You are on page 1of 4

Η Εκκλησία μας τιμά σήμερα τον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, τον μεγάλο αυτό άγιο

της ρωσσικής γης.


Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κουρσκ της Ρωσίας τον Ιούλιο του 1759 και το
όνομά του ήταν αρχικά Πρόχορος. Ο πατέρας του αναλάμβανε την ανέγερση
πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών. Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κουρσκ
ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, αλλά ξαφνικά, ενώ ο Πρόχορος
ήταν τριών ετών, απεβίωσε, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την
ανατροφή του υιού τους αλλά και την συνέχιση του έργου του. Η μητέρα του Αγάθη,
ήταν ευκατάστατη οικονομικά και έδωσε στον μικρό Πρόχορο την παιδεία που
άρμοζε στις επιφανείς οικογένειες της εποχής, ιδιαίτερα όμως έγινε παράδειγμα της
αρετής και της ευσέβειας.
Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε
βαριά χωρίς ελπίδα και σημεία ανάρρωσης. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας
είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα
τον θεραπεύσει. Πράγματι, μια από εκείνες τις ημέρες γινόταν λιτανεία, και έξω από
την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, περνούσε η θαυματουργή εικόνα της
Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε, και η
εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα.
Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από
την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που
αποκαταστάθηκε τελείως.
Όταν έγινε 19 ετών, ο Πρόχορος άφησε το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κουρσκ, και
αποφάσισε να μονάσει στη μονή του Σαρώφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει
Μοναχός διήρκησε οκτώ χρόνια. Σε ηλικία 27 ετών εκάρει Μοναχός με το όνομα
Σεραφείμ και σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.
Ο Διάκονος Σεραφείμ, εισέρχεται δυναμικά στην άσκηση της πνευματικής ζωής,
παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με
ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το
βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις
νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.
Στα τριαντα τέσσερά του χρόνια χειροτονείται Ιερέας και αποδύεται με μεγαλύτερο
ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα. Τώρα πλέον δεν τον ικανοποιεί ο μόχθος
της κοινοβιακής ζωής, δηλαδή η κοινή προσευχή, η νηστεία, η υπακοή, η
ακτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει η δίψα για πιο υψηλές Πνευματικές ασκήσεις.
Εγκαταλείπει λοιπόν, με την ευλογία του Ηγουμένου, το μοναστήρι του και
αποσύρεται μέσα στο πυκνό δάσος του Σαρώφ. Περνά εκεί δεκαπέντε χρόνια σε
τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου
Λόγου και σωματικούς κόπους. Για μήνες ολόκληρους μιμείται του παλιούς στυλίτες
της Εκκλησίας. Ανεβασμένος σε μία μεγάλη πέτρα, υψώνει τα χέρια στον ουρανό και
προσεύχεται.

Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σαρώφ και κλείνεται
στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό
του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζειται ολόκληρος
από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και να δει θεϊκά
οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας
στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την
αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του, είχε προσελκύσει γύρω του
πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην
θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι
και άσημοι, νέοι και ηλικιωμένοι, συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να
λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους
δεχόταν όλους με αγάπη, και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους, αναφωνούσε: «Χαρά
μου!».
Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον
σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του
κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια,
άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους
αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Την 1η Ιανουαρίου 1833, ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό
του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες
και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της
Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και
τους ασπάσθηκε. Κάποιος μοναχός, που ονομαζόταν Παύλος, πρόσεξε ότι ο Όσιος
εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό
του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει
στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ....», «Ὤ,
Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ....».

Ο Όσιος εκοιμήθη εν ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833. Οι μοναχοί τον βρήκαν με το


λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου,
ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα
σταυρού. Νόμιζαν ότι είχε αποκοιμηθεί.

Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής


επανάστασης και ξαναβρέθηκαν το 1990, στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991
επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο.

Ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ είναι για μας ο άγιος της χαράς, της εσωτερικής
γαλήνης, της ψυχικής ειρήνης. Η οσιακή του ζωή μας δίδαξε πως όλα όσα απορρέουν
από τον Θεόν, έχουν μέσα τους την ειρήνη και οδηγούν τον άνθρωπο προς την
αυτοκριτική και την ταπείνωση. Έλεγε ο άγιος :

Ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να ζήσει την εσωτερική ζωή, πρώτα απ’ όλα πρέπει
να έχει τον φόβο του Θεού που είναι και η αρχή της σοφίας.

Η ειρήνη της ψυχής αποκτάται διά των θλίψεων. Η Γραφή λέγει: «Διήλθομεν διά
πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. ξε’, 12).
Όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να έχει καρδιά ταπεινή και λογισμό ειρηνικό, τότε όλες
οι σκευωρίες του εχθρού μένουν ανενέργητες. Διότι όπου υπάρχει η ειρήνη των
λογισμών, εκεί αναπαύεται ο Ίδιος ο Θεός.

Τίποτε δεν συμβάλλει τόσο στην απόκτηση της εσωτερικής ειρήνης, όσο η σιωπή και
η συζήτησις με τον εαυτόν μας μάλλον, παρά με τους άλλους.

Ἐλεγε ακόμη :

Στον πλησίον μας πρέπει να φερόμεθα με λεπτότητα, χωρίς ούτε με το βλέμμα μας
να τον προσβάλλουμε.

Να κατακρίνουμε πάντοτε τον εαυτόν μας και έτσι θα παύσουμε να κατακρίνουμε


τους άλλους.

Μπορούμε να κατακρίνουμε μια πράξη κακή, ποτέ όμως εκείνον που την έπραξε.

Για την αδικία που σου προξενούν οι άλλοι, όποια κι’ αν είναι αυτή, δεν πρέπει να
εκδικείσαι, αλλά αντίθετα να συγχωρείς από τα βάθη της καρδιάς σου εκείνον που σε
αδίκησε.

Εάν επιτρέψει ο Κύριος να δοκιμάσει ο άνθρωπος ασθένειες, τότε Εκείνος θα του


δώσει και την δύναμη της υπομονής.

Όποιος υποφέρει την ασθένεια του με υπομονή και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό,
στεφανώνεται σαν μάρτυς και αγωνιστής.

Όταν ο άνθρωπος δεχθεί κάτι το θεϊκό μέσα του, η καρδιά του χαίρεται. Όταν
αντιθέτως δεχθεί κάτι το διαβολικό, τότε συγχύζεται και ταράζεται.

Ας αγαπήσουμε την ταπεινοφροσύνη για να δούμε την δόξα του Θεού, διότι όπου
στάζει η ταπεινοφροσύνη εκεί αναβλύζει η δόξα του Θεού.

Αυτήν την δόξα του Θεού ευχόμαστε να αντικρίσουμε όλοι μαζί, διά πρεσβειών του
οσίου πατρός ημών Σεραφείμ του Σαρώφ, και να βρεθούμε στην Βασιλεία Του Θεού,
αμήν.

You might also like