You are on page 1of 9

Κεφάλαιο 1ο

1η Δεκεμβρίου 2019. Πρώτη μέρα του μήνα και πρώτη μέρα του Χειμώνα. Από την νύχτα
είχε αρχίσει καταρρακτώδης βροχή και ο άνεμος λυσσομανούσε. Κατά τις 6:30 το πρωί όλη
η οικογένεια είχε ξυπνήσει. Ο Αχιλλέας είχε ήδη ανάψει το τζάκι και έτσι όλοι μαζεύτηκαν
γύρω από αυτό. Η γυναίκα του Αχιλλέα, η Ερμιόνη, έφτιαχνε ζεστό τσάι του βουνού για όλη
την οικογένεια. Το τσάι είναι ο, τι πρέπει για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Κάποια στιγμή,
ακούστηκε η γέρικη φωνή της γιαγιάς Αναστασίας : «Ωραία, αφού ζεσταθήκαμε απ’ την
φωτιά, πάμε να ευχαριστήσουμε τον Κύριο που μας αξίωσε και αυτή την ημέρα». Έτσι, όλη
η οικογένεια με την προτροπή της γιαγιάς σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο εικονοστάσι και
έκανε την πρωινή προσευχή.

Όπως συνηθιζόταν στην οικογένεια, την προσευχή ξεκίνησε ο Αχιλλέας: «Εις το Όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν…»

«… Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον
ημάς. Αμήν», προσφώνησε με μεγάλη κατάνυξη την επισφράγιση της προσευχής η γιαγιά.

Η Ερμιόνη πήρε από το καντηλάκι, που έκαιγε μπροστά στο εικονοστάσι, λίγο λαδάκι με το
δάχτυλο της και σταύρωσε ένα-ένα τα μέλη της οικογένειας στο μέτωπο. Ύστερα μοίρασε
σε όλους από ένα κομματάκι αντίδωρο, που είχε φυλαγμένο από την Θεία Λειτουργία της
περασμένης Κυριακής. Μετά το αντίδωρο και το ζεστό τσάι τα παιδιά ανέβηκαν στα
δωμάτιά τους να ετοιμαστούν για το σχολείο. Ο Νεκτάριος είχε ετοιμάσει την τσάντα του
αποβραδίς και έτσι, αφού ντύθηκε παρέμεινε στο δωμάτιό του περιμένοντας τα μικρότερα
αδέρφια του, Ιωσήφ και Ιάκωβο, να ετοιμαστούν. Οι τοίχοι του δωματίου του ήταν
βαμμένοι με άσπρο χρώμα και διακοσμημένοι με διάφορες εικόνες, του Ιησού Χριστού, της
Παναγίας και των Αγίων. Ο Νεκτάριος άφησε ένα μακρόσυρτο χασμουρητό να ξεφύγει από
το στόμα του, έξυσε το κεφάλι του για λίγο και κάθισε στο μικρό κρεβάτι του. Έγειρε στο
πλάι, τα μάτια του ήταν πολύ βαριά…τα έκλεισε. Ξαφνικά, άκουσε την φωνή της μητέρας
του να φωνάζει: «Νεκτάριε, τι κάνεις τόση ώρα; Τα αδέρφια σου είναι έτοιμα εδώ και πέντε
λεπτά… Άντε αγόρι μου και θα αργήσεις στο σχολείο.» Ο Νεκτάριος σήκωσε απορημένος το
αριστερό του χέρι και είδε στο ρολόι την ώρα : «8:05». Ούτε που κατάλαβε πως πέρασε
τόσο γρήγορα η ώρα… Άρπαξε γρήγορα την τσάντα του, βγήκε από το δωμάτιο και
κατέβηκε βιαστικά την σκάλα για να βρεθεί στο ισόγειο του σπιτιού, όπου τον περίμενε η
μητέρα του με τα αδέρφια του. «Αμάν, ρε Νεκτάριε κάθε φορά αργοπορημένος…»
σχολίασε ο Ιωσήφ, ο δεύτερος γιος της Ερμιόνης και του Αχιλλέα. «Αφήστε τα πολλά λόγια
και πάμε γιατί αργήσαμε», πρόλαβε την απάντηση του Νεκτάριου η Ερμιόνη ανοίγοντας
την πόρτα του σπιτιού και νεύοντας στα παιδιά να βγουν έξω.

Ο Νεκτάριος, ως ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας και σχεδόν ενήλικας
πια, κάθισε στην θέση του συνοδηγού ενώ τα δύο αδέρφια του κάθισαν στο πίσω κάθισμα
του αυτοκινήτου. Από τον καιρό που οι γονείς του Νεκτάριου του επέτρεψαν να κάθεται
στην μπροστινή θέση του αυτοκινήτου, κατά την διαδρομή προς το σχολείο, οι καβγάδες
μεταξύ εκείνου και των αδερφών του είχαν μειωθεί. Πιο πριν, ο μικρότερος όλων, ο
Ιάκωβος, κατείχε πάντα την μεσαία θέση του καθίσματος στο πίσω μέρος του αμαξιού ενώ
οι δύο μεγάλοι, ο Νεκτάριος και ο Ιωσήφ, τις πλαϊνές. Ο Ιωσήφ πάντα ήθελε να κάθεται
στην αριστερή πλευρά του πίσω καθίσματος και αν καμιά φορά τύχαινε ο Νεκτάριος να
προλάβαινε την θέση αυτή, ο Ιωσήφ έκανε μεγάλη φασαρία.

«Νεκτάριε, κάθεσαι στην θέση μου. Σήκω τώρα!», έλεγε έντονα.


«Έλα μωρέ, δεν πειράζει κάτσε από την άλλη για μια φορά…», απαντούσε ο Νεκτάριος.

«Μα και τις προάλλες κάθισες στην θέση μου.»

«Έλα μην αρχίζετε πάλι τα ίδια ρε παιδιά. Καθίστε όπου να ‘ναι για να φύγουμε
επιτέλους!», τους διέκοπτε συνήθως η Ερμιόνη, που ήταν έτοιμη στην θέση του οδηγού.

«Αφού ρε μαμά ξέρεις ότι η θέση αυτή μου αρέσει πολύ γιατί έχει ωραία θέα!», απαντούσε
ενοχλημένος και με ένα παράπονο ο Ιωσήφ.

Η οικογένεια ζούσε στην Κρήτη και συγκεκριμένα στον Άγιο Νικόλαο πολύ κοντά στην
παραλία και έτσι η διαδρομή από το σπίτι μέχρι το σχολείο ήταν παραλιακή. Ειδικά τις
πρωινές ώρες, οπότε και περνούσε η οικογένεια για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, η θέα
ανατολικά της διαδρομής ήταν θαυμάσια… Το γαλήνιο νερό της θάλασσας σε συνδυασμό
με τις πρωινές ακτίνες του ήλιου συγκινεί ακόμη και τους πιο σκληροπυρηνικούς
ανθρώπους. Αλλά και κατά το θέρος, η θάλασσα με το ήρεμο και άλλες φορές πιο απότομο
κυματισμό της καλλωπίζει και δίνει μια ευχάριστη νότα στο πρωινό ξύπνημα.

«Το ξέρω αγάπη μου» απαντούσε στη συνέχεια στοργικά η μητέρα τους και συμπλήρωνε
«αλλά άφησε και τον αδερφό σου να απολαύσει καμία φορά και εκείνος την θέα.»

«Καλά…» έλεγε συγκαταβατικά ο Ιωσήφ αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.

«Έτσι μπράβο. Ο, τι καλό και ωραίο έχουμε να μην το κρατάμε μόνο για τον εαυτό μας αλλά
να το μοιραζόμαστε και με τους γύρω μας και πόσο μάλλον με την οικογένειά μας.»
κατέληγε η Ερμιόνη νουθετώντας τα παιδιά της, για τις αρετές που θα πρέπει να
αποκτήσουν ως Χριστιανοί, σε ανύποπτο χρόνο και πάντα με αγάπη και διάκριση.

Κάποια στιγμή, αφού είχαν ήδη ξεκινήσει για το σχολείο, ο Νεκτάριος κατέβασε το τζάμι
του παραθύρου του και κοίταξε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει λίγο πριν φύγουν από το
σπίτι. Κάτω από τα δένδρα, που βρίσκονταν στην δεξιά πλευρά του δρόμου, είχαν
σχηματιστεί λιμνούλες από το πολύ νερό. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα σπουργίτι, το οποίο
πλησίασε σε μια τέτοια λιμνούλα και με το μικρό του ράμφος ήπιε νερό από αυτήν.
Φαινόταν διψασμένο και όταν ήπιε αρκετό νερό άρχισε να πέτα και να κελαηδάει με
ευχαρίστηση. Ο Νεκτάριος παρακολουθούσε το σπουργίτι με μεγάλη προσοχή. Το αμάξι
προχώρησε. Το σπουργίτι χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Νεκτάριου όμως, η σκέψη του
έμεινε προσηλωμένη σε αυτό. Τον εντυπωσίασε πραγματικά το γεγονός ότι το σπουργίτι
πλησίασε τόσο φυσικά και αβίαστα στην λιμνούλα, που είχε σχηματιστεί κάτω από το
δέντρο, για να ικανοποιήσει την δίψα του. Δεν φάνηκε ανήσυχο ή προβληματισμένο για το
πως ή που θα βρει νερό, όμως σαν να ήξερε που ακριβώς θα το βρει πλησίασε την
λιμνούλα και ήπιε…

Η φωνή της Ερμιόνης διέκοψε τις σκέψεις του Νεκτάριου : «Φτάσαμε, κατεβείτε».

Τα παιδιά χαιρέτισαν την μητέρα τους και βγήκαν από το αμάξι. Μόλις τα παιδιά άρχισαν
να απομακρύνονται η Ερμιόνη τα σταύρωσε ένα-ένα και μυστικά ευχήθηκε για αυτά, όπως
πάντα έκανε. Ύστερα, ξεκίνησε ξανά το αυτοκίνητο και έφυγε.

Τα δύο μικρότερα παιδιά της οικογένειας πήγαιναν στο γυμνάσιο, ενώ ο Νεκτάριος, που
ήταν 17 χρονών, πήγαινε στην τρίτη λυκείου. Το γυμνάσιο και το λύκειο στον Άγιο Νικόλαο
βρίσκονται στον ίδιο χώρο αλλά έχουν διαφορετικές εισόδους και διαφορετικά προαύλια,
τα οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους. Έτσι, τα τρία αδέρφια χωρίστηκαν. Ο Νεκτάριος μπήκε
στο λύκειο και ο Ιωσήφ με τον Ιάκωβο στο γυμνάσιο.
Ο Νεκτάριος, πριν ακόμη περάσει την εξώπορτα, παρατήρησε πως όλοι οι μαθητές του
σχολείου είχαν συναχθεί στον προαύλιο χώρο μαζί με τους καθηγητές για την καθιερωμένη
πρωινή προσευχή, πριν την έναρξη του μαθήματος. Κατάλαβε ότι πάλι είχε αργήσει και
ανέβασε λίγο την ταχύτητα του βηματισμού του. Πλησίασε τους συμμαθητές του και
στάθηκε στην τελευταία σειρά μόνος του. Η καθυστερημένη άφιξή του δεν έμεινε
απαρατήρητη… Αρκετοί από τους συμμαθητές του γύρισαν και τον κοίταξαν με ένα ελαφρύ
μειδίαμα στα χείλη. Ο Νεκτάριος κατάλαβε… «πάλι τα ίδια», σκέφτηκε και αναστέναξε
ελαφρά. Όταν η προσευχή τελείωσε ο διευθυντής του σχολείου καλημέρισε τα παιδιά και
αφού τους ευχήθηκε για ένα καλό μάθημα, τους προέτρεψε να πάνε στις αίθουσές τους,
ανά τάξη. Την αρχή, όπως πάντα, έκανε η πρώτη, ακολούθησε η δευτέρα και στο τέλος, η
τρίτη λυκείου.

Όλες οι αίθουσες της δευτέρας και της τρίτης λυκείου βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο του
σχολείου σε αντίθεση με αυτές της πρώτης, που βρίσκονταν στον πρώτο. Στο ισόγειο
υπήρχαν το γραφείο του διευθυντή, τα γραφεία των καθηγητών, η γραμματεία, το κυλικείο
και άλλοι κοινόχρηστοι χώροι.

Ενώ ο Νεκτάριος ανέβαινε τα σκαλοπάτια μέχρι τον δεύτερο όροφο άκουσε δυο
συμμαθητές του να συζητούν μεταξύ τους:

«Βρε τον Καλογεράκη πάλι αργοπορημένος ήρθε στην προσευχή…»

«Ναι, μάλλον θα είχε πάει σε καμιά αγρυπνία χθες το βράδυ με τα… καλογεράκια και δεν
θα μπορούσε να ξυπνήσει. Το καημένο μωρέ!!!»

Ο Νεκτάριος Καλογεράκης συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια ήρεμος· φάνηκε σαν να


μην άκουσε τί ειπώθηκε. Στην πραγματικότητα, τα άκουσε όλα αλλά δεν είπε τίποτα. Τι να
πει εξάλλου; Μήπως ήταν η πρώτη φορά που τον χλεύαζαν εξαιτίας της πίστης του και του
επίθετού του; Το είχε πλέον συνηθίσει… Ακόμα θυμόταν την ντροπή και την αμηχανία που
είχε νιώσει την πρώτη ημέρα, την ημέρα γνωριμίας, στην πρώτη γυμνασίου.

Είχε σηκωθεί πρωί-πρωί και είχε ετοιμαστεί για να πάει για πρώτη μέρα στο γυμνάσιο.
Ήταν πολύ ενθουσιασμένος που θα άλλαζε σχολείο και θα γνώριζε νέους φίλους. Στις
7:55π.μ. ακριβώς είχε φτάσει στο σχολείο. Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι έκανε μια βόλτα
σε όλο τον χώρο του σχολείου για να εγκλιματιστεί. Είχε εντυπωσιαστεί από τα γήπεδα του
ποδοσφαίρου, του μπάσκετ αλλά και του τένις. Στο μεταξύ, βρήκε και δύο συμμαθητές του
από το δημοτικό, οι οποίοι ήταν αδέρφια μεταξύ τους αλλά λόγω του αρχικού γράμματος
του επίθετού τους θα πήγαιναν σε διαφορετικό τμήμα από τον Νεκτάριο. Ο τελευταίος το
ήξερε αυτό από πριν και είχε προσαρμοστεί στο γεγονός και έτσι έκανε την βόλτα του στην
αυλή του σχολείου με τους φίλους του μέχρι που ήρθε η ώρα του μαθήματος, οπότε και
μετά την προσευχή η διευθύντρια χώρισε τους μαθητές σε τμήματα και όπως ήταν
αναμενόμενο ο Νεκτάριος, που το επίθετό του ξεκινούσε από «Κ», πήγε στο Α2 ενώ οι φίλοι
του, που τα επίθετα τους ξεκινούσαν από «Β», πήγαν στον Α1.

Μέσα στην αίθουσα ο Νεκτάριος δεν πρόλαβε να γνωριστεί με τους νέους του συμμαθητές
καθώς ο καθηγητής ήρθε αμέσως μετά από αυτούς. Συστήθηκε στα παιδιά και άρχισε να
διαβάζει την λίστα με τα ονόματα και να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές έναν προς
έναν και να τους κάνει κάποιες ερωτήσεις γνωριμίας. Κάποια στιγμή ο καθηγητής
ακούστηκε να λέει:

«Κα…Καλό…Καλογεράκης Νεκτάριος;;;»
«Παρών, κύριε» απάντησε ο Νεκτάριος.

«Νεκτάριος Καλογεράκης!!!! Παράξενο επίθετο…δεν το έχω ξανά ακούσει. Είσαι από την
Κρήτη έτσι;»

«Μάλλον θα είναι από κανένα μοναστήρι», είπε με ειρωνεία γελώντας ένα αγόρι, ο
Παύλος, που καθόταν σε ένα από τα πίσω θρανία. Το γέλιο και οι κοροϊδίες σε βάρος του
Νεκτάριου πλήθυναν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αμέσως δημιουργήθηκε ένα κλίμα
περιπαικτικό ανάμεσα στους μαθητές με άμεσο αποδέκτη τον… Καλογεράκη. Ο Νεκτάριος
είχε κοκκινίσει και δεν ήξερε τι να πει. Είχε έρθει σε πολύ δύσκολη θέση. Κόντεψε να
κλάψει. Ευτυχώς, ο καθηγητής συμμόρφωσε τους μαθητές και επέβαλε την ησυχία στην
τάξη.

«Δεν υπάρχει λόγος για τέτοιου είδους σχόλια παιδιά, είναι απλά ένα επίθετο. Για το όνομα
του Θεού! Να είστε πιο διακριτικοί σας παρακαλώ για να τα πάμε καλά…», είπε τονίζοντας
αυστηρά τις τελευταίες λέξεις.

«Τέλος πάντων, ο επόμενος…», είπε ο καθηγητής συνεχίζοντας την γνωριμία των μαθητών
του.

Ο Νεκτάριος είχε ντραπεί πάρα πολύ εκείνη την ημέρα και αισθανόταν τρομερή αμηχανία.
Μόλις γύρισε στο σπίτι γνωστοποίησε το γεγονός στην μητέρα του, η οποία τον
καθοδήγησε ορθόδοξα και στοργικά για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ουσιαστικά
αυτό που είχε καταλάβει τότε ο Νεκτάριος ήταν ότι δεν πρέπει να δίνει σημασία και να
στενοχωριέται για τέτοια «χαζά» πράγματα.

Έτσι έκανε λοιπόν και τώρα, έκανε πως δεν άκουσε τα σχόλια των συμμαθητών του και
συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια μέχρι που έφτασε στον δεύτερο όροφο και μπήκε
στην αίθουσα της τάξης του.
Το μεσημέρι, όταν γύρισαν τα παιδιά από το σχολείο, ο καιρός είχε αλλάξει. Ο ήλιος είχε
πάψει να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα• ήταν σαν να τα απωθούσε όλα μακριά του και
να τους φώναζε «Αφήστε με να φωτίσω τον κόσμο». Τα σύννεφα, σαν να ήταν υπήκοοι του
ήλιου, παραμέρισαν και έτσι ο ήλιος άπλωσε τις ακτίνες του και αγκάλιασε θερμά τα
πάντα.

Έμοιαζε σαν μια ανοιξιάτικη ημέρα. Το μόνο που έλειπε ήταν τα άνθη της Άνοιξης. Αχ, μα τι
πανέμορφη που είναι η φύση την Άνοιξη• οι ανθισμένες αμυγδαλιές ειδικά, άρεσαν πολύ
στην Ερμιόνη. Ρίχνοντας μια ματιά στην αυλή του σπιτιού και ατενίζοντας τα ξερά κλαδιά
της αμυγδαλιάς, που βρισκόταν πάνω από την ξύλινη κούνια, η Ερμιόνη πέρασε το κατώφλι
της πόρτας του σπιτιού.

«Τι ωραία που είναι την Άνοιξη», σκέφτηκε με νοσταλγία και αμέσως ένα ρίγος διαπέρασε
όλο της το κορμί. Θυμήθηκε τον συγχωρεμένο τον πατέρα της, τον πατέρα Ιάκωβο, που της
έλεγε σε τέτοιες περιπτώσεις «Να μάθεις, κόρη μου, να είσαι ευχαριστημένη και να
δοξολογείς τον Θεό ανεξάρτητα με τις εξωτερικές συνθήκες. Έχει ήλιο; ‘Δόξα σοι ο Θεός’,
βρέχει; ‘Δόξα σοι ο Θεός’ σε κάθε περίσταση να είσαι ειρηνική και προσευχόμενη και έτσι
κάποια μέρα θα καταλάβεις ότι και ο ήλιος αλλά και η βροχή και το χιόνι είναι ωφέλιμα.».

Η Ερμιόνη κάθισε στο καναπέ του σαλονιού. Δοξολόγησε τον Θεό που της επανάφερε στην
μνήμη τα λόγια του πατέρα της και σκέφτηκε πως δεν έφτασε ακόμη στο σημείο που
εκείνος της ανέφερε…

«Ε μα είσαι και πολύ ηλίθιος τελικά!!!» ακούστηκε ξαφνικά να φωνάζει ο Ιωσήφ


μπαίνοντας μέσα στο σπίτι και διαλύοντας τις σκέψεις της Ερμιόνης.

«Παιδί μου τι έπαθες και βρίζεις;» ρώτησε με ήπιο τόνο η Ερμιόνη τον Ιωσήφ.

Ο Ιωσήφ, σαν να μην άκουσε την μητέρα του, συνέχισε να φωνάζει και να βρίζει άσχημα
καθώς ανέβαινε στο δεύτερο πάτωμα του σπιτιού. Δεν φαινόταν να απευθύνεται στα
αδέρφια του. Ήταν σαν να μιλούσε μόνος του. Η Ερμιόνη ανησύχησε όμως, άφησε τον
Ιωσήφ να ξεσπάσει και στο μεταξύ εκείνη έκανε μυστικά την προσευχή της για τον γιο της.
Είχε ένα έντονο προαίσθημα πως κάτι άσχημο θα συνέβαινε σύντομα. Ανησυχούσε αλλά
παρέμεινε προσευχόμενη. Γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι και παρακάλεσε την Παναγία
για τον Ιωσήφ. Ήξερε πως η Παναγία, ως μάνα και εκείνη του ίδιου του Θεού, θα
καταλάβαινε τον πόνο που η Ερμιόνη αισθανόταν για τον γιο της. Έμεινε γονατιστή για λίγο.
Ύστερα σηκώθηκε, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου και
άρχισε να ετοιμάζει το τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό. Σε λίγη ώρα όλη η οικογένεια
είχε μαζευτεί στην τραπεζαρία. Η γιαγιά Αναστασία παρατήρησε πως ο Ιωσήφ δεν είχε
έρθει ακόμη στην τραπεζαρία.

«Μα που είναι ο Σήφης;» είπε με απορία.

«Είπε πως δεν θέλει να φάει», απάντησε ο Ιάκωβος.

«Ερμιόνη, θα αφήσεις το παιδί έτσι νηστικό;» είπε η γιαγιά επιδεικνύοντας, για μια ακόμη
φορά, την μέριμνα που είχε για τα εγγόνια της.

«Αφού δεν θέλει να φάει, δεν θα τον αναγκάσουμε να φάει με το ζόρι. Όταν πεινάσει θα
κατέβει να φάει» απάντησε η Ερμιόνη και ύστερα προέτρεψε τον σύζυγό της να ευλογήσει
το τραπέζι για να ξεκινήσουν να τρώνε.
Ο Αχιλλέας, ταπεινά, εκφώνησε την καθιερωμένη προσευχή πριν το γεύμα και αφού
σταύρωσε τα φαγητά, πήρε μια φέτα ψωμί από την μέση του τραπεζιού παροτρύνοντας και
τους υπόλοιπους να σερβιριστούν.

Η Ερμιόνη είχε μαγειρέψει ψαρόσουπα. Το κρέας δεν επιτρεπόταν εκείνη την περίοδο°
ήταν η νηστεία των Χριστουγέννων. Γινόταν όμως κατάλυση ιχθύος. Η ψαρόσουπα άχνιζε
μέσα στα πιάτα και έτσι όλοι έτρωγαν σιγά σιγά την σούπα τους φυσώντας κάθε κουταλιά
που έπαιρναν πρώτα. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο Νεκτάριος να πνίγεται. Ο παππούς
Θωμάς, ο πατέρας του Αχιλλέα, που καθόταν δίπλα στον Νεκτάριο έσπευσε να τον
χτυπήσει στην πλάτη.

«Σιγά αγόρι μου, πρόσεχε» είπε στοργικά η Ερμιόνη.

«Κατάπια ένα κόκαλο» είπε ο Νεκτάριος «δεν τα έχεις καθαρίσει καλά ρε μαμά».

«Ε εντάξει αγάπη μου, να ρίχνεις και εσύ καμιά ματιά στο πιάτο σου, μπορεί να μου έχουν
ξεφύγει κάποια».

«Εγώ τελείωσα» είπε σε λίγη ώρα ο Ιάκωβος και σηκώθηκε για να φύγει από το τραπέζι.

Ο Αχιλλέας κοίταξε τον μικρό του γιο με προσοχή. Μα πόσο είχε μεγαλώσει και αυτός! Είχε
γίνει ολόκληρο παλληκάρι. Είχε σχεδόν ξεπεράσει στο ύψος και τον Ιωσήφ, που είχε πάρει
από το ύψος της Ερμιόνης και ήταν περίπου 1.70, αλλά και τον Νεκτάριο που είχε πάρει
από τον Αχιλλέα και ήταν 1.80. Πόσο τον χαιρόταν! Πόσο τον καμάρωνε! Τον περασμένο
μήνα, που είχε πάει στο σχολείο του για να ενημερωθεί για την πρόοδο του στα
μαθήματα, βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να ακούσει από τους καθηγητές του να τον
συγχαίρουν για τις ικανότητες του Ιακώβου στα μαθήματα. Τον χαρακτήρισαν εύστροφο,
επιμελή ακόμη
και διάνοια. Ήταν τόσο περήφανος για τον γιο του!!

«Εντάξει Ιάκωβε, αφού τελείωσες το φαγητό σου πήγαινε σε παρακαλώ πάνω και πες στον
Ιωσήφ να κατέβει και εκείνος να φάει, γιατί η ψαρόσουπα είναι πολύ ωραία τώρα που
είναι ζέστη, ενώ κρύα δεν τρώγεται τόσο ευχάριστα.» είπε χαϊδεύοντας τον στο κεφάλι.

Ο Ιάκωβος ένευσε καταφατικά και ξεκίνησε για το επάνω πάτωμα του σπιτιού. Τα
σκαλοπάτια ήταν ακριβώς 14° ο Ιάκωβος τα είχε μετρημένα. Η σκάλα ήταν στριφογυριστή.
Η κουπαστή και τα σκαλοπάτια ήταν ξύλινα. Κάθε σκαλοπάτι ήταν πλατύ και φαρδύ και είχε
ένα ανοιχτό καφέ χρώμα. Ήταν πολύ όμορφα σκαλοπάτια. Η Ερμιόνη ως καλή νοικοκυρά
φρόντιζε να έχει όλο το σπίτι πάντα καθαρό. Έτσι λοιπόν ακόμη και η σκάλα, που
χρησιμοποιούταν συνεχώς, έλαμπε από την καθαριότητα. Ο Ιάκωβος ανέβηκε τα
σκαλοπάτια αργά μετρώντας τα, κατά την συνήθειά του, ένα-ένα.

«Ένα, δύο, τρία, τέσσερα,…»

Όταν πια ανέβηκε και τα 14 σκαλοπάτια, έτρεξε προς το δωμάτιο του, που το μοιραζόταν με
τον Ιωσήφ μα… δεν τον βρήκε μέσα. Κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα, σκεπτόμενος πως
μάλλον εκεί θα ήταν ο Ιωσήφ. Πράγματι, όταν χτύπησε την πόρτα της τουαλέτας άκουσε
τον Ιωσήφ να του λέει πως μπήκε να κάνει ένα μπάνιο.

Στο μεταξύ, η Ερμιόνη ξαφνικά αισθάνθηκε μια αδιαθεσία. Ζήτησε συγγνώμη από τα
υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και σηκώθηκε για να φύγει από το τραπέζι. Μόλις πήγε να
φύγει εμφανίστηκε ο Ιάκωβος.

«Ο Ιωσήφ κάνει μπάνιο» είπε βιαστικά και βγήκε στην αυλή να παίξει μπάσκετ.
Η Ερμιόνη, αφού ξανά ζήτησε συγγνώμη από τους υπόλοιπους αποσύρθηκε στο δωμάτιό
της. Κάτι μέσα της την πείραζε. Κάτι την ενοχλούσε. Δεν αισθανόταν όμορφα. Είχε ένα
άσχημο προαίσθημα…Κάτι κακό θα συνέβαινε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, έβγαλε το κομποσκοίνι της από το δεξί της χέρι και άρχισε να
λέει με αγωνία αλλά και πίστη ταυτόχρονα την ευχή.

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον τον δούλο σου Ιωσήφ. Κύριέ
μου, έλεος. Ιησού μου έλεος.»

Η Ερμιόνη έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.

«Άντε ρε Ιωσήφ τελείωνε, θα τα κάνω πάνω μου» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του
Νεκτάριου από το βάθος του διαδρόμου, που ήταν η τουαλέτα.

Η Ερμιόνη, σαν άκουσε την φωνή του μεγάλου της γιου, άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τον
χώρο γύρω της απορημένη.

«Τι ώρα είναι;» σκέφτηκε και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο της. Είχαν περάσει 15 λεπτά
από την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο. Μα πως την πήρε έτσι ο ύπνος; Φαίνεται θα ήταν
κουρασμένη, γι’ αυτό και θα αισθανόταν αυτή την αδιαθεσία. Σηκώθηκε αργά, βγήκε από
το δωμάτιο και άρχισε να περπατά τον διάδρομο του δεύτερου ορόφου του σπιτιού. Έξω
από την τουαλέτα στεκόταν ο Νεκτάριος και χτυπούσε επίμονα την πόρτα σφίγγοντας τα
πόδια του μεταξύ τους.

«Μα τι κάνεις εδώ παιδάκι μου;» ρώτησε η Ερμιόνη αφήνοντας ένα χασμουρητό.

«Ρε μαμά κατουριέμαι και ο Ιωσήφ ακόμη κάνει μπάνιο. Αχ» αποκρίθηκε ο Νεκτάριος
φανερά ζορισμένος από την κατάστασή του.

Πράγματι, από την τουαλέτα ακουγόταν να τρέχει νερό στην μπανιέρα. Η Ερμιόνη, από το
απότομο ξύπνημα, δεν είχε δώσει προσοχή σε αυτό τον θόρυβο, όλη της η προσοχή ήταν
στραμμένη στον Νεκτάριο, που στέκονταν μπρος στην πόρτα. Στράφηκε προς την πόρτα και
χτυπώντας την δύο φορές είπε:

«Ιωσήφ, αγόρι μου, ακόμη να τελειώσεις;»

Καμία απάντηση.

Το νερό έτρεχε ασταμάτητο.

Η Ερμιόνη ξανά χτύπησε την πόρτα.

«Ιωσήφ;»

Η Ερμιόνη ακούμπησε το αυτί της στην πόρτα της τουαλέτας για να ακούσει καλύτερα. Ο
ήχος του νερού ήταν η μόνη απάντηση που έλαβε. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, αλλά
ήταν κλειδωμένη. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το αισθανόταν. Γιατί ο Ιωσήφ δεν απαντούσε; Η
καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Πιο γρήγορα.

«Νεκτάριε, που είναι ο πατέρας σου;» είπε με φανερή αγωνία.

«Έφυγε πριν από πέντε λεπτά. Είπε πως είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού»

Η Ερμιόνη δεν περίμενε να ακούσει ολόκληρη την απάντηση του γιου της. Έτρεξε στο
δωμάτιό της και πήρε το αντικλείδι της τουαλέτας που είχε φυλαγμένο στο κομοδίνο της.
Επέστρεψε γρήγορα πίσω και με τρεμάμενα χέρια προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα.
Μάταια. Ο Ιωσήφ είχε αφήσει το κλειδί από την πίσω μεριά της πόρτας και έτσι η Ερμιόνη
δεν μπορούσε να την ανοίξει. Άρχισε να χτυπά την πόρτα δυνατά με γροθιές και να φωνάζει
στον Ιωσήφ να ανοίξει.

Καμία απόκριση. Το νερό που έτρεχε ακουγόταν αδυσώπητο και ανελέητο μπροστά στην
αγωνία της μάνας και, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, συνέχιζε να ρέει ασταμάτητα.

Η Ερμιόνη γύρισε προς τον Νεκτάριο και με ανήσυχο τόνο, του είπε:

«Νεκτάριε, θέλω να μείνεις ψύχραιμος. Θα χρειαστεί να σπάσουμε την πόρτα. Εγώ δεν θα
τα καταφέρω μόνη μου. Θέλω να πάρεις φορά και να χτυπήσεις με όλη σου την δύναμη
πάνω στην πόρτα. Όσες φορές χρειαστεί μέχρι να σπάσει η κλειδαριά, εντάξει;»

Ο Νεκτάριος, που από την ταραχή του είχε ξεχάσει την φυσική του ανάγκη, ένευσε
καταφατικά και ξεκίνησε για την αποστολή που του είχε αναθέσει η μητέρα του.

Με την πρώτη σπρωξιά, η πόρτα στάθηκε σχεδόν ακίνητη. Λες και δεν την άγγιξε καν ο
Νεκτάριος. Ξανά προσπάθησε. Τώρα η πόρτα κουνήθηκε λίγο πιο έντονα. Ο Νεκτάριος πήρε
μεγαλύτερη φορά, έτρεξε γρήγορα και έπεσε με όλη του την δύναμη πάνω στην πόρτα. Η
πόρτα έπεσε κάτω στο πάτωμα. Ο Νεκτάριος αφού βρήκε την ισορροπία του, κοίταξε προς
την μπανιέρα. Το ίδιο έκανε και η Ερμιόνη, αφού πέρασε πάνω από την πόρτα. Δεν
μπορούσε να αντέξει αυτό που έβλεπε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Κόντευε να πνίγει από
το σφίξιμο στον λαιμό της. Έβγαλε μια επώδυνη κραυγή, φώναξε «όχι» και σωριάστηκε στο
πάτωμα λιπόθυμη.
Κεφάλαιο 2ο
«Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον
ημάς.»

«Αμήν», έψαλλε ο Νεκτάριος μελωδικά και ύστερα, αφού φίλησε το χέρι του ιερέα, πήγε
στην θέση του δίπλα στους συμμαθητές του.

Η αλήθεια είναι πως ντρεπόταν λίγο όταν ο ιερέας τον καλούσε να τον βοηθήσει στα
ψαλτικά μπροστά σε παιδιά της ηλικίας του. Στην εκκλησία δεν ντρεπόταν να ανέβει και να
ψάλλει στο ψαλτήρι. Εξάλλου δεν συχνάζουν στην εκκλησία νέα παιδιά, οπότε δεν υπήρχε
περίπτωση να τον κοροϊδέψει ή να τον ειρωνευτεί κάποιος για την επιλογή του να ψέλνει
στην εκκλησία. Απεναντίας μάλιστα, όλοι όσοι τον άκουγαν τον θαύμαζαν. Μπορεί να μην
ήξερε πολλά μουσικά, είχε όμως πολύ ωραία φωνή. Απαλή, ζεστή και με μια αλησμόνητη
χροιά, η οποία εξέφραζε τα θεία νοήματα των ιερών ασμάτων με τέτοια ακρίβεια που
προκαλούσε στους πάντες δέος. Ο τρόπος που εκφραζόταν ο Νεκτάριος καθώς έψαλλε
φανέρωνε μια τρυφερότητα, μια αγάπη προς τον Χριστό. Έψαλλε μοναδικά. Βέβαια, η
μητέρα του του είχε επισημάνει πολλές φορές πως την μοναδική αυτή φωνή του, την είχε
κληρονομήσει από τον πατέρα της, τον πατέρα Ιάκωβο και πως ήταν χάρισμα Θεού. Μα
όλα αυτά δεν είχαν σημασία, ούτε η φωνή, ούτε η χροιά της ούτε τίποτα σε τέτοιες
περιστάσεις. Ο Νεκτάριος ήδη είχε αρχίσει να ακούει ειρωνικά σχόλια από τους
συμμαθητές του επειδή έψαλλε στον αγιασμό.

«Να ο Καλογεράκης ψέλνει κιόλας… χάχα έτοιμος για το μοναστήρι είναι ο άτιμος»

Και άλλα διάφορα ακούγονταν από την στιγμή που ο Νεκτάριος επέστρεψε στην θέση του.
Για αυτό ντρεπόταν και δεν ήθελε να ανεβαίνει να βοηθάει τον ιερέα στον αγιασμό και σε
άλλες ακολουθίες δημοσίως, αλλά τι να κάνει; Έπρεπε, ωστόσο, μετά να υποστεί όλα αυτά
τα σχόλια. Ο ιερέας, ο παπά Νικόλας, τον είχε συμβουλεύσει να μην δίνει σημασία σε αυτά
τα σχόλια και μάλιστα να λέει και στους συμμαθητές του, όταν εκείνοι τον ειρωνεύονται,
πως είναι τιμή του να ψέλνει στις άγιες ακολουθίες της Εκκλησίας. Αλλά ο Νεκτάριος, ως
άνθρωπος, δεν τα άντεχε όλα και στενοχωριόταν που άκουγε αυτά τα πράγματα από τους
συμμαθητές του. Αισθανόταν πως δεν είχε φίλους της ίδιας νοοτροπίας με αυτόν. Δεν είχε
κάποιον φίλο που, αντί να τον κρίνει, να τον επιβραβεύσει, να τον συγχαρεί για αυτό που
κάνει ή έστω να του χαμογελάσει ως ένδειξη επιδοκιμασίας. Αισθανόταν τελείως μόνος
στην προσπάθειά του να ζήσει εν Χριστώ, τουλάχιστον μεταξύ των συνομηλίκων του.

You might also like