You are on page 1of 32

ΑΡΧΑΙΑ  

ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

Αἰτοῦμαι   οὖν   ὑμᾶς,   ὦ   ἄνδρες,   εὔνοιαν   πλείω   παρασχέσθαι   ἐμοὶ   τῷ  


ἀπολογουμένῳ   ἢ   τοῖς   κατηγόροις,   εἰδότας   ὅτι   κἂν   ἐξ   ἴσου   ἀκροᾶσθε,   ἀνάγκη  
τὸν   ἀπολογούμενον   ἔλαττον   ἔχειν.   Οἱ   μὲν   γὰρ   ἐκ   πολλοῦ   χρόνου  
ἐπιβουλεύσαντες   καὶ   συνθέντες,   αὐτοὶ   ἄνευ κινδύνων   ὄντες,   τὴν   κατηγορίαν  
ἐποιήσαντο·   ἐγὼ   δὲ   μετὰ   δέους   καὶ   κινδύνου   καὶ   διαβολῆς   τῆς   μεγίστης   τὴν  
ἀπολογίαν  ποιοῦμαι.  […]  Ἔτι  δὲ  καὶ  τόδε  ἐνθυμητέον,  ὅτι  πολλοὶ  ἤδη  πολλὰ  καὶ  
δεινὰ   κατηγορήσαντες   παραχρῆμα   ἐξηλέγχθησαν   ψευδόμενοι   οὕτω   φανερῶς,  
ὥστε   ὑμᾶς   πολὺ   ἂν   ἥδιον   δίκην   λαβεῖν   παρὰ   τῶν   κατηγόρων   ἢ   παρὰ   τῶν  
κατηγορουμένων·   οἱ   δὲ   αὖ,   μαρτυρήσαντες   τὰ   ψευδῆ   ἀδίκως   ἀνθρώπους  
ἀπολέσαντες,   ἑάλωσαν   παρ’   ὑμῖν   ψευδομαρτυρίων,   ἡνίκ’   οὐδὲν   ἦν   ἔτι   πλέον  
τοῖς  πεπονθόσιν.
Ανδοκίδου,  Περὶ  τῶν  μυστηρίων 6-8

Λεξιλόγιο

αἰτέομαι  -οῦμαί  τινα +  απαρέμφατο  =  ζητώ  από  κάποιον  να


ἔλαττον  ἔχω =  μειονεκτώ
ἔχω +  τελικό  απαρέμφατο  =  μπορώ  να
ποιοῦμαι  κατηγορίαν =  απαγγέλλω  κατηγορία,  κατηγορώ
παραχρῆμα =  αμέσως
ἐξελέγχω  τινὰ +  κατηγορηματική  μετοχή  =  αποδεικνύω  ότι  κάποιος
δίκην  λαμβάνω  παρά  τινος =  τιμωρώ,  παίρνω  εκδίκηση  από  κάποιον
ἁλίσκομαι  ψευδομαρτυρίων =  καταδικάζομαι  για  ψευδομαρτυρία  (ως  δικανικό  ρήμα)  

Β.  ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ

ΜΕΤΟΧΗ

Είναι   ρηματικό   επίθετο   που   «μετέχει»   του   ρήματος   και   του   επιθέτου,   έχει  
δηλαδή  τις ιδιότητες  και  των  ρημάτων  και  των  επιθέτων˙  γι’  αυτό  έχει  δύο  φύσεις,  τη  
ρηματική  και  την  επιθετική.
Η  ρηματική  φύση  της  μετοχής  φαίνεται:
 Έχει  χρόνους  (λύων,  λύσων,  λύσας,  λελυκώς…,  λυόμενος,  λυσόμενος,  λυθείς,  
λελυμένος),   φωνή   και   διαθέσεις   (ενεργητική,   μέση,   παθητική   – λύων,  
λυόμενος,  λυθείς…).
 Έχει   τη   σύνταξη   του   ρήματος   (δέχεται   υποκείμενο,   αντικείμενο,   ποιητικό  
αίτιο,  δοτική  προσωπική·  είναι  συνδετικός  ρηματικός  τύπος,  συνδέει  δηλαδή  
το   υποκείμενο   ή   το   αντικείμενο   με   το   κατηγορούμενο   και   γενικά δέχεται  
κάθε  είδους  προσδιορισμό  όπως  το  ρήμα)

147
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

οἱ μετέχοντες  τοῦ κινδύνου (Αριστ.  Ῥητορικὴ 1376a), οἱ λέγοντες  τὴν  ἀλήθειαν,      τὰ
ἠγγελμένα  αὐτοῖς.
 Συνοδεύεται   από   το   δυνητικό   ἄν,   όπως   και   το   ρήμα,   για   να   δηλώσει   το  
δυνατό   στο   παρόν   και   το   μέλλον   ή   το   απραγματοποίητο   και   ισοδυναμεί   με  
δυνητική  Eυκτική  ή  δυνητική  Oριστική  
Ἑώρα  τὸ παρατείχισμα  ῥᾳδίως  ἂν  ληφθὲν  (Θουκ.  Ἱστορία 7.42.4).
 Δεν  προσδιορίζεται  από  επίθετο  αλλά  από  επίρρημα
Κακῶς  δράσαντες  οὐκ  ἐλάσσονα  πάσχουσι  (Αισχ.  Πέρσαι 813).

Η  επιθετική  φύση  της  μετοχής  φαίνεται:


 Έχει   3   γένη   (αρσενικό,   θηλυκό   και   ουδέτερο)   όπως   και   το   επίθετο   (ὁ
παιδεύων  – ἡ παιδεύουσα  – τὸ παιδεῦον).
 Κλίνεται   όπως   και   το   επίθετο   (ὁ λυόμενος,   τοῦ λυομένου,   τῷ λυομένῳ,   τὸν  
λυόμενον…).
 Προσδιορίζει,   όπως   και   το   επίθετο,   ένα   ουσιαστικό   ως   επιθετικός   ή  
κατηγορηματικός  προσδιορισμός
Αἱ πόλεις  αἱ δημοκρατούμεναι  (επιθ.  προσδ.),  τοῖς  νόμοις  τοῖς  κειμένοις  διοικοῦνται  
(επιθ.  προσδ.) (Αισχίν.  Κατὰ Κτησιφῶντος 6)
Ηὐλίζεσθε   ἐγκεχαλινωμένοις   τοῖς   ἵπποις   (κατηγορ.   προσδ.) (Ξεν. Κύρου   Ἀνάβασις
7.7.6-7)
Οἱ στρατιῶται   εἶχον   τὰς   ἀσπίδας   ἐκκεκαλυμμένας   (κατηγορ.   προσδ.)   (Ξεν.   Κύρου  
Ἀνάβασις 1.2.17).
 Χρησιμοποιείται  ως  κατηγορούμενο   οἱ ἄνδρες  ἐψηφισμένοι  ἦσαν (Ξεν.  Ἑλληνικὰ
2.1.31).
 Ουσιαστικοποιείται  με  το  άρθρο      ὁ λέγων  (:ὁ ῥήτωρ), ὁ ἄρχων κλπ.

Συμφωνία: κάθε   μετοχή,   είτε   είναι   συνημμένη   είτε   απόλυτη,   συμφωνεί   με   το  


υποκείμενό  της  κατά  γένος,  αριθμό  και  πτώση ὁ λάμπων  ἥλιος  / Φιλίππου  τελευτήσαντος  
Ἀλέξανδρος  ἐγένετο  βασιλεὺς (Διόδ.  Σικ.  Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 17.6.2).
Χρόνοι:1 οι   χρόνοι   της   μετοχής   καθορίζουν   κατά   κανόνα   τη   χρονική   βαθμίδα  
(παρόν,  παρελθόν,  μέλλον),  αλλά  μόνο  σε  σχέση  με  τον  χρόνο  του  κυρίου  ρήματος  
και  όχι  απόλυτα  και  ανεξάρτητα  από  αυτόν.  Διατηρούν  όμως  κανονικά  το  ποιόν  της  
πράξης.   Μόνο   μια   επιθετική   μετοχή   ενεστώτα   μπορεί   να   δηλώνει   και   το   απόλυτο  
παρόν.
Είδη: ανάλογα   με   τη   χρήση   της   και   τη   σημασία   της   η   μετοχή   διακρίνεται   στα  
εξής  τρία  είδη
 Επιθετική  ή  αναφορική:  προσδιορίζει  ως  επίθετο  ένα  ουσιαστικό.

1
Για   την   αναγνώριση   της   σημασίας   των   μετοχών   είναι   ενδεικτικός   και   ο   χρόνος,   κατά   τον   οποίο  
εκφέρονται.  Έτσι   η  μετοχή  του  ενεστώτα,  η  οποία  μπορεί  να  ενέχει  και  σημασία  παρατατικού,  κατά  
κανόνα   τοποθετεί   αυτό   που   δηλώνει   η   μετοχή   σε   πράξη   σύγχρονη   με   την   εξέλιξη   που   δηλώνει   το  
ρήμα.  Η  μετοχή  του  αορίστου  κανονικά  δίνει  το  προβάδισμα  στο  περιεχόμενο  της  μετοχής.  Η  μετοχή  
του   παρακειμένου   παρουσιάζει   αυτό   που   δηλώνει   η   μετοχή   ως   ήδη   συντελεσμένο.   Τέλος, η   μετοχή  
μέλλοντα  δηλώνει  την  επιδίωξη  του  επιθυμητού.

148
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

 Κατηγορηματική:  εξαρτάται  από  ρήμα  ως  άμεσο  ή  έμμεσο  συμπλήρωμα  της  


έννοιάς  του  και  έχει  θέση  κατηγορουμένου  ή  κατηγορηματικού  προσδιορισμού.
 Επιρρηματική:   προσδιορίζει   ως   επιρρηματικός   προσδιορισμός   ένα   ρήμα   ή  
ρηματικό  τύπο.  Διακρίνεται  σε  τροπική,  χρονική,  τελική,  εναντιωματική,  υποθετική,  
αιτιολογική.

Α΄  ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Επιθετική  λέγεται  η  μετοχή  η  οποία  προσδιορίζει  κάποιο  ουσιαστικό  με  τον  ίδιο  
τρόπο   όπως   και   το   επίθετο.   Συνήθως   συνοδεύεται   από   το   άρθρο   που   είναι   και  
υποκείμενό  της      ὁ τὸν  ὅλον  κόσμον  συντάττων (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 4.3.13).
Όταν   δεν   έχει   άρθρο,   τότε   σχεδόν   πάντα   προηγείται   λέξη   που   προσδιορίζεται  
ομοιόπτωτα   από   τη   μετοχή   και   είναι   υποκείμενό   της.   Δεν   παίρνει   άρθρο,   όταν  
προηγείται  το  υποκείμενό  της  στην  ίδια  πτώση,  όταν  και  το  υποκείμενό  της  δεν  έχει  
άρθρο  και  όταν  τίθεται  ως  κατηγορηματικός  προσδιορισμός      
ἅμα  ἦρι  ἀρχομένῳ (Θουκ.  Ἱστορία 8.61.1) / ἄνθρωποι λέγοντες  /  τέχνη  γιγνομένη.
Βρίσκεται  σε  όλους  τους  χρόνους  και  δέχεται  άρνηση  οὐ.  Στην  περίπτωση  που  η  
μετοχή  εκφράζει  υπόθεση  ή  υποκειμενική  γνώμη  ή  κάτι  γενικό,  παίρνει  άρνηση  μή.
Ισοδυναμεί   και   αναλύεται   σε   αναφορική   πρόταση   και   γι’   αυτό   λέγεται   και  
αναφορική  μετοχή.  
Μετάφραση: η    επιθετική  μετοχή  μεταφράζεται  κυρίως  με   «αυτός  ο  οποίος»  ή  
«ο  οποίος,  η  οποία,  το  οποίο»  ή  «που»  +  ρήμα.
Συντακτική  θέση  επιθετικής  μετοχής: η  επιθετική  μετοχή  όπως  και  το  επίθετο  
τίθεται  ως:
α)  επιθετικός  προσδιορισμός  ουσιαστικού    
στρατεύουσιν  ἐπὶ τὰς  Αἰόλου  νήσους  καλουμένας  (Θουκ.  Ἱστορία 3.88).
β)  υποκείμενο  ή  αντικείμενο    
Ὁ πληγεὶς  ἀεὶ τῆς  πληγῆς  ἔχεται  (υποκείμενο)  (Δημοσθ.  Φιλιππικὸς  Α΄ 40.6.1).
Κολάζουσι  τοὺς  ἀκοσμοῦντας (αντικείμενο) (Ισοκρ.  Ἀεροπαγιτικὸς 42.2).
γ)   κατηγορούμενο:   πάντα   με   άρθρο   και   συνδέεται   με   το   υποκείμενο   με   τα   ρήματα  
εἰμί,  ὑπάρχω,  γίγνομαι
οἱ ἄνδρες  εἰσὶν  οἱ ποιοῦντες  ὅ,τι  ἂν  ἐν ταῖς  μάχαις  γίγνηται  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 3.2.18).

Παρατήρηση

Όταν   με   τα   ρήματα   εἰμί,   γίγνομαι,   ὑπάρχω η   μετοχή   δεν   έχει   άρθρο,   δεν   είναι  
επιθετική,  αλλά  κατηγορηματική.

δ)  κατηγορηματικός  προσδιορισμός:  πάντοτε  χωρίς  άρθρο  και  εκφράζει,  όπως  και  το  
επίθετο,  μια  ιδιότητα  του  ουσιαστικού  όχι  μόνιμη  αλλά  παροδική      
Οἱ Θηβαῖοι  εὐθὺς  ἔπεμψαν  εἰς  Ἀθήνας  ἄγγελον  ἐστεφανωμένον (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 6.4.19).

149
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Παρατήρηση

Η μετοχή  αυτή  ως  κατηγορηματικός  προσδιορισμός  δεν  αναλύεται  σε  αναφορική  


πρόταση.

ε)   παράθεση   ουσιαστικού   ή   αντωνυμίας:   προσδίδει   στο   ουσιαστικό   ή   στην  


αντωνυμία   ένα   χαρακτηριστικό   γνώρισμα,   μη   αναγκαίο.   Πολύ   συχνά   είναι   μετοχή  
συνδετικού   ρήματος   που   λειτουργεί   ως   παράθεση   μαζί   με   το   κατηγορούμενό   της    
ἡμεῖς  οἱ λέγοντες  (Δημοσθ.  Προοίμιον 7.2.4)
Ἐπορεύθησαν  εἰς  Ἀπολλωνίαν,  Κορινθίων  οὖσαν  ἀποικίαν  (Θουκ.  Ἱστορία 1.26.2).
στ)  ετερόπτωτος  προσδιορισμός:
Καὶ ἐν   τῷ μὴ μελετῶντι   ἀξυνετώτεροι   ἔσονται   καὶ δι’   αὐτὸ καὶ ὀκνηρότεροι   (εμπρόθετος  
προσδιορισμός  αιτίας) (Θουκ.  Ἱστορία 1.142.8-9).

Ουσιαστικοποίηση   επιθετικής   μετοχής: η   έναρθρη   επιθετική   μετοχή  


ουσιαστικοποιείται,  όταν  παραλείπεται  το  ουσιαστικό  που  προσδιορίζει  και  παίρνει  
τη   νοηματική   και   συντακτική   θέση   του   παραλειπόμενου   ουσιαστικού,   τίθεται  
δηλαδή   ως   υποκείμενο,   αντικείμενο,   παράθεση,   επεξήγηση   και   γενικά   κάθε   είδους  
προσδιορισμός.   Οι   πιο   συνήθεις   επιθετικές   μετοχές   που   μετά   την   παράλειψη   του  
προσδιοριζόμενου  ουσιαστικού  απαντούν  ως  ουσιαστικά  είναι:

ὁ ἄρχων  =  ο  άρχοντας οἱ κάμνοντες  =  οι  ασθενείς τὸ παρὸν  =  το  παρόν


οἱ ἄρχοντες  =  οι  άρχοντες ὁ κλέπτων  =  ο  κλέφτης οἱ παριόντες  =  οι  ρήτορες
ὁ διώκων  =  ο  κατήγορος οἱ κρατοῦντες  =οι  άρχοντες οἱ προεστῶτες   =   οι   άρ-
οἱ ἐκπεπτωκότες  =οι  εξόριστοι ὁ λέγων  =  ο  ρήτορας χοντες
ἡ εἰμαρμένη  =  η  μοίρα τὸ μέλλον  =  το  μέλλον οἱ προσήκοντες   =   οι   συγ-
ἡ ἐπιοῦσα  =  η  επόμενη  μέρα ὁ νικῶν  =  ο  νικητής γενείς
ὀ ἐρῶν  =  ο  εραστής τὰ νομιζόμενα  =  τα  έθιμα οἱ τεθνεῶτες  =  οι  νεκροί
οἱ ἔχοντες  =  οι  πλούσιοι ἡ οἰκουμένη  =  η  γη ὁ τεκὼν  =  ο  πατέρας
οἱ θανόντες  =  οι  νεκροί τὸ παρελθὸν  =  το  παρελθόν ἡ τεκοῦσα  =  η  μητέρα
οἱ τεκόντες  =  οι  γονείς
ὁ φεύγων   =ο   κατηγορού-
μενος,  ο  εξόριστος

Ἀληθινὸς   ἄρχων   οὐ πέφυκε   τὸ αὑτῷ συμφέρον   σκοπεῖσθαι   ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ (Πλάτ.  


Πολιτεία, 347d).
Πατέρα  τίμα,  τὴν  δὲ τεκοῦσαν  σέβου  (Μέν.  Γνῶμαι  Μονόστιχοι 674).

Πολλές φορές  το  ουδέτερο  της  επιθετικής  μετοχής  με  άρθρο  χρησιμοποιείται  στη  
θέση  αφηρημένου  ουσιαστικού.  Ευρεία  χρήση  αυτού  γίνεται  στον  Θουκυδίδη.

τὸ ἀνειμένον  =  η  χαλα- τὸ ἐπιθυμοῦν  =  η  επιθυμία τὸ νοσοῦν = η νόσος


ρότητα τὸ ἡσυχάζον  =  η  ησυχία τὸ ξυνεστηκὼς   /   ξυνεστὼς   =   η  
τὸ βουλόμενον   =   η   θέ- τὸ θαρσοῦν  =  το  θάρρος συνωμοσία,οι  συνωμότες
ληση τὸ λυποῦν  =  η  λύπη τὸ ὀργιζόμενον  =  η  οργή
τὸ δεδιὸς  =  ο  φόβος τὸ λυσιτελοῦν  =  η  ωφέλεια τὸ ποθοῦν  = ο  πόθος

150
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

τὸ δοκοῦν  /τὸ δόξαν=η   τὸ συμφέρον  =  το  συμφέρον


γνώμη, η  απόφαση
τὸ δυνάμενον   =   η   δύ-
ναμη

Οἱ δὲ τὸ μὲν  ἐπιθυμοῦν  τοῦ πλοῦ οὐκ  ἐξῃρέθησαν  (Θουκ.  Ἱστορία 6.24.2).


Τὸ γὰρ  νοσοῦν  ποθεῖ σε  ξυμπαραστάτην  (Σοφ.  Φιλοκτήτης 674-675).

Πολυσήμαντη  επιθετική  μετοχή: η  έναρθρη  επιθετική  μετοχή,  επειδή  αποτελεί  


συνεπτυγμένη  αναφορική  πρόταση,  μπορεί  να  έχει  πολυσήμαντη  έννοια,  να  δηλώνει  
δηλαδή   και   υπόθεση   ή   αιτία   ή   σκοπό   ή   αποτέλεσμα και   τότε   είναι   αναφορική   –
υποθετική   (μπορεί   να   περιλαμβάνει   κάθε   είδος   υποθετικού   λόγου   και   έχει   άρνηση  
μή),  αναφορική  – αιτιολογική  (φανερώνει  αιτιολογία  και  έχει  άρνηση  οὐ),  αναφορική  
– τελική   (βρίσκεται   σε   χρόνο   μέλλοντα   και   έχει   άρνηση   μή),   αναφορική   –
συμπερασματική  (βρίσκεται  επίσης  σε  χρόνο  μέλλοντα)
Ὁ μὴ δαρεὶς  ἄνθρωπος  οὐ παιδεύεται  (Μέν.  Γνῶμαι  Μονόστιχοι 1.422).
Τοὺς   δέκα   στρατηγοὺς   τοὺς   οὐκ   ἀνελομένους   τοὺς   ἐκ   τῆς   ναυμαχίας   ἐβουλεύσασθε   ἁθρόους  
κρίνειν  (Πλάτ.  Ἀπολογία 32b).
Αὖθις  δὲ ὁ ἡγησόμενος  οὐδεὶς  ἔσται    (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.4.5).

Κάποτε χωρίς   να   παραλείπεται   το   προσδιοριζόμενο   ουσιαστικό,   η   άναρθρη  


επιθετική   μετοχή   ισοδυναμεί   με   αφηρημένο   ρηματικό   ουσιαστικό,   ομόρριζο   του  
οικείου  ρήματος.
Πρὸ ἡλίου  δύοντος  (=  πρὸ τῆς  δύσεως  τοῦ ἡλίου) (Αισχίν.  Κατὰ Τιμάρχου 1.12.3).
Ἅμα  ἦρι  ἀρχομένῳ (= ἅμα  τῇ τοῦ ἔαρος  ἀρχῇ) (Θουκ.  Ἱστορία 8.61.1).
Ἐπὶ Πυθοδώρου   ἄρχοντος   Ἀθήνησι   (= ἐπὶ τῆς   ἀρχῆς   τοῦ Πυθοδώρου) (Διόδ.   Σικ.   Ἱστορικὴ
Βιβλιοθήκη  12.37.1).

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΕΠΙΘΕΤΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Έναρθρη  επιθετική  μετοχή: το  άρθρο  της  αποδίδεται  με  τη  δεικτική  αντωνυμία  
οὗτος-αὕτη-τοῦτο ή   ἐκεῖνος-η-ον στο   ίδιο   γένος,   στην   ίδια   πτώση   και   στον   ίδιο  
αριθμό  με  τη  μετοχή  και  η  μετοχή  αποδίδεται  με  δευτερεύουσα  αναφορική  πρόταση  
που   εισάγεται   με   την   αναφορική   αντωνυμία   ὅς-ἥ-ὃ ή   ὅστις-ἥτις-ὅ,τι ως  υποκείμενο  
σε  πτώση  ονομαστική  +  ρήμα  σε  Οριστική  ή  Ευκτική  πλαγίου  λόγου,  ανάλογα  με  το  
χρόνο  της  εξάρτησης
Μίσει   τοὺς   κολακεύοντας   καὶ ἐξαπατῶντας   (=   μίσει   τούτους   οἳ κολακεύουσι   καὶ τούτους,   οἳ
ἐξαπατῶσι) (Ισοκρ.  Πρὸς  Δημόνικον 30.1-2)
Ὁ μὴ ἐπιτρέπων   τοῖς   ἀδικοῦσιν   ἀδικεῖν   τιμῆς   ἄξιός   ἐστι   (= ἐκείνοις,   οἳ ἀδικοῦσι) (Πλάτ.  
Νόμοι 730d).
Άναρθρη   επιθετική   μετοχή: αναλύεται   σε   αναφορική   πρόταση   που   εισάγεται  
με   την   αναφορική   αντωνυμία   ὃς ή   ὅστις ως   υποκείμενο   σε   πτώση   ονομαστική   +  
ρήμα  σε  Οριστική  ή  Ευκτική  πλαγίου  λόγου,  ανάλογα  με  το  ρήμα  εξάρτησης,  ή  σε  
δυνητική  Οριστική  ή  δυνητική  Ευκτική,  αν  η  μετοχή είναι  δυνητική

151
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Δύναμαι   συνεῖναι   ἀνθρώποις   δυναμένοις   ἀναλίσκειν   (=   οἳ δύνανται) (Λυσ.   Ὑπὲρ   Ἀδυνάτου


24.5.3-4)
Εἰς  τὸ πόλισμα  ἂν  γενόμενον  οὐκ  ἐβούλοντο  στρατοπεδεύεσθαι  (=  εἰς  τὸ πόλισμα  ὃ ἂν  ἐγένετο)
(Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 6.4.7).
Μετοχή   με   επιρρηματική   σημασία: αναλύεται   στην   αντίστοιχη   αναφορική  
επιρρηματική  πρόταση:
α)   αναφορική   – υποθετική   μετοχή:   έχει   άρνηση   μή· έχει   θέση   υποκειμένου   ή  
αντικειμένου   και   αναλύεται   σε   αναφορική   – υποθετική   πρόταση   με   τις   αντωνυμίες  
ὅστις-ἥτις-ὅ,τι   (=   εἴ τις), ὅσος-ὅση-ὅσον ως   υποκείμενο   σε   πτώση   ονομαστική.   Η  
έγκλιση   καθορίζεται   από   την   εξάρτηση   της   μετοχής.   Έχουμε   και   συνεπτυγμένο  
υποθετικό  λόγο,  κατά  περίπτωση
Ὁ μὴ δαρεὶς  οὐ παιδεύεται  (= ὅστις  ἂν  μὴ δαρῇ) (Μέν.  Γνῶμαι  Μονόστιχοι 1.422)
Ὁ τοὺς   λῃστὰς   τιμωρησάμενος   οὐκ   ἂν   εἰκότα   λέγοι   (= ὅστις   τιμωρήσαιτο) (Δημοσθ.   Ὑπὲρ  
Ἀλοννήσου 3.5-6).
β)   αναφορική   – αιτιολογική:   βρίσκεται   κοντά   σε   ρήματα   ψυχικού   πάθους   ή  
δικαστικά,  έχει  άρνηση  οὐ και  αναλύεται  σε  αναφορική  – αιτιολογική  πρόταση  που  
εισάγεται   με   την   αναφορική   αντωνυμία   ὃς ή   ὅστις (= ὅτι   οὗτος-αὕτη-τοῦτο)   ως  
υποκείμενο  σε  πτώση  ονομαστική  +  ρήμα  (=  γιατί  αυτός)
Ἐκεῖνοι   γὰρ   τῷ ἑκατὸν   τάλαντα   κλέψαντι   θάνατον   ἔταξαν   (=   τούτῳ ὃς   ἔκλεψε   =   ὅτι   οὗτος  
ἔκλεψε)  (Λυκούργ.  Κατὰ Λεωκράτους 65.1-3)
Τοὺς   δέκα   στρατηγοὺς   τοὺς   οὐκ   ἀνελομένους   τοὺς   ἐκ   τῆς   ναυμαχίας   ἐβουλεύσασθε   ἁθρόους  
κρίνειν  (=  τούτους  οἳ οὐκ  ἀνείλοντο  =  ἐπεὶ οὗτοι  οὐκ  ἀνείλοντο) (Πλάτ.  Ἀπολογία 32b).
γ)  αναφορική  - τελική:  έχει  άρνηση  μή,  εξαρτάται  συνήθως  από  ρήματα  κίνησης  και  
βρίσκεται   σε   χρόνο   μέλλοντα.   Αναλύεται   σε   αναφορική   τελική   πρόταση   που  
εισάγεται   με   την   αναφορική   αντωνυμία   ὃς ή   ὅστις ως   υποκείμενο   σε   πτώση  
ονομαστική   +   ρήμα   σε   Οριστική   μέλλοντα   συνήθως   ή   σε   μέλλοντα   Ευκτικής  
πλαγίου   λόγου,   ανάλογα   με   το   ρήμα   εξάρτησης   ή   εισάγεται   με   το   ἵνα   οὗτος-αὕτη-
τοῦτο +  Υποτακτική  ή  Ευκτική  πλαγίου  λόγου
Πορεύονται  κατοψόμενοι  τοὺς  πολεμίους  (=  οἳ κατόψονται  =  ἵνα  οὗτοι  κατόψωνται) (Αρριαν.  
Ἀλεξάνδρου  Ἀνάβασις 4.30.6,  με  τροποποιήσεις)
Ἔπεμψαν   τοὺς   προκατασκεψομένους   (=   τούτους,   οἳ προκατασκέψονται   =   ἵνα   οὗτοι  
προκατασκέψαιντο) (Αρριαν.  Ἀλεξάνδρου  Ἀνάβασις 1.13.1,  με  τροποιποιήσεις).

Β΄  ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Κατηγορηματική   λέγεται   η   μετοχή   η   οποία   εξαρτάται   από   ρήμα   και  


συμπληρώνει   την   έννοιά   του   άμεσα   ή   έμμεσα.   Απαντά   σε   όλους   τους   χρόνους   και  
είναι  πάντα  άναρθρη.
Συντακτική  λειτουργία: Αναφέρεται  είτε  στο  υποκείμενο  είτε  στο  αντικείμενο  
του   ρήματος  από  το  οποίο  εξαρτάται  και  λειτουργεί  άλλοτε  ως  κατηγορούμενο  και  
άλλοτε  ως  κατηγορηματικός  προσδιορισμός.
Υποκείμενο   κατηγορηματικής   μετοχής: το   υποκείμενο   της   κατηγορηματικής  
μετοχής   είναι   το   ίδιο   με   το   υποκείμενο   ή   αντικείμενο   του   ρήματος   από   το   οποίο  
εξαρτάται.   Η   μετοχή   συμφωνεί   μαζί   του   σε   γένος,   αριθμό   και   πτώση.   Σε   γενικές  
γραμμές   αν   το   ρήμα   εξάρτησης   είναι   αμετάβατο   ή   παθητικό,   η   μετοχή   αναφέρεται  

152
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

στο   υποκείμενό   του.   Αν   είναι   μεταβατικό   αναφέρεται   στο   αντικείμενό   του.   Πολύ  
σπάνια  η  κατηγορηματική  μετοχή  αναφέρεται  και  στη  δοτική  προσωπική.

Με   κατηγορηματική   μετοχή   που   αναφέρεται   στο   υποκείμενο   συντάσσονται  


τα  εξής  ρήματα:
α) Εἰμί,   γίγνομαι, ὑπάρχω   (ποιητ. πέλομαι):   η   κατηγορηματική   μετοχή   έχει   θέση  
κατηγορουμένου  και  τα  ρήματα  αυτά  μαζί  με  τη  μετοχή  αποτελούν  περίφραση  που  
εκφράζει  ό,τι  και  η  μετοχή.  Μεταφράζεται  σαν  ρήμα  στον  χρόνο  και  την  έγκλιση  του  
κυρίου  ρήματος,  το  οποίο  αγνοείται
εἰμὶ λέγων  (=  λέγω) =  λέω,     ὑπάρχω  εἰδὼς  (=  οἶδα) =  γνωρίζω,  γίγνομαι  φιλῶν  =  φιλῶ =
αγαπώ
Μισοῦντες  γίγνονται  τοὺς  κακοὺς  (=  μισοῦσι  τοὺς  κακούς)  (Πλάτ.  Νόμοι 908b)
Ἦν  Περικλέους  γνώμη  νενικηκυῖα  (= ἐνενίκει) (Θουκ.  Ἱστορία 2.12.2).
β) Στα   ρήματα   που   ακολουθούν   η   μετοχή   εκφράζει   το   κύριο   νόημα   και   το   ρήμα  
συμπληρωματικό  νόημα.  Έτσι  το  ρήμα  μπορεί   να  μεταφράζεται  με  επίρρημα  και  η  
μετοχή  με  ρήμα  (στον  ίδιο  χρόνο  και  έγκλιση  με  το  κύριο  ρήμα):
τυγχάνω  =  τυχαίνει  να,  συμβαίνει  να,  τυχαία,  συμπτωματικά
λανθάνω  = μου  διαφεύγει  την  προσοχή,  μένω  απαρατήρητος,  κρυφά,  ασυναίσθητα
φαίνομαι  /  φανερός  εἰμι  /  δῆλός  εἰμι  /  ἐναργής  εἰμι  =  φαίνομαι  ότι,  είναι  φανερό  ότι,  
φανερά,  αποδεδειγμένα,  αναμφίβολα,  σαφώς
οἴχομαι  =  έχω  φύγει,  ξεκινώ,  δρομαίως,  βιαστικά,  ταχέως,  αμέσως
φθάνω   =   προφθάνω   να,   προλαβαίνω   να,   πριν   από,   μόλις,   προ   ολίγου,   αμέσως,  
πρώτος
ἔφυν,  πέφυκα  =  εκ  φύσεως
διάγω  /  διαγίγνομαι  /  διατελῶ /  διαβιῶ /  διαμένω  =  περνώ  τον  καιρό  μου,  διαρκώς,  
συνεχώς,  πάντοτε
Ἐγὼ δὲ προξενῶν  τυγχάνω    (Δημοσθ.  Πρὸς  Κάλλιπον  5.9.10)
Ἔλαθον  εἱσελθόντες  οἱ Θηβαῖοι    (Θουκ.  Ἱστορία 2.2.3)
Ἡ ψυχὴ ἀθάνατος  φαίνεται  οὖσα  (Πλάτ.  Φαίδων 107c)
Μένων  ὁ Θετταλὸς  δῆλον  ἦν  ἐπιθυμῶν  πλουτεῖν  ἰσχυρῶς  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.6.21)
Οἴχονται  διώκοντες    (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.10.5)
Φθάνουσιν  ἀπολέσαντες  αὐτοὺς    (Δημοσθ.  Κατὰ Νεαίρας 100.3-4)
Διάγουσι  μανθάνοντες  δικαιοσύνην    (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 1.2.6)
Θρηνοῦντες  διετελοῦμεν   (Ισοκρ.  Αἰγινητικὸς 27.3)
Ὁ ἥλιος  λαμπρότατος  ὢν  διαμένει  (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 4.7.7).
γ) Τα  ψυχικού  πάθους  σημαντικά:  χαίρω,  ἥδομαι,  τέρπομαι,  ὀργίζομαι,  βαρέως  φέρω,  
ἄχθομαι,   ἀλγῶ,   λυποῦμαι,   μεταμέλομαι   (=   μετανιώνω),   αἰσχύνομαι   (=   ντρέπομαι),
χάριν   ἔχω,   χάριν   οἶδα   (=   αναγνωρίζω   ευγνωμοσύνη).   Η   μετοχή   αυτή   έχει   και  
αιτιολογική  σημασία  (κατηγορηματική  – αιτιολογική).  Γενικά  με  τα ρήματα  ψυχικού  
πάθους   η   μετοχή   είναι   κατηγορηματική,   όταν   δηλώνει   πράξη   σύγχρονη   ή  
υστερόχρονη   σε   σχέση   με   το   ρήμα   και   αιτιολογική,   όταν   δηλώνει   πράξη  
προτερόχρονη.  Μετάφραση:  «που,  να,  με  το  να,  με»
Χαίρω  διαλεγόμενος  τοῖς  σφόδρα  πρεσβύταις    (Πλάτ.  Πολιτεία 328d-e)
Οὐκ  αἰσχύνομαι  τοῦτο  λέγων (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 5.1.21)
Μετεμέλοντο  τὰς  σπονδὰς  οὐ δεξάμενοι  (Θουκ.  Ἱστορία 4.27.2-3)

153
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Οὐ τοῦ πλέονος  μὴ στερισκόμενοι  χάριν  ἔχουσιν    (Θουκ.  Ἱστορία 1.77.3).


δ) Τα  ευεργεσίας  – αδικοπραγίας,  νίκης  – ήττας:  εὖ ποιῶ,  κακῶς  ποιῶ,  χάριν  φέρω  
(=   κάνω   χάρη), ἀδικῶ, ἁμαρτάνω   (=   σφάλλω), νικῶ,   κρατῶ, ἡττῶμαι,   λείπομαι   (=
υστερώ).  Μετάφραση:  «που,  να,  και»  +  ρήμα,  «με  το  να,  στο  να»  +  ρήμα
Εὖ γε  ἐποίησας  ἀναμνήσας  με    (Πλάτ.  Φαίδων 60c)
Ἀδικεῖτε  πολέμου  ἄρχοντες  (Θουκ.  Ἱστορία 1.53.2)
Τούτου  οὐχ  ἡττησόμεθα  εὖ ποιοῦντες  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.3.23-24).
ε) Τα   ενάρξεως,   λήξεως,   ανοχής,   καμάτου,   καρτερίας:   ἄρχομαι,   ὑπάρχω   (=   αρχίζω  
πρώτος), λήγω,  διαλείπω,  ἀπολείπω,  ἐπιλείπω,  παύομαι,  ὑπομένω,  κάμνω,  ἀπαγορεύω  
(=  κουράζομαι,  εξαντλούμαι).  Μετάφραση:  «να»  ή  και  με  επίρρημα
Ἄρξομαι  ἀπὸ τῆς  ἰατρικὴς  λέγων  (Πλάτ.  Συμπόσιον 186b)
Οὐ πώποτε  διέλειπον  ζητῶν  καὶ μανθάνων  (Ξεν.  Ἀπολογία 16.7-17.1)
Ἀπείρηκα  ἤδη  βαδίζων  καὶ τρέχων   (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 5.1.2).
στ) Τα  πλησμονής,  επάρκειας,  απόλαυσης  ή  κόρου:  ἐμπίπλαμαι,  κορέννυμαι,  πλήρης  
εἰμί,  μεστός  εἰμι,  ἀρκῶ, ἄδην   ἔχω  (=  έχω  αρκετά), πειρῶμαι,  κρείττων  εἰμί,  πολὺς  ή
πολλὸς   ἔγκειμαι   (=   ζητώ   επίμονα). Μετάφραση:   «να,   για   να»,   με   επίρρημα   ή  
εμπρόθετο        
Ἄδην  εἶχον  κτείνοντες  (Ηρόδ.  Ἱστορίαι 9.39.12-13)
Ἡνίκ’  ἤδη  μεστὸς  ἦ θυμούμενος…(Σοφ.  Οἰδίπους  ἐπὶ Κολονῷ 768).

Με   κατηγορηματική   μετοχή   που   αναφέρεται   στο   υποκείμενο   ή   στο  


αντικείμενο  συντάσσονται  τα  εξής  ρήματα:
α) Τα   αισθήσεως,   γνώσεως,   μαθήσεως,   μνήμης:   αἰσθάνομαι,   ὁρῶ, ἀκούω,   οἶδα,  
περιορῶ (=   αδιαφορώ,   ανέχομαι), προΐεμαι   (=   παραμελώ), μανθάνω,   ἐπίσταμαι,  
γιγνώσκω,   ἁλίσκομαι   (=   συλλαμβάνω   να), μέμνημαι,   κατανοῶ, ἐνθυμοῦμαι,  
ἐπιλανθάνομαι. Μετάφραση:  «ότι,  να,  πως,  που»
Οὐ γὰρ  ᾔδεσαν  αὐτὸν  τεθνηκότα  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.10.16)
Ἔγνων  τὴν  εἰσβολὴν  ἐσομένην  (Θουκ.  Ἱστορία 2.13.1)
Ὅ τε   ἐν   πολέμῳ εὐτυχίᾳ πλεονάζων   οὐκ   ἐντεθύμηται   θράσει   ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος   (Θουκ.  
Ἱστορία 1.120.4-5).
β) Τα   δείξεως,   αγγελίας   και   ελέγχου:   δείκνυμι,   δηλῶ, ἀγγέλω,   ἐλέγχω,   ἐξελέγχω   (=  
αποδεικνύω  ότι), ἀποφαίνω,  παρέχω  (=  παρουσιάζω).  Μετάφραση:  «ότι,  πως»
Ἡ ἀνθρωπεία  φύσις  ἀσμένη  ἐδήλωσεν  ἀκρατὴς  ὀργῆς  οὖσα (Θουκ.  Ἱστορία 3.84.2)
Ἐξηλέγχθη  Φίλιππος  λαβῶν (Δημοσθ.  Κατὰ Ἀφόβου 29.4).
Σπάνια  και  απρόσωπα  ρήματα συντάσσονται  με  κατηγορηματική  μετοχή,  όπως:  
ἀρκεῖ μοι,  ἱκανόν  ἐστι  (=  μου  είναι  αρκετό), ὁσίως  ἔχει  (=  είναι  όσιο), ἄμεινόν  ἐστι,  
λυσιτελεῖ (=  είναι  επωφελές),  μεταμέλει  μοι  (=  μετανοώ).  Η  μετοχή  στη  συγκεκριμένη  
περίπτωση  αναφέρεται  στη  δοτική  προσωπική  και  τίθεται  σε  δοτική  ως  υποκείμενο  
του   απρόσωπου  ρήματος.  Μετάφραση:   «να,  ότι,   το  να,  το  ότι,  που».  Στο   μεταμέλει
μοι η  μετοχή  είναι  κατηγορηματική  – αιτιολογική  και  δε  λαμβάνεται  ως  υποκείμενο
Ὁσίως  ἂν  ἔχοι  αὐτῷ μὴ δεχομένῳ τὰς  σπονδὰς  τῶν  Ἀργείων  (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 4.7.2)
Οἷς  οὐδὲ ἅπαξ  ἐλυσιτέλησε  πιθομένοις    (Λυσ.  Δήμου  καταλύσεως  ἀπολογία 28.1)
Οὔτε    νῦν  μοι  μεταμέλει  οὕτως  ἀπολογογησαμένῳ (Πλάτ.  Ἀπολογία 38e).

154
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Τα   ρήματα   εἰμὶ και   γίγνομαι +   δοτική   προσωπική   ηθική: κατηγορηματικές  


είναι   και   οι   μετοχές   ἡδομένῳ, ἀσμένῳ,   βουλομένῳ, ἀχθομένῳ, προσδεχομένῳ που  
συμφωνούν   με   τη   δοτική   προσωπική   ηθική   των   ρημάτων   εἰμὶ και   γίγνομαι και  
αποτελούν  μαζί  τους  περίφραση  που  ισοδυναμεί  με  το  αντίστοιχο  ρήμα  της  μετοχής
Ἀσμένοις  τοῖς  ἀνθρώποις  τὸ φῶς  ἐγίγνετο  (Πλάτ.  Κρατύλος 418c-d)
Τῷ πλήθει  οὐ βουλομένῳ ἦν  τῶν  Ἀθηναίων  ἀφίστασθαι  (Θουκ.  Ἱστορία 2.3.2-3).
Παράλειψη   κατηγορηματικής   μετοχής: η   κατηγορηματική   μετοχή   μπορεί   να  
παραλείπεται,   όταν   είναι   μετοχή   του   ρήματος   εἰμὶ ή   όταν   εννοείται   εύκολα   από   τα  
συμφραζόμενα    
Ἀνεπαύοντο  δὲ ὅπου  ἐτύγχανον  ἕκαστος  (ενν. ὤν) (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 3.1.3)
Ἀνεχώρησαν   καὶ οἱ Ἀθηναῖοι   τοῖς   ἑκατὸν   ναυσίν,   ἐπειδὴ καὶ ἐκείνους   εἶδον   (ενν.
ἀναχωροῦντας)  (Θουκ.  Ἱστορία 3.16.4-17.1).
Σπάνια υπάρχουν   και   κατηγορηματικές   μετοχές   απρόσωπων   ρημάτων   ή  
εκφράσεων   που   βρίσκονται   σε   αιτιατική   και   ουδέτερο   γένος   (αιτιατική   απόλυτη  
κατηγορηματικής  μετοχής)    
Ἑώρα  μεταμέλον  τῇ πόλει  (Ισοκρ.  Κατὰ Καλλιμάχου 21.5)
Εἶδον  ἀδύνατον  ὂν  τιμωρεῖν  τοῖς  ἀνδράσι  (Θουκ.  Ἱστορία 4.15.2.1-2).

Σύνταξη  των  ρημάτων  ἀκούω και  αἰσθάνομαι

Α)  Άμεση  αντίληψη  (αυτηκοΐα)  =  ακούω  ο  ίδιος  με  τα  αυτιά  μου:  


 με  γενική  προσώπου  ή  πράγματος    
Λόγων  δ’  ἀκοῦσαι  τίς  βλάβη;;  (Σοφ.  Οἰδίπους  ἐπὶ Κολονῷ 1187)
 με  αιτιατική  πράγματος,  όταν  πρόκειται  για  ήχους,  λόγους      
καὶ πολλὰ καὶ παντοῖ’  ἀκούσας  κακὰ (Αριστοφ.  Θεσμοφοριάζουσαι 388)
 με  γενική  +  κατηγορηματική  μετοχή    
ἤκουσα  αὐτοῦ καὶ περὶ φίλων  διαλεγομένου  (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 2.4.1)
 με  γενική  και  αιτιατική  
καὶ τοῦτο  ἀκηκόαμεν  Σωκράτους (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 1.2.31).
Β)   Έμμεση   αντίληψη   (ετεροκοΐα)   =   ακούω   ότι,   μαθαίνω,   έχω   την   πληροφορία  
(διαμέσου  άλλου):
 με  αιτιατική  +  κατηγορηματική  μετοχή  →  για  βέβαιη  πληροφορία      
ἤκουσε  τὸν  Κῦρον  ἐν  Κιλικίᾳ ὄντα  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.4.5)
ἤισθοντο  προσιόντα  τὸν  Ἀγησίλαον  (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 4.5.1)
 με  ειδικό  απαρέμφατο  →  για  αβέβαιο  γεγονός      
ἀκούω  κώμας  εἶναι  καλάς  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 3.2.34-35)
 με  ειδική  πρόταση  →  για  αβέβαιο  γεγονός      
ᾜσθετο  ὅτι  τὸ στράτευμα  ἐν  Κιλικίᾳ ἦν  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.2.21).

Ρήματα  διπλής  συντάξεως  και  σημασίας

Κάποια  ρήματα  συντάσσονται  άλλοτε  με  κατηγορηματική  μετοχή  και  άλλοτε  με  
απαρέμφατο   και   έχουν   διαφορετική   σημασία   σε   κάθε   περίπτωση.   Τα   ρήματα   αυτά  
είναι  τα  εξής:

155
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

α) αἰσχύνομαι   /   αἰδοῦμαι +   κατηγορηματική   μετοχή   =   με   ντροπή   κάνω   κάτι,  


ντρέπομαι   που           οὐκ   αἰσχύνομαι   μανθάνων   (Πλάτ.   Ἱππίας   Ἐλάσσων 372c) αἴδεσαι  
πατέρα  προλείπων  (Σοφ.  Αἴας 506-507)
αἰσχύνομαι   /   αἰδοῦμαι +   τελικό   απαρέμφατο   =   ντρέπομαι   να         αἰσχύνονται   λόγους  
γράφειν  (Πλάτ.  Φαῖδρος 257d) αἰδέομαι  γυμνοῦσθαι  (Ομ.  Ὀδύσσεια 6.221-222)
β) ἄρχομαι +   κατηγορηματική   μετοχή   =   αρχίζω   να       ἄρξομαι   διδάσκων   ἐκ   τῶν   θείων  
(Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 8.8.2)
ἄρχομαι +  τελικό  απαρέμφατο  =  για  πρώτη  φορά  αρχίζω  να          ἄρχομαι  λέγειν
γ) γιγνώσκω +  κατηγορηματική  μετοχή  =  γνωρίζω  ότι             ἔγνω  τὴν  ἐσβολὴν  ἐσομένην  
(Θουκ.  Ἱστορία 2.13.1)
γιγνώσκω +   ειδικό   απαρέμφατο   =   γνωρίζω   ότι,   κρίνω   ότι         ἔγνωσαν   κερδαλεώτερον  
εἶναι  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.9.17)
γιγνώσκω +   τελικό   απαρέμφατο   =   αποφασίζω   να,   μαθαίνω   να       ἔγνωσαν   ἐμοὶ
παραδοῦναι  τὸν  παῖδα  (Ισοκρ.  Τραπεζιτικὸς 16.2-3)
δ) ἐπιλανθάνομαι +  κατηγορηματική  μετοχή  =  λησμονώ  ότι      ὀφείλων  ἐπιλέλαθα  (Πίνδ.  
Ὀλυμπιόνικος 10 (11) 4)
ἐπιλανθάνομαι +   τελικό   απαρέμφατο   =   λησμονώ   να           ἐπιλανθάνονται   εἰπεῖν   (Υπερ.  
Ὑπὲρ  Λυκόφρονος 7)
ε) ἐπίσταμαι  /  οἶδα +  κατηγορηματική  μετοχή  =  γνωρίζω  ότι         σὺ ἐσθλὸς  ὢν  ἐπίστασο  
(Σοφ.  Αἴας 1398-1399) οὐκ  ᾔδεσαν  αὐτὸν  τεθνηκότα  (Ξεν. Κύρου  Ἀνάβασις  1.10.16)
ἐπίσταμαι   /   οἶδα +   τελικό   απαρέμφατο   =   γνωρίζω   να         ἐπίσταμαι   θεοὺς   σέβειν   (Ευρ.  
Ἱππόλυτος 996) Ὀλύνθιοι  ἴσασι  τὸ μέλλον  προορᾶν (Δημοσθ.  Κατὰ Ἀριστοκράτους 109.4)
στ) μέμνημαι +   κατηγορηματική   μετοχή   =   θυμάμαι   ότι         μεμνήμεθ’   ἐλθόντες   (Ευρ.  
Ἑκάβη 244)
μέμνημαι +  τελικό  απαρέμφατο  =  θυμάμαι  να         μεμνήσονται  καὶ δεῦρο  ἀποπέμπειν  (Ξεν.  
Κύρου  Παιδεία 8.6.6)
ζ) φαίνομαι +  κατηγορηματική  μετοχή  (για  πραγματικό  φαινόμενο)  =  φαίνομαι  ότι,  
αποδεικνύομαι  ότι          Κλέαρχος  ἐπιορκῶν  ἐφάνη  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.5.38)
φαίνομαι +   ειδικό   ή   τελικό   απαρέμφατο   (για   αβέβαιο   φαινόμενο)   =   φαίνομαι   να,  
παρέχω  την  εντύπωση  ότι          ὁ ὑποκριτὴς  κλαίειν  ἐφαίνετο  (Ξεν.  Συμπόσιον 1.16.1)
η) σύνοιδα  ἐμαυτῷ +  κατηγορηματική  μετοχή  =  συναισθάνομαι,  έχω  συνείδηση  ότι  
ἐμαυτῷ συνῄδη  οὐδὲν  ἐπισταμένῳ (Πλάτ.  Ἀπολογία 22c-d)
σύνοιδά   τινι (δοτική   προσώπου)   +   κατηγορηματική   μετοχή   =   γνωρίζω   όσα   και  
κάποιος   άλλος         οὗτοι   ξυνίσασι   Μελήτῳ μὲν   ψευδομένῳ, ἐμοὶ δὲ ἀληθεύοντι (Πλάτ.  
Ἀπολογία 34b).

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η   κατηγορηματική   μετοχή   αναλύεται   σε   ειδική   πρόταση   που   εισάγεται   με   το  


σύνδεσμο  ὅτι.  Οι  εγκλίσεις  στην  ανάλυση  έχουν  ως  εξής:
 Οριστική:  μετά  από  ρήμα  εξάρτησης  αρκτικού  χρόνου.
 Ευκτική  πλαγίου  λόγου:  μετά  από  ρήμα  εξάρτησης  ιστορικού  χρόνου.
 Δυνητική  Οριστική  ή  δυνητική  Ευκτική,  ανάλογα  με  τα  συμφραζόμενα,  όταν  
η  κατηγορηματική  μετοχή  συνοδεύεται  από  το  δυνητικό  μόριο  ἂν
Ὁρῶ ὑμᾶς  ἀχθομένους  (= ὅτι  ἄχθεσθε) (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 6.3.5)

156
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Ἑώρων  ὑμᾶς  ἀχθομένους  (= ὅτι  ἄχθοισθε)


Οἶδα  τοὺς  ἄνδρας  ἂν  μαχομένους  (= ὅτι  οἱ ἄνδρες  ἂν  μάχοιντο)
ᾜδειν  τοὺς  ἄνδρας  ἂν  μαχομένους  (= ὅτι  οἱ ἄνδρες  ἂν  ἐμάχοντο).

Γ΄  ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Επιρρηματική   λέγεται   η   μετοχή   η   οποία   προσδιορίζει   ποιοτικά το   ρήμα   ή   ένα  


ρηματικό  τύπο  της  πρότασης.  Τίθεται  ως  επιρρηματικός  προσδιορισμός  του  ρήματος  
ή   του   ρηματικού   τύπου   και   δηλώνει   την   επιρρηματική   σχέση   του   χρόνου,   της  
υπόθεσης,  του  σκοπού,  της  εναντίωσης,  του  τρόπου  και  της  αιτίας.
Τα  είδη  της  επιρρηματικής  μετοχής: οι  επιρρηματικές  μετοχές  είναι  έξι  ειδών:
α)  χρονική,  β)  υποθετική,  γ)  τελική,  δ)  εναντιωματική,  ε)  τροπική,  στ)  αιτιολογική.  
Η   επιρρηματική   μετοχή   είναι   ένας   συνεπτυγμένος   τύπος   δευτερεύουσας  
επιρρηματικής   πρότασης   και   ισοδυναμεί   με αντίστοιχη   δευτερεύουσα   πρόταση,  
εκτός  από  την  τροπική  που  ισοδυναμεί  με  επιρρηματικό  προσδιορισμό  του  τρόπου  ή  
του  μέσου.

ΧΡΟΝΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Η   χρονική   μετοχή,   ως   καθαρά   χρονική   και   χρονικοϋποθετική,   εκφράζει   τον  


χρόνο  της  ενέργειας  του  προσδιοριζομένου  ρήματος  ή  ρηματικού  τύπου.  Τίθεται  σε  
κάθε  χρόνο,  εκτός  από  μέλλοντα,  και  σε  σχέση  με  την  πράξη  του  ρήματος  εκφράζει  
στον   ενεστώτα   το   σύγχρονο και   στον   αόριστο   το   προτερόχρονο   ή   σπάνια   το  
υστερόχρονο.  Δέχεται  άρνηση  οὐ και  άλλοτε  μή.
Μετάφραση:  η  χρονική  μετοχή  που  δε  δηλώνει  άλλη  σχέση  εκτός  από  το  χρόνο  
στη  νέα  ελληνική  αποδίδεται  ως  εξής:  α)  όταν  δηλώνει  το  προτερόχρονο  →  «αφού,  
μόλις,   όταν»   +   Οριστική   του   ίδιου   χρόνου   με   τη   μετοχή,   β)   όταν   δηλώνει   το  
σύγχρονο  →  «ενώ,  τη  στιγμή  που,  την  ώρα  που, όταν»  +  Οριστική  του  ίδιου  χρόνου.  
Η   χρονικοϋποθετική   μετοχή   αποδίδεται   στα   νέα   ελληνικά   με   τους   συνδέσμους  
«όταν,   αφού,   κάθε   φορά   που,   όσες   φορές,   οσάκις»   +   Οριστική   ή   Υποτακτική,  
ανάλογα  με  το  είδος  του  υποθετικού  λόγου  που  σχηματίζεται  από  την  υπόθεση   της  
μετοχής  και  το  ρήμα  της  ίδιας  πρότασης  που  είναι  η  απόδοση.
Η   χρονική   σημασία   δηλώνεται   ακριβέστερα,   όταν   πριν   ή   μετά   τη   μετοχή  
υπάρχουν   τα   χρονικά   επιρρήματα:   ἅμα   (=   συγχρόνως), μεταξὺ (=   εν   τω   μεταξύ),
εὐθύς,  αὐτίκα  (=  αμέσως,  μόλις), ἐξαπιναίως,  ἄρτι  (=  μόλις  τώρα), ἤδη,  ἔτι  (=  ακόμη),
εἶτα,  ἔπειτα,  ἐκ  τούτου,  ἐξαίφνης.

Παραδείγματα

Δρυὸς  πεσούσης  πᾶς  ἀνὴρ  ξυλεύεται  (Μέν.  Γνῶμαι  Μονόστιχοι 185)


Περικλῆς  παρελθὼν  ἔλεξε  τοιάδε    (Θουκ.  Ἱστορία 2.59.3)
Δειπνήσνατες  ἀπελαύνετε    (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 3.1.37)
Ἅμα  ταῦτ’  εἰπὼν  ἀνέστη    (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 3.1.47)
Πολλαχοῦ με  ἐπέσχε  λέγοντα  μεταξὺ (Πλάτ.  Ἀπολογία 40b)

157
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Ἄρτι  τῆς  μάχης  γεγενημένης  ἐπιβοηθοῦσιν  ἄλλοι  πελτασταὶ (Θουκ.  Ἱστορία 2.79.4)
Ὁ Θεμιστοκλῆς   ἐπελθὼν   τοῖς   Λακεδαιμονίοις   ἐνταῦθα   δὴ φανερῶς   εἶπεν   (Θουκ.   Ἱστορία
1.91.4).

Ορισμένες   χρονικές   μετοχές   κατέληξαν   στη   σημασία   να   είναι   ισοδύναμες   με  


χρονικά  επιρρήματα ή  εμπρόθετα,  όπως:
ἀνύσας  –σαντες  =  στα  γρήγορα
ἀρχόμενος  /  ἀρξάμενος  =  αρχικά,  στην  αρχή
διαλιπὼν  –όντες  /  ἐπισχὼν  =  έπειτα  από  λίγο
τελευτῶν  -ῶντες  =  στο  τέλος,  τελικά
χρονίζων  =  έπειτα  από  καιρό,  για  πολύ  καιρό
Ἅπερ  εἶπον  ἀρχόμενος    (Θουκ.  Ἱστορία 4.64.1)
Ἐπ’  αὐτοὺς  ὑμᾶς  τελευτῶν  ἐκεῖνος  ἥξει  (Δημοσθ.  Περὶ τῶν  ἐν  Χερρονήσῳ 49.3-4)
Ὀλίγον  χρόνον  διαλιπὼν  ἐκινήθη  (Πλάτ.  Φαίδων 118a).

Κάποιες  φορές  η  χρονική  μετοχή  εκφέρεται  και  εμπρόθετα  για  να  δοθεί  έμφαση  
στο  σύγχρονο,  στο  προτερόχρονο  και  στο  υστερόχρονο  (σπάνια)
Ἡ ὀργὴ σὺν  τῷ φόβῳ λήγοντι  ἄπεισι  (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 4.5.21-22)
Μετὰ Συρακούσας  οἰκισθείσας  ᾤκισαν  Κατάνην (Θουκ.  Ἱστορία 6.3.3).
Ενίοτε   η   μετοχή   αορίστου   εκτός   από   το   χρόνο   δηλώνει   και   αιτία,   αιτιολογεί  
μεταγενέστερη  ενέργεια  (χρονικοαιτιολογική  μετοχή)
Ἀκούσαντες ταῦτα  ἠχθέσθησαν  (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 7.4.5,  με  τροποποιήσεις).

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΧΡΟΝΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η   χρονική   μετοχή   αναλύεται   σε   δευτερεύουσα   χρονική   ή   χρονικοϋποθετική  


πρόταση  με  τους  εξής  τρόπους:
Α) Όταν  το  χρονικό  γεγονός  παρίσταται  ως  πραγματικό  ή  βέβαιο  αναλύεται:
α.   Όταν   δηλώνει   το   προτερόχρονο   με   τα:   ἐπεί,   ἐπειδή,   ὡς,   ὅτε,   ἀφ’   οὗ, ἐξ   ὅτου +
Οριστική.  Η  μετοχή  βρίσκεται  συνήθως  σε  αόριστο
Κῦρος συλλέξας   στράτευμα   ἐπολιόρκει   Μίλητον   (= ἐπεὶ συνέλεξε   στράτευμα) (Ξεν.   Κύρου  
Ἀνάβασις 1.1.7).
β.  Όταν  δηλώνει  το  σύγχρονο  με  τα: ἐν  ᾧ, ὅτε,  ὁπότε,  ἡνίκα +  Οριστική.  Η  μετοχή  
βρίσκεται  συνήθως  σε  ενεστώτα
Νεανίας   γὰρ   ὅστις   ὢν   Ἄρην   στυγῇ κόμη   μόνον   καὶ σάρκες,   ἔργα   δ’   οὐδαμοῦ (= ἐν   ᾧ ἐστι)
(Ευρ.  απ. 1052.1-2).
γ.  Όταν  δηλώνει  το  υστερόχρονο  με  τα:  ἕως,  ἔστε,  μέχρι +  Οριστική
Ταῦτα  ἐποίουν  γενομένου  σκότους  (=  μέχρι  σκότος  ἐγένετο)  (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 4.2.26,  με  
τροποποιήσεις).
Β) Όταν   η   χρονική   μετοχή   εμπεριέχει   και   υπόθεση,   δηλαδή   όταν   έχουμε  
χρονικοϋποθετική  μετοχή,  σχηματίζεται  συνεπτυγμένος  υποθετικός  λόγος,  ο  οποίος  
αναλύεται  ως  εξής:
α.  Όταν  δηλώνει  το  προσδοκώμενο  ή  απεριόριστη  επανάληψη  στο  παρόν και  μέλλον  
με  τα:  ὅταν,  ἐπάν,  ἐπειδάν,  ὁπόταν,  ἕως  ἂν +  Υποτακτική  
Δειπνήσαντες  δέ,  πορεύεσθε  (= ἐπειδὰν  δειπνήσητε).

158
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

β.   Όταν   δηλώνει   απεριόριστη   επανάληψη   στο   παρελθόν   με   τα:   ὅτε,   ὁπότε   (=   κάθε  
φορά  που…)  +  Ευκτική  επαναληπτική
Κῦρος   ἐθήρευεν   ἀπὸ ἵππου   γυμνάσαι   βουλόμενος   ἑαυτόν   τε   καὶ τοὺς   ἵππους   (= ὁπότε  
βούλοιτο) (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.2.7).

ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Δηλώνει   την   προϋπόθεση   με   την   οποία   ισχύει   η   πράξη   του   προσδιοριζομένου  


ρήματος.  Απαντά  σε  κάθε  χρόνο  εκτός  από  μέλλοντα.
Μεταφράζεται:  «αν,  εάν»  +  Οριστική  ή  «αν,  εάν»  +  Υποτακτική.
Σοβαρές   ενδείξεις   για   την   αναγνώριση   της   υποθετικής   μετοχής   είναι   η   άρνηση  
μή,   η   δυνητική   έγκλιση   (δυνητική   Οριστική,   δυνητική   Ευκτική)   και   το   δυνητικό  
απαρέμφατο.   Επισφαλής   απόδειξη   είναι   το   ρήμα   σε   χρόνο   μέλλοντα   ή   σε  
Προστακτική   ή   αν   είναι   δοξαστικό   ή   απρόσωπο   ή   αν   έχουμε   ρηματικό   επίθετο.  
Ασφαλής  απόδειξη  είναι  το  νόημα:  η  λογική  συνάφεια  μετοχής  και  ρήματος
Οὐκ  ἔστιν  ἄρχειν  μὴ διδόντα  μισθὸν  (Δημοσθ.  Φιλιππικὸς  Α΄ 25.1)
Ταῦτα  μὲν  μετρίως  ποιῶν,  πλείω  δ’  ἂν  ἐκεκτήμην    (Λυσ.  Ἀεροπαγιτικὸς 32.1-3)
Τοὺς  φίλους  εὐεργετοῦντες  καὶ τοὺς  ἐχθροὺς  δυνήσεσθε  κολάζειν  (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία  8.7.28)
Νῦν  δ’  ἔξεστί  σοι  μεθ’  ἡμῶν  γενομένῳ ζῆν  καρπούμενον  τὰ σαυτοῦ (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 4.1.35)
Ἆρα  βιωτὸν  ἡμῖν  ἐστιν  διεφθαρμένου  τοῦ σώματος;;    (Πλάτ.  Κρίτων 47e).

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΥΠΟΘΕΤΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Ο   υποθετικός   λόγος   του   οποίου   η   υπόθεση   βρίσκεται   σε   υποθετική   ή  


χρονικοϋποθετική   μετοχή   λέγεται   συνεπτυγμένος.   Οι   μετοχές   αυτές   αναλύονται   σε  
υποθετικές  προτάσεις,  που  με  την  απόδοση  δηλώνουν  όλα  τα  είδη  των  υποθετικών  
λόγων.  Η  μορφή  της  υπόθεσης  εξαρτάται  από  την  απόδοση,  το  νόημα  της  πρότασης  
και  τον  τρόπο  εκφοράς  των  υποθετικών  λόγων.  Συνεπώς  έχουμε:
 εἰ +  Οριστική  →  πραγματικό  ή  αντίθετο  του  πραγματικού
 εἰ +  Ευκτική  →  απλή  σκέψη  ή  αόριστη  επανάληψη  στο  παρελθόν
 ἐάν,   ἄν,   ἢν +   Υποτακτική   →   προσδοκώμενο   ή   αόριστη   επανάληψη   στο  
παρόν-μέλλον
 ὅταν,   ὁπόταν,   ἐπάν,   ἐπειδὰν +   Υποτακτική   →   εκφράζει   εκτός   από  
προϋπόθεση  και  χρόνο  (χρονικοϋποθετική  μετοχή)
 ὅτε,  ὁπότε +  Ευκτική  επαναληπτική  (χρονικοϋποθετική  μετοχή)
Τοῦτ’    ἔχων  ἅπαντ’  ἔχω  (=  εἰ τοῦτ’  ἔχω) (πραγματικό) (Σοφ.  Ἀντιγόνη 498)
Οὐκ   ἄν   ποτε   ἀδικεῖν   ἐπιχειρῶν   τὰ δύο   μέρη   τῆς   οὐσίας   ἀπέδωκεν   (=   εἰ ἐπεχείρει   ἀδικεῖν)
(αντίθετο  του  πραγματικού)  (Ισοκρ.  Πρὸς  Εὐθύνουν 16.3,  με  τροποποιήσεις)
Ἡμεῖς   οἰόμεθα…πλείονος   ἂν   ἄξιοι   εἶναι   φίλοι   ἔχοντες   τὰ ὅπλα   ἢ παραδόντες   ἄλλῳ (=   εἰ
ἔχοιμεν,  εἰ παραδοῖμεν) (απλή  σκέψη)  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.1.20)
Τὰ ὄρνεα  γευσάμενα  διεφθείρετο  (=  εἰ γεύσαιντο) (αόριστη  επανάληψη  στο  παρελθόν)  (Θουκ.  
Ἱστορία 2.50.1)
Δίκαια   δράσας   συμμάχους   ἕξεις   θεοὺς   (=ἐὰν   δράσῃς) (προσδοκώμενο)   (Μέν.   Γνῶμαι  
Μονόστιχοι 126)

159
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Μίσει   τοὺς   κολακεύοντας   ὥσπερ   τοὺς   ἐξαπατῶντας·   ἀμφότεροι   γὰρ   πιστευθέντες   τοὺς  
πιστεύσαντας   ἀδικοῦσιν   (= ἐὰν   πιστευθῶσιν) (αόριστη   επανάληψη   στο   παρόν   – μέλλον)  
(Ισοκρ.  Πρὸς  Εὐθύνουν 30).

ΤΕΛΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Δηλώνει   σκοπό   (τελικό   αίτιο),   δηλαδή   τον   στόχο   στον   οποίο   αποβλέπει   η  
ενέργεια   του   υποκειμένου   του   προσδιοριζομένου   ρήματος.   Απαντά   σε   χρόνο  
μέλλοντα,   σπάνια   όμως   και   σε   ενεστώτα   με   ρήματα   κίνησης:   ἔρχομαι,   ἥκω,   πλέω,  
πέμπω κ.ά.,  όταν  δηλώνεται  άμεση  πραγματοποίηση  του  σκοπού.
Μετάφραση:  «για  να,  με  σκοπό  να,  με  την  πρόθεση  να,  να»  +  ρήμα.
Εξαρτάται   από   ρήματα   που   δηλώνουν   κίνηση   ή   σκόπιμη   ενέργεια,   δράση,  
εκλογή,  προσφορά  κ.ά.
Ενίοτε   συνοδεύεται   από   το   ὡς →   εκφράζει   υποκειμενική   γνώμη   και   εξαρτάται  
συνήθως  από  ρήματα  σκόπιμης  ενέργειας.  Μεταφράζεται:  «με  την  πρόθεση  να…»
Προπέμψαντες  κήρυκες  πόλεμον  προεροῦντα    (Θουκ.  Ἱστορία 1.29.1)
Παρῆσαν  οἱ Θηβαῖοι  λέγοντες  (σε  ενεστώτα)  (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 5.1.33)
Προσβολὰς  παρεσκευάζοντο  τῷ τείχει  ποιησόμενοι  (Θουκ.  Ἱστορία 2.18.1)
Τριήρεις  ἐπλήρου,  ὡς  βοηθήσων  κατὰ θάλατταν    (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 6.4.21)

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΤΕΛΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η  τελική  μετοχή  αναλύεται  σε  τελική  πρόταση  ως  εξής:


 ἵνα,  ὅπως,  ὡς +  Υποτακτική  ενεστώτα  (σπάνια)  →  ο  σκοπός  έχει  διάρκεια,  ή
 ἵνα,  ὅπως,  ὡς +  Υποτακτική  αορίστου  →  ο  σκοπός  είναι  στιγμιαίος,  ή
 ἵνα,  ὅπως,  ὡς +  Ευκτική  πλαγίου  λόγου  →  μετά  από  ρήμα  ιστορικού  χρόνου
ἔρχονται  γράμματα  μαθησόμενοι  (= ἵνα  μανθάνωσι  /  μάθωσι) (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 1.2.6)
Οὗτος  ἥκει  ἀμφισβητήσων  (= ἵνα  ἀμφισβητήσῃ) (Λυσ.  Ὑπὲρ  ’Αδυνάτου 14.3-4)
Ἔβαινον   κατοψόμενοι   τοὺς   πολεμίους   (= ἵνα   κατίδωσιν   /   κατόψοιντο   /   κατίδοιεν) (Αρριαν.  
Ἀλεξάνδρου  Ἀνάβασις 4.30.6,  με  τροποποιήσεις).

ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Δηλώνει   εναντίωση   ή   παραχώρηση   προς   εκείνο   που   εκφράζει   το   ρήμα   ή   ο  


ρηματικός   τύπος,   τον   οποίο   προσδιορίζει.   Απαντά   σε   κάθε   χρόνο   εκτός   από  
μέλλοντα.
Μετάφραση:  «αν  και,  και  αν,  μολονότι,  έστω  και  αν,  παρόλο  που»  +  ρήμα.
Η   σημασία   της   εναντιωματικής   μετοχής   γίνεται   σαφέστερη   όταν   συνοδεύεται  
από   τα   καὶ (= καὶ ταῦτα)   (=   και   μάλιστα),   καίπερ,   καίτοι και   όταν   υπάρχει   άρνηση  
από   τα   οὐδέ,   μηδέ· επίσης   όταν   το   ρήμα   της   πρότασης   συνοδεύεται   από   τα   ὅμως,  
ἀλλ’  ὅμως,  ἀλλὰ καί,  εἶτα,  ἔπειτα,  κἆτα
Ὁ γραμμάτων  ἄπειρος  οὐ βλέπει  βλέπων  (: εἰ καὶ βλέπει)  (Μέν.  Γνῶμαι  Μονόστιχοι 586)
Νεώτερος  ὢν  παρελήλυθα  συμβουλεύσων (Ισοκρ.  Ἀρχίδαμος 1.5)
Ἱκανά  μοι  νομίζω  εἰρῆσθαι,  καίτοι  πολλά  γε  παραλιπὼν (Λυσ.  Κατὰ Φίλωνος 34.1-2)

160
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Ἀθηναῖοι   καὶ οὐ μεταλαβόντες   τοῦ χρυσίου   ὅμως   πρόθυμοι   ἦσαν   εἰς   τὸν   πόλεμον (Ξεν.  
Ἑλληνικὰ 3.5.2).

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η  εναντιωματική  μετοχή  αναλύεται  σε  εναντιωματική  πρόταση  ως  εξής:


 εἰ καὶ +  Οριστική  ή  Ευκτική  – ἐὰν  /  ἂν  καὶ +  Υποτακτική  →  η  εναντίωση  ή  η  
παραχώρηση  γίνεται  προς  κάτι  το  πραγματικό
 καὶ εἰ +  Οριστική  ή  Ευκτική  – καὶ ἂν  /  κἂν +  Υποτακτική  →  η  εναντίωση  ή  η  
παραχώρηση  γίνεται  προς  κάτι  το  μη  πραγματικό,  το  αδύνατο  ή  απίθανο  ή  το  
ενδεχόμενο
 οὐδ’   εἰ +   Οριστική   ή   Ευκτική   – oὐδ’   ἐάν,   μήδ’   ἐὰν +   Υποτακτική   →   η  
εναντίωση  ή  η  παραχώρηση  γίνεται  προς  κάτι  το  μη  πραγματικό,  το  αδύνατο  
ή  απίθανο  ή  το  ενδεχόμενο,  αλλά  η  πρόταση  στην  οποία  ανήκει  η  μετοχή  έχει  
άρνηση.
Η  εναντιωματική  μετοχή  σχηματίζει  εναντιωματικό  υποθετικό  λόγο,  όπως  και  η  
υποθετική  μετοχή,  ανάλογη  με  την  απόδοση
Πολλοὶ ὄντες  εὐγενεῖς  εἰσι  κακοὶ (: εἰ καί  εἰσι  εὐγενεῖς)  (Ευρ.  Ἡλέκτρα 538)
Καὶ ἀποστάσα  ἡ πόλις  ἔλθοι  ἂν  εἰς  σύμβασιν  (: καὶ εἰ ἀποσταίη) (Θουκ.  Ἱστορία 3.46.2)
Καὶ ἀνεπιστήμονες   ἔτι   ὄντες   ἀπετολμήσαμεν   (: εἰ καὶ ἀνεπιστήμονες   ἦμεν)   (Θουκ.   Ἱστορία
7.67.1)
Τὸν  Ὀρόνταν  καὶ τότε  προσεκύνησαν  καίπερ  εἰδότες  ὅτι  ἐπὶ θάνατον  ἄγοιτο  (: εἰ καὶ ᾔδεσαν)
(Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.6.10).

ΤΡΟΠΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Εκφράζει   τον   τρόπο   με   τον   οποίο   γίνεται   η   πράξη   του   προσδιοριζομένου  


ρήματος.   Απαντά   σε   όλους   τους   χρόνους   εκτός   από   μέλλοντα,   κυρίως   όμως   σε  
ενεστώτα.  Δέχεται  άρνηση  οὐ και  σπάνια  μή.
Μετάφραση:  με  μετοχή  (-ο/ώντας,  -μένος),  με  το  «να»  +  ρήμα,  με  επίρρημα,  με  
εμπρόθετο,   ρήμα   +   «και»,   «χωρίς   να»   +   ρήμα   όταν   υπάρχει   άρνηση       εἰσί   τινες   οἳ
λῃζόμενοι  ζῶσιν (=  υπάρχουν  κάποιοι  που  ζουν  ληστεύοντας  /  με  το  να  ληστεύουν  /  
ληστρικά  /  ληστεύουν  και  ζουν  /  ζουν  με  τη  ληστεία)
Οὐ πάσχοντες  εὖ, ἀλλὰ δρῶντες  κτώμεθα  τοὺς  φίλους (Θουκ.  Ἱστορία 2.40.4)
Οὕτω  διεκείμεθα,  τοτὲ μὲν  γελῶντες,  ἐνίοτε  δὲ δακρύοντες (Πλάτ.  Φαίδων 59a)
Ἀπῆλθον  οὐδὲν  ἀποκρινάμενοι (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 2.5.42)
Οἱ Θηβαῖοι  ἀνεχώρησαν  ἐκ  τῆς  γῆς  οὐδὲν  ἀδικήσαντες (Θουκ.  Ἱστορία 2.5.7).
Τροπικές   είναι   οι   μετοχές   ἄγων,   ἔχων,   φέρων,   λαβὼν +   αιτιατική,   χρώμενος +
δοτική  με  ρήματα  κινήσεως  σημαντικά  και  μπορούν  να  μεταφράζονται  με  ένα  απλό  
«με»      
Ἧκε  Μένων  ὁπλίτας  ἔχων  χιλίους (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 1.2.6)
Ἐγὼ δὲ Πείσωνα  ἠρώτων  εἰ βούλοιτό   με   σῶσαι   χρήματα   λαβὼν (Λυσ.   Κατὰ Ἐρατοσθένους  
8.5)
Παρεκελεύοντο  κραυγῇ οὐκ  ὀλίγῃ χρώμενοι (Θουκ.  Ἱστορία 7.44.4)

161
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Ορισμένες   τροπικές   μετοχές   έχουν   λάβει   ειδική   σημασία   και   αποδίδονται   με  


τροπικά  επιρρήματα ή  εμπρόθετα:
ἀνύσας =  γρήγορα
διατεινάμενος  =  με  όλη  τη  δύναμη
ἑλὼν =  δια  της  βίας,  βίαια
κλαίων  =  με  θλίψη
λαθὼν =  κρυφά,  ύπουλα
προσκείμενος =  πιεστικά
φέρων =  βιαστικά  /  φερόμενος  =  με  ορμή
φθάσας =  εκ  των  προτέρων,  έγκαιρα
χαίρων  =  με  χαρά,  ατιμωρητί
Σάλαιθος  διαλαθὼν  ἐσέρχεται  ἐς  τὴν  Μυτιλήνην  (Θουκ.  Ἱστορία  3.25.1)
Τοῦτον  οὐδεὶς  χαίρων  ἀδικήσει (Πλάτ.  Γοργίας 510d)
Ἐσέπεσον  φερόμενοι  εἰς  τοὺς  Ἕλληνας  οἱ Μῆδοι (Ηρόδ.  Ἱστορίαι 7.210.6)
Ὁ Ἀλκιβιάδης  προσκείμενος  ἐδίδασκε  τὴν  Δεκέλειαν (Θουκ.  Ἱστορία 7.18.1).

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Εκφράζει   την   αιτία   της   ενέργειας   του   προσδιοριζομένου   ρηματικού   τύπου  


(αναγκαστικό   αίτιο).   Απαντά   σε   κάθε   χρόνο,   αλλά   σπάνια   σε   μέλλοντα   και   πολύ  
συχνά  προσδιορίζει  ρήματα  ψυχικού  πάθους.
Αιτιολογική   είναι   συνήθως   η   μετοχή:   α)   των   δοξαστικών   ρημάτων   (οἴομαι,  
ἡγοῦμαι,  νομίζω,  δοκῶ κ.ά.),  β)  των  γνωστικών  και  αισθητικών  ρημάτων  (γιγνώσκω,  
οἶδα,   ἐννοῶ, ὁρῶ,   αἰσθάνομαι κ.ά.),   γ)   των   δικανικών   ρημάτων,   δ)   των   ρημάτων  
ψυχικού   πάθους   (χαίρω,   ἄχθομαι,   ἥδομαι,   αἰσχύνομαι κ.ά.),   όταν   δηλώνει   πράξη  
προτερόχρονη  σε  σχέση  με  το  ρήμα  που  προσδιορίζει.
Κάποτε  τίθεται  ως  επεξήγηση  στα  εμπρόθετα  διὰ τοῦτο,  διὰ ταῦτα,  ἕνεκα  τούτου,  
ἐκ  τούτου,  τα  οποία  προηγούνται  της  μετοχής.
Εκφράζει:
α) αντικειμενική   αιτιολογία   →   αιτιολογία   που   θεωρείται   πραγματική   από   τον  
ομιλητή:   χωρίς   μόριο   ή   με   τα   ἅτε   (δή),   οἷα   (δή),   οἷον   (δή)   +   μετοχή.   Μετάφραση:  
«επειδή  πράγματι,  διότι,  λόγω  του  ότι,  αφού,  στη  στιγμή  που,  μια  και,  σαν»  
Ὀλεῖσθε  ἠδικηκότες  τὸν  ἄνδρα  τόνδε (Σοφ.  Φιλοκτήτης 1035-1036)
Κῦρος  ἅτε  παῖς  ὢν  ἥδετο  τῇ στολῇ (Ξεν.  Κύρου  Παιδεία 1.3.3)
Οἷον  διὰ χρόνου  ἀφιγμένος  ἀσμένως  ᾖα (Πλάτ.  Χαρμίδης 153a).
β) υποκειμενική   αιτιολογία   →   αιτιολογία   που   ισχύει   κατά   την   άποψη   του  
υποκειμένου  του  ρήματος:  ὡς  +  μετοχή  =  διότι  τάχα,  διότι  δήθεν,  με  την  ιδέα  ότι,  με  
τη  σκέψη  ότι,  με  τον  ισχυρισμό  ότι,  σαν  (να)
Ἀμφότεροι  τροπαῖον  ὡς  νενικηκότες  ἐστήσαντο (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 7.5.26)
Τὸν  Περικλέα  ἐν  αἰτίᾳ εἶχον  ὡς  πείσαντα  σφᾶς  πολεμεῖν (Θουκ.  Ἱστορία 2.59.2).
γ) υποθετική  αιτιολογία  →  η  αιτιολογία  δεν  είναι  πραγματική,  αλλά  λαμβάνεται  ως  
προϋπόθεση   ισχύος   της   πράξης   του   ρήματος:   ὥσπερ +   μετοχή   =   σαν   να,   λες   και,  
θαρρείς  και
Ὠρχοῦντο  ὥσπερ  ἄλλοις  ἐπιδεικνύμενοι (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 5.4.34)

162
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Τῶν   δ’   ἀδελφῶν   ἀμελοῦσιν,   ὥσπερ   ἐκ   πολιτῶν   μὲν   γιγνομένους   φίλους,   ἐξ   ἀδελφῶν   δὲ οὐ


γιγνομένους (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 2.3.3).
Το   ερωτηματικό   τί τίθεται   μπροστά   στην   αιτιολογική   μετοχή   για   να   δηλώσει  
έκπληξη   ή   αποδοκιμασία.   Συνηθισμένες   εκφράσεις   είναι   οι   εξής:   τί   βουλόμενος,   τί  
παθών,  τί  μαθών;; (=  γιατί)
Τί  βουλόμενος  πείθω  ὑμᾶς;; (Ισοκρ.  Ἀεροπαγιτικὸς 71.1-3)
Τί  οὖν  μαθόντες  ἐμαρτυρεῖθ’  ὑμεῖς;; (Δημοσθ.  Κατὰ Στεφάνου 38.1-2)
Τί  παθόντες  λελάσμεθα;; (Ομ.  Ἰλιὰς 11.313)

ΑΝΑΛΥΣΗ  ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η  αιτιολογική  μετοχή  αναλύεται  σε  δευτερεύουσα  αιτιολογική  πρόταση  με  τους  


εξής  τρόπους:
 Όταν   δηλώνει   πραγματική   αιτιολογία,   εισάγεται   με   τους   συνδέσμους   ἐπεί,  
ἐπειδή,   ὅτι,   διότι (και   κυρίως   με   το   ὅτι,   όταν   εξαρτάται   από   ρήμα   ψυχικού  
πάθους)   +   Οριστική   ή   Ευκτική   του   πλαγίου   λόγου   και   σπάνια   δυνητική  
Οριστική  ή  δυνητική  Ευκτική.
 Όταν   δηλώνει   υποκειμενική   αιτιολογία,   εισάγεται   με   τον   σύνδεσμο   ὡς +
Οριστική  ή  Ευκτική  του  πλαγίου  λόγου
Τισσαφέρνης   ἐπιορκήσας   πολεμίους   τοὺς   θεοὺς   ἐκτήσατο   (= ἐπειδὴ ἐπιώρκησε) (Ξεν.  
Ἑλληνικὰ 3.4.11)
Λακεδαιμόνιοι   ἦλθον   πρεσβείᾳ ἥδιον   ἂν   ὁρῶντες (= ἐπεὶ ὁρῷεν   ἂν   ἥδιον)   (Θουκ.   Ἱστορία
1.90.1-2)
Ἀμφότεροι   τροπαῖον   ἔστησαν   ὡς   νενικηκότες   (= ὡς   ἐνενικήκεσαν   ή ὡς   νενικηκότες   εἶεν)
(Ξεν.  Ἑλληνικὰ 7.5.26).

ΤΟ  ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ  ΤΗΣ  ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗΣ  ΜΕΤΟΧΗΣ

Η   επιρρηματική   μετοχή   είναι   συνημμένη   ή   απόλυτη   και   συμφωνεί   με   το  


υποκείμενό  της  σε  γένος,  αριθμό  και  πτώση.
Οι   επιθετικές   και   οι   κατηγορηματικές   μετοχές   είναι   πάντα   συνημμένες,   καθώς  
αναφέρονται   σε   όρο   της   πρότασης.   Οι   επιρρηματικές   μετοχές   είναι   άλλοτε  
συνημμένες  κι  άλλοτε  απόλυτες,  εκτός  από  τις  τελικές  που  είναι  πάντα  συνημμένες,  
γιατί  το  υποκείμενό  τους  είναι  ίδιο  με  το  υποκείμενο  του   ρήματος.  Οι  μετοχές  των  
απρόσωπων   ρημάτων   είναι   πάντα   απόλυτες.   Πολύ   σπάνια   απαντά   απόλυτη  
κατηγορηματική  μετοχή  απρόσωπου  ρήματος.  

Α)   Συνημμένη: λέγεται η   μετοχή   της   οποίας   το   υποκείμενο   είναι   όρος   της  


πρότασης,  έχει  δηλαδή  κι  άλλη  συντακτική  θέση  μέσα  στην  πρόταση  που  ανήκει  η  
μετοχή   (υποκείμενο   του   ρήματος,   αντικείμενο,   δοτική   προσωπική,   υποκείμενο   του  
απαρεμφάτου)
Κῦρος   συλλέξας   στράτευμα   ἐπολιόρκει   Μίλητον (Κῦρος:   υποκείμενο   ρήματος   και   μετοχής)  
(Ξεν. Κύρου  Ἀνάβασις 1.1.7)
Ἐπέκειντο   (Ἀθηναῖοι) Συρακοσίοις   ἀναχωροῦσι (Συρακοσίοις:   αντικείμενο   ρήματος   και  
υποκείμενο  μετοχής)

163
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Ἔδοξεν   αὐτοῖς   συσκευασμένοις   ἀναχωρεῖν (αὐτοῖς:   δοτική   προσωπική   και   υποκείμενο  


μετοχής).

Β)  Απόλυτη: λέγεται  η  μετοχή  της  οποίας το  υποκείμενο  δεν  είναι  άλλος  όρος  της  
πρότασης,   αλλά   αποκλειστικά   και   μόνο   υποκείμενο   της   μετοχής.   Βρίσκεται   σε  
πτώση  γενική  (γενική  απόλυτη),  σε  αιτιατική  (αιτιατική  απόλυτη)  και  σε  ονομαστική  
(ονομαστική  απόλυτη).  Σπάνια  και  σε  δοτική  (δοτική  απόλυτη)  
Καταστάσης  τῆς  ἐκκλησίας  ἐς  ἀντιλογίαν  ἦλθον (Θουκ.  Ἱστορία 1.31.4)
Βοηθησάντων  ὑμῶν  προθύμως  πόλιν  προσλήψεσθε (Θουκ.  Ἱστορία 3.13.7).
Γενική  απόλυτη: είναι  η  απόλυτη  μετοχή  των  προσωπικών  ρημάτων  που  τίθεται  
σε  πτώση  γενική.  Η  μετοχή  έχει  δικό  της υποκείμενο,  που  δεν  ανήκει  στην  πρόταση  
ως  κύριος  όρος  της  και  μπαίνει  σε  πτώση  γενική  μαζί  με  το  υποκείμενό  της.  Η  γενική  
απόλυτη  μπορεί  να  είναι  κάθε  επιρρηματική  μετοχή,  εκτός  της  τελικής
Δοξάντων  τούτων  ἐκπέμπουσιν  οἱ Λακεδαιμόνιοι  Εὐδαμίδαν (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 5.2.24)
Παρήγγειλεν  αὐτοῖς  παρασκευάζεσθαι  ὡς  μάχης  ἐσομένης (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 7.5.20).
Αιτιατική   απόλυτη: είναι   η   μετοχή   των   απρόσωπων   ρημάτων   και   εκφράσεων  
που   τίθεται   σε   πτώση   αιτιατική   ουδετέρου   γένους   και   ενικού   αριθμού.   Η   αιτιατική  
απόλυτη   είναι   συνήθως   εναντιωματική   και   πιο   σπάνια   αιτιολογική,   υποθετική   ή  
χρονική   μετοχή   και   αναλύεται   στις   αντίστοιχες   δευτερεύουσες   επιρρηματικές  
προτάσεις.  Στις  απρόσωπες  μετοχές  υποκείμενο  είναι  απαρέμφατο.
Κάποιες   φορές   απαντά   και   αιτιατική   απόλυτη   προσωπικών   ρημάτων   σε   κάθε  
γένος  και  αριθμό,  αλλά  συνοδεύεται  κανονικά  από  το  ὡς που  εκφράζει  υποκειμενική  
αιτιολογία   (=   γιατί   τάχα,   γιατί   δήθεν,   με   την   ιδέα   ότι…),   ή   ὥσπερ που   εκφράζει  
ψευδή  υποθετική  αιτιολογία  (=  σα  να…)

Συνηθέστερες  αιτιατικές  απόλυτες


ἐξὸν  (ἔξεστι) δεδογμένον  (δοκεῖ) προσταχθὲν  (προστάττεται)
ὂν  (ἐστίν) τυχὸν  (τυγχάνει) δυνατὸν  ὂν  (δυνατόν  ἐστιν)
δέον  (δεῖ) προσῆκον  (προσήκει) οἷόν  τ’  ὂν  (οἷόν  τ’  ἐστιν)
παρὸν  (πάρεστι) πρέπον  (πρέπει) ῥᾴδιον  ὂν  (ῥᾴδιόν  ἐστιν)
μέλον  (μέλει) μεταμέλον  (μεταμέλει) ἄδηλον  ὂν  (ἄδηλόν  ἐστιν)
χρεὼν  (χρή) δοκοῦν  (δοκεῖ) αἰσχρὸν  ὂν  (αἰσχρόν  ἐστιν)
παρασχὸν  (παρέχει) δόξαν  – δόξαντα δίκαιον  ὂν  (δίκαιόν  ἐστιν)
εἰρημένον  (εἴρηται) ὑπάρχον  (ὑπάρχει) ἀδύνατον  ὂν  (ἀδύνατόν  ἐστιν)
γεγραμμένον  (γέγραπται) μετὸν  (μέτεστι) οὕτως  ἔχον  (οὕτως  ἔχει)

Σημείωση:  α)  Οι  αιτιατικές  δόξαν  – δόξαντα παίρνουν  κατ’  εξαίρεση  υποκείμενο  
αντωνυμία  ουδετέρου  γένους  και  πληθυντικού  αριθμού.
β)  Οι  παραπάνω  αιτιατικές,  όταν  είναι  κατηγορηματικές  μετοχές,  δεν  είναι  απόλυτες
Σὲ οὐχὶ ἐσώσαμεν  οἷόν  τε  ὂν (Πλάτ.  Κρίτων 46a)
Καλῶς  ὑπάρχον  ὑμῖν  πολεμεῖν  μὴ μέλλετε (Θουκ.  Ἱστορία 1.124.1)
Φίλους   κτῶνται   ὡς   βοηθῶν   δεόμενοι,   τῶν   δ’   ἀδελφῶν   ἀμελοῦσιν,   ὥσπερ   ἐκ   πολιτῶν   μὲν  
γιγνομένους  φίλους,  ἐξ  ἀδελφῶν  δὲ οὐ γιγνομένους  (Ξεν.  Ἀπομνημονεύματα 2.3.3) (αιτιατική  
απόλυτη  προσωπικού  ρήματος)
Δόξαντα  δὲ ταῦτα  τὰ στρατεύματα  ἀπῆλθε (Ξεν.  Ἑλληνικὰ 3.2.19).

164
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Ανακολουθίες  μετοχικής  σύνταξης

α) Σπάνια   τίθεται   απόλυτη   επιρρηματική   μετοχή   προσωπικού   ρήματος   σε  


ονομαστική  απόλυτη  αντί  της  γενικής  απόλυτης
Ἐνταῦθα  μαχόμενοι  καὶ βασιλεὺς  καὶ Κῦρος,  Κτησίας  λέγει (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις  1.8.27).
β) Κάποτε   βρίσκουμε   ονομαστική   συνημμένης   μετοχής,   ανακόλουθα   προς   το  
υποκείμενό  της  το  οποίο  βρίσκεται  σε  γενική,  δοτική  ή  αιτιατική  πτώση
Ἀποβλέψας   πρὸς   τὸν   στόλον   ἔδοξέ μοι   πάγκαλος   εἶναι (αντί   ἀποβλέψαντι)   (Πλάτ.   Νόμοι
686d).
γ) Σπανιότατα   σε   δοτική   απόλυτη   τίθεται   η   μετοχή   προσωπικού   ρήματος   αντί   της  
γενικής   απόλυτης       Ξενοφῶντι   πορευομένῳ οἱ ἱππεῖς   ἐντυγχάνουσι   πρεσβύταις (αντί  
Ξενοφῶντος  πορευομένου)  (Ξεν.  Κύρου  Ἀνάβασις 6.3.10.2-4).
δ) Κάποιες  φορές  απαντά  γενική  συνημμένης  μετοχής  που  τίθεται  σε  γενική  πτώση,  
διαφορετική   από   το   υποκείμενό   της         Βοηθησάντων   δὲ ὑμῶν   προθύμως   τὴν   πόλιν  
προσλήψεσθε (αντί  βοηθήσαντες  ὑμεῖς)  (Θουκ.  Ἱστορία 3.13.7).

ΔΥΝΗΤΙΚΗ  ΜΕΤΟΧΗ

Δυνητική  λέγεται  η  μετοχή  που  συνοδεύεται  από  το  δυνητικό  μόριο  ἄν.  Δυνητική  
μπορεί   να   είναι   η   επιθετική,   η   κατηγορηματική   και   η   επιρρηματική   μετοχή   (εκτός  
από   την   τελική)   και   ισοδυναμεί   με   δυνητική   Οριστική   ή   με   δυνητική   Ευκτική,  
ανάλογα  με  την  ιδιαίτερη  σημασία  της.  Η  δυνητική  μετοχή  βρίσκεται  σε  κάθε  χρόνο  
εκτός   από   μέλλοντα.   Μεταφράζεται   ως   μετοχή   (ανάλογα   με   το   είδος   της)   και   ως  
δυνητική  έγκλιση      
Οὔτε  ὄντα  οὔτ’  ἂν  γενόμενα  λογοποιοῦσι  (=  οὔτ’  ἂν  γένοιτο)  (Θουκ.  Ἱστορία 6.38.2)
Εὖ δ’   ἴσθι   μηδὲν   ἄν   με   τούτων   ἐπιχειρήσαντα,   εἰ δυναστείαν   μόνον   καὶ πλοῦτον   ἑώρων   ἐξ  
αὐτῶν  γενησόμενον  (= ὅτι  ἐπεχείρησα  ἄν)  (Ισοκρ.  Φίλιππος 133.1-3).

ΣΥΝΔΕΣΗ  ΜΕΤΟΧΩΝ

Όταν  σε  μια  πρόταση  υπάρχουν  δύο  ή  περισσότερες  μετοχές,  συνεκφέρονται  με  
τους  εξής  τρόπους:
α)  Όταν  είναι  ομοειδείς  και  προσδιορίζουν  την  ίδια  λέξη:
 συνδέονται  παρατακτικά  
οὗτοι   προσελθόντες   καὶ καλέσαντες   τοὺς   τῶν   Ἑλλήνων   ἄρχοντας   λέγουσιν (Ξεν.   Κύρου  
Ἀνάβασις 2.1.8)
 τίθενται  ασύνδετα  για  έμφαση  και  ζωηρότητα
Ἡμεῖς  σε  γεννήσαντες,  ἐκθρέψαντες  παιδεύσαντες,  μεταδόντες  ἁπάντων,  ὅμως  προαγορεύομεν  
ἐξεῖναι  ἀπιέναι (Πλάτ.  Κρίτων 51c-d).
β)  Όταν  είναι  ετεροειδείς,  όταν  προσδιορίζει  η  μία  την  άλλη,  όταν  είναι  όμοιες  και  
δεν  προσδιορίζουν  την  ίδια  λέξη,  τίθενται  ασύνδετα
Προϊόντες   λελήθαμεν   εἰς   τὸ μέσον   ἀμφοτέρων   πεπτωκότες (χρονική   – κατηγορηματική)
(Πλάτ.  Θεαίτητος 180e)
Κῦρος   ὑπολαβὼν   τοὺς   φεύγοντας   συλλέξας   στράτευμα   ἐπολιόρκει   Μίλητον (Ξεν.   Κύρου  
Ἀνάβασις 1.1.7)

165
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Δημοσθένης   Νικίᾳ προσελθὼν   γνώμην   ἐποιεῖτο   πληρώσαντας   ἔτι   τὰς   λοιπὰς   τῶν   νεῶν  
βιάσασθαι  ἅμα  ἕῳ τὸν  ἔκπλουν (Θουκ.  Ἱστορία 7.72.3).

Γ.  ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ  ΣΕ –ΜΙ

Τα  φωνηεντόληκτα  ρήματα  σε  –μι κανονικά  σχηματίζουν  το  θέμα  του  ενεστώτα  
(και   του   παρατατικού)   από   το   ρηματικό   θέμα,   αφού   προστεθεί   στην   αρχή   ο  
ενεστωτικός   αναδιπλασιασμός,   δηλαδή   η   επανάληψη   του   αρχικού   συμφώνου   του  
ρηματικού  θέματος  μαζί  με  ένα  ι:
(ρ.  θ. στη-,  σίστημι  =) ἵστημι  (=  στήνω)
(ρ.  θ. θη-,  θίθημι  =) τίθημι  (=  θέτω)
(ρ.  θ. jη-, jιjημι  =) ἵημι  (=  ρίχνω)
(ρ.  θ. δω-,  δίδωμι  =) δίδωμι  (=  δίνω)
Τα   φωνηεντόληκτα   ρήματα   σε   –μι γενικά,   όπως   και   τα   συμφωνόληκτα,  
διαφέρουν   από   τα   ρήματα   σε   –ω κατά   το   σχηματισμό   του   ενεστώτα   και   του  
παρατατικού  της  ενεργητικής  και  μέσης  φωνής.  Αλλά  τέσσερα  μόνο  φωνηεντόληκτα  
σε  –μι,  δηλαδή  τα  ρήματα  ἵστημι,  τίθημι,  ἵημι,  δίδωμι,  διαφέρουν  από  τα  ρήματα  σε  –
ω κατά   το   σχηματισμό   του   β΄   αορίστου.   Τα   τέσσερα   αυτά   ρήματα   στους   χρόνους  
αυτούς,  δηλαδή  στον  ενεστώτα,  τον  παρατατικό  και  τον  αόριστο  β΄,  κλίνονται  κατά  
τον  ακόλουθο  τρόπο:

Παράδειγμα  κλίσης  φωνηεντόληκτων  σε  -μι ρημάτων (Φωνηεντόληκτα  Β΄  Συζυγίας)

Ενεργητική  Φωνή
Ενεστώτας  και  Παρατατικός
ἵστημι   ἵημι   τίθημι   δίδωμι  
ἵστης   ἵης  (ἱεῖς) τίθης(τιθεῖς) δίδως  
ἵστησι   ἵησι   τίθησι   δίδωσι  
Ενεστώτας

ἵστᾰμεν   ἵεμεν   τίθεμεν   δίδομεν  


ἵστᾰτε   ἵετε   τίθετε   δίδοτε  
ἱστᾶσι ἱᾶσι τιθέασι διδόασι
ἵστατον ἵετον τίθετον δίδοτον
Οριστική

ἵστατον ἵετον τίθετον δίδοτον


ἵστην   ἵην   ἐτίθην   ἐδίδουν
ἵστης   ἵεις   ἐτίθεις   ἐδίδους  
ἵστη   ἵει   ἐτίθει   ἐδίδου  
Παρατατικός

ἵστᾰμεν   ἵεμεν   ἐτίθεμεν   ἐδίδομεν  


ἵστᾰτε   ἵετε   ἐτίθετε   ἐδίδοτε  
ἵστᾰσαν ἵεσαν ἐτίθεσαν ἐδίδοσαν
ἵστατον ἵετον ἐτίθετον ἐδίδοτον
ἵστάτην ἱέτην ἐτιθέτην ἐδιδότην

166
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

ἱστῶ   ἱῶ   τιθῶ   διδῶ  


ἱστῇς   ἱῇς   τιθῇς   διδῷς  
ἱστῇ   ἱῇ   τιθῇ   διδῷ  

Ενεστώτας
Υποτακτική ἱστῶμεν   ἱῶμεν   τιθῶμεν   διδῶμεν  
ἱστῆτε   ἱῆτε   τιθῆτε   διδῶτε  
ἱστῶσι ἱῶσι τιθῶσι διδῶσι
ἱστῆτον ἱῆτον τιθῆτον διδῶτον
ἱστῆτον ἱῆτον τιθῆτον διδῶτον
ἱσταίην   ἱείην τιθείην   διδοίην  
ἱσταίης   ἱείης τιθείης   διδοίης  
ἱσταίη   ἱείη τιθείη   διδοίη  
ἱσταίημεν/- ἱείημεν/- τιθείημεν/- διδοίημεν/-
αῖμεν   ἱεῖμεν εῖμεν   οῖμεν
Ενστώτας
Ευτκική

ἱσταίητε/- ἱείητε/- τιθείητε/- διδοίητε/-


αῖτε   ἱεῖτε εῖτε   οῖτε  
ἱσταίησαν/- ἱείησαν/- τιθείησαν/- διδοίησαν/-
αῖεν ἱεῖεν εῖεν οῖεν
ἱσταῖτον ἱεῖτον τιθεῖτον διδοῖτον
ἱσταίτην ἱείτην τιθείτην διδοίτην

- - - -
ἵστη   ἵει   τίθει   δίδου  
Προστακτική

ἱστάτω   ἱέτω   τιθέτω   διδότω  


Ενεστώτας

- - - -
ἵστατε   ἵετε   τίθετε   δίδοτε  
ἱστάντων/   ἱέντων/   τιθέντων  / διδόντων/  
ἱστάτωσαν ἱέτωσαν τιθέτωσαν διδότωσαν
ἵστατον ἵετον τίθετον   δίδοτον
ἱστάτων ἱέτων τιθέτων διδότων
Απαρ.

Ενεστ

ἱστάναι ἱέναι τιθέναι διδόναι

ἱστὰς ἱεὶς τιθεὶς διδοὺς


Μετοχή

Ενεστ.

ἱστᾶσα ἱεῖσα τιθεῖσα διδοῦσα


ἱστὰν ἱὲν τιθὲν διδὸν

Αόριστος  Β΄  
ἧκα   ἔθηκα   ἔδωκα  
ἧκας   ἔθηκας   ἔδωκας  
Οριστική

ἧκε   ἔθηκε   ἔδωκε  


εἷμεν   ἔθεμεν   ἔδομεν  
εἷτε   ἔθετε   ἔδοτε  
εἷσαν ἔθεσαν ἔδοσαν

167
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

εἷτον ἔθετον ἔδοτον


εἵτην ἐθέτην ἐδότην
ὧ   θῶ   δῶ  
ᾗς   θῇς   δῷς  
ᾗ   θῇ   δῷ  
Υποτακτική
ὧμεν   θῶμεν   δῶμεν  
ἧτε   θῆτε   δῶτε  
ὧσι θῶσι δῶσι
ἧτον θῆτον δῶτον
ἧτον θῆτον δῶτον
εἵην   θείην   δοίην  
εἵης   θείης   δοίης  
εἵη   θείη   δοίη  
Ευκτική

εἵημεν  /  εἷμεν   θείημεν/θεῖμεν δοίημεν/-οῖμεν  


εἵητε  /  εἷτε   θείητε/θεῖτε δοίητε/-οῖτε  
εἵησαν  /  εἷεν θείησαν/θεῖεν δοίησαν/-οῖεν
εἷτον θεῖτον δοῖτον
εἵτην θείτην δοίτην
- - -
ἓς   θὲς   δὸς  
Προστακτική

ἕτω   θέτω   δότω  


- - -
ἕτε   θέτε   δότε  
ἕντων  ή  ἕτωσαν θέντων  ή  θέτωσαν δόντων/δότωσαν
ἕτον θέτον δότων
ἕτων θέτων δότων
Απαρ.

εἷναι θεῖναι δοῦναι

εἳς θεὶς δοὺς


Μετοχή

εἷσα θεῖσα δοῦσα


ἓν θὲν δὸν

Μέση  Φωνή
Ενεστώτας  και  Παρατατικός
ἵστᾰμαι   ἵεμαι   τίθεμαι   δίδομαι  
ἵστασαι   ἵεσαι   τίθεσαι   δίδοσαι  
Οριστική

Ενεστώτας

ἵσταται   ἵεται   τίθεται   δίδοται  


ἱστάμεθα   ἱέμεθα   τιθέμεθα   διδόμεθα  
ἵστασθε   ἵεσθε   τίθεσθε   δίδοσθε  
ἵστανται ἵενται τίθενται δίδονται

168
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

ἵστασθον ἵεσθον τίθεσθον δίδοσθον


ἵστασθον ἵεσθον τίθεσθον δίδοσθον
ἱστάμην   ἱέμην   ἐτιθέμην   ἐδιδόμην  
ἵστασο   ἵεσο   ἐτίθεσο   ἐδίδοσο  
ἵστατο   ἵετο   ἐτίθετο   ἐδίδοτο  
Παρατατικός ἱστάμεθα   ἱέμεθα   ἐτιθέμεθα   ἐδιδόμεθα  
ἵστασθε   ἵεσθε   ἐτίθεσθε   ἐδίδοσθε  
ἵσταντο ἵεντο ἐτίθεντο ἐδίδοντο
ἵστασθον ἵεσθον ἐτίθεσθον ἐδίδοσθον
ἱστάσθην ἱέσθην ἐτιθέσθην ἐδιδόσθην
ἱστῶμαι   ἱῶμαι   τιθῶμαι   διδῶμαι  
ἱστῇ   ἱῇ   τιθῇ   διδῷ  
ἱστῆται   ἱῆται   τιθῆται   διδῶται  
Ενεστώτας
Υποτακτική

ἱστώμεθα   ἱώμεθα   τιθώμεθα   διδώμεθα  


ἱστῆσθε   ἱῆσθε   τιθῆσθε   διδῶσθε  
ἱστῶνται ἱῶνται τιθῶνται διδῶνται
ἱστῆσθον ἱῆσθον τιθῆσθον διδῶσθον
ἱστῆσθον ἱῆσθον τιθῆσθον διδῶσθον
ἱσταίμην   ἱείμην   τιθείμην   διδοίμην  
ἱσταῖο   ἱεῖο   τιθεῖο   διδοῖο  
ἱσταῖτο   ἱεῖτο   τιθεῖτο   διδοῖτο  
Ενστώτας

ἱσταίμεθα   ἱείμεθα   τιθείμεθα   διδοίμεθα  


Ευτκική

ἱσταῖσθε   ἱεῖσθε   τιθεῖσθε   διδοῖσθε  


ἱσταῖντο ἱεῖντο τιθεῖντο διδοῖντο
ἱσταῖσθον ἱεῖσθον τιθεῖσθον διδοῖσθον
ἱσταίσθην ἱείσθην τιθείσθην διδοίσθην
- - - -
ἵστᾰσο   ἵεσο   τίθεσο   δίδοσο  
Προστακτική

Ενεστώτας

ἱστάσθω   ἱέσθω   τιθέσθω   διδόσθω  


- - - -
ἵστασθε   ἵεσθε   τίθεσθε   δίδοσθε  
ἱστάσθων/   ἱέσθων/   τιθέσθων/   διδόσθων/  
ἱστάσθωσαν ἱέσθωσαν τιθέσθωσαν διδόσθωσαν
ἵστασθον ἵεσθον τίθεσθον δίδοσθον
ἱστάσθων ἱέσθων τιθέσθων διδόσθων
Απαρ.

Ενεστ

ἵστασθαι ἵεσθαι τίθεσθαι δίδοσθαι

169
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

ἱστάμενος ἱέμενος τιθέμενος διδόμενος

Μετοχή

Ενεστ
ἱσταμένη ἱεμένη τιθεμένη διδομένη
ἱστάμενον ἱέμενον τιθέμενον διδόμενον

Αόριστος  Β΄  
ἔστην   εἵμην   ἐθέμην   ἐδόμην  
ἔστης   εἷσο   ἔθου   ἔδου  
ἔστη   εἷτο   ἔθετο   ἔδοτο  
Οριστική

ἔστημεν   εἵμεθα   ἐθέμεθα   ἐδόμεθα  


ἔστητε   εἷσθε   ἔθεσθε   ἔδοσθε  
ἔστησαν εἷντο ἔθεντο ἔδοντο
ἔστητον εἷσθον ἔθεσθον ἔδοσθον
ἐστήτην εἵσθην ἐθέσθην ἐδόσθην
στῶ   ὧμαι   θῶμαι   δῶμαι  
στῇς   ᾗ   θῇ   δῷ  
στῇ   ἧται   θῆται   δῶται  
Υποτακτική

στῶμεν   ὥμεθα   θώμεθα   δώμεθα  


στῆτε   ἧσθε   θῆσθε   δῶσθε  
στῶσι ὧνται θῶνται δῶνται
στῆτον ἧσθον θῆσθον δῶσθον
στῆτον ἧσθον θῆσθον δῶσθον
σταίην   εἵμην   θείμην   δοίμην  
σταίης   εἷο   θεῖο   δοῖο  
σταίη   εἷτο   θεῖτο   δοῖτο  
σταίημεν/- εἵμεθα   θείμεθα   δοίμεθα  
αῖμεν   εἷσθε   θεῖσθε   δοῖσθε  
Ευκτική

σταίητε/- εἷντο θεῖντο δοῖντο  


αῖτε  
σταίησαν/-
αῖεν
σταῖτον εἷσθον θεῖσθον δοῖσθον
σταίτην εἵσθην θείσθην δοίσθην

- - - -
στῆθι   οὗ   θοῦ   δοῦ  
Προστακτική

στήτω   ἕσθω   θέσθω   δόσθω  


- - - -
στῆτε   ἕσθε   θέσθε   δόσθε  
στάντων  /   ἕσθων/   θέσθων/   δόσθων/  
στήτωσαν ἕσθωσαν θέσθωσαν δόσθωσαν

170
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

στῆτον ἕσθον θέσθον δόσθον


στήτων ἕσθων θέσθων δόσθων

Απαρ.
στῆναι ἕσθαι θέσθαι δόσθαι

στὰς ἕμενος θέμενος δόμενος


Μετοχή
στᾶσα ἑμένη θεμένη δομένη
στὰν ἕμενον θέμενον δόμενον

Παρατηρήσεις

Α) Ο  ενεστώτας  της  ενεργητικής  και  μέσης  φωνής  στην  Οριστική  και  Προστακτική,  
το   απαρέμφατο και   η   μετοχή,   καθώς   και   ο   παρατατικός   της   ενεργητικής   και   μέσης  
φωνής   σχηματίζονται   με   την   προσκόλληση   των   κυρίως   καταλήξεων   απευθείας   στο  
ενεστωτικό  θέμα,  χωρίς  να  μεσολαβούν  θεματικά  φωνήεντα:  δίδωμι,  δίδομεν,  δίδοτε,  
ἐδίδομεν,  ἐδίδοτε,  διδότω,  διδόμεθα,  ἐδιδόμην,  διδόσθω,  δίδοσθαι,  διδόμενος κτλ.
Β) Η  Υποτακτική  του  ενεστώτα  της  ενεργητικής  και  μέσης  φωνής  σχηματίζεται  με  τα  
θεματικά  φωνήεντα  των  ρημάτων  σε  –ω και  έχει  τις  ίδιες  με  αυτά  ολικές  καταλήξεις,  
αλλά   ο   μακρόχρονος   χαρακτήρας   του   ισχυρού   θέματος   (η ή   ω)   συναιρείται   με   το  
ακόλουθο   φωνήεν   των   καταλήξεων:   (ἱστήω),   ἱστῶ,   (τιθήῃς) τιθῇς,   (διδώω) διδῶ,  
(διδώῃς) διδῷς.  
Γ) Η   Ευκτική   του   ενεστώτα   της   ενεργητικής   και   μέσης   φωνής   σχηματίζεται   χωρίς  
θεματικά  φωνήεντα,  παίρνει  όμως  τα  εγκλιτικά  φωνήεντα  της Ευκτικής  ι και  ιη,  που  
προστίθενται   ανάμεσα   στο   χρονικό   θέμα   και   τις   προσωπικές   καταλήξεις·   αλλά   το   ι  
των  εγκλιτικών  φωνηέντων  συναιρείται  με  τον  προηγούμενο  βραχύχρονο  χαρακτήρα  
του  αδύναμου  θέματος  α ή  ε ή  ο σε  αι ή  ει ή  οι: (ἱσταίην) ἱσταίην,  (τιθείμην) τιθείμην,  
(διδοίην) διδοίην,  (διδοίμην) διδοίμην  κτλ.  
Δ) Το  σ  στην  κατάληξη  –σαι της  μέσης  φωνής  διατηρείται,  αν  και  βρίσκεται  ανάμεσα  
σε   δύο   φωνήεντα:   ἵστασαι,   τίθεσαι,   ἵεσαι,   δίδοσαι˙   επίσης   το   σ στη   κατάληξη   –σο
διατηρείται   στο   β΄   ενικό   του   παρατατικού   και   στο   β΄   ενικό   της   Προστακτικής   του  
ενεστώτα:   ἵστασο,   ἐτίθεσο,   ἵεσο,   ἐδίδοσο·   ἵστασο,   τίθεσο,   ἵεσο,   δίδοσο· αλλά   στην  
Ευκτική  αποβάλλεται:  ἱσταῖο,  τιθεῖο,  ἱεῖο,  διδοῖο.  
Ε) Των   ρημάτων   τίθημι και   ἵημι το   β΄   ενικό   της   Προστακτικής   του   ενεργητικού  
ενεστώτα   και   το   β΄   και   γ΄   ενικό   της   Οριστικής   του   παρατατικού   κανονικά  
σχηματίζονται  κατά  τα  συνηρημένα  ρήματα  (σε  -έω): τίθει,  ἵει  - ἐτίθεις,  ἐτίθει  - ἵεις,  
ἵει.  Έτσι  σχηματίζεται  σπανίως  και  το  β΄  ενικό  της  Οριστικής  του  ενεστώτα:  τιθεῖς  (=
τίθης),  ἱεῖς  (=  ἵης).
Ζ) Του   ρήματος   δίδωμι τα   τρία   ενικά   της   Οριστικής   του   ενεργητικού   παρατατικού  
και   το   β΄   ενικό   της   Προστακτικής   του   ενεργητικού   ενεστώτα   σχηματίζονται   όμοια  
κατά  τα  συνηρημένα  ρήματα  σε  -οω:  ἐδίδουν,  ἐδίδους,  ἐδίδου  - δίδου.

171
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Αόριστος  Β΄

Το   ρήμα   ἵστημι έχει   αόριστο   β΄   κατά   τα   ρήματα   σε   –μι μόνο   στη   μέση   φωνή  
(ἔστην),   ενώ   τα   ρήματα   τίθημι,   ἵημι και   δίδωμι έχουν   και   στην   ενεργητική   και   στη  
μέση  (ἔθηκα,  ἐθέμην·  ἧκα,  εἵμην·  ἔδωκα,  ἐδόμην).
Ο  αόριστος  β΄  ἔστην του  ρήματος  ἵσταμαι:
α)  Από  το  αδύνατο  θέμα  στᾰ- σχηματίζει  την  ευκτική  σταίην,  τη  μετοχή  στάς,  στᾶσα,  
στὰν και   τον   τύπο   στάντων του   γ΄   πληθυντικού   της   Προστακτικής.   Από   το   ισχυρό  
θέμα  στη- σχηματίζει  όλους  τους  άλλους  τύπους:  ἔστην,  ἔστημεν  κτλ. – (στήω) στῶ,  
(στήῃς) στῇς  κτλ. – στῆθι,  στήτω  κτλ. – στῆναι.
β)  στο  β΄  ενικό  της  Προστακτικής  έχει  κατάληξη  -θι:  στῆθι  .  

Οι  αόριστοι  β΄  ἔθηκα, ἧκα και  ἔδωκα των  ρημάτων  τίθημι,  ἵημι,  δίδωμι:
α)   στα   τρία   ενικά   της   Οριστικής   σχηματίζονται   ως   πρώτοι   αόριστοι,   αλλά   με  
χαρακτήρα  κ.
Από   το   ισχυρό   θέμα   (θη- ή δω-)   σχηματίζουν   τα   τρία   ενικά   πρόσωπα   της  
Οριστικής   στην   ενεργητική   φωνή   (ἔθηκα,   ἧκα,   ἔδωκα)   και   την   Υποτακτική   στην  
ενεργητική   και  μέση  φωνή  (θήω  =  θῶ,  θήωμαι   =  θῶμαι·  ἥω  =  ὧ,  ἥωμαι   =  ὧμαι·  
δώω  =  δῶ,  δώωμαι  =  δῶμαι)· από  το  αδύνατο  θέμα  (θε-,  ἐ-,  δο-)  σχηματίζουν  όλους  
τους  άλλους  τύπους  της  ενεργητικής  και  μέσης  φωνής
β)  στο  β΄  ενικό  της  προστακτικής  έχουν  κατάληξη  -ς:  θές,  ἕς,  δὸς
γ)   στις   άλλες   - πλην   της   Οριστικής   και   του   απαρεμφάτου   - εγκλίσεις   γενικά  
σχηματίζονται  όπως  οι  αντίστοιχες  εγκλίσεις  του  ενεργητικού  ενεστώτος·  πρβλ.  θῶ,  
θῇς,  θῇ κτλ.  - τιθῶ,  τιθῇς,  τιθῇ κτλ.  Το  ίδιο  συμβαίνει  και  στους  μέσους  αορίστους  
ἐθέμην,  εἵμην,  ἐδόμην
δ)   στο   ενεργητικό   απαρέμφατο   έχουν   κατάληξη   –έναι,   αλλά   συναιρούν   το   ε που  
είναι  στην  αρχή  με  τον  προηγούμενο  χαρακτήρα  του  θέματος:  (θεέναι) θεῖναι,  (ἑέναι)
εἷναι,  (δοέναι) δοῦναι.

Ο τόνος  των  σε  - μι ρημάτων,  όταν  αυτά  είναι  σύνθετα  με  πρόθεση

α)  Στην  Προστακτική  του  ενεργητικού  και  του  μέσου  αορίστου  β΄  ανεβαίνει,  όσο  το  
επιτρέπει   η   λήγουσα,   αλλά   όχι   πιο   πάνω   από   τη   λήγουσα   της   πρόθεσης,   εάν   αυτή  
είναι  δισύλλαβη:  ἀνάστηθι,  ἀπόδος,  ἐπίθες,  ἀπόδοτε,  κατάθου,  κατάθεσθε.  Αλλά  του  
β΄   ενικού   της   Προστακτικής   του   μέσου   αορίστου   β΄   ο   τόνος   δεν   ανεβαίνει,   όταν  
αυτό  είναι  σύνθετο  με  πρόθεση  μονοσύλλαβη  ή  με  δισύλλαβη,  η  οποία  παθαίνει  πριν  
από  αυτό  έκθλιψη:  (θοῦ) ἐνθοῦ  (οὗ,  ἀπὸ  - οὗ) ἀφοῦ  (του  ρήματος ἀφίεμαι), προδοῦ  
(του  ρήματος  προδίδομαι)  (αλλά  κατάθου κλπ.)
β)   στο   απαρέμφατο   και   στη   μετοχή   διατηρείται   όπου   και   στο   απλό:   (ἱστάναι)
ἀφιστάναι,   (τιθέναι) συντιθέναι,   (δοῦναι) ἀποδοῦναι,   (θέσθαι) μεταθέσθαι,   (ἱστάς)
συνιστάς,  (τιθείς) μετατιθείς.  

172
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

Οι  άλλοι  χρόνοι  των  φωνηεντόληκτων  ρημάτων  σε  –μι.

Οι   άλλοι   χρόνοι,   εκτός   από   τον   ενεστώτα,   παρατατικό   και   αόριστο   β΄,   των  
φωνηεντόληκτων   ρημάτων   ἵστημι,   τίθημι,   ἵημι και   δίδωμι σχηματίζονται   κανονικά,    
όπως   και   των   φωνηεντόληκτων   ρημάτων   σε   –ω, δηλαδή   από   το   ισχυρό   ή   αδύνατο  
θέμα  και  με  τις  αντίστοιχες  καταλήξεις,  αλλά  με  κάποιες  ανωμαλίες,  όπως  φαίνεται  
παρακάτω:

α) ἵστημι (=  στήνω)·  (ρ.  θ.  στη- και  στᾰ-),  παρατ.  ἵστην,  μέλλ.  στήσω,  αόρ.  α΄  ἔστησα,
παρακ.   στήσας   ἔχω, υπερσ.   στήσας   εἶχον.   Μέσ.   και   παθ.   ἵσταμαι,   παρατ.   ἱστάμην,
μέσ.   μέλλ.   στήσομαι,   παθ.   μέλλ.   σταθήσομαι, μέσ.   αόρ.   α΄   ἐστησάμην,   μέσ.   αόρ.   β΄  
ἔστην, παθ.  αόρ.  ἐστάθην,  παρακ.  ἕστηκα, υπερ.  εἱστήκειν και  ἑστήκειν,  συντελ.  μέλλ.  
ἑστήξω.
Ο   παρακείμενος   ἕστηκα και   ο   υπερσυντέλικος   εἱστήκειν έχουν   σε   ορισμένα  
πρόσωπα   και   δεύτερους   τύπους   από   το   αδύνατο   θέμα   στᾰ- (με   αναδιπλασιασμό  
σεστα- = ἑστα-)   και   με   τις   προσωπικές   καταλήξεις   αμέσως   προσκολλημένες   στο  
θέμα.   Έτσι   σχηματίζονται   οι   τύποι:   ἕστηκα,   -κας,   -κε,   -καμεν,   -κατε,   -κασι και  
ἕσταμεν,  ἕστατε,  ἑστᾶσι.  Απαρ.  ἑστηκέναι και  ἑ-στάναι.  Μετοχή  ἑστηκώς,  -κυῖα,  -κὸς
και   ἑστώς,   ἑστῶσα,   ἑστὼς και   ἑστός,   γεν.   ἑστῶτος,   ἑστώσης,   ἑστῶ(ό)τος.
Υπερσυντέλικος  εἱστήκειν,  -κεις,  -κει,  -κεμεν,  -κετε,  -κεσαν και  ἕστασαν.

β) τίθημι (=  θέτω)·  (ρ.  θ.  θη- και  θε-),  παρατ.  ἐτίθην,  μέλλ.  θήσω,  αόρ.  ἔθηκα,  παρακ.  
τέθηκα,  ή  τέθεικα.  Μέσ.  και  παθ.  τίθεμαι,  παρατ.  ἐτιθέμην,  μέσ.  μέλλ.  θήσομαι,  μέσ.  
αόρ.  β΄    ἐθέμην,  παθ.  μέλλ.  τεθήσομαι,  παθ.  αόρ.  ἐτέθην,  παρακ.  μέσ.  τέθειμαι,  παρακ.  
παθ.  κεῖμαι (=  είμαι  τοποθετημένος  από  κάποιον),  υπερσ.  παθ.  ἐκείμην.

γ) ἵημι (=  ρίχνω),  παρατ.  ἵην,  μέλλ.  ἥσω,  αόρ.  ἧκα,  παρακ.  εἷκα.  Μέσ.  και  παθ.  ἵεμαι,
παρατ.   ἱέμην,   μέσ.   μέλλ.   –ήσομαι   (ἀφήσομαι),   μέσ.   αόρ.   –ηκάμην (προηκάμην,
σπάν.),   μέσ.   αόρ.   β΄   -είμην   (ἀφείμην,   ἀφεῖσο,   ἀφεῖτο κτλ.),   παθ.   μέλλ.   –εθήσομαι  
(ἀφεθήσομαι), παθ.   αόρ.   –είθην   (ἀφείθην,   υποτ.   ἀφεθῶ κτλ.),   παρακ.   –εῖμαι  
(ἀφεῖμαι), υπερσ.  –είμην  (ἀφείμην,  ἀφεῖσο,  ἀφεῖτο κτλ.).

δ) δίδωμι (=   δίνω),   παρατ.   ἐδίδουν (-ους, -ου),   μέλλ.   δώσω,   αόρ.   ἔδωκα,   παρακ.  
δέδωκα,   υπερσ.   ἐδεδώκειν,   συντελ.   μέλλ.   δεδωκὼς   ἔσομαι.   Μέσ.   και   παθ.   δίδομαι,
παρατ.   ἐδιδόμην,   μέσ.   μέλλ.   δώσομαι,   μέσ.   αόρ.   β΄   ἐδόμην,   παθ.   μέλλ.   δοθήσομαι,
παθ.  αόρ.  ἐδόθην,  παρακ.  δέδομαι,  υπερσ.  ἐδεδόμην.

ΑΛΛΑ  ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ  ΣΕ  -ΜΙ

Φωνηεντόληκτα  σε  -μι ρήματα  συνήθη  είναι  τα  εξής  έξι,  τα  οποία  κλίνονται  κατά  
το  ἵστημι  - ἵσταμαι.
Ενεστώτας    - Παρατατικός Μέλλων Αόριστος Παρακείμ.
ὀνίνημι  (=  ὠφελῶ) ὀνήσω   ὤνησα   ρ.  θ. ὀνη-,
παρτ.  ὠφέλουν   ὀνήσομαι   ὠνήμην   ενεστ.

173
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

ὀνίναμαι  ὠνινάμην   ὠνήθην   θ. ὀνινη,


ὀνινα-
ρ.  θ. πλη-,
ἔπλησα  
πίμπλημι  (= γεμίζω) ἐπίμπλην   πλήσω   πέπληκα   ενεστ.
ἐπλησάμην  
πίμπλαμαι  ἐπιμπλάμην   πλησθήσομαι   πέπλησμαι   θ.  πιμ-
ἐπλήσθην  
πλη-πιμ-πλα-
ρ.  θ. πρη-,
πίμπρημι   (= πυρπολώ, καίω)
ἔπρησα   ενεστ.  θ.  
ἐπίμπρην   πρήσω
ἐπρήσθην   πι-μ-πρη-,
πίμπραμαι  (ἐπιμπράμην)
πι-μ-πρα-
(ἠγασάμην)
ἄγαμαι  (= θαυμάζω) ἠγάμην   (ἀγάσομαι) ρ.  θ. ἀγα-
ἠγάσθην  
δύναμαι   ἐδυνήθην  
ρ.  θ.  δυνα-
ἐδυνάμην   (ἐδύνω,   ἐδύνα-το   δυνήσομαι (ή δεδύνημαι
κτλ.) ἐδυνάσθην)
ἐπίσταμαι  (=  γνωρίζω  καλῶς)
(ἠπιστή- ρ.  θ.  
ἠπιστάμην   (ἠπίστω,   ἠπίστατο   ἐπιστήσομαι
θην) ἐπι-στα-
κτλ.)

Ομοίως   προς   τον   παρατατικό   και   τον   ενεστώτα   των   τριών   τελευταίων  
(αποθετικών)   ρημάτων κλίνεται   και   ο   (άσιγμος)   μέσος   αόριστος   α΄   (του   ρήματος  
ὠνοῦμαι) ἐπριάμην (=  αγόρασα),  ἐπρίω,  ἐπρίατο,  ἐπριάμεθα κτλ.  

Η  Υποτακτική  και  η  Ευκτική  όλων  αυτών  τονίζονται  κατά  τα  βαρύτονα:


Υποτ.  δύνωμαι  δύνῃ  δύνηται κτλ.  
ἐπίστωμαι  ἐπίστῃ  ἐπίστηται  κτλ.  
πρίωμαι  πρίῃ  πρίηται κτλ.  
Ευκτ.  δυναίμην  δύναιο  δύναιτο κτλ.  

Τα  παραπάνω  έξι  ρήματα  κλίνονται  στον  ενεστώτα  και  τον  παρατατικό  κατά  το  
ρήμα  ἵστημι  – ἵσταμαι και  σχηματίζουν  τους  χρόνους  κατά  τον  ακόλουθο  τρόπο:
α) πίμπλημι, παρατ.  ἐπίμπλην,  μέλλ.  -πλήσω,  αόρ.  -έπλησα,  παρακ. πέπληκα.  Μέσ.  και  
παθ.   πίμπλᾰμαι,   παρατ.   ἐπιμπλάμην (μέσ.   μέλλ.   πλήσομαι),   μέσ.   αόρ.   α΄   ἐπλησάμην
και   μέσ.   αόρ.   β΄   -επλήμην (σπάν.),   παθ.   μέλλ.   πλησθήσομαι,   παθ.   αόρ.   ἐπλήσθην,
παρακ.  –πέπλησμαι.
β) πίμπρημι,   συνήθ.   σύνθ.   ἐμπί(μ)πρημι,   παρατ.   ἐνεπίμπρην,   μέλλ.   ἐμπρήσω,   αόρ.  
ἐνέπρησα.  Παθ.  ἐμπίπραμαι,  παθ.  αόρ.  ἐνεπρήσθην.
γ) ὀνίνημι,   (ενεστ.   οριστ.   ὀνίμημι,   ὀνίνης,   ὀνίνησι·   τα   λοιπά   πρόσωπα   άχρηστα   –
Υποτακτική,   Ευκτική   και   Προστακτική   λείπουν·   απαρ.   ὀνινάναι, μετοχή   μόνο   θηλ.  
ὀνινᾶσα),   παρατ.   (λείπει   και   στη   θέση   του   χρησιμοποιείται   ο   παρατ.   του   ὠφελῶ)
ὠφέλουν,   μέλλ.   ὀνήσω,   αόρ.   ὤνησα.   Μέσ.   και   παθ.   ὀνίνᾰμαι (εκτός   από   την  
Οριστική  εύχρηστη  η  Ευκτ.  ὀνιναίμην,  ὀνίναιο,  ὀνίναιτο κτλ.,  που  τονίζεται  κατά  τα  
βαρύτονα,  και  το  απαρ.  ὀνίνασθαι),  παρατ.  ὠνινάμην,  μέσ.  μέλλ.  ὀνήσομαι,  μέσ.  αόρ.  

174
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

ὠνήμην (Ευκτ.  ὀναίμην,  ὄναιο,  ὄναιτο κτλ.,  που  τονίζεται    κατά  τα  βαρύτονα·  απαρ.  
ὄνασθαι),  παθ.  αόρ.  ὠνήθην·  τα  λοιπά  από  το  ὠφελοῦμαι.
δ) ἄγαμαι,  εύχρ.  η  Ευκτ.  α΄  ενικού ἀγαίμην και  γ΄  πληθ.  ἄγαιντο (ο  τονισμός  κατά  τα  
βαρύτονα),   παρατ.   ἠγάμην (μέσ.   μέλλ.   ἀγάσομαι),   μέσ.   αόρ.   ἠγασάμην,   παθ.   αόρ.  
ἠγάσθην.
ε) δύναμαι,   ενεστ.   Οριστ.   δύναμαι,   δύνασαι,   δύναται κτλ.,   Υποτ.   δύνωμαι,   δύνῃ,  
δύνηται κτλ.,  Ευκτ.   δυναίμην,  δύναιο,   δύναιτο κτλ.  (ο  τονισμός  κατά  τα   βαρύτονα),  
Προστ.   μόνο   δυνάσθω,   δυνάσ-θωσαν,   απαρ.   δύνασθαι,   μετ.   δυνάμενος·   παρατ.  
ἐ(ἠ)δυνάμην,   ἐ(ἠ)δύνω,   ἐ(ἠ)δύνατο κτλ.,   μέσ.   μέλλ.   δυνήσομαι,   παθ.   αόρ.   ως   μέσ.  
ἐ(ἠ)δυνήθην και  (σπάν.)  ἐδυνάσθην,  παρακ.  δεδύνημαι.
στ) ἐπίσταμαι,   ενεστ.   Οριστ.   ἐπίσταμαι,   -σαι,   -ται κτλ.,   Υποτ.   ἐπίστωμαι,   -ῃ,   -ηται
κτλ.,   Ευκτ.   ἐπισταίμην,   -αιο,   -αιτο κτλ.   (ο   τονισμός   κατά   τα   βαρύτονα),   Προστ.  
ἐπίστω (και   ἐπίστασο), ἐπιστάσθω κτλ.,   απαρ.   ἐπίστασθαι, μετ.   ἐπιστάμενος·   παρατ.  
ἠπιστάμην,  ἠπίστω (και  ἠπίστασο), ἠπίστατο κτλ.,  μέσ.  μέλλ.  ἐπιστήσομαι,  παθ.  αόρ.  
ἠπιστήθην.

Εκτός  από  τα  παραπάνω  ρήματα,  κατά  το  ἵστημι  – ἵσταμαι κλίνονται  και  τα  εξής:
α) κρέμαμαι (=  είμαι  κρεμασμένος),  του  ενεστ.  εύχρ.  είναι  η  Οριστ.  κρέμαμαι,  –σαι,  -
ται κτλ.  και  η  μετ.  κρεμάμενος·  παρατ.  ἐκρεμάμην,  ἐκρέμω,  ἐκρέματο κτλ.,  μέσ.  μέλλ.  
ως   παθ.   κρεμήσομαι (ποιητ.).   Το   ρήμα   κρέμαμαι χρησιμεύει   σαν   παρακ.   του  
κρεμάννυμαι.
β) ο   αόρ.   ἐπριάμην (=   αγόρασα),   του   ρήματος   ὠνοῦμαι (=   αγοράζω),   Οριστ.  
ἐπριάμην,   ἐπρίω,   ἐπρίατο κτλ.,   Υποτ.   πρίωμαι,   πρίῃ,   πρίηται κτλ.,   Ευκτ.   πριαίμην,  
πρίαιο,  πρίαιτο κτλ.  (προστ.  πρίω και  πρίασο,  πριάσθω κτλ.,  ποιητ.),  απαρ.  πρίασθαι,
μετ.  πριάμενος.

ΑΟΡΙΣΤΟΙ  Β΄  ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ  ΡΗΜΑΤΩΝ  ΠΟΥ  ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ  


ΚΑΤΑ  ΤΑ  ΡΗΜΑΤΑ  ΣΕ  –ΜΙ

Ο  αόριστος  β΄  μερικών  βαρύτονων  ρημάτων  κλίνεται  κατά  τα  σε  - μι,  ομοίως  με  
τον  αόριστο  β΄  ἔστην.

Το  ρηματικό  θέμα  των  ρημάτων  αυτών  έχει  χαρακτήρα


α)   ᾱ ή   η - ᾰ: ἀποδιδράσκω   - ἀπέδρᾱν   (θ. δρᾱ-,   δρᾰ-),   βαίνω   - ἔβην   (θ.   βη-,   βᾰ-),
φθάνω  - ἔφθην  (θ.  φθη-,  φθᾰ-)·
β)  η - ε:  ῥέω - ἐρρύην  (θ. ῥυη-,  ῥυε-),  χαίρω  - ἐχάρην  (θ.  χαρη-,  χαρε-)·  
γ)   ω - ο:   ἁλίσκομαι   - ἑάλων   (θ. Fαλω-,   ἁλω-,   ἁλο-),   ζῶ   - ἐβίων   (θ.   βιω-,   βιο-),
γιγνώσκω  - ἔγνων  (θ.  γνω-,  γνο-)·
δ)  ῡ - ῠ :  δύομαι  - ἔδῡν  (θ.  δῡ-,  δῠ-),  φύομαι  - ἔφῡν  (θ.  φῡ-,  φῠ-).

175
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

Αόριστος  Β΄
(ἀπ-)ἔδραν   ἔβην   ἐρρύην   ἔγνων   ἔδυν  
ἔδρας ἔβης   ἐρρύης   ἔγνως   ἔδυς  
Οριστική

ἔδρα ἔβη   ἐρρύη   ἔγνω   ἔδυ  


ἔδραμεν ἔβημεν   ἐρρύημεν   ἔγνωμεν   ἔδυμεν  
ἔδρατε ἔβητε   ἐρρύητε   ἔγνωτε   ἔδυτε  
ἔδρασαν ἔβησαν   ἐρρύησαν   ἔγνωσαν   ἔδυσαν  
δρῶ   βῶ ῥυῶ     γνῶ     δύω  
Υποτακτική

δρᾷς   βῇς   ῥυῇς   γνῷς   δύῃς  


δρᾷ   βῇ   ῥυῇ   γνῷ   δύῃ  
δρῶμεν   βῶμεν   ῥυῶμεν   γνῶμεν   δύωμεν  
δρᾶτε βῆτε ῥυῆτε γνῶτε δύητε
δρῶσι   βῶσι(ν) ῥυῶσι(ν) γνῶσι(ν) δύωσι
δραίην   βαίην   ῥυείην   γνοίην  
δραίης   βαίης   ῥυείης   γνοίης  
Ευκτική

δραίη   βαίη   ῥυείη   γνοίη  


δραίημεν  /-αῖμεν   βαίημεν  /-αῖμεν   ῥυείημεν  /-εῖμεν   γνοίημεν  /-οῖμεν  
δραίητε  /-αῖτε βαίητε  /-αῖτε ῥυείητε  /-εῖτε γνοίητε  /-οῖτε
δραίησαν  /-αῖεν βαίησαν  /-αῖεν ῥυείησαν  /-εῖεν γνοίησαν  /-οῖεν
-
- - -
δῦθι  
δρᾶθι   βῆθι   γνῶθι  
Προστακτική

δύτω  
δράτω   βήτω   γνώτω  
-
- - -
δῦτε  
δρᾶτε   βῆτε   γνῶτε  
δύντων
δράντων βάντων γνόντων
και
και δράτωσαν   και βήτωσαν   και γνώτωσαν  
δύτωσαν  
Απαρ.

δρᾶναι βῆναι ῥυῆναι γνῶναι δῦναι

ῥυεὶς  (ῥυέντος) δὺς  (δύντος)


δρὰς  (δράντος) βὰς  (βάντος) γνοὺς  (γνόντος)
Μετοχή

ῥυεῖσα   δῦσα  
δρᾶσα  (δράσης) βᾶσα  (βάσης) γνοῦσα  (γνούσης)
(ῥυείσης) (δύσης)
δρὰν  (δράντος) βὰν  (βάντος) γνὸν  (γνόντος)
ῥυὲν  (ῥυέντος) δὺν  (δύντος)

Παρατηρήσεις

α)   Η   Υποτακτική   και   Ευκτική   των   παραπάνω   ρημάτων   είναι   συνηρημένες. Με  


πρόθεση  θα  τονιστούν  όπου  και  όπως  τονίζονται  απλές        
βῶ →  καταβῶ,  βαίην  →  διαβαίην.
Εξαιρέσεις:   α)  οι  Υποτακτικές   δύω,  φύω και  η   Ευκτική   φύοιμι τονίζονται  κατά  τα  
βαρύτονα,  β)  μόνο  η  Υποτακτική  ἐπέμβω ανεβάζει  τον  τόνο.
β)   Στα   σύνθετα   ο   τόνος   στο   β΄ ενικό   και   β΄   πληθυντικό   Προστακτικής   ανεβαίνει      
βῆθι  →  ἀνάβηθι,  ἀνάβητε,  γνῶθι  →  κατάγνωθι,  κατάγνωτε.

176
ΑΡΧΑΙΑ  ΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΙΙ

γ)   Οι   μετοχές   στις   πλάγιες   πτώσεις   έχουν   τα   δίχρονα   βραχέα,   επειδή   προέρχονται  


από  το  ασθενές  θέμα      δράντος,  δύοντος,  φύντος.

Δ.  ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ  ΘΕΩΡΙΑ

 Στο   χωρίο   του   κειμένου   Οἱ   μὲν   γὰρ   ἐκ   πολλοῦ   χρόνου   ἐπιβουλεύσαντες   καὶ  
συνθέντες,  αὐτοὶ  ἄνευ  κινδύνων  ὄντες,  τὴν  κατηγορίαν  ἐποιήσαντο,  η  φράση  οἱ  
μὲν αποτελεί   υποκείμενο   του   ρήματος   ἐποιήσαντο και   των   μετοχών  
ἐπιβουλεύσαντες και   συνθέντες.   Οι   δύο   μετοχές είναι   χρονικές   και   όχι  
επιθετικές.   Μπορούμε   να   αποδώσουμε   στα   νέα   ελληνικά   την   πρόταση   ως  
εξής:   «αυτοί   βέβαια   κατασκεύασαν   την   κατηγορία,   αφού   τη   σχεδίασαν   με  
δόλο  και  την  επεξεργάστηκαν  για  μεγάλο  χρονικό  διάστημα,  χωρίς  οι  ίδιοι  να  
θέσουν   τον   εαυτό   τους σε   κίνδυνο».   Επίσης   η   φράση   οἱ   μὲν έρχεται   σε  
ισχυρή   αντίθεση   με   τη   φράση   ἐγὼ   δέ,   που   ακολουθεί   μετά   την   άνω   τελεία  
(ἐγὼ   δὲ   μετὰ   δέους   καὶ   κινδύνου   καὶ   διαβολῆς   τῆς   μεγίστης   τὴν   ἀπολογίαν  
ποιοῦμαι   =   εγώ   όμως   απολογούμαι   σε   συνθήκες   φόβου,   κινδύνου   και  
απόλυτης  συκοφάντησης).  Το  β΄  μέλος  (ἐγὼ  δέ)  περιορίζει  τη  σημασία  του  α΄  
μέλους   (οἱ   μέν)   και   το   φαινόμενο   ονομάζεται   περιοριστική   αντίθεση.   Στην  
επόμενη  περίοδο  όμως:  Ἔτι  δὲ  καὶ  τόδε  ἐνθυμητέον,  ὅτι  πολλοὶ  ἤδη  πολλὰ  καὶ  
δεινὰ  κατηγορήσαντες  παραχρῆμα  ἐξηλέγχθησαν  ψευδόμενοι  οὕτω  φανερῶς,  ο  
σύνδεσμος   δὲ είναι   μεταβατικός   και   συνδέει   την   περίοδο,   στην   οποία  
βρίσκεται,   με   τα   προηγούμενα·   επομένως   αποδίδεται   στη   νέα   ελληνική   με  
τον  σύνδεσμο  «και»  ή  «λοιπόν».
 Στο  χωρίο  οἱ  δὲ  αὖ,  μαρτυρήσαντες  τὰ  ψευδῆ  ἀδίκως  ἀνθρώπους  ἀπολέσαντες,  
ἑάλωσαν  παρ’  ὑμῖν  ψευδομαρτυρίων  παρατηρούμε  ότι  υπάρχουν  δύο  μετοχές  
(μαρτυρήσαντες   – ἀπολέσαντες),   οι   οποίες   είναι   χρονικές,   ωστόσο   δε  
συνδέονται   μεταξύ   τους   με   κάποιον   σύνδεσμο,   ούτε   τίθενται   σε   ασύνδετο  
σχήμα.   Μια   μετάφραση   του   τύπου   «άλλοι   πάλι,   αφού   έδωσαν   ψευδείς  
μαρτυρίες   (και)   αφού   εξόντωσαν   άδικα   ανθρώπους,   καταδικάστηκαν   από  
εσάς  για  ψευδομαρτυρία»  θα  ήταν  δύσκαμπτη  και  θα  επέβαλε  την  προσθήκη  
του  παρατακτικού  συνδέσμου  καί,  ο  οποίος  δεν  υπάρχει  στο  αρχαίο  κείμενο.  
Συνεπώς   μπορούμε   να   αποδώσουμε   στη   νέα   ελληνική   το   αρχαίο   κείμενο  
επιλέγοντας   να   μεταφράσουμε   την   πρώτη   μετοχή   με   εμπρόθετο  
προσδιορισμό   και   τη   δεύτερη   με   δευτερεύουσα   χρονική   πρόταση,  
δηλώνοντας   με   τον   εμπρόθετο   το   προτερόχρονο   περιστατικό   και   με   τη  
δευτερεύουσα   πρόταση   το   υστερόχρονο   ως   εξής:   «άλλοι   πάλι,   αφού  
εξόντωσαν  άδικα  ανθρώπους  με  τις  ψευδείς  μαρτυρίες  τους,  καταδικάστηκαν  
από  εσάς  για  ψευδομαρτυρία».

Ε.  ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1)  Να  αναγνωριστούν  οι  μετοχές  του  κειμένου  και  να  αναλυθούν  σε  δευτερεύουσες  
προτάσεις  όπου  είναι  δυνατό.

177
ΕΥΣΤΑΘΙΑ  ΛΕΝΤΖΙΟΥ  

2) συνθέντες:   Να   γίνει   χρονική   και   εγκλιτική   αντικατάσταση   του   ρήματος   στο   β΄  


ενικό  και  γ΄  πληθυντικό  πρόσωπο  στην  ενεργητική  και  μέση  φωνή.
3)   Να   χρησιμοποιήσετε   την   πρόθεση   απὸ για   να   σχηματίσετε   σύνθετα   με   τα  
φωνηεντόληκτα   ρήματα   σε   –μι και   να   κλίνετε   τον   αόριστο   β΄   στην   ενεργητική   και  
μέση  φωνή σε  όλες  τις  εγκλίσεις.

Ευσταθία  Λέντζιου  

178

You might also like