You are on page 1of 25

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ

ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ


ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

O λόγος του νεοφιλελευθερισμού ως προς το κράτος πρόνοιας

Εργασία εξαμήνου για το μάθημα:

¨Κοινωνική Θεωρία και Κοινωνική Πολιτική’’

Ντούνης Ανδρέας - Α.Μ:5110/Μ008

Επίβλεψη: Λελεδάκης Κανάκης, Επίκουρος Καθηγητής

Αθήνα, Ιούνιος 2011


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα πλαίσια των μεταβαλλόμενων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών κατά την
μετάβαση από τον 20ο στον 21ο αιώνα, της επικράτησης και θεσμοθέτησης μίας
παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και υπό την σκέπη νέων μορφών ρύθμισης των
κοινωνικών σχέσεων και δικαιωμάτων ο λόγος του νεοφιλελευθερισμού έπαιξε έναν
καθοριστικό ρόλο στον επικαθορισμό και την νομιμοποίηση του νέου
κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος του νεοφιλελευθερισμού - κατά τις τρεις τελευταίες
δεκαετίες - δεν αποτέλεσε μία ενιαία ιδεολογικοπολιτική ρητορική αλλά ένα σχήμα
λόγων που είτε εισήχθη με διαφορετικές εκφάνσεις εφαρμογής στο εκάστοτε κρατικό
κοινωνικοπολιτικό πεδίο, είτε ακόμη ερμηνεύθηκε και επεξηγήθηκε κοινωνιολογικά υπό
διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες1.
Η σύγχρονη ακαδημαϊκή προσήλωση στην αποδόμηση και ερμηνεία των ρηματικών
(κειμενικών) και εξω-ρηματικών (εξω-κειμενικών) πρακτικών2 του εκάστοτε λόγου,
καθιστά ικανή την κριτική ανάλυση των λόγων3 του νεοφιλελευθερισμού τόσο στο
γενικό κοινωνικό πλαίσιο και συνθήκες όπου αναπτύχθηκαν, όσο και στο ειδικό
ρητορικό/ιδεολογικό τους επίπεδο.
Το κράτος πρόνοιας εισέρχεται στην συζήτηση περί επικαθορισμού από πρακτικές
λόγου, εάν ειδωθεί ως ένας κοινωνικός θεσμός που από την γέννησή του μορφοποιήθηκε
από κυρίαρχους πολιτικούς, κοινωνικούς και ακαδημαϊκούς λόγους. Ο νεοφιλελεύθερος
λόγος υπό αυτήν την έννοια αποκρούει ορισμένα από τα επιχειρήματα της θεσμοθέτησης
του κράτους πρόνοιας, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Προσπαθεί με «πλάγια-βήματα» να
δώσει την χαριστική βολή της νομιμοποίησής του ως προς την αντίληψη των πολιτών και
των προνοιακών υποκειμένων, και μέσω των ισχυρισμών αυτών να περιορίσει εν ουσία,
και σε μεγάλο βαθμό, κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα.
Η παρούσα σύντομη μελέτη θα επιχειρήσει να ανασυγκροτήσει το κεντρικό
επιχείρημα και την εν γένει πολιτική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού σε σχέση με το
κράτος πρόνοιας, προσπαθώντας ουσιαστικά να συμπυκνώσει τους έτερους λόγους σε
μία συνεκτικότερη προσέγγιση, καθώς και να πραγματοποιήσει μία σύγκριση της

2
πολιτικής ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού με τον κλασσικό φιλελευθερισμό, πάντα
έχοντας ως άξονα αναφοράς την ρητορική που συνδέεται με το κράτος πρόνοιας.
Τέλος, θα παρουσιασθεί μία απόπειρα κριτικής του νεοφιλελεύθερου λόγου μέσω και
της παρουσίασης εναλλακτικών ιδεολογικοπολιτικών προσεγγίσεων, προσπαθώντας να
αναδειχθεί η ανάγκη για την οργάνωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού, που θα
επικαθορίζει την κοινωνικοοικονομική ζωή υπό μία πιο εξισωτική διάσταση, αναιρώντας
το ιδεολογικό πρόσταγμα του νεοφιλελευθερισμού.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

Ο λόγος (discourse) ή οι λόγοι (discourses) αποτελούν όλες τις ρητές ή υπόρρητες


γλωσσικές ή/και επικοινωνιακές πρακτικές μέσω κειμένων, ομιλιών και οπτικών
αναπαραστάσεων που διαμεσολαβούν ανάμεσα στις παγιωμένες οικονομικές,
κοινωνικές, πολιτικές και νομικές δομές και τα ατομικά και συλλογικά υποκείμενα,
επικαθορίζοντας την κατασκευή της κοινωνικής τους πραγματικότητας.
Υπό αυτήν την έννοια, η ανάλυση των οποιωνδήποτε μορφών ρητών ή υπόρρητων
λόγων βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας 4, ή του
κοινωνικού κονστρουξιονισμού5. Ο λόγος, στο επίπεδο της κοινωνικής κατασκευής,
επιτελεί τον ρόλο της τεχνητής κατασκευής συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών, του
προσδιορισμού των κοινωνικών προβλημάτων, του επικαθορισμού της ετερότητας
(‘Εμείς’ και οι ‘Άλλοι’) και της δημιουργίας και ενίσχυσης κυρίαρχων ιδεολογικών
προσταγμάτων και κοινωνικοπολιτικών δομών, μέσω της διαμεσολάβησής του από τον
επικαθορισμό της δομής προς την οριοθέτηση της ατομικής και συλλογικής
υποκειμενικότητας.
Η έννοια του λόγου, στο κοινωνικό πεδίο, αναφέρεται σε εκείνες τις πρακτικές οι
οποίες δημιουργούν ρητές μορφές ατομικής και συλλογικής ταυτότητας/
6
υποκειμενικότητας ή μορφές αντικειμενικότητας . Οι μορφές ταυτότητας, που
επικαθορίζονται από πρακτικές λόγου, περιορίζουν τα όρια δράσης των ατόμων
σχηματοποιώντας τεχνητούς περιορισμούς. Η απόπειρα να προσεγγισθεί μία περιεκτική
έννοια του λόγου θα πρέπει να συνδεθεί, στο πολιτικό πεδίο, με την έννοια της πολιτικής
θέσμισης που διαπερνά όλες τις κονστρουξιονιστικές προσεγγίσεις σε σύζευξη με την

3
κοινωνική πραγματικότητα7, καθώς και με τα πολιτικά «προστάγματα» και την πολιτική
επιρροή που άσκησαν και ασκούν σημαίνοντες φορείς εκφερόμενων λόγων στον
σχηματισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων και στον ιδεολογικό
προσδιορισμό των υποκειμενικοτήτων αυτών.
Η επιρροή των λόγων στο πολιτικό πεδίο διαμορφώνεται με τα υπόρρητα πολιτικά
μηνύματα και ρητορικές, που επιδρούν στην αναδιαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού
και οικονομικού πλαισίου. Εκ του πρακτέου στους αμιγώς πολιτικούς λόγους, η
ασυμμετρία που ενυπάρχει στην σχέση εξουσίας και γνώσης ανάμεσα στους πολιτικούς
και τους πολίτες, ο εργαλειακός πολιτικός λόγος που τοποθετείται ως ξύλινη
«κατασκευή» και δημιουργία, και η δημιουργία τεχνητών αποστάσεων ανάμεσα στον
πομπό και στον δέκτη του πολιτικού μηνύματος συνθέτουν το σκηνικό της
νομιμοποίησης της άρχουσας τάξης και του επικαθορισμού των κοινωνικοπολιτικών
αλλαγών. Η ασυμμετρία πληροφόρησης, εξουσίας και γνώσης δεν περιορίζεται στην
σχέση πολιτικού-πολίτη αλλά ενυπάρχει, παραδείγματος χάριν, και στις σχέσεις γιατρού-
ασθενή και δανειστή-δανειζόμενου, εάν και στην τελευταία περίπτωση δεν μπορούμε να
αναφερθούμε σε άμεσες πρακτικές λόγου που διαμορφώνουν και σχηματοποιούν αυτήν
την ασυμμετρία.
Η γλώσσα υπεισέρχεται στον καθορισμό του πολιτικού μέσω μίας διπλής υπόστασης
και ρόλου: των γλωσσολογικών διαστάσεων της πολιτικής και της πολιτικής διάστασης
της γλώσσας8. H σχέση μεταξύ γλώσσας, ομιλίας (ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου
θεωρητικά λόγου δηλαδή), και πολιτικής βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του σύγχρονου
ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Η προσέγγιση των πρακτικών του εκφερόμενου λόγου
μπορεί να αναδείξει διαστάσεις τόσο κοινωνικού αποκλεισμού όσο και τύπους
κυριαρχίας και ηγεμονίας στο πολιτικό πεδίο.
Η ‘συμβολική βία’ κατά την ανάλυση του Pierre Bourdieu αναδεικνύει τις μορφές
κυριαρχίας των φορέων «ικανών» και αυταρχικών-ηγετικών λόγων, που παράλληλα
αποκλείει κοινωνικά και περιορίζει την πρόσβαση στο πολιτικό/δημοκρατικό πεδίο και
τους οργανισμούς για τους φορείς μη-κυριαρχικών λόγων. Η Hannah Arendt,
επιπρόσθετα, δίδει έμφαση στον δημόσιο πολιτικό λόγο συστηματοποιώντας την
συνεκτική πρακτική της ομιλίας και της δράσης για τον πραγματικό σχηματισμό μίας
«αυθεντικής» ανθρώπινης ταυτότητας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί και να

4
εννοιολογηθεί μόνο μέσω της απρόσκοπτης συμμετοχής στα κοινά και της πραγματικής
πολιτικής ελευθερίας.
Οι πολιτικές ρητορικές πρακτικές, εν γένει, επιτυγχάνουν τον σκοπό της
«ενσωμάτωσης» και αποδοχής των κυρίαρχων μηνυμάτων μέσω της σύμπραξης των
γλωσσικών μέσων (πρακτικές λόγου) αλλά και των καθαρά επικοινωνιακών πρακτικών
και τεχνασμάτων. Οι επικοινωνιακές πρακτικές είναι αυτές που, συνοπτικά, δίδουν στον
«πομπό» του μηνύματος την θέση εξουσίας, γνώσης και ισχύος για τον επηρεασμό και
την επιτυχή μεταβίβασης του μηνύματος στον «δέκτη». Ο δέκτης, στην περίπτωση της
μελέτης της λειτουργίας του κράτους πρόνοιας, είναι ο πολίτης που ταυτόχρονα είναι
φορέας κοινωνικών δικαιωμάτων , που εν ουσία τον καθιστά ένα προνοιακό υποκείμενο.
Βεβαίως, οι επικοινωνιακές πρακτικές, αποτελούν και αυτές πρακτικές εκφερόμενων
λόγων που, για θεωρητικούς και αναλυτικούς σκοπούς, μαζί με τα πολιτικά κείμενα
(νόμοι, αποφάσεις, ψηφίσματα) και την αμιγώς ιδεολογικοπολιτική ρητορική
συγκροτούν τον ενιαίο πολιτικό λόγο.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ


Ο όρος κράτος πρόνοιας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένας ενιαίος ορισμός,
αλλά πρέπει να ειδωθεί θεωρητικά υπό την οπτική και τυπολογία των διαφορετικών
προνοιακών καθεστώτων ή καθεστώτων προνοιακού καπιταλισμού9. Μία πρώτη
φιλοσοφική θεμελίωση του κράτους πρόνοιας, εντοπίζεται στον διευρυμένο ορισμό του
κράτους πρόνοιας, ο οποίος αναφέρει ότι κάθε μορφή κοινωνίας φροντίζει για την
ευημερία των μελών της. Συνηθέστερα, και για αναλυτικούς σκοπούς, το κράτος πρόνοιας
εκλαμβάνεται ως η αστική καπιταλιστική μορφή του κοινωνικού κράτους των
ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών10, και έχει ως ιστορική αφετηρία την μετάβαση από
την εποχή της προνεωτερικότητας σε αυτήν της νεωτερικότητας. Η νεωτερική εποχή
σηματοδότησε ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και
συνετέλεσε στην εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ρύθμισης της
οικονομίας, σηματοδοτώντας την σημαίνουσα οριστική μετάβαση από την φεουδαρχία
στον καπιταλισμό.
Η θεσμική μορφή του κράτους πρόνοιας σχηματίζεται το 1881 στην Γερμανία από τον
Otto von Bismarck, ο οποίος θεσμοθετεί ένα ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής

5
ασφάλισης μέσω της θέσπισης της νομοθεσίας της κοινωνικής ασφάλισης 11, με στόχο
την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών της εργατικής τάξης. Στην Μεγάλη Βρετανία, η
έκθεση του Beveridge στις 20 Νοεμβρίου του 1942, αποτέλεσε την απαρχή ενός
διευρυμένου μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας με σκοπό την αποκατάσταση των
πολιτών, και την αντιμετώπιση των επείγοντων κοινωνικών αναγκών ύστερα από τα
δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το κράτος πρόνοιας, μπορεί να αντιμετωπισθεί για σχηματικούς λόγους, και ως μία
κοινωνική κατασκευή η οποία έχει επικαθοριστεί απο πρακτικές λόγου, οι οποίες
εμπεριέχουν και τις έννοιες των αξιών και της ιδεολογίας, που επιφόρτισαν τον πολιτικό
λόγο και πρόσταγμα της δημιουργίας του. Επι του πρακτέου, και για να τεθεί ένα πλαίσιο
αναφοράς, η παρούσα εργασία θα λάβει ως παράμετρο την συγκριτική διάσταση της
συνεκτικής αναφοράς στον νεοφιλελεύθερο λόγο ως προς την «κοινή αντίληψη» για το
νεωτερικό δυτικοευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας.
Ο κλασσικός φιλελευθερισμός ως προς την θεμελίωση του κράτους πρόνοιας
συνοψίζεται στην λογική της ατομικής ευθύνης για την κάλυψη των αναγκών και στην
αντίληψη ότι το κράτος πρέπει να στηρίζει μόνο εκείνους που δεν μπορούν να βρούν
εργασία. Ο κλασσικός φιλελευθερισμός στηρίζεται στην άποψη ότι το κράτος θα πρέπει
να δίνει στους πολίτες την ελευθερία να προβαίνουν στις δικές τους επιλογές, και η
κυβέρνηση θα πρέπει να διασφαλίζει την τήρηση των νόμων και την προστασία της
ατομικής ιδιοκτησίας, περιοριζόμενο ουσιαστικά σε ένα μινιμαλιστικό κράτος. Η
καπιταλιστική αγορά εμφανιζόταν ως ο μηχανισμός που θα επιτύγχανε τελικά τον σκοπό
της κοινωνικής ευημερίας και η παρεμβατικότητα του κράτους θα πρέπει να
περιοριζόταν στο ελάχιστο. Στην Μεγάλη Βρετανία, το πρώτο ψήγμα ενός διευρυμένου
κράτους πρόνοιας εμφανίζεται το 1834 με τον Νόμο περί Φτώχειας (Poor Law Act) όπου
οι φτωχοί ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται στα εργατοκάτεργα με αντάλλαγμα την
παροχή στέγασης και τροφής. Παρά ταύτα, ορισμένοι φιλελεύθεροι ανέδειξαν τις
αδυναμίες των οικονομικών της αγοράς και του μινιμαλιστικού κράτους, που ήταν
εμφανείς τόσο κατα την περίοδο των μεγάλων υφέσεων όσο και στην αδυναμία του
Νόμου περί Φτώχειας να αντιμετωπίσει το ζήτημα της φτώχειας, ακόμη και σε περιόδους
ευημερίας. Οι «νέοι φιλελεύθεροι» εκείνης της περιόδου τόνιζαν την ανάγκη για
περισσότερες προνοιακές παροχές καθώς και για την εγκαθίδρυση ενός κράτους

6
πρόνοιας, γεγονός που προετοίμασε το έδαφος για έναν κοινωνικό φιλελευθερισμό και
οδήγησε σταδιακά στην Έκθεση του Beveridge και την δημιουργία ενός διευρυμένου
κράτους πρόνοιας.
Στην περίπτωση της έκθεσης του Beveridge (Βeveridge Report – Social Insurance and
Allied Services) την 1η Δεκεμβρίου του 1942, τέθηκαν ως κυριότεροι
ιδεολογικοπολιτικοί στόχοι η δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας που θα παρέχει φροντίδα
σε όλους από τον λίκνο μέχρι τον τάφο και η θέσπιση ενός εισοδηματικού διχτυού
ασφαλείας (safety net) που θα απελευθερώνει τα άτομα από την ανάγκη (freedom from
want). Δευτερεύοντες στόχοι της έκθεσης Beveridge υπήρξαν η αντιμετώπιση της
ασθένειας, της άγνοιας και της αεργίας. Ο Sir William Beveridge κατά την διατύπωση
των καθοδηγούμενων αρχών που διέπουν τις συστάσεις που πρότεινε διατύπωνε ότι μία
επαναστατική στιγμή στην παγκόσμια ιστορία αποτελεί ένα καιρό για επαναστατικές
αλλαγές και όχι για ημίμετρα. Υπό μία άποψη, και για να συμπληρωθεί μία συνοπτική
ανάλυση της περίπτωσης του λόγου του Beveridge, οι συγκεκριμένες αρχές θα πρέπει να
συμπληρωθούν με την παράγραφο 9 της Έκθεσης όπου τίθενται οι βασικές αρχές για την
επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ασφάλειας: «Η Τρίτη Αρχή είναι ότι η κοινωνική
ασφάλεια θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας μεταξύ του Κράτους και του
ατόμου. Το κράτος θα πρέπει να προσφέρει ασφάλεια για τις υπηρεσίες και την
συνεισφορά. Κατά την οργάνωση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλειας το κράτος δεν θα
πρέπει να περιορίζει την παροχή κινήτρων, ευκαιριών και υπευθυνότητας. Με την
εγκαθίδρυση του εθνικού ελάχιστου, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα και η ενθάρρυνση
για την εθελοντική δράση κάθε ατόμου για την παροχή ενός επιπέδου ζωής που θα
υπερβαίνει το εθνικό ελάχιστο για τον ίδιο και την οικογένειά του12».
Είναι σαφές ότι η Έκθεση του Beveridge έθεσε τις βάσεις του διευρυμένου κράτους
πρόνοιας καθολικής κάλυψης (...παροχή φροντίδας σε όλους από τον λίκνο μέχρι τον
τάφο) σύμφωνα με ένα πρότυπο κοινωνικού φιλελευθερισμού, που στηρίχθηκε και
δικαιολογήθηκε ρητορικά από την ιστορική ιδιαιτερότητα των αυξημένων κοινωνικών
αναγκών και των υλικών καταστροφών που προκάλεσε ο σπαραγμός και η οδύνη του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου (...μία επαναστατική στιγμή στην παγκόσμια ιστορία αποτελεί ένα
καιρό για επαναστατικές αλλαγές και όχι για ημίμετρα). Επίσης, σύμφωνα με την
Στασινοπούλου, η αποδοχή της Έκθεσης από τους φορείς παγιωμένων συμφερόντων

7
απαίτησε από τον Beveridge την υιοθέτηση ρητορικών σχημάτων ανάδειξης των αρετών
του βρετανικού λαού και της σημασίας της επιδεικνύομενης κοινωνικής δικαιοσύνης13.
Πάντως, τα προνοιακά υποκείμενα ακόμη και στο θεσμικό μοντέλο πρόνοιας του
Beveridge δεν είναι εντελώς απηλλαγμένα από την ατομική ευθύνη, πρωτοβουλία και
υπευθυνότητα, σύμφωνα με την ιδεολογική μορφή του κλασσικού φιλελευθερισμού. Ενώ
το κράτος ρυθμίζει καθολικά και διευρυμένα την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών,
ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλειας πρέπει να επιτευχθεί μέσω της συνεργασίας μεταξύ
του Κράτους και του ατόμου, το οποίο πέρα από την επιβίωση μέσω του εθνικού
ελάχιστου εισοδήματος θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να φροντίζει αυτόνομα για την
εξασφάλιση ενός ανώτερου βιοτικού επιπέδου τόσο για το ίδιο όσο και για την
οικογένειά του. Βεβαίως, αυτό το γεγονός δεν συνιστά την ακύρωση του καθολικού
μοντέλου πρόνοιας, απλά πρωτοεισάγει τον ρόλο του ατόμου ως αυτόφωτο και
ανεξάρτητο φορέα κοινωνικής ασφάλειας, που ενισχύεται από τις διευρυμένες ρυθμίσεις
κοινωνικής πολιτικής.

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν αποτελεί μία ενιαία ιδεολογικοπολιτική ρητορική,
καθώς οι έτεροι φορείς του εκφερόμενου λόγου εστίασαν σε διαφορετικά σημεία
οργάνωσης του κράτους (π.χ. ο Hayek κυρίως κατά του κεντρικού σχεδιασμού και ο
Milton Friedman στην φιλελευθεροποίηση της οικονομίας), και εκ του αποτελέσματος τα
διαφορετικά κρατικά πολιτικά συστήματα τον έχουν «καθιερώσει» σε διαφορετικούς
βαθμούς και τον έχουν προσαρμόσει αναλόγως κατά διαφορετικά χρονικά διαστήματα,
στο κοινωνικοπολιτικό τους πεδίο.
Σημαίνουσα περίοδος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών υπήρξαν τα τέλη της δεκαετίας
του ‘70 και η δεκαετία του ’80, όπου στην Μεγάλη Βρετανία και στις Η.Π.Α η έκφραση
των πολιτικών της Νέας Δεξιάς της Θάτσερ και του Ρήγκαν αντίστοιχα, αποτέλεσαν την
ενισχυμένη υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου λόγου απέναντι στο κοινωνικό κράτος.
Ποιός όμως είναι ο κύριος επιχειρηματολογικός και ιδεολογικός «εξοπλισμός» του
νεοφιλελεύθερου λόγου απέναντι στο κράτος πρόνοιας; Για να απαντηθεί αυτό το
ερώτημα δεν θα πρέπει να στραφούμε προς τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές,
αλλά σε εκείνο το συνοπτικό (με σκοπό την μειωμένη εμβάθυνση στην παρούσα

8
εργασία) ρητορικό σχήμα14 που πρόσδωσε την νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης
ιδεολογίας στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο και αποτέλεσε το «όχημα» για την επίθεση
απέναντι στο διευρυμένο κράτος πρόνοιας.
Πρωτίστως, ο νεοφιλελεύθερος λόγος εξαπέλυσε «επίθεση» απέναντι στο κράτος
πρόνοιας ως προς το μέγεθος των δαπανών που απαιτεί. Το κοινωνικό κράτος απορροφά
μεγάλο μέρος των εθνικών οικονομικών πόρων και απαιτεί ένα πολύ μεγάλο ποσό
δαπανών, που θα μπορούσαν να διανεμηθούν για παραγωγικότερους σκοπούς και
λειτουργίες. Η απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς περιορίζονται,
καθώς το κοινωνικό κράτος απαιτεί πόρους που δεν δίνουν την οικονομική δυνατότητα
στην αγορά να αναπτυχθεί, και περιορίζονται οι ευκαιρίες ανάπτυξης της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας και της ανταγωνιστικότητας. Οι αυξημένες κοινωνικές δαπάνες που
προϋποθέτει το διευρυμένο κοινωνικό κράτος δημιουργούν επικίνδυνους οικονομικούς
κύκλους και ακυρώνουν τις προσπάθειες κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Επιπρόσθετα το κράτος πρόνοιας, σύμφωνα με τον νεοφιλελεύθερο λόγο, λειτουργεί
υπό έναν έντονα πατερναλιστικό χαρακτήρα δημιουργώντας την εξάρτηση από τις
προνοιακές παροχές και τον εμφανέστατο στιγματισμό των προνοιακών υποκειμένων. Τα
άτομα εξαρτώνται από τις επιδοματικές παροχές, και ακυρώνεται η πρωτοβουλία και η
ατομική ευθύνη για την εξασφάλιση της ευημερίας. Το κράτος πρόνοιας δεν παρέχει τα
κίνητρα εκείνα τα οποία θα οδηγήσουν τους μειονεκτούντες στην έξοδο από τις
καταστάσεις φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, και τους περιορίζει σε παθητικά
προνοιακά υποκείμενα. Η ενεργητική όψη των κοινωνικών πολιτικών παραμερίζεται, και
οι παθητικές πολιτικές πρόνοιας δημιουργούν εξάρτηση, στιγματισμό και άρση της
ατομικής πρωτοβουλίας για την επιδίωξη της ατομικής/οικογενειακής ευημερίας. Τα
παθητικά προνοιακά υποκείμενα γίνονται έτσι θύματα της γραφειοκρατίας του
κοινωνικού κράτους και γίνονται αντικείμενα κοινωνικού ελέγχου και καταπίεσης.
Ακόμη, τα αποτελέματα των διευρυμένων και καθολικών κοινωνικών πολιτικών
σύμφωνα με τον νεοφιλελεύθερο λόγο ήταν πενιχρά. Δεν επιτεύχθηκε ο στόχος της
κοινωνικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και ο τρόπος ρύθμισης και
λειτουργίας του κράτους πρόνοιας επέφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι
κοινωνικές ανισότητες ενισχύθηκαν, οι φτωχοί εξαρτώνται από τα προνοιακά επιδόματα
και δεν κινητοποιούνται ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της κοινωνικής κινητικότητας, και

9
οι παροχές λειτουργούν υπό ένα «αδιαπέραστο γραφειοκρατικό πλέγμα» που δεν
διαπνέεται από τις αξίες της κοινωνικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον νεοφιλελεύθερο λόγο, μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης και της
ανάπτυξης της αγοράς οι φτωχοί μπορούν να επωφεληθούν και να καρπωθούν τα
«φρούτα» της οικονομικής ανάπτυξης.
Επίσης, και στον «σκληρό πυρήνα» της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, το διευρυμένο
κράτος πρόνοιας είναι αντίθετο προς την έννοια της ελευθερίας του ατόμου. Το άτομο
δεν είναι ελεύθερο να επιλέξει μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς εκείνους τους
φορείς και τις υπηρεσίες που πιστεύει ότι θα ικανοποιήσουν τις κοινωνικές του ανάγκες,
αλλά εξαρτάται από ένα πλέγμα καθολικών κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών που δεν
ικανοποιούν τις ανάγκες του. Περιορίζεται η ατομική ελευθερία υπό την έκφανση του
επιβαλλόμενου κοινωνικού ελέγχου από το κράτος πρόνοιας, και οι λήπτες προνοιακών
υπηρεσιών στιγματίζονται και υποκειμενοποιούνται ως «φτωχοί», «ανάπηροι»,
«άνεργοι» κ.ο.κ.. Ο κρατικός παρεμβατισμός «αγκιστρώνει» την ιδιωτική πρωτοβουλία
και τα άτομα, οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν την δυνατότητα να
αναπτυχθούν οικονομικά και να αναταγωνισθούν ισότιμα με τα άλλα άτομα, επιχειρήσεις
και νομικά πρόσωπα.
Ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν αναφέρει σε κανένα φορέα εκφοράς του την
επιχειρηματολογία της κατάργησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μία τέτοια προτροπή
θα αποτελούσε «τροχοπέδη» για την κοινωνική και πολιτική συναίνεση της ιδεολογίας
αυτής. Τα κοινωνικά δικαιώματα εκλαμβάνονται ως συστατικό στοιχείο των
δικαιωμάτων αλλά αυτά περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου και υποσκάπτουν τα
ατομικά δικαιώματα, με σημαντικότερο αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας. Το δικαίωμα
στην ατομική ιδιοκτησία τίθεται ως το υψηλότερο δικαίωμα, που παρέχει την βάση της
οικονομικής ανάπτυξης και συνεπακόλουθα την βάση της κάλυψης των κοινωνικών
αναγκών, και θα πρέπει να είναι απαραβίαστο ώστε να εξασφαλίζονται οι κανόνες της
απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Η
εξασφάλιση της κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν οδηγεί στην επίτευξη
του στόχου της κοινωνικής δικαιοσύνης, και η κατοχύρωση του δικαιώματος της
ατομικής ιδιοκτησίας τίθεται ως η νομική βάση για την υγιή επέκταση και λειτουργία της
αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

10
Η αποδοχή της νεοφιλελεύθερης ρητορικής οδηγεί στην υιοθέτηση από πολλά δυτικά
κράτη του υπολειμματικού μοντέλου πρόνοιας, όπου οι κοινωνικές παροχές θα είναι
επιλεκτικές και θα στοχεύουν μόνο στην εξασφάλιση των προς το ζήν για τους πλέον
φτωχούς και μειονεκτούντες. Οι ιδιωτικοποιήσεις των φορέων παροχής κοινωνικών
υπηρεσιών καθίστανται αναπόφευκτες, και αυξάνεται ο ρόλος των ΜΚΟ στην παροχή
υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας. Το κράτος θα πρέπει να λειτουργεί ως ρυθμιστής των
μικτών παρεχόμενων υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλειας και θα πρέπει να παρέχει το
πλαίσιο για την εύρυθμη λειτουργία τους, χωρίς να ασκεί άμεσα παρεμβατικό ρόλο.
Ενώ σημαντικός σταθμός για την νεοφιλελεύθερη ρητορία και πολιτική υπήρξε η
άνοδος της Νέας Δεξιάς στις Η.Π.Α και στην Μεγάλη Βρετανία κατά την δεκαετία του
80’, η αφετηρία του λόγου του νεοφιλελευθερισμού σαφέστατα δεν υπήρξε η
συγκεκριμένη χρονική περίοδος. Σημαίνουσα αφετηρία για την διάδοση της
νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας μπορεί να χαρακτηριστεί το 1944 όταν και εκδόθηκε το
βιβλίο του Friedrich Hayek: The Road to Serfdom (ο Δρόμος της Θυσίας), το οποίο
υπήρξε σε πολύ γενικές γραμμές ένας λύβελος κατά της κενρικής εξουσίας και του
κεντρικού κρατικού σχεδιασμού. Η επιρροή που άσκησε το έργο του Hayek,
δημιούργησε γύρω του έναν κύκλο σημαίνοντων ακαδημαϊκών (όπως τον Μίλτον
Φρίντμαν και τον Λούντβιχ Φον Μίζες), ο οποίος συνετέλεσε την ίδρυση της Εταιρείας
Μον Πελερέν15. Η απαρχή του νεοφιλελεύθερου λόγου μπορεί να εντοπισθεί στην
Ιδρυτική Διακήρυξη της Εταιρείας η οποία αναφέρει τα εξής:
«Οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν. Σε μεγάλες εκτάσεις της γήινης
επιφάνειας οι ουσιώδεις συνθήκες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας έχουν
ήδη εξαφανιστεί. Σε άλλες βρίσκονται υπό συνεχή απειλή από την ανάπτυξη των
σύγχρονων τάσεων της πολιτικής. Η θέση του ατόμου και της αυτοπροαίρετης ομάδας
σταδιακά υπονομεύεται από την επέκταση της αυθαίρετης εξουσίας. Ακόμη και το πιο
πολύτιμο απόκτημα του Δυτικού Ανθρώπου, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης,
απειλείται από την εξάπλωση ιδεολογιών οι οποίες, ενώ διεκδικούν το προνόμιο της
ανοχής όταν είναι μειοψηφικές, επιδιώκουν απλώς να κατοχυρώσουν μία θέση εξουσίας
από την οποία μπορούν να καταπνίγουν και να αφανίζουν όλες τις άλλες απόψεις εκτός
από τη δική τους.

11
Η ομάδα πρεσβεύει ότι αυτές οι εξελίξεις υποδαυλίστηκαν από την ανάπτυξη μιας
άποψης για την ιστορία η οποία αρνείται όλα τα απόλυτα ηθικά κριτήρια και από την
ανάπτυξη θεωριών που αμφισβητούν το επιθυμητό του κράτους δικαίου. Πρεσβεύει
περαιτέρω ότι υποδαυλίστηκαν από την υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία
και στην ανταγωνιστική αγορά· διότι χωρίς τη διάχυτη δύναμη και πρωτοβουλία που
σχετίζονται με αυτούς τους θεσμούς, είναι δύσκολο να φανταστούμε μία κοινωνία στην
οποία μπορεί να διατηρηθεί πραγματικά η ελευθερία16».
Η έννοια της ελευθερίας αποτελεί τον ιδεολογικό «πολιορκητικό κριό» της ιδρυτικής
διακήρυξης της Εταιρείας Μον Πελερέν. Στην ιδρυτική διακήρυξη εμφανίζεται τρείς
φορές σε σύνολο 189 λέξεων, και η μόνη έννοια που αντιπαραβάλλεται ποσοτικά είναι
αυτή της εξουσίας με συχνότητα δύο λέξεων. Παρά ταύτα η ελευθερία επιφορτίζεται και
συμπλέει με συνεπακόλουθες ιδεολογικές εκφάνσεις όπως την θέση του ατόμου και της
αυτοπροαίρετης ομάδας και κυριότερα με την ατομική ιδιοκτησία και την ανταγωνιστική
αγορά. Ενώ, κατά αυτόν τον τρόπο η ελευθερία αποτελεί το κύριο ιδεολογικό
πρόσταγμα, για να επιτευχθεί θα πρέπει να υποχωρήσουν οι πολιτικές τάσεις της
εξουσίας οι οποίες καταπνίγουν και υποδαυλίζουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και
περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου. Το κράτος θα πρέπει να μειωθεί και να δώσει
χώρο για την ελεύθερη αυτορρύθμιση της αγοραίας οικονομίας (μέσω της πρωτοβουλίας
της ανταγωνιστικής αγοράς).
Παρατηρούμε ότι από το λίκνο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας οι βασικοί
εκφερόμενοι λόγοι και ρητορικές διατηρούν τον ίδιο βασικό κορμό: η ελευθερία του
ατόμου και της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας (αυτοπροαίρετη ομάδα) που
κατοχυρώνονται από το «ύψιστο» δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας θα πρέπει να είναι
το μέγιστο μέλημα των κοινωνικοπολιτικών ρυθμίσεων, και η κεντρική εξουσία θα
πρέπει να υποχωρήσει ώστε να επιτευχθεί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Στο έργο του Hayek – The Road to Serfdom κύριοι ρητορικοί άξονες υπήρξαν η
ανάγκη για τον περιορισμό της κεντρικής κρατικής εξουσίας και του κεντρικά
οργανωμένου κρατικού σχεδιασμού. Η ελεύθερη αγορά αποτελεί το μέσο για την
κοινωνική ευημερία καθώς δημιουργεί μία ‘αυθόρμητη ευταξία’ συντελώντας σε ένα
δημόσιο όφελος μέσω της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος. Η κοινωνική
δικαιοσύνη θα πρέπει να υποδαυλίζεται από την δικαιοσύνη της αγοράς, καθώς τα

12
εισοδήματα των πλουσιότερων δεν θα πρέπει να ‘καταχράζονται’ με σκοπό την
αναδιανομή αφήνοντας τους φτωχούς εξαρτημένους από ένα γραφειοκρατικό και
πατερναλιστικό κράτος πρόνοιας. Ενώ μία εκτενής ανάλυση του συγκεκριμένου έργου
θα αποτελούσε μία αυτούσια και έτερη ερευνητική προσπάθεια, αξίζει να
επικεντρωθούμε σε ένα κομμάτι της επιχειρηματολογίας του Hayek κατά του κεντρικού
σχεδιασμού της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής καθώς δείχνει μία σημαντική
όψη της νεοφιλελεύθερης ρητορικής. Ένα χαρακτηριστικό χωρίο είναι το εξής:
« Δεν είναι δύσκολο να δούμε ποιες θα είναι οι επιπτώσεις όταν η δημοκρατία αρχίζει
από το ζήτημα του σχεδιασμού, το οποίο στην εκτέλεσή του απαιτεί εκτενέστερη συμφωνία
από αυτή που πραγματικά υπάρχει. Οι άνθρωποι ενδέχεται να έχουν συμφωνήσει με την
υιοθέτηση ενός συστήματος κατευθυνόμενης οικονομίας επειδή έχουν πειστεί ότι αυτή θα
οδηγήσει σε μεγάλη ευημερία. Κατά τις συζητήσεις που γίνονται με σκοπό να ληφθεί μία
απόφαση, ο όρος σχεδιασμός μπορεί να έχει περιγραφτεί με όρους όπως είναι «κοινή
ευημερία», που όμως έτσι το μόνο που κάνουν είναι να αποκρύπτουν την απουσία
πραγματικής συμφωνίας για το σκοπό του σχεδιασμού.........Οι επιπτώσεις στους
ανθρώπους που έχουν συμφωνήσει ότι πρέπει να υπάρχει ένα κεντρικό σχέδιο χωρίς να
έχουν συμφωνήσει τους στόχους του σχεδίου, μοιάζουν με μία ομάδα ανθρώπων που έχουν
δεσμευτεί για ένα κοινό ταξίδι χωρίς να έχουν συμφωνήσει τον προορισμό του ταξιδιού. Ως
αποτέλεσμα, μπορεί όλοι να είναι υποχρεωμένοι να κάνουν ένα ταξίδι το οποίο, τελικά, οι
περισσότεροι δεν το θέλουν17».
Ο Hayek αντιτάσσεται σθεναρά στην διαδικασία του σχεδιασμού καθώς θεωρεί
προβληματική την απόλυτη κοινή συναίνεση των ατόμων σε πολύ βασικούς άξονες του.
Η ανισορροπία αυτή «διατρέχει» όλα τα στάδια του σχεδιασμού:από την απόφαση για
τον σχεδιασμό (κοινός σκοπός), τον μηχανισμό μέσω του οποίου θα διενεργηθεί (κοινοί
στόχοι) , μέχρι την κυβερνητική δραστηριότητα ( αποφάσεις εκτελεστικής εξουσίας).
Η συμφωνία των ατόμων μπορεί, σύμφωνα με τον Hayek, να υπάρξει κατά την
απόφαση για την υιοθέτηση ενός μηχανισμού για την πραγματοποίηση ενός σχεδίου,
αλλά παράλληλα τα ίδια άτομα φαίνεται να έχουν αντικρουόμενες ιδέες για τον κοινό
σκοπό του.

13
Η «κοινή ευημερία» μέσω του κρατικού παρεμβατισμού και σχεδιασμού είναι για τον
Χάγιεκ μία ουτοπία, καθώς αποκρύπεται η έννοια της συναίνεσης, και η τελευταία δεν
μπορεί ποτέ πραγματικά να οικοδομηθεί και να επιτευχθεί.
Έτσι, υπό μία πρωταρχικότερη ανάλυση, ο μελετητής επισημαίνει ότι η διαφαινόμενη
συναίνεση για τον σχεδιασμό ενός προγράμματος μπορεί να υποκρύπτει την «αληθινή
ασυμφωνία» για τους στόχους του σχεδίου, και η εν γένει δυνατότητα επίτευξης της
κοινωνικής ευημερίας έχει μικρές πιθανότητες μέσω της κρατικής παρέμβασης και
σχεδιασμού.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟ


ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ

Η πολιτική φιλοσοφία του κλασσικού φιλελευθερισμού έχει ως κεντρικό πυλώνα την


λοκιανή θεωρία της ανοχής18. Ο John Locke στην Επιστολή για την Ανεξιθρησκεία του
1865 «Epistola de Tolerantia ad Clarissimum Virum» έθεσε τα ζητήματα της
θρησκευτικής ελευθερίας και διαφορετικότητας, δηλαδή την απαλλαγή των ατόμων από
την καταπίεση της θρησκευτικής εξουσίας και του δογματισμού. Επίσης, σε ένα
«ρυθμιστικό επίπεδο» υποστήριξε θερμά τον διαχωρισμό των εξουσιών κράτους και
εκκλησίας. Μέσα όμως από την Επιστολή, συνάμα αναδείχθηκε και η φιλελεύθερη
πολιτική θεωρία του John Locke. Η πολιτεία συγκροτείται από μία κοινωνία ανθρώπων,
και το κράτος θα πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα για την διασφάλιση των αστικών
ελευθεριών και της ατομικής ιδιοκτησίας19.
Στον λόγο του κλασσικού φιλελευθερισμού, όπως και σε αυτόν του
νεοφιλελευθερισμού, κεντρικός ρητορικός άξονας είναι η έννοια της ελευθερίας του
ατόμου20. Ενώ η ελευθερία στον κλασσικό φιλελευθερισμό συνεπάγεται την ανύψωση
του δικαιώματος στην ατομική ιδιοκτησία (σε σύμπλευση με τον νεοφιλελευθερισμό),
εντούτοις διασφαλίζεται ο σεβασμός στην ελευθερία του άλλου καθώς και τίθενται οι
βάσεις για την οικοδόμηση της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι έκδηλη στον λόγο του κλασσικού
φιλελευθερισμού. Τα άτομα φτιάχνουν μία κοινότητα ίσων ατόμων, και διασφαλίζεται
για κάθε ένα από αυτά η ιδιότητα του πολίτη. Στην πράξη βέβαια το δεύτερο σκέλος

14
αυτής της επιχειρηματολογίας δεν εφαρμόσθηκε, αναφορικά κυρίως με το δικαίωμα του
εκλέγειν για τις γυναίκες 21. Στην νεοφιλελεύθερη ρητορεία, δεν γίνεται λόγος για
ισότητα ή κοινωνική δικαιοσύνη, αντίθετα η ελευθερία των ατόμων (και κατ’ επέκταση
των επιχειρηματιών και των επιχειρήσεων, δηλαδή εν γένει της αγοράς) τίθεται ως
απαραβίαστος όρος που η επίτευξή του δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την ισότητα και
την κοινωνική δικαιοσύνη
Η κοινωνία στον φιλελευθερισμό αποτελείται από ένα σύνολο ατόμων, τα οποία είναι
φορείς δικαιωμάτων. Ο κλασσικός φιλελευθερισμός δεν δημιουργεί ένα σχήμα λόγου για
την κοινωνία, αλλά την εντοπίζει ως ένα σύνολο επιμέρους ατόμων και φορέων
δικαιωμάτων. Ως φορέας του δικαιώματος λογίζεται το άτομο, και εξίσου σημαντική
είναι η διασφάλιση των ατομικών όσο και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο λόγος για
την διασφάλιση των δικαιωμάτων του ατόμου είναι εμφανής στον κλασσικό
φιλελευθερισμό, ενώ στον νεοφιλελεύθερο λόγο η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης
ανυψώνει το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας ως το υπέρτατο δικαίωμα για την
εξασφάλιση της ελευθερίας και κατά συνέπεια δεν εξασφαλίζονται οι αρχές του
κλασσικού φιλελευθερισμού ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα.
H οικονομία δεν υπεισέρχεται στην επιχειρηματολογία του κλασσικού
φιλελευθερισμού ως ένα αυτόνομο σύστημα με δικούς του εσωτερικούς μηχανισμούς.
Στον νεοφιλελευθερισμό, το οικονομικό επιχείρημα συμπορεύεται με το κοινωνικό. Η
ανάπτυξης της ελεύθερης και αυτορρυθμιζόμενης αγοράς γίνεται έτσι το μέσο για την
κοινωνική ανάπτυξη και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης.
Ο κλασσικός φιλελευθερισμός, όπως αυτός εντοπίζεται στην λοκιανή θεωρία, έχει ως
ύψιστη ιδέα αυτήν της ελευθερίας του ατόμου, η οποία εξασφαλίζεται μέσω των αρχών
της συνταγματικής δημοκρατικής διακυβέρνησης και της ατομικής ιδιοκτησίας. Η
ειδοποιός διαφορά με τον νεοφιλελευθερισμό έγκειται στο γεγονός ότι η άσκηση της
πολιτικής εξουσίας δεν αποτελεί τροχοπέδη στην επιδίωξη της ελευθερίας του ατόμου,
αλλά στοιχείο που είναι απαραίτητο για την προσπάθεια της επίτευξής της. Αυτό δεν
καθιστά την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία απολυταρχική, αλλά εγγενώς αντιδραστική προς
την οργάνωση του μεταπολεμικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Στον
κλασσικό φιλελευθερισμό η αποτίναξη των μοναρχικών και απολυταρχικών ζυγών ήταν
το απαιτούμενο, μέσω της καθιέρωσης της συνταγματικής και κοινοβουλευτικής

15
δημοκρατίας, ενώ στον νεοφιλελευθερισμό η καταπίεση και υποδαύλιση της ελευθερίας
του ατόμου εντοπίζεται στις γραφειοκρατικές αγκιστρώσεις του σύγχρονου κράτους και
επιχειρείται η προσπάθεια μείωσης του έντονου παρεμβατισμού του στην ατομική
πρωτοβουλία.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ

- Η αντιφατικότητα της εξάρτησης και του πατερναλισμού


Η έννοια της εξάρτησης και του πατερναλισμού από το κράτος πρόνοιας στον
νεοφιλελεύθερο λόγο είναι ουσιαστικά αντιφατική. Η ελευθερία της ατομικής
ιδιοκτησίας και η «ελεύθερη» επιλογή από το προνοιακό υποκείμενο των ιδιωτικών
κοινωνικών υπηρεσιών που θα του παρασχεθούν ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες,
καθώς σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο καπιταλιστικό σύστημα οι «ευνοημένοι» κατέχοντες
πλούτο πολίτες έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής παρεχόμενων υπηρεσιών από
τους μη «ευνοημένους» φτωχούς πολίτες. Επιπρόσθετα, η ιδιωτικοποίηση των
κοινωνικών υπηρεσιών δεν μπορεί να «αποτινάξει» τον κοινωνικό αποκλεισμό των
ληπτών πρόνοιας καθώς ο διαχωρισμός μεταξύ ληπτών προνοιακών επιδομάτων και μη
θα διακατέχεται από τους κανόνες της αγοράς, αποκλείοντας και στιγματίζοντας
ουσιαστικά τους πλέον αδύναμους κοινωνικά.
Ενώ στον νεοφιλελεύθερο λόγο ενυπάρχει το επιχείρημα του ελάχιστου διχτυού
ασφαλείας για τους πλέον ασθενέστερους, αυτή η πρακτική δεν μπορεί παρά να
στιγματίσει, να περιθωριοποιήσει και να δημιουργήσει μεγαλύτερη εξάρτηση για τα
πλέον αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Το πρόβλημα της εξάρτησης από το διευρυμένο
και γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας εμφανίζεται να επιλύεται στον νεοφιλελεύθερο
λόγο μέσα από την λειτουργία της ελεύθερης αυτορυθμιζόμενης αγοράς, αλλά
ουσιαστικά η τελευταία αυξάνει την εξάρτηση από την ίδια την αγορά υπό άνισους
όρους, και ενισχύει τον κοινωνικό αποκλεισμό καθώς οι φτωχοί θα πρέπει να αναλάβουν
ίδιες πρωτοβουλίες για να υπερβούν το εισοδηματικό και κοινωνικό κατώφλι της
φτώχειας.

16
Δημιουργείται έτσι μία μορφή ανισομερούς εξάρτησης από την ιδιωτική πρόνοια, η
οποία θα δίδει πρόσβαση στα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, αποκλείοντας
παράλληλα τα κατώτερα στρώματα και δημιουργώντας την εξάρτηση και τον
πατερναλισμό τους από τα ελάχιστα δίχτυα ασφαλείας του μινιμαλιστικού κοινωνικού
κράτους καθώς και από τους κανόνες της προνοιακής «αγοράς».

- Κριτική βασισμένη στην Φουκωϊκή Παράδοση22


Η νεοφουκωική παράδοση στην ανάλυση του νεοφιλελεύθερου λόγου μας παραδίδει
μία σημαντική, για αναλυτικούς λόγους, διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και
23
διακυβέρνησης . Η διακυβέρνηση για τον Φουκώ αποτελεί το μέσο για την μελέτη και
ανάλυση των σχέσεων εξουσίας και ισχύος και της δημιουργίας υποκειμενικοτήτων ή
ταυτοτήτων. Οι υποκειμενικότητες αυτές, είναι το προϊόν κατασκευής των κυρίαρχων
λόγων που περιορίζουν τα όρια δράσης των ατόμων και συνάμα επικαθορίζουν το
ιδεολογικό πεδίο. Η διακυβέρνηση, αποτελεί μία ευρύτερη έννοια από αυτήν της
κυβέρνησης, καθώς η πρώτη εκτείνεται από την ‘διακυβέρνηση του εαυτού’ μέχρι την
‘διακυβέρνηση των άλλων’, ενώ η τελευταία αποτελεί τον τρόπο και τα μέσα άσκησης
της κυβερνητικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης.
Η έννοια της διακυβέρνησης αποτέλεσε για τον Φουκώ το αναλυτικό εκείνο εργαλείο
που του επέτρεψε να αναδείξει τον συγκαθορισμό του κυρίαρχου κράτους και του
αυτόνομου ατόμου, και να υπογραμμίσει τις πρακτικές που συνδέεουν τον καθορισμό
της ταυτότητας με την συγκρότηση του κράτους. Η συκρότηση των υποκειμένων μέσω
του αυτοελέγχου και της αυτοπειθάρχησης αποτελεί στο έργο του Φουκώ το μέσο για
την επιβολή της εξουσίας, η οποία ενυπάρχει και διαχέεται σε όλο το πλέγμα των
σχέσεων. Ο αυτοέλεγχος και η αυτοπειθάρχηση συντελούν στην ‘αόρατη πολιτική
συναίνεση’, στην ενίσχυση της πολιτικής ισχύος, καθώς και σε νέες μορφές οικονομικής
εκμετάλλευσης. Η έννοια της διακυβέρνησης αποτελεί για τον Φουκώ, το μέσο για την
ανάδειξης της αλληλεπίδρασης των πρακτικών κυριαρχίας και των πρακτικών του
εαυτού.
Με ποιόν τρόπο όμως η «φουκωική διακυβέρνηση» μπορεί να χρησιμεύσει ως
«όχημα» κριτικής απέναντι στον νεοφιλελεύθερο λόγο; Πρωτίστως υπερβαίνοντας τους
ανεπίλυτους δυϊσμούς συγκεκριμένων καθιερωμένων κριτικών. Δίδοντας ένα

17
παράδειγμα, η πολιτικοοικονομική κριτική για την εξάπλωση των καπιταλιστικών και
αγοραίων πρακτικών εναντίον του κράτους, αποτυγχάνει να λάβει υπόψιν της την
συμμετρική σχέση κράτους-αγοράς και της εν μέρει αλληλοεξάρτησής τους. Η φουκωϊκή
ανάλυση υπερβαίνει τους δυϊσμούς γνώσης-ισχύος, κράτους-οικονομίας και
υποκειμένου-ισχύος και επιχειρεί μία εμβάθυνση για την ανακάλυψη αυτών των σχέσεων
και συσχετισμών.
Το κεντρικό επιχείρημα της νεοφουκωικής ανάλυσης είναι ότι ενώ ο λόγος του
νεοφιλελευθερισμού αναφέρει την αναγκαιότητα «λιγότερης» κυβέρνησης 24, δεν
αναφέρει πουθενά την χρησιμοποίηση και αναγκαιότητα «λιγότερης» διακυβέρνησης. Ο
νεοφιλελευθερισμός εφαρμόστηκε τόσο μέσω από νέες μορφές διακυβέρνησης που
ευνόησαν την αγορά, όσο και μέσω της οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης και νέων
μορφών αυτοελέγχου και αυτοπειθάρχησης. Τα «νεοφιλελεύθερα υποκείμενα»
οικοδομούνται μέσω της έννοιας της ατομικής ευθύνης. Έχουν την ευθύνη για την
επιδίωξη της ευημερίας τους, της επαγγελματικής τους αποκατάστασης, της συνεχούς
και δια βίου εκπαίδευσής τους, και συμμορφώνονται με τις πολιτικές πρακτικές μέσω
νέων τεχνικών κοινωνικού ελέγχου, αυτοελέγχου και διακυβερνησιμότητας.

ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΔΡΟΜΟ: Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΟΥ


ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ

Ο νεοφιλελευθερισμός όπως αναδεκνύεται μέσα από τις νεομαρξιστικές και


νεοφουκωικές κριτικές είναι πλέον βαθιά ριζωμένος στους κοινωνικούς σχηματισμούς,
στην οικονομική οργάνωση και στην συγκρότηση των υποκειμενικοτήτων. Συμφωνώ
έντονα με τις νεομαρξιστικές απόψεις για την ανεπάρκεια αλλαγής (μόνο) του
κομματικού/ κυβερνητικού σκηνικού μέσω της αλλαγής των στάσεων των ψηφοφόρων.
Η νεοφιλελεύθερη πρακτική χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό «σύννεφο» το ιδεώδες της
ελευθερίας, έχει καταργήσει και περιορίσει παγιωμένα κοινωνικά δικαιώματα και έχει
αλλάξει τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της οικονομίας ακόμη και των κοινωνικών
σχέσεων.
Η οικονομική πολιτική κατέχει θεμελιώδη θέση και υποσκελίζει έντονα τις κοινωνικές
πολιτικές, ενώ η λειτουργία της αγοράς έχει δημιουργήσει νέες οικονομικές κρίσεις όπως

18
η παγκόσμια κρίση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του 2008, και την πρόσφατη
κρίση χρέους πολλών ανεπυγμένων δυτικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και
της Ελλάδας.
Μία εναλλακτική στην Νέα Δεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική και πρακτική, είναι η
επιστροφή στην Αριστερή σοσιαλιστική φιλοσοφία, υπό νέους όρους, που θα
ανταποκρίνεται στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα μίας μετανεωτερικής
και μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Ο μεταβιομηχανικός σοσιαλισμός25 θα πρέπει πρωτίστως να αναδείξει τους
μηχανισμούς εκείνους μέσω των οποίων οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές
πραγματικά θα εναρμονίζονται και θα αλληλοσυμπληρώνονται, υπό τις προϋποθέσεις της
καπιταλιστικής οικονομίας.
Θα απαιτηθεί για την αναδιοργάνωση του ιδεολογικού σκηνικού, μία μεγαλύτερη
παρεμβατικότητα του κράτους ώστε να ελέγχεται και να ρυθμίζεται η αγοραία
οικονομία, και τα άτομα να ζουν υπό την σκέπη συλλογικότερων κοινωνικών ρυθμίσεων,
καταργώντας την εξατομίκευση της κοινωνίας και την ενισχυμένη ατομική ευθύνη.
Μία βασική στρατηγική μπορεί να είναι το εγγυημένο βασικό εισόδημα για κάθε
πολίτη, ώστε η διαχείριση μίας κοινωνικής πολιτικής του χρόνου να διευκολύνεται και τα
άτομα να έχουν την δυνατότητα να επιδιώξουν την προσωπική τους ευημερία (ατομικά)
υπό όμως ένα περισσότερο ενισχυμένο κράτος πρόνοιας που επιδιώκει την συλλογική
ευημερία.
Το εγγυημένο βασικό εισόδημα μπορεί να λάβει την μορφή της καθολικότητας για τα
άτομα που δεν εργάζονται, αλλά παράλληλα να ενισχύεται ή να συμπληρώνεται με
κοινωνικές υπηρεσίες σε είδος. Η μετάβαση από την πρόνοια στην, παρεπιμπτόντως
ευέλικτη και καθόλου σταθερή, εργασία δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί το κύριο
μέλημα των πολιτικών αλλά η σταδιακή αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου
δυναμικού και η ανάπτυξη της γνώσης και ενός πραγματικά εποικοδομητικού και
κριτικού ανθρώπινου κεφαλαίου, στηριζόμενο στην έννοια της κριτικής γνώσης.
Η συλλογικότητα θα πρέπει να διαπερνά και να επαφύεται με την ιδιότητα του πολίτη,
και η κοινωνία των πολιτών και τα συνδικαλιστικά κινήματα θα πρέπει να ενισχυθούν
ώστε η άσκηση της εξουσίας να είναι εν μέρει ετεροβαρής και συμμετοχική.

19
Η συμμετοχική δημοκρατία και ο επαναπροσδιορισμός των συλλογικών ρυθμίσεων
ίσως αποτελέσει μία απάντηση στην εξατομικευμένη, νεοφιλελεύθερη κοινωνική
οργάνωση και ρύθμιση, που θα κινητοποιήσει πραγματικά τους πολίτες και θα
αποτινάξει τα δεσμά του ατομικισμού και της ατομικής ευθύνης για την «επιτυχία» ή
«αποτυχία» και θα θέσει υπό πιο εξισωτικές βάσεις την επιδίωξη της κοινωνικής
ευημερίας.

20
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ο Αριστείδης Χατζής για παράδειγμα, αποκρούει τον όρο «νεοφιλελευθερισμός», θεωρώντας τον
καταχρηστικό και τον εντάσσει σε μία γενικότερη αλλαγή της οικονομικής ρύθμισης με την επιστροφή
στην οικονομία της αγοράς. Δεν θεωρεί, δηλαδή, ότι συνιστά μία αυτούσια πολιτική ιδεολογία αλλά μία
φυσική επιστροφή στην οικονομία της αγοράς ως απάντηση στις αποτυχημένες κεϋνσιακές πολιτικές. Βλ.
Αριστείδης Χατζής : «Σαν ένα όνειρο…Η αποτυχημένη προσπάθεια «νεοφιλελευθεροποίησης» της Νέας
Δημοκρατίας», Φιλελεύθερη Έμφαση, Άνοιξη 2009. Αντιθέτως οι Νoam Chomsky και David Harvey
εδραιώνουν την έννοια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας μέσω της προϋπόθεσης της εξασφάλισης πολιτικής
συναίνεσης (με βίαια μέσα όπως την ανατροπή του Salvador Allende στην Xιλή ή με καθαρά κριτήρια
εκφερόμενων λόγων μέσω της διεθνούς επιρροής επιφανών ακαδημαϊκών (Hayek, Friedman) ), με στόχο
την επανόρθωση του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού status και της ταξικής ισχύος των
‘στρωμάτων των ελίτ’. Βλ. David Harvey: «Neo-Liberalism and The Restoration of Class Power»,
Anthropology, CUNY Graduate Center και Chomsky Noam: «Profit Over People: Neoliberalism and
Global Order», Seven Stories Press, 1999.

2
Βλέπε σχετικά Ηοwarth David: « H έννοια του λόγου», Εκδόσεις Πολύτροπον , Αθήνα , 2008
3
Teun A. van Dijk: «Principles of critical discourse analysis», Discourse and Society 2003 και Louise
Phillips, Marianne Jorgensen: «Ανάλυση Λόγου – Θεωρία και Μέθοδος», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα ,
2009
4
Βλ. Louise Phillips, Marianne Jorgensen: «Ανάλυση Λόγου – Θεωρία και Μέθοδος», Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα , 2009.
5
Βάσει της αρχής του κοινωνικού κονστρουξιονισμού η κοινωνική πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσα
από συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. O λόγος, σύμφωνα με τον Μαυρίδη, αποτελεί το μέσο για την
συνεχή κατασκευή και ανακατασκευή της πραγματικότητας και διαμεσολαβεί ανάμεσα στις καθιερωμένες
κοινωνικές πρακτικές και την απτή κοινωνική πραγματικότητα. βλ. Μαυρίδης Ηρακλής: «Για την
«κατασκευή» της κοινωνικής πραγματικότητας: Μετα-Φαινομενολογικές Προοπτικές του Κοινωνικού
Κονστρουξιονισμού», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών.
6
Howarth David, Norval J. Alleta, Stavrakakis Yannis: «Discourse theory and Political Analysis –
Identities, Hegemony and Social Change», Manchester University Press, 2000.
7
Η πολιτική θέσμιση αφορά στις παγιωμένες οικονομικές, νομικές και πολιτικές δομές που συγκροτούν
την κοινωνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τις αρχές της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου αυτές οι δομές θα
πρέπει να αναλύονται διαζευτικά με τους «καθαρούς» λόγους (κείμενα, ομιλίες, οπτικές αναπαραστάσεις).
8
Topper Keith: «Arendt and Bourdieu between Word and Deed», Political Theory, 39 (3), 2011, Sage
Publications.

9.Esping Gosta Andersen: «The three worlds of welfare capitalism», Cambridge, Polity Press 1990.
10
Στασινοπούλου Όλγα: «Κράτος Πρόνοιας – Ιστορική Εξέλιξη, Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις»,
Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2006.
11
Εισάγοντας προβλέψεις για την ασφάλιση υγείας, για την ασφάλιση κατά του κινδύνου του εργατικού
ατυχήματος και της αναπηρίας καθώς και πλέγμα συνταξιοδοτικών παροχών.
12
Sir William Beveridge: «Social Insurance and Allied Services Report», 1 Δεκεμβρίου 1942.
13
Στασινοπούλου Όλγα: «Κράτος Πρόνοιας – Ιστορική Εξέλιξη, Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις»,
Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2006.

21
14
Η συνοπτική ανάλυση της κύριας επιχειρηματολογίας εμπεριέχεται εκτός των άλλων εκτεταμένων
συζητήσεων και αναφορών στα Χάρβεϊ Ντεϊβιντ: «Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν», Εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, Wendy Larner: «Νeo-liberalism: Policy, Ideology, Governmentality», Studies
in Political Economy, 2000, Jessop Bob: «Liberalism, Neo-liberalism and Urban Governance: Α State-
Theoretical Perspective», Lancaster University, UK, John Clarke: «Τurning Inside Out? Globalization,
Neo-Liberalism, and Welfare States», Οpen University UK όπου αναλύεται η ενδογενής πίεση και
επίδραση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στα εθνικά κράτη πρόνοιας, Βενιέρης Δημήτρης:
«Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και κοινωνικά δικαιώματα: Το τέλος των ύμνων», Εκδόσεις Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2009 που περιέχει μία συζήτηση περί κοινωνικών δικαιωμάτων στην ιδεολογία του
νεοφιλελευθερισμού, Στασινοπούλου Όλγα: «Κράτος Πρόνοιας – Ιστορική Εξέλιξη, Σύγχρονες
Θεωρητικές Προσεγγίσεις», Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2006, Βούλγαρης Γιάννης: «Φιλελευθερισμός,
Συντηρητισμός, Κοινωνικό Κράτος 1973-1990», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2003 και Στασινοπούλου
Όλγα: «Ζητήματα Σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής – Από το κράτος πρόνοιας στον «νέο» προνοιακό
πλουραλισμό – Φροντίδα και Γήρανση, η σύγχρονη πλουραλιστική πρόκληση», Αθήνα, Εκδόσεις
Gutenberg, 2002.
15
Χάρβεϊ Ντεϊβιντ: «Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007.
16
Βλέπε σχετικά http ://www.montpelerin.org/aboutmps.htm1 στο Χάρβεϊ Ντεϊβιντ: «Νεοφιλελευθερισμός
– Ιστορία και Παρόν», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007.
17
Friedrich A. Hayek: «Τhe Road to Serfdom», 1944 σελ. 61-62 όπως αναφέρεραι στο Gilbert N., Terrell
P: «Dimensions of Social Welfare Policy», Pearson New York, 21.
18
Μακρής Σπύρος: «Φιλελευθερισμός: Φιλοσοφικές Απαρχές και Σύγχρονες Τάσεις», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης,
Αθήνα 2007.
19
Μακρής Σπύρος: «Φιλελευθερισμός: Φιλοσοφικές Απαρχές και Σύγχρονες Τάσεις», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης,
Αθήνα 2007.
20
Η ίδια η έννοια της ελευθερίας ακόμη και στον κλασσικό φιλελευθερισμό (πόσο μάλλον στον
νεοφιλελευθερισμό) έχει γίνει η αφορμή έντονων συζητήσεων. Η διάκριση μεταξύ θετικής και αρνητικής
ελευθερίας μπορεί να έχει γίνει σαφής, αλλά το γεγονός ότι αποτελούν συστατικά μέρη ή εξίσου
σημαντικά μέρη της ελευθερίας έχει αποτελέσει αντικείμενο αντιπαραθέσεων. Ενώ η έννοια της αρνητικής
ελευθερίας δεν είναι ντετερμινιστική και συνεκτική, στο πεδίο των δικαιωμάτων αφορά στην παρέμβαση
στην απόλαυση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του ατόμου η οποία δεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μέσα σε
ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου. Κατά αυτόν τον τρόπο, όμως, η αρνητική ελευθερία λογίζεται ως πλήρη
ελευθερία ενώ ουσιαστικά είναι μία σημαντικά περιορισμένη ελευθερία. Επίσης, η ελευθερία δεν θα πρέπει
να συγχέεται με την ικανότητα ικανοποίησης των επιθυμιών του ατόμου, δηλαδή ως η ελευθερία από
ασθένειες κ.ο.κ. βλέπε H. J. McCloskey: «Liberalism», Philosophy (49), 1974.
21
Αυτή η διάκριση μπορεί να ειδωθεί ως μία έμφυλη πρακτική διάκρισης στο πεδίο των πολιτικών
δικαιωμάτων αρκετών φιλελεύθερων κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων μέχρι και σχετικά πρόσφατα.
22
Η συγκεκριμένη ανάλυση βασίζεται στο Thomas Lemke: «Foucault, Governmentality and Critique»,
Paper presented at the Rethinking Marxism Conference, University of Amherst (MA), September 21-24,
2000.
23
Βλέπε Wendy Larner: «Νeo-liberalism: Policy, Ideology, Governmentality», Studies in Political
Economy, 2000 και Thomas Lemke: «Foucault, Governmentality and Critique», Paper presented at the
Rethinking Marxism Conference, University of Amherst (MA), September 21-24, 2000.
24
Βλέπε Wendy Larner: «Νeo-liberalism: Policy, Ideology, Governmentality», Studies in Political
Economy, 2000.

22
25
Little Adrian: «Post-Industrial Socialism – Towards a new Politics of Welfare», Routledge Press, 1998.

23
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βενιέρης Δημήτρης: «Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και κοινωνικά δικαιώματα: Το


τέλος των ύμνων», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Βούλγαρης Γιάννης: «Φιλελευθερισμός, Συντηρητισμός, Κοινωνικό Κράτος 1973-


1990», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2003.

Chomsky Noam: «Profit Over People: Neoliberalism and Global Order», Seven Stories
Press, 1999.

Clarke John: «Turning Inside Out? Globalization, Neo-Liberalism, and Welfare States»,
Οpen University UK.

Deacon Alan: «Perspectives on Welfare- Ideas, Ideologies and policy debates», Οpen
University Press, Buckingham, 2002.

Deacon Bob: «Global Social Policy Discourse: From Principles to Rights? GASPP
Seminar on Global Social Policy: Global Social Policies and Global Social Rights», New
Delhi, 8-10 November 2000.

Deacon Bob: «Global Social Floor or Global Social Investment: from the ‘alleviation’
‘global politics of poverty alleviation to the global politics of welfare state (re)building
Presentation», Paris, June 17th 17th-Pantheon- 18th, University of Paris 1 Pantheon
Sorbonne, 12 Place Pantheon, Paris, 2010.

Gilbert N., Terrell P: «Dimensions of Social Welfare Policy», Pearson New York, 21.

Harvey David: «Neo-Liberalism and The Restoration of Class Power», Anthropology,


CUNY Graduate Center.

Hayek A Friedrich: «Τhe Road to Serfdom», 1944.

Ηοwarth David: « H έννοια του λόγου», Εκδόσεις Πολύτροπον , Αθήνα , 2008.

Jessop Bob: «Liberalism, Neo-liberalism and Urban Governance: Α State-Theoretical


Perspective», Lancaster University, UK.

Lemke Thomas: «Foucault, Governmentality and Critique», Paper presented at the


Rethinking Marxism Conference, University of Amherst (MA), September 21-24, 2000.

Little Adrian: «Post-Industrial Socialism – Towards a new Politics of Welfare»,


Routledge Press, 1998.

24
Louise Phillips, Marianne Jorgensen: «Ανάλυση Λόγου – Θεωρία και Μέθοδος»,
Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα , 2009.

Μακρής Σπύρος: «Φιλελευθερισμός: Φιλοσοφικές Απαρχές και Σύγχρονες Τάσεις»,


Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007.

Μαυρίδης Ηρακλής: «Για την «κατασκευή» της κοινωνικής πραγματικότητας: Μετα-


Φαινομενολογικές Προοπτικές του Κοινωνικού Κονστρουξιονισμού», Επιθεώρηση
Κοινωνικών Ερευνών.

McCloskey H. J.: «Liberalism», Philosophy (49), 1974.

Στασινοπούλου Όλγα: «Κράτος Πρόνοιας – Ιστορική Εξέλιξη, Σύγχρονες Θεωρητικές


Προσεγγίσεις», Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2006.

Στασινοπούλου Όλγα: «Ζητήματα Σύγχρονης Κοινωνικής Πολιτικής – Από το κράτος


πρόνοιας στον «νέο» προνοιακό πλουραλισμό – Φροντίδα και Γήρανση, η σύγχρονη
πλουραλιστική πρόκληση», Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg, 2002.

Teun A.van Dijk: «Principles of critical discourse analysis», Discourse and Society
2003.

Topper Keith: «Arendt and Bourdieu between Word and Deed», Political Theory, 39
(3), 2011, Sage Publications.

Wendy Larner: «Νeo-liberalism: Policy, Ideology, Governmentality», Studies in


Political Economy, 2000.

White, S: «Interpreting the Third Way: not one road but many», Renewal, 6(2): 17-30,
1998.

Χάρβεϊ Ντεϊβιντ: «Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν», Εκδόσεις Καστανιώτη,


Αθήνα, 2007.

Χατζής Αριστείδης: «Σαν ένα όνειρο…Η αποτυχημένη προσπάθεια


«νεοφιλελευθεροποίησης» της Νέας Δημοκρατίας», Φιλελεύθερη Έμφαση, Άνοιξη 2009.

Yeates, N: «Globalization and Social Policy», Sage Publications, London 2001.

25

You might also like