You are on page 1of 559

Sophie Hannah

Έγκλημα με υπογραφή

Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ

ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ
Οι εκδόσεις Διόπτρα ευχαριστούν θερμά την Έλενα Ακρίτα
για την προσαρμογή του τίτλου στα ελληνικά
Τίτλος πρωτοτύπου: The Monogram Murders

© Sophie Hannah, 2014 ― © Για την ελληνική γλώσσα σε


όλο τον κόσμο, εκδοσεις διοπτρα, 2014 ― εκδίδεται κατόπιν
συμφωνίας με τους Agatha Christie Limited

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του


συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την
έγγραφη άδεια του εκδότη.

ISBN: 978-960-364-803-1

Ηλετκρονική έκδοση: Σεπτέμβριος 2014

Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ ― Επιμέλεια-Διόρθωση:


Δανάη Ανταβαλή ― Προσαρμογή εξωφύλλου- Ηλεκτρονική
σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα

ΕΔΡΑ ― Εκδόσεις Διόπτρα ― Αγ. Παρασκευής 40, 121 32


Περιστέρι ― Τηλ.: 210 380 52 28, Φαξ.: 210 330 04 39 ―
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ― Στοά του Βιβλίου ― Πεσμαζόγλου 5,
105 64 Αθήνα ― Τηλ.: 210 330 07 74 ― www.dioptra.gr e-
mail: sales@dioptra.gr ― info@dioptra.gr
Στην Agatha Christie
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Η Τζένι το ’σκασε

«Λέω απλώς ότι δεν μου είναι συμπαθής», ψιθύρισε η


σερβιτόρα με τα πεταχτά μαλλιά.

Ο ψίθυρος ήταν δυνατός κι εύκολα μπορούσε να τον


ακούσει ο ένας και μοναδικός πελάτης του καφέ Πλέζαντ, ο
οποίος αναρωτήθηκε αν η αντιπάθειά της στρεφόταν σε
κάποια άλλη σερβιτόρα ή σε κάποιο θαμώνα, όπως ο ίδιος.

«Και δεν είναι απαραίτητο να τη συμπαθώ – έτσι δεν είναι;


Αν θέλει κάποιος να έχει άλλη γνώμη, είναι ελεύθερος».

«Εγώ τη βρήκα αρκετά συμπαθητική», είπε η πιο κοντή


σερβιτόρα με το στρογγυλό πρόσωπο, αν και η φωνή της δεν
είχε την πρωτύτερη σιγουριά.

«Έτσι είναι όποτε στραπατσάρεται η περηφάνια της. Με το


που θα πάρει τα πάνω της, η γλώσσα της αρχίζει πάλι να
στάζει φαρμάκι. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Έχω
γνωρίσει κάμποσους ανθρώπους σαν τα μούτρα της – και δεν
είναι να τους εμπιστεύεσαι».

«Τι εννοείς “το αντίθετο απ’ ό,τι θα ’πρεπε”;» ρώτησε η


στρογγυλοπρόσωπη.

Ο Ηρακλής Πουαρό, ο μόνος που δειπνούσε στο καφέ,


λίγο μετά τις επτάμισι το βράδυ της φλεβαριάτικης εκείνης
Πέμπτης, ήξερε τι εννοούσε η σερβιτόρα με τα ατίθασα
μαλλιά. Χαμογέλασε σκεφτικός. Δεν ήταν η πρώτη της
οξυδερκής παρατήρηση.

«Ο καθένας συγχωρείται αν πει μια απότομη κουβέντα,


όταν περνάει ζόρια – το ’χω κάνει κι εγώ, το ομολογώ
ανοιχτά. Κι όταν είμαι χαρούμενη, θέλω να ’ναι χαρούμενοι
και οι άλλοι. Έτσι είναι το σωστό. Μετά όμως έχεις και το
δικό της σινάφι, όλους εκείνους που σου φέρονται σαν να
’σαι σκουπίδι, έτσι και περάσει το δικό τους. Από αυτούς
πρέπει να φυλάγεσαι».

Ε λοιπόν, αναλογίστηκε ο Πουαρό, ιδού η πραγματική


σοφία.

Η πόρτα του καφέ άνοιξε απότομα κοπανώντας στον


τοίχο. Μια γυναίκα με ανοιχτό καφέ παλτό και ένα σκούρο
καφέ καπέλο στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Τα μαλλιά
της ήταν ξανθά. Ο Πουαρό δεν διέκρινε το πρόσωπό της. Το
βλέμμα της ήταν στραμμένο πάνω απ’ τον ώμο της, σαν να
ανησυχούσε μήπως κάποιος την προφτάσει.

Λίγες στιγμές με την πόρτα ανοιχτή ήταν αρκετές για να


διώξει ο παγερός αέρας της νύχτας όλη τη ζεστασιά απ’ τον
μικρό χώρο. Κανονικά αυτό θα έκανε τον Πουαρό έξαλλο,
αλλά του είχε τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή η ταραγμένη
νεοαφιχθείσα, η οποία έμοιαζε ν’ αδιαφορεί για την εντύπωση
που προκάλεσε.

Τοποθέτησε το χέρι του πάνω απ’ το φλιτζάνι του καφέ


του, ευελπιστώντας να τον κρατήσει ζεστό. Το μικροσκοπικό
μαγαζί με τους στραβούς τοίχους στη Σεντ Γκρέγκορι –σ’ ένα
σημείο του Λονδίνου που δεν θα έλεγες ότι είναι και το πιο
ευεργετικό για την υγεία των κατοίκων– έφτιαχνε τον
καλύτερο καφέ που ο Πουαρό είχε δοκιμάσει, τον καλύτερο
στον κόσμο. Κατά κανόνα δεν έπινε καφέ και πριν και μετά το
δείπνο του –η αλήθεια είναι ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα του
προκαλούσε φρίκη υπό φυσιολογικές συνθήκες– αλλά κάθε
Πέμπτη, ακριβώς στις επτάμισι το βράδυ, όταν ερχόταν στο
καφέ Πλέζαντ, έκανε μια εξαίρεση στον κανόνα. Η
εβδομαδιαία αυτή εξαίρεση είχε γίνει ως τώρα μια μικρή,
προσωπική παράδοση.

Υπήρχαν όμως κι άλλες παραδόσεις στο συγκεκριμένο


καφέ, που δεν απολάμβανε και τόσο: Κάθε φορά
τοποθετούσε τα μαχαιροπίρουνα, την πετσέτα και το ποτήρι
του νερού σωστά στο τραπέζι, αφού τα έβρισκε άλλα αντ’
άλλων. Η σερβιτόρα προφανώς πίστευε ότι αρκούσε τα
αντικείμενα να βρίσκονται κάπου –οπουδήποτε– πάνω στο
τραπέζι. Ο Πουαρό διαφωνούσε και επέμενε να επιβάλλει την
τάξη μόλις έφτανε.

«Με συγχωρείτε, δεσποινίς, έχετε την καλοσύνη να


κλείσετε την πόρτα, αν είναι να μπείτε;» φώναξε η
αναμαλλιασμένη σερβιτόρα στη γυναίκα με το ανοιχτό καφέ
παλτό και το σκούρο καφέ καπέλο, που το ένα της χέρι
έσφιγγε ακόμα το κούφωμα της πόρτας, ενώ το βλέμμα της
είχε μείνει στραμμένο στο δρόμο. «Αλλά κλείστε τη ακόμη κι
αν δεν μπείτε. Δεν θέλουμε να ξεπαγιάσουμε εδώ μέσα».

Η γυναίκα μπήκε στο καφέ. Έκλεισε την πόρτα, αλλά δεν


ζήτησε συγγνώμη που την είχε αφήσει ανοιχτή τόση ώρα. Η
λαχανιασμένη ανάσα της ακουγόταν σ’ ολόκληρο το μαγαζί.
Έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία των τριών
άλλων ανθρώπων. Ο Πουαρό την υποδέχθηκε μ’ ένα σιγανό
«Καλησπέρα». Εκείνη μισογύρισε προς το μέρος του, αλλά
δεν απάντησε. Τα γουρλωμένα μάτια της φανέρωναν
ασυνήθιστο φόβο, τόσο έντονο που σε άδραχνε σαν χέρι.

Ο Πουαρό δεν ένιωθε πια γαλήνη ούτε ευεξία. Η χαλαρή


του διάθεση είχε γίνει συντρίμμια.

Η γυναίκα προχώρησε βιαστικά ως το παράθυρο και


κοίταξε έξω. Δεν πρόκειται να δει αυτό που ψάχνει, σκέφτηκε
ο Πουαρό. Κοιτάζοντας το μαύρο της νύχτας μέσα από ένα
κατάφωτο δωμάτιο είναι αδύνατον να δεις πολλά, καθώς το
τζάμι αντανακλά απλώς την εικόνα του ίδιου του δωματίου.
Ωστόσο η γυναίκα εξακολούθησε να κοιτάζει, φαινόταν
αποφασισμένη να συνεχίσει να παρατηρεί το δρόμο.

«Α, εσύ είσαι», είπε η αναμαλλιασμένη με μια χροιά


ανυπομονησίας στη φωνή. «Τι τρέχει; Έγινε κάτι;»

Η γυναίκα με το σκούρο καφέ καπέλο και το ανοιχτό καφέ


παλτό γύρισε προς το μέρος της. «Όχι, μόνο...» Οι λέξεις
ήχησαν σαν λυγμός. Έπειτα κατόρθωσε να ανακτήσει την
αυτοκυριαρχία της. «Όχι. Μπορώ να καθίσω σ’ εκείνο το
τραπέζι στη γωνία;» Κι έδειξε αυτό που βρισκόταν πιο μακριά
απ’ την πόρτα.

«Όπου θέλεις κάθισε, εκτός απ’ το τραπέζι του κυρίου. Όλα


στρωμένα είναι». Καθώς θυμήθηκε τον Πουαρό, η
αναμαλλιασμένη τού είπε: «Κύριε, το δείπνο σας ετοιμάζεται
και θα ’ναι ωραιότατο».

Ο Πουαρό υποδέχθηκε τα νέα περιχαρής. Το φαγητό στο


Πλέζαντ ήταν σχεδόν εφάμιλλο με τον καφέ του. Μάλιστα,
όταν τα σκεφτόταν και τα δύο μαζί, ο Πουαρό δυσκολευόταν
να πιστέψει την πραγματικότητα που ήξερε: όλοι οι
εργαζόμενοι στην κουζίνα ήταν Άγγλοι. Απίστευτο!

Η αναμαλλιασμένη γύρισε πάλι προς το μέρος της


ταραγμένης γυναίκας. «Σίγουρα είσαι καλά, Τζένι; Είσαι λες
και ήρθες μούρη με μούρη με το διάβολο».

«Μια χαρά είμαι, ευχαριστώ. Ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι


χρειάζομαι, δυνατό. Το συνηθισμένο, παρακαλώ». Η Τζένι
έσπευσε σ’ ένα τραπέζι στην άλλη γωνία, περνώντας πλάι από
τον Πουαρό χωρίς να τον κοιτάξει. Εκείνος γύρισε την
καρέκλα του ανεπαίσθητα για να μπορέσει να την
παρατηρήσει. Ήταν βέβαιο ότι κάτι δεν πήγαινε καλά· υπήρχε
ολοφάνερα κάτι που δεν ήθελε να συζητήσει με τις
σερβιτόρες του καφέ.

Χωρίς να βγάλει το καπέλο και το παλτό της, κάθισε σε


μια καρέκλα με την πλάτη γυρισμένη στο δρόμο. Ταυτόχρονα
γύρισε και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της. Έχοντας έτσι την
ευκαιρία να περιεργαστεί το πρόσωπό της πιο λεπτομερώς, ο
Πουαρό υπέθεσε ότι πρέπει να ’ταν γύρω στα σαράντα. Τα
μεγάλα γαλάζια της μάτια ήταν ορθάνοιχτα, διόλου δεν
ανοιγόκλειναν. Μοιάζουν, συλλογίστηκε ο Πουαρό, σαν ν’
αντικρίζουν ένα θέαμα σοκαριστικό. «Μούρη με μούρη με το
διάβολο», όπως είχε επισημάνει η αναμαλλιασμένη.
Ωστόσο, απ’ ό,τι έβλεπε ο Πουαρό, κανένα τέτοιο θέαμα δεν
αντίκριζε, παρά μονάχα την τετράγωνη αίθουσα του Πλέζαντ
με τα τραπέζια, τις καρέκλες, τον ξύλινο καλόγερο στη γωνία
και τα σκεβρωμένα ράφια του, τα φορτωμένα με δεκάδες
τσαγιέρες σε διάφορα χρώματα, σχήματα και μεγέθη.

Τα ράφια αυτά έφερναν στον καθένα ανατριχίλα! Ο


Πουαρό δεν αντιλαμβανόταν για ποιο λόγο ένα ράφι που
στράβωσε δεν μπορούσε ν’ αντικατασταθεί μ’ ένα ίσιο, με τον
ίδιο τρόπο που δεν καταλάβαινε γιατί κάποιος τοποθετεί ένα
πιρούνι σ’ ένα τετράγωνο τραπέζι και δεν βεβαιώνεται ότι το
έβαλε παράλληλα με την πλαϊνή ακμή του τραπεζιού.
Ωστόσο, δεν μοιράζονταν όλοι τις ιδέες του Πουαρό· αυτό
ήταν κάτι που είχε αποδεχθεί εδώ και χρόνια, μαζί με τις
θετικές και τις αρνητικές επιπτώσεις που συνεπάγονταν.

Στραμμένη ανάποδα στην καρέκλα της, η γυναίκα –η


Τζένι– κοίταζε την πόρτα με γουρλωμένα μάτια, σαν να
περίμενε κάποιον να μπουκάρει στο καφέ από στιγμή σε
στιγμή. Έτρεμε, ίσως και απ’ το κρύο.

Όχι, σκέφτηκε ο Πουαρό, αλλάζοντας γνώμη, δεν έχει


καμία σχέση με το κρύο.

Μες στο καφέ επικρατούσε και πάλι η γνώριμη θαλπωρή.


Επίσης, τη στιγμή που η Τζένι επέμενε να παρατηρεί την
πόρτα, έχοντας ωστόσο καθίσει όσο πιο μακριά μπορούσε, με
την πλάτη γυρισμένη προς αυτή, μπορούσες να καταλήξεις
μόνο σε ένα λογικό συμπέρασμα.
Παίρνοντας μαζί το φλιτζάνι του καφέ του, ο Πουαρό
σηκώθηκε απ’ το τραπέζι του και πήγε μέχρι το δικό της. Δεν
φορούσε βέρα, πρόσεξε. «Θα μου επιτρέπατε να καθίσω για
δυο λεπτάκια, μαντμουαζέλ;»

Θα ήθελε επίσης να τοποθετήσει στη σωστή θέση τους τα


μαχαιροπίρουνα, την πετσέτα και το νεροπότηρό της, όπως
είχε κάνει με τα δικά του, αλλά συγκρατήθηκε.

«Παρακαλώ; Α, ναι, καθίστε». Από τον τόνο της φωνής


της φαινόταν ότι ελάχιστα την ενδιέφερε. Το μόνο που την
απασχολούσε ήταν η είσοδος του καφέ, την οποία ακόμα
παρατηρούσε αχόρταγα, γυρισμένη ανάποδα στην καρέκλα
της.

«Θα ήταν χαρά μου να συστηθούμε. Λέγομαι... ε...» Ο


Πουαρό σώπασε. Αν της έλεγε τ’ όνομά του, η
αναμαλλιασμένη και η άλλη σερβιτόρα θα το άκουγαν, οπότε
δεν θα ήταν πια ο ανώνυμος Ξένος Κύριος, ο συνταξιούχος
ντετέκτιβ από την Ευρώπη. Το όνομα Ηρακλής Πουαρό είχε
ισχυρό αντίκτυπο σε ορισμένους ανθρώπους. Τις τελευταίες
εβδομάδες, διανύοντας μια πραγματικά απολαυστική
περίοδο χειμερίας νάρκης, ο Πουαρό είχε νιώσει για πρώτη
φορά εδώ και χρόνια πόση ανακούφιση φέρνει το να μην
είσαι κάποιος.
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο προφανές ότι η Τζένι
αδιαφορούσε τόσο για το όνομα όσο και για την παρουσία
του. Ένα δάκρυ είχε δραπετεύσει απ’ τη γωνία ενός ματιού και
είχε πάρει την κατιούσα στο μάγουλό της.

«Μαντμουαζέλ Τζένι», είπε ο Πουαρό, ελπίζοντας ότι η


χρήση του βαφτιστικού της ονόματος θα αποσπούσε την
προσοχή της. «Στο παρελθόν εργάστηκα ως ντετέκτιβ. Τώρα
βρίσκομαι στη σύνταξη· αλλά, προτού αποσυρθώ, είχα την
ευκαιρία, στο πλαίσιο της δουλειάς μου, να γνωρίσω
πολλούς ανθρώπους που βίωναν την ίδια ταραχή που
διακρίνω τώρα και σ’ εσάς. Δεν αναφέρομαι μόνο σε
δυστυχείς, μολονότι αυτοί αφθονούν σε κάθε χώρα – όχι!
Αναφέρομαι σε ανθρώπους που θεωρούσαν ότι
κινδυνεύουν».

Με τα πολλά, κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον


της. Η Τζένι κάρφωσε τα γουρλωμένα, τα φοβισμένα της
μάτια πάνω του. «Α... ντετέκτιβ;»

«Oui. Έχω βγει στη σύνταξη εδώ και χρόνια, αλλά–»

«Δηλαδή στο Λονδίνο δεν μπορείτε να κάνετε κάτι; Δεν


μπορείτε... θέλω να πω, δεν έχετε εξουσία εδωπέρα; Να
συλλαμβάνετε κακοποιούς και τα σχετικά;»
«Ακριβώς», είπε ο Πουαρό χαμογελώντας της. «Στο
Λονδίνο είμαι απλώς ένας ηλικιωμένος κύριος που
απολαμβάνει τη σύνταξή του».

Η Τζένι είχε σχεδόν δέκα δευτερόλεπτα να κοιτάξει την


πόρτα.

«Έχω δίκιο, μαντμουαζέλ; Θεωρείτε ότι βρίσκεστε σε


κίνδυνο; Κοιτάζετε πίσω σας επειδή υποπτεύεστε ότι εκείνο
το πρόσωπο, που –όπως φοβάστε– σας ακολούθησε ως εδώ,
μπορεί να δρασκελίσει ανά πάσα στιγμή αυτό το κατώφλι;»

«Ω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κινδυνεύω!» Έμοιαζε ότι


θέλει να πει κι άλλα. «Είστε σίγουρος ότι δεν μπορείτε πια να
ασκήσετε κανένα από τα καθήκοντα του ντετέκτιβ;»

«Κανένα απολύτως», τη διαβεβαίωσε ο Πουαρό. Μη


θέλοντας ωστόσο να της δώσει την εντύπωση πως δεν ασκεί
την παραμικρή επιρροή, προσέθεσε: «Έχω ένα φίλο
αστυνόμο στη Σκότλαντ Γιαρντ, σε περίπτωση που χρειάζεστε
τη βοήθεια της αστυνομίας. Είναι νεότατος –τριάντα χρόνων
το πολύ–, αλλά πιστεύω πως έχει μέλλον στην αστυνομία.
Θα ήταν χαρά του να σας μιλήσει, είμαι βέβαιος. Όσο για
μένα, μπορώ να σας δώσω...» Ο Πουαρό σταμάτησε, καθώς
η στρογγυλοπρόσωπη σερβιτόρα πλησίαζε μ’ ένα φλιτζάνι
τσάι.
Αφού το προσέφερε στην Τζένι, επέστρεψε στην κουζίνα. Η
αναμαλλιασμένη είχε κι αυτή αποσυρθεί εκεί. Ξέροντας πως
της αρέσει να σχολιάζει εκτενώς τη συμπεριφορά των
μόνιμων θαμώνων της, ο Πουαρό υπέθετε ότι τη στιγμή
εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να υποδαυλίσει μια ζωηρή
συζήτηση για τον Ξένο Κύριο και την απροσδόκητη επίσκεψή
του στο τραπέζι της Τζένι. Ο Πουαρό σπάνια μιλούσε με
οποιονδήποτε άλλο πελάτη του καφέ Πλέζαντ περισσότερο
από το αναγκαίο. Αν εξαιρέσουμε τις φορές που δειπνούσε με
το φίλο του, τον Έντουαρντ Κάτσπουλ –τον αστυνόμο της
Σκότλαντ Γιαρντ, με τον οποίο συγκατοικούσαν προσωρινά
σε μια πανσιόν–, περιοριζόταν στη συντροφιά του εαυτού του,
πιστός στο πνεύμα της χειμερίας νάρκης.

Δεν ενδιαφερόταν ο Πουαρό για όσα κουτσομπόλευαν οι


σερβιτόρες του καφέ· ήταν ευγνώμων για τη βολική τους
απουσία. Ήλπιζε ότι έτσι θα καταφέρει πιο εύκολα την Τζένι
να του μιλήσει ανοιχτά. «Μετά χαράς, μαντμουαζέλ, να σας
δώσω τις συμβουλές μου», είπε.

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, αλλά ουδείς μπορεί να με


βοηθήσει». Η Τζένι σκούπισε τα μάτια της. «Μακάρι να
μπορούσα να δεχτώ κάποια βοήθεια –θα το ήθελα όσο
τίποτα–, αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Είμαι ήδη νεκρή ή θα
είμαι σύντομα. Δεν μπορώ να κρύβομαι μια ζωή».
Ήδη νεκρή... Τα λόγια της έφεραν ένα νέο κύμα ψύχους
στο χώρο.

«Επομένως δεν υπάρχει ελπίδα βοήθειας», εξακολούθησε,


«και αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, δεν θα μου άξιζε. Αλλά...
νιώθω όντως λίγο καλύτερα, τώρα που κάθεστε μαζί μου».
Είχε τυλίξει τα χέρια γύρω απ’ το στήθος της, είτε τη βόλευε
αυτή η στάση είτε ήταν μια μάταιη απόπειρα να σταματήσει
το ρίγος που τη διαπερνούσε. Δεν είχε πιει γουλιά από το τσάι
της. «Μείνετε μαζί μου, σας παρακαλώ. Τίποτα κακό δεν θα
μου συμβεί όσο μιλάμε. Είναι τουλάχιστον μια παρηγοριά».

«Μαντμουαζέλ, με προβληματίζετε. Προς το παρόν είστε


ζωντανή, και πρέπει να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να
παραμείνετε ζωντανή. Πείτε μου, σας παρακαλώ–»

«Όχι!» Τα μάτια της γούρλωσαν κι άλλο και τραβήχτηκε


προς τα πίσω. «Όχι, δεν πρέπει! Τίποτα δεν μπορεί να
αποτρέψει το κακό. Δεν έχει σταματημό, είναι αδύνατον. Είναι
αναπόφευκτο. Όταν εγώ πεθάνω, τότε επιτέλους θα αποδοθεί
δικαιοσύνη». Κοίταξε πάλι πίσω της, προς το μέρος της
πόρτας.

Ο Πουαρό συνοφρυώθηκε. Μπορεί η Τζένι να ένιωθε λίγο


καλύτερα από τη στιγμή που κάθισε κοντά της, αλλά εκείνος
ένιωθε σαφώς χειρότερα. «Για να δω αν κατάλαβα καλά,
θέλετε να πείτε ότι σας καταδιώκει κάποιος που θέλει να σας
σκοτώσει;»

Η Τζένι τον κάρφωσε με τα βουρκωμένα γαλάζια μάτια


της. «Θεωρείται φόνος, αν παραδοθώ κι αφήσω το μοιραίο
να συμβεί; Κουράστηκα πια να τρέχω, να κρύβομαι, να νιώθω
τέτοιο απαίσιο φόβο. Θέλω να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα,
αν είναι να γίνει· και θα γίνει, διότι πρέπει. Είναι ο μόνος
τρόπος να επανορθώσω. Είναι αυτό που μου αξίζει».

«Δεν είναι δυνατόν», είπε ο Πουαρό. «Έστω και χωρίς να


γνωρίζω τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, διαφωνώ. Ο φόνος
ποτέ δεν επανορθώνει. Έχω ένα φίλο αστυνόμο – οφείλετε
να του επιτρέψετε να σας βοηθήσει».

«Όχι! Δεν πρέπει να του πείτε λέξη, ούτε σ’ αυτόν ούτε σε


κανέναν. Υποσχεθείτε μου ότι δεν θα του μιλήσετε!»

Ο Ηρακλής Πουαρό δεν συνήθιζε να δίνει υποσχέσεις που


αδυνατούσε να τηρήσει.

«Τι θα μπορούσατε να έχετε κάνει που να σας αξίζει ο


φόνος ως τιμωρία; Έχετε σκοτώσει κάποιον εσείς η ίδια;»

«Και να ’χα σκοτώσει, δεν θα ’χε διαφορά! Ο φόνος δεν


είναι το μόνο ασυγχώρητο πράγμα, ξέρετε. Δεν φαντάζομαι
εσείς να έχετε κάνει ποτέ κάτι στ’ αλήθεια ασυγχώρητο – έτσι
δεν είναι;»

«Ενώ εσείς έχετε κάνει; Και θεωρείτε ότι πρέπει να το


πληρώσετε με τη δική σας ζωή; Non, αυτό είναι λάθος. Αν
μπορούσα να σας πείσω να με συνοδέψετε μέχρι το κατάλυμά
μου – είναι δυο βήματα από δω. Ο φίλος μου από τη
Σκότλαντ Γιαρντ, ο κύριος Κάτσπουλ–»

«Όχι!» είπε η Τζένι και πετάχτηκε από την καρέκλα της μ’


έναν πήδο.

«Παρακαλώ, μαντμουαζέλ, καθίστε».

«Όχι. Αχ, δεν έπρεπε να πω τόσο πολλά! Είμαι ηλίθια! Σας


τα είπα επειδή φαίνεστε τόσο ευγενικός, και σκέφτηκα ότι δεν
θα μπορούσατε να κάνετε κάτι. Αν δεν είχατε πει ότι είστε
συνταξιούχος κι από άλλη χώρα, δεν θα ’χα πει λέξη!
Υποσχεθείτε μου κάτι: Αν με βρουν νεκρή, θα πείτε στο φίλο
σας τον αστυνόμο να μην αναζητήσει το δολοφόνο μου».
Σφάλισε τα μάτια της κι έσφιξε τα χέρια. «Αχ, σας παρακαλώ,
μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει κανένα στόμα! Το έγκλημα αυτό δεν
πρέπει ποτέ να διαλευκανθεί. Υπόσχεστε ότι θα το πείτε στο
φίλο σας και ότι θα τον πείσετε να συμφωνήσει; Αν σας
ενδιαφέρει να αποδοθεί δικαιοσύνη, σας παρακαλώ να
εισακούσετε τα λόγια μου». Κι έτρεξε προς την πόρτα.
Ο Πουαρό σηκώθηκε για να την ακολουθήσει, μα έπειτα,
βλέποντας την απόσταση που είχε διανύσει η Τζένι στο
χρόνο που του είχε πάρει για να ξεφρακάρει από την καρέκλα
του, κάθισε πάλι μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό. Ήταν μάταιο. Η
Τζένι είχε χαθεί μέσα στη νύχτα. Δεν θα την έβρισκε ποτέ.

Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και η αναμαλλιασμένη


εμφανίστηκε με το δείπνο του Πουαρό. Η μυρωδιά τού
ανακάτεψε το στομάχι· είχε χάσει κάθε ίχνος όρεξης.

«Πού είναι η Τζένι;» τον ρώτησε η αναμαλλιασμένη, λες


και ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για την εξαφάνισή της.

Κι ένιωθε πράγματι υπεύθυνος. Αν είχε κινηθεί πιο


γρήγορα, αν είχε επιλέξει τα λόγια του πιο προσεκτικά...

«Ως εδώ και μη παρέκει!» Η αναμαλλιασμένη βρόντηξε το


πιάτο του Πουαρό στο τραπέζι και κατευθύνθηκε φουριόζα
προς την κουζίνα. Ανοίγοντας την πόρτα, φώναξε: «Αυτή η
Τζένι την κοπάνησε χωρίς να πληρώσει!»

«Για ποιο πράγμα έπρεπε να πληρώσει;» ψέλλισε ο


Πουαρό.

Λίγα λεπτά αργότερα, έπειτα από μια σύντομη αποτυχημένη


απόπειρα να επικεντρωθεί στη μοσχαρίσια μπριζόλα του και
στο σουφλέ με φιδέ, ο Πουαρό χτυπούσε την πόρτα της
κουζίνας του καφέ Πλέζαντ. Η αναμαλλιασμένη άνοιξε την
πόρτα δυο δάχτυλα, έτσι που δεν φαινόταν τίποτα πέρα απ’
τη λυγερόκορμη μορφή της στη χαραμάδα.

«Όλα καλά με το δείπνο σας, κύριε;»

«Επιτρέψτε μου να πληρώσω για το τσάι που άφησε η


μαντμουαζέλ Τζένι», προσφέρθηκε ο Πουαρό. «Σε
αντάλλαγμα, θα είχατε την καλοσύνη να μου απαντήσετε σε
μια δυο ερωτήσεις;»

«Την ξέρετε την Τζένι, δηλαδή; Δεν σας έχω ξαναδεί


μαζί».

«Non. Δεν τη γνωρίζω. Γι’ αυτό σας ρωτώ».

«Και τότε γιατί πήγατε και καθίσατε στο τραπέζι της;»

«Ήταν φοβισμένη και τρομερά ταραγμένη. Το θέαμα που


παρουσίαζε με αναστάτωσε. Ήλπιζα ότι μπορούσα να της
προσφέρω κάποια βοήθεια».

«Το σινάφι της Τζένι δεν μπορείς να το βοηθήσεις», είπε η


αναμαλλιασμένη. «Σύμφωνοι όμως, θα απαντήσω στις
ερωτήσεις σας, μόνο να σας ρωτήσω εγώ πρώτα κάτι: Πού
ήσασταν ντετέκτιβ;»

Ο Πουαρό δεν σχολίασε ότι ήδη του είχε κάνει τρεις


ερωτήσεις και αυτή ήταν η τέταρτη.

Η σερβιτόρα τον κοίταξε καχύποπτα. «Κάπου που μιλάνε


γαλλικά, αλλά όχι στη Γαλλία – σωστά;» είπε. «Είδα την
γκριμάτσα που κάνατε, όταν μία απ’ τις σερβιτόρες σάς
αποκάλεσε “ο Γάλλος”».

Ο Πουαρό χαμογέλασε. Ίσως δεν ήταν και τόσο σπουδαίο


να της πει τ’ όνομά του. «Λέγομαι Ηρακλής Πουαρό. Είμαι
Βέλγος. Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία», είπε και της έδωσε
το χέρι του.

Η σερβιτόρα το έσφιξε. «Φι Σπρινγκ. Εφίμια είναι το


σωστό, αλλά όλοι με φωνάζουν Φι. Αν μ’ έλεγαν μ’
ολόκληρο τ’ όνομα, δεν θα έφταναν ποτέ να πουν αυτό που
θέλουν – έτσι δεν είναι; Βέβαια δεν θα ’ταν πάντα κακό
αυτό».

«Μήπως ξέρετε το επώνυμο της μαντμουαζέλ Τζένι;»

Η Φι έγνεψε προς το μέρος του τραπεζιού του, όπου το


ολόγιομο πιάτο του άχνιζε ακόμα. «Φάτε το φαΐ σας.
Έρχομαι μέχρι να πείτε κύμινο». Τραβήχτηκε απότομα προς
τα πίσω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα.

Ο Πουαρό γύρισε στο τραπέζι του. Ίσως έπρεπε ν’


ακολουθήσει τη συμβουλή της Φι και να δώσει μια ακόμη
ευκαιρία στη μοσχαρίσια μπριζόλα του. Πόσο ενθαρρυντικό
είναι να μιλάς με κάποιον που παρατηρεί τις λεπτομέρειες! Ο
Ηρακλής Πουαρό δεν γνώριζε πολλούς τέτοιους ανθρώπους.

Η Φι εμφανίστηκε απότομα κρατώντας ένα φλιτζάνι χωρίς


πιατάκι. Ρούφηξε ηχηρά μια γουλιά και κάθισε στην καρέκλα
που μόλις είχε αφήσει κενή η Τζένι. Ο Πουαρό κατόρθωσε να
μη μορφάσει στο άκουσμα της ρουφηξιάς.

«Δεν ξέρω πολλά για την Τζένι», είπε. «Μόνο όσα εκείνη
έχει πει. Δουλεύει για μια κυρία, σε μια σπιταρόνα. Μαζί της
μένει. Γι’ αυτό έρχεται εδώ τακτικά, για να παραλάβει τους
καφέδες και τα κέικ της κυρίας, για τα φανταχτερά της δείπνα,
για τα πάρτι, και άλλα τέτοια. Όλη την πόλη διασχίζει για να
’ρθει – το ’χε πει μια φορά. Πολλοί τακτικοί πελάτες μας
έρχονται απ’ την άλλη άκρη της πόλης. Η Τζένι πάντα
κάθεται και παραγγέλνει κάτι. “Το συνηθισμένο, παρακαλώ”,
λέει μόλις φτάσει, λες και είναι μεγάλη κυρία η ίδια. Αλλάζει
και τη φωνή της, σαν να ’ναι καμιά σπουδαία. Κάνει μια
διαφορετική φωνή από την κανονική της. Ίσως γι’ αυτό δεν
μιλάει και πολύ, αφού ξέρει ότι δεν μπορεί να προσποιείται
για πολλή ώρα».
«Με συγχωρείτε», είπε ο Πουαρό, «αλλά πώς γνωρίζετε
ότι αυτή δεν είναι η κανονική φωνή της μαντμουαζέλ Τζένι;»

«Είχατε εσείς ποτέ υπηρέτρια που να μιλάει έτσι κυριλέ;


Εγώ πάντως δεν είχα».

«Ναι, αλλά... Οπότε πρόκειται για δική σας εικασία και


τίποτα παραπάνω;»

Η Φι Σπρινγκ παραδέχτηκε απρόθυμα ότι δεν ήταν βέβαιη.


Όσο καιρό την ήξερε, η Τζένι μιλούσε πάντα σαν
καθωσπρέπει κυρία.

«Πάντως ένα της αναγνωρίζω της Τζένι: Είναι του τσαγιού,


οπότε έχει τουλάχιστον δυο δράμια μυαλό στο κεφάλι της».

«Του τσαγιού;»

«Όπως τ’ ακούτε». Η Φι κοίταξε το φλιτζάνι του Πουαρό


και ρουθούνισε περιφρονητικά. «Όλοι εσείς που πίνετε καφέ,
ενώ θα μπορούσατε να πίνετε τσάι, θέλετε κοίταγμα από
γιατρό – κατά τη γνώμη μου».

«Μήπως γνωρίζετε το ονοματεπώνυμο της κυρίας για την


οποία εργάζεται η Τζένι ή τη διεύθυνση της κατοικίας της;»
ρώτησε ο Πουαρό.
«Όχι. Ούτε της Τζένι το επίθετο ξέρω. Μόνο ότι είχε
περάσει μια φοβερή στενοχώρια πριν από πολλά πολλά
χρόνια. Το ’χε πει μια φορά».

«Τι στενοχώρια; Σας είχε διευκρινίσει τι είδους;»

«Μόνο ένα είδος υπάρχει», είπε η Φι αποφασιστικά.


«Αυτή που σου κάνει την καρδιά κομμάτια».

«Θέλω να πω, τα αισθηματικά προβλήματα μπορεί να


έχουν διάφορες αιτίες: είτε τον έρωτα που δεν βρίσκει
ανταπόκριση είτε την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου
σε τραγικά νεαρή ηλικία–»

«Α, τις λεπτομέρειες δεν τις μάθαμε ποτέ», είπε η Φι, με


κάποια αμυδρή πίκρα στη φωνή της. «Κι ούτε θα τις
μάθουμε. Μόνο τη λέξη “στενοχώρια” της είχαμε πάρει.
Βλέπετε, το πρόβλημα με την Τζένι είναι ότι δεν λέει πολλά.
Δεν θα μπορούσατε να τη βοηθήσετε ντιπ, ακόμη κι αν αυτή
τη στιγμή καθόταν σ’ ετούτη την καρέκλα, όπως δεν μπορείτε
και τώρα που το ’σκασε. Είναι πάντα κλεισμένη στον εαυτό
της, αυτό είναι το κακό με την Τζένι. Της αρέσει να κάθεται
και να κλαίγεται, όποια κι αν είναι η αιτία».

Είναι πάντα κλεισμένη στον εαυτό της... Οι λέξεις


πυροδότησαν μια ανάμνηση στο μυαλό του Πουαρό: Ήταν
ένα βραδάκι Πέμπτης στο καφέ Πλέζαντ, πριν από κάμποσες
εβδομάδες, που η Φι μιλούσε για έναν πελάτη.

«Δεν κάνει ερωτήσεις – n’est-ce pas; Δεν την ενδιαφέρουν


οι κοινωνικές συναναστροφές ούτε η συζήτηση;» ρώτησε.
«Δεν τη νοιάζει να μάθει τα νεότερα για τη ζωή κανενός
άλλου;»

«Έτσι ακριβώς!» Η Φι έδειξε να εντυπωσιάζεται. «Δεν έχει


μισό δράμι περιέργειας. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άλλο
άνθρωπο τόσο απορροφημένο στα προβλήματά του. Είναι
λες και δεν βλέπει τον κόσμο γύρω της, αλλά κι εμάς τους
υπόλοιπους. Ποτέ δεν σε ρωτάει πώς τα περνάς, ούτε τι
κάνεις τώρα τελευταία». Η Φι έγειρε το κεφάλι στο πλάι.
«Πάντως γρήγορα τα πιάνετε – έτσι;»

«Ξέρω ό,τι ξέρω, μαντμουαζέλ, μόνο απ’ όσα έχω ακούσει


να συζητάτε με τις άλλες σερβιτόρες».

Το πρόσωπο της Φι αναψοκοκκίνισε. «Εντύπωση μου


κάνει που μπαίνετε στον κόπο να στήσετε αυτί».

Ο Πουαρό δεν είχε σκοπό να της προκαλέσει περαιτέρω


αμηχανία, οπότε δεν της ομολόγησε πόσο λαχταρούσε ν’
ακούσει τις περιγραφές της για διάφορους θαμώνες· για
όλους εκείνους που, όταν τους σκεφτόταν, τους χαρακτήριζε
συνολικά οι «γραφικοί του καφέ». Για παράδειγμα, ο κύριος
Όχι Ακριβώς, ο οποίος κάθε φορά που ερχόταν παρήγγελλε
ένα πιάτο και αμέσως μετά ακύρωνε την παραγγελία του,
διότι αποφάσιζε ότι δεν ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε.

Ωστόσο δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να ρωτήσει τη Φι


αν κατά τη διάρκεια της απουσίας του χρησιμοποιούσε γι’
αυτόν ένα άλλο όνομα, παρόμοιο με τον κύριο Όχι Ακριβώς·
ενδεχομένως κάποιο που να αναφερόταν στο εκθαμβωτικό
μουστάκι του.

«Δηλαδή, η δεσποινίς Τζένι δεν έχει διάθεση να μάθει τι


κάνουν οι γύρω της», είπε σκεφτικός ο Πουαρό, «αλλά, σε
αντίθεση με πολλούς που αφενός αδιαφορούν για τη ζωή και
τις απόψεις όσων τους περιβάλλουν και αφετέρου μιλούν
ατέρμονα μόνο για τον εαυτό τους, εκείνη δεν κάνει ούτε αυτό
– σωστά;»

Η Φι ύψωσε τα φρύδια. «Πολύ γερή μνήμη έχετε. Πάλι


διάνα το πετύχατε. Όχι, η Τζένι δεν μιλάει για τον εαυτό της.
Αν τη ρωτήσεις κάτι θα σου απαντήσει, αλλά με λίγα λόγια.
Δεν αφήνει τίποτα να την απασχολήσει για πολύ απ’ τις
σκέψεις της, όποιες κι αν είναι αυτές. Είναι ο κρυφός της
θησαυρός. Μόνο που ό,τι κι αν σκέφτεται δεν την κάνει
ευτυχισμένη. Έχω εδώ και καιρό παραιτηθεί απ’ την
προσπάθεια να την καταλάβω».
«Επανέρχεται σ’ αυτή την παλιά στενοχώρια»,
μουρμούρισε ο Πουαρό, «και στον κίνδυνο».

«Είπε ότι κινδυνεύει;»

«Oui, μαντμουαζέλ. Λυπάμαι που δεν πρόφτασα να τη


σταματήσω πριν φύγει. Έτσι και της συμβεί κάτι...» Ο Πουαρό
κούνησε το κεφάλι· και τι δεν θα ’δινε να ξαναβρεί την ηρεμία
με την οποία είχε φτάσει στο Πλέζαντ. Χτύπησε το τραπέζι με
την παλάμη του, καθώς κατέληγε σε μια απόφαση. «Θα
επιστρέψω demain matin, αύριο το πρωί. Θα λέγατε ότι
έρχεται συχνά – n’est-ce pas; Θα τη βρω εγώ προτού τη βρει
ο κίνδυνος. Αυτή τη φορά ο Ηρακλής Πουαρό θα δράσει
ταχύτερα!»

«Είτε αργά είτε γρήγορα, δεν έχει διαφορά», είπε η Φι.


«Κανένας δεν μπορεί να βρει την Τζένι –και μπροστά στη
μύτη του να την έχει– κι ούτε μπορεί κανένας να τη
βοηθήσει». Σηκώθηκε και παίρνοντας το πιάτο του Πουαρό
κατέληξε: «Είναι κρίμα που αφήσατε τέτοιο καλό φαΐ να
κρυώσει εξαιτίας της».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Φόνος σε τρία δωμάτια

Έτσι ξεκίνησαν όλα εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, 7


Φεβρουαρίου του 1929, με τον Ηρακλή Πουαρό και την Τζένι
και τη Φι Σπρινγκ· ανάμεσα στα σκεβρωμένα και φορτωμένα
με τσαγιέρες ράφια του καφέ Πλέζαντ.

Ή, μάλλον, έτσι φάνηκε ότι ξεκινούν. Δεν είμαι βέβαιος ότι


οι ιστορίες από την πραγματική ζωή έχουν την αρχή και το
τέλος ως κάτι δεδομένο. Αν τις προσεγγίσεις από
οποιαδήποτε οπτική γωνία, θα τις δεις να έρχονται από τα
βάθη του παρελθόντος και να εκτείνονται αναπόδραστα προς
το μέλλον. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά «αυτό
ήταν όλο» και να τραβήξει μια γραμμή.

Ευτυχώς και οι αληθινές ιστορίες έχουν ήρωες και


ηρωίδες. Καθώς δεν υπήρξα ποτέ κάτι τέτοιο, και ούτε
υπάρχει ελπίδα να γίνω ποτέ, έχω πλήρη συναίσθηση ότι οι
ήρωες αυτοί είναι πραγματικοί.

Δεν ήμουν παρών το βράδυ εκείνης της Πέμπτης στο καφέ.


Το όνομά μου μνημονεύτηκε –Έντουαρντ Κάτσπουλ, φίλος
του Πουαρό και αστυνόμος στη Σκότλαντ Γιαρντ, γύρω στα
τριάντα (τριάντα δύο, για την ακρίβεια)–, όμως δεν ήμουν
μπροστά ο ίδιος. Έχω, ωστόσο, πάρει την απόφαση να
προσπαθήσω να γεμίσω τα κενά των δικών μου βιωμάτων,
προκειμένου να καταγράψω την ιστορία της Τζένι. Για καλή
μου τύχη, θα με βοηθήσουν οι μαρτυρίες του Ηρακλή
Πουαρό, και δεν υπάρχει πιο αξιόπιστος μάρτυρας.

Γράφω την ιστορία αυτή προσβλέποντας μονάχα στο


προσωπικό μου όφελος. Όταν η καταγραφή ολοκληρωθεί,
θα τη διαβάσω και θα την ξαναδιαβάσω, ώσπου να μπορώ
να περιδιαβαίνω τις λέξεις με το βλέμμα, δίχως να μου
προκαλούν την ταραχή που αισθάνομαι τώρα –καθώς τις
γράφω–, ώσπου το «Πώς είναι δυνατόν να συνέβη κάτι
τέτοιο;» να δώσει τη θέση του στο «Ναι, αυτό συνέβη».

Κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτώ και κάτι καλύτερο από


τον τίτλο Η ιστορία της Τζένι, που δεν λέει και πολλά.

Πρωτογνώρισα τον Ηρακλή Πουαρό ενάμιση μήνα πριν


από το βράδυ εκείνης της Πέμπτης που περιέγραψα, όταν
νοίκιασε ένα δωμάτιο σε μια πανσιόν του Λονδίνου, που
ανήκει στην κυρία Μπλανς Άνσγουορθ. Πρόκειται για μια
ευρύχωρη, σχολαστικά καθαρή μονοκατοικία, με μάλλον
βλοσυρή όψη απέξω· ενώ η διακόσμηση από μέσα δεν θα
μπορούσε να είναι πιο γυναικεία, παντού βολάν και κρόσσια
και δαντέλες. Καμιά φορά φοβάμαι μήπως ένα πρωί, που θα
φύγω για τη δουλειά, διαπιστώσω ότι ο βιολετί φραμπαλάς
από κάποιο έπιπλο του καθιστικού έχει κολλήσει στον
αγκώνα ή στο παπούτσι μου.
Σε αντίθεση μ’ εμένα, ο Πουαρό δεν είναι μόνιμος στο
σπίτι, αλλά προσωρινός επισκέπτης. «Θα απολαύσω
τουλάχιστον ένα μήνα ξεκούραστης απραξίας», μου είπε το
πρώτο βράδυ που εμφανίστηκε. Το είπε αποφασιστικά, σαν
να φανταζόταν ότι μπορεί να προσπαθούσα να τον εμποδίσω.
«Το μυαλό μου παραφορτώνεται», μου εξήγησε. «Η βουή
όλων αυτών των σκέψεων... Πιστεύω πως εδώ θα
χαλαρώσω».

Τον ρώτησα πού ζούσε, περιμένοντας να μου απαντήσει


«στη Γαλλία»· όπως έμαθα λίγο αργότερα είναι Βέλγος, όχι
Γάλλος. Απαντώντας στην ερώτησή μου, πλησίασε το
παράθυρο, τράβηξε τη δαντελένια κουρτίνα στο πλάι και μου
έδειξε ένα μεγάλο, καλαίσθητο κτίριο σε απόσταση
τριακοσίων μέτρων το πολύ.

«Εκεί μένετε;» τον ρώτησα νομίζοντας ότι αστειευόταν.

«Oui. Δεν μ’ αρέσει να απομακρύνομαι πολύ απ’ το σπίτι»,


μου εξήγησε ο Πουαρό. «Με ικανοποιεί πολύ που το βλέπω
από δω – υπέροχη η όψη του!» Κοίταξε την έπαυλη με
περηφάνια. Για μερικές στιγμές αναρωτήθηκα αν είχε ξεχάσει
ότι βρισκόμουν εκεί. Έπειτα είπε: «Τα ταξίδια είναι θαυμάσια.
Σου διεγείρουν το πνεύμα, αλλά δεν σε ξεκουράζουν.
Ωστόσο, αν δεν απομακρυνθώ, δεν υπάρχει περίπτωση να
κάνει διακοπές το μυαλό του Πουαρό! Κάποια ενόχληση θα
προκύψει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Είναι υπερβολικά
εύκολο να σε βρουν όταν είσαι στο σπίτι σου. Ένας φίλος ή κι
ένας άγνωστος μπορεί να εμφανιστεί με κάποιο ζήτημα
ύψιστης σημασίας, όπως πάντα –κάθε φορά είναι μέγιστη η
σημασία!–, κι έτσι τα μικρά κύτταρα της φαιάς ουσίας θα
είναι πάλι απασχολημένα και αναγκασμένα να ξοδέψουν την
ενέργειά τους. Οπότε ο Πουαρό διατυμπανίζει πως φεύγει από
το Λονδίνο για ένα διάστημα, ενώ ξεκουράζεται σ’ ένα οικείο
περιβάλλον, προφυλαγμένος από οποιαδήποτε ενόχληση».

Όσο μιλούσε, έγνεφα καταφατικά, σαν να ήταν απόλυτα


λογικά όσα έλεγε, και αναρωτιόμουν αν οι άνθρωποι γίνονται
ολοένα και πιο παράξενοι όσο μεγαλώνουν.

Η κυρία Άνσγουορθ δεν σερβίρει ποτέ δείπνο την Πέμπτη –


το βράδυ εκείνο επισκέπτεται την αδελφή του μακαρίτη του
άντρα της– κι έτσι ο Πουαρό έτυχε ν’ ανακαλύψει το καφέ
Πλέζαντ. Μου είπε ότι δεν μπορεί να ρισκάρει να θεαθεί σε
οποιοδήποτε από τα συνηθισμένα του στέκια, την περίοδο
που υποτίθεται πως λείπει, και με ρώτησε αν έχω να του
συστήσω «κάποιο μέρος όπου θα πήγαινε ένας άνθρωπος
σαν εσένα, mon ami, αλλά να είναι έξοχο και το φαγητό».
Του μίλησα για το Πλέζαντ: Στριμωγμένο, λίγο εκκεντρικό,
αλλά οι περισσότεροι απ’ όσους δοκίμαζαν την κουζίνα του
επέστρεφαν ξανά και ξανά.
Το βράδυ της συγκεκριμένης Πέμπτης –που ο Πουαρό
συνάντησε την Τζένι– γύρισε στο σπίτι στις δέκα και δέκα,
πολύ πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Βρισκόμουν στο καθιστικό,
κοντά στη φωτιά, αλλά δεν κατάφερνα να ζεσταθώ. Ελάχιστα
λεπτά αφότου άκουσα την εξώπορτα ν’ ανοίγει και να κλείνει,
άκουσα την Μπλανς Άνσγουορθ να ψιθυρίζει κάτι στον
Πουαρό – πρέπει να τον περίμενε στο χολ.

Δεν άκουγα τι του έλεγε, αλλά μπορούσα να μαντέψω:


Ανησυχούσε και ο λόγος της ανησυχίας της ήμουν εγώ. Είχε
επιστρέψει από το σπίτι της κουνιάδας της στις εννιάμισι, με
τη βεβαιότητα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ εμένα. Είχα τα
χάλια μου, λες και είχα μείνει μέρες «άυπνος και νηστικός» –
αυτά ακριβώς τα λόγια χρησιμοποίησε. Παρεμπιπτόντως, δεν
είμαι βέβαιος με τι ακριβώς μοιάζει κάποιος που έχει μείνει
νηστικός. Εκείνη τη μέρα, την ώρα του πρωινού, ενδεχομένως
της είχα φανεί πιο αδύνατος.

Στο τραπέζι, λοιπόν, με είχε επιθεωρήσει από διάφορες


οπτικές γωνίες και μου είχε προτείνει οτιδήποτε θα μπορούσε
να με συνεφέρει, αρχίζοντας από τα προφανή γιατροσόφια
που ενδείκνυνται σε τέτοιες περιπτώσεις – φαγητό, αφέψημα
κι ένα ευήκοον ους. Όταν απέρριψα και τα τρία όσο πιο
ευγενικά μπορούσα, προχώρησε σε εξωφρενικές προτάσεις:
Αρχικά, ένα μαξιλάρι παραγεμισμένο με βότανα. Έπειτα, ένα
σκούρο μπλε μπουκάλι, το οποίο είχε μέσα κάτι άκρως
ιαματικό, αν και βρομοκοπούσε, κι έπρεπε να το βάζεις στο
νερό όταν κάνεις μπάνιο.

Την ευχαρίστησα, αλλά αρνήθηκα και πάλι. Το βλέμμα της


περιπλανήθηκε με φούρια απ’ άκρη σ’ άκρη του καθιστικού,
ψάχνοντας να με φορτώσει με οποιοδήποτε απίθανο
αντικείμενο θα μπορούσε να λύσει όλα μου τα προβλήματα.

Τώρα, κατά πάσα πιθανότητα, ψιθύριζε στον Πουαρό ότι


πρέπει να επιμείνει, ωσότου δεχτώ το βρομερό υγρό στο μπλε
μπουκάλι ή το μαξιλάρι με τα βότανα.

Συνήθως ο Πουαρό, γύρω στις εννιά τα βράδια της


Πέμπτης, επιστρέφει από το καφέ Πλέζαντ και αράζει στο
καθιστικό για να διαβάσει. Είχα γυρίσει από το ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ στις εννιά και τέταρτο, αποφασισμένος να μη
σκεφτώ τίποτα απ’ όσα είχα αντιμετωπίσει εκεί, και
περιμένοντας πώς και πώς να βρω τον Πουαρό καθισμένο
στην αγαπημένη του πολυθρόνα, ώστε να μπορέσουμε ν’
ανταλλάξουμε διασκεδαστικές ασημαντότητες, όπως κάναμε
συχνά.

Όμως δεν ήταν εκεί. Η απουσία του μ’ έκανε να νιώσω


αλλόκοτα αποκομμένος απ’ όλα, λες και είχα χάσει τη γη
κάτω από τα πόδια μου. Ο Πουαρό είναι άνθρωπος της
συνήθειας, που δεν του αρέσει να αποκλίνει απ’ τη ρουτίνα
του. «Η αμετάβλητη καθημερινή ρουτίνα είναι αυτή που
εγγυάται ένα ξεκούραστο μυαλό», μου είχε πει κάμποσες
φορές. Ωστόσο είχε αργήσει ένα τέταρτο γεμάτο.

Όταν άκουσα την εξώπορτα ν’ ανοίγει στις εννιάμισι,


ήλπιζα πως ήταν αυτός, αλλά ήταν η Μπλανς Άνσγουορθ.
Μετά βίας συγκρατήθηκα να μη βαριαναστενάξω. Όταν σε
προβληματίζει ο εαυτός σου, το τελευταίο που θέλεις είναι η
συντροφιά κάποιου που η αγαπημένη του ασχολία είναι το
«πολύ κακό για το τίποτα».

Φοβόμουν μήπως δεν καταφέρω να πείσω τον εαυτό μου


να ξαναπάει στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ την επομένη,
παρόλο που ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω. Αυτό ακριβώς
προσπαθούσα να μη σκέφτομαι.

Και τώρα, συλλογίστηκα, που ο Πουαρό γύρισε επιτέλους,


θ’ ανησυχεί κι αυτός για μένα, διότι η Μπλανς Άνσγουορθ του
είπε ότι οφείλει ν’ ανησυχεί. Αποφάσισα ότι θα ήταν
καλύτερα αν έμενα τελείως μόνος μου. Εφόσον δεν υπήρχε η
δυνατότητα να κουβεντιάσω για κάτι ανάλαφρο και
διασκεδαστικό, προτιμούσα να μη μιλήσω καθόλου και με
κανέναν.

Ο Πουαρό μπήκε στο καθιστικό, φορώντας ακόμα το


παλτό και το καπέλο του, κι έκλεισε την πόρτα στο κατόπι
του. Περίμενα να δεχτώ ομοβροντία ερωτήσεων, μα εκείνος
είπε με αφηρημένο ύφος:

«Πέρασε η ώρα. Έχω φάει τους δρόμους ψάχνοντας πάνω


κάτω και το μόνο που κατάφερα είναι ν’ αργήσω».

Ήταν σαφέστατα ανήσυχος, αλλά όχι για μένα, ούτε τον


απασχολούσε αν είχα φάει ή αν σκόπευα να φάω. Η
ανακούφισή μου ήταν τεράστια.

«Ψάχνοντας;» ρώτησα.

«Oui. Για μια γυναίκα, την Τζένι, που ελπίζω ειλικρινά να


είναι ακόμα ζωντανή και να μη δολοφονήθηκε».

«Να μη δολοφονήθηκε;» Είχα και πάλι την αίσθηση ότι


έχανα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Ήξερα ότι ο Πουαρό
ήταν διάσημος ντετέκτιβ. Μου είχε μιλήσει για ορισμένες
υποθέσεις που είχε λύσει. Υποτίθεται όμως ότι ήθελε να
αποστασιοποιηθεί απ’ όλα αυτά, οπότε δεν με καθησύχαζε
ιδιαίτερα το άκουσμα της συγκεκριμένης λέξης, τη δεδομένη
χρονική στιγμή και με τέτοιο δυσοίωνο τόνο.

«Πώς είναι εμφανισιακά αυτή η Τζένι;» ρώτησα.


«Μπορείτε να μου την περιγράψετε; Ίσως την έχω δει. Ιδίως
αν δολοφονήθηκε. Είδα δύο δολοφονημένες γυναίκες απόψε
–για να ακριβολογώ, και έναν άντρα–, οπότε μπορεί να είστε
τυχερός. Ο άντρας δεν έμοιαζε πιθανό να λέγεται Τζένι, αλλά
κάποια από τις δύο γυναίκες–»

«Μισό λεπτό, attendez, mon ami», διέκοψε το


απελπισμένο παραμιλητό μου η ήρεμη φωνή του Πουαρό.
Έβγαλε το καπέλο του κι άρχισε να ξεκουμπώνει το παλτό
του. «Ώστε η μαντάμ Μπλανς έχει δίκιο – κάτι σας βασανίζει;
Α, μα πώς είναι δυνατόν να μου διέφυγε; Είστε χλωμός. Οι
σκέψεις μου ήταν αλλού. Πάντα τρέχουν αλλού, όταν βλέπω
τη μαντάμ Μπλανς να πλησιάζει! Αλλά, σας παρακαλώ,
πείτε στον Πουαρό εδώ και τώρα – τι συμβαίνει;»

«Συνέβησαν τρεις φόνοι, αυτό είναι το θέμα», είπα. «Και οι


τρεις αλλιώτικοι απ’ οτιδήποτε έχω δει στο παρελθόν. Δύο
γυναίκες κι ένας άντρας. Ο καθένας σε διαφορετικό
δωμάτιο».

Βέβαια, είχα βρεθεί αντιμέτωπος με βίαιους θανάτους


πολλές φορές ως τώρα –δούλευα στη Σκότλαντ Γιαρντ
σχεδόν δυο χρόνια, και ως αστυνόμος τα τελευταία πέντε–,
αλλά στους περισσότερους φόνους ήταν προφανές το
στοιχείο της απώλειας ελέγχου: Κάποιος είχε επιτεθεί στο
θύμα σε μια έκρηξη οργής ή γιατί είχε πιει λιγάκι παραπάνω κι
ήταν λιώμα. Η υπόθεση στο Μπλόξχαμ ήταν πολύ
διαφορετική. Όποιος σκότωσε τρεις φορές στο συγκεκριμένο
ξενοδοχείο είχε προσχεδιάσει τα εγκλήματά του – ίσως και
πριν από μήνες. Ο χώρος κάθε δολοφονίας ήταν ένα έργο
μακάβριας τέχνης, μ’ ένα κρυμμένο νόημα που δεν μπόρεσα
να αποκρυπτογραφήσω. Με τρομοκράτησε η σκέψη ότι αυτή
τη φορά δεν βρισκόμουν αντιμέτωπος μ’ ένα χαοτικά
σκεπτόμενο καθίκι, σαν αυτά που γνωρίζω καλά· αλλά,
ενδεχομένως, μ’ έναν ψυχρό, σχολαστικό νου που δεν θα
επέτρεπε σε κανέναν να τον νικήσει.

Πιθανότατα με είχε πάρει υπερβολικά από κάτω η


υπόθεση, αλλά δεν μπορούσα να απαλλαγώ από αυτό το
αίσθημα απαισιοδοξίας. Τρία πτώματα που είχαν τόσα κοινά
στοιχεία το ’να με τ’ άλλο – και μόνο που τα σκεφτόμουν
ανατρίχιαζα. Έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να
καταληφθώ από φοβία· καλύτερα να χειριστώ την υπόθεση
όπως όλες τις άλλες, όσο διαφορετική κι αν φαινόταν εκ
πρώτης όψεως.

«Ο καθένας από αυτούς τους τρεις φόνους έγινε σε


διαφορετικό δωμάτιο του ίδιου σπιτιού;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Όχι σε σπίτι, στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Ψηλά, προς την


Πικαντίλι. Δεν φαντάζομαι να το γνωρίζετε;»

«Non».
«Κι εγώ δεν το είχα επισκεφθεί μέχρι απόψε. Δεν είναι
μέρος από αυτά που συχνάζει κάποιος σαν εμένα. Σωστό
παλάτι».

Ο Πουαρό καθόταν στην πολυθρόνα αγέρωχος. «Τρεις


φόνοι, στο ίδιο ξενοδοχείο και ο καθένας σε διαφορετικό
δωμάτιο;» ρώτησε.

«Ναι, και όλοι διαπράχθηκαν λίγο νωρίτερα απόψε, σε


μικρή χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλο».

«Απόψε; Κι εσείς ωστόσο είστε εδώ. Πώς και δεν


βρίσκεστε στο ξενοδοχείο; Συνελήφθη ήδη ο δολοφόνος;»

«Πού τέτοια τύχη! Όχι, απλώς...» Σταμάτησα και καθάρισα


το λαιμό μου. Η αναφορά των στοιχείων της υπόθεσης ήταν
σχετικά απλή, αλλά δεν είχα καμία όρεξη να εξηγήσω στον
Πουαρό πόσο είχε επηρεαστεί η διάθεσή μου απ’ όσα είχα δει,
ούτε να του πω ότι η παραμονή μου στο Μπλόξχαμ δεν είχε
ξεπεράσει τα πέντε λεπτά, όταν υπέκυψα στην ακαταμάχητη
παρόρμηση να φύγω.

Έτσι ξαπλωμένοι που ήταν και οι τρεις, ανάσκελα κι όλο


επισημότητα, με τα χέρια στο πλάι, τις παλάμες ν’ αγγίζουν το
πάτωμα, τα πόδια ενωμένα...
Η τοποθέτηση των νεκρών. Η φράση είχε παραβιάσει τις
θύρες του μυαλού μου, συνοδευόμενη από την εικόνα ενός
σκοτεινού δωματίου πριν από πολλά πολλά χρόνια· ενός
δωματίου στο οποίο είχα αναγκαστεί να μπω, παιδί ακόμα,
και από τότε αρνιόμουν να επανέλθω σ’ αυτή την ανάμνηση.
Είχα την πρόθεση μάλιστα να επιμείνω στην άρνησή μου για
το υπόλοιπο της ζωής μου.

Άψυχα χέρια, με τις παλάμες γυρισμένες προς τα κάτω.

«Έντουαρντ, κράτα το χέρι του».

«Μην ανησυχείτε, το μέρος απόψε είναι γεμάτο


αστυνομικούς», είπα βιαστικά και μεγαλόφωνα, για να διώξω
την απρόσκλητη εικόνα από τη μνήμη μου. «Μπορώ να
ξαναπάω αύριο το πρωί». Βλέποντας ότι ο Πουαρό περίμενε
μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση, προσέθεσα: «Έπρεπε να
ξεθολώσει λίγο το μυαλό μου. Ειλικρινά, δεν έχω αντικρίσει
στη ζωή μου πιο παράξενη υπόθεση από αυτές τις τρεις
δολοφονίες».

«Τι τις έκανε παράξενες;»

«Κάθε θύμα είχε κι από κάτι στο στόμα του – το ίδιο


πράγμα».
«Non». Ο Πουαρό μού κούνησε το δάχτυλο. «Mon ami,
αυτό που λέτε είναι αδύνατον. Το ίδιο πράγμα δεν μπορεί να
βρίσκεται μέσα σε τρία διαφορετικά στόματα την ίδια
στιγμή».

«Τρία ξεχωριστά πράγματα, πανομοιότυπα μεταξύ τους»,


διευκρίνισα. «Τρία μανικετόκουμπα, από ατόφιο χρυσάφι εκ
πρώτης όψεως. Με χαραγμένο το ίδιο μονόγραμμα, τρία
αρχικά: Π.Α.Τ.

»Πουαρό; Όλα καλά; Μου φαίνεστε λίγο–»

«Mon Dieu!» Είχε σηκωθεί και είχε αρχίσει να


πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο. «Δεν καταλαβαίνετε τι
σημαίνει αυτό, mon ami. Όχι, δεν μπορείτε να το καταλάβετε,
διότι δεν ακούσατε την ιστορία της συνάντησής μου με τη
δεσποινίδα Τζένι. Πρέπει να σας πω εν τάχει τι συνέβη για να
καταλάβετε».

Το νόημα της φράσης «λέω μια ιστορία εν τάχει» είναι


τελείως διαφορετικό για τον Πουαρό απ’ ό,τι για τους
περισσότερους ανθρώπους. Κάθε λεπτομέρεια έχει γι’ αυτόν
την ίδια σημασία, είτε πρόκειται για μια πυρκαγιά στην οποία
έχασαν τη ζωή τους τριακόσια άτομα είτε για το λακκάκι στο
πιγούνι ενός παιδιού. Δεν πείθεται ποτέ και με τίποτα να
επισπεύσει, για να φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης· οπότε
έγειρα στην πολυθρόνα μου και τον άφησα να μου ιστορήσει
τη συνάντηση με τον δικό του τρόπο.

Τη στιγμή που τελείωσε τη διήγησή του, ένιωθα λες και


γνώριζα τα πάντα από πρώτο χέρι – πιο διεξοδικά, μάλιστα,
απ’ ό,τι σε πολλές σκηνές στις οποίες έχω συμμετάσχει.

«Τι απίθανη συνάντηση», σχολίασα. «Και μάλιστα το ίδιο


βράδυ με τους τρεις φόνους στο Μπλόξχαμ. Τρομερή
σύμπτωση!»

Ο Πουαρό αναστέναξε. «Δεν νομίζω ότι πρόκειται για


σύμπτωση, καλέ μου φίλε. Μπορεί κανείς να δεχτεί ότι
συμπτώσεις συμβαίνουν πότε πότε, αλλά εδώ υπάρχει
ξεκάθαρη σύνδεση μεταξύ τους».

«Εννοείτε αφενός τους φόνους και αφετέρου το φόβο μιας


δολοφονίας;»

«Non. Αυτή είναι μία σύνδεση, όντως· αλλά αναφέρομαι


σε κάτι τελείως διαφορετικό». Ο Πουαρό σταμάτησε να
στριφογυρίζει στο καθιστικό και με κοίταξε κατά πρόσωπο.
«Είπατε ότι στο στόμα των τριών θυμάτων σας βρέθηκε από
ένα χρυσό μανικετόκουμπο με χαραγμένο το μονόγραμμα
Π.Α.Τ.;»
«Ακριβώς».

«Η δεσποινίς Τζένι μού το είπε ξεκάθαρα: “Θέλω να μου


υποσχεθείτε ότι, αν με βρουν νεκρή, θα πείτε στο φίλο σας
τον αστυνόμο να μην αναζητήσει το δολοφόνο μου. Σας
παρακαλώ, δεν πρέπει ν’ ανοίξει κανένα στόμα! Το έγκλημα
αυτό δεν πρέπει να διαλευκανθεί ποτέ”. Τι πιστεύετε ότι
εννοούσε λέγοντας “Παρακαλώ μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει
κανένα στόμα”;»

Αστειευόταν; Σαφώς όχι. «Βασικά», είπα, «είναι προφανές


– έτσι δεν είναι; Φοβόταν ότι θα δολοφονηθεί, δεν ήθελε να
τιμωρηθεί ο δολοφόνος της και ήλπιζε ότι κανένας δεν θα
πει κάτι που θα στρέψει τις υποψίες εναντίον του. Πιστεύει ότι
μόνο αυτή αξίζει να τιμωρηθεί».

«Επιλέγετε το νόημα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται


πιθανό», είπε ο Πουαρό. Ακουγόταν απογοητευμένος μαζί
μου. «Αναρωτηθείτε κατά πόσο υπάρχει κι άλλο ενδεχόμενο
νόημα σ’ αυτές τις λέξεις: “Παρακαλώ μην επιτρέψετε ν’
ανοίξει κανένα στόμα”. Επίσης σκεφτείτε τα τρία χρυσά
μανικετόκουμπά σας».

«Δεν είναι δικά μου», είπα με έμφαση, θέλοντας εκείνη τη


στιγμή να απωθήσω την όλη υπόθεση όσο το δυνατόν πιο
μακριά από τον εαυτό μου. «Σύμφωνοι, καταλαβαίνω πού το
πάτε, αλλά–»

«Τι καταλαβαίνετε; Πού το πάω;»

«Βασικά να... η φράση “Παρακαλώ μην επιτρέψετε ν’


ανοίξει κανένα στόμα” θα μπορούσε, έστω κι αν είναι λίγο
τραβηγμένο, να σημαίνει “Ας μην ανοίξει κανένας το στόμα
του για τους τρεις δολοφονηθέντες στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ”». Ένιωθα τελείως ηλίθιος που είχα ξεστομίσει
την εξωφρενική αυτή θεωρία.

«Ακριβώς! “Παρακαλώ μην επιτρέψετε σε κανέναν ν’


ανοίξει τα στόματα και να βρει τα χρυσά μανικετόκουμπα με
το μονόγραμμα Π.Α.Τ.”. Γιατί αποκλείεται να σημαίνουν
αυτό τα λόγια της Τζένι; Δηλαδή ότι ήξερε για τους τρεις
φόνους στο ξενοδοχείο κι ακόμη ήξερε πως ο δολοφόνος
τους σκόπευε να σκοτώσει και την ίδια;»

Δίχως να περιμένει την απάντησή μου, ο Πουαρό συνέχισε


το φανταστικό του σενάριο. «Και, ως προς τα αρχικά Π.Α.Τ.,
το άτομο με αυτά τα αρχικά είναι κομβικής σημασίας στην
ιστορία – n’est-ce pas; Η Τζένι το ξέρει· επίσης ξέρει ότι, αν
βρείτε τα τρία αυτά αρχικά, θα είστε καθ’ οδόν προς την
αποκάλυψη του δολοφόνου, και θέλει να σας αποτρέψει.
Οπότε πρέπει να τον συλλάβετε, πριν να είναι αργά για την
Τζένι, ειδάλλως ο Ηρακλής Πουαρό ποτέ δεν θα συγχωρήσει
τον εαυτό του!»

Τα λόγια του με προβλημάτισαν. Ένιωθα την πιεστική


ανάγκη να βρω ποιος ήταν ο δολοφόνος· επιπλέον δεν
ήθελα να είμαι υπεύθυνος και για το ενδεχόμενο να θεωρήσει
ο Πουαρό ασυγχώρητο τον εαυτό του. Στ’ αλήθεια άραγε,
έτσι όπως με κοίταζε, αντίκριζε κάποιο άνθρωπο ικανό να
συλλάβει ένα δολοφόνο με τέτοιο μυαλό – ένα μυαλό που
αποφάσισε να τοποθετήσει από ένα μανικετόκουμπο με
μονόγραμμα στο στόμα των νεκρών; Εγώ υπήρξα ανέκαθεν
ένας ευθύς άνθρωπος, που εκθέτει με σαφήνεια τις σκέψεις
του, και δούλευα καλύτερα όταν τα πράγματα ήταν εξίσου
σαφή.

«Νομίζω ότι πρέπει να επιστρέψετε στο ξενοδοχείο», είπε ο


Πουαρό. Εννοούσε εδώ και τώρα.

Στην ανάμνηση των τριών εκείνων δωματίων, ένα ρίγος με


διαπέρασε. «Θα πάω αύριο πρωί πρωί», είπα αποφεύγοντας
επιμελώς τα μάτια του που γυάλιζαν. «Και σας λέω από τώρα
ότι δεν σκοπεύω να εκτεθώ αναφέροντας αυτή την Τζένι. Το
μόνο που θα κατάφερνα είναι να κάνω την κατάσταση ακόμη
πιο περίπλοκη. Έχετε αποδώσει ένα συγκεκριμένο νόημα σε
όσα σας είπε, κι εγώ ένα άλλο. Το δικό σας είναι πιο
ενδιαφέρον, αλλά το δικό μου έχει εικοσαπλάσιες
πιθανότητες να είναι σωστό».
«Κι όμως δεν είναι», ήρθε μονομιάς η αντίρρηση.

«Τότε απλώς διαφωνούμε», είπα με πυγμή. «Κι αν


ρωτούσαμε εκατό ανθρώπους, θα συμφωνούσαν όλοι μαζί
μου κι όχι μαζί σας, όπως υποψιάζομαι».

«Κι εγώ το ίδιο υποψιάζομαι», είπε στενάζοντας ο Πουαρό.


«Επιτρέψτε μου να σας μεταπείσω αν μπορώ. Λίγο πιο πριν,
αναφορικά με τους φόνους στο ξενοδοχείο, μου είπατε “Κάθε
θύμα είχε κι από κάτι στο στόμα του” – σωστά;»

Συμφώνησα, αυτό είχα πει.

«Δεν μιλήσατε για “τα στόματα των θυμάτων”, διότι κάθε


άνθρωπος έχει ένα στόμα και εσείς, ως μορφωμένος
άνθρωπος, γνωρίζετε πότε θα χρησιμοποιήσετε τον ενικό ή
τον πληθυντικό. Η μαντμουαζέλ Τζένι είναι καμαριέρα, αλλά
μιλάει σαν μορφωμένος άνθρωπος και χρησιμοποιεί το
αντίστοιχο λεξιλόγιο. Χρησιμοποίησε τη λέξη
“αναπόφευκτος” αναφερόμενη στο θάνατό της, στο φόνο
της. Κι έπειτα μου είπε: “Ουδείς μπορεί να βοηθήσει· και αν
ακόμη είχε αυτή τη δυνατότητα, δεν θα μου άξιζε”. Πρόκειται
για μια γυναίκα που χρησιμοποιεί ορθά την αγγλική. Ως εκ
τούτου, mon ami...» ο Πουαρό είχε σηκωθεί και πάλι, «ως εκ
τούτου, αν έχετε δίκιο και αν η Τζένι εννοούσε ότι δεν πρέπει
κανένας να δώσει πληροφορίες στην αστυνομία, θα είχε πει:
“Μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει κανένας το στόμα του”».

Τον κοιτούσα μ’ έναν πόνο στο σβέρκο· ήμουν τόσο


σαστισμένος και κουρασμένος που δεν μπορούσα να
απαντήσω. Ο ίδιος δεν μου είχε πει ότι η Τζένι ήταν
πανικόβλητη; Σύμφωνα με τη δική μου πείρα, όταν κάποιος
είναι πανικόβλητος δεν κάθεται να ψειρίσει τους κανόνες της
γραμματικής.

Θεωρούσα ανέκαθεν ότι ο Πουαρό είναι ένας από τους πιο


οξυδερκείς ανθρώπους του κόσμου, αλλά ίσως έκανα λάθος.
Εφόσον είχε την τάση να ξεστομίζει τέτοιες ανοησίες, δεν
ήταν να απορείς που έκρινε ότι είχε έρθει η ώρα να υποβάλει
το μυαλό του σε κούρα ανάπαυσης.

«Φυσικά, τώρα θα μου πείτε ότι η Τζένι ήταν ταραγμένη,


επομένως δεν πρόσεχε τα λόγια της», εξακολούθησε ο
Πουαρό. «Ωστόσο, αν εσείς έχετε δίκιο, απέκλινε από τον
δόκιμο λόγο μόνο σε μία περίσταση· αντίθετα, αν έχω δίκιο
εγώ, η Τζένι δεν είπε απολύτως τίποτα που θα μπορούσε να
θεωρηθεί γραμματικό σφάλμα!»

Χτύπησε τα χέρια του τόσο εμφανώς ικανοποιημένος με τη


δήλωσή του, που ένιωσα την ανάγκη να πω κάπως απότομα:
«Θαυμάσια, Πουαρό. Ένας άντρας και δύο γυναίκες
δολοφονήθηκαν, και είναι δουλειά μου να βρω το
δολοφόνο, αλλά εγώ είμαι περιχαρής που κάποια Τζένι,
όποια κι αν είναι, δεν απέκλινε από τους κανόνες της
αγγλικής γλώσσας».

«Και ο Πουαρό είναι περιχαρής», είπε ο φίλος μου, που


δύσκολα έχανε το κουράγιο του, «διότι σημείωσε μια μικρή
πρόοδο, έκανε μια μικρή ανακάλυψη». Το χαμόγελό του
έσβησε και η έκφρασή του σοβάρεψε. «Non. Η μαντμουαζέλ
Τζένι δεν έκανε λάθος. Το νόημα της φράσης ήταν
“Παρακαλώ, μην επιτρέψετε σε κανέναν ν’ ανοίξει το στόμα
των τριών δολοφονηθέντων”, και όχι “το στόμα κάποιων
ζωντανών ανθρώπων”».

«Αφού επιμένετε», ψέλλισα.

«Αύριο, μετά το πρωινό, θα ξαναπάτε στο ξενοδοχείο


Μπλόξχαμ», είπε ο Πουαρό. «Θα σας συναντήσω εκεί
αργότερα, αφού πρώτα ψάξω να βρω την Τζένι».

«Εσείς;» είπα με μια κάποια ενόχληση. Το μυαλό μου ήταν


γεμάτο λέξεις διαμαρτυρίας, οι οποίες όμως ήξερα ότι δεν θα
έφταναν ποτέ στ’ αυτιά του Πουαρό. Ακόμη κι αν ήταν
διάσημος ντετέκτιβ, οι απόψεις του σχετικά με την υπόθεση
ήταν μέχρι στιγμής –για να ’μαι ειλικρινής– γελοίες. Εφόσον
όμως μου προσέφερε τη συντροφιά του, δεν μπορούσα να την
απορρίψω. Ο ίδιος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση κι εγώ καμία
απολύτως – αυτή ήταν η διαφορά μας στην τελική. Ένιωθα
ήδη ότι το ενδιαφέρον του με είχε εμψυχώσει.

«Oui», είπε. «Τρεις φόνοι διαπράχθηκαν, που μοιράζονται


ένα εξόχως ασυνήθιστο χαρακτηριστικό: το μανικετόκουμπο
με το μονόγραμμα που βρέθηκε στο στόμα κάθε θύματος.
Εννοείται ότι θα έρθω στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ».

«Μα δεν υποτίθεται ότι εσείς αποφεύγετε οποιαδήποτε


πνευματική διέγερση, για να ξεκουράσετε τον εγκέφαλό σας;»
ρώτησα.

«Oui. Ακριβώς». Ο Πουαρό με αγριοκοίταξε. «Καθόλου


δεν με ξεκουράζει να κάθομαι σ’ αυτή την πολυθρόνα όλη
μέρα και να σκέφτομαι εσάς που παραλείπετε να αναφέρετε
σε οποιονδήποτε τη συνάντησή μου με τη μαντμουαζέλ Τζένι
– μια λεπτομέρεια ύψιστης σημασίας! Επίσης καθόλου δεν με
ξεκουράζει να σκέφτομαι την Τζένι να τριγυρίζει στο Λονδίνο,
δίνοντας στο δολοφόνο αλλεπάλληλες ευκαιρίες να τη
σκοτώσει και να βάλει το τέταρτο μανικετόκουμπο στο στόμα
της».

Ο Πουαρό έγειρε προς το μέρος μου. «Πείτε μου, σας


παρακαλώ, αν τουλάχιστον σας προβλημάτισε το γεγονός
ότι τα μανικετόκουμπα είναι πάντα ζευγάρια. Έχετε τρία, στο
στόμα των νεκρών, στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Πού είναι το
τέταρτο, αν όχι στην τσέπη του δολοφόνου, περιμένοντας να
τοποθετηθεί στο στόμα της μαντμουαζέλ Τζένι, μετά το φόνο
της;»

Λυπάμαι που στο σημείο εκείνο γέλασα. «Αγαπητέ


Πουαρό, λέτε ανοησίες. Όντως, τα μανικετόκουμπα
πουλιούνται σε ζεύγη, αλλά στην πραγματικότητα το γεγονός
είναι απλό: Ο δολοφόνος ήθελε να σκοτώσει τρία άτομα,
οπότε χρησιμοποίησε μόνο τρία μανικετόκουμπα. Δεν
μπορείτε να χρησιμοποιείτε τη θεωρία ενός φανταστικού
τέταρτου μανικετόκουμπου για να αποδείξετε οτιδήποτε – και
ειδικά για να συνδέσετε τους φόνους στο ξενοδοχείο μ’ αυτή
την Τζένι».

Το πρόσωπο του Πουαρό είχε πάρει μια πεισματάρικη


έκφραση. «Όταν ένας δολοφόνος αποφασίζει να
χρησιμοποιήσει μανικετόκουμπα κατ’ αυτό τον τρόπο, mon
ami, σε προκαλεί να τα σκεφτείς σε ζευγάρια. Ο δολοφόνος
είναι αυτός που έθεσε το ζήτημα του τέταρτου
μανικετόκουμπου και του τέταρτου θύματος, όχι ο Ηρακλής
Πουαρό».

«Ναι, αλλά τότε... τότε πώς ξέρουμε ότι δεν έχει έξι θύματα
κατά νου ή οκτώ; Ποιος μας διαβεβαιώνει ότι η τσέπη του
δολοφόνου δεν περιέχει πέντε ακόμη μανικετόκουμπα με τα
αρχικά Π.Α.Τ.;»
Έκπληκτος είδα τον Πουαρό γνέφει καταφατικά και τον
άκουσα να λέει: «Ενδιαφέρον».

«Όχι, Πουαρό, δεν είναι ενδιαφέρον», είπα, στα όρια της


απελπισίας. «Είναι μια σκέψη που προκύπτει από το πουθενά.
Μπορεί να σας διασκεδάζει η φαντασία μου, αλλά σας
διαβεβαιώνω ότι δεν ισχύει το ίδιο και για τους ανωτέρους
μου στη Σκότλαντ Γιαρντ».

«Οι ανώτεροί σας απαιτούν από εσάς να εξετάζετε


οποιοδήποτε ενδεχόμενο; Ναι; Ασφαλώς και ναι», απάντησε
μόνος του ο Πουαρό. «Και αυτοί οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι
για τη σύλληψη του δολοφόνου. Και αυτοί, και εσείς. Καλώς.
Ο Ηρακλής Πουαρό πρέπει αύριο να επισκεφθεί το
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - Στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ

Το επόμενο πρωί, στο Μπλόξχαμ, θέλοντας και μη ένιωθα


ταραγμένος, αφού ήξερα ότι ο Πουαρό μπορεί να φτάσει από
στιγμή σε στιγμή και να υποδείξει σ’ εμάς τους απλούς
αστυνόμους πόσο ανόητα προσεγγίζουμε την έρευνα για τους
τρεις φόνους. Ήμουν ο μόνος που ήξερε ότι θα ’ρθει, κι αυτό
με έκανε υπερβολικά νευρικό. Η παρουσία του θα ήταν δική
μου ευθύνη και φοβόμουν μήπως καταβαραθρώσει το ηθικό
των ανδρών του σώματος. Για να είμαι ειλικρινής, φοβόμουν
μήπως αποθαρρύνει κι εμένα τον ίδιο. Στο αισιόδοξο φως
ενός ασυνήθιστα ηλιόλουστου πρωινού του Φλεβάρη και
έπειτα από έναν απρόσμενα ήσυχο ύπνο, δεν μπορούσα να
καταλάβω γιατί δεν του είχα απαγορεύσει ακόμη και να
πλησιάσει το Μπλόξχαμ.

Μάλλον όμως δεν είχε καμία σημασία· και να το είχα


κάνει δεν θα με άκουγε.

Βρισκόμουν στο πολυτελές λόμπι του ξενοδοχείου, όταν


κατέφθασε ο Πουαρό συνομιλώντας με τον κύριο Λούκα
Λατσάρι, το διευθυντή του ξενοδοχείου. Ο Λατσάρι ήταν ένας
προσηνής, συνεργάσιμος και αναπάντεχα ενθουσιώδης
τύπος, με μαύρα σγουρά μαλλιά και μελωδική εκφορά λόγου·
όσο για το μουστάκι του... σε καμία περίπτωση δεν
συγκρινόταν με του Πουαρό. Ο Λατσάρι έμοιαζε
αποφασισμένος να προσφέρει στους συναδέλφους μου και σ’
εμένα την ευκαιρία να απολαύσουμε το χρόνο που θα
περνούσαμε στο Μπλόξχαμ τόσο όσο και οι πελάτες του
ξενοδοχείου – δηλαδή, όσοι δεν κατέληγαν δολοφονημένοι.

Του σύστησα τον Πουαρό, ο οποίος ανταποκρίθηκε μ’ ένα


κοφτό νεύμα. Έμοιαζε σαστισμένος, και σύντομα έμαθα το
λόγο.

«Δεν τη βρήκα την Τζένι», είπε. «Τρεις ώρες την περίμενα


στο καφέ, αλλά δεν ήρθε!»

«Δεν νομίζω ότι περιμένατε τρεις ώρες, Πουαρό», είπα


ξέροντας ότι ήταν επιρρεπής σε υπερβολές.

«Ούτε η μαντμουαζέλ Φι ήταν εκεί. Και οι άλλες


σερβιτόρες δεν ήξεραν το παραμικρό».

«Ατυχία», είπα, αν και τα νέα δεν με εξέπληξαν. Ούτε


στιγμή δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσε η Τζένι να
ξαναπάει στο καφέ κι ένιωθα ένοχος γι’ αυτό. Ίσως έπρεπε να
είχα προσπαθήσει περισσότερο να φέρω τον Πουαρό στα
συγκαλά του, να του εξηγήσω ότι του είχε ξεφύγει και ότι δεν
επρόκειτο να επιστρέψει από τη στιγμή που η ίδια είχε
δηλώσει μετανιωμένη που του εκμυστηρεύτηκε τους φόβους
της. Για ποιο λόγο να γυρίσει την επόμενη κιόλας μέρα και να
του αναθέσει την προστασία της;

«Μάλιστα!» Ο Πουαρό με κοίταξε όλο προσμονή. «Τι


έχουμε εδώ;»

«Μετά χαράς να σας προσφέρω όποια πληροφορία


χρειαστείτε», είπε ο Λατσάρι χαμογελώντας πλατιά, «στη
διάθεσή σας. Μεσιέ Πουαρό, έχετε επισκεφθεί στο παρελθόν
το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ;»

«Non».

«Δεν είναι θαύμα; Σαν ανάκτορο της μπελ επόκ δεν είναι;
Μεγαλοπρεπέστατο! Ελπίζω να παρατηρήσατε και να
θαυμάσατε τα αριστουργήματα της τέχνης που μας
περιβάλλουν!»

«Oui. Είναι σαφώς ανώτερο από την πανσιόν της κυρίας


Μπλανς Άνσγουορθ, αν και η θέα είναι καλύτερη από τα δικά
της παράθυρα», είπε απότομα ο Πουαρό. Η κακοκεφιά του
είχε έρθει για να μείνει.

«Α, η θέα από το σαγηνευτικό ξενοδοχείο μου!» Ο


Λατσάρι χτύπησε τα χέρια από ενθουσιασμό. «Από τα
δωμάτια που βλέπουν στους κήπους του ξενοδοχείου, η θέα
είναι εκθαμβωτική· ενώ από την άλλη πλευρά φαίνεται το
θεσπέσιο Λονδίνο – άλλη μια εξαίσια εικόνα! Αργότερα θα
σας τη δείξω».

«Θα προτιμούσα να μου δείξετε τα τρία δωμάτια στα οποία


έλαβαν χώρα οι φόνοι», του είπε ο Πουαρό.

Αυτό έφερε ένα στιγμιαίο μούδιασμα στο χαμόγελο του


Λατσάρι. «Μεσιέ Πουαρό, να είστε βέβαιος ότι το τρομερό
αυτό έγκλημα –τρεις φόνοι μέσα σ’ ένα βράδυ, δυσκολεύομαι
και να το πιστέψω!– δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ ξανά στο
παγκοσμίου φήμης ξενοδοχείο Μπλόξχαμ».

Ο Πουαρό κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα όλο νόημα. Το


θέμα που μας απασχολούσε δεν ήταν πώς θα αποτραπεί η
επανάληψη του εγκλήματος, αλλά πώς θα αντιμετωπιστεί το
συγκεκριμένο γεγονός.

Αποφάσισα ότι έπρεπε να αναλάβω τα ηνία και να μη


δώσω στον Λατσάρι τη δυνατότητα να μακρηγορήσει κι
άλλο. Το μουστάκι του Πουαρό ήδη έτρεμε από
καταπιεσμένη οργή.

«Τα θύματα είναι η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι και


ο Ρίτσαρντ Νέγκους», είπα στον Πουαρό. «Και οι τρεις
διέμεναν στο ξενοδοχείο, και οι τρεις βρίσκονταν μόνοι στο
δωμάτιό τους».
«Σ’ ένα δωμάτιο οι τρεις τους ή ο καθένας στο δικό του;»
είπε ο Πουαρό, και χαμογέλασε με το καλαμπούρι του.
Απέδωσα την αιφνίδια βελτίωση της διάθεσής του στο
γεγονός ότι ο Λατσάρι είχε σωπάσει. «Δεν είχα πρόθεση να
σας διακόψω, αγαπητέ Κάτσπουλ. Εξακολουθήστε».

«Και τα τρία θύματα έφτασαν στο ξενοδοχείο την Τετάρτη,


μία μέρα πριν από τη δολοφονία τους».

«Αφίχθησαν μαζί;»

«Όχι».

«Σαφώς και όχι», είπε ο Λατσάρι. «Έφτασαν χωριστά,


ένας ένας. Κι έκλεισαν δωμάτιο ένας ένας».

«Και με τον ίδιο τρόπο δολοφονήθηκαν», είπε ο Πουαρό,


που έτυχε να σκέφτεται το ίδιο ακριβώς μ’ εμένα. «Είστε
βέβαιος γι’ αυτό;» ρώτησε τον Λατσάρι.

«Δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο βέβαιος. Έχω τη


διαβεβαίωση του ρεσεψιονίστ, του κυρίου Τζον Γκουντ, του
πιο φερέγγυου ανθρώπου που έχω γνωρίσει ποτέ. Θα τον
γνωρίσετε κι εσείς. Στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ εργάζονται τα
πιο εξαιρετικά άτομα, μεσιέ Πουαρό· κι όταν ένας υπάλληλος
μου λέει κάτι, ξέρω ότι είναι αλήθεια. Άνθρωποι απ’ όλη τη
χώρα κι απ’ όλο τον κόσμο έρχονται με την επιθυμία να
εργαστούν στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Προσλαμβάνω μόνο
τους καλύτερους».

Είναι περίεργο, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο καλά


ήξερα τον Πουαρό μέχρι εκείνη τη στιγμή, που είδα ότι ο
Λατσάρι δεν είχε ιδέα πώς να τον κουμαντάρει. Αν είχε γράψει
«Υποψιαστείτε αυτό τον άνθρωπο για τους φόνους» σε μια
μεγάλη πινακίδα και την είχε κρεμάσει γύρω απ’ το λαιμό του
κυρίου Τζον Γκουντ, δεν θα έστρεφε τόσο την καχυποψία του
Πουαρό στον συγκεκριμένο υπάλληλο. Ο Ηρακλής Πουαρό
όχι μόνο δεν επιτρέπει σε κανέναν να του υπαγορεύσει τι
γνώμη θα σχηματίσει ο ίδιος, αλλά καταλήγει στην αντίθετη
άποψη – τέτοιο πνεύμα αντιλογίας είναι!

«Λοιπόν», είπε, «η σύμπτωση είναι αξιοσημείωτη – δεν


είναι; Και τα τρία θύματα, η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα
Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους, έφτασαν χωριστά και
δεν φάνηκε να τους συνδέει κάτι. Τελικά όμως και οι τρεις δεν
έχουν κοινή μόνο την ημερομηνία θανάτου –χθες, Πέμπτη–,
αλλά και την ημερομηνία της άφιξής τους στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ – προχθές, Τετάρτη».

«Τι αξιοσημείωτο έχει αυτό;» ρώτησα. «Σ’ ένα ξενοδοχείο


αυτού του μεγέθους πολλοί άλλοι ένοικοι πρέπει να έφτασαν
την Τετάρτη. Θέλω να πω, αυτοί που δεν δολοφονήθηκαν».
Τα μάτια του Πουαρό έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από
τις κόγχες τους. Δεν καταλάβαινα τι σοκαριστικό είχα πει,
οπότε προσποιήθηκα ότι δεν πρόσεξα τη δυσφορία του και
συνέχισα να του παραθέτω τα δεδομένα της υπόθεσης.

«Κάθε θύμα βρέθηκε στο κλειδωμένο δωμάτιό του», είπα


νιώθοντας αμηχανία που δεν είχα διευκρινίσει στο δωμάτιό
του ή στο δωμάτιό της. «Ο δολοφόνος κλείδωσε και τις τρεις
πόρτες και κράτησε τα κλειδιά–»

«Μισό λεπτό», με διέκοψε ο Πουαρό. «Εννοείτε ότι τα


κλειδιά δεν βρέθηκαν. Δεν μπορείτε να ξέρετε αν ο
δολοφόνος τα πήρε μαζί του ούτε αν τα έχει αυτή τη στιγμή».

Ανάσανα εκ βαθέων. «Υποψιαζόμαστε ότι ο δολοφόνος


πήρε τα κλειδιά. Έχουμε ψάξει το ξενοδοχείο επιμελώς, και
δεν βρίσκονται ούτε μέσα στα δωμάτια ούτε πουθενά
αλλού».

«Το υποδειγματικό μου προσωπικό έψαξε και επαληθεύει


αυτό το γεγονός», είπε ο Λατσάρι.

Ο Πουαρό ζήτησε να κάνει κι ο ίδιος μια σχολαστική


έρευνα των τριών δωματίων. Ο Λατσάρι δέχτηκε μετά χαράς,
λες κι ο Πουαρό τον είχε προσκαλέσει σε χοροεσπερίδα.
«Ψάξτε όσο θέλετε, αλλά δεν πρόκειται να βρείτε τα τρία
κλειδιά», είπα. «Σας λέω, τα πήρε μαζί του ο δολοφόνος. Δεν
ξέρω τι τα έκανε, πάντως–»

«Ενδεχομένως τα έβαλε στην τσέπη του παλτού του, μαζί


με ένα ή τρία ή πέντε μανικετόκουμπα με μονόγραμμα»,
συμπλήρωσε παγερά ο Πουαρό.

«Α, τώρα αντιλαμβάνομαι γιατί σας περιγράφουν ως τον


πιο αξιόλογο ντετέκτιβ του κόσμου, μεσιέ Πουαρό!»
αναφώνησε ο Λατσάρι, αν και δεν πρέπει να ’χε καταλάβει το
σχόλιο του Πουαρό. «Όλοι λένε ότι έχετε σπινθηροβόλο
μυαλό!»

«Η αιτία θανάτου μοιάζει πολύ με χορήγηση δηλητήριου»,


είπα, μη θέλοντας να υπερθεματίσω ως προς την ευφυΐα του
Πουαρό. «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για υδροκυάνιο, που δρα
πολύ γρήγορα, όταν η ποσότητα είναι επαρκής. Η
ιατροδικαστική εξέταση θα μας πει με βεβαιότητα, αλλά...
είναι σχεδόν σίγουρο ότι ήπιαν δηλητήριο διαλυμένο σε κάτι
άλλο. Στην περίπτωση της Χάριετ Σίπελ και της Άιντα
Γκράνσμπερι, σ’ ένα φλιτζάνι τσάι. Στην περίπτωση του
Ρίτσαρντ Νέγκους, μέσα σ’ ένα ποτήρι τσέρι».

«Πώς το γνωρίζετε αυτό;» ρώτησε ο Πουαρό. «Τα σκεύη


βρίσκονται ακόμα στα δωμάτια;»
«Ναι, και τα φλιτζάνια και το ποτήρι του Νέγκους. Τα
υπολείμματα είναι μόνο μερικές σταγόνες σε κάθε περίπτωση,
αλλά αρκούν για να ξεχωρίσεις αν ήταν τσάι ή καφές.
Στοιχηματίζω ότι θα βρούμε υδροκυάνιο μέσα σ’ αυτές τις
σταγόνες».

«Και ο χρονικός προσδιορισμός του θανάτου;»

«Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, και οι τρεις


δολοφονήθηκαν μεταξύ τέσσερις το απόγευμα και οκτώμισι
το βράδυ. Ευτυχώς στη συνέχεια καταφέραμε να περιορίσουμε
αυτό το χρονικό διάστημα: μεταξύ επτά και τέταρτο και οκτώ
και δέκα».

«Μεγάλη τύχη όντως!» συμφώνησε ο Λατσάρι. «Καθένας


απ’ τους επισκέπτες... ε... τους θανόντες εθεάθη ζωντανός
στις επτά και τέταρτο ακριβώς από τρεις αναντίρρητα
αξιόπιστους εργαζομένους του ξενοδοχείου – οπότε ξέρουμε
πως η μαρτυρία ευσταθεί! Εγώ ο ίδιος βρήκα τους θανόντες –
τι τρομερή τραγωδία!– μεταξύ οκτώ και τέταρτο και οκτώ και
είκοσι».

«Αλλά πρέπει να ήταν ήδη νεκροί από τις οκτώ και δέκα»,
είπα στον Πουαρό. «Τότε βρέθηκε στη ρεσεψιόν το σημείωμα
που ανήγγειλε τους φόνους».
«Μισό λεπτό, παρακαλώ», είπε ο Πουαρό. «Θα φτάσουμε
και στο σημείωμα στην ώρα του. Μεσιέ Λατσάρι, είναι
δυνατόν τα τρία θύματα να εθεάθησαν ζωντανά από
υπαλλήλους του ξενοδοχείου στις επτά και τέταρτο
ακριβώς;»

«Και όμως». Ο Λατσάρι έγνεφε καταφατικά με τόσο


πάθος, που φοβήθηκα ότι θα του ξεκολλήσει το κεφάλι.
«Είναι απολύτως αληθές. Και οι τρεις ζήτησαν να δειπνήσουν
στις επτά και τέταρτο, και οι τρεις παρέλαβαν το δείπνο τους
στην ώρα του ακριβώς. Έτσι λειτουργεί το ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ».

Ο Πουαρό γύρισε προς το μέρος μου. «Πρόκειται για άλλη


μία τεράστια σύμπτωση», είπε. «Η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα
Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους φτάνουν όλοι στο
ξενοδοχείο την ίδια μέρα, μία μέρα προτού δολοφονηθούν.
Έπειτα, τη μέρα της δολοφονίας, παραγγέλνουν και οι τρεις
το δείπνο στο δωμάτιό τους στις επτά και τέταρτο ακριβώς;
Δεν μου φαίνεται και πολύ πιθανό».

«Πουαρό, δεν έχει νόημα να συζητάμε αν είναι πιθανό ένα


γεγονός, κάτι που ξέρουμε ότι συνέβη με αυτό τον τρόπο».

«Εντάξει, αλλά έχει νόημα να βεβαιωθούμε ότι συνέβη με


τον τρόπο που ακούσαμε. Μεσιέ Λατσάρι, αναμφίβολα το
ξενοδοχείο σας διαθέτει τουλάχιστον μία πολύ μεγάλη
αίθουσα. Παρακαλώ, συγκεντρώστε όλους τους
εργαζομένους σε αυτή την αίθουσα, και θα σας μιλήσω όποτε
ευκαιρείτε – εσείς κι εκείνοι. Στο μεταξύ, ο κύριος Κάτσπουλ
κι εγώ θ’ αρχίσουμε να ερευνούμε τα δωμάτια των θυμάτων».

«Ναι, και καλά θα κάνουμε να βιαστούμε, πριν έρθουν για


να μεταφέρουν τα πτώματα», είπα. «Υπό φυσιολογικές
συνθήκες, θα έπρεπε ήδη να τα έχουν απομακρύνει». Δεν
ανέφερα ότι η καθυστέρηση στην προκειμένη περίπτωση
οφειλόταν σε δική μου παράλειψη καθήκοντος. Στη βιασύνη
μου να φύγω από το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ το προηγούμενο
βράδυ, για να σκεφτώ κάτι άλλο –οτιδήποτε άλλο– πιο
ευχάριστο από τους τρεις αυτούς φόνους, είχα παραλείψει να
διευθετήσω το θέμα της διακομιδής.

Ήλπιζα ότι η διάθεση του Πουαρό θα έφτιαχνε λιγάκι, μόλις


ο Λατσάρι μάς άφηνε στην ησυχία μας, αλλά τίποτα δεν
άλλαξε στο βλοσυρό του ύφος. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον
έτσι ήταν πάντα στη δουλειά, κάτι που φαινόταν αστείο, διότι
επρόκειτο για δική μου δουλειά κι όχι για δική του. Επίσης ο
Πουαρό δεν έκανε το παραμικρό για να μου τονώσει το ηθικό.

Περιμένοντας τις περίτεχνες χρυσαφένιες πόρτες του


ασανσέρ ν’ ανοίξουν, ο Πουαρό είπε: «Μπορούμε να
συμφωνήσουμε σ’ ένα πράγμα – ελπίζω. Τα λόγια του μεσιέ
Λατσάρι δεν είναι αξιόπιστα, αναφορικά με τους
εργαζομένους του ξενοδοχείου. Μιλά γι’ αυτούς σαν να είναι
υπεράνω υποψίας – μια αβάσιμη βεβαιότητα, εφόσον
βρίσκονταν εδώ χθες, όταν έγιναν οι φόνοι. Η αφοσίωση του
μεσιέ Λατσάρι είναι αξιέπαινη, αλλά είναι ανόητος αν
πιστεύει ότι στο σύνολό του το προσωπικό του ξενοδοχείου
Μπλόξχαμ απαρτίζεται από αγγέλους».

Κάτι με βασάνιζε, οπότε αποφάσισα να το μοιραστώ:


«Ελπίζω να μη θεωρείτε κι εμένα ανόητο. Αυτό που είπα πριν,
ότι και πολλοί άλλοι πελάτες έφτασαν την Τετάρτη..., ήταν
όντως ανοησία. Όποιος πελάτης ήρθε την Τετάρτη και δεν
δολοφονήθηκε την Πέμπτη είναι άσχετος με την έρευνα –
έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, θεωρείται αξιοσημείωτη
σύμπτωση η άφιξη την ίδια μέρα τριών ή περισσότερων
ατόμων, που εκ πρώτης όψεως δεν συνδέονται μεταξύ τους,
μόνο αν δολοφονηθούν το ίδιο βράδυ».

«Oui». Το χαμόγελο του Πουαρό απέπνεε ειλικρινή φιλικά


αισθήματα, καθώς μπαίναμε στο ασανσέρ.
«Αποκαταστήσατε την πίστη μου στην οξύνοιά σας, φίλε
μου. Επίσης πετύχατε διάνα λέγοντας “εκ πρώτης όψεως δεν
συνδέονται μεταξύ τους”. Τα τρία θύματα θα αποδειχθεί ότι
συνδέονται. Παίρνω όρκο εδώ και τώρα. Δεν επελέγησαν
τυχαία μεταξύ των ενοίκων του ξενοδοχείου. Και οι τρεις
σκοτώθηκαν για ένα λόγο – ένα λόγο που συνδέεται με τα
αρχικά Π.Α.Τ. Για τον ίδιο λόγο ήρθαν και οι τρεις την ίδια
μέρα στο ξενοδοχείο».

«Είναι σχεδόν σαν να έλαβαν πρόσκληση να


παρουσιαστούν για τη δολοφονία τους», είπα μ’ έναν
ανάλαφρο τόνο. «Μια πρόσκληση που έγραφε:
“Παρακαλείσθε όπως αφιχθείτε μία ημέρα νωρίτερα, ώστε η
Πέμπτη να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη δολοφονία σας”».

Ήταν ίσως ανάρμοστο που αστειεύτηκα με την υπόθεση,


όμως αυτό κάνω όποτε νιώθω καταπτοημένος. Καμιά φορά
πετυχαίνω να ξεγελάσω τον εαυτό μου και να πειστώ ότι είμαι
αισιόδοξος. Στην προκειμένη περίσταση το κόλπο δεν έπιασε.

«Να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου...» μουρμούρισε ο Πουαρό.


«Όντως, ενδιαφέρουσα ιδέα, mon ami. Αντιλαμβάνομαι ότι
δεν σοβαρολογούσατε. Μολαταύτα, επισημάνατε κάτι
εξαιρετικά ενδιαφέρον».

Δεν ήμουν της ίδιας γνώμης. Ήταν ένα βλακώδες


καλαμπούρι και τίποτα παραπάνω. Ο Πουαρό έμοιαζε
αποφασισμένος να με συγχαίρει για τα πιο παράλογα
λεγόμενά μου.
«Ένα, δύο, τρία», είπε ο Πουαρό, καθώς το ασανσέρ
ανέβαινε. «Χάριετ Σίπελ, δωμάτιο 121. Ρίτσαρντ Νέγκους,
δωμάτιο 238. Άιντα Γκράνσμπερι, δωμάτιο 317. Το
ξενοδοχείο διαθέτει και τέταρτο και πέμπτο όροφο, αλλά τα
τρία θύματά μας έμεναν διαδοχικά στον πρώτο, δεύτερο και
τρίτο όροφο – πολύ συμμετρικό». Ο Πουαρό συνήθως
ενέκρινε ό,τι πρόδιδε ευταξία, αλλά το συγκεκριμένο ζήτημα
έμοιαζε να τον προβληματίζει.

Είχα πασπαρτού κι έτσι μπήκαμε στα τρία δωμάτια, στο ένα


μετά το άλλο. Τα εξετάσαμε και ήταν πανομοιότυπα σχεδόν
σε κάθε τους λεπτομέρεια. Το καθένα διέθετε κρεβάτι,
ντουλάπα, ένα λαβομάνο μ’ ένα αναποδογυρισμένο ποτήρι
σε μια γωνία, κάμποσες πολυθρόνες, ένα τραπέζι, ένα
γραφείο, ένα τζάκι επενδεδυμένο με πλακάκια, ένα καλοριφέρ,
ένα μεγαλύτερο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, μια βαλίτσα,
ρούχα και προσωπικά αντικείμενα, κι ένα άψυχο σώμα.

Η πόρτα κάθε δωματίου έκλεινε με γδούπο, παγιδεύοντάς


με μέσα...

«Έντουαρντ, κράτα του το χέρι».

Δεν άντεχα να περιεργαστώ ιδιαίτερα τα πτώματα. Και τα


τρία ήταν τοποθετημένα ανάσκελα, απολύτως
ευθυγραμμισμένα, με τα χέρια στο πλάι και τα πόδια τους
στραμμένα προς την πόρτα. Η τοποθέτησή τους είχε μια
κάποια επισημότητα.

(Ακόμη και την ώρα που γράφω αυτές τις λέξεις,


περιγράφοντας τη στάση των πτωμάτων, νιώθω ένα αφόρητο
πλάκωμα στο στήθος. Δεν είναι ν’ απορείς που δεν μπορούσα
να περιεργαστώ το πρόσωπο των θυμάτων παρά για μερικά
δευτερόλεπτα το καθένα. Η κυανωπή απόχρωση του
δέρματος· οι ασάλευτες, ογκώδεις γλώσσες· τα σουφρωμένα
χείλη... Αν και όφειλα να εξετάσω τα πρόσωπα λεπτομερώς,
απ’ το να κοιτάζω τα άψυχα χέρια τους, θα προτιμούσα να
κάνω οτιδήποτε άλλο παρά να αναρωτιέμαι αυτό που ήταν
αναπόφευκτο ν’ αναρωτηθώ: Άραγε η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα
Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους θα ήθελαν κάποιον να
τους κρατά το χέρι όταν θα ήταν νεκροί, ή μήπως η ιδέα θα
τους προξενούσε φρίκη; Αλίμονο! Ο ανθρώπινος νους είναι
ένα διεστραμμένο, ανεξέλεγκτο όργανο, και ο στοχασμός
γύρω από αυτό το ζήτημα ήταν τραγικά επώδυνος.)

Με κάποια επισημότητα...

Μια σκέψη μού ήρθε ξαφνικά, κλονίζοντάς με.


Συνειδητοποιούσα ποιο στοιχείο έκανε τόσο φρικιαστικούς
τους τρεις αυτούς τόπους του εγκλήματος: Τα πτώματα είχαν
τοποθετηθεί όπως θα τοποθετούσε ένας γιατρός τη σορό του
ασθενή του, αφού τον είχε περιθάλψει στη διάρκεια κάποιας
πολύμηνης αρρώστιας του. Τα τρία πτώματα, της Χάριετ
Σίπελ, της Άιντα Γκράνσμπερι και του Ρίτσαρντ Νέγκους,
είχαν τακτοποιηθεί με σχολαστική φροντίδα ή τουλάχιστον
έτσι μου φαινόταν. Ο δολοφόνος τούς είχε φροντίσει μετά το
θάνατό τους, κάτι που καθιστούσε ακόμη πιο ανατριχιαστικό
το γεγονός της εν ψυχρώ δολοφονίας.

Με το που ολοκλήρωσα αυτή τη σκέψη, είπα στον εαυτό


μου πως έκανα λάθος. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν
πρόδιδε φροντίδα· κάθε άλλο. Μπέρδευα το παρόν με το
παρελθόν, συγχέοντας την υπόθεση στο Μπλόξχαμ με τις
πιο θλιβερές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. Διέταξα
τον εαυτό μου να εστιάσει μόνο σε αυτό που είχα μπροστά
μου – σε τίποτ’ άλλο. Προσπάθησα να τα δω όλα μέσα από
τα μάτια του Πουαρό, χωρίς το παραμορφωτικό φίλτρο των
προσωπικών μου βιωμάτων.

Και τα τρία θύματα βρέθηκαν τοποθετημένα ανάμεσα σε


μια πολυθρόνα και σ’ ένα βοηθητικό τραπεζάκι. Στα δύο από
αυτά τα τραπέζια βρισκόταν από ένα φλιτζάνι με το πιατάκι
του (στην περίπτωση της Χάριετ Σίπελ και της Άιντα
Γκράνσμπερι)· στο τρίτο τραπέζι βρέθηκε ένα ποτήρι του τσέρι
(στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ Νέγκους). Στο δωμάτιο της Άιντα
Γκράνσμπερι –το 317–, στο μεγαλύτερο τραπέζι μπροστά από
το παράθυρο, υπήρχε κι ένας δίσκος φορτωμένος με άδεια
πιάτα κι ένα ακόμη φλιτζάνι με το πιατάκι του – και αυτό ήταν
άδειο. Στα πιάτα υπήρχαν μόνο ψίχουλα.

«Αχά», είπε ο Πουαρό. «Ώστε στο δωμάτιο αυτό έχουμε


δύο φλιτζάνια και κάμποσα πιάτα. Δίχως άλλο, η Άιντα
Γκράνσμπερι είχε παρέα στο δείπνο της. Πιθανόν της έκανε
παρέα ο δολοφόνος. Αλλά γιατί είναι ακόμα εδώ ο δίσκος,
αφ’ ης στιγμής από τα δωμάτια της Χάριετ Σίπελ και του
Ρίτσαρντ Νέγκους τούς έχουν μαζέψει;»

«Μπορεί να μην παρήγγειλαν βραδινό», είπα. «Μπορεί να


ήθελαν μόνο κάτι να πιουν –τσάι και τσέρι, αντίστοιχα– και
να μην υπήρχε καν δίσκος στο δωμάτιο. Επιπλέον, η Άιντα
Γκράνσμπερι είχε μαζί της τα διπλάσια ρούχα απ’ ό,τι οι
άλλοι δύο». Έδειξα την ντουλάπα, που περιείχε έναν
εντυπωσιακό αριθμό φορεμάτων. «Δείτε, εδώ δεν χωράει ούτε
μεσοφόρι, με τόσα ρούχα που έφερε. Ήθελε δίχως άλλο να
εξασφαλίσει ότι η εμφάνισή της θα είναι στην τρίχα».

«Έχετε δίκιο», συμφώνησε ο Πουαρό. «Ο Λατσάρι είπε ότι


και οι τρεις παρήγγειλαν δείπνο, αλλά πρέπει να ελέγξουμε
προσεκτικά ποια ήταν ακριβώς η παραγγελία κάθε δωματίου.
Ο Πουαρό δεν θα προέβαινε σε βεβιασμένα συμπεράσματα,
αν τη σκέψη του δεν βάραινε η Τζένι, η οποία δεν γνωρίζουμε
πού βρίσκεται! Η Τζένι που είναι λίγο πολύ στην ηλικία των
τριών θυμάτων – μεταξύ σαράντα και σαράντα πέντε, θα
έλεγα».

Γύρισα από την άλλη όσο ο Πουαρό έκανε ό,τι έκανε με τα


στόματα και τα μανικετόκουμπα. Όσο ψαχούλευε, βγάζοντας
διάφορα επιφωνήματα, εγώ είχα το βλέμμα καρφωμένο ή στο
τζάκι ή στο παράθυρο. Απέφευγα να συλλογιστώ τα χέρια
που κανένας δεν θα ξανασφίξει και επικεντρωνόμουν στο
σταυρόλεξό μου – σε ποιο σημείο μπορεί να είχα κάνει
λάθος. Εδώ και μερικές εβδομάδες προσπαθούσα να
κατασκευάσω ένα που να αξίζει τη δημοσίευση σε εφημερίδα,
αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Αφού περιεργαστήκαμε και τα τρία δωμάτια, ο Πουαρό


επέμεινε να επιστρέψουμε στο δωμάτιο του δεύτερου ορόφου
– στο 238, του Ρίτσαρντ Νέγκους. Αναρωτήθηκα αν, όσο
περισσότερες φορές έμπαινα σε αυτά τα δωμάτια, τόσο
ευκολότερο θα μου φαινόταν. Μέχρι στιγμής η απάντηση
ήταν αρνητική. Μπαίνοντας ξανά στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ
Νέγκους ένιωθα λες και ανάγκαζα την καρδιά μου να
σκαρφαλώσει στο πιο απόκρημνο βουνό, γνωρίζοντας μετά
βεβαιότητας ότι θα εγκλωβιστεί στην κορυφή του.

Ο Πουαρό –χωρίς να αντιλαμβάνεται τη δυσφορία μου,


την οποία ήλπιζα πως έκρυβα επαρκώς– στάθηκε καταμεσής
του δωματίου και είπε: «Λοιπόν, τούτο εδώ το δωμάτιο
διαφέρει περισσότερο από τ’ άλλα – n’est-ce pas; Η Άιντα
Γκράνσμπερι είχε το δίσκο και το επιπλέον φλιτζάνι στο
δωμάτιό της, σαφώς, αλλά εδώ έχουμε ένα ποτήρι του τσέρι
αντί για φλιτζάνι τσαγιού και το παράθυρο είναι ορθάνοιχτο,
ενώ στα άλλα δύο δωμάτια όλα τα παράθυρα είναι κλειστά.
Στο δωμάτιο του Νέγκους το κρύο είναι αφόρητο».

«Έτσι το βρήκε ο μεσιέ Λατσάρι, όταν ανακάλυψε το


πτώμα του Νέγκους», είπα. «Δεν έχει πειράξει τίποτα».

Ο Πουαρό πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο. «Ιδού η


μαγευτική θέα που προσφέρθηκε να μου δείξει ο μεσιέ
Λατσάρι – οι κήποι του ξενοδοχείου. Τα δωμάτια της Χάριετ
Σίπελ και της Άιντα Γκράνσμπερι έβλεπαν από την άλλη
πλευρά, είχαν θέα προς το “θεσπέσιο Λονδίνο”. Βλέπετε
αυτά τα δέντρα, Κάτσπουλ;»

Του είπα ότι τα είχα δει, διερωτώμενος πόσο ηλίθιο με


θεωρούσε. Πώς ήταν δυνατόν να μου ξεφύγουν τα δέντρα, τη
στιγμή που βρίσκονταν μπροστά ακριβώς στο παράθυρο;

«Μία ακόμη διαφορά εντοπίζω στη θέση του


μανικετόκουμπου», είπε ο Πουαρό. «Το προσέξατε αυτό; Στο
στόμα της Χάριετ Σίπελ και της Άιντα Γκράνσμπερι, το
μανικετόκουμπο προεξείχε ελαφρώς ανάμεσα στα χείλη. Ενώ
στην περίπτωση του Ρίτσαρντ Νέγκους το μανικετόκουμπο
ήταν πολύ πιο βαθιά χωμένο, σχεδόν στην είσοδο του
λάρυγγα».

Άνοιξα το στόμα μου για να διαφωνήσω κι έπειτα άλλαξα


γνώμη, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Πουαρό είχε διακρίνει τη
διαφωνία στο βλέμμα μου.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.

«Νομίζω ότι είστε υπερβολικά σχολαστικός», είπα. «Και τα


τρία θύματα είχαν από ένα μανικετόκουμπο με μονόγραμμα
στο στόμα – με τα ίδια αρχικά στο καθένα, Π.Α.Τ. Αυτό είναι
ένα κοινό στοιχείο. Δεν είναι διαφορά. Ασχέτως πόσο κοντά
στα δόντια τους βρέθηκε το μανικετόκουμπο».

«Κι όμως, πρόκειται για τεράστια διαφορά! Τα χείλη, η


είσοδος του λάρυγγα – δεν είναι καθόλου το ίδιο». Ο
Πουαρό πλησίασε και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου.
«Κάτσπουλ, παρακαλώ να συγκρατήσετε αυτό που θα σας
πω: Όταν τρεις φόνοι είναι σχεδόν πανομοιότυποι, και η
μικρότερη απόκλιση στις λεπτομέρειες έχει παμμέγιστη
σημασία».

Άραγε έπρεπε να συγκρατήσω αυτά τα σοφά λόγια ακόμη


κι αν διαφωνούσα; Ο Πουαρό αδίκως ανησυχούσε. Θυμάμαι
σχεδόν κάθε λέξη που λέγεται παρουσία μου και ιδίως αυτές
που μ’ εξοργίζουν δεν τις ξεχνώ ποτέ.
«Και τα τρία μανικετόκουμπα βρέθηκαν στο στόμα των
θυμάτων», επανέλαβα με πείσμα και πυγμή. «Αυτό μου
αρκεί».

«Προφανώς», είπε ο Πουαρό, μ’ έναν τόνο απογοήτευσης.


«Αρκεί σε εσάς, επίσης αρκεί και στους εκατό ανθρώπους
που θα ρωτούσαμε επ’ αυτού· όπως, είμαι βέβαιος, αρκεί και
στους ανωτέρους σας στη Σκότλαντ Γιαρντ. Όμως στον
Ηρακλή Πουαρό δεν αρκεί!»

Χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι μιλούσε για


ορισμούς ομοιότητας και απόκλισης, και όχι για μένα.

«Και το ανοιχτό παράθυρο, τη στιγμή που όλα τα


παράθυρα στα δύο άλλα δωμάτια είναι κλειστά;» ρώτησε.
«Αυτή δεν είναι αξιοσημείωτη διαφορά;»

«Είναι απίθανο να σχετίζεται με την υπόθεση»,


αποκρίθηκα. «Ο Ρίτσαρντ Νέγκους μπορεί ν’ άνοιξε ο ίδιος το
παράθυρο. Δεν είχε λόγο ο δολοφόνος να το κλείσει. Το ’χετε
πει πολλές φορές, εμείς οι Άγγλοι ανοίγουμε τα παράθυρα
και μες στο καταχείμωνο, επειδή πιστεύουμε ότι το κρύο μάς
κάνει σθεναρούς».

«Mon ami», είπε ο Πουαρό υπομονετικά. «Σκεφτείτε, οι


τρεις αυτοί άνθρωποι δεν ήπιαν το δηλητήριο και εν συνεχεία
έπεσαν από την πολυθρόνα τους και σωριάστηκαν από μόνοι
τους ανάσκελα, με τα χέρια ευθυγραμμισμένα στο πλάι και τα
πόδια στραμμένα προς την πόρτα. Κάτι τέτοιο είναι
αδύνατον. Γιατί να μην παραπατήσουν ως την άλλη άκρη του
δωματίου; Γιατί ο ένας εξ αυτών να μην πέσει από την
αντίθετη πλευρά της πολυθρόνας;

»Ο δολοφόνος τοποθέτησε επί τούτου τα πτώματα έτσι


ώστε να έχουν όλα την ίδια στάση, σε ίση απόσταση από την
πολυθρόνα και το τραπεζάκι. Ε λοιπόν, αν τον ένοιαζε τόσο
πολύ η πανομοιότυπη τακτοποίηση των τριών
δολοφονημένων, γιατί να μην κλείσει το παράθυρο που,
όντως, μπορεί να είχε ανοίξει ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Νέγκους;
Γιατί να μην το κλείσει, ώστε να εναρμονίζεται με την εικόνα
των παραθύρων στα άλλα δύο δωμάτια;»

Έπρεπε να το σκεφτώ. Ο Πουαρό είχε δίκιο. Τα πτώματα


είχαν τοποθετηθεί έτσι επί τούτου. Ο δολοφόνος πρέπει να
ήθελε η εικόνα τους να είναι η ίδια.

Η τοποθέτηση των νεκρών...

«Υποθέτω ότι εξαρτάται από το πλαίσιο –τα νοητά όρια–


που κάποιος θέτει γύρω από τον τόπο του εγκλήματος», είπα
βιαστικά, καθώς το μυαλό μου πάσχιζε να με τραβήξει πίσω
στο παρελθόν, στο σκοτεινότερο δωμάτιο των παιδικών μου
χρόνων. «Εξαρτάται αν θέλει να επεκτείνει τον τόπο του
εγκλήματος μέχρι το παράθυρο».

«Πλαίσιο;»

«Ναι. Όχι πραγματικό, νοητό. Μπορεί το πλαίσιο, που ο


δολοφόνος μας έθεσε σε αυτά του τα δημιουργήματα, να μην
ξεπερνούσε ένα τετράγωνο αυτών των διαστάσεων», είπα και
περπάτησα γύρω από το πτώμα του Ρίτσαρντ Νέγκους,
σχηματίζοντας τέσσερις γωνίες. «Βλέπετε; Μόλις διέγραψα
ένα μικρό πλαίσιο γύρω από τον Νέγκους, και το παράθυρο
βρίσκεται έξω από αυτό».

Ο Πουαρό χαμογελούσε και προσπαθούσε να το κρύψει


κάτω απ’ το μουστάκι του. «Ένα νοητό πλαίσιο γύρω από το
φόνο. Ναι, καταλαβαίνω. Πού ξεκινά και πού τελειώνει ο
τόπος ενός εγκλήματος; Ιδού η απορία. Μπορεί να είναι
μικρότερος από το δωμάτιο που τον περιέχει; Ιδού ένα
συναρπαστικό ερώτημα για φιλοσόφους».

«Ευχαριστώ».

«Παρακαλώ. Κάτσπουλ, έχετε την καλοσύνη να μου πείτε


τι πιστεύετε ότι συνέβη στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ χθες το
βράδυ; Προς στιγμήν ας αφήσουμε το κίνητρο κατά μέρος.
Πείτε μου τι νομίζετε ότι έκανε ο δολοφόνος. Το πρώτο βήμα,
το δεύτερο, και ούτω καθεξής».

«Ιδέα δεν έχω».

«Προσπαθήστε να σχηματίσετε μία».

«Βασικά... Υποθέτω ότι έφτασε στο ξενοδοχείο, με τα


μανικετόκουμπα στην τσέπη, και πήγε στα τρία δωμάτια
διαδοχικά. Πιθανότατα άρχισε όπως εμείς, με την Άιντα
Γκράνσμπερι, στο δωμάτιο 317, και προχώρησε προς τα
κάτω, ώστε να μπορεί να φύγει απ’ το ξενοδοχείο σχετικά
σύντομα μετά το φόνο του τελευταίου θύματός του – της
Χάριετ Σίπελ, στο δωμάτιο 121. Μόνο ένας όροφος ως το
ισόγειο και τη διαφυγή».

«Και τι κάνει όταν μπαίνει στο καθένα από αυτά τα τρία


δωμάτια;»

Αναστέναξα. «Ξέρετε ήδη την απάντηση. Διαπράττει το


φόνο και τοποθετεί το πτώμα σε ευθεία γραμμή. Βάζει ένα
μανικετόκουμπο στο στόμα του. Έπειτα κλείνει την πόρτα,
την κλειδώνει και φεύγει».

«Και σε κάθε δωμάτιο μπαίνει έτσι, ελεύθερα; Σε κάθε


δωμάτιο βρίσκει το θύμα του να περιμένει μ’ ένα απόλυτα
βολικό αφέψημα ή ποτό για να ρίξει το δηλητήριο, το οποίο
σερβιρίστηκε από το προσωπικό στις επτά και τέταρτο
ακριβώς; Στέκεται πλάι στο θύμα περιμένοντας να στραγγίξει
το φλιτζάνι ή το ποτήρι κι έπειτα περιμένει λίγο ακόμη, μέχρι
ο καθένας τους να ξεψυχήσει; Μήπως κάνει μια παύση, για
να συμφάγει με ένα από τα θύματα, την Άιντα Γκράνσμπερι,
που έχει παραγγείλει και γι’ αυτόν ένα φλιτζάνι τσάι; Όλες τις
επισκέψεις στα δωμάτια, όλους τους φόνους, την
τοποθέτηση του μανικετόκουμπου σε κάθε στόμα και την
καθ’ όλα επίσημη ευθυγράμμιση των πτωμάτων, με τα πόδια
προς την πόρτα, κατορθώνει να τα προλάβει μεταξύ επτά και
τέταρτο και οκτώ και δέκα; Δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα
πιθανό, φίλε μου. Μάλλον απίθανο».

«Όντως. Έχετε κάποια καλύτερη ιδέα, Πουαρό; Γι’ αυτό


βρίσκεστε εδώ, για να κατεβάζετε καλύτερες ιδέες από μένα.
Παρακαλώ, αρχίστε όποτε θέλετε». Μετάνιωσα για το
ξέσπασμά μου την ίδια στιγμή που ολοκλήρωσα τη φράση
μου.

«Έχω αρχίσει προ πολλού», είπε ο Πουαρό, που ευτυχώς


δεν είχε θιγεί. «Είπατε ότι ο δολοφόνος άφησε ένα σημείωμα
στη ρεσεψιόν, με το οποίο ανήγγειλε τα εγκλήματά του –
μπορώ να το δω;»

Το έβγαλα από την τσέπη μου και του το ’δωσα. Ο Τζον


Γκουντ –η τελειότητα ενσαρκωμένη σε ρεσεψιονίστ, σύμφωνα
με τον Λατσάρι– είχε βρει το σημείωμα στη ρεσεψιόν στις
οκτώ και δέκα. Έγραφε: «ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ
ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. 121, 238, 317».

«Λοιπόν ο δολοφόνος ή κάποιος συνεργός του


δολοφόνου ήταν αρκετά παράτολμος ώστε να πλησιάσει τη
ρεσεψιόν –την κεντρική ρεσεψιόν, στο λόμπι του
ξενοδοχείου– μ’ ένα σημείωμα που θα τον ενοχοποιούσε, αν
οποιοσδήποτε τον έβλεπε να το αφήνει», είπε ο Πουαρό.
«Είναι θρασύς. Σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν χάθηκε στο
ημίφως φεύγοντας απ’ την πίσω πόρτα».

«Αφού ο Λατσάρι διάβασε το σημείωμα, ήλεγξε τα τρία


δωμάτια και βρήκε τα πτώματα», είπα. «Έπειτα έψαξε και τα
υπόλοιπα δωμάτια του ξενοδοχείου, όπως μου είπε με
περηφάνια. Ευτυχώς δεν βρέθηκαν άλλοι νεκροί».

Ήξερα ότι ήταν χυδαίο να αστειεύομαι, αλλά περιέργως


αυτό μ’ έκανε να αισθάνομαι καλύτερα. Αν ο Πουαρό ήταν
Άγγλος, πιθανότατα θα κατέβαλλα μεγαλύτερη προσπάθεια
να συγκρατηθώ.

«Και σκέφτηκε ο μεσιέ Λατσάρι ότι ένας από τους προς το


παρόν ζωντανούς ενοίκους του μπορεί να είναι ο δολοφόνος;
Non. Δεν το σκέφτηκε. Όποιος επιλέγει να μείνει στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ πρέπει να είναι υπόδειγμα αρετής και
ακεραιότητας!»

Έβηξα κι έγειρα το κεφάλι προς την πόρτα. Ο Πουαρό


γύρισε. Ο Λατσάρι είχε μόλις μπει στο δωμάτιο και στεκόταν
στο άνοιγμα της πόρτας. Δεν θα μπορούσε να δείχνει πιο
ευτυχής.

«Γεγονός, μεσιέ Πουαρό», είπε. «Γεγονός».

«Όλοι όσοι βρίσκονταν στο ξενοδοχείο την Πέμπτη πρέπει


να μιλήσουν με τον κύριο Κάτσπουλ και να περιγράψουν τι
ακριβώς έκαναν», του είπε αυστηρά ο Πουαρό. «Κάθε
ένοικος, κάθε εργαζόμενος. Όλοι τους».

«Ευχαρίστως να μιλήσετε με όποιον θέλετε, κύριε


Κάτσπουλ», είπε ο Λατσάρι και υποκλίθηκε όλο σέβας. «Και
η τραπεζαρία μας θα είναι σύντομα στη διάθεσή σας, μόλις
μαζέψουμε τα –αχ, πώς τα λένε να δεις;– τα
συμπαρομαρτούντα του πρωινού. Θα τους συγκεντρώσω
όλους εκεί».

«Merci. Στο μεταξύ, θα διεξαγάγω μια ενδελεχή έρευνα


των τριών δωματίων», είπε ο Πουαρό. Τα λόγια του με
εξέπληξαν. Νόμιζα ότι αυτό είχαμε κάνει μόλις. «Κάτσπουλ,
βρείτε τις διευθύνσεις των τριών θυμάτων. Επίσης ποιος
υπάλληλος μίλησε μαζί τους για την κράτηση, τι παρήγγειλε
να φάει και να πιει ο καθένας τους, και πότε. Και σε ποιον τα
παρήγγειλαν».

Άρχισα να κατευθύνομαι προς την πόρτα, με το φόβο ότι ο


Πουαρό θα συνέχιζε να βρίσκει καθήκοντα για να προσθέσει
στη λίστα.

Εκείνος φώναξε στο κατόπι μου: «Και μάθετε αν μένει ή αν


εργάζεται εδώ κάποια Τζένι».

«Δεν υπήρξε ποτέ υπάλληλος στο Μπλόξχαμ ονόματι


Τζένι, μεσιέ Πουαρό», είπε ο Λατσάρι. «Αντί να ρωτάτε τον
κύριο Κάτσπουλ, εμένα έπρεπε να ρωτήσετε. Γνωρίζω όλους
τους εργαζομένους προσωπικά. Είμαστε μια μεγάλη,
χαρούμενη οικογένεια, εδώ στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 - Το πλαίσιο διευρύνεται

Καμιά φορά θυμάσαι κάτι που είπε κάποιος πριν από μήνες ή
και χρόνια, και σε κάνει πάλι να γελάς. Αυτό ισχύει για μένα
και σχετίζεται με αυτό που μου είπε ο Πουαρό κάποια στιγμή
μέσα στην ίδια εκείνη μέρα: «Είναι δύσκολο ακόμη και για
τον πιο δαιμόνιο ντετέκτιβ να βρει με ποιο τρόπο θα
διαχειριστεί τη λαχτάρα του για να απαλλαγεί από τον σινιόρ
Λατσάρι. Σε περίπτωση που κάποιος εξυμνεί το ξενοδοχείο
του ανεπαρκώς, μένει δίπλα του και συμπληρώνει εκείνος την
υμνολογία· κι αν οι έπαινοι είναι επαρκείς, πάλι μένει για να
τους ακούσει».

Οι προσπάθειες του Πουαρό εντέλει καρποφόρησαν και με


τα πολλά κατόρθωσε να πείσει τον Λατσάρι να τον αφήσει
μόνο στο δωμάτιο 238. Όταν ο διευθυντής του ξενοδοχείου
έφυγε, πήγε στην πόρτα που είχε αφήσει ανοιχτή, την έκλεισε
και αναστέναξε όλο ανακούφιση. Πόσο ευκολότερο είναι να
σκεφτείς καθαρά όταν δεν έχεις το σαματά της φωνής του
άλλου.

Έπειτα κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Στο ανοιχτό


παράθυρο, συλλογίστηκε καθώς κοίταζε έξω. Ο δολοφόνος
μπορεί να το είχε ανοίξει για να διαφύγει, αφού σκότωσε τον
Ρίτσαρντ Νέγκους, και να είχε κατέβει σκαρφαλώνοντας σ’
ένα από τα δέντρα.
Γιατί να διαφύγει με αυτό τον τρόπο; Γιατί να μη φύγει από
το ξενοδοχείο με τον συνηθισμένο τρόπο, από το διάδρομο;
Μπορεί ο δολοφόνος να είχε ακούσει φωνές έξω από το
δωμάτιο του Νέγκους και να μην ήθελε να ρισκάρει να τον
δουν. Ναι, υπήρχε αυτή η πιθανότητα. Ωστόσο, όταν
πλησίασε στη ρεσεψιόν, για να αφήσει το σημείωμα που
ανακοίνωνε τους τρεις φόνους, ρίσκαρε να τον δουν. Και κάτι
χειρότερο από αυτό: Ρίσκαρε να τον συλλάβουν τη στιγμή
που είχε στην κατοχή του ένα ενοχοποιητικό στοιχείο.

Ο Πουαρό κοίταξε το πτώμα στο πάτωμα. Καμία


μεταλλική λάμψη ανάμεσα στα χείλη. Ο Ρίτσαρντ Νέγκους
ήταν το μόνο από τα τρία θύματα στο οποίο το
μανικετόκουμπο είχε τοποθετηθεί τόσο βαθιά μέσα στο
στόμα. Επρόκειτο για μια ιδιαιτερότητα. Υπήρχε πλήθος
ιδιαιτεροτήτων στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Για το λόγο αυτό
ο Πουαρό αποφάσισε να ερευνήσει πρώτα το δωμάτιο 238.
Ένιωθε... Ναι, δεν είχε νόημα να το αρνείται, προκαλούσε την
καχυποψία του αυτό το δωμάτιο. Από τα τρία, σε αυτό ένιωθε
λιγότερο άνετα. Υπήρχε διάχυτη μια αίσθηση
αποδιοργάνωσης, κάτι ελαφρώς άναρχο.

Ο Πουαρό στάθηκε δίπλα στο πτώμα του Νέγκους και


συνοφρυώθηκε. Ακόμη και με τα άκρως απαιτητικά του
κριτήρια, το ανοιχτό παράθυρο δεν θα καθιστούσε ένα
δωμάτιο χαοτικό· οπότε τι ήταν αυτό που του έδινε την
εντύπωση του χάους; Κοίταξε τριγύρω, διαγράφοντας αργά
έναν κύκλο με το βλέμμα. Όχι, ασφαλώς έκανε λάθος. Ο
Ηρακλής Πουαρό δεν έσφαλλε συχνά, αλλά περιστασιακά
μπορούσε και να σφάλλει. Η παρούσα πρέπει να ήταν μία από
αυτές τις περιστάσεις, διότι το 238 ήταν ένα δωμάτιο
αναμφίβολα τακτοποιημένο. Δεν υπήρχε ίχνος
ακαταστασίας. Ήταν εξίσου συμμαζεμένο με τα άλλα
δωμάτια, της Χάριετ Σίπελ και της Άιντα Γκράνσμπερι.

«Θα κλείσω το παράθυρο και θα δω αν αλλάζει κάτι»,


μονολόγησε ο Πουαρό. Το έκλεισε και επόπτευσε εκ νέου το
χώρο. Κάτι εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Δεν του άρεσε το
δωμάτιο 238. Δεν θα ένιωθε άνετα αν είχε καταλύσει στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ και τον είχαν οδηγήσει σε αυτό...

Ξαφνικά το πρόβλημα φανερώθηκε, βάζοντας τέλος στους


συλλογισμούς του. Το τζάκι! Το ένα από τα πλακάκια ήταν
στραβό, αποκλίνοντας από την ευθεία και προεξέχοντας. Ένα
λασκαρισμένο πλακάκι· ο Πουαρό δεν θα κοιμόταν σ’ ένα
δωμάτιο με αυτό το ελάττωμα. Περιεργάστηκε το άψυχο
σώμα του Ρίτσαρντ Νέγκους. «Αν ήμουν στην ίδια
κατάσταση μ’ εσάς, τότε oui – ειδάλλως όχι», του είπε.

Η μόνη του σκέψη, καθώς έσκυβε ν’ αγγίξει το πλακάκι,


επικεντρωνόταν στην προσπάθεια να το ισιώσει και να το
πιέσει στη θέση του, ώστε να είναι ομοιόμορφο με τ’ άλλα.
Για να απαλλάξει τους μελλοντικούς ενοίκους από το
μαρτύριο αφενός να νιώθουν ότι κάτι δεν πάει καλά στο
δωμάτιο και αφετέρου να μην μπορούν να εντοπίσουν τι είναι
– θα τους έκανε μεγάλη εξυπηρέτηση! Όπως και στον σινιόρ
Λατσάρι!

Μόλις ο Πουαρό το άγγιξε, το πλακάκι έπεσε στο πάτωμα


και κάτι ακόμη έπεσε μαζί του: ένα κλειδί με τον αριθμό του
δωματίου 238.

«Διάβολε», ψιθύρισε ο Πουαρό. «Τελικά η εξονυχιστική


έρευνα δεν ήταν και τόσο εξονυχιστική».

Ο Πουαρό τοποθέτησε πάλι το κλειδί στη θέση όπου το


είχε βρει κι έπειτα βάλθηκε να επιθεωρεί το υπόλοιπο
δωμάτιο, σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν βρήκε κάτι άλλο
ενδιαφέρον κι έτσι προχώρησε στο δωμάτιο 317 κι έπειτα στο
121, όπου και τον συνάντησα όταν επέστρεψα από τις
δουλειές μου, με τα δικά μου συναρπαστικά νέα.

Ο Πουαρό, πιστός στο χαρακτήρα του, επέμεινε να μου πει


πρώτος τα δικά του νέα – για το κλειδί που είχε βρει. Το μόνο
που έχω να παρατηρήσω είναι ότι στο Βέλγιο προφανώς δεν
θεωρείται άκομψο να καυχιέσαι. Είχε φουσκώσει από
περηφάνια.
«Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, mon ami; Το ανοιχτό
παράθυρο δεν το άνοιξε ο Ρίτσαρντ Νέγκους, αλλά ανοίχτηκε
μετά το θάνατό του! Έχοντας κλειδώσει την πόρτα του
δωματίου 238 από μέσα, ο δολοφόνος έπρεπε να βρει οδό
διαφυγής. Οπότε χρησιμοποίησε ένα από τα δέντρα έξω απ’
το παράθυρο του Νέγκους, αφού προηγουμένως έκρυψε το
κλειδί πίσω από ένα πλακάκι του τζακιού που είχε λασκάρει.
Μπορεί να το ξεκόλλησε ο ίδιος».

«Γιατί να μην το πάρει μαζί του, φεύγοντας απ’ το δωμάτιο


με τον συνηθισμένο τρόπο;» ρώτησα.

«Αυτό αναρωτιέμαι εδώ και ώρα, και μάλιστα δεν έχω βρει
ακόμα απάντηση», είπε ο Πουαρό. «Διαπίστωσα κατόπιν
δικής μου έρευνας ότι στο δωμάτιο αυτό, το 121, δεν υπάρχει
πουθενά κάποιο κρυμμένο κλειδί. Ούτε στο 317 βρήκα κάτι. Ο
δολοφόνος πρέπει να πήρε τα δύο αυτά κλειδιά μαζί του
φεύγοντας από το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ – οπότε γιατί να
μην πάρει και το τρίτο; Γιατί η αντιμετώπιση του Ρίτσαρντ
Νέγκους ήταν διαφορετική;»

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», είπα. «Ακούστε, μίλησα με


τον Τζον Γκουντ, το ρεσεψιονίστ–»

«Τον πιο αξιόπιστο ρεσεψιονίστ», με διόρθωσε ο Πουαρό


με μια λάμψη στα μάτια.
«Ναι, βασικά... αξιόπιστος ή μη, το σίγουρο είναι ότι είχε
χρήσιμες πληροφορίες. Είχατε δίκιο, τα τρία θύματα όντως
συνδέονται. Είδα τις διευθύνσεις τους. Η Χάριετ Σίπελ και η
Άιντα Γκράνσμπερι έμεναν σ’ ένα μέρος ονόματι Γκρέιτ
Χόλινγκ, στην κοιλάδα του Κάλβερ».

«Μάλιστα. Και ο Ρίτσαρντ Νέγκους;»

«Όχι, αυτός έμενε στο Ντέβον – σ’ ένα μέρος ονόματι


Μπιγουέρθι. Με κάποιο τρόπο όμως και αυτός συνδέεται με
τις δύο γυναίκες. Ο ίδιος έκλεισε και τα τρία δωμάτια – της
Άιντα, της Χάριετ και το δικό του –, και πλήρωσε γι’ αυτά
προκαταβολικά».

«Σοβαρά; Πολύ ενδιαφέρον...» μουρμούρισε ο Πουαρό


χαϊδεύοντας το μουστάκι του.

«Κάπως αινιγματικό, κατά τη γνώμη μου», είπα. «Και το


βασικό αίνιγμα είναι το εξής: Εφόσον έρχονταν από το ίδιο
χωριό και την ίδια μέρα, γιατί η Χάριετ Σίπελ και η Άιντα
Γκράνσμπερι δεν ταξίδεψαν μαζί; Γιατί δεν έφτασαν μαζί;
Ρώτησα τον Τζον Γκουντ επ’ αυτού πολλές φορές και είναι
κατηγορηματικός: Την Τετάρτη, η Χάριετ έφτασε δύο ώρες
νωρίτερα από την Άιντα – δύο ολόκληρες ώρες».

«Και ο Ρίτσαρντ Νέγκους;»


Αποφάσισα από δω και πέρα να περιλαμβάνω κάθε
λεπτομέρεια σχετική με τον Νέγκους το νωρίτερο δυνατόν,
μόνο και μόνο για να μη χρειάζεται ν’ ακούω τον Πουαρό να
ρωτάει «Και ο Ρίτσαρντ Νέγκους;» κάθε λίγο και λιγάκι.

«Εκείνος έφτασε μία ώρα πριν από τη Χάριετ Σίπελ. Ήρθε


πρώτος στο ξενοδοχείο, αλλά δεν μίλησε με τον Τζον
Γκουντ. Στη ρεσεψιόν εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ένας
νεότερος υπάλληλος, κάποιος κύριος Τόμας Μπρίγκνελ.
Ανακάλυψα επίσης ότι και τα τρία θύματα ταξίδεψαν στο
Λονδίνο με τρένο, και όχι με αυτοκίνητο. Δεν είμαι βέβαιος
αν θέλατε να το γνωρίζετε αυτό, αλλά–»

«Πρέπει να γνωρίζω τα πάντα», είπε ο Πουαρό.

Η εμφανής επιθυμία του να αναλάβει τα ηνία και να κάνει


την έρευνα δική του με εκνεύριζε και με καθησύχαζε
συγχρόνως. «Το Μπλόξχαμ διαθέτει ορισμένα αυτοκίνητα,
που τα στέλνει στον σιδηροδρομικό σταθμό για να
παραλαμβάνουν τους επισκέπτες», του είπα. «Δεν κοστίζει
και λίγο, αλλά αναλαμβάνουν τη μεταφορά μετά χαράς. Πριν
από τρεις εβδομάδες, ο Ρίτσαρντ Νέγκους κανόνισε με τον
Τζον Γκουντ ώστε τα αυτοκίνητα του ξενοδοχείου να
περάσουν να παραλάβουν αυτόν, τη Χάριετ Σίπελ και την
Άιντα Γκράνσμπερι. Χωριστά όμως· ένα για τον καθένα. Όλα
αυτά –όπως και τα δωμάτια– τα προεξόφλησε ο ίδιος ο
Νέγκους».

«Αναρωτιέμαι αν ήταν ευκατάστατος», συλλογίστηκε


μεγαλόφωνα ο Πουαρό. «Πολύ συχνά, ένας φόνος
αποδεικνύεται ότι έχει σχέση με χρήματα. Τι σκέφτεστε για
όλα αυτά, Κάτσπουλ, τώρα που γνωρίζουμε λίγο
περισσότερα;»

«Βασικά...» Ήμουν αποφασισμένος να πέσω με τα μούτρα,


αφού το είχε ζητήσει. Προσπαθώντας να φανταστώ τι θα
θεωρείτο προτιμότερο, σύμφωνα με τους κανόνες του
Πουαρό, επέτρεψα στον εαυτό μου να σκαρφιστεί μια θεωρία,
χρησιμοποιώντας τα δεδομένα ως αφετηρία. «Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους ασφαλώς ήξερε τα πάντα για τις άλλες δύο αφίξεις,
καθώς έκλεισε και προεξόφλησε τα δωμάτια, αλλά
ενδεχομένως η Χάριετ Σίπελ να μην ήξερε ότι η Άιντα
Γκράνσμπερι θα ερχόταν και αυτή στο Μπλόξχαμ. Επίσης
μπορεί και η Άιντα να μην ήξερε ότι θα ερχόταν η Χάριετ».

«Oui, c’est possible».

Παίρνοντας θάρρος, συνέχισα: «Ίσως ήταν ουσιώδες για


το σχέδιο του δολοφόνου να μη γνωρίζει η μία την παρουσία
της άλλης, ούτε η Άιντα ούτε η Χάριετ. Αλλά, αν αυτό ισχύει
και αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους, στο μεταξύ, ήξερε ότι και οι δύο
γυναίκες θα μείνουν στο Μπλόξχαμ...» Το πηγάδι των ιδεών
μου στέρεψε σ’ εκείνο το σημείο.

Ο Πουαρό ανέλαβε να συνεχίσει: «Οι συλλογισμοί μας


ακολουθούν παρόμοια οδό, φίλε μου. Υπήρξε ο Ρίτσαρντ
Νέγκους άθελά του συνεργός στον ίδιο του το φόνο;
Ενδεχομένως ο δολοφόνος τον έπεισε να παρασύρει τα
θύματα στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ για κάποιον άλλο,
ψεύτικο λόγο, ενώ σχεδίαζε εξαρχής να τους σκοτώσει και
τους τρεις. Το ερώτημα έχει ως εξής: Ήταν ζωτικής σημασίας
για κάποιο λόγο η Άιντα και η Χάριετ να αγνοούν η μία την
παρουσία της άλλης εντός του ξενοδοχείου; Και αν ήταν
πράγματι έτσι, είχε σημασία για τον Ρίτσαρντ Νέγκους ή για
το δολοφόνο ή και για τους δύο;»

«Μήπως ο Ρίτσαρντ Νέγκους είχε ένα σχέδιο, και ο


δολοφόνος ένα άλλο;»

«Πολύ πιθανό», είπε ο Πουαρό. «Το επόμενο που πρέπει


να κάνουμε είναι να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα
για τη Χάριετ Σίπελ, τον Ρίτσαρντ Νέγκους και την Άιντα
Γκράνσμπερι. Ποιοι ήταν, όσο ήταν εν ζωή; Ποιες ήταν οι
ελπίδες και τα μυστικά τους, για ποιες αδικίες θα είχαν να
παραπονεθούν; Στο χωριό αυτό, στο Γκρέιτ Χόλινγκ, εκεί θα
αναζητήσουμε τις απαντήσεις. Μπορεί να βρούμε και την
Τζένι εκεί, ακόμη και τον Π.Α.Τ. – τον μυστηριώδη κύριο!»
«Καμία Τζένι δεν μένει και δεν έμενε στο ξενοδοχείο, ούτε
τώρα ούτε χθες. Ρώτησα».

«Όχι, δεν υπέθεσα ότι θα έμενε εδώ. Η Φι Σπρινγκ, η


σερβιτόρα, μου είπε ότι η Τζένι μένει σ’ ένα σπίτι στην άλλη
άκρη της πόλης από το καφέ Πλέζαντ. Αυτό σημαίνει κάπου
στο Λονδίνο – ούτε στο Ντέβον ούτε στην κοιλάδα του
Κάλβερ. Η Τζένι δεν χρειάζεται δωμάτιο στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ, όταν μένει απλώς “στην άλλη άκρη της
πόλης”».

«Τώρα που το αναφέρατε, ο Χένρι Νέγκους, ο αδελφός


του Ρίτσαρντ, είναι καθ’ οδόν από το Ντέβον. Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους έμενε με τον Χένρι και τους δικούς του. Κι έχω
αναθέσει σε μερικούς απ’ τους καλύτερους άνδρες μου να
μιλήσουν με όλους τους ενοίκους του ξενοδοχείου».

«Πράγματι, Κάτσπουλ, δράσατε με αποτελεσματικότητα».


Ο Πουαρό χτύπησε φιλικά το μπράτσο μου.

Ένιωσα υποχρεωμένος να ενημερώσω τον Πουαρό για τη


μοναδική μου αποτυχία. «Μόνο το ζήτημα με το δείπνο στα
δωμάτια αποδεικνύεται λίγο ακανθώδες», είπα. «Δεν βρήκα
σε ποιον δόθηκαν οι παραγγελίες ούτε ποιος τις παρέδωσε.
Φαίνεται ότι επικρατεί σύγχυση επ’ αυτού».
«Μην ανησυχείτε», είπε ο Πουαρό. «Θα κάνω ό,τι
χρειάζεται για να το διευκρινίσω όταν μαζευτούμε στην
τραπεζαρία. Στο μεταξύ ας κάνουμε μια βόλτα στους κήπους
του ξενοδοχείου. Καμιά φορά ένας ανέμελος περίπατος
διευκολύνει τις ιδέες να αναδυθούν».

Μόλις βγήκαμε, ο Πουαρό άρχισε να διαμαρτύρεται για τον


καιρό, που είχε χειροτερέψει.

«Μήπως να ξαναμπούμε μέσα;» πρότεινα.

«Όχι, όχι. Όχι ακόμα. Η αλλαγή του περιβάλλοντος ευνοεί


τα κύτταρα της φαιάς ουσίας, κι ενδεχομένως τα δέντρα να
μας προσφέρουν κάποια προστασία από τον άνεμο. Δεν με
πειράζει το κρύο, αλλά υπάρχει καλό κρύο και κακό κρύο,
σήμερα έχει το κακό».

Σταματήσαμε στην είσοδο των κήπων του Μπλόξχαμ. Ο


Λούκα Λατσάρι δεν υπερέβαλλε όταν εξήρε την ομορφιά τους,
συλλογίστηκα κοιτάζοντας τις μοσχολεμονιές με τα κλαδιά
τους πλεγμένα και, στο βάθος, τους πιο αριστοτεχνικά
κουρεμένους θάμνους που είχα δει ποτέ στο Λονδίνο. Εδώ η
φύση δεν είχε απλώς τιθασευτεί, αλλά είχε εξαναγκαστεί σε
μια εκθαμβωτική υποταγή. Παρά τον τσουχτερό άνεμο, το
θέαμα σου προξενούσε αγαλλίαση.

«Λοιπόν;» ρώτησα τον Πουαρό. «Θα μπούμε ή δεν θα


μπούμε;» Θα ήταν ωραία, σκέφτηκα, να σεργιανίζαμε πάνω
κάτω, ανάμεσα στις δεντροστοιχίες, στα καταπράσινα ολόισια
δρομάκια, που θύμιζαν το ρωμαϊκό οδικό δίκτυο.

«Δεν είμαι βέβαιος», είπε συνοφρυωμένος ο Πουαρό.


«Αυτός ο καιρός...» Ανατρίχιασε.

«...θα είναι αναπόφευκτα αισθητός και στους κήπους»,


ολοκλήρωσα την πρότασή του κάπως ανυπόμονα. «Μόνο
ανάμεσα σε δύο μέρη μπορούμε να επιλέξουμε, είτε μέσα στο
ξενοδοχείο είτε έξω. Ποιο απ’ τα δύο προτιμάτε;»

«Έχω μια καλύτερη ιδέα!» ανακοίνωσε θριαμβευτικά. «Θα


πάρουμε το λεωφορείο!»

«Το λεωφορείο; Για πού;»

«Για πουθενά ή για οπουδήποτε! Δεν έχει σημασία. Μόλις


κατέβουμε από το λεωφορείο θα επιστρέψουμε μ’ ένα άλλο.
Αυτό θα μας προσφέρει αλλαγή παραστάσεων χωρίς να
κρυώνουμε! Ελάτε. Θα κοιτάζουμε από τα παράθυρα την
πόλη. Ποιος ξέρει τι μπορεί να παρατηρήσουμε;» Και
ξεκίνησε αποφασισμένος.
Τον ακολούθησα κουνώντας το κεφάλι. «Σκέφτεστε την
Τζένι – έτσι δεν είναι;» είπα. «Κι όμως είναι τελείως απίθανο
να τη δούμε–»

«Είναι πιο πιθανό απ’ ό,τι αν μέναμε εκεί κοιτάζοντας τα


κλαδιά και το γρασίδι!» αποκρίθηκε σθεναρά ο Πουαρό.

Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόμασταν σ’ ένα λεωφορείο με


παράθυρα τόσο θολά από την υγρασία που ήταν αδύνατον
να δούμε οτιδήποτε. Ήταν μάταιο ακόμη κι αν τα σκούπιζες
μ’ ένα μαντίλι.

Προσπάθησα να λογικέψω τον Πουαρό. «Σχετικά με την


Τζένι...» πήγα να πω.

«Oui».

«Μπορεί να κινδυνεύει, ωστόσο, στην πραγματικότητα,


δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση στο Μπλόξχαμ. Δεν
υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να τη συνδέουν με τους
φόνους. Ούτε ένα».

«Διαφωνώ, φίλε μου», είπε περίλυπος ο Πουαρό. «Είμαι


πιο πεπεισμένος από ποτέ ότι υπάρχει κάποια σύνδεση».

«Ναι, ε; Ε τότε, πείτε μου κι εμένα – γιατί;»


«Λόγω των δύο πιο ασυνήθιστων χαρακτηριστικών που...
οι υποθέσεις μοιράζονται».

«Και ποια είναι αυτά;»

«Θα σας έρθουν από μόνα τους, Κάτσπουλ. Ειλικρινά, δεν


υπάρχει περίπτωση να μην τα επισημάνετε, αν με ευρύτητα
πνεύματος αναλογιστείτε όσα ήδη ξέρετε».

Καθισμένες πίσω μας, μια ηλικιωμένη μητέρα με τη


μεσήλικη κόρη της συζητούσαν ποια ήταν η διαφορά
ανάμεσα σ’ ένα απλώς καλό γλύκισμα και σ’ ένα εξαιρετικό.

«Ακούτε, Κάτσπουλ;» ψιθύρισε ο Πουαρό. «La difference!


Η διαφορά! Ας μην εστιάσουμε στις ομοιότητες, αλλά στις
διαφορές· αυτές θα μας οδηγήσουν στο δολοφόνο μας».

«Τι είδους διαφορές;» ρώτησα.

«Μεταξύ των δύο φόνων στο ξενοδοχείο και του τρίτου.


Γιατί οι λεπτομέρειες διαφέρουν τόσο στην περίπτωση του
Ρίτσαρντ Νέγκους; Γιατί ο δολοφόνος κλείδωσε την πόρτα
του δωματίου από μέσα και όχι από έξω; Γιατί έκρυψε το
κλειδί πίσω από ένα πλακάκι στο τζάκι, αντί να το πάρει μαζί
του; Γιατί βγήκε απ’ το παράθυρο, σκαρφαλώνοντας σ’ ένα
δέντρο, αντί να διασχίσει το διάδρομο, όπως είχε έρθει;
Αρχικά αναρωτήθηκα μήπως είχε ακούσει φωνές στο
διάδρομο και δεν θέλησε να ρισκάρει να τον δουν να βγαίνει
απ’ το δωμάτιο του Νέγκους».

«Λογικό μού ακούγεται», είπα.

«Non. Δεν νομίζω, τελικά, ότι αυτός ήταν ο λόγος».

«Α, γιατί όχι;»

«Διότι η θέση του μανικετόκουμπου στο στόμα του


Ρίτσαρντ Νέγκους επίσης διαφέρει: Τοποθετήθηκε ολόκληρο
μέσα στο στόμα, στα όρια του λάρυγγα, και όχι ανάμεσα στα
χείλη».

Έβγαλα ένα βογκητό. «Όχι πάλι το μανικετόκουμπο!


Ειλικρινά δεν νομίζω–»

«Α! Μισό λεπτό, Κάτσπουλ. Για να δούμε...»

Το λεωφορείο είχε σταματήσει. Ο Πουαρό τέντωσε το


λαιμό του, για να επιθεωρήσει τους επιβάτες που έμπαιναν,
και αναστέναξε όταν επιβιβάστηκε ο τελευταίος – ένας
λυγερόκορμος άντρας με τουίντ κοστούμι, που οι τρίχες στ’
αυτιά του ήταν περισσότερες απ’ ό,τι στο κεφάλι του.

«Απογοητευτήκατε επειδή κανένας τους δεν ήταν η


Τζένι», είπα. Έπρεπε να το πω μεγαλόφωνα για να το
πιστέψω, νομίζω.

«Non, mon ami. Έχετε δίκιο για το συναίσθημα, αλλά όχι


για το λόγο. Νιώθω την ίδια απογοήτευση κάθε φορά που
σκέφτομαι ότι σε μια πόλη τόσο πελώρια όσο το Λονδίνο
είναι απίθανο να ξαναδώ την Τζένι. Κι όμως... εξακολουθώ
να ελπίζω».

«Παρά την εμμονή σας στις επιστημονικές μεθόδους, είστε


λίγο ονειροπόλος – έτσι δεν είναι;»

«Θεωρείτε την ελπίδα εχθρό της επιστήμης και όχι


κινητήρια δύναμή της; Αν είναι έτσι, διαφωνώ, όπως
διαφωνώ και στο θέμα του μανικετόκουμπου. Είναι
σημαντική η διαφορά σε σχέση με τα άλλα δύο θύματα, τις
δυο γυναίκες. Η διαφορά της θέσης του μανικετόκουμπου
στο στόμα του Νέγκους δεν εξηγείται με το ενδεχόμενο ο
δολοφόνος να άκουσε φωνές στο διάδρομο και να θέλησε
να αποφύγει τα συναπαντήματα», είπε ο Πουαρό
μεγαλόφωνα. «Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρχει άλλη
εξήγηση. Μέχρι να την ανακαλύψουμε, δεν μπορούμε να
είμαστε βέβαιοι ότι δεν σχετίζεται επίσης με το ανοιχτό
παράθυρο, με το κρυμμένο κλειδί και με το κλείδωμα της
πόρτας από μέσα».
Έρχεται κάποια στιγμή στις περισσότερες υποθέσεις –επ’
ουδενί μονάχα σε αυτές που ο Ηρακλής Πουαρό έχει
προσωπική ανάμειξη–, που αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι θα ήταν
πιο ανακουφιστικό, και στην πραγματικότητα εξίσου
αποτελεσματικό, να συνομιλείς μόνο με τον εαυτό σου και να
παραιτείσαι από κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με τον έξω
κόσμο.

Στο μυαλό μου, απευθυνόμενος μόνο στον λογικό και


δεκτικό εαυτό μου, επισήμανα σιωπηλά το εξής: Δεν είχε
καμία απολύτως σημασία που το μανικετόκουμπο είχε βρεθεί
σ’ ένα ελαφρώς διαφορετικό σημείο του στόματος του
Ρίτσαρντ Νέγκους. Το στόμα είναι στόμα, κι αυτό είναι όλο. Ο
δολοφόνος θεωρούσε ότι είχε κάνει το ίδιο ακριβώς και στα
τρία του θύματα: Είχε ανοίξει το στόμα τους και είχε
τοποθετήσει ένα μανικετόκουμπο με μονόγραμμα στο
εσωτερικό του.

Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλη εξήγηση για το κρυμμένο


κλειδί πίσω απ’ το πλακάκι του τζακιού. Θα ήταν ευκολότερο
και λιγότερο χρονοβόρο για το δολοφόνο να το πάρει μαζί
του ή να το ρίξει στο χαλί, αφού το σκουπίσει για να
αφαιρέσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα.

Πίσω μας, μητέρα και κόρη είχαν εξαντλήσει το ζήτημα


των γλυκισμάτων και είχαν περάσει στα μαγειρικά λίπη.
«Πρέπει να σκεφτούμε την επιστροφή μας στο
ξενοδοχείο», είπε ο Πουαρό.

«Μα τώρα μπήκαμε στο λεωφορείο!» διαμαρτυρήθηκα.

«Oui, γεγονός, αλλά δεν θέλουμε να απομακρυνθούμε


πολύ από το Μπλόξχαμ. Σε λίγο θα μας χρειαστούν στην
τραπεζαρία».

Ξεφύσησα αργά, ξέροντας ότι στην περίπτωση αυτή θα


ήταν χαμένος κόπος να τον ρωτήσω γιατί. Εξαρχής εκείνος
είχε θεωρήσει αναγκαίο να φύγουμε από το ξενοδοχείο.

«Πρέπει να κατέβουμε από αυτό το λεωφορείο και να


πάρουμε ένα άλλο», είπε. «Μπορεί από το άλλο να έχουμε
καλύτερη ορατότητα».

Όπως και συνέβη. Ο Πουαρό δεν εντόπισε την Τζένι στο


πλήθος, προς μεγάλη του λύπη, αλλά εγώ είδα μερικές
διασκεδαστικές εικόνες, που γι’ άλλη μια φορά μ’ έκαναν να
συνειδητοποιήσω γιατί λατρεύω το Λονδίνο: Ένας άντρας
ντυμένος κλόουν έκανε τα χειρότερα ταχυδακτυλουργικά του
κόσμου, κι όμως οι περαστικοί έριχναν κέρματα στο καπέλο
που βρισκόταν μπροστά του. Ανάμεσα στα άλλα
αξιοσημείωτα, είδα ένα κανίς που η φάτσα του ήταν ολόιδια
μ’ ενός επιφανούς πολιτικού, και έναν άστεγο καθισμένο στο
πεζοδρόμιο, που είχε δίπλα του μια ανοιχτή βαλίτσα και
έτρωγε από το εσωτερικό της, σαν να βρισκόταν στην
προσωπική του φορητή καντίνα.

«Κοιτάξτε», είπα. «Αυτός ο τύπος δεν νοιάζεται αν έχει


κρύο – σκάει από ευτυχία. Και απ’ το φαΐ, πρέπει να
προσθέσω. Πουαρό, δείτε εκείνο το κανίς – δεν σας θυμίζει
κάποιον; Κάποιο διάσημο; Ελάτε, δεν μπορεί να μην το
είδατε».

«Κάτσπουλ», είπε με ύφος βλοσυρό ο Πουαρό,


«σηκωθείτε, ειδάλλως θα χάσουμε τη στάση μας. Πάντα με
το βλέμμα αλλού, πάντα εις άγραν αντιπερισπασμών».

Σηκώθηκα. Μόλις κατεβήκαμε από το λεωφορείο είπα:


«Εσείς με παρασύρατε σ’ αυτή την άσκοπη περιήγηση στα
αξιοθέατα του Λονδίνου. Δεν φταίω εγώ που μου τράβηξαν
την προσοχή».

Ο Πουαρό κοντοστάθηκε. «Πείτε μου κάτι. Γιατί


αποφεύγατε να κοιτάξετε τα τρία πτώματα στο ξενοδοχείο; Τι
είναι αυτό που κάνει για σας αφόρητη τη θέα τους;»

«Τίποτα. Τα κοίταξα όσο εσείς, κι η αλήθεια είναι ότι τα


είχα κοιτάξει κάμποσο και προτού έρθετε».
«Αν δεν θέλετε να το συζητήσετε μαζί μου, mon ami, αρκεί
να πείτε όχι».

«Δεν υφίσταται θέμα συζήτησης. Δεν ξέρω κανέναν που


κάθεται να περιεργαστεί ένα πτώμα περισσότερο απ’ το
αναγκαίο. Αυτό είναι όλο».

«Non», είπε ο Πουαρό σιγανά. «Δεν είναι».

Ομολογώ ότι έπρεπε να του το είχα πει, κι ακόμα δεν ξέρω


γιατί δεν του το είπα. Ο παππούς μου πέθανε όταν ήμουν
πέντε χρόνων. Έζησε αρκετό καιρό ετοιμοθάνατος σ’ ένα
δωμάτιο του σπιτιού μας. Δεν μου άρεσε να πηγαίνω να τον
βλέπω κάθε μέρα, αλλά οι γονείς μου επέμεναν ότι είχε
σημασία γι’ αυτόν, κι έτσι το έκανα για να τους ευχαριστήσω,
αλλά και για τον ίδιο. Έβλεπα το δέρμα του να γίνεται
ολοένα και πιο κίτρινο, άκουγα τις ανάσες του να κονταίνουν,
κι ένιωθα ότι το βλέμμα του δυσκολευόταν να εστιάσει. Τότε
δεν το θεωρούσα τρομακτικό, αλλά με θυμάμαι, κάθε μέρα,
να μετράω τα δευτερόλεπτα που έπρεπε να περάσω μέσα σ’
εκείνο το δωμάτιο, ξέροντας ότι στο τέλος θα μπορέσω να
φύγω, να κλείσω την πόρτα πίσω μου και να πάψω να
μετράω.

Όταν πέθανε, ένιωσα σαν να είχα αποφυλακιστεί και ότι θα


ξανάβρισκα τη ζωντάνια μου. Θα τον έπαιρναν απ’ το
δωμάτιό του, κι έτσι δεν θα υπήρχε πλέον ο θάνατος μέσα
στο σπίτι. Τότε μου είπε η μητέρα μου ότι έπρεπε να πάω να
δω τον παππού για μια τελευταία φορά, στο δωμάτιό του. Θα
ερχόταν κι αυτή μαζί μου, είπε. Δεν θα πάθαινα τίποτα.

Ο γιατρός τον είχε τοποθετήσει με επισημότητα στο


κρεβάτι. Η μητέρα μου μου εξήγησε με ποιο τρόπο γίνεται η
τοποθέτηση των νεκρών. Μετρούσα τα δευτερόλεπτα
σιωπηλά. Περισσότερα δευτερόλεπτα απ’ ό,τι συνήθως.
Εκατόν τριάντα τουλάχιστον, όρθιος στο πλευρό της μητέρας
μου, κοιτάζοντας το ασάλευτο, συρρικνωμένο σώμα του
παππού. «Έντουαρντ, κράτα του το χέρι», είπε η μητέρα μου.
Όταν της απάντησα ότι δεν ήθελα, άρχισε να κλαίει και
σταματημό δεν είχε.

Οπότε κράτησα το νεκρό, αποστεωμένο χέρι του παππού.


Ήθελα όσο τίποτα να το αφήσω και να το βάλω στα πόδια,
αλλά συνέχισα να το κρατώ, ώσπου η μητέρα μου έπαψε να
κλαίει και είπε ότι μπορούσαμε να φύγουμε.

«Έντουαρντ, κράτα του το χέρι. Κράτα του το χέρι».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 - Αν ρωτούσαμε εκατό ανθρώπους

Μετά βίας πρόσεξα το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί


στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ, την ώρα που
μπαίναμε ο Πουαρό κι εγώ. Αυτός καθαυτός ο χώρος ήταν
τόσο εντυπωσιακός που θέλοντας και μη παρασύρθηκα από
το μεγαλείο του. Κοντοστάθηκα στην είσοδο και κοίταξα το
ψηλό, πλουσιοπάροχα διακοσμημένο ταβάνι μ’ ένα σωρό
εμβλήματα και γλυπτά. Ήταν παράξενο να σκέφτεσαι ότι
άνθρωποι έτρωγαν συνηθισμένα πράγματα –όπως
φρυγανισμένο ψωμί και μαρμελάδα– κάτω από ένα τέτοιο
έργο τέχνης, δίχως καν να υψώνουν το βλέμμα, για
παράδειγμα, καθώς άνοιγαν το πάνω μέρος του βραστού
αυγού τους.

Προσπαθούσα να κατανοήσω το σχέδιο στο σύνολό του


και πώς τα διάφορα μέρη της οροφής σχετίζονταν μεταξύ
τους, όταν ένας απαρηγόρητος Λούκα Λατσάρι έτρεξε προς
το μέρος μας και βαριαναστενάζοντας μεγαλόφωνα διέκοψε
το θαυμασμό της καλλιτεχνικής συμμετρίας πάνω από το
κεφάλι μου.

«Κύριε Κάτσπουλ, μεσιέ Πουαρό, σας ζητώ εκ βαθέων


συγγνώμη! Μες στη βιασύνη μου να σας βοηθήσω στο τόσο
σημαντικό σας έργο, σας είπα κάτι αναληθές! Απλώς,
καταλαβαίνετε, είχα ακούσει πολλές αναφορές, και η πρώτη
μου απόπειρα να τις συνταιριάξω ήταν ανεπιτυχής.
Αποκλειστικά εγώ είμαι υπεύθυνος, και η βλακεία μου!
Κανένας άλλος δεν έφταιγε. Αχ–»

Ο Λατσάρι σταμάτησε απότομα και κοίταξε πίσω του τους


περίπου εκατό άντρες και γυναίκες που βρίσκονταν στην
τραπεζαρία. Έπειτα έκανε ένα βήμα προς τ’ αριστερά, για να
σταθεί ακριβώς μπροστά στον Πουαρό, και πρόταξε το
στήθος του κατά περίεργο τρόπο, φέρνοντας τα χέρια στους
γοφούς του. Νομίζω ότι ήλπιζε να κρύψει ολόκληρο το
προσωπικό του από το βλέμμα αποδοκιμασίας του Πουαρό,
με το σκεπτικό ότι, αν δεν μπορούσε να τους δει, δεν θα
μπορούσε να τους κατηγορήσει και για τίποτα.

«Ποιο ήταν το σφάλμα σας, σινιόρ Λατσάρι;» ρώτησε ο


Πουαρό.

«Ήταν πολύ βαρύ! Εσείς επισημάνατε ότι δεν ήταν


δυνατόν και είχατε δίκιο. Ωστόσο θέλω να καταλάβετε ότι το
άριστο προσωπικό μου, που βλέπετε συγκεντρωμένο ενώπιόν
σας, μου είπε την αλήθεια για ό,τι πραγματικά συνέβη, αλλά
εγώ παραποίησα την αλήθεια και σας παραπλάνησα – δεν το
έκανα επίτηδες!»

«Je comprends. Καταλαβαίνω. Τώρα, για να διορθωθεί το


λάθος...» είπε ο Πουαρό για να τον βοηθήσει.
Στο μεταξύ, το «άριστο» προσωπικό καθόταν σιωπηλό σε
μεγάλα στρογγυλά τραπέζια, ακούγοντας με προσοχή κάθε
λέξη. Το κλίμα ήταν βαρύ. Διέτρεξα εν τάχει τα πρόσωπα με
το βλέμμα μου και δεν παρατήρησα ούτε ένα χαμόγελο.

«Σας είπα ότι οι τρεις μακαρίτες ένοικοι ζήτησαν να


δειπνήσουν στις επτά και τέταρτο χθες το βράδυ, ο καθένας
χωριστά στο δωμάτιό του», είπε ο Λατσάρι. «Αυτό δεν είναι
αλήθεια! Βρίσκονταν και οι τρεις μαζί! Δείπνησαν ομαδικά!
Όλοι σ’ ένα δωμάτιο, στο δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι,
στο 317. Ένας σερβιτόρος, όχι τρεις, τους είδε ζωντανούς στις
επτά και τέταρτο. Βλέπετε, μεσιέ Πουαρό; Δεν είναι η
μεγαλύτερη σύμπτωση αυτή που σας ανέφερα, αλλά
απεναντίας ένα πολύ συχνό συμβάν: τρεις ένοικοι που
δειπνούν μαζί στο δωμάτιο του ενός!»

«Μάλιστα». Ο Πουαρό ακουγόταν ικανοποιημένος.


«Κατανοητό. Και ποιος ήταν ο εν λόγω σερβιτόρος;»

Ένας εύσωμος, φαλακρός άντρας καθισμένος σ’ ένα από


τα τραπέζια σηκώθηκε. Έμοιαζε γύρω στα πενήντα, μόλις
άρχιζε να αποκτά διπλοσάγονο και είχε το πένθιμο βλέμμα
των λαγωνικών μπασέ.

«Εγώ, κύριε», είπε.


«Πώς λέγεστε, αγαπητέ;»

«Ράφαλ Μπόμπακ, κύριε».

«Σερβίρατε το δείπνο στη Χάριετ Σίπελ, στην Άιντα


Γκράνσμπερι και στον Ρίτσαρντ Νέγκους στο δωμάτιο 317
στις επτά και τέταρτο χθες το βράδυ;» τον ρώτησε ο Πουαρό.

«Όχι δείπνο, κύριε», είπε ο Μπόμπακ. «Απογευματινό –


αυτό παρήγγειλε ο Ρίτσαρντ Νέγκους. Απογευματινό την ώρα
του δείπνου. Ρώτησε αν υπήρχε πρόβλημα ή αν θα τους
ανάγκαζα να πάρουν “ένα πιο δείπνο-δείπνο”, όπως το
αποκάλεσε. Μου είπε ότι αυτός και οι φίλες του ήταν
σύμφωνοι και δεν είχαν όρεξη για κανονικό δείπνο. Είπε ότι
θα προτιμούσαν ένα απογευματινό. Του είπα ότι μπορούσε να
ζητήσει ό,τι ήθελε. Παρήγγειλε σάντουιτς –με ζαμπόν, τυρί,
σολομό και αγγούρι– και μια ποικιλία από κέικ. Και ψωμάκια
σκόουνς, κύριε, με κρέμα και μαρμελάδα».

«Και τι ζήτησαν να πιουν;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Τσάι, κύριε. Και οι τρεις».

«Εντάξει, αλλά ο Νέγκους ήπιε και τσέρι;»

Ο Ράφαλ Μπόμπακ έγνεψε αρνητικά. «Όχι, κύριε. Όχι


τσέρι. Ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν παρήγγειλε τσέρι. Δεν πήγα
κανένα ποτήρι με τσέρι στο δωμάτιο 317».

«Είστε βέβαιος γι’ αυτό;»

«Απολύτως, κύριε».

Το γεγονός ότι μας παρατηρούσαν όλα αυτά τα μάτια είχε


αρχίσει να μου προξενεί ελαφρά αμηχανία. Συνειδητοποίησα
με πόνο ψυχής ότι δεν είχα ρωτήσει ακόμα τίποτα.
Μπορούσα ν’ αφήσω τον Πουαρό να διαχειριστεί την
ανάκριση· αλλά, αν δεν συμμετείχα καθόλου, θα φαινόμουν
χαζός. Καθάρισα το λαιμό μου και απευθύνθηκα στην
ομήγυρη: «Πήγε κανείς σας ένα φλιτζάνι τσάι στο δωμάτιο
της Χάριετ Σίπελ, στο 121, οποιαδήποτε ώρα; Ή ένα τσέρι
στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ Νέγκους; Είτε χθες είτε προχθές,
την Τετάρτη;»

Κεφάλια άρχισαν να γνέφουν αρνητικά. Αν κάποιος δεν


έλεγε ψέματα, προέκυπτε ότι η μόνη παραγγελία σε
οποιοδήποτε από τα τρία δωμάτια των θυμάτων ήταν το
«απογευματινό αντί για δείπνο» που παρέδωσε ο Ράφαλ
Μπόμπακ στο δωμάτιο 317, στις επτά και τέταρτο το βραδάκι
της Πέμπτης.

Προσπάθησα να βάλω μια τάξη στα γεγονότα: Το φλιτζάνι


του τσαγιού στο δωμάτιο της Χάριετ Σίπελ δεν δημιουργούσε
πρόβλημα. Πρέπει να ήταν το ένα από τα τρία που είχε φέρει
ο Μπόμπακ, καθώς μόνο δύο φλιτζάνια βρέθηκαν στο
δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι μετά τους φόνους. Πώς
όμως είχε βρεθεί το ποτήρι του τσέρι στο δωμάτιο του
Ρίτσαρντ Νέγκους, αν δεν το είχε παραδώσει εκεί κάποιος
σερβιτόρος;

Είχε φτάσει ο δολοφόνος στο Μπλόξχαμ κουβαλώντας


στο χέρι ένα ποτήρι με τσέρι μάρκας Harvey’s Bristol Cream,
ενώ στην τσέπη του είχε ένα σωρό μανικετόκουμπα με
μονόγραμμα και το δηλητήριο; Φαινόταν τραβηγμένο.

Ο Πουαρό έμοιαζε να έχει εστιάσει στο ίδιο πρόβλημα.


«Για να είμαστε απολύτως σαφείς: Κανένας από σας δεν
σέρβιρε ένα ποτήρι τσέρι στον Ρίτσαρντ Νέγκους, είτε στο
δωμάτιό του είτε οπουδήποτε αλλού στο ξενοδοχείο;»

Τα κεφάλια άρχισαν πάλι να γνέφουν αρνητικά.

«Σινιόρ Λατσάρι, πείτε μου παρακαλώ, το ποτήρι που


βρέθηκε στο δωμάτιο του Νέγκους ανήκει στα σερβίτσια του
ξενοδοχείου Μπλόξχαμ;»

«Μάλιστα ανήκει, μεσιέ Πουαρό. Πολύ περίπλοκη


κατάσταση. Θα έλεγα ότι ίσως κάποιος σερβιτόρος που
απουσιάζει σήμερα πήγε το τσέρι στον Ρίτσαρντ Νέγκους την
Πέμπτη ή την Τετάρτη, αλλά όλοι όσοι δούλευαν τις δύο
αυτές μέρες βρίσκονται εδώ».

«Είναι, όπως το λέτε, περίπλοκη η κατάσταση»,


συμφώνησε ο Πουαρό. «Κύριε Μπόμπακ, μπορείτε μήπως να
μας πείτε τι συνέβη όταν πήγατε το δίσκο με την παραγγελία
στο δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι;»

«Ακούμπησα τα πράγματα στο τραπέζι κι έπειτα έφυγα,


κύριε».

«Ήταν και οι τρεις στο δωμάτιο; Η Σίπελ, η Γκράνσμπερι


και ο Νέγκους;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Περιγράψτε μας τη σκηνή».

«Τη σκηνή;»

Βλέποντας ότι ο Ράφαλ Μπόμπακ τα ’χε χαμένα,


αποφάσισα να συνδράμω ρωτώντας: «Ποιος από τους τρεις
άνοιξε την πόρτα;»

«Ο Ρίτσαρντ Νέγκους άνοιξε, κύριε».

«Και πού βρίσκονταν οι δύο γυναίκες;» συνέχισα να ρωτώ.


«Α, κάθονταν στις δύο πολυθρόνες κοντά στο τζάκι και
μιλούσαν μεταξύ τους. Δεν είχα πάρε δώσε με τις κυρίες.
Μίλησα μόνο με τον κύριο. Τα σέρβιρα όλα στο τραπέζι,
μπροστά στο παράθυρο, κι έπειτα έφυγα, κύριε».

«Μπορείτε να θυμηθείτε τι κουβέντιαζαν οι δύο κυρίες;»


ρώτησε ο Πουαρό.

Ο Μπόμπακ χαμήλωσε το βλέμμα. «Λοιπόν, κύριε...»

«Έχει σημασία, μεσιέ. Κάθε λεπτομέρεια που μπορείτε να


μας πείτε γι’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους έχει σημασία».

«Να... έλεγαν κακίες, κύριε. Και γελούσαν κιόλας».

«Εννοείτε ότι ήταν μοχθηρές; Τίνι τρόπω;»

«Η μία από αυτές ήταν, κύριε. Και ο Νέγκους έδειχνε να το


διασκεδάζει. Έλεγαν κάτι για μια μεσήλικη γυναίκα κι έναν
νεότερο άντρα. Δεν με αφορούσε, οπότε δεν έστησα αυτί».

«Θυμάστε τι ακριβώς ειπώθηκε; Ποιος ήταν ο στόχος


αυτής της μοχθηρίας;»

«Δεν ξέρω να σας πω, κύριε, λυπάμαι. Μια μεσήλικη


γυναίκα που μπορεί να ήταν ερωτοχτυπημένη μ’ ένα νεαρό –
αυτή την εντύπωση σχημάτισα. Σαν κουτσομπολιό μού
φάνηκε».

«Μεσιέ», είπε ο Πουαρό με την πιο αυταρχική φωνή του.


«Αν τύχει να θυμηθείτε οτιδήποτε άλλο σχετικά με τη
συζήτηση αυτή, οτιδήποτε πραγματικά, παρακαλώ να με
ενημερώσετε χωρίς καθυστέρηση».

«Μάλιστα, κύριε. Τώρα που το σκέφτομαι, ο νεαρός


μπορεί να είχε παρατήσει τη μεγάλη γυναίκα και να κλέφτηκε
με μια νεότερη. Κουτσομπολιό για να περνάει η ώρα και
τίποτα παραπάνω».

«Μάλιστα...» Ο Πουαρό άρχισε να βαδίζει πέρα δώθε κατά


μήκος της τραπεζαρίας. Ήταν παράξενο να βλέπεις
περισσότερα από εκατό κεφάλια να γυρίζουν αργά και να τον
ακολουθούν από τη μια πλευρά στην άλλη. «Έχουμε τον
Ρίτσαρντ Νέγκους, τη Χάριετ Σίπελ και την Άιντα
Γκράνσμπερι –έναν άντρα και δυο γυναίκες– στο δωμάτιο
317, να μιλούν με μοχθηρία για έναν άντρα και δυο
γυναίκες!»

«Μα τι σημασία έχει αυτό, Πουαρό;» ρώτησα.

«Μπορεί και να μην έχει σημασία. Είναι ενδιαφέρον


ωστόσο. Και το κουτσομπολιό, το απογευματινό την ώρα του
δείπνου... Αυτό μας λέει ότι τα τρία θύματα δεν ήταν
άγνωστοι, αλλά είχαν φιλικές σχέσεις, και καμία συναίσθηση
της μοίρας που τους περίμενε λίγο αργότερα».

Μια απότομη κίνηση με ξάφνιασε. Στο τραπέζι, ακριβώς


μπροστά από εκεί όπου στεκόμασταν ο Πουαρό κι εγώ, ένας
μελαχρινός νεαρός με χλωμό πρόσωπο είχε πεταχτεί απ’ την
καρέκλα του μ’ έναν πήδο, σαν να τον είχε σπρώξει ελατήριο.
Θα υπέθετα ότι ήθελε να προσθέσει κάτι, αν δεν είχε τόσο
τρομοκρατημένη έκφραση.

«Από δω ο κύριος Τόμας Μπρίγκνελ, ένας από τους


νεότερους υπαλλήλους μας», είπε ο Λατσάρι,
παρουσιάζοντας το νεαρό με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία.

«Δεν είχαν απλώς φιλικές σχέσεις, κύριε», είπε σιγανά ο


Μπρίγκνελ έπειτα από μια παρατεταμένη σιωπή. Κανένας απ’
όσους κάθονταν πίσω του δεν θα μπορούσε να ακούσει τα
λόγια του – τόσο χαμηλόφωνα μιλούσε. «Ήταν φίλοι καλοί.
Γνωρίζονταν σε βάθος».

«Φυσικά και ήταν καλοί φίλοι!» ανακοίνωσε στην


ομήγυρη ο Λατσάρι. «Αφού δείπνησαν μαζί!»

«Πολλοί δειπνούν κάθε μέρα με ανθρώπους που


αντιπαθούν βαθύτατα», είπε ο Πουαρό. «Συνεχίστε,
παρακαλώ, κύριε Μπρίγκνελ».
«Όταν μίλησα με τον Νέγκους χθες το βράδυ, ανησυχούσε
για τις δύο κυρίες, όπως μόνο ένας πραγματικός φίλος
ανησυχεί», ψιθύρισε προς το μέρος μας ο Τόμας Μπρίγκνελ.

«Τον συναντήσατε;» ρώτησα. «Πότε; Πού;»

«Στις επτά και μισή, κύριε». Έδειξε τη δίφυλλη πόρτα στην


είσοδο της τραπεζαρίας. Πρόσεξα ότι το χέρι του έτρεμε. «Εκεί
έξω. Βγήκα και τον είδα να κατευθύνεται προς το ασανσέρ.
Με είδε κι εκείνος, κοντοστάθηκε και με φώναξε. Υπέθεσα ότι
επέστρεφε στο δωμάτιό του».

«Και τι σας είπε;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Μου... μου ζήτησε να βεβαιωθώ ότι θα χρεωνόταν η


παραγγελία στο λογαριασμό του και όχι σε κάποια απ’ τις
κυρίες. “Το κόστος δεν με απασχολεί”, είπε, “αλλά για την
κυρία Σίπελ και τη δεσποινίδα Γκράνσμπερι θα ήταν
υπολογίσιμο”».

«Μόνο αυτό σας είπε, μεσιέ;»

«Μάλιστα». Ο Μπρίγκνελ έμοιαζε έτοιμος να λιποθυμήσει


σε περίπτωση που χρειαζόταν να ξεστομίσει μία ακόμη λέξη.

«Ευχαριστούμε, κύριε Μπρίγκνελ», είπα όσο πιο φιλικά


μπορούσα. «Η βοήθειά σας υπήρξε πολύτιμη». Μονομιάς
ένιωσα ενοχές που δεν είχα ευχαριστήσει και τον Ράφαλ
Μπόμπακ κατά τον ίδιο τρόπο, οπότε προσέθεσα: «Όπως κι
η δική σας, κύριε Μπόμπακ. Όπως και όλων σας».

«Κάτσπουλ», μουρμούρισε ο Πουαρό, «οι περισσότεροι


εδώ μέσα δεν είπαν κουβέντα».

«Μας άκουσαν όμως με προσοχή κι έβαλαν το μυαλό


τους να δουλέψει γύρω απ’ τα προβλήματα που τους
παρουσιάσατε. Νομίζω ότι αξίζει να τους το αναγνωρίσουμε».

«Έχετε εμπιστοσύνη στο μυαλό τους – έτσι; Μήπως


πρόκειται για τους εκατό ανθρώπους που επικαλείστε όταν
διαφωνούμε; Ε λοιπόν, αν όντως ρωτούσαμε αυτούς τους
εκατό ανθρώπους...» Ο Πουαρό στράφηκε πάλι προς το
κοινό. «Κυρίες και κύριοι, απ’ ό,τι μάθαμε, ο Ρίτσαρντ
Νέγκους, η Χάριετ Σίπελ και η Άιντα Γκράνσμπερι ήταν
φίλοι, και το γεύμα τους παραδόθηκε στο δωμάτιο 317 στις
επτά και τέταρτο. Ωστόσο στις επτά και μισή, ο κύριος
Μπρίγκνελ είδε τον Ρίτσαρντ Νέγκους στο ισόγειο του
ξενοδοχείου, να κατευθύνεται προς το ασανσέρ. Ο Νέγκους
πρέπει να επέστρεφε –n’ est-ce pas;– είτε στο δικό του
δωμάτιο, το 238, είτε στο 317, όπου τον περίμεναν οι φίλες
του. Αλλά από πού επέστρεφε; Τα σάντουιτς και τα
γλυκίσματα είχαν παραδοθεί μόλις πριν από δεκαπέντε
λεπτά! Τα παράτησε μονομιάς και κίνησε για κάπου αλλού;
Ή έφαγε τη δική του μερίδα μέσα σε τρία τέσσερα λεπτά,
προτού αναχωρήσει φουριόζος; Και πού πήγαινε με τόση
βιασύνη; Ποια ήταν η σημαντική δουλειά που τον έκανε να
φύγει από το δωμάτιο 317; Μήπως ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο
λογαριασμός δεν θα επιβάρυνε τη Χάριετ Σίπελ ή την Άιντα
Γκράνσμπερι; Δεν μπορούσε να περιμένει είκοσι ή τριάντα
λεπτά, ίσως και μία ώρα, προτού πάει να τακτοποιήσει το
ζήτημα;»

Στο πίσω μέρος της τραπεζαρίας, μια γεροδεμένη γυναίκα


με καστανά σγουρά μαλλιά πετάχτηκε συνοφρυωμένη από
την καρέκλα της. «Συνεχίζετε να μας κάνετε ένα σωρό
ερωτήσεις λες κι εγώ ξέρω την απάντηση, λες και την ξέρει
οποιοσδήποτε άλλος εδώ μέσα, ενώ δεν ξέρουμε τίποτα!» Το
βλέμμα της διέτρεχε σπασμωδικά το χώρο καθώς μιλούσε,
περνώντας απ’ το ένα πρόσωπο στο άλλο, αν και τα λόγια
της απευθύνονταν στον Πουαρό. «Θέλω να πάω σπίτι μου,
κύριε Λατσάρι», είπε όλο παράπονο. «Θέλω να δω τα
παιδάκια μου, να βεβαιωθώ ότι είναι καλά!»

Μια κοπέλα, που καθόταν πίσω της, άγγιξε το χοντρό της


μπράτσο και προσπάθησε να την καλμάρει. «Κάθισε κάτω,
Τέσι», είπε. «Ο κύριος να βοηθήσει θέλει. Τα κουτσούβελά
σου δεν θα πάθουν τίποτα, ιδίως αν δεν πλησιάσουν το
Μπλόξχαμ στο ένα μίλι».
Ακούγοντας αυτό το σχόλιο, που ειπώθηκε για παρηγοριά,
τόσο ο Λούκα Λατσάρι όσο και η εύρωστη Τέσι έβγαλαν ένα
πνιχτό επιφώνημα αγωνίας.

«Δεν θα σας κρατήσουμε πολύ ακόμη, κυρία μου», είπα.


«Και είμαι βέβαιος ότι ο κύριος Λατσάρι θα σας επιτρέψει
έπειτα να πάτε να δείτε τα παιδιά σας, εφόσον αυτό έχετε
ανάγκη να κάνετε».

Ο Λατσάρι έδειξε μ’ ένα νεύμα ότι θα το επέτρεπε όντως,


και η Τέσι μαλάκωσε κάπως και κάθισε.

Γύρισα στον Πουαρό και είπα: «Ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν


έφυγε από το δωμάτιο 317 για να ξεκαθαρίσει το θέμα του
λογαριασμού. Έπεσε πάνω στον Τόμας Μπρίγκνελ
επιστρέφοντας από κάπου, επομένως είχε ήδη κάνει ό,τι
σκόπευε να κάνει. Τότε, λοιπόν, το βλέμμα του έπεσε στον
κύριο Μπρίγκνελ και αποφάσισε να διευθετήσει και την
εκκρεμότητα του λογαριασμού». Ευελπιστούσα, με αυτό το
λογύδριο, να δείξω σε όλους τους παρευρισκομένους ότι
είχαμε και απαντήσεις, εκτός από ερωτήσεις. Ίσως όχι όλες
τις απαντήσεις, αλλά κάποιες, κι αυτό ήταν καλύτερο απ’ το
τίποτα.

«Μεσιέ Μπρίγκνελ, σχηματίσατε την εντύπωση ότι ο


Νέγκους έτυχε να σας δει και να εκμεταλλευτεί την
περίσταση, όπως περιέγραψε ο κύριος Κάτσπουλ; Δηλαδή,
δεν σας έψαχνε; Εσείς τον εξυπηρετήσατε όταν έφτασε στο
ξενοδοχείο την Τετάρτη – σωστά;»

«Μάλιστα, κύριε, δεν με έψαχνε». Ο Μπρίγκνελ έμοιαζε


πιο πρόθυμος να μιλήσει καθιστός. «Έπεσε πάνω μου τυχαία
και σκέφτηκε: “Να τος πάλι αυτός ο νεαρός”. Καταλαβαίνετε
τι εννοώ, κύριε».

«Απόλυτα. Κυρίες και κύριοι», είπε ο Πουαρό υψώνοντας


τη φωνή, «αφού διέπραξε τρεις φόνους χθες το βράδυ στο
ξενοδοχείο αυτό, ο δολοφόνος, ή κάποιος που ξέρει την
ταυτότητα του δολοφόνου και συνωμότησε μαζί του, άφησε
ένα σημείωμα στη ρεσεψιόν: “ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ
ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. 121, 238, 317”. Μήπως τον είδε κανείς να
αφήνει το σημείωμα που σας παρουσιάζω αυτή τη στιγμή;» Ο
Πουαρό έβγαλε τη μικρή λευκή κάρτα από την τσέπη του και
την κράτησε ψηλά. «Τη βρήκε ο ρεσεψιονίστ, ο κύριος Τζον
Γκουντ, στις οκτώ και δέκα. Μήπως κανείς παρατήρησε
κάποιον ή κάποιους κοντά στη ρεσεψιόν, που φαίνονταν να
συμπεριφέρονται με ανορθόδοξο τρόπο; Σκεφτείτε με
προσοχή! Κάποιος πρέπει να είδε κάτι!»

Η εύρωστη Τέσι είχε σφαλίσει τα μάτια και είχε γείρει πάνω


στη φίλη της. Ο χώρος είχε γεμίσει ψιθύρους και
αναστεναγμούς· τους είχε προκαλέσει το σοκ και η έξαψη που
ένιωσαν οι παριστάμενοι βλέποντας τον γραφικό χαρακτήρα
του δολοφόνου – ένα τεκμήριο που έκανε τους τρεις αυτούς
θανάτους να μοιάζουν ακόμη πιο σπαρταριστοί.

Κανένας δεν είχε κάτι άλλο να μας πει. Εντέλει


αποδείχθηκε ότι, αν ρωτήσεις εκατό ανθρώπους για
οτιδήποτε, μάλλον θα απογοητευτείς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 - Το αίνιγμα του τσέρι

Μισή ώρα αργότερα, ο Πουαρό κι εγώ καθόμασταν και


πίναμε καφέ πλάι στο αναμμένο τζάκι, στο «μυστικό μας
σαλονάκι», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Λατσάρι – ένα
δωμάτιο πίσω από την τραπεζαρία, στο οποίο δεν είχες
πρόσβαση μέσω των κοινόχρηστων διαδρόμων. Οι τοίχοι
ήταν καλυμμένοι με πορτρέτα που προσπαθούσα να
αγνοήσω. Εμένα δώσε μου ηλιόλουστα τοπία, ή ακόμη και
συννεφιασμένα, και τίποτ’ άλλο δεν θέλω. Τα μάτια είναι
αυτά που μ’ ενοχλούν στις απεικονίσεις ανθρώπων· δεν έχει
σημασία ποιος τους ζωγράφισε. Ακόμα δεν έχω δει ένα
πορτρέτο που να αναιρέσει την πεποίθησή μου ότι ο
εικονιζόμενος με κοιτάζει διαπεραστικά με περιφρόνηση.

Μετά την πληθωρική του εμφάνιση στην τραπεζαρία, όπου


είχε το ρόλο του τελετάρχη, ο Πουαρό είχε περιπέσει ξανά σε
κατήφεια.

«Πάλι με την Τζένι τρώγεστε – έτσι δεν είναι;» τον


ρώτησα.

Παραδέχτηκε πως είχα δίκιο. «Δεν θέλω να μάθω ότι


βρέθηκε μ’ ένα μανικετόκουμπο στο στόμα, με το
μονόγραμμα Π.Α.Τ. Είναι το νέο που τρέμω μην ακούσω».
«Μια και δεν μπορείτε να κάνετε οτιδήποτε γι’ αυτήν επί
του παρόντος, θα σας πρότεινα να σκεφτείτε κάτι άλλο», τον
συμβούλευσα.

«Τι πρακτικό πνεύμα που είστε, Κάτσπουλ. Ωραία λοιπόν.


Ας σκεφτούμε τα φλιτζάνια».

«Τα φλιτζάνια;»

«Ναι. Σε τι συμπέρασμα σας οδηγούν;»

Αφού το συλλογίστηκα λίγο, κατέληξα: «Δεν έχω κάτι να


πω σχετικά με τα φλιτζάνια».

Ο Πουαρό έβγαλε ένα μουρμουρητό ανυπομονησίας.


«Τρία φλιτζάνια παραδόθηκαν στο δωμάτιο της Άιντα
Γκράνσμπερι από τον σερβιτόρο Ράφαλ Μπόμπακ. Τρία
φλιτζάνια για τρία άτομα, όπως θα περίμενε κανείς· αλλά,
όταν βρέθηκαν τα πτώματα, υπήρχαν μόνο δύο φλιτζάνια στο
δωμάτιο».

«Το άλλο ήταν στο δωμάτιο της Χάριετ Σίπελ, μαζί με το


πτώμα της», είπα.

«Ακριβώς. Κι αυτό είναι πολύ περίεργο – έτσι δεν είναι;


Μετέφερε η Σίπελ το φλιτζάνι με το πιατάκι στο δωμάτιό της
πριν ή αφότου είχε προστεθεί δηλητήριο στο τσάι; Όποια απ’
τις δύο εκδοχές κι αν αποδεχθούμε, αναρωτιέμαι ποιος θα
κουβαλούσε ένα φλιτζάνι τσάι κατά μήκος ενός ολόκληρου
διαδρόμου και μέχρι το ασανσέρ ή θα κατέβαινε δύο ορόφους
με τις σκάλες κρατώντας το. Είτε είναι γεμάτο, οπότε υπάρχει
κίνδυνος να χυθεί· είτε είναι μισογεμάτο ή σχεδόν άδειο,
οπότε δεν αξίζει να το κουβαλήσεις. Συνήθως κανείς πίνει το
τσάι στο δωμάτιο όπου σερβίρεται – n’est-ce pas;»

«Συνήθως, ναι. Ωστόσο, ο δολοφόνος αυτός μου δίνει


την αίσθηση ότι απέχει παρασάγγας απ’ το συνηθισμένο»,
είπα με κάποια εμπάθεια.

«Και τα θύματά του; Δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι;


Και πώς συμπεριφέρονται; Μου ζητάτε να πιστέψω ότι η
Χάριετ Σίπελ κατεβαίνει με το φλιτζάνι της δύο ορόφους,
μέχρι το δωμάτιό της, κάθεται στην πολυθρόνα να το πιει, και
σχεδόν αμέσως μετά ο δολοφόνος τής χτυπά την πόρτα και
δράττεται της ευκαιρίας να ρίξει υδροκυάνιο στο φλιτζάνι της;
Κι ο Ρίτσαρντ Νέγκους, σας θυμίζω, επίσης φεύγει από το
δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι για άγνωστο λόγο, αλλά
φροντίζει να επιστρέψει στο δικό του δωμάτιο αμέσως μετά,
μ’ ένα ποτήρι τσέρι που κανένας από το ξενοδοχείο δεν του
έδωσε».

«Υποθέτω, αν το θέτετε έτσι...» είπα.


Ο Πουαρό εξακολούθησε σαν να μην είχα μόλις
συναινέσει. «Α, ναι, όταν τον επισκέπτεται ο δολοφόνος, ο
Ρίτσαρντ Νέγκους κάθεται κι αυτός μόνος με το ποτό του και
του λέει: “Μα φυσικά και να μου ρίξετε δηλητήριο στο τσέρι”.
Μήπως η Άιντα Γκράνσμπερι, όλη αυτή την ώρα περιμένει
υπομονετικά στο δωμάτιο 317, ολομόναχη, την άφιξη του
δολοφόνου; Πίνει το τσάι της πολύ αργά. Βέβαια, θα ήταν
αγένεια εκ μέρους της να το τελειώσει προτού την επισκεφθεί
ο δολοφόνος – πώς θα μπορέσει να τη δηλητηριάσει μετά;
Πού θα ρίξει το υδροκυάνιό του;»

«Διάβολε, Πουαρό, τι θέλετε να σας πω; Δεν καταλαβαίνω


τι συνέβη, όπως δεν το καταλαβαίνετε και εσείς! Κοιτάξτε,
έχω την αίσθηση ότι τα τρία θύματα είχαν κάποια διένεξη. Για
ποιο άλλο λόγο σχεδιάζουν να δειπνήσουν μαζί κι έπειτα
χωρίζουν έτσι απότομα;»

«Δεν νομίζω ότι μια γυναίκα που φεύγει από ένα δωμάτιο
θυμωμένη παίρνει μαζί της ένα μισογεμάτο φλιτζάνι τσάι»,
είπε ο Πουαρό. «Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν θα κρύωνε μέχρι
να φτάσει στο δωμάτιο 121;»

«Εγώ πίνω συχνά κρύο τσάι», είπα. «Και μάλιστα μ’


αρέσει».

Ο Πουαρό ανασήκωσε τα φρύδια. «Αν δεν ήξερα ότι είστε


ειλικρινής άνθρωπος, θα δυσκολευόμουν να το πιστέψω.
Κρύο τσάι! Αηδία!»

«Βασικά, το σωστό είναι να πω ότι το συνήθισα, γι’ αυτό


και μ’ αρέσει», προσέθεσα προς υπεράσπισή μου. «Σε
απαλλάσσει από τη βιασύνη το κρύο τσάι. Το πίνεις όποτε σε
βολεύει και δεν παθαίνει τίποτα αν το αφήσεις άθικτο για
λίγο. Δεν υπάρχουν περιορισμοί, πίεση χρόνου. Αυτά έχουν
σημασία για μένα».

Ένα χτύπημα στην πόρτα. «Αυτός θα είναι ο Λατσάρι, που


ήρθε να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν διέκοψε τη σημαντική μας
κουβέντα», υπέθεσα.

«Περάστε, παρακαλώ», είπε μεγαλόφωνα ο Πουαρό.

Δεν ήταν ο Λούκα Λατσάρι, αλλά ο Τόμας Μπρίγκνελ, ο


νεαρός υπάλληλος που είχε μιλήσει για τη συνάντησή του με
τον Ρίτσαρντ Νέγκους μπροστά στο ασανσέρ στις επτάμισι.

«Α, μεσιέ Μπρίγκνελ, εσείς είστε;» τον υποδέχθηκε ο


Πουαρό. «Ελάτε, καθίστε λίγο μαζί μας. Η περιγραφή σας για
τα χθεσινοβραδινά γεγονότα υπήρξε εξαιρετικά χρήσιμη. Ο
κύριος Κάτσπουλ κι εγώ είμαστε ευγνώμονες».

«Πράγματι, έτσι είναι», είπα κι εγώ εγκάρδια. Θα έλεγα


οτιδήποτε για να διευκολύνω τον Μπρίγκνελ να ξεράσει ό,τι
τον βασάνιζε – ήταν προφανές ότι κάτι τον βασάνιζε. Ο
φουκαράς έμοιαζε ακόμη πιο συνεσταλμένος απ’ ό,τι στην
τραπεζαρία. Έτριψε τις παλάμες του, γλιστρώντας τη μια
πάνω στην άλλη. Διέκρινα τον ιδρώτα στο μέτωπό του, και
ήταν ακόμη πιο χλωμός από πριν.

«Σας πρόδωσα», είπε. «Όπως πρόδωσα και τον κύριο


Λατσάρι, που μου ’χει φερθεί τόσο καλά. Δεν... στην
τραπεζαρία, προηγουμένως, δεν...» Σώπασε κι έτριψε πάλι τις
παλάμες του.

«Δεν μας είπατε την αλήθεια;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Κάθε μου λέξη ήταν αληθινή, κύριε!» είπε με αγανάκτηση


ο Τόμας Μπρίγκνελ. «Θα ήμουν το ίδιο αχρείος με το
δολοφόνο, αν έλεγα ψέματα στην αστυνομία για κάτι τόσο
σημαντικό».

«Δεν νομίζω ότι θα ήσασταν εξίσου ένοχος, μεσιέ».

«Δύο πράγματα παρέλειψα να αναφέρω και δεν


φαντάζεστε, κύριε, πόσο λυπάμαι γι’ αυτό. Βλέπετε, δεν είναι
εύκολο για μένα να μιλώ μπροστά σε τόσο κόσμο. Έτσι
ήμουν πάντα. Κι ο λόγος που το έκανε ακόμη πιο δύσκολο,
προηγουμένως», έγνεψε προς την κατεύθυνση της
τραπεζαρίας, «ήταν ότι δεν ήθελα να επαναλάβω κάτι άλλο
που μου είπε ο Ρίτσαρντ Νέγκους, επειδή μου έκανε μια
φιλοφρόνηση».

«Τι φιλοφρόνηση;»

«Δεν την άξιζα, κύριε, ειλικρινά. Ένας συνηθισμένος


άνθρωπος είμαι. Δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο. Κάνω τη δουλειά
μου, πληρώνομαι γι’ αυτήν και προσπαθώ να την κάνω όσο
καλύτερα μπορώ, αλλά δεν υπάρχει λόγος να με ξεχωρίσει
κανείς και να με επαινέσει».

«Και ο Νέγκους σάς επαίνεσε;» ρώτησε ο Πουαρό. «Σας


θεώρησε ξεχωριστό, άξιο αυτού του επαίνου;»

Ο Μπρίγκνελ έκανε ένα μορφασμό. «Μάλιστα, κύριε.


Όπως σας είπα, δεν τον επιδίωξα και σαφώς δεν έκανα
τίποτα για να τον αξίζω· αλλά, όταν τον είδα και με είδε κι
αυτός, μου είπε: “Α, κύριε Μπρίγκνελ, φαίνεστε ένας καθ’
όλα άξιος νέος. Ξέρω ότι μπορώ να σας εμπιστευτώ γι’ αυτή
την εκκρεμότητα”. Κι έπειτα, κύριε, έθιξε το θέμα που
ανέφερα πριν – το λογαριασμό, που ήθελε να πληρώσει ο
ίδιος».

«Και δεν θέλατε να επαναλάβετε το κομπλιμέντο που


είχατε λάβει μπροστά σ’ όλους τους άλλους – έτσι δεν είναι;»
είπα. «Φοβόσασταν ότι θα ακουγόταν σαν καυχησιά;»

«Μάλιστα, κύριε. Έτσι ακριβώς. Είναι όμως και κάτι άλλο.


Όταν τακτοποιήθηκε το θέμα του λογαριασμού, ο Ρίτσαρντ
Νέγκους μού ζήτησε να του φέρω ένα τσέρι. Εγώ ήμουν αυτός
που το σέρβιρε – προσφέρθηκα να του το πάω στο δωμάτιό
του, μα αυτός είπε πως δεν τον πείραζε να περιμένει. Κι όταν
του το έφερα, εκείνος το πήρε κι ανέβηκε με το ασανσέρ».

Ο Πουαρό έγειρε προς τα μπρος στην πολυθρόνα του. «Κι


ωστόσο δεν είπατε τίποτα όταν ρώτησα ποιος από το
προσωπικό είχε σερβίρει στον Ρίτσαρντ Νέγκους το ποτήρι με
το τσέρι;»

Ο Μπρίγκνελ έμοιαζε μπερδεμένος και ταραγμένος –


θαρρείς και είχε την απάντηση στην άκρη της γλώσσας, αλλά
κάπως κατάφερνε να του διαφεύγει. «Έπρεπε να ’χα μιλήσει,
κύριε. Έπρεπε να ’χα προσφέρει μια πλήρη αναφορά του
περιστατικού μόλις μου το ζητήσατε. Μετανοώ βαθύτατα για
την παράλειψη του καθήκοντός μου απέναντί σας και
απέναντι στους τρεις θανόντες ενοίκους – ο Θεός να τους
αναπαύσει. Ελπίζω μόνο ότι τώρα, που σας είπα ολόκληρη
την αλήθεια, εξιλεώθηκα κάπως».

«Εννοείται, σαφώς. Όμως, μεσιέ, είμαι περίεργος να μάθω


γιατί δεν μιλήσατε στην τραπεζαρία. Όταν ρώτησα “Ποιος
από εσάς πήγε στον Ρίτσαρντ Νέγκους το ποτήρι με το τσέρι”,
τι σας έκανε να σωπάσετε;»

Ο δύσμοιρος υπάλληλος είχε αρχίσει να τρέμει. «Τ’


ορκίζομαι στον τάφο της μακαρίτισσας της μάνας μου, κύριε
Πουαρό, ότι τώρα ξέρετε κάθε λεπτομέρεια της
χθεσινοβραδινής μου συνάντησης με τον Ρίτσαρντ Νέγκους.
Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν θα μπορούσατε να
έχετε πληρέστερη εικόνα όσων συνέβησαν – γι’ αυτό να είστε
βέβαιος».

Ο Πουαρό άνοιξε το στόμα του για να ρωτήσει κάτι ακόμη,


αλλά πρόλαβα και είπα: «Σας ευχαριστούμε, κύριε
Μπρίγκνελ, και μην ανησυχείτε που δεν μας το είπατε
νωρίτερα. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να σηκωθείς και
να μιλήσεις μπροστά σε τόσο κόσμο. Ούτε κι εγώ το
απολαμβάνω ιδιαίτερα».

Όταν του έδωσα το ελεύθερο να φύγει, ο Μπρίγκνελ


έσπευσε στην πόρτα σαν αλεπού κυνηγημένη από λαγωνικά.

«Τον πιστεύω», είπα μόλις έφυγε. «Μας είπε ό,τι ξέρει».

«Για τη συνάντησή του με τον Ρίτσαρντ Νέγκους έξω από


το ασανσέρ, ναι. Η λεπτομέρεια που μας αποκρύπτει έχει
σχέση με τον ίδιο. Γιατί δεν μίλησε στην τραπεζαρία, όταν
ρώτησα για το τσέρι; Δύο φορές ρώτησα την ομήγυρη και
κανένας δεν απάντησε. Αντ’ αυτού, μας ανέλυσε τις τύψεις
του, που ήταν ειλικρινείς. Δεν θέλει να πει ψέματα, αλλά ούτε
μπορεί να ξεστομίσει την αλήθεια. Α, πόσα μας κρύβει! Είναι
κι αυτό μια μορφή ψεύδους. Μάλιστα και πολύ
αποτελεσματική, διότι δεν υπάρχει κάποιο λεχθέν ψέμα που
μπορεί να αμφισβητηθεί». Ξαφνικά ο Πουαρό χαχάνισε. «Κι
εσείς, Κάτσπουλ, θέλετε να τον προστατεύσετε από τον
Ηρακλή Πουαρό, που θα τον πίεζε ξανά και ξανά για τις
πληροφορίες που αποκρύπτει – έτσι;»

«Εμένα μου φάνηκε ότι έφτασε στα όριά του και, ειλικρινά,
αν μας κρύβει κάτι, είναι κάτι που θεωρεί ασήμαντο για την
υπόθεση κι επιπλέον του προξενεί μεγάλη ντροπή. Είναι
αγχώδης, ευσυνείδητος τύπος ανθρώπου. Το αίσθημα
καθήκοντος θα τον ανάγκαζε να μας το πει, αν θεωρούσε ότι
έχει σημασία».

«Κι επειδή τον αφήσατε να φύγει, δεν είχα τη δυνατότητα


να του εξηγήσω ότι η πληροφορία που μας αποκρύπτει
μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας». Έχοντας υψώσει τη φωνή,
ο Πουαρό με αγριοκοίταξε, για να βεβαιωθεί ότι είχα προσέξει
την ενόχλησή του. «Ακόμη κι εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, δεν
γνωρίζω ακόμα τι έχει σημασία και τι είναι άσχετο με την
υπόθεση. Γι’ αυτό πρέπει να μάθω τα πάντα». Σηκώθηκε από
την πολυθρόνα του. «Και τώρα θα επιστρέψω στο Πλέζαντ»,
είπε απότομα. «Ο καφές εκεί είναι μακράν καλύτερος απ’ του
σινιόρ Λατσάρι».

«Μα ο Χένρι, ο αδελφός του Ρίτσαρντ Νέγκους, είναι καθ’


οδόν», διαμαρτυρήθηκα. «Νόμιζα ότι θέλατε να του
μιλήσετε».

«Χρειάζομαι αλλαγή παραστάσεων, Κάτσπουλ. Πρέπει να


αναζωογονήσω τη φαιά μου ουσία. Θ’ αρχίσει να
τελματώνεται, αν δεν τη μεταφέρω κάπου αλλού».

«Σαχλαμάρες! Ελπίζετε να τρακάρετε την Τζένι ή να


μάθετε νέα της», είπα. «Νομίζω ότι αποδύεστε σ’ ένα
απελπισμένο και μάταιο κυνήγι φαντασμάτων μ’ αυτή την
Τζένι. Το ξέρετε κι ο ίδιος, αλλιώς θα παραδεχόσασταν ότι
πάτε στο καφέ Πλέζαντ με την ελπίδα να τη συναντήσετε».

«Ίσως να ’ναι κι έτσι· αλλά, όσο ο δολοφόνος παραμένει


ασύλληπτος – τι άλλο να κάνω; Φέρτε τον κύριο Χένρι
Νέγκους στο Πλέζαντ. Θα του μιλήσω εκεί».

«Πώς; Ο άνθρωπος έρχεται απ’ το Ντέβον. Δεν γίνεται


μόλις φτάσει να ξαναφύγει για–»

«Ναι, αλλά μήπως προτιμάει να γίνει φάντασμα;» με


διέκοψε απαιτητικά ο Πουαρό. «Αυτό να τον ρωτήσετε!»

Ήμουν αποφασισμένος να μη ρωτήσω τον Χένρι Νέγκους


τίποτα σχετικό, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να κάνει
μεταβολή και να γυρίσει εκεί απ’ όπου ήρθε, έχοντας
καταλήξει ότι τη Σκότλαντ Γιαρντ είχαν καταλάβει ένα
τσούρμο παράφρονες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 - Δύο κλειδιά

Ο Πουαρό έφτασε στο καφέ και το βρήκε γεμάτο. Ήταν


διάχυτη μια ιδιαίτερη μυρωδιά στον αέρα – ένα μείγμα από
καπνό και από κάτι γλυκό, σαν σιρόπι για τηγανίτες. «Θέλω
ένα τραπέζι, αλλά είναι όλα πιασμένα», παραπονέθηκε στη Φι
Σπρινγκ.

Είχε μόλις φτάσει κι εκείνη και στεκόταν πλάι στον ξύλινο


καλόγερο με το παλτό περασμένο στο μπράτσο της. Όταν
έβγαλε το καπέλο της, τα ατίθασα μαλλιά της ηλεκτρίστηκαν
κι έμειναν όρθια μερικά δευτερόλεπτα, προτού υποκύψουν στη
βαρύτητα. Το θέαμα είναι πολύ κωμικό, συλλογίστηκε ο
Πουαρό.

«Τότε έχετε πρόβλημα με τα θέλω σας – έτσι δεν είναι;»


του είπε χαρωπά. «Δεν μπορώ να πετάξω τους πελάτες μας
στο δρόμο, ούτε καν για χάρη ενός διάσημου ντετέκτιβ».
Έπειτα χαμήλωσε τη φωνή της και προσέθεσε ψιθυριστά: «Ο
κύριος και η κυρία Αχσέσιλ θα φύγουν σε λίγο. Μπορείτε να
καθίσετε στη θέση τους».

«Ο κύριος και η κυρία Αχσέσιλ; Τι ασυνήθιστο όνομα».

Η Φι γέλασε, κι έπειτα ψιθύρισε πάλι: «“Αχ, Σέσιλ!” αυτό


λέει η σύζυγός του όλη μέρα. Ο άντρας της, ο φουκαράς, δεν
μπορεί να σταυρώσει δυο λέξεις, χωρίς εκείνη να τον βάλει
στη θέση του. Λέει ότι θέλει αυγά και φρυγανισμένο ψωμί;
Αμέσως η άλλη πετιέται: “Αχ, Σέσιλ, όχι αυγά και
φρυγανισμένο ψωμί!” Και μη φανταστείτε ότι πρέπει να
μιλήσει για να την κουρντίσει. Κάθεται ο άνθρωπος στο
πρώτο τραπέζι που βρίσκει κι εκείνη μονομιάς: “Αχ, Σέσιλ, όχι
σ’ αυτό το τραπέζι!” Βέβαια κι αυτός θα έπρεπε να το ’χει
μάθει και να λέει ότι θέλει αυτό που δεν θέλει ή ότι δεν θέλει
με τίποτα αυτό που θέλει πολύ. Εγώ έτσι θα ’κανα. Όλο
περιμένω να δω πότε θα το καταλάβει, αλλά είναι κουτεντές
– η αλήθεια να λέγεται. Μυαλό σάπιας λαχανίδας. Αυτό,
φαντάζομαι, φταίει που η άλλη δεν τον αφήνει σε ησυχία».

«Αν δεν φύγει σύντομα, θα του πω κι εγώ “Αχ, Σέσιλ”»,


είπε ο Πουαρό, που τα πόδια του ήδη πονούσαν από ένα
συνδυασμό ορθοστασίας και ανεκπλήρωτης λαχτάρας να
καθίσει.

«Μέχρι να γίνει ο καφές σας, θα ’χουν φύγει», είπε η Φι.


«Αυτή τελείωσε το φαΐ της, βλέπετε. Θα του πει ένα “Αχ,
Σέσιλ” και θα τον σηκώσει στο πι και φι. Αλήθεια, εσείς πώς
κι από δω μεσημεριάτικα; Α, μη μου πείτε, ξέρω! Την Τζένι
ψάχνετε – έτσι δεν είναι; Άκουσα ότι περάσατε ξανά και το
πρωί, με το που ανοίξαμε».

«Πού τ’ ακούσατε;» ρώτησε ο Πουαρό. «Εσείς τώρα δεν


φτάσατε;»

«Ποτέ δεν είμαι μακριά εγώ», είπε η Φι αινιγματικά. «Η


Τζένι πάντως είναι άφαντη, αλλά να σας πω κάτι, κύριε
Πουαρό; Μου ’χει καρφωθεί κι εμένα στο μυαλό, όπως και σ’
εσάς».

«Ανησυχείτε κι εσείς τι απέγινε;»

«Α, όχι ότι κινδυνεύει ή κάτι τέτοιο. Δεν είναι δική μου
δουλειά να τη σώσω».

«Non».

«Ούτε δική σας είναι».

«Α, ο Ηρακλής Πουαρό όμως έχει σώσει πολλές ζωές.


Έχει σώσει αθώο κόσμο απ’ την κρεμάλα».

«Το πιθανότερο, οι μισοί τουλάχιστον ένοχοι θα ήταν»,


είπε γελαστή η Φι, σαν να έβρισκε την ιδέα διασκεδαστική.

«Non, μαντμουαζέλ. Είστε misanthrope, μισάνθρωπος».

«Για να το λέτε εσείς... Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι, αν


ανησυχούσα για όποιον έρχεται εδώ κι έχει βάσανα, δεν θα
’βρισκα λεπτό ησυχία. Ο ένας είναι πιο αξιολύπητος απ’ τον
άλλο, και περισσότερο φταίει το στραβό τους το κεφάλι, όχι
κάποιο πρόβλημα πραγματικό».

«Όταν κάτι συμβαίνει στο μυαλό κάποιου, είναι


πραγματικό», είπε ο Πουαρό.

«Όχι αν είναι χαζομάρες που τις κατεβάζει από το πουθενά,


όπως συμβαίνει συχνά», είπε η Φι. «Αυτό που έχω να πω για
την Τζένι είναι ότι πρόσεξα κάτι χθες βράδυ... μόνο που δεν
μπορώ να σκεφτώ τι ήταν. Θυμάμαι να λέω από μέσα μου:
Περίεργο που η Τζένι κάνει αυτό ή λέει το άλλο... Το θέμα
είναι, δεν θυμάμαι με ποια αφορμή το σκέφτηκα, τι ακριβώς
έκανε ή είπε. Προσπάθησα μια και δυο, μέχρι που μ’ έπιασε
πονοκέφαλος! Α, δείτε, φεύγουν ο κύριος και η κυρία
Αχσέσιλ. Περάστε να καθίσετε. Καφεδάκι;»

«Ναι, παρακαλώ. Μαντμουαζέλ, θα εξακολουθήσετε, αν


έχετε την καλοσύνη, τις προσπάθειες να θυμηθείτε τι είπε ή τι
έκανε η Τζένι; Δεν φαντάζεστε πόση σημασία έχει».

«Πιο πολύ απ’ τα ίσια ράφια;» ρώτησε η Φι με απρόσμενη


αψάδα. «Πιο πολύ κι απ’ τα σωστά βαλμένα
μαχαιροπίρουνα;»

«Α, νομίζετε ότι αυτά τα πράγματα είναι ανοησίες που


βγάζω απ’ το μυαλό μου;» είπε ο Πουαρό.
Η Φι κοκκίνισε. «Με συγχωρείτε αν σας έθιξα», είπε.
«Μόνο που... βασικά, θα ’σασταν πολύ πιο χαρούμενος –έτσι
δεν είναι;– αν σταματούσατε να τρώγεστε για το πού πρέπει
να μπει το πιρούνι στο τραπέζι».

Ο Πουαρό τής χαμογέλασε όλο ευγένεια. «Θα ήμουν πολύ


πιο χαρούμενος, αν θυμόσασταν τι έκανε η δεσποινίς Τζένι
που σας καρφώθηκε στο μυαλό». Με αυτά τα λόγια
αποχώρησε με αξιοπρέπεια από τη συζήτηση και κάθισε στο
τραπέζι του.

Περίμενε μιάμιση ώρα, στη διάρκεια της οποίας έφαγε ένα


ωραίο μεσημεριανό, αλλά η Τζένι ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

*
Κόντευε δύο το μεσημέρι όταν έφτασα στο Πλέζαντ μ’ έναν
άντρα στο κατόπι μου, τον οποίο ο Πουαρό θεώρησε με μια
πρώτη ματιά πως ήταν ο Χένρι Νέγκους, ο αδελφός του
Ρίτσαρντ. Ακολούθησε μια στιγμή σύγχυσης, καθώς του
εξηγούσα ότι είχα αφήσει τον αστυφύλακα Στάνλεϊ Μπίαρ να
περιμένει τον Νέγκους και να μας τον φέρει μόλις φτάσει.
Δικαιολόγησα την πράξη μου λέγοντας ότι στο μόνο άτομο
που επικεντρωνόταν η σκέψη μου εκείνη τη στιγμή ήταν ο
άντρας που στεκόταν πλάι μου.
Του τον σύστησα «Από δω ο κύριος Σάμιουελ Κιντ,
κατασκευαστής λεβήτων» και παρακολούθησα με θυμηδία
τον Πουαρό να τραβιέται με φρίκη στη θέα του λερωμένου
πουκαμίσου, με το κουμπί που έλειπε, και του εν μέρει
αξύριστου προσώπου του. Ο κύριος Κιντ δεν είχε κάτι
συνηθισμένο, όπως γένια ή μουστάκι, αλλά ήταν εμφανώς
τσακωμένος με το ξυράφι. Η εικόνα του άφηνε να εννοηθεί
ότι είχε αρχίσει να ξυρίζεται, είχε κοπεί άσχημα και είχε
εγκαταλείψει το όλο εγχείρημα. Κατά συνέπεια, η μία πλευρά
του προσώπου του ήταν λεία και άτριχη, αλλά πληγωμένη·
ενώ η άλλη ήταν υγιής και καλυμμένη με τη σκουρόχρωμη
σκιά της αξυρισιάς. Η ερώτηση «Ποια πλευρά ήταν
χειρότερη;» δεν θα μπορούσε εύκολα να απαντηθεί.

«Ο κύριος Κιντ έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να μας


διηγηθεί», είπα. «Στεκόμουν έξω απ’ το Μπλόξχαμ και
περίμενα τον Χένρι Νέγκους, όταν–»

«Α!» με διέκοψε ο Πουαρό. «Από το ξενοδοχείο


Μπλόξχαμ ήρθατε με τον κύριο Κιντ;»

«Ναι». Από πού άραγε νόμιζε ότι είχα έρθει; Απ’ το


Τιμπουκτού;

«Και πώς ήρθατε ως εδώ;»


«Ο Λατσάρι μού παραχώρησε ένα απ’ τα αυτοκίνητα του
ξενοδοχείου».

«Πόση ώρα σάς πήρε η διαδρομή;»

«Τριάντα λεπτά ακριβώς».

«Πώς ήταν ο δρόμος; Είχε πολλή κίνηση;»

«Όχι, η αλήθεια είναι ότι οι δρόμοι ήταν έρημοι».

«Πιστεύετε ότι υπό άλλες συνθήκες θα είχατε κάνει τη


διαδρομή σε λιγότερο χρόνο;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Μόνο αν είχα φτερά. Νομίζω, τριάντα λεπτά είναι μια


χαρά γι’ αυτή τη διαδρομή».

«Μάλιστα. Κύριε Κιντ, καθίστε παρακαλώ και πείτε στον


Πουαρό την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία σας».

Προς κατάπληξή μου, αντί να καθίσει, ο Σάμιουελ Κιντ


γέλασε κι επανέλαβε τα λόγια που είχε μόλις ξεστομίσει ο
Πουαρό με επιτηδευμένη γαλλική προφορά ή ίσως βελγική ή
όπως τέλος πάντων μιλάει ο Πουαρό: «Κύγιε Κιντ, καθίστε
παγακαλώ και πείτε στον Πουαγό την πολύ ενδιαφέγουσα
ιστογία σας».
Ο Πουαρό έδειξε ότι τον έθιξε ο χλευασμός της προφοράς
του. Ένιωσα κι εγώ μια σουβλιά συμπόνιας γι’ αυτόν, μέχρι
που είπε: «Ο κύριος Κιντ προφέρει τ’ όνομά μου πολύ πιο
σωστά από εσάς, Κάτσπουλ».

«Ο κύγιος Κιντ», επανέλαβε γελώντας ηχηρά ο


ατημέλητος άντρας. «Ω, μη μου δίνετε σημασία, κύριε.
Απλώς αστειεύεται ο κύγιος Κιντ!»

«Δεν ήρθαμε εδώ για να διασκεδάσουμε», του είπα,


έχοντας ήδη κουραστεί με τα χωρατά του. «Παρακαλώ,
επαναλάβετε όσα μου είπατε έξω απ’ το ξενοδοχείο».

Ο Κιντ χρειάστηκε δέκα λεπτά για να διηγηθεί μια ιστορία


που θα μπορούσε να είχε συμπυκνωθεί σε τρία, αλλά άξιζε
τον κόπο. Περνώντας έξω από το Μπλόξχαμ λίγο μετά τις
οκτώ το προηγούμενο βράδυ, είχε δει μια γυναίκα να βγαίνει
τρέχοντας από το ξενοδοχείο και να κατεβαίνει βιαστικά τα
σκαλιά μέχρι το δρόμο. Ήταν λαχανιασμένη και τρομαχτική
στην όψη. Ο Κιντ είχε αρχίσει να πλησιάζει προς το μέρος
της, για να τη ρωτήσει αν χρειάζεται βοήθεια, μα ήταν πολύ
γρήγορη και του το ’σκασε πριν προλάβει να τη φτάσει.
Καθώς έτρεχε, της έπεσε κάτι στο πεζοδρόμιο: δύο
χρυσαφένια κλειδιά. Συνειδητοποιώντας ότι της είχαν πέσει,
γύρισε τρέχοντας και τα μάζεψε. Έπειτα, σφίγγοντάς τα στο
γαντοφορεμένο της χέρι, είχε χαθεί μέσα στη νύχτα.
«Μονολόγησα: Παράξενο θέαμα αυτή η γυναίκα, τρέχει
σαν κυνηγημένη», είπε σκεφτικός ο Σάμιουελ Κιντ. «Κι
έπειτα, σήμερα το πρωί, είδα αστυνομία παντού και ρώτησα
έναν από δαύτους: “Τι γίνεται κι έχει τέτοιο χαμό;” Όταν μου
είπε για τους φόνους, σκέφτηκα: Η γυναίκα που είδες, Σάμι,
μπορεί να ήταν η δολοφόνος. Ήταν τρομαχτική αυτή η κυρία
– τρομαχτική!»

Ο Πουαρό κοίταζε επίμονα έναν απ’ τους πολλούς λεκέδες


στο πουκάμισο του άντρα. «Τρομαχτική», μουρμούρισε.
«Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ιστορία σας, κύριε Κιντ. Δύο
κλειδιά, είπατε;»

«Μάλιστα, κύριε. Δύο χρυσαφένια κλειδιά».

«Ήσασταν αρκετά κοντά και είδατε ότι ήταν χρυσαφένια;»

«Ω, ναι, κύριε. Ο δρόμος είναι ωραιότατα φωτισμένος έξω


απ’ το Μπλόξχαμ. Μια χαρά τα είδα».

«Μπορείτε να μου πείτε κάτι άλλο γι’ αυτά τα κλειδιά,


εκτός απ’ το χρυσό τους χρώμα;»

«Ναι. Είχαν και νούμερα πάνω».

«Νούμερα;» είπα. Αυτή ήταν μια λεπτομέρεια που ο


Σάμιουελ Κιντ δεν μου είχε αποκαλύψει, όταν μου
πρωτοαφηγήθηκε την ιστορία έξω από το ξενοδοχείο, αλλά
την είχε παραλείψει και τη δεύτερη φορά, καθ’ οδόν προς το
καφέ. Να πάρει και να σηκώσει..., έπρεπε να το ’χα σκεφτεί και
να τον ρωτούσα εγώ. Είχα δει το κλειδί του Ρίτσαρντ
Νέγκους, αυτό που είχε βρει ο Πουαρό πίσω απ’ το μπόσικο
πλακάκι του τζακιού. Είχε πάνω τον αριθμό 238.

«Μάλιστα, κύριε, νούμερα. Ξέρετε, όπως λέμε εκατό,


διακόσια...»

«Ξέρω τι είναι τα νούμερα», είπα κοφτά.

«Αυτά τα δύο νούμερα είδατε όντως στα κλειδιά, κύριε


Κιντ;» ρώτησε ο Πουαρό. «Εκατό και διακόσια;»

«Όχι, κύριε. Το ένα έγραφε εκατόν κάτι, αν δεν απατώμαι.


Το άλλο...» Ο Κιντ έξυσε το κεφάλι του με μανία. Ο Πουαρό
απέστρεψε το βλέμμα του. «Νομίζω, κύριε, το άλλο έγραφε
τρακόσια κάτι. Αν και δεν παίρνω όρκο, καταλαβαίνετε. Τώρα
όμως που τα ξαναθυμάμαι, σαν να τα βλέπω μπροστά μου:
εκατό και κάτι, τρακόσια και κάτι».

Δωμάτιο 121, το δωμάτιο της Χάριετ Σίπελ, και της Άιντα


Γκράνσμπερι, το 317.

Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Αναγνώρισα την


αίσθηση: Έτσι ακριβώς είχα νιώσει πρωτοαντικρίζοντας τα
τρία πτώματα, όταν ο ιατροδικαστής μού είπε ότι ένα χρυσό
μανικετόκουμπο με μονόγραμμα βρέθηκε στο στόμα κάθε
νεκρού.

Τώρα έμοιαζε πιθανό ο Σάμιουελ Κιντ να είχε βρεθεί σε


απόσταση αναπνοής από τη δολοφόνο χθες το βράδυ. Μια
κυρία τρομαχτική στην όψη, το σκέφτηκα κι ανατρίχιασα.

«Η γυναίκα που είδατε», είπε ο Πουαρό «μήπως ήταν


ξανθιά, με καφέ καπέλο και παλτό;»

Φυσικά, σκεφτόταν την Τζένι. Εξακολουθούσα να πιστεύω


ότι δεν είχε σχέση με την υπόθεση, αλλά κατανοούσα το
σκεπτικό του Πουαρό: Η Τζένι έτρεχε στους δρόμους του
Λονδίνου χθες το βράδυ, εξίσου ταραγμένη όσο κι αυτή η
άγνωστη γυναίκα. Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να πρόκειται
για το ίδιο πρόσωπο.

«Όχι, κύριε. Φορούσε καπέλο, αλλά ήταν ανοιχτό γαλάζιο,


και τα μαλλιά της ήταν σκούρα. Κατσαρά και σκούρα».

«Πόσων χρόνων σάς φάνηκε;»

«Δεν είναι πρέπον να κρίνεις την ηλικία μιας κυρίας, κύριε.


Ανάμεσα στα νιάτα και στα γεράματα, θα ’λεγα».
«Εκτός απ’ το γαλάζιο καπέλο, τι άλλο φορούσε;»

«Δεν το συγκράτησα, κύριε. Πιο πολύ με απασχολούσε το


πρόσωπό της».

«Ήταν όμορφη;» ρώτησα.

«Ναι, αλλά δεν κοιτούσα γι’ αυτό, κύριε. Κοιτούσα γιατί


την ξέρω, βλέπετε. Με την πρώτη ματιά σκέφτηκα: Σάμι, αυτή
την κυρία την ξέρεις».

Ο Πουαρό ανακάθισε στην καρέκλα του. Έστρεψε το


βλέμμα του σ’ εμένα κι έπειτα πάλι στον Κιντ. «Αν όντως την
ξέρετε, πείτε μας παρακαλώ ποια είναι».

«Δεν μπορώ, κύριε. Αυτό προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω


στο μυαλό μου όταν το ’βαλε στα πόδια. Δεν ξέρω από πού
την ξέρω, ούτε πώς τη λένε και τα σχετικά. Δεν έχει να κάνει
με λέβητες η κυρία, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Έμοιαζε
καθωσπρέπει. Κυρία σωστή. Δεν ξέρω τέτοιο κόσμο, αλλά
αυτή την ξέρω. Αυτό το πρόσωπο δεν είναι ένα πρόσωπο που
το πρωτοείδα χθες βράδυ. Όχι, κύριε». Ο Σάμιουελ Κιντ
έγνεψε αρνητικά. «Γρίφος σωστός. Μπορεί και να τη
ρωτούσα, αν δεν το ’χε βάλει στα πόδια».

Αναρωτήθηκα: Απ’ όλους τους ανθρώπους που το βάζουν


στα πόδια, πόσοι το κάνουν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο· επειδή
προτιμούν να μην τους ρωτήσουν κάτι, οποιαδήποτε
ερώτηση.

Λίγο μετά που άφησα τον Σάμιουελ Κιντ να φύγει, με την


οδηγία να ανασκαλέψει τη μνήμη του για το όνομα της
μυστηριώδους γυναίκας και τυχόν λεπτομέρειες για το πού
και το πότε μπορεί να την είχε γνωρίσει, ο αστυφύλακας
Στάνλεϊ Μπίαρ μάς έφερε στο Πλέζαντ τον Χένρι Νέγκους.

Ο κύριος Νέγκους ήταν πολύ πιο ευπαρουσίαστος από τον


Σάμιουελ Κιντ – ένας γοητευτικός άντρας γύρω στα πενήντα,
με ασημόγκριζα μαλλιά και πρόσωπο που απέπνεε σοφία.
Ήταν κομψός και γλυκομίλητος. Τον συμπάθησα μονομιάς.
Ο πόνος του για το χαμό του αδελφού του ήταν απτός,
μολονότι ο ίδιος παρέμεινε υπόδειγμα αυτοελέγχου σ’ όλη τη
διάρκεια της συνομιλίας μας.

«Δεχτείτε, παρακαλώ, τα συλλυπητήριά μου, κύριε


Νέγκους», είπε ο Πουαρό. «Λυπάμαι πολύ. Είναι τραγικό να
χάνεις έναν άνθρωπο τόσο κοντινό όσο ένας αδελφός».

Ο Νέγκους έγνεψε με ευγνωμοσύνη. «Οτιδήποτε μπορώ να


κάνω για να βοηθήσω –οτιδήποτε– θα το κάνω μετά χαράς.
Ο κύριος Κάτσπουλ λέει ότι έχετε να μου κάνετε μερικές
ερωτήσεις».

«Μάλιστα, μεσιέ. Τα ονόματα Χάριετ Σίπελ και Άιντα


Γκράνσμπερι μήπως σας θυμίζουν κάτι;»

«Αυτές ήταν οι δύο κυρίες που...;» Ο Χένρι Νέγκους


σταμάτησε να μιλά μόλις η Φι Σπρινγκ πλησίασε με το τσάι
που της είχε παραγγείλει.

Όταν η κοπέλα απομακρύνθηκε, ο Πουαρό είπε:


«Μάλιστα. Η Χάριετ Σίπελ και η Άιντα Γκράνσμπερι επίσης
δολοφονήθηκαν στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ χθες το βράδυ».

«Το όνομα Χάριετ Σίπελ δεν μου λέει κάτι. Η Άιντα


Γκράνσμπερι κι ο αδελφός μου είχαν αρραβωνιαστεί πριν από
χρόνια».

«Οπότε γνωρίζατε την Γκράνσμπερι;» Άκουσα τη φλόγα


του ενθουσιασμού στη φωνή του Πουαρό.

«Από κοντά όχι, δεν την είχα συναντήσει», είπε ο Χένρι


Νέγκους. «Την ήξερα εξ ονόματος, φυσικά, από τα γράμματα
του Ρίτσαρντ. Μπορεί να βλεπόμασταν σπανίως όσα χρόνια
ζούσε στο Γκρέιτ Χόλινγκ, όμως αλληλογραφούσαμε».

Ένιωσα άλλο ένα κομμάτι του παζλ να μπαίνει στη θέση


του μ’ ένα απολαυστικό κλικ. «Ο Ρίτσαρντ έμενε στο Γκρέιτ
Χόλινγκ;» ρώτησα, πασχίζοντας να κρατήσω τη φωνή μου
σταθερή. Αν ο Πουαρό μοιραζόταν την έκπληξή μου για την
αποκάλυψη αυτή, δεν έκανε τίποτα για να το δείξει.

Υπήρχε ένα χωριό που συνέδεε και τα τρία θύματα.


Επανέλαβα νοερά τ’ όνομά του πολλές φορές: Γκρέιτ
Χόλινγκ, Γκρέιτ Χόλινγκ, Γκρέιτ Χόλινγκ. Όλα έμοιαζαν να
δείχνουν προς την κατεύθυνσή του.

«Ναι, ο Ρίτσαρντ έμενε εκεί μέχρι το 1913», είπε ο Νέγκους.


«Είχε ένα δικηγορικό γραφείο στην κοιλάδα του Κάλβερ. Εκεί
μεγαλώσαμε, στο Σίλσφορντ. Έπειτα, το 1913, ήρθε να μείνει
μαζί μου στο Ντέβον, κι εκεί μένει έκτοτε. Θέλω να πω... εκεί
έμενε», διόρθωσε το λάθος του. Το πρόσωπό του πήρε
έξαφνα μια έκφραση απόλυτης εξάντλησης, θαρρείς και η
επίγνωση του θανάτου του αδελφού του τον είχε χτυπήσει και
πάλι βίαια, συνθλίβοντάς τον.

«Σας ανέφερε ποτέ ο Ρίτσαρντ κάποια γυναίκα από την


κοιλάδα του Κάλβερ ονόματι Τζένι;» ρώτησε ο Πουαρό. «Ή
μια κοπέλα μ’ αυτό το όνομα από οπουδήποτε, είτε από το
Γκρέιτ Χόλινγκ είτε όχι;»

Ακολούθησε μια παύση που κράτησε κάμποσο.


Έπειτα ο Χένρι Νέγκους απάντησε: «Όχι».

«Κάποιο άτομο με τα αρχικά Π.Α.Τ.;»

«Ούτε. Το μόνο άτομο απ’ το χωριό που μου ανέφερε ήταν


η Άιντα, η αρραβωνιαστικιά του».

«Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, μεσιέ – για ποιο λόγο ο


αρραβώνας του αδελφού σας δεν κατέληξε σε γάμο;»

«Λυπάμαι, δεν ξέρω. Ο Ρίτσαρντ κι εγώ ήμασταν δεμένοι,


άλλα συνηθίζαμε να συζητάμε περισσότερο θεωρητικά
θέματα, παρά οτιδήποτε άλλο. Φιλοσοφία, πολιτική,
θεολογία... Γενικά δεν ανακατευόμασταν ο ένας στα
προσωπικά του άλλου. Το μόνο που μου είχε πει για την
Άιντα ήταν πως είχαν αρραβωνιαστεί και σκόπευαν να
παντρευτούν, κι έπειτα, το 1913, ότι ο αρραβώνας τους είχε
διαλυθεί».

«Μισό λεπτό. Το 1913 ο αρραβώνας του με την Άιντα


Γκράνσμπερι διαλύεται και την ίδια χρονιά φεύγει από το
Γκρέιτ Χόλινγκ και εγκαθίσταται στο Ντέβον μαζί σας;»

«Ναι, μαζί με τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και μ’ εμένα».

«Έφυγε από το Γκρέιτ Χόλινγκ για να βάλει περισσότερη


απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και στην Άιντα Γκράνσμπερι;»
Ο Χένρι Νέγκους συλλογίστηκε την ερώτηση του Πουαρό.
«Νομίζω ότι έφυγε και γι’ αυτό, αλλά δεν ήταν ο μόνος
λόγος. Ο Ρίτσαρντ είχε φτάσει σε σημείο να μισεί το Γκρέιτ
Χόλινγκ στη φάση που έφυγε και δεν μπορεί να έφταιγε μόνο
η Άιντα Γκράνσμπερι. Σιχαινόταν κάθε σπιθαμή του χωριού,
έτσι έλεγε. Ποτέ δεν μου είπε γιατί, ούτε κι εγώ τον ρώτησα. Ο
Ρίτσαρντ είχε έναν τρόπο που άφηνε να φανεί πότε είχε πει
ό,τι σκόπευε να πει επί του θέματος που συζητούσαμε. Η
ετυμηγορία του για το χωριό είχε ειπωθεί κυρίως με το πνεύμα
της φράσης “η υπόθεση θεωρείται λήξασα”, απ’ ό,τι θυμάμαι.
Ίσως, αν είχα προσπαθήσει να μάθω περισσότερα–» Ο
Νέγκους σώπασε με μια έκφραση οδύνης στο πρόσωπό του.

«Δεν πρέπει να κατηγορείτε τον εαυτό σας, κύριε


Νέγκους», είπε ο Πουαρό. «Δεν ευθύνεστε εσείς για το
θάνατο του αδελφού σας».

«Θέλοντας και μη σκέφτομαι ότι... βασικά, ότι κάτι φρικτό


πρέπει να του συνέβη σ’ εκείνο το χωριό. Άλλωστε κανένας
δεν σκέφτεται ούτε μιλάει για φρικτά πράγματα, εφόσον
μπορεί να το αποφύγει». Ο Χένρι Νέγκους αναστέναξε. «Το
μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ρίτσαρντ δεν ήθελε να το συζητήσει,
ό,τι κι αν ήταν, οπότε μου φάνηκε προτιμότερο να μην το
θίξω ούτε εγώ. Βλέπετε, αυτός είχε το πάνω χέρι – ο μεγάλος
αδελφός. Όλοι τον σέβονταν. Ήταν εκπληκτικά ευφυής».
«Αλήθεια;» Ο Πουαρό χαμογέλασε καλοσυνάτα.

«Α, κανένας δεν έδινε τόση σημασία στη λεπτομέρεια όσο


ο Ρίτσαρντ – πριν τον πάρει ο κατήφορος. Ήταν σχολαστικός
σε όλα. Μπορούσες να του εμπιστευτείς οτιδήποτε – όλος ο
κόσμος μπορούσε. Γι’ αυτό είχε τέτοια επιτυχία ως δικηγόρος,
πριν τα πράγματα πάρουν την κάτω βόλτα. Πίστευα ανέκαθεν
ότι θα συνερχόταν μια μέρα. Όταν τον είδα να ζωντανεύει πριν
από λίγους μήνες, είχα πει: “Επιτέλους, ξαναβρήκε το κέφι
του για ζωή”. Ήλπιζα ότι ίσως σκεφτόταν να ξαναρχίσει τη
δουλειά, προτού ξοδέψει και την τελευταία δεκάρα απ’ όσα
είχε–»

«Κύριε Νέγκους, λίγο πιο αργά, αν έχετε την καλοσύνη»,


είπε ο Πουαρό ευγενικά αλλά επίμονα. «Ο αδελφός σας δεν
δούλευε μετά που μετακόμισε στο σπίτι σας;»

«Όχι. Εκτός από το Γκρέιτ Χόλινγκ και την Άιντα


Γκράνσμπερι, ο Ρίτσαρντ άφησε πίσω του και το επάγγελμά
του, όταν ήρθε στο Ντέβον. Αντί να συνεχίσει τη δικηγορία,
κλείστηκε στο δωμάτιό του και το ’ριξε στο πιοτό».

«Α... Ο κατήφορος που αναφέρατε;»

«Μάλιστα», είπε ο Νέγκους. «Ο Ρίτσαρντ που πρωτοήρθε


στο σπίτι μου τότε ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που
θυμόμουν στην τελευταία μας συνάντηση. Ήταν τόσο
βαρύθυμος, τόσο κλεισμένος στον εαυτό του... Θαρρείς και
είχε σηκώσει γύρω του τείχος. Δεν έβγαινε ποτέ απ’ το σπίτι,
δεν έβλεπε άνθρωπο, δεν αλληλογραφούσε. Το μόνο που
έκανε ήταν να διαβάζει και να κοιτάζει το κενό. Δεν ερχόταν
μαζί μας στην εκκλησία και δεν μαλάκωνε ούτε για χατίρι της
γυναίκας μου.

»Μια μέρα, αφού είχε μείνει μαζί μας κάνα χρόνο, είδα μια
Βίβλο έξω από την πόρτα του δωματίου του, στο πάτωμα του
διαδρόμου. Την είχε βρει μέσα σ’ ένα απ’ τα συρτάρια της
κρεβατοκάμαρας που του είχαμε παραχωρήσει. Προσπάθησα
να τη βάλω στη θέση της, αλλά ο Ρίτσαρντ μού ξεκαθάρισε
ότι δεν την ήθελε μέσα στο δωμάτιο. Ομολογώ ότι, μετά το
περιστατικό αυτό, ρώτησα τη γυναίκα μου μήπως... βασικά,
μήπως έπρεπε να του ζητήσουμε να πάει αλλού να μείνει. Είχε
γίνει δυσάρεστη η παρουσία του, αλλά η Κλάρα –η σύζυγός
μου– ούτε να τ’ ακούσει. “Η οικογένεια δεν ξεγράφεται”, μου
είπε. “Ο Ρίτσαρντ μόνο εμάς έχει. Δεν πετάς το αίμα σου στο
δρόμο”. Και είχε απόλυτο δίκιο, φυσικά».

«Αναφερθήκατε στα υπέρογκα έξοδα του αδελφού σας;»


ρώτησα.

«Μάλιστα. Κι αυτός κι εγώ στο ξεκίνημά μας είχαμε


μεγάλη οικονομική άνεση». Ο Χένρι Νέγκους κούνησε το
κεφάλι στενοχωρημένος. «Η σκέψη και μόνο ότι ο υπεύθυνος
μεγάλος μου αδελφός θα σκόρπιζε την περιουσία του χωρίς
να νοιάζεται για το μέλλον... Ωστόσο αυτό ακριβώς έκανε.
Έμοιαζε αποφασισμένος να μετατρέψει ό,τι λεφτά τού είχε
αφήσει ο πατέρας μας σε αλκοόλ και να τα πιει. Πολύ
φοβόμουν ότι πήγαινε καρφί προς τη φτώχεια και την
αρρώστια. Μερικά βράδια έμενα ξάγρυπνος απ’ την ανησυχία
μου για το τρομερό τέλος που κατά πάσα πιθανότητα τον
περίμενε. Πάντως δεν φανταζόμουν φόνο. Ποτέ, ούτε για μια
στιγμή, δεν είχα σκεφτεί ότι υπήρχε περίπτωση ο Ρίτσαρντ να
δολοφονηθεί, αν και ίσως θα ’πρεπε να είχα εξετάσει και
αυτό το ενδεχόμενο».

Ο Πουαρό ύψωσε το βλέμμα, μονομιάς αυξήθηκε η


εγρήγορσή του. «Μα γιατί να σκεφτείτε τέτοιο πράγμα, μεσιέ;
Οι περισσότεροι υποθέτουμε ότι οι συγγενείς μας δεν θα
δολοφονηθούν. Είναι εύλογη αυτή η υπόθεση, σχεδόν σε
όλες τις περιπτώσεις».

Ο Χένρι Νέγκους το σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. Τελικά


είπε: «Θα ήταν παρατραβηγμένο να πω ότι ο Ρίτσαρντ
έμοιαζε να ξέρει ότι θα δολοφονηθεί, διότι ποιος μπορεί να
ξέρει κάτι τέτοιο; Ωστόσο από τη μέρα που μετακόμισε στο
σπίτι μας είχε αυτή την κατήφεια, αυτό το ζοφερό ύφος του
ανθρώπου που η ζωή του έχει κιόλας τελειώσει. Μόνο έτσι
μπορώ να το περιγράψω».

«Είπατε, όμως, ότι... ε, ότι είχε ζωντανέψει λίγους μήνες


πριν από το θάνατό του;»

«Μάλιστα, και η γυναίκα μου το πρόσεξε. Ήθελε να τον


ρωτήσω –οι γυναίκες είναι περίεργες, έτσι δεν είναι;– αλλά
εγώ ήξερα καλά τον Ρίτσαρντ και φοβόμουν μην το θεωρήσει
αδιακρισία».

«Έμοιαζε πιο χαρούμενος από πριν;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Μακάρι να μπορούσα να πω ναι, κύριε Πουαρό. Αν


πίστευα ότι την ημέρα του θανάτου του ο Ρίτσαρντ ήταν πιο
ευτυχισμένος απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, θα ήταν
μεγάλη ανακούφιση· αλλά όχι, δεν βίωνε την ευτυχία. Πιο
πολύ έμοιαζε να σχεδιάζει κάτι. Σαν να ’χε ξαναβρεί ένα
στόχο, έπειτα από αρκετά χρόνια. Αυτή την εντύπωση μου
έδινε, αν και, για να ’μαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα ποιος
μπορεί να ήταν ο στόχος του».

«Παρ’ όλα αυτά είστε βέβαιος ότι δεν ήταν προϊόν της
φαντασίας σας αυτή η αλλαγή;»

«Είμαι, ναι. Το ’δειχνε με πολλούς τρόπους. Ολοένα και


πιο συχνά σηκωνόταν το πρωί και έτρωγε πρωινό μαζί μας.
Είχε περισσότερο σφρίγος και ζωντάνια. Φρόντιζε συχνά την
καθαριότητά του. Το πιο αξιοπρόσεχτο απ’ όλα ήταν ότι είχε
σταματήσει να πίνει. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο
ευγνώμων ήμουν και μόνο γι’ αυτό. Η γυναίκα μου κι εγώ
προσευχόμασταν να τα καταφέρει, ό,τι κι αν είχε βάλει σκοπό.
Ελπίζαμε ότι επιτέλους θα λυτρωνόταν από την κατάρα του
Γκρέιτ Χόλινγκ κι έτσι θα μπορούσε να χαρεί μια ζωή με
νόημα».

«Η κατάρα, μεσιέ; Πιστεύετε ότι το χωριό είναι


καταραμένο;»

Το πρόσωπο του Χένρι Νέγκους κοκκίνισε. «Όχι, για να


’μαι ειλικρινής. Εννοείται πως δεν υπάρχουν κατάρες – έτσι
δεν είναι; Η γυναίκα μου το λέει. Μη βρίσκοντας μια καλή
ιστορία για να αναμασά, φαντάστηκε μια κατάρα. Εξαιτίας
της έλεγε ότι ο Ρίτσαρντ έφυγε σαν κυνηγημένος από κει και
διέλυσε τον αρραβώνα του, βέβαια συντέλεσε και το
μοναδικό στοιχείο που ξέρει για το Γκρέιτ Χόλινγκ».

«Ποιο στοιχείο;» ρώτησα.

«Α!» Ο Χένρι Νέγκους φάνηκε να εκπλήσσεται. Έπειτα


είπε: «Όχι, δεν φαντάζομαι να το έχετε ακουστά. Και γιατί να
το έχετε άλλωστε; Πρόκειται για την τραγωδία που έπληξε
τον νεαρό εφημέριο του χωριού και τη σύζυγό του. Ο Ρίτσαρντ
σ’ ένα γράμμα του μας το είχε αναφέρει, λίγους μήνες προτού
φύγει απ’ το χωριό», είπε ο Χένρι. «Πέθαναν με διαφορά
κάποιων ωρών ο ένας απ’ τον άλλο».

«Αλήθεια; Ποιο ήταν το αίτιο του θανάτου τους;» ρώτησε


ο Πουαρό.

«Δεν ξέρω. Ο Ρίτσαρντ δεν ανέφερε λεπτομέρειες στο


γράμμα του, θεωρώντας ότι το ξέραμε ήδη. Έγραφε μόνο ότι
ήταν φοβερή τραγωδία. Μάλιστα τον είχα ρωτήσει γι’ αυτό κι
όταν έμενε μαζί μας, αλλά δυστυχώς μου το ξέκοψε, κι έτσι
ποτέ δεν έμαθα. Δυστυχώς ήταν πολύ απορροφημένος με τη
δική του ατυχία, για να θέλει να συζητήσει τις ατυχίες των
άλλων».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 - Βάζοντας τις σκέψεις μας σε μια τάξη

«Εκτός κι αν», έλεγε ο Πουαρό έπειτα από μισή ώρα, καθώς


οι δυο μας κατευθυνόμασταν με βήμα ταχύ από το Πλέζαντ
προς την πανσιόν, «όλα αυτά τα ατυχή γεγονότα που
συνέβησαν πριν από δεκαέξι χρόνια συνδέονται μεταξύ τους.
Η τραγική μοίρα του εφημέριου και της συζύγου του, η
αιφνίδια διάλυση του αρραβώνα του Ρίτσαρντ Νέγκους με
την Άιντα Γκράνσμπερι, η απέχθειά του για το Γκρέιτ
Χόλινγκ και η απόφασή του να καταφύγει στο Ντέβον, για να
γίνει ένας σπάταλος αργόσχολος, που αυτοκτονεί απ’ το
πιοτό, ζώντας στο σπίτι του αδελφού του!»

«Πιστεύετε ότι η στροφή του Ρίτσαρντ Νέγκους στον


αλκοολισμό είχε σχέση με το θάνατο του εφημέριου;» είπα.
«Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός να τα συνταιριάξουμε
όλα, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συσχετίζεται το ένα με το
άλλο».

«Δεν θα το ’λεγα. Όχι». Ο Πουαρό μού έριξε ένα αιχμηρό


βλέμμα. «Ρουφήξτε τον καθαρό αέρα της ωραίας αυτής
χειμωνιάτικης μέρας. Μπορεί να βοηθήσει την είσοδο του
οξυγόνου στα κύτταρα της φαιάς ουσίας σας. Πάρτε μια
βαθιά ανάσα, φίλε μου».

Του έκανα το χατίρι κι ανάσανα βαθιά. Βέβαια ανέπνεα


ούτως ή άλλως, οπότε ήταν κάπως σαχλό.

«Λοιπόν, και τώρα σκεφτείτε: Δεν βρήκε μόνο ο νεαρός


εφημέριος τραγικό θάνατο, εντός ολίγων ωρών πέθανε και η
σύζυγός του. Αυτό είναι εντελώς ασυνήθιστο. Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους αναφέρει το περιστατικό σ’ ένα γράμμα στον αδελφό
του τον Χένρι. Μερικούς μήνες μετά, ο αρραβώνας του με την
Άιντα Γκράνσμπερι διαλύεται. Καταφεύγει στο Ντέβον, όπου
κατρακυλά σε μια πορεία παρακμής. Αρνείται ακόμη και την
παρουσία της Βίβλου στο δωμάτιό του, επίσης δεν πηγαίνει
στην εκκλησία, παρόλο που αυτό θα ικανοποιούσε την
οικοδέσποινα».

«Γιατί το λέτε σαν να έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία;»


ρώτησα.

«Αχ, αυτό το οξυγόνο! Θέλει ώρα για να φτάσει στη φαιά


ουσία! Δεν πειράζει, θα φτάσει τελικά όταν το χρειάζεται
περισσότερο το μικροσκοπικό σας μυαλουδάκι. Η εκκλησία,
Κάτσπουλ! Ένας εφημέριος και η σύζυγός του βρίσκουν
τραγικό τέλος στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Λίγο μετά, ο Ρίτσαρντ
Νέγκους αναπτύσσει μια αποστροφή για το χωριό, για την
εκκλησία και τη Βίβλο».

«Α, κατάλαβα πού το πάτε».


«Ωραία. Οπότε ο Ρίτσαρντ Νέγκους μετακομίζει στο
Ντέβον, όπου επί χρόνια και χρόνια ακολουθεί μια σταθερή
πορεία παρακμής, στη διάρκεια της οποίας ο αδελφός του
δεν επεμβαίνει στα προσωπικά του, ώστε να τον σώσει από
την αυτοκαταστροφική του μανία–»

«Θεωρείτε ότι ο Χένρι Νέγκους υπήρξε αμελής από αυτή


την άποψη;»

«Δεν είναι δικό του το σφάλμα», είπε ο Πουαρό


κουνώντας το χέρι. «Ο άνθρωπος είναι Άγγλος. Εσείς οι
Άγγλοι προτιμάτε να μείνετε αδρανείς και σιωπηλοί από
ευγένεια, ενόσω κάθε είδους συμφορά λαμβάνει χώρα
μπροστά στα μάτια σας, παρά να διαπράξετε το κοινωνικό
ολίσθημα της αδιακρισίας!»

«Δεν θα έλεγα ότι είστε και τόσο δίκαιος στην εκτίμησή


σας», είπα υψώνοντας τη φωνή μου, για ν’ ακουστώ κόντρα
στο ρεύμα του αέρα και στις φωνές των περαστικών, μέσα σ’
εκείνο τον πολύβουο λονδρέζικο δρόμο.

Ο Πουαρό αγνόησε την ένστασή μου. «Για χρόνια και


χρόνια, ο Χένρι Νέγκους ανησυχεί σιωπηλά για τον αδελφό
του. Ελπίζει, δίχως άλλο προσεύχεται κιόλας, και πάνω που
είναι έτοιμος να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, οι προσευχές του
μοιάζουν να εισακούονται: ο Ρίτσαρντ Νέγκους ζωντανεύει
αισθητά πριν από λίγους μήνες. Φαίνεται να καταστρώνει
κάποιο σχέδιο. Ενδεχομένως το σχέδιο αυτό να περιλαμβάνει
την κράτηση τριών δωματίων στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ για
τον ίδιο και για δύο γυναίκες που γνώρισε τα χρόνια που
έζησε στο Γκρέιτ Χόλινγκ, καθώς ξέρουμε ότι αυτό ακριβώς
έκανε. Κι έπειτα, χθες το βράδυ, βρίσκεται νεκρός στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ, έχοντας ένα μανικετόκουμπο με
μονόγραμμα στο στόμα, σε μικρή απόσταση από την πρώην
αρραβωνιαστικιά του Άιντα Γκράνσμπερι και από τη Χάριετ
Σίπελ, τη συγχωριανή και παλιά του γειτόνισσα. Και οι δύο
γυναίκες δολοφονούνται κατά τον ίδιο τρόπο».

Ο Πουαρό κοντοστάθηκε. Περπατούσε πολύ γρήγορα και


είχε λαχανιάσει. «Κάτσπουλ», είπε κοντανασαίνοντας και
σκουπίζοντας το μέτωπό του με το προσεχτικά διπλωμένο
μαντίλι που είχε βγάλει από την τσέπη του γιλέκου του,
«αναρωτηθείτε ποιο είναι το πρώτο γεγονός στην αλυσίδα
των γεγονότων που σας έχω παρουσιάσει. Δεν είναι ο
τραγικός θάνατος του εφημέριου και της γυναίκας του;»

«Είναι, όντως, αλλά μόνο αν υποθέσουμε ότι αποτελεί


κομμάτι της ίδιας ιστορίας με τους τρεις φόνους στο
Μπλόξχαμ. Δεν έχουμε αποδείξεις γι’ αυτό, Πουαρό.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο φουκαράς ο εφημέριος δεν έχει
σχέση με την υπόθεση».
«Όπως δεν έχει σχέση και η φουκαριάρα η Τζένι;»

«Ακριβώς».

Συνεχίσαμε να προχωράμε.

«Έχετε προσπαθήσει ποτέ να λύσετε σταυρόλεξο; Διότι...


βασικά, ξέρετε, προσπαθώ να σκαρφιστώ ένα μόνος μου
τώρα τελευταία – ένα δικό μου».

«Θα ήταν αδύνατον να διαμένουμε υπό συνθήκες τέτοιας


εγγύτητας και να μην το γνωρίζω, mon ami».

«Ναι, σωστά. Ε λοιπόν, έχω προσέξει κάτι που συμβαίνει


όταν προσπαθείς να βρεις μια λέξη σ’ ένα σταυρόλεξο. Έχει
ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι ο ορισμός είναι “Βρίσκεται συχνά
στην κουζίνα, εννέα γράμματα”, και το πρώτο γράμμα είναι το
κάπα. Εύλογα θα σκεφτείς: Ε, δεν μπορεί παρά να είναι
“ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ”. Έχει εννιά γράμματα, αρχίζει από κάπα και
βρίσκεται όντως σε μια κουζίνα. Οπότε λες στον εαυτό σου
ότι αυτό πρέπει να ’ναι, ενώ στην πραγματικότητα η σωστή
απάντηση είναι “ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ”, που έχει επίσης εννέα
γράμματα, αρχίζει από κάπα και βρίσκεται συχνά στην
κουζίνα. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω;»

«Το παράδειγμα αυτό δεν εξυπηρετεί ικανοποιητικά το


συλλογισμό σας, Κάτσπουλ. Στην περίπτωση που
περιγράφετε, θα θεωρούσα τις λέξεις “ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ” και
“ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ” εξίσου πιθανές απαντήσεις στο γρίφο.
Πρέπει να είσαι ανόητος, για να αποκλείσεις εξαρχής τη μία ή
την άλλη».

«Σύμφωνοι, αν θέλετε κάτι που να μοιάζει εξίσου πιθανό,


η ακόλουθη θεωρία πώς σας φαίνεται; Ο Ρίτσαρντ Νέγκους
αρνείται να πάει στην εκκλησία ή να δεχτεί τη Βίβλο στο
δωμάτιό του, επειδή όποια κακοτυχία κι αν τον βρήκε στο
Γκρέιτ Χόλινγκ έχει κλονίσει την πίστη του. Και αυτό δεν
μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα; Επίσης είναι πιθανό να μην έχει
την παραμικρή σχέση με το θάνατο του εφημέριου και της
συζύγου του. Ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν θα ’ταν ο πρώτος που
βρίσκεται σε αδιέξοδο κι αναρωτιέται αν ο Θεός τον αγαπάει
τόσο όσο δείχνει ν’ αγαπάει όλους τους άλλους!» Πρόφερα
την τελευταία αυτή φράση πιο φορτισμένα απ’ όσο σκόπευα.

«Εσείς, Κάτσπουλ, έχετε αναρωτηθεί κάτι παρόμοιο;» Ο


Πουαρό ακούμπησε το χέρι του στο μανίκι μου για να με κάνει
να επιβραδύνω. Καμιά φορά ξεχνάω ότι ο διασκελισμός μου
είναι πολύ μεγαλύτερος από τον δικό του.

«Για να πω την αλήθεια, ναι. Δεν μ’ έκανε να σταματήσω


να πηγαίνω στην εκκλησία, αλλά καταλαβαίνω για ποιο
λόγο θα μπορούσε να αποτρέψει κάποιον άλλο». Όπως, για
παράδειγμα, όσους θα διαμαρτύρονταν, αντί να συναινέσουν
σιωπηλά με όποιον χαρακτήριζε το μυαλό τους
μικροσκοπικό, συλλογίστηκα. Στον Πουαρό είπα: «Υποθέτω
ότι εξαρτάται απ’ το βαθμό που θεωρείς τον εαυτό σου ή τον
Θεό υπεύθυνο για τα προβλήματά σου».

«Το δικό σας πρόβλημα είχε σχέση με κάποια γυναίκα;»

«Με πολλά εξαίρετα πλάσματα, που οι γονείς μου ήλπιζαν


διακαώς ότι θα παντρευόμουν. Στάθηκα όμως βράχος και
δεν φορτώθηκα σε καμιά τους». Άρχισα πάλι να περπατάω
με βήμα ταχύ.

Ο Πουαρό έσπευσε να με προφτάσει. «Οπότε, σύμφωνα με


όσα σας υπαγορεύει η σοφία σας, πρέπει να ξεχάσουμε τον
τραγικά θανόντα εφημέριο και τη σύζυγό του; Να
προσποιηθούμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτό το
περιστατικό, μην τυχόν και μας οδηγήσει σε λάθος
συμπέρασμα; Επίσης πρέπει να ξεχάσουμε και την Τζένι για
τον ίδιο λόγο;»

«Βασικά, όχι, δεν θα ’λεγα ότι αυτή είναι η ορθότερη


τακτική. Δεν προτείνω να ξεχάσουμε κάτι από αυτά, μόνο
ότι–»

«Θα σας πω εγώ την ορθότερη τακτική! Πρέπει να πάτε


στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι
και ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν είναι απλώς τρία κομμάτια του
παζλ. Δεν είναι απλώς αντικείμενα που μετακινούμε
προσπαθώντας να τα συνταιριάξουμε σε μια εικόνα. Πριν από
το θάνατό τους υπήρξαν άνθρωποι κανονικοί, με τη ζωή τους
και τα συναισθήματά τους, με τάσεις προς αφέλεια και
ενδεχομένως με στιγμές μεγάλης οξυδέρκειας και σοφίας.
Πρέπει να πάτε στο χωριό όπου διέμεναν και να ανακαλύψετε
ποιοι πραγματικά ήταν».

«Εγώ; Δεν θα ’ρθετε κι εσείς μαζί;»

«Non, mon ami. Ο Πουαρό θα μείνει στο Λονδίνο. Αρκεί


να μετακινήσω το μυαλό μου, όχι το σώμα μου, προκειμένου
να σημειώσω πρόοδο. Εσείς θα πάτε και θα επιστρέψετε με
μια πλήρη περιγραφή του ταξιδιού σας. Αυτό αρκεί. Πάρτε
μαζί σας δυο λίστες με ονόματα: των ενοίκων του
ξενοδοχείου Μπλόξχαμ το βράδυ της Τετάρτης και της
Πέμπτης, και των υπαλλήλων του ξενοδοχείου. Βρείτε αν
κανείς στο καταραμένο αυτό χωριό αναγνωρίζει κάποιο από
τα ονόματα. Ρωτήστε για την Τζένι και τον Π.Α.Τ.
Βεβαιωθείτε, προτού επιστρέψετε, ότι έχετε ανακαλύψει τι
πραγματικά συνέβη στον εφημέριο και στη γυναίκα του το
1913, που τους οδήγησε στον τραγικό τους θάνατο».

«Πουαρό, πρέπει να έρθετε κι εσείς μαζί μου», είπα μ’ έναν


τόνο απελπισίας. «Δεν βγάζω άκρη με τα γεγονότα του
Μπλόξχαμ. Σ’ εσάς επαφίεμαι».

«Και μπορείτε να εξακολουθήσετε να το κάνετε, mon ami.


Θα επιστρέψουμε στην πανσιόν της κυρίας Μπλανς
Άνσγουορθ και εκεί θα βάλουμε τις σκέψεις μας σε μια τάξη,
ώστε να μη φτάσετε στο Γκρέιτ Χόλινγκ απροετοίμαστος».

Πάντα αναφερόταν «στην πανσιόν της κυρίας Μπλανς


Άνσγουορθ» και κάθε φορά μού θύμιζε ότι κι εγώ κάποτε έτσι
την αποκαλούσα, προτού αρχίσω να τη νιώθω «σπίτι».

Η φράση «θα βάλουμε τις σκέψεις μας σε μια τάξη»


αποδείχθηκε πως σήμαινε για τον Πουαρό να στέκεται πλάι
στο αναμμένο τζάκι, στο φορτωμένο με βιολετί φραμπαλάδες
καθιστικό, και να μου υπαγορεύει την ώρα που εγώ καθόμουν
σε μια πολυθρόνα δίπλα του και κατέγραφα κάθε του λέξη.
Ποτέ ξανά –στο παρελθόν ή έκτοτε– δεν έχω ακούσει άλλο
άνθρωπο να μιλά με τόσο οργανωμένο τρόπο. Σε κάποιες
φάσεις, που επιχειρούσα να διαμαρτυρηθώ διότι με
υποχρέωνε να γράφω πολλά πράγματα που γνώριζα ήδη
καλά, λάμβανα για ανταμοιβή μου τα εκτενή και παθιασμένα
λογύδριά του με θέμα «τη σημασία της μεθόδου».
Προφανώς το μικροσκοπικό μου μυαλουδάκι δεν ήταν
αξιόπιστο εργαλείο καταγραφής, οπότε έπρεπε να μου
παραδώσει κι έναν γραπτό οδηγό για ν’ ακολουθώ.

Αφού μου υπαγόρευσε μια λίστα με όλα όσα ξέραμε, ο


Πουαρό επανέλαβε την ίδια διαδικασία για ό,τι δεν ξέραμε,
αλλά ελπίζαμε να ανακαλύψουμε. (Σκέφτηκα να αντιγράψω
εδώ τις δύο λίστες, αλλά δεν θέλησα να προξενήσω στον
αναγνώστη την πλήξη και την οργή που κατέκλυζε εμένα.)

Για να είμαι δίκαιος απέναντι στον Πουαρό, όταν τα είχα


σημειώσει όλα και τα ξαναδιάβαζα, ένιωσα όντως ότι είχα
σχηματίσει μια αρτιότερη εικόνα της κατάστασης: πιο σαφή
και εξόχως αποκαρδιωτική.

Άφησα κάτω την πένα μου και είπα μ’ έναν αναστεναγμό:


«Δεν είμαι βέβαιος ότι θέλω να κουβαλάω μαζί μου μια
ατέλειωτη λίστα με ερωτήσεις που δεν μπορώ να υποβάλω
και που πιθανότατα δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα να
απαντηθούν».

«Στερείστε αυτοπεποίθησης, Κάτσπουλ».

«Όντως. Τι κάνει κάποιος στην περίπτωσή μου;»

«Δεν ξέρω. Δεν υποφέρω από κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν


ανησυχώ μήπως προκύψει ένα πρόβλημα τη λύση του οποίου
θα είμαι ανίκανος να βρω».

«Πιστεύετε ότι θα βρείτε τη λύση και σ’ αυτό το


πρόβλημα;»

Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Θέλετε να σας ενθαρρύνω να μου


δείξετε εμπιστοσύνη, επειδή δεν έχετε την παραμικρή στον
εαυτό σας; Mon ami, ξέρετε περισσότερα απ’ ό,τι νομίζετε.
Θυμάστε εκείνο τον αστεϊσμό σας στο ξενοδοχείο, για τα τρία
θύματα που έφτασαν όλα την Τετάρτη, μια μέρα πριν από
τους φόνους; Είχατε πει: “Είναι σχεδόν σαν να έλαβαν
πρόσκληση να παρουσιαστούν για τη δολοφονία τους.
Παρακαλείσθε όπως αφιχθείτε μία ημέρα νωρίτερα, ώστε η
Πέμπτη να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη δολοφονία σας”».

«Ναι, και τι μ’ αυτό;»

«Το αστείο σας βασιζόταν στην παραδοχή ότι η


δολοφονία είναι για το θύμα επαρκής δραστηριότητα για μία
ημέρα, αλλά θα ήταν υπερβολή να ταξιδέψει με τρένο από
την άλλη άκρη της Αγγλίας και να δολοφονηθεί μέσα στην
ίδια ημέρα! Μια κι ο δολοφόνος δεν θέλει τα θύματά του να
εξουθενωθούν! Είναι πολύ κωμικό!» Ο Πουαρό ίσιωσε το
μουστάκι του, σαν να υπέθεσε ότι με το γέλιο θα μπορούσε να
ξεφύγει καμιά τρίχα. «Καλέ μου φίλε, τα λόγια σας με κάνουν
να αναρωτηθώ για το εξής: Αφενός η δολοφονία δεν απαιτεί
ουσιαστική προσπάθεια από το θύμα και αφετέρου κανένας
δολοφόνος δεν νοιάζεται τόσο γι’ αυτούς που σκοπεύει να
δηλητηριάσει, οπότε γιατί να μη σκοτώσει τα τρία θύματα το
βράδυ της Τετάρτης;»

«Μπορεί να ήταν απασχολημένος εκείνο το βράδυ», είπα.

«Τότε γιατί δεν κανόνισε τα θύματα να φτάσουν στο


ξενοδοχείο το πρωί της Πέμπτης, αντί για το πρωί και το
απόγευμα της Τετάρτης; Και πάλι θα μπορούσε να τους
σκοτώσει την ώρα που εντέλει τους σκότωσε – n’est-ce pas;
Δηλαδή, το βράδυ της Πέμπτης, μεταξύ επτά και τέταρτο και
οκτώ και δέκα;»

Έβαλα τα δυνατά μου να δείξω υπομονή. «Περιπλέκετε


αδίκως τα πράγματα. Αν τα θύματα γνωρίζονταν μεταξύ τους,
όπως ξέρουμε ότι γνωρίζονταν, μπορεί να είχαν κάποιο λόγο
που απαιτούσε δύο διανυκτερεύσεις στο Λονδίνο – ένα λόγο
άσχετο με το δολοφόνο. Εκείνος επέλεξε να τα σκοτώσει το
δεύτερο βράδυ, απλώς και μόνο επειδή τον βόλευε
περισσότερο. Ούτε τα προσκάλεσε ο ίδιος στο Μπλόξχαμ·
ήξερε απλώς ποιες ημέρες θα βρίσκονταν εκεί. Επίσης...»
Σώπασα. «Όχι, δεν έχει σημασία. Ανοησία μου».

«Πείτε μου την ανοησία σας», με πρόσταξε ο Πουαρό.


«Βασικά, αν ο δολοφόνος είναι εκ φύσεως σχολαστικός
στα σχέδιά του, πιθανόν δεν προγραμμάτισε τους φόνους τη
μέρα που τα θύματά του θα ταξίδευαν στο Λονδίνο, για να
μην προκύψει πρόβλημα από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση
του τρένου».

«Ίσως κι ο ίδιος χρειαζόταν να ταξιδέψει στο Λονδίνο από


το Γκρέιτ Χόλινγκ ή από κάπου αλλού. Είναι πιθανό ο ή η
δολοφόνος, καθώς μπορεί κάλλιστα να ήταν γυναίκα, να μην
ήθελε να κάνει ένα μεγάλο, κουραστικό ταξίδι και να
διαπράξει τρεις φόνους μέσα στην ίδια μέρα».

«Ακόμη κι αν αυτό ισχύει, τα θύματα και πάλι θα


μπορούσαν να έρθουν την Πέμπτη – έτσι δεν είναι;»

«Δεν έγινε έτσι όμως», είπε ο Πουαρό. «Ξέρουμε ότι


έφτασαν την προηγουμένη, δηλαδή την Τετάρτη. Οπότε
αρχίζω να αναρωτιέμαι αν έπρεπε κάτι να συμβεί που ενέπλεκε
το δολοφόνο με τα τρία θύματα, προτού διαπραχθούν οι
φόνοι; Αν αυτό αληθεύει, τότε ο δολοφόνος ίσως δεν
χρειάστηκε να ταξιδέψει από κάπου μακριά, αλλά ζει εδώ, στο
Λονδίνο».

«Ενδεχομένως», είπα. «Όλα αυτά είναι η φλύαρη εκδοχή


της θλιβερής πραγματικότητας, δηλαδή, δεν έχουμε ιδέα τι
συνέβη και γιατί. Θυμάμαι ότι αυτή ήταν και η πρώτη μου
αίσθηση για την υπόθεση. Α, κι επίσης, Πουαρό...»

«Ναι, mon ami;»

«Ρωτήσατε τον Χένρι Νέγκους για τον Π.Α.Τ., αλλά δεν


νομίζω ότι αυτά είναι τα αρχικά του τύπου –του κατόχου των
μανικετόκουμπων– όποιος κι αν είναι. Νομίζω ότι τα αρχικά
του είναι Π.Τ.Α. Δείτε». Σχεδίασα το μονόγραμμα στο πίσω
μέρος ενός απ’ τα χαρτιά μου. Όσο πιστότερα μπορούσα από
μνήμης, αποτύπωσα τον τρόπο που ήταν γραμμένα τα τρία
αρχικά στο μανικετόκουμπο. «Βλέπετε ότι το “Α” είναι
μεγαλύτερο, ενώ το “Π” και το “Τ” εκατέρωθεν είναι αισθητά
μικρότερα; Είναι πολύ δημοφιλή αυτά τα μονογράμματα. Το
μεγαλύτερο γράμμα συμβολίζει το επώνυμο, γι’ αυτό και
τοποθετείται στο μέσον».

Ο Πουαρό κουνούσε το κεφάλι συνοφρυωμένος. «Τα


αρχικά στο μονόγραμμα είναι σε λάθος σειρά επί τούτου;
Πρώτη φορά το ακούω αυτό το πράγμα. Ποιος θα
σκαρφιζόταν κάτι τέτοιο; Είναι καθαρή ανοησία!»

«Είναι αρκετά συνηθισμένο, λυπάμαι. Έχετέ μου


εμπιστοσύνη, ξέρω τι λέω. Αρκετοί συνάδελφοι φορούν
μανικετόκουμπα με τα αρχικά τους χαραγμένα με αυτό τον
τρόπο».
«Απίστευτο! Οι Άγγλοι δεν έχουν καμία αίσθηση της
ορθής σειράς των πραγμάτων».

«Βασικά, όπως και να ’χει... για τον Π.Τ.Α. πρέπει να


ρωτάμε, όταν θα πάμε στο Γκρέιτ Χόλινγκ, όχι για τον
Π.Α.Τ.».

Ήταν μια αδύναμη προσπάθειά μου, που ο Πουαρό


απέρριψε μονομιάς. «Εσείς, φίλε μου, θα πάτε στο Γκρέιτ
Χόλινγκ», ξεκαθάρισε. «Ο Πουαρό θα μείνει στο Λονδίνο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 - Επίσκεψη στο Γκρέιτ Χόλινγκ

Το πρωί της ερχόμενης Δευτέρας ξεκίνησα για το Γκρέιτ


Χόλινγκ, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Η εντύπωση που
αποκόμισα φτάνοντας ήταν ότι έμοιαζε με πολλά άλλα
αγγλικά χωριά που είχα επισκεφθεί και πέραν τούτου δεν
προσέφερε σημαντικά στοιχεία για να το περιγράψω.
Υπάρχουν, νομίζω, περισσότερες διαφορές ανάμεσα στις
πόλεις, απ’ ό,τι ανάμεσα στα διάφορα χωριά· άλλωστε είναι
και περισσότερα αυτά που έχεις να πεις για μια πόλη. Θα
μπορούσα σαφώς να μιλάω με τις ώρες για τη δαιδαλώδη
φύση του Λονδίνου. Ίσως απλώς να μην μπορώ να
εναρμονιστώ επαρκώς με τόπους όπως το Γκρέιτ Χόλινγκ.
Με κάνουν να νιώθω έξω απ’ το στοιχείο μου – αν έχω
κάποιο στοιχείο, δηλαδή. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω.

Όλοι μού έλεγαν ότι αποκλείεται να μην αναγνωρίσω το


πανδοχείο Κινγκς Χεντ, όπου και θα έμενα, αλλά δεν
κατάφερα να το βρω. Για καλή μου τύχη, ένας διοπτροφόρος
νεαρός, με φακίδες που σχημάτιζαν μπούμεραγκ στη μύτη του
και μια εφημερίδα παραμάσχαλα, ήταν πρόθυμος να μου
προσφέρει βοήθεια. Αρχικά εμφανίστηκε πίσω μου και με
ξάφνιασε με τη φωνή του.

«Χαθήκατε, ε;» με ρώτησε.


«Έτσι νομίζω. Ψάχνω το Κινγκς Χεντ».

«Α!» Χασκογέλασε. «Το φαντάστηκα, λόγω της


βαλίτσας. Λοιπόν, δεν είστε από δω; Το Κινγκς Χεντ μοιάζει
με κανονικό σπίτι απέξω, οπότε δεν θα σας τραβούσε την
προσοχή, εκτός κι αν κατηφορίζατε από εκείνον εκεί το δρόμο
– βλέπετε; Κατεβείτε μέχρι το πρώτο στενό, στρίψτε δεξιά κι
εκεί θα δείτε την ταμπέλα και την είσοδο».

Τον ευχαρίστησα κι ετοιμαζόμουν να ακολουθήσω τις


οδηγίες του, όταν με φώναξε πάλι: «Και από πού είστε, αν
επιτρέπεται;»

Του απάντησα κι εκείνος είπε: «Δεν έχω πάει ποτέ στο


Λονδίνο. Πώς κι απ’ τα μέρη μας, λοιπόν;»

«Δουλειές», είπα. «Ακούστε, ελπίζω να μη φανώ αγενής


και θα χαρώ να τα πούμε αργότερα, αλλά θα ήθελα να
τακτοποιηθώ πρώτα».

«Να μη σας κρατάω τότε», αποκρίθηκε εκείνος. «Με τι


ασχολείστε; Αχ – να με πάλι με τις ερωτήσεις μου. Ίσως μου
πείτε μετά». Με χαιρέτησε κουνώντας το χέρι κι έφυγε.

Επιχείρησα πάλι να κατηφορίσω προς το Κινγκς Χεντ,


όταν άκουσα τη φωνή του: «Στο πρώτο στενό στρίβετε
δεξιά!» Ακολούθησε κι άλλος ζωηρός αποχαιρετισμός.

Προσπαθούσε να φανεί φιλικός κι εξυπηρετικός, και θα


’πρεπε να ήμουν ευγνώμων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα
ήμουν, μόνο που...

Βασικά, το παραδέχομαι, δεν μ’ αρέσουν τα χωριά. Δεν το


είχα ομολογήσει στον Πουαρό προτού φύγω, αλλά το ’χα πει
πολλές φορές στον εαυτό μου στη διάρκεια του ταξιδιού με
το τρένο, κι άλλη μία όταν κατέβηκα στον γραφικό σταθμό.
Δεν μ’ άρεσε το χαριτωμένο δρομάκι που κατηφόριζα,
φιδογυριστό και γεμάτο μικροσκοπικά σπιτάκια δεξιά
αριστερά, που θα ταίριαζε περισσότερο να στεγάζουν τριχωτά
πλάσματα του δάσους, παρά ανθρώπινα όντα.

Δεν μ’ άρεσε να μου κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις


άνθρωποι παντελώς άγνωστοι στο δρόμο, μολονότι είχα
πλήρη συναίσθηση της υποκρισίας μου, καθώς βρισκόμουν
στο Γκρέιτ Χόλινγκ για να ανακρίνω ένα σωρό αγνώστους.

Τώρα, που ο διοπτροφόρος νεαρός είχε απομακρυνθεί, δεν


ακουγόταν το παραμικρό, εκτός από το περιστασιακό
κελάηδισμα των πουλιών και την αναπνοή μου. Πέρα από τα
σπίτια, έβλεπα ακατοίκητες εκτάσεις και λόφους που
απλώνονταν ως τον ορίζοντα. Το θέαμα, σε συνδυασμό με τη
σιωπή, μου προκάλεσε μονομιάς ένα αίσθημα μοναξιάς.
Βέβαια και οι πόλεις μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις
μοναξιά. Στο Λονδίνο βλέπεις τους περαστικούς γύρω σου
και δεν έχεις ιδέα πού τρέχει ο λογισμός τους. Ο καθένας
μοιάζει αποκομμένος από σένα, περίκλειστος και
μυστηριώδης. Και στα χωριά ισχύει το ίδιο, μόνο που
φαντάζεσαι ότι όλες οι σκέψεις περιστρέφονται γύρω από το
ίδιο θέμα.

Ο ιδιοκτήτης του Κινγκς Χεντ ήταν ένας τύπος ονόματι


Βίκτορ Μίκιν, μεταξύ πενήντα κι εξήντα, που είχε αραιά γκρίζα
μαλλιά μέσα απ’ τα οποία προεξείχαν τα ροδαλά αυτιά του.
Έμοιαζε κι αυτός απόλυτα πρόθυμος να συζητήσει για το
Λονδίνο.

«Εκεί γεννηθήκατε, αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, κύριε


Κάτσπουλ; Πόσοι άνθρωποι ζουν σήμερα στο Λονδίνο; Είναι
πολύ βρόμικο; Είχε πάει η θεία μου κάποτε και μου είχε πει
ότι ήταν παμβρόμικο. Ωστόσο θα ’θελα να πάω κι εγώ
κάποια στιγμή. Ποτέ όμως δεν το ’χα πει στη θεία μου, θα
έφερνε αντιρρήσεις – ο Θεός να την αναπαύσει. Έχουν όλοι
δικό τους αμάξι στο Λονδίνο;»

Ήταν μια ανακούφιση ο χείμαρρος των ερωτήσεων, γιατί


δεν μου έδινε το χρόνο ν’ απαντήσω. Η τύχη μου στέρεψε
όταν έφτασε στην ερώτηση που τον ενδιέφερε περισσότερο
απ’ όλες: «Τι σας φέρνει στο Γκρέιτ Χόλινγκ; Δεν φαντάζομαι
να ’χετε έρθει για δουλειές».

Στο σημείο αυτό σταμάτησε και δεν είχα άλλη επιλογή


παρά να απαντήσω: «Είμαι αστυνόμος. Στη Σκότλαντ
Γιαρντ».

«Αστυνόμος;» Το χαμόγελό του παρέμεινε ακλόνητο,


αλλά τώρα με κοίταζε τελείως διαφορετικά: μ’ ένα βλέμμα
σκληρό, διαπεραστικό, γεμάτο περιφρόνηση, σαν να
συλλογιζόταν την περίπτωσή μου και να κατέληγε σε
συμπεράσματα διόλου κολακευτικά. «Αστυνόμος»,
επανέλαβε πιο πολύ μονολογώντας. «Και τι γυρεύει εδώ ένας
αστυνόμος; Και μάλιστα ένας σπουδαίος αστυνόμος,
Λονδρέζος;»

Μια και δεν έμοιαζε να απευθύνει σ’ εμένα την ερώτηση,


δεν απάντησα.

Καθώς κουβαλούσε τη βαλίτσα μου στη στριφογυριστή


ξύλινη σκάλα, κοντοστάθηκε τρεις φορές και γύρισε να με
κοιτάξει χωρίς σαφή αιτία. Το δωμάτιο που μου έδωσε ήταν
ευχάριστα λιτό και δροσερό – μια καλοδεχούμενη αλλαγή
από το γεμάτο δαντέλες και βολάν υπερθέαμα της Μπλανς
Άνσγουορθ. Εδώ, ευτυχώς, δεν υπήρχε θερμοφόρα μέσα σε
πλεκτή θήκη. Δεν τις υποφέρω με τίποτα τις θερμοφόρες,
μόνο που τις βλέπω εκνευρίζομαι. Το πιο ζεστό πράγμα σ’ ένα
κρεβάτι πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι το άτομο που
ξαπλώνει.

Ο Μίκιν μού έδειξε ορισμένα στοιχεία του δωματίου, που


θα μπορούσα να παρατηρήσω και μόνος μου, όπως το
κρεβάτι και τη μεγάλη ξύλινη ντουλάπα. Προσπάθησα να
αποκριθώ με το κατάλληλο μείγμα έκπληξης κι
ενθουσιασμού. Μετά, επειδή ήξερα ότι θα ’πρεπε να το κάνω
κάποια στιγμή, του εξήγησα τη φύση της επίσκεψής μου στο
Γκρέιτ Χόλινγκ, ευελπιστώντας ότι αυτό θα ικανοποιήσει την
περιέργειά του και θα του επιτρέπει από δω και πέρα να με
κοιτάζει με λιγότερο διαπεραστικό βλέμμα. Του μίλησα για
τους φόνους στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ.

Το στόμα του συστράφηκε καθώς άκουγε. Έμοιαζε σαν να


προσπαθούσε να μη γελάσει, αν και μπορεί να κάνω λάθος.
«Δολοφονήθηκαν, ε; Σ’ ένα φανταχτερό λονδρέζικο
ξενοδοχείο; Κοίτα να δεις! Η Χάριετ Σίπελ και η Άιντα
Γκράνσμπερι, θύματα δολοφονίας; Και ο Ρίτσαρντ
Νέγκους;»

«Τους γνωρίζατε, δηλαδή;» είπα βγάζοντας το παλτό μου


και κρεμώντας το στην ντουλάπα.

«Φυσικά και τους γνώριζα».


«Δεν ήταν φίλοι σας, φαντάζομαι;»

«Ούτε φίλοι ούτε εχθροί», είπε ο Μίκιν. «Αυτή είναι


καλύτερη στάση απέναντι στους ανθρώπους, όταν έχεις
πανδοχείο. Οι φίλοι και οι εχθροί φέρνουν μπλεξίματα.
Καταπώς φαίνεται, η Σίπελ και η Γκράνσμπερι ήταν άσχημα
μπλεγμένες. Όπως κι ο Νέγκους».

Τι να ’ταν αυτό που διέκρινα στη φωνή του; Μια παράξενη


έμφαση; Άραγε το απολάμβανε όλο αυτό;

«Με συγχωρείτε, κύριε Μίκιν, αλλά... σας ευχαριστεί που


πληροφορηθήκατε αυτούς τους τρεις θανάτους ή είναι ιδέα
μου;»

«Ιδέα σας είναι, κύριε Κάτσπουλ. Ιδέα σας». Εξέφρασε την


άρνησή του με τη μεγαλύτερη δυνατή βεβαιότητα.

Κοιταχτήκαμε κατάματα για μερικές στιγμές. Τα μάτια του


έλαμπαν από καχυποψία, ενώ κάθε ίχνος φιλικότητας τα είχε
εγκαταλείψει.

«Μου μεταφέρατε τα νέα σας κι εγώ τα άκουσα με


ενδιαφέρον, αυτό είναι όλο», είπε ο Μίκιν. «Όπως θα
ενδιαφερόμουν για τα λεγόμενα οποιουδήποτε επισκέπτη.
Έτσι είναι το σωστό και το πρέπον, όταν έχεις πανδοχείο. Για
φαντάσου, όμως – φόνος!»

Γύρισα απ’ την άλλη και είπα σθεναρά: «Σας ευχαριστώ


για την εξυπηρέτηση και τη συνεργασία σας».

«Φαντάζομαι ότι θα θελήσετε να μου κάνετε ένα σωρό


ερωτήσεις – έτσι δεν είναι; Το Κινγκς Χεντ μού ανήκει απ’ το
1911. Δεν θα βρείτε καταλληλότερο άτομο».

«Α, ναι, βεβαίως. Μόλις τακτοποιήσω τα πράγματά μου


και τσιμπήσω κάτι, κι αφού κάνω μια βόλτα». Δεν
απολάμβανα την προοπτική να μιλήσω μ’ αυτό τον τύπο
εκτενώς, αλλά θα ήταν απαραίτητο. «Κάτι ακόμη, κύριε
Μίκιν, κάτι πολύ σημαντικό: Αν είχατε την καλοσύνη να μη
μεταφέρετε όσα σας είπα σε τρίτους, θα ήμουν ευγνώμων».

«Είναι μυστικό, λοιπόν;»

«Όχι, κάθε άλλο. Απλώς θα προτιμούσα να το πω ο ίδιος


στους ντόπιους».

«Σκοπεύετε να τους ανακρίνετε, ε; Δεν θα βρείτε ψυχή στο


Γκρέιτ Χόλινγκ που να ξέρει να σας πει κάτι σημαντικό».

«Είμαι βέβαιος ότι κάνετε λάθος», είπα. «Στο κάτω κάτω,


εσείς ήδη προσφερθήκατε να μου μιλήσετε».
Ο Μίκιν έγνεψε αρνητικά. «Δεν θα έλεγα ότι προσφέρθηκα,
κύριε Κάτσπουλ. Υπέθεσα ότι εσείς θα θελήσετε να με
ρωτήσετε, όχι ότι εγώ θα ήθελα να απαντήσω. Ωστόσο, έχω
να πω ένα πράγμα...» Κι έστρεψε πάνω μου ένα οστεώδες
δάχτυλο με πρησμένες αρθρώσεις. «Αν σας προέκυψαν τρεις
φόνοι στο φανταχτερό λονδρέζικο ξενοδοχείο σας, κι
έχοντας κατά νου ότι είστε αστυνόμος στο Λονδίνο, καλά θα
κάνετε να φυλάξετε τις ερωτήσεις σας για κει κι όχι για δω».

«Υπονοείτε ότι θα προτιμούσατε να φύγω, κύριε Μίκιν;»

«Κάθε άλλο. Το πρόγραμμά σας είναι δικός σας


λογαριασμός. Είστε ευπρόσδεκτος στο πανδοχείο μου για
όσο θέλετε να μείνετε. Δεν με αφορά». Με αυτά τα λόγια
έκανε μεταβολή κι έφυγε.

Κούνησα το κεφάλι μου απορημένος. Δύσκολα μπορούσα


να συμβιβάσω τον τωρινό Βίκτορ Μίκιν με τον άνθρωπο που
με είχε προϋπαντήσει μπαίνοντας στο Κινγκς Χεντ – τον
άντρα που φλυαρούσε όλο ευθυμία για το Λονδίνο και τη
θεία του που απεχθάνεται τη βρομιά της πόλης.

Κάθισα στο κρεβάτι, κι έπειτα μονομιάς σηκώθηκα,


νιώθοντας την ανάγκη για καθαρό αέρα. Μακάρι να
μπορούσα να μείνω κάπου αλλού στο Γκρέιτ Χόλινγκ, αντί
για το Κινγκς Χεντ.
Φόρεσα το παλτό που είχα βγάλει πριν από λίγα λεπτά,
κλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου και κατέβηκα τις
σκάλες.

Ο Βίκτορ Μίκιν σκούπιζε κάτι ποτήρια της μπίρας πίσω απ’ το


μπαρ. Έκανε μια μικρή υπόκλιση καθώς έμπαινα στη μικρή
τραπεζαρία.

Στη γωνία, στις απέναντι πλευρές ενός τραπεζιού


καλυμμένου με ποτήρια τόσο γεμάτα όσο και άδεια,
κάθονταν δύο άντρες που έμοιαζαν αποφασισμένοι να
μεθύσουν μέχρι τελικής πτώσης. Και οι δύο είχαν
τελειοποιήσει την τέχνη του καθιστού λικνίσματος. Ο ένας
από αυτούς τους αποφασισμένους πότες ήταν ζαρωμένος,
σαν γέρικο ξωτικό, είχε και μια λευκή γενειάδα που έφερνε
στο νου τον Άγιο Βασίλη. Ο άλλος ήταν γεροδεμένος, με
τετράγωνο σαγόνι, και δεν πρέπει να ’ταν πάνω από είκοσι
χρόνων. Προσπαθούσε να μιλήσει στο γέρο, αλλά το στόμα
του είχε κρεμάσει υπερβολικά απ’ το ποτό, έτσι που η ομιλία
του ήταν ακατάληπτη. Για καλή του τύχη, ο συμπότης του
δεν ήταν σε κατάσταση ν’ ακούσει, οπότε ήταν ευτυχής
συγκυρία που οι μπερδεμένες ανοησίες του χαραμίζονταν αντί
να λαμβάνουν λογικές απαντήσεις.
Το θέαμα του μεθυσμένου νεαρού με τάραξε. Πώς είχε
καταλήξει σε τέτοιο χάλι; Έμοιαζε να φοράει μια μάσκα η
οποία, αν δεν άλλαζε χούγια, θα κατέληγε η ισόβια καταδίκη
του.

«Κύριε Κάτσπουλ, μήπως θα θέλατε κάτι να πιείτε;»


ρώτησε ο Μίκιν.

«Αργότερα ίσως, ευχαριστώ», είπα χαμογελώντας φιλικά.


Προσπαθώ πάντα να είμαι όσο πιο ευγενικός μπορώ με τους
ανθρώπους που αντιπαθώ ή δεν εμπιστεύομαι. Δεν πιάνει
πάντα, αλλά μερικές φορές μου το ανταποδίδουν. «Πρώτα
θέλω να περπατήσω λίγο και να ξεπιαστώ».

Ο πιωμένος νεαρός σηκώθηκε παραπατώντας. Έμοιαζε


αίφνης θυμωμένος και είπε κάτι που άρχιζε με τη λέξη «όχι».
Τα υπόλοιπα δεν τα κατάλαβα. Με προσπέρασε τρεκλίζοντας
και βγήκε στο δρόμο.

Ο γέρος σήκωσε το χέρι –μια διαδικασία που του πήρε


κοντά στα δέκα δευτερόλεπτα– ώσπου το δάχτυλό του
βρέθηκε στραμμένο προς το μέρος μου. «Εσείς», είπε.

Δεν είχα ούτε μία ώρα στο Γκρέιτ Χόλινγκ και ήδη δύο
άνθρωποι είχαν στρέψει αγενέστατα το δάχτυλό τους επάνω
μου. Ενδεχομένως οι ντόπιοι το είχαν σαν καλωσόρισμα, αν
και πολύ αμφέβαλλα.

«Παρακαλώ;» αποκρίθηκα.

Ο Άγιος Βασίλης έβγαλε κάτι ήχους που μετέφρασα ως:


«Εσείς, ναι, καλέ μου κύριε. Ελάτε να καθίσετε εδώ μαζί μου.
Εδώ, σ’ αυτή την καρέκλα. Εδώ, δίπλα μου. Στην καρέκλα
που ο νεαρός αχαΐρευτος δεν χρειάζεται πια, σ’ ετούτη εδώ».

Υπό φυσιολογικές συνθήκες η επανάληψη των ίδιων


λέξεων μπορεί να με ενοχλούσε· αλλά, καθώς έπρεπε να
ερμηνεύω όλα όσα άκουγα, ήταν περισσότερο κι από
ευπρόσδεκτη.

«Για να ’μαι ειλικρινής, έλεγα να κάνω έναν περίπατο στο


χωριό...» άρχισα να του απαντώ, αλλά ο γέρος αποφάσισε
μόνος του ότι δεν έπρεπε να κάνω τέτοιο πράγμα.

«Έχετε χρόνο γι’ αυτό πιο μετά!» γάβγισε. «Τώρα ελάτε να


καθίσετε, να τα πούμε λιγάκι», και, προς μεγάλη μου
έκπληξη, άρχισε να τραγουδά: «Ελάτε να καθίσουμε παρέα, /
ελάτε να καθίσουμε παρέα, / κυρ-αστυνόμε, απ’ την πόλη του
Λονδίνου την ωραία».

Κοίταξα τον Μίκιν, που είχε το βλέμμα καρφωμένο στα


ποτήρια του. Ο θυμός με έκανε τολμηρό και του είπα: «Αν
θυμάμαι καλά, μόλις πριν από δέκα λεπτά σάς ζήτησα να μην
κουβεντιάσετε τις λεπτομέρειες της επίσκεψής μου με
κανέναν».

«Εγώ λέξη δεν είπα». Δεν είχε καν την ευγένεια να με


κοιτάξει.

«Κύριε Μίκιν, από πού έμαθε αυτός ο κύριος ότι είμαι


αστυνόμος απ’ το Λονδίνο, αν δεν του το είπατε εσείς;
Κανένας άλλος στο χωριό δεν ξέρει ποιος είμαι».

«Μην καταλήγετε σε βιαστικά συμπεράσματα, κύριε


Κάτσπουλ. Δεν οδηγούν πουθενά – έτσι πιστεύω. Εγώ δεν
είπα λέξη σε άνθρωπο. Ούτε λέξη».

Έλεγε ψέματα. Ήξερε ότι το ήξερα και δεν τον ένοιαζε


καθόλου.

Έχοντας χάσει στην πρώτη αυτή αναμέτρηση, πήγα και


κάθισα με το γέρικο ξωτικό στη γωνία της τραπεζαρίας. Στα
σκούρα δοκάρια ολόγυρα κρέμονταν μπρούντζινα
διακοσμητικά με άλογα. Εκείνος, προς στιγμήν, μου έδωσε
την εντύπωση ενός αλλόκοτου, ασπρομάλλικου πλάσματος
μέσα σε μια ακόμη πιο αλλόκοτη φωλιά.

Άρχισε να μιλά λες και η συνομιλία μας βρισκόταν ήδη


στο απόγειό της: «[...] δεν είναι κύριος, αλλά ένας
αχαΐρευτος, όπως και οι γονείς του. Ούτε να διαβάσουν
ξέρουν, ούτε τ’ όνομά τους να γράψουν, κι αυτός το ίδιο. Για
λατινικά, ούτε συζήτηση! Είκοσι χρονώ παλικάρι και δείτε τα
χάλια του! Εγώ στην ηλικία του – αχ, αλλά πάνε χρόνια από
τότε. Προ αμνημονεύτων χρόνων, που λέμε! Εγώ έκανα ό,τι
μπορούσα στα νιάτα μου για να φτιάξω τη ζωή μου, αλλά
μερικοί παίρνουν ό,τι χάρισμα τους έχει δώσει ο Κύριος και το
σπαταλούν δεξιά κι αριστερά. Δεν καταλαβαίνουν ότι το
μεγαλείο είναι διαθέσιμο σε κάθε άνθρωπο, οπότε δεν
προσπαθούν καν να το φτάσουν».

«Λατινικά, ε;» ήταν το μόνο στο οποίο κατάφερα να


αποκριθώ. Ποιο μεγαλείο; Εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου
τυχερό κάθε φορά που απέφευγα μια ταπεινωτική αποτυχία. Η
φωνή του γέρου δεν είχε τίποτα τραχύ, παρά την πρησμένη,
κατακόκκινη μύτη του και την ποτισμένη με μπίρα γενειάδα
του. Αναλλοίωτη, παρά το ποτό, η φωνή του· ίσως θα
μπορούσες να την πεις και ευχάριστη, συλλογίστηκα.

«Ώστε εσείς έχετε πετύχει μεγαλειώδη πράγματα;» τον


ρώτησα.

«Προσπάθησα και πέτυχα περισσότερα κι απ’ τα πιο τρελά


μου όνειρα».
«Σοβαρά;»

«Αχ, αλλά πάνε χρόνια και χρόνια από τότε. Δεν ωφελεί να
ονειροπολείς, και τα όνειρα που έχουν τη μεγαλύτερη
σημασία δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ποτέ. Δεν το
’ξερα αυτό όταν ήμουν νέος. Χαίρομαι που δεν το ’ξερα».
Αναστέναξε. «Κι εσείς, καλέ μου φίλε; Ποιο θα είναι το
μεγάλο σας κατόρθωμα; Να εξιχνιάσετε τους φόνους της
Χάριετ Σίπελ, της Άιντα Γκράνσμπερι και του Ρίτσαρντ
Νέγκους;» Μιλούσε σαν να επρόκειτο για έναν τιποτένιο
στόχο. «Τον Νέγκους δεν τον ήξερα καθόλου, αν και τον είχα
δει μια δυο φορές», εξακολούθησε. «Λίγο μετά που έφτασα
στο χωριό, εκείνος έφυγε. Ο ένας έρχεται, ο άλλος φεύγει, και
οι δύο για τον ίδιο λόγο. Και οι δύο με βαριά καρδιά».

«Ποιος ήταν ο λόγος;»

Το γέρικο ξωτικό έριξε μια απίστευτη ποσότητα μπίρας στο


λαρύγγι του με μια γρήγορη κίνηση. «Δεν το ξεπέρασε ποτέ η
δόλια!» είπε.

«Ποια δεν ξεπέρασε τι; Εννοείτε ότι η Άιντα Γκράνσμπερι


δεν ξεπέρασε ποτέ ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους έφυγε απ’ το
Γκρέιτ Χόλινγκ;»

«Το χαμό του άντρα της. Ή έτσι λένε. Η Χάριετ Σίπελ. Οι


άλλοι λένε ότι, επειδή τον έχασε τόσο νέα, κατάντησε έτσι.
Εγώ λέω ότι αυτά είναι φτηνές δικαιολογίες. Ήταν ένα
παλικάρι, σαν το νεαρό που καθόταν εδώ πριν από εσάς.
Αμαρτία να πεθάνει τόσο νέος, αλλά διαρκώς χάνονται
νέοι».

«Όταν λέτε “κατάντησε έτσι”, αναρωτιέμαι τι εννοείτε μ’


αυτό, κύριε... ε...; Μπορείτε να μου εξηγήσετε;»

«Τι πράγμα, φίλε μου; Α, ναι. Δεν ωφελεί να ονειροπολείς,


είτε άντρας είσαι είτε γυναίκα. Χαίρομαι που πρόλαβα να
γεράσω μέχρι να... μέχρι να το ανακαλύψω».

«Συγχωρήστε με, αλλά θέλω να βεβαιωθώ ότι κατάλαβα


καλά», είπα. Μακάρι να μπορούσε να συγκεντρωθεί σ’ ένα
θέμα. «Λέτε ότι η Χάριετ Σίπελ έχασε τον άντρα της σε νεαρή
ηλικία κι ότι η χηρεία την έκανε να γίνει... τι;»

Προς μεγάλη μου φρίκη, ο γέρος άρχισε να κλαίει. «Γιατί


να ’ρθει εδώ η δόλια; Θα μπορούσε να ’χει τον άντρα της, τα
παιδιά της, δικό της σπίτι, ζωή χαρισάμενη».

«Ποιος θα τα ’χε όλα αυτά;» ρώτησα κάπως απελπισμένα.


«Η Χάριετ Σίπελ;»

«Αν δεν είχε πει αυτό το ασυγχώρητο ψέμα... Αυτό ήταν η


αρχή του κακού». Σαν κάποιος αόρατος συνομιλητής να του
είχε υποβάλει έξαφνα μια ακόμη ερώτηση, ο γέρος
συνοφρυώθηκε και είπε: «Όχι, όχι. Η Χάριετ Σίπελ είχε άντρα.
Τον Τζορτζ. Αλλά πέθανε. Νέος. Από μια φρικτή αρρώστια.
Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ τον πιτσιρικά, αυτό τον
αχαΐρευτο που καθόταν εδώ πριν από εσάς. Αχ, Στόουκλι».

«Στόουκλι λένε τον αχαΐρευτο;»

«Όχι, καλέ μου κύριε. Εγώ είμαι ο Στόουκλι. Ουόλτερ


Στόουκλι. Του νεαρού τ’ όνομα δεν το ξέρω». Το γέρικο
ξωτικό χάιδεψε τη γενειάδα του κι έπειτα είπε: «Του αφιέρωσε
όλη της τη ζωή. Και ξέρω γιατί, το ’ξερα πάντα. Ήταν
σοβαρός άντρας, όποια κι αν ήταν τα κρίματά του. Κι εκείνη
θυσίασε τα πάντα για χατίρι του».

«Για... για το νεαρό που καθόταν εδώ πριν από λίγο;» Όχι,
αυτό έμοιαζε μάλλον απίθανο· ο αχαΐρευτος δεν έμοιαζε
ιδιαίτερα σοβαρός.

Ευτυχώς που ο Πουαρό δεν συμμετέχει σ’ αυτή τη


συζήτηση, σκέφτηκα. Το αποδιοργανωμένο παραλήρημα του
Ουόλτερ Στόουκλι θα του είχε προκαλέσει νευρική κρίση.

«Όχι, όχι. Είκοσι χρονώ παλικάρι είναι, ξέρετε».


«Ναι, μου το ’πατε και νωρίτερα».

«Δεν έχει νόημα να αφιερώσεις τη ζωή σου σ’ έναν


ανεπρόκοπο που περνάει τις μέρες του μεθοκοπώντας».

«Συμφωνώ, αλλά–»

«Δεν μπορούσε να παντρευτεί τον πρώτο τυχόντα


πιτσιρικά, τη στιγμή που ’χε ερωτευτεί έναν άντρα με
χαρακτήρα και περιεχόμενο. Οπότε τον εγκατέλειψε».

Είχα μια ιδέα, εμπνευσμένη από τα λόγια του Ράφαλ


Μπόμπακ, του σερβιτόρου στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ.
«Είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερή του;» ρώτησα.

«Γιατί;» Ο Ουόλτερ Στόουκλι φάνηκε να σαστίζει.

«Η γυναίκα στην οποία αναφέρεστε. Πόσων χρόνων


είναι;»

«Καμιά δεκαετία πιο μεγάλη από σένα μες στο νερό.


Σαράντα δύο, σαράντα τρία, εκεί γύρω».

«Μάλιστα». Θέλοντας και μη μ’ εντυπωσίασε που είχε


μαντέψει την ηλικία μου με τόση ακρίβεια. Αν ήταν ικανός γι’
αυτό, συλλογίστηκα, τότε δίχως άλλο, αργά ή γρήγορα, θα
κατάφερνα να βγάλω άκρη απ’ όσα έλεγε.
Κι έτσι ξαναβούτηξα στο φλύαρο χάος: «Οπότε, η γυναίκα
που περιγράφετε είναι μεγαλύτερη απ’ τον αχαΐρευτο που
καθόταν σ’ ετούτη δω την καρέκλα πριν από μερικά λεπτά;»

Ο Στόουκλι κατσούφιασε. «Μα, καλέ μου κύριε, η εν λόγω


γυναίκα τον περνάει ίσαμε είκοσι χρόνια! Περίεργες ερωτήσεις
κάνετε εσείς οι αστυνόμοι».

Μια πολύ μεγαλύτερη γυναίκα κι ένας νεότερος άντρας: το


παράταιρο ζευγάρι που η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι
και ο Ρίτσαρντ Νέγκους κουτσομπόλευαν στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ. Ήταν σαφές ότι σημείωνα πρόοδο. «Δηλαδή
υποτίθεται ότι θα παντρευόταν τον αχαΐρευτο, αλλά έπειτα
διάλεξε έναν σοβαρότερο άντρα;»

«Όχι τον αχαΐρευτο», είπε ανυπόμονα ο Στόουκλι. Έπειτα


τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Χαμογέλασε και είπε: «Αχ,
αυτός ο Πάτρικ! Το ’χε του χεριού του το μεγαλείο. Κι εκείνη
το ’βλεπε. Το καταλάβαινε. Αν θέλετε να σας ερωτεύονται οι
γυναίκες, κύριε Κάτσπουλ, δείξτε τους ότι έχετε το μεγαλείο
στο χέρι σας».

«Δεν θέλω να μ’ ερωτεύονται οι γυναίκες, κύριε Στόουκλι».

«Γιατί όχι;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Κύριε Στόουκλι, θα μπορούσατε
παρακαλώ να μου πείτε το όνομα της γυναίκας για την οποία
συζητάμε – αυτή που λέτε ότι μακάρι να μην είχε έρθει εδώ,
που ερωτεύτηκε έναν σοβαρό άντρα και είπε ένα ασυγχώρητο
ψέμα;»

«Ασυγχώρητο», επανέλαβε το γέρικο ξωτικό.

«Ο Πάτρικ ποιος είναι; Ποιο είναι το πλήρες


ονοματεπώνυμό του; Μήπως είναι τα αρχικά του Π.Τ.Α.;
Μήπως έμενε ποτέ ή μένει τώρα στο Γκρέιτ Χόλινγκ κάποια
γυναίκα ονόματι Τζένι;»

«Στο χέρι του το ’χε το μεγαλείο», είπε περίλυπος ο


Στόουκλι.

«Ναι, καταλαβαίνω, αλλά–»

«Θυσίασε τα πάντα για χατίρι του και δεν νομίζω πως θα


’λεγε ότι το μετάνιωσε, αν τη ρωτούσατε σήμερα. Τι άλλο να
’κανε; Τον αγαπούσε, βλέπετε. Δεν τα βάζεις με την αγάπη».
Έσφιξε το πουκάμισό του κι έστριψε το ύφασμα. «Είναι σαν
να προσπαθείς να ξεριζώσεις την ίδια σου την καρδιά».

Κάπως έτσι ένιωθα έπειτα από μισή ώρα, προσπαθώντας


να εκμαιεύσω λίγες ακόμη λογικές κουβέντες από τον
Ουόλτερ Στόουκλι. Έβαλα τα δυνατά μου, ώσπου δεν άντεχα
άλλο και παραιτήθηκα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 - Το στίγμα της δυσφήμισης

Βγήκα απ’ το Κινγκς Χεντ με μεγάλη ανακούφιση. Ένα


ψιλόβροχο είχε αρχίσει να πέφτει. Μπροστά μου, ένας άντρας
με μακρύ πανωφόρι και κάπα περπατούσε βιαστικά. Δίχως
άλλο ήλπιζε να φτάσει στο σπίτι του προτού χειροτερέψει ο
καιρός. Κοίταξα το χωράφι που βρισκόταν απέναντι από την
παμπ, πέρα από το φράχτη που σχημάτιζαν κάτι χαμηλοί
θάμνοι. Μια μεγάλη και καταπράσινη έκταση, περιφραγμένη
σε τρία μέτωπα από δεντροστοιχίες. Αυτή η σιωπή και πάλι.
Μοναδικό άκουσμα ο ήχος της βροχής στα φύλλα.
Μοναδικό θέαμα η φύση.

Ένα χωριό ήταν το λάθος μέρος για να ζήσεις, αν ήθελες


κάτι να σε αποσπά απ’ τις σκέψεις σου, αυτό ήταν βέβαιο. Στο
Λονδίνο, πάντα κάποιο αυτοκίνητο ή λεωφορείο ή σκυλί θα
περάσει τρέχοντας μπροστά σου, δημιουργώντας ένα
αίσθημα κίνησης, συνωστισμού. Πόσο λαχταρούσα λίγο
συνωστισμό αυτή τη στιγμή· οτιδήποτε εκτός από αυτό το
ασάλευτο τοπίο.

Δύο γυναίκες με προσπέρασαν, εμφανώς βιαστικές κι


αυτές. Αγνόησαν τον φιλικό χαιρετισμό μου και
απομακρύνθηκαν με βήμα ταχύ χωρίς να σηκώσουν τα μάτια.
Μόνο όταν άκουσα πίσω μου τις λέξεις «αστυνόμος» και
«Χάριετ», αναρωτήθηκα μήπως είχα λανθασμένα θεωρήσει
υπεύθυνη την αθώα βροχή για τη βιασύνη των χωριανών,
ενώ υπαίτιος ήταν ο εαυτός μου. Οι άνθρωποι
έτρεχαν να προφυλαχτούν από τον καιρό ή από τον Λονδρέζο
αστυνόμο;

Άραγε, όση ώρα εξασκούσα τα κύτταρα της φαιάς ουσίας


μου, όπως θα έλεγε ο Πουαρό, για να ξεδιαλύνω τις
αποδιοργανωμένες δηλώσεις του Ουόλτερ Στόουκλι, ο
Βίκτορ Μίκιν είχε φύγει από το πανδοχείο του από την πίσω
πόρτα και είχε αρχίσει να σταματάει τους περαστικούς στο
δρόμο για να τους ενημερώσει για την παρουσία μου στο
χωριό, παρά τις σαφείς οδηγίες μου; Υπέθετα ότι κάτι τέτοιο
μπορεί να ήταν γι’ αυτόν μια μορφή διασκέδασης. Τι
παράξενος κι αντιπαθητικός άνθρωπος!

Συνέχισα να προχωρώ στον φιδογυριστό δρόμο. Μπροστά


μου, ένας νεαρός βγήκε από κάποιο σπίτι. Προς μεγάλη μου
χαρά, είδα ότι ήταν ο τύπος με τα γυαλιά και τις φακίδες, που
είχα συναντήσει λίγο μετά την αποβίβασή μου απ’ το τρένο.
Όταν με είδε να βαδίζω προς το μέρος του, κοντοστάθηκε λες
και οι σόλες των παπουτσιών του είχαν κολλήσει στο
πλακόστρωτο. «Καλησπέρα!» αναφώνησα. «Το βρήκα το
Κινγκς Χεντ. Ευχαριστώ για τη βοήθεια!»

Τα μάτια του νεαρού γούρλωναν όσο πλησίαζα. Έμοιαζε


έτοιμος να το βάλει στα πόδια· προφανώς ήταν υπερβολικά
ευγενικός για να κάνει κάτι τέτοιο. Αν δεν ήταν οι φακίδες
στη μύτη του, με τη χαρακτηριστική διάταξη μπούμεραγκ, θα
κατέληγα στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για άλλον και όχι
για το νεαρό που είχα δει φτάνοντας. Το ύφος του είχε
αλλάξει τελείως, όπως ακριβώς και του Βίκτορ Μίκιν.

«Δεν έχω ιδέα ποιος τους σκότωσε, κύριε», είπε


τραυλίζοντας, πριν προλάβω να του απευθύνω κάποια
ερώτηση. «Δεν ξέρω τίποτ’ απολύτως. Όπως σας είπα, δεν
έχω πάει ποτέ μου στο Λονδίνο».

Τα λόγια του ξεκαθάριζαν το ζήτημα πέραν πάσης


αμφιβολίας: Η ταυτότητά μου και ο λόγος της επίσκεψής μου
στο Γκρέιτ Χόλινγκ ήταν κοινός τόπος. Σιωπηλά
καταράστηκα τον Μίκιν.

«Δεν έχω έρθει εδώ για να μάθω για το Λονδίνο», είπα.


«Γνωρίζατε τη Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον
Ρίτσαρντ Νέγκους;»

«Δεν έχω χρόνο τώρα, κύριε. Πρέπει να πεταχτώ σε μια


δουλειά». Κάθε του απάντηση συνοδευόταν από την
καταληκτική λέξη «κύριε» – κάτι που δεν έκανε την πρώτη
φορά που μιλήσαμε, προτού μάθει ότι είμαι αστυνόμος.

«Α», είπα. «Τότε θα μπορούσαμε να τα πούμε πιο μετά;»


«Όχι, δεν νομίζω ότι έχω χρόνο, κύριε».

«Αύριο ίσως;»

«Όχι, κύριε», είπε δαγκώνοντας το κάτω χείλος του.

«Μάλιστα. Κι αν επιμείνω, φαντάζομαι ότι απλώς θα


σωπάσετε ή θα μου πείτε ψέματα – σωστά;» Αναστέναξα.
«Σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη σύντομη συνομιλία, όπως και να
’χει. Οι περισσότεροι μόλις με βλέπουν να πλησιάζω φεύγουν
τρέχοντας».

«Δεν έχει να κάνει μ’ εσάς, κύριε. Ο κόσμος φοβάται».

«Τι φοβάται;»

«Τρεις άνθρωποι πέθαναν. Κανένας δεν θέλει να είναι ο


τέταρτος».

Δεν ήξερα τι απάντηση περίμενα, πάντως όχι αυτή. Πριν


προλάβω να αποκριθώ, ο νεαρός με προσπέρασε φουριόζος
και απομακρύνθηκε γρήγορα προς το βάθος του δρόμου. Τι
ακριβώς, αναρωτήθηκα, τον έκανε να πιστεύει ότι θα υπάρξει
και τέταρτος; Σκέφτηκα τον Πουαρό που είχε κάνει λόγο για
ένα τέταρτο μανικετόκουμπο, που βρισκόταν στην τσέπη του
δολοφόνου και περίμενε να τοποθετηθεί στο στόμα του
επόμενου θύματος, κι ο λαιμός μου έφραξε αντανακλαστικά.
Δεν μπορούσα να επιτρέψω το ενδεχόμενο ενός ακόμη
πτώματος τοποθετημένου σε ευθεία γραμμή, με τις παλάμες
στραμμένες προς τα κάτω...

Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί. Και μόνο που το


ανακοίνωσα στον εαυτό μου ένιωσα καλύτερα.

Προχώρησα πάνω κάτω στο δρόμο, ελπίζοντας να πετύχω


και κανέναν άλλο χωριανό, αλλά ήταν όλοι άφαντοι. Δεν
ήμουν ακόμα έτοιμος να επιστρέψω στο Κινγκς Χεντ, οπότε
περπάτησα ως το τέρμα του χωριού, όπου βρισκόταν ο
σιδηροδρομικός σταθμός. Στάθηκα στην αποβάθρα των
τρένων για Λονδίνο, εκνευρισμένος που δεν μπορούσα να
ανέβω σ’ ένα και να γυρίσω στο σπίτι επιτόπου.
Αναρωτήθηκα τι θα μαγείρευε απόψε η Μπλανς Άνσγουορθ
και πόσο ικανοποιητικό θα το έβρισκε ο Πουαρό. Έπειτα
εξανάγκασα τις σκέψεις μου να επανέλθουν στο Γκρέιτ
Χόλινγκ.

Τι θα ’κανα αν όλοι οι κάτοικοι του χωριού το ’χαν πάρει


απόφαση να με αποφύγουν και να αγνοήσουν την παρουσία
μου;

Η εκκλησία! Είχα προσπεράσει το κοιμητήριό της


κάμποσες φορές χωρίς να του δώσω σημασία, χωρίς να
σκεφτώ την τραγική ιστορία του εφημέριου και της γυναίκας
του, που είχαν πεθάνει με διαφορά ωρών ο ένας από τον
άλλο. Πώς ήταν δυνατόν να είμαι τόσο αφηρημένος;

Επέστρεψα στο χωριό και κατευθύνθηκα μονομιάς προς την


εκκλησία. Ήταν ο ναός των Αγίων Πάντων – μικρός και
χτισμένος με την ίδια μελιά πέτρα όπως κι ο σταθμός. Το
γρασίδι στο προαύλιο ήταν φροντισμένο. Οι περισσότεροι
τάφοι είχαν λουλούδια, που έμοιαζαν φρέσκα.

Πίσω από την εκκλησία, στην άλλη πλευρά ενός χαμηλού


τοίχου με μια καγκελόπορτα στο κέντρο, είδα δύο σπίτια. Το
ένα, στο βάθος, πρέπει να ήταν η κατοικία του εφημέριου. Το
άλλο, πολύ μικρότερο, ήταν ένα μακρόστενο σπιτάκι με το
πίσω μέρος του σχεδόν κολλημένο στον τοίχο του ναού. Δεν
είχε πίσω πόρτα, αλλά μέτρησα τέσσερα παράθυρα –μεγάλα
για τόσο μικρό σπίτι–, που θα είχαν ως μόνη θέα τις
ταφόπλακες στη σειρά. Χρειάζονταν κότσια για να ζεις σ’ αυτό
το σπίτι, συλλογίστηκα.

Άνοιξα τη σιδερένια πύλη του ναού και μπήκα στο


προαύλιο. Πολλές ταφόπλακες ήταν τόσο παλιές, που τα
ονόματα πάνω τους ήταν ακατάληπτα. Την ίδια στιγμή που
σκεφτόμουν τα μισοσβησμένα ονόματα, μία καινούρια και
πολύ ωραιότερη ταφόπλακα μου τράβηξε την προσοχή.
Ήταν μία από τις λίγες που δεν είχαν λουλούδια. Βλέποντας
τα ονόματα που ήταν χαραγμένα στην πέτρα ένιωσα να μου
κόβεται η ανάσα.

Δεν μπορεί... Μα, απ’ την άλλη, πρέπει να ’ταν αυτός!

Πάτρικ Τζέιμς Άιβ, εφημέριος του ναού, και Φράνσις


Μαρία Άιβ, η πολυαγαπημένη του σύζυγος.

Π.Τ.Α. Ήταν όπως ακριβώς το είχα εξηγήσει στον


Πουαρό: το «Α», στο μέσον του μονογράμματος Π.Α.Τ.,
ήταν το αρχικό του επωνύμου. Κι ο Πάτρικ Άιβ ήταν ο
αλλοτινός εφημέριος του Γκρέιτ Χόλινγκ.

Κοίταξα πάλι τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου για


να βεβαιωθώ ότι δεν έκανα λάθος. Πράγματι, ο Πάτρικ και η
Φράνσις Άιβ είχαν πεθάνει και οι δύο το 1913, εκείνος σε
ηλικία είκοσι εννέα χρόνων κι εκείνη στα είκοσι οκτώ.

Ένας εφημέριος και η σύζυγός του, που είχαν βρει τραγικό


θάνατο, λίγες ώρες ο ένας μετά τον άλλο... Και τα αρχικά
του, σε τρία μανικετόκουμπα, είχαν καταλήξει στο στόμα των
δολοφονημένων στο ξενοδοχείου Μπλόξχαμ...

Ο διάβολος να τα πάρει! Είχε δίκιο ο Πουαρό, κι ας μην


ήθελα με τίποτα να το παραδεχτώ. Υπήρχε σχέση. Άραγε
αυτό σήμαινε ότι είχε δίκιο και για την Τζένι; Λες να
συνδεόταν και αυτή με την υπόθεση;

Κάτω από τα ονόματα και τις ημερομηνίες, ένα ποίημα


ήταν χαραγμένο στην ταφόπλακα. Ήταν ένα σονέτο, αλλά
δεν ήξερα το δημιουργό του. Άρχισα να διαβάζω:

Το ότι σε ψέγουν δεν είναι ελάττωμά σου,

Γιατί δυσφήμισαν πάλι την ομορφιά.

Είχα διαβάσει τους δύο πρώτους στίχους, όταν μια φωνή


πίσω μου μίλησε, εμποδίζοντάς με να προχωρήσω πιο κάτω:
«Είναι του Ουίλιαμ Σαίξπηρ».

Γύρισα και είδα μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, μ’ ένα


μακρύ και κάπως οστεώδες πρόσωπο, μαλλιά καστανά με
γκρίζες τούφες εδώ κι εκεί, και δυο ευφυή, παρατηρητικά,
γκριζοπράσινα μάτια.

Σφίγγοντας το σκούρο της παλτό, είπε: «Υπήρχε μεγάλη


διαμάχη σχετικά με την αναγραφή ή όχι του ονόματος του
Σαίξπηρ».

«Παρακαλώ;»

«Κάτω απ’ το σονέτο. Στο τέλος αποφασίστηκε ότι τα


μόνα ονόματα που έπρεπε να χαραχτούν ήταν...» Και γύρισε
απότομα από την άλλη, χωρίς να ολοκληρώσει. Όταν
στράφηκε πάλι προς το μέρος μου, τα μάτια της ήταν
νοτισμένα. «Λοιπόν, αποφασίστηκε ότι..., που σημαίνει ότι ο
μακαρίτης ο άντρας μου, ο Τσαρλς, κι εγώ αποφασίσαμε...
Όχι, εγώ το αποφάσισα στην πραγματικότητα· αλλά ο
Τσαρλς ήταν ο ένθερμος υποστηρικτής μου σε καθετί που
έκανα. Συμφωνήσαμε ότι το όνομα του Σαίξπηρ
συγκεντρώνει αρκετή προσοχή, ούτως ή άλλως, και δεν
χρειαζόταν να χαραχτεί κιόλας». Κοίταξε την ταφόπλακα.
«Αν και, όταν σας είδα να διαβάζετε το σονέτο, ένιωσα την
υποχρέωση να σας αιφνιδιάσω και να σας πω το όνομα του
ποιητή του».

«Νόμιζα ότι ήμουν μόνος». Απόρησα πώς δεν την είχα


αντιληφθεί την ώρα που ερχόταν, που ήμουν γυρισμένος
προς το δρόμο.

«Μπήκα από την άλλη πύλη», είπε δείχνοντας πίσω απ’


τον ώμο της με τον αντίχειρα. «Μένω σ’ εκείνο το σπιτάκι, το
μικρό. Σας είδα απ’ το παράθυρό μου».

Το πρόσωπό μου πρέπει να πρόδωσε τις σκέψεις μου για


την ατυχή τοποθεσία του σπιτιού της, διότι χαμογέλασε και
είπε: «Αναρωτιέστε αν μ’ ενοχλεί η θέα; Καθόλου. Μάλιστα
γι’ αυτό το νοίκιασα, για να μπορώ να βλέπω το
νεκροταφείο».

Το είπε λες και ήταν κάτι απόλυτα συνηθισμένο. Πρέπει να


διάβαζε τις σκέψεις μου, διότι εξακολούθησε λέγοντας: «Ο
μόνος λόγος που βρίσκεται στη θέση της η ταφόπλακα του
Πάτρικ Άιβ, κύριε Κάτσπουλ, είναι γιατί όλοι ξέρουν πως την
παρακολουθώ». Πλησίασε προς το μέρος μου χωρίς
προειδοποίηση κι άπλωσε το χέρι. Το έσφιξα. «Μάργκαρετ
Ερνστ», είπε. «Μπορείτε να με λέτε Μάργκαρετ».

«Δηλαδή εννοείτε... θέλετε να πείτε ότι κάποιοι άνθρωποι


στο χωριό έχουν πρόθεση να βεβηλώσουν τον τάφο του
Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ;»

«Ναι. Παλιότερα έφερνα και λουλούδια, αλλά σύντομα


κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα. Τα λουλούδια καταστρέφονται
εύκολα, πολύ πιο εύκολα από μια πέτρινη πλάκα. Όταν
σταμάτησα ν’ αφήνω λουλούδια, δεν έμενε κάτι άλλο να
καταστρέψουν εκτός απ’ τον ίδιο τον τάφο, αλλά στο μεταξύ
είχα μετακομίσει στο σπιτάκι δίπλα· οπότε τον
παρακολουθούσα».

«Είναι φοβερό να κάνεις τέτοιο πράγμα στην τελευταία


κατοικία ενός ανθρώπου», είπα.

«Δυστυχώς οι άνθρωποι είναι όντως φοβεροί – δεν είναι;


Το διαβάσατε το σονέτο;»

«Είχα μόλις αρχίσει, όταν ήρθατε».

«Διαβάστε το τώρα», με πρόσταξε.

Γύρισα πάλι προς τον τάφο και διάβασα ολόκληρο το


ποίημα.

Το ότι σε ψέγουν δεν είναι ελάττωμά σου,

Γιατί δυσφήμισαν πάλι την ομορφιά.

Το στόλισμά της υποπτεύονται, φαντάσου,

Σαν στον παράδεισο κοράκι που πετά.

Φρόνιμη να ’σαι, δυσφημώντας σ’ επαινούνε

Και την αξία σου, κι ο χρόνος σ’ αγαπά.

Τα πιο γλυκά άνθη το σκουλήκι αγαπούνε,

Και η ανθοφορία σου ποτέ δεν σταματά.

Έχεις γλιτώσει απ’ την ενέδρα που τα νιάτα

Κι ο πειρασμός σου στήσαν. Ο βληθείς νικά.


Κι ωστόσο δεν μπορεί ο έπαινος για πάντα

Να συγκρατεί τον άγριο φθόνο που εφορμά.

Αν του κακού οι υποψίες δεν σου ’γιναν σκιές

Τότε μονάχη ας βασιλεύεις στις καρδιές.

«Λοιπόν, κύριε Κάτσπουλ;»

«Παράξενο ποίημα για ταφόπλακα».

«Βρίσκετε;»

«Η “δυσφήμιση” είναι πολύ φορτισμένη λέξη. Το ποίημα


αφήνει να εννοηθεί –αν δεν απατώμαι– ότι ο Πάτρικ και η
Φράνσις Άιβ υπήρξαν θύματα διασυρμού;»

«Υπήρξαν, ναι. Εξ ου και το σονέτο. Εγώ το διάλεξα. Με


είχαν συμβουλεύσει, επειδή θα ήταν πολύ δαπανηρό να
χαραχτεί ολόκληρο το ποίημα, να αρκεστώ στους πρώτους
δύο στίχους – λες και το κόστος ήταν το μείζον μέλημα. Οι
άνθρωποι είναι αχρείοι!» Η Μάργκαρετ Ερνστ έβγαλε ένα
ρουθούνισμα αποστροφής. Ακούμπησε το χέρι της στην
πέτρα, σαν να άγγιζε το κεφάλι ενός αγαπημένου παιδιού και
όχι έναν τάφο. «Ο Πάτρικ και η Φράνσις Άιβ ήταν καλοί
άνθρωποι, ποτέ δεν θα ήθελαν να βλάψουν κανέναν. Για
πόσους ανθρώπους μπορούμε να το πούμε αυτό με
βεβαιότητα;»

«Βασικά–»

«Δεν τους ήξερα προσωπικά –ο Τσαρλς ανέλαβε την


ενορία μετά το θάνατό τους–, αλλά έτσι λέει ο γιατρός του
χωριού, ο δόκτωρ Φλαουερντέι, και είναι το μόνο άτομο στο
Γκρέιτ Χόλινγκ που αξίζει τον κόπο ν’ ακούσεις».

Θέλοντας να βεβαιωθώ ότι είχα καταλάβει καλά, ρώτησα:


«Ώστε ο σύζυγός σας ήταν ο εφημέριος του χωριού μετά τον
Πάτρικ Άιβ;»

«Ναι, μέχρι το θάνατό του, πριν από τρία χρόνια. Τώρα


έχουμε καινούριο εφημέριο: έναν διαβαστερό τύπο,
ανύπαντρο, κλεισμένο στον εαυτό του».

«Κι ο δόκτωρ Φλαουερντέι...;»

«Ξεχάστε τον», είπε βιαστικά η Μάργκαρετ Ερνστ, με


άμεσο αποτέλεσμα το όνομα του δόκτορα Φλαουερντέι να
καρφωθεί αμετακίνητα στη σκέψη μου.

«Σύμφωνοι», είπα, χωρίς να το εννοώ. Αν και γνώριζα τη


Μάργκαρετ Ερνστ λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας,
υποψιαζόμουν ότι η τυφλή υπακοή ήταν η τακτική που θα με
εξυπηρετούσε καλύτερα.

«Και για ποιο λόγο επωμισθήκατε εσείς το κόστος της


επιγραφής στον τάφο;» τη ρώτησα. «Δεν είχαν συγγενείς οι
Άιβ;»

«Κανέναν που θα έδειχνε ενδιαφέρον, δυστυχώς».

«Κυρία Ερνστ», είπα. «Θέλω να πω..., Μάργκαρετ, δεν


φαντάζεστε πόσο πιο ευπρόσδεκτο με κάνετε να αισθάνομαι.
Είναι προφανές ότι ξέρετε ποιος είμαι, οπότε καταλαβαίνετε
και το λόγο της επίσκεψής μου. Κανένας άλλος δεν δέχεται
να μου μιλήσει, εκτός από ένα γέρο στο πανδοχείο Κινγκς
Χεντ, που ο λόγος του ήταν ελαφρώς ακατάληπτος».

«Δεν είμαι βέβαιη ότι η πρόθεσή μου είναι να σας κάνω να


νιώσετε ευπρόσδεκτος, κύριε Κάτσπουλ».

«Λιγότερο ανεπιθύμητος τότε. Τουλάχιστον δεν φεύγετε


τρέχοντας μόλις με βλέπετε, σαν να ’μαι κανένα τέρας».

Η Μάργκαρετ γέλασε. «Τέρας; Εσείς; Ω Θεέ μου!»

Δεν ήξερα πώς ν’ απαντήσω σ’ αυτό.

«Ο άντρας που παραληρούσε στο Κινγκς Χεντ μήπως είχε


λευκή γενειάδα;»
«Ναι».

«Σας εξήγησε γιατί δεν φοβάται».

«Επειδή είναι υπερβολικά μεθυσμένος για να φοβηθεί;»

«Όχι. Επειδή δεν...» Η Μάργκαρετ σώπασε και άλλαξε


ρότα. «Δεν κινδυνεύει απ’ το δολοφόνο της Χάριετ, της
Άιντα και του Ρίτσαρντ».

«Κι εσείς;»

«Εγώ θα σας μιλούσα, όπως σας μίλησα πριν και όπως


σας μιλώ τώρα, όποιος κι αν είναι ο κίνδυνος».

«Μάλιστα. Είστε υπέρ το δέον γενναία;»

«Είμαι υπέρ το δέον ξεροκέφαλη. Λέω αυτό που πρέπει να


ειπωθεί και κάνω αυτό που πρέπει να γίνει. Κι αν τύχει να
πιάσω κανένα υπονοούμενο, ότι οι άλλοι θα προτιμούσαν να
σωπάσω, τότε κάνω το ακριβώς αντίθετο».

«Είναι αξιέπαινη η στάση σας, θα έλεγα».

«Με βρίσκετε υπερβολικά ντόμπρα, κύριε Κάτσπουλ;»

«Κάθε άλλο. Γίνεται η ζωή πιο εύκολη, όταν λες ανοιχτά


τη γνώμη σου».

«Κι αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που ποτέ η δική σας
ζωή δεν υπήρξε εύκολη;» Η Μάργκαρετ Ερνστ χαμογέλασε.
«Α, βλέπω ότι δεν θέλετε να μιλάτε για τον εαυτό σας. Καλά
λοιπόν. Τι εντύπωση έχετε σχηματίσει για το ποιόν μου; Αν
δεν βρίσκετε την ερώτησή μου αδιάκριτη».

«Μα μόλις τώρα γνωριστήκαμε». Θεέ και Κύριε!


συλλογίστηκα. Παντελώς απροετοίμαστος για μια τέτοια
συνομιλία, το καλύτερο που μπόρεσα να σκεφτώ στη στιγμή
ήταν: «Θα ’λεγα ότι φαίνεστε άνθρωπος από καλή πάστα».

«Κάπως αόριστο για περιγραφή ενός ανθρώπου – δεν


βρίσκετε; Κι επίσης υπερβολικά βραχύ. Πέραν τούτου, τι είναι
το καλό; Από ηθικής άποψης, το καλύτερο πράγμα που έχω
κάνει υπήρξε αναντίρρητα λάθος μου».

«Το πιστεύετε στ’ αλήθεια αυτό;» Τι απροσδόκητη


γυναίκα! Αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου. «Αυτό που
είπατε πριν, πως κάνετε το αντίθετο απ’ ό,τι θα ευχαριστούσε
τους άλλους... Ο Βίκτορ Μίκιν μού είπε ότι κανένας δεν
πρόκειται να μου μιλήσει. Θα ήταν περιχαρής, αν
παραλείπατε να με καλέσετε στο σπίτι σας για ένα φλιτζάνι
τσάι, ώστε να μπορέσουμε να τα πούμε εκτενώς,
προφυλαγμένοι απ’ τη βροχή. Τι λέτε;»
Η Μάργκαρετ Ερνστ χαμογέλασε. Έμοιαζε να εκτιμά την
τόλμη μου, όπως ήλπιζα κι εγώ. Πρόσεξα, ωστόσο, ότι το
βλέμμα της έγινε επιφυλακτικό. «Ο κύριος Μίκιν θα ήταν
επίσης περιχαρής, αν ακολουθούσατε το παράδειγμα των
περισσότερων συγχωριανών μου και αρνιόσασταν να διαβείτε
το κατώφλι μου», είπε. «Κάθε ατυχία των άλλων είναι γι’
αυτόν πηγή μεγάλης χαράς. Θα θέλατε να τον
απογοητεύσουμε σε δύο μέτωπα, εφόσον έχετε διάθεση για
ανταρσία;»

«Ε τότε», είπα, «το θέμα θεωρείται λήξαν!»

«Πείτε μου τι συνέβη στον Πάτρικ και στη Φράνσις Άιβ», της
ζήτησα μόλις ετοιμάστηκε το τσάι κι ενώ ήδη καθόμασταν
πλάι στο τζάκι, στο μακρόστενο σαλονάκι της Μάργκαρετ
Ερνστ.

Έτσι αποκαλούσε το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμασταν, αν


και περιείχε τόσο πολλά βιβλία, που σωστό θα ήταν αν το
ονόμαζε κανείς και βιβλιοθήκη. Στον έναν τοίχο ήταν
κρεμασμένα τρία πορτρέτα –δύο έργα ζωγραφικής και μία
φωτογραφία– ενός άντρα με πλατύ μέτωπο και ατίθασα
φρύδια. Υπέθεσα ότι επρόκειτο για τον μακαρίτη σύζυγο της
Μάργκαρετ, τον Τσαρλς. Ήταν δυσάρεστο να με κοιτάζουν
τρία πρόσωπα, οπότε έστρεψα το βλέμμα μου στο παράθυρο.
Από την πολυθρόνα μου είχα εξαιρετική θέα προς την
ταφόπλακα των Άιβ, και συμπέρανα ότι εκεί πρέπει να
καθόταν συνήθως η Μάργκαρετ τις ώρες της επιτήρησης.

Από αυτή την απόσταση δεν μπορούσα να διακρίνω το


σονέτο. Το είχα ξεχάσει τελείως, εκτός απ’ το στίχο «Γιατί
δυσφήμισαν πάλι την ομορφιά», που μου είχε καρφωθεί στο
μυαλό.

«Όχι», είπε η Μάργκαρετ Ερνστ.

«Όχι; Δεν θα μου πείτε για τον Πάτρικ και τη Φράνσις


Άιβ;»

«Όχι σήμερα. Μπορεί αύριο. Έχετε κάτι άλλο να με


ρωτήσετε στο μεταξύ;»

«Ναι, αλλά... θα μπορούσα να μάθω τι θ’ αλλάξει από


σήμερα μέχρι αύριο;»

«Θα ήθελα λίγο χρόνο για να το σκεφτώ».

«Το θέμα είναι–»

«Θα μου θυμίσετε ότι είστε αστυνόμος, ότι ερευνάτε μια


υπόθεση δολοφονίας κι ότι είναι καθήκον μου να σας πω
όλα όσα γνωρίζω· αλλά τι σχέση έχουν ο Πάτρικ και η
Φράνσις Άιβ με την υπόθεσή σας;»

Έπρεπε να το είχα τρενάρει λίγο και να ’χα σκεφτεί κι εγώ


τις ερωτήσεις μου, αλλά ανυπομονούσα πολύ ν’ ακούσω τι
απάντηση θα ’παιρνα αν της παρουσίαζα ένα γεγονός που
είχα αποκρύψει από τον Βίκτορ Μίκιν, οπότε δεν υπήρχε
περίπτωση να γνωρίζει ήδη.

«Το καθένα από τα τρία θύματα είχε ένα χρυσό


μανικετόκουμπο στο στόμα», είπα. «Και τα τρία
μανικετόκουμπα είχαν χαραγμένο το μονόγραμμα του
Πάτρικ: Π.Α.Τ.». Της εξήγησα, όπως είχα εξηγήσει και στον
Πουαρό, ότι το αρχικό γράμμα του επωνύμου ήταν το
μεγαλύτερο από τα τρία και συνήθως το τοποθετούσαν στο
κέντρο. Σε αντίθεση με τον Βέλγο φίλο μου, η Μάργκαρετ
Ερνστ δεν φάνηκε να θεωρεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη των
γραμμάτων έκρυβε κινδύνους για τον πολιτισμό μας. Όπως
επίσης δεν έδειξε να σοκάρεται, ούτε καν να εκπλήσσεται,
από τη λεπτομέρεια που της είχα αναφέρει, κάτι που μου
φάνηκε ασυνήθιστο.

«Αντιλαμβάνεστε για ποιο λόγο με ενδιαφέρει η


περίπτωση του Πάτρικ Άιβ;» τη ρώτησα.

«Ναι».
«Θα μου μιλήσετε λοιπόν γι’ αυτόν;»

«Όπως είπα και πριν, μπορεί αύριο. Στο μεταξύ, θα θέλατε


λίγο ακόμη τσάι, κύριε Κάτσπουλ;»

Της απάντησα ότι θα ’θελα, και πήγε στην κουζίνα. Τότε,


μόνος μου στο σαλονάκι, αναρωτήθηκα μήπως είχα
καθυστερήσει πολύ να της πω ότι μπορούσε να με αποκαλεί
Έντουαρντ· κι έπειτα, αν έπρεπε να της το πω. Μάταια
αμφιταλαντεύτηκα, καθώς ήξερα ότι δεν θα ’λεγα τίποτα κι
ότι θα την άφηνα να συνεχίσει να με αποκαλεί «κύριε
Κάτσπουλ». Αυτή είναι μια από τις πιο άσκοπες συνήθειές
μου: Να αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω, όταν δεν υπάρχει η
παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό που θα κάνω τελικά.

Όταν η Μάργκαρετ επέστρεψε με το τσάι, την ευχαρίστησα


και τη ρώτησα αν μπορούσε να μου μιλήσει για τη Χάριετ
Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον Ρίτσαρντ Νέγκους. Η
μεταστροφή της ήταν απίστευτη. Δεν έκανε καμία
προσπάθεια να υπεκφύγει και με τρόπο απόλυτα μεθοδικό
μού ανέφερε τόσα στοιχεία για τα δύο από τα τρία θύματα,
που θα γέμιζαν κάμποσες σελίδες. Κατά εξοργιστική
σύμπτωση, το σημειωματάριο που είχα φέρει μαζί μου στο
Γκρέιτ Χόλινγκ βρισκόταν στη βαλίτσα μου, στο δωμάτιο του
πανδοχείου. Θα ήταν μεγάλη δοκιμασία για
τη μνήμη μου.
«Η Χάριετ ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος, σύμφωνα με τα
ξέχειλα κιτάπια όπου είναι καταγεγραμμένοι οι θρύλοι του
χωριού», είπε η Μάργκαρετ. «Ευγενική, γενναιόδωρη, πάντα
με το χαμόγελο, πάντα γελαστή και πρόθυμη να βοηθήσει
φίλους και γείτονες, χωρίς ποτέ να νοιάζεται για τον εαυτό
της – σωστή αγία. Αποφασισμένη να σχηματίσει την
καλύτερη γνώμη για όποιον επρόκειτο να συναντήσει, να δει
τα πάντα κάτω από το πιο κολακευτικό φως. Καλόπιστη σε
σημείο αφέλειας, σύμφωνα με ορισμένους. Δεν είμαι βέβαιη
ότι τα πιστεύω όλα αυτά. Κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο
τέλειος όσο περιγράφουν την αρχική Χάριετ. Αναρωτιέμαι αν
φταίει η αντίθεση με την κατοπινή Χάριετ...» Η Μάργκαρετ
συνοφρυώθηκε. «Στην πραγματικότητα, μπορεί και να μην
ήταν η περίπτωση του ανθρώπου που πηγαίνει απ’ το ένα
άκρο στο άλλο· αλλά, όταν κάποιος αφηγείται μια ιστορία,
θέλει πάντα να την κάνει όσο το δυνατόν πιο δραματική –
έτσι δεν είναι; Υποθέτω ότι και η πιο γλυκιά γυναίκα, αν χάσει
τον άντρα της σε τόσο νεαρή ηλικία, μπορεί να ξινίσει. Η
Χάριετ ήταν τρομερά αφοσιωμένη στον Τζορτζ –απ’ ό,τι
λένε–, όπως κι εκείνος σ’ αυτήν. Ο Τζορτζ πέθανε το 1911, σε
ηλικία είκοσι επτά χρόνων. Όπως περπατούσε μια μέρα στο
δρόμο, σωριάστηκε καταγής, κι ας ήταν η προσωποποίηση
της υγείας. Εγκεφαλική θρόμβωση. Η Χάριετ χήρεψε στα
είκοσι πέντε».
«Πρέπει να ’ταν φοβερό χτύπημα ο θάνατός του», είπα.

«Όντως», συμφώνησε η Μάργκαρετ. «Μια απώλεια


τέτοιου μεγέθους μπορεί να έχει τραγικές επιπτώσεις στον
άνθρωπο. Έχει ενδιαφέρον που ορισμένοι την περιγράφουν
ως αφελή».

«Γιατί το λέτε αυτό;»

«Η αφέλεια υπονοεί μια επίπλαστα ρόδινη άποψη για τη


ζωή. Αν κανείς πιστεύει σ’ έναν καθολικά αγγελικό κόσμο και
ξαφνικά τον βρει μια τέτοια τραγωδία, θα πρέπει να οργιστεί,
να γεμίσει χολή και λύπη, σαν να τον ξεγέλασαν. Και φυσικά,
όταν υποφέρουμε αβάσταχτα οι ίδιοι, γίνεται πιο εύκολο να
κατηγορήσουμε τους άλλους και να στραφούμε εναντίον
τους».

Προσπαθούσα να κρύψω την έντονη διαφωνία μου, όταν


προσέθεσε: «Αυτό ισχύει για κάποιους, τέλος πάντων. Όχι για
όλους. Υποθέτω ότι εσείς θα στρεφόσασταν πιο εύκολα κατά
του εαυτού σας – έτσι δεν είναι, κύριε Κάτσπουλ;»

«Ελπίζω να μη χρειαστεί να στραφώ εναντίον κανενός»,


είπα κατηφής. «Οπότε φαντάζομαι ότι η απώλεια του
συζύγου της είχε αρνητικές επιπτώσεις στο χαρακτήρα της
Χάριετ Σίπελ;»
«Ναι. Εγώ ποτέ δεν γνώρισα τη γλυκιά, καλοσυνάτη
Χάριετ. Η Χάριετ Σίπελ που γνώρισα ήταν μοχθηρή και
υποκριτικά ευλαβής. Αντιμετώπιζε τον κόσμο και όσους τον
κατοικούν εχθρικά, με καχυποψία. Αντί να βλέπει μόνο το
καλό, διέκρινε παντού την απειλή του κακού και φερόταν σαν
να της είχε ανατεθεί προσωπικά η αποκάλυψη και η
κατατρόπωσή του. Έτσι και συναντούσε κάποιο νεοφερμένο
στο χωριό, θεωρούσε αυτομάτως ότι θα ήταν σκέτο σίχαμα.
Μοιραζόταν και με τους άλλους τις υποψίες της –
τουλάχιστον με όσους της έδιναν σημασία– και τους
συμβούλευε να μεριμνούν για τα σημάδια του κακού.

»Όποιον της έβαζες μπροστά της, θα έψαχνε να βρει την


κρυμμένη ανηθικότητά του. Κι αν δεν την έβρισκε, την
επινοούσε. Η μόνη της απόλαυση, μετά το θάνατο του
Τζορτζ, ήταν να καταδικάζει τους άλλους ως φαύλους, λες κι
αυτό κατά κάποιο τρόπο την έκανε ανώτερο άνθρωπο. Να
βλέπατε πώς έλαμπαν τα μάτια της όποτε ανακάλυπτε
σκαλίζοντας κάποιο νέο ατόπημα...» Η Μάργκαρετ
ανατρίχιασε. «Ήταν θαρρείς και, μετά την απουσία του
συζύγου της, είχε βρει κάτι άλλο που να κρατά αναμμένη τη
φλόγα του πάθους, κάτι που δεν ήθελε να αποχωριστεί· αλλά
ήταν ένα πάθος ζοφερό και καταστροφικό, που πήγαζε από
μίσος κι όχι από αγάπη. Το χειρότερο ήταν ότι γύρω της
συγκέντρωνε ένα σωρό κόσμο, ανθρώπους έτοιμους να
συμφωνήσουν με κάθε κακόβουλη κατηγόρια της».

«Για ποιο λόγο;» ρώτησα.

«Δεν ήθελαν να είναι οι επόμενοι στόχοι. Ήξεραν ότι η


Χάριετ ποτέ δεν έμενε δίχως λεία. Πιστεύω ότι δεν θα
κατάφερνε να επιβιώσει ούτε για μία εβδομάδα, αν δεν είχε σε
κάποιον να εστιάζει την ενάρετη έχθρα της».

Θυμήθηκα τον διοπτροφόρο νεαρό που είχε πει: «Κανένας


δεν θέλει να είναι ο τέταρτος».

Η Μάργκαρετ συνέχισε: «Ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν


οποιαδήποτε δύσμοιρη ψυχή είχε επιλέξει η Χάριετ, εφόσον
απομάκρυνε την προσοχή της από τους ίδιους και απ’ ό,τι
μπορεί να σκάρωναν. Αυτό σήμαινε φίλος για τη Χάριετ:
κάποιος που θα διέσυρε μαζί της όποιον εκείνη έκρινε ένοχο
για μια αμαρτία, μικρή ή μεγάλη».

«Το άτομο που περιγράφετε είναι πολύ πιθανός στόχος


δολοφονίας».

«Αλήθεια; Εγώ πίστευα ότι οι άνθρωποι σαν τη Χάριετ


Σίπελ δεν δολοφονούνται τόσο συχνά όσο θα ’πρεπε». Η
Μάργκαρετ ύψωσε τα φρύδια. «Βλέπω ότι σας σόκαρα και
πάλι, κύριε Κάτσπουλ. Ως χήρα εφημέριου, δεν θα ’πρεπε να
λέω τέτοια πράγματα. Προσπαθώ να είμαι καλή χριστιανή,
αλλά έχω κι εγώ τις αδυναμίες μου, όπως όλοι. Η δική μου
είναι ότι είμαι ανίκανη να συγχωρήσω τους ανθρώπους που
είναι ανίκανοι να συγχωρήσουν. Σας ακούγεται αντιφατικό;»

«Σαν γλωσσοδέτης ακούγεται. Θα μπορούσα να ρωτήσω


πού βρισκόσασταν το βράδυ της περασμένης Πέμπτης;»

Η Μάργκαρετ αναστέναξε και κοίταξε απ’ το παράθυρο.


«Ήμουν εκεί όπου είμαι πάντα: καθισμένη στην πολυθρόνα
σας παρατηρούσα το νεκροταφείο».

«Ήσασταν μόνη;»

«Ναι».

«Σας ευχαριστώ».

«Θα θέλατε τώρα να σας μιλήσω και για την Άιντα


Γκράνσμπερι;»

Έγνεψα καταφατικά μ’ έναν κάποιο δισταγμό.


Αναρωτιόμουν πώς θα ένιωθα αν μάθαινα ότι και τα τρία
θύματα ήταν εκδικητικά τέρατα, όσο ζούσαν. Οι λέξεις «ΑΣ
ΜΗΝ ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ» μου ήρθαν στο
νου. Ταχύτατα τις ακολούθησε ένα στοιχείο που ανέφερε ο
Πουαρό από τη συνάντησή του με την Τζένι· συγκεκριμένα, η
επιμονή της ότι η δικαιοσύνη θα βασίλευε επιτέλους μετά το
θάνατό της...

«Η Άιντα ήταν μια ανυπόφορη πουριτανή», είπε η


Μάργκαρετ. «Η συμπεριφορά της ήταν εξίσου φαρισαϊκή με
της Χάριετ, αλλά το δικό της κίνητρο ήταν ο φόβος και η
πίστη στους κανόνες που υποτίθεται ότι πρέπει να
ακολουθούμε όλοι, και όχι η ηδονή της συκοφαντίας. Η
Άιντα δεν ένιωθε ευχαρίστηση καταγγέλλοντας τις αμαρτίες
των άλλων, όπως η Χάριετ. Το θεωρούσε ηθικό καθήκον της
απέναντι στον Χριστό».

«Όταν λέτε φόβο, εννοείτε το φόβο της θείας δίκης;»

«Α ναι, σαφώς, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό», είπε η


Μάργκαρετ. «Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά
τους εκάστοτε κανόνες, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Όσοι έχουν
ανυπότακτο χαρακτήρα, όπως εγώ, απεχθάνονται τους
περιορισμούς, ακόμη και τους εύλογους· αλλά υπάρχουν
άνθρωποι που καλοδέχονται την ύπαρξη και την επιβολή
τους, επειδή οι κανόνες τούς κάνουν να νιώθουν πιο
ασφαλείς. Προστατευμένοι».

«Και η Άιντα Γκράνσμπερι ανήκε στη δεύτερη κατηγορία;»

«Έτσι νομίζω, ναι. Η ίδια δεν θα το παραδεχόταν. Φρόντιζε


πάντα να παρουσιάζεται ως υποκινούμενη από αυστηρές
αρχές και τίποτα περισσότερο. Δεν είχε ντροπιαστικές,
ανθρώπινες αδυναμίες η Άιντα! Λυπάμαι που πέθανε, αν κι
έκανε τρομερό κακό όσο ζούσε. Σε αντίθεση με τη Χάριετ, η
Άιντα πίστευε στη σωτηρία. Ήθελε να σώσει τους
αμαρτωλούς, ενώ η Χάριετ ήθελε απλώς και μόνο να τους
κακολογεί και να νιώθει ανώτερη σε σύγκριση με αυτούς.
Πιστεύω ότι η Άιντα θα συγχωρούσε έναν καταφανώς
μετανοημένο αμαρτωλό. Την καθησύχαζε η συντριβή του
παραδοσιακού χριστιανού. Τόνωνε την άποψή της για τον
κόσμο».

«Ποιο είναι το τρομερό κακό που έκανε η Άιντα;» ρώτησα.


«Και σε ποιον το έκανε;»

«Ελάτε να σας απαντήσω αύριο σ’ αυτό». Ο τόνος της


φωνής της ήταν γενναιόδωρος αλλά και σθεναρός.

«Στον Πάτρικ και στη Φράνσις Άιβ;»

«Αύριο, κύριε Κάτσπουλ».

«Τι μπορείτε να μου πείτε για τον Ρίτσαρντ Νέγκους;»


ρώτησα.

«Ελάχιστα, δυστυχώς. Έφυγε από το Γκρέιτ Χόλινγκ λίγο


αφότου εγκατασταθήκαμε ο Τσαρλς κι εγώ. Νομίζω ότι ήταν
μια προσωπικότητα με κύρος στο χωριό· οι άνθρωποι τον
άκουγαν και τον συμβουλεύονταν. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν
με απεριόριστο σεβασμό, εκτός από την Άιντα Γκράνσμπερι.
Εκείνη δεν ανέφερε τ’ όνομά του ποτέ ξανά απ’ τη μέρα που ο
Ρίτσαρντ εγκατέλειψε και αυτή και το Γκρέιτ Χόλινγκ».

«Ήταν δική του απόφαση η ματαίωση του γάμου τους;»


ρώτησα.

«Δική του, ναι».

«Πώς ξέρετε ότι δεν μιλούσε γι’ αυτόν μετά το χωρισμό


τους; Αποκλείεται να μιλούσε σε άλλους, αλλά όχι σ’ εσάς;»

«Α, η Άιντα δεν θα μου μιλούσε για τον Ρίτσαρντ Νέγκους


ούτε και για οτιδήποτε άλλο. Ξέρω μόνο ό,τι μου έχει πει ο
Άμπροουζ Φλαουερντέι, ο γιατρός του χωριού, αλλά
πρόκειται για τον πιο αξιόπιστο άνθρωπο στον κόσμο. Ο
Άμπροουζ μαθαίνει σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό,
αρκεί να θυμάται ν’ αφήνει την πόρτα της αίθουσας
αναμονής μισάνοιχτη, στο ιατρείο του».

«Πρόκειται για τον δόκτορα Φλαουερντέι, που υποτίθεται


πως πρέπει να ξεχάσω; Διότι, αν είναι, πρέπει να ξεχάσω και
το όνομα και το επώνυμό του».
Η Μάργκαρετ αγνόησε το σκανταλιάρικο σχόλιό μου.
«Γνωρίζω από έγκυρες πηγές ότι, μετά που την εγκατέλειψε ο
Ρίτσαρντ Νέγκους, η Άιντα αποφάσισε να μην ξαναπιάσει τ’
όνομά του στο στόμα της και να τον βγάλει μια για πάντα απ’
το μυαλό της», είπε. «Εξωτερικά, δεν υπήρχε κάποια ένδειξη
ότι ήταν ταραγμένη. Όλοι είχαν να λένε πόσο δυνατή και
αποφασισμένη ήταν. Ανακοίνωσε μάλιστα την πρόθεσή της
να αφιερώσει εφεξής όλη της την αγάπη στον Θεό. Τον
έβρισκε πιο φερέγγυο από τους θνητούς».

«Θα σας εξέπληττε αν σας έλεγα ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους


και η Άιντα Γκράνσμπερι δείπνησαν μαζί, στο δικό της
δωμάτιο του ξενοδοχείου, στο Λονδίνο, την περασμένη
Πέμπτη;»

Η Μάργκαρετ γούρλωσε τα μάτια. «Αν μου λέγατε ότι


δείπνησαν μόνο οι δυο τους, ναι, θα με εξέπληττε τρομερά. Η
Άιντα ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεν παραβαίνει το
λόγο του. Επίσης, απ’ όσο ξέρω, το ίδιο ίσχυε για τον
Ρίτσαρντ Νέγκους. Από τη στιγμή που αποφάσισε ότι δεν
ήθελε την Άιντα για γυναίκα του, μου φαίνεται απίθανο να
άλλαξε γνώμη. Μόνο αν έδειχνε τη μετάνοιά του πέφτοντας
στα πατώματα και αν έτσι ανανέωνε τους όρκους της αγάπης
του γι’ αυτήν, υπήρχε περίπτωση να πείσει την Άιντα να τον
συναντήσει κατ’ ιδίαν».
Έπειτα από μια παύση, η Μάργκαρετ εξακολούθησε:
«Αλλά εφόσον βρισκόταν και η Χάριετ Σίπελ στο ίδιο
ξενοδοχείο, υποθέτω ότι ήταν κι αυτή παρούσα στην
ιεροτελεστία του δείπνου».

Έγνεψα καταφατικά.

«Μάλιστα. Οι τρεις τους προφανώς είχαν κάτι να


συζητήσουν που είχε μεγαλύτερη σημασία από τους όρους
που είχε θέσει ο καθένας τους στο παρελθόν».

«Υποθέτω ότι κάτι φαντάζεστε ως πιθανό θέμα αυτής της


συζήτησης – έτσι δεν είναι;»

Η Μάργκαρετ κοίταξε από το παράθυρο τους τάφους.


«Μπορεί να έχω σκεφτεί κάτι μέχρι την αυριανή σας
επίσκεψη», είπε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 - Δυο ενθυμήσεις

Όση ώρα πάσχιζα ματαίως να πείσω τη Μάργκαρετ Ερνστ να


μου πει την ιστορία του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, προτού
νιώσει έτοιμη γι’ αυτό, ο Ηρακλής Πουαρό βρισκόταν στο
καφέ Πλέζαντ του Λονδίνου, απορροφημένος σε μια εξίσου
μάταιη προσπάθεια: Πάσχιζε να πείσει τη Φι Σπρινγκ, τη
σερβιτόρα, να του πει κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί.

«Ό,τι μπορούσα να σας πω το ’πα ήδη», είχε επαναλάβει


κάμποσες φορές, ολοένα και πιο κουρασμένη με τη
συζήτηση. «Πρόσεξα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την Τζένι
εκείνο το βράδυ. Το άφησα κατά μέρος γι’ αργότερα και τώρα
είναι κάπου θαμμένο και δεν λέει να φανερωθεί. Όσο και να
με πιλατεύετε αυτό δεν αλλάζει. Το πιθανότερο είναι ότι
τρόμαξε με το πείσμα σας και κρύφτηκε ακόμη πιο βαθιά. Δεν
έχετε ντιπ υπομονή, αυτό είναι το μόνο βέβαιο».

«Παρακαλώ, μαντμουαζέλ, συνεχίστε τις προσπάθειες


ανάκτησης της εν λόγω σκέψης σας. Μπορεί να έχει μεγάλη
σημασία».

Η Φι Σπρινγκ κοίταξε πίσω από τον Πουαρό, προς την


πόρτα. «Άμα γυρεύετε θύμησες, σε λιγάκι θα ’ρθει ένας
κύριος που έχει μία για σας. Είχε περάσει και πριν από καμιά
ώρα. Τον είχε φέρει ένας αστυφύλακας –συνοδεία–, λες και
ήταν γαλαζοαίματος. Πρέπει να ’ναι μεγάλο κεφάλι,
συλλογίστηκα. Δεν ήσασταν εδώ, οπότε του είπα να
ξαναπεράσει πιο μετά». Κοίταζε το ρολόι που ήταν
σφηνωμένο ανάμεσα σε δυο τσαγιέρες σ’ ένα λυγισμένο ράφι
πάνω απ’ το κεφάλι της. «Ήξερα ότι θα ξαναπερνούσατε
τουλάχιστον άλλη μία φορά ψάχνοντας την Τζένι, παρόλο
που σας έχω πει ότι δεν θα τη βρείτε».

«Μήπως σας είπε το όνομά του αυτός ο κύριος;»

«Όχι. Ήταν ευγενέστατος όμως. Κύριος σωστός. Όχι σαν


τον άλλο που ήταν μες στη βρόμα και μιλούσε με τη φωνή
σας. Δεν είχε δικαίωμα να κάνει τέτοιο πράμα, όσο καλά κι αν
τα κατάφερνε».

«Pardon, μαντμουαζέλ. Ο κύριος στον οποίο αναφέρεστε


–ο κύριος Σάμιουελ Κιντ– δεν μιλούσε με τη φωνή μου.
Προσπάθησε να την αναπαραγάγει, αλλά κανένας δεν μπορεί
να μιλήσει με τη φωνή ενός άλλου».

Η Φι γέλασε. «Πάντως την πέτυχε τρομερά! Έτσι κι έκλεινα


τα μάτια, δεν θα ’ξερα ποιος απ’ τους δυο μιλάει».

«Τότε δεν δίνετε μεγάλη προσοχή όταν ακούτε κάποιον να


μιλά», είπε ενοχλημένος ο Πουαρό. «Ο καθένας μας έχει μια
φωνή μοναδική, μ’ ένα ρυθμό που ανήκει μονάχα στο
συγκεκριμένο άτομο». Για να δώσει ένα παράδειγμα, ο
Πουαρό ύψωσε το φλιτζάνι του. «Εξίσου μοναδική με τον
καταπληκτικό καφέ του Πλέζαντ».

«Παραπίνετε καφέ», είπε η Φι. «Δεν κάνει καλό στην


υγεία».

«Γιατί το λέτε αυτό;»

«Εσείς, κύριε Πουαρό, δεν βλέπετε πώς είναι τα μάτια σας.


Εγώ τα βλέπω. Πρέπει να προσπαθήσετε να πίνετε και κάνα
τσάι πότε πότε. Το τσάι δεν είναι σαν να πίνεις λάσπη, άσε
που δεν βλάπτει όσο και να πιεις. Το τσάι μόνο καλό κάνει».
Έχοντας εκφωνήσει το λογύδριό της, η Φι ίσιωσε την ποδιά
της. «Κι όταν μιλάνε οι άλλοι, ακούω τα λόγια, όχι την
προφορά. Το τι λέει ο άλλος έχει σημασία, όχι αν το λέει με
προφορά Βέλγου ή Άγγλου».

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα του καφέ άνοιξε και μπήκε ένας


άντρας. Είχε κρεμασμένα βλέφαρα σαν τα λαγωνικά μπασέ.

Η Φι σκούντηξε τον Πουαρό. «Να τος ο κύριος που σας


έλεγα· ήρθε χωρίς τον αστυφύλακα», ψιθύρισε.

Ο άντρας ήταν ο Ράφαλ Μπόμπακ, ο σερβιτόρος από το


ξενοδοχείο Μπλόξχαμ, που είχε σερβίρει το απογευματινό
στη Χάριετ Σίπελ, στην Άιντα Γκράνσμπερι και στον Ρίτσαρντ
Νέγκους στις επτά και τέταρτο το βράδυ των φόνων. Ο
Μπόμπακ ζήτησε συγγνώμη για την αδιακρισία και εξήγησε
ότι ο Λούκα Λατσάρι είχε πει σε όλο το προσωπικό ότι, αν
κανείς τους ήθελε να μιλήσει με τον διάσημο ντετέκτιβ
Ηρακλή Πουαρό, θα τον έβρισκε στο καφέ Πλέζαντ, στη Σεντ
Γκρέγκορι.

Με το που κάθισαν στο τραπέζι, ο Πουαρό ρώτησε: «Τι


θέλετε να μου πείτε; Θυμηθήκατε κάτι;»

«Θυμήθηκα ό,τι πρόκειται να θυμηθώ, κύριε, και σκέφτηκα


να ’ρθω να σας τα πω όσο τα ’χω ακόμα φρέσκα. Ορισμένα
τα ’χετε ξανακούσει, αλλά κάθισα και τα σκέφτηκα πολύ –
είναι τρομερό πόσα σου ’ρχονται έτσι και καταβάλεις λίγη
προσπάθεια».

«Πράγματι, μεσιέ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να καθίσεις


και να βάλεις τα κύτταρα της φαιάς ουσίας να δουλέψουν».

«Ο Νέγκους ήταν αυτός που παρέλαβε το γεύμα, όπως


σας είπα. Οι δύο κυρίες συζητούσαν για έναν άντρα και μια
γυναίκα, όπως σας είχα πει και στο ξενοδοχείο. Απ’ τα λόγια
τους μου φάνηκε ότι ο άντρας την είχε παρατήσει, επειδή
ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτόν, ή έχασε το ενδιαφέρον του για
κάποιο άλλο λόγο. Τουλάχιστον, έτσι κατάλαβα, κύριε, αλλά
κατάφερα να θυμηθώ λίγα ακόμη για το ζευγάρι που
σχολίαζαν, οπότε μπορείτε να κρίνετε και μόνος σας».

«Α! Θαυμάσια!»

«Που λέτε, κύριε, το πρώτο που κατάφερα να θυμηθώ είναι


τη Χάριετ Σίπελ να λέει: “Όμως δεν είχε άλλη επιλογή – έτσι
δεν είναι; Δεν της εμπιστεύεται πια τα μυστικά του.
Αποκλείεται να τον ενδιαφέρει τώρα πια – έχει παρατήσει τον
εαυτό της, χώρια που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του σ’ αυτή
την ηλικία. Όχι, αν ήθελε να μάθει τι τον απασχολούσε, δεν
είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί να συναντηθεί με τη
γυναίκα που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του και να την
ακούσει”. Αφού τα ’πε όλα αυτά, η Σίπελ έβαλε τα γέλια, ένα
γέλιο κακιασμένο. Μοχθηρό, όπως σας είχα πει και στο
ξενοδοχείο».

«Συνεχίστε, παρακαλώ, κύριε Μπόμπακ».

«Λοιπόν, ο Νέγκους άκουσε τα λόγια της, διότι γύρισε


προς το μέρος της –βλέπετε, στο μεταξύ οι δυο μας
ανταλλάσσαμε χαριτολογίες– και είπε: “Έλα, Χάριετ, δεν
είναι σωστό αυτό που κάνεις. Η Άιντα σοκάρεται εύκολα. Με
το μαλακό να της τα λες”. Και τότε είτε η Χάριετ Σίπελ είτε η
άλλη κυρία, η Άιντα Γκράνσμπερι, είπε κάτι· αλλά, σας
ορκίζομαι στη ζωή μου, δεν θυμάμαι τι ήταν αυτό, κύριε, και
λυπάμαι ειλικρινά».

«Δεν χρειάζεται», είπε ο Πουαρό. «Η ενθύμησή σας, έστω


και ατελής, θα αποδειχθεί ανεκτίμητη, είμαι βέβαιος».

«Μακάρι, κύριε», είπε ο Μπόμπακ με βλέμμα όλο


αμφιβολία. «Το επόμενο που ειπώθηκε –το θυμάμαι λέξη
προς λέξη– το άκουσα κάμποσα λεπτά αργότερα, καθώς
έστρωνα το τραπέζι για τους τρεις τους. Ο Νέγκους είπε στη
Σίπελ: “Ποιο μυαλό του; Ο άνθρωπος δεν έχει μυαλό. Και
διαφωνώ κάθετα με τον ισχυρισμό σου για τη διαφορά
ηλικίας”. Η Σίπελ γέλασε και είπε: “Ε, αφού κανένας μας δεν
μπορεί ν’ αποδείξει ότι έχει δίκιο, ας συμφωνήσουμε ότι
διαφωνούμε!” Αυτό ήταν το τελευταίο που άκουσα πριν
φύγω απ’ το δωμάτιο, κύριε».

«Ο άνθρωπος δεν έχει μυαλό», μουρμούρισε ο Πουαρό.

«Όλα αυτά που έλεγαν, κύριε, δεν τα ’λεγαν με καλοσύνη.


Ήταν φανερό ότι τη μισούσαν τη γυναίκα που σχολίαζαν».

«Όσο και να σας ευχαριστήσω θα ’ναι λίγο, κύριε


Μπόμπακ», είπε φιλικά ο Πουαρό. «Η μαρτυρία σας είναι
ασύλληπτα πολύτιμη. Το ότι ξέρω τα λόγια που ειπώθηκαν,
και μάλιστα τόσο πολλά από αυτά, ξεπερνά κάθε προσδοκία
μου».
«Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ και τα υπόλοιπα,
κύριε».

Ο Πουαρό προσπάθησε να πείσει τον Μπόμπακ να καθίσει


και να πάρει κάτι, μα ο σερβιτόρος ήταν αποφασισμένος να
επιστρέψει στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ το συντομότερο
δυνατόν, μη θέλοντας να εκμεταλλευτεί τις αγαθές προθέσεις
του Λούκα Λατσάρι.

Αφού η Φι Σπρινγκ αρνήθηκε να του σερβίρει άλλο καφέ,


χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την υγεία του, ο Πουαρό
αποφάσισε να επιστρέψει στην πανσιόν της Μπλανς
Άνσγουορθ.

Βάδιζε αργά διασχίζοντας τους πολύβουους δρόμους του


Λονδίνου, ενώ το μυαλό του έτρεχε. Καθώς προχωρούσε,
σκεφτόταν συνεχώς τα λόγια που του είχε μεταφέρει ο Ράφαλ
Μπόμπακ: «Αποκλείεται να τον ενδιαφέρει ακόμα... Θα
μπορούσε να ’ναι μάνα του... Ποιο μυαλό του; Ο άνθρωπος
δεν έχει μυαλό... Διαφωνώ κάθετα με τον ισχυρισμό σας για
τη διαφορά ηλικίας... Κανένας μας δεν μπορεί ν’ αποδείξει
ότι έχει δίκιο...»

Εξακολουθούσε να μουρμουρίζει αυτές τις φράσεις, όταν


έφτασε στο προσωρινό του κατάλυμα. Η Μπλανς Άνσγουορθ
έσπευσε προς το μέρος του μόλις μπήκε. «Τι μονολογείτε,
κύριε Πουαρό;» ρώτησε χαρωπά. «Είναι θαρρείς και σας έχω
διπλό!»

Ο Πουαρό κοίταξε το σώμα του, το σχήμα του οποίου


χαρακτήριζαν οι καμπύλες. «Ελπίζω να μην έχω φάει τόσο
που να διπλασιάστηκα σε μέγεθος, μαντάμ», είπε.

«Όχι, εννοώ σαν να σας ακούω διπλό». Η Μπλανς


Άνσγουορθ χαμήλωσε τη φωνή σ’ έναν ψίθυρο και πλησίασε
τόσο που ο Πουαρό ένιωσε αναγκασμένος να κολλήσει στον
τοίχο για ν’ αποφύγει το άγγιγμά της. «Πέρασε να σας δει
ένας κύριος, κι είχε μια φωνή ίδια με τη δική σας. Σας
περιμένει στο καθιστικό. Επισκέπτης απ’ την πατρίδα σας, το
Βέλγιο, πρέπει να ’ναι. Λιγάκι ατημέλητος, αλλά του
επέτρεψα να περάσει, καθώς δεν μου μύριζε κιόλας ο
άνθρωπος, και... βασικά, δεν ήθελα να διώξω συγγενικό σας
πρόσωπο, κύριε Πουαρό. Υποθέτω ότι τα έθιμα σχετικά με
την ενδυμασία διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Βέβαια οι
Γάλλοι αρέσκονται να ντύνονται κομψά – έτσι δεν είναι;»

«Ο κύριος δεν είναι συγγενής μου», είπε αυστηρά ο


Πουαρό. «Λέγεται Σάμιουελ Κιντ και είναι τόσο Άγγλος όσο
κι εσείς, κυρία μου».
«Το πρόσωπό του είναι γεμάτο πληγές», είπε η Μπλανς
Άνσγουορθ. «Απ’ το ξύρισμα, λέει ο ίδιος. Δεν πρέπει να
έμαθε να ξυρίζεται ακόμα, το πουλάκι μου. Του είπα ότι έχω
κάτι να βάλει στα κοψίματα, για να κλείσουν πιο γρήγορα,
αλλά εκείνος έσκασε στα γέλια!»

«Σε ολόκληρο το πρόσωπό του;» Ο Πουαρό


συνοφρυώθηκε. «Ο κύριος Κιντ που συνάντησα την
περασμένη Παρασκευή στο καφέ Πλέζαντ είχε κοψίματα μόνο
στο μισό του πρόσωπο, στο κομμάτι που είχε ξυρίσει. Πείτε
μου, έχει γένια ο κύριος στο καθιστικό;»

«Ω, όχι. Ούτε μια τρίχα δεν έχει στο πρόσωπό του, εκτός
από τα φρύδια του. Ούτε και δέρμα άθικτο έχει βέβαια! Πρέπει
να του δείξετε πώς να ξυρίζεται χωρίς να γεμίζει πληγές, κύριε
Πουαρό. Α, με συγχωρείτε». Η Μπλανς σκέπασε το στόμα με
τα χέρια της. «Είπατε ότι δεν είναι συγγενής σας – έτσι;
Ακόμα για Βέλγο τον έχω στο μυαλό μου. Μιλάει ακριβώς
σαν κι εσάς, με τον ίδιο τρόπο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι
ο μικρός αδελφός σας. Γύρω στα σαράντα πρέπει να ’ναι».

Θιγμένος που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να εκλάβει τον


απεριποίητο Σάμιουελ Κιντ για αδελφό του, ο Πουαρό έκοψε
απότομα την κουβέντα του με την Μπλανς Άνσγουορθ και
πέρασε στο καθιστικό.
Εκεί βρήκε αυτό που του είχε πει η σπιτονοικοκυρά του:
Έναν άντρα –τον ίδιο άντρα που ’χε συναντήσει στο καφέ
Πλέζαντ την περασμένη Παρασκευή–, ο οποίος είχε αφαιρέσει
όλες τις τρίχες του προσώπου του και είχε γεμίσει πληγές
κατά τη διαδικασία του εγχειρήματος

«Καλησπέρα, κύριε Πουαγό». Ο Σάμιουελ Κιντ σηκώθηκε.


«Πάω στοίχημα ότι την ξεγέλασα – έτσι δεν είναι; Την κυρία
που μου άνοιξε. Με πέρασε για συμπατριώτη σας».

«Καλησπέρα, κύριε Κιντ. Βλέπω ότι σας βρήκαν κάμποσες


αναποδιές από την τελευταία μας συνάντηση».

«Αναποδιές;»

«Οι πληγές στο πρόσωπό σας».

«Α, έχετε δίκιο, κύριε. Για να ’μαι ειλικρινής, δεν αντέχω


ούτε τη σκέψη μιας αιχμηρής λεπίδας τόσο κοντά στα μάτια
μου. Τη φαντάζομαι να κόβει το βολβό του ματιού, κι αυτό
κάνει το χέρι μου να τρέμει. Έχω προσπαθήσει να πείσω τον
εαυτό μου να σκεφτεί κάτι άλλο, μα δεν πιάνει. Πάντα
καταλήγω να μακελεύομαι».

«Το βλέπω. Θα μπορούσα να ρωτήσω πώς ξέρατε ότι θα


με βρείτε σ’ αυτή τη διεύθυνση;»
«Στο ξενοδοχείο, ο κύριος Λατσάρι μού είπε ότι έμαθε από
τον αστυφύλακα Στάνλεϊ Μπίαρ πως ο κύριος Κάτσπουλ
μένει εδώ μαζί σας. Ζητώ συγγνώμη που σας ενοχλώ στο
σπίτι σας, αλλά είχα καλά νέα και σκέφτηκα ότι θα θέλατε να
τα μάθετε το συντομότερο δυνατόν».

«Τι νέα;»

«Η κυρία που της έπεσαν τα δυο κλειδιά, αυτή που είχα δει
να φεύγει τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο μετά τους φόνους,
θυμήθηκα ποια είναι! Μου ήρθε καθώς χάζευα την
εφημερίδα σήμερα το πρωί. Δεν διαβάζω πολύ συχνά
εφημερίδες».

«Ποια ήταν η κυρία, μεσιέ; Διότι έχετε δίκιο, ο Πουαρό θα


ήθελε να μάθει το όνομά της αμέσως».

Ο Σάμιουελ Κιντ ψηλάφισε ένα κατακόκκινο κακάδι στο


αριστερό του μάγουλο με το ακροδάχτυλο, λέγοντας
συγχρόνως σκεφτικός: «Πιστεύω ότι δεν σου περισσεύει
χρόνος να διαβάζεις για τη ζωή των άλλων, όταν έχεις τη
δική σου ζωή να ζήσεις. Αν έπρεπε να διαλέξω, όπως
φαντάζομαι ότι κάνω, προτιμώ να ζω τη δική μου ζωή παρά
να διαβάζω διάφορα για τη ζωή αλλωνών. Αλλά, όπως σας
είπα, έριξα όντως μια ματιά στην εφημερίδα σήμερα το πρωί,
επειδή ήθελα να δω αν έγραφε κάτι για τους φόνους στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ».

«Oui», είπε ο Πουαρό πασχίζοντας να διατηρήσει την


υπομονή του. «Και τι είδατε;»

«Α, έγραφε ένα σωρό πράματα για τους φόνους, και τα πιο
πολλά έλεγαν ότι η αστυνομία δεν έχει προχωρήσει πολύ, ότι
ζητά από όποιον ξέρει κάτι σχετικό με την υπόθεση να έρθει
σε επαφή μαζί της. Ε λοιπόν, εγώ ξέρω κάτι, κύριε Πουαρό,
και γι’ αυτό ήρθα σε επαφή μαζί σας. Μόνο που, όπως σας
είχα πει και τις προάλλες, αρχικά δεν μπορούσα να θυμηθώ
πού είχα ξαναδεί αυτό το πρόσωπο. Τώρα το θυμήθηκα!»

«Υπέροχη είδηση, κύριε Κιντ, και θα είναι ακόμη πιο


υπέροχη, αν μπορέσετε να εντάξετε το όνομα αυτού του
προσώπου στην επόμενη πρόταση, για να το μάθω κι εγώ».

«Βλέπετε, εκεί την είχα δει, σε μια φωτογραφία της στην


εφημερίδα. Γι’ αυτό τη θυμήθηκα χαζεύοντας το
πρωτοσέλιδο. Είναι διάσημη η κυρία που σας λέω. Νάνσι
Ντουκέιν τη λένε».

Ο Πουαρό γούρλωσε τα μάτια. «Η Νάνσι Ντουκέιν; Η


ζωγράφος;»

«Μάλιστα, κύριε. Αυτή κι άλλη καμία. Τ’ ορκίζομαι.


Αυτή... που φτιάχνει τα πορτρέτα, που έχει κι ένα πρόσωπο
σωστό πορτρέτο η ίδια, μάλλον γι’ αυτό και το θυμόμουν.
Οπότε είπα “Σάμι, αυτή η Νάνσι Ντουκέιν είναι η γυναίκα που
είδες να φεύγει τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ τη
βραδιά των φόνων”, και ήρθα κατευθείαν να σας το πω».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 - Ένα σοβαρό πλήγμα

Την επομένη, αμέσως μετά το πρωινό, κίνησα για το σπίτι της


Μάργκαρετ Ερνστ, πλάι στο ναό των Αγίων Πάντων, στο
Γκρέιτ Χόλινγκ. Βρήκα την εξώπορτα μισάνοιχτη και
χτύπησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα, προσέχοντας να μη
σπρώξω την πόρτα πιο μέσα.

Δεν πήρα απάντηση, οπότε χτύπησα πάλι, πιο δυνατά.


«Κυρία Ερνστ;» φώναξα. «Μάργκαρετ;»

Σιγή.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά ξαφνικά έκανα μεταβολή, σαν να είχα


νιώσει κάτι να κινείται πίσω μου – ίσως ήταν απλώς το
θρόισμα του ανέμου στα δέντρα.

Έσπρωξα την πόρτα απαλά κι αυτή άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο.


Το πρώτο που είδα ήταν ένα μαντίλι στο πέτρινο πάτωμα της
κουζίνας – μπλε και πράσινο μετάξι, μ’ ένα περίτεχνο μοτίβο.
Τι γύρευε στο πάτωμα; Πήρα μια βαθιά ανάσα και μάζευα το
θάρρος μου για να μπω, όταν ακούστηκε μια φωνή:
«Περάστε, κύριε Κάτσπουλ». Κόντεψα να μείνω απ’ την
τρομάρα.

Η Μάργκαρετ Ερνστ εμφανίστηκε στην πόρτα της


κουζίνας. «Αχ, εδώ είναι αυτό και το ’ψαχνα», είπε
χαμογελώντας κι έσκυψε να μαζέψει το μαντίλι. «Ήξερα ότι
θα ήσασταν εσείς, γι’ αυτό άφησα την πόρτα ανοιχτή.
Μάλιστα περίμενα ότι θα φτάνατε πριν από πέντε λεπτά,
αλλά φαντάζομαι ότι εννιά ακριβώς με το ρολόι θα πρόδιδε
υπερβολική προθυμία εκ μέρους σας». Με συνόδευσε μέσα,
περνώντας το μαντίλι γύρω απ’ το λαιμό της.

Κάτι στο πείραγμά της –ήξερα ότι δεν είχε σκοπό να με


προσβάλει– με ενθάρρυνε να είμαι πιο ευθύς μαζί της απ’ ό,τι
θα ήμουν.

«Είμαι όντως πρόθυμος να ανακαλύψω την αλήθεια και


δεν με πειράζει αν αυτό φαίνεται», είπα. «Ποιος μπορεί να
ήθελε τη Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον
Ρίτσαρντ Νέγκους νεκρούς; Νομίζω ότι έχετε μια άποψη και
θα ’ θελα να τη μάθω».

«Τι είναι αυτά τα χαρτιά;»

«Τι πράγμα; Α!» Είχα ξεχάσει ότι τα κρατούσα. «Λίστες


είναι. Τα ονόματα των ενοίκων του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ
το βράδυ των φόνων, και των εργαζομένων στο ξενοδοχείο.
Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσατε να ρίξετε μια ματιά και να
μου πείτε αν γνωρίζετε κάποιο όνομα. Βέβαια, αφού
απαντήσετε στην ερώτησή μου για το άτομο που πιθανόν
ήθελε το θάνατο–»
«Η Νάνσι Ντουκέιν», είπε η Μάργκαρετ. Έπειτα πήρε τις
δύο λίστες απ’ το χέρι μου και τις περιεργάστηκε
συνοφρυωμένη.

Επανέλαβα τα ίδια λόγια που είχε πει κι ο Πουαρό στον


Σάμιουελ Κιντ την προηγουμένη, αν και δεν γνώριζα το
περιεχόμενο της στιχομυθίας τους. «Η Νάνσι Ντουκέιν; Η
ζωγράφος;»

«Μισό λεπτό». Σταθήκαμε σιωπηλοί όσο η Μάργκαρετ


διάβαζε τα ονόματα στις λίστες. «Λυπάμαι, κανένα από αυτά
τα ονόματα δεν μου λέει κάτι».

«Θέλετε να πείτε ότι η Νάνσι Ντουκέιν –αυτή που νομίζω,


η πορτρετίστα της υψηλής κοινωνίας– είχε κάποιο κίνητρο
για να σκοτώσει τη Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και
τον Ρίτσαρντ Νέγκους;»

Η Μάργκαρετ δίπλωσε τα χαρτιά στα δύο, μου τα


επέστρεψε κι έπειτα μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω στο
σαλονάκι. Μόλις βολευτήκαμε στις ίδιες πολυθρόνες όπως
και χθες, είπε: «Μάλιστα. Η Νάνσι Ντουκέιν, η διάσημη
ζωγράφος. Είναι η μόνη που μπορώ να σκεφτώ, η οποία και
να θέλει να σκοτώσει τη Χάριετ, την Άιντα και τον Ρίτσαρντ,
αλλά και να έχει τη δυνατότητα να το κάνει χωρίς να την
πιάσουν. Μην ξαφνιάζεστε τόσο, κύριε Κάτσπουλ. Οι
διάσημοι δεν είναι απαλλαγμένοι απ’ το κακό, αν και οφείλω
να πω ότι δυσκολεύομαι να φανταστώ τη Νάνσι να κάνει
τέτοιο πράγμα. Ήταν μια καθ’ όλα πολιτισμένη γυναίκα όταν
την ήξερα, και κανένας δεν αλλάζει τόσο. Ήταν γενναία
γυναίκα η Νάνσι».

Δεν είπα τίποτα. Το πρόβλημα είναι, σκεφτόμουν, ότι


ορισμένοι δολοφόνοι είναι σε γενικές γραμμές πολιτισμένοι
και ότι αποκλίνουν από τη ρουτίνα της κοσμιότητας μόνο
μία φορά, για να διαπράξουν φόνο.

Η Μάργκαρετ συνέχισε: «Ξενύχτησα όλο το βράδυ


προσπαθώντας να σκεφτώ μήπως θα μπορούσε να το ’χε
κάνει ο Ουόλτερ Στόουκλι, αλλά όχι, είναι αδύνατον. Μετά
βίας μπορεί να σταθεί όρθιος χωρίς βοήθεια. Πώς να
ταξιδέψει μόνος του στο Λονδίνο; Αυτοί οι τρεις φόνοι
ξεπερνούν εντελώς τις δυνάμεις του».

«Ο Ουόλτερ Στόουκλι;» είπα γέρνοντας προς το μέρος


της. «Ο γερο-μέθυσος που μου μίλησε χθες στο Κινγκς Χεντ;
Για ποιο λόγο να επιθυμεί το θάνατο της Χάριετ, της Άιντα
και του Ρίτσαρντ;»

«Διότι η Φράνσις Άιβ ήταν κόρη του», είπε η Μάργκαρετ.


Κι έπειτα γύρισε προς το παράθυρο, να ατενίσει την
ταφόπλακα των Άιβ. Γι’ ακόμη μια φορά μού ήρθε στο νου ο
στίχος από το σονέτο του Σαίξπηρ: «Γιατί δυσφήμισαν πάλι
την ομορφιά».

«Θα χαιρόμουν ειλικρινά αν τους είχε σκοτώσει ο


Ουόλτερ», είπε η Μάργκαρετ. «Δεν είμαι φρικτή; Όμως θα
ήταν μεγάλη ανακούφιση αν ήξερα ότι δεν τους σκότωσε η
Νάνσι. Ο Ουόλτερ είναι γέρος πια, δεν έχει και πολλή ζωή
μπροστά του – τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αχ, μακάρι να μην
είναι η Νάνσι! Διαβάζω στις εφημερίδες πόσο πετυχημένη
ζωγράφος έχει γίνει... Έφυγε από δω και τα κατάφερε να
διακριθεί. Η σκέψη αυτή με ανακούφιζε. Μου ’δινε μεγάλη
χαρά που τη φανταζόμουν να ευημερεί στο Λονδίνο».

«Έφυγε από δω;» ρώτησα. «Ώστε και η Νάνσι Ντουκέιν


έμενε στο Γκρέιτ Χόλινγκ ένα φεγγάρι;»

Η Μάργκαρετ Ερνστ κοίταζε ακόμα από το παράθυρο.


«Ναι. Μέχρι το 1913».

«Τη χρονιά που πέθαναν ο Πάτρικ και η Φράνσις Άιβ. Την


ίδια χρονιά που έφυγε απ’ το χωριό κι ο Ρίτσαρντ Νέγκους».

«Ακριβώς».

«Μάργκαρετ...» Έγειρα κι άλλο προς το μέρος της,


προσπαθώντας να της αποσπάσω την προσοχή από τον
τάφο των Άιβ. «Ελπίζω ειλικρινά ότι αποφασίσατε να
μοιραστείτε μαζί μου την ιστορία του Πάτρικ και της Φράνσις
Άιβ. Είμαι βέβαιος ότι, άπαξ και την ακούσω, θα μπορέσω να
καταλάβω πολλά που εξακολουθούν να μου φαίνονται
μυστηριώδη».

Η Μάργκαρετ έστρεψε το σοβαρό της βλέμμα πάνω μου.


«Έχω αποφασίσει να σας πω την ιστορία υπό έναν όρο.
Θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δεν θα την επαναλάβετε σε
κανέναν εδώ στο χωριό. Ό,τι σας πω εδωπέρα δεν πρέπει να
κοινοποιηθεί μέχρι να επιστρέψετε στο Λονδίνο. Εκεί μπορείτε
να αφηγηθείτε την ιστορία σε όποιον θέλετε».

«Μην ανησυχείτε καθόλου γι’ αυτό», είπα. «Οι πιθανοί


συνομιλητές μου στο Γκρέιτ Χόλινγκ είναι εξαιρετικά
περιορισμένοι. Όλοι με το που με βλέπουν το βάζουν στα
πόδια».

Μου είχε συμβεί δυο φορές καθ’ οδόν προς το σπίτι της
Μάργκαρετ εκείνο το πρωί. Ο πρώτος μάλιστα ήταν ένα αγόρι
το πολύ δέκα χρόνων, ένα παιδί που ωστόσο ήξερε ποιος
ήμουν, ήξερε ότι έπρεπε να αποστρέψει το βλέμμα και να
απομακρυνθεί από τον κίνδυνο όποιας επαφής μαζί μου.
Ήμουν σίγουρος ότι γνώριζε το όνομα και το επώνυμό μου,
καθώς και το λόγο της επίσκεψής μου στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Οι
άνθρωποι στα μικρά χωριά έχουν τουλάχιστον ένα ταλέντο
που απουσιάζει από τους Λονδρέζους: ξέρουν πώς να
αδιαφορούν για κάποιον, έτσι που να τον κάνουν να
αισθάνεται τρομερά σημαντικός.

«Κύριε Κάτσπουλ, σας ζητώ να μου δώσετε το λόγο της


τιμής σας – δεν θέλω υπεκφυγές».

«Πού οφείλεται όλη αυτή η μυστικότητα; Δεν ξέρουν ήδη


οι συγχωριανοί σας τα πάντα για τους Άιβ και για το θάνατό
τους;»

Αυτό που είπε η Μάργκαρετ στη συνέχεια φανέρωσε ότι η


έγνοια της ήταν ένας συγκεκριμένος συγχωριανός της. «Όταν
ακούσετε όσα έχω να σας πω, θα θελήσετε δίχως άλλο να
μιλήσετε με τον δόκτορα Άμπροουζ Φλαουερντέι».

«Τον κύριο που μου ζητήσατε να ξεχάσω, κι ωστόσο μου


υπενθυμίζετε κάθε λίγο και λιγάκι;»

Η Μάργκαρετ κοκκίνισε. «Θέλω να μου υποσχεθείτε ότι


δεν θα πάτε να τον βρείτε και ότι, αν τον πετύχετε στο δρόμο,
δεν θα θίξετε το θέμα του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ. Αν
δεν δεσμευτείτε να τηρήσετε αυτό τον όρο, δεν θα μπορέσω
να σας πω τίποτα».

«Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορώ να δεσμευτώ. Τι θα πω


στους ανωτέρους μου στη Σκότλαντ Γιαρντ; Ήρθα εδώ για
να κάνω ερωτήσεις».

«Μάλιστα. Οπότε βρισκόμαστε σε αδιέξοδο». Η


Μάργκαρετ Ερνστ σταύρωσε τα χέρια.

«Κι αν, αντί να μου αφηγηθείτε εσείς την ιστορία, έρθω σε


επαφή με τον δόκτορα Φλαουερντέι και ζητήσω από αυτόν να
μου πει; Γνώριζε και αυτός τους Άιβ – έτσι δεν είναι; Χθες με
πληροφορήσατε ότι, σε αντίθεση μ’ εσάς, έμενε κι εκείνος στο
Γκρέιτ Χόλινγκ όσο ζούσε ακόμα το ζευγάρι».

«Όχι!» Ο φόβος στα μάτια της ήταν αδιαμφισβήτητος.


«Μη μιλήσετε με τον Άμπροουζ, σας παρακαλώ! Δεν
καταλαβαίνετε. Δεν μπορείτε να καταλάβετε».

«Τι είναι αυτό που σας φοβίζει τόσο, Μάργκαρετ; Μου


δίνετε την αίσθηση μιας γυναίκας με ακεραιότητα, όμως...
βασικά, θέλοντας και μη αναρωτιέμαι μήπως έχετε πρόθεση
να περιλάβετε μόνο αποσπάσματα των γεγονότων στη
μαρτυρία σας».

«Όχι, η μαρτυρία μου θα είναι διεξοδική. Δεν θα της λείπει


το παραμικρό».

Για κάποιο λόγο την πίστεψα. «Τότε, εφόσον δεν


σκοπεύετε να μου αποκρύψετε κανένα κομμάτι της αλήθειας,
γιατί να μη μιλήσω σε κανέναν άλλο για τον Πάτρικ και τη
Φράνσις Άιβ;»

Η Μάργκαρετ σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και


στάθηκε όρθια· το μέτωπό της άγγιζε το τζάμι και το σώμα
της μου έκρυβε τη θέα της ταφόπλακας των Άιβ. «Αυτά που
συνέβησαν εδώ το 1913 προκάλεσαν ένα σοβαρό πλήγμα σ’
ετούτο το χωριό», είπε σιγανά. «Κανένας δεν γλίτωσε από τις
επιπτώσεις του. Η Νάνσι Ντουκέιν εκ των υστέρων
μετακόμισε στο Λονδίνο, κι ο Ρίτσαρντ Νέγκους στο Ντέβον,
αλλά κανένας απ’ τους δυο δεν γλίτωσε. Κουβάλησαν το
τραύμα αυτό μαζί τους. Δεν ήταν ορατό στο δέρμα τους ή σε
κάποιο άλλο όργανο του σώματός τους, αλλά ήταν εκεί. Οι
πληγές που δεν φαίνονται είναι οι χειρότερες. Και για όσους
έμειναν, όπως ο Άμπροουζ Φλαουερντέι, ήταν τρομερό το
χτύπημα. Δεν ξέρω κατά πόσο το Γκρέιτ Χόλινγκ θα μπορέσει
να συνέλθει ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι δεν έχει επανέλθει
ακόμα».

Γύρισε προς το μέρος μου. «Κανένας δεν μιλά γι’ αυτή την
τραγωδία, κύριε Κάτσπουλ. Κανένας εδώ στο χωριό δεν τη
θίγει καν, τουλάχιστον όχι ευθέως. Καμιά φορά ο μόνος
τρόπος είναι η σιωπή. Η σιωπή και η λήθη, εφόσον μπορείς
να ξεχάσεις». Έσφιξε τα χέρια της κι έπειτα τα χαλάρωσε.
«Φοβάστε την πιθανή επίπτωση που θα έχουν οι
ερωτήσεις μου στον δόκτορα Φλαουερντέι; Προσπαθεί κι
αυτός να ξεχάσει;»

«Όπως σας είπα, είναι αδύνατον να ξεχάσουμε».

«Μολαταύτα... το θέμα θα ήταν δυσάρεστο γι’ αυτόν;»

«Ναι. Τρομερά».

«Είναι φίλος σας;»

«Δεν αφορά τη σχέση μας», μου αποκρίθηκε απότομα. «Ο


Άμπροουζ είναι καλός άνθρωπος και δεν θέλω να ταράζεται.
Γιατί δεν μπορείτε να δεχτείτε τον όρο που σας θέτω;»

«Σύμφωνοι, έχετε το λόγο μου», είπα απρόθυμα. «Δεν


πρόκειται να συζητήσω όσα μου πείτε με κανέναν στο χωριό».
Έχοντας δώσει το λόγο μου, ήλπιζα ότι οι κάτοικοι του
Γκρέιτ Χόλινγκ θα εξακολουθήσουν να με αγνοούν τόσο
μεθοδικά όσο μέχρι στιγμής και δεν θα με βάλουν οι ίδιοι σε
πειρασμό να μιλήσω. Με την ατυχία που μ’ έδερνε, ήμουν
ικανός φεύγοντας απ’ το σπίτι της Μάργκαρετ Ερνστ να
τρακάρω με τον δόκτορα Φλαουερντέι, να είναι φλύαρος και
να ’χει όρεξη για κουβέντα.

Από τα τρία πορτρέτα του στον τοίχο, ο μακαρίτης Τσαρλς


Ερνστ μού έριχνε ένα προειδοποιητικό βλέμμα εις τριπλούν.
«Έτσι και παραβείς το λόγο σου στη γυναίκα μου θα το
μετανιώσεις, κάθαρμα», έμοιαζε να λέει.

«Κι εσείς; Δεν είναι κρίμα να ταράζεστε;» τη ρώτησα. «Δεν


θέλετε να μιλήσω με τον δόκτορα Φλαουερντέι για να μην
τον αναστατώσω, αλλά φοβάμαι μήπως αναστατώσω εσάς.
Δεν θέλω να σας ταράξω».

«Χαίρομαι», είπε η Μάργκαρετ, στενάζοντας με


ανακούφιση. «Για να ’μαι ειλικρινής, θέλω πολύ να μοιραστώ
την ιστορία με κάποιο ξένο, όπως άλλωστε είμαι κι εγώ».

«Τότε σας ακούω», είπα.

Μ’ ένα καταφατικό νεύμα επέστρεψε στην πολυθρόνα της


κι άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του Πάτρικ και της
Φράνσις Άιβ, την οποία και άκουσα χωρίς διακοπή. Την
καταγράφω στη συνέχεια.

*
Οι φήμες που υπήρξαν η πηγή του κακού ξεκίνησαν πριν από
δεκαέξι χρόνια από μία υπηρέτρια που δούλευε στο σπίτι του
αιδεσιμότατου Πάτρικ Άιβ, του νεαρού εφημέριου του Γκρέιτ
Χόλινγκ, και της συζύγου του, της Φράνσις. Βέβαια, η
υπηρέτρια δεν ήταν η μόνη ούτε καν η κύρια υπεύθυνη για την
τραγωδία που προέκυψε. Είπε απλώς ένα κακόβουλο ψέμα,
αλλά το είπε μόνο σε ένα άτομο και δεν συμμετείχε η ίδια
στην περαιτέρω διασπορά του στο χωριό. Στην
πραγματικότητα, όταν άρχισαν τα προβλήματα, η κοπέλα
αποτραβήχτηκε και σπάνια έβγαινε από το σπίτι. Ορισμένοι
υπέθεταν ότι ντρεπόταν, ως όφειλε, για τον τροχό του κακού
που είχε θέσει σε κίνηση. Εκ των υστέρων μετάνιωσε για την
ανάμειξή της στην υπόθεση κι έκανε ό,τι μπορούσε για να
εξιλεωθεί, αν και ήταν πλέον πολύ αργά.

Έκρυβε μεγάλη κακοήθεια το σοβαρό ψέμα της, έστω κι αν


το είχε πει μόνο σ’ έναν άνθρωπο. Ίσως ήταν μπουχτισμένη,
έπειτα από μια ιδιαίτερα κουραστική μέρα στο σπίτι του
εφημέριου ή μπορεί, όπως ορισμένες υπηρέτριες με μεγάλη
ιδέα για τον εαυτό τους, να αντιπαθούσε τους Άιβ. Μπορεί να
ήθελε να ζωηρέψει τη φρικτά μονότονη ζωή της με λίγο
κακοπροαίρετο κουτσομπολιό. Πιθανόν να ήταν και τόσο
αφελής που να μη φανταζόταν τι κακό θα προκαλούσε.

Δυστυχώς, το άτομο που επέλεξε για πει το αποτρόπαιο


ψέμα της ήταν η Χάριετ Σίπελ. Φυσικά η επιλογή της ήταν
ευνόητη. Η Χάριετ –πικρόχολη και εκδικητική καθώς είχε
γίνει μετά το θάνατο του άντρα της– ήταν βέβαιο πως θα
δεχόταν το ψέμα με μεγάλο ενθουσιασμό και θα το πίστευε,
επειδή ασφαλώς ήθελε να ήταν αλήθεια. Κάποιος στο χωριό
έκανε κάτι πολύ κακό και το ακόμη χειρότερο (ή μάλλον, από
την οπτική γωνία της Χάριετ, το ακόμη καλύτερο) ήταν ότι
αυτός ο κάποιος ήταν ο εφημέριος! Πώς θα είχαν λάμψει τα
μάτια της από χαρά! Ναι, η Χάριετ ήταν ο ιδανικός ακροατής
για τη συκοφαντική ιστορία της κοπέλας και δίχως άλλο γι’
αυτό την είχε επιλέξει.

Η υπηρέτρια είπε στη Χάριετ Σίπελ ότι ο Πάτρικ Άιβ ήταν


απατεώνας χειρίστου είδους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς
της, προσέλκυε χωριανούς στο σπίτι του αργά το βράδυ.
Συγκεκριμένα, όταν η γυναίκα του η Φράνσις πήγαινε να
βοηθήσει τους πιστούς της ενορίας, όπως έκανε συχνά. Τότε,
λοιπόν, τους έπαιρνε χρήματα για τη μεταφορά μηνυμάτων
από τους αγαπημένους τους νεκρούς – μηνύματα από το
υπερπέραν που οι ψυχές των νεκρών εμπιστεύονταν στον ίδιο
τον Πάτρικ Άιβ.

Η Χάριετ Σίπελ είπε σε όποιον ήθελε ν’ ακούσει ότι ο


Πάτρικ είχε εξαπατήσει με αυτόν το χυδαίο τρόπο πολλούς
συγχωριανούς τους· αν και μπορεί να το διέδωσε στην
προσπάθειά της να μεγεθύνει το αδίκημά του, προκειμένου να
κάνει την ιστορία ακόμη πιο σοκαριστική. Η υπηρέτρια
αργότερα επέμεινε ότι είχε αναφέρει μόνο ένα όνομα στη
Χάριετ: της Νάνσι Ντουκέιν.

Η Νάνσι εκείνα τα χρόνια δεν ήταν διάσημη ζωγράφος


αλλά μια απλή, συνηθισμένη κοπέλα. Είχε εγκατασταθεί στο
Γκρέιτ Χόλινγκ με τον άντρα της, τον Ουίλιαμ, όταν εκείνος
διορίστηκε διευθυντής στο σχολείο του χωριού. Ο Ουίλιαμ
ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη Νάνσι. Εκείνη ήταν δεκαοκτώ
χρόνων, όταν παντρεύτηκαν, κι αυτός κόντευε τα πενήντα. Το
1912 πέθανε από κάποια νόσο του αναπνευστικού.

Σύμφωνα με τις κακοήθειες που άρχισε να διαδίδει η


Χάριετ Σίπελ, τον χιονισμένο Ιανουάριο του 1913, η Νάνσι
είχε θεαθεί πολλές φορές να μπαινοβγαίνει με ένοχο ύφος
στο σπίτι του εφημέριου αργά τη νύχτα ή το βραδάκι, αλλά
πάντα μετά που σκοτείνιαζε και μόνο όταν έλειπε η Φράνσις
Άιβ.

Οποιοσδήποτε με δυο δράμια μυαλό θα αμφισβητούσε


την ιστορία. Είναι σαφώς αδύνατον να παρατηρήσεις το
ένοχο ύφος κάποιου ή οποιαδήποτε έκφραση του προσώπου
του μες στη μαύρη νύχτα. Θα ήταν δύσκολο να διακρίνεις
ακόμη και την ταυτότητα της υποτιθέμενης γυναίκας που
μπαινόβγαινε στο σπίτι του εφημέριου, εκτός κι αν είχε
κάποιο χαρακτηριστικό βάδισμα, κάτι που δεν ίσχυε στην
περίπτωση της Νάνσι Ντουκέιν. Στην πραγματικότητα, είναι
πολύ πιθανότερο όποιος την είδε σε όλες αυτές τις
περιστάσεις να την ακολούθησε στην επιστροφή μέχρι το
σπίτι της, προκειμένου να διαπιστώσει την ταυτότητά της.
Γενικά, είναι πιο εύκολο να δεχτείς τη μαρτυρία κάποιου
πιο εμπαθή από σένα παρά να την αμφισβητήσεις, κι αυτό
ακριβώς συνέβη με τους περισσότερους κατοίκους του Γκρέιτ
Χόλινγκ. Ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν τη φήμη και μαζί με
τη Χάριετ να κατηγορήσουν τον Πάτρικ Άιβ για βλασφημία
και εξαπάτηση. Οι περισσότεροι πίστεψαν (ή προσποιήθηκαν
ότι πίστευαν, για να αποφύγουν τη βιτριολική χλεύη της
Χάριετ) ότι ο Πάτρικ Άιβ λειτουργούσε κρυφά ως δίαυλος
επικοινωνίας μεταξύ ζωντανών και νεκρών, αποσπώντας
υπολογίσιμα χρηματικά ποσά από εύπιστους ενορίτες ως
αντάλλαγμα. Οι συγχωριανοί της Χάριετ έβρισκαν απόλυτα
πιστευτό ότι η Νάνσι Ντουκέιν θα ήταν ανήμπορη να
αντισταθεί, αν της προσφερόταν ένας τρόπος να
ανταλλάσσει μηνύματα με τον μακαρίτη άντρα της, ιδίως
εφόσον η προσφορά αυτή προερχόταν από τον εφημέριο.
Επίσης, ότι θα πλήρωνε αδρά γι’ αυτή την εξυπηρέτηση.

Οι χωριανοί ξέχασαν ότι γνώριζαν, συμπαθούσαν και


εμπιστεύονταν τον Πάτρικ Άιβ. Αψήφησαν την εντιμότητα
και την καλοσύνη του. Παρέβλεψαν την απόλαυση που
έβρισκε η Χάριετ Σίπελ διασύροντας υποτιθέμενους
αμαρτωλούς. Συναίνεσαν στη σταυροφορία του μίσους της
από φόβο μη στραφεί επάνω τους η οργή της, αλλά δεν ήταν
αυτό το μόνο που τους έπεισε. Περισσότερο τους επηρέασε
όταν έμαθαν πως η Χάριετ είχε δύο ισχυρούς συμμάχους: τον
Ρίτσαρντ Νέγκους και την Άιντα Γκράνσμπερι, που είχαν
ενώσει και αυτοί τις δυνάμεις τους στον μοχθηρό αγώνα της.

Η Άιντα είχε τη φήμη της πιο θεοσεβούμενης γυναίκας του


Γκρέιτ Χόλινγκ. Η πίστη της ποτέ δεν κλονιζόταν και σπάνια
άνοιγε το στόμα της για να πει οτιδήποτε χωρίς να παραθέτει
ενδιάμεσα κάποιο εδάφιο της Καινής Διαθήκης. Όλοι τη
θαύμαζαν και τη σέβονταν, ακόμη κι αν δεν ήταν ο τύπος του
ανθρώπου που θα αποζητούσες για να ξεσκάσεις. Δεν ήταν
σε καμία περίπτωση ευχάριστη συντροφιά, αλλά ήταν ό,τι
κοντινότερο είχε το χωριό σ’ έναν δικό του, ντόπιο άγιο.
Επιπλέον ήταν αρραβωνιασμένη με τον δικηγόρο Ρίτσαρντ
Νέγκους, που είχε τη φήμη μεγαλοφυΐας.

Η σημαντική οξυδέρκεια του Ρίτσαρντ και ο αέρας


πραότητας και κύρους που ανέδιδε του είχαν εξασφαλίσει το
σεβασμό ολόκληρου του χωριού. Πίστεψε στο ψέμα, όταν η
Χάριετ το μοιράστηκε μαζί του, διότι αντιστοιχούσε με αυτό
που είχε δει κι εκείνος με τα μάτια του. Δηλαδή, τη Νάνσι
Ντουκέιν –ή τουλάχιστον κάποια γυναίκα που της έμοιαζε–
να φεύγει απ’ το σπίτι του εφημέριου μετά τα μεσάνυχτα, και
όχι μόνο μία φορά, όταν η σύζυγός του έλειπε για να
επισκεφθεί τον πατέρα της ή για να διανυκτερεύσει στο σπίτι
κάποιου ενορίτη.

Ο Ρίτσαρντ Νέγκους πίστεψε τη φήμη, όπως και η Άιντα


Γκράνσμπερι, που είχε σοκαριστεί αφάνταστα όταν έμαθε ότι
ο Πάτρικ Άιβ, ένας ιερωμένος, συμπεριφερόταν κατά τρόπο
τόσο αντιχριστιανικό. Έπειτα η Άιντα μαζί με τη Χάριετ και
τον Ρίτσαρντ έθεσαν στόχο τους την καθαίρεση του
εφημέριου Πάτρικ Άιβ, την απομάκρυνσή του από το Γκρέιτ
Χόλινγκ και την αποπομπή του από την Εκκλησία.
Απαιτούσαν να εμφανιστεί δημοσίως και να ομολογήσει τις
αμαρτίες του. Εκείνος αρνήθηκε να το κάνει, καθώς οι φήμες
ήταν αναληθείς.

Το μίσος των χωριανών σύντομα επεκτάθηκε και στη


Φράνσις, η οποία, σύμφωνα με τις διαδόσεις, ήξερε τις
αιρετικές και παράνομες δραστηριότητες του συζύγου της. Η
Φράνσις ορκίστηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. Αρχικά προσπάθησε
να πει ότι ο Πάτρικ ποτέ δεν θα ’κανε τέτοιο πράγμα· αλλά,
όταν ο ένας μετά τον άλλο επέμεναν ότι ο άντρας της ήταν
ένοχος, έπαψε τελείως να μιλά.

Μόνο δύο άτομα στο Γκρέιτ Χόλινγκ αρνήθηκαν να


συμμετάσχουν στο κυνήγι των Άιβ: η Νάνσι Ντουκέιν (για
λόγους προφανείς, έλεγαν πολλοί) και ο δόκτωρ Άμπροουζ
Φλαουερντέι, που ήταν ιδιαίτερα παθιασμένος υπερασπιστής
της Φράνσις Άιβ. Αν η Φράνσις γνώριζε τις ατασθαλίες που
λάμβαναν χώρα στο σπίτι τους, ισχυριζόταν ο γιατρός, για
ποιο λόγο συνέβαιναν μόνο όταν εκείνη απουσίαζε; Σίγουρα
αυτό άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν παντελώς αθώα.

Ο δόκτωρ Φλαουερντέι ήταν εκείνος που επισήμανε ότι


είναι αδύνατον να διακρίνεις το ένοχο ύφος ενός ανθρώπου
σε απόλυτο σκοτάδι. Επίσης δήλωνε την πρόθεσή του να
συνεχίσει να πιστεύει τον φίλο του Πάτρικ Άιβ, μέχρι κάποιος
να εμφανίσει αδιάσειστα τεκμήρια της ενοχής του. Τέλος, ο
δόκτωρ Φλαουερντέι είπε στη Χάριετ Σίπελ (στο δρόμο, όπου
την πέτυχε μια μέρα, και μπροστά σε πλήθος μαρτύρων) ότι
είχε κατά πάσα πιθανότητα διαπράξει περισσότερες ανομίες
στο τελευταίο μισάωρο απ’ όσες ο Πάτρικ Άιβ σε όλη του τη
ζωή.

Ο γιατρός δεν κέρδισε φίλους υποστηρίζοντας αυτές τις


απόψεις, αλλά είναι ένας από τους σπάνιους ανθρώπους που
δεν ενδιαφέρονται για τη γνώμη των άλλων. Υπερασπίστηκε
τον Πάτρικ Άιβ στις εκκλησιαστικές αρχές λέγοντας ότι, κατά
τη γνώμη του, οι φήμες δεν είχαν ούτε ένα σπόρο αλήθειας.
Ανησυχούσε υπερβολικά και για τη Φράνσις Άιβ, που στο
μεταξύ είχε περιέλθει σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Είχε
σταματήσει να τρώει, μετά βίας κοιμόταν, και δεν μπορούσε
να πειστεί με κανέναν τρόπο να βγει από το σπίτι. Ο Πάτρικ
Άιβ ήταν εκτός εαυτού. Η θέση του ως εφημέριου και η φήμη
του δεν τον ένοιαζαν πλέον, όπως έλεγε. Το μόνο που ήθελε
ήταν να αναρρώσει η σύζυγός του.
Η Νάνσι Ντουκέιν, στο μεταξύ, δεν είχε πει κουβέντα, ούτε
προς επιβεβαίωση ούτε προς διάψευση των διαδόσεων. Όσο
περισσότερο την τσίγκλιζε η Χάριετ Σίπελ, τόσο πείσμωνε και
παρέμενε σιωπηλή. Έπειτα, μια μέρα, άλλαξε γνώμη. Είπε
στον Βίκτορ Μίκιν ότι είχε κάτι σημαντικό να δηλώσει, για να
σταματήσει η ανοησία αυτή που είχε ήδη τραβήξει πολύ. Ο
Βίκτορ Μίκιν γέλασε, έτριψε τα χέρια του κι έφυγε αθόρυβα
από την πίσω πόρτα του Κινγκς Χεντ. Λίγο μετά, όλοι οι
κάτοικοι του Γκρέιτ Χόλινγκ ήξεραν ότι η Νάνσι Ντουκέιν
σκόπευε να προβεί σε δηλώσεις.

Ο Πάτρικ και η Φράνσις Άιβ ήταν οι μόνοι στο χωριό που


δεν εμφανίστηκαν στη συγκέντρωση των χωριανών. Όλοι οι
άλλοι –ακόμη και η υπηρέτρια που είχε εμπνευστεί τη
συκοφαντία, η οποία είχε παραμείνει άφαντη για μήνες–
μαζεύτηκαν στο πανδοχείο, λαχταρώντας ν’ αρχίσει η
επόμενη πράξη του δράματος.

Έπειτα από ένα φευγαλέο, φιλικό χαμόγελο στον


Άμπροουζ Φλαουερντέι, η Νάνσι Ντουκέιν απευθύνθηκε στο
πλήθος με τόνο ψύχραιμο και ευθύβολο. Διαβεβαίωσε ότι η
ιστορία, σύμφωνα με την οποία ο Πάτρικ Άιβ τής είχε
αποσπάσει χρήματα για να της μεταφέρει μηνύματα από τον
μακαρίτη σύζυγό της, ήταν παντελώς ψευδής. Ωστόσο,
διευκρίνισε, αυτό δεν ίσχυε για όλα όσα είχαν ακουστεί.
Παραδέχτηκε ότι αρκετές φορές είχε επισκεφθεί τον εφημέριο
στο σπίτι του αργά το βράδυ, όταν έλειπε η γυναίκα του. Ο
λόγος ήταν ότι ο Πάτρικ κι αυτή ήταν ερωτευμένοι.

Οι χωριανοί έβγαζαν πνιχτά επιφωνήματα κατάπληξης.


Ορισμένοι άρχισαν να ψιθυρίζουν. Άλλοι είχαν σκεπάσει το
στόμα με το χέρι τους ή έσφιγγαν το μπράτσο όποιου
στεκόταν πλάι τους.

Η Νάνσι περίμενε να καταλαγιάσει το σούσουρο προτού


εξακολουθήσει. «Ήταν λάθος μας που συναντιόμασταν
κρυφά, που αφήσαμε τον πειρασμό να μας παρασύρει», είπε,
«αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε χώρια. Όποτε
βρισκόμασταν στο σπίτι του Πάτρικ, το μόνο που κάναμε
ήταν να κουβεντιάζουμε για τα αισθήματα που έτρεφε ο ένας
για τον άλλο και πόσο ανέφικτη ήταν η ευόδωσή τους.
Συμφωνούσαμε ότι δεν έπρεπε να βρεθούμε ποτέ ξανά
μονάχοι, αλλά έπειτα η Φράνσις έφευγε για μια δυο μέρες
και... η δύναμη του έρωτά μας ήταν τόση που δεν
μπορούσαμε ν’ αντισταθούμε».

Κάποιος αναφώνησε: «Μόνο μιλούσατε, ε; Ρώτα και το


θειο μου τον ψεύτη!»

Η Νάνσι διαβεβαίωσε και πάλι το πλήθος ότι καμία


σωματική επαφή δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους. «Τώρα ξέρετε
την αλήθεια», είπε. «Πρόκειται για μια αλήθεια που θα
προτιμούσα να κρατήσω κρυφή, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος
να δώσω τέλος στα σιχαμένα ψεύδη που κυκλοφορούν. Όσοι
ξέρετε τι σημαίνει να σε κατακυριεύει ο έρωτας δεν μπορείτε
να μας καταδικάσετε, ούτε εμένα ούτε τον Πάτρικ. Ενώ όσοι
επιμείνετε να μας κατηγορείτε δεν γνωρίζετε τι θα πει έρωτας
και σας οικτίρω».

Έπειτα η Νάνσι κοίταξε κατάματα τη Χάριετ Σίπελ και είπε:


«Χάριετ, νομίζω ότι κάποτε ήξερες τι θα πει αληθινός έρωτας,
μα όταν έχασες τον Τζορτζ επέλεξες να το ξεχάσεις. Τότε
έκανες την αγάπη εχθρό και το μίσος σύμμαχο».

Αποφασισμένη καθώς ήταν να αποδείξει το αληθές του


ισχυρισμού της, η Χάριετ Σίπελ σηκώθηκε και, αφού
κατηγόρησε τη Νάνσι ως ψεύτρα πόρνη, άρχισε να
καταγγέλλει τον Πάτρικ Άιβ με περισσότερο πάθος από ποτέ.
Τον κατηγορούσε ότι όχι μόνο θησαύριζε εμπορευόμενος
πλαστές επαφές με τις ψυχές των νεκρών, αλλά
συναναστρεφόταν και γυναίκες χαλαρών ηθών κατά την
απουσία της συζύγου του. Ήταν μοιχός και αιρετικός! Ήταν
ακόμη χειρότερος απ’ ό,τι υποψιαζόταν η ίδια! Και ήταν
εξοργιστικό, κατέληξε, που ένας άνθρωπος τόσο βαθιά
βουτηγμένος στην αμαρτία αποκαλούσε τον εαυτό του
εφημέριο του Γκρέιτ Χόλινγκ.
Η Νάνσι Ντουκέιν έφυγε από το Κινγκς Χεντ στα μισά του
συκοφαντικού λόγου της Χάριετ, ανίκανη να τον υποφέρει.
Λίγο μετά, έφυγε τρέχοντας και η υπηρέτρια των Άιβ,
κατακόκκινη και πνιγμένη στο κλάμα.

Οι περισσότεροι χωριανοί δεν ήξεραν τι να υποθέσουν.


Τους είχαν μπερδέψει όσα είχαν ακούσει. Έπειτα μίλησε η
Άιντα Γκράνσμπερι και υπερασπίστηκε τη Χάριετ. Μολονότι
δεν ήταν σαφές τι ήταν φήμη και τι αλήθεια, όπως είπε, το
μόνο βέβαιο και αδιαμφισβήτητο ήταν ότι Πάτρικ Άιβ ήταν
ένας αμαρτωλός, που δεν μπορούσε να παραμείνει στη θέση
του, ως εφημέριος του Γκρέιτ Χόλινγκ.

Ναι, συμφώνησαν οι περισσότεροι συγχωριανοί της. Έτσι


ήταν.

Ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν μίλησε, ούτε καν όταν του το


ζήτησε η Άιντα, η αρραβωνιαστικιά του. Αργότερα είπε στον
δόκτορα Άμπροουζ Φλαουερντέι ότι ανησυχούσε για την
τροπή των γεγονότων και ότι δεν συμφωνούσε με το
χαρακτηρισμό «αμαρτωλός» για τον Πάτρικ, τον οποίο
προφανώς ενστερνιζόταν η Άιντα. Επίσης είπε ότι τον είχε
αηδιάσει η ωφελιμιστική στάση της Χάριετ Σίπελ, η οποία –
στην προσπάθειά της να κηρύξει τον Πάτρικ Άιβ δυο φορές
ένοχο, για δύο αμαρτήματα αντί ενός– είχε πάρει τη φράση
«αυτό είναι αληθές μα όχι εκείνο» της Νάνσι Ντουκέιν και
την είχε μετατρέψει σε «και αυτό και εκείνο είναι αληθή»,
δίχως αποδείξεις και τελείως αδικαιολόγητα.

Η Άιντα είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «αδιαμφισβήτητο»


στο πανδοχείο· ενώ αυτό που τώρα φαινόταν στον Ρίτσαρντ
Νέγκους αδιαμφισβήτητο, όπως είπε στον Άμπροουζ
Φλαουερντέι, ήταν ότι ο κόσμος (συμπεριλαμβανομένου,
προς μεγάλη του ντροπή, και του ιδίου) έλεγε τόσο καιρό
ψέματα για τον Πάτρικ Άιβ. Κι αν έλεγε ψέματα και η Νάνσι
Ντουκέιν; Αν ο έρωτάς της για τον Πάτρικ Άιβ δεν είχε βρει
ανταπόκριση, αν συναντιόνταν μόνο κατόπιν δικών της
πιέσεων και μόνο για να της εξηγήσει ο Πάτρικ ότι έπρεπε να
απαρνηθεί τα αισθήματα που έτρεφε για εκείνον;

Ο δόκτωρ Φλαουερντέι συμφώνησε· κανένας δεν ήξερε με


βεβαιότητα κατά πόσο ο Πάτρικ Άιβ είχε περιπέσει σε κάποιο
σφάλμα, κάτι το οποίο πίστευε κι ο ίδιος από την αρχή της
όλης ιστορίας. Ήταν ο μόνος που οι Άιβ δέχονταν στο σπίτι
τους, και στην επόμενή του επίσκεψη μετέφερε στον Πάτρικ
όσα είχε πει η Νάνσι Ντουκέιν στο Κινγκς Χεντ. Ο Πάτρικ
απλώς έγνεψε αρνητικά. Δεν σχολίασε αν ήταν αληθείς ή
ψευδείς οι ισχυρισμοί της Νάνσι. Η Φράνσις Άιβ, στο μεταξύ,
χειροτέρευε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.

Ο Ρίτσαρντ Νέγκους απέτυχε να μεταπείσει την Άιντα


Γκράνσμπερι να δει τα γεγονότα όπως τα έβλεπε πλέον ο
ίδιος, οπότε οι σχέσεις τους εντάθηκαν. Οι χωριανοί, με
μπροστάρισσα τη Χάριετ, εξακολούθησαν να καταδιώκουν
τον Πάτρικ και τη Φράνσις Άιβ, εκστομίζοντας μεγαλόφωνα
κατηγόριες έξω απ’ το σπίτι τους από το πρωί ως το βράδυ. Η
Άιντα συνέχισε να απευθύνει εκκλήσεις για να απομακρυνθεί
ο Άιβ από τη θέση του εφημέριου και από το Γκρέιτ Χόλινγκ,
για το καλό του ίδιου και της συζύγου του.

Τότε συνέβη το μοιραίο: Η Φράνσις Άιβ, μη μπορώντας ν’


αντέξει άλλο την ατίμωση, πήρε δηλητήριο κι έδωσε τέλος
στη δυστυχισμένη της ζωή. Ο άντρας της τη βρήκε και
κατάλαβε μεμιάς ότι ήταν ήδη πολύ αργά. Δεν είχε νόημα να
ειδοποιήσει τον δόκτορα Φλαουερντέι· η Φράνσις ήταν
νεκρή. Ο Πάτρικ Άιβ επίσης καταλάβαινε ότι δεν θα
μπορούσε να ζήσει κουβαλώντας τόση οδύνη και ενοχή,
οπότε αυτοκτόνησε κι αυτός.

Η Άιντα Γκράνσμπερι συμβούλεψε τους χωριανούς να


προσευχηθούν στον Θεό, ώστε να ελεήσει τις αμαρτωλές
ψυχές του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, όσο απίθανο κι αν
ήταν ο Κύριος να τους συγχωρήσει.

Η Χάριετ Σίπελ θεωρούσε ότι ο Κύριος δεν είχε καμία


ανάμειξη στο ζήτημα· οι Άιβ θα καίγονταν στην Κόλαση
εσαεί, έλεγε στο δικό της ποίμνιο των ενάρετων διωκτών, και
ότι αυτή ήταν η τιμωρία που τους άξιζε.
Λίγους μήνες μετά το θάνατο των Άιβ, ο Ρίτσαρντ
Νέγκους έβαλε τέλος στον αρραβώνα του με την Άιντα
Γκράνσμπερι κι έφυγε από το Γκρέιτ Χόλινγκ. Η Νάνσι
Ντουκέιν μετακόμισε στο Λονδίνο· κι όσο για την υπηρέτρια
που είχε πει το φρικτό εκείνο ψέμα, δεν ξαναφάνηκε στο
χωριό.

Στο μεταξύ, ο Τσαρλς και η Μάργκαρετ Ερνστ είχαν φτάσει


και είχαν αναλάβει την ενορία και την κατοικία του
εφημέριου. Σύντομα απέκτησαν φιλικές σχέσεις με τον
δόκτορα Άμπροουζ Φλαουερντέι, ο οποίος, παρόλο που θα
προτιμούσε να το αποφύγει, τους αφηγήθηκε την τραγική
ιστορία. Τους είπε ότι ο Πάτρικ Άιβ –είτε είχε κάνει το
σφάλμα να ερωτευτεί τη Νάνσι Ντουκέιν είτε όχι– ήταν ένας
από τους πιο γενναιόδωρους και καλόβουλους ανθρώπους
που είχε γνωρίσει ποτέ, και ήταν ο τελευταίος στον οποίο θα
άξιζε να δυσφημιστεί.

Η αναφορά του γιατρού στη λέξη «δυσφήμιση» έδωσε στη


Μάργκαρετ Ερνστ την ιδέα του σονέτου στην ταφόπλακα. Ο
Τσαρλς Ερνστ ήταν αντίθετος, μη θέλοντας να εξάψει τα
πνεύματα των χωριανών, αλλά η Μάργκαρετ ήταν
αμετακίνητη, αποφασισμένη ότι αυτός ο ιερός ναός έπρεπε
να δείξει την υποστήριξή του στο ζεύγος των εκλιπόντων.

«Θα ’θελα να κάνω πολύ περισσότερα στη Χάριετ Σίπελ


και στην Άιντα Γκράνσμπερι από το να εξάψω το θυμικό
τους», είπε και πράγματι, προφέροντας αυτά τα λόγια, είχε
κατά νου το φόνο – μονάχα ως φαντασίωση και όχι ως
έγκλημα που σκόπευε να διαπράξει.

Αφού μου αφηγήθηκε την ιστορία, η Μάργκαρετ Ερνστ


βυθίστηκε στη σιωπή. Μείναμε και οι δυο κάμποση ώρα έτσι
αμίλητοι.

Στο τέλος είπα: «Καταλαβαίνω για ποιο λόγο μού


αναφέρατε το όνομα της Νάνσι Ντουκέιν, όταν σας ρώτησα
ποιος μπορεί να είχε κίνητρο. Ωστόσο, θα ήταν ικανή να
σκοτώσει τον Ρίτσαρντ Νέγκους; Εκείνος απέσυρε την
υποστήριξή του στη Χάριετ και στην Άιντα, μόλις
αρθρώθηκαν οι πρώτες αμφιβολίες για τους ισχυρισμούς της
υπηρέτριας».

«Μπορώ μονάχα να σας περιγράψω πώς θα ένιωθα εγώ


στη θέση της Νάνσι», είπε η Μάργκαρετ. «Θα συγχωρούσα
τον Ρίτσαρντ Νέγκους; Όχι, δεν θα τον συγχωρούσα. Αν δεν
είχε επικροτήσει τα ψέματα που διέσπειραν η Χάριετ κι εκείνη
η σιχαμένη υπηρέτρια, η Άιντα Γκράνσμπερι μπορεί να μην
είχε πιστέψει τις ανοησίες που διέδιδαν. Τρεις άνθρωποι
ξεσήκωσαν την έχθρητα του Γκρέιτ Χόλινγκ εναντίον του
Πάτρικ Άιβ: η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι και ο
Ρίτσαρντ Νέγκους».

«Και η υπηρέτρια;»

«Ο Άμπροουζ Φλαουερντέι δεν πιστεύει ότι η υπηρέτρια


σκόπευε να δώσει την αφορμή για μια τόσο ανεξέλεγκτη
φημολογία. Ήταν εμφανώς στενοχωρημένη, όταν το μίσος
για τους Άιβ άρχισε να εξαπλώνεται στο χωριό».

Συνοφρυώθηκα· η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική.


«Ναι, αλλά από την οπτική γωνία της Νάνσι Ντουκέιν –
υποθέτοντας, χάριν συζήτησης και μόνο, ότι αυτή τους
δολοφόνησε–, αν δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον Ρίτσαρντ
Νέγκους, που στην πορεία μετάνιωσε για τη στάση του, για
ποιο λόγο να συγχωρήσει την κοπέλα που με το ψέμα της
έκανε το πρώτο βήμα;»

«Μπορεί να μην τη συγχώρησε», είπε η Μάργκαρετ.


«Μπορεί να τη σκότωσε και αυτή. Δεν ξέρω τι απέγινε η
υπηρέτρια, αλλά η Νάνσι Ντουκέιν μπορεί να γνώριζε.
Μπορεί να την κυνήγησε και να τη δολοφόνησε. Τι
συμβαίνει; Γιατί χλωμιάσατε ξαφνικά;»

«Πώς... πώς λεγόταν η υπηρέτρια που είπε το ψέμα;»


ρώτησα τραυλίζοντας, τρέμοντας ότι θ’ ακούσω την
απάντηση που ενδεχομένως ήξερα ήδη. Όχι, όχι, δεν μπορεί,
έλεγε μια φωνή στο μυαλό μου, κι ωστόσο, ποια άλλη μπορεί
να είναι;

«Τζένι Χομπς. Κύριε Κάτσπουλ, αισθάνεστε καλά; Η όψη


σας είναι ανησυχητική».

«Είχε δίκιο! Όντως κινδυνεύει».

«Ποιος είχε δίκιο;»

«Ο Ηρακλής Πουαρό. Έχει πάντα δίκιο. Πώς είναι


δυνατόν;»

«Γιατί θυμώσατε; Εσείς θέλατε να έχει άδικο;»

«Όχι. Μάλλον όχι», είπα μ’ έναν αναστεναγμό. «Παρ’ ότι


τώρα φοβάμαι ότι η Τζένι Χομπς κινδυνεύει – αν υποθέσουμε
ότι είναι ακόμα ζωντανή».

«Μάλιστα. Παράξενο».

«Τι είναι παράξενο;»

Η Μάργκαρετ αναστέναξε με τη σειρά της. «Παρ’ όλα όσα


σας είπα, δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι οποιοσδήποτε
κινδυνεύει από τη Νάνσι. Ασχέτως αν είχε ή δεν είχε κίνητρο,
δεν μπορώ να τη φανταστώ να σκοτώνει άνθρωπο. Θα
ακουστεί περίεργο, αλλά... δεν γίνεται να σκοτώσεις χωρίς να
βυθιστείς στη φρίκη και στην ασχήμια – δεν συμφωνείτε;»

Έγνεψα καταφατικά.

«Στη Νάνσι άρεσε το γέλιο, η ομορφιά, οι απολαύσεις, ο


έρωτας... Πράγματα χαρούμενα, φωτεινά. Δεν θα ’θελε καμία
ανάμειξη με κάτι τόσο φρικτό όσο ο φόνος».

«Κι αν δεν το ’κανε η Νάνσι, τότε ποιος;» ρώτησα.


«Μήπως αυτός ο μέθυσος, ο γερο-Ουόλτερ Στόουκλι; Ως
πατέρας της Φράνσις Άιβ, είχε ισχυρό κίνητρο. Αν άφηνε το
ποτό για καμιά δυο μέρες, μπορεί να κατάφερνε να σκοτώσει
τα τρία άτομα που θεωρούσε ένοχα».

«Θα ήταν τελείως αδύνατον για τον Ουόλτερ να κόψει το


πιοτό ακόμη και για μία ώρα. Σας διαβεβαιώνω, ο Ουόλτερ
Στόουκλι δεν είναι ο άνθρωπος που αναζητείτε. Βλέπετε, σε
αντίθεση με τη Νάνσι Ντουκέιν, ποτέ δεν κατηγόρησε τη
Χάριετ, την Άιντα και τον Ρίτσαρντ γι’ αυτό που συνέβη στη
Φράνσις. Κατηγόρησε τον εαυτό του».

«Εξ ου και το ποτό;»

«Ακριβώς. Τον εαυτό του αποφάσισε να σκοτώσει ο


Ουόλτερ Στόουκλι, μετά το θάνατο της κόρης του, και νομίζω
ότι σύντομα θα τα καταφέρει».

«Για ποιο λόγο να νιώθει υπεύθυνος για την αυτοκτονία


της Φράνσις;»

«Ο Ουόλτερ δεν έμενε ανέκαθεν στο Γκρέιτ Χόλινγκ.


Μετακόμισε εδώ για να είναι κοντά στον τάφο του Πάτρικ και
της Φράνσις. Είναι δύσκολο να το φανταστείτε, βλέποντάς
τον όπως είναι τώρα· αλλά, μέχρι το θάνατο της Φράνσις, ο
Ουόλτερ Στόουκλι ήταν επιφανής μελετητής των αρχαίων
κλασικών, και καθηγητής στο Κολέγιο του Σωτήρος, στο
Κέμπριτζ. Εκεί προετοιμάστηκε ο Πάτρικ Άιβ για την
ιεροσύνη. Ο Πάτρικ ήταν ορφανός. Έχασε τους γονείς του σε
τρυφερή ηλικία, κι ο Ουόλτερ τον είχε κάπως σαν
προστατευόμενό του. Η Τζένι Χομπς, που τότε ήταν μόλις
δεκαεπτά χρόνων, δούλευε ως καμαριέρα στο πανεπιστήμιο.
Ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις καμαριέρες, οπότε ο Ουόλτερ
Στόουκλι της ανέθεσε τη φροντίδα του δωματίου του Πάτρικ
Άιβ. Όταν ο Πάτρικ παντρεύτηκε τη Φράνσις Στόουκλι, την
κόρη του Ουόλτερ, και οι δυο τους μετακόμισαν στο Γκρέιτ
Χόλινγκ για να αναλάβουν την ενορία, η Τζένι τούς
ακολούθησε. Καταλαβαίνετε;»

Έγνεψα καταφατικά. «Ο Ουόλτερ Στόουκλι κατηγορεί τον


εαυτό του επειδή έφερε κοντά τον Πάτρικ με την Τζένι Χομπς.
Αν ο Πάτρικ και η Φράνσις δεν είχαν πάρει μαζί τους την
Τζένι στο Γκρέιτ Χόλινγκ, δεν θα ήταν σε θέση να πει το
φοβερό ψέμα που οδήγησε το ζευγάρι στο θάνατο».

«Κι εγώ δεν θα χρειαζόταν να περάσω όλη μου τη ζωή


παρακολουθώντας έναν τάφο, για να είμαι σίγουρη ότι
κανένας δεν θα τον βεβηλώσει».

«Ποιος θα έκανε τέτοιο πράγμα;» ρώτησα. «Η Χάριετ


Σίπελ; Προτού δολοφονηθεί, θέλω να πω».

«Ω, όχι. Το όπλο της Χάριετ ήταν ο τοξικός της λόγος, όχι
τα χέρια της. Ποτέ δεν θα βεβήλωνε τάφο, όχι. Οι
καβγατζήδες νεαροί του χωριού θα το ’καναν, έτσι και τους
δινόταν η ευκαιρία. Ήταν μικρά παιδιά, όταν πέθαναν ο
Πάτρικ και η Φράνσις, αλλά έχουν ακούσει ένα σωρό ιστορίες
από τους γονείς τους. Αν ρωτήσετε τους χωριανούς, εκτός
από μένα και τον Άμπροουζ Φλαουερντέι, όλοι θα σας πουν
ότι ο Πάτρικ Άιβ ήταν διεστραμμένος, ότι αυτός και η
γυναίκα του έκαναν τελετές μαύρης μαγείας. Νομίζω ότι όσο
περνούν τα χρόνια τόσο μεγαλώνει η βεβαιότητά τους. Δεν
έχουν άλλη επιλογή – έτσι δεν είναι; Ή θα δεχτούν το ψέμα ή
θα αντιπαθήσουν τον εαυτό τους τόσο βαθιά όσο τους
αντιπαθώ κι εγώ».

Υπήρχε κάτι ακόμη που ήθελα να διασαφηνίσω: «Ο


Ρίτσαρντ Νέγκους έκοψε τα πάρε δώσε με την Άιντα
Γκράνσμπερι, επειδή εκείνη εξακολούθησε να κατηγορεί τον
Πάτρικ Άιβ, αφότου ο ίδιος είχε μετανοήσει; Μετά τις
δηλώσεις της Νάνσι στο πανδοχείο διέλυσε τον αρραβώνα
τους;»

Μια αλλόκοτη έκφραση διαπέρασε το πρόσωπο της


Μάργκαρετ. Άρχισε να λέει «Η μέρα εκείνη στο Κινγκς Χεντ
ήταν η αρχή του...» έπειτα σώπασε κι άλλαξε ρότα. «Ναι. Ο
Ρίτσαρντ δεν άντεχε την παράλογη επιμονή της σ’ αυτό τον
ενάρετο αγώνα, στο πλευρό της Χάριετ».

Ξαφνικά στο πρόσωπο της Μάργκαρετ απλώθηκε μια


παγωμάρα. Είχα την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι ακόμη, κάτι
σημαντικό, που είχε επιλέξει να μου αποκρύψει.

«Είπατε ότι η Φράνσις Άιβ πήρε δηλητήριο. Πώς; Πού το


βρήκε; Και πώς πέθανε ο Πάτρικ Άιβ;» ρώτησα.

«Με τον ίδιο τρόπο, πήρε δηλητήριο. Δεν φαντάζομαι να


έχετε ακουστά την αμπρίνη;»

«Όχι, δεν νομίζω».

«Προέρχεται από ένα φυτό που απαντά στους τροπικούς,


κι οι καρποί του μοιάζουν με κόκκινα μπιζέλια. Η Φράνσις
Άιβ προμηθεύτηκε από κάπου μερικά φιαλίδια με το
συγκεκριμένο δηλητήριο».

«Με συγχωρείτε, αλλά αν και οι δύο πήραν το ίδιο


δηλητήριο και βρέθηκαν νεκροί μαζί, πώς διαπιστώθηκε ότι
πρώτα η Φράνσις αυτοκτόνησε και μετά ο Ρίτσαρντ, δηλαδή
αφού τη βρήκε νεκρή;»

Η Μάργκαρετ πήρε ένα ύφος επιφυλακτικό. «Δεν θα


επαναλάβετε αυτό που θα σας πω σε κανέναν στο Γκρέιτ
Χόλινγκ – σύμφωνοι; Μόνο στο Λονδίνο, στη Σκότλαντ
Γιαρντ».

«Σύμφωνοι». Αποφάσισα ότι, στην παρούσα περίσταση, ο


Ηρακλής Πουαρό μπορούσε να λογίζεται ως συνάδελφος
στη Σκότλαντ Γιαρντ.

«Η Φράνσις Άιβ έγραψε ένα σημείωμα στο σύζυγό της


πριν δώσει τέλος στη ζωή της», είπε η Μάργκαρετ. «Ήταν
φανερή η πεποίθησή της ότι ο Πάτρικ θα ζούσε. Και εκείνος
άφησε ένα σημείωμα με τη σειρά του, όπου...» Και σώπασε.

Περίμενα.

Έπειτα από λίγο είπε: «Τα δύο σημειώματα αποτύπωναν


την αλληλουχία των γεγονότων».
«Και τι απέγιναν;»

«Τα κατέστρεψα. Ο Άμπροουζ Φλαουερντέι μού τα ’δωσε


κι εγώ τα πέταξα στη φωτιά».

Η κίνηση αυτή μου φάνηκε τρομερά περίεργη. «Μα γιατί


να κάνετε τέτοιο πράγμα;» ρώτησα.

«Γιατί...» Η Μάργκαρετ ρούφηξε τη μύτη της και


απέστρεψε το βλέμμα. «Δεν ξέρω», είπε με πείσμα.

Σαφώς και ξέρει, αναλογίστηκα. Ήταν προφανές απ’ τα


ερμητικά σφιγμένα της χείλη ότι δεν σκόπευε να πει
περισσότερα για το θέμα. Ακόμη κι αν προσπαθούσα να
συνεχίσω την ανάκριση, απλώς θα επιβεβαιωνόταν η
απόφασή της να σιωπήσει.

Σηκώθηκα να ξεπιαστώ, καθώς τα πόδια μου είχαν


μουδιάσει. «Πάντως έχετε δίκιο», είπα. «Τώρα που ξέρω την
ιστορία του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, θέλω πράγματι να
μιλήσω με τον δόκτορα Φλαουερντέι, που ζούσε στο χωριό
όταν συνέβη η τραγωδία. Όσο πιστή και να ’ναι η εξιστόρησή
σας–»

«Όχι! Μου δώσατε το λόγο σας».

«Θα ήθελα πολύ να τον ρωτήσω για την Τζένι Χομπς, επί
παραδείγματι».

«Μπορώ να σας πω εγώ για την Τζένι. Τι θα θέλατε να


μάθετε; Τόσο ο Πάτρικ όσο και η Φράνσις Άιβ έμοιαζαν να
τη θεωρούν απαραίτητη. Της είχαν μεγάλη συμπάθεια. Όλοι
τη θεωρούσαν μια μαζεμένη, ευγενική κοπέλα και άκακη,
ώσπου είπε ένα επικίνδυνο ψέμα. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι
ένας άνθρωπος ικανός να επινοήσει ένα τόσο βαρύ ψέμα απ’
το τίποτα μπορεί να είναι άκακος. Ήταν και ξιπασμένη. Μέχρι
την ομιλία της άλλαξε».

«Πώς;»

«Ο Άμπροουζ είχε πει ότι συνέβη ξαφνικά. Τη μία μέρα


μιλούσε όπως θα περίμενε κανείς από μια υπηρέτρια και την
επομένη είχε μια εντελώς καινούρια, μια πολύ πιο
εκλεπτυσμένη φωνή, και δεν έκανε ούτε ένα λαθάκι».

Διότι τηρούσε τους κανόνες της γραμματικής,


συλλογίστηκα. Αχ, σας παρακαλώ, μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει
κανένα στόμα! Τρία στόματα, το καθένα είχε ένα
μανικετόκουμπο με μονόγραμμα στο εσωτερικό του – μια
φράση γραμματικώς ορθή. Να πάρει η οργή, και σ’ αυτό είχε
δίκιο τελικά ο Πουαρό.

«Ο Άμπροουζ λέει ότι η Τζένι άλλαξε τη φωνή της


μιμούμενη τον Πάτρικ και τη Φράνσις. Οι Άιβ ήταν
μορφωμένοι άνθρωποι και χειρίζονταν εξαιρετικά την αγγλική
γλώσσα».

«Μάργκαρετ, πείτε μου σας παρακαλώ την αλήθεια: Για


ποιο λόγο είστε τόσο κατηγορηματική και με αποτρέπετε να
μιλήσω με τον Άμπροουζ Φλαουερντέι; Φοβάστε μη μου πει
κάτι που θα προτιμούσατε να μη γνωρίζω;»

«Δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτα να μιλήσετε με τον


Άμπροουζ, ενώ στον ίδιο θα δημιουργούσατε μεγάλο
πρόβλημα», είπε με πυγμή η Μάργκαρετ. «Έχετε την άδειά
μου να τρομοκρατήσετε οποιονδήποτε άλλο χωριανό
πετύχετε στο διάβα σας». Χαμογέλασε, αλλά το βλέμμα της
παρέμεινε σκληρό. «Είναι ήδη φοβισμένοι –οι ένοχοι
ξεκληρίζονται ένας προς έναν, και κατά βάθος ξέρουν ότι
είναι όλοι ένοχοι–, αλλά θα τους φόβιζε ακόμη περισσότερο
αν σας άκουγαν να λέτε –εσείς, ένας ειδήμονας– ότι ο
δολοφόνος δεν θα ικανοποιηθεί έως ότου όλοι όσοι
συνέβαλαν στην αυτοκτονία του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ
καταλήξουν στον πάτο της Κόλασης».

«Λίγο υπερβολική σάς βρίσκω», είπα.

«Έχω ανορθόδοξη αίσθηση του χιούμορ. Ο Τσαρλς


παραπονιόταν γι’ αυτό. Ποτέ δεν του το ’πα, αλλά δεν
πιστεύω σε Παράδεισο και Κόλαση. Στον Θεό πιστεύω, αλλά
δεν αναφέρομαι σε αυτό τον πολυσυζητημένο Θεό».

Πρέπει να φαινόμουν ταραγμένος. Δεν ήθελα να συζητήσω


θεολογικά θέματα· ήθελα να γυρίσω στο Λονδίνο το
συντομότερο δυνατόν και να μοιραστώ με τον Πουαρό όσα
είχα ανακαλύψει.

Η Μάργκαρετ εξακολούθησε: «Υπάρχει βέβαια μόνο ένας


Θεός, αλλά δεν πιστεύω με τίποτα ότι θέλει να ακολουθούμε
τους κανόνες χωρίς να τους αμφισβητούμε, ούτε θέλει να
είμαστε αμείλικτοι με όσους ξεστρατίζουν». Έπειτα
χαμογέλασε πιο φιλικά και είπε: «Νομίζω ότι ο Θεός βλέπει
τον κόσμο όπως τον βλέπω εγώ, και σε καμία περίπτωση
όπως τον έβλεπε η Άιντα Γκράνσμπερι. Δεν συμφωνείτε;»

Έβγαλα ένα ακαθόριστο μουρμουρητό.

«Η Εκκλησία διδάσκει ότι μόνο ο Θεός μπορεί να κρίνει»,


είπε η Μάργκαρετ. «Γιατί η ευσεβής Άιντα Γκράνσμπερι δεν
το επισήμανε αυτό στη Χάριετ Σίπελ και στο λυσσασμένο της
ποίμνιο; Γιατί φύλαξε όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις της
για τον Πάτρικ Άιβ; Αν κάποιος επιθυμεί να παρουσιάζει τον
εαυτό του ως υπόδειγμα χριστιανού, πρέπει να συμβαδίζει με
τις βασικές διδαχές του χριστιανισμού».
«Βλέπω ότι εξακολουθείτε να είστε θυμωμένη σχετικά με
αυτό το θέμα».

«Και θα παραμείνω θυμωμένη μέχρι να πεθάνω, κύριε


Κάτσπουλ. Όταν οι πιο μεγάλοι αμαρτωλοί καταδιώκουν
ανθρώπους πολύ λιγότερο αμαρτωλούς στο όνομα της
ηθικής, οφείλει κανείς να εξοργίζεται».

«Φρικτό πράγμα η υποκρισία», είπα συναινώντας.

«Εκτός αυτού, μπορεί κανείς να πει ότι σε καμία περίπτωση


δεν αποτελεί σφάλμα η επιθυμία να ζήσεις με τον άνθρωπο
που αγαπάς στ’ αλήθεια».

«Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Αν είσαι παντρεμένος–»

«Όχου, στα κομμάτια κι ο γάμος!» Η Μάργκαρετ κοίταξε


τα πορτρέτα στον τοίχο και τους απευθύνθηκε. «Λυπάμαι,
Τσαρλς καλέ μου, αλλά όταν δύο άνθρωποι αγαπιούνται,
όσο κι αν δεν βολεύει την Εκκλησία, όσο κι αν αντίκειται
στους κανόνες... η αγάπη είναι αγάπη – έτσι δεν είναι; Ξέρω
ότι δεν σ’ αρέσει να τ’ ακούς αυτό».

Ούτε και σ’ εμένα άρεσε ιδιαίτερα. «Η αγάπη μπορεί να


προκαλέσει μεγάλους μπελάδες», είπα. «Αν η Νάνσι
Ντουκέιν δεν αγαπούσε τον Πάτρικ Άιβ, δεν θα είχα τώρα
τρεις φόνους να εξιχνιάσω».

«Αυτό που λέτε είναι τελείως παράλογο», είπε η


Μάργκαρετ, σουφρώνοντας τη μύτη. «Το μίσος εξωθεί στο
φόνο, κύριε Κάτσπουλ, όχι η αγάπη. Ποτέ δεν φταίει η αγάπη.
Μην παραλογίζεστε».

«Πίστευα ανέκαθεν ότι οι πιο αυστηροί κανόνες αποτελούν


την καλύτερη δοκιμασία για τον άνθρωπο», της είπα.

«Ναι, αλλά ποια πτυχή του χαρακτήρα του δοκιμάζουν;


Την ευπιστία μας, ίσως; Τη στενόμυαλη ηλιθιότητα; Η
Βίβλος, με όλες της τις εντολές, είναι απλώς ένα βιβλίο που
έγραψαν ένας ή περισσότεροι άνθρωποι. Θα έπρεπε να φέρει
ένα προειδοποιητικό σημείωμα σε περίοπτη θέση: Ο λόγος
του Θεού, αλλοιωμένος και παρερμηνευμένος από τον
άνθρωπο».

«Πρέπει να φύγω», είπα νιώθοντας αμήχανα με την τροπή


της συζήτησης. «Με περιμένουν στο Λονδίνο. Σας ευχαριστώ
για το χρόνο και τη βοήθειά σας. Η συνεργασία σας υπήρξε
ανεκτίμητη».

«Συγχωρήστε με», είπε η Μάργκαρετ ακολουθώντας με ως


την εξώπορτα. «Δεν συνηθίζω να λέω τη γνώμη μου τόσο
μονοκόμματα, εκτός κι αν μιλάω με τον Άμπροουζ ή με το
πορτρέτο του Τσαρλς».

«Σ’ αυτή την περίπτωση, υποθέτω ότι με τιμάτε», είπα.

«Κύριε Κάτσπουλ, πέρασα όλη μου τη ζωή ακολουθώντας


τις περισσότερες από τις εντολές που καταγράφονται στο
σκονισμένο εκείνο κιτάπι. Έτσι έμαθα πόσο μεγάλη ανοησία
είναι η τυφλή υπακοή. Όταν δυο εραστές αδιαφορούν για τις
επιπτώσεις και συναντιούνται, ενώ δεν πρέπει..., τους
θαυμάζω! Κι όποιον δολοφόνησε τη Χάριετ Σίπελ επίσης τον
θαυμάζω. Έστω κι άθελά μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι
επικροτώ το φόνο. Κάθε άλλο. Τώρα πηγαίνετε, προτού λυθεί
κι άλλο η γλώσσα μου».

*
Καθώς επέστρεφα στο πανδοχείο, συλλογιζόμουν ότι η
συζήτηση είναι ένα παράξενο μέσο, που μπορεί να σε
οδηγήσει σχεδόν οπουδήποτε. Καμιά φορά βρίσκεσαι
αποκλεισμένος σ’ ένα σημείο που απέχει παρασάγγας από
την αφετηρία της συνομιλίας, χωρίς να έχεις ιδέα πώς θα
επιστρέψεις. Τα λόγια της Μάργκαρετ Ερνστ αντηχούσαν στ’
αυτιά μου καθώς βάδιζα: «Όσο κι αν αντίκειται στους
κανόνες... η αγάπη είναι αγάπη – έτσι δεν είναι;»

Στο Κινγκς Χεντ, προσπέρασα βιαστικά τον Ουόλτερ


Στόουκλι που κοιμόταν ύπνο βαθύ και τον Βίκτορ Μίκιν που
κοίταζε με φιλήδονη περιέργεια, κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου
για να φτιάξω τη βαλίτσα μου.

Πήρα το επόμενο τρένο για το Λονδίνο και, καθώς το


τρένο απομακρυνόταν απ’ το σταθμό, αποχαιρέτησα όλο
χαρά το Γκρέιτ Χόλινγκ. Όσο κι αν χαιρόμουν που έφευγα, θα
’θελα να είχα μιλήσει με τον δόκτορα Φλαουερντέι. Τι θα
’λεγε ο Πουαρό, όταν θα του ανέφερα την υπόσχεση που είχα
δώσει στη Μάργκαρετ Ερνστ; Θα αποδοκίμαζε την απόφασή
μου, αυτό ήταν βέβαιο, και θα ’λεγε κάτι για τους Άγγλους
και την ανόητη αίσθηση του χιούμορ τους. Τότε, δίχως άλλο,
θα χαμήλωνα το κεφάλι και θα μουρμούριζα κάτι
απολογητικά, αντί να υψώσω τη φωνή μου, λέγοντας ότι
κατά τη γνώμη μου καταφέρνεις πάντα να αποσπάσεις
περισσότερες πληροφορίες από ανθρώπους που έχεις
σεβαστεί τις επιθυμίες τους. Αν αφήσεις τον άλλο να νομίζει
ότι δεν έχεις σκοπό να τον πιέσεις, για να σου πει όσα ξέρει,
θα εκπλαγείς γιατί τις πιο πολλές φορές θα πάρει εκείνος την
πρωτοβουλία, θα σε πλησιάσει και θα σου προσφέρει τις
απαντήσεις που αναζητούσες.

Ήξερα ότι ο Πουαρό δεν θα ενέκρινε τη στρατηγική μου


και αποφάσισα ότι δεν μ’ ένοιαζε. Αν η Μάργκαρετ Ερνστ
μπορούσε να διαφωνεί με τον Θεό τον ίδιο, τότε ήταν
απόλυτα φυσικό να διαφωνώ κι εγώ πότε πότε με τον
Ηρακλή Πουαρό. Αν ήθελε να μιλήσει με τον δόκτορα
Φλαουερντέι, μπορούσε να ταξιδέψει και αυτός στο Γκρέιτ
Χόλινγκ για να τον συναντήσει.

Ήλπιζα ότι δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σ’ αυτό. Η Νάνσι


Ντουκέιν ήταν το άτομο στο οποίο έπρεπε να εστιάσουμε·
καθώς και στην προστασία της Τζένι, με την προϋπόθεση ότι
δεν ήταν ήδη πολύ αργά. Ήμουν γεμάτος ενοχές που είχα
επιμείνει με τόση απερισκεψία ότι δεν διέτρεχε τον παραμικρό
κίνδυνο. Αν καταφέρουμε να τη σώσουμε, τα εύσημα θα
ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στον Πουαρό. Αν
εξιχνιάσουμε τους τρεις φόνους στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ,
κατά τρόπο ικανοποιητικό, και αυτό στον Πουαρό θα το
οφείλουμε. Επισήμως, στη Σκότλαντ Γιαρντ, θα πιστωνόταν
σ’ εμένα, ως μία ακόμη επιτυχία, αλλά όλοι θα ήξεραν πως
επρόκειτο για θρίαμβο του Πουαρό και όχι για δικό μου. Στην
ουσία, οι προϊστάμενοί μου, γνωρίζοντας την ανάμειξη του
Πουαρό στην υπόθεση, με είχαν αφήσει να ενεργήσω κατά
βούληση ή μάλλον κατά τη βούληση του Βέλγου φίλου μου.
Τον διάσημο Ηρακλή Πουαρό εμπιστεύονταν ολοκληρωτικά,
όχι εμένα.

Άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως θα ’ταν προτιμότερο να


αποτύχω μόνος μου, χωρίς βοήθεια τρίτου, παρά να επιτύχω
χάρη στην ανάμειξη του Πουαρό, και αποκοιμήθηκα πριν
καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα.

Είδα ένα όνειρο –το πρώτο μέσα σε τρένο–, όπου όλοι με


κατηγορούσαν για κάτι που ήξερα πως δεν είχα κάνει. Στο
όνειρο, έβλεπα την ταφόπλακά μου καθαρά, με το δικό μου
όνομα χαραγμένο, αντί για των Άιβ, και το σονέτο για τη
δυσφήμιση από κάτω. Στο χώμα, πλάι στον τάφο, διέκρινα
μια μεταλλική λάμψη, που ήξερα ότι προερχόταν από ένα
μανικετόκουμπο με χαραγμένα τα αρχικά μου, μισοθαμμένο
μες στο χώμα. Ξύπνησα καθώς το τρένο έφτανε στο Λονδίνο,
λουσμένος στον ιδρώτα, με την καρδιά μου να χτυπά τόσο
δυνατά που νόμιζα ότι θα πεταχτεί απ’ το στήθος μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 - Νάνσι Ντουκέιν

Βέβαια δεν ήξερα ότι ο Πουαρό ήταν ήδη ενήμερος για την
ενδεχόμενη ανάμειξη της Νάνσι Ντουκέιν στους τρεις
φόνους. Την ώρα της απόδρασής μου από το Γκρέιτ
Χόλινγκ, όσο βρισκόμουν μέσα στο τρένο, ο Πουαρό ήδη
κανόνιζε, με τη βοήθεια της Σκότλαντ Γιαρντ, μια επίσκεψη
στο σπίτι της κυρίας Ντουκέιν, στο Λονδίνο.

Κάτι που κατάφερε κιόλας την ίδια μέρα, με τη συνοδεία


του αστυφύλακα Στάνλεϊ Μπίαρ. Μια νεαρή καμαριέρα με
κολλαριστή ποδιά άνοιξε την εξώπορτα της μεγάλης λευκής
μονοκατοικίας, στην Μπελγκρέιβια. Ο Πουαρό φανταζόταν
ότι θα τον οδηγήσει σ’ ένα καλόγουστο σαλόνι, όπου θα
περιμένει μέχρι να τον δεχτεί η Νάνσι Ντουκέιν, και εξεπλάγη
όταν την είδε αυτοπροσώπως να στέκεται στο χολ, στη βάση
της σκάλας.

«Μεσιέ Πουαρό! Καλώς ήρθατε. Βλέπω ότι φέρατε και


αστυφύλακα. Πολύ ασυνήθιστα όλα αυτά».

Ο Στάνλεϊ Μπίαρ έβγαλε έναν παράξενο λαρυγγισμό κι


έγινε κόκκινος σαν παντζάρι. Η Νάνσι Ντουκέιν ήταν μια
γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, με επιδερμίδα στο χρώμα της
κρέμας, μαύρα λαμπερά μαλλιά και σκούρα μπλε μάτια με
μακριές βλεφαρίδες. Έδειχνε γύρω στα σαράντα και ήταν
ντυμένη κομψά, με πρασινομπλέ ιριδίζοντα χρώματα, σαν τα
φτερά του παγωνιού. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Πουαρό
δεν ήταν ο κομψότερος από τους παρευρισκομένους σ’ ένα
χώρο.

«Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία, μαντάμ Ντουκέιν», είπε


κι έκανε μια υπόκλιση. «Νιώθω δέος απέναντι στη ζωγραφική
σας δεξιότητα. Είχα την τύχη να δω μερικούς πίνακές σας σε
πρόσφατες εκθέσεις. Έχετε σπάνιο ταλέντο».

«Σας ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Τώρα, αν


θέλετε, δώστε το πανωφόρι και το καπέλο σας στην Τάμπιθα
και πάμε να καθίσουμε, να τα πούμε σαν άνθρωποι. Μήπως
θα θέλατε λίγο καφέ ή τσάι;»

«Non, merci».

«Εντάξει. Ακολουθήστε με».

Η οικοδέσποινα τους οδήγησε σ’ ένα μικρό καθιστικό.


Αργότερα, όταν ο Πουαρό μού ανέφερε ότι ήταν γεμάτο
πορτρέτα, χάρηκα που απουσίαζα και δεν βρέθηκα
καθισμένος ανάμεσα σε τόσα μάτια να με παρατηρούν...

Ο Πουαρό ρώτησε αν όλοι οι πίνακες ήταν έργα της Νάνσι


Ντουκέιν.
«Ω, όχι», είπε εκείνη. «Ελάχιστοι είναι δικοί μου. Δεν
πουλάω μόνο πίνακες, αλλά αγοράζω κιόλας, ως οφείλω. Η
ζωγραφική είναι το πάθος μου».

«Και το δικό μου», είπε ο Πουαρό.

«Πρέπει να ’ναι αβάσταχτα μοναχικό να βλέπεις μόνο


δικούς σου πίνακες. Πίστευα ανέκαθεν ότι αγοράζοντας τον
πίνακα ενός άλλου είναι σαν να έχεις στον τοίχο σου έναν
καλό φίλο».

«Συμφωνώ. Πολύ εύστοχο το σχόλιό σας, μαντάμ».

Μόλις κάθισαν, η Νάνσι είπε: «Θα μπορούσα να περάσω


στο θέμα της επίσκεψής σας και να ρωτήσω τι σας φέρνει
εδώ; Μου είπατε στο τηλέφωνο ότι θα θέλατε να κάνετε μια
έρευνα στην κατοικία μου. Είστε απόλυτα ευπρόσδεκτος,
αλλά ποιος είναι ο λόγος;»

«Ίσως διαβάσατε στην εφημερίδα, μαντάμ, ότι τρεις


ένοικοι του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ δολοφονήθηκαν το
βράδυ της περασμένης Πέμπτης».

«Στο Μπλόξχαμ;» είπε η Νάνσι γελώντας. Έπειτα το


πρόσωπό της σοβάρεψε. «Ω Θεέ μου, δεν αστειεύεστε! Τρεις;
Είστε σίγουρος; Μα το Μπλόξχαμ είναι θαυμάσιο
ξενοδοχείο, πάντα έτσι πίστευα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι
συμβαίνουν φόνοι σ’ ένα τέτοιο μέρος».

«Ώστε το ξέρετε το ξενοδοχείο;»

«Ναι, βέβαια. Πηγαίνω συχνά για τσάι. Ο Λατσάρι, ο


διευθυντής, είναι αξιαγάπητος. Ξέρετε, φημίζονται για τα
σκόουνς τους – τα καλύτερα σ’ όλο το Λονδίνο. Με
συγχωρείτε...» είπε και σώπασε. «Δεν είναι πρέπον να συζητώ
για εδέσματα, όταν τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Είναι
φοβερό. Ωστόσο δεν αντιλαμβάνομαι με ποιο τρόπο
σχετίζομαι μ’ όλα αυτά».

«Επομένως δεν διαβάσατε την είδηση των τριών θανάτων


στην εφημερίδα;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Όχι». Η Νάνσι Ντουκέιν έσφιξε τα χείλη. «Δεν διαβάζω


εφημερίδα, δεν τη θέλω μέσα στο σπίτι. Οι εφημερίδες είναι
γεμάτες δυστυχίες. Τη δυστυχία την αποφεύγω, εφόσον
μπορώ».

«Άρα δεν γνωρίζετε τα ονόματα των δολοφονηθέντων;»

«Όχι. Κι ούτε θέλω να τα μάθω». Η Νάνσι ανατρίχιασε.

«Πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να σας τα πω, είτε θέλετε είτε


όχι. Λέγονται Χάριετ Σίπελ, Άιντα Γκράνσμπερι και Ρίτσαρντ
Νέγκους».

«Αχ, όχι, όχι! Αχ, μεσιέ Πουαρό!» Η Νάνσι έφραξε το


στόμα με το χέρι της. Έμεινε σιωπηλή, ανήμπορη να μιλήσει,
για ένα λεπτό με το ρολόι. Στο τέλος είπε: «Δεν αστειεύεστε –
έτσι; Πείτε μου ότι αστειεύεστε!»

«Δεν αστειεύομαι, όχι. Λυπάμαι πολύ αν σας αναστάτωσα,


μαντάμ».

«Τα ονόματα με αναστάτωσαν. Είτε νεκροί είτε ζωντανοί,


για μένα δεν έχει σημασία· το βασικό είναι να μη χρειάζεται
να τους σκέφτομαι καν. Βλέπετε, όλοι μας προσπαθούμε ν’
αποφύγουμε τις δυσάρεστες σκέψεις, αλλά δεν τα
καταφέρνουμε πάντα, και... έχω πολύ μικρότερη αντοχή στη
δυστυχία από τον μέσο άνθρωπο».

«Έχετε υποφέρει πολύ στη ζωή σας;»

«Δεν θα ’θελα να συζητήσω την προσωπική μου ζωή». Η


Νάνσι απέστρεψε το βλέμμα.

Δεν θα ωφελούσε διόλου τον Πουαρό αν δήλωνε ότι οι


δικές του επιθυμίες ήταν ακριβώς αντίθετες από τις δικές της
σ’ αυτό το θέμα. Τίποτα δεν τον μάγευε τόσο όσο τα
προσωπικά πάθη αγνώστων, ανθρώπων που πιθανότατα δεν
θα ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή του.

Αντί γι’ αυτό είπε: «Τότε ας επιστρέψουμε στο ζήτημα της


έρευνας που με φέρνει εδώ. Επομένως γνωρίζετε τα τρία
θύματα;»

Η Νάνσι έγνεψε καταφατικά. «Παλιότερα έμενα σ’ ένα


χωριό, το Γκρέιτ Χόλινγκ, στην κοιλάδα του Κάλβερ. Δεν θα
το ξέρετε. Κανένας δεν το ξέρει. Η Χάριετ, η Άιντα και ο
Ρίτσαρντ ήταν γείτονες. Έχω χρόνια να τους δω ή να μάθω
νέα τους. Απ’ το 1913 συγκεκριμένα, που μετακόμισα στο
Λονδίνο. Είναι αλήθεια, δολοφονήθηκαν;»

«Oui, μαντάμ».

«Στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ; Μα τι γύρευαν εκεί; Για ποιο


λόγο βρίσκονταν στο Λονδίνο;»

«Αυτό είναι ένα απ’ τα πολλά ερωτήματα που δεν έχουν


ακόμα απαντηθεί», είπε ο Πουαρό.

«Μα είναι τελείως παράλογο! Ποιος μπορεί να τους


σκότωσε;» Ξαφνικά, η Νάνσι τινάχτηκε από την πολυθρόνα
της κι άρχισε να βαδίζει πέρα δώθε, από την πόρτα ίσαμε τον
αντικρινό τοίχο. «Ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει
αποκλείεται να το έκανε!»
«Σε ποιον αναφέρεστε;»

«Α, μη μου δίνετε σημασία». Η Νάνσι επέστρεψε στην


πολυθρόνα της και κάθισε πάλι. «Συγγνώμη. Η είδηση με
σόκαρε, όπως βλέπετε. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Και...
δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά νομίζω πως ήρθε η ώρα να
πηγαίνετε».

«Αναφερόσασταν στον εαυτό σας, μαντάμ, ως το μόνο


άτομο που θα μπορούσε να διαπράξει τους εν λόγω φόνους;
Κι όμως δεν τους κάνατε;»

«Δεν είπα...» Η Νάνσι μιλούσε αργά και το βλέμμα της


διέτρεχε νευρικά το χώρο. «Α, τώρα κατάλαβα τι εννοείτε.
Έχετε ακούσει κάποια φήμη και νομίζετε ότι εγώ τους
σκότωσα. Γι’ αυτό θέλατε να ψάξετε το σπίτι μου. Ε λοιπόν,
δεν σκότωσα κανέναν. Ψάξτε όσο τραβάει η καρδιά σας,
μεσιέ Πουαρό. Πείτε στην Τάμπιθα να σας πάει από δωμάτιο
σε δωμάτιο – είναι τόσο πολλά, που χωρίς τη βοήθειά της
όλο και κάποιο θα σας ξεφύγει».

«Ευχαριστώ πολύ».

«Δεν πρόκειται να βρείτε ενοχοποιητικά στοιχεία, διότι δεν


υφίστανται. Θέλω να φύγετε! Δεν φαντάζεστε πόσο με
αναστατώσατε».
Ο Στάνλεϊ Μπίαρ σηκώθηκε. «Θ’ αρχίσω εγώ», είπε. «Σας
ευχαριστούμε για τη συνεργασία σας, κυρία Ντουκέιν». Με
αυτά τα λόγια βγήκε από το καθιστικό, κλείνοντας πίσω του
την πόρτα.

«Είστε ευφυής – έτσι δεν είναι;» είπε η Νάνσι Ντουκέιν


στον Πουαρό, σαν να ήταν κάτι που μετρούσε εναντίον του.
«Τόσο ευφυής όσο λένε. Φαίνεται απ’ τα μάτια σας».

«Θεωρούμαι άτομο με υψηλό δείκτη νοημοσύνης, oui».

«Πόσο περήφανος ακούγεστε! Κατά τη γνώμη μου, η


ανώτερη νοημοσύνη είναι άχρηστη, αν δεν συνοδεύεται από
μια μεγάλη καρδιά».

«Φυσικά. Ως εραστές της σπουδαίας τέχνης, αυτό


οφείλουμε να πιστεύουμε. Η τέχνη μιλά στην καρδιά και στην
ψυχή περισσότερο απ’ ό,τι στο μυαλό».

«Συμφωνώ», είπε σιγανά η Νάνσι. «Ξέρετε, μεσιέ Πουαρό,


το βλέμμα σας... είναι περισσότερο κι από ευφυές. Είναι σοφό.
Σε ταξιδεύει στο παρελθόν. Ω, δεν ξέρω τι θέλω να πω μ’
αυτό, αλλά είναι αλήθεια. Τα μάτια σας θα ταίριαζαν
θαυμάσια σε πορτρέτο, αν και δεν θα μπορούσα ποτέ να σας
ζωγραφίσω, τώρα που φέρατε τα τρία αυτά φοβερά ονόματα
μέσα στο σπίτι μου».
«Κρίμα».

«Εσείς φταίτε», είπε κοφτά η Νάνσι. Έπειτα έσφιξε τα


χέρια. «Υποθέτω ότι μπορώ να σας το πω: Σ’ εμένα
αναφερόμουν πριν. Εγώ είμαι αυτή που θα ’θελε να σκοτώσει
τη Χάριετ, την Άιντα και τον Ρίτσαρντ· αλλά, όπως ακούσατε,
δεν το έκανα. Οπότε δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να συνέβη».

«Τους αντιπαθούσατε;»

«Τους σιχαινόμουν. Έχω ευχηθεί πολλές φορές το θάνατό


τους. Ω Θεέ μου!» Ξάφνου η Νάνσι χτύπησε τα χέρια στα
μάγουλά της. «Είναι όντως νεκροί; Οπότε θα ’πρεπε να
χαίρομαι αφάνταστα ή έστω να νιώθω ανακούφιση. Θέλω να
χαρώ, αλλά δεν μπορώ να χαρώ ενώ συγχρόνως σκέφτομαι
τη Χάριετ, την Άιντα και τον Ρίτσαρντ. Δεν είναι τρομερή
ειρωνεία;»

«Γιατί τους αντιπαθούσατε τόσο;»

«Θα προτιμούσα να μην το σχολιάσω».

«Μαντάμ, δεν θα σας ρωτούσα αν δεν το έκρινα


αναγκαίο».

«Μολαταύτα, δεν έχω καμία διάθεση να σας απαντήσω».


Ο Πουαρό αναστέναξε. «Πού βρισκόσασταν το βράδυ της
περασμένης Πέμπτης, μεταξύ επτά και τέταρτο και οκτώ η
ώρα;»

Η Νάνσι συνοφρυώθηκε. «Ιδέα δεν έχω. Εδώ με το ζόρι


θυμάμαι τι πρέπει να κάνω αυτή την εβδομάδα. Α, μισό
λεπτό. Την Πέμπτη, βέβαια. Ήμουν απέναντι, στο σπίτι της
φίλης μου της Λουίζα. Λουίζα Ουάλας. Είχα ολοκληρώσει το
πορτρέτο της, οπότε πήγα να της το παραδώσω και κάθισα
για δείπνο. Νομίζω ότι βρισκόμουν εκεί απ’ τις έξι μέχρι τις
δέκα σχεδόν. Θα ’μενα κι άλλο, αν δεν ήταν εκεί κι ο Σεντ
Τζον, ο άντρας της Λουίζα. Είναι ένας απαίσιος σνομπ.

»Η Λουίζα είναι αξιαγάπητη, ανίκανη να κατηγορήσει


οποιονδήποτε – ξέρετε αυτό τον τύπο ανθρώπου. Της αρέσει
να πιστεύει ότι ο Σεντ Τζον κι εγώ συμπαθούμε ο ένας τον
άλλο, επειδή είμαστε και οι δύο ζωγράφοι, αλλά εγώ δεν τον
υποφέρω με τίποτα. Είναι πεπεισμένος ότι το έργο του είναι
ανώτερο από το δικό μου και δεν χάνει ευκαιρία να μου το
πει. Φυτά και ψάρια – αυτά ζωγραφίζει. Κάτι απαίσια ξερά
φύλλα και μπακαλιάρους με παγωμένο μάτι!»

«Δηλαδή ζωγραφίζει μόνο πίνακες ζωολογικού και


βοτανολογικού ενδιαφέροντος;»

«Ποιου ενδιαφέροντος; Για μένα ζωγράφος που δεν


ζωγραφίζει ποτέ το ανθρώπινο πρόσωπο είναι τελείως
αδιάφορος», είπε η Νάνσι ξερά. «Λυπάμαι, αλλά αυτό
πιστεύω. Ο Σεντ Τζον ισχυρίζεται ότι δεν γίνεται να
ζωγραφίσεις ένα πρόσωπο χωρίς να αφηγηθείς μια ιστορία
και ότι, από τη στιγμή που αρχίζεις να επιβάλλεις την ιστορία
σου, παραμορφώνεις αναπόφευκτα τα οπτικά δεδομένα· ή
υποστηρίζει κάποια παρόμοια ανοησία! Για το Θεό! Τι κακό
κάνεις όταν λες μια ιστορία;»

«Θα μου επιβεβαιώσει και ο Σεντ Τζον Ουάλας ότι


δειπνήσατε μαζί το βράδυ της περασμένης Πέμπτης;»
ρώτησε ο Πουαρό. «Θα επιβεβαιώσει ότι βρισκόσασταν στο
σπίτι του μεταξύ έξι και δέκα το βράδυ;»

«Ασφαλώς. Είναι γελοίο, μεσιέ Πουαρό. Μου κάνετε ένα


σωρό ερωτήσεις που θα κάνατε σ’ ένα δολοφόνο, ενώ δεν
είμαι. Ποιος σας είπε ότι εγώ πρέπει να διέπραξα τους τρεις
αυτούς φόνους;»

«Θεαθήκατε να φεύγετε τρέχοντας από το ξενοδοχείο


Μπλόξχαμ, εμφανώς ταραγμένη, λίγο μετά τις οκτώ το
βράδυ. Καθώς τρέχατε, σας έπεσαν δύο κλειδιά. Σκύψατε να
τα μαζέψετε κι έπειτα το βάλατε στα πόδια. Ο αυτόπτης
μάρτυρας αναγνώρισε εσάς από φωτογραφίες στις
εφημερίδες, προσδιόρισε ονομαστικά τη διάσημη ζωγράφο
Νάνσι Ντουκέιν».
«Αυτό είναι απλώς αδύνατον. Ο μάρτυρας κάνει λάθος.
Ρωτήστε τον Σεντ Τζον και τη Λουίζα Ουάλας».

«Θα τους ρωτήσω, μαντάμ. Και τώρα έχω ακόμη μια


ερώτηση: Σας θυμίζουν κάτι τα αρχικά Π.Α.Τ. ή Π.Τ.Α.;
Μπορεί να ανήκουν σε κάποιον που έμενε στο Γκρέιτ
Χόλινγκ;»

Όλο το χρώμα εγκατέλειψε το πρόσωπο της Νάνσι. «Ναι»,


ψιθύρισε. «Ανήκουν στον Πάτρικ Τζέιμς Άιβ. Ήταν ο
εφημέριος του χωριού».

«Α! Ήταν αυτός ο εφημέριος που βρήκε τραγικό θάνατο –


έτσι δεν είναι; Όπως και η σύζυγός του;»

«Μάλιστα».

«Τι τους συνέβη;»

«Δεν πρόκειται να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα. Με τίποτα!»

«Είναι ζήτημα ύψιστης σημασίας. Σας ικετεύω να μου


πείτε».

«Ποτέ!» φώναξε η Νάνσι. «Δεν θα μπορούσα και να


’θελα. Δεν καταλαβαίνετε. Έχω να μιλήσω γι’ αυτό τόσα
χρόνια, που...» Το στόμα της ανοιγόκλεισε μερικές στιγμές,
χωρίς να βγαίνουν λέξεις από τα χείλη της. Έπειτα το
πρόσωπό της συστράφηκε σ’ ένα μορφασμό οδύνης. «Τι
απέγιναν η Χάριετ, η Άιντα και ο Ρίτσαρντ;» ρώτησε. «Πώς
δολοφονήθηκαν;»

«Με δηλητήριο».

«Ω Θεέ μου, φρίκη! Αλλά και πολύ ταιριαστό».

«Τίνι τρόπω, μαντάμ; Μήπως ο Πάτρικ Άιβ και η γυναίκα


του πέθαναν κι εκείνοι από δηλητήριο;»

«Σας είπα, δεν πρόκειται να σας μιλήσω γι’ αυτό το θέμα!»

«Μήπως ξέρετε και κάποια Τζένι από το Γκρέιτ Χόλινγκ;»

Η Νάνσι έβγαλε ένα πνιχτό επιφώνημα κι έφερε το χέρι στο


λαιμό της. «Την Τζένι Χομπς, αλλά δεν έχω τίποτα να πω γι’
αυτήν, τίποτ’ απολύτως. Σταματήστε τις ερωτήσεις!»
Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Γιατί είναι τόσο σκληροί οι άνθρωποι, μεσιέ Πουαρό;
Μπορείτε να μου πείτε; Όχι, μην απαντήσετε! Ας μιλήσουμε
για κάτι άλλο, κάτι αισιόδοξο. Πρέπει να μιλήσουμε για
τέχνη, μια και είμαστε και οι δύο λάτρεις».

Η Νάνσι σηκώθηκε και πλησίασε ένα μεγάλο πορτρέτο


που κρεμόταν στ’ αριστερά του παραθύρου. Απεικόνιζε έναν
άντρα με ατίθασα μαύρα μαλλιά, μεγάλο στόμα και λακκάκι
στο πιγούνι. Ο άντρας χαμογελούσε, σαν να ήταν έτοιμος να
βάλει τα γέλια. «Ο πατέρας μου», είπε η Νάνσι. «Άλμπινους
Τζόνσον. Μπορεί να τον έχετε ακουστά».

«Το όνομα το γνωρίζω, αν και δεν θυμάμαι από πού», είπε


ο Πουαρό.

«Πέθανε πρόπερσι. Τελευταία φορά τον είδα στα δεκαεννιά


μου. Και τώρα είμαι σαράντα δύο».

«Τα συλλυπητήριά μου».

«Δεν τον ζωγράφισα εγώ. Δεν ξέρω ποιος έκανε το


πορτρέτο, ούτε πότε. Δεν έχει υπογραφή ούτε ημερομηνία,
επομένως δεν πρέπει να ’ναι κανένας σπουδαίος ζωγράφος,
όποιος κι αν είναι –πρόκειται για ερασιτέχνη– αλλά... δείχνει
τον πατέρα μου να χαμογελά, γι’ αυτό το έχω κρεμασμένο
στον τοίχο. Αν χαμογελούσε περισσότερο και στην
πραγματικότητα...» Η Νάνσι σώπασε και γύρισε προς το
μέρος του Πουαρό. «Βλέπετε;» είπε. «Ο Σεντ Τζον Ουάλας
κάνει λάθος! Είναι καθήκον της τέχνης να αντικαθιστά τις
θλιβερές, αληθινές ιστορίες με ευτυχέστερες επινοήσεις».

Ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο Στάνλεϊ


Μπίαρ εμφανίστηκε στο άνοιγμα. Ο Πουαρό κατάλαβε τι θα
τους έλεγε μόνο που είδε την όψη του και παρατήρησε ότι
απέφευγε το βλέμμα της Νάνσι.

«Βρήκα κάτι, κύριε».

«Τι πράγμα;»

«Δύο κλειδιά. Ήταν στην τσέπη ενός παλτού, σκούρου


μπλε, με γούνινο φινίρισμα στα μανίκια. Η καμαριέρα μού είπε
ότι ανήκει στην κυρία Ντουκέιν».

«Τι κλειδιά είναι αυτά;» ρώτησε η Νάνσι. «Θέλω να τα δω.


Ποτέ δεν αφήνω τα κλειδιά μου στην τσέπη του παλτού μου,
ποτέ. Τα φυλάω σ’ ένα συρτάρι».

Ο Μπίαρ εξακολούθησε να αποφεύγει το βλέμμα της,


πλησίασε στην πολυθρόνα του Πουαρό και, μόλις στάθηκε
δίπλα του, άνοιξε τη σφιγμένη του γροθιά.

«Τι κρατάει εκεί;» ρώτησε ανυπόμονα η Νάνσι.

«Δύο κλειδιά μ’ έναν αριθμό δωματίου χαραγμένο πάνω


στο καθένα, που ανήκουν στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ», είπε ο
Πουαρό με τόνο σοβαρό. «Συγκεκριμένα, τα κλειδιά των
δωματίων 121 και 317».

«Θα ’πρεπε να μου λένε κάτι αυτά τα νούμερα;» ρώτησε η


Νάνσι.

«Δύο από τους τρεις φόνους διαπράχθηκαν σε αυτά τα


δωμάτια, στο 121 και στο 317. Ο αυτόπτης μάρτυρας, που σας
είδε να φεύγετε τρέχοντας από το Μπλόξχαμ το βράδυ των
φόνων, είπε ότι τα κλειδιά που σας έπεσαν είχαν νούμερα
επάνω: εκατόν κάτι και τριακόσια κάτι, αντίστοιχα».

«Μα τι απίθανη σύμπτωση! Αχ, μεσιέ Πουαρό!» είπε η


Νάνσι γελώντας. «Είστε βέβαιος ότι είστε τόσο ευφυής; Δεν
βλέπετε κάτι που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σας; Μήπως
σας κρύβει τη θέα αυτό το πελώριο μουστάκι; Κάποιος έχει
αναλάβει να με ενοχοποιήσει για φόνο. Το βρίσκω σχεδόν
συναρπαστικό! Θα είναι διασκεδαστικό να ανακαλύψω ποιος
είναι, μόλις συμφωνήσουμε ότι δεν με περιμένει η αγχόνη».

«Ποιος είχε τη δυνατότητα να τοποθετήσει τα κλειδιά στο


παλτό σας, από την περασμένη Πέμπτη μέχρι και σήμερα;»
ρώτησε ο Πουαρό.

«Πού να ξέρω; Όποιος πέρασε πλάι μου στο δρόμο,


φαντάζομαι. Το φοράω συχνά αυτό το μπλε παλτό. Ξέρετε,
είναι κάπως παράλογο».

«Θα μου πείτε γιατί;»


Για μερικές στιγμές έμοιαζε χαμένη σε μια ονειροπόληση.
Έπειτα συνήλθε και είπε: «Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι
οποιοσδήποτε αντιπαθούσε τη Χάριετ, την Άιντα και τον
Ρίτσαρντ αρκετά για να τους σκοτώσει... θα ήταν ευνοϊκά
διακείμενος απέναντί μου. Ωστόσο, να που προσπαθεί να με
ενοχοποιήσει για τους φόνους».

«Να τη συλλάβω, κύριε;» ρώτησε τον Πουαρό ο Στάνλεϊ


Μπίαρ. «Να την πάμε μέσα;»

«Μη γίνεστε γελοίος», είπε η Νάνσι με μια κούραση στη


φωνή. «Λέω ότι κάποιος “με ενοχοποιεί για φόνο” κι εσείς
αμέσως θεωρείτε ότι είμαι όντως ένοχη; Αστυφύλακας είστε
ή παπαγάλος; Αν θέλετε να συλλάβετε κάποιον, συλλάβετε
το μάρτυρά σας. Μήπως είναι και δολοφόνος εκτός από
ψεύτης; Το σκεφτήκατε αυτό; Πρέπει να πάτε απέναντι τώρα
αμέσως και να μάθετε την αλήθεια από τον Σεντ Τζον και τη
Λουίζα Ουάλας. Μόνο έτσι θα πάρει τέλος αυτή η ανοησία».

Ο Πουαρό σηκώθηκε από την πολυθρόνα του με μια


κάποια δυσκολία· ήταν από αυτές τις πολυθρόνες που δεν
βολεύουν ιδιαίτερα άτομα του δικού του σκαριού και
διαμετρήματος. «Αυτό ακριβώς θα κάνουμε», είπε. Κι έπειτα,
στον Στάνλεϊ Μπίαρ: «Δεν θα προβούμε σε συλλήψεις προς
το παρόν, αστυφύλαξ. Δεν πιστεύω, μαντάμ, ότι θα φυλάγατε
τα δύο αυτά κλειδιά στην τσέπη σας, αν είχατε όντως
διαπράξει τους φόνους στα δωμάτια 121 και 317 του
ξενοδοχείου Μπλόξχαμ. Γιατί να μην τα πετάξετε στο
μεταξύ;»

«Ακριβώς. Θα τα ’χα πετάξει με την πρώτη ευκαιρία – έτσι


δεν είναι;»

«Πηγαίνω τώρα να μιλήσω με τον κύριο και την κυρία


Ουάλας».

«Ουσιαστικά», είπε η Νάνσι, «πρόκειται για το λόρδο και


τη λαίδη Ουάλας. Τη Λουίζα δεν τη νοιάζει πώς θα την
προσφωνήσετε, αλλά ο Τζον δεν θα σας το συγχωρήσει, αν
του στερήσετε τον τίτλο του».

Λίγο αργότερα ο Πουαρό στεκόταν στο πλευρό της Λουίζα


Ουάλας, καθώς εκείνη κοίταζε μαγεμένη το πορτρέτο της, διά
χειρός Νάνσι Ντουκέιν, που κρεμόταν στον τοίχο του
σαλονιού της.

«Δεν είναι άψογο;» είπε ψιθυριστά. «Ούτε κολακευτικό


ούτε προσβλητικό. Με τα έντονα χρώματά μου και το
στρογγυλό μου πρόσωπο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να
εμφανιστώ τελικά σαν αγρότισσα, αλλά ευτυχώς σ’ αυτή την
περίπτωση ο κίνδυνος απεφεύχθη. Δεν είμαι εκθαμβωτική,
αλλά είμαι αρκετά συμπαθής – πιστεύω. Ο Σεντ Τζον με
χαρακτήρισε “χυμώδη”, μια λέξη που πρώτη φορά
χρησιμοποίησε για μένα, αλλά αυτό του έφερε στο νου ο
πίνακας». Γέλασε. «Δεν είναι υπέροχο που υπάρχουν
άνθρωποι με το ταλέντο της Νάνσι Ντουκέιν;»

Ο Πουαρό δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί στο πορτρέτο.


Το ισοδύναμο της Τάμπιθα –της άψογα ντυμένης καμαριέρας
της Νάνσι Ντουκέιν– ήταν μια αδέξια κοπέλα ονόματι
Ντόρκας, που είχε αφήσει το παλτό του Πουαρό να
γλιστρήσει απ’ τα χέρια της δυο φορές ως τώρα κι έπειτα της
έπεσε και το καπέλο του, το οποίο στη συνέχεια πάτησε κατά
λάθος.

Το σπίτι των Ουάλας θα μπορούσε να είναι πανέμορφο,


αλλά κατά τη γνώμη του Πουαρό υστερούσε σε πολλά
σημεία. Πέρα από τα ογκωδέστατα έπιπλα που ήταν
αρμονικά τοποθετημένα κοντά στους τοίχους, όλα τ’ άλλα
αντικείμενα του σπιτιού έμοιαζαν να έχουν παρασυρθεί από
έναν δυνατό άνεμο, προτού πέσουν σε μια τυχαία και
εξαιρετικά άβολη θέση. Ο Πουαρό δεν άντεχε με τίποτα την
αταξία· τον εμπόδιζε να σκεφτεί καθαρά.

Με τα πολλά, αφού μάζεψε το παλτό του και το


τσαλαπατημένο του καπέλο, η Ντόρκας αποσύρθηκε και ο
Πουαρό έμεινε μόνος με τη Λουίζα Ουάλας. Ο λόρδος
απουσίαζε – όπως ειπώθηκε, είχε πάει να επιθεωρήσει την
οικογενειακή εξοχική έπαυλη εκείνο το πρωί. Ενώ ο Στάνλεϊ
Μπίαρ είχε μείνει στο σπίτι της Νάνσι Ντουκέιν, για να
ολοκληρώσει την έρευνα των δωματίων. Ο Πουαρό είχε
εντοπίσει μερικά «απαίσια ξερά φύλλα και μπακαλιάρους με
παγωμένο μάτι» στους τοίχους, όπως είχε χαρακτηρίσει τους
πίνακες η Νάνσι, και αναρωτήθηκε αν ήταν έργα του Σεντ
Τζον Ουάλας.

«Ζητώ συγγνώμη εκ μέρους της Ντόρκας», είπε η Λουίζα.


«Είναι καινούρια ακόμα, και το πιο ανήμπορο κορίτσι που
μας φορτώθηκε ποτέ, αλλά αρνούμαι να καταθέσω τα όπλα.
Μόλις τρεις μέρες έχει που ήρθε. Θα μάθει, με χρόνο και
υπομονή. Μακάρι να μην ανησυχούσε τόσο! Ξέρω πώς
νιώθει: Λέει στον εαυτό της ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί να της
πέσει το παλτό και το καπέλο του υψηλού προσκεκλημένου,
και η ιδέα ότι θα της πέσουν σφηνώνεται στο μυαλό της κι
έπειτα της συμβαίνει. Είναι εξωφρενικό!»

«Πράγματι», συμφώνησε ο Πουαρό. «Λαίδη Ουάλας, την


περασμένη Πέμπτη...»

«Α, ναι, εκεί είχαμε μείνει... και μετά σας έφερα εδώ, για να
σας δείξω το πορτρέτο. Μάλιστα, η Νάνσι ήταν εδώ εκείνο το
βράδυ».
«Από τι ώρα μέχρι ποια ώρα, μαντάμ;»

«Δεν θυμάμαι ακριβώς. Ξέρω ότι είχαμε κανονίσει να έρθει


στις έξι να μου φέρει τον πίνακα και απ’ ό,τι θυμάμαι δεν
άργησε καθόλου. Πολύ φοβάμαι ότι δεν θυμάμαι τι ώρα
έφυγε. Αν έπρεπε να μαντέψω, θα ’λεγα γύρω στις δέκα ή
λίγο αργότερα».

«Και ήταν εδώ όλο αυτό το διάστημα – θέλω να πω, μέχρι


να φύγει; Δεν έλειψε για λίγο, λόγου χάρη, και ξαναγύρισε;»

«Όχι». Η Λουίζα Ουάλας έμοιαζε έκπληκτη. «Ήρθε στις έξι


με τον πίνακα κι έπειτα ήμασταν μαζί μέχρι που έφυγε. Περί
τίνος πρόκειται;»

«Μπορείτε να πείτε με βεβαιότητα ότι η κυρία Ντουκέιν δεν


αναχώρησε νωρίτερα από τις οκτώ και μισή;»

«Ω, ασφαλώς. Αναχώρησε πολύ πιο αργά. Στις οκτώμισι


δεν είχαμε ακόμα τελειώσει το δείπνο».

«Όταν λέτε “είχαμε”...;»

«Η Νάνσι, ο Σεντ Τζον κι εγώ».

«Ο σύζυγός σας, αν του μιλήσω, θα μου επαληθεύσει τον


ισχυρισμό σας;»
«Ναι. Ελπίζω, μεσιέ Πουαρό, να μην υπονοείτε ότι σας
κρύβω την αλήθεια».

«Όχι, όχι. Κάθε άλλο».

«Χαίρομαι», αποφάνθηκε η Λουίζα Ουάλας. Έπειτα γύρισε


πάλι προς το πορτρέτο της στον τοίχο. «Ξέρετε, έχει ιδιαίτερο
ταλέντο στα χρώματα. Μπορεί να αποτυπώσει την
προσωπικότητα του εικονιζόμενου ατόμου, αλλά η χρήση του
χρώματος είναι το δυνατό της σημείο. Δείτε πώς πέφτει το
φως στο πράσινο φόρεμά μου».

Ο Πουαρό έβλεπε τι εννοούσε. Το πράσινο έμοιαζε πότε να


ξανοίγει και πότε να σκουραίνει. Η φωτοσκίαση δεν ήταν
ομοιόμορφη. Το φως έμοιαζε ν’ αλλάζει ανάλογα με την
οπτική γωνία του παρατηρητή· αυτό ήταν το μεγάλο ταλέντο
της Νάνσι Ντουκέιν. Το πορτρέτο έδειχνε τη Λουίζα Ουάλας
μ’ ένα πράσινο φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ, καθισμένη σε
μια πολυθρόνα και, στο πλάι της, επάνω σ’ ένα ξύλινο
τραπεζάκι βρίσκονταν μια γαλάζια κανάτα με ασορτί λεκάνη.
Ο Πουαρό βάδιζε πέρα δώθε, επιθεωρώντας τον πίνακα από
διαφορετικές γωνίες και θέσεις.

«Ήθελα να πληρώσω στη Νάνσι το ποσό που χρεώνει


συνήθως για τα πορτρέτα της, αλλά εκείνη ούτε που να τ’
ακούσει», είπε η Λουίζα Ουάλας. «Είμαι τυχερή που έχω μια
τόσο γενναιόδωρη φίλη. Ξέρετε, νομίζω ότι ο άντρας μου τον
ζηλεύει λίγο – τον πίνακα, θέλω να πω. Όλο το σπίτι είναι
γεμάτο με πίνακές του, δεν περισσεύει ούτε μια σπιθαμή
τοίχου. Και ήταν μόνο οι δικοί του πίνακες, μέχρι που έφτασε
αυτός. Υπάρχει μια ανόητη αντιπαλότητα μεταξύ του Σεντ
Τζον και της Νάνσι. Δεν δίνω σημασία. Είναι ο καθένας
εξαιρετικός με τον τρόπο του».

Ώστε η Νάνσι Ντουκέιν είχε δωρίσει στη Λουίζα Ουάλας το


πορτρέτο της, συλλογίστηκε ο Πουαρό. Άραγε όντως δεν
ήθελε τίποτα για αντάλλαγμα ή μήπως ήλπιζε πως η φίλη
της θα της προσέφερε άλλοθι; Ορισμένοι θα ήταν ανίκανοι
να αρνηθούν αν ένας καλός φίλος τούς ζητούσε να πουν ένα
μικρό, άκακο ψεματάκι – ιδίως έπειτα από ένα τόσο πολύτιμο
δώρο. Ο Πουαρό αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αναφέρει στη
Λουίζα Ουάλας ότι βρισκόταν εκεί στο πλαίσιο μιας
υπόθεσης δολοφονίας. Ακόμα δεν της το ’χε πει.

Τον ειρμό του διέκοψε η ξαφνική εμφάνιση της


καμαριέρας, που μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο – το ύφος της
πρόδιδε άγχος και κάποια επείγουσα ανάγκη. «Με
συγχωρείτε, κύριε!»

«Τι συμβαίνει;» Ο Πουαρό σχεδόν περίμενε ν’ ακούσει ότι


είχε βάλει κατά λάθος φωτιά στο παλτό και στο καπέλο του.
«Θα θέλατε ένα φλιτζάνι τσάι ή καφέ, κύριε;»

«Αυτό ήρθατε να με ρωτήσετε;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Σίγουρα δεν συμβαίνει και κάτι άλλο;»

«Όχι, κύριε». Η Ντόρκας ακουγόταν μπερδεμένη.

«Ωραία, λοιπόν. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα πάρω έναν


καφέ. Ευχαριστώ».

«Ό,τι πείτε, κύριε».

«Την είδατε;» είπε με δυσαρεστημένο ύφος η Λουίζα


Ουάλας, μόλις η κοπέλα βγήκε βιαστική από το δωμάτιο.
«Δεν είναι απίστευτο; Νόμιζα ότι ήταν έτοιμη να μου
ανακοινώσει ότι φεύγει επειγόντως, επειδή η μητέρα της είναι
στο νεκροκρέβατο! Έχει ξεπεράσει τα όρια αυτή η κοπέλα.
Κανονικά θα ’πρεπε να την απολύσω με συνοπτικές
διαδικασίες, αλλά ακόμη και μια ανίκανη υπηρέτρια είναι
προτιμότερη από το να μείνω αβοήθητη. Είναι αδύνατον να
βρεις κοπέλες της προκοπής τη σήμερον ημέρα».

Ο Πουαρό έβγαλε ένα μουρμουρητό προβληματισμού. Δεν


είχε καμία διάθεση να συζητήσει περί υπηρετικού
προσωπικού. Τον ενδιέφεραν πολύ περισσότερο οι δικές του
σκέψεις, κυρίως η ιδέα που του είχε έρθει όσο η Λουίζα
Ουάλας παραπονιόταν για την Ντόρκας κι εκείνος κοίταζε τη
γαλάζια κανάτα με την ασορτί λεκάνη.

«Μαντάμ, αν μπορούσατε να μου αφιερώσετε λίγο ακόμη


χρόνο... Οι υπόλοιποι πίνακες στο σαλόνι είναι όλοι του
συζύγου σας;»

«Μάλιστα».

«Όπως λέτε, είναι κι αυτός εξαίρετος ζωγράφος. Θα ήταν


τιμή μου, μαντάμ, αν με ξεναγούσατε στο υπέροχο σπίτι σας.
Θα ήθελα πολύ να δω και τα υπόλοιπα έργα του συζύγου
σας. Είπατε ότι το σπίτι είναι γεμάτο;»

«Ναι. Μετά χαράς να σας ξεναγήσω στο ζωγραφικό έργο


του Σεντ Τζον Ουάλας, για να δείτε κι από μόνος σας ότι δεν
υπερβάλλω». Η Λουίζα λάμποντας από χαρά χτύπησε τα
χέρια. «Τι ωραία! Μακάρι να ’ταν εδώ κι ο Σεντ Τζον, θα
μπορούσε να σας πει πολύ περισσότερα για τους πίνακες απ’
ό,τι εγώ. Και πάλι, όμως, θα βάλω τα δυνατά μου. Θα μένατε
άναυδος, μεσιέ Πουαρό, αν ξέρατε πόσοι άνθρωποι έρχονται
στο σπίτι μας και δεν ρίχνουν ούτε μια ματιά στους πίνακες,
ούτε ρωτούν το παραμικρό γι’ αυτούς. Η Ντόρκας είναι μια
τέτοια περίπτωση. Θα μπορούσαν να κρέμονται πεντακόσια
κορνιζαρισμένα ποτηρόπανα στους τοίχους, και δεν θα
πρόσεχε τη διαφορά. Ας αρχίσουμε απ’ το χολ – τι λέτε;»

Είναι ευτύχημα, συλλογίστηκε ο Πουαρό, καθώς έκανε το


γύρο του σπιτιού παρατηρώντας τα διάφορα είδη αράχνης,
φυτών και ψαριών που του έδειχνε η Λουίζα, που έχω κάποιες
γνώσεις περί τέχνης. Ως προς την αντιπαλότητα μεταξύ Σεντ
Τζον Ουάλας και Νάνσι Ντουκέιν, είχε κατασταλαγμένη
άποψη. Οι πίνακες του Ουάλας ήταν αξιόλογοι και
σχολαστικά ζωγραφισμένοι, αλλά δεν δημιουργούσαν το
παραμικρό συναίσθημα. Η Νάνσι Ντουκέιν ήταν πολύ πιο
ταλαντούχα. Είχε αποτυπώσει την ουσία της Λουίζα Ουάλας,
δίνοντας στο πορτρέτο την ίδια ζωντάνια που χαρακτήριζε
την εικονιζόμενη στην πραγματικότητα. Ο Πουαρό ένιωσε την
ανάγκη να ξαναδεί τον πίνακα πριν φύγει· και όχι μόνο για να
βεβαιωθεί ότι δεν έκανε λάθος στη σημαντική λεπτομέρεια
που νόμιζε ότι είχε επισημάνει.

Η Ντόρκας εμφανίστηκε στο πλατύσκαλο του πρώτου


ορόφου. «Ο καφές σας, κύριε».

Ο Πουαρό, που βρισκόταν στο γραφείο του Σεντ Τζον


Ουάλας, πλησίασε για να πάρει το φλιτζάνι από το χέρι της.

Εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω, σαν να μην περίμενε ότι θα


την πλησιάσει, κι έχυσε τον περισσότερο καφέ στη λευκή της
ποδιά. «Ω Θεέ μου! Χίλια συγγνώμη, κύριε – είμαι τελείως
άχρηστη. Θα σας φτιάξω έναν άλλο».

«Όχι, όχι, δεν χρειάζεται. Ειλικρινά». Ο Πουαρό πήρε ό,τι


είχε απομείνει απ’ τον καφέ του και το κατάπιε με μια γουλιά,
πριν προλάβει να χυθεί κι αυτό.

«Νομίζω ότι είναι ο αγαπημένος μου», είπε η Λουίζα


Ουάλας, που βρισκόταν ακόμα στο γραφείο. Αναφερόταν σ’
έναν πίνακα που ο Πουαρό δεν μπορούσε να δει από το
πλατύσκαλο. «Καλυστεγία η κυανή: Solanum Dulcamara.
Έχει ημερομηνία 4 Αυγούστου του περασμένου έτους –
βλέπετε; Ήταν το δώρο του Σεντ Τζον για την επέτειό μας.
Τριάντα χρόνια γάμου. Υπέροχο δεν είναι;»

«Σίγουρα δεν θέλετε έναν καφέ, κύριε;» ρώτησε η


Ντόρκας.

«Τέσσερις... Διάβολε!» μουρμούρισε ο Πουαρό, καθώς ένα


αίσθημα ενθουσιασμού άρχισε να φουντώνει μέσα του.
Επέστρεψε στο γραφείο και κοίταξε στον πίνακα το φυτό με τα
γαλαζωπά άνθη.

«Σου απάντησε ήδη ο κύριος, Ντόρκας. Δεν θέλει άλλο


καφέ».
«Δεν είναι κόπος, κυρία, ειλικρινά. Ήθελε καφέ ο
άνθρωπος κι όταν του ’δωσα το φλιτζάνι δεν είχε τίποτα
μέσα».

«Αν δεν υπάρχει τίποτα, δεν βλέπεις τίποτα», είπε


αινιγματικά ο Πουαρό. «Μπορείς να σκεφτείς το τίποτα,
αλλά για να το δεις... αυτό είναι δύσκολο, ακόμη και για τον
Πουαρό, μέχρι να δεις κάπου αλλού το πράγμα που έπρεπε να
βρίσκεται στη θέση του τίποτα». Πήρε το χέρι της Ντόρκας
και το φίλησε. «Αγαπητή νεαρά, αυτό που μου προσφέρατε
είναι μακράν πολυτιμότερο του καφέ!»

«Ποπό!» Η Ντόρκας έγειρε το κεφάλι και γούρλωσε τα


μάτια. «Το μάτι σας πρασίνισε περίεργα, κύριε».

«Μα τι εννοείτε, μεσιέ Πουαρό;» ρώτησε η Λουίζα


Ουάλας. «Ντόρκας, πήγαινε να κάνεις κάτι χρήσιμο».

«Μάλιστα, κυρία», είπε η κοπέλα κι έφυγε βιαστικά.

«Είμαι υπόχρεος και στην Ντόρκας και σ’ εσάς, μαντάμ»,


είπε ο Πουαρό. «Όταν ήρθα στο σπίτι σας –πόση ώρα
πέρασε;– πριν από τριάντα λεπτά, δεν έβλεπα καθαρά. Μου
έκρυβαν τη θέα διάφοροι συγκεχυμένοι γρίφοι. Τώρα, αρχίζω
να βάζω τα πράγματα σε τάξη... Είναι ανυπολόγιστα
σημαντικό να μπορέσω να σκεφτώ χωρίς διακοπές».
«Α», είπε η Λουίζα με μια έκφραση απογοήτευσης. «Τότε,
εφόσον πρέπει να φύγετε».

«Ω, όχι, όχι, με παρεξηγήσατε. Ζητώ συγγνώμη, μαντάμ.


Εγώ φταίω, που δεν ήμουν πιο σαφής. Ασφαλώς και πρέπει
να ολοκληρώσουμε την ξενάγηση. Έχω ακόμη τόσο πολλά
να εξερευνήσω! Κι έπειτα, θα φύγω και θα πάω να σκεφτώ».

«Είστε βέβαιος;» Η Λουίζα τον κοίταζε μ’ ένα βλέμμα που


πρόδιδε φόβο. «Ωραία, λοιπόν, αν δεν το βρίσκετε τρομερά
πληκτικό...» Συνέχισε τον ενθουσιώδη σχολιασμό των έργων
του άντρα της, καθώς περνούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Σ’ ένα από τα δωμάτια των ξένων, στο τελευταίο του


πρώτου ορόφου που επισκέφθηκαν, υπήρχαν μια λευκή
κανάτα με ασορτί λεκάνη, και τα δύο σκεύη είχαν έναν
κοκκινοπράσινο θυρεό. Υπήρχε ακόμη ένα ξύλινο τραπέζι και
μια πολυθρόνα· ο Πουαρό τα αναγνώρισε από το πορτρέτο
της Λουίζα, διά χειρός Νάνσι Ντουκέιν. Είπε: «Συγγνώμη,
μαντάμ, πού βρίσκεται η γαλάζια κανάτα και η ασορτί λεκάνη
του πορτρέτου;»

«Η γαλάζια κανάτα και η ασορτί λεκάνη...» επανέλαβε η


Λουίζα, δείχνοντας να σαστίζει.

«Νομίζω ότι σε αυτό το δωμάτιο ποζάρατε για τον πίνακα


της κυρίας Ντουκέιν – n’est-ce pas;»

«Ναι, σ’ αυτό. Και... μισό λεπτό! Η κανάτα και η λεκάνη


που λέτε βρίσκονται στο άλλο δωμάτιο των ξένων!»

«Ωστόσο δεν σας ζωγράφισε εκεί, αλλά εδώ».

«Όντως. Αλλά τότε... πού είναι η γαλάζια κανάτα με τη


λεκάνη της;»

«Δεν ξέρω, μαντάμ».

«Πρέπει να ’ναι σε κάποιο άλλο υπνοδωμάτιο. Μπορεί στο


δικό μου. Θα τις μπέρδεψε η Ντόρκας». Κίνησε με βήμα ταχύ
την αναζήτηση των χαμένων αντικειμένων.

Ο Πουαρό ακολούθησε. «Δεν πρόσεξα κάποιο λαβομάνο


στα άλλα υπνοδωμάτια», είπε.

Κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, η Λουίζα Ουάλας είπε με


σφιγμένα δόντια. «Το άχρηστο το πλάσμα! Θα σας εξηγήσω
τι έγινε, μεσιέ Πουαρό. Πρέπει να τα έσπασε η Ντόρκας και
φοβάται να μου το πει. Πάμε να τη ρωτήσουμε – τι λέτε;
Βέβαια θα το αρνηθεί, αλλά είναι η μόνη πιθανή εξήγηση. Τα
κανάτια δεν εξαφανίζονται από μόνα τους, ούτε
μετακινούνται απ’ το ένα δωμάτιο στ’ άλλο».
«Πότε είδατε τελευταία φορά τη γαλάζια κανάτα με τη
λεκάνη της, μαντάμ;»

«Δεν θυμάμαι. Έχει καιρό να τα πάρει το μάτι μου.


Άλλωστε δεν μπαίνω συχνά στα δωμάτια των ξένων».

«Μήπως τα πήρε μαζί της η Νάνσι Ντουκέιν φεύγοντας το


βράδυ της Πέμπτης;»

«Όχι. Γιατί να τα πάρει; Δεν έχει νόημα! Ήμουν μπροστά


όταν έφυγε, για να την ξεπροβοδίσω, και το μόνο που
κρατούσε ήταν το κλειδί του σπιτιού της. Εκτός αυτού, η
Νάνσι δεν είναι κλέφτρα. Η Ντόρκας, απ’ την άλλη... Αυτό
είναι! Δεν τα ’σπασε, τα ’κλεψε, είμαι σίγουρη – πώς να το
αποδείξω; Αυτή θα το αρνηθεί δίχως άλλο».

«Μαντάμ, κάντε μου μια χάρη: Μην κατηγορήσετε την


Ντόρκας για κλοπή ή για οτιδήποτε άλλο. Δεν νομίζω ότι
είναι αυτή η ένοχη».

«Τότε πού πήγαν η γαλάζια κανάτα και η λεκάνη της;»

«Αυτό πρέπει να σκεφτώ», είπε ο Πουαρό. «Θα σας


αφήσω στην ησυχία σας σ’ ένα λεπτάκι, αλλά πρώτα θα
μπορούσα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο θαυμάσιο
πορτρέτο σας;»
«Μετά χαράς».

Η Λουίζα Ουάλας και ο Ηρακλής Πουαρό επέστρεψαν μαζί


στο σαλόνι. Στάθηκαν μπροστά στο πορτρέτο.
«Αναθεματισμένο πλάσμα», μουρμούρισε η Λουίζα. «Τώρα
το μόνο που σκέφτομαι βλέποντας τον πίνακα είναι η κανάτα
και η λεκάνη».

«Oui. Ξεχωρίζουν – έτσι δεν είναι;»

«Ήταν μέσα στο σπίτι μου και τώρα δεν είναι, ενώ το μόνο
που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω τον πίνακα και ν’
αναρωτιέμαι τι απέγιναν! Ω Θεέ μου, τι ταραχή μου ’μελλε να
περάσω σήμερα!»

Η Μπλανς Άνσγουορθ, όπως συνήθιζε, ρώτησε τον Πουαρό


μόλις μπήκε στο σπίτι αν ήθελε να του φέρει κάτι.

«Θέλω, πράγματι», της είπε. «Ένα φύλλο χαρτί και μερικά


μολύβια ζωγραφικής. Πολύχρωμα».

Η Μπλανς πήρε μια έκφραση απογοήτευσης. «Το χαρτί να


σας το φέρω, αλλά χρωματιστά μολύβια δεν πρέπει να ’χω,
εκτός αν σας ενδιαφέρει το χρώμα το μολυβί, που έχουν τα
κανονικά».
«Α! Γκρίζο, το καλύτερο όλων».

«Αστειεύεστε, κύριε Πουαρό; Το γκρίζο;»

«Oui». Ο Πουαρό χτύπησε τον κρόταφό του με το


δάχτυλο. «Το χρώμα της φαιάς ουσίας».

«Αχ, όχι. Εμένα δώσε μου ένα ανοιχτό ροζ ή ένα λιλά και
την ψυχή μου πάρε».

«Τα χρώματα δεν έχουν σημασία – πράσινο φόρεμα,


γαλάζια κανάτα με ασορτί λεκάνη, λευκή κανάτα...»

«Δεν σας καταλαβαίνω, κύριε Πουαρό».

«Δεν ζητώ να με καταλάβετε, κυρία Άνσγουορθ· μόνο να


μου φέρετε ένα απλό μολύβι και μια κόλα χαρτί, γρήγορα. Κι
ένα φάκελο, παρακαλώ. Μίλησα πολλή ώρα για ζωγραφική
σήμερα. Τώρα ο Ηρακλής Πουαρό θα επιχειρήσει να συνθέσει
το δικό του έργο τέχνης!»

Είκοσι λεπτά αργότερα, καθισμένος σ’ ένα από τα τραπέζια


της τραπεζαρίας, ο Πουαρό φώναξε πάλι την Μπλανς
Άνσγουορθ. Όταν εκείνη εμφανίστηκε, της έδωσε το φάκελο,
που ήταν σφραγισμένος. «Παρακαλώ τηλεφωνήστε στη
Σκότλαντ Γιαρντ εκ μέρους μου», της ζήτησε, «και πείτε τους
να στείλουν κάποιον να παραλάβει το φάκελο, χωρίς
χρονοτριβή, και να τον παραδώσει στον αστυφύλακα Στάνλεϊ
Μπίαρ. Έχω γράψει το όνομά του στο φάκελο. Πείτε τους,
παρακαλώ, ότι είναι επείγον· σχετίζεται με τους φόνους στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ».

«Εγώ νόμιζα ότι ζωγραφίζατε», είπε η Μπλανς.

«Η ζωγραφιά μου βρίσκεται σφραγισμένη σ’ αυτόν το


φάκελο, μαζί μ’ ένα συνοδευτικό γράμμα».

«Εντάξει, αλλά εγώ δεν μπορώ να δω τη ζωγραφιά».

Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Δεν χρειάζεται να τη δείτε,


μαντάμ, εκτός κι αν εργάζεστε στη Σκότλαντ Γιαρντ. Κάτι
που, εξ όσων γνωρίζω, δεν ισχύει».

«Α!» Η Μπλανς Άνσγουορθ έμοιαζε φουρκισμένη.


«Μάλιστα. Τότε ας πάω να κάνω το τηλεφώνημα», είπε.

«Merci, μαντάμ».

Όταν επέστρεψε, πέντε λεπτά μετά, είχε το στόμα


σκεπασμένο με το χέρι της και τα μάγουλά της είχαν ροδίσει.
«Ω Θεέ μου! Κύριε Πουαρό...» είπε. «Έχω πολύ δυσάρεστα
νέα για σας! Δεν ξέρω τι έχει πάθει ο κόσμος, δεν ξέρω,
ειλικρινά».
«Τι νέα;»

«Κάλεσα τη Σκότλαντ Γιαρντ –όπως μου ζητήσατε–, είπαν


ότι θα στείλουν κάποιον να πάρει το φάκελο. Κι έπειτα το
τηλέφωνο χτύπησε πάλι, μόλις το ’χα κλείσει. Αχ, κύριε
Πουαρό, είναι φοβερό!»

«Ηρεμήστε, κυρία μου, και πείτε μου παρακαλώ τι


συμβαίνει».

«Συνέβη κι άλλος φόνος στο Μπλόξχαμ! Δεν ξέρω τι


έχουν πάθει αυτά τα πολυτελή ξενοδοχεία· δεν ξέρω,
ειλικρινά».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 - Η σκέψη της στον καθρέφτη

Μόλις έφτασα στο Λονδίνο, κατευθύνθηκα προς το Πλέζαντ,


πιστεύοντας ότι μπορεί να ’βρισκα τον Πουαρό εκεί, αλλά το
μόνο γνώριμο πρόσωπο στο καφέ ήταν της σερβιτόρας «με
τα ατίθασα μαλλιά», σύμφωνα με την περιγραφή του
Πουαρό. Η παρουσία της δρούσε πάντα σαν τονωτικό για
μένα και απολάμβανα τις επισκέψεις μου στο καφέ Πλέζαντ
χάρη σ’ εκείνη περισσότερο από καθετί άλλο. Πώς την έλεγαν
να δεις; Ο Πουαρό μού το ’χε πει. Α, ναι, Φι Σπρινγκ,
υποκοριστικό του Εφίμια.

Τη συμπαθούσα πάνω απ’ όλα για την ανακουφιστική της


συνήθεια να επαναλαμβάνει δύο ίδια πράγματα κάθε φορά
που μ’ έβλεπε. Μου τα ’πε και τώρα. Το πρώτο ήταν η
μακροχρόνια φιλοδοξία της ν’ αλλάξει το όνομα του Πλέζαντ
από «καφέ» σε «τσαγερία», ώστε να αντανακλά τα οφέλη
του αγαπημένου της αφεψήματος· και το δεύτερο: «Πώς είναι
τα πράγματα στη Σκότλαντ Γιαρντ; Θα ’θελα να δούλευα
εκεί, αλλά μόνο αν ήμουν αρχηγός – να εξηγούμαστε».

«Α, είμαι σίγουρος ότι θα αναλαμβάνατε τα ηνία σε χρόνο


μηδέν», της είπα. «Όπως υποψιάζομαι ότι μια μέρα θα φτάσω
εδώ και θα δω την επιγραφή στην πόρτα “Τσαγερία
Πλέζαντ”».
«Δεν το νομίζω. Είναι το μόνο που δεν θα μ’ αφήσουν ν’
αλλάξω. Ο κύριος Πουαρό δεν θα το ενέκρινε – έτσι δεν
είναι;»

«Θα έφριττε».

«Μην του το πείτε, ούτε και σε κανέναν άλλο να το πείτε».


Η Φι ισχυριζόταν ότι την αλλαγή ονόματος, που πρότεινε για
το χώρο εργασίας της, την είχε μοιραστεί μόνο μ’ εμένα.

«Δεν πρόκειται», την καθησύχασα. «Θα σας πω και κάτι


άλλο: Ελάτε να δουλέψουμε μαζί, να λύσουμε μερικά
εγκλήματα, και θα ρωτήσω τον προϊστάμενό μου αν
μπορούμε ν’ αλλάξουμε όνομα και να γίνουμε “Τσαγερία
Σκότλαντ Γιαρντ”. Γιατί πίνουμε τσάι στη δουλειά ούτως ή
άλλως, οπότε θα ’ταν απόλυτα ταιριαστό».

«Χμμ». Η Φι δεν είχε εντυπωσιαστεί. «Έχω ακούσει ότι οι


αστυνομικίνες δεν επιτρέπεται να μείνουν στο σώμα μετά που
θα παντρευτούν· και είναι δίκαιο, εγώ κάλλιο να ’λυνα
εγκλήματα, παρά να ’χα άντρα να φροντίζω».

«Ωραία, λοιπόν, είστε έτοιμη!»

«Οπότε μη μου κάνετε καμιά πρόταση γάμου».

«Μη φοβάστε καθόλου!»


«Τι χαριτωμένα που τα λέτε».

Για να βγω απ’ το λάκκο που ’χα σκάψει μόνος μου, είπα:
«Δεν θα κάνω πρόταση σε καμία· αλλά, αν κάποια στιγμή οι
γονείς μου μου βάλουν το πιστόλι στον κρόταφο, πρώτα το
δικό σας χέρι θα ζητήσω – τι λέτε;»

«Καλύτερα εμένα από καμιά ονειροπαρμένη που θα


φαντάζεται έρωτες και ρομαντζάδες. Θα την περίμενε μεγάλη
απογοήτευση».

Δεν είχα διάθεση να συζητήσω περί έρωτος κι έτσι είπα: «Σ’


ό,τι αφορά τη συνεργασία μας προς επίλυση εγκλημάτων...
δεν φαντάζομαι να περιμένετε τον Πουαρό να περάσει;
Ήλπιζα ότι μπορεί να ’ταν εδώ, περιμένοντας να ξαναφανεί η
Τζένι Χομπς».

«Τζένι Χομπς, λοιπόν; Άρα βρήκατε και το επίθετό της. Ο


κύριος Πουαρό θα χαρεί που θα μάθει για ποια τρώγεται
τόσες μέρες. Ίσως και να πάψει να με ζαλίζει. Κάθε φορά που
γυρνάω την πλάτη μου, να τον στο κατόπι μου, να με ρωτάει
τα ίδια και τα ίδια για την Τζένι, που μ’ έχει ρωτήσει εκατό
φορές. Εγώ ποτέ δεν τον ρωτάω πού είστε εσείς – ποτέ!»

Η τελευταία της δήλωση με σάστισε. «Γιατί να τον


ρωτήσετε;»
«Δεν θα τον ρωτούσα, κι ούτε τον ρώτησα. Πρέπει να
προσέχεις τι ρωτάς σ’ αυτούς που κάνουν όλο ερωτήσεις.
Μάθατε τίποτ’ άλλο για την Τζένι;»

«Τίποτα που να μπορώ να μοιραστώ μαζί σας, λυπάμαι».

«Τότε να σας πω εγώ κάτι που ο κύριος Πουαρό θα ’θελε


να το ξέρει;» Η Φι με κατηύθυνε σ’ ένα άδειο τραπέζι.
Καθίσαμε και είπε: «Το βράδυ που πέρασε η Τζένι –τότε που
είχε το κακό της το χάλι, την περασμένη Πέμπτη– είπα στον
κύριο Πουαρό ότι κάτι είχε πάρει το μάτι μου, αλλά δεν
μπορούσα να θυμηθώ τι ακριβώς. Ε λοιπόν, το θυμήθηκα.
Είχε σκοτεινιάσει και δεν είχα κλείσει τα κουρτινάκια. Ποτέ
δεν τα κλείνω. Καλύτερα να φωτίζεται λίγο κι ο δρόμος, έτσι
λέω. Κι όποιος μπορεί να δει πώς είναι μέσα, έχει
περισσότερες πιθανότητες να μπει».

«Ιδίως αν σας δει απ’ το παράθυρο», της είπα πειραχτικά.

Η Φι γούρλωσε τα μάτια. «Αυτό ακριβώς ήταν», είπε.

«Τι εννοείτε;»

«Αφού της ζήτησα να κλείσει την πόρτα, η Τζένι πήγε


σφαίρα στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Έκανε λες και ήταν
κάποιος εκεί που την κυνηγούσε. Κοίταζε επί ώρα απ’ το
παράθυρο, αλλά δεν θα ’βλεπε άλλο παρά τον εαυτό της, το
εσωτερικό του καφέ κι εμένα – την αντανάκλασή μου, εννοώ.
Όπως την είδα κι εγώ. Έτσι κατάλαβα ποια ήταν. Άμα
ρωτήσετε τον κύριο Πουαρό, θα σας το επιβεβαιώσει. Είπα
“Α, εσύ είσαι;” πριν γυρίσει προς το μέρος μου. Το παράθυρο
ήταν σαν καθρέφτης, βλέπετε, έτσι που είχαμε τα φώτα
αναμμένα κι έξω ήταν σκοτάδι. Τώρα, θα μπορούσε να πει
κανείς ότι προσπαθούσε να δει έξω, ακόμη κι αν δεν τα
κατάφερνε, αλλά δεν ήταν έτσι».

«Τι εννοείτε μ’ αυτό;»

«Δεν κοίταζε να δει αν την ακολουθούσε κανείς. Εμένα


παρατηρούσε, όπως την παρατηρούσα κι εγώ. Τα μάτια μου
έβλεπαν τα δικά της να καθρεφτίζονται, κι εκεινής τα δικά
μου – σαν να στεκόμασταν μπροστά σ’ έναν καθρέφτη.
Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω;»

Έγνεψα καταφατικά. «Όταν μπορείς να δεις κάποιον στον


καθρέφτη, πάντα μπορεί να σε δει κι εκείνος».

«Έτσι. Οπότε η Τζένι με κοίταζε –παίρνω όρκο–


περιμένοντας τι θα πω ή τι θα κάνω, που ’χε μπουκάρει έτσι
ταραγμένη. Θα σας φανεί περίεργο, κύριε Κάτσπουλ, αλλά
ήταν λες κι έβλεπα περισσότερα κι απ’ τα μάτια της. Έβλεπα
τη σκέψη της, αν δεν ακούγεται πολύ τραβηγμένο. Και
παίρνω όρκο ότι περίμενε να πάρω το πάνω χέρι».

«Όποιος έχει μυαλό στο κεφάλι του, αυτό θα περίμενε»,


είπα και χαμογέλασα.

Η Φι ενοχλημένη έβγαλε ένα μουρμουρητό. «Ειλικρινά,


δεν ξέρω πώς το ξέχασα. Ήθελα να μ’ αρπάξω και να με
ταρακουνήσω που δεν μπορούσα να το θυμηθώ τόσες μέρες.
Σας ορκίζομαι ότι δεν το βγάζω απ’ το μυαλό μου. Το είδωλό
της κοίταζε το δικό μου κατάματα, λες και...» Η Φι
συνοφρυώθηκε. «Λες και ήμουν εγώ η απειλή, κι όχι κάποιος
έξω στο δρόμο. Αλλά γιατί να με κοιτάξει έτσι; Σας φαίνεται
λογικό; Γιατί εγώ το βρίσκω τελείως παράλογο».

Αφού πέρασα να δω πώς πήγαιναν τα πράγματα στη


Σκότλαντ Γιαρντ, γύρισα στην πανσιόν, όπου βρήκα τον
Πουαρό να προσπαθεί να φύγει. Στεκόταν στο άνοιγμα της
εξώπορτας φορώντας το παλτό και το καπέλο του,
κατακόκκινος και αναστατωμένος, σαν να δυσκολευόταν να
μείνει ακίνητος. Αυτό δεν ήταν από τα συνηθισμένα
προβλήματά του. Πράγμα σπάνιο, η Μπλανς Άνσγουορθ όχι
μόνο δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την άφιξή μου,
αλλά γκρίνιαζε για ένα αμάξι που ’χε αργήσει. Ήταν κι εκείνη
κόκκινη.
«Κάτσπουλ, πρέπει να φύγουμε πάραυτα για το ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ», είπε ο Πουαρό ισιώνοντας το μουστάκι του με
τα γαντοφορεμένα του δάχτυλα. «Μόλις έρθει το αυτοκίνητο,
φεύγουμε».

«Έπρεπε να ’χε έρθει εδώ και δέκα λεπτά», είπε η Μπλανς.


«Τώρα όμως υπάρχει κάποιο όφελος από την αργοπορία –
μπορείτε να πάρετε και τον κύριο Κάτσπουλ μαζί σας».

«Προς τι η βιασύνη;» ρώτησα.

«Συνέβη κι άλλος φόνος», είπε ο Πουαρό. «Στο


Μπλόξχαμ».

«Ω Θεέ μου». Για μερικά δευτερόλεπτα, ένα ταπεινωτικό


αίσθημα πανικού απλώθηκε στο αίμα μου. Η αύξηση των
νεκρών συνεχιζόταν ακάθεκτη. Ένα πτώμα, δύο πτώματα,
τρία, τέσσερα...

Οκτώ άψυχα χέρια, με τις παλάμες στραμμένες προς τα


κάτω...

«Έντουαρντ, κράτα του το χέρι».

«Η Τζένι Χομπς ήταν το θύμα;» ρώτησα τον Πουαρό,


καθώς το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια μου.
Έπρεπε να του είχα δώσει σημασία, όταν έλεγε ότι
κινδύνευε η Τζένι. Γιατί δεν τον είχα πάρει στα σοβαρά;

«Δεν ξέρω. Α! Ώστε μάθατε το επώνυμό της. Ο σινιόρ


Λατσάρι με κάλεσε από τηλεφώνου και έκτοτε δεν έχω
καταφέρει να επικοινωνήσω μαζί του. Τέλος πάντων,
τουλάχιστον έφτασε επιτέλους το αμάξι».

Καθώς προχωρούσαμε προς το μέρος του αυτοκινήτου,


ένιωσα κάτι να με τραβά προς τα πίσω. Η Μπλανς
Άνσγουορθ με τραβούσε απ’ το μανίκι. «Να προσέχετε στο
ξενοδοχείο – έτσι, κύριε Κάτσπουλ; Δεν θα το αντέξω αν σας
βρει κανένα κακό».

«Εννοείται ότι θα προσέχω».

Το πρόσωπό της συστράφηκε σε μια αγριωπή γκριμάτσα.


«Δεν έχετε καμιά δουλειά εκεί, κατά τη γνώμη μου. Τι γύρευε
αυτός ο τύπος εκεί πέρα, αυτός που σκοτώθηκε τώρα; Τρεις
άνθρωποι δολοφονήθηκαν στο Μπλόξχαμ, μόλις την
περασμένη εβδομάδα! Γιατί δεν πήγε να μείνει κάπου αλλού,
άμα δεν ήθελε να τον βρει κι αυτόν η ίδια μοίρα; Δεν είναι
σωστό να αγνοεί αυτός τον κίνδυνο και να βάζει εσάς σ’ ένα
σωρό μπελάδες».

«Θα το πω στο πτώμα του, χωρίς περιφράσεις». Έλεγα


από μέσα μου ότι, αν χαμογελάσω και πω τα κατάλληλα
λόγια, μπορεί σύντομα να νιώσω πιο ήρεμος.

«Και να πείτε και κάτι στους υπόλοιπους ενοίκους, μια που


θα ’στε εκεί», με συμβούλευσε η Μπλανς. «Πείτε τους ότι
έχω δυο δωμάτια διαθέσιμα. Μπορεί να μην είναι τόσο
πολυτελή όσο του Μπλόξχαμ, αλλά τουλάχιστον όλοι το
πρωί ξυπνούν ζωντανοί».

«Κάτσπουλ, μην αργείτε σας παρακαλώ», φώναξε ο


Πουαρό μέσα από το αυτοκίνητο.

Έδωσα βιαστικά τη βαλίτσα μου στην Μπλανς κι έσπευσα


προς το μέρος του.

Στη διαδρομή ο Πουαρό είπε: «Ήλπιζα ειλικρινά ότι θα


κατάφερνα να αποτρέψω έναν τέταρτο φόνο, mon ami. Και
απέτυχα».

«Δεν θα το ’βλεπα έτσι», είπα.

«Non;»

«Κάνατε ό,τι μπορούσατε. Επειδή ο δολοφόνος πέτυχε το


στόχο του, δεν σημαίνει ότι εσείς αποτύχατε».

Το πρόσωπο του Πουαρό ήταν σαν μάσκα περιφρόνησης.


«Αν αυτή είναι η άποψή σας, τότε πρέπει να είστε ο
αγαπημένος αστυνόμος όλων των δολοφόνων. Ασφαλώς
και απέτυχα!» Ύψωσε το χέρι για να με κάνει να σωπάσω.
«Όχι άλλους παραλογισμούς, παρακαλώ. Πείτε μου για τη
διαμονή σας στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Τι ανακαλύψατε, εκτός από
το επώνυμο της Τζένι;»

Του αφηγήθηκα τα πάντα για το ταξίδι μου, νιώθοντας


σταδιακά να συνέρχομαι καθώς εξιστορούσα όσα είχα μάθει,
φροντίζοντας να μην παραλείψω ούτε μία λεπτομέρεια που
ένας ντετέκτιβ, σχολαστικός σαν τον Πουαρό, θα θεωρούσε
σχετική με την υπόθεση. Όσο μιλούσα, πρόσεξα κάτι τρομερά
αλλόκοτο: Τα μάτια του γίνονταν ολοένα και πιο πράσινα.
Ήταν λες και κάποιος είχε ανάψει δυο μικροσκοπικούς
φακούς μες στο κεφάλι του, κάνοντας τα μάτια του να
λάμπουν.

Όταν τελείωσα, είπε: «Ώστε η Τζένι ήταν η καμαριέρα του


Πάτρικ Άιβ στο Κολέγιο του Σωτήρος, στο Πανεπιστήμιο του
Κέμπριτζ; Πολύ ενδιαφέρον».

«Γιατί;»

Απάντηση δεν έλαβα, μόνο μία ερώτηση ακόμη. «Δεν


κρυφτήκατε, ώστε να ακολουθήσετε τη Μάργκαρετ Ερνστ,
μετά την πρώτη σας επίσκεψη στο σπίτι της;»
«Να την ακολουθήσω; Όχι. Δεν είχα λόγο να υποθέσω ότι
θα πήγαινε κάπου. Μου έδωσε την εντύπωση ότι όλη μέρα
κάθεται στο παράθυρο και κοιτάζει την ταφόπλακα των Άιβ».

«Είχατε χίλιους λόγους να υποθέσετε ότι μπορεί να πήγαινε


κάπου ή ότι κάποιος μπορεί να ερχόταν να την επισκεφθεί»,
είπε αυστηρά ο Πουαρό. «Σκεφτείτε το λίγο, Κάτσπουλ. Δεν
ήθελε να σας μιλήσει για τον Πάτρικ και τη Φράνσις Άιβ
στην πρώτη σας επίσκεψη – n’est-ce pas; “Ελάτε πάλι
αύριο”, σας είπε και, όταν επιστρέψατε, σας αφηγήθηκε την
ιστορία. Δεν νομίζετε ότι ο λόγος γι’ αυτή την αναμονή
μπορεί να ήταν η επιθυμία της να το συζητήσει
προηγουμένως με κάποιον τρίτο;»

«Όχι. Να πω την αλήθεια, ούτε που μου πέρασε απ’ το


μυαλό. Η Μάργκαρετ μου έδωσε την αίσθηση ενός
ανθρώπου που θέλει απλώς να σκεφτεί κάτι προσεκτικά, αντί
να καταλήξει εσπευσμένα σε μια απόφαση για ένα ζήτημα
μεγάλης σημασίας. Επιπλέον, μου φάνηκε ικανή να
αποφασίζει μόνη της για ό,τι κάνει και δεν τρέχει με το
παραμικρό σε φίλους, για ν’ αναζητήσει τη συμβουλή τους.
Ως εκ τούτου δεν την υποψιάστηκα διόλου».

«Εγώ, απεναντίας, υποψιάζομαι πολλά», είπε ο Πουαρό.


«Κυρίως ότι η Μάργκαρετ Ερνστ ήθελε να συζητήσει με τον
δόκτορα Άμπροουζ Φλαουερντέι τι ακριβώς θα σας πει».
«Ναι, εντάξει, αν μιλούσε με κάποιον, με αυτόν θα
μιλούσε», συναίνεσα. «Το σίγουρο είναι ότι ανέφερε τ’ όνομά
του πολλές φορές στη διάρκεια της συνομιλίας μας. Είναι
φανερό ότι τον θαυμάζει».

«Ωστόσο δεν πήγατε να βρείτε τον δόκτορα


Φλαουερντέι». Ο Πουαρό έβγαλε ένα σιγανό ρουθούνισμα.
«Δεν σας το επέτρεπε η ανδρική σας τιμή, αφ’ ης στιγμής
είχατε δώσει όρκο σιωπής. Και είναι άραγε η ίδια αγγλική
αίσθηση ευπρέπειας, που σας κάνει να υποκαθιστάτε με τη
λέξη “θαυμάζει” τη λέξη “αγαπά”; Η Μάργκαρετ Ερνστ
αγαπά τον Άμπροουζ Φλαουερντέι – είναι προφανές απ’ όσα
μου είπατε! Άραγε ξεχειλίζει από πάθος κουβεντιάζοντας γι’
αυτό τον εφημέριο και τη σύζυγό του, που δεν τους γνώρισε
ποτέ; Όχι, το πάθος της αφορά τον δόκτορα Φλαουερντέι –
τα δικά του αισθήματα νιώθει απέναντι στην τραγωδία που
έπληξε τον μακαρίτη αιδεσιμότατο Άιβ και τη γυναίκα του·
δικοί του αγαπημένοι φίλοι ήταν. Καταλαβαίνετε,
Κάτσπουλ;»

Έβγαλα ένα ασαφές μουγκρητό. Η Μάργκαρετ Ερνστ μού


είχε φανεί, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, παθιασμένη με
τις ηθικές αξίες που διακυβεύονταν –με την αδικία που είχε
διαπραχθεί εις βάρος των Άιβ–, όμως ήξερα πως, αν το
έλεγα, θα φαινόμουν ανόητος. Ο Πουαρό απλώς θα μου
έκανε κήρυγμα για την ανικανότητά μου να ξεχωρίσω τα
τρυφερά αισθήματα. Για να του δώσω τροφή για σκέψη, πέρα
από τα αναρίθμητα λάθη και τις παραλείψεις μου, του μίλησα
για την επίσκεψή μου στο καφέ Πλέζαντ και για όσα μου είχε
πει η Φι Σπρινγκ.

«Τι πιστεύετε ότι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησα, καθώς το


αυτοκίνητο τραντάχτηκε περνώντας πάνω από κάτι ογκώδες
στη μέση του δρόμου.

Για ακόμη μια φορά, ο Πουαρό αγνόησε την ερώτησή μου


και με ρώτησε αν του είχα αφηγηθεί τα πάντα.

«Σας έχω αναφέρει όλα όσα έλαβαν χώρα στο Γκρέιτ


Χόλινγκ. Η μόνη άλλη είδηση είναι το πόρισμα της
ιατροδικαστικής εξέτασης, που βγήκε σήμερα. Τα τρία
θύματα δηλητηριάστηκαν. Με υδροκυάνιο, όπως είχαμε
υποθέσει. Υπάρχει όμως και κάτι αινιγματικό στο πόρισμα:
Στο περιεχόμενο του στομάχου των νεκρών δεν βρέθηκε
πρόσφατα καταναλωθείσα τροφή. Η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα
Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν πολλές ώρες
νηστικοί, προτού δολοφονηθούν, το οποίο σημαίνει ότι
αγνοείται η τύχη του απογευματινού που σερβιρίστηκε για
τρία άτομα».

«Ίσα ίσα! Αυτό είναι το μόνο μυστήριο που εξιχνιάστηκε».


«Εξιχνιάστηκε; Θα ’λεγα ότι παραμένει ανεξήγητο. Κάνω
λάθος;»

«Αχ, Κάτσπουλ», είπε περίλυπος ο Πουαρό, «αν σας


αποκαλύψω την απάντηση, αν σας συμπονέσω, δεν θα
ακονίσετε την ικανότητα να σκέφτεστε μόνος σας – και
οφείλετε να το κάνετε! Έχω έναν πολύ καλό φίλο, για τον
οποίο δεν σας έχω μιλήσει. Λέγεται Χέιστινγκς. Συχνά τον
εκλιπαρώ να χρησιμοποιήσει τα κύτταρα της φαιάς ουσίας
του, αλλά ξέρω ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να παραβγούν τα
δικά μου.

»Εσείς, από την άλλη...» νόμιζα πως ετοίμαζε κάποια


φιλοφρόνηση για μένα, μα έπειτα είπε: «Ούτε και τα δικά σας
θα μπορέσουν ποτέ να παραβγούν τα δικά μου. Δεν είναι
μόνο η ευφυΐα που σας λείπει ούτε η ευαισθησία ούτε καν η
πρωτοτυπία. Σας λείπει και η αυτοπεποίθηση. Αντί να
ψάχνετε εσείς την απάντηση, αναζητάτε δεξιά κι αριστερά
κάποιον άλλο να τη βρει και να σας την ανακοινώσει – ε
λοιπόν, τώρα συναντήσατε τον Ηρακλή Πουαρό! Αλλά ο
Πουαρό δεν είναι ικανός μόνο να εξιχνιάζει μυστήρια, mon
ami. Είναι και οδηγός, και δάσκαλος. Θέλει να σας διδάξει
πώς θα σκέφτεστε μόνος σας, όπως κάνει ο ίδιος. Όπως και
η γυναίκα αυτή που μου περιγράφετε, η Μάργκαρετ Ερνστ,
που δεν επαφίεται στη Βίβλο, αλλά στην προσωπική της
κρίση».

«Ναι. Μου φάνηκε μάλλον επηρμένη η στάση της», είπα


δηκτικά. Θα ήθελα να επεκταθώ επί του θέματος, αλλά
είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 - Το τέταρτο μανικετόκουμπο

Στο λόμπι του Μπλόξχαμ, παραλίγο να πέσουμε πάνω στον


Χένρι Νέγκους, τον αδελφό του Ρίτσαρντ Νέγκους. Κρατούσε
έναν μικρό χαρτοφύλακα στο ένα χέρι, ενώ στο άλλο, μια
τεράστια βαλίτσα, την οποία ακούμπησε κάτω προκειμένου
να μας μιλήσει.

«Μακάρι να ’μουν ακόμα νέος και χειροδύναμος», είπε


λαχανιασμένος. «Πώς πάει η υπόθεση, αν επιτρέπεται;»

Από την έκφραση και τον τόνο της φωνής του, συμπέρανα
ότι δεν ήξερε για τον τέταρτο φόνο. Δεν είπα τίποτα,
περίεργος να δω τι θα κάνει ο Πουαρό.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα επιτύχουμε», είπε ο Πουαρό


με εσκεμμένη ασάφεια. «Περάσατε το βράδυ σε αυτό το
ξενοδοχείο, μεσιέ;»

«Το βράδυ; Α, είδατε τη βαλίτσα; Όχι, έμεινα στο


Λάνγκχαμ. Δεν θα το άντεχα να μείνω εδώ, παρόλο που ο
κύριος Λατσάρι προσφέρθηκε ευγενώς να με φιλοξενήσει.
Πέρασα μόνο για να πάρω τα πράγματα του Ρίτσαρντ». Ο
Χένρι Νέγκους έγειρε το κεφάλι προς το μέρος της βαλίτσας,
αλλά κρατούσε το βλέμμα του στραμμένο αλλού, σαν να μην
ήθελε να την κοιτάζει. Παρατήρησα την ετικέτα που κρεμόταν
από το χερούλι της βαλίτσας: «Κος Ρ. Νέγκους».

«Μάλλον θα ήταν καλύτερα να βιαστώ», είπε ο Νέγκους.


«Σας παρακαλώ να με κρατάτε ενήμερο».

«Ασφαλώς θα το κάνουμε», αποκρίθηκα. «Στο καλό,


κύριε Νέγκους. Λυπάμαι αφάνταστα για τον αδελφό σας».

«Σας ευχαριστώ, κύριε Κάτσπουλ. Κύριε Πουαρό». Ο


Νέγκους φαινόταν αμήχανος, ίσως και θυμωμένος. Νόμιζα
πως καταλάβαινα γιατί. Αντιμέτωπος με την τραγωδία, είχε
αποφασίσει να φανεί μεθοδικός. Ήθελε να αποφύγει
οτιδήποτε του θύμιζε τη λύπη του, ενόσω προσπαθούσε να
εστιάσει στα πρακτικά ζητήματα.

Καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο, είδα τον Λούκα


Λατσάρι να σπεύδει προς το μέρος μας, σφίγγοντας τα χέρια
στο κεφάλι του. Μια γυαλάδα ιδρώτα κάλυπτε το πρόσωπό
του. «Αχ, μεσιέ Πουαρό, κύριε Κάτσπουλ! Επιτέλους ήρθατε!
Ακούσατε τα καταστροφικά νέα; Αχ, μαύρες μέρες περνάει το
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ! Μαύρες μέρες!»

Ήταν άραγε εντύπωσή μου ή είχε κουρέψει το μουστάκι του


ώστε να μοιάζει με του Πουαρό; Ήταν μια ατυχής
απομίμηση, αν επρόκειτο για απομίμηση. Το έβρισκα
συναρπαστικό που ο τέταρτος φόνος στο ξενοδοχείο του τον
είχε φέρει σε τέτοια πένθιμη κατάσταση. Όσο οι
δολοφονημένοι ένοικοι του Μπλόξχαμ ήταν ακόμα τρεις,
τον έβλεπες μες στην τρελή χαρά. Μια σκέψη πέρασε απ’ το
μυαλό μου: μπορεί το τέταρτο θύμα να ήταν υπάλληλος του
ξενοδοχείου και όχι πελάτης. Τον ρώτησα σχετικά με τα
στοιχεία του θύματος.

«Δεν ξέρω ούτε ποια είναι ούτε πού βρίσκεται αυτή τη


στιγμή», είπε ο Λατσάρι. «Ελάτε, ακολουθήστε με. Θα
καταλάβετε και μόνοι σας».

«Τι θα πει δεν ξέρετε πού βρίσκεται;» είπε με απαιτητικό


τόνο ο Πουαρό, καθώς ακολουθούσαμε το διευθυντή του
ξενοδοχείου στο ασανσέρ. «Τι εννοείτε; Δεν είναι εδώ, στο
ξενοδοχείο;»

«Ναι, αλλά πού στο ξενοδοχείο; Μπορεί να είναι


οπουδήποτε!» είπε θρηνώντας ο Λατσάρι.

Ο Ράφαλ Μπόμπακ έκλινε την κεφαλή σε χαιρετισμό,


καθώς ερχόταν προς μέρος μας, σπρώχνοντας ένα μεγάλο
καρότσι γεμάτο με άπλυτα σεντόνια. «Μεσιέ Πουαρό», είπε,
σταματώντας μόλις μας είδε. «Έχω σπάσει το κεφάλι μου,
μήπως μπορέσω να θυμηθώ τίποτ’ άλλο απ’ όσα ειπώθηκαν
στο δωμάτιο 317, το βράδυ των φόνων».
«Oui;» είπε όλο ελπίδα ο Πουαρό.

«Δεν μου ’χει έρθει κάτι άλλο, κύριε. Λυπάμαι».

«Δεν πειράζει. Σας ευχαριστώ για την προσπάθεια, κύριε


Μπόμπακ».

«Δείτε κατάσταση», είπε ο Λατσάρι. «Έρχεται το ασανσέρ


και φοβάμαι να μπω! Στο ίδιο μου το ξενοδοχείο! Δεν ξέρω
πια τι θα βρω ή τι δεν θα βρω. Φοβάμαι να στρίψω στη γωνία
του διαδρόμου, ν’ ανοίξω την πόρτα ενός δωματίου...
Φοβάμαι τις σκιές, το πάτωμα που τρίζει...»

Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε, ο Πουαρό προσπαθούσε να


βγάλει άκρη από τα λεγόμενα του συντετριμμένου hotelier,
αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ο Λατσάρι έμοιαζε ανήμπορος να
προφέρει περισσότερες από έξι λέξεις τη φορά: «Η δεσποινίς
Τζένι Χομπς έκανε την κράτηση... Τι πράγμα; Ναι, ξανθιά
ήταν... Αλλά πού πήγε μετά;... Ναι, καφέ καπέλο... Τη
χάσαμε!... Δεν είχε βαλίτσες... Την είδα ο ίδιος, ναι... Άργησα
να πάω στο δωμάτιο!.... Τι πράγμα; Ναι, και παλτό ανοιχτό
καφέ...»

Στον τέταρτο όροφο, ακολουθήσαμε τον Λατσάρι καθώς


προπορευόταν βιαστικά στο διάδρομο.
«Η Χάριετ Σίπελ έμενε στον πρώτο – θυμάστε;» είπα στον
Πουαρό. «Ο Ρίτσαρντ Νέγκους έμενε στο δεύτερο και Άιντα
Γκράνσμπερι στον τρίτο. Αναρωτιέμαι αν αυτό σημαίνει
κάτι».

Μέχρι να προφτάσουμε τον Λατσάρι, εκείνος είχε


ξεκλειδώσει την πόρτα του δωματίου 402. «Κύριοι, πρόκειται
να αντικρίσετε μια άκρως αφύσικη και αποκρουστική εικόνα
στο πανέμορφο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Παρακαλώ να είστε
προετοιμασμένοι». Αφού μας προειδοποίησε, άνοιξε την
πόρτα με τόση φόρα που κοπάνησε τον τοίχο στο εσωτερικό
του χολ.

«Ναι, αλλά... Πού είναι το πτώμα;» ρώτησα. Δεν


βρισκόταν στο δωμάτιο, ξαπλωμένο όπως τα υπόλοιπα. Μια
τρομερή ανακούφιση με πλημμύρισε.

«Ουδείς γνωρίζει, Κάτσπουλ». Η φωνή του Πουαρό ήταν


σιγανή αλλά έκρυβε θυμό, μπορεί να ’ταν και φόβος.

Ανάμεσα σε μια πολυθρόνα και σ’ ένα βοηθητικό


τραπεζάκι –ακριβώς στο σημείο όπου είχαν βρεθεί τα
πτώματα στα δωμάτια 121, 238 και 317– υπήρχε μια λιμνούλα
αίματος στο πάτωμα, μ’ έναν επιμήκη λεκέ στο πλάι, σαν κάτι
να ’χε συρθεί μέσα στο αίμα. Το πτώμα της Τζένι Χομπς;
Ίσως ένα από τα χέρια της, κρίνοντας από το σχήμα του λεκέ.
Μικρές γραμμές διέκοπταν τα ίχνη του αίματος, που θα
μπορούσαν να είναι σημάδια από δάχτυλα...

Γύρισα απ’ την άλλη, καθώς το θέαμα μου προξενούσε


αποστροφή.

«Δείτε, Πουαρό». Σε μια απ’ τις γωνίες του δωματίου


βρισκόταν ένα σκούρο καφέ καπέλο, αναποδογυρισμένο.
Υπήρχε κάτι στο εσωτερικό του, ένα μικροσκοπικό μεταλλικό
αντικείμενο. Λες να ήταν...;

«Το καπέλο της Τζένι», είπε ο Πουαρό, μ’ ένα τρέμουλο


στη φωνή. «Ο χειρότερός μου φόβος γίνεται πραγματικότητα.
Και μέσα στο καπέλο...» Προχώρησε με αργά βήματα ως τη
γωνία. «Ναι, όπως το υποψιάστηκα: ένα μανικετόκουμπο. Το
τέταρτο μανικετόκουμπο, και αυτό με το μονόγραμμα
Π.Α.Τ.».

Το μουστάκι του άρχισε να τρεμοπαίζει από νευρικότητα·


ποιος ξέρει τι γκριμάτσες έκρυβε! «Ο Πουαρό υπήρξε
ανόητος –θλιβερά ανόητος– που επέτρεψε κάτι τέτοιο να
συμβεί».

«Πουαρό, κανένας δεν θα σας κατηγορούσε για–» πήγα


να πω.
«Non! Μην επιχειρείτε να με παρηγορήσετε! Πάντα
γυρίζετε την πλάτη στον πόνο και στη δυστυχία, αλλά εγώ
δεν είμαι σαν εσάς, Κάτσπουλ! Δεν μπορώ να αποδεχθώ
αυτή τη... δειλία. Θέλω να μετανιώνω για όσα μετανιώνω,
χωρίς να προσπαθείτε να μ’ εμποδίσετε. Είναι αναγκαίο!»

Είχα μείνει άγαλμα. Ήθελε να με κάνει να σωπάσω και τα


είχε καταφέρει.

«Κάτσπουλ», είπε ξαφνικά, σαν να πίστευε ότι η προσοχή


μου μπορεί να είχε ξεστρατίσει από το θέμα μας. «Δείτε τα
σημάδια στο αίμα. Το πτώμα σύρθηκε μέσα στο αίμα για ν’
αφήσει αυτό το... ίχνος. Σας φαίνεται λογικό;» ρώτησε
επιτακτικά.

«Βασικά... ναι, λογικό το βρίσκω».

«Δείτε την κατεύθυνση της κίνησης: δεν κατευθύνθηκε


προς το παράθυρο, αλλά απομακρύνθηκε».

«Που σημαίνει ότι...;» ρώτησα.

«Εφόσον το πτώμα της Τζένι δεν βρίσκεται εδώ, πρέπει να


το έβγαλαν από το δωμάτιο. Το ίχνος του αίματος δεν
κατευθύνεται προς το παράθυρο, αλλά προς το διάδρομο,
επομένως...» Ο Πουαρό με κοίταξε όλο προσδοκία.
«Επομένως;» επανέλαβα διστακτικά. Έπειτα, καθώς το
πράγμα ξεκαθάριζε: «Α, τώρα κατάλαβα: το σημάδι, το ίχνος,
έγινε όταν ο δολοφόνος έσυρε το πτώμα της Τζένι Χομπς απ’
την αιμάτινη λιμνούλα προς το μέρος της πόρτας;»

«Non. Δείτε το φάρδος της πόρτας, Κάτσπουλ. Δείτε το, η


πόρτα είναι φαρδιά. Τι σας λέει αυτό;»

«Όχι και πάρα πολλά», είπα, θεωρώντας ότι ήταν


προτιμότερο να είμαι ειλικρινής. «Ένας δολοφόνος που θέλει
να απομακρύνει τη σορό του θύματός του από το δωμάτιο
ενός ξενοδοχείου δεν νοιάζεται πόσο φαρδιά ή στενή είναι η
πόρτα».

Ο Πουαρό έγνεψε αρνητικά με ύφος απαρηγόρητο,


μουρμουρίζοντας κάτι μέσα απ’ τα δόντια του.

Έπειτα γύρισε προς το μέρος του Λατσάρι. «Σινιόρ, πείτε


μου παρακαλώ όλα όσα ξέρετε, από την αρχή».

«Φυσικά. Βεβαίως». Ο Λατσάρι καθάρισε το λαιμό του για


να προετοιμαστεί. «Μια κυρία ονόματι Τζένι Χομπς έκλεισε
το δωμάτιο. Έφτασε τρέχοντας στο ξενοδοχείο, μεσιέ
Πουαρό, σαν να την είχε βρει κάποια μεγάλη συμφορά, και
πέταξε τα χρήματα πάνω στο γκισέ. Ζήτησε ένα δωμάτιο, σαν
να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάποιο δαίμονα που την
καταδίωκε! Τη συνόδευσα ο ίδιος στο δωμάτιο κι έπειτα
έφυγα για να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Με είχατε ρωτήσει
για το συγκεκριμένο όνομα, μεσιέ Πουαρό, αλλά πρέπει να
υπάρχουν πολλές γυναίκες στο Λονδίνο με το όνομα Τζένι,
και πολλές από αυτές μπορεί να είχαν μεγάλες στενοχώριες
που δεν σχετίζονταν με μια υπόθεση δολοφονίας. Πού να
ξέρω αν–»

«Παρακαλώ, σινιόρ, στο θέμα μας», είπε ο Πουαρό,


διακόπτοντας τον χειμαρρώδη λόγο του. «Τι κάνατε;»

«Περίμενα για κανένα μισάωρο, κι έπειτα ανέβηκα στον


τέταρτο και της χτύπησα την πόρτα. Απάντηση καμία! Οπότε
κατέβηκα για να πάρω το πασπαρτού».

Καθώς μιλούσε ο Λατσάρι, πλησίασα στο παράθυρο και


κοίταξα έξω. Οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από το θέαμα του
αίματος και του καπέλου με το καταραμένο μανικετόκουμπο.
Το δωμάτιο 402, όπως και το 238 του Ρίτσαρντ Νέγκους, είχε
θέα προς τους κήπους του ξενοδοχείου. Κοίταξα τη
δεντροστοιχία, τις μοσχολεμονιές, αλλά σύντομα
αναγκάστηκα να αποστρέψω το βλέμμα, καθώς ακόμη κι
αυτές μου φαίνονταν ζοφερές: μια σειρά από άψυχες φιγούρες
ενωμένες, που θαρρείς κρατούσαν η μια το χέρι της άλλης
υπερβολικά πολλά χρόνια.
Ήμουν έτοιμος να επιστρέψω εκεί όπου στέκονταν ο
Πουαρό και ο Λατσάρι, όταν πρόσεξα δύο άτομα στον κήπο
κάτω απ’ το παράθυρο. Στέκονταν πλάι σ’ ένα καφετί
καρότσι. Διέκρινα μόνο την κορυφή της κεφαλής τους. Ο
ένας ήταν άντρας κι η άλλη γυναίκα, και ήταν αγκαλιασμένοι
σφιχτά. Η γυναίκα έμοιαζε να σκουντουφλά ή να γέρνει πάνω
του, με το κεφάλι της γυρισμένο στο πλάι. Ο σύντροφός της
την έσφιγγε όλο και περισσότερο. Έκανα ένα βήμα προς τα
πίσω, αλλά δεν ήμουν αρκετά γρήγορος – ο άντρας πρόλαβε
να υψώσει το βλέμμα και να με δει. Ήταν ο Τόμας
Μπρίγκνελ, ο βοηθός ρεσεψιονίστ. Το πρόσωπό του έγινε
μονομιάς κόκκινο σαν παντζάρι. Πισωπάτησα κι άλλο, ώστε
να μη βλέπω τον κήπο. Κακομοίρη Μπρίγκνελ,
συλλογίστηκα. Γνωρίζοντας την απροθυμία του να σηκωθεί
και να μιλήσει μπροστά σε κοινό, μπορούσα να φανταστώ
πόσο επώδυνη πρέπει να ήταν η ντροπή του, που τον είχα
πιάσει στα πράσα να χαριεντίζεται.

Ο Λατσάρι συνέχισε την αφήγησή του: «Όταν επέστρεψα


με το πασπαρτού, χτύπησα πάλι, για να βεβαιωθώ ότι δεν θα
ενοχλούσα την κοπέλα, κι εκείνη πάλι δεν άνοιγε την πόρτα!
Οπότε την ξεκλείδωσα... και ιδού τι βρήκα!»

«Είχε ζητήσει συγκεκριμένα δωμάτιο στον τέταρτο όροφο η


Τζένι Χομπς;» ρώτησε ο Πουαρό.
«Όχι. Της το έδωσα εγώ, καθώς ο αγαπητός μου, ο
έμπιστος ρεσεψιονίστ Τζον Γκουντ ήταν απασχολημένος.
Απλώς μου είπε: “Βάλτε με σ’ όποιο δωμάτιο να ’ναι, αλλά
γρήγορα! Βιαστείτε, σας ικετεύω”».

«Βρέθηκε κανένα σημείωμα στη ρεσεψιόν, που να


αναγγέλλει τον τέταρτο φόνο;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Όχι. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε σημείωμα», είπε ο


Λατσάρι.

«Ζήτησε κάτι να φάει ή να πιει στο δωμάτιό της;»

«Όχι. Τίποτα».

«Έχετε μιλήσει με όλους όσοι δουλεύουν στο


ξενοδοχείο;»

«Μ’ έναν προς ένα, μάλιστα. Μεσιέ Πουαρό, ψάξαμε


παντού...»

«Σινιόρ, πριν από μερικές στιγμές αναφερθήκατε στην


Τζένι Χομπς λέγοντάς την “κοπέλα”. Πόσων χρόνων θα την
κάνατε;»

«Ω... ζητώ συγγνώμη. Δεν ήταν καμιά κοπελίτσα, αλλά


ούτε μεγάλη ήταν».
«Γύρω στα τριάντα, θα λέγατε;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Πιστεύω ότι πρέπει να ’ταν κοντά στα σαράντα, αλλά δεν


είναι εύκολο να υπολογίσεις την ηλικία μιας γυναίκας».

Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά. «Σκούρο καφέ καπέλο και


ανοιχτό καφέ παλτό. Ξανθά μαλλιά. Πανικός και
στενοχώρια. Ηλικία κοντά στα σαράντα. Η Τζένι Χομπς που
περιγράφετε μοιάζει με την Τζένι Χομπς που συνάντησα στο
καφέ Πλέζαντ το βράδυ της περασμένης Πέμπτης. Μπορούμε
όμως να πούμε μετά βεβαιότητας ότι ήταν η ίδια; Δύο
διαφορετικές εικόνες από δύο διαφορετικούς ανθρώπους...»
Ξάφνου σώπασε, αν και τα χείλη του συνέχισαν να σαλεύουν.

«Πουαρό;» είπα.

Τα μάτια του –καταπράσινα, εκείνη τη στιγμή– ήταν


καρφωμένα στον Λατσάρι. «Σινιόρ, πρέπει να μιλήσω και
πάλι με τον εξόχως παρατηρητικό σερβιτόρο, τον κύριο
Ράφαλ Μπόμπακ. Καθώς και με τον Τόμας Μπρίγκνελ και
τον Τζον Γκουντ. Στην πραγματικότητα, πρέπει να μιλήσω με
όλα τα μέλη του προσωπικού σας, το συντομότερο δυνατόν,
και να ρωτήσω πόσες φορές είδε ο καθένας τη Χάριετ Σίπελ,
τον Ρίτσαρντ Νέγκους και την Άιντα Γκράνσμπερι – νεκρούς
ή ζωντανούς».
Είχε προφανώς συνειδητοποιήσει κάτι σημαντικό. Καθώς
κατέληγα στο συμπέρασμα αυτό, άκουσα ένα πνιχτό
επιφώνημα να βγαίνει από τα χείλη μου σαν να είχα κάνει κι
εγώ ένα νοερό άλμα. «Πουαρό...» ψιθύρισα.

«Τι συμβαίνει, φίλε μου; Συνταιριάξατε κι εσείς τα


κομμάτια του παζλ; Ο Πουαρό τώρα μόλις κατάλαβε κάτι
που δεν του είχε κάνει εντύπωση πιο πριν, όμως υπάρχουν κι
άλλα ερωτήματα κι άλλα κομμάτια που δεν μπορεί να ενώσει,
για να ολοκληρώσει την εικόνα».

«Πριν από λίγο...» είπα και καθάρισα το λαιμό μου. Για


κάποιο λόγο δυσκολευόμουν να μιλήσω. «Πριν από λίγο
είδα μια γυναίκα στους κήπους του ξενοδοχείου». Δεν
μπορούσα ακόμα να πω ότι την είχα δει στην αγκαλιά του
Τόμας Μπρίγκνελ ούτε να περιγράψω τον αλλόκοτο τρόπο με
τον οποίο έμοιαζε να καταρρέει, με το κεφάλι της γερμένο στο
πλάι. Ήταν απλώς υπερβολικά... αλλόκοτο. Ένιωθα αμήχανα
στην προοπτική να προφέρω μεγαλόφωνα την υποψία που
διέτρεχε το νου μου.

Για καλή μου τύχη, ωστόσο, ένιωθα ικανός να αποκαλύψω


μία σημαντική λεπτομέρεια. «Φορούσε και αυτή ανοιχτό καφέ
παλτό», είπα στον Πουαρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 - Ψέμα αντί ψέματος

Ήμουν απορροφημένος στο σταυρόλεξό μου, όταν ο Πουαρό


επέστρεψε από το ξενοδοχείο στην πανσιόν κάμποσες ώρες
αργότερα.

«Κάτσπουλ», είπε αυστηρά. «Γιατί κάθεστε μες στα μαύρα


σκοτάδια; Πώς βλέπετε τι γράφετε;»

«Το φως της φωτιάς μού αρκεί. Εκτός αυτού, δεν γράφω
αυτή τη στιγμή – σκέφτομαι. Όχι ότι έχω καταλήξει πουθενά.
Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν αυτοί οι τύποι που φτιάχνουν
τα σταυρόλεξα στις εφημερίδες. Εδώ και μήνες πασχίζω μ’
ετούτο δω κι ακόμα να το τελειώσω. Ίσως μπορείτε να με
βοηθήσετε. Μπορείτε να σκεφτείτε μια λέξη που οδηγεί στο
θάνατο;»

«Κάτσπουλ». Ο τόνος του Πουαρό είχε αγριέψει κι άλλο.

«Χμ;»

«Με περνάτε για ηλίθιο ή είστε ηλίθιος εσείς; Η λέξη που


οδηγεί στο θάνατο είναι ο “φόνος”».

«Ναι, αυτό είναι το προφανές. Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα


αρχικά».
«Χαίρομαι που τ’ ακούω, mon ami».

«Και θα ταίριαζε, αν ο “φόνος” άρχιζε με το γράμμα δέλτα,


επειδή μου ’χει μείνει αμανάτι το δέλτα από μια άλλη λέξη...»
Κούνησα το κεφάλι προβληματισμένος.

«Αφήστε τα σταυρόλεξα. Έχουμε ένα σωρό πράγματα να


συζητήσουμε».

«Δεν πιστεύω κι ούτε πρόκειται να πιστέψω ότι ο Τόμας


Μπρίγκνελ δολοφόνησε την Τζένι Χομπς», δήλωσα
σθεναρά.

«Νιώθετε συμπόνια γι’ αυτόν», είπε ο Πουαρό.

«Πράγματι, κι ακόμη θα στοιχημάτιζα και την τελευταία


μου δεκάρα ότι ο άνθρωπος δεν είναι δολοφόνος. Πού
ξέρουμε ότι δεν έχει κάποια φιλενάδα που φοράει κι αυτή
ανοιχτό καφέ παλτό; Δεν είναι κάτι σπάνιο, τα παλτά σε
αποχρώσεις του καφέ!»

«Είναι βοηθός ρεσεψιονίστ», τόνισε ο Πουαρό. «Τι γύρευε


στους κήπους πλάι σ’ ένα καρότσι;»

«Μπορεί το καρότσι να βρισκόταν τυχαία εκεί!»

«Και τυχαία ο κύριος Μπρίγκνελ με τη φιλενάδα του


στέκονταν εκεί δίπλα;»

«Γιατί όχι;» είπα αγανακτισμένος. «Είναι πολύ πιο πιθανό,


παρά να πήρε ο Μπρίγκνελ το πτώμα της Τζένι Χομπς στον
κήπο, σκοπεύοντας να το τσουλήσει κάπου με το καρότσι, κι
έπειτα να προσποιήθηκε πως τη σφίγγει στην αγκαλιά του,
όταν με είδε να κοιτάζω απ’ το παράθυρο. Είναι σαν να λέμε
ότι...» Σταμάτησα και πήρα μια απότομη ανάσα. «Ω Θεούλη
μου! Αυτό θα λέγατε – έτσι δεν είναι;»

«Τι πράγμα, mon ami; Τι νομίζετε ότι σκόπευε να πει ο


Πουαρό;»

«Ο Ράφαλ Μπόμπακ είναι σερβιτόρος, οπότε τι δουλειά


είχε να σπρώχνει το καρότσι με τα άπλυτα;»

«Ακριβώς. Και για ποιο λόγο να μεταφέρει τα άπλυτα


μέσα από το σικάτο λόμπι με κατεύθυνση την έξοδο του
ξενοδοχείου; Δεν πλένονται εντός του ξενοδοχείου τα
σεντόνια; Ο σινιόρ Λατσάρι σίγουρα θα το ’χε επισημάνει, αν
δεν ήταν τόσο προβληματισμένος με την εξαφάνιση του
τέταρτου θύματος. Βεβαίως, δεν θα υποψιαζόταν τον κύριο
Μπόμπακ – όλο του το προσωπικό είναι στα μάτια του
υπεράνω κάθε μομφής».

«Μισό λεπτό». Τελικά εγκατέλειψα το σταυρόλεξο στο


τραπεζάκι πλάι μου. «Αυτό εννοούσατε, όταν σχολιάζατε το
φάρδος της πόρτας – έτσι δεν είναι; Ότι το καρότσι με τα
άπλυτα θα μπορούσε εύκολα να μπει στο δωμάτιο 402, οπότε
γιατί να μην το βάλει μέσα; Για ποιο λόγο, αντ’ αυτού, να
σύρει το πτώμα, κάτι που θα απαιτούσε μεγαλύτερο κόπο;»

Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά με ικανοποίηση. «Όντως,


mon ami. Αυτά είναι τα ερωτήματα που ήλπιζα ότι θα
προσπαθούσατε να απαντήσετε».

«Όμως... πιστεύετε ειλικρινά ότι ο Ράφαλ Μπόμπακ μπορεί


να δολοφόνησε την Τζένι Χομπς, να έριξε το πτώμα της στο
καρότσι με τα άπλυτα και να το έβγαλε στο δρόμο,
περνώντας από μπροστά μας; Επιπλέον κοντοστάθηκε για να
μας μιλήσει – για το Θεό!»

«Πράγματι, παρ’ ότι δεν είχε τίποτα να πει. Γιατί σταμάτησε


τότε; Θεωρείτε ότι είμαι αχάριστος, επειδή κάνω άσχημες
σκέψεις για ανθρώπους που μας βοήθησαν;»

«Βασικά...»

«Είναι αξιέπαινο, φίλε μου, να αποδίδεις σε όλους το


τεκμήριο της αθωότητας, αλλά δεν είναι ο τρόπος για να
συλλάβεις ένα δολοφόνο. Όσο είστε δυσαρεστημένος μαζί
μου, επιτρέψτε μου να σας προβληματίσω και με άλλη μια
σκέψη: Ο κύριος Χένρι Νέγκους είχε μαζί του μια πελώρια
βαλίτσα – έτσι δεν είναι; Αρκετά μεγάλη, ώστε να χωράει το
πτώμα μιας λεπτής γυναίκας».

Σκέπασα το πρόσωπο με τα χέρια μου. «Δεν αντέχω άλλο


την ίδια ιστορία», είπα. «Ο Χένρι Νέγκους; Όχι. Λυπάμαι,
αλλά όχι. Ο άνθρωπος ήταν στο Ντέβον το βράδυ των
φόνων. Μου φάνηκε απόλυτα αξιόπιστος».

«Θέλετε να πείτε ότι τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του


λένε ότι βρισκόταν στο Ντέβον», έσπευσε να με διορθώσει ο
Πουαρό. «Για να επανέλθουμε στο θέμα του ίχνους από αίμα,
που αφήνει να εννοηθεί ότι το πτώμα σύρθηκε προς την
πόρτα... Φυσικά, μια άδεια βαλίτσα μπορεί να μεταφερθεί στο
εσωτερικό ενός δωματίου, προκειμένου να τοποθετηθεί ένα
πτώμα μέσα σε αυτή. Οπότε, πάλι, οφείλουμε να
αναρωτηθούμε: Για ποιο λόγο να σύρει ο δολοφόνος το
πτώμα της Τζένι Χομπς προς το μέρος της πόρτας;»

«Σας παρακαλώ, Πουαρό. Αν πρέπει να κάνουμε αυτή τη


συζήτηση, ας την αφήσουμε για κάποια άλλη στιγμή. Όχι
τώρα».

Έμοιαζε απογοητευμένος με τη δυσφορία μου. «Πολύ


καλά», είπε απότομα. «Μια και δεν έχετε διάθεση να
συζητήσετε αυτά τα ενδεχόμενα, να σας πω τι συνέβη στο
Λονδίνο όσο βρισκόσασταν στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Ίσως,
μιλώντας για γεγονότα, νιώσετε πιο άνετα».

«Πολύ πιο άνετα, σαφώς», είπα.

Αφού έσιαξε βιαστικά το μουστάκι του, ο Πουαρό κάθισε


σε μια πολυθρόνα, κι άρχισε να μου εξιστορεί τις συνομιλίες
που είχε με τον Ράφαλ Μπόμπακ, τον Σάμιουελ Κιντ, τη
Νάνσι Ντουκέιν και τη Λουίζα Ουάλας, στο διάστημα της
απουσίας μου στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Το κεφάλι μου γύριζε όταν
τελείωσε. Ρίσκαρα ωστόσο να παρατείνω την ομιλητικότητά
του, λέγοντας: «Σίγουρα δεν παραλείψατε κάτι σημαντικό;»

«Όπως;»

«Βασικά, γι’ αυτή την άχρηστη, αδέξια καμαριέρα στο σπίτι


της Λουίζα Ουάλας, την Ντόρκας. Αφήσατε να εννοηθεί ότι,
όσο στεκόσασταν μαζί στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου,
συνειδητοποιήσατε κάτι σημαντικό, αλλά δεν είπατε τι ήταν
αυτό».

«Όντως. Δεν το είπα».

«Κι αυτή η μυστηριώδης ζωγραφιά που στείλατε στη


Σκότλαντ Γιαρντ τι ήταν; Τι απεικόνιζε; Και τι σχέση έχει ο
Στάνλεϊ Μπίαρ με όλα αυτά;»
«Αυτό είναι κάτι ακόμη που παρέλειψα». Ο Πουαρό είχε το
θράσος να πάρει ένα ύφος απολογητικό, σαν να μην είχε
άλλη επιλογή επί του θέματος.

Αν και ήταν ανοησία εκ μέρους μου, επέμεινα: «Και για


ποιο λόγο θέλετε να ξέρετε πόσες φορές είδε κάθε
υπάλληλος του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ τη Χάριετ Σίπελ, την
Άιντα Γκράνσμπερι και τον Ρίτσαρντ Νέγκους, νεκρούς ή
ζωντανούς; Τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεση; Ούτε αυτό το
εξηγήσατε».

«Ο Πουαρό έχει αφήσει ένα σωρό κενά!»

«Για να μην ξεχάσουμε και τις πρωτύτερες παραλείψεις


σας· όπως, για παράδειγμα, τα δύο ασυνήθιστα
χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι φόνοι στο Μπλόξχαμ και
το ξέσπασμα της Τζένι Χομπς στο καφέ Πλέζαντ. Είπατε ότι
συνδέονται με δύο εξόχως ασυνήθιστα κοινά στοιχεία».

«Πράγματι. Mon ami, ο λόγος που δεν τα εξηγώ όλα αυτά


είναι επειδή θέλω να σας κάνω ντετέκτιβ».

«Το μόνο που θα καταφέρει να με κάνει αυτή η υπόθεση


είναι έναν αξιοθρήνητο φουκαρά, έναν παντελώς άχρηστο»,
είπα, επιτρέποντας στα αληθινά μου αισθήματα να βγουν
στην επιφάνεια για πρώτη φορά στη ζωή μου. «Είναι ό,τι πιο
εξωφρενικό».

Άκουσα ένα θόρυβο που μπορεί να ήταν χτύπημα στην


πόρτα του καθιστικού. «Είναι κανείς εκεί;» φώναξα.

«Ναι», ακούστηκε επιφυλακτική η φωνή της Μπλανς


Άνσγουορθ από το διάδρομο. «Ζητώ συγγνώμη για την
ενόχληση, κύριοι, αλλά έχει έρθει μια κοπέλα να δει τον κύριο
Πουαρό. Λέει ότι είναι επείγον».

«Πείτε της να περάσει, μαντάμ».


*

Λίγες στιγμές μετά, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη


ζωγράφο Νάνσι Ντουκέιν. Οι περισσότεροι, είμαι βέβαιος, θα
την έβρισκαν εκθαμβωτικά όμορφη.

Ο Πουαρό μάς σύστησε με υποδειγματική ευγένεια.

«Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε». Τα πρησμένα μάτια


της Νάνσι Ντουκέιν πρόδιδαν ότι είχε περάσει αρκετή ώρα
κλαίγοντας. Φορούσε ένα σκούρο πράσινο παλτό που
έμοιαζε ακριβό. «Νιώθω φρικτά, που σας διακόπτω στα καλά
καθούμενα. Συγχωρήστε την αδιακρισία μου. Προσπάθησα
να πείσω τον εαυτό μου να μην έρθω, αλλά... όπως βλέπετε,
απέτυχα».
«Καθίστε, παρακαλώ, κυρία Ντουκέιν», είπε ο Πουαρό.
«Πώς μας βρήκατε;»

«Με τη βοήθεια της Σκότλαντ Γιαρντ, σαν καθαρόαιμη


ντετέκτιβ», είπε η Νάνσι Ντουκέιν, προσπαθώντας να
χαμογελάσει.

«Α! Ο Πουαρό διαλέγει ένα σπίτι, όπου πιστεύει ότι


κανένας δεν μπορεί να τον βρει, και η αστυνομία στέλνει τα
πλήθη στο κατώφλι του! Δεν πειράζει, μαντάμ. Χαίρομαι
πολύ που σας βλέπω, παρά την έκπληξή μου».

«Θα ήθελα να σας πω τι συνέβη στο Γκρέιτ Χόλινγκ πριν


από δεκαέξι χρόνια», είπε η Νάνσι. «Έπρεπε να το ’χα κάνει
νωρίτερα, αλλά πήρα τέτοια λαχτάρα, όταν αναφέρατε όλα
αυτά τα ονόματα που ήλπιζα ότι δεν θα ξανακούσω ποτέ...»

Ξεκούμπωσε το παλτό της και το έβγαλε. Την κατηύθυνα


σε μια πολυθρόνα.

Η Νάνσι Ντουκέιν κάθισε. «Η ιστορία μου δεν είναι


ευχάριστη», είπε. Η φωνή της ήταν σιγανή και το παρελθόν
που μας ιστορούσε έμοιαζε να στοιχειώνει ακόμα το βλέμμα
της. Η ιστορία της ήταν η ίδια που μου είχε αφηγηθεί και η
Μάργκαρετ Ερνστ στο Γκρέιτ Χόλινγκ – σχετικά με τη
σκληρή και άδικη μεταχείριση του αιδεσιμότατου Πάτρικ Άιβ.
Όταν αναφέρθηκε στην Τζένι Χομπς, η φωνή της άρχισε να
τρέμει.

«Ήταν η χειρότερη όλων. Βλέπετε, ήταν ερωτευμένη με


τον Πάτρικ. Αχ, δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά δεν θα
πάψω ποτέ να το πιστεύω. Ό,τι έκανε στον Πάτρικ φανέρωνε
πως ήταν ερωτευμένη μαζί του· είπε ένα ασυγχώρητο ψέμα
επειδή ζήλευε. Ο Πάτρικ ήταν ερωτευμένος μαζί μου, γι’ αυτό
και η Τζένι ήθελε να τον πληγώσει. Να τον τιμωρήσει. Κι
έπειτα, όταν η Χάριετ άρχισε να διαδίδει το ψέμα και η Τζένι
είδε το κακό που είχε προξενήσει, έφριξε –πιστεύω ειλικρινά
ότι ντρεπόταν απελπιστικά, ότι κατέληξε να μισεί τον εαυτό
της–, αλλά δεν έκανε τίποτα για να επανορθώσει όσα είχε
προκαλέσει, τίποτ’ απολύτως! Απλώς εξαφανίστηκε μέσα
στις σκιές, ελπίζοντας να περάσει απαρατήρητη. Όσο κι αν
φοβόταν τη Χάριετ, έπρεπε να πιέσει τον εαυτό της, να σταθεί
στο ύψος της και να ομολογήσει: “Είπα ένα απαίσιο ψέμα και
λυπάμαι γι’ αυτό”».

«Pardon, μαντάμ. Λέτε ότι δεν μπορείτε ν’ αποδείξετε πως


η Τζένι ήταν ερωτευμένη με τον Πάτρικ Άιβ. Θα μπορούσα να
ρωτήσω πώς έχετε καταλήξει σ’ αυτό συμπέρασμα; Όπως
υπαινιχθήκατε κι εσείς, είναι αδιανόητο μια γυναίκα που
αγαπά να ξεκινήσει μια τόσο καταστροφική φήμη».

«Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η Τζένι αγαπούσε


τον Πάτρικ», είπε πεισματικά η Νάνσι. «Άφησε τον
αγαπητικό της στο Κέμπριτζ, όταν μετακόμισε στο Γκρέιτ
Χόλινγκ με τον Πάτρικ και τη Φράνσις – το ξέρατε αυτό;»

Γνέψαμε και οι δύο αρνητικά.

«Υποτίθεται ότι θα παντρεύονταν. Είχαν καταλήξει ως και


στην ημερομηνία, νομίζω. Η Τζένι δεν άντεξε ν’ αφήσει τον
Πάτρικ να φύγει, οπότε ακύρωσε το γάμο της και τον
ακολούθησε».

«Αποκλείεται να ήταν με τη Φράνσις Άιβ τόσο δεμένη


συναισθηματικά;» ρώτησε ο Πουαρό. «Ή και με τους δύο
Άιβ; Μπορεί αυτό που ένιωθε να ήταν πίστη στο καθήκον,
και όχι έρωτας».

«Δεν νομίζω ότι πολλές γυναίκες θα έβαζαν την πίστη


στον εργοδότη τους πάνω από την προοπτική του δικού τους
γάμου – έτσι δεν είναι;» είπε η Νάνσι.

«Σαφώς και έτσι είναι, αλλά αυτό που λέτε δεν ταιριάζει με
τα υπόλοιπα δεδομένα. Αν η Τζένι είχε ροπή προς τη ζήλια,
για ποιο λόγο αποφάσισε να πει το τρομερό αυτό ψέμα μόλις
ο Πάτρικ Άιβ σάς ερωτεύτηκε; Γιατί να μην προκαλέσει το
φθόνο της ο γάμος του με τη Φράνσις Άιβ, πολύ νωρίτερα;»
«Και πού ξέρετε ότι δεν ζήλευε από τότε; Ο Πάτρικ ζούσε
στο Κέμπριτζ, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τη Φράνσις. Η
Τζένι Χομπς ήταν από τότε καμαριέρα του. Μπορεί να είχε
ψιθυρίσει κάποια κακία γι’ αυτόν στο αυτί ενός φίλου και ο
φίλος εκείνος, σε αντίθεση με τη Χάριετ Σίπελ, να επέλεξε να
μη διαδώσει την κακία περαιτέρω».

Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά. «Έχετε δίκιο. Είναι πιθανό».

«Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν να διαδίδουν τα


κακόβουλα σχόλια, και να λέμε και δόξα τω Θεώ γι’ αυτό»,
είπε η Νάνσι. «Μπορεί στο Κέμπριτζ να μην υπάρχουν
άνθρωποι τόσο κακοπροαίρετοι όσο η Χάριετ Σίπελ –όπως
κατέληξε τουλάχιστον– και κανένας τόσο πρόθυμος να
ηγηθεί μιας ολόκληρης σταυροφορίας ηθικής και ευλάβειας,
όσο η Άιντα Γκράνσμπερι».

«Παρατηρώ ότι δεν αναφέρεστε στον Ρίτσαρντ Νέγκους».

Η Νάνσι έδειξε να προβληματίζεται. «Ο Ρίτσαρντ ήταν


καλός άνθρωπος. Στο τέλος μετάνιωσε για τη συμβολή του
στην απαίσια αυτή ιστορία. Ναι, μετάνιωσε πικρά, όταν
κατάλαβε ότι η Τζένι είχε πει ένα απεχθές ψέμα και όταν
κατάλαβε τι ανελέητο πλάσμα ήταν η Άιντα. Μου έγραψε
πριν από μερικά χρόνια, απ’ το Ντέβον, για να μου πει ότι η
υπόθεση αυτή ακόμα του τριβέλιζε το μυαλό. Ο Πάτρικ κι εγώ
είχαμε κάνει λάθος που φερθήκαμε με αυτό τον τρόπο, όπως
έγραφε, και δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει γνώμη για τη
συμπεριφορά μας –ο γαμήλιος όρκος είναι ιερός–, αλλά είχε
καταλήξει ότι η τιμωρία δεν είναι πάντοτε η σωστή επιλογή,
ακόμη κι όταν ξέρεις ότι κάτι κακό έχει συμβεί».

«Αυτά σας έγραψε;» ρώτησε ο Πουαρό ανασηκώνοντας τα


φρύδια.

«Ναι. Φαντάζομαι ότι διαφωνείτε».

«Τα ζητήματα αυτά είναι περίπλοκα, μαντάμ».

«Τι λέτε στην περίπτωση που, τιμωρώντας κάποιον για το


αμάρτημά του να ερωτευτεί λάθος άτομο, οδηγηθείς σε μια
ακόμη μεγαλύτερη αμαρτία; Σ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο κακό,
όπως είναι οι δύο θάνατοι. Μάλιστα όταν το ένα θύμα δεν
έχει διαπράξει καμιά απολύτως αμαρτία».

«Oui. Αυτό ακριβώς είναι το είδος του διλήμματος που


περιπλέκει τα πράγματα».

«Στο γράμμα που μου έστειλε, ο Ρίτσαρντ έγραφε ότι ως


χριστιανός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Θεός θα
επιθυμούσε τον κατατρεγμό ενός τόσο καλοσυνάτου
ανθρώπου, όπως ο Πάτρικ».
«Η τιμωρία και ο κατατρεγμός είναι δύο ξεχωριστά
πράγματα», είπε ο Πουαρό. «Τίθεται ακόμη ένα ερώτημα:
Παραβιάστηκε κάποιος νόμος ή κανόνας; Τι κι αν
ερωτευόμαστε... στο τέλος τέλος, δεν ευθυνόμαστε για τα
αισθήματά μας, αλλά μπορούμε να επιλέξουμε κατά πόσο θα
ενεργήσουμε κατευθυνόμενοι από αυτά τα αισθήματα. Αν έχει
διαπραχθεί κάποιο έγκλημα, πρέπει να βεβαιωθεί κανείς ότι ο
εγκληματίας θα αντιμετωπιστεί όπως αρμόζει από το νόμο,
αλλά πάντοτε χωρίς προσωπική κακία και χολή, δίχως δίψα
για εκδίκηση, που μολύνει τα πάντα και είναι όντως
μοχθηρή».

«Δίψα για εκδίκηση», επανέλαβε ανατριχιάζοντας η Νάνσι


Ντουκέιν. «Αυτό ακριβώς. Η Χάριετ Σίπελ ξεχείλιζε από αυτή
τη δίψα. Ήταν αηδιαστικό».

«Ωστόσο, λέγοντάς μας την ιστορία, δεν καταφερθήκατε


ούτε μία φορά με θυμό εναντίον της Χάριετ Σίπελ», είπα.
«Περιγράφετε τη συμπεριφορά της ως αηδιαστική, σαν να
σας προξενεί λύπηση. Δεν φαίνεστε το ίδιο θυμωμένη μαζί
της, όσο με την Τζένι Χομπς».

«Μάλλον έχετε δίκιο», είπε στενάζοντας η Νάνσι. «Κάποτε


ήμουν αφοσιωμένη στη Χάριετ. Όταν με τον άντρα μου, τον
Ουίλιαμ, μετακομίσαμε στο Γκρέιτ Χόλινγκ, η Χάριετ και ο
Τζορτζ Σίπελ ήταν οι καλύτεροί μας φίλοι. Έπειτα ο Τζορτζ
πέθανε και η Χάριετ έγινε ένα τέρας· αλλά, όταν έχεις νιώσει
τέτοια συμπάθεια για έναν άνθρωπο, είναι δύσκολο να τον
καταδικάσεις – δεν βρίσκετε;»

«Είναι είτε αδύνατον είτε δελεαστικό», είπε ο Πουαρό.

«Αδύνατον, θα έλεγα. Φαντάζεσαι και το χειρότερο


φέρσιμό του ως σύμπτωμα μιας αρρώστιας, κι όχι ως ενέργεια
του πραγματικού του εαυτού. Δεν θα μπορούσα να
συγχωρήσω τη στάση της Χάριετ απέναντι στον Πάτρικ. Δεν
θα μπορούσα καν να προσπαθήσω. Συγχρόνως, ένιωθα ότι
πρέπει να ’ταν φρικτή και για την ίδια, όπως και για κάθε
άλλον, αυτή η μεταμόρφωση σε τέρας».

«Δηλαδή τη βλέπατε σαν θύμα;»

«Της τραγικής απώλειας ενός αγαπημένου συζύγου, ναι –


και τόσο νέα! Νομίζω ότι μπορεί να είναι κανείς συγχρόνως
θύμα και θύτης».

«Αυτό ήταν κάτι που μοιραζόσασταν με τη Χάριετ», είπε ο


Πουαρό. «Η απώλεια του συζύγου σας σε πολύ τρυφερή
ηλικία».

«Θα ακουστεί σκληρό, αλλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης»,


είπε η Νάνσι. «Ο Τζορτζ Σίπελ ήταν το παν για τη Χάριετ, ο
κόσμος της όλος. Εγώ παντρεύτηκα τον Ουίλιαμ επειδή ήταν
σοφός και μ’ έκανε να αισθάνομαι ασφαλής, και επειδή
ήθελα να δραπετεύσω απ’ το σπίτι του πατέρα μου».

«Α, ναι. Ο Άλμπινους Τζόνσον», είπε ο Πουαρό. «Το


θυμήθηκα όταν έφυγα από το σπίτι σας – πράγματι γνώριζα
αυτό το όνομα. Ο πατέρας σας ήταν μέλος μια ομάδας
Άγγλων και Ρώσων ταραχοποιών στο Λονδίνο, στα τέλη του
περασμένου αιώνα. Πέρασε και κάποια χρόνια στη φυλακή».

«Ήταν επικίνδυνος άνθρωπος», είπε η Νάνσι. «Δεν άντεχα


να συζητώ μαζί του για... τις ιδέες του, αλλά ξέρω ότι πίστευε
πως ήταν καθ’ όλα αποδεκτό να σκοτώσεις ένα σωρό
ανθρώπους, εφόσον οι άνθρωποι αυτοί εμποδίζουν τον
κόσμο να γίνει καλύτερος – καλύτερος μόνο κατά τον δικό
του ορισμό! Πώς θα μπορούσε οτιδήποτε να γίνει καλύτερο
μέσα απ’ την αιματοχυσία και τις σφαγές; Πώς μπορεί να
επέλθει οποιαδήποτε βελτίωση της ζωής από ανθρώπους
που λαχταρούν μόνο να συντρίβουν και να καταστρέφουν,
που αδυνατούν να μιλήσουν για τα όνειρα και τις ελπίδες
τους, χωρίς να παραμορφωθεί το πρόσωπό τους από μίσος
και οργή;»

«Συμφωνώ απολύτως, μαντάμ. Ένα κίνημα οδηγούμενο


από οργή και κακία δεν θ’ αλλάξει τη ζωή κανενός προς το
καλύτερο. Ce n’est pas possible. Η διαφθορά είναι στη ρίζα
του».

Παραλίγο θα έλεγα ότι κι εγώ συμφωνούσα, αλλά


συγκρατήθηκα. Κανένας δεν ενδιαφερόταν για τη γνώμη μου.

Η Νάνσι είπε: «Όταν γνώρισα τον Ουίλιαμ Ντουκέιν, δεν


τον ερωτεύτηκα, αλλά τον συμπάθησα. Τον σεβάστηκα.
Ήταν ήρεμος κι ευγενικός· ποτέ δεν φερόταν και δεν μιλούσε
με θυμό. Αν ξεχνούσε να επιστρέψει ένα βιβλίο στη
βιβλιοθήκη στην ώρα του, υπέφερε από τύψεις».

«Ήταν ευσυνείδητος άνθρωπος».

«Ναι, κι έβλεπε καθετί γύρω του στις πραγματικές του


διαστάσεις. Ήταν ταπεινός. Αν κάτι στεκόταν στο διάβα του,
σκεφτόταν πρώτα κατά πόσο μπορούσε να απομακρυνθεί ο
ίδιος, προτού σκεφτεί να απομακρύνει το εμπόδιο. Ήξερα ότι
δεν θα κουβαλούσε στο σπίτι μας άντρες αποφασισμένους να
κάνουν τον κόσμο ακόμη πιο άσχημο με τις βιαιοπραγίες
τους. Ο Ουίλιαμ αγαπούσε τις τέχνες και τα όμορφα
πράγματα. Ήταν σαν εμένα, από αυτή την άποψη».

«Καταλαβαίνω, μαντάμ. Αγαπούσατε με πάθος τον


Ουίλιαμ Ντουκέιν, όπως αγαπούσε η Χάριετ Σίπελ το σύζυγό
της;»
«Όχι. Ο άντρας που αγάπησα με πάθος ήταν ο Πάτρικ Άιβ.
Απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, η καρδιά μου ανήκε σ’
εκείνον και σε κανέναν άλλο. Θα έδινα και τη ζωή μου για
χάρη του. Όταν τον έχασα, κατάλαβα πώς ένιωσε η Χάριετ
όταν έχασε τον Τζορτζ. Νομίζεις ότι μπορείς να φανταστείς,
αλλά δεν μπορείς. Θυμάμαι που θεωρούσα μακάβρια τη
Χάριετ, όταν με εκλιπαρούσε, μετά το θάνατο του Τζορτζ, να
προσευχηθώ για το θάνατό της, ώστε να βρεθεί και πάλι στο
πλευρό του το συντομότερο δυνατόν. Αρνήθηκα να της κάνω
το χατίρι. Το πέρασμα του χρόνου θα καταπράυνε τον πόνο
της, της έλεγα, ώσπου μια μέρα θα ’βρισκε καινούριο σκοπό
για να ζει».

Η Νάνσι σταμάτησε για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία


της προτού εξακολουθήσει. «Δυστυχώς τον βρήκε, κι ήταν η
απόλαυση που της προκαλούσε η δυστυχία των άλλων. Η
Χάριετ, μετά που έμεινε χήρα, έγινε μια μαυρόψυχη λάμια.
Αυτή τη γυναίκα σκότωσαν τις προάλλες στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ. Η Χάριετ που γνώρισα και αγάπησα πέθανε μαζί
με τον άντρα της, τον Τζορτζ». Ξάφνου κοίταξε προς το
μέρος μου. «Θα παρατηρήσατε ότι είμαι θυμωμένη με την
Τζένι. Δεν έχω το δικαίωμα, είμαι κι εγώ εξίσου ένοχη, κι εγώ
απογοήτευσα τον Πάτρικ». Η Νάνσι έβαλε τα κλάματα,
σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.
«Ελάτε, μαντάμ. Ψυχραιμία». Ο Πουαρό τής έδωσε ένα
μαντίλι. «Τίνι τρόπω απογοητεύσατε τον Πάτρικ Άιβ; Μας
είπατε ότι θα θυσιάζατε και τη ζωή σας για χάρη του».

«Είμαι ίδια κι απαράλλαχτη με την Τζένι – μια δειλή, μια


σιχαμένη! Όταν σηκώθηκα στο πανδοχείο Κινγκς Χεντ και
ομολόγησα ότι ο Πάτρικ κι εγώ ήμασταν ερωτευμένοι και ότι
συναντιόμασταν κρυφά, δεν είπα την αλήθεια. Ω, οι
συναντήσεις μας ήταν αληθινές, κι ο Πάτρικ κι εγώ ήμασταν
απελπιστικά ερωτευμένοι – και αυτό αλήθεια ήταν. Μόνο
που...» Η Νάνσι έμοιαζε υπερβολικά συντετριμμένη για να
συνεχίσει. Οι ώμοι της τραντάζονταν καθώς έπνιγε τους
λυγμούς της στο μαντίλι.

«Νομίζω ότι καταλαβαίνω. Τη μέρα εκείνη στο πανδοχείο,


είπατε στους χωριανούς ότι οι σχέσεις σας με τον Πάτρικ Άιβ
ήταν αγνές. Αυτό ήταν το ψέμα σας. Μάντεψε σωστά ο
Πουαρό;»

Η Νάνσι έβγαλε έναν κλαυθμό απελπισίας. «Δεν άντεχα


άλλο τις φήμες», είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. «Όλες
αυτές τις ψιθυριστές, μακάβριες ιστορίες για συναντήσεις με
τις ψυχές των νεκρών έναντι χρηματικού ανταλλάγματος· δεν
άντεχα τα μικρά παιδιά που σφύριζαν στο δρόμο για
βλασφημία... ήταν αποκρουστικό! Δεν φαντάζεστε τι φρίκη
προκαλούσαν τόσες φωνές κατηγορίας και καταδίκης, και
όλες εστιασμένες σ’ έναν άνθρωπο, σ’ έναν καλό άνθρωπο!»

Μπορούσα να το φανταστώ, γιατί η αφήγησή της είχε


τόση ζωντάνια, που ήθελα να πάψει να μιλά.

«Έπρεπε να κάνω κάτι, μεσιέ Πουαρό. Οπότε σκέφτηκα να


πολεμήσω αυτά τα ψεύδη με κάτι αγνό και ηθικό, με την
αλήθεια. Η αλήθεια ήταν η αγάπη μου για τον Πάτρικ και η
δική του για μένα, αλλά φοβήθηκα και αμαύρωσα την
αλήθεια μας με ψέματα! Αυτό ήταν το σφάλμα μου. Μες στη
φρενίτιδά μου, δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Λέρωσα
τον ωραίο έρωτά μου για τον Πάτρικ με τη λιπόψυχη ατιμία
μου. Οι μεταξύ μας σχέσεις δεν ήταν αγνές, αλλά εγώ είπα
πως ήταν. Φαντάστηκα πως δεν είχα άλλη επιλογή παρά να
πω ψέματα. Αυτό ήταν ανανδρία, ακατονόμαστη ανανδρία!»

«Είστε υπερβολικά σκληρή με τον εαυτό σας», είπε ο


Πουαρό.

Η Νάνσι σφούγγισε τα μάτια της. «Μακάρι να μπορούσα


να το πιστέψω κι εγώ», είπε. «Γιατί δεν είπα όλη την αλήθεια;
Η υπεράσπιση του Πάτρικ ενάντια σ’ όλες εκείνες τις φρικτές
κατηγορίες έπρεπε να ’ναι κάτι ευγενές, κι εγώ το κατέστρεψα.
Γι’ αυτό καταριέμαι τον εαυτό μου κάθε μέρα. Όλοι εκείνοι οι
αλαλάζοντες, αφρισμένοι κυνηγοί αμαρτωλών στο Κινγκς
Χεντ με αντιπαθούσαν ούτως ή άλλως, νόμιζαν πως ήμουν
έκλυτη κι ο Πάτρικ, ο Σατανάς ο ίδιος. Τι σημασία είχε αν μας
αποδοκίμαζαν λίγο ακόμη; Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω
ότι θα μπορούσαν να μας επιτιμήσουν περισσότερο».

«Και τότε γιατί δεν είπατε την αλήθεια;» ρώτησε ο


Πουαρό.

«Υποθέτω, με την ελπίδα να κάνω πιο υποφερτή για τη


Φράνσις όλη αυτή την οδυνηρή διαδικασία, για να αποφύγω
ένα ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Μα έπειτα η Φράνσις κι ο
Πάτρικ έδωσαν τέλος στη ζωή τους, και κάθε ελπίδα να
επανορθώσω χάθηκε. Ξέρω ότι αυτοκτόνησαν, ό,τι και να
λέει ο ένας κι ο άλλος», προσέθεσε συμπερασματικά η Νάνσι.

«Το δεδομένο αυτό έχει αμφισβητηθεί;» ρώτησε ο


Πουαρό.

«Σύμφωνα με το πόρισμα του γιατρού και με όλα τα


επίσημα έγγραφα, ο θάνατός τους ήταν ένα μοιραίο λάθος,
αλλά κανένας στο Γκρέιτ Χόλινγκ δεν πίστεψε ότι ήταν
ακούσιο. Η αυτοκτονία είναι μεγάλη αμαρτία στα μάτια της
Εκκλησίας. Νομίζω ότι ο γιατρός του χωριού ήθελε να
προστατεύσει την υστεροφημία του Πάτρικ και της Φράνσις
από τα χειρότερα. Τους συμπαθούσε πολύ και τους
υπερασπίστηκε όταν κανένας άλλος δεν θα το ’κανε. Είναι
καλός άνθρωπος ο δόκτωρ Φλαουερντέι – ένας απ’ τους
ελάχιστους καλούς στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Ήξερε να διακρίνει
τα διάφορα αισχρά ψεύδη». Η Νάνσι γέλασε μέσα από τα
δάκρυά της. «Ψέμα αντί ψέματος, όπως οδόντα αντί
οδόντος».

«Ή αλήθεια αντί αλήθειας;» συμπλήρωσε ο Πουαρό.

«Ω, ναι, σαφώς». Η Νάνσι έδειξε να εκπλήσσεται. «Ω


Θεούλη μου, χάλια το ’κανα το μαντίλι σας».

«Δεν έχει σημασία. Έχω κι άλλα. Θα ήθελα να σας κάνω


μία ακόμη ερώτηση: Σας λέει κάτι το όνομα Σάμιουελ Κιντ;»

«Όχι. Θα ’πρεπε;»

«Δεν έμενε στο Γκρέιτ Χόλινγκ εκείνα τα χρόνια;»

«Όχι. Τυχερός άνθρωπος, όποιος κι αν είναι», είπε


πικρόχολα η Νάνσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 - Η μεσήλικη κυρία και ο νεότερος άντρας

«Μάλιστα», είπε ο Πουαρό, όταν η επισκέπτριά μας έφυγε και


μείναμε μόνοι. «Η Νάνσι Ντουκέιν συμφωνεί με τη
Μάργκαρετ Ερνστ ότι οι Άιβ αυτοκτόνησαν, αλλά το επίσημο
πόρισμα κάνει λόγο για θάνατο συνεπεία ατυχήματος. Ο
Άμπροουζ Φλαουερντέι είπε αυτό το ψέμα προκειμένου να
προστατεύσει την υστεροφημία του Πάτρικ και της Φράνσις
Άιβ από περαιτέρω διασυρμό».

«Απίστευτο», σχολίασα. «Η Μάργκαρετ Ερνστ δεν είπε


λέξη γι’ αυτό».

«Αναρωτιέμαι, τότε, αν βρήκαμε για ποιο λόγο σάς


υποχρέωσε να υποσχεθείτε ότι δεν θα μιλήσετε με το γιατρό.
Σε περίπτωση που ο Άμπροουζ Φλαουερντέι είναι περήφανος
για το ψέμα του, μπορεί να είναι τόση η περηφάνια του που να
το ομολογήσει αν ερωτηθεί... Οπότε ίσως η Μάργκαρετ
Ερνστ ήθελε να τον προφυλάξει...»

«Ναι», συμφώνησα. «Αυτός μπορεί να ήταν ο λόγος που


μου ζήτησε να κρατήσω αποστάσεις απ’ το γιατρό».

«Η επιθυμία να προστατεύσεις τον αδύναμο – την


καταλαβαίνω καλά!» Η φωνή του Πουαρό ήταν γεμάτη ζέση
και συγκίνηση.
«Κακώς κατηγορείτε τον εαυτό σας για την Τζένι. Δεν
μπορούσατε να την προστατεύσετε».

«Σοφά τα λόγια σας, Κάτσπουλ. Κανένας δεν θα


μπορούσε να προστατεύσει την Τζένι, ούτε καν ο Ηρακλής
Πουαρό. Ήταν πολύ αργά για να σωθεί, ακόμη και πριν από
το βράδυ της συνάντησής μας – τώρα το καταλαβαίνω. Πολύ
πολύ αργά». Αναστέναξε. «Ενδιαφέρον δεν είναι που αυτή τη
φορά υπήρξε αίμα, ενώ οι προηγούμενοι φόνοι ήταν
αναίμακτοι;»

«Αναρωτιέμαι συνεχώς πού βρίσκεται το πτώμα της Τζένι.


Έχουν ψάξει το Μπλόξχαμ εξονυχιστικά, και το πτώμα είναι
άφαντο!»

«Μη ρωτάτε πού. Το πού δεν έχει σημασία. Το γιατί να


ρωτάτε. Το πτώμα είτε απομακρύνθηκε από το ξενοδοχείο
μαζί με τα άπλυτα είτε με βαλίτσα είτε με καρότσι – αλλά
γιατί απομακρύνθηκε; Γιατί ο δολοφόνος δεν το άφησε στο
δωμάτιο, όπως τ’ άλλα τρία;»

«Λοιπόν; Ποια είναι η απάντηση; Την ξέρετε, οπότε πείτε


την και σ’ εμένα».

«Σαφώς», είπε ο Πουαρό. «Όλα αυτά μπορούν να


εξηγηθούν, αλλά πολύ φοβάμαι πως η εξήγηση δεν είναι
ευχάριστη».

«Ευχάριστη ή δυσάρεστη, θέλω να τη μάθω».

«Εν ευθέτω χρόνω θα μάθετε τα πάντα. Προς το παρόν θα


σας πω το εξής: Κανένας υπάλληλος του ξενοδοχείου
Μπλόξχαμ δεν είδε τη Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι
ή τον Ρίτσαρντ Νέγκους περισσότερες από μία φορά, εκτός
από έναν, τον Τόμας Μπρίγκνελ. Αυτός είδε τον Ρίτσαρντ
Νέγκους δύο φορές: Η πρώτη ήταν όταν ο Νέγκους έφτασε
στο ξενοδοχείο την Τετάρτη, και ο Μπρίγκνελ ήταν επί της
υποδοχής· ενώ η δεύτερη ήταν την Πέμπτη το βράδυ, όταν
τράκαρε τον Νέγκους στο λόμπι κι εκείνος του ζήτησε ένα
τσέρι». Ο Πουαρό έβγαλε ένα γελάκι αυτοθαυμασμού.
«Σκεφτείτε το λίγο, Κάτσπουλ. Αρχίζετε να βλέπετε τι
υπονοείται από το γεγονός αυτό;»

«Όχι».

«Α!» Ποτέ άλλοτε ένα επιφώνημα δεν είχε προφερθεί με


τόσο εξοργιστικό τρόπο.

«Για όνομα του Θεού, Πουαρό!»

«Σας το είπα και πριν, φίλε μου: Μην περιμένετε να σας


δίνω διαρκώς την απάντηση έτοιμη».
«Μα έχω κολλήσει, ειλικρινά! Από πολλές απόψεις
φαίνεται ότι η Νάνσι Ντουκέιν πρέπει να είναι η δολοφόνος,
αλλά η Λουίζα Ουάλας της έδωσε άλλοθι. Άρα ποιος άλλος
θα ήθελε να σκοτώσει τη Χάριετ Σίπελ, την Άιντα
Γκράνσμπερι, τον Ρίτσαρντ Νέγκους και τώρα την Τζένι
Χομπς;» Άρχισα να βαδίζω με βαρύ βήμα πέρα δώθε στο
καθιστικό, θυμωμένος με τον εαυτό μου, που δεν έβρισκα μια
διέξοδο στο πρόβλημα. «Επιπλέον –αν και εξακολουθώ να
πιστεύω ότι είστε τελείως τρελός που τους υποπτεύεστε–,
ακόμη κι αν ο δολοφόνος είναι ο Χένρι Νέγκους ή ο Ράφαλ
Μπόμπακ ή ο Τόμας Μπρίγκνελ, ποιο θα μπορούσε να είναι
το κίνητρο; Τι σχέση έχουν οι τρεις αυτοί άνθρωποι με την
τραγωδία που έπληξε το Γκρέιτ Χόλινγκ πριν από δεκαέξι
χρόνια;»

«Ο Χένρι Νέγκους έχει το αρχαιότερο και το πιο


συνηθισμένο κίνητρο στον κόσμο: το χρήμα. Ο ίδιος δεν μας
είπε ότι ο αδελφός του ο Ρίτσαρντ κατασπαταλούσε την
περιουσία του; Επίσης μας είπε ότι η σύζυγός του δεν
δεχόταν με τίποτα να διώξει τον Ρίτσαρντ απ’ το σπίτι τους.
Αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους πέθαινε, ο Χένρι Νέγκους δεν θα
χρειαζόταν να τον συντηρεί. Αν δεν πέθαινε, μπορεί τελικά να
στοίχιζε στον αδελφό του μια περιουσία ολόκληρη».

«Και η Χάριετ Σίπελ και η Άιντα Γκράνσμπερι; Η Τζένι


Χομπς; Γιατί να τις σκοτώσει και αυτές ο Χένρι Νέγκους;»

«Δεν ξέρω, αν και μπορώ να υποθέσω», είπε ο Πουαρό.


«Όσο για τον Ράφαλ Μπόμπακ και για τον Τόμας
Μπρίγκνελ, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο πιθανό κίνητρο·
εκτός κι αν ο ένας από τους δύο δεν είναι αυτός που
παριστάνει ότι είναι».

«Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε μια μικρή έρευνα»,


πρότεινα.

«Μια και καταρτίζουμε λίστα με τους πιθανούς υπόπτους,


τι λέτε για τη Μάργκαρετ Ερνστ και τον δόκτορα Άμπροουζ
Φλαουερντέι;» αντιπρότεινε ο Πουαρό. «Μπορεί να μην ήταν
ερωτευμένοι με τον Πάτρικ Άιβ, αλλά μπορεί να
υποκινήθηκαν από τη λαχτάρα να εκδικηθούν για το θάνατό
του. Η Μάργκαρετ Ερνστ, κατά δική της ομολογία, βρισκόταν
μόνη στο σπίτι της το βράδυ των φόνων. Κι όσο για τον
δόκτορα Φλαουερντέι, δεν ξέρουμε πού βρισκόταν, επειδή
υποσχεθήκατε ότι δεν θα του μιλήσετε και –αλίμονο!–
κρατήσατε την υπόσχεσή σας. Ο Πουαρό θα αναγκαστεί να
πάει αυτοπροσώπως στο Γκρέιτ Χόλινγκ».

«Σας είχα πει ότι πρέπει να ’ρθετε μαζί μου», του


υπενθύμισα. «Αλλά φαντάζομαι ότι, αν είχατε έρθει, δεν θα
είχατε τη δυνατότητα να μιλήσετε με τη Νάνσι Ντουκέιν, με
τον Ράφαλ Μπόμπακ και τους υπολοίπους. Παρεμπιπτόντως,
γι’ αυτόν το νεαρό και τη μεσήλικη γυναίκα, που ο Μπόμπακ
άκουσε να σχολιάζουν η Χάριετ, η Άιντα κι ο Ρίτσαρντ
Νέγκους –υπό την προϋπόθεση ότι αποδεχόμαστε τα
λεγόμενά του–, αναρωτιέμαι εδώ και μέρες. Μάλιστα έχω
φτιάξει και μια λίστα με όλα τα ζευγάρια που μπόρεσα να
σκεφτώ ότι συνδέονται αισθηματικά». Έβγαλα τη λίστα απ’
την τσέπη μου. (Ομολογώ ότι ήλπιζα να εντυπωσιάσω τον
Πουαρό, αλλά είτε δεν εντυπωσιάστηκε είτε το έκρυψε καλά.)

«Τζορτζ και Χάριετ Σίπελ», διάβασα μεγαλόφωνα.


«Πάτρικ και Φράνσις Άιβ. Πάτρικ Άιβ και Νάνσι Ντουκέιν.
Ουίλιαμ και Νάνσι Ντουκέιν. Τσαρλς και Μάργκαρετ Ερνστ.
Ρίτσαρντ Νέγκους και Άιντα Γκράνσμπερι. Σε κανένα από
αυτά τα ζευγάρια η γυναίκα δεν είναι μεγαλύτερη απ’ τον
άντρα, σαφώς όχι τόσο ώστε να πει κανείς ότι “θα μπορούσε
να ’ναι μάνα του”».

«Τς, τς», έκανε ανυπόμονα ο Πουαρό. «Δεν σκέφτεστε,


φίλε μου. Πώς ξέρετε ότι υφίσταται αυτό το ζευγάρι, η
μεσήλικη κυρία και ο νεότερος άντρας;»

Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια, διερωτώμενος κατά


πόσο είχε χάσει τα λογικά του. «Βασικά, ο Ουόλτερ Στόουκλι
τούς μνημόνευσε στο Κινγκς Χεντ και ο Ράφαλ Μπόμπακ
άκουσε τυχαία στο–»
«Non, non», με διέκοψε αγενώς ο Πουαρό. «Δεν δίνετε
σημασία στις λεπτομέρειες: Στο πανδοχείο Κινγκς Χεντ, ο
Ουόλτερ Στόουκλι είπε ότι “έδωσε τέλος στο δεσμό της με
τον άντρα” – έτσι δεν είναι; Ενώ η συζήτηση που άκουσε ο
Ράφαλ Μπόμπακ, μεταξύ των τριών θυμάτων, αφορούσε
“έναν άντρα που δεν ενδιαφερόταν πια για μια γυναίκα που
εξακολουθούσε να διψά για την αγάπη του”. Πώς γίνεται να
μιλάμε για τους ίδιους ανθρώπους, για το ίδιο ζευγάρι; Το
ακριβώς αντίθετο πρέπει να ισχύει, αποκλείεται να είναι τα
ίδια άτομα!»

«Έχετε δίκιο», είπα αποκαρδιωμένος. «Δεν το σκέφτηκα».

«Σας είχε συνεπάρει το κοινό στοιχείο μεταξύ τους, γι’


αυτό τα συνδέσατε. Μια πολύ μεγαλύτερη κυρία κι ένας πολύ
νεότερος άντρας εκεί, και μια πολύ μεγαλύτερη κυρία κι ένας
πολύ νεότερος άντρας εδώ. Voilà! Κι εσείς υποθέτετε πως
ήταν οι ίδιοι!»

«Όντως. Ίσως βρίσκομαι σε λάθος επάγγελμα».

«Non, Κάτσπουλ, είστε οξυδερκής. Όχι πάντα, αλλά


συχνά. Με βοηθήσατε να βρω τη διέξοδο από αυτή τη
σήραγγα σύγχυσης. Θυμάστε που είχατε επισημάνει πως
οτιδήποτε κι αν απέκρυπτε ο Τόμας Μπρίγκνελ, το έκανε από
την αμηχανία του; Αυτό σας το σχόλιο αποδείχθηκε
εξαιρετικά χρήσιμο – πολύτιμο στ’ αλήθεια!»

«Τότε, πολύ φοβάμαι ότι εγώ βρίσκομαι ακόμα μέσα στη


σήραγγα κι ότι δεν βλέπω ούτε μια σπίθα φως στο βάθος».

«Θα σας υποσχεθώ κάτι», είπε ο Πουαρό. «Αύριο, αμέσως


μετά το πρωινό, εσείς κι εγώ θα πάμε για μια επίσκεψη, η
οποία θα σας βοηθήσει να καταλάβετε περισσότερα απ’ όσα
καταλαβαίνετε τώρα. Κι εμένα το ίδιο, ελπίζω».

«Υποθέτω ότι δεν επιτρέπεται να ρωτήσω ποιον θα


επισκεφθούμε;»

«Φυσικά και επιτρέπεται, mon ami». Ο Πουαρό


χαμογέλασε. «Τηλεφώνησα στη Σκότλαντ Γιαρντ και μου
έδωσαν τη διεύθυνση. Νομίζω ότι θα την αναγνωρίσετε, αν
σας την πω».

Κάτι που –περιττεύει να διευκρινίσω– δεν είχε την


παραμικρή πρόθεση να κάνει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 - Χτύπα και δες ποιος θα σου ανοίξει

Καθώς διασχίζαμε την πόλη το επόμενο πρωί για τη


μυστηριώδη μας επίσκεψη, η διάθεση του Πουαρό ήταν
εξίσου ευμετάβλητη με τον καιρό του Λονδίνου, που δεν
μπορούσε να αποφασίσει μεταξύ λιακάδας και συννεφιάς. Τη
μία στιγμή έμοιαζε ικανοποιημένος με τον εαυτό του και
χαλαρός, ενώ την επομένη συνοφρυωνόταν σαν κάτι να τον
βασάνιζε.

Με τα πολλά φτάσαμε σε μια μετρίου μεγέθους κατοικία,


σ’ ένα στενό δρομάκι. «Οδός Γιάρμουθ, αριθμός τρία», είπε ο
Πουαρό, μόλις στάθηκε απέξω. «Από πού την ξέρετε αυτή τη
διεύθυνση, Κάτσπουλ; Τη γνωρίζετε – έτσι δεν είναι;»

«Έτσι είναι. Μισό λεπτό. Θα το θυμηθώ. Α, ναι... η


διεύθυνση του Σάμιουελ Κιντ – σωστά;»

«Ακριβώς. Του εξυπηρετικού αυτόπτη μάρτυρα, που είδε


τη Νάνσι Ντουκέιν να φεύγει τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ και να μαζεύει τα δυο κλειδιά που της είχαν πέσει,
μολονότι η Νάνσι Ντουκέιν δεν θα μπορούσε να βρίσκεται
στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ λίγο μετά τις οκτώ, το βράδυ των
φόνων».

«Διότι βρισκόταν στο σπίτι της Λουίζα Ουάλας»,


συμφώνησα. «Οπότε ήρθαμε εδώ για να τρομάξουμε τον
κύριο Κιντ και να μάθουμε ποιος τον έβαλε να πει ψέματα;»

«Non. Ο κύριος Κιντ απουσιάζει σήμερα. Δουλεύει,


φαντάζομαι».

«Τότε...»

«Ας παίξουμε ένα παιχνίδι, που λέγεται “Χτύπα και δες


ποιος θα σου ανοίξει”», είπε ο Πουαρό μ’ ένα αινιγματικό
χαμόγελο. «Παρακαλώ. Θα χτυπούσα, μόνο που φοράω
γάντια και δεν θέλω να τα λερώσω».

Χτύπησα και περίμενα, διερωτώμενος για ποιο λόγο ο


Πουαρό περίμενε ότι κάποιος θ’ ανταποκριθεί στο χτύπημα
της πόρτας ενός σπιτιού που ο μόνος γνωστός του ένοικος
έλειπε. Άνοιξα το στόμα μου να τον ρωτήσω κι έπειτα το
ξανάκλεισα. Προφανώς δεν είχε νόημα. Με μια κάποια
θλίψη, θυμήθηκα τότε (ούτε ένα δεκαπενθήμερο δεν είχε
περάσει) που πίστευα ότι έχει νόημα να ρωτάς κάποιον
ευθέως για κάτι που γνωρίζει.

Η εξώπορτα της οδού Γιάρμουθ τρία άνοιξε, και βρέθηκα


αντίκρυ σε δυο γουρλωμένα μάτια, που δεν ανήκαν στον
Σάμιουελ Κιντ. Αρχικά απόρησα, διότι το πρόσωπο ήταν
άγνωστο. Έπειτα, καθώς ο τρόμος παραμόρφωνε τα
χαρακτηριστικά της, κατάλαβα σε ποια έπρεπε να ανήκει.

«Καλημέρα σας, μαντμουαζέλ Τζένι», είπε ο Πουαρό.


«Κάτσπουλ, από εδώ η Τζένι Χομπς. Ο κύριος, μαντμουαζέλ,
είναι ο φίλος μου Έντουαρντ Κάτσπουλ. Μπορεί να θυμάστε
ότι σας τον είχα αναφέρει στο καφέ Πλέζαντ. Επιτρέψτε μου
να εκφράσω την τεράστια ανακούφισή μου που σας βρίσκω
ζωντανή».

Τότε κατάλαβα μετά βεβαιότητας ότι δεν είχα καταλάβει


τίποτ’ απολύτως. Τα λιγοστά ψήγματα των επιβεβαιωμένων
στοιχείων, στα οποία βασιζόμουν, είχαν αποδειχθεί
αναξιόπιστα. Πώς στο διάβολο ήξερε ο Πουαρό ότι θα
’βρισκε την Τζένι Χομπς εδώ; Ήταν αδύνατον! Ωστόσο, ιδού
η απόδειξη, το ήξερε όντως.

Αφού η Τζένι ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και πήρε μια


έκφραση λιγότερο συντετριμμένη και περισσότερο
επιφυλακτική, μας προσκάλεσε να περάσουμε. Ζήτησε
συγγνώμη, λέγοντας ότι θα επιστρέψει εντός ολίγου, και μας
άφησε να περιμένουμε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο με
παμπάλαια έπιπλα.

«Είχατε πει ότι ήταν πολύ αργά για να σωθεί!» είπα


θυμωμένα στον Πουαρό. «Μου είπατε ψέματα».
Ο Πουαρό έγνεψε αρνητικά. «Πώς ήξερα ότι θα την
έβρισκα εδώ; Χάρη σ’ εσάς, mon ami. Για μια ακόμη φορά
βοηθήσατε τον Πουαρό».

«Πώς;»

«Σας ζήτησα να θυμηθείτε τη συνομιλία σας με τον


Ουόλτερ Στόουκλι, στο πανδοχείο Κινγκς Χεντ, και το
σχόλιό του για εκείνη τη γυναίκα, η οποία θα μπορούσε να
τον είχε παντρευτεί, να είχε μαζί του παιδιά, ένα δικό της
σπιτικό και να ’χε ζήσει ευτυχισμένη. Θυμάστε;»

«Και τι μ’ αυτό;»

«Μια γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της σ’ έναν άντρα με


περιεχόμενο; Που θυσίασε τα πάντα γι’ αυτόν; Κι έπειτα από
λίγο ο κύριος Στόουκλι είχε συμπληρώσει: “Δεν μπορούσε να
παντρευτεί τον πρώτο τυχόντα πιτσιρικά, τη στιγμή που ’χε
ερωτευτεί έναν άντρα με χαρακτήρα και περιεχόμενο. Οπότε
τον εγκατέλειψε”. Δεν θυμάστε που μου μεταφέρατε τα λόγια
του, mon ami;»

«Φυσικά και το θυμάμαι! Δεν είμαι ηλίθιος».

«Νομίζατε ότι είχατε ανακαλύψει τη μεσήλικη κυρία και τον


νεότερο άντρα – n’est-ce pas; Ο Ράφαλ Μπόμπακ τούς είχε
μνημονεύσει στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ, λέγοντας ότι τα
τρία θύματα συζητούσαν γι’ αυτούς. Τότε υποθέσατε ότι ο
Ουόλτερ Στόουκλι είχε κατά νου αυτό το ζευγάρι, οπότε τον
ρωτήσατε πόσο μεγαλύτερη ήταν η εν λόγω γυναίκα από τον
άντρα που είχε εγκαταλείψει, επειδή πιστεύατε ότι τον είχατε
ακούσει να λέει: “Δεν μπορούσε να παντρευτεί τον πρώτο
τυχόντα πιτσιρικά”. Κι όμως, φίλε μου, δεν τον ακούσατε να
λέει αυτά τα λόγια!»

«Κι όμως, τον άκουσα».

«Non. Αυτό που ακούσατε να λέει ήταν “Δεν μπορούσε να


παντρευτεί τον Σαμ Κιντ*”, δηλαδή τον κύριο Σάμιουελ
Κιντ».

«Μα αφού... αφού... Να πάρει η οργή!»

«Καταλήξατε με λογικό άλμα στο λάθος συμπέρασμα,


επειδή ο Ουόλτερ Στόουκλι είχε ήδη χρησιμοποιήσει τη λέξη
“kid” πολλές φορές. Είχε ήδη αποκαλέσει πιτσιρικά το νεαρό
με τον οποίο έπινε νωρίτερα. Ε λοιπόν, το ίδιο σφάλμα θα
έκαναν πολλοί στη θέση σας. Μην ψέγετε τόσο αυστηρά τον
εαυτό σας».

«Κι έπειτα, έχοντας καταλάβει λάθος, ρώτησα τον


Στόουκλι για τη διαφορά ηλικίας μεταξύ της γυναίκας και του
άντρα, με τον οποίο θα μπορούσε να ’χε παντρευτεί, αλλά δεν
παντρεύτηκε, και τον οποίο είχα μπερδέψει με τον αχαΐρευτο
πιτσιρικά, που τα ’πινε με τον Στόουκλι προτού φτάσω.
Πρέπει να αναρωτήθηκε γιατί ήθελα να το ξέρω, αφού η Τζένι
Χομπς δεν είχε καμία σχέση με τον αχαΐρευτο».

«Oui. Και θα μπορούσε να σας ρωτήσει, αν δεν ήταν τόσο


θολωμένος από το αλκοόλ. Τι να πεις...» Ο Πουαρό
ανασήκωσε τους ώμους.

«Επομένως η Τζένι Χομπς ήταν αρραβωνιασμένη με τον


Σάμιουελ Κιντ», είπα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω
το μέγεθος της αποκάλυψης. «Και... τον παράτησε στο
Κέμπριτζ, για να ακολουθήσει τον Πάτρικ Άιβ στο Γκρέιτ
Χόλινγκ;»

Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά. «Η Φι Σπρινγκ, η σερβιτόρα


στο Πλέζαντ, μου είπε ότι η Τζένι είχε περάσει μια μεγάλη
στενοχώρια στο παρελθόν. Αναρωτιέμαι σε τι αναφερόταν».

«Δεν απαντήσαμε ήδη σ’ αυτή την ερώτηση; Πρέπει να


εννοούσε ότι εγκατέλειψε τον Σάμιουελ Κιντ», είπα.

«Νομίζω ότι είναι πιο πιθανό να αναφερόταν στο θάνατο


του Πάτρικ Άιβ, του άντρα που η Τζένι είχε αγαπήσει
αληθινά. Παρεμπιπτόντως, είμαι βέβαιος ότι γι’ αυτό άλλαξε
την ομιλία της –για να μοιάζει περισσότερο με γυναίκα της
τάξης του–, ευελπιστώντας ότι θ’ αρχίσει να τη βλέπει σαν
ίση κι όχι απλώς ως υπηρέτρια».

«Δεν φοβάστε ότι μπορεί να την κοπανήσει πάλι;» ρώτησα


κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα του καθιστικού. «Τι κάνει
τόση ώρα; Ξέρετε, θα έπρεπε να την πάμε κατ’ ευθείαν σ’ ένα
νοσοκομείο, αν δεν έχει πάει ήδη».

«Σε νοσοκομείο;» Ο Πουαρό έδειξε να εκπλήσσεται.

«Ναι. Έχασε κάμποσο αίμα στο δωμάτιο του


ξενοδοχείου».

«Πολλές υποθέσεις κάνετε», είπε ο Πουαρό. Έμοιαζε


διατεθειμένος να πει πολλά ακόμη, αλλά εκείνη τη στιγμή η
Τζένι άνοιξε την πόρτα.

«Συγχωρήστε με, κύριε Πουαρό», είπε.

«Για ποιο πράγμα, μαντμουαζέλ;»

Μια αμήχανη σιωπή πλημμύρισε το χώρο. Ήθελα να


μιλήσω και να τη διακόψω, αλλά αμφισβητούσα την
ικανότητά μου να συνεισφέρω με οτιδήποτε χρήσιμο.

«Η Νάνσι Ντουκέιν», είπε ο Πουαρό αργά και


αποφασιστικά. «Από αυτήν τρέχατε να ξεφύγετε το βράδυ
που αναζητήσατε καταφύγιο στο καφέ Πλέζαντ; Αυτή ήταν το
άτομο που φοβόσασταν;»

«Ξέρω ότι αυτή σκότωσε τη Χάριετ, την Άιντα και τον


Ρίτσαρντ στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ», είπε ψιθυριστά η Τζένι.
«Το διάβασα στις εφημερίδες».

«Αφ’ ης στιγμής σάς βρήκαμε στο σπίτι του Σάμιουελ


Κιντ, του πρώην αρραβωνιαστικού σας, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι ο κύριος Κιντ σάς είπε τι είδε το βράδυ των
φόνων;»

Η Τζένι έγνεψε καταφατικά. «Είδε τη Νάνσι να φεύγει


τρέχοντας απ’ το Μπλόξχαμ, κι ότι της έπεσαν δύο κλειδιά
στο δρόμο καθώς έτρεχε».

«Πρόκειται για μια απίστευτη σύμπτωση, μαντμουαζέλ. Η


Νάνσι Ντουκέιν, που δολοφόνησε τρεις ανθρώπους ήδη και
θέλησε να δολοφονήσει κι εσάς, εθεάθη να εγκαταλείπει
τρέχοντας τον τόπο του εγκλήματος από τον άντρα που
άλλοτε σκοπεύατε να παντρευτείτε!»

Η Τζένι ξεστόμισε ένα σχεδόν άηχο: «Ναι».

«Ο Πουαρό θεωρεί ύποπτη οποιαδήποτε τόσο απίθανη


σύμπτωση. Μου λέτε ψέματα τώρα, όπως και την τελευταία
φορά που συναντηθήκαμε!»

«Όχι! Σας ορκίζομαι–»

«Γιατί κλείσατε δωμάτιο στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ,


εφόσον ξέρατε ότι εκεί βρήκαν τραγικό θάνατο η Χάριετ
Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους; Δεν
έχετε απάντηση σ’ αυτό, όπως βλέπω!»

«Αφήστε με να μιλήσω και θα πάρετε την απάντησή σας.


Κουράστηκα να τρέχω σαν κυνηγημένη. Μου φάνηκε πιο
ανώδυνο να ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα».

«Σοβαρά; Ώστε αποδεχθήκατε γαλήνια τη μοίρα που σας


περίμενε και εκουσίως σπεύσατε προς το μέρος της;»

«Μάλιστα».

«Τότε γιατί ζητήσατε από τον κύριο Λατσάρι, το διευθυντή


του ξενοδοχείου, ένα δωμάτιο “όσο το δυνατόν πιο
γρήγορα”, σαν να προσπαθούσατε να ξεφύγετε από κάποιο
διώκτη σας; Και, με δεδομένο ότι δεν φαίνεστε
τραυματισμένη, σε ποιον ανήκει το αίμα στο δωμάτιο 402;»

Η Τζένι άρχισε να κλαίει και να λικνίζεται πέρα δώθε.


Ο Πουαρό σηκώθηκε και την έβαλε να καθίσει σε μια
πολυθρόνα, λέγοντας: «Καθίστε, μαντμουαζέλ. Είναι η σειρά
μου να σηκωθώ και να σας ανακοινώσω ότι γνωρίζω πέραν
πάσης αμφιβολίας πως τίποτε απ’ όσα μου έχετε πει δεν
αληθεύει».

«Ψυχραιμία, Πουαρό», τον προειδοποίησα. Η Τζένι


έμοιαζε έτοιμη να λιγοθυμήσει.

Ο Πουαρό όμως έμοιαζε να αδιαφορεί. «Οι φόνοι της


Χάριετ Σίπελ, της Άιντα Γκράνσμπερι και του Ρίτσαρντ
Νέγκους αναγγέλθηκαν μ’ ένα σημείωμα», είπε. «“ΑΣ ΜΗΝ
ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. 121, 238, 317”. Οπότε
τώρα αναρωτιέμαι: Ένας δολοφόνος, που πηγαίνει με
ατσαλένια ηρεμία στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου και αφήνει
ένα σημείωμα που διαλαλεί τρεις φόνους, είναι το είδος του
ανθρώπου που εν συνεχεία θα κυριευόταν από πανικό, που θα
’φευγε τρέχοντας από το ξενοδοχείο, και θα του έπεφταν δύο
κλειδιά μπροστά σ’ έναν αυτόπτη μάρτυρα; Καλούμεθα να
πιστέψουμε ότι ο πανικός κατέλαβε τη δολοφόνο Νάνσι
Ντουκέιν μόνο αφότου είχε αφήσει το σημείωμα στη
ρεσεψιόν; Γιατί δεν την κατέλαβε νωρίτερα; Επίσης, αν η
Νάνσι Ντουκέιν έβγαινε από το Μπλόξχαμ λίγο μετά τις
οκτώ, πώς μπορούσε συγχρόνως να δειπνεί με τη φίλη της,
τη λαίδη Λουίζα Ουάλας, την ίδια ώρα ακριβώς;»
«Πουαρό, μήπως να χαλαρώνατε λίγο την ανάκριση;»

«Όχι. Σας ρωτώ, μαντμουαζέλ Τζένι: Για ποιο λόγο ν’


αφήσει σημείωμα η Νάνσι Ντουκέιν; Γιατί τα τρία πτώματα
έπρεπε να βρεθούν λίγο μετά τις οκτώ το συγκεκριμένο
βράδυ; Οι καμαριέρες θα τα έβρισκαν έτσι κι αλλιώς κάποια
στιγμή. Προς τι η βιασύνη; Και αν η κυρία Ντουκέιν ήταν
αρκετά ψύχραιμη και συγκροτημένη, ώστε να πλησιάσει τη
ρεσεψιόν και ν’ αφήσει το σημείωμα χωρίς να εγείρει υποψίες,
αυτό αποδεικνύει την ικανότητά της να σκεφτεί λογικά τι
έπρεπε να πράξει. Για ποιο λόγο, τότε, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, δεν έχωσε τα κλειδιά βαθιά στην τσέπη της,
προτού φύγει από το ξενοδοχείο; Αντίθετα, τα κρατάει
ανοήτως στο χέρι κι έπειτα της πέφτουν μπροστά στον κύριο
Κιντ. Εκείνος προλαβαίνει να δει ότι έχουν νούμερα
χαραγμένα πάνω τους: “εκατόν κάτι και τριακόσια κάτι”.
Επίσης, πάλι από ευτυχή συγκυρία, τυχαίνει να αναγνωρίσει
το πρόσωπο της μυστηριώδους γυναίκας και, αφού για λίγο
προσποιηθεί ότι δεν θυμάται τ’ όνομά της, είναι πανεύκολα
σε θέση να μας πει ότι λέγεται Νάνσι Ντουκέιν. Σας
φαίνονται πιστευτά όλα αυτά, δεσποινίς Χομπς; Διότι στον
Ηρακλή Πουαρό δεν φαίνονται καθόλου, ειδικά όταν σας
βρίσκει εδώ –στο σπίτι του κυρίου Κιντ– και γνωρίζει ότι η
Νάνσι Ντουκέιν έχει άλλοθι!»
Η Τζένι έκλαιγε με το πρόσωπο κρυμμένο στο μανίκι της.

Ο Πουαρό γύρισε προς το μέρος μου. «Η μαρτυρία του


Σάμιουελ Κιντ ήταν ένα ψέμα απ’ την αρχή ως το τέλος.
Συνωμότησε με την Τζένι Χομπς, για να ενοχοποιήσουν τη
Νάνσι Ντουκέιν για τους φόνους της Χάριετ Σίπελ, της Άιντα
Γκράνσμπερι και του Ρίτσαρντ Νέγκους».

«Δεν ξέρετε πόσο λάθος κάνετε!» ανέκραξε η Τζένι.

«Ξέρω ότι είστε ψεύτρα, μαντμουαζέλ. Υποψιαζόμουν


εξαρχής ότι η συνάντησή μας στο καφέ Πλέζαντ συνδεόταν
με τους φόνους στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Τα δύο
συμβάντα –υπό την προϋπόθεση ότι χαρακτηρίζουμε τους
τρεις φόνους ως ένα συμβάν– είχαν δύο πολύ σημαντικά και
πολύ ασυνήθιστα κοινά στοιχεία».

Τα λόγια του μ’ έκαναν να ανακαθίσω. Περίμενα ν’


ακούσω αυτά τα κοινά στοιχεία εδώ και μέρες.

Ο Πουαρό εξακολούθησε: «Πρώτον, μια ψυχολογική


ομοιότητα: Και στις δύο περιπτώσεις υπονοείται ότι τα
θύματα είναι πιο ένοχα από το δολοφόνο. Το σημείωμα που
βρέθηκε στη ρεσεψιόν του Μπλόξχαμ –“ΑΣ ΜΗΝ
ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ”– αφήνει να εννοηθεί
ότι η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ
Νέγκους άξιζαν να πεθάνουν, κι ότι ο δολοφόνος απέδωσε
με την πράξη του δικαιοσύνη. Επίσης στο καφέ, μαντμουαζέλ
Τζένι, μου είπατε ότι αξίζει και σ’ εσάς να πεθάνετε και μόνο
τότε θα αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη».

Είχε δίκιο. Πώς μου είχε ξεφύγει;

«Έπειτα έχουμε τη δεύτερη ομοιότητα, που δεν είναι


ψυχολογική, αλλά συγκυριακή: Υπερβολικά πολλά στοιχεία
συνδέονταν τόσο με τους φόνους στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ
όσο και με τη συνομιλία μου με τη φοβισμένη Τζένι στο καφέ.
Υπήρχε πληθώρα πληροφοριών διαθέσιμων πολύ νωρίς!
Ένα σωρό στοιχεία εμφανίζονταν μεμιάς, θαρρείς και κάποιος
ήθελε να δώσει χείρα βοηθείας στην αστυνομία. Από μια
σύντομη συνάντηση σ’ ένα καφέ, μπόρεσα να συλλέξω έναν
αξιοσημείωτα μεγάλο αριθμό δεδομένων. Αυτή η Τζένι
ένιωθε ένοχη. Είχε κάνει κάτι φρικτό. Δεν ήθελε να τιμωρηθεί
ο δολοφόνος της. Φρόντισε να μου πει: “Αχ, σας παρακαλώ,
μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει κανένα στόμα”, έτσι ώστε, όταν
μάθω για τα τρία πτώματα στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ με τα
μανικετόκουμπα στο στόμα, ίσως θυμηθώ αυτό που μου ’χε
πει και αναρωτηθώ ή ίσως το υποσυνείδητό μου κάνει τη
σύνδεση».

«Κάνετε λάθος για μένα, μεσιέ Πουαρό», διαμαρτυρήθηκε


η Τζένι.
Ο Πουαρό την αγνόησε και συνέχισε: «Ας σκεφτούμε τώρα
τους φόνους στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ. Και εκεί
βρισκόμαστε εφοδιασμένοι με υπερβολικά πολλές
πληροφορίες, σε ύποπτα μικρό χρονικό διάστημα: Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους πλήρωσε και για τα τρία δωμάτια, καθώς και για τα
αυτοκίνητα που μετέφεραν τους επισκέπτες από τον
σιδηροδρομικό σταθμό στο ξενοδοχείο. Και τα τρία θύματα
ζούσαν ή είχαν ζήσει στο χωριό Γκρέιτ Χόλινγκ. Επιπλέον,
είχαμε το χρήσιμο στοιχείο των αρχικών Π.Α.Τ. στα
μανικετόκουμπα, προκειμένου να μας κατευθύνει στην αιτία
για την οποία αυτά τα τρία άτομα έπρεπε να τιμωρηθούν.
Τουτέστιν, για τη σκληρόκαρδη συμπεριφορά τους απέναντι
στον αιδεσιμότατο Πάτρικ Άιβ. Επιπροσθέτως το σημείωμα,
που βρέθηκε στη ρεσεψιόν, καθιστούσε σαφές ότι το κίνητρο
ήταν η εκδίκηση ή η δίψα για δικαιοσύνη. Δεν είναι σπάνιο
φαινόμενο ένας ή μία δολοφόνος να καταγράφει το κίνητρό
του ή το κίνητρό της και να το αφήνει τόσο εξυπηρετικά σε
κοινή θέα;»

«Κι όμως ορισμένοι δολοφόνοι θέλουν όντως να γίνουν


γνωστά τα κίνητρά τους», είπα.

«Mon ami», αποκρίθηκε ο Πουαρό με προσποιητή


καρτερικότητα. «Αν η Νάνσι Ντουκέιν ήθελε να σκοτώσει τη
Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον Ρίτσαρντ
Νέγκους, θα το είχε κάνει κατά τρόπο που να οδηγεί τόσο
ξεκάθαρα στην ίδια; Θέλει να καταλήξει στην αγχόνη; Και
για ποιο λόγο ο Ρίτσαρντ Νέγκους –ο οποίος, σύμφωνα με
τον αδελφό του, βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής
εξαθλίωσης– πλήρωσε για όλα; Η Νάνσι Ντουκέιν είναι
πλούσια. Αν είναι η δολοφόνος που παρέσυρε τα θύματά της
στο Λονδίνο, προκειμένου να τα σκοτώσει, γιατί δεν πλήρωσε
η ίδια τα δωμάτια του ξενοδοχείου και τα μεταφορικά τους;
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνδέεται αρμονικά με τα
υπόλοιπα!»

«Αφήστε με να μιλήσω, μεσιέ Πουαρό! Θα σας πω την


αλήθεια».

«Προτιμώ, προς ώρας, να σας πω εγώ την αλήθεια,


μαντμουαζέλ. Συγχωρήστε με, αλλά βρίσκω τον εαυτό μου
πιο φερέγγυο. Πριν μου αφηγηθείτε την ιστορία σας, με
ρωτήσατε αν είχα βγει στη σύνταξη – έτσι δεν είναι;
Φροντίσατε επιδεικτικά να βεβαιωθείτε ότι δεν είχα τη
δυνατότητα να συλλάβω κάποιον ή να επιβάλω το νόμο σ’
αυτή τη χώρα. Μόνο τότε, αφού σας καθησύχασα, μου
εκμυστηρευτήκατε τι συνέβαινε. Αλλά ήδη σας είχα
ενημερώσει για την ύπαρξη ενός φίλου μου στη Σκότλαντ
Γιαρντ. Μου μιλήσατε όχι επειδή με θεωρούσατε ανήμπορο
να συλλάβω το δολοφόνο, αλλά επειδή ξέρατε πολύ καλά
ότι είχα επιρροή στην αστυνομία, επειδή θέλατε να δείτε τη
Νάνσι Ντουκέιν να φυλακίζεται και να καταλήγει στην
κρεμάλα για φόνο!»

«Δεν ήθελα τίποτα τέτοιο!» Η Τζένι έστρεψε το κλαμένο


της πρόσωπο προς το μέρος μου. «Σας παρακαλώ, κάντε τον
να σταματήσει!»

«Θα σταματήσω όταν ολοκληρώσω», μας ανακοίνωσε ο


Πουαρό. «Ήσασταν τακτική επισκέπτρια του καφέ Πλέζαντ –
έτσι λένε οι σερβιτόρες. Μιλούν πολύ για τους πελάτες εν τη
απουσία τους. Υποθέτω ότι τις ακούσατε να μιλούν και για
μένα –για τον παράξενο Ευρωπαίο με το μουστάκι, που παλιά
ήταν ντετέκτιβ στην ηπειρωτική Ευρώπη– και για το φίλο μου,
τον Κάτσπουλ της Σκότλαντ Γιαρντ. Τις ακούσατε να λένε ότι
δειπνώ κάθε Πέμπτη βράδυ στις επτάμισι ακριβώς.

»Ναι, μαντμουαζέλ, ξέρατε πού να με βρείτε και ξέρατε


επίσης ότι ο Ηρακλής Πουαρό θα ήταν ο ιδανικός για τους
δόλιους σκοπούς σας! Φτάσατε στο καφέ εμφανώς
τρομοκρατημένη, αλλά ήταν όλο ένα ψέμα, ένα θέατρο!
Κοιτάζατε από το παράθυρο επί ώρα, σαν να φοβόσασταν ότι
κάποιος σας καταδιώκει· αλλά δεν μπορούσατε να δείτε
τίποτα από εκείνο το παράθυρο, πέρα από την αντανάκλαση
του χώρου στον οποίο βρισκόσασταν. Μάλιστα, μία από τις
σερβιτόρες είδε τα μάτια σας να καθρεφτίζονται στο τζάμι και
πρόσεξε ότι κοιτάζατε αυτήν και όχι το δρόμο. Κάνατε
νοερούς υπολογισμούς – έτσι δεν είναι; “Θα υποψιαστεί
κανείς ότι η τρομάρα και η αναστάτωσή μου είναι
προσποιητές; Θα μαντέψει η παρατηρητική σερβιτόρα την
αλήθεια και θα εμποδίσει το σχέδιό μου να καρποφορήσει;”»

Σηκώθηκα. «Πουαρό, δεν αμφιβάλλω ότι έχετε δίκιο,


αλλά δεν μπορείτε να επιτίθεστε στη φουκαριάρα τη
δεσποινίδα Χομπς, χωρίς να της επιτρέπετε ν’ αρθρώσει λέξη
προς υπεράσπισή της».

«Σιωπή, Κάτσπουλ. Δεν σας εξήγησα μόλις ότι η


δεσποινίς Χομπς είναι σε θέση να δημιουργήσει με εξαιρετική
ικανότητα την εικόνα της ανείπωτης δυστυχίας ενώ, στην
πραγματικότητα, ο αληθινός της εαυτός κάνει νοερούς
υπολογισμούς εν πλήρει νηφαλιότητι;»

«Είστε σκληρόκαρδος!» φώναξε κλαίγοντας η Τζένι.

«Απεναντίας, μαντμουαζέλ. Εν ευθέτω χρόνω θα έρθει και


η σειρά σας να μιλήσετε, να είστε βέβαιη, αλλά πρώτα έχω να
σας κάνω μία ακόμη ερώτηση. Μου είχατε πει: “Αχ, σας
παρακαλώ, μην επιτρέψετε ν’ ανοίξει κανένα στόμα!” Πώς
ξέρατε ότι η Νάνσι Ντουκέιν, αφού σκότωσε τα τρία θύματά
της, είχε τοποθετήσει από ένα μανικετόκουμπο μέσα στο
στόμα τους; Μου φαίνεται παράξενο που το γνωρίζατε αυτό.
Είχε απειλήσει η κυρία Ντουκέιν πως αυτό επρόκειτο να
συμβεί; Μπορώ να φανταστώ ένα δολοφόνο που απειλεί ότι
θα βιαιοπραγήσει, για να σκορπίσει τον τρόμο –“Έτσι και σε
πιάσω, θα σου κόψω το λαρύγγι” ή κάτι παρόμοιο–, αλλά
δυσκολεύομαι να φανταστώ ένα δολοφόνο που λέει: “Αφού
σε σκοτώσω, σκοπεύω ν’ αφήσω στο στόμα σου ένα
μανικετόκουμπο με μονόγραμμα”. Αδυνατώ να φανταστώ
οποιονδήποτε να λέει κάτι τέτοιο, και είμαι άτομο με
καλπάζουσα φαντασία!

»Επίσης –συγχωρήστε με– μια τελευταία παρατήρηση,


μαντμουαζέλ. Όση ενοχή κι αν κουβαλούσατε για το τραγικό
τέλος του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, τρεις άνθρωποι ήταν
εξίσου ένοχοι μ’ εσάς, αν όχι περισσότερο: η Χάριετ Σίπελ, η
Άιντα Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους. Οι άνθρωποι
που πίστεψαν το ψέμα σας και έστρεψαν ολόκληρο το χωριό
εναντίον του αιδεσιμότατου Άιβ και της συζύγου του. Κι
έπειτα, στο καφέ Πλέζαντ, μου είπατε “Όταν εγώ πεθάνω, θα
αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη”, τονίζοντας το πρώτο
πρόσωπο στο ρήμα “εγώ πεθάνω”. Αυτό μου δείχνει ότι
ξέρατε πως η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι κι ο
Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν ήδη νεκροί· αλλά, αν κοιτάξω όλα τα
αποδεικτικά στοιχεία όπως μου παρουσιάστηκαν, οι τρεις
φόνοι στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ μπορεί να μην είχαν ακόμα
διαπραχθεί».
«Πάψτε, σας παρακαλώ, πάψτε!» φώναξε η Τζένι
συνεχίζοντας να κλαίει.

«Σε ένα λεπτάκι, ευχαρίστως. Επιτρέψτε μου μόνο να


προσθέσω ότι περίπου στις οκτώ παρά τέταρτο μου είπατε:
“Όταν εγώ πεθάνω, θα αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη”.
Ωστόσο, παρόλο που ξέρουμε ότι οι τρεις φόνοι στο
Μπλόξχαμ διαπιστώθηκαν από το προσωπικό του
ξενοδοχείου στις οκτώ και δέκα, κατά άγνωστο τρόπο εσείς,
η Τζένι Χομπς, είχατε πρότερη γνώση των φόνων αυτών. Τίνι
τρόπω;»

«Αν σταματήσετε για λίγο να με κατηγορείτε, θα σας πω


τα πάντα! Ήμουν απελπισμένη. Ήταν μαρτύριο να κρατάω
τόσα μυστικά και να λέω διαρκώς ψέματα. Δεν άντεχα άλλο!»

«Μάλιστα», είπε ο Πουαρό σιγανά και απροσδόκητα


φάνηκε να μαλακώνει. «Έχετε υποστεί μεγάλο σοκ σήμερα –
έτσι δεν είναι; Ενδεχομένως τώρα καταλαβαίνετε ότι δεν
μπορείτε να εξαπατήσετε τον Πουαρό».

«Το καταλαβαίνω. Αφήστε με να σας αφηγηθώ την


ιστορία από την αρχή. Θα νιώσω μεγάλη ανακούφιση που θα
μπορέσω να πω την αλήθεια επιτέλους».

Η Τζένι μίλησε για ώρα πολλή, κι ούτε εγώ ούτε ο Πουαρό


τη διακόψαμε, ώσπου σχηματίσαμε την εντύπωση πως είχε
ολοκληρώσει. Στο κείμενο που ακολουθεί περιέχονται τα
λόγια της και ελπίζω ότι πρόκειται για πιστή και πλήρη
καταγραφή όσων είπε.

* Λογοπαίγνιο ανάμεσα στο όνομα Sam Kidd και στις λέξεις


«some kid» (τον πρώτο τυχόντα πιτσιρικά). (Σ.τ.Μ.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 - Η αλήθεια επιτέλους

Κατέστρεψα τη ζωή του μόνου άντρα που αγάπησα ποτέ και


μαζί κατέστρεψα και τη δική μου ζωή.

Δεν σκόπευα να πάρουν τα πράγματα την τροπή που


πήραν. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μερικά ανόητα και σκληρά
λόγια μου θα οδηγούσαν σε τέτοια καταστροφή. Έπρεπε να
το ’χα φανταστεί και να κρατούσα το στόμα μου κλειστό,
αλλά ένιωθα πληγωμένη και, σε μια στιγμή αδυναμίας,
επέτρεψα στην κακία να με παρασύρει.

Αγαπούσα τον Πάτρικ Άιβ με κάθε μου κύτταρο.


Προσπάθησα να καταπιέσω τα αισθήματά μου. Ήμουν
αρραβωνιασμένη με τον Σαμ Κιντ, όταν άρχισα να δουλεύω
για τον Πάτρικ – στον κοιτώνα του, στο Κολέγιο του
Σωτήρος, στο Κέμπριτζ, όπου σπούδαζε. Μ’ άρεσε ο Σαμ,
αλλά η καρδιά μου ανήκε στον Πάτρικ μέσα σε μερικές
εβδομάδες μετά τη γνωριμία μας, και ήξερα ότι όσο κι αν
προσπαθούσα να νιώσω διαφορετικά, αυτό δεν θα άλλαζε
ποτέ. Ο Πάτρικ είχε όλα τα χαρακτηριστικά του καλού
ανθρώπου. Με συμπαθούσε, αλλά στα μάτια του ήμουν
απλώς μια υπηρέτρια. Ακόμη κι όταν έμαθα να μιλάω σαν
την κόρη του καθηγητή –όπως μιλούσε η Φράνσις Άιβ–
παρέμενα, στα μάτια του Πάτρικ, μια έμπιστη υπηρέτρια και
τίποτα περισσότερο.
Φυσικά ήξερα για τη σχέση του με τη Νάνσι Ντουκέιν. Είχα
ακούσει κάποιες συνομιλίες τους, δίχως εκείνοι να γνωρίζουν
ότι ήμουν παρούσα. Ήξερα πόσο την αγαπούσε και δεν το
άντεχα. Είχα προ πολλού αποδεχθεί ότι ανήκε στη Φράνσις κι
όχι σ’ εμένα, αλλά ήταν ανυπόφορο αυτό που ένιωσα όταν
ανακάλυψα ότι είχε ερωτευτεί μια γυναίκα που δεν ήταν
σύζυγός του και ότι η γυναίκα αυτή δεν ήμουν εγώ.

Για ελάχιστες στιγμές –κι όχι παραπάνω– ήθελα να τον


τιμωρήσω. Να του προκαλέσω την οδύνη που μου ’χε
προκαλέσει εκείνος. Οπότε σκαρφίστηκα ένα βρομερό ψέμα
και, ο Θεός να με συγχωρήσει, είπα το ψέμα αυτό στη Χάριετ
Σίπελ. Ένιωθα τρομερή ανακούφιση όσο το έλεγα με τη
σκέψη ότι οι ερωτικοί ψίθυροι του Πάτρικ στη Νάνσι –λόγια
που είχα κρυφακούσει πολλές φορές– δεν ήταν δικά του,
αλλά του μακαρίτη Ουίλιαμ Ντουκέιν, ειπωμένα απ’ τον άλλο
κόσμο. Ήξερα ότι ήταν μια ανοησία· αλλά, για μερικές
στιγμές, όσο το έλεγα στη Χάριετ Σίπελ, έμοιαζε σχεδόν
αληθινό.

Κι έπειτα η Χάριετ στρώθηκε στη δουλειά, διέδωσε φρικτά,


ασυγχώρητα πράγματα για τον Πάτρικ σ’ όλο το χωριό, και η
Άιντα κι ο Ρίτσαρντ τη βοήθησαν, κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ
να καταλάβω. Αποκλείεται να μην ήξεραν τι φαρμακερή οχιά
είχε καταντήσει· όλοι το ήξεραν στο χωριό. Πώς ήταν
δυνατόν να στραφούν εναντίον του Πάτρικ και να την κάνουν
σύμμαχό τους; Ωστόσο γνωρίζω την απάντηση και το
σφάλμα ήταν δικό μου. Ο Ρίτσαρντ και η Άιντα ήξεραν ότι η
φήμη δεν είχε προέλθει απ’ την ίδια τη Χάριετ, αλλά από την
υπηρέτρια που υπήρξε ανέκαθεν αφοσιωμένη στον Πάτρικ και
που δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα.

Κατάλαβα μεμιάς ότι η ζήλια μου με είχε οδηγήσει σε μια


πράξη φρικτή, μισητή. Έβλεπα τον Πάτρικ να υποφέρει και
ήθελα απεγνωσμένα να τον βοηθήσω, όπως και τη Φράνσις,
αλλά δεν έβρισκα τρόπο! Η Χάριετ είχε δει τη Νάνσι να
μπαινοβγαίνει στο σπίτι του εφημέριου κάποιες νύχτες. Όπως
την είχε δει και ο Ρίτσαρντ Νέγκους. Αν παραδεχόμουν ότι
είχα πει ψέματα, θα έπρεπε να δώσω μια άλλη εξήγηση για
τις νυχτερινές επισκέψεις της Νάνσι. Σ’ αυτή την περίπτωση,
δεν θα ’παιρνε πολύ στη Χάριετ να καταλήξει στη σωστή
εξήγηση από μόνη της.

Η ντροπιαστική αλήθεια είναι ότι είμαι ασυγχώρητα δειλή.


Υπάρχουν άνθρωποι, σαν τον Ρίτσαρντ Νέγκους και την
Άιντα Γκράνσμπερι, που δεν τους νοιάζει τι γνώμη έχουν οι
άλλοι γι’ αυτούς, εφόσον πιστεύουν ότι έχουν το δίκιο με το
μέρος τους, αλλά εμένα με νοιάζει. Πάντα μ’ ένοιαζε να
δημιουργώ καλή εντύπωση. Αν ομολογούσα το ψέμα μου, θα
με μισούσαν οι πάντες στο χωριό και δικαίως. Δεν είμαι
θαρραλέος άνθρωπος, μεσιέ Πουαρό. Δεν είπα τίποτα κι ούτε
έκανα τίποτα, επειδή φοβόμουν. Κι έπειτα η Νάνσι,
τρομοκρατημένη με τα ψέματα και με τον κόσμο που τα
πίστευε, βγήκε και είπε την αλήθεια: Αυτή και ο Πάτρικ ήταν
ερωτευμένοι και συναντιόνταν κρυφά, παρ’ ότι καμία σαρκική
επαφή δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.

Οι προσπάθειες της Νάνσι, αντί να ωφελήσουν τον Πάτρικ,


κατάφεραν μόνο να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. “Δεν
είναι μόνο ένας τσαρλατάνος, που εξαπατά τους ενορίτες και
κάνει την πίστη του περίγελο, αλλά είναι και μοιχός”, άρχισαν
να λένε.

Η Φράνσις δεν άντεχε άλλο κι έδωσε τέλος στη ζωή της.


Όταν τη βρήκε νεκρή ο Πάτρικ, ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να
ζήσει με τις ενοχές· εξάλλου ο έρωτάς του για τη Νάνσι ήταν
η πηγή του κακού. Είχε αποτύχει στο καθήκον του απέναντι
στη Φράνσις. Οπότε αυτοκτόνησε κι αυτός.

Ο γιατρός του χωριού γνωμάτευσε ότι οι δύο θάνατοι


συνέβησαν ακούσια, από ένα μοιραίο λάθος, αλλά ήταν ψέμα
– και οι δύο είχαν αυτοκτονήσει. Άλλη μια αμαρτία στα μάτια
ανθρώπων ενάρετων, όπως η Άιντα Γκράνσμπερι, και
ανθρώπων διψασμένων για τιμωρία, όπως η Χάριετ Σίπελ.
Βλέπετε, ο Πάτρικ και η Φράνσις άφησαν και οι δύο
σημειώματα. Εγώ τα βρήκα και τα έδωσα στον γιατρό
Άμπροουζ Φλαουερντέι. Νομίζω ότι πρέπει να τα έκαψε. Είπε
ότι δεν σκόπευε να δώσει σε κανέναν επιπλέον αφορμές για
να καταδικάσει τον Πάτρικ και τη Φράνσις. Ο δόκτωρ
Φλαουερντέι είχε αηδιάσει με τον τρόπο που ολάκερο το
χωριό είχε στραφεί εναντίον τους.

Ο θάνατος του Πάτρικ έκανε την καρδιά μου κομμάτια και


έκτοτε παραμένει κομματιασμένη, μεσιέ Πουαρό. Ήθελα να
πεθάνω· αφού όμως ο Πάτρικ ήταν νεκρός, ένιωθα πως
έπρεπε να μείνω ζωντανή, για να τον αγαπώ και να τον
σκέφτομαι. Λες κι έτσι θα μπορούσα κάποτε να αναστρέψω
την πεποίθηση όλων των άλλων στο Γκρέιτ Χόλινγκ, που
νόμιζαν πως ο Πάτρικ ήταν ο διάβολος ο ίδιος!

Η μοναδική μου παρηγοριά ήταν ότι δεν ήμουν μόνη στη


δυστυχία μου. Ο Ρίτσαρντ Νέγκους ντρεπόταν για το ρόλο
που είχε διαδραματίσει. Κανένας άλλος από τους υβριστές
του Πάτρικ δεν άλλαξε γνώμη εκτός από εκείνον. Όταν η
Νάνσι, στο Κινγκς Χεντ, αποκάλυψε την ιστορία της, ο
Ρίτσαρντ κατάλαβε αστραπιαία ότι το εξωφρενικό ψέμα που
είχα πει ήταν απίθανο να ευσταθεί.

Πριν μετακομίσει στο σπίτι του αδελφού του στο Ντέβον, ο


Ρίτσαρντ ήρθε, με βρήκε και με ρώτησε ευθέως. Ήθελα να του
πω ότι δεν υπήρχε ούτε ένας κόκκος αλήθειας στη φήμη που
είχα πυροδοτήσει, αλλά δεν βρήκα το θάρρος, οπότε δεν είπα
τίποτα. Έμεινα σιωπηλή, λες και μου ’χαν ξεριζώσει τη
γλώσσα. Τότε ο Ρίτσαρντ εξέλαβε τη σιωπή μου ως ομολογία
ενοχής.

Έφυγα από το Γκρέιτ Χόλινγκ λίγο μετά τον Ρίτσαρντ.


Αρχικά ζήτησα βοήθεια απ’ τον Σάμι, αλλά δεν μπορούσα να
μείνω στο Κέμπριτζ –ήταν γεμάτο από αναμνήσεις με τον
Πάτρικ–, οπότε ήρθα στο Λονδίνο. Ήταν ιδέα του Σάμι. Είχε
βρει δουλειά εδώ και, χάρη σε κάποιους ανθρώπους στους
οποίους με σύστησε, βρήκα κι εγώ. Ο Σάμι μού είναι
αφοσιωμένος με τον ίδιο τρόπο που ήμουν εγώ στον Πάτρικ.
Θα ’πρεπε να τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Μου ζήτησε και πάλι
να τον παντρευτώ, αλλά δεν μπορούσα, αν και τον θεωρώ
αγαπημένο μου φίλο.

Παρόλο που άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου, με τον
ερχομό μου στο Λονδίνο, δεν μπορούσα να το απολαύσω.
Σκεφτόμουν κάθε μέρα τον Πάτρικ και ο παντοτινός
χωρισμός μας μ’ έκανε να σπαράζω. Έπειτα, τον περασμένο
Σεπτέμβρη, έλαβα ένα γράμμα απ’ τον Ρίτσαρντ Νέγκους.
Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια, αλλά ήταν λες και το
παρελθόν με είχε ξαναβρεί, επειδή δεν κατάφερα ποτέ να τ’
αφήσω πίσω μου!

Ο Ρίτσαρντ είχε μάθει τη διεύθυνσή μου στο Λονδίνο από


το μόνο άλλο άτομο στο Γκρέιτ Χόλινγκ που την ήξερε, τον
δόκτορα Άμπροουζ Φλαουερντέι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά
επιθυμούσα κάποιος στο χωριό να ξέρει πού είχα πάει.
Θυμάμαι που σκεφτόμουν τότε ότι δεν ήθελα να εξαφανιστώ
χωρίς το παραμικρό ίχνος. Ένιωθα ότι...

Όχι, δεν θα σας πω κάτι τέτοιο. Δεν είναι αλήθεια ότι


προαισθανόμουν το μέλλον, δηλαδή ότι θα έρθει ο Ρίτσαρντ
Νέγκους να με βρει και να ζητήσει τη βοήθειά μου, για να
επανορθώσει ένα παλιό σφάλμα. Θα σας μιλήσω, αντί γι’
αυτό, για ένα άλλο έντονο προαίσθημα, αν και δεν θα
μπορούσα να το περιγράψω με λέξεις. Ήξερα ότι το Γκρέιτ
Χόλινγκ δεν είχε ξεμπερδέψει μια για πάντα μαζί μου, ούτε
εγώ μαζί του. Γι’ αυτό φρόντισα να στείλω στον δόκτορα
Φλαουερντέι τη διεύθυνσή μου στο Λονδίνο.

Στο γράμμα του ο Ρίτσαρντ ζητούσε να με δει, και δεν


σκέφτηκα ν’ αρνηθώ την πρότασή του. Ήρθε στο Λονδίνο
την επόμενη εβδομάδα. Χωρίς περιφράσεις, μου ζήτησε να
τον βοηθήσω να εξιλεωθεί για το ασυγχώρητο λάθος που
είχε διαπράξει πριν από τόσα χρόνια.

Του είπα ότι δεν πίστευα πως μπορεί κανένας να εξιλεωθεί.


Ο Πάτρικ ήταν νεκρός. Αυτό δεν άλλαζε. Ο Ρίτσαρντ είπε:
«Ναι, ο Πάτρικ και η Φράνσις είναι νεκροί, κι εσύ κι εγώ δεν
θα γευτούμε ποτέ την ευτυχία. Αν όμως κάναμε μια θυσία
αντίστοιχου μεγέθους;»
Δεν κατάλαβα. Τον ρώτησα τι εννοούσε.

Εκείνος μου εξήγησε: «Αν σκοτώσαμε τον Πάτρικ και τη


Φράνσις Άιβ, όπως πιστεύω, δεν θα ’ταν πρέπον να το
πληρώσουμε με την ίδια μας τη ζωή; Γιατί νιώθουμε ανίκανοι
να βιώσουμε τη χαρά που προσφέρει η ζωή στους άλλους
ανθρώπους; Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ο χρόνος δεν
γιατρεύει τις πληγές μας, όπως υποτίθεται ότι κάνει; Μήπως
επειδή δεν μας αξίζει να ζούμε, τώρα που ο φουκαράς ο
Πάτρικ και η Φράνσις κείτονται στο χώμα;» Το βλέμμα του
Ρίτσαρντ είχε σκοτεινιάσει τόσο καθώς μιλούσε, που τα
καστανά του μάτια έμοιαζαν μαύρα. «Ο νόμος τιμωρεί με
θάνατο όποιον πάρει τη ζωή ενός αθώου», είπε. «Κι εμείς
ξεγελάσαμε το νόμο».

Έπρεπε να του είχα θυμίσει πως ούτε εκείνος ούτε εγώ


είχαμε σκοτώσει με τα χέρια μας τον Πάτρικ και τη Φράνσις,
διότι αυτή ήταν η ψυχρή αλήθεια. Ωστόσο τα λόγια του
αντηχούσαν τόσο επίμονα μέσα μου που ήξερα ότι είχε δίκιο,
αν και πολλοί θα έλεγαν ότι είχε άδικο. Όσο μιλούσε, η
καρδιά μου πλημμύριζε με κάτι που έμοιαζε με ελπίδα, για
πρώτη φορά εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν μπορούσα να
αναστήσω τον Πάτρικ, αλλά μπορούσα να εξασφαλίσω την
τιμωρία μου για το κακό που του έκανα.

«Μου προτείνεις να αυτοκτονήσω;» ρώτησα τον Ρίτσαρντ,


επειδή δεν το ’χε δηλώσει ευθαρσώς.

«Όχι. Ούτε εγώ σκοπεύω να αυτοκτονήσω. Αυτό που έχω


κατά νου δεν είναι η αυτοκτονία, αλλά η εκτέλεση – στην
οποία θα προβούμε εθελοντικά. Ή τουλάχιστον εγώ. Δεν
θέλω να σε πιέσω σ’ αυτό».

«Εσύ κι εγώ δεν είμαστε οι μόνοι ένοχοι», του υπενθύμισα.

«Όχι, δεν είμαστε», συμφώνησε. Αυτό που είπε μετά


κόντεψε να κάνει την καρδιά μου να σταματήσει. «Θα σε
εξέπληττε τρομερά, Τζένι, αν μάθαινες ότι η Χάριετ Σίπελ και
η Άιντα Γκράνσμπερι έχουν καταλήξει στην ίδια απόφαση;»

Του είπα ότι δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η Χάριετ και η


Άιντα ποτέ δεν θα παραδέχονταν ότι είχαν κάνει κάτι
άσπλαχνο κι ασυγχώρητο – έτσι πίστευα. Ο Ρίτσαρντ μού είπε
ότι κι αυτός κάποτε το θεωρούσε δεδομένο.

«Εγώ τις έπεισα», είπε. «Οι άνθρωποι με ακούνε, Τζένι.


Ανέκαθεν με άκουγαν. Κατάφερα να πείσω τη Χάριετ και την
Άιντα, όχι καταδικάζοντάς τες, αλλά εκφράζοντας
αδιαλείπτως και εκ βαθέων τις δικές μου ενοχές, μαζί με την
επιθυμία μου να πληρώσω για το κακό που είχα κάνει. Μου
πήρε χρόνια –τόσα χρόνια όσα πέρασαν απ’ την τελευταία
φορά που μιλήσαμε οι δυο μας–, αλλά σταδιακά η Χάριετ και
η Άιντα άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα πράγματα όπως κι
εγώ. Βλέπεις, είναι και οι δύο τρομερά δυστυχισμένες. Η
Χάριετ από τότε που πέθανε ο άντρας της και η Άιντα από
τότε που της είπα ότι δεν σκοπεύω να την παντρευτώ».

Άνοιξα το στόμα μου για να εκφράσω τη δυσπιστία μου,


αλλά ο Ρίτσαρντ εξακολούθησε. Με διαβεβαίωσε ότι τόσο η
Χάριετ όσο και η Άιντα είχαν αποδεχθεί την ευθύνη τους για
το θάνατο του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, επίσης ότι
ήθελαν να επανορθώσουν το κακό που είχαν κάνει.

«Το ψυχολογικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι


συναρπαστικό», μου είπε. «Η Χάριετ είναι ευχαριστημένη,
εφόσον υπάρχει κάποιος που μπορεί να τιμωρήσει. Επί του
παρόντος, το άτομο αυτό είναι ο εαυτός της. Μην ξεχνάς
πόσο λαχταρά να ανταμώσει τον άντρα της στον Παράδεισο.
Δεν μπορεί να διανοηθεί το ενδεχόμενο η ψυχή της να
καταλήξει αλλού».

Είχα μείνει άναυδη, εμβρόντητη. Του επανέλαβα ότι δεν


τον πίστευα. Ο Ρίτσαρντ μού είπε ότι μόλις μιλήσω με τη
Χάριετ και την Άιντα θα μου το επιβεβαιώσουν και οι ίδιες.
Έπρεπε να τις συναντήσω, όπως μου είπε, για να δω και μόνη
μου πόσο έχουν αλλάξει. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη
Χάριετ ή την Άιντα αλλαγμένες, και φοβόμουν ότι θα έκανα
φόνο έτσι και βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο με οποιαδήποτε
από τις δύο.

Ο Ρίτσαρντ μού είπε: «Προσπάθησε να καταλάβεις, Τζένι.


Τους πρότεινα έναν τρόπο για να πάψουν να υποφέρουν – και
να είσαι βέβαιη ότι όντως υποφέρουν. Δεν μπορείς να κάνεις
τέτοιο κακό σε κάποιον, χωρίς να πληγώσεις και τη δική σου
ψυχή. Εδώ και χρόνια η Χάριετ και η Άιντα είχαν μοναδικό
τους στήριγμα την πεποίθηση πως είχαν δίκιο για τον Πάτρικ,
όμως με τον καιρό κατάλαβαν ότι τους προσέφερα κάτι
καλύτερο: την αληθινή συγχώρηση του Θεού.

»Η αμαρτωλή ψυχή διψά για τη λύτρωση. Όσο


περισσότερο της αρνούμαστε τη δυνατότητα να σωθεί, τόσο
μεγαλώνει αυτή η δίψα. Χάρη στις επίμονες προσπάθειές
μου, η Χάριετ και η Άιντα μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η
αποστροφή, που μέρα με τη μέρα θέριευε εντός τους, ήταν
απέχθεια για τη συμπεριφορά τους, για την κακία που είχαν
προσπαθήσει τόσο σκληρά να καλύψουν μ’ ένα μανδύα
αρετής, και ότι δεν είχε καμία σχέση με τις υποτιθέμενες
αμαρτίες του Πάτρικ Άιβ».

Ακούγοντας τον Ρίτσαρντ, άρχισα να καταλαβαίνω ότι και


ο πιο αδιάλλακτος άνθρωπος –ακόμη και η Χάριετ Σίπελ–
μπορούσε να πειστεί απ’ τα λόγια του. Είχε τον τρόπο να σε
κάνει να βλέπεις τον κόσμο με άλλο μάτι.
Ζήτησε την άδειά μου να φέρει μαζί του τη Χάριετ και την
Άιντα στην επόμενη συνάντησή μας· παρά τις αμφιβολίες και
τους φόβους μου, του την έδωσα.

Μολονότι πίστευα όλα όσα μου είχε πει ο Ρίτσαρντ, έπαθα


σοκ όταν, δύο μέρες μετά, βρέθηκα στο ίδιο δωμάτιο με τη
Χάριετ Σίπελ και την Άιντα Γκράνσμπερι, κι όταν είδα με τα
μάτια μου ότι είχαν αλλάξει τόσο όσο έλεγε ο Ρίτσαρντ. Ή
μάλλον, ήταν ίδιες όπως πάντα, μόνο που τώρα πάσχιζαν να
εφαρμόσουν την ανηλεή αυστηρότητά τους στον εαυτό τους.
Με πλημμύρισε εκ νέου ένα παθιασμένο μίσος γι’ αυτές, όταν
τις άκουσα να μιλούν για «τον κακομοίρη τον Πάτρικ, που
ήταν τόσο καλόκαρδος», και για «τη φουκαριάρα τη
Φράνσις, που ήταν τόσο αθώα». Δεν είχαν δικαίωμα να
ξεστομίζουν αυτά τα λόγια.

Οι τέσσερίς μας συμφωνήσαμε ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο


να επανορθώσουμε για το κακό. Ήμασταν δολοφόνοι, όχι
τυπικά και σύμφωνα με το νόμο, αλλά ουσιαστικά, και οι
δολοφόνοι πρέπει να πληρώνουν με τη ζωή τους. Μόνο μετά
το θάνατό μας θα μας συγχωρήσει ο Θεός.

«Εμείς οι τέσσερις είμαστε δικαστές, ένορκοι και δήμιοι»,


είπε ο Ρίτσαρντ. «Θα εκτελέσουμε ο ένας τον άλλο».

«Και πώς θα το κάνουμε;» ρώτησε η Άιντα, κοιτάζοντάς


τον με λατρεία.

«Έχω σκεφτεί έναν τρόπο», είπε εκείνος. «Θα


τακτοποιήσω εγώ τις λεπτομέρειες».

Έτσι, δίχως παράπονα και σαματά, υπογράψαμε τη


θανατική μας καταδίκη. Το μόνο που ένιωθα ήταν απέραντη
ανακούφιση. Θυμάμαι που σκέφτηκα ότι δεν θα φοβηθώ να
σκοτώσω, εφόσον το θύμα μου δεν θα φοβόταν να πεθάνει.
«Θύμα» είναι λάθος λέξη. Δεν ξέρω ποια είναι η σωστή.

Τότε η Χάριετ είπε: «Μισό λεπτό. Και η Νάνσι Ντουκέιν;»

Ήξερα τι εννοούσε και προτού μας το εξηγήσει. Ω, ναι,


σκέφτηκα, ιδού η παλιά Χάριετ Σίπελ, ίδια κι απαράλλακτη.
Τέσσερις θάνατοι για καλό σκοπό δεν της έφταναν·
λαχταρούσε κι έναν πέμπτο.

Ο Ρίτσαρντ και η Άιντα ρώτησαν τη Χάριετ τι ήθελε να πει.

«Και η Νάνσι Ντουκέιν πρέπει να πεθάνει», είπε η Χάριετ,


με μάτια σκληρά σαν τσακμακόπετρες. «Αυτή οδήγησε το
δόλιο τον Πάτρικ στον πειρασμό, αυτή ανακοίνωσε τις
πομπές τους στο χωριό και ράγισε την καρδιά της
φουκαριάρας της Φράνσις».

«Α, όχι», είπα εγώ, φοβισμένη. «Η Νάνσι ποτέ δεν θα


δεχόταν να θυσιάσει τη ζωή της. Κι ο Πάτρικ... την
αγαπούσε!»

«Είναι εξίσου ένοχη μ’ εμάς», επέμεινε η Χάριετ. «Πρέπει


να πεθάνει. Όλοι πρέπει να πεθάνουμε, όλοι οι ένοχοι,
ειδάλλως ματαιοπονούμε. Αν πρόκειται να το κάνουμε,
πρέπει να το κάνουμε σωστά. Η αποκάλυψη της Νάνσι –όπως
θυμάστε καλά– ώθησε τη Φράνσις Άιβ να δώσει τέλος στη
ζωή της. Και, εκτός αυτού, ξέρω κάτι που οι υπόλοιποι
αγνοείτε».

Ο Ρίτσαρντ απαίτησε να μας το πει επιτόπου. Με μια


ύπουλη λάμψη στο βλέμμα, η Χάριετ είπε: «Η Νάνσι ήθελε
να μάθει η Φράνσις ότι η καρδιά του Πάτρικ τής ανήκε. Ό,τι
είπε το είπε από ζήλια και μοχθηρία. Το παραδέχτηκε σ’
εμένα. Είναι εξίσου ένοχη μ’ εμάς – ίσως και περισσότερο,
κατά την ταπεινή μου γνώμη. Κι αν δεν συμφωνήσει να
πεθάνει... τότε...»

Ο Ρίτσαρντ έμεινε ώρα πολλή με το κεφάλι ακουμπισμένο


στα χέρια του. Η Χάριετ, η Άιντα κι εγώ περιμέναμε σιωπηλές.
Τότε συνειδητοποίησα ότι ο Ρίτσαρντ ήταν ο αρχηγός μας.
Θα έπρεπε να υπακούσουμε σε ό,τι κι αν έλεγε, όταν τελικά
αποφάσιζε να μιλήσει.

Προσευχόμουν για τη Νάνσι. Δεν την κατηγορούσα για το


θάνατο του Πάτρικ, δεν την είχα κατηγορήσει κι ούτε
επρόκειτο ποτέ να την κατηγορήσω.

«Σύμφωνοι», είπε ο Ρίτσαρντ, αν και δεν φαινόταν


ιδιαίτερα χαρούμενος. «Με λυπεί που το παραδέχομαι, αλλά
έτσι είναι. Η Νάνσι Ντουκέιν δεν έπρεπε να συνδεθεί με τον
άντρα μιας άλλης και δεν έπρεπε να ανακοινώσει το δεσμό
της με τον Πάτρικ στο χωριό κατ’ αυτό τον τρόπο. Δεν
μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Φράνσις Άιβ θα έδινε τέλος
στη ζωή της, αν η Νάνσι δεν είχε πράξει ό,τι έπραξε.
Δυστυχώς, και η Νάνσι Ντουκέιν πρέπει να πεθάνει».

«Όχι!» αναφώνησα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς


θα ’νιωθε ο Πάτρικ ακούγοντας αυτά τα λόγια.

«Λυπάμαι, Τζένι, αλλά η Χάριετ έχει δίκιο», επέμεινε ο


Ρίτσαρντ. «Το εγχείρημά μας είναι τολμηρό και δύσκολο. Δεν
μπορούμε να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας να κάνει τέτοια
θυσία και ν’ αφήσουμε ζωντανό ένα άτομο που μοιράζεται
μαζί μας την ευθύνη για ό,τι συνέβη. Δεν μπορούμε να
αθωώσουμε τη Νάνσι».

Ήθελα να ουρλιάξω και να φύγω τρέχοντας, αλλά πίεσα


τον εαυτό μου να μείνω στη θέση μου. Ήμουν βέβαιη ότι η
Χάριετ είχε πει ψέματα για το λόγο που ώθησε τη Νάνσι να
μιλήσει στο Κινγκς Χεντ· δεν πίστευα ότι η Νάνσι είχε
παραδεχτεί ότι το κίνητρό της ήταν η ζήλια και ότι
επιθυμούσε να πληγώσει τη Φράνσις Άιβ, αλλά φοβόμουν
να το πω μπροστά στη Χάριετ, κι επιπλέον δεν είχα
αποδείξεις. Ο Ρίτσαρντ δήλωσε ότι έπρεπε να σκεφτεί πώς θα
θέσει το σχέδιό μας σε εφαρμογή.

Δύο εβδομάδες μετά, ήρθε πάλι να με δει, μόνος. Είχε


αποφασίσει ποια θα είναι τα επόμενα βήματά μας, όπως μου
είπε. Αυτός κι ο εγώ θα ήμασταν οι μόνοι που θα ξέραμε
ολόκληρη την αλήθεια – κι ο Σάμι, φυσικά. Του λέω τα
πάντα.

Θα ανακοινώναμε στη Χάριετ και στην Άιντα, όπως είπε ο


Ρίτσαρντ, ότι το σχέδιο ήταν να σκοτώσουμε ο ένας τον
άλλο, όπως είχαμε συμφωνήσει, και να ενοχοποιήσουμε τη
Νάνσι Ντουκέιν για το θάνατό μας. Καθώς η Νάνσι μένει στο
Λονδίνο, το σχέδιο έπρεπε να διεκπεραιωθεί στο Λονδίνο –
σ’ ένα ξενοδοχείο, πρότεινε ο Ρίτσαρντ. Είπε ότι θα καλύψει
εκείνος τα έξοδα.

Μόλις φτάναμε στο ξενοδοχείο, τα πράγματα θα ήταν


απλά: η Άιντα θα σκότωνε τη Χάριετ, ο Ρίτσαρντ θα σκότωνε
την Άιντα, κι εγώ θα σκότωνα τον Ρίτσαρντ. Κάθε
δολοφόνος, όταν ερχόταν η σειρά του, θα τοποθετούσε από
ένα μανικετόκουμπο με τα αρχικά του Πάτρικ Άιβ στο στόμα
του θύματος και θα έστηνε τη σκηνή του εγκλήματος έτσι
ώστε να είναι πανομοιότυπη με την προηγουμένη.

Οπότε η αστυνομία θα θεωρούσε δεδομένο ότι ο ίδιος


δολοφόνος ήταν υπεύθυνος και για τους τρεις... θανάτους.
Παραλίγο θα έλεγα φόνους, αλλά δεν ήταν – ήταν
εκτελέσεις. Βλέπετε, σκεφτήκαμε ότι, άπαξ και κάποιος
εκτελεστεί, πάντα ακολουθείται μια συγκεκριμένη διαδικασία
– έτσι δεν είναι; Το προσωπικό της φυλακής οφείλει να
επαναλαμβάνει το ίδιο τυπικό για όλα τα πτώματα των
εκτελεσθέντων κακοποιών. Ήταν ιδέα του Ρίτσαρντ να
τοποθετηθούν τα πτώματα με αυτό τον τρόπο – με σεβασμό
και αξιοπρέπεια. «Τελετουργικά», αυτή τη λέξη
χρησιμοποίησε.

Καθώς δύο από τα θύματα, η Άιντα και η Χάριετ, θα


έπρεπε να δηλώσουν, κατά την άφιξή τους στο ξενοδοχείο,
ως τόπο κατοικίας το Γκρέιτ Χόλινγκ, ξέραμε ότι δεν θα
έπαιρνε κατόπιν πολύ χρόνο στην αστυνομία να πάει στο
χωριό, να ρωτήσει και ν’ αρχίσει να υποπτεύεται τη Νάνσι.
Ποιος άλλος ύποπτος θα ήταν τόσο προφανής;

Ο Σάμι μπορούσε να προσποιηθεί ότι, μετά το φόνο, την


είχε δει να φεύγει τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο και να της
πέφτουν κάτω τα τρία κλειδιά. Όπως το ακούτε: τρία κλειδιά.
Ήταν και το κλειδί του Ρίτσαρντ μέρος του σχεδίου. Η Άιντα
υποτίθεται ότι θα έπαιρνε το κλειδί της Χάριετ στο δικό της
δωμάτιο, αφού σκότωνε τη Χάριετ και κλείδωνε την πόρτα
της. Έπειτα ο Ρίτσαρντ θα έκανε το ίδιο, θα ’παιρνε τα κλειδιά
της Χάριετ και της Άιντα μαζί του, φεύγοντας και
κλειδώνοντας την πόρτα του δωματίου της Άιντα, αφού τη
σκότωνε.

Τελευταία εγώ θα σκότωνα τον Ρίτσαρντ, θα κλείδωνα την


πόρτα του, θα έπαιρνα και τα τρία κλειδιά, θα συναντούσα
τον Σάμι έξω από το Μπλόξχαμ και θα του ’δινα τα κλειδιά.
Στη συνέχεια ο Σάμι θα έμπαινε κρυφά και θα τα άφηνε στο
σπίτι της Νάνσι Ντουκέιν, είτε, όπως συνέβη, θα τα έριχνε
στην τσέπη της μια μέρα στο δρόμο, για να την ενοχοποιήσει.

Δεν πιστεύω ότι έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά ο


Πάτρικ Άιβ ποτέ δεν φορούσε μανικετόκουμπα με
μονόγραμμα. Απ’ όσο ξέρω, δεν είχε καν. Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους τα έκανε ειδική παραγγελία, για να βάλει την
αστυνομία στον σωστό δρόμο. Τα αίματα και το καπέλο μου
στο τέταρτο δωμάτιο ήταν κι αυτά μέρος του σχεδίου μας, με
σκοπό να σας κάνει να πιστέψετε ότι είχα δολοφονηθεί μέσα
σ’ αυτό το δωμάτιο – ότι η Νάνσι Ντουκέιν είχε πάρει
εκδίκηση για τη νεκρή της αγάπη σκοτώνοντας και τους
τέσσερίς μας.

Ο Ρίτσαρντ ανέθεσε με ανακούφιση στον Σάμι το καθήκον


να βρει το αίμα. Από μια αδέσποτη γάτα προήλθε, αν θέλετε
να ξέρετε. Επίσης ο Σαμ ανέλαβε ν’ αφήσει στη ρεσεψιόν το
βράδυ των φόνων το σημείωμα που έγραφε: «ΑΣ ΜΗΝ
ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ» κι έπειτα τα νούμερα
των τριών δωματίων. Θα το άφηνε εκεί όταν δεν θα ’ταν
κανένας μπροστά, λίγο μετά τις οκτώ.

Το δικό μου καθήκον, στο μεταξύ, ήταν να μείνω ζωντανή


και να βεβαιωθώ ότι η Νάνσι Ντουκέιν θα καταλήξει στην
κρεμάλα για τους τρεις φόνους· πιθανόν και για τους
τέσσερις, εφόσον η αστυνομία πίστευε ότι ήμουν κι εγώ
νεκρή.

Πώς θα τα κατάφερνα όλα αυτά; Βασικά, ως το τέταρτο


άτομο που θα ’θελε να σκοτώσει η Νάνσι –η τέταρτη
υπεύθυνη για το θάνατο του Πάτρικ–, θα άφηνα την
αστυνομία να νομίζει ότι φοβόμουν κάποιο θανάσιμο
κίνδυνο. Όπως και έκανα στο καφέ Πλέζαντ, κι εσείς, μεσιέ
Πουαρό, ήσασταν το ακροατήριό μου. Έχετε δίκιο, σας
εξαπάτησα. Έχετε επίσης δίκιο ότι είχα ακούσει τις σερβιτόρες
στο Πλέζαντ να κουβεντιάζουν γι’ αυτό τον Ευρωπαίο
ντετέκτιβ, που έρχεται κάθε Πέμπτη βράδυ στις επτάμισι
ακριβώς και καμιά φορά δειπνεί με τον πολύ νεότερο φίλο
του από τη Σκότλαντ Γιαρντ. Όταν άκουσα τα κορίτσια να
μιλάνε για σας, κατάλαβα ότι ήσασταν ο ιδανικός μάρτυρας.

Ωστόσο, μεσιέ Πουαρό, ένα από τα συμπεράσματα στα


οποία καταλήξατε είναι λαθεμένο. Είπατε πως, τη στιγμή που
έλεγα «όταν εγώ πεθάνω, θα αποδοθεί επιτέλους
δικαιοσύνη», ήξερα ότι οι άλλοι τρεις ήταν ήδη νεκροί. Ενώ,
στην πραγματικότητα, δεν είχα ιδέα αν ο Ρίτσαρντ, η Χάριετ
και η Άιντα ήταν νεκροί ή ζωντανοί, επειδή στο μεταξύ είχα
καταστρέψει τα πάντα. Λέγοντας αυτά τα λόγια σκεφτόμουν
μονάχα ότι, σύμφωνα με το σχέδιο που είχαμε καταστρώσει
με τον Ρίτσαρντ, εγώ θα πέθαινα τελευταία. Οπότε,
καταλαβαίνετε, θα μπορούσαν να είναι και οι τρεις ζωντανοί,
όταν ξεστόμισα εκείνα τα λόγια.

Πρέπει να σας ξεκαθαρίσω ότι υπήρχαν δύο σχέδια:


πρώτο, αυτό με το οποίο συμφώνησαν η Χάριετ και η Άιντα·
και δεύτερο, ένα τελείως διαφορετικό, που το γνωρίζαμε μόνο
ο Ρίτσαρντ κι εγώ.

Σύμφωνα με το σχέδιο που γνώριζαν η Χάριετ και η Άιντα,


μόλις η Άιντα σκότωνε τη Χάριετ, ο Ρίτσαρντ θα σκότωνε την
Άιντα, κι εγώ θα σκότωνα τον Ρίτσαρντ. Έπειτα θα
σκηνοθετούσα και τον δικό μου φόνο, στο Μπλόξχαμ,
χρησιμοποιώντας το αίμα που θα προμηθευόταν για
λογαριασμό μου ο Σάμι. Θα ζούσα μόνο τόσο όσο
χρειαζόταν, ώστε να δω τη Νάνσι Ντουκέιν στην κρεμάλα, κι
έπειτα θα αυτοκτονούσα.

Αν κατά τύχη η Νάνσι δεν καταδικαζόταν σε θάνατο,


έπρεπε να τη σκοτώσω εγώ προτού αυτοκτονήσω. Έπρεπε να
είμαι η τελευταία που θα πεθάνει, λόγω της υποκριτικής που
απαιτούσε το σχέδιο. Είμαι καλή ηθοποιός, όταν χρειάζεται.
Όπως όταν σας συνάντησα εσκεμμένα στο καφέ, μεσιέ
Πουαρό... η Χάριετ Σίπελ δεν θα ήταν ικανή για μια τέτοια
ερμηνεία. Ούτε η Άιντα κι ο Ρίτσαρντ. Οπότε, βλέπετε, έπρεπε
εγώ να μείνω ζωντανή.

Το σχέδιο, στο οποίο θα συμμετείχαν η Χάριετ και η Άιντα,


δεν ήταν το αληθινό σχέδιο του Ρίτσαρντ. Όταν ήρθε να με
βρει μόνος του –δύο εβδομάδες μετά την πρώτη μας
συνάντηση στο Λονδίνο, με τη Χάριετ και την Άιντα– μου
είπε ότι προβληματιζόταν έντονα αν έπρεπε ή όχι να πεθάνει
η Νάνσι. Όπως κι εγώ, δεν πίστευε ότι η Νάνσι είχε
ομολογήσει στη Χάριετ πως είχε μιλήσει στο Κινγκς Χεντ για
κάποιο άλλο λόγο πέρα από την υπεράσπιση του Πάτρικ.

Απ’ την άλλη, ο Ρίτσαρντ κατανοούσε την άποψη της


Χάριετ. Ο θάνατος των Άιβ είχε προκληθεί από την
απερίσκεπτη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων, και ήταν
δύσκολο να μη συμπεριλάβει τη Νάνσι Ντουκέιν ανάμεσα
στους υπαίτιους.

Δεν θα μπορούσα να εκπλαγώ ή να τρομάξω περισσότερο


απ’ όσο όταν ο Ρίτσαρντ μού εξομολογήθηκε ότι δεν είχε
καταφέρει ακόμα να καταλήξει τι πρέπει να γίνει σχετικά με τη
Νάνσι και ότι, ως εκ τούτου, είχε αποφασίσει να το αφήσει
επάνω μου. Μετά τον δικό του θάνατο, της Χάριετ και της
Άιντα, είπε, ήμουν ελεύθερη να επιλέξω και είτε να κάνω ό,τι
μπορούσα για να διασφαλίσω ότι η Νάνσι θα καταδικαστεί σε
απαγχονισμό, είτε να αυτοκτονήσω και ν’ αφήσω ένα
διαφορετικό σημείωμα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου – όχι το
«ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ», αλλά τη
λεπτομερή καταγραφή της αλήθειας για τους θανάτους μας.

Τότε ικέτευσα τον Ρίτσαρντ να μη με εξαναγκάσει να πάρω


μόνη μου αυτή την απόφαση. Απαίτησα να μάθω γιατί να
πέσει σ’ εμένα το βάρος.

«Διότι, Τζένι», είπε –κι αυτό δεν θα του το συγχωρήσω


ποτέ–, «διότι εσύ είσαι η καλύτερη απ’ όλους μας. Ποτέ δεν
ξιπάστηκες μεγαλοποιώντας την αρετή σου. Ναι, είπες ένα
ψέμα, αλλά συνειδητοποίησες το σφάλμα σου μόλις βγήκαν
οι λέξεις απ’ τα χείλη σου. Πίστεψα το ψεύδος σου για
ασυγχώρητα μεγάλο διάστημα, ενώ δεν είχα αποδείξεις, και
βοήθησα στην εκστρατεία εναντίον ενός καλού, αθώου
ανθρώπου. Με σφάλματα, σαφώς – δεν ήταν άγιος. Αλλά
και ποιος απ’ όλους μας είναι τέλειος;»

«Σύμφωνοι», είπα στον Ρίτσαρντ. «Θα επιλέξω εγώ τι θα


γίνει, αφού μου το εμπιστεύεσαι». Μάλλον είχα κολακευτεί
από τα εγκωμιαστικά του λόγια.
Κι έτσι τα σχέδιά μας ήταν έτοιμα. Θέλετε να σας πω τώρα
πώς πήγαν όλα κατά διαβόλου;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 - Όλα πήγαν κατά διαβόλου

«Ασφαλώς», είπε ο Πουαρό. «Πείτε μας. Ο Κάτσπουλ κι εγώ


σας ακούμε με ανοιχτό το στόμα».

«Το λάθος ήταν δικό μου», είπε η Τζένι, που είχε


βραχνιάσει στο μεταξύ. «Είμαι δειλή. Φοβόμουν να πεθάνω.
Όσο δυστυχισμένη κι αν ήμουν χωρίς τον Πάτρικ, είχα
συνηθίσει τη δυστυχία μου και δεν ήθελα η ζωή μου να
τελειώσει. Οποιαδήποτε ζωή, ακόμη και μια μαρτυρική ζωή,
είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία! Παρακαλώ, μη με
καταδικάσετε γι’ αυτά τα λόγια ως κακή χριστιανή, αλλά δεν
είμαι βέβαιη ότι πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή. Ο φόβος μου
μεγάλωνε ολοένα, καθώς η προσυμφωνημένη ημερομηνία
των εκτελέσεων πλησίαζε, έτρεμα τη στιγμή που θα ’πρεπε να
σκοτώσω. Συλλογιζόμουν τι θα περιλάμβανε όλο αυτό,
φανταζόμουν τον εαυτό μου να στέκεται σ’ ένα κλειδωμένο
δωμάτιο και να βλέπει τον Ρίτσαρντ να πίνει δηλητήριο, και
δεν ήθελα να αναγκαστώ να το κάνω. Αλλά είχα
συμφωνήσει! Είχα δώσει το λόγο μου...»

«Το σχέδιο, που φαινόταν τόσο εύκολο πριν από λίγους


μήνες, άρχισε να μοιάζει ανέφικτο», παρατήρησε ο Πουαρό.
«Και φυσικά δεν μπορούσατε να μοιραστείτε τους φόβους
σας με τον Ρίτσαρντ Νέγκους, που σας είχε σε τέτοια
εκτίμηση. Μπορεί να πέφτατε στα μάτια του, αν
παραδεχόσασταν τις σοβαρές αμφιβολίες σας. Ίσως
φοβόσασταν ότι θα αναλάμβανε εκείνος να σας εκτελέσει, με
ή χωρίς τη συναίνεσή σας».

«Ναι! Ήμουν τρομοκρατημένη. Βλέπετε, απ’ τις σχετικές


συζητήσεις μας, ήξερα πόση σημασία είχε για εκείνον να
πεθάνουμε και οι τέσσερις. Μια φορά μου ’χε πει ότι, αν η
Χάριετ και η Άιντα δεν είχαν πειστεί, “σκόπευε να προβεί στις
αναγκαίες ενέργειες χωρίς τη συναίνεσή τους”. Έτσι ακριβώς
το έθεσε. Ξέροντας αυτό, πώς μπορούσα να πάω και να του
πω ότι άλλαξα γνώμη, ότι δεν ήμουν έτοιμη ούτε να πεθάνω
ούτε να σκοτώσω;»

«Φαντάζομαι ότι κατηγορούσατε τον εαυτό σας για την


απροθυμία σας, μαντμουαζέλ. Πιστεύατε, άλλωστε, ότι ο
θάνατος ήταν το μόνο ορθό και δίκαιο για σας – έτσι δεν
είναι;»

«Το σκεφτόμουν με τη λογική και το πίστευα, ναι», είπε η


Τζένι. «Ήλπιζα και προσευχόμουν να ανακαλύψω κάποιο
επιπλέον απόθεμα κουράγιου, που θα μου επέτρεπε να
ολοκληρώσω το σχέδιο».

«Τι σκοπεύατε να κάνετε με τη Νάνσι Ντουκέιν;» τη


ρώτησα.
«Δεν ήξερα. Ο πανικός μου το βράδυ της πρώτης μας
συνάντησης ήταν αυθεντικός, μεσιέ Πουαρό. Δεν μπορούσα
να καταλήξω πουθενά! Άφησα τον Σάμι να προχωρήσει με
το παραμύθι του για τα κλειδιά και την παρουσία της Νάνσι
έξω από το ξενοδοχείο. Τ’ άφησα όλα να συμβούν, λέγοντας
από μέσα μου ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσα να πάω στην
αστυνομία και να τους πω την αλήθεια, για να τη σώσω.
Αλλά... δεν το έκανα. Ο Ρίτσαρντ με θεωρούσε ανώτερο
άνθρωπο από τον ίδιο, αλλά έκανε λάθος, τεράστιο λάθος!

»Ένα κομμάτι μου εξακολουθεί να φθονεί τη Νάνσι,


επειδή ο Πάτρικ την αγάπησε – το ίδιο μοχθηρό κομμάτι που
έκανε την αρχή του κακού στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Κι επιπλέον...
ήξερα ότι, αν παραδεχόμουν πως είχα συνωμοτήσει σε μια
πλεκτάνη με σκοπό την καταδίκη μιας αθώας γυναίκας για
φόνο, θα κατέληγα δίχως άλλο στη φυλακή. Φοβόμουν».

«Παρακαλώ, μαντμουαζέλ, πείτε μας τι κάνατε εντέλει; Τι


συνέβη την ημέρα των... εκτελέσεων στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ;»

«Υποτίθεται ότι θα έφτανα εκεί στις έξι. Αυτή την ώρα


είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε».

«Οι τέσσερις συνωμότες;»


«Ναι, και ο Σάμι. Πέρασα όλη τη μέρα κοιτάζοντας τους
λεπτοδείκτες του ρολογιού που με έφερναν ολοένα και πιο
κοντά στη φρικτή στιγμή. Όταν κόντευε πέντε, ήξερα ότι δεν
θα τα κατάφερνα. Μου ήταν αδύνατον! Δεν πήγα καν στο
ξενοδοχείο. Άρχισα να τρέχω στο δρόμο κλαίγοντας από
φόβο. Δεν είχα στο μυαλό μου ούτε πού έπρεπε να πάω ούτε
τι έπρεπε να κάνω, οπότε απλώς έτρεχα σαν τρελή. Ένιωθα
με βεβαιότητα ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους βρισκόταν στο κατόπι
μου, έξαλλος που τους είχα απογοητεύσει όλους. Πήγα στο
καφέ Πλέζαντ την προσυμφωνημένη ώρα, μονολογώντας ότι
μπορούσα τουλάχιστον να τηρήσω αυτό το μέρος της
υπόσχεσής μου, ακόμη κι αν δεν μπορούσα να σκοτώσω τον
Ρίτσαρντ, όπως υποτίθεται ότι θα έκανα.

»Όταν έφτασα στο καφέ, όντως φοβόμουν ότι κινδύνευε η


ζωή μου. Αυτό που είδατε δεν ήταν θέατρο. Νόμιζα ότι ο
Ρίτσαρντ –όχι η Νάνσι– μπορεί να με σκότωνε. Μάλιστα, σαν
να μην έφτανε αυτό, είχα πειστεί ότι ήταν σωστό να με
σκοτώσει, ότι μου άξιζε να πεθάνω! Δεν σας είπα κάτι που να
μην το εννοούσα, μεσιέ Πουαρό.

»Θυμηθείτε, παρακαλώ! Σας είπα ότι φοβόμουν πως θα με


δολοφονήσουν, γιατί πράγματι φοβόμουν τον Ρίτσαρντ, και
ότι είχα κάνει κάτι φρικτό στο παρελθόν – είχα κάνει, ναι.
Μάλιστα, αν ο Ρίτσαρντ μ’ έβρισκε και με σκότωνε, όπως
πίστευα ότι θα κατάφερνε μια μέρα, ειλικρινά δεν ήθελα να
τιμωρηθεί γι’ αυτό. Ήξερα ότι τον είχα προδώσει. Μπορείτε
να με καταλάβετε; Ο Ρίτσαρντ ίσως ήθελε να πεθάνει, αλλά
εγώ ήθελα να ζήσει. Όσο κακό κι αν έκανε στον Πάτρικ, ήταν
καλός άνθρωπος».

«Oui, μαντμουαζέλ».

«Ήθελα όσο τίποτα να σας πω την αλήθεια εκείνο το


βράδυ, μεσιέ Πουαρό, αλλά μου έλειπε το θάρρος».

«Δηλαδή πιστεύατε ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους θα σας


έβρισκε και θα σας σκότωνε, επειδή δεν είχατε πάει στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ για να τον σκοτώσετε;»

«Ναι. Υπέθετα ότι δεν θα έβρισκε ησυχία αν, προτού


πεθάνει, δεν μάθαινε για ποιο λόγο δεν πήγα στο ξενοδοχείο,
όπως υπαγόρευε το σχέδιο».

«Κι ωστόσο πέθανε», είπα, ενώ το μυαλό μου έπαιρνε


μανιασμένες στροφές.

Η Τζένι έγνεψε καταφατικά.

Τώρα καταλάβαινα πώς κολλούσαν όλα: Η πανομοιότυπη


τοποθέτηση των τριών πτωμάτων – σε ευθεία γραμμή, με τα
πόδια στραμμένα στην πόρτα, ανάμεσα σ’ ένα τραπεζάκι και
σε μια πολυθρόνα. Όπως είχε πει κι ο Πουαρό, η Χάριετ
Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι κι ο Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν
απίθανο να είχαν σωριαστεί εκ του φυσικού ακριβώς στην
ίδια στάση.

Το σκηνικό και στους τρεις φόνους είχε ύποπτα πολλές


ομοιότητες, κι επιτέλους καταλάβαινα γιατί. Οι συνωμότες
ήθελαν να πιστέψει η αστυνομία ότι ο δολοφόνος ήταν ένας.
Στην πραγματικότητα, οποιοσδήποτε άξιος ντετέκτιβ θα το
υπέθετε απλώς και μόνο από το μανικετόκουμπο στο στόμα
των νεκρών και από το γεγονός ότι και τα τρία πτώματα είχαν
βρεθεί στο ίδιο ξενοδοχείο, το ίδιο βράδυ.

Οι δολοφόνοι όμως βρίσκονταν στο έλεος της


παραφροσύνης. Εκείνοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε μόνο ένας
δολοφόνος, γι’ αυτό και φοβόνταν –όπως τείνει να φοβάται
ο ένοχος– ότι η αλήθεια μπορεί να ήταν προφανής και στους
άλλους. Έτσι μπήκαν σε μεγάλο κόπο, προκειμένου να
σκηνοθετήσουν τρεις τόπους εγκλήματος με περισσότερες
ομοιότητες μεταξύ τους από το αναγκαίο.

Η τοποθέτηση των πτωμάτων σε τέλεια, πανομοιότυπη


ευθεία ήταν ένα επιπλέον στοιχείο που εδραίωνε τη σκέψη ότι
οι θάνατοι στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ δεν ήταν φόνοι, αλλά
εκτελέσεις. Υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες που
ακολουθούνται σε μια εκτέλεση: τυπικότητες και
τελετουργικά. Θα τους φαινόταν σημαντικό, συλλογίστηκα,
να ασχοληθούν με τα πτώματα, αντί απλώς να τα αφήσουν
στην τυχαία στάση που σωριάστηκαν, όπως θα τ’ άφηνε ένας
κοινός δολοφόνος.

Η εικόνα μιας πολύ νεότερης Τζένι Χομπς μού ήρθε στο


νου. Τη φαντάστηκα στο Κολέγιο του Σωτήρος, του
Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, να πηγαίνει απ’ το ένα δωμάτιο
στο άλλο στρώνοντας κρεβάτια. Θα τα έστρωνε όλα
πανομοιότυπα, ακολουθώντας το πρότυπο που της
υπέδειξαν... Ανατρίχιασα, κι έπειτα αναρωτήθηκα για ποιο
λόγο η εικόνα μιας αθώας κοπέλας, που στρώνει κρεβάτια σε
μια φοιτητική εστία, μου προκαλούσε τέτοια ανατριχίλα.

Κρεβάτια και νεκροκρέβατα...

Πρότυπα και διασάλευση προτύπων...

«Ο Ρίτσαρντ Νέγκους αυτοκτόνησε», είπα χωρίς να το


συνειδητοποιώ. «Δεν γίνεται αλλιώς. Προσπάθησε να το
κάνει να μοιάζει με φόνο –ακολουθώντας το ίδιο πρότυπο με
το οποίο έγιναν και οι άλλοι δύο θάνατοι, ώστε να
υποπτευτούμε τον ίδιο δολοφόνο–, αλλά έπρεπε να
κλειδώσει την πόρτα του από μέσα. Επομένως έκρυψε το
κλειδί πίσω απ’ το πλακάκι του τζακιού, για να νομίσουμε ότι
ο δολοφόνος το ’χε πάρει μαζί του. Έπειτα άφησε
ορθάνοιχτο το ένα παράθυρο.

»Αν ποτέ το κρυμμένο κλειδί βρισκόταν, θα


αναρωτιόμασταν, όπως αναρωτηθήκαμε, για ποιο λόγο ο
δολοφόνος επέλεξε να κλειδώσει την πόρτα από μέσα, να
κρύψει το κλειδί στο δωμάτιο και να το σκάσει απ’ το
παράθυρο, ωστόσο θα εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε ότι
είχε υπάρξει δολοφόνος. Αυτό ήταν το μόνο που είχε
σημασία για τον Νέγκους. Ενώ, αν το παράθυρο ήταν κλειστό
και αν κατά τύχη βρίσκαμε το κλειδί, θα καταλήγαμε στο
μόνο πιθανό συμπέρασμα: ο Ρίτσαρντ Νέγκους είχε δώσει
τέλος στη ζωή του. Δεν μπορούσε να ρισκάρει το ενδεχόμενο
να καταλήξουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα – καταλαβαίνετε τι
εννοώ; Διότι, αν καταλήγαμε σ’ αυτό, τότε η ενοχοποίηση
της Νάνσι Ντουκέιν και για τους τρεις φόνους θα
αποτύγχανε. Θα μας φαινόταν πιο πιθανό ο Νέγκους να ’χε
σκοτώσει τη Χάριετ Σίπελ και την Άιντα Γκράνσμπερι,
προτού αυτοκτονήσει».

«Πράγματι», είπε η Τζένι. «Νομίζω ότι έχετε δίκιο».

«Η διαφορετική θέση του μανικετόκουμπου...»


μουρμούρισε ο Πουαρό προτού με κοιτάξει υψώνοντας τα
φρύδια, ως ένδειξη ότι ήθελε να εξακολουθήσω.

Είπα: «Το μανικετόκουμπο βρέθηκε βαθιά μέσα στο στόμα


του Νέγκους, επειδή οι επιθανάτιοι σπασμοί που προκάλεσε
το δηλητήριο έκαναν το στόμα του ν’ ανοίξει. Ο ίδιος είχε
ξαπλώσει σε ευθεία, με τα πόδια προς την πόρτα, και είχε
τοποθετήσει το μανικετόκουμπο στα χείλη του, μα αυτό έπεσε
μέσα στο στόμα του. Σε αντίθεση με τη Χάριετ Σίπελ και την
Άιντα Γκράνσμπερι, ο Ρίτσαρντ Νέγκους δεν είχε το
δολοφόνο παρόντα κατά το θάνατό του, οπότε το
μανικετόκουμπο δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στο
προκαθορισμένο σημείο».

«Μαντμουαζέλ Τζένι, πιστεύετε ότι ο κύριος Νέγκους θα


κατάπινε το δηλητήριο και θα ξάπλωνε περιμένοντας να
πεθάνει, δίχως πρώτα να προσπαθήσει να ανακαλύψει γιατί
δεν είχατε έρθει στο ξενοδοχείο;» τη ρώτησε ο Πουαρό.

«Δεν το πίστευα, μέχρι που διάβασα την αναγγελία του


θανάτου του στην εφημερίδα».

«Α!» Η έκφραση του Πουαρό ήταν ανεξιχνίαστη.

«Για μήνες ο Ρίτσαρντ προσδοκούσε να πεθάνει το βράδυ


εκείνης της Πέμπτης, ανυπομονώντας να απαλλαγεί από τις
μαρτυρικές του ενοχές», είπε η Τζένι. «Νομίζω ότι το μόνο
που ήθελε, φτάνοντας στο Μπλόξχαμ, ήταν να ξεμπερδεύει.
Οπότε, όταν δεν πήγα να τον σκοτώσω όπως είχαμε
συμφωνήσει, το έκανε μόνος του».
«Ευχαριστούμε, μαντμουαζέλ». Ο Πουαρό σηκώθηκε και,
μέχρι να ισορροπήσει, ταλαντεύτηκε μερικές στιγμές, έπειτα
από τόση ώρα καθισιό στην πολυθρόνα.

«Τι θ’ απογίνω τώρα, μεσιέ Πουαρό;»

«Θα σας παρακαλούσα να μείνετε εδώ, ώσπου να


επιστρέψουμε εγώ ή ο κύριος Κάτσπουλ με περισσότερες
πληροφορίες. Αν κάνετε το λάθος να το σκάσετε για δεύτερη
φορά, τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου ευχάριστα για σας».

«Όπως και στην περίπτωση που καθίσω στ’ αυγά μου»,


είπε η Τζένι. Το βλέμμα της ήταν απλανές, απόμακρο. «Δεν
πειράζει, κύριε Κάτσπουλ, μην αισθάνεστε άσχημα για μένα.
Είμαι προετοιμασμένη».

Τα λόγια της, που δίχως άλλο είχαν σκοπό να με


καθησυχάσουν, με γέμισαν φόβο. Είχε το ύφος του
ανθρώπου που έχει ατενίσει το μέλλον κι έχει δει πως τον
περιμένει ανείπωτη φρίκη. Όποια κι αν ήταν αυτή, ήξερα πως
δεν ήμουν –κι ούτε ήθελα να είμαι– προετοιμασμένος να την
αντιμετωπίσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 - «Κι οι διάολοι όλοι μπήκαν εδώ μέσα!»

Εκτός από τις δύο φορές, που μου είπε ότι πρέπει να πάμε στο
Γκρέιτ Χόλινγκ χωρίς καθυστέρηση, ο Πουαρό παρέμεινε
σιωπηλός στο δρόμο της επιστροφής μας στο σπίτι. Έμοιαζε
χαμένος σε σκέψεις και ήταν προφανές ότι δεν είχε όρεξη για
κουβέντα.

Φτάνοντας στην πανσιόν βρήκαμε τον νεαρό Στάνλεϊ


Μπίαρ να μας περιμένει.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Πουαρό. «Η παρουσία σας


σχετίζεται με το έργο τέχνης που δημιούργησα;»

«Πώς είπατε, κύριε; Α, για το θυρεό σας λέτε; Όχι, αυτός


ήταν περίφημος, κύριε. Μάλιστα...» Ο Μπίαρ έχωσε το χέρι
του στην τσέπη κι έδωσε στον Πουαρό ένα φάκελο. «Θα
βρείτε την απάντηση εδώ».

«Ευχαριστώ, αστυφύλαξ. Αλλά τότε κάτι άλλο συμβαίνει.


Φαίνεστε ανήσυχος – non;»

«Μάλιστα, κύριε. Επικοινώνησε με τη Σκότλαντ Γιαρντ


κάποιος κύριος Άμπροουζ Φλαουερντέι, ο γιατρός του
χωριού Γκρέιτ Χόλινγκ. Ζήτησε να μεταβεί εκεί άμεσα ο
κύριος Κάτσπουλ. Λέει ότι η παρουσία του είναι απαραίτητη».
Ο Πουαρό με κοίταξε, κι έπειτα έστρεψε πάλι το βλέμμα
του στον Στάνλεϊ Μπίαρ. «Ήταν και δική μας πρόθεση να
αναχωρήσουμε το συντομότερο για το Γκρέιτ Χόλινγκ.
Γνωρίζετε τι προκάλεσε το τηλεφώνημα του δόκτορα
Φλαουερντέι και για ποιο λόγο ζητά την παρουσία του
Κάτσπουλ;»

«Δυστυχώς, ναι. Δεν είναι ευχάριστο, κύριε. Μια γυναίκα


ονόματι Μάργκαρετ Ερνστ έπεσε θύμα επίθεσης. Είναι
πιθανόν να πεθάνει–»

«Οχ, όχι...» μουρμούρισα.

« – και λέει ότι πρέπει να συναντήσει τον κύριο Κάτσπουλ


όσο είναι ακόμα ζωντανή. Από τη συνομιλία μου με τον
δόκτορα Φλαουερντέι, συμπέρανα ότι πρέπει να βιαστείτε,
κύριε. Ήδη απέξω σας περιμένει ένα αυτοκίνητο, για να σας
μεταφέρει στο σταθμό».

Καθώς συλλογιζόμουν τη μεθοδική φύση του Πουαρό και


την αντιπάθειά του για κάθε βεβιασμένη δραστηριότητα, είπα:
«Μήπως θα μπορούσαμε να καθυστερήσουμε μισή ωρίτσα,
ίσα για να ετοιμαστούμε;»

Ο Μπίαρ κοίταξε το ρολόι του. «Πέντε με δέκα λεπτά το


πολύ, κύριοι. Δεν γίνεται περισσότερο, θα χάσετε το τρένο».
Οφείλω να παραδεχτώ, προς μεγάλη μου ντροπή, ότι
τελικά ο Πουαρό βρισκόταν στην εξώπορτα με τη βαλίτσα
του πριν από μένα.

«Γρήγορα, mon ami», με παρότρυνε.

Στο αυτοκίνητο, αποφάσισα ότι έπρεπε να μιλήσω, ακόμη


κι αν ο Πουαρό δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. «Αν δεν είχα
πάει ποτέ σ’ αυτό το τρισκατάρατο χωριό, κανένας δεν θα είχε
επιτεθεί στη Μάργκαρετ Ερνστ», είπα κατηφής. «Κάποιος
πρέπει να με είδε να μπαίνω στο σπίτι της και πρόσεξε ότι
έμεινα ώρα πολλή».

«Μείνατε αρκετά ώστε να σας πει τα πάντα ή σχεδόν τα


πάντα. Τι μπορεί να πετύχει ο δολοφόνος σκοτώνοντάς τη
όταν ήδη έχει μοιραστεί όσα ξέρει με την αστυνομία;»

«Να πάρει εκδίκηση. Να την τιμωρήσει. Αν και, ειλικρινά,


είναι παράλογο. Αν η Νάνσι Ντουκέιν είναι αθώα και αν η
Τζένι Χομπς με τον Σάμιουελ Κιντ βρίσκονται πίσω από τους
φόνους –θέλω να πω, αν είναι οι μόνοι από τους αρχικούς
συνωμότες που παραμένουν ζωντανοί–, τότε για ποιο λόγο η
Τζένι και ο Κιντ να θέλουν να σκοτώσουν τη Μάργκαρετ
Ερνστ; Δεν μου είπε τίποτα που να ενοχοποιεί οποιονδήποτε
απ’ τους δυο, ούτε έκανε ποτέ κακό στον Πάτρικ και στη
Φράνσις Άιβ».
«Συμφωνώ. Η Τζένι Χομπς κι ο Σάμιουελ Κιντ δεν θα
’θελαν να σκοτώσουν τη Μάργκαρετ Ερνστ, απ’ ό,τι
αντιλαμβάνομαι προς το παρόν».

Η βροχή μαστίγωνε τα τζάμια του αυτοκινήτου και μας


δυσκόλευε ν’ ακούμε ο ένας τον άλλο, αλλά και να
συγκεντρωθούμε.

«Τότε ποιος της επιτέθηκε;» ρώτησα. «Και πάνω που


νομίζαμε ότι είχαμε βρει όλες τις απαντήσεις–»

«Σίγουρα το πιστεύατε αυτό, Κάτσπουλ;»

«Το πίστευα, ναι. Υποθέτω, τώρα θα μου πείτε ότι κάνω


λάθος, αλλά η υπόθεση έμοιαζε να εξηγείται – έτσι δεν είναι;
Όλα είχαν μπει σε μια σειρά, μέχρι που μάθαμε για την
επίθεση στη Μάργκαρετ Ερνστ».

«Άκου “όλα είχαν μπει σε μια σειρά”!» είπε ο Πουαρό


γελώντας ειρωνικά, με το πρόσωπο στραμμένο στο
πιτσιλισμένο τζάμι.

«Βασικά, εμένα η εξήγηση μου φαίνεται απλή. Όλοι οι


δολοφόνοι είναι νεκροί. Η Άιντα σκότωσε τη Χάριετ, με τη
συναίνεσή της. Έπειτα η Άιντα δολοφονήθηκε από τον
Ρίτσαρντ Νέγκους, έχοντας και αυτή συναινέσει. Στη συνέχεια
ο Νέγκους, όταν η Τζένι δεν πήγε να τον σκοτώσει όπως
είχαν σχεδιάσει, αυτοκτόνησε. Η Τζένι Χομπς και ο Σάμιουελ
Κιντ δεν σκότωσαν κανέναν. Βεβαίως, συνωμοτώντας
προκάλεσαν τους τρεις αυτούς θανάτους, μα κανένας δεν
ήταν στ’ αλήθεια φόνος, κατά τη γνώμη μου. Ήταν–»

«Συναινετικές εκτελέσεις;»

«Ακριβώς».

«Ήταν πολύ στρωτό το σχέδιο – δεν βρίσκετε; Η Χάριετ


Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι, ο Ρίτσαρντ Νέγκους και η Τζένι
Χομπς. Ας τους ονομάσουμε προς στιγμήν με τα γράμματα
του αλφαβήτου Α, Β, Γ και Δ, για να μπορέσουμε να δούμε
καθαρότερα πόσο εύτακτο υπήρξε το σχέδιό τους».

«Γιατί να μη χρησιμοποιήσουμε τα ονόματά τους;»


ρώτησα.

Ο Πουαρό με αγνόησε. «Η Α, η Β, ο Γ και η Δ – όλοι τους


κατατρύχονται από ενοχές και όλοι αποζητούν σωτηρία
ψυχής. Συμφωνούν ότι πρέπει να πληρώσουν για το παλιό
τους αμάρτημα με την ίδια τους τη ζωή, οπότε σχεδιάζουν να
σκοτώσουν ο ένας τον άλλο: πρώτα η Β σκοτώνει την Α,
έπειτα ο Γ σκοτώνει τη Β, και τελικά η Δ σκοτώνει τον Γ».
«Μόνο που η Δ δεν σκότωσε τον Γ – έτσι δεν είναι; Η Δ
είναι η Τζένι Χομπς και δεν σκότωσε αυτή τον Ρίτσαρντ
Νέγκους».

«Ίσως όχι, αλλά έπρεπε να το κάνει, σύμφωνα με το


σχέδιο. Επίσης έπρεπε η Δ να μείνει ζωντανή, για να δει την Ε
–τη Νάνσι Ντουκέιν– να ενοχοποιείται για τους φόνους της
Α, της Β και του Γ, και να καταλήγει στην κρεμάλα. Μόνο
τότε θα μπορούσε η Δ...» Ο Πουαρό σταμάτησε. «Το γράμμα
δέλτα», επανέλαβε. «“Δολοφονία”, αυτή είναι η σωστή
απάντηση».

«Τι πράγμα;»

«Για το σταυρόλεξό σας. Μια λέξη που οδηγεί στο


θάνατο. Δεν θυμάστε; Σας πρότεινα τη λέξη “φόνος” και μου
είπατε ότι θα ταίριαζε μόνο αν ο “φόνος” άρχιζε...» Και
σώπασε ξανά, κουνώντας το κεφάλι.

«Αν ο “φόνος” άρχιζε με το γράμμα δέλτα. Ναι, το


θυμάμαι. Πουαρό, αισθάνεστε καλά;» Τα μάτια του είχαν
πάρει αυτή την αλλόκοτη πρασινωπή λάμψη που τα φώτιζε
μερικές φορές.

«Comment; Πώς; Mais je te jure que c’est vrai! Μα σας


ορκίζομαι πως είναι αλήθεια! Αν ο “φόνος” άρχιζε με δέλτα!
Φυσικά! Αυτό είναι! Mon ami, δεν φαντάζεστε πόσο με
βοηθήσατε. Τώρα νομίζω... ναι, αυτό είναι. Δεν μπορεί να
είναι αλλιώς. Ο νεότερος άντρας και η μεσήλικη κυρία – αχ,
όλα ξεκαθαρίζουν τώρα!»

«Εξηγήστε μου, σας παρακαλώ».

«Ναι, ναι. Όταν είμαι έτοιμος».

«Γιατί δεν είστε έτοιμος τώρα; Τι περιμένετε;»

«Πρέπει να μου δώσετε περισσότερα από είκοσι


δευτερόλεπτα για να συγκροτήσω και να συνδέσω τις σκέψεις
μου. Αυτό είναι αναγκαίο για να εξηγήσω τι εννοώ σ’ εσάς,
που δεν καταλαβαίνετε τίποτα. Κάθε σας λέξη μού δείχνει
την παντελή σας άγνοια. Λέτε ότι έχετε όλες τις απαντήσεις,
αλλά η ιστορία που ακούσαμε από την Τζένι Χομπς σήμερα
το πρωί ήταν ένα χειροτέχνημα κεντημένο με περίτεχνα
ψέματα. Δεν το αντιλαμβάνεστε;»

«Βασικά... θέλω να πω... ε...»

«Μπορεί ποτέ ο Ρίτσαρντ Νέγκους να συμφώνησε με τη


Χάριετ Σίπελ ότι η Νάνσι Ντουκέιν πρέπει να καταλήξει στην
κρεμάλα για τρεις φόνους που δεν διέπραξε; Είναι άραγε
πρόθυμος ν’ αφήσει τη μοίρα της Νάνσι στα χέρια της Τζένι
Χομπς; Ο Ρίτσαρντ Νέγκους με την ηγετική και αξιοσέβαστη
προσωπικότητα που απέπνεε κύρος; Ο ίδιος Ρίτσαρντ
Νέγκους που, επί δεκαέξι χρόνια, ένιωθε τόσο φρικτές ενοχές
για την άδικη καταδίκη του Πάτρικ Άιβ; Εκείνος ο Ρίτσαρντ
Νέγκους, που συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι είναι λάθος να
καταδικάζεις και να κατατρέχεις έναν άνθρωπο, για μια καθ’
όλα κατανοητή ανθρώπινη αδυναμία; Εκείνος που έδωσε
τέλος στον αρραβώνα του με την Άιντα Γκράνσμπερι, επειδή
εκείνη επέμενε δογματικά ότι κάθε παράπτωμα πρέπει να
τιμωρείται με υπέρτατη αυστηρότητα.

»Λοιπόν, αυτός ο Ρίτσαρντ Νέγκους θα συναινούσε ότι η


Νάνσι Ντουκέιν, που το μόνο της έγκλημα ήταν ότι αγάπησε
έναν άντρα που δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δικός της,
πρέπει να καταδικαστεί σε απαγχονισμό για τρεις φόνους, για
τους οποίους είναι αθώα; Μπα! Ανοησίες! Δεν βγάζει νόημα.
Είναι μια φαντασίωση που σκαρφίστηκε η Τζένι Χομπς, για
να μας παραπλανήσει και πάλι».

Τον άκουγα να μιλά με ανοιχτό το στόμα. «Είστε βέβαιος,


Πουαρό; Εγώ την πίστεψα, οφείλω να ομολογήσω».

«Φυσικά και είμαι βέβαιος. Ο Χένρι Νέγκους δεν μας είπε


ότι ο αδελφός του ο Ρίτσαρντ έζησε δεκαέξι χρόνια μαζί του,
στο σπίτι του, σαν ερημίτης, δίχως να βλέπει και να μιλά σε
άνθρωπο; Ωστόσο, κατά τα λεγόμενα της Τζένι Χομπς,
πέρασε όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώντας να πείσει τη
Χάριετ Σίπελ και την Άιντα Γκράνσμπερι ότι ήταν υπεύθυνες
για το θάνατο του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ κι ότι έπρεπε
να πληρώσουν το τίμημα. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό ο
Ρίτσαρντ Νέγκους, χωρίς ο αδελφός του να αντιληφθεί τη
συνεχή επικοινωνία του με τις δύο κατοίκους του Γκρέιτ
Χόλινγκ;»

«Μπορεί να έχετε δίκιο. Δεν το ’χα σκεφτεί».

«Το συγκεκριμένο είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα.


Προσέξατε ότι η ιστορία της Τζένι είχε πολύ ουσιαστικότερα
σφάλματα;»

«Η ενοχοποίηση ενός αθώου ανθρώπου για φόνο είναι


αναμφίβολα μέγα σφάλμα», είπα.

«Κάτσπουλ, δεν αναφέρομαι στο ηθικό μέρος, αλλά σε


ανυπόστατα στοιχεία. Προσπαθείτε να με εξαναγκάσετε να
σας εξηγήσω τα πάντα, ενώ δεν είμαι έτοιμος, κι έτσι με
κάνετε ν’ αγανακτώ; Πολύ ωραία, λοιπόν, θα σας επιστήσω
την προσοχή σε μία λεπτομέρεια, ευελπιστώντας αυτή να σας
οδηγήσει και σε άλλες. Σύμφωνα με την Τζένι Χομπς,
θυμάστε πώς κατέληξαν τα κλειδιά των δωματίων 121 και 317
στην τσέπη του μπλε παλτού της Νάνσι Ντουκέιν;»
«Ο Σάμιουελ Κιντ τα ’βαλε εκεί, για να ενοχοποιήσει τη
Νάνσι».

«Τα έριξε στην τσέπη της όταν την τράκαρε στο δρόμο».

«Δεν φαντάζομαι να ’ναι ιδιαίτερα δύσκολο».

«Ναι, αλλά πώς πήρε τα δύο κλειδιά ο κύριος Κιντ;


Υποτίθεται ότι η Τζένι θα τα έβρισκε, μαζί με το κλειδί του
Ρίτσαρντ Νέγκους, στο δωμάτιο 238, όταν θα πήγαινε εκεί για
να τον σκοτώσει. Έπειτα, φεύγοντας θα κλείδωνε το δωμάτιο
και θα έδινε τα τρία κλειδιά μαζί στον Σάμιουελ Κιντ. Κατά τα
λεγόμενά της, όμως, δεν πήγε στο δωμάτιο του Ρίτσαρντ
Νέγκους, ούτε καν στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ το βράδυ των
φόνων. Ο Νέγκους κλείδωσε την πόρτα από μέσα και, αφού
έκρυψε το κλειδί πίσω από ένα λασκαρισμένο πλακάκι του
τζακιού, αυτοκτόνησε. Οπότε πώς κατέληξαν τα άλλα δύο
κλειδιά στα χέρια του Σάμιουελ Κιντ;»

Περίμενα λίγο, σε περίπτωση που μου ερχόταν η


απάντηση, αλλά τίποτα. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκα.

«Ενδεχομένως, όταν η Τζένι Χομπς δεν εμφανίστηκε, ο


Σάμιουελ Κιντ και ο Ρίτσαρντ Νέγκους αυτοσχεδίασαν: Ο
πρώτος σκότωσε το δεύτερο, κι έπειτα πήρε τα κλειδιά της
Χάριετ Σίπελ και της Άιντα Γκράνσμπερι απ’ το δωμάτιο του
Νέγκους. Αν συνέβη αυτό, γιατί να μην πάρει και το κλειδί
του Νέγκους; Γιατί να το κρύψει πίσω απ’ το πλακάκι; Η μόνη
λογική εξήγηση είναι ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους ήθελε η
αυτοκτονία του να μοιάζει με φόνο. Mon ami, αυτό θα
μπορούσε να το πετύχει εξίσου εύκολα βάζοντας τον
Σάμιουελ Κιντ να απομακρύνει το κλειδί από το δωμάτιο.
Οπότε δεν θα υπήρχε ανάγκη ν’ ανοίξει το παράθυρο για να
δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο δολοφόνος το ’σκασε
πηδώντας από κει».

Μπορούσα να καταλάβω την ισχύ του επιχειρήματός του.


«Ναι, αλλά αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους κλείδωσε την πόρτα του
από μέσα, πώς μπήκε στο δωμάτιο 238 ο Σάμιουελ Κιντ για
να πάρει τα κλειδιά των δωματίων 121 και 317;»

«Ακριβώς».

«Μήπως σκαρφάλωσε σε κανένα δέντρο και μπήκε απ’ το


παράθυρο;»

«Κάτσπουλ, σκεφτείτε λίγο. Η Τζένι Χομπς λέει ότι δεν


πήγε στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ εκείνο το βράδυ. Επομένως,
είτε ο Σάμιουελ Κιντ συνεργάστηκε με τον Ρίτσαρντ Νέγκους
για να φέρει το σχέδιο εις πέρας χωρίς αυτήν, είτε οι δύο
άντρες δεν συνεργάστηκαν.
»Στη δεύτερη περίπτωση, για ποιο λόγο ο κύριος Κιντ να
μπει στο δωμάτιο του Νέγκους απρόσκλητος, απ’ το
παράθυρο και να πάρει τα δύο κλειδιά; Τι λόγο μπορεί να είχε
για να το κάνει;

»Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή αν οι δύο άντρες


συνεργάστηκαν, δίχως άλλο ο Σάμιουελ Κιντ θα είχε ρίξει
τελικά τρία κλειδιά στην τσέπη της Νάνσι Ντουκέιν, αντί για
δύο. Επιπροσθέτως... αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους αυτοκτόνησε,
όπως πιστεύετε εσείς τώρα, κάνοντας το μανικετόκουμπο να
γλιστρήσει ίσαμε το λάρυγγά του, τότε ποιος τοποθέτησε το
πτώμα του σε τέλεια ευθεία γραμμή; Νομίζετε ότι ένας
άνθρωπος μπορεί να πάρει δηλητήριο κι έπειτα να καταφέρει
να πεθάνει σε μια τόσο ευθυγραμμισμένη στάση; Non! Ce
n’est pas possible!»

«Θα πρέπει να το σκεφτώ κάποια άλλη στιγμή», είπα. «Το


κεφάλι μου γυρίζει απ’ όσα μου είπατε, έχει πλημμυρίσει από
ένα συνονθύλευμα ερωτημάτων που δεν με βασάνιζαν μέχρι
προ ολίγου».

«Παραδείγματος χάριν;»

«Γιατί τα τρία θύματα παρήγγειλαν σάντουιτς, κέικ και


σκόουνς, κι έπειτα τ’ άφησαν άθικτα; Κι αν δεν ήθελαν να
φάνε, γιατί τα εδέσματα δεν βρέθηκαν στα πιάτα, στο
δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι; Τι απέγιναν;»

«Α! Τώρα σκέφτεστε σαν αληθινός ντετέκτιβ. Ο Ηρακλής


Πουαρό σάς εκπαιδεύει πώς να χρησιμοποιείτε τα κύτταρα
της φαιάς ουσίας σας».

«Το ’χατε σκεφτεί αυτό; Την ανακολουθία σχετικά με το


φαγητό;»

«Ασφαλώς. Γιατί δεν ζήτησα από την Τζένι Χομπς


εξηγήσεις επ’ αυτού, τη στιγμή που την ανέκρινα για τόσες
άλλες ανακολουθίες; Δεν το έκανα διότι ήθελα, την ώρα που
φεύγαμε, να φαντάζεται ότι είχαμε πιστέψει την ιστορία της.
Ως εκ τούτου, δεν μπορούσα να της κάνω μια ερώτηση στην
οποία θα ήταν ανίκανη να απαντήσει».

«Πουαρό! Το πρόσωπο του Σάμιουελ Κιντ!»

«Πού, mon ami;»

«Όχι, δεν εννοώ ότι τον είδα, αλλά... Θυμάστε την πρώτη
σας συνάντηση στο καφέ Πλέζαντ, όταν είχε κοπεί στο
ξύρισμα; Τότε που είχε ένα κομμάτι του προσώπου του
ξυρισμένο, ενώ το υπόλοιπο ήταν καλυμμένο από γένια;»

Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά.


«Κι αν δεν ήταν κόψιμο απ’ το ξύρισμα, αλλά η αμυχή από
ένα μυτερό κλαδί δέντρου; Αν ο Σάμιουελ Κιντ είχε κοπεί
μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το παράθυρο του 238; Είχε
σκοπό να μας προσεγγίσει, για να μας πει το ψέμα του –την
τυχαία συνάντησή του με τη Νάνσι Ντουκέιν έξω απ’ το
ξενοδοχείο–, οπότε δεν ήθελε να συνδέσουμε τη μυστηριώδη
αμυχή στο πρόσωπό του με το δέντρο έξω από το ανοιχτό
παράθυρο του Ρίτσαρντ Νέγκους, γι’ αυτό και ξύρισε ένα
μέρος από το μάγουλό του».

«Ξέροντας ότι θα υποθέσουμε πως είχε αρχίσει να


ξυρίζεται, αλλά κόπηκε άσχημα και σταμάτησε», είπε ο
Πουαρό. «Κι έπειτα, όταν με επισκέφθηκε στην πανσιόν, τα
γένια του είχαν εξαφανιστεί και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο
αμυχές, για να μου υπενθυμίσει ότι αδυνατεί να ξυριστεί
χωρίς να κοπεί. Ε λοιπόν, αν το πίστευα αυτό, τότε θα
υπέθετα ότι κάθε κόψιμο στο πρόσωπό του είχε προκληθεί
απ’ το ξύρισμα».

«Γιατί δεν ακούγεστε πιο ενθουσιώδης;» ρώτησα.

«Διότι είναι υπερβολικά προφανές. Έχω καταλήξει κι εγώ


στο ίδιο συμπέρασμα τουλάχιστον πριν από δύο ώρες».

«Α...» Ο ενθουσιασμός μου είχε ξεφουσκώσει. «Μισό


λεπτό, αν ο Σάμιουελ Κιντ έγδαρε το πρόσωπό του στο
δέντρο, έξω απ’ το παράθυρο του Ρίτσαρντ Νέγκους, αυτό
σημαίνει ότι μπορεί να μπήκε στο δωμάτιο σκαρφαλώνοντας
και να πήρε τα κλειδιά των δωματίων 121 και 317. Έτσι δεν
είναι;»

«Δεν έχουμε χρόνο να το αναλύσουμε τώρα», είπε ο


Πουαρό αυστηρά. «Όπου να ’ναι φτάνουμε στο σταθμό. Είναι
προφανές από την ερώτησή σας ότι δεν προσέχετε τι σας
λέω».

Ο δόκτωρ Άμπροουζ Φλαουερντέι αποδείχθηκε ότι ήταν ένας


ψηλός, γεροδεμένος άντρας γύρω στα πενήντα, με σκούρα
κατσαρά μαλλιά, γκριζαρισμένα στους κροτάφους. Το
πουκάμισό του ήταν τσαλακωμένο και του έλειπε ένα κουμπί.
Μας είχε ζητήσει να τον συναντήσουμε στο σπίτι του
εφημέριου, κι έτσι βρεθήκαμε όρθιοι σ’ ένα παγωμένο χολ, με
ψηλό ταβάνι και ξύλινο πάτωμα, γεμάτο σκασίματα και
ακίδες.

Ο χώρος έμοιαζε να ’χει παραχωρηθεί στον δόκτορα


Φλαουερντέι, για να τον χρησιμοποιήσει προσωρινά σαν
νοσοκομείο και να περιθάλψει έναν ασθενή. Την πόρτα είχε
ανοίξει μια νοσοκόμα με στολή. Σε άλλες περιστάσεις, η
διαρρύθμιση αυτή μπορεί να μου φαινόταν περίεργη, αλλά
εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν τη
φουκαριάρα Μάργκαρετ Ερνστ.

«Πώς είναι;» ρώτησα, όταν τελειώσαμε με τις συστάσεις.

Το πρόσωπο του γιατρού συστράφηκε με οδύνη. Έπειτα


ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. «Το μόνο που μου
επιτρέπεται να πω είναι ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η
πορεία της είναι σταθερή».

«Από ποιον σας επιτρέπεται;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Από τη Μάργκαρετ. Δεν ανέχεται τις ηττοπαθείς


συζητήσεις».

Έπειτα από μια σύντομη παύση, ο δόκτωρ Φλαουερντέι


έγνεψε ανεπαίσθητα. «Οι περισσότεροι δεν θα επιβίωναν για
τόσο πολλές ημέρες, έπειτα από μια τόσο άγρια επίθεση. Η
Μάργκαρετ έχει γερή κράση και δυνατό μυαλό. Η επίθεση
ήταν σοβαρή, αλλά –να πάρει η οργή!– θα την κρατήσω
ζωντανή ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιάσω τη δική μου τη
ζωή».

«Τι της συνέβη;»

«Δύο χαμένα κορμιά, απ’ την άλλη άκρη του χωριού,


ήρθαν στο νεκροταφείο μες στη μαύρη νύχτα και... έκαναν
διάφορα στον τάφο των Άιβ, που δεν μπορώ να τα
περιγράψω. Η Μάργκαρετ τους άκουσε, γιατί ακόμη και στον
ύπνο της είναι σε επιφυλακή. Άκουσε κάτι μεταλλικό να
χτυπάει πάνω στην πέτρινη ταφόπλακα. Όταν βγήκε
τρέχοντας για να τους σταματήσει, της επιτέθηκαν μ’ ένα
φτυάρι που ’χαν φέρει μαζί τους. Δεν τους ένοιαζε ακόμη κι
αν την ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου! Αυτό ήταν
περισσότερο κι από προφανές στο χωροφύλακα, όταν τους
συνέλαβε λίγες ώρες αργότερα».

Ο Πουαρό είπε: «Ζητώ συγγνώμη, γιατρέ, αλλά ξέρετε


ποιος επιτέθηκε στην κυρία Ερνστ; Τα δυο χαμένα κορμιά στα
οποία αναφερθήκατε... ομολόγησαν την επίθεση;»

«Με περηφάνια», είπε ο δόκτωρ Φλαουερντέι σφίγγοντας


τα δόντια.

«Οπότε συνελήφθησαν;»

«Ναι, κρατούνται στο τμήμα».

«Τα στοιχεία τους;» ρώτησα.

«Φρέντερικ και Τομπάιας Κλάτον, πατέρας και γιος.


Ανεπρόκοποι μεθύστακες και οι δύο».

Αναρωτήθηκα αν ο γιος ήταν ο αχαΐρευτος που είχα δει


στο Κινγκς Χεντ, να τα πίνει με τον Ουόλτερ Στόουκλι.
(Αργότερα ανακάλυψα πως είχα δίκιο, ήταν αυτός.)

«Η Μάργκαρετ μπήκε στη μέση, είπαν. Όσο για τον τάφο


των Άιβ...» Ο δόκτωρ Φλαουερντέι γύρισε προς το μέρος
μου. «Καταλάβετε, παρακαλώ, ότι δεν σας κατηγορώ γι’
αυτό, αλλά η επίσκεψή σας τάραξε τα νερά. Θεαθήκατε να
επισκέπτεσθε το σπίτι της Μάργκαρετ. Όλοι οι χωριανοί
ξέρουν τη στάση της απέναντι στους Άιβ. Γνώριζαν ότι η
ιστορία που θ’ ακούγατε στο σπίτι της θα παρουσίαζε τον
Πάτρικ Άιβ όχι σαν τσαρλατάνο και μοιχό, αλλά ως θύμα
μιας παρατεταμένης εκστρατείας σκληρότητας και διασυρμού
εκ μέρους τους. Αυτό τους έκανε να θέλουν και πάλι να
τιμωρήσουν τον Πάτρικ. Όμως πλέον είναι νεκρός κι όχι του
χεριού τους· έτσι, αντ’ αυτού, βεβήλωσαν τον τάφο του.

»Πάντα η Μάργκαρετ έλεγε ότι κάποια μέρα θα γινόταν.


Καθόταν κάθε μέρα στο παράθυρο, με την ελπίδα να τους δει,
να προλάβει και να τους εμποδίσει. Πληροφορηθήκατε ότι
ποτέ δεν γνώρισε τον Πάτρικ και τη Φράνσις; Σας το είπε;
Δικοί μου φίλοι ήταν. Η τραγωδία που τους έπληξε έγινε
δικός μου καημός και η αδικία εις βάρος τους, δική μου
εμμονή.

»Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή, απέκτησαν περίοπτη


θέση στα μάτια της Μάργκαρετ. Έφριττε και μόνο στη σκέψη
ότι μια τέτοια συμφορά είχε πλήξει τη νέα ενορία του συζύγου
της. Φρόντισε να κάνει κι εκείνον να ενδιαφερθεί. Ήταν
απίστευτη καλοτυχία ο ερχομός της Μάργκαρετ και του
Τσαρλς στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Δεν θα μπορούσα να έχω
καλύτερο σύμμαχο – καλύτερους συμμάχους».

«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με τη Μάργκαρετ;»


ρώτησα. Αν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου –αυτή την
αίσθηση είχα, παρά το πείσμα του γιατρού ότι θα επιζήσει–,
τότε ήθελα ν’ ακούσω τι είχε να πει όσο ήταν ακόμα καιρός.

«Βεβαίως», είπε ο Άμπροουζ Φλαουερντέι. «Θα γινόταν


έξαλλη αν σας εμπόδιζα να τη δείτε».

Ο Πουαρό, η νοσοκόμα κι εγώ τον ακολουθήσαμε στα


γυμνά ξύλινα σκαλιά που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια του
επάνω πατώματος. Προσπάθησα να κρύψω την ταραχή μου,
όταν αντίκρισα τους ματωμένους επιδέσμους, τους μώλωπες
και τα οιδήματα, που κάλυπταν το πρόσωπο της Μάργκαρετ
Ερνστ. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.

«Ήρθαν, Άμπροουζ;» ρώτησε.

«Ναι, εδώ είναι».

«Bonjour, μαντάμ Ερνστ. Λέγομαι Ηρακλής Πουαρό. Τα


λόγια είναι φτωχά για να περιγράψουν πόσο λυπάμαι για–»

«Μπορείτε να με λέτε Μάργκαρετ. Είναι κι ο κύριος


Κάτσπουλ μαζί σας;»

«Ναι, εδώ είμαι», κατόρθωσα να ξεστομίσω. Πώς ήταν


δυνατόν ένας άντρας ή δύο άντρες να προκαλέσουν τέτοια
τραύματα σε μια γυναίκα υπερέβαινε τη φαντασία μου. Δεν
ήταν πράξη ανθρώπινων όντων αλλά θηρίων. Τεράτων.

«Πασχίζετε και οι δύο να χρησιμοποιήσετε ευγενικές


εκφράσεις, ώστε να μη με ταράξουν τα λόγια σας;» ρώτησε η
Μάργκαρετ. «Τα μάτια μου έχουν πρηστεί, οπότε δεν μπορώ
να σας δω. Φαντάζομαι ότι ο Άμπροουζ θα σας είπε ότι είμαι
ετοιμοθάνατη;»

«Non, μαντάμ. Δεν μας είπε τίποτα τέτοιο».

«Σοβαρά; Ε λοιπόν, αυτό πιστεύει».

«Μάργκαρετ, καλή μου–»

«Κάνει λάθος. Είμαι υπερβολικά θυμωμένη για να


πεθάνω».

«Θα θέλατε να μας πείτε κάτι;» ρώτησε ο Πουαρό.


Ένας παράξενος ήχος βγήκε απ’ το λαρύγγι της
Μάργκαρετ. Είχε μια χλευαστική χροιά. «Θα ήθελα, ναι, αλλά
θα σας παρακαλούσα να μη με ρωτάτε έτσι απότομα και
επιτακτικά, λες και υπάρχει καμιά ιδιαίτερη βιασύνη, λες και η
επόμενη ανάσα μου μπορεί να είναι η τελευταία! Αν αυτό
πιστεύετε, τότε ο Άμπροουζ σας έδωσε τελείως λαθεμένη
εντύπωση για την κατάστασή μου. Τώρα, έχω ανάγκη από
ξεκούραση. Θα χρειαστεί δίχως άλλο να υπερασπιστώ τον
εαυτό μου πολλές φορές ακόμη μέσα στη μέρα, ενάντια σε
αβάσιμες κατηγορίες περί επικείμενου θανάτου! Άμπροουζ,
θα τους πεις ό,τι χρειάζεται να ξέρουν – έτσι;» Τα βλέφαρά
της τρεμόπαιξαν.

«Ναι, αν αυτό επιθυμείς». Είχε γουρλώσει τα μάτια


φοβισμένος και της είχε αρπάξει το χέρι. «Μάργκαρετ;
Μάργκαρετ;»

«Αφήστε τη», είπε η νοσοκόμα, μιλώντας για πρώτη


φορά. «Αφήστε τη να κοιμηθεί».

«Να κοιμηθεί», επανέλαβε ο δόκτωρ Φλαουερντέι, με όψη


σαστισμένη. «Ναι, φυσικά. Χρειάζεται ύπνο».

«Τι θα ήθελε να μας πείτε, δόκτορ;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Μήπως να πηγαίνατε με τους καλεσμένους σας στο


καθιστικό;» πρότεινε η νοσοκόμα.

«Όχι», είπε ο Φλαουερντέι. «Δεν φεύγω απ’ το πλευρό της.


Πρέπει όμως να μιλήσω στους κυρίους κατ’ ιδίαν, οπότε,
αδελφή, θα είχατε την καλοσύνη να μας αφήσετε για λίγο
μόνους;»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και βγήκε από την


κρεβατοκάμαρα.

Ο Φλαουερντέι στράφηκε προς το μέρος μου. «Νομίζω ότι


σας είπε τα περισσότερα, όπως για το κακό που έκανε αυτό το
κολασμένο, τρισάθλιο χωριό στον Πάτρικ και στη Φράνσις».

«Ενδεχομένως γνωρίζουμε περισσότερα απ’ όσα


φαντάζεστε», είπε ο Πουαρό. «Έχω μιλήσει με τη Νάνσι
Ντουκέιν και την Τζένι Χομπς. Και οι δύο μού είπαν ότι στο
πόρισμά σας χαρακτηρίσατε ακούσιο το θάνατο του Πάτρικ
και της Φράνσις Άιβ. Ωστόσο η Μάργκαρετ Ερνστ είπε στον
Κάτσπουλ ότι πήραν δηλητήριο εσκεμμένα, για να δώσουν
τέλος στη ζωή τους – πρώτα εκείνη κι έπειτα εκείνος. Ένα
δηλητήριο με τη δραστική ουσία αμπρίνη».

Ο Φλαουερντέι έγνεψε καταφατικά. «Πράγματι. Και οι δύο


άφησαν από ένα σημείωμα με τα τελευταία τους λόγια.
Δήλωσα στις αρχές ότι κατά τη γνώμη μου ο θάνατός τους
ήταν απόρροια ενός μοιραίου λάθους. Είπα ψέματα».

«Γιατί;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Η αυτοκτονία είναι σοβαρή αμαρτία στα μάτια της


Εκκλησίας. Καθώς η υπόληψη του Πάτρικ είχε ήδη σπιλωθεί
από τις διαδόσεις, δεν ήθελα να δώσω στους συκοφάντες
ένα ακόμη όπλο εναντίον του. Και η κακομοίρα η Φράνσις,
που δεν είχε κάνει το παραμικρό κακό και ήταν καλή
χριστιανή...»

«Oui. Καταλαβαίνω».

«Ήξερα ότι πολλοί χωριανοί θα απολάμβαναν το


κατόρθωμά τους, αν ήξεραν ότι με τις πράξεις τους είχαν
εξωθήσει τους Άιβ στην αυτοκτονία. Δεν ήθελα να τους
δώσω αυτή την ικανοποίηση. Ιδίως στη Χάριετ Σίπελ».

Ο Πουαρό είπε: «Να ρωτήσω κάτι, δόκτορ Φλαουερντέι;


Αν σας έλεγα ότι τελικά η Χάριετ Σίπελ μετάνιωσε για την
αχαρακτήριστη συμπεριφορά της απέναντι στον Πάτρικ Άιβ,
θα το θεωρούσατε πιθανό;»

«Ότι μετάνιωσε;» Ο Άμπροουζ Φλαουερντέι γέλασε πικρά.


«Μα, μεσιέ Πουαρό, θα νόμιζα ότι τα ’χετε χαμένα. Η Χάριετ
δεν μετάνιωσε ποτέ και για τίποτα. Ούτε κι εγώ έχω
μετανιώσει, αν θέλετε να ξέρετε. Χαίρομαι που είπα ψέματα
πριν από δεκαέξι χρόνια. Και πάλι το ίδιο θα έκανα. Θέλω να
καταλάβετε ένα πράγμα: Ο όχλος που η Χάριετ Σίπελ και η
Άιντα Γκράνσμπερι υποκίνησαν εναντίον του Πάτρικ Άιβ
ήταν μοχθηρός. Δεν βρίσκω άλλη λέξη ικανή να τον
χαρακτηρίσει. Φαντάζομαι ότι, ως καλλιεργημένος
άνθρωπος, θα γνωρίζετε την Τρικυμία: “Η κόλαση άδειασε
–”»

«“Κι οι διάολοι όλοι μπήκαν εδώ μέσα!”**»,


συμπλήρωσε ο Πουαρό τον πασίγνωστο στίχο.

«Ακριβώς». Ο δόκτωρ Φλαουερντέι γύρισε προς το μέρος


μου. «Γι’ αυτό, κύριε Κάτσπουλ, δεν ήθελε η Μάργκαρετ να
μου μιλήσετε. Είναι κι εκείνη περήφανη που είπαμε ψέματα
για να μη σπιλωθεί η μνήμη του Πάτρικ και της Φράνσις,
αλλά είναι πιο επιφυλακτική από μένα. Φοβόταν ότι θα
καυχιόμουν για την παράτολμη πράξη μου, όπως και έκανα
προ ολίγου». Χαμογέλασε θλιμμένα. «Ξέρω ότι τώρα πρέπει
να υποστώ τις συνέπειες. Θα χάσω την άδεια ασκήσεως
επαγγέλματος, ίσως ακόμη και την ελευθερία μου, αλλά
μπορεί και να μου αξίζει. Το ψέμα που είπα σκότωσε τον
Τσαρλς».

«Τον μακαρίτη σύζυγο της Μάργκαρετ;» ρώτησα.


Ο γιατρός έγνεψε καταφατικά. «Η Μάργκαρετ κι εγώ δεν
νοιαζόμασταν που ο κόσμος ψιθύριζε “Ψεύτες!”, όταν μας
προσπερνούσε στο δρόμο, αλλά τον Τσαρλς τον πείραζε
αφάνταστα. Η υγεία του επιδεινώθηκε. Αν δεν ήμουν τόσο
αποφασισμένος να πολεμήσω το κακό σ’ αυτό το χωριό, ο
Τσαρλς μπορεί να ήταν ακόμα ζωντανός».

«Πού βρίσκονται τα σημειώματα που άφησαν οι Άιβ;»


ρώτησε ο Πουαρό.

«Ιδέα δεν έχω. Τα έδωσα στη Μάργκαρετ πριν από δεκαέξι


χρόνια. Έκτοτε δεν τη ρώτησα τι απέγιναν».

«Τα έκαψα».

«Μάργκαρετ». Ο Άμπροουζ Φλαουερντέι έσπευσε στο


πλευρό της. «Ξύπνησες;»

«Θυμάμαι τι έγραφαν λέξη προς λέξη. Θεώρησα ότι είχαν


σημασία τα τελευταία τους λόγια, οπότε τα
απομνημόνευσα».

«Μάργκαρετ, χρειάζεσαι ξεκούραση. Κουράζεσαι πολύ


όταν μιλάς».

«Το σημείωμα του Πάτρικ έλεγε να πω στη Νάνσι ότι την


αγαπούσε κι ότι πάντα θα την αγαπά. Δεν της το είπα. Πώς
μπορούσα, χωρίς να αποκαλύψω ότι ο Άμπροουζ είχε γράψει
ψευδή αιτία θανάτου στη γνωμάτευσή του; Όμως... τώρα, που
η αλήθεια έχει έρθει στο φως, πρέπει να της το πεις,
Άμπροουζ. Να της πεις τι έγραψε ο Πάτρικ».

«Θα της το πω. Μην ανησυχείς, Μάργκαρετ, θα τα


φροντίσω όλα».

«Φυσικά και ανησυχώ. Δεν είπες στον κύριο Πουαρό και


στον κύριο Κάτσπουλ για τις απειλές της Χάριετ, αφότου
κηδεύτηκαν ο Πάτρικ και η Φράνσις. Μπορείς να τους το πεις
τώρα». Τα μάτια της έκλεισαν. Λίγες στιγμές μετά, κοιμόταν
και πάλι ύπνο βαθύ.

«Σε τι απειλές αναφέρεται, δόκτορ;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Η Χάριετ Σίπελ εμφανίστηκε εδώ μια ωραία πρωία,


έχοντας στο κατόπι της έναν όχλο –δέκα με είκοσι άτομα–
και ανήγγειλε ότι οι κάτοικοι του Γκρέιτ Χόλινγκ σκόπευαν να
ξεθάψουν τις σορούς του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ. Ως
αυτόχειρες, είπε, δεν είχαν δικαίωμα να είναι θαμμένοι σε
καθαγιασμένο έδαφος – έτσι όριζε ο νόμος του Θεού. Η
Μάργκαρετ βγήκε στο κατώφλι και της είπε ότι λέει ανοησίες,
ότι παλιά έτσι όριζε ο νόμος της χριστιανικής θρησκείας,
αλλά ότι αυτό δεν ισχύει πια. Είχε πάψει να ισχύει απ’ το 1880,
και διανύαμε το 1913. Μετά το θάνατο, η ψυχή του ανθρώπου
βρίσκεται στο έλεος του Θεού, και το εν λόγω άτομο είναι
πέρα από επίγειες κρίσεις.

»Η ευσεβής βοηθός της Χάριετ, η Άιντα Γκράνσμπερι,


επέμεινε ότι αν ήταν λάθος ένας αυτόχειρας να θάβεται στο
κοιμητήριο ενός ναού πριν από το 1880, τότε έπρεπε ακόμα
να θεωρείται λάθος. Ο Θεός δεν αλλάζει γνώμη για ό,τι
συνιστά αποδεκτή συμπεριφορά, όπως είπε. Όταν έμαθε γι’
αυτό το άσπλαχνο ξέσπασμα της αρραβωνιαστικιάς του, ο
Ρίτσαρντ Νέγκους διέλυσε τον αρραβώνα του με την ανηλεή
στρίγκλα κι έφυγε για το Ντέβον. Ήταν η καλύτερη απόφαση
που πήρε ποτέ».

«Και πού βρήκαν η Φράνσις και ο Πάτρικ το δηλητήριο με


το οποίο αυτοκτόνησαν;» ρώτησε ο Πουαρό.

Ο Άμπροουζ Φλαουερντέι έδειξε να εκπλήσσεται. «Να και


μια ερώτηση που δεν περίμενα ν’ ακούσω. Γιατί ρωτάτε;»

«Διότι αναρωτιέμαι μήπως το πήραν από εσάς;»

«Από μένα το πήραν, ναι». Ο γιατρός τραβήχτηκε προς τα


πίσω, σαν να τον διαπέρασε μια σουβλιά. «Η Φράνσις το
έκλεψε απ’ το σπίτι μου. Είχα περάσει μερικά χρόνια
δουλεύοντας στην τροπική ζώνη και είχα φέρει μαζί μου δύο
φιαλίδια με το συγκεκριμένο δηλητήριο. Ήμουν πολύ νέος
τότε, αλλά σκόπευα να το χρησιμοποιήσω στο μέλλον, σε
περίπτωση έκτακτης ανάγκης – όπως μια επώδυνη και ανίατη
ασθένεια. Έχοντας δει από κοντά τους αβάσταχτους πόνους
από τους οποίους υπέφεραν ορισμένοι ασθενείς μου, ήθελα
να μπορώ να απαλλάξω τον εαυτό μου από μια ανάλογη
δοκιμασία.

»Δεν ήξερα ότι η Φράνσις γνώριζε πως είχα δύο φιαλίδια


με θανατηφόρο δηλητήριο στο ντουλάπι με τα φάρμακα,
αλλά πρέπει να το ψαχούλεψε κάποια στιγμή, αναζητώντας
κάτι που θα χρησίμευε στο σκοπό της. Όπως είπα και πριν,
ενδεχομένως μου αξίζει να τιμωρηθώ. Ό,τι και να λέει η
Μάργκαρετ, πάντα ένιωθα ότι ο δολοφόνος της Φράνσις δεν
ήταν η ίδια η Φράνσις, αλλά εγώ».

«Non. Δεν πρέπει να κατηγορείτε τον εαυτό σας», είπε ο


Πουαρό. «Εφόσον ήταν αποφασισμένη να δώσει τέλος στη
ζωή της, θα έβρισκε τρόπο να το κάνει, είτε με την αμπρίνη
σας είτε χωρίς αυτήν».

Περίμενα ότι ο Πουαρό θα ρωτήσει κάτι σχετικό με το


υδροκυάνιο, μια κι ένας γιατρός που έχει πρόσβαση σε ένα
δηλητήριο μπορεί να έχει και σε άλλο, μα εκείνος είπε:
«Δόκτορ Φλαουερντέι, δεν προτίθεμαι να πω σε κανέναν ότι
ο θάνατος του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ ήταν οτιδήποτε
άλλο εκτός από μοιραίο δυστύχημα. Θα διατηρήσετε την
ελευθερία σας και τη δυνατότητα να ασκείτε το ιατρικό
επάγγελμα».

«Πώς;» Ο Φλαουερντέι κοίταξε κατάπληκτος πρώτα τον


Πουαρό κι έπειτα εμένα.

Συναίνεσα μ’ ένα νεύμα, αν και ήμουν θυμωμένος με τον


Πουαρό που δεν είχε ζητήσει τη γνώμη μου. Στο κάτω κάτω,
δική μου δουλειά ήταν να επιβάλω το νόμο. Αν με είχε
συμβουλευτεί, θα τον είχα παροτρύνει να κρατήσει κρυφό το
ψέμα που είχε πει ο Άμπροουζ Φλαουερντέι.

«Σας ευχαριστώ. Είστε δίκαιος και γενναιόδωρος


άνθρωπος».

«Κάθε άλλο», απέκρουσε την ευγνωμοσύνη του ο Πουαρό.


«Έχω μία ακόμη ερώτηση για σας, γιατρέ: Είστε
παντρεμένος;»

«Όχι».

«Με όλο το θάρρος, νομίζω ότι θα έπρεπε να είστε».

Πήρα μια κοφτή ανάσα, έκπληκτος.

«Είστε εργένης – σωστά; Και η Μάργκαρετ Ερνστ έχει


χηρέψει εδώ και χρόνια. Είναι προφανές ότι την αγαπάτε πολύ
και πιστεύω ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Γιατί δεν ζητάτε
το χέρι της;»

Ο δόκτωρ Φλαουερντέι ανοιγόκλεινε τα μάτια, σαν να


προσπαθούσε ο δόλιος να τα απαλλάξει από την κατάπληξη.
Στο τέλος είπε: «Η Μάργκαρετ κι εγώ συμφωνήσαμε προ
πολλού να μην παντρευτούμε ποτέ. Δεν θα ήταν σωστό.
Έπειτα απ’ ό,τι κάναμε –όσο κι αν το θεωρούσαμε αναγκαίο–
κι έπειτα από αυτό που συνέβη στον καημένο τον Τσαρλς...
Να, θα ήταν απρέπεια εκ μέρους μας να επιτρέψουμε στον
εαυτό μας να επωφεληθεί από αυτές τις τραγωδίες. Όσο
ευτυχισμένοι κι αν θα ήμασταν μαζί. Η τόσο μεγάλη δυστυχία
επισκιάζει τα πάντα».

Παρατηρούσα τη Μάργκαρετ και είδα τα βλέφαρά της να


τρεμοπαίζουν και ν’ ανοίγουν.

«Μεγάλη δυστυχία», είπε με αδύναμη φωνή.

Ο Φλαουερντέι σκέπασε το στόμα του με τη σφιγμένη του


γροθιά. «Αχ, Μάργκαρετ», είπε. «Χωρίς εσένα, τι νόημα θα
είχε οτιδήποτε;»

Ο Πουαρό σηκώθηκε. «Γιατρέ μου», είπε με την πιο


στριγκή φωνή του. «Η κυρία Ερνστ πιστεύει ότι θα επιζήσει.
Θα είναι μεγάλη αμαρτία αν επιζήσει και η ελαφρόμυαλη
απόφασή σας να αρνηθείτε την αληθινή ευτυχία. Δυο καλοί
άνθρωποι που αγαπιούνται δεν πρέπει να μένουν μακριά ο
ένας από τον άλλο δίχως λόγο».

Και με αυτά τα λόγια, βγήκε φουριόζος απ’ το


υπνοδωμάτιο.

Ήθελα να επιστρέψω στο Λονδίνο το συντομότερο δυνατόν,


αλλά ο Πουαρό είπε ότι πρώτα έπρεπε να επισκεφθεί τον
τάφο του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ.

«Είναι Φλεβάρης μήνας, παλιόφιλε. Πού θα βρείτε


λουλούδια;»

Η ερώτησή μου προκάλεσε μιαν εκτενή γκρίνια για το


κλίμα της Αγγλίας.

Η ταφόπλακα ήταν καταλασπωμένη και πεσμένη στο πλάι.


Τριγύρω υπήρχαν αρκετά αλληλεπικαλυπτόμενα ίχνη στη
λάσπη, που άφηναν να εννοηθεί ότι τα δύο καθάρματα, ο
Φρέντερικ και ο Τομπάιας Κλάτον, είχαν χοροπηδήσει πάνω
στην πλάκα, μετά τη ζημιά που προκάλεσαν με το φτυάρι
τους.

Ο Πουαρό έβγαλε τα γάντια του. Έσκυψε και με το δείκτη


του δεξιού του χεριού σχημάτισε το περίγραμμα ενός μεγάλου
λουλουδιού –σαν παιδική ζωγραφιά– στο χώμα. «Voilà»,
είπε. «Λουλούδι, παρά το Φεβρουάριο και παρά το φρικτό
αγγλικό κλίμα».

«Πουαρό, γεμίσατε το δάχτυλό σας λάσπες!»

«Oui. Πού το παράξενο; Ακόμη και ο διάσημος Ηρακλής


Πουαρό δεν μπορεί να σχεδιάσει ένα λουλούδι στη λάσπη
κρατώντας το χέρι του καθαρό. Η βρομιά θα φύγει, μη
φοβάστε. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα για ένα
επαγγελματικό μανικιούρ – αργότερα».

«Ασφαλώς». Χαμογέλασα. «Χαίρομαι που σας ακούω


τόσο καλοδιάθετο».

Ο Πουαρό είχε βγάλει το μαντίλι του. Μαγνητισμένος, τον


παρατήρησα να σκουπίζει με αυτό τα λασπωμένα βήματα
από την ταφόπλακα, ξεφυσώντας καθώς λικνιζόταν μπρος
πίσω και κινδυνεύοντας μια δυο φορές να χάσει την
ισορροπία του.

«Ιδού!» δήλωσε. «Καλύτερα δεν είναι;»

«Ναι. Σαφώς».

Ο Πουαρό κοίταξε κάτω συνοφρυωμένος. «Ορισμένα


θεάματα είναι τόσο αποκαρδιωτικά, που εύχεσαι να μην τα
είχες αντικρίσει ποτέ», είπε χαμηλόφωνα. «Ας ελπίσουμε ότι
ο Πάτρικ και η Φράνσις Άιβ αναπαύονται μαζί εν ειρήνη».

Η λέξη «μαζί» λειτούργησε σαν σπίθα. Μου ’φερε στο νου


μια άλλη λέξη: «χώρια». Η έκφρασή μου πρέπει να ’ταν
αξιοπρόσεχτη.

«Κάτσπουλ, τι πάθατε;»

Μαζί. Χώρια.

Ο Πάτρικ Άιβ ήταν ερωτευμένος με τη Νάνσι Ντουκέιν,


αλλά στο θάνατο, στον κοινό τους τάφο, βρισκόταν με τη
γυναίκα στην οποία νόμιμα ανήκε εν ζωή: με τη σύζυγό του
Φράνσις. Είχε βρει γαλήνη η ψυχή του ή λαχταρούσε ακόμα
τη Νάνσι; Αναρωτιόταν άραγε ποτέ γι’ αυτό η ίδια η Νάνσι;
Ευχόταν, έχοντας αγαπήσει τόσο τον Πάτρικ, να μπορούσαν
οι νεκροί να μιλήσουν στους ζωντανούς; Οποιοσδήποτε έχει
χάσει κάποιον αγαπημένο θα μπορούσε να το εύχεται...

«Κάτσπουλ! Πού τρέχει ο λογισμός σας; Θέλω να μου


πείτε».

«Πουαρό, μόλις μου ήρθε η πιο εξωφρενική ιδέα. Να σας


την πω εν τάχει, κι αν θέλετε μπορείτε να με χαρακτηρίσετε
τελείως τρελό».

Άρχισα να φλυαρώ ενθουσιασμένος, ώσπου έφτασα στο


τέλος.

«Κάνω λάθος, φυσικά».

«Ω, όχι, όχι. Όχι, mon ami, δεν κάνετε λάθος». Έβγαλε
ένα πνιχτό επιφώνημα. «Φυσικά! Πώς είναι δυνατόν να μου
διέφυγε; Mon Dieu! Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Σε ποιο
συμπέρασμα μας οδηγεί;»

«Όχι, φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω».

«Α, κρίμα...»

«Για όνομα του Θεού, Πουαρό! Δεν είναι σωστό να με


βάζετε να σας λέω κάθε σκέψη μου και μετά εσείς να κρατάτε
τις σκέψεις σας για τον εαυτό σας».

«Δεν έχουμε χρόνο για κουβέντα. Πρέπει να γυρίσουμε


αμέσως στο Λονδίνο, όπου θα μαζέψετε στις βαλίτσες της
Χάριετ Σίπελ και της Άιντα Γκράνσμπερι τα ρούχα και τα
προσωπικά τους αντικείμενα».

«Τι πράγμα;» είπα συνοφρυωμένος και σαστισμένος,


προσπαθώντας να καταλάβω αν με είχαν γελάσει τ’ αυτιά
μου.

«Oui. Ο κύριος Νέγκους παρέλαβε ήδη τα υπάρχοντα του


αδελφού του – αν θυμάστε;»

«Το θυμάμαι, ναι, αλλά...»

«Δεν θέλω αντιρρήσεις, Κάτσπουλ. Ελάχιστα λεπτά θα


σας πάρει για να συγκεντρώσετε τα πράγματα των θυμάτων
από τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Α... τώρα καταλαβαίνω,
τώρα επιτέλους καταλαβαίνω τα πάντα. Όλες οι λύσεις για
κάθε μικρό πρόβλημα, τώρα αποκαλύπτονται! Ξέρετε, μοιάζει
πολύ με σταυρόλεξο».

«Μην κάνετε τέτοιες συγκρίσεις, παρακαλώ», είπα. «Θα


μου χαλάσετε την αγαπημένη μου ασχολία συγκρίνοντάς τη
με αυτή την υπόθεση».

«Μόνο όταν συνδυάσει κανείς όλες τις απαντήσεις μαζί


μπορεί να είναι βέβαιος ότι έχει δίκιο», εξακολούθησε ο
Πουαρό, αγνοώντας με. «Μέχρι τότε, όσο λείπουν ορισμένες
απαντήσεις, μπορεί να ανακαλύψει ότι δεν ταιριάζει καθόλου
μια λεπτομέρεια που έμοιαζε να ταιριάζει».

«Σ’ αυτή την περίπτωση, θεωρήστε με άλυτο σταυρόλεξο,


χωρίς ούτε μια λέξη συμπληρωμένη», είπα.
«Όχι για πολύ ακόμη, φίλε μου. Ο Πουαρό θα χρειαστεί
την τραπεζαρία του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ για μία τελευταία
φορά!»

** Shakespeare William, Η τρικυμία, μτφ. Νίκος


Προεστόπουλος, εκδ. Πήγασος, Αθήναι 1958. Ο στίχος
ανήκει στην Α΄ πράξη, σκηνή δεύτερη, σελ. 244. Ο Άριελ, το
αγαθό πνεύμα, μας μεταφέρει αυτά τα λόγια που είπε ο
Φερδινάνδος, ο γιος του βασιλιά της Νάπολης Αλόνσου.
(Σ.τ.Ε.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 - Φόνοι με μονόγραμμα

Το απόγευμα της επομένης, στις τέσσερις και τέταρτο, ο


Πουαρό κι εγώ στεκόμασταν στη μία άκρη της τραπεζαρίας
του ξενοδοχείου Μπλόξχαμ και περιμέναμε να καθίσουν οι
παρευρισκόμενοι στα διάφορα τραπέζια. Όλα τα μέλη του
προσωπικού του ξενοδοχείου είχαν φτάσει στις τέσσερις
ακριβώς, όπως μας είχε υποσχεθεί ο Λούκα Λατσάρι.
Χαμογέλασα στα γνώριμα πρόσωπα: στον Τζον Γκουντ, στον
Τόμας Μπρίγκνελ, στον Ράφαλ Μπόμπακ. Εκείνοι
ανταποκρίθηκαν με αγχωμένα νεύματα.

Ο Λατσάρι στεκόταν στην πόρτα, χειρονομώντας


δραματικά καθώς μιλούσε στον αστυφύλακα Στάνλεϊ Μπίαρ.
Ο Μπίαρ όλο έσκυβε και πισωπατούσε για να μη φάει κατά
λάθος καμιά ξανάστροφη. Βρισκόμουν υπερβολικά μακριά
για ν’ ακούσω τι έλεγε ο Λατσάρι· επιπλέον στο χώρο
επικρατούσε ένα επίμονο σούσουρο, αλλά ξεχώρισα τη
φράση «οι φόνοι με το μονόγραμμα» περισσότερες φορές
από μία.

Ώστε έτσι είχε αποφασίσει να τους χαρακτηρίσει ο


Λατσάρι; Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της χώρας τούς
αποκαλούσαν με το όνομα που τους είχαν δώσει οι
εφημερίδες από την πρώτη μέρα: «Οι φόνοι στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ». Προφανώς ο Λατσάρι είχε σκαρφιστεί μια
εναλλακτική και πιο ευφάνταστη επονομασία, ευελπιστώντας
ότι η φήμη του αγαπημένου του ξενοδοχείου δεν θα
αμαυρωθεί διά παντός εξαιτίας αυτού του συσχετισμού. Η
απόπειρά του μου φάνηκε τόσο προφανής που με ενόχλησε,
αλλά ήξερα ότι η κακή μου διάθεση οφειλόταν στην
αποτυχημένη μου προσπάθεια να μαζέψω τα προσωπικά
αντικείμενα των δύο νεκρών γυναικών.

Μπορώ εύκολα να ετοιμάσω τα πράγματά μου για ένα


ταξίδι, και αυτό διότι παίρνω μαζί μου όσο το δυνατόν
λιγότερα όταν ταξιδεύω. Η γκαρνταρόμπα της Άιντα
Γκράνσμπερι πρέπει να είχε εμπλουτιστεί κατά τη διαμονή της
στο Μπλόξχαμ. Αν και είχα περάσει μερικά εξοργιστικά λεπτά
πιέζοντας και γέρνοντας με όλο μου το βάρος πάνω στη
βαλίτσα της, πολλά ρούχα της δεν είχαν
χωρέσει. Δίχως άλλο υπάρχει κάποιο
γυναικείο κόλπο γι’ αυτές τις δουλειές που οι αδέξιοι άντρες,
όπως εγώ, ποτέ δεν θα μπορέσουν να μάθουν.

Ένιωσα τρομερή ανακούφιση όταν ο Πουαρό μού επέτρεψε


να εγκαταλείψω την προσπάθεια και να κατέβω στην
τραπεζαρία του ξενοδοχείου στις τέσσερις, όπως είχαμε
συμφωνήσει.

Ο Σάμιουελ Κιντ, φορώντας ένα κομψό γκρι φανελένιο


κοστούμι, είχε φτάσει με μια κατάχλωμη Τζένι αγκαζέ στις
τέσσερις και πέντε· τον ακολούθησε δύο λεπτά αργότερα ο
Χένρι Νέγκους, ο αδελφός του Ρίτσαρντ και, δέκα λεπτά
μετά, μία ομάδα τεσσάρων ατόμων: ένας άντρας και τρεις
γυναίκες, εκ των οποίων η μία ήταν η Νάνσι Ντουκέιν. Το
δέρμα γύρω απ’ τα δακρυσμένα της μάτια ήταν κατακόκκινο.
Μπαίνοντας στην τραπεζαρία, προσπάθησε ανεπιτυχώς να
κρύψει το πρόσωπό της πίσω από ένα ημιδιαφανές φουλάρι.

Ψιθύρισα στον Πουαρό: «Δεν θέλει να δουν ότι έκλαιγε».

«Όχι», είπε εκείνος. «Φοράει το φουλάρι με την ελπίδα να


μην την αναγνωρίσουν, κι όχι επειδή ντρέπεται για τα δάκρυά
της. Δεν κάνει τίποτα μεμπτό όποιος επιτρέπει στο
συναίσθημά του να εξωτερικεύεται, σε αντίθεση με ό,τι
πιστεύετε εσείς οι Άγγλοι».

Δεν είχα καμία διάθεση να ξεστρατίσουμε σε προσωπικά


ζητήματα, τη στιγμή που μιλούσα για τη Νάνσι Ντουκέιν, η
περίπτωση της οποίας μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο.
«Υποθέτω ότι το τελευταίο που θέλει είναι να την πλευρίσουν
ενθουσιώδεις θαυμαστές και να εκδηλώσουν τη λατρεία τους
πέφτοντας σωρηδόν στα πόδια της».

Ο Πουαρό, ένας κατά κάποιο τρόπο διάσημος, που θα


ήθελε όσο τίποτα πολυάριθμους θαυμαστές πεσμένους γύρω
από τις γκέτες του, με κοίταξε σαν να σκόπευε να διαφωνήσει
μαζί μου και γι’ αυτό το θέμα.

Του απέσπασα την προσοχή με μια ερώτηση: «Ποια είναι


τα τρία άτομα που συνοδεύουν τη Νάνσι Ντουκέιν;»

«Ο λόρδος Σεντ Τζον Ουάλας, η λαίδη Λουίζα Ουάλας και


η υπηρέτριά τους, η Ντόρκας». Κοίταξε το ρολόι του κι
έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας. «Έχουμε καθυστερήσει
δεκαπέντε λεπτά! Γιατί είναι τόσο ασυνεπείς οι άνθρωποι;»

Πρόσεξα ότι ο Τόμας Μπρίγκνελ και ο Ράφαλ Μπόμπακ


είχαν σηκωθεί, θέλοντας προφανώς και οι δύο να μιλήσουν,
παρ’ ότι η συνάντηση δεν είχε αρχίσει ακόμα επισήμως.

«Παρακαλώ, κύριοι, καθίστε!» είπε ο Πουαρό.

«Μα, κύριε Πουαρό, πρέπει–»

«Μα–»

«Μην εξάπτεσθε, κύριοι. Να είστε βέβαιοι ότι όλα όσα


θέλετε διακαώς να πείτε ο Πουαρό τα γνωρίζει ήδη και ότι
είναι έτοιμος να τα ανακοινώσει σε εσάς, όπως και στους
υπόλοιπους παρευρισκομένους. Κάντε λίγη υπομονή, αν
έχετε την καλοσύνη».

Κατευνασμένοι, ο Μπόμπακ κι ο Μπρίγκνελ κάθισαν.


Προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τη μελαχρινή γυναίκα που
καθόταν πλάι στον Μπρίγκνελ να του πιάνει το χέρι. Εκείνος
έσφιξε το δικό της, κι έμειναν με τα χέρια τους πλεγμένα. Είδα
το βλέμμα που αντάλλαξαν, και μου αποκάλυψε όσα ήθελα
να ξέρω: ήταν ζευγάρι. Αυτή, ωστόσο, δεν ήταν σε καμία
περίπτωση η γυναίκα με την οποία είχα δει τον Μπρίγκνελ να
χαριεντίζεται στους κήπους του ξενοδοχείου.

Ο Πουαρό ψιθύρισε στο αυτί μου: «Η γυναίκα που φιλούσε


ο Μπρίγκνελ στον κήπο, δίπλα στο καρότσι, ήταν ξανθιά –
non; Η γυναίκα με το καφέ παλτό;» Και μου χαμογέλασε
αινιγματικά.

Στο πλήθος, είπε: «Τώρα που είμαστε όλοι εδώ, θα


μπορούσα να ζητήσω ησυχία και την προσοχή σας;
Ευχαριστώ. Σας είμαι υπόχρεος».

Καθώς μιλούσε ο Πουαρό, άφησα το βλέμμα μου να


περιπλανηθεί στο χώρο. Εκείνη η γυναίκα... Ω Θεέ μου! Αυτή
ήταν! Η Φι Σπρινγκ, η σερβιτόρα απ’ το καφέ Πλέζαντ,
καθισμένη στο πίσω μέρος της αίθουσας. Όπως η Νάνσι
Ντουκέιν, έτσι και η Φι είχε προσπαθήσει να καλύψει το
πρόσωπό της –εκείνη όμως μ’ ένα φανταχτερό καπέλο– και,
πάλι όπως η Νάνσι, είχε αποτύχει. Μου έκλεισε το μάτι, σαν
να μου έλεγε: «Καλά να πάθετε, ο Πουαρό κι εσύ, αφού μου
είπατε πού πηγαίνατε, όταν περάσατε για έναν καφέ». Να
πάρει η οργή, δεν μπορούσε το άτιμο θηλυκό να μείνει στο
Πλέζαντ και να κοιτάξει τη δουλειά της;

«Ζητώ την κατανόησή σας σήμερα», είπε ο Πουαρό.


«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθετε και τα οποία
καταλαβαίνω ότι αγνοείτε επί του παρόντος».

Ναι, συλλογίστηκα, έτσι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ. Μετά


βίας ήξερα περισσότερα από τις καθαρίστριες και τις
μαγείρισσες του Μπλόξχαμ. Μπορεί ακόμη και η Φι Σπρινγκ
να κατανοούσε τα γεγονότα καλύτερα από μένα· ο Πουαρό,
κατά πάσα πιθανότητα, την είχε καλέσει στη σπουδαία αυτή
συνάντηση που ετοίμαζε.

Οφείλω να πω ότι δεν καταλάβαινα, κι ούτε θα


καταλάβαινα ποτέ, για ποιο λόγο ζητούσε τόσο πολυπληθές
κοινό. Δεν επρόκειτο για θεατρική παράσταση. Όταν εγώ
έλυνα κάποιο έγκλημα –και είχα την τύχη να βρεθώ σ’ αυτή
τη θέση κάμποσες φορές, χωρίς τη βοήθεια του Πουαρό–,
απλώς παρουσίαζα τα συμπεράσματά μου στον προϊστάμενό
μου κι έπειτα συλλάμβανα τον εκάστοτε κακοποιό.

Αναρωτήθηκα, αν και ήταν πολύ αργά, μήπως όφειλα να


απαιτήσω από τον Πουαρό να μου αποκαλύψει τα πάντα εκ
των προτέρων, προτού σκηνοθετήσει αυτό το υπερθέαμα. Να
με τώρα, ο θεωρητικά υπεύθυνος της έρευνας, χωρίς να έχω
ιδέα για τη λύση του μυστηρίου, που επρόκειτο να
αποκαλύψει.

Ό,τι κι αν σκοπεύει να πει, ας είναι μεγαλοφυές, ευχήθηκα


από μέσα μου. Έτσι κι έχει δίκιο και στέκομαι στο πλάι του,
κανένας δεν θα υποψιαστεί ότι βρισκόμουν στο σκοτάδι μέχρι
την τελευταία στιγμή.

«Η ιστορία είναι υπερβολικά μεγάλη για να την αφηγηθώ


χωρίς βοήθεια», απευθύνθηκε ο Πουαρό στο πλήθος. «Θα
έκλεινε η φωνή μου. Ως εκ τούτου θα σας παρακαλούσα να
ακούσετε δύο άλλους ομιλητές. Πρώτα, την κυρία Νάνσι
Ντουκέιν, τη διάσημη πορτρετίστα, που μας έκανε την τιμή να
βρίσκεται σήμερα μαζί μας».

Η εισαγωγή αυτή ήταν μεγάλη έκπληξη, αλλά όχι για τη


Νάνσι – παρατήρησα. Κρίνοντας απ’ την έκφρασή της, ήταν
εμφανές ότι ήξερε πως ο Πουαρό θα της δώσει το βήμα. Οι
δυο τους πρέπει να το είχαν κανονίσει νωρίτερα. Ψίθυροι
κατάπληξης γέμισαν το χώρο, καθώς η Νάνσι, με το φουλάρι
τυλιγμένο γύρω από το πρόσωπό της, ήρθε και στάθηκε πλάι
μου, όπου ήταν ορατή από όλους.

«Την ξεμπροστιάσατε στο πλήθος των θαυμαστών της»,


ψιθύρισα στον Πουαρό.
«Oui», είπε εκείνος χαμογελώντας. «Κι ωστόσο κρατάει το
φουλάρι στη θέση του».

Όλοι άκουγαν εκστατικοί τη Νάνσι Ντουκέιν να τους


αφηγείται την ιστορία της με τον Πάτρικ Άιβ: Τον
απαγορευμένο τους έρωτα, τις παράνομες νυχτερινές
επισκέψεις της στην οικία του εφημέριου, τα φρικτά ψέματα
για τα χρήματα που εκείνος δήθεν αποσπούσε απ’ τους
ενορίτες, με αντάλλαγμα να τους μεταφέρει τα μηνύματα των
αγαπημένων τους νεκρών. Δεν κατονόμασε την Τζένι Χομπς,
όταν αναφέρθηκε στη φήμη που είχε αποτελέσει την αρχή του
κακού.

Η Νάνσι περιέγραψε πώς εντέλει αποκάλυψε την αλήθεια,


στο πανδοχείο Κινγκς Χεντ, ομολογώντας στους κατοίκους
του Γκρέιτ Χόλινγκ το δεσμό της με τον Πάτρικ Άιβ, που δεν
ήταν αγνός, αν και τη μέρα εκείνη έτσι είχε υπαινιχθεί η ίδια.
Η φωνή της έτρεμε καθώς μιλούσε για τον τραγικό θάνατο
του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ. Πρόσεξα ότι το μόνο που
ανέφερε ως αίτιο θανάτου, ήταν το δηλητήριο, γενικώς και
αορίστως. Δεν έκανε λόγο ούτε για μοιραίο λάθος ούτε για
αυτοκτονία. Αναρωτήθηκα αν ο Πουαρό τής είχε ζητήσει να
το παραλείψει, για χάρη του Άμπροουζ Φλαουερντέι και της
Μάργκαρετ Ερνστ.

Προτού επιστρέψει στη θέση της, η Νάνσι είπε: «Παραμένω


αφοσιωμένη στον Πάτρικ όσο ήμουν και τότε. Δεν θα πάψω
ποτέ να τον αγαπώ. Κάποια μέρα οι δυο μας θ’ ανταμώσουμε
και πάλι».

«Σας ευχαριστώ», είπε ο Πουαρό με μια υπόκλιση. «Και


τώρα πρέπει χωρίς χρονοτριβή, κυρία Ντουκέιν, να σας
ενημερώσω για κάτι που ανακάλυψα πρόσφατα, καθώς
πιστεύω ότι θα είναι μεγάλη παρηγοριά για σας. Προτού
πεθάνει, ο Πάτρικ άφησε... ένα γράμμα. Σ’ αυτό, ζητούσε να
μάθετε ότι σας αγαπούσε και θα σας αγαπά παντοτινά».

«Ω!» Η Νάνσι σκέπασε το στόμα με τα χέρια της


πεταρίζοντας τα βλέφαρα. «Μεσιέ Πουαρό, δεν φαντάζεστε
πόσο ευτυχισμένη με κάνετε».

«Απεναντίας, μαντάμ. Μπορώ να φανταστώ. Ένα μήνυμα


αγάπης, που μεταφέρεται μετά το θάνατο κάποιου
αγαπημένου... Είναι σαν ηχώ των αναληθών διαδόσεων για
τον Πάτρικ Άιβ –καλά δεν λέω;– ότι δήθεν μετέφερε
μηνύματα από το υπερπέραν; Και ποιος, σας ρωτώ, δεν θα
’θελε να λάβει ένα τέτοιο μήνυμα από κάποιον αγαπημένο
που έφυγε;»

Η Νάνσι Ντουκέιν επέστρεψε στη θέση της και κάθισε. Η


Λουίζα Ουάλας τη χτύπησε απαλά στο χέρι.
«Και τώρα», είπε ο Πουαρό, «μία ακόμη γυναίκα που
γνώρισε και αγάπησε τον Πάτρικ Άιβ θα μας μιλήσει: η
πρώην υπηρέτριά του, η Τζένι Χομπς. Μαντμουαζέλ Χομπς;»

Η Τζένι σηκώθηκε και πήγε να σταθεί στο ίδιο σημείο,


όπου στεκόταν προηγουμένως η Νάνσι. Ούτε αυτή έμοιαζε να
εκπλήσσεται από το αίτημα του Πουαρό.

Με τρεμάμενη φωνή, είπε: «Αγαπούσα τον Πάτρικ όσο και


η Νάνσι. Μα εκείνος δεν ανταπέδιδε τα αισθήματά μου. Γι’
αυτόν δεν ήμουν παρά μια έμπιστη υπηρέτρια. Εγώ άρχισα τις
μοχθηρές φήμες εναντίον του. Είπα ένα ασυγχώρητο ψέμα.
Ζήλευα τον έρωτά του για τη Νάνσι. Μολονότι δεν τον
σκότωσα με τα χέρια μου, πιστεύω ότι με τις συκοφαντίες μου
προκάλεσα το θάνατό του. Σε αυτό συνέβαλαν και άλλοι
τρεις, η Χάριετ Σίπελ, ο Ρίτσαρντ Νέγκους και η Άιντα
Γκράνσμπερι – τα τρία άτομα που δολοφονήθηκαν σ’ αυτό
το ξενοδοχείο. Και οι τέσσερις τελικά μετανιώσαμε για τις
πράξεις μας. Μετανιώσαμε πικρά. Κι έτσι καταστρώσαμε ένα
σχέδιο για να επανορθώσουμε».

Παρατηρούσα το εμβρόντητο προσωπικό του ξενοδοχείου,


καθώς η Τζένι περιέγραφε το ίδιο σχέδιο που είχε περιγράψει
στον Πουαρό και σ’ εμένα στο σπίτι του Σάμιουελ Κιντ,
καθώς και τους λόγους για τους οποίους είχε παρεκκλίνει
από αυτό. Η Λουίζα Ουάλας έσκουξε με φρίκη στο σημείο
που ήθελαν να ενοχοποιήσουν τη Νάνσι Ντουκέιν για τους
τρεις φόνους, με σκοπό τη θανατική της καταδίκη.

«Δεν θα αποκαθιστούσατε τη δικαιοσύνη φροντίζοντας να


ενοχοποιήσετε μια αθώα γυναίκα, που θα πλήρωνε με τη ζωή
της τρεις φόνους που δεν είχε διαπράξει!» φώναξε ο Σεντ
Τζον Ουάλας. «Είστε διεστραμμένη!»

Ουδείς διαφώνησε μαζί του, τουλάχιστον όχι


μεγαλόφωνα. Η Φι Σπρινγκ, πρόσεξα, δεν έμοιαζε τόσο
σοκαρισμένη όσο οι υπόλοιποι. Έμοιαζε να παρακολουθεί με
προσήλωση.

«Ποτέ δεν θέλησα να ενοχοποιήσω τη Νάνσι», είπε η


Τζένι. «Ποτέ! Είτε θέλετε να το πιστέψετε είτε όχι».

«Κύριε Νέγκους», είπε ο Πουαρό. «Κύριε Χένρι Νέγκους,


θεωρείτε πιθανό ο αδελφός σας ο Ρίτσαρντ να κατέστρωσε
ένα σχέδιο σαν κι αυτό που ακούσατε;»

Ο Χένρι Νέγκους σηκώθηκε. «Δεν θα ’θελα να το


σχολιάσω, μεσιέ Πουαρό. Φυσικά, ο Ρίτσαρντ που ήξερα ούτε
θα σκεφτόταν να σκοτώσει άνθρωπο, αλλά ο Ρίτσαρντ που
ήρθε να μείνει στο σπίτι μου, στο Ντέβον, πριν από δεκαέξι
χρόνια, δεν ήταν ο παλιός Ρίτσαρντ. Μπορεί φυσιογνωμικά
να μην είχε αλλάξει, αλλά μέσα του δεν ήταν πια ο ίδιος.
Πολύ φοβάμαι ότι ποτέ δεν γνώρισα τον άνθρωπο που είχε
γίνει τελικά. Κατά συνέπεια, αδυνατώ να σχολιάσω το
ενδεχόμενο να συμπεριφέρθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο».

«Σας ευχαριστώ, κύριε Νέγκους. Ευχαριστώ δεσποινίς


Χομπς», προσέθεσε ο Πουαρό, με αισθητή απουσία
ενθουσιασμού. «Μπορείτε να καθίσετε».

Γύρισε προς το πλήθος. «Οπότε καταλαβαίνετε, κυρίες και


κύριοι, ότι η ιστορία της δεσποινίδας Χομπς, αν αληθεύει,
μας αφήνει χωρίς δολοφόνο, κανέναν δεν μπορούμε να
συλλάβουμε και να καταδικάσουμε. Η Άιντα Γκράνσμπερι
σκότωσε τη Χάριετ Σίπελ – με την άδεια της τελευταίας. Ο
Ρίτσαρντ Νέγκους σκότωσε την Άιντα Γκράνσμπερι –και πάλι
με την άδειά της– κι έπειτα αυτοκτόνησε, όταν η Τζένι Χομπς
δεν εμφανίστηκε για να τον σκοτώσει, όπως είχαν κανονίσει.
Έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του και το σκηνοθέτησε σαν
φόνο, κλειδώνοντας την πόρτα του από μέσα, κρύβοντας το
κλειδί πίσω από ένα πλακάκι του τζακιού και ανοίγοντας το
παράθυρο. Η αστυνομία θα υπέθετε ότι ο δολοφόνος, η
Νάνσι Ντουκέιν, πήρε το κλειδί μαζί της και το ’σκασε απ’ το
παράθυρο, σκαρφαλώνοντας σ’ ένα δέντρο. Μόνο που δεν
υπήρξε δολοφόνος, κατά τα λεγόμενα της Τζένι Χομπς –
κανένας δεν σκότωσε χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος!»

Ο Πουαρό κοίταξε τριγύρω. «Δεν υπήρξε δολοφόνος»,


επανέλαβε. «Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό αληθεύει, πάλι μας
αφήνει με δύο εγκληματίες που βρίσκονται εν ζωή και αξίζει
να τιμωρηθούν: την Τζένι Χομπς και τον Σάμιουελ Κιντ, που
συνωμότησαν για να ενοχοποιήσουν τη Νάνσι Ντουκέιν».

«Ελπίζω να τους στείλετε και τους δυο στη φυλακή, μεσιέ


Πουαρό!» αναφώνησε η Λουίζα Ουάλας.

«Δεν είμαι εγώ ο κλειδοκράτορας της φυλακής, μαντάμ.


Αυτή είναι δουλειά του φίλου μου του Κάτσπουλ και των
συναδέλφων του. Εγώ απλώς αποκαλύπτω τα μυστικά και
την αλήθεια. Κύριε Σάμιουελ Κιντ, σηκωθείτε παρακαλώ».

Ο Κιντ, αμήχανος, σηκώθηκε.

«Ο ρόλος σας στο σχέδιο ήταν ν’ αφήσετε ένα σημείωμα


στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου – σωστά; “ΑΣ ΜΗΝ
ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ. 121, 238, 317”».

«Μάλιστα κύριε, όπως τα είπε η Τζένι».

«Το σημείωμα σας το είχε δώσει η Τζένι εγκαίρως».

«Μάλιστα. Το πρωί της ίδιας μέρας».

«Και τι ώρα το αφήσατε στη ρεσεψιόν;»


«Λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ, όπως είπε η Τζένι. Με την
πρώτη ευκαιρία, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν κανένας εκεί
γύρω για να με δει».

«Ποιος σας είχε δώσει αυτή την οδηγία;» ρώτησε ο


Πουαρό.

«Η Τζένι».

«Και η Τζένι ήταν αυτή που σας είχε πει να ρίξετε τα


κλειδιά των δωματίων στην τσέπη της Νάνσι Ντουκέιν;»

«Ακριβώς», είπε βλοσυρός ο Κιντ. «Δεν καταλαβαίνω


γιατί μου κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις, τη στιγμή που η
Τζένι τις απάντησε μόλις πριν από λίγο».

«Θα σας εξηγήσω. Ωραία. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο,


όπως ακούσαμε να μας λέει η Τζένι Χομπς, τα κλειδιά και
των τριών δωματίων –του 121, του 238 και του 317– θα
απομακρύνονταν από το δωμάτιο του Ρίτσαρντ Νέγκους,
αφού τον σκότωνε η Τζένι, και θα παραδίδονταν στον
Σάμιουελ Κιντ, ο οποίος εν συνεχεία θα φρόντιζε να βρεθούν
επάνω στη Νάνσι Ντουκέιν – στην τσέπη του παλτού της,
όπου και βρέθηκαν. Μόνο που η Τζένι Χομπς δεν πήγε καν
στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ το βράδυ των φόνων, σύμφωνα
με τους ισχυρισμούς της. Δεν είχε αρκετό θάρρος. Οπότε σας
ρωτώ, κύριε Κιντ: Πώς βρέθηκαν στην κατοχή σας τα κλειδιά
των δωματίων 121 και 317;»

«Πώς βρέθηκαν... πώς βρέθηκαν στην κατοχή μου;»

«Μάλιστα. Αυτό ρώτησα. Παρακαλώ απαντήστε».

«Βασικά... αν θέλετε να ξέρετε, σκέφτηκα μόνος μου πώς


να πάρω τα κλειδιά. Είχα κάνει μια κουβέντα μ’ ένα μέλος του
προσωπικού του ξενοδοχείου, ζητώντας –αν είχε την
καλοσύνη– να μου δώσει ένα πασπαρτού. Και μου το ’δωσε.
Θα το επέστρεφα μόλις τελείωνα. Πολύ διακριτικά».

Στεκόμουν αρκετά κοντά στον Πουαρό, ώστε ν’ ακούσω


τον ήχο αποδοκιμασίας που έβγαλε. «Ποιο μέλος του
προσωπικού, μεσιέ; Είναι όλοι παρόντες. Δείξτε μας το άτομο
που σας έδωσε το πασπαρτού».

«Δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Μόνο ότι ήταν άντρας. Δεν έχω
καθόλου καλή μνήμη, όταν πρόκειται για πρόσωπα». Με
αυτά τα λόγια, ο Κιντ έξυσε τις κόκκινες αμυχές στο μάγουλό
του με τον αντίχειρα και το δείκτη.

«Οπότε, με το πασπαρτού μπήκατε και στα τρία δωμάτια;»

«Όχι, μόνο στο 238. Εκεί υποτίθεται ότι θα κατέληγαν όλα


τα κλειδιά, για να τα πάρει μαζί της η Τζένι, αλλά βρήκα μόνο
τα δύο. Όπως είπατε, το ένα ήταν κρυμμένο πίσω από ένα
πλακάκι του τζακιού. Δεν ήθελα ν’ αρχίσω να ψάχνω στο
δωμάτιο για το τρίτο κλειδί, με το πτώμα του Νέγκους μες
στη μέση».

«Λέτε ψέματα», του είπε ο Πουαρό, «αλλά δεν έχει


σημασία. Όπως θα ανακαλύψετε εν ευθέτω χρόνω, δεν
μπορείτε να γλιτώσετε λέγοντας ψέματα· ας προχωρήσουμε.
Όχι, δεν σας είπα να καθίσετε. Έχω μία ακόμη ερώτηση, που
απευθύνεται και σε εσάς και στην Τζένι Χομπς. Σύμφωνα με
το σχέδιο, θα ερχόταν ή όχι η Τζένι στο καφέ Πλέζαντ, λίγο
μετά τις επτά το βράδυ των φόνων, για να μοιραστεί μαζί μου
το παραμύθι για το κακό που απειλούσε τη ζωή της;»

«Μάλιστα», είπε η Τζένι, κοιτάζοντας όχι τον Πουαρό


αλλά τον Σάμιουελ Κιντ.

«Συγχωρήστε με, λοιπόν, αλλά αδυνατώ να καταλάβω


κάτι σημαντικό. Λέτε ότι φοβηθήκατε να φέρετε εις πέρας το
σχέδιο, οπότε δεν πήγατε στο ξενοδοχείο στις έξι. Ωστόσο το
σχέδιο εκτυλίχθηκε και χωρίς εσάς, καταπώς φαίνεται. Η
μόνη παρέκκλιση ήταν ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους αυτοκτόνησε
– σωστά; Έβαλε ο ίδιος το δηλητήριο στο ποτό του, αντί να
του το δώσετε εσείς. Είναι ορθά όσα έχω πει μέχρι στιγμής,
μαντμουαζέλ;»
«Είναι, ναι».

«Σ’ αυτή την περίπτωση, αν η μόνη λεπτομέρεια που


άλλαξε είναι ότι ο Ρίτσαρντ Νέγκους αυτοκτόνησε, αντί να
τον σκοτώσετε εσείς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι τρεις
θάνατοι έλαβαν χώρα σύμφωνα με το σχέδιο: αφού
παραγγέλθηκε το απογευματινό, μεταξύ επτά και τέταρτο και
οκτώ το βράδυ. Έτσι δεν είναι, δεσποινίς Χομπς;»

«Έτσι», είπε η Τζένι. Δεν ακουγόταν και τόσο σίγουρη όσο


πριν από λίγο.

«Τότε πώς, σας ρωτώ, μπορεί να αποτελούσε μέρος του


σχεδίου η συμβολή σας στο θάνατο του Ρίτσαρντ Νέγκους;
Μας είπατε ότι σκοπεύατε να με συναντήσετε στο καφέ
Πλέζαντ λίγο μετά τις επτάμισι το ίδιο βράδυ, ξέροντας ότι θα
βρισκόμουν εκεί για το συνηθισμένο δείπνο μου της Πέμπτης.
Θα ήταν αδύνατον να βρεθείτε από το ξενοδοχείο Μπλόξχαμ
στο καφέ Πλέζαντ σε λιγότερο από μισή ώρα. Είναι ανέφικτο,
όποια διαδρομή κι αν ακολουθούσατε.
Επομένως, αν η Άιντα Γκράνσμπερι είχε σκοτώσει τη Χάριετ
Σίπελ και αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους είχε σκοτώσει την Άιντα
Γκράνσμπερι το συντομότερο δυνατόν, μετά τις επτά και
τέταρτο, δεν θα είχατε έπειτα το χρόνο να σκοτώσετε τον
Ρίτσαρντ Νέγκους στο δωμάτιο 238 και να φτάσετε στο
Πλέζαντ την ώρα που σκοπεύατε – στις επτάμισι. Περιμένετε
να πιστέψουμε ότι, παρά τις σχολαστικές ετοιμασίες για το
σχέδιο, κανένας δεν σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν
πρακτικώς αδύνατον;»

Το πρόσωπο της Τζένι είχε πανιάσει. Την ίδια αίσθηση είχα


και για το δικό μου, αν και δεν μπορούσα να το δω.

Ήταν ένα τόσο προφανές σφάλμα στην ιστορία της αυτό


που είχε επισημάνει ο Πουαρό, κι ωστόσο μου είχε διαφύγει.
Δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυαλό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 - Η αληθινή Άιντα Γκράνσμπερι

Ο Σάμιουελ Κιντ χαχάνισε, γυρίζοντας απ’ την άλλη, για να


μην τον δουν. Είπε: «Κύριε Πουαρό, για κάποιον που
καυχιέται για τις ικανότητές του ως ντετέκτιβ, δεν είστε και
πολύ έξυπνος – έτσι; Έχω ακούσει την Τζένι να μιλά για το
σχέδιο περισσότερες φορές απ’ ό,τι εσείς, γι’ αυτό να είστε
βέβαιος. Οι φόνοι δεν επρόκειτο να λάβουν χώρα στις επτά
και τέταρτο. Δεν ξέρω πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα. Το σχέδιο
έλεγε ότι οι φόνοι θα πραγματοποιηθούν λίγο μετά τις έξι.
Ούτε η παραγγελία του απογευματινού στις επτά και τέταρτο
ήταν μέρος του σχεδίου».

«Ακριβώς», είπε η Τζένι. Έχοντας βρει τρόπο διαφυγής


από την παγίδα χάρη στον εύστροφο πρώην αρραβωνιαστικό
της, έμοιαζε να ’χει ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της.
«Μπορώ απλώς να συμπεράνω ότι η αδυναμία μου να
φτάσω στις έξι, όπως είχαμε συμφωνήσει, προκάλεσε μια
καθυστέρηση. Οι υπόλοιποι θα ήθελαν να συζητήσουν την
απουσία μου. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση τους. Η
συζήτηση για τις επόμενες ενέργειές τους μπορεί να πήρε
ώρα».

«Α, βεβαίως. Ωστόσο δεν με διορθώσατε προ ολίγου,


όταν είπα ότι οι θάνατοι έλαβαν χώρα βάσει σχεδίου: μεταξύ
επτά και τέταρτο και οκτώ η ώρα. Ούτε είπατε ότι η
παραγγελία του αργοπορημένου απογευματινού δεν ήταν
μέρος του σχεδίου».

«Λυπάμαι. Έπρεπε να σας είχα διορθώσει», είπε η Τζένι.


«Εγώ να... θέλω να πω..., όλ’ αυτά μ’ έχουν ταράξει πολύ».

«Και τώρα λέτε ότι, σύμφωνα με το σχέδιο, οι τρεις φόνοι


είχαν προγραμματιστεί για τις έξι;»

«Μάλιστα, και θα είχαν ολοκληρωθεί στις επτά παρά


τέταρτο, ώστε μέχρι τις επτάμισι να προλάβω να πάω στο
καφέ Πλέζαντ».

«Σε αυτή την περίπτωση, έχω μια άλλη ερώτηση για σας,
μαντμουαζέλ. Για ποιο λόγο το σχέδιο όριζε να περιμένει ο
κύριος Κιντ μία ολόκληρη ώρα, μετά το θάνατο της Χάριετ,
της Άιντα και του Ρίτσαρντ, και μετά τη δική σας αναχώρηση
από το ξενοδοχείο, προτού αφήσει το σημείωμα στη
ρεσεψιόν; Γιατί να μην το αφήσει, λόγου χάρη, στις επτά και
τέταρτο ή ακόμη και στις επτάμισι; Γιατί στις οκτώ;»

Η Τζένι τραβήχτηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα. «Και γιατί


όχι;» είπε με θράσος. «Τι θα έβλαπτε να περιμένει λίγο;»

«Οι ερωτήσεις σας είναι λιγάκι χαζές, κύριε Πουαρό», είπε


ο Σαμ Κιντ.
«Δεν θα έβλαπτε διόλου, μαντμουαζέλ, συμφωνώ
απολύτως. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Γιατί
χρειαζόταν οπωσδήποτε ν’ αφήσει ένα σημείωμα; Γιατί να
μην περιμένει ώσπου ν’ ανακαλύψουν οι καμαριέρες του
ξενοδοχείου τα τρία πτώματα το πρωί της επομένης; Τζένι!
Μην κοιτάζετε τον Σάμιουελ Κιντ. Τον Ηρακλή Πουαρό να
κοιτάζετε! Απαντήστε στην ερώτησή μου».

«Δεν... δεν ξέρω! Μπορεί ο Ρίτσαρντ...»

«Όχι! Τέρμα τα ψέματα!» τη διέκοψε ο Πουαρό. «Αν δεν


σκοπεύετε να απαντήσετε στην ερώτησή μου, επιτρέψτε μου
εμένα να συνεχίσω. Είπατε στον κύριο Κιντ ν’ αφήσει το
σημείωμα στη ρεσεψιόν λίγο μετά τις οκτώ, διότι εξαρχής
ήταν μέρος του σχεδίου να φανεί ότι οι φόνοι διαπράχθηκαν
μεταξύ επτά και τέταρτο και οκτώ η ώρα!»

Ο Πουαρό στράφηκε πάλι στο κοινό, που


παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια. «Ας σκεφτούμε το
απογευματινό για τρεις που παραγγέλθηκε και παραδόθηκε
στο 317, στο δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι. Ας
υποθέσουμε ότι τα τρία εκούσια θύματα, προβληματισμένα με
την απουσία της Τζένι Χομπς, δεν ήξεραν τι να κάνουν κι έτσι
πήγαν στο δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι για να
συζητήσουν το ζήτημα. Κάτσπουλ, αν ήσασταν έτοιμος να
εκτελεστείτε αυτοβούλως για ένα παλιό σας αμάρτημα, θα
παραγγέλνατε κέικ και σκόουνς προηγουμένως;»

«Όχι. Θα ήμουν υπερβολικά αγχωμένος για να φάω ή να


πιω οτιδήποτε».

«Ίσως το συγκεκριμένο τρίο, αυτοί οι εκτελεστές θεώρησαν


σημαντικό να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για το βαρύ
καθήκον που τους περίμενε», είπε ο Πουαρό και συνέχισε τις
εικασίες: «Κι έπειτα, όταν έφτασε το φαγητό, δεν είχαν
κουράγιο να φάνε. Όμως τότε πού εξαφανίστηκαν τόσα
εδέσματα;»

«Εμένα ρωτάτε;» είπε η Τζένι. «Δυστυχώς δεν ξέρω,


καθώς δεν ήμουν μπροστά».

«Για να επιστρέψουμε στον χρονικό προσδιορισμό των


δολοφονιών», είπε ο Πουαρό. «Ο ιατροδικαστής ήταν της
γνώμης ότι ο θάνατος επήλθε και στις τρεις περιπτώσεις
ανάμεσα στις τέσσερις και στις οκτώμισι. Κατόπιν, τα
αποδεικτικά στοιχεία περιόρισαν αυτό το χρονικό διάστημα
μεταξύ επτά και τέταρτο και οκτώ και δέκα.

»Ε λοιπόν, ας εξετάσουμε τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο


σερβιτόρος Ράφαλ Μπόμπακ είδε και τα τρία θύματα εν ζωή
στις επτά και τέταρτο, όταν παρέδωσε την παραγγελία στο
δωμάτιο 317. Ο Τόμας Μπρίγκνελ είδε τον Ρίτσαρντ Νέγκους
στις επτά και μισή στο λόμπι του ξενοδοχείου. Τότε ο
Νέγκους τον φιλοφρόνησε για το φίλεργο πνεύμα του, του
ζήτησε να βεβαιωθεί ότι το τσάι και τα εδέσματα θα
χρεώνονταν στον δικό του λογαριασμό και παρήγγειλε
επιπλέον ένα τσέρι. Όπως φαίνεται, αποκλείεται να συνέβη
κάποιος από τους φόνους πριν από τις επτά και τέταρτο,
επίσης ότι ο φόνος του Ρίτσαρντ Νέγκους αποκλείεται να
συνέβη πριν από τις επτά και μισή.

»Ωστόσο, υπάρχουν διάφορες λεπτομέρειες που δεν


συνάδουν με αυτή την ιστορία. Πρώτον, η εξαφάνιση του
φαγητού που δεν καταναλώθηκε από τα θύματα. Δεν πιστεύω
ότι οποιοσδήποτε ετοιμάζεται να σκοτώσει για πρώτη φορά
στη ζωή του θα ήθελε πρώτα να φάει ένα γλύκισμα. Οπότε,
γιατί να παραγγείλουν ένα σωρό εδέσματα, τα οποία κανένας
δεν είχε πρόθεση να καταναλώσει, αν όχι για να δείξουν σ’
έναν αυτόπτη μάρτυρα ότι ήταν ζωντανοί στις επτά και
τέταρτο; Και για ποιο λόγο ήταν αναγκαίο τα θύματά μας να
θεαθούν εκείνη ακριβώς την ώρα;

»Μπορώ να σκεφτώ μόνο μία πιθανή αιτιολογία που να


συμβαδίζει με τους ισχυρισμούς της Τζένι Χομπς: αν οι
συνωμότες μας ήξεραν –με κάποιο τρόπο– ότι η Νάνσι
Ντουκέιν δεν είχε αξιόπιστο άλλοθι για το διάστημα μεταξύ
επτά και τέταρτο και οκτώ και τέταρτο, ίσως ήθελαν να
δώσουν την εντύπωση πως τότε πραγματοποιήθηκαν οι
φόνοι. Όμως η Νάνσι Ντουκέιν έχει άλλοθι για εκείνη την
ώρα – έτσι δεν είναι, λαίδη Ουάλας;»

Η Λουίζα Ουάλας σηκώθηκε. «Έχει, μάλιστα. Ήταν μ’


εμένα και το σύζυγό μου μέχρι τις δέκα περίπου, δειπνώντας
στο σπίτι μας».

«Merci beaucoup, μαντάμ. Επομένως μπορώ να σκεφτώ


μόνο ένα λόγο για τον οποίο ήταν τόσο σημαντικό να
δώσουν την εντύπωση ότι οι τρεις θάνατοι επήλθαν μεταξύ
επτά και τέταρτο και οκτώ και δέκα: διότι στο διάστημα αυτό
η Τζένι Χομπς θα είχε ακλόνητο άλλοθι. Εγώ, ο Ηρακλής
Πουαρό, θα ήξερα πολύ καλά ότι ήταν αδύνατον να
βρισκόταν στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ στο διάστημα εκείνο,
διότι ήταν μαζί μου, στο καφέ Πλέζαντ, από τις οκτώ παρά
είκοσι πέντε μέχρι τις οκτώ παρά δέκα, κι έχω ήδη αναφερθεί
στο χρόνο που απαιτεί η διαδρομή.

»Πλάι σε όλα αυτά καταθέτω την πεποίθησή μου ότι οι


τρεις θάνατοι δεν συνέβησαν μεταξύ επτά και τέταρτο και
οκτώ και δέκα, οπότε αρχίζω να αναρωτιέμαι: Γιατί να μπουν
σε τόσο κόπο προκειμένου να φανεί ότι η Τζένι Χομπς ήταν
αδύνατον να έχει διαπράξει τους φόνους, αν δεν τους είχε
όντως διαπράξει;»
Η Τζένι πετάχτηκε από την καρέκλα της μ’ ένα σάλτο.
«Δεν σκότωσα κανέναν! Τ’ ορκίζομαι! Φυσικά και πέθαναν
μεταξύ επτά και τέταρτο και οκτώ η ώρα – όλοι το
καταλαβαίνουν εκτός από σας!»

«Καθίστε κάτω και κάντε ησυχία, δεσποινίς Χομπς. Θα


μιλήσετε όταν έχω κάτι να σας ρωτήσω», είπε παγερά ο
Πουαρό.

Το πρόσωπο του Σάμιουελ Κιντ είχε συστραφεί από οργή.


«Απ’ το μυαλό σας τα βγάζετε όλα αυτά, κύριε Πουαρό! Πού
ξέρετε ότι δεν παρήγγειλαν το φαγητό επειδή λύσσαγαν της
πείνας; Επειδή εσείς κι εγώ δεν θα πεινούσαμε στη θέση τους,
δεν σημαίνει ότι ούτε αυτοί πεινούσαν».

«Και τότε γιατί δεν το άγγιξαν, κύριε Κιντ;» ρώτησα. «Πού


πήγαν όλα αυτά τα σάντουιτς και τα κέικ;»

«Το καλύτερο απογευματινό σ’ ολόκληρο το Λονδίνο!»


μουρμούρισε ο Λούκα Λατσάρι.

«Θα σας πω πού πήγαν, Κάτσπουλ», είπε ο Πουαρό. «Ο


δολοφόνος μας έκανε λάθος σε ό,τι αφορούσε το
απογευματινό – ένα απ’ τα πολλά του λάθη. Αν το φαγητό
είχε μείνει άθικτο στο δωμάτιο 317, για να το βρει η
αστυνομία, κανένα μυστήριο δεν θα προέκυπτε. Όλοι θα
υπέθεταν ότι ο δολοφόνος εμφανίστηκε προτού ξεκινήσει το
γεύμα κι έτσι τους στέρησε την ευτυχία να το απολαύσουν.
Όμως ο δολοφόνος θεώρησε ότι θα εγείρουν υποψίες όλα
αυτά τα άθικτα εδέσματα. Δεν ήθελε κανένας να αναρωτηθεί:
“Γιατί παρήγγειλαν τόσα πράγματα και δεν τα έφαγαν;”»

«Τότε τι απέγινε το φαγητό;» ρώτησα. «Πού


εξαφανίστηκε;»

«Οι συνωμότες το απομάκρυναν από τον τόπο του


εγκλήματος. Ω, ναι, κυρίες και κύριοι, υπήρξε δίχως άλλο
συνωμοσία για την εκτέλεση των τριών φόνων! Σε περίπτωση
που δεν έχει ακόμα καταστεί σαφές: Η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα
Γκράνσμπερι και ο Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν όλοι νεκροί πολύ
πριν από τις επτά και τέταρτο το βράδυ της εν λόγω
Πέμπτης».

Ο Λούκα Λατσάρι έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. «Μεσιέ


Πουαρό, συγχωρήστε μου τη διακοπή, αλλά οφείλω να πω
ότι ο Ράφαλ Μπόμπακ, ο πλέον έμπιστος σερβιτόρος μου,
ποτέ δεν θα ’λεγε ψέματα. Είδε τα τρία θύματα να χαίρουν
άκρας υγείας, όταν παρέδωσε το φαγητό στις επτά και
τέταρτο. Σώα και αβλαβή! Πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος».

«Δεν κάνω λάθος. Παρόλο που από μία άποψη έχετε δίκιο:
Ο σερβιτόρος σας, ο Ράφαλ Μπόμπακ, είναι όντως
υποδειγματικός μάρτυρας. Αναμφίβολα είδε τρία άτομα στο
δωμάτιο 317, όταν παρέδωσε το απογευματινό, μόνο που
αυτά τα άτομα δεν ήταν η Χάριετ Σίπελ, η Άιντα Γκράνσμπερι
και ο Ρίτσαρντ Νέγκους».

Πνιχτά επιφωνήματα κατάπληξης γέμισαν την τραπεζαρία.


Έβγαλα κι εγώ ένα, στύβοντας το μυαλό μου για να σκεφτώ
ποιοι μπορεί να ήταν εκείνοι οι τρεις. Όχι η Τζένι Χομπς, διότι
την ίδια ώρα ήταν καθ’ οδόν προς το καφέ Πλέζαντ. Τότε
ποιος;

«Πουαρό», είπα νευρικά. «Διατείνεστε ότι τρία άτομα


υποδύθηκαν τα θύματα, προκειμένου να δώσουν την
εντύπωση ότι αυτά ήταν ακόμα ζωντανά, όταν παραδόθηκε
το απογευματινό;»

«Όχι ακριβώς, όχι. Στην πραγματικότητα, δύο άτομα


υποδύθηκαν τα θύματα. Το τρίτο άτομο, η Άιντα
Γκράνσμπερι... λυπάμαι, αλλά δεν επρόκειτο για
αντικαταστάτρια, μα για την ίδια την Άιντα Γκράνσμπερι.
Κύριε Μπόμπακ, θυμάστε τι μου είπατε ότι άθελά σας
ακούσατε, όταν πήγατε το δίσκο στο δωμάτιο 317; Εγώ τα
θυμάμαι λέξη προς λέξη, καθώς μου περιγράψατε την
αυτήκοη μαρτυρία σας δύο φορές. Θα σας πείραζε να τα
επαναλάβω για όλους τους υπολοίπους;»
«Όχι, κύριε, καθόλου».

«Merci. Φτάνοντας βρήκατε τα τρία θύματα ζωντανά, να


συζητούν για κάποιους γνωστούς τους. Ακούσατε τη Χάριετ
Σίπελ, ή τη γυναίκα που αργότερα προσφώνησε “Χάριετ” ο
άντρας που βρισκόταν στο δωμάτιο, να λέει: “Δεν είχε άλλη
επιλογή – έτσι δεν είναι; Δεν της εμπιστεύεται πια τα μυστικά
του. Αποκλείεται να τον ενδιαφέρει τώρα πια. Έχει παρατήσει
τον εαυτό της, χώρια που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του σ’
αυτή την ηλικία. Όχι, αν ήθελε να μάθει τι τον απασχολούσε,
δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί τη συνάντηση με τη
γυναίκα που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του, και να την
ακούσει”.

»Τότε, ο άντρας στο δωμάτιο γύρισε προς το μέρος της και


είπε: “Έλα, Χάριετ, δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις. Η Άιντα
σοκάρεται εύκολα. Με το μαλακό να της τα λες”. Υπήρξα
ακριβής μέχρι στιγμής, κύριε Μπόμπακ;»

«Μάλιστα, κύριε».

«Έπειτα μου είπατε πως είτε η Άιντα είτε η Χάριετ είπε κάτι
άλλο που δεν συγκρατήσατε και μετά ο άντρας που
υποθέσατε πως ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους είπε: “Ποιο μυαλό
του; Ο άνθρωπος δεν έχει μυαλό. Και διαφωνώ κάθετα με
τον ισχυρισμό σας για τη διαφορά ηλικίας”. Σ’ εκείνο το
σημείο η γυναίκα που παρίστανε τη Χάριετ γέλασε και είπε:
“Ε, αφού κανένας μας δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι έχει δίκιο,
ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε!” Σωστά;»

Ο Ράφαλ Μπόμπακ επιβεβαίωσε πάλι τα λεγόμενα του


Πουαρό.

«Ωραία. Θα μπορούσα να σας υποδείξω, κύριε Μπόμπακ,


ότι το σχόλιο που έκανε είτε η Άιντα είτε η Χάριετ, αυτό που
δεν θυμάστε, στην πραγματικότητα ειπώθηκε από τη Χάριετ;
Είμαι πεπεισμένος –απολύτως πεπεισμένος!– ότι δεν
ακούσατε την Άιντα Γκράνσμπερι να ξεστομίζει λέξη όσο
ήσασταν στο δωμάτιο και ότι δεν είδατε το πρόσωπό της
επειδή καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα».

Ο Μπόμπακ συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να


συγκεντρωθεί. «Νομίζω ότι έχετε δίκιο, κύριε Πουαρό. Όχι,
δεν είδα το πρόσωπο της Άιντα Γκράνσμπερι. Και... δεν
νομίζω ότι την άκουσα να μιλάει, τώρα που το λέτε».

«Δεν την ακούσατε να μιλάει, μεσιέ, για τον απλούστατο


λόγο ότι η Άιντα Γκράνσμπερι, καθισμένη σε μια πολυθρόνα
με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα, είχε ήδη
δολοφονηθεί στις επτά και τέταρτο. Το τρίτο άτομο στο
δωμάτιο 317, όταν παραδώσατε το απογευματινό, ήταν ήδη
νεκρό!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 - Η γαλάζια κανάτα και η ασορτί λεκάνη

Ορισμένοι έβγαλαν επιφωνήματα σαστιμάρας. Πολύ πιθανόν


να ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Ήταν παράξενο, έχω δει ένα
σωρό πτώματα, εξαιτίας της δουλειάς μου στη Σκότλαντ
Γιαρντ, και κατά περίσταση έχω βρει το θέαμά τους
ενοχλητικό· ωστόσο κανένα πτώμα δεν θα μπορούσε να είναι
τόσο φρικιαστικό όσο εκείνο μιας νεκρής γυναίκας –
τοποθετημένης σαν να είναι ζωντανή– ανάμεσα σε φίλους
που απολαμβάνουν με ευθυμία το απογευματινό τους τσάι.

Ο φουκαράς ο Ράφαλ Μπόμπακ έτρεμε σύγκορμος, ακόμη


και τα χείλη του· δίχως άλλο συλλογιζόταν ότι είχε βρεθεί πιο
κοντά σ’ αυτή τη φρικαλεότητα απ’ ό,τι θα ήθελε να βρεθεί
οποιοσδήποτε άλλος.

«Γι’ αυτό τα εδέσματα έπρεπε να παραδοθούν στο


δωμάτιο της Άιντα Γκράνσμπερι», εξακολούθησε ο Πουαρό.
«Το δωμάτιο του Ρίτσαρντ Νέγκους, το 238, θα ήταν το πιο
βολικό σημείο συνάντησης για τα τρία θύματα, καθώς
βρισκόταν στον ενδιάμεσο όροφο από τ’ άλλα δύο δωμάτια.
Το απογευματινό θα χρεωνόταν στο λογαριασμό του
Νέγκους αυτομάτως, χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσει ο ίδιος.
Αλλά, βεβαίως, στο δωμάτιο 238 δεν θα μπορούσε να δει ο
Ράφαλ Μπόμπακ και τα τρία θύματα εν ζωή στις επτά και
τέταρτο! Διότι αυτό προϋπέθετε τη μεταφορά του πτώματος
της Άιντα Γκράνσμπερι από το δωμάτιό της, το 317, όπου
είχε δολοφονηθεί πριν από μερικές ώρες, μέσα απ’ τους
διαδρόμους του ξενοδοχείου και ίσαμε το δωμάτιο του
Ρίτσαρντ Νέγκους, το 238. Θα ήταν υπερβολικά μεγάλο
ρίσκο. Όλο και κάποιος θα τους έβλεπε».

Τα σοκαρισμένα πρόσωπα του εμβρόντητου πλήθους ήταν


ένα απίστευτο θέαμα. Αναρωτιόμουν πόσο σύντομα ο Λούκα
Λατσάρι θα χρειαστεί να αναζητήσει καινούριο προσωπικό.
Εγώ πάντως δεν είχα καμία πρόθεση να ξαναπάω στο
Μπλόξχαμ, όταν η δυσάρεστη αυτή υπόθεση φτάσει στο
τέλος της, και φανταζόμουν ότι πολλοί παρευρισκόμενοι
έτρεφαν τα ίδια ακριβώς αισθήματα.

Ο Πουαρό συνέχισε τις εξηγήσεις του. «Σκεφτείτε, κυρίες


και κύριοι, τη μεγαλοψυχία, τη γενναιοδωρία του Ρίτσαρντ
Νέγκους. Α, πόσο ανοιχτοχέρης ήταν, επιμένοντας να
πληρώσει το απογευματινό και καλύπτοντας τα έξοδα
μετακίνησης της Χάριετ και της Άιντα, μέχρι και τα
αυτοκίνητα που θα τις έφερναν στο ξενοδοχείο. Για ποιο
λόγο να μην έρθουν με το ίδιο τρένο και να μη μοιραστούν το
κόμιστρο για τη μεταφορά τους απ’ το σταθμό ως το
ξενοδοχείο; Και γιατί ο Ρίτσαρντ Νέγκους ήθελε τόσο
παθιασμένα να βεβαιωθεί ότι ο λογαριασμός για την
παραγγελία θα επιβάρυνε τον ίδιο, όταν ήξερε ότι αυτός, η
Χάριετ Σίπελ και η Άιντα Γκράνσμπερι θα είναι νεκροί λίγη
ώρα αργότερα;»

Πολύ καλή ερώτηση. Όλες οι επισημάνσεις του Πουαρό


ήταν καίριες και, εκτός αυτού, ήταν πράγματα που θα ’πρεπε
να είχα σκεφτεί. Κατά κάποιο τρόπο είχα αποτύχει να
διακρίνω ότι ένα σωρό πτυχές της ιστορίας της Τζένι Χομπς
δεν ταίριαζαν με τα δεδομένα της υπόθεσης. Πώς ήταν
δυνατόν να μου διαφύγουν τόσο χονδροειδείς ανακολουθίες;

Ο Πουαρό είπε: «Ο άντρας που υποδύθηκε τον Ρίτσαρντ


Νέγκους στις επτά και τέταρτο, για να τον δει ο Ράφαλ
Μπόμπακ, και πάλι στις επτά και μισή, για να τον δει ο Τόμας
Μπρίγκνελ, δεν ενδιαφερόταν για κανένα λογαριασμό! Ήξερε
ότι ούτε αυτός ούτε οι συνεργοί του θα χρειαστεί να
πληρώσουν. Είχε βγει από το δωμάτιο για να πετάξει το
φαγητό. Πώς το μετέφερε; Σε μια βαλίτσα!

»Κάτσπουλ, θυμάστε τον άστεγο που είδατε κοντά στο


ξενοδοχείο, στη διαδρομή μας με το λεωφορείο; Έναν άντρα
που έτρωγε φαγητά μέσα από μια βαλίτσα; “Σκάει από
ευτυχία”, έτσι μου είχατε πει. Και μήπως θυμάστε αν τον
είχατε δει να τρώει κάτι συγκεκριμένο;»

«Ω Θεέ μου! Ναι, θυμάμαι! Έτρωγε ένα... ένα κομμάτι


κέικ!»
Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά. «Από τη βαλίτσα που
βρήκε πεταμένη κοντά στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ,
αναπάντεχα γεμάτη με εδέσματα για τρία άτομα! Τώρα έχω
άλλη μια δοκιμασία για τη μνήμη σας, mon ami: Θυμάστε
που μου είχατε πει, στην πρώτη μου επίσκεψη στο Μπλόξχαμ,
ότι η Άιντα Γκράνσμπερι είχε φέρει μαζί της τόσα ρούχα που
γέμιζαν ολόκληρη ντουλάπα; Κι ωστόσο είχε μόνο μία
βαλίτσα στο δωμάτιό της – όπως ο Ρίτσαρντ Νέγκους και η
Χάριετ Σίπελ, οι οποίοι είχαν φέρει πολύ λιγότερα ρούχα μαζί
τους. Σήμερα το απόγευμα, που σας ζήτησα να μαζέψετε τα
πράγματα της Άιντα Γκράνσμπερι στη βαλίτσα της, τι
ανακαλύψατε;»

«Ότι δεν χωρούσαν», είπα, νιώθοντας σαν πρωταθλητής


στο αγώνισμα της βλακείας. Φαίνεται πως ήμουν
καταδικασμένος να νιώσω ηλίθιος σχετικά με τη βαλίτσα της
Άιντα Γκράνσμπερι, μόνο που τώρα ένιωθα έτσι για
διαφορετικό λόγο απ’ ό,τι πριν.

«Κατηγορήσατε τον εαυτό σας», είπε ο Πουαρό. «Αυτή


είναι κατά κανόνα η τάση σας, αλλά στην πραγματικότητα
ήταν αδύνατον να χωρέσουν όλα τα ρούχα σε μία βαλίτσα,
διότι είχαν μεταφερθεί στο Μπλόξχαμ μέσα σε δύο βαλίτσες.
Ούτε καν ο Ηρακλής Πουαρό δεν θα κατάφερνε να τα
στριμώξει!»
Στο συγκεντρωμένο προσωπικό του ξενοδοχείου, είπε:
«Αφού πέταξε τη βαλίτσα με το φαγητό, επιστρέφοντας στο
Μπλόξχαμ, ο άντρας αυτός πέτυχε τον βοηθό ρεσεψιονίστ,
τον κύριο Τόμας Μπρίγκνελ, κοντά στην πόρτα της
τραπεζαρίας, όπου βρισκόμαστε. Γιατί έπιασε κουβέντα μαζί
του σχετικά με το λογαριασμό; Για έναν και μόνο λόγο: Για
να αποτυπωθεί στη μνήμη του Μπρίγκνελ η εντύπωση ότι ο
Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν ακόμα ζωντανός στις επτά και μισή.

»Παίζοντας το ρόλο του Νέγκους, είπε κάτι ανακριβές: ότι


εκείνος είχε την οικονομική άνεση να πληρώσει, σε αντίθεση
με τη Χάριετ Σίπελ και την Άιντα Γκράνσμπερι. Όμως αυτό
δεν ήταν αλήθεια! Ο κύριος Χένρι Νέγκους, ο αδελφός του
Ρίτσαρντ, μπορεί να επιβεβαιώσει ότι ο Ρίτσαρντ δεν είχε
έσοδα κι ότι του είχαν μείνει ελάχιστα χρήματα από την
οικογενειακή περιουσία· αλλά ο άντρας που υποδύθηκε τον
Ρίτσαρντ Νέγκους δεν το γνώριζε αυτό. Υπέθεσε ότι ο
Ρίτσαρντ Νέγκους –καθώς ήταν ένας τζέντλεμαν και
αλλοτινός δικηγόρος– θα είχε σίγουρα πολλά λεφτά.

»Όταν ο Χένρι Νέγκους μίλησε για πρώτη φορά στον


Κάτσπουλ και σ’ εμένα, μας είπε ότι από τη μέρα που
μετακόμισε στο Ντέβον, ο αδελφός του ο Ρίτσαρντ ήταν
κατηφής και απαισιόδοξος. Ένας ερημίτης δίχως όρεξη για
ζωή – σωστά, κύριε Νέγκους;»
«Δυστυχώς, έτσι ήταν», είπε ο Χένρι Νέγκους.

«Ερημίτης! Και σας ρωτώ, σας φαίνεται ο άντρας αυτός


ικανός να καλοπερνάει με κέικ και τσέρι, κουτσομπολεύοντας
ανέμελα με δυο γυναίκες σ’ ένα ξενοδοχείο πολυτελείας του
Λονδίνου; Όχι! Ο άντρας που παρέλαβε το απογευματινό
από τον Ράφαλ Μπόμπακ και στον οποίο ο Τόμας
Μπρίγκνελ σέρβιρε το τσέρι δεν ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους. Ο
άντρας αυτός, φιλοφρονώντας τον κύριο Μπρίγκνελ για την
αποδοτικότητά του, είπε κατά προσέγγιση τα εξής: “Ξέρω ότι
μπορώ να επαφίεμαι σ’ εσάς γι’ αυτό, μια και είστε τόσο
ικανός, χρεώστε το τσάι και τα εδέσματα στο λογαριασμό
μου: Ρίτσαρντ Νέγκους, δωμάτιο 238”.

»Τα λόγια του είχαν σκοπό να κάνουν τον Τόμας


Μπρίγκνελ να πιστέψει ότι αυτός –ο Ρίτσαρντ Νέγκους– είχε
ήδη γνωρίσει τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες που παρείχε ο
υπάλληλος και ως εκ τούτου πρέπει να είχαν συναντηθεί και
στο παρελθόν. Ο κύριος Μπρίγκνελ ίσως ένιωσε λίγο ένοχος,
διότι δεν θυμόταν τις προηγούμενες φορές που είχε
εξυπηρετήσει τον Νέγκους, και αποφάσισε να μην τον ξεχάσει
ποτέ ξανά. Από εκεί κι έπειτα θα θυμόταν τον άντρα αυτόν.
Φυσικά, δουλεύοντας σ’ ένα μεγάλο λονδρέζικο ξενοδοχείο,
συναντά καθημερινά ένα σωρό κόσμο, εκατοντάδες άντρες
και γυναίκες! Είμαι βέβαιος ότι συχνά οι επισκέπτες τον
αναγνωρίζουν και θυμούνται τ’ όνομά του, ενώ αυτός έχει
ξεχάσει το δικό τους – άλλωστε, οι επισκέπτες δεν είναι παρά
μια ενιαία μάζα!»

«Με συγχωρείτε, μεσιέ Πουαρό», είπε ο Λούκα Λατσάρι,


σπεύδοντας προς το μέρος του. «Σε γενικές γραμμές, έχετε
δίκιο, αλλά όχι και στην περίπτωση του Τόμας Μπρίγκνελ.
Έχει εξαιρετικό μνημονικό και δεν ξεχνά ποτέ πρόσωπα και
ονόματα. Ποτέ!»

Ο Πουαρό χαμογέλασε με επιδοκιμασία. «Έτσι, ε; Ωραία.


Τότε έχω δίκιο».

«Για ποιο πράγμα;» ρώτησα.

«Κάντε υπομονή και τεντώστε τ’ αυτιά σας, Κάτσπουλ. Θα


εξηγήσω την αλληλουχία των γεγονότων. Ο άντρας που
παρίστανε τον Ρίτσαρντ Νέγκους βρισκόταν στο λόμπι του
ξενοδοχείου, όταν ο αληθινός Νέγκους έφτασε την Τετάρτη,
την προηγουμένη των φόνων. Πιθανότατα ήθελε να
επιθεωρήσει το τερέν για να προετοιμαστεί για το ρόλο που
θα έπαιζε αργότερα. Όπως και να ’χει, πέτυχε την άφιξη του
Ρίτσαρντ Νέγκους. Πώς ήξερε ότι ήταν αυτός; Θα επανέλθω
στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ας πούμε απλώς ότι τον
αναγνώρισε. Είδε τον Τόμας Μπρίγκνελ να διεκπεραιώνει τη
διαδικασία με τα αναγκαία έγγραφα και έπειτα να παραδίδει
στον Νέγκους το κλειδί του δωματίου του.

»Την επομένη το βράδυ, αφού υποδύθηκε τον Νέγκους,


για να παραλάβει το απογευματινό, και αφού βγήκε από το
ξενοδοχείο για να το πετάξει, ο εν λόγω άντρας, τη στιγμή
που επέστρεφε στο δωμάτιο 317, προσπέρασε τον Τόμας
Μπρίγκνελ. Ως εύστροφο άτομο, διέκρινε μια εξαιρετική
ευκαιρία για να εδραιώσει την παραπλάνηση της αστυνομίας.
Πλεύρισε τον Μπρίγκνελ και του απηύθυνε το λόγο σαν
αυτός, ο απατεώνας, να ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους,
υπενθυμίζοντας το όνομά του και αφήνοντας να εννοηθεί ότι
είχαν ξαναμιλήσει.

»Στην πραγματικότητα, ο Τόμας Μπρίγκνελ τον


συναντούσε για πρώτη φορά, αλλά θυμόταν το όνομα από
την προτεραία, όταν παρέδωσε στον Ρίτσαρντ Νέγκους το
κλειδί του δωματίου του. Τώρα, απροσδόκητα, ένας άντρας
τού απευθύνεται σε τόνο φιλικό, εμπιστευτικό και οικείο
αποκαλώντας τον με το μικρό του όνομα. Ο Τόμας
Μπρίγκνελ υποθέτει ότι πρέπει να είναι ο Ρίτσαρντ Νέγκους.
Δεν θυμάται το πρόσωπό του, μα απλώς κατηγορεί τον εαυτό
του γι’ αυτό το κενό μνήμης».

Το πρόσωπο του Τόμας Μπρίγκνελ είχε κοκκινίσει σαν το


κρασί.
Ο Πουαρό εξακολούθησε: «Ο άντρας που υποδυόταν τον
Ρίτσαρντ Νέγκους παρήγγειλε ένα ποτήρι τσέρι. Γιατί; Για να
παρατείνει λιγάκι την επαφή του με τον Τόμας Μπρίγκνελ και
κατ’ επέκταση να εντυπωθεί ακόμη πιο ανεξίτηλα στη μνήμη
του; Για να καλμάρει τα νεύρα του με λίγο αλκοόλ;
Ενδεχομένως και για τους δύο αυτούς λόγους.

»Και τώρα επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση: Στα


υπολείμματα του ποτηριού του τσέρι βρέθηκε υδροκυάνιο,
όπως και στα φλιτζάνια του τσαγιού της Χάριετ Σίπελ και της
Άιντα Γκράνσμπερι. Όμως ο θάνατος των τριών θυμάτων δεν
επήλθε ούτε από το τσάι ούτε από το τσέρι. Θα ήταν
αδύνατον. Τα ροφήματα και το ποτό έφτασαν υπερβολικά
αργά για να τα σκοτώσουν, αφότου οι φόνοι είχαν
διαπραχθεί. Το ποτήρι του τσέρι και τα φλιτζάνια στα
τραπεζάκια πλάι στα πτώματα είχαν σημασία για τη
σκηνοθεσία του τόπου του εγκλήματος, για να
δημιουργήσουν την επίπλαστη εντύπωση ότι οι φόνοι
συνέβησαν μετά τις επτά και τέταρτο.

»Στην πραγματικότητα, το υδροκυάνιο που σκότωσε τη


Χάριετ Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον Ρίτσαρντ
Νέγκους τούς χορηγήθηκε πολύ νωρίτερα και με άλλο τρόπο.
Υπάρχει ένα νεροπότηρο στο λαβομάνο κάθε δωματίου –
έτσι δεν είναι, σινιόρ Λατσάρι;»
«Si, μεσιέ Πουαρό. Υπάρχει».

«Οπότε φαντάζομαι ότι έτσι καταναλώθηκε το δηλητήριο:


διαλυμένο σε νερό. Το ποτήρι, και στις τρεις περιπτώσεις,
απομακρύνθηκε και, αφού πλύθηκε σχολαστικά,
τοποθετήθηκε εκ νέου στη λεκάνη του λαβομάνου. Κύριε
Μπρίγκνελ», είπε ο Πουαρό, γυρίζοντας προς το μέρος του
απότομα και κάνοντας τον βοηθό ρεσεψιονίστ να σκύψει στη
θέση του, σαν κάποιος να τον είχε πυροβολήσει, «δεν σας
αρέσει να μιλάτε δημοσίως, αλλά βρήκατε το θάρρος να το
κάνετε την πρώτη φορά που μαζευτήκαμε εδώ. Μας
αναφέρατε τη συνάντησή σας με τον Νέγκους στο λόμπι,
αλλά δεν αναφερθήκατε στο τσέρι, μολονότι σας είχα ρωτήσει
γι’ αυτό συγκεκριμένα. Αργότερα ήρθατε, με βρήκατε και
προσθέσατε στην ιστορία σας τη λεπτομέρεια του τσέρι. Όταν
σας ρώτησα γιατί δεν μου την είχατε αναφέρει εξαρχής, δεν
μου απαντήσατε.

»Δεν είχα καταλάβει το λόγο, αλλά ο φίλος μου από εδώ,


ο Κάτσπουλ, είπε κάτι εξόχως εύστροφο και διαφωτιστικό.
Είπε ότι είστε ένας ευσυνείδητος άνθρωπος, που θα
απέκρυπτε πληροφορίες σε μια υπόθεση δολοφονίας μόνο
αν του προξενούσαν μεγάλη προσωπική αμηχανία και μόνο
αν ήταν βέβαιος ότι δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση.
Πέτυχε διάνα στην αξιολόγησή του – έτσι δεν είναι;»
Ο Μπρίγκνελ συμφώνησε μ’ ένα ανεπαίσθητο νεύμα.

«Επιτρέψτε μου να εξηγήσω», είπε ο Πουαρό υψώνοντας


τη φωνή, αν και μιλούσε ήδη αρκετά μεγαλόφωνα. «Όταν
συναντηθήκαμε εδώ την προηγούμενη φορά, ρώτησα αν
κάποιος από σας είχε παραδώσει το τσέρι στο δωμάτιο του
Ρίτσαρντ Νέγκους. Κανένας δεν μίλησε. Γιατί δεν είπε ο
Τόμας Μπρίγκνελ ότι ναι μεν δεν το πήγε στο δωμάτιό του,
αλλά του σέρβιρε όντως ένα ποτήρι με τσέρι από το μπαρ; Θα
σας πει ο Πουαρό γιατί! Δεν μίλησε διότι είχε αμφιβολίες και
δεν ήθελε να ρισκάρει λέγοντας κάτι που δεν ευσταθούσε.

»Ο κύριος Μπρίγκνελ ήταν το μοναδικό μέλος του


προσωπικού που είδε οποιοδήποτε από τα τρία θύματα πάνω
από μία φορά ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, είχε
παραπλανηθεί ώστε να πιστέψει πως είχε δει τον Ρίτσαρντ
Νέγκους πάνω από μία φορά. Ήξερε ότι είχε δώσει ένα
ποτήρι τσέρι σ’ έναν άντρα που αποκαλούσε εαυτόν Ρίτσαρντ
Νέγκους και φερόταν σαν να τον είχε συναντήσει ξανά, αλλά
ο άντρας αυτός δεν έμοιαζε με τον Ρίτσαρντ Νέγκους, που
είχε όντως συναντήσει ο Τόμας Μπρίγκνελ.

»Σας θυμίζω ότι ο κύριος Λατσάρι μάς είπε ότι ο κύριος


Μπρίγκνελ έχει εξαιρετικό μνημονικό σ’ ό,τι αφορά πρόσωπα
και ονόματα. Γι’ αυτό δεν μίλησε όταν ρώτησα για το τσέρι!
Τον είχαν αποσπάσει οι σκέψεις του. Μια φωνή στο μυαλό
του ψιθύριζε: “Αυτός πρέπει να ήταν, ο ίδιος άντρας· όμως
δεν ήταν αυτός, θα τον αναγνώριζα”.

»Λίγα λεπτά αργότερα, ο κύριος Μπρίγκνελ μονολογούσε:


“Τι βλάκας που είμαι! Φυσικά και ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους,
αν έτσι μου συστήθηκε! Για πρώτη φορά η μνήμη μου με
προδίδει. Επιπλέον είχε ακριβώς την ίδια φωνή με τον
Νέγκους – φωνή μορφωμένου ανθρώπου”. Φαινόταν
απίστευτο στον σχολαστικά έντιμο Τόμας Μπρίγκνελ το
ενδεχόμενο να θέλει κάποιος να υποδυθεί κάποιον άλλο,
προκειμένου να τον ξεγελάσει.

»Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο άντρας αυτός


πρέπει να ήταν ο Ρίτσαρντ Νέγκους, ο κύριος Μπρίγκνελ
αποφάσισε να έρθει και να μου πει ότι είχε συναντήσει τον
Νέγκους στο λόμπι στις επτά και μισή το βράδυ των φόνων,
αλλά ντρεπόταν υπερβολικά να αναφέρει το τσέρι, επειδή
φοβόταν ότι θα φάνταζε ηλίθιος που καθόταν σιωπηλός
όταν ρώτησα για το ποτό. Δίχως άλλο θα ρωτούσα μπροστά
σε όλους “Γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;” και ο κύριος
Μπρίγκνελ θα πέθαινε από ντροπή, όντας αναγκασμένος να
πει: “Διότι προσπαθούσα να σκεφτώ πώς γίνεται ο κύριος
Νέγκους να έχει αλλιώτικο πρόσωπο τη δεύτερη φορά που
τον συνάντησα”.

»Κύριε Μπρίγκνελ, μπορείτε να επιβεβαιώσετε ότι όσα λέω


ευσταθούν; Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε ότι θα σας
περάσουν για χαζό. Απεναντίας. Το πρόσωπο ήταν όντως
αλλιώτικο. Διότι ανήκε σ’ έναν άλλο άνθρωπο».

«Δόξα τω Θεώ», είπε ο Μπρίγκνελ. «Όσα είπατε


ευσταθούν απόλυτα, κύριε Πουαρό».

«Ασφαλώς», είπε ο Πουαρό δίχως ίχνος μετριοφροσύνης.


«Μην ξεχνάτε, κυρίες και κύριοι, ότι το ίδιο όνομα δεν
σημαίνει κατ’ ανάγκην το ίδιο άτομο. Όταν ο σινιόρ Λατσάρι
μού περιέγραψε τη γυναίκα η οποία με το όνομα Τζένι Χομπς
έκλεισε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο, νόμισα ότι επρόκειτο
πιθανότατα για την ίδια γυναίκα που είχα συναντήσει στο
καφέ Πλέζαντ. Έμοιαζε ίδια: ξανθά μαλλιά, σκούρο καφέ
καπέλο, ανοιχτό καφέ παλτό... Αλλά δύο άντρες που μόνο
μία φορά ο καθένας έχει δει μια γυναίκα που ταιριάζει με αυτή
την περιγραφή, δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ότι είδαν την
ίδια γυναίκα.

»Αυτό με βύθισε σε σκέψεις. Ήδη υποψιαζόμουν ότι ο


νεκρός Ρίτσαρντ Νέγκους, το πτώμα του οποίου είχα δει, και
ο ζωντανός Ρίτσαρντ Νέγκους, τον οποίο είχαν δει ο Ράφαλ
Μπόμπακ και ο Τόμας Μπρίγκνελ το βράδυ των φόνων,
ήταν δύο διαφορετικοί άντρες. Τότε θυμήθηκα πως μου είχαν
πει ότι το βράδυ της Τετάρτης, όταν αφίχθη στο Μπλόξχαμ,
ο Ρίτσαρντ Νέγκους εξυπηρετήθηκε από τον Τόμας
Μπρίγκνελ. Αν είχα δίκιο στις εικασίες μου, τότε αυτός θα
ήταν ένας άλλος Ρίτσαρντ Νέγκους, ο πραγματικός. Αίφνης
αντιλήφθηκα το πρόβλημα του Τόμας Μπρίγκνελ. Πώς
μπορούσε να πει δημόσια ότι ένας άντρας εμφανιζόταν με
δύο πρόσωπα; Όλοι θα τον περνούσαν για φρενοβλαβή!»

«Εσείς είστε ο φρενοβλαβής, κύριε Πουαρό», είπε


σαρκαστικά ο Σάμιουελ Κιντ.

Ο Πουαρό εξακολούθησε σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα.


«Ο απατεώνας αυτός μπορεί να μην έμοιαζε εμφανισιακά με
τον Ρίτσαρντ Νέγκους, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι η φωνή του
ήταν μια άψογη μίμηση. Πρόκειται για εξαίρετο μίμο, όπως κι
εσείς – έτσι δεν είναι, κύριε Κιντ;»

«Μην τον ακούτε! Λέει ψέματα!»

«Όχι, κύριε Κιντ. Εσείς λέτε ψέματα. Έχετε υποδυθεί ακόμη


κι εμένα περισσότερες από μία φορά».

Η Φι Σπρινγκ σηκώθηκε από τη θέση της, στο πίσω μέρος


της τραπεζαρίας. «Αλήθεια λέει ο κύριος Πουαρό. Έχω
ακούσει κι εγώ τον κύριο Σάμιουελ Κιντ να μιλάει μιμούμενος
την προφορά του. Αν έκλεινα τα μάτια, δεν θα ξεχώριζα ποιος
είναι ποιος».
«Δεν μας εξαπατά μόνο με τη φωνή του ο κύριος Κιντ»,
είπε ο Πουαρό. «Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, μου
παρουσίασε την εικόνα ενός άντρα μέτριας νοημοσύνης και
ατημέλητης εμφάνισης – το πουκάμισό του ήταν λεκιασμένο
και του έλειπε ένα κουμπί. Όπως και η μισοξυρισμένη του
γενειάδα – είχε ξυριστεί μόνο από το ένα μάγουλο. Κύριε
Κιντ, πείτε παρακαλώ σε όλους τους παρευρισκομένους για
ποιο λόγο φροντίσατε να είστε τόσο απεριποίητος την πρώτη
φορά που συναντηθήκαμε».

Ο Σάμιουελ Κιντ κοιτούσε αποφασιστικά στο βάθος. Δεν


μίλησε. Τα μάτια του ξεχείλιζαν απέχθεια.

«Ωραία λοιπόν, αν δεν θέλετε να μιλήσετε, θα δώσω εγώ


τις εξηγήσεις. Ο κύριος Κιντ υπέστη μια αμυχή στο μάγουλο,
καθώς εγκατέλειπε το δωμάτιο 238 του Ρίτσαρντ Νέγκους,
σκαρφαλώνοντας στο δέντρο που βρίσκεται απέξω. Ένα
κόψιμο στο πρόσωπο ενός κομψά ντυμένου άντρα μπορεί να
παραξένευε και να οδηγούσε σε ερωτήσεις – έτσι δεν είναι;

»Σίγουρα, κάποιος που προσέχει την εμφάνισή του δεν θα


επέτρεπε σ’ ένα ξυράφι ν’ αφήσει τέτοιο απωθητικό σημάδι
στο πρόσωπό του. Ο κύριος Κιντ δεν ήθελε να κάνω
παρόμοιες σκέψεις. Δεν ήθελε να αναρωτηθώ μήπως
πρόσφατα είχε βγει από ένα παράθυρο για να κατέβει από ένα
δέντρο, οπότε τόνισε την εικόνα μιας αφρόντιστης
εμφάνισης. Έγινε κάποιος που από απροσεξία κόβεται στο
ξύρισμα κι έπειτα, για να μην κοπεί κι άλλο, περιφέρεται με το
μισό του πρόσωπο ξυρισμένο και το μισό αξύριστο! Ένας
τέτοιος τσαπατσούλης ασφαλώς και θα χρησιμοποιούσε το
ξυράφι του απρόσεχτα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί· αυτό
έπρεπε να πιστέψει ο Πουαρό και αυτό πίστεψε αρχικά».

«Μισό λεπτό, Πουαρό», είπα. «Αν ισχυρίζεστε ότι ο


Σάμιουελ Κιντ εγκατέλειψε το δωμάτιο του Ρίτσαρντ Νέγκους
βγαίνοντας απ’ το παράθυρο–»

«Αν λέω ότι δολοφόνησε τον Ρίτσαρντ Νέγκους; Non. Δεν


ήταν αυτός ο δολοφόνος – αλλά ο συνεργός του
δολοφόνου. Όσο για τον ίδιο τον υπαίτιο... δεν σας έχω
αποκαλύψει ακόμα τ’ όνομά του», είπε χαμογελώντας ο
Πουαρό.

«Όχι μόνο δεν μας το έχετε αποκαλύψει», είπα απότομα,


«αλλά δεν μας είπατε ούτε ποια ήταν τα τρία άτομα στο
δωμάτιο 317, όταν ο Ράφαλ Μπόμπακ παρέδωσε το
απογευματινό. Είπατε απλώς ότι ήδη τα τρία θύματα ήταν
νεκρά–»

«Σαφώς και ήταν. Το ένα εξ αυτών βρισκόταν στο


δωμάτιο 317 στις επτά και τέταρτο. Ήταν η Άιντα
Γκράνσμπερι, νεκρή αλλά στημένη σε μια πολυθρόνα, ώστε
να μοιάζει ζωντανή, αρκεί να μην έβλεπες το πρόσωπό της. Ο
άλλος ήταν ο Σάμιουελ Κιντ, που έπαιζε το ρόλο του
Ρίτσαρντ Νέγκους».

«Ναι, το κατάλαβα αυτό, αλλά ποια ήταν η ταυτότητα του


τρίτου ατόμου;» ρώτησα με κάποια απελπισία στη φωνή.
«Ποια ήταν η γυναίκα που υποδυόταν τη Χάριετ Σίπελ,
κουτσομπολεύοντας με το βλέμμα γεμάτο μοχθηρία; Δεν
μπορεί να ήταν η Τζένι Χομπς. Όπως είπατε, η Τζένι έπρεπε
εκείνη την ώρα να βρισκόταν στα μισά της διαδρομής προς
το καφέ Πλέζαντ».

«Α, ναι, η γυναίκα που κουτσομπόλευε κακιασμένα», είπε


ο Πουαρό. «Θα σας πω ποια ήταν, φίλε μου. Η Νάνσι
Ντουκέιν».

Ηχηρές κραυγές κατάπληξης διαχύθηκαν στο χώρο.

«Ω, όχι, μεσιέ Πουαρό», είπε ο Λούκα Λατσάρι. «Η σινιόρα


Ντουκέιν είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της χώρας
μας. Είναι επίσης πιστή φίλη του ξενοδοχείου μας. Κάνετε
λάθος, δεν μπορεί!»

«Δεν κάνω λάθος, mon ami».

Κοίταξα τη Νάνσι Ντουκέιν, που καθόταν μ’ ένα ύφος


σιωπηλής παραίτησης, χωρίς να αρνείται λέξη απ’ όσα είχε
πει ο Πουαρό.

Άραγε η διάσημη ζωγράφος Νάνσι Ντουκέιν συνωμότησε


με τον Σάμιουελ Κιντ, τον πρώην αρραβωνιαστικό της Τζένι
Χομπς; Ποτέ στη ζωή μου δεν τα ’χα τόσο χαμένα όσο εκείνη
τη στιγμή. Τι σήμαιναν όλα αυτά;

«Δεν σας είπα, Κάτσπουλ, ότι η μαντάμ Ντουκέιν φοράει


το φουλάρι διότι δεν θέλει να την αναγνωρίσουν; Εσείς
υποθέσατε ότι εννοούσα να μην αναγνωρίσουν τη διάσημη
πορτρετίστα. Όχι! Δεν θέλει να αναγνωρίσει ο Ράφαλ
Μπόμπακ ότι αυτή ήταν η Χάριετ που είδε στο δωμάτιο 317,
τη βραδιά των φόνων! Παρακαλώ, κυρία Ντουκέιν, σηκωθείτε
και βγάλτε το φουλάρι».

Η Νάνσι υπάκουσε.

«Κύριε Μπόμπακ, αυτή δεν ήταν η γυναίκα που είδατε;»

«Μάλιστα, κύριε Πουαρό. Αυτή».

Σιωπή απλώθηκε ολόγυρα, μα μια σιωπή ηχηρή· ήταν ο


ήχος από βαθιές ανάσες κρατημένες στα πνευμόνια. Η
μεγάλη τραπεζαρία αντηχούσε από τις παρατεταμένες αυτές
εισπνοές.
«Εκείνο το βράδυ δεν αναγνωρίσατε ότι ήταν η διάσημη
πορτρετίστα Νάνσι Ντουκέιν;»

«Όχι, κύριε. Δεν σκαμπάζω από τέχνη, άλλωστε την είδα


καθισμένη προφίλ. Είχε το κεφάλι της στραμμένο από την
άλλη πλευρά».

«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, το έκανε για να μην την


αναγνωρίσετε σε περίπτωση που ήσασταν φανατικός
φιλότεχνος».

«Κι όμως, την κατάλαβα με το που μπήκε σήμερα, και


αυτήν και τον τυπάκο, τον κύριο Κιντ. Προσπάθησα να σας
το πω, κύριε Πουαρό, αλλά δεν μ’ αφήσατε να μιλήσω».

«Ναι, όπως κι ο Τόμας Μπρίγκνελ προσπάθησε να μου πει


ότι είχε αναγνωρίσει τον Σάμιουελ Κιντ», είπε ο Πουαρό.

«Δύο από τους τρεις ανθρώπους που νόμιζα νεκρούς


μπήκαν ξαφνικά στην τραπεζαρία ολοζώντανοι!» Από τον
ήχο της φωνής του ήταν φανερό ότι ο Ράφαλ Μπόμπακ δεν
είχε ακόμα συνέλθει απ’ το σοκ.

«Και το άλλοθι της κυρίας Ντουκέιν διά στόματος λόρδου


και λαίδης Ουάλας;» ρώτησα τον Πουαρό.

«Λυπάμαι, αλλά δεν αληθεύει», είπε η Νάνσι. «Εγώ φταίω.


Σας παρακαλώ να μην κατηγορήσετε τους φίλους μου. Τους
έχω μες στην καρδιά μου – ήθελαν απλώς να με βοηθήσουν.
Ούτε ο Σεντ Τζον ούτε η Λουίζα ήξεραν ότι βρισκόμουν στο
ξενοδοχείο Μπλόξχαμ τη βραδιά των φόνων. Τους
ορκίστηκα, και με πίστεψαν. Είναι καλόκαρδοι, γενναίοι
άνθρωποι που δεν ήθελαν να με δουν κατηγορούμενη για
τρεις φόνους που δεν είχα διαπράξει. Μεσιέ Πουαρό, νομίζω
ότι τα καταλάβατε όλα, οπότε ξέρετε ότι δεν σκότωσα
κανέναν».

«Δεν χαρακτηρίζεται γενναίος, μαντάμ, όποιος ψεύδεται


στην αστυνομία, όταν αυτή διερευνά τρεις δολοφονίες. Είναι
ασυγχώρητο! Πριν καν φύγω από το σπίτι σας, λαίδη
Ουάλας, ήξερα ότι είστε ψεύτρα!»

«Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι στη γυναίκα μου;» είπε ο


Σεντ Τζον Ουάλας.

«Λυπάμαι αν η αλήθεια δεν σας ικανοποιεί, λόρδε


Ουάλας».

«Πώς το καταλάβατε, μεσιέ Πουαρό;» ρώτησε η σύζυγός


του.

«Είχατε προσλάβει πρόσφατα καινούρια υπηρέτρια: την


Ντόρκας. Είναι και σήμερα εδώ, μαζί σας, μόνο και μόνο
επειδή εγώ ζήτησα να σας συνοδεύσει. Παίζει σημαντικό
ρόλο στην υπόθεση. Μου είπατε ότι η Ντόρκας δούλευε στο
σπίτι σας μερικές ημέρες και διαπίστωσα μόνος μου ότι είναι
λίγο αδέξια. Μου έφερε ένα φλιτζάνι καφέ και ο περισσότερος
της χύθηκε. Για καλή μου τύχη είχε απομείνει λίγος. Τον
αναγνώρισα μονομιάς, ήταν ο ίδιος καφές που φτιάχνουν στο
Πλέζαντ. Ο καφές τους είναι απόλυτα αναγνωρίσιμος· δεν
έχω ξαναπιεί όμοιό του πουθενά».

«Μνήσθητί μου, Κύριε!» είπε η Φι Σπρινγκ.

«Όπως τα λέτε, μαντμουαζέλ. Η επίδραση στο μυαλό μου


ήταν έντονη· αυτοστιγμεί, διαπίστωσα ότι πολλές
λεπτομέρειες ταίριαζαν σαν κομμάτια του ίδιου παζλ. Ο
δυνατός καφές είναι ευεργετικός για τον εγκέφαλο».

Ο Πουαρό είχε το βλέμμα του στραμμένο στη Φι καθώς


μιλούσε. Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της με αποδοκιμασία.

«Η όχι και τόσο ικανή καμαριέρα –ζητώ συγγνώμη,


μαντμουαζέλ Ντόρκας, είμαι βέβαιος ότι θα βελτιωθείτε
προϊόντος του χρόνου– ήταν όντως καινούρια! Βάζοντας
αυτό το στοιχείο πλάι στον καφέ του Πλέζαντ, μου ήρθε μια
ιδέα: Κι αν η Τζένι Χομπς ήταν η καμαριέρα της Λουίζα
Ουάλας, πριν από την Ντόρκας;
»Ήξερα από τις σερβιτόρες ότι παλιότερα η Τζένι πήγαινε
συχνά στο Πλέζαντ και παραλάμβανε καφέδες και κέικ εκ
μέρους της εργοδότριάς της, μιας πλούσιας
αριστοκράτισσας. Η Τζένι την αποκαλούσε “λαίδη”.

»Θα ήταν ενδιαφέρον –δεν νομίζετε;– αν η Τζένι μέχρι


πριν από λίγες ημέρες δούλευε για τη γυναίκα που είχε δώσει
άλλοθι στη Νάνσι Ντουκέιν. Απίστευτη σύμπτωση, μόνο που
δεν ήταν σύμπτωση! Αρχικά, οι σκέψεις μου επί του θέματος
ακολουθούσαν λάθος δρόμο. Έλεγα ότι η Νάνσι Ντουκέιν
και η Λουίζα Ουάλας είναι δυο φίλες που συνωμότησαν για
να δολοφονήσουν τη φουκαριάρα την Τζένι».

«Μα πώς σας ήρθε τέτοια ιδέα!» αγανάκτησε η Λουίζα


Ουάλας.

«Ψεύδεται ανερυθρίαστα!» συμφώνησε ο σύζυγός της.

«Όχι, κάθε άλλο. Απλό λάθος. Η Τζένι, όπως


διαπιστώνουμε, δεν είναι νεκρή. Ωστόσο, δεν έκανα λάθος
όταν υπέθεσα ότι εργαζόταν ως υπηρέτρια στην οικία του
Σεντ Τζον και της Λουίζα Ουάλας, και ότι την είχε
αντικαταστήσει πρόσφατα η μαντμουαζέλ Ντόρκας. Αφότου
μου μίλησε στο καφέ Πλέζαντ, το βράδυ των φόνων, η Τζένι
έπρεπε να φύγει από το σπίτι των Ουάλας, και μάλιστα
αμέσως. Ήξερε ότι σύντομα θα οδηγηθώ εκεί, για να
επαληθεύσω το άλλοθι της Νάνσι Ντουκέιν. Αν την έβρισκα
να εργάζεται για τη γυναίκα που προσέφερε το άλλοθι, θα
μου γεννούσε υποψίες. Πείτε μου, Κάτσπουλ, και πείτε σε
όλους μας τι ακριβώς θα είχα υποψιαστεί;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα, παρακαλώντας να μην κάνω


λάθος, και είπα: «Θα είχατε υποψιαστεί ότι η Τζένι Χομπς και
η Νάνσι Ντουκέιν συνεργάζονταν για να μας εξαπατήσουν».

«Ολόσωστα, mon ami». Ο Πουαρό μού χαμογέλασε


πλατιά. Στο κοινό μας είπε: «Λίγο προτού δοκιμάσω τον
καφέ και κάνω τη σύνδεση με το Πλέζαντ, περιεργαζόμουν
έναν πίνακα του Σεντ Τζον Ουάλας, τον οποίο δώρισε στη
σύζυγό του για την επέτειο του γάμου τους. Απεικόνιζε ένα
φυτό με γαλαζωπά άνθη. Είχε ημερομηνία 4 Αυγούστου του
περασμένου έτους, και η λαίδη Ουάλας το σχολίασε. Τότε ο
Πουαρό συνειδητοποίησε κάτι: Το πορτρέτο της Λουίζα
Ουάλας διά χειρός Νάνσι Ντουκέιν, που είχα δει πριν από
μερικά λεπτά, δεν είχε ημερομηνία. Ως εραστής της τέχνης,
έχω παραστεί στα εγκαίνια πολυάριθμων εκθέσεων στο
Λονδίνο. Έχω δει πίνακες της κυρίας Ντουκέιν πολλές φορές
στο παρελθόν. Πίνακες που πάντα έχουν γραμμένη την
ημερομηνία στην κάτω δεξιά γωνία, μαζί με τα αρχικά της».

«Δίνετε μεγαλύτερη προσοχή από τους περισσότερους


επισκέπτες των εκθέσεών μου», είπε η Νάνσι.
«Ο Ηρακλής Πουαρό πάντα δίνει προσοχή – σε όλα.
Νομίζω, μαντάμ, ότι το πορτρέτο της Λουίζα Ουάλας είχε
ημερομηνία, ώσπου την καλύψατε με χρώμα. Γιατί; Διότι δεν
ήταν πρόσφατο. Θέλατε να πιστέψω ότι είχατε παραδώσει το
πορτρέτο στη Λουίζα Ουάλας το βράδυ των φόνων και, ως εκ
τούτου, ότι είχε ολοκληρωθεί πρόσφατα.

»Αναρωτήθηκα γιατί δεν γράψατε μια νέα, πλαστή


ημερομηνία, και η απάντηση ήταν προφανής: Αν το έργο σας
επιζήσει για εκατοντάδες χρόνια και αν οι ιστορικοί τέχνης το
μελετήσουν, όπως είμαι βέβαιος ότι θα κάνουν, δεν θέλετε να
παραπλανήσετε σκόπιμα τους ανθρώπους αυτούς που
ενδιαφέρονται για τη δουλειά σας. Όχι, οι μόνοι που θέλατε
να εξαπατήσετε ήταν ο Ηρακλής Πουαρό και η αστυνομία!»

Η Νάνσι Ντουκέιν έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Προσέχοντας


τον τόνο της φωνής της είπε: «Πόσο οξυδερκής είστε, μεσιέ
Πουαρό. Στ’ αλήθεια καταλαβαίνετε – έτσι δεν είναι;»

«Oui, μαντάμ. Καταλαβαίνω ότι βρήκατε δουλειά για την


Τζένι Χομπς στο σπίτι της φίλης σας, της Λουίζα Ουάλας,
για να βοηθήσετε την Τζένι, όταν ήρθε στο Λονδίνο και
χρειαζόταν δουλειά. Καταλαβαίνω ότι η Τζένι ποτέ δεν
συμμετείχε στο σχέδιο ενοχοποίησής σας για φόνο, μολονότι
άφησε τον Ρίτσαρντ Νέγκους να το πιστεύει. Στην
πραγματικότητα, κυρίες και κύριοι, η Τζένι Χομπς και η Νάνσι
Ντουκέιν υπήρξαν φίλες και σύμμαχοι από τα χρόνια που
ζούσαν και οι δύο στο Γκρέιτ Χόλινγκ. Οι δύο γυναίκες που
αγάπησαν τον Πάτρικ Άιβ δίχως όρους και πέρα από κάθε
λογική είναι αυτές που σκαρφίστηκαν το έξυπνο σχέδιο που
παρ’ ολίγον να ξεγελάσει και εμένα, τον Ηρακλή Πουαρό·
αλλά δεν ήταν αρκετά έξυπνο!»

«Ψέματα, όλο ψέματα!» είπε κλαίγοντας η Τζένι.

Η Νάνσι δεν είπε τίποτα.

Ο Πουαρό εξακολούθησε: «Επιτρέψτε μου να επανέλθω


προς στιγμήν στην οικία των Ουάλας. Στο πορτρέτο της
Λουίζα Ουάλας διά χειρός Νάνσι Ντουκέιν, που
περιεργάστηκα προσεκτικά επί ώρα, εικονίζονται μια γαλάζια
κανάτα με ασορτί λεκάνη. Αλλάζοντας θέση στο δωμάτιο και
κοιτάζοντας τον πίνακα από διάφορες οπτικές γωνίες, το
γαλάζιο της κανάτας και της λεκάνης παρέμενε ένα πλακάτο,
ενιαίο χρώμα, άνευρο κι αδιάφορο. Όλα τα άλλα χρώματα
στον καμβά άλλαζαν ανεπαίσθητα ανάλογα με τη θέση μου,
επηρεάζονταν από το φως.

»Η Νάνσι Ντουκέιν είναι εκλεπτυσμένη ζωγράφος. Μια


μεγαλοφυΐα σε ό,τι αφορά το χρώμα, εκτός από τις
περιπτώσεις που βιάζεται και δεν σκέφτεται την τέχνη, αλλά
πώς να προστατεύσει τον εαυτό της και τη φίλη της Τζένι
Χομπς. Προκειμένου να αποκρύψει πληροφορίες, η Νάνσι
κάλυψε στα πεταχτά με γαλάζιο χρώμα μια κανάτα με τη
λεκάνη της, που πρωτύτερα δεν ήταν γαλάζιες. Γιατί το
έκανε;»

«Για να κρύψει την ημερομηνία;» πρότεινα.

«Non. Η κανάτα και η λεκάνη βρίσκονται στο επάνω μισό


μέρος του πίνακα, και η Νάνσι Ντουκέιν πάντα ζωγραφίζει την
ημερομηνία στην κάτω δεξιά γωνία», είπε ο Πουαρό. «Λαίδη
Ουάλας, δεν περιμένατε να σας ζητήσω να με ξεναγήσετε στο
σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Νομίζατε ότι, αφού μιλούσαμε και
αφού έβλεπα το πορτρέτο σας, θα ήμουν ευχαριστημένος και
θα έφευγα. Όμως ήθελα να δω αν θα κατάφερνα να βρω τη
γαλάζια κανάτα με την ασορτί λεκάνη, που εικονίζονται στον
πίνακα χρωματισμένες δίχως την καλλιτεχνική επάρκεια του
υπόλοιπου έργου. Και τις βρήκα! Η λαίδη Ουάλας έδειξε
έκπληξη επειδή έλειπαν, αλλά η έκπληξή της ήταν
προσποιητή. Σ’ ένα από τα υπνοδωμάτια του πρώτου
ορόφου, υπήρχαν μια λευκή κανάτα με ασορτί λεκάνη, μ’ ένα
θυρεό ζωγραφισμένο. Αυτές οι δύο, συλλογίστηκα, μπορεί να
ήταν τα αντικείμενα του πίνακα. Ωστόσο δεν ήταν γαλάζιες.

»Μαντμουαζέλ Ντόρκας, η λαίδη Ουάλας μού είπε ότι


ενδεχομένως τις σπάσατε κατά λάθος ή τις κλέψατε».
«Ποτέ!» είπε με σπαραγμό η Ντόρκας. «Ποτέ δεν έχω δει
γαλάζια κανάτα και λεκάνη στο σπίτι!»

«Διότι, νεαρά μου, ουδέποτε υπήρξαν!» είπε ο Πουαρό.


«Για ποιο λόγο, αναρωτήθηκα, να καλύψει έτσι βιαστικά η
Νάνσι Ντουκέιν τη λευκή κανάτα και τη λεκάνη με γαλάζιο
χρώμα; Τι ήλπιζε να πετύχει; Δίχως άλλο να κρύψει το θυρεό,
κατέληξα. Οι θυρεοί δεν είναι αμιγώς διακοσμητικοί: μερικές
φορές ανήκουν σε οικογένειες, άλλοτε σε σχολές ή
φημισμένα πανεπιστήμια».

«Όπως το Κολέγιο του Σωτήρος, στο Κέμπριτζ», είπα πριν


προλάβω να συγκρατηθώ. Θυμήθηκα ότι, λίγο προτού ο
Πουαρό κι εγώ φύγουμε για το Γκρέιτ Χόλινγκ, ο Στάνλεϊ
Μπίαρ είχε αναφερθεί σ’ ένα θυρεό.

«Oui, Κάτσπουλ. Όταν έφυγα από την οικία Ουάλας,


ζωγράφισα το θυρεό για να μην τον ξεχάσω. Δεν είμαι
ζωγράφος, αλλά ήταν μια αρκετά ακριβής απεικόνιση.
Ζήτησα από τον κύριο Μπίαρ να διαπιστώσει από πού
προερχόταν. Όπως ακούσατε όλοι από τον φίλο μου
Κάτσπουλ, ο θυρεός στην κανάτα και στη λεκάνη, που είδα
στο σπίτι των Ουάλας, ανήκει στο Κολέγιο του Σωτήρος, στο
Κέμπριτζ, όπου εργαζόταν η Τζένι Χομπς ως καμαριέρα του
αιδεσιμότατου Πάτρικ Άιβ. Ήταν αποχαιρετιστήριο δώρο –
έτσι δεν είναι, δεσποινίς Χομπς;– όταν φύγατε από το
κολέγιο και πήγατε στο Γκρέιτ Χόλινγκ με τον Πάτρικ και τη
Φράνσις Άιβ.

»Έπειτα, όταν μετακομίσατε στο σπίτι του λόρδου και της


λαίδης Ουάλας, πήρατε τα σκεύη μαζί σας. Φεύγοντας από
το σπίτι εκείνο βιαστικά, για να κρυφτείτε στο σπίτι του κυρίου
Κιντ, δεν πήρατε την κανάτα και τη λεκάνη – δεν είχατε την
απαραίτητη ψυχραιμία για να σκεφτείτε τέτοια πράγματα.

»Νομίζω ότι η Λουίζα Ουάλας μετέφερε την κανάτα και τη


λεκάνη από το δωμάτιο υπηρεσίας, όπου τις είχατε, σ’ ένα απ’
τα δωμάτια των ξένων, όπου θα μπορούσαν να τις
θαυμάσουν τα άτομα που θα ήθελε να εντυπωσιάσει».

Η Τζένι δεν απάντησε. Το πρόσωπό της ήταν παντελώς


ανέκφραστο.

«Η Νάνσι Ντουκέιν δεν ήθελε να διατρέξει τον παραμικρό


κίνδυνο», είπε ο Πουαρό. «Ήξερε ότι, μετά τους φόνους στο
ξενοδοχείο, ο Κάτσπουλ κι εγώ θα ανακρίναμε τους
κατοίκους του Γκρέιτ Χόλινγκ. Κι αν ο γερο-μέθυσος
Ουόλτερ Στόουκλι, ο πρώην καθηγητής του Κολεγίου του
Σωτήρος, μας ανέφερε ότι είχε δωρίσει στην Τζένι Χομπς μια
κανάτα και μια λεκάνη ως αποχαιρετιστήριο δώρο; Αν
βλέπαμε το θυρεό στο πορτρέτο της λαίδης Λουίζα Ουάλας,
μπορεί να ανακαλύπταμε τη σχέση του με την Τζένι Χομπς
και, κατ’ επέκταση, τη σχέση ανάμεσα στη Νάνσι Ντουκέιν και
στην Τζένι Χομπς, που δεν ήταν μια σχέση φθόνου και
μίσους, όπως μας είχαν πει και οι δύο γυναίκες, αλλά φιλίας
και συνέργειας. Η μαντάμ Ντουκέιν δεν μπορούσε να ρισκάρει
και ν’ αφήσει το θυρεό στο πορτρέτο να μας οδηγήσει σε
υποψίες, έτσι η λευκή κανάτα και η λεκάνη βάφτηκαν
γαλάζιες – βιαστικά και άτεχνα».

«Δεν γίνεται όλα τα έργα ενός καλλιτέχνη να είναι εξίσου


καλά, μεσιέ Πουαρό», είπε η Νάνσι.

Θορυβήθηκα ακούγοντάς τη τόσο λογική, βλέποντας μια


γυναίκα που είχε συνωμοτήσει σε τρεις δολοφονίες να είναι
τόσο ευγενική και συζητήσιμη.

«Ενδεχομένως συμφωνείτε με την κυρία Ντουκέιν, λόρδε


Ουάλας;» είπε ο Πουαρό. «Είστε κι εσείς ζωγράφος, αν και
πολύ διαφορετικός. Κυρίες και κύριοι, η βοτανολογία
κυριαρχεί στη θεματολογία της ζωγραφικής του Σεντ Τζον
Ουάλας. Είδα τα έργα του εκτεθειμένα σε όλα τα δωμάτια του
σπιτιού του, όταν το επισκέφθηκα.

»Η λαίδη Λουίζα είχε την καλοσύνη να με ξεναγήσει, όπως


είχε και τη γενναιοδωρία να προσφέρει στη Νάνσι Ντουκέιν
ένα πλαστό άλλοθι. Η λαίδη Λουίζα, βλέπετε, είναι καλός
άνθρωπος. Ανήκει μάλιστα στο πιο επικίνδυνο είδος καλού
ανθρώπου: Είναι τόσο αποκομμένη από το κακό, που δεν το
βλέπει ακόμη κι όταν είναι μπροστά στα μάτια της! Η λαίδη
Ουάλας πίστεψε στην αθωότητα της Νάνσι Ντουκέιν και της
προσέφερε άλλοθι για να την προστατεύσει.

»Α, η υπέροχη, χαρισματική Νάνσι είναι τόσο μα τόσο


πειστική! Έπεισε ως και τον Σεντ Τζον Ουάλας ότι προτίθεται
να δοκιμαστεί στο δικό του είδος ζωγραφικής. Ο λόρδος
Ουάλας είναι καλά δικτυωμένος και διάσημος, επομένως
εύκολα μπορεί να αποκτήσει ό,τι φυτά χρειάζεται για το έργο
του. Η Νάνσι Ντουκέιν τού ζήτησε να της προμηθεύσει μερικά
φυτά κασάβα, από τα φύλλα και τις ρίζες των οποίων
παρασκευάζεται το υδροκυάνιο!»

«Πώς διάολο το ξέρετε αυτό;» ρώτησε επιτακτικά ο Σεντ


Τζον Ουάλας.

«Το υπέθεσα και στάθηκα τυχερός, μεσιέ. Η Νάνσι


Ντουκέιν σάς είπε ότι ήθελε τα εν λόγω φυτά για να τα
ζωγραφίσει – έτσι δεν είναι; Κι εσείς την πιστέψατε».
Απευθυνόμενος στη ανθρώπινη θάλασσα που
παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα, ο Πουαρό είπε: «Η
αλήθεια είναι ότι ούτε ο λόρδος ούτε η λαίδη Ουάλας θα
θεωρούσαν ποτέ μια καλή τους φίλη ικανή για φόνο. Θα
έβλαπτε τρομερά εξ αντανακλάσεως την υπόληψή τους – το
φαντάζεστε; Ακόμη και τώρα, που όσα λέω αντιστοιχούν
απόλυτα σε όσα οι ίδιοι γνωρίζουν πως συνέβησαν στ’
αλήθεια, ο Σεντ Τζον και η Λουίζα Ουάλας σκέφτονται ότι
πρέπει να κάνει λάθος αυτός ο ισχυρογνώμων ντετέκτιβ από
την ηπειρωτική Ευρώπη. Τέτοια είναι η διαστροφή του
ανθρώπινου νου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υπεροπτικές έμμονες
ιδέες!»

«Μεσιέ Πουαρό, δεν σκότωσα κανέναν», είπε η Νάνσι


Ντουκέιν. «Ξέρω ότι ξέρετε πως λέω αλήθεια. Σας παρακαλώ
να ξεκαθαρίσετε ενώπιον όλων των παρευρισκομένων ότι δεν
είμαι δολοφόνος».

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, μαντάμ. Λυπάμαι πολύ.


Μπορεί να μη χορηγήσατε η ίδια το δηλητήριο, αλλά
συνωμοτήσατε με σκοπό το θάνατο τριών ανθρώπων».

«Ναι, αλλά μόνο για να σωθεί ένας άλλος», είπε όλο


πάθος η Νάνσι. «Δεν είμαι ένοχη για τίποτα! Έλα, Τζένι, ας
του πούμε την ιστορία μας, την αληθινή ιστορία. Όταν την
ακούσει, θα αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι κάναμε μόνο ό,τι
ήταν απαραίτητο για να σώσουμε τη ζωή μας».

Στην τραπεζαρία δεν ακουγόταν ούτε ανάσα. Όλοι


περίμεναν σιωπηλοί. Δεν πίστευα ότι η Τζένι θα κατάφερνε να
σαλέψει, αλλά με τα πολλά, με αργές κινήσεις, σηκώθηκε
από την καρέκλα της. Σφίγγοντας και με τα δυο της χέρια την
τσάντα της στο στήθος, διέσχισε την αίθουσα προς την
κατεύθυνση της Νάνσι.

«Η ζωή μας δεν άξιζε να σωθεί», είπε.

«Τζένι!» αναφώνησε ο Κιντ. Έξαφνα σηκώθηκε κι άρχισε


να βαδίζει βιαστικά προς το μέρος της.

Παρατηρώντας τον, είχα την αλλόκοτη αίσθηση ότι ο


χρόνος είχε επιβραδυνθεί. Γιατί έτρεχε ο Κιντ; Από τι
κινδύνευε; Προφανώς πίστευε ότι από κάτι κινδύνευε και,
μολονότι δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί, η καρδιά μου
είχε αρχίσει να χτυπά γρήγορα, μανιασμένα. Κάτι φρικτό
επρόκειτο να συμβεί. Άρχισα να τρέχω κι εγώ προς το μέρος
της Τζένι.

Εκείνη άνοιξε την τσάντα της. «Ώστε θέλεις ν’ ανταμώσεις


με τον Πάτρικ, ε;» είπε στη Νάνσι.

Αναγνώρισα τη φωνή, ήταν η δική της φωνή και


συγχρόνως ήταν μια φωνή ξένη. Ένας ήχος σαν ανελέητο
σκοτάδι πλασμένο σε λέξεις. Ήλπιζα να μην ξανακούσω ποτέ
παρόμοια φωνή στη ζωή μου. Ο Πουαρό είχε κι αυτός αρχίσει
να κινείται, αλλά ήμασταν και οι δύο υπερβολικά μακριά.

«Πουαρό!» φώναξα, κι έπειτα: «Κάποιος να τη


σταματήσει!»

Είδα κάτι μεταλλικό, είδα το φως να χορεύει πάνω του.


Δύο άντρες στο διπλανό τραπέζι από της Νάνσι σηκώθηκαν,
αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγοροι.

«Όχι!» φώναξα.

Κάτι σάλεψε αστραπιαία –το χέρι της Τζένι– κι έπειτα αίμα,


ποτάμι αίμα, άρχισε να κυλά στο φόρεμα της Νάνσι και στο
πάτωμα. Η Νάνσι σωριάστηκε κατάχαμα. Κάπου, στο βάθος
της αίθουσας, μια γυναίκα άρχισε να τσιρίζει.

Ο Πουαρό είχε σταματήσει να κινείται, στεκόταν


ασάλευτος. «Mon Dieu», είπε κι έκλεισε τα μάτια.

Ο Σάμιουελ Κιντ έφτασε τη Νάνσι πριν από μένα. «Είναι


νεκρή», είπε με το βλέμμα στραμμένο στο άψυχο σώμα της,
στο πάτωμα.

«Είναι, ναι», είπε η Τζένι. «Τη μαχαίρωσα στην καρδιά.


Κατάκαρδα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 - Αν ο «φόνος» άρχιζε από δέλτα

Τη μέρα εκείνη έμαθα ότι δεν φοβάμαι το θάνατο. Είναι μια


κατάσταση που δεν περιέχει καθόλου ενέργεια· που δεν ασκεί
καμία δύναμη. Βλέπω πολλά πτώματα στη δουλειά μου και
το θέαμά τους ποτέ δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα – όχι. Αυτό
που τρέμω πάνω απ’ όλα είναι η εγγύτητα στο θάνατο εν ζωή:
Ο ήχος της φωνής της Τζένι Χομπς, όταν η δίψα για αίμα την
κυρίευσε· η διανοητική κατάσταση ενός δολοφόνου που θα
τοποθετούσε ψυχρά και υπολογιστικά από ένα
μανικετόκουμπο με μονόγραμμα στο στόμα κάθε θύματός
του, κι ύστερα θα ’μπαινε στον κόπο να βάλει τα πτώματα σε
συγκεκριμένη στάση, ισιώνοντας τα μέλη και τα δάχτυλά
τους, ακουμπώντας τα άψυχα χέρια τους με τις παλάμες
στραμμένες στο πάτωμα...

«Έντουαρντ, κράτα του το χέρι».

Πώς μπορούν οι ζωντανοί να κρατούν τα χέρια των


ετοιμοθάνατων, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους ρουφήξουν
κι αυτούς προς το θάνατο; Αν είχα τη δύναμη, δεν θα
επέτρεπα σε κανένα άτομο, όσο είναι ακόμα νέο και γεμάτο
σφρίγος, να έχει την παραμικρή ανάμειξη με θάνατο.
Αναγνωρίζω ότι πρόκειται για μια ελπίδα διόλου ρεαλιστική.

Δεν ήθελα ούτε καν να πλησιάσω την Τζένι Χομπς μετά


που μαχαίρωσε τη Νάνσι. Δεν είχα καμία περιέργεια να μάθω
γιατί το είχε κάνει· ήθελα μόνο να γυρίσω στο σπίτι, να
καθίσω πλάι σ’ ένα από τα διαρκώς αναμμένα τζάκια της
Μπλανς Άνσγουορθ, να ολοκληρώσω το σταυρόλεξό μου
και να ξεχάσω τελείως τους φόνους στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ ή τους φόνους με μονόγραμμα ή όπως αλλιώς
τους έλεγαν.

Ο Πουαρό, ωστόσο, ήταν αρκετά περίεργος και για τους


δυο μας, και η θέλησή του ήταν ισχυρότερη απ’ τη δική μου.
Επέμεινε να μη φύγω. Δική μου ήταν η υπόθεση, όπως είπε, κι
έπρεπε να τη φέρω σε πέρας. Έκανε μια χειρονομία σαν να
τύλιγε προσεκτικά κάτι, λες και η έρευνα γύρω από ένα φόνο
ήταν δέμα.

Έτσι, κάμποσες ώρες μετά, βρισκόμασταν στη Σκότλαντ


Γιαρντ, καθισμένοι σ’ ένα μικρό, τετράγωνο δωμάτιο με την
Τζένι Χομπς στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Ο
Σάμιουελ Κιντ είχε επίσης συλληφθεί και τον ανέκρινε ο
Στάνλεϊ Μπίαρ. Θα έδινα τα πάντα για να αναλάβω εγώ τον
Κιντ, ο οποίος αναμφίβολα ήταν απατεώνας και χαμένο
κορμί, μα στη φωνή του δεν είχα ακούσει τον αφανισμό κάθε
ελπίδας.

Κάτι ακόμη σχετικό με φωνές: Εξεπλάγην ακούγοντας


πόσο μειλίχια μιλούσε ο Πουαρό. «Γιατί το κάνατε,
μαντμουαζέλ; Γιατί σκοτώσατε τη Νάνσι Ντουκέιν, τη στιγμή
που οι δυο σας υπήρξατε φίλες και σύμμαχοι τόσα χρόνια;»

«Η Νάνσι και ο Πάτρικ ήταν εραστές με την πλήρη έννοια


της λέξης. Δεν το ήξερα, ώσπου την άκουσα να το λέει
σήμερα. Πίστευα ανέκαθεν ότι εκείνη κι εγώ ήμασταν στην
ίδια μοίρα, ότι και οι δύο αγαπούσαμε τον Πάτρικ, αλλά
ξέραμε πως δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί του –με τον
τρόπο που επιθυμούσαμε– κι ούτε είχε συμβεί ποτέ κάτι
περισσότερο ανάμεσα σ’ εκείνον και σε κάποια από μας. Τόσα
χρόνια πίστευα ότι ο έρωτάς τους ήταν αγνός, μα πίστευα ένα
ψέμα. Αν η Νάνσι αγαπούσε στ’ αλήθεια τον Πάτρικ, δεν θα
τον έκανε μοιχό, σπιλώνοντας το ήθος του». Η Τζένι
σκούπισε ένα δάκρυ. «Πιστεύω ότι της έκανα χάρη. Την
ακούσατε που έλεγε ότι ήθελε ν’ ανταμώσει με τον Πάτρικ.
Απλώς τη βοήθησα σ’ αυτό – έτσι δεν είναι;»

«Κάτσπουλ», είπε ο Πουαρό. «Θυμάστε που σας είχα πει,


όταν βρήκαμε τα αίματα στο δωμάτιο 402, ότι ήταν πολύ
αργά για να σώσω τη μαντμουαζέλ Τζένι;»

«Το θυμάμαι, ναι».

«Εσείς νομίσατε πως εννοούσα ότι ήταν νεκρή, αλλά με


παρεξηγήσατε. Βλέπετε, ήξερα από τότε ότι δεν μπορούσα
πλέον να προσφέρω χείρα βοηθείας στην Τζένι. Είχε ήδη
κάνει πράγματα τόσο φρικτά, που φοβόμουν ότι ο θάνατός
της ήταν αναπόφευκτος. Αυτό εννοούσα με τα λόγια μου».

«Από όποια πλευρά κι αν το δείτε, είμαι νεκρή απ’ τη μέρα


που πέθανε ο Πάτρικ», είπε η Τζένι με τον ίδιο τόνο
αστείρευτης απελπισίας.

Ήξερα ότι υπήρχε μόνο μία οδός διαφυγής από αυτή τη


δοκιμασία: Να εστιάσω όλη μου την προσοχή σε ερωτήματα
που θέτει η απλή λογική. Είχε λύσει το αίνιγμα ο Πουαρό; Ο
ίδιος έμοιαζε να το πιστεύει, αλλά εγώ ήμουν ακόμα στο
σκοτάδι. Ποιος, για παράδειγμα, είχε σκοτώσει τη Χάριετ
Σίπελ, την Άιντα Γκράνσμπερι και τον Ρίτσαρντ Νέγκους, και
για ποιο λόγο; Έκανα αυτές τις δύο ερωτήσεις στον Πουαρό.

«Α», είπε εκείνος χαμογελώντας στοργικά, σαν να του είχα


θυμίσει ένα καλαμπούρι που είχαμε μοιραστεί κάποτε.
«Καταλαβαίνω τους προβληματισμούς σας, mon ami.
Ακούτε τον Πουαρό να προβαίνει σ’ ένα σωρό δηλώσεις, κι
έπειτα, λίγα λεπτά πριν από την κατακλείδα, τον διακόπτει
ένας ακόμη φόνος· με αποτέλεσμα να μην έχετε εσείς τις
απαντήσεις που γυρεύατε. Κρίμα!»

«Σας παρακαλώ να μου απαντήσετε αμέσως και να


τελειώσει εδώ το “κρίμα”», είπα με όσο περισσότερο σθένος
μπορούσα.
«Είναι απλούστατο. Η Τζένι Χομπς και η Νάνσι Ντουκέιν –
με τη βοήθεια του Σάμιουελ Κιντ– συνωμότησαν για τη
δολοφονία της Χάριετ Σίπελ, της Άιντα Γκράνσμπερι και του
Ρίτσαρντ Νέγκους. Ωστόσο, ενώ συνεργαζόταν με τη Νάνσι, η
Τζένι παρίστανε ότι συμμετείχε σε μια τελείως διαφορετική
συνωμοσία. Άφησε τον Ρίτσαρντ Νέγκους να πιστέψει ότι
μόνο μ’ εκείνον συνωμοτούσε».

«Αυτό δεν μου ακούγεται “απλούστατο”», είπα.


«Μάλλον, υπερβολικά περίπλοκο».

«Όχι, όχι, φίλε μου. Ειλικρινά, δεν είναι διόλου περίπλοκο.


Δυσκολεύεστε να συμβιβάσετε τις διάφορες εκδοχές της
ιστορίας που έχετε ακούσει, αλλά πρέπει να ξεχάσετε όλα όσα
μας είπε η Τζένι, όταν την επισκεφθήκαμε στο σπίτι του
Σάμιουελ Κιντ – να τα εξοβελίσετε απ’ το νου σας εντελώς.
Ήταν ψέματα από την αρχή ως το τέλος, αν και πιθανολογώ
να περιείχαν και κάποια δόση αλήθειας. Πάντα συμβαίνει,
ακόμη και στα καλύτερα ψέματα. Εντός ολίγου, η Τζένι θα
μας πει τι συνέβη πραγματικά, τώρα που δεν έχει τίποτα να
χάσει· αλλά πρώτα, φίλε μου, οφείλω να σας αποδώσω τη
φιλοφρόνηση που σας αξίζει. Εσείς, στο τέλος, με βοηθήσατε
να δω καθαρά, με την υποθετική ερώτηση που μου
υποβάλατε στο κοιμητήριο του ναού των Αγίων Πάντων».

Ο Πουαρό στράφηκε στην Τζένι. «Το ψέμα που είπατε στη


Χάριετ Σίπελ για τον Πάτρικ Άιβ, ότι αποσπούσε χρήματα
από ενορίτες και σε αντάλλαγμα τους μετέφερε μηνύματα
από αγαπημένους νεκρούς· επίσης ότι η Νάνσι Ντουκέιν
πήγαινε στο σπίτι του μες στη νύχτα γι’ αυτόν το σκοπό, με
την ελπίδα να επικοινωνήσει με τον μακαρίτη σύζυγό της
Ουίλιαμ. Α, πόσες φορές έχει ακούσει ο Πουαρό αυτό το
φρικτό, σιχαμένο ψέμα; Πολλές φορές, πάρα πολλές. Κι εσείς
η ίδια το παραδεχτήκατε τις προάλλες, δεσποινίς Χομπς, ότι
είπατε ψέματα σε μια στιγμή αδυναμίας, υποκινούμενη από
ζήλια. Μα λέγατε ψέματα και πάλι!

»Στο Γκρέιτ Χόλινγκ, καθώς στεκόμασταν πλάι στον


βεβηλωμένο τάφο του Πάτρικ και της Φράνσις Άιβ, ο
Κάτσπουλ μού είπε: “Κι αν η Τζένι Χομπς είπε ψέματα
σχετικά με τον Πάτρικ Άιβ, όχι για να του κάνει κακό, αλλά
για να τον βοηθήσει;” Ο Κάτσπουλ είχε συνειδητοποιήσει τη
σημασία ενός στοιχείου που εγώ θεωρούσα δεδομένο, ενός
γεγονότος που δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ και γι’ αυτόν το
λόγο είχα παραλείψει να εξετάσω. Αναφέρομαι στον
παθιασμένο έρωτα της Χάριετ Σίπελ για τον μακαρίτη σύζυγό
της Τζορτζ, που είχε βρει τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία.

»Μήπως δεν είχε ακούσει ο Πουαρό πόσο πολύ αγαπούσε


η Χάριετ τον Τζορτζ;

»Άραγε δεν γνώριζε με ποιο τρόπο ο θάνατος του Τζορτζ


είχε μετατρέψει τη Χάριετ, από μια ευτυχισμένη, καλόκαρδη
γυναίκα, σ’ ένα πικρόχολο, κακιασμένο τέρας;

»Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μια απώλεια τόσο


τραγική, τόσο συντριπτική, που σβήνει κάθε χαρά και
καταστρέφει ό,τι καλό περιέχει ένας άνθρωπος. Ναι, σαφώς
ήξερα ότι η Χάριετ Σίπελ είχε υποστεί μια ανάλογη απώλεια.
Το ήξερα με τόση βεβαιότητα που δεν το σκέφτηκα
περαιτέρω!

»Ήξερα επίσης ότι η Τζένι Χομπς αγαπούσε τον Πάτρικ


Άιβ αρκετά ώστε να εγκαταλείψει τον Σάμιουελ Κιντ, τον
αρραβωνιαστικό της, προκειμένου να παραμείνει στην
υπηρεσία του αιδεσιμότατου Άιβ και της συζύγου του.
Πρόκειται για μια αγάπη που την οδηγούσε στην αυτοθυσία,
γιατί της αρκούσε να υπηρετεί κι ας μην παίρνει παρά ψίχουλα
για αντάλλαγμα.

»Ωστόσο η ιστορία, που μας είπαν τόσο η Τζένι όσο και η


Νάνσι, πρότασσε τη ζήλια της Τζένι ως αιτία για το φρικτό
ψέμα που είπε – ζήλια για τον έρωτα του Πάτρικ προς τη
Νάνσι. Μα αυτό αποκλείεται να ισχύει! Δεν ακολουθεί τη
λογική αλληλουχία! Πρέπει να σκεφτούμε όχι μόνο τα
γεγονότα, αλλά και τα ψυχολογικά δεδομένα. Η Τζένι δεν
έκανε τίποτα για να τιμωρήσει τον Πάτρικ Άιβ για το γάμο
του με τη Φράνσις. Αποδέχθηκε με μεγαλοψυχία ότι ο
αγαπημένος της ανήκε σε μια άλλη γυναίκα και
εξακολούθησε να τους υπηρετεί με αφοσίωση, προσφέροντας
μεγάλη βοήθεια στο ζεύγος, και εκείνοι ήταν εξίσου
αφοσιωμένοι σ’ αυτήν. Γιατί λοιπόν στα καλά καθούμενα,
έπειτα από αρκετά χρόνια αγάπης, αυτοθυσίας και
προσφοράς, ο έρωτας του Πάτρικ Άιβ για τη Νάνσι Ντουκέιν
να ωθήσει την Τζένι σε συκοφαντίες κι έτσι να ακολουθήσει
μια αλυσίδα γεγονότων που θα τον καταστρέψουν; Η
απάντηση είναι ότι δεν θα το έκανε και ότι δεν το έκανε.

»Δεν οδηγήθηκε η Τζένι στο ψέμα από κάποια έκρηξη


φθόνου και λαχτάρας που έκρυβε μέσα της επί χρόνια, αλλά
από κάτι τελείως διαφορετικό. Προσπαθούσατε –έτσι δεν
είναι, δεσποινίς Χομπς;– να βοηθήσετε τον αγαπημένο σας,
ίσως ακόμη και να τον σώσετε. Αμέσως μόλις άκουσα αυτή
την υποθετική θεωρία διά στόματος του ευφυούς φίλου μου
Κάτσπουλ, ήξερα πως ήταν η αλήθεια. Ήταν τόσο προφανές,
κι ο Πουαρό ήταν βλάκας που δεν το είχε αντιληφθεί!»

Η Τζένι κοίταξε προς το μέρος μου. «Ποια θεωρία;»


ρώτησε.

Άνοιξα το στόμα μου ν’ απαντήσω, αλλά ο Πουαρό με


πρόλαβε. «Η Χάριετ Σίπελ σάς είπε ότι είχε δει τη Νάνσι
Ντουκέιν να επισκέπτεται την οικία του εφημέριου αργά τη
νύχτα, και εσείς από την πρώτη στιγμή διαγνώσατε τους
πιθανούς κινδύνους. Γνωρίζατε τις τρυφερές αυτές
συνευρέσεις –πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, τη στιγμή
που μένατε στο ίδιο σπίτι;– και εναγωνίως θέλατε να
προστατεύσετε την υπόληψη του Πάτρικ Άιβ. Πώς θα το
επιτυγχάνατε αυτό; Η Χάριετ Σίπελ, άπαξ και μυριζόταν
σκάνδαλο, με μέγιστη απόλαυση θα άδραχνε την ευκαιρία και
θα ντρόπιαζε δημόσια τον αμαρτωλό. Πώς θα εξηγούσατε
την παρουσία της Νάνσι Ντουκέιν στο σπίτι του εφημέριου τα
βράδια που η Φράνσις Άιβ απουσίαζε, χωρίς να πείτε την
αλήθεια; Ποια άλλη ιστορία θα μπορούσε να γίνει πιστευτή;
Και τότε, ως διά μαγείας, πάνω που είχατε εγκαταλείψει κάθε
ελπίδα, σκεφτήκατε κάτι πιθανόν αποτελεσματικό.
Αποφασίσατε να χρησιμοποιήσετε τον πειρασμό και τις
φρούδες ελπίδες, για να εξουδετερώσετε την απειλή που
ενσάρκωνε η Χάριετ».

Η Τζένι κοίταζε απλανώς το κενό, χωρίς να μιλά.

«Η Χάριετ Σίπελ και η Νάνσι Ντουκέιν είχαν κάτι κοινό»,


εξακολούθησε ο Πουαρό. «Είχαν και οι δύο χάσει το σύζυγό
τους σε τραγικά νεαρή ηλικία. Είπατε στη Χάριετ ότι, με τη
βοήθεια του Πάτρικ Άιβ, η Νάνσι είχε κατορθώσει να
επικοινωνήσει με τον εκλιπόντα Ουίλιαμ Ντουκέιν και
μάλιστα επ’ αμοιβή. Βέβαια έπρεπε να μείνει κρυφό από την
Εκκλησία και το χωριό, αλλά προτείνατε στη Χάριετ ότι,
εφόσον το επιθυμούσε, ο Πάτρικ μπορούσε να της προσφέρει
κάτι αντίστοιχο. Αυτή κι ο Τζορτζ μπορούσαν, αν όχι να
ανταμώσουν, τουλάχιστον να επικοινωνήσουν κατά κάποιο
τρόπο. Πείτε μου, πώς αντέδρασε η Χάριετ όταν της το
προτείνατε;»

Μια μακρά σιωπή ακολούθησε. Έπειτα η Τζένι είπε:


«Άρχισε να παραληρεί. Ήθελε να κανονίσω τη συνάντηση το
συντομότερο δυνατόν. Θα έδινε όσα της ζητούσε, είπε,
προκειμένου να μιλήσει ξανά με τον Τζορτζ. Δεν φαντάζεστε
πόσο τον αγαπούσε, μεσιέ Πουαρό. Παρατηρώντας το
πρόσωπό της, καθώς της μιλούσα, ήταν σαν να έβλεπα μια
νεκρή να επιστρέφει στη ζωή. Έπειτα προσπάθησα να
εξηγήσω την κατάσταση στον Πάτρικ, ότι είχε προκύψει ένα
πρόβλημα, αλλά το είχα λύσει. Βλέπετε, είχα κάνει την
πρόταση στη Χάριετ χωρίς να τον ρωτήσω πρώτα. Αν και
νομίζω πως κατά βάθος ήξερα ότι ο Πάτρικ ποτέ δεν θα
συναινούσε σε κάτι τέτοιο, αλλά ήμουν απελπισμένη! Δεν
ήθελα να του δώσω τη δυνατότητα να μου το απαγορεύσει.
Μπορείτε να με καταλάβετε;»

«Oui, μαντμουαζέλ».

«Ήλπιζα ότι τελικά θα τον πείσω να συμφωνήσει. Ήταν


άνθρωπος με αρχές, αλλά ήξερα ότι θα ήθελε να
προστατεύσει αφενός τη Φράνσις από τυχόν σκάνδαλο και
αφετέρου τη Νάνσι. Με αυτό τον τρόπο που του πρότεινα η
σιωπή της Χάριετ ήταν εγγυημένη. Ήταν ο μόνος τρόπος! Ο
Πάτρικ έπρεπε απλώς να λέει μερικά λόγια παρηγοριάς στη
Χάριετ μια στο τόσο, παριστάνοντας ότι τα λόγια αυτά
προέρχονταν απ’ τον Τζορτζ Σίπελ. Δεν χρειαζόταν καν να της
πάρει χρήματα. Όταν του τα είπα όλα αυτά, ούτε που να τ’
ακούσει. Έφριξε».

«Και δίκιο είχε», είπε χαμηλόφωνα ο Πουαρό. «Συνεχίστε,


παρακαλώ».

«Χαρακτήρισε ανήθικο και άδικο αυτό που του πρότεινα


να κάνει στη Χάριετ – προτιμούσε να οδηγηθεί στην
καταστροφή. Τον ικέτευσα να το ξανασκεφτεί. Πού ήταν το
κακό, εφόσον θα έκανε τη Χάριετ ευτυχισμένη; Αλλά ο
Πάτρικ ήταν κατηγορηματικός. Μου ζήτησε να της πω ότι η
πρόταση που της είχα κάνει δεν ισχύει εντέλει. Ήταν πολύ
σαφής: “Μην παραδεχτείς ότι είπες ψέματα, Τζένι, γιατί τότε
θ’ αρχίσει να υποψιάζεται την αλήθεια”. Σύμφωνα με τις
οδηγίες του, έπρεπε να πω στη Χάριετ μονάχα ότι δεν θα
μπορέσει να την εξυπηρετήσει».

«Επομένως δεν είχατε άλλη επιλογή παρά να της το


πείτε», διαπίστωσα.

«Καμία απολύτως». Η Τζένι άρχισε να κλαίει. «Κι απ’ τη


στιγμή που ανακοίνωσα στη Χάριετ ότι ο Πάτρικ είχε αρνηθεί
το αίτημά της, έγινε εχθρός του και επαναλάμβανε το ψέμα
μου σ’ ολόκληρο το χωριό. Ο Πάτρικ θα μπορούσε να
καταστρέψει κι αυτός την υπόληψή της, διαδίδοντας ότι η
Χάριετ θέλησε να επωφεληθεί από τις ασεβείς υπηρεσίες του
και ότι άρχισε να τον αποκαλεί βλάσφημο και άπιστο μόνο
όταν εκείνος συνέτριψε τις ελπίδες της· αλλά αρνήθηκε να το
κάνει. Αποφάσισε, όσο κακόβουλες κι αν ήταν οι επιθέσεις
της Χάριετ, να μην αμαυρώσει την υπόληψή της. Πόσο
ανόητος ήταν! Θα μπορούσε να της βουλώσει το στόμα στο
λεπτό, αλλά ήταν υπερβολικά ευγενικός – αυτό τον έφαγε!»

«Τότε λοιπόν ζητήσατε τη συμβουλή της Νάνσι


Ντουκέιν;» ρώτησε ο Πουαρό.

«Ναι. Δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο έπρεπε μόνο ο


Πάτρικ κι εγώ να ανησυχούμε. Και η Νάνσι είχε συμμετοχή
στο πρόβλημα. Τη ρώτησα αν έπρεπε να ομολογήσω
δημοσίως το ψέμα μου, μα εκείνη με συμβούλευσε να μην το
κάνω. Είπε: “Φοβάμαι ότι ο Πάτρικ θα μπλέξει ούτως ή
άλλως και ότι θα μπλέξω κι εγώ. Καλά θα κάνεις, Τζένι, να
καθίσεις στη γωνιά σου και να μην πεις κουβέντα. Μη
θυσιάσεις τον εαυτό σου. Δεν είμαι βέβαιη ότι είσαι αρκετά
δυνατή, ώστε ν’ αντέξεις το διασυρμό της Χάριετ”. Με
υποτίμησε. Αναστατώθηκα, ίσως και να κατέρρευσα κατά
κάποιο τρόπο, διότι ανησυχούσα τρομερά για τον Πάτρικ, έτσι
αποφασισμένη που ήταν η Χάριετ να τον καταστρέψει, αλλά
δεν είμαι αδύναμη, μεσιέ Πουαρό».

«Το βλέπω ότι δεν φοβάστε».

«Όχι. Αντλώ δύναμη από τη σκέψη ότι η Χάριετ Σίπελ –


αυτή η βδελυρή υποκρίτρια– είναι νεκρή. Ο δολοφόνος της
είναι ευεργέτης της ανθρωπότητας».

«Η φράση σας μας φέρνει στο ερώτημα της ταυτότητας


του δολοφόνου, μαντμουαζέλ. Ποιος σκότωσε τη Χάριετ
Σίπελ; Μας είπατε ότι το έκανε η Άιντα Γκράνσμπερι, αλλά
ήταν ψέμα».

«Δεν χρειάζεται να σας πω την αλήθεια, τη στιγμή που την


ξέρετε, όπως την ξέρω κι εγώ, μεσιέ Πουαρό».

«Τότε πρέπει να σας ζητήσω να λυπηθείτε τον κακόμοιρο


τον κύριο Κάτσπουλ, ο οποίος δεν ξέρει ακόμα ολόκληρη την
ιστορία».

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να του την πείτε εσείς;» Η


Τζένι χαμογέλασε κάπως αφηρημένα, κι έξαφνα ένιωσα λες
και είχε απομείνει λιγότερη απ’ όση ήταν μόλις πριν από
μερικά λεπτά· σαν να είχε αφαιρεθεί στην κυριολεξία.
«Πολύ ωραία», είπε ο Πουαρό. «Θ’ αρχίσω με τη Χάριετ
Σίπελ και την Άιντα Γκράνσμπερι. Τις δύο άτεγκτες γυναίκες,
τις τόσο πεπεισμένες για τον ενάρετο χαρακτήρα τους, που
ήταν διατεθειμένες να ωθήσουν έναν αθώο άνθρωπο σε
πρόωρο τέλος. Εξέφρασαν τη λύπη τους μετά το θάνατό του;
Όχι, αντ’ αυτού εναντιώθηκαν στην ταφή του σε
καθαγιασμένο έδαφος. Μήπως οι γυναίκες αυτές, μετά τις
προσπάθειες του Ρίτσαρντ Νέγκους να τις πείσει, έφτασαν σε
σημείο να μετανιώσουν για τη συμπεριφορά τους απέναντι
στον Πάτρικ Άιβ; Όχι, φυσικά και δεν μετάνιωσαν. Δεν θα
ήταν πιστευτή η μεταμέλειά τους. Τότε, μαντμουαζέλ Τζένι,
κατάλαβα ότι λέγατε ψέματα, σε αυτό το σημείο της ιστορίας
σας».

Η Τζένι ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Όλα είναι


πιθανά», είπε.

«Non. Μόνο η αλήθεια είναι πιθανή. Ήξερα ότι η Χάριετ


Σίπελ και η Άιντα Γκράνσμπερι ποτέ δεν θα συμφωνούσαν μ’
ένα σχέδιο εθελουσίας εκτέλεσης, σαν αυτό που μου
περιγράψατε. Κατά συνέπεια, δολοφονήθηκαν. Πόσο βολικό,
να εμφανιστούν οι φόνοι τους σαν ένα είδος αυτοκτονίας με
ανάθεση! Ελπίζατε ότι ο Πουαρό θα έπαυε να απασχολεί τα
κύτταρα της φαιάς ουσίας του άπαξ και μάθαινε ότι όλοι οι
νεκροί ήθελαν να πεθάνουν. Ήταν η μεγάλη τους ευκαιρία να
εξιλεωθούν! Πόσο ευφάνταστη, ασυνήθιστη ιστορία, σαν
αυτές που ακούγοντάς τες υποθέτεις ότι πρέπει να
αληθεύουν, διότι ποιος θα σκαρφιζόταν ένα τέτοιο μύθευμα;»

«Ήταν η δικλείδα ασφαλείας μου, που θα


χρησιμοποιούσα σε περίπτωση ανάγκης», είπε η Τζένι.
«Ήλπιζα ότι δεν θα με βρίσκατε ποτέ, αλλά φοβόμουν ότι
μπορεί και να με βρείτε».

«Και αν σας έβρισκα, πιστεύατε ότι το άλλοθί σας μεταξύ


επτά και τέταρτο και οκτώ και δέκα θα σας αθώωνε, όπως και
τη Νάνσι Ντουκέιν. Εσείς κι ο Σάμιουελ Κιντ θα
δικαζόσασταν για απόπειρα ενοχοποίησης μιας αθώας
γυναίκας, αλλά όχι για φόνο ή για συνωμοσία με σκοπό το
φόνο. Έξυπνο, ομολογείτε το αδίκημα προκειμένου να
αποφύγετε την καταδίκη για πολύ βαρύτερα εγκλήματα. Οι
εχθροί σας έχουν δολοφονηθεί και κανένας δεν θα πάει στην
κρεμάλα, διότι όλοι θα πιστέψουμε την ιστορία σας: η Άιντα
Γκράνσμπερι σκότωσε τη Χάριετ Σίπελ, ο Ρίτσαρντ Νέγκους
σκότωσε την Άιντα Γκράνσμπερι και ύστερα αυτοκτόνησε. Το
σχέδιό σας ήταν ευφυέστατο, μαντμουαζέλ – αλλά όχι τόσο
ευφυές όσο ο Ηρακλής Πουαρό!»

«Ο Ρίτσαρντ ήθελε όντως να πεθάνει», είπε με θυμό η


Τζένι. «Δεν δολοφονήθηκε. Ήταν αποφασισμένος να
πεθάνει».
«Όντως», είπε ο Πουαρό. «Αυτή ήταν η αλήθεια μες στο
ψέμα».

«Δικό του σφάλμα ήταν όλη αυτή η φρικαλέα τραγωδία.


Δεν θα σκότωνα κανέναν, αν δεν ήταν στη μέση ο Ρίτσαρντ».

«Όμως σκοτώσατε – πολλές φορές. Ο Κάτσπουλ ήταν


αυτός ο οποίος, και πάλι, με έβαλε στον σωστό δρόμο,
προφέροντας μερικά αθώα λόγια».

«Τι λόγια;» ρώτησε η Τζένι.

«Αν ο “φόνος” άρχιζε με το γράμμα δέλτα».

Με έπιασε νευρικότητα ακούγοντας τον Πουαρό να εξυμνεί


τη βοήθεια που του είχα προσφέρει. Δεν καταλάβαινα πώς
μερικές απρόσεχτες λέξεις μου μπορεί να είχαν τόσο
μνημειώδη αντίκτυπο.

Ο Πουαρό δεν είχε σταματημό. «Αφότου ακούσαμε την


ιστορία σας, μαντμουαζέλ, φύγαμε απ’ το σπίτι του Σάμιουελ
Κιντ και, όπως ήταν φυσικό, συζητήσαμε για όσα μας είχατε
πει, για το υποτιθέμενο σχέδιο που καταστρώσατε μαζί με τον
Ρίτσαρντ Νέγκους... Ομολογώ ότι ως ιδέα ήταν
συναρπαστική. Είχε μια τάξη, κάτι σαν ντόμινο που πέφτουν,
μόνο που, όταν το ξανασκέφτηκα, δεν είχε καμία σχέση με
ντόμινο, διότι η αλληλουχία των πτώσεων είχε τροποποιηθεί.
Δεν έπεφτε πρώτα το Δ, έπειτα το Γ, έπειτα το Β και τέλος το
Α· αντ’ αυτού, το Β έριχνε το Α, κι έπειτα το Γ έριχνε το Β...
Μάλλον όμως ξεφεύγουμε απ’ το θέμα μας».

Τι στην ευχή έλεγε; Η Τζένι έμοιαζε να αναρωτιέται το ίδιο


ακριβώς.

«Α, πρέπει να γίνω πιο σαφής», είπε ο Πουαρό.


«Προκειμένου να φανταστώ την αλληλουχία των γεγονότων
πιο εύκολα, αντικατέστησα τα ονόματα με γράμματα. Το
σχέδιό σας, όπως μας το εξηγήσατε στο σπίτι του Σάμιουελ
Κιντ, είχε ως εξής: η Β σκοτώνει την Α, ο Γ σκοτώνει τη Β, κι
έπειτα η Δ σκοτώνει τον Γ. Ύστερα η Δ περιμένει μέχρι να
βεβαιωθεί ότι η Ε θα κατηγορηθεί και θα οδηγηθεί στην
αγχόνη για τους φόνους των Α, Β και Γ, και κατόπιν η Δ
αυτοκτονεί. Βλέπετε, δεσποινίς Χομπς, ότι είστε η Δ σε αυτή
την ακολουθία, σύμφωνα με την ιστορία που μας είπατε;»

Η Τζένι έγνεψε καταφατικά.

«Ωραία. Τώρα, κατά τύχη, ο Κάτσπουλ από δω είναι


λάτρης των σταυρόλεξων, και σε συνάρτηση με αυτό του το
χόμπι μού ζήτησε να σκεφτώ μια λέξη που οδηγεί στο
θάνατο. Πρότεινα τη λέξη “φόνος”. Αρνήθηκε ο Κάτσπουλ
και είπε ότι θα ταίριαζε μόνο αν ο “φόνος” άρχιζε με το
γράμμα δέλτα. Θυμήθηκα τα λόγια του αργότερα, κι έκανα
μια εικασία: Κι αν ο “φόνος” άρχιζε όντως από δέλτα; Κι αν
ο πρώτος που σκότωσε δεν ήταν η Άιντα Γκράνσμπερι αλλά
εσείς, δεσποινίς Χομπς;

»Συν τω χρόνω, η εικασία αυτή μετετράπη σε βεβαιότητα.


Κατάλαβα για ποιο λόγο πρέπει εσείς να είχατε σκοτώσει τη
Χάριετ Σίπελ, η οποία δεν είχε έρθει ούτε με το ίδιο τρένο από
το Γκρέιτ Χόλινγκ, ούτε με το ίδιο αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ, με την Άιντα Γκράνσμπερι. Κατά συνέπεια η
καθεμιά δεν γνώριζε την παρουσία της άλλης, και δεν υπήρχε
σχέδιο αλληλοεξόντωσης, στο οποίο είχαν συναινέσει και οι
δύο. Αυτό έπρεπε να είναι ψέμα».

«Και ποια ήταν η αλήθεια;» ρώτησα, στα όρια της


απελπισίας.

«Η Χάριετ Σίπελ πίστευε, όπως και η Άιντα Γκράνσμπερι,


ότι θα πήγαινε μόνη της στο Λονδίνο για μια πολύ
προσωπική υπόθεση. Η Τζένι της είχε γράψει ότι έπρεπε να
συναντηθούν επειγόντως και ότι απαιτείτο άκρα μυστικότητα.
Η Τζένι πληροφόρησε τη Χάριετ ότι είχε κλείσει και
προπληρώσει ένα δωμάτιο γι’ αυτήν στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ κι ότι η ίδια, η Τζένι, θα πήγαινε να τη δει το
απόγευμα της Πέμπτης, γύρω στις τρεισήμισι με τέσσερις, για
να διευθετήσουν το σημαντικό αυτό ζήτημα. Η Χάριετ
δέχτηκε την πρόσκληση της Τζένι, επειδή η Τζένι τής είχε
γράψει στην πρόσκληση κάτι στο οποίο η Χάριετ δεν
μπορούσε να αντισταθεί.

»Της προσφέρατε αυτό που ο Πάτρικ Άιβ τής είχε αρνηθεί


πριν από χρόνια – έτσι δεν είναι, μαντμουαζέλ; Επικοινωνία
με τον αγαπημένο της σύζυγο. Της είπατε ότι ο Τζορτζ Σίπελ
είχε αποζητήσει τη γυναίκα του μέσα από εσάς, διότι εσείς
είχατε προσπαθήσει να τον βοηθήσετε να έρθει σε επαφή μαζί
της, πριν από δεκαέξι χρόνια, και είχατε αποτύχει. Και τώρα,
για ακόμη μια φορά, ο Τζορτζ πάσχιζε να στείλει ένα μήνυμα
στη λατρεμένη του σύζυγο, χρησιμοποιώντας εσάς ως δίαυλο
επικοινωνίας. Σας είχε μιλήσει από το υπερπέραν! Ω, δεν
αμφιβάλλω ότι ήσασταν τρομερά πειστική!

»Η Χάριετ ήταν ανήμπορη ν’ αντισταθεί. Το πίστεψε,


επειδή λαχταρούσε με τόσο πάθος να το πιστέψει. Το ψέμα
που της είχατε πει πριν από χρόνια –για τις ψυχές των
αγαπημένων νεκρών που έρχονταν σε επαφή με τους
ζωντανούς– το είχε πιστέψει τότε και δεν έπαψε ποτέ να το
πιστεύει».

«Κόβει το μυαλό σας, μεσιέ Πουαρό», είπε η Τζένι.


«Ξεφτέρι».

«Πείτε μου, Κάτσπουλ, καταλαβαίνετε τώρα την


περίπτωση της μεσήλικης κυρίας που ήταν ερωτοχτυπημένη
μ’ έναν άντρα τόσο νέο, που θα μπορούσε να ’ναι γιος της;
Το ζευγάρι αυτό που σας έγινε τέτοια εμμονή, για το οποίο
κουτσομπόλευαν η Νάνσι Ντουκέιν κι ο Σάμιουελ Κιντ στο
δωμάτιο 317;»

«Δεν θα έλεγα ότι μου έγινε εμμονή. Και όχι, δεν


καταλαβαίνω».

«Ας θυμηθούμε τι ακριβώς μας είπε ο Ράφαλ Μπόμπακ.


Άκουσε τη Νάνσι Ντουκέιν, που παρίστανε τη Χάριετ, να λέει:
“Δεν της εμπιστεύεται πια τα μυστικά του. Αποκλείεται να τον
ενδιαφέρει τώρα πια – έχει παρατήσει τον εαυτό της, χώρια
που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του σ’ αυτή την ηλικία”.
Σκεφτείτε αυτά τα λόγια: “Αποκλείεται να τον ενδιαφέρει
τώρα πια”. Το δεδομένο αυτό τοποθετείται πρώτο, πριν
παρατεθούν οι δύο λόγοι, που εξηγούν την έλλειψη
ενδιαφέροντος εκ μέρους του. Ο ένας εξ αυτών των λόγων
είναι ότι θα μπορούσε να είναι μητέρα του. Τώρα πια είναι
τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του. Ακόμα να
καταλάβετε, Κάτσπουλ; Αν τώρα είναι αρκετά μεγάλη, ώστε
να παρομοιάζεται με μητέρα του, πρέπει ανέκαθεν να ήταν
τόσο μεγαλύτερή του. Είναι το μόνο πιθανό!»

«Δεν το βρίσκετε λίγο τραβηγμένο;» ρώτησα. «Θέλω να


πω, χωρίς το “τώρα πια” ακούγεται απόλυτα λογικό:
Αποκλείεται να ενδιαφέρεται για εκείνη, αφού έχει παρατήσει
τον εαυτό της και είναι τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να ’ναι
μάνα του».

«Μα, mon ami, αυτό που λέτε είναι γελοίο», ξεστόμισε


απότομα ο Πουαρό. «Είναι παράλογο. Το “τώρα πια”
ειπώθηκε και μάλιστα πριν από τα επιχειρήματα. Δεν
μπορούμε να παριστάνουμε ότι δεν υπήρξε τη στιγμή που
υπήρξε. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ένα “τώρα πια” που
ηχεί ακόμα μες στ’ αυτιά μας!»

«Λυπάμαι πολύ, αλλά διαφωνώ», είπα με κάποιο


δισταγμό. «Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα ότι το νόημα
που προτίθετο να δώσει η ομιλούσα έχει ως εξής: Προτού
παρατήσει τον εαυτό της, τον τύπο δεν τον πείραζε ιδιαίτερα η
διαφορά ηλικίας τους. Μπορεί να μην ήταν τόσο εμφανής.
Ωστόσο τώρα, που πια δεν κρατιέται καλά, εκείνος έχει βρει
μια νεότερη, μια πιο ελκυστική συντροφιά, στην οποία πλέον
εκμυστηρεύεται–»

Ο Πουαρό είχε ήδη αρχίσει να μιλά, καλύπτοντας τη φωνή


μου, κατακόκκινος και ανυπόμονος. «Δεν έχει νόημα εσείς,
Κάτσπουλ, να μαντεύετε, όταν εγώ ξέρω! Ακούστε τον
Πουαρό! Ακούστε μία ακόμη φορά κατά λέξη τι είπε και με
ποια σειρά τα είπε: “Αποκλείεται να τον ενδιαφέρει τώρα πια
– έχει παρατήσει τον εαυτό της, χώρια που θα μπορούσε να
’ναι μάνα του”! Προηγείται ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος για τον
οποίο δεν θα μπορούσε πια να τον ενδιαφέρει και ακολουθεί
ο υπ’ αριθμόν δύο λόγος! Η δομή της πρότασης καθιστά
σαφές ότι και οι δύο ατυχείς συνθήκες που ισχύουν τώρα, δεν
ίσχυαν τότε».

«Δεν είναι ανάγκη να μου βάζετε τις φωνές.


Αντιλαμβάνομαι τι εννοείτε και εξακολουθώ να διαφωνώ.
Δεν είναι όλοι τόσο ακριβείς στον προφορικό λόγο όσο εσείς.
Η ερμηνεία μου πρέπει να είναι ορθή και η δική σας
εσφαλμένη, διότι, όπως ο ίδιος επισημάνατε, ειδάλλως δεν
βγάζει νόημα. Είπατε και μόνος σας ότι, αν είναι τώρα τόσο
μεγάλη που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του, πρέπει ανέκαθεν
να ήταν αντίστοιχα μεγαλύτερή του».

«Αχ, Κάτσπουλ, Κάτσπουλ... Με οδηγείτε στην απελπισία!


Σκεφτείτε αυτό που ακολούθησε στην ίδια συνομιλία. Ο
Ράφαλ Μπόμπακ άκουσε τον Σάμιουελ Κιντ, που υποδυόταν
τον Ρίτσαρντ Νέγκους, να λέει: “Και διαφωνώ κάθετα με τον
ισχυρισμό σας για τη διαφορά ηλικίας”. Στο οποίο η Νάνσι,
στο ρόλο της Χάριετ, αποκρίθηκε: “Ε, αφού κανένας μας δεν
μπορεί ν’ αποδείξει ότι έχει δίκιο, ας συμφωνήσουμε ότι
διαφωνούμε!” Γιατί όμως δεν μπορεί κανένας από τους δύο
να αποδείξει ότι έχει δίκιο; Δεν αποτελεί απλό βιολογικό
δεδομένο αν μια γυναίκα είναι ή δεν είναι αρκετά μεγάλη, για
να θεωρηθεί μάνα ενός άντρα; Αν τον περνάει τέσσερα
χρόνια, τότε δεν είναι αρκετά μεγάλη. Κανένας δεν θα
διαφωνούσε με αυτό! Αν τον περνάει είκοσι χρόνια, τότε θα
μπορούσε όντως να ’ναι μάνα του – κάτι εξίσου
αναντίρρητο».

«Κι αν τον περνάει δεκατρία χρόνια;» είπε η Τζένι Χομπς,


που είχε κλείσει τα μάτια. «Ή δώδεκα; Υπάρχουν και τέτοιες
περιπτώσεις... που δεν ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση,
βέβαια».

Ώστε η Τζένι ήξερε πού το πήγαινε ο Πουαρό. Ήμουν ο


μόνος σε πλήρη άγνοια εκεί μέσα.

«Δεκατρία, δώδεκα – δεν έχει διαφορά! Ρωτάς ένα γιατρό,


έναν ειδήμονα του ιατρικού χώρου: “Είναι θεωρητικά εφικτό
για ένα θήλυ δεκατριών ή δώδεκα χρόνων να γεννήσει;” Η
απάντηση είναι είτε “ναι” είτε “όχι”. Ας μην αναλωνόμαστε
σε οριακές περιπτώσεις της εν δυνάμει ικανότητας
αναπαραγωγής! Έχετε ξεχάσει την άλλη λίαν ενδιαφέρουσα
δήλωση που έκανε ο Σάμιουελ Κιντ, σε συνάρτηση με τον
υποτιθέμενα νεότερο άντρα: “Ποιο μυαλό του; Ο άνθρωπος
δεν έχει μυαλό”. Δίχως άλλο θα πείτε ότι ο κύριος Κιντ
εννοούσε απλώς ότι ο εν λόγω άντρας είναι ηλίθιος».

«Δίχως άλλο έτσι θα έλεγα», είπα πεισματάρικα. «Γιατί


δεν μου λέτε τι μου διαφεύγει, αφού είστε τόσο ευφυέστερος
από μένα;»

Ο Πουαρό πλατάγισε τη γλώσσα του με αποδοκιμασία.


«Διάβολε! Το ζευγάρι για το οποίο συζητούσαν στο δωμάτιο
317 ήταν η Χάριετ Σίπελ και ο άντρας της, ο Τζορτζ. Η
συζήτηση δεν ήταν σοβαρή διαφωνία – αστεϊσμός ήταν. Ο
Τζορτζ Σίπελ πέθανε όταν και αυτός και η Χάριετ ήταν
νεότατοι. Ο Σάμιουελ Κιντ ισχυρίζεται ότι δεν έχει μυαλό,
διότι, ακόμη κι αν ο Τζορτζ εξακολουθεί να υπάρχει μετά
θάνατον, δεν έχει πλέον ανθρώπινη μορφή. Είναι φάντασμα
– n’est-ce pas; Λοιπόν, καθώς το μυαλό βρίσκεται στον
εγκέφαλο και καθώς η ψυχή δεν διαθέτει ανθρώπινα όργανα,
ο Τζορτζ Σίπελ ως φάντασμα δεν μπορεί να έχει μυαλό».

«Μα... Ω Θεέ μου! Τώρα κατάλαβα».

«Ο Σάμιουελ Κιντ εισάγει την άποψή του, περιμένοντας ότι


η Νάνσι Ντουκέιν θα διαφωνήσει. Θα μπορούσε κάλλιστα να
πει: “Φυσικά κι έχουν μυαλό τα φαντάσματα, αφού ασκούν
επίδραση –έτσι δεν είναι;– κι έχουν ελεύθερη βούληση. Από
πού πηγάζουν όλα αυτά, αν όχι απ’ το μυαλό;”»

Από φιλοσοφική άποψη ήταν ενδιαφέρον το ερώτημα.


Υπό άλλες συνθήκες, θα φανταζόμουν και τον εαυτό μου να
τοποθετείται επ’ αυτού.
Ο Πουαρό εξακολούθησε: «Το σχόλιο της Νάνσι –“θα
μπορούσε να ’ναι μάνα του”– βασίζεται στην πεποίθησή της
ότι, άπαξ και πεθάνει ο άνθρωπος, η ηλικία του μένει ίδια κι
απαράλλαχτη εσαεί, ότι στην άλλη ζωή δεν γερνάει. Ο Τζορτζ
Σίπελ, αν επέστρεφε ως πνεύμα για να επισκεφθεί τη χήρα
του, θα ήταν ένας νέος είκοσι επτά χρόνων, στην ηλικία που
είχε κατά το θάνατό του. Ενώ εκείνη, μια γυναίκα που έχει
περάσει προ πολλού τα σαράντα, είναι τώρα πια τόσο
μεγαλύτερη, που θα μπορούσε να ’ναι μάνα του».

«Μπράβο», είπε η Τζένι όλο σοβαρότητα. «Δεν ήμουν


παρούσα, αλλά η συζήτηση εξακολούθησε αργότερα
μπροστά μου. Κύριε Κάτσπουλ, πραγματικά ο μεσιέ Πουαρό
είναι αξιοθαύμαστα οξυδερκής. Ελπίζω ότι μπορείτε να το
εκτιμήσετε». Στον Πουαρό είπε: «Η διαφωνία συνεχίστηκε...
όχου, για ώρες! Η Νάνσι επέμενε ότι έχει δίκιο, αλλά ο Σαμ
δεν το δεχόταν. Έλεγε ότι στη διάσταση που βρίσκονται τα
φαντάσματα δεν υπάρχει η έννοια της ηλικίας, ότι είναι
άχρονα· οπότε είναι λάθος να ισχυριστείς ότι οποιαδήποτε
γυναίκα θα μπορούσε να ’ναι μάνα ενός φαντάσματος».

Ο Πουαρό μού είπε: «Φρικιαστικό δεν είναι, Κάτσπουλ;


Όταν ο Ράφαλ Μπόμπακ παρέδωσε το απογευματινό, η
Νάνσι Ντουκέιν, με το πτώμα της Άιντα Γκράνσμπερι
καθισμένο σε μια πολυθρόνα δίπλα της, περιγελούσε τη
γυναίκα για το φόνο της οποίας είχε συνωμοτήσει νωρίτερα
την ίδια μέρα. Κακομοίρα, ανόητη Χάριετ! Ο άντρας της δεν
επιδίωξε να της μιλήσει απευθείας από το υπερπέραν – όχι!
Θέλησε να μιλήσει μόνο στην Τζένι Χομπς, μη αφήνοντας
στη Χάριετ άλλη επιλογή, εφόσον θέλει να λάβει το μήνυμά
του, παρά να συναντήσει την Τζένι στο Μπλόξχαμ και, κατ’
αυτό τον τρόπο, να συναντήσει την καταδίκη της σε θάνατο».

«Κανένας ποτέ δεν άξιζε να δολοφονηθεί περισσότερο


από τη Χάριετ Σίπελ», είπε η Τζένι. «Έχω μετανιώσει για
πολλά πράγματα. Ο φόνος της Χάριετ δεν είναι ένα από
αυτά».

«Και η Άιντα Γκράνσμπερι;» ρώτησα. «Αυτή γιατί πήγε


στο ξενοδοχείο Μπλόξχαμ;»

«Α!» είπε ο Πουαρό, μια και ποτέ δεν κουραζόταν να


μοιράζεται την άπειρη γνώση που μόνο ο ίδιος έμοιαζε να
κατέχει. «Και η Άιντα έλαβε μια πρόσκληση, στην οποία
αδυνατούσε να αντισταθεί, από τον Ρίτσαρντ Νέγκους. Όχι
για να έρθει σε επαφή μ’ έναν αγαπημένο νεκρό, αλλά για να
συναντήσει, έπειτα από δεκαεξαετή χωρισμό, τον πρώην
αρραβωνιαστικό της. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς
πόσο δελεαστική τής φάνηκε η πρόταση.

»Ο Ρίτσαρντ Νέγκους εγκατέλειψε την Άιντα και


αναμφίβολα της ράγισε την καρδιά. Ποτέ δεν παντρεύτηκε.
Υποθέτω ότι άφησε να εννοηθεί στο γράμμα του το
ενδεχόμενο συμφιλίωσης ή ακόμη και γάμου. Ένα αίσιο
τέλος. Οπότε η Άιντα συμφώνησε –ποιο μοναχικό άτομο δεν
θα έδινε άλλη μια ευκαιρία στον αληθινό έρωτα;– και ο
Ρίτσαρντ τής είπε ότι θα τη συναντήσει στο δωμάτιο του
ξενοδοχείου Μπλόξχαμ γύρω στις τρεισήμισι με τέσσερις, το
απόγευμα της Πέμπτης. Θυμάστε το σχόλιό σας, Κάτσπουλ,
ότι έφτασε στο ξενοδοχείο την Τετάρτη, ώστε να έχει όλη την
Πέμπτη στη διάθεσή της, για να δολοφονηθεί; Τώρα δεν σας
φαίνεται πιο λογικό;»

Έγνεψα καταφατικά. «Ο Νέγκους ήξερε ότι την Πέμπτη θα


έπρεπε να διαπράξει το φόνο και να αυτοκτονήσει. Ήταν
φυσικό να προγραμματίσει την άφιξή του μία μέρα νωρίτερα,
ώστε να προετοιμαστεί ψυχικά για μια τέτοια διπλή
δοκιμασία».

«Επίσης, για να αποφύγει κάποια καθυστέρηση του τρένου


ή κάτι παρόμοιο, που ίσως περιέπλεκε το σχέδιό του»,
συμπλήρωσε ο Πουαρό.

«Οπότε η Τζένι Χομπς δολοφόνησε τη Χάριετ Σίπελ, και ο


Ρίτσαρντ Νέγκους δολοφόνησε την Άιντα Γκράνσμπερι;»
ρώτησα.
«Oui, mon ami». Ο Πουαρό κοίταξε την Τζένι, που έγνεψε
καταφατικά. «Περίπου την ίδια ώρα, στα δωμάτια 121 και 317
αντίστοιχα. Και στα δύο δωμάτια χρησιμοποιήθηκε η ίδια
μέθοδος, υποθέτω, προκειμένου η Χάριετ και η Άιντα να
πιουν το δηλητήριο. Η Τζένι είπε στη Χάριετ, και ο Ρίτσαρντ
Νέγκους είπε στην Άιντα: “Θα χρειαστείς ένα ποτήρι νερό,
προτού ακούσεις αυτά που έχω να πω. Να σου βάλω ένα.
Κάθισε”. Πριν φέρουν το νερό, η Τζένι και ο Νέγκους
διέλυσαν το δηλητήριο μέσα στο ποτήρι που βρισκόταν
δίπλα από το λαβομάνο. Έπειτα τα δύο ποτήρια
προσφέρθηκαν στα δύο θύματα. Τα άδειασαν και ο θάνατός
τους επήλθε σύντομα».

«Και ο θάνατος του Ρίτσαρντ Νέγκους;» ρώτησα.

«Η Τζένι τον σκότωσε, σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν


καταστρώσει οι δυο τους».

«Πολλά απ’ όσα σας είπα στο σπίτι του Σαμ αληθεύουν»,
είπε η Τζένι. «Ο Ρίτσαρντ όντως μου έγραψε έπειτα από
χρόνια σιωπής. Όντως τον έτρωγαν οι τύψεις για το κακό που
είχε κάνει στον Πάτρικ και στη Φράνσις. Δεν έβλεπε άλλη
διέξοδο –καμία πιθανότητα δικαιοσύνης ή ψυχικής γαλήνης–
παρά μόνο αν το πληρώναμε όλοι με τη ζωή μας, και οι
τέσσερις υπεύθυνοι».
«Σας ζήτησε... να τον βοηθήσετε να σκοτώσει τη Χάριετ
και την Άιντα;» ρώτησα, προσπαθώντας να επεξεργαστώ τη
σκέψη μου καθώς μιλούσα.

«Ναι. Τις δυο τους, εκείνον και τον εαυτό μου. Έπρεπε να
πεθάνουμε και οι τέσσερις, επέμενε, ειδάλλως δεν είχε νόημα.
Δεν ήθελε να γίνει δολοφόνος, αλλά εκτελεστής –
χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη– κι αυτό σήμαινε ότι εκείνος κι
εγώ δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε την τιμωρία.

»Συμφώνησα μαζί του ότι η Χάριετ και η Άιντα έπρεπε να


πεθάνουν. Ήταν σατανικές. Όμως... δεν ήθελα να πεθάνω,
ούτε ήθελα να πεθάνει ο Ρίτσαρντ. Μου αρκούσε που είχε
μετανιώσει στ’ αλήθεια για το ρόλο του στο θάνατο του
Πάτρικ. Ήξερα ότι... ότι και στον Πάτρικ θα αρκούσε, και σε
όποια ανώτερη δύναμη υπάρχει ή δεν υπάρχει· αλλά ήταν
αδύνατον να μεταπείσω τον Ρίτσαρντ. Κατάλαβα μονομιάς
ότι ήταν μάταιο να προσπαθώ.

»Ήταν το ίδιο ευφυής όπως πάντα, αλλά κάτι στο μυαλό


του είχε αλλάξει και τον είχε κάνει παράξενο, βάζοντάς του
αλλόκοτες ιδέες. Όλα αυτά τα χρόνια της μελαγχολικής
περίσκεψης και ενοχής... είχε γίνει ένα περίεργο είδος ζηλωτή.
Ήξερα πέραν πάσης αμφιβολίας ότι θα με δολοφονούσε κι
εμένα, αν δεν συμφωνούσα με το σχέδιο που πρότεινε. Δεν το
είπε ευθαρσώς. Βλέπετε, δεν ήθελε να με απειλήσει. Ήταν
καλός μαζί μου. Το μόνο που ήθελε και χρειαζόταν ήταν ένα
σύμμαχο, κάποιον που σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο. Πίστευε
ειλικρινά ότι θα συμφωνήσω με το σχέδιό του επειδή, σε
αντίθεση με τη Χάριετ και την Άιντα, ήμουν λογική. Ήταν
τόσο βέβαιος ότι είχε δίκιο, ότι η λύση που πρότεινε ήταν η
μόνη για όλους μας... Σκέφτηκα ότι ίσως και να είχε δίκιο,
αλλά φοβόμουν.

»Δεν φοβάμαι πια. Δεν ξέρω τι έγινε και με άλλαξε.


Μπορεί τότε, παρ’ όλη μου τη δυστυχία, να έτρεφα ακόμα την
ελπίδα ότι η ζωή μου μπορούσε να γίνει καλύτερη. Η λύπη
είναι κάτι διαφορετικό από την απελπισία».

«Ξέρατε ότι έπρεπε να προσποιηθείτε, για να σώσετε τη


ζωή σας», είπε ο Πουαρό. «Τα πειστικά σας ψέματα στον
Ρίτσαρντ Νέγκους ήταν η μόνη πιθανή οδός απόδρασης από
βέβαιο θάνατο. Δεν ξέρατε τι να κάνετε, οπότε στραφήκατε
στη Νάνσι Ντουκέιν ζητώντας βοήθεια».

«Πράγματι, και εκείνη έλυσε το πρόβλημά μου ή έτσι


πίστεψα. Το σχέδιό της ήταν μεγαλοφυές. Ακολουθώντας τις
συμβουλές της, πρότεινα στον Ρίτσαρντ μόνο μία παρέκκλιση
από το προτεινόμενο σχέδιό του. Ο ίδιος λογάριαζε, μετά το
θάνατο της Χάριετ και της Άιντα, να με σκοτώσει κι έπειτα να
αυτοκτονήσει. Φυσικά, ήταν άνθρωπος με κύρος,
συνηθισμένος να παίρνει τα ηνία σε οτιδήποτε έκρινε
σημαντικό, και ήθελε να έχει τον έλεγχο μέχρι τέλους.

»Η Νάνσι μού είπε ότι είναι αναγκαίο να πείσω τον


Ρίτσαρντ ότι εγώ έπρεπε να τον σκοτώσω κι όχι εκείνος εμένα.
“Αδύνατον!” είχα πει. “Δεν θα το δεχτεί ποτέ!” Τότε η Νάνσι
είπε ότι θα το δεχτεί αν τον προσεγγίσω με τον σωστό τρόπο.
Είχε δίκιο. Το κόλπο έπιασε.

»Πήγα και βρήκα τον Ρίτσαρντ και του είπα ότι δεν
αρκούσε να πεθάνουμε οι τέσσερίς μας: εγώ, αυτός, η Χάριετ
και η Άιντα. Έπρεπε να τιμωρηθεί και η Νάνσι.
Προσποιήθηκα ότι μετά χαράς θα πέθαινα μόνο αν την
έβλεπα νεκρή. “Ήταν πολύ πιο μοχθηρή απ’ τη Χάριετ”, του
είπα.

»Του αφηγήθηκα ένα περίτεχνο παραμύθι για τις


ανάλγητες ραδιουργίες της Νάνσι, προκειμένου να
αποπλανήσει τον Πάτρικ και να τον χωρίσει απ’ τη γυναίκα
του, χωρίς να δέχεται αντιρρήσεις. Είπα στον Ρίτσαρντ πως η
Νάνσι μού είχε εξομολογηθεί ότι το αληθινό κίνητρο για τη
δημόσια δήλωσή της στο Κινγκς Χεντ δεν ήταν να βοηθήσει
τον Πάτρικ, αλλά να πληγώσει τη Φράνσις. Ήλπιζε να
αυτοκτονήσει η Φράνσις ή –το λιγότερο– να εγκαταλείψει τον
Πάτρικ και να γυρίσει στον πατέρα της, στο Κέμπριτζ,
αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη Νάνσι».
«Κι άλλα ψέματα», είπε ο Πουαρό.

«Ναι, φυσικά κι άλλα ψέματα, όμως τα είχε προτείνει η ίδια


η Νάνσι, κι έγιναν πιστευτά! Ο Ρίτσαρντ συμφώνησε να
πεθάνει πριν από μένα».

«Επίσης δεν ήξερε ότι θα ανακατευόταν και ο Σάμιουελ


Κιντ στο σχέδιο – έτσι δεν είναι;» είπε ο Πουαρό.

«Έτσι. Η Νάνσι κι εγώ βάλαμε τον Σαμ στο κόλπο. Ήταν


κομμάτι του δικού μας σχεδίου. Καμιά απ’ τις δυο μας δεν
ήθελε να βγει απ’ το παράθυρο και να κατέβει από το δέντρο
–φοβόμασταν μην πέσουμε και σκοτωθούμε– και, αφότου
κλείδωνε η πόρτα από μέσα και το κλειδί κρυβόταν πίσω απ’
το πλακάκι, δεν υπήρχε άλλη οδός διαφυγής από το δωμάτιο
238. Γι’ αυτό χρειαζόμασταν τον Σαμ, αλλά και για να
υποδυθεί τον Ρίτσαρντ».

«Και το κλειδί έπρεπε να κρυφτεί πίσω απ’ το πλακάκι»,


μουρμούρισα μονάχος μου, για να βεβαιωθώ ότι τα είχα
βάλει όλα σε μια τάξη στο μυαλό μου. «Έτσι ώστε, όταν μας
είπατε την ιστορία σας –αυτή που ακούσαμε στο σπίτι του
κυρίου Κιντ–, να μοιάζουν όλα ότι ταιριάζουν: Ο Ρίτσαρντ
Νέγκους έκρυψε το κλειδί, για να φανεί σαν να το είχε πάρει ο
δολοφόνος, επειδή ήταν αναμεμειγμένος σ’ ένα σχέδιο
ενοχοποίησης της Νάνσι Ντουκέιν».
«Όπως και ήταν όντως», είπε ο Πουαρό, «ή, μάλλον, ο
Ρίτσαρντ νόμιζε ότι ήταν. Όταν η Τζένι τού έδωσε το νερό με
το δηλητήριο, όπως είχαν συμφωνήσει, πίστευε ότι εκείνη θα
μείνει ζωντανή και θα κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε η Νάνσι
να κριθεί ένοχη για τις τρεις δολοφονίες στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ. Πίστευε ότι η Τζένι θα μιλήσει με τέτοιο τρόπο
στην αστυνομία, που θα τη στρέψει εγγυημένα εναντίον της
Νάνσι. Δεν ήξερε ότι η Νάνσι είχε φροντίσει να έχει ακλόνητο
άλλοθι από το ζεύγος Ουάλας! Ή ότι, μετά το θάνατό του, το
μανικετόκουμπο θα χωνόταν βαθιά στο στόμα του, ότι το
κλειδί θα κρυβόταν πίσω απ’ το πλακάκι, ότι το παράθυρο θα
άνοιγε... Δεν ήξερε ότι η Τζένι Χομπς, η Νάνσι Ντουκέιν και ο
Σάμιουελ Κιντ θα φρόντιζαν ώστε να φανεί στην αστυνομία
ότι οι τρεις φόνοι συνέβησαν μεταξύ επτά και τέταρτο και
οκτώ και δέκα!»

«Όχι, ο Ρίτσαρντ δεν γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες»,


συμφώνησε η Τζένι. «Τώρα, μεσιέ Πουαρό, καταλαβαίνετε
γιατί χαρακτήρισα το σχέδιο της Νάνσι μεγαλοφυές».

«Ήταν χαρισματική ζωγράφος, μαντμουαζέλ. Οι καλύτεροι


ζωγράφοι δίνουν έμφαση στη δομή και στη λεπτομέρεια –
πώς ταιριάζουν όλα τα στοιχεία ενός συνόλου».

Η Τζένι γύρισε προς το μέρος μου. «Ούτε η Νάνσι ούτ’ εγώ


θέλαμε να γίνει ό,τι έγινε. Πρέπει να με πιστέψετε, κύριε
Κάτσπουλ. Ο Ρίτσαρντ θα με σκότωνε, αν του
αντιστεκόμουν». Αναστέναξε. «Τα είχαμε κανονίσει όλα. Η
Νάνσι θα γλίτωνε τελείως, ο Σαμ κι εγώ φανταζόμασταν ότι
θα τιμωρηθούμε, επειδή προσπαθήσαμε να ενοχοποιήσουμε
τη Νάνσι, αλλά όχι με θάνατο. Μια μικρή ποινή φυλάκισης
θα αρκούσε, ελπίζαμε. Κι έπειτα σκοπεύαμε να
παντρευτούμε». Βλέποντας την έκπληξη στο πρόσωπό μας, η
Τζένι προσέθεσε: «Δεν αγαπώ τον Σαμ όπως αγάπησα τον
Πάτρικ, αλλά του έχω αδυναμία. Θα ήταν καλός σύντροφος,
αν δεν τα κατέστρεφα όλα μαχαιρώνοντας τη Νάνσι».

«Ήταν ήδη κατεστραμμένα, μαντμουαζέλ. Ήξερα ότι


είχατε δολοφονήσει τη Χάριετ Σίπελ και τον Ρίτσαρντ
Νέγκους».

«Δεν δολοφόνησα τον Ρίτσαρντ, μεσιέ Πουαρό. Αυτό είναι


το μόνο λάθος σας. Ο Ρίτσαρντ ήθελε να πεθάνει. Του έδωσα
το δηλητήριο με τη συναίνεσή του».

«Ναι, αλλά με ψευδή πρόφαση. Ο Ρίτσαρντ Νέγκους


δέχτηκε να πεθάνει επειδή εσείς δεχτήκατε το σχέδιό του, που
σας ήθελε νεκρούς και τους τέσσερις. Έπειτα γίνατε πέντε,
όταν ανακατέψατε τη Νάνσι Ντουκέιν. Δεν συμφωνήσατε με
τον Ρίτσαρντ στ’ αλήθεια. Τον προδώσατε συνωμοτώντας
πίσω από την πλάτη του. Ποιος ξέρει αν ο Ρίτσαρντ Νέγκους
θα επέλεγε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή και με τον
συγκεκριμένο τρόπο, σε περίπτωση που του λέγατε την
αλήθεια για τη μυστική σας συμφωνία με τη Νάνσι
Ντουκέιν;»

Η έκφραση της Τζένι αγρίεψε. «Δεν σκότωσα τον Ρίτσαρντ


Νέγκους. Ήταν πράξη αυτοάμυνας. Ειδάλλως θα με σκότωνε
εκείνος».

«Είπατε ότι δεν σας είχε απειλήσει ανοιχτά».

«Όχι, αλλά το ήξερα. Τι πιστεύετε, κύριε Κάτσπουλ;


Δολοφόνησα τον Ρίτσαρντ Νέγκους, ναι ή όχι;»

«Δεν ξέρω», είπα μπερδεμένος.

«Κάτσπουλ, mon ami, μην παραλογίζεστε».

«Δεν παραλογίζεται», είπε η Τζένι. «Χρησιμοποιεί το


μυαλό του, μεσιέ Πουαρό, ενώ εσείς αρνείστε να το κάνετε.
Σας ικετεύω να το σκεφτείτε. Πριν με κρεμάσουν, ελπίζω να
σας ακούσω να λέτε ότι δεν σκότωσα τον Ρίτσαρντ
Νέγκους».

Σηκώθηκα. «Πάμε να φύγουμε, Πουαρό».

Ήθελα να δώσω τέλος στην ανάκριση όσο το ρήμα


“ελπίζω” πλανιόταν ακόμα στο χώρο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τέσσερις μέρες μετά, καθόμουν μπροστά σ’ ένα από τα


διαρκώς βρυχώμενα τζάκια της Μπλανς Άνσγουορθ,
πίνοντας ένα ποτήρι μπράντι και προσπαθώντας να
ολοκληρώσω το σταυρόλεξό μου, όταν ο Πουαρό μπήκε στο
καθιστικό. Στάθηκε σιωπηλός στο πλευρό μου για μερικά
λεπτά. Δεν ύψωσα το βλέμμα προς το μέρος του.

Με τα πολλά καθάρισε το λαιμό του. «Ακόμα, Κάτσπουλ»,


είπε. «Ακόμα αποφεύγετε τη συζήτηση για τον Ρίτσαρντ
Νέγκους. Δολοφονήθηκε ή όχι, άραγε αυτοκτόνησε με τη
βοήθεια τρίτου ή μήπως δολοφονήθηκε στο πλαίσιο
αυτοάμυνας;»

«Δεν νομίζω ότι θα ήταν μια επωφελής συζήτηση»,


αποκρίθηκα νιώθοντας το στομάχι μου να σφίγγεται. Δεν
ήθελα να μιλήσω για τους φόνους στο ξενοδοχείο
Μπλόξχαμ ποτέ ξανά. Αυτό που ήθελα –που είχα ανάγκη–
ήταν να γράψω γι’ αυτούς, να καταθέσω στο χαρτί κάθε
λεπτομέρεια γύρω από όσα είχαν συμβεί. Μου φαινόταν
μυστήριο που ήμουν τόσο πρόθυμος να καταγράψω την
ιστορία και τόσο απρόθυμος να τη συζητήσω. Σε ποια σημεία
διαφέρει η γραφή από την κουβέντα, όταν το θέμα είναι το
ίδιο;
«Μη θορυβείστε, mon ami», είπε ο Πουαρό. «Δεν θα
ξαναθίξω το θέμα. Θα μιλήσουμε για άλλα πράγματα.
Παραδείγματος χάριν, πέρασα απ’ το καφέ Πλέζαντ σήμερα
το πρωί. Η Φι Σπρινγκ μού ζήτησε να σας μεταφέρω το
αίτημά της, θέλει να σας μιλήσει το συντομότερο δυνατόν.
Είναι απογοητευμένη».

«Μ’ εμένα;»

«Ναι. Τη μία στιγμή, λέει, κάθεται στην τραπεζαρία του


ξενοδοχείου Μπλόξχαμ και μας ακούει να εξηγούμε τι
συνέβη και την επομένη έχουν όλα τελειώσει. Ένας φόνος
συντελείται μπροστά στα μάτια μας και η ιστορία, για το
κοινό, μένει ημιτελής. Η μαντμουαζέλ Φι θα ήθελε να της
αφηγηθείτε τι συνέβη με κάθε λεπτομέρεια».

«Δεν είναι δικό μου σφάλμα που συνέβη κι άλλος φόνος»,


είπα μέσα απ’ τα δόντια μου. «Δεν μπορεί να διαβάσει τι
γράφουν οι εφημερίδες, όπως όλος ο κόσμος;»

«Non. Θέλει να το συζητήσει ιδιαιτέρως μαζί σας. Για


σερβιτόρα, διαθέτει εντυπωσιακή ευφυΐα. Είναι μια αξιόλογη
κοπέλα. Δεν βρίσκετε, mon ami;»

«Ξέρω τι παιχνίδι παίζετε, Πουαρό», είπα κουρασμένα.


«Ειλικρινά, πρέπει να παραιτηθείτε. Σπαταλάτε το χρόνο σας,
όπως και η Φι Σπρινγκ, υποθέτοντας ότι... Όχου, αφήστε με
ήσυχο».

«Είστε θυμωμένος μαζί μου».

«Είμαι λίγο, ναι», παραδέχτηκα. «Ο Χένρι Νέγκους και η


βαλίτσα, ο Ράφαλ Μπόμπακ και το καρότσι με τ’ άπλυτα, ο
Τόμας Μπρίγκνελ και η φιλενάδα του στον κήπο του
ξενοδοχείου, που έτυχε να φοράει ανοιχτό καφέ παλτό, όπως
οι μισές γυναίκες στην Αγγλία. Το καροτσάκι...»

«Α!»

«Ναι, “α!” Ξέρατε πολύ καλά ότι η Τζένι Χομπς δεν ήταν
νεκρή, οπότε γιατί κάνατε τόσο κόπο για να με
παραπλανήσετε, έτσι ώστε να υποψιαστώ ότι το πτώμα της
μπορεί να είχε απομακρυνθεί απ’ το δωμάτιο 402 με τον πιο
απίθανο τρόπο;»

«Διότι, φίλε μου, ήθελα να δώσω τροφή στη φαντασία


σας. Αν δεν κάνετε τις πλέον απίθανες υποθέσεις, δεν θα
γίνετε ο καλύτερος ντετέκτιβ, όπως μπορείτε να γίνετε. Έτσι
εκπαιδεύονται τα κύτταρα της φαιάς ουσίας, όταν τα
αναγκάζουμε να κινηθούν σε ασυνήθιστες κατευθύνσεις. Από
αυτό προκύπτει η έμπνευση».
«Αν επιμένετε», είπα χωρίς να έχω πειστεί.

«Ο Πουαρό το παρατραβάει, όπως πιστεύετε, πέραν από το


αναγκαίο. Μπορεί».

«Όλος αυτός ο σαματάς που κάνατε για τα ίχνη στο


δωμάτιο 402, που οδηγούσαν από τη λιμνούλα του αίματος
στο κέντρο του δωματίου προς την πόρτα, όλα σας τα σχόλια
για το φάρδος της πόρτας, τι σκοπό είχαν; Γνωρίζατε ότι η
Τζένι Χομπς δεν είχε δολοφονηθεί εκεί ούτε είχε συρθεί νεκρή
κάπου αλλού!»

«Πράγματι το γνώριζα, αλλά εσείς όχι. Πιστεύατε, όπως κι


ο φίλος μας ο σινιόρ Λατσάρι, ότι η δεσποινίς Τζένι ήταν
νεκρή και ότι το αίμα στο πάτωμα ήταν δικό της. Ε λοιπόν,
ήθελα να αναρωτηθείτε: Μια βαλίτσα κι ένα καρότσι για τα
άπλυτα ήταν δύο αντικείμενα που μπορούσαν να εισαχθούν
στο δωμάτιο 402, δίπλα ακριβώς στο λεκέ, όπου βρισκόταν
το πτώμα. Γιατί, λοιπόν, ο δολοφόνος να σύρει το πτώμα
προς την πόρτα; Δεν θα το έσερνε! Όποιος κι αν ήταν! Τα
ίχνη του αίματος με κατεύθυνση την πόρτα ήταν
παραπλανητικά· ο σκοπός τους ήταν να αφήσουν να
εννοηθεί ότι το πτώμα είχε συρθεί έξω από το δωμάτιο, αφού
δεν βρισκόταν μέσα σε αυτό. Ήταν μια μικρή λεπτομέρεια
ευλογοφάνειας, αλλά πολύ σημαντική για να γίνει ο τόπος
του εγκλήματος πιστευτός.
»Όμως, για τον Ηρακλή Πουαρό, ήταν αυτή η λεπτομέρεια
που τον οδήγησε να καταλάβει το στοιχείο που ήδη
υποψιαζόταν έντονα: Σ’ εκείνο το δωμάτιο δεν είχε
δολοφονηθεί η Τζένι Χομπς ούτε και κανένας άλλος. Δεν
μπορούσα να φανταστώ μια μέθοδο μεταφοράς του
πτώματος που θα απαιτούσε να διαγράψουν τα ίχνη του
αίματος μια πορεία μέχρι την πόρτα. Κανένας δολοφόνος δεν
θα έβγαζε το πτώμα του θύματός του σ’ έναν κοινόχρηστο
διάδρομο ξενοδοχείου, χωρίς προηγουμένως να το κρύψει
μέσα σε κάτι, σε οτιδήποτε. Ό,τι κι αν ήταν αυτό –από όσα
σχετικά σκέφτηκα– θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μπει στο
δωμάτιο, κινούμενο προς το πτώμα, αντί να χρειαστεί το
πτώμα να μετακινηθεί προς την πόρτα. Ήταν απλή λογική,
Κάτσπουλ. Εξεπλάγην που δεν το καταλάβατε μονομιάς».

«Μια χρήσιμη συμβουλή, Πουαρό», είπα. «Την επόμενη


φορά που θα θελήσετε να καταλάβω κάτι μονομιάς, να
ανοίξετε το στόμα σας και να μου πείτε τα δεδομένα, όποια κι
αν είναι. Να είστε ευθύς. Θα διαπιστώσετε ότι σας γλιτώνει
από πολλούς μπελάδες».

Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Ωραία. Για τον καλό μου φίλο


τον Κάτσπουλ, θα προσπαθήσω να μάθω να φέρομαι ευθέως.
Αρχίζω τώρα αμέσως!» Έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη
του. «Αυτό έφτασε πριν από μια ώρα. Μπορεί να μη σας
αρέσει η ανάμειξή μου στα προσωπικά σας και μπορεί να
σκέφτεστε “Ο Πουαρό χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν”,
αλλά στο γράμμα αυτό εκφράζεται ευγνωμοσύνη για το ίδιο
ακριβώς ελάττωμα που εσείς βρίσκετε τόσο αφόρητο σ’
εμένα».

«Αν αναφέρεστε στη Φι Σπρινγκ, δεν έχω “προσωπικά”


μαζί της κι ούτε θα έχω ποτέ», είπα κοιτάζοντας το φάκελο
στο χέρι του. «Σε ποιανού φουκαρά τις ιδιωτικές υποθέσεις
ανακατευτήκατε τώρα; Και ευγνωμοσύνη για τι;»

«Που έφερα σε επαφή δύο άτομα που αγαπιούνται πολύ».

«Από ποιον είναι το γράμμα;»

Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Από το δόκτορα και την κυρία


Άμπροουζ Φλαουερντέι», είπε και μου το ’δωσε να το
διαβάσω.

ΤΕΛΟΣ

You might also like