You are on page 1of 20

Πανεπιστήμιο Κρήτης

Φιλοσοφική Σχολή
Τμήμα Φιλολογίας
Π. Μ. Σ. Νεοελληνικής Φιλολογίας

ΜΝΕΦ040: «Λαός και Έθνος στην Ελληνική Λογοτεχνία του 19ου αιώνα».

Θέμα: Λουκής Λάρας, Δημητρίου Βικέλα

Τίτλος: «Λουκής Λάρας: το μεταίχμιο μεταξύ ιστορικού μυθιστορήματος και


ηθογραφικού διηγήματος».

Επιμέλεια: Ρομίνα Πρίφτη

Διδάσκων: Δημήτρης Πολυχρονάκης

Ρέθυμνο, Χειμερινό εξάμηνο 2016-2017

1
Περιεχόμενα

Εισαγωγή……………………………………………………………………………..3

Κύριο Μέρος…………………………………………………………………………7

Επίλογος……………………………………………………………………………..18

Βιβλιογραφία………………………………………………………………………..19

2
Εισαγωγή

«Πρώτος ο κ. Βικέλας έγραψε διήγημα ελληνικόν, πραγματικόν, έχον ήρωας


ανθρώπους γήινους και απεικονίζον σκηνάς εκ του αληθούς. Του συγγραφέως
η έκτακτος δεξιότης και ευφυία, γνωρίσαντος να συγκινήση τους σύγχρόνους
δι’ άλλου τρόπου ή των έως τότε εν χρήσει πατριωτικών φωνασκιών,
συνέτεινεν ώστε υπέρ του νέου είδους να κλίνη η πλάστιγξ ταχεία και
εμφαντική. Η διηγηματογραφία ήρχισεν έκτοτε να κινήται και να εισέρχεται
εις τον δρόμον της[…]».1

Ένα παράθεμα που εντοπίζει κανείς στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας που
είναι αφιερωμένη στον Δημήτριο Βικέλα και πρόκειται για την κριτική του 1891,του
Γρ. Ξενόπουλου, η οποία βασίζεται στην τέταρτη έκδοση του Λουκή Λάρα. Ο
Ξενόπουλος είναι από τους πρώτους λόγιους που διατύπωσαν κρίση για το έργο του
Δημητρίου Βικέλα,2 αφιερώνοντας του τέσσερις κριτικές και μιλώντας με ιδιαίτερα
κολακευτικά λόγια για αυτόν.3 Ο κριτικός διαθέτοντας ιδιαίτερα οξυμένη σκέψη
εντόπισε από πολύ νωρίς τα πρωτοποριακά στοιχεία του Λουκή Λάρα σε σχέση με την
προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής. Ο ίδιος τοποθέτησε το έργο
ιστορικά και στη συνέχεια προέβη στην αξιολόγησή του.4 Έχουν περάσει δώδεκα
χρόνια από την έκδοση του έργου και έως τότε, στον ελληνικό χώρο δεν φαίνεται να
του είχε γίνει ιδιαίτερα θερμή υποδοχή.5 Ο Ξενόπουλος, με την κριτική του, άνοιξε
το δρόμο για μια σειρά από θετικά σχόλια για τον Λουκή Λάρα, που βασίζονταν κατά
βάση στην δική του άποψη για το έργο.
Έχοντας ως βάση την κριτική του, έρχεται να την επικυρώσει λίγα χρόνια
αργότερα, το 1895, ο Κωστής Παλαμάς, ένας εξίσου οξυδερκής κριτικός, ο οποίος
διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την πρόσληψη των νεότερων λογοτεχνικών έργων. Ο
Παλαμάς θεωρούσε ότι το διήγημα στα νεοελληνικά γράμματα έβρισκε τον ορισμό
1
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ο Λουκής Λάρας», Εστία, 32, 1891, σ. 368-369.
2
O κριτικός είχε εκφράσει από πολύ νωρίς την εκτίμησή του για τον Λουκή Λάρα του Βικέλα, το 1884,
όταν έλαβε μέρος στο Διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας. Βλ. Πάνος Μουλλάς, «Εισαγωγή» στο
Γεώργιος Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Ερμής, Αθήνα, 1980, σ. να΄.
3
Εκτός από το 1891, έγραψε κριτικές το 1893, το 1896 και το 1908. Βλ. Απόστολος Σαχίνης,
Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1973, σ. 58.
4
Σαχίνης, ό.π, σ. 71.
5
Σοφία Ντενίση, Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα και ο Sir Walter Scott (1830-1880),, Καστανιώτης,
Αθήνα, 1994, σ. 260.

3
του στον Λουκή Λάρα, «Ό,τι κυρίως ονομάζομεν Διήγημα […] νομίζω ότι κατά
πρώτον εμφανίζεται εις ημάς εδώ διά του πράου και ατόλμου, αλλά και τόσον
ευγενούς και τόσον γενναίας εμπνεύσεως τρέφοντος Χίου, όστις ονομάζεται Λουκής
Λάρας. Εις τον Βικέλαν επεφυλάσσετο η τιμή να δώση το σύνθημα. Και το διήγημα
βαδίζει έκτοτε κανονικώτερον, οργανικώτερον· ηύρε τον δρόμον του». 6
Συνοψίζοντας τις απόψεις του Ξενόπουλου και του Παλαμά, θα έλεγε κανείς ότι και
οι δυο κριτικοί βλέπουν στον Λουκή Λάρα το λαμπρό ξεκίνημα της νεοελληνικής
ηθογραφίας.
Ο Λουκής Λάρας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1879, στο περιοδικό Εστία
σε συνέχειες από τις 7 Ιανουαρίου έως τις 11 Μαρτίου. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς
εκδόθηκε και αυτοτελώς. Την πρώτη έκδοση του έργου ακολούθησαν άλλες τέσσερις
(1881, 1891, 1892, 1904), όσο ήταν εν ζωή ο συγγραφέας, καθώς και πολλές
μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες.7 Το έργο αποτελεί την προσπάθεια του Δημητρίου
Βικέλα να αξιοποιήσει και να μεταπλάσει μυθιστορηματικά την αυτοβιογραφία του
Λουκά Τζίφου, την οποία συνέταξε ο τελευταίος κατά παραγγελία του ίδιου του
συγγραφέα.8
Η υπόθεση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: παραμονές της επανάστασης του
1821, ο εικοσάχρονος Λουκής, μαζί με τον πατέρα του βρίσκεται στη Σμύρνη και
κύρια ενασχόλησή τους αποτελεί το εμπόριο. Ξαφνικά, ξεσπάει η επανάσταση και η
οικογένεια αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη, κι ως εκ τούτου τις εμπορικές
δραστηριότητες, που εκείνη την περίοδο βρίσκονταν σε ανοδική πορεία. Έκτοτε, θα
ξεκινήσει η «οδύσσεια» του Λουκή και της οικογένειάς του, που λόγω της βίαιης
εισβολής της ιστορίας στην καθημερινότητά τους, περιπλανώνται σε μια σειρά από
ελληνικά νησιά (Χίος, Μύκονος, Σπέτσες, Τήνος), προκειμένου να γλιτώσουν από
την δίνη του πόλεμου και τις σφαγές των Τούρκων. Στη συνέχεια ο Λουκής θα
επιστρέψει στην Χίο, προκειμένου να βρει κάποια οικογενειακά κειμήλια που είχε
θάψει στο παλιό του σπίτι, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί και πάλι με το εμπόριο –
χρησιμοποιώντας τα ως αρχικό κεφάλαιο-. Εκεί αρχίζει η περιπέτεια του ήρωα με τις

6
Η πρώτη δημοσίευση της μελέτης του Παλαμά έγινε στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς 2, 1896 σ. 259-269.
Μπορεί να την βρει κανείς και στο Κωστής Παλαμάς, Άπαντα 2, Μπίρης, Αθήνα, 1972, σ. 155.
7
Αλέξανδρος Οικονόμου, Τρείς Άνθρωποι: Συμβολή εις την ιστορίαν του ελληνικού λαού (1780-1935),
τόμος δεύτερος: Δημήτριος Μ. Βικέλας (1835-908), Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1953, σ.
261.
8
Σαχίνης, ό.π., σ. 83.

4
τουρκικές αρχές, μέχρι να μπορέσει, τελικά, να πάρει τα ασημικά, τα οποία όμως αντί
να τα επενδύσει στο εμπόριο, τα δίνει ως λύτρα για την απελευθέρωση της
οικογενειακής του φίλης που κρατούνταν όμηρος στα χέρια του Τούρκου που είχε
καταλάβει το παλιό του σπίτι. Εντέλει η κοπέλα αυτή θα αποτελέσει και την
μελλοντική σύζυγο του ήρωα.
Κάνοντας μια επισκόπηση στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο
ρομαντισμός είχε κατακλύσει ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Από
ένα σημείο και έπειτα -περίπου στα μέσα του αιώνα, οι ρομαντικές ακρότητες είχαν
κουράσει τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε υφολογικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν να
ξεκινήσουν οι προσπάθειες για την αναζήτηση μιας διαφορετικού τύπου λογοτεχνίας.
Από ιδεολογική άποψη τέτοια προσπάθεια αποτελεί ο Αυθέντης του Μορέως (1850),
με την ρεαλιστική διαχείριση των πραγμάτων από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, και
από υφολογική άποψη, Η Πάπισσα Ιωάννα (1866), στην οποία ο κατεξοχήν
σατιρικός Έλληνας συγγραφέας, Εμμανουήλ Ροΐδης, υπονομεύει τον ρομαντισμό του
19ου αιώνα.
Περνώντας στον Λουκή Λάρα και στα 1879 ο Βικέλας «μεταβάλλει τον τόνο
της αφήγησης και τον κατεβάζει από το υψηλό επίπεδο των ηρωικών και
πατριωτικών θεμάτων στη συνηθισμένη, κοινή και ομοιόμορφη πραγματικότητα,
στον στενό δεσμό και την αγάπη ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, στην
περιγραφή των ηθών και των συνηθειών της επαναστατικής περιόδου (1821-1828)». 9
Με τον Λουκή Λάρα, για πρώτη φορά κάποιος αποπειράται να προσγειώσει τη
λογοτεχνία στη σφαίρα του καθημερινού. Στο επίκεντρο του έργου μπαίνει η
οικογενειακή τραγωδία ενός απλού εμπόρου: η προσπάθεια επιβίωσης εν καιρώ
πολέμου και η πραγματιστική διαχείριση των πραγμάτων. Η απτή ζωή προκρίνεται
απέναντι στον ένδοξο θάνατο, για χάρη των γενναίων αισθημάτων. Είναι
χαρακτηριστική η φράση του Πετραλείφα, ενός συμφεροντολόγου γέρου, στον
Λέωντα Χαμάρετο, ρομαντικό ήρωα με υψηλά ιδανικά στον Αυθέντη του Μορέως του
Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή «Τα αισθήματά σου είναι γενναία· η γενναιότης όμως μη
υπακούουσα εις την φρόνησιν, καταστρέφει μεν λαμπρώς αλλά καταστρέφει». 10 Σε
αυτήν ακριβώς την φράση συνοψίζεται το ιδεώδες του ρομαντικού ήρωα, για τον
οποίο η καταστροφή είναι αναπόφευκτη.

9
Σαχίνης, ό.π., σ. 79.
10
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Ο Αυθέντης του Μωρέως, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη Ίδρυμα Ελένης και
Κώστα Ουρἀνη, Αθήνα, 1989, σ. 217

5
Ο Λουκής Λάρας, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς ήρωες, χαρακτηρίζεται
από μια εμπειρική προσέγγιση των πραγμάτων. Κατέχει μια περισσότερο πρακτική
παρά θεωρητική γνώση. Γι’ αυτό και το σχολείο του πρακτικού βίου είναι
ωφελιμότερο γι’ αυτόν.11 Ο ήρωας μας, απέχει κατά πολύ από τα ρομαντικά πρότυπα
της περιόδου. Οι ρομαντικοί ήρωες βρίσκονταν πολύ πιο πάνω από τον μέσο
καθημερινό άνθρωπο, καθώς αποτελούσαν ξεχωριστές και ιδιαίτερες
προσωπικότητες. Έχοντας υψηλά ιδανικά και όντας ιδεαλιστές, μοιραία κατέληγαν
θύματα της αδιαλλαξίας τους. Στον αντίποδα, ο Λουκής Λάρας είναι ένας απλός
καθημερινός άνθρωπος, γεγονός που τον καθιστά αντιήρωα, αν τον συγκρίνουμε με
τα κλασικά πρότυπα της λογοτεχνίας. Όντας έμπορος, δηλαδή άνθρωπος του
κέρδους και πραγματιστής, έτοιμος να προσαρμοστεί με στωικότητα στις
περιστάσεις, θεωρεί ότι «εις όλα συνειθίζει ο άνθρωπος και προς όλα βαθμηδόν
εξοικειούται».12 Αρετή για τον Λουκή «είναι η υπομονή και όχι η ανδρεία». 13
Φαίνεται να προκρίνει μια τακτοποιημένη ζωή απέναντι στον ένδοξο θάνατο των
ρομαντικών μυθιστορημάτων.
Επιπλέον, με τον Λουκή Λάρα για πρώτη φορά συναντάμε ένα απλό και λιτό
ύφος και μια μετριοπαθή καθαρεύουσα που γίνεται όλο και πιο μετριοπαθής από
έκδοση σε έκδοση. Ήδη από το 1893 ο Γ. Βλαχογιάννης παρατήρησε την αλλαγή της
γλώσσας από την μια έκδοση στην άλλη και την πρόθεση του συγγραφέα για μια
έκφραση που πλησιάζει την δημοτική γλώσσα: «Ο κ. Βικέλας εφήρμοσε την μέθοδον
του εκδιωγμού και της αποπομπής επί όλων των εντός του βιβλίου του επί
προηγουμένων εκδόσεων, τις οίδε πως, περισωζομένων και ανοχής ίσως μέχρι τούδε
παραμενόντων ιερών και απαραβιάστων συμβόλων της Καθαρευούσης». 14 Ο
Βλαχογιάννης μίλησε με ιδιαίτερα επαινετικά λόγια για τον Βικέλα, καθώς πίστευε
πως η απλοποιημένη καθαρεύουσα της τέταρτης έκδοσης «οπωσδήποτε έκαμε το
βιβλίον καλλίτερον».15 Ο Βικέλας έδινε έμφαση στην επεξεργασία του ύφους και της
γλώσσας, αφού τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η απόλαυση κατά την ανάγνωση. Όπως

11
Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, επίμ: Μαριάννα Δήτσα, Αθήνα, ΝΕΒ, 2008, σ. 1.
12
Ό.π, σ. 164.
13
Wilhelm Lange, «Μια νεοελληνική μυθιστορία», Παρνασσός 4, 1880, σ. 398- 408.
14
Γιάννη Βλαχογιάννη, Άπαντα 7, επίμ: Κουρνούτος, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα, 1967, σ.
407.
15
Ό.π., σ. 405- 409.

6
αναφέρει σε επιστολή του: «Αν δια του ύφους και του αισθήματος κατορθώσω να
αποτελέσω την ανάγνωσιν ευχάριστόν, καλώς, άλλως απέτυχον».16
Η παρούσα εργασία έχει συγγραφεί στα πλαίσια του μεταπτυχιακού
σεμιναρίου «Λαός και Έθνος στην ελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα». Ο Λουκής
Λάρας, όντας ένα έργο σταθμός στην λογοτεχνική παραγωγή του 19 ου αιώνα, δεν θα
μπορούσε να μην συμπεριληφθεί στην λίστα των προς εξέταση έργων. Στόχος της
εργασίας είναι η συνολική εξέταση της νουβέλας Λουκής Λάρας, τοποθετώντας το
έργο στο ιστορικό περιβάλλον της εποχής του και εξετάζοντας την παράλληλη
λογοτεχνική παραγωγή. Το έργο, δημοσιεύεται σε μια μεταιχμιακή περίοδο της
ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, καθώς το ιστορικό μυθιστόρημα έχει αρχίσει να
φθίνει, ενώ τίθενται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ηθογραφικού διηγήματος.
Ένα από τα κομβικά ερωτήματα της εργασίας είναι αν ο Δημήτριος Βικέλας
πρωτοτυπεί με τη συγγραφή του Λουκή Λάρα ως προς την παρουσίαση της έννοιας
έθνος και λαός και σε τι ακριβώς έγκειται η πρωτοτυπία του.
Κύριο μέρος
Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε το 1835 στην Ερμούπολη της Σύρου. Ως γνήσιος
απόγονος εμπορικής οικογένειας, πήρε τα ηνία από τον πατέρα του και συνέχισε την
ενασχόληση με το εμπόριο, πράγμα σύνηθες στους εμπορικούς κύκλους της εποχής.
Λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων, η οικογένεια Βικέλα, συνεχώς μετακινούνταν
από το ένα μέρος στο άλλο. Επομένως ο Βικέλας από μικρή ηλικία ήταν
συνηθισμένος σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής, τον οποίο και ακολούθησε μετέπειτα. Η
οικογένεια μετέβη το 1840 στην Κωνσταντινούπολη και από κει ο ίδιος ο Βικέλας
μετακινήθηκε σε διάφορες εμπορικές πόλεις, όπως την Οδησσό, το Παρίσι και το
Λονδίνο, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του.17 Η επαφή και η τριβή του με την
ευρωπαϊκή κοσμοαντίληψη διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης του και καθόρισε ως επί
το πλείστον την πορεία της συγγραφικής του δραστηριότητας. Αξίζει να αναφερθεί η
εγκατάσταση του στο Λονδίνο (1852), καθώς έρχεται σε επαφή με τις ζυμώσεις της
αγγλικής λογοτεχνίας της περιόδου αλλά και με την θεωρία του εμπειρισμού.
Ο Βικέλας κατάφερε να συνδυάσει δυο αντιφατικές δραστηριότητες , καθώς
από τη μια, ασχολήθηκε με το εμπόριο, και από την άλλη, αποτέλεσε έναν από τους
σημαντικότερους λογίους του 19ου αιώνα. Ο ίδιος ήταν πολύ κοινωνικός –
16
Οικονόμου, ό.π., σ. 251-252.
17
Για τα βιογραφικά του Βικέλα βλ. Δημήτριος Βικέλας, Άπαντα 1, επίμ: Άλκης Αγγέλου, Σύλλογος
προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 1997, σ. 47-57.

7
απαραίτητο χαρακτηριστικό των εμπόρων- κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία
του στους κύκλους της Αθήνας, κυρίως κατά την τρίτη φάση της ζωής του(1896-
1908), όπως έχει επισημανθεί από τον Σαχίνη.18
Επομένως φαίνεται ότι η δράση του δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο των
γραμμάτων, αντιθέτως, απόλυτα εναρμονισμένος με τις ανάγκες τις εποχής του,
συμβάλει σημαντικά στην πολιτισμική ανάπτυξη του νεοσύστατου ελληνικού
κράτους. Παίρνοντας ως παράδειγμα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και τον τρόπο
που αυτά διαχειρίζονταν τα πράγματα, λαμβάνοντας υπόψιν τον θετικισμό και τον
πραγματισμό του 19ου αιώνα και έχοντας ζήσει σε μια χώρα, όπως η Αγγλία,
προτείνει μια νηφάλια και εμπειριστική διαχείριση των πραγμάτων, χωρίς εξάρσεις
και συναισθηματισμούς. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της διπλωματίας και
αυτό προσπαθεί να μεταδώσει και στους νεοέλληνες. Όντας έμπορος ήταν
διαμορφωμένος με τη ρητορική του αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι, την οποία ήθελε να
μεταλαμπαδεύσει και στους συμπατριώτες του. Το συνολικό έργο του Βικέλα
περιλαμβάνει μεταφράσεις ξένων συγγραφέων –με γνωστότερους τον Σαίξπηρ και
τον Γκαίτε-, ποιήματα, διηγήματα, τη νουβέλα Λουκής Λάρας, αρκετά δοκίμια κ.ά.
Εξετάζοντας την ελληνική ιστορική πραγματικότητα του 19ου αιώνα, που
προηγείται της έκδοσης του Λουκή Λάρα, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μια από
τις πιο ταραγμένες περιόδους της νεότερης Ελλάδας. Έχουν περάσει λίγα χρόνια από
την ελληνική επανάσταση και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος φαίνεται να
αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που οδηγούν σε
εθνικό διχασμό. Το αίσθημα της Βαυαροκρατίας που ένιωθαν οι Έλληνες είχε ως
αποτέλεσμα τον έντονο αντιευρωπαϊσμό, με αποκορύφωμα τον Κριμαϊκό
Πόλεμο(1854), η έκβαση του οποίου οδήγησε στη διάσπαση του λαού σε
φιλοευρωπαίους και ελληνορθόδοξους.
Στα 1859, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, γνωστός για την τριμερή διάκριση της
ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη, επισημαίνει, εύστοχα, ότι τα
προεπαναστατικά χρόνια ήταν ηρωικά, με αποτέλεσμα να ωφελούν την καλλιέργεια
της ποίησης. Αντίθετα, τα μετεπαναστατικά χρόνια ήταν πεζά, ανοίγοντας τον δρόμο
στην πεζογραφία. Ενώ ο αρχικός στόχος ήταν η ελευθερία που εξυπηρετούνταν από
την αντίστοιχη ποιητική ορμή, μετά την απόκτησή της, το ζητούμενο ήταν η συνετή
και φρόνιμη διαχείρισή της, θέτοντας τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του
18
«Στην Τρίτη φάση[της ζωής του] (Αθήνα 1896- 1908) ήταν κυρίως ο κοινωνικός άνθρωπος, ο
οργανωτής κοινοφελών έργων, συλλόγων, ιδρυμάτων» Βλ. Σαχίνης, ό.π., σ. 59

8
ιστορικού μυθιστορήματος. Ο λαός είχε ανάγκη από το αίσθημα της ενότητας, το
οποίο εξυπηρετούσε ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός. Κατάλληλο μέσο για την
έκφρασή του, αποτέλεσε το ιστορικό μυθιστόρημα.
Τα ιστορικά μυθιστορήματα της εποχής χαρακτηρίζονται από την αναβίωση
του μεσαίωνα, τη στροφή προς τον μεγαλοϊδεατισμό και την ορθοδοξία, καθώς και
από ένα γενικότερο αντιευρωπαϊκό κλίμα. Όπως έχει επισημάνει ο Α. Πολίτης, «η
λογοτεχνία παρουσίαζε τύπους ιδανικούς και όχι την πραγματικότητα».19 Ενώ στην
Ευρώπη ήδη από το 1800 ο ρομαντισμός είχε εκλείψει και χαρακτηριζόταν ως «νόσος
του αιώνα», στην Ελλάδα έπρεπε να φτάσουμε στα 1860, όπου το ρεύμα άρχισε να
φθίνει. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Λ. Πολίτη ότι «από το Ρομαντισμό δεν
έχει μείνει πια παρά ένα άδειο κέλυφος».20 Η εποχή του ρομαντισμού έχει τελειώσει
και έχει τεθεί το αίτημα για τον εκδημοκρατισμό της λογοτεχνίας.
Στο αίτημα αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η ανάπτυξη νέων μέσων
επικοινωνίας, τα οποία αφενός άσκησαν μεγάλη πολιτική επιρροή και αφετέρου
διαμόρφωσαν νέους κανόνες στο χώρο της πολιτισμικής ανάπτυξης. Η ίδρυση
εφημερίδων και περιοδικών, άσκησε τεράστια επίδραση στην Ελλάδα του 19 ου αιώνα.
Πολλοί συγγραφείς συνεργάζονταν με εφημερίδες και περιοδικά, και ο καθημερινός
τύπος ευνόησε την καλλιέργεια καινούργιων συγγραφικών ειδών, όπως το διήγημα.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Σαχίνη, ο οποίος επισημαίνει ότι «η εξέλιξη, η
ανάπτυξη και η διαμόρφωση του διηγήματος συμβαδίζει με την έκδοση περιοδικών,
που αναλαμβάνουν τη δημοσίευση και τη διάδοσή του. Έτσι το διήγημα, ως
λογοτεχνικό είδος όπως το γνωρίζουμε σήμερα, διαμορφώθηκε και ωρίμασε τον 19ο
αιώνα στην Ευρώπη, πρώτα με την έκδοση ετησίων «ημερολογίων» κι έπειτα με την
κυκλοφορία μηνιαίων περιοδικών».21
Ο Λουκής Λάρας δημοσιεύεται σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο για τα ελληνικά
δεδομένα, καθώς συμπίπτει με το τέλος του ρομαντισμού και του ιστορικού
μυθιστορήματος. Εκφράζει την αντίδραση στις ανυψωτικές τάσεις του ρομαντισμού,
χωρίς όμως να έχουμε περάσει ακόμα στην περίοδο της ρεαλιστικής ηθογραφίας, που
θα ακολουθήσει κάποια χρόνια αργότερα. Το αποτέλεσμα αυτής της μεταιχμιακής

19
Αλέξης Πολίτης , «Γλώσσα, λογοτεχνία, Έθνος: Η συναρμογή τους στα χρόνια του Ρομαντισμού»,
ηλεκτρονική έκδοση, κόμβος www.eens.org , 4o Συνέδριο, Γρανάδα, 2010, σ. 3.
20
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2012, σ. 179.
21
Σαχίνης. «Η αφηγηματική πεζογραφία του Α. Ρ. Ραγκαβή», ανάτυπο από το περιοδικό Ελληνικά 22,
1969, σ. 400.

9
φάσης της έκδοσης του έργου είναι ο διχασμός της κριτικής για την ειδολογική του
τοποθέτηση. Άλλοι επιμένουν στις σχέσεις του με την προγενέστερη παράδοση, ενώ
κάποιοι επισημαίνουν, τα κοινά του έργου με την παράδοση της ηθογραφίας που θα
ακολουθήσει. Ο Σαχίνης το χαρακτηρίζει ως «πρόδρομο της νεοελληνικής
ηθογραφίας»,22 η Δήτσα ως «το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα του ελληνοευρωπαικού
19ου αιώνα» 23
και η Ντενίση ως την «κορύφωση του ελληνικού ιστορικού
μυθιστορήματος».24
Το έργο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, πράγμα
που η κριτική αντιλαμβάνεται και επιχειρεί να αιτιολογήσει ιστορικά την απόστασή
του από το είδος. Έτσι, το εντάσσει στην δεύτερη φάση του ευρωπαϊκού ιστορικού
μυθιστορήματος, όπου η αντικειμενική αναπαράσταση μεγάλων ιστορικών
γεγονότων, υποχωρεί μπροστά στην αυτοβιογραφική ή απομνημονευματική αφήγηση
του ήρωα. Για το επιχείρημα αυτό, στηρίζονται στην παρουσία του Βικέλα στο
Λονδίνο και την επαφή του με τις εξελίξεις γύρω από την λογοτεχνία της περιόδου.
Στον Λουκή Λάρα τα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας τίθενται στο
παρασκήνιο. Στο επίκεντρο μπαίνουν τα παθήματα ενός καθημερινού ανθρώπου, που
βιώνει τα αποτελέσματα της ιστορίας. Η εστίαση αυτή, σε συνδυασμό με την
εκφραστική λιτότητα και την ήπια καθαρεύουσα, επιτρέπει να θεωρηθεί πρόδρομος
του ηθογραφικού διηγήματος. Όπως προαναφέρθηκε ο Λουκής Λάρας είναι
βασισμένος στο αυτοβιογραφικό κείμενο του Λουκά Τζίφου. Όπως αναφέρει ο ίδιος
ο Βικέλας σε μαρτυρία του: «Συχνάκις ήκουσα αυτόν διηγούμενον της νεότητός του
τας δοκιμασίας. Περί τα τέλη του βίου του επεχειρίσθη κατά προτροπήν μου να
γράψη ιδιοχείρως τας αναμνήσεις του, ότε δε πρό τινών ετών απεβίωσεν, ανευρέθη
μεταξύ των εγγράφων του το χειρόγραφον, υπό ταινίαν φέρουσαν το όνομά μου». 25
Το έργο προσπαθώντας να υιοθετήσει τις συμβάσεις της αυτοβιογραφίας είναι
γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Θα μπορούσε κανείς για να το κατανοήσει
καλύτερα να πραγματοποιήσει μια διμερή διάκριση της αφήγησης: αφενός έχουμε το
επίπεδο της ιστορίας μέσα από το οποίο ο νεαρός Λουκής διηγείται τα γεγονότα, και
αφετέρου το επίπεδο της αφήγησης, όπου ο ώριμος Λουκής, μέσω μιας

22
Σαχίνης, Το ιστορικό Μυθιστόρημα , ό.π., σ. 97.
23
Μαριάννα Δήτσα, «Εισαγωγή» στο Βικέλας, Λουκής Λάρας, επίμ: Δήτσα Μ., ΝΕΒ, Αθήνα 2008, σ.
30.
24
Ντενίση, ό.π., σ. 286.
25
Παρατίθεται στο Σαχίνης, ό.π., σ. 93.

10
αποστασιοποιημένης ματιάς, σχολιάζει τα γεγονότα. Παρ’ ότι τα επίπεδα της
αφήγησης φαίνεται να είναι δυο, είναι φανερό ότι κυριαρχεί η ματιά του ώριμου
αφηγητή, που με συνεχείς παρεκβάσεις και σχόλια, μας επαναφέρει συνεχώς στο
παρόν της αφήγησης.
Η εξωτερική εστίαση, η ματιά δηλαδή του ώριμου αφηγητή, απομακρύνει το
κείμενο από το είδος της απλής μαρτυρίας και το καθιστά λογοτεχνικό. Στην
περίπτωση της μαρτυρίας το λογικό θα ήταν να είχαμε εσωτερική εστίαση, δηλαδή
αφήγηση των γεγονότων μέσα από τα μάτια του νεαρού ήρωα, χωρίς τις συνεχείς
παρεκβάσεις του ώριμου αφηγητή. Η πρόθεση του Βικέλα να μετατρέψει το
αυτοβιογραφικό κείμενο του Λουκά Τζίφου σε μυθοπλασία είναι φανερή καθώς,
όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί «η αυθεντικότητα μιας μαρτυρίας αλλοιώνεται,
όταν οι περιπέτειες του Λ. Τζίφου, εκλογοτεχνίζονται, δραματοποιούνται,
αναλύονται, σχολιάζονται και φορτίζονται με ιδεολογική σκοπιμότητα».26 Πρόκειται
επομένως για ένα καθαρά λογοτεχνικό έργο το οποίο είναι εμπνευσμένο από μια
μαρτυρία, που αποτελεί απλώς τη βάση για να δημιουργήσει ο συγγραφέας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το αυτοβιογραφικό κείμενο του Τζίφου αποτελείται
από 38 σελίδες, ενώ το κείμενο του Βικέλα, κυμαίνεται κάπου στις 200 σελίδες. 27
Όπως παρατηρεί ο Οικονόμος, το χειρόγραφο έχοντας γραφτεί από έναν γνήσιο
έμπορο δεν περιλαμβάνει «περιγραφές της φύσης, την οικογενειακή εστία και τις
παραδόσεις της, πατριωτικό τόνο, την απεικόνιση της καταστροφής της Χίου, τη
δραματική φυγή από το νησί, το επεισόδιο της Αντιριάνας, την απόδοση της ζωή στο
Ναύπλιο, τον αγαθό χωρικό Παντελή και την γυναίκα του, την αναζήτηση των σάκων
με τα ασημικά και την σωτηρία της Δέσποινας από τον Λουκή». 28 Συνεπώς όλα αυτά
αποτελούν προσθήκες του Βικέλα και σχετίζονται άμεσα με τους ιδεολογικούς
σκοπούς του συγγραφέα. Οι όποιες προσθήκες στην αυτοβιογραφία του Τζίφου
φαίνεται να προσδίδουν δραματικότητα στο μύθο και να εξαγνίζουν ιδεολογικά τον
ήρωα.29 Ο ίδιος κατέχει μια σειρά από ιδεώδη και αξίες, τις οποίες αφού μετουσιώνει
αφηγηματικά, τις παρουσιάζει μέσα από τους ήρωές του. Οι ήρωες του Βικέλα
χαρακτηρίζονται από μια «μετριοπάθεια και μια ευγένεια συναισθημάτων, από
αισιοδοξία για το μέλλον, τιμιότητα, εργατικότητα, ανεξικακία, εκπλήρωση του

26
Δήτσα, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 102.
27
Οικονόμου, ό.π., σ. 256.
28
Ό.π., σ. 256- 257.
29
Δήτσα, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 102.

11
καθήκοντος, πίστη στην οικογενειακή και την ήσυχη ζωή, ηρεμία και γαλήνη της
ψυχής, αίσθηση της ισορροπίας και του μέτρου, μεγαλοψυχία, υπομονή και
εγκαρτέρηση».30
Ωστόσο, στον αντίποδα αυτό που βλέπει κανείς να τονίζεται επιπλέον στον
Λουκή Λάρα είναι η συνεχής επιθυμία του για το κέρδος, πράγμα που ο Βικέλας δεν
αποκρύπτει ούτε στιγμή. Ο ήρωάς μας διαθέτει, το τυπικό γνώρισμα του έμπορου,
την επιθυμία για κέρδος: «Καθ’ όσον ηύξανον τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των
εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεών μας ο ορίζων». 31 Η
επιθυμία για το χρήμα αντί να αμβλύνεται με την αύξηση των κερδών του, οξύνεται.
Εντούτοις, ο Λουκής δεν είναι ο άπληστος έμπορος που θα πουλήσει την ψυχή του
για το μέγιστο δυνατό κέρδος. Με υπερηφάνεια τονίζει ότι ο πατέρας του «είχεν
αποκτήσει όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος
εις τας συναλλαγάς του» 32
και επισημαίνει πως σε εκείνον οφείλει την επιτυχία του.
Η αναφορά στην τιμιότητα και το ήθος του είναι απαραίτητη για να ένα επάγγελμα
που είναι συνδεδεμένο με τη φιλοχρηματία. Δεν πρέπει μάλιστα να λησμονηθούν και
οι κατηγορίες για «εξαπάτηση» και «αισχροκέρδια» που παραδοσιακά αποδόθηκαν
στην τάξη των εμπόρων, οι οποίες ενισχύουν την αίσθηση αποκατάστασης του
ονόματός τους.33
Κοινωνικά, ο ήρωας δεν είναι το ίδιο δραστήριος, όσο εμπορικά. Πρόκειται
για ένα φιλήσυχο, εργατικό νέο που δεν ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από τις
δουλειές του. Στη σκέψη του, προβάδισμα έχει διαρκώς το ιδιωτικό: «ο νους και του
πατρός και των περί ημάς συγγενών ή φίλων και εμού αυτού ήτο αποκλειστικώς
προσηλωμένος εις το έργο μας».34 Ο ακραίος ατομικισμός και η εργατικότητα
συσχετίστηκαν με την αγγλοσαξονική κουλτούρα και τον προτεσταντισμό, και
ιδιαίτερα το παρακλάδι του καλβινισμού, που πρέσβευε πως μόνο μέσα από την
σκληρή εργασία θα επέλθει η σωτηρία του ατόμου.35

30
Σαχίνης, ό.π., σ. 88.
31
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 2.
32
Ό.π., σ. 8.
33
Δημήτρης Πολυχρονάκης, , «Η διαλεκτική ιστορίας και καθημερινότητας στον Λουκή Λάρα του
Δημητρίου Βικέλα», Νέα Εστία, 155, τχ 1764, 2004, σ. 240.
34
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 3.
35
Για τη σχέση του Λουκή Λάρα με τον καλβινισμό βλ. Δήτσα, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 43-46.

12
Είδαμε ότι ο Λουκής Λάρας αποτελεί ένα καθημερινό άνθρωπο χωρίς υψηλές
ιδέες, σε μια εποχή ηρωισμού, όπως η Επανάσταση του ’21. Έναν άνθρωπο που
αρνείται να συμμετάσχει στα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω του, που
είναι πεισματικά κλεισμένος στον μικρόκοσμό του. Όπως αναφέρει «κόσμος μου ήτο
το χάνιον και πατριωτισμός μου το ισοζύγιο». 36 Κι όμως, η στάση αυτή δεν μπορεί να
ερμηνευτεί μονοδιάστατα ως έλλειψη θάρρους. Ο Λουκής δε θα διστάσει να θέσει τη
ζωή του σε κίνδυνο για ένα προσωπικό λόγο: για να πάρει στα χέρια του τον θαμμένο
οικογενειακό θησαυρό που θα του επιτρέψει να ασχοληθεί και πάλι με το εμπόριο. Η
άρνηση αυτή οφείλεται περισσότερο σε ιδεολογικά αίτια. Άλλωστε το δίλημμα για
συμμετοχή ή όχι στον αγώνα δεν υπήρχε στο χειρόγραφο του Τζίφου, αλλά αποτελεί
προσθήκη, άρα συνειδητή επιλογή του Βικέλα 37
και επιλέγεται για να τονίσει ακόμη
περισσότερο την αντίθεση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό. Με τη μετάβαση
στο χώρο της μυθοπλασίας, τα διάφορα γεγονότα που παρατίθενται δεν υπακούν στο
τυχαίο της πραγματικότητας, αντίθετα εξυπηρετούν την ανάδειξη της πλοκής. Η
πλοκή αυτή, όπως μας επισημαίνει η Δήτσα, είναι με τέτοιο τρόπο δομημένη, ώστε να
φανερώνει την ιδεολογία του ήρωα.38
Με βάση όλα τα παραπάνω, ο Λουκής φαίνεται ανίκανος να ξεφύγει από τον
προσωπικό του κόσμο, εφόσον αδυνατεί να συλλάβει υπερατομικές και ακαθόριστες
για τον ίδιο έννοιες. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα περισσότερο εμπειρικά, 39 παρά
διανοητικά. Σκέφτεται και πράττει σαν ένας έμπορος. Ζυγίζει τα πράγματα, και
αναζητά την επιβίωση μέσα στις δύσκολες περιστάσεις του πολέμου. Αυτό το
χαρακτηριστικό με τον τρόπο που το διαχειρίζεται ο Βικέλας στο έργο αποτελεί
μεγάλο προσόν, καθώς άνθρωποι σαν τον Λουκή, παρόλο που δεν μπορούσαν να
συμμετέχουν στον αγώνα, κατάφερναν να επιβιώνουν και να ελίσσονται και αυτό
τους καθιστά σημαντικούς. Ήταν αυτοί που χρησίμευαν στην διαιώνιση του είδους.
Μέχρι τότε, μέσα στο μεγαλοϊδεατικό κλίμα, οι όποιες αναφορές στην
Επανάσταση του ‘21 αφορούσαν τον συλλογικό αγώνα που διεξήγαγε ο λαός για την
απόκτηση της εθνικής του ανεξαρτησίας και λειτουργούσαν ως ηθικό παράδειγμα για
το νεότευκτο ελληνικό κράτος. Ο Βικέλας στρέφεται στην ηρωική περίοδο της
επανάστασης για να φέρει στο προσκήνιο τον προσωπικό αγώνα ενός νέου, μέσω του

36
Ό.π., σ. 50-51.
37
Ό.π., σ. 116.
38
Δήτσα, «Εισαγωγή», ό.π., σ. 101-103.
39

13
οποίου «έρχεται να διεκδικήσει για τον ίδιο αλλά και για τους όμοιούς του το
ιστορικό μερίδιο που τους αναλογεί».40 Στην ουσία ο συγγραφέας παίρνει το
μεγαλύτερο όπλο των εθνικιστών –την Επανάσταση του 21- και το στρέφει εναντίον
τους, παρουσιάζοντας και την αντίθετη όψη του νομίσματος.
Η ελληνική επανάσταση και ο αγώνας για την δημιουργία του έθνους έχουν
δυο όψεις: Αφενός θα δει κανείς τους πολεμιστές-αγωνιστές, τα σημαντικά και
ένδοξα ονόματα και τις νίκες τους, αφετέρου, υπάρχει και ο άμαχος πληθυσμός, που
κάθε φορά που οι Έλληνες κέρδιζαν στο ένα μέρος, στο άλλο βρίσκονταν, τα
γυναικόπαιδα και γενικώς οι αδύναμοι της ιστορίας, που πλήρωναν τα αντίποινα:
«Διότι έκαστον των επαναστατών ανδραγάθημα, είχε την ανταπόδοσίν του, όπου οι
Τούρκοι εδέσποζον»41 και παρακάτω : «εκ της ιστορίας των ατόμων αποτελείται η
του έθνους, την δε ιστορίαν της Ελληνικής παλιγγενεσίας δεν συγκροτούν τα
κατορθώματα μόνα των επί γης και θαλάσσης προμάχων της, αλλά και οι διωγμοί και
αι σφαγαί και αι ατιμώσεις των αόπλων και ασθενών, και η εγκαρτέρησις αυτών εν τη
δυστυχία[…]».42 Ο άμαχος πληθυσμός υπέστη τα δεινά, σφαγιάστηκε και παρ’
ολ’αυτά δεν αλλαξοπίστησε, δεν άλλαξε στρατόπεδο. Ο Λουκής Λάρας διεκδικεί την
θέση του στην ιστορία που του αρνούνται οι εθνικιστές. Η ιστορία του κάθε έθνους
συμπεριλαμβάνει μόνο τα γεγονότα και τις νίκες και ο άμαχος πληθυσμός μένει στη
αφάνεια. Ο Βικέλας θέλει να τους δικαιώσει, με τα επιχειρήματα ότι μπορεί να μην
πολέμησαν αλλά αυτοί υπέστησαν τα δεινά, έχυσαν αίμα και δεν έγιναν προδότες.43
Στο έργο βλέπουμε την συνεχή προσπάθεια μέσω του ατομικού να αναδειχθεί
το συλλογικό. Θα μπορούσαμε να διαιρέσουμε τον Λουκή Λάρα σε τρεις φάσεις: ο
Λουκής πριν την επανάσταση -ο Λουκής μετά την επανάσταση- ο ώριμος αφηγητής.
Κάνοντας αυτήν την τριμερή διάκριση μπορούμε να δούμε με ποιο τρόπο
συντελέστηκε η συνειδησιακή ωρίμαση στον ήρωά μας. Στην αρχή του έργου ο
ήρωας βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό του, καθώς υπάρχουν πολλά
αποσπάσματα στα οποία φαίνεται η άγνοια του Λουκή και του απλού λαού για το τι
συνέβαινε γύρω του: «Περί Φιλικής Εταιρίας και τεκταινομένης επαναστάσεως ουδέ
το ελάχιστον εγνωρίζομεν»44 και παρακάτω: «τας δ’εορτάς συνερχόμενοι εψάλλομεν

40
Πολυχρονάκης, ό.π., σ. 259.  
41
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 39.
42
Ό.π., σ. 123.
43
Πολυχρονάκης, ό.π., σ. 254.
44
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 3.

14
και ημείς του Ρήγα τα άσματα· αλλ’ όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι
ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως».45 Ωστόσο, η βίαιη εισβολή της
ιστορίας στην καθημερινότητα του ήρωα: «Εξαιφνης και ησυχία και εργασία και
σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιάς ανετράπησαν» 46οδηγεί στην αναγκαστική
προσαρμογή των απλών ανθρώπων, όπως ο Λουκής, στην νέα κατάσταση.
Ο Λουκής ήταν ένας πραγματιστής, αστός, ο οποίος δεν μπορούσε να
αντιληφθεί την έννοια του έθνους, καθώς αποτελούσε γι’αυτόν κάτι ασαφές και
αόριστο. Μόνο όταν η ιστορία εισβάλει στον μικρόκοσμο και την καθημερινότητά το,
αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Δηλώνει ξεκάθαρα ότι όταν άκουγαν τι
συνέβαινε στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν μπορούσαν τόσο εύκολα να το καταλάβουν,
όσο όταν αναγνώριζαν στα γεγονότα πρόσωπα του οικείου τους περιβάλλοντος: «Οι
πλοίαρχοι της Ύδρας και των Σπετσών και των Ψαρών εξεπροσώπευον δι’ορατού
τρόπον τινά και συγκεκριμένου στοιχείου, τον γενικόν, τον πανελλήνιον χαρακτήρα
της Επαναστάσεως[…]όταν ηκούσαμεν ότι οι άνδρες εκείνοι, οι γνώριμοι, οι φίλοι
μας, αγωνίζονται υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και ωρκίσθησαν ή να ελευθερωθώσιν ή
να αποθάνωσιν, ηλεκτρίσθημεν όλοι πολύ περισσότερον ή ότες εμάθομεν του
Υψιλάντου το κίνημα, ή και αυτής της Πελοποννήσου την εξέγερσιν». 47 Στο σημείο
αυτό βλέπει κανείς την επιρροή του Βικέλα από τον αγγλικό εμπειρισμό και
θετικισμό. Είναι χαρακτηριστική η κατηγορία του Ζαμπέλιου στα 1860 κατά του
ρομαντικού ιδεαλισμού, στην θέση του οποίου αντιπαραθέτει τον αγγλικό
πραγματισμό: «και πολύτιμον ανεκτίμητον μεν πράγμα εις τον Άγγλον η πατρίς·
Πράγμα, όμως, πράγμα υπαρκτόν, ψηλαφητόν, έχον όγκον, σχήμα, χρώμα, ως παν
άλλο όν.48
Ο ίδιος ο Λουκής ακόμα και κατά την διάρκεια του πολέμου, ήξερε πως δεν
μπορούσε να εκπροσωπήσει την μερίδα των πολεμιστών, λόγω ψυχικής και
σωματικής ανεπάρκειας, όπως λέει ο ίδιος: «Πως και διατί, ούτε ψυχικώς, ούτε
σωματικώς, δεν είχα τα προσόντα, όπως πράξω τότε ό,τι σήμερον υπό παρομοίας
περιστάσεις ήθελα απαιτήσει να πράξωσι τα τέκνα μου…ποτέ δεν δύναμαι να
περιστείλω την δειλίαν, την οποίαν γεννά εν εμαυτώ της μικροσωμίας η
συναίσθησις…Αλλα και η ψυχή μου τότε ήτο μικρά και αγύμναστος όσον το σώμα

45
Ό.π., σ. 4.
46
Ό.π.
47
Ό.π., σ. 17.
48
Σπ. Ζαμπέλιος, «Κ. Ιούλιος Τυπάλδος», Πανδώρα Ι, 1860, σ. 465.

15
μου. Διότι ήμην αμαθής, αμαθέστατος, ως υπέδειξα ήδη, αναγνώστα
μου[…]Εχρειάσθη να κυλισθώ εις την δυστυχίαν, να ιδώ την καταστροφήν, τα
βάσανα των περί εμέ, να παρασταθώ εις της αναγεννωμένης Ελλάδος τας ωδίνας, να
ιδώ εκ του συνεγγυς τας θυσίας και να εκτιμήσω τα ελατήρια των αγωνιζομένων
τέκνων της, όπως ανοίξη η ψυχή μου τους οφθαλμούς της και αναφλεχθή το εν αυτή
υποκρυπτόμενον πυρ του πατριωτισμού, όπως διψάσω μάθησιν και εννοήσω τον
κόσμον και γείνω άνθρωπος…μικρός όμως πάντοτε άνθρωπος!».49 Ο Βικέλας
επιλέγει κάποια χαρακτηριστικά για τον ήρωα που έχουν σαφή στόχευση. Ο Λουκής
ζει την επανάσταση σε πολύ νεαρή ηλικία και γνωρίζει πολύ λιγότερα από την ώριμο
αφηγητή αλλά και από τους σύγχρονούς του «Εγνώριζον εκείνοι [οι χωρικοί] όσα
ημείς δεν εγνωρίζαμεν». «Η ηλικία, η άγνοια, η παιδεία, ο χαρακτήρας και η
σωματική κατασκευή του ήρωα δομούν έναν τύπο που ακολουθεί τη φυσική ροή των
τεκταινομένων».50 Αυτό επιτρέπει στον αφηγητή στην ώριμη φάση της ζωής του να
εκφράζει πατριωτικά αισθήματα.
Επιπλέον βλέπουμε την ιδεολογική μετατόπιση του ήρωα, μέσα από την
εμπειρία της επανάστασης, η οποία όμως δεν θα τον αλλάξει, δεν θα τον κάνει άλλο
άνθρωπο. Στην ουσία θα τον κάνει να γίνει πιο πολύ αυτό που ήδη ήταν. 51 Μέσω του
πόλεμου θα συνειδητοποιήσει αυτά που είχε, διότι κόντεψε να τα χάσει. Ο ώριμος
αφηγητής, αποτελεί έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο, ο οποίος έχασε την ζωή του
στον πόλεμο και ακολουθώντας τις αξίες των αστών κατάφερε να ξαναφτιάξει την
ζωή του: «Εμέ ο Θεός μ’εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με
προητοίμασε δια την απελπισίαν του ηρωισμού». Αλλ’ όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη
η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον».52

Ο βίος και η πολιτεία του Λουκή Λάρα δεν αφορά μονάχα το παρελθόν, αλλά
πολύ περισσότερο, συνδιαλέγεται με την σύγχρονη εποχή του. Δεν αποτελεί μονάχα
μια ατομική δικαίωση, αλλά ταυτόχρονα ένα συλλογικότερο όραμα: εάν επιθυμεί η
ελληνική κοινωνία να βγει αλώβητη μέσα από τις δυσκολίες της εποχής, οφείλει να
ακολουθήσει το δρόμο της εργατικότητας: «συνησθανόμην ότι προορισμός μου ήτο
το εμπόριον, ότι δι αυτού και μόνου ηδυνάμην να προοδεύσω αποκαθιστάμενος

49
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 48-50, 51.
50
Ό.π., σ. 108.
51
Πολυχρονἀκης, ό.π., σ. 252.
52
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 10.

16
χρήσιμος εις εμέ αυτόν, εις την οικογένειαν και εις την πατρίδα». 53 Σύμφωνα με την
αντίληψη αυτή, για να ευημερήσει το κοινωνικό σύνολο, πρέπει να ευημερήσουν
πρώτα οι πολίτες που το απαρτίζουν. Μας ενδιαφέρει η ζωή του ασήμαντου Λουκή
αφού «ο βίος ενός εκάστου ημών αποτελεί μικρά μονάδα συνεχομένην μετά του
συνόλου των κυκλούντων ημάς στοιχείων».54 Έτσι, ένας Λουκής είναι εξ ίσου
αναγκαίος και πολύτιμος για το έθνος όσο και ένας γενναίος πολεμιστής, αφού το
κομπόδεμά του θα χρησίμευε στο σχηματισμό εθνικού κεφαλαίου, από το οποίο
εξαρτάται η πρόοδος και η ευημερία του έθνους.55
Το έργο γράφεται σε μια εποχή ανόδου της αστικής τάξης, τόσο κοινωνικά
όσο και πολιτικά, όπου εμφανίζονται εναλλακτικοί δρόμοι για την εθνική ευημερία
πέραν του λαϊκιστικού εθνικισμού. Μπορεί πράγματι στα 1880 «να κυμάτιζε
ακόμη η τουρκική σημαία στην Ακρόπολη, αν όλοι οι νέοι του ’21 ήταν σαν τον
Λουκή,56 όπως επισημαίνει ο Λάνγκ, αλλά αν στα 1880 δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν
τον Λουκή, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν θα είχε οικοδομηθεί. Με άλλα λόγια,
εκφράζεται το αίτημα της αστικής τάξης για πολιτικό ρεαλισμό, που αποτελεί
προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και την ευημερία της κοινωνίας. Όπως
επισημαίνει ο Αθανασόπουλος, «ο ρεαλισμός επανακάμπτει όταν ο ρομαντικός
ηρωισμός υποχωρεί μπροστά στις αντιηρωικές προσγειωτικές τάσεις της ελληνικής
κοινωνίας που αρχίζει να βλέπει τη δυνατότητα επιβίωσης όχι μέσω εδαφικών
διεκδικήσεων αλλά μέσω της οικονομικής ευρωστείας».57 Και αρκετά πριν, ο
Παναγιώτης Μουλλάς παρατηρούσε πως «το ’21 δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει
παρά μόνο σαν ανάμνηση και μαρτυρία, δηλαδή αποδραματοποιημένο,
απομυθοποιημένο˙ πως μόνο ένα πιο νηφάλιο, νοικοκυρίστικο και μετρημένο ιδανικό
ανταποκρινόταν σε μια νέα πραγματικότητα που επέβαλλε την προσγείωση και την
αλλαγή του τόνου».58

53
Βικέλας, Λουκής Λάρας, ό.π., σ. 161.
54
Ό.π., σ. 18.
55
Αποσπάσματα από το Αλέξανδρος Οικονόμος, Τρεις άνθρωποι. Συμβολή εις την ιστορία του
ελληνικού λαού (1780-1935), τόμος Β’ Δημήτριος Βικέλας, Τυπογραφείο Ελληνικής Εκδοτικής
Εταιρείας, Αθήνα 1953, σ. 257.
56
Δήτσα, ό.π., σ. 32-33.
57
Αθανασοπουλος Βαγγέλης, «Εισαγωγή» στο Βικέλας Δημήτριος, Λουκής Λάρας και άλλα διηγήματα,
επίμ: Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2000, σ. 38
58
Α. Παπαδιαμαντης αυτοβιογραφούμενος, επιμ. Παν. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα 1974, σ. ιζ’-ιη’

17
Η προσγείωση ήταν απαραίτητη, εφόσον ο εθνικισμός και ο πόλεμος για την
απελευθέρωση των «αλύτρωτου ελληνισμού» δεν ευνοεί την ατομική επιβίωση και
έτσι υποσκάπτει την πολυπόθητη κοινωνική ευημερία. Οποιοσδήποτε πόλεμος,
ακόμη και ο εθνικοαπελευθερωτικός, αποτελεί απειλή για το εμπόριο αφού «το
εμπόριον απαιτεί τάξιν και ασφάλειαν τινά και ησυχίαν».
Όπως επισημαίνει ο Βίττι, «[ο Βικέλας] φτάνει να πλέκει όχι την απολογία
(που προϋποθέτει φταίξιμο) αλλά την επική εξύμνηση του εμπορίου[…] και μια
υπερτίμηση της φιλήσυχης ζωής εις βάρος της δραστηριότητας και του ενθουσιασμού
που ήταν επιβεβλημένος από τη Μεγάλη Ιδέα» 59. Συνεπώς, με μια επαγωγική μέθοδο
επιχειρεί να δικαιώσει μέσα από μια προσωπική του στάση, και τη στάση της αστικής
τάξης απέναντι σε σημαντικά εθνικά ζητήματα, σε μια περίοδο που «αξίωνε έναν
καθοριστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση ελληνική κοινωνία».60

Επίλογος
Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς ότι ο Λουκής Λάρας αποτελεί ένα αντιπολεμικό
κείμενο, το οποίο απέναντι στον ηρωισμό και τα μεγαλοιδεατικά πρότυπα των
εθνικιστών που έχουν κουράσει, προτείνει τις αρετές τις υπομονής, της ελπίδας, της
διπλωματίας και της εργατικότητας. Οι πολεμιστές είναι φτιαγμένοι για να
καταστρέφουν, τώρα το έθνος πρέπει να προοδεύσει και για να το κάνει αυτό
χρειάζεται ανθρώπους σαν τον Λουκή Λάρα, που ακολουθούν την ρητορική του
αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι. Μετά την εποχή του ηρωισμού, που ήταν αναγκαία,
γιατί διαφορετικά δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ έθνος, θα πρέπει να ακολουθηθεί
ένας πιο μετριοπαθής δρόμος για την διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων και τον
εκσυγχρονισμό της χώρας.

Βιβλιογραφία

Βικέλας Δημήτριος, Άπαντα 1, επίμ: Άλκης Αγγἐλου, Σύλλογος προς Διάδοσιν


Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 1997.

Βικέλας Δημήτριος, Λουκής Λάρας και άλλα διηγήματα, επίμ: Αθανασόπουλος


Βαγγέλης, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2000.

59
Μάριο Βίττι, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα, σ. 53
60
Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 40

18
Βικέλας, Λουκής Λάρας, επίμ: Δήτσα Μ., ΝΕΒ, Αθήνα 2008.

Βλαχογιάννης Γιάννης, Άπαντα 7, επίμ: Γεώργιος Κουρνούτος, Εταιρεία Ελληνικών


Εκδόσεων, Αθήνα, 1967.

Μουλλάς Πάνος, «Εισαγωγή» στο Γεώργιος Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα,


Αθήνα, Ερμής, 1980.

Ντενίση Σοφία, Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα και ο Sir Walter Scott (1830-
1880), Καστανιώτης, Αθήνα, 1994.

Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Ο Λουκής Λάρας», Εστία, 32, 1891, σ. 368-369.

Οικονόμου Αλέξανδρός, Τρείς άνθρωποι· Συμβολή εις την ιστορίαν του ελληνικού
λαού(1780-1935), τόμος δεύτερος: Δημήτριος Μ. Βικέλας (1835-908), Ελληνική Εκδοτική
Εταιρεία, Αθήνα, 1953.

Παλαμάς Κωστής, Άπαντα 2, Μπίρης, Αθήνα, 1972.

Πολίτης Αλέξης, «Γλώσσα, λογοτεχνία, Έθνος: Η συναρμογή τους στα χρόνια του
Ρομαντισμού», ηλεκτρονική έκδοση, κόμβος www.eens.org , 4o Συνέδριο, Γρανάδα,
2010.

Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2012.

Πολυχρονάκης Δημήτρης, «Η διαλεκτική ιστορίας και καθημερινότητας στον Λουκή


Λάρα του Δημητρίου Βικέλα», Νέα Εστία, 155, τχ 1764, 2004, σ. 235-263. 

Ραγκαβής Ρίζος Αλέξανδρος, Ο Αυθέντης του Μωρέως, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη


Ίδρυμα Ελένης και Κώστα Ουράνη, Αθήνα, 1989.

Σαχίνης Απόστολος, Το ιστορικό Μυθιστόρημα, Δίφρος, Αθήνα, 1957.

Σαχίνης, «Η αφηγηματική πεζογραφία του Α. Ρ. Ραγκαβή», Ελληνικά 22, 1969.

Lange Wilhelm, «Μια νεοελληνική μυθιστορία», Παρνασσός 4, 1880, σ. 398- 408.

Vitti Μario, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα, 1991.

19
20

You might also like