You are on page 1of 7

Μια ιστορία μετανάστευσης και νόστου

Πες μου Μάκη, πότε και γιατί έφυγαν οι γονείς σου από την Ελλάδα;

Οι γονείς μου ήταν αριστεροί, έφυγαν από την Ελλάδα το 1949 εξαιτίας του εμφυλίου
πολέμου. Ο πατέρας ήταν στρατιώτης το 1938. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής βγήκε
στο αντάρτης με το ΕΑΜ. Τη μητέρα την πήραν οι αντάρτες στο βουνό για να γλυτώσει από
τους άλλους.

Έφυγαν μαζί;

Όχι, δε γνωρίζονταν τότε. Γνωρίστηκαν αργότερα στην Τασκένδη.

Πώς έφυγαν από την Ελλάδα;

Προσπάθησαν να μπουν στη Γιουγκοσλαβία, αλλά ήταν δύσκολο. Τελικά νομίζω έφυγαν
από κάποιο λιμάνι της Αλβανίας με καράβι, έκαναν τον γύρο της Ελλάδας, πέρασαν στη
Μαύρη θάλασσα και μπήκαν στη Ρωσία, η οποία τους δεχόταν ως πολιτικούς πρόσφυγες.

Τι έγινε μετά την αποβίβαση;

Στην αρχή τους οδήγησαν κάπου στην Κασπία, σε ένα κέντρο θεραπείας γιατί πολλοί είχαν
και ιατρικά προβλήματα, αλλά και για να καθαρίσουν από τις ψείρες και τους ψύλλους.
Μήνες μετά οδηγήθηκαν στην Τασκένδη, στο Ουζμπεκιστάν.

Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο τους έστελναν εκεί;

Οι λόγοι δεν είναι σαφείς. Αυτό που εγώ σκέφτομαι τώρα είναι ότι ίσως χρειάζονταν
εργατικά χέρια εκεί – ίσως και να ήθελαν να διαβρώσουν τον μουσουλμανικό πολιτισμό της
περιοχής. Δεν είμαι σίγουρος, αυτό σκέφτομαι τώρα.

Πώς κύλησαν τα πράγματα στην Τασκένδη;

Οι περισσότεροι άνδρες πήγαν να εκπαιδευτούν στα όπλα ώστε να γυρίσουν στην Ελλάδα
και να μπορούν να πολεμήσουν. Σιγά-σιγά το όνειρο της επιστροφής ξέφτισε. Τους έδωσαν
δουλειές σε όλους. Ο πατέρας εργάστηκε στις οικοδομές. Αυτή ήταν η δουλειά που έκανε και
στην Ελλάδα.

Η μαμά ήταν καλή στα γράμματα – της δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει αν ήθελε. Σε όλους
δίνονταν αυτή η ευκαιρία εφόσον το ήθελαν. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο και έγινε δασκάλα
ρωσικών. Δε δίδαξε όμως. Οι διορισμοί εκπαιδευτικών εκεί ήταν όπως εδώ: δεν ήξερες σε
ποια περιοχή θα βρισκόταν θέση. Είχε ήδη δυο παιδιά και δεν ήθελε να απομακρυνθεί από
την Τασκένδη. Έτσι δούλεψε αλλού, ακόμα και στην οικοδομή και σε εργοστάσιο.

Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σου;

Στην Τασκένδη υπήρχαν πολλοί Έλληνες: οι πρώτοι πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τους
απογόνους τους έφτανα τις 30.000 περίπου. Είχαν σχέσεις μεταξύ τους και σε κάποια παρέα
συναντήθηκαν και οι γονείς μου. Παντρεύτηκαν το 1953. Το 1962 γεννήθηκα εγώ και ο
αδερφός μου – δίδυμοι.

Πώς ήταν οι συνθήκες διαμονής σας στην Τασκένδη;

Στην αρχή, επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα διαμερίσματα σε ένα διαμέρισμα μέναμε δυο
οικογένειες. Υπήρχαν και οικοδομές για οικογένειες με μικρά διαμερίσματα αλλά με
κοινόχρηστη κουζίνα και μπάνιο. Υπήρχαν χάρες πολιτικές και εκεί. Αν ήξερες κάποιον είχες
καλύτερο διαμέρισμα. Εμείς δε μπήκαμε ποτέ σε αυτή τη λογική. Αργότερα πήγαμε σαν
οικογένεια σε δικό μας διαμέρισμα.

Τα σπίτια τα παραχωρούσε το κράτος. Πληρώναμε στο κράτος για ενοίκιο, θέρμανση


(φυσικό αέριο), ηλεκτρικό ρεύμα και νερό περίπου 1 με 2 μεροκάματα του πατέρα. Οι
πληρωμές ήταν πάγιες χωρίς έξτρα χρεώσεις – δεν μετρούσαν την κατανάλωση.

Μπορούσατε να αγοράσετε σπίτι;

Όχι, απαγορευόταν η ιδιοκτησία για μας. Οι Ουζμπέκοι είχαν ιδιοκτησίες, σπίτια δικά τους
από τους παππούδες τους.

Τι γλώσσα μιλούσατε στο σπίτι;

Τα πρώτα ακούσματα και ομιλία ήταν ελληνικά, μέχρι περίπου δυόμιση χρονών μιλούσαμε
ελληνικά. Το 1966 κάποιοι επαναπατρίστηκαν – εμείς όχι. Αφού δεν έβλεπε δρόμο
επιστροφής η μαμά άρχισε να μας μιλάει ρωσικά.

Στο σχολείο γλώσσα ήταν τα ρωσικά;

Ναι, διδάσκονταν όμως και άλλες γλώσσες. Εμείς πηγαίναμε στο ‘‘ελληνικό’’ σχολείο –
αυτό σημαίνει ότι εκεί διδάσκονταν και τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Η επιλογή ξένης
γλώσσας υπήρχε στα ρωσικά σχολεία. Όταν οι άλλοι μάθαιναν αγγλικά, εμείς κάναμε
μάθημα ελληνικά. Τα ελληνικά τα δίδασκε κάποιος από τους πρόσφυγες, μπορεί να είχε
πτυχίο πανεπιστημίου, μπορεί και όχι. Τα μαθήματα γίνονταν στα ρωσικά, αλλά υπήρχαν και
τα ουζμπέκικα για τους ντόπιους μαθητές.

Πώς ήταν γενικά το ρωσικό σχολείο εκείνη την εποχή;

Τα σχολεία της Ρωσίας θεωρώ ότι ήταν πολύ πολύ πολύ πιο ψηλά από τα ελληνικά που είδα
όταν γύρισα. Ήταν πολύ οργανωμένα, με εργαστήρια, με τα πάντα. Κάθε μάθημα είχε την
αίθουσά του με τα αντίστοιχα υλικά και εργαστήριο. Αυτό που συμβαίνει εδώ, να βουτάω
τον χάρακα και το τρίγωνο και να περιφέρομαι από τάξη σε τάξη ακόμα μου φαίνεται
ακατανόητο.

Άλλες δραστηριότητες είχατε ως παιδιά;

Ναι, υπήρχε κοντά στο σχολείο αθλητικό κέντρο, οργανωμένο, με πολλά αθλήματα και
γήπεδα και κολυμβητήριο με πισίνες ζεστού και κρύου νερού. Εγώ διάλεξα κολύμβηση – στο
σχολείο έκανα χάντμπολ. Το αθλητικό κέντρο ήταν του στρατού, οι προπονητές ήταν
στρατιωτικοί και παλιοί πρωταθλητές. Το κέντρο δεχόταν και κοινό, μπορούσαν ας πούμε να
μάθει κολύμπι με δάσκαλο όποιος ήθελε – δεν ήταν μόνο για πρωταθλητισμό.

Υπήρχαν διακρίσεις ως προς το ποιος θα επιλεχθεί για τις αθλητικές ομάδες;

Όχι, το κριτήριο ήταν να είσαι ικανός και να αντέχεις τη σκληρή προπόνηση. Εμείς φτάσαμε
μέχρι την προ-ολυμπιακή ομάδα κολύμβησης της Ρωσίας, όμως μετά φύγαμε για την
Ελλάδα.

Οι ντόπιοι πώς σας αντιμετώπιζαν;

Με λίγους υπήρχαν διαφορές – οι Έλληνες γενικά αγαπήθηκαν από τους εκεί πληθυσμούς.
Μας αγαπούσαν και μας εκτιμούσαν σαν λαό. Η Τασκένδη ήταν πάντα πολυπολιτισμική
πόλη, εκεί κατοικούσαν Ουζμπέκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, Έλληνες και άλλες μικρότερες ομάδες.
Δεν είχα εντοπίσει διαφορές στην αντιμετώπισή μας από τους άλλους – τα μεγαλύτερα
παιδιά είχαν πότε πότε κόντρες με κάποιους αλλά δε μπορούσα να αξιολογήσω που
οφείλονταν αυτές. Υπήρχαν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά βίας μεταξύ ομάδων από
άλλα έθνη ή και χουλιγκανισμός.

Υπήρχαν αρκετά τρόφιμα και καταναλωτικά αγαθά;

Υπήρχαν τα απαραίτητα, δεν υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Υπήρχαν πολλά φρέσκα φρούτα και
λαχανικά στις λαϊκές αγορές που τα καλλιεργούσαν οι ντόπιοι στις ιδιοκτησίες τους. Οι
Ουζμπέκοι ήταν πολύ νοικοκύρηδες και είχαν μποστάνια με οπωροφόρα δέντρα και
λαχανικά. Κρέας δε βρίσκαμε πάντα αυτό που θέλαμε. Ή δεν υπήρχε πάντα φέτα που ήθελαν
οι Έλληνες, και όταν υπήρχε στην αγορά ήταν βουλγαρική. Είχαν όμως άλλα τυριά και πολύ
ωραίο βούτυρο. Επίσης δεν είχαμε ποτέ άγχος για σπίτι, θέρμανση, ηλεκτρικό, σχολείο κτλ.
Για εκεί αυτά θεωρούνταν δεδομένα. Δεν υπήρχαν επιπλέον προϊόντα που τα είχαν άλλοι και
εμείς όχι. Έτσι δε νιώθαμε και κάποια έλλειψη. Τα παιδικά μου χρόνια εκεί ήταν πολύ
ανέμελα.

Επικοινωνία με ανθρώπους στην Ελλάδα υπήρχε;

Η επικοινωνία ήταν δύσκολη. Από τη δεκαετία του 1950 η επικοινωνία αποκαταστάθηκε


στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Υπήρχε ανταλλαγή γραμμάτων αλλά πάλι μόνο με τα
βασικά: ‘‘Είμεθα όλοι καλά, το αυτό επιθυμούμε και δια εσάς’’. Φοβούνταν οι άνθρωποι να
γράψουν περισσότερα γιατί τα γράμματα λογοκρίνονταν και από τις δύο πλευρές – κάποια
γράμματα χάνονταν. Έτσι τα γράμματα ήταν πολύ λιγόλογα γιατί φοβούνταν μήπως δεν
φτάσουν καθόλου. Πιο πολύ στέλναμε κάρτες στις γιορτές για χρόνια πολλά.

Τηλεφωνική επικοινωνία υπήρχε;

Όχι. Άλλωστε στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο, ούτε κι εμείς είχαμε.

Πώς αποφασίσατε να γυρίσετε;

Ήταν ο καημός των γονέων να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Το ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ
έντονο στη ζωή μας. Εκεί ζούσαμε πολύ έντονα τις εθνικές γιορτές, δηλαδή την 25 η
Μαρτίου, γι’ αυτό τις ζω πολύ έντονα και σήμερα. Δακρύζω στον Εθνικό Ύμνο και αυτό
οφείλεται στη διαπαιδαγώγηση που είχα. Η ελληνική κοινότητα ζούσε σε συγκεκριμένους
τομείς της πόλης, σε ελληνικές συνοικίες που έφτιαξε το ρωσικό κράτος για να στεγάσει όχι
μόνο εμάς αλλά όλους τους πολιτικούς πρόσφυγες. Σε αυτούς τους τομείς ζούσαν οι
πολιτικοί πρόσφυγες κατά έθνος και λέγονταν ‘‘πολιτείες’’. Συχνά διασκεδάζαμε με
ελληνικές βραδιές και πολύ ελληνική μουσική (μπουζούκια).

Εμείς τα παιδιά θέλαμε και να μείνουμε εκεί γιατί είχαμε τους φίλους μας, εκεί ήταν η ζωή
μας. Από την άλλη όσα άκουγα και την ελληνική ιστορία, τον εμφύλιο και με τρόμαζε ο
γυρισμός. Πολλά παιδιά πολιτικών προσφύγων που γεννήθηκαν εκεί, όπως εγώ, θα ήθελαν
να μείνουν, οι γονείς, όμως, ήθελαν να γυρίσουν. Εγώ ως παιδί 14 χρονών απλώς πήγαινα
στην πατρίδα των γονιών μου.
Με τη μεταπολίτευση το 1975 άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων.
Σε τρία χρόνια (1975 – 1976 – 1977) επέστρεψε περίπου ένα 40 με 50% των πολιτικών
προσφύγων. Ένα 20% περίπου έμεινε για πάντα εκεί.

Πώς ήταν το ταξίδι της επιστροφής;

Φύγαμε με το τρένο. Τασκένδη – Μόσχα, Μόσχα – Οδησσός. Μια μέρα μείναμε στην
Οδησσό. Πανέμορφη πόλη, λυπάμαι πολύ που καταστρέφεται τώρα. Από την Οδησσό
πήραμε ένα πλοίο για τον Πειραιά. Ήταν κρουαζιερόπλοιο, δεν υπήρχε πλοίο της γραμμής.
Ούτε ξέρω πώς καταλήξαμε εκεί. Ήταν πρωτόγνωρη και πολύ ωραία εμπειρία για μένα,
πολυτελείς χώροι, πισίνες κλπ. Μου δημιούργησε μια υπέροχη εικόνα για την Ελλάδα, η
οποία διαψεύστηκε μόλις φτάσαμε στον Πειραιά. Ήρθαμε το 1976, 13 Σεπτέμβρη πάτησα το
πόδι μου στην Ελλάδα.

Είχατε μαζί σας χρήματα ή πράγματα από το σπίτι σας στην Τασκένδη;

Όχι, χρήματα δεν είχαμε. Απαγορευόταν να βγάλουμε χρήματα από τη Ρωσία. Οι δικοί μου
είχαν δουλέψει σκληρά στην Τασκένδη και είχαν καταφέρει να εξοικονομήσουν κάποια
χρήματα, όμως από εκεί μπορούσαμε να φύγουμε μόνο με το νόμιμο συνάλλαγμα που ήταν 8
δολάρια το άτομο, συνολικά δηλαδή 32 δολάρια. Από αυτά είχαμε ήδη ξοδέψει 10 δολάρια
στην Κωνσταντινούπολη, όπου το πλοίο έδεσε για αρκετές ώρες και αγοράσαμε κάποια
δώρα για τους συγγενείς στην Ελλάδα. Μπορούσαμε όμως να φέρουμε ό,τι θέλαμε μαζί μας
από διάφορα είδη που θα αγοράζαμε στη Ρωσία. Ο πατέρας με τα χρήματα που είχαν
εξοικονομήσει εκεί, αγόρασε ένα πιάνο, διάφορα έπιπλα και λευκά είδη για να τα
πουλήσουμε στην Ελλάδα ώστε να έχουμε κάτι για να αρχίσουμε τη ζωή μας εδώ. Όμως τα
περισσότερα σάπισαν στην αποθήκη, κανείς δεν τα ήθελε.

Φτάσατε λοιπόν στον Πειραιά…

Σον Πειραιά είδα κάτω στο λιμάνι ανθρώπους που έκλαιγαν. Ήρθαν να δουν τους δικούς
τους που είχαν να τους δουν 30 χρόνια και οι οποίοι επέστρεφαν όπως εμείς. Μείναμε στην
Αθήνα δύο μέρες σε έναν θείο μου προτού φύγουμε για το χωριό. Η Αθήνα μου φάνηκε πολύ
στριμωγμένη, πολύ βρώμικη, με πολλή φασαρία. Στενοί δρόμοι, παντού παρκαρισμένα
αυτοκίνητα, κίνηση και συνεχή κορναρίσματα, σκέφτηκα τι είναι εδώ που ήρθα; Στη Ρωσία
οι πόλεις εκτείνονταν σε πολύ χώρο, οι δρόμοι ήταν φαρδείς, υπήρχαν πλατείες και
ανοιχτωσιές. Οι ελληνικές πόλεις μου φάνηκαν πολύ στενόχωρες.
Μετά από δύο μέρες φύγαμε για το χωριό. Πήραμε ένα τριτοκοσμικό λεωφορείο για να πάμε
στα Τρίκαλα. Κότες, τσιγάρα, ξέχειλα τασάκια, βρωμιά – στην Τασκένδη δεν επιτρεπόταν το
κάπνισμα στα λεωφορεία και τα λεωφορεία ήταν πιο σύγχρονα από αυτά που βρήκαμε εδώ.
Έπαθα πολιτισμικό σοκ, αναρωτιόμουν πού πάω τώρα; (Μιλάω για το 1976, όχι για τώρα,
τώρα δεν νομίζω ότι είναι καλύτερα από εδώ).

Και πώς ήταν τα Τρίκαλα;

Στα Τρίκαλα μείναμε στο σπίτι του αδερφού της μητέρας μου. Τα σπίτια ήταν πολύ πιο
λειτουργικά από τα σπίτια μας στη Τασκένδη, μιλάω για τα διαμερίσματα στα Τρίκαλα.
Όμως εκεί βρήκαν τρόπο να στεγάσουν μεγάλους πληθυσμούς που έφτασαν στην περιοχή σε
σχετικά λίγο χρόνο. Τέλος πάντων, μετά πήγαμε στο πατρικό της μητέρας μου στο χωριό.
Απογοήτευση. Έναν χρόνο μείναμε εκεί. Το βιοτικό επίπεδο στο χωριό ήταν χειρότερο από
την Τασκένδη. Ωστόσο, έβλεπα τους γονείς μου ευτυχισμένους που γύρισαν στην πατρίδα,
μια πατρίδα για την οποία πολέμησαν κι ας στενοχωριούνταν που τη βρήκαν φτωχή.

Ήταν εύκολο να οργανώσετε τη ζωή σας στην Ελλάδα;

Όχι, ήταν πολύ δύσκολο. Δύσκολο να βρει δουλειά ο πατέρας, ήταν ήδη 56 χρονών. Η
μητέρα δούλευε σε Σούπερ Μάρκετ. Να διδάξει ρωσικά εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε
περίπτωση. Τα 32 δολάρια είχαν, φυσικά, εξανεμιστεί. Η κατάσταση ήταν δύσκολη.
Πηγαίναμε σχολείο στα Τρίκαλα με το λεωφορείο κάθε μέρα. Μετακομίσαμε στα Τρίκαλα
σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι κάποιου συγγενή μας, το οποίο δεν είχε ούτε μπάνιο. Κατέβαινα
στο πλυσταριό να ζεσταίνω νερό στο καζάνι και να κάνω μπάνιο στη σκάφη μέσα στο κρύο
του χειμώνα. Δεν τα γνώριζα αυτά. Στην Τασκένδη υπήρχε πάντα ζεστό νερό κάτι που
θεωρούσα φυσικό και δεν καταλάβαινα την κατάσταση στην οποία ζούσαμε τώρα. Ο
πατέρας συμμάζεψε το σπίτι όπως μπορούσε. Εγώ αναγκάστηκα να εργαστώ αμέσως. Τα
καταφέραμε, πολύ δύσκολα όμως.

Πώς ένιωσες στην Ελλάδα; Ξένος, μετανάστης;

Όχι. Μετανάστης στην Ελλάδα δεν ένιωσα ποτέ. Με είχαν μάθει ότι είμαι ντόπιος. Οι
δύσκολες καταστάσεις με πείσμωσαν να παλέψω κι άλλο. Οι γονείς ένιωθαν την Ελλάδα ως
τη μόνη πατρίδα κι ας είχαν απογοητευτεί από αυτά που βρήκαν εδώ. Ο πατέρας ειδικά
ήθελε να αφήσει τα κόκκαλά του στην Ελλάδα, όπως και έγινε λίγα χρόνια μετά, πριν καν
τελειώσουμε το λύκειο με τον αδερφό μου.

Νοσταλγείς τη ζωή σου στην Τασκένδη;


Όχι, δε νοσταλγώ καθόλου την Τασκένδη. Στην Τασκένδη με έμαθαν ότι είμαι πολιτικός
πρόσφυγας και κάποτε θα γυρίσω στην πατρίδα, δεν είχα προλάβει να σκεφτώ την
ενσωμάτωση σε εκείνη την κοινωνία. Θα ήθελα, όμως, να πάω τα παιδιά μου εκεί, να τους
δείξω πού μεγάλωσα.

You might also like