You are on page 1of 23

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ

ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ


ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
03/06/2020

Ἀγαπητοί καὶ σεβαστοὶ μου πατέρες, σεβαστές μου γερόντισσες καί


ἀδελφές, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Βρισκόμαστε καὶ πάλι κοντά σας, στήν πλέον ἀγαπημένη μας χώρα τήν
Ρουμανία που τήν θεωρούμε ὡς δικὴ μας χώρα, μία χώρα ποὺ τίς
τελευταίες δεκαετίες μάς ἔδωσε δεκάδες χιλιάδες μαρτύρων καὶ
ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ κουμουνιστικοῦ καθεστώτως, ὅπως ἔγινε καὶ
στὴν Ρωσία. Ὅπως ἡ Ἐλλάδα ὀνομάζετε χώρα ἁγίων, ἔτσι καὶ ἡ Ρουμανία,
εἶναι καὶ πρέπει νὰ ὀνομάζετε χώρα ἁγίων. Ὅμως αὐτὸ γιὰ ἐμὰς τοὺς
Ὀρθοδόξους σημαίνει πάρα πολλά. Πρέπει νὰ τοὺς τιμήσουμε, μιμούμενοι
τόσο τὴν πνευματικὴ τους ζωή, ὅσο καὶ τὴν ὁμολογία τους ὑπέρ τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἰδιαιτέρως σήμερα, ὅπου στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ τείνει νὰ ἐπικρατήσει ἡ παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ζητείτε
ἀπὸ ἐμὰς νὰ παραμείνουμε πιστοὶ στὰ δόγματα, στὶς παραδόσεις καὶ σὲ ὅτι
μᾶς παρέδωσαν μὲ αἵμα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογητές,
καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα μυστήριο. Ἀπὸ
τὴν στιγμὴ ποὺ βαπτιζόμαστε καὶ γινόμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, ὀφείλουμε νὰ μιμηθοῦμε κατὰ πάντα τὴν ζωὴ τοὺ Ἀρχηγοῦ καὶ
τελειωτοῦ της πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ἀγώνα κατὰ
τοὺ διαβόλου, κατὰ τοῦ κόσμου, καὶ κατὰ τῶν παθῶν τοῦ παλαιοῦ
ἀνθρώπου ποὺ ζεῖ μέσα μας. Βασικὴ προϋπόθεση ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ
χτίζουμε τὶς ἀρετές καὶ νὰ ἀποδομούμε τίς κακίες στὸ σταθερὸ θεμέλιο τῆς
Ὀρθοδόξου Πίστεως ποὺ μὰς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικὲς
Σύνοδοι, καὶ τέλος οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Χωρὶς αὐτὸ τὸ θεμέλιο δὲν
μπορούμε νὰ μιλήσουμε γιὰ πνευματικὸ ἀγώνα, γιὰ κάθαρση-φωτισμὸ-
θέωση. Θά μπορούσαμε νά μιλάμε γιά ὤρες περὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς
τοῦ Χριστιανοῦ καὶ τὸ πὼς πρέπει νά βιώνει καθημερινὰ τὸν Χριστό.
Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θὰ ἐξετάσουμε τὸ πώς θὰ πρέπει νὰ
ἀντιμετωπίσουμε πνευματικὰ σήμερα τὴν χειρότερη αἵρεση ποὺ ἔχει
ἐμφανισθεῖ στὴν Ἐκκλησία μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ὑποδείξουν καὶ θὰ μᾶς τὸ
διδάξουν οἱ Ἅγιοί μας μὲ τὸ παράδειγμά τους, τὴν ζωὴ τους δηλαδή, καὶ
μὲ τὴν ἀγιοπνευματικὴ παρακαταθήκη τους, δηλαδή τὴς διδασκαλία τους,
ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν βιωτή του. Καὶ αὐτὸ ἐν συντομίᾳ φυσικά. Δηλαδή
θὰ ἀναφέρουμε τὶ λένε οἱ Ἅγιοι γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ τὶ ἔκαναν αὐτοὶ, τὴν
παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησαν, ἀλλὰ καὶ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε καὶ
ἐμεῖς μὲ τὴν σειρὰ μας.

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ αἵρεση εἶναι μία


θανατηφόρος ἐπιδημικὴ ἀσθένεια ἡ ὁποία μολύνει τοὺς πιστοὺς καὶ διὰ
τῆς ὁποίας εἰσάγεται ὁ πνευματικὸς θάνατος. Κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον
τὸν Παλαμᾶ, εἶναι τὸ δεύτερον εἶδος ἀθεΐας, διότι κηρύσσει ἕναν Χριστὸν
ἀνύπαρκτον, ψεύτικον, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐπέκτασιν δὲν δύναται νὰ σώσει τὸν
ἄνθρωπον. Ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως καὶ ἀπομακρύνσεως τῆς αἱρέσεως
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός: Νὰ διατηρήσουμε τὸ δόγμα
ὅπως τὸ παρελάβαμεν, ἄμωμον καὶ ἀμόλυντο, διακόπτοντας τὴν
κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, πρὶν ἀκόμη συγκληθεῖ σύνοδος γιὰ νὰ τοὺς
καταδικάση. Αὐτὸ κάνουμε καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς
ἐπισκόπους  ποὺ δέχονται τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, καὶ ποὺ
κοινωνοὺν μὲ τοὺς πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως, τὸν Πατριάρχη
ΚωνΠόλεως Βαρθολομαίου καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ.

Σήμερα ὅμως ὑπάρχει σύγχυση στὸ τὶ πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ κάνουν, ἢ


μᾶλλον στὸ τὶ ἔπρεπε νὰ εἴχαν κάνει ἐδῶ καὶ καιρό, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἔχει ἐδραιωθεῖ καὶ τελευταίως
κατοχυρωθεῖ συνοδικὰ ὡς ἐπίσημη Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ
καταστρεπτικὴ αὐτὴ ὀλιγωρία ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι, λεγόμενοι
παραδοσιακοὶ θεολόγοι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, λόγω τοῦ μὴ σταυρικοῦ
φρονήματός τους, καὶ διότι δέν θέλουν νά διωχθοῦν γιά τήν πίστη τους,
ἀλλά  μόνον νά καταγγέλουν τήν αἱρεση χωρίς διωγμούς, δὲν προέβησαν
εἰς τὴν ἐνδεδειγμένη καὶ ἐφαρμοσμένη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες χρήση
τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ’ Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος
κωδικοποιεῖ τὴν διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι τῶν
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων πρὶν καταδικασθοῦν συνοδικῶς, ποὺ ὁρίζει νὰ
διακόπτουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (τὸ «μνημόσυνο») μὲ αὐτοὺς
ποὺ ἀθετοῦν τὴν πίστιν, τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὶς παραδόσεις τῆς
Ἐκκλησίας.

Θά ξεκινήσουμε λοιπὸν νά καταδεικνύουμε τὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ


τὸ παράδειγμα τῶν πατέρων, καὶ αὐτὸ ὄχι ὄλων διότι τὸτε οὐδὲ αὐτὸν
οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. [1]

Ἀρχίζουμε μὲ τὸν Καθηγητὴ τῆς ἐρήμου, τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὅπου στὴ
βιογραφία του που γράφτηκε από τον Μεγάλο Αθανάσιο διαβάζουμε: Και
κατά την πίστην δε, ήταν λίαν θαυμαστός και ευσεβής. Διότι, ούτε προς
τους σχισματικούς Μελετιανούς εκοινώνησεν ποτέ   – γνωρίζων αυτών
την απαρχής πονηρίαν και αποστασίαν των- ούτε προς τους
Μανιχαίους, η άλλους αιρετικούς ωμίλησε φιλικά …  θεωρών και
διδάσκων την φιλίαν και ομιλίαν με αυτούς ως βλάβη και απώλεια
ψυχής. Έτσι ακριβώς εσυχαίνετο και την αίρεσιν  των Αρειανών, και
προέτρεπε πάντας  να μην προσεγγίζουν αυτούς, ούτε να μετέχουν της
κακοδοξίας των.  [2]

Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του: Προσέξτε μόνο να μη μολύνετε τους


εαυτούς σας με την εκκλησιαστική  κοινωνία των Αρειανών. Διότι η
διδασκαλία τους δεν είναι των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του
πατρός τους διαβόλου. Ως τέτοια δε, είναι ακαρποφόρητη και παράλογη
και προϊόν ανόητης διανοίας, όπως ακριβώς είναι η αλογία των ημιόνων.
[3]

Να μιμήσθε τους Αγίους και να μη πλησιάζετε τους σχισματικούς


Μελιτιανούς, επειδή γνωρίσατε την πονηρή και ανόσια προαίρεσή τους.
Ούτε με τους Αρειανούς να έχετε καμία εκκλησιαστική κοινωνία,
επειδή και η δική τους ασέβεια είναι φανερή σε όλους. Να μη ταράσσεσθε
και αν ακόμη ιδήτε τους δικαστές να τους υπερασπίζονται, διότι η δύναμίς
τους είναι δύναμις θνητών ανθρώπων και πρόσκαιρη, και σύντομα θα
παύση να υπάρχη. [4]

Να μην έχετε καμμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς ούτε


καθόλου με τους αιρετικούς Αρειανούς. Άλλωστε, γνωρίζετε ότι  και
εγώ τους απέφευγα εξ’ αιτίας της χριστομάχου και κακοδόξου
αιρέσεώς τους. [5]

Τὰ σχόλια ἐδῶ νομίζω ὁτὶ περιτεύουν.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔλεγε: «νὰ μην έχετε καμία εκκλησιαστική κοινωνία


με τους οπαδούς των αιρέσεων του Ωριγένους, του Μελετίου, του Αρείου
και των λοιπών χριστομάχων.»[6] Καὶ γενικῶς ἄν πάρουμε τὸ παράδειγμα
ΟΛΩΝ τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν, θὰ δούμε πὼς καὶ μὲ τὴν ζωὴ τους, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὴν διδασκαλία τους, εἴχαν τὴν ἴδια γραμμή. Νὰ ἀποφεύγουν τὴν
αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ μὴν ἔχουν καμμία κοινωνία μὲ αὐτούς.

Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέγει χαρακτηριστικά: «Σιγᾶ μὲν γὰρ τῶν


εὐσεβούντων στόματα, ἀνεῖται δὲ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα ἐβεληλώθη
τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτήριους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς
ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τὰς χείρας αἴρουσιν.[7]»

Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος ἐδῶ φανερά πὼς οἱ Χριστιανοὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν
κοινωνία μὲ τοὺς ἀκατακρίτους αἱρετικούς, δηλαδὴ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ
δὲν εἴχαν ἀκόμη καταδικασθεῖ ἀπὸ σύνοδο, ἔφευγαν  ἀπὸ τοὺς ναοὺς ὡς
ἀσεβείας διδασκαλεῖα καὶ πήγαιναν στὶς ἐρημιὲς διὰ νὰ προσευχηθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μὰς λέγει: «Ποῖα θηρία ἀπελύσαμεν πάνω


εἰς τὰ σώματα τῶν ἁγίων ὅπως ἔπραξαν μερικοὶ ἐξευτελίσαντες τὴν
ἀνθρωπίνη φύση μὲ μόνη κατηγορία ὅτι δὲν συντάχθηκαν μὲ τὴν ἀσέβεια
οὔτε ἐμιάνθησαν διὰ τῆς κοινωνίας μ’ αὐτὴν τὴν ὁποία φεύγουμε ὡς
δηλητήριο τοῦ ὄφεως τὸ ὁποῖο δὲν βλάπει τὸ σῶμα ἀλλὰ σκοτεινιάζει τὰ
βάθη τῆς ψυχῆς; [8]» Ὥστε ἡ κοινωνία τῆς ἀσεβείας μολύνει τὴν ψυχή.
Ποὺ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λένε πῶς ἐμεῖς κοινωνούμε τὸν Χριστὸ καὶ δὲν μᾶς
ἐνδιαφέρει τὶ πιστεύει ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας;

Ἐπ’ αὐτὸ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Τῶν ὁποίων αἱρετικῶν,


νὰ φύγουμε τὴν κοινωνία. ὡς πρὸς τὸ χωρίο τοῦτο τοῦ Θεολόγου ποὺ ὁ
ἴδιος διδάσκει ὅτι μολύνει ἡ κοινωνία, «χρανθῆναι τῇ κοινωνίᾳ» [9].
Ἀναφέρεται ὅμως σὲ ἀκατακρίτους αἱρετικούς; Ἐδῶ ἰσχύει ὅ,τι καὶ ἐπὶ
Μεγάλου Βασιλείου ὡς πρὸς τοὺς Ἀρειανούς (βλ. ἀνωτέρω).

« Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησία προϊέναι, κατ’ οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε,


ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν. Οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν
ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον. Φευκτέον σοι ἔστω διὰ τὸ
βεβηλῶσθαι ὑπ’ αὐτῶν· ὡς γὰρ ὅσιοι  ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς
(=ἀκάθαρτοι)  μιαίνουσιν (=μολύνουν)·

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος διδάσκει :Ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πᾶτε σὲ


Ἐκκλησία, νὰ κάνεις τὶς συνάξεις σὲ οἶκο « ὦ ἐπίσκοπε», , γιὰ νὰ μὴν
εἰσέρχεται εὐσεβὴς σὲ ἐκκλησία ἀσεβῶν. Δὲν ἁγιάζει ὁ τόπος τὸν
ἄνθρωπο ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπο. Ὅπως οἱ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουν, ἔτσι
οἱ ἐναγεῖς μολύνουν».  Ποιοί μολύνουν; οἱ ἀκάθαρτοι ἱερεῖς. Τί μολύνουν;
Τὴν Ἐκκλησία. Ὥστε ὁ ἀκάθαρτος ἱερεὺς μολύνει τὴν ἐκκλησία. Τὸ ὅτι
ἀναφέρεται σὲ μὴ κατακριμένους γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι τοὺς
ὀνομάζει ἱερεῖς. Καὶ συνεχίζει: « Διὰ τοῦτο νὰ φύγετε ἐπειδὴ ἔχει
βεβηλωθεῖ ἀπ’ αὐτούς, τοὺς ἐν ἐνεργεία ἀκαθάρτους κληρικούς. Καὶ ἐὰν
δὲν μπορεῖται οὔτε σὲ οἶκο οὔτε σὲ ἐκκλησία τότε ὁ καθένας ἄς ψάλλει,
διαβάζει, προσεύχεται, μόνος του[10]. Σαφεστάτη μαρτυρία περὶ
ὑπάρξεως μολυσμοῦ τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ ἱερέα ποὺ τὸν καθιστᾶ
ἀκοινώνητο.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, συντασσόμενος μὲ τοὺς παραπάνω
Ἁγίους μᾶς λέγει: « πλὴν μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ
ἀναφέρειν αὐτῷ, οὐκ ἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων.»[11] Ἀπὸ τὸν
μολυσμὸ δηλαδή ποὺ ἐπιφέρει ἡ μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ
παραμείνει ὀρθόδοξος ὁ μνημονεύων.

Ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ Πατριάρχης ΚωνΠόλεως μὰς λέγει τὰ ἐξεῖς φοβερά:


«Εἶναι παραγγελία, διαταγὴ τῶν Ἁγίων τὴν μέχρις αἵματος
ἀντιστάσεως διὰ νὰ μὴ μολυνθοὺμε μὲ τὴν κοινωνία τῶν βλασφήμων
αἱρετικῶν.» Ὁ μὲν γὰρ Χρυσόστομος παραγγέλει νὰ μὴν ἔχουμε καμμία
κοινωνία, μήτε φιλία μήτε  εἰρήνη ἀκόμη καὶ καμμία σχέση μὲ αὐτούς.
Καὶ  ὁ μέγας Βασίλειος, στοὺς ἀσκητικοὺς αὐτοῦ λόγους, «φανερὰν
ἔκπτωσις πίστεως, εἰπὼν τὸ ἀθετεῖν τι τῶν γεγραμμένων, ἤ ἐπεισάγειν
τὸ μὴ γεγραμμένον» καὶ κατωτέρω « ἀλλὰ καὶ ὁ ἐν ἀσκηταῖς μέγας καὶ τὰ
θεῖα σοφὸς Ἐφραὶμ λέγει τὰ ἐξεῖς· « ἀλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποὺ μολύνουν
τὴν ἁγίαν πίστιν μὲ κακοδοξίες, ἤ σὲ αὐτοὺς ποὺ συγκαταβαίνουσι μὲ τοὺς
αἱρετικούς.»[12]

Δὲν εἶναι λοιπὸν μόνον τοῦ Ἁγίου Ἰωσὴφ, οὔτε μόνον τῆς συνόδου του
ἀλλὰ ὅλων τῶν Ἁγίων, δηλαδὴ ἀποτελεῖ θέση τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἡ
Ἐκκλησία μᾶς ἐντέλλεται διαχρονικὰ νὰ μὴν μολυνόμαστε ἀπὸ τὴν
κοινωνία τῶν μὴ κατακριμένων αἱρετικῶν.

Τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς παράθεση ἔχει καὶ ὁ ἱερομόναχος Ματθαῖος Βλάσταρις:


« ὅτι γὲ μὴν οἱ θεῖοι πατέρες τὴν μέχρις αἵματος ἡμῖν παραγγέλουσιν 
νὰ μὴν μολυνόμαστε ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀκατακρίτων
αἱρετικῶν.»[13] Νὰ ἄλλη μία ἀπόδειξη ὅτι ἀποτελεῖ «consensus» τῶν
Ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ κοινωνία  μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μὰς μολύνει, καὶ μὰς
κάνει καὶ ἐμᾶς αἱρετικούς.
 

Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐπὶ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν


Βασιλέα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον τοῦ γράφουν: «….. ἀλλὰ θὰ κάνουμε
τὸ κάνουμε ὡς οἰκονομία; (δηλαδή νὰ κοινωνήσουν μὲ τοὺς αἱρετικούς.) 
καὶ πῶς δεχθήσεται οἰκονομίαν τὰ θεῖα βεβηλοῦσαν κατὰ τὸν τοῦ
Θεοῦ εἰρημένον λόγον καὶ ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσαν τὸ τοῦ Θεοῦ
Πνεῦμα καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ τῆς υἱοθεσίας τοὺς
πιστοὺς ἀμετόχους ποιοῦσα;»[14] Ἡ βεβήλωση προέρχεται ἐκ τῶν
παπικῶν ἀλλὰ καθιστᾶ ἀκοινωνήτους καὶ τοὺς ἀκατακρίτους κληρικοὺς
τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μνημονεύουν τοὺς τοιούτους ἀκριβῶς ἕνεκα τῆς
βεβηλώσεως ποὺ ὑπέστησαν.

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος μᾶς λέγει «αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἔργα ἀπέναντι
σ’ αὐτοὺς μὲ γενναιότητα νὰ παραταχθοῦν καὶ κάθε κίνδυνο νὰ εἶναι
ἕτοιμοι νὰ πάθουν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ μὴν μολυνθοῦν μὲ τὴν
κοινωνία τῶν ἀσεβῶν.»[15] Ἐδῶ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι δὲν
πρέπει μόνον διὰ τὴν εὐσέβεια νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ πάθουμε κάθε
κίνδυνο ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦμε μὲ τὴν κοινωνία τῶν ἀσεβῶν.
Ἀποδεικνύοντας πράγματι ὅτι τοῦτο εἶναι  θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τὸ
εἴδαμε σὲ παραπάνω παραθέσεις. Τὸ ὅτι σχετίζεται μὲ τοὺς λατινόφρονες
καὶ ὄχι μὲ τοὺς παπικοὺς ἀποδεικνύεται ἐξ  ὅλης τῆς ἐπιστολῆς.

Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ: «…….. Μετὰ ἀπὸ
τέσσερις ἡμέρες μᾶς ἔφεραν καὶ μᾶς παρέστησαν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο
γιὰ νὰ μᾶς δικάση. Ἐκεῖνος μᾶς φοβέρισε μὲ ἀπειλὲς πολλῶν βασάνων καὶ
ὑποσχέθηκε νὰ πραγματοποιήσῃ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Βασιλέως. Εἶπε ὅτι
στὴν ἀρχὴ θὰ μᾶς τιμωρήση καὶ ἔπειτα θὰ χαράξη τὰ μέτωπά μας καὶ θὰ
μᾶς παραδώση στοὺς Σαρακηνούς. Μαζὶ του ἦταν καὶ ὁ Χριστόδουλος μὲ
τὸν πατέρα του. Ἐμεῖς ἀπορρίψαμε τὶς προτάσεις του μὲ πεῖσμα καὶ
εἴπαμε, ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑπομείνουμε μυρίους θανάτους. Εἴπαμε
ἀκόμη, ὅτι δὲν θὰ μολυνθοῦμε ποτέ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἤ
ἔστω μὲ τὴν ἁπλὴ συμφωνία μὲ ὅσους ἀθέτησαν τὴν πίστι καὶ τὴν
ὁμολογία τῶν Χριστιανῶν, ἔστω καὶ ἄν μᾶς βγάλουν τὰ μάτια ἤ κάψουν
στὴν φωτιὰ τὰ σώματά μας…….»

«Ὁ ἔπαρχος ἄρχισε πάλι νὰ μᾶς κολακεύη καὶ εἶπε: Μία μόνο, μία φορὰ
κοινωνῆστε μαζί μας καὶ δὲν ἀπαιτοῦμε τίποτε ἄλλο. Θὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ
μαζὶ σας στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔπειτα πηγαίνετε ὅπου σᾶς ἀρέσει. Ἐγὼ
γέλασα καὶ τοῦ εἶπα:  Κύριε ἔπαρχε, αὐτὸ ποὺ λέγεις εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ νὰ
μᾶς ἔλεγε κανεὶς γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο ὅτι:  Δὲν σοῦ ζητῶ τίποτε, παρὰ
μία φορὰ νὰ σοῦ κόψω τὸ κεφάλι καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πήγαινε ὅπου θέλεις.
Γνώριζε λοιπὸν ὅτι σὲ μᾶς εἶναι ντροπὴ ἀκόμη καὶ τὸ νὰ τολμᾶ κάποιος,
νὰ μᾶς προτρέπη νὰ ἔλθουμε σὲ κοινωνία, σὰν αὐτὴ ποὺ ἐσὺ τώρα –
ἄγνωστο γιατί – μᾶς προσκαλεῖς, καὶ νὰ μὴ εἶναι ἀπὸ πολὺ νωρίτερα
πεπεισμένος, ὅτι εἶναι εὐκολώτερο νὰ κάνη ἄνω κάτω τὴν γῆ καὶ τὸν
οὐρανό, παρὰ νὰ μεταβάλη ἐμᾶς ἀπὸ τὴν εὐσέβεια.»[16] Καὶ ἐδὼ τὰ
σχόλια περιτεύουν.

Συνοψίζοντας τὰ ὅσα ἐγράφησαν: Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς εἶπε «


ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια», ὁ Γρηγόριος Θεολόγος «χρανθῆναι τῇ κοινωνίᾳ»,
ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος πατριάρχης Ἱεροσολύμων « οἱ ἐναγεῖς (ἱερεῖς)
μιαίνουσιν (τὴν ἐκκλησία)», ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης «πλὴν
μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία…». Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ Πατριάρχης ΚωνΠόλεως,
ἡ σύνοδός του, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος Βλάσταρις, ὁ Δοσίθεος
Πατρίαρχης Ἱεροσολύμων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων εἶναι παραγγελία « ἐπὶ τῷ
μὴ χραίνεσθαι τῆς τῶν βλασφήμων (ἀκατακρίτων) κοινωνίας», οἱ
Ἁγιορεῖτες πατέρες «τὰ θεῖα βεβηλοῦσαν», ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
νὰ πάθουμε κάθε κίνδυνο «τοῦ μὴ τῇ κοινωνίᾳ χρανθῆναι τῶν
(ἀκατακρίτων) ἀσεβῶν», οἱ Ἅγιοι Γραπτοὶ «οὐ χρανθησόμεθά ποτε τῇ
κοινωνία», ἡ συνοδικὴ ψῆφος τοῦ Πέτρου Ἱεροσολύμων «οὕτως οὐδὲ
καταῤῥυπαίνεσθαι τὰς ἱερὰς προσήκει λειτουργίας» ἀπὸ ἀκαθαιρέτους
αἱρετικοὺς, στὴν διάταξη τοῦ Ἰουστινιανοῦ «τὴν ἱερὰν κοινωνίαν
ρυπαίνειν» καὶ ἡ Γ’ τὸν Νεστόριο πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του τὸν θεωροῦσε
ὡς «μύσος» τῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἀλλὰ τὸ ἰσχυρότερο ἐπιχείρημα περὶ τοῦ τῆς ὑπάρξεως μολυσμοῦ ἐκ τοῦ 


αἱρετικοῦ εἶναι  στὰ πρακτικὰ τὴς Ε’ Οἰκουμενικῆς. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ
ἀποδέχθηκε ὅτι μιαίνονται τὰ μυστήρια τῶν ὀρθοδόξων ὅταν κατ’
αὐτὰ μνημονεύονται ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ὁ πάπας Βιγίλιος ἦταν ἐν
ἐνεργεία κληρικός.

Ἡ 5η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν Θείον Τύπο μᾶς λέγει τὰ ἐξεῖς: « Μία


εἶναι διὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ σωτηρία: τὸ νὰ προσέρχωνται εἰς τὴν
κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων μὲ καθαρὰν καρδίαν, ἀγαθὴν συνείδησιν,
καὶ πίστιν ἀνυπόκριτον· διότι τότε μόνο ἐλπίζει ἕκαστος ὅτι θὰ λάβη
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἄν ἀξιωθῆ τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων μυστηρίων ἀπὸ
ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τὸν Θεὸν Ὀρθοδόξως…..» [17]

Διὰ τὴν σωτηρία τῶν Χριστιανῶν θέτει τίς ἑξῆς προϋποθέσεις· «καθαρὰν
καρδίαν, ἀγαθὴν συνείδησιν, καὶ πίστιν ἀνυπόκριτον», ταῦτα ὅσον ἀφορᾶ
τὸν προσερχόμενο. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἱερέα, θὰ πρέπει νὰ λατρεύει τὸν
Θεὸν ὀρθοδόξως. Ἡ φράση «τότε μόνον ἐλπίζει» δὲν ἀφήνει περιθώρια
ἐπιλογῶν διὰ ἱερέα μὴ λατρεύοντα οὕτως. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ τοῦτο,
ὅτι ἄφεση ἁμαρτιῶν λαμβάνουμε μόνον ἐκ τῆς πρώτης ἐκδοχῆς.

Τὸ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης. Ἀναφερόμενος στὸν


Μεγάλο Βασίλειο, μᾶς λέγει πὼς ὁ μέγας Ἱεράρχης λέγει «ὅτι αὐτῶν ποὺ
τὸ φρόνημά τους δὲν συναινῶ πρέπει νὰ φύγω καὶ τὴν κοινωνία. Διότι
διαφορετικὰ ὁ πιστὸς οὔτε λύτρωση πταισμάτων θὰ λάβει οὔτε θὰ
τύχει σωτηρίας ἐὰν δὲν ἀπομακρυνθεῖ «τῶν οὐ καλῶς φρονούντων»
αὐτῶν ποὺ δὲν φρονοῦν καλά. «Ἀμήχανον, ἀδύνατον καθέστηκε
τελείως» εἶναι ἀδύνατον τελείως[18].

Ἐδὼ ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὰ πρακτικὰ τῆς Ε’: «διότι τότε μόνο
ἐλπίζει ἕκαστος ὅτι θὰ λάβει ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ἀν ἀξιωθῆ τῆς κοινωνίας
τῶν ἁγίων μυστηρίων ἀπὸ ἱερεῖς οἱ ὁποίοι λατρεύουν τὸν Θεὸ
Ὀρθοδόξως…..»

Πρέπει λοιπὸν διὰ νὰ λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν κάποιος νὰ κοινωνήσει


ἀπὸ ἱερέα ποὺ ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὅσιο
Μελέτιο Γαλησιώτη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Ε’.  Μάλιστα κατὰ
τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ὅταν μαίνεται ἡ αἵρεση, ὅπως εἶναι ἡ
ἐποχὴ μας, πρέπει νὰ ἐξετάζεται τὸ φρόνημα τοῦ ἱερέως ποὺ θὰ γίνει
κοινωνικός. Τὰ αὐτὰ συνομολογεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος: «…..Μή
συμφιλιάζης αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσης τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν.  Ὅτι
γάρ, καθώς εἶπεν ὁ Κύριος, οὔκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν
αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς.»[19]
Πλήρη ταύτιση τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ μὲ τὰ ἀνωτέρω.

Ἐδῶ κάνουμε μία διευκρίνηση ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ὅσιος Μελέτιος καὶ


ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀναφέρονται ὄχι μόνον σὲ ἱερεῖς ἀλλὰ σὲ γενικότερη
κοινωνία αἱρετικῶν, κληρικῶν καὶ μή. Δὲν εἶναι λοιπὸν μόνον αἰτία
ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ἱερέα ὅτι πλέον ἔπαυσε νὰ τελεῖ μυστήρια
(καθαιρέθηκε), ἀλλὰ τὸ φρόνημά του. Λένε πολλοὶ ἀφοῦ τελεῖ
μυστήρια γιατὶ νὰ μὴν προσέλθουμε νὰ κοινωνήσουμε; Δὲν θὰ
προσέλθουμε, ἀπαντοῦν θεόπνευστα τὰ ὡς ἄνω κείμενα, διότι δὲν θὰ
λάβουμε ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ δὲν θὰ τύχουμε σωτηρίας,  «συμμιαινόμενοι
αὐτοῖς» κατὰ τὸν Ὅσιο Ἐφραίμ.

Διότι δὲν εἶναι ἀδιάφορο ἀπὸ ποῖον θὰ κοινωνήσω ἱερέα, πρέπει νὰ


ἐξετάζω ἐὰν καταδικάζει τὶς αἱρέσεις.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος μᾶς λέγει :«Ὅπως οἱ ὀρθόδοξοι διὰ τῆς μεταλήψεως


τοῦ Ἁγίου Ἄρτου ἑνώνονται σὲ ἕνα σῶμα ἔτσι καὶ ὅσοι κοινωνοῦν τὸν
αἱρετικὸν ἄρτο ἑνώνονται σὲ ἕνα σῶμα ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ». [20]

Ἀλλοῦ: « Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς,


ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις μεγάλη καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»[21]
Ἀλλοῦ: «Φυλάξατε ἔτι ἑαυτὰς τῆς ψυχοφθόρου αἱρέσεως, ἧς ἡ κοινωνία
ἀλλοτρίωσις Χριστοῦ.»[22]

Ἀλλοῦ: « Οἱ μὲν τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς


λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως
συνόλλυνται.»[23]

Καὶ ταῦτες οἱ παραθέσεις δεικνύουν τὸ τὶ συνέπειες ἔχει ἡ κοινωνία τῶν


αἱρετικῶν ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων, τοὺς καθιστᾶ « ἐχθροὺς Θεοῦ», ἐπιφέρει
«τὴν ἀλλοτρίωσιν Χριστοῦ» καὶ τέλος «συνόλλυνται» δηλαδὴ χάνονται
μαζί μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παρότι « τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν.»

Ὁ μύστης τῆς Χάριτος Ἅγιος Γρηγόριος μᾶς διδάσκει πὼς « εἶναι ἀδύνατο
νὰ διατελεῖ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει χωρισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη
Καλέκα», πρὸ καταγνώσεώς του καὶ καταδίκης του ἀπὸ σύνοδο, εἶναι πρὸ
τοῦ 1347 τοῦτο τὸ κείμενο, «καὶ νὰ συμπεριλαμβάνεται μὲ τοὺς
Χριστιανοὺς καὶ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ ὅποιος δὲν ἔχει χωρισθεῖ
ἀκριβῶς ἕνεκα ὅλων αὐτῶν τῶν λόγων ἀπὸ αὐτόν.» [24]

Ταῦτα ἀποτελοῦν ἐπανάληψη ὅλων ὅσων ἐλέχθησαν στὰ προηγούμενα


κείμενα. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ὅτι ὁ ὀρθόδοξος κοινωνεῖ μὲ τὸν αἱρετικὸ
στὴν ἀσέβεια, κατάκριση σχίσμα του ἔγινε ἀποδεκτή: τὸν 4ο αἰ. ἀπὸ
τὸν Μ. Βασίλειο, τὸν 5ο αἰ. ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (θὰ τὸ δοῦμε
ἀμέσως κατωτέρω), τὸν 8ο αἰ. ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ
(συνοπτικὸς θεολόγος), τὸν 9ο αἰ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν
Στουδίτη, τὸν 13ο αἰ. ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες (εἶναι θέση τῆς
Ἐκκλησίας), τὸν 14ο αἰ. ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Καὶ τὸ
ἰσχυρότερο τεκμήριο εἶναι ὅτι ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, τὴν Ε’ τὸν 6ο αἰώνα. Ὥστε: 4ο,5ο,6ο,8ο,9ο,13ο,14ο αἰώνα,
ἀποτελεῖ ἤ δὲν ἀποτελεῖ τὸ consensus τῶν Ἁγίων Πατέρων;

 
Εἰς δὲ τὸ Συνοδικό, τέλος, τῆς Ὀρθοδοξίας περιέχεται:  « τοῖς
κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καὶ ἀτιμάζουσι τὰς σεπτὰς
εἰκόνας ἀνάθεμα (γ’)»

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κατοχυρώνοντας τίς θέσεις του μάς λέγει: « Τοῦ τε


ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς
τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν
ἀσεβῶν.»[25]

Στὴν συνέχεια παραθέτουμε μαρτυρία τοὺ Ἁγίου Ἰωσὴφ Πατριάρχου


ΚωνΠόλεως ἀπὸ συνοδικὸ κείμενό του: «Εἶναι διαταγὴ νὰ μὴν ἔχουμε
κοινωνία μὲ «ὀρθόφρονας», ποὺ μετὰ ἀπὸ παραγγελία δὲν ἀπομακρυνθοῦν
ἀπὸ τοὺς  «μὴ ὀρθόφρονας» καὶ μάλιστα «ἀδελφοὺς αὐτοὺς μὴ ἔχετε.»
[26]

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ἐπὶ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς λέγει: « ὁ μέγας


Βασίλειος….. καὶ ἐν τῇ πρὸς μονάζοντας ἐπιστολή· « Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ
ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς
ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον
ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφούς ὀνομάζειν».[27]

Συνεχίζουμε μὲ ἄλλες μαρτυρίες, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:


«Οὔτε βούλομαι, οὔτε δέχομαι τὴν αὐτοῦ (τοῦ τότε λατινόφρονος
πατριάρχου σ.σ.) ἤ τῶν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν (αὐτῶν ποὺ κοινωνοῦν
μὲ τὸν πατριάρχη σ.σ.) τό παράπαν, οὐδαμῶς….. ὥσπερ οὔτε γεγονυῖαν
ἕνωσιν καὶ δόγματα λατινικά, ἅπερ ἐδέξατο αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ……. 
Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν
τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς πιστοῖς καὶ ἁγίοις Πατράσι καὶ
ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις
Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας…….»[28]

Ἱστορία ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους: «Κατὰ τὴν περίοδον
τοῦ 1204-1261 ὁ Ἄθως παρέμεινεν ἐν τῇ Ὀρθοδοξία, καθ’ οὕς χρόνους οἱ
Λατῖνοι ἐκράτησαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ διένειμαν τὸ Βυζαντινὸν
Κράτος. Ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Δημητρίου Χωματιανοῦ (1219-1235),
ἐκδοθέντων τῷ 1891 ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ Πέτρα, μανθάνομεν ὅτι
ἐπ’ αὐτοῦ (χειροτονηθέντος  ἀπὸ μεγάλου χαρτοφύλακος τῶν
Πατριαρχείων περὶ 1920 Ἀρχιεπισκόπου Πρώτης Ἰουστινιανῆς καὶ πάσης
Βουλγαρίας). Οἱ Λατῖνοι, ὅτε ἤκμαζον ἐν Κωνσταντινουπόλει,
εἰσεχώρησεν καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καταπείσαντες τοὺς ἐν τῇ Μονῇ τῶν
Ἰβήρων μοναχοὺς Ἴβηρας τὸ γένος, ἵνα ὑποταχθῶσιν εἰς τὴν ἕδραν τῆς
Ρώμης, δίδοντες ἁπλῆν διὰ χειραψίας ὑπόσχεσιν εἰς τὸν ἐν Θεσσαλονίκη
Λατῖνο Ἐπίσκοπον. Τούτου ἕνεκεν ἐνεφιλοχώρησε διάστασις μεταξὺ τῶν
ἐν τῇ Μονῇ συμμοναζόντων Ἰβήρων μοναχῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων, διότι οἱ
τελευταῖοι δὲν ἀπεδέχοντο τὴν ὑποταγὴν αὐτῶν εἰς τὴν Ρωμαϊκὴν
Ἐκκλησίαν. Οὑδὲν ἧττον οἱ Ἕλληνες μοναχοί, ἵνα μὴ πράξωσι τι τὸ
ἀντικανονικόν, ἀπέστειλαν πρὸς τὸν ἀνωτέρῳ Χωματιανὸν μοναχὸν τινα
ὀνόματι Οἰκοδομόπουλον καὶ συνεβουλεύθησαν αὐτὸν ἄν ἐφεξῆς
δύνανται νὰ συγκοινωνῶσι πρὸς τοὺς ἀποσχισθέντας τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας Ἴβηρας. Τότε ὁ Χωματιανὸς προέτρεψε τοὺς Ἕλληνας νὰ
παύσωσι πᾶσαν μετ’ ἐκείνων κοινωνίαν καὶ ἐν ταὐτῷ διεφώτισεν αὐτοὺς
περὶ τε τῶν δογμάτων καὶ τῆς διαφορᾶς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. [29]

Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους εἶναι πολὺ
διδακτικὸ γιὰ μᾶς. Οἱ Ἴβηρες τὸ γένος μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ μονῆς δι’
ἁπλῆς χειραψίας μόνον ὑποσχέθηκαν ὑποταγὴ στὸν λατῖνο ἐπίσκοπο
Θεσσαλονίκης. Καὶ πάρα ταῦτα ὁ Δημήτριος Χωματιανὸς τοὺς Ἕλληνες
μοναχοὺς τῆς ἴδιας μονῆς τοὺς προέτρεψε νὰ παύσουν πᾶσα κοινωνία μὲ
τοὺς συμμοναστὲς τους.

Ἐκ τοῦ Βίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου πατριάρχου ΚωνΠόλεως: «Στὴν


ἀρχὴ λοιπὸν προσπαθεῖ (σ.σ. ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Γάνου ὄρους) μὲ τὸ καλὸ
καὶ τὶς κολακεῖες νὰ τοὺς καταπείση καὶ νὰ τοὺς ἀποσπάση ἀπὸ τὴν
εὐσέβεια καὶ τὸ ὀρθὸ δόγμα τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ προσβολὲς
του ἀπεκρούσθησαν ἀπὸ τοὺς ἀλύγιστους καὶ γενναίους ὑπερασπιστὲς τῆς
εὐσεβείας καὶ ἔχασε κάθε ἐλπίδα, ἀποκαλύπτει τότε τὸ σχέδιό του.
Δοκιμάζει λοιπὸν μὲ τὶς ἀπειλὲς νὰ φοβερίσει τὸν λέοντα, ἀπειλώντας τον
μὲ ψευδὴ φόβητρα. Στὴν συνέχεια ἀπαιτοῦσε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ
συμμετάσχουν μαζὶ τους τουλάχιστον στὴν προσευχὴ πρὸ τῆς τραπέζης
καὶ νὰ φάγουν ἀπὸ τὸ κοινὸ φαγητό. Ὅταν ὅμως ὁ μανιώδης ἐκεῖνος
ἀρχιερεὺς εἶδε ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν καὶ σ’ αὐτὸ ἀνένδοτος καὶ παρουσίαζε
στὴν συζήτηση τὸν (Ι’) ἀποστολικὸ κανόνα ποὺ λέγει ὅτι· «ἐὰν κάποιος
συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ εἶναι
καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος.» Τότε δὲν μπόρεσε πλέον νὰ ἀντέξει τὴν
ἀπτόητη καὶ θαρραλέα εὐθύτητα τοῦ μεγάλου πατρός.»[30]

Ἐδῶ σ’ αὐτὴν τὴν παράθεση δὲν πρέπει νὰ περάσει ἀπαρατήρητο ὅτι ἀφοῦ
ὁ ἐπίσκοπος ζήτησε νὰ τοὺς ἐλκύσει πρὸς τὸ μέρος του στὴν ἀσέβεια καὶ
δὲν τὰ κατάφερε. Τελικὰ τοὺς ζήτησε νὰ συμμετάσχουν μαζὶ του στὴν
προσευχὴ πρὸ τῆς τραπέζης, καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος τὸν I’ Ἀποστολικὸ
«ἐὰν κάποιος συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι
νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος», δηλαδὴ ἐὰν ἐγὼ ὁ ὀρθόδοξος, ὁ Ἅγιος
Ἀθανάσιος κοινωνήσω μαζὶ σου, τὸν ἐν ἐνεργεία κληρικὸ ἀλλὰ ποὺ
φρονεῖ ἀσεβῶς, διὰ τῆς συμπροσευχῆς καθιστῶ τὸν ἑαυτὸ μου
ἀκοινώνητο. Λέγει πάρα πολλὰ αὐτὸ!…. (Τὸ ὅτι πρόκειται περὶ ἐν
ἐνεργείᾳ κληρικοῦ βλ. σελ. 194-195).

Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐπὶ Βέκκου: «αὕτη ἐστιν κοινωνία αὐτῶν πρόδηλος, καὶ ἐν


ἑνὶ τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καὶ ἀνατροπή· ὁ γὰρ αἱρετικὸν δεχόμενος, τοῖς
αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι καὶ ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητος
ἐστιν, ὡς συγχέων τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας.»[31]

Τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:

«Ἐρώτησις Θ΄ – Ἐὰν μονάζων ἤ μονάζουσα ἤκοι πρὸς ἡμᾶς ἐπὶ τῇ θείᾳ


κοινωνίᾳ· ποταπὴν ὁμολογίαν ἀπαιτητέον διὰ τὸ  ἀδιάγνωστα εἶναι τὰ κατ’
αὐτούς;

Ἀπόκρισις. – Πάντα τὸν ἐρχόμενον κοινωνῆσαι. Εἴ ἀγνοεῖται τὰ κατ’


αὐτὸν ἐρωτητέον εἰ προσκυνεῖ τὴν σεπτὴν εἰκόνα Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων·
εἰ μὴ κοινωνεῖ τοῖς αἱρετικοῖς, καὶ εἰς ὅτι ἄν ἄλλο ὑποπτεύηται φρόνημα
ἑτερόδοξο. Καὶ ὅταν κατὰ πάντα ὁμολογήση, καὶ ἡ ὁμολογία σώζοιτο ἐπὶ
πάσης αἱρέσεως ἀπαγορευτική· τότε μεταδοτέον καὶ συγκοινωνητέον
αὐτῷ τῶν ἁγιασμάτων.»[32] Οἱ προϋποθέσεις διὰ τὴν μετάδοση τῆς θείας
κοινωνίας κατὰ τὸν Ὅσιον εἶναι ἡ προσκύνηση τῶν σεπτῶν εἰκόνων, ἐὰν
δὲν κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ μὴ ὕπαρξη ἑτεροδόξου φρονήματος.
Τὸ «κοινωνῶν ἀκοινωνήτω…..» καὶ πάλιν ἀπαραίτητη προϋπόθεση.

Τὸ ὑπ’ ἐξέτασιν θέμα δὲν ἀφορᾶ μόνον τοὺς κληρικοὺς ὡς ἤδη ἔχει γραφεῖ
ἀλλὰ καὶ τοὺς λαϊκούς. Διὰ τὸ θέμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν
διαβάζουμε στὴν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως στὴν ἕκτη εὐχὴ τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: « Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς
ἡμῶν, ὁ μόνος ἔχων ἐξουσίαν ἀνθρώποις ἀφιέναι ἁμαρτίας, ὡς ἀγαθὸς καὶ
φιλάνθρωπος, πάριδέ μου πάντα τὰ ἐν γνώσει καὶ ἀγνοία πταίσματα καὶ
ἀξίωσον με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν τῶν θείων καὶ ἐνδόξων καὶ ἀχράντων
καὶ ζωοποιῶν σου Μυστηρίων, μὴ εἰς κόλασιν, μηδὲ εἰς προσθήκην
ἁμαρτιῶν, ἀλλ’ εἰς καθαρισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ ἀρραβῶνα τῆς  μελοῦσης
ζωῆς καὶ Βασιλείας, εἰς τεῖχος καὶ βοήθειαν καὶ ἀνατροπὴν τῶν ἐναντίων
καὶ εἰς ἐξάλειψιν τῶν πολλῶν μου πλημμελημάτων…καὶ τὰ ἑξῆς».
Συνεπῶς κοινωνοῦμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ἤ εἰς καθαρισμὸ καὶ
ἁγιασμὸ ἤ εἰς κόλαση καὶ προσθήκη ἁμαρτιῶν (μὴ γένοιτο). Ἐὰν
λοιπὸν δὲν λαμβάνουμεν τὴν ἄφεση (ἐξάλειψη) τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι
φανερὸ ὅτι λαμβάνουμε προσθήκη πρὸς κρίμα καὶ κατάκριμα. Τὰ αὐτὰ
συνεπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Εὐξώμεθα, φησίν,
ὑπὲρ τῶν δώρων», ἵνα εἰς ἡμᾶς ἐνεργὰ γένωνται, ἵνα μὴ ἀδυνατήση πρὸς
ταύτην τὴν χάριν, καθάπερ ὅτε μετὰ τῶν ἀνθρώπων ἐφαίνετο τὸ πᾶν τὸ
δυνάμενον αὐτοῦ σῶμα, ἔστιν ἐν αἷς τῶν πόλεων οὐκ ἐδύνατο σημεῖα
ποιεῖν διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν……… ὥστε μεταλαβεῖν μὲν τῶν φρικῶν
μυστηρίων, μετὰ καθαροῦ συνειδότος, ἀπολαῦσαι δὲ τῆς ἱερᾶς ταύτης
τραπέζης· ἁμαρτιῶν ἄφεσιν, Πνεύματος ἁγίου κοινωνίαν, Βασιλείας
κληρονομίαν καὶ μὴ εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα.»[33]
 

Ποία ὅμως εἶναι ἡ νέα δογματικὴ τοῦ Φαναρίου καὶ αὐτῶν ποὺ τό
ἀκολουθοῦν;

Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδηφόρος, ἀκολουθώντας πιστά


τήν καταστροφική πορεία του ἀρχιαιρεσιάρχου πατριάρχου ΚωνΠόλεως
Βαρθολομαῖου καὶ τοῦ προκατόχου του αὐτοῦ Ἀθηναγόρα, κατὰ τὴν Θεία 
Λειτουργία στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν Ἀστόρια τῆς
Νέας Ὑόρκης κατὰ τὴν πρώτη πανηγυρικὴ ἐπίσκεψη τὴν Κυριακή 14
Ἰουλίου 2019, μίλησε μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τοὺς αἱρετικούς, δίνοντας ὄχι
ἀπλὼς μία δικὴ του ἐρμηνεία κατανοήσεως τὸ ποιοὶ εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά
κυρίως, τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’
Ἐκκλησίας διδάσκοντος. Γιὰ νὰ ἀναλύσουμε τήν δημοσίᾳ καὶ γυμνῇ  τῇ
κεφαλῇ κήρυξη τῆς αἱρέσεως, καὶ γιὰ νὰ ἀντιπαραβάλουμε αὐτὴν μὲ τὴν
ἐφαρμογὴ πλέον τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἐν πρώτοις παραθέτουμε
αὐτὰ ποὺ δήλωσε:

«Ποιος είναι ο αιρετικός άνθρωπος αυτός; Είναι αυτό που λέμε «οι άλλες
εκκλησίες;», όσοι δεν είναι ορθόδοξοι; Αυτοί είναι οι αιρετικοί που λέει
εδώ ο απόστολος; Όχι. Αιρετικός είναι ο καβγατζής. Αυτός που κάνει
διχασμούς. Αυτός που φέρνει διχόνοιες. Αυτός που φέρνει μίση. Ξέρετε,
δεν ζούμε στον παράδεισο, ζούμε σε ανθρώπινες κοινωνίες. Ξέρετε όλοι
σας τέτοιους ανθρώπους. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να
χωρίζουν, θέλουν να διχάζουν τους ανθρώπους , θέλουν να κάνουν καυγά,
θέλουν να κάνουν φασαρία. Θέλουν να πάρουν κάποιους με το μέρος τους
και νάνε οι άλλοι από το άλλο μέρος. Αυτός είναι ο αιρετικός άνθρωπος.
Οι άλλοι αδελφοί μας οι χριστιανοί, οι οποίοι δεν είναι ορθόδοξοι, δεν
είναι αιρετικοί. Είναι άνθρωποι οι οποίοι χωρίς να φταίνε , χωρίς να τό
‘χουν διαλέξει οι ίδιοι, γεννήθηκαν σε μία άλλη εκκλησία. Γεννήθηκαν σε
ένα άλλο δόγμα. Όπως και εμείς. Δεν νομίζω ότι εμείς, λίγοι θα πρέπει να
είναι ανάμεσά μας οι προσήλυτοι οι οποίοι πραγματικά γνώρισαν την
ορθοδοξία και την διάλεξαν συνειδητά. Οι περισσότεροι γεννηθήκαμε
ορθόδοξοι. Δεν το διαλέξαμε. Επομένως αιρετικός δεν είναι ο άνθρωπος
που ανήκει σε μία άλλη εκκλησία, γιατί τους ανθρώπους που ανήκουν σε
άλλες εκκλησίες πρέπει να τους αγαπούμε , είναι αδέλφια μας , είναι
χριστιανοί. Μπορεί να μην έχουμε κοινωνία μεταξύ μας αλλά είναι
γείτονές μας, και οι χριστιανοί πρέπει να μάθουμε να αγαπούμε ο ένας τον
άλλο να υποστηριζόμαστε και να συνεργαζόμαστε γιατί βλέπετε οι άλλες
θρησκείες πόσο αυξάνονται και πόσο εμείς λιγοστεύουμε και πόσο μας
πλησιάζουν απειλητικά οι άλλες θρησκείες και εμείς κοιτάζουμε να
τσακωνόμαστε οι χριστιανοί μεταξύ μας».

Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ νέα δογματικὴ τοῦ Φαναρίου, ποὺ ὄμως τήν
διδάσκουν καὶ τὴν ἀποδέχονται ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Ὅταν ὁ Ἀθηναγόρας
ἔκανε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας, τουτέστιν ἔχουμε κανονικὴ κοινωνία καὶ
εἴμαστε ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ μὲ τοὺς παπικούς, αὐτὸ ποὺ μάς χωρίζει δὲν
εἶναι τελικὰ τὸ δόγμα, ἀλλὰ κάποιοι καυγατζήδες ποὺ φέρνουν τήν διχόνια
καὶ τὸ μίσος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ποὺ θέλουν νὰ ζοὺν εἰρηνικά. Τέτοιοι
λοιπὸν ἤταν καὶ ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὅ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ ὅλοι οἱ
Ἅγιοί μας ἀνεξαιρέτως, ἀφοὺ ΟΛΟΙ οἱ Ἅγιοι ἤταν ἐνάντιοι στὴν αἵρεση
καὶ στοὺς αἱρετικούς, χωρὶς φυσικὰ νὰ χάνουν τὴν ἀγάπη ποὺ εἴχαν γιὰ
αὐτούς, ἀφοῦ ὁ ἀγώνας δὲν γινόταν ἀπλῶς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς
ἀληθείας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους δύο σοβαρότατους λόγους. Ὁ πρώτος, γιὰ
νὰ διαφυλαχθεῖ τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ θανατηφόρο νόσο τῆς
αἱρέσεως, καὶ ὁ δεύτερος ἐξίσου σημαντικός, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ
πλανεμένοι ἀδελφοὶ μας ἀπὸ τὴν καταστροφικὴ αἵρεση, καὶ αὐτοὶ  ποὺ
τοὺς ἀκολουθούν.

Τί σχέση λοιπὸν ἔχουν αὐτὰ ποὺ παραθέσαμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, μὲ
αὐτὰ ποὺ μᾶς διδάσκουν σήμερα; Ὄχι μόνον δὲν ἔχουν καμμία σχέση
ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀντίχριστα καὶ ἀντιευαγγελικά, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ λέμε πώς
προετοιμάζουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυση τοὺ ἀντιχρίστου ὡς
μεσσία.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, τὸ νὰ μὴ διαστέλλουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν νόμον τοῦ
Θεοῦ, μολυνώμεθα ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ συνεπῶς χωριζόμεθα ἀπὸ τὸν
Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ Αὐτὸν εἶναι θάνατος καὶ
αἱώνια κόλαση. Ἡ ψυχὴ ὅλου τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς Παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως καὶ κάθε αἱρέσεως, εἶναι ἡ διακοπὴ κάθε
κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικοὺς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς
θεραπείας. Σὲ κάθε ἀσθένεια ἔχουμε τρία στάδια θεραπείας: α) διάγνωση
τῆς ἀσθενείας, β) ἡ θεραπεία της καὶ γ) ἡ τελεία ἀποκατάστασις. Ἐὰν οἱ
πνευματικοὶ ἰατροί – οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας – μένουν μόνον στὸ
πρῶτον στάδιο τῆς διαγνώσεως, τοῦτο ὄχι μόνον εἶναι ἀνώφελον, ἀλλὰ
καὶ καταστρεπτικόν. Τὸ νὰ ἀρκούμαστε στὴν διάγνωση τῆς αἱρέσεως
γράφοντας θεολογικὰ κείμενα, διοργανώνοντας ὁμιλίες, συνάξεις,
ἡμερίδες, μὲ τὸ νὰ τὴν καταγγέλουμε ἀλλὰ νὰ μὴν τὴν καταστέλλουμε,
συμβάλλουμε καὶ ἐμεῖς στὴν ἐξάπλωσή της καὶ τελικῶς στὴν ἐπικράτησή
της. Χρειάζεται νὰ δράσουμε ἁγιοπατερικά, ἀποκόπτοντας αὐτὴν ἀπὸ τὸ
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐπειδὴ καμμία αἵρεση δὲν εἶναι ἀκέφαλη, ἀλλὰ
ἀπὸ κάποιον κηρύσσεται, ἀποκόπτουμε τὴν αἱτία τῆς αἱρέσεως
σταματώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο καὶ
στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ἀλλὰ καὶ
ὅσους πλέον ἀποδέχονται τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, κοινωνούντας μὲ
αὐτούς, περιμένοντας μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο ἡ ὁποία τελεσιδίκως θὰ τοὺς
καταδικάσει.

Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ τώρα καὶ οἱ λεγόμενοι


ἀντιοικουμενιστές, ποὺ εἶναι κατὰ πάντα κοινωνοὶ τῶν αἱρετικῶν
Κολυμπαριστῶν, συκοφαντοῦν καὶ κατηγοροῦν ὅλους ἐμᾶς ὅπου
ἀκολουθοῦμε τὶς παραδόσεις καὶ τὶς ἐπιταγὲς τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων
Πατέρων, λέγοντας ὅτι δημιουργοῦμε σχίσμα καὶ πὼς βγάζουμε ἑαυτοὺς
ἐκτὸς Ἐκκλησίας, πὼς ἔχουμε ἄκυρα Μυστήρια, βλασφημώντας ἔτσι κατὰ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ διακόπτουμε τὴν κοινωνία
μὲ αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦμε στὴν ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως. Ἐμεῖς
τὸ πτωχὸ καὶ μικρὸ ποίμνιο προτιμοῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν
διαχρονικὴ ἱερὰ παράδοση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας, γενόμενοι «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Ἂς ἔχουμε πίστη
σταθερὴ καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ
κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅστις μᾶς ὑποσχέθηκε διὰ τὴν ὄντως Ἐκκλησία
Του ὅτι καὶ «πῦλαι ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», ἂς μὴν λιγοψυχοῦμε
ἀλλὰ ἂς μείνουμε στερεοὶ μὲ τὴν χάρη Του, ἔστω καὶ ἂν ὅλοι μᾶς
ἐγκαταλείψουν καὶ μείνουμε μόνοι μας, ἀκολουθώντας ὅμως τοὺς
Μάρτυρες καὶ  τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε: «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ
τῆς  ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ
γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε ζωή, οὔτε
Ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχαί, οὔτε Δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε
ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν” (Ρωμ. Η΄
35). «Τὰ πάντα σκύβαλα ἡγοῦμε ἵνα Χριστὸν κερδίσω». Ὁ ἀγῶνας τῆς
ἀποτειχίσεως εἶναι σκληρός, μοναχικὸς καὶ γεμᾶτος ἀπὸ συκοφαντίες καὶ
πόνο.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μας, μὰς παροτρύνει καὶ μὰς δίνει ἐντολὴ « εἴ τις θέλει
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.  ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι,
ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ,
εὑρήσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον
κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος
ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»[34]

Ἀν θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Κύριό μας, θὰ πρέπει νὰ ἀνεβούμε τὸν


Γολγοθά, νὰ σταυρωθοῦμε καὶ νὰ ἀναστηθοῦμε, ὥστε νὰ
συμβασιλεύσουμε καὶ μαζὶ του. Χωρίς Σταυρὸ δὲν ἔρχεται ἡ Ἀνάσταση.
Πέρα ἀπὸ τὰ προσωπικὰ μας θέματα καὶ προβλήματα, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὰ
ἀντιμετωπίζουμε πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πρέπει νά
δώσουμε τὴν καλή μαρτυρία τῆς Ὀμολογίας τῆς Πίστεως, καὶ μὲ αὐτὴν νὰ
ἐκπληρώσουμε καὶ πάλι τὸν Κυριακὸ λόγο· πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν
αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ·  ὁ δὲ ἀρνησάμενός με
ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ
Θεοῦ.[35]

Θὰ κλείσω τὴν σημερινὴ ομιλία μὲ κάτι ποὺ ὄταν τὸ διάβασα μὲ


συγκλόνησε. Εἶναι κὰτι ποὺ εἶπε ὁ μακαριστὸς π. Σεραφεὶμ Ρόουζ καὶ
εἶναι σὰν νὰ τὸ εἶπε γιὰ ἐμᾶς σήμερα. Εἶναι τὸ ἐξῆς:  «Ναί, εἴμαστε μία
μειοψηφία. Ναί, ἡ ὑπόλοιπη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ μᾶς
ἀποκόψει – καὶ θὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές της…  Ναί, εἴμαστε
συνειδητοὶ ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ποδοπατοὺν
σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες. Ἀλλὰ πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ
σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν 4ο αἰώνα, ποὺ βρήκε κάθε ναὸ στὴν
πόλη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, στὰ χέρια τῶν Ἀριανῶν;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος
ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τρεῖς Πατριάρχες εἴχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία
μὲ τοὺς Μονοθελητές, δήλωσε: «Ἀκόμη καὶ ἄν ὄλος ὁ κόσμος κοινωνήσει
μαζὶ τους, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ τὸ κάνω!»;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀψήφισε
μία «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» καὶ κάθε ἱεραρχία μὲ τὴν «καθαρὴ,
σεκταριστική, παραληρηματικὴ» πεποίθηση ὅτι μόνος του ἤταν στὴν
ἀλήθεια;![36]

Εὔχομαι ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν


Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, νὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ
ἀκολουθήσουμε τὸν σταυρικὸ βίο τῶν Ἁγίων μας, νὰ κρατήσουμε τὴν
πίστην ὅπου ἐλάβομεν ἀκεραίαν καὶ ἀκαινοτόμητον, ἔστω καὶ ἂν
χρειασθεῖ νὰ διωχθοῦμε μέχρι θανάτου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ
δώσουμε τὴν καλὴ ἀπολογία ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς
τὸν ὁποῖον ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ
αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν
καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

[1] Κατὰ Ἰωάν. κεφ. κα, στιχ. 25,

[2] (Θεοδώρητου Μοναχού, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα 1977, σελ.


26-27)

[3] (Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας. β΄ έκδοση-Ι.Μ.


Αγίας Αναστασίας Ρωμαίας, Ρέθυμνο 2008. Σελ. 36)

[4] (Ένθ’ ανωτ. . Σελ. 36)

[5] (Ένθ’ ανωτ. . Σελ. 36)

[6] (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 40, σελ. 281)

[7] Μεγ. Βασιλείου ἐπιστ. 92 «πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους» ΒΕΠΕΣ σελ.
123, Courtonne I σελ. 201, ΕΠΕ Τ. 3ος σελ. 88.

[8] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, λόγος ΛΓ΄ «Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς
ἑαυτόν.»  PG36, 217D-220 Α,  ΕΠΕ 2 σελ. 96

[9] Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου PG 99, 1132,  Fatouros σελ. 344 στιχ. 4,
Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία 18Β, σελ. 308.

[10] Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων PG87Γ, 3369

[11] PG99, 1669Β,  Fatouros σελ. 847 στιχ 35, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Γ σελ.
514

[12] Ἐκ τῆς ἀπολογίας τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωσὴφ πατριάρχου


ΚωνΠόλεως, ἡ ὁποία συντάχθηκε ὑπὸ τοῦ Ἱερομονάχου καὶ ὁμολογητοῦ
Ἰὼβ τοῦ Ἰασίτου καὶ ἀναίρεσε τὸν τόμο τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ
Παλαιολόγου τοῦ ἀζυμίτου, V. LAURENT et VARROUZES ἔνθ.ἀν. σελ.
291.
[13] «Τόμος Καταλλαγῆς» σελ. 291.

[14] Θεοδωρήτου (ἱερομονάχου) «Μοναχισμὸς καὶ αἵρεσις» σελ. 216

[15] Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ ἐπισολὴν πρὸς ἱερομόναχον Θεοφάνην,


Ἀρχιμ. Ἀνδρονίκου Δημητρακοπούλου, «Ὀρθόδοξος Ἑλλάς», σελ. 106-
107.

[16] Ἀρχιμ. Βασιλείου Παπαδάκη ἔ.ἀ. σελ. 200-1. «Θεοδώρου τοῦ


Γραπτοῦ βίος  καὶ πολιτεία» PG 116, 676C-677A.

[17] Μητρ.  Μελετίου ἔνθ. ἀν. σελ. 560

[18] Ὁσίου Μελετίου Γαλησιώτου τοῦ Ὁμολογητοῦ (λόγος τρίτος) «κατ’


Ἰταλῶν» V.LAURENT et J.DARROUZES ἔνθ.ἀν. σελ. 560.

[19] Ὁσίου Ἐφραὶμ Σύρου ἔργα. Τ.5 «Περιβόλι τῆς Παναγίας» σελ. 114-
117 Θεσ/νίκη 1994. Πρβλ Παναγ. Σημάτη « Ἡ πατερικὴ παράδοση…..» 
σελ. 122.

[20] PG 99, 1480 D, Fatouros σελ. 640 στιχ. 44, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Γ σελ.
278.

[21] PG 99, 1049 Α, Fatouros σελ. 113 στιχ. 68, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Β σελ.
200.

[22] PG 99, 1276 C, Fatouros σελ. 560 στιχ. 28, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Γ σελ.
16.

[23] PG 99, 1164 Α, Fatouros σελ. 411 στιχ. 68, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Β σελ.
350.

[24] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ « Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα»,


Παναγ. Χρήστου « Συγγράμματα Γρηγορίου Παλαμᾶ» Τ.Β’ σελ. 670,
ΕΠΕ Τ. 3ος σελ. 692. Πρβλ καὶ ἱερομ. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ «Ἡ διαχρονικὴ
συμφωνία……» σελ. 172.
[25] PG 99, 1393 Α, Fatouros σελ. 668 στιχ. 17, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Γ σελ.
168.

[26] V. LAURENT et  J.DARROUZES ἔνθ. ἀν.  σελ. 179.

[27] «Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα» σελ. 422.

[28]  PG 160, 536.

[29] Γερασίμου Σμυρνάκη «Τὸ Ἅγιον Ὄρος» σελ. 71.

[30] Ἀρχιμ. Βασιλείου Παπαδάκη « οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν…..» σελ. 249


καὶ Ἰωσὴφ Καλοθέτου,  «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν…
Ἀθανασίου πατριάρχου ΚωνΠόλεως παρὰ Δ.Τσάμη, Ἰωσὴφ Καλοθέτου
συγγράμματα, σελ. 478-479.

[31] Θεοδωρήτου ἱερομ. «μοναχισμὸς καὶ αἵρεσις» σελ. 217, Χαρίτωνος


ἱερομ. «Τὸ Ἅγιον Ὄρος….» σελ. 87.

[32] PG 99, 1664 ΒC, Fatouros σελ. 843 στιχ. 82, ΕΠΕ Φιλοκαλία 18Γ
σελ. 508.

[33] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα «Ἑρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας» PG


150, 445, ΕΠΕ Φιλοκαλία Τ. 22ος σελ. 178.

[34] Ματθ 16, 24-26

[35] Λουκ. 12, 8-9

[36] (π. Σεραφείμ Ρόουζ, ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1970)

You might also like