You are on page 1of 48

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ: «Ευθύνη Προστασίας (Responsibility to Protect):

Επαναπροσδιορίζοντας την διεθνή ανθρωπιστική επέμβαση

στην σύγχρονη διεθνή κοινωνία»

Καθηγητής: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος


Μεταπτυχιακός Φοιτητής:Λεωνίδας Βαλάσης

ΚΟΜΟΤΗΝΗ, ΜΑΙΟΣ 2015


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ……………………………………………….…....................................................... 3

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1. Η ανθρωπιστική κρίση σήμερα .………………….………………………….………........ 5
2. Ιστορική αναδρομή …………………...……………………………………………............ 5
3. Οι σύγχρονες εξελίξεις που άλλαξαν τους όρους της διεθνούς επέμβασης …………… 8

ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ
4. Κλασικές θεωρίες Διεθνούς Επέμβασης ……………………………………………… 10

5. Νέες θεωρίες διεθνούς επεμβάσεως …………………………………………………... 11

6. Ζητήματα Κρατικής Κυριαρχίας ……………………………………………………… 12

7. Η Ανθρωπιστική επέμβαση …………………………………………………………… 14


8. Η νομική διάσταση της ανθρωπιστικής επέμβασης …………………………………... 16

9. Η ηθική διάσταση της ανθρωπιστικής επέμβασης ……………………………………. 18

10. Η διεθνής επέμβαση στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών …………………………….. 19

11. Μελέτες περίπτωσης διεθνών επεμβάσεων (Case Studies) ………………………….. .24

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
12. Η Ευθύνη Προστασίας …………………………………………………………………28
13. Πολιτική διάσταση της Ευθύνης Προστασίας ………………………………………… 32

14. Η νομική διάσταση την Ευθύνη Προστασίας ………………………………………… 36


Συμπεράσματα ……………………………………………………………………………... 41

Βιβλιογραφία ………………………………………………………………………………… 45

2
Εισαγωγή

Εγκλωβισμένη στην ιλιγγιώδη περιδίνηση της παγκοσμιοποίησης, η σύγχρονη διεθνής κοινωνία


ελάχιστα πλέον μπορεί να ταυτιστεί με την ψυχροπολεμική παγκόσμια τάξη. Στην εποχή όπου το διαδίκτυο
με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και η απλή καθημερινή χρήση της προηγμένης τεχνολογίας από τον
καθένα, ανάγονται σε αποφασιστικά μέσα πολιτικής προπαγάνδας, διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής
(Αραβική Άνοιξη) ακόμα και σε μέσα στρατιωτικής δράσης (Κυβερνοπόλεμος), η παγκόσμια
πολυπολιτισμική καταναλωτική πραγματικότητα με τα ευερέθιστα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά,
συρρικνώνουν ολοένα και περισσότερο διαχρονικές έννοιες όπως η εθνική κυριαρχία, η κρατική
ανεξαρτησία, τα σύνορα, το κράτος, ενώ αναδεικνύουν τον άνθρωπο, ως το κυρίαρχο υποκείμενο του
διεθνούς συστήματος.
Ως εκ τούτου, η «ιδεαλιστική» προστασία του ατόμου και τα δικαιώματά του, πρωταγωνιστούν στην
διεθνή πραγματικότητα απομακρύνοντας ολοένα και περισσότερο το κέντρο βάρους από το κράτος,
διεργασία που φαίνεται να συντελείται ακόμα και εντός του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τον πλέον
πολιτειοκεντρικό διεθνή θεσμό που σταδιακά φαίνεται να μετεξελίσσεται από εγγυητής προστασία της
διεθνούς ειρήνης σε εγγυητή προστασίας του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα σε αυτό το διαρκώς
διαμορφούμενο και εξελισσόμενο πλαίσιο, η έννοια της επέμβασης με ό,τι επίθετο μπορεί αυτή κατά καιρούς
να φέρει, (διεθνής, ανθρωπιστική, στρατηγική κ.τ.λ) προσλαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις, αναλόγως την
εποχή, τον τόπο και τις συνθήκες.
Ιστορικά, η διεθνής επέμβαση ερείδετο στην επίκληση εθνικών, θρησκευτικών, ιδεολογικών,
πολιτισμικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η επίκληση του ανθρωπισμού και η ουμανιστική διάσταση της
επέμβασης, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε επίσημα να κερδίζει έδαφος στις συζητήσεις τόσο των
διεθνολόγων όσο και των πολιτικών, οι οποίοι πλέον φαίνεται να αποστασιοποιούνται από τις ρεαλιστικές
ιδεοληψίες και να αποδέχονται τις περισσότερο δημοφιλείς κοσμοπολίτικες αναγνώσεις του Δικαίου των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Χαρακτηριστικότερη ίσως εκδήλωση της παραπάνω διεθνούς πολιτικής προσέγγισης αποτελεί η
πρωτοβουλία που ονομάστηκε Ευθύνη Προστασίας (Responsibility to Protect, R2P) και αφορά στην
υποχρέωση και ευθύνη που φέρει η διεθνής κοινωνία, να λάβει πρωτοβουλίες διεθνούς επεμβάσεως για την
προστασία πληθυσμών από τα εγκλήματα της γενοκτονίας, των εθνικών εκκαθαρίσεων, των εγκλημάτων
πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Παρά την δριμεία κριτική, έντονη αμφισβήτηση ακόμη και απαξίωση που αντιμετώπισε η
πρωτοβουλία της Ευθύνης Προστασίας, εντούτοις από την αρχική ομόφωνη αποδοχή της σε επίπεδο
Ηνωμένων Εθνών στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του 2005, την αναθεώρηση και επαναπροσδιορισμό και
πάλι σε επίπεδο Η.Ε το έτος 2009, έως την ουσιαστικά πρακτική της εφαρμογή στην περίπτωση της Λιβύης
με τα ψηφίσματα 1970 και 1973 του ΣΑ αλλά και την μετέπειτα κοινή παραδοχή περί «χειραγώγησής της»
από συγκεκριμένα κράτη και οργανισμούς, η πρωτοβουλία της Ευθύνης Προστασίας εξακολουθεί να
απασχολεί και να «προκαλεί» τόσο τους μελετητές των διεθνών σχέσεων όσο και του διεθνούς δικαίου.
Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ευθύνη Προστασίας αποτελεί τον Δούρειο
Ίππο για την διάτρηση θεμελιωδών αρχών της υφιστάμενης διεθνούς δικαιοταξίας, ενώ οι περισσότεροι
θεωρούν ότι η πρωτοβουλία εκπορεύεται από συγκεκριμένα κέντρα λήψεως αποφάσεων που επιδιώκουν την
μελλοντική δικαιολόγηση επιχειρήσεων τύπου Κοσσυφοπεδίου. Κανείς όμως από τους παραπάνω, δεν
μπορεί να απαντήσει πειστικά στο ερώτημα, πως μπορούμε στο μέλλον να αποφύγουμε γενοκτονίες όπως
αυτές της Σρεμπρένιτσα και της Ρουάντα αλλά και πως πρέπει να αντιδράσουμε στην τρέχουσα
εξελισσόμενη ανθρωπιστική κρίση που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Συρία, μια περίπτωση κλασικής
εμφυλιο-πολεμικής σύρραξης, όπου η Ευθύνη Προστασίας δεν προκρίθηκε τελικά ως λύση από την διεθνή
κοινότητα, αντίθετα με ότι έγινε στην Λιβύη το 2011, με αποτέλεσμα την μετακίνηση εκατομμυρίων
προσφύγων στις όμορες χώρες, την πρόκληση εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών στο εσωτερικό, μεταξύ των
οποίων πολλοί άμαχοι και την δημιουργία του Ισλαμικού Χαλιφάτου, ένα «κράτος έκτρωμα», πληγή στο
σώμα του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού.
Περισσότερο επίκαιρο από ποτέ, αφού τη στιγμή που γράφεται η παρούσα μελέτη χιλιάδες Σύριοι,
Λίβυοι, Αφγανοί, Ιρακινοί πρόσφυγες πνίγονται αβοήθητοι στα νερά της Μεσογείου προσπαθώντας να

3
σωθούν από τις εμπόλεμες και εγκαταλελειμμένες από την διεθνή κοινότητα πατρίδες τους, με την παρούσα
μελέτη θα επιχειρηθεί να αναλυθεί η έννοια της επέμβασης, στη διεθνή και ανθρωπιστική διάστασή της και
εν συνεχεία επικεντρώνοντας στην αμφίσημη πρωτοβουλία της Ευθύνης Προστασίας, θα επιδιωχθεί η κρίση,
αξιολόγηση και η ανάδειξη ή η απόρριψη αυτού του είδους επέμβασης, ως μέσο επιβολής διεθνών πολιτικών
και διερεύνησης ύπαρξης ή όχι της ανάγκης προσαρμογής του κλασικού διεθνούς δικαίου στην σύγχρονη
πραγματικότητα.

4
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1. Η ανθρωπιστική κρίση σήμερα

Τον Αύγουστο του 2013 η παγκόσμια κοινότητα βρέθηκε ξανά, μετά από 25 περίπου χρόνια, μπροστά
στην φρίκη ενός χημικού πολέμου με την χρήση και διασπορά δηλητηριωδών ασφυξιογόνων αερίων. Πολλές
οικογένειες αμάχων πολιτών, στα περίχωρα της Δαμασκού της Συρίας, προσπαθώντας να καλυφθούν από
βομβαρδισμούς και να γλυτώσουν από τις φρικαλεότητες του συριακού εμφυλίου πολέμου, βρήκαν
καταφύγιο σε υπόγειες αποθήκες των σπιτιών τους, χωρίς όμως δυστυχώς να υπολογίσουν ότι οι
αντιμαχόμενες πλευρές θα έκαναν χρήση του δηλητηριώδους αερίου Σαρίν1.
Στην σχετική του αναφορά προς τον ΓΓ των ΗΕ Μπάν Κι Μουν, ο Ειδικός Απεσταλμένος
Επιθεωρητής των ΗΕ ανέφερε ότι, κατέγραψε 50 περίπου επιζώντες που εκτέθηκαν σε δηλητηριώδη χημικά
αέρια να υποφέρουν από δύσπνοια, δυσκαταποσία, αποπροσανατολισμό, ναυτία, έλλειψη συνείδησης, έντονη
ζάλη, και στην πραγματικότητα αυτοί ήταν οι τυχεροί! Αν και υπάρχει αμφισβήτηση για τον ακριβή αριθμό
των θυμάτων, αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ότι όλα τα θύματα δεν ήταν καταγεγραμμένοι στρατιώτες ή
επίσημοι αντάρτες μαχητές, αλλά απλοί άμαχοι και αθώοι πολίτες2!
Μόνο μετά από αυτές τις επιθέσεις και μετά από σημαντική καθυστέρηση, οι ηγέτες των ισχυρών
χωρών δήλωσαν την αποφασιστική τους βούληση να τερματίσουν αυτές τις αδιάκριτες επιθέσεις και να
τιμωρήσουν όσους παραβίασαν θεμελιώδεις αρχές του Ανθρωπιστικού δικαίου σκοτώνοντας αδιακρίτως
άμαχο πληθυσμό. Μέχρι σήμερα όμως αυτή η πρωτοβουλία για δράση παραμένει κατ΄ ουσία στα χαρτιά,
αφού αν και δόθηκε στην διπλωματία αρκετός χρόνος για αποφάσεις και δράσεις, κανένα ουσιαστικό
αποτέλεσμα δεν επετεύχθη, παρά μόνο η απομάκρυνση του χημικού οπλοστασίου του Συριακού στρατού και
η καταστροφή του, με τον τραγικό όμως εμφύλιο πόλεμο να εξακολουθεί να συνεχίζεται. Η μοιραία αυτή
απραγία, που προέκυψε ως αποτέλεσμα της άκαρπης και καιροσκοπικής διπλωματίας, παραχώρησε τον χώρο
και χρόνο και σε ένα άλλο απότοκο «καρκίνωμα» του Συριακού εμφυλίου, του Ισλαμικού Χαλιφάτου.
Όποια τελικά και αν ήταν τα αποτελέσματα της διεθνούς διπλωματίας στην συριακή υπόθεση, η
πραγματικότητα για το πώς αντιμετωπίζουν σήμερα πλέον τα κράτη τις ένοπλες συρράξεις έχει μεταβληθεί
άρδην. Στο παρελθόν, πόλεμοι κηρύσσονταν μεταξύ των κρατών είτε για την απόκτηση εδαφών, την
διεκδίκηση πλουτοπαραγωγικών πόρων, την άμυνα σε μια επιθετική ενέργεια ενώ σήμερα πολλοί από τους
πολέμους που λαμβάνουν πλέον χώρα έχουν ως σκοπό την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την
προστασία φυσικών προσώπων.
Η επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη (2011), είχε ως πρωταρχικό σκοπό, επίσημα τουλάχιστον, την
προστασία αμάχων ενώ και άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στην
Σομαλία το 1992, ή το Κόσσοβο και το Ανατολικό Τιμόρ το 1999, αποτελούσαν πρωτοβουλίες επέμβασης
προς προστασία αμάχου πληθυσμού. Αυτές οι αποκαλούμενες «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», διατάσσουν
στρατιώτες να ρισκάρουν τις ζωές τους όχι για να υπερασπιστούν την δική τους ζωή ή την πατρίδα τους, ούτε
για να αποκρούσουν και να τιμωρήσουν έναν επιτιθέμενο εχθρό, αλλά να σώσουν αθώους αγνώστους, που
τις περισσότερες φορές δεινοπαθούν και υποφέρουν από τις ίδιες τις κυβερνήσεις τους. Όμως πως φθάσαμε
ως εδώ;

2. Ιστορική αναδρομή

Από τις πρώτες ημέρες του μοντέρνου διεθνούς δικαίου, ακόμα και πριν τον Γκρότιους, το δόγμα της
ανθρωπιστικής επέμβασης γινόταν αποδεκτό ως διάσταση του φυσικού δικαίου, εδράζοντας στην ιερότητα
της ανθρώπινης ζωής. Ο Borchard σημειώνει ότι όταν ένα κράτος αγνοεί τα βασικά δικαιώματα των πολιτών
του, στους οποίους έχει την απόλυτη κυριαρχία, άλλα έθνη δύνανται να επέμβουν βίαια στο όνομα της
κοινωνίας των εθνών, προκειμένου να προστατέψουν αυτούς τους πολίτες από ειδεχθή εγκλήματα που

1
URL:http://www.kathimerini.gr/51827/article/epikairothta/kosmos/syria-panw-apo-1400-oi-nekroi-sthn-xhmikh-
epi8esh-ths-21hs-aygoystoy, Accessed: 02/02/2015 18:55
2
URL:http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=45856#.VSTom-8cSM8, Accessed: 02/02/2015 20:18

5
υφίστανται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις τους. Αλλά και ο Oppenheim αποδέχθηκε την επέμβαση σε
περιπτώσεις που ένα κράτος μεταχειρίζεται τους πολίτες του με τέτοια σκληρότητα που κλονίζει κάθε έννοια
ανθρωπισμού3.
Η ίδια όμως πρόθεση για ανθρωπιστική επέμβαση, τις περισσότερες φορές γινόταν νοητή και
αποδεκτή ως πρόθεση προστασίας εθνικής περιουσίας στο εξωτερικό και προστασίας ομοεθνών ή
ομοθρήσκων, χαρακτηριζόμενη ως ιμπεριαλιστική πρακτική που εξέφραζε την αποικιοκρατική πολιτική των
μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ειδικότερα κατά το 19ο αιώνα, με χαρακτηριστικότερα ίσως παραδείγματα
τις επεμβάσεις για την διάσωση χριστιανικών πληθυσμών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως
την στρατιωτική διεθνή επέμβαση στην Πελοπόννησο, που οδήγησε στην καθοριστικής σημασίας ναυμαχία
του Ναβαρίνου το 1827 και την επέμβαση προστασίας χριστιανικών πληθυσμών που ανέλαβε η Γαλλία στο
Λίβανο το 18634.
Ιστορικό ορόσημο όμως σε περιπτώσεις διεθνούς επεμβάσεως αλλά και εξέλιξης του διεθνούς δικαίου
αποτελεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος υπήρξε συνδυασμός μιας εποχής σημαντικής αντιπαράθεσης
μεγάλων δυνάμεων. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι χώρες της Ευρώπης είχαν εγκλωβιστεί σε ένα
περιφερειακό σύστημα συμμαχιών, με δεσμεύσεις να υπερασπιστούν η μία την άλλη, σε περίπτωση
ενδεχόμενης επίθεσης, που τελικά τις έσυρε σε ένα καταστροφικό τετραετή πόλεμο, στοιχίζοντας τον
αποδεκατισμό της πλειοψηφίας των νέων ανδρών της Γηραιάς Ηπείρου5.
Ο πόλεμος αυτός σύντομα άλλαξε χαρακτήρα και μετατράπηκε σε αγώνα ενάντια στον γερμανικό
ηγεμονικό ολοκληρωτισμό και την αποκατάσταση των ισορροπιών στην Ευρώπη, όταν οι ΗΠΑ, μια μη
ευρωπαϊκή χώρα επενέβη στην Ευρώπη και εισήλθε στον πόλεμο, μόλις το 1917. Παρά το γεγονός ότι ακόμα
μια επέμβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, απαιτήθηκε σε λιγότερο από τριάντα χρόνια για να αντιμετωπισθεί
για δεύτερη φορά η επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας, η περίοδος του μεσοπολέμου σηματοδότησε
μερικές από τις πιο δραματικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος και η επέμβαση γινόταν
αντιληπτοί από την ανθρωπότητα για αιώνες, ως αποτέλεσμα της επιθετικότητας ενός κράτους σε ένα άλλο.
Πριν από το 1914, το δικαίωμα στο πόλεμο αποτελούσε ένα αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του κυρίαρχου
κράτους και ως μέρος αυτής της «ειδικής άδειας» που είχε παραχωρηθεί στα κράτη, δεν υπήρχε καμία
διεθνής δικαιοδοσία σε θέματα πολέμου, που σήμαινε ότι μετά από τις εχθροπραξίες τα κράτη συμφωνούσαν
για την χορήγηση πλήρους αμνηστίας για πράξεις που έλαβαν χώρα σε καιρό πολέμου.
Παρόλα αυτά, τόσο οι πολιτικές ελίτ όσο όμως και οι απλοί πολίτες των Ευρωπαϊκών κυρίως
κοινωνιών, εξαιτίας των τεραστίων καταστροφών και των χωρίς προηγούμενο βαρβαροτήτων που
διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του Α΄ΠΠ, κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί να αντιμετωπίζεται με
αυτόν τον τρόπο η ανθρώπινη ζωή, και έτσι το 1919 στην Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη στο Παρίσι, ετέθη για
πρώτη φορά σε επίσημο επίπεδο, το ενδεχόμενο για την ποινικοποίηση συγκεκριμένων ειδεχθών και
εγκληματικών πράξεων που συντελέσθηκαν στον πόλεμο, όταν υπήρξαν σκέψεις και προτάσεις να οδηγηθεί
σε δίκη ακόμη και ο πρώην Κάϊζερ της Γερμανίας Βίλχελμ ο 2ος. Τελικά όμως, παρά το γεγονός ότι
αποφασίστηκε να μην υποβληθούν κατηγορίες εναντίον του Γερμανού Κάϊζερ, εντούτοις του χρεώθηκε η
ανώτατη ευθύνη για παραβίαση της Διεθνούς Ηθικής και της Ιερότητας των Συνθηκών6.
Εν συνεχεία, το 1920 η Κοινωνία των Εθνών, προσπάθησε να θέσει τους πρώτους αυστηρούς
περιοριστικούς όρους στην επιθετικότητα και την χρήση βίας, ενώ παρά την σημαντική προσφορά στην
πρόθεση κυρίως, του Συμφώνου Kellog Briand, η ιστορία δεν άργησε, πολύ σύντομα μάλιστα, να
επαναληφθεί σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, οπότε ο Β΄ΠΠ απέδειξε τα πρόχειρα θεμέλια στα οποία
οικοδομήθηκε στον Μεσοπόλεμο η πρώτη ρητορική για την απαγόρευση του πολέμου και τον έλεγχο χρήσης
βίας μεταξύ κρατών.

3
Humanitarian Intervention and the United Nations. by Richard B. LillichReview by: Rita E. HauserThe American
Journal of International Law, Vol. 68, No. 4 (Oct., 1974), pp. 765-767Published by: American Society of International
LawStable URL: http://www.jstor.org/stable/2199855 .Accessed: 02/11/2014 13:55
4
Peter Malanczuk, Akehurst’ s Modern Introduction to International Law, Seventh revised edition, Routledge 1997, p.19
(αλλά και παραδόσεις στην αίθουσα, μάθημα Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο Καθηγητής Αντωνόπουλος 07 Ιαν 14,ΔΠΘ)
5
Humanitarian InterventionAuthor(s): Ellery C. StowellSource: The American Journal of International Law, Vol. 33,
No. 4 (Oct., 1939), pp. 733-736Published by: American Society of International LawStable URL:
http://www.jstor.org/stable/2192886 .Accessed: 02/11/2014 14:15
6
Όπως παραδόσεις στην αίθουσα, μάθημα Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο Καθηγητής Αντωνόπουλος, 07 Ιαν 14, ΔΠΘ

6
Οι φρικαλεότητες όμως, που προκάλεσαν οι Ναζί στην διάρκεια του Β΄ΠΠ, ενίσχυσαν ακόμα
περισσότερο τις φωνές για την ποινικοποίηση συγκεκριμένων πράξεων σε καιρό ενόπλων συρράξεων και την
συνακόλουθη ανάγκη διεθνούς δικαιοδοσίας για τον ποινικό κολασμό τους. Έτσι τελικά, όλη αυτή η
διαδικασία και προσπάθεια κωδικοποίησης του επιθετικού πολέμου ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1945,
όταν η πρώην ΕΣΣΔ, το ΗΒ, οι ΗΠΑ και η Γαλλία αποφάσισαν στην Συμφωνία του Λονδίνου, να
ποινικοποιήσουν τον επιθετικό πόλεμο καταδικάζοντας ουσιαστικά τους ηγέτες των Ναζί ως ενόχους γι΄
αυτό το «νέο» έγκλημα.
Ήταν η ίδια εποχή που υπεγράφη και ο Χάρτης των ΗΕ (επίσης το 1945) ενισχύοντας ακόμη
περισσότερο το νέο αντιπολεμικό κλίμα, όπου με το άρθρο 2.4 σημειωνόταν ρητά και για πρώτη φορά τόσο
έντονα, ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να απέχουν από την απειλή ή χρήση βίας στις διεθνείς τους
σχέσεις7.
Σήμερα λοιπόν, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη των ΗΕ, τα κράτη
επιτρέπεται να χρησιμοποιούν βία και να καταφεύγουν σ΄ αυτήν μόνο σε περιπτώσεις αυτοάμυνας σε ένοπλη
επίθεση ή ως μέρος συλλογικής ασφάλειας μέσω εξουσιοδότησης από το ΣΑ των ΗΕ. Παρά το γεγονός όμως
ότι οι πράξεις επιθετικού πολέμου έχουν χαρακτηρισθεί ως παράνομες και ιδιαιτέρως απολίτιστες, σταδιακά
έχουν εμφανιστεί νέες θεωρίες που αφορούν σε περιπτώσεις αναγκαστικής, υπό προϋποθέσεις, χρήσης βίας8.
Αν και ο Χάρτης των ΗΕ, δεν παραχωρεί συγκεκριμένη άδεια στα κράτη για να χρησιμοποιούν βία σε
ανθρωπιστικές για παράδειγμα κρίσεις, οι συντάκτες του Χάρτη σίγουρα δεν θα παραχωρούσαν αντίστοιχή
άδεια ή αμνηστία στους σχεδιαστές του Ολοκαυτώματος! Οι ισχυρές δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα
δικαιώματα στο προοίμιο του Χάρτη και το άρθρο 55 αυτού, παρέχουν κατά πολλούς ικανό χώρο ερμηνείας
και δικαιολόγησης μιας διεθνούς επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους και αυτές οι απόψεις ενισχύονται
από την πρόοδο που συντελέσθηκε διαχρονικά και στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, με ημερομηνία
ορόσημο την Σύμβαση του 1948 για την Πρόληψη του Εγκλήματος της Γενοκτονίας9.
Από την άλλη όμως πλευρά η μεταπολεμική περίοδος έχει να επιδείξει την εμφάνιση και μεγάλη
παρουσία νέων κρατών, καθώς πρώην αποικίες κέρδισαν την πολιτική και εθνική τους ανεξαρτησία, με
αποτέλεσμα τα νέα αυτά μέλη της διεθνούς κοινότητας να αποδίδουν περισσότερο προσοχή και σημασία σε
άλλα σημεία του Χάρτη των ΗΕ, όπως την δέσμευση για την διεθνή ισότητα των κρατών μεταξύ τους, τον
σεβασμό στην αυτοδιάθεση των λαών και κυρίως στο άρθρο 2.7 του Χάρτη, όπου περιγραφόταν η απαίτηση
για αποχή από την εμπλοκή ξένων παραγόντων στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών.
Επιπρόσθετα αξίζει να επισημανθεί ότι, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου παρόλο που το ΣΑ
είχε την δύναμη να επιτρέψει την χρήση βίας ανάλογα με την περίπτωση, αποδείχθηκε ιδιαίτερα απρόθυμο
πολιτικά να εκλάβει ως μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμα και εκείνες τις καταστάσεις
που συνιστούσαν είτε ανθρωπιστικές κρίσεις, είτε απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Όλα αυτά άρχισαν όμως ξεκάθαρα να αλλάζουν στις απαρχές του 1990, μετά την πτώση του υπαρκτού
σοσιαλισμού και την συνακόλουθη ηγεμονική εξωτερική πολιτική των ισχυρών κρατών της Δύσης, αρχικά
μέσα από την προσπάθεια προστασίας των Κούρδων του Βορείου Ιράκ μετά το πέρας του Α΄ Πολέμου του
Κόλπου, όταν το ΣΑ επέδειξε βούληση για την αναγνώριση της ανθρωπιστικής κρίσης και των παραβιάσεων

7
Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Λ. Παπαδόπουλος, Βεν. Καρακωστάνογλου, Μιλτ. Σαρηγιαννίδης, Όψεις της Διεθνούς
Έννομης Τάξεις, Κείμενα Συνθηκών, Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2007, σελ.3
8
Peter Malanczuk, Akehurst’ s Modern Introduction to International Law, Seventh revised edition, Routledge 1997,
p.26-28
9
Κατά τον Bull ως επέμβαση θεωρείται η εξαναγκαστική παρέμβαση από ένα έξωθεν μέρος ή μέρη, στη σφαιρα της
δικαιοδοσίας ενός κυρίαρχου κράτους ή ευρύτερα μιας ανεξάρτητης πολιτικής κοινότητας, ενώ οι J. L. Holzgrefe και
R. O. Keohane ορίζουν την επέμβαση ως απειλή ή χρήση βίας δια μέσου κρατικών συνόρων από ένα κράτος ή ομάδα
κρατών, με σκοπό την πρόληψη ή τον τερματισμό εκτεταμένων και σοβαρών παραβιάσεων των θεμελιωδών και
απαραβίαστων δικαιωμάτων ατόμων, ενώ και ο καθηγητής Χατζηκωνσταντίνου περιγράφει την επέμβαση ως μορφή βίαιης
βοήθειας από κυβερνήσεις, σε πολίτες άλλου κράτους, οι οποίοι είναι θύματα βαριάς μορφής τυραννίας, στερούμενοι
ατομικών δικαιωμάτων από την ίδια την κυβέρνησή τους, ή αναρχίας στερούμενοι ατομικών δικαιωμάτων εξαιτίας της
κατάρευσης εσωτερικής έννομης τάξης.

7
του ανθρωπιστικού δικαίου και ενέκρινε ανάληψη σχετικής στρατιωτικής δράσης, εγκαινιάζοντας στην
συνέχεια μια σειρά ανάλογων διεθνών ανθρωπιστικών επεμβάσεων και πρωτοβουλιών10.
Έκτοτε, οι συνθήκες κατά τις οποίες το ΣΑ εξουσιοδοτούσε δράσεις ποικίλουν σημαντικά και είναι
ανάλογες των περιστάσεων, εστιάζοντας κυρίως σε εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις καθώς και σε
αποτυχημένα κράτη μετά από πτώση καθεστώτων και κατά κοινή παραδοχή ως ένα σημείο η συγκεκριμένη
πολιτική πέτυχε να επιδείξει ορισμένα σημαντικά αποτελέσματα. Εντούτοις όμως, ακόμη και σήμερα, μετά
από δυο δεκαετίες γεγονότων όπου η ανθρωπότητα δοκιμάστηκε ποικιλοτρόπως, δεν μπορεί να γίνει
κατανοητό, με ποιον τρόπο καθίσταται δίκαιο, λαοί να υποφέρουν εγκλωβισμένοι στα σύνορα των
κυρίαρχων κρατών τους όταν οι κυβερνήτες αυτών επιλέγουν να τους εξοντώσουν ή να παραβιάζουν
συστηματικά θεμελιώδη δικαιώματά τους, κράτη που αποτελούν μέλη των ΗΕ, της σύγχρονης δηλαδή
διεθνούς κοινότητας.

3. Οι σύγχρονες εξελίξεις που άλλαξαν τους όρους της διεθνούς επέμβασης


Για την αντιμετώπιση της πολιτικής απροθυμία και απραγίας, που καταγράφηκε μεταπολεμικά από το
ΣΑ, προκρίθηκε μια σοβαρή προσπάθεια από μια ομάδα προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους, με πρωτεργάτη
των πρώην ΓΓ των ΗΕ Κόφι Άναν, για μια πιο συμβατική μετάφραση της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας
και μια προσπάθειας νομιμοποίησης ή έστω δικαιολόγησης της χρήσης βίας, όταν αυτή αποσκοπούσε στην
προστασία του ανθρώπου σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης.
Ευρύτερο σκηνικό εντός του οποίου αναλήφθηκαν αυτές οι πρωτοβουλίες που μετέπειτα εξελίχθηκαν
πρακτικά σε νέο δόγμα διεθνούς πολιτικής, υπήρξε ένα αρκετά ανεκτικό στις επεμβάσεις διεθνές περιβάλλον
επηρεασμένο από μια ευρεία ποικιλία παραγόντων, όπως το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, η ενίσχυση των
αρχών περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ανάπτυξη του δικαίου των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, η παγκόσμια και συνεχής πρόσβαση στην ενημέρωση και πληροφορία, που με την σειρά της
γέννησε και ενίσχυσε την «κοινωνία των πολιτών», ο ρόλος των ΜΜΕ, η εξάπλωση της παγκόσμιας
τρομοκρατίας αλλά και το ίδιο το προσφυγικό ζήτημα που σήμερα πλέον προσλαμβάνει ιδιαιτέρως
ανησυχητικές διαστάσεις.
Οι προσπάθειες αυτές ενισχύθηκαν ακόμα πιο πολύ, από δύο ξεχωριστές ιστορικές ανθρωπιστικές
τραγωδίες και μία παράνομη «αλλά δικαιολογημένη επέμβαση», που επηρέασαν αποφασιστικά την διεθνή
κοινή γνώμη υπέρ της ανθρωπιστικής επέμβασης σε περιπτώσεις ανθρωπιστικής κρίσης, δηλαδή η
αργοπορημένη ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας στην Γενοκτονία της Ρουάντα και την Σρεμπρένιτσα,
που οδήγησε στην ενοχική παραδοχή «ποτέ ξανά» και η Νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο με τον
βομβαρδισμό της Σερβίας χωρίς την προηγούμενη έγκριση του ΣΑ, επέμβαση η οποία αποκάλυψε το νομικό
αδιέξοδο το οποίο αντιμετώπιζαν στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, οι ανθρωπιστικές
επεμβάσεις11.
Πιο συγκεκριμένα, οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις αποτελούσαν αντικείμενο έντονης νομικής όσο και
πολιτικής αμφισβήτησης, τόσο όταν συνέβαιναν όσο και όταν δεν συνέβαιναν, όπως στην περίπτωση της
Ρουάντα το 1994 οπότε και αποκαλύφθηκε πλήρως η φρίκη της διεθνούς αδράνειας.
Στην περίπτωση της Ρουάντα για παράδειγμα, η Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και
ορισμένα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, γνώριζαν ότι κυβερνητικοί παράγοντες σχεδίαζαν
γενοκτονία και παρά την παρουσία δυνάμεων του ΟΗΕ που ήταν όμως ανεπαρκής, και παρά το γεγονός ότι
υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγικές που θα μπορούσαν να προλάβουν ή τουλάχιστον να μετριάσουν σε
μεγάλο βαθμό την τραγωδία, τελικά η σφαγή δεν αποφεύχθηκε αφού το Συμβούλιο Ασφάλειας αρνήθηκε να
αναλάβει όταν χρειάστηκε την απαραίτητη δράση. Αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας δεν ήταν απλώς η
ανθρωπιστική καταστροφή για τη Ρουάντα, καθώς η γενοκτονία αποσταθεροποίησε ολόκληρη την ευρύτερη
περιοχή των Μεγάλων Λιμνών και εξακολουθεί να συνεχίζει να το κάνει έως σήμερα, ενώ παράλληλα, στον
απόηχο αυτής της καταστροφής, πολλοί αφρικανικοί λαοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, παρά την όποια

10
Albrecht Schnabel and Ramesh Thakur, «Kosovo and the challenge of humanitarian intervention: Selective
indignation, collective action, and international citizenship, UNITED NATIONS UNIVERSITY PRESS, 2000, p.324
11
Richard H. Cooper and Juliette Voinov Kohler Responsibility to Protect, The Global Moral Compact
for the 21st Century, Palgrave Macmillan, p.15-28

8
ρητορική για την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάποιες ανθρώπινες ζωές κοστολογούνται
περισσότερο και η διεθνής κοινότητα αξίζει να ασχολείται περισσότερο με αυτές από άλλες!
Ομοίως, και η περίπτωση της γενοκτονίας στην Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας, ειδικά μετά την αποτυχία
των Ηνωμένων Εθνών να αποτρέψουν τη σφαγή χιλιάδων αμάχων που αναζητούσαν καταφύγιο στις
«ασφαλείς περιοχές» του ΟΗΕ, αποτελεί μια ακόμα ξεχωριστή τραγωδία που σαφέστατα είχε σημαντικό
αντίκτυπο στη σύγχρονη πολιτική συζήτηση σχετικά με το θεμιτό, νόμιμο και επιτρεπτό της διεθνούς
επέμβασης για την ανθρώπινη προστασία, θέτοντας για πρώτη ίσως φορά το δεδομένο, ότι η συγκεκριμένη
επέμβαση επέρχεται ως επακόλουθο μιας υπόσχεσης για προστασία προς τους ανθρώπους που την έχουν
ανάγκη, μιας υπόσχεσης όμως πολλές φορές «θανάσιμα προδομένης».
Από την άλλη πλευρά όμως, στην περίπτωση του Κοσσυφοπέδιου, όπου η διεθνής παρέμβαση
συντελέστηκε το 1999 χωρίς την πρότερη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η προσοχή επικεντρώθηκε σε
άλλες πτυχές και διαστάσεις της όλης επιχειρηματολογίας της, καθώς η πράξη της στρατιωτικής επέμβασης
δημιουργούσε πολλά και σοβαρά ερωτήματα, αναφορικά με τη νομιμότητα επιβολής αυτής σε ένα κυρίαρχο
κράτος12.
Όλες οι παραπάνω ανθρωπιστικές τραγωδίες, συνέβησαν σε μια εποχή που υπήρχαν αυξημένες
προσδοκίες για μια πιο αποτελεσματική συλλογική δράση, δηλαδή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Και
οι τρεις αυτές περιπτώσεις, Ρουάντα, Κοσσυφοπέδιο και Βοσνία, είχαν βαθιά επίδραση στο τρόπο με τον
οποίο το πρόβλημα της διεθνούς επέμβασης σήμερα θεωρείται, αναλύεται και χαρακτηρίζεται από τους
ειδικούς13.
Ο ΓΓ των ΗΕ Κόφι Άναν, προσπαθώντας να αποφύγει την επανάληψη παρόμοιων τραγωδιών,
επεσήμανε στα Κράτη Μέλη των ΗΕ ότι όφειλαν να επανεξετάσουν σοβαρά όχι μόνο τα διεθνή δικαιώματά
τους αλλά και τις διεθνείς τους υποχρεώσεις και ευθύνες. Αποτέλεσμα αυτών των προειδοποιήσεων και
εκκλήσεων του ΓΓ ήταν να σχηματισθεί και χρηματοδοτηθεί με πρωτοβουλία της Καναδικής Κυβέρνησης,
μια Διεθνής Επιτροπή για την Επέμβαση και την Κρατική Κυριαρχία (International Commission on
Intervention and State Sovereignty–ICISS), η πρώτη αναφορά της οποίας παρουσιάστηκε στο ΓΓ των ΗΕ τον
Σεπτέμβριο του 2001 και έφερε τον τίτλο Ευθύνη Προστασίας (Responsibility to Protect, R2P), εισάγοντας
για πρώτη φορά ένα νέο δόγμα, μια «αιρετική πρωτοβουλία», που έθετε πλέον ανοιχτά υπό αμφισβήτηση την
αρχή της εθνικής κυριαρχίας.
Σήμερα λοιπόν η ανθρωπιστική επέμβαση και η Ευθύνη Προστασίας ανακαλούνται συχνά,
προκειμένου να μεταφράσουν τις διεθνείς αντιδράσεις αναφορικά με τα γεγονότα στο Ιράκ, Αφγανιστάν,
Λιβύη και Συρία. Ποια όμως είναι η σχέση της ανθρωπιστικής επέμβασης με την Ευθύνη Προστασίας;
αποτελούν τις δυο διαφορετικές πλευρές του ίδιου νομίσματος ή μήπως η Ευθύνη Προστασίας αποτελεί
μετεξέλιξη της ανθρωπιστικής επέμβασης και της διεθνούς επέμβασης, καθώς αρκετοί θεωρούν ότι η Ευθύνη
Προστασίας προέκυψε από τον μεγάλο σκεπτικισμό και την ισχυρά αμφισβήτηση περί της ουσίας και των
κινήτρων της πρωτοβουλίας της διεθνούς ανθρωπιστικής επέμβασης ειδικά μετά το 1990; Ποια η νομική και
πολιτική διάσταση τόσο της ανθρωπιστικής επέμβασης όσο και της Ευθύνης Προστασίας σήμερα;
Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα κρίνεται σκόπιμη η αναφορά και ανάλυση όλων των
δομικών συστατικών όρων της διεθνούς επέμβασης, της ανθρωπιστικής επέμβασης και της κρατικής
κυριαρχίας στα κεφάλαια που ακολουθούν.

12
Εν προκειμένω ερωτήματα όπως εάν ήταν η επέμβαση δικαιολογημένη; οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
που διέπραξαν ή απειλούσαν ότι θα διαπράξουν οι αρχές του Βελιγραδίου υπήρξαν πραγματικά αρκετά σοβαρές ώστε
να δικαιολογείται η εξωτερική διεθνής επέμβαση; Μήπως τελικά όλοι εκείνοι που επεδίωκαν την απόσχιση από το
κράτος, επεδίωκαν παράλληλα να χειραγωγήσουν την εξωτερική παρέμβαση στην προώθηση των πολιτικών τους
σκοπούς; Εξαντλήθηκαν άραγε όλα τα ειρηνικά μέσα για την πλήρη επίλυση της σύγκρουση πριν την επέμβαση; Η
επέμβαση έτυχε νόμιμης εξουσιοδότησης; Θα μπορούσε η παράκαμψη και απροκάλυπτη περιθωριοποίηση των
διαδικασιών των Ηνωμένων Εθνών, από «μια συμμαχία προθύμων" να ενεργήσει χωρίς την έγκριση από το Συμβούλιο
Ασφαλείας , ενδεχομένως να δικαιολογηθεί; Ο τρόπος με τον οποίο η επέμβαση διεξήχθη και τελικώς εκτελέστηκε
μήπως στην πραγματικότητα κατάφερε να επιδεινώσει την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που
προσπαθούσε να διορθώσει; ή αντίθετα με όλα τα παραπάνω εάν το ΝΑΤΟ δεν είχε παρέμβει, το Κοσσυφοπέδιο θα
ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια περίπτωση αιματηρού εμφυλίου πολέμου, και στη χειρότερη περίπτωση η αφορμή
για μια νέα γενοκτονία, όπως αυτό που συνέβη στο Βοσνία τέσσερα χρόνια νωρίτερα;
13
ICISS The Responsibility to Protect The Report, p.1

9
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

4. Κλασικές θεωρίες Διεθνούς Επέμβασης


Τόσο το διεθνές δίκαιο όσο και η διεθνής πολιτική θεωρία δεν έχουν καταλήξει σε κάποιον κοινά
αποδεκτό ορισμό της διεθνούς επεμβάσεως ταυτίζοντας την αυθαίρετα πολλές φορές με την ανθρωπιστική
επέμβαση για την οποία επίσης τα όρια προσδιορισμού και αναγνώρισης είναι δυσδιάκριτα14.
Ορισμένες εκφάνσεις της διεθνούς επέμβασης πρακτικά αφενός υποκαθιστούν ως ένα βαθμό τον
πόλεμο και αφετέρου προσλαμβάνουν διεθνή θεσμικό χαρακτήρα για την επιβολή μιας υπερεθνικής
παγκόσμιας τάξης. Ως εκ τούτου, η διεθνής επέμβαση διακρίνεται σε στρατηγική ή θεσμική επέμβαση (βάσει
κριτηρίων και σκοπών), σε εξαναγκαστική ή μη εξαναγκαστική επέμβαση (βάσει της χρήσης βίας), και σε
εξωτερική ή εσωτερική διεθνή επέμβαση (ανάλογα με τον τρόπο που υλοποιείται).
Η στρατηγική επέμβαση επιδιώκει την πραγμάτωση εθνικών στόχων του επεμβαίνοντος ενώ αντίθετα
η θεσμική επέμβαση εκκινεί από την πραγμάτωση και προστασία νόμιμου συμφέροντος ή αρχών και αξιών
της διεθνούς κοινότητας και υλοποιείται τόσο με τις εξαναγκαστικές όσο και με τις μη εξαναγκαστικές
ενέργειες, στοχεύοντας άλλοτε στην χειραγώγηση της διεθνούς συμπεριφοράς ενός κράτους, άλλοτε στην
εσωτερική του λειτουργία και άλλοτε στην επίδειξη διεθνούς ανθρωπιστικής αλληλεγγύης.
Αναφορικά με την εξαναγκαστική και μη εξαναγκαστική μορφή διεθνούς επέμβασης, είναι προφανές
και αυτό δεν χωρεί παρερμηνειών, ότι βασικό συστατικό διάκρισης των παραπάνω είναι η χρήση βίας, η
οποία ασφαλώς και μπορεί να υφίσταται και ως απλή απειλή. Τέλος, μια ακόμη κατηγοριοποίηση της
διεθνούς επέμβασης είναι αυτή της διεθνούς εξωτερικής επέμβασης που επικεντρώνεται στην διεθνή
συμπεριφορά ενός κράτους και στην διεθνή εσωτερική επέμβαση η οποία αντίστοιχα στοχεύει στις
εσωτερικές του υποθέσεις.15
Σε συνέχεια των παραπάνω αξίζει να επισημανθεί ότι στο επίπεδο της θεσμικής εξωτερικής επέμβασης
επιδιώκεται ουσιαστικά ο εξαναγκασμός ή συμμόρφωση ενός κράτος με συγκεκριμένους κανόνες και αρχές
της διεθνούς κοινότητας, που αφορούν είτε στην συλλογική άσκηση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας,
σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη ΟΗΕ, είτε στην λήψη αναγκαστικών μέτρων για την προστασία της
διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας όπως περιγράφονται στα άρθρα 39 έως και 43 Κεφάλαιο VII και στα άρθρα
52 παρ. 1 και 53 παρ. 1 του Χάρτη16.
Αντίθετα, η διεθνής εσωτερική επέμβαση στοχεύει στην χειραγώγηση και συγχρονισμό μιας
εσωτερικής πολιτικής έννομης τάξης με συγκεκριμένους κανόνες, αρχές και αξίες της διεθνούς κοινότητας,
λαμβάνοντας άλλοτε την μορφή ειρηνευτικής επέμβασης, εξαναγκαστικής (peace enforcement) ή μη
εξαναγκαστικής (peace keeping), άλλοτε ανθρωπιστικής επέμβασης (humanitarian intervention) που
επιδιώκει την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ανακούφιση της ανθρώπινης εξαθλίωσης, και άλλοτε
επέμβαση προστασίας δημοσίου συμφέροντος, με την οργάνωση της ζωής σε ένα διαλυμένο ήδη κράτος, την
υποστήριξη και δημιουργία δομών καθώς και οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών θεσμών (peace
building, law enforcement, moral and welfare).
Δυστυχώς όμως τις περισσότερες φορές, όλες οι παραπάνω μορφές διεθνούς επέμβασης δεν μπορούν
να βρουν βάσιμο νομικό αλλά και πολιτικό έρεισμά στις σχετικές προβλέψεις του Χάρτη των ΗΕ,
παρερμηνεύοντάς τον συχνά κατά βούληση, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τις όποιες καλές προθέσεις περί
ανθρωπισμού και προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έννοιες που συχνά χρησιμοποιούνται καταχρηστικά
στοχεύοντας σε μια ευρύτερη ηθικά αποδεκτή νομιμοποίηση μιας επέμβασης.
Περαιτέρω, αν και ως αιτιολογική βάση της θεσμικής διεθνούς επέμβασης σε όλες της εκφάνσεις της,
παρουσιάζεται πότε η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια και πότε ο ανθρωπισμός ως ένα «δέον ηθικής εξέλιξης
που υπαγορεύει και προσδιορίζει την ανθρώπινη πνευματικότητα», στην πρώτη περίπτωση, που κρίνεται και

14
Κατά τον Αλμπάνη «Η διεθνής επέμβαση συνίσταται σε ενέργειες που στοχεύουν στον προσδιορισμό της διεθνούς
συμπεριφοράς ή των εσωτερικών υποθέσεων ενός κράτους, με σκοπό την προώθηση συμφερόντων είτε του
επεμβαίνοντος είτε της διεθνούς κοινότητας ή την έμπρακτη επίδειξη ανθρωπιστικής αλληλεγγύης».
15
εν προκειμένω οι βομβαρδισμοί στο Ιράκ το 1991 αποτελούσε διεθνή εξωτερική επέμβαση ενώ οι Νατοϊκοί
βομβαρδισμοί στο Κόσοβο, αποτελούσαν διεθνή εσωτερική επέμβαση.
16
Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Λ. Παπαδόπουλος, Βεν. Καρακωστάνογλου, Μιλτ. Σαρηγιαννίδης, Όψεις της Διεθνούς
Έννομης Τάξεις, Κείμενα Συνθηκών, Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2007, σελ.12-16

10
πιο απτή, δύναται να εντοπιστεί νομικό έρεισμα στο διεθνές δίκαιο από την επικρατούσα πολιτειοκεντρική
αντίληψη της διεθνούς κοινότητας, ενώ αντίθετα στην δεύτερη, υπάρχει μια αρνητική προδιάθεση για την
ίδια την έννοια και τα όρια του ανθρωπισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία κατά αρκετούς
στερούνται νομικού κυρίως αλλά και πολιτικού ερείσματος στην σύγχρονη διεθνή κοινωνία17.
Με άλλα λόγια, ενώ οι καταστάσεις που συνιστούν απειλή της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας
υπόκεινται, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, σε έλεγχο και επαλήθευση του πραγματικού τους, η
επίκληση ανθρωπιστικής κρίσης, με ότι μορφή αυτή μπορεί να πάρει (εμφύλια σύγκρουση, φυσικές
καταστροφές, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, κτλ) και η ανάγκη για ανθρωπιστική επέμβαση για την
πρόληψη, αποτροπή και καταστολή μαζικής ή συνεχούς παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων τίθεται
πολλές φορές εν αμφιβόλω και τυγχάνει έντονης κριτικής και πολεμικής18.

5. Νέες θεωρίες διεθνούς επεμβάσεως


Αδιαμφισβήτητα, στο παραδοσιακό διεθνές δίκαιο, η πρωτοκαθεδρία της κρατικής κυριαρχίας έναντι
κάθε άλλης αρχής και έννοιας όπως ο ανθρωπισμός και δικαιοσύνη, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο και
κρισιμότερο ρυθμιστικό παράγοντα της σημερινής πολιτειοκεντρικά οργανωμένης διεθνούς κοινωνίας. Αυτή
η πολιτειοκεντρική αντίληψη, αποτυπώθηκε απερίφραστα και εμφατικά στο επισημότερο κοινά αποδεκτό
καταστατικό νομικό κείμενο διεθνών σχέσεων, στον Χάρτη των ΗΕ, το οποίο προσανατολίζεται στο σύνολό
του στην διατήρηση της ειρήνης και ασφάλειας, με την απαγόρευση χρήσης βίας από τα κράτη και την
διαφύλαξη θεσμικών διαδικασιών και νομικών διατάξεων οι οποίες δεν καθορίζουν απλώς ένα στείρο
ιδεαλιστικό «δέον», αλλά μετουσιώνουν και θεσμοθετούν βασικές καταστατικές αρχές της διεθνούς
κοινότητας που υπαγορεύονται από ρεαλισμό και πραγματισμό. Σε αυτό το κοινά αποδεκτό διεθνές νομικό
πλαίσιο, κατ΄ αρχήν οποιαδήποτε μορφή επέμβασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως νόμιμη19.
Τα τελευταία όμως χρόνια, και μέσω μιας σταθερής πρακτικής διεργασίας που τείνει να προσλάβει και
«πεποίθηση δικαίου», επιχειρείται ολοένα και περισσότερο στα πλαίσια μια ηθικής κυρίως αιτιολογικής
αντίληψης, η αποδοχή της επέμβασης μέσω της διασταλτικής ερμηνείας και διευρυμένης ανάγνωσης των
ρητώς καταγεγραμμένων και περιοριστικά προσδιορισμένων εξαιρέσεων στην απαγόρευση χρήσης βίας και
στην απαγόρευση επέμβασης (πχ αυτοάμυνα, πρωτοβουλίες Κεφαλαίου VII του Χάρτη ΗΕ).
Ως εκ τούτου, εκτός από το εγγενές δικαίωμα ενός κράτους στην άμυνα που απορρέει από την αρχή
της κρατικής κυριαρχίας και περιγράφεται στο άρθρο 51 του Χάρτη, αλλά και την συλλογική λήψη
εξαναγκαστικών μέτρων για την προστασία της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας του άρθρου 39 έως 42, μέσω
σχετικής απόφασης του ΣΑ των ΗΕ, η πρώτη ευθεία αμφισβήτηση του Χάρτη των ΗΕ εμφανίστηκε πολύ
νωρίς από την ίδια την ΓΣ, όταν τον Νοέμβριο του 1950, με την περιώνυμη απόφασή της «Ενωμένοι Για
Την Ειρήνη», ανέλαβε εξουσίες ή κατά το ορθότερο επέτρεπε στον εαυτό της να επιλαμβάνεται θεμάτων που
άπτονταν αρμοδιότητας του ΣΑ, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών εξαναγκαστικών μέτρων.
Έκτοτε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τάσσονται υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας του Χάρτη, και
μεταφράζοντας κάθε άλλο παρά περιοριστικά και πολιτειοκεντρικά το προοίμιο και τα άρθρα 1, 55 και 56
του Χάρτη, υποστηρίζουν ότι έννοιες όπως ανθρωπισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, δικαίωμα
αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεση των λαών, αποτελούν άμεσα ισοδύναμα με την προστασία της διεθνούς

17
The Moral Limits of Humanitarian Intervention: Reconciling Human Respect and Utility Author(s): Eric A. Heinze
Source: Polity, Vol. 36, No. 4 (Jul., 2004), pp. 543-558Published by: Palgrave Macmillan Journals Stable URL:
http://www.jstor.org/stable/3235401 .Accessed: 02/11/2014 15:48
18
Εύλογα επομένως αναδεικνύονται αμφισβητήσεις, ερωτήσεις και απορίες, όπως το αν υπάρχει διεθνής τάξη ή
αναρχία, εάν διεθνής τάξη τελικά είναι πολιτειοκεντρική ή ανθρωποκεντρική, σε ποιον βαθμό το διεθνές δίκαιο ή η
ηθική θα πρέπει να αποτελεί στοιχείο της διεθνούς τάξης και εν τέλει υφίσταται και σε ποιο βαθμό κοινή ανθρωπιστική
συνείδηση, ποιο είναι το περιεχόμενό της και ποια τα όριά της, υπάρχει κοινό συμφέρον της ανθρωπότητας που να
προστατεύεται ικανά από μια σταδιακά διαμορφούμενη παγκόσμια υπερεθνική εξουσία με παγκόσμια υπερεθνική
δικαιοδοσία;
19
Sociology of Humanitarian Intervention: Bosnia, Rwanda and Somalia Compared Author(s): Jan Nederveen Pieterse
Source: International Political Science Review / Revue internationale de science politique, Vol.18, No. 1, The Dilemmas
of Humanitarian Intervention. Les dilemmes de l' interventionhumanitaire (Jan., 1997), pp. 71-93Published by: Sage
Publications, Ltd. Stable URL: http://www.jstor.org/stable/1601449 .Accessed: 02/11/2014 15:53

11
ειρήνης και ασφάλειας, αμφισβητώντας ευθέως όμως μ΄ αυτό τον τρόπο την ήδη θεμελιωμένη προτεραιότητα
της κρατικής κυριαρχίας.
Η παραπάνω όμως χαλαρή και φιλελεύθερη προσέγγιση στερείται ικανής νομικής θεμελίωσης
καθόσον στο μέτρο που αφορά στην προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι διεθνείς συμβάσεις δεν
προβλέπουν την δυνατότητα εξαναγκαστικής τους επιβολής, ενώ και σε επίπεδο αναγνώρισης διεθνούς
εθίμου, μέσω μακράς αποδεκτής κρατικής πρακτικής (state practice) με πεποίθηση δικαίου (opinio juris)
είναι έντονα αμφισβητήσιμη κατά πόσο η πρόσφατη κυρίως ηγεμονική πρακτική των μεγάλων δυτικών
δυνάμεων που εδράζεται κυρίως σε μια παρωχημένη αποικιοκρατική δυτικοευρωπαϊκή αντίληψη του κόσμου
τείνει να διαμορφώσει ή έχει διαμορφώσει διεθνές έθιμο20.
Αντίθετα λοιπόν με την παραπάνω διασταλτική θεώρηση δημοσιολόγων όπως οι A. D’Amato, R.
Lillich, M. McDougal και F. Teson οι οποίοι εμμένουν ότι μια ανθρωπιστική επέμβαση μπορεί να έχει
έρεισμα στο γραπτό και εθιμικό διεθνές δίκαιο, περισσότεροι είναι εκείνοι, μεταξύ των οποίων οι M.
Akehurst, Ι.Brownlie, T. Farer, R. Higgins και W. Wervey, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η ανθρωπιστική
επέμβαση αποτελεί παράνομη και ηγεμονική δράση, η οποία δεν έχει αναχθεί σε διεθνές έθιμο όπως
εμφαίνεται τόσο μέσα από τις αποφάσεις της ΓΣ των ΗΕ 2131 του 1965 και 2625 του 1970, αλλά και τις
αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου για την υπόθεση των Στενών της Κέρκυρας το 1949 και την υπόθεση
της Νικαράγουας του 1986, όπου οι επεμβάσεις θεωρήθηκαν παράνομες.
Ολοκληρώνοντας την παραπάνω συλλογιστική θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι στο επίσημο
διεθνές δίκαιο, γραπτό και εθιμικό, δεν αναγνωρίζονται σοβαροί νομικοί λόγοι που να δικαιολογούν την
διεθνή επέμβαση πλην λόγων συλλογικής άμυνας για την προστασία της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, και
για την αποτροπή των στρεβλωμένων ερμηνειών των υφιστάμενων διεθνών καταστατικών κειμένων,
απαιτείται μεγάλος βαθμός πολιτικής και ηθικής ωριμότητας εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας για την
μεταστροφή από ένα λιγότερο πολιτειοκεντρικό σε ένα περισσότερο ανθρωποκεντρικό νέο διεθνές νομικό
σύστημα21.

6. Ζητήματα Κρατικής Κυριαρχίας


Το δικαίωμα στην υπέρτατη, αποκλειστική, ανεξάρτητη, αυτοπροσδιοριζόμενη και εξαναγκαστική
εξουσία ενός κράτους μέσα στην επικράτειά του καλείται κρατική κυριαρχία (state sovereignty). Η κρατική
κυριαρχία αποτέλεσε παράγωγο αποτέλεσμα μιας συνολικής υλικής πνευματικής ωρίμανσης και
πολιτισμικής εξέλιξης αλλά και συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών, των Συνθηκών της Βεστφαλίας (1648)
και συγκεκριμένα των Συνθηκών του Osnabrϋck και του Mϋnster, οπότε και αναγνωρίστηκαν ως βάση της
εξουσίας των τότε ηγεμόνων οι αρχές rex imperator in regno suo, η αρχή cuius regio eius religio και τέλος η
αρχή pacta sunt servanda.
Οι παραπάνω αρχές αναγνώριζαν νομικά μια κεντρική πολιτική εξουσία με υπέρτατη και αποκλειστική
εξουσία στην επικράτειά της, αποκλείστηκε οποιαδήποτε υπέρτερη αυτής πολιτική, πνευματική ή διεθνής
εξουσία και θεσπίστηκε η νομική ισότητα όλων των κεντρικών πολιτικών εξουσιών στις μεταξύ τους σχέσεις
με σεβασμό στο απαραβίαστο των συνόρων, στην αμοιβαιότητα και τήρηση των διεθνώς συμφωνηθέντων.
Αυτή η διεθνής τάξη που έθετε για πρώτη φορά κανόνες συμπεριφοράς, δίνοντας ταυτόχρονα νομική και
πραγματική υπόσταση στην έννοια κράτος, επικυρώνει άμεσα το δικαίωμα των λαών στην κρατική κυριαρχία
και ισχύει, με ελάχιστες εξελικτικά ιστορικές προσαρμογές, έως σήμερα22. Στην εξέλιξη της αρχής της
κρατικής κυριαρχίας με την έννοια που έχει προσλάβει σήμερα αξίζει να αναφερθούν το έργο των Jean
Bodin: Six livres de la Republique (1576), Alberico Gentili: De Jure Belli Libri Tres (1598), Hugo Grotius :
De Jure Belli ac Pacis (1665), Thomas Hobbes : Leviathan (1651), John Locke : Two Treatises of
Government (1760) και Jean-Jaques Rousseau : Du Contract Social (1762).

20
Κ. Τσιτσελίκης, Επιβάλλοντας την Ειρήνη, Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια του
ανθρωπισμού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, , Μελέτες – 13,
Σάκουλας 2001, σελ.350-355
21
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.698
22
Ηλίας Ι. Κουσκουβέλης, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη και τη Θεωρία της Πολιτικής, Παπαζήση, Αθήνα 1997.
Σελ 144-149

12
Το σημερινό πολιτειοκεντρικό διεθνές σύστημα, που αναγνωρίζεται, περιγράφεται και προστατεύεται
μέσα στον Χάρτη των ΗΕ, είναι το εξελικτικά διαμορφούμενο διεθνές σύστημα της Βεστφαλίας, όπου
προεξάρχουσας της αρχής της κρατικής κυριαρχίας συμπληρωμένη με τις αρχές της μη επέμβασης στις
εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, και της δεσμευτικότητας των διεθνών συνθηκών, το κράτος
αναδεικνύεται ως η κυρίαρχη πολιτική οντότητα και το κυριότερο υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και των
διεθνών σχέσεων, προηγούμενο αρχών και εννοιών δικαιοσύνης, ανθρωπισμού, και διεθνούς αλληλεγγύης23.
Η κρατική κυριαρχία επομένως ως έννοια, έχει τόσο νομική όσο και πραγματική διάσταση που
αναφέρεται και προσδιορίζεται από το κράτος και τα συστατικά αυτού στοιχεία, δηλαδή τον λαό, την
εδαφική οριοθέτηση αυτού (επικράτεια) και την εξουσία στην οποία αυτός υπόκειται. Αν και πρωταρχικά
αδιαίρετη, η κρατική κυριαρχία διακρίνεται σε εσωτερική κυριαρχία (internal sovereignty) με την απόλυτη
και εξαναγκαστική εξουσία ενός κράτους στην επικράτειά του και σε εξωτερική κυριαρχία (external
sovereignty) με την απουσία διεθνούς πολιτικής οντότητας ανώτερης του κράτους αλλά και ισονομίας με
άλλα κράτη.
Τόσο όμως η εσωτερική όσο και η εξωτερική κυριαρχία εξελικτικά υπέστη και αποδέχθηκε
περιορισμούς, στο μέτρο που δεν εθίγετο ο πυρήνας της, με αποτέλεσμα εσωτερικά πλέον να ελέγχεται
θεσμικά από τους νόμους που η ίδια θέτει και αποδέχεται, ενώ διεθνώς από το διεθνές δίκαιο, στο μέτρο που
αυτό ως πραγματικότητα γίνεται αποδεκτό ή επιβάλλεται εμμέσως ή αμέσως. Επομένως, σε μια δεύτερη
ανάγνωση, η κρατική κυριαρχία δεν είναι απόλυτη αλλά περιορίζεται τόσο πρακτικά όσο και θεσμικά (ενώ
ορισμένοι θαρραλέα προτείνουν τον περιορισμό αυτής ακόμη και από το φυσικό δίκαιο, τους διαχρονικούς
δηλαδή κανόνες καθολικής ισχύος που εκπορεύονται από τη φυσική τάξη και ανθρώπινο πολιτισμό και
υπερβαίνουν το θετικό συμβατικό δίκαιο).
Με άλλα λόγια, το κράτος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά ένα πραγματικό νομικό φαινόμενο, με
πολιτική, πολιτιστική διάσταση και θεσμική οργάνωση που θέτει κανόνες ασκώντας την κυριαρχία του για να
ρυθμίζει τόσο τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους όσο όμως και τις σχέσεις των πολιτών με το ίδιο το
κράτος. Ο προσδιορισμός λοιπόν αυτός της έννομης τάξης από το ίδιο κράτος στην επικράτειά του, έχει
άμεση προϋπόθεση τον σεβασμό των κανόνων που το ίδιο θέτει και επομένως δεν είναι δυνατόν το κράτος να
στρέφεται εναντίον του λαού του, αφού με αυτό τον τρόπο θα αυτοακυρωνόταν και θα αντέβαινε στον σκοπό
της ύπαρξής του, δεδομένου ότι ο λαός αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας του κράτους. Επομένως, ο
αυτοπεριορισμός και έλεγχος της εξουσίας του κράτους στο εσωτερικό του από το ίδιο το κράτος αποτελεί
πραγματικό (αλλά και θεμιτό) στοιχείο και προϋπόθεση της κρατικής κυριαρχίας24.
Από την άλλη πλευρά, η κρατική κυριαρχία επιδέχεται περιορισμούς και στην εξωτερική της διάσταση
μέσω του διεθνούς δικαίου, το οποίο τελευταία υπεισέρχεται ενεργά και σε θέματα εσωτερική κυριαρχίας. Αν
και εκ πρώτης όψεως το διεθνές δίκαιο έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την κρατική κυριαρχία εντούτοις η
εξελικτική πορεία του διεθνούς συστήματος και το ίδιο το διεθνές σύστημα έχει λάβει τέτοια μορφή που δεν
αφήνει πολλά περιθώρια υιοθέτησης αυτόνομης και απομονωτικής πολιτικής (με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις).
Αναφορικά με την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτά δεσμεύουν την
κρατική κυριαρχία στον βαθμό που έχουν ενσωματωθεί στο διεθνές δίκαιο και κατά λόγο που το διεθνές
δίκαιο δεσμεύει την κρατική κυριαρχία αλλά πάντοτε εφόσον αυτά αποτελούν μέρος και της συλλογικής
συνείδησης του λαού και όχι ipso jure ή κατ΄ επιταγήν διεθνών αποφάσεων ή αντιλήψεων της διεθνούς
κοινότητας.
Η κρατική κυριαρχία πλέον τυγχάνει έντονης κριτικής και αμφισβητήσεως, αφού η σύγχρονη
παγκόσμια εξέλιξη τείνει να αναθεωρήσει την αντίληψη ότι ό λαός αποτελεί συστατικό του κράτους και να
τον αντικαταστήσει με την κοινωνία ή την ανθρώπινη κοινότητα, προβάλλοντας τον άνθρωπο έναντι του
κράτους ως πρωταγωνιστή στο διεθνές σύστημα. Αποτέλεσμα αυτής της ζύμωσης αποτελεί το σύνθετο
φαινόμενο της Παγκοσμιοποίησης, της ενιαίας αντίληψης και οργάνωσης δηλαδή του σύγχρονου κόσμου.
Μέσω διεργασιών ομογενοποίησης δομών, θεσμών και διαδικασιών με απώτερο στόχο μια υπερεθνική
πολιτική, πολιτισμική, οικονομική και πνευματική αντίληψη του διεθνούς γίγνεσθαι, επιχειρείται η
αποσύνδεση από την κρατική, πολιτισμική και εθνική συλλογικότητα και η επιβολή ενός εξωκοινωνικά

23
Stephen D. Krasner, Problematic Sovereignty, Contested Rules and Political Possibilities, Columbia University Press
2001, p.24-26.
24
Hedley Bull, Η Άναρχη Κοινωνία, Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική, Ποιότητα. Αθήνα 2007, σελ.111

13
κατασκευασμένου παγκόσμιου πολιτισμού25. Ως εκ τούτου, διαμορφώνεται και παγιώνεται ολοένα και
περισσότερο μια υπερεθνική αντίληψη της έννομης τάξης, το πολιτειοκεντρικό σύστημα αρχίζει να
συρρικνώνεται και να χάνει τον κυρίαρχο χαρακτήρα του καθώς ο κόσμος καθίσταται βαθμιαία ενιαίος, τα
άτομα, μέσω της τεχνολογίας, της οικονομίας και πολιτικής αποκτούν παγκόσμια διάσταση παραγκωνίζοντας
την προνομιακή θέση και δυνατότητες που κατείχε το κράτος ως σήμερα, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται
νέα υπερεθνικά αλλά και υποεθνικά υποκείμενα με νέες μορφές υπερεθνικής αλλά και υποεθνικής εξουσίας
που αποδυναμώνουν, περιορίζουν αλλά και προκαλούν την κρατική κυριαρχία26.
Με άλλα λόγια, η κρατική κυριαρχία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λειτουργικής και
πολιτισμικής συμβατότητας με την σύγχρονη παγκόσμια εξέλιξη και φέρεται αντίθετη με την κυρίαρχη
αντίληψη της εποχής. Το κράτος βαθμιαία φέρεται να εγκαταλείπει την αρχή της κρατικής κυριαρχίας
περιορίζοντας την σε απλό διεκπεραιωτή μιας τρέχουσας τοπικής διαχείρισης, αυτή όμως η σταδιακή
απαξίωση της κρατικής κυριαρχίας από το ίδιο το κράτος πολλές φορές προκαλεί πολλά περισσότερα
προβλήματα από όσα προτίθετο να λύσει (όπως για παράδειγμα την αναβίωση ακροδεξιών και φασιστικών
αντιλήψεων).

7. Η Ανθρωπιστική επέμβαση
Όπως επανειλημμένα έχει διατυπωθεί, ο Χάρτης των ΗΕ επιτάσσει την ειρηνική διευθέτηση των
διεθνών διαφορών, απαγορεύει την επέμβαση ενός κράτους στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου και απαγορεύει
την χρήση ή απειλή χρήσης ένοπλης βίας ενώ και στις όποιες εξαιρέσεις του η περιγραφή είναι αυστηρά
περιοριστική και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, απαγορεύοντας την όποια μονομερή ανθρωπιστική
επέμβαση27.
Εντούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν στην διασταλτική ερμηνεία και ανάγνωση του Χάρτη
με τον Mathias Hardegen να επισημαίνει ότι η απαγόρευση επέμβασης χωρίς εξουσιοδότηση από το ΣΑ
εμφανίζεται στα πλαίσια μιας τυπολατρικής γραμματικής ερμηνείας ως υπέρτατης αξίας πίσω από την οποία
μπορεί να οχυρώνεται και το πλέον διεφθαρμένο καθεστώς ή η πλέον αδίστακτη συμμορία, και συνεχίζει την
σκέψη του λέγοντας πως ο σκοπός της απαγόρευσης χρήσης ένοπλης βίας είναι πρωταρχικά και κύρια η
προστασία του πληθυσμού ενός κράτους από την διεξαγωγή ενός επιθετικού πολέμου, οπότε τελικά και κατά
τελεολογική συστολή της απαγόρευσης χρήσης βίας μπορεί να επιτραπεί η ανθρωπιστική επέμβαση όταν
αποσκοπεί στην προστασία πληθυσμού από κρατική ή παρακρατική τρομοκρατία28.
Η ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική, εσφαλμένα ταυτίζεται πολύ συχνά με την παροχή
ανθρωπιστικής βοήθειας, καθόσον η έννοια της επέμβασης δεν διαφέρει από την έννοια της βοήθειας απλώς
στις προϋποθέσεις και τα έννομα αποτελέσματα, αλλά εμπεριέχει και το στοιχείο της χρήσης βίας, που
προσκρούει ευθέως στο άρθρο 2 (4) του Χάρτη των ΗΕ. Στο παρελθόν, όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις
επενέβαιναν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς διάσωση χριστιανικών πληθυσμών, θεμελίωναν

25
Π. Γκλαβίνης, Η νομική διάσταση της Παγκοσμιοποίησης, Από το διεθνές στο διεθνικό και ήδη στο Παγκόσμιο,
Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2002, σελ.39
26
Anne Orford Reading Humanitarian Intervention: Human Rights and the Use of Force in International Law,
Cambridge University Press, 2003 p.110
27
Ελλείψει ενός κοινά αναγνωρισμένου και αποδεκτού ορισμού της ανθρωπιστικής επέμβασης, αυτή θα μπορούσε να
περιγραφεί σχηματικά ως μονομερής (προς διάκριση από την συλλογική που συντελείται μετά από απόφαση του ΣΑ
των ΗΕ) επέμβαση με χρήση ένοπλης βίας ενός ή περισσοτέρων κρατών στο έδαφος ορισμένου κράτους χωρίς την
συναίνεσή του, η οποία λαμβάνει χώρα κατόπιν έγκρισης ή απραγίας του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγω άσκησης
δικαιώματος αρνησικυρίας των μελών του (και επομένως μη εξουσιοδότησης από αυτό χρήσης ένοπλης βίας), με σκοπό
την διάσωση απειλούμενων στα θεμελιώδη δικαιώματά τους ατόμων, πολιτών του κράτους που δέχεται την επέμβαση ή
και μέλη μειονοτήτων, των οποίων παραβιάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ή υφίσταται πράξεις που
συνιστούν διεθνή εγκλήματα (όπως αυτά της γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου αλλά και κατά της ανθρωπότητας και
εθνικές εκκαθαρίσεις), διαπραχθέντα άλλοτε από κρατικούς επίσημους φορείς και άλλοτε από παρακρατικές
οργανώσεις και συμμορίες που δρουν ανεξέλεγκτα σε ένα διαλυμένο κράτος (failed state).
28
Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις διεθνείς σχέσεις και
διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και
Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011, σελ.31-32

14
ηθικά τις στρατιωτικές τους διεθνείς επεμβάσεις σε μια οικουμενικά αποδεκτή έννοια ανθρώπινης
αλληλεγγύης για την προστασία της ζωής29.
Σύμφωνα με τον Ε. Lauterpacht «ανθρωπιστική είναι η επέμβαση με την χρήση βίας στην περίπτωση
που ένα κράτος κακομεταχειρίζεται τους πολίτες του με τρόπο που σοκάρει την συνείδηση της
ανθρωπότητας» ενώ στην αναζήτηση οριοθέτησης του επιτρεπτού στην χρήση βίας και στην έκταση του
ανθρωπισμού ο καθηγητής Rougier υπογραμμίζει ότι «είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωρίσουμε τα
ανθρώπινα από τα πολιτικά κίνητρα της επέμβασης και να διασφαλίσουμε την απόλυτη απεμπλοκή των
επεμβαινόντων κρατών από αυτά, δεν θα πούμε ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν θα είναι
παρά ένα διακοσμητικό στοιχείο της επέμβασης, αλλά ποτέ δεν θα είναι το μόνο και αποκλειστικό κίνητρο»,
και ολοκληρώνοντας ο καθηγητής Κ. Αντωνόπουλος επισημαίνει ότι «η a priori αποδοχή ανθρωπιστικής
επέμβασης δεν είναι τίποτα περισσότερο από απόπειρα εφαρμογής μιας υποχρέωσης, σύμφωνα με το
συμβατικό ή εθιμικό δίκαιο με μέσα που αποτελούν παραβίαση της υποχρέωσης ειρηνικής επίλυσης
διαφορών»30.
Η χρήση στρατιωτικής βίας με την δικαιολογία της ανθρωπιστικής επέμβασης επιδιώκει την
προστασίας των πολιτών όχι του επεμβαίνοντος αλλά του καθ’ ου η επέμβαση, πολιτών των οποίων τα
θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται από την ίδια την κυβέρνησή τους ή από παρακυβερνητικές
ή τρομοκρατικές ένοπλες συμμορίες που δρουν ανεξέλεγκτα με την ανοχή ή λόγω αδυναμίας καταστολής και
αντιμετώπισής τους.
Στο παρελθόν, και ειδικότερα πριν την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ως θεωρία η ανθρωπιστική
επέμβαση αναδυόταν περισσότερο από τις θεωρητικές μελέτες και αναζητήσεις δημοσιολόγων και λιγότερο
από την ακολουθούμενη, επισήμως τουλάχιστον, πρακτική των κρατών. Η ανάπτυξη όμως του δικαίου των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά των οικουμενικά αποδεκτών κειμένων τους, ενίσχυσαν ιδιαιτέρως την
συζήτηση για την ανάγκη αναγνώρισης της διεθνούς επέμβασης με την χρήση βίας που αποσκοπεί στην
προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων31.
Εντούτοις ακόμα και σήμερα, η μονομερής προσφυγή στην στρατιωτική βία ακόμα και εάν
συντελείται στα πλαίσια ανθρωπιστικής επέμβασης δεν αναγνωρίζεται ως κανόνας διεθνούς δικαίου,
καθόσον η απαγόρευση χρήση βίας του άρθρου 2 (4) του Χάρτη των ΗΕ, δεν προβλέπει εξαίρεση για
ανθρωπιστικούς λόγους, η ακολουθούμενη πρακτική από τα κράτη δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ακόμη
ικανά, την δημιουργία «εθίμου» ανθρωπιστικής επέμβασης αλλά κυρίως διότι η διεθνής κοινότητα δεν
φαίνεται πρόθυμη να αποδεχθεί μια στρατιωτική ανθρωπιστική επέμβαση, de lege ferenda.
Με άλλα λόγια λοιπόν η ανθρωπιστική επέμβαση είναι απαγορευτική σύμφωνα με το άρθρο 2(4) του
Χάρτη των ΗΕ, καταρχήν διότι εκεί δεν περιγράφεται εξαίρεση χρήσης βίας για ανθρωπιστικούς λόγους
αλλά και η προβλεπόμενη από το άρθρο 51 του Χάρτη εξαίρεση λόγω άμυνας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής
αφού ως υποκείμενο αυτής ορίζονται αποκλειστικά τα κράτη.
Αντίθετα, και σε μια πιο διασταλτική μετάφραση του Χάρτη των ΗΕ, αρκετοί μελετητές, όπως ο
Doehring, αποδεχόμενοι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν την ultima ratio του διεθνούς δικαίου
επισημαίνουν ότι η ανθρωπιστική επέμβαση δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις περί χρήσης ένοπλης βίας του
άρθρου 2(4) του Χάρτη καθόσον δεν στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής
ανεξαρτησίας ενός κράτους ενώ περαιτέρω δεν εμπίπτει και στην απαγόρευση περί επέμβασης στα
εσωτερικά ενός κράτους επειδή η μαζική και συστηματική παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων
δικαιωμάτων συνιστούν διεθνή εγκλήματα η καταστολή των οποίων από την διεθνή έννομη τάξη εντάσσεται
στο πλαίσιο κανόνων αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) συνιστώντας υποχρεώσεις έναντι πάντων (erga
omnes), και παρέχουν δικαίωμα προς αντίδραση που μπορεί να λογιστεί ως συμβατή με τον Καταστατικό
Χάρτη των ΗΕ.

29
Peter Malanczuk, Akehurst’ s Modern Introduction to International Law, Seventh revised edition, Routledge 1997,
p.19
30
Κ. Τσιτσελίκης, Επιβάλλοντας την Ειρήνη, Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια του
ανθρωπισμού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, , Μελέτες – 13,
Σάκουλας 2001 σελ.142
31
Anne Orford Reading Humanitarian Intervention: Human Rights and the Use of Force in International Law,
Cambridge University Press, 2003 p.

15
Κατά τον καθηγητή Κ. Αντωνόπουλο και τα δύο επιχειρήματα χωρούν αμφισβήτησης καθόσον όπως
τουλάχιστον καταδεικνύεται στις περιπτώσεις της επέμβασης της Ινδίας στο Ανατολικό Πακιστάν, αλλά και
του Βιετνάμ στην Καμπότζη και της Τανζανίας στην Ουγκάντα, στην μεν πρώτη περίπτωση υπήρξε
απόσχιση εδαφών από το Πακιστάν ενώ και στις δύο άλλες περιπτώσεις οι παρεμβάσεις στις εσωτερικές
υποθέσεις της Καμπότζης και Ουγκάντας υπήρξαν καταλυτικές και άλλαξαν πλήρως τον πολιτικό ρου των
χωρών αυτών. Αναφορικά δε με το επιχείρημα ότι μια ανθρωπιστική επέμβαση μπορεί να θεωρηθεί
τελολογικά σύμφωνη με το πνεύμα του Χάρτη, ο καθηγητής Αντωνόπουλος επισημαίνει πως αυτή η
ερμηνεία αμφισβητείται έντονα, καθόσον υπαινίσσεται ότι τα ΗΕ θα μπορούσαν να επιδιώξουν την
εφαρμογή των σκοπών τους μέσω της προσφυγής στην χρήση βίας, μια θέση νομικά αιρετική και επικίνδυνη
καθόσον κανένας σκοπός των ΗΕ δεν μπορεί να νοηθεί μέσα από την μονομερή χρήση βίας.32

8. Η νομική διάσταση της ανθρωπιστικής επέμβασης


Η διεθνής κοινότητα ως υποσύνολο της διεθνούς κοινωνίας, ξεπερνά την περίκλειστη αντίληψη ενός
οικουμενικού διεθνούς οργανισμού και απλού συνόλου κρατών και συχνά γίνεται θεωρητικά αντιληπτή ως
ανεξάρτητο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, χωρίς όμως πρακτικά να προσλαμβάνει νομική προσωπικότητα,
άρα και ευθύνη, καθώς η διαχείριση των νομικών της στοιχείων συντελείται ουσιαστικά από τα κράτη και
τους διεθνούς οργανισμούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και συχνά ακροβατώντας μεταξύ αταξίας και
οργάνωσης, η διεθνής κοινότητα αρχικά αντιλήφθηκε την διεθνή ανθρωπιστική επέμβαση ως μονομερή
διαδικασία και πολύ αργότερα ως συλλογική, αναγνωρίζοντας και προσδίδοντας για πρώτη φορά νομική
κάλυψη στην συλλογική επέμβαση μέσα από τον Χάρτη των ΗΕ.
Ωστόσο, στην μεταπολεμική διεθνή κοινωνία η αναγόρευση και αποδοχή της προστασίας των
θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω διεθνών συνθηκών και οικουμενικών καταστατικών κειμένων
του ΟΗΕ, καταδεικνύει μια μετεξελικτική τάση της μονομερούς ανθρωπιστικής επέμβασης, προκαλώντας
ανοικτά τις απαγορεύσεις της μη επέμβασης και την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, όχι αποκλειστικά λόγω
γεωπολιτικών στρατηγικών επιλογών των ισχυρών μελών του ΣΑ, αλλά και λόγω αναγνωρισμένων
ανθρωπιστικών κρίσεων33.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ανέδειξε τον ΟΗΕ ως διαμορφωτή της διεθνούς πολιτικής
και κυρίως των ισχυρών κρατών που με την εθελούσια προσφορά τους πραγμάτωναν τα δικά τους
συμφέροντα με το κάλυμμα της διεθνούς νομιμότητας. Η γεωπολιτική κατάσταση που επικρατούσε κατά τον
διπολισμό βρήκε την θεσμική της έκφραση στο δικαίωμα της αρνησικυρίας (Βέτο), όπου η
αλληλοεξουδετέρωση των δυο αντίπαλων ιδεολογικά μονίμων μελών επέτρεπαν την ατιμώρητη και
απρόσκοπτη δράση ισχυρών κρατών έναντι ασθενέστερων, υπονομεύοντας τους σκοπούς του ΟΗΕ αλλά και
τον ίδιο τον μονοπωλιακό ρόλο του ΣΑ.
Πλέον όμως τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί, συνομολογούν πολυμερείς περιφερειακές συμβάσεις
προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδεχόμενα την συρρίκνωση της εθνικής τους αρμοδιότητας,
και μέσω του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και αποφάσεων διεθνών δικαιοδοτικών
δικαστηρίων, όπως το Διεθνές Δικαστήριο αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
επισημαίνουν τον αντικειμενικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ο οποίος πέραν από την
προστασία που τυγχάνει σε εθνικό επίπεδο από τα εσωτερικά δίκαια, πλέον αποτελεί αντικείμενο
οικουμενικής ανησυχίας και εγρήγορσης.
Η σταθερή όμως τάση ομαδοποίησης των συμφερόντων των κρατών, που ενδεχομένως συντελείται
αργά και οδηγεί σε μια de lege ferenda αναγνώριση και αποδοχή της ανθρωπιστικής επέμβασης δεν θα πρέπει
πρώιμα να οδηγεί σε μια ομογενοποιημένη opinio juris της διεθνούς κοινότητας ειδικά όταν η ιεράρχηση των
συμφερόντων των ισχυρότερων κρατών διαμορφώνει την επεμβατική πολιτική των ΗΕ καθαγιάζοντάς την
μέσω των διεθνών ΜΜΕ και της διεθνούς κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση της ένοπλης

32
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα 2014,
σελ.708-710 (απόδειξη αποτελούν η περίπτωση της διένεξης στο Σουέζ όπου υπήρξε οικουμενική καταδίκη της αγγλο-
γαλλικής προσπάθειας αποκατάστασης της ειρήνης και ασφάλειας με μονομερή δράση)
33
Albrecht Schnabel and Ramesh Thakur, «Kosovo and the challenge of humanitarian intervention: Selective
indignation, collective action, and international citizenship, UNITED NATIONS UNIVERSITY PRESS, 2000, p.319

16
ανθρωπιστικής επέμβασης που στηρίζεται σε μια διαρκώς εξελισσόμενη διεθνή πρακτική και αδυνατεί να
βρει νομικό έρεισμα στο υφιστάμενο διεθνές δίκαιο εκφράζεται προς το παρόν ως τάση της πολιτικής
βούλησης των ισχυρών κρατών και των ΗΕ και όχι ως ισχύον κανόνας εθιμικού δικαίου34.
Αδιαμφισβήτητα δηλαδή αναγνωρίζεται πλέον η ιδιαίτερη απήχηση και συμβολή των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στις μεταβολές της σύγχρονης διεθνούς δικαιοταξίας, χωρίς όμως ασφαλώς να πλήττονται
διατάξεις jus cogens διεθνούς δικαίου από την παραπάνω διαδικασία που έως σήμερα αποτελεί μια
οικουμενική ισχυρά opinio juris. Αυτό επεσήμανε και το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Barcelona
Traction, όπου υπογράμμισε τις erga omnes υποχρεώσεις των κρατών για τις παραβιάσεις θεμελιωδών
δικαιωμάτων του ανθρώπου, διακρίνοντάς τες όμως από εκείνες που απορρέουν από υποχρεώσεις jus
cogens35.
Τέλος, δεν είναι λίγοι οι μελετητές οι οποίοι λόγω του επαναπροσδιορισμού της απαγόρευσης
επέμβασης και διαφαινόμενης αμφισβήτησης της κρατικής κυριαρχίας, «τολμούν» να ανοίξουν συζήτηση για
την δημιουργία ενός δικαιώματος στην επέμβαση, με τον σχηματισμό ενός νέου κανόνα διεθνούς δικαίου,
μέσω της αποδοχής και επενέργειας διεθνούς εθίμου που θα μετέβαλε το άρθρο 2(4) και (7) του Χάρτη,
επιτρέποντας την χρήση βίας για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά αυτή η αιρετική άποψη σήμερα δεν μπορεί
να τύχει αποδοχής παρά μόνο να αποτελέσει θέμα θεωρητικής και ακαδημαϊκής συζήτησης.
Η έντονα αμφισβητούμενη θέση της ανθρωπιστικής επέμβασης στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, ιδιαίτερα
η διάστασή της που στερείται της εγκρίσεως του ΣΑ, προσκρούει σθεναρότατα σε γραμματικές αναγνώσεις
του Χάρτη των ΗΕ, και συγκεκριμένα στο άρθρου 2 (4) και (7) όπου και επισημαίνεται ρητώς η απαγόρευση
επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις κρατών και η απαγόρευση χρήσης ένοπλης βίας κατά της εδαφικής
ακεραιότητας, με αποτέλεσμα η όποια αποδοχή της διεθνώς να κινείται στο επίπεδο αποκλειστικά και μόνο
«εθίμου» και όχι κανόνα διεθνούς δικαίου.
Εντούτοις σήμερα, ολοένα και περισσότεροι αποδέχονται ότι πέραν των ρητώς καταγεγραμμένων
εξαιρέσεων που προβλέπει ο Χάρτης, αναφορικά με την ανθρωπιστική επέμβαση και χρήση βίας, κάτω από
πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να υπάρξει απόκλιση και εξαίρεση εφόσον έχει
δημιουργηθεί διεθνές έθιμο. Ελέγχοντας την ύπαρξη των συστατικών στοιχείων που γίνονται κοινώς
αποδεκτά για την ύπαρξη διεθνούς εθίμου, δηλαδή την σταθερή κρατική πρακτική (state practice) και την
πεποίθηση δικαίου (opinio juris) διαπιστώνεται ότι στο πρόσφατο παρελθόν πολλές υπήρξαν οι περιπτώσεις

34
Κ. Τσιτσελίκης, Επιβάλλοντας την Ειρήνη, Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια του
ανθρωπισμού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, , Μελέτες – 13,
Σάκουλας 2001, σελ.110
35
Ο όρος «jus cogens» σημαίνει «κανόνας αναγκαστικού δικαίου » και επομένως κατέχει την υψηλότερη ιεραρχική
θέση μεταξύ όλων των άλλων κανόνων και αρχών, έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν επιδέχεται εξαιρέσεις 35.
Αν και σε ορισμένες φορές οι αναγκαστικού δικαίου κανόνες jus cogens ταυτίζονται με το εθιμικό διεθνές δίκαιο ή
θεωρούνται απλώς «γενικές αρχές» διεθνούς δικαίου, η νομική βιβλιογραφία σήμερα καταγράφει ως κανόνες jus cogens
την επιθετικότητα, την γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου, την πειρατεία, την
δουλεία (πρακτικές που σχετίζονται με χρήση, εμπορία και εκμετάλλευση ανθρώπων-σκλάβων) καθώς και τα
βασανιστήρια.
Οι παραβιάσεις που αναβαθμίζονται στο επίπεδο παραβίασης διεθνούς αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) πλήττουν
δεσμευτικές υποχρεώσεις έναντι όλων obligation erga omnes οι οποίες θεωρούνται αδιαμφισβήτητες. Οι νομικές
δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτού του είδους τις παραβιάσεις έχουν παγκόσμια εμβέλεια και εφαρμογή τόσο σε
καιρό ειρήνης όσο και πολέμου και δεν επιδέχονται καμία εξαίρεση αλλά ούτε και υπαναχωρούν σε καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης.
Με άλλα λόγια οι αναγκαστικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου περιγράφουν ουσιαστικά ένα ειδικό νομικό πλαίσιο
στο οποίο εντάσσονται συγκεκριμένες διεθνείς παραβιάσεις ενώ οι υποχρεώσεις έναντι όλων αναφέρονται στις νομικές
συνέπειες που αναδεικνύουν συγκεκριμένοι κανόνες αναγκαστικού χαρακτήρα.
Έτσι αυτές οι δυο έννοιες διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Το διεθνές δίκαιο, ειδικότερα τα τελευταία πενήντα
χρόνια, έχει ασχοληθεί συστηματικά και με τις δυο περιπτώσεις κυρίως όμως στο μέτρο που δεν περιλαμβάνει το
Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, αφήνοντας χώρο για ανάλυση και ερμηνεία αυτού του συγκεκριμένου δικαίου κυρίως στα
εθνικά ποινικά δικαστήρια αλλά και στα ad hoc δικαστήρια αρχικά και τελικώς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC).
Εντούτοις ακόμα και σήμερα υπάρχει μεγάλη διαμάχη αναφορικά με τον τρόπο που ένας κανόνας δύναται να
εξελιχθεί σε αναγκαστικό κανόνα (jus cogens) αλλά και εάν τελικά σε αυτό το επίπεδο κανόνων πληρούνται όλες οι
προϋποθέσεις των αρχών της νομιμότητας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου.

17
όπου κράτη επενέβαιναν στρατιωτικά είτε προς διάσωση δικών τους υπηκόων είτε για την προάσπιση
θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ακόμα και χωρίς πρότερη εξουσιοδότηση από το ΣΑ36.
Με άλλα λόγια, όταν καταγράφονται παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πράξεις
κυβερνήσεων, μοναρχών, τυράννων, συμμοριών και άλλων δραστών διεθνών εγκλημάτων που διαπράττουν
εγκλήματα που έχουν αναγνωρισμένα αναχθεί σε επίπεδο jus cogens με ισχύ erga omnes, η εμμονή και
επίμονή, στην καταχρηστική πολλές φορές χρήση του νομικού όπλου του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto)
από ένα ή δύο μέλη του ΣΑ, βάσει αποκλειστικά ρεαλιστικών πολιτικών επιλογών και όχι δικαιϊκών
επιλογών και σταθμίσεων, αποδυναμώνει σοβαρά την ίδια την ουσία του Χάρτη και τον περιορίζει σε μια
στείρα ερμηνεία, όπου η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια περιχαρακώνεται πίσω από τα σύνορα εθνών και
κρατών, οι πολίτες και τα δικαιώματα των οποίων δεν ενδιαφέρουν την διεθνή κοινότητα.

9. Η ηθική διάσταση της ανθρωπιστικής επέμβασης


Ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν κοινά αποδεκτές προϋποθέσεις που αφορούν στην ανθρωπιστική
παρέμβαση υπόκειται σε κριτική καθώς σε πολλές περιπτώσεις παραβιάζεται το ισχύον διεθνές δίκαιο και,
ειδικότερα, οι αρχές της κυριαρχίας και της μη επέμβασης.37
Ένα δημοφιλές επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την ανθρωπιστική παρέμβαση σε
τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι, αν και η παρέμβαση μπορεί να είναι παράνομη, δεν είναι ανήθικη. Σύμφωνα με
αυτό το σκεπτικό, οι παράνομες διεθνείς επεμβάσεις δύνανται να λογιστούν ηθικά δικαιολογημένες, σε
εξαιρετικές όμως περιπτώσεις έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης.
Αυτό το επιχείρημα επαναλαμβάνει ουσιαστικά εκείνο που ο Thomas Franck και ο Nigel Rodley
εξέφρασαν αρκετά χρόνια πριν, όταν υποστήριξαν ότι η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση «ανήκει όχι στη
σφαίρα του δικαίου, αλλά στην σφαίρα των ηθικών επιλογών όπου τα έθνη, όπως και τα άτομα, καλούνται να
εφαρμόσουν μερικές φορές.» Ομοίως, σε αρκετές μελέτες για το Κοσσυφοπέδιο, προβλήθηκε το επιχείρημα
ότι οι παρεμβάσεις όπως αυτή που έγινε στο Κοσσυφοπέδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ηθική αν και
παράνομη.
Από όποια όμως πλευρά και αν προσεγγισθεί, το επιχείρημα ότι μια ανθρωπιστική επέμβαση μπορεί να
είναι «παράνομη αλλά ηθική» νομικά δεν πείθει. Αρχικά διότι δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό στα ίδια τα
κράτη αφού, είτε παρεμβαίνουν μονομερώς ή ως μέρος μιας συλλογικής δράσης όταν ενεργούν μονομερώς,
πάντοτε ισχυρίζονται ότι οι ενέργειές τους είναι νόμιμές και δεν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις
τους «ηθικά» ιδιαίτερα δε, όταν η ηθικές πράξεις δεν αναγνωρίζονται στο διεθνές δίκαιο. Επιπρόσθετα, η
παραδοχή ότι μια παράνομη παρέμβαση δύναται να έχει ηθικό έρεισμα, αποτελεί μια εξόχως επικίνδυνη
πολιτική στάση που απειλεί να υπονομεύσει όλη την δομή του διεθνούς νομικού συστήματος και των
διεθνών νομικών υποχρεώσεων που αυτό παράγει.
Περί της ηθικής της ανθρωπιστικής επέμβασης, χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση και ανάλυση του
διεθνολόγου Ν. J. Wheeler στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του οποίου «Σώζοντας Ξένους- Saving Strangers», ο
ίδιος αναρωτιέται «γιατί θα πρέπει ένα κράτος να υπακούει ένα νομικά δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου
Ασφαλείας του Κεφαλαίου VII, όταν βλέπει τους άλλους να αγνοούν την εξουσία του Συμβουλίου…τι είδους
διεθνούς τάξης, υφίσταται όταν νομοταγή κράτη καλούνται να μην τηρήσουν το νόμο, προκειμένου να
διατηρηθούν τα ελάχιστα πρότυπα ανθρωπισμού;» και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι μια «ηθική εξαίρεση»
για το διεθνές δίκαιο μπορεί να οδηγήσει στην «ηθική πτώχευση» του διεθνούς δικαίου. Συνεχίζοντας στο
ίδιο σκεπτικό, ο Wheeler προτείνει να δοθεί έμφαση στην νομιμότητα (legitimacy) και επισημαίνει ότι η
νομιμότητα αποτελεί «συστατικό της διεθνούς δράσης», και υποστηρίζει ότι «οι δράσεις των κρατών θα
περιορίζονται εάν δεν μπορούν να τους αποδοθεί ένας εύλογος νομιμοποιητικός λόγος»38.

36
Κ. Τσιτσελίκης, Επιβάλλοντας την Ειρήνη, Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια του
ανθρωπισμού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, , Μελέτες – 13,
Σάκουλας 2001, σελ.120-122
37
Ο Wheeler αναγνωρίζει ότι οι συγκεκριμένες καταστάσεις μπορεί να προκύψουν «όπου μια εναλλακτική ηθική
πρακτική μπορεί να αναπτυχθεί και να εξασφαλίζει την έγκριση, αλλά ταυτόχρονα πλήττει την υπάρχουσα νομοθεσία».
38
Wheeler J Nickolas, Saving strangers, Humanitarian Intervention in International Relations, Oxford University Press,
2003.

18
Στην συγκεκριμένη ανάλυσή του, ο Wheeler δεν ασχολείται με το εάν τα κίνητρα ενός κράτους για μια
διεθνή παρέμβαση είναι φανερά ανθρωπιστικά ή ανειλικρινή ή ακόμα και πολιτικά εγωιστικά. Αυτό που έχει
σημασία, λέει, είναι αν υπάρχουν ανθρωπιστικές δικαιολογίες και ανθρωπιστικά αποτελέσματα που να
δικαιολογούν την δράση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ιδίου συμφέροντος. Με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι, η
χρήση και προσπάθεια της νομιμοποίησης λόγων επέμβασης, θα οδηγήσει τελικά στην ανάπτυξη νέων
αποδεκτών προτύπων. "Μόλις συσταθούν, [αυτά τα πρότυπα] οι κανόνες θα χρησιμεύσουν για να
περιορίσουν ακόμη και τους πιο ισχυρούς δρώντες στο διεθνές σύστημα»39.
Οικοδομώντας το επιχείρημα του για τη σημασία των ανθρωπιστικών κινήτρων στη διαδικασία λήψης
πολιτικών αποφάσεων, ο Wheeler αναγνωρίζει εύστοχα την ύπαρξη των εσωτερικών πολιτικών και
κοινωνικών πιέσεων και χαρακτηριστικά αναφέρει πως η άποψη ότι ΗΠΑ και οι λοιποί φορείς χάραξης
«δυτικής» πολιτικής χειραγωγούν την νομιμοποιητική ιδεολογία του ανθρωπισμού προς εξυπηρέτηση
ιδιοτελών συμφερόντων αγνοεί το βαθμό στον οποίο οι αξιώσεις ανθρωπιστικής αλληλεγγύης που προέβαλαν
τα δυτικά κράτη είναι αποτέλεσμα των κανονιστικών αλλαγών σε εθνικό επίπεδο, όπου η πίεση για
ανθρωπιστική παρέμβαση προήλθε από εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ και ειδικά δημόσιες τηλεοπτικές εικόνες
σφαγών και εγκλημάτων που απαιτούσαν επιτακτικά «να γίνει κάτι»40. Για την εγχώρια δημόσια κοινή
γνώμη, η ρητορική του ανθρωπισμού και το πραγματικό των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και
των ανθρωπιστικών κρίσεων διαδραματίζουν καίριο παράγοντα για την τελική λήψη δράσης ή αδράνειας,
ανεξάρτητα από τα πραγματικά κίνητρα.
Χρησιμοποιώντας την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο ως παράδειγμα, ο Wheeler ισχυρίζεται
ότι τα ανθρωπιστικά κίνητρα ήταν μεταξύ των ισχυρισμών περί νομιμοποίησης της παρέμβασης και
χαρακτηριστικά επισημαίνει πως «κι αν ακόμη οι κυβερνήσεις των Μπους και Κλίντον επικαλέστηκαν
ανθρωπιστικές δικαιολογίες μόνο για απώτερους σκοπούς, βρέθηκαν εν τέλει εγκλωβισμένοι να περιορίζουν
τις επόμενες ενέργειές τους από την ανάγκη να υπερασπιστούν αυτά που επικαλούνταν σύμφωνα με τις
ανθρωπιστικούς τους ισχυρισμούς».
Τέλος, καταλήγει ότι, σήμερα η δυναμική νομιμοποίησης ανθρωπιστικών επεμβάσεων και διεθνούς
προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει αυξηθεί σημαντικά, παρά την αναντιστοιχία και την υποκρισία
των ΗΠΑ και άλλων δυτικών κυβερνήσεων. Ως εκ τούτου, εάν οι πολιτικές των Μπους και Κλίντον ήταν
ειλικρινείς στις ανθρωπιστικές ανησυχίες τους, έχει πραγματικά μικρή σημασία, καθώς ακόμη και αν στην
πραγματικότητα δεν υποκινούνται από ανθρωπιστικές αρχές, θα πρέπει, μόλις επικαλεσθούν τις αρχές αυτές,
να συμμορφώνονται με αυτές, σαν να αποτελούν τα πραγματικά κίνητρα τους. Το συμπέρασμα είναι ότι,
όταν τα κράτη επικαλούνται ανθρωπιστικά κίνητρα, θα πρέπει να ενεργούν με τρόπο που να συνάδει με το
ανθρωπιστικό δίκαιο και να απέχουν από στρατιωτικές ενέργειες και δράσεις που δεν μπορεί να
δικαιολογηθούν για ανθρωπιστικούς λόγους41.

10. Η διεθνής επέμβαση στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών


Ο Χάρτης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών

39
Wheeler J Nickolas, Saving strangers, Humanitarian Intervention in International Relations, Oxford University Press,
2003
40
Humanitarian Intervention and Just War Author(s): Mona Fixdal and Dan Smith Source: Mershon International
Studies Review, Vol. 42, No. 2 (Nov., 1998), pp. 283-312Published by: Wiley on behalf of The International Studies
Association Stable URL: http://www.jstor.org/stable/254418 .Accessed: 02/11/2014 14:11Your
41
Humanitarian Intervention after Kosovo: Emergent Norm, Moral Duty or the Coming Anarchy?
The United Nations and the Development of Collective Security: The Delegation by the UN Security Council of Its
Chapter VII Powers. by Danesh Sarooshi; The Evolution of the Doctrine and Practice of Humanitarian Intervention. by
Francis Kofi Abiew; Protection againstGenocide: Mission Impossible? by Neal Riemer; Doing Good and Doing Well:
An Examination ofHumanitarian Intervention. by Stephen A. Garrett; Kosovo and the Ch ...Review by: Nicholas J.
Wheeler International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), Vol. 77, No. 1 (Jan.,2001), pp. 113-
128Published by: Wiley on behalf of the Royal Institute of International Affairs Stable URL:
http://www.jstor.org/stable/2626557 .Accessed: 02/11/2014 14:01

19
Η διεθνής κοινότητα από συστάσεως των ΗΕ αποδέχθηκε την δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης
του Οργανισμού στη διασφάλιση και προστασία της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Ο Χάρτης των ΗΕ
εισάγει μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας, μέσω σειράς μέτρων που ξεκινούν από την διπλωματία,
προβλέπουν την ειρηνική επίλυση διαφορών, αλλά συμπεριλαμβάνουν και την χρήση απειλών και
καταναγκαστικών μέτρων.42 Συχνά και ελλείψει ενός κοινά αποδεκτού ενιαίου πλαισίου στα θέματα επιβολής
κυρώσεων η έννομη διεθνής τάξη τίθεται αντιμέτωπη με την κρατική κυριαρχία.43
Οι ειδικές κυρώσεις που περιγράφονται στο Κεφάλαιο VII του Χάρτη των Η.Ε και ειδικότερα στα άρθρα
39 έως και 51, αποτελούν την πρώτη επισήμανση προς την διεθνή κοινότητα για την ανάγκη λήψης δράσης
ακόμα και ένοπλης βίας στις περιπτώσεις όπου παραβιάζεται ή διαταράσσεται η διεθνής ειρήνη. Οι πρόνοιες
που τίθενται από τον Χάρτη, τόσο για κεντρική όσο όμως και αποκεντρωμένη αντίδραση των κρατών μελών
στις παραβιάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, αναμφίβολα αποτέλεσαν θεμέλιο
λίθο όπου οικοδομήθηκε η ιδέα για το ειδικότερο καθεστώς ευθύνης των κρατών την «επιβαρυμένη ευθύνη».
Σε αντιδιαστολή με την «μεμονωμένη» αναχρονιστική αντίδραση του παρελθόντος σε πράξεις επίθεσης
και αδικαιολόγητης χρήσης βίας, τα Ηνωμένα Έθνη αποδέχθηκαν την ύπαρξη συλλογικής ευθύνης
προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, εκχωρώντας μάλιστα την αρμοδιότητα σχετικής δράσης
πρωτίστως στο ΣΑ αλλά και σε άλλους διεθνείς θεσμικούς παράγοντες (πχ διεθνείς οργανισμούς). Η
επίκληση και εφαρμογή όμως της συλλογικής ευθύνης στην πράξη έγινε ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία
χρόνια, μετά την παρέλευση της ψυχροπολεμικής περιόδου, όταν απαιτήθηκε να ενεργοποιηθεί το Κεφάλαιο
VII στις περιπτώσεις της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ (1992), στον εμφύλιο στην Σομαλία (1993) καθώς
και στην περίπτωση της Γενοκτονίας στην Ρουάντα (1994)44.
Όπως όμως είναι λογικό συνηθέστερη μορφή αντίδρασης της διεθνούς κοινότητας σε περιπτώσεις
σοβαρών παραβιάσεων του Χάρτη των Η.Ε, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί η υιοθέτηση ειρηνικών
αντιμέτρων διπλωματικού χαρακτήρα, εξαιρώντας την χρήση βίας ή τουλάχιστον αναλαμβάνοντάς την μόνο
κατόπιν εξουσιοδότησης του ΣΑ, ή τουλάχιστον ως τελευταίο μέτρο αποκατάστασης. Στις περιπτώσεις δε,
παραβίασης υποχρεώσεων erga omnes τα καταναγκαστικά μέτρα που λαμβάνουν κράτη που δεν
προσβάλλονται άμεσα από την ζημία, έχουν αποκλειστικά οικονομικό και διπλωματικό χαρακτήρα, όπως
εσχάτως συνέβη με τα γεγονότα που εξελίσσονται στην Ουκρανία και την πολιτική που αποφάσισε να
ακολουθήσει τόσο ο Ο.Η.Ε η Ε.Ε όσο και μεμονωμένα κράτη όπως οι Η.Π.Α και ο Καναδάς, εναντίον της
Ρωσίας.
Το σύστημα συλλογικής ασφάλειας είναι δικαιϊκό σύστημα άρα οι κυρώσεις είναι λογικές, όμως δεν
είναι ούτε συστηματικές ούτε ειδικά οργανωμένες και δεν συνιστούν αντίδραση μόνο σε παραβιάσεις του
διεθνούς δικαίου αλλά σε ενδεχόμενο διασάλευσης της διεθνούς ειρήνης, ενώ διακρίνονται σε ένοπλες
στρατιωτικού χαρακτήρα και μη ένοπλες οικονομικού χαρακτήρα κυρώσεις.
Οι μη ένοπλές κυρώσεις αποτελούν ένα ευρύ φάσμα μέτρων καταναγκαστικού χαρακτήρα αλλά όχι
ποινής και περιλαμβάνουν από την αποβολή ή αναστολή ιδιότητας μέλους από έναν οργανισμό, έως
στοχευμένες κυρώσεις και μέτρα οικονομικού χαρακτήρα σε κράτη, νομικές οντότητες και φυσικά πρόσωπα.
Αυτού του είδους οι κυρώσεις λαμβάνονται είτε από το ΣΑ είτε από την ΓΣ.45 Κατά την διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου οι μη στρατιωτικές κυρώσεις επικρατούσαν λόγω των εύθραυστων γεωπολιτικών ισορροπιών (πχ
Νότια Ροδεσία, εμπάργκο όπλων Νότια Αφρική κτλ). Μετά τον ψυχρό πόλεμο, οι έξυπνες στοχευμένες

42
άρθρα 33-38, δηλαδή οι νόμιμες δράσεις που λαμβάνονται για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης, όμως και στο
Κεφάλαιο VII και συγκεκριμένα στο άρθρο 39 χρήση βίας, αλλά και στο άρθρο 40 προβλέπονται μέτρα προσωρινού
χαρακτήρα όπως, κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση στρατευμάτων, και μέτρα, των οποίων η εφαρμογή εξαρτάται
από την συμμόρφωση τόσο του κράτους εναντίον του οποίου στρέφονται, αλλά η υλοποίηση εξαρτάται από την θέληση
όλων των εμπλεκομένων.
43
Πρακτικά, έχει αποδειχθεί ότι, τα προσωρινά μέτρα δεν είναι αποτελεσματικά εάν δεν συνοδεύονται από πολιτική
βούληση για επιβολή κυρώσεων αλλιώς μπορεί να αγνοηθούν και να παγιωθούν de facto καταστάσεις.
44
Οικονομίδης Κ. & Δούση Εμ. Το Δίκαιο της Ευθύνης των Κρατών για Διεθνείς Άδικες Πράξεις, Ι.Σιδέρης 2007,
σελ.145
45
Άρθρο 52 παρ. 2 κεφάλαιο VIII Περιφερειακοί οργανισμοί (ΝΑΤΟ ΕΕ) και Άρθρο 53 παρ.1

20
κυρώσεις εφαρμόστηκαν συχνά, προκειμένου να αποφευχθεί να πληγούν οι απλοί πολίτες, που δεν
ευθύνονταν (επιβάλλονταν σε υπουργούς, βουλευτές, τρομοκράτες)46.
Το παράδοξο όμως που απαντάται στην συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στο γεγονός ότι αν και
κυρώσεις λαμβάνονται από κεντρικό μηχανισμό όπως το ΣΑ η υλοποίησή τους απαιτούσε την εφαρμογή και
λειτουργία τους σε ευρύτερα αποκεντρωμένο πλαίσιο, εφαρμόζονταν δηλαδή από τα κράτη μέλη του ΟΗΕ.
Με άλλα λόγια η ουσιαστική και αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων βρίσκεται στα χέρια των ισχυρών
μεμονωμένων κρατών. Μόνο τα μη στρατιωτικά μέτρα και κυρώσεις δεν προϋποθέτουν απόφαση του ΣΑ
αντίθετα οι στρατιωτικές κυρώσεις απαιτούν προηγούμενη απόφαση του ΣΑ.
Πρακτικά στην λήψη των κυρώσεων, δεν εφαρμόζεται το δίκαιο προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, καθώς αποτελούν μέτρα περιορισμένης διάρκειας και πάντα υπάρχει η «υποχρέωση της
προσήκουσας επιμέλειας»47. Τέλος αξίζει να επισημανθεί ότι οι στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις του ΣΑ
αποτελούν την προτιμητέα πρακτική του.
Ποια είναι όμως τα θεσμικά όργανα του ΟΗΕ που νομιμοποιούνται να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες
και δράσεις που μπορούν να προκαλέσουν διεθνείς επεμβάσεως σε καταστάσεις διαφαινόμενης ή υπαρκτής
ανθρωπιστικής κρίσης, ακόμα και με την χρήση στρατιωτικών μέσων;

10.1 Το Συμβούλιο Ασφαλείας

Αδιαμφισβήτητα το ΣΑ αποτελεί τον πυρήνα ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, και υλοποιεί
την βούληση των ιδρυτών του ΟΗΕ περί κεντροποίησης της χρήσης βίας. Η χρήση βίας και η υλοποίηση της
ανατίθεται σε ένα μόνο θεσμικό όργανο του οργανισμού ως κεντρικό όργανο.
Υπάρχουν τρία στοιχεία του Χάρτη που αναδεικνύουν την πρόθεση των συντακτών του να
παραχωρήσουν τον έλεγχο και διαχείριση της χρήσης στρατιωτικής βίας ως κανόνα αποκλειστικά στο ΣΑ.
Πρώτον, η ρητή απαγόρευση χρήσης βίας από τα κράτη, δεύτερο το γεγονός ότι μόνο το ΣΑ έχει
αρμοδιότητα να επιβάλλει μέτρα στρατιωτικού χαρακτήρα και τρίτο, οπόταν τα κράτη έχουν δικαίωμα στην
άμυνα αυτή τους η αντίδραση είναι πάντοτε ελεγχόμενη τελικά από το ΣΑ.
Ως εκ τούτου, το ΣΑ έχει μονοπώλιο στην άσκηση χρήσης βίας και στον έλεγχο της άμυνας. Όμως η
πραγματικότητα είναι ότι τα ΗΕ δεν διαθέτουν δική τους στρατιωτική υποδομή και αυτό πρακτικά
δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Εν προκειμένω, αν και το άρθρο 43 του Χάρτη ορίζει ότι τα κράτη μέλη
του ΟΗΕ οφείλουν να διαθέσουν στα ΗΕ μέσα για την απόκτηση των δικών τους ενόπλων δυνάμεων τα
οποία θα τίθενται μόνιμα στην διάθεση του Οργανισμού και θα αναπτύσσονται όπου χρειάζεται και παρόλο
που το προβλεπόμενο διεθνές επιτελείο που θα όριζε την διοίκηση υπάρχει (εν υπνώσει), οι σχετικές
αποφάσεις πρακτικά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ48. Οι παράγοντες που δεν βοήθησαν στην υλοποίηση των
παραπάνω ήταν τόσο ο Ψυχρός Πόλεμος όσο και το γεγονός ότι κανένα κράτος που διαθέτει την υποδομή,
δεν το επιθυμεί καθόσον θέλει να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο των δικών του στρατευμάτων49.
Επομένως, αν και η αρμοδιότητα για την χρήση βίας ανήκει στο ΣΑ, αυτό στην πράξη έχει μόνο την
δυνατότητα λήψης απόφασης έγκρισης αυτής, απόφαση όμως που είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη του
Οργανισμού καθώς το Διεθνές Δικαστήριο με γνωμοδότησή του έκρινε ότι οι αποφάσεις του ΣΑ δεν
ερμηνεύονται50. Το πρόβλημα είναι εάν τελικά όμως οι διεθνείς παράγοντες όπως τα κράτη και οι
περιφερειακοί οργανισμοί κατά την υλοποίηση των αποφάσεών του δρουν εντός του πλαισίου του Χάρτη.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετά πειστική επιχειρηματολογία αλλά και πολλές εναλλακτικές προτάσεις
έχουν αναπτυχθεί αναφορικά με την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας και αποκλειστικότητας της εξουσίας
του Συμβουλίου Ασφαλείας στην λήψη αποφάσεων, ειδικά όταν διαπράττονται μαζικές καταστροφές και
ανθρωπιστικές κρίσεις.

46
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.714-715
47
επίκληση του άρθρου 103 του Χάρτη των ΗΕ πχ τα φάρμακα και τα τρόφιμα ελέγχονται από την επιτροπή κυρώσεων
48
Το άρθρο 42 που δίνει μόνο εξουσιοδότηση δεν υλοποιείται εάν δεν εφαρμοστεί το άρθρο 43 του Χάρτη
49
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.714-715
50
Μια απόφαση που εξουσιοδοτεί χρήση βίας πρέπει να είναι στενά ερμηνευτέα και εκχωρεί αρμοδιότητα χρήσης βίας
σε ένα κράτος που σύμφωνα με τον Χάρτη των ΗΕ απαγορεύεται από τον Χάρτη εκτός από το δικαίωμα άμυνας η
ανθρωπιστική επέμβαση

21
Οι κυριότερες απόψεις χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, την πρώτη που κάνει λόγο για ανάγκη
θεσμικής αναδιάρθρωσης των ΗΕ με την αλλαγή ή αντικατάσταση του ΣΑ, τη δεύτερη που αποδέχεται ότι το
διεθνές δίκαιο έχει πλέον εξελιχθεί σε τέτοιο σημείο που δύναται να αποδεχθεί την ύπαρξη μιας ξεχωριστής
πηγής εξουσίας, και την τρίτη που αποδέχεται κυνικά την άποψη ότι το επικεντρωμένο, αποκλειστικά στα
ΗΕ, σύστημα διεθνούς ασφάλειας είναι μια Χίμαιρα, που μέχρι να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο που να
αντιπροσωπεύει πιο αποτελεσματικά και δίκαια την διεθνή κοινωνία των κρατών, δεν πρέπει να
αντιμετωπίζεται ως περιορισμός που επιβάλλεται στα κράτη51.
Στο ίδιο πνεύμα πολλές προτάσεις έχουν συζητηθεί σχετικά με την αναμόρφωση των θεσμών της
παγκόσμιας διακυβέρνησης και εξουσίας, ξεκινώντας από την τροποποίηση της διαδικασίας αρνησικυρίας
του διαθέτουν τα πέντε μόνιμα μέλη του ΣΑ, την παραχώρηση μεγαλύτερων εξουσιών στην Γενική
Συνέλευση του Οργανισμού, μέχρι την δημιουργία νέων θεσμικών δομών.
Μία από τις πιο φιλόδοξες αυτές προτάσεις που έχουν προτείνει μέλη του Οργανισμού σχετίζεται με
την προληπτική χρήση στρατιωτικής βίας, είτε με την εκ των προτέρων έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας,
είτε εάν αρχικά το Συμβούλιο Ασφαλείας μπλοκάρει την προτεινόμενη δράση, με την εκ των υστέρων
έγκριση από αυτό της δράσης που θα έχει αναλάβει συνασπισμός κρατών. Αλλά το πρόβλημα με όλες αυτές
τις προτάσεις είναι ότι οι εμπνευστές τους δεν σκέπτονται ρεαλιστικά και ορθολογικά αφού κανένα μόνιμο
μέλος δεν πρόκειται να ψηφίσει, στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον, την τροποποίηση του Χάρτη που αφαιρεί το
δικό του δικαίωμα στο βέτο.

10.2 Η Γενική Συνέλευση


Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι και η Γενική Συνέλευση μπορεί να έχει ένα ρόλο στην έγκριση
στρατιωτικής δράσης κατ΄ εφαρμογή της πρωτοβουλίας – απόφασης GA Re. 377 (V) «Ενωμένοι για την
Ειρήνη» η οποία αναπτύχθηκε το 1950 ειδικά για την αντιμετώπιση καταστάσεων, όπου το Συμβούλιο
Ασφαλείας, λόγω της έλλειψης ομοφωνίας μεταξύ των μόνιμων μελών του, παραλείπει να ασκήσει την κύρια
αποστολή και ευθύνη του για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας52. Δηλαδή για ένα
εναλλακτικό μηχανισμό, μέσω του οποίου θα μπορούσε κατ΄ εξαίρεση να προκληθεί μια εκτάκτου ανάγκης
ειδική σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης η οποία θα αποφάσιζε σχετικά. Βέβαια, αν η τελική απόφαση
υποστηριζόταν από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών, τότε φαινομενικά παρέχεται υψηλός
βαθμός νομιμότητας για μια στρατιωτική επέμβαση αλλά, δεδομένου ότι η Γενική Συνέλευση δεν έχει την
εξουσία να κατευθύνει μια τέτοια ενέργεια ή να παρακάμψει το Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν θα
εξασφαλιζόταν τελικά η επίσημη νομιμότητα53.

10.3 Ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε

Ειδικός ρόλος, στα πλαίσια του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, παραχωρείται και στον Γενικό
Γραμματέα του Οργανισμού, αφού τόσο στο άρθρο 97 του Χάρτη, περιγράφεται ως «ανώτατος διοικητικός
αξιωματούχος του Οργανισμού», σε συνδυασμό με το άρθρο 100, όπου προβλέπει ότι η Γενική Γραμματεία
και το προσωπικό της Γραμματείας, δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από
οποιαδήποτε άλλη αρχή εκτός Οργανισμού και το άρθρο 101 το οποίο και προβλέπει, ότι το προσωπικό της
Γραμματείας διορίζεται από το Γενικό Γραμματέα και όχι από τα μέλη, επαναλαμβάνοντας τον ανεξάρτητο
χαρακτήρα της συγκεκριμένης εκτελεστικής εξουσίας. Αυτές οι διατάξεις ήταν «θεμελιώδους σημασίας» για
την κατάσταση της Γενικής Γραμματείας των ΗΕ, αφού από κοινού δημιούργησαν για τη Γραμματεία
διοικητική θέση «πλήρους πολιτικής ανεξαρτησίας»54.
Επιπροσθέτως το άρθρο 98 του Χάρτη προβλέπει ότι ο Γενικός Γραμματέας, ασκεί τα καθήκοντα που
του έχουν ανατεθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση, και αυτή ακριβώς είναι η

51
Gareth Evans, Responsibility to Protect, ending mass atrocity crimes once and for all, p.137-138
52
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.717-719
53
Gareth Evans, Responsibility to Protect, ending mass atrocity crimes once and for all, p.136
54
Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Λ. Παπαδόπουλος, Βεν. Καρακωστάνογλου, Μιλτ. Σαρηγιαννίδης, Όψεις της Διεθνούς
Έννομης Τάξεις, Κείμενα Συνθηκών, Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2007, σελ.28

22
διάταξη που «παρέχει αρμοδιότητα στη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας να αναθέτει στο
Γενικό Γραμματέα καθήκοντα που αφορούν στην εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων, ακόμη και όταν αυτό
θα τον φέρει - και μαζί με αυτόν και την Γραμματεία αλλά και τα μέλη του - στην αρένα ενδεχόμενων
πολιτικών συγκρούσεων».
Ίσως το πιο σημαντική διάταξη για τη μετέπειτα εξέλιξη της διεθνούς διοικητικής δράση είναι το
άρθρο 99. Το άρθρο 99 περισσότερο από κάθε άλλο θεωρήθηκε από τους συντάκτες του Χάρτη ότι δύναται
να μεταμορφώσει τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, από έναν ξεκάθαρα διοικητικό υπάλληλο σε
έναν αξιωματούχο με μια ρητή πολιτική ευθύνη. Συγκεκριμένα προϋποθέτει ότι: «Ο Γενικός Γραμματέας
μπορεί να επιστήσει στην προσοχή του Συμβουλίου Ασφάλειας, οποιοδήποτε θέμα που κατά τη γνώμη του
μπορεί να απειλήσει τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Η ρητή αυτή διάταξη στον Χάρτη
του ΟΗΕ, του ειδικού πολιτικού ρόλου του επικεφαλής της Οργάνωσης, αποτελούσε ίσως έναν σημαντικό
νεοτερισμό σε σχέση με προηγούμενους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της Κοινωνίας των
Εθνών. Με άλλα λόγια το άρθρο 99 προσέδιδε στον Γενικό Γραμματέα σημαντική διακριτική ευχέρεια να το
επικαλείται όποτε έκρινε ότι πρέπει να επιστήσει την προσοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας, σε οποιοδήποτε
θέμα που κατά τη γνώμη του μπορεί να απειλήσει την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Το
άρθρο αυτό δεν παραχωρούσε στον Γενικό Γραμματέα χώρο και δικαίωμα για προτάσεις, αλλά και «μια
ευρεία διακριτική ευχέρεια να διενεργεί έρευνες και να συμμετέχει σε άτυπη διπλωματική δραστηριότητα σε
σχέση με τα θέματα τα οποία μπορεί να απειλήσουν τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλεια».
Προκειμένου δε να αποφασίσει κατά πόσο θα πρέπει να τεθεί ένα θέμα ενώπιον του Συμβουλίου
Ασφαλείας, ο Γενικός Γραμματέας θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε «ανεμπόδιστη και πλήρη πρόσβαση σε
στοιχεία σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα». Ως εκ τούτου προκύπτει ότι ο Γενικός Γραμματέας έχει το
δικαίωμα να διενεργεί τέτοιες έρευνες και διεργασίες, τις οποίες ο ίδιος μπορεί να θεωρεί ως αναγκαίες,
προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο ή όχι πρέπει να επικαλεστεί τις εξουσίες του. Το άρθρο λοιπόν έχει
ερμηνευθεί ως παρέχον «μια συγκεκριμένη νομική εξουσιοδότηση για όλες τις εκτεταμένες, άτυπες,
ανεπίσημες πολιτικές δράσεις του Γενικού Γραμματέα, οι οποίες κατά το παρελθόν επίσημα δεν
περιγράφονταν σε κανένα διεθνές νομικό κείμενο».
Ακόμη και αν το άρθρο 99 επισήμως δεν έχει επικληθεί, και μόνο η παρουσία του παρέχει την
πιθανότερη πηγή δικαίου για την όποια πολιτική πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα. Τα καθήκοντα και οι
αρμοδιότητες που ανατίθενται από τα άρθρα 98 και 99, σε συνδυασμό με τη θέση του Γενικού Γραμματέα ως
ο ανώτατος διοικητικός Αξιωματούχος του Οργανισμού καθώς και ο αριθμός μελών που αυτός
αντιπροσωπεύει ως σύνολο, συνιστούν «τη νομική βάση για την πολιτική εξουσία του Γενικού Γραμματέα».

10.4 Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών

Τέλος, σίγουρα αξίζει να αναφερθεί και ο εξ αντανακλάσεως ειδικός «προληπτικός» ρόλος του
Διεθνούς Δικαστηρίου των Η.Ε, που ιδρύθηκε με το Άρθρο 92 του Καταστατικού Χάρτη προς
αντικατάσταση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο αν και καλείται να αποφανθεί
μόνο σε ανακύπτουσες διαφορές μεταξύ κρατών ως δικαστικό όργανο με οικουμενική εμβέλεια, με τις
αποφάσεις του και την σχετική νομολογία που παράγει διαμορφώνει αποφασιστικά την νομική προσέγγιση,
επεξήγηση και διάσταση παραβίασης του διεθνούς δικαίου καθ ΄οιονδήποτε τρόπο, αφού σε αντιδιαστολή με
άλλα διεθνή δικαστήρια, το αντικείμενο της αρμοδιότητάς του είναι απεριόριστο55.
Ποιο όμως έργο έχει να επιδείξει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και τα αρμόδια θεσμικά όργανά του
στις ανακύπτουσες περιπτώσεις διεθνώς επεμβάσεων, διεθνών ανθρωπιστικών κρίσεων αλλά και άλλων
πολιτικών γεγονότων που απείλησαν την ειρήνη και ασφάλεια και πως τελικά αντιμετωπίστηκαν από τον
Οργανισμό; Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στις επίσημες διεθνείς επεμβάσεις που έλαβαν χώρα τόσο
εντός των πλαισίων του ΟΗΕ όσο και πέραν αυτού, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και λίγο πριν
την εμφάνιση της Ευθύνης Προστασίας.

55
Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Η επίλυση των διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών
(Νομολογία και Πρακτική), Σάκουλας Αθήνα- Κομοτηνή 2007, σελ. 14-18

23
11. Μελέτες περίπτωσης διεθνών επεμβάσεων (Case Studies)

11.1 Οι διεθνείς επεμβάσεις μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ

Νότια Αφρική

Η πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού (Apartheid) που είχε επιβάλει η κυβέρνηση μειοψηφίας των
λευκών στην Νότια Αφρική, καταδικάστηκε αρχικά με το ψήφισμα 282 (1970) του ΣΑ των ΗΕ, ενώ στην
συνέχεια και σε απάντηση των πολύνεκρων εσωτερικών αναταραχών με το ψήφισμα 392 (1976) το ΣΑ
επανήλθε χαρακτηρίζοντας το ρατσιστικό καθεστώς ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Ένα χρόνο μετά,
με το ψήφισμα 418 (1977) αποφασίστηκε η επιβολή δεσμευτικού εμπάργκο όπλων κατά της Νοτίου
Αφρικής, υπό την επίκληση απειλής της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στην περίπτωση της Νοτίου
Αφρικής καταγράφεται χαρακτηριστικά η επίδραση του Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο διεθνές
δίκαιο και στην επεμβατική πολιτική της διεθνούς κοινότητας56.

Κουβέιτ

Μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990, το ΣΑ των ΗΕ εξέδωσε την 660/1990 απόφασή του
με την οποία καταδίκασε την επέμβαση ζητώντας από το Ιράκ να αποσυρθεί και εν συνεχεία με τις 661/1990
και 662/1990 Αποφάσεις, αναγνώρισε στο Κουβέιτ στα πλαίσια του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των ΗΕ το
δικαίωμα στην ατομική και συλλογική άμυνα, γεγονός που προκάλεσε την συνακόλουθη επέμβαση της
διεθνούς κοινότητας, με πρωτοβουλία όμως των ΗΠΑ και συμμάχων τους, και όχι του ΟΗΕ57.

Ιράκ

Η συστηματική καταπίεση και καταδίωξη που ακολουθούσε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν τόσο
κατά των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ αλλά και Σιιτών στο νότιο Ιράκ, προκάλεσε την μαζική συρροή
προσφύγων στα σύνορα γειτονικών χωρών που ερμηνεύθηκε ως απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Μετά από τις επανειλημμένες αλλά άκαρπες εκκλήσεις του ΣΑ προς την ιρακινή κυβέρνηση για τερματισμό
των διώξεων και έγκριση άδειας πρόσβασης σε διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις για παροχή
ανθρωπιστικής βοήθειας στους θιγόμενους πληθυσμούς, ελήφθη η απόφαση 688 (1991) με την οποία τελικά
αν και δεν εξουσιοδοτούνταν η χρήση αναγκαστικών μέτρων και η ένοπλη βία, με πρωτοβουλία ορισμένων
δυτικών κρατών (σε επίπεδο ΝΑΤΟ) δημιουργήθηκαν με στρατιωτικά μέσα «ανθρωπιστικοί θύλακες» στο
βόρειο Ιράκ, και εν συνεχεία την ανθρωπιστική διαχείριση ανέλαβε ο ΟΗΕ. Η επεμβατική δράση και
πολιτική της διεθνούς κοινότητας αρχικά από ορισμένα μόνο κράτη και εν συνεχεία από τον ΟΗΕ,
αναμφίβολα αποτέλεσε μια πρώτη πράξη αποδοχής διεθνούς επέμβασης με την χρήση στρατιωτικών μέσων,
ικανής να ενισχύσει τις απόψεις για διεθνή επέμβαση σε ανθρωπιστικές κρίσεις με χρήση στρατιωτικών
μέσων και να αποτελέσει ένα σοβαρό «ιστορικό προηγούμενο»58.

Σομαλία

Αν η περίπτωση στο βόρειο Ιράκ αποτέλεσε ένα πρώτο «σοβαρό προηγούμενο» αποδοχής διεθνούς
επεμβάσεως με χρήση στρατιωτικών μέσων, πιο κλασική περίπτωση αποδοχής της παραπάνω πολιτικής
αποτελεί η περίπτωση της ανθρωπιστικής επέμβασης των ΗΕ στην Σομαλία (1992). Με το ψήφισμα 794
(1992) του ΣΑ που έγινε δεκτό ομοφώνως, αποφασίστηκε η άμεση επέμβαση στο υπό διάλυση κράτος (failed
state) του οποίου ο πληθυσμός βίωνε μια ανείπωτη ανθρωπιστική τραγωδία, αποτέλεσμα εσωτερικής
πολιτικής αναρχίας, φτώχειας και πολυετών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ συμμοριών που λυμαίνονταν

56
Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις διεθνείς σχέσεις και
διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και
Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011, σελ.34
57
Ευστρ. Β. Αλµπάνης, ∆ιεθνής Επέµβαση, Εκδ. LIBRO, Αθήνα 2001.σελ.98-101
58
Ibid, σελ 101-105

24
κάθε προσπάθεια παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας από την διεθνή κοινότητα. Η επέμβαση στην Σομαλία
αποτέλεσε ίσως την πρώτη διεθνή επέμβαση για αμιγώς ανθρωπιστικούς λόγους, αφού η ανθρωπιστική κρίση
αφορούσε αποκλειστικά τους ντόπιους πληθυσμούς και δεν ετίθετο θέμα απειλής από την κρίση της διεθνούς
ειρήνης και ασφάλειας. Δυστυχώς όμως παρά την ισχυρή πολυεθνική στρατιωτική δύναμη που εστάλη στην
Σομαλία, εκ του αποτελέσματος η επέμβαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί επιτυχής αφού τελικά οδήγησε σε
σχεδόν άτακτη υποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων και εγκατάλειψη της Σομαλίας στην αναρχία,
φτώχια και εμφύλιο59.

Αϊτή

Η περίπτωση της Αϊτής, αποτέλεσε μια ιδιαίτερη περίπτωση διεθνούς επέμβασης των ΗΕ αφού η
ανθρωπιστική κρίση και η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα σχετίστηκε με την πολιτικές
εξελίξεις της χώρας καθώς το πραξικόπημα του 1990 με το οποίο καταλύθηκε η δημοκρατία προκάλεσε τον
θάνατο πολλών αντικαθεστωτικών και οδήγησε σταδιακά σε μεγάλο κύμα προσφύγων. Με το ψήφισμα 940
(1994) το ΣΑ αποφάσισε την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
εξουσιοδοτώντας τα κράτη μέλη για ανάληψη στρατιωτικής δράσης για την επαναφορά της χώρας στην
δημοκρατική νομιμότητα, χωρίς όμως τελικά να γίνει χρήση ένοπλης βίας αφού η επέμβαση του
αμερικανικού στρατού προκάλεσε την αποχώρηση των πραξικοπηματιών και επάνοδο της ανατραπείσας
κυβέρνησης60.

Σιέρα Λεόνε

Ανάλογη διάθεση με την επέμβαση στην Αϊτή επέδειξε το ΣΑ των ΗΕ και στην περίπτωση της Σιέρα
Λεόνε, όταν καταδίκασε το πραξικόπημα του 1997, που βύθισε την χώρα σε εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις,
αναρχία και τρόμο, ζητώντας την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Τελικά, με το ψήφισμα 1132
(1997) το ΣΑ αποφάσισε την επιβολή εμπάργκο όπλων προς την Σιέρα Λεόνε αλλά και στην εξαγωγή
πετρελαίου από την χώρα, διαθέτοντας μάλιστα και στρατιωτικές δυνάμεις για τον έλεγχο εφαρμογής του
εμπάργκο.

Βοσνία – Ερζεγοβίνη

Οι εθνικές εκκαθαρίσεις, τα σοβαρά εγκλήματα πολέμου και οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων


και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έλαβαν χώρα στην Βοσνία Ερζεγοβίνη, στα πλαίσια των
πολεμικών συγκρούσεων που ακολούθησαν την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οδήγησαν στην
επέμβαση της διεθνούς κοινότητας, χωρίς την έγκριση στρατιωτικής δράσης αλλά με την αποστολή
ειρηνευτικής δύναμης και μέσω αρκετών ψηφισμάτων του ΣΑ, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου VII του
Χάρτη των ΗΕ, όπως το 757/1992, 770/1992, 787/1992, 816/1993, 913/1994 και 948/1994 ενώ με το
συγκεκριμένα με το ψήφισμα 827/1993 συστήθηκε και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο61.

Ρουάντα

Στην χειρότερη ίσως ανθρωπιστική γενοκτονία των σύγχρονων χρόνων, στην περίπτωση της Ρουάντας,
το ΣΑ στα πλαίσια του Κεφαλαίου VII, αρκετά καθυστερημένα ανταποκρίθηκε στην κρίση, με τα ψηφίσματα
918/1994 και 929/1994 ενώ με το ψήφισμα 955/1994 προέβη στην σύσταση του αντίστοιχου Ποινικού
Δικαστηρίου χωρίς όμως την λήψη στρατιωτικής δράσης από ικανά στρατιωτικά μέσα αλλά με την αποστολή
συμβολικής μόνο ειρηνευτικής δύναμης62.

Ανατολικό Τιμόρ

59
Ibid, σελ. 105-113
60
Ευστρ. Β. Αλµπάνης, ∆ιεθνής Επέµβαση, Εκδ. LIBRO, Αθήνα 2001.σελ.128-131
61
Ibid. .σελ.114-125
62
Ibid. Σελ. 125-128

25
Και στην περίπτωση του νεότευκτου κράτους του Ανατολικού Τιμόρ, όταν της ανεξαρτησίας του
ακολούθησε σοβαρή ανθρωπιστική κρίση με τις σφαγές αμάχου πληθυσμού, κύμα προσφύγων και
παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων το ΣΑ με τα ψηφίσματα 1264/1999 και 1272/1999 παρενέβη στα
πλαίσια του Κεφαλαίου VII του Χάρτη των ΗΕ με την αποστολή πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης63.

11.2 Οι διεθνείς στρατιωτικές επεμβάσεις χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας
του ΟΗΕ

Ανατολικό Πακιστάν

Μετά από τις σοβαρές ταραχές στο Ανατολικό Πακιστάν το 1971 που προκάλεσαν τον θάνατο
εκατομμυρίων ανθρώπων και δεκάδων εκατομμυρίων προσφύγων στις γειτονικές χώρες, η απραγία του ΣΑ
για λήψη σχετικής ανθρωπιστικής δράσης, οδήγησε στην επίκληση του δικαιώματος στην άμυνα της Ινδίας,
την επέμβασή της στο Πακιστάν, την δημιουργία του σημερινού κράτους του Μπαγκλαντές αλλά και τον
τερματισμό της ανθρωπιστικής κρίσης, για ακόμη μια φορά όμως, χωρίς την έγκριση του ΣΑ.

Καμπότζη

Η περίπτωση της επέμβασης του Βιετνάμ στην Καμπότζη, χωρίς έγκριση του ΣΑ των ΗΕ και την
ανατροπή της Δημοκρατίας των Χμερ το 1978, παρά την επίφαση ανθρωπιστικής επέμβασης προς διάσωση
του ντόπιου πληθυσμού από τις αγριότητες των Ερυθρών Χμερ και την διασφάλιση της ειρήνης, αλλά και
τον πραγματικό τερματισμό της ανθρωπιστικής κρίσης, ασφαλώς δεν μπορεί επίσημα να συμπεριληφθεί στις
σύγχρονες ανθρωπιστικές επεμβάσεις, καθώς έκρυβε σημαντικές πολιτικές γεωστρατηγικές σκοπιμότητες,
άλλωστε το Βιετνάμ επικαλέστηκε σε επίπεδο ΗΕ το δικαίωμα στην άμυνα64.

Ουγκάντα

Ανάλογη με την επέμβαση του Βιετνάμ στην Καμπότζη το 1978 θεωρείται από πολλούς και η
επέμβαση της Τανζανίας εναντίον της γειτονικής Ουγκάντας το 1979. Μετά από τις θηριωδίες του
καθεστώτος του πραξικοπηματία Ίντι Αμίν Νταντά και κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφος της
Τανζανίας, η τελευταία επενέβη στρατιωτικά ανατρέποντας τον δυνάστη, επιτυγχάνοντας τερματισμό της
αποδεδειγμένης ανθρωπιστικής κρίσης, χωρίς όμως να μπορεί να επικαλεστεί ανθρωπιστική επέμβαση αφού
δεν έλαβε σχετική έγκριση από ΣΑ των ΗΕ, επικαλούμενη επίσημα δικαίωμα στην άμυνα και λόγους εθνικής
ασφάλειας65.

Κοσσυφοπέδιο

Η περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου το 1999 αναμφίβολά αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή διεθνούς
επέμβασης χωρίς αρχικά την έγκριση του ΣΑ των ΗΕ αλλά την εν συνεχεία έμμεση αποδοχή αυτής από το
ΣΑ δημιουργώντας τριγμούς στο έως τότε νοούμενο πλαίσιο διεθνούς δικαίου, δίνοντας την αφορμή για την
ανάπτυξη της πρωτοβουλίας της Ευθύνης Προστασίας το 2001.
Ως γνωστό, αν και το ΣΑ με τα ψηφίσματα 1199/1998, 1203/1998, 1244/1999 καταδίκασε τα μέτρα
δίωξης εναντίον του αλβανόφωνου μουσουλμανικού πληθυσμού εκ μέρους των Σέρβων Χριστιανών ως
απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, εντούτοις σε πρακτικό επίπεδο δεν μπορούσε να λάβει
ουσιαστική ανθρωπιστική δράση προσκρούοντας στην αρνησικυρία της Ρωσίας και Κίνας που δεν

63
Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις διεθνείς σχέσεις και
διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και
Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011, σελ.37-38
64
Ευστρ. Β. Αλµπάνης, ∆ιεθνής Επέµβαση, Εκδ. LIBRO, Αθήνα 2001.σελ 85-90
65
Ibid, σελ.90-91

26
συνηγορούσαν στην στρατιωτική επέμβαση. Το ΝΑΤΟ αυθαίρετα και χωρίς καμία εξουσιοδότηση σε
επίπεδο ΣΑ, αφού αρχικά προειδοποίησε την κυβέρνηση της Σερβίας για παύση των πολεμικών επιχειρήσεων
και επιστροφή των αλβανόφωνων προσφύγων εν συνεχεία, επικαλούμενο διαφαινόμενη ανθρωπιστική κρίση
και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια άρχισε αεροπορικές
επιθέσεις, οι οποίες ασφαλώς οδήγησαν σε συμβιβασμό της Σερβικής Κυβέρνησης και την παύση
εχθροπραξιών. Αυτή η πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ καταδικάστηκε ως παράνομη από το σύνολο της διεθνούς
κοινότητας εντούτοις όμως η επίσημη καταδίκη της εντός του ΣΑ των ΗΕ δεν τελεσφόρησε οδηγώντας
πολλούς, ακόμα και επιφανείς νομικούς, στο συμπέρασμα ότι σίγουρα επρόκειτο για παράνομη ίσως όμως εν
μέρει δικαιολογημένη επέμβαση!66

11.3 Η στρατιωτική επέμβαση ενός κράτους στο έδαφος άλλου κράτους για την
διάσωση δικών του υπηκόων

Αξίζει να επισημανθεί και μια άλλη συνεπώς ακολουθούμενη πρακτική των κρατών τόσο πριν όσο και
μετά την σύσταση των ΗΕ που συνιστά διεθνή επέμβαση και αφορά στην στρατιωτική επέμβαση από ένα
κράτος στο έδαφος ενός άλλου κράτους χωρίς την συναίνεση του δευτέρου, προς διάσωση των υπηκόων του
που τελούν σε κίνδυνο ζωής67. Πρόκειται για μια διεθνή δράση που αναλαμβάνουν συχνά ορισμένες μόνο
ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις του διεθνούς συστήματος όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, το Ισραήλ, το ΗΒ, η
Γερμανία καλ.
Πιο συγκεκριμένα, οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, χωρίς να αναμένουν οποιουδήποτε τύπου
έγκριση από το ΣΑ ή τα ΗΕ, επιχείρησαν προς διάσωση δικών τους υπηκόων τόσο στον Άγιο Δομίνικο του
1965 και στο Ιράν, ιδιαίτερα ανεπιτυχώς, το 1980. Ανάλογη πρωτοβουλία και δράση, χωρίς έγκριση του ΣΑ
έλαβαν οι Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις προς διάσωση Γερμανών υπηκόων στην Αλβανία το 1997, όπως και
στην Σιέρα Λεόνε το 2000, όταν Βρετανικές ειδικές δυνάμεις έσπευσαν για τον απεγκλωβισμό βρετανών
πολιτών68.
Τέλος, αναφοράς χρίζει η ιδιαίτερη διεθνής εξωτερική πολιτική που ακολουθεί το κράτος του Ισραήλ,
το οποίο, εκτός από την επιχείρηση διάσωσης ομήρων υπηκόων του στην αεροπειρατεία της Air France στο
Έντεμπε της Ουγκάντα το 1976, αγνοεί συστηματικά κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου, καθιερώνοντας ως
επίσημη σχεδόν εξωτερική του πολιτική ακόμη και τις στοχευμένες δολοφονίες και απαγωγές σε όλο τον
κόσμο (Λίβανο, Συρία, Αργεντινή κτλ) στο όνομα της εθνικής του ασφάλειας.

66
Kosovo and the Law of "Humanitarian Intervention" Author(s): Louis Henkin Source: The American Journal of
International Law, Vol. 93, No. 4 (Oct., 1999), pp. 824-828Published by: American Society of International Law Stable
URL: http://www.jstor.org/stable/2555346 .Accessed: 02/11/2014 15:37
67
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.705
68
Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις διεθνείς σχέσεις και
διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και
Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011 σελ.39-42

27
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

12. Η Ευθύνη Προστασίας


Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η κρατική κυριαρχία συνεπάγεται την πρωταρχική ευθύνη για την
προστασία του λαού και έγκειται στο ίδιο το κράτος. Όταν όμως ένας πληθυσμός υποφέρει από σοβαρή
ανθρωπιστική κρίση, ως αποτέλεσμα εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης, καταστολής ή κρατικής αποτυχίας, και
το εν λόγω κράτος είναι απρόθυμο ή ανίκανο να σταματήσει ή να αποτρέψει αυτή την κρίση, η αρχή της μη
παρέμβασης κάμπτεται από την ευθύνη της διεθνούς κοινότητας για την παροχή προστασίας και
ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η δεκαετία του 1990 έδωσε μια τεράστια ώθηση στην πρακτική και νομιμοποίηση της ανθρωπιστικής
βοήθειας, καθώς κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η επιδίωξη και διάθεση των κρατών να
προσφύγουν στην χρήση βίας για να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα αμάχων πληθυσμών
(μεταφραζόμενα άλλοτε ως προστασία της Δημοκρατίας και άλλοτε ως δικαιώματα αυτοδιάθεσης), δεν ήταν
αρκετά διαδεδομένη και η ανθρωπιστική επέμβαση ως πρόθεση, δεν προβαλλόταν σχεδόν ποτέ για να
δικαιολογήσει τέτοιες ενέργειες των κρατών, ενώ και στην διεθνή νομική κοινότητα δεν ετύγχανε μεγάλης
και ουσιαστικής αποδοχής69.
Σύμφωνα με τον Χάρτη των Η.Ε τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια
συνιστούσε χρήση βίας, εκτός ασφαλώς από τις περιπτώσεις που ετίθετο θέμα αυτοάμυνας ή υπήρχε σχετική
απόφαση από το ΣΑ. Πρακτικά όμως το ΣΑ δεν ελάμβανε σχετικές αποφάσεις, ενώ και τα κράτη όταν
προσέφευγαν στην χρήση βίας, ποτέ δεν επικαλούνταν την ανθρωπιστική επέμβαση ως δικαιολογία αλλά
χρησιμοποιούσαν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Αυτή η στάση ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας δεν
εδράζετο στην έλλειψη απονομής δικαιοσύνης, αλλά στην γενικευμένη και παγίως έως τότε εδραιωμένη
πεποίθηση, ότι η απαγόρευση προσφυγής στην χρήση βίας αποτελεί μια περισσότερο «ηθική δέσμευση».
Η ανθρωπιστική επέμβαση δεν αποτελούσε μια πρωτοβουλία για την οποία τα κράτη άξιζε να
επιδείξουν οποιοδήποτε ζήλο, καθώς κατά την ιστορική περίοδο της απόαποικιοποίησης υπήρχε έντονη
ρητορική περί σοβαρού ενδεχομένου κατάχρησής της. Παρ΄ όλα αυτά, κατά την δεκαετία του 1990, η ιδέα
ότι οι δυτικές χώρες μπορούσαν να προσφύγουν στην βία προασπιζόμενες τα ανθρώπινα δικαιώματα και την
δημοκρατία άρχισε να κερδίζει αρκετούς υποστηρικτές, με αποκορύφωμα ασφαλώς το 1999 με την επέμβαση
του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο χωρίς την έγκριση του ΣΑ των ΗΕ, γεγονός που ενεργοποίησε την ανάγκη για
την δημιουργία, συζήτηση και αποδοχή μιας νέας πρωτοβουλίας ανθρωπιστικής επέμβασης, της Ευθύνης
Προστασίας, πρωτοβουλία η οποία έκτοτε έχει επανειλημμένα επικληθεί τα τελευταία χρόνια σε ανάλογες
περιπτώσεις όπως την Λιβύη το 2011 και την Συρία σήμερα.
Η επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, κατέδειξε τις λανθασμένες βάσεις πάνω στις οποίες είχε
οικοδομηθεί έως τότε η ανθρωπιστική επέμβαση και αν και πολλά κράτη και νομικοί καταδίκασαν αυτή την
επέμβαση ως μη νόμιμη αλλά και αναποτελεσματική, κριτικάροντας έντονα τον τρόπο με τον οποίο η
Βορειοατλαντική Συμμαχία επενέβη, υπήρχαν και αρκετά άλλα κράτη και νομικοί που εξέλαβαν την
επέμβαση ως παράνομη όμως «δικαιολογημένη», υποστηρίζοντας ότι υπήρχαν πολλοί σοβαροί ηθικοί και
νομικοί δικαιολογητικοί λόγοι που συνέτρεχαν και δικαιολογούσαν την επέμβαση, προσθέτοντας ακόμα πως
εάν και όποτε το ΣΑ των ΗΕ δεν μπορεί ή δεν θέλει να λάβει μια απόφαση για την προστασία αμάχων
πληθυσμών και ουσιαστικά δεν μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο έχει συσταθεί, γιατί να μην
μπορούν συμμαχίες προθύμων κρατών, περιφερειακών οργανισμών ή ακόμα και μεμονωμένα κράτη να
αναλαμβάνουν σχετική δράση; Ειδικά εάν μπορούσαν να το πράξουν πιο αποτελεσματικά και να
προστατέψουν τις πανανθρώπινες αξίες πιο ένθερμα και ουσιαστικά 70.
Η επέμβαση του ΝΑΤΟ επομένως δεν αποτέλεσε ουσιαστικά μια πρόκληση για την κρατική κυριαρχία
και αυτοδιάθεση των κρατών αλλά μια αμφισβήτηση–πρόκληση για τον ίδιο τον Οργανισμό των Ηνωμένων
Εθνών, κάτι που ασφαλώς ενεργοποίησε άμεσα τα αντανακλαστικά του Ο.Η.Ε. και οδήγησε ακόμα και τον
Γ.Γ. του Οργανισμού Κόφι Ανάν να παραδεχθεί ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης ότι «εάν η συλλογική

69
Anne Orford, International Authority and the Responsibility to Protect, 2011 p.18
70
Gareth Evans, Responsibility to Protect, ending mass atrocity crimes once and for all, p.139-140

28
συνείδηση της ανθρωπότητας δεν μπορεί να βρει στα Ηνωμένα Έθνη την μέγιστη αναφορά της, τότε υπάρχει
θανάσιμος κίνδυνος να ψάξει αλλού για ειρήνη και δικαιοσύνη», αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα από το οποίο
προέκυψε η πρωτοβουλία για την Ευθύνη Προστασίας71.
Σύμφωνα λοιπόν με την αναφορά της Διεθνούς Επιτροπής για την Επέμβαση και την Κρατική
Κυριαρχία τα θεμέλια της ευθύνης προστασίας, ως κατευθυντήρια αρχή για την διεθνή κοινότητα των
κρατών, εδράζονται σε διεθνείς υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της κυριαρχίας, με την
ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας, (σύμφωνα με το άρθρο 24 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, για τη
διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας), με συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από
τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις διεθνείς διακηρύξεις, συμφωνίες και συνθήκες προστασίας των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, (καθώς επίσης και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αλλά και το εθνικό δίκαιο)
αλλά και την ανάπτυξη της πρακτικής των κρατών, των Περιφερειακών Οργανισμών και του Συμβουλίου
Ασφαλείας των ΗΕ.
Σκοπεύοντας να παρακαμφθεί το παλαιό και σοβαρό πρόβλημα που αφορούσε στην ανθρωπιστική
επέμβαση και ειδικότερα το «ανθρωπιστικό δίλημμα», στην αναφορά υποστηρίχθηκε ότι η σοβαρές αλλαγές
στο διεθνές σύστημα που επήλθαν μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού την δεκαετία του 90΄,
απαιτούσαν απαραιτήτως τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της κυριαρχίας, και την μετάβαση από την
κυριαρχία στον έλεγχο στην κυριαρχία στην ευθύνη.
Στο νέο δόγμα που εισήγαγε η Ευθύνη Προστασίας, επισημαινόταν ότι οι επίσημες κυβερνήσεις και
εθνικές αρχές των κρατών είναι υπεύθυνες για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως η προστασία της ασφάλειας
και της ζωής των πολιτών αλλά και του δικαιώματος σε μια «καλή ζωή», και ότι εάν τα κράτη και οι
αρμόδιοι φορείς αποτύχουν ή δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να πράξουν το παραπάνω καθήκον τους και δεν
μπορούν να εκπληρώσουν αυτή την ευθύνη τους, τότε αυτή η ευθύνη βαρύνει την διεθνή κοινότητα των
κρατών. Και η αναφορά αναλύει σειρά τεχνικών και μεθόδων, πέραν ασφαλώς από την προσφυγή στην
χρήση βίας, που προτείνει στην διεθνή κοινότητα προκειμένου να ανταποκριθεί στην Ευθύνη Προστασίας.
Ακολουθώντας την ίδια λογική και πάνω στις προηγούμενες αρχές που χαρακτηρίστηκαν ως θεμέλια
της Ευθύνης Προστασίας, η αναφορά της Επιτροπής δομεί σε τρεις πυλώνες τις βασικές προϋποθέσεις της
νέας Αρχής, σύμφωνα με τους οποίους
- το κράτος αποτελεί το υποκείμενο που φέρει την αρχική ευθύνη να προστατεύσει τους πληθυσμούς
εντός της επικράτειάς του, από τα εγκλήματα της γενοκτονίας, των εθνοκαθάρσεων, τα εγκλήματα πολέμου
και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας,
- η διεθνής κοινότητα οφείλει να παρέχει βοήθεια στα κράτη στην περίπτωση που αυτά δεν μπορούν
να ανταποκριθούν στις παραπάνω βασικές τους υποχρεώσεις προστασίας των πληθυσμών τους και
- εάν το κράτος αρνείται να προστατέψει τον πληθυσμό του από τα προηγούμενα εγκλήματα ή το ίδιο
είναι ο δράστης αυτών τότε η διεθνής κοινότητα επωμίζεται την ευθύνη ανάληψης συλλογικής δράσης, πάντα
στα πλαίσια του Χάρτη των ΗΕ και συγκεκριμένα του Κεφαλαίου VII72.
Εν συνεχεία η Επιτροπή, προβλέποντας το ενδεχόμενο ακουσίων αλλά και εκούσιων παρερμηνειών
και παρεξηγήσεων αναφορικά με την επεμβατική δράση της διεθνούς κοινότητας και την προσβολή της
κρατικής κυριαρχίας που αποτυπώνονται στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα της Αρχής της Ευθύνης
Προστασίας, αναγνώρισε εκ των προτέρων, ως ειδικότερα στοιχεία της ευθύνης προστασίας και προεκτάσεις
αυτής, τρεις ειδικές και συγκεκριμένες αρμοδιότητες,
- την ευθύνη για πρόληψη (responsibility to prevent) προκειμένου να αντιμετωπιστούν εγκαίρως οι
άμεσες αιτίες των εσωτερικών συγκρούσεων και άλλων κρίσεων που θέτουν τους πληθυσμούς σε κίνδυνο73,
- την ευθύνη αντίδρασης (responsibility to react) για την ύπαρξη της πλέον κατάλληλης ανταπόκρισης
σε καταστάσεις επιτακτικής ανθρωπιστικής κρίσης με όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία μπορεί να
περιλαμβάνουν μέτρα καταναγκασμού, όπως κυρώσεις και διεθνή ποινική δίωξη, και σε ακραίες περιπτώσεις
ακόμα και στρατιωτική επέμβαση74, και
- την ευθύνη για την αποκατάσταση (responsibility to rebuild) αναφορικά με την παροχή, ιδιαίτερα
μετά από μια στρατιωτική επέμβαση, πλήρους υποστήριξης για την ανάκτηση, την ανοικοδόμηση και τη

71
UN, ‘Secretary-General Presents His Annual Report to General Assembly’, UN Press Release SG/SM/7136 GA/9596,
20 September 1999
72
The Responsibility to Protec, Report of The International Commission on State Sovereignty Dec 2001
73
Gareth Evans, Responsibility to Protect, ending mass atrocity crimes once and for all, p.79-81
74
Ibid, p.105

29
συμφιλίωση, την αντιμετώπιση των αιτίων της κρίσης την οποία η επέμβαση σχεδιάστηκε για να σταματήσει
ή να αποτρέψει75.
Επειδή όμως η πρόληψη είναι η πιο σημαντική διάσταση της Ευθύνης Προστασίας και οι επιλογές
πρόληψης θα πρέπει πάντα να εξαντλούνται πριν από την παρέμβαση γι’ αυτό και η μεγαλύτερη μέριμνα και
οι περισσότεροι πόροι πρέπει να διατίθενται σε αυτό τον τομέα. Επιπρόσθετα όμως, η άσκηση της ευθύνης
τόσο για την πρόληψη όσο και την αντίδραση πρέπει πάντα να περιλαμβάνει λιγότερο παρεμβατικά και
αναγκαστικά μέτρα, πριν από την εφαρμογή πιο καταναγκαστικών και παρεμβατικών μέτρων.
Περαιτέρω και όπως είναι λογικό, η Επιτροπή απέδωσε μεγάλη προσοχή στην συλλογή και καταγραφή
όλων εκείνων των κριτηρίων που θα πρέπει να συντρέχουν και να πληρούνται ταυτόχρονα, προκειμένου η
ευθύνη αντίδρασης να εφαρμόζεται στην πιο παρεμβατική, καταναγκαστική και εν τέλει καταλυτική της
εκδοχή, την στρατιωτική επέμβαση.
Πιο αναλυτικά στην αναφορά της Ευθύνης Προστασίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοχή
μιας στρατιωτικής διεθνούς επέμβασης αποτελεί η συνδρομή των εξής έξι προϋποθέσεων (κριτηρίων)76:
- να είναι απολύτως δικαιολογημένη (just cause), επειδή η στρατιωτική επέμβαση για σκοπούς
προστασίας του ανθρώπου αποτελεί έκτακτο και εξαιρετικό μέτρο, πρέπει να υπάρχει σοβαρή και
ανεπανόρθωτη βλάβη που συμβαίνει σε ανθρώπους, ή επίκειται ή είναι πολύ πιθανό να συμβεί, και
συγκεκριμένα βλάβη όπως μεγάλης κλίμακας απώλειες ζωής, πραγματικές ή αναμενόμενες, με γενοκτόνα ή
όχι πρόθεση, ως αποτέλεσμα είτε σκόπιμης κρατικής δράσης, ή κρατικής αμέλειας ή κρατικής ανικανότητας
προς δράση, ή κατάστασης αποτυχημένου κράτους, αλλά και σε περίπτωση μεγάλης κλίμακας
«εθνοκάθαρσης», πραγματικής ή επικείμενης, είτε πραγματοποιείται με δολοφονίες, αναγκαστικές εκδιώξεις,
τρομοκρατικές πράξεις ή βιασμούς,
- να υπάρχει νόμιμη πρόθεση (right intension), αφού ο πρωταρχικός σκοπός της επέμβασης, όποια
άλλα κίνητρα το παρεμβαίνον κράτος μπορεί να έχει, πρέπει να επιδιώκει την παύση ή αποτροπή του
ανθρώπινου πόνου,
- να αποτελεί την τελευταία (ύστατη) επιλογή (last resort) καθόσον η στρατιωτική επέμβαση μπορεί να
δικαιολογηθεί μόνον όταν έχει διερευνηθεί κάθε μη στρατιωτική επιλογή για την πρόληψη ή την ειρηνική
επίλυση της κρίσης, με βάσιμες υποψίες ότι ηπιότερα μέτρα δεν θα καταφέρουν κανένα αποτέλεσμα,
- να αναλαμβάνονται ανάλογα μέσα (proportional means) αφού το μέγεθος, η διάρκεια και η ένταση
της σχεδιαζόμενης στρατιωτικής επέμβασης θα πρέπει να είναι στην ελάχιστη αναγκαία κλίμακα για την
εξασφάλιση του αντικειμενικού σκοπού της ανθρώπινης προστασίας,
- να υπάρχουν εύλογες προοπτικές (reasonable prospects), δηλαδή πρέπει να υπάρχει μια λογική
πιθανότητα επιτυχίας στην ανάσχεση ή την αποτροπή των δεινών που να δικαιολογεί την παρέμβαση, με τις
συνέπειες της δράσης να μην προκαλέσουν χειρότερα αποτελέσματα από τις συνέπειες της αδράνειας,
- να έχει εγκριθεί και χορηγηθεί νόμιμη εξουσιοδότηση (right authority), δηλαδή η εξουσιοδότηση για
την ανάληψη καταναγκαστικών μέτρων και ιδιαίτερα στρατιωτικής δράσης πρέπει να την χορηγεί θεσμικό
όργανο κοινής διεθνούς αποδοχής, προκειμένου να διασφαλίζεται η νομιμότητα των επεμβάσεων.
Το κριτήριο της νόμιμης εξουσιοδότησης προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις καθώς όπως είναι λογικό δεν
υπάρχει πιο κατάλληλο όργανο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να εξουσιοδοτήσει
μια στρατιωτική επέμβαση για την ανθρώπινη προστασία. Όμως η πολιτική που αυτό υιοθετούσε πριν την
γένεση της Ευθύνης Προστασίας και η χαρακτηριστική απραγία του σε τραγωδίες που προαναφέρθηκαν
έθεταν υπό αμφισβήτηση την σκοπιμότητα του συγκεκριμένου θεσμού.
Εν τέλει όμως η Καναδική Επιτροπή για την Ευθύνη Προστασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «Δεν
υπάρχει καλύτερο ή πιο κατάλληλο όργανο από το Συμβούλιο Ασφαλείας να ασχοληθεί με τα θέματα
στρατιωτικής παρέμβασης με σκοπό την προστασία του ανθρώπου. Αυτή ήταν η πιο συντριπτική συναίνεση
που βρήκαμε σε όλες τις συζητήσεις μας ανά τον κόσμο. Αν διεθνής συναίνεση μπορέσει κάποτε να
επιτευχθεί σχετικά με το πότε, πού, πώς και από ποιον μπορεί να αποφασιστεί και εκτελεστεί μια διεθνής
στρατιωτική επέμβαση, είναι σαφές ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο αυτής της
συναίνεσης».
Εντούτοις, μέσα από την επίσημη αναφορά της Διεθνούς Επιτροπής για την Ευθύνη Προστασίας
επισημάνθηκε για πρώτη ίσως φορά με τόσο επίσημο τρόπο, η αμφισβητούμενη ως ανεπαρκής πολιτική που

75
Ibid,p.148
76
The Responsibility to Protec, Report of The International Commission on State Sovereignty Dec 2001

30
ακολουθείται από το ΣΑ στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του. Δεν αναζητήθηκαν εναλλακτικές λύσεις προς
το Συμβούλιο Ασφαλείας ως πηγή της εξουσίας νομιμοποίησης των επεμβάσεων, αλλά με ποιο τρόπο το
Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορέσει να λειτουργήσει καλύτερα από ό, τι έχει λειτουργήσει έως τώρα. Θα
πρέπει σε κάθε περίπτωση να ζητείται η έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας πριν από οποιαδήποτε
στρατιωτική δράση παρέμβασης που διεξάγεται. Όσοι ζητούν παρέμβαση θα πρέπει να ζητήσουν επισήμως
την εν λόγω άδεια, ή να έχει θέσει το Συμβούλιο το θέμα με δική του πρωτοβουλία, ή να έχει ο Γενικός
Γραμματέας αναδείξει βάσει του άρθρου 99 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Σύμφωνα με την Επιτροπή το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να ασχοληθεί άμεσα με οποιαδήποτε
αίτηση για την εξουσιοδότηση επέμβασης όταν υπάρχουν καταγγελίες για μεγάλης κλίμακας απώλειες
ανθρώπινης ζωής ή εθνοκάθαρση. Θα πρέπει στο πλαίσιο αυτό να απαιτεί επαρκή έλεγχο των πραγματικών
γεγονότων ή συνθηκών, προκειμένου να μπορέσει να υποστηρίξει μια στρατιωτική επέμβαση, ενώ
παράλληλα τα Πέντε Μόνιμα μέλη του, θα πρέπει να συμφωνήσουν να μην εφαρμόσουν το δικαίωμα βέτο,
σε θέματα στα οποία δεν εμπλέκονται ζωτικά συμφέροντα του κράτους τους και να μην εμποδίζουν τη
προώθηση ψηφισμάτων που επιτρέπουν τη στρατιωτική επέμβαση για την ανθρώπινη προστασία για τα
οποία υπάρχει ήδη καταγεγραμμένη υποστήριξη της πλειοψηφίας (όπως συνέβη στην Λιβύη το 2011).
Στην περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας απορρίπτει μια πρόταση ή παραλείπει να ασχοληθεί με
το θέμα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η Επιτροπή δέχεται ως εναλλακτικές επιλογές τόσο την εξέταση του
θέματος από τη Γενική Συνέλευση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μέσω των Ειδικών Συνόδων και
διαδικασιών υπό τον τίτλο «Ενωμένοι για την Ειρήνη" (όπως συνέβη στην Κορέα το 1950, στην Αίγυπτο το
1956 και στο Κονγκό το 1960), όσο και την ανάληψη δράσης εντός της περιοχής δικαιοδοσίας των
περιφερειακών ή υποπεριφερειακών οργανισμών σύμφωνα με το Κεφάλαιο VIII του Χάρτη (όπως συνέβη
στην Λιβερία το 1990 και Σιέρα Λεόνε το 1997), με την επιφύλαξη να αναζητούν μεταγενέστερη έγκρισή
τους από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας, σύμφωνα με την Επιτροπή, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη σε όλες τις
συζητήσεις του ότι, εάν αποτύχει να εκπληρώσει την ευθύνη του να προστατεύσει την διεθνή κοινότητα από
καταστάσεις που απεγνωσμένα επιζητούν λύσεις και φωνάζουν για την ανάληψη δράσης, τα ενδιαφερόμενα
κράτη δεν μπορεί να αποκλειστούν ως άλλα μέσα για την κάλυψη της σοβαρότητας και του επείγοντος της
κατάστασης προστατεύοντας το κύρος και την αξιοπιστία των Ηνωμένων Έθνη που βάλλονται με αυτόν τον
τρόπο.
Όπως όμως έχει ήδη επισημανθεί, η πρωτοβουλία για την Ευθύνη Προστασίας καταγεγραμμένη στην
Αναφορά της Διεθνούς Επιτροπής για την Επέμβαση και την Κρατική Κυριαρχία, αρχικά δεν έτυχε μεγάλης
και σοβαρής προσοχής καθώς είχε την ατυχία να δημοσιευθεί χρονικά σε μια περίοδο που κλονίστηκε η
διεθνής κοινότητα, τον Σεπτέμβρη του 2011, την εποχή του τρομοκρατικού χτυπήματος στους Δίδυμους
Πύργους της Ν. Υόρκης77.
Εντούτοις η συγκεκριμένη Επιτροπή, δεν έπαψε να εργάζεται πάνω στην Ευθύνη Προστασίας και όλη
αυτή η προσπάθεια επικαιροποιήθηκε με τον πιο επίσημο και πανηγυρικό τρόπο στην Παγκόσμια Διάσκεψη
Κορυφής των ΗΕ το 2005, όταν η Γ.Σ. στην ετήσια συγκέντρωση και σε επίπεδο αρχηγών κρατών των Η.Ε.
εξέδωσε σχετικό κείμενο όπου τα κράτη μέλη και οι κυβερνήσεις τους υιοθέτησαν ομόφωνα την έννοια της
Ευθύνη Προστασίας, ως τον τρόπο με τον οποίο τόσο η Γ.Σ. των Η.Ε όσο και τα κράτη μέλη έχουν την
Ευθύνη Προστασίας πληθυσμών από την γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου, εθνικές εκκαθαρίσεις και
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και αποδέχθηκαν ένα ευρύτερο όραμα προστασίας πέρα από την
στρατιωτική επέμβαση, που περιλαμβάνει τακτικές και μεθόδους που θα μπορούσαν να εγκριθούν κατά την
πρακτική εφαρμογή αυτής της ευθύνης78.
Παρά το γεγονός όμως της ευρείας αποδοχής που έλαβε το 2005 όλη η πρωτοβουλία για την Ευθύνη
Προστασίας, εντούτοις δεν κατέστη ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο τόσο η διεθνής κοινότητα όσο και τα
κράτη αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί θα υιοθετούσαν θεσμικά την καινούργια πρωτοβουλία και ακόμα
περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν στην συνέχεια να την εφαρμόσουν πρακτικά και
επιχειρησιακά (conceptualise and operationalise). Πέραν όμως αυτού, μεγάλη ανησυχία άρχισε με τον καιρό

77
Η έννοιας της ευθύνης προστασίας μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή ως μια πλατφόρμα
κανονιστική εφαρμογής των πρακτικών της διεθνούς διοίκησης η οποία χρονικά εντοπίζεται συγκεκριμένα στην εποχή
της αποαποικιοποίησης και σταδιακά εξελίσσεται έως σήμερα.
78
2005World Summit Outcome, GA Res. 60/1, UN GAOR, 60th Sess., Provisional Agenda Items 46 and 120, Supp. No.
49, UN Doc. A/RES/60/1, 24 October 2005, paras. 138–139

31
να διαφαίνεται, ειδικά ανάμεσα στα κράτη μέλη που δεν ανήκαν στις «δυτικές χώρες» μέσα από αναφορές
και εκθέσεις κρατών αλλά και οργανισμών για το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης, παραποίησης των προθέσεων
και του ενδεχομένου να χρησιμοποιηθεί η Ευθύνη Προστασίας, ως μοχλός για την δικαιολόγηση
οποιασδήποτε μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης79.
Αυτή η «δίκαιη» ανησυχία και προβληματισμός από μεγάλο αριθμό κρατών, οδήγησε στην έναρξη
ενός σοβαρού διαλόγου μεταξύ των υποστηρικτών της πρωτοβουλίας της Ευθύνης Προστασίας και των
σκεπτικιστών έναντι αυτής, στα πλαίσια του Ο.Η.Ε. κατά το έτος 2009, όποτε και τον Ιανουάριο της ίδιας
χρονιάς ο Γ.Γ. Η.Ε. παρουσίασε την πρώτη από μια σειρά αναφορών, θέτοντας ειδικές στρατηγικές για την
ενσωμάτωση της Ευθύνης Προστασίας εστιάζοντας στην πρόληψη, σε μηχανισμούς έγκαιρης
προειδοποίησης αλλά και στην δυνατότητα βοήθειας κρατών σε περιπτώσεις ανθρωπιστικών κρίσεων80. Τον
Ιούλιο του 2009 εκκίνησε ο σχετικός διάλογος στην Γ.Σ., με την συμμετοχή 94 κρατών μελών, αρκετά
σημαντικού αριθμού κρατών, αποδεικνύοντας ασφαλώς το ενδιαφέρον στην προσέγγιση της πρωτοβουλίας
από τον Γ.Γ. αλλά ταυτόχρονα τονίζοντας από την άλλη και την αποφασιστικότητά τους να μην επιτρέψουν η
Ευθύνη Προστασίας να χρησιμοποιηθεί από τα ισχυρότερα κράτη για άλλους σκοπούς, πέρα από αυτούς
στους οποίους αφορά, προκειμένου να δικαιολογήσουν ενδεχόμενες μονομερείς στρατιωτικές τους
επεμβάσεις, η ακόμα και να χρησιμοποιήσουν την Ευθύνη Προστασίας ως εναλλακτική μορφή εμπλοκής
τους (soft power) στα εσωτερικά άλλων κρατών81.
Όλη όμως αυτή η ανησυχία και επιφυλακτική στάση, φαίνεται να αλλάζει τον Φεβρουάριο του 2011,
όταν πλέον και η πρωτοβουλία για την Ευθύνη Προστασίας ετέθη σε νέα διάσταση, μετουσιούμενη για
πρώτη φορά σε Αποφάσεις του ίδιου του ΣΑ των Η.Ε. και συγκεκριμένα στην 1970 και 1973 που αφορούσαν
στην Λιβύη. Πιο συγκεκριμένα η Απόφαση 1970 που ελήφθη ομόφωνα, σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του
Χάρτη των Η.Ε. την 26 Φεβ 2011, αναφερόταν στην ευθύνη που έφεραν οι αρχές της Λιβύης να
προστατέψουν τον πληθυσμό τους, επέβαλε εμπάργκο όπλων και άλλους περιορισμούς και ανέφερε την
κατάσταση στη Λιβύη προς το Διεθνές Δικαστήριο. Εν συνεχεία την 27 Μαρ 2011 το ΣΑ εξέδωσε την
Απόφαση 1973 όπου εξουσιοδοτούσε τα κράτη μέλη σε συνεργασία με τον Γ.Γ. να λάβουν όλα τα
απαραίτητα μέτρα για να προστατέψουν τους πολίτες και τις περιοχές που κατοικούνταν από πολίτες, από
την απειλή επίθεσης.82 Η απόφαση επιπλέον απαιτούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός και το πέρας της
βίας και των αναταραχών, απαγορεύοντας οποιαδήποτε πτήση στον εναέριο χώρο της Λιβύης εκτός εάν
επρόκειτο για ανθρωπιστικούς λόγους. Καθώς όμως η επέμβαση του ΝΑΤΟ έλαβε χώρα κατ΄ εφαρμογή της
παραπάνω Απόφασης το 2011, η ανησυχία σχετικά με την πρακτική και όχι απλώς θεωρητική εφαρμογή της
Ευθύνης Προστασίας άρχισε να επανεμφανίζεται μεταξύ των μελών κρατών.

13. Πολιτική διάσταση της Ευθύνης Προστασίας


Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η πρώτη υποδοχή στην Ευθύνη Προστασίας υπήρξε πραγματικά
επιφυλακτική. Αρχικά διότι η Αρχή παρουσιάστηκε το Φθινόπωρο του 2001 μια δύσκολη εποχή για να
συζητηθεί οτιδήποτε πέραν της διεθνούς τρομοκρατίας. Εν συνεχεία, ο επακόλουθος πόλεμος εναντίον του
Ιράκ το 2003, του οποίου οι πρωταγωνιστές τελικά χρησιμοποίησαν ως δικαιολογητικούς λόγους και τους
ανθρωπιστικούς, μετά από τους πρώτους ψευδείς ισχυρισμούς περί όπλων μαζικής καταστροφής, σχεδόν
απαξίωσε και απέσυρε την όποια υποστήριξη κέρδισε η Ευθύνη Προστασίας, διότι ουσιαστικά επιβεβαίωσε
τις υποψίες πολλών αναπτυσσόμενων κρατών ότι η Ευθύνη Προστασίας ήταν κατ΄ουσία μια καινούργια
ετικέτα για την παλαιά και συνηθισμένη πρακτική των μεγάλων δυνάμεων για επέμβαση.
Συναφώς με αυτούς τους παράγοντες και στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, η διαμόρφωση της
Ευθύνη Προστασίας στην πρωτότυπη αναφορά της περιείχε τρεις προφανείς ασάφειες, που την καθιστούσαν
ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή της.

79
Chomsky, ‘Statement to the United Nations General Assembly Thematic Dialogue on the Responsibility to Protect’.
80
UN Secretary-General, ‘Implementing the Responsibility to Protect: Report of the Secretary-General’, UN GAOR,
63rd Sess., Agenda Items 44 and 107, UN Doc. A/63/677, 12 January 2009, p. 7
81
Αnne Orford International Authority and the Responsibility to Protect, p.20-21
82
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.710

32
Κατά πρώτον, όταν η αιτία για ανάληψη διεθνούς δράσης ήταν η μεγάλης κλίμακας απώλειες
ανθρώπινης ζωής είτε ήταν πραγματική είτε γινόταν αντιληπτή ως τέτοια, αυτό που φαινόταν ασαφές και
αδιευκρίνιστο ήταν ακριβώς ποιες περιπτώσεις η Ευθύνη Προστασίας επεδίωκε να καλύψει, δηλαδή
προσανατολιζόταν μόνο στις σκόπιμες δολοφονίες (ποιας έντασης, και διάρκειας;) ή για παράδειγμα
ευρύτερες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που οδηγούσαν στον θάνατο ή ακόμα και σε θανάτους
πληθυσμών που προκαλούσαν φυσικές καταστροφές.
Δεύτερον, η πηγή του διεθνούς δικαίου δεν ήταν ξεκάθαρη, από πού δηλαδή εκπηγάζει αυτή η ευθύνη,
προέρχεται από τον νόμο ή από ευρύτερες ιδέες περί ηθικής και πολιτικής σκοπιμότητας. Τα μέλη της
επιτροπής, προσεκτικά απέφυγαν την ιδέα νομικών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων προτείνοντας πως η
Ευθύνη Προστασίας αποτελούσε γι΄ αυτούς κατά κύριο λόγο μια «ηθική επιταγή».
Τέλος η αναφορά της επιτροπής δεν διένειμε την διεθνή ευθύνη σε κάποιον συγκεκριμένο παράγοντα
αναφερόμενη μόνο γενικά στην διεθνή κοινότητα. Αλλά αυτό ακριβώς άφηνε ασαφές και ποιος φέρει τελικά
την ευθύνη για διεθνή προστασία. Δημιούργησε ουσιαστικά ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης με το οποίο
τα κράτη μπορούν να απεμπολήσουν τις υποχρεώσεις τους καθώς αφού κανένα δεν είναι υπεύθυνο ειδικά,
τότε κανένα δεν υποχρεούται να δράσει!
Εντούτοις παρά την διαρκή διαμάχη για την Ευθύνη Προστασίας οι αρχηγοί των κρατών και
Κυβερνήσεων αποδέχθηκαν μια εκδοχή της Ευθύνη Προστασίας, στην επετειακή Παγκόσμια Συνδιάσκεψη
των ΗΕ το 2005.
Το άρθρο 138 από το κείμενο της Σύσκεψης αναγνωρίζει την ευθύνη καθενός ξεχωριστού κυρίαρχου
κράτους να προστατεύει ειδικότερα τον δικό του πληθυσμό από τέσσερα εγκλήματα την γενοκτονία, τα
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου και τις εθνικές εκκαθαρίσεις. Η αμέσως επόμενη
παράγραφος το άρθρο 139 προτρέπει την διεθνή κοινότητα να δουλέψει με τα ΗΕ με την ευθύνη για λήψη
συλλογικής δράσης ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιώντας διπλωματικά, ανθρωπιστικά, και εάν είναι
απαραίτητα στρατιωτικά μέσα (άρα και χρήση βίας) σε περιπτώσεις όπου οι εθνικές αρχές αποτυγχάνουν
αποδεδειγμένα να προστατέψουν τους πληθυσμούς τους83.
Αυτή η παράγραφος επίσης επιβεβαιώνει την δέσμευση της διεθνούς κοινότητας να βοηθήσει κράτη να
επαναποκτήσουν την δυνατότητα να προστατέψουν τους πληθυσμούς τους. Επομένως με πολλούς τρόπους
το τελικό κείμενο που παράχθηκε κατά την παγκόσμια διάσκεψη του 2005, ξεκαθάρισε κάποιες από τις
ασάφειες που υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της επιτροπής για την Ευθύνη Προστασίας του 2001.
Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το 2005, τα κράτη επέμεναν στο να εστιάσουν το πεδίο
δράσης της Ευθύνη Προστασίας σε τέσσερα συγκεκριμένα εγκλήματα, αυτά δηλαδή της γενοκτονίας των
εγκλημάτων πολέμου και κατά της ανθρωπότητας και των εθνικών εκκαθαρίσεων. Αυτή η λίστα ήταν
παρόμοια με εκείνα τα εγκλήματα που είχαν αναγνωρισθεί τόσο στο Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου
(Καταστατικό της Ρώμης 1999), όσο και στην Καταστατική Πράξη της Αφρικανικής Ένωσης του 2001.
Έτσι επομένως σήμερα η έκταση της Ευθύνη Προστασίας είναι στενότερη μεν πιο ξεκάθαρη δε, και
αυτή όμως η στενότερη ανάγνωση εξακολουθεί να παραμένει αμφιλεγόμενη σε αυτούς που πιστεύουν πως
και άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να ενεργοποιούν την αρχή. Γρήγορα, η Ευθύνη
Προστασίας έγινε η κεντρική μετάφραση στο σύστημα των ΗΕ, έτσι για παράδειγμα μετά τις φυσικές
καταστροφές που προκλήθηκαν στην Μιανμάρ το 2008, κάποιοι σχολιαστές θεώρησαν πως η ελλιπής
προστασία της τοπικής κυβέρνησης προς τους ντόπιους κατοίκους συνιστούσε έγκλημα κατά της
ανθρωπότητας, άποψη στην οποία τόσο η Κίνα όσο και άλλα ασιατικά κράτη σθεναρά αντιτάχθηκαν καθώς
και σε οποιαδήποτε προσπάθεια να εξαναγκαστεί η τοπική κυβέρνηση να αποδεχθεί ανθρωπιστική βοήθεια.
Επέμειναν ότι, η Ευθύνη Προστασίας όπως αποτυπώθηκε στο κείμενο του 2005, δεν ήταν εφαρμόσιμη σε
φυσικές καταστροφές, μια άποψη που ενστερνίσθηκαν αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη εντός των ΗΕ, τα οποία
όμως ουσιαστικά ανησυχούσαν να μην διαρραγεί η πολύ ευαίσθητη ομοφωνία που τότε επετεύχθη για την
Ευθύνη Προστασίας. Και όπως ο Gareth Evans πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας και ένας από τους πιο

83
Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm? Author(s): Carsten Stahn Source: The American
Journal of International Law, Vol. 101, No. 1 (Jan., 2007), pp. 99-120Published by: American Society of International
Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4149826 .Accessed: 30/08/2014 04:07

33
ισχυρούς υποστηρικτές της Ευθύνη Προστασίας τόνισε «εάν Ευθύνη Προστασίας σημαίνει να
προστατεύουμε όλους από τα πάντα τότε θα καταλήξει να μην προστατεύει κανένα από τίποτε»84.
Η Σύνοδος κορυφής του 2005 επίσης αντιμετώπισε τις ασάφειες αναφορικά με την πηγή και τον φορέα
της διεθνούς ευθύνης προστασίας, διευκρινίζοντας ότι η αρχή εδράζεται σε μια ξεκάθαρη πολιτική δέσμευση
εκπεφρασμένη από κράτη, παρά μια νέα νομική δέσμευση. Άλλωστε, ο ίδιος ο Κόφι Άναν προσωπικά
επέμενε ότι ο σκοπός του δεν ήταν να αναπτύξει έναν καινούργιο νόμο αλλά να ενδυναμώσει τις διακρατικές,
ήδη υπάρχουσες, νομικές υποχρεώσεις, αφού ο ίδιος κατανοούσε την απροθυμία των κρατών για να
συναινέσουν στην αποκρυστάλλωση της αρχής ως νέο νόμο, καθώς πολλές αναπτυσσόμενες χώρες
εξακολουθούσαν να ανησυχούν για την Ευθύνη Προστασίας, από φόβο για την εθνική τους κυριαρχία, ενώ
επιπλέον και ορισμένες δυτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, υπό την Προεδρία Τζωρτζ Μπους του νεότερου,
ανησυχούσαν για την ενδεχόμενη δημιουργία νέων νομικών διεθνών υποχρεώσεων, οι οποίες μπορεί να
μείωναν τα κυρίαρχα αμερικανικά δικαιώματα και διεθνείς πολιτικές επιδιώξεις εμποδίζοντας τους στον
τρόπο, χρόνο και λόγο χρήσης των δικών τους στρατιωτικών μέσων.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ενδοιασμών το άρθρο 139 περιγράφει ότι, τα κράτη πρέπει να είναι έτοιμα
να αναλάβουν συλλογική δράση ανάλογα με την περίπτωση, μέσω των ήδη υφισταμένων μηχανισμών
πρόληψης που περιγράφονται στον Χάρτη των ΗΕ, κυρίως με τις πολιτικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ΣΑ.
Έτσι η Ευθύνη Προστασίας, δεν δημιούργησε τελικά νέα νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλά
απλώς αντιπροσωπεύει μια αυθεντική ερμηνεία ορισμένων σημαντικών στοιχείων του Χάρτη των ΗΕ και
στέκεται πλέον να επισημαίνει και να υπενθυμίζει στα κράτη, όλες τις υποχρεώσεις που έχουν ήδη αναλάβει
απέναντι στους πληθυσμούς τους.
Έχοντας περάσει σχεδόν μια δεκαετία από τότε που τα κράτη μέλη των ΗΕ ενέκριναν την Ευθύνη
Προστασίας, στο Κείμενο της Συνδιάσκεψης Κορυφής του 2005, αρκετές προσπάθειες έγιναν για να
εφαρμοστεί στην πράξη η Αρχή, βασισμένη στο σχέδιο ενσωμάτωσης που συντάχθηκε και
αναδιαμορφώθηκε το 2009 από το νέο ΓΓ των ΗΕ Μπαν Κι Μουν85.
Παράλληλα με αυτές τις πρακτικές και θεσμικές εξελίξεις η αρχή της Ευθύνη Προστασίας επικλήθηκε
σε ποικίλες περιπτώσεις κρίσεων με κυριότερη τις Αποφάσεις 1970 και 1973 του ΣΑ για ανάληψη
στρατιωτικής δράσης εναντίον της Λιβύης το 2011, την οποία πολλοί θεώρησαν αρχικά ως την πλέον
επιτυχημένη εφαρμογή της Ευθύνη Προστασίας, ενώ ως και το Φθινόπωρο του 2011 ο ΓΓ Μπαν Κι Μουν
δήλωνε πεπεισμένος πως «τώρα πρέπει να είναι ξεκάθαρο προς όλους ότι η Ευθύνη Προστασίας έχει
φθάσει».
Σε πείσμα όμως όλων αυτών των αρκετά σημαντικών και θετικών βημάτων, η συνεχιζόμενη
αμφισβήτηση εντός της διεθνούς κοινότητας για το πώς και σε ποιο βαθμό η νέα αρχή πρέπει να εφαρμόζεται
ποτέ δεν καταλάγιασε. Την ίδια στιγμή που οι υποστηρικτές της Ευθύνη Προστασίας πανηγύριζαν για την
επιτυχία εφαρμογής της αρχής στην περίπτωση της Λιβύης, αρκετοί άλλοι στέκονταν προβληματισμένοι και
τη θεωρούσαν μια στιγμιαία επιτυχία πρακτικής εφαρμογής της, καθώς η προσπάθεια για την προστασία των
αμάχων από εγκλήματα εις βάρος τους, γρήγορα καπηλεύτηκε πολιτικά, χειραγωγήθηκε από δυτικές
δυνάμεις και σύντομα μετατράπηκε σε προσπάθεια αλλαγής του πολιτικού καθεστώτος86. Οι δηλώσεις των
μη δυτικών χωρών στα πλαίσια του ΣΑ των Μάϊο του 2011 που εξέφρασαν σκεπτικισμό για τις αεροπορικές
επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τις δεύτερες σκέψεις για την ορθή και αναγκαία
πρακτική εφαρμογή της αρχής της Ευθύνη Προστασίας .
Και έτσι το ερώτημα παραμένει, άραγε η αποδοχή της Ευθύνη Προστασίας το 2005 υπήρξε αρκετά
καταλυτική στις προσπάθειες της διεθνούς οικοδόμησης μιας πολιτικής πρόληψης και απάντησης σε μαζικά
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας;

84
«if R2P is about protecting everyone from everything, it will end up protecting no one from nothing».
85
Η πιο αξιοσημείωτη ανάμεσα σε αυτές τις προσπάθειες υπήρξε η δημιουργία του κοινού Γραφείου στην Ν. Υόρκη για
τον ειδικό σύμβουλο για την πρόληψη της Γενοκτονίας και τον ειδικό σύμβουλο για την Ευθύνη Προστασίας, ως ένα
όργανο και έναν μηχανισμό σύγκλησης που θα επέτρεπαν τους δυο παραπάνω αξιωματούχους να συμβουλεύουν
σχετικά τον ΓΓ σε καταστάσεις κρίσεων ενώ ταυτόχρονα ιδρύθηκε και μια ευρύτερη ομάδα επαφής των ΗΕ για θέματα
Ευθύνη Προστασίας .
86
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.710

34
Κατά μια έννοια ξεκάθαρα το έκανε, αφού το 2006 το ΣΑ επιβεβαίωσε τα άρθρα 138 και 139 του
Κειμένου της Συνδιάσκεψης στο 1967 Ψήφισμά του για την προστασία των αμάχων πολιτών στις ένοπλες
συρράξεις, ενώ και το 2009 η ΓΣ συζήτησε και αποδέχθηκε το σχέδιο του ΓΓ να δημιουργηθεί η κατάλληλη
υποδομή για την ταυτόχρονη πρόληψη και ανταπόκριση στην τέλεση μαζικών εγκλημάτων. Ευρύτερα η
Ευθύνη Προστασίας παγιώθηκε σαν ένα μέρος της παγκόσμιας διπλωματικής γλώσσας, επικαλούμενη κατά
καιρούς από ποικίλους διεθνείς παράγοντες όπως κυβερνήσεις, διεθνή ινστιτούτα, και δίκτυα κοινωνίας
πολιτών προκειμένου να εξηγήσει αλλά ταυτόχρονα και να απαιτήσει δράση σε περιπτώσεις όπως το
Νταρφούρ την περίοδο 2004-2006, την Κένυα κατά την διάρκεια των μετεκλογικών βίαιων επεισοδίων το
2008 και πιο πρόσφατα την Λιβύη το 2011 αλλά και την Συρία σήμερα.
Σχετικά με το Ψήφισμα του ΣΑ 1674 του 2006 για την ενσωμάτωση της Ευθύνης Προστασίας, να
σημειωθεί ότι πήρε σχεδόν μισό χρόνο διπλωματικών προσπαθειών για να επιτευχθεί συμφωνία. Μια
απόφαση που δίχασε αρκετά αναφορικά με την αρμοδιότητα και το επιτρεπτό να συζητηθεί στα πλαίσια του
ΣΑ. Και παρόλη την «όποια» θεσμοθέτηση της Ευθύνη Προστασίας, διεθνείς παράγοντες εξακολουθούν να
αντιπαρατίθενται σε ποιες περιπτώσεις δημιουργούνται αρμοδιότητες για την εφαρμογή της αρχής και ποιες
ακριβώς πράξεις πρέπει να ληφθούν, ενώ επισημαίνεται από πολλούς νομικούς, ότι η αναφορά στην Ευθύνη
Προστασίας στο παραπάνω Ψήφισμα δεν παρέχει δικαίωμα μονομερούς ανθρωπιστικής επέμβασης αφού η
έννοια της Ευθύνης Προστασίας είναι τόσο ρευστή ώστε να επιδέχεται ποικίλες και συχνά αντιφατικές
ερμηνείες87.
Ο ΓΓ διαρκώς επεσήμανε ότι και οι τρεις πυλώνες της Ευθύνη Προστασίας είναι ίσης αξίας και ότι η
εφαρμογή της αρχής είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει συναινετικά αλλά και εξαναγκαστικά μέτρα88.
Επομένως η Ευθύνη Προστασίας και η δομή της σε τρεις πυλώνες είναι μια πολύπλοκη νόρμα και
συμπεριλαμβάνει αρκετά προαπαιτούμενα. Η δομή της αρχής αυτής παρουσιάζεται να είναι τέτοια ώστε η
αποκοπή και παράλειψη έστω και ενός από τα συστατικά της (πυλώνες) να ενεργοποιεί αυτόματα τα
υπόλοιπα, αφού για παράδειγμα η αποτυχία προστασίας μια εθνικής κυβέρνησης λειτουργεί ως σύνδεσμος
ενεργοποίησης για την κάλυψη από ένα άλλο συστατικό, δηλαδή τον ρόλο της διεθνούς κοινότητας στην
προστασία. Ως αποτέλεσμα αυτής της δομής τα κράτη μπορούν να αντιπαρατίθενται και έχουν ήδη
αντιπαρατεθεί σε ποιον πυλώνα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση παρά τις επισημάνσεις του ΓΓ περί
ισοτιμίας και ισότητας των τριών πυλώνων. Και επιπλέον διαφωνούν πότε ο διαμεσολαβητικός ρόλος της
διεθνούς κοινότητας πρέπει να ενεργοποιηθεί ή πότε μια εθνική κυβέρνηση μπορεί να θεωρηθεί ότι
αδιαμφισβήτητα απέτυχε. Δυο σύντομα παραδείγματα μπορούν να επισημάνουν πως αυτές οι διαφωνίες
δύνανται να επηρεάζουν την εφαρμογή της αρχής.
Αρχικά και όσον αφορά στον τρίτο πυλώνα τον ρόλο δηλαδή της διεθνούς κοινότητας, ορισμένα κράτη
εμμένουν σε μια ιεραρχική ανάγνωση της Ευθύνη Προστασίας, όπου οι ευθύνες για εθνική προστασία είναι
αδιαμφισβήτητες και οι δυνατότητες για διεθνή επέμβαση είναι πολύ περιορισμένες. Έτσι στην περίπτωση
του Νταρφούρ από το 2004-2006, τα κράτη που αντιτάχθηκαν στο ενδεχόμενο κυρώσεων ενάντια στην
κυβέρνηση του Σουδάν, επέμεναν πως δεν είχε δοθεί αρκετός χρόνος στο Κράτος για να αναλάβει και να
ανταποκριθεί στις ευθύνες του και ότι το Σουδάν δεν είχε έως τότε δείξει πως ξεκάθαρα είχε αποτύχει στο να
λάβει μέτρα.

87
Π. Νάσκου Περράκη, Κ. Αντωνόπουλος, Μ. Σαρηγιαννίδης, Δίκαιο Διεθνών Οργανισμών Εκδόσεις Θέμις, Αθήνα,
σελ.135
88
Για να γίνει πλήρως αντιληπτή η φύση της αντιπαράθεσης είναι σημαντικό αυτό που έγινε ευρύτερα γνωστό ως οι
τρεις πυλώνες διαμόρφωσης της Ευθύνη Προστασίας όπως παρουσιάστηκε στην ΓΣ από τον ΓΓ Μπαν Κι Μουν το 2009
σχηματικά με την περιγραφή των τριών πυλώνων σύμφωνα με τους οποίους ο πρώτος οδηγεί σε προϋπάρχουσες νομικές
υποχρεώσεις, αποτελεί ανταπόκριση κάθε ξεχωριστού κράτους να προστατεύει τους δικούς του πληθυσμούς είτε είναι
ιθαγενείς είτε όχι από γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου, εθνικές εκκαθαρίσεις και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Στην συνέχεια ο δεύτερος πυλώνας προσκαλεί την διεθνή κοινότητα να ενεργεί δια μέσω των ΗΕ και άλλων
οργανισμών να βοηθήσουν τις χώρες να εκπληρώσουν αυτές τις υποχρεώσεις τους βοηθώντας τους να αποκτήσουν την
δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αυτά τα εγκλήματα. Τέλος ο τρίτος πυλώνας ξεκαθαρίζει ότι εάν το εν λόγω κράτος
αποδεδειγμένα αποτυγχάνει να προστατέψει τους πληθυσμούς στην επικράτειά του τότε τα κράτη μέλη των ΗΕ έχουν
ειδικό ρόλο και μπορούν να ανταποκριθούν συλλογικά σε αποφασισμένο τόπο χρόνο και με τρόπο χρησιμοποιώντας
όλο το εύρος των διατιθέμενων μέσων από οικονομικά, πολιτικά έως και στρατιωτικά.

35
Δεύτερον, υπάρχει ένα επιχείρημα για το ποια κατάσταση πρέπει να αναγνωρισθεί ως χώρα
ενδιαφέροντος εφαρμογής της Ευθύνη Προστασίας σε περίπτωση όπου μαζικά εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας υφίστανται ή επίκεινται. Έτσι για παράδειγμα την άνοιξη του 2009 κατά τις κυβερνητικές
επιθέσεις στην Σρι Λάνκα ενάντια στους αντάρτες Τίγρεις Ταμίλ, οι υποστηρικτές της αρχής από μόνοι τους
ξεκίνησαν έναν διάλογο που αφορούσε στην εμπλοκή και εγκλωβισμό περίπου 150.000 αμάχων στο μέσω
της σύρραξης στην ζούγκλα κοντά στην Μούτα Λίβου, και στο ερώτημα εάν υπήρχαν περιπτώσεις μαζικών
εγκλημάτων και ανθρωπιστικής κρίσης. Ως εκ τούτου, οργανισμοί υπέρ της Ευθύνη Προστασίας, όπως τα
διάφορα δίκτυα κοινωνίας πολιτών, κάλεσαν το ΣΑ να θέσει το θέμα στην ατζέντα και να δράσει σύμφωνα
με την δικαιοδοσία και ευθύνη του ενώ άλλοι επέμειναν ότι η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα, ενεπλάκη σε μια
εκτεταμένη μάχη με τρομοκράτες, που απειλούσαν όλους τους πολίτες για μια δεκαετία και επομένως οι
κυβερνητικές δράσεις ήταν απαραίτητες και ανάλογες των περιστάσεων.
Κάποιες από αυτές τις αμφισβητήσεις είναι αναπόφευκτες και όχι απαραίτητα καταστροφικές. Νόρμες
σαν και αυτή της Ευθύνη Προστασίας, από την ίδια την φύση τους αποτελούν αμφίσημα κοινωνικά γεγονότα
ανοικτά στην ευρύτερη αντιπαράθεση και αμφισβήτηση καθώς επίσης και ανοικτά σε ένα διαρκώς
εξελισσόμενο και διαμορφούμενο νόημα κατά την πρακτική τους εφαρμογή. Γενικότερα όμως είναι λάθος ή
έστω ανάρμοστο επιστημονικά να αξιολογούμε την δυναμική της Ευθύνη Προστασίας αποκλειστικά με
όρους και κριτήρια που παραπέμπουν και προδιαγράφουν ανάληψη στρατιωτικής δράσης, στρατιωτική
επέμβαση και χρήση βίας.

14. Η νομική διάσταση την Ευθύνη Προστασίας

Η Ευθύνη Προστασίας μπορεί να νοηθεί ως αναβάθμιση της έννοιας της εξουσίας, όπως όμως αυτή
μπορεί γίνεται αντιληπτή σήμερα, καθώς ουσιαστικά εξελίσσει και διευρύνει την έννοια που αποδίδαμε στον
όρο από το 1945 και εντεύθεν, όταν η ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εγκαινίασε την ανάδειξη
ενός διεθνούς καθεστώτος, όπου οι αρχές της κρατικής κυριαρχίας, της ισότητας των κρατών, της
απαγόρευσης χρήσης βίας, μαζί με τον σεβασμό και το απαραβίαστο των συνόρων αλλά και τον
αποτελεσματικό έλεγχο των περιοχών αποκλειστικά από την τοπικό καθεστώς, νοούνταν ως κεντρικά
στοιχεία της νομιμότητας στην διεκδίκηση της εξουσίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη
των ΗΕ, η νόμιμη άσκησης εξουσίας σε μια συγκεκριμένη περιοχή, αποτελούσε στοιχείο ταυτόχρονα τόσο
του αποτελεσματικού ελέγχου, ως γεγονός, όσο και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού σε θέματα
αυτοδιάθεσης, εθνικής ανεξαρτησίας και σεβασμού λαϊκής βούλησης89.
Με άλλα λόγια η Ευθύνη Προστασίας, επαναπροσδιορίζει τους όρους στην συζήτηση για την έννοια
της εξουσίας , αναλύοντάς την δομικά τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, μετατοπίζοντας το κέντρο
βάρους από την προτεραιότητα στην προστασία του κράτους στην προτεραιότητα στην προστασία του
ατόμου και διαχειρίζεται την επίκληση και προσφυγή στην προστασία, όχι πλέον ως δικαίωμα ή υποχρέωση,
αλλά ως πανανθρώπινη υπερεθνική ευθύνη90.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, η σύγχρονη άσκησης της κυριαρχίας και το ποιος πρέπει να έχει την
εξουσία για να κυβερνήσει μια συγκεκριμένη περιοχή, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην αυτοδιάθεση και
τον αποτελεσματικό εδαφικό έλεγχο ή άλλες εθνοκεντρικές αντιλήψεις, αλλά καινοτομεί επισημαίνοντας ότι
η εξουσία για να κυβερνήσει κάποιος, συμπεριλαμβάνει επιπρόσθετα και την δυνατότητά του και να
προστατεύει τον πληθυσμό που τελεί υπό τον έλεγχό του, προσθέτοντας ουσιαστικά στα θεμελιώδη κριτήρια
της κυριαρχίας και το ερώτημα «ποιος διεκδικητής της εξουσίας μπορεί να εγγυηθεί την προστασία των
κατοίκων της περιοχής;».
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι η νομιμότητα της εξουσίας πρέπει να εγγυάται και την προστασία των
πολιτών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην πράξη για να ελεγχθούν καθεστώτα και κυβερνήσεις ή και να
προκριθούν νέα καθεστώτα και νέοι διεκδικητές της εξουσίας. Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα αυτής της

89
Anne Orford, International Authority and the Responsibility to Protect, p.40-41
90
Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm? Author(s): Carsten Stahn Source: The
American Journal of International Law, Vol. 101, No. 1 (Jan., 2007), pp. 99-120Published by: American Society of
International Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4149826 .Accessed: 30/08/2014 04:07

36
έμμεσης αμφισβήτησης της εξουσίας, αλλά και το ενδεχόμενο της στρατικοποίησης της πολιτικής ζωής που
συχνά το ακολουθεί, δεν μπορεί να προβλεφθεί αλλά ούτε είναι και προκαθορισμένο91.
Εύλογα λοιπόν γεννώνται σημαντικές απορίες, όπως το ποιος αποφασίζει πότε ένας πληθυσμός
κινδυνεύει και τι απαιτείται για να σωθεί, πως λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις, τίθενται όρια διάρκειας και
έντασης της προστασίας και εάν ναι ποια;
Το ερώτημα για το ποιος αποφασίζει πότε ένα κράτος πράγματι μπορεί να προστατέψει τον πληθυσμό
του, και τι χρειάζεται για να εγγυηθεί αυτή την προστασία, σχετίζεται με το ποιος τελικά αποφασίζει για το
εάν ένας πληθυσμός κινδυνεύει πραγματικά και ποιος αποφασίζει πότε μια στρατιωτική επιχείρηση αποτελεί
μια νόμιμη προσπάθεια για την προστασία ή μια παράνομη επίθεση εναντίον πολιτών, ποιος αποφασίζει με
ποιον τρόπο και σε ποιον χρόνο, μπορεί να επιτευχθεί η παροχή προστασίας αλλά και ποιο υποκείμενο
(διεκδικητής της εξουσίας ή όχι) μπορεί να παρέχει την βέλτιστη προστασία.
Τα συμπεράσματα του Παγκόσμιου Φόρουμ και οι ανακοινώσεις του Γ.Γ. παρέχουν ξεκάθαρες
απαντήσεις για τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς πολλά κράτη επέδειξαν δυσθυμία στο ενδεχόμενο
διεύρυνσης μια διεθνούς εξουσίας, ως εκ τούτου υπήρξε μεγάλη προσοχή στο να μην παρερμηνευθεί η
παραχώρηση σχετικής διεθνούς εξουσίας σε μεμονωμένα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, παρά μόνο στα ΗΕ
και ειδικότερα στο ΣΑ ως διεκπεραιωτές της διεθνούς εξουσιοδότησης για την Ευθύνη Προστασίας .
Μεταφράζοντας λοιπόν την διακήρυξη των ΗΕ για την Ευθύνη Προστασίας (2005) ήταν ξεκάθαρο
σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των «μη συμμάχων» κρατών, ότι αυτή η διευρυμένη διεθνής ευθύνη θα
παραχωρείται στην διεθνή κοινότητα, μόνο όταν ενεργεί μέσω των ΗΕ και σε ειδικότερες περιπτώσεις
χρήσης βίας, ενεργώντας μέσω αποφάσεων του ΣΑ. Γι’ αυτό και κάθε αναφορά στις πράξεις που θα
αναλάβει η διεθνής κοινότητα παραπέμπει πάντοτε στα ΗΕ.
Στην παράγραφο 138 της διακήρυξης για την Ευθύνη Προστασίας, προβλέπεται ότι «η διεθνής
κοινότητα, πρέπει όπου είναι δυνατό, να ενθαρρύνει και να βοηθάει τα κράτη να ασκούν την Ευθύνη
Προστασίας και να υποστηρίζουν τα ΗΕ στην δημιουργία ενός έγκαιρου συστήματος προειδοποίησης» ενώ
στην παράγραφο 139 επισημαίνεται ότι «η διεθνής κοινότητα μέσω των ΗΕ επίσης έχει την Ευθύνη
Προστασίας για να χρησιμοποιήσει τα απαραίτητα διπλωματικά, ανθρωπιστικά και άλλα ειρηνικά μέσα,
σύμφωνα με τον Χάρτη, στην βοήθεια για την προστασία των πληθυσμών. Και στην περίπτωση που αυτά τα
ειρηνικά μέσα αποδειχθούν αναποτελεσματικά και οι εθνικές αρχές αποδεδειγμένα αποτυγχάνουν να
προστατέψουν τους πληθυσμού τους, τα κράτη συμφωνούν να αναλάβουν συλλογική δράση σε
αποφασισμένο χρόνο και τρόπο, μέσω του ΣΑ, σύμφωνα με τον Χάρτη και σε αναλογία με την κάθε
περίπτωση αλλά και με την συνεργασία με σχετικούς τοπικούς ή περιφερειακούς διεθνείς οργανισμούς, όπου
απαιτείται»92.
Όμως αυτή η δικαιοδοτική απελευθέρωση και ο κατά κάποιο τρόπο, παραμερισμός των ΗΕ
αποδείχθηκε τελικά δύσκολο να παγιωθεί. Στην περίπτωση της Λιβύης για παράδειγμα, ήταν κυρίως το
ΝΑΤΟ, δρώντας μετά από απόφαση του ΣΑ, ένας όχι τόσο τοπικός διεθνής οργανισμός, αφού
εκπροσωπούσε τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα, και ανέλαβε την εξουσία να παίρνει αποφάσεις
για το πως και από ποιον πρέπει η προστασία να γίνει αντιληπτή στην Βόρεια Αφρική.
Επί τούτου, πολλά μέλη των ΗΕ εξέφρασαν τον ισχυρό τους προβληματισμό για τον τρόπο που
διενεργήθηκε αυτή η επιχείρηση από το ΝΑΤΟ και της μετάφρασης από αυτό (ΝΑΤΟ) της αποστολής του
ΣΑ που του δόθηκε με την Απόφαση 1973. Είναι πλέον ξεκάθαρο, από τις αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν
στο ΣΑ και τους ισχυρισμούς όχι μόνο από την Ρωσία αλλά και την Κίνα, Βραζιλία και Ινδία που αποτέλεσε
οδηγό για την στάση που θα κρατούσαν σε ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον, όπως τελικά και έγινε στην
περίπτωση της Συρίας, ότι ο φόβος και οι επιφυλάξεις για εκμετάλλευση και χειραγώγηση της Ευθύνης
Προστασίας δεν ήταν αβάσιμες.
Στην περίπτωση της Συρίας, η δέσμευση για την λήψη ανάλογης στρατιωτικής δράσης μέσα από το
ΣΑ, υπονομεύθηκε από την πρόθεση να υποστηριχθεί ο στρατός των αντικαθεστωτικών επαναστατών. Κατά
ένα παράξενο τρόπο δηλαδή, η Ευθύνη Προστασίας φάνηκε να επιδιώκει να νομιμοποιήσει μορφές

91
Οι σημαντικές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή της παραπάνω θεωρίας, εντοπίζονται σήμερα σε
καθεστώτα ιδίως στην Μέση Ανατολή, που υφίσταντο αλλά και εξακολουθούν να υφίστανται έως σήμερα όπου στο
παρελθόν πολλές πολιτικές αλλά και στρατιωτικές δράσεις είχαν δικαιολογηθεί με την επίκληση προστασίας
πληθυσμών.
92
Resolution adopted by the General Assembly, A/RES/60/1 2005 World Summit Outcome

37
επέμβασης που εντέλει θα παρείχε στρατιωτικό υλικό και πολεμικά μέσα στους αντικαθεστωτικούς αντάρτες
και θα τα απαγόρευε από το καθεστώς Άσαντ, και όπως είναι φυσιολογικό υπό το πρίσμα της προστασίας
και της ασφάλειας του πληθυσμού της Συρίας, αυτή η πολιτική ήταν καταστροφική.
Αυτό γίνεται αντιληπτό από την σχετική έκθεση της ειδικής ανεξάρτητης αποστολής των ΗΕ στην
Συρία που παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στην 5η έκθεση της οποίας
επισημάνθηκε ότι «η Συρία παραμένει παγιδευμένη σε έναν κλιμακούμενο εμφύλιο πόλεμο και η σύρραξη
έφτασε σε νέα επίπεδα βαρβαρότητας, ειδικότερα από την μεριά της κυβέρνησης αλλά και από την μεριά
των επαναστατών. Η μεταφορά όπλων και η εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων, οδήγησε στην
στρατικοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας και στην κλιμάκωση της σύρραξης. Η σημερινή πολιτική
κατάσταση και συνεχιζόμενη στρατιωτική κλιμάκωση είναι το διπλό αποτέλεσμα της τοπικής και διεθνούς
αντιμετώπισης του προβλήματος μεταξύ των αφανών κυβερνητικών υποστηρικτών και των αντιπάλων τους,
που μεταφράζεται σε εμπόριο όπλων με την πολιτική κάλυψη και των δυο πλευρών από τους συμμάχους
τους ή πατρόνες τους», ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η κατάσταση στην Συρία μοιάζει περισσότερο με τους
εμφυλίους σε Λίβανο και Ιράκ και λιγότερο με την Λιβύη του Καντάφι.
Για να αντιληφθεί κανείς την δραστική επιρροή της Ευθύνης Προστασίας στην σημερινή διεθνή
πολιτική σκηνή, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί η παντελής απουσία κάθε συζήτησης ή σχετικού διαλόγου,
σχετικά με την νομιμοποίηση και αρμοδιότητα εμπλοκής όλων εκείνων των εξωτερικών θεσμικών και μη
διεθνών παραγόντων που υποστηρίζουν τις στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές δράσεις στην Συρία, σε σχέση
με αντίστοιχη ρητορική που οδήγησε στο παρελθόν σε επεμβάσεις και παρεμβατικές δράσεις, όπως για
παράδειγμα στην περίπτωση της Νικαράγουα.
Η δυνατότητα της πρωτοβουλίας της ευθύνης προστασίας να αναδείξει καίρια το πώς οι εμφύλιες
διαμάχες γίνονται αντιληπτές μπορεί να ενισχυθεί με την ανάδειξή μιας άλλης θεμελιώδους αρχής του
διεθνούς δικαίου που είναι η αρχή της μη επέμβασης, η οποία ανελίχθηκε νομικά σε κανόνα jus cogens με
την περιώνυμη απόφαση του ΔΔ για την Νικαράγουα, όπου προσπαθώντας να καταλάβουμε την αρχή της μη
επέμβασης θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την σημαντικότητα προτάσεων που έχουν αναδειχθεί
στο σύγχρονο διεθνές σύστημα, όπως τις εκκλήσεις για την Ευθύνη Προστασίας και να κατανοήσουμε τις
ανησυχίες που ανακύπτουν από το ενδεχόμενο εφαρμογής της93.
Σύμφωνα με την υπόθεση Νικαράγουα και την παράνομη εμπλοκή των Η.Π.Α. μέσω της
στρατολόγησης, εκπαίδευσης και οικονομικής αλλά και στρατιωτικής υποστήριξης και εξοπλισμού
ενισχύοντας, βοηθώντας και διευθύνοντας στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δράσεις μέσα και εναντίον
της Νικαράγουα, η συγκεκριμένη υπόθεση καθίσταται πάντα επίκαιρη και πολύ περισσότερο σήμερα σε ότι
αφορά την αρχή της μη επέμβασης.
Η απόφαση για την Νικαράγουα ουσιαστικά αποτελεί μια ξεκάθαρη νομική απάντηση σε μια
περίπτωση αυθαίρετης εξωτερικής επέμβασης και δράσης η οποία διαμόρφωσε καθοριστικά την σημερινή
πραγματικότητα στο διεθνές δίκαιο94.
Στην περίπτωση αυτή το ΔΔ έκρινε ότι η οικονομική ενίσχυση των ανταρτών Contras από την
Αμερικανική Κυβέρνηση αποτελούσε παραβίαση της αρχής της μη επέμβασης και επομένως και του
διεθνούς δικαίου καθώς το δικαστήριο κατέδειξε ότι η αρχή της μη επέμβασης συμπεριλαμβάνει και το
δικαίωμα κάθε κράτους να επιλαμβάνεται των εσωτερικών του υποθέσεων χωρίς καμιά εξωτερική επιρροή.
Για το δικαστήριο, η αρχή της μη επέμβασης ήταν συνεπακόλουθο της αρχής της κρατικής κυριαρχίας
καθώς και της ισότητας των κρατών στο διεθνές σύστημα, θεμελιώδους προϋπόθεσης της συμμετοχής των
κρατών στα ΗΕ, καταγεγραμμένη στο άρθρο 2 του Χάρτη. Το δικαστήριο επιβεβαίωσε, σε συνέχεια της
αντίστοιχης απόφασής του για τα Στενά της Κέρκυρας, ότι το επικαλούμενο δικαίωμα για επέμβαση
αποτελεί ουσιαστικά διακήρυξη πολιτικής ισχύος που δεν μπορεί να βρει δικαιολογημένη θέση ή να
αποτελέσει νομιμοποιητικό λόγο επέμβασης στο διεθνές δίκαιο, σε κάθε περίπτωση και όποιες και εάν είναι
οι πιθανές επιπτώσεις. Επιπρόσθετα, το δικαστήριο διερωτώμενο εάν μπορεί να επέλθει κάποια αλλαγή στην
πράξη, ακόμη και αν υπήρχε πραγματική ανάγκη για παροχή βοήθειας σε μια χώρα από τρίτες χώρες λόγω
εσωτερικών προβλημάτων, απάντησε ότι για να γίνει αυτό θα απαιτούσε μια θεμελιώδη αλλαγή στη

93
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, Β΄ Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα 2014
σελ.694
94
Χαριτίνη Δίπλα Εμαννουέλα Δούση, Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών (Τόμος Β΄) Σύνοψη Νομολογίας
1980-2000, Σάκουλας Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σελ.27-42

38
συμβατική αρχή της μη επέμβασης και μια τέτοια αλλαγή δεν έχει επέλθει, ενώ όταν εξετάσθηκαν θέματα
ανθρωπιστικής βοήθειας το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ανθρωπιστική βοήθεια δεν είναι μεν παράνομη,
δεδομένου όμως ότι αυτή παρέχεται αδιακρίτως και αποσκοπεί στο να παρέχει βοήθεια στην ζωή, υγεία και
αποσκοπεί στο σεβασμό της προστασίας του ανθρώπου, ενώ αντίθετα εάν η ανθρωπιστική βοήθεια
κατευθύνεται μόνο σε μια πλευρά στα πλαίσια ενός εμφυλίου πολέμου, καταπατεί την αρχή της μη
επέμβασης95.
Πως επομένως πρακτικά θα μπορούσαμε να συνδέσουμε το παραπάνω σκεπτικό του δικαστηρίου με
τις τρέχουσες σημερινές εξελίξεις για παράδειγμα στην Συρία και να κατανοήσουμε τον βαθμό που η
απόφαση της Νικαράγουας κατευθύνει πολιτικές αποφάσεις στον συριακό εμφύλιο;
Δυστυχώς μόνο όσοι ασχολούνται συστηματικά με το διεθνές δίκαιο μπορούν να αντιληφθούν ότι η
ενδεχόμενη εξουσιοδότηση του ΣΑ για την μονομερή ενίσχυση των μαχητών ενός εμφυλίου πολέμου
αποτελεί παραβίαση της αρχής της μη επέμβασης, κάτι που τελικά συνέβη στην Λιβύη και ετέθη σοβαρά
προς συζήτηση και στην περίπτωση της Συρίας, μήπως λοιπόν οι εμπνευστές της Ευθύνης Προστασίας
αιρετικά ισχυρίζονται ότι πιθανόν η εμφάνιση στο διεθνές προσκήνιο της Ευθύνης Προστασίας να αποτελεί
μια πρόταση για το είδος της αλλαγής της παραπάνω αρχής του συμβατικού διεθνούς δικαίου την οποία το
ΔΔ στην υπόθεση της Νικαράγουας ερεύνησε αλλά δεν βρήκε;
Εντούτοις, εάν και η Ευθύνη Προστασίας μας οδηγεί ή τουλάχιστον φαίνεται να προτείνει μια
θεμελιώδη διαμόρφωση του συμβατικού διεθνούς δικαίου στο θέμα της μη Επέμβασης, νομιμοποιώντας την
παροχή στρατιωτικής βοήθειας και υποστήριξης στις ένοπλες ανταρτικές ομάδες, αυτός ο «διαμορφούμενος
κανόνας» μπορεί νομικά να τύχει αναγνώρισης και αποδοχής;
Σε αυτό ακριβώς το σημείο αξίζει να επισημανθεί ο ειδικός σύνδεσμος της αρχής της μη επέμβασης με
την αρχή της ισότητας των κρατών. Δηλαδή, εάν η αρχή της μη επέμβασης έχει, κατά κάποιο τουλάχιστο
τρόπο επαναπροσδιοριστεί μέσω της Ευθύνης Προστασίας, έχει επαναπροσδιοριστεί και για τα δύο μέρη που
συμμετέχουν εμμέσως ή αμέσως σε μια εμφυλιοπολεμική σύρραξη, εν προκειμένω για την Συρία, την Ρωσία,
το Ιράν, την Χεζμπολάχ του Λιβάνου αλλά και την Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, την ΕΕ και τις ΗΠΑ και
επομένως είναι δύσκολο να αποδειχθεί πως όλο αυτό μπορεί να ενισχύσει την ασφάλεια των αμάχων
κατοίκων της Συρίας!
Πράγματι η στρατικοποίηση της υφιστάμενης κατάστασης στην Συρία αποτελεί την μεγαλύτερη
απειλή για την ασφάλεια των κατοίκων της χώρας, όπως καταδεικνύεται από τις σχετικές αναφορές των
Παρατηρητών του ΟΗΕ καθώς η απόγνωση και των δυο μερών του εμφυλίου, προκάλεσε νέα επίπεδα
βιαιότητας εξαιτίας της αύξησης της πρόσβασης σε όπλα, ενίσχυσε τις στρατιωτικές συρράξεις, με θύματα
κυρίως τον άμαχο πληθυσμό, και οι αναφορές καταλήγουν πως επείγει να αποκλιμακωθεί η διαμάχη και να
ελεγχθεί η διακίνηση των όπλων για να σταματήσει η βία.
Η αντίληψη ότι η Ευθύνη Προστασίας πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλους τους εμπλεκομένους στην
σύρραξη, συμπεριλαμβανομένων και των επεμβαινόντων από το εξωτερικό, επίσης προκύπτει από την
σχετική αναφορά της Επιτροπής Ελέγχου για την Συρία. Στην αναφορά αυτή η Επιτροπή εστιάζει στο κόστος
της ανθρώπινης ζωής από την συνεχώς αυξανόμενη διακίνηση και μεταφορά όπλων, που οδηγούν σε
κλιμάκωση των βιαιοτήτων και τελικά σε περισσότερους θανάτους και τραυματισμούς πολιτών, η απόδοση
των ευθυνών λοιπόν πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους και σε όλα τα επίπεδα και όπως ο
Carlo Pinero Πρόεδρος της παραπάνω επιτροπής δήλωσε «αυτό που λέμε είναι ότι η διακίνηση όπλων
ενεργοποιεί την ευθύνη αυτών που διακινούν τα όπλα διότι ο πληθυσμός που τα λαμβάνει τελικά μπορεί να
διαπράξει εγκλήματα πολέμου και μαζικές θηριωδίες, επομένως είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί αυτό
σοβαρά υπόψη όταν τα όπλα διανέμονται». Πράγματι ο προφητικός του λόγος δεν θα μπορούσαν να βρει
μεγαλύτερη ιστορική δικαίωση αν λάβουμε υπόψη μας την σημερινή κατάσταση που επικρατεί στο
νεότευκτο κράτος του Ισλαμικού Χαλιφάτου, και τους μουσουλμάνους φανατικούς που φέρουν όπλα που
απέκτησαν εξαιτίας της εμφυλιοπολεμικής συριακής διαμάχης.
Περαιτέρω, το αποτέλεσμα της Διεθνούς Συνδιάσκεψης των ΗΕ το 2005 ήταν δομημένο με τέτοιο
τρόπο ώστε να μην απαιτεί από το ΣΑ ή τα μόνιμα μέλη να περνούν συγκεκριμένες αποφάσεις σε
περιπτώσεις ανθρωπιστικής κρίσης αλλά περισσότερο να τους δίνει μια «διακριτική αποστολή» να
αποφασίζουν σχετικά όταν βλέπουν μια ανθρωπιστική κρίση. Χαρακτηριστική ήταν η στάση που τήρησαν

95
Χαριτίνη Δίπλα Εμαννουέλα Δούση, Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών (Τόμος Β΄) Σύνοψη Νομολογίας
1980-2000, Σάκουλας Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σελ.27-42

39
τότε οι ΗΠΑ όπου συγκεκριμένα ξεκαθάρισαν πως το αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης δεν πρέπει να νοηθεί
ως μια υποχρέωση για τα κράτη προκειμένου να παίρνουν αποφάσεις στα πλαίσια του ΣΑ και πως δεν
δημιουργεί καμία νομική υποχρέωση λήψης από τα 5 μόνιμα μέλη παρά μόνο αποτελεί μια «διακριτική
πρωτοβουλία»!
Αντιλαμβανόμενοι τώρα την Ευθύνη Προστασίας ως μια μορφή κανόνα που παραχωρεί διακριτική
εξουσία σε έναν διεθνή δρώντα, ανακύπτουν πολλά προβλήματα αναφορικά με τον τρόπο που αυτή η
εξουσία μπορεί να ασκηθεί. Σήμερα δυστυχώς αυτή η διακριτική αποστολή και δράση εφαρμόζεται με έναν
πολύ επιλεκτικό τρόπο και όπως είναι φυσικό η Ευθύνη Προστασίας είναι απίθανο ποτέ να στραφεί εναντίον
των ισχυρών κρατών ή συμμάχων τους και είναι αυτό ακριβώς το πρόβλημα της επιλεκτικής εφαρμογής της
συγκεκριμένης αρχής που δεν έχει λυθεί ως σήμερα, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμα μία
εγνωσμένη αδυναμία του διεθνούς συστήματος και του διεθνούς δικαίου ειδικότερα, της απουσίας της
έννοιας «κράτους δικαίου» στη σύγχρονη διεθνή κοινωνία.
Με άλλα λόγια, και εισερχόμενοι σε άλλα ανοικτά ανεπίλυτα ακόμη ζητήματα διεθνούς δικαίου που
αφορούν στην ανάγκη ύπαρξης «κράτους δικαίου» στη διεθνή κοινωνία αλλά και στα πλαίσια όποιας
ενδεχόμενης εξέλιξης σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, υπάρχει ανάγκη αποδοχής ύπαρξης «κράτους δικαίου»
και σε διεθνές επίπεδο, αλλά αυτή η ενδεχόμενη εφαρμογή του «κράτους δικαίου» εξαρτάται από
συγκεκριμένους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι η ανάγκη για την ομοφωνία στην λήψη
συγκεκριμένων αποφάσεων που αφορούν όλους, έτσι ώστε όταν το διεθνές δίκαιο αρχίσει να αντιλαμβάνεται
την ύπαρξή του σε θέματα εσωτερικά ενός κράτους, όπως στις περιπτώσεις προστασίας ανθρωπίνων
δικαιωμάτων σε ειρηνικές περιόδους αλλά και θέματα ανθρωπιστικού δικαίου σε ένοπλες συρράξεις, να
επιτηρεί τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται το ίδιο το διεθνές σύστημα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και το
διεθνές δίκαιο δεν πρέπει να εξαιρείται από αυτά τα δεδομένα και παραμέτρους αφού το «κράτος δικαίου»
αποτελεί μια αρετή κάθε εθνικού συστήματος, αρετή που το διεθνές σύστημα πρέπει να μπορεί να επιβάλει
χωρίς όμως απαραίτητα να συναινεί μ’ αυτό.
Σε συνέχεια των παραπάνω, αυτό που τελικά «προκαλεί νομικά» είναι ότι η Ευθύνη Προστασίας
φαίνεται να επενδύει στην εξουσία ορισμένων διεθνών παραγόντων να αναζητούν τα πραγματικά γεγονότα
που οδηγούν στην κρίση, να δίνουν προειδοποιήσεις, να διεξάγουν επιτηρήσεις και τελικώς να αστυνομεύουν
απολυταρχικά καθεστώτα και «αποτυχημένες χώρες» σε διεθνές επίπεδο, ενώ δεν δόθηκε μεγάλη προσοχή
στα όρια αυτής της εξουσίας και είναι σε όλους γνωστό ότι η εξουσία ακόμα και όταν νομιμοποιείται στο
όνομα της ασφάλειας και προστασίας έχει την τάση να οδηγεί σε απολυταρχικές συμπεριφορές.
Σχετικά με αυτόν τον κίνδυνο μεγάλη συζήτηση ξεκίνησε με την ιδιαίτερα σκληρή επιχειρηματολογία
της Βραζιλίας της Ρωσίας, Κίνας, Ινδίας και της Ν. Αφρικής από τον Μάϊο του 2011 αναφορικά με την
επέμβαση στην Λιβύη και ειδικότερα με την πρωτοβουλία της Βραζιλίας να προτείνει ένα σχέδιο κειμένου
τον Νοέμβρη του ίδιου έτους που ονομάστηκε «Ευθύνη κατά την Προστασία» Responsibility while
Protecting – RwP).
Η Βραζιλία ως μη τακτικό μέλος του ΣΑ στις συζητήσεις του ΣΑ τον Μάη του 2011 είχε ήδη
επισημάνει προβλήματα αναφορικά με τον τρόπο δράσης και προστασίας των πολιτών στην Λιβύη,
στοχεύοντας ιδιαιτέρως σε τέσσερα κρίσιμα θέματα που θεωρούσε προβληματικά στην εκτέλεση της
επιχείρησης Unified Protector, την αλλαγή καθεστώτος, την προτεραιότητα χρήσης ειρηνικών μέσων έναντι
των στρατιωτικών, συγκεκριμενοποίηση των ορίων στην χρήση βίας και την αμεροληψία96. Ισχυριζόμενοι ότι
πρέπει να αποφευχθεί η εκτατική και ευρεία ερμηνεία προστασίας των πολιτών που μπορεί να οδηγήσει στην
κλιμάκωση της σύρραξης, να διακινδυνευθεί η αμεροληψία του ΟΗΕ ή να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι
αυτός χρησιμοποιήθηκε ως προπέτασμα καπνού για την αλλαγή καθεστώτος, στο κείμενο της η Βραζιλία
επεσήμανε ότι πρέπει να αναληφθεί μεγαλύτερη φροντίδα για να εξασφαλισθεί ότι οι πράξεις των ΗΕ
σβήνουν τις φλόγες του πολέμου και δεν τις υποδαυλίζουν, ώστε όταν το ΣΑ εξουσιοδοτεί την χρήση
στρατιωτικής βίας, σε περιπτώσεις όπως την Λιβύη, τα μέλη του αποδεδειγμένα να στέκονται στο ύψος των
περιστάσεων.
Ο εκπρόσωπος της Ινδίας στα ΗΕ στο ίδιο μήκος κύματος με τις προτάσεις της Βραζιλίας εξέθεσε τους
προβληματισμούς της χώρας του, διερωτώμενος σκωπτικά κατά την Πλατωνική ρήση, τελικά «ποιοι φυλάνε

96
Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας , Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα
2014, σελ.710

40
τους φύλακες» (quis custodiet ipsos custodies), καθώς υπήρχε σοβαρή ανησυχία για τον τρόπο που η
ανθρωπιστική προσπάθεια προστασίας των αμάχων συντελούταν.
Εν κατακλείδι, Ο ΓΓ των ΗΕ Μπαν Κι Μουν αναφέρει χαρακτηριστικά για την Ευθύνη Προστασίας
«η ανθρώπινη προστασία αποτελεί καθοριστικό σκοπό για τα ΗΕ στον 21ο αιώνα και η επίτευξή του συνιστά
μια δοκιμασία για την κοινή μας ανθρωπιά. Η περισσότερη από την κριτική επικεντρώθηκε στην διαμάχη για
την ενσωμάτωση ή όχι της αρχής της Ευθύνη Προστασίας, λόγω του δράματος που επιφέρει κάθε
στρατιωτική δράση, ενώ έχει τύχει λιγότερης κριτικής και προβληματισμού στα θεσμικά ερωτήματα που
αφορούν τον μετασχηματισμό των ΗΕ και της Κοινωνίας των Πολιτών σε παράγοντες ανθρώπινης
προστασίας και ακόμη πιο πολύ σε καθημερινές διεργασίες των θεσμών επίβλεψης, αναγνώρισης στοιχείων,
πρόληψης και δημιουργίας φορέων προστασίας, διαχείρισης και διοίκησης. Επιπλέον δεν έχει δοθεί μεγάλη
προσοχή σε όλες εκείνες τις παράπλευρες συνέπειες της Ευθύνη Προστασίας, όπου η ρητορική της
προστασίας έχει αρχίσει να εξουσιοδοτεί πιο ακριβές μορφές επέμβασης όπως για παράδειγμα στρατιωτική
εκπαίδευση και η χορήγηση όπλων σε ανταρτικές ομάδες. Πλέον γίνεται ολοένα και πιο σύνηθες στις
καθημερινές αποφάσεις ότι οι πρακτικές επιπτώσεις της Ευθύνη Προστασίας τελικά θα προσδιοριστούν και
το σύγχρονο διεθνές δίκαιο έχει να παίξει σημαντικό ρόλο σ’ αυτό.»

Συμπεράσματα

Η Ευθύνη Προστασίας είναι μια περίπλοκη αρχή με πολυποίκιλες αναγνώσεις και προϋποθέσεις οι
οποίες εφαρμόζονται τόσο σε εθνικές κυβερνήσεις όσο και σε διεθνείς παράγοντες και ο διαμεσολαβητικός
ρόλος της διεθνούς κοινότητας είναι λιγότερο ευδιάκριτος από ότι οι νομικές δεσμεύσεις που έχουν τα κράτη
κάτω από το πρώτο πυλώνα της αρχής. Ίσως μάλιστα αυτός να ήταν ο αρχικός επιθυμητός στόχος, όταν τα
ΗΕ διαπραγματεύονταν το κείμενο που εκδόθηκε το 2005 μετά την Παγκόσμια Επετειακή Συνδιάσκεψη.
Περαιτέρω, είτε η στρατιωτική επέμβαση πραγματοποιείται είτε όχι, αυτό δεν αποτελεί λόγο για να
μετρηθεί η δυναμική της Ευθύνη Προστασίας. Άλλωστε, διεθνείς αρχές όπως αυτή, που αφορούν και
αναζητούν την εφαρμογή τους στο διεθνές σύστημα και διεθνές δίκαιο, το μόνο που τελικά καταφέρνουν
είναι να δημιουργούν πεδία ή πλαίσια πιθανοτήτων και ενδεδειγμένων ή επιτρεπτών κανόνων συμπεριφοράς,
καθώς δεν μπορούν αυτή την συμπεριφορά ούτε να την προκαλέσουν αλλά ούτε πολύ περισσότερο να την
επιβάλλουν. Επομένως, μια από τις δομικές λειτουργίες της Ευθύνη Προστασίας ως αρχή εν γένει είναι να
υπογραμμίσει εμφατικά προς το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, τι είναι επιτρεπτό και τι ανάρμοστο. Η
δυναμική της μπορεί ίσως να μετρηθεί ως ένα σημείο από τον βαθμό όπου οι πρωτοβουλίες προστασίας
ενεργοποιούνται ή τουλάχιστον αποτελούν μέρος της επίσημης ρητορικής από διεθνείς δρώντες σε περιόδους
ανθρωπιστικής κρίσης.
Η Ευθύνη Προστασίας πρέπει να λειτουργεί ως καταλύτης για ανάλογες συζητήσεις, αλλά τι ακριβώς
δράσεις και τι είδους ενέργειες επακολουθούν αυτών των συζητήσεων τελικά εξαρτάται από μια σειρά
παραγόντων που εμπεριέχουν και άλλες σημαντικές αρχές, κυρίως του διεθνούς δικαίου. Κατ’ ελάχιστον
όμως, αυτό που απαιτεί η Ευθύνη Προστασίας από τα κράτη μέλη της διεθνούς κοινότητας, είναι το καθήκον
διεπαφής, εγρήγορσης και επαγρύπνησης, κυρίως στην αναγνώριση των συγκεκριμένων εγκλημάτων που
συντελέστηκαν ή υπάρχει σοβαρή πιθανότητα και απειλή να συντελεστούν, και να διαχειριστεί τον τρόπο με
τον οποίο οι τρεις πυλώνες της αρχής μπορούν να εφαρμοστούν. Αυτό το καθήκον διεπαφής και
συνεννόησης είναι ιδιαίτερα απαιτητικό για όργανα όπως η ΓΓ ή το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
των ΗΕ και άλλα αντίστοιχα διεθνή θεσμικά όργανα, καθόσον δεν έχουν το απαραίτητο επίπεδο
πολιτικοποίησης που αντίθετα διαθέτει σε υπέρτατο βαθμό το ΣΑ. Δυστυχώς όμως από την άλλη το ΣΑ ήταν,
είναι και θα είναι χαρακτηριστικά ασυνεπές σε αυτού του είδους τα θεσμοθετημένα καθήκοντά του και αυτό
αποτελεί μια πραγματικότητα, την οποία όμως αν και a priori γνωρίζουν και αποδέχονται τα προηγούμενα
όργανα, εντούτοις δεν πρέπει και ποτέ δεν σταματούν να προσπαθούν να κοινοποιούν απειλές για μαζικές
θηριωδίες και ανθρωπιστικές κρίσεις τις οποίες το Συμβούλιο προσπερνά ή υποβαθμίζει λόγω πολιτικών
σκοπιμοτήτων.
Στην περίπτωση του Νταρφούρ, για παράδειγμα, το ΣΑ παρέμεινε σιωπηλό για το θέμα, ειδικά όσον
αφορά στην επίκληση της αρχής της Ευθύνη Προστασίας, και προτίμησε να απαντήσει με μια σειρά μέτρων
και κυρώσεων μη στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις και περιορισμούς,
ποινική δίωξη στο ΔΠΔ των υπαίτιων μαζικών εγκλημάτων και θηριωδιών και τελικά έγκριση αποστολής

41
ειρηνευτικής δύναμης για την προστασία των αμάχων. Ο αργός όμως αυτός βηματισμός του ΣΑ, με όλες τις
γνωστές καταστροφικές συνέπειες, ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της πολεμικής που ασκήθηκε από κράτη μέλη
του ΣΑ, ενάντια στην εφαρμογή της Ευθύνη Προστασίας αλλά ταυτόχρονα και συνεπακόλουθο της
εγκατάλειψης της ρητορικής υπέρ αυτής της αρχής από τις δυτικές υπερδυνάμεις, οι οποίες έτρεφαν αρκετές
αμφιβολίες σχετικά με την επιτυχία που θα μπορούσε να έχει μια στρατιωτική επιχείρηση στο Σουδάν,
ιδιαίτερα εκείνη την χρονική στιγμή που έτρεχαν ακόμη δύο αντίστοιχες «ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις σε
Ιράκ και Αφγανιστάν97.
Επιπλέον, στην περίπτωση του Νταρφούρ, υπήρχε και μια γενικότερη ανησυχία για το εάν μια τέτοια
στρατιωτική επιχείρηση θα μπορούσε να προκαλέσει την ευρύτερη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, οπότε
δεδομένης αυτής της ισορροπίας των συνεπειών ακόμα και οι πλέον πιστοί υπέρμαχοι της Ευθύνη
Προστασίας συμπεριλαμβανομένου και του πρωτεργάτη αυτής Gareth Evans, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα
ότι μια στρατιωτική επέμβαση την δεδομένη χρονική στιγμή στο συγκεκριμένο τόπο, δεν θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί. Και όπως σχεδόν κυνικά ο ίδιος ο Gareth Evans ομολόγησε «θα ήταν μια περίπτωση στην
οποία ορισμένοι άνθρωποι απλά δεν μπορούν να σωθούν λόγω του μη αποδεκτού κόστους διάσωσής τους
που ενδεχομένως να οδηγούσε σε μεγαλύτερη κλιμάκωση τις κρίσης με την εμπλοκή των μεγάλων δυτικών
δυνάμεων»98.
Αυτή η απογοήτευση και ο πεσιμισμός ακόμα και από τους ίδιους τους πρωτεργάτες της Ευθύνης
Προστασίας αναφορικά με την εφαρμογή της, ασφαλώς δεν αρκούν για να δικαιώσουν τους επικριτές της.
Αντίθετα, όπως τελικά διαπιστώνεται, η λογική της Ευθύνη Προστασίας συνυπάρχει ταυτόχρονα και
θεωρητικά (όπως με το να κρίνουμε τις πιθανές συνέπειες μια στρατιωτικής επέμβασης), αλλά και πρακτικά
με το πραγματικό ενδεχόμενο μιας επικίνδυνης πολεμικής κλιμάκωσης. Πως αυτοί οι παράγοντες
λειτουργούν μαζί σε επίπεδο λήψης απόφασης για την παραγωγή αποτελέσματος διαφέρει και κρίνεται κατά
περίπτωση.
Το καθήκον διεπαφής και εγρήγορσης που προαναφέρθηκε, προαπαιτεί μόνο καταστάσεις που
συγκεκριμένα εγκλήματα αναγνωρισμένα τελούνται και δεν προδικάζει μια ομοιόμορφη και συνεπή
απάντηση και δράση για την αντιμετώπισή τους. Έτσι σε μερικές περιπτώσεις όπως την Λιβύη το 2011, η
στρατιωτική δράση και χρήση βίας μπορεί τελικά να θεωρηθεί ταυτόχρονα και προσήκουσα και νόμιμη, ενώ
σε άλλες περιπτώσεις όπως την Κένυα του 2008, στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις και μέτρα
διαμεσολάβησης θα μπορούν να θεωρηθούν ποιο αποτελεσματικά. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, η αρχή
της Ευθύνη Προστασίας μπορεί να τύχει εφαρμογής99.

97
Darfur and the Failure of the Responsibility to Protect Author(s): Alex de Waal Source: International Affairs (Royal
Institute of International Affairs 1944-), Vol. 83, No. 6,Africa and Security (Nov., 2007), pp. 1039-1054Published by:
Wiley on behalf of the Royal Institute of International Affairs Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4541909
.Accessed: 30/08/2014 04:10
98
Αυτήν την φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Gareth Evans για την περίπτωση του Νταρφούρ το 2008 επανέλαβε και
στην περίπτωση της Συρίας λίγα χρόνια αργότερα!
99
Επομένως λοιπόν σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί και κατά μια ιδιαίτερα διασταλτική ανάγνωση της Ευθύνη
Προστασίας αυτή η αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόστηκε μερικώς (χωρίς ασφαλώς την καταλυτική επιλογή λήψη
στρατιωτικής δράσης), ίσως ακόμη και στην περίπτωση της Συρίας. Εν προκειμένω, κράτη που συνόρευαν με την Συρία
δέχθηκαν μεγάλο αριθμό Σύριων προσφύγων, καθώς το ένα τρίτο του πληθυσμού αυτής της χώρας εγκατέλειψε τις
εστίες του λόγω του τοπικού εμφυλίου επιβαρύνοντας σημαντικά τις γείτονες χώρες και δημιουργώντας σοβαρό θέμα
απειλής της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης. Παράγοντες που επίσης υποστήριζαν ανθρωπιστικές δράσεις και βοήθεια,
όπως διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ επέβαλαν στοχευμένες και μη οικονομικές κυρώσεις (πχ πάγωμα λογαριασμών του
Προέδρου Άσαντ και των μελών της οικογενείας του) ενώ και ολόκληρο το σύστημα των ΗΕ ενεργοποιήθηκε αρχικά
τόσο σε επίπεδο ρητορικής, υπενθυμίζοντας στα κράτη μέλη της υποχρεώσεις τους έναντι των πληθυσμών που
υπέφεραν, καταδικάζοντας τις αναφερόμενες θηριωδίες εν συνεχεία υλικά με τον σχεδιασμό αποστολής κυανόκρανων
αλλά και διαπραγμάτευση ανθρωπιστικής βοήθειας και το σχεδιασμό και υλοποίηση προγράμματος καταστροφής του
συριακού χημικού οπλοστασίου, αλλά και διπλωματικά πιέζοντας όλους εκείνους τους αφανείς και εμφανείς διεθνείς
δρώντες που επηρέαζαν την περιοχή προκειμένου να παύσουν οι εχθροπραξίες και να εκκινήσει ουσιαστικός διάλογος.
Τέλος αξίζει να επισημανθεί ότι η εμπλοκή των ΗΕ στην Συρία ήταν και νομική δημιουργώντας τις συνθήκες για την
ποινική δίωξη από το ΔΠΔ όλων εκείνων που εμπλέκονται σε διάπραξη μαζικών θηριωδιών και άλλων συναφών
εγκλημάτων, μέσω ειδικών επιτροπών διερεύνησης και ειδικών απεσταλμένων του Οργανισμού.

42
Είναι επικίνδυνο να υποθέτουμε λοιπόν ότι όλοι οι σκεπτικιστές ως προς την Ευθύνη Προστασίας
οδηγούνται από εγωιστικές προθέσεις και σκέψεις διαχείρισης και ελέγχου της πολιτικής εξουσίας ή έστω
παρερμηνείες για το τι τελικά αντιπροσωπεύει η αρχή.
Δεν υπάρχει καμία πλέον αμφιβολία ότι ορισμένες από τις κυρίαρχες αμφισβητήσεις και επιφυλάξεις
που αφορούν στην Ευθύνη Προστασίας οφείλονται στην πολιτική που ακολουθούν τα κράτη, με το να
υποστηρίζουν τις κυβερνήσεις τους και την μη αλλαγή καθεστώτων από τον φόβο ότι η Ευθύνη Προστασίας
δύναται ως ένα σημείο να υπεισέλθει και στις δικές τους εσωτερικές υποθέσεις100. Παράλληλα με αυτές τις
ενστάσεις συνηγορεί και μια ιδιαίτερα δημοφιλής, ρεαλιστική και παγιωμένη αντίληψη ότι η Ευθύνη
Προστασίας μπορεί να εφαρμόζεται αδιάκριτα μόνο από τους ισχυρούς και ποτέ εναντίον τους.
Από την άλλη μεριά υπάρχουν άλλες χώρες που είναι μεν πρόθυμες στο να προωθήσουν μια
στρατιωτική λύση όταν ανακύψει μια ανθρωπιστική κρίση, όμως λόγω της λογικής αλλά και νόμιμης
ανησυχίας των πολύ καταλυτικών επιπτώσεων από την χρήση στρατιωτικών μέσων, οι χώρες αυτές
επιμένουν να υπενθυμίζουν για την ανάγκη προσφυγής στα στρατιωτικά μέσα αποκλειστικά μόνο ως την
«τελική λύση».
Αυτή ακριβώς η διάθεση και πρόθεση εκφράστηκε καλύτερα από την κυβέρνηση της Βραζιλίας μέσω
της πρωτοβουλίας που έλαβε και ονόμασε Ευθύνη κατά την Προστασία, (Responsibility while Protecting)
και στόχευε στον επαναπροσδιορισμό της αρχής της Ευθύνη Προστασίας δίνοντας έμφαση στην μη
στρατιωτική λύση των κρίσεων, αλλά θέτοντας σε προτεραιότητα τα ειρηνικά μέσα επίλυσης των διαφορών,
κατά την άσκηση των ευθυνών από την διεθνή κοινότητα ελαχιστοποιώντας την προσφυγή στα στρατιωτικά
μέσα αποκλειστικά ως τελικά λύση και πάντα μέσω του ειδικού και νόμιμου ρόλου και δυνατοτήτων που
διαθέτει το ΣΑ101.
Κατά τις διαβουλεύσεις του 2005 πολλά κράτη, δημοκρατικά και μη, αποδέχθηκαν ότι η Ευθύνη
Προστασίας επιβεβαιώνει την οριζόντια κατανομή ισχύος ανάμεσα στα κυρίαρχα κράτη αντί να δημιουργεί
μια ιεραρχική δομή στην οποία η διεθνής κοινότητα έχει έναν αυτόματο ρόλο προστασίας πληθυσμών.
Αυτή η παραδοχή που εκπηγάζει από ξεκάθαρο εγωιστικό ενδιαφέρον και σκοπιμότητα εκ μέρους των
κρατών, εδράζεται σε αρχές που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και του
διεθνούς δικαίου του σύγχρονου κόσμου, όπως για παράδειγμα η αρχή της ισότητας των κρατών.
Καθώς τα κράτη είναι ίσα μεταξύ τους έχουν και τα ίδια δικαιώματα αλλά και ευθύνες και
υποχρεώσεις και συμμετέχουν στην δημιουργία διεθνών κανόνων και θεσμών. Αλλά ταυτόχρονα ως
κυρίαρχα ισότιμα κράτη συμμετέχουν σε συνεργατικές πρωτοβουλίες και το κάνουν διαρκώς από την απαρχή
τουλάχιστον των ΗΕ. Η ισότητα των κρατών διευκολύνει αυτήν την συνεργασία, ταυτόχρονα όμως εκφράζει
και την αυτοδιάθεση των διαφορετικών κοινωνιών κατά μήκος όλων των ηπείρων.
Επομένως, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ασυμμετρίες στην κατανομή ισχύος αλλά και οικονομική,
στρατιωτική και πολιτική δύναμη των κρατών, στην λογική ότι ορισμένα κράτη είναι πιο ισχυρά από άλλα, η
κυριαρχία σαν ιδέα και η ισότητα των κυρίαρχων κρατών σαν αρχή παραμένει ίσως μια σημαντική «νομική
φαντασίωση» στην οποία επενδύει ακόμα το σύγχρονο διεθνές δίκαιο. Αλλά η ελκυστικότητα της αρχής της
διεθνούς ισότητας των κυρίαρχων κρατών έγκειται στην ευρύτερη πρόθεσή της να δημιουργήσει ένα νομικό
σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εντούτοις τίποτε από όλα αυτά δεν καταδεικνύει ότι η ισότητα των
κυρίαρχων κρατών θέτει τα κράτη «υπεράνω του νόμου», όποιος και εάν είναι αυτός, στο υπάρχον διεθνές
σύστημα. Ούτε η ισότητα των κυρίαρχων κρατών απαραίτητα εμπεριέχει αμνηστία από την διεθνή ανησυχία
ή και δικαιοδοσία αλλά και τα ήδη οριοθετημένα και νομικά θεσμοθετημένα στάνταρ, τα οποία τα ίδια τα
κράτη δεσμεύτηκαν από μόνα τους να τηρούν! Επομένως τα κράτη δεν μπορούν πλέον νόμιμα να
ισχυρίζονται στο όνομα της εθνικής τους κυριαρχίας ότι διαθέτουν την ελευθερία να συμπεριφέρονται με
τρόπους που να εναντιώνονται σε βασικές αρχές που σέβεται η διεθνής κοινότητα και προστατεύει102.
Τελικά ίσως αυτό που η ισότητα στην κυριαρχία καθιστά δύσκολο, είναι η δημιουργία ενός ιεραρχικού
συστήματος στο οποίο η διεπαφή των κρατών αποτελεί αντικείμενο μιας «ιδιάζουσας εποπτεύουσας

100
Hedley Bull, Η Άναρχη Κοινωνία, Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική, Ποιότητα. Αθήνα 2007, σελ.127
101
Πρωτοβουλία που εσχάτως μετεξελίχθηκε από την Κίνα αλλά και Ρωσία με την ανάπτυξη μιας νέας ρητορικής που
αποκαλείται «Responsible Protection» Υπεύθυνη Προστασία.
102
Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις διεθνείς σχέσεις και
διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και
Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011, σελ.56-60

43
τιμωρίας» από ένα όμως αναρίθμητο αριθμό παραγόντων, αυτό που ονομάζεται διεθνής κοινότητα το οποίο
όμως είναι τελείως «απρόσωπο».
Αυτός ίσως είναι και ο κύριος λόγος που επιτρέπει στους ισχυρούς της απρόσωπης διεθνούς
κοινότητας να επιβάλλουν την δική τους εκδοχή απονομής δικαιοσύνης, μαχόμενοι σφόδρα καθετί
καινούργιο και δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο τις σοβαρότερες των ενστάσεων και αντιρρήσεων ενάντια
στην Ευθύνη Προστασίας. Η προσπάθεια δηλαδή να διατηρηθεί η κυριαρχία του κράτους, ακόμα και εάν
αποδεχθούμε ότι αποτελεί πλέον απατηλή φαντασίωση, συμπορεύεται με τον βαθύτερο πόθο για διατήρηση
της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού του διεθνούς παγκόσμιου συστήματος.
Απέναντι σε αυτή την παγιωμένη πολιτική στάση, οι υποστηρικτές της Ευθύνης Προστασίας
συνεχίζουν να αποδίδουν την δέουσα έμφαση και στους τρεις πυλώνες της Αρχής και επενδύουν στην
δυνατότητα των κρατών να προστατεύουν τους πληθυσμούς τους, επιδιώκοντας τελικά να βρουν τον τρόπο
να προστατέψουμε τον άνθρωπο σε έναν κόσμο κρατών, αλλά και να τιμήσουν ταυτόχρονα και τον
ανθρωπισμό πίσω από την κλασικά έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
Στον πυρήνα της η Ευθύνη Προστασίας σχεδιάστηκε για να υποστηρίζει τα κράτη στην εκπλήρωση
των υποχρεώσεών τους που εκπηγάζουν από την ίδια την εθνική τους κυριαρχία. Η αρχή απαιτεί όχι μόνο
αποτελεσματική ανταπόκριση στην κρίση αλλά ταυτόχρονη πρόθεση και δυνατότητα να αποτραπούν οι
κρίσεις από την εμφάνιση και κλιμάκωσή τους. Ο στόχος της Ευθύνη Προστασίας τελικά είναι να
δημιουργήσει αυθεντικές, διαφανείς και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνίες που θα μπορούν να ανακαλύψουν τις
δικές τους λύσεις, προκειμένου να επιτύχουν στην προστασία των δικών τους πληθυσμών και να
δημιουργήσουν συνεργασίες με περιφερειακούς και διεθνείς παράγοντες ώστε να διασφαλίσουν ότι
εγκλήματα και μαζικές θηριωδίες θα ελαχιστοποιηθούν και θα αποτελούν σπάνια φαινόμενα στην αυριανή
διεθνή σκηνή.
Αυτή η προσπάθεια απαιτεί πολλά περισσότερα από την απειλή ή χρήση στρατιωτικής δράσης, η οποία
θα πρέπει πάντοτε να παραμένει η τελική λύση. Επίσης εμπλέκει πολλούς παράγοντες πέραν του ΣΑ, καθώς
η ανάγκη για την πρόληψη των μαζικών θηριωδιών επεκτείνεται σε όλους τους πολίτες των κρατών,
ιδιαίτερα εκεί όπου οι πραγματικές δημοκρατίες δύνανται να παίξουν έναν άμεσο ρόλο διαμορφώνοντας τις
θέσεις των κυβερνήσεων τους και να πιέσουν για την δημιουργία εθνικών διαδικασιών αφιερωμένες στην
πρόληψη και καταστολή ανάλογών εγκλημάτων, ενώ μπορούν να επηρεάσουν στο πως ένα κράτος
αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις αλλά και το πώς συνεργάζεται με τους γείτονές του με τοπικούς και
περιφερειακούς αλλά και διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς.
Η Ευθύνη Προστασίας που φέρουν οι πολίτες σε έναν κόσμο κρατών αποτελεί μια πολυδιάστατη
νόρμα που αφορά σε μια ποικιλία παραγόντων συμπεριλαμβανομένης και της ευθύνης όλων μας, έννοια
αναμφίβολα πολύ απαιτητική που δεν πρέπει να αποφεύγουμε, καθώς εμείς οι ίδιοι, όχι μόνο φέρουμε
καθημερινά μέσω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης, αλλά γινόμαστε άμεσα και πολλές
φορές σε απευθείας σύνδεση, εκόντες άκοντες μάρτυρες και συμμέτοχοι ανθρωπιστικών κρίσεων,
εγκληματικών πράξεων και μαζικών θηριωδιών που δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους, εάν θέλουμε να
διατηρήσουμε πραγματικά ακέραιη την ανθρώπινη φύση μας.

44
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
.
 Ευστρ. Β. Αλµπάνης, ∆ιεθνής Επέµβαση, Εκδ. LIBRO, Αθήνα 2001.
 Κ. Αντωνόπουλος, Η επίλυση των διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών
(Νομολογία και Πρακτική), Σάκουλας Αθήνα- Κομοτηνή 2007
 Κ. Αντωνόπουλος Κ. Μαγκλιβέρας Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, Β΄ Έκδοση, Νομική
Βιβλιοθήκη Αθήνα 2014
 Π. Γκλαβίνης, Η νομική διάσταση της Παγκοσμιοποίησης, Από το διεθνές στο διεθνικό και ήδη στο
Παγκόσμιο, Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2002
 Ηλίας Ι. Κουσκουβέλης, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη και τη Θεωρία της Πολιτικής,
Παπαζήση, Αθήνα 1997
 Οικονομίδης Κ. & Δούση Εμ. Το Δίκαιο της Ευθύνης των Κρατών για Διεθνείς Άδικες Πράξεις,
Ι.Σιδέρης 2007,
 Π. Νάσκου Περράκη, Κ. Αντωνόπουλος, Μ. Σαρηγιαννίδης, Δίκαιο Διεθνών Οργανισμών Εκδόσεις
Θέμις, Αθήνα 2014
 Χρ. Ν. Σατλάνη, «Η μονομερής ανθρωπιστική επέμβαση ως πρακτική που εξελίσσεται δυναμικά στις
διεθνείς σχέσεις και διαμορφώνει έθιμο» ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, Τριμηνιαία Επιθεώρση Ελληνικής και
Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης, Ιανουάριος – Φεβρουάριος- Μάρτιος 2011
 Γ. Σπυρόπουλος, Η ανθρωπιστική επέμβαση στις διεθνείς σχέσεις: νεότερες ερμηνείες, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα 2000
 Κ. Τσιτσελίκης, Επιβάλλοντας την Ειρήνη, Η νομιμότητα των στρατιωτικών επεμβάσεων και τα όρια
του ανθρωπισμού, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη,
Μελέτες – 13, Σάκουλας 2001
 Χαριτίνη Δίπλα Εμαννουέλα Δούση, Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών (Τόμος Β΄)
Σύνοψη Νομολογίας 1980-2000, Σάκουλας Αθήνα – Κομοτηνή 2001
 Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Λ. Παπαδόπουλος, Βεν. Καρακωστάνογλου, Μιλτ. Σαρηγιαννίδης, Όψεις
της Διεθνούς Έννομης Τάξεις, Κείμενα Συνθηκών, Σάκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2007
 Κ.Χατζηκωνσταντίνου, Ανθρωπιστική επέµβαση και ευθύνη για προστασία, Εκδ.Παπαζήση,
Αθήνα 2008
 Alex J. Bellamy, The Responsibility to Protect- Five yearson, Etnics & International Affairs, 24, no2,
Carnegie Council for Ethics in International Affairs, 2010
 Ban Ki-moon, Implementing the Respnsibility to Protect, Report of the Secretary- General,
A/RES/63/677, 12 Jan 2009
 Hedley Bull, Intervention in politics, Oxford University Press, Oxford 1984
 Hedley Bull, Η Άναρχη Κοινωνία, Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική, Ποιότητα. Αθήνα
2007
 Chomsky, ‘Statement to the United Nations General Assembly Thematic Dialogue on the
Responsibility to Protect’ United Nations New York, 2009
 Richard H. Cooper and Juliette Voinov Kohler Responsibility to Protect, The Global Moral Compact
for the 21st Century, Palgrave Macmillan, 2009
 Gareth Evans, From Hunanitarian Intervention to the Responsibility to Protect, Wisconsin
International Law Journal, Vol. 24, No.3, 31 Mar 2006
 Gareth Evans, The Responsibility to Protect: An Idea Whose Time Has Come…And Gone?,
International Relations Vol 22, No3, Sep 2008
 Gareth Evans, The Responsibility to Protect in International Affairs: Where to From Here?,
Melbourne, Nov 27, 2009

45
 Gareth Evans, Responsibility to Protect, ending mass atrocity crimes once and for all, Brookings
Institution Press 2008
 J. L.Holzgrefe-R. O. Keohane, Humanitarian intervention: ethical, legal and political dilemmas,Oxford
University Press, Oxford 2003
 International Commission on Intervention and Sovereignty, The Responsibility to Protect,
IDRC, 2001.
 Kofi Annan, Two Concepts of Sovereignty, Economist, at 49, 18 Sept. 1999
 Stephen D. Krasner, Problematic Sovereignty, Contested Rules and Political Possibilities, Columbia
University Press 2001
 Peter Malanczuk, Akehurst’ s Modern Introduction to International Law, Seventh revised edition,
Routledge 1997
 Anne Orford Reading Humanitarian Intervention: Human Rights and the Use of Force in
International Law, Cambridge University Press, 2003
 Anne Orford, International Authority and the Responsibility to Protect, Cambridge University Press
2011
 Rougier,La theorie de l’humanite, Revue Generale de Droit international Public (RGDIP),Ed.Pedone
Paris, 1910.
 Albrecht Schnabel and Ramesh Thakur, «Kosovo and the challenge of humanitarian intervention:
Selective indignation, collective action, and international citizenship, UNITED NATIONS
UNIVERSITY PRESS, 2000,
 Wheeler J Nickolas, Saving strangers, Humanitarian Intervention in International Relations, Oxford
University Press, 2003.
 UN, ‘Secretary-General Presents His Annual Report to General Assembly’, UN Press Release
SG/SM/7136 GA/9596, 20 September 1999
 The Responsibility to Protec, Report of The International Commission on State Sovereignty Dec
2001
 2005 World Summit Outcome, GA Res. 60/1, UN GAOR, 60th Sess., Provisional Agenda Items 46
and 120, Supp. No. 49, UN Doc. A/RES/60/1, 24 October 2005,
 Resolution adopted by the General Assembly, A/RES/60/1 2005 World Summit Outcome

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ


- Corfu Channel (United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland v. People's Republic of
Albania), ICJ Reports 1949
- Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited, Second Phase, ICJ Reports 1970,
- Applications of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide,
Preliminary Objections, ICJ Reports 1996
- Military and Paramilitary Activities in and against Nicaragua (Nicaragua v. United States of
America), Merits, ICJ Reports 1986,

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ – ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ

URL:http://www.kathimerini.gr/51827/article/epikairothta/kosmos/syria-panw-apo-1400-oi-nekroi-
sthn-xhmikh-epi8esh-ths-21hs-aygoystoy, Accessed: 02/02/2015 18:55
URL:http://www.un.org/apps/news/story.asp?NewsID=45856#.VSTom-8cSM8,Accessed:
02/02/2015 20:18

46
Humanitarian Intervention and the United Nations. by Richard B. Lillich Review by: Rita E. Hauser
The American Journal of International Law, Vol. 68, No. 4 (Oct., 1974), pp. 765-767Published by: American
Society of International Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/2199855 .Accessed: 02/11/2014 13:55
Humanitarian Intervention Author(s): Ellery C. Stowell Source: The American Journal of
International Law, Vol. 33, No. 4 (Oct., 1939), pp. 733-736Published by: American Society of International
Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/2192886 .Accessed: 02/12/2014 17:15
The Moral Limits of Humanitarian Intervention: Reconciling Human Respect and Utility
Author(s): Eric A. Heinze Source: Polity, Vol. 36, No. 4 (Jul., 2004), pp. 543-558Published by: Palgrave
Macmillan Journals Stable URL: http://www.jstor.org/stable/3235401 .Accessed: 24/11/2014 15:48
Sociology of Humanitarian Intervention: Bosnia, Rwanda and Somalia Compared Author(s): Jan
Nederveen Pieterse Source: International Political Science Review / Revue internationale de science
politique, Vol.18, No. 1, The Dilemmas of Humanitarian Intervention. Les dilemmes de l' intervention
humanitaire (Jan., 1997), pp. 71-93Published by: Sage Publications, Ltd. Stable URL:
http://www.jstor.org/stable/1601449 .Accessed: 13/11/2014 15:53
Humanitarian Intervention and Just War Author(s): Mona Fixdal and Dan Smith Source: Mershon
International Studies Review, Vol. 42, No. 2 (Nov., 1998), pp. 283-312Published by: Wiley on behalf of The
International Studies Association Stable URL: http://www.jstor.org/stable/254418 .Accessed: 12/12/2014
14:11
Humanitarian Intervention after Kosovo: Emergent Norm, Moral Duty or the Coming Anarchy?
The United Nations and the Development of Collective Security: The Delegation by the UN
Security Council of Its Chapter VII Powers. by Danesh Sarooshi; The Evolution of the Doctrine and Practice
of Humanitarian Intervention. by Francis Kofi Abiew; Protection against Genocide: Mission Impossible? by
Neal Riemer; Doing Good and Doing Well: An Examination of Humanitarian Intervention. by Stephen A.
Garrett; Kosovo and the Ch ...Review by: Nicholas J. Wheeler International Affairs (Royal Institute of
International Affairs 1944-), Vol. 77, No. 1 (Jan.,2001), pp. 113-128Published by: Wiley on behalf of the
Royal Institute of International Affairs Stable URL: http://www.jstor.org/stable/2626557 .Accessed:
02/01/2015 14:01
Kosovo and the Law of "Humanitarian Intervention" Author(s): Louis Henkin Source: The
American Journal of International Law, Vol. 93, No. 4 (Oct., 1999), pp. 824-828Published by: American
Society of International LawStable URL: http://www.jstor.org/stable/2555346 .Accessed: 02/02/2015 15:37
Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm? Author(s): Carsten Stahn
Source: The American Journal of International Law, Vol. 101, No. 1 (Jan., 2007), pp. 99-120Published by:
American Society of International Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4149826 .Accessed:
30/08/2014 04:07
Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm? Author(s): Carsten
StahnSource: The American Journal of International Law, Vol. 101, No. 1 (Jan., 2007), pp. 99-120Published
by: American Society of International Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4149826 .Accessed:
30/09/2014 04:07
Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm? Author(s): Carsten Stahn
Source: The American Journal of International Law, Vol. 101, No. 1 (Jan., 2007), pp. 99-120Published by:
American Society of International Law Stable URL: http://www.jstor.org/stable/4149826 .Accessed:
11/10/2014 04:07
Darfur and the Failure of the Responsibility to ProtectAuthor(s): Alex de WaalSource: International
Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), Vol. 83, No. 6,Africa and Security (Nov., 2007), pp.
1039-1054Published by: Wiley on behalf of the Royal Institute of International Affairs Stable URL:
http://www.jstor.org/stable/4541909 .Accessed: 28/09/2014 04:10

http://www.jstor.org
http://avalon.law.yale.edu
http://csis.org

47
http://jurist.law.pitt.edu
http://news.bbc.co.uk
http://untreaty.un.org
http://www.iciss.gc.ca
http://www.icj-cij.org
http://www.ifrc.org
http://www.nato.int
http://www.ohr.int
http://www.oxfordreference.com
http://www.preventgenocide.org

48

You might also like