You are on page 1of 5

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)

Διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες


φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4


Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και
ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς
Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα
σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα. Έμαθε τα
πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και στη Σκόπελο, φοίτησε
κατόπιν στο γυμνάσιο της Χαλκίδας και ολοκλήρωσε τις
γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βαρβάκειο) με χίλιες δυο
στερήσεις. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν
πήρε το δίπλωμά του.
Φύση ασκητική ο Παπαδιαμάντης, στα είκοσί του πήγε στο Άγιο Όρος μαζί με τον εξάδελφό
του, επίσης διηγηματογράφο, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, για να προσκυνήσει, όπως έλεγε ο
ίδιος. Πάντως, δεν έμεινε πολύ εκεί. Γύρισε στην Αθήνα και όλη του η ζωή κύλησε λιτά και
ασκητικά ανάμεσα στη βιοπάλη, τη συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια ήταν ο τακτικός
ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι και από τα μικρά του χρόνια
ως το θάνατό του η πιο αγαπημένη του ενασχόληση ήταν η μελέτη εκκλησιαστικών
βιβλίων.
Ο Παπαδιαμάντης πολύ νέος άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά.
Δημοσίευε ιδίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά και γαλλικά, γλώσσες
που τις έμαθε μόνος του. Παράλληλα, άρχισε και το καθαυτό λογοτεχνικό του έργο. Τα
πρώτα χρόνια καταγίνεται με ιστορικά μυθιστορήματα: «Μετανάστις (1880), «Οι Έμποροι
των Εθνών» (1883), «Η Γυφτοπούλα» (1884). Γράφει και μερικά ποιήματα.
Γρήγορα, όμως, βρήκε τον αληθινό του δρόμο και στράφηκε προς το διήγημα. Ο «Χρήστος
Μηλιόνης» (1885), εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, είναι η απαρχή της στροφής
αυτής. Από το 1885 καταγίνεται αποκλειστικά μ’ αυτό το είδος. Γράφει μικρά και μεγάλα
διηγήματα (νουβέλες): «Η Χολεριασμένη (1901), «Ο Πεντάρφανος» (1905), «Ο Νεκρός
ταξιδιώτης (1910), «Η Φόνισσα» (1903), «Οι Μάγισσες (1900), «Η Νοσταλγός» (1894), τα
«Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», τα «Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα και τα «Πασχαλινά
διηγήματα».
Το πλούσιο διηγηματικό του έργο, με θέματα και τύπους από τις λαϊκές συνοικίες της
Αθήνας ή την απλοϊκή ζωή της κοινωνίας της Σκιάθου, τον παρουσιάζει συγγραφέα του
είδους, που λέγεται ηθογραφία. Αλλά η ηθογραφία του είναι μόνο ο σκηνικός διάκοσμος,
όπου κινούνται τα πρόσωπα και ξετυλίγονται τα γεγονότα. Ο Παπαδιαμάντης δεν
αντιγράφει ήθη και έθιμα. Βλέπει τη λαϊκή ψυχή, ζει τις εκδηλώσεις και αποτυπώνει όλα
αυτά στο έργο του, ένα έργο τελείως προσωπικό και ιδιότυπο ως προς την εκλογή των
θεμάτων, την έμπνευση και τη γλώσσα.
Ο Παπαδιαμάντης αγάπησε την απλοϊκή ζωή, τη νοσταλγούσε και την ονειροπολούσε
συνεχώς και είχε το μεγάλο μυστικό να μεταμορφώνει τα ονειροπολήματά του σε εκλεκτά
διηγήματα. Ασφαλώς τέτοιες ώρες νοσταλγίας και ονειροπόλησης έπλασε τα «Ρόδινα
Ακρογιάλια» (1908), «Ολόγυρα, στη λίμνη» (1892), «Το Αστεράκι» (1909), «Το μοιρολόγι
της φώκιας»(1908) κ.ά. Τέτοιες ώρες, επίσης, καθώς έσκυβε πάνω από τον ανθρώπινο
πόνο, έγραψε τη «Μαυρομαντηλού» (1891), τη «Σταχομαζώχτρα» (1889), το «Σπιτάκι στο
λιβάδι» (1896), την «Υπηρέτρα» (1888) ή το μικρό αριστούργημα «Στο Χριστό στο κάστρο»
(1892).
Στο προσωπικό ύφος του Παπαδιαμάντη ανήκουν ακόμα η έντονη λατρεία της φύσης, η
θρησκευτική ευλάβεια και η βυζαντινή μελωδία, που είναι διάχυτη στο έργο του. Άλλωστε,
το λέει και ο ίδιος: «Όσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά
λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά
στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Ιδιόμορφη είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, επηρεασμένη από τα εκκλησιαστικά
βιβλία. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει ούτε τη σαφήνεια και κατανόηση, ούτε το να έχουν οι
φυσικές του περιγραφές, ποίηση αληθινή.
Γενικά, ο Παπαδιαμάντης χάρισε σελίδες αριστοτεχνικές στη νεοελληνική λογοτεχνία και
θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους μας. Ο νομπελίστας ποιητής
Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο
πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί
έχομε τον Παπαδιαμάντη».
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα και όταν
κατάλαβε το τέλος του, αναζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε από
πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911.

Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά
μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ
εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον
του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα
εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν
Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα
ξένας γλώσσας.

Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868
επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το
περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι».
Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και
εφημερίδας.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1144

Χαρακτηριστικά του Παπαδιαμάντη

 
  η ηθογραφία: Ο Παπαδιαμάντης στρέφει την προσοχή του στο αγροτικό και
το νησιωτικό στοιχείο της Ελλάδας, προσεγγίζει τον απλό άνθρωπο και
προσαρμόζει τη γλώσσα του έτσι, ώστε να γίνεται αντιληπτός, έστω κι αν
μιλά σε καθαρεύουσα. Μπαίνει στην ουσία της επαρχίας και την παρουσιάζει
όπως ακριβώς είναι: αυθεντική, χωρίς προσπάθειες εξωραϊσμού.

 Έντονο είναι το λαογραφικό στοιχείο, που πηγάζει από την αγάπη του
Παπαδιαμάντη για την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, την αγάπη του για
τη θάλασσα και τους θησαυρούς της.

  η θρησκευτικότητα και χριστιανική


παράδοση: Οι αρχές της οικογένειας του και γενικότερα
η χριστιανική του συνείδηση διαμόρφωσαν τον τρόπο με
τον οποίο έβλεπε τα πράγματα. Η πρώτη καλλιτεχνική
του έκφραση ήταν η αγιογραφία. Παρότι πέρασε
ανεπιτυχώς από το μοναστικό σχήμα στο Άγιο Όρος, έμεινε εντούτοις
πάντοτε ένας κοσμοκαλόγερος, αποφεύγοντας ό,τι απομακρύνεται από τις
χριστιανικές ηθικές αξίες. Διάβαζε διαρκώς εκκλησιαστικά βιβλία, βυζαντινή
μουσική και υμνολόγια. Αυτή η παιδεία του πέρασε και στο έργο του, που
περιέχει θρησκευτικές καταβολές, περισσότερο ή λιγότερο άμεσες και που
αποπνέει τη βαθιά και αγνή θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων. Σε
ολόκληρο το έργο του αναζητά την ηθική τελειότητα, χωρίς όμως να
αδιαφορεί για τις ομορφιές της ζωής και τις χαρές της. Βλέπει παντού να
υπάρχει ο Θεός: στην τελειότητα γύρω και κυρίως στις καρδιές των
ανθρώπων. Η αμαρτία είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση, δεν την επικρίνει,
δεν την απορρίπτει. Ξέρει πως σε όλες τις ανθρώπινες πράξεις υπάρχουν
δύο δίδυμες, αντίπαλες δυνάμεις, του καλού και του κακού, που άλλοτε
στρέφουν τους ανθρώπους στον ορθό κι άλλοτε στο λανθασμένο δρόμο.
«... βάση του χριστιανισμού του αποτελούν η βίωση της αμαρτίας και η πάλη
με το κακό και τους πειρασμούς της ζωής. Γιατί ο χριστιανός αυτός είναι ένας
χριστιανός «πειραζόμενος»... Ο ηθικός του κόσμος δοκιμάζεται... από τα
πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού.»

 ο ρεαλισμός: Τα γεγονότα, οι ήρωες, οι καταστάσεις, ο τόπος και


συχνά ο χρόνος έχουν σχεδόν πάντοτε ένα έντονο ρεαλιστικό χαρακτήρα.

 η ψυχογραφία: Ο Παπαδιαμάντης δεν φωτογραφίζει τους χαρακτήρες


των έργων του, προσπαθεί να μπει στην ψυχή τους και να αποτυπώσει τα
εσωτερικά τους διλήμματα και τις αντιφάσεις.

 η ποιητικότητα: Ο Παπαδιαμάντης αρνείται να συμβιβαστεί με τα


δεδομένα της κοινής εμπειρίας. Κι ενώ στην αρχή έλκεται από την
αναπαραστατική γραφή, στη συνέχεια αφήνει το έργο του να κατακλυστεί
από λυρική ορμή.

 η γλώσσα:  Στους διαλόγους χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά


αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους
σκιαθίτικους ιδωματισμούς. Στα αφηγηματικά χωρία κυριαρχεί η
καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής, ενώ στις
περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις του χρησιμοποιεί μια προσεγμένη
και αυστηρή καθαρεύουσα.

 η Σκιάθος. Το υλικό των διηγημάτων του το παίρνει από τη ζωή του


στο αγαπημένο του νησί. Τα παραμύθια, τις ιστορίες που άκουσε από τους
μεγαλύτερους, τα δικά του βιώματα, αυτά νοσταλγεί και αυτά μεταπλάθει σε
αφηγηματικό υλικό.

 η φυσιολατρία. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες φυσικού κάλλους, οι


λυρικές περιγραφές φυσικών τοπίων, η αίσθηση της ελευθερίας και της
ευδαιμονίας που χαρίζει η ελληνική φύση.

 η νοσταλγία για το παρελθόν- αρνητική στάση απέναντι στην


εξέλιξη. Αθεράπευτα ρομαντικός, επηρεασμένος και από τα εκκλησιαστικά
διαβάσματά του, τίθεται αντίθετος σε κάθε ξενόφερτο στοιχείο που φοβάται
ότι θα αλλάξει το χαρακτήρα της ζωής μας. Η ζωή στην πόλη τον πνίγει και
επιθυμεί την επιστροφή του στο νησί.
Σημειώσεις Ε. Φανιάδη

You might also like