Professional Documents
Culture Documents
ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
1
ISBN:978-618-5661-05-2
2
ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ
ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
3
4
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
&
ΜΕ ΘΕΜΑ:
5
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ - ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ
Website: http://storytellerdome.blogspot.gr
Website: https://contestfairytale.wordpress.com/
ISBN: 978-618-5661-05-2
Copyright @2022
6
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
7
8
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ
δάςοσ»
7 «Η Μελωδία της ελπίδας: Μια διαφορετική φιλία» σελ.29
9
10
«Η Μελωδία της ελπίδας: Σο παιχνίδι των συναισθημάτων»
Κάτω από ένα δέντρο, μια μέρα, γεννήθηκαν μια πατάτα και ένα
λουλούδι. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν να μαλώνουν για το
ποιος από τους δύο ήταν ο πιο
έξυπνος.
Γύρος πρώτος
Γύρος δεύτερος
Λουλούδι: «Μια γάτα βρήκε στο χώμα μια καραμέλα. Πόσο τυχερή
είμαι που βρήκα μια καραμέλα! είπε η γάτα. Όμως το πρόσωπο της
11
σκυθρώπιασε. Πόσο θα ήθελα να είχα παρέα
για να φάμε μαζί την καραμέλα σκέφτηκε.
Έκρυψε την καραμέλα στο χώμα και έφυγε με
σκυμμένο κεφάλι.»
Γύρος τρίτος
12
Λουλούδι: Σο ένα κεράσι είναι για σένα
13
«Η μελωδία της ελπίδας»
«Ο καιρός ήταν λες και μόλις είχε χιονίσει και είχαν λιώσει τα χιόνια»,
σκέφτηκε το Παιδί. Θυμήθηκε τον χιονάνθρωπο, που είχε φτιάξει σε ένα
κάποτε ενός κατάλευκου χειμώνα. Ο χιονάνθρωπος αν και φοβόταν ότι
θα λιώσει, καθόταν πάντα αγέρωχος στη θέση του. Σελικά έλιωσε. Έγινε
σκέτο χιόνι, πάγος, νερό. Και το νερό στη συνέχεια πέρασε από ποτάμια,
λίμνες και κατέληξε στη θάλασσα. το πέρασμά του συνάντησε μερικά
σαλιγκάρια. αλιγκάρια στεριάς και σαλιγκάρια θάλασσας. Ακόμα και
αυτά τα σαλιγκάρια, τα δίχως σπίτι. Ναι, γυμνοσάλιαγκες. Σο Παιδί είδε
έναν που έκλαιγε. Ήταν κάποτε
σαλιγκάρι.
14
αφήνει. Και συναντάει ένα δέντρο φορτωμένο με πολύ γλυκά φρούτα.
«Σα γλυκά και ζουμερά φρούτα», σκέφτηκε, «είναι τα πιο νόστιμα». Και
θυμήθηκε όλα τα καλοκαιρινά φρούτα. τον κήπο του είχαν φυτέψει το
καλοκαίρι καρπούζια και πεπόνια. Σο καρπούζι και το πεπόνι ήταν οι
καλύτεροι φίλοι. Πάντα ονειρευόντουσαν ένα ταξίδι στον ωκεανό.
Υανταζόντουσαν ατελείωτες παραλίες και αμμουδιές, εκεί που όλοι
έφτιαχναν κάστρα και χαιρόντουσαν τόσο. Είχαν δει εκείνη τη χαρά των
παιδιών από το τάπερ που ήταν το καρπούζι και το πεπόνι. Αν και
φρούτα, σκέφτηκαν να φτιάξουν μία σχεδία. Να φέρουν ξύλα, σχοινί και
μερικά καρφιά. Ονειρεύτηκαν το ταξίδι τους στον ωκεανό. «Είναι το
όνειρο τελικά», σκέφτηκε το Παιδί.
«Σο παιχνίδι».
«Μου αρκεί που έχω τρία δέντρα, δύο πεταλούδες, τον ουρανό και το
σπίτι μου», είπε το Παιδί στον εαυτό του.
«Η Δασκάλα μου, η Αδερφή μου και η Μητέρα μου είναι για μένα η
Πρώτη μου Άνοιξη. Είναι τόσο καλές και μου μαθαίνουν όσα θέλω να
μάθω».
Σο Παιδί πλέον είχε τις απαντήσεις του. Μπαίνοντας σπίτι του, φώναξε
χαρούμενο: Είναι η Αγάπη, αυτή είναι η Πρώτη μας Άνοιξη!
15
«Η μελωδία της ελπίδας: Η Κουκουβάγια Υρανκ»
16
“ Υίλοι, αλλάξτε πορεία, γρήγορα.
Σο δάσος με τις καστανιές καίγεται.
Ο ουρανός του μαύρισε. Σα ζωάκια
κλαίνε.”
“ Γιατί, τι συνέβη;”, ρωτήσαμε με
τρόμο.
“ Πόλεμος, Πόλεμος γίνεται!”
“Πόλεμος; Η κουκουβάγια η Υρανκ
ζει; Ξέρεις περιστέρι;”, ρωτήσαμε με
αγωνία.
“ Ζει, μα κρύφτηκε σε φωλιά με
συντροφιά το ημερολόγιο. Υοβάται
πως δεν θα ξαναδεί πια χαρές. Πως το ουράνιο τόξο θα χαθεί.
Κι όλο κλαίει κι όλο λέει δεν υπάρχει ελπίδα.”
“ ΌΦΙ, υπάρχει ελπίδα!” φωνάξαμε εμείς τα παιδιά. “ Θα πρασινίσει το
δάσος και θα έλθουν και πάλι οι χαρές.”
Αμέσως ενώσαμε τις σκέψεις μας για να βοηθήσουμε.
Ένα χοντρούλη σύννεφο μας έδωσε ιδέα. Σο κυκλώσαμε και του είπαμε.
“ Ωραίο συννεφάκι, πες της κυρά-βροχής να σώσει το δάσος με τις
καστανιές. Ο πόλεμος το καίει. Κινδυνεύει.”
“ Λυπάμαι, είπε το σύννεφο. Η κυρά-βροχή κοιμάται βαθιά. Δεν ξυπνάει
εύκολα. Μόνο αν ακούσει ωραίες μελωδίες.”
Κάναμε πρόβες τη φωνή μας. Ενώσαμε τις φτερούγες και φτιάξαμε
τραγούδι. Έμοιαζε με μελωδία, μια μελωδία για την ελπίδα.
17
«Η μελωδία της ελπίδας»
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι
που το έλεγαν Ελπίδα. Η Ελπίδα έμενε σε ένα φτωχικό σπίτι με το
μεγαλύτερο αδερφό της, Οδυσσέα και τη μαμά της, Φαρά. Δυστυχώς, ο
πατέρας της οικογένειας είχε χαθεί στον Κορονωπόλεμο που γινόταν για
πολλά χρόνια και δυστυχώς δεν είχε ακόμα τελειώσει…
Ένα συνηθισμένο πρωινό, η Ελπίδα πήγε να ταΐσει τα ζώα της και
να μαζέψει φρέσκα αυγά για να
φτιάξει με τη μαμά της το
πρωινό τους. Αφού έφαγαν το
νόστιμο πρωινό τους η Ελπίδα
πήγε στο σχολείο της.
Μετρούσε τις ώρες η Ελπίδα
για το σχόλασμα… Βιαζόταν να
χτυπήσει το κουδούνι και να
τρέξει στο δάσος, να μαζέψει
λουλούδια για τη μαμά της που
είχε σήμερα γενέθλια.
Μόλις χτύπησε το
κουδούνι για το σχόλασμα η
Ελπίδα άρχισε να τρέχει και
φτάνοντας στο δάσος βλέπει
μια όμορφη, πολύχρωμη πεταλούδα να πετά από λουλούδι σε λουλούδι.
Η Ελπίδα έκοβε, για το μπουκέτο που ήθελε να φτιάξει, όποιο λουλούδι
διάλεγε η όμορφη πεταλούδα. Έτσι, ακολουθώντας την πεταλούδα
βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει μέσα στο δάσος και κοιτώντας γύρω της
τρόμαξε, γιατί δεν θυμόταν πώς να γυρίσει πίσω και
ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει.
Η καημένη η Ελπίδα κάθισε στη ρίζα ενός
δέντρου, έσφιξε στην αγκαλιά της τα λουλουδάκια
και άρχισε να κλαίει. Σότε ξαφνικά είδε ένα φωτεινό
ζουζούνι να πετά γύρω της… αλλά δεν ήταν ζουζούνι
ήταν μια μικρή νεραϊδούλα του δάσους, που είχε
ακούσει το κλάμα της και πήγε να δει ποιος κλαίει.
«Γιατί κλαίς κοριτσάκι» ρώτησε η νεράιδα.
«Φάθηκα στο δάσος ακολουθώντας μια
πεταλούδα. Η μαμά μου έχει σήμερα γενέθλια και
ήθελα να μαζέψω τα ομορφότερα λουλούδια για
δώρο.» είπε η Ελπίδα δακρυσμένη.
«Μην απελπίζεσαι! Έλα μαζί μου!» της είπε η νεράιδα.
18
Άρχισε να ακολουθεί η Ελπίδα την φτερωτή
νεράιδα και έφτασαν σε μια καλύβα.
«Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε και το πρωί θα
βρούμε μια λύση…» της είπε η νεραϊδούλα.
Αμέσως μόλις ξάπλωσε η μικρή Ελπίδα
κοιμήθηκε. Ήταν τόσο κουρασμένη από το περπάτημα
και από το κλάμα είχαν κοκκινίσει τα ματάκια της.
«Κοιμήσου κοριτσάκι.» της είπε η νεράιδα και
κάθισε δίπλα της να την προσέχει.
το σπίτι της Ελπίδας επικρατούσε πανικός. Η
μαμά δεν είχε σταματήσει το κλάμα και ο αδερφός της Ελπίδας είχε
γυρίσει όλο το χωριό ψάχνοντάς την, αλλά μάταια.
«Μην κλαις μαμά, αύριο θα την βρω! το υπόσχομαι!» είπε ο
πολυμήχανος αδερφός της Ελπίδας, Οδυσσέας.
Πράγματι, μόλις ξημέρωσε ο Οδυσσέας ξεκίνησε για το δάσος.
Ήταν το μόνο μέρος που δεν είχε ψάξει για την αδερφή του. Μπαίνοντας
στο δάσος άρχισε να φωνάζει το όνομά της, όμως ξαφνικά του ήρθε μια
ιδέα…
«Θα αρχίσω να τραγουδώ το αγαπημένο της τραγούδι!» είπε ο
Οδυσσέας.
Έτσι και έκανε… Όλα τα πουλάκια του δάσους μόλις άκουσαν τη
γλυκιά μελωδία άρχισαν να τραγουδούν κι αυτά! ε όλο το δάσος
ακουγόταν το αγαπημένο τραγούδι της Ελπίδας:
Η όμορφη η μάγισσα
ήταν πονηρή,
πήρε τα λογικά μου
μέσα σε μια στιγμή.
Η μάγισσα ανήξερη
καθόταν αραχτή,
χαιρόταν που εγώ
δεν είχα πια φωνή.
19
και τραγουδά καλύτερα
αυτή η πονηρή.
20
Όσο πλησίαζε τον αδερφό της η φωνή του δυνάμωνε… Ξαφνικά ο
Οδυσσέας βλέπει την αδερφούλα του να τρέχει προς το μέρος του. Μόλις
είδαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα χαράς αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
«ε βρήκα επιτέλους! Πάμε τώρα στο σπίτι.» είπε ο Οδυσσέας.
το δρόμο της επιστροφής η Ελπίδα διηγήθηκε όλη την περιπέτειά
της στον αδερφό της. Υτάνοντας στο σπίτι η χαρά της μαμάς της ήταν
τόσο μεγάλη που την έπνιξε στα φιλιά…
«Εεε! Σι γίνεται;» λέει η Ελπίδα, καθώς πετάγεται από το κρεβάτι
της.
«ε φιλούσα για να ξυπνήσεις Ελπίδα μου! Είναι ώρα για το
σχολείο.» της είπε η μαμά.
Σότε η Ελπίδα κατάλαβε πως όλο αυτό ήταν ένα υπέροχο όνειρο!
Αγκάλιασε σφιχτά τη μαμά της και της ευχήθηκε για τα γενέθλιά της,
δίνοντάς της τα πιο γλυκά φιλιά του κόσμου! Η Ελπίδα έπειτα από τόσες
περιπέτειες που είχε ονειρευτεί, είχε βρει και πάλι την ευτυχία.
21
«Η μελωδία της ελπίδας: Ο Άλλος»
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πόλη ονειρεμένη ζούσαν πέντε φίλοι που
λάτρευαν τη μουσική και τις περιπέτειες. Η Φριστίνα, η Νόρα, η οφία, ο
Πέτρος κι ο Φάρης τραγουδούσαν όμορφα χαρίζοντας ξεχωριστές
μελωδικές στιγμές στους
κατοίκους της πόλης. Η
Φριστίνα έπαιζε υπέροχα
πιάνο, η Νόρα έπαιζε
καταπληκτική κιθάρα, η
οφία ηρεμούσε κάθε
άνθρωπο με το φλάουτο, ο
Πέτρος σε ταξίδευε με το
βιολίκαι ο Φάρης σε
ξεσήκωνε με το ακορντεόν.
Σα παιδιά τραγουδούσαν το
αγαπημένο τους τραγούδι
στην κεντρική πλατεία της
πόλης και ολόγυρά τους οι
κάτοικοι κοιτούσαν μαγεμένοι.
22
Και τότε ξαφνικά, όλα τα όργανα των παιδιών εξαφανίστηκαν! Μαζί τους
χάθηκε κι ο Άλλος.
Η Φριστίνα έβαλε τα κλάματα γιατί το πιάνο της ήταν δώρο από την
μανούλα της. Η οφία έψαχνε παντού το φλάουτό της, ενώ ο Πέτρος και
ο Φάρης είχαν θυμώσει πολύ και τα είχαν βάλει με τους κάτοικους της
πόλης.
«Γιατί έπρεπε να διώξετε τον Άλλο; Επειδή είχε όλα τα χρώματα της γης
στα μαλλιά του και το χρώμα της φωτιάς στα μάτια του;»
Κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει. Και τότε ξαφνικά ακούστηκε μια
χαρούμενη φωνή. Η Φριστίνα κρατώντας ένα χαρτί που είχε αφήσει πίσω
του ο Άλλος φώναξε με ενθουσιασμό:
«Αυτή είναι η λύση στο πρόβλημά μας!»
Και διάβασε δυνατά το μήνυμα.
«Ο Άλλος αγαπάει τη μουσική.
Η μελωδία της ελπίδας είναι μοναδική.
Αγάπη και στοργή θα σου χαρίσει
Σα μαγικά δαμάσκηνα αν αντικρίσει.»
«Μα τι ασυναρτησίες είναι αυτές! Δεν
καταλαβαίνω τίποτα!» φώναξε ο Πέτρος.
«Θα πρέπει να σκεφτούμε προσεκτικά!»
προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Φάρης.
Και τότε η οφία, η πιο σοφή, τους είπε:
«Θα ξεκινήσουμε αμέσως να βρούμε το παιδί που
έχει όλα τα χρώματα της γης στα μαλλιά του και
το χρώμα της φωτιάς στα μάτια του. Θα του
προσφέρουμε δαμάσκηνα κι αυτός θα μας χαρίσει την μελωδία της
ελπίδας και θα μας επιστρέψει τα όργανά μας»
«Μα δεν έχουμε μαγικά δαμάσκηνα!», απόρησε η Νόρα.
«Όλα μπορούν να γίνουν μαγικά όταν πιστεύεις σε αυτά!, φώναξε η
οφία που είχε ήδη ξεκινήσει για να τον βρει.
Οι φίλοι της έτρεξαν πίσω της και πέρασαν λαγκάδια και βουνά για να
βρουν τον Άλλο.
Κάποτε κουράστηκαν και αποφάσισαν να ξεκουραστούν κοντά σε ένα
σιντριβάνι. Μια επιγραφή τους έδειχνε πως ονομαζόταν «Σο σιντριβάνι
της ελπίδας». Σα παιδιά θεώρησαν ότι αυτό είναι σημάδι κι ότι ίσως ο
Άλλος να βρίσκεται κάπου εκεί κοντά. Σότε άκουσαν μια αδύναμη φωνή
να τους ζητά βοήθεια. Μια μικροκαμωμένη γριούλα τους ζήτησε να της
βάλουν λίγο νερό από το σιντριβάνι στο κατακόκκινο κύπελλο της. Σα
παιδιά αμέσως έκαναν ότι τους είπε κι εκείνη για να τους ευχαριστήσει
τους έδωσε μια μικρή χάρτινη σακούλα κι εξαφανίστηκε.
Η οφία άνοιξε τη σακούλα και φώναξε με χαρά!
«Σα μαγικά δαμάσκηνα!»
Ο Πέτρος, ο πιο γκρινιάρης, τη ρώτησε:
23
«Και γιατί να είναι μαγικά; Αν τα φάμε θα πάρουμε πίσω τα μουσικά μας
όργανα;»
Η οφία τον αγνόησε και πάλι
ξεκίνησε να τρέχει και οι άλλοι
λαχάνιασαν για να την
προφτάσουν. Όταν σταμάτησε,
βρισκόταν πια μπροστά σε μια
σπηλιά και χωρίς να το
καλοσκεφτεί τους έκανε νόημα
να την ακολουθήσουν!
Ο Φάρης, ο πιο φοβητσιάρης,
της φώναξε:
«Κοίταξε τι γράφει στο βράχο!
Αυτή είναι η πηλιά του
Υόβου! Δεν μου αρέσει
καθόλου αυτό το όνομα!»
Αλλά η Φριστίνα, η πιο
ατρόμητη, τον τράβηξε από το
χέρι και τον οδήγησε μέσα στη
σπηλιά!
το βάθος της σπηλιάς
αντίκρισαν μια πύλη και η
οφία τους έκανε πάλι νόημα να την περάσουν!
«Κοίταξε τι γράφει στην πέτρα! Αυτή είναι η Πύλη του Μίσους. Δεν μου
αρέσει καθόλου αυτό το όνομα!», φώναξε πάλι ο Φάρης.
Πάλι η Φριστίνα τον τράβηξε και πέρασαν μαζί την πύλη.
Αμέσως αντίκρισαν τον Άλλο να κάθεται σε μια φωτεινή αίθουσα γεμάτη
από μουσικά όργανα!
«ου φέραμε τα μαγικά δαμάσκηνα όπως μας ζήτησες», του φώναξε η
οφία.
«Σώρα θα πρέπει να μας δώσεις τα μουσικά μας όργανα και να μας
χαρίσεις τη μελωδία της ελπίδας όπως το υποσχέθηκες», είπε ο Φάρης.
Και τότε ο Άλλος αποκρίθηκε:
«Αυτά δεν είναι μαγικά δαμάσκηνα!»
Αλλά η οφία, που ήταν προετοιμασμένη, του απάντησε:
«Αν φας αυτά τα μαγικά δαμάσκηνα, θα αποκτήσεις αμέσως φίλους που
θα σε αγαπούν και θα σε φροντίζουν!»
«Αποκλείεται να γίνει αυτό! Κανείς ποτέ δεν με αγάπησε και δεν με
φρόντισε!», φώναξε θυμωμένα ο Άλλος.
«Δεν έχεις παρά να τα δοκιμάσεις !», τον παρακίνησε ο Πέτρος.
Και τότε ο Άλλος άρχισε να καταβροχθίζει τα δαμάσκηνα σαν να μην είχε
φάει ποτέ στη ζωή του!
24
«Ορίστε, τα έφαγα όλα! Δεν είναι μαγικά αλλά είναι σίγουρα πολύ
νόστιμα!», τους φώναξε ειρωνικά.
Οι πέντε φίλοι τον πλησίασαν και τον αγκάλιασαν όλοι μαζί ταυτόχρονα.
«Εμείς θα είμαστε για πάντα οι καλύτεροί σου φίλοι! Θα σε αγαπάμε και
θα σε φροντίζουμε!», του είπε τρυφερά η Φριστίνα.
Ο Άλλος τους κοίταξε κατάπληκτος και μονολόγησε:
«Σελικά ήταν μαγικά τα δαμάσκηνα! Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα
έβρισκα φίλους!»
Σα παιδιά του υποσχέθηκαν ότι ποτέ ξανά δεν θα αισθανόταν μοναξιά!
Και τότε ο Άλλος τους μοίρασε τις παρτιτούρες για να παίξουν όλοι μαζί
την ωραιότερη μελωδία του κόσμου: «Σην μελωδία της ελπίδας», που
όποιος την άκουγε δεν θα αισθανόταν ποτέ ξανά μοναξιά!
25
Η Μελωδία τησ ελπίδασ: Ένασ αόρατοσ εχθρόσ ςτο δάςοσ»
Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα πυκνό, καταπράσινο δάσος έφτασε
ο χειμώνας. Ήταν ένας διαφορετικός χειμώνας… Σο κρύο και η παγωνιά
ήταν παντού αλλά δεν επηρέαζαν τα χαρούμενα ζωάκια που έπαιζαν και
απολάμβαναν το ένα τη συντροφιά του άλλου. την άκρη του δάσους,
λίγο πιο έξω από τα πελώρια, καταπράσινα έλατα που έμοιαζαν να
χαϊδεύουν απαλά τον ουρανό, μια παρέα παιδιών απολάμβανε το
παιχνίδι στο χιόνι σαν να χόρευε μέσα στο παγωμένο δάσος, λες και μια
όμορφη μελωδία ξεχυνόταν παντού.
Από όλα τα ζωάκια ξεχώριζε για την καλοσύνη και την ηρεμία του
ένας πανέμορφος, μικρός Σρυποκάρυδος, κόκκινος με μπλε πιτσιλιές
στο σώμα του, στεκόταν πάνω σε ένα δέντρο και κοιτούσε φοβισμένος
τους ανθρώπους. Μέσα από τα μεγάλα διάφανα γυαλιά του έτρεμε στην
ιδέα ότι ίσως κάποιοι θα πλησίαζαν και θα κατέστρεφαν το δάσος, όπως
άκουγε συχνά στις ειδήσεις ότι έκαναν οι άνθρωποι.
Κάτω από το ίδιο δέντρο ξεμύτισε ένας γκρίζος λύκος με μεγάλα
κοφτερά δόντια. ε αντίθεση με τον Σρυποκάρυδο αυτός ήταν πονηρός
και ήθελε με κάθε τρόπο να σκέφτεται παγίδες και κακίες για να
αναστατώνει τα άλλα ζώα. Ευτυχώς δεν είδε τον μικρό λαγό που πέρασε
ξυστά από πίσω του με
δύο καρότα στο στόμα
και μπήκε βιαστικά στο
λαγούμι του να κρυφτεί.
Σην προσοχή όλων
των ζώων τράβηξε ένας
δυνατός ήχος από το
δελτίο ειδήσεων του
δάσους. Όλα τα ζώα
στάθηκαν με προσοχή
να ακούσουν τι
σημαντικό θα τους
έλεγε. «Ένας ιός, πιο
τρομαχτικός και από
όλα τα άγρια θηρία μαζί,
που μέχρι τώρα ταλαιπωρεί τους ανθρώπους, εμφανίστηκε και στο δάσος
μας. Ήδη στο νοσοκομείο του πράσινου δέντρου νοσηλεύονται δύο
αρκούδες χτυπημένες από τον Κορονοϊό».
Σα ζώα φοβήθηκαν και αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ, αποφάσισαν
να κάνουν ένα συνέδριο, για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετώπιζαν την
αρρώστια. Κάποια ζωάκια πρότειναν να φοράνε μάσκες μέσα και έξω από
το δάσος, όπως οι άνθρωποι, άλλα σκέφτηκαν να φοράνε γάντια όταν
τρώνε και αποφάσισαν να πάρουν αντισηπτικά για καλύτερη
απολύμανση των χεριών τους.
Ο σκίουρος στον δρόμο για το σχολείο συνάντησε τη μικρή χελώνα.
Είχε αφήσει κάτω τα βιβλία της, δεν αισθανόταν καλά. Είχε πυρετό.
Κάλεσαν γρήγορα ασθενοφόρο και ο γιατρός Ρινόκερος, πολύ
προβληματισμένος, την πήρε βιαστικά στο νοσοκομείο.
26
Πανικός επικράτησε στο δάσος. Κάποια ζώα από τον φόβο τους δεν
αισθάνονταν καλά. Κάποια νόμισαν ότι είναι άρρωστα και ανεβάζουν
πυρετό σαν τη μικρή χελώνα. Κάποια από το άγχος τους δεν μπορούσαν
να αναπνεύσουν και ένιωθαν εγκλωβισμένα. Έτσι η σοφή κουκουβάγια
τους πρότεινε μια πιο δραστική λύση: να κάνουν το εμβόλιο. Με το
εμβόλιο υπήρχε ελπίδα. Θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν τον ιό.
Πράγματι όλα τα ζώα συμφώνησαν και την επόμενη μέρα παρήγγειλαν
πολλά εμβόλια για να
εμβολιαστούν όλα τα
ζώα.
Έτσι, λίγες μέρες
μετά, η τσάντα με τα
εμβόλια έφτασε στο
δάσος αλλά
παραφύλαγε ο λύκος
και πονηρός καθώς
ήταν τα έκλεψε με
στόχο να τα πουλήσει.
Σα ζώα αμέσως
κατάλαβαν ποιος
έκλεψε τα εμβόλια και
μαζί με τον μπαμπά
της μικρής χελώνας
τον έψαχναν και άρχισαν να σκέφτονται τρόπους για να τα πάρουν πίσω.
Έτσι, προσποιήθηκαν τους αγοραστές. Όταν θα έπαιρναν τα εμβόλια, θα
έκλειναν τον ιό στην κορονοϊόπετρα και θα σώζονταν για πάντα από
αυτόν.
Έψαξαν κάθε σπιθαμή του δάσους για να βρουν τον λύκο και την
κρυψώνα του. Αλλά δυστυχώς δεν κατάφεραν να τον βρουν πουθενά. Η
ζωή συνεχίστηκε στο δάσος χωρίς φυσικά η έρευνα για τον κλέφτη λύκο
να σταματήσει. Εξάλλου όπως είπαμε και πριν η μελωδία της ελπίδας
υπήρχε πάντα στο δάσος.
Λίγες μέρες μετά τα μικρά ζωάκια πήγαν με τις μάσκες στο σχολείο
και κάθισαν στα θρανία τους για να ξεκινήσουν το μάθημα. Όση ώρα
περίμεναν τη δασκάλα τους, είδαν έναν νέο μαθητή να μπαίνει στην
τάξη. Η μάσκα που φορούσε δεν τους άφηνε να δουν τι ζωάκι ήταν. Σο
μόνο που τους έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η μεγάλη τσάντα που
κρατούσε και άφησε δίπλα στο θρανίο καθώς κάθισε.
Σο κουδούνι χτύπησε και όλα τα ζώα σηκώθηκαν για να βγουν στο
προαύλιο για το μάθημα της γυμναστικής. Ο μικρός Σρυποκάρυδος, με
τον λαγό και τον σκίουρο έμειναν πίσω στην τάξη και σιγοψιθύριζαν...
-Είδατε τη μεγάλη μουσούδα του καινούργιου μαθητή; ρώτησε ο
σκίουρος.
-Έχει και μεγάλα κοφτερά δόντια! ε ένα σημείο η μάσκα του είχε
κοπεί και βγήκε έξω ένα, παρατήρησε ο Σρυποκάρυδος.
-Και το πυκνό τρίχωμα κάτι μου θυμίζει, είπε με βεβαιότητα ο
λαγός.
-Νομίζω κατάλαβα ποιος είναι ο καινούργιος μαθητής μας!
αναφώνησε ο Σρυποκάρυδος. Είναι ο λύκος!
27
-Προτείνω να ανοίξουμε την τσάντα του, είπε ο λαγός. Αν μέσα είναι
τα εμβόλια, θα είμαστε σίγουροι.
Πράγματι άνοιξαν τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα και μέσα είδαν
αμέτρητα μπουκαλάκια, την πήραν και πήγαν βιαστικά στο νοσοκομείο.
Εκεί πολλά ζωάκια είχαν ανάγκη το φάρμακο. Ο λύκος όταν κατάλαβε
ότι τα ζωάκια τον κατάλαβαν, εξαφανίστηκε βιαστικά.
Σα ζωάκια έκαναν όλα το εμβόλιο και όσα ήταν άρρωστα στο
νοσοκομείο θεραπεύτηκαν. Όταν όλα είχαν τελειώσει όλα τα ζωα
οργάνωσαν μια γιορτή μέσα στο δάσος, για να ευχαριστήσουν τον
Σρυποκάρυδο, τον σκίουρο και τον λαγό. Γέμισαν μια πισίνα με
λαμπιόνια, έφτιαξαν έναν μπουφέ με τούρτες και λιχουδιές και άρχισαν
τον χορό για να γιορτάσουν τη σωτηρία τους από τον κορονοϊό.
Όσο για τον πονηρό λύκο, μην νομίζετε ότι κατάφερε να τους
ξεφύγει… Κόλλησε κορονοϊό και γύρισε στο δάσος παρακαλώντας τα ζώα
να τον συγχωρήσουν και να τον δεχτούν πίσω. Σα ζώα φυσικά τον
δέχτηκαν και τον βοήθησαν να γίνει καλά.
-Γιατί το έβαλες στα πόδια και έφυγες από την οικογένειά μας; τον
ρώτησε κάπως αυστηρά η σοφή κουκουβάγια.
-Σο μετάνιωσα! υγχωρείστε με, όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια
για να τρέχει! απάντησε εκείνος με σκυμμένο το κεφάλι. Τπάρχει ελπίδα
να με δεχτείτε πάλι πίσω;
Σα ζώα όλα τον αγκάλιασαν και τον δέχτηκαν πίσω. Η μελωδία της
Ελπίδας, της σκαντζοχοιρίνας που έπαιζε κιθάρα, τα έκανε να σηκωθούν
και να χορέψουν μαζί με τον λύκο έναν ατελείωτο χορό.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ένα είναι το μήνυμα της ιστορίας μας: Η ελπίδα υπάρχει παντού
και κυρίως εκεί που υπάρχουν παιδιά. Και αν είστε τυχεροί και είναι
κοντά και η Ελπίδα η σκαντζοχοιρίνα, ακόμα καλύτερα, γιατί θα
μπορέσετε να χορέψετε και εσείς στη μελωδία.
Αρκεί να το πιστέψετε!
28
«Η Μελωδία της ελπίδας:Μια διαφορετική φιλία»
29
ώστε να μην τους καταλάβει ο εχθρός. Έτσι κι έκαναν. Ο Σέρης περίμενε
να δει πότε θα εμφανιστούν τα χελωνάκια για να δώσει το σύνθημα της
επίθεσης αλλά αυτά κόντευαν να φτάσουν στη θάλασσα ανενόχλητα.
Όμως ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά τους ένας μεγάλος κάβουρας. Σα
χελωνάκια τρόμαξαν κι άρχισαν να τρέχουν από εδώ κι από κει. Οι
γλάροι όρμησαν μόλις τα είδαν! Αυτά όμως κατάφεραν να φτάσουν στη
θάλασσα και να σωθούν. Όλα εκτός από ένα. Η μικρή χελώνα η Καίτη
από τη βιασύνη της κύλισε
μέσα σε μια πλαστική
σακούλα. Πάλευε να
βγει αλλά δεν τα
κατάφερνε. Ο πάικ την
είδε και άρπαξε τη
σακούλα ψηλά. Ο Σέρης
που παρακολουθούσε τη
χελώνα να παλεύει μέσα
στη διάφανη σακούλα τη
λυπήθηκε και αμέσως την
άρπαξε από τον φίλο του
και την άφησε πάνω σε έναν βράχο. Η Καίτη τον παρακαλούσε: «Μη με
φας, άσε με ελεύθερη!» Ο Σέρης ένιωσε τον φόβο και την αγωνία της
Καίτης και άρχισε με τα νύχια του να σκίζει τη σακούλα. Η Καίτη βγήκε
από τη σακούλα σχεδόν λιπόθυμη. «ε ευχαριστώ που με έσωσες. Έχεις
μεγάλη καρδιά! Μακάρι κάποια μέρα να μπορέσω κι εγώ να σε βοηθήσω
σε κάτι!» του είπε γεμάτη ευγνωμοσύνη. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ! Με λένε
Καίτη. Εσένα;» τον ρώτησε. « Είμαι ο Σέρης και χαίρομαι που είσαι καλά!
Υεύγω τώρα…» είπε και τη χαιρέτησε.
τον παλιό φάρο τον περίμεναν οι άλλοι γλάροι θυμωμένοι. Ήταν
η πρώτη φορά που δεν κατάφεραν να πιάσουν ούτε ένα χελωνάκι. Είχαν
μάθει ότι ο Σέρης αντί να βοηθήσει την ομάδα του, έκλεψε απ‟ τον πάικ
το μοναδικό χελωνάκι που μπόρεσε να πιάσει με σκοπό να το σώσει. Ο
αρχηγός το μετάνιωσε που του εμπιστεύθηκε την επίθεση. Θύμωσε τόσο
πολύ που αποφάσισε να τον διώξει από τον φάρο.
30
Ο Σέρης ήταν πληγωμένος που τον έδιωξαν. Δεν μετάνιωσε όμως
ποτέ για αυτό που έκανε. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να τρώνε τα
χελωνάκια πριν καλά καλά προλάβουν να βγουν από τα αυγά τους και
να φτάσουν στη θάλασσα! Έπρεπε κι αυτά να ζήσουν! Άλλωστε η
θάλασσα είχε τροφή για όλους! Πίστευε ότι κάποια μέρα οι γλάροι θα τον
καταλάβουν και θα τον δεχτούν πίσω. Δεν έχανε την ελπίδα του!
Ο καιρός περνούσε και η απογοήτευσή του μεγάλωνε! Μια μέρα ο
Σέρης στην προσπάθειά του να πιάσει ένα ψάρι για να φάει μπλέχτηκε
στα δίχτυα που είχε απλώσει ένας ψαράς. Πάλευε πολλή ώρα για να
ξεφύγει αλλά δεν τα κατάφερνε. Έβγαζε κραυγές αλλά κανείς γλάρος δεν
τον άκουγε. Σον άκουσε όμως η Καίτη που κολυμπούσε εκεί κοντά.
Αμέσως αναγνώρισε τον γλάρο με τις καφετιές και μαύρες βούλες στα
φτερά, που κάποτε την είχε σώσει. Φωρίς να χάσει χρόνο φώναξε τα
αδέρφια της και κολύμπησαν γρήγορα γρήγορα προς τον γλάρο. Ήταν
αποφασισμένη να τον σώσει. Μαζί με τις άλλες χελώνες άρχισαν να
δαγκώνουν τα δίχτυα και να τα σκίζουν. «Μην ανησυχείς Σέρη θα σε
ελευθερώσουμε κάνε κουράγιο!» του είπε παλεύοντας με τα δίχτυα. ιγά
σιγά κατάφεραν να ελευθερώσουν τον Σέρη. Όμως είχαν τραυματιστεί τα
φτερά του και δεν μπορούσε να πετάξει. Η Καίτη του είπε να ξαπλώσει
στο καβούκι της και έτσι τον μετέφερε στην άκρη της παραλίας στον ίδιο
βράχο όπου κι αυτός την είχε σώσει.
Οι μέρες περνούσαν και η Καίτη με τον Σέρη έγιναν αχώριστοι
φίλοι. Σου έφερνε μικρά ψαράκια για να φάει, γιατί ο ίδιος δεν
μπορούσε να πετάξει ακόμη και να βρει την τροφή του. Σα χελωνάκια
31
έγιναν οι καινούριοι του φίλοι. ιγά σιγά τα φτερά του έγιναν καλά και
άρχισε να πετάει. Έκαναν τρελά παιχνίδια μαζί. Ανέβαινε στο καβούκι
της Καίτης, αυτή κολυμπούσε με ορμή και ο Σέρης άνοιγε τα φτερά του
και πετούσε ψηλά.
Ο κολλητός του φίλος, ο πάικ, είχε δει τι είχε συμβεί στον Σέρη
και πώς τον βοήθησαν οι χελώνες. Σου έλειπε πολύ ο φίλος του και
αποφάσισε να το πει στον αρχηγό των γλάρων. Αυτός έκανε ένα συνέδριο
και αφού ο πάικ τους είπε όλα όσα είχαν συμβεί αποφάσισαν όλοι μαζί
να δεχτούν ξανά στην ομάδα τους τον Σέρη. Σου ζήτησαν συγνώμη και
του υποσχέθηκαν ότι πλέον δεν θα ξαναεπιτεθούν στα χελωνάκια.
Σα χελωνάκια και οι γλάροι έγιναν καλοί φίλοι και βοηθούσαν ο
ένας τον άλλον.
32
«Η μελωδία της ελπίδας»
33
Όταν έφτασε στο σπίτι της Μελωδίας, χτύπησε την πόρτα, αλλά
κανείς δεν της άνοιγε. Πλησίασε σε ένα παράθυρο για να προσπαθήσει
να δει τι γίνεται μέσα. Η νεράιδα ήταν στο κρεβάτι της και έμοιαζε
εξασθενημένη.
Για καλή της τύχη το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο και μπήκε μέσα.
Πλησίασε τη νεράιδα και προσπάθησε να τη συνεφέρει. Η νεράιδα είπε
με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει στην Ελπίδα:
- ε ευχαριστώ που ήρθες να με βοηθήσεις. Φρειάζομαι το φλάουτο.
Είναι κάπου εδώ δίπλα μου.
- Δεν το βλέπω πουθενά, απάντησε η Ελπίδα ενώ έψαχνε σε όλο το
δωμάτιο.
Σότε η νεράιδα τα συνδύασε όλα και συνειδητοποίησε ότι το
φλάουτο έλειπε. Περιέγραψε στην Ελπίδα το όνειρο που νόμιζε ότι είδε,
δηλαδή κάποιον να μπαίνει στο σπίτι της και να της παίρνει το φλάουτο.
Η Ελπίδα θυμήθηκε το βαζάκι που είχε στην τσέπη της. Σο έβγαλε
και το έδειξε στη νεράιδα. Αυτή κατάλαβε αμέσως ότι πρόκειται για
υπνόσκονη και σκέφτηκε εκείνο το αγοράκι που τώρα θα έχει μεγαλώσει
και θα έχει γίνει μάγος.
- Ελπίδα, υπάρχει τρόπος να ξαναγίνουν όλα όπως ήταν. Θα πρέπει
να βρεις το φλάουτο και να μου το φέρεις πίσω. Θα πας στο
μαγικό βουνό και θα συναντήσει τον σοφό νάνο. Αυτός θα σου πει
τι να κάνεις.
34
Έλα να σου πω ένα μυστικό για να βρεις τον μάγο τον κακό.
Ο μάγος είναι στο βουνό το σκοτεινό.
Έναν χάρτη θα σου δώσω εγώ για να βρεθείς εκεί στο λεπτό.
Δράκο θα έχεις μαζί σου καλό.
Θα τον έχεις βοηθό και θα σε κερνά και παγωτό ζεστό.
Έφυγε αμέσως η Ελπίδα παρέα με τον δράκο και τον χάρτη για το
σκοτεινό βουνό. τον δρόμο της συνάντησε πολλά εμπόδια, όπως το
λιβάδι των φαγολούλουδων και το δάσος των στροφοβόλων μανιταριών.
Ευτυχώς είχε μαζί της τον δράκο που με τις συμβουλές τους και τις
ικανότητές του την βοήθησε να τα ξεπεράσει.
Μετά από αρκετές περιπέτειες, έφτασαν στο σκοτεινό βουνό.
Ακολούθησαν τις οδηγίες του χάρτη και βρήκαν το κάστρο του κακού
μάγου. Αλλά δεν ήταν εύκολονα μπουν μέσα, γιατί ήταν
περιτριγυρισμένο από οπλισμένους φρουρούς που το φύλαγαν.
Φρησιμοποίησαν, τότε, την υπνόσκονη που είχε στην τσέπη της η
Ελπίδα. Αμέσως όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο και η Ελπίδα με τον δράκο
μπήκαν μέσα.
Ο μάγος, όμως, τους είδε και προσπάθησε να φύγει από ένα
παράθυρο. την προσπάθειά του αυτή, έπεσε και χτύπησε το πόδι του.
Όταν έφτασαν ο δράκος και η Ελπίδα, είδαν το μάγο χτυπημένο.
Αμέσως, σκέφτηκαν ότι χρειάζεται βοήθεια και χωρίς να τους νοιάζει αν
είναι καλός ή κακός, τον έβαλαν στην πλάτη του δράκου, πήραν το
φλάουτο και ξεκίνησαν για την πόλη τους.
Κατευθύνθηκαν στο σπίτι της νεράιδας, όπου του πρόσφεραν
πρώτες βοήθειες. υζήτησαν αρκετά μαζί του, κατάλαβαν ότι δεν είναι
τόσο κακός όσο ήθελε να δείχνει, αλλά τον πείραζε πολύ που δεν είχε
φίλους και ήταν μόνος του.
Αμέσως η νεράιδα, ο μάγος και η Ελπίδα ανέβηκαν στο πιο ψηλό
σημείο της πόλης, κάλεσαν τους κατοίκους, τους εξήγησαν τι είχε συμβεί
35
και ανακοίνωσαν σε όλους ότι ο μάγος θα είναι κομμάτι της πόλης τους
και όποτε τον χρειαστούν θα είναι δίπλα τους.
Όλοι μαζί, τότε, τραγούδησαν τη μελωδία της ελπίδας...
«Μόνος δεν είναι κανένας σ‟ αυτή την πόλη τη μαγική
και όποιος μας χρειαστεί θα είμαστε πάντα εκεί.
Ο μάγος ο μοχθηρός έγινε πια πολύ καλός,
τους φίλους του αγαπάει και ποτέ δεν τους ξεχνάει.
Για το καλύτερο ελπίζουμε πάντα…
ζήσαν αυτοί πολύ καλά κι εμείς γίναμε μπάντα.»
Χατζηζαχαρίου Ιωάννα
36
Η Μελωδία της Ελπίδας
Μια φορά κι έναν καιρό όχι μακριά από δω, σ‟ ένα όμορφο νησί
γράφτηκε ιστορία μαγική.
Ήταν το πρώτο κουδούνι εκείνης της ημέρας και στην αυλή του
μουσικού σχολείου βούιζε ο τόπος από τις παιδικές φωνές, τα
τρεχάματα, τις μελωδίες… Ευτυχία, παιχνίδι και τεράστια χαμόγελα να
δουν τα μάτια σας!
Μέσα σ‟ αυτό το ξεφάντωμα, πρώτη και καλύτερη η παρέα της τρίτης
τάξης. Ύστερα από ένα καλοκαίρι, γεμάτο παιχνίδια στη θάλασσα και
θεόρατα κάστρα στην άμμο, είχε φτάσει η στιγμή που η αίθουσα του Γ‟3
θα πλημμύριζε ξανά απ‟ τις όμορφες αρμονίες.
Η Ντο διέσχιζε τον διάδρομο του δεύτερου ορόφου, παίζοντας φλάουτο.
Οι δύο μακριές πλεξούδες της ακολουθούσαν τον ρυθμό της μελωδίας.
Αμέσως, η Μι, κρατώντας στο χέρι της ένα λαχταριστό και πολύχρωμο
ντόνατ έτρεξε κοντά της και τα γαλανά μάτια της έλαμψαν από χαρά.
- Πού είναι τα…
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, πετάχτηκαν μπροστά της γελώντας η Υα
και η ι.
- Πάμε στην τάξη!, είπε η ι, καθώς η Υα της τραβούσε την κοτσίδα.
- Υύ-γα-μεεεεεε!!!, φώναξαν ρυθμικά και μπήκαν σαν σίφουνες μες
στην αίθουσα.
Η Ρε, φορώντας τα αγαπημένα της κόκκινα παπούτσια, κούρδιζε τη
βιόλα παρέα με τη ολ, το πρώτο βιολί, και η Λα χάιδευε τις χορδές της
άρπας για να κάνει ζέσταμα.
- ηκωθείτε! Ήρθε η ώρα!, ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή πίσω από
το πιάνο.
Ξάφνου ξεπρόβαλε η Λι, το κλειδί!
- Ένα-δύο-τρία-τέσσερα…
Η αίθουσα έλαμψε και οι λέξεις έγιναν γλυκές μελωδίες. Όταν έπαιζαν
ένιωθαν δυνατές. Σαξίδευαν στον δικό τους κόσμο με μεγάλα παλάτια
37
που μέσα στήνονταν χοροί με πρίγκιπες, βασιλοπούλες και πάρα
πολλούς καλεσμένους.
Ήταν πιο έτοιμες από ποτέ για την καθιερωμένη ετήσια σχολική
συναυλία. Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν αρμονικά και με
allegroδιάθεση. Η μεγάλη ημέρα έφτασε, αλλά παντού επικρατούσε
αναστάτωση. Μια νέα μαθήτρια είχε φτάσει στο σχολείο. ε κάθε γωνιά
ακούγονταν ψίθυροι. «Έρχεται!», «Από πού;», «Ποια;», «Σην είδατε;». Σα
κορίτσια περίμεναν κρυμμένα δίπλα στην αυλόπορτα για να δουν τη νέα
μαθήτρια. Και τι να δουν! Ήταν ένα κορίτσι με άγρια, σγουρά, μαύρα
μαλλιά και έντονα μεγάλα σκούρα μάτια. Σο βλέμμα της ήταν
τρομαγμένο και το
πρόσωπό της
σουφρωμένο. Σα
κορίτσια ανέβηκαν
τρέχοντας τις σκάλες
και μπήκαν
αλαφιασμένες μες στην
τάξη, κλείνοντας
δυνατά πίσω τους την
πόρτα.
Μετά από λίγα λεπτά η
διευθύντρια μπήκε
στην αίθουσα και
παρουσίασε το νέο
μέλος της ορχήστρας,
τη Μινόρε. το δεξί της
χέρι κρατούσε ένα παράξενο όργανο με χορδές.
- Ήρθε κοντά μας από μακριά και θέλω να παίξει απόψε μαζί σας!,
τις είπε η διευθύντρια.
- Από πού ήρθε;, ρώτησε η ι.
- Σαξίδεψε απ‟ τη χώρα της Ερήμου που αγαπούν τη μουσική! Μέσα
σε μία βάρκα έφτασε στη χώρα της Γαλάζιας Θάλασσας και μετά
στο νησί μας!, απάντησε κι έφυγε απ‟ την τάξη.
Σα κορίτσια πλησίασαν τη Μινόρε κι αυτή σκύβοντας το κεφάλι έκανε
ένα βήμα πίσω.
- Γιατί δε μιλάς; Μήπως φοβάσαι;, ρώτησε η ολ.
- Θέλουμε μόνο να γίνουμε φίλες!, είπε η Υα.
- Πάρε ένα σοκολατάκι να γλυκαθείς!
- Δεν το πιστεύω Μι! Σης δίνεις από τα γλυκά ΟΤ; Ούρλιαξε η Λα
κι έπεσε από την καρέκλα της!
Η Μινόρε έφαγε το σοκολατάκι και χαμογέλασε.
- Σι όργανο κρατάς Μινόρε;
- Καλά ι περιμένεις να σου απαντήσει; ε ποια γλώσσα;
- Να ξεκινήσουμε να χοροπηδάμε Ρε μπας και καταλάβει!, είπε
κοροϊδευτικά η Ντο.
- Ησυχία! ε λίγες ώρες είναι η συναυλία και θ‟ ανέβουμε στη
σκηνή όλες μαζί!
- Και τι θα κάνουμε στη σκηνή Λι; Θα τρώμε τα γλυκά της Μι;, είπε
η Λα.
38
- Δε μας καταλαβαίνει που μιλάμε! Είναι από αλλού! Πώς θα
παίξουμε όλες μαζί;, είπε η Ρε.
- Ας προσπαθήσουμε! Έλα Μινόρε! Παίξε μια μελωδία και μετά θα
φάμε τα τέλεια σοκολατάκια της γιαγιάς μου που έχω κρυμμένα
στην τσάντα μου!, είπε η Μι και κάθισε δίπλα της.
- Αχ τι θα κάνουμε;, αναστέναξε η Ντο.
- Εγώ το αποφάσισα! Δε θα παίξω!
- Μα γιατί Ρε;, είπε η ι.
- Κι εγώ μαζί σου Ρε!, φώναξε η Λα.
- Αρκετά! Θα γίνουμε όλες μια ομάδα!, είπε αποφασιστικά η Λι.
Η Μινόρε πασαλειμμένη με σοκολάτα κοιτούσε τα κορίτσια που άρχισαν
να μαλώνουν κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το πιάνο. Είχαν χωριστεί σε
δυο μεριές. Σα πρόσωπά τους ήταν κατακόκκινα και οι τσιριχτές φωνές
τους ακούγονταν σ‟ όλο το σχολείο. Η Ρε με τη Ντο και τη Λα έφυγαν
θυμωμένες απ‟ την τάξη. Πριν προλάβουν να φτάσουν στις σκάλες
εμφανίστηκε μπροστά τους η διευθύντρια, καθώς είχε ακούσει τη
φασαρία.
- Σι έγινε κορίτσια; Όλα καλά με την πρόβα;, είπε η διευθύντρια
χωρίς να τις μαρτυρήσει πως είχε ακούσει τις φωνές τους.
- Να κυρία… ξέρετε…, ψέλλισε η Λα.
- Δεν μπορεί να καταλάβει τις λέξεις που λέμε! Πώς θα παίξουμε
όλες μαζί;, πετάχτηκε η Ρε με βουρκωμένα μάτια.
- Υίλες μπορεί να γίνουμε όταν μάθει τη γλώσσα μας, αλλά η
συναυλία δεν μπορεί να γίνει απόψε!, είπε η Ντο
Η διευθύντρια χαμογέλασε και τις έπιασε απ‟ το χέρι.
- Ελάτε να σας πω ένα μυστικό! Έβγαλε απ‟ την τσέπη της ένα μικρό
39
Ξαφνικά βρήκαν την απάντηση που τόσο έψαχναν. Σα μάτια τους
έλαμψαν, χαμογέλασαν η μία στην άλλη και έτρεξαν πίσω στην τάξη.
- υγγνώμη!, είπαν με μια φωνή.
- Είτε είσαι στη χώρα σου ασφαλής ή τρέχεις να περάσεις τα σύνορα
για μια άλλη χώρα και μια ξένη γλώσσα, οι λέξεις μπορούν να
γίνουν μουσική!, είπε η Λα.
- Ειρήνη, χαρά, μουσική και φιλία!, φώναξε η Μι και της έπιασε το
χέρι.
Η Μινόρε που στο μεταξύ είχε σκουπίσει τη σοκολάτα από το πρόσωπό
της, πλησίασε κοντά τους. Η ολ σήκωσε μία παρτιτούρα απ‟ το πάτωμα
και της την έδωσε. Η Λι φώναξε κουνώντας την μπαγκέτα της:
- Κορίτσια, αρχίζουμε! Έτοιμες;
«Πανέτοιμες!» φώναξαν αγκαλιασμένες όλες μαζί, έπιασαν απ‟ το χέρι τη
Μινόρε και βγήκαν στη σκηνή!
40
«Η μελωδία της ελπίδας»
Μια μέρα που οι ζεστές ακτίνες του ήλιου χάιδευαν απαλά την
ομορφιά της φύσης, η μητέρα της Ελπίδας, της ανέθεσε να τακτοποιήσει
τη σοφίτα. Η Ελπίδα με χαρά άρχισε να τακτοποιεί. Εκεί βρήκε πολλά
και σκονισμένα αντικείμενα. Σότε πρόσεξε ένα παλιό και κιτρινισμένο
41
βιβλίο που δεν το είχε ξαναδεί. Σης έκανε μεγάλη εντύπωση το μέγεθός
του. Ήταν μεγάλο και βαρύ. Αφού τακτοποίησε τη σοφίτα, το άνοιξε με
περιέργεια. Ήταν ένα βιβλίο γεμάτο ποιήματα και τραγούδια από
σπουδαίους μουσικούς και συνθέτες.
Κάθισε με τις ώρες και τα διάβασε. Όλα της άρεσαν αλλά ένιωσε
ότι κάτι τους έλειπε. Υτάνοντας στο τελευταίο τραγούδι που της άρεσε
πιο πολύ από όλα διάβασε το όνομα του ποιητή: Υόβος. Η Ελπίδα δεν
ήξερε ποιος ήταν ο Υόβος. Αλλά θα ήθελε πολύ να τον γνωρίσει για να
της τραγουδήσει και άλλα σαν κι αυτό το ξεχωριστό τραγούδι και ίσως να
γινόταν και φίλοι.
Η Ελπίδα χόρευε σαν νεράιδα δίπλα στη λίμνη και μαζί της
χόρευαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Σα δέντρα έπαιζαν μουσική με το
θρόισμά τους και τα πουλιά ένωναν τις φωνούλες τους με το μελωδικό
τραγούδι της. Αν υπήρχε μελωδία στον κόσμο τότε ήταν σίγουρος πως
42
την
άκουγε. Αν υπήρχε ελπίδα για να αλλάξει κάτι προς
το καλύτερο τότε ήταν σίγουρος πως την ένιωθε. Ποιο να ήταν άραγε αυτό
το κορίτσι που αντίκριζε μπρος στα μάτια του;
ελπίδα να σκορπάς
ακόμη κι αν πονάς.
43
Μελωδία γλυκιά
αποζητά η καρδιά
44
«Η μελωδία της ελπίδας: Η χρυσή φλογέρα»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγοράκι, ο Γιωργάκης. Ζούσε σε
μια πόλη που ονομαζόταν Αρωματούπολη. την πόλη αυτή υπήρχαν
πολλά μαγαζιά που πουλούσαν μαγικά αρώματα. Όταν άνοιγες τα
μπουκαλάκια με το μεθυστικό άρωμα, απολάμβανες και μια
καταπληκτική μελωδία!
45
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Γιωργάκης μεγάλωνε και γινόταν όλο και
καλύτερος μουσικός αλλά δεν μοιραζόταν το ταλέντο του με κανένα
άνθρωπο! Κανείς δεν ήξερε ότι ο Γιωργάκης μπορούσε να συνθέσει
εξαίσιες μελωδίες! Ο ίδιος δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Αναζητούσε
πάντα την τέλεια μελωδία. Πήγαινε συχνά στα μαγαζιά της πόλης του για
να μυρίσει τα αρώματα και να του έρθει έμπνευση, αλλά θεωρούσε ότι οι
δικές του μελωδίες δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις υπέροχες
μελωδίες που ηχούσαν γλυκά στα αυτιά του όταν άνοιγε τα μπουκαλάκια
με τα μαγικά αρώματα.
Προχώρησε στο βάθος της αίθουσας και τότε παρατήρησε μια χρυσή
φλογέρα παρατημένη στο πάτωμα. Σην έπιασε έκπληκτος στα χέρια του,
κι άρχισε αμέσως να παίζει μια νέα μελωδία. Σότε το πάτωμα υποχώρησε
κάτω από τα πόδια του και βρέθηκε σε μια ολόχρυση αίθουσα με ένα
ολόχρυσο πιάνο! Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με χρυσό φόρεμα άρχισε
να παίζει στο πιάνο την πιο όμορφη μελωδία που είχε ακούσει ποτέ!
46
«Σώρα μπορείς να επιστρέψεις στον κόσμο σου!» του είπε. «Γνωρίζεις πια
καλύτερα κι από εμένα την μελωδία της ελπίδας και μπορείς να την
προσφέρεις σε όσους αγαπάς»!
47
Ο Γιωργάκης ταξίδεψε παντού. Διαπίστωσε ότι η ζωή των ανθρώπων δεν
είναι πάντα ευτυχισμένη, γεμάτη από αρώματα και μελωδίες, όπως ήταν
στη δική του πόλη. Όμως τώρα είχε φίλους πολλούς που τον αγαπούσαν
και του έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους για την υπέροχη μουσική που
τους χάριζε. Κι εκείνος χάριζε την μουσική του μαζί με μια συμβουλή:
«Αν συναντήσεις ένα μικρό παιδάκι που δεν μιλάει, αλλά είναι στο δικό
του κόσμο, πλησίασέ το και προσπάθησε να γίνεις φίλος του! Μπορεί να
σου χαρίσει την μελωδία της ελπίδας!»
48
«Η μελωδία της ελπίδας»
Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τόσο μακρινό, κάπου στον Ωκεανό υπήρχαν
δυο νησιά που, αν και έμοιαζαν από μακριά, ήταν τόσο μα τόσο
διαφορετικά!
Σο ένα νησί, το Ομορφονήσι,
ήταν το βασίλειο της Ελπίδας,
μιας όμορφης, καλοσυνάτης
και φωτεινής νεράιδας!
Περιτριγυρισμένο από μια
υπέροχη, γαλάζια θάλασσα
γεμάτο πράσινα δέντρα,
πολύχρωμα, ευωδιαστά
λουλούδια, μέλισσες,
πεταλούδες, πουλιά κι έναν
μεγάλο καταρράκτη! Σα σπίτια
όμορφα με χρωματιστές πόρτες
, παράθυρα και στέγες ενώ ένας
λαμπερός, χρυσός ήλιος
έστελνε το φως του από τον
καταγάλανο ουρανό! Όλη αυτή
την ομορφιά συμπλήρωναν οι
φωνές και τα γέλια των παιδιών
που ζούσαν εκεί χαρούμενα κι
ευτυχισμένα με τους δικούς
τους. Η Ελπίδα, που αγαπούσε
πολύ τα παιδιά, ήταν συνέχεια
μαζί τους, έπαιζε κρυφτό στα
μάτια τους και τα βράδια
φώλιαζε στις καρδιές τους
φωτίζοντας τα όνειρά τους με το τραγούδι της:
49
Η Απελπισία παρακολουθούσε μέσα από τον μαγικό της καθρέφτη όσα
συνέβαιναν στο Ομορφονήσι και καθόλου δε χαιρόταν. Δε συμπαθούσε
καθόλου τα παιδιά, τα θεωρούσε ενοχλητικά και φασαριόζικα κι
εκνευριζόταν που τα έβλεπε να παίζουν, να γελούν και να τραγουδούν
μαζί με την Ελπίδα.“Αυτή φταίει για όλα,” σκεφτόταν και προσπαθούσε
να σκεφτεί τρόπους για να χαλάσει την ευτυχία τους. Σο τελειωτικό
χτύπημα ήταν η μεγάλη γιορτή που ετοίμασαν με λουλούδια, χορούς και
παιχνίδια για να υποδεχτούν την Άνοιξη! Η ζηλιάρα μάγισσα το
αποφάσισε: θα γκρέμιζε την ομορφιά του νησιού τους ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΣΑ!
Σην ίδια κιόλας στιγμή στέλνει το καταστροφικό της τσουνάμι να
πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Σρία μερόνυχτα το νησί το έδερναν οι
αέρηδες και τα μανιασμένα κύματα. Σο νησί δε θύμιζε σε τίποτα αυτό
που υπήρξε…
Σα παιδιά μαζί με την Ελπίδα μαζεμένα στην αγαπημένη τους παραλία,
συζητούσαν σε έναν μεγάλο κύκλο. Οι μεγάλοι, με καρδιές γεμάτες
αγωνία και φόβο, προσπαθούσαν μέσα απ‟ τα συντρίμμια να σώσουν ό,τι
μπορούσαν.
Η Απελπισία σερφάροντας πάνω σ‟ ένα τεράστιο κύμα έφτασε στο
καταστραμμένο Ομορφονήσι. Είδε τα παιδιά που μιλούσαν και χώθηκε
πίσω από τους θάμνους για να κρυφακούσει. Παρά την ταλαιπωρία και
τις δυσκολίες που είχαν περάσει, τα μάτια τους έλαμπαν.
-“Μπορούμε να ξαναχτίσουμε σπίτια ”, είπαν η Λυδία, ο Απόστολος και ο
Γιώργος.
-“Και να ξαναφυτέψουμε κήπους”, πρόσθεσαν ο πύρος, ο Γιάννης, η
Φρύσα και η Μαριλένα.
-“Εμείς θα ζωγραφίσουμε
στα χαλάσματα!”,
πρότειναν η Άρτεμις, η
Αθηνά, ο Ισίδωρος κι η
Ελένη.
-“Ξαναδιαβάζοντας το
βιβλίο με τις μαγικές
συμβουλές, θα βρούμε κι
άλλες λύσεις!”, σκέφτηκαν
η Μαρία, ο Βαγγέλης και η
Αλεξάνδρα.
-“Όλα μπορούμε να τα
ξεπεράσουμε, αρκεί να
είμαστε μαζί!”,
συμπλήρωσε η Ελπίδα.
50
της τα μαγικά της κουλουράκια, που όποιος τα έτρωγε μούδιαζε και δεν
μπορούσε να κουνηθεί. Παρουσιάστηκε λοιπόν στην παρέα και τους
είπε:
-“Σα νέα για την καταστροφή του νησιού σας δε με άφησαν ασυγκίνητη.
Ήρθα λοιπόν να βοηθήσω και να σας φέρω μερικά κουλουράκια για να
πάρετε δύναμη”.
Σα παιδιά ανυποψίαστα για τον κίνδυνο και πολύ πεινασμένα άρχισαν
να τρώνε με όρεξη, εκτός από την Ελπίδα που πολύ παραξενεύτηκε από
την καλοσύνη της Απελπισίας. Δε φημιζόταν, αιώνες τώρα, ότι μπορούσε
να βοηθήσει κανέναν, μάλλον το αντίθετο…
Οι φόβοι της Ελπίδας επιβεβαιώθηκαν! Σα παιδιά ακινητοποιήθηκαν και
το χειρότερο ήταν πως η μάγισσα ετοιμαζόταν να τα φορτώσει στο
τεράστιο κύμα της και να τα φυλακίσει στο σκοτεινό μπουντρούμι της,
στη μαύρη καστροπολιτεία του Ασχημονησιού! Η Ελπίδα δεν μπορούσε
να το επιτρέψει! Έβλεπε τον φόβο στα
πρόσωπα των παιδιών κι ένιωθε τους
δυνατούς παλμούς της καρδιάς τους!
-“Δε θ‟ αφήσω να πειράξεις τα παιδιά,
ΑΤΣΑ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑ”, της είπε
αποφασιστικά.
- “Προσπάθησε να με εμποδίσεις”, φώναξε
η μάγισσα και βγάζοντας το μαγικό της
ξίφος απείλησε την Ελπίδα. Η νεράιδα
άρπαξε ένα μακρύ κλαδί από τα
απομεινάρια ενός καταστραμμένου
δέντρου κι η μονομαχία ξεκίνησε! Ο
αγώνας ήταν δύσκολος, η Απελπισία,
πρωταθλήτρια στην ξιφομαχία, φαινόταν
ότι θα κερδίσει. Η Ελπίδα ένιωσε έτοιμη να παραιτηθεί. Γύρισε και
κοίταξε τα παιδιά. Εκείνα, ένιωσαν τον κίνδυνο κι άρχισαν να
τραγουδούν το αγαπημένο τους τραγούδι:
51
με τους φίλους συντροφιά
ενωμένοι σα γροθιά
θα νικήσουμε μαζί
ό,τι άσχημο φανεί!
Να θυμάστε, μη φοβάστε:
όταν είμαστε ενωμένοι
η Ελπίδα δεν πεθαίνει
όταν είμαστε μαζί
είναι όμορφη η Ζωή!
Όσο κι αν δυσκολευτείς
κι αν σε κίνδυνο βρεθείς
ψάξε μέσα σου θα δεις
η Ελπίδα είσαι εσύ
η Ελπίδα είμαστε εμείς!
Η Ελπίδα δε θα σβήσει
κι η Ζωή μας θα νικήσει!
Γρήγορα το χρώμα, η χαρά και η ασφάλεια γύρισαν και πάλι στο νησί. Η
Απελπισία γύρισε στο δικό της κι άρχισε σιγά σιγά να το αλλάζει. Όποτε
ένιωθε μοναξιά, έκανε “surf” ως το Ομορφονήσι για να παίξει και να
τραγουδήσει μαζί με τα παιδιά.
52
«Η μελωδία της ελπίδας»
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν μακρινό τόπο ζούσε σε πύργο πολύ
ξεχωριστό μια μάγισσα που οι φίλες της την κορόιδευαν ότι δεν
μπορούσε να κάνει μαγικά. Μόνο κάτι ανοησίες, κατά τη γνώμη τους,
που κρατούσαν όσο το πετάρισμα δύο ματιών. Σης φώναζαν με πείσμα
ότι αυτά δεν είναι μαγικά και γελούσαν δυνατά.
Για να τους αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή κατείχε τον κόσμο των
μαγικών, έκανε ένα ξόρκι καταπληκτικό. Έριξε δάκρυα από
καλικάντζαρο, μια σταγόνα από σάλιο βατράχου, μια σταλιά
νεραϊδόσκονη αράχνης και κομμένο νύχι ελέφαντα, το ταρακούνησε
δυνατά και το κατέβασε μονομιάς. Σα μαλλιά της ήταν πάντα μακριά,
αλλά όχι όσο ετούτη τη φορά. Έτσι λοιπόν τα μαλλιά της μάκραιναν
και μάκραιναν, ώσπου έφτασαν τα χίλια και βάλε μέτρα. Και δεν έφτανε
μόνο αυτό. Από την μεγάλη της λαχτάρα να εντυπωσιάσει τις φίλες της -
φίλες κι αυτές!!-δεν υπολόγισε το πώς θα αντιστρέψει το ξόρκι.
Με λίγα λόγια τώρα πια είχε όχι μόνο χίλια μέτρα, μαύρα μαλλιά, αλλά
γρήγορα αντιμετώπισε κι άλλο πρόβλημα, πιο πρακτικό. Ανακάλυψε ότι
δεν μπορούσε στον πύργο να λουστεί γιατί δεν είχε και καταρράκτη για
λουτρό. Κι έτσι κάθε δυο και τρεις μέσα στο ποτάμι της περιοχής
κατέβαινε και έλουζε τα πυκνά, μαύρα, χίλια και βάλε μέτρα μαλλιά. Οι
κάτοικοι του γειτονικού χωριού που δεν γνώριζαν για τα μαλλιά αυτά,
έβλεπαν τα χωράφια με σαπουνάδες και τα πηγάδια αφρισμένα και πολύ
απορούσαν γι αυτό το κακό που τους βρήκε στα ξαφνικά. Πώς θα
μπορούσαν να ζήσουν αυτοί και τα ζώα χωρίς νερό; Επίσης πώς θα
μπορούσαν να φυτρώνουν τα δέντρα και τα λουλούδια με τόσο βρώμικο
νερό; Οι διαμαρτυρίες έφτασαν στα αυτιά της μάγισσας. Απορούσε κι
εκείνη:
53
Μέρες και νύχτες τυραννιόταν με αυτή τη σκέψη. Έβλεπε τους χωρικούς
να αρρωσταίνουν και τη γη να ερημώνει. Ένα καταφύγιο της έκανε καλό.
Η θάλασσα. Κι ένα ακόμη κοντινό. Η ζούγκλα με τους ψιθύρους των
ζώων. Ήταν τα αγαπημένα της μέρη για ξεκούραση. Ξεκινούσε από τη
θάλασσα πρώτα. Καθόταν στην αμμουδιά και τα μαλλιά της γέμιζαν την
παραλία, λες και ήταν φύκια που τα γέννησε η θάλασσα. Μια μέρα, όχι
διαφορετική από τις άλλες, εκεί που καθόταν να σκεφτεί τι θα ήταν καλό
να γίνει, βγήκε από την θάλασσα ένα πανέμορφο γαλάζιο δελφίνι και της
είπε με φωνούλα τραγουδιστή:
Αυτά είπε η τίγρη και χάθηκε στο λεπτό. Η μάγισσα ακόμη πιο σκεφτική
πήγε στον πύργο της να κοιμηθεί αλλά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Έτσι λοιπόν
αποφάσισε να
πάει στο δελφίνι
για να την
βοηθήσει να
βρουν μαζί μια
λύση. Πήγε την
πρώτη μέρα,
αλλά δεν τη
βρήκαν, πήγε
την δεύτερη
μέρα αλλά του
κάκου. Πήγε την
τρίτη μέρα και
επιτέλους
βρήκαν τη λύση,
54
αλλά πρώτα έπρεπε να ζητήσουν βοήθεια από τους χωρικούς. Οι χωρικοί
δέχτηκαν. Ήταν η μόνη τους ελπίδα για να σωθούν όλοι τους. Σο σχέδιο
ήταν μεγαλοφυές! Όσο οι χωρικοί θα αποσπούσαν την προσοχή της
τίγρης, η μάγισσα με τη βοήθεια του δελφινιού θα άρπαζε το χρυσό
κλειδί που κρεμόταν στο περιδέραιο και στόλιζε τον λαιμό της.
μάγισσα που ήταν κρυμμένη πίσω από τα πυκνά φυτά της ζούγκλας
βάδιζε πίσω της και έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρει το
περιδέραιο από τον λαιμό του άγριου ζώου. Όντως η τίγρη ήταν τόσο
απορροφημένη με τους κατοίκους που μισούσε, ώστε η μάγισσα
μπόρεσε να την πλησιάσει πολύ. Όταν πλησίασε λοιπόν, το δελφίνι που
παρακολουθούσε από την ακτή, τραγούδησε μια γλυκιά, μαγική
μελωδία μέσα από τα κύματα. Ονειρικά σύννεφα τύλιξαν το κεφάλι της
τίγρης και τότε αυτή υπνωτίστηκε. Η θαρραλέα μάγισσα άρπαξε γρήγορα
το περιδέραιο με το κλειδί και πήρε τον δρόμο για τη σπηλιά. Σο κουτί
ήταν σφηνωμένο μέσα σε ένα βράχο. Σο κατέβασε και το άνοιξε με το
χρυσό κλειδί. Μέσα υπήρχε ένα γυάλινο μπουκαλάκι με το πολύτιμο
υγρό. Ήταν έτοιμη να το πιει, όταν άκουσε ένα τρομακτικό μουγκρητό.
Ήταν η τίγρη που είχε συνέλθει από τη νάρκη και κατάλαβε ότι το
περιδέραιο με το κλειδί δεν ήταν πια στο λαιμό της. Πήδηξε κατά πάνω
της για να πάρει το κλειδί, η μάγισσα έκανε στην άκρη και η τίγρη έπεσε
πάνω στο αντίδοτο που έσπασε σε επτά κομμάτια. Η μάγισσα ήταν πια
απελπισμένη και έβαλε τα κλάματα. Σο δάκρυ της σαν βροχή κύλησε
και έπεσε πάνω σε μια σταγόνα που είχε μείνει από το αντίδοτο. Ξαφνικά
μια λάμψη που προερχόταν από τα μαύρα της μαλλιά, φώτισε όλη τη
ζούγκλα. Η τίγρη κοκάλωσε μονομιάς και το βλέμμα της ημέρεψε.
55
Έμειναν τότε να κοιτάζονται στα μάτια η τίγρη και η μάγισσα, που τώρα
πια δεν είχε τα χίλια μέτρα μαλλιά, αλλά πολύ πιο κοντά.
Σα μάγια είχαν λυθεί, μια φιλία είχε γεννηθεί και η ελπίδα γύρισε στους
χωρικούς, που τους φάνηκε ότι είδαν από μακριά τη μάγισσα και τη
βασίλισσα τίγρη να ξεμακραίνουν αργά προς τον πύργο της,
σιγοτραγουδώντας τη μελωδία του δελφινιού.
56
«Η Μελωδία της ελπίδας: Ματσούκι Ιωαννίνων»»
57
- Αύριο έρχονται οι φοροεισπράκτορες του Πασά κι εμείς δεν έχουμε
τίποτα! ας λέω, ότι αν δώσουμε τα τρόφιμα, το μαλλί των προβάτων και
τα ζώα μας δεν πρόκειται να βγάλουμε τον Φειμώνα!
Σότε ακούστηκαν τα γρυλίσματα της Ανδρομάχης.
-Πάμε γρήγορα να δούμε τι συμβαίνει! είπε η Ελένη.
Όταν έφτασαν βρήκαν την Ανδρομάχη να γαβγίζει ακόμα προς το δάσος.
Μόλις τους είδε, έτρεξε προς το μέρος τους με την ουρά σηκωμένη
-Σι είναι κορίτσι μου, τι έχεις ; τη
ρώτησε ο Βαγγελάκης.
Και η Ανδρομάχη του έδειξε με
την μουσούδα της κάτι μεγάλες
πατημασιές.
-Λεωνίδα, εσύ που ξέρεις απ‟ αυτά
τα ζώα, ποιο ζώο έκανε αυτές τις
πατημασιές;
-ίγουρα όχι λύκος... του λύκου
είναι πιο μικρές και μοιάζουν με
του σκύλου. Θα έλεγα ότι είναι
αρκούδας! είπε όλος χαρά.
Έπειτα μίλησε ξανά ο
Αγαμέμνονας
-Αλέξανδρε, πήγαινε στους
χρυσαετούς. Από εκεί και πέρα
ξέρεις τι να κάνεις...
Λεωνίδα εσύ πήγαινε στους
λύκους. Οι υπόλοιποι μαζί μου.
Έχουμε να οργανώσουμε μια
άμυνα!
-Εντάξει, είπαν με μια φωνή τα υπόλοιπα οκτώ παιδιά.
Έπειτα ο Αλέξανδρος έφυγε τρέχοντας κατά την Κακαρδίτσα, την
ψηλότερη κορυφή των Σζουμέρκων. Αντίθετα ο Λεωνίδας σφύριξε δυνατά
σαν κλαψοπούλι, δηλαδή σαν πεπλόγλαυκα που είναι ένα είδος
κουκουβάγιας. Έπειτα από ένα λεπτό ακούστηκε ένας γρήγορος
καλπασμός. Έπειτα φάνηκε ένα καφετί άλογο ο Αίαντας. Είναι από
εκείνα τα μικρόσωμα άλογα που το ύψος τους δεν ξεπερνάει το ενάμισι
μέτρο, με πλούσια χαίτη και ουρά και μεγάλη αντοχή. Έχει άριστη
ορειβατική ικανότητα αφού είναι εγκατεστημένα εδώ και χιλιάδες χρόνια
στα βουνά της Πίνδου.
Ο Λεωνίδας ανέβηκε στη ράχη του αλόγου και έφυγε καλπάζοντας.
58
Για να πας από το Ματσούκι στην Κακαρδίτσα θέλεις τέσσερις με πέντε
ώρες. Σόσες έκανε και ο Αλέξανδρος για να πάει, αλλά για να έρθει πάλι
μόνος του θα „θελε άλλες τόσες. Αλλά εκείνος δεν το υπολόγιζε έτσι,
οπότε …
- Γιου χουουυυυ!!!! φώναξε ο Αλέξανδρος, καθώς πετούσε πάνω στη ράχη
του αετού ενώ από πίσω ακολουθούσε ένα ολόκληρο σμήνος αετών.
Ούρλιαζε και ξεφώνιζε τόσο πολύ από χαρά λες και δεν το „χε ξανακάνει
ποτέ στη ζωή του. την πραγματικότητα το „χε κάνει πάνω από χίλιες
πεντακόσιες φορές. Δεν πέρασε πολύ ώρα και έφτασε στο σημείο όπου
σίγουρα θα έβρισκε τον Αγαμέμνονα. Δεν έκανε λάθος, βρήκε τον
Αγαμέμνονα να δίνει τις τελευταίες οδηγίες.
- Ρίνα, Ελένη, Μάκη και Βαγγελάκη, εσείς να μας ειδοποιήσετε αν
έρθουν οι Σούρκοι, είπε όλος σιγουριά και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας
γιατί είχαν αναλάβει μια πολύ σημαντική δουλειά.
- Που είναι ο Λεωνίδας; είπε ο
Αλέξανδρος καθώς πηδούσε
από την ράχη του αετού.
- O Λεωνίδας μάλλον
επιστρέφει από τους λύκους.
- Λογικό φαίνεται αφού έφυγε
με τον Αίαντα, είπε σοβαρά
σοβαρά ο Αλέξανδρος.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή μια
κουκουβάγια Συτώ προσγειώθηκε
στο χέρι του Αλέξανδρου. Σώρα
βέβαια θα αναρωτιέστε τι είναι
αυτή η κουκουβάγια. Οι
κουκουβάγιες έχουν πολλές
κατηγορίες. Ανάμεσα σ‟ αυτές είναι
και οι πεπλόγλαυκες ή αλλιώς
κλαψοπούλια. Μέσα σε αυτή την
κατηγορία περιλαμβάνονται τρία
είδη, ένα από αυτά είναι και οι
κουκουβάγιες Συτώ.
Η κουκουβάγια κοίταξε τον
Αλέξανδρο σαν να του έλεγε κάτι. Εκείνος κατάλαβε... οι Σούρκοι
έρχονται!!!
- Ήρθαν…, είπε όλο αγωνία στον Αγαμέμνονα.
Έπειτα από ένα λεπτό ακούστηκαν οι φωνές του Μάκη, της Ρίνας, της
Ελένης και του Βαγγελάκη
- Ήρθαν οι Σούρκοι, ήρθαν, ήρθαν, ήρθαν...τόσο δυνατά φώναζαν που η
Βύλιζα τους άκουσε από το μοναστήρι και άρχισε να προσεύχεται ακόμα
πιο πολύ για την σωτηρία του χωριού.
59
Οι Σούρκοι έκαναν δέκα λεπτά για να φτάσουν στο Ματσούκι. Ο χρόνος
ήταν αρκετός για να ετοιμαστούν οι Ματσουκιώτες.
Μόλις μπήκαν οι Σούρκοι στο Ματσούκι δεν είδαν πουθενά τους
Ματσουκιώτες, οι οποίοι είχαν κρυφτεί. Ξαφνικά ορμάνε οι
Ματσουκιώτες με τα ματσούκια, δηλαδή τα ξύλα στο χέρι, εκείνη την
ώρα ακούστηκαν αλιχτήσματα λύκων και κρωξίματα χρυσαετών και τότε
όρμησαν οι χρυσαετοί απ‟ τον ουρανό και οι λύκοι απ‟ το δάσος, μαζί και
η Ανδρομάχη, με επικεφαλής τον Λεωνίδα ο οποίος καβάλαγε τον
θρυλικό Αίαντα. Μόλις οι Σούρκοι είδαν ότι Ματσουκιώτες, Φρυσαετοί
και Λύκοι είχαν γίνει μια ομάδα, το „βαλαν στα πόδια όσο πιο γρήγορα
μπορούσαν.
Εκείνο το βράδυ οι Ματσουκιώτες έστησαν χορό και για να τιμήσουν τα
παιδιά, τα άφησαν να παίξουν τα μουσικά τους όργανα.
Σελικά αυτοί οι ηπειρώτικοι ήχοι ήταν η μελωδία της ελπίδας αλλά και
της ελευθερίας.
3ο Δημοτικό χολείο Υιλιππιάδας-Πρέβεζα
60
«Η Μελωδία της Ελπίδας: ένας μυστικός κόσμος κάτω από τα
πόδια μας»
ξεχωριστό χρώμα.
το εσωτερικό τους υπήρχαν δυο υπνοδωμάτια και δυο ακόμη
χώροι: ένας για χορό και ένας ακόμη για παιχνίδι. Επιπλέον, όλα τα
σπίτια των Λεμεγιόκι είχαν κι ένα τεράστιο σαλόνι, για να κάθονται με
την οικογένειά τους και να λένε υποθαλάσσιες ιστορίες. Σο μόνο δωμάτιο
που δε χρειάζονταν ήταν η κουζίνα, αφού έβρισκαν την τροφή τους κάτω
από βράχους, μέσα σε κοράλλια. Έξω από τα σπίτια τους στις αυλές και
στους δρόμους είχαν πανέμορφους κήπους, γεμάτους με λουλούδια, τα
οποία άνθιζαν όταν οι ιδιοκτήτες τους ήταν χαρούμενοι. Επιπλέον, στα
περβάζια των παραθύρων υπήρχαν γλάστρες με άμμο και φύκια. Οι
δρόμοι ήταν απίστευτοι! Όταν περνούσες σε άλλη οδό, άλλαζε και το
χρώμα της ταμπέλας που έδειχνε την οδό που βρισκόσουν. Παντού
υπήρχαν πολλές πλατείες και πάρκα που πήγαιναν τα παιδιά και
περνούσαν ξέγνοιαστα τον χρόνο τους. Έπαιζαν με τις γοργόνες, με
ψάρια μικρά και μεγάλα, κρυφτό, κυνηγητό, φουσκοπιάσιμο και κυνήγι
του πλαγκτόν.
61
Οι περισσότεροι
μεγάλοι Λεμεγιόκι
εργάζονταν ως τεχνίτες,
φυτευτές
γαλαζοπράσινων φυκιών
και κτηνοτρόφοι
φαλαινών. Ακόμη, όσα
από αυτά τα ανθρωπάκια
έμεναν στο μέρος του
χωριού με τις πιο
βρόμικες
φουσκομπαλίτσες
δούλευαν ως ρουφηχτές
αυτών των απαίσιων
φουσκόμπαλων. Οι
Λεμεγιόκι διέφεραν πολύ
από τους ανθρώπους, αφού είχαν μικρά
δαχτυλάκια και ιδιαίτερα μεγάλα μάτια σαν της κουκουβάγιας. Επειδή
όμως ήταν γλυκατζουδικα τα είχαν τα παχάκια τους. Ένα άλλο
χαρακτηριστικό τους ήταν ότι στα πόδια τους είχαν πτερύγια. Σα
κορίτσια στόλιζαν τα μαλλιά τους με στέκες από μαργαριτάρια και
βότσαλα, ενώ τα αγόρια δεν τα απασχολούσε ιδιαίτερα το ντύσιμό τους.
Σα τοσοδούλικα αυτά ανθρωπάκια δεν γνώριζαν από κακία και μίσος.
Ήταν φιλειρηνικά και πολύ ευγενικά. Όλη μέρα ήταν όλο χορό και
τραγούδι, τραγούδι και χορό. Έδειχναν χαρούμενα και ευτυχισμένα,
όπως και τα λουλούδια που φρόντιζαν να είναι πάντοτε περιποιημένα.
Ήθελαν να χαίρονται κάθε δευτερόλεπτο, που κλέβει ο χρόνος από τη
ζωή τους. Ήταν γεμάτα γλύκα και το χαμόγελο δεν έφευγε ποτέ από το
πρόσωπό τους. Σο πιο σημαντικό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι
επικοινωνούσαν με μια μελωδία, που πίστευαν ότι μοίραζε απλόχερα την
αισιοδοξία ανάμεσά τους, τη μελωδία της ελπίδας.
Ώσπου, μια μέρα στη στεριά ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των
κατοίκων δύο χωρών: της Γουακάντα και της Γκόθαμ. Ένα
συννεφιασμένο απόγευμα, ένας στρατιώτης της Γουακάντα προσπαθούσε
να βρει φαγητό στη θάλασσα για τους συντρόφους του. Όμως,
προσπαθώντας να βουτήξει στη θάλασσα, βρέθηκε στην πύλη του
κόσμου των Λεμεγιόκι. Η πύλη τον απορρόφησε και τον πήγε στης πόλη
τους. Μόλις έφθασε στα αυτιά του η μελωδία της ελπίδας, αμέσως έγινε
μικροσκοπικός σαν τους κατοίκους αυτής της παράξενης περιοχής. Σο
αποτέλεσμα ήταν να μείνουν ίδια τα ρούχα του και να διαφέρει από τους
από τους άλλους. Όλοι τον ρωτούσαν για την ταυτότητα του. Αυτός
απάντησε ότι τον έλεγαν κρεμίδα. Όμως και αυτός είχε πολλές
ερωτήσεις προς τα περίεργα πλάσματα που αντίκριζε απέναντί του και
κυρίως αναρωτιόταν πώς ακριβώς βρέθηκε εκεί. Οι Λεμεγιόκι τού
απάντησαν ότι ήταν ο μόνος, που κατάφερε και πέρασε την πύλη, γιατί η
μελωδία της ελπίδας διαλέγει συγκεκριμένα άτομα. Ο κρεμίδας έζησε
για μερικούς μήνες κοντά στους Λεμεγιόκι, ανέπτυξε καλές σχέσεις μαζί
τους και συνήθισε τα έθιμά τους. Όμως μια μέρα που είχε τελειώσει ο
πόλεμος στην στεριά κι οι υπόλοιποι στρατιώτες τον έψαχναν,
62
οδηγήθηκαν στην πύλη του κόσμου των Λεμεγιόκι, την οποία μόνο ένας
κατάφερε να δει. Ο στρατιώτης πέρασε την πύλη, επειδή ξεγέλασε την
μελωδία της ελπίδας, κάνοντας ψέματα ότι είναι άσχημα χτυπημένος.
Σότε, εντελώς ξαφνικά έγινε κάτι που δεν το περίμενε κανείς! Με
το που μπήκε στο ονειρεμένο αυτό χωριό των Λεμεγιόκι ο Ρόναλντ, ο
63
Λεμεγιόκι τους αγάπησαν, τους επέτρεπαν να επισκέπτονται το χωριό
τους, με τον όρο να κρατήσουν μυστική την ύπαρξη τους, αλλά
συγχρόνως να διαδώσουν την μελωδία της ελπίδας σε όλο τον κόσμο.
Μέχρι και σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν καταφέρει να ακούσουν τη
μελωδία που πλημμυρίζει με ελπίδα τις καρδιές όλου του κόσμου.
ύντομα μπορεί κι εσείς που διαβάσατε αυτή την ιστορία να γνωρίσετε το
μαγικό της ήχο. Πάντως ακόμη κι αν δεν έχετε προλάβει, θα καταλάβετε
την αξία της σύντομα, αφού η ελπίδα ο κόσμος μας να γίνει καλύτερος
δε σβήνει ποτέ. Και να είστε σίγουροι ότι οι Λεμεγιόκι συνεχίζουν να ζουν
καλά κι εμείς ανυπομονούμε να ζήσουμε όπως κι αυτοί κι ακόμη
καλύτερα.
64
«Η μελωδία της Ελπίδας: Ο Φρωμπέν των ευχών»
Μία μόνο μέρα και θα ετοιμάσει τη βαλίτσα του επιτέλους. Θα βάλει την
αγαπημένη του στολή, , θα αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του, θα τρέξει στο
σπίτι και… το καλοκαίρι θα αρχίσει. Κάθε καλοκαίρι το περνά στο σπίτι της
γιαγιάς του που είναι ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα. Θαλασσόβουνο το
λέει εκείνος. Γεμάτο μυστικά και γωνιές και μαγικά
βράδια.
Η γιαγιά του, τού έφτιαξε την στολή όταν ήταν τεσσάρων
χρονών. Είναι ένα παλιό τσουβάλι, κάπως καφέ ή ίσως
και λίγο κίτρινο και στη μέση ένα σχοινί. Σο ίδιο που
έχει η γιαγιά στην αποθήκη. Εκεί βρίσκει όλα τα σχοινιά
και όλα τα εργαλεία του κόσμου..
Η γιαγιά του δεν τον μαλώνει ποτέ. Ούτε όταν φοράει
συνέχεια τη στολή του, ούτε όταν λέει τις ανάποδες λέξεις
του, ούτε όταν λέει για τα χρώματά του. ΄
Φρωμπέν τον φωνάζει κι εκείνος για τρεις μήνες είναι
μόνο ο Φρωμπέν. Ο Φρωμπέν των ευχών. Που φορά το
τσουβάλι με το σχοινί στη μέση, εξερευνά την αποθήκη
της γιαγιάς, φτιάχνει ποιήματα και ξόρκια, μαζεύει ευχές και προσπαθεί να τις
κάνει πραγματικότητα. Και μπορεί να αναποδογυρίζει τις λέξεις χωρίς να τον
μαλώνει κανείς. Κάτω – άνω να τις κάνει. Πόσο του αρέσει!!!
Δεν έχει ακόμη ξημερώσει όταν πετιέται από το κρεβάτι του. Υοράει την στολή
του. Ρίχνει μπόλικο νερό στο πρόσωπό του και ξυπόλυτος πηγαίνει στην
αποθήκη. Δεν φοράει ποτέ παπούτσια όταν είναι στο σπίτι της γιαγιάς. Είναι
ξυπόπλυτος.
«Ξυπόλυτος» λέει η γιαγιά αλλά εκείνος προτιμά να λέει ότι είναι ξυπόπλυτος. Η
γιαγιά μόνο μια φορά τον διορθώνει και μετά τον αφήνει να λέει τις δικές του
λέξεις. Αυτή είναι η συμφωνία τους.
Γυρίζει το κλειδί, μια, δύο, τρεις φορές και μετά σπρώχνει την μεγάλη ξύλινη
πόρτα ν` ανοίξει. τέκεται στην γραμμή που έχει κάνει με πράσινη μπογιά
πάνω στο τσιμέντο, σηκώνει τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του και λέει
τραγουδιστά την ευχή του:
65
Βουυυυυυρρρρρ λέει σιγά και ξεκινά την εξερεύνησή του. «Κόκκινο» λέει. Ό,τι
νιώθει και ό,τι σκέφτεται έχει πάντα χρώμα. ήμερα είναι «κόκκινο». αν τις
παπαρούνες, σαν το τόπι που είχε μικρός, κόκκινο σαν την αγαπημένη
μπλούζα του συμμαθητή του, του Νίκου. Για τον Νίκο θα φτιάξει ξόρκι
σήμερα.
Ο Νίκος δεν μιλάει πολύ. Δεν παίζει με τα άλλα παιδιά. Κάθεται
στα σκαλοπάτια και τους κοιτάζει.
Ο Φρωμπέν ανοίγει την κόκκινη μπογιά. Ρίχνει λίγη μέσα σε ένα
παλιό τενεκεδάκι. Σώρα πρέπει να βρει τα υλικά για το ξόρκι
του. Είναι δύσκολο πράγμα το ξόρκι. Πρέπει να σκεφτείς καλά,
να μην κάνεις λάθος γιατί αλλιώς η ευχή σου δεν θα βγει. Όταν
είναι έτοιμος, ανακατεύει όλα τα υλικά μαζί. Πρέπει τώρα να του
φτιάξει το τραγούδι και θα είναι έτοιμος.
Σο τραγουδά και γυρίζει γύρω – γύρω. υνεχίζει πιο δυνατά και χτυπάει μια
κουτάλα πάνω στο τενεκεδάκι όπου έχει αναμείξει τα υλικά.
Σρεις φορές το τραγουδάει όλο και πιο δυνατά να πιάσει η ευχή. Όταν τελειώνει
έχει ζαλιστεί από το γύρω – γύρω και πέφτει κάτω ιδρωμένος. Πηγαίνει στον
αριστερό τοίχο που έχει τα ονόματα των φίλων του. Πάνω – πάνω έχει τον Νίκο
και δίπλα το χρώμα του. Κόκκινο. Σραβάει μια μεγάλη ίσια γραμμή και το
σβήνει. Πάει αυτός…
Σο επόμενο ξόρκι του είναι για την Ναυσικά που είναι πάντα
λυπημένη, γιατί έφυγε η μαμά της. Δεν ξέρει που πήγε αλλά η
Ναυσικά είναι λυπημένη και τα χρυσά της μαλλιά τα βάζει
μπροστά στο πρόσωπό της να μην βλέπει κανείς ότι κλαίει. Γι`
αυτό το βουρβούρι του είναι κίτρινο. Για να τραβήξει τα
κίτρινα μαλλιά από το πρόσωπό της και να γελάσει ξανά. Να
γεμίσει το πρόσωπό της ηλιακρίδες, λέει στην γιαγιά σου.
«Ηλιαχτίδες εννοείς Φρωμπέν;»
66
«Όχι γιαγιά, ηλιακρίδες. Γιατί είναι ζιγκ-ζαγκ σαν τα πόδια από τις ακρίδες»
Υτιάχνει το βουρβούρι του για την Ναυσικά.
Σην επόμενη ημέρα, σειρά έχει η Άννα που ήρθε στην τάξη του στη μέση της
χρονιάς. Η δασκάλα τους, τους είπε ότι ερχόταν από μια μακρινή χώρα. «Δεν
μιλάει την γλώσσα μας. Μιλάει μια άλλη πολύ όμορφη γλώσσα. Εμείς θα της
μάθουμε την δική μας κι εκείνη θα μας μάθει τη δική της. Δεν είναι υπέροχο;»
Ναι, ήταν υπέροχο. Μόνο που η Άννα τις
πρώτες μέρες δεν μιλούσε σε κανέναν. Ο
Φρωμπέν της έλεγε καλημέρα κι έπειτα της
έδειχνε ένα – ένα όλα τα αντικείμενα μέσα στην
τάξη και τα ονόματά τους.
Σρα-πέ-ζι, κα-ρέ-κλα, θρα-νί-ο, μο-λύ-βι, τε-
τρά-δι-ο.
Όμως η Άννα δεν απαντούσε. Μετά από μία
εβδομάδα ο Φρωμπέν ρώτησε την δασκάλα του
πώς λέγονταν το θρανίο στην δική της γλώσσα.
Σην επόμενη μέρα της το είπε. Για πρώτη φορά
η Άννα τον κοίταξε και του χαμογέλασε.
Γρήγορα βρήκαν ένα άλλο πιο ωραίο παιχνίδι.
Έδειχναν ένα αντικείμενο και του έβρισκαν ένα
καινούριο όνομα. Έφτιαξαν τη δική τους
γλώσσα.
Σο θρανίο το λένε κόγκα. Σην καρέκλα βρουσκ,
το μολύβι λέγεται χαράρ και το τετράδιο οαεο.
Αποφασίζει πως το χρώμα της Άννας είναι το
γαλάζιο. Όμορφη σαν τη θάλασσα, απέραντη
σαν τον ουρανό. Ανακατεύει την μπλε μπογιά με λίγο άσπρο και φτιάχνει ένα
όμορφο λαμπερό γαλάζιο. Έπειτα τραγουδά το βουρβούρι του:
Είναι σίγουρος ότι η Άννα θα νιώσει την ευχή του, θα ακούσει το τραγούδι του
και δεν θα ξεχάσει τις ωραίες τους λέξεις. Αχ , αυτά τα βουρβούρια του τον
κάνουν τόσο χαρούμενο.
το τέλος του καλοκαιριού ο Φρωμπέν έχει τελειώσει όλα τα βουρβούρια του.
Λυπημένος απλώνει την στολή του πάνω στο κρεβάτι και την διπλώνει. Νιώθει
σαν να αποχωρίζεται ένα φίλο.
«Θησέα μου μην στενοχωριέσαι. Θα περάσει γρήγορα ο καιρός» το λέει η γιαγιά
του
67
«Δεν είμαι πια ο Φρωμπέρ»
«Είσαι πάντα ο Φρωμπέρ. Είσαι μέσα σου και μέσα στην δική μου καρδιά»
«Και τα βουρβούρια μου; Θα θέλω να τα φτιάξω του χρόνου; Θα βρίσκω τις
λέξεις; Ή θα τις ξεχάσω όπως τις ξεχνούν οι μεγάλοι;»
«Φρωμπέν». Η γιαγιά του κρατά τα χέρια και του χαμογελά. «Οι λέξεις είναι
όμορφες όταν τις αγαπάμε. Και εσύ τις αγαπάς. Πάντα θα τις βρίσκεις. Και
πάντα θα θέλεις να φτιάχνεις τα φίλτρα σου»
«Για να είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι» της λέει ο Φρωμπέρ.
«Ακριβώς. Για να είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι πρέπει να δίνουμε χρώματα
στις λέξεις . Και πολλή αγάπη. Δεν μας χρειάζεται στολή γι` αυτό. Αρκεί να τους
σκεφτόμαστε και να τους αγαπάμε».
68
«Η μελωδία της ελπίδας… στον παγωμένο ωκεανό»
τα βάθη του ωκεανού, στον Παγωμένο Βορρά ζούσε ένας καρχαρίας
που λεγόταν Ζαχαρίας. Με τη ζάχαρη… καμία σχέση! Δεν του άρεσε
καθόλου η ζάχαρη, παρά μόνο τα αλμυρά, τα πολύ αλμυρά φαγητά.
Όταν έτρωγε το φαγητό του είχε πάντα δίπλα του μια αλατιέρα. Καθώς
έπεφτε το αλάτι πάνω στο γεύμα του, χαιρόταν όπως τα παιδιά που
βλέπουν χιόνι για πρώτη φορά.
69
Η τύχη του χαμογελούσε ακόμη περισσότερο τις εποχές που δεν είχε
πολύ κρύο. Περνούσαν περισσότερα πλοία από την περιοχή και άφηναν
πιο πολλές σπανακόπιτες. Σο εκπληκτικό συνέβη μια μέρα που ο ήλιος
ήταν τόσο φωτεινός που τύφλωνε τα μάτια. Αμέτρητες σπανακόπιτες-
μπορεί και δυο χιλιάδες!- επέπλεαν στα παγωμένα νερά. την αρχή ο
Ζαχαρίας πίστεψε πως ήταν οφθαλμαπάτη. Δεν μπορεί να ήταν
πραγματικότητα αυτό που ζούσε! Πλησίασε για τα καλά και η μυρωδιά
του ξεσήκωσε τα ρουθούνια. Και οι πρώτες μπουκιές επιβεβαίωσαν την
αλήθεια του γεγονότος.
70
- Δε μπορώ να εμφανιστώ πουθενά. Ούτε να γελάσω μπορώ, ούτε να
μιλήσω . Δεν ξέρω τι να κάνω. Έχεις καμιά ιδέα;
- Ιδέα, τι ιδέα θέλεις τώρα. Σο μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ο
Μανωλιός ο φωκοδοντογιατρός. Αυτός μόνο μπορεί να σου
λευκάνει τα δόντια.
71
Μια μελωδία γλυκιά και ταυτόχρονα ζωηρή ηχούσε στα αυτιά του. Ήταν
η Κοραλία παρέα με τις άλλες φώκιες. Σα πράσινα δόντια του Ζαχαρία
υπήρξαν η αφορμή για να θυμηθούν την παλιά τους φιλία. Σον κάλεσαν
να πάνε για πατινάζ στην κρυστάλλινη κοιλάδα.
72
«Η Μελωδία της ελπίδας: Ο Άστορ και το φτερό της ελπίδας»
-«Πολλοί δράκοι στο σχολείο με ρωτάνε γιατί έχω μόνο ένα φτερό. Μάμα,
γιατί έχω μόνο ένα φτερό και όχι δύο όπως έχουν οι υπόλοιποι
συμμαθητές μου;», ρώτησε ο Άστορ.
-«Αχ γλυκέ μου! Αυτό δεν είναι κάτι κακό. Έτσι γεννήθηκες. Είσαι όμως
τόσο δυνατός που είναι σαν να έχεις δύο φτερά. Θα σου πω και κάτι
ακόμα: γνωρίζεις ότι υπάρχουν κι άλλοι δράκοι σαν εσένα;»,
ανταποκρίθηκε η μητέρα του και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.
73
Όταν ο Άστορ επέστρεψε από το
σχολείο, ήταν πολύ
στενοχωρημένος… τότε η μητέρα του
τον ρώτησε τι έχει.
«Σο βρήκα! Σο βρήκα!» είπε «θα φτιάξω ένα φτερό! Ναι! Θα φτιάξω ένα
φτερό! Έτσι δε θα ξεχωρίζω από τους άλλους δράκους και δε θα με
ρωτάει κανένας γιατί έχω μόνο ένα φτερό».
74
άλλο γύρω από τη μέση του. Σο σήκωσε
και το τέντωσε ψηλά. Σο νέο του φτερό
ήταν αληθινό! Δεν χόρταινε να το
κοιτάζει και να στροβιλίζεται γύρω από
τον εαυτό του. Ήταν η πιο ευτυχισμένη,
η πιο ελπιδοφόρα μέρα της ζωής του.
-«Αχ! Άστορ για εμάς δεν αλλάζει κάτι που δεν έχεις δύο φτερά, είτε έχεις
ένα, είτε δύο πάλι θα σε αγαπάμε και θα είσαι μοναδικός για εμάς»,
ανταποκρίθηκε ο πατέρας του.
-«Ναι γλυκέ μου! Όμως πρέπει να καταλάβεις ότι σημασία δεν έχει πόσα
φτερά, πόσα χέρια, πόσα ποδιά έχουμε αλλά ποιοι είμαστε και τι
αξίζουμε. Κι εγώ όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να πετάξω φωτιά,
άνοιγα το στόμα μου και το μόνο που έβγαινε ήταν καπνός μαζί με μία
εκνευριστική κραυγή «ααααα!»,
που όποιος την άκουγε έκλεινε
τα αυτιά του. Κανένας δεν
είναι τέλειος. Όλοι έχουμε
τις αδυναμίες ή τα
ελαττώματα μας . Αυτά είναι
που μας κάνουν μοναδικούς.
Αυτά είναι που μας κάνουν
να ξεχωρίζουμε από τους
υπόλοιπους. κέψου να
ήμασταν όλοι ίδιοι, δε θα
ήταν πολύ βαρετό; Εσύ
μπορεί να έχεις ένα φτερό
75
όμως είσαι ο καλύτερος στα μαστορέματα και στις εφευρέσεις. Δες!
Έφτιαξες ένα φτερό μόνος σου, χωρίς βοήθεια. Μπράβο σου! Είμαι τόσο
περήφανη για σένα. Για μένα δεν αλλάζει κάτι… είσαι το παιδί μου, ο
πανέξυπνος Άστορ μου! Σο αστέρι μου!», του είπε η μητέρα του.
Ο Άστορ ενώ ήλπιζε ότι φορώντας το νέο του φτερό δεν θα τον κοροϊδέψει
ποτέ ξανά κανένας, ένιωθε τόσο όμορφα απ‟ τα λόγια που άκουσε από
τους γονείς του. Έτσι, αισθανόταν μοναδικός και δεν τον πείραζε πλέον
που είχε ένα φτερό. Σότε πήρε την απόφαση και έβγαλε το νέο του φτερό,
αισθανόμενος τόσο περήφανος που ήταν ξεχωριστός. Από δω και πέρα
όποιος τον ρωτούσε γιατί έχει ένα φτερό, εκείνος απαντούσε «Για να
ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους».
76
«Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία.
77
78
79
ISBN:978-618-5661-05-2
80