You are on page 1of 29

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΘ. ΤΣΑΚΙΡΗ


ΣΤΕΛΛΑΣ ΗΛ. ΣΥΛΕΟΥΝΗ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΩΝ. ΤΣΑΚΙΡΗ
Ακαδημίας 87 - Αθήνα - 106 78
Τηλ. 2103846554 και Fax 2103845545
Email: tsakirisk@hotmail.gr
tsakirik@hotmail.com

ENΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ


(3ου ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ)

Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α

1. Κωνσταντίνου Αλμπάνη του Θεοδώρου, μονίμου


δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Λαγκαδικίων Θεσσαλονίκης, με ΑΦΜ
108901057 ΔΟΥ Λαγκαδά.
2. Ειρήνης Αμπατζίδου του Πέτρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σερρών, οδός Στρυμώνος, αριθμός 9,
με ΑΦΜ 100860212 ΔΟΥ Σερρών.
3. Γεωργίου Ανδρώνη του Φωτίου, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Καλλίφυτου Δράμας, οδός Μεγ. Αλεξάνδρου,
αριθμός 63, με ΑΦΜ 073792231 ΔΟΥ Δράμας.
4. Γιαννούλας Αραμπατζή του Παναγιώτη, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Δαδιάς Σουφλίου, με ΑΦΜ 073462266
ΔΟΥ Αλεξανδρούπολης.
5. Βλάστας Αρουτσίδου του Σταύρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Υδραίας Αριδαίας, με ΑΦΜ 107023897
ΔΟΥ Έδεσσας.
6. Βίκτωρα Βασιλειάδη του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Ιωαννίνων, οδός Σιωμοπούλου,
αριθμός 1, με ΑΦΜ 120110810 ΔΟΥ Ιωαννίνων.
7. Δημητρίου Βέργου του Κωνσταντίνου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Φιλιππιάδας, οδός Μπιζανίου και Ν.
Καζαντζάκη, αριθμός 2, με ΑΦΜ 112509124 ΔΟΥ Πρέβεζας.
8. Κατερίνας Βονιτσάνου του Θεοδώρου, κατοίκου
Λευκάδας, οδός Ιωάννη Μελλά, αριθμός 5-9, με ΑΦΜ 128481977 ΔΟΥ
Λευκάδας.
9. Δημητρίου Γιαννιώτη του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Καρπενησίου, οδός Ν. Ξυλούρη,
αριθμός 1, με ΑΦΜ 065661882 ΔΟΥ Καρπενησίου.
10. Γιαννούλας Γαζέτα του Κων/νου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Καρπενησίου, οδός Νάξου, αριθμός
47, με ΑΦΜ 049480641 ΔΟΥ Καρπενησίου.
2

11. Παναγιώτας Γιαννούχου του Μιλτιάδη, μονίμου


δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Θάσου, οδός Θεολογίτη Αυγουστή,
αριθμός 2, με ΑΦΜ 066262010 ΔΟΥ Αγίου Νικολάου.
12. Κωνσταντίνου Γκούρλια του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Ναυπάκτου, οδός Βαρελά, αριθμός 9,
με ΑΦΜ 068516555 ΔΟΥ Μεσολογγίου.
13. α) Φελέκη Δημητρίου του Ιωάννη, κατοίκου
Αγρινίου, οδός Γριμπόβου και Γληνού γωνία, με ΑΦΜ 100604610 ΔΟΥ
Αγρινίου, αφενός ατομικά για τον εαυτό του, αφετέρου ως ασκούντος τη
γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του, β) Φελέκη Στυλιανής του
Δημητρίου και γ) Φελέκη Αναστασίας του Δημητρίου, όλων ως
μοναδικών νόμιμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης
αρχικής 13ης εφεσίβλητης (προσφεύγουσας και ενάγουσας), Σεβαστής
Ζαχαράκη του Χρήστου.
14. Γεωργίας Κανέλλου του Αναστασίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Περαίας Θεσσαλονίκης, οδός
Λευκαλίωνος, αριθμός 38, με ΑΦΜ 061485922 ΔΟΥ Καλαμαριάς.
15. Μιχαήλ Καραπαίου του Αθανασίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης, με ΑΦΜ
065899845 ΔΟΥ Λαγκαδά.
16. Γεωργίου Καφετζή του Βασιλείου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ρόδου, αριθμός 27
(Κάτω Πατήσια), με ΑΦΜ 076369028 ΔΟΥ ΙΓ΄ Αθηνών.
17. Αλτάνης Κεχριμπάρη του Ανέστη, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Αγ. Κηρύκου Ικαρίας, με ΑΦΜ
079294591 ΔΟΥ Καρπενησίου.
18. Γεωργίου Κυρούδη του Θεοδώρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Διδυμοτείχου, οδός Σοφοκλέους,
αριθμός 33, με ΑΦΜ 049918189 ΔΟΥ Ορεστιάδας.
19. Κλεοπάτρας Κωστοπούλου του Παναγιώτη,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Καρδίτσας, οδός Κοραή,
αριθμός 21, με ΑΦΜ 104427929 ΔΟΥ Καρδίτσας.
20. Σωτηρίας Λαζαρίδου του Αστέριου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός Θάλειας, αριθμός
5, με ΑΦΜ 062028468 ΔΟΥ Ε΄ Θεσσαλονίκης.
21. Παναγιώτη Λάππα του Λάμπρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Κρέντης Ευρυτανίας, με ΑΦΜ
110963405 ΔΟΥ Καρπενησίου.
22. Γεωργίου Λιάγκα του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Αγίου Σώστη Φθιώτιδας, με ΑΦΜ
056852326 ΔΟΥ Λαμίας.
23. Χρήστου Μακούφη του Ιωάννη, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Πολυκάρπης Νομού Πέλλας, με ΑΦΜ 066997142
ΔΟΥ Έδεσσας.
3

24. Γεωργίας Μπαλάσκα του Δημητρίου, μονίμου


δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σερρών, οδός Καπετάν Μητρούση,
αριθμός 77, με ΑΦΜ 103496869 ΔΟΥ Σερρών.
25. Ευαγγελίας Νάτση του Κων/νου, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, οδός Αλωνίων, αριθμός 3, με
ΑΦΜ 102900351 ΔΟΥ Κηφισιάς.
26. Βάϊας Νεόλιανη του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σερρών, οδός Γιαννιτσών, αριθμός 20,
με ΑΦΜ 101992581 ΔΟΥ Α΄ Σερρών.
27. Φανής Παπαθανασίου του Σωτηρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Φλώρινας, οδός Β. Γεωργίου, αριθμός
14, με ΑΦΜ 075086196 ΔΟΥ Φλώρινας.
28. Χαράλαμπου Παπαστεργιόπουλου του Γεωργίου,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Έδεσσας, Πάροδος Αγίου
Δημητρίου, αριθμός 45Δ, με ΑΦΜ 103384558 ΔΟΥ Βέροιας.
29. Αθανασίας Παπατσαρούχα του Αθανασίου,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σουφλίου, οδός Πάροδος
Πλουτάρχου, αριθμός 7, με ΑΦΜ 065808939 ΔΟΥ Αλεξανδρούπολης.
30. Νίκης Παρτσανάκη του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σωσάνδρας Αλμωπίας, με ΑΦΜ
107032810 ΔΟΥ Έδεσσας.
31. Γεωργίου Περγάμαλη του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Πολίχνης Θεσ/νίκης, οδός
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, αριθμός 11, με ΑΦΜ 113791817 ΔΟΥ Ε΄
Θεσσαλονίκης.
32. Θεοδώρας Πετρίδου του Αλεξάνδρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Λαγκαδικίων Θεσσαλονίκης, με ΑΦΜ
108907258 ΔΟΥ Λαγκαδά.
33. Θεοδώρου Πετρόπουλου του Στυλιανού, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Αριδαίας, Δυτικός Περιφερειακός,
αριθμός 1, με ΑΦΜ 107020569 ΔΟΥ Έδεσσας.
34. Δημητρίου Πρεντή του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Τ.Κ. Βορεινού Αλμωπίας, με ΑΦΜ
107032151 ΔΟΥ Έδεσσας.
35. Χρυσάνθης Σέτσκου του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Έδεσσας, οδός Ι. Δραγούμη, αριθμός
30, με ΑΦΜ 107005959 ΔΟΥ Έδεσσας.
36. Αικατερίνης Σιδέρη του Ανδρέα, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Βύρωνα Αττικής, οδός Κάλβου, αριθμός 3, με
ΑΦΜ 302259283 ΔΟΥ Πάργας.
37. α) Σαλή Γεωργίου του Δημητρίου, με ΑΦΜ
076890070 ΔΟΥ ΙΓ΄ Αθηνών, αφενός ατομικά για τον εαυτό του, ως εξ
αδιαθέτου (όσον αφορά την επίδικη χρηματική αξίωση) κληρονόμου της
αποβιωσάσης αρχικής 38ης εφεσίβλητης (προσφεύγουσας και
ενάγουσας), Αγγελικής Σκαρλά του Παναγιώτη, αφετέρου ως ασκούντος
τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του, β) Σαλή Ιωάννας-
4

Κυπαρισσίας του Γεωργίου, θυγατέρας και κληρονόμου της ως άνω


αποβιωσάσης εφεσίβλητης και γ) Σαλή Δημητρίου του Γεωργίου, με
ΑΦΜ 171285253 ΔΟΥ ΙΓ΄ Αθηνών, υιού και κληρονόμου της πιο πάνω
αποβιωσάσης εφεσίβλητης, κατοίκων όλων Αθηνών, οδός Ζησίου,
αριθμός 30-32.
38. Σταυρούλας Σταυρίδου του Μιχαήλ, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Σαπών, οδός Ανατολικής Θράκης,
αριθμός 17, με ΑΦΜ 073988737 ΔΟΥ Κομοτηνής.
39. Ιωάννη Στεφανίδη του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Ξάνθης, οδός Αϊδινίου, αριθμός 19-21,
με ΑΦΜ 063663580 ΔΟΥ Ξάνθης.
40. Ουρανίας Τασούλα του Ιωάννη, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ορλάνδου, αριθμός 8, με ΑΦΜ
102311790 ΔΟΥ Κ΄ Αθηνών.
41. Καλλιόπης Τελώνη του Παναγιώτη, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Καρπενησίου, οδός Αρμονίας, αριθμός
12, με ΑΦΜ 110983127 ΔΟΥ Καρπενησίου.
42. Ασημίνας Τριανταφυλλίδη του Φωτίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Κατερίνης, οδός Ι. Τσικοπούλου,
αριθμός 13, με ΑΦΜ 065744429 ΔΟΥ Καρπενησίου.
43. Κωνσταντίνας Τσιαούση του Χρήστου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Πολυκάστρου Χανίων, οδός Πανόρμου,
αριθμός 51β, με ΑΦΜ 066274265 ΔΟΥ Κιλκίς.
44. Ανδρέα Τσουκαλά του Γεράσιμου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Βολιμών Ζακύνθου, με ΑΦΜ
107465823 ΔΟΥ Ζακύνθου.
45. Λέοντος-Αθανασίου Φινινή του Δημητρίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Βεάκη, αριθμός 20, με
ΑΦΜ 068414803 ΔΟΥ Ψυχικού Αττικής.
46. Ιωάννη Φιλίππου του Χριστοφόρου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Φιλιππιάδας, οδός Σόλωνος Γκίκα,
αριθμός 56, με ΑΦΜ 112510670 ΔΟΥ Πρέβεζας.
47. Ξανθής Φραγκοπούλου του Κωνσταντίνου,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Παρανεστίου Δράμας, με ΑΦΜ
077705131 ΔΟΥ Δράμας.
48. Άννας Χαριτίδου του Ευσταθίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Κιλκίς, οδός Βυζαντίου, αριθμός 19, με
ΑΦΜ 075570840 ΔΟΥ Κιλκίς.
49. Αικατερίνης Χασιώτη του Γεωργίου, μονίμου
δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Μεταμόρφωσης Αττικής, οδός Ηλείας,
αριθμός 36, με ΑΦΜ 122004480 ΔΟΥ Β΄ Λάρισας.
50. Εύας Χατζηδημητριάδου του Χρήστου,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Θέρμης Θεσ/νίκης, οδός Δ.
Υψηλάντη, αριθμός 50, με ΑΦΜ 047071259 ΔΟΥ Ζ΄ Θεσσαλονίκης.
5

51. Νικολάου Χατζόπουλου του Ιωάννη, μονίμου


δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Ξάνθης, οδός Κιουταχείας, αριθμός 23,
με ΑΦΜ 119464368 ΔΟΥ Ξάνθης.
52. Νίκης Μακρή του Γεωργίου, μονίμου δημοσίου
υπαλλήλου, κατοίκου Χαλκιοπούλων Αμφιλοχίας Αιτωλ/νίας, με ΑΦΜ
066262659 ΔΟΥ Αγρινίου και
53. Παρασκευής Μπαρμπούτη του Χαραλάμπους,
μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, κατοίκου Καρπενησίου, οδός Π.
Προυσιώτισσας, αριθμός 2, με ΑΦΜ 065558227 ΔΟΥ Καρπενησίου.
Όλων εν ενεργεία δ α σ ι κ ώ ν, του άρθρου 39 του Ν.
1845/1989 (Α΄ 102), τακτικών (μονίμων) δημοσίων υπαλλήλων και
του κλάδου ΔΕ Γ ε ω τ ε χ ν ι κ ώ ν (Δ α σ ο φ υ λ ά κ ω ν)
κατά τους Οργανισμούς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των
Δασικών Υπηρεσιών των πρώην κρατικών Περιφερειών και νυν
Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της Χώρας και υπηρετούντων οργανικά
από του διορισμού μας και εντεύθεν, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι
σήμερα, στις περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες της Χώρας.

Κ Α Τ Α

Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον


Υπουργό Οικονομικών και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, νομίμως εκπροσωπουμένων και κατοικοεδρευόντων στην
Αθήνα, ΑΦΜ Υπουργείου Οικονομικών 090165560.

--------------------------

Επί της συζητηθείσας, ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, στις 14-3-


2022 και με αριθμό πινακίου 13 Μονομελούς Τμήματος, από 14-9-2020
και με ΑΒΕΜ: ΕΦ3402/13-10-2020 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου,
νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και του
Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εναντίον μας και κατά
των με αριθμούς Α7395/2018 και Α6029/2020 αποφάσεων του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (26ου Μονομελούς Τμήματος), την
οποία (έφεση) αρνούμεθα, απ’ αρχής μέχρις τέλους και λέξη προς
λέξη, ως απαράδεκτη, αόριστη, νόμω και ουσία αβάσιμη και ως
τέτοια απορριπτέα, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Επειδή, προς νομιμοποίηση της παρισταμένης στο Δικαστήριό


Σας πληρεξούσιας δικηγόρου μας, προσκομίσαμε εμπροθέσμως και
νομοτύπως και επικαλούμαστε τις αντίστοιχες Εξουσιοδοτήσεις μας
με θεωρημένο το γνήσιο των υπογραφών μας από αρμοδία Αρχή.
Σημειώνεται, ότι δεν παρίσταται στην παρούσα δίκη, ο 24ος
εφεσίβλητος, Σταύρος Μαχαιρίδης, ο οποίος δεν είχε παραστεί νομίμως
στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και είχε ηττηθεί σε πρώτο βαθμό.
6

Επειδή προσκομίσθηκε το υπ’ αριθμό Π3625448/14-3-2022


γραμμάτιο του Δ.Σ.Α., περί προκαταβολής των προβλεπόμενων
εισφορών, από την ως άνω πληρεξούσια Δικηγόρο μας, σύμφωνα με
τον Κώδικα Δικηγόρων, μετά των σχετικών ενσήμων ΤΑΧΔΙΚ
Παράστασης και Υπομνήματος.
Επειδή, εξ ετέρου:
Παρίσταται, δια της ίδιας πληρεξουσίας Δικηγόρου μας και
δηλώνει και δια του παρόντος Υπομνήματος, τη βίαια διακοπή της
δίκης, για την 13η αρχική εφεσίβλητη (προσφεύγουσα και
ενάγουσα), Σεβαστή Ζαχαράκη του Χρήστου, λόγω θανάτου της,
στις 24-10-2019, καθώς και εκούσια επανάληψη και συνέχιση της
δίκης, ο σύζυγός της, Φελέκης Δημήτριος του Ιωάννη, αφενός
ατομικά για τον εαυτό του, αφετέρου ως ασκών τη γονική μέριμνα
των ανηλίκων τέκνων του, Φελέκη Στυλιανής του Δημητρίου και
Φελέκη Αναστασίας του Δημητρίου (θυγατέρων της αποβιωσάσης),
ως οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της εν λόγω αποβιωσάσης
13ης αρχικής εφεσίβλητης (προσφεύγουσας και ενάγουσας), Σεβαστής
Ζαχαράκη του Χρήστου, και δη κατά ποσοστά 2/8 ο πρώτος και 3/8
εκάστη των λοιπών, ως προκύπτει από τα ήδη προσκομισθέντα και
επικαλούμενα, α) Εξουσιοδοτήσεις με θεωρημένο το γνήσιο της
υπογραφής του ως άνω παρισταμένου και συνεχίζοντος τη δίκη, Φελέκη
Δημητρίου του Ιωάννη, αφενός ατομικά για τον εαυτό του, αφετέρου ως
ασκούντος τη γονική μέριμνα των παραπάνω ανηλίκων τέκνων του,
Φελέκη Στυλιανής του Δημητρίου και Φελέκη Αναστασίας του Δημητρίου
(σχετικά Να 13α, β και γ), β) απόσπασμα της με αριθμό 227/2/2019
Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου της πιο πάνω αποβιωσάσης, του
Ληξιαρχείου της Δ.Ε. Αγρινίου του Δήμου Αγρινίου (σχετικό Νο 13δ), γ)
με αριθμό 5068/13-5-2020 Πιστοποιητικό Εγγυτέρων Συγγενών της ως
άνω αποβιωσάσης, του Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας Αιτωλ/νίας (σχετικό Νο
13ε), δ) με αριθμό 12/2020 Διάταξη Κληρονομητηρίου του Ειρηνοδικείου
Αγρινίου (σχετικό Νο 13στ), ε) με αριθμό 15/11-2-2022 Πιστοποιητικό
του Ειρηνοδικείου Αγρινίου, περί μη άσκησης κανενός ενδίκου μέσου,
τακτικού ή έκτακτου, κατά της αμέσως ανωτέρω Διάταξης και περί μη
κήρυξης αυτής, ως ανίσχυρης, περί μη τροποποίησής της και περί μη
ανάκλησής της (σχετικό Νο 13ζ), στ) με αριθμό 384/11-2-2022
Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης της άνω αποβιωσάσης,
του Ειρηνοδικείου Αγρινίου (σχετικό Νο 13η), ζ) με αριθμό 386/2022/11-
2-2022 Πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Αγρινίου, περί μη αποποίησης
της κληρονομίας της παραπάνω αποβιωσάσης, από τους/τις
παραπάνω κληρονόμους της (σχετικό Νο 13θ), η) με αριθμό
262/2022/11-2-2022 Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αγρινίου, περί μη
αμφισβητήσεως του κληρονομικού δικαιώματος των ως άνω
κληρονόμων της πιο πάνω αποβιωσάσης (σχετικό Νο 13ι) και θ) από
11-2-2022 Πιστοποιητικό Οικογενειακής Καταστάσεως του Δήμου
Αγρινίου (σχετικό Νο 13ια).
7

Επίσης παρίστανται, δια της αυτής πληρεξουσίας Δικηγόρου


μας και δηλώνουν και δια του παρόντος Υπομνήματος, τη βίαια
διακοπή της δίκης, για την 38η αρχική εφεσίβλητη (προσφεύγουσα
και ενάγουσα), Αγγελική Σκαρλά του Παναγιώτη, λόγω θανάτου
της, στις 14-8-2018, καθώς και εκούσια επανάληψη και συνέχιση
της δίκης, ο σύζυγός της, Σαλής Γεώργιος του Δημητρίου, αφενός
ατομικά για τον εαυτό του, ως εξ αδιαθέτου (όσον αφορά την επίδικη
χρηματική αξίωση) κληρονόμος της αποβιωσάσης 38ης αρχικής
εφεσίβλητης (προσφεύγουσας και ενάγουσας), Αγγελικής Σκαρλά του
Παναγιώτη, αφετέρου ως ασκών τη γονική μέριμνα της ανήλικης
θυγατέρας του, Σαλή Ιωάννας-Κυπαρισσίας του Γεωργίου,
θυγατέρας και κληρονόμου της εν λόγω αποβιωσάσης εφεσίβλητης και
ο Σαλής Δημήτριος του Γεωργίου, υιός και κληρονόμος της ως άνω
αποβιωσάσης εφεσίβλητης και δη κατά ποσοστά 2/8 ο πρώτος και 3/8
έκαστος/εκάστη των λοιπών, ως προκύπτει από τα ήδη
προσκομισθέντα και επικαλούμενα, α) Εξουσιοδοτήσεις με θεωρημένο
το γνήσιο της υπογραφής του ως άνω παρισταμένου και συνεχίζοντος
τη δίκη, Σαλή Γεωργίου του Δημητρίου, αφενός ατομικά για τον εαυτό
του, αφετέρου ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της παραπάνω
ανήλικης θυγατέρας του, Σαλή Ιωάννας-Κυπαρισσίας του Γεωργίου,
καθώς του πιο πάνω παρισταμένου και συνεχίζοντος τη δίκη, Σαλή
Δημητρίου του Γεωργίου (σχετικά Να 37α, β και γ), β) απόσπασμα της
με αριθμό 51/3/2018 Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου της πιο πάνω
αποβιωσάσης, του Ληξιαρχείου της Δ.Ε. Αμαρυνθίων του Δήμου
Ερέτριας (σχετικό Νο 37δ), γ) με αριθμό 1257/9-2-2022 Πιστοποιητικό
Εγγυτέρων Συγγενών της ως άνω αποβιωσάσης, του Δήμου Ερέτριας
(σχετικό Νο 37ε), δ) με αριθμό 222/2019/4-3-2019 Πρακτικό
Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης της ανωτέρω αποβιωσάσης, του
Ειρηνοδικείου Χαλκίδας (σχετικό Νο 37στ), ε) με αριθμό 1218/30-9-
2019 Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης άλλης (πέραν της ανωτέρω)
διαθήκης της άνω αποβιωσάσης, του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας (σχετικό
Νο 37ζ), στ) με αριθμό 2066/8-2-2022 Πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου
Αθηνών, περί μη αποποίησης της κληρονομίας της παραπάνω
αποβιωσάσης, από τους/τις ανωτέρω κληρονόμους της (σχετικό Νο
37η), ζ) με αριθμό 2604/2022/21-2-2022 Πιστοποιητικό του
Πρωτοδικείου Αθηνών, περί μη αμφισβητήσεως του κληρονομικού
δικαιώματος των ως άνω κληρονόμων της πιο πάνω αποβιωσάσης
(σχετικό Νο 37θ) και η) από 6-2-2022 Πιστοποιητικό Οικογενειακής
Καταστάσεως και Πιστοποιητικό Γέννησης του Δήμου Ερέτριας (σχετικά
Να 37ι και ια).
Επειδή δηλώνουμε και δια του παρόντος Υπομνήματος, ότι το
όνομα του 46ου εφεσιβλήτου αναγράφεται εσφαλμένα στο δικόγραφο
της έφεσης, ως Δέων-Αθανάσιος, αντί του ορθού Λέων-Αθανάσιος.

-------------
8

Κατ’ αρχάς, ΠΡΟΒΑΛΛΟΥΜΕ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ, ΩΣ


ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΟΥ, της κρινόμενης από 14-9-2020 και με ΑΒΕΜ:
ΕΦ3402/13-10-2020 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως
εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και του Υπουργού
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ
ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ Α7395/2018 ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΠΟΥ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ
ΑΝΤΙΔΙΚΟ, ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΜΑΪΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2018, καθ’ όσον το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για τους -22-
ομόδικους, για τους οποίους έγινε οριστικά δεκτή, με την
απόφαση αυτή, η προσφυγή και αγωγή τους, ανεξάρτητα του ότι
για κάποιους άλλους ομόδικους ανέβαλε την έκδοση οριστικής
απόφασης, διότι έταξε συμπλήρωση των αποδείξεων γι’ αυτούς
και Η ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΘΕΙΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΜΕ ΤΟ
ΟΠΟΙΟ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ, ΩΣ ΠΡΟΣ
ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΜΟΔΙΚΟΥΣ, ΥΠΟΚΕΙΤΟ, ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ,
ΣΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ, ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ, χωρίς να εφαρμόζεται ο
δικονομικός κανόνας που προβλέπει ότι, εάν η απόφαση είναι εν
μέρει οριστική, δεν χωρεί ένδικο μέσο ούτε κατά των οριστικών
διατάξεων αυτής.
Ειδικότερα, κατά την πάγια νομολογία και βιβλιογραφία:
Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 115 του ΚΔΔ, πλείονες
προσφεύγοντες και ενάγοντες συνδέονται με τον δεσμό της
(δυνητικής) ομοδικίας, εφ’ όσον η προσφυγή και αγωγή τους
ερείδεται στην αυτή ιστορική και νομική αιτία. Τέτοια περίπτωση
συντρέχει και όταν προσφυγή και αγωγή ασκουμένη υπό
πλειόνων στηρίζεται στην αυτή ιστορική και νομική βάση, ως εκ
του ότι με την προσφυγή και αγωγή αυτή αμφισβητείται το κύρος
διοικητικών πράξεων ταυτοσήμου περιεχομένου με επίκληση της
αυτής νομικής πλημμελείας. Περαιτέρω, όταν ένα ένδικο βοήθημα
ή μέσο ασκείται από περισσοτέρους ή κατά περισσοτέρων, οι
οποίοι συνδέονται με δεσμό δυνητικής («απλής», κατά τον ΚΠολΔ)
ομοδικίας, δημιουργούνται πλείονες αυτοτελείς σχέσεις δίκης
(Σ.τ.Ε. 2333/2015, 4696/2014, 1616-7/2011, 1954/2009), η δε κρίση
του Δικαστηρίου, ως προς κάποιον από τους ομοδίκους, δεν
επηρεάζει την δίκη ως προς τους λοιπούς (παρ. 4 άρθρου 115
Κ.Δ.Δ.) (Σ.τ.Ε. 2333/2015, 1616-7/2011). Εξ άλλου, κατά την έννοια
του άρθρου 83 παρ. 1 Κ.Δ.Δ. οριστικές αποφάσεις είναι οι
τελειωτικές, δηλαδή εκείνες, με τις οποίες το Δικαστήριο
αποφαίνεται, τελικώς, για την όλη υπόθεση και απεκδύεται πάσης
εξουσίας επ’ αυτής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2613/2008 επταμ., πρβλ.
3138/1989 Ολ., 2564/1981 κ.ά.). Σε περίπτωση δυνητικής ομοδικίας,
αν το Δικαστήριο αποφανθή τελειωτικά για κάποιον ή κάποιους
από τους δυνητικούς ομοδίκους και ως προς τους λοιπούς
αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως για οποιοδήποτε
9

λόγο (π.χ. γιατί τάσσει αποδείξεις ή συμπλήρωση των


αποδείξεων), η απόφασή του κατά το μέρος με το οποίο δέχεται ή
απορρίπτει το ένδικο βοήθημα ή μέσο ως προς ορισμένους από
τους δυνητικούς ομοδίκους, είναι οριστική και υπόκειται
αυτοτελώς σε ένδικα μέσα, χωρίς να εφαρμόζεται ο δικονομικός
κανόνας, κατά τον οποίο δεν χωρεί ένδικο μέσο κατ’ αποφάσεως
εν μέρει οριστικής, ούτε κατά των οριστικών διατάξεων αυτής.
Τούτο, διότι ο κανόνας αυτός αναφέρεται στην περίπτωση που η
εν μέρει οριστική απόφαση αφορά στην ίδια έννομη σχέση δίκης,
δηλαδή τη δίκη ως προς ένα από τους δυνητικούς ομοδίκους,
χωρίς η απόφαση αυτή να αποφαίνεται τελειωτικά επί της δίκης
αυτής και μόνον [βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες, Σ.τ.Ε.
1792/2017 σκέψη 8η, 1617/2011 σκέψη 5η, 1616/2011 σκέψη 6η,
1592/2010 σκέψη 6η, 2910/1984 Ολομέλεια, κ.ά., ΔΕφΑθ 129/2014
σκέψη 3η (που κατέστη αμετάκλητη με την 380/2017 απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας), Α.Π. 1327/2006 και Χρυσανθάκη
Χαράλαμπου, Διοικητική Δικονομία, ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 280
έως 281 και 441 (σχετικά Να I έως X)].
Επειδή, εν προκειμένω, εμείς οι εφεσίβλητοι ασκήσαμε, από
κοινού, την από 20-11-2008 και με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης
45704/20-11-2008 Προσφυγή και Αγωγή μας, κατά του Υπουργού
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, του Ελληνικού Δημοσίου, της
υπ’ αριθμ. 60312/13-10-2008 Πράξεως του Προϊσταμένου της
Διευθύνσεως Οικονομικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων και πάσας ετέρας συναφούς πράξεως ή
παραλείψεως της Διοικήσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τους
από 6-11-2017 και με Αριθμό Εισαγωγής ΠΛ 552/8-11-2017
Προσθέτους Λόγους Προσφυγής και Αγωγής μας, επικαλούμενοι
δικαιώματα που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία
νομική και πραγματική βάση. Με το δεδομένο αυτό, η σχέση
ομοδικίας που συνέδεε εμάς τους εφεσίβλητους, ήταν αυτή της
δυνητικής (απλής) ομοδικίας του άρθρου 115 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ..
Βάσει αυτού, Η ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΑΠΟΔΟΧΗ, ΜΕ ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ Α7395/2018
ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΗΣ
ΕΝΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ Σ’ ΑΥΤΗΝ
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ (22) ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ, ΩΣ
ΔΥΝΗΤΙΚΩΝ ΟΜΟΔΙΚΩΝ, ΣΥΝΙΣΤΟΥΣΕ ΚΡΙΣΗ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ,
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΣΕ ΕΦΕΣΗ.
Ενόψει αυτών, Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ
Α7395/2018 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΕ ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΔΕΚΤΗ, Η
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ Σ’ ΑΥΤΗΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΕΙΚΟΣΙ
ΔΥΟ (22) ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ, ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΙ
ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΒΛΗΤΗ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΔΙΚΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. Η απόφαση, όμως, αυτή επιδόθηκε νομίμως
10

στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, τον μήνα Μάϊο του έτους 2018
και η ένδικη, από 14-9-2020 και με Αριθμό Εισαγωγής Δ.Πρ.Αθηνών:
ΕΦ2414/14-9-2020 και ΑΒΕΜ Δ.Εφ.Αθηνών: ΕΦ3402/13-10-2020,
έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από
τον Υπουργό Οικονομικών και του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, ασκήθηκε στις 14-9-2020, δηλαδή μετά την παρέλευση
της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 94 (παρ. 1) του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προθεσμίας των 60 ημερών από
την επίδοση της απόφασης αυτής. Ως εκ τούτου, η ένδικη έφεση,
κατά το μέρος που ασκείται κατά της με αριθμό Α7395/2018
απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι απαράδε-
κτη και απορριπτέα, ως εκπρόθεσμη, με συνέπεια η απόφαση
αυτή να έχει καταστεί τελεσίδικη.
Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αντιδίκου, που
προβάλλονται με την υπό κρίση έφεσή του, είναι μη νόμιμοι και
αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.

-------------------------

Περαιτέρω, όσον αφορά το μέρος που η ένδικη έφεση


ασκείται, κατά της δεύτερης εκκαλουμένης με αριθμό Α6029/2020
αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (26ου
Μονομελούς Τμήματος), επαγόμαστε τα ακόλουθα, προς
αντίκρουση των παντελώς αβασίμων λόγων έφεσης και προς
απόρριψη της υπό κρίση έφεσης, την οποία αρνούμαστε καθ’
ολοκληρία, ως νόμω και ουσία αβάσιμη:

ΠΡΩΤΟΝ
Οι πιστώσεις του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων
που διαχειρίζονταν οι πρώην Περιφερειακές Δασικές και
Γεωργικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, από τις οποίες
παρεκρατείτο το ποσοστό 2% (άρθρου 11 του Ν. 2332/1995) και οι
για την εφαρμογή του προγράμματος διαχείρισης και ελέγχου του
καθεστώτος των οικονομικών ενισχύσεων πιστώσεις στο τακτικό
προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας και στον
προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων του τομέα Γεωργίας
γενικά, από τις οποίες παρεκρατείτο το ποσοστό 3% (άρθρου 8
παρ. 1 του Ν. 2430/1996), τα οποία διανέμονταν στους δικαιούχους
της επίδικης παροχής υπαλλήλους, αφορούσαν προγράμματα
Δημοσίων Επενδύσεων που διαχειρίζονταν οι πρώην
Περιφερειακές Δασικές και Γεωργικές Υπηρεσίες του Υπουργείου
Γεωργίας και προγράμματα διαχείρισης και ελέγχου του
καθεστώτος των οικονομικών ενισχύσεων σε βάρος πιστώσεων
του τακτικού προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας
και του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του τομέα
Γεωργίας γενικά, στα οποία συμμετείχαμε και όλοι εμείς οι
11

εφεσίβλητοι-προσφεύγοντες και ενάγοντες και συνεπώς, με τα


παραπάνω προγράμματα, τα οποία αποτελούσαν άμεσο
χρηματοδοτικό πόρο του επιδίκου επιδόματος, ασχολούμασταν
και τα υλοποιούσαμε, βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, και
όλοι εμείς οι εφεσίβλητοι-προσφεύγοντες και ενάγοντες και αφ’ ης
στιγμής η πηγή χρηματοδότησης του ενδίκου επιδόματος
αφορούσε δράσεις, όχι μόνον των ανωτέρω δικαιούχων της
ένδικης παροχής υπαλλήλων, αλλά και ημών των εφεσιβλήτων-
προσφευγόντων και εναγόντων, οι οποίοι αποκλεισθήκαμε από
τους δικαιούχους του επιδόματος αυτού, δεν είναι συνταγματικά
ανεκτή η μη καταβολή του και στην αποκλεισθείσα κατηγορία στην
οποία ανήκουμε εμείς (βλ. την προσκομισθείσα πρωτόδικα και
επικαλούμενη Σ.Τ.Ε. 2495/2000 Επταμ. - σχετικό Νο ΧXXXΙΙ,
εκδοθείσα επί αιτήσεως ακυρώσεως της Πανελλήνιας
Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων, στην
οποία ανήκουμε και εμείς οι εφεσίβλητοι - προσφεύγοντες και
ενάγοντες).
Πιο συγκεκριμένα:
Eπί άλλης υποθέσεως, κατόπιν αίτησης ακύρωσης της
συνδικαλιστικής οργάνωσής μας (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων-Π.O.Δ.Δ.Υ.), εκδόθηκε από το
Συμβούλιο της Επικρατείας (Γ΄ Τμήμα επταμελές), η
προσκομιζόμενη και επικαλούμενη με αριθμό 1841/1999
προδικαστική απόφαση (σχετικό Α΄), με το εξής σκεπτικό: «6.
Επειδή, στην προκειμένη υπόθεση τα αιτούντα σωματεία προβάλλουν
ότι η εξαίρεση μόνο των δασικών υπαλλήλων από όλους τους
υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας και των εποπτευομένων απ’
αυτό ν.π.δ.δ. από την χορήγηση του προβλεπομένου από το άρθρο 8
του ν. 2430/1996 επιδόματος αυξημένης παραγωγικότητας αντίκειται στη
συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Εν όψει του λόγου
αυτού και δεδομένου ότι η Διοίκηση δεν έχει αποστείλει τις απόψεις της
επί του προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως, εφόσον στο υπ’ αριθμ.
29515/14.10.1997 έγγραφό της προς το Δικαστήριο εξέθεσε απλώς την
άποψη ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει πλέον μετά την θέση σε
ισχύ του ν. 2470/1997 αντκείμενο, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει
λόγος να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως, προκειμένου η
Διοίκηση να αποστείλει τις απόψεις της επί του προβαλλομένου
λόγου ακυρώσεως, διευκρινίζοντας ειδικότερα στο Δικαστήριο: α)
αν οι πιστώσεις οι εγγεγραμμένες στον τακτικό προϋπολογισμό
του Υπουργείου Γεωργίας, περί των οποίων γίνεται λόγος στην
παρ. 1α του άρθρου 8 του ν. 2430/1996 και από τις οποίες
παρακρατείται ποσόν το οποίο διανέμεται στους υπαλλήλους του
Υπουργείου Γεωργίας ως επίδομα αυξημένης ευθύνης και
αποδοτικότητας, αφορούν διαρθρωτικά προγράμματα
προσανατολισμού και ενισχύσεως αποκλειστικά της γεωργικής
παραγωγής μέσα στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της
12

Ευρωπαϊκής 'Ενωσης ή αν τα διαρθρωτικά αυτά προγράμματα


αφορούν την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό και της δασικής
παραγωγής (δασοκαλλιέργειες κλπ.) και β) αν οι δασικοί
υπάλληλοι ασχολούνται επί τη βάσει της εθνικής νομοθεσίας με
την εφαρμογή της ΚΑΠ και με την εκπλήρωση των στόχων της,
αποστέλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία από τα οποία να
προκύπτουν οι πηγές χρηματοδότησης του ως άνω επιδόματος, η
τυχόν σχέση των δασικών υπαλλήλων με την κοινή αγροτική
πολιτική καθώς επίσης και η συμβολή τους στην πραγμάτωση των
πιο πάνω προγραμμάτων.» και με το ακόλουθο διατακτικό:
«Αναβάλλει την εκδίκαση της υποθέσεως. Υποχρεώνει τη Διοίκηση να
αποστείλει στο Δικαστήριο εντός είκοσι ημερών από της
κοινοποιήσεως της παρούσης αποφάσεως, τις απόψεις της επί των
προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, καθώς επίσης και όλα τα
σχετικά στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος στο σκεπτικό. Διατάσσει
την κοινοποίηση της παρούσης αποφάσεως στους κατά την παρούσα
δίκη διαδίκους.».
Με δε την προσκομισθείσα στο δικάσαν πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο (σχετικό Νο ΧXXXΙΙ) και επαναπροσκομισθείσα
ενώπιον του Δικαστηρίου σας (σχετικό Β΄) και επικαλούμενη με
αριθμό 2495/2000 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας (Γ΄ Τμήματος επταμελούς), επί της αυτής ως άνω
υποθέσεως, κατόπιν αίτησης ακύρωσης της πιο πάνω συνδικαλιστικής
οργάνωσής μας (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Δημοσίων
Υπαλλήλων-Π.O.Δ.Δ.Υ.), κρίθηκαν, οριστικά, τα κατωτέρω:
«Επειδή, με την αίτησή τους τα αιτούντα έξι σωματεία, τα οποία
είναι επαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των δασικών
υπαλλήλων που υπηρετούν στο Υπουργείο Γεωργίας και στα
εποπτευόμενα απ’ αυτό νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.)
ζητούν με έννομο συμφέρον και εμπροθέσμως την ακύρωση των υπ’
αριθ. 21082/22.8.1996 και 21081/28.8.1996 κοινών αποφάσεων των
Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας (ΦΕΚ 740/Β/ 27.8.1996), κατά το
μέρος που με αυτές ορίστηκε ότι οι δασικοί υπάλληλοι του Υπουργείου
Γεωργίας και των εποπτευομένων απ’ αυτό ν.π.δ.δ. εξαιρούνται από τη
χορήγηση του προβλεπομένου από το άρθρο 8 του ν. 2430/1996
επιδόματος αυξημένης παραγωγικότητας.
Επειδή, οι προσβαλλόμενες υπ’ αριθ. 21082/22.8.1996 και
21081/22.8.1996 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και
Γεωργίας, αφορούν η μεν στη διάθεση ποσού για επίδομα "αυξημένης
ευθύνης και παραγωγικότητας" στους υπαλλήλους του Υπουργείου
Γεωργίας και στον καθορισμό των προϋποθέσεων και του τρόπου
καταβολής του και η δε στη διάθεση ποσού για επίδομα "αυξημένης
ευθύνης και παραγωγικότητας" στους υπαλλήλους ν.π.δ.δ. του
Υπουργείου Γεωργίας και στον καθορισμό των προϋποθέσεων και του
τρόπου καταβολής του. Με αυτές ορίσθηκε, με την πρώτη ότι το επίδομα
αυτό καταβάλλεται στους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας εκτός
13

από τους δασικούς υπαλλήλους, που λαμβάνουν ανάλογο επίδομα υπό


τη μορφή επιδόματος ειδικών συνθηκών (άρθρο 8 ν. 2342/1995) και με
τη δεύτερη ότι το επίδομα αυτό καταβάλλεται στους υπαλλήλους των
ν.π.δ.δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Γεωργίας και αναφέρονται
στην περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2430/1996, πλην των
δασικών υπαλλήλων, οι οποίοι λαμβάνουν το ανωτέρω επίδομα. Με την
κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες υπουργικές
αποφάσεις, κατά το μέρος που με τις διατάξεις τους εξαιρούνται
ρητώς της χορηγήσεως και καταβολής του ανωτέρω επιδόματος οι
δασικοί υπάλληλοι, με την αιτιολογία ότι λαμβάνουν το επίδομα ειδικών
συνθηκών, το οποίο χαρακτηρίζεται ως "ανάλογο" με το καθορισθέν
κατά ποσό από τις προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις επίδομα,
είναι παράνομες, γιατί στηρίζονται στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1
περ. α΄, β΄ και γ΄ του ν. 2430/1996, οι οποίες, κατά το μέρος που με
αυτές εξαιρούνται ρητώς της χορηγήσεως του ανωτέρω επιδόματος οι
δασικοί υπάλληλοι, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Σ και είναι
ανίσχυρες και ανεφάρμοστες και συνεπώς δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα
για την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.
Επειδή, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Σ που
καθιερώνεται αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, που επιβάλλει
την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες
ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα
όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και
την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Η παράβαση δε της ανωτέρω
συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της
δικαιοδοσίας των. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και
όχι έλεγχος των, κατ’ αρχήν, επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου
των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα
Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις
ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις,
λαμβανομένων υπ’ όψιν των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών,
επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση
καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών
κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής
της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε
υπό τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς
αξιολογικά κριτήρια, είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης
επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών
καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό
διαφορετικές συνθήκες ή, αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των
αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (πρβλ. ΣτΕ 3582/1996 Επταμ.).
Εάν δε το δικαστήριο κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του
νόμου διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, οφείλει,
κατά την εφαρμογήν του νόμου αυτού, να προβεί στην άρση της
διαπιστωθείσας αντισυνταγματικότητας. Ειδικότερα εάν το
δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας λόγω
14

του ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση προέβη σε


ειδική ρύθμιση αφορώσα σε ωρισμένη κατηγορία προσώπων,
αποκλείσθηκαν δε από την ειδική αυτή ρύθμιση ρητώς ή
σιωπηρώς πρόσωπα, ανήκοντα μεν σε άλλη κατηγορία, τελούντα
όμως υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με τα πρόσωπα, που
ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, προς άρση της
αντισυνταγματικότητας αυτής, απαιτείται να προβεί το Δικαστήριο
στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην
κατηγορία των προσώπων που έχουν αποκλεισθεί από την εν
λόγω ειδική ρύθμιση. Τούτο δε διότι η παρ. 1 του άρθρου 4 του Σ,
σε εφαρμογή της οποίας το δικαστήριον οφείλει να άρει τη
διαπιστωθείσα παράβαση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει, στις
περιπτώσεις αυτές, την ανωτέρω επέκταση (πρβλ. ΣτΕ 1519/1995)
(Σ.Ε. 3587/97).
Επειδή, από το υπ’ αριθ. 108032/4018/22.10.1999 έγγραφο του
Υπουργείου Γεωργίας που στάλθηκε στο Δικαστήριο ύστερα από
την υπ’ αριθ. 1841/99 προδικαστική απόφασή του, προκύπτει ότι οι
πιστώσεις οι εγγεγραμμένες στον τακτικό προϋπολογισμό του
Υπουργείου Γεωργίας που αναφέρονται στην παρ. 1α του άρθρου
8 του ν. 2430/1996 και από τις οποίες παρεκρατείτο ποσόν, το
οποίο διανέμετο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας ως
επίδομα αυξημένης ευθύνης και αποδοτικότητας, αφορούν
διαρθρωτικά προγράμματα προσανατολισμού και ενισχύσεως όχι
μόνο της εν στενή εννοία γεωργικής παραγωγής μέσα στα πλαίσια
της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης
αλλά και την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό και της δασικής
παραγωγής (δασοκαλλιέργειες κ.λ.π.). ... Από τις πιστώσεις αυτές
γίνεται η χρηματοδότηση των προγραμμάτων του Δασικού Τομέα
που αφορούν την ανάπτυξη, την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό
της δασικής παραγωγής, στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής
Πολιτικής (άρθρο 43 Συνθήκης Ρώμης). Ακόμη αναφέρεται κατά το
χρονικό διάστημα 1994-1999 (Β Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης)
εφαρμόσθηκαν δασικά προγράμματα που χρηματοδοτήθηκαν κατά
τα ανωτέρω από κοινοτικά κονδύλια συνολικού προϋπολογισμού
164 δισεκατομμυρίων δρχ. Τα προγράμματα αυτά αποτελούν
παράλληλα άμεσο χρηματοδοτικό πόρο του επιδόματος αυξημένης
ευθύνης και αποδοτικότητας του ν. 2430/1996. ... Τέλος στο ίδιο
έγγραφο αναφέρεται ότι οι δασικοί υπάλληλοι ασχολούνται με την
υλοποίηση της ΚΑΠ, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθέντων
κοινοτικών προγραμμάτων, δυνάμει των ανωτέρω κανονισμών,
επισημαίνεται δε ότι η ΚΑΠ διαμορφώνεται από τις δράσεις που
αναλαμβάνονται τόσο στο γεωργικό όσο και στο δασικό τομέα και
την αλιεία. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι οι πιστώσεις
από τις οποίες παρακρατείται ποσόν που διανέμεται στους
υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας ως επίδομα αυξημένης
ευθύνης και αποδοτικότητας αφορούν διαρθρωτικά προγράμματα
15

για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό και της δασικής


παραγωγής, με τα προγράμματα δε αυτά ασχολούνται, βάσει της
εθνικής νομοθεσίας, και οι δασικοί υπάλληλοι. Από τα ανωτέρω
συνάγεται ότι το "επίδομα αυξημένης ευθύνης και παραγωγικότητας"
κατά το άρθρο 8 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ του ν. 2430/1996 διανέμεται στους
υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας "για την έγκαιρη υλοποίηση των
διαρθρωτικών προγραμμάτων προσανατολισμού και την αύξηση της
αποδοτικότητας των υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας" και για την
ενίσχυση της ποσοτικής και ποιοτικής απόδοσης των δικαιούχων
υπαλλήλων σε ό,τι αφορά "στην προώθηση του έργου των Υπηρεσιών
του Υπουργείου Γεωργίας και την παροχή πρόσθετης εργασίας".
Αντιθέτως, το επίδομα "ειδικών συνθηκών" παρασχέθηκε στους
δασικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας με τις διατάξεις του
άρθρου 8 του ν. 2432/1995, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές και
από τη σχετική εισηγητική έκθεση για την υποχρεωτική απασχόλησή
τους με τη συγκεκριμένη δραστηριότητά τους της δασοπροστασίας της
χώρας "λόγω του ιδιαιτέρως επαχθούς και επικινδύνου αντικειμένου της
απασχόλησής τους αυτής". Με τα δεδομένα αυτά τα ως άνω επιδόματα
θεσπίστηκαν για διαφορετικούς λόγους και αποβλέπουν σε
διαφορετικούς σκοπούς. Έτσι κατά παράβαση της αρχής της
ισότητας εξαιρέθηκαν οι δασικοί υπάλληλοι από τη χορήγηση του
επιμάχου επιδόματος του άρθρου 8 του ν. 2430/1996, αφού δεν
υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση αυτή. Πράγματι το
επίδομα του άρθρου 8 του ν. 2342/1995 χορηγήθηκε στην εν λόγω
κατηγορία υπαλλήλων για ειδικούς λόγους που συντρέχουν μόνο στη
δική τους περίπτωση, και, γι’ αυτό δεν ήταν ανάλογο με το επίδομα
"αυξημένης ευθύνης και παραγωγικότητας" του άρθρου 8 του ν.
2430/1996, αφού το τελευταίο εχορηγείτο για άλλους λόγους που
συντρέχουν και για την κατηγορία των δασικών υπαλλήλων.
Επομένως η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2430/1996, κατά το
μέρος που εξαιρούσε τους δασικούς υπαλλήλους από τη
χορήγηση του επιδόματος "αυξημένης ευθύνης και
παραγωγικότητας" αντίκειται στο άρθρο 4 του Σ και είναι μη
εφαρμοστέα, οι δε προσβαλλόμενες κανονιστικές υπουργικές
αποφάσεις κατά το μέρος που σε εφαρμογή της ως άνω
αντισυνταγματικής εξαίρεσης, όρισαν ότι το επίμαχο επίδομα δεν
θα χορηγείται στους δασικούς υπαλλήλους του Υπουργείου
Γεωργίας και των εποπτευομένων από αυτό ν.π.δ.δ. είναι
ακυρωτέες κατά το αντίστοιχο αυτό μέρος, δεκτής καθισταμένης
της κρινομένης αιτήσεως.».
Παρά τα όσα έκριναν, αμετάκλητα, οι ανωτέρω δύο
αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (επταμελούς
σύνθεσης), το αντίδικο υποστηρίζει, μη νόμιμα και αβάσιμα, με τον
πρώτο λόγο έφεσης, ότι, δήθεν, δεν αποδεικνύεται, ότι οι Δασοφύλακες,
κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων μας, κατά τα κρίσιμα
χρονικά διαστήματα, απασχολούμασταν με προγράμματα Δημοσίων
16

Επενδύσεων που διαχειρίζονταν οι πρώην Περιφερειακές Δασικές και


Γεωργικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας και με προγράμματα
διαχείρισης και ελέγχου του καθεστώτος των οικονομικών ενισχύσεων
σε βάρος πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού εξόδων του
Υπουργείου Γεωργίας και του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων
του τομέα Γεωργίας γενικά.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ
1) Στα προσκομισθέντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και
επικαλούμενα δημόσια έγγραφα των αρμοδίων Αρχών
(Πιστοποιητικά Υπηρεσιακής Κατάστασης των Προϊσταμένων των
Υπηρεσιών, στις οποίες υπηρετούσαμε, κατά τα κρίσιμα για τον
καθένα και την καθεμία μας χρονικά διαστήματα, από του
διορισμού μας μέχρι και τις 31-10-2011), «Β ε β α ι ώ ν ε τ α ι, ότι
ο (η) ............ ................... του .............., κάτοικος .............., (οδός
.............., αριθμ. ...), είναι μόνιμος δασικός υπάλληλος της Υπηρεσίας
μας, κατηγορίας ... και κλάδου Δασοφυλάκων, από ...-...-..... έως και
σήμερα και υπηρετεί οργανικά, από την παραπάνω ημερομηνία και
εντεύθεν μέχρι σήμερα, στην Υπηρεσία μας που είναι πρώην
Περιφερειακή Δασική Υπηρεσία του Υπουργείου πρώην Γεωργίας
που μεταφέρθηκε στην Περιφέρεια το 1997 και η οποία εποπτεύεται
από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και ασκεί
αρμοδιότητες του άνω Υπουργείου στην Περιφέρεια. Ο (Η)
παραπάνω υπάλληλος, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα,
ασχολείτο και συνεχίζει να ασχολείται, με πλήρη και αποκλειστική
απασχόληση και κατά πλήρες ωράριο, με την ίδια ειδικότητα, με το
ίδιο ή ουσιωδώς όμοιο αντικείμενο εργασίας και κατά το αυτό
ακριβώς ωράριο εργασίας, σε σύγκριση με τους μονίμους
δασικούς υπαλλήλους της Υπηρεσίας μας που ανήκουν στην ίδια
με αυτόν (αυτήν) κατηγορία και στον ίδιο με αυτόν (αυτήν) κλάδο
Δασοφυλάκων και είναι πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου
Γεωργίας που μετατάχθηκαν απ’ αυτό στην Περιφέρεια το έτος
1997. Υπηρετούσε δε και εργαζόταν ο (η) εν λόγω υπάλληλος, κατά
το παραπάνω χρονικό διάστημα και συνεχίζει να υπηρετεί και να
εργάζεται, στην Υπηρεσία μας, έχοντας τα αυτά προσόντα και
ασκώντας τα αυτά ή ουσιωδώς όμοια καθήκοντα, κάτω από τις
αυτές ή ουσιωδώς όμοιες γενικές και ειδικές συνθήκες εργασίας,
σε σύγκριση με τους ως άνω μονίμους δασικούς υπαλλήλους της
Υπηρεσίας μας που ανήκουν στην ίδια με αυτόν (αυτήν) κατηγορία
και στον ίδιο με αυτόν (αυτήν) κλάδο Δασοφυλάκων και είναι
πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας που μετατάχθηκαν
απ΄ αυτό στην Περιφέρεια το έτος 1997 και, έχοντας το αυτό ή
ουσιωδώς όμοιο αντικείμενο απασχολήσεως, παρείχε και παρέχει
τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες υπηρεσίες (συμμετέχοντας σε
προσφορά της ίδιας ή ουσιωδώς όμοιας πρόσθετης παροχής
υπηρεσιών ανάλογης φύσεως με την κατηγορία και τον κλάδο που
17

ανήκει) και με την αυτή εν γένει ποσοτική και ποιοτική απόδοση


και ευθύνη, σε σύγκριση με τους προαναφερθέντες μονίμους
δασικούς υπαλλήλους της Υπηρεσίας μας που ανήκουν στην ίδια
με αυτόν (αυτήν) κατηγορία και στον ίδιο με αυτόν (αυτήν) κλάδο
Δασοφυλάκων και είναι πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου
Γεωργίας που μετατάχθηκαν απ’ αυτό στην Περιφέρεια το έτος
1997, καθώς επίσης συμμετείχε και συμμετέχει σε προσφορά και
παροχή υπηρεσιών, κάτω από τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, με
τους λοιπούς μονίμους δασικούς υπαλλήλους, ΠΕ Δασολόγους και ΤΕ
Δασοπόνους, που δεν προέρχονται από το Υπουργείο Γεωργίας αλλά
διορίσθηκαν μετά το 1997 στις Περιφέρειες και οι οποίοι όλοι τους
ελάμβαναν και λαμβάνουν την Προκύπτουσα Διαφορά κατά την
οποία υπολείπεται η Ειδική Παροχή των Υπαλλήλων των Περιφερειών
της με αριθμό 2/41289/0022/25-7-2002 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 1038/τ.Β΄/7-8-
2002 και 1278/τ.Β΄/1-10-2002) και μετά την 1-1-2004 Προσωπική
Διαφορά στην οποία μετατράπηκε η εν λόγω Ειδική Παροχή κατ’ άρθρο
24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003, από την Διαφορά των Επιδομάτων των
Ειδικών Λογαριασμών του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και νυν
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που προβλέπει η με αριθμό
50908/31-7-2002 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 992/τ.Β΄/31-7-2002) όπως
μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με τις όμοιες 61175/2003,
2/39384/0022/2004, 2/68993/2004 2/16068/2005 και
2/35112/0022/2007 Κ.Υ.Α., από το κατά νόμο αρμόδιο προς καταβολή
της Υπουργείο πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων (Διεύθυνση Οικονομική). Η δε πιο πάνω Περιφέρεια δεν είχε
και δεν έχει καμιά εκ του Νόμου αρμοδιότητα να χορηγήσει και δεν
χορηγούσε και ούτε χορηγεί, στους υπαλλήλους της που υπηρετούν
οργανικά στις Υπηρεσίες της που είναι πρώην Υπηρεσίες του
Υπουργείου Γεωργίας, την εν λόγω μισθολογική παροχή, η οποία
εκκαθαρίζεται και καταβάλλεται, μεταξύ άλλων, και σ’ όλους τους
Δασοφύλακες, μονίμους δασικούς υπαλλήλους του Υπουργείου
πρώην Γεωργίας, οι οποίοι μετατάχθηκαν απ’ αυτό στις
Περιφέρειες το έτος 1997, καθώς και στους μετά το 1997 διορισθέντες
στις Δασικές Υπηρεσίες, μονίμους δασικούς υπαλλήλους, ΠΕ
Δασολόγους και ΤΕ Δασοπόνους, μη προερχόμενους από το Υπουργείο
Γεωργίας, αποκλειστικά από την Διεύθυνση Οικονομική του Υπουργείου
πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που
εδρεύει στην Αθήνα, μέσω της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας και
από τις πιστώσεις Ειδικών Λογαριασμών του Υπουργείου αυτού, οι
οποίοι διαχειρίζονταν και διαχειρίζονται αποκλειστικά από την εν λόγω
Διεύθυνση Οικονομική του Υπουργείου αυτού για την πληρωμή της
ανωτέρω παροχής. Η μισθοδοσία του (της) ανωτέρω γινόταν και γίνεται
σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3205/2003, διεπόμενος (η) από το
ίδιο υπαλληλικό και μισθολογικό καθεστώς από το οποίο διέπονται και οι
πιο πάνω υπό σύγκριση συνάδελφοί του (της) μόνιμοι δασικοί
υπάλληλοι της Υπηρεσίας μας που ανήκουν στην ίδια με αυτόν (αυτήν)
18

κατηγορία και στον ίδιο με αυτόν (αυτήν) κλάδο Δασοφυλάκων και είναι
πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου πρώην Γεωργίας που μετατάχθηκαν
απ΄ αυτό στην Περιφέρεια το έτος 1997, χωρίς να λαμβάνει, όμως, ο/η
εν λόγω υπάλληλος, από του διορισμού του και εντεύθεν μέχρι
σήμερα, την παραπάνω Προκύπτουσα Διαφορά, παρά μόνον την
Προσωπική Διαφορά στην οποία μετατράπηκε κατ΄ άρθρο 24 παρ. 2 του
Ν. 3205/2003 από 1-1-2004 η εν λόγω Ειδική Παροχή των Υπαλλήλων
των Περιφερειών. Η παρούσα χορηγείται για κάθε νόμιμη χρήση. Ο/Η
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ/Η ΤΟΥ ΔΑΣΑΡΧΕΙΟΥ.» και
2) Από τα προσκομισθέντα στο πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, σε εκτέλεση της ως άνω με αριθμό Α7395/2018 εν
μέρει προδικαστικής αποφάσεως του εν λόγω Δικαστηρίου,
Πιστοποιητικά Υπηρεσιακής Κατάστασης των Προϊσταμένων των
Δασαρχείων, στα οποία υπηρετούσαμε οι εξ ημών υποχρεωθέντες
στην προσκόμισή τους, κατά τα κρίσιμα για τον καθένα και την
καθεμία μας χρονικά διαστήματα, από του διορισμού μας μέχρι και
τις 31-10-2011, π ρ ο κ ύ π τ ε ι, μεταξύ άλλων, μ ε σ α φ ή-
ν ε ι α, ότι υφίστατο πλήρης ομοιότητα, κατά τα ως άνω χρονικά
διαστήματα, από του διορισμού μας μέχρι και τις 31-10-2011, α)
του αντικειμένου της απασχόλησής μας, β) των καθηκόντων μας
και γ) των συνθηκών εργασίας μας, σε σχέση με τους
συγκρινόμενους συναδέλφους μας, μόνιμους δασικούς
υπαλλήλους, της ίδιας με εμάς κατηγορίας και του ίδιου με εμάς
κλάδου, οι οποίοι μετατάχθηκαν στις ίδιες Δασικές Υπηρεσίες,
οργανικές τότε μονάδες των κρατικών Περιφερειών, από το
Υπουργείο Γεωργίας.
Συνεπώς, αποδεδειγμένα (κατ’ άρθρο 171 Κ.Διοικ.Δικ.), όλοι
μας, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, είχαμε την αυτή βασική
ιδιότητα του εν ενεργεία μονίμου δασικού υπαλλήλου των
Δασικών Υπηρεσιών των κρατικών Περιφερειών, που είναι πρώην
Υπηρεσίες του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων που μεταφέρθηκαν στις κρατικές
Περιφέρειες και οι οποίες, εποπτεύονταν από το Υπουργείο
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και ασκούσαν αρμοδιότητες
του εν λόγω Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
στην Περιφέρεια και η οποία ιδιότητα υποχρέωνε εμάς, εν τη
αναγκαστική συνεργασία με τους υπό σύγκριση λαμβάνοντες την
επίδικη μισθολογική παροχή υπαλλήλους {του ιδίου με εμάς
κλάδου ΔΕ Γεωτεχνικών (Δασοφυλάκων) ως και λοιπών κλάδων}
των αυτών με εμάς Δασικών Υπηρεσιών, ως διαπλεκόμενους, ως
είναι αυτονόητο, αναγκαίως, στον ίδιο προγραμματισμό και στην
υλοποίηση των στόχων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, να
απασχολούμεθα με, προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων που
διαχειρίζονταν οι πρώην Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες του
Υπουργείου Γεωργίας και προγράμματα διαχείρισης και ελέγχου
19

του καθεστώτος των οικονομικών ενισχύσεων σε βάρος


πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού εξόδων του
Υπουργείου Γεωργίας και του προϋπολογισμού δημοσίων
επενδύσεων του τομέα Γεωργίας γενικά, καθώς και να
συμμετέχουμε σε προσφορά της ίδιας πρόσθετης παροχής
υπηρεσιών, κάτω από τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, με
τους συγκρινόμενους υπαλλήλους οι οποίοι ήταν δικαιούχοι της
επίδικης παροχής.
Κοντολογίς, συνέτρεχαν και για εμάς, όλες οι προϋποθέσεις
χορήγησης του ένδικου επιδόματος, αφού είχαμε τα αυτά ακριβώς
τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ασκούσαμε τα ίδια ακριβώς
καθήκοντα, προσφέραμε τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες και είχαμε το
ίδιο ακριβώς αντικείμενο απασχολήσεως, στους ίδιους ακριβώς
χώρους και κάτω από τις ίδιες ακριβώς γενικές και ειδικές
συνθήκες και με την ίδια ποσοτική και ποιοτική απόδοση και
ευθύνη, με τους συναδέλφους μας, που υπηρετούσαν οργανικά
στις ίδιες ακριβώς με εμάς Δασικές Υπηρεσίες και στον ίδιο
ακριβώς με εμάς κλάδο ΔΕ Γεωτεχνικών (Δασοφυλάκων) και οι
οποίοι προέρχονταν από το Υπουργείο πρώην Γεωργίας και ήταν
δικαιούχοι, ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΝΟΜΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΡΗΤΕΣ
ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, του ένδικου επιδόματος.
Δηλαδή, α π ο δ ε δ ε ι γ μ έ ν α, σ υ ν έ τ ρ ε χ α ν κ α ι
γ ι α ε μ ά ς, ό λ ε ς ο ι ε κ τ ο υ Ν ό μ ο υ «π ρ ο ϋ π ο θ έ-
σ ε ι ς» χορήγησης του ενδίκου επιδόματος, παρά το γεγονός ότι
παραλειφθήκαμε σιωπηρά από τον κύκλο των δικαιούχων του
ενδίκου επιδόματος προσώπων.
Καταρρίπτεται κατά συνέπεια, πλήρως, ο αντίθετος λόγος
εφέσεως του αντιδίκου.

ΤΡΙΤΟΝ
Με τις διατάξεις των παραγρ. 7 και 8 του άρθρου 13 του Ν.
2470/1997 (Α΄ 40), ορίζονταν τα ακόλουθα: «7. Τυχόν απομένοντα
υπόλοιπα υπέρ των δικαιούχων σε λογαριασμούς της
προηγουμένης παραγράφου ρυθμίζονται από 1.1.1997 με πράξεις
του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν κοινής πρότασης των Υπουργών
Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου ή με κοινές αποφάσεις
των ίδιων Υπουργών. Μέχρι την έκδοση των πράξεων του
Υπουργικού Συμβουλίου ή των κοινών υπουργικών αποφάσεων, οι
προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές
παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται ως
διαφορά σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις,
μειωμένες κατά το ποσό του κινήτρου απόδοσης του άρθρου
αυτού. Όπου από τις ισχύουσες διατάξεις έχουν συσταθεί λογαριασμοί
περισσότεροι του ενός, μπορεί να ενοποιούνται με κοινή απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού,
μετά και από έκφραση γνώμης των ενδιαφερομένων. Με τις ίδιες
20

αποφάσεις ή Π.Υ.Σ. ρυθμίζονται και περιπτώσεις συρροής αξιώσεων


υπαλλήλων για λήψη παροχών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.
αυτής και από λογαριασμούς εκτός των Υπουργείων ή της Υπηρεσίας
που ανήκουν οργανικά. 8. Στη ρύθμιση της προηγούμενης
παραγράφου εμπίπτουν τα ποσά που προβλέπονται από τις
διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 24 του ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α -
ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.), της παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 1965/1991 (ΦΕΚ 146 Α),
των παρ. 4 και 5 του άρθρου 24 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α), των παρ.
7, 34 και 38 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α), της
παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α), του
άρθρου 3 του ν. 2242/1994 (ΦΕΚ 162 Α), της παραγράφου 1 του
άρθρου 13 του ν. 2273/1994 (ΦΕΚ 233 Α), της παραγράφου 5 του
άρθρου 14 του ν. 2289/1995 (ΦΕΚ 27 Α), του άρθρου 24 του ν.
2300/1995 (ΦΕΚ 69 Α), του άρθρου 57 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α),
της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α), του
άρθρου 11 του ν. 2332/1995 (ΦΕΚ 181 Α), του άρθρου 29 του ν.
2339/1995 (ΦΕΚ 204 Α), των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του ν.
2342/1995 (ΦΕΚ 208 Α), της παρ. 15 του άρθρου 2 του ν.
2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α), των άρθρων 2, 4 και 8 παράγραφος 20 του ν.
2366/1995 (ΦΕΚ 256 Α), του άρθρου 5 του ν. 2390/1996 (ΦΕΚ 54 Α),
της παραγράφου 18 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α), του
άρθρου 8 του ν. 2430/1996 (ΦΕΚ 156 Α), του άρθρου 7 του ν.
2435/1996 (ΦΕΚ Α ), των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 3 του ν.
928/1917 (ΦΕΚ 218 Α), του άρθρου 1 του Διατάγματος της 22.12.1917
(ΦΕΚ 297 Α), του άρθρου 10 του ν. 5415/1932 (ΦΕΚ 129 Α), του
άρθρου 7 του π.δ./τος της 27.8.1932 (ΦΕΚ 254 Α), της παραγράφου 1
του άρθρου 5 του α.ν. 434/1945 (ΦΕΚ 169Α), του άρθρου 94 του ν.
1041/1980 (ΦΕΚ 75 Α) και των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου
με αριθμ. 29/1985, 35/1985, 144/1991, 237/1996 και 238/1996, του
άρθρου 5 του ν. 2229/1994 (ΦΕΚ 138 Α), του άρθρου τέταρτου του ν.
2371/1996 (ΦΕΚ 2 Α) και της παραγράφου 22 του άρθρου 14 του ν.
2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α), όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν στις
31.12.1996, καθώς και κάθε άλλη παροχή από οποιονδήποτε ειδικό
λογαριασμό, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης των εσόδων του.».
Με δε την με αριθμό 50908/31-7-2002 Κοινή Απόφαση των
Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Γεωργίας, «Καταβολή διαφορών
ειδικών λογαριασμών Υπουργείου Γεωργίας», που εκδόθηκε κατ’
εξουσιοδότηση των προδιαληφθεισών διατάξεων των παραγρ. 7
και 8 του άρθρου 13 του Ν. 2470/1997 και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ.
992/τ.Β΄/31-7-2002, οριζόταν, ότι το κατά μήνα χρηματικό ποσό που θα
καταβάλλεται, ως Διαφορά Επιδομάτων από τους Ειδικούς
Λογαριασμούς του Υπουργείου Γεωργίας, κατά υπάλληλο είναι: από
1-4-2002 α. Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε. 220,10 ευρώ, β. Υπάλληλοι
κατηγορίας Τ.Ε. 205,43 ευρώ, γ. Υπάλληλοι κατηγορίας Δ.Ε. 190,76
ευρώ, δ. Υπάλληλοι κατηγορίας Υ.Ε. 176,08 ευρώ και από 1-10-2002 α.
21

Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε. 308,14 ευρώ, β. Υπάλληλοι κατηγορίας Τ.Ε.


269,99 ευρώ, γ. Υπάλληλοι κατηγορίας Δ.Ε. 246,52 ευρώ, δ. Υπάλληλοι
κατηγορίας Υ.Ε. 231,84 ευρώ (παρ. 2), δικαιούχοι των παραπάνω
διαφορών θα είναι, μεταξύ άλλων, και οι μόνιμοι και με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι του Υπουργείου
Γεωργίας και πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας που
μετατάχθηκαν στις κρατικές Περιφέρειες της Χώρας με το Ν.
2503/1997 (ανεξαρτήτως σε ποιά Υπηρεσία υπηρετούν) (παρ. 3α
και β), οι δασικοί υπάλληλοι του Υπ. Γεωργίας και οι πρώην δασικοί
υπάλληλοι του Υπ. Γεωργίας που μεταφέρθηκαν στις Περιφέρειες
με το Ν. 2503/1997 μέχρι 30-9-2002 θα λάβουν τα ποσά κατά μήνα
που προβλέπονται με την υπ’ αριθμ. 2/18241/0022/5-4-2000 Κ.Υ.Α.
(Φ.Ε.Κ. 535/Β/11-4-2000) και με την υπ’ αριθμ. 2/41985/0022/13-7-
2001 Κ.Υ.Α. (Φ.Ε.Κ. 936/Β/19-7-2001) (παρ. 4), από 1-10-2002
καταβάλλονται και στους δασικούς υπαλλήλους κατά μήνα τα
χρηματικά ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα οποία
καταβάλλονται και στους υπόλοιπους υπαλλήλους (παρ. 5), από
τα ανωτέρω χρηματικά ποσά θα αφαιρούνται αντίστοιχα
επιδόματα που λαμβάνονται από άλλη πηγή και μεταξύ άλλων και
τα ποσά που θα καταβληθούν στους υπαλλήλους των κρατικών
Περιφερειών από προβλεπόμενες συλλογικές συμφωνίες των
υπαλλήλων των Περιφερειακών Διοικήσεων (παρ. 6γ) και η
απόφαση αυτή ισχύει από 1-4-2002.
Στη συνέχεια, το ύψος των παραπάνω μηνιαίων χρηματικών
ποσών της Διαφοράς Επιδομάτων από τους Ειδικούς
Λογαριασμούς του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και τώρα
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που προέβλεπε το ανωτέρω
άρθρο 13 παρ. 7 και 8 του Ν. 2470/1997 και η αμέσως παραπάνω
με αριθμό 50908/31-7-2002 Κ.Υ.Α., αναπροσαρμόσθηκε προς τα
πάνω, με την με αριθμό 61175/24-10-2003 Κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Γεωργίας (Φ.Ε.Κ. 1629/τ.Β΄/6-11-
2003) κατά 30 ευρώ το μήνα από 1-1-2003 και κατά άλλα 30 ευρώ το
μήνα από 1-10-2003, με την με αριθμό 2/39384/0022/27-7-2004 Κοινή
απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων (Φ.Ε.Κ. 1197/τ.Β΄/4-8-2004) κατά 50 ευρώ το μήνα από
1-1-2004 και με την με αριθμό 2/68993/23-12-2004 Κοινή απόφαση των
Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης,
Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
(Φ.Ε.Κ. 1920/τ.Β΄/24-12-2004) κατά 20 ευρώ το μήνα από 1-10-2004,
με δε την με αριθμό 2/16068/28-6-2005 Κοινή απόφαση των Υπουργών
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και
Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Φ.Ε.Κ.
990/τ.Β΄/14-7-2005), από 1-7-2005, αναπροσαρμόσθηκε ως εξής: α.
Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε. 478 ευρώ, β. Υπάλληλοι κατηγορίας Τ.Ε.
22

430 ευρώ, γ. Υπάλληλοι κατηγορίας Δ.Ε. 397 ευρώ, δ. Υπάλληλοι


κατηγορίας Υ.Ε. 382 ευρώ και τέλος με την με αριθμό 2/35112/0022/20-
6-2007 Κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Φ.Ε.Κ. 1090/τ.Β΄/2-7-2007),
αναπροσαρμόσθηκε κατά 20 ευρώ το μήνα από 1-1-2007 και κατά άλλα
40 ευρώ το μήνα από 1-7-2007, με συνέπεια τα μηνιαία
καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά του ως άνω επιδόματος-
διαφοράς από τους Ειδικούς Λογαριασμούς του Υπουργείου
πρώην Γεωργίας και τώρα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να
είχαν διαμορφωθεί, ως εξής, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-
2006 και εντεύθεν: 1) Από 1-1-2006: α. Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε.
478 ευρώ, β. Υπάλληλοι κατηγορίας Τ.Ε. 430 ευρώ, γ. Υπάλληλοι
κατηγορίας Δ.Ε. 397 ευρώ, δ. Υπάλληλοι κατηγορίας Υ.Ε. 382
ευρώ, 2) Από 1-1-2007: α. Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε. 498 ευρώ, β.
Υπάλληλοι κατηγορίας Τ.Ε. 450 ευρώ, γ. Υπάλληλοι κατηγορίας
Δ.Ε. 417 ευρώ, δ. Υπάλληλοι κατηγορίας Υ.Ε. 402 ευρώ και 3) Από
1-7-2007: α. Υπάλληλοι κατηγορίας Π.Ε. 518 ευρώ, β. Υπάλληλοι
κατηγορίας Τ.Ε. 470 ευρώ, γ. Υπάλληλοι κατηγορίας Δ.Ε. 437
ευρώ, δ. Υπάλληλοι κατηγορίας Υ.Ε. 422 ευρώ, ενώ το ύψος των
χρηματικών ποσών της μετονομασθείσας από 1-1-2004 δυνάμει
του άρθρου 24 παρ. 2 εδαφ. α του Ν. 3205/2003 σε Προσωπική
Διαφορά πρώην Μηνιαίας Ειδικής Παροχής των Υπαλλήλων των
κρατικών Περιφερειών παρέμεινε αμετάβλητο στο ύψος που είχε
ορισθεί αρχικά, με αποτέλεσμα από 1-1-2006 και εντεύθεν η
ανωτέρω μετονομασθείσα από 1-1-2004 δυνάμει του άρθρου 24
παρ. 2 εδαφ. α του άνω Ν. 3205/2003 σε Προσωπική Διαφορά
πρώην Μηνιαία Ειδική Παροχή των Υπαλλήλων των κρατικών
Περιφερειών να υπολείπεται σταθερά από το επίδομα-διαφορά
των Ειδικών Λογαριασμών του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και
τώρα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Εξ άλλου, με την πιο πάνω με αριθμό 61175/24-10-2003 Κοινή
Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Γεωργίας (Φ.Ε.Κ.
1629/τ.Β΄/6-11-2003) ορίσθηκε, ότι από 1-4-2002 δικαιούχοι της
παραπάνω Διαφοράς θα είναι, μεταξύ άλλων, και οι ΠΕ Γεωτεχνικοί
(Δασολόγοι κλπ) και οι ΤΕ Τεχνολόγοι Δασοπονίας (Δασοπόνοι),
Γεωπονίας, Ιχθυοκομίας-Αλιείας, Τροφίμων και Δημόσιας Υγείας και
Κτηνιατρικών Εργαστηρίων (μη προερχόμενοι από το Υπουργείο
Γεωργίας, όπως και εμείς) συνάδελφοί μας, μόνιμοι και με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάλληλοι των
Περιφερειών, ο ι ο π ο ί ο ι α π λ ώ ς υ π η ρ ε τ ο ύ σ α ν, ό π ω ς
κ α ι ε μ ε ί ς, σε πρώην Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας.
Σημειώνεται, ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 12 παραγρ. 8
και 9 του Ν. 3205/2003 (Α΄ 297) ορίζονταν τα εξής: «8. Τα
καταβαλλόμενα ποσά ή παροχές υπέρ των δικαιούχων από
23

λογαριασμούς ή διατάξεις της παραγράφου 9, μετά την αφαίρεση


των ποσών της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού, ρυθμίζονται από
1.1.2004 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και
Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Μέχρι
την έκδοση των κοινών υπουργικών αποφάσεων, οι
προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές
παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται στο ίδιο
ύψος που έχουν διαμορφωθεί μέχρι την 31.12.2003, σύμφωνα με
τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις. Όπου από τις ισχύουσες
διατάξεις έχουν συσταθεί ειδικοί λογαριασμοί περισσότεροι του ενός,
μπορεί να ενοποιούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας
και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από
έκφραση γνώμης των ενδιαφερομένων. Με τις ίδιες αποφάσεις
ρυθμίζονται και περιπτώσεις συρροής αξιώσεων υπαλλήλων για λήψη
παροχών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και
από λογαριασμούς εκτός του Υπουργείου ή της Υπηρεσίας που ανήκουν
οργανικά. 9. Στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου
εμπίπτουν τα ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις της
παραγράφου 9 του άρθρου 24 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α΄
ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.), της παραγράφου 10 του άρθρου 6 του Ν. 1965/1991 (ΦΕΚ
146 Α΄), των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 24 του Ν.
2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α΄), των παραγράφων 7, 34 και 38 του
άρθρου 27 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), της παραγράφου 1 του
άρθρου 16 του Ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α΄), του άρθρου 3 του Ν.
2242/1994 (ΦΕΚ 162 Α΄), της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν.
2273/1994 (ΦΕΚ 233 Α΄), της παραγράφου 5 του άρθρου 14 του Ν.
2289/1995 (ΦΕΚ 27 Α΄), του άρθρου 24 του Ν. 2300/1995 (ΦΕΚ 69 Α΄),
του άρθρου 57 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), της παραγράφου 1 του
άρθρου 12 του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), του άρθρου 11 του Ν.
2332/ 1995 (ΦΕΚ 181 Α΄), του άρθρου 29 του Ν. 2339/1995 (ΦΕΚ 204
Α΄), των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του Ν. 2342/1995 (ΦΕΚ
208 Α΄), της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του Ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224
Α΄), των άρθρων 2, 4 και 8 παράγραφος 20 του Ν. 2366/ 1995 (ΦΕΚ
256 Α΄), του άρθρου 5 του Ν. 2390/1996 (ΦΕΚ 54 Α΄), της παραγράφου
18 του άρθρου 5 του Ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α΄), του άρθρου 8 του Ν.
2430/1996 (ΦΕΚ 156 Α΄), του άρθρου 7 του Ν. 2435/1996 (ΦΕΚ 189
Α΄), των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 3 του Ν. 928/1917 (ΦΕΚ 218
Α΄), του άρθρου 1 του διατάγματος της 22.12.1917 (ΦΕΚ 297 Α΄), του
άρθρου 10 του Ν. 5415/1932 (ΦΕΚ 129 Α΄), του άρθρου 7 του
προεδρικού διατάγματος της 27.8.1932 (ΦΕΚ 254 Α΄), της παραγράφου
1 του άρθρου 5 του α.ν. 434/ 1945 (ΦΕΚ 169 Α΄), του άρθρου 94 του Ν.
1041/1980 (ΦΕΚ 75 Α΄) και των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου
με αριθμ. 29/1985, 35/1985, 144/1991, 237/1996 και 238/1996, του
άρθρου 5 του Ν. 2229/1994 (ΦΕΚ 138 Α΄), του άρθρου τέταρτου του Ν.
2371/1996 (ΦΕΚ 2 Α΄) και της παραγράφου 22 του άρθρου 14 του Ν.
2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α΄), όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν στις
24

31.12.2003, καθώς και κάθε άλλη παροχή από οποιονδήποτε ειδικό


λογαριασμό ή διάταξη νόμου ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης των
εσόδων τους.».
Συνεπώς, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 12
παραγρ. 8 και 9 του Ν. 3205/2003 ορίζονταν, ότι τα έσοδα των
παραπάνω Ειδικών Λογαριασμών δεν θίγονται από τις διατάξεις
του εν λόγω Νόμου και τα καταβαλλόμενα ποσά ή παροχές από
Ειδικούς Λογαριασμούς ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση
αρμόδιου Υπουργού και μέχρι τότε εξακολουθούν να
καταβάλλονται στους δικαιούχους τους, σύμφωνα με τις
ισχύουσες περί αυτών διατάξεις.
Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 19 παραγρ. 16 και 17 του
Ν. 3208/2003 (Α΄ 303), επεκτάθηκε και νομοθετικά, από 1-4-2002, η
χορήγηση της διαφοράς των επιδομάτων των ειδικών
λογαριασμών του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων, και στους μόνιμους και με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ΠΕ Γεωτεχνικούς
(Δασολόγους κλπ) και ΤΕ Τεχνολόγους Δασοπονίας
(Δασοπόνους), Γεωπονίας, Ιχθυοκομίας-Αλιείας, Τροφίμων και
Δημόσιας Υγείας και Κτηνιατρικών Εργαστηρίων (μη
προερχόμενους από το Υπουργείο Γεωργίας, όπως και εμείς)
συναδέλφους μας, υπαλλήλους των κρατικών Περιφερειών, ο ι
ο π ο ί ο ι α π λ ώ ς υ π η ρ ε τ ο ύ σ α ν, ό π ω ς κ α ι
ε μ ε ί ς, σε πρώην Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας.
Εξαιρέθηκαν, δηλαδή, και πρόδηλα κατά παράβαση του
άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, από τη χορήγηση της
παραπάνω διαφοράς των επιδομάτων των ειδικών λογαριασμών
του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων, εξ όλων των δασικών υπαλλήλων των
Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών προερχομένων και μη
προερχομένων από το Υπουργείο Γεωργίας, όπως αυτοί
καθορίζονται από το άρθρο 39 παρ. 1 του Νόμου 1845/1989 (Α΄
102), μόνον οι ανήκοντες στον κλάδο Δασοφυλάκων δασικοί
υπάλληλοι μη προερχόμενοι από το Υπουργείο Γεωργίας.
Από όλα τα ανωτέρω εκτιθέμενα, πρόδηλα, προκύπτει, ότι οι
συνάδελφοί μας, που υπηρετούσαν οργανικά στις ίδιες ακριβώς
με εμάς Δασικές Υπηρεσίες και στον ίδιο ακριβώς με εμάς κλάδο
ΔΕ Δασοφυλάκων και οι οποίοι προέρχονταν από το Υπουργείο
πρώην Γεωργίας, ήταν δικαιούχοι, ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΝΟΜΙΜΑ ΚΑΙ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΡΗΤΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ,
του ένδικου επιδόματος.
Παρά το ότι όλα τα ανωτέρω αναπτύσσονται, αναλυτικά,
στην ένδικη Προσφυγή και Αγωγή μας, το αντίδικο, προπετώς,
ισχυρίζεται, με τον πρώτο λόγο εφέσεως, ότι, δήθεν, παράνομα
εχορηγείτο η ένδικη προκύπτουσα διαφορά, στους ως άνω υπό
25

σύγκριση συναδέλφους μας, μόνιμους δασικούς υπαλλήλους, της


ίδιας με εμάς κατηγορίας ΔΕ και του ίδιου με εμάς κλάδου
Δασοφυλάκων, οι οποίοι είχαν μεταταχθεί, στις ίδιες με εμάς
Δασικές Υπηρεσίες, οργανικές τότε μονάδες των κρατικών
Περιφερειών και προέρχονταν από το Υπουργείο πρώην
Γεωργίας.

ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Είναι δε εντελώς παράλογο και άδικο, να αποτελεί κριτήριο
χορηγήσεως της επίδικης Προκύπτουσας Διαφοράς, μόνον η
ημερομηνία διορισμού, δηλαδή ο ένας υπάλληλος να διορίσθηκε
σε Περιφερειακή Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας και ο άλλος
υπάλληλος να διορίσθηκε ένα μήνα ή και μία ημέρα μετά στην ίδια
Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας που εν τω μεταξύ
μεταφέρθηκε με το Νόμο 2503/1997 σε πρώην κρατική Περιφέρεια
και έκτοτε, να υπηρετούν στην ίδια Υπηρεσία, να έχουν τα αυτά
τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να είναι της ίδιας κατηγορίας και
του ίδιου κλάδου, να ασκούν τα ίδια καθήκοντα, να εργάζονται στα
ίδια Γραφεία της ίδιας Υπηρεσίας, να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες
και κάτω από τις ίδιες ακριβώς γενικές και ειδικές συνθήκες
(συμμετέχοντας σε προσφορά της ίδιας πρόσθετης παροχής
υπηρεσιών) καθώς και με την αυτή ποσοτική και ποιοτική
απόδοση και ευθύνη και εν γένει να μην υπάρχει καμμία
απολύτως διαφοροποίηση μεταξύ τους και ο ένας υπάλληλος να
λαμβάνει την επίδικη μισθολογική παροχή και ο άλλος να μην την
λαμβάνει.
Δεν είναι δυνατόν, αυτή η μεταχείριση να συνάδει με ένα
κράτος δικαίου και να είναι συνταγματικά ανεκτή, μια τέτοια
κατάφορη αδικία, εις βάρος μας.
Επισημαίνεται, ότι, εν προκειμένω, ο ως άνω χρόνος
προσλήψεως, ως κριτήριο λήψεως της ένδικης Προκύπτουσας
Διαφοράς, ανεξάρτητα του ότι ο χρόνος αυτός, κατά τη νομολογία
(βλ. τις προσκομισθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και
επικαλούμενες αποφάσεις Α.Π. 627/2006 - σχετικό Νο ΧV και Α.Π.
Ολομέλεια 348/1985 - σχετικό Νο ΧVΙ), δεν αποτελεί κριτήριο
διαφορετικής μισθολογικής μεταχείρισης μεταξύ των εργαζομένων
στον ίδιο εργοδότη, καταργήθηκε με τις διατάξεις, α) της με αριθμό
61175/24-10-2003 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομίας
και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και Γεωργίας (Φ.Ε.Κ. 1629/τ.Β΄/6-11-2003), με την
οποία ορίσθηκε ότι από 1-4-2002 δικαιούχοι της παραπάνω
Διαφοράς ήταν, μεταξύ άλλων, και οι ΠΕ Γεωτεχνικοί και οι ΤΕ
Τεχνολόγοι Δασοπονίας, Γεωπονίας, Ιχθυοκομίας-Αλιείας,
Τροφίμων και Δημόσιας Υγείας και Κτηνιατρικών Εργαστηρίων
(μη προερχόμενοι από το Υπουργείο Γεωργίας, όπως και εμείς)
συνάδελφοί μας, μόνιμοι και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
26

αορίστου χρόνου, ο ι ο π ο ί ο ι α π λ ώ ς υ π η ρ ε τ ο ύ σ α ν,
ό π ω ς κ α ι ε μ ε ί ς, σε πρώην Υπηρεσίες του Υπουργείου
Γεωργίας και β) του άρθρου 19 παραγρ. 16 και 17 του Ν. 3208/2003
(ΦΕΚ Α΄ 303), με το οποίο επεκτάθηκε και νομοθετικά, από 1-4-
2002, η χορήγηση της διαφοράς των επιδομάτων των ειδικών
λογαριασμών του Υπουργείου πρώην Γεωργίας και νυν Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων, και στους μόνιμους και με σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ΠΕ Γεωτεχνικούς και
ΤΕ Τεχνολόγους Δασοπονίας, Γεωπονίας, Ιχθυοκομίας-Αλιείας,
Τροφίμων και Δημόσιας Υγείας και Κτηνιατρικών Εργαστηρίων
(μη προερχόμενους από το Υπουργείο Γεωργίας, όπως και εμείς)
συναδέλφους μας, υπαλλήλους των Περιφερειών, ο ι ο π ο ί ο ι
α π λ ώ ς υ π η ρ ε τ ο ύ σ α ν, ό π ω ς κ α ι ε μ ε ί ς, σε
πρώην Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας.
Δηλαδή, την επίδικη Προκύπτουσα Διαφορά ελάμβαναν,
επιλεκτικά, μεταξύ άλλων, και όλοι ο ι μ ε τ ά τ ο 1997
διορισθέντες ή μεταταχθέντες ή τοποθετηθέντες, όπως και εμείς,
στις Υπηρεσίες των κρατικών Περιφερειών που ήταν πρώην
Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, ΠΕ Γεωτεχνικοί (Γεωπόνοι,
Δασολόγοι, Κτηνίατροι, Γεωλόγοι και Ιχθυολόγοι) και ΤΕ
Τεχνολόγοι Δασοπονίας, Γεωπονίας, Ιχθυοκομίας-Αλιείας,
Τροφίμων και Δημόσιας Υγείας και Κτηνιατρικών Εργαστηρίων,
συνάδελφοί μας, μ η π ρ ο ε ρ χ ό μ ε ν ο ι από το Υπουργείο
Γεωργίας, όπως και εμείς και ανόμοιων μεταξύ τους κατηγοριών
και κλάδων, οι οποίοι απλώς υπηρετούσαν, όπως και εμείς, σε
πρώην Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας.

ΠΕΜΠΤΟΝ
Αφού ο νομοθέτης αναγνώρισε και παραδέχθηκε, με την
Αιτιολογική Έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες
προώθησης προς ψήφιση του άρθρου 36 του Νόμου 3731/2008 (Α΄
263), τις «μισθολογικές ανισότητες που καταγράφονται στους
υπαλλήλους των Περιφερειών και συνδέονται με την ιστορική
εξέλιξη του θεσμού και των διαδικασιών στελέχωσής του» και
προώθησε προς ψήφιση το ανωτέρω άρθρο 36 του Νόμου
3731/2008, προς άρση των εν λόγω μισθολογικών ανισοτήτων
μεταξύ των περιφερειακών υπαλλήλων και ειδικότερα, με την
Αιτιολογική Έκθεση του ανωτέρω άρθρου 36 [37] «Ρυθμίσεις
θεμάτων Υπαλλήλων Περιφερειών» του Νόμου 3731/2008,
αναγνώρισε και αποδέχθηκε, ότι: «Με την προτεινόμενη
προσθήκη, επιδιώκεται ... η αποτελεσματικότερη σύγκλιση των
αποδοχών των υπαλλήλων π α ρ ό μ ο ι ω ν π ρ ο σ ό ν τ ω ν
κ α ι α π α σ χ ό λ η σ η ς, π ρ ο ς τ ο σ κ ο π ό τ η ς ά ρ-
σ η ς τ η ς δ ι α μ ο ρ φ ω θ ε ί σ α ς α ν ι σ ό τ η τ α ς μεταξύ
υπαλλήλων των διαφόρων υπηρεσιών των Περιφερειών. ...» και
δια του ως άνω άρθρου 36 παρ. 3 του Νόμου 3731/2008 σ υ μ ψ ή-
27

φ ι σ ε την μηνιαία ειδική παροχή, που δια του Νόμου αυτού


χορήγησε, με την ο μ ο ε ι δ ή επίδικη πρόσθετη μισθολογική
παροχή, η δε κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, δια της με αριθμό
2/49772/0022/20-8-2009 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 1744/τ.Β΄/21-8-2009), με την
οποία καθορίσθηκε το ύψος της παραπάνω μηνιαίας ειδικής
παροχής του άρθρου 36 του Νόμου 3731/2008, συμψήφισε την εν
λόγω μηνιαία ειδική παροχή, με την ο μ ο ε ι δ ή επίδικη
πρόσθετη μισθολογική παροχή, προβλέποντας αναλυτικά τη
διαδικασία συμψηφισμού, δεν είναι νόμιμο και λογικό το αντίδικο
να εμμένει στην παρανομία του, με την υπό κρίση έφεσή του.

ΕΚΤΟΝ
Άλλωστε, δ ε ν ε τ ί θ ε τ ο, ε κ τ ω ν ι σ χ υ ο υ σ ώ ν
κ α ι ε φ α ρ μ ο ζ ο μ έ ν ω ν σ τ η ν υ π ό κ ρ ί σ η υ π ό θ ε-
σ η δ ι α τ ά ξ ε ω ν, κ α μ μ ί α α π ο λ ύ τ ω ς π ρ ο ϋ π ό θ ε-
σ η, κ α ν έ ν α ς ό ρ ο ς ή έ σ τ ω κ ά π ο ι α δ ι α τ ύ π ω σ η
για τη χορήγηση του ενδίκου επιδόματος
και δεν προβλέπετο και δεν απαιτείτο
κάποια υπηρεσιακή ανά τακτά διαστήματα
β ε β α ί ω σ η γ ι α τ η σ υ ν δ ρ ο μ ή κ ά π ο ι α ς π ρ ο ϋ-
π ό θ ε σ η ς γ ι α τ η χ ο ρ ή γ η σ η τ ο υ ε ν δ ί κ ο υ ε π ι-
δ ό μ α τ ο ς σ τ ο υ ς δ ι κ α ι ο ύ χ ο υ ς υ π α λ λ ή λ ο υ ς.
Ούτε νομοθετικά, ούτε κανονιστικά απαιτείτο η τήρηση
κάποιων διατυπώσεων ή διαδικασίας ή η σύνταξη αρμοδίως
βεβαιώσεως για συνδρομή κάποιων προϋποθέσεων για τη
χορήγηση του ενδίκου επιδόματος.

-----------------

Ούτω, πράγματι, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και


αποδεικνυόμενα και τα όσα αναφέρονται αναλυτικά στην κρινόμενη σε
δεύτερο βαθμό από 20-11-2008 και με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης
45704/20-11-2008 Προσφυγή και Αγωγή μας, όπως αυτή
συμπληρώθηκε με τους από 6-11-2017 και με Αριθμό Εισαγωγής ΠΛ
552/8-11-2017 Προσθέτους Λόγους Προσφυγής και Αγωγής μας,
καθώς και στα από 27-11-2017 και από 11-2-2019 Υπομνήματά μας,
που καταθέσαμε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εμείς τελούσαμε, όσον
αφορά τα κριτήρια για τη χορήγηση του επιδίκου επιδόματος, κάτω από
τις ίδιες, με τους δικαιούχους του επιδόματος αυτού ΔΕ Γεωτεχνικούς
υπαλλήλους (του ίδιου κλάδου Δασοφυλάκων) και υπηρετούντες στις
ίδιες με εμάς Δασικές Υπηρεσίες, συνθήκες εργασίας, έχοντας τα ίδια με
αυτούς τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ασκώντας τα ίδια με αυτούς
καθήκοντα και παρέχοντας τις ίδιες με αυτούς υπηρεσίες.
Επομένως, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της
ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και του κράτους δικαίου (άρθρο 25),
28

αρνήθηκε το εκκαλούν - καθ’ ου η προσφυγή και εναγόμενο, να


καταβάλει, σε καθένα και σε καθεμία από εμάς, το ένδικο επίδομα.
Κατ’ ακολουθία, είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη υπόθεση, η
συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και, με βάση τη
συνταγματική αυτή αρχή, δικαιούμαστε το ανωτέρω ένδικο επίδομα και
πρέπει να καταβληθεί, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, σε καθένα και
σε καθεμία από εμάς, το πιο πάνω ένδικο επίδομα, σε εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος και προς
αποκατάσταση των απ’ αυτές θεσπιζομένων συνταγματικών αρχών της
ισότητας και του κράτους δικαίου, σε σύγκριση με τους πιο πάνω
συναδέλφους μας τακτικούς (μονίμους) δημοσίους υπαλλήλους, της
ιδίας ΔΕ κατηγορίας, του ιδίου κλάδου Γεωτεχνικών και της ιδίας
ειδικότητας Δασοφυλάκων και υπηρετούντες στις ίδιες με εμάς Δασικές
Υπηρεσίες, που ελάμβαναν, καθ’ όλα νόμιμα, το εν λόγω ένδικο
επίδομα, κατά το ίδιο κρίσιμο χρονικό διάστημα.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις παραπάνω κείμενες διατάξεις και
με τα πλήρως ανωτέρω αποδειχθέντα, η υπό κρίση σε δεύτερο βαθμό
Προσφυγή και Αγωγή μας, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τους
Προσθέτους Λόγους Προσφυγής και Αγωγής μας, καθώς και με τα
ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Υπομνήματά μας, ορθώς έγινε
δεκτή με τις εκκαλούμενες αποφάσεις.

------------------

Επειδή, περαιτέρω, αναφερόμαστε στις ορθές σκέψεις και


διατάξεις των εκκαλουμένων αποφάσεων, ήτοι της ως άνω με
αριθμό Α7395/2018 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών (26ου Μονομελούς Τμήματος), που κατέστη, κατά τα
ανωτέρω, τελεσίδικη για τους -22- ομόδικους, για τους οποίους
έγινε οριστικά δεκτή, με την απόφαση αυτή, η ανωτέρω Προσφυγή
και Αγωγή μας, καθώς και της όμοιας με αριθμό Α6029/2020
απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (26ου
Μονομελούς Τμήματος).
Επειδή, εξ ετέρου, αναφερόμαστε στο περιεχόμενο της
κρινόμενης σε δεύτερο βαθμό από 20-11-2008 και με Γενικό Αριθμό
Κατάθεσης 45704/20-11-2008 Προσφυγής και Αγωγής μας, κατά του
Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, του Ελληνικού
Δημοσίου, της υπ’ αριθμ. 60312/13-10-2008 Πράξεως του
Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Οικονομικής του Υπουργείου Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων και πάσας ετέρας συναφούς πράξεως ή
παραλείψεως της Διοικήσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τους από
6-11-2017 και με Αριθμό Εισαγωγής ΠΛ 552/8-11-2017 Προσθέτους
Λόγους Προσφυγής και Αγωγής μας, καθώς και στο περιεχόμενο των
από 27-11-2017 και από 11-2-2019 Υπομνημάτων μας, που
καταθέσαμε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
29

Απ’ όλα τα παραπάνω, αποδεικνύεται, πλήρως και


αναμφιβόλως, η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης
σε δεύτερο βαθμό από 20-11-2008 και με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης
45704/20-11-2008 Προσφυγής και Αγωγής μας, όπως κατά τα
ανωτέρω συμπληρώθηκε με τους από 6-11-2017 και με Αριθμό
Εισαγωγής ΠΛ 552/8-11-2017 Προσθέτους Λόγους Προσφυγής και
Αγωγής μας.
Συνεπώς, οι εκκαλούμενες αποφάσεις, με το να κάνουν
δεκτή την εν λόγω Προσφυγή και Αγωγή μας, όπως κατά τα
παραπάνω συμπληρώθηκε, ουδόλως έσφαλαν, αλλά αντιθέτως
ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν το Νόμο και ορθώς και
νομίμως και κατά δικαία κρίση, εξετίμησαν το προσκομισθέν
πρωτοδίκως αποδεικτικό υλικό, αιτιολογούσες πλήρως την κρίση
τους.
Τα δε αντίθετα, αορίστως και απαραδέκτως, από το
αντίδικο υποστηριζόμενα, με την υπό κρίση έφεσή του, είναι μη
νόμιμα, αβάσιμα και απορριπτέα.
Επειδή αρνούμεθα και αποκρούουμε την έφεση, το
υπόμνημα, τις ενστάσεις και πάντα έτερο αντίθετο ισχυρισμό του
αντιδίκου, ως μη νομίμους, νομικά και ουσιαστικά αβασίμους,
αορίστους, αναληθείς και απαραδέκτους.
Επειδή το παρόν Υπόμνημά μας είναι νόμιμο, βάσιμο και
αληθινό.
Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη έφεση του
αντιδίκου είναι απαράδεκτη, αόριστη, μη νόμιμη, νόμω και ουσία
αβάσιμη και αναληθής και πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ

- Να γίνει δεκτό το παρόν Υπόμνημά μας.


- Να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η κρινόμενη από 14-9-2020 και
με ΑΒΕΜ: ΕΦ3402/13-10-2020 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου,
νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και του
Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εναντίον μας και κατά
των με αριθμούς Α7395/2018 και Α6029/2020 αποφάσεων του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (26ου Μονομελούς Τμήματος).
- Και να καταδικασθεί το αντίδικο σ’ όλη εν γένει τη δικαστική
μας δαπάνη.-
Αθήνα, 15 Μαρτίου 2022
Η Πληρεξούσια Δικηγόρος

You might also like