Professional Documents
Culture Documents
Έγκλημα με υπογραφή
ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ
Οι εκδόσεις Διόπτρα ευχαριστούν θερμά την Έλενα Ακρίτα
για την προσαρμογή του τίτλου στα ελληνικά
Τίτλος πρωτοτύπου: The Monogram Murders
ISBN: 978-960-364-803-1
«Δεν ξέρω πολλά για την Τζένι», είπε. «Μόνο όσα εκείνη
έχει πει. Δουλεύει για μια κυρία, σε μια σπιταρόνα. Μαζί της
μένει. Γι’ αυτό έρχεται εδώ τακτικά, για να παραλάβει τους
καφέδες και τα κέικ της κυρίας, για τα φανταχτερά της δείπνα,
για τα πάρτι, και άλλα τέτοια. Όλη την πόλη διασχίζει για να
’ρθει – το ’χε πει μια φορά. Πολλοί τακτικοί πελάτες μας
έρχονται απ’ την άλλη άκρη της πόλης. Η Τζένι πάντα
κάθεται και παραγγέλνει κάτι. “Το συνηθισμένο, παρακαλώ”,
λέει μόλις φτάσει, λες και είναι μεγάλη κυρία η ίδια. Αλλάζει
και τη φωνή της, σαν να ’ναι καμιά σπουδαία. Κάνει μια
διαφορετική φωνή από την κανονική της. Ίσως γι’ αυτό δεν
μιλάει και πολύ, αφού ξέρει ότι δεν μπορεί να προσποιείται
για πολλή ώρα».
«Με συγχωρείτε», είπε ο Πουαρό, «αλλά πώς γνωρίζετε
ότι αυτή δεν είναι η κανονική φωνή της μαντμουαζέλ Τζένι;»
«Του τσαγιού;»
«Ψάχνοντας;» ρώτησα.
«Non».
«Κι εγώ δεν το είχα επισκεφθεί μέχρι απόψε. Δεν είναι
μέρος από αυτά που συχνάζει κάποιος σαν εμένα. Σωστό
παλάτι».
«Ναι, αλλά τότε... τότε πώς ξέρουμε ότι δεν έχει έξι θύματα
κατά νου ή οκτώ; Ποιος μας διαβεβαιώνει ότι η τσέπη του
δολοφόνου δεν περιέχει πέντε ακόμη μανικετόκουμπα με τα
αρχικά Π.Α.Τ.;»
Έκπληκτος είδα τον Πουαρό γνέφει καταφατικά και τον
άκουσα να λέει: «Ενδιαφέρον».
«Non».
«Δεν είναι θαύμα; Σαν ανάκτορο της μπελ επόκ δεν είναι;
Μεγαλοπρεπέστατο! Ελπίζω να παρατηρήσατε και να
θαυμάσατε τα αριστουργήματα της τέχνης που μας
περιβάλλουν!»
«Αφίχθησαν μαζί;»
«Όχι».
«Αλλά πρέπει να ήταν ήδη νεκροί από τις οκτώ και δέκα»,
είπα στον Πουαρό. «Τότε βρέθηκε στη ρεσεψιόν το σημείωμα
που ανήγγειλε τους φόνους».
«Μισό λεπτό, παρακαλώ», είπε ο Πουαρό. «Θα φτάσουμε
και στο σημείωμα στην ώρα του. Μεσιέ Λατσάρι, είναι
δυνατόν τα τρία θύματα να εθεάθησαν ζωντανά από
υπαλλήλους του ξενοδοχείου στις επτά και τέταρτο
ακριβώς;»
Με κάποια επισημότητα...
«Πλαίσιο;»
«Ευχαριστώ».
Καμιά φορά θυμάσαι κάτι που είπε κάποιος πριν από μήνες ή
και χρόνια, και σε κάνει πάλι να γελάς. Αυτό ισχύει για μένα
και σχετίζεται με αυτό που μου είπε ο Πουαρό κάποια στιγμή
μέσα στην ίδια εκείνη μέρα: «Είναι δύσκολο ακόμη και για
τον πιο δαιμόνιο ντετέκτιβ να βρει με ποιο τρόπο θα
διαχειριστεί τη λαχτάρα του για να απαλλαγεί από τον σινιόρ
Λατσάρι. Σε περίπτωση που κάποιος εξυμνεί το ξενοδοχείο
του ανεπαρκώς, μένει δίπλα του και συμπληρώνει εκείνος την
υμνολογία· κι αν οι έπαινοι είναι επαρκείς, πάλι μένει για να
τους ακούσει».
«Αυτό αναρωτιέμαι εδώ και ώρα, και μάλιστα δεν έχω βρει
ακόμα απάντηση», είπε ο Πουαρό. «Διαπίστωσα κατόπιν
δικής μου έρευνας ότι στο δωμάτιο αυτό, το 121, δεν υπάρχει
πουθενά κάποιο κρυμμένο κλειδί. Ούτε στο 317 βρήκα κάτι. Ο
δολοφόνος πρέπει να πήρε τα δύο αυτά κλειδιά μαζί του
φεύγοντας από το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ – οπότε γιατί να
μην πάρει και το τρίτο; Γιατί η αντιμετώπιση του Ρίτσαρντ
Νέγκους ήταν διαφορετική;»
«Oui».
«Απολύτως, κύριε».
«Μάλιστα, κύριε».
«Τη σκηνή;»
«Τα φλιτζάνια;»
«Δεν νομίζω ότι μια γυναίκα που φεύγει από ένα δωμάτιο
θυμωμένη παίρνει μαζί της ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι»,
είπε ο Πουαρό. «Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν θα κρύωνε μέχρι
να φτάσει στο δωμάτιο 121;»
«Τι φιλοφρόνηση;»
«Εμένα μου φάνηκε ότι έφτασε στα όριά του και, ειλικρινά,
αν μας κρύβει κάτι, είναι κάτι που θεωρεί ασήμαντο για την
υπόθεση κι επιπλέον του προξενεί μεγάλη ντροπή. Είναι
αγχώδης, ευσυνείδητος τύπος ανθρώπου. Το αίσθημα
καθήκοντος θα τον ανάγκαζε να μας το πει, αν θεωρούσε ότι
έχει σημασία».
«Α, όχι ότι κινδυνεύει ή κάτι τέτοιο. Δεν είναι δική μου
δουλειά να τη σώσω».
«Non».
*
Κόντευε δύο το μεσημέρι όταν έφτασα στο Πλέζαντ μ’ έναν
άντρα στο κατόπι μου, τον οποίο ο Πουαρό θεώρησε με μια
πρώτη ματιά πως ήταν ο Χένρι Νέγκους, ο αδελφός του
Ρίτσαρντ. Ακολούθησε μια στιγμή σύγχυσης, καθώς του
εξηγούσα ότι είχα αφήσει τον αστυφύλακα Στάνλεϊ Μπίαρ να
περιμένει τον Νέγκους και να μας τον φέρει μόλις φτάσει.
Δικαιολόγησα την πράξη μου λέγοντας ότι στο μόνο άτομο
που επικεντρωνόταν η σκέψη μου εκείνη τη στιγμή ήταν ο
άντρας που στεκόταν πλάι μου.
Του τον σύστησα «Από δω ο κύριος Σάμιουελ Κιντ,
κατασκευαστής λεβήτων» και παρακολούθησα με θυμηδία
τον Πουαρό να τραβιέται με φρίκη στη θέα του λερωμένου
πουκαμίσου, με το κουμπί που έλειπε, και του εν μέρει
αξύριστου προσώπου του. Ο κύριος Κιντ δεν είχε κάτι
συνηθισμένο, όπως γένια ή μουστάκι, αλλά ήταν εμφανώς
τσακωμένος με το ξυράφι. Η εικόνα του άφηνε να εννοηθεί
ότι είχε αρχίσει να ξυρίζεται, είχε κοπεί άσχημα και είχε
εγκαταλείψει το όλο εγχείρημα. Κατά συνέπεια, η μία πλευρά
του προσώπου του ήταν λεία και άτριχη, αλλά πληγωμένη·
ενώ η άλλη ήταν υγιής και καλυμμένη με τη σκουρόχρωμη
σκιά της αξυρισιάς. Η ερώτηση «Ποια πλευρά ήταν
χειρότερη;» δεν θα μπορούσε εύκολα να απαντηθεί.
»Μια μέρα, αφού είχε μείνει μαζί μας κάνα χρόνο, είδα μια
Βίβλο έξω από την πόρτα του δωματίου του, στο πάτωμα του
διαδρόμου. Την είχε βρει μέσα σ’ ένα απ’ τα συρτάρια της
κρεβατοκάμαρας που του είχαμε παραχωρήσει. Προσπάθησα
να τη βάλω στη θέση της, αλλά ο Ρίτσαρντ μού ξεκαθάρισε
ότι δεν την ήθελε μέσα στο δωμάτιο. Ομολογώ ότι, μετά το
περιστατικό αυτό, ρώτησα τη γυναίκα μου μήπως... βασικά,
μήπως έπρεπε να του ζητήσουμε να πάει αλλού να μείνει. Είχε
γίνει δυσάρεστη η παρουσία του, αλλά η Κλάρα –η σύζυγός
μου– ούτε να τ’ ακούσει. “Η οικογένεια δεν ξεγράφεται”, μου
είπε. “Ο Ρίτσαρντ μόνο εμάς έχει. Δεν πετάς το αίμα σου στο
δρόμο”. Και είχε απόλυτο δίκιο, φυσικά».
«Παρ’ όλα αυτά είστε βέβαιος ότι δεν ήταν προϊόν της
φαντασίας σας αυτή η αλλαγή;»
«Ακριβώς».
Συνεχίσαμε να προχωράμε.
Δεν είχα ούτε μία ώρα στο Γκρέιτ Χόλινγκ και ήδη δύο
άνθρωποι είχαν στρέψει αγενέστατα το δάχτυλό τους επάνω
μου. Ενδεχομένως οι ντόπιοι το είχαν σαν καλωσόρισμα, αν
και πολύ αμφέβαλλα.
«Παρακαλώ;» αποκρίθηκα.
«Αχ, αλλά πάνε χρόνια και χρόνια από τότε. Δεν ωφελεί να
ονειροπολείς, και τα όνειρα που έχουν τη μεγαλύτερη
σημασία δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ποτέ. Δεν το
’ξερα αυτό όταν ήμουν νέος. Χαίρομαι που δεν το ’ξερα».
Αναστέναξε. «Κι εσείς, καλέ μου φίλε; Ποιο θα είναι το
μεγάλο σας κατόρθωμα; Να εξιχνιάσετε τους φόνους της
Χάριετ Σίπελ, της Άιντα Γκράνσμπερι και του Ρίτσαρντ
Νέγκους;» Μιλούσε σαν να επρόκειτο για έναν τιποτένιο
στόχο. «Τον Νέγκους δεν τον ήξερα καθόλου, αν και τον είχα
δει μια δυο φορές», εξακολούθησε. «Λίγο μετά που έφτασα
στο χωριό, εκείνος έφυγε. Ο ένας έρχεται, ο άλλος φεύγει, και
οι δύο για τον ίδιο λόγο. Και οι δύο με βαριά καρδιά».
«Για... για το νεαρό που καθόταν εδώ πριν από λίγο;» Όχι,
αυτό έμοιαζε μάλλον απίθανο· ο αχαΐρευτος δεν έμοιαζε
ιδιαίτερα σοβαρός.
«Συμφωνώ, αλλά–»
«Γιατί όχι;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Κύριε Στόουκλι, θα μπορούσατε
παρακαλώ να μου πείτε το όνομα της γυναίκας για την οποία
συζητάμε – αυτή που λέτε ότι μακάρι να μην είχε έρθει εδώ,
που ερωτεύτηκε έναν σοβαρό άντρα και είπε ένα ασυγχώρητο
ψέμα;»
«Αύριο ίσως;»
«Τι φοβάται;»
«Παρακαλώ;»
«Βρίσκετε;»
«Βασικά–»
«Κι εσείς;»
«Κι αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που ποτέ η δική σας
ζωή δεν υπήρξε εύκολη;» Η Μάργκαρετ Ερνστ χαμογέλασε.
«Α, βλέπω ότι δεν θέλετε να μιλάτε για τον εαυτό σας. Καλά
λοιπόν. Τι εντύπωση έχετε σχηματίσει για το ποιόν μου; Αν
δεν βρίσκετε την ερώτησή μου αδιάκριτη».
«Πείτε μου τι συνέβη στον Πάτρικ και στη Φράνσις Άιβ», της
ζήτησα μόλις ετοιμάστηκε το τσάι κι ενώ ήδη καθόμασταν
πλάι στο τζάκι, στο μακρόστενο σαλονάκι της Μάργκαρετ
Ερνστ.
«Ναι».
«Θα μου μιλήσετε λοιπόν γι’ αυτόν;»
«Ήσασταν μόνη;»
«Ναι».
«Σας ευχαριστώ».
Έγνεψα καταφατικά.
«Α! Θαυμάσια!»
«Ω, όχι. Ούτε μια τρίχα δεν έχει στο πρόσωπό του, εκτός
από τα φρύδια του. Ούτε και δέρμα άθικτο έχει βέβαια! Πρέπει
να του δείξετε πώς να ξυρίζεται χωρίς να γεμίζει πληγές, κύριε
Πουαρό. Α, με συγχωρείτε». Η Μπλανς σκέπασε το στόμα με
τα χέρια της. «Είπατε ότι δεν είναι συγγενής σας – έτσι;
Ακόμα για Βέλγο τον έχω στο μυαλό μου. Μιλάει ακριβώς
σαν κι εσάς, με τον ίδιο τρόπο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι
ο μικρός αδελφός σας. Γύρω στα σαράντα πρέπει να ’ναι».
«Αναποδιές;»
«Τι νέα;»
«Η κυρία που της έπεσαν τα δυο κλειδιά, αυτή που είχα δει
να φεύγει τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο μετά τους φόνους,
θυμήθηκα ποια είναι! Μου ήρθε καθώς χάζευα την
εφημερίδα σήμερα το πρωί. Δεν διαβάζω πολύ συχνά
εφημερίδες».
«Α, έγραφε ένα σωρό πράματα για τους φόνους, και τα πιο
πολλά έλεγαν ότι η αστυνομία δεν έχει προχωρήσει πολύ, ότι
ζητά από όποιον ξέρει κάτι σχετικό με την υπόθεση να έρθει
σε επαφή μαζί της. Ε λοιπόν, εγώ ξέρω κάτι, κύριε Πουαρό,
και γι’ αυτό ήρθα σε επαφή μαζί σας. Μόνο που, όπως σας
είχα πει και τις προάλλες, αρχικά δεν μπορούσα να θυμηθώ
πού είχα ξαναδεί αυτό το πρόσωπο. Τώρα το θυμήθηκα!»
Σιγή.
«Ακριβώς».
Μου είχε συμβεί δυο φορές καθ’ οδόν προς το σπίτι της
Μάργκαρετ εκείνο το πρωί. Ο πρώτος μάλιστα ήταν ένα αγόρι
το πολύ δέκα χρόνων, ένα παιδί που ωστόσο ήξερε ποιος
ήμουν, ήξερε ότι έπρεπε να αποστρέψει το βλέμμα και να
απομακρυνθεί από τον κίνδυνο όποιας επαφής μαζί μου.
Ήμουν σίγουρος ότι γνώριζε το όνομα και το επώνυμό μου,
καθώς και το λόγο της επίσκεψής μου στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Οι
άνθρωποι στα μικρά χωριά έχουν τουλάχιστον ένα ταλέντο
που απουσιάζει από τους Λονδρέζους: ξέρουν πώς να
αδιαφορούν για κάποιον, έτσι που να τον κάνουν να
αισθάνεται τρομερά σημαντικός.
Γύρισε προς το μέρος μου. «Κανένας δεν μιλά γι’ αυτή την
τραγωδία, κύριε Κάτσπουλ. Κανένας εδώ στο χωριό δεν τη
θίγει καν, τουλάχιστον όχι ευθέως. Καμιά φορά ο μόνος
τρόπος είναι η σιωπή. Η σιωπή και η λήθη, εφόσον μπορείς
να ξεχάσεις». Έσφιξε τα χέρια της κι έπειτα τα χαλάρωσε.
«Φοβάστε την πιθανή επίπτωση που θα έχουν οι
ερωτήσεις μου στον δόκτορα Φλαουερντέι; Προσπαθεί κι
αυτός να ξεχάσει;»
«Ναι. Τρομερά».
*
Οι φήμες που υπήρξαν η πηγή του κακού ξεκίνησαν πριν από
δεκαέξι χρόνια από μία υπηρέτρια που δούλευε στο σπίτι του
αιδεσιμότατου Πάτρικ Άιβ, του νεαρού εφημέριου του Γκρέιτ
Χόλινγκ, και της συζύγου του, της Φράνσις. Βέβαια, η
υπηρέτρια δεν ήταν η μόνη ούτε καν η κύρια υπεύθυνη για την
τραγωδία που προέκυψε. Είπε απλώς ένα κακόβουλο ψέμα,
αλλά το είπε μόνο σε ένα άτομο και δεν συμμετείχε η ίδια
στην περαιτέρω διασπορά του στο χωριό. Στην
πραγματικότητα, όταν άρχισαν τα προβλήματα, η κοπέλα
αποτραβήχτηκε και σπάνια έβγαινε από το σπίτι. Ορισμένοι
υπέθεταν ότι ντρεπόταν, ως όφειλε, για τον τροχό του κακού
που είχε θέσει σε κίνηση. Εκ των υστέρων μετάνιωσε για την
ανάμειξή της στην υπόθεση κι έκανε ό,τι μπορούσε για να
εξιλεωθεί, αν και ήταν πλέον πολύ αργά.
«Και η υπηρέτρια;»
«Μάλιστα. Παράξενο».
Έγνεψα καταφατικά.
«Ω, όχι. Το όπλο της Χάριετ ήταν ο τοξικός της λόγος, όχι
τα χέρια της. Ποτέ δεν θα βεβήλωνε τάφο, όχι. Οι
καβγατζήδες νεαροί του χωριού θα το ’καναν, έτσι και τους
δινόταν η ευκαιρία. Ήταν μικρά παιδιά, όταν πέθαναν ο
Πάτρικ και η Φράνσις, αλλά έχουν ακούσει ένα σωρό ιστορίες
από τους γονείς τους. Αν ρωτήσετε τους χωριανούς, εκτός
από μένα και τον Άμπροουζ Φλαουερντέι, όλοι θα σας πουν
ότι ο Πάτρικ Άιβ ήταν διεστραμμένος, ότι αυτός και η
γυναίκα του έκαναν τελετές μαύρης μαγείας. Νομίζω ότι όσο
περνούν τα χρόνια τόσο μεγαλώνει η βεβαιότητά τους. Δεν
έχουν άλλη επιλογή – έτσι δεν είναι; Ή θα δεχτούν το ψέμα ή
θα αντιπαθήσουν τον εαυτό τους τόσο βαθιά όσο τους
αντιπαθώ κι εγώ».
Περίμενα.
«Θα ήθελα πολύ να τον ρωτήσω για την Τζένι Χομπς, επί
παραδείγματι».
«Πώς;»
*
Καθώς επέστρεφα στο πανδοχείο, συλλογιζόμουν ότι η
συζήτηση είναι ένα παράξενο μέσο, που μπορεί να σε
οδηγήσει σχεδόν οπουδήποτε. Καμιά φορά βρίσκεσαι
αποκλεισμένος σ’ ένα σημείο που απέχει παρασάγγας από
την αφετηρία της συνομιλίας, χωρίς να έχεις ιδέα πώς θα
επιστρέψεις. Τα λόγια της Μάργκαρετ Ερνστ αντηχούσαν στ’
αυτιά μου καθώς βάδιζα: «Όσο κι αν αντίκειται στους
κανόνες... η αγάπη είναι αγάπη – έτσι δεν είναι;»
Βέβαια δεν ήξερα ότι ο Πουαρό ήταν ήδη ενήμερος για την
ενδεχόμενη ανάμειξη της Νάνσι Ντουκέιν στους τρεις
φόνους. Την ώρα της απόδρασής μου από το Γκρέιτ
Χόλινγκ, όσο βρισκόμουν μέσα στο τρένο, ο Πουαρό ήδη
κανόνιζε, με τη βοήθεια της Σκότλαντ Γιαρντ, μια επίσκεψη
στο σπίτι της κυρίας Ντουκέιν, στο Λονδίνο.
«Non, merci».
«Oui, μαντάμ».
«Ευχαριστώ πολύ».
«Τους αντιπαθούσατε;»
«Μάλιστα».
«Με δηλητήριο».
«Τι πράγμα;»
«Α, ναι, εκεί είχαμε μείνει... και μετά σας έφερα εδώ, για να
σας δείξω το πορτρέτο. Μάλιστα, η Νάνσι ήταν εδώ εκείνο το
βράδυ».
«Από τι ώρα μέχρι ποια ώρα, μαντάμ;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Μάλιστα».
«Ήταν μέσα στο σπίτι μου και τώρα δεν είναι, ενώ το μόνο
που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω τον πίνακα και ν’
αναρωτιέμαι τι απέγιναν! Ω Θεέ μου, τι ταραχή μου ’μελλε να
περάσω σήμερα!»
«Αχ, όχι. Εμένα δώσε μου ένα ανοιχτό ροζ ή ένα λιλά και
την ψυχή μου πάρε».
«Merci, μαντάμ».
«Θα έφριττε».
Για να βγω απ’ το λάκκο που ’χα σκάψει μόνος μου, είπα:
«Δεν θα κάνω πρόταση σε καμία· αλλά, αν κάποια στιγμή οι
γονείς μου μου βάλουν το πιστόλι στον κρόταφο, πρώτα το
δικό σας χέρι θα ζητήσω – τι λέτε;»
«Τι εννοείτε;»
«Non;»
«Γιατί;»
Από την έκφραση και τον τόνο της φωνής του, συμπέρανα
ότι δεν ήξερε για τον τέταρτο φόνο. Δεν είπα τίποτα,
περίεργος να δω τι θα κάνει ο Πουαρό.
«Όχι. Τίποτα».
«Πουαρό;» είπα.
«Το φως της φωτιάς μού αρκεί. Εκτός αυτού, δεν γράφω
αυτή τη στιγμή – σκέφτομαι. Όχι ότι έχω καταλήξει πουθενά.
Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν αυτοί οι τύποι που φτιάχνουν
τα σταυρόλεξα στις εφημερίδες. Εδώ και μήνες πασχίζω μ’
ετούτο δω κι ακόμα να το τελειώσω. Ίσως μπορείτε να με
βοηθήσετε. Μπορείτε να σκεφτείτε μια λέξη που οδηγεί στο
θάνατο;»
«Χμ;»
«Βασικά...»
«Όπως;»
«Σαφώς και έτσι είναι, αλλά αυτό που λέτε δεν ταιριάζει με
τα υπόλοιπα δεδομένα. Αν η Τζένι είχε ροπή προς τη ζήλια,
για ποιο λόγο αποφάσισε να πει το τρομερό αυτό ψέμα μόλις
ο Πάτρικ Άιβ σάς ερωτεύτηκε; Γιατί να μην προκαλέσει το
φθόνο της ο γάμος του με τη Φράνσις Άιβ, πολύ νωρίτερα;»
«Και πού ξέρετε ότι δεν ζήλευε από τότε; Ο Πάτρικ ζούσε
στο Κέμπριτζ, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τη Φράνσις. Η
Τζένι Χομπς ήταν από τότε καμαριέρα του. Μπορεί να είχε
ψιθυρίσει κάποια κακία γι’ αυτόν στο αυτί ενός φίλου και ο
φίλος εκείνος, σε αντίθεση με τη Χάριετ Σίπελ, να επέλεξε να
μη διαδώσει την κακία περαιτέρω».
«Όχι. Θα ’πρεπε;»
«Όχι».
«Τότε...»
«Πώς;»
«Και τι μ’ αυτό;»
«Μάλιστα».
Παρόλο που άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου, με τον
ερχομό μου στο Λονδίνο, δεν μπορούσα να το απολαύσω.
Σκεφτόμουν κάθε μέρα τον Πάτρικ και ο παντοτινός
χωρισμός μας μ’ έκανε να σπαράζω. Έπειτα, τον περασμένο
Σεπτέμβρη, έλαβα ένα γράμμα απ’ τον Ρίτσαρντ Νέγκους.
Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια, αλλά ήταν λες και το
παρελθόν με είχε ξαναβρεί, επειδή δεν κατάφερα ποτέ να τ’
αφήσω πίσω μου!
«Oui, μαντμουαζέλ».
Εκτός από τις δύο φορές, που μου είπε ότι πρέπει να πάμε στο
Γκρέιτ Χόλινγκ χωρίς καθυστέρηση, ο Πουαρό παρέμεινε
σιωπηλός στο δρόμο της επιστροφής μας στο σπίτι. Έμοιαζε
χαμένος σε σκέψεις και ήταν προφανές ότι δεν είχε όρεξη για
κουβέντα.
«Συναινετικές εκτελέσεις;»
«Ακριβώς».
«Τι πράγμα;»
«Τα έριξε στην τσέπη της όταν την τράκαρε στο δρόμο».
«Ακριβώς».
«Παραδείγματος χάριν;»
«Όχι, δεν εννοώ ότι τον είδα, αλλά... Θυμάστε την πρώτη
σας συνάντηση στο καφέ Πλέζαντ, όταν είχε κοπεί στο
ξύρισμα; Τότε που είχε ένα κομμάτι του προσώπου του
ξυρισμένο, ενώ το υπόλοιπο ήταν καλυμμένο από γένια;»
«Οπότε συνελήφθησαν;»
«Oui. Καταλαβαίνω».
«Τα έκαψα».
«Όχι».
«Ναι. Σαφώς».
«Κάτσπουλ, τι πάθατε;»
Μαζί. Χώρια.
«Ω, όχι, όχι. Όχι, mon ami, δεν κάνετε λάθος». Έβγαλε
ένα πνιχτό επιφώνημα. «Φυσικά! Πώς είναι δυνατόν να μου
διέφυγε; Mon Dieu! Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Σε ποιο
συμπέρασμα μας οδηγεί;»
«Α, κρίμα...»
«Μα–»
«Η Τζένι».
«Δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Μόνο ότι ήταν άντρας. Δεν έχω
καθόλου καλή μνήμη, όταν πρόκειται για πρόσωπα». Με
αυτά τα λόγια, ο Κιντ έξυσε τις κόκκινες αμυχές στο μάγουλό
του με τον αντίχειρα και το δείκτη.
«Σε αυτή την περίπτωση, έχω μια άλλη ερώτηση για σας,
μαντμουαζέλ. Για ποιο λόγο το σχέδιο όριζε να περιμένει ο
κύριος Κιντ μία ολόκληρη ώρα, μετά το θάνατο της Χάριετ,
της Άιντα και του Ρίτσαρντ, και μετά τη δική σας αναχώρηση
από το ξενοδοχείο, προτού αφήσει το σημείωμα στη
ρεσεψιόν; Γιατί να μην το αφήσει, λόγου χάρη, στις επτά και
τέταρτο ή ακόμη και στις επτάμισι; Γιατί στις οκτώ;»
«Δεν κάνω λάθος. Παρόλο που από μία άποψη έχετε δίκιο:
Ο σερβιτόρος σας, ο Ράφαλ Μπόμπακ, είναι όντως
υποδειγματικός μάρτυρας. Αναμφίβολα είδε τρία άτομα στο
δωμάτιο 317, όταν παρέδωσε το απογευματινό, μόνο που
αυτά τα άτομα δεν ήταν η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι
και ο Ρίτσαρντ Νέγκους».
«Μάλιστα, κύριε».
«Έπειτα μου είπατε πως είτε η Άιντα είτε η Χάριετ είπε κάτι
άλλο που δεν συγκρατήσατε και μετά ο άντρας που
υποθέσατε πως ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους είπε: “Ποιο μυαλό
του; Ο άνθρωπος δεν έχει μυαλό. Και διαφωνώ κάθετα με
τον ισχυρισμό σας για τη διαφορά ηλικίας”. Σ’ εκείνο το
σημείο η γυναίκα που παρίστανε τη Χάριετ γέλασε και είπε:
“Ε, αφού κανένας μας δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι έχει δίκιο,
ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε!” Σωστά;»
Η Νάνσι υπάκουσε.
«Όχι!» φώναξα.
«Oui, μαντμουαζέλ».
«Πολλά απ’ όσα σας είπα στο σπίτι του Σαμ αληθεύουν»,
είπε η Τζένι. «Ο Ρίτσαρντ όντως μου έγραψε έπειτα από
χρόνια σιωπής. Όντως τον έτρωγαν οι τύψεις για το κακό που
είχε κάνει στον Πάτρικ και στη Φράνσις. Δεν έβλεπε άλλη
διέξοδο –καμία πιθανότητα δικαιοσύνης ή ψυχικής γαλήνης–
παρά μόνο αν το πληρώναμε όλοι με τη ζωή μας, και οι
τέσσερις υπεύθυνοι».
«Σας ζήτησε... να τον βοηθήσετε να σκοτώσει τη Χάριετ
και την Άιντα;» ρώτησα, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τη
σκέψη μου καθώς μιλούσα.
«Ναι. Τις δυο τους, εκείνον και τον εαυτό μου. Έπρεπε να
πεθάνουμε και οι τέσσερις, επέμενε, ειδάλλως δεν είχε νόημα.
Δεν ήθελε να γίνει δολοφόνος, αλλά εκτελεστής –
χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη– κι αυτό σήμαινε ότι εκείνος κι
εγώ δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε την τιμωρία.
»Πήγα και βρήκα τον Ρίτσαρντ και του είπα ότι δεν
αρκούσε να πεθάνουμε οι τέσσερίς μας: εγώ, αυτός, η Χάριετ
και η Άιντα. Έπρεπε να τιμωρηθεί και η Νάνσι.
Προσποιήθηκα ότι μετά χαράς θα πέθαινα μόνο αν την
έβλεπα νεκρή. “Ήταν πολύ πιο μοχθηρή απ’ τη Χάριετ”, του
είπα.
«Μ’ εμένα;»
«Α!»
«Ναι, “α!” Ξέρατε πολύ καλά ότι η Τζένι Χομπς δεν ήταν
νεκρή, οπότε γιατί κάνατε τόσο κόπο για να με
παραπλανήσετε, έτσι ώστε να υποψιαστώ ότι το πτώμα της
μπορεί να είχε απομακρυνθεί απ’ το δωμάτιο 402 με τον πιο
απίθανο τρόπο;»
ΤΕΛΟΣ