You are on page 1of 1

µουσική < αρχ. Μοῡσα [ήδη οµηρικό, πβ.

το προοίµιο της Οδύσσειας, α 1: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα,


πολύτροπον), πιθ. < *μοντ-γα (µε δυσεξήγπτο -τ-) ἡ *μονθ-γα, απὀ µεταπτωτ. βαθµίδα τού Ι.Ε. *men- /
*men-dh-, ρίζα ευρείας διαδόσεως που συνδ. µε τη σκέψη και µε πνευματικές δραστηριότητες και αποντά
στα οµόρριζα µαίν-ομαι, µαν-ία, µόν-τις, µανθ-άνω, µνή-µη, αὐτό-μα-τος, µέν-ος κ.ά. Δεν ευσταθεί η
ανάλυση Μοῡσα < *μόντ-γα «νύμφη των βουνών», που ουνδ. µε το λατ. mons, -ntis «βουνό, όρος», καθώς
η λεξιλογική οικογένεια τού λατ. όρου δεν φαίνεται να έχει αντιστοιχία στην Ελληνική. ☞ ΣΧΟΛΙΟ λ.
µαθαίνω.

µουσική < αρχ. Μοῡσα [ήδη οµηρικό, πβ. το προοίµιο της Οδύσσειας, α 1: Ἄνδρα μοι ἔννεπε,
Μοῦσα, πολύτροπον), πιθ. < *μοντ-γα (µε δυσεξήγπτο -τ-) ἡ *μονθ-γα, απὀ µεταπτωτ. βαθµίδα τού
Ι.Ε. *men- / *men-dh-, ρίζα ευρείας διαδόσεως που συνδ. µε τη σκέψη και µε πνευματικές
δραστηριότητες και αποντά στα οµόρριζα µαίν-ομαι, µαν-ία, µόν-τις, µανθ-άνω, µνή-µη, αὐτό-μα-
τος, µέν-ος κ.ά. Δεν ευσταθεί η ανάλυση Μοῡσα < *μόντ-γα «νύμφη των βουνών», που ουνδ. µε το
λατ. mons, -ntis «βουνό, όρος», καθώς η λεξιλογική οικογένεια τού λατ. όρου δεν φαίνεται να έχει
αντιστοιχία στην Ελληνική. ☞ ΣΧΟΛΙΟ λ. µαθαίνω.

You might also like