You are on page 1of 80

ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢

ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

1
ISBN:978-618-5661-05-2

2
ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢

ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

3
4
΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

5Ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ΢ ΜΑΘΗΣΙΚΟ΢ ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΤΓΓΡΑΥΗ΢


ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ

&

4Ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ΢ ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ΢ ΢ΤΓΓΡΑΥΗ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΑΠΟ


ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟΤ΢

ΜΕ ΘΕΜΑ:

«Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΣΗ΢ ΕΛΠΙΔΑ΢»

5
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ - ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ

Web site: http://diktyoparamythia.blogspot.gr

΢ΦΕΔΙΑ΢ΜΟ΢ – ΔΙΟΡΘΩ΢ΕΙ΢-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔΟΠΟΙΗ΢Η:


ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ

Website: http://storytellerdome.blogspot.gr

Έργο εξώφυλλου: Μιζαμίδου Κυριακή

Ηλεκτρονική διεύθυνση: diagonismosparamythiou@gmail.com

Website: https://contestfairytale.wordpress.com/

Ευγενική χορηγία: Α.Ε. Σ΢ΙΜΕΝΣΑ ΣΙΣΑΝ

ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢


ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ISBN: 978-618-5661-05-2

Copyright @2022

6
΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ

ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢


ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

7
8
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

1 «Η Μελωδία της ελπίδας: Σο παιχνίδι των συναισθημάτων» σελ.11

2 «Η μελωδία της ελπίδας» σελ.14

3 «Η μελωδία της ελπίδας: Η Κουκουβάγια Υρανκ» σελ.16

4 «Η μελωδία της ελπίδας: Η επιστροφή της Ελπίδας» σελ.18

5 «Η μελωδία της ελπίδας: Ο Άλλος» σελ.22

6 «Η Μελωδία τησ ελπίδασ: Ένασ αόρατοσ εχθρόσ ςτο σελ.26

δάςοσ»
7 «Η Μελωδία της ελπίδας: Μια διαφορετική φιλία» σελ.29

8 «Η μελωδία της ελπίδας» σελ.33


9 «Η μελωδία της ελπίδας» σελ.37

10 «Η μελωδία της ελπίδας» σελ.41

11 «Η μελωδία της ελπίδας: Η χρυσή φλογέρα» σελ.45


12 «Η Μελωδία της ελπίδας» σελ.49

13 «Η Μελωδία της ελπίδας» σελ.53

14 «Η Μελωδία της ελπίδας: Ματσούκι Ιωαννίνων» σελ.57

15 «Η Μελωδία της Ελπίδας: ένας μυστικός κόσμος κάτω σελ.61


από τα πόδια μας»

16 «Η Μελωδία της ελπίδας: Ο Φρωμπέν των ευχών» σελ.65

17 «Η Μελωδία της ελπίδας: στον παγωμένο ωκεανό» σελ.69

18 «Η Μελωδία της ελπίδας: Ο Άστορ και το φτερό της σελ.73


ελπίδας»

9
10
«Η Μελωδία της ελπίδας: Σο παιχνίδι των συναισθημάτων»

Κάτω από ένα δέντρο, μια μέρα, γεννήθηκαν μια πατάτα και ένα
λουλούδι. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν να μαλώνουν για το
ποιος από τους δύο ήταν ο πιο
έξυπνος.

Λουλούδι: Εγώ είμαι πιο έξυπνο.

Πατάτα: Όχι, Εγώ είμαι.

΢‟ ένα κλαδί του δέντρου καθόταν


ένας νάνος που μασουλούσε και
απολάμβανε τα αγαπημένα του
καρότα, ακούγοντας το καβγά τους.
Ο νάνος πήδηξε από το κλαδί και
τους είπε:

Αυτό λέγεται Εγωισμός!!! Θα


κάνουμε λοιπόν ένα διαγωνισμό
εγωισμού. Όποιος από τους δυο
διηγηθεί τις καλύτερες ιστορίες θα
κερδίσει.

Πατάτα: Εγώ θα κερδίσω!

Λουλούδι: Όχι Εγώ!

Γύρος πρώτος

Λουλούδι: «Κάποτε ήταν ένα κορίτσι που φορούσε ένα πανέμορφο


καπέλο και του άρεσε να θαυμάζει τον εαυτό του στα νερά της
λίμνης. Μια μέρα το καπέλο έπεσε από το κεφάλι του μέσα στη
λίμνη. Ένα ψάρι που κολυμπούσε, άρπαξε το καπέλο, το φόρεσε,
είδε πόσο όμορφο ήταν, το πήρε και έφυγε μακριά.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Θαυμασμός!!!

Πατάτα: «Ένα αγόρι έπαιζε με τη μπάλα του μέσα στο σπίτι. Η


μητέρα του το μάλωνε γιατί φοβόταν μη σπάσει το πολύτιμο βάζο
της. Όσο το μάλωνε, τόσο περισσότερο θύμωνε το αγόρι. ΢το τέλος
θύμωσε τόσο πολύ που πέταξε τη μπάλα επάνω στο ακριβό βάζο.
Σο βάζο έγινε θρύψαλα και το αγόρι άρπαξε τη μπάλα του και
έτρεξε να κρυφτεί.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Θυμός!!!

Γύρος δεύτερος
Λουλούδι: «Μια γάτα βρήκε στο χώμα μια καραμέλα. Πόσο τυχερή
είμαι που βρήκα μια καραμέλα! είπε η γάτα. Όμως το πρόσωπο της

11
σκυθρώπιασε. Πόσο θα ήθελα να είχα παρέα
για να φάμε μαζί την καραμέλα σκέφτηκε.
Έκρυψε την καραμέλα στο χώμα και έφυγε με
σκυμμένο κεφάλι.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Μοναξιά!!!

Πατάτα: «Κάποτε ήταν μια κιθάρα που


τραγουδούσε όμορφες μελωδίες. Δίπλα της ζούσε
ένα μανιτάρι. Κάθε φορά που η κιθάρα
τραγουδούσε, το μανιτάρι στραβομουτσούνιαζε
και την στραβοκοιτούσε. Όλο της έλεγε πόσο
παράφωνη ήταν. Σότε η κιθάρα είπε πως τα τραγούδια τα χαρίζει
όλα σ αυτό. Σο μανιτάρι δεν ξαναγκρίνιαξε ποτέ.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Ζήλεια!!!

Γύρος τρίτος

Λουλούδι: «Ένα παπί ζούσε σε έναν κήπο. Σο παπί δεν περνούσε


ποτέ κάτω από το αμπέλι. Γιατί δεν περνάς ποτέ κάτω από το
αμπέλι; το ρώτησε η φίλη του η χήνα. Γιατί εκεί ζει ένα τέρας και
όσες φορές πέρασα, μου πέταξε πέτρες από ψηλά. Η χήνα γέλασε
δυνατά. Οι πέτρες που σου πέταξε το τέρας είναι τα σταφύλια που
πέφτουν από τα τσαμπιά, είπε η χήνα. Σο παπί πήγε κάτω από το
αμπέλι άρπαξε μια πεσμένη ρόγα και εξαφανίστηκε.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Υόβος!!!

Πατάτα: «Μια χελώνα περπατούσε χαμογελαστή όταν βρήκε πεσμένο


στο δρόμο της ένα ώριμο μήλο. Η χελώνα άρχισε να μασουλάει το
μήλο. Μέχρι που να το φάει ολόκληρο, η χελώνα είχε μεθύσει
από το χυμό του. ΢υνέχισε να προχωράει τραγουδώντας και
γελώντας έτσι που την άκουσε ολόκληρο το δάσος.»

Νάνος: Αυτό λέγεται Φαρά!!!

Ο διαγωνισμός τελείωσε και τώρα είναι


η ώρα του βραβείου. Ο νάνος έβγαλε ένα
κουτί από την τσέπη του και είπε: αυτό
είναι το δώρο του καλύτερου εγωιστή
παραμυθά.

Λουλούδι και Πατάτα: Μα ποιος είναι ο


νικητής;

Ανοίξτε το δώρο και θα καταλάβετε


ποιος είναι ο νικητής είπε ο νάνος και
μ ένα σάλτο ανέβηκε στο κλαδί του.

Όταν άνοιξαν το κουτί βρήκαν μέσα δύο χρυσά κεράσια ενωμένα


με μια κόκκινη πέτρα.

12
Λουλούδι: Σο ένα κεράσι είναι για σένα

Πατάτα: Σο άλλο κεράσι είναι για σένα

Λουλούδι: Μόνο που είναι ενωμένα και δε μπορούμε να τα


χωρίσουμε!

Πατάτα: Θέλεις να γυρίζουμε μαζί στο δάσος και να λέμε τα


παραμύθια μας στους ανθρώπους και τα ζώα;

Έτσι πιάστηκαν από το χέρι και ξεκίνησαν το δρόμο τους.

Αυτό λέγεται Ελπίδα!!! φώναξε ο νάνος από το κλαδί του και


χαμογέλασε ευτυχισμένος.

2° Νηπιαγωγείο Νέας Μαγνησίας Θεσσαλονίκης

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: ΢ταματίου Γεσθημανή

13
«Η μελωδία της ελπίδας»

Σο Παιδί βγήκε από το σπίτι


του και έψαχνε μια
απάντηση…

Δρόμο παίρνει και δρόμο


αφήνει… Ο αέρας φυσούσε.
Σα φύλλα τα πήγαινε βόλτα
στο δάσος. Μόλις είχε ρίξει
την φθινοπωρινή βροχή. Σα
σαλιγκάρια ταξίδεψαν μαζί με
το καβούκι τους. Σο Παιδί τα
παρατήρησε. Πήρε ο αέρας τα
φύλλα και τα πήγε στη
θάλασσα. Σο Παιδί τα
κυνήγησε. Σα ψάρια βρήκαν
τα φύλλα και με αυτά
έφτιαξαν το σπίτι τους.
Έζησαν για πάντα στη
θάλασσα τα φύλλα, μαζί με τα φύκια, τα φύλλα της θάλασσας. Έκαναν
παρέα όλοι μαζί. Σο Παιδί πήγε στη θάλασσα και τα είδε όλα από κοντά.
Βρήκε μόνο ένα μεγάλο κοχύλι σε ολόκληρη την αμμουδιά. Σο πήρε και
το πλησίασε στο αυτί του. Μόνο το κοχύλι ήταν εκείνο που του ψέλλισε
κάτι. «Είναι η φιλία», του είπε το κοχύλι και το Παιδί δρόμο παίρνει και
δρόμο αφήνει.

«Ο καιρός ήταν λες και μόλις είχε χιονίσει και είχαν λιώσει τα χιόνια»,
σκέφτηκε το Παιδί. Θυμήθηκε τον χιονάνθρωπο, που είχε φτιάξει σε ένα
κάποτε ενός κατάλευκου χειμώνα. Ο χιονάνθρωπος αν και φοβόταν ότι
θα λιώσει, καθόταν πάντα αγέρωχος στη θέση του. Σελικά έλιωσε. Έγινε
σκέτο χιόνι, πάγος, νερό. Και το νερό στη συνέχεια πέρασε από ποτάμια,
λίμνες και κατέληξε στη θάλασσα. ΢το πέρασμά του συνάντησε μερικά
σαλιγκάρια. ΢αλιγκάρια στεριάς και σαλιγκάρια θάλασσας. Ακόμα και
αυτά τα σαλιγκάρια, τα δίχως σπίτι. Ναι, γυμνοσάλιαγκες. Σο Παιδί είδε
έναν που έκλαιγε. Ήταν κάποτε
σαλιγκάρι.

Πλέον, είχε σπάσει το καβούκι


του και ο φίλος του, ένα άλλο
σαλιγκαράκι ζήτησε με ευγένεια
από το νερό, που όλο ταξιδεύει,
να φέρει τον μαστροσαλίγκαρο.
Σον βρήκε, τον έφερε και τους
το έφτιαξε. Σο Παιδί τους
θαύμασε. «Είναι η βοήθεια»,
σκέφτηκε.
Δρόμο παίρνει και δρόμο

14
αφήνει. Και συναντάει ένα δέντρο φορτωμένο με πολύ γλυκά φρούτα.
«Σα γλυκά και ζουμερά φρούτα», σκέφτηκε, «είναι τα πιο νόστιμα». Και
θυμήθηκε όλα τα καλοκαιρινά φρούτα. ΢τον κήπο του είχαν φυτέψει το
καλοκαίρι καρπούζια και πεπόνια. Σο καρπούζι και το πεπόνι ήταν οι
καλύτεροι φίλοι. Πάντα ονειρευόντουσαν ένα ταξίδι στον ωκεανό.
Υανταζόντουσαν ατελείωτες παραλίες και αμμουδιές, εκεί που όλοι
έφτιαχναν κάστρα και χαιρόντουσαν τόσο. Είχαν δει εκείνη τη χαρά των
παιδιών από το τάπερ που ήταν το καρπούζι και το πεπόνι. Αν και
φρούτα, σκέφτηκαν να φτιάξουν μία σχεδία. Να φέρουν ξύλα, σχοινί και
μερικά καρφιά. Ονειρεύτηκαν το ταξίδι τους στον ωκεανό. «Είναι το
όνειρο τελικά», σκέφτηκε το Παιδί.

«Είναι απλώς δύο ανοιξιάτικα, ανθισμένα λουλουδάκια».

«Είναι η λιακάδα και ο μπλε


ουρανός!»

«Ένα πικ – νικ σε ένα βουνό


με όλους όσους αγαπώ».

«Σο παιχνίδι».

«Να μαζεύω λουλούδια και


πάνω τους να ρίχνω
χρυσόσκονη».

«Σα δίδυμα αδερφάκια μου».

Μια φωνή διέκοψε τη σκέψη


του…

«Αδερφούλα μου», άκουσε έναν αδερφό πεταλούδα να λέει στην αδερφή


πεταλούδα, «εσύ είσαι η Πρώτη μου Άνοιξη».

«Η Πρώτη μου Άνοιξη…», σκέφτηκε το Παιδί.

«Μου αρκεί που έχω τρία δέντρα, δύο πεταλούδες, τον ουρανό και το
σπίτι μου», είπε το Παιδί στον εαυτό του.

«Καλώς ήρθες στον κόσμο Πρώτη μου Άνοιξη», θυμήθηκε εκείνη τη


μέρα, που η Μητέρα είπε στο Παιδί και το έσφιξε στην Αγκαλιά της.

«Η Δασκάλα μου, η Αδερφή μου και η Μητέρα μου είναι για μένα η
Πρώτη μου Άνοιξη. Είναι τόσο καλές και μου μαθαίνουν όσα θέλω να
μάθω».

Σο Παιδί πλέον είχε τις απαντήσεις του. Μπαίνοντας σπίτι του, φώναξε
χαρούμενο: Είναι η Αγάπη, αυτή είναι η Πρώτη μας Άνοιξη!

Και όλα γύρω έλαμψαν από χαρά…

1ο Νηπιαγωγείο Μαρκόπουλου Ωρωπού


Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: ΢τουπάκη Ελευθερία

15
«Η μελωδία της ελπίδας: Η Κουκουβάγια Υρανκ»

Μύρισε Άνοιξη και εμείς τα παιδιά ντυθήκαμε σαν χελιδόνια.


Πετάξαμε ψηλά και φτάσαμε στο δάσος με τις καστανιές. Μας άρεσε το
δάσος. Ήταν πράσινο, γεμάτο ειρήνη. Εκεί ζούσε μια σοφή κουκουβάγια.
Είχε δυο μάτια γουρλωτά, όπως όλες οι κουκουβάγιες. Είχε όμως και
κάτι διαφορετικό. Κράταγε στις φτερούγες ένα ημερολόγιο.
Σο είχε φτιάξει από φύλλα καστανιάς και το είχε δέσει με πευκοβελόνες.
Υαινόταν να το αγαπά πολύ.
Σην πλησιάσαμε με προσοχή. Δεν θέλαμε να την τρομάξουμε.

“Πως σε λένε;”, τη ρωτήσαμε.


“ Κουκουβάγια Υρανκ”
“ Και πως γράφεις;”
“ Να, μ‟ αυτό το δυνατό φτερό μου!”
“ Φρώματα πού βρίσκεις, μας λες;”
“ Φελιδονόπαιδα, έχω για φίλο το ουράνιο τόξο!
Κοιτώ τον ουρανό, ενώνω τις φτερούγες και του
μιλάω. Υίλε μου, του λέω, κατέβα στη γη. Άπλωσε
τα χρώματά σου πάνω μου. Και σήμερα έχω να
γράψω για πολλεεεές χαρές του δάσους.
Είναι φίλος καλός, μου κάνει το χατίρι. Κατεβαίνει
και μου απλώνει και τα επτά του χρώματα”
“Μα αλήθεια μόνο χαρές έχει αυτό το δάσος;”, τη
ρωτήσαμε.
“Οι καστανιές είναι καλές μαζί μας. Μας
προστατεύουν. Ναι, μόνο χαρές ζούμε, αλήθεια.
Κοιτάξτε!
Σα κοντά χαμομηλάκια, πόσο όμορφα κουνιούνται!
Έχουν ταλέντο στο χορό!
Ση μαργαρίτα που βάφτηκε από τα χρώματα του ποταμού!
Σα φιδάκια που βγαίνουν από τον θάμνο! Μην τρομάζετε. Κάντε ησυχία!
Ακούτε; Σραγουδάνε, σαν να κρατάνε σφυρίχτρες!
Ση χελώνα τη γιγάντια! ΢τέκει στη μέση του δάσους για ώρες και τα
ζωάκια ανεβαίνουν επάνω της για να κάνουνε τσουλήθρα.
Σον ήλιο, τον βλέπετε, όλο προσπαθεί να χωθεί στο δάσος, για να παίξει
κρυφτό με τα σύννεφα.”

Εμείς τα παιδιά μείναμε με το ράμφος ανοιχτό. “ΠΩ ΠΩ απίστευτες


χαρές!”, φωνάξαμε δυνατά.
Με χαρά και ειρήνη μέσα μας, ανοίξαμε και πάλι φτερά. Φαιρετήσαμε
την κουκουβάγια Υρανκ και δώσαμε υπόσχεση του χρόνου να τα
ξαναπούμε.

Πέρασε καιρός. Μια καινούργια Άνοιξη ξαναήρθε.


Ντυθήκαμε πάλι σαν χελιδόνια και τραβήξαμε για το δάσος με τις
καστανιές. ΢του ουρανού το δρόμο ένα πληγωμένο περιστέρι μας
σταμάτησε.

16
“ Υίλοι, αλλάξτε πορεία, γρήγορα.
Σο δάσος με τις καστανιές καίγεται.
Ο ουρανός του μαύρισε. Σα ζωάκια
κλαίνε.”
“ Γιατί, τι συνέβη;”, ρωτήσαμε με
τρόμο.
“ Πόλεμος, Πόλεμος γίνεται!”
“Πόλεμος; Η κουκουβάγια η Υρανκ
ζει; Ξέρεις περιστέρι;”, ρωτήσαμε με
αγωνία.
“ Ζει, μα κρύφτηκε σε φωλιά με
συντροφιά το ημερολόγιο. Υοβάται
πως δεν θα ξαναδεί πια χαρές. Πως το ουράνιο τόξο θα χαθεί.
Κι όλο κλαίει κι όλο λέει δεν υπάρχει ελπίδα.”
“ ΌΦΙ, υπάρχει ελπίδα!” φωνάξαμε εμείς τα παιδιά. “ Θα πρασινίσει το
δάσος και θα έλθουν και πάλι οι χαρές.”
Αμέσως ενώσαμε τις σκέψεις μας για να βοηθήσουμε.
Ένα χοντρούλη σύννεφο μας έδωσε ιδέα. Σο κυκλώσαμε και του είπαμε.
“ Ωραίο συννεφάκι, πες της κυρά-βροχής να σώσει το δάσος με τις
καστανιές. Ο πόλεμος το καίει. Κινδυνεύει.”
“ Λυπάμαι, είπε το σύννεφο. Η κυρά-βροχή κοιμάται βαθιά. Δεν ξυπνάει
εύκολα. Μόνο αν ακούσει ωραίες μελωδίες.”
Κάναμε πρόβες τη φωνή μας. Ενώσαμε τις φτερούγες και φτιάξαμε
τραγούδι. Έμοιαζε με μελωδία, μια μελωδία για την ελπίδα.

“ Μικρά χελιδονόπαιδα στον ουρανό πετάμε


κάτι πολύτιμο ελαφρύ στο ράμφος μας κρατάμε!
Το λεν' ελπίδα, έχει φτερά, σαν λουλουδάκι μοιάζει,
αν το μυρίσεις μια φορά, ο κόσμος μας αλλάζει!
Έλα βροχή, Έλα και μύρισέ το
διψά ειρήνη όλη η γη, Έλα, αγκάλιασέ το! ”

Η κυρά-βροχή άκουσε τη μελωδία και


ξύπνησε. Μύρισε την ελπίδα και με κέφι
έσβησε το κακό. Σο νερό της κατάπιε φωτιές
και φόβους. Η χαρά της Κουκουβάγιας Υρανκ
ήταν μεγάλη. Σο ουράνιο τόξο κατέβηκε
χαμηλά. Άπλωσε χρώματα επτά και η Υρανκ
βούτηξε το φτερό της στο πράσινο χρώμα. Σότε
έγραψε στο ημερολόγιο:

“ ΢ας ευχαριστώ χελιδονόπαιδα! Αυτή την


Άνοιξη δεν θα την ξεχάσω ποτέ, μου μάθατε να ελπίζω! ”

26ο Νηπιαγωγείο Θεσσαλονίκης


Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Σουφεξή Θεοδοσία

17
«Η μελωδία της ελπίδας»

Η επιστροφή της Ελπίδας

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι
που το έλεγαν Ελπίδα. Η Ελπίδα έμενε σε ένα φτωχικό σπίτι με το
μεγαλύτερο αδερφό της, Οδυσσέα και τη μαμά της, Φαρά. Δυστυχώς, ο
πατέρας της οικογένειας είχε χαθεί στον Κορονωπόλεμο που γινόταν για
πολλά χρόνια και δυστυχώς δεν είχε ακόμα τελειώσει…
Ένα συνηθισμένο πρωινό, η Ελπίδα πήγε να ταΐσει τα ζώα της και
να μαζέψει φρέσκα αυγά για να
φτιάξει με τη μαμά της το
πρωινό τους. Αφού έφαγαν το
νόστιμο πρωινό τους η Ελπίδα
πήγε στο σχολείο της.
Μετρούσε τις ώρες η Ελπίδα
για το σχόλασμα… Βιαζόταν να
χτυπήσει το κουδούνι και να
τρέξει στο δάσος, να μαζέψει
λουλούδια για τη μαμά της που
είχε σήμερα γενέθλια.
Μόλις χτύπησε το
κουδούνι για το σχόλασμα η
Ελπίδα άρχισε να τρέχει και
φτάνοντας στο δάσος βλέπει
μια όμορφη, πολύχρωμη πεταλούδα να πετά από λουλούδι σε λουλούδι.
Η Ελπίδα έκοβε, για το μπουκέτο που ήθελε να φτιάξει, όποιο λουλούδι
διάλεγε η όμορφη πεταλούδα. Έτσι, ακολουθώντας την πεταλούδα
βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει μέσα στο δάσος και κοιτώντας γύρω της
τρόμαξε, γιατί δεν θυμόταν πώς να γυρίσει πίσω και
ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει.
Η καημένη η Ελπίδα κάθισε στη ρίζα ενός
δέντρου, έσφιξε στην αγκαλιά της τα λουλουδάκια
και άρχισε να κλαίει. Σότε ξαφνικά είδε ένα φωτεινό
ζουζούνι να πετά γύρω της… αλλά δεν ήταν ζουζούνι
ήταν μια μικρή νεραϊδούλα του δάσους, που είχε
ακούσει το κλάμα της και πήγε να δει ποιος κλαίει.
«Γιατί κλαίς κοριτσάκι» ρώτησε η νεράιδα.
«Φάθηκα στο δάσος ακολουθώντας μια
πεταλούδα. Η μαμά μου έχει σήμερα γενέθλια και
ήθελα να μαζέψω τα ομορφότερα λουλούδια για
δώρο.» είπε η Ελπίδα δακρυσμένη.
«Μην απελπίζεσαι! Έλα μαζί μου!» της είπε η νεράιδα.

18
Άρχισε να ακολουθεί η Ελπίδα την φτερωτή
νεράιδα και έφτασαν σε μια καλύβα.
«Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε και το πρωί θα
βρούμε μια λύση…» της είπε η νεραϊδούλα.
Αμέσως μόλις ξάπλωσε η μικρή Ελπίδα
κοιμήθηκε. Ήταν τόσο κουρασμένη από το περπάτημα
και από το κλάμα είχαν κοκκινίσει τα ματάκια της.
«Κοιμήσου κοριτσάκι.» της είπε η νεράιδα και
κάθισε δίπλα της να την προσέχει.
΢το σπίτι της Ελπίδας επικρατούσε πανικός. Η
μαμά δεν είχε σταματήσει το κλάμα και ο αδερφός της Ελπίδας είχε
γυρίσει όλο το χωριό ψάχνοντάς την, αλλά μάταια.
«Μην κλαις μαμά, αύριο θα την βρω! ΢το υπόσχομαι!» είπε ο
πολυμήχανος αδερφός της Ελπίδας, Οδυσσέας.
Πράγματι, μόλις ξημέρωσε ο Οδυσσέας ξεκίνησε για το δάσος.
Ήταν το μόνο μέρος που δεν είχε ψάξει για την αδερφή του. Μπαίνοντας
στο δάσος άρχισε να φωνάζει το όνομά της, όμως ξαφνικά του ήρθε μια
ιδέα…
«Θα αρχίσω να τραγουδώ το αγαπημένο της τραγούδι!» είπε ο
Οδυσσέας.
Έτσι και έκανε… Όλα τα πουλάκια του δάσους μόλις άκουσαν τη
γλυκιά μελωδία άρχισαν να τραγουδούν κι αυτά! ΢ε όλο το δάσος
ακουγόταν το αγαπημένο τραγούδι της Ελπίδας:

Η όμορφη η μάγισσα
ήταν πονηρή,
πήρε τα λογικά μου
μέσα σε μια στιγμή.

Που λες λοιπόν με γέλασε,


μου πήρε τη φωνή
και τραγουδά καλύτερα
αυτή η πονηρή.

Πήγα και εγώ σε δράκαινα,


μεγάλη και τρανή,
για να μου δώσει λύση
πίσω να πάρω τη φωνή.

Η μάγισσα ανήξερη
καθόταν αραχτή,
χαιρόταν που εγώ
δεν είχα πια φωνή.

Που λες λοιπόν με γέλασε,


μου πήρε τη φωνή

19
και τραγουδά καλύτερα
αυτή η πονηρή.

Της έριξα το φίλτρο


της δράκαινας καυτό
και άρχισε η μάγισσα
να τρέχει σαν λαγός.

Τώρα πια επέστρεψε


σε μένα η φωνή
και είμαι πιο χαρούμενη
από την πονηρή.

Που λες λοιπόν με γέλασες,


μου πήρες τη φωνή,
μα τραγουδώ καλύτερα
εγώ η πονηρή.

Όταν επιτέλους ξύπνησαν η νεράιδα με την μικρή Ελπίδα,


βγήκαν από την καλύβα. Σότε άκουσαν τα πουλιά να τραγουδούν…
«Είναι το τραγούδι μου!» φώναξε η Ελπίδα.
«Πού ξέρουν τα πουλιά το τραγούδι σου;» ρώτησε η νεράιδα και
πέταξε ψηλά σε ένα δέντρο, όπου καθόταν ένα πουλάκι.
«Ποιος σου έμαθε αυτό το τραγούδι;» ρώτησε η νεράιδα το πουλί.
«Ένα αγόρι που το λένε Οδυσσέα.»
απάντησε το πουλάκι.
Η νεράιδα ευχαρίστησε το πουλί και
πέταξε προς την Ελπίδα.
«Ένα αγόρι που το λένε Οδυσσέα
έμαθε στα πουλιά το τραγούδι σου.» είπε η
νεράιδα στην Ελπίδα.
«Είναι ο αδερφός μου!» είπε
χαρούμενη η Ελπίδα.
Άρχισε τότε να περπατά μέσα στο
δάσος η Ελπίδα συντροφιά με τη νεράιδα,
που δεν την είχε αφήσει στιγμή μόνη της.
Ξαφνικά άρχισε να ακούει τη φωνή του
αδερφού της!
«Σρέξε προς το μέρος που ακούγεται
η φωνή του αδερφού σου. Σώρα πια δεν με
χρειάζεσαι.» είπε η νεράιδα στην Ελπίδα.
«΢ε ευχαριστώ πολύ νεράιδα μου!
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!» είπε η Ελπίδα και
άρχισε να τρέχει.

20
Όσο πλησίαζε τον αδερφό της η φωνή του δυνάμωνε… Ξαφνικά ο
Οδυσσέας βλέπει την αδερφούλα του να τρέχει προς το μέρος του. Μόλις
είδαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα χαράς αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
«΢ε βρήκα επιτέλους! Πάμε τώρα στο σπίτι.» είπε ο Οδυσσέας.
΢το δρόμο της επιστροφής η Ελπίδα διηγήθηκε όλη την περιπέτειά
της στον αδερφό της. Υτάνοντας στο σπίτι η χαρά της μαμάς της ήταν
τόσο μεγάλη που την έπνιξε στα φιλιά…
«Εεε! Σι γίνεται;» λέει η Ελπίδα, καθώς πετάγεται από το κρεβάτι
της.
«΢ε φιλούσα για να ξυπνήσεις Ελπίδα μου! Είναι ώρα για το
σχολείο.» της είπε η μαμά.
Σότε η Ελπίδα κατάλαβε πως όλο αυτό ήταν ένα υπέροχο όνειρο!
Αγκάλιασε σφιχτά τη μαμά της και της ευχήθηκε για τα γενέθλιά της,
δίνοντάς της τα πιο γλυκά φιλιά του κόσμου! Η Ελπίδα έπειτα από τόσες
περιπέτειες που είχε ονειρευτεί, είχε βρει και πάλι την ευτυχία.

Δημοτικό ΢χολείο Ξυλαγανής


Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Σσακμακίδου Κρυσταλλένια

21
«Η μελωδία της ελπίδας: Ο Άλλος»

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πόλη ονειρεμένη ζούσαν πέντε φίλοι που
λάτρευαν τη μουσική και τις περιπέτειες. Η Φριστίνα, η Νόρα, η ΢οφία, ο
Πέτρος κι ο Φάρης τραγουδούσαν όμορφα χαρίζοντας ξεχωριστές
μελωδικές στιγμές στους
κατοίκους της πόλης. Η
Φριστίνα έπαιζε υπέροχα
πιάνο, η Νόρα έπαιζε
καταπληκτική κιθάρα, η
΢οφία ηρεμούσε κάθε
άνθρωπο με το φλάουτο, ο
Πέτρος σε ταξίδευε με το
βιολίκαι ο Φάρης σε
ξεσήκωνε με το ακορντεόν.
Σα παιδιά τραγουδούσαν το
αγαπημένο τους τραγούδι
στην κεντρική πλατεία της
πόλης και ολόγυρά τους οι
κάτοικοι κοιτούσαν μαγεμένοι.

Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την ειρήνη


Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ευτυχισμένοι
Οι άνθρωποι μπορούν να αγαπήσουν
Να χτίσουν πύργους, γέφυρες, χωριά.
Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν,
να κάνουν κατορθώματα μοναδικά.

Σότε ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε μέσα από το πλήθος!


«Οι άνθρωποι αυτής της πόλης δεν αξίζουν την ευτυχία!», φώναξε ένα
παράξενο πλάσμα. Ένα μικρό παιδάκι με πολύχρωμα μαλλιά και
κατακόκκινα μεγάλα μάτια πλησίασε απειλητικά τους πέντε φίλους και
τους είπε:
«Κάποτε ζούσα κι εγώ εδώ και αγαπούσα την μουσική όπως κι εσείς. Οι
άνθρωποι της πόλης όμως με έδιωξαν γιατί με θεωρούσαν μάγο!»
Η Νόρα, η πιο θαρραλέα, έσκυψε κοντά του και το ρώτησε:
«Είσαι μάγος; Ποιο είναι το όνομά σου;»
Σο παιδάκι απάντησε:
«Ονομάζομαι Άλλος. Όταν με έδιωξαν ήμουν απλά ένα μικρό παιδί με
όλα τα χρώματα της γης στα μαλλιά μου και το χρώμα της φωτιάς στα
μάτια μου! Ορκίστηκα όμως ότι θα γίνω κακός μάγος και θα σας κλέψω
ότι αγαπάτε περισσότερο, την μουσική σας».

22
Και τότε ξαφνικά, όλα τα όργανα των παιδιών εξαφανίστηκαν! Μαζί τους
χάθηκε κι ο Άλλος.
Η Φριστίνα έβαλε τα κλάματα γιατί το πιάνο της ήταν δώρο από την
μανούλα της. Η ΢οφία έψαχνε παντού το φλάουτό της, ενώ ο Πέτρος και
ο Φάρης είχαν θυμώσει πολύ και τα είχαν βάλει με τους κάτοικους της
πόλης.
«Γιατί έπρεπε να διώξετε τον Άλλο; Επειδή είχε όλα τα χρώματα της γης
στα μαλλιά του και το χρώμα της φωτιάς στα μάτια του;»
Κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει. Και τότε ξαφνικά ακούστηκε μια
χαρούμενη φωνή. Η Φριστίνα κρατώντας ένα χαρτί που είχε αφήσει πίσω
του ο Άλλος φώναξε με ενθουσιασμό:
«Αυτή είναι η λύση στο πρόβλημά μας!»
Και διάβασε δυνατά το μήνυμα.
«Ο Άλλος αγαπάει τη μουσική.
Η μελωδία της ελπίδας είναι μοναδική.
Αγάπη και στοργή θα σου χαρίσει
Σα μαγικά δαμάσκηνα αν αντικρίσει.»
«Μα τι ασυναρτησίες είναι αυτές! Δεν
καταλαβαίνω τίποτα!» φώναξε ο Πέτρος.
«Θα πρέπει να σκεφτούμε προσεκτικά!»
προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Φάρης.
Και τότε η ΢οφία, η πιο σοφή, τους είπε:
«Θα ξεκινήσουμε αμέσως να βρούμε το παιδί που
έχει όλα τα χρώματα της γης στα μαλλιά του και
το χρώμα της φωτιάς στα μάτια του. Θα του
προσφέρουμε δαμάσκηνα κι αυτός θα μας χαρίσει την μελωδία της
ελπίδας και θα μας επιστρέψει τα όργανά μας»
«Μα δεν έχουμε μαγικά δαμάσκηνα!», απόρησε η Νόρα.
«Όλα μπορούν να γίνουν μαγικά όταν πιστεύεις σε αυτά!, φώναξε η
΢οφία που είχε ήδη ξεκινήσει για να τον βρει.
Οι φίλοι της έτρεξαν πίσω της και πέρασαν λαγκάδια και βουνά για να
βρουν τον Άλλο.
Κάποτε κουράστηκαν και αποφάσισαν να ξεκουραστούν κοντά σε ένα
σιντριβάνι. Μια επιγραφή τους έδειχνε πως ονομαζόταν «Σο σιντριβάνι
της ελπίδας». Σα παιδιά θεώρησαν ότι αυτό είναι σημάδι κι ότι ίσως ο
Άλλος να βρίσκεται κάπου εκεί κοντά. Σότε άκουσαν μια αδύναμη φωνή
να τους ζητά βοήθεια. Μια μικροκαμωμένη γριούλα τους ζήτησε να της
βάλουν λίγο νερό από το σιντριβάνι στο κατακόκκινο κύπελλο της. Σα
παιδιά αμέσως έκαναν ότι τους είπε κι εκείνη για να τους ευχαριστήσει
τους έδωσε μια μικρή χάρτινη σακούλα κι εξαφανίστηκε.
Η ΢οφία άνοιξε τη σακούλα και φώναξε με χαρά!
«Σα μαγικά δαμάσκηνα!»
Ο Πέτρος, ο πιο γκρινιάρης, τη ρώτησε:

23
«Και γιατί να είναι μαγικά; Αν τα φάμε θα πάρουμε πίσω τα μουσικά μας
όργανα;»
Η ΢οφία τον αγνόησε και πάλι
ξεκίνησε να τρέχει και οι άλλοι
λαχάνιασαν για να την
προφτάσουν. Όταν σταμάτησε,
βρισκόταν πια μπροστά σε μια
σπηλιά και χωρίς να το
καλοσκεφτεί τους έκανε νόημα
να την ακολουθήσουν!
Ο Φάρης, ο πιο φοβητσιάρης,
της φώναξε:
«Κοίταξε τι γράφει στο βράχο!
Αυτή είναι η ΢πηλιά του
Υόβου! Δεν μου αρέσει
καθόλου αυτό το όνομα!»
Αλλά η Φριστίνα, η πιο
ατρόμητη, τον τράβηξε από το
χέρι και τον οδήγησε μέσα στη
σπηλιά!
΢το βάθος της σπηλιάς
αντίκρισαν μια πύλη και η
΢οφία τους έκανε πάλι νόημα να την περάσουν!
«Κοίταξε τι γράφει στην πέτρα! Αυτή είναι η Πύλη του Μίσους. Δεν μου
αρέσει καθόλου αυτό το όνομα!», φώναξε πάλι ο Φάρης.
Πάλι η Φριστίνα τον τράβηξε και πέρασαν μαζί την πύλη.
Αμέσως αντίκρισαν τον Άλλο να κάθεται σε μια φωτεινή αίθουσα γεμάτη
από μουσικά όργανα!
«΢ου φέραμε τα μαγικά δαμάσκηνα όπως μας ζήτησες», του φώναξε η
΢οφία.
«Σώρα θα πρέπει να μας δώσεις τα μουσικά μας όργανα και να μας
χαρίσεις τη μελωδία της ελπίδας όπως το υποσχέθηκες», είπε ο Φάρης.
Και τότε ο Άλλος αποκρίθηκε:
«Αυτά δεν είναι μαγικά δαμάσκηνα!»
Αλλά η ΢οφία, που ήταν προετοιμασμένη, του απάντησε:
«Αν φας αυτά τα μαγικά δαμάσκηνα, θα αποκτήσεις αμέσως φίλους που
θα σε αγαπούν και θα σε φροντίζουν!»
«Αποκλείεται να γίνει αυτό! Κανείς ποτέ δεν με αγάπησε και δεν με
φρόντισε!», φώναξε θυμωμένα ο Άλλος.
«Δεν έχεις παρά να τα δοκιμάσεις !», τον παρακίνησε ο Πέτρος.
Και τότε ο Άλλος άρχισε να καταβροχθίζει τα δαμάσκηνα σαν να μην είχε
φάει ποτέ στη ζωή του!

24
«Ορίστε, τα έφαγα όλα! Δεν είναι μαγικά αλλά είναι σίγουρα πολύ
νόστιμα!», τους φώναξε ειρωνικά.
Οι πέντε φίλοι τον πλησίασαν και τον αγκάλιασαν όλοι μαζί ταυτόχρονα.
«Εμείς θα είμαστε για πάντα οι καλύτεροί σου φίλοι! Θα σε αγαπάμε και
θα σε φροντίζουμε!», του είπε τρυφερά η Φριστίνα.
Ο Άλλος τους κοίταξε κατάπληκτος και μονολόγησε:
«Σελικά ήταν μαγικά τα δαμάσκηνα! Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα
έβρισκα φίλους!»
Σα παιδιά του υποσχέθηκαν ότι ποτέ ξανά δεν θα αισθανόταν μοναξιά!
Και τότε ο Άλλος τους μοίρασε τις παρτιτούρες για να παίξουν όλοι μαζί
την ωραιότερη μελωδία του κόσμου: «Σην μελωδία της ελπίδας», που
όποιος την άκουγε δεν θα αισθανόταν ποτέ ξανά μοναξιά!

8Ο Δημοτικό ΢χολείο Κηφισιάς

Τπεύθυνοι εκπαιδευτικοί: Φασιώτη Βασιλική,

Γιαννάτου Ελπίδα, Μαυράκη Μελπόμενη

25
Η Μελωδία τησ ελπίδασ: Ένασ αόρατοσ εχθρόσ ςτο δάςοσ»

Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα πυκνό, καταπράσινο δάσος έφτασε
ο χειμώνας. Ήταν ένας διαφορετικός χειμώνας… Σο κρύο και η παγωνιά
ήταν παντού αλλά δεν επηρέαζαν τα χαρούμενα ζωάκια που έπαιζαν και
απολάμβαναν το ένα τη συντροφιά του άλλου. ΢την άκρη του δάσους,
λίγο πιο έξω από τα πελώρια, καταπράσινα έλατα που έμοιαζαν να
χαϊδεύουν απαλά τον ουρανό, μια παρέα παιδιών απολάμβανε το
παιχνίδι στο χιόνι σαν να χόρευε μέσα στο παγωμένο δάσος, λες και μια
όμορφη μελωδία ξεχυνόταν παντού.
Από όλα τα ζωάκια ξεχώριζε για την καλοσύνη και την ηρεμία του
ένας πανέμορφος, μικρός Σρυποκάρυδος, κόκκινος με μπλε πιτσιλιές
στο σώμα του, στεκόταν πάνω σε ένα δέντρο και κοιτούσε φοβισμένος
τους ανθρώπους. Μέσα από τα μεγάλα διάφανα γυαλιά του έτρεμε στην
ιδέα ότι ίσως κάποιοι θα πλησίαζαν και θα κατέστρεφαν το δάσος, όπως
άκουγε συχνά στις ειδήσεις ότι έκαναν οι άνθρωποι.
Κάτω από το ίδιο δέντρο ξεμύτισε ένας γκρίζος λύκος με μεγάλα
κοφτερά δόντια. ΢ε αντίθεση με τον Σρυποκάρυδο αυτός ήταν πονηρός
και ήθελε με κάθε τρόπο να σκέφτεται παγίδες και κακίες για να
αναστατώνει τα άλλα ζώα. Ευτυχώς δεν είδε τον μικρό λαγό που πέρασε
ξυστά από πίσω του με
δύο καρότα στο στόμα
και μπήκε βιαστικά στο
λαγούμι του να κρυφτεί.
Σην προσοχή όλων
των ζώων τράβηξε ένας
δυνατός ήχος από το
δελτίο ειδήσεων του
δάσους. Όλα τα ζώα
στάθηκαν με προσοχή
να ακούσουν τι
σημαντικό θα τους
έλεγε. «Ένας ιός, πιο
τρομαχτικός και από
όλα τα άγρια θηρία μαζί,
που μέχρι τώρα ταλαιπωρεί τους ανθρώπους, εμφανίστηκε και στο δάσος
μας. Ήδη στο νοσοκομείο του πράσινου δέντρου νοσηλεύονται δύο
αρκούδες χτυπημένες από τον Κορονοϊό».
Σα ζώα φοβήθηκαν και αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ, αποφάσισαν
να κάνουν ένα συνέδριο, για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετώπιζαν την
αρρώστια. Κάποια ζωάκια πρότειναν να φοράνε μάσκες μέσα και έξω από
το δάσος, όπως οι άνθρωποι, άλλα σκέφτηκαν να φοράνε γάντια όταν
τρώνε και αποφάσισαν να πάρουν αντισηπτικά για καλύτερη
απολύμανση των χεριών τους.
Ο σκίουρος στον δρόμο για το σχολείο συνάντησε τη μικρή χελώνα.
Είχε αφήσει κάτω τα βιβλία της, δεν αισθανόταν καλά. Είχε πυρετό.
Κάλεσαν γρήγορα ασθενοφόρο και ο γιατρός Ρινόκερος, πολύ
προβληματισμένος, την πήρε βιαστικά στο νοσοκομείο.

26
Πανικός επικράτησε στο δάσος. Κάποια ζώα από τον φόβο τους δεν
αισθάνονταν καλά. Κάποια νόμισαν ότι είναι άρρωστα και ανεβάζουν
πυρετό σαν τη μικρή χελώνα. Κάποια από το άγχος τους δεν μπορούσαν
να αναπνεύσουν και ένιωθαν εγκλωβισμένα. Έτσι η σοφή κουκουβάγια
τους πρότεινε μια πιο δραστική λύση: να κάνουν το εμβόλιο. Με το
εμβόλιο υπήρχε ελπίδα. Θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν τον ιό.
Πράγματι όλα τα ζώα συμφώνησαν και την επόμενη μέρα παρήγγειλαν
πολλά εμβόλια για να
εμβολιαστούν όλα τα
ζώα.
Έτσι, λίγες μέρες
μετά, η τσάντα με τα
εμβόλια έφτασε στο
δάσος αλλά
παραφύλαγε ο λύκος
και πονηρός καθώς
ήταν τα έκλεψε με
στόχο να τα πουλήσει.
Σα ζώα αμέσως
κατάλαβαν ποιος
έκλεψε τα εμβόλια και
μαζί με τον μπαμπά
της μικρής χελώνας
τον έψαχναν και άρχισαν να σκέφτονται τρόπους για να τα πάρουν πίσω.
Έτσι, προσποιήθηκαν τους αγοραστές. Όταν θα έπαιρναν τα εμβόλια, θα
έκλειναν τον ιό στην κορονοϊόπετρα και θα σώζονταν για πάντα από
αυτόν.
Έψαξαν κάθε σπιθαμή του δάσους για να βρουν τον λύκο και την
κρυψώνα του. Αλλά δυστυχώς δεν κατάφεραν να τον βρουν πουθενά. Η
ζωή συνεχίστηκε στο δάσος χωρίς φυσικά η έρευνα για τον κλέφτη λύκο
να σταματήσει. Εξάλλου όπως είπαμε και πριν η μελωδία της ελπίδας
υπήρχε πάντα στο δάσος.
Λίγες μέρες μετά τα μικρά ζωάκια πήγαν με τις μάσκες στο σχολείο
και κάθισαν στα θρανία τους για να ξεκινήσουν το μάθημα. Όση ώρα
περίμεναν τη δασκάλα τους, είδαν έναν νέο μαθητή να μπαίνει στην
τάξη. Η μάσκα που φορούσε δεν τους άφηνε να δουν τι ζωάκι ήταν. Σο
μόνο που τους έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η μεγάλη τσάντα που
κρατούσε και άφησε δίπλα στο θρανίο καθώς κάθισε.
Σο κουδούνι χτύπησε και όλα τα ζώα σηκώθηκαν για να βγουν στο
προαύλιο για το μάθημα της γυμναστικής. Ο μικρός Σρυποκάρυδος, με
τον λαγό και τον σκίουρο έμειναν πίσω στην τάξη και σιγοψιθύριζαν...
-Είδατε τη μεγάλη μουσούδα του καινούργιου μαθητή; ρώτησε ο
σκίουρος.
-Έχει και μεγάλα κοφτερά δόντια! ΢ε ένα σημείο η μάσκα του είχε
κοπεί και βγήκε έξω ένα, παρατήρησε ο Σρυποκάρυδος.
-Και το πυκνό τρίχωμα κάτι μου θυμίζει, είπε με βεβαιότητα ο
λαγός.
-Νομίζω κατάλαβα ποιος είναι ο καινούργιος μαθητής μας!
αναφώνησε ο Σρυποκάρυδος. Είναι ο λύκος!

27
-Προτείνω να ανοίξουμε την τσάντα του, είπε ο λαγός. Αν μέσα είναι
τα εμβόλια, θα είμαστε σίγουροι.
Πράγματι άνοιξαν τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα και μέσα είδαν
αμέτρητα μπουκαλάκια, την πήραν και πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο.
Εκεί πολλά ζωάκια είχαν ανάγκη το φάρμακο. Ο λύκος όταν κατάλαβε
ότι τα ζωάκια τον κατάλαβαν, εξαφανίστηκε βιαστικά.
Σα ζωάκια έκαναν όλα το εμβόλιο και όσα ήταν άρρωστα στο
νοσοκομείο θεραπεύτηκαν. Όταν όλα είχαν τελειώσει όλα τα ζωα
οργάνωσαν μια γιορτή μέσα στο δάσος, για να ευχαριστήσουν τον
Σρυποκάρυδο, τον σκίουρο και τον λαγό. Γέμισαν μια πισίνα με
λαμπιόνια, έφτιαξαν έναν μπουφέ με τούρτες και λιχουδιές και άρχισαν
τον χορό για να γιορτάσουν τη σωτηρία τους από τον κορονοϊό.
Όσο για τον πονηρό λύκο, μην νομίζετε ότι κατάφερε να τους
ξεφύγει… Κόλλησε κορονοϊό και γύρισε στο δάσος παρακαλώντας τα ζώα
να τον συγχωρήσουν και να τον δεχτούν πίσω. Σα ζώα φυσικά τον
δέχτηκαν και τον βοήθησαν να γίνει καλά.
-Γιατί το έβαλες στα πόδια και έφυγες από την οικογένειά μας; τον
ρώτησε κάπως αυστηρά η σοφή κουκουβάγια.

-Σο μετάνιωσα! ΢υγχωρείστε με, όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια
για να τρέχει! απάντησε εκείνος με σκυμμένο το κεφάλι. Τπάρχει ελπίδα
να με δεχτείτε πάλι πίσω;
Σα ζώα όλα τον αγκάλιασαν και τον δέχτηκαν πίσω. Η μελωδία της
Ελπίδας, της σκαντζοχοιρίνας που έπαιζε κιθάρα, τα έκανε να σηκωθούν
και να χορέψουν μαζί με τον λύκο έναν ατελείωτο χορό.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ένα είναι το μήνυμα της ιστορίας μας: Η ελπίδα υπάρχει παντού
και κυρίως εκεί που υπάρχουν παιδιά. Και αν είστε τυχεροί και είναι
κοντά και η Ελπίδα η σκαντζοχοιρίνα, ακόμα καλύτερα, γιατί θα
μπορέσετε να χορέψετε και εσείς στη μελωδία.
Αρκεί να το πιστέψετε!

10ο Δημοτικό ΢χολείο Καστοριάς

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Ράπου Μαρία

28
«Η Μελωδία της ελπίδας:Μια διαφορετική φιλία»

Ήταν Αύγουστος! Πέρασαν δυο μήνες από τότε που οι χελώνες


Καρέτα Καρέτα γέννησαν τα αυγά τους στην παραλία του μικρού νησιού.
Ήταν καιρός να σπάσουν και να βγουν τα μικρά χελωνάκια. Θα
κατάφερναν όμως να φτάσουν στη θάλασσα;
Κάθε χρόνο είχαν το ίδιο πρόβλημα: Η επίθεση των γλάρων!
Οι γλάροι κατοικούσαν
στον παλιό φάρο της
παραλίας. Πρωί πρωί
ξεκίνησε το συνέδριο τους.
Ήξεραν ότι από μέρα σε μέρα
θα εμφανίζονταν τα
χελωνάκια και ήταν για
αυτούς ωραίος μεζές, γι‟ αυτό
έπρεπε να συζητήσουν για
την επίθεση. Αφού
μαζεύτηκαν όλοι ο αρχηγός
τους είπε: «Πρέπει να αποφασίσουμε ποια ομάδα θα κάνει την επίθεση».
Κανείς δεν απάντησε. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή! Ήταν ο Σέρης, ο
μικρός γλάρος με τις μαύρες και καφετιές βούλες στα φτερά, που δεν
είχε ξαναπιάσει ποτέ χελωνάκι. «Εγώ θα πάω μόνος μου!» φώναξε με όλη
του τη δύναμη! «Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει!», είπε αποφασισμένος.
Είτε πιάσει ένα, είτε δύο, είτε τρία ευχαριστημένος θα ήταν! «Εγώ θα σε
ακολουθήσω», είπε ο κολλητός του φίλος ο ΢πάικ, μαζί και με άλλους
γλάρους.
Σις επόμενες μέρες, ο Σέρης καθόταν μαζί με την ομάδα του και
περίμεναν πάνω σε ένα δέντρο μέχρι να εμφανιστούν τα χελωνάκια. Σα
αυγά είχαν σπάσει από μέρες και ήταν η ώρα να βγουν στη θάλασσα.
Αυτά όμως, άκουσαν τις κραυγές πάνω στον ουρανό και άρχισαν να
φοβούνται. Μια μικρή χελώνα η Καίτη με τη μαύρη βούλα στο καβούκι
της που ήταν πολύ έξυπνη σκέφτηκε μια λύση για να σωθούν. Πρότεινε
στα άλλα χελωνάκια να τρέξουν προς την παραλία κάτω από την άμμο

29
ώστε να μην τους καταλάβει ο εχθρός. Έτσι κι έκαναν. Ο Σέρης περίμενε
να δει πότε θα εμφανιστούν τα χελωνάκια για να δώσει το σύνθημα της
επίθεσης αλλά αυτά κόντευαν να φτάσουν στη θάλασσα ανενόχλητα.
Όμως ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά τους ένας μεγάλος κάβουρας. Σα
χελωνάκια τρόμαξαν κι άρχισαν να τρέχουν από εδώ κι από κει. Οι
γλάροι όρμησαν μόλις τα είδαν! Αυτά όμως κατάφεραν να φτάσουν στη
θάλασσα και να σωθούν. Όλα εκτός από ένα. Η μικρή χελώνα η Καίτη
από τη βιασύνη της κύλισε
μέσα σε μια πλαστική
σακούλα. Πάλευε να
βγει αλλά δεν τα
κατάφερνε. Ο ΢πάικ την
είδε και άρπαξε τη
σακούλα ψηλά. Ο Σέρης
που παρακολουθούσε τη
χελώνα να παλεύει μέσα
στη διάφανη σακούλα τη
λυπήθηκε και αμέσως την
άρπαξε από τον φίλο του
και την άφησε πάνω σε έναν βράχο. Η Καίτη τον παρακαλούσε: «Μη με
φας, άσε με ελεύθερη!» Ο Σέρης ένιωσε τον φόβο και την αγωνία της
Καίτης και άρχισε με τα νύχια του να σκίζει τη σακούλα. Η Καίτη βγήκε
από τη σακούλα σχεδόν λιπόθυμη. «΢ε ευχαριστώ που με έσωσες. Έχεις
μεγάλη καρδιά! Μακάρι κάποια μέρα να μπορέσω κι εγώ να σε βοηθήσω
σε κάτι!» του είπε γεμάτη ευγνωμοσύνη. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ! Με λένε
Καίτη. Εσένα;» τον ρώτησε. « Είμαι ο Σέρης και χαίρομαι που είσαι καλά!
Υεύγω τώρα…» είπε και τη χαιρέτησε.
΢τον παλιό φάρο τον περίμεναν οι άλλοι γλάροι θυμωμένοι. Ήταν
η πρώτη φορά που δεν κατάφεραν να πιάσουν ούτε ένα χελωνάκι. Είχαν
μάθει ότι ο Σέρης αντί να βοηθήσει την ομάδα του, έκλεψε απ‟ τον ΢πάικ
το μοναδικό χελωνάκι που μπόρεσε να πιάσει με σκοπό να το σώσει. Ο
αρχηγός το μετάνιωσε που του εμπιστεύθηκε την επίθεση. Θύμωσε τόσο
πολύ που αποφάσισε να τον διώξει από τον φάρο.

30
Ο Σέρης ήταν πληγωμένος που τον έδιωξαν. Δεν μετάνιωσε όμως
ποτέ για αυτό που έκανε. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να τρώνε τα
χελωνάκια πριν καλά καλά προλάβουν να βγουν από τα αυγά τους και
να φτάσουν στη θάλασσα! Έπρεπε κι αυτά να ζήσουν! Άλλωστε η
θάλασσα είχε τροφή για όλους! Πίστευε ότι κάποια μέρα οι γλάροι θα τον
καταλάβουν και θα τον δεχτούν πίσω. Δεν έχανε την ελπίδα του!
Ο καιρός περνούσε και η απογοήτευσή του μεγάλωνε! Μια μέρα ο
Σέρης στην προσπάθειά του να πιάσει ένα ψάρι για να φάει μπλέχτηκε
στα δίχτυα που είχε απλώσει ένας ψαράς. Πάλευε πολλή ώρα για να

ξεφύγει αλλά δεν τα κατάφερνε. Έβγαζε κραυγές αλλά κανείς γλάρος δεν
τον άκουγε. Σον άκουσε όμως η Καίτη που κολυμπούσε εκεί κοντά.
Αμέσως αναγνώρισε τον γλάρο με τις καφετιές και μαύρες βούλες στα
φτερά, που κάποτε την είχε σώσει. Φωρίς να χάσει χρόνο φώναξε τα
αδέρφια της και κολύμπησαν γρήγορα γρήγορα προς τον γλάρο. Ήταν
αποφασισμένη να τον σώσει. Μαζί με τις άλλες χελώνες άρχισαν να
δαγκώνουν τα δίχτυα και να τα σκίζουν. «Μην ανησυχείς Σέρη θα σε
ελευθερώσουμε κάνε κουράγιο!» του είπε παλεύοντας με τα δίχτυα. ΢ιγά
σιγά κατάφεραν να ελευθερώσουν τον Σέρη. Όμως είχαν τραυματιστεί τα
φτερά του και δεν μπορούσε να πετάξει. Η Καίτη του είπε να ξαπλώσει
στο καβούκι της και έτσι τον μετέφερε στην άκρη της παραλίας στον ίδιο
βράχο όπου κι αυτός την είχε σώσει.
Οι μέρες περνούσαν και η Καίτη με τον Σέρη έγιναν αχώριστοι
φίλοι. Σου έφερνε μικρά ψαράκια για να φάει, γιατί ο ίδιος δεν
μπορούσε να πετάξει ακόμη και να βρει την τροφή του. Σα χελωνάκια
31
έγιναν οι καινούριοι του φίλοι. ΢ιγά σιγά τα φτερά του έγιναν καλά και
άρχισε να πετάει. Έκαναν τρελά παιχνίδια μαζί. Ανέβαινε στο καβούκι
της Καίτης, αυτή κολυμπούσε με ορμή και ο Σέρης άνοιγε τα φτερά του
και πετούσε ψηλά.
Ο κολλητός του φίλος, ο ΢πάικ, είχε δει τι είχε συμβεί στον Σέρη
και πώς τον βοήθησαν οι χελώνες. Σου έλειπε πολύ ο φίλος του και
αποφάσισε να το πει στον αρχηγό των γλάρων. Αυτός έκανε ένα συνέδριο
και αφού ο ΢πάικ τους είπε όλα όσα είχαν συμβεί αποφάσισαν όλοι μαζί
να δεχτούν ξανά στην ομάδα τους τον Σέρη. Σου ζήτησαν συγνώμη και
του υποσχέθηκαν ότι πλέον δεν θα ξαναεπιτεθούν στα χελωνάκια.
Σα χελωνάκια και οι γλάροι έγιναν καλοί φίλοι και βοηθούσαν ο
ένας τον άλλον.

32ο Δημοτικό ΢χολείο Βόλου

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Μακρυγιάννη Ελένη

32
«Η μελωδία της ελπίδας»

΢ε μια μακρινή χώρα, πριν μερικά χρόνια, υπήρχε μια πόλη


παραμυθένια. Ήταν πάντα ηλιόλουστη και φωτεινή και οι κάτοικοί της
ήταν χαμογελαστοί, ευδιάθετοι κι ευγενικοί.
Σην πόλη προστάτευε μια καλόκαρδη νεράιδα που την έλεγαν
Μελωδία. Σριγυρνούσε ανάμεσα στους κατοίκους και σκορπούσε τη
χαρά της μουσικής. Είχε πάντα κοντά της ένα μαγικό φλάουτο με το
οποίο έπαιζε μουσική απαλύνοντας τον πόνο των κατοίκων και
ζωντανεύοντας την ελπίδα μέσα τους.
Μια νύχτα εμφανίστηκε στην είσοδο της πόλης ένας μάγος. Δεν
ήταν οποιοσδήποτε. Πριν χρόνια έμενε στην πόλη ένα αγόρι με μαγικές
ικανότητες που μισούσε τη μουσική και προσπαθούσε με ξόρκια να
κάνει τη νεράιδα να χάσει τις δυνάμεις της. Αλλά οι κάτοικοι της πόλης
ανακάλυψαν τις προθέσεις του και τον εξόρισαν για πάντα. Αυτό το αγόρι
επέστρεψε πιο ισχυρό και αποφασισμένο να εφαρμόσει το σχέδιό του και
να εκδικηθεί τους κατοίκους γι‟ αυτό που του έκαναν.
Αφού ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο της πόλης σκόρπισε παντού
μια μαγική σκόνη που υπνώτισε μεμιάς όλους τους κατοίκους, μαζί και
τη νεράιδα Μελωδία. Σότε κατευθύνθηκε προς το μέρος που έμενε η
νεράιδα. Ανενόχλητος άρπαξε το μαγικό φλάουτο και εξαφανίστηκε
χωρίς να τον πάρει
κανείς είδηση.
Η μέρα που
ξημέρωσε στην
παραμυθένια πόλη
ήταν διαφορετική
από τις άλλες. Οι
κάτοικοι ήταν
θλιμμένοι και τους
διακατείχε ένα
αίσθημα φόβου
πρωτόγνωρο.
Ένα μικρό
κορίτσι, η Ελπίδα,
παρατήρησε αυτή
την αλλαγή και
αναστατώθηκε
πολύ. Προσπάθησε
να βρει την αιτία για
την κατάσταση που
επικρατούσε. Μα φυσικά! Η νεράιδα έλειπε. Ση μέρα εκείνη η Μελωδία
δεν εμφανίστηκε καθόλου στην πόλη, ούτε ακούστηκε το μαγικό της
φλάουτο.
Αμέσως κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Μελωδίας. ΢το δρόμο της
είδε ξαφνικά κάτι να γυαλίζει και της τράβηξε την προσοχή. Πλησίασε
και είδε ένα βαζάκι με μια παράξενη σκόνη. Ανησύχησε πολύ και το
πήρε μαζί της για να το δείξει στη νεράιδα.

33
Όταν έφτασε στο σπίτι της Μελωδίας, χτύπησε την πόρτα, αλλά
κανείς δεν της άνοιγε. Πλησίασε σε ένα παράθυρο για να προσπαθήσει
να δει τι γίνεται μέσα. Η νεράιδα ήταν στο κρεβάτι της και έμοιαζε
εξασθενημένη.
Για καλή της τύχη το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο και μπήκε μέσα.
Πλησίασε τη νεράιδα και προσπάθησε να τη συνεφέρει. Η νεράιδα είπε
με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει στην Ελπίδα:
- ΢ε ευχαριστώ που ήρθες να με βοηθήσεις. Φρειάζομαι το φλάουτο.
Είναι κάπου εδώ δίπλα μου.
- Δεν το βλέπω πουθενά, απάντησε η Ελπίδα ενώ έψαχνε σε όλο το
δωμάτιο.
Σότε η νεράιδα τα συνδύασε όλα και συνειδητοποίησε ότι το
φλάουτο έλειπε. Περιέγραψε στην Ελπίδα το όνειρο που νόμιζε ότι είδε,
δηλαδή κάποιον να μπαίνει στο σπίτι της και να της παίρνει το φλάουτο.
Η Ελπίδα θυμήθηκε το βαζάκι που είχε στην τσέπη της. Σο έβγαλε
και το έδειξε στη νεράιδα. Αυτή κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται για
υπνόσκονη και σκέφτηκε εκείνο το αγοράκι που τώρα θα έχει μεγαλώσει
και θα έχει γίνει μάγος.
- Ελπίδα, υπάρχει τρόπος να ξαναγίνουν όλα όπως ήταν. Θα πρέπει
να βρεις το φλάουτο και να μου το φέρεις πίσω. Θα πας στο
μαγικό βουνό και θα συναντήσει τον σοφό νάνο. Αυτός θα σου πει
τι να κάνεις.

Φωρίς δεύτερη σκέψη η Ελπίδα ξεκίνησε για το μαγικό βουνό.


Πέρασε βουνά, ποτάμια και πεδιάδες μέχρι να αντικρύσει το μαγικό
βουνό. Εύκολα το ξεχώριζε κανείς, αφού ήταν στο τέλος του ουράνιου
τόξου.
΢το τέλος του δρόμου της υπήρχε μια σπηλιά. Παρά το γεγονός ότι
η σπηλιά έμοιαζε τρομακτική, η Ελπίδα ατρόμητη όπως ήταν, μπήκε
μέσα. Εκεί την περίμενε ο σοφός νάνος, ο οποίος είχε μαγικές
ικανότητες και ήξερε για τον ερχομό της, όπως ήξερε και για την
αποστολή της. Αμέσως της είπε ένα τραγούδι μαγικό και τρυφερό.
- Ξέρω γιατί είσαι εδώ, κοριτσάκι μου καλό.

34
Έλα να σου πω ένα μυστικό για να βρεις τον μάγο τον κακό.
Ο μάγος είναι στο βουνό το σκοτεινό.
Έναν χάρτη θα σου δώσω εγώ για να βρεθείς εκεί στο λεπτό.
Δράκο θα έχεις μαζί σου καλό.
Θα τον έχεις βοηθό και θα σε κερνά και παγωτό ζεστό.
Έφυγε αμέσως η Ελπίδα παρέα με τον δράκο και τον χάρτη για το
σκοτεινό βουνό. ΢τον δρόμο της συνάντησε πολλά εμπόδια, όπως το
λιβάδι των φαγολούλουδων και το δάσος των στροφοβόλων μανιταριών.
Ευτυχώς είχε μαζί της τον δράκο που με τις συμβουλές τους και τις
ικανότητές του την βοήθησε να τα ξεπεράσει.
Μετά από αρκετές περιπέτειες, έφτασαν στο σκοτεινό βουνό.
Ακολούθησαν τις οδηγίες του χάρτη και βρήκαν το κάστρο του κακού
μάγου. Αλλά δεν ήταν εύκολονα μπουν μέσα, γιατί ήταν
περιτριγυρισμένο από οπλισμένους φρουρούς που το φύλαγαν.
Φρησιμοποίησαν, τότε, την υπνόσκονη που είχε στην τσέπη της η
Ελπίδα. Αμέσως όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο και η Ελπίδα με τον δράκο

μπήκαν μέσα.
Ο μάγος, όμως, τους είδε και προσπάθησε να φύγει από ένα
παράθυρο. ΢την προσπάθειά του αυτή, έπεσε και χτύπησε το πόδι του.
Όταν έφτασαν ο δράκος και η Ελπίδα, είδαν το μάγο χτυπημένο.
Αμέσως, σκέφτηκαν ότι χρειάζεται βοήθεια και χωρίς να τους νοιάζει αν
είναι καλός ή κακός, τον έβαλαν στην πλάτη του δράκου, πήραν το
φλάουτο και ξεκίνησαν για την πόλη τους.
Κατευθύνθηκαν στο σπίτι της νεράιδας, όπου του πρόσφεραν
πρώτες βοήθειες. ΢υζήτησαν αρκετά μαζί του, κατάλαβαν ότι δεν είναι
τόσο κακός όσο ήθελε να δείχνει, αλλά τον πείραζε πολύ που δεν είχε
φίλους και ήταν μόνος του.
Αμέσως η νεράιδα, ο μάγος και η Ελπίδα ανέβηκαν στο πιο ψηλό
σημείο της πόλης, κάλεσαν τους κατοίκους, τους εξήγησαν τι είχε συμβεί

35
και ανακοίνωσαν σε όλους ότι ο μάγος θα είναι κομμάτι της πόλης τους
και όποτε τον χρειαστούν θα είναι δίπλα τους.
Όλοι μαζί, τότε, τραγούδησαν τη μελωδία της ελπίδας...
«Μόνος δεν είναι κανένας σ‟ αυτή την πόλη τη μαγική
και όποιος μας χρειαστεί θα είμαστε πάντα εκεί.
Ο μάγος ο μοχθηρός έγινε πια πολύ καλός,
τους φίλους του αγαπάει και ποτέ δεν τους ξεχνάει.
Για το καλύτερο ελπίζουμε πάντα…
ζήσαν αυτοί πολύ καλά κι εμείς γίναμε μπάντα.»

3ο Δημοτικό ΢χολείο Καρπενησίου


Τπεύθυνοι εκπαιδευτικοί: Τζιοβάρα Θεοδώρα,

Χατζηζαχαρίου Ιωάννα

36
Η Μελωδία της Ελπίδας

Μια φορά κι έναν καιρό όχι μακριά από δω, σ‟ ένα όμορφο νησί
γράφτηκε ιστορία μαγική.
Ήταν το πρώτο κουδούνι εκείνης της ημέρας και στην αυλή του
μουσικού σχολείου βούιζε ο τόπος από τις παιδικές φωνές, τα
τρεχάματα, τις μελωδίες… Ευτυχία, παιχνίδι και τεράστια χαμόγελα να
δουν τα μάτια σας!
Μέσα σ‟ αυτό το ξεφάντωμα, πρώτη και καλύτερη η παρέα της τρίτης
τάξης. Ύστερα από ένα καλοκαίρι, γεμάτο παιχνίδια στη θάλασσα και
θεόρατα κάστρα στην άμμο, είχε φτάσει η στιγμή που η αίθουσα του Γ‟3
θα πλημμύριζε ξανά απ‟ τις όμορφες αρμονίες.
Η Ντο διέσχιζε τον διάδρομο του δεύτερου ορόφου, παίζοντας φλάουτο.
Οι δύο μακριές πλεξούδες της ακολουθούσαν τον ρυθμό της μελωδίας.
Αμέσως, η Μι, κρατώντας στο χέρι της ένα λαχταριστό και πολύχρωμο
ντόνατ έτρεξε κοντά της και τα γαλανά μάτια της έλαμψαν από χαρά.
- Πού είναι τα…
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, πετάχτηκαν μπροστά της γελώντας η Υα
και η ΢ι.
- Πάμε στην τάξη!, είπε η ΢ι, καθώς η Υα της τραβούσε την κοτσίδα.
- Υύ-γα-μεεεεεε!!!, φώναξαν ρυθμικά και μπήκαν σαν σίφουνες μες
στην αίθουσα.
Η Ρε, φορώντας τα αγαπημένα της κόκκινα παπούτσια, κούρδιζε τη
βιόλα παρέα με τη ΢ολ, το πρώτο βιολί, και η Λα χάιδευε τις χορδές της
άρπας για να κάνει ζέσταμα.
- ΢ηκωθείτε! Ήρθε η ώρα!, ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή πίσω από
το πιάνο.
Ξάφνου ξεπρόβαλε η Λι, το κλειδί!

- Ένα-δύο-τρία-τέσσερα…
Η αίθουσα έλαμψε και οι λέξεις έγιναν γλυκές μελωδίες. Όταν έπαιζαν
ένιωθαν δυνατές. Σαξίδευαν στον δικό τους κόσμο με μεγάλα παλάτια

37
που μέσα στήνονταν χοροί με πρίγκιπες, βασιλοπούλες και πάρα
πολλούς καλεσμένους.
Ήταν πιο έτοιμες από ποτέ για την καθιερωμένη ετήσια σχολική
συναυλία. Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν αρμονικά και με
allegroδιάθεση. Η μεγάλη ημέρα έφτασε, αλλά παντού επικρατούσε
αναστάτωση. Μια νέα μαθήτρια είχε φτάσει στο σχολείο. ΢ε κάθε γωνιά
ακούγονταν ψίθυροι. «Έρχεται!», «Από πού;», «Ποια;», «Σην είδατε;». Σα
κορίτσια περίμεναν κρυμμένα δίπλα στην αυλόπορτα για να δουν τη νέα
μαθήτρια. Και τι να δουν! Ήταν ένα κορίτσι με άγρια, σγουρά, μαύρα
μαλλιά και έντονα μεγάλα σκούρα μάτια. Σο βλέμμα της ήταν
τρομαγμένο και το
πρόσωπό της
σουφρωμένο. Σα
κορίτσια ανέβηκαν
τρέχοντας τις σκάλες
και μπήκαν
αλαφιασμένες μες στην
τάξη, κλείνοντας
δυνατά πίσω τους την
πόρτα.
Μετά από λίγα λεπτά η
διευθύντρια μπήκε
στην αίθουσα και
παρουσίασε το νέο
μέλος της ορχήστρας,
τη Μινόρε. ΢το δεξί της
χέρι κρατούσε ένα παράξενο όργανο με χορδές.
- Ήρθε κοντά μας από μακριά και θέλω να παίξει απόψε μαζί σας!,
τις είπε η διευθύντρια.
- Από πού ήρθε;, ρώτησε η ΢ι.
- Σαξίδεψε απ‟ τη χώρα της Ερήμου που αγαπούν τη μουσική! Μέσα
σε μία βάρκα έφτασε στη χώρα της Γαλάζιας Θάλασσας και μετά
στο νησί μας!, απάντησε κι έφυγε απ‟ την τάξη.
Σα κορίτσια πλησίασαν τη Μινόρε κι αυτή σκύβοντας το κεφάλι έκανε
ένα βήμα πίσω.
- Γιατί δε μιλάς; Μήπως φοβάσαι;, ρώτησε η ΢ολ.
- Θέλουμε μόνο να γίνουμε φίλες!, είπε η Υα.
- Πάρε ένα σοκολατάκι να γλυκαθείς!
- Δεν το πιστεύω Μι! Σης δίνεις από τα γλυκά ΢ΟΤ; Ούρλιαξε η Λα
κι έπεσε από την καρέκλα της!
Η Μινόρε έφαγε το σοκολατάκι και χαμογέλασε.
- Σι όργανο κρατάς Μινόρε;
- Καλά ΢ι περιμένεις να σου απαντήσει; ΢ε ποια γλώσσα;
- Να ξεκινήσουμε να χοροπηδάμε Ρε μπας και καταλάβει!, είπε
κοροϊδευτικά η Ντο.
- Ησυχία! ΢ε λίγες ώρες είναι η συναυλία και θ‟ ανέβουμε στη
σκηνή όλες μαζί!
- Και τι θα κάνουμε στη σκηνή Λι; Θα τρώμε τα γλυκά της Μι;, είπε
η Λα.

38
- Δε μας καταλαβαίνει που μιλάμε! Είναι από αλλού! Πώς θα
παίξουμε όλες μαζί;, είπε η Ρε.
- Ας προσπαθήσουμε! Έλα Μινόρε! Παίξε μια μελωδία και μετά θα
φάμε τα τέλεια σοκολατάκια της γιαγιάς μου που έχω κρυμμένα
στην τσάντα μου!, είπε η Μι και κάθισε δίπλα της.
- Αχ τι θα κάνουμε;, αναστέναξε η Ντο.
- Εγώ το αποφάσισα! Δε θα παίξω!
- Μα γιατί Ρε;, είπε η ΢ι.
- Κι εγώ μαζί σου Ρε!, φώναξε η Λα.
- Αρκετά! Θα γίνουμε όλες μια ομάδα!, είπε αποφασιστικά η Λι.
Η Μινόρε πασαλειμμένη με σοκολάτα κοιτούσε τα κορίτσια που άρχισαν
να μαλώνουν κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το πιάνο. Είχαν χωριστεί σε
δυο μεριές. Σα πρόσωπά τους ήταν κατακόκκινα και οι τσιριχτές φωνές
τους ακούγονταν σ‟ όλο το σχολείο. Η Ρε με τη Ντο και τη Λα έφυγαν
θυμωμένες απ‟ την τάξη. Πριν προλάβουν να φτάσουν στις σκάλες
εμφανίστηκε μπροστά τους η διευθύντρια, καθώς είχε ακούσει τη
φασαρία.
- Σι έγινε κορίτσια; Όλα καλά με την πρόβα;, είπε η διευθύντρια
χωρίς να τις μαρτυρήσει πως είχε ακούσει τις φωνές τους.
- Να κυρία… ξέρετε…, ψέλλισε η Λα.
- Δεν μπορεί να καταλάβει τις λέξεις που λέμε! Πώς θα παίξουμε
όλες μαζί;, πετάχτηκε η Ρε με βουρκωμένα μάτια.
- Υίλες μπορεί να γίνουμε όταν μάθει τη γλώσσα μας, αλλά η
συναυλία δεν μπορεί να γίνει απόψε!, είπε η Ντο
Η διευθύντρια χαμογέλασε και τις έπιασε απ‟ το χέρι.
- Ελάτε να σας πω ένα μυστικό! Έβγαλε απ‟ την τσέπη της ένα μικρό

κουτί και το άνοιξε.


- Κυρία, τι όμορφο μουσικό κουτί!, είπε η Ρε
- Σι ακούτε;
- Μια γλυκιά μελωδία!, είπαν όλες μαζί.
- Πολύ σωστά! Ακούτε λέξεις;
- Όχι κυρία!, απάντησαν τα κορίτσια.

39
Ξαφνικά βρήκαν την απάντηση που τόσο έψαχναν. Σα μάτια τους
έλαμψαν, χαμογέλασαν η μία στην άλλη και έτρεξαν πίσω στην τάξη.
- ΢υγγνώμη!, είπαν με μια φωνή.
- Είτε είσαι στη χώρα σου ασφαλής ή τρέχεις να περάσεις τα σύνορα
για μια άλλη χώρα και μια ξένη γλώσσα, οι λέξεις μπορούν να
γίνουν μουσική!, είπε η Λα.
- Ειρήνη, χαρά, μουσική και φιλία!, φώναξε η Μι και της έπιασε το
χέρι.
Η Μινόρε που στο μεταξύ είχε σκουπίσει τη σοκολάτα από το πρόσωπό
της, πλησίασε κοντά τους. Η ΢ολ σήκωσε μία παρτιτούρα απ‟ το πάτωμα
και της την έδωσε. Η Λι φώναξε κουνώντας την μπαγκέτα της:
- Κορίτσια, αρχίζουμε! Έτοιμες;
«Πανέτοιμες!» φώναξαν αγκαλιασμένες όλες μαζί, έπιασαν απ‟ το χέρι τη
Μινόρε και βγήκαν στη σκηνή!

Πρότυπα Εκπαιδευτήρια Θεσσαλονίκης

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Καρρά Υανή

40
«Η μελωδία της ελπίδας»

Μια φορά κι έναν καιρό πριν εκατοντάδες χρόνια ζούσε ένα


κοριτσάκι, που το έλεγαν Ελπίδα, με τους γονείς της στην καρδιά ενός
χαρούμενου δάσους. Ο άρχοντας της περιοχής, το όνομα του οποίου
ήταν Υόβος, ήθελε σε όλη την επικράτειά του οι άνθρωποι να
φοβούνται, να μην χαίρονται καθόλου και όλοι να τον τρέμουν. Η
πολιτεία στην οποία κυβερνούσε ο Υόβος ήταν χτισμένη στην κορυφή
ενός απομακρυσμένου βουνού και λεγόταν Υοβούπολη.

Οι γονείς της Ελπίδας ήταν παλιοί κάτοικοι αυτής της πολιτείας


και επειδή αγαπούσαν πολύ το παιδί
τους, όταν αυτό γεννήθηκε, έφυγαν
κρυφά ένα βράδυ από τη Υοβούπολη
και πήγαν να ζήσουν κάπου μακριά.
Έτσι την μεγάλωσαν με πολύ αγάπη και
φροντίδα και η Ελπίδα ήταν η χαρά της
ζωής για όποιον τη γνώριζε. Κάθε μέρα
πήγαινε σε μια λιμνούλα κοντά στο
σπιτάκι της μέσα στο δάσος και τάιζε τα
ψαράκια, τα παπάκια και τα πουλάκια
που μαζεύονταν εκεί. Η Ελπίδα είχε
μελωδική φωνή και εκείνα άκουγαν το
τραγούδι της καθώς τα τάιζε,
σαν μαγεμένα. Κάθε βράδυ πότιζε τα
λουλούδια του κήπου του σπιτιού της
σιγοτραγουδώντας και ψιθυρίζοντάς τους
λόγια αγάπης.

Ήταν πολύ ευτυχισμένη έτσι όπως


ζούσε χωρίς να έχει νιώσει φόβο για
τίποτα στη ζωή της. ΢την
πραγματικότητα δεν ήξερε τι σημαίνει
αυτή η λέξη γιατί δεν είχε νιώσει ποτέ το αίσθημα του φόβου. Είχε
αγάπη βαθιά στην καρδιά για όλη την πλάση γύρω της, τους ανθρώπους,
τα ζώα και τα λουλούδια. Όποιος την έβλεπε μαγεύονταν από την
καλοσύνη και την ευγένειά της. Οι γονείς της την καμάρωναν κρυφά και
έκαναν τα πάντα για να την κρατήσουν μακριά από τη Υοβούπολη.

Μια μέρα που οι ζεστές ακτίνες του ήλιου χάιδευαν απαλά την
ομορφιά της φύσης, η μητέρα της Ελπίδας, της ανέθεσε να τακτοποιήσει
τη σοφίτα. Η Ελπίδα με χαρά άρχισε να τακτοποιεί. Εκεί βρήκε πολλά
και σκονισμένα αντικείμενα. Σότε πρόσεξε ένα παλιό και κιτρινισμένο

41
βιβλίο που δεν το είχε ξαναδεί. Σης έκανε μεγάλη εντύπωση το μέγεθός
του. Ήταν μεγάλο και βαρύ. Αφού τακτοποίησε τη σοφίτα, το άνοιξε με
περιέργεια. Ήταν ένα βιβλίο γεμάτο ποιήματα και τραγούδια από
σπουδαίους μουσικούς και συνθέτες.

Κάθισε με τις ώρες και τα διάβασε. Όλα της άρεσαν αλλά ένιωσε
ότι κάτι τους έλειπε. Υτάνοντας στο τελευταίο τραγούδι που της άρεσε
πιο πολύ από όλα διάβασε το όνομα του ποιητή: Υόβος. Η Ελπίδα δεν
ήξερε ποιος ήταν ο Υόβος. Αλλά θα ήθελε πολύ να τον γνωρίσει για να
της τραγουδήσει και άλλα σαν κι αυτό το ξεχωριστό τραγούδι και ίσως να
γινόταν και φίλοι.

Αφού ξημέρωσε η άλλη μέρα, η Ελπίδα πήγε τη γνωστή της βόλτα


στη λιμνούλα του δάσους, τραγουδώντας με τα πουλιά, απολαμβάνοντας
τις όμορφες μυρωδιές και παίζοντας με όλα τα ζωάκια που υπήρχαν
εκεί. Περνώντας από το ένα τραγούδι στο άλλο και χωρίς να το καταλάβει
ξαφνικά άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι που είχε γράψει ο Υόβος. Η
γλυκιά της μελωδία ταξίδεψε με τον αγέρα και έφτασε σιγά σιγά ως την
πολιτεία του Υόβου.

Ο Υόβος μόλις το άκουσε ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι,


γιατί η μελωδική φωνή της Ελπίδας γκρέμισε σε μια στιγμή τον τοίχο του
μίσους και του θυμού που είχε χτίσει στο μυαλό του όλα τα μοναχικά
χρόνια που αναγκάστηκε να ζήσει από τη στιγμή που είχε χάσει ότι
πολυτιμότερο είχε σε αυτόν τον κόσμο: την ελπίδα για αγάπη.

Όλες οι δύσκολες στιγμές που πέρασε, ο πόνος και ο θυμός που


ένιωσε αλλά κι ο φόβος ότι όλα είχαν τελειώσει για αυτόν και ποτέ ξανά
δεν θα ένιωθε την χαρά που μόνο η ελπίδα, ότι αύριο ξημερώνει μια
καλύτερη μέρα, χαρίζει … όλα αυτά ανακατεύτηκαν στον αέρα με αυτή
την υπέροχα μελωδική φωνή που χάιδευε επίμονα τα αυτιά του και
δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του.

Ξαφνικά αισθάνθηκε την ανάγκη να βρει από πού προερχόταν


αυτό το τραγούδι που άκουγε και είχε γράψει εκείνος όταν ήταν ακόμη
ένα ευτυχισμένο παιδί. Ανέβηκε στο άλογό του και σε λίγα δευτερόλεπτα
κάλπαζε μέσα στα φυλλώματα του διπλανού δάσους. Όσο πιο βαθιά στο
δάσος προχωρούσε τόσο το τραγούδι δυνάμωνε. Πολύ γρήγορα βρέθηκε
μπροστά σε ένα θέαμα που και ο ίδιος δεν θα πίστευε αν δεν το έβλεπε
με τα ίδια του τα μάτια.

Η Ελπίδα χόρευε σαν νεράιδα δίπλα στη λίμνη και μαζί της
χόρευαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Σα δέντρα έπαιζαν μουσική με το
θρόισμά τους και τα πουλιά ένωναν τις φωνούλες τους με το μελωδικό
τραγούδι της. Αν υπήρχε μελωδία στον κόσμο τότε ήταν σίγουρος πως

42
την
άκουγε. Αν υπήρχε ελπίδα για να αλλάξει κάτι προς
το καλύτερο τότε ήταν σίγουρος πως την ένιωθε. Ποιο να ήταν άραγε αυτό
το κορίτσι που αντίκριζε μπρος στα μάτια του;

Ξαφνικά, η Ελπίδα τον αντιλήφθηκε και στράφηκε προς το μέρος


του. Εκείνος ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια γιατί ήταν σίγουρος πως
θα την τρόμαζε όπως συνέβαινε με όλους τους ανθρώπους. Για πρώτη
φορά στη ζωή του μετάνιωνε για την τρομαχτική του εμφάνιση και μη
ξέροντας τι να κάνει, έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Η Ελπίδα όχι μόνο
δεν τρόμαξε αλλά φυσώντας απαλά προς το μέρος του ανακάτεψε τα
μαλλιά του παιχνιδιάρικα και πέταξε μακριά την κατάμαυρη μπέρτα
του. Άπλωσε το χέρι της προσκαλώντας τον να πάρει μέρος στο τραγούδι
και τον χορό της φύσης και εκείνος σαν μαγεμένος ακολούθησε τις
κινήσεις της λες και ήξερε τα βήματα από πάντα.

-Πώς σε λένε; τη ρώτησε κρατώντας σχεδόν την ανάσα του.

-Ελπίδα. Εσένα; ρώτησε το κορίτσι.

-Πού έμαθες αυτό το τραγούδι; συνέχισε εκείνος χωρίς να της απαντήσει.

-Σο βρήκα σε ένα παλιό βιβλίο. ΢ου άρεσε; ρώτησε το κορίτσι.

-Εγώ το έγραψα. Αλλά το είχα σχεδόν ξεχάσει, απάντησε εκείνος.

Σότε η Ελπίδα συνέχισε να τραγουδά:…

Να θυμάσαι όπου πας

ελπίδα να σκορπάς

ακόμη κι αν πονάς.

43
Μελωδία γλυκιά

αποζητά η καρδιά

πάντα για συντροφιά.

Όπου υπάρχει ελπίδα, χάνεται ο φόβος και όπου υπάρχει φόβος,


κρύβεται η ελπίδα. Και να που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε η Ελπίδα να
ελευθερώσει το Υόβο από τις φοβίες του. Ο Υόβος δεν δείλιασε στιγμή.
Ένωσε τη φωνή του με της Ελπίδας και των πλασμάτων του δάσους και
μαζί τραγούδησαν τη μελωδία που εκείνος είχε γράψει πριν τη γνωρίσει:
Σην μελωδία της ελπίδας…

2ο Δημοτικό ΢χολείο Λιτόχωρου

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Μπελεμή Βασιλική

44
«Η μελωδία της ελπίδας: Η χρυσή φλογέρα»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγοράκι, ο Γιωργάκης. Ζούσε σε
μια πόλη που ονομαζόταν Αρωματούπολη. ΢την πόλη αυτή υπήρχαν
πολλά μαγαζιά που πουλούσαν μαγικά αρώματα. Όταν άνοιγες τα
μπουκαλάκια με το μεθυστικό άρωμα, απολάμβανες και μια
καταπληκτική μελωδία!

΢την Αρωματούπολη υπήρχαν πολλοί ταλαντούχοι μουσικοί που


μπορούσαν να συνθέσουν υπέροχες μελωδίες μέσα σε λίγα λεπτά! Ο
Γιωργάκης, που λάτρευε την μουσική, ονειρευόταν ότι κάποτε θα
μπορούσε κι ο ίδιος να συνθέσει μια νέα μελωδία που θα συνοδεύει τα
μαγικά αρώματα! Κάθε μέρα προσπαθούσε να αποτυπώσει τις νότες που
στριφογυρνούσαν στο μυαλό του σε ένα χαρτί και μετά προσπαθούσε να
παίξει τη μελωδία με τη βοήθεια της
φλογέρας του.

Όμως η συνεχής προσπάθειά του για


να συνθέσει την ωραιότερη μελωδία
του κόσμου τον είχε απομονώσει από
τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Ο
Γιωργάκης δεν έπαιζε πια στις αυλές.
Δεν πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο.
Δεν προσκαλούσε φίλους στο σπίτι. Σα
παιδιά της Αρωματούπολης δεν
αποζητούσαν πλέον την παρέα του.
Κανείς δεν ήθελε να τον κάνει παρέα
επειδή βρισκόταν συνέχεια στον δικό
του κόσμο, δεν μιλούσε και δεν
γελούσε με τα αστεία των άλλων.
΢υχνά πίστευαν ότι δεν ακούει και δεν
αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του.
Σον κορόιδευαν γιατί ήταν τόσο
διαφορετικός.

Ο Γιωργάκης ήταν πάντα


μελαγχολικός. Σον ενοχλούσε που δεν είχε φίλους και δεν μπορούσε να
μοιραστεί το όνειρό του μαζί τους. Όμως δεν ήξερε πως να προσεγγίσει
τους άλλους γιατί ήταν από τη φύση του ντροπαλός. Έτσι κλεινόταν όλο
και πιο πολύ στον εαυτό του. Περνούσε όλο τον χρόνο του παρέα με την
αγαπημένη του φλογέρα και αγνοούσε τις κοροϊδευτικές ματιές των
άλλων παιδιών που όταν περνούσαν μπροστά του φώναζαν: «Ο Γιωργάκης
μιλάει μόνο στη φλογέρα του!»

45
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Γιωργάκης μεγάλωνε και γινόταν όλο και
καλύτερος μουσικός αλλά δεν μοιραζόταν το ταλέντο του με κανένα
άνθρωπο! Κανείς δεν ήξερε ότι ο Γιωργάκης μπορούσε να συνθέσει
εξαίσιες μελωδίες! Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Αναζητούσε
πάντα την τέλεια μελωδία. Πήγαινε συχνά στα μαγαζιά της πόλης του για
να μυρίσει τα αρώματα και να του έρθει έμπνευση, αλλά θεωρούσε ότι οι
δικές του μελωδίες δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις υπέροχες
μελωδίες που ηχούσαν γλυκά στα αυτιά του όταν άνοιγε τα μπουκαλάκια
με τα μαγικά αρώματα.

Μια μέρα, αποφάσισε να πάει ξανά στο


Μουσείο των Αρωμάτων και να
περιηγηθεί στις αίθουσες με τα παλιά
αρώματα της πόλης. Ο Γιωργάκης είχε
την ελπίδα ότι κάποια νέα μελωδία θα
του ερχόταν στο μυαλό! Πέρασε από
όλες τις αίθουσες. Περιεργάστηκε
μπουκαλάκια με αρώματα σε διάφορα
μεγέθη και σχήματα. Διάβασε
κιτρινισμένους πάπυρους που
εξηγούσαν την ιστορία των πιο γνωστών
αρωμάτων της πόλης. Σελικά, κατέληξε
σε μια άδεια αίθουσα που ποτέ πριν δεν
είχε ξαναδεί.

«Περίεργο», σκέφτηκε ο Γιωργάκης, «έχω έρθει τόσες φορές σε αυτό το


Μουσείο και θα στοιχημάτιζα ότι αυτή η αίθουσα δεν υπήρχε!»

Προχώρησε στο βάθος της αίθουσας και τότε παρατήρησε μια χρυσή
φλογέρα παρατημένη στο πάτωμα. Σην έπιασε έκπληκτος στα χέρια του,
κι άρχισε αμέσως να παίζει μια νέα μελωδία. Σότε το πάτωμα υποχώρησε
κάτω από τα πόδια του και βρέθηκε σε μια ολόχρυση αίθουσα με ένα
ολόχρυσο πιάνο! Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με χρυσό φόρεμα άρχισε
να παίζει στο πιάνο την πιο όμορφη μελωδία που είχε ακούσει ποτέ!

Ο Γιωργάκης σαν υπνωτισμένος άρχισε κι αυτός με την χρυσή φλογέρα


να παίζει την ίδια μελωδία! Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια ευτυχία! Αυτή η
μουσική σε ταξίδευε σε άγνωστους κόσμους. ΢ε έκανε να νιώθεις
παντοδύναμος! Όταν την άκουγες, όλα μπορούσαν να είναι αληθινά και
η ελπίδα σου γινόταν σιγουριά!

Κάποια στιγμή, η κοπέλα σταμάτησε απότομα να παίζει και τον κοίταξε


επίμονα. Ο Γιωργάκης συνέχισε να παίζει την εξαίσια μελωδία σαν να την
είχε γράψει ο ίδιος.

46
«Σώρα μπορείς να επιστρέψεις στον κόσμο σου!» του είπε. «Γνωρίζεις πια
καλύτερα κι από εμένα την μελωδία της ελπίδας και μπορείς να την
προσφέρεις σε όσους αγαπάς»!

«Ποια είσαι; Πού βρίσκομαι; Ποιος έγραψε αυτή τη μελωδία;» ρώτησε με


απορία ο Γιωργάκης.

«Ονομάζομαι Ελπίδα», απάντησε η κοπέλα. Αυτός είναι ο δικός μου


κόσμος. Σώρα όμως θα πρέπει να επιστρέψεις στον δικό σου κόσμο και
να συνεχίσεις να παίζεις την μελωδία αυτή που έχεις συνθέσει εσύ ο
ίδιος!»

«Μα δεν την έγραψα εγώ», διαμαρτυρήθηκε ο Γιωργάκης.

Η κοπέλα χαμογέλασε και του ψιθύρισε:

«Είσαι μεγάλος μουσικός και μπορείς να συνθέσεις τις καλύτερες


μελωδίες του κόσμου! Να πιστεύεις στον εαυτό σου! Να αναζητάς την
έμπνευση παντού, όχι μόνο στα αρώματα! Η πιο συναρπαστική μελωδία
μπορεί να δημιουργηθεί ακόμα και από τη θλίψη και τη δυστυχία».

Και με αυτά τα λόγια η όμορφη πιανίστρια εξαφανίστηκε και μαζί της


εξαφανίστηκε κι ο ολόχρυσος κόσμος της.

Ο Γιωργάκης ξαναβρέθηκε σαστισμένος μέσα στην άδεια αίθουσα του


Μουσείου των Αρωμάτων να αναρωτιέται μήπως όλα αυτά τα
ονειρεύτηκε!

Η μόνη ένδειξη ότι είχε ζήσει αυτή την


απίστευτη περιπέτεια ήταν η χρυσή
φλογέρα που βρισκόταν στα χέρια του!
Άρχισε αμέσως να παίζει την μελωδία
της Ελπίδας! Όλοι οι επισκέπτες του
Μουσείου πλησίασαν για να τον
απολαύσουν. Όμορφα συναισθήματα
ξυπνούσε αυτή η ασυνήθιστη μελωδία! Αγάπη, τρυφερότητα, στοργή,
ενθουσιασμό και θαυμασμό. Κι όση ώρα ο Γιωργάκης έπαιζε με την
χρυσή φλογέρα του, όλοι παρέμεναν ακίνητοι σαν μαγεμένοι!

Ο Γιωργάκης πήρε την χρυσή φλογέρα και εγκατέλειψε την


Αρωματούπολη. Άρχισε να περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά για να
μοιραστεί με όλους την υπέροχη αυτή μελωδία. Σην «μελωδία της
ελπίδας»! Πάντα θυμόταν τα λόγια της άγνωστης κοπέλας που τον
παρακινούσαν να αναζητάει την έμπνευση παντού, ακόμα και σε τόπους
φτωχικούς και ερειπωμένους.

47
Ο Γιωργάκης ταξίδεψε παντού. Διαπίστωσε ότι η ζωή των ανθρώπων δεν
είναι πάντα ευτυχισμένη, γεμάτη από αρώματα και μελωδίες, όπως ήταν
στη δική του πόλη. Όμως τώρα είχε φίλους πολλούς που τον αγαπούσαν
και του έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους για την υπέροχη μουσική που
τους χάριζε. Κι εκείνος χάριζε την μουσική του μαζί με μια συμβουλή:

«Αν συναντήσεις ένα μικρό παιδάκι που δεν μιλάει, αλλά είναι στο δικό
του κόσμο, πλησίασέ το και προσπάθησε να γίνεις φίλος του! Μπορεί να
σου χαρίσει την μελωδία της ελπίδας!»

Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς θα έχουμε μια καλύτερη ζωή αν


ακολουθήσουμε αυτή τη συμβουλή!

8ο Δημοτικό ΢χολείο Κηφισιάς

Τπεύθυνοι εκπαιδευτικοί: Φασιώτη βασιλική,

Πρωτοπαππά Κατερίνα, Μαυράκη Μελπομένη

48
«Η μελωδία της ελπίδας»

Η ιστορία που θα σας αφηγηθούμε μοιάζει με φανταστική, μα είναι πέρα


για πέρα αληθινή! Δώστε κλώτσο να κυλήσει, ιστορία ν‟ αρχινίσει…

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τόσο μακρινό, κάπου στον Ωκεανό υπήρχαν
δυο νησιά που, αν και έμοιαζαν από μακριά, ήταν τόσο μα τόσο
διαφορετικά!
Σο ένα νησί, το Ομορφονήσι,
ήταν το βασίλειο της Ελπίδας,
μιας όμορφης, καλοσυνάτης
και φωτεινής νεράιδας!
Περιτριγυρισμένο από μια
υπέροχη, γαλάζια θάλασσα
γεμάτο πράσινα δέντρα,
πολύχρωμα, ευωδιαστά
λουλούδια, μέλισσες,
πεταλούδες, πουλιά κι έναν
μεγάλο καταρράκτη! Σα σπίτια
όμορφα με χρωματιστές πόρτες
, παράθυρα και στέγες ενώ ένας
λαμπερός, χρυσός ήλιος
έστελνε το φως του από τον
καταγάλανο ουρανό! Όλη αυτή
την ομορφιά συμπλήρωναν οι
φωνές και τα γέλια των παιδιών
που ζούσαν εκεί χαρούμενα κι
ευτυχισμένα με τους δικούς
τους. Η Ελπίδα, που αγαπούσε
πολύ τα παιδιά, ήταν συνέχεια
μαζί τους, έπαιζε κρυφτό στα
μάτια τους και τα βράδια
φώλιαζε στις καρδιές τους
φωτίζοντας τα όνειρά τους με το τραγούδι της:

Με Ελπίδα στην καρδιά,


η Ζωή χαμογελά
και σου δίνει τα φτερά
να νικήσεις τα κακά!

Σο άλλο νησί, το Ασχημονήσι, ήταν το βασίλειο της Απελπισίας, μιας


μαυροντυμένης, άσχημης, κακιασμένης και μίζερης μάγισσας με άσπρο
δέρμα γεμάτο μαύρες ελιές , που δε χαμογελούσε ποτέ! Περιτριγυριζόταν
από μια ανταριασμένη, μαύρη θάλασσα , γεμάτο μαύρα δέντρα και
λουλούδια ενώ μαύρα κοράκια πετούσαν στον μαύρο ουρανό που ακόμα
κι ο ήλιος αρνιόταν να επισκεφτεί! ΢το νησί υπήρχε μια τρομακτική,
τεράστια καστροπολιτεία γεμάτη αράχνες και νυχτερίδες όπου ζούσαν
μόνο η μάγισσα και η μαύρη γάτα της!

49
Η Απελπισία παρακολουθούσε μέσα από τον μαγικό της καθρέφτη όσα
συνέβαιναν στο Ομορφονήσι και καθόλου δε χαιρόταν. Δε συμπαθούσε
καθόλου τα παιδιά, τα θεωρούσε ενοχλητικά και φασαριόζικα κι
εκνευριζόταν που τα έβλεπε να παίζουν, να γελούν και να τραγουδούν
μαζί με την Ελπίδα.“Αυτή φταίει για όλα,” σκεφτόταν και προσπαθούσε
να σκεφτεί τρόπους για να χαλάσει την ευτυχία τους. Σο τελειωτικό
χτύπημα ήταν η μεγάλη γιορτή που ετοίμασαν με λουλούδια, χορούς και
παιχνίδια για να υποδεχτούν την Άνοιξη! Η ζηλιάρα μάγισσα το
αποφάσισε: θα γκρέμιζε την ομορφιά του νησιού τους ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΣΑ!
Σην ίδια κιόλας στιγμή στέλνει το καταστροφικό της τσουνάμι να
πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Σρία μερόνυχτα το νησί το έδερναν οι
αέρηδες και τα μανιασμένα κύματα. Σο νησί δε θύμιζε σε τίποτα αυτό
που υπήρξε…
Σα παιδιά μαζί με την Ελπίδα μαζεμένα στην αγαπημένη τους παραλία,
συζητούσαν σε έναν μεγάλο κύκλο. Οι μεγάλοι, με καρδιές γεμάτες
αγωνία και φόβο, προσπαθούσαν μέσα απ‟ τα συντρίμμια να σώσουν ό,τι
μπορούσαν.
Η Απελπισία σερφάροντας πάνω σ‟ ένα τεράστιο κύμα έφτασε στο
καταστραμμένο Ομορφονήσι. Είδε τα παιδιά που μιλούσαν και χώθηκε
πίσω από τους θάμνους για να κρυφακούσει. Παρά την ταλαιπωρία και
τις δυσκολίες που είχαν περάσει, τα μάτια τους έλαμπαν.
-“Μπορούμε να ξαναχτίσουμε σπίτια ”, είπαν η Λυδία, ο Απόστολος και ο
Γιώργος.
-“Και να ξαναφυτέψουμε κήπους”, πρόσθεσαν ο ΢πύρος, ο Γιάννης, η
Φρύσα και η Μαριλένα.
-“Εμείς θα ζωγραφίσουμε
στα χαλάσματα!”,
πρότειναν η Άρτεμις, η
Αθηνά, ο Ισίδωρος κι η
Ελένη.
-“Ξαναδιαβάζοντας το
βιβλίο με τις μαγικές
συμβουλές, θα βρούμε κι
άλλες λύσεις!”, σκέφτηκαν
η Μαρία, ο Βαγγέλης και η
Αλεξάνδρα.
-“Όλα μπορούμε να τα
ξεπεράσουμε, αρκεί να
είμαστε μαζί!”,
συμπλήρωσε η Ελπίδα.

Καθόλου δεν άρεσαν στην


Απελπισία όσα άκουγε.
Αυτά τα ενοχλητικά,
αισιόδοξα παιδιά κι αυτή
η εκνευριστική Ελπίδα,
ήταν ικανοί για όλα!
Αποφάσισε να παρέμβει.
Ευτυχώς είχε πάντα μαζί

50
της τα μαγικά της κουλουράκια, που όποιος τα έτρωγε μούδιαζε και δεν
μπορούσε να κουνηθεί. Παρουσιάστηκε λοιπόν στην παρέα και τους
είπε:
-“Σα νέα για την καταστροφή του νησιού σας δε με άφησαν ασυγκίνητη.
Ήρθα λοιπόν να βοηθήσω και να σας φέρω μερικά κουλουράκια για να
πάρετε δύναμη”.
Σα παιδιά ανυποψίαστα για τον κίνδυνο και πολύ πεινασμένα άρχισαν
να τρώνε με όρεξη, εκτός από την Ελπίδα που πολύ παραξενεύτηκε από
την καλοσύνη της Απελπισίας. Δε φημιζόταν, αιώνες τώρα, ότι μπορούσε
να βοηθήσει κανέναν, μάλλον το αντίθετο…
Οι φόβοι της Ελπίδας επιβεβαιώθηκαν! Σα παιδιά ακινητοποιήθηκαν και
το χειρότερο ήταν πως η μάγισσα ετοιμαζόταν να τα φορτώσει στο
τεράστιο κύμα της και να τα φυλακίσει στο σκοτεινό μπουντρούμι της,
στη μαύρη καστροπολιτεία του Ασχημονησιού! Η Ελπίδα δεν μπορούσε
να το επιτρέψει! Έβλεπε τον φόβο στα
πρόσωπα των παιδιών κι ένιωθε τους
δυνατούς παλμούς της καρδιάς τους!
-“Δε θ‟ αφήσω να πειράξεις τα παιδιά,
ΑΤΣΑ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑ΢”, της είπε
αποφασιστικά.
- “Προσπάθησε να με εμποδίσεις”, φώναξε
η μάγισσα και βγάζοντας το μαγικό της
ξίφος απείλησε την Ελπίδα. Η νεράιδα
άρπαξε ένα μακρύ κλαδί από τα
απομεινάρια ενός καταστραμμένου
δέντρου κι η μονομαχία ξεκίνησε! Ο
αγώνας ήταν δύσκολος, η Απελπισία,
πρωταθλήτρια στην ξιφομαχία, φαινόταν
ότι θα κερδίσει. Η Ελπίδα ένιωσε έτοιμη να παραιτηθεί. Γύρισε και
κοίταξε τα παιδιά. Εκείνα, ένιωσαν τον κίνδυνο κι άρχισαν να
τραγουδούν το αγαπημένο τους τραγούδι:

Με Ελπίδα στην καρδιά,


η Ζωή χαμογελά
και σου δίνει τα φτερά
να νικήσεις τα κακά!

Σο θαύμα έγινε! Η Ελπίδα αναθάρρησε κι έκανε την τελική επίθεση. Η


Απελπισία, ξαφνιασμένη κι αποσυντονισμένη παραδόθηκε! Σα μάγια
λύθηκαν και τα παιδιά έτρεξαν κι αγκάλιασαν τη νεράιδα τους. Αγάπη,
καλοσύνη, φιλία, χαρά και αισιοδοξία γέμισαν την ατμόσφαιρα...Η
μάγισσα ξαφνικά σαν να έχασε τη δύναμή της, μαζεύτηκε κουβάρι. Σα
παιδιά την πλησίασαν και της άπλωσαν το χέρι τους. Ήξεραν καλά ότι
όλοι χρειάζονται αγάπη, ακόμα κι αν δε γνωρίζουν πώς να τη
ζητήσουν! Η Απελπισία έπιασε το χέρι τους διστακτικά κι ένα χαμόγελο
φάνηκε στα μάτια της. Φωρίς λόγια, έκαναν έναν μεγάλο κύκλο κι
άρχισαν το τραγούδι:
Με Αγάπη στην καρδιά
και χαμόγελα πολλά

51
με τους φίλους συντροφιά
ενωμένοι σα γροθιά
θα νικήσουμε μαζί
ό,τι άσχημο φανεί!

Να θυμάστε, μη φοβάστε:
όταν είμαστε ενωμένοι
η Ελπίδα δεν πεθαίνει
όταν είμαστε μαζί
είναι όμορφη η Ζωή!

Όσο κι αν δυσκολευτείς
κι αν σε κίνδυνο βρεθείς
ψάξε μέσα σου θα δεις
η Ελπίδα είσαι εσύ
η Ελπίδα είμαστε εμείς!
Η Ελπίδα δε θα σβήσει
κι η Ζωή μας θα νικήσει!

Γρήγορα το χρώμα, η χαρά και η ασφάλεια γύρισαν και πάλι στο νησί. Η
Απελπισία γύρισε στο δικό της κι άρχισε σιγά σιγά να το αλλάζει. Όποτε
ένιωθε μοναξιά, έκανε “surf” ως το Ομορφονήσι για να παίξει και να
τραγουδήσει μαζί με τα παιδιά.

Με Ελπίδα στην καρδιά,


η Ζωή χαμογελά
και σου δίνει τα φτερά
να νικήσεις τα κακά!

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!

4ο Δημοτικό ΢χολείο Αγίου Δημητρίου, Αττικής

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Φίου Γεωργία

52
«Η μελωδία της ελπίδας»

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν μακρινό τόπο ζούσε σε πύργο πολύ
ξεχωριστό μια μάγισσα που οι φίλες της την κορόιδευαν ότι δεν
μπορούσε να κάνει μαγικά. Μόνο κάτι ανοησίες, κατά τη γνώμη τους,
που κρατούσαν όσο το πετάρισμα δύο ματιών. Σης φώναζαν με πείσμα
ότι αυτά δεν είναι μαγικά και γελούσαν δυνατά.

Για να τους αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή κατείχε τον κόσμο των
μαγικών, έκανε ένα ξόρκι καταπληκτικό. Έριξε δάκρυα από
καλικάντζαρο, μια σταγόνα από σάλιο βατράχου, μια σταλιά
νεραϊδόσκονη αράχνης και κομμένο νύχι ελέφαντα, το ταρακούνησε
δυνατά και το κατέβασε μονομιάς. Σα μαλλιά της ήταν πάντα μακριά,
αλλά όχι όσο ετούτη τη φορά. Έτσι λοιπόν τα μαλλιά της μάκραιναν
και μάκραιναν, ώσπου έφτασαν τα χίλια και βάλε μέτρα. Και δεν έφτανε
μόνο αυτό. Από την μεγάλη της λαχτάρα να εντυπωσιάσει τις φίλες της -
φίλες κι αυτές!!-δεν υπολόγισε το πώς θα αντιστρέψει το ξόρκι.
Με λίγα λόγια τώρα πια είχε όχι μόνο χίλια μέτρα, μαύρα μαλλιά, αλλά
γρήγορα αντιμετώπισε κι άλλο πρόβλημα, πιο πρακτικό. Ανακάλυψε ότι
δεν μπορούσε στον πύργο να λουστεί γιατί δεν είχε και καταρράκτη για
λουτρό. Κι έτσι κάθε δυο και τρεις μέσα στο ποτάμι της περιοχής
κατέβαινε και έλουζε τα πυκνά, μαύρα, χίλια και βάλε μέτρα μαλλιά. Οι
κάτοικοι του γειτονικού χωριού που δεν γνώριζαν για τα μαλλιά αυτά,
έβλεπαν τα χωράφια με σαπουνάδες και τα πηγάδια αφρισμένα και πολύ
απορούσαν γι αυτό το κακό που τους βρήκε στα ξαφνικά. Πώς θα
μπορούσαν να ζήσουν αυτοί και τα ζώα χωρίς νερό; Επίσης πώς θα
μπορούσαν να φυτρώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια με τόσο βρώμικο
νερό; Οι διαμαρτυρίες έφτασαν στα αυτιά της μάγισσας. Απορούσε κι
εκείνη:

«Πώς μπορώ να λούζομαι εγώ,

αλλά και να ποτίζεται όλο το χωριό;»

53
Μέρες και νύχτες τυραννιόταν με αυτή τη σκέψη. Έβλεπε τους χωρικούς
να αρρωσταίνουν και τη γη να ερημώνει. Ένα καταφύγιο της έκανε καλό.
Η θάλασσα. Κι ένα ακόμη κοντινό. Η ζούγκλα με τους ψιθύρους των
ζώων. Ήταν τα αγαπημένα της μέρη για ξεκούραση. Ξεκινούσε από τη
θάλασσα πρώτα. Καθόταν στην αμμουδιά και τα μαλλιά της γέμιζαν την
παραλία, λες και ήταν φύκια που τα γέννησε η θάλασσα. Μια μέρα, όχι
διαφορετική από τις άλλες, εκεί που καθόταν να σκεφτεί τι θα ήταν καλό
να γίνει, βγήκε από την θάλασσα ένα πανέμορφο γαλάζιο δελφίνι και της
είπε με φωνούλα τραγουδιστή:

«Δεν είμαι η φαντασία σου, οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται, μην σκέφτεσαι


μόνο τον μαγικό σου εαυτό!» και στο λεπτό εξαφανίστηκε. Σαράχτηκε η
μάγισσά μας κι έφυγε τρέχοντας χωρίς να απαντήσει. Από πίσω έτρεχαν
τα χίλια και βάλε μέτρα μαλλιά. Όταν έφτασε στη ζούγκλα τα τελευταία
μέτρα μαλλιών της σέρνονταν ακόμη στην παραλία. Πίστευε ότι εκεί δεν
θα την ενοχλούσε καμιά τραγουδιστή φωνή. Δεν πρόλαβε να κάνει λίγα
μέτρα και συνάντησε μια τίγρη μεγαλόπρεπη με βήμα βασιλικό και
περιδέραιο χρυσό στον λαιμό. Μόλις την αντίκρισε της είπε με φοβερή
φωνή:

«Να αφήσεις τους ανθρώπους χωρίς νερό

και να φροντίζεις το μαλλί σου το πυκνό.

Αντίδοτο για το ξόρκι το έχω μόνο εγώ

στη σπηλιά μου τη σκοτεινή

σε κουτί κλειδωμένο με χρυσό κλειδί.

Οι άνθρωποι πολύ μ‟ ενοχλούν

γι‟ αυτό και θα τιμωρηθούν».

Αυτά είπε η τίγρη και χάθηκε στο λεπτό. Η μάγισσα ακόμη πιο σκεφτική
πήγε στον πύργο της να κοιμηθεί αλλά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Έτσι λοιπόν
αποφάσισε να
πάει στο δελφίνι
για να την
βοηθήσει να
βρουν μαζί μια
λύση. Πήγε την
πρώτη μέρα,
αλλά δεν τη
βρήκαν, πήγε
την δεύτερη
μέρα αλλά του
κάκου. Πήγε την
τρίτη μέρα και
επιτέλους
βρήκαν τη λύση,

54
αλλά πρώτα έπρεπε να ζητήσουν βοήθεια από τους χωρικούς. Οι χωρικοί
δέχτηκαν. Ήταν η μόνη τους ελπίδα για να σωθούν όλοι τους. Σο σχέδιο
ήταν μεγαλοφυές! Όσο οι χωρικοί θα αποσπούσαν την προσοχή της
τίγρης, η μάγισσα με τη βοήθεια του δελφινιού θα άρπαζε το χρυσό
κλειδί που κρεμόταν στο περιδέραιο και στόλιζε τον λαιμό της.

Έτσι κι έγινε! Οι χωρικοί πλησίασαν το δάσος και άρχισαν να κάνουν


διάφορους θορύβους. Η βασίλισσα τίγρη πετάχτηκε από τον ύπνο της
και πήγε να δει τι ήταν αυτό που της χαλούσε την ησυχία. Θα τους
τακτοποιούσε όποιοι κι αν ήταν. «Οι σημερινοί άνθρωποι δεν σέβονται
τίποτα» μονολογούσε.

μάγισσα που ήταν κρυμμένη πίσω από τα πυκνά φυτά της ζούγκλας
βάδιζε πίσω της και έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρει το
περιδέραιο από τον λαιμό του άγριου ζώου. Όντως η τίγρη ήταν τόσο
απορροφημένη με τους κατοίκους που μισούσε, ώστε η μάγισσα
μπόρεσε να την πλησιάσει πολύ. Όταν πλησίασε λοιπόν, το δελφίνι που
παρακολουθούσε από την ακτή, τραγούδησε μια γλυκιά, μαγική
μελωδία μέσα από τα κύματα. Ονειρικά σύννεφα τύλιξαν το κεφάλι της
τίγρης και τότε αυτή υπνωτίστηκε. Η θαρραλέα μάγισσα άρπαξε γρήγορα
το περιδέραιο με το κλειδί και πήρε τον δρόμο για τη σπηλιά. Σο κουτί
ήταν σφηνωμένο μέσα σε ένα βράχο. Σο κατέβασε και το άνοιξε με το
χρυσό κλειδί. Μέσα υπήρχε ένα γυάλινο μπουκαλάκι με το πολύτιμο
υγρό. Ήταν έτοιμη να το πιει, όταν άκουσε ένα τρομακτικό μουγκρητό.
Ήταν η τίγρη που είχε συνέλθει από τη νάρκη και κατάλαβε ότι το
περιδέραιο με το κλειδί δεν ήταν πια στο λαιμό της. Πήδηξε κατά πάνω
της για να πάρει το κλειδί, η μάγισσα έκανε στην άκρη και η τίγρη έπεσε
πάνω στο αντίδοτο που έσπασε σε επτά κομμάτια. Η μάγισσα ήταν πια
απελπισμένη και έβαλε τα κλάματα. Σο δάκρυ της σαν βροχή κύλησε
και έπεσε πάνω σε μια σταγόνα που είχε μείνει από το αντίδοτο. Ξαφνικά
μια λάμψη που προερχόταν από τα μαύρα της μαλλιά, φώτισε όλη τη
ζούγκλα. Η τίγρη κοκάλωσε μονομιάς και το βλέμμα της ημέρεψε.

55
Έμειναν τότε να κοιτάζονται στα μάτια η τίγρη και η μάγισσα, που τώρα
πια δεν είχε τα χίλια μέτρα μαλλιά, αλλά πολύ πιο κοντά.

Σα μάγια είχαν λυθεί, μια φιλία είχε γεννηθεί και η ελπίδα γύρισε στους
χωρικούς, που τους φάνηκε ότι είδαν από μακριά τη μάγισσα και τη
βασίλισσα τίγρη να ξεμακραίνουν αργά προς τον πύργο της,
σιγοτραγουδώντας τη μελωδία του δελφινιού.

Και έζησαν αυτοί δύο χαρές κι εμείς τρεις!

1ο Δημοτικό ΢χολείο Σρίλοφου

Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Σζιώτζιου Μαρία

56
«Η Μελωδία της ελπίδας: Ματσούκι Ιωαννίνων»»

Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται την εποχή που οι Σούρκοι είχαν


κατακτήσει την Ελλάδα.
Αλλά ας πάμε τώρα στους πρωταγωνιστές : Μια παρέα εννιά παιδιών κι
ενός σκύλου, πάνω στα Σζουμέρκα, σε μια από τις οροσειρές της Πίνδου,
στο ωραίο χωριό Ματσούκι, το οποίο βρίσκεται στον Νομό Ιωαννίνων.
Σα παιδιά είναι : ο Μάκης που ξέρει να παίζει πίπιζα, η Ρίνα που όποτε
έχει πανηγύρι στο χωριό σέρνει πάντα πρώτη τον χορό, η Ελένη που
είναι γνωστή ως η “Ωραία”, ο Βαγγελάκης που ξέρει να παίζει κλαρίνο, ο
Μήτσος που ξέρει και παίζει νταούλι, η Βύλιζα που λένε ότι είναι
ευλογημένη από την Παναγία, ο Αγαμέμνων που είναι όνομα και πράμα,
ο Αλέξανδρος που ξέρει, λένε , να “ μιλάει‟‟ με τους αετούς και ο
Λεωνίδας που ξέρει κι αυτός, λένε, και “ μιλάει ‟‟ με τους λύκους και τα
άγρια άλογα.
Σώρα βέβαια θα αναρωτιέστε
ποιο είναι το όνομα του σκύλου :
ο σκύλος δεν είναι άλλος από την
Ανδρομάχη, την αγαπημένη
σκυλίτσα του χωριού, ράτσας “
Ελληνικός Ιχνηλάτης”.
- Ρίνα, Ελένη, Μήτσο,
Βαγγελάκη, Λεωνίδα, Βύλιζα,
Αλέξανδρε.. Ο Αγαμέμνων!
φώναξε ο Μάκης καθώς ερχόταν
προς το μέρος τους.
- Σι έγινε Μάκη και φωνάζεις έτσι; Έπαθε κάτι ο Αγαμέμνων; Ρώτησε η
Ρίνα.
-Όχι, όχι, ο Αγαμέμνων δεν έπαθε τίποτα, απάντησε ο Μάκης.
- Σότε γιατί φωνάζεις έτσι; Όλη η Πίνδος θα σ‟ ακούσει, έτσι που κάνεις!
του είπε ο Μήτσος γελώντας.
- Ήρθα, να σας πω ότι ο Αγαμέμνων δίνει λόγο στη πλατεία του χωριού!
αποκρίθηκε ο Μάκης φωνάζοντας λιγάκι.
- Αλήθεια; Σότε πάμε να τον δούμε! είπε ο Αλέξανδρος.
Και άρχισαν τότε να τρέχουν ανεβοκατεβαίνοντας τα καλντερίμια για να
φτάσουν στην πλατεία.
Όταν έφτασαν, βρήκαν τον Αγαμέμνονα να βροντοφωνάζει και να
ξελαρυγγιάζεται λες και ήθελε ν‟ ακουστεί σ‟ όλη την Πίνδο!

57
- Αύριο έρχονται οι φοροεισπράκτορες του Πασά κι εμείς δεν έχουμε
τίποτα! ΢ας λέω, ότι αν δώσουμε τα τρόφιμα, το μαλλί των προβάτων και
τα ζώα μας δεν πρόκειται να βγάλουμε τον Φειμώνα!
Σότε ακούστηκαν τα γρυλίσματα της Ανδρομάχης.
-Πάμε γρήγορα να δούμε τι συμβαίνει! είπε η Ελένη.
Όταν έφτασαν βρήκαν την Ανδρομάχη να γαβγίζει ακόμα προς το δάσος.
Μόλις τους είδε, έτρεξε προς το μέρος τους με την ουρά σηκωμένη
-Σι είναι κορίτσι μου, τι έχεις ; τη
ρώτησε ο Βαγγελάκης.
Και η Ανδρομάχη του έδειξε με
την μουσούδα της κάτι μεγάλες
πατημασιές.
-Λεωνίδα, εσύ που ξέρεις απ‟ αυτά
τα ζώα, ποιο ζώο έκανε αυτές τις
πατημασιές;
-΢ίγουρα όχι λύκος... του λύκου
είναι πιο μικρές και μοιάζουν με
του σκύλου. Θα έλεγα ότι είναι
αρκούδας! είπε όλος χαρά.
Έπειτα μίλησε ξανά ο
Αγαμέμνονας
-Αλέξανδρε, πήγαινε στους
χρυσαετούς. Από εκεί και πέρα
ξέρεις τι να κάνεις...
Λεωνίδα εσύ πήγαινε στους
λύκους. Οι υπόλοιποι μαζί μου.
Έχουμε να οργανώσουμε μια
άμυνα!
-Εντάξει, είπαν με μια φωνή τα υπόλοιπα οκτώ παιδιά.
Έπειτα ο Αλέξανδρος έφυγε τρέχοντας κατά την Κακαρδίτσα, την
ψηλότερη κορυφή των Σζουμέρκων. Αντίθετα ο Λεωνίδας σφύριξε δυνατά
σαν κλαψοπούλι, δηλαδή σαν πεπλόγλαυκα που είναι ένα είδος
κουκουβάγιας. Έπειτα από ένα λεπτό ακούστηκε ένας γρήγορος
καλπασμός. Έπειτα φάνηκε ένα καφετί άλογο ο Αίαντας. Είναι από
εκείνα τα μικρόσωμα άλογα που το ύψος τους δεν ξεπερνάει το ενάμισι
μέτρο, με πλούσια χαίτη και ουρά και μεγάλη αντοχή. Έχει άριστη
ορειβατική ικανότητα αφού είναι εγκατεστημένα εδώ και χιλιάδες χρόνια
στα βουνά της Πίνδου.
Ο Λεωνίδας ανέβηκε στη ράχη του αλόγου και έφυγε καλπάζοντας.

58
Για να πας από το Ματσούκι στην Κακαρδίτσα θέλεις τέσσερις με πέντε
ώρες. Σόσες έκανε και ο Αλέξανδρος για να πάει, αλλά για να έρθει πάλι
μόνος του θα „θελε άλλες τόσες. Αλλά εκείνος δεν το υπολόγιζε έτσι,
οπότε …
- Γιου χουουυυυ!!!! φώναξε ο Αλέξανδρος, καθώς πετούσε πάνω στη ράχη
του αετού ενώ από πίσω ακολουθούσε ένα ολόκληρο σμήνος αετών.
Ούρλιαζε και ξεφώνιζε τόσο πολύ από χαρά λες και δεν το „χε ξανακάνει
ποτέ στη ζωή του. ΢την πραγματικότητα το „χε κάνει πάνω από χίλιες
πεντακόσιες φορές. Δεν πέρασε πολύ ώρα και έφτασε στο σημείο όπου
σίγουρα θα έβρισκε τον Αγαμέμνονα. Δεν έκανε λάθος, βρήκε τον
Αγαμέμνονα να δίνει τις τελευταίες οδηγίες.
- Ρίνα, Ελένη, Μάκη και Βαγγελάκη, εσείς να μας ειδοποιήσετε αν
έρθουν οι Σούρκοι, είπε όλος σιγουριά και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας
γιατί είχαν αναλάβει μια πολύ σημαντική δουλειά.
- Που είναι ο Λεωνίδας; είπε ο
Αλέξανδρος καθώς πηδούσε
από την ράχη του αετού.
- O Λεωνίδας μάλλον
επιστρέφει από τους λύκους.
- Λογικό φαίνεται αφού έφυγε
με τον Αίαντα, είπε σοβαρά
σοβαρά ο Αλέξανδρος.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή μια
κουκουβάγια Συτώ προσγειώθηκε
στο χέρι του Αλέξανδρου. Σώρα
βέβαια θα αναρωτιέστε τι είναι
αυτή η κουκουβάγια. Οι
κουκουβάγιες έχουν πολλές
κατηγορίες. Ανάμεσα σ‟ αυτές είναι
και οι πεπλόγλαυκες ή αλλιώς
κλαψοπούλια. Μέσα σε αυτή την
κατηγορία περιλαμβάνονται τρία
είδη, ένα από αυτά είναι και οι
κουκουβάγιες Συτώ.
Η κουκουβάγια κοίταξε τον
Αλέξανδρο σαν να του έλεγε κάτι. Εκείνος κατάλαβε... οι Σούρκοι
έρχονται!!!
- Ήρθαν…, είπε όλο αγωνία στον Αγαμέμνονα.
Έπειτα από ένα λεπτό ακούστηκαν οι φωνές του Μάκη, της Ρίνας, της
Ελένης και του Βαγγελάκη
- Ήρθαν οι Σούρκοι, ήρθαν, ήρθαν, ήρθαν...τόσο δυνατά φώναζαν που η
Βύλιζα τους άκουσε από το μοναστήρι και άρχισε να προσεύχεται ακόμα
πιο πολύ για την σωτηρία του χωριού.

59
Οι Σούρκοι έκαναν δέκα λεπτά για να φτάσουν στο Ματσούκι. Ο χρόνος
ήταν αρκετός για να ετοιμαστούν οι Ματσουκιώτες.
Μόλις μπήκαν οι Σούρκοι στο Ματσούκι δεν είδαν πουθενά τους
Ματσουκιώτες, οι οποίοι είχαν κρυφτεί. Ξαφνικά ορμάνε οι
Ματσουκιώτες με τα ματσούκια, δηλαδή τα ξύλα στο χέρι, εκείνη την
ώρα ακούστηκαν αλιχτήσματα λύκων και κρωξίματα χρυσαετών και τότε
όρμησαν οι χρυσαετοί απ‟ τον ουρανό και οι λύκοι απ‟ το δάσος, μαζί και
η Ανδρομάχη, με επικεφαλής τον Λεωνίδα ο οποίος καβάλαγε τον
θρυλικό Αίαντα. Μόλις οι Σούρκοι είδαν ότι Ματσουκιώτες, Φρυσαετοί
και Λύκοι είχαν γίνει μια ομάδα, το „βαλαν στα πόδια όσο πιο γρήγορα
μπορούσαν.
Εκείνο το βράδυ οι Ματσουκιώτες έστησαν χορό και για να τιμήσουν τα
παιδιά, τα άφησαν να παίξουν τα μουσικά τους όργανα.
Σελικά αυτοί οι ηπειρώτικοι ήχοι ήταν η μελωδία της ελπίδας αλλά και
της ελευθερίας.
3ο Δημοτικό ΢χολείο Υιλιππιάδας-Πρέβεζα

Τπεύθυνος εκπαιδευτικός: Λέτσιος Ιωάννης

60
«Η Μελωδία της Ελπίδας: ένας μυστικός κόσμος κάτω από τα
πόδια μας»

Μια φορά κι έναν καιρό πριν από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι


ανακάλυψαν ότι στη γη κατοικούσαν περίεργα και μικροσκοπικά
πλασματάκια, μέσα στην θάλασσα. Ο τρόπος, ο οποίος τα έμαθαν, ήταν
εντελώς τυχαίος, αφού κάποτε ένα από αυτά βγήκε στην επιφάνεια του
νερού και μίλησε σε έναν ψαρά για τον πολιτισμό τους. Πρόκειται για
μερικά σπάνια και περίεργα όντα, που ονομάζονταν Λεμεγιόκι. Με το
πέρασμα των χρόνων οι Λεμεγιόκι ξεχάστηκαν, δεν επισκέφθηκαν ποτέ
τον κόσμο των ανθρώπων κι έτσι όλοι πίστευαν ότι ήταν ένας μύθος.
Όμως μέσα στην θάλασσα αυτά τα ανθρωπάκια εξακολουθούσαν να ζουν
ξέγνοιαστα και ειρηνικά. Σο χωριουδάκι τους εκεί κάτω στο βυθό ήταν
κυριολεκτικά ένα όνειρο. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο όλα έμεναν σε
τεράστιες και πανέμορφες αχιβάδες, που ήταν τα σπίτια τους. Καμία
όμως αχιβάδα δεν έμοιαζε με την άλλη, αφού καθεμία είχε το δικό της

ξεχωριστό χρώμα.
΢το εσωτερικό τους υπήρχαν δυο υπνοδωμάτια και δυο ακόμη
χώροι: ένας για χορό και ένας ακόμη για παιχνίδι. Επιπλέον, όλα τα
σπίτια των Λεμεγιόκι είχαν κι ένα τεράστιο σαλόνι, για να κάθονται με
την οικογένειά τους και να λένε υποθαλάσσιες ιστορίες. Σο μόνο δωμάτιο
που δε χρειάζονταν ήταν η κουζίνα, αφού έβρισκαν την τροφή τους κάτω
από βράχους, μέσα σε κοράλλια. Έξω από τα σπίτια τους στις αυλές και
στους δρόμους είχαν πανέμορφους κήπους, γεμάτους με λουλούδια, τα
οποία άνθιζαν όταν οι ιδιοκτήτες τους ήταν χαρούμενοι. Επιπλέον, στα
περβάζια των παραθύρων υπήρχαν γλάστρες με άμμο και φύκια. Οι
δρόμοι ήταν απίστευτοι! Όταν περνούσες σε άλλη οδό, άλλαζε και το
χρώμα της ταμπέλας που έδειχνε την οδό που βρισκόσουν. Παντού
υπήρχαν πολλές πλατείες και πάρκα που πήγαιναν τα παιδιά και
περνούσαν ξέγνοιαστα τον χρόνο τους. Έπαιζαν με τις γοργόνες, με
ψάρια μικρά και μεγάλα, κρυφτό, κυνηγητό, φουσκοπιάσιμο και κυνήγι
του πλαγκτόν.

61
Οι περισσότεροι
μεγάλοι Λεμεγιόκι
εργάζονταν ως τεχνίτες,
φυτευτές
γαλαζοπράσινων φυκιών
και κτηνοτρόφοι
φαλαινών. Ακόμη, όσα
από αυτά τα ανθρωπάκια
έμεναν στο μέρος του
χωριού με τις πιο
βρόμικες
φουσκομπαλίτσες
δούλευαν ως ρουφηχτές
αυτών των απαίσιων
φουσκόμπαλων. Οι
Λεμεγιόκι διέφεραν πολύ
από τους ανθρώπους, αφού είχαν μικρά
δαχτυλάκια και ιδιαίτερα μεγάλα μάτια σαν της κουκουβάγιας. Επειδή
όμως ήταν γλυκατζουδικα τα είχαν τα παχάκια τους. Ένα άλλο
χαρακτηριστικό τους ήταν ότι στα πόδια τους είχαν πτερύγια. Σα
κορίτσια στόλιζαν τα μαλλιά τους με στέκες από μαργαριτάρια και
βότσαλα, ενώ τα αγόρια δεν τα απασχολούσε ιδιαίτερα το ντύσιμό τους.
Σα τοσοδούλικα αυτά ανθρωπάκια δεν γνώριζαν από κακία και μίσος.
Ήταν φιλειρηνικά και πολύ ευγενικά. Όλη μέρα ήταν όλο χορό και
τραγούδι, τραγούδι και χορό. Έδειχναν χαρούμενα και ευτυχισμένα,
όπως και τα λουλούδια που φρόντιζαν να είναι πάντοτε περιποιημένα.
Ήθελαν να χαίρονται κάθε δευτερόλεπτο, που κλέβει ο χρόνος από τη
ζωή τους. Ήταν γεμάτα γλύκα και το χαμόγελο δεν έφευγε ποτέ από το
πρόσωπό τους. Σο πιο σημαντικό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι
επικοινωνούσαν με μια μελωδία, που πίστευαν ότι μοίραζε απλόχερα την
αισιοδοξία ανάμεσά τους, τη μελωδία της ελπίδας.
Ώσπου, μια μέρα στη στεριά ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των
κατοίκων δύο χωρών: της Γουακάντα και της Γκόθαμ. Ένα
συννεφιασμένο απόγευμα, ένας στρατιώτης της Γουακάντα προσπαθούσε
να βρει φαγητό στη θάλασσα για τους συντρόφους του. Όμως,
προσπαθώντας να βουτήξει στη θάλασσα, βρέθηκε στην πύλη του
κόσμου των Λεμεγιόκι. Η πύλη τον απορρόφησε και τον πήγε στης πόλη
τους. Μόλις έφθασε στα αυτιά του η μελωδία της ελπίδας, αμέσως έγινε
μικροσκοπικός σαν τους κατοίκους αυτής της παράξενης περιοχής. Σο
αποτέλεσμα ήταν να μείνουν ίδια τα ρούχα του και να διαφέρει από τους
από τους άλλους. Όλοι τον ρωτούσαν για την ταυτότητα του. Αυτός
απάντησε ότι τον έλεγαν ΢κρεμίδα. Όμως και αυτός είχε πολλές
ερωτήσεις προς τα περίεργα πλάσματα που αντίκριζε απέναντί του και
κυρίως αναρωτιόταν πώς ακριβώς βρέθηκε εκεί. Οι Λεμεγιόκι τού
απάντησαν ότι ήταν ο μόνος, που κατάφερε και πέρασε την πύλη, γιατί η
μελωδία της ελπίδας διαλέγει συγκεκριμένα άτομα. Ο ΢κρεμίδας έζησε
για μερικούς μήνες κοντά στους Λεμεγιόκι, ανέπτυξε καλές σχέσεις μαζί
τους και συνήθισε τα έθιμά τους. Όμως μια μέρα που είχε τελειώσει ο
πόλεμος στην στεριά κι οι υπόλοιποι στρατιώτες τον έψαχναν,

62
οδηγήθηκαν στην πύλη του κόσμου των Λεμεγιόκι, την οποία μόνο ένας
κατάφερε να δει. Ο στρατιώτης πέρασε την πύλη, επειδή ξεγέλασε την
μελωδία της ελπίδας, κάνοντας ψέματα ότι είναι άσχημα χτυπημένος.
Σότε, εντελώς ξαφνικά έγινε κάτι που δεν το περίμενε κανείς! Με
το που μπήκε στο ονειρεμένο αυτό χωριό των Λεμεγιόκι ο Ρόναλντ, ο

δεύτερος άνθρωπος που βρέθηκε στον κόσμο τους, άρχισε απότομα να


κουνιέται η γη από τα βάθη της. Όσο περνούσε η ώρα, το ταρακούνημα
άρχισε να δυναμώνει όλο και περισσότερο, και τότε έγινε κάτι
αναπάντεχο: ένας τεράστιος σεισμός, ο οποίος με την ισχύ που είχε
δημιούργησε μία ρωγμή στον πάτο της θάλασσας, που χώρισε το χωριό
των Λεμεγιόκι σε δύο μεγάλες πλευρές. Όλοι κατάλαβαν πως η
καταστροφή αυτή συνέβη λόγω του θυμού που ένιωθε η μελωδία που
προστάτευε τους Λεμεγιόκι και το χωριό τους, επειδή την ξεγέλασε ένας
εισβολέας. Παρόλο που ο ΢κρεμίδας και ο Ρόναλντ είχαν συνηθίσει να
βρίσκονται σε επικίνδυνες καταστάσεις, όταν αντίκρισαν την
καταστροφική αυτή ρωγμή, αντιλήφθηκαν πως οι ζωές όλων
βρισκόντουσαν σε κίνδυνο. Έτσι, αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με
τους ταραγμένους κατοίκους της περιοχής, για να σταματήσουν την
ρωγμή, χωρίς να τραυματιστεί κανείς και να πάθει κάτι το χωριό.
Αμέσως, σχεδίασαν τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να
δράσουν εύκολα και γρήγορα. Έτσι, με τις διασωστικές και τις πολεμικές
ικανότητες του ΢κρεμίδα και του Ρόναλντ, αλλά και με την ελπίδα που
είχαν για την σωτηρία της θρυλικής
αυτής μελωδίας, κατάφεραν να σώσουν
το χωριό και τους χωρικούς του.Όταν
όλα μπήκαν στην θέση τους, οι δύο
στρατιώτες, που έπαιξαν σημαντικό
ρόλο στην τεράστια αυτή προσπάθεια,
βραβεύτηκαν από τους Λεμεγιόκι με
ένα πολύτιμο κοράλλι - περιδέραιο, με
το οποίο είχαν πάντα πρόσβαση στο
χωριό τους. Σαυτόχρονα τους
χαρακτήρισαν ως «εκλεκτούς», διότι
είχαν την δυνατότητα να ελέγχουν την
μελωδία της ελπίδας. Σέλος, επειδή οι

63
Λεμεγιόκι τους αγάπησαν, τους επέτρεπαν να επισκέπτονται το χωριό
τους, με τον όρο να κρατήσουν μυστική την ύπαρξη τους, αλλά
συγχρόνως να διαδώσουν την μελωδία της ελπίδας σε όλο τον κόσμο.
Μέχρι και σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν καταφέρει να ακούσουν τη
μελωδία που πλημμυρίζει με ελπίδα τις καρδιές όλου του κόσμου.
΢ύντομα μπορεί κι εσείς που διαβάσατε αυτή την ιστορία να γνωρίσετε το
μαγικό της ήχο. Πάντως ακόμη κι αν δεν έχετε προλάβει, θα καταλάβετε
την αξία της σύντομα, αφού η ελπίδα ο κόσμος μας να γίνει καλύτερος
δε σβήνει ποτέ. Και να είστε σίγουροι ότι οι Λεμεγιόκι συνεχίζουν να ζουν
καλά κι εμείς ανυπομονούμε να ζήσουμε όπως κι αυτοί κι ακόμη
καλύτερα.

Δημοτικό ΢χολείο Αγίου Βασιλείου Πατρών

Τπεύθυνος εκπαιδευτικός: Αλεξόπουλος Φρήστος

64
«Η μελωδία της Ελπίδας: Ο Φρωμπέν των ευχών»

Μία μόνο μέρα και θα ετοιμάσει τη βαλίτσα του επιτέλους. Θα βάλει την
αγαπημένη του στολή, , θα αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του, θα τρέξει στο
σπίτι και… το καλοκαίρι θα αρχίσει. Κάθε καλοκαίρι το περνά στο σπίτι της
γιαγιάς του που είναι ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα. Θαλασσόβουνο το
λέει εκείνος. Γεμάτο μυστικά και γωνιές και μαγικά
βράδια.
Η γιαγιά του, τού έφτιαξε την στολή όταν ήταν τεσσάρων
χρονών. Είναι ένα παλιό τσουβάλι, κάπως καφέ ή ίσως
και λίγο κίτρινο και στη μέση ένα σχοινί. Σο ίδιο που
έχει η γιαγιά στην αποθήκη. Εκεί βρίσκει όλα τα σχοινιά
και όλα τα εργαλεία του κόσμου..
Η γιαγιά του δεν τον μαλώνει ποτέ. Ούτε όταν φοράει
συνέχεια τη στολή του, ούτε όταν λέει τις ανάποδες λέξεις
του, ούτε όταν λέει για τα χρώματά του. ΄
Φρωμπέν τον φωνάζει κι εκείνος για τρεις μήνες είναι
μόνο ο Φρωμπέν. Ο Φρωμπέν των ευχών. Που φορά το
τσουβάλι με το σχοινί στη μέση, εξερευνά την αποθήκη
της γιαγιάς, φτιάχνει ποιήματα και ξόρκια, μαζεύει ευχές και προσπαθεί να τις
κάνει πραγματικότητα. Και μπορεί να αναποδογυρίζει τις λέξεις χωρίς να τον
μαλώνει κανείς. Κάτω – άνω να τις κάνει. Πόσο του αρέσει!!!
Δεν έχει ακόμη ξημερώσει όταν πετιέται από το κρεβάτι του. Υοράει την στολή
του. Ρίχνει μπόλικο νερό στο πρόσωπό του και ξυπόλυτος πηγαίνει στην
αποθήκη. Δεν φοράει ποτέ παπούτσια όταν είναι στο σπίτι της γιαγιάς. Είναι
ξυπόπλυτος.
«Ξυπόλυτος» λέει η γιαγιά αλλά εκείνος προτιμά να λέει ότι είναι ξυπόπλυτος. Η
γιαγιά μόνο μια φορά τον διορθώνει και μετά τον αφήνει να λέει τις δικές του
λέξεις. Αυτή είναι η συμφωνία τους.
Γυρίζει το κλειδί, μια, δύο, τρεις φορές και μετά σπρώχνει την μεγάλη ξύλινη
πόρτα ν` ανοίξει. ΢τέκεται στην γραμμή που έχει κάνει με πράσινη μπογιά
πάνω στο τσιμέντο, σηκώνει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του και λέει
τραγουδιστά την ευχή του:

Μάγια και ξόρκια


και λόγια τρελά
σφυρίζουν, χορεύουν
ζαλίζουν τ` αυτιά

Μόλις πει τους στίχους γυρίζει γύρω – γύρω και τραγουδά:

Φρώματα, ήλιοι και ένα φιλί


Γυρίζουν τον κόσμο από την αρχή
και βουρ ξεκινάει η νέα ζωή
βουρ και βουρβούρια κι αγάπη πολλή

65
Βουυυυυυρρρρρ λέει σιγά και ξεκινά την εξερεύνησή του. «Κόκκινο» λέει. Ό,τι
νιώθει και ό,τι σκέφτεται έχει πάντα χρώμα. ΢ήμερα είναι «κόκκινο». ΢αν τις
παπαρούνες, σαν το τόπι που είχε μικρός, κόκκινο σαν την αγαπημένη
μπλούζα του συμμαθητή του, του Νίκου. Για τον Νίκο θα φτιάξει ξόρκι
σήμερα.
Ο Νίκος δεν μιλάει πολύ. Δεν παίζει με τα άλλα παιδιά. Κάθεται
στα σκαλοπάτια και τους κοιτάζει.
Ο Φρωμπέν ανοίγει την κόκκινη μπογιά. Ρίχνει λίγη μέσα σε ένα
παλιό τενεκεδάκι. Σώρα πρέπει να βρει τα υλικά για το ξόρκι
του. Είναι δύσκολο πράγμα το ξόρκι. Πρέπει να σκεφτείς καλά,
να μην κάνεις λάθος γιατί αλλιώς η ευχή σου δεν θα βγει. Όταν
είναι έτοιμος, ανακατεύει όλα τα υλικά μαζί. Πρέπει τώρα να του
φτιάξει το τραγούδι και θα είναι έτοιμος.

Μάτια μεγάλα, αστεία αυτιά


Μύτη και δόντια, όλ` ανοιχτά
Μύρισε, δες, άκου και πες
Βγες, ξαναμπές, βγες – ξαναμπές

Σο τραγουδά και γυρίζει γύρω – γύρω. ΢υνεχίζει πιο δυνατά και χτυπάει μια
κουτάλα πάνω στο τενεκεδάκι όπου έχει αναμείξει τα υλικά.

Βγες, ξαναμπές, βγες, ξαναμπές


Να γίνουν οι φίλοι παρέες τρελές
να τρέχεις, να πέφτεις και όρθιος ξανά
να παίζεις, να βρίσκεις τα άλλα παιδιά

Να γίνει το κόκκινο μπάλα κι ευχή


Να μπεις στο παιχνίδι από την αρχή
να τρέχεις, να πέφτεις και όρθιος ξανά
να παίζεις, να βρίσκεις τα άλλα παιδιά

Σρεις φορές το τραγουδάει όλο και πιο δυνατά να πιάσει η ευχή. Όταν τελειώνει
έχει ζαλιστεί από το γύρω – γύρω και πέφτει κάτω ιδρωμένος. Πηγαίνει στον
αριστερό τοίχο που έχει τα ονόματα των φίλων του. Πάνω – πάνω έχει τον Νίκο
και δίπλα το χρώμα του. Κόκκινο. Σραβάει μια μεγάλη ίσια γραμμή και το
σβήνει. Πάει αυτός…
Σο επόμενο ξόρκι του είναι για την Ναυσικά που είναι πάντα
λυπημένη, γιατί έφυγε η μαμά της. Δεν ξέρει που πήγε αλλά η
Ναυσικά είναι λυπημένη και τα χρυσά της μαλλιά τα βάζει
μπροστά στο πρόσωπό της να μην βλέπει κανείς ότι κλαίει. Γι`
αυτό το βουρβούρι του είναι κίτρινο. Για να τραβήξει τα
κίτρινα μαλλιά από το πρόσωπό της και να γελάσει ξανά. Να
γεμίσει το πρόσωπό της ηλιακρίδες, λέει στην γιαγιά σου.
«Ηλιαχτίδες εννοείς Φρωμπέν;»

66
«Όχι γιαγιά, ηλιακρίδες. Γιατί είναι ζιγκ-ζαγκ σαν τα πόδια από τις ακρίδες»
Υτιάχνει το βουρβούρι του για την Ναυσικά.
Σην επόμενη ημέρα, σειρά έχει η Άννα που ήρθε στην τάξη του στη μέση της
χρονιάς. Η δασκάλα τους, τους είπε ότι ερχόταν από μια μακρινή χώρα. «Δεν
μιλάει την γλώσσα μας. Μιλάει μια άλλη πολύ όμορφη γλώσσα. Εμείς θα της
μάθουμε την δική μας κι εκείνη θα μας μάθει τη δική της. Δεν είναι υπέροχο;»
Ναι, ήταν υπέροχο. Μόνο που η Άννα τις
πρώτες μέρες δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο
Φρωμπέν της έλεγε καλημέρα κι έπειτα της
έδειχνε ένα – ένα όλα τα αντικείμενα μέσα στην
τάξη και τα ονόματά τους.
Σρα-πέ-ζι, κα-ρέ-κλα, θρα-νί-ο, μο-λύ-βι, τε-
τρά-δι-ο.
Όμως η Άννα δεν απαντούσε. Μετά από μία
εβδομάδα ο Φρωμπέν ρώτησε την δασκάλα του
πώς λέγονταν το θρανίο στην δική της γλώσσα.
Σην επόμενη μέρα της το είπε. Για πρώτη φορά
η Άννα τον κοίταξε και του χαμογέλασε.
Γρήγορα βρήκαν ένα άλλο πιο ωραίο παιχνίδι.
Έδειχναν ένα αντικείμενο και του έβρισκαν ένα
καινούριο όνομα. Έφτιαξαν τη δική τους
γλώσσα.
Σο θρανίο το λένε κόγκα. Σην καρέκλα βρουσκ,
το μολύβι λέγεται χαράρ και το τετράδιο οαεο.
Αποφασίζει πως το χρώμα της Άννας είναι το
γαλάζιο. Όμορφη σαν τη θάλασσα, απέραντη
σαν τον ουρανό. Ανακατεύει την μπλε μπογιά με λίγο άσπρο και φτιάχνει ένα
όμορφο λαμπερό γαλάζιο. Έπειτα τραγουδά το βουρβούρι του:

Λέξεις δικές σου μου λες δυνατά


Άλλες δικές μου σου λέω μετά
Καινούριες, αστείες, μεγάλες, μικρές
Υωνήεντα, σύμφωνα, ήχοι, φωνές

Δεν ξέρω τι λες, δεν ξέρεις τι λέω


Ούτε εσύ φταις ούτε εγώ φταίω
Θα μάθουμε νέες, όμορφες λέξεις
Να έχεις πολλές αν θες να διαλέξεις

Είναι σίγουρος ότι η Άννα θα νιώσει την ευχή του, θα ακούσει το τραγούδι του
και δεν θα ξεχάσει τις ωραίες τους λέξεις. Αχ , αυτά τα βουρβούρια του τον
κάνουν τόσο χαρούμενο.
΢το τέλος του καλοκαιριού ο Φρωμπέν έχει τελειώσει όλα τα βουρβούρια του.
Λυπημένος απλώνει την στολή του πάνω στο κρεβάτι και την διπλώνει. Νιώθει
σαν να αποχωρίζεται ένα φίλο.
«Θησέα μου μην στενοχωριέσαι. Θα περάσει γρήγορα ο καιρός» το λέει η γιαγιά
του

67
«Δεν είμαι πια ο Φρωμπέρ»
«Είσαι πάντα ο Φρωμπέρ. Είσαι μέσα σου και μέσα στην δική μου καρδιά»
«Και τα βουρβούρια μου; Θα θέλω να τα φτιάξω του χρόνου; Θα βρίσκω τις
λέξεις; Ή θα τις ξεχάσω όπως τις ξεχνούν οι μεγάλοι;»
«Φρωμπέν». Η γιαγιά του κρατά τα χέρια και του χαμογελά. «Οι λέξεις είναι
όμορφες όταν τις αγαπάμε. Και εσύ τις αγαπάς. Πάντα θα τις βρίσκεις. Και
πάντα θα θέλεις να φτιάχνεις τα φίλτρα σου»
«Για να είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι» της λέει ο Φρωμπέρ.
«Ακριβώς. Για να είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι πρέπει να δίνουμε χρώματα
στις λέξεις . Και πολλή αγάπη. Δεν μας χρειάζεται στολή γι` αυτό. Αρκεί να τους
σκεφτόμαστε και να τους αγαπάμε».

Φουσνή Ελένη, ΠΕ60

68
«Η μελωδία της ελπίδας… στον παγωμένο ωκεανό»

΢τα βάθη του ωκεανού, στον Παγωμένο Βορρά ζούσε ένας καρχαρίας
που λεγόταν Ζαχαρίας. Με τη ζάχαρη… καμία σχέση! Δεν του άρεσε
καθόλου η ζάχαρη, παρά μόνο τα αλμυρά, τα πολύ αλμυρά φαγητά.
Όταν έτρωγε το φαγητό του είχε πάντα δίπλα του μια αλατιέρα. Καθώς
έπεφτε το αλάτι πάνω στο γεύμα του, χαιρόταν όπως τα παιδιά που
βλέπουν χιόνι για πρώτη φορά.

Ο Ζαχαρίας ήταν μεγάλος και πολύ δυνατός. Σα


πτερύγιά του, όπως και τα δόντια του, πολύ
κοφτερά! Δεν του άρεσε να πηγαίνει στο σχολείο
αφού όπως έλεγε ό,τι ήταν να μάθει το είχε ήδη
μάθει. Φάσιμο χρόνου! Ενώ ο ωκεανός έκρυβε
τόσα μυστικά! Η εξερεύνηση ήταν γι αυτόν πάντα
μία ασταμάτητη πρόκληση. Βουτούσε στα βαθιά
νερά και κινούσε το τεράστιο σώμα του με
εκπληκτική ευλυγισία και γρηγοράδα.

Αν κανένα ψάρι βρισκόταν στο δρόμο του


δύσκολα του ξέφευγε. Σα φύκια γαργαλούσαν
τη μύτη του και τα κοράλλια τρόχιζαν την ουρά του. Φίλιοι δυο
θησαυροί, κάποιοι κάποτε αληθινοί από ναυάγια πλοίων που είχαν
βρεθεί σε σφοδρή θαλασσοταραχή. Δε βαριόταν ποτέ! Ήταν ανήσυχος και
ενθουσιώδης με κάθε τι νέο και συναρπαστικό που συναντούσε στο
δρόμο του.

Σο σπίτι του το είχε φτιάξει σε μια βραχοσπηλιά με πολύ φως. Σο


σκοτάδι δεν του άρεσε. Σου θύμιζε τη μοναξιά του. Όταν ήταν πιο μικρός
έπαιζε με τις φώκιες. Σώρα όμως είχε μεγαλώσει και οι φώκιες δεν τον
πλησίαζαν γιατί φοβόντουσαν μήπως καταλήξουν παστές στο πιάτο του!
Εκείνος βέβαια, τις θεωρούσε φίλες του και δεν τις έβλεπε καθόλου σα
φαί, αλλά άντε να τις πείσει! Πιο εύκολο του φαινόταν να τους πει ότι
είναι δελφίνι μεταμφιεσμένο σε καρχαρία, παρά ότι δεν θέλει να τις φάει.
Μόνο τη συντροφιά τους ήθελε, μόνο αυτό…

Η αλήθεια είναι πως το φαγητό που προτιμούσε περισσότερο από κάθε τι


άλλο ήταν οι σπανακόπιτες με πολύ αλάτι. Σο πού τις έβρισκε είναι
μεγάλη ιστορία, αφού όπως όλοι γνωρίζουν φούρνοι που πουλούν
σπανακόπιτες σε καρχαρίες δεν υπάρχουν. Τπάρχουν όμως κάτι καλοί
ναυτικοί που πετούν σπανακόπιτες από τα πλοία! Σρελαίνεται ο
Ζαχαρίας με αυτή τη λιχουδιά. Πέφτει η σπανακόπιτα στο αλμυρό νερό
και ώσπου να πεις καρχαρίας, ο Ζαχαρίας την έχει καταβροχθίσει!

69
Η τύχη του χαμογελούσε ακόμη περισσότερο τις εποχές που δεν είχε
πολύ κρύο. Περνούσαν περισσότερα πλοία από την περιοχή και άφηναν
πιο πολλές σπανακόπιτες. Σο εκπληκτικό συνέβη μια μέρα που ο ήλιος
ήταν τόσο φωτεινός που τύφλωνε τα μάτια. Αμέτρητες σπανακόπιτες-
μπορεί και δυο χιλιάδες!- επέπλεαν στα παγωμένα νερά. ΢την αρχή ο
Ζαχαρίας πίστεψε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Δεν μπορεί να ήταν
πραγματικότητα αυτό που ζούσε! Πλησίασε για τα καλά και η μυρωδιά
του ξεσήκωσε τα ρουθούνια. Και οι πρώτες μπουκιές επιβεβαίωσαν την
αλήθεια του γεγονότος.

Δε χρειάστηκε πάνω από είκοσι μπουκιές, δηλαδή μπουκιά και εκατό


σπανακόπιτες, για να τις φάει όλες! Η κοιλιά του φούσκωσε σα φάλαινα
ετοιμόγεννη και δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα. Σα δόντια του από
άσπρα και λαμπερά έγιναν καταπράσινα. Σόσο σπανάκι όλο και κάποια
επίδραση θα είχε. ΢την αρχή βέβαια μόνο το φούσκωμα στην κοιλιά του
ένιωθε. Σα δόντια του τα είδε αργότερα καθώς καθρεφτίστηκε στα ήρεμα
νερά του ωκεανού προσπαθώντας να βγάλει το σπανάκι που του είχε
κολλήσει στα δόντια.

Απελπισία τον έπιασε, αφού


καταλάβαινε πως μόνος του δε θα
κατάφερνε να ξανακάνει τα δόντια
του άσπρα και λαμπερά όπως
πριν. Σρόμος τον κυρίευσε με τη
σκέψη πως από εδώ και στο εξής
θα ήταν γνωστός σε όλους στον
ωκεανό , ως ο καρχαρίας ο
πρασινοδόντης. Σι μαρτύριο!

Φωρίς καλά - καλά να το καταλάβει


και ο ίδιος, άρχισε να κλαίει γοερά
και απαρηγόρητα. Για καλή του τύχη
τον άκουσε η φώκια η Κοραλία. Πήγε
κοντά και τον ρώτησε:

- Γιατί κλαις; Μήπως έσπασες κανένα δόντι; Γιατί με τη λαιμαργία


που έχεις κάτι τέτοιο θα σου συνέβη.
- Όχι, καλή μου Κοραλία, δεν έσπασα δόντι.
- Αλλά, τι έπαθες; ΢ου πιάστηκε το πτερύγιο στα δόντια καμιάς
όρκας;
- Όχι, πώς σου ήρθε αυτή η σκέψη; Δεν μπορείς να καταλάβεις…
Έφαγα τόσες πολλές σπανακόπιτες που πρασίνισαν τα δόντια μου.
- Μα τις χίλιες γλίτσες! Αλήθεια λες!

70
- Δε μπορώ να εμφανιστώ πουθενά. Ούτε να γελάσω μπορώ, ούτε να
μιλήσω . Δεν ξέρω τι να κάνω. Έχεις καμιά ιδέα;
- Ιδέα, τι ιδέα θέλεις τώρα. Σο μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ο
Μανωλιός ο φωκοδοντογιατρός. Αυτός μόνο μπορεί να σου
λευκάνει τα δόντια.

Ο Μανωλιός ο φωκοδοντογιατρός είχε


ιατρείο κοντά στην τρύπια βάρκα.
Απαιτούσε ραντεβού με τους πελάτες του ,
αλλά μια και η περίπτωση του Ζαχαρία
ήταν επείγουσα τον δέχτηκε αμέσως.

- Πρέπει να ξέρεις, του είπε, πως δε


δέχομαι καρχαρίες στο ιατρείο μου, αλλά
για χάρη της Κοραλίας θα σε εξετάσω.
Άνοιξε λοιπόν το στόμα σου.

Ανοίγει ο Ζαχαρίας το στόμα του, τρομάζει


ο γιατρός!

- Μα τις δυο χιλιάδες γλίτσες, πόσες σπανακόπιτες έφαγες;

- Καλά το είπες γιατρέ μου. Δυο χιλιάδες, δε


νομίζω περισσότερες!

- Άκουσε, με προσοχή. Θα ανοίξεις καλά-καλά


το στόμα σου και δε θα κινηθείς καθόλου.

Ο γιατρός έφερε τη μεγάλη οδοντόβουρτσα, το


λευκαντικό και έναν μεγάλο κουβά με νερό. Δε θα
ήταν υπερβολή να πούμε πως βούρτσιζε τα δόντια
του Ζαχαρία πάνω- κάτω, πάνω-κάτω για
περισσότερες από τρεις χιλιάδες φορές. Σόσο που
τα χέρια του πόνεσαν και το στόμα του Ζαχαρία
έπαθε αγκύλωση και δεν έκλεινε με τίποτα!

Με τη βοήθεια της Κοραλίας ο γιατρός έκλεισε το


στόμα του Ζαχαρία και εκείνος κατάκοπος επέστρεψε στο σπίτι του ,
αφού πρώτα ευχαρίστησε την Κοραλία για το καλό που του είχε κάνει.
Πραγματικά η Κοραλία αποδείχτηκε μια γενναία και καλή φίλη. Μια
φίλη από εκείνες που σπάνια βρίσκει κανείς στον παγωμένο ωκεανό.

Κοιμήθηκε ατέλειωτα ο Ζαχαρίας. Κοιμήθηκε τόσο πολύ που θα νόμιζε


κανείς πως ξέχασε να ξυπνήσει. Και όταν επιτέλους ξύπνησε άκουσε
χειροκροτήματα και φωνές!

71
Μια μελωδία γλυκιά και ταυτόχρονα ζωηρή ηχούσε στα αυτιά του. Ήταν
η Κοραλία παρέα με τις άλλες φώκιες. Σα πράσινα δόντια του Ζαχαρία
υπήρξαν η αφορμή για να θυμηθούν την παλιά τους φιλία. Σον κάλεσαν
να πάνε για πατινάζ στην κρυστάλλινη κοιλάδα.

Ο Ζαχαρίας δεν έχασε την ευκαιρία και με αστραπιαίες κινήσεις ντύθηκε


ζεστά και κρέμασε τα παγοπέδιλά του στον ώμο. Ο πάγος ήταν
καταπληκτικός. Άσπρος, γερός και αστραφτερός. Οι ακτίνες του ήλιου
λαμπύριζαν στην επιφάνειά του και το ουράνιο τόξο του χάριζε απλόχερα
μωβ, πορτοκαλιές και κίτρινες πινελιές. Σα παγοπέδιλα κυλούσαν με
χάρη και γρηγοράδα πάνω του και οι κινήσεις άγγιζαν
τη χάρη πρίμα μπαλαρίνας στη σκηνή.

Έφτασε το σούρουπο και όλοι κατάκοποι και


πολύ πεινασμένοι έβγαλαν τα πατίνια τους
και επέστρεψαν ο καθένας στο σπίτι του. «
Όλα είναι καταπληκτικά όταν έχεις τους
φίλους σου παρέα» , σκέφτηκε ο Ζαχαρίας
και κοιμήθηκε ήσυχα και γλυκά με ένα
χαμόγελο στα χείλη.

Η Κοραλία με τις φίλες της έπαψαν να


φοβούνται το Ζαχαρία και τον καλούσαν
στις παρέες και στις γιορτές τους. Σις ημέρες
που η θάλασσα ήταν ήρεμη έπαιζαν στη
θάλασσα. Ο Ζαχαρίας ανέβαζε τις φώκιες στην
πλάτη του και τις έκανε βόλτες στα νερά. Ακολουθούσαν
εντυπωσιακές ανάποδες και πολύστροφες βουτιές που αποσπούσαν το
χειροκρότημα όλων των θεατών του παγωμένου ωκεανού. Από τα πλοία
τους κοιτούσαν οι ναυτικοί και απορούσαν πώς ο καρχαρίας με τις
φώκιες έπαιζαν μαζί! Μάλιστα οι ναυτικοί διέδιδαν παντού πως κάθε
φορά που τους έβλεπαν να παίζουν, μια μελωδία ξεχωριστή άγγιζε τα
αυτιά τους. Ήταν η μελωδία της ελπίδας στον παγωμένο ωκεανό…

Παυλοπούλου Αντωνία, ΠΕ60

72
«Η Μελωδία της ελπίδας: Ο Άστορ και το φτερό της ελπίδας»

Μια φορά και έναν καιρό σε μία πολύ


μακρινή και παγωμένη χώρα που το
όνομα της ήταν Υροζμανία, σ‟ έναν
πελώριο πύργο ζούσε ο Άστορ. Ο Άστορ
ήταν ένας λευκός δράκος, τόσο λευκός που
το βράδυ λαμπίριζε στο σκοτάδι. Σο
χαρακτηριστικό του όμως γνώρισμα ήταν
ότι δεν είχε δύο φτερά, αλλά ένα. Σου
έλειπε το ένα, καθώς γεννήθηκε με ένα
φτερό· έτσι ο Άστορ δεν μπορούσε να
πετάξει. Παρ‟ όλα αυτά, ήταν πολύ καλός
στο να κατασκευάζει πράγματα. Ό,τι
χαλασμένο αντικείμενο έβρισκε το
διόρθωνε μ‟ ένα μαγικό τρόπο και το
μετέτρεπε σε καινούργιο. Οι γονείς του
ήταν πολύ περήφανοι γι‟ αυτόν.

-«Είμαι πολύ περήφανη για σένα Άστορ»,


του έλεγε συνεχώς η μαμά του.

Παραλίγο να ξεχάσω να σας πω το


κυριότερο! Ο Άστορ ήταν μόλις πέντε
χρονών και ήθελε να γίνει σπουδαίος
εφευρέτης όταν μεγαλώσει.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς ετοιμαζόταν να


πάει στο σχολείο για δράκους, το λεγόμενο δρακοσχολείο, είπε στους
γονείς του:

-«Πολλοί δράκοι στο σχολείο με ρωτάνε γιατί έχω μόνο ένα φτερό. Μάμα,
γιατί έχω μόνο ένα φτερό και όχι δύο όπως έχουν οι υπόλοιποι
συμμαθητές μου;», ρώτησε ο Άστορ.

-«Αχ γλυκέ μου! Αυτό δεν είναι κάτι κακό. Έτσι γεννήθηκες. Είσαι όμως
τόσο δυνατός που είναι σαν να έχεις δύο φτερά. Θα σου πω και κάτι
ακόμα: γνωρίζεις ότι υπάρχουν κι άλλοι δράκοι σαν εσένα;»,
ανταποκρίθηκε η μητέρα του και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.

-«Αλήθεια; Τπάρχουν κι άλλοι δράκοι με ένα φτερό;», ρώτησε ο Άστορ.

«Υυσικά κι υπάρχουν σε όλη τη γη», του απάντησε ο πατέρας του.

-«Γρήγορα όμως καλέ μου, θα αργήσεις για το δρακοσχολείο», του είπε η


μαμά του.

73
Όταν ο Άστορ επέστρεψε από το
σχολείο, ήταν πολύ
στενοχωρημένος… τότε η μητέρα του
τον ρώτησε τι έχει.

Εκείνος της είπε ότι πάλι στο


δρακοσχολείο τον ρώτησαν γιατί έχει
ένα φτερό και γέλασαν μαζί του.

Οι συμμαθητές του δεν μπορούσαν


να καταλάβουν ότι δεν είχε καμία
σημασία που ο Άστορ είχε ένα φτερό
και ότι αυτό δε θα έπρεπε να τους
απασχολεί.

Ο Άστορ εκείνο το βράδυ δεν


μπόρεσε να κοιμηθεί, σκεφτόταν συνεχώς τα λόγια των συμμαθητών του.
΢κέφτηκε ότι κάτι πρέπει να κάνει, πρέπει να βρει μια λύση, ώστε να μη
διαφέρει από τους άλλους. Όλο το βράδυ σκεφτόταν μέχρι που του ήρθε
η φαεινή ιδέα!

«Σο βρήκα! Σο βρήκα!» είπε «θα φτιάξω ένα φτερό! Ναι! Θα φτιάξω ένα
φτερό! Έτσι δε θα ξεχωρίζω από τους άλλους δράκους και δε θα με
ρωτάει κανένας γιατί έχω μόνο ένα φτερό».

Σην επόμενη μέρα ο Άστορ μετά το


δρακοσχολείο πήγε γρήγορα στην
αποθήκη του πύργου και έβαλε σε
εφαρμογή το σχέδιο του.

Πρώτα, μέτρησε με ένα μέτρο τις


διαστάσεις του φτερού του, έπειτα
σχεδίασε σ‟ ένα χαρτί το φτερό που
ήθελε να φτιάξει, το οποίο ήταν
ολόιδιο με το δικό του. ΢την
συνέχεια, έκοψε ένα ύφασμα και
κόλλησε στις δύο άκρες του λεπτά
ξυλαράκια για να είναι τεντωμένο.
Σέλος, πέρασε δύο σχοινιά στην κάθε
άκρη για να μπορέσει να το δέσει.

Δούλεψε πολλές ώρες για το νέο του


φτερό μέχρι που τα κατάφερε. Σο νέο
του φτερό ήταν έτοιμο! Ήταν τόσο
όμορφο! Λευκό που γυάλιζε σαν
μετάξι.

Ο Άστορ ήταν τόσο χαρούμενος που


ανυπομονούσε να το φορέσει. Πήγε
μπροστά στον καθρέπτη και πέρασε το
ένα σκοινί γύρω από το φτερό του και το

74
άλλο γύρω από τη μέση του. Σο σήκωσε
και το τέντωσε ψηλά. Σο νέο του φτερό
ήταν αληθινό! Δεν χόρταινε να το
κοιτάζει και να στροβιλίζεται γύρω από
τον εαυτό του. Ήταν η πιο ευτυχισμένη,
η πιο ελπιδοφόρα μέρα της ζωής του.

Ανυπομονούσε να το δοκιμάσει. Έτσι,


έτρεξε στην ψηλή κορυφή που
βρισκόταν λίγο πιο πέρα από τον
πύργο. Καθώς στεκόταν όρθιος, ίσιωσε
το ανάστημα του, τέντωσε τα φτερά του
και άρχισε να τα κουνάει με όλη του τη
δύναμη, μέχρι που κατάφερε να
σηκώσει τον εαυτό του λίγο πιο ψηλά
από το έδαφος. Ήταν δύσκολο να
μπορέσει να πετάξει, όμως αυτό δεν το
πείραζε· του αρκούσε που είχε δύο
φτερά.

Έπειτα, έτρεξε προς τον Πύργο και στην


αυλή είδε τους γονείς του, «μαμά…,
μπαμπά…, μαμά…», φώναζε.

-«Σι έγινε Άστορ; Σι έπαθες και φωνάζεις;», είπε ο πατέρας του.

-«Κοιτάξτε! Έχω δύο φτερά! Δε θα με ρωτήσει ποτέ ξανά κανένας γιατί


έχω μόνο ένα φτερό, δε θα γελάσει ποτέ ξανά κανένας μαζί μου», είπε ο
Άστορ χαρούμενος.

-«Αχ! Άστορ για εμάς δεν αλλάζει κάτι που δεν έχεις δύο φτερά, είτε έχεις
ένα, είτε δύο πάλι θα σε αγαπάμε και θα είσαι μοναδικός για εμάς»,
ανταποκρίθηκε ο πατέρας του.

-«Ναι γλυκέ μου! Όμως πρέπει να καταλάβεις ότι σημασία δεν έχει πόσα
φτερά, πόσα χέρια, πόσα ποδιά έχουμε αλλά ποιοι είμαστε και τι
αξίζουμε. Κι εγώ όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να πετάξω φωτιά,
άνοιγα το στόμα μου και το μόνο που έβγαινε ήταν καπνός μαζί με μία
εκνευριστική κραυγή «ααααα!»,
που όποιος την άκουγε έκλεινε
τα αυτιά του. Κανένας δεν
είναι τέλειος. Όλοι έχουμε
τις αδυναμίες ή τα
ελαττώματα μας . Αυτά είναι
που μας κάνουν μοναδικούς.
Αυτά είναι που μας κάνουν
να ξεχωρίζουμε από τους
υπόλοιπους. ΢κέψου να
ήμασταν όλοι ίδιοι, δε θα
ήταν πολύ βαρετό; Εσύ
μπορεί να έχεις ένα φτερό

75
όμως είσαι ο καλύτερος στα μαστορέματα και στις εφευρέσεις. Δες!
Έφτιαξες ένα φτερό μόνος σου, χωρίς βοήθεια. Μπράβο σου! Είμαι τόσο
περήφανη για σένα. Για μένα δεν αλλάζει κάτι… είσαι το παιδί μου, ο
πανέξυπνος Άστορ μου! Σο αστέρι μου!», του είπε η μητέρα του.

Ο Άστορ ενώ ήλπιζε ότι φορώντας το νέο του φτερό δεν θα τον κοροϊδέψει
ποτέ ξανά κανένας, ένιωθε τόσο όμορφα απ‟ τα λόγια που άκουσε από
τους γονείς του. Έτσι, αισθανόταν μοναδικός και δεν τον πείραζε πλέον
που είχε ένα φτερό. Σότε πήρε την απόφαση και έβγαλε το νέο του φτερό,
αισθανόμενος τόσο περήφανος που ήταν ξεχωριστός. Από δω και πέρα
όποιος τον ρωτούσε γιατί έχει ένα φτερό, εκείνος απαντούσε «Για να
ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους».

Φρηστάκη Γεωργία, ΠΕ60.50

76
«Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία.

Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

77
78
79
ISBN:978-618-5661-05-2

80

You might also like