You are on page 1of 1

ΔΚ[ΙΙΝΜν( ;ψ|ν'ί’ \\ .

ΤΙ

οπως οί Μυκονιάτη. Φαίνεται δέ οτι οί Μυκονιάτη, έπειδή


'εϊναι πτωχοί καί κατοικοῦν άγονον νήσον, κατηγοροῦνται
διά φιλαργυρία ν καί πλεονεξία^* διά τοΰτο λοιπόν ο Κ ρα τί­
νος (““) τόν φιλάργυρου Ίσχόμαχον άποκαλεΐ Μ υκονιάτη.
«— ΓΙώς εϊναι μπορετό έσύ τοΰ ’ ίσχάμαχου παιδί,
τοΰ Μυκονιάτη έκείνου, νά εΐσαι κουβαρντάς;
--Καλός σάν εϊμαι, ήρθα μ’ άντρες καλούς νά φάοκ
Στούς φίλους 0>.α κοινά πρέπει νά εϊναι.
—Μά πίνοντας πολύ κ ι’ άνέρωτο κρασί μεθάς,
δίχως λεφτά νά βάλης < ο ύ τ ε ...> ,
κ ι’ άκάλεστος μάς ήρθες σά φίλος μέσ’ στούς φίλους,
μά ή κοιλιά τό νου καί τήν ψυχή σού
τήν έ'κανε ξετσίπωτη)),
λέγει ό Άρχίλοχος.
Καί ό κωμικός Εὔβουλος (3G) λέγει κάπου :
Καλεσμένοι μας στό δεΐπνο δυό φαγάδες εϊναι
Φιλοκράτης εϊναι ό ένας, Φιλοκράτης καί ό άλλος.
Γιατί ένας άν καί εϊναι, δυό έγώ τούς λογαριάζω
τρ ομ ερο ύς.... μά πιό καλά νά τούς λογαριάσω τρεΐς.
'Όταν κάποτε, όπως λένε, τόν καλέσανε σέ δεΐπνο
καί τοΰ εϊπε ό νοικοκύρης, τότε σπίτι μου νά ’ρθής,
οταν εΰρης τή σκιά σού εϊκοσι ποδάρια νά’ναί,
μόλις ἔσκασε ό ηλιος, άρχισε τό μέτρημα, του
κ ι’ έφτασε στό σπίτι, όταν ήταν ή σκιά του
δυό ποδάρια πιό μακρά* κ ι’ εϊπε τάχα μία δουλειά,
πού τόν κράτησε άρκετά, τόν άνάγκασε ν’ άργήση,
ένω στό πόδι βρίσκονταν πρίν καλοξημερώση.

Γιατί όποιος τύχη καί άργεΐ σέ δωρεάν τραπέζι


αύτός κ ι’ άπό τόν πόλεμο σίγουρα θά τό σκάση,
λέγει ό κωμικός ’Άμφις (37). 'Ο Χρύσιππος όμως συμβου­
λεύει :
Άπλήρωτο μεθύσι ποτέ σού μήν περιφρονῶ.
Ποτέ σού μήν τ ’ άφίνης, μά πάντα νά τό κυνηγός.
Ό ’Λντιφάνης λέγει :
Γιατί θά ζής σάν τούς θεούς, οταν εχης κατορθώσει
νά δεΐπνας σέ ξένα σπίτια, δίχως φράγκο νά πληρώνης.
Καί πάλιν *.
Γλυκεία ή ζωή, μά πρέπει καινούργιους κάθε μέρα
νά βρίσκω πόρους νά μπορώ κάτι νά μασουλήσω.
Αύτά, άφοϋ έ μελέτη σά προηγουμένως, τά φέρνω άπό τό

You might also like