You are on page 1of 6

Ομολογία

Εδώ, στο λαιμό είναι η πέτρα. Ανάσα δεν μπορώ να πάρω. Βράχος,
κοτρόνα. Κάθονται πάνω του αγριοπούλια κι όταν ανοίγω το στόμα ακούς
μονάχα την κραυγή...ααααααα…
Βαδίζω το κελί πάνω-κάτω. Κοιτάζω απ’ το μικρό παράθυρο και βλέπω
τον ήλιο να με γυροφέρνει ανάλογα τα κέφια του. Προσπαθώ να του
μιλήσω. Θέλω να με πάρεις μαζί σου, του κράζω. Εκείνος όμως αρνείται.
Δεν μπορείς, μου λέει, δεν γίνεται. Πρέπει πρώτα να τσακίσεις τον βράχο.
Βάρα το αγκωνάρι τώρα σκατιάρη. Σπάσε το αλάτι και χώστο στο στόμα
να λυσσάξεις.
Είμαι φονιάς. Μαγάρισα τη ζωή και την ξάπλωσα στο χώμα. Ομολόγησα.
Το και το τους είπα. Ομολόγησα σαν τον πνιγμένο που φωνάζει βοήθεια,
όμως κατά βάθος θέλει να τους σύρει όλους στον βυθό του.
Μήνες τον σχεδίαζα αυτόν τον φόνο. Ήμουν σίγουρος πως αν τον
χειριζόμουν επιδέξια θα δημιουργούσα εκείνη τη δολοφονική πράξη που
θα ξεπερνούσε κατά πολύ την αρχική της πρόθεση.
Γιατί όταν σχεδιάζεις έναν φόνο, ο κύριος λόγος του δεν έχει πλέον καμιά
σημασία. Έχει ξεστρατίσει από την πορεία του. Δεν είναι πια η εκδίκηση
το θέμα σου, είναι να πεθάνεις κι εσύ μαζί με το θύμα σου. Να
λευτερωθείς απ’ όλους τους θρήνους. Να διαπρέψεις στον ρόλο σου.
Κάθε μέρα προχωρούσα το σχέδιό μου χωρίς καμία βιασύνη. Άφηνα τη
σκέψη να ωριμάζει μέσα μου, μέχρι που έκρινα πως ήμουν απόλυτα
έτοιμος να αναμετρηθώ μαζί της. Όταν άρχισα να πυροβολώ, η
αποκρουστική μου όψη ήταν ήδη αγκαλιασμένη με τη δική του.
Μ’ αυτό το όπλο, τους είπα, μπόρεσα και απέδωσα πιστά τη σύλληψη της
φαντασίας μου. Μου ξέφυγαν όμως κάποιες μικρές λεπτομέρειες. Αυτό το
όπλο ήταν τελικά ένας κακός συνεργός. Μου παραμόρφωσε την εκτέλεση
που τόσο επιδέξια χειρίστηκα. Σκόρπισε τη φαιά ουσία του. Τον κοίταζα
όπως ήταν ξαπλωμένος με τα μυαλά του χυμένα στην άσφαλτο και
σκεφτόμουν πόσο μάταια πάσχισα να αποτινάξω από πάνω μου την
τυραννία του.
Ο καθένας κάνει μέσα του αμέτρητες δολοφονίες. Καθημερινά. Είμαι
σίγουρος γι’ αυτό. Κανείς όμως δεν το ομολογεί. Ποτέ. Γιατί είναι δειλοί,
κότες. Κι ύστερα ποια απόδειξη υπάρχει που να μπορεί να σε χρίσει φονιά
επειδή απλά σκέφτηκες να σκοτώσεις...Μόνο όταν κοιτάς ίσια στα μάτια
και βλέπεις το πολυβόλο να θερίζει, τότε καταλαβαίνεις πως οι φονιάδες
κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Τους συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο, στη
δουλειά, τους χαιρετάς... καλημέρα σας, τι κάνετε κύριε φονιά; πώς είναι η
οικογένεια; καλά; πάντα καλά….
Εγώ ομολόγησα και συνεχίζω να ομολογώ. Στον εαυτό μου. Γιατί στους
άλλους ό,τι είχα να πω το είπα. Η δήλωση όμως στον εαυτό σου είναι
αυτή που μπορεί να σε ανεβάσει στο βάθρο. Να σε κάνει μέγα δρομέα
φονικών αποστάσεων. Κανείς δεν νοιάζεται. Σου λέει ομολόγησε, μέχρι
εκεί. Τα υπόλοιπα δεν μας αφορούν. Και καλά κάνουν. Πάντα υπάρχει μια
αποκάλυψη που η ουσία της δεν αφορά κανέναν, παρά μονάχα εσένα.
Η αδυναμία μου να εκφράσω ανοιχτά το σύνθετο αυτό έγκλημα και να
αποδείξω την προκαθορισμένη του θέση διόλου τους ενδιαφέρει. Γιατί
κανείς τους δεν γνωρίζει πως ο ρόλος του είναι πάντα διττός. Είναι το πριν
και το μετά. Κι αυτοί μένουν πάντα στο πριν. Ψάχνουν και παρατηρούν.
Αποκαλύπτουν στον φονιά την αλήθεια που εκείνος ήδη γνωρίζει,
νομίζοντας πως του παραχωρούν την υπόστασή της, περιγράφοντας τα
γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια. Δεν με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες
αγαπητοί μου. Εγώ τις έστησα. Το θύμα μου πιάστηκε στη φάκα του, όπως
πιάνετε το ζωύφιο στον ιστό μιας αράχνης και φαγώθηκε, τέλος.
Έτυχε η παρατήρησή σας και βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με την φαντασία
μου γιατί υπήρξε ένας καθ’ όλα νεκρός. Έτσι κι αλλιώς η θέση του
καθενός σε κάθε μικρό έγκλημα που συντελείτε, ακόμα και μέσα στο
κεφάλι του, εμπεριέχει την προβολή φανταστικών θυμάτων. Όμως καμία
φαντασία δεν αποτελεί ένα πειστικό επιχείρημα. Δεν μπαίνουν καν στον
κόπο του πειράματος, κανείς δεν έκανε ποτέ του έναν φόνο δοκιμαστικά.
Τους εμποδίζει η πεποίθηση πως η φαντασία τους δεν είναι και τόσο
ισχυρή για να διαπράξουν τον πραγματικό. Πόση εξιλέωση έχει παγιδευτεί
σ’ αυτήν την ανεύθυνη φαντασίωση. Πόσος χαμένος φόβος, πόσες
ανόητες ενοχές για μια τόσο δα μικρή και άπραγη δολοφονική σκέψη.
Δεν γνωρίζουν πως η επαλήθευσή της είναι αυτή που μπορεί από αόρατο
φονιά να σε μετατρέψει σε έναν υπεύθυνο και σοβαρό δολοφόνο.
Όλα ξεκινούν απ’ αυτήν την πρώτη σκέψη. Ύστερα αυτή η σκέψη παίρνει
μια θέση ανεξέλεγκτη. Ξαφνικά ανακαλύπτεις μια σωρεία από αισθήματα,
άγνωστα, συνδεδεμένα με μια πρωτόγονη λατρεία απέναντι στον όρο...
“φονιάς”. Ανακαλύπτεις τη ραδιουργική σου δεινότητα, τη δεξιοτεχνία
σου. Το να αποδείξεις ή να καταρρίψεις αυτήν τη θέση, το μικρό εκείνο
λεπτό της μοιραίας σου απόφασης είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.
Δεν ήταν κακός αυτός ο φόνος, μα δεν ήταν κι εκείνος που έπρεπε.
Τα κότσια μου βαστάνε για ακόμα άλλον έναν. Που σημαίνει, δεν
μετάνιωσα. Γνωστός τη πάση ο φόνος μου, αλλά για μένα παραμένει
ακόμη άγνωστος.
Είναι πολλοί αυτοί που βρήκαν ωφελιμότητα στην πράξη μου. Ευτύχησαν
από την ωμή εκδίκηση. Κι αυτό γιατί κάποιος άλλος ανέλαβε να κάνει
πράξη τη φαντασία τους. Είναι κι αυτό ένα περίεργο φιλοσοφικό σύστημα
ευτυχίας. Το να σκοτώσεις δεν παραλλάζει και πολύ από τη λαχτάρα για
ζωή. Είναι δίπλα, κοιμούνται αγκαλιά, εισπνέουν τον ίδιο αέρα. Ένας
φόνος σε μαθαίνει πώς να διαλύεις μια μορφή, η λαχτάρα για ζωή πώς να
τη συνθέτεις. Αρκεί αυτή η ισοδυναμία να εμπεριέχει ένα αιματοκύλισμα
για χάρη της αγάπης σου κι όχι για κάποια ηλίθια ιδέα. Γιατί όταν
σκοτώνεις, την ώρα που σκοτώνεις, λησμονείς την ευτέλεια της ζωής.
Ύστερα η ευτέλεια παραγράφεται, κυρίως όταν πρόκειται για κάποια
σύνορα ή για μια ιδεολογία, γίνεται ξαφνικά όπλο διεκδικήσεων, όρος
βιώσιμος, εξανθρωπισμένος, ανώτερος...μα σαν σκοτώνεις από
έρωτα….αν εγκλημάτησες γιατί κάποιος σου βίασε την αγάπη σου και τη
βρήκες νεκρή μέσα στα αίματα…εκεί ο φόνος αναβαθμίζεται, αποκτά τη
σωστή του διάσταση, γίνεται όργανο εκλεπτυσμένου σκοπού. Μια
ψυχαγωγία υψηλής ποιότητας. Κανείς δεν έγινε λιγότερο δυστυχισμένος
εκτελώντας εκείνον που του πήρε την αγάπη του μακριά. Κακώς
αποκαλείται φονιάς.
Λοιπόν κι εγώ θα ονομάσω τον εαυτό μου καλλιτέχνη. Καλλιτέχνη
στον φόνο. Μέσα σε τούτο το κελί καθρεφτίζεται το έργο μου. Με
συνέπεια στην πολυμορφία του. Εγώ, το κελί, ο βράχος στο λαιμό, τ’
αγριοπούλια....ααααααα….
Στην αρχή δικαιολόγησα με ευθυκρισία και πειστικότητα την πράξη μου.
Υπήρξαν πολλοί που με συμμερίστηκαν. Μίλησαν για ηθική ανιδιοτέλεια.
Άλλοι με έκριναν αντικειμενικά και μεθοδικά. Πολλοί με ονόμασαν άξιο,
άξιο για εκδίκηση, για φονικό...
Ποιος με διάλεξε για τούτη την εκτέλεση; ποια μοίρα με έχρισε φονιά;…
Θέλω την Κατερίνα μου...ααααα...το Ρηνιό μου….τ’ αγριοπούλι
μου...αααααα…
Ήμουν πάντα τόσο επίμονος με τις αγάπες μου. Ερχόμουν ακόμα και με το
σκοινί κομμένο. Άνοιγα δρόμους, μέριαζα βράχους...τώρα στο λαιμό...δεν
μπορώ ν’ ανασάνω...δεν μπορώ...πνίγομαι...πνίγομαι…
Απουσίαζα καιρό από κοντά σου, δεν πέρασε ούτε μια νύχτα που να μη σε
ονειρευτώ...ήρθα εκείνο το βράδυ ξαφνικά, από μια παρόρμηση
διαολεμένη. Ήθελα να σου δείξω τη φωτογραφία από ένα καλοκαίρι πάνω
στο μηχανάκι, εσύ κι εγώ...είχα ακόμα τα κλειδιά...σκέφτηκα για μια
στιγμή πως είναι λάθος, ύστερα είδα την πόρτα μισάνοιχτη..είπα μέσα μου
πως κι εσύ με περίμενες, έσπρωξα και μπήκα...μύριζε όπως τότε στην
Αμοργό..θάμνοι από ρείκια μπροστά στα μάτια μου, λες κι είχε ανθίσει ο
ύπνος μου, μια κατακόκκινη λίμνη, νόμιζα πως ήταν παπαρούνες, νόμιζα
πως το στόμα μου ήταν γεμάτο παπαρούνες...ήρθα Ρηνιώ μου...στο είχα
υποσχεθεί..σε βρήκα μέσα σε μια λίμνη από αίμα..γελάω και
κλαίω...απίθανο λέω...η Ρηνιώ παίζει τη σκοτωμένη...φοράς το φόρεμα
που σου είχα πάρει...είναι σκισμένο, τα πόδια ανοιχτά, τα μαλλιά στο πλάι,
το ένα χέρι σηκωμένο..τι μου δείχνεις Ρηνιώ;...απάντησέ μου σε
παρακαλώ….ποιος σου πέρασε τον θάνατο στα μαλλιά...πες μου καλή
μου...πόσο άργησα να έρθω; ένα λεπτό, δυο, χρόνια;...Ρηνιώωωωω….όχι
δεν είχα λόγο να έρθω, ξαφνικά μ’ έπιασε κάτι μ’ εκείνο το τραγούδι...κι
εσύ ήσουν εκεί, περίεργα ξαπλωμένη σε μια άβολη θέση, μέσα σε μια
κόκκινη λίμνη...ξέρω...σου είπα πως έχεις όλο τον χρόνο να είσαι λεύτερη,
το μετράνε πολύ αυτό στον κάτω κόσμο Ρηνιώ, τη λευτεριά...δεν ήθελα να
σε κακοκαρδίσω για κανένα λόγο, αρκετά σε κούρασα, όχι δεν ήθελα να
έρθω, μια παρόρμηση της στιγμής ήταν, θυμήθηκα που περπατάγαμε
αγκαλιά, λέγαμε τα ίδια και τα ίδια μέχρι που φτάναμε στο σημείο να τα
τελειοποιούμε και ύστερα να τα σακατεύουμε ξανά...Ρηνιώ μ’ ακούς; τον
σκότωσα...τον βρήκα και τον σκότωσα...τον σακάτεψα...δεν είναι τέλειο;
μήνες τον παρακολουθούσα, τον σημάδευα στα ψεύτικα, στις γωνίες, στα
φανάρια... δεν τον απέφυγα ούτε ένα λεπτό. Τα βήματά μου πήγαιναν
δίπλα στα δικά του. Τον ακολουθούσα σε κάθε του στάση. Κάποια στιγμή
έκανα πως έπεσα τυχαία πάνω του, τον άρπαξα και τον φίλησα στο στόμα.
Μ’ έσπρωξε και με φώναξε τρελό. Δεν ήξερε από τρελούς. Να λοιπόν που
έμαθε. Την ώρα που σπαρτάρισε σαν ψάρι όταν τον πέτυχε η πρώτη
σφαίρα, τη στιγμή που τρεμόπαιξε το χέρι σαν βελόνα σε πυξίδα όταν τον
βρήκε η δεύτερη, κι ύστερα με την τρίτη... το βλέφαρο λιωμένο, τυφλός
γυρίνος, γλίτσα από χτυπημένο χταπόδι.
Δέκα χρόνια τώρα σκαλίζω τ’ όνομά σου σ’ αυτό το κελί. Μένω εδώ,
ενταφιασμένος. Βούλιαγμα σε τοίχο. Ένας βράχος στέκει ακούνητος στο
λαιμό μου και με πνίγει. Βήχω σαν διάολος κι απ’ το στόμα μου
πετάγονται αγριοπούλια. Χτυπάνε στα κάγκελα και πέφτουν στα πόδια
μου νεκρά, πνιγμένα στο αίμα. Μετράω και ξαναμετράω τους κόκκινους
λεκέδες, έναν-έναν κάθε βράδυ. Αμέτρητα τα φονικά.

You might also like