Professional Documents
Culture Documents
Οι πρωταγωνιστές του σχίσματος του 1054 ήταν από την πλευρά της Δύσης ο πάπας
Λέων Θ΄ και ο καρδινάλιος επίσκοπος Ουμβέρτος της Σίλβα Κάντιντα, ενώ από την
πλευρά της Ανατολής ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος.
Ο Αλσατός πάπας Λέων Θ΄ (1049-1054) έθεσε από την αρχή της θητείας του στόχο
να καταστήσει τη Ρώμη την εκ Θεού ορισμένη ανώτατη αρχή της οικουμενικής
Εκκλησίας. Ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι μόνο ένας συγκεντρωτισμός που βασιζόταν
στο ρωμαϊκό πρωτείο, μπορούσε να εγγυηθεί την εκκλησιαστική ενότητα και
ανανέωση. Ο Ουμβέρτος του Μουαγενμουτιέ, που διορίστηκε καρδινάλιος επίσκοπος
της Σίλβα Κάντιντα το 1050, ανήκε στον αφοσιωμένο κύκλο των φίλων και οπαδών
των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του Λέοντα Θ΄, και πρωταγωνίστησε στο
κίνημα που επεδίωκε την απελευθέρωση της Εκκλησίας από κάθε είδους κοσμικό
έλεγχο (βλ. και αρχείο «Το ρωμαϊκό πρωτείο»).
Της άφιξης της παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλη του
1054 είχαν προηγηθεί η ήττα του παπικού στρατού με επικεφαλής τον ίδιο τον πάπα
Λέοντα Θ΄ από τους Νορμανδούς το 1053 στην πόλη Civitate και η κράτησή του ως
αιχμαλώτου στο Μπενεβέντο. Εκεί τον είχε επισκεφτεί ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και
του είχε παραδώσει επιστολή του Κηρουλάριου στην οποία ο πατριάρχης εξαπέλυε
άγρια επίθεση στο λειτουργικό τυπικό της δυτικής Εκκλησίας. Ο Λέων,
εξοργισμένος, ανέθεσε τον χειρισμό της κατάστασης στον Ουμβέρτο, που αποφάσισε
την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μιας παπικής αντιπροσωπείας,
αποτελούμενης από τον ίδιο, τον Φρειδερίκο της Λορραίνης, σύμβουλο της ρωμαϊκής
έδρας, και τον Πέτρο, αρχιεπίσκοπο του Αμάλφι.
1
Michaelis Cerularii Cp. Patriarchae Edictum Synodale, PG CXX, έκδ. J.-P. Migne, Parisiis, 1880.
Όποιος τάσσεται (με τα λόγια του) ενάντια στην πίστη και τη θυσία της
ρωμαϊκής και αποστολικής Έδρας να είναι αναθεματισμένος και να μη γίνεται
δεκτός στους κόλπους της ορθοδοξίας … Η αγία Ρωμαϊκή, πρώτη και
αποστολική Έδρα, στην οποία προσιδιάζει σαν στην κεφαλή η φροντίδα όλων
των Εκκλησιών, για χάρη της εκκλησιαστικής ειρήνης και ωφέλειας, μας
αξίωσε να γίνουμε αποκρισιάριοί της σε αυτή την βασιλικὴν πόλη… (σ. 744)
Και όσον αφορά τους πολίτες της, η πόλη είναι χριστιανικότατη και ορθόδοξη,
όσον αφορά όμως τον Μιχαήλ, τον καταχρηστικώς λεγόμενο πατριάρχη, και
τους συνεργούς της μωρίας του, έχουν διασπαρεί εν μέσω αυτής (της πόλης)
πάρα πολλά ζιζάνια των αιρέσεων…και για χάρη αυτών των σφαλμάτων και
άλλων πολλών πράξεών του…όπως προηγουμένως έκλεισε τις εκκλησίες των
Λατίνων, και αυτούς … με λόγια και έργα τους έδιωξε από παντού. Και
έφτασε στο σημείο να αναθεματίσει την αποστολική Έδρα, εναντίον της
οποίας προβάλλει τον εαυτό του ως οικουμενικό πατριάρχη…(σ. 746) Ο
Μιχαήλ, ο πατριάρχης…που ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα μόνο εξαιτίας
ανθρώπινου φόβου, τώρα όμως από πάρα πολλούς του αποδίδονται πάρα
πολλά ολέθρια εγκλήματα, και μαζί του…όλοι όσοι τον ακολουθούν στα
αναφερθέντα σφάλματα και τις παράτολμες πράξεις, ας έχουν το ανάθεμα
Μαραναθά…μαζί με όλους τους αιρετικούς…αμήν, αμήν, αμήν.
Οι φίλοι του πατριάρχη έκαναν γνωστό το περιεχόμενο της βούλας σε όλη την
Κωνσταντινούπολη. Ο λαός, ενοχλημένος από την αλαζονεία των αντιπροσώπων της
Ρωμαϊκής Εκκλησίας και δυσφορώντας με τη φιλική διάθεση του αυτοκράτορα προς
εκείνους, ξέσπασε σε διαδηλώσεις και ταραχές. Οι αναταραχές καταλάγιασαν, όταν ο
Κωνσταντίνος ανακοίνωσε ότι θα τιμωρούσε τους μεταφραστές που συνεργάστηκαν
με τους παπικούς απεσταλμένους και διέταξε να καεί η βούλα του αφορισμού. Ο
Ουμβέρτος και οι συνοδοί του αναθεματίστηκαν επίσημα στη σύνοδο που
συγκλήθηκε στις 24 Ιουλίου 1054, για να εξετάσει το ζήτημα, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη
προσοχή για να μην θιγεί με κανένα τρόπο ο πάπας ή η δυτική Εκκλησία στο σύνολό
της.
Οι εξελίξεις του 1054 δεν συνηγορούν στον χαρακτηρισμό της ρήξης αυτής ως
σχίσματος, καθώς το λατινικό ανάθεμα αφορούσε μία μικρή ομάδα Βυζαντινών
κληρικών, κυρίως τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, ενώ η βυζαντινή πλευρά
στράφηκε αποκλειστικά ενάντια στους Λατίνους υπαίτιους. Η έριδα του 1054
θεωρήθηκε μάλλον ως μία ακόμα κρίση μέσα στη μακρά πορεία των πολυτάραχων
διεκκλησιαστικών σχέσεων και όχι το τέλος είτε των εκκλησιαστικών είτε των
διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Οι ναοί της πρωτεύουσας που ακολουθούσαν το
λατινικό λειτουργικό τυπικό και έκλεισαν επί Κηρουλαρίου, πολύ σύντομα
επαναλειτούργησαν, ενώ μετά τη δεκαετία του 1050, πολλοί θεολόγοι και ιεράρχες
έδειξαν ιδιαίτερη ανοχή και αυτοσυγκράτηση τόσο στα γραφόμενά τους, όσο και στις
επαφές τους με τους Λατίνους, θεωρώντας ότι οι τελετουργικές και δογματικές
διαφορές δεν ήταν τόσο καθοριστικές, ούτε ήταν απόδειξη ότι υπήρχε ήδη «επίσημο
σχίσμα».
Το κυριότερο και ατυχέστερο επακόλουθο των γεγονότων του 1054 ήταν τελικά η
όξυνση της εχθρότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και ειδικότερα η διεύρυνση του
χάσματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η αντίληψη για τον κυρίαρχο ρόλο της
Κωνσταντινούπολης στον ορθόδοξο κόσμο, στον οποίο δεν ανήκε η «αιρετική»
πλέον Ρώμη, εδραιώθηκε. Σε πολιτικό επίπεδο, οι προσπάθειες για συμμαχία κατά
των Νορμανδών δεν ευοδώθηκαν. Η παπική Εκκλησία έχοντας ανάγκη από μια
χρήσιμη και αποτελεσματική προστασία, στράφηκε στους Νορμανδούς με τους
οποίους σύναψε συμμαχία το 1059. Οι τελευταίοι, ως νέοι υποτελείς της Αγίας
Έδρας, υποσχέθηκαν να της παρέχουν άμεσα βοήθεια, όποτε προέκυπτε ανάγκη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλυσίδου, Βασιλική. “Βυζαντινή πολιτική και διπλωματία έναντι του πάπα Ρώμης
(800-1054): Εξισορροπητικές κινήσεις ενδιαφέροντος και αδιαφορίας, έλξης
και απώθησης.” Στο Σεμινάρια περί βυζαντινής διπλωματίας, 157-212. Αθήνα:
Υπουργείο Εξωτερικών, Διπλωματική Ακαδημία και Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,
2006.
Γιαντσή-Μελετιάδη, Νικολέττα. “Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο σχίσμα
του 1054.” Στο Η αυτοκρατορία σε κρίση (;). Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-
1081), επιμ. Βασιλική Βλυσίδου, 291-305. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,
2003.
Μαμαγκάκης, Διονύσης. “Βυζάντιο και ρωμαϊκό πρωτείο κατά τον 11ο αιώνα: Το
πρόβλημα της συνειδητοποίησης των παπικών αξιώσεων.” Βυζαντινά Σύμμεικτα
27 (2017): 367-400.
Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τ. Β΄. Μετάφρ. Ιωάννης
Παναγόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2012.
Παπαδάκης, Αριστείδης (με τη συνεργασία του John Meyendorff). Η χριστιανική
ανατολή και η άνοδος του παπισμού. Η Εκκλησία από το 1071 ως το 1453.
Μετάφρ. Στέφανος Ευθυμιάδης. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ. 2003.
Ράνσιμαν, Στήβεν. Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα. Μετάφρ. Χρήστος Μακρόπουλος.
Αθήνα: Εν πλω, 2008.
Φούγιας, Μεθόδιος. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιπαράθεσις Ἑλλήνων καὶ Λατίνων ἀπὸ τῆς
ἐποχὴς τοῦ Μεγάλου Φωτίου μέχρι τῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (858-1439).
Ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ μελέτη ἀναφερόμενη στὶς ποικίλες φάσεις τῶν
ἐκκλησιαστικῶν στάσεων τῶν δύο λαῶν, 858-1439. Αθήνα: Αποστολική
Διακονία της Εκκλησίας της Ελλαδας 1994.
Αγγελική Παναγοπούλου