Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Parisina – Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης
Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΡΔΟ ΒΥΡΩΝΑ
Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός «Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάιρον (7 Απριλίου 1824)»
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης, «BYRON» (Περιέχεται στο έργο «Ελεγεία και Σάτιρες») Αφιέρωμα στο Λόρδο Βύρωνα
Ποίηση: Ανδρέας Κάλβος, «Η Βρετανική μούσα»
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς, «Μπάιρον» (1824‒1924) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Τα ταμπούρια των Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο
Ο Επικήδειος λόγος του Σπύρου Τρικούπη για το Λόρδο Βύρωνα.
Όρος – Η Μονή Δαφνίου & η Επανάσταση του ‘21
Ευρετήριο
Εκδότης
Ελληνικό Δίκτυο ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ/Naturefriends Greece
Ανθέων 72, 12461, Χαϊδάρι
Τηλ.: +30 215 5257408 - 690 7720897 | Email: naturefriendsgreece@gmail.com
www.naturefriends.gr
Δωρεάν Διάθεση
Copyright: Ελεύθερη διακίνηση με αναφορά στην πηγή και στις εσωτερικές πηγές του
βιβλίου
Αθήνα 2022
ISBN: 978-618-82830-9-1
2
Φωτογραφία εξωφύλλου:
Θεόφιλος, «Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων τὸν Ρεσὶτ πασὰ ἡ
Κιούταχη ἐν ξυφήρης τὸ 1826».
Φυσικές χρωστικές σε χαρτόνι. 71 cm x 101 cm. Χωρίς χρονολογία. Σε ιδιωτική
συλλογή. | Ανακτήθηκε 25.11.2021 από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ https://bit.ly/3sU8g9t
3
Τ ο Ελληνικό Δίκτυο ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια
για να αναφερθούν οι πηγές της έκδοσης.
Η έκδοση προσφέρεται δωρεάν σε ψηφιακή μορφή. Απαγορεύεται η εκτύπωση
με σκοπό την πώληση.
Η έκδοση εντάσσεται στο πλαίσιο του έργου που υλοποιεί το Ελληνικό Δίκτυο
ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ με τίτλο «Σηματοδότηση και ανάδειξη των Ταμπουριών των
Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο Όρος - Αιγάλεω».
Το έργο υλοποιείται με την υποστηρικτική επιχορήγηση από τη Βουλή των Ελλή-
νων (Απόφαση ΠτΒ 7985/5677/10.09.2021).
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΡΔΟ ΒΥΡΩΝΑ – ΤΑ ΤΑΜΠΟΥΡΙΑ ΤΩΝ
ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ‘21
Α’ ΜΕΡΟΣ 9
Η Ελληνική Επανάσταση του ‘21 και οι ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ 11
Γιάννης Σχίζας: «Η φύση στο έργο του Λόρδου Βύρωνα» 17
Πάνος Τριγάζης: Λόρδος Βύρων «Η Ελλάδα με έκανε ποιητή» 29
Κώστας Φωτεινάκης: «Τα ταμπούρια των Αγωνιστών του ‘21 στο 35
Ποικίλο Όρος» | Η Μονή Δαφνίου και η Επανάσταση του ‘21
Ευρετήριο 109
5
Λόρδος Βύρων - Προσωπογραφία του 1832, Άνταμ Φρίντελ.
(Ανακτήθηκε από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, 08.02.2022)
6
Πληροφοριακή πινακίδα για τα «Ταμπούρια των Αγωνιστών του ΄21 στο
Ποικίλο Όρος» | Ειδικό blog για τα «Ταμπούρια των Αγωνιστών του ‘21 στο
Ποικίλο Όρος» https://tambouria1821.blogspot.com
7
Α’ Μέρος
Α’ ΜΕΡΟΣ
9
Α’ Μέρος
11
8. Επίσκεψη - Ξενάγηση στα «Τα ταμπούρια των Αγωνιστών του ‘21»
μετά τη σηματοδότηση (Σάββατο 26 Μαρτίου 2022 και Σάββατο 16
Απριλίου 2022).
9. Η ανά χείρας έκδοση και παρουσίαση «200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΛΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΡΔΟ ΒΥΡΩΝΑ»
(Μάιος 2022).
10. Δημιουργία ειδικού ενημερωτικού blog για τα «Ταμπούρια των
Αγωνιστών του ΄21 στο Ποικίλο Όρος» και την Ελληνική Επανάσταση.
https://tambouria1821.blogspot.com/
Οι ΦτΦ έχουν δρομολογήσει:
• Την οργάνωση επισκέψεων και ξεναγήσεων στα Ταμπούρια των
Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο Όρος (μετά από συνεννόηση).
• Εκδηλώσεις σε συνεργασία με άλλους φορείς με αφορμή τα 200
χρόνια από το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα (19 Απριλίου 1824).
• Την προβολή του ντοκιμαντέρ «Ο Byron στην Αττική» βραβευμένη
με το πρώτο βραβείο ταινίας μεσαίου μήκους στο 6ο Διεθνές Φεστι-
βάλ Κινηματογράφου Ναυπλίου «Γέφυρες» (23 έως 30 Οκτωβρίου
2021).
Στην παρούσα έκδοση δεν παρουσιάζουμε το πλούσιο βιογραφικό του
Λόρδου Βύρωνα. Υπάρχουν πολλά βιβλία και αφιερώματα στο διαδίκτυο
που έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει ο κάθε ενδιαφερόμενος.
Αντί πλήρους βιογραφικού επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε α) τα τελευταία
λόγια του Λόρδου Βύρωνα για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία
μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισ-
σότερο;» και β) τον επικήδειο λόγο του Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Ευχαριστούμε τον κ. Γιάννη Σχίζα και τον κ. Πάνο Τριγάζη για τα κείμενα
και τη συμβολή τους στην έκδοση.
Τα ποιήματα που αναφέρονται στο Λόρδο Βύρωνα, ο Επικήδειος λόγος του
Σπύρου Τρικούπη, οι φωτογραφίες και οι πινακίδες που παρουσιάζονται
στο βιβλίο τα ανακτήσαμε από το διαδίκτυο.
Κώστας Φωτεινάκης Ερευνητής της Τοπικής Ιστορίας. Πρόεδρος του Ελ-
ληνικού Δικτύου ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ
12
Α’ Μέρος
Ο λόρδος Βύρων υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του Ρομα-
ντισμού και της Πολιτικής Ελευθερίας. Ο ποιητής επισκέφτηκε την Αθήνα
στις 24-12-1809 και έμεινε έως τις 5-3-1810 και από τις 18-7-1810 έως τις
22-4-1811, οπότε έφυγε για την πατρίδα του.
Η πρώτη, λοιπόν, περίοδος της διαμονής του στην Αθήνα κράτησε δέκα
εβδομάδες και περιλάμβανε περιηγήσεις σε όλη την Αττική. Ειδικότερα,
στις 13-1-1810 επισκέφθηκε την Ελευσίνα, ενώ λίγες μέρες αργότερα ταξί-
δεψε στη Βάρη, στο ΣΟΥΝΙΟ, στην ΚΕΡΑΤΕΑ και στο Μαραθώνα.
Επίσης, στις 23-1-1810 έκανε την πρώτη εκδρομή στο ΣΟΥΝΙΟ και στον
Μαραθώνα ενώ το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς την δεύτερη εκδρομή στο
ΣΟΥΝΙΟ.
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρότρυνση της Φιλελληνικής Επι-
τροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στην Κεφαλλονιά,
όπου παρέμεινε για έξι μήνες στην οικία του Κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου
του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν και αρχικός προορισμός του
ήταν ο Μοριάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με
τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και υποστηρίζει οικονομικά. Εν
τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους
Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους
επιχειρηματίες όπως ο Σάμιουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των
επαναστατών, και ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις κα-
ταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό
χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Απεβίωσε στις 19 Απριλίου του 1824 (με το νέο ημερολόγιο) στο Μεσολόγ-
γι, ύστερα από πυρετό. ΠΗΓΕΣ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, forKeratea
13
Ο ανδριάντας και το
μνημείο του Λόρδου
Βύρωνα στον Κήπο
Ηρώων Μεσολογγίου.
Έργο του Σύρου γλύπτη
Γ. Βιτάλη. | Ανακτήθηκε
20.02.2022 από το blog
anemourion
https://bit.ly/3MGPtGB
Σπυρίδων Τρικούπης στον επικήδειο λόγο του για τον λόρδο Βύρωνα
που εκφώνησε στο Μεσολόγγι μεταξύ των άλλων τόνισε:
«…είδε και άφησεν όλας τας πνευματικάς και σωματικάς απολαύσεις της Ευρώπης,
και ήλθε να κακοπαθήση και να ταλαιπωρηθή μαζί μας, συναγωνιζόμενος όχι μόνον
με τον πλούτο του, τον οποίον δεν ελυπήθηκε, όχι μόνον με τη γνώσιν, της οποίας μας
έδωκεν τόσα σωτηριώδη σημεία, αλλά και με το σπαθί του ακονισμένον εναντίον της
τυραννίας και της βαρβαρότητας. Ήλθεν εις ένα λόγον, κατά την μαρτυρίαν των οι-
κιακών του, με απόφασιν να αποθάνη εις την Ελλάδα διά την Ελλάδα. Πώς λοιπόν να
μη συντριβή όλων μας η καρδία διά την στέρησιν ενός τέτοιου ανδρός; Πώς να μην
κλαύσωμεν την στέρησίν του ως γενικήν στέρησιν όλου του Ελληνικού Γένους;»
Ολόκληρος ο επικήδειος λόγος του Σπυρίδωνα Τρικούπη στη σελ. 103.
14
Α’ Μέρος
«Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» έχει φιλοτεχνηθεί από τον Ιταλό
φιλέλληνα Λουδοβίκο Λιπαρίνι (1800-1856). Διαστάσεις: ύψος 2,5 μέτρα και πλάτος
3,5 μέτρα.
Ο πίνακας ήρθε από το μουσείο του Τρεβίζο, προκειμένου να φιλοξενηθεί στην
αίθουσα τροπαίων του κοινοβουλευτικού μεγάρου, στο πλαίσιο της έκθεσης
«Αντικρίζοντας την Ελευθερία» που πραγματοποιείται με αφορμή τη συμπλήρωση
δύο αιώνων από τον ξεσηκωμό του Γένους.
Η έκθεση για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση «Αντικρίζοντας την
Ελευθερία» https://bit.ly/3rA99Do
Τα εγκαίνια της έκθεσης – Ρεπορτάζ – Δελτίο Τύπου της Βουλής των Ελλήνων
https://bit.ly/3rA99Do
15
Ανακτήθηκε από το διαδίκτυο 07.03.2022
16
Α’ Μέρος
17
τας προς όφελος στυγνών παραγωγικών εγκαταστάσεων μέσα σε δύσμορ-
φες και ανθυγιεινές περιοχές, η εμφάνιση ακραίων μορφών πλουτισμού
αλλά και φτώχειας, διαμορφώνουν νέες αντιπαλότητες. Η παραδοσιακή
κοινωνία με τις παγιωμένες μορφές χώρων και τοπίων, θα υποστεί δρα-
ματική αλλαγή. Δημιουργούνται σημαντικές «οπισθέλκουσες» δυνάμεις,
γενικώς «φευγάτες» από την παρούσα κατάσταση, που όμως δεν είναι
«οπισθοδρομικές» με το συνηθισμένο νόημα, που δεν συμπλέουν με τη
φεουδαρχία.
Οι εργαζόμενοι των αρχών του 19ου αιώνα δεν διαθέτουν ψήφο, δεν έχουν
δικαίωμα να συνδικαλίζονται, δεν είναι φιλικοί με τα νέα μηχανικά συστή-
ματα. Γι αυτό και συχνά εκφράζουν την αντίθεσή τους καταστρέφοντας τις
μηχανές που τους εκτοπίζουν από τη παραγωγή ή που κάνουν δύσκολη τη
διαπραγματευτική τους θέση έναντι της εργοδοσίας. Ο Βύρων θα ξεσπα-
θώσει από το βήμα της Βουλής των Λόρδων(Φεβρουάριος 1812) εναντίον
νομοσχεδίου που πρόβλεπε την ποινή του θανάτου κατά των «Λουδιτών»
εργατών - γνωστών για τη δράση τους εναντίον των μηχανών. «Ονομάστε,
αν θέλετε, τους τον πολύ συχνά τα αισθήματα του λαού», θα πει στους Άγ-
γλους αριστοκράτες, που «βολεύονταν» με την επιβολή εξωφρενικών ποι-
νών παρά πάσα έννοια δικαίου.
Στην Ελλάδα έρχεται το 1809, στην αυλή του Αλή Πασά γίνεται δεκτός τον
Οκτώβρη του 1809. Η πρώτη ερώτηση που αντιμετωπίζει από τον Αλβανό
που αποκαλείται «Οθωμανός Βοναπάρτης», είναι γιατί άφησε τόσο νέος
την πατρίδα του – ερώτηση που δείχνει ότι οι Τουρκαλαβανοί δεν καταλα-
βαίνουν από ταξίδια αναψυχής.
Λίγο καιρό πριν στην Ελλάδα, η ευαίσθητη φύση του τον οδηγούσε σε μια
τολμηρή πρωτοβουλία για τη σωτηρία κάποιας μοιχαλίδας Τουρκάλας,
που μεταφερόταν από στρατιωτικό απόσπασμα στο Φάληρο για να υπο-
στεί τη θανατική ποινή δια πνιγμού….(Σιμόπουλος).. Αυτή η βαθύτατη
ανθρωπιά του νεαρού λόρδου δεν έπαυε να συνταιριάζει στη ψυχική του
ταυτότητα και τα στοιχεία μιας άλλης αγάπης, όπως αυτής προς την φύση.
Και η ποιητική ιδιοσυγκρασία του τον οδηγούσε σε μια αισθητική ανάγνω-
ση του φυσικού χώρου, μέσα σε συνθήκες όπου η βιομηχανική επανάστα-
ση ανέτρεπε τη γραφικότητα της Βρετανικής υπαίθρου.
18
Α’ Μέρος
19
Μπερνς, που αναφερόταν σε μια ποντικίνα των αγρών (!) υπερασπίζο-
ντας το δικαίωμά της να ζει και να απολαμβάνει ό,τι προσφέρει η φύση, σε
αντίθεση με τον άνθρωπο –διώκτη της, που διατάρασσε την αρμονία και
οικονομία της φύσης. Υπό την επίδραση του ίδιου, φυσιοκρατικού πνεύ-
ματος, μερικά χρόνια αργότερα ο Βύρων θα ξιφουλκήσει ενάντια στους
διαχωρισμούς ανθρώπου από άνθρωπο υψώνοντας στο ποίημα «Το νησί»
τον εμβληματικό στίχο: «η φύση ένα έθνος τέκνων της αναγνωρίζει»...
Αυτή η «αντιεθνικιστική» δήλωση στοχεύει να υπογραμμίσει την ενότητα
που κρύβεται πίσω από τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, και όχι να
δημιουργήσει για τον νεαρό λόγιο ένα «ιδεολογικό καταφύγιο», μια σχέση
«ίσων αποστάσεων» από τους αγώνες της εποχής του. Ο Βύρων δεν είναι
ο διανοούμενος οπορτουνιστής, που κρύβεται πίσω από «αβλαβείς» γενι-
κότητες…
Η φύση έχει πολλές εκδοχές και όψεις, των οποίων η αναγνώριση και αξι-
ολόγηση προϋποθέτει φυσιολατρική παιδεία. Η ενασχόληση με τη φύση
είναι μια διαρκής εμβάθυνση στη διαφορετικότητά της, μια διαρκής δια-
μόρφωση και δήλωση «προτιμήσεων». Αυτή η βασική τάση διαποτίζει το
πνεύμα του Βύρωνα, που παρατηρεί, συγκρίνει, αναγνωρίζει, επισημαίνει
ιδιαιτερότητες και μοναδικότητες. Ο νεαρός λόρδος βιώνει τη μεγάλη «πα-
σαρέλα» των γήινων τοπίων και των μετεωρολογικών σκηνικών, επιβρα-
βεύει και απορρίπτει. Σε ένα γράμμα προς τον Hodgson τον Ιανουάριο του
1811 θα εκφράσει την ιδιαίτερη σχέση του με τη μορφή του αττικού χώρου,
και από την οπτική γωνία του καταλύματός του, που βρίσκεται στο μονα-
στήρι των Καπουτσίνων, θα κάνει μια λιτή αλλά έντονα ποιητική δήλωση:
«Μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου το ναό
του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη. Έ, κύριε! Αυτό θα πει
τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!». Στις σημειώσεις που κρατούσε για το
ποίημα «Τσάιλντ Χάρολντ» θα δώσει μια ακόμη νότα προτίμησης: «Πέρα
από τη μαγεία που ασκεί το όνομα, και όλους τους συνειρμούς που θα ήταν
δασκαλίστικο και περιττό να απαριθμήσει κανείς, οι ίδιες οι συνθήκες στην
20
Α’ Μέρος
Αθήνα αρκούν για να την κάνουν τη μεγάλη αγάπη κάθε ανθρώπου που
αγαπά την τέχνη ή την φύση. Το κλίμα, εμένα τουλάχιστον, μου φάνηκε μια
ατέλειωτη άνοιξη»…Ο Βύρων όμως δεν είναι μόνο οπτικός παρατηρητής
της φύσης: Στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα κάνει την εξερεύνηση ενός
σπηλαίου στο Πάνειον όρος της Κερατέας, και σχεδόν χάνεται μέσα σ’ αυ-
τό…Ο Hobhouse που τον συνοδεύει λέει γι αυτή την εμπειρία: «Αν οι δάδες
είχαν σωθεί θα είχαμε ελάχιστες πιθανότητες να βγούμε έξω»…
Ο Βύρων εντάσσεται στη μεγάλη χορεία των περιηγητών, που πρωτίστως
βιώνουν και εκθειάζουν ένα διάσημο κλίμα, όπως αυτό της Αττικής. Στις
αρχές του 19ου αιώνα, ο ερχομός στην Αθήνα και στην Ακρόπολη ήταν το
όνειρο του κάθε δυτικού περιηγητή και ιδιαίτερα των γόνων των αριστο-
κρατικών οικογενειών, που μετά την αποφοίτησή τους από τα κολέγια
συμπλήρωναν την παιδεία τους με πολύμηνα ταξίδια στην Ανατολή. Οι
επισκέπτες της Αττικής εντυπωσιάζονταν από τον αρμονικό συνδυασμό
φύσης και αρχαίας τέχνης μέσα σε ένα σκηνικό αραιοκατοίκησης, όπου
ήταν έκδηλη η υπεροχή των ένδοξων ερειπίων του παρελθόντος έναντι
των σύγχρονων κατασκευών: Ο Henry Holland, περιηγητής στα 1812 -13,
θα σημειώσει: «Κι αν ακόμη δεν μπορείς να αξιολογήσεις τα αρχαία λείψα-
να, μπορείς να θαυμάσεις την κοιλάδα του Κηφισού, το λόφο του Κολωνού
και την κορυφογραμμή του Υμηττού, να αγναντέψεις από τη μια τη θάλασ-
σα της Σαλαμίνας και από την άλλη τα υψώματα της Φυλής». Ο Σιμόπου-
λος βεβαιώνει ότι ο Βύρων συγκινείτο περισσότερο από το «ζωντανό» ελ-
ληνικό τοπίο των καιρών του παρά από τα λείψανα της κλασσικής εποχής,
ίσως από αντίδραση σε ένα πνεύμα που «βρισκόταν εκείνα τα χρόνια σε
πλήρη άνθιση και καλλιεργούσε τις ονειροπολήσεις και τις αρχαιόπληκτες
αισθηματολογίες.» Ο Σιμόπουλος θα υπογραμμίσει αυτό τον προσανατο-
λισμό του ποιητή και ταξιδευτή παραθέτοντας μια στροφή του «Τσάιλντ
Χάρολντ», που αναφέρεται στην Αττική:
21
Σαν και τότε ο Απόλλωνας χρυσώνει
Τ’ ατέλειωτά σου καλοκαίρια
Κι ακόμη στραφταλίζουν κάτω απ’ τις αχτίδες του τα πεντελίσια μάρμαρα.
Σε λατρεύω.
22
Α’ Μέρος
Η λιτότητα και διαύγεια των περιγραφών του Βύρωνα, δοσμένη μέσα από
στίχους που επέχουν θέση ταξιδιωτικών αναφορών, θα αναγνωρισθεί από
το ευρύτερο λογοτεχνικό κοινό. Οι αναφορές του στο Ελληνικό τοπίο έχουν
τέτοια ποιότητα ώστε πολλοί μεταγενέστεροι ταξιδιώτες θα τις «ανθολο-
γήσουν» και θα τις ενσωματώσουν αυτούσιες στα δικά τους κείμενα. Ακό-
μη και εκεί όπου απουσιάζει η προσωπική του μαρτυρία, όπου αυτός ο
ίδιος δεν έχει επισκεφθεί μια περιοχή, οι αφηγήσεις για το ελληνικό τοπίο
τον συναρπάζουν και διεγείρουν μέσα στο έργο του λαμπρούς στίχους. Το
θέμα της σκλαβωμένης ανθρώπινης φύσης που όμως δεν απαγκιστρώνει
το βλέμμα από την αισθητική της περιβάλλουσας φύσης, επανέρχεται συ-
χνά στο λόγο του. Έτσι και στα «Τραγούδια για την Ελλάδα» θα μιλήσει «για
τις πένθιμες μέρες της σκλαβιάς» που όμως δεν ακυρώνουν τα υπέροχα
φυσικά θέλγητρα του τόπου, τους πράσινους κάμπους, τα χιονισμένα βου-
νά όπως ο Όλυμπος.
Τον Απρίλιο του 1810, συνεχίζοντας το μεγάλο νεανικό ταξίδι προς την Ανα-
τολή θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς,
θα επαναλάβει τον άθλο του μυθικού Λεάνδρου, κολυμπώντας τα στενά
23
από τη Σηστό στην Άβυδο, μαζί με ένα Άγγλο αξιωματικό. Για τον Βύρωνα
αυτό ήταν μεγάλο κατόρθωμα, που θα θυμάται με υπερηφάνεια σε όλη τη
ζωή του.
Στην Κωνσταντινούπολη η αντισυμβατική του ιδιοσυγκρασία θα τον κρα-
τήσει σε κάποια απόσταση από τα «αξιοθέατα» και τα μνημεία, ενώ το
πνεύμα του θα μαγνητισθεί περισσότερο από τη γραφικότητα της ζωής
της ανατολίτικης πόλης και των περιχώρων. Δεν χάνεται στην αρχαιοπλη-
ξία, δεν αποστρέφει το πρόσωπο από τα διαδραματιζόμενα γύρω του.
Αλλά ακόμη δεν «χάνεται» υπό την επίδραση των πλούσιων και «καταιγι-
στικών» εμπειριών του, δεν παύει να διαλέγει ό,τι γι αυτόν είναι πιο οικείο.
Έτσι επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον ίδιο χρόνο, θα γράψει στην μητέρα
του: «Νοιώθω δική μου την Ελλάδα, πάω να δω τα χώματά μου, τη θάλασ-
σά μου, τα βουνά μου. Είναι οι μόνες γνωριμίες που μου κάνουν καλό».
Αυτή η σχέση «εγγύτητας» και οικειότητας με το ελληνικό τοπίο, που ξε-
περνάει τις προδιαγραφές ενός περαστικού φλερτ, θα διαποτίζει και στη
συνέχεια το μυαλό του. Ο τυπικός Εγγλέζος που μελαγχολεί κάτω από την
επίδραση των γκρίζων σκηνικών της χώρας του και αναπολεί μια άλλη κα-
τάσταση, μιλάει μέσα από το ποίημά του «Γκιαούρ», που γράφεται το 1813.
24
Α’ Μέρος
25
σκηνικά διαδηλώνοντας το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο των εθνικοαπελευ-
θερωτικών αγώνων και το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής του:
26
Α’ Μέρος
στρατόπεδό του ήταν αυτό της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, του
δικαίου των εξεγερμένων.
Στο Μεσολόγγι ο Βύρων θα περάσει τον ελάχιστο χρόνο ζωής που του
απομένει δουλεύοντας για την Ελληνική επανάσταση, αναλαμβάνοντας
τον εξοπλισμό ενός σώματος πυροβολητών με δικά του έξοδα, στηρίζο-
ντας την έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» και του «Ελληνικού Τηλέγρα-
φου». Παρά τις ιατρικές παραινέσεις να αποφύγει το υγρό και ανθυγιεινό
κλίμα της περιοχής, θα μείνει εκεί - κυριολεκτικά «με το σπαθί του»: Αυτό
που ως ετοιμοθάνατος θα κληροδοτήσει στο φίλο του δόκτορα Πέτρο Στε-
φανίτζη, ο οποίος με τη σειρά του θα το διασώσει μαχόμενος, δυο χρόνια
μετά, στην έξοδο από την πολιορκημένη πόλη. Παρά τη καλυτέρευση του
καιρού με το πέρασμα του χειμώνα, ο Απρίλης θα αποδειχθεί για τον Άγ-
γλο φιλέλληνα «ο πιο σκληρός μήνας» - κατά τον εισαγωγικό στίχο του Έλι-
οτ στην «Έρημη χώρα». Ο Βύρων θα αρρωστήσει βαρειά, η κατάστασή του
θα χειροτερεύσει, θα φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Θα τα διαβεί στις
19 Απριλίου 1824, μέσα σε ένα σκηνικό εκθαμβωτικής υπερκυριαρχίας της
Άνοιξης. Είναι το ίδιο σκηνικό που περιέγραφε ο Διονύσιος Σολωμός στους
«Ελεύθερους Πολιορκημένους», βάζοντας στο στόμα της φύσης έναν αδυ-
σώπητο στίχο: «Όποιος πεθάνει σήμερα – χίλιες φορές πεθαίνει»...
Το κείμενο αυτό είναι μετεξέλιξη ομότιτλου άρθρου που δημοσιεύθη-
κε στο περιοδικό «Άρδην», Σεπτέμβριος 2004. Επίσης αποτέλεσε τη
βάση εισήγησης που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων
(16.4.2007) με αφορμή τα 200 χρόνια από το ξεκίνημα της ποιητικής δημι-
ουργίας του Βύρωνα.
Ο Γιάννης Σχίζας είναι Ιστορικό Στέλεχος της Πολιτικής Οικολογίας, συγ-
γραφέας - αρθρογράφος σε πολλά περιοδικά και ιστοτόπους.
27
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ στο άρθρο του Γιάννη Σχίζα «Η
φύση στο έργο του Λόρδου Βύρωνα»
• Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι Γ1 και
Γ2, Εκδόσεις ΣΤΑΧΥ, Αθήνα, 1999
• “The Norton Anthology of English Literature”, fourth edition, volume
2, “The Romantic period”, New York, 1979
• M. Byron Raizis, “From Caucasus to Pittsburgh – The Prometheus
theme in British and American Poetry”, Gnosis Publishing Co.
• «Μπάιρον εναντίον Έλγιν», συλλογικό έργο σε επιμέλεια Πάνου Τρι-
γάζη, με κείμενα των Graham Binns,Ken Coates, Αικατερίνη Δούκα
– Καμπίτογλου, Ελένη Καρασαβίδου, Ευγενία Κεφαλληναίου, Χρι-
στίνα Ντόκου, Μάριος- Βύρων Ραΐζης, Πέπη Ρηγοπούλου, Εκδόσεις
Ταξιδευτής, Αθήνα, 2004
• Αγγελικής Κόκκου, «Ξένοι περιηγητές στην Αττική», Καθημερινή,
«Επτά ημέρες», 31.12.1999
• Μάριου-Βύρωνα Ραΐζη, «Αγγλόφωνη Φιλολογία – Συγκριτικές μελέ-
τες», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1981
• ΙΟΣ, «Ελευθεροτυπία» 2.5.1999, απόσπασμα από τη μονογραφία
του Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Ο Λόρδος Βύρων. Η ζωή και το έργο
του», 1983
• «ΟΛΥΜΠΟΣ, κείμενα και εικόνες δύο αιώνων», σε επιμέλεια Σάκη
Κουρουζίδη, εκδόσεις Πιερική Αναπτυξιακή Α.Ε, 2001
• Ρένα Δούρου, «Φιλέταιρος εαυτώ», «Αυγή», 30.5.2004
• Γ.Σ. Καιροφύλα, Σ.Γ. Φιλιππότη, «Τοσπαθί του Λόρδου Βύρωνος»,
Αθηναϊκό Ημερολόγιο 1996, εκδόσεις «Φιλιππότη», Αθήνα 1996
• Λόρδου Μπάυρον, «επιστολές από την Ελλάδα», εκδόσεις Ιδεόγραμ-
μα, Αθήνα, 1996
• Γιάννη Σχίζα, «Άνθρωπος για όλες τις εποχές», «Αυγή», 20.4.2007
• Γιάννη Σχίζα, «ΑΤΤΙΚΗ», εκδόσεις Σαββάλα, Αθήνα, 1996
28
Α’ Μέρος
Λόρδος Βύρων
«Η Ελλάδα με έκανε ποιητή»
29
καν δύο διεθνή σύμβολα της αέναης επανάστασης, που στον 21ο αιώνα δεν
μπορεί να υπάρξει χωρίς την οικολογική διάσταση.
Για τον Μπάιρον και το κίνημα των Βυρωνιστών η προστασία της φύσης
είναι εξίσου σημαντική με την διεκδίκηση της ελευθερίας σε όλο τον κό-
σμο. «Η φύση, ένα έθνος τέκνων της αναγνωρίζει», γράφει στο ποίημά του
«Το Νησί» ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος είχε επισκεφθεί πολλές φορές και
τον Υμηττό κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα (1809-1811), περι-
ηγούμενος όλη την Αττική, από το Σούνιο μέχρι την Ελευσίνα, και από τον
Πειραιά μέχρι την Πεντέλη.
Η πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής, με κέντρο την Αθήνα, αλλά και
το αττικό τοπίο τον είχαν γοητεύσει και εμπνεύσει ποιητικά. Γι’ αυτό και
η φράση του «Η Ελλάδα με έκανε ποιητή» πήγασε αναμφίβολα από την
διαμονή του στην Αττική.
Σπουδαία η βυρωνική κληρονομιά για τον δήμο Βύρωνα, ο οποίος εργά-
ζεται για την δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού Δικτύου Βυρωνικών Πόλεων»,
συνεργαζόμενος στενά και με τον δήμο του Νότινγχαμ, ιδιαίτερης πατρί-
δας του Μπάιρον, του οποίου το προγονικό σπίτι, το περίφημο Newstead
Abbey, λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ως μουσείο μεγάλης παγκόσμιας επι-
σκεψιμότητας.
Καταλήγω με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ποίηση του Λόρ-
δου Βύρωνα:
«Θα ξεσηκώσω αν μπορέσω ακόμα και τις πέτρες ενάντια στους τυράν-
νους της γης».
Ο Πάνος Τριγάζης είναι δημοτικός σύμβουλος Βύρωνα, πρόεδρος του Συν-
δέσμου Μπάιρον για τον Φιλελληνισμό και τον Πολιτισμό, συγγραφέας. Το
2016 έγραψε το βιβλίο «Ο Λόρδος Βύρων στην Αττική» έκδοση ΕΛΤΑ.
Το βιβλίο αποτέλεσε το σενάριο της 37λεπτης ταινίας «Ο Byron στην Αττι-
κή», αφιερωμένο στα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, σε σκηνο-
θεσία Στάθη Ρέππα, την παραγωγή του οποίου χρηματοδότησαν η Περι-
φέρεια Αττικής και ο Δήμος Βύρωνα.
Η ταινία βραβεύτηκε ως το καλύτερο ντοκιμαντέρ μεσαίου μήκους, στο 6ο
Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ναυπλίου «Γέφυρες» (23 – 30 Οκτω-
βρίου 2021).
30
Α’ Μέρος
31
32
Α’ Μέρος
Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι είναι ελαιογραφία που δημιούργησε
ο Θεόδωρος Βρυζάκης το 1861. Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. | Ανακτήθηκε
από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 18 Ιανουαρίου 2022, https://bit.ly/3Kyb8ij - Απεικονίζει την
άφιξη του Άγγλου φιλέλληνα Λόρδου Μπάυρον στο Μεσολόγγι κατά την οποία
έτυχε θερμής υποδοχής. Εμφανίζεται ερχόμενος από το λιμάνι συνοδευόμενος
από τον φίλο του Εδουάρδο Ιωάννη Τρελώνυ και με πλήθος οπλιτών οι
οποίοι ζητωκραυγάζουν. Τον υποδέχονται οι τοπικές αρχές και ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος που τον είχε προσκαλέσει.
33
Η «ανακάλυψη» των Ταμπουριών των Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο Όρος έγινε
το 2008 μαζί με νέους από την περιοχή της Αφαίας Σκαραμαγκά και με οδηγό την
περιγραφή του Mark H. Munn
34
Α’ Μέρος
35
Θεόφιλος: Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης καταδιώκων τὸν Ρεσὶτ πασὰ ἡ
Κιούταχη ἐν ξυφήρης τὸ 1826. Φυσικές χρωστικές σε χαρτόνι. 71 cm x 101
cm. Χωρίς χρονολογία. Σε ιδιωτική συλλογή. | Ανακτήθηκε 25.11.2021 από τη
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ https://bit.ly/3sU8g9t
36
Α’ Μέρος
37
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο ταμπούρι Νο 7 που βρίσκεται απομα-
κρυσμένο από τα υπόλοιπα έξι, πάνω από το δασικό δρόμο.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ στο ειδικό blog για τα «Ταμπούρια των
Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο Όρος», https://tambouria1821.blogspot.com
«Η μονή Δαφνίου αλώθηκε από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του
1821, παρά τον ισχυρότατο οχυρωματικό του περίβολο. Η παράδοση ανα-
φέρει ότι η εισβολή έγινε μέσω αβαθούς πηγαδιού που βρισκόταν έξω
από τον περίβολο και συνδεόταν υπογείως με άλλα τρία πηγάδια εντός
της μονής. Το μυστικό αυτό πέρασμα αποκάλυψε ο μοναχός Παΐσιος
στους Τούρκους, οι οποίοι έκαψαν τη Μονή και στον προδότη Παΐσιο και
τα απομεινάρια του πτώματός του σώζονταν πεταμένα σε μια γωνιά της
αυλής μέχρι το 1854.
Η ακριβής χρονολογία της άλωσης δεν έχει εξακριβωθεί. Θεωρείται πιο
πιθανόν να έγινε στη διάρκεια της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη στην Ατ-
τική το καλοκαίρι του 1821 και όχι στην εισβολή του Κιουταχή στην Αθήνα
το 1826, τις σημαντικές μάχες που έλαβαν χώρα στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο
του 1826 και τη μικρότερη μάχη στο Δαφνί στις 21 Μαρτίου 1827. Οι κατα-
κτητές της μονής Δαφνίου την εγκατέλειψαν έχοντας προκαλέσει σημα-
ντικότατες φθορές.
Στη συνέχεια πιθανόν το ερειπωμένο πλέον μοναστήρι να λειτούργησε
ως ορμητήριο κάποιων οπλαρχηγών, όπως ο Ιωάννης Γκούρας (1791-1827),
επιστολή του οποίου φαίνεται πως εστάλη από το «Δαφνί.» [ΠΗΓΗ ΒΙΚΙ-
ΠΑΙΔΕΙΑ]
38
Α’ Μέρος
Η μόνη πληροφορία, την οποία μέχρι τούδε έχομεν δια το Μοναστήρι του
Δαφνιού κατά την επανάστασιν του ΄21 είναι, ότι πολιερκηθέν παρά των
Τούρκων κατελήφθη δια προδοσίας...
Εζώζετο μάλιστα και το πτώμα του προδότου άταφον. Πότε το πολιόρκη-
σαν οι Τούρκοι ισχυρώς αμυνόμενον δια του τοιχογυρίσματός τους και τί-
νες επολιορκήθησαν εντός αυτού – διότι δεν πιστεύουμε να επρόκειτο δια
πεντέξ καλογήρους – αγνοούμε.
…Κατά τον Αγώνα φέρεται ως ηγούμενος του Δαφνίου ο ιερομόναχος Αγα-
θάγγελος Λαμπίρης, Αθηναίος, απόφοιτος της περιφήμου σχολής του
Ντέκα [Η Σχολή των Αθηνών Ιωάννου Ντέκα, λειτούργησε από το 1806-
1821, με χορηγία του ιδρυτή της, έμπορου στην Βεβετία, εξ Αθηνών].
….Και μια ακόμη πληροφορία έχομεν δια το Δαφνί κατά τον Αγώνα. Όταν
ο στρατηγός Γκούρας επί τινα χρόνον απεμακρύνθη των Αθηνών… έγραψε
προς τους συναδέλφους του Εφόρους Επιστολή…. η οποία εγράφη εις το
Δαφνί και εκείθεν απεστάλην. Έχει δε ως εξής:
«Κύριοι Έφοροι της Φιλομούσου Εταιρείας, χαίρετε,
Επειδή κ΄ εγώ αναχωρώ και λείπω από το χρέος μου, από την επιστασίαν
της Φιλομούσου Εταιρείας, αφήνω επίτροπόν μου τον κ.Στάμον Σεραφείμ
να επιστατή μαζί σας όσον να γυρίσω, και γνωρίσετέ τον ει εμέ.
Ιω.Γκούρας – Μοναστήρι Δαφνί.»]
39
τηρήσαμεν εχθές εσυμπεράναμε.· ότι εις ‘Ελευσίνα ασχολούνται πολύ οί
Τούρκοι»
…προ της 4ης Αύγουστου 1826 καταληφθή ή μονή Δαφνιού υπό τών Τούρ-
κων, απόπειρα δε τών Ελλήνων προς κατάληψιν αυτής, ώς φαίνεται, απέ-
τυχε.
«Έχει δε γραφή ή περί ης ό λόγος επιστολή τοΰ στρατάρχου Καραϊσκάκη
τη 4 Αυγούστου 182(εξ Έλευσΐνος *) προς τον ‹Αθήναιον Νικόλαον Λογοθέ-
την Χωματιανόν: «Προς τούτοις—γράφει μεταξύ άλλων ό Καραϊσκάκης—
επείγαμεν, και εις το Μοναστίρι το Δαφνί το όποιον, κατά κακήν τΰχην το
έχουν πιασμένον όί εχθροί…»
[6-8 Αυγούστου 1826 έγιναν οι δύο Μάχες Χαϊδαρίου]
5 Αύγουστου 1826 ό Νικόλαος Ά. Καρώρης
«Περί.... τάς 6 ώρας της νυκτός άρχισεν αιφνίδιος τουφεκισμός μέσα εις τα
Σεπόλια. Οι άνθρωποι [=οί πολιορκοΰμενοι «Ελληνες επί τής Ακροπόλε-
ως] έπετάχθηοαν όλοι και βλέπουν τον τουφεκιομον να εκτείνεται εις τον
κάμπον κατά το Δαφνί έξω του ελαιώνος....».
«6 Αυγούστου [1826/· «Αφου δε εξημερώσει; τί να Ιδούν; «Ολη ή περιφέ-
ρεια τον χωρίον Χαϊντάρι, ή εκκλησία τοΰ Προφήτου Ηλία, το ρεύμα (ρέμα)
και οί λόφοι εκείνοι γιεματοι από στρατεύματα Ελληνικά εκεί έτριγύριζε
και το ιππικών τών Τούρκων και ετουφεκίζοντο με τους εδικούς μας....»
Ο Κώστας Φωτεινάκης είναι ερευνητής της τοπικής ιστορίας, συγγραφέ-
ας του Ιστορικού Λευκώματος «Χαϊδάρι - Τόπος και Άνθρωποι», εκδότης
του περιοδικού «Προσανατολισμοί», μέλος Συντακτικών Επιτροπών περι-
οδικών, διαχειριστής ιστορικών και πολιτιστικών blog, πρόεδρος του Ελ-
ληνικού Δικτύου ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ. Έχει διατελέσει Δημοτικός Σύμβου-
λος Χαϊδαρίου.
40
Α’ Μέρος
41
16. ΥΠΠΟΑ - ΕΦΑΔΑ - ΑΙΓΑΙΑΣ ΑΜΚΕ «Φιλελληνισμός και Ελληνική
Επανάσταση - Η Μονή Δαφνίου μέσα από τους Περιηγητές» (έκθεση
24.11.2021 - 25.03.2022), Πληροφορίες από το Οδηγό της έκθεσης.
17. Γεωργίου Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, τ.Β’,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008
18. Douglas Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-
1833, MIET, 1983
19. HOWE SAMUEL-GRIDLEY, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΕΚΑΤΗ, 1977, 1983
20. Kaupert, Johann A, Χάρτες της Αττικής/ Karten von Attika - Χάρτης
VI. PYRGOS
21. «Αντικρίζοντας την Ελευθερία! Στη Βουλή των Ελλήνων, δύο
αιώνες μετά», Βουλή των Ελλήνων, https://www.youtube.com/
watch?v=352o1bq5jwQ&ab_channel=HellenicParliamentTV
22. Στέφανος Παπαγεωργίου «Η μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου
1827) & δύο ανέκδοτες καταγραμμένες αφηγήσεις αγωνιστών», 2013
23. ΜΑΖΑΟΥΕΡ ΜΑΡΚ/ MAZOWER MARK, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»,
Αλεξάνδρεια, 2021
24. Δημήτρης Φωτιάδης, «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ», 1956 (πολλές εκδόσεις)
25. Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», 1875
(πολλές εκδόσεις)
26. Σάμουελ Χάου/ S.G. Howe, «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ 1825-
1829», Καραβίας, 1971
27. Σπύρος Τρικούπης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», 4
τόμοι. Ιδιαίτερες αναφορές στον 4ο τόμο, σ.72-76, 93, 134 - 135. Νέα
Σύνορα - Λιβάνης, 1993
28. Γενναίος Κολοκοτρώνης, Ελληνικά Υπομνήματα ήτοι Επιστολαί και
Διάφορα Έγγραφα Αφορούντα την Ελληνική Επανάστασιν από το
1821 μέχρι 1827. Συλλεγέντα μεν υπό του Υποστρατήγου Ιωάννου
Θ.Κολοκοτρώνη. Εκδοθέντα δε υπό Χ.Ν. Φιλλαδελφέως, Αθήνασι
1856, σ.373 - 376, 430 - 439, 444-445
29. Κωνσταντίνος Παντ. Καλλιαντάς, «Εις Ελευσίνα», ΧΑΤΖΗΛΑΚΟΣ,
2021 (αναφέρονται σελίδες για την Επανάσταση του ‘21 και το
Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα)
42
Α’ Μέρος
43
44
Α’ Μέρος
45
Συγγραφέας: Δημήτριος Αινιάν
Τίτλος: Ο Καραϊσκάκης ή του Καραϊσκάκη βιογραφία και λεπτομερής
έκθεσις Της τελευταίας εκστρατείας αυτού υπέρ των Αθηνών
Τόπος & Χρόνος: Χαλκίδα 1834
Εκδοτικός Οίκος: Εκ της τυπογραφίας διευθυνομένης παρά
Κωνσταντίνου Μ. Αρσενιάδου εκ Μαντινείας
Προέλευση: Βιβλιοθήκη της Βουλής
46
Β’ Μέρος
Β’ ΜΕΡΟΣ
47
Τρία ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα
48
Β’ Μέρος
49
Τα νησιά της Ελλάδας
Ποίηση: Λόρδος Βύρων | Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης
Από τη συλλογή «Παλιοί σκοποί»
50
Β’ Μέρος
51
Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἄς γεμίσῃ.
Ἄφινε αἷμα καὶ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,
Καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἄς μᾶς χύσῃ!
Δές τους! Ὅλοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,
Τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!
52
Β’ Μέρος
53
Ἀπὸ την «Parisina»
Ποίηση: Λόρδος Βύρων
Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης
Ι
Ἡ ὧρα εἶν’ αὐτὴ ποῦ ἀπὸ τοὺς κλώνους βγαίνει
Ὁ ψιλὸς τ’ ἀηδονιοῦ κελαϊδισμός,
Ποῦ εἰς κάθε του μιλιὰ μουρμουρισμένη
Φαίνεται ὁ πόθος τοῦ ἐραστῆ γλυκός.
Καὶ τ’ ἀεράκι ποῦ τερπνὰ φυσάει
Καὶ τὸ ρυάκι ποῦ σιμὰ κυλάει
Μουσικὴ χύνουν σὰ φιλέρμ’ αὐτιά.
Εἶναι ψηλὰ τ’ ἀστέρι’ ἀνταμωμένα,
Κάτου στὴν γῆν εἶν’ ἐλαφρὰ βρεμένα
Ὄλα τὰ λουλουδάκια μὲ δροσιά.
Τὸ γαλάζιο τὸ κῦμα εἶναι βαθύτερο
Κ’ ἕνα ξάστερο σκότος ’ς τὸν αἰθέρα,
’Στὴ γλυκειά του μαυράδα καθαρό,
Ὁπ’ ἔρχεται ὅταν βασιλεύσ’ ἡ μέρα
Τὴν ὥρα ποῦ φεγγάρι λαμπηρὸ
Τοῦ δειλινοῦ τὸ φῶς σκορπίζει πέρα.
ΙΙ
Ἀλλ’ ὄχι τοῦ νεροῦ γιὰ ν’ ἀγροικήσῃ
Tὸν καταρράκτ’ ἡ Παριζίνα βγαίνει,
Ὄχι τὸ οὐράνιο φῶς γιὰ ν’ ἀντικρύσῃ
Eἰς τὰ μαυράδια τῆς νυκτὸς προβαίνει.
Κι’ ἂν εἰς τὸ περιβόλι αὐτὴ καθίζει
Δὲν εἶναι γιὰ τὰ ὁλάνοικτα λουλούδια,
Aὐτιάζεται — ὄχι γι’ αἠδονιοῦ τραγούδια —
54
Β’ Μέρος
III
Καὶ τί τοὺς μέλει τώρα ὁ κόσμος ὅλος
Μὲ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὰ πάντα ἀλλάζει;
Ὅσα ἐκεῖ ζοῦν — ἡ γῆ κι’ ὁ οὐρανὸς θόλος —
Σὰν τίποτα ὅλα ὁ νοῦς τὰ λογιάζει.
Καθὼς νεκροὶ νὰ ἦσαν δὲν προσέχουν
’Σ ὅ,τι κάτω, ψηλά, γύρω τους ἔχουν,
Πῶς ὅλα τἄλλα ἐπέρασαν θαρροῦν,
Πῶς ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο μόνοι ζοῦν.
Στενάζουν μὲ βαθειὰ γλυκάδα τόση
Ποῦ ἂν δὲν ἔπαυε ἐκείνη ἡ εὐτυχισμένη
Τρέλλα, στάχτ’ ᾑ καρδιαῖς ἤθελαν γένῃ
Ὅσαις παρόμοια φλόγα ἔχει πυρώσῃ.
Φαντάζονται οὐδὲ κἂν κρῖμα ἢ κινδύνους
’Σ τοῦ τρυφεροῦ τῶν ὄνειρων τὴ ζάλη;
Ποιὸς ποτέ του ἐσταμάτησε ἀπ’ ἐκείνους
Ὅσοι ἀγροικῆσαν μέσα τὴν μεγάλη
Tοῦ πάθους τούτου ὁρμή; ποιὸς ἐφοβήθη
Πιὰν τέτοιαν ὥρα; ἢ ποιὸς ἀνανοήθη
Πόσο λίγο βαστοῦν τέτοιες στιγμές;
Ἀλλ’ ὅμως νὰ ποῦ πέρασαν κι’ αὐταῖς!
55
Κι’ ὁ καθείς μας ξυπνᾷ προτοῦ γνωρίσῃ
Π’ ὄνειρο τέτοιο πλιὰ δὲ θὰ γυρίσῃ.
IV
Μὲ ματιαῖς φεύγουν κεῖθε ἀργὰ ριγμέναις,
Ποῦ ἀπόλαυσαν χαραῖς κριματισμέναις,
Κ’ ἐλπίζουν, πλῆν λυποῦνται, ὡσὰν στερνὸς
Γι’ αὐτοὺς ἐκεῖνος νὰ ἦταν χωρισμός.
Οἱ πλήθιοι στεναγμοί, τὸ σφιχτοἀγκάλιασμα
Καὶ τῶν φιλιῶν τὸ ἀτέλειωτο ἀναγάλλιασμα
Ἐνῷ φέγγει ὁ οὐρανὸς εἰς τὴ θωριά της,
Ὁποῦ, ὡς φοβᾶται, δὲν τὴ συχωράει,
Ὡς νἄβλεπε τὸ μέγα ἁμάρτημά της
Κάθ’ ἄστρο γαληνὸ ποῦ τοὺς τηράει —
Τ’ ἀγκάλιασμα κ’ οἱ πλήθιοι στεναγμοὶ
Δεμένους τοὺς κρατοῦν ἀκόμη ἐκεῖ.
Ἀλλ’ ἔφθασε ἡ συιγμὴ νὰ χωρισθοῦν,
Μὲ βαρειὰ τὴν καρδιὰ καὶ τρομασμένοι,
Ἀπ’ ταῖς ἀνατριχίλαις παγωμένοι
ὁποῦ γοργὰ τὸ κρῖμ’ ἀκολουθοῦν.
V
Καὶ ὁ Οὗγος πάει στὴν ἔρημή του κλίνη.
Ἄλλου γυναῖκα ἐκεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ,
πλὴν τ’ ἄπιστο κεφάλι της ἐκείνη
Σιμὰ στὸν καλὸν ἄνδρα θ’ ἀκουμβήσῃ.
Στὸν ὕπνον ὅμως δείχνει θερμασμένη
...........................................................................................................................
.........................................................................................................................
56
Β’ Μέρος
VI
Τὴ σφίγγει στὴν καρδιά του κοιμημένη,
Γροικῶντας κάθε λέξη της κομμένη·
Κι’ ἀκούει — τί σαστίζει κι’ ὅλος φρίκη
Σὰ νἄκουε τ’ Ἀρχαγγέλου τὴ φωνή;
Καὶ πῶς νὰ μὴ σαστίσῃ; Καταδίκη
Δὲ θὲ νὰ τοῦ βροντᾷ πλιὸ τρομερὴ
’Σ τὸ μνῆμα ὅταν γιὰ πάντα θὰ ξυπνήσῃ
Τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντικρύσῃ.
Πῶς νὰ μὴ φρίξῃ; Τὴ γλυκειά του εἰρήνη
Ἡ μιλιὰ τοῦ κατάστρεψεν ἐκείνη.
Ἕνα μουρμουρητὸ ἀποκοιμισμένο,
Τὄνομ’ αὐτὸ σιγὰ ψιθυρισμένο,
Τῆς γυναικὸς τὸ κρῖμα φανερόνει
Καὶ μ’ ἐντροπὴ τὸν Ἄζο κηλιδόνει.
Καὶ τίνος τὄνομα εἶναι ποῦ βογγάει
Εἰς τὸ προσκέφαλό του φοβερό,
Καθὼς τὸ κῦμα ποῦ στὴν ἄκρη σπάει
Πετῶντας τὸ σανίδι ’ς τὸ σκληρὸ
Βράχο καὶ τὸν πνιμμένον κομματιάζει
Τὸν δύστυχο ποῦ πέφτει καὶ βουλιάζει,
Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ στὸν κόσμο πλιά;
Παρόμοια στὴν ψυχὴ τοὖλθ’ ἡ κτυπιά.
Τίνος τ’ ὄνομ’ αὐτό; Τ’ Οὕγου; Ἐκεινοῦ;
Ἀλήθεια! αὐτὸ δὲν τοὖχ’ ἐλθεῖ στὸ νοῦ!
Τοῦ Οὕγου, τοῦ παιδιοῦ μιᾶς π’ ἀγαποῦσε,
Τοῦ δικοῦ του παιδιοῦ ποῦ ἦταν κακὸς
Τῆς διεστραμμένης νειότης του καρπός,
Ὅταν τὴ Λεύκω ὁ Ἄζος ἀπατοῦσε,
Τὴν κόρη ποῦ ’ς τὴν τρέλλα της πιστεύθη
Αὐτὸν ποῦ ἀπέκει δὲν τὴν ἐπαντρεύθη.
57
VII
Τὸ μαχαῖρι ἀπ’ τὴ θήκη πάει νὰ βγάλῃ,
Ἀλλὰ πρὶν ὅλο βγῇ τὸ κρύβει πάλι.
Ἄν καὶ τῆς ἄξιζε, ὅμως δὲν τολμάει
Μορφὴ νὰ σφάξῃ τόσο ἀγγελική,
Κἄν ὄχι ἐνῷ γελᾷ στὸν ὕπνο – ἐκεῖ,
Ὄχι, δὲν εἰμπορεῖ. Δὲν τὴν ξυπνάει!
58
Γ’ Μέρος
Γ’ ΜΕΡΟΣ
1.
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.
2.
Καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
3.
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
59
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λόγια ὁποῦ θὰ πῶ.
4.
Φλάμπουρα, ὄπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦ Μάρκου τὴ θανή,
5.
ποῦ βαστοῦσε τὸ μαχαίρι,
ὅταν τοῦ ῾λειψε ἡ ζωή,
μεσ᾿ στὸ ἀνδρόφονο τὸ χέρι,
καὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ βγεῖ.
6.
Ἀναθράφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μία θεὰ μελωδική.
7.
Μὲ τὲς θεῖες τὶς ἀδελφάδες
ἐστεκότουν σιωπηλή,
ἐνῶ αὐξαίνανε οἱ λαμπράδες
στοῦ Θεοῦ τὴν κεφαλή,
8.
ποῦ ἐμελέτουνε τὴ Χτίσι.
Καὶ ὅτι ἐβγῆκε ἡ προσταγή,
ὁποῦ ἐστένεψε τὴ Φύση
60
Γ’ Μέρος
αἰφνιδίως νὰ φωτιστεῖ,
9.
Μὲ τὰ μάτια ἀκολουθώντας
τὸ νεογέννητο τὸ φῶς,
καὶ σὲ δαῦτο ἀναφτερώντας,
τῆς ἐξέβγαινε ὁ ψαλμὸς
10.
ἀπ᾿ τ᾿ ἀθάνατο τὸ στόμα,
καὶ ἀπομάκραινε ἡ βροντή,
ποῦ τὸ Χάος ἔκανε ἀκόμα
στὴν ὀγλήγορη φυγή,
11.
ἕως ποὺ ὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦ Ἔρεβου τὴ φυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶ ἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.
12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, τοῦ λαλοῦσε,
ὅσες βλέπεις ὀμορφιές.
καὶ κειός, ποὺ ἐκρυφαγροικοῦσε
ἀνταπόκριση μ᾿ αὐτές,
13.
βάνεται, τὲς τραγουδάει
μ᾿ ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶ τὰ πάθη ἔτσι στοῦ ῾γγιάει,
ποὺ τραγούδι πλέον ψηλό,
61
14.
δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ᾿ ὦτα
ἔψαλ᾿ ὁ Ἄγγλος ὁ τυφλὸς
τ᾿ ἀγκαλιάσματα τὰ πρῶτα
ποὺ ἔδωσ᾿ ἄντρας γυναικός.
15.
Συχνὰ ἐβράχνιασε ἡ μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πῶς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.
16.
«Κάθε γῆ» παραπονιέται
«ἐσκλαβώθηκε - εἶναι μία,
ὅπου ὁ ἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸ δώθενε μακριά;
17.
Τὴν ὁποία χτυπάει τὸ νάμα
σύνορα τ᾿ Ἀτλαντικό.
μετανιώνει ἐν τῷ ἅμα
ὅποιος πάει μὲ στοχασμό,
18.
τὴ γλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰ τὴν βλάψει ἀπὸ κοντά.
τὸ δοκίμασεν ἡ Ἀγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ».
19.
Καὶ ὅτι βούλεται νὰ φύγει
62
Γ’ Μέρος
20.
Ἐπετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρὶς ἄλλος νὰ σοῦ πεῖ.
Τώρα ἀρχίνησε τὴ μάχη,
κι ἐγὼ πλάκωσα μαζί.
21.
Νὰ σ᾿ τὸ πεῖ, καὶ νὰ σὲ ρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,
22.
κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ῾λθει ἀντὶς γιὰ τὸν ἐχθρό,
μ᾿ ἄλλες ἅλυσες φτειασμένες
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ Σταυρό,
23.
ποὖχε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸ μᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶ βροντὲς καὶ ποταμούς.
24.
Μόνον τ᾿ ἀδικοσφαγμένα
τὰ παιδιά σου, στριμωχτά,
μὲ τὰ χέρια τσακισμένα
63
σὲ ἐσπρώξαε ὀμπροστά,
25.
καὶ Σὺ ἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰ στὸν Οὐρανό,
ποῦ τὰ δίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ᾿ ἐδῶ.
26.
Καὶ χτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
ἡ ρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.
27.
Καὶ θαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦ οἱ Τύραννοι τῆς γῆς
σ᾿ ἐσὲ κίνησαν μὲ ἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.
28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲ μισάει,
καὶ πικρὰ σὲ λοιδορεῖ,
εὐτυχιὰ νὰ πιθυμάει,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὴν δεῖ.
29.
καὶ νὰ κλαίει πὼς ἦλθε ἡ ὥρα
ἡ πατρίς του νὰ δεθεῖ
μὲ τὰ σίδερα, ποὺ τώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.
64
Γ’ Μέρος
30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦ ἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
Καὶ τοῦ Μπάϋρον τὴ χαρά.
31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα
πράγματα ποὺ σὲ τιμοῦν.
Οἱ μεγάλοι τὰ μεγάλα,
ποῦ τοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.
32.
Βλέποντας σὲ ἀναγαλλιάζει
ἡ θλιμμένη τοῦ ψυχή,
καὶ τοῦ λέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡ Ἑλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.
33.
Καὶ κινάει νὰ σ᾿ ἀπαντήσει
καὶ ἡ Φήμη τοῦ Ποιητοῦ,
ποῦ τὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶ τὴ δέχτηκαν παντοῦ,
34.
μπροστοπάταε, νὰ σὲ κράξει
μὲ ὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺ ὅποιο μάτι σὲ κοιτάξει
σὲ ξανοίγει πλέον σεμνή.
35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁ πλοῦτος,
65
θεῖος στὰ χέρια τοῦ καλοῦ,
καὶ κακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶ εἶν᾿ στὰ χέρια τοῦ κακοῦ.
36.
Μ᾿ ἕνα βλέμμα ὁποῦ φονεύει
τὰ φρονήματα τὰ αἰσχρά,
τρομερὴ τὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴ δεξιά.
37.
Καὶ ὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦ Ἀλκαίου ἡ σκιά,
καὶ τοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,
38.
λόγια ἀθάνατα τοῦ λέει,
μὲ τὰ ὁποῖα στὰ σωθικὰ
τὸ θυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.
39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦ νικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶ πετιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή,
40.
καὶ τοῦ τύραννου χτυπάει
τὴ βουλή, καὶ τὴν ξυπνά,
στὴ στιγμὴ ποὺ μελετάει
66
Γ’ Μέρος
41.
Μόνον ἄκουε τοῦ Κοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸ κραυγητό,
ποῦ δὲν ἔκρωζε τοῦ κάκου,
καὶ ἐπεθύμαε τὸ κακό.
42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ Μοίρα,
ποῦ εἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές᾿ στῆς Κόλασης τὴ θύρα
μὲ τὸ κρίμα ἀνταμωτή,
43.
ἔστρεφε κατὰ τὴ Χτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺ χὲ σκορπίσει
ἡ πικρὴ μεταβολή.
44.
Καὶ ἀπὸ τ᾿ ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸ μιαρό της τὸ ἀνάστημα,
νὰ χαρεῖ τὴ μυρωδιά.
45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺ ζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶ οἱ τόποι
ποὺ ἡ σκλαβιὰ καταπατεῖ,
67
46.
χαμηλὴ τὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴ βουή,
ἐδακρύζαν, καὶ οἱ δεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.
47.
Ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
ποῦ εἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶ ἔχουν δάφνη στὸ κεφάλι
ποῦ δὲν θέλει μαραθεῖ,
48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶ τὲς δάφνες ποὺ φοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶ μ᾿ αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.
49.
Ποῦ θὰ πάει; Βουνὰ καὶ λόγγοι
καὶ λαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦ θὰ πάει; - Στὸ Μεσολόγγι,
καὶ ἄλλοι ἂς μὴ ζηλοφθονοῦν.
50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
τὴ μεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦ εἶχε φέρει ἀπ᾿ τὸν αἰθέρα
τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα Αὐτοῦ,
51.
εἰς ἱερὸ προσκυνητάρι,
68
Γ’ Μέρος
52.
Δὲν ἦταν τὴ μέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθιῶν λαμποκοπή.
53.
Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱ σπιθόβολοι καπνοί,
καὶ ἀπὸ πάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί.
54.
Καὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ πολεμώντας
ἐσκεπάσανε τὴ γῆ,
πάνου εἰς τ᾿ ἅρματα βροντώντας
μὲ τὸ ἐλεύθερο κορμί.
55.
Καὶ ἀγκαλιάσματα ἐκεῖ πλήθια,
δάφνες ἔλαβαν, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰ στήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.
56.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴ τοῦ Πατριάρχη,
69
ποὺ τὸν πόλεμο εὐλογεῖ.
57.
Καὶ ἀναδεύονται, καὶ γέρνουν,
καὶ εἰς τὸ πρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶ παίρνουν
ἀπὸ τὴ σπιθοβολή.
58.
Ἐδῶ βλέπει ἀντρειωμένα
νὰ φρονοῦν παρὰ ποτέ.
Καὶ ὅλος ἔρωτα γιὰ σένα
προσηλώνεται εἰς ἐσέ.
59.
Τὸ πουλί, ποὺ βασιλεύει
πάνου εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ πουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰ αἰθερόλαμνα φτερά,
60.
τρέχει, χάνεται, καὶ πίνει
τόλμην πίνει ὁ ὀφθαλμὸς
ἀπὸ τ᾿ ἄστρον, ὁποῦ χύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.
61.
Πλανημένη ἡ φαντασιά του
μέσα στὸ μέλλον τὸ ἀργό,
ποὺ προσμένει τ᾿ ὄνομά του
νὰ τὸ κάμη πλέον λαμπρό,
70
Γ’ Μέρος
62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲ μία ματιοῦ ροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶ καὶ κοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,
63.
ἀπ᾿ τοῦ κόσμου ὅλου τὰ πέρατα
τοῦ καιροῦ ἡ χλαλοή,
καὶ διηγώντας τοῦ τὰ τέρατα
τοῦ χτυπάει τὴν ἀκοή.
64.
Ἔθνη ποὺ ἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶ ἄλλοι ἀτάραχτοι καὶ ὀρθοί.
65.
Ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ τρόμο,
ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶ ἀπὸ μύριους ὑβρισμούς,
66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺ τὴν παινοῦν,
καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ θωροῦν,
67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
71
μὲς στὰ βάσανα ὁ καιρός,
ξαναδείχνοντας τὰ κάλλη
ποὺ τῆς ἔσβησε ὁ ζυγός,
68.
μόνον ἔχοντας γιὰ σκέπη
τὰ τουφέκια τὰ ἐθνικά,
καὶ τὸ χαίρεται νὰ βλέπει
πὼς καὶ Αὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.
69.
Ἄχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦ ἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.
70.
Ἐρινύαν ἀπὸ τὰ χθόνια
ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡ θεομίσητη Διχόνοια
ποὺ τὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.
71.
Ἀφοῦ ἐδιώχτηκε ἀπὸ τ᾿ ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰ πά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰ κάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃ δυσκολιά.
72.
Καὶ κρατώντας κάτι φίδια
ποὺ εἶχε βγάλει ἀπ᾿ τὴν καρδιά,
καὶ χτυπώντας τὰ πιτήδεια
72
Γ’ Μέρος
73.
Καὶ ὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶ τυφλά,
μὲ τὸ τρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά,
74.
ἐτσακίζανε τὰ χνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶ ἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦ γκρεμνοῦ ἀπὸ τὴν κορφή.
75.
Ὄχι, πλέον, ὄχι τὰ δυνα-
τὰ στοιχεῖα νὰ μᾶς θωροῦν,
καὶ νὰ ὀργίζωνται καὶ ἐκεῖνα
καὶ γιὰ μᾶς νὰ πολεμοῦν.
76.
Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
ποὺ εἶναι ἀλλιώτικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁποῦ ἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρκου ἡ ῾πιβουλή,
77.
ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶ μὲ λόγια ἀπελπισιᾶς,
κόψε με, ἔλεγαν, Ἀγᾶ μου,
καὶ τοὺς ἔκοβεν ὁ Ἀγᾶς.
73
78.
Ὅμως θέρμη. Ποῖος ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶ ποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει.
Ἄλλος στέκεται ὀκνηρός.
79.
Ἄλλος παίρνει τὸ ποτήρι
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν ἐλιά,
ὡσὰν νάτουν πανηγύρι,
μὲ τὰ πόδια διπλωτά.
80.
Καὶ ἄλλοι, ἀλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶ παινεύονται, θαρρώντας
πῶς ἐχτύπησαν ἐχθρό.
81.
Καὶ τοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τῆς Ἐρινύας τὴν τρικυμιά.
Ὤ! τί κάνετε; Ποῦ πάτε;
Γιὰ φερθεῖτε εἰρηνικά.
82.
»γιατί ἀλλιῶς θὲ νὰ βρεθεῖτε
ἢ μὲ ξένο βασιλιά,
ἢ θὰ καταφανισθεῖτε
ἀπὸ χέρια ἀγαρηνά».
83.
Ἀφοῦ ἐδῶ στὴν παλαιά σου
74
Γ’ Μέρος
84.
ἀπὸ τότες ὁποῦ ἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁ Στρατηγός,
ὁποῦ ὁ Ἕλληνας εἰπώθη
καὶ τώρα ὄχι ὁ στερινός,
85.
ἕως ποὺ ὁ κόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺ ὅσον αἷμα καὶ ἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰ πιεῖ.
86.
Ἐπερνοῦσαν οἱ αἰῶνες
ἢ σὲ ξένη ὑποταγή,
ἢ μὲ ψεύτικες κορῶνες,
ἢ μὲ σίδερα καὶ ὀργή.
87.
Καὶ ἦλθε τότες καὶ ἐπερπάτει
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶ τοῦ δάκρυζε τὸ μάτι,
καὶ ἐπιθύμαε νὰ Σὲ ἰδεῖ.
88.
κι ἔλεε: πότε ἔρχεσαι πάλι!
Καὶ δὲν εἶναι ἀληθινό,
πῶς μας εἶχε ἀδικοβάλει
75
μὲ βρισιὲς καὶ μὲ θυμό.
89.
Ἐζωγράφιζαν οἱ στίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶ ἐκλαιόνταν μὲ τὴν τύχη
καὶ μὲ τ᾿ ἄστρο τὸ κακό,
90.
εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ σκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
καὶ ἡ πατρίδα του νὰ στρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.
91.
Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶ μὲ φέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰ τόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν.
92.
Καὶ λαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶ εἰς τὰ πόδια τοὺς πατεῖ,
καὶ τὸ πέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦ σύρει μία φωνή.
93.
Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τῆνε κάνουν δοξαστῆ,
ὅμως θὰ βροῦνε εὐκαιρία
νὰ τὴ φθείρουνε οἱ καιροί,
76
Γ’ Μέρος
94.
καὶ νὰ ἰδῆ τὸ ριζικό της
καθὼς εἶναι ἡ καταχνιά,
ποὺ εἰς τὸ κλίμα τὸ δικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.
95.
«Ποῦ εἶν᾿, θὰ λένε σαστισμένοι,
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἀγγλικό;
Εἶναι ἡ χήτη τοῦ πεσμένη,
καὶ τὸ μούγκρισμα βουβό».
96.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἑλλὰς νὰ ξαναζήσει
ἦταν ἄξια, καὶ νὰ ἰδεῖ
ὁ ἐρχομὸς νὰ τὴν τιμήσει
τοῦ ὑψηλότατου Ποιητή.
97.
Ἔστεκε στὸ μισημένο
τὸ ζυγὸ μ᾿ ἀραθυμιά.
Τὸ ποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰ ἐλεύθερη καρδιά.
98.
Ἐκαθότουνε εἰς τὰ ὄρη
ὁ Σουλιώτης ξακουστός.
Νὰ τὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶ ἀριθμός.
99.
Συχνὰ σπώντας τὰ θηκάρια
77
μὲ τὰ χέρια τὰ λιγνά,
ὁρμοῦν σ᾿ ἄπειρα κοντάρια.
Τὲς γυναῖκες τῶν συχνά,
100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τὸν ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺ κοιτώντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁ ἀνδρεῖος Τραγουδιστής.
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
103.
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
78
Γ’ Μέρος
105.
Στὰ ἴδια ὅρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.
106.
Γιατί, ἀλίμονον! γυρίζοντας
τοὺς ηὖρε ὁ Μπάϋρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ᾿ αὐτούς.
107.
Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰ βάθη
τὰ πάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπο τὰ πάθη,
ποῦναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,
108.
καὶ γυρμένοι εἰς τὸ πλευρό τους
οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ,
μύρια βλέπουν στ᾿ ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦ ἐχθροῦ,
109.
αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶ εἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺ τὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰ πολλὴ ὥρα ἀργοπορεῖ.
79
110.
Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶ ἄλλος ἄντρας φοβερὸς
εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀποκάτου,
καὶ εἶναι ἀντίκρυ τοῦ ὁ ναός.
111.
Ἀκριβὸ σὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺ ἔχει πάντοτε ὁ θνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ᾿ τὴ θυρίδα
τῆς Ἅγιας Τράπεζας τὸ φῶς.
112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
μὲ δροσόβολη πνοὴ
τὸ λιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶ τοῦ τόφερνε ὡς ἐκεῖ.
113.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον᾿ τὸν ἴσκιο τοῦ θωρεῖς,
ὁποῦ ἁπλώνεται στὰ μνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,
114.
καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ῾γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.
115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
80
Γ’ Μέρος
116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴ χουμήσουν
ξάφνου οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωί,
καὶ τὸ στράτευμα νικήσουν,
ποὺ ἔχει ἀνίκητην ὁρμή;
117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺ ἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴ φερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;
118.
Ἤ σοῦ λέει στὰ σπλάχνα ἡ φύσις
μ᾿ ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲ ν᾿ ἀφήσεις,
γιὰ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανό;»
119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ᾿ τὴ στάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶ τὸν βαστᾶ,
καὶ τὴ θέλησι τοῦ ἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲ μία,
120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺ μὲ φλόγα ἀναζητεῖ
νὰ τοῦ σύρει τὸ κορμί του
81
σὲ φωτιὰ πολεμική.
121.
Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ᾿ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.
122.
Καὶ εἶδε Αὐτόν, ποὺ παρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρκόνονταν φριχτά.
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦ τὰ παιδιά,
καὶ αἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
124.
Καὶ τὰ μάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦ βαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
125.
Στὴ φωτιά! καὶ θρέφει ἐλπίδα
νὰ νικήσει, νὰ ἠμπορεῖ
νὰ ἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸ κοράσιό του νὰ εὑρεῖ.
82
Γ’ Μέρος
126.
Νὰ τοῦ λέγει μ᾿ ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦ στήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶ ἐγώ.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰ στήθια τοῦ πατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺ ἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦ ἀντρός».
128.
Καὶ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡ κορασιά,
καὶ ξεφάντωση γυρεύει
μὲ τραγούδια τρυφερά.
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰ χώματα, στὰ ὁποῖα
ἡ γυναίκα ἀπαρατεῖ
130.
τὰ στολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶ ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ βυζὶ
ζώνεται ἅρματα, καὶ πέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.
131.
Κᾶμε Ἐσὺ μὲ τὴν μητέρα
83
τὴ γλυκειά μου νὰ ἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡ Ἀγγλία σὲ καρτερεῖ.
132.
Τὸ καράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲ θάλασσα ἀγγλική;
Μοῦ σπαράζουνε τὰ σπλάχνη,
ὁποῦ μοῦ ἔκανες ἐσύ.
133.
Πές, πότ᾿ ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿ τὸ πλοῖο του στὰ νερά,
ποὺ φλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶ ποσῶς δὲν τ᾿ ἀγροίκα.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴ παρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿ αὐτὸν δὲ θὲ νὰ μείνει
μήτε ἡ στάχτη του μέ μας.
135.
Θὰ τὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸ καλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲ πῆρε,
ποὺ δὲν ἔχει ξυπνημό.
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
84
Γ’ Μέρος
ἢ καράβι ἑλληνικό.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.
139.
Ἀρχινάει τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ᾿ ἐμπρός.
140.
Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δυὸ φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά.
141.
Ἡ ἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶ ἡ τύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶ Ἐσύ,
85
142.
Ἐσύ, θεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲ τὰ φέγγη σου, καὶ αὐτὴ
ὅπου σ᾿ ἔφθανε στὸ γόνα
μὲ τὴν ὤρια κεφαλή,
143.
γιὰ λίγη ὥρα τοῦ σηκώνεται
τοῦ ἄλλου κόσμου τὴ θωριά,
καὶ σ᾿ ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲ τὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
144.
Ἔτσι ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Αἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰ ζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁ φθόνος,
σ᾿ ἕνα ἀγνώριστο νησί,
145.
καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο
τοῦ Θεοῦ τὸν ὀφθαλμό,
καὶ τριγύρω τοῦ μονάχο
τοῦ πελάου τὸ γογγυτό.
146.
Ἐνῶ ἀνάδινε ἡ ψυχῆ του
μόνους ἄφησε νὰ ἐλθοῦν
ἡ Γαλλία καὶ τὸ παιδί του
πρὸς τὰ μάτια, πρὶν σβησθοῦν.
147.
Καὶ ὄχι ἡ μοίρα, ὁποῦ σαράντα
86
Γ’ Μέρος
148.
Ὄχι ἡ δόξα ἡ περασμένη,
ποὺ μὲ βία πολεμικὴ
τοῦ ἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
149.
Στὴν ταφή του μὲ τὴν πάχνη
χύν᾿ ἡ βρύση τὸ νερό,
ποὺ τοῦ δρόσισε τὰ σπλάχνη,
εἰς τὸ ψυχομαχητό.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦ ἂν μόνο
τ᾿ ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸ θρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱ βασιλεῖς,
151.
κατά μας καὶ Αὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά.
Εἶναι ἡ δάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.
152.
Ὤ! νὰ μάθαινε ὁ Μεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγροικώντας ἕνας Γάλλος:
87
ἐχαθῆκαν τὰ Ψαρά.
153.
Φωνὴν τρόμου ἡ Ἑλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶ ἔπειτα σιωπεῖ.
Ὅμως κρότους μὲς στὴ Σμύρνη
ὅλη ἡ νύχτα ἠχολογεῖ.
154.
Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι.
Δὲν εἶν᾿ γέννημα Τουρκῶν,
ὁποῦ τρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.
155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶ χτυποῦν τὰ φωτερὰ
στὰ ὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶ στὰ γέλια τὰ τρελλά.
156.
Μὲ ἁρμονίες τοὺς κράζει ἡ λύρα,
καὶ ἐπετάχτηκαν ὁμού,
λυσσιασμένοι ἀπὸ τὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ κρασιοῦ.
157.
Καὶ χορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί!
Εἶν᾿ τὰ χώματα τοῦ Ὁμήρου
ποὺ τὸ πόδι σας πατεῖ!
88
Γ’ Μέρος
158.
Γιατί μες᾿ στ᾿ ἀχρεία τους σπλάχνη
τὸ φαγὶ καὶ τὸ ποτὸ
σὲ φαρμάκι δὲν ἀλλάχνει,
νὰ τοὺς φάει τὸ σωθικό;
159.
Καὶ ἀπ᾿ τὴ μάνητα ν᾿ ἀνάψει
ἀρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰ πάψει
σκληρὸς θάνατος καὶ ἀργός,
160.
γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν τὴ χαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰ στὸ βασιλιά τους,
καὶ στὸ Μπάϋρον ἐμπροστά,
161.
ὁποῦ φθάνοντας κεῖ κάτου
ἴσως τούμεινε ὡς ἐκεῖ
ἡ ἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!
162.
Τόνε βλέπω! Τοῦ προβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺ ἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, καὶ εἶναι Ἑλληνικά.
163.
Γιὰ τὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
89
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰ ἐζήτααν τὴ γλυκάδα
τοῦ φωτὸς νὰ ξαναϊδοῦν.
164.
Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ς ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.
165.
Κειὸς σεβάσμια προχωρώντας,
καὶ μὲ ἀνήσυχες ματιές,
τὰ προσώπατα κοιτώντας,
καὶ κοιτώντας τὲς πληγές:
166.
«Ἡ Διχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα. Ἂν νικηθεῖ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ ὄνομά σας ξαναζεῖ».
90
Γ’ Μέρος
BYRON
Ἔνιωσεν ὅτι
τοῦ ἦσαν οἱ στίχοι
ἄχαρη τύχη
καὶ ματαιότη.
Γίνονται οἱ γέροι
γαῦροι. Θὰ ὁρμήση
ἀνδρῶν λουλούδι.
Κι ὁ Μπάϊρον ξέρει
πῶς νὰ τὸ ζήση
τὸ θεῖο Τραγούδι.
91
Η Βρετανική μούσα
Ποίηση: Ανδρέας Κάλβος
Ωδή πρώτη
[XI]
Η Βρετανική Μούσα
α΄
Εάν τα ποσειδώνια
κύματα, τον αυθάδη
ναύτην απομακρύνωσιν
από την πάτριον νήσον του
πριν έλθει η νύκτα· [5]
β΄
Με ψυχήν πικραμένην
ορθός επί την πρύμνην
βλέπει επάνω εις την θάλασσαν
την ησυχίαν χυμένην
και εσπέριον σκότος· [10]
γ΄
Βλέπει τα περιπόθητα
βουνά και τα χωράφια
της γλυκεράς πατρίδος
κεχρυσωμένα ακόμα
από τον ήλιον. [15]
δ΄
Αλλ’ ήδη εις τα ερεβώδη
92
Γ’ Μέρος
ε΄
Και αλλάζει, ιδού, αμαυρώνεται
της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον
νέας, ορφανής παρθένου,
υγρόν υπό το σύγνεφον
της δυστυχίας· [25]
ς΄
Τα λυπημένα ομμάτια του
τότε αν σηκώσει ο ναύτης,
βλέπει επάνω εις την χώραν του
τρέμον και μεσουράνιον
το πρώτον άστρον. [30]
ζ΄
Ούτως αν χάσει ο άνθρωπος
το φως, και τον σκεπάσει
μακάριον σκότος, βλέπομεν
επ’ αυτόν ανατέλλον
άστρον ελπίδος. [35]
η΄
Ω Βύρων· ω θεσπέσιον
πνεύμα των Βρετανίδων,
τέκνον μουσών και φίλε
άμοιρε της Ελλάδος
καλλιστεφάνου. [40]
93
θ΄
Πλεγμένα με τα φύλλα
του μυστικού Ελικώνος
της Υγιείας τα ρόδα
χθες θαυμασίως εστόλιζον
την κεφαλήν σου. [45]
ι΄
Χθες τον ουράνιον έτρεχε
δρόμον ο ήλιος· χύνων
τας πλέον λαμπράς ακτίνας
το μέτωπόν σου αντέστραπτεν
ως αθανάτου. [50]
ια΄
Σήμερον κείσαι, ως εύφορος
πολύκλωνος ελαία
από το βίαιον φύσημα
σκληρών ανέμων κείται
εκριζωμένη. [55]
ιβ΄
Σήμερον κείσαι, ω Βύρων.
Και πού τα ένθεα έπη,
πού είναι τώρα τα σύμμετρα
πτερόεντα φωνήεντα
καστάλιε κύκνε; [60]
ιγ΄
Θαυματουργοί φυσήσατε
πνοαί του παραδείσου·
94
Γ’ Μέρος
ιδ΄
Ιδού της μουσοτρόφου
Ευρώπης τα υπερέχοντα
έθνη ακόμα προσμένουσιν,
ακόμα την φωνήν σου
επιθυμούσιν. [70]
ιε΄
Ιδού η Ελλάς σού ετοίμασεν
όχι τον χρυσόν κύκλον
τον τους κροτάφους φλέγοντα
των αργών βασιλέων
ή των τυράννων· [75]
ις΄
Αλλά στέφανον έτερον,
στολήν ένδοξον, έντιμον,
αξίαν νοός δικαίου,
ανδρός αξίαν γενναίου
φιλελευθέρου· [80]
ιζ΄
Στέφανον αιωνίων
κλάδων αφθάρτων, λάμποντα
όχι διά τους κροτούντας
ποιητάς το μονόχορδον
της κολακείας· [85]
95
ιη΄
Αμή διά σε τον εύτολμον
λειτουργόν των παρθένων
Ελικωνίων· φιλούσιν
οι Μούσαι χείρα αμίαντον
και υψηλόν πνεύμα. [90]
ιθ΄
Σε η Ελλάς ευγνώμων
ως φίλον μεγαλόψυχον
ζητεί να στεφανώσει,
ως παρηγορητήν της,
ως ευεργέτην. [95]
κ΄
Σηκώσου ω Βύρων… φίλε
σηκώσου… λάβε, ω μέγα,
λάβε το δώρον, ύμνησον
του σταυρού τους θριάμβους
και της Ελλάδος· [100]
κα΄
Ε! των θνητών οι ελπίδες
ως ελαφρά διαλύονται
όνειρα βρέφους· χάνονται
ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
βάθος πελάγου. [105]
κβ΄
Ο Βύρων κείται ως κρίνος
υπό το βαρύ κάλυμμα
96
Γ’ Μέρος
κγ΄
Ανήρ κατά τον φύσεως
νόμον τον άνδρα κλαίω·
δεν χύνονται τα δάκρυα
ματαίως επί τον τάφον
των ευδοκίμων. [115]
κδ΄
Ότι αν φθαρτόν το σώμα
πέσει, και τ’ άυλον πνεύμα
των αγαθών και η φήμη
νικήσουν ως η αλήθεια
το αέναον μέλλον· [120]
κε΄
Αν χωριστή, μετέωρος
επί την δέλφιον πέτραν
αστράψει η λύρα, καύχημα
Άγγλων και χαρμοσύνη
Αγηνορίδων· [125]
κς΄
Ημείς όμως χηρεύομεν.
Τας θλίψεις θεραπεύει,
και άγει ο θρήνος εις άμιλλαν
αρετής την φιλόδοξον
σποράν του ανθρώπου. [130]
97
Μπάιρον
Ποίηση: Κωστή Παλαμά
Μπάιρον
(1824‒1924)
98
Γ’ Μέρος
ποιά η δόξα γύρω που έλαμπε στα ολάσπρα της μαλλιά. [20]
99
Ο δεκαπεντασύλλαβος ρυθμός που είν’ εδώ πέρα [45]
και βήμα ηρώων και της λατρείας το χάιδεμα, ουρανός
για σε ας γενεί του τραγουδιού! Γλυκύτερος, Πατέρα,
δεν είναι από το φέγγος σου για μας ο αυγερινός.
100
Γ’ Μέρος
101
102
Γ’ Μέρος
Αποθανόντα κατά την 6 Απριλίου του 1824 έτους, τη Κυριακή του Πάσχα εν
Μεσολογγίω, όπου και εξεφωνήθει επ΄εκκλησίας.
«Τι ανέλπιστον συμβεβηκός! Τι αξιοθρήνητον δυστύχημα! Ολίγος καιρός
είναι αφού ο λαός της πολύπαθης Ελλάδος όλος χαρά και αγαλλίαση εδέ-
χθη εις τους κόλπους του τον επίσημον τούτο άνδρα και σήμερον όλος
θλίψη και κατήφεια καταβρέχει το νεκρικόν του κρεβάτι με πικρότατα
δάκρυα, και οδύρεται απαρηγόρητα. Ο γλυκύτατος χαιρετισμός ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ, έγινε άχαρις την ημέραν του Πάσχα εις τα χείλη του κάθε Έλλη-
νος Χριστιανού, και απανταίνοντας ο ένας εις τον άλλον, πριν του ευχηθή
ταις καλαίς εορταίς ερωτούσε «Πως είναι ο μυλόρδος;». Χιλιάδες άνθρω-
ποι συναγμένοι να δώσουν μεταξύ τους το θείον φίλημα της αγάπης εις
την ευρύχωρον πεδιάδα έξω από το τείχος της πόλεώς μας, εφαίνονταν
ότι εσυνάχθησαν μόνον και μόνον να παρακαλέσουν τον ελευθερωτήν του
παντός διά την υγείαν του συναγωνιστού της ελευθερίας του γένους μας.
Και πως ήτο δυνατόν να μη συντριβή η καρδία όλων; Να μη καταπικρα-
θούν όλων τα χείλη; Ευρέθηκεν άλλη φοράν το μέρος τούτο της Ελλάδος
εις περισσοτέραν χρείαν και ανάγκην παρά εις την εποχήν, εις την οποί-
αν ο πολυθρήνητος Μυλόρδος Μπάυρον επέρασε με κίνδυνον και αυτής
της ζωής του εις το Μεσολλόγι, και τότε και εις όσον καιρόν συνέζησε μαζί
μας, δεν εθεράπευσε το πλουσιοπάροχόν του χέρι ταις δεινόταταις χρεί-
αις μας, χρείαις όπου η πτωχεία μας ταις άφηνεν αδιόρθωταις; Πόσα άλλα
καλά πολύ ακόμα μεγαλύτερα, ελπίζαμεν από αυτόν τον άνδρα; Και σή-
μερον, αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και ταις
ελπίδαις μας!
103
Αλλά δεν ημπορούσε τάχα καθήμενος και έξω της Ελλάδος, αναπαυόμε-
νος και χαρούμενος τα καλά της Ευρώπης, να τρέξη με μόνην την μεγα-
λοδωρίας της καρδιάς του εις βοηθειάν μας; Τούτο αρκούσε για ημάς. Η
δοκιμασμένη φρόνησις του Προέδρου της Βουλής και Διοικητού μας ήθε-
λαν οικονομήσει με μόνα αυτά τα μέσα την ασφάλειαν των μερών τούτων.
Αλλά αν αρκούσε αυτό δια ημάς, δεν αρκούσεν, όχι, δι αυτόν. Πλασμένος
από την φύσιν δια να υπερασπίζεται πάντοτε τα δικαιώματα του ανθρώ-
που, όπου και αν τα έβλεπε καταπατημένα, γεννημένος εις ελεύθερον και
πάνσοφον έθνος, θρεμμένως πεδιόθεν με την ανάγνωσιν των συγγραμμά-
των των αθάνατων προγόνων μας, τα οποία διδάσκουν όσους ηξεύρουν να
τα διαβάζουν, όχι μόνο τι είναι, αλλά και τι πρέπει να ήναι, και τι ημπορεί
να είναι ο άνθρωπος, είδε τον εξαχρειωμένον, και αλυσοδεμένον άνθρωπο
της Ελλάδος, να επιχειρισθή να συντρίψει τα φρικτάς αλύσους του και τα
συντρίμματα να κάμη κοπτερά ξίφη δια να ανακτήση με τη βία ό,τι του άρ-
πασεν η βία, είδε και άφησεν όλας τας πνευματικάς και σωματικάς απο-
λαύσεις της Ευρώπης, και ήλθε να κακοπαθήση και να ταλαιπωρηθή μαζί
μας, συναγωνιζόμενος όχι μόνον με τον πλούτο του, τον οποίον δεν ελυ-
πήθηκε, όχι μόνον με τη γνώσιν, της οποίας μας έδωκεν τόσα σωτηριώδη
σημεία, αλλά και με το σπαθί του ακονισμένον εναντίον της τυραννίας και
της βαρβαρότητας. Ήλθεν εις ένα λόγον, κατά την μαρτυρίαν των οικιακών
του, με απόφασιν να αποθάνη εις την Ελλάδα διά την Ελλάδα. Πώς λοιπόν
να μη συντριβή όλων μας η καρδία διά την στέρησιν ενός τέτοιου ανδρός;
Πώς να μην κλαύσωμεν την στέρησίν του ως γενικήν στέρησιν όλου του Ελ-
ληνικού Γένους;
Αλλ’ έως αυτού, αδερφοί, είδατε τον φιλελεύθερον, τον πλούσιον, τον αν-
δρείον άνθρωπον, τον αληθινόν φιλλέληνα, είδατε τον ευεργέτην. Τούτο
φθάνει βέβαια να μας κινήση τα δάκρυα. Δεν φθάνει όμως, δεν φθάνει διά
την υπόληψίν του και το μέγεθος του ενδόξου επιχειρηματός του αυτός,
του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα, είναι άνθρωπος ο οποίος
(εις το είδος του) έδωκε το όνομά του εις τον αιώνα μας. Η ευρυχωρία του
πνεύματός του και το ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν να πατήση
τα λαμπρά, πλην κοινά ίχνη της φιλολογικής των παλαιών δόξας. Έπιασε
νέο δρόμον, τον οποίον η γεροντική πρόληψις προσεπάθησε και προσπα-
θεί ακόμη να τον κλείση εις την σοφήν Ευρώπην. Αλλά όσω ζουν τα συγ-
γράματά του (και θα ζουν όσω ζη ο κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ο δρόμος
αυτός ανοιχτός επειδή και αυτός καθώς και ο άλλος είναι δρόμος αληθινής
δόξας. Εδώ παρατρέχω όσα με βιάζει να σας κοινοποιήσω το βαθύ σέβας
104
Γ’ Μέρος
105
εις τι καιρόν ζήτε; Εις τι αγώνα εμβήκατε; Βλέπετε ότι με την δόξαν σας δεν
ημπορεί να συγκριθεί καμμία δόξα περασμένη; Οι φιλελεύθεροι, οι φι-
λάνθρωποι, οι φιλόσοφοι όλων των εθνών, σας χαιρετούν όλοι μακρώθεν,
όλοι σας εμψυχώνουν, και ο ποιητής των καιρών μας, αγκαλά και στεφα-
νωμένος αθανασίαν, εζήλευε την δόξα σας και ήλθε προσωπικώς να ξε-
πλύνει μαζή σας με το αίμα του τα μολυσμένα από την τυραννίαν χώματά
μας.
Γεννημένος εις την λαμπρότατην μητρόπολιν της Λόνδρας, ευγενέστατος
και από πατέρα και από μητέρα, πόσην χαράν αισθάνθηκε η φιλελληνική
του καρδιά, όταν η πτωχή μας πόλις εις σημείον ευγνωμοσύνης, τον επο-
λιτόγραψε; Εις αυτόν τον αγώνα του θανάτου του, ήγουν την στιγμήν όταν
κρυμμένη η αιωνιότης δείχνεται εις τον άνθρωπον ευρισκόμενον εις τα
όρια της θνητής και αθάνατης ζωής, όταν λέγω όλος ο ορατός κόσμος φαί-
νεται ένα μόνον σημείον ως προς τα λαμπρά έργα της θείας παντοδυνα-
μίας, εις εκείνην την φοβεράν ώραν ο πολυένδοξος τούτος νεκρός αφήνο-
ντας τον κόσμον όλον εβάσταξεν εις το στόμα του μονάχα δύο ονόματα, της
μονάκριβης και πολυαγαπημένης του κόρης και της Ελλάδος. Αυτά τα δύο
ονόματα βαθειά ριζωμένα εις τα σπλάχνα του, μήτε η στιγμή του θανάτου
δεν μπόρεσε να τα εξαλείψη. ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΜΟΥ! Είπεν, ΕΛΛΑΔΑ, είπε, και η
φωνή του έλειψε! Ποία ελληνική καρδία να μη συντρίβεται όσαις φοραίς
ενθυμείται αυτήν την περίστασιν;
Δεκτά βέβαια, αγαπητοί μου Έλληνες, πολύ δεκτά είναι εις την σκιά του
τα δάκρυά μας, διότι είναι δάκρυα των κληρονόμων της αγάπης του. Αλλά
πολύ δεκτότερα θέλει είναι τα έργα μας δια την πατρίδα, τα οποία και χω-
ρισμένος από ημάς, θέλει παρατηρεί από τους ουρανούς, τους οποίους
τον άνοιξεν ο φιλανθρωπισμός του. Αυτήν και μόνην την ευγνωμοσύνη
ζητεί από ημάς εις τας ευεργεσίας του, αυτήν την αμοιβήν εις την προς
ημάς αγάπην του, αυτήν την ελέφρωσιν εις τας ταλαιπωρίας του, αυτήν
την πληρωμήν δια τον χαμόν της πολυτίμου ζωής του. Όταν αγαπητοί μου
Έλληνες, η δύναμίς σας κατορθώση να αποσυντρίψη τα χέρια οπού άρπα-
ζαν από τας αγκάλας μας τους αδελφούς, τα τέκνα, την κατάστασιν μας,
τότε θέλη χαρή η σκιά του, τότε θέλει αγαλλιασθή η κόνις του. Ναι, εις την
μακαρίαν εκείνη ώραν του ευτυχισμένου τέλους των αγώνα σας, ο Αρχι-
ερεύς θ’ απλώνει την ιεράν του και ελευθέραν δεξιάν, και θα ευλογεί και
αγιάζει το πολυένδοξον τάφον του, το Παλληκάρι ζωσμένον το σπαθί από
τα τυρρανικά αίματα βαμμένον θα τον στολίζει με δάφνας, ο Πολιτικός με
106
Γ’ Μέρος
107
Μάθε, ευγενεστάτη κόρη, μάθε ότι στρατηγοί τα εβάσταξαν εις τους ώμους
τους, και τα έφεραν εις την εκκλησίαν, χιλιάδες Έλληνες στρατιώται εσκέ-
παζαν τα δεξιά και αριστερά μέρη του δρόμου, όθεν τα εδιάβαιναν, και τα
στόματα των τουφεκιών, οπού εκατάφαγαν τόσους και τόσους τυράννους,
ήσαν όλα γυρμένα κατά την γην, ωσάν να ήθελαν να πολεμήσουν την γην,
οπού τους άρπαξε τον ειλικρινή φίλο τους. Όλα αυτά τα πλήθη των στρα-
τιωτών με το σπαθί τούτην την στιγμήν εις την μέση, με το τουφέκι εις τον
ώμον, και έτοιμα να εκστρατεύσουν εναντίον του άσπονδου εχθρού του
Χριστού και του ανθρώπου, περικυκλώνουν το νεκρικόν κρεββάτι, και ορ-
κίζονται να μη λησμονήσουν ποτέ τας θυσίας του πατρός σου, και ποτέ να
μην αφήσουν να πατηθή από βάρβαρον και τυραννικόν ποδάρι ο τόπος εις
τον οποίον ευρίσκονται απομεινάρια του. Χιλιάδες στόματα χριστιανικά
ανοίγονται αυτήν την στιγμήν, και ο ναός του Υψίστου Θεού των Χριστια-
νών αναβοά όλος ύμνους, όλος ικεσίας, δια να κατευοδωθούν τα σεβάσμια
λείψανά του εις την πατρικήν του γην, και να αναπαυθή η ψυχή του όπου οι
δίκαιοι αναπαύονται».
Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Σωζόμενοι λόγοι», Παρίσι, 1836. «Οι σωζόμενοι
λόγοι, εκφωνηθέντες εις επήκοον του ελληνικού λαού επί της επαναστά-
σεως, εις εκκλησιαστικάς τελετάς, επιθεωρηθέντες παρά του ιδίου εκδί-
δονται ήδη κατά πρώτον εις έν, φιλοτίμω δαπάνη του κυρίου Παντιά Ράλλη
εις διανομήν προς τους ομογενείς»
Ανακτήθηκε από την ΑΝΕΜΙ – μεταγράφτηκε με το μονοτονικό σύστημα
γραφής από τον επιμελητή, https://bit.ly/3vNxM1V
Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν Έλληνας πολιτικός, διπλωμάτης, λόγιος και
ιστορικός, από τις κορυφαίες μετεπαναστατικές προσωπικότητες της
Ελλάδας. Διετέλεσε πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών, υπη-
ρέτησε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αγγλία, υπήρξε δεινός ρήτορας,
ποιητής και συγγραφέας της πολύτιμης και πολύτομης «Ιστορίας της Ελ-
ληνικής Επαναστάσεως». Γιος του ήταν ο επιφανής Έλληνας πολιτικός Χα-
ρίλαος Τρικούπης.
108
Ευρετήριο Ονομάτων
Α Λ
Αιγάλεω/Ποικίλο Όρος 1, 2, 4, 5, 7, 11, Λόρδος Βύρωνας/Byron 12, 28, 30, 31,
12, 34, 35, 37, 38, 43, 112 101
Β Μ
Βουλή Βιβλιοθήκη 45, 46, 47 Μαβίλης Λορένζτος 5, 54
Βουλή των Ελλήνων 4, 42, 43 Μαυροβουνιώτης Βάσος 39
Μεσολόγγι 13, 14, 15, 26, 29, 33, 68, 107
Γ
Γερολυμάτος Γεράσιμος 9 Π
Παλαμάς Κωστής 5, 59
Δ
Δαφνί/Μονή Δαφνίου 1, 5, 11, 35, 36, Σ
37, 38, 39, 40, 41, 42 Σολωμός Διονύσης 5, 27, 59
Σχίζας Γιάννης 1, 2, 5
Ε
Ελευσίνα 13, 30, 37, 40, 42 Τ
Ταμπούρια 7, 12, 38, 43
Θ Τριγάζης Πάνος 1, 2, 5, 30
Θεόφιλος 3, 36 Τρικούπης Σπύρος 14, 42, 108
Κ Φ
Κάλβος Ανδρέας 5, 59, 92 Φαβιέρος Κάρολος 41
Καματερό 36, 42 Φωτεινάκης Κώστας 1, 2, 5, 12, 35, 40,
Καμπούρογλου Δημήτριος 38, 41 41
Καραϊσκάκης Γιώργος 3, 36, 40, 46
Καρυωτάκης Κώστας 5, 91 Χ
Καρώρης Νικόλαος 39, 40 Χαϊδάρι/Δήμος Χαϊδαρίου 2, 9, 11, 36,
Κερατσίνι 35, 36 37, 38, 40, 41, 112
Κολοκοτρώνης Γενναίος 36, 42
M
Mark H. Munn 34, 35, 41, 43
Ελληνικό Δίκτυο ΦΙΛΟΙ της ΦΥΣΗΣ/Naturefriends Greece
Ανθέων 72, 12461, Χαϊδάρι | Τηλ. - FAX: +30 215 5257408 | ΑΦΜ: 997557187, ΔΟΥ
Αιγάλεω
| Email: naturefriendsgreece@gmail.com | www.naturefriends.gr
Τηλ.: +30 215 5257408 - 690 7720897
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Parisina – Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης
Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΡΔΟ ΒΥΡΩΝΑ
Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός «Εἰς τὸν θάνατον τοῦ Λόρδου Μπάιρον (7 Απριλίου 1824)»
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης, «BYRON» (Περιέχεται στο έργο «Ελεγεία και Σάτιρες») Αφιέρωμα στο Λόρδο Βύρωνα
Ποίηση: Ανδρέας Κάλβος, «Η Βρετανική μούσα»
Ποίηση: Κωστής Παλαμάς, «Μπάιρον» (1824‒1924) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Τα ταμπούρια των Αγωνιστών του ‘21 στο Ποικίλο
Ο Επικήδειος λόγος του Σπύρου Τρικούπη για το Λόρδο Βύρωνα.
Όρος – Η Μονή Δαφνίου & η Επανάσταση του ‘21
Ευρετήριο