Professional Documents
Culture Documents
5. Εκπαίδευση εκπαιδευτικών και δίγλωσσοι μαθητές - Παπαχρήστος - Αιγαίο
5. Εκπαίδευση εκπαιδευτικών και δίγλωσσοι μαθητές - Παπαχρήστος - Αιγαίο
1. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ.
Ένα πρώτο βήμα για τους/τις εκπαιδευτικούς θα μπορούσε να είναι η αναθεώρηση των δικών
τους απόψεων, σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης της μητρικής γλώσσας των παιδιών μέσα στην
τάξη και αν κάτι τέτοιο αποτελεί πρόβλημα ή κεφάλαιο προς αξιοποίηση. Η ενθάρρυνση των
παιδιών να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα στην τάξη μπορεί να αποτελεί μία ένδειξη
καλής θέλησης από την πλευρά του σχολείου προκειμένου να μεταφέρει στις οικογένειες την
αξία που έχει η μητρική γλώσσα στη συνολική ανάπτυξη των παιδιών τους.
• Άρτιο γραπτό γλωσσικό μήνυμα, διατυπωμένο όσο το δυνατόν απλά και κατανοητά.
• Αργή και καθαρή εκφώνηση του μηνύματος σε απλή γλώσσα (αν και πρέπει να αποφευχθεί η
παγίδα της συνεχούς απλοποίησης της γλώσσας που τελικά θα εμποδίσει την απαραίτητη
ανάπτυξη και εμπλουτισμό της ακαδημαϊκής γλώσσας του ξένου μαθητή).
• Κατά τον προφορικό λόγο των εκπαιδευτικών αξιοποίηση των εκφράσεων του προσώπου,
θεατρική παρουσίαση του νοήματος, έμφαση και αλλαγή του ρυθμού κατά την ομιλία, κτλ.
• Παροχή προφορικών εξηγήσεων, κατά το δυνατόν σε πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία, για
να διασφαλισθεί ότι έχει γίνει κατανοητό το γραπτό μήνυμα.
• Αξιοποίηση ως μεταφραστή άλλου αλλόγλωσσου μαθητή με καλύτερη γνώση της ελληνικής
που να βοηθήσει το συμμαθητή του.
• Αξιοποίηση της εργασίας κατά ομάδες, που δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για την
κατανόηση των τεκταινόμενων από τον αλλόγλωσσο μαθητή, καθώς ευνοεί την επικοινωνία και
τη συνεργασία των μελών της ομάδας.
• Συστηματική χρήση ποικίλου εποπτικού υλικού.
• Αξιοποίηση οπτικών αναπαραστάσεων (γραφημάτων, φωτογραφιών, σκίτσων, μακετών) όπως
επίσης νοητικών χαρτών και σημασιολογικών πλεγμάτων για να γίνει πιο κατανοητό το
γλωσσικό μήνυμα.
• Αξιοποίηση τεχνικών του θεατρικού παιχνιδιού, ιδιαίτερα του παιξίματος ρόλων.
• Συνέπεια ως προς τις συνήθεις πρακτικές του εκπαιδευτικού μέσα στην τάξη, παροχή δεικτών
(σημαδιών) που να επιτρέπουν στους μαθητές να αντιλαμβάνονται γρήγορα τη δομή του
μαθήματος καθώς και σε ποιο σημείο του μαθήματος βρίσκονται κάθε φορά.
• Αξιοποίηση της προηγούμενης εμπειρίας των μαθητών, των κινήτρων, των ενδιαφερόντων τους
και μέριμνα για σχετικότητα των θεμάτων που θίγονται μέσα στην τάξη με το πολιτισμικό τους
υπόβαθρο (για το θέμα αυτό βλ. Πλεξουσάκη Ε. 2003)– χαρακτηριστικά όλα αυτά που μπορούν
να κάνουν μια σχολική εργασία πιο οικεία ή ενδιαφέρουσα ή εύκολη για τον
αλλόγλωσσο/αλλοπολιτισμικό μαθητή.
Η αύξηση των δίγλωσσων μαθητών στα σχολεία της χώρας δημιουργεί ένα σημαντικό
διερευνητικό ερώτημα: Σε ποιο βαθμό οι γλωσσικές διαφορές επηρεάζουν την ένταξη των
μαθητών με ειδικές ανάγκες; Ωστόσο, το παραπάνω ερώτημα δημιουργεί και παράπλευρα
διερευνητικά ερωτήματα, όπως: Η παραδοσιακή διδακτική μεθοδολογία που ακολουθείται στην
ειδική εκπαίδευση ανταποκρίνεται στους τρόπους μάθησης των γλωσσικά και πολιτισμικά
διαφορετικών μαθητών; Πώς μπορούν οι εκπαιδευτικοί να προετοιμαστούν κατάλληλα,
προκειμένου να αποκριθούν σε εκείνες τις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών που επηρεάζονται
από τις γλωσσικές διαφορές;
Θα λέγαμε ότι η επικοινωνία των εκπαιδευτικών με τους γλωσσικά διαφορετικούς μαθητές και
τις οικογένειές τους αντιμετωπίζει από μόνη της αρκετά εμπόδια. Τα πράγματα φαίνεται να
1
Όσα αναφέρονται είναι από το: Ευαγγέλου, Ο. (2008). Η εκπαίδευση μαθητών με ειδικές ανάγκες σε
πολυπολιτισμικές τάξεις: Δυσκολίες, προβληματισμοί, προτάσεις. Παιδαγωγικό Βήμα Αιγαίου. Τεύχος 69 (Ιούλιος-
Σεπτέμβριος), σελ. 43-50.
δυσκολεύουν όταν οι γλωσσικά διαφορετικοί μαθητές εντάσσονται στην ομάδα των Α.μ.Ε.Α.
Μεταξύ των κυριότερων τομέων που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής συμπεριλαμβάνονται και οι
παρακάτω.
Αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η διαπολιτισμική εκπαίδευση έχει τη δυνατότητα να
λειτουργήσει ως ένας αγωγός για την ενίσχυση των εκπαιδευτικών ευκαιριών όλων των μαθητών
και ιδιαίτερα εκείνων με διαπιστωμένες ειδικές ανάγκες (Nieto 1996, Ford 1995, Grossman 1995,
Banks 1993).
Για να είναι επιτυχής η ένταξη των Α.μ.Ε.Α. πρέπει να γίνει σαφές ότι δε θα λειτουργήσει εάν δεν
τη θέλουμε και, εάν τη θέλουμε, πρέπει να εργαστούμε πολύ για να την πετύχουμε. Η επιτυχία
της ένταξης θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις συμπεριφορές των συμμετεχόντων, μεταξύ
των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί και τα στελέχη της εκπαίδευσης, οι γονείς,
αλλά και οι μαθητές.
Όπως υποστηρίζει ο Pedersen (1994), οι εκπαιδευτικοί έχουν την ηθική ευθύνη να αναγνωρίζουν
και να σέβονται τις αξίες και την αξιοπρέπεια των μαθητών με ειδικές ανάγκες και με
διαφορετικό πολιτισμικό/γλωσσικό υπόβαθρο. Η ανάπτυξη της διαπολιτισμικής ικανότητας των
εκπαιδευτικών, όσον αφορά τα Α.μ.Ε.Α. που προέρχονται από ένα διαφορετικό πολιτισμικό
περιβάλλον, πρέπει να στοχεύει σε τρεις τουλάχιστον άξονες: τη συνειδητοποίηση, τις γνώσεις
και τις δεξιότητες.
Οι παραπάνω τρεις άξονες για τους εκπαιδευτικούς των ειδικών τάξεων παρέχουν ένα
εννοιολογικό πλαίσιο για τους εκπαιδευτικούς των τμημάτων ένταξης που αυξάνει την κριτική
συνειδητοποίηση για τον εαυτό τους και τα μέλη διαφορετικών πολιτισμικών/γλωσσικών
ομάδων.
Είναι γνωστό ότι τα σχολεία λειτουργούν ως μικρόκοσμος της κοινωνίας. Αρκετοί δίγλωσσοι
μαθητές ή με ειδικές ανάγκες βιώνουν τα ολέθρια αποτελέσματα της καταπίεσης, που συχνά
οδηγούν στην εγκατάλειψη του σχολείου και τον μετέπειτα κοινωνικό τους αποκλεισμό. Η
παρουσία πολλών δίγλωσσων μαθητών στις ειδικές τάξεις αποτελεί μία δομική ανισότητα που
διαιωνίζει το ρατσισμό και τις προκαταλήψεις απέναντι στα Α.μ.Ε.Α.
Οποιαδήποτε ειλικρινής προσπάθεια που στοχεύει στην κατανόηση της διαφορετικότητας πρέπει
να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της καταπίεσης, του ρατσισμού, της εξουσίας και των προνομίων
ορισμένων ομάδων μαθητών στα σχολεία (Patton 1998, Tatum 1997, Nieto 1996, Banks 1993,
Pine & Hilliard 1990).
Κατά τη διάρκεια του σταδίου συνειδητοποίησης του μοντέλου που εισηγήθηκε ο Pedersen, τα
άτομα αντιμετωπίζουν τις υπονοούμενες εικασίες, τις αξίες και τις πεποιθήσεις τους, όχι ως
ουδέτερες, αλλά μάλλον ως πολιτισμικά καθορισμένες από ένα εννοιολογικό σύστημα που
διαμορφώνει ο τρόπος που αντιλαμβάνονται και βιώνουν τον κόσμο (Whitledge 1994, Sue & Sue
1990).
Η καταπίεση και ο ρατσισμός σε συνδυασμό με τις ειδικές ανάγκες των μαθητών συχνά
δημιουργούν πολλές δυσκολίες στους αλλόφωνους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να
παραμένουν επιφυλακτικοί και συνένοχοι στη διαιώνιση της παραπάνω κατάστασης, η γνώση της
οποίας (στάδιο συνειδητοποίησης του Pedersen) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για όσους
θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους και να επιφέρουν αλλαγές· επιπλέον, πρέπει να
έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες αυτές στις ζωές των
μαθητών τους.
Η κατανόηση του συστήματος αξιών και της γλωσσικής και πολιτισμικής εμπειρίας των
μειονοτικών μαθητών από το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου έχει ιδιαίτερη σημασία.
Οι Kiselica, Chanizi, Cureton και Gridley (1995) τονίζουν ότι μόλις οι εκπαιδευτικοί καταλάβουν τις
προκαταλήψεις τους και αναγνωρίσουν τις δομικές ανισότητες που έχουν επιπτώσεις στους
αλλόφωνους μαθητές, είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να εξετάσουν τις ικανότητες γνώσης. Η
απόκτηση πραγματικών πληροφοριών που αφορούν τις κοινωνικά υποβαθμισμένες ομάδες
συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της διαπολιτισμική ικανότητας.
Το δεύτερο στάδιο πολυπολιτισμικής ανάπτυξης του Pedersen (1994) υποθέτει ότι η γνώση και η
ουσιαστική κατανόηση των διαφορετικών αξιών και απόψεων συμβάλλει στην ενσυναίσθηση και
μπορεί να ενσωματωθεί στις εκπαιδευτικές υπηρεσίες που ωφελούν τους μαθητές με ειδικές
ανάγκες. Η ηθική πρακτική απαιτεί ότι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν το διαφορετικό γλωσσικό
προσανατολισμό των μαθητών τους, των οποίων οι αξίες και οι απόψεις μπορούν να διαφέρουν
από τα μέλη της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Οι αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού συχνά
διαφέρουν από τις μη δυτικές πολιτισμικές αξίες. Παραδείγματος χάρη, ο δυτικός πολιτισμικός
προσανατολισμός προωθεί τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, τη συσσώρευση υλικών αγαθών, το
διαχωρισμό της θρησκείας από τα άλλα μέρη του πολιτισμού και την κυριαρχία της φύσης.
Χαρακτηριστικά αντίθετοι μπορεί να είναι πολλοί μαθητές αφρικανικής καταγωγής, για
παράδειγμα, οι πολιτισμικές αξίες των οποίων δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη συλλογικότητα, τη
συγγένεια και την αναγνώριση, την πνευματικότητα, τη συνεκτικότητα, την αρμονία με τη φύση
και την ολιστική σκέψη (Nobles 1991, Asante 1989).
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν οι εκπαιδευτικοί δεν κατανοούν τον πολιτισμό και τη γλώσσα των
μαθητών τους είναι πιθανό να εκλάβουν διαφορετικά τις απαντήσεις ή τις συμπεριφορές τους.
Όταν οι μαθητές αντιμετωπίζουν ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που διαφέρει εμφανώς από τα
δικά τους βιώματα δοκιμάζουν συχνά μια αίσθηση ασυμφωνίας και αποξένωσης (Darder 1995).
Αυτές οι διαφορές επιδεινώνονται όταν οι μαθητές τιμωρούνται επειδή δεν προσαρμόζονται στα
δυτικά πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς.
Στα σχολεία που προωθούν τις βασικές αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης οι εκπαιδευτικοί
αναγνωρίζουν τα βιώματα, τις δεξιότητες και τις προοπτικές των μειονοτικών μαθητών τους ως
εκπαιδευτικές πηγές και όχι ως εμπόδια. Για να αυξήσουν τις γνώσεις τους για τις διαφορετικές
πολιτισμικές ομάδες, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εξετάσουν την ακριβή ιστορική και εκπαιδευτική
εμπειρία των διαφορετικών φυλετικών και πολιτισμικών ομάδων. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται,
ακόμη, να απεγκλωβιστούν από συμπεριφορές, αντιλήψεις και προσεγγίσεις οι οποίες υιοθετούν
την θεωρία του ελλείμματος. Δεν είναι πλέον επιθυμητό, αποδεκτό ή ακόμα και ηθικό να μένει
κανείς προσκολλημένος μόνο στις αδυναμίες των παιδιών. Σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, οι
διαπολιτισμικά ικανοί εκπαιδευτικοί δίνουν έμφαση στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων των
παιδιών και όχι των αδυναμιών τους. Οι μαθητές δεν μπορούν να μάθουν αποτελεσματικά σε ένα
αφιλόξενο κλίμα, ούτε είναι ηθικά παραδεκτό να υπάρχει ένα τέτοιο αφιλόξενο κλίμα. Σε ένα
διαπολιτισμικό πλαίσιο οι εκπαιδευτικοί δίνουν έμφαση στις ανάγκες των μαθητών τους και
προσπαθούν να δώσουν λύσεις αξιοποιώντας τις προηγούμενες εμπειρίες τους.
Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι πολλοί μαθητές με ειδικές ανάγκες και διαφορετικό γλωσσικό
υπόβαθρο είναι λιγότερο αναλυτικοί και τείνουν να εστιάσουν σε ευρύτερες έννοιες πριν από τις
λεπτομέρειες (Davis 1996, Gollnick & Chinn 1990, Franklin 1992). Έτσι, κάποιοι υποστηρίζουν ότι
υπάρχει έλλειψη συμφωνίας μεταξύ των τρόπων με τους οποίους μαθαίνουν πολλοί γλωσσικά
διαφορετικοί μαθητές και του εκπαιδευτικού προσανατολισμού πολλών προγραμμάτων ειδικής
αγωγής, ιδιαίτερα εκείνων των προγραμμάτων που σχεδιάζονται για μαθητές με πολλαπλές
αναπηρίες.
Σύμφωνα με τους Gersten, Brengelman και Jimenez (1994), η διδασκαλία στην ειδική εκπαίδευση
έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ανάλυση των στόχων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Εντούτοις,
οι μαθησιακές δραστηριότητες που σχεδιάζονται με την ανάλυση των σύνθετων στόχων σε
απλούστερα μέρη, ή που δεν είναι ολιστικής φύσης, μπορεί να μην είναι σύμφωνες με τον τρόπο
με τον οποίο μαθαίνουν πολλοί από τους γλωσσικά διαφορετικούς μαθητές. Οι Hollins και
Spencer (1990) τονίζουν ότι ‘η αποκατάσταση των δυσκολιών που αυτοί οι νεαροί
αντιμετωπίζουν συνήθως αποτελείται από μικρότερα βήματα σε έναν πιο αργό ρυθμό, ο οποίος
περιπλέκει την κατάσταση ακόμη περισσότερο’ (σ. 94-95).
Επιπλέον, στην περίπτωση των μαθητών που προέρχονται από γλωσσικές μειονοτικές ομάδες,
υποστηρίζεται ότι ‘η συμβατική προσέγγιση οικοδόμησης δεξιοτήτων που χρησιμοποιείται στην
ειδική εκπαίδευση είναι ανεπαρκής για την ικανοποίηση των αναγκών των μαθητών από
γλωσσικές μειονοτικές ομάδες, επειδή εμποδίζει τη γλωσσική ανάπτυξη’ (Gersten & Woodward
1994: 317).
Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι μερικές από τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται
για να βελτιώσουν την ακαδημαϊκή ικανότητα των Α.μ.Ε.Α. με διαφορετικό γλωσσικό υπόβαθρο
στην πραγματικότητα επιδεινώνουν τις μαθησιακές τους δυσκολίες. Η παρατήρηση αυτή έχει
ιδιαίτερη βαρύτητα και χρήζει περισσότερης διερεύνησης στο χώρο της ειδικής εκπαίδευσης.
Η επιλογή κατάλληλων στρατηγικών από τους εκπαιδευτικούς της ειδικής αγωγής προκειμένου
να βοηθήσουν τους γλωσσικά διαφορετικούς μαθητές τους αποτελεί μία σύνθετη διαδικασία, η
οποία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
(γ) δραστηριότητες που αξιοποιούν την κίνηση στη διαδικασία της μάθησης και το ρυθμικό
συντονισμό των μαθητών.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η εφαρμογή ενός γενικότερου μοντέλου που στοχεύει στη
συνειδητοποίηση, τη γνώση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων για την προώθηση της διαπολιτισμικής
ικανότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους εκπαιδευτικούς των δίγλωσσων μαθητών.
Κείμενο αναφοράς 2
2
Βλ. Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών
Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
Το Υπουργείο Παιδείας της Ν. Ζηλανδίας το 1988 υπέδειξε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της
χώρας μια σειρά στρατηγικών:
Η εφαρμογή προτάσεων αυτού του είδους από τις σχολικές μονάδες αποσκοπεί στην αποδοχή
της πολιτισμικής ταυτότητας των μαθητών, στην ενθάρρυνση της γλωσσικής τους ανάπτυξης
και του εγγραμματισμού τους στη Γ1. Αποσκοπεί επίσης στην ενθάρρυνση της ενεργού
συμμετοχής των γονέων στη ζωή του σχολείου γενικότερα αλλά και στη ζωή της τάξης.
Το σημαντικό δεν είναι η εφαρμογή ή όχι της μιας ή της άλλης από τις παραπάνω προτάσεις στα
σχολεία μας. Είναι σίγουρο ότι οι περισσότερες από αυτές προσφέρονται και για τις δικές μας
συνθήκες και είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Αυτό που είναι σημαντικό ωστόσο είναι η αποδοχή του
γενικότερου πνεύματος και της φιλοσοφίας που διαπνέει αυτές τις προτάσεις. Στην περίπτωση
της χώρας μας για πολλούς λόγους (π.χ. αραιή παρουσία συγκεκριμένων ομάδων αλλόγλωσσων
μαθητών) μπορεί να μην είναι δυνατόν να υπάρξει διδασκαλία στη μητρική γλώσσα των
μαθητών)*. Ωστόσο (και αυτό είναι ένα κεντρικό μήνυμα από το έργο πολλών φωτισμένων
ερευνητών και παιδαγωγών) ακόμη και μέσα σε ένα μονόγλωσσο γλωσσικό περιβάλλον ο
εκπαιδευτικός μπορεί να μεταδίδει στα παιδιά έντονα μηνύματα ως προς την αξία και τα
πλεονεκτήματα της ανάπτυξης της μητρικής γλώσσας του κάθε παιδιού. Είναι στο χέρι του
εκπαιδευτικού να αποδώσει αξία στην ικανότητα των μεταναστών μαθητών να μιλάνε και μια
άλλη γλώσσα· να κάνει τα παιδιά να αισθανθούν σπουδαία και ξεχωριστά γι’ αυτό που είναι και
για αυτά που μπορούν να κάνουν. Και βέβαια η εφαρμογή οποιασδήποτε από τις παραπάνω
ενδεικτικές προτάσεις μεταδίδει στους μαθητές ένα έντονο μήνυμα σεβασμού προς τη γλώσσα,
τον πολιτισμό τους, τον κόσμο του σπιτιού, την εμπειρία τους. Μια εκπαιδευτική δουλειά σε
τέτοιο πνεύμα και προς αυτή την κατεύθυνση βοηθάει τα παιδιά να δομήσουν στέρεες
ταυτότητες.
*Μπορεί όμως κατά τρόπο ρεαλιστικό να υπάρξει διδασκαλία της μητρικής γλώσσας εκτός
του σχολικού προγράμματος ή και ως μάθημα επιλογής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Tα ζητήματα που αφορούν στη διγλωσσία είναι πολυπαραγοντικά. Η σχετική βιβλιογραφία είναι
τεράστια και μεταξύ των ειδικών διεξάγεται εκτεταμένη, έντονη και με σαφείς πολιτικές
συνεπαγωγές συζήτηση. Ορισμένα απ’ αυτά τα ζητήματα, καίριας σημασίας για την εκπαιδευτική
εργασία, αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του παρόντος σπονδύλου.
Τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο χρόνος που αφιερώνεται για τη διδασκαλία της
μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών παιδιών δεν επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην εκμάθηση
της δεύτερης γλώσσας· αντίθετα, η αποτελεσματική ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στη
μητρική γλώσσα φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει την εννοιολογική βάση για τη
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στη δεύτερη γλώσσα.
Είναι πολύ σημαντικό να προσφέρονται στα παιδιά ευκαιρίες για στήριξη της πολιτισμικής τους
ταυτότητας και τη διατήρηση της γλώσσας τους μέσα από ποικίλες μορφές έκφρασης (μουσική,
τέχνη, δραματοποίηση, κατασκευές). Παράλληλα είναι απαραίτητο να παροτρύνονται τα παιδιά
στο άκουσμα της μητρικής τους γλώσσας ζητώντας τη στήριξη των γονέων, των μεγαλύτερων
παιδιών ή άλλων μελών της κοινότητας που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα (Ντολιοπούλου,
1999).
Τα κίνητρα για τη διατήρηση και ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας του κάθε δίγλωσσου μαθητή
επηρεάζονται από φανερούς κοινωνικούς και συναισθηματικούς παράγοντες. Ωστόσο, φαίνεται
ότι υπάρχουν και καλά τεκμηριωμένα στοιχεία για τα γνωστικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν
από την υιοθέτηση της δίγλωσσης εκπαίδευσης.
Ο σημαντικός αριθμός των ερευνών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη μελέτη
του πολυσύνθετου φαινομένου της διγλωσσίας και της δίγλωσσης εκπαίδευσης έχει οδηγήσει
στην πληρέστερη κατανόηση των μηχανισμών ανάπτυξης των γλωσσικών δεξιοτήτων και της
αλληλεξάρτησης που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των δύο γλωσσών. Η διγλωσσία πλέον
φαίνεται να αποτελεί μια επιθυμητή κατάσταση με θετικές προεκτάσεις σε κοινωνικό,
πολιτισμικό, εκπαιδευτικό και ψυχολογικό επίπεδο. Παρέχει στους δίγλωσσους μαθητές τη
δυνατότητα ανάπτυξης δεξιοτήτων που τους επιτρέπουν να λειτουργούν αποτελεσματικά σε δύο
διαφορετικά μεταξύ τους πολιτισμικά περιβάλλοντα. Επιπροσθέτως, συνεισφέρει θετικά στη
διαδικασία μάθησης και στην ψυχολογική ανάπτυξη των μαθητών, αφού βελτιώνει τη γνωστική
τους ανάπτυξη και ενισχύει την ατομική τους ταυτότητα.
Τέλος, η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας ή η χρήση της ως μέσο διδασκαλίας για τα υπόλοιπα
μαθήματα του Α.Π., εκτός από τα γνωστικά οφέλη που αποφέρει στους δίγλωσσους μαθητές,
μακροπρόθεσμα μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αποφυγή κοινωνικών ή ακόμη και
εθνικών συγκρούσεων.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ελληνόφωνη
Γουδήρας, Β. (2013). Η ενιαία εκπαίδευση. Στο: Α. Νάνου, Μ. Πατσίδου- Ηλιάδου, Α. Γκαράνης & Α.
Χαριοπολίτου, (Επιμ.) Απυση. Από το σχολείο σε μια κοινωνία για όλους. Θεσσαλονίκη: Γράφημα.
Δαμανάκης, Μ. (1998). Η Εκπαίδευση των Παλιννοστούντων και Αλλοδαπών Μαθητών στην Ελλάδα.
Διαπολιτισμική Προσέγγιση. Αθήνα: Gutenberg.
Δαμανάκης, Μ. & Σκούρτου, Ε. (2001). Ζητήματα ορολογίας σχετικά με τη διγλωσσία και τη δίγλωσση
εκπαίδευση. Στο: Μ. Βαμβούκας – Α. Χατζηδάκη (επιμ.) Μάθηση και Διδασκαλία της Ελληνικής ως
μητρικής και ως δεύτερης γλώσσας. Πρακτικά Συνεδρίου 6-8 Οκτωβρίου 2000. Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Αθήνα: Ατραπός, τ. β., σσ. 84-85.
Δραγώνα, Θ. (2007). Οικογένεια και σχολείο. Κλειδιά και αντικλείδια. Αθήνα: ΥΠ.Ε.Π.Θ..
Ευαγγέλου, Ο., Παπαγιάννη, Β., Παπαδόπουλος, Χ. Φλωράτου Μ. (2011). Υλικό Επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικών Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. Αθήνα: ΥΠΔΒΜΘ, ΟΕΠΕΚ.
Ευαγγέλου, Ο. & Παλαιολόγου, Ν. (2007). Σχολικές Επιδόσεις Αλλόφωνων Μαθητών. Εκπαιδευτική
Πολιτική. Ερευνητικά Δεδομένα. Αθήνα: Ατραπός.
Ευαγγέλου Ο. (2003). Η αντιμετώπιση της γλωσσικής διαφορετικότητας στο Νηπιαγωγείο, Περιοδικό
Σύγχρονο Νηπιαγωγείο. Έρευνα - Θεωρία - Πράξη, Τεύχος 34, Ιούλιος-Αύγουστος. Αθήνα: Δίπτυχο, σελ.
12-17.
Ευαγγέλου, Ο. (2002). Οι Γλωσσικές Πολιτικές της Αυστραλίας για τα Παιδιά των
Μεταναστών. Στο: Ε. Τρέσσου, Σ. Μητακίδου, (επιμ.) Η Διδασκαλία της Γλώσσας και των Μαθηματικών:
Εκπαίδευση Γλωσσικών Μειονοτήτων. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σσ. 529-533.
Ιακώβου, Μ. (2014). (επιμ.) Επιμορφωτικός οδηγός. Γενικές αρχές διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης
γλώσσας. Επίπεδα Α1-Β2. Θεσσαλονίκη.
Κουνέλη, Β. (2015). Διδασκαλία και διδακτικό υλικό της ελληνικής γλώσσας. Μια ερευνητική προσέγγιση
σε πολιτισμικά διαφορετικούς ομιλητές. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών.
Μάρκου, Γ. (1999). (επιμ.) Διαπολιτισμική Αγωγή. Σειρά θεωρητικών μελετών και πρακτικών εφαρμογών.
Θέματα Διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής.
Νικολάου Γ. (2000). Ένταξη και Εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών στο δημοτικό σχολείο. Από την
«ομοιογένεια» στην πολυπολιτισμικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Νόμος 1894, άρθρο 45: Τάξεις Υποδοχής και Φροντιστηριακά Τμήματα, ΦΕΚ 1102/27-8-1990.
Ντολιοπούλου Ε. (1999). Σύγχρονες Τάσεις της Προσχολικής Αγωγής. Αθήνα: Τυποθήτω.
Παλαιολόγου, Ν. & Ευαγγέλου, Ο. (2003). Διαπολιτισμική Παιδαγωγική. Εκπαιδευτικές, Διδακτικές &
Ψυχολογικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Ατραπός.
Παλαιολόγου, Ν. (2000). Σχολική Προσαρμογή Μαθητών με δι-πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Διδακτορική
Διατριβή. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Παπαχρήστος, Κ., Παγώνη, Π. (2019). Διαπολιτισμική εκπαίδευση για την ένταξη των
μεταναστών/προσφύγων μαθητών στο ελληνικό σχολείο. Αθήνα (υπό έκδοση).
Σελλά-Μάζη, Ε. (2004). Διγλωσσία και γραμματική ανάλυση. Πρόγραμμα Εκπαίδευσης
Μουσουλμανοπαίδων «Γραμματική και Διδασκαλία: Μελέτες για την εκμάθηση και τη διδασκαλία της
ελληνικής ως ξένης γλώσσας». Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΥΠΕΠΘ.
http://users.uoa.gr/~elesella/BILINGUISM%20AND%20GRAMMATICAL%20ANALYSIS.pdf
Σκούρτου, Ε. (2004). Η γλώσσα της διασποράς και η διασπορά της γλώσσας. Στο: Ρ. Τσοκαλίδου, Μ.
Παπαρούση (επιμ.) Θέματα ταυτότητας στην ελληνική διασπορά, γλώσσα και λογοτεχνία. Αθήνα:
Μεταίχμιο.
Σκούρτου Ε. (1997). Διγλωσσία και εισαγωγή στον αλφαβητισμό. Στο: Σκούρτου Ε. (1997), Θέματα
διγλωσσίας και δίγλωσσης εκπαίδευσης. Αθήνα: Νήσος, σ. 54.
Σταμούλη, Σ., Κάντζου, Β. (2014). Σύντομη εισαγωγή στη διγλωσσία. Στο: Μ. Ιακώβου, (επιμ.)
Επιμορφωτικός οδηγός. Γενικές αρχές διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Επίπεδα Α1-
Β2. Θεσσαλονίκη, σ. 21-42.
Συκαρά, Γ. (2017). Κίνητρα και στρατηγικές εκμάθησης των μαθητών της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας.
Διδακτορική Διατριβή. ΕΚΠΑ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας.
Tριάρχη-Herrmann, Β. (2005). Πολύγλωσσα παιδιά: Η αγωγή τους στην οικογένεια και στο σχολείο.
(Μεταφρ. Κ. Χατζηδήμος). Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.
Τριάρχη – Hermann, B. (2000). Η διγλωσσία στην παιδική ηλικία. Δια ψυχολογική προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg, σσ. 53-54.
Υ.Α. Φ10/20/Γ1/708/7-9-1999. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση-Ίδρυση και λειτουργία Τάξεων Υποδοχής και
Φροντιστηριακών Τμημάτων. ΦΕΚ 1789, τβ΄, 28-9-99.
Υ.Α. Φ2/378/Γ1/1124. Ίδρυση και λειτουργία Τάξεων Υποδοχής και Φροντιστηριακών Τμημάτων. ΦΕΚ 930,
τβ΄, 14-12-94.
Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (1998). Διαθεματικό Ενιαίο
Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών της Ελληνικής Γλώσσας για το Δημοτικό Σχολείο. Στο: www.pi-schools.
gr (προσπελάστηκε 07/09/2011).
Χατζηδάκη, Α. (;). H ανάπτυξη της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας μέσα στις συμβατικές τάξεις. Διαδρομές
στη διδασκαλία της νέας ελληνικής. Διαδρομές στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Κέντρο
Ελληνικής Γλώσσας.
http://www.diapolis.auth.gr/epimorfotiko_uliko/images/pdf/keimena/yliko/enotita_b/zagka.pdf
Xατζηχρήστου, Χ. & Hopf, D. (1991). Προβλήματα Συμπεριφοράς και Σχολικής Επίδοσης Μαθητών
Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών.
Παιδαγωγική Επιθεώρηση. Τεύχος 14-15, σσ. 107-143.
Χρυσαφίδης, Κ. (2001). Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και Διδακτικό Υλικό για το Νηπιαγωγείο και τις πρώτες
τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Πρακτικά 8ου Διεθνούς Συνεδρίου για τη Μάθηση στη Νέα Εποχή.
Σπέτσες 4-8 Ιουλίου 2001.