You are on page 1of 4

Το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054)

Παρά την προσωρινή συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών, τα προβλήματα ήταν βαθύτερα και κάποια
στιγμή η ρήξη των δύο πλευρών φαινόταν αναπόφευκτη. Αν και όλοι σήμερα συμφωνούν ότι το
οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών έγινε το 1054 , οι βυζαντινές πηγές είναι ασαφείς. Έτσι, γίνεται λόγος
για το έτος 1009, όταν για τελευταία φορά αναφέρεται το όνομα του πάπα (Ιωάννης ΙΗ’) στα
εκκλησιαστικά δίπτυχα, κάτι το οποίο σήμερα δεν γίνεται αποδεκτό.

Από το 1040 περίπου, οι βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία αντιμετώπισαν έναν νέο κίνδυνο: τους
Νορμανδούς.

Αν και αρχικά οι Βυζαντινοί συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον τους, οι καταστροφικές ήττες από τους
Νορμανδούς τον Φεβρουάριο του 1053 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους στο Civitate, στη μάχη του
οποίου μάλιστα αιχμαλωτίστηκε ο πάπας Λέων Θ’, οδήγησαν στη συνέχεια τη Δυτική Εκκλησία, να
συμμαχήσει με τους Νορμανδούς οι οποίοι παρέδωσαν σ’ αυτήν ελληνικούς ναούς που βρίσκονταν
στην επικράτειά τους.

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τότε ο δυναμικός Μιχαήλ Κηρουλάριος. Το 1053, έπεισε τον
επίσκοπο Λέοντα της Αχρίδας (τότε ανήκε στη Βουλγαρία), να κατηγορήσει τους Λατίνους για τη
χρήση των αζύμων στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για τη νηστεία του Σαββάτου και γιατί
έτρωγαν κρέας από πνιγμένα ζώα (Πράξεις ΙΕ’ 20).

Επρόκειτο για μία άστοχη ενέργεια του Πατριάρχη, ο οποίος προσπάθησε στη συνέχεια να γίνει πιο
διαλλακτικός. Τον ακολούθησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος.

Η ένταση όμως δεν εκτονώθηκε. Οι τρεις παπικοί λεγάτοι (απεσταλμένοι, πρεσβευτές), με επικεφαλής
τον Ουμβέρτο, δυναμικό και ισχυρογνώμονα, προσέβαλαν τον Κηρουλάριο, αρνούμενοι να τον
τιμήσουν με την καθιερωμένη προσκύνηση και την τυπική κλίση του κεφαλιού, σε ένδειξη σεβασμού.
Ο Πατριάρχης «ανταπέδωσε», καθώς δεν τίμησε τους λεγάτους με προβάδισμα απέναντι στους
μητροπολίτες του. Η κατάσταση ξέφυγε τελείως, όταν οι λεγάτοι έδωσαν στον Κηρουλάριο επιστολή
του πάπα Λέοντα που επέκρινε τον τίτλο του «οικουμενικού» που χρησιμοποιούσε ο Πατριάρχης και
συνέχιζε την πολεμική για τα ζητήματα που είχε θέσει ο Λέων της Αχρίδος.
Ο όρος «Οικουμενικός», άρχισε να χρησιμοποιείται από Πατριάρχες κι επισκόπους κατά τον 5ο και
6ο αιώνα.

Όταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Δ’ ο Νηστευτής (582-595), είχε χρησιμοποιήσει τον όρο


«Οικουμενικός», οι πάπες Πελάγιος Β’ (579-590) και Γρηγόριος Δ’ (590-604), αντέδρασαν. Όμως ο
όρος «Οικουμενικός», δεν χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «παγκόσμιος», αλλά για να δηλώσει ότι ο
«Οικουμενικός Πατριάρχης», έχει πλήρη και αποκλειστική δικαιοδοσία στη σφαίρα επιρροής του
Πατριαρχείου του. Πάντως για πρώτη φορά ο όρος «Οικουμενικός» περιλήφθηκε επίσημα στην
πατριαρχική υπογραφή από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α’ (1217-1222).

Επανερχόμενοι στα γεγονότα του 1054, ο Κηρουλάριος ανακάλυψε ότι η δήθεν επιστολή του πάπα
ήταν πλαστή και ότι είχε γραφτεί από τον Αργυρό, έναν Λατίνο στον οποίο ο Κωνσταντίνος Θ’ είχε
αναθέσει τη διοίκηση των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία.

Μετά από σφοδρές αντιπαραθέσεις και καθώς ο Κηρουλάριος δεν αποδεχόταν καμία συζήτηση για το
filioque, ο Ουμβέρτος τον αφόρισε, κατηγόρησε τους Βυζαντινούς ότι επιδίδονταν σε σιμωνία
(χειροτονία κληρικών με δωροδοκία και γενικότερα εμπορευματοποίηση της Εκκλησίας), ευνουχισμό
διαφόρων ατόμων για να τους χρίσουν υποχρεωτικά ιερείς ή επισκόπους, προέβαιναν σε νέα βάπτιση
των Λατίνων επέτρεπαν στους κληρικούς να νυμφεύονται (κάτι που ίσχυε με απόφαση της Πανθέκτης
Συνόδου του 692, μόνο όμως πριν χρισθούν ιερείς) και απαγόρευαν τη Θεία Κοινωνία σε όσους δεν
γενειάδα! Έξαλλος ο Κηρουλάριος αφόρισε τον Ουμβέρτο και τους άλλους δύο παπικούς
απεσταλμένους, όχι όμως τον πάπα. Το πλήθος επιχείρησε να λιντσάρει τους παπικούς
απεσταλμένους, όμως ο Κηρουλάριος κατόρθωσε να τους σώσει.

«Οι αξιώσεις του παπικού πρωτείου, ο ανταγωνισμός για τον ευαγγελισμό ομόρων κρατών της
νοτιοανατολικής Ευρώπης σε συνδυασμό με μικρολειτουργικές διαφορές και τη σοβαρότερη
δογματική διαφωνία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος», τα οποία θεωρεί αιτίες της ρήξης η
Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οδήγησαν τελικά στο σχίσμα των δύο Εκλησιών, που διαρκεί σχεδόν
χίλια χρόνια.
Απόηχος και συνέπειες του σχίσματος του 1054

Υπάρχουν κάποιοι που δεν δέχονται ως ημερομηνία του οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών το 1054,
καθώς ο πάπας Λέων Θ’ πέθανε πριν τον αφορισμό του Κηρουλάριου από τον Ουμβέρτο και συνεπώς
ο αφορισμός δεν έχει νομική ισχύ. Οι επόμενοι πάπες, δεν ήραν τον αφορισμό, ωστόσο οι δύο
Εκκλησίες είχαν πολύ καλές σχέσεις, ως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους
το 1204, με τις λεηλασίες και τις αγριότητες που ακολούθησαν.

Είχαν προηγηθεί βέβαια από το 1096 και οι σταυροφορίες, που δημιούργησαν αναπόφευκτα
προβλήματα μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Μπροστά στον οθωμανικό κίνδυνο τους επόμενους αιώνες,
έγιναν προσπάθειες επανένωσης των δύο Εκκλησιών, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ένα σημαντικό βήμα, έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 στην Ιερουσαλήμ, όταν ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Αθηναγόρας μια φωτισμένη προσωπικότητα, από το Βασιλικό Πωγωνίου Ηπείρου
(κοσμικό όνομα Αριστοκλής Σπύρου) και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, προέβησαν σε αμοιβαία άρση των
αναθεμάτων, χωρίς όμως ανάλογη συνέχεια.

Για το σχίσμα των δύο Εκκλησιών έγραψαν:

«Ανάμεσα σε εμάς και στους Λατίνους υπάρχει τεράστιο χάσμα, τέλεια διαφορά απόψεων και
σκέψεων, παρόλο ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε κάτω από
την ίδια στέγη» (Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος της άλωσης του 1204).

«Το σχίσμα του 1054 μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη νίκη για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
δεδομένου ότι τον καθιστούσε τελείως ανεξάρτητο από τον πάπα και τη Δύση… Για την πολιτική
ιστορία της αυτοκρατορίας, όμως, το γεγονός αυτό υπήρξε μοιραίο εφόσον κατέστρεψε κάθε
δυνατότητα οιασδήποτε μελλοντικής κατανόησης μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Δύσης». (A.
Vasiliev).

«Τα αμοιβαία αυτά αναθέματα ήταν η αρχή μιας έριδας που θα διαρκούσε πολλούς αιώνες, κάτι που
κανείς από τους σύγχρονους πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων δεν ήταν σε θέση να αναλογιστεί,
πιστεύοντας ότι, όπως και στο παρελθόν, η ρήξη θα ήταν προσωρινή» (Τ. Κ. Λουγγής).

«Η σημασία αυτών των γεγονότων έγινε στην ανθρωπότητα αργότερα αισθητή. Οι σύγχρονοι δεν
έδωσαν σε αυτά ιδιαίτερη προσοχή, πράγμα που ρίχνει παράξενο φως στις σχέσεις Ρώμης και
Βυζαντίου στην εποχή που προηγήθηκε» (G. Ostrogorsky).

«Συνήθως τα γεγονότα του 1054 ξεχωρίζουν ως κεντρικής σημασίας για την ιστορία του Μεσαίωνα .
Εκ των υστέρων ίσως και να ήταν, παρόλο που οι σύγχρονοι τους, Λατίνοι και Βυζαντινοί έκαναν ό,τι
μπορούσαν για να τα ξεχάσουν. Προκαλούσαν ντροπή και σύγχυση και δεν θ’ αργούσε να διαφανεί η
πραγματική τους σημασία». (M. Angold).

Πηγές:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Η’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ


ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟαΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ»,
εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2006.

Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κύριο Αλέξιο Γ.Κ.
Σαββίδη για την πολύτιμη βοήθειά του.

You might also like