τό δωμάπόν σου; Πώς
αί ακτίνες ΡαΤντκεν καί ό άξονικός τομογράφος
κατορθώνουν νά διεισδύουν μέσα εις τον οργανισμόν
καί νά μάς δίδουν τήν εικόνα τής έσωτερικής
καταστάσεως τοϋ σώματος; Πώς, ενώ έχεις κλειστάς
τάς θύρας και τά παράθυρα, αί εικόνες, οί ήχοι
καί αί φωναί διαφόρων προσώπων καί πραγμάτων,
τά όποΤα εύρίσκονται μακράν, μέσω τής τηλεοράσεως
διαπερνούν τούς τοίχους καί τάς βλέπεις καί τάς
ακούεις έντός τής οικίας σου; Πώς; Ά ν αυτά
συμβαίνουν, άπείρως περισσότερον δύνανται νά
συμβοϋν άλλα, τά οποία ένεργοϋν όχι τά δημιουργή­
ματα τοϋ Θεού, οί άνθρωποι, άλλ’ αυτός ό Δημιουρ­
γός τού κόσμου.
Είσήλθε λοιπόν ό Χριστός «κεκλεισμένων των
θυρών», δπως εισέρχονται αί άκτίνες τοϋ ήλιου,
αί ακτίνες ΡαΤντκεν καί αί εικόνες τής τηλεοράσεως.

’Αληθώς άνέστη!
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ δέν έπαρουσιάσθη ώς φάντασμα.
ΕΤχε σώμα πραγματικόν, τό οποίον ήδύναντο όχι
μόνον νά ϊδουν αλλά καί νά ψηλαφήσουν οί
μαθηταί. ’Ανεστήθη, διότι είνε ό παντοδύναμος Θεός.
Ά νεστήθη ό Χριστός. Δ έν είνε τούτο ψεύδος.
Είνε γεγονός, τό σπουδαιότερον γεγονός τής παγκο­
σμίου ιστορίας. Καί μία ισχυρά άπόδειξις τής Άναστά-
σεως είνε, ότι οί μαθηταί, άπό τήν ώραν πού
είδον τον Χριστόν άναστάντα, ήλλαξαν ψυχικώς.
190
Έ φυγεν απ’ αυτούς ή λύπη, ήλθεν ή χαρά' έφυγεν
ή δειλία, ηλθεν ή παρρησία καί τό θάρρος. Οί
λαγωοί έγιναν λέοντες. Οί δυστυχείς καί άπηλπισμέ-
νοι έγιναν οί περισσότερον ευτυχισμένοι άνθρωποι
τοϋ κόσμου. «Έχάρησαν ούν οι μαθηταϊ ιδόντες
τον Κύριον» (Ίωάν. 20,20).
Έχάρησαν οί μαθηταί. Καί μαζί με τούς μαθητάς
έχάρη καί ή ύπεραγία Θεοτόκος. Έχάρησαν ακόμη
οί άγγελοι είς τον ουρανόν. Χαίρει δμως με την
άνάστασιν τοϋ Χριστού καί ολόκληρος ή φύσις,
ή όποία τώρα την άνοιξιν ένδύεται την έορτασπκην
στολήν της διά νά έορτάση την Άνάστασιν.

Ά ς χαρώμεν καί ήμεΤς

ΕΧΟΜΕΝ την ώραιοτέραν θρησκείαν τοϋ κόσμου.


Μίαν θρησκείαν άληθινήν, ή όποία δεν στηρίζεται
εις μύθους, άλλά στηρίζεται επί τοϋ στερεού βράχου
τής άναστάσεως τοϋ Χριστού. Ά ς χαρώμεν λοιπόν,
αγαπητοί μου αδελφοί, διότι δεν ζώμεν μέσα εις
τό ψεύδος, άλλά ζώμεν μέσα είς τήν αλήθειαν,
μέσα είς τό φώς πού έσκόρπισεν ή άνάστασις
τοϋ Χριστού. Ό Χριστός πού άνεστήθη είνε ή
χαρά τοϋ κόσμου. Όπως ψάλλει ή Εκκλησία μας,
«Χαράς τά πάντα πεπλήρωται τής άναστάσεως τήν
πείραν ειληφότα...» (τροπάριον τών αίνων τοϋ γ' ήχου).
Χριστός άνέστη! Είς τον αυτόν, τον νικητήν
τοϋ θανάτου καί αρχηγόν τής ζωής, άρμόζει πάσα
δόξα, τιμή καί προσκύνησις είς πάντας τούς αίώνας.
Α μήν.
191
Ε.
Τό μήνυμα
0 0 0 0 0 r « if« 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0
9 ο 0 0 0 l I I S 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0

ν ίκ π ς

«Προλαβοϋσαι τον δρθρον αί περί Μαριάμ καί


εύροϋσαι τον λίθον άποκυλισθέντα τοϋ μνήμα­
τος, ήκουον έκ τοϋ αγγέλου- Τον έν φωτϊ άϊδίω
υπάρχοντα μετά νεκρών τί ζητείτε ώς άνθρω­
πον; βλέπετε τά έντάφια σπάργανα- δράμετε
και τώ κόσμω κηρύξατε, ώς ήγέρθη ό Κύριος
θανατώσας του θάνατον δτι υπάρχει Θεοϋ
Υιός, τοϋ σώζοντος τό γένος των άνθρώπων»
(ύπακοή τοϋ Πάσχα)

Ε ίκ ώ ν το υ τ έ μ π λ ο υ τ ή ς μ ο ν ή ς Σ τ α υ ρ ο ν ικ ή ­
τα , έ ρ γ ο ν θ ε ο φ ά ν ο υ ς το ϋ έ τ ο υ ς 1 5 4 6 .
ΝΕΚΡΟΙ, ΕΞΕΔΘΕΤΕ
ΕΚ ΤΩΝ Τ Α Φ Ω Ν
«Ούκ εστιυ ώδε, άλλ’ ήγέρθς»
(Λουκ. 24,6)

Ε
ΙΝΕ ΝΥΞ. ΕΓνε ή νύξ τοϋ Μ. Σαββάτου
προς τήν άλλην ημέραν, τήν μίαν των
σαββάτων, ή όποία μετά ταϋτα ώνομάσθη Κυριακή.
ΕΤνε ή νύξ, ή όποία προκαλεϊ βαθυτάτην τήν
συγκίνησιν εις πάσαν χριστιανικήν καρδίαν. ΕΤνε
ή μοναδική νύξ, περί τής οποίας ψάλλει ή Εκκλησία
μας·
«Ώ ς όντως ιερά και πανέορτος αΰτη ή σωτήριος
νύξ και φωταυγής, τής λαμπροφόρου ήμέρας τής
έγέρσεως οΰσα προάγγελος...» (τροπάριον τής
ζ' φδής τοϋ κανόνος τοϋ Πάσχα).
Ή ίερά πόλις των Ιουδαίων, ή φονεύουσα τούς
προφήτας, άφοϋ διέπραξε τό φρικτότερον έγκλημα
τής ιστορίας, κοιμάται. Κοιμώνται οί άρχοντες αυτής.
Κοιμώνται ό Πιλάτος καί ό Ηρώδης. Κοιμώνται
οί αρχιερείς ’Άννας καί Καϊάφας. Κοιμώνται οί
γραμματείς καί φαρισαϊοι καί δσοι συνετέλεσαν
νά διαπραχθή τό έγκλημα. Εκείνος, ό οποίος
ύπήρξεν ό τρόμος τών ενόχων συνειδήσεων των,
194
δεν υπάρχει πλέον εις τήν ζωήν. Κείται νεκρός
έν τω μνήματι ό Ναζωραίος. Τί ήμπορεί νά κάνη
ένας νεκρός;...
Καί δμως ό νεκρός αυτός μέλλει νά σείση τον
κόσμον όσον ούδείς άλλος. Διότι ουδέποτε έπαυσε
νά ζή· Έν αύτώ υπάρχει ή ζωή ή άστείρευτος.
Σωματικώς νεκρός έν τω τάφω. Ώ ς Θεός δμως
κατέρχεται είς τό βασίλειον τοϋ αδου και σείει
αυτό εκ θεμελίων. Εντός ολίγου πικράν πείραν
τής παντοκρατορικής δυνάμεως καί έξουσίας τοϋ
Ίησοϋ θά λάβουν καί οί σταυρωταί του, οί τώρα
μακαρίως κοιμώμενοι.

Ήγέρθη έκ νεκρών ό Ίησοϋς

ΕΝΩ οί Ά νναι καί Καϊάφαι καί Πόντιοι Πιλάτοι


καί Ήρώδαι κοιμώνται, εκλεκτοί ψυχαί πού ήγάπησαν
τον Ίησοϋν δεν κοιμώνται. ΕΤνε αί περί τήν Μαριάμ
μυροφόροι γυναίκες. Αύταί περί τό δειλινόν τής
Μ. Παρασκευής μετά τήν άποκαθήλωσιν ήγόρασαν
πολύτιμα μύρα διά τον μεγάλον Νεκρόν. Τήν
έπομένην ημέραν, λόγω τών αυστηρών διατάξεων
τοϋ μωσαϊκού νόμου περί άργίας τοϋ Σαββάτου,
δεν κινοϋνται. Μένουν είς τάς οικίας των. Άγρυπνοΰν
δμως. Αί καρδίαι των πάλλουν. Μετροϋν τάς ώρας.
Τό μεσονύκτιον έφθασεν. Ή νύξ τοϋ Σαββάτου
κλίνει. Έρχεται ό δρθρος, τό προοίμιον τής φωτολού-
στου ήμέρας. ΕΤνε ακόμη δρθρος βαθύς, δπως
παρατηρεί ό ευαγγελιστής Αουκας (βλ. Αουκ. 24,1).
Αί σκιαί τής νυκτός δεν έχουν ακόμη έξαφανισθή.
195
Τά πτηνά δεν έχουν άκόμη έξυπνήσει. Κανείς
δεν περίπατε! εις τούς δρόμους της πόλεως. Σιγή
βασιλεύει. Ά λ λ ’ αί μυροφόροι δεν συγκροτούνται.
Εκκινούν. Τά βήματά των ακούονται μέσα είς τήν
σιγήν. Εντός ολίγου φθάνουν είς τον Γολγοθάν.
Τά αίματα φαίνονται. Οί σταυροί δεν έχουν άφαιρεθή.
Ό λόφος προκαλε! τήν φρίκην. Γενναίοι αύταί
προχωρούν. Φθάνουν είς τό μνημεΤον. Ά λ λ ’ όποία
έκπληξις τάς καταλαμβάνει! Στρατιώται δεν υπάρχουν
πλέον εκεί. Ό βαρύς λίθος, ό όποιος έφρασσε
τήν θύραν τού σπηλαιοειδοϋς μνημείου, έχει άποκυλι-
σθή. ’Ανοικτή ή θύρα τοϋ μνημείου. Αί μυροφόροι
τολμούν. Εισέρχονται είς τό μνημεΤον. Βλέπουν
τον τάφον κενόν. ’Απορούν, εκπλήσσονται. Τί
άράγε νά συνέβη; Ό λα τά υποπτεύονται. Ό λα ι
αί σκέψεις διέρχονται εκ τής διανοίας των, πλήν
μιας, τής μόνης αληθινής σκέψεως, ή όποία καί
θά έλυε τό μυστήριον τοϋ κενού τάφου· τής σκέψεως
περί άναστάσεως. Μόνον αυτήν δεν σκέπτονται.
Δ ι’ αυτό καί απορούν καί εκπλήσσονται καί κλαίουν
έξω τοϋ μνημείου, ένώ θά έπρεπε νά χαίρουν
καί ν’ άγάλλωνται διά τον θρίαμβον τοϋ Χριστού.

Ά λ λ ’ απορία καί έκπληξις θά καταλαμβάνουν


πάντοτε εκείνους, οί οποίοι, χωρίς πίστιν τον κενόν
τάφον τού Κυρίου βλέποντες καί περιεργαζόμενοι
καί διαφόρους υποθέσεις καί θεωρίας πλάθοντες
καί διατυπώνοντες, είς άδιέξοδον λογισμών καταν­
τούν. Δύσπιστοι ψυχαί δλων των αιώνων εκ τού
αδιεξόδου τούτου δύνασθε νά έξέλθετε μόνον εάν
196
θελήσ ετε ν ’ ανοίξετε τά μυστικά αυτιά τής ψυχής
σας και ν’ ακούσετε τί εις την απορίαν καί έκ π ληξιν
των μυροφόρων γυναικών άπήντησαν οί δύο απε­
σταλμένοι τού ουρανού, οί δύο άγγελοι. Αυτοί οί
άγγελοι, των οποίων ή έμφάνισις ήτο λαμπρά, ώς
περιβεβλημένω ν με στολάς άπαστραπτούσας, μετέ-
δωκαν τό μήνυμα τής νίκης, ενώπιον τής οποίας
ώχριοϋν όλαι αί λεγόμενοι κοσμοϊστορικαί νίκαι
των ηγεμόνων καί βασιλέων τού κόσμου τούτου.
Σπουδαιότερον, συνταρακτικώτερον μήνυμα δεν ή-
κούσθη είς την γήν αυτήν. Ό ’Ιησούς ένίκησε
τον θάνατον. Ή γέρθη εκ νεκρών.
05 άγγελοι είπον προς τάς μυροφόρους γυναίκας·
«Τ ί ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών; ούκ εστιν
ώδε, άλλ’ ήγέρθη...» (Λουκ. 24,5-6).

'Ιστορικόν γεγονός

Ο Κ ΥΡΙΟ Σ ήγέρθη. Ά νέσ τη εκ τού τάφου. ΕΤνε


τούτο ιστορικόν γεγονός, τό όποιον μόνον τυφλοί
δύνανται ν’ αμφισβητούν καί ν’ άρνούνται. Τό
μαρτυρεί ό κενός τάφος. Τό μαρτυρούν αί μυροφόροι
γυναΤκες. Τό μαρτυρούν οί άγγελοι. ’Αλλά καί...
σύγχρονοι ακόμη μάρτυρες τής Άναστάσεως. ΠοΤοι;
Ή άνάστασις τού Κυρίου, την όποιαν επί τεσσαρά­
κοντα ημέρας εορτάζει καί πανηγυρίζει ή ’Ο ρθόδο­
ξος ’Εκκλησία, δεν είνε γεγονός ώς τά άλλα ίστορικά
γεγονότα, τών οποίων ή μικρά καί ασήμαντος
έπίδρασις εξατμίζεται έντός χρονικού τίνος διαστή­
ματος. Ό χι! Ή άνάστασις τού Κυρίου έγγίζει τά

197
βάθη τής πιστευούσης ανθρώπινης καρδίας είς
οίανδήποτε εποχήν και εάν ζή. Έ κ τοϋ κενοϋ
τάφου έξέρχεται μυστηριώδης δύναμις, πού άνιστά
νεκρούς και μεταβάλλει αυτούς εις μάρτυρας τής
Άναστάσεως. Ό άναστάς Κύριος συνεγείρει εις
νέαν ζωήν τούς πιστεύοντας. Τούς εγείρει έκ των
τάφων. Ποιων τάφων;
Υπάρχουν νεκροί! Υ πάρχουν άνθρωποι, οί οποίοι
εύρίσκονται είς μνήματα. Μνήματα δε έδώ λέγοντες
δεν έννοοΰμεν τά γνωστά μνήματα των νεκροταφείων
των πόλεων καί των χωρίων μας, είς τά οποία
θάπτονται αυτοί πού αποθνήσκουν τον φυσικόν
θάνατον. Μνήματα έννοοΰμεν αλλα. Έ ννοοΰμεν τά
φθοροποιά τής κακίας καί άμαρτίας περιβάλλοντα,
τά αντρα τής άκολασίας καί τής διαφθοράς, τούς
άμαρτωλούς, τούς αθλίους έκείνους τόπους, τούς
όποιους κατ’ έξοχήν έξουσιάζει ό διάβολος, καί
είς τούς οποίους μεταβαίνοντες οί άνθρωποι έλκύον-
ται καί αιχμαλωτίζονται ύπ’ αύτοΰ καί τελικώς
θανατώνονται ηθικώς καί πνευματικώς. Ναι! Ό
σατανάς είνε άνθρωποκτόνος! ΕΤνε ό άπαίσιος των
ψυχών δολοφόνος καί νεκροθάπτης. Αυτός κρατεί
τά δηλητήρια. Αυτός με τέχνην τά μεταδίδει. Αύτός
ανοίγει τούς τάφους, τούς οποίους προς παραπλάνη-
σιν τών άφελών ονομάζει με έλκυστικά ονόματα
καί διαφημίζει ώς κέντρα ψυχαγωγίας.

Τάφοι τά καταγώγια
Θ ΕΑΕΤΕ νά σάς δείξω μεν ένα ή δύο τοιούτους
τάφους;

198
Τάφος, έκ τοϋ οποίου δηλητηριώδεις άναθυμιάσεις
εξέρχονται, είνε τά πολυάριθμα έκεΤνα καταγώγια,
εις τά όποΤα μεταβαίνουν οι άνθρωποι διά νά
διασκεδάσουν. Καί διασκεδάζουν μέ τον αφθονον
οίνον, μέ οινοπνευματώδη ποτά. Πίνουν καί μεθύ-
σκονται, καί λέγουν καί πράττουν δσα δεν θά
έλεγο ν καί δεν θά έπραττον ευρισκόμενοι νηφάλιοι.
Ή μέθη είς αναισθησίαν καί νέκρωσιν τούς οδηγεί.
Ή μέθη πάθος φθοροποιόν, θανατηφόρον. Τά
καπηλεία τάφοι. Καί δμως είς τούς τάφους αυτούς
οί άλκοολικοί μένουν διά παντός. Δ ιημερεύουν
καί διανυκτερεύουν ε κ ε ί Έ άν κάποιος θέλη νά
συνάντηση ένα μέθυσον, αιχμάλωτον τοϋ έλεεινοΰ
πάθους, δεν θά τον ευρη ούτε είς τό σπίτι, ούτε
είς την έκκλησίαν, ούτε είς αλλο τι ωφέλιμον κέντρον,
ά λλ’ έκεϊ, είς τον τάφον, είς τό καπηλεΤον, είς
την ταβέρναν. Νά έξ έλ θ η απ’ έκεΤ; Νά μισήση
την κακήν συνήθειαν; Μ ισεί πάντα ό οποίος τον
συμβουλεύει. Υ β ρ ίζ ε ι μέ τάς πλέον χυδαίας λέξεις
τήν γυναίκά του, ή όποία, είς μάτην άναμένουσα
αυτόν μέχρι τοϋ μεσονυκτίου, έρχεται καί μέ γοεράς
φωνάς τον κα λεί νά έξ έλ θ η . Ά λ λ ’ αυτός δεν
εξέρχεται. Προτιμά τον τάφον τούτον παρά τον
οίκόν του.

Ά λ λ ’ ιδού! Έ να ς απ’ αυτούς έχει τώρα ήμέρας


καί εβδομάδας καί μήνας νά έπισκεφθη τό καπηλείον.
Οί σύντροφοί του είς μάτην τον αναζητούν. Ή
άπουσία του ποικιλοτρόπως σχολιάζεται. ’Απορούν
καί έξίστανται οί γνωστοί καί οί φίλοι. Τ ί έγινε;
200
Τ ί έγινε; θαΰμα έγινεν! Ό άμαρτωλός αυτός εις
μίαν στιγμήν άνανήψεώς του ή λθ εν εις συναίσθησιν,
έκλαυσε διά τό άθλιον κατάντημά του, μετενόησεν,
έζήτησε την θείαν συγχώρησιν, τό έλεο ς τοϋ Χρίστου,
έζήτησε την βοήθειάν του, και τό θαΰμα έγι-
νεν. Ό άμαρτωλός αυτός, πού δεν ήμποροϋσε
νά ζήση χωρίς νά πίνη, διέκοψε πάσαν σχέσιν
με τό άλκοόλ, με τον θάνατον, έξ ή λ θ εν έκ τοΰ
τάφου του, άνέστη. Τον άνέστησεν ό Χριστός.
Τον άνέστησεν εις νέαν ζωήν καί πολιτείαν. "Ενας
άγγελος τώρα, ό άγγελός του, ϊσταται έξω τοϋ
τάφου του καί κράζει μεγάλη τή φωνή διά ν’
ακούουν καί άλλοι άμαρτωλοί' Ό άνθρωπος αυτός,
πού έτη ολόκληρα ήτο ένταφιασμένος εντός τοϋ τά
φου τούτου, ήγέρθη· ούκ έστιν ώδε!

Τάφοι oi δυσώνυμοι οϊκοι

ΙΔΟ Υ καί άλλος τάφος. Δ εν φαίνεται ως τάφος,


ά λλ’ εν τούτοις είνε τάφος. Καί οποίος τάφος!
ΕΤνε ό οίκος ό δυσώνυμος, εις τον οποίον άμαρτωλαί
γυναίκες προσφέρουν τό δηλητήριον τής άμαρτίας
είς τά χρυσά κύπελλα τής ηδονής. Καί οί ανόητοι
τό ροφοϋν ως νά εΤνε ήδύποτον, δπως οί ανόητοι
σύντροφοι τοϋ Ό δυσσέως έπιον τό όλέθριον εκείνο
ποτόν τής Κίρκης. Καί τό άποτέλεσμα τρομερόν.
Ύφίστανται ζάλην, σύγχυσιν φρένων, διαταραχήν
τοϋ δλου ψυχικοϋ των κόσμου, καί εϊς χοιρώδεις
υπάρξεις μεταβάλλονται. Ό ώραΐος κόσμος τής
ψυχής θνήσκει. Τό κτήνος ζή καί βασιλεύει. Ό

201
οίκος της άμαρτίας προσφιλέστατον κέντρον. Τις
έξ αύτοϋ τοϋ αμαρτωλού, τοϋ δυσώδους καί βορβορώ-
δους περιβάλλοντος, τοϋ μηδόλως άπό τάφου διαφέ-
ροντος, τίς θά δυνηθή νά έξαγάγη τον ταλαίπωρον
άνθρωπον; Θά μείνη έκεΤ; Θά άποθάνη είς τάς
άγκάλας μιας πόρνης;

Ά λ λ ’ ιδού ό ταλαίπωρος άνθρωπος, ό κυλινδούμε-


νος μέσα είς την λάσπην τής άκαθαρσίας, ό
νεκρός διά την αρετήν καί την αγιότητα, αίφνης
αφυπνίζεται. Κάποιος τινάσσει την πλάκα τοϋ τάφου
του. Ό βαρύς λίθος των άμαρπών του άποκυλίεται.
’Ιδού καί έξέρχεται. ΕΤνε πλέον νέος άνθρωπος.
Μ ισεί την άκαθαρσίαν, είς την οποίαν επί έτη
έζη ως έν τάφω. Άγαπα τήν αρετήν καί την
άγιότητα. ’Αναπνέει τον καθαρόν αέρα. Ζή είς νέ-
ον περιβάλλον, τό περιβάλλον τής χάριτος. Ά νέσ τη
εκ τοϋ τάφου του. Τον άνέστησεν ό Χριστός.
Ά πεχω ρίσθη των μέχρι χθες συντρόφων του έν
τη άμαρτωλή ζωή. Οί σύντροφοί του απορούν καί
εκπλήσσονται διά τήν τεραστίαν μεταβολήν. ΕΤνε
λοιπόν αυτός, ό οποίος οΰτε μίαν ημέραν δεν
ήδύνατο νά ζήση χωρίς νά πίη τά α λλεπά λληλα
ποτήρια τής έφαμάρτου ηδονής; Ό άγγελός του
δεν εΤνε πλέον λυπημένος. Δ εν θρηνεΤ δι’ άθλίαν
κατάστασιν. ’Αλλά π εριβεβλημένο ς μέ τήν έορτάσι-
μον πασχαλινήν άπαστράπτουσαν στολήν ίσταται
έξω τοϋ τάφου του καί κράζει μεγάλη τή φωνή·
Οΰτος ό άμαρτωλός ήγέρθη έκ τοϋ τάφου του-
ούκ έστιν ώδε!

202
Τά παραδείγματα των έν τοιούτοις τάφοις κειμένων
ήδύναντο νά πολλαπλασιασθούν και τό νεκροταφεΤόν
μας νά εύρυνθή μεγάλως. Διότι πάσα άμαρτία, εις
την οποίαν εμμένει ό άνθρωπος μηδόλως απ’
αυτής άποσπώμενος παρ’ δλην την φθοράν πού
προκαλεΤ αυτη, εΤνε ένας τάφος. Καί πας αμετανόητος
άμαρτωλός είνε ένας νεκρός. ΕΓνε νεκρός εις την
άνωτέραν σφαίραν τής άνθρωπίνης ζωής, τήν ηθικήν
και πνευματικήν. Ζή μόνον τήν κατωτέραν ζωήν,
τήν ζωήν των αισθήσεων, ζωήν χοιρώδη, άνα-
ξίαν τού προορισμού τού ανθρώπου, και προσπαθεί
νά κορέση τήν πεινάν του με τά κεράτια τά όποια
τρώγουν τά ακάθαρτα τετράποδα ζώα.

Ν εκρός ήν και ά νέζη σ εν

ΑΓΑΠΗΤΟΙ άναγνώσται! Ή Σοφία Σειράχ μάς


καλεί εις θρήνον «Έπϊ νεκρω», λέγει, «κλαΰσου,
έξέλιπε yap φως» (Σοφ. Σειρ. 22,11). Ποιος ό
νεκρός, διά τον οποίον καλούμεθα νά θρηνήσωμεν;
Βεβαίως είνε και ό νεκρός, ό έκ τού φυσικού θανάτου,
εκ τού χωρισμού δηλαδή τής ψυχής από τού
σώματος. ’Αλλά νεκρός εΤνε κυρίως ό άνθρωπος
εκείνος ό οποίος, μολονότι ζή τήν σωματικήν ζωήν,
έν τούτοις είνε νεκρός εις δ,τι εύγενέστερον και
ύψηλότερον, είνε νεκρός ως προς έργα αγαθά.
Ό άγιος ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης, έρμηνεύων τό
άνωτέρω χωρίον τής Γραφής, παρατηρεί-

«Τό “κλαΰσον έπϊ νεκρώ...” ούχι πάυτας τούς τε-


203
θνεώτας λέγει καταθρηνεΐσθαι, άλλα τον έργοις
νεκρωθέντα και τήν ζώσαν άναστροφήν μή μετελ-
θόντα κλαίεσθαι βούλεται, ώς τού μέλλοντος
φωτός άποτυχόντα» (Έ. Π. Migne 78,1376).
Ναί! Νεκρός είνε ό εϊς τάς κακίας και τά πάθη
δουλεύων αμαρτωλός. Νεκρός ό άμετανόητος αμαρ­
τωλός. Ουτω καί ό Κύριος έν τη παραβολή του
άσωτου δεν ονομάζει τον νεώτερον υιόν; «Οΰτος
νεκρός ήν και άνέζησε, και άπολωλώς ήν και εύρέ-
θη» (Λουκ. 15,32). Νεκρούς δεν ονομάζει και ό
απόστολος Παύλος τούς μακράν τού Χριστού έν
τη κακία και τη πλάνη της ειδωλολατρίας ζώντας
άνθρώπους; Γράφων προς τούς Έφεσίους λέγει-
Ή σασθε νεκροί διά τά παραπτώματά σας και τάς
αμαρτίας σας. Καί μόνον σείς; δλοι μας ημεθα
νεκροί. Ά λ λ 5
«ό Θεός πλούσιος ών έν έλέει, διά τήν πολλήν
άγάπην αυτού ήν ήγάπησεν ήμάς, και όντας
ήμδς νεκρούς τοϊς παραπτώμαοι συνεζωοποίησε
τώ Χριστώ■χάριτί έστε σεσωσμένον και συνήγειρε
και συνεκάθισεν έν τοΐς έπουρανίοις έν Χριστώ
Ιησού» (Έφεσ. 2,4-6).
Νεκρόν έν τω βιβλίω της Άποκαλύψεως δεν ονομά­
ζει καί ό ήγαπημένος μαθητής τον έπίσκοπον τής
έν Σάρδεσιν έκκλησίας; Ώ έπίσκοπε, «όϊδά σου
τά έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζής, και νεκρός
εΐ!» (Άποκ. 3,1). Φεύ! Πόσοι τοιούτοι νεκροί κληρικοί
δεν υπάρχουν σήμερον, διά τούς οποίους άρμόζει
ό έλεγχος οΰτος τού αγίου Πνεύματος!
204
Σύγχρονοι μάρτυρες τής Ά να στά σεω ς

ΑΔΕΛΦΟΙ, ό Χριστός άνέστη! Τίς των πιστών


αμφισβητεί τήν ύψίστην αυτήν αλήθειαν επί τής
οποίας στηρίζεται απαν τό οικοδόμημα τοΰ χριστιανι­
σμού; ’Αλλά δεν αρκεί νά πιστεύωμεν και νά
όμολογώμεν τήν άλήθειαν αυτήν. Πρέπει και νά
τήν άποδεικνύωμεν έν έργοις άγαθοϊς, έν όλη
ημών τή άναστροφή. Πρέπει νά γίνωμεν και ημείς'
σύγχρονοι μάρτυρες τής άναστάσεως τοΰ Κυρίου.
Ή άνάστασις τοΰ Κυρίου νά γίνη και ιδική μας
άνάστασις. Έ κ τοΰ τάφου έξήλθεν Εκείνος; τή
δυνάμει αύτοϋ ας έξέλθωμεν και ήμεΤς έκ τών
ιδικών μας τάφων, ώς ανωτέρω περιεγράψαμεν.

Πρέπει νά αίσθανθώμεν τήν μεγάλην μας πτώσιν.


Έ χομεν ανάγκην ηθικής άναστάσεως, άτομικής,
οικογενειακής, έκκλησιαστικής, κοινωνικής καί εθνι­
κής. Αυτήν τήν άνάστασιν θά μάς δώση ό Χριστός
καί μόνον, «ό τοΐς πεσοΰσι παρέχων Άνάστασιν»
(κοντάκιον και οίκος τοΰ Πάσχα).

Αμαρτωλοί, Χριστός άνέστη! Έξέλθετε. Έ ξέλθω ­


μεν πάντες έκ τών τάφων μας. Ό Χριστός μάς
καλεΤ εις νέαν ζωήν άγιότητος καί δραστηριότητος
προς δόξαν του.
Εϊθε καί δι’ έκαστον εξ ήμών ό άγγελος νά
εϊπη· «Ούκ εστιν ώδε, άλλ’ ήγέρθη» (Αουκ. 24,6).

205
ΑΣ Α Ν Α Σ Τ Η Θ Ω Μ Ε Ν

«Τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών;


ούκ ε στ ι ν ώδε, ά λ λ ’ ήγ έ ρ θ η »
(Λουκ. 24, 5-6)

Μ
ΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ! Νε­
κρός πλέον ό ’Ιησούς ό Ναζωραίος.
Νεκρός σωμαπκώς.

Ν εκρός ό ’Ιησούς

ΝΕΚΡΑΙ ΑΙ ΧΕΙΡΕΣ αί άμόλυντοι, αί όποϊαι όπου


ήγγιζον έκαναν τούς βράχους νά τινάσσουν ρόδα,
τούς τυφλούς νά βλέπουν, τούς παραλύτους νά
περιπατούν, τούς νεκρούς ν’ άνίστανται έκ των
τάφων. Νεκραί αί χεΤρες, αί άμόλυντοι, αί όποϊαι έν
καιρω νυκτός ύψώνοντο προς τά άνω εις προσευχήν.
Νεκροί οί πόδες, οί όποιοι έβάδισαν δρόμους
αμέτρητους διά ν’ άκουσθη τά κήρυγμα τού ευαγγε­
λίου καί είς τά μικρότερον χωρίον τής Παλαιστίνης.
Εις τούς άμολύντους πόδας τού Εσταυρωμένου
άρμόζει κατ’ έξοχήν ό λόγος τού προφήτου- «Ώς
ώραϊοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην,
206
τών εύαγγελιζομένων τά άγαθά!» (Ήσ. 52,7' πρβλ.
'Ρωμ. 10,15).
Νεκροί οί οφθαλμοί εκείνοι, οί οποίοι με άγνά,
με θεία βλέμματα, προσέβλεπον δλον τον κόσμον,
τά κρίνα τοΰ άγροΰ, τά πετεινά τοΰ ούρανοΰ και
προ παντός τον άνθρωπον, τον κοπιώντα και πεφορτι-
σμένον με τό βάρος τής αμαρτίας και τών θλίψεων.
Νεκροί οί οφθαλμοί, οί όποιοι έκλαυσαν διά τήν
τραγωδίαν τής ανθρώπινης ζωής, διά τήν ψυχικήν
σκληρότητα καί τήν πώρωσιν τών άνθρώπων.
Νεκρά τά χείλη εκείνα, από τά όποια έξήλθον
κρουνοί θείων λόγων καί έδρόσισαν μυριάδας ψυχάς,
αί όποϊαι έκθαμβοι από τήν διδασκαλίαν έλεγον
«Ούδέποτε οΰτως έλάλμοεν άνθρωπος, ώς οΰτος
ό άνθρωπος» (Ιωάν. 7,46). Νεκρά τά χείλη, άπό
τά οποία έξήλθον τά τρομερά «ούαί» κατά τοΰ
ψεύδους καί τής υποκρισίας.
Νεκρά καί ή καρδία -ώ ή καρδία τοΰ Ίησοϋ!-,
ή οποία ύπήρξεν ώκεανός άπεράντου άγάπης.

ΟΙ εχθροί ήσυχοι
ΝΕΚΡΟΣ ό Ίησοϋς ό Ναζωραίος. Νεκρός έπί
τοϋ σταυροϋ. Τοϋτο έπιστοποίησεν ό Πιλάτος δι’
έπιτοπίου έρεύνης του έκατοντάρχου. Μετ’ ολίγον,
ένώ ό ήλιος έπλησίαζε νά ρίψη τάς τελευταίας
άκτίνάς του έπί τής μιαιφόνου γής, τό νεκρόν
σώμα τοϋ Κυρίου, χάρις εις τάς φροντίδας του
’Ιωσήφ καί τοϋ Νικοδήμου, αναπαύεται έντός καινοϋ
μνημείου, τό οποίον κατά τήν έποχήν έκείνην
207
ώμοίαζε με μικρόν σπήλαιον, λαξευμένον εντός
βράχου. Λίθος μέγας έφραξε τό στόμιον τοϋ μνη­
μείου, σφραγίδες έτέθησαν, καί 'Ρωμαίοι στρατιώται
διετάχθησαν νά φυλάττουν αύστηρώς τον τάφον.
Ό ήλιος τής ημέρας εκείνης είχε πλέον δύσει.
Θά έπρεπε τό φωτεινόν τούτο αστρον, τό οποίον
έδημιούργησεν ή άγαθότης καί παντοδυναμία τού
Θεού διά νά φωτίζη τον άνθρωπον νά έργάζεται
τά έργα τά καλά, θά έπρεπε, μετά τήν χριστοκτονίαν
καί θεοκτονίαν, νά παύση πλέον νά στέλλη τάς
άκπνάς του, καί ό κόσμος νά βυθισθη εις αιώνιον
σκότος.
Ό ήλιος, ό φυσικός ήλιος, είχε πλέον δύσει.
Συμφώνως προς τό έβραϊκόν ώρολόγιον, μαζί μέ
τήν δύσιν έτελείωσεν ή ήμέρα τής Παρασκευής.
Ή ρχιζε δε ή άλλη ήμέρα, τό Σάββατον. Ό χ ι
άπλώς τό Σάββατον, άλλά τό Μέγα Σάββατον,
κατά τό όποΤον οί Εβραίοι, ώς γνωστόν, έώρταζον
-καί εξακολουθούν άκόμη νά έορτάζουν- τό πάσχα,
τό νομικόν πάσχα, επέτειον τής διά θαύματος ά-
πελευθερώσεως τού εβραϊκού λαού έκ τής αιγυπτια­
κής δουλείας. Ήτοιμάζοντο, λοιπόν, οί Εβραίοι
νά εορτάσουν καί κατά τό έτος εκείνο τό πάσχα,
τήν μεγαλυτέραν θρησκευτικήν καί έθνικήν των
έορτήν.
Θά τό έώρταζον δε χ ω ρ ί ς τ ο ν Ί η σ ο ύ ν , τού
οποίου ή παρουσία, τό κήρυγμα καί ή ζωή δεν
θά άφηνον αυτούς νά εορτάσουν τό πάσχα άδιατάρα-
κτοι. ’Ώ μέ πόσην χαράν οί άρχοντες των Ιουδαίων,
208
οί αρχιερείς, οί γραμματείς καί οί φαρισαίοι, οί
οποίοι έπρωτοστάτησαν εις τήν σταύρωσιν τοϋ Χρί­
στου, θά έώρταζον τό πάσχα έκεΐνο! Ή λπιζον, ή
μάλλον ήσαν βέβαιοι, δπ μέ τον άτιμωτικόν θάνατον,
μέ τον οποίον έτερμάτισε τήν επίγειον ζωήν του
ό Ίησοϋς, αυτός μέν θά έλησμονεΐτο, οί δέ ολίγοι
οπαδοί του, δειλοί, δπως άπεδείχθησαν κατά τό
διάστημα τής δίκης καί καταδίκης του, δέν θά
έτόλμων πλέον ουδέ καν τό δνομά του νά αναφέρουν.
Τελεία καί παϋλα εις τό κεφάλαιον, τό οποίον
ήνοιξεν ό Ίησοϋς ό Ναζωραίος! Ευτυχείς καί εύδαίμο-
νες, ώς νά εΤχον επιτύχει τήν λαμπροτέραν νίκην
κατά τοϋ έχθροϋ τής φυλής των, οί έχθροί τοϋ Ίησοϋ
έκάθησαν εις τήν τράπεζαν τοϋ πάσχα. ’Ασφαλώς
κατά τάς έπιτραπεζίους συζητήσεις των θά έξέφρα-
ζον δλην τήν χαράν των, διότι έξέλιπεν ε κ ε ί ­
νος...

Πάσχα χωρίς Χριστόν, κόσμος χωρίς ήλιον!

Αί μυροφόροι όρθρίζουν

ΑΛΛ’ ΕΝΩ ή νύξ εκείνη διά τούς εχθρούς τοϋ


Ίησοϋ ήτο νύξ εξαιρετικής χαράς καί άγαλλιάσεως,
χαράς καί άγαλλιάσεως σ α τ α ν ι κ ή ς , άντιθέτως
διά τάς όλίγας έκείνας ψυχάς, αί όποίαι έμειναν
πισταί εις τον Χριστόν, ήτο νύξ άπεριγράπτου
στενοχώριας καί λύπης. Μεταξύ δέ των ψυχών
αυτών συγκατελέγοντο καί αί γυναίκες έκείναι, αί
όποίαι έγιναν πλέον γνωσταί ώ ς μ υ ρ ο φ ό ρ ο ι .
209
Αί γυναίκες αύταί, πριν δύση ό ήλιος της Παρα­
σκευής, έσπευσαν και ήγόρασαν πολύτιμα μύρα.
Συγκεντρωμένοι έπϊ τό αυτό εις οικίαν τά ήτοίμαζον,
διά νά έπισκεφθοϋν τον τάφον καϊ ν’ αλείψουν
με αυτά τό άκήρατον σώμα τοϋ Σωτήρος. Τήν
έπομένην ημέραν, τό Σάββατον, Μέγα Σάββατον,
δεν ήδύναντο νά έξέλθουν έκ τής οικίας των,
διότι κατά την ημέραν τοϋ Σαββάτου έπεβάλλετο
καθολική αργία. Δι’ αυτό έπερίμεναν νά παρέλθη
τό Σάββατον. Ένώ δέ ή πόλις έκοιμάτο, αί μυροφόροι
γυναίκες ήγρυπνουν, καϊ πριν άκόμη άνατείλη ό
ήλιος τής μιας τών σαββάτων, ή οποία καθ’ ήμας
είνε ή Κυριακή, εξέρχονται καϊ σπεύδουν προς
τό μνημείον. ΕΤνε ατρόμητοι. Δεν υπολογίζουν
τίποτε. Ή αγάπη των προς τον Χριστόν είνε
ισχυρά ώς ό θάνατος. Ή μόνη αγωνία των είνε,
πώς θά άποκυλισθή ό λίθος, ό όποιος φράσσει
τήν θύραν τοϋ μνημείου. «Τίς άποκυλίσει ήμϊν τον
λίθον έκ τής θύρας τοϋ μνημείου;» (Μάρκ. 16,3).

Έπϊ τέλους έφθασαν. Ά λ λ ’ οποία ή κατάπληξίς


των! Ό λίθος είχεν άποκυλισθή. Τό μνημείον ήτο
άνοικτόν. Τολμούν καϊ εισέρχονται. ’Αλλά δεν
ευρίσκουν, καθώς ήλπιζον, τό σώμα τοϋ Κυρίου
Ίησοϋ. Ό ποιον αίσθημα βαθυτάτης λύπης έδοκίμα-
ζον τήν στιγμήν έκείνην! Καϊ όποΐαι θλιβεραϊ
σκέψεις διήρχοντο έκ τής διανοίας των! Διότι δλα
θά ήδύναντο νά σκεφθοϋν, πλήν ενός· δτι ό
Κύριος άνέστη. ’Ίσως θά έσκέφθησαν, δτι οί θανάσι­
μοι έχθροϊ τοϋ Χριστοϋ, έν τή μανία των νά
210
έξευτελίσουν καί νεκρόν τον Ίησοϋν, ήνοιξαν τό
μνημείον, έπήραν τό σώμα του καί τό έρριψαν
εις μέρος, όπου έθαπτον τά πτώματα τών κακούργων
οι οποίοι κατεδικάζοντο εις τον διά σταυρού θάνατον.
Ά λ λ ’ ενώ αί γυναίκες διηπόρουν τί άπέγινε τό σώμα
τοϋ Ίησοϋ, αίφνης ό τάφος γίνεται φωτόλουστος.
Εμφανίζονται δύο άγγελοι μέ στολήν πού ήστραπτεν
από τό φώς, απευθύνονται προς τάς γυναίκας καί
λέγουν «Τί ζητείτε τον ζώντα μετά τών νεκρών;
ουκ εστιν ώδε, άλλ’ ήγέρθη» (Αουκ. 24,5-6).
Ό Κύριος άνέστη! Τό χαρμόσυνον τούτο άγγελμα
ήκουσαν πρώται αί μυροφόροι γυναίκες καί έσπευσαν
νά τό μεταδώσουν εις τούς μαθητάς.

Χριστός άνέστη! - ημείς άνέστημεν;


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. ’Ανέστη όντως. Τις δύναται
νά τό άρνηθή; Τό μαρτυρεί ό κενός τάφος. Τό
μαρτυρούν τά εντάφια σπάργανα, τά όθόνια καί
τό σουδάριον. Τό μαρτυρούν οί δύο άγγελοι. Τό
μαρτυρούν αί μυροφόροι γυναίκες. Τό μαρτυρούν
οί μαθηταί. Τό μαρτυρεί καί ό άπιστος Θωμάς.
Τό μαρτυρούν έκτοτε μυριάδες άγιοι καί μάρτυρες,
οί οποίοι έζησαν καί άπέθανον μέ τήν νικητήριον
κραυγήν «Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! » .
Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! λέγομεν καί ήμείς κατά
τήν σωτήριον αυτήν ημέραν, κατά τήν οποίαν
έορτάζομεν καί πανηγυρίζομεν τήν άνάστασιν τοϋ
Κυρίου. Ά λ λ ’ αρκεί τούτο προς σωτηρίαν; Ό χι.
Πρέπει καί ήμείς, αδελφοί, ν’ άναστηθώμεν εκ
τών τάφων.
211
Ν’ άναστηθώμεν έκ τών τάφων; Τί -θά μας
εϊπητε-, τί είνε αυτό πού μάς Λέγετε; Θεός φυλάξοι!
Νεκροί ημείς; ΉμεΤς δεν έχομεν άποθάνει. Έάν
άποθάνωμεν καί εύρεθώμεν εντός μνημείων, ως
χριστιανοί πιστεύομεν, δτι θά έλθη ή ήμερα τής
κοινής άναστάσεως, ή ήμερα κατά τήν οποίαν ό
αρχάγγελος θά σαλπίση καί οί άπ’ αϊώνος νεκροί
θ’ άναστηθοϋν. ’Αλλά τώρα ήμείς ζώμεν. Συνεπώς
τί νόημα έχει ή προτροπή σας, νά άναστηθώμεν
έκ τών τάφων;
Καί δμως, άγαπητοί μου! Ή προτροπή αυτή
έχει βαθεΤαν σημασίαν. ΕΤνε δε πάντοτε έπίκαιρος,
άλλά γίνεται κατ’ έξοχήν έπίκαιρος κατά τήν ήμέραν
αυτήν, κατά τήν οποίαν έορτάζομεν τήν άνάστασιν
τοϋ Χρίστου. Παρακαλώ, προσέξατε τάς έπομένας
όλίγας γραμμάς, καί ευκόλως θά άντιληφθήτε τό
νόημα τής προτροπής.
Υπάρχουν τάφοι. Εις αυτούς ένταφιάζονται δχι
σώματα, άλλά ψυχαί. Ό χι, δτι ή ψυχή άποθνησκει.
’Άπαγε τής βλασφημίας! Διότι ή ψυχή τοϋ άνθρώπου
είνε άυλος καί άθάνατος ουσία. Ά λ λ ’ ή ψυχή
τοϋ άνθρώπου, δταν παύση νά έχη έπικοινωνίαν
μέ τον Θεόν καί άπομακρύνεται άπ’ αύτοΰ, παύει
νά ζή τήν ά ν ω τ έ ρ α ν π ν ε υ μ α τ ι κ ή ν ζ ω ή ν ,
διά τήν οποίαν άξίζει νά ζή ό άνθρωπος έπί τής
γής. Ή ψυχή αυτή δεν τρέφεται μέ τό μάννα τοϋ
ούρανοϋ, μέ τον λόγον τοϋ Θεοϋ. Καταντά χωματο-
φάγος, κοπροφάγος, καί κυλιέται είς ένα κόσμον
άμαρτωλών ήδονών καί άπολαύσεων. Ή ψυχή
212
αυτή θεωρείται πλέον νεκρά. Νεκρά λόγω τής
άμαρτίας. Ό κορυφαίος τών άποστόλων, ό απόστολος
τών εθνών Παϋλος, όμιλών περί τών ειδωλολατρών
έλεγεν, οτι οΰτοι, πριν πιστεύσουν εις τον Χριστόν,
ήσαν «νεκροί τοϊς παραπτώμασι» (Έφεσ. 2,1). Και
όχι μόνον τούς εϊδωλολάτρας, αλλά και πάντας
έν γένει τούς άνθρώπους, οί οποίοι έζων υπό τό
κράτος τής άμαρτίας, όλους ημάς, και έμέ τον
ίδιον, λέγει ό Παϋλος, άνέστησεν ό Χριστός, «συνεζω-
ποίησε... καί συνήγειρε καί συνεκάθισεν έν τοϊς
έπουρανίοις» (Έφεσ. 2,5-6).

Πνευματικοί νεκραναστάσεις

ΥΠΑΡΧΟΥΝ πνευματικοί τάφοι. Θέλετε ν’ άναφέ-


ρωμεν μερικούς τοιούτους τάφους; Ιδο ύ ’
'Ένας, επί έτη τώρα, έχει αφήσει τήν φιλόστοργου
σύζυγόν του καί τά προσφιλή τέκνα του καί ζη
καί άναπαύεται εις τήν αγκάλην μιάς Δαλιδά, μιας
ξένης καί άμαρτωλής γυναικός. Ά λ λ ’ ή α γ κ ά λ η
τ ή ς ξ έ ν η ς γ υ ν α ι κ ό ς , παρ’ δλα τά θέλγητρα
τά όποία έχει, εΤνε τάφος. Τάφος φοβερός. Νεκρός
εύκολώτερον δύναται νά έξέλθη εκ τοϋ τάφου ή
αυτός νά έξέλθη εκ τοϋ ο’ίκου τής διεφθαρμένης
γυναικός. ΕΤνε νεκρός λόγω πορνείας καί μοιχείας.
ΕΤνε νεκρός, καί ας φαίνεται ζωντανός, καί άς
περιπατή καί άς κινήται καί άς κάνη τώρα τό
Πάσχα έκδρομάς είς τά πέρατα τοϋ κόσμου. ΕΤνε
δυστυχής. Ό π ο υ καί άν μεταβή, φέρει έν έαυτώ
τό φέρετρου!
213
Τοιοΰτοι τάφοι άκολασίας υπάρχουν σήμερον
πολλοί εις δλην τήν πατρίδα μας, άλλ’ ιδίως εις
τάς μεγάλας πόλεις, και δή εις τήν πρωτεύουσαν.
Τάφοι βορβορώδεις καί δυσώδεις εΤνε ο ί οΤκοι
τ ή ς π ο ρ ν ε ί α ς κ α ί τ ή ς μ ο ι χ ε ί α ς . Μυριάδες
τάφοι!
Ά λλα πλήν αυτών υπάρχουν καί άλλοι τάφοι,
περιποιημένοι, στολισμένοι μέ άνθη. ΕΤνε ο! τάφοι,
τούς οποίους ήνοιξε καί συνεχώς ανοίγει ή κοσμική
ζωή τών τελευταίων ετών, ή οποία ώς σύνθημα
έχει τό επικούρειου «Φάγωμεν και πίωμεν, αϋριον
yap άποθνησκομεν». ΕΤνε τά π ο λ υ ά ρ ι θ μ α ν υ ­
κ τ ε ρ ι ν ά κ έ ν τ ρ α . Εις αυτά γύναια αμαρτωλά,
νυκτερίδες τής ηδονής, ροφοϋν τό αΤμα, τήν υλικήν
και πνευματικήν ικμάδα εκείνων, οί όποιοι έκουσίως
εισέρχονται καί αιχμαλωτίζονται εις τά άντρα αυτά
τοϋ σατανά. Τάφοι τής πνευματικής ζωής τά πολυειδή
νυκτερινά κέντρα, τά οποία ούχί σπανίως γίνονται
καί τάφοι τής σωματικής ζωής. Πόσοι φόνοι, πόσα
εγκλήματα δέν έχουν διαπραχθή εις τά κέντρα
αυτά; Ζωντανοί εισέρχονται, άλλά νεκροί εξέρχονται.
Νεκροί όχι μόνον όσοι φονεύονται άπό κακοποιά
στοιχεία, τά όποία ενεδρεύουν εις τά νυκτερινά
κέντρα, άλλ’ καί δσοι δέν ύφίστανται μέν φανεράν
φθοράν, ύφίστανται δμως πνευματικήν, ανυπολόγι­
στον, ζημίαν.
Τάφοι εΤνε καί αί χαρτοπαικπκαί λέσχαι. Τάφοι
καί τά περιβόητα καζίνα. Τάφοι καί τά αισχρά
χοροδιδασκαλεία καί αί αΤθουσαι τών χορών. Τάφοι
215
και τά αισχρά κινηματοθέατρα. Τάφος και π ά ς
τόπος όπου διαπράττεται παν είδος
ά μ α ρ τ ί α ς . Ή άμαρτία χρησιμοποιεί ποικίλα δολώ­
ματα, προσελκύει καί συλλαμβάνει εις τάς θανατηφό­
ρους παγίδας της τά θύματά της.

Έκ τών τάφων αυτών πρέπει νά έξέλθουν οί


νεκροί. Καί -δόξα τώ άναστάντι Χριστώ!- τό θαύμα
τής άναστάσεως τοιούτων νεκρών ψυχών συντελεΐται
διά μέσου τών αιώνων.

Γίνονται καί σήμερον νεκραναστάσεις. Ό λίγαι


βεβαίως, άλλ’ άρκοϋν αί όλίγαι αύταί νεκραναστάσεις
νά άποδείξουν, δτι ό Χριστός ζή καί βασιλεύει
εϊς τούς αιώνας. Ά ς άναφέρωμεν μίαν ή δύο
τοιούτου είδους νεκραναστάσεις.

Εϊς μίαν πόλιν τής Δυτικής Μακεδονίας έζη


ένας οικογενειάρχης, ό οποίος κάθε βράδυ έως
τά μεσάνυκτα εύρίσκετο εϊς τήν ταβέρναν, έμέθυε
καί έπέστρεφεν έν έλεεινή καταστάσει εϊς τήν
οικίαν του, διά νά βασανίση τήν σύζυγόν του καί
τά τέκνα του. Ά λλά προ καιρού έγκατέλειψε τον
τάφον, καί δεν έπιστρέφει πλέον εϊς αυτόν. 05
φίλοι του εις μάτην τον άναζητοϋν. Τί συνέβη;
’Ήκουσε φλογερόν κήρυγμα καί ύπέστη ριζικήν
μεταβολήν. Οϋτος άνέστη έκ νεκρών. Ά γγελο ς
έν άστραπτούση περιβολή, ό άγγελος τής μετανοίας,
δύναται δι’ αυτόν, τον νεκρωθέντα τή άμαρτία, νά
εϊπη· Τί ζητείτε τον ζώντα μετά τών νεκρών; ούκ
έστιν ώδε, άλλ’ ήγέρθη.
216
Μία άλλη νεκρανάστασις. Είς μίαν μεγάλην πόλιν
τής Δύσεως έζη μία περιβόητος ηθοποιός. Έκυριάρ-
χει έπί τής σκηνής. Μέ τάς άσεμνους κινήσεις
και τήν μελωδικήν φωνήν της έμάγευε καί εΥλκυε
τούς σαρκολάτρας. Ά λ λ ’ αίφνης ή ήθοποιός έξηφα-
νίσθη έκ τής σκηνής. Εις μάτην τήν άνεζήτουν
αί χιλιάδες τών θαυμαστών της. Τί είχε συμβή;
Ή περιβόητος ήθοποιός ησθάνθη τύψεις συνειδήσε-
ως, ήκουσε τήν φωνήν τοϋ αιωνίου Θεού έν τή
καρδία της, μετενόησεν ειλικρινώς καί κατέφυγεν
είς αυστηρόν μοναστήριον, Υνα έκεΤ ζήση τό υπόλοι­
πον τής ζωής της, κλαίουσα καί θρηνούσα διά
τό αμαρτωλόν παρελθόν της. Καί δι’ αυτήν ό
άγγελος τής μετανοίας δύναται νά εϊπη· Ούκ έσπν
ώδε, άλλ’ ήγέρθη.
Θά ήδυνάμεθα καί πολλά άλλα παραδείγματα
καί έκ τοϋ παρελθόντος καί έκ τοϋ παρόντος νά
άναφέρωμεν, παραδείγματα τά οποία άποδεικνύουν
τήν δύναμιν τοϋ άναστάντος Κυρίου.

Κύριε, άνάστησον ήμας!

ΤΕΛΕΥΤΩΝΤΕΣ παρακαλοϋμεν τον φίλον άνα-


γνώστην νά θέση είς έαυτόν κατά τάς άγίας πασχα-
λίους ήμέρας τό έρώτημα·
Ζώ έγώ άγίαν καί πνευματικήν ζωήν, δπως
θέλει ό άναστάς έκ νεκρών Κύριος, ή μήπως
έχω κυριευθή άπό ραθυμίαν καί άμέλειαν, καί ή
ψυχή μου έπαυσε πλέον νά λογίζεται καί νά
217
αισθάνεται τά μεγαλεία τοϋ Θεοϋ, έχασε τάς πτέρυγάς
της, και βαρεία ώς μόλυβδος έπεσε και ώς σκώληξ
κυλιέται εις τον βόρβορον τών παθών και ζη μίαν
ζωήν άθλίαν, ή οποία μάλλον θάνατος πρέπει νά
ονομάζεται παρά ζωή; Μήπως και έγώ μόνος μου
έχω ανοίξει τάφον και κοιμώμαι μακαρίως, μακαριώ-
τατα;... Και άν αυτό συμβαίνη, τί με ώφελοϋν αί
πασχαλινοί λαμπάδες, τά κόκκινα αυγά, τά πολυτελή
γεύματα καί τά «Χριστός άνέστη»; Ό Χριστός άνέ­
στη, άλλ’ εγώ νεκρός έν τω μνημείω. Άλλοίμονον!
Έ χω άνάγκην αυτοκριτικής, βαθείας έρεύνης τοϋ
εσωτερικού, τοϋ ψυχικού μου κόσμου. ΤΩ Κύριε,
ό τοϊς πεσοΰσι παρέχων άνάστασιν, στείλε τον
άγγελόν σου, τον άγγελον τής μετανοίας, διά νά
συντελεσθή καί εις έμέ τό θαύμα τής εκ νεκρών
άναστάσεως! Μαζί μέ τον πιστόν σου δοΰλον
άγιον Συμεών τον νέον Θεολόγον κράζω' ΤΩ
Κύριε, άνάστησον έμέ καί τον κόσμον σου άπαντα!

Είθε, άγαπητοί μου άναγνώσται, εϊθε καί δι’ ένα


έκαστον έξ ημών ό άγγελος τής μετανοίας νά
εϊπη· Τί ζητείτε τον ζώντα μετά τών νεκρών; ούκ
έστιν ώδε, άλλ’ ήγέρθη. Καί άν αυτό συμβή, ώ
τότε, όχι πλέον τυπικώς, άλλ’ έξ ιδίας πείρας καί
έκ βάθους καρδίας θά εϊπωμεν καί θά διακηρύξωμεν
εις τον σύμπαντα κόσμον « Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! » .

218
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

«Αϋτη ή ημέρα, ήν έποίησεν ό Κύριος'


άγαλλιασώμεθα και εύφρανθώμευ έν αύτή»
(Ψαλμ. 117, 24).

ΛΑΙ, άγαπητοί μου, δλαι αι ήμέραι ίου έτους,


έφ ’ δσον ό άνθρω πος ζη κατά Θεόν, έφαρμό-
ζων τάς αγίας αύτοϋ έντολάς, είνε ήμέραι χαράς
καί άγαλλιάσεως. Τό αγαθόν συνειδός, ή μαρτυρία
δηλαδή τής συνειδήσεως δτι καλώς πολιτεύεται
έν τω κόσμω, άποφεύγων πάση δυνάμει τό κακόν
καί ποιων τό καλόν προς πάντας, είνε πηγή έ-
σωτερικής χαράς, την οποίαν αισθάνεται ό άνθρωπος
καί δταν ακόμη ζή υπό τάς πλέον δυσμενείς
εξωτερικός συνθήκας. ’Ό ντω ς «ή βασιλεία τοϋ Θεοΰ
εντός ύ(ή)μών έστιν» (Λουκ. 17,21). Ό λ α ι αί ήμέραι
τοϋ έτους εκ τής έπόψεως ταύτης είνε διά τον
πιστόν ήμέραι χαράς καί άγαλλιάσεως. Ά λ λ ’ υπάρχει
μία ήμέρα, κατά την όποιαν ή χαρά τοϋ πιστοϋ
φθάνει εις τό κατακόρυφον. Καί ή ήμέρα αυτή
είνε ή ήμέρα τοϋ Πάσχα, ή ήμέρα τής άναστάσεως
του Κυρίου. Εις τήν ήμέραν αυτήν κατ’ εξοχήν
219
αρμόζει τό ψ αλμικόν «Αϋτη ή ημέρα, ήν έποίησεν
ό Κ ύριος■ άγαλλιασώ μεθα καί εύφρανθώ μεν έν
αυτή» (Ψαλμ. 117,24).

«Κατεπόθη ό θάνατος»

ΠΡΟ της άναστάσεως τοϋ Κυρίου δεν υπήρχε


πραγματική χαρά και άγαλλίασις έν τω κόσμφ.
Λ ύπης καί μελαγχολίας αισθήματα έπλήρουν τάς
καρδίας των άνθρώπων. Σκότος ψυχικόν ήπλοΰτο
πανταχοΰ τής οικουμένης. Σκότος, τό οποίον έδη-
μιούργει ή ειδωλολατρία καί ή παγκόσμιος διαφθορά.
Νύξ βαθεΐα, ώς θαυμασίως ψάλλει ή Κασσιανή
έν τω περιφήμω τροπαρίφ της· «Οϊμοι, Αέγουσα,
δτι ν ύ ξ μοι υπάρχει, οίστρος άκοΑασίας, ζοφώ δης
τε καί άσέληνος, έρως τής άμαρτίας». Νύξ, χωρίς
σελήνην καί άστέρας, σκότος βαθύ, έπεκράτει καί
εις τά θεωρούμενα ώς τά πλέον πεπολτπσμένα
καί εύγενή έθνη τοϋ κόσμου. Σκότος, τό οποίον
έστιν δτε διέσχιζον φωτεινοί τινες ακτίνες υπέροχων
τινών τέκνων τής γής. Ά λ λ ’ αί ακτίνες έκείναι
έσβηνον ταχέως, καί τό σκότος έγίνετο ακόμη
βαθύτερον. Παντοϋ ψευδείς θεοί, πλήν μόνον μιας
μικρός γωνίας τής γής, τής ’Ιουδαίος, τής οποίας
δμως οί κάτοικοι, αν καί έγνώ ριζον τον άληθινόν
Θεόν, παρεσύροντο από τά ισχυρά ρεύματα τής
ειδωλολατρίας τοϋ υπολοίπου κόσμου καί έζων
καί αυτοί ώς είδωλολάτραι, προκαλοϋντες την οργήν
των προφητών διά την φοβερόν αποστασίαν των
από τοϋ άληθινοϋ Θεοΰ.
220
Ό Θ εός έφαίνετο εις τούς πολλούς δπ είχεν
έγκαταλείψει την γην και είχε παυσει νά ένδιαφέρεται
δι’ αυτήν. Τό παράπονον τής άνθρωπότητος εκφράζει
ό ψαλμωδός, ψάλλων θρηνωδώς· «Ίνατί, Κύριε,
άφέστηκας μακρόθεν, ύπεροράς έν εύκαιρίαις έν
θλίφεσιν;» (Ψαλμ. 9,22). Ώ ς ερμηνεύει τον στίχον
τούτον ό άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Α λ ε ξ ά ν ­
δρειάς, έφ ’ δσον δεν είχε γίνει άκόμη ή ένανθρώπη-
σις τοϋ Θεού Λόγου, ό Θ εός έφαίνετο ότι ήτο
μακράν. Ά λ λ ’ δτε ό Θ εός έγένετο άνθρωπος και
έλαβε σάρκα έκ τής άειπαρθένου Μαρίας καί
ένεφανίσθη έν τω κόσμω, πλήρης χάριτος καί
άληθείας, τότε ή άπόστασις, ή χωρίζουσα τον
άνθρωπον από τον Θεόν, έξηλείφθη. Ό Θ εός «έ-
Γ τ ί τής γης ώφθη και έν τοϊς άνθρώποις συνανεστρά-

φη» (Βαρ. 3,38). Ό Σωτήρ έζησεν ώς άνθρωπος,


έκτος αμαρτίας. ’Έ λαβε πείραν τής θλίψεως τού
ανθρωπίνου γένους. Έ π ιε μέχρι τρύγος τό πικρότατον
ποτήριον τοϋ θανάτου. Κατήλθεν έν δλη τή δυνάμει
τής Θεότητός του εις τον σκοτεινόν αδην, ένίκησε
τον θάνατον, έξή λθε νικητής καί θριαμβευτής έκ
τοϋ τάφου, καί ώς έαρινός ήλιος διέλυσε τά πυκνά
σκότη τοϋ χειμώνος, τής άμαρτίας καί τοϋ θανάτου,
καί έδίδαξεν δλους τούς πιστούς νά λέγουν έν
χαρά καί αγαλλιάσει· «Κατεπόθη ό θάνατος εις
νϊκος. ποϋ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποϋ σου,
αδη, τό νϊκος;» (Α' Κορ. 15,54-55).

Ή μεγαλύτερα νίκη
ΝΑΙ, ή άνάστασις τοϋ Κυρίου είνε ή μεγίστη
221
νίκη δλω ν των αιώνων. Νίκη, ενώπιον της οποίας
ώχριοΰν δλαι αί νίκαι των ανθρώπων, είτε έν
καιρώ πολέμου κατά εχθρών ισχυρών, είτε έν
καιρώ ειρήνης έν τω πολεμώ κατά τών στοιχείων
τής φύσεως. Ή άνάστασις τοϋ Κυρίου ή ύψίστη
νίκη.
Ό Χριστός ένίκησε τον θάνατον. Ό αδης κατετρο-
πώθη. Τό κέντρον, τό δηλητηριώδες κεντρί, με
τό οποίον ό σατανάς μετέδωκε τον θάνατον, είνε
ή αμαρτία. Οΰτω διδάσκει ό άπόστολος Π αϋλος
λ έγω ν «Τό κέντρον τοΰ θανάτου ή άμαρτία» (Α'
Κορ. 15,56). Έ άν ό πρώτος άνθρωπος έμενεν
ανευ άμαρτίας, ό θάνατος δεν θά ήδύνατο νά
κάνη την είσοδόν του εις την άνθρωπότητα. Ό
θάνατος ήλθε διά μέσου τής άμαρτίας, ή όποία
υπήρξε τό δηλητηριώδες κέντρον. Ό δε άναστάς
Κύριος, ού μόνον τον θάνατον ένίκησεν, άλλά
καί τό κέντρον του θανάτου. Την πλήττουσαν τον
άνθρωπον άμαρτίαν κατέστησεν άνίσχυρον. Διότι,
ώς ό ’ίδιος διαβεβαιώνει, δίδει δύναμιν τοϋ πατεΐν
έπάνω δφεων καί σκορπιών καί έπί πάσαν την
δύναμιν τοϋ έχθροϋ, καί τίποτε δεν δύναται νά
βλάψη τον άνθρωπον τον πιστεύοντα εις αυτόν
(βλ. Λουκ. 10,19).
Ό διάβολος ένικήθη έν τω σταυρώ καί έν τή
άναστάσει τοϋ Κυρίου. Έ κτοτε έν τοίς πιστοίς
όπαδοΤς τοϋ Κυρίου νικάται ό διάβολος. Ό διάβολος,
ό οποίος προ τής ενδόξου άναστάσεως τοϋ Κυρίου
είχεν έξαπλώσει τό βασίλειον τοϋ σκότους του
είς ολόκληρον την ύ φ ή λ ιον ό διάβολος, ό οποίος
222
ύπερηφανεύετο διά τάς κατά τοϋ ανθρώπου νίκας,
καί έφθασε μέχρι σημείου νά καυχηθή, δπ ή
βασιλεία του θά φθάση μέχρι των άστρων τοϋ
ούρανοϋ καί δπ ούδείς θά δυνηθή ν’ άντισταθή
ή νά άντείπη είς αυτόν ό διάβολος, ό τρομοκρατών
τον κόσμον δλον, ήδη χάνει την δύναμίν του.
Καί ώς λέων, τοϋ οποίου εκριζώνονται οί όδόντες
καί οι δνυχες καί κόπτεται ή θανατηφόρος πλήττουσα
τά θύματα ουρά, καί δεν έχει πλέον τι τό φοβερόν
καί επικίνδυνον, οϋτω καί ό διάβολος, ό λέων ό
ώρυόμενος, χάνει πλέον διά τούς πιστούς τήν
φοβερόν του δύναμιν καί γίνεται γέλω ς καί παίγνιον
καί μικρών ακόμη παιδιών. Καί δπ τούτο είνε
αληθές μαρτυρεί ή ιστορία τής Εκκλησίας, εις
τάς σελίδας τής οποίας βλέπομεν καί μικρά παιδία
έν καιρώ διωγμών νά σπεύδουν προς τό μαρτύριον
καί νά νικούν πάσαν τήν δύναμιν τοϋ έχθροϋ.
Ή άνάστασις τοϋ Κυρίου τον ουρανόν, ό οποίος
πρίν ήτο άβατος διά τήν άμαρτωλήν καί ένοχον
ανθρωπότητα, έποίησε βατόν. Ή νο ιξ ε, δηλαδή, τον
δρόμον όχι προς τον έναστρον ουρανόν, τον οποίον
βλέπομεν, άλλά προς τον υπερφυσικόν έκείνον
κόσμον, ό οποίος εύρίσκεται πέρα τοϋ υλικού
σύμπαντος. Ο ύρανοδρόμον έποίησε τον άνθρωπον.
Ή ν ο ιξ ε δρόμον προς τον παράδεισον, από τον
οποίον είχεν άποκλεισθή ό άνθρωπος. Ή ν ο ιξ ε
τήν κεκλεισμένην θύραν τής Έ δέμ. Νέα Έ δέμ,
νέος παράδεισος, άσυγκρίτως ανώτερος τοϋ πρώτου,
ήνοίχθη διά τον άνθρωπον. Εις αυτόν τον παράδεισον
δι’ όλίγας στιγμάς έζησεν ό Παύλος, καί έπιστρέψας
223
εις την γήν δεν ήδύνατο νά περιγράψη τά δσα
έκεΤ ήκουσε και είδε (βλ. Β ' Κορ. 12,4).
Είνε ταϋτα φεϋδος και μϋθος; Ό χ ι. Μυριάκις
όχι. Είνε μία πραγματικότης, της οποίας την ΰπαρξιν
βεβαιώνει ή άνάστασις του Κυρίου.

Σήμερον χαίρομεν;
ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΣ ήττα του διαβόλου, ήττα τοϋ
θανάτου, ήττα τής άμαρτίας, νίκη καί θρίαμβος
κατά τοϋ κακοϋ, δύναμις εξ υψους, διάνοιξις όδοϋ
προς τον ουράνιον κόσμον, ιδού τά ένδοξα καί
θαυμαστά κατορθώματα τοϋ άναστάντος Κυρίου.
Πώς, λοιπόν, νά μη χαίρη καί νά μη άγάλλεται
ό πιστός, δταν άκούη τό χαρμόσυνον άγγελμα
τής άναστάσεως του Κυρίου; Πώς νά μή σκιρτά
ή καρδία του από ίεράν συγκίνησιν; Πώς νά μή
έκφράζη χαράν διά την ανατολήν τής νέας ημέρας,
τής ριζικής μεταβολής, τήν όποιαν έπέφερεν εις
τάς σκέψεις, εις τά αισθήματα καί εις τάς ένεργείας
τής άνθρωπότητος ό άναστάς Κύριος; Ευγνώμων
προς τον Κύριον διά τά υψιστα αγαθά τής Ά ναστάσε­
ως άναφωνεΤ καί αυτός μετά τοϋ ψαλμωδοϋ’ «Αΰτη
ή ήμέρα, ήν έποίησεν ό Κ ύριος■ άγαλλιασώμε-
θα και εύφρανθώ μεν έν αυτή» (Ψαλμ. 117,24).
Ιδο ύ οποία είνε ή χαρά τών άληθινών πιστών
επί τη άναστάσει τοϋ Κυρίου. Τήν χαράν δε αυτήν,
τήν μυστικήν καί αγίαν, πρώτοι έδοκίμασαν οί
άπόστολοι. Ώ ς σημειώνει ό ιερός ευαγγελιστής ’Ιωάν­
νης, «έχάρησαν οί μαθηταϊ ιδόντες τον Κύριον»
(Ίωάν. 20,20).
224
8 n A s X A
Χαίρουν και σήμερον οί χριστιανοί άκούοντες
τό «Χριστός άνέστη». Ά λ λ ’ άραγε ή χαρά, τήν
οποίαν δοκιμάζουν, έχει καμμίαν σχέσιν μέ τήν
μυστικήν καί αγίαν χαράν των αληθινών πιστών;
Ή χαρά τών σημερινών χριστιανών είνε τό ισχυρόν
έκεϊνο αίσθημα τής έν Χριστώ χαράς, τό οποίον,
λόγω τής έντάσεώς του, δύναται νά έξουδετερώση
πάσαν λύπην καί οδύνην, προερχομένην έκ διαφό­
ρων θλιβερών γεγονότων τοϋ κόσμου τούτου, μικρών
πολλάκις καί άσημάντων; Ή χαρά τής Ά ναστάσεως
κυριαρχεί εις τον ψυχικόν κόσμον τών σημερι­
νών χριστιανών;
Δ εν εί'μεθα καρδιογνώσται διά νά γνωρίζωμεν
τά βάθη τών καρδιών. Ά λ λ ’ έκ τών έξωτερικών
έκδηλώσεων δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν περί τών
έσωτερικών διαθέσεων καί ροπών τών ανθρώπων.
Ό σημερινός άνθρωπος, δπω ς μορφώνεται καί
διαπλάθεται έντός τοϋ νεοειδωλολατρικοϋ κλίματος
τής έποχής μας, έκ τών έξωτερικών του έκδηλώσεων
άποδεικνύει, ότι άλλα κίνητρα χαράς έχει. Τά
κίνητρα ταϋτα δεν είνε αί υπερφυσικά! καί ούράνιαι
πραγματικότητες. Είνε χοϊκαί πραγματικότητες. Έ άν
π.χ. κερδίση εις τό «προ - πό» ή είς άλλο τι
λαχείον ένα σημαντικόν χρηματικόν ποσόν, άμέσως
έκρήγνυται από χαράν καί άγαλλίασιν. Έ άν ή
ποδοσφαιρική όμάς, τής οποίας είνε θαυμαστής
καί φίλος, νικήση τήν αντίπαλον ποδοσφαιρικήν
όμάδα, τότε χαίρει καί άγάλλεται, καί μαζί μέ
άλλους φίλους τής νικήτριας όμάδος έξορμά έκ
τοϋ γηπέδου καί μέ φωνάς, μέ αλαλαγμούς διαλαλεί
226
τήν χαράν του επί τη νίκη. Δι’ ένα ποδόσφαιρον
τόση χαρά καϊ συγκίνησις! Έ άν δε ή φίλη ποδοσφαι­
ρική όμάς εις μίαν ποδοσφαιρικήν συνάντησιν
ήττηθή, τότε βαθεϊα λύπη, μελαγχολία και αναστενα­
γμοί τον καταλαμβάνουν. ΛυπεΤται καί κλαίει καί
κατ’ αυτήν άκόμη τήν ημέραν τής Άναστάσεως.
Δ ι’ αυτόν Θεός, τον όποιον λατρεύει, είνε τό
ποδόσφαιρον. Αυτός δε ό ψευδής θεός του δεν ά-
νεστήθη! Ή ττηθη καί εύρίσκεται έν τάφω! ΔυπεΤται
διά τάς ήττας του καί χαίρει διά τάς νίκας του.
Καί δπω ς σκέπτονται καί αισθάνονται ο! φανατικοί
οπαδοί τοΰ ποδοσφαίρου, κατά τον αυτόν τρόπον
σκέπτονται καί αισθάνονται καί άλλοι οπαδοί ψευδών
θεών τής νεοειδωλολατρικής μας εποχής. Πώς
είνε δυνατόν είς ένα τοιοϋτον κόσμον, ό όποιος
θεοποιεί τά πλέον μικρά καί ασήμαντα πράγματα
καί μεταβάλλει τήν καρδίαν του εις έρημον Σαχάραν,
πώς είνε δυνατόν νά άνθηση τό άνθος τής χαράς
τής Άναστάσεως;

Πότε θά έπ ανέλθουν χρόνοι άναψύξεως!


ΕΥΤΥΧΗ κοσμικά γεγονότα μικρά καί άσήμαντα,
ώς επί τό πλεΤστον, χαροποιούν τούς σημερινούς
ανθρώπους. Τί δε νά εί'πωμεν διά τούς άλλους,
οί όποιοι αναμένουν τήν ημέραν τής Ά ναστάσεως
διά λουκούλλεια γεύματα, διά βακχικά συμπόσια,
διά μέθας καί άσωτίας, δι’ έξάλλους χορούς, δι’
επισκέψεις εις καζίνα, είς δυσώνυμα καί άμαρτωλά
κέντρα; Δι’ αυτούς τό «Χριστός άνέστη» -άλλοίμο-
νον!- έχασε πλέον πάσαν χριστιανικήν σημασίαν.
227
Εις τό στόμα αυτών τό μήνυμα τών άγγέλων
βεβηλοΰται, γίνεται σύνθημα αισχρών ερώτων καί
ακολάστων απολαύσεων. Ούτως ή εορτή τής άναστά-
σεως τοϋ Κυρίου, ή οποία έπρεπε νά αγιάζεται
περισσότερον όλων τών ημερών μέ χριστιανικός έν-
εργείας καί πράξεις, καί τό μητρώόν της νά είνε
λευκόν εξ εγκλημάτων, αποβαίνει, ώς τήν ζή
σήμερον ή συντριπτική πλειονότης τών λεγομένων
χριστιανών, ή άμαρτωλοτέρα ήμέρα όλου τοϋ έτους.
Δ έν είνε υπερβολικός ό λόγος μας. Ό γ κ ο ς ποικίλων
αμαρτιών συσσωρεύεται κατά τάς ήμέρας τών έορτών
τοϋ Πάσχα. Βόρβορος έργων, διά τον όποιον χρειά­
ζονται δάκρυα μετανοίας δλων τών άλλων ημερών
τοϋ έτους. Καί είθε ενός μόνον έτους!

Ή δέ πρώτη αμαρτία, ή οποία διαπράττεται


ευθύς μετά τήν τελετήν τής Άναστάσεως, ευθύς
ώς άκουσθή τό «Χριστός άνέστη», είνε ότι οί
χριστιανοί, άνδρες καί γυναίκες, ώς υπό δαιμονικού
οίστρου γαστριμαργίας κεντούμενοι καί ερεθιζόμενοι,
κατ’ άγέλας φεύγουν από τούς ναούς καί σπεύδουν
επί τήν υλικήν τράπεζαν, στρέφοντες ασεβώς τά
νώτα προς τον έσταυρωμένον καί άναστάντα Θεόν,
καί περιφρονοϋντες τήν θείαν τράπεζαν, εις τήν
οποίαν προς πνευματικήν άπόλαυσιν παρατίθεται
ό Μ όσχος ό σιτευτός. Οί άνθρωποι, οί οποίοι,
μόλις άκούσουν τό «Χριστός άνέστη», αναχωρούν
καί αδειάζουν τον ναόν, έχουν κοινήν τήν γεϋσιν
μέ τά τετράποδα, τών οποίων μόνη άπόλαυσις
είνε ή άφθονος τροφή. Δ έν είνε εις θέσιν νά
228
αισθανθούν τήν πνευματικήν εκείνην ηδονήν, περί
τής οποίας ψάλλει ή Εκκλησία· «Γεύσασθε και
ιδετε δπ χ ρ η σ τό ς ό Κύριος» (Ψαλμ. 33,9). Είς
τούς τοιούτου εϊδους ανθρώπους, οί οποίοι ύλικώς
μόνον σκέπτονται καί ένεργοϋν, έχει εφαρμογήν
ό θεόπνευστος λόγος τής Γραφής· «Έ κάθισεν ό
λαός φαγεϊν και πιεϊν και άνέστησαν παίζειν»
(Έ ξόδ. 32,6). Ό λαός, λέγει, άντί νά έορτάζη
σεμνώς τάς υπό τοϋ Κυρίου καθωρισμένας έορτάς,
εϋρισκε τήν ευκαιρίαν νά έπιδίδεται είς κατάχρησιν,
είς γαστριμαργίαν, τό δε αποτέλεσμα τής πολυφαγίας
ήτο τό «παίζειν». Τί δέ έστι τό «παίζειν»; Κατά
τον άγιον Κύριλλον «τό παίζειν πορνεύειν έστίν,
εύφήμως παρά τη θεία Γραφή παιδιάς όνόματι
καλυπτόμενον» (Έ. Π. Migne 77,413).
Ά λλοίμονον! Πώς έορτάζουν οί σημερινοί χριστια­
νοί τό Πάσχα, τήν βασιλίδα ταύτην των εορτών!
Χειρότερον από δ,τι έώρταζον οί ’Ιουδαίοι τάς
έορτάς των, περί τών οποίων ό Θ εός διά στόματος
τοϋ προφήτου Ή σαΐου έλεγε- «Τάς νουμηνίας ύμών
και τάς έορτάς υμών μ ισεί ή φ υχή μου» (Ήσ.
1,14). Πάσα ευλαβής ψυχή, βλέπουσα τήν είδωλολα-
τρικήν άνάχυσιν τών ήμερών τούτων τοϋ Πάσχα,
θρηνεί καί παρακαλεϊ, ϊνα έλθουν καί πάλιν είς τήν
ταλαίπωρον γήν χρόνοι άναψύξεως, χρόνοι μετά­
νοιας καί επιστροφής είς τον Χριστόν.

Μέ δύο σάλπιγγας

ΑΛΛΑ παρ’ δλην τήν θρησκευτικήν καί ηθικήν


229
αθλιότητα, τήν οποίαν παρουσιάζει ό κόσμος έξ έ-
πόφεως ευαγγελικής ζω ής καί πολιτείας κρινόμενος,
ή ’Ο ρθόδοξος Ε κκλησία δέν πρέπει νά δειλιάση
καί νά σιωπήση, δέν πρέπει νά υποχώρηση προ
τών ισχυρών ρευμάτων τής απιστίας και τής διαφθοράς
καί νά συμβιβασθή προς τάς άμαρτωλάς έπιδιώξεις
τοϋ συγχρόνου κόσμου, αλλά πρέπει νά ύψωση
τήν φωνήν της καί νά σαλπίση μεγαλοφώνως τό
σωτήριον τής άληθείας κήρυγμα. Μέ δύο άργυράς
σάλπιγγας οι ιερείς τοϋ ’Ισραήλ έκάλουν τον λαόν
εις τήν συναγωγήν κατά τάς έορτάς καί πανηγύ-
ρεις (βλ. Ά ριθμ. 10,2).
Καί ήμεΤς, ώς ιερείς καί έπίσκοποι τοϋ νέου
’Ισραήλ, κατά τον άγιον Κύριλλον ’Αλεξάνδρειάς,
πρέπει νά κρατώμεν πάντοτε τάς δύο αύτάς σάλπιγ­
γας, νά σαλπίζωμεν ίσχυρώς καί νά καλώμεν τον
χριστιανικόν λαόν. Αί δύο δέ αύταί σάλπιγγες,
άλληγορικώς υπό τοϋ I. πατρός ερμηνευόμενοι,
είνε· ή μέν μία ή φωνή τοϋ κηρύγματος, ή οποία
πρέπει νά καλή τον λαόν εις τήν άκριβή γνώσιν
καί πιστήν διαφύλαξιν τών δογμάτων τής άμω-
μήτου ημών ορθοδόξου πίστεως, ή δέ άλλη ή
φωνή τοϋ κηρύγματος, ή οποία πρέπει νά καλή
τον λαόν νά άπέχη από τάς άτοπους καί άμαρτωλάς
επιθυμίας καί πράξεις καί νά ζή τήν έν Χριστώ ζωήν
καί πολιτείαν έν πάση άκριβεία.
Τάς δύο ταύτας σάλπιγγας, χάριπ Θεοϋ, κρατοϋμεν
καί ημείς ώς επίσκοπος τής ’Ο ρθοδόξου Ε κκλησίας
καί σαλπίζομεν άδιαλείπτως έν τω μέτρω τών ά-
σθενών μας δυνάμεων τά σαλπίσματα τής Ό ρ θο δο -
230
ξίας ε!ς τον Λαόν της άγαπητής μας πατρίδος.
Και καλοϋμεν τον Λαόν, άλλοτε μεν Υνα μέχρι
θανάτου παραμείνη προσηΛωμένος εις την ακρίβειαν
τών ορθοδόξω ν δογμάτων, μήτε άφαιρών τι έκ
τής άνωθεν ήμίν παραδοθείσης πίστεως μήτε προσθέ­
τω ν άΛΛοτε δε καΛοϋμεν τον Λαόν ϊνα ένεργώς
απόδειξη τήν ορθόδοξον πίστιν δι’ έργων αγαθών,
άπεχόμενος παντός άτοπου έργου και βδεΛύγματος
τοϋ αίώνος τούτου και τηρών άκηΛίδωτον τήν
ηθικήν ζωήν αύτοϋ.
Βεβαίως ή ΛυσσαΛέα άντίδρασις τών κακών δεν
έξέΛιπεν, οΰτε καί θά έκΛείψη. Ό σ ο ν μάλιστα θά
έντείνεται ή δράσις τοϋ καλοϋ, τόσον θά έντείνεται
καί ή άντίδρασις τοϋ κακοϋ. ΠΛήν εις μάτην
ταράσσεται πας άσεβής. Τό κακόν τελικώς θά
συντριβή. Τό καλόν θά νικήση. Έ γγύησιν έχομεν
βεβαίαν καί άσφαλή τήν ένδοξον άνάστασιν τοϋ
Κυρίου. Αυτή μάς γεμίζει χαράν καί άγαλλίασιν
προαισθανομένους τήν νίκην τοϋ σταυροϋ. Πίστις
μας άκλόνητος είνε, οτι δεν θά νικήσουν οί υιοί
τοϋ σκότους. Θά νικήσουν οι υιοί τοϋ ΦΩΤΟΣ.
Τό κράτος τοϋ Θεοϋ θά έπιβληθή καί ή προφητεία
θά έκπληρωθή· «Ά να τελεί ευ ταϊς ήμέραις αότοΰ
δικαιοσύνη και π λή θ ο ς ειρήνης έως οΰ άνταναιρεθή
ή σελήνη» (Ψαλμ. 71,7).
’Αγαπητοί μου συμπρεσβύτεροι, τίμιοι ιερείς, Λαέ
τοϋ Θεοϋ, πιστά τέκνα τής ’Ο ρθοδόξου ’Εκκλησίας,
χαίρετε καί άγαλλιάσθε έν Κυρίω. Χριστός άνέστη!
«Αϋτη ή ήμέρα, ήν έποίησεν ό Κύριος· άγαλλιασώμε-
θα και εύφρανθώ μεν έν αύτή» (Ψαλμ. 117,24).
231
ΕΧΕΤΕ ΑΓΚΥΡΑΝ;

«'Ώ θείας, ώ φίλης, ώ γλυκυτάτης σου φωνής!


μ εθ ’ ήμών άψευδώς γάρ έπηγγείλω έσεσθαι
μέχρι τερμάτων αιώνος, Χριστέ, ήν οί πιστοί
ά γ κ υ ρ ά ν έ λ π ί δ ο ς κατέχοντες άγαλλόμεθα»
(τροπάριου τής θ ' φδής τοϋ Πάσχα)

ΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, αγαπητοί μου άναγνωσται,


δέν υπάρχουν γλυκύτεροι καί ωραιότεροι ύμνοι
από τούς ύμνους έκείνους, πού ψάλλει ή ’Ο ρθόδοξος
Εκκλησία, έορτάζουσα τήν ένδοξον άνάστασιν τοϋ
Κυρίου. Πόσον εξυψώνουν τό πνεϋμα, πόσον παρη­
γορούν καί τον πλέον ταλαίπωρον καί δυστυχισμένον!
’Αλλά δυστυχώς οί νεώτεροι Έ λ λ η ν ες, εις τήν
γλώσσαν τών οποίων έγράφησαν τά αριστουργήματα
ταϋτα, αφήνουν τούς θεσπεσίους τούτους ύμνους
καί άρέσκονται εις τά κοσμικά, τά βορβορώδη, τά
σατανικά άσματα, πού διεγείρουν δλας τάς κατωτέρας
κτηνώδεις καί άμαρτωλάς όρμάς καί ορέξεις τών
άνθρώπων καί μεταμορφώνουν τά πρόβατα τοϋ
Χριστού είς άκαθάρτους χοίρους.
Είς τήν θ ' φδήν τοϋ κανόνος τοϋ πάσχα, ό
εμπνευσμένος εκκλησιαστικός ποιητής ’Ιωάννης ό
232
Δαμασκηνός όμιλεΤ συμβολικώς περί τίνος άγκυ­
ρας, ή οποία είνε μέρος μιας γενικωτέρας εϊκόνος,
τής εϊκόνος τής τρικυμιώδους θαλάσσης. ’Ά ς έρωτή-
σω μεν Τίς ή θάλασσα; Τίς ή τρικυμία; Τίς ή άγκυρα;

Ή θάλασσα

Η ΘΑΛΑΣΣΑ! Τήν γνωρίζετε; Εις άλλους λαούς,


κατοικοϋντας εις τά βάθη μεγάλων ηπείρων, είνε
τελείως άγνωστος. Περί αυτής μόνον ακούουν και
άναγινώσκουν. Ελάχιστοι εκ τών ανθρώπων εκείνων
έχουν ταξιδεύσει καί ϊδει θάλασσαν. Ά λ λ ’ εις
ημάς τούς Έ λ λ η ν α ς ή θάλασσα είνε πολύ γνωστή
και προσφιλής. Ή Ε λ λ ά ς είνε χώρα ναυτική. Τό
μεγαλύτερον μέρος αυτής συνορεύει με τήν θάλασ­
σαν. Ό ρ μ ο ι, λιμένες, άκταί, παραλίας δλα θαυμάσια.
Μία κεντητή δαντέλλα. Πολυάριθμοι νήσοι, μικραί
καί μεγάλαι, ώς περιδέραιον εξ άδαμάντων, περιβάλ­
λουν τήν ελληνικήν πατρίδα. Διά τούτο προς τήν
θάλασσαν ιδιαιτέραν αισθάνονται έλξιν οί κάτοικοι
τής μικράς αυτής χώρας, ή όποία ανέκαθεν έθαυμά-
σθη διά τον ηρωισμόν τών ναυτικών της. Ό
Έ λ λ η ν , πού σκληραί βιωπκαί άνάγκαι τον ώθοΰν
νά ξενιτευθή καί νά ζή ώς άποικος εις τά βάθη
τής ’Αφρικής καί τής ’Ασίας, τήν θάλασσαν νοσταλγεί
καί, δπω ς οί μύριοι τοϋ Ξενοφώντος, έπί τή θέα
τής θαλάσσης, είνε έτοιμος καί αυτός νά έκσπάση
εις τό χαρμόσυνον εκείνο επιφώνημα· «Θάλαττα -
θάλαττα!».
Ή θάλασσα! Έ άν άνέλθης εις κορυφήν όρους
233
μιας νήσου, τό θέαμα πού παρουσιάζει ή θάλασσα
είνε μεγαλοπρεπέστατον, προκαλεΤ θαυμασμόν, διε­
γείρει αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τον δημιουρ­
γόν τοϋ παντός καί μαζί μέ τον Δαυίδ αναφωνείς-

«Αΰτη ή θάλασσα ή μ εγά λη και εύρύχωρος, έκεΐ


ερπετά, ώυ οόκ έστιν άριθμός, ζώα μικρά μετά
μ εγά λ ω ν έκεΐ πλοία διαπορεύονται, δράκων οΰτος,
δν επλασας έμπαίζειν αυτή» (Ψαλμ. 103,25-26).

Ναί! Ώραιότατον, μεγαλοπρεπέστατον τό θέαμα


πού παρουσιάζει ή θάλασσα, θεωμένη μακρόθεν.
Ά λ λ ’ έάν έλθης πλησίον της; Έ άν θέλησης νά
ταξιδεύσης; Έ ά ν άφήσης τήν ξηράν καί είσέλθης
εις τό πλοϊον, καί τό πλοϊον άνασύρη τήν άγκυραν
καί έξέλθη τοϋ λιμένος καί πλέη είς τό άχανές
τής θαλάσσης, καί αί άκταί καί αί παραλίαι τής
αγαπητής σου πατρίδος όλονέν καί έξαφανίζωνται
έκ τών οφθαλμών σου; ’Ώ τότε! Ή λύπη θά σέ
έπισκεφθή. Θά αϊσθανθης τήν μόνωσιν. Ποϋ ή
πατρίς; Ποϋ οί φίλοι καί οί συγγενείς; Τό αίσθημα
έκεΐνο τής σταθερότητος καί ασφαλείας, πού είχες
δταν τό πλοϊον εύρίσκετο έν τώ λιμένι, άκόμη δέ
περισσότερον δταν οί πόδες σου έπάτουν τό στερεόν
τΠζ ΥΠς έδαφος, άρχίζει νά μειώνεται. Ή ανησυχία,
ώς έλαφρός κυματισμός, υπεισέρχεται είς τήν καρδίαν
σου. Ή θάλασσα είνε ρευστή. Μία λεπτή σανίς
σέ χωρίζει από τον θάνατον. Διά τούτο τά βλέμματα
τών έπιβατών έρευνοϋν τήν έπιφάνειαν τής θαλάσσης.
Επικρατεί γαλήνη; Ή θάλασσα ακύμαντος, υπό
τάς ακτίνας τοϋ άνατέλλοντος ήλιου ομοιάζει μέ
234
ύάλινον καθρέπτην. Τό πλοΐον διασχίζει τά ϋδατα.
ΔελφΤνες συμπλέουν καί προσπαίζουν. Οί έπιβάται
βλέπουν τό μαγευτικόν θέαμα καί συνομιλούν ευχαρί­
στως. Ταξίδιον ευχάριστον!

Ά λ λ ’ έτσι θά τελειώση τό ταξίδιον; Τό πλοΐον


άτάραχον θά φθάση εις τον λιμένα τοϋ προορισμού
του; Ά λλοίμονον! Είς τον ουρανόν φαίνεται ένα
μικρόν νέφος. Τί είνε ένα μικρόν νέφος; Τό
μικρόν δμως νέφος αυξάνει, πολλαπλασιάζεται.
Δ εν παρέρχεται ή ημέρα, καί μαϋρα βαρέα νέφη
καλύπτουν δλον τον ουρανόν. Ό ήλιος άποκρύπτε-
ται. Αί έλαφραί καί δροσεραί πνοαί τοϋ άέρος
μεταβάλλονται είς άνεμον παγερόν, τοϋ οποίου ή
σφοδρότης αυξάνει συνεχώς. Κύματα έγείρονται
καί αφρίζουν. Τό πλοϊον χάνει τήν εύστάθειάν
του. Σείεται ολόκληρον. Οί έπιβάται παύουν τάς
συνομιλίας, γίνονται σκυθρωποί, ζαλίζονται καί δεν
δύνανται νά σταθούν επί τών ποδών των. Ό ά­
νεμος έντείνεται. Ή θάλασσα έξεγείρεται περισσότε­
ρον. Κύματα μεγάλα, πελώρια, όρμοϋν, σαρώνουν
τό κατάστρωμα, καλύπτουν με τούς άφρούς των
τό πλοΤον καί φεύγουν διά νά έλθουν άλλα κύματα
όρμητικώτερα. Τό πλοϊον κινδυνεύει. Κατέρχεται
καί άνέρχεται τάς αβύσσους. Τά κύματα τό παρασύ­
ρουν καί δεν κινείται πλέον έπί τής γραμμής του.
Ά π α ν τό πλήρωμα αγρυπνεί. Ό πλοίαρχος εύρίσκε-
ται είς τήν γέφυραν. Ό ραδιοτηλεγραφητής έτοιμος
διά νά μεταδώση τό σήμα τοϋ κινδύνου... Νά
ριφθη ή άγκυρα! διατάσσει ό πλοίαρχος. Ή άγκυρα
235
ρίπτεται. Αυτή εΤνε ή τελευταία ελπίς. Θά συγκρατηθή
ή άγκυρα; Ή μήπως τά άγρια κύματα του ωκεανού
θά θραύσουν τήν αλυσιν καί τό πλοϊον θά μείνη
άνευ άγκύρας; Έ ά ν ή άλυσις μείνη άσύντριπτος, τότε
πλέον υπάρχει ελπίς τό πλοϊον νά σωθή. Έ άν
όμως ή άλυσις θραυσθή, τότε τό πλοϊον θά γίνη
έρμαιον τών κυμάτων καί θά συντριβή επί τών
βράχων. Πτώματα καί συντρίμματα τοϋ πλοίου θά
επιπλέουν, πού θά μαρτυρούν δτι κάπου έκεΤ
πλησίον έγινε ναυάγιον.

Τ αξίδιον ή ζωή τοϋ ανθρώπου

Τ ’ ΑΝΩΤΕΡΩ είνε μία εϊκών. Είκών πού συμβολί­


ζει τήν επί γη ς ζω ήν τοϋ ανθρώπου. Διότι τί είνε
ή ζωή μας; 'Η ζωή μας, λέγουν οί πατέρες καί
διδάσκαλοι τής Ε κκλησίας, είνε ένα ταξίδιον. Έ κ
τής γής προς τον ουρανόν ταξιδεύομεν.

Υ πάρχουν στιγμαί, πού ή ζωή τοϋ ανθρώπου


διέρχετάι έν σχετική ήρεμία. Ούδείς ό ένοχλών.
’Α λλ’ ή ήρεμία αΰτη τοϋ βίου εΤνε φαινομενική
καί πρόσκαιρος. Μετ’ ολίγον τήν ήρεμίαν καί τήν
γαλήνην θά διαδεχθή τρικυμία, σφοδροτέρα πάσης
άλλης έν θαλάσση τρικυμίας. Τρικυμία έν καρδία.
Τρικυμία έν κρανίω. Τρικυμία προερχομένη άπό
πνοάς τριών αβύσσων.

Ή μία πνοή, ή πρώτη, εΤνε ή πνοή πού προέρχεται


άπό τούς π ε ι ρ α σ μ ο ύ ς τ ο ϋ δ ι α β ό λ ο υ . Αυτός
διετάραξε τήν πρώτην γαλήνην, τήν οποίαν άπελάμ-
236
βανεν ό άνθρωπος, καί διήγειρε τά κύματα της
ψυχικής ταραχής, και ό Ά δά μ ύπέστη ηθικόν και
θρησκευτικόν ναυάγιον. Πού; Ε ν τό ς τοϋ παραδείσου,
έντός τοϋ λιμένος τούτου τής πατρικής άγάπης
και προνοίας τοϋ Θεοϋ. Έ κτοτε ό εωσφόρος δεν
παύει νά εκμεταλλεύεται πάσαν ευκαιρίαν, νά λαμ-
βάνη αφορμήν από πάσαν ήθικήν άδυναμίαν τοϋ
ανθρώπου, καί νά προκαλή ταραχάς και νά διεγείρη
θύελλας μέ τον σκοπόν νά ϊδη τάς ψυχάς νά
κλονίζωνται και νά πίπτουν μέσα είς τό χάος τής
άμαρτίας.

Δευτέρα πνοή αβύσσου, πού έρχεται νά διαταράξη


τήν ψυχικήν ήρεμίαν καί γαλήνην, είνε ο ί έ κ τ ώ ν
α ν θ ρ ώ π ω ν π ε ι ρ α σ μ ο ί . Και δεν είνε μικροί
οί πειρασμοί αυτοί, δταν μάλιστα οί άνθρωποι πού
προκαλοϋν τούς πειρασμούς δεν εύρίσκωνται μακράν
ήμών, ά λλ’ είνε πρόσωπα πού εύρίσκονται έγγύς
ημών, είνε συνάδελφοι, συνεργάται, προϊστάμενοι,
εΤνε γείτονες, φίλοι καί συγγενείς, είνε μέλη τής
οικογένειας μας μετά τών οποίων συνοικοϋμεν.
ΈνθυμεΤσθε, όποιος πειρασμός έστάθη διά τον
πολύαθλον Ίώβ ή σύζυγος αύτοϋ;

«Μέχρι τίνος», λέγει προς αυτόν, «καρτερήσεις


λ έ γ ω ν Ιδ ο ύ άναμένω χ ρ ό ν ο ν έτι μικρόν προσδε-
χ ό μ εν ο ς τήν έλπίδα τής σωτηρίας μου; ίδου
yap ήψάνισταί σου τό μνημόσυνον από τής
γής, υιοί καί θυγατέρες, έμής κοιλίας ώδινες καί
πόνοι, ους είς τό κενόν έκοπίασα μετά μ ό χ θ ω ν
237
σύ τε αύτός έν σαπρία σκωλήκων κάθησαι διανυκτε-
ρεύων αίθριος, κάγώ πλανήτις και λάτρις... άλλα
είπόν τι ρήμα προς Κύριον και τελεύτα» (Ίώβ
2,9).

Ή κούσατε γλώσσαν γυναικός; Ίώβ, τοϋ λέγει, ποϋ


ή παλαιό σου δόξα; Ποϋ οί υιοί και αί θυγατέρες;
Σύ, ό άλλοτε πλουσιώτερος τών άνθρώπων, νά
πένεσαι, νά είσαι ασθενής άπό νόσον ανίατον
καί μεταδοτικήν, καί αντί επί κλίνης νά κοίτεσαι
έπί σωροϋ κοπρίων καί νά μή εύρίσκης άνάπαυσιν
οΰτε τήν ημέραν οΰτε τήν νύκτα; Καί εγώ ή
σύζυγός σου νά περιφέρωμαι τήδε κάκεΤσε καί
νά έργάζωμαι ώς δούλη διά νά εξοικονομώ τον
ξηρόν μου άρτον; Ίώβ, είς αυτήν τήν άθλίαν
κατάστασιν πού έφθασες δέν υπολείπεται τίποτε
άλλο παρά νά βλασφημήσης καί νά θέσης τέρμα
εις τήν ζω ήν σου. Δηλαδή, τον άπήλπιζε καί τον
έξώθει είς αυτοκτονίαν, είς βιαίαν έξοδον έκ τής
ζωής.
Τί κύματα θλίψεως δέν ήτο δυνατόν νά διεγείρουν
έν τή ψυχή τοϋ Ίώβ οί σκληροί αυτοί λόγοι τής
γυναικός του, άπό τήν οποίαν μόνον λόγους παρα-
κλήσεως έπερίμενεν έν τή δεινή έκείνη συμφορά
του ν’ άκούση; ’Αντί ή γυνή νά γίνη ό εΰδιος
λιμήν τοϋ άνδρός της, αϋτη μετεβλήθη εις μίαν
θάλασσαν τρικυμιώδη καί έντός τής θαλάσσης
αυτής πλέων ό Ίώβ έκινδύνευε νά ύποστή πλήρες
ναυάγιον. Έ χω ν τις ύ π’ δψιν τήν μανίαν, μέ τήν
οποίαν ή θάλασσα πλήττει τό ταξιδεϋον σκάφος,
238
έρωτά- Τί της θαλάσσης φοβερώτερον; Ά λλα παρα-
βάλλων αυτήν μέ την μανίαν, μετά της όποιας ή
θυμώδης σύζυγος έφορμά κατά του δυστυχούς
συζύγου της, διαπιστώνει, δτι και τής τρικυμιώδους
και άφριζούσης θαλάσσης υπάρχει τι φοβερώτερον
ή αφρων γυνή. Πόσοι εξ άφορμής τής αφροσύνης
των γυναικών δεν ύπέστησαν όχι μόνον οικονομικόν,
άλλα καί ηθικόν καί θρησκευτικόν ναυάγιον καί
κατεστράφησαν τελείως;
Ά λλα μόνον ή κακή γυνή εΤνε πειρασμός; Θά
ήμεθα άδικοι, εάν τοιοΰτόν τι δπσχυριζόμεθα. Πειρα­
σμός, σατανάς ώθών είς τήν άμαρτίαν, εΤνε καί ό
διεφθαρμένος σύζυγος, καί ό άσωτος υιός, καί ό
άσεβής αδελφός, καί πάν άλλο πρόσωπον πού
σκανδαλίζει. Οί άνθρωποι αυτοί, πού έχουν έπανα-
στατήσει κατά τής πίστεως καί τής ηθικής τού
ευαγγελίου καί προσπαθούν νά παρασύρουν καί
άλλους είς τήν οδόν τής απώλειας, ολίγον τι
διαφέρουν των δαιμόνων. Τήν εικόνα αυτών μέ
τά μελανώτερα χρώματα μάς δίδει ή καθολική
Επιστολή τού ’Ιούδα. ’Ιδού επί λέξει ή σχετική
περικοπή-
«Οΰτοί είσιν έν ταΐς άγάπαις υμών σπιλάδες,
ουνευωχούμενοι άφόβως, έαυτούς ποιμαίνοντες,
νεφέλαι άνυδροι υπό άνεμων παραφερόμεναι,
δένδρα φθινοπωρινά, άκαρπα, δίς άποθανόντα,
έκριζωθέντα, κύματα άγρια θαλάσσης έπαφρίζοντα
τάς εαυτών αισχύνας» (Ίούδ. 12-13).
Αυτοί, λέγει ό απόστολος, εινε μία άφρίζουσα
θάλασσα τών παθών, τών αισχροτάτων παθών.
239
Τρίτη πνοή αβύσσου, ή όποία πνέει συνεχώς
και δεν αφήνει νά ήρεμήση ή ζωή, εΤνε ή κακία
πού εμφωλεύει εις τήν διεφθαρμένην και άκάθαρτον
κ α ρ δ ί α ν χοΰ ι δ ί ο υ τ ο ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ . ’Ώ
κακία! Δ εν αφήνει τήν ζωήν άκύμαντον. Αυτή
εγείρει κύματα, άγρια κύματα, κύματα υπερηφάνειας,
κύματα φιλοδοξίας, κύματα φιλαργυρίας, κύματα
θυμού καί οργής, κύματα λαιμαργίας, κύματα φθόνου,
κύματα μίσους καί έκδικήσεως. Τίς άνθρωπος δεν
προσβάλλεται έκ των κυμάτων αυτών καί δεν
κινδυνεύει νά καταποντισθή;

Κΰμα θυελλώδες ό θάνατος

ΑΛΑ’ ΕΚΤΟΣ τών κυμάτων αυτών υπάρχει καί


ένα άλλο κύμα, τό οποίον οι άνθρωποι φοβούνται
περισσότερον από δλα τά άλλα κύματα. Έπί τη
εμφανίσει του παραλύουν. ΕΤνε ό θάνατος. Ό
θάνατος, κρύος καί παγερός ώς παγόβουνον, κατέρ­
χεται καί επιπίπτει καί συντρίβει καί καταποντίζει,
καί οί άνθρωποι εξ αυτού ταράσσονται σφόδρα,
δπως έταράχθησαν οί έπιβάται τού μεγάλου έκείνου
ύπερωκεανείου «Τιτανικός», δταν τον Α πρίλιον τού
1912 διαπλέοντες τον ’Ατλαντικόν ωκεανόν έν
μέσω χορών καί διασκεδάσεων ήκουσαν περί τό
μεσονύκτιον τον άπαίσιον κρότον πού προήρχετο
από τήν σύγκρουσιν τού πλοίου με τεράστιον
παγόβουνον.

Ταραχή ύδάτων, τρικυμία, κλύδων θαλάσσης,


240
ιδού ή εϊκών πού δίδει ή ζωή όχι μακρόθεν
θεωμένη, άλλ’ έκ τού πλησίον παρατηρούμενη, ή
ζωή τού ανθρώπου παλαίοντος έν μέσω μυρίων
εμποδίων, κινδύνων καί πειρασμών.

"Αγκυρα ή ελπίς

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ έν τη ζωή κλυδωνίζεται. Τις


θά τον σώση; Τις θά τον συγκράτηση από τήν
ορμήν τών κυμάτων πού τό ένα έρχεται κατόπιν
τού άλλου; Ή άγκυρα! Ποία ή άγκυρα; Ή ελπίς.
’Αλλά ποία ή ελπίς ή βεβαία καί ασφαλής, έκ
τής οποίας νά έξαρτηθή τό μέλλον τού άνθρώπου;
Ή ύλη; Τό χρήμα; Ό χρυσός καί ό άργυρος; Ή
φιλία τού κόσμου; Ή προστασία ισχυρών προσώπων;
Ή τέχνη; Ή έπιστήμη; Ή ποίησις; Ή φιλοσοφία;
Πολλοί εΤνε έκεΐνοι πού ήθέλησαν νά παρηγορηθοϋν
καί νά στηρίξουν τάς έλπίδας των έπί τοιούτων
στηριγμάτων. Ά λ λ ’ ή πείρα, με μύρια θλιβερά
παραδείγματα, έρχεται ν’ άποδείξη ότι είς ούδέν
έξ αυτών δύναται νά στηρίξη τάς έλπίδας του ό
άνθρωπος. Διότι ή ύλη εΤνε φθαρτή. Τό χρήμα
εΤνε δραπέτης καί φεύγει άνευ προειδοποιήσεως,
αλλά καί όταν μένη καί εΤνε άφθονον, υπάρχουν
στιγμαϊ πού αδυνατεί νά προσφέρη τήν έλαχίστην
βοήθειαν. Δ εν σπογγίζει ούτε ένα δάκρυον. Ή
φιλία τοϋ κόσμου άπατα. Οί ισχυροί τής ημέρας
ώς χάρτινοι πύργοι πίπτουν, καί περίτρομοι καί
πελιδνοί τείνουν χεΐρα βοήθειας, έκεΐνοι είς τούς
241
οποίους πλείστοι δσοι έτεινον ίκέτιδας χείρας. Οί
καΛΛιτέχναι ζωγραφίζουν ώραίας εικόνας, οϊ ποιηταί
έμπνέονται ωραία ποιήματα, οί ρήτορες εκφωνούν
ώραίους λόγους, οί επιστήμονες διατυπώνουν ώραίας
θεωρίας· δμως δλοι αυτοί μαζί δύνανται νά μειώσουν
κατά τό έλάχιστον μόριον τήν ένοχήν, πού αισθάνεται
ό έγκληματήσας άνθρωπος καί νά άρουν απ’ αύτοϋ
τον βαρύν κλοιόν τών αμαρτημάτων του; Ό λ ο ι
αυτοί μαζί τί δύνανται νά πράξουν απέναντι τού
θανάτου; Αί επ’ αυτούς ελπίδες εΤνε έλπίδες ψευδείς,
εΤνε άγκυραι πού έν καιρώ θυέλλης καί καταιγίδος
θραύονται ύπό τών σφοδρών κυμάτων δπως αί
κλωσταί ύπό μικρών παιδίων.

Προ τού φερέτρου δλοι ϊστανται μελαγχολικοί,


άπηλπισμένοι. Ή άξίνη τού νεκροθάπτου συντρίβει
τά εϊδωλα, τάς ψευδείς καί ματαίας ελπίδας τού
κόσμου τούτου. Ό τάφος σκοτεινός. Άνεγνώσατε
τον περίφημον Επιτάφιον λόγον τού Περικλεούς,
ενός εκ τών μεγαλύτερων ρητόρων τής αρχαίας
εϊδωλολατρικής Ελλάδος; Ή άκρόασις τού λόγου
αυτού προκαλεΤ τήν λύπην καί τά δάκρυα είς
τούς άκροωμένους πενθοϋντας φίλους καί συγγενείς,
τών όποιων οί οικείοι είχον πέσει άγωνιζόμενοι
’Αλλά που εΤνε ή ελπίς; Πού ή ιδέα τής αθανασίας;
Πού ή πέρα τού τάφου αιώνιος ζωή καί μακαριστής;
Μήπως δμως καί αυτός ό Σωκράτης, δταν έδικάζετο,
είς τινα σημεία τής απολογίας του δεν φαίνεται
έκφραζόμενος μέ πολλήν άμφιβολίαν διά τήν πέρα
του τάφου ζωήν;
242
Ό τάφος προ Χρίστου παγερός, σκοτεινός, αποτρό­
παιος, προεκάλει τήν φρίκην.

Ή βεβαία έλπίς των πιστών

ΑΙΦΝΗΣ, μετά πάροδον 450 ετών, ό κορυφαίος


τών άποστόλων, ό Παύλος, επισκέπτεται τήν πρωτεύ­
ουσαν τής Ε λλά δος καί ϊσταται έκεϊ πλησίον,
δπου ό Περικλής έξεφώνησε τον Επιτάφιον λόγον
καί ό Σωκράτης άπελογεΤτο εις τούς δικαστάς του.
Ό απόστολος τής νέας θρησκείας όμιλεΐ. Ά λ λ ’
οποία διαφορά! Ό μ ιλε! μέ πεποίθησιν, εκφράζει
τήν άκράδαντον πίστιν, δτι ό Θεός «έστησεν ήμέραν
έν ή μέλλει κρίνειν τήν οικουμένην έν δικαιοσύνη,
έν άνδρϊ ώ ωρισε, πίστιν παρασχών πάσιν άναστήσας
αυτόν έκ νεκρών» (Πράξ. 17,31). Μετ’ ολίγον ό
άπόστολος μεταβαίνει εις τήν Κόρινθον. Καί έκε!
μετά μεγάλης δυνάμεως κηρύττει. Προσφιλή θέματα
τών κηρυγμάτων του ό σταυρός καί ή άνάστασις.
Έάν ό Κύριος δεν άνίστατο, ημείς οί πιστοί θά
ήμεθα οί ελεεινότεροι δλων τών ανθρώπων. Ά λ λ ’
όχι- ό Κύριος άνέστη καί ή ένδοξος άνάστασίς
του έγένετο τό αρραγές θεμέλιον τής πίστεως.
Όπως ό Χριστός, ουτω καί ήμεϊς θ ’ άναστηθώμεν.
«Νυνί δε Χριστός έγήγερται έκ νεκρών, άπαρχή
τών κεκοιμημένων έγένετο» (Α' Κορ. 15,20). Είς
δε τήν προς Εβραίους επιστολήν γράφων κηρύττει
δτι, έν άντιθέσει προς τούς είδωλολάτρας πού
ζούν έν απογοητεύσει, πού ζοϋν ανευ έλπίδος,
ήμεϊς οί πιστοί έχομεν άσύντριπτον άγκυραν, ή
243
οποία δεν ρίπτεται προς τά κάτω, δεν ρίπτεται
ώς αί άγκυραι τών πλοίων εις τά βάθη τών θαλασσών,
άλλα ρίπτεται προς τά άνω, ρίπτεται είς τον ουρανόν,
εισέρχεται είς το «έσώτερον τοϋ καταπετάσματος»,
προχωρεί δηλαδή καί φθάνει εις τον θρόνον τοϋ
Θεοϋ καί έκεΐθεν έξαρταται.

Έ χομεν άγκυραν! Έ χομεν τήν ελπίδα, την «ασφα­


λή τε και βεβαίαν» (Έβρ. 6,18-19). Αυτή δέ ή
ελπίς των χριστιανών στηρίζεται επάνω εις το
άξιόπιστον τοϋ Θεοϋ. ΕΤνε αδύνατον νά ψευσθή
ό Θεός! Παν δ,τι υπόσχεται είς τον άνθρωπον, το
ενθυμείται καί το πραγματοποιεί έν καιρώ. Έάν
άνοίξωμεν την Παλαιάν Διαθήκην, θά ϊδωμεν δτι
αί υποσχέσεις, τάς οποίας έδωκε κατά τάς διαφόρους
περιστάσεις, έπραγματοποιήθησαν μέχρι κεραίας. Είς
δέ την Καινήν Διαθήκην ό εκ τάφου άναστάς
Κύριος είς τούς αποστόλους καί είς δλους εκείνους,
οί οποίοι διά του άποστολικοϋ κηρύγματος θά
έπίστευον είς αυτόν, έδωκεν ύπόσχεσιν άνεκτιμήτου
αξίας. Έν τώ δρει τής Γαλιλαίος, ενώπιον τών
ενδεκα μαθητών, είπε- «Και ιδού έγώ μ ε θ ’ υμών
ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντέλειας τοϋ
αίώνος. άμήν» (Ματθ. 28,20). Μέ αυτούς δέ τούς
λόγους τελειώνει τό πρώτον, τό κατά Ματθαίον
Εύαγγέλιον.

Χριστιανέ, ακούεις; Είς πάσαν περίστασιν τής


ζωής σου θά εΤνε μαζί σου, ποίος; Ό ΚΥΡΙΟΣ!
Τί καί έάν δέν τον βλέπης μέ τά σαρκικά σου
μάτια; Έάν πιστεύης, θά τον βλέπης διά τής
244
εσωτερικής όράσεως και θά τον άκούης διά τής
εσωτερικής ακοής. Θά εΤνε εις σέ αισθητή ή
παρουσία του δσον αισθητή ήτο ή παρουσία του
και είς τον Ίωάννην και τον Πέτρον και τούς
Λοιπούς αποστόλους.

'Η γλυκυτάτη ύπόσχεσις

«ΙΔΟ Υ εγώ μ ε θ ’ υμών είμι...». Αυτήν τήν ύπόσχεσιν


ενθυμείται τήν ήμέραν τής Άναστάσεως καί ό
245
ύμνωδός τής Εκκλησίας· και αισθάνεται τόσην
χαράν και άγαλλίασιν, ώστε τριπλοϋν επιφώνημα
θαυμασμοϋ εξέρχεται εκ τής καρδίας του- «Ώ
θείας, ώ φίλης, ώ γλυκυτάτης σου φωνής!...». Ώ
Κύριε, αυτά τά λόγια σου ένθυμούμεθα διαρκώς.
Αυτά κρατοϋμεν ώς άγκυραν! Αυτά μάς παρηγορούν.
Εις τούς πειρασμούς, εις τάς μεγάλας τρικυμίας
τού βίου αυτή ή έλπίς μάς συγκρατεΐ. Σύ, ό
όποιος είς την μαινομένην θάλασσαν είπες «Σιώπα,
πεφίμωσο» (Μάρκ. 4,39) και ευθύς έγένετο γαλήνη
μεγάλη, σύ δύνασαι καί τώρα καί πάντοτε νά
καταπαύσης τάς ταραχάς καί τούς θορύβους τών
ψυχών μας, όποθενδήποτε καί έάν προέρχωνται.
Κύριε, έν μέσω τού κόσμου τούτου κλυδωνιζόμεθα,
άλλά δεν καταποντιζόμεθα δπως οί άθεοι καί άπιστοι.
Σύ είσαι έν μέσω ημών, σύ εΤσαι ή έλπίς μας,
σύ ή άγκυρά μας ή ασφαλής καί βεβαία.

Αυτήν τήν έλπίδα είχον οί απόστολοι. Αυτήν


οί μάρτυρες. Αυτήν τήν έλπίδα έκήρυττον οί μεγάλοι
τής Εκκλησίας πατέρες. Ούτως ό ί. Χρυσόστομος
είς τήν περίφημον ομιλίαν προ τής έξορίας (Έ.
Π. Migne 52,427 κ.έ.) προς τά πλήθη τών χριστιανών,
πού συνωστίζοντο έν τώ ναώ καί έκλαιον διά τον
βίαιον αποχωρισμόν, έλεγε-

«Πολλά τά κύματα και χαλεπόν τό κλυδώνιον,


άλλά δεν φοβούμεθα μήπως καταποντισθώμεν
διότι ίστάμεθα επί τής πέτρας. *Άς μαίνεται ή
θάλασσα, δεν δύναται νά διάλυση τήν πέτραν
ας έγείρωνται τά κύματα, τό πλοΐον τοϋ Ίησοϋ
246
δέυ δύνανται νά καταποντίσουν. Τί έχομεν νά
φοβηθώμεν; Εϊπατέ μοι. Τον θάνατον; “Έμοϊ
τό ζην Χριστός καί τό άποθανεϊν κέρδος” (Φιλ.
1,21). Ά λ λ ’ έξορίαν; “Τοϋ Κυρίου ή γή καί τό
πλήρωμα αυτής” (Ψαλμ. 23,1). ’Αλλά δήμευσιν
χρημάτων; “Ούδέν είσηνέγκαμεν είς τον κόσμον,
δήλον δτι ούδέ έξενεγκεΐν τι δυνάμεθα” (Α'
Τιμ. 6,7). Καί τα φοβερά τοϋ κόσμου μοϋ εΤνε
ευκαταφρόνητα καί τά εύχάριστα καταγέλαστα.
Δ εν φοβούμαι πενίαν, δεν έπιθυμώ πλούτον
δεν φοβούμαι θάνατον, δεν εύχομαι νά ζήσω
παρά μόνον διά τήν ιδικήν σας προκοπήν...
Μιαρέ καί παμμίαρε διάβολε! Πόσας ήττας δεν
έχεις μέχρι σήμερον ύποστή; Τρυφεραί παρθένοι
σ ’ έχουν νικήσει καί προσέφερον τον έαυτόν
των ολοκαυτώματα υπέρ Χρίστου. Δ εν άκουεις
τί λέγει ό Κύριος; “Ου γάρ είσι δυο ή τρεις
συνηγμένοι είς τό έμόν όνομα, έκεϊ είμι έν
μέσω αυτών” (Ματθ. 18,20). ΊΟπου δε τόσος
λαός εΐνε συνηθροισμένος καί συνεσφιγμένος
με τής αγάπης τά άγια δεσμό, δεν εΤνε παρών
ό Κύριος; ’Έχω αυτού ένέχυρον μήπως έχω
τάς έλπίδας μου είς τάς ίδικάς μου δυνάμεις;
Κρατώ είς τάς χεΐράς μου γραμματέϊον. Εκείνο
μοϋ εΐνε βακτηρία, έκέϊνο μοϋ εΐνε άσφάλεια,
έκεΐνο μοϋ εΐνε λιμήν άκύμαντος. Καν ή οικουμένη
ταράττηται, τό γραμματέϊον κατέχω· αυτό άναγινώ-
σκω· τά γράμματα έκεΐνα μοϋ εΐνε φρούριον
καί άσφάλεια. Ποια δε εΐνε ταϋτα; “Έγώ μ ε θ ’
υμών είμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντέλειας

247
τοϋ αίώνος”. Ό Χριστός εΐνε μαζί μου και
ποιον θά φοβηθώ; Καν κύματα κατ’ έμοϋ διεγείρη-
ται, καν πελάγη, καν άρχόντων θυμοί, είς έμέ
πάντα ταϋτα εΐνε άράχνης ευτελέστερα».

Ό δέ ί. Αυγουστίνος εις τό Κ Δ ' κεφάλαιον τών


μελετών τοϋ Κεκραγαρίου του μακαρίζει τούς αγίους,
οί όποιοι διεπέρασαν τό πέλαγος της θνητότη-
τος καί ήξιώθησαν νά φθάσουν εις τον λιμένα
τής άιδίου άναπαύσεως καί ασφαλείας, ευφραινόμενοι
έν εορτή καί πανηγύρει άτελευτήτω. Αυτών δέ
τών άγίων πρέπει νά ζητώμεν τάς προσευχής.

«Ώ άγιοι τοϋ Θεοϋ! Δεήθητε», λέγει, «δεήθητε


υπέρ ημών τών άθλιων και ταλαιπώρων, οί όποιοι
ζώμεν έν τώ βίω τούτω και κυμαινόμεθα ώς έν
σάλω και κλύδωνι. Ζώμεν εις την πολυτάραχον
κοινωνίαν, είς την οποίαν άρμόζει υά λεχθη τό
ψαλμικόν “Αϋτη ή θάλασσα ή μεγάλη καί ευρύχω­
ρο ς” (Ψαλμ. 103,25). Μία θάλασσα τρικυμιώδης
εΐνε καί ή παρούσα ζωή, είς τήν οποίαν έκτος
τών όφεων καί έρπετών, ών ούκ έστιν άριθμός,
έκτος τών ζώων τών μικρών καί τών μεγάλων,
έκτος δηλαδή τών ανθρωπίνων κακιών καί παθών,
κινείται καί ό δράκων ό άγριώτατος, ό σατανάς,
ό όποιος εΐνε έτοιμος νά μάς καταβροχθίση.
Είς αυτήν τήν θάλασσαν υπάρχουν τόποι πλήρεις
κινδύνων, Σκύλλαι καί Χαρύβδεις καί άλλοι πολλοί
άναρίθμητοι, είς τους οποίους καί ναυαγοϋν δσοι
δεν προσέχουν καί έχουν τήν πίστιν κλονισμένην».
248
Ή άκαταίσχυντος έλπίς

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΙ! Ό ταν έγένοντο οί


φοβεροί σεισμοί της Επτάνησου τό 1955, εις την
Κεφαλληνίαν έν τω ναω της άγίας Παρασκευής
Αηξουρίου συνέβη κάτι τό θαυμαστόν. Ό λα τά
έν τω ναω υπάρχοντα (παγκάρια, στασίδια, τέμπλα,
μανουάλια, πολυέλεοι) συνετρίβησαν κάτω από τον
σωρόν τών λίθων. 'Ένα μόνον έμεινεν δρθιον,
ώς καί πρότερον. Καί αυτό ήτο ό Εσταυρωμένος
τοϋ ίεροϋ βήματος.

Ό ρθιος ό Εσταυρωμένος έν μέσω τών ερειπίων!


Ή θέα αυτή τοϋ Εσταυρωμένου δεν σας συγκινεΤ;
ΕΤνε ώς διά σημείου ό ουρανός νά φωνάζη προς
όλους μας· 'Έλληνες! Καί έάν άκόμη ό εξωτερικός
κόσμος πού βλέπετε, ό υλικός πολιτισμός τών
ημερών μας, τά χωρία καί αί πόλεις, καταρρεύσουν
καί όλα γίνουν έρείπια, μη φοβείσθε. Ό ρθιος,
άθικτος, άς παραμείνη έν τη καρδία ημών ό
έσταυρωμένος καί άναστάς Χριστός. Φροντίζετε
νά μένη άσειστος ή προς αυτόν πίστις καί έλπίς.
Ούδέν ούσιαστικώς άπόλλυται δΓ όσους πιστεύουν
καί έλπίζουν είς αυτόν. Τό παν δμως άπόλλυται
έάν έκλειψη ή πίστις καί ή έλπίς. Αυτός, ό
έσταυρωμένος καί άναστάς Κύριος, εΤνε ή έλπίς,
καί «ή έλπίς» αϋτη «ου καταισχύνει» ('Ρωμ. 5,5).

249
ΣΤ.
"Ανάστασις
0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0
i ο ο ο ο * * * * * o o o o o o o o o o o o o o o o o o t

ιτατρις

«Χ ρ ισ τ ό ς άνέ στ η!
Και ή Ε λ λ ά ς άνέ στ η! »
(ό λαός)

Έ ρ γ ο ν Ε υ α γ γ έ λ ο υ Σ α ίτη
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
(ΥΠΟΔΟΥΛΟΙ ΕΙΣ ΤΟ ΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ)

ΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Αυτόν τον γλυκύτατον


χαιρετισμόν άπευθύνομεν προς όλους κατά
τήν αγίαν ημέραν τοϋ Πάσχα, κατά τήν οποίαν
οί καμπάνες κτυποϋν χαρμοσύνως διά νά διαλαλή-
σουν είς τον κόσμον τήν νίκην και τον θρίαμβον
τοϋ Χριστοϋ κατά τής άμαρτίας καί τοϋ θανάτου.
Χριστός άνέστη· δύο λέξεις. ’Αλλά πόσον νόημα
έγκλείουν αί δύο αύταί λέξεις! Περικλείουν νόημα,
τό όποΤον διά νά άναπτυχθή θά έχρειάζετο νά
γίνουν πολλαί όμιλίαι καί νά γραφούν πολλά
βιβλία. Καί πάλιν δμως δεν θά έξηντλεΤτο ό
άπειρος πλούτος τών θείων νοημάτων, ό «άνεξιχνία-
στος πΑοϋτος τοϋ Χριστοϋ» (Έφεσ. 3,8).

'Η παρηγορία τών υποδούλων

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Αί δύο αύταί λέξεις ήκούοντο


μέ άπερίγραπτον συγκίνησιν είς τάς προηγουμένας
252
γενεάς. Ιδίως ό πασχάλιος αυτός χαιρετισμός προεκά-
λει ρίγη συγκινήσεως είς τον λαόν μας δταν ήτο
δοϋλος ύπό τήν ήμισέληνον τών Τούρκων. Εις
τά μέρη τής Μακεδονίας, άλλά περισσότερον είς
τά μακρινά μέρη τής ’Ανατολής, είς τήν Μικράν
’Ασίαν καί είς τον Πόντον, δπου οί χριστιανοί
ήσαν ύποχρεωμένοι νά ζοϋν έν μέσω πυκνού
πληθυσμού φανατικών μουσουλμάνων, οί χριστιανοί
ύπέφερον τά πάνδεινα. ’Αν ήσαν άλλοι είς τήν
θέσιν των, θά εΤχον άλλαξοπιστήσει· θά είχον
γίνει Τούρκοι καί θά έζων μέ δλας τάς ανέσεις.
Ά λ λ ’ οί χριστιανοί είς τά υπόδουλα αύτά μέρη
έπροτίμησαν τον σταυρόν από δλα τά αγαθά τοϋ
κόσμου. Έ μειναν πιστοί καί άφωσιωμένοι είς τήν
πίστιν των. Έπίστευον δτι μίαν ημέραν τά δεινά
των θά τελειώσουν, καί τον σταυρόν θά διαδεχθή
ή άνάστασις. Έπίστευον, δτι ό Χριστός οπωσδήποτε
θά νικήση τήν βάρβαρον θρησκείαν, καί είς ξηράς
καί πελάγη θά λάμψη πάλιν ή δόξα τοϋ σταυρού.

Έπίστευον οι αείμνηστοι έκεΤνοι πρόγονοί μας


είς τον Θεόν. Έπίστευον είς τον Χριστόν, ό οποίος
έσταυρώθη καί άνέστη. Δ έν είχον ούδεμίαν αμφιβο­
λίαν. Διά τούτο καί τό «Χριστός άνέστη» ήκούετο
είς τήν μαρτυρικήν μας πατρίδα μέ ρίγη συγκινήσεως.
Μέσα είς τάς ταπεινάς εκκλησίας, τάς οποίας μετά
μυρίων βασάνων έπέτρεπεν ό κατακτητής νά κτίζων-
ται, οί άγράμματοι άλλ’ εύλαβείς ιερείς τών χρόνων
έκείνων τήν νύκτα τής Άναστάσεως, ψάλλοντες
τό «Δεύτε λάβετε φως έκ τοϋ άνεσπέρου φωτός...»,
253
έκάλουν τον σκλαβωμένον λαόν ν’ άνάψη τάς
λαμπάδας του και μέσα εις τήν πλουσίαν εκείνην
φωτοχυσίαν, πού μετέβαλλε τήν νύκτα εις ήμέραν,
τό «Χριστός άνέστη» ήκούετο εξ δλων τών στομάτων.
Ήκούετο ώς βροντή, ώς κρότος τηλεβόλου, πού
προειδοποιεί δτι, δσον καί άν φαίνεται μεγάλη ή
νύξ καί απέραντος ή σκλαβιά καί ατελείωτα τά
μαρτύρια, θά έλθη ή ημέρα τής έλευθερίας. Ό
Χριστός δεν άπέθανεν, άλλά ζή καί βασιλεύει εις
τούς αιώνας, καί χαρίζει τήν νίκην είς εκείνους
πού πιστεύουν.

Αύτή ή πίστις ήτο ή αστείρευτος πηγή, εκ τής


οποίας ήντλουν συνεχώς πνευματικός δυνάμεις.
Χωρίς τήν πίστιν αύτήν είς τον έσταυρωμένον καί
άναστάντα Χριστόν ό ελληνισμός θά είχε σβήσει.

’Αναστάσιμος ομολογία

ΕΙΣ ΕΝΑ εκ τών μαρτυρολογίων τών χρόνων


εκείνων άναγινώσκομεν τό εξής περιστατικόν.

Ένας χριστιανός νέος έπιέζετο πολύ από τούς


Τούρκους ν’ άλλάξη πίστιν καί νά γίνη μωαμεθανός.
Ό νέος κατ’ άρχάς προσεποιήθη δτι δέχεται ν’
άλλαξοπιστήση καί ν’ άσπασθή τήν θρησκείαν
τοϋ Μωάμεθ. Ά λ λ ’ έζήτησε χάριν από τούς Τούρκους
νά κάνη τήν ομολογίαν του είς επίσημον ήμέραν.
Έζήτησε νά τον άφήσουν τήν ήμέραν τοϋ Πάσχα,
δτε θά έώρταζον οί χριστιανοί, ν’ άνέλθη είς τό τζαμί
καί άπ’ εκεί επάνω νά φωνάξη· «Ένας εΤνε ό
254
’Αλλάχ, καί ένας ό προφήτης αύτοΰ ό Μωάμεθ».
Οι Τούρκοι, χωρίς νά ύποψιασθοϋν τί θά έκανε
ό νεαρός χριστιανός, έδέχθησαν. 05 χριστιανοί,
πού καί αυτοί δεν έγνώριζον τον μυστικόν σκοπόν
τοϋ νέου, είχον λύπην βαθυτάτην, διότι ό νέος
αυτός θά έβεβήλωνε τήν έορτήν με μίαν δημοσίαν
άρνησιν τοϋ Χριστοϋ. Διά τοϋτο τήν ήμέραν τοϋ
Πάσχα έκλείσθησαν είς τάς οικίας των καί δεν
έξήλθον είς τούς δρόμους καί τάς πλατείας.

Καί ό νέος; Ήρνήθη τον Χριστόν; 05 Τούρκοι


αυτό άνέμενον, καί είχον συγκεντρωθή δλοι είς
τήν πλατείαν. Ό νέος άνήλθε μέ γοργόν βήμα
επάνω είς τό τζαμί. Ό ταν δέ έφθασεν εις τήν
κορυφήν, ήνοιξεν άπ’ εκεί τό στόμα του καί
μέ δλην τήν δύναμιν τών πνευμόνων του ήρχισε
νά ψάλλη γλυκύτατα-

«Χριστός άνέστη έκ νεκρών


θανάτω θάνατον πατήσας
καί τοϊς έν τοΐς μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος».

Οί Τοΰρκοι, οί οποίοι δέν άνέμενον τοιοϋτον πράγμα,


έφρύαξαν άπό τήν κακίαν των. Ά λλά μέχρις δτου
άνέλθουν επάνω είς τον μιναρέ καί τον ρίψουν
κάτω διά νά τον θανατώσουν, ό νέος έπρόλαβε
καί έψαλε πολλάς φοράς τό «Χριστός άνέστη».

Τί ήρωισμός! Έν μέσφ τόσου πλήθους φανατικών


255
Τούρκων, επάνω από τό τζαμί, ένας νέος νά ψάλλη
βροντοφώνως τό «Χριστός άυέστη»! Καί δεν ήτο.
παρακαλώ, ό νέος αυτός ό μόνος χριστιανός, ό
οποίος μέ κίνδυνον τής ζωής του έψαλε τό «Χριστός
άνέστη» κατά τούς χρόνους τής σκλαβιάς. Ήσαν
πολλοί οί ήρωες πού έμαρτύρησαν καί άφησαν
256
τήν τελευταίαν των πνοήν ψάλλοντες τό «Χριστός
άνέστη».

Ή πίσχις τών προγόνων μας

ΕΠΙΣΤΕΥΟΝ οί άνθρωποι εκείνοι είς τήν άνάστα-


σιν τοϋ Χρίστου. Τόση ήτο ή πίστις καί ή αγάπη
των είς τον Χριστόν, ώστε ό Χριστός ήτο διαρκώς
μέσα είς τον νοϋν καί τήν καρδίαν των. Ήσθάνοντο
ζωηρώς τήν παρουσίαν του. Ώ ς νά τον έβλεπον,
νά τον ήγγιζον καί νά ήκουον τήν γλυκέΐαν
φωνήν του.

Ό Χριστός ώς φίλος καί ώς πατήρ φιλόστοργος


τάς αγίας ημέρας τοϋ Πάσχα ήτο πλησίον των.
Τούς παρηγόρει, τούς ηύλόγει καί τούς ένίσχυεν.
Έ ζω ν κάτω άπό τήν ζωντανήν παρουσίαν του καί
έπρόσεχον νά μή λυπήσουν τον ήγαπημένον των
Χριστόν ούτε μέ κακός πράξεις ούτε μέ άπρεπεΤς
λόγους ούτε μέ πονηράς σκέψεις. Χριστός είς τήν
εκκλησίαν, αλλά Χριστός καί είς τον οίκον, πού
ήτο καί αυτός μία μικρά εκκλησία. Χριστός είς
τάς πασχαλινός τραπέζας των. Χριστός είς τάς
αθώας διασκεδάσεις των, είς τά ώραΐα έθιμά των
πού εύωδίαζον λιβάνι καί θυμάρι. Χριστός είς τήν
διάνοιαν, Χριστός είς τήν καρδίαν, Χριστός είς τά
χείλη, Χριστός είς δλην τήν συμπεριφοράν των.
Έ ζω ν τόσον έντόνως οί χριστιανοί εκείνοι τήν
άνάστασιν τοϋ Χριστοϋ, ώστε ό μόνος χαιρετισμός
πού ήκούετο άπό τήν ήμέραν τής Άναστάσεως

9 Π Α Σ Χ Α 257
έως τήν ήμέραν τής Άναλήψεως ήτο τό «Χριστός
άνέστη». Έ να «Χριστός άνέστη», τό οποίον έξήρχετο
από τήν καρδίαν καί έσκόρπιζε τό άρωμα τής
άγιωσύνης.
Χριστός είς τήν Μακεδονίαν, είς τήν Θράκην,
είς τήν Μικράν Άσίαν, είς τον Πόντον καί είς
δλην τήν μαρτυρικήν μας πατρίδα τά χρόνια εκείνα
τής σκλαβιάς.
Πάσχα Κυρίου! Νά έτόλμα κανείς τήν άγίαν
εκείνην ήμέραν ν’ άνοιξη τό στόμα του είς τά
μαρτυρικά καί άγιασμένα μέρη διά νά βλασφημήση
τον Χριστόν; Καί μία μόνον βλασφημία νά ήκούετο,
θά έπροκάλει φρίκην, καί ό βλάσφημος δεν θά
ήδύνατο νά ζήση έν μέσω αυτών. Μόνος του θά
ήναγκάζετο νά φύγη μακράν.

Υπάρχει σήμερον πίστις

ΕΙΔΟΜΕΝ, άγαπητοί άναγνώσται, εί'δομεν πώς


έώρταζον ο! χριστιανοί τής μαρτυρικής μας πατρίδος
τήν Άνάστασιν κατά τούς χρόνους τής σκλαβιάς.
Εί'δομεν τήν πίστιν καί τήν άφοσίωσίν των είς τον
Χριστόν. Εί'δομεν τούς ήρωας καί τούς μάρτυρας,
πώς έβροντοφώνουν είς τον βάρβαρον έκεΐνον
κατακτητήν τό «Χριστός άνέστη». Εί'δομεν καί έθαυ-
μάσαμεν. Ά λ λ ’ άς έλθωμεν είς τάς ημέρας μας
καί άς ’ίδωμεν πώς έορτάζομεν ημείς οί νεώτεροι
Έ λ λ η ν ες χριστιανοί είς τήν έλευθέραν πατρίδα μας.

Τό Πάσχα, δπως τό έορτάζομεν σήμερον, έχει


258
καμμίαν ομοιότητα μέ τό Πάσχα πού έώρταζον
οϊ χριστιανοί εκείνοι; Βεβαίως άπό τό περιεχόμενον
της πίστεως τίποτε δεν ήλλαξε. Τά ί'δια γράμματα,
τά ίδια βιβλία, ή ιδία λειτουργία, οί ίδιοι ύμνοι,
αϊ αύταί ψαλμφδίαι. Ναί, άλλ’ υπάρχει σήμερον
εις τούς χριστιανούς ή πίστις πού ύπήρχεν εις
τούς χριστιανούς τής έποχής εκείνης; Υπάρχει ή
ιδία αγάπη καί άφοσίωσις εις τον Χριστόν; Υπάρχει
ό Τδιος χριστιανικός ηρωισμός καί ή ιδία αυταπάρνη­
σή;

’Άς ρίψωμεν ένα βλέμμα είς την σύγχρονον


κοινωνίαν.

Ή πίστις εκείνη των προγόνων μας έχει μειωθή


κατά πολύ. Δ εν είνε πλέον θερμή καί ζωογόνος.
Τό θερμόμετρόν της έχει σημειώσει πτώσιν. Πλησιά­
ζει εις τό μηδέν. Εις πολλάς καρδίας, αν κρίνωμεν
άπό τούς λόγους καί τά έργα, θά ίδωμεν ότι έχει
σβήσει. Τί συνέβη; Συμφορά μεγάλη. ’Άνθρωποι
πού μετέβησαν είς τό εξωτερικόν καί έσπούδασαν
εϊς τά ξένα πανεπιστήμια καί ήκουσαν άπιστους
καί άθέους καθηγητάς, καί έζησαν την διεφθαρμένην
ζωήν των μεγάλων πόλεων τής Δύσεως, αλλά
καί άνθρωποι πού δεν μετέβησαν εϊς τό εξωτερικόν,
άλλ’ έσπούδασαν εϊς ϊδικά μας πανεπιστήμια καί
ήκουσαν καί έδιάβασαν βιβλία άθέων καί άπιστων,
εκτός άπό όλίγας έξαιρέσεις, διεσκορπίσθησαν εϊς
δλον τό έθνος καί ώς «εγγράμματοι» έσπειραν εϊς
259
την ψυχήν τοϋ λαοϋ μας τον κατηραμένον σπόρον
τής απιστίας και αθεΐας.

Θεός, εΤπον οί άθεοι αυτοί, δεν υπάρχει. Καί


άφοϋ δεν υπάρχει Θεός, οΰτε Χριστός υπάρχει,
οΰτε άνάστασις, οΰτε αθανασία ψυχής, οΰτε μέλλου-
σα ζωή, οΰτε κόλασις, οΰτε παράδεισος. Ό λα είνε
ψέματα...

Καί τί λοιπόν υπάρχει, κατά τούς κυρίους αυτούς;

Μόνον ή ΰ λ η ! Μόνον αυτά πού βλέπομεν,


αυτά πού άκούομεν καί αισθανόμεθα με τάς πέντε
αισθήσεις, μόνον αυτά πού ζώμεν καί άντιλαμβανόμε-
θα. Ή ΰλη, καί μόνον ή ΰλη. Σύνθημα- «Φάγωμεν,
πίωμεν, αϋριον yap άποθνήσκομεν».

’Αλλά μόνον ΰλη υπάρχει; Άλλοίμονον, εάν


υπήρχε μόνον ΰλη! Ό άνθρωπος θά ήτο τότε τό
δυστυχέστερον πλάσμα εις τήν γήν. Δ εν εΤνε δμως
μόνον ΰλη ό άνθρωπος. Δ εν είνε μόνον σάρκες
καί οστά. Δ εν είνε μόνον στόμαχος καί κοιλία.
Ό άνθρωπος δεν είνε ως ό κόραξ, ό οποίος
δταν φάγη σάρκας πτωμάτων χορταίνει. Ό άνθρωπος
δεν είνε ώς ό χοίρος, τοϋ όποιου ή χαρά είνε
νά κυλιέται μέσα εις τήν λάσπην καί εις τον
βόρβορον. Ό άνθρωπος δεν χορταίνει μόνον με
τήν ΰλην. ΖητεΤ πράγματα ανώτερα, καί τά πράγματα
αυτά υπάρχουν πέρα από τήν ΰλην. Υπάρχουν,
καί άς μή τά βλέπωμεν, άς μή δυνάμεθα νά τά
μετρήσωμεν καί νά τά ζυγίσωμεν με τά ίδικά μας
260
μέτρα. Υπάρχουν πράγματα αξιοθαύμαστα, τά όποΤα
δεν συμπεριλαμβάνονται εις τό βασίλειον τής ΰλης.
Υπάρχουν αόρατοι πραγματικότητες. Καί δπως εϊς
τον ουρανόν υπάρχουν αστέρες, τούς οποίους δεν
διακρίνομεν με γυμνόν οφθαλμόν αλλά βλέπει
κανείς αυτούς μέ τό τηλεσκόπιον καί θαυμάζει,
έτσι υπάρχουν άόρατοι πραγματικότητες. Υπάρχει
Θεός, υπάρχει Χριστός, υπάρχουν άγγελοι καί άρχά-
γελλοι, υπάρχει ψυχή άθάνατος, υπάρχει αϊωνία
ζωή, κόλασις καί παράδεισος. ’Αλλά διά νά αϊσθανθή
κανείς τά υπερφυσικά αυτά πράγματα, πρέπει νά
εΤνε έφωδιασμένος μέ κατάλληλον τηλεσκόπιον.
Τό δε τηλεσκόπιον αυτό εΤνε ή π ί σ τ ι ς . Ό ποιος
πιστεύει, αυτός βλέπει καί αισθάνεται πράγματα,
τά οποία δεν βλέπει καί δεν αϊσθάνεται ό άπιστος.
Διά τούτο ό Χριστός είπε- «Μακάριοι οί μή ιδόντες
και πιστεύσαντες» (Ίωάν. 20,29). Καί λέγει ό Χριστός
τον λόγον αυτόν, όχι διότι περκρρονεί την γνώσιν
καί την έπιστήμην, άλλά διότι ύπεράνω τής γνώσεως
καί τής έπιστήμης εΤνε ή πίστις. Αυτή εΤνε ή έκτη
αϊσθησις, την όποιαν έχει ό πιστός.

’Απιστία καί βεβήλωσις

ΩΣ ΠΡΟΣ ΔΕ την άνάστασιν τού Χριστού, την


οποίαν τόσον πολεμούν οϊ άθεοι καί άπιστοι, έχομεν
νά παρατηρήσωμεν, δτι ή άνάστασις τού Χριστού
εΤνε ένα γεγονός ιστορικόν. ΕΤνε ένα γεγονός, τό
οποίον μαρτυρέίται όσον κανένα άλλο γεγονός
τής ιστορίας. Ά νέστη ό Χριστός! Τό φωνάζει ό
261
κενός τάφος. To φωνάζουν τά όθόνια και τό
σουδάριον. Τό φωνάζει ή Μαρία ή Μαγδαληνή.
Τό φωνάζουν οί μαθηταί. Τό φωνάζει άκόμη και
ό δύσπιστος Θωμάς, ό όποιος ήγγισε τον Κύριον
με τάς χεϊράς του. Τό φωνάζει καί ένας, ό οποίος
έπολέμησε τον Χριστόν με Λύσσαν, αλλά κατόπιν
τον είδε καί τον ήκουσε καί έπίστευσε, καί έγινεν
ό θερμότερος κήρυξ της Άναστάσεως, ώστε διήλθε
πανταχοϋ καί δπου Υστατο έκήρυττεν. Έκήρυττεν,
ότι ό Χριστός επαθε δύ ημάς καί άνέστη. Καί
αυτός είνε ό απόστολος Παύλος. Ό απόστολος
Παύλος είνε μία εκ των τρανότερων αποδείξεων
της άναστάσεως τού Χριστού. ’Αλλά δεν είνε αυτή
ή μόνη.

Χριστός άνέστη. Τό φωνάζει ή Εκκλησία, ή


όποία είνε τό ορατόν σώμα τού Χριστού, ή Εκκλησία
των μαρτύρων καί των ομολογητών, οι όποιοι με
τό «Χριστός άνέστη» παρέδωκαν την ψυχήν των
εις τον Κύριον. Ουδέποτε ψεύδος ήδύνατο νά
δημιουργήση μίαν τοιαύτην θυσίαν συνδυασμένην
με άνωτέραν, πνευματικήν, θείαν, υπερφυσικήν ζωήν.
Ά ν δύναται κανείς νά μετρήση τάς άκτίνας τού
ήλίου, άλλο τόσον δύναται νά μετρήση τάς άποδείξεις
τής άναστάσεως τού Χριστού. Είς όσους θέλουν
νά γνωρίσουν άποδείξεις τής ’Αναστάσεως, συνιστώ-
μεν νά μελετήσουν τό βιβλίον τού άειμνήστου
σοφού καθηγητού τής θεολογίας Π. Τρεμπέλα
«Απολογητικοί μελέται» (τόμ. Ε', Ά θήναι 1973,
σελ. 546-617).
262
Ά λλα δυστυχώς ή πίστις αυτή εις τήν άνάστασιν
τοϋ Χρίστου δεν υπάρχει πλέον εις τούς πολλούς.
Καί τούτο άντιλαμβάνεται κανείς εκ τού τρόπου,
μέ τον οποίον έορτάζουν οί πολλοί τήν αγίαν
αυτήν ημέραν. Όπως τό δένδρον γνωρίζεται κυρίως
εκ των καρπών πού παράγει, έτσι καί ή πίστις ή
αληθινή φανερώνεται άπό τάς εκδηλώσεις δλου
τού έτους, άλλ’ ιδιαιτέρως τής ημέρας τού Πάσχα.
Οι «μοντέρνοι» άνθρωποι τής έποχής μας δλον
τό έτος δέν πατούν εϊς τήν έκκλησίαν. Τήν νύκτα
τής Άναστάσεως πηγαίνουν. Μένουν έως τό τέλος;
Μένουν διά ν’ άκούσουν τήν έμπνευσμένην ομιλίαν
τού ϊ. Χρυσοστόμου; Μένουν διά νά κοινωνήσουν
τά άχραντα μυστήρια; Ό χι. ’Αδιάφοροι καί άνυπόμο-
νοι δπως εΤνε, περιμένουν πότε θ ’ άκουσθή τό
«Χριστός άνέστη» καί άμέσως φεύγουν. Εντός τού
ναού παραμένουν έλάχιστοι. Καί πολλοί άλλοι
δέν πατούν καθόλου εϊς τήν έκκλησίαν, άλλά μέ
τά αυτοκίνητά των άναχωροΰν δι’ έκδρομάς τρέχοντες
ϊλιγγιωδώς καί άκούουν τό «Χριστός άνέστη» εϊς
τούς δρόμους, εϊς τά ξενοδοχεία καί εϊς... τά νυκτερινά
κέντρα!
Πώς δέ οι άνθρωποι αυτοί διέρχονται τήν μεγάλην
αυτήν έορτήν τού Πάσχα; Δ έν εΤνε υπερβολή νά
εϊπωμεν, δτι διέρχονται τήν ημέραν αυτήν χωρίς
έννοιαν Χριστού. Καί αυτό άκόμη τό «Χριστός
άνέστη», τό οποίον άλλοτε ήκούετο έπί τεσσαράκοντα
ημέρας εϊς τήν μαρτυρικήν μας πατρίδα, τώρα
μόλις άκούεται, ψυχρώς καί άτόνως, έκ συνήθειας
καί οχι έκ πίστεως. Καί δέν είνε ολίγοι αυτοί πού
263
τό έχουν σβήσει τελείως από τό λεξιλόγιόν των
καί τό έχουν αντικαταστήσει με τό «Χρόνια πολλά».
Φαγοπότια μέχρι διαρρήξεως στομάχου, άσωτίαι,
μέθαι, αισχρά άσματα, έξαλλοι χοροί καί οργιώδη
πάρτυ, άσεμνοι διασκεδάσεις, κραιπάλαι, άσχημίαι
καί άπρέπειαι, πορνεΐαι καί μοιχείαι καί άλλα ακατονό­
μαστα έργα, μίση καί φιλονικίαι, ατυχήματα καί
φόνοι, δλα τά κακά σμίγουν καί, τό φρικτότερον
έξ δλων, βλασφημίαι πληρούν δλον τό εικοσιτετράω­
ρον τής μεγάλης αυτής έορτής τής χριστιανοσύνης.
’Έτσι ή άγια αυτή ήμερα γίνεται ημέρα πολύ
αμαρτωλή. ’Από λευκή γίνεται μαύρη. Άμφιβάλλο-
μεν εάν εις άλλην ημέραν τοϋ έτους οί σημερινοί
χριστιανοί κάνουν τόσας άμαρτίας, δσας κάνουν
κατ’ αυτήν τήν άγίαν ήμέραν. Πάσχα χωρίς Χριστόν!
Καί τό «Χριστός άνέστη» γίνεται αφορμή διά κοσμι­
κήν, είδωλολατρικήν έορτήν καί πανήγυριν, ως
έκεΤναι τάς οποίας έώρταζον οϊ είδωλολάτραι πρόγο­
νοί μας τήν άρχαίαν έποχήν. Είδωλολάτραι μετά
Χριστόν!

Συμφορά ό υλισμός

ΤΟ ΠΑΣΧΑ, χριστιανική έορτή, έμεινε πλέον


εις τάς ημέρας μας διά τούς πολλούς μία έορτή
χωρίς χριστιανικόν περιεχόμενον. Ό μοιάζει με μίαν
φιάλην, ή όποία άλλοτε ήτο πλήρης άρώματος
καί με τό άνοιγμά της καί μόνον έσκόρπιζεν
ευωδίαν, άλλ’ ή φιάλη έξεκενώθη πλέον, τό άρωμα
έχύθη καί αυτή έγέμισεν από άκάθαρτον υλην,
264
και επ’ αυτής έμεινε μόνον η έτικέττα μέ τήν
λέξιν «άρωμα». Ά λλοίμονον! κάνομεν αντίθετα άπό
έκεΤνα πού μάς Λέγει ό Χριστός.

Λυπείται κανείς, δταν τήν αγίαν αυτήν ημέραν


κάνει αναδρομήν εϊς τό παρελθόν και ένθυμείται
πώς έώρταζον οϊ πρόγονοί μας κατά τούς χρόνους
τής σκλαβιάς, και πώς έορτάζομεν ημείς σήμερον
έν μέσω έλευθέρας πατρίδος. Υπόδουλοι εκείνοι
σωματικώς, ήσαν ψυχικώς ελεύθεροι. Ε λεύθεροι
ημείς έξωτερικώς, έγίναμεν σκλάβοι έσωτερικώς
και δουλεύομεν εϊς τάς κακίας καϊ εϊς τά πάθη
μας. Καϊ τυφλώς καϊ άναισθήτως όνομάζομεν τήν
ύποδούλωσιν εϊς τά πάθη μας ελευθερίαν. Μεγάλη
ή συμφορά μας. Καϊ τό κακόν, ως εϊπομεν, ήρχισεν
άπό τούς μορφωμένους καϊ έπιστήμονας, οϊ όποιοι
έσκόρπισαν εϊς τήν ψυχήν τού λαού μας τον
κατηραμένον σπόρον τής άθεί'ας καϊ άπιστίας. Ταϋτα
μάς κάνουν να ένθυμηθώμεν τήν προφητείαν, οτι
«Τά άθεα γράμματα θά καταστρέφουν τον κόσμον».

Οϊ ύλισταί, οϊ άθεοι καϊ άπιστοι, πού άρνοϋνται


τον Χριστόν καϊ τήν άνάστασίν του, αυτοί εΤνε ή
μεγάλη συμφορά. Αύτοϊ εΤνε οϊ μεγαλύτεροι εχθροί
τού γένους μας. Αύτοϊ εΤνε οϊ νέοι βάρβαροι.
Αύτοϊ εΤνε χειρότεροι καϊ άπό τούς Τούρκους
άκόμη, διότι αύτοϊ θέλουν νά εκριζώσουν μέσα
άπό τάς καρδίας τών Ε λλήνω ν τήν πίστιν εϊς τον
Χριστόν, τήν οποίαν δέν ήδυνήθησαν νά έκριζώσουν
μέ δλα τά μαρτύρια οϊ Τούρκοι κατά τούς χρόνους
265
τής σκλαβιάς. Και αν έκριζωθή ή πίστις από τάς
καρδίας, τότε ή Ε λλά ς θά χάση τήν θρησκευτικήν
και έθνικήν της ταυτότητα, με τήν οποίαν διεκρίνετο
έξ δλων των έθνών διά μέσου δλων των εποχών.
Θά γίνη ένα κράτος υλιστών, άθεων και απίστων.

Ό Χριστός ζη, νίκα και βασιλεύει


ΑΛΑ’ ΟΧΙ! Ή Ελλάς, ή αγαπητή μας πατρίς,
δεν πρέπει νά έχη τοιοϋτον κατάντημα. Οί νεοβάρβα-
ροι δεν πρέπει νά περάσουν. Ό σοι πιστεύομεν
εις τον Χριστόν και εις τήν άγίαν του άνάστασιν,
ας έξυπνήσωμεν άπό τον βαθύν ύπνον. Ά ς γίνωμεν
καί πάλιν ζωντανοί χριστιανοί, δπως οί χριστιανοί
τών ηρωικών χρόνων τής πατρίδος. Ά ς μιμηθώμεν
τό παράδειγμα του ηρωικού νέου, ό όποιος έπί
θυσία τής ζωής του έψαλεν επάνω άπό τό τζαμί
κατά τήν ημέραν τοϋ Πάσχα τό «Χριστός άνέστη».

Καί ημείς, μικροί καί μεγάλοι, ανδρες καί γυναίκες,


νέοι καί μικρά παιδιά, ας έχωμεν τό θάρρος,
παντού δπου ίστάμεθα, με τον λόγον καί με τά
έργα μας, με τήν καθημερινήν μας προσπάθειαν
καί με τον καθημερινόν αγώνα, πού πρέπει νά
διεξάγωμεν κατά τής νεοειδωλολατρίας καί τοϋ
νεοβαρβαρισμοϋ, νά άποδείξωμεν, ότι ό Χριστός,
όχι μόνον είς τάς παλαιάς γενεάς αλλά καί είς
τήν σημερινήν μας γενεάν, δεν άπέθανεν, δπως
λέγουν οί ύλισταί καί άθεοι τοϋ αίώνός μας, αλλά
ζή καί νίκα καί βασιλεύει.
Χριστός άνέστη!
266
ΑΝΑΣΤΗΤΩ ΤΟ ΕΘ Ν Ο Σ
(ΕΚ ΤΑΦΟΥ ΔΟ ΥΛ ΕΙΑ Σ ΤΕΣΣΑΡΩ Ν ΑΙΩΝΩΝ)

«Άναστήτω ό Θεός, και διασκορπισθήτω-


σαν οί εχθροί αύτοϋ, καί φυγέτωσαν
άπό προσώπου αύτοϋ οι μισοϋντες αύτόυ»
(Ψαλμ. 67,2)

ΤΙ, αγαπητοί μας άναγνωσται, δ,τι εΐχον νά


7 κάνουν εναντίον τοϋ Ίησοϋ οί εχθροί του,
τό επραξαν. Τό επιτελικόν σχέδιον της έξοντώσεως
έξετελέσθη μέχρι τελευταίας λεπτομερείας. Ό Ι η ­
σούς, του οποίου ή φωνή κάποτε ύψώθη ώς
φραγγέλιον και έσεισε τάς καρδίας των μεγάλων
ενόχων τοΰ ϊσραηλτπκοΰ έθνους, τώρα έν μέσω
ληστών, αδύνατος, ώς μη έχων «είδος ούδέ κάλλος»
(Ήσ. 53,2), περκρρονημένος, έγκαταλελειμμένος υπό
πάντων, παρουσιάζων θέαμα ικανόν να ραγίση
και τούς βράχους τοϋ Γολγοθά, εκπνέει και παραδίδει
τό πνεϋμα είς τον ουράνιον Πατέρα ό Μέγας Μάρτυς.

Οί ένοχοι ήσυχοι

«Τετέλεσται» (Ίωάν. 19,30)! Οί εχθροί, πού ήσαν


267
κάτω άπό τον σταυρόν και ήκουσαν χωρίς νά
έννοήσουν την πλήρη βαθυτάτων έννοιών λέξιν
ταύτην τοϋ Θεανθρώπου, έφαντάσθησαν δπ τό
γλυκύ στόμα τοϋ Διδασκάλου τής Γαλιλαίας θά
έσίγα αιωνίως, ή φωνή του θά έθάπτετο μέσα εις
τον τάφον καί ή άγία του μορφή θά έλησμονεττο
διά παντός. Τις θά ήδύνατο ν’ άναστήση νεκρόν
έκ τοϋ τάφου; Ό χι! Δ εν θά ήκούετο πλέον ή
φωνή του συναρπάζουσα τά πλήθη. Δ εν θά έτελοϋν-
το πλέον θαύματα πού προεκάλουν τον γενικόν
θαυμασμόν τοϋ λαοϋ...

’Αλλά, διά παν ενδεχόμενον, «κουστωδία» στρατι­


ωτών έστάλη διά νά φυλάξη τον τάφον. Καί οί
γραμματείς, οί φαρισαίοι, οί σαδδουκαΐοι, ό Άννας,
ό Καϊάφας, ό Ηρώδης καί δλοι εν γένει οί εχθροί,
οί όποιοι είχον συντελέσει εις τήν έξόντωσίν του,
άναχωροϋν έκ τοϋ λόφου τοϋ Γολγοθά, άπέρχονται
είς τά μεγαλοπρεπή των μέγαρα καί κοιμώνται
ήσυχοι. ΕΤχον άλλωστε αρκετά κοπιάσει με τήν
ύπόθεσιν αυτήν τοϋ Ναζωραίου. Τώρα, πού αυτός
έκλείσθη καί έσφραγίσθη εντός τής σκοτεινής φυλα­
κής τοϋ τάφου, κοιμάσθε ήσυχοι, ώ μεγάλοι ένοχοι!
’Ώ εάν έτελείωνον τά πράγματα μέχρι τοϋ τάφου,
πόσον ευτυχείς θά ήσαν δλοι οί κακοϋργοι!...

Ό ’Α θ ώ ο ς άνίσταται

ΑΛΔΑ ΟΧΙ! Μέσα άπό τον τάφον έρχεται μήνυμα


τεράστιον, μήνυμα πού συνεκλόνισε καί έξακολουθεΤ
νά συγκλονίζη τον κόσμον, μήνυμα πού μεταδίδει
268
τρόμον εις τούς ενόχους, χαράν εις τούς άθώους,
θάρρος εις τούς μαχητάς, άγαλλίασιν εϊς τά τέκνα
τοϋ Θεού, μήνυμα πού έχει τήν σφραγίδα τής
άληθείας, και ούδεμία αργόσχολος κριτική θά δυνηθή
ποτε νά μειώση τήν δύναμίν του. Και τό μήνυμα
αυτό εΤνε τό

«Χριστός άνέστη έν νεκρών,


θανάτω θάνατον πατήσας
και τοΐς έν τοϊς μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος».
Ά πό τήν στιγμήν πού ήκούσθη τό «Χριστός
άνέστη» ό θάνατος, τον οποίον έτρεμον οϊ εϊδωλολά-
τραι, έχασε τήν τρομερόν του δψιν. Αϊ κατακόμβαι
τής 'Ρώμης, αί όποΐαι έδέχοντο τά ιερά λείψανα των
χιλιάδων μαρτύρων τής νέας πίστεως, άνδρών, γυναι­
κών καί παιδιών, ονομάζονται πλέον όχι νεκροταφεία
αλλά κοιμητήρια, διότι συμφώνως προς τήν χριστιανι­
κήν άντίληψιν, ό θάνατος, ό προσωρινός δηλαδή
χωρισμός τοϋ σώματος άπό τήν ψυχήν, δέν εΤνε
έξαφάνισις άλλ’ ύπνος. «Ό ΰπνος τί εϊνε; Μικρός
θάνατος, καί ό θάνατος μεγάλος ΰπνος», έκήρυπεν
ό περιώνυμος ιεραπόστολος των νεωτέρων χρόνων,
ό Κοσμάς ό Αϊτωλός. Ό δέ κορυφαίος των άποστό-
λων τοϋ Χριστοϋ, ό απόστολος Παϋλος, πού αντίκρυ -
ζε καθημερινώς τον θάνατον υπό τήν άγριωτέραν
μορφήν του, τήν μορφήν τοϋ μαρτυρίου, έγραφε'
«Κατεπόθη ό θάνατος είς νίκος. ποϋ σου, θάνατε,
τό κέντρον; ποϋ σου, αδη, τό νϊκος;» (Α' Κορ.
15,55). Θάνατε, δέν σέ φοβούμεθα.
269
«Χριστός άνέστη», φωνάζουν τά εκατομμύρια των
μαρτύρων. Ό ’Ιησούς Χριστός, ό αρχηγός μας,
άνέστη, ζή και βασιλεύει εις τούς αιώνας, και οί
κρωγμοί τοϋ θανάτου δέν πτοούν τούς γνησίους
χριστιανούς. ’Αψηφούν τάς φωνάς τών δημίων των
δπως άψηφοΰν τάς φωνάς τών κοράκων! Διότι
αυτό πού λέγεται θάνατος δέν είνε θάνατος· εΤνε
άπλώς μετάθεσις έκ τής καλύβης είς τά άνάκτορα,
έκ γής προς ουρανόν, έκ τοϋ τόπου τών δακρύων
καί τοϋ αϊματος εϊς τον τόπον τών έορταζόντων
καί βοώντων άπαύστως «Κύριε, δόξα σοι».
Αυτή εΤνε ή πίστις, τήν οποίαν θεμελιώνει εϊς
τό βάθος τών ψυχών τό μέγα γεγονός, τό κοσμοϊστορι-
κόν γεγονός τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου ήμών
Ίησοϋ Χριστού.

Θ’ άναστηθη καί ή Ε λλά ς


ΑΠΟ ΤΗΝ άνάστασιν τοϋ Κυρίου άντλεΤ μυστηριώ­
δη δύναμιν καί τό έθνος τών Ελλήνω ν.
Διότι τί ήτο ή Ε λλά ς προ τοϋ 1821; Ένας
τάφος! 'Ένα έθνος πού έφαίνετο ώς νεκρόν, σαβανω-
μένον καί ένταφιασμένον μέσα εις τον τάφον τής
δουλείας τεσσάρων αιώνων. Ούδεϊς περί τής Ε λ λ ά ­
δος έγίνετο λόγος εϊς τά άνακτοβούλια τής Δύσεως
καί τάς συσκέψεις τών δυνατών τής γής...
Ά λ λ ’ αίφνης ή μαύρη πλάξ τής δουλείας, ή
οποία έπίεζε τά στήθη τών Ελλήνω ν, σείεται,
ραγίζεται, έκτινάσσεται μακράν, καί άγγελος Κυρίου
παντοκράτορος, ό Παλαιών Πατρών, λέγω, Γερμανός,
271
κρατεί τον τίμιον σταυρόν καί ψάλλει· Ά ν α σ τ ή τ ω
τό έ θ ν ο ς , κ αί δ ι α σ κ ο ρ π ι σ θ ή τ ω σ α ν οί
ε χ θ ρ ο ί α ύ τ ο ϋ , κ αί φ υ γ έ τ ω σ α ν ά π ό π ρ ο ­
σ ώ π ο υ α ύ τ ο ϋ οί μ ι σ ο ΰ ν τ ε ς α υ τ ό .
Τά έθνη στρέφονται καί έκπληκτα βλέπουν τήν
Ελλάδα άνισταμένην έκ τοϋ τάφου της. ’Ώ, τίς
λαλήσει τάς δυναστείας καί τά μεγαλεία τοϋ Κυρίου;
’Ιδού διατί, έφ’ δσον έπί τής μαρτυρικής αυτής
γής ακούεται τό «Χριστός άνέστη», ουδέποτε θά
παύση νά βλαστάνη τό δένδρον τής έλευθερίας
καί μύρια δεσμά τυράννων θά θραύωνται υπό τής
δυνάμεως Εκείνου, ό οποίος είνε ή ζωή καί ή
άνάστασις τοϋ μικροϋ αύτοϋ έθνους, τό οποίον
πρώτον έξ δλων έτέθη είς τήν υπηρεσίαν των
ιδεωδών τοϋ άναστάντος Κυρίου καί εύηγγελίσθη
τήν ειρήνην αύτοϋ εις τά πέρατα τοϋ κόσμου. Καί
δεν πρέπει νά ύπάρχη καμμία άμφιβολία ότι, δπως
εις τό παρελθόν ό Κύριος έβοήθησε καί άνέστησε
τό έθνος μας, οϋτω καί σήμερον θά έπαναλάβη
τό θαϋμα τής έθνικής άναστάσεως.
’Αλλά προς τοϋτο είνε άνάγκη δπως είς τά
βάθη τής ψυχής έκάστου Έ λληνος καί Έλληνίδος
προηγηθή καί συντελεσθή πλήρως ή ηθική άνάστα-
σις. Πρέπει ό Χριστός νά καταλάβη τήν πρώτην,
τήν έξέχουσαν, τήν βασιλεύουσαν θέσιν είς τήν
καρδίαν τής Ελλάδος. Καί τότε θ’ άκουσθή άπ’
άκρου είς άκρον τής έλληνικής γής ό διπλοΰς
χαιρετισμός· ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ - Η ΕΑΑΑΣ ΑΝΕ-
ΣΤΗ.
272
ΧΩΡΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ!
(ΟΙ ΥΠΟΔΟΥΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟ ΡΕΙΟ Υ ΗΠΕΙΡΟΥ)

ΑΙ ΠΑΛΙΝ, προσφιλείς άναγνώσται, δσοι ζήτε


Κ εις την αγαπητήν μας πατρίδα, άλλα και δσοι
ζήτε μακράν αυτής διεσκορπισμένοι εις τά τέσσαρα
σημεία τοϋ όρίζοντος, και πάλιν ό Κύριος μάς
άξιώνει ν’ άπευθύνωμεν έγκάρδιον χαιρετισμόν έπί
τή άναστάσει αύτοϋ.
Χριστός άνέστη!

"Ηλιος πού δέν σβήνει ποτέ

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ εΤνε, άγαπητοί


μου, τό μεγαλύτερου και συνταρακτικότερου γεγονός
τής παγκοσμίου Ιστορίας. Ναι, γεγονός, και όχι
μϋθος καί φαντασία. Κανένα άλλο γεγονός τής
Ιστορίας δέν μαρτυρείται τόσου, δσον τό γεγονός
τής άναστάσεως τοϋ Κυρίου. Όπως αΐ άκτΐνες τοϋ
ήλίου εΤνε άναρίθμητοι, έτσι καί αί άποδείξεις τής
άναστάσεως τοϋ Κυρίου είνε άναρίθμητοι. Ό Χριστός,
ώς άλλος ήλιος, ήλιος πνευματικός, άνέτειλεν έκ
273
τοϋ τάφου, διέλυσε τό σκότος τής πλάνης και
τής άμαρτίας, καί έφώχισε καί εξακολουθεί νά
φωτίζη τήν άνθρωπότητα.
Έρωτάταυ τί θά ήτο ό κόσμος χωρίς τον φυσικόν
ήλιον; ’Αλλά καί τί θά ήτο ή άνθρωπότης χωρίς
τον Χριστόν, χωρίς τήν ένδοξον άνάστασίν του;
Δ ι’ αυτό καί ή Εκκλησία τήν νύκτα τής Άναστάσεως
άπευθύνει τήν πρόσκλησιν «Δεϋτε Κόβετε φως έκ
τοϋ άνεσπέρου φωτός».
Ό ήλιος, άγαπητοί μου, καί τά άστρα καί οί
γαλαξίαι θά σβήσουν μίαν ημέραν, άλλ’ ό Χριστός
ώς πνευματικός ήλιος δεν θά παύση νά φωτίζη
καί νά ζωογονή τήν άνθρωπότητα.
Μία δέ άπόδειξις, δτι ό Χριστός άνέστη, ζή
καί βασιλεύει εις τούς αιώνας, είνε καί τοϋτο τό
γεγονός. Ότι, ένω ή θρησκεία πού Υδρυσεν ό
εσταυρωμένος καί άναστάς Κύριος έπολεμήθη μέ
πάθος καί μέ λύσσαν άπό άσπονδους εχθρούς,
οί όποιοι έζήτησαν νά πνίξουν τήν πίστιν είς
λίμνην αίμάτων άναριθμήτων μαρτύρων, αυτή δεν
έσβησεν. Άντιθέτως ή φλόγα της ηύξήθη άκόμη
περισσότερον. 05 ποικιλώνυμοι πολέμιοι, παλαιότεροι
καί νεώτεροι, άπέτυχον, καί ώς άλλοι Ίουλιανοί
άναγκάζονται έκ των πραγμάτων νά ομολογούν
τήν ήττάν των καί νά λέγουν «Νενίκηκάς με,
Ναζωραίε!».

Πάσχα σκλαβιάς
ΘΕΛΕΤΕ, άγαπητοί μου, θέλετε νά ί'δητε τήν
άλήθειαν αυτήν είς τήν σύγχρονον έποχήν; 'Ρίψατε,
274
παρακαλώ, ένα βλέμμα προς τά βορειοδυτικά τοϋ
χάρτου της Ελλάδος. ΈκεΤ, εϊς τήν γείτονα χώραν
της ’Αλβανίας, ζοϋν 400 περίπου χιλιάδες ορθόδο­
ξοι "Ελληνες αδελφοί μας. Ζοϋν υπό τάς σκληρός
συνθήκας άθεου ολοκληρωτικού καθεστώτος, τό
όποιον έστέρησεν αυτούς της θρησκευτικής ελευθε­
ρίας, της εύγενεστέρας ελευθερίας τής άνθρωπίνης
καρδίας, ίνα λατρεύη εϊς τούς ιερούς ναούς τον
Θεόν. Οί ιστορικοί ναοί Κορυτσάς, 5Αργυροκάστρου
καί άλλων πόλεων καί χωρίων τής Βορείου ’Ηπείρου
έχουν κλεισθή ή έχουν μετατροπή εϊς μουσεία ή
άποθήκας ή κοσμικά κέντρα. ’Ονόματα, πού υπενθυ­
μίζουν ελληνικήν καί χριστιανικήν προέλευσιν, άπη-
γορεύθησαν. Γάμοι καί κηδεΤαι δέν γίνονται πλέον.
Εϊς καμμίαν χώραν, δπου βασιλεύουν οί οπαδοί
τού Μάρξ, οί χριστιανοί δέν ύφίστανται τοιαύτην
καταπίεσιν τής θρησκευτικής συνειδήσεως, δσην
ύφίστανται εϊς τήν ’Αλβανίαν.
Δυστυχώς δέ διά τό δράμα αυτό ήμεϊς εϊς τήν
έλευθέραν Ελλάδα άδιαφοροϋμεν. Ώ ς κράτος ένδια-
φερόμεθα μόνον ν’ άναπτύξωμεν εμπορικός καί
οϊκονομικάς σχέσεις μέ τήν ’Αλβανίαν, ώς εάν
ήτο ή Ε λλά ς μόνον έμπόριον καί μαμωνάς, καί
όχι ΙΔΕΑ άκατάλυτος.
Καί δμως τούτο είνε τό θαυμαστόν. Παρ’ δλην
τήν καταπίεσιν τής θρησκευτικής συνειδήσεως τών
Ε λλήνω ν χριστιανών τής Βορείου ’Ηπείρου, ή
θρησκεία τοϋ Ναζωραίου εξακολουθεί νά ύφίσταται.
Ό πονεμένος ορθόδοξος λαός, διατελών υπό κατά-
θλιψιν τάς άγίας αύτάς ήμέρας, κλεισμένος εϊς τά
275
υπόγεια τών οικιών, μυστικώς ανοίγει τά ραδιόφωνα
καί μέ ίερόν ρίγος ακούει τάς ίεράς ακολουθίας.
’Έχουν δε τό θάρρος νά ρίπτουν εϊς τά πόδια
τών άθεων κυβερνητών των τά τσόφλια τών κόκκινων
αυγών τοΰ Πάσχα!(*)

Άναστάσιμον μήνυμα
ΜΕ ιδιαιτέραν συγκίνησιν τάς άγίας αύτάς
ημέρας στρέφομεν τήν προσοχήν μας προς τούς
"Ελληνας χριστιανούς τής Βορείου Ηπείρου καί
τής Κύπρου. Πολλά ύπέφεραν καί υποφέρουν οϊ
άδελφοί μας. Οί μεν εξ αιτίας άθεϊσπκοΰ καθεστώτος,
οί δε έξ αιτίας αλλοθρήσκου έθνους καί τής
υποκρισίας χριστιανικών λεγομένων εθνών.
Προς τούς μάρτυρας λοιπόν αυτούς άδελφούς
μας τής Βορείου ’Ηπείρου καί προς τούς μάρτυρας
άδελφούς μας τής Κύπρου, τής οποίας τό ίερόν
έδαφος κατέχεται άπό τάς όρδάς τοϋ ’Αττίλα, ώς
όμόπιστοι άποστέλλομεν εγκάρδιον άναστάσιμον
χαιρετισμόν.
Εϊθε νά μή βραδύνη νά έλθη ή ποθητή ήμέρα,
κατά τήν οποίαν οί υπόδουλοι Έ λ λ η ν ες θά έορτά-
ζουν τήν έορτήν τής Άναστάσεως υπό τον ήλιον
τής έλευθερίας.
Ή άπολύτρωσις έγγίζει. Ό άναστάς Κύριος θά
ποίηση τήν κρίσιν του καί προς τούς άθέους καί
προς τούς ύποκριτάς. Ή αυγή ροδίζει. Χριστός
άνέστη!

(*) Σχετικώς μέ τό Εθίμου να βάφωνται κατά τό Πάσχα κόκκινα


αυγά εχομεν γράψει άλλοτε. Β λέπ ε αρθρον «Τό κόκκινο αύγό»
εϊς τό ήμέτερον βιβλίου «Ποικίλα» (Ά θήυαι 1 9 8 δ ζ σ ελ . 9 5 -1 0 1 ).
277
Η Δ Υ Ν Α Μ Ι Σ ΤΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
(Ο ΔΙΩ ΓΜ Ο Σ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ)

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η ! Αί δύο αύταί λέξεις,


αγαπητοί μου άναγνώσται, είνε ό χαιρετισμός
πού άπευθύνουν οί πιστοί ό είς προς τον άλλον
κατά την ημέραν και την περίοδον τού Πάσχα.
Δ εν υπάρχει άλλος χαιρετισμός γλυκύτερος άλλα
και σπουδαιότερος άπ’ αυτόν.
Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! Εις τάς δύο αύτάς λέξεις
συνοψίζεται δλον τό περιεχόμενον της πίστεώς
μας. Διότι ένα εκ των δύο· ή άνέστη πράγματι
ό Χριστός, ή δεν άνέστη. Έάν άνέστη, τότε ή
πίστις μας είνε άληθινή. Έάν δμως δεν άνέστη,
τότε η πίστις μας είνε ψευδής. Ε π ειδή δε ή
άνάστασις τού Κυρίου έχει τοιαύτην σπουδαιότητα
και άποτελεΤ τον άκρογωνιαίον λίθον τού χριστιανικού
οικοδομήματος, διά τούτο οί άπιστοι συγκεντρώνουν
δλα τά πυρά των κατ’ αυτής καί προσπαθούν διά
278
παντός τρόπου νά κλονίσουν την πίστιν είς τον
άναστάντα Κύριον.

’Α έναος πηγή δυνάμεως

ΔΕΝ Θ’ ΑΝΑΦΕΡΩΜΕΝ τί εΤπον καί τί έγραψαν


οί άπιστοι έναντίον της άναστάσεως τοϋ Χριστού.
Τόσον μόνον λέγομεν, ότι, παρ’ όλην την λυσσώδη
έπίθεσιν, την οποίαν έκαναν καί κάνουν έναντίον
αυτής τής αλήθειας, ή πίστις είς την άνάστασιν τοϋ
Κυρίου παραμένει εντός των ψυχών των πιστών
ακλόνητος βράχος, επί τού οποίου θραύονται καί
διαλύονται δλα τά άφρισμένα κύματα τών άπιστων
καί τών άθέων.
« Χ ρ ι σ τ ό ς ά ν έ σ τ η ! » , κηρύττουν μύρια στόμα­
τα- ή ιστορία με τά αδιάψευστα τεκμήριά της, οί
αύτόπται καί ύπηρέται τοϋ Σωτήρος μαθηταί καί
αί μυροφόροι γυναίκες, οί μεταστραφέντες είς κήρυ-
κας πολέμιοι αύτοϋ ως ό απόστολος Παύλος, οί
μάρτυρες καί οί όμολογηταί, οί άγγελοι καί οί
άνθρωποι, καί αυτή ακόμη ή άψυχος φύσις. «Χριστός
άνέστη!», ακούεται άπό παντού. Καί οί αιώνες
αντηχούν « ’Α λ η θ ώ ς ά ν έ σ τ η ! » .
Ή άνάστασις τού Κυρίου ύπήρξεν αέναος πηγή
δυνάμεως, παρηγορίας, έμψυχώσεως καί ηρωισμού.
Μύριαι αποδείξεις υπάρχουν προς τούτο.
Είς προηγούμενος σελίδας έμνημονεύσαμεν την
περίπτωσιν χριστιανού όμολογητοϋ καί νεομάρτυρος
τής περιόδου τής τουρκοκρατίας, ό οποίος την
279
ημέραν της Άναστάσεως, προσποιηθείς δτι έξώμωσε
δήθεν, άνήλθεν εις μουσουλμανικόν τζαμί, διεσάλπι-
σεν από του υψους έκείνου τό «Χριστός άνέστη»
και εΰρεν εν συνεχεία μαρτυρικόν θάνατον.
Τό γεγονός αυτό άνέγνωσα δτε ήμην μαθητής
γυμνασίου εις ένα ιστορικόν βιβλίον καί μοϋ έκανεν
ιδιαιτέραν έντύπωσιν. Ά λλα τοΰτο δεν είνε τό
μοναδικόν γεγονός. Ό σ ο ι μελετούν τούς βίους
των νεομαρτύρων, οί όποιοι έζησαν και έμαρτύρησαν
κατά τούς χρόνους τής μακράς δουλείας, θά ϊδουν
συγκινητικά παραδείγματα χριστιανών, οί οποίοι,
παρ’ δλας τάς πιέσεις, παρ’ δλα τά φόβητρα και
τά θέλγητρα των Τούρκων, αυτοί παρέμειναν μέχρι
τέλους πιστοί, υφιστάμενοι πολυώδυνα μαρτύρια.
Ό λ ο ι αυτοί ήντλουν μυστικήν δύναμιν έκ τής
άναστάσεως τού Κυρίου, διά την οποίαν όμιλε! ό
άπόστολος Παύλος (βλ. Φιλιπ. 3,10).

Ελ λ ά ς , ανάστα!

Ω Η ΔΥΝΑΜΙΣ τής Άναστάσεως! Ό λ ο ι οί


ξένοι περιηγηταί, Γάλλοι, Γερμανοί, Ά γγλοι, όσοι
κατά τούς χρόνους τής φοβέρας δουλείας έπεσκέ-
πτοντο τήν Ελλάδα, ώμολόγουν οποία δύναμις
έμψυχώσεως διά τούς υποδούλους Έ λληνας ήτο
τό κήρυγμα τής Άναστάσεως, τό όποιον ήκούετο
πάντοτε, άλλ’ ιδιαιτέρως τήν ημέραν καί τήν περίοδον
τού Πάσχα. Τάς φοβεράς έκείνας ημέρας, τότε πού
«Όλα τά ‘σκιαζε ή φοβέρα
και τά πλάκωνε ή σκλαβιά»,
280
ένα αστρον έλαμπε και έφώτιζε τήν μακράν πορείαν
των ή πίστις εις τήν άνάστασιν τοϋ Χριστοΰ.
Ό τα ν οί υπόδουλοι εκείνοι έψαλλον τό « Χ ρ ι σ τ ό ς
ά ν έ σ τ η », αί καρδίαι των έπαλλον ισχυρώς. Οί
οφθαλμοί των έδάκρυζον. Μία βαθεΤα πίστις και
μία μυστική ελπίς έγλύκαινε τάς ψυχάς των. Άκούον-
τες τό «Χριστός άνέστη», έπίστευον δτι ό Χριστός
πού άνέστη έκ νεκρών θά κάνη τό θαΰμά του·
θά σταθή εμπρός εις τον τάφον, δπου έφαίνετο
ενταφιασμένη ή Ε λλάς, καί θά εϊπη· Ε λ λ ά ς ,
α ν ά σ τ α ! Ναι, νεκρά έφαίνετο ή Ε λλάς εις τά
δμματα τών ξένων, δπως άναφέρεται είς κάποιο άσμα
τοϋ φιλέλληνος λόρδου Βύρωνος, ό οποίος έπεσκέ-
φθη τήν Ελλάδα προ τής έπαναστάσεως.

Καί τήν πίστιν αυτήν είς τήν άνάστασιν τοϋ


έθνους ποΤος, παρακαλώ, συνετήρει μυστικώς καί
έκαλλιέργει βαθέως είς τάς καρδίας τών Ελλήνων;
Ή Ε κ κ λ η σ ί α , μάς άπαντά ή ιστορία -δχι ή
πλαστογραφημένη-, καί περισσότερον συγκεκριμέ-
νως τό ΠατριαρχεΤον τής Κωνσταντινουπόλεως. Ναί,
τό ΠατριαρχεΤον μέ τον λόγον καί τό αίμα μυριάδων
κληρικών παντός βαθμοϋ ένεψύχωνε τάς καρδίας
τών υποδούλων. Ύ πήρξεν ή κιβωτός τοϋ έθνους,
έντός τής όποιας διετηρήθησαν γλώσσα, ήθη καί
έθιμα τής έλληνικής πατρίδος.

Ή Εκκλησία δεν φοβείται

ΚΑΙ ΟΜΩΣ αυτήν τήν Εκκλησίαν τοϋ Χριστοϋ


281
σήμερον υπάρχουν πολλοί πού θέλουν νά την
ταπεινώσουν, νά τής άφαιρέσουν κάθε εϊδους ελευθε­
ρίαν, νά την κομματικοποιήσουν, διά νά εϊνε ευτελές
δργανον τοϋ έκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, καί
νά μη έχη ούτε φωνήν ούτε δύναμιν... Και λησμονούν
οί κύριοι αυτοί, οίονδήποτε δνομα καί εάν φέρουν
καί ■οίονδήποτε άξίωμα καί εάν κατέχουν, ότι, αν
δεν υπήρχε Πατριαρχείου, πού έκήρυττε την δ ι -
π λ ή ν ά ν ά σ τ α σ ι ν , τοϋ Χ ρ ι σ τ ο ϋ καί τ ής
π α τ ρ ί δ ο ς , καί έκράτει ακοίμητου τήν κανδήλαν
τής πίστεως είς τά στήθη τοϋ ραγιά έπί τέσσαρας
αιώνας, αυτοί οί κύριοι θά έφόρουν άκόμη φέσι.

Ά λ λ ’ ή Εκκλησία δεν φοβείται τούς νέους


διώκτας της. Διότι ιδρυτής καί αρχηγός της δεν
εϊνε άνθρωπος, ό οποίος, δσον μέγας καί άν εϊνε,
σήμερον ζή καί αϋριον άποθνήσκει καί λησμονείται.
'Ιδρυτής καί αρχηγός τής Εκκλησίας εϊνε ό Χ ρ ι ­
σ τ ό ς , ό Θ ε ά ν θ ρ ω π ο ς Κ ύ ρ ι ο ς , ό οποίος
ένίκησε τον θάνατον καί ζή καί βασιλεύει είς
πάντας τούς αιώνας.

Τήν άγίαν αυτήν ήμέραν, κατά τήν οποίαν άξιωνό-


μεθα νά έορτάσωμεν διά μίαν άκόμη φοράν τό
Πάσχα, μαζί με τούς πιστούς δλων τών αιώνων
λέγομεν καί ήμεΤς· «Άναστήτω ό Θεός, καί διασκορπι-
σθήτωσαν οί έχθροϊ αυτοΰ, καί φυγέτωσαν άπό
προσώπου αυτοϋ οί μισοΰντες αύτόν» (Ψαλμ. 67,2).

283
ΥΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΜΕΝΕΙΑΝ
ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΝΤΩΝ
(Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΚΗΡΥΚΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ)

«’Ώ θείας, ώ φίλης, ώ γλυκυτάτης σου φωνής!


μεθ’ ημών άψευδώς γάρ έπηγγείλω έσεσθαι
μέχρι τερμάτων αίώνος, Χριστέ,
ήν οί πιστοί άγκυραν έλπίδος κατέχοντες άγαλλόμεθα»
(τροπάριον τής θ' ωδής τοϋ Πάσχα)

ΟΕΡΩΣ, αγαπητοί άναγνώσται, νοερώς άς


Ν μεταφερθώμεν εις τό παρελθόν. Εύρισκόμεθα
εις τά ’Ιεροσόλυμα τό 33 μ.Χ. Εις τούς δρόμους,
εις τάς πλατείας, είς την αυλήν τοϋ ναοϋ, είς τά
πολυσύχναστα μέρη, παντού §να όνομα ακούεται-
ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ. Ό ’Ιησούς είς τά στόματα
όλων. ΕΤχε γίνει «σημεΐον άντιλεγόμενον» (Λουκ.
2,34). Ά λλοι, οι άλιεΐς, οί ποιμένες, οί άνδρες, αί
γυναίκες, τά παιδιά, καί εν γένει ό απλούς λαός,
οί όποιοι δεν ειχον διαφθαρή, τον ήκουον με
θαυμασμόν. Καί ήτο τόσον μεγάλη ή έντύπωσις,
τήν οποίαν προεκάλουν, είς αυτούς ή διδασκαλία,
ή ζωή καί τά θαύματά του, ώστε έλεγον ότι
284
ουδέποτε ήκουσαν άλλον νά όμιλή ώς αυτός (βλ.
Ίωάν. 7,46). Άντιθέτως άλλοι, οι γραμματείς, °ί
αρχιερείς, οί φαρισαίοι, οί σαδδουκαΐοι, οί ήρωδιανοί,
οί άνθρωποι δηλαδή πού έκαυχώντο διά τήν σοφίαν
καί διά τήν αρετήν των ώς καί διά τον πλούτον
καί τήν δύναμιν πού ήντλουν έκ τής συμμαχίας
μετά τών ισχυρών τής ήμέρας 'Ρωμαίων κατακτητών,
δλοι αυτοί έμίσουν τον Χριστόν μέ μίσος άσπονδον.
Ή σαν οί εχθροί του. Τον έμίσουν, διότι έδίδασκε
τήν αλήθειαν, μίαν αλήθειαν ή όποια ήτο τόσον
φωτεινή ώστε διέλυε τά σκότη τής πλάνης καί
τής αμαρτίας καί άπεκάλυπτε πρόσωπα καί πράγματα.

Χαιρεκακούν οί δολοφόνοι- Πάει πλέον!

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ τού ’Ιησού, οι όποιοι ήθελον νά


ζή ό λαός εις το σκότος τής άγνοιας καί τής
άμαρτίας, διά νά είνε εύκολος λεία τών επιτη­
δείων καί εΰπλαστος μάζα έκμεταλλεύσεως διά
τούς ϊδιοτελείς σκοπούς των, έταράσσοντο άπό
τήν πρωτοφανή λάμψιν τής διδασκαλίας του καί
προσεπάθουν νά μειώσουν τήν έντύπωσιν πού
έπροξένει εις τον λαόν. Καί τί δεν έλεγον έναντίον
του!
Μή τον πιστεύετε, έλεγον. Δεν εϊνε προφήτης.
Εϊνε πλάνος. ΕΤνε άμαρτωλός. ’Έχει δαιμόνιον.
Εϊνε αρχηγός τών δαιμόνων...

Τέλος, διά νά προκαλέσουν τήν δίωξίν του άπό


τής πλευράς τού κράτους, διέδωσαν ότι... διασαλεύει
285
τήν κοινωνικήν ειρήνην καί ήσυχίαν και εξεγείρει
τον λαόν κατά τής εξουσίας. Μέ τάς συκοφαντίας
αύτάς οί εχθροί του Χρίστου κατώρθωσαν νά παρασύ­
ρουν μέγα μέρος τοΰ λαού καί μέ τήν έπαίσχυντον
συνδρομήν τοϋ προδότου μαθητου συνέλαβον τον
Ίησοΰν εν καιρω νυκτός, τον ώδήγησαν εις τά
δικαστήρια Ά ννα καί Καϊάφα καί έκεΤθεν είς τό
πραιτώριον τοϋ Πιλάτου, δπου έπέτυχον τήν καταδί­
κην του είς θάνατον. Μετ’ ολίγον, τάς πρωινάς
ώρας τής Παρασκευής, επάνω είς τον Γολγοθάν
ό Ίησοϋς έσταυροϋτο. «Τετέλεσται» (Ίωάν. 19,30),
είπε καί έξέπνευσεν...
Ό ποιαν χαράν έδοκίμασαν οί εχθροί βλέποντες
τον Ίησοϋν νεκρόν! Καθώς μέ τάς πτέρυγας τής
φαντασίας περιπατοϋμεν είς τούς δρόμους τής ’Ιερου­
σαλήμ καί παρακολουθοϋμεν τό θεΤον δράμα, τούς
βλέπομεν νά γελούν, νά καγχάζουν, νά τρίβουν
τάς χεΤράς των από χαράν, νά συγχαίρουν ό είς
τον άλλον καί νά λέγουν

Πάει πλέον ό Ναζωραίος. Ή φωνή του δέν θ’


άκουσθή άλλην φοράν είς τούς δρομίσκους τής
άγίας πόλεως. Ό λαός δέν θά έπανίδη τό πρόσωπόν
του. Άπέθανεν. 'Ένας τάφος θά τον σκεπάζη διά
παντός. Ό λ α έτελείωσαν...

Οί αύτόπται ατρόμητοι κηρύττουν Ά νέστη!

ΑΛΛΑ πόσον οί εχθροί ήπατήθησαν! Δέν παρήλ-


θον τρεΤς ήμέραι καί είς τά ’Ιεροσόλυμα, δπου
286
νοερως εύρισκόμεθα, διαδίδεται ταχύτατα μία εϊδησις,
ή οποία συνταράσσει τά πλήθη· Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΝΕΣΤΗ!

-Ά νέστη; Ό χι, δεν εϊνε άλήθεια, εϊνε ψεύδος,


έφώναζον οί εχθροί του. Ό χι, δεν εϊνε δυνατόν,
κάποια απάτη έχει γίνει...

Ά λ λ ’ ή φωνή ότι ό Χριστός άνέστη, άντι νά


άδυνατίση καί νά λησμονηθή, γίνεται όσημέραι
ίσχυροτέρα καί νέαι μαρτυρίαι συνεχώς συσσωρεύον­
ται. Ή Άνάστασις εϊνε γεγονός! Ιδού μία εκ τών
πολλών άποδείξεων τής Άναστάσεως. Ό Πέτρος,
τον όποΤον εϊδομεν χθες νά άρνήται τον Χριστόν,
τώρα εμφανίζεται εμπρός εις δλον τον κόσμον
γενναίος, άφοβος καί άτρόμητος, καί φωνάζει- Α δ ε λ ­
φοί, Χριστός άνέστη! (βλ. Πράξ. 2, 24,32). Αληθώς,
τί ήτο εκείνο, τό όποΤον έξεδίωξε τήν δειλίαν καί
τήν άπελπισίαν άπό τάς καρδίας τών μαθητών καί
ώπλισεν, αυτούς με άκατάβλητον δύναμιν; Δεν ήτο
άλλο παρά ό ϊδιος ό άναστάς Ιησούς. Τον είδον.
Τον ήκουσαν. Δεν άπομένει ϊχνος άμφιβολίας είς
αυτούς ότι εϊνε ζών.

Καί ημείς, οί όποιοι νοερώς εύρισκόμεθα είς τά


Ιεροσόλυμα καί άκούομεν τον άπόστολον Πέτρον
καί τούς άλλους άποστόλους νά κηρύττουν με
θάρρος καί δύναμιν τήν άνάστασιν τού Χριστού,
πιστεύομεν είς τό κήρυγμά των, διότι εϊνε κήρυγμα
άξιοπίστων άνθρώπων, καί άπό τά βάθη τών καρδιών
μας άναφωνούμεν ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
287
Ό Χριστός δίχαζει τον κόσμον και σήμερον

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, άγαπητοί άναγνώσται, νοερώς πάλιν


έγκαταλείπομεν τά Ιεροσόλυμα και μέ τάς πτέρυγας
τής φαντασίας διατρέχομεν τούς αιώνας καί προσγειω-
νόμεθα είς τό παρόν έτος, είς τήν παρούσαν εποχήν.

Ζώμεν καί αϊσθανόμεθα τήν ταραχήν τής εποχής


μας. Καί τώρα ή άνθρωπότης ώς προς τό πρόσωπον
τοϋ Χριστού είνε διχασμένη. Καί τώρα ό Χριστός
είνε «σημεΐον αντιλεγόμενου» (Αουκ. 2,34). Μία
μικρά μόνον μερίς τής άνθρωπότητος πιστεύει εϊλικρι-
νώς καί άγωνίζεται νά νικήση τά έμπόδια καί νά
έφαρμόση είς τήν καθημερινήν ζωήν τήν διδασκα­
λίαν τού Ναζωραίου. Είνε τό «μικρόν ποίμνιον»
τού Χριστού (Αουκ. 12,32). Οί άλλοι; ’Ώ οί άλλοι!
Είνε πλήθος πολύ. Είνε οί σύγχρονοι γραμματείς
καί αρχιερείς. Είνε οί φαρισαίοι καί σαδδουκαΐοι
καί ήρωδιανοί τών ημερών μας. Αυτοί, μέ νέους
τίτλους καί νόμους, καταδιώκουν καί πάλιν τον
Χριστόν, δπου καί αν τον συναντήσουν.
Αυτοί ένα πράγμα συνιστοϋν Σιώπα, καί δέν
θά σε πειράξη κανείς! Έάν δμως δέν συμμορφώνεσαι
μέ τήν σύστασίν των καί έξακολουθής νά όμιλής,
νά κηρύττης αγνόν τό εύαγγέλιον, δπως τό έκήρυξεν
ό Χριστός· έάν έλέγχης τό κακόν οπουδήποτε καί
άν τό συνάντησης, άκόμη καί είς τάς αύλάς τών
ισχυρών τής ημέρας, τών πολιτικών καί θρησκευτικών
ταγών, έ τότε θά διαβληθής, θά πολεμηθής δι’
δλων τών μέσων πού διαθέτουν. Θά διωχθής, διότι
288
διαταράσσεις(Ι) τήν δημοσίαν τάξιν, τήν γαλήνην
καί τήν ησυχίαν τής κοινωνίας!

Οί χριστιανοί διώκονται

ΑΜΦΙΒΑΛΛΕΙ ΚΑΝΕΙΣ διά τον διωγμόν τών


κηρύκων τής άληθείας; ’Ά ς ρίψη, παρακαλώ, ένα
βλέμμα εις τά άθεα καί ολοκληρωτικά κράτη, καί
μάλιστα εις τήν γειτονικήν μας χώραν τής ’Αλβανίας,
καί θά ϊδη τον διωγμόν πού ύφίστανται δσοι
θέλουν νά ζήσουν τήν χριστιανικήν ζωήν. Ναοί
κεκλεισμένοι. Ιερείς δεν φαίνονται. Έάν δε κάποιος
ίερεύς τολμήση κάπου νά έμφανισθή, συλλαμβάνεται
αμέσως, φυλακίζεται καί έκτελεΤται. Καί όχι μόνον
εις τά άθεα καί ολοκληρωτικά κράτη, αλλά καί
εις αυτά τά λεγάμενα χριστιανικά κράτη τής Ευρώπης
καί τής ’Αμερικής, πας κήρυξ τής άληθείας, ό
οποίος θά τολμήση νά ύψώση ρωμαλέαν τήν
φωνήν καί νά έλέγξη τά αίσχη τών μεγάλων καί
ισχυρών, θά διωχθή με δημοκρατικόν(Ι) τρόπον,
με σατανικά μέσα πού δικαιώνουν τούς διώκτας
εις τά μάτια τοϋ κόσμου, θά περιορισθή, θά περιβληθή
ώς διά συρματοπλεγμάτων, θά φιμωθή καί θ’ άχρη-
στευθή.
-Ποιός τοϋ είπε, λέγουν, νά παραβή τό νόμο;
’Αλλά ποΤον νόμον, κύριοι; Τον νόμον πού
καταπατεί τον θείον Νόμον; Προ ετών έλαβον
ένα γράμμα άπό τήν Νορβηγίαν. ’Εκεί πλησίον
τοϋ Βορείου Πόλου, άνέφερε τό γράμμα, είς φλογε­
ρός ίεροκήρυξ, έπειδή ήλεγξε τάς εκτρώσεις, τάς
10 ΠΑΣΧΑ 289
οποίας ένομιμοποίησε τό κράτος, έχασε τήν θέσιν
του, και έδιώχθη δικαστικώς. Παντού, λοιπόν, διώκον­
ται οί ζηλωταί έργάται τού ευαγγελίου. Καί μένουν
είς τάς θέσεις των στερεοί καί άκλόνητοι ποιοι;
Ό σ οι καλύπτουν τούς οφθαλμούς μέ τό τυφλοπάνι
τής δουλοπρεπείας καί τής άνθρωπαρεσκείας διά
νά μή βλέπουν τό κακόν, φράσσουν τά ώτα μέ
τό βουλοκέρι τής άναισθησίας διά νά μή ακούουν
τον θρήνον τών αδικούμενων, κλείουν τό στόμα
μέ τό λουκέτο τής ένοχου σιωπής διά ν’ άρέσουν
είς τούς ίσχυρούς. Αυτοί, μακαριώτατοι, θά ζοϋν
είς τον κόσμον αυτόν μακαριώτατα!

Ό χριστιανισμός πολεμεϊται λυσσαλέως είς τον


αϊώνά μας. Πολεμεϊται -άλλοίμονον!- καί είς τήν
χώραν μας. Πολεμεϊται από τήν τηλεόρασιν καί
τό ραδιόφωνον. ’Από τά κανάλια των έκχύνεται
καθημερινώς ένας ποταμός άκαθαρσίας, ό οποίος
μολύνει τά πάντα. Δι’ αυτών προβάλλεται καί
ακούεται δ,τι αισχρόν, άθεον καί άντιχριστιανικόν.
Δι’ αυτών υβρίζεται ό Χριστός χειρότερον άπό
δ,τι ύβρίζετο τό 33 μ.Χ. Πολεμεϊται ό χριστιανισμός
άπό έδρας καθηγητών, οί οποίοι μυκτηρίζουν τήν
θρησκείαν τοϋ Ναζωραίου. Πολεμεϊται άπό έπίσημα
βήματα συνελεύσεων, αί όποΐαι συγκροτούνται δΓ
έκπολιτισπκούς δήθεν σκοπούς, άλλά κατ’ αύτάς
ευρίσκουν τήν ευκαιρίαν άσπονδοι έχθροί τοϋ Χρι­
στού νά έκχύσουν τό δηλητήριον τής άπιστίας.

Ναί, ό χριστιανισμός, καί εϊδικώτερον ή ’Ορθοδοξία,


290
πολεμεΤται εις τον αίώνά μας δσον ποτέ άλλοτε.
ΠολεμεΤται δι’ δλων τών μέσων πού διαθέτουν αί
σκοτεινά! δυνάμεις. Και εις τήν κάθε περίπτωσιν
διωγμού οπαδού τοϋ Χριστού, κήρυκος και εργάτου
τοϋ ευαγγελίου, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ.
Οί δε άντίχριστοι, βλέποντες τάς έπιτυχίας των,
χαίρουν, καγχάζουν καϊ προφητεύουν Έφθασε τό
τέλος τοϋ χριστιανισμού' πάει πιά τό παραμύθι αυτό...

Ό βράχος τής Άναστάσεως άσύντριπτος

ΑΛΑ’ ΑΙΦΝΗΣ, δπως τό 33 μ.Χ., έτσι και τώρα,


εις τον 20όν αιώνα μ.Χ., είς τούς ναούς πού
άκόμη έλευθέρως λειτουργούν, αλλά και είς τούς
αφανείς ναούς, είς τά σπήλαια και τάς όπάς τής
γής, είς τάς σημερινάς κατακόμβας, τά σήμαντρα
τής νίκης σημαίνουν χαρμοσύνως τό «ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ».
Χριστός άνέστη! Πάσα εποχή έχει νά παρουσιάση
εκπλήξεις. Έ κεϊ πού φαίνεται, δτι ό Χριστός έχει
έξαφανισθή, αίφνης άνίσταται τριήμερος, και οί
εχθροί του αναγκάζονται νά ομολογήσουν τήν
ήττάν των και ώς άλλοι Ίουλιανοί ν’ άναφωνήσουν
«Νενίκηκάς με, Ναζωραίε!».
Ή άνάστασις τοϋ Χριστού εϊνε ό αίώνιος βράχος
τής πίστεως, έπί τοϋ οποίου έθραύσθησαν, θραύονται
καί θά θραύωνται τά μανιώδη κύματα τών εχθρών
καί θά διαλύωνται είς άφρούς, ενώ ό βράχος θά
υψώνεται άσύντριπτος καί αίώνιος.
291
’Αγαπητοί μου! Ό γέρων εγώ επίσκοπος με
πολλήν συγκίνησιν γράφω τάς γραμμάς αύτάς.
Και γράφω μέ συγκίνησιν, διότι διερχόμεθα συνεχώς
διά ποικίλων δοκιμασιών και διατελοΰμεν υπό την
δυσμένειαν τών ισχυρών της ημέρας. Τελοϋμεν
κατ’ ουσίαν υπό διωγμόν.

Ά λ λ ’ ή ’Αλήθεια, ή ’Ορθοδοξία, τήν οποίαν


παρ’ δλην τήν άναξιότητά μας κηρύττομεν, εϊνε
τόσον μεγάλη και ισχυρά, ώστε, δπως έλεγεν ό
'Ρώσος λογοτέχνης Ντοστογιέφσκυ, και άν ο! εχθροί
αυτής κατορθώσουν νά τήν θάψουν χίλια μέτρα
κάτω άπό τήν γην, δμως αυτή θά τινάξη δλα τά
άναχώματα καί θ’ άναστηθή ένδοξος καί κραταιά
περισσότερον άπό πριν, καί είς τούς αιθέρας θ’
άκουσθή ό νικητήριος παιάν «Χριστός άνέστη!».

Εϊθε, προσφιλείς άναγνώσταί μου, ό άναστάς


Κύριος νά φωτίζη τον νοϋν σας μέ τό απλετον
φώς τής θείας διδασκαλίας καί τής άναστάσεώς
του, νά θερμαίνη τήν καρδίαν σας μέ τήν άπειρον
θείαν άγάπην, καί νά ένισχύη τήν θέλησίν σας
μέ τήν πανσθενή χάριν του διά μεγάλα καί υψηλά.
Πας πιστός είς τά βάθη τής καρδίας του ας
φυλάττη τον άτίμητον θησαυρόν τής πίστεως, καί
πάντοτε μέν άλλ’ ιδιαιτέρως κατά τήν λαμπράν
ημέραν τής Άναστάσεώς ας άκούη μυστικώς τήν
γλυκεΐαν ύπόσχεσιν τοϋ άναστάντος Σωτήρος· «Ιδού
εγώ μ ε θ ’ υμών είμι πάσας τάς ήμέρας έως τής
συντέλειας τοϋ αιώνος» (Ματθ. 28,20).
293
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΝ ΜΗΝΥΜΑ

Κ
ΑΤΑ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, αγαπητοί μου άναγνώ-
σται, κατά τήν άγίαν νύκτα τής Άναστάσεως,
κατά τήν οποίαν είς δλους τούς ναούς τής ’Ορθοδο­
ξίας ακούεται τό «Χριστός άνέστη», ό γέρων έγώ
επίσκοπος τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας απευθύνω
εγκάρδιον άναστάσιμον χαιρετισμόν καί μεθ’ υμών
αναφωνώ- Χριστός άνέστη! Όλοψύχως εύχομαι νά
εορτάσετε μέ χαράν καί άγαλλίασιν.

Μ έ π ί σ τ ι ν

ΝΑ ΕΟΡΤΑΣΕΤΕ όχι ώς οί άπιστοι, ύλισταί καί


άθεοι, οί όποιοι πέρα τής κοιλίας, τών χρημάτων
καί τών συμφερόντων των, ούδέν άλλο βλέπουν.
’Αλλά νά έορτάσετε ώς πιστά τέκνα τής ’Ορθοδόξου
Εκκλησίας. Νά έορτάσετε μέ πίστιν καί μέ άγάπην.

Νά έορτάσετε μέ πίστιν άκράδαντον, ότι υπό


τά άστρα καί επάνω άπό τά άστρα, εις ολόκληρον
τό υλικόν καί πνευματικόν σύμπαν, δέν υπάρχει,
ναι δέν υπάρχει τίποτε άνώτερον άπό τον Χριστόν.
Ό Χριστός είνε ή άνάστασις, ή οδός, ή άλήθεια
294
και ή ζωή. Πλησίον του Χρίστου ό παράδεισος,
μακράν τοϋ Χρίστου ή κόλασις. Ούδείς, απολύτως
ούδείς, νά μή δυνηθή νά σάς κλονίση άπό τήν
πίστιν είς τον Χριστόν, τήν ανίαν του Εκκλησίαν.

Μ έ α γ ά π η ν

ΝΑ ΕΟΡΤΑΣΕΤΕ, ακόμη, μέ φλογέράν αγάπην


προς τον Χριστόν. Διότι ούδείς άλλος σάς ήγάπησεν
έν τω κόσμω δσον καί δπως ό Χριστός.

’Αγαπάτε, λοιπόν, άγαπητοί άναγνώσται, άγαπάτε


τούς γονείς. ’Αγαπάτε τούς συζύγους καί τάς συζύ­
γους. ’Αγαπάτε τά τέκνα σας. ’Αγαπάτε τούς φίλους
καί τούς συγγενείς. ’Αγαπάτε -τολμώ νά εϊπω-
καί αυτούς τούς εχθρούς σας. "Ας μή ύπάρχη
μίσος είς τήν καρδίαν ούδενός, άλλ’ αγάπη καί
μόνον ή αγάπη. Διότι

«Άναστάσεως ημέρα,
και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει
και άλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εϊπωμεν, αδελφοί,
και τοϊς μισοΰσιν ημάς·
Συγχωρήσωμεν πάντα τη Άναστάσει,
και οΰτω βοήσωμεν
Χριστός άνέστη έκ νεκρών
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοΐς έν τοϊς μνήμασι
ζωην χαρισάμενος».
295
ψάλλει χαρμοσύνως ή μήτηρ μας Εκκλησία. Διά
τοΰτο ύπεράνω δλων νά αγαπάτε τον άναστάντα
Χριστόν.
Ώ κόσμε τοϋ εϊκοστοϋ αϊώνος, κόσμε πού καυχάσαι
ότι άνήλθες εις τά άστρα! Δώσατε μου ένα χωρίον,
μίαν συνοικίαν, μίαν πόλιν, μίαν χώραν, δπου νά
μη ύπάρχη μίσος, άλλ’ δλοι εκεί νά εϊνε άγαπημένοι
ώς μία οικογένεια. Τό σύνολον αυτών τών άνθρώπων
θά εϊνε τό εύτυχέστερον, έστω καί εάν οί άνθρωποι
πού τό απαρτίζουν δεν έχουν πλούτον, άνέσεις
καί μέσα ψυχαγωγίας, τηλεόρασιν καί ραδιόφωνον
καί τά άλλα μέσα τοϋ άκάρδου τεχνικοΰ πολιτισμοϋ.

Ό Χριστός ενώνει. Ό σατανάς χωρίζει. Ό π ο υ


ό Χριστός, έκεϊ ή ένότης. Ό π ο υ ό διάβολος, έκεΤ
ή διχόνοια, ή διαίρεσις, ή καταστροφή.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

— Ό Άδάμ ώφειλεν, ό Χριστός έπΆήρωσε! -

«’Ώ φειλεν ό Άδάμ, χατείχετο ύπό τοϋ διαβόλου, ά λ λ ’ ούκ


εϊχε κ α τα β α λεϊν ούκ ώφειλεν ό Χριστός, ούδέ χατείχετο
ύπό τοϋ διαβόλου, ά λ λ ’ ήδϋνατο χαταθεϊναι τό χρέος. "Ηλθε,
κατέβαλε θάνατον ύπέρ τοϋ κατεχομένου ύπό τοϋ διαβόλου,
ι'να έκεϊνον άπολυσχι»

I. Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

(έκ τοϋ λόγου είς τήν Άνά-


στασιν Έ. Π. Migne 50, 438)

297
ζ.
Έπίμετρον - κείμενα
0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0
0 0 Q0 i-LW W / οοοοοοοοοοοοοοοοοο

I. Χρυσοστόμου

«Εί δες τής ά ν α σ τ ά σ ε ω ς


τά κατορθώματα;»
(Χρυσόστομος)

Τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία ά γ ιο υ β ή μ α το ς μ ο ν ή ς Σ τ α υ ρ ο ν ι­
κ ή τα , έ ρ γ ο ν θ ε ο φ ά ν ο υ ς τ ο ϋ έ τ ο υ ς 1546.
ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΣΟΙ κατά τήν νύ­


Ο κτα τής Άναστά-
σεως δεν αναχωρούν έκ
τών ιερών ναών μετά τό
άκουσμα τοϋ «Χριστός
άνέστη», -κατά τήν ασεβή
συνήθειαν τών πολλών, ή
οποία έπεκράτησεν εις
τάς πόλεις και έκείθεν
μετεδόθη και εις τά χωρία
μας-, άλλά παραμένουν
εις τούς ιερούς ναούς μέχρι τέλους τής θείας
λειτουργίας, ιδιαιτέρως συγκινοϋνται έκ τοϋ περιφή-
μου Κατηχητικού λόγου τοϋ ί. Χρυσοστόμου, τον
όποΤον εις τόνον πανηγυρικόν καί διθυραμβικόν
άναγινώσκει ό λειτουργός ολίγον προ τής απόλυσε -
ως.
Ό λόγος καλεΤ δλους ανεξαιρέτως τούς χριστια­
νούς νά συμμετάσχουν εις τήν χαράν τής Άναστάσε-
ως, είτε υπήρξαν εγκρατείς είτε ράθυμοι, είτε έδού-
λευσαν εις τον Χριστόν εξ αρχής τής ζωής των
300
είτε άργότερον. Τά πνευματικά αγαθά εϊνε άφθονα.
Ή πλούσια υλική τράπεζα γίνεται εϊκών τής άλλης
έκείνης τραπέζης, τής πνευματικής τραπέζης, τής
θείας πανδαισίας, εις τήν οποίαν καλεΤ δλους μας
ό Δεσπότης Χριστός. Ούδείς πρέπει νά μείνη
νηστικός. Καί ούδεμία λύπη καί ούδείς φόβος
πρέπει νά μείωση τήν χαράν τών πιστών. Διότι ό
άναστάς Χριστός ένίκησε τήν αμαρτίαν καί συνέτριψε
τό κράτος τοϋ θανάτου. Ή Θεότης, ή οποία έκρύπτετο
κάτω άπό τήν ταπεινήν σάρκα τοϋ Χριστοϋ, έγινε
τό δόλωμα, τό όποΤον έπέφερε τήν συμφοράν τοϋ
αδου. Ό Χριστός έθριάμβευσεν!

Ό λ ο ι οί λόγοι τοϋ ί. Χρυσοστόμου εϊνε καλοί.


Ά λ λ 5 ό παρών εΤνε κάλλιστος. Εϊνε θαϋμα! Κατά
πάντα αντάξιος τής λαμπρότητος τής ημέρας, ή
οποία εϊνε ή κλητή καί αγία ημέρα, ή βασιλίς καί
κυρία, ή έορτή έορτών καί πανήγυρις πανηγύρεων.
ΕΤνε αδύνατον νά σκεφθή τις τό μεγαλεϊον τής
έορτής τοϋ Πάσχα, χωρίς νά έλθη εις τήν μνήμην
του καί ό Κατηχητικός λόγος τοϋ ί. Χρυσοστόμου.
Δυστυχώς δμως οί περισσότεροι χριστιανοί, νικώμενοι
ύπό τών παθών τής γαστριμαργίας καί τοϋ ΰπνου,
άναχωροΰν έκ τών ναών, ώς καί εν αρχή εϊπομεν,
προτοΰ άναγνωσθή ό έξαίρετος ουτος λόγος, καί
ουτω στεροΰν τούς έαυτούς των μεγίστης πνευματικής
άπολαύσεως.
Κατωτέρω θά παραθέσωμεν τό κείμενον τοϋ
λόγου καί σύντομον έξήγησιν αύτοϋ. Έ ν συνεχεία
δε θά σχολιάσωμεν ώρισμένα σημεϊα τοϋ λόγου.
301
Κ Ε 1 Μ Ε Ν Ο Ν (*)

ΕΙ ΤΙΣ ΕΥΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΘΕΟΣ1, άπολαυέτω


τής καλής ταύτης καί λα μ π ρδ ς πανηγύρεως. Εϊ
τις δοΰλος εύγνώμων, είσελθέτω χαίρων είς τήν
χα ρά ν τοϋ Κυρίου αυτού2. Εϊ τις έκαμε νηστεύων,
άπολαβέτω νϋν τό δηνάριον. Εϊ τις άπό τής
πρώτης ωρας είργάσατο, δ εχέσ θ ω σή μ ερο ν τό
δίκαιον δφλημα. Εϊ τις μετά τήν τρίτην ήλθεν,
ευχαρίστως έορτασάτω. Εϊ τις μετά τήν εκτην
εφθασε, μ η δ έν άμφιβαλέτω· καί γάρ ουδέν ζημιοΰ-
ται. Εϊ τις ύστέρησεν είς τήν ένάτην, προσελθέτω ,
μ η δ έν ένδοιάζων. Εϊ τις εις μόνην έφ θ α σε τήν
ένδεκάτην3, μή φοβηθή τήν βρα δύτη τα · φιλότιμος
yap ών ό Δ εσ π ό τη ς, δέχεται τον έσ χα το ν καθάπερ
καί τον π ρ ώ το ν άναπαύει τον τής ένδεκάτης,
ώς τον έργα σ ά μενο ν άπό τής πρώτης' καί τον
ύστερον ελεεί, καί τον πρώτον θ ερα π εύει· κάκείνω

(*) Οί εντός τοϋ κειμένου αριθμοί παραπέμπουν εις τά


σχόλια (βλ. σελ. 308 κ.έ.).
302
Ε Ρ ΜΗ Ν Ε Ι Α

Ό π ο ιο ς έχει ευσέβειαν και αγάπην εις Θεόν, άς


απόλαυση την καλήν ταύτην και λαμπράν πανήγυριν.
Ό π ο ιο ς εϊνε δοϋλος τοϋ Κυρίου μέ εύγνώμονα
καρδίαν, άς εϊσέλθη χαίρων εις τήν χαράν τοϋ
Κυρίου του. Ό π ο ιο ς υπέβαλε τον εαυτόν του είς
τήν άσκησιν τής νηστείας και ήσθάνθη καταπονουμέ-
νας τάς σωματικός του δυνάμεις, άς λάβη τώρα
ώς αμοιβήν τό δηνάριον τής χαράς. Ό π ο ιο ς έδούλευ-
σεν είς τον Κύριον άπό τήν πρώτην ώραν, άπό
τών παιδικών του δηλαδή χρόνων, άς δεχθή σήμερον
τήν δικαίαν άμοιβήν. Ό π ο ιο ς ήλθε διά νά δουλεύση
είς τον Κύριον μετά τήν τρίτην ώραν, άς έορτάση
καί αυτός μέ εύχάριστον διάθεσιν. Ό π ο ιο ς έφθασε
μετά τήν εκτην ώραν, καθόλου ας μή άμφιβάλη·
άλλωστε είς τίποτε δέν ζημιοΰται. Ό πο ιο ς καθυστέ­
ρησε καί έφθασεν είς τήν ένάτην ώραν, άς προσέλθη
καί αυτός χωρίς κανένα δισταγμόν. Καί οποίος
έφθασε μόλις κατά τήν ένδεκάτην, περί τό τέλος
τής ζωής του, άς μή φοβηθή, επειδή τόσον άργά
ήλθε νά δουλεύση είς τον Κύριον. Διότι ώς φιλότιμος
πού εϊνε ό Δεσπότης, καί άγαπά νά διακρίνεται
επί μεγαλοψυχία καί γενναιοδωρία, δέχεται τον
τελευταΤον δπως άκριβώς καί τον πρώτον. ’Αναπαύει
αυτόν πού έφθασε τήν ένδεκάτην ώραν, δπως
έκεΤνον πού είργάσθη άπό τήν πρώτην ώραν. Καί
τον καθυστερήσαντα έλεεΤ ώς εΰσπλαγχνος, καί
τον πρώτον τιμά ώς δίκαιος. Καί είς έκεΤνον, τον
πρώτον, δίδει· καί είς τούτον, τον τελευταΤον, χαρίζει.
303
δίδωσι, καί τούτω χα ρίζετα ι· και τά έργα δέχεται,
και την γνώμην άοπάζεταν καί τήν πράξιν τιμά,
καί τήν πρ ό θ εσ ιν έπαινεΐ. Ούκοΰν εισέλθετε
πάντες εις τήν χα ρά ν τοϋ Κυρίου η μ ώ ν καί
πρώτοι καί δεύτεροι τον μισ θ ό ν άπολάβετε.
Πλούσιοι καί πένητες μ ε τ ’ άλλήλων χορεύσατε.
Ε γκρα τείς καί ράθυμοι τήν ημέραν τιμήσατε-
νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες εύφράνθητε
σήμερον. Ή τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες4.
Ό μ ό σ χ ο ς π ο λύς5, μη δείς έ ξέ λ θ η πεινών. Πάντες
άπολαύσατε τοϋ συμποσίου τής πίστεως- πάντες
απολαύσατε τοϋ πλούτου τής χρηστότητος. Μ η­
δείς θρήνείτω π ε ν ία ν έφάνη γάρ ή κοινή β α σ ι­
λεία6. Μ ηδείς όδυρέσθω πταίσματα- συγγνώ μη
γάρ έκ του τάφου άνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω
θ ά ν α το ν ήλευθέρω σε γάρ ήμάς ό τού Σωτήρος
θάνατος. ’Έ σ β ε σ ε ν αύτόν, ύ π ’ αυτοΰ κατεχόμε-
ν ο ς7. Έ σ κ ύ λευ σ ε τον αδην ό κατελθών εις τον
αδην8. Έπίκρανεν αύτόν, γευ σ ά μ ενο ν τής σαρκός
αύτοΰ9. Καί τοΰτο προλαβών Ή σαΐας έ β ό η σ ε ν
« Ό αδης», φηοίν, «έπικράνθη, συναντήσας σοι

304
Και τά έργα δέχεται, άλλα και τήν διάθεσιν προθύμως
επιδοκιμάζει. Και τήν πράξιν τιμά, άλλα και τήν
πρόθεσιν επαινεί. Λοιπόν, εϊσέλθετε δλοι εις τήν
χαράν τοϋ Κυρίου μας. Και πρώτοι και δεύτεροι
Λάβετε τον μισθόν. Πλούσιοι εις έργα άρετής,
άλλά και πτωχοί, ψάλατε και χαρήτε δλοι μαζί.
Εγκρατείς καί ράθυμοι τήν ημέραν τιμήσατε. Ό σ οι
ένηστεύσατε, άλλά καί δσοι δεν ένηστεύσατε, εύ-
φρανθήτε σήμερον. Ή πνευματική τράπεζα εϊνε
γεμάτη, απολαύσατε δλοι. Ό μόσχος ό άμωμος,
ό όποΤος έθυσιάσθη χάριν ημών, εϊνε πολύς, ώστε
νά άρκή δι’ δλους. Κανείς λοιπόν νά μή έξέλθη
άπό τό δεσποτικόν γεύμα πεινασμένος. Ό λ ο ι ν’
άπολαύσετε τό συμπόσιον τής πίστεως. Ό λ ο ι ν’
απολαύσετε τον πλούτον τής καλωσύνης τού Κυρίου.
Κανείς νά μή θρηνή διά πνευματικήν πενίαν. Διότι
έφάνη ή βασιλεία τού Χριστού, ή όποία εϊνε δι’
δλους άνεξαιρέτως τούς ανθρώπους. Κανείς νά
μή οδύρεται δι’ άμαρτήματα. Διότι συγγνώμη άνέτει-
λεν έκ τού τάφου τού Κυρίου. Κανείς νά μή
φοβήται τον θάνατον. Διότι ήλευθέρωσεν ημάς
άπό τά δεσμά τού θανάτου ό θάνατος τού Σωτήρος.
Έ σβησεν ό Σωτήρ τον θάνατον, καθ’ δν χρόνον
κατείχετο ύπό τού θανάτου. Έγύμνωσε καί έλαφυρα-
γώγησε τον αδην, αυτός ό όποΤος κατήλθεν εις
τον αδην. Έπίκρανε τον αδην, δταν ώς παμφάγον
θηρίον ήνοιξε τό στόμα του καί έγεύθη τήν σάρκα
αυτού. Καί τούτο προϊδών ό Ήσαΐ'ας άνεφώνησε
λέγω ν «Ό αδης έπικράνθη, δταν σε συνήντησε
κάτω». Έπικράνθη, διότι άληθώς κατηργήθη. Έπι-
305
κάτω». Έπικράνθη· και γάρ κατηργήθη. Έ πικρά ν­
θη· και γάρ ένεπαίχθη. Έπικράνθη· και γάρ
ένεκρώθη. Έπικράνθη· καί γάρ καθηρέθη. Έ π ι­
κράνθη· καί γάρ έδεσμεύθη. ’Έ λαβε σώμα, καί
Θεώ π ερ ιέτυ χεν10. Έ λ α β ε γην, καί συνήντησεν
οόρανώ11. Έ λ α β ε ν δ π ερ έβλεπε, καί πέπτωκεν
ϋ θ εν ουκ ε β λ ε π ε 12. Ποϋ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποϋ σου, αδη, τό νΐκος;13 ’Ά νέστη Χριστός,
καί συ καταβέβλησαι. Ά ν έ σ τη Χριστός, καί πεπτώ-
κασι δαίμονες. Ά ν έ σ τη Χριστός, καί χαίρουσιν
άγγελοι. Ά ν έ σ τη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται14.
Ά ν έ σ τη Χριστός, καί νεκρός οΰδείς έν τώ μνηματι.
Χριστός γάρ έγερ θ είς έκ νεκρών απαρχή τών
κεκοιμημένων έγένετο. Άύτώ ή δόξα καί τό
κράτος εις τούς αιώνας τών αιώνων. Α μ ήν.

306
κράνθη, διότι άληθώς ένεπαίχθη. Έπικράνθη, διότι
αληθώς ένεκρώθη. Έπικράνθη, διότι άληθώς καθηρέ-
θη έκ της εξουσίας του. Έπικράνθη, διότι άληθώς
έδεσμεύθη και δεν έχει πλέον εξουσίαν επί τών
ανθρώπων. Ό αδης ήπατήθη και έπαθε πανωλεθρίαν.
’Έλαβε σώμα, τό είς θάνατον και ταφήν παραδοθέν
σώμα τοϋ Χρίστου, καί -ώ της συμφοράς του-
συνήντησε Θεόν, συνήντησε την θείαν φύσιν τοϋ
Υίοϋ, ή οποία ήτο ηνωμένη μετά της άνθρωπίνης
φύσεως. Έ λαβε τό γήινον σώμα, και συνήντησε
τον ουράνιον Θεόν. Έ λαβεν αυτό τό όποιον έβλεπε,
τό σώμα δηλαδή τοϋ Χριστοϋ, και έπαθε τήν
πτώσιν άπ’ αυτό τό όποΤον δεν έβλεπεν, άπό τήν
Θεότητα δηλαδή τοϋ Χριστοϋ, ή οποία έκρύπτετο
κάτω άπό τήν σάρκα. Ποϋ εΤνε, θάνατε, τό φαρμακε­
ρόν κεντρί σου; Ποϋ εϊνε, αδη, ή νίκη σου; Άνέστη
ό Χριστός, και σύ έχεις κρημνισθή και έξευτελισθή.
Άνέστη ό Χριστός, και έχουν πέσει οί δαίμονες.
Άνέστη ό Χριστός, καί χαίρουν οί άγγελοι. Άνέστη
ό Χριστός, καί άληθής ζωή έγκαινιάζεται είς όντως
έλευθέραν πολιτείαν συγκροτουμένην έκ τών λελυ-
τρωμένων τέκνων τοϋ Θεοϋ. Άνέστη ό Χριστός,
καί ούδείς θά παραμείνη νεκρός έν τώ μνήματι.
Διότι μέ τήν έκ νεκρών άνάστασίν του ό Χριστός
έγινεν ή άπαρχή τών κεκοιμημένων. Άνέστη πρώτος
ό Χριστός, διά ν’ άκολουθήση έπειτα ή άνάστασις
όλων τών κεκοιμημένων. Ό άναστάς Χριστός εϊνε
ό προάγγελος καί ό έγγυητής τής κοινής άναστάσεώς
τών άνθρώπων. Καί είς αύτόν πρέπει ή δόξα καί
ή έξουσία είς τούς αιώνας τών αίώνων. Αμήν.
307
ΣΧΟΛΙ Α
1. « Ε ΐ τις ε υ σ ε β ή ς καί φ ι λ ό θ ε ο ς » . Χωρίς
ευσέβειαν, και μάλιστα χωρίς αγάπην εις Θεόν,
εϊνε αδύνατον νά άπολαύση τις τήν χαράν τής
άναστάσεώς τοϋ Κυρίου. Ή άνάστασις εϊνε ή δόξα
τοϋ Κυρίου. Και διά τήν δόξαν τοϋ Κυρίου μόνον
δσοι άγαποϋν τον Κύριον καί αισθάνονται αύτόν
ώς ϊδικόν των Κύριον χαίρουν καί άγαλλιώνται.
Ένώ οί ασεβείς καί έστερημένοι τής προς Θεόν
άγάπης φθονοΰν διά τήν δόξαν τοϋ Κυρίου καί
πικραίνονται, δπως οί μοχθηροί Εβραίοι. 05 πολλοί
σήμερον δεν ήμποροϋν νά άπολαύσουν τήν χαράν
τής δόξης τοϋ Κυρίου, επειδή τό φίλτρον διά τον
Χριστόν έχει μαρανθή ή έχει έκριζωθή έκ τών
καρδιών των. 05 πολλοί είς τάς χαλεπός ημέρας
μας έχουν γίνει «φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι»
(Β' Τιμ. 3,4). Ά λ λ ’ οί άναζητοϋντες τήν χαράν
καί τό «πλήρωμα» τής χαράς είς τάς κοσμικός
καί άμαρτωλάς ήδονάς, καί όχι είς τον Θεόν, τον
αϊτιον τής χαράς, ομοιάζουν μέ τάς τραγικός έκείνας
Δαναΐδας, αί όποΤαι ήντλουν είς διάτρητον πίθον
καί προσεπάθουν νά πληρώσουν αύτόν. Οί ϊδιοι
οί κοσμικοί άνθρωποι αισθάνονται τό αείποτε κενόν
τής ψυχής των, καί πολλάκις έχουν τήν ειλικρίνειαν
νά όμολογοϋν τό άνικανοποίητον τής καρδίας των
μακράν τοϋ Θεοϋ. Ή εορτή τοϋ Πάσχα παρέχει
308
έκ νέου εις τον κόσμον τήν σοβαρόν ευκαιρίαν
νά σκεφθή, διατί δεν αισθάνεται αληθινήν χαράν,
και ν’ άναθεωρήση ιδέας καί τρόπον ζωής.

2. « Ε ϊ τις δ ο ΰ λ ο ς ε υ γ ν ώ μ ω ν , ε ί σ ε λ θ έ τ ω
χ α ί ρ ω ν ε ί ς τ ήν χ α ρ ά ν τ ο ϋ Κ υ ρ ί ο υ α ύ τ ο ΰ » ·
Ίδέ Ματθ. 25,21. Λέγει δούλος ευγνώμων, επειδή
οι δοϋλοι εϊνε συνήθως γογγυσταί απέναντι τών
κυρίων των. Καί οί μεν έπίγειοι κύριοι πολλάκις
παρέχουν άφορμάς διά νά γογγύζουν οί δοϋλοί
των. Ά λ λ ’ ό ουράνιος Κύριος ποίαν άφορμήν
έδωκέ ποτε διά νά γογγύζουν οι ίδικοί του δούλοι;
Τό σύμπαν εϊνε πλήρες τών ευεργεσιών τοϋ Κυρίου.
Ό δε Σταυρός καί ή Άνάστασις εϊνε αί μέγιστοι
εύεργεσίαι, τάς οποίας ουδέ νά διανοηθή θά ήδύνατό
ποτε ό άνθρωπος. Έ ν τούτοις πολλοί, άντί νά
έχουν εύχάριστον καρδίαν απέναντι τοϋ Κυρίου,
γογγύζουν καί βλασφημοϋν έσωτερικώς καί έξωτερι-
κώς, διότι ή καρδία των εϊνε κακή, μοχθηρά καί
υπερήφανος. Δεν θέλουν νά εϊνε δούλοι τοϋ Κυρίου,
άλλ’ άν ήμποροϋσαν νά έξεθρόνιζον τον Κύριον
καί νά κατελάμβανον αυτοί τήν θέσιν του! Τοιούτων
άσεβών έπλήσθη σήμερον ή γη. Οί άθεοι οπαδοί
ώρισμένης «ιδεολογίας» τοιαύτην μοχθηρόν καρδίαν
έχουν. Διά τούτο ό χαρακτηρισμός τοϋ δούλου
ώς εύγνώμονος, ανθρώπου δηλαδή μέ ταπεινήν,
αγαθήν καί εύχάριστον καρδίαν άπένανπ τοϋ Κυρίου,
εις τήν σημερινήν έποχήν μάς συγκινεΤ περισσότερον.
Ό ευγνώμων ληστής, ό όποΤος έν μέσω τών φρικτών
πόνων του ήρθη είς πνευματικόν ΰψος, καί άνεγνώρι-
309
σε τήν αθωότητα τοϋ Χριστοϋ, καί ώμολόγησεν
αύτόν ώς Κύριον, καί ήξιώθη πρώτος νά είσέλθη
εις τήν χαράν τοϋ Κυρίου του, έρχεται εις τήν
διάνοιάν μας όταν άκούωμεν τήν έν λόγω έκφρασιν
τοϋ ί. Χρυσοστόμου.

3 . Τά περί « π ρ ώ τ η ς ώρ α ς , τ ρ ί τ η ς » κ . λ π .
στηρίζονται επί τοϋ Ματθ. 20,1-16. Οί Εβραίοι
ύπελόγιζον τάς ώρας άπό τής άνατολής τοϋ ήλίου
κατά τήν ισημερίαν. Όποιανδήποτε ώραν τής ζωής
καί άν μετανοήση ό άμαρτωλός καί προσέλθη εις
τον Κύριον, θά λάβη τήν σωτηρίαν, διότι ό Κύριος
φιλοτιμείται, φιλοδοξεί τρόπον τινά, νά κάνη τό
καλόν, νά δεικνύη τον πλοϋτον τής φιλανθρωπίας
καί τής καλωσύνης του.

4 . « Ή τ ρ ά π ε ζ α y έ με ι , τ ρ υ φ ή σ α τ ε π ά ν ­
τ ε ς». Τά πνευματικά άγαθά, τά οποία άπέρρευσαν
έκ τής σταυρικής θυσίας τοϋ Χριστοϋ, εΤνε πλούσια,
καί παρέχονται είς όλους άδιακρίτως τούς πιστούς.
Ή θεία κοινωνία, αυτό τό τίμιον σώμα καί τό
τίμιον αίμα τοϋ Κυρίου καί Θεοϋ καί Σωτήρος
ήμών Ίησοΰ Χριστοϋ, εΤνε ό μέγας πλούτος τών
χριστιανών. Έκ τοϋ αύτοΰ άρτου οί πάντες έσθίομεν
καί έκ τοϋ αύτοϋ ποτηριού οί πάντες πίνομεν (βλ.
Α' Κορ. 10,16-17). Διά τής πίστεως συμμετέχει ό
άνθρωπος είς όλα τά σωτήρια άγαθά τοϋ Κυρίου.

5 . « Ό μ ό σ χ ο ς π ο λ ύ ς » . ΕΤνε ό μόσχος
ό σιτευτός, κατά τήν παραβολήν τοϋ άσώτου, τον
οποίον έθυσίασεν ό πατήρ χάριν τοϋ έπιστρέψαντος
310
υίοϋ του, και ένένετο χαρά μ ε γ ά λ η έν τώ οϊκω
τοϋ πατρός. «Ένέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν»,
είπε, «θύσατε, και φαγόντες εόφρανθώμεν... Και
ήρξαντο εύφραίνεσθαι» (Λουκ. 15,23-24). ΕΤνε «ό
μόσ χος ό άμωμος, ό μή δεχόμενος άμαρτίας
ζυγόν», κατά τήν έκφρασιν της Εκκλησίας. ΕΤνε
ό Κύριος ημών ’Ιησούς Χριστός, ό όποΤος έθυσιάσθη
χάριν ημών επί τού φρικτοϋ Γολγοθά, καί εξακολου­
θεί εις όλους τούς αιώνας νά προσφέρη την
παναγίαν σάρκα του τροφήν είς όλους τούς ανθρώ­
πους. Ό θείος ούτος μόσχος εΤνε πολύς, διότι
έν τώ Χριστώ «κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής
Θεότητος σωματικώς, και έσμέν έν αυτω πεπληρωμέ-
νοι» (Κολ. 2,9-10). Ό Χριστός εΤνε όντως «ό
μόσχος ό άμωμος, ό πάντοτε έσθιόμενος και
μηδέποτε δαπανώμενος».

6. « Μ η δ ε ί ς θ ρ η ν ε ί τ ω π ε ν ί α ν έ φ ά ν η γ ά ρ
ή κ ο ι ν ή β α σ ι λ ε ί α » . Μόνον ή βασιλεία τού
Χριστού εΤνε ιδεώδης, άναπαύουσα απολύτως τον
άνθρωπον, καί μόνον έν τη βασιλεία τού Χριστού
υπάρχει άληθής κοινότης αγαθών. Προσωποληψίαι
καί διακρίσεις δεν υπάρχουν έδώ. Ά λ λ ’ έκαστος
συμμετέχει είς τά άγαθά τού Θεού κατά τό μέτρον
της πίστεώς του.

7. « Έ σ β ε σ ε υ α ύ τ ό ν , ύ π ’ αύ το ϋ κ α τ ε χ ό μ ε -
ν ο ς » . Ό θάνατος παρίσταται έδώ ώς πύρ, παμφάγον
πύρ, τό όποΤον έσβεσεν ό Χριστός καθ’ όν χρόνον
ό ’ίδιος κατείχετο ύπό τού πυρός! Ώ δ ε τό μυστήριον
311
τής σωτηρίας. Ό θάνατος έσβέσθη διά τοϋ θανάτου.
ΠοΤος δέ θάνατος; Ό πνευματικός θάνατος. Ό
χωρισμός τοϋ ανθρώπου άπό τον Θεόν. Αυτός
εΤνε ό φοβερώτερος θάνατος. Ό δέ άλλος, ό
σωματικός θάνατος, ό χωρισμός τοϋ σώματος άπό
τήν ψυχήν, εϊνε μικρότερον κακόν, καί εΤνε συνέπεια
τοϋ πρώτου κακοϋ, τοϋ πνευματικού θανάτου. Ό
Χριστός μέ τον ίδικόν του σωματικόν θάνατον
κατήργησε τον πνευματικόν θάνατον τοϋ άνθρώπου.
Καί συγχρόνως άφήρεσε καί άπό τον σωματικόν
θάνατον τήν τρομερόν αύτοϋ όψιν, διότι ό σωματικός
θάνατος έπαυσε πλέον διά τον πιστόν νά εϊνε
μετάβασις άπό τής γής εις τον αδην, καί έγινε
μετάβασις άπό γής είς ουρανόν. Μετά τήν θυσίαν
τοϋ Χριστοϋ, ό πιστεύων «είς κρίσιν ούκ έρχεται,
άλλα μεταβέβηκεν έκ τοϋ θανάτου είς τήν ζωήν»
ΓΙωάν. 5,24).

8. « Έ σ κ ύ λ ε υ σ ε τον α δ η ν ό κ α τ ε λ θ ών
ε ί ς τ ο ν α δ η ν » . Ό αδης, ό σκοτεινός τόπος
τών νεκρών, προσωποποιείται έδώ, παριστάμενος
ώς πάνοπλος έξουσιαστής, ό όποΤος έκράτει ύπό
τήν άπαισίαν έξουσίαν του τούς άπ’ αϊώνος νεκρούς.
Ό Χριστός, κατελθών είς τό σκοτεινόν βασίλειον
τοϋ αδου, έπάλαισε μέ τον αδην, τον ένίκησε,
τον έγύμνωσεν άπό τήν πανοπλίαν του, τον έρριψε
κάτω γυμνόν καί κατησχυμμένον, ήρπασεν έκ τής
εξουσίας του τούς άπ’ αϊώνος νεκρούς, καί άνεδείχθη
ό αιώνιος νικητής καί θριαμβευτής. Ό αδης ένικήθη
κατά κράτος.
312
9 .. « Έ π ί κ ρ α ν ε ν α υ τ ό ν , γ ε υ σ ά μ ε ν ο ν τ ή ς
σ α ρ κ ά ς α ύ τ ο ΰ » . Έ δώ ό αδης παρίσταται ώς
θηρίον, παμφάγον θηρίον, τό οποίον ανοίγει τό
άπαίσιον στόμα του και καταβροχθίζει τούς ανθρώ ­
πους χωρίς νά χορταίνπ ποτέ! Τό άκόρεστον τούτο
θηρίον ήθέλησε νά γευθη και τού Χριστού την
σάρκα. Ά λ λ α μόλις έγεύθη, έπικράνθη, έφαρμακώθη.
Διότι ή σαρξ τού Χριστού δεν ητο ή σαρξ κοινού
ανθρώπου, ά λ λ ’ ητο ή σαρξ τού ένσαρκωθέντος
Υίού τού Θεού. Διά ν ’ άποδώση την συμφοράν
τού αδου ό ί. Χρυσόστομος ενθυμείται τον παρασταπ-
κώτατον στίχον τού χωρίου Ή σ. 14,9.

1 0 . « Έ λ α β ε σ ώ μ α , κ αί Θ ε ω π ε ρ ι έ τ υ χ ε ν » .
Πού νά έφαντάζετο ό αδης, δτι κάτω από την ταπεινήν
σάρκα τού ’Ιησού έκρύπτετο ή ιδία ή Θεότης! Ή
σάρξ υπήρξε τό δόλωμα διά τον αδην, και ή
κρυπτόμενη Θεότης τό αγκιστρον.

1 1 . « Έ λ α β ε γ η ν , κ αί σ υ ν ή ν τ η σ ε ν ο υ ρ α -
ν ώ». Ή προηγούμενη έννοια έκφράζεται έδώ επί
τό ποιητικώτερον. Ύ π ό την γην νοείται τό σώμα
και ύπό τον ουρανόν ή Θεότης τού Χριστού.

1 2 . « Έ λ α β ε ν δ π ε ρ ε β λ ε π ε , κ αί π έ π τ ω κ ε ν
δ θ ε ν ο ύ κ ε β λ ε π ε » . Έ β λ ε π ε τό σώμα, και δεν
έβλεπε την Θεότητα. Ό θ ε ν ήπατηθη και ύπέστη
την πανωλεθρίαν. Ό άγιος ’Ιγνάτιος ό Θ εοφόρος
είπεν, δτι τρία τινά διέφυγον την προσοχήν τού
διαβόλου· «ή παρθενία Μαρίας, καί ό τοκετός
313
αυτής, ομοίως ό θάνατος του Κυρίου» (’Ιγνατίου
επιστολή προς Έ φεσίους XIX· Β.Ε.Π., τόμ. 2, σελ.
267).

13. « Π ο ϋ σ ο υ , θ ά ν α τ ε , τό κ έ ν τ ρ ο ν ; Π ο ΰ
σ ο υ , α δ η , τ ό ν ϊ κ ο ς ; » . ΕΤνε ή πλέον θριαμβευτική
κραυγή τής Γραφής (Ώ σ. 13,1Φ Ή σ. 25,8). Τήν
έννοιαν τοϋ λόγου τούτου ό άπόστολος Παύλος
μάς δίδει είς τό Α ' Κορ. 15,53-57.

1 4 . « Ά υ έ σ τ η Χ ρ ι σ τ ό ς , και ζ ω ή π ο λ ι τ ε ύ ε ­
τ αι ». Προ τής άναστάσεως τού Χριστού ή ζωή
δεν ήτο ζωή αληθινή, ζωή με θέλγητρον καί
χαράν, ά λλ’ ήτο μάλλον θάνατος, άφού ό άνθρωπος
ήτο άπεξενω μένος από τήν Π ηγήν τής ζω ής καί
τής ευτυχίας καί διετέλει υπό τό τυραννικόν καθεστώς
τής άμαρτίας καί τού σατανά. Μακράν τού Θεού
ή ζωή είνε μαύρη ζωή, σκότος καί σκιά θανάτου.
Με τήν άνάστασιν τού Χριστού νέα ζωή αρχίζει, ζωή
ελευθερίας εκ των τυραννικών δεσμών, καί ζωή
δόξης. "Αν δε έντός τής επιγείου πολιτείας τού
Θεού ή ζωή είνε τόσον ωραία, έντός τής ουρανίου
πολιτείας, ή οποία είνε ή τελείωσις τής επιγείου,
ή ζωή θά είνε βεβαίως άπείρως ώραιοτέρα. Τήν
δόξαν εκείνης τής ζωής, έφ ’ δσον περιπατούμεν
άκόμη επί τής γής, ούτε νά φαντασθώμεν κάπως
δεν είνε δυνατόν. Ό Χριστός διά τού σταυρού
καί τής άναστάσεως του μάς έξησφάλισε ζωήν
άνωτέραν εκείνης τήν οποίαν θά ήδυνάμεθα νά
ζητήσωμεν ή νά νοήσωμεν (Ίωάν. 10,10' Έ φεσ. 3,20).
314
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ

Η Μ Ο Σ ΙΕ Υ Ο Μ Ε Ν έδώ έν μ ετα φ ρ ά σ ει μ έ ρ ο ς ομιλίας

Δ τοϋ ί. Χ ρ υ σ ο σ τό μ ο υ , ή όποία έξεφ ω ν ή θ η τή άγ ία


και μ ε γ ά λ η Κ υριακή τοϋ Π ά σ χ α κατά μ εθ υό ντω ν και
εις τήν Ά ν ά σ τα σ ιν (Έ . Π. M igne 50, 4 3 3 κ.έ.). Ή
ομιλία διακρίνεται διά τά υψ ηλά αυτής νοήματα, είνε
έπίκα ιρος καί, δπ ω ς θά π α ρ α τη ρ ή σ η ό π ρ ο σ εκ τικ ό ς
ά ναγνώ στης, έ χ ει σ χ έ ο ιν π ρ ο ς τον π ερ ίφ η μ ο ν Κ α τη χη τι­
κόν λ ό γ ο ν , τον ό π ο ιο ν έξ η γή σ α μ εν .

Χαρά εις τήν γήν, χαρά εις τούς ουρανούς

...ΑΥΤΗΝ τήν πνευματικήν μέθην τής Θείας


Κοινωνίας άς μεθύσωμεν. ’Από τήν άλλην δε
έκείνην μέθην των κοσμικών ανθρώπων άς άπέχω-
μεν, διά νά μή έντροπιάσωμεν τήν παρούσαν
εορτήν. Διότι ή παρούσα εορτή είνε εορτή οχι
τΠζ YHG μόνον, άλλα και τού ουρανού.

Σήμερον είς τήν γήν χαρά, σήμερον εις τον


ουρανόν χαρά. Διότι, εάν διά τήν έπιστροφήν ενός
άμαρτωλού χ α ρ ά γ ί ν ε τ α ι ε ί ς τ ή ν γ ή ν κ α ι
ε ί ς τ ο ν ο υ ρ α ν ό ν (βλ. Δουκ. 15,10), πολύ
περισσότερον διά τήν άρπαγήν τής οίκουμένης
δλη ς εκ των χειρών τού διαβόλου χαρά θά γίνεται
315
έν ούρανώ. Πράγματι τώρα σκιρτούν οί άγγελοι, τώρα
χαίρουν οί αρχάγγελοι, τώρα τά χερουβίμ και τά
σεραφείμ μαζί μας έορτάζουν την παρούσαν έορτήν.
’Ά ν καί ή χάρις, ή οποία έδόθη από τον Δεσπότην
Χριστόν, είνε βεβαίως ίδική μας, δμως ή χαρά
είνε κοινή καί με εκείνους, τούς άγγέλους. Καί
διατί νά ομιλώ διά τούς συνδούλους άγγέλους;
Ό ϊδιος ό Δεσπότης καί αυτών τών αγγέλων καί
ημών τών άνθρώπων δεν έντρέπεται νά συνεορτάζη
μαζί μας. Καί τί χρειάζεται νά λέγω, δτι δεν
έντρέπεται; Ό ίδιος ό Χριστός λέγει- «Ζωηρόν
έπιθυμίαν εχω, αυτό τό πάσχα νά φάγω μαζί σας»
(Λουκ. 22,15). ’Ά ν δε τό εβραϊκόν έκεΐνο πάσχα
έπεθύμησε νά συνεορτάση μαζί μας, φανερόν είνε,
δτι καί την Ά νάστασιν συνεορτάζει μαζί μας.
Ό τ α ν λοιπόν χαίρουν άγγελοι καί αρχάγγελοι, καί
συνεορτάζη μαζί μας ό Δ εσπότης δλω ν τών ουρανίων
δυνάμεων, ποίος λόγος υπολείπεται διά νά είνε
κανείς άθυμος;

Κανείς πτωχός νά μη είνε κατηφής διά την


πτωχείαν του. Διότι αύτη είνε εορτή πνευματική.
Κανείς πλούσιος νά μη ύπερηφανεύεται διά τον
πλούτον του. Διότι με χρήματα τίποτε δεν δύναται
νά εισφέρη εις την χαράν τής εορτής ταύτης.
Διότι, δσον άφορα εις τάς έορτάς τής κοσμικής
ζωής, δπου πολύς έκλεκτός οίνος, δπου τράπεζα
πλήρης έδεσμάτων καί αδηφαγία, δπου άσχημία
καί γέλως, δπου κάθε πομπή σατανική, φυσικόν
είνε ό μεν πτωχός νά είνε κατηφής, ό δε πλούσιος
316
ν’ άκτινοβολή από εΰθυμον διάθεσιν. Διατί αυτή
ή διαφορά εκεί; Διότι ό μεν πλούσιος παραθέτει
πλουσίαν τράπεζαν και απολαύει μεγαλυτέρας τρυ­
φής, ό δε πτωχός εμποδίζεται άπό την πτωχείαν
του νά συναγωνισθή τον πλούσιον καί νά προβή
εις την αυτήν κενόδοξον έπίδειξιν. Έ δώ δμως,
εις τήν Εκκλησίαν, ούδέν τοιοΰτον συβαίνει. ’Αλλά
μία τράπεζα υπάρχει έδώ και διά τον πλούσιον
καί διά τον πτωχόν. Καί άν είνε κανείς πλούσιος,
τίποτε δεν ήμπορεΤ νά πρόσθεση εις αυτήν έδώ
τήν τράπεζαν. Καί άν είνε πτωχός, ή συμμετοχή
του είς τήν τράπεζαν ουδόλως θά είνε μειωμένη
έξ αιτίας τής πτωχείας του. Διότι ή χάρις είνε θεία.
Καί διατί θαυμάζεις, άν καί διά τον πλούσιον καί
διά τον πτωχόν εΤνε μία; Νά μή θαυμάζης διά
τούτο. Διότι καί εις αυτόν τον βασιλέα, ό όποιος
φορεΤ τό στέμμα καί τήν άλουργίδα, ό οποίος
έχει είς τάς χείράς του τήν έξουσίαν τής γής, είς
έκεΤνον, λέγω, τον βασιλέα, καί είς τον πτωχόν,
ό όποιος κάθεται προς έλεημοσύνην, μία προσφέρε-
ται τράπεζα.
Τοιαϋτα είνε τά δώρα, τά οποία προσφέρονται
άπό τον Δεσπότην Χριστόν. Προσφέρονται χωρίς
νά λαμβάνεται ύ π’ όψιν ή διαίρεσις τής κοινωνίας
κατά αξιώματα, άλλά μόνον κατά πρόθεσιν καί
διάθεσιν.

Τά δώρα τής Ά ναστάσεω ς

ΟΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ϊδης έντός τής Ε κκλησίας ό


317
πτωχός νά έχη καταλάβει θέσιν πλησίον τοϋ π λ ο υ ­
σίου, ό άπλοϋς πολίτης πλησίον τοϋ αρχοντος, ό
άσημος πλησίον τοϋ επισήμου, αυτός, ό όποιος
έξω τρέμει τήν εξουσίαν, έντός τής Ε κκλησίας νά
ϊσταται άφόβως μαζί με τούς έξουσιαστάς, έννόησον
τί σημαίνει ό προφητικός λόγος· «Τότε θά βόσκηση
ό λύκος μαζί μ ε τά άρυία» (Ήσ. 11,6). Λύκον
λοιπόν ονομάζει ή Γραφή τον πλούσιον, άρνίον
τον πτωχόν... Διότι ό Θ εός δεν είνε προσωπολήπτης
(Γαλ. 2,6). Δεν υπάρχει λοιπόν έν τή Εκκλησία
δούλος καί ελεύθερος. Ά λ λ ’ εκείνον γνωρίζει ή
Γραφή ώς δοϋλον, ό οποίος είνε υποδουλωμένος
εις τήν άμαρτίαν. Αυτός, ό οποίος πράττει -λ έ γ ε ι-
τήν άμαρτίαν, δούλος είνε τής αμαρτίας (Ίωάν.
8,34). Καί έκείνον γνωρίζει ώς έλεύθερον, ό όποιος
έχει έλευθερωθή υπό τής θείας χάριτος.

Με τήν ίδιαν παρρησίαν καί ό βασιλεύς καί ό


πτωχός έρχονται προς αυτήν τήν τράπεζαν, με
τήν ιδίαν τιμήν, πολλάκις δε ό πτωχός καί με
μεγαλυτέραν τιμήν. Διατί δε τούτο; Διότι ό μεν
βασιλεύς, έπειδή είνε έμπεπλεγμένος είς μυρίας
υποθέσεις, ωσάν πλοίον δέχεται πανταχόθεν τάς
προσβολάς ακαθάρτων κυμάτων, καί εντεύθεν πολλά
αμαρτήματα προσάπτονται είς αυτόν. Έ νω ό πτωχός,
έπειδή φροντίζει διά τήν άναγκαίαν τροφήν μόνον,
καί έχει εκλέξει τον μακράν των θορύβων καί
ήσυχον βίον, ήρεμος καθώς είνε, ώσάν νά εύρίσκεται
είς λιμένα, μετά πολλής τής παρρησίας προσέρχεται
είς τήν θείαν τράπεζαν. Πάλιν, δσον αφορά είς
318
τάς έορτάς του κόσμου, ό μέν πτωχός παρουσιάζεται
έν κατήφεια, ό δε πλούσιος έν λαμπρά διαθέσει,
όχι μόνον διά την τράπεζαν, άλλα και διά τά
ενδύματα. Ό ,τι, δηλαδή, παθαίνουν με τήν τράπεζαν,
τούτο υποφέρουν καί με τά ενδύματα. Διότι, δταν
ό πτωχός ϊδη τον εΰπορον νά φορή καί πολυτελεστέ-
ραν στολήν, προσβάλλεται καί ταλανίζει τον έαυτόν
του περισσότερον δλων. Ά λ λ ’ έδώ, είς τήν Ε κ κ λ η ­
σίαν, καί αυτό τό εΤδος τής ένδείας δεν ισχύει
πλέον. Διότι εις δλους ένα ένδυμα υπάρχει, τό
σωτήριον λουτρόν τού βαπτίσματος. Διότι «όσοι»,
λέγει, «είς Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύθψ ε»
(Γαλ. 3,27).
Νά μη έντροπιάσωμεν λοιπόν τήν εορτήν ταύτην
με τήν μέθην. Καθόσον ό Δεσπότης ημών πλουσίους
καί πτωχούς ομοίως έτίμησε, καί δούλους καί
κυρίους. Ά λ λ ’ ας άμείψωμεν τον Δεσπότην διά
τήν εύνοιαν, τήν οποίαν έδειξεν είς ημάς. Ά ρίστη
δέ αμοιβή είνε ό καθαρός βίος καί ή νηφαλία
ψυχή. Αυτή ή έορτή καί ή πανήγυρις δεν έχει
ανάγκην χρημάτων, ουδέ δαπάνης, άλλά προθέσεως
καί διαθέσεως άρίστης. Διότι τοιαύτα είνε τά πράγμα­
τα, τά όποία πωλοΰνται είς αυτήν έδώ τήν πνευματικήν
άγοράν. Ο ύδέν σωματικόν πωλείται έδώ, ά λ λ ’ άκρόα-
σις θείων λογίων, εύχαί πατέρων, εύλογίαι ιερέων,
ομόνοια καί είρήνη καί συμφωνία. Πνευματικά τά
δώρα, πνευματικός ό μισθός. ’Ά ς έορτάσωμεν τήν
έορτήν ταύτην τήν μεγίστην καί λαμπράν, κατά
τήν οποίαν άνέστη ό Κύριος. ’Ά ς έορτάσωμεν δέ
αυτήν λαμπρώς, συγχρόνως δέ καί θεοσεβώς.
319
Διότι άνέστη ό Κύριος, και τήν οικουμένην
άνέστησε μαζί του. Αυτός μέν άνέστη, και τά
δεσμά τοϋ θανάτου συνέτριψεν. Ή μάρτησεν ό Ά δάμ,
καί δικαίως άπέθανεν. ’Α λλά δέν ήμάρτησεν ό
Χριστός, καί δμως άπέθανε καί αυτός! Πρωτοφανές
καί παράδοξον τοϋτσ έκεΤνος, ό Ά δάμ, ήμάρτησε
καί ά π έθα νεν οΰτος, ό Χριστός, δέν ήμάρτησε,
καί δμως άπέθανε! Διατί; Διά νά δυνηθή αυτός
πού ήμάρτησε καί άπέθανε, νά άπαλλαγή άπό
τάς αιτίας καί τά δεσμά τοϋ θανάτου διά μέσου
αύτοϋ ό οποίος δέν ήμάρτησε μέν ά λλ’ έν τούτοις
άπέθανεν. Έ τσ ι γίνεται καί είς περιπτώσεις οφειλής
χρημάτων. Π ολλάκις οφείλει τις, καί έπειδή δέν
δύναται νά πλήρωσή τό χρέος, κρατείται είς τήν
φυλακήν. "Ενας άλλος τότε, ό όποΤος δέν οφείλει,
δύναται δμως νά πληρώση τό χρέος, άφοϋ τό
πληρώση έλευθερώνει τον υπεύθυνον. ’Έτσι καί
είς τήν περίπτωσιν τοϋ Ά δ ά μ έγινεν. ’Ώ φειλεν ό
Ά δάμ, έκρατεπο υπό τοϋ διαβόλου, άλλά δέν
ήδύνατο νά πληρώση τό χρέος. Δ έν ώφειλεν ό
Χριστός, ούτε έκρατεπο υπό τοϋ διαβόλου, ά λ λ ’
ήδύνατο νά πληρώση τό χρέος. Ή λ θ ε λοιπόν καί
έπλήρωσε μέ τον θάνατόν του υπέρ τοϋ κρατουμένου
υπό τοϋ διαβόλου διά νά έλευθερώση αυτόν.

Ή διά τοϋ βαπτίσματος άνάσ τασ ις

ΕΙΔΕΣ τής Ά ναστάσεως τά κατορθώματα; Διπλοΰν


θάνατον έπάθομεν ήμεΤς, διπλήν άς άναμείνωμεν
καί τήν άνάστασιν. Ό Χριστός άπλοϋν έπαθε
320
θάνατον, διά τοϋτο καί απλήν εΐχεν άνάστασιν.
Πώς; Ε ξη γώ .
Ά π έθ α νεν ό Ά δά μ καί σωματικώς καί ψυχικώς.
Ά πέθανεν, έν αλλοις λόγοις, καί κατά τήν έννοιαν
τής φύσεως (φυσικός θάνατος), καί κατά τήν έννοιαν
τής αμαρτίας (ήθικός θάνατος). «Τήν ημέραν, κατά
τήν οποίαν θά φάγητε άπό τοϋ καρπού τού δένδρου,
έξάπαντος θά άποθάνητε» (Γεν. 2,17). Καί δμως
δεν άπέθανε τήν αυτήν ημέραν κατά τήν έννοιαν
τής φύσεως (φυσικώς). Ά π έθ α νεν δμως τήν αυτήν
ημέραν κατά τήν έννοιαν τής αμαρτίας (ήθικώς).
Ε κ είνο ς ό θάνατος ητο τής ψυχής, αυτός ό θάνατος
είνε τοϋ σώματος. Ό τ α ν δέ άκούσης θάνατον
ψυχής, μή νομίσης δτι ή ψυχή άποθνήσκει. Διότι
ή ψυχή είνε αθάνατος. Θάνατος ψυχής νοείται ή
άμαρτία καί ή αϊωνία κόλασις. Διά τοϋτο καί ό
Χριστός λέγει· «Μή φοβηθήτε α π ’ αυτούς πού
φονεύουν τό σώμα, άλλα τήν ψυχήν δεν δύνανται
νά φονεύσουν. Φοβηθήτε δέ μά λλον εκείνον, ό
όποιος δύναται νά κάνη, ώστε καί ή ψυχή καί τό
σώμα νά χα θ ο ύν είς τήν γέενναν» (Ματθ. 10,28).
Αυτό δέ, τό όποιον χάνεται, υπάρχει βεβαίως, άλλά
δέν τό βλέπει αυτός, ό όποιος τό έχασεν. Ά λ λ ’,
δπω ς είπα προηγουμένως, εις ημάς συνέβη διπλοϋς
θάνατος. Ά ρ α καί ή άνάστασις πρέπει νά είνε
διπλή. Είς τον Χριστόν συνέβη άπλοϋς θάνατος.
Διότι ό Χριστός δέν ήμάρτησεν. Ά λ λ ά καί αυτός
ό άπλοϋς θάνατος τοϋ Χριστοϋ συνέβη χάριν
ημών. Διότι έκεϊνος δέν ώφειλε νά άποθάνη. Διότι
δέν ήτο ένοχος αμαρτίας, καί συνεπώς ουτε θανάτου.
321
11 ΠΑΣΧΑ
Διά τοϋτο εκείνος μέν είχεν άνάστασιν άπό τον
άπλοϋν θάνατον, ενώ ημείς, επειδή έπάθομεν δι-
πλοϋν θάνατον, έχομεν και διπλήν άνάστασιν. Ή
μία έγινεν ήδη. Είνε ή άνάστασις άπό τήν άμαρτίαν.
Διότι έτάφημεν μαζί μέ τον Χριστόν κατά τό
βάπτισμα, και άνέστημεν μαζί μέ τον Χριστόν διά
τοϋ βαπτίσματος ('Ρωμ. 6,4· Κολ. 2,12). Αυτή είνε
ή μία άνάστασις, ή άπαλλαγή άπό τά άμαρτήματα.
Δευτέρα δέ είνε ή άνάστασις τοϋ σώματος. Έ δω κ ε
τήν μεγαλυτέραν, άνάμενε μετά βεβαιότητος καί
τήν μικροτέραν. Ή άνάστασις, τήν οποίαν έδωκεν
ήδη, είνε πολύ μεγαλυτέρα εκείνης, τήν όποιαν
άναμένομεν. Διότι πολύ μεγαλύτερον είνε τό νά
άπαλλαγή κανείς άπό τήν άμαρτίαν, παρά τό νά
ίδή ένα σώμα νά άνίσταται εκ νεκρών. Διά τοϋτο
έπεσε τό σώμα νεκρόν, επειδή ήμάρτησε. Δοιπόν,
αν άρχή τής πτώσεως είνε ή άμαρτία, τότε άρχή
τής άναστάσεως είνε ή άπαλλαγή άπό τήν άμαρτίαν.
Ή ξιώ θημεν λοιπόν τής μεγαλυτέρας άναστάσεως
μέ τό νά άπορρίψωμεν τον φοβερόν θάνατον τής
άμαρτίας καί νά άποβάλωμεν τό παλαιόν ένδυμα.
Μή όλιγοψυχήσωμεν λοιπόν διά τήν μικροτέραν
άνάστασιν.
Τήν πρώτην άνάστασιν έλάβομεν καί ήμείς παλαιό-
τερον, δταν έβαπτίσθημεν. Έ λ α β ο ν δέ καί δσοι
κατηξιώθησαν τώρα τήν έσπέραν τοϋ ίεροϋ βαπτίσμα-
τοςΟ , τά καλά αυτά άρνία τοϋ Χριστοϋ! Π ροχθές

■ Ο Προς κατανόησιν τών λόγων τούτων τοϋ ϊ. Χρυσοστόμου


πρέπει νά γνωρίζωμεν ότι κατά τήν εποχήν εκείνην οί
322
ό Χριστός έσταυρώθη, ά λ λ ’ άνέστη τήν παρελθοϋσαν
νύκτα. Καί αυτοί προχθές κατείχοντο άπό τήν
αμαρτίαν, ά λ λ ’ άνέστησαν, διά τοϋ βαπτίσματος,
μαζί με τον Χριστόν. Ε κ είνο ς κατά τό σώμα
άπέθανε, καί κατά τό σώμα άνέστη. Αυτοί ήσαν
νεκροί λόγφ τής άμαρτίας, καί άπό αμαρτίας άνέστη­
σαν, έλευθερωθέντες. Ή μεν γή, ώς γνωστόν,
κατά τήν έποχήν ταύτην τής άνοίξεως ρόδα καί
ϊα καί τά άλλα άνθη χάριν ημών έκβλαστάνει.
Τά δέ ΰδατα τής γής, τά χρησιμοποιηθέντα κατά
τάς βαπτίσεις, τερπνότερον λειμώνα έπαρουσίασαν.
Μή άπορήσης, πού έβλάστησαν άνθη άπό τά
ύδατα. Ουτε ή γή βγάζει τήν βλάρτησιν λόγω
τής ϊδικής της φύσεως, άλλά λόγω τοϋ προστάγματος
τοϋ Δεσπότου. Έ β γα λ ε καί εϊς τήν άρχήν ή φύσις
τών ύδάτων ζώα κινούμενα. Διότι ό Θ εός εΐπ εν
« Ά ς βγά λουν τά ΰδατα ερπετά ζωντανών υπάρξεων
(ιχθύας)» (Γεν. 1,20), καί τό πρόσταγμα έγινεν
έργον καί ή άψυχος εκείνη ουσία τών ύδάτων
εβγαλεν έμψυχα ζώα. Έ τσ ι καί τώρα, άς βγάλουν
τά ΰδατα (τοϋ βαπτίσματος) όχι έρπετά ζωντανών
υπάρξεων, άλλά πνευματικά χαρίσματα. Έ β γα λ α ν
τότε τά ΰδατα ιχθύας άλογους καί άφωνους, έβγαλαν
τώρα ιχθύας λογικούς καί πνευματικούς, ιχθύας ο!
όποιοι ήλιεύθησαν μέ τήν σαγήνην τοϋ λόγου
τών άποστόλων. Διότι εΐπεν ό Κύριος· «Ελάτε και

κατηχούμενοι τής Εκκλησίας ήκουον τάς κατηχήσεις κατά


την διάρκειαν τής τεσσαρακοστής προετοιμαζόμενοι διά τό
βάπτισμα, έβαπτίζοντο δέ τήν νύκτα τής Άναστάσεως.
323
θά σας κάνω άλιεϊς άνθρώπων» (Ματθ. 4,19).
Αυτήν τήν πνευματικήν αλιείαν εννοούσε τότε.
Καινούργιος όντως ό τρόπος τής αλιείας. Οί κοινοί
άλιεϊς βγάζουν άπό τά υδατα. Έ νω ήμεϊς έβάλαμεν
εις τά υδατα, καί έτσι ήλιεύσαμεν.

Υ π ή ρ χε κάποτε καί είς τούς ’Ιουδαίους κολυμβή-


θρα (πρόκειται περί τής κολυμβήθρας - δεξαμενής
Βηθεσδά' Ίωάν. 5,2). Μάθε τίϊσχυσεν ή κολυμβήθρα
εκείνη, διά νά καταλάβης τήν ιουδαϊκήν πτωχείαν
άφ ’ ενός, καί τον πλούτον τής Ε κκλησίας άφ ’
έτέρου. Κολυμβήθρα ύδάτων ήτο εκείνη, καί κατήρχε-
το άγγελος έκεΤ, καί έτάρασσε τά υδατα. Έ πειτα,
ευθύς μετά τήν ταραχήν τοϋ ϋδατος, κατέβαινεν
είς τήν κολυμβήθραν ένας άσθενής, καί έθεραπεύετο.
Έ ν α ς μόνον τό έτος έθεραπεύετο, καί αμέσως
έξηντλεϊτο ή χάρις, όχι βεβαίως λόγω πτωχείας
τοϋ Θεοϋ ό όποιος έδιδεν, αλλά λόγω τής πνευματι­
κής άσθενείας τών άνθρώπων οί οποίοι έλάμβανον.
Κατέβαινε λοιπόν άγγελος είς τήν κολυμβήθραν,
καί έτάρασσε τό υδωρ, καί ένας έθεραπεύετο.
Κατήλθεν ό Δεσπότης τών άγγέλων είς τον Ίορδά-
νην, καί έτάραξε τό ύδωρ, καί τήν οικουμένην
όλην έθεράπευσε. Διά τοϋτο έκεΤ μέν, μετά τον
πρώτον, έκεΐνος πού κατήρχετο δεύτερος δέν έθερα­
πεύετο. Διότι ή χάρις έδίδετο τότε είς τούς ’Ιουδαίους,
τούς άσθενείς, τούς πτωχούς πνευματικώς. Έ νω
εδώ, είς τήν Εκκλησίαν, μετά τον πρώτον ό
δεύτερος, μετά τον δεύτερον ό τρίτος, μετά τον
τρίτον ό τέταρτος· καί δέκα, καί είκοσι, καί έκατόν,
324
καί μυρίους, καί τήν οικουμένην όλην άν βάλης
μέσα είς τήν κολυμβήθραν, δέν εξαντλείται ή
χάρις, δέν έξοδεύεται ή δωρεά, δέν μολύνονται
τά υδατα. Καινούργιος τρόπος καθάρσεως. Διότι
δέν είνε τρόπος σωματικός. Διότι είς τήν περίπτωσιν
τής καθάρσεως τών σωμάτων τά υδατα, δσον περισσο­
τέρους καθαρίζουν, τόσον περισσότερον ακάθαρτα
γίνονται. Έ νω εδώ, δσον περισσοτέρους καθαρίζουν,
τόσον καθαρώτερα γίνονται.

Νέα ζωή, χριστιανική ζωή, ζωή άγώνων

ΕΙΔΕΣ μέγεθος δωρεάς; Διατήρησον τό μέγεθος


τής δωρεάς ταύτης, ώ άνθρωπε! Δέν επιτρέπεται
νά ζή ς άδιαφόρως. Βάλε είς τον έαυτόν σου
νόμον μέ κάθε ακρίβειαν. Ή χριστιανική ζωή είνε
αγών καί παλαίσματα. Ό δέ άγω νιζόμενος είς
δλα έγκρατεύεται (Α' Κορ. 9,25).

Νά σοϋ είπώ ένα άριστον καί ασφαλή τρόπον


κατορθωμάτων; Ό σ α φ α ί ν ο ν τ α ι μ έ ν ό τ ι ε ί ν ε
ήθικώς αδιάφορα, γ ε ν ν ο ύ ν δμως άμαρ-
τ ί α ς , ά ς τά β γ ά λ ω μ ε ν ά π ό τ ή ν δ ι ά ν ο ι ά ν
μας.

Διότι άπό τά πράγματα άλλα μέν είνε άμαρτήματα


καί άλλα δέν είνε άμαρτήματα, άλλά γίνονται αίτια
άμαρτημάτων. Ό γέλω ς π.χ. δέν είνε μέν αμάρτημα
εκ φύσεως, γίνεται δμως άμάρτημα, εάν ύπερβή
τά όρια. Διότι άπό τον γέλωτα προέρχεται άστειολογία,
άπό τήν άστειολογίαν αισχρολογία,; άιιό τήν αίσχρο-
λογίαν αισχρά πράγματα, άπό τά αισχρά πράγματα
κολάσεις και τιμωρίαι. Ά φαίρεσε λοιπόν τήν ρίζαν
τελείως, διά ν’ αφαίρεσης έτσι δλον τό νόσημα.
Διότι αν άπό τά ηθικώς άδιάφορα φυλασσώμεθα,
ουδέποτε θά πέσωμεν είς τά άνεπίτρεπτα. Έ τσι
και τό νά ίδή κανείς γυναίκας θεωρείται άπό
πολλούς ότι είνε ηθικώς άδιάφορον. Ά λ λ 5 άπ5
αυτό γεννάται άκόλαστος έπιθυμία, άπό τήν επιθυμί­
αν πορνεία, άπό τήν πορνείαν πάλιν κόλασις καί
τιμωρία. Έ τσ ι καί τό νά ζή κανείς πλουσίως καί
πολυτελώς θεωρείται δτι δέν εΤνε τίποτε τό κακόν.
Έ ν τούτοις έντεΰθεν προέρχεται μέθη, καί τά εκ
τής μέθης μυρία κακά.

Ά ς άφαιρέσωμεν λοιπόν παντού τάς άφορμάς


τών άμαρτημάτων. Διά τούτο καθημερινώς άπολαύετε
συνεχούς διδασκαλίας· διά τούτο επί επτά συνεχείς
ημέρας έπιτελούμεν σύναξιν, καί σάς παραθέτομεν
τήν πνευματικήν τράπεζαν, καί σάς κάνομεν νά
άπολαύετε τών θείων λογίων, καί σάς προετοιμάζομεν
κάθε ήμέραν διά τούς πνευματικούς άγώνας, καί
σάς έξοπλίζομεν έναντίον τού διαβόλου. Διότι ό
διάβολος τώρα επιτίθεται μέ μεγαλυτέραν άγριότητα.
Ό σ ο ν μεγαλυτέρα είνε ή δωρεά, τόσον μεγαλύτερος
είνε καί ό πόλεμος. Διότι, εάν ό διάβολος, δταν
είδεν ένα είς τον παράδεισον, δέν ύπέφερεν, είπέ
μου, πώς θά ύποφέρη βλέπων τόσους πολλούς;
Έ χ ε ις προκαλέσει τήν άγριότητα τού θηρίου, άλλά
μή φοβηθής. Διότι έλαβες μεγαλυτέραν δύναμιν.
Έ λ α β ες μάχαιραν ήκονημένην. Μέ τήν πνευματικήν
327
αυτήν μάχαιραν κέντησον τον δφιν. Διά τοϋτο ό
Θ εός τον άφησε νά έξαγριωθή εναντίον σου, διά
νά διαπίστωσης έξ αυτής τής πείρας, τί δύναται
νά κατορθώση ή ϊδική σου δύναμις. Καί καθώς
ένας άριστος γυμναστής, άφοϋ παραλαβή ένα αθλη­
τήν, δ οποίος έχει αμελήσει τον εαυτόν του, έχει
χάσει τό νεϋρόν του, καί είνε ακάθαρτος· καί
άφοϋ τον άλείψηΟ , τον γυμνάση, καί τον φέρη
είς άκμαίαν σωματικήν κατάστασιν, δέν τον αφήνει
κατόπιν νά ήσυχάση, άλλά τον προτρέπει νά κατέλθη
είς αγώνας, διά νά τοϋ απόδειξη διά τής πείρας,
πόσην δύναμιν τοϋ μετέδω κεν έτσι καί ό Χριστός
έκανεν. Ή δύνατο μεν βεβαίως ό Χριστός νά θέση
τον εχθρόν εκτός, ώστε νά μή πολεμή τούς άνθρώ-
πους. Ά λ λ ά διά νά καταλάβης, ότι πλεονάζει ή
χάρις, ότι ή πνευματική δύναμις, τήν οποίαν έλαβες
άπό τό βάππσμα, είνε μεγάλη, τον άφήνει νά
συμπλέκεται μαζί σου, καί έτσι σοϋ παρέχει πολλάς
ευκαιρίας νά κερδίσης τούς στεφάνους τών άγώνων.
Διά τοϋτο επί επτά συνεχείς ημέρας άπολαύετε
διδασκαλίας, ώστε νά μάθετε άκριβώς τά πνευματικά
άγωνίσματα.
Έ ξ άλλου δέ τά τελούμενα έν τή Εκκλησία
είνε καί πνευματικός γάμος. Κατά δέ τούς γάμους
αί έορταί διαρκούν έως επτά ημέρας. 'Δ ιά τοϋτο
καί ημείς ένομοθετήσαμεν χάριν υμών νά παρευρί-

(*) Ύ πήρχεν ή συνήθεια νά αλείφουν τά σώματα των


αθλητών, οί οποίοι προπαρεσκευάζοντο διά γυμνικούς άγώνας.
328

ν
σκεσθε εδώ είς τάς ίεράς έορτάς επί επτά ημέρας.
Ά λ λ ’ εκεί μέν μετά τάς επτά ημέρας διαλύονται
αί έορταί. Έ δώ δμως, άν θέλης, διαρκώς δύνασαι
νά παρευρίσκεσαι είς τήν ίεράν εορτήν. Και δσον
μέν αφορά είς τούς κοσμικούς γόμους, ή νύμφη
μετά τον πρώτον ή καί τον δεύτερον μήνα δέν
είνε τόσον αξιέραστος, τόσον ελκυστική εις τον
νυμφίον. Έ δώ δμως, είς τούς πνευματικούς γόμους,
δέν συμβαίνει έτσι. Ά λ λ 5 δσον ό χρόνος προχωρεί,
τόσον θερμότερος ό έρως τοϋ Νυμφίου γίνεται,
τόσον γνησιώτεραι αί περιπτύξεις, τόσον πνευματι-
μωτέρα ή σχέσις, εάν βεβαίως διατηροϋμεν τούς
εαυτούς μας είς κατάστασιν πνευματικής νηφαλιότη-
τος. Πάλιν, δσον αφορά είς τά σώματα, μετά τήν
νεότητα έρχεται τό γήρας. Ά λ λ 5 έδώ μετά τό
γήρας έρχεται νεότης, καί νεότης μάλιστα, ή οποία
ουδέποτε τελειώνει, εάν θέλωμεν.

Μεγάλη είνε ή χάρις. Ά λ λ ’ εάν θέλωμεν, θά


γίνη μεγαλυτέρα. Καί ό Π αύλος μεγάλος ήτο δταν
έβαπτίζετο. Ά λ λ ά πολύ μεγαλύτερος έγινε μετά
ταϋτα, Δταν έκήρυττεν, δταν μέ τά έπιχειρήματά
του έφερεν είς σύγχυσιν καί άπεστόμωνε τούς
’Ιουδαίους. Μετά ταΰτα ήρπάγη είς τον παράδεισον,
άνήλθεν είς τον τρίτον ουρανόν. 'Ώστε υπάρχει
ή δυνατότης καί είς ήμάς, εάν θέλωμεν, νά αύξήσω-
μεν καί νά κάνωμεν λαμπροτέραν τήν χάριν, ή
όποία μάς έδόθη. Αυξάνεται δέ ή χάρις μέ έργα
άγαθά, καί γίνεται λαμπροτέρα, καί λαμπρότερον
μάς παρέχει τό φώς της. Καί άν τοϋτο γίνη, μέ
329
πολλήν παρρησίαν θά είσέλθωμεν είς τον νυμφώνα
μαζί μέ τον Νυμφίον, καί θά άπολαύσωμεν τών
αγαθών, τά οποία έπιφυλάσσονται είς τούς αγαπώ ν­
τας αυτόν. Τών αγαθών τούτων άς γίνη νά έπιτύχωμεν
όλοι ήμεΤς, διά της χάριτος καί φιλανθρωπίας τοΰ
Κυρίου ημών Ίησοϋ Χριστού, είς τον όποιον μαζί
μέ τον Πατέρα καί τό άγιον Πνεύμα πρέπει δόξα
καί προσκύνησις αιωνίως. ’Αμήν.

— Πασχαλινή προσευχή καλού ποιμένας —

«Ύ φιστε θριαμβευτά τοΰ θανάτου, αιώνιε Νυμφίε τών ψυχών


ημών, θειότατε Ίησοϋ■ είς έσέ στρέφεται ή γλωσσά μου,
είς έσέ α γρυπνεί τό πνεϋμά μου, είς έσέ άποθέτω τά ς
ψυχάς τών ποθητών τούτων άχροατών μου. Έ κεϊ όπου έγώ
έρριψα τον σπόρον τη ς εύα γγελιχής άληθείας σου, πέμψον
τήν όμβροτοχίαν τή ς θείας σου χάριτος, διά νά βλάστηση
σωτηρίας καρπός. Δέξαι, ώ Θείε Αόγε, τούς λόγους μου
ώς λογικήν θυσίαν, όπου έγώ προσφέρω είς δόξαν τοϋ αγίου
σου ονόματος, είς σωτηρίαν τή ς ά μαρτω λής μου ψυχής καί
τούτου μου τοϋ άκροατηρίου. Έμφάνηθι νοερώς νά μά ς
εύφράνης μέ τό φώς τή ς ένδοξου Α να σ τά σεω ς καί αν
εϋρης τάχα κλεισμένας τά ς καρδιάς μας, πέρασε όμως έκεϊ
μέσα, καθώς έπέρασες κεκλεισμένων τών θυρών προς τούς
μα θητάς σου, καί έμπνευσον έκεϊ μέσα τήν χάριν τοΰ αγίου
σου Πνεύματος καί τή ς θείας σου ειρήνης είπε άλλην μίαν
φοράν προς ή μ ά ς “Λ άβετε Πνεϋμα άγιον, ειρήνη ύμϊν”»

Η Λ ΙΑ Σ Μ Η Ν ΙΑΤΗ Σ

(Διδαχαί καί λόγοι, σελ. 238)

330
ΠΙΝΑΞ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ά φ ιέ ρ ω σ ις σελ. 7
Π ρόλογος 9

Α'. Προτυπώσεις και εικ ό νες 16-75


Τά τρία Πάσχα
(έγκύκλιος 4-24/4 Μαΐου 1986 μετεγλωττισμένη) 19
Τό σημεΤον Ίωνα
(έγκύκλιος 2 2 3 /1 4 ’Α πριλίου 1974) 28
Ό κόκκος τοϋ σίτου
(αρθρον είς περ. «Σταυρός», Μάιος 1964) 42
Ό άνατείλας ήλιος
(αρθρον είς περ. «Ίω. Βαπτιστής», ’Ιούνιος 1950) 53
Εικόνες Ά ναστάσεως
(αρθρον είς περ. «Σταυρός», Μάιος 1975) 62

Β'. Ό Ά να σ τά ς εκ νεκρώ ν 76-111


Άναστήτω ό Θεός
(αρθρον είς περ. «Χριστ. Σπίθα», ’Απρίλιος 1967) 79
Ό Νικητής
(έγκύκλιος 163/9 Απριλίου 1972 86
Τό φως τοϋ Ά ναστάντος
(έγκύκλιος 109/26 ’Α πριλίου 1970) 100
331
Γ'. Ά να σ τά σεω ς ήμερα 112-159
Ή ήμερα Κυρίου
(εγκύκλιος 189/29 ’Απριλίου 1973) 114
Ή μερα χαράς
(έγκύκλιος 3 8 2 /2 2 ’Απριλίου 1984 μετεγλωττισμένη) 130
Ή μερα φωτός
(αρθρον είς περ. «Ίω. Βαπτιστής», ’Α πρίλιος 1952) 138
Έορτάσωμεν πρεπόντως
(έγκύκλιος 74/13 ’Απριλίου 1969) 148

Δ'. Τά λάφυρα τοΰ θριάμβου 160-191


Ό θρίαμβος
(έγκύκλιος 34/21 ’Α πριλίου 1968) 163
Έ πατήθη ό θάνατος
(έγκύκλιος 3 3 4 /2 2 ’Απριλίου 1979 μετεγλωττισμένη) 172
Θ ’ άναστηθοϋν οί νεκροί
(άρθον είς έφημ. «Ή φωνή τής Φλωρίνης», φ. 4-4-1980) 180
Ή αλλαγή τών μαθητών
(αρθρον είς περ. «Κυριακή», φ. 30 Α π ρ. 1 9 7 8 μτγλτ.) 185

Ε'. Τό μήνυμα τής νίκης 192-249


Νεκροί, έξέλθετε εκ τών τάφων
(άρθρου είς περ. «Σταυρός», ’Απρίλιος 1965) 194
Ά ς άναστηθώμεν
(έγκύκλιος 28 0 /2 5 ’Απριλίου 1976) 206
Ή χαρά τής Ά ναστάσεως
(έγκύκλιος 140/18 ’Απριλίου 1971) 219
Έ χετε άγκυραν;
(αρθρον είς περ. «Σταυρός», Απρίλιος 1956) 232
332
ΣΤ'. Ά νά σ τα σ ις και πατρις 250-297
Τότε και τώρα - υπόδουλοι είς τούς Τούρκους
(έγκύκλιος 2 9 1 /1 0 ’Α πριλίου 1977 μετεγλωττισμένη) 252
Άναστήτω τό έθνος - εκ τάφου δουλείας 4 αιώνων
(άρθρου είς περ. «Χριστ. Στρατιώτης», Α πρίλιος 1949) 267
Χωρίς άνθρώπινα δικαιώματα - οί υπόδουλοι της
Βορ. ’Ηπείρου
(έγκύκλιος 35 8 /2 6 Α πριλίου 1981) 273
Ή δύναμις της Ά ναστάσεω ς - ό διωγμός της
Έ λλαδικής Ε κκλησίας
(έγκύκλιος 4 4 1 /1 9 Απριλίου 1987 μετεγλωττισμένη) 278
Ύ π ό τήν δυσμένειαν τών κρατούντων - ό διωγμός
τών κηρύκων έν Έ λλάδι
(έγκύκλιος 3 7 2 /8 Μαΐου 1983 μετεγλωττισμένη) 284
Ά ναστάσιμον μήνυμα
(έγκύκλιος 3 7 3 /8 Μαΐου 1983 μετεγλωτισμένη) 294

Ζ'. Έ πίμετρον - κείμενα ί. Χρυσοστόμου 298-330


Κατηχητικός λόγος
(άρθρου είς περ. «Χριστ. Σπίθα», Α πρίλιος 1967) 300
Λ όγος είς τήν Άνάσχασιν
(άρθρου είς περ. «Χριστ. Σπίθα», Α πρίλιος 1967) 31 5
Π ίναξ περιεχομένω ν 331

333
Π ώ ς έ ο ρ τ ά ζ ο μ ε ν τήν έ ο ρ τ ή ν τοϋ
Π ά σ χ α ; Τό ερώ τη μα αυτό έχει μεγά-
λην σημασίαν. ’Εάν τήν έ ο ρ τ ά ζ ω μ ε ν
χωρίς νά έχωμεν π ι σ τ ε υ σ ε ι , χωρίς νά
έχ ωμεν μετανοήσει, χωρίς νά έχωμεν
έ ξ ο μ ο λ ο γ η Β ή καί χω ρί ς νά έ χ ω μ ε ν
κο ιν ωνή σει τών ά χ ρ ά ν τ ω ν μυστη­
ρίων, τό τε ττοία ή ώ φ έ λ ε ι α ; Ούδεμία
ώ φ έ λ ε ι α . Μ άλ λ ον ζημίαν έχομεν, καί
μάλ ιστ α μεγάλην. Διότι τό τε τό Π ά ­
σχ α δέν έχει κανένα νόημα. Τό τε τό
Π ά σ χ α ο υ τε χριστιανικούς ο υ τ ε καν
ϊουδαϊκώς εο ρ τ ά ζ ε τ α ι , ά λ λ ’ ε ο ρ τ ά ζ ε ­
ται ε ί δ ω λ ο λ α τ ρ ι κ ώ ς . Ή επιφάνεια
χριστιανική, ά λ λ ά τό βάθος εϊδωλο-
λατρικόν. ’Ά ς ά κ ο υ σ ω μ ε ν τί λ έγει ό
ά π ό σ τ ο λ ο ς Παύλος, ό κο ρ υ φ αίο ς τών
ά π ο στ ό λω ν , είς τήν Α' π ρ ο ς ΚορινΒί-
ους έ π ι σ τ ο λ ή ν του · « ' Ώ σ τ ε έ ο ρ τ ά ­
ζ ω μ ε ν μή έν ζ ύ μ η π α λ α ι ό μ η δ έ έν
ζ ύ μ η κ α κ ί α ς και π ο ν η ρ ί α ς / ά λ λ ’ έν
ά ζ ύ μ ο ι ς ε ι λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς και άλ ηθ εία ς»
(A' Κορ. 5,7).

You might also like