Professional Documents
Culture Documents
ΜΕΤΟΧΗ
ΜΕΤΟΧΗ
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Λεξιλόγιο
Β. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
ΜΕΤΟΧΗ
Είναι ρηματικό επίθετο που «μετέχει» του ρήματος και του επιθέτου, έχει
δηλαδή τις ιδιότητες και των ρημάτων και των επιθέτων˙ γι’ αυτό έχει δύο φύσεις, τη
ρηματική και την επιθετική.
Η ρηματική φύση της μετοχής φαίνεται:
Έχει χρόνους (λύων, λύσων, λύσας, λελυκώς…, λυόμενος, λυσόμενος, λυθείς,
λελυμένος), φωνή και διαθέσεις (ενεργητική, μέση, παθητική – λύων,
λυόμενος, λυθείς…).
Έχει τη σύνταξη του ρήματος (δέχεται υποκείμενο, αντικείμενο, ποιητικό
αίτιο, δοτική προσωπική· είναι συνδετικός ρηματικός τύπος, συνδέει δηλαδή
το υποκείμενο ή το αντικείμενο με το κατηγορούμενο και γενικά δέχεται
κάθε είδους προσδιορισμό όπως το ρήμα)
147
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
οἱ μετέχοντες τοῦ κινδύνου (Αριστ. Ῥητορικὴ 1376a), οἱ λέγοντες τὴν ἀλήθειαν, τὰ
ἠγγελμένα αὐτοῖς.
Συνοδεύεται από το δυνητικό ἄν, όπως και το ρήμα, για να δηλώσει το
δυνατό στο παρόν και το μέλλον ή το απραγματοποίητο και ισοδυναμεί με
δυνητική Eυκτική ή δυνητική Oριστική
Ἑώρα τὸ παρατείχισμα ῥᾳδίως ἂν ληφθὲν (Θουκ. Ἱστορία 7.42.4).
Δεν προσδιορίζεται από επίθετο αλλά από επίρρημα
Κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι (Αισχ. Πέρσαι 813).
1
Για την αναγνώριση της σημασίας των μετοχών είναι ενδεικτικός και ο χρόνος, κατά τον οποίο
εκφέρονται. Έτσι η μετοχή του ενεστώτα, η οποία μπορεί να ενέχει και σημασία παρατατικού, κατά
κανόνα τοποθετεί αυτό που δηλώνει η μετοχή σε πράξη σύγχρονη με την εξέλιξη που δηλώνει το
ρήμα. Η μετοχή του αορίστου κανονικά δίνει το προβάδισμα στο περιεχόμενο της μετοχής. Η μετοχή
του παρακειμένου παρουσιάζει αυτό που δηλώνει η μετοχή ως ήδη συντελεσμένο. Τέλος, η μετοχή
μέλλοντα δηλώνει την επιδίωξη του επιθυμητού.
148
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Α΄ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Επιθετική λέγεται η μετοχή η οποία προσδιορίζει κάποιο ουσιαστικό με τον ίδιο
τρόπο όπως και το επίθετο. Συνήθως συνοδεύεται από το άρθρο που είναι και
υποκείμενό της ὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 4.3.13).
Όταν δεν έχει άρθρο, τότε σχεδόν πάντα προηγείται λέξη που προσδιορίζεται
ομοιόπτωτα από τη μετοχή και είναι υποκείμενό της. Δεν παίρνει άρθρο, όταν
προηγείται το υποκείμενό της στην ίδια πτώση, όταν και το υποκείμενό της δεν έχει
άρθρο και όταν τίθεται ως κατηγορηματικός προσδιορισμός
ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ (Θουκ. Ἱστορία 8.61.1) / ἄνθρωποι λέγοντες / τέχνη γιγνομένη.
Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους και δέχεται άρνηση οὐ. Στην περίπτωση που η
μετοχή εκφράζει υπόθεση ή υποκειμενική γνώμη ή κάτι γενικό, παίρνει άρνηση μή.
Ισοδυναμεί και αναλύεται σε αναφορική πρόταση και γι’ αυτό λέγεται και
αναφορική μετοχή.
Μετάφραση: η επιθετική μετοχή μεταφράζεται κυρίως με «αυτός ο οποίος» ή
«ο οποίος, η οποία, το οποίο» ή «που» + ρήμα.
Συντακτική θέση επιθετικής μετοχής: η επιθετική μετοχή όπως και το επίθετο
τίθεται ως:
α) επιθετικός προσδιορισμός ουσιαστικού
στρατεύουσιν ἐπὶ τὰς Αἰόλου νήσους καλουμένας (Θουκ. Ἱστορία 3.88).
β) υποκείμενο ή αντικείμενο
Ὁ πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται (υποκείμενο) (Δημοσθ. Φιλιππικὸς Α΄ 40.6.1).
Κολάζουσι τοὺς ἀκοσμοῦντας (αντικείμενο) (Ισοκρ. Ἀεροπαγιτικὸς 42.2).
γ) κατηγορούμενο: πάντα με άρθρο και συνδέεται με το υποκείμενο με τα ρήματα
εἰμί, ὑπάρχω, γίγνομαι
οἱ ἄνδρες εἰσὶν οἱ ποιοῦντες ὅ,τι ἂν ἐν ταῖς μάχαις γίγνηται (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 3.2.18).
Παρατήρηση
Όταν με τα ρήματα εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω η μετοχή δεν έχει άρθρο, δεν είναι
επιθετική, αλλά κατηγορηματική.
δ) κατηγορηματικός προσδιορισμός: πάντοτε χωρίς άρθρο και εκφράζει, όπως και το
επίθετο, μια ιδιότητα του ουσιαστικού όχι μόνιμη αλλά παροδική
Οἱ Θηβαῖοι εὐθὺς ἔπεμψαν εἰς Ἀθήνας ἄγγελον ἐστεφανωμένον (Ξεν. Ἑλληνικὰ 6.4.19).
149
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Παρατήρηση
Πολλές φορές το ουδέτερο της επιθετικής μετοχής με άρθρο χρησιμοποιείται στη
θέση αφηρημένου ουσιαστικού. Ευρεία χρήση αυτού γίνεται στον Θουκυδίδη.
150
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Έναρθρη επιθετική μετοχή: το άρθρο της αποδίδεται με τη δεικτική αντωνυμία
οὗτος-αὕτη-τοῦτο ή ἐκεῖνος-η-ον στο ίδιο γένος, στην ίδια πτώση και στον ίδιο
αριθμό με τη μετοχή και η μετοχή αποδίδεται με δευτερεύουσα αναφορική πρόταση
που εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ὅς-ἥ-ὃ ή ὅστις-ἥτις-ὅ,τι ως υποκείμενο
σε πτώση ονομαστική + ρήμα σε Οριστική ή Ευκτική πλαγίου λόγου, ανάλογα με το
χρόνο της εξάρτησης
Μίσει τοὺς κολακεύοντας καὶ ἐξαπατῶντας (= μίσει τούτους οἳ κολακεύουσι καὶ τούτους, οἳ
ἐξαπατῶσι) (Ισοκρ. Πρὸς Δημόνικον 30.1-2)
Ὁ μὴ ἐπιτρέπων τοῖς ἀδικοῦσιν ἀδικεῖν τιμῆς ἄξιός ἐστι (= ἐκείνοις, οἳ ἀδικοῦσι) (Πλάτ.
Νόμοι 730d).
Άναρθρη επιθετική μετοχή: αναλύεται σε αναφορική πρόταση που εισάγεται
με την αναφορική αντωνυμία ὃς ή ὅστις ως υποκείμενο σε πτώση ονομαστική +
ρήμα σε Οριστική ή Ευκτική πλαγίου λόγου, ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης, ή σε
δυνητική Οριστική ή δυνητική Ευκτική, αν η μετοχή είναι δυνητική
151
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
152
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
στο υποκείμενό του. Αν είναι μεταβατικό αναφέρεται στο αντικείμενό του. Πολύ
σπάνια η κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται και στη δοτική προσωπική.
153
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
154
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Κάποια ρήματα συντάσσονται άλλοτε με κατηγορηματική μετοχή και άλλοτε με
απαρέμφατο και έχουν διαφορετική σημασία σε κάθε περίπτωση. Τα ρήματα αυτά
είναι τα εξής:
155
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
156
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Γ΄ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
ΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Παραδείγματα
157
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Ἄρτι τῆς μάχης γεγενημένης ἐπιβοηθοῦσιν ἄλλοι πελτασταὶ (Θουκ. Ἱστορία 2.79.4)
Ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπελθὼν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐνταῦθα δὴ φανερῶς εἶπεν (Θουκ. Ἱστορία
1.91.4).
Κάποιες φορές η χρονική μετοχή εκφέρεται και εμπρόθετα για να δοθεί έμφαση
στο σύγχρονο, στο προτερόχρονο και στο υστερόχρονο (σπάνια)
Ἡ ὀργὴ σὺν τῷ φόβῳ λήγοντι ἄπεισι (Ξεν. Κύρου Παιδεία 4.5.21-22)
Μετὰ Συρακούσας οἰκισθείσας ᾤκισαν Κατάνην (Θουκ. Ἱστορία 6.3.3).
Ενίοτε η μετοχή αορίστου εκτός από το χρόνο δηλώνει και αιτία, αιτιολογεί
μεταγενέστερη ενέργεια (χρονικοαιτιολογική μετοχή)
Ἀκούσαντες ταῦτα ἠχθέσθησαν (Ξεν. Κύρου Παιδεία 7.4.5, με τροποποιήσεις).
158
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
β. Όταν δηλώνει απεριόριστη επανάληψη στο παρελθόν με τα: ὅτε, ὁπότε (= κάθε
φορά που…) + Ευκτική επαναληπτική
Κῦρος ἐθήρευεν ἀπὸ ἵππου γυμνάσαι βουλόμενος ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἵππους (= ὁπότε
βούλοιτο) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 1.2.7).
ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
159
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Μίσει τοὺς κολακεύοντας ὥσπερ τοὺς ἐξαπατῶντας· ἀμφότεροι γὰρ πιστευθέντες τοὺς
πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν (= ἐὰν πιστευθῶσιν) (αόριστη επανάληψη στο παρόν – μέλλον)
(Ισοκρ. Πρὸς Εὐθύνουν 30).
ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Δηλώνει σκοπό (τελικό αίτιο), δηλαδή τον στόχο στον οποίο αποβλέπει η
ενέργεια του υποκειμένου του προσδιοριζομένου ρήματος. Απαντά σε χρόνο
μέλλοντα, σπάνια όμως και σε ενεστώτα με ρήματα κίνησης: ἔρχομαι, ἥκω, πλέω,
πέμπω κ.ά., όταν δηλώνεται άμεση πραγματοποίηση του σκοπού.
Μετάφραση: «για να, με σκοπό να, με την πρόθεση να, να» + ρήμα.
Εξαρτάται από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια, δράση,
εκλογή, προσφορά κ.ά.
Ενίοτε συνοδεύεται από το ὡς → εκφράζει υποκειμενική γνώμη και εξαρτάται
συνήθως από ρήματα σκόπιμης ενέργειας. Μεταφράζεται: «με την πρόθεση να…»
Προπέμψαντες κήρυκες πόλεμον προεροῦντα (Θουκ. Ἱστορία 1.29.1)
Παρῆσαν οἱ Θηβαῖοι λέγοντες (σε ενεστώτα) (Ξεν. Ἑλληνικὰ 5.1.33)
Προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι (Θουκ. Ἱστορία 2.18.1)
Τριήρεις ἐπλήρου, ὡς βοηθήσων κατὰ θάλατταν (Ξεν. Ἑλληνικὰ 6.4.21)
ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
160
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Ἀθηναῖοι καὶ οὐ μεταλαβόντες τοῦ χρυσίου ὅμως πρόθυμοι ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον (Ξεν.
Ἑλληνικὰ 3.5.2).
ΤΡΟΠΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
161
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
162
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
163
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Β) Απόλυτη: λέγεται η μετοχή της οποίας το υποκείμενο δεν είναι άλλος όρος της
πρότασης, αλλά αποκλειστικά και μόνο υποκείμενο της μετοχής. Βρίσκεται σε
πτώση γενική (γενική απόλυτη), σε αιτιατική (αιτιατική απόλυτη) και σε ονομαστική
(ονομαστική απόλυτη). Σπάνια και σε δοτική (δοτική απόλυτη)
Καταστάσης τῆς ἐκκλησίας ἐς ἀντιλογίαν ἦλθον (Θουκ. Ἱστορία 1.31.4)
Βοηθησάντων ὑμῶν προθύμως πόλιν προσλήψεσθε (Θουκ. Ἱστορία 3.13.7).
Γενική απόλυτη: είναι η απόλυτη μετοχή των προσωπικών ρημάτων που τίθεται
σε πτώση γενική. Η μετοχή έχει δικό της υποκείμενο, που δεν ανήκει στην πρόταση
ως κύριος όρος της και μπαίνει σε πτώση γενική μαζί με το υποκείμενό της. Η γενική
απόλυτη μπορεί να είναι κάθε επιρρηματική μετοχή, εκτός της τελικής
Δοξάντων τούτων ἐκπέμπουσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Εὐδαμίδαν (Ξεν. Ἑλληνικὰ 5.2.24)
Παρήγγειλεν αὐτοῖς παρασκευάζεσθαι ὡς μάχης ἐσομένης (Ξεν. Ἑλληνικὰ 7.5.20).
Αιτιατική απόλυτη: είναι η μετοχή των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων
που τίθεται σε πτώση αιτιατική ουδετέρου γένους και ενικού αριθμού. Η αιτιατική
απόλυτη είναι συνήθως εναντιωματική και πιο σπάνια αιτιολογική, υποθετική ή
χρονική μετοχή και αναλύεται στις αντίστοιχες δευτερεύουσες επιρρηματικές
προτάσεις. Στις απρόσωπες μετοχές υποκείμενο είναι απαρέμφατο.
Κάποιες φορές απαντά και αιτιατική απόλυτη προσωπικών ρημάτων σε κάθε
γένος και αριθμό, αλλά συνοδεύεται κανονικά από το ὡς που εκφράζει υποκειμενική
αιτιολογία (= γιατί τάχα, γιατί δήθεν, με την ιδέα ότι…), ή ὥσπερ που εκφράζει
ψευδή υποθετική αιτιολογία (= σα να…)
Σημείωση: α) Οι αιτιατικές δόξαν – δόξαντα παίρνουν κατ’ εξαίρεση υποκείμενο
αντωνυμία ουδετέρου γένους και πληθυντικού αριθμού.
β) Οι παραπάνω αιτιατικές, όταν είναι κατηγορηματικές μετοχές, δεν είναι απόλυτες
Σὲ οὐχὶ ἐσώσαμεν οἷόν τε ὂν (Πλάτ. Κρίτων 46a)
Καλῶς ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν μὴ μέλλετε (Θουκ. Ἱστορία 1.124.1)
Φίλους κτῶνται ὡς βοηθῶν δεόμενοι, τῶν δ’ ἀδελφῶν ἀμελοῦσιν, ὥσπερ ἐκ πολιτῶν μὲν
γιγνομένους φίλους, ἐξ ἀδελφῶν δὲ οὐ γιγνομένους (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 2.3.3) (αιτιατική
απόλυτη προσωπικού ρήματος)
Δόξαντα δὲ ταῦτα τὰ στρατεύματα ἀπῆλθε (Ξεν. Ἑλληνικὰ 3.2.19).
164
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Δυνητική λέγεται η μετοχή που συνοδεύεται από το δυνητικό μόριο ἄν. Δυνητική
μπορεί να είναι η επιθετική, η κατηγορηματική και η επιρρηματική μετοχή (εκτός
από την τελική) και ισοδυναμεί με δυνητική Οριστική ή με δυνητική Ευκτική,
ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία της. Η δυνητική μετοχή βρίσκεται σε κάθε χρόνο
εκτός από μέλλοντα. Μεταφράζεται ως μετοχή (ανάλογα με το είδος της) και ως
δυνητική έγκλιση
Οὔτε ὄντα οὔτ’ ἂν γενόμενα λογοποιοῦσι (= οὔτ’ ἂν γένοιτο) (Θουκ. Ἱστορία 6.38.2)
Εὖ δ’ ἴσθι μηδὲν ἄν με τούτων ἐπιχειρήσαντα, εἰ δυναστείαν μόνον καὶ πλοῦτον ἑώρων ἐξ
αὐτῶν γενησόμενον (= ὅτι ἐπεχείρησα ἄν) (Ισοκρ. Φίλιππος 133.1-3).
ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
Όταν σε μια πρόταση υπάρχουν δύο ή περισσότερες μετοχές, συνεκφέρονται με
τους εξής τρόπους:
α) Όταν είναι ομοειδείς και προσδιορίζουν την ίδια λέξη:
συνδέονται παρατακτικά
οὗτοι προσελθόντες καὶ καλέσαντες τοὺς τῶν Ἑλλήνων ἄρχοντας λέγουσιν (Ξεν. Κύρου
Ἀνάβασις 2.1.8)
τίθενται ασύνδετα για έμφαση και ζωηρότητα
Ἡμεῖς σε γεννήσαντες, ἐκθρέψαντες παιδεύσαντες, μεταδόντες ἁπάντων, ὅμως προαγορεύομεν
ἐξεῖναι ἀπιέναι (Πλάτ. Κρίτων 51c-d).
β) Όταν είναι ετεροειδείς, όταν προσδιορίζει η μία την άλλη, όταν είναι όμοιες και
δεν προσδιορίζουν την ίδια λέξη, τίθενται ασύνδετα
Προϊόντες λελήθαμεν εἰς τὸ μέσον ἀμφοτέρων πεπτωκότες (χρονική – κατηγορηματική)
(Πλάτ. Θεαίτητος 180e)
Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας συλλέξας στράτευμα ἐπολιόρκει Μίλητον (Ξεν. Κύρου
Ἀνάβασις 1.1.7)
165
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Δημοσθένης Νικίᾳ προσελθὼν γνώμην ἐποιεῖτο πληρώσαντας ἔτι τὰς λοιπὰς τῶν νεῶν
βιάσασθαι ἅμα ἕῳ τὸν ἔκπλουν (Θουκ. Ἱστορία 7.72.3).
Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε –μι κανονικά σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα
(και του παρατατικού) από το ρηματικό θέμα, αφού προστεθεί στην αρχή ο
ενεστωτικός αναδιπλασιασμός, δηλαδή η επανάληψη του αρχικού συμφώνου του
ρηματικού θέματος μαζί με ένα ι:
(ρ. θ. στη-, σίστημι =) ἵστημι (= στήνω)
(ρ. θ. θη-, θίθημι =) τίθημι (= θέτω)
(ρ. θ. jη-, jιjημι =) ἵημι (= ρίχνω)
(ρ. θ. δω-, δίδωμι =) δίδωμι (= δίνω)
Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε –μι γενικά, όπως και τα συμφωνόληκτα,
διαφέρουν από τα ρήματα σε –ω κατά το σχηματισμό του ενεστώτα και του
παρατατικού της ενεργητικής και μέσης φωνής. Αλλά τέσσερα μόνο φωνηεντόληκτα
σε –μι, δηλαδή τα ρήματα ἵστημι, τίθημι, ἵημι, δίδωμι, διαφέρουν από τα ρήματα σε –
ω κατά το σχηματισμό του β΄ αορίστου. Τα τέσσερα αυτά ρήματα στους χρόνους
αυτούς, δηλαδή στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον αόριστο β΄, κλίνονται κατά
τον ακόλουθο τρόπο:
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας και Παρατατικός
ἵστημι ἵημι τίθημι δίδωμι
ἵστης ἵης (ἱεῖς) τίθης(τιθεῖς) δίδως
ἵστησι ἵησι τίθησι δίδωσι
Ενεστώτας
166
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Ενεστώτας
Υποτακτική ἱστῶμεν ἱῶμεν τιθῶμεν διδῶμεν
ἱστῆτε ἱῆτε τιθῆτε διδῶτε
ἱστῶσι ἱῶσι τιθῶσι διδῶσι
ἱστῆτον ἱῆτον τιθῆτον διδῶτον
ἱστῆτον ἱῆτον τιθῆτον διδῶτον
ἱσταίην ἱείην τιθείην διδοίην
ἱσταίης ἱείης τιθείης διδοίης
ἱσταίη ἱείη τιθείη διδοίη
ἱσταίημεν/- ἱείημεν/- τιθείημεν/- διδοίημεν/-
αῖμεν ἱεῖμεν εῖμεν οῖμεν
Ενστώτας
Ευτκική
- - - -
ἵστη ἵει τίθει δίδου
Προστακτική
- - - -
ἵστατε ἵετε τίθετε δίδοτε
ἱστάντων/ ἱέντων/ τιθέντων / διδόντων/
ἱστάτωσαν ἱέτωσαν τιθέτωσαν διδότωσαν
ἵστατον ἵετον τίθετον δίδοτον
ἱστάτων ἱέτων τιθέτων διδότων
Απαρ.
Ενεστ
Ενεστ.
Αόριστος Β΄
ἧκα ἔθηκα ἔδωκα
ἧκας ἔθηκας ἔδωκας
Οριστική
167
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Μέση Φωνή
Ενεστώτας και Παρατατικός
ἵστᾰμαι ἵεμαι τίθεμαι δίδομαι
ἵστασαι ἵεσαι τίθεσαι δίδοσαι
Οριστική
Ενεστώτας
168
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Ενεστώτας
Ενεστ
169
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Μετοχή
Ενεστ
ἱσταμένη ἱεμένη τιθεμένη διδομένη
ἱστάμενον ἱέμενον τιθέμενον διδόμενον
Αόριστος Β΄
ἔστην εἵμην ἐθέμην ἐδόμην
ἔστης εἷσο ἔθου ἔδου
ἔστη εἷτο ἔθετο ἔδοτο
Οριστική
- - - -
στῆθι οὗ θοῦ δοῦ
Προστακτική
170
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Απαρ.
στῆναι ἕσθαι θέσθαι δόσθαι
Παρατηρήσεις
Α) Ο ενεστώτας της ενεργητικής και μέσης φωνής στην Οριστική και Προστακτική,
το απαρέμφατο και η μετοχή, καθώς και ο παρατατικός της ενεργητικής και μέσης
φωνής σχηματίζονται με την προσκόλληση των κυρίως καταλήξεων απευθείας στο
ενεστωτικό θέμα, χωρίς να μεσολαβούν θεματικά φωνήεντα: δίδωμι, δίδομεν, δίδοτε,
ἐδίδομεν, ἐδίδοτε, διδότω, διδόμεθα, ἐδιδόμην, διδόσθω, δίδοσθαι, διδόμενος κτλ.
Β) Η Υποτακτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται με τα
θεματικά φωνήεντα των ρημάτων σε –ω και έχει τις ίδιες με αυτά ολικές καταλήξεις,
αλλά ο μακρόχρονος χαρακτήρας του ισχυρού θέματος (η ή ω) συναιρείται με το
ακόλουθο φωνήεν των καταλήξεων: (ἱστήω), ἱστῶ, (τιθήῃς) τιθῇς, (διδώω) διδῶ,
(διδώῃς) διδῷς.
Γ) Η Ευκτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται χωρίς
θεματικά φωνήεντα, παίρνει όμως τα εγκλιτικά φωνήεντα της Ευκτικής ι και ιη, που
προστίθενται ανάμεσα στο χρονικό θέμα και τις προσωπικές καταλήξεις· αλλά το ι
των εγκλιτικών φωνηέντων συναιρείται με τον προηγούμενο βραχύχρονο χαρακτήρα
του αδύναμου θέματος α ή ε ή ο σε αι ή ει ή οι: (ἱσταίην) ἱσταίην, (τιθείμην) τιθείμην,
(διδοίην) διδοίην, (διδοίμην) διδοίμην κτλ.
Δ) Το σ στην κατάληξη –σαι της μέσης φωνής διατηρείται, αν και βρίσκεται ανάμεσα
σε δύο φωνήεντα: ἵστασαι, τίθεσαι, ἵεσαι, δίδοσαι˙ επίσης το σ στη κατάληξη –σο
διατηρείται στο β΄ ενικό του παρατατικού και στο β΄ ενικό της Προστακτικής του
ενεστώτα: ἵστασο, ἐτίθεσο, ἵεσο, ἐδίδοσο· ἵστασο, τίθεσο, ἵεσο, δίδοσο· αλλά στην
Ευκτική αποβάλλεται: ἱσταῖο, τιθεῖο, ἱεῖο, διδοῖο.
Ε) Των ρημάτων τίθημι και ἵημι το β΄ ενικό της Προστακτικής του ενεργητικού
ενεστώτα και το β΄ και γ΄ ενικό της Οριστικής του παρατατικού κανονικά
σχηματίζονται κατά τα συνηρημένα ρήματα (σε -έω): τίθει, ἵει - ἐτίθεις, ἐτίθει - ἵεις,
ἵει. Έτσι σχηματίζεται σπανίως και το β΄ ενικό της Οριστικής του ενεστώτα: τιθεῖς (=
τίθης), ἱεῖς (= ἵης).
Ζ) Του ρήματος δίδωμι τα τρία ενικά της Οριστικής του ενεργητικού παρατατικού
και το β΄ ενικό της Προστακτικής του ενεργητικού ενεστώτα σχηματίζονται όμοια
κατά τα συνηρημένα ρήματα σε -οω: ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου - δίδου.
171
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Αόριστος Β΄
Το ρήμα ἵστημι έχει αόριστο β΄ κατά τα ρήματα σε –μι μόνο στη μέση φωνή
(ἔστην), ενώ τα ρήματα τίθημι, ἵημι και δίδωμι έχουν και στην ενεργητική και στη
μέση (ἔθηκα, ἐθέμην· ἧκα, εἵμην· ἔδωκα, ἐδόμην).
Ο αόριστος β΄ ἔστην του ρήματος ἵσταμαι:
α) Από το αδύνατο θέμα στᾰ- σχηματίζει την ευκτική σταίην, τη μετοχή στάς, στᾶσα,
στὰν και τον τύπο στάντων του γ΄ πληθυντικού της Προστακτικής. Από το ισχυρό
θέμα στη- σχηματίζει όλους τους άλλους τύπους: ἔστην, ἔστημεν κτλ. – (στήω) στῶ,
(στήῃς) στῇς κτλ. – στῆθι, στήτω κτλ. – στῆναι.
β) στο β΄ ενικό της Προστακτικής έχει κατάληξη -θι: στῆθι .
Οι αόριστοι β΄ ἔθηκα, ἧκα και ἔδωκα των ρημάτων τίθημι, ἵημι, δίδωμι:
α) στα τρία ενικά της Οριστικής σχηματίζονται ως πρώτοι αόριστοι, αλλά με
χαρακτήρα κ.
Από το ισχυρό θέμα (θη- ή δω-) σχηματίζουν τα τρία ενικά πρόσωπα της
Οριστικής στην ενεργητική φωνή (ἔθηκα, ἧκα, ἔδωκα) και την Υποτακτική στην
ενεργητική και μέση φωνή (θήω = θῶ, θήωμαι = θῶμαι· ἥω = ὧ, ἥωμαι = ὧμαι·
δώω = δῶ, δώωμαι = δῶμαι)· από το αδύνατο θέμα (θε-, ἐ-, δο-) σχηματίζουν όλους
τους άλλους τύπους της ενεργητικής και μέσης φωνής
β) στο β΄ ενικό της προστακτικής έχουν κατάληξη -ς: θές, ἕς, δὸς
γ) στις άλλες - πλην της Οριστικής και του απαρεμφάτου - εγκλίσεις γενικά
σχηματίζονται όπως οι αντίστοιχες εγκλίσεις του ενεργητικού ενεστώτος· πρβλ. θῶ,
θῇς, θῇ κτλ. - τιθῶ, τιθῇς, τιθῇ κτλ. Το ίδιο συμβαίνει και στους μέσους αορίστους
ἐθέμην, εἵμην, ἐδόμην
δ) στο ενεργητικό απαρέμφατο έχουν κατάληξη –έναι, αλλά συναιρούν το ε που
είναι στην αρχή με τον προηγούμενο χαρακτήρα του θέματος: (θεέναι) θεῖναι, (ἑέναι)
εἷναι, (δοέναι) δοῦναι.
Ο τόνος των σε - μι ρημάτων, όταν αυτά είναι σύνθετα με πρόθεση
α) Στην Προστακτική του ενεργητικού και του μέσου αορίστου β΄ ανεβαίνει, όσο το
επιτρέπει η λήγουσα, αλλά όχι πιο πάνω από τη λήγουσα της πρόθεσης, εάν αυτή
είναι δισύλλαβη: ἀνάστηθι, ἀπόδος, ἐπίθες, ἀπόδοτε, κατάθου, κατάθεσθε. Αλλά του
β΄ ενικού της Προστακτικής του μέσου αορίστου β΄ ο τόνος δεν ανεβαίνει, όταν
αυτό είναι σύνθετο με πρόθεση μονοσύλλαβη ή με δισύλλαβη, η οποία παθαίνει πριν
από αυτό έκθλιψη: (θοῦ) ἐνθοῦ (οὗ, ἀπὸ - οὗ) ἀφοῦ (του ρήματος ἀφίεμαι), προδοῦ
(του ρήματος προδίδομαι) (αλλά κατάθου κλπ.)
β) στο απαρέμφατο και στη μετοχή διατηρείται όπου και στο απλό: (ἱστάναι)
ἀφιστάναι, (τιθέναι) συντιθέναι, (δοῦναι) ἀποδοῦναι, (θέσθαι) μεταθέσθαι, (ἱστάς)
συνιστάς, (τιθείς) μετατιθείς.
172
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Οι άλλοι χρόνοι, εκτός από τον ενεστώτα, παρατατικό και αόριστο β΄, των
φωνηεντόληκτων ρημάτων ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι σχηματίζονται κανονικά,
όπως και των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε –ω, δηλαδή από το ισχυρό ή αδύνατο
θέμα και με τις αντίστοιχες καταλήξεις, αλλά με κάποιες ανωμαλίες, όπως φαίνεται
παρακάτω:
α) ἵστημι (= στήνω)· (ρ. θ. στη- και στᾰ-), παρατ. ἵστην, μέλλ. στήσω, αόρ. α΄ ἔστησα,
παρακ. στήσας ἔχω, υπερσ. στήσας εἶχον. Μέσ. και παθ. ἵσταμαι, παρατ. ἱστάμην,
μέσ. μέλλ. στήσομαι, παθ. μέλλ. σταθήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἐστησάμην, μέσ. αόρ. β΄
ἔστην, παθ. αόρ. ἐστάθην, παρακ. ἕστηκα, υπερ. εἱστήκειν και ἑστήκειν, συντελ. μέλλ.
ἑστήξω.
Ο παρακείμενος ἕστηκα και ο υπερσυντέλικος εἱστήκειν έχουν σε ορισμένα
πρόσωπα και δεύτερους τύπους από το αδύνατο θέμα στᾰ- (με αναδιπλασιασμό
σεστα- = ἑστα-) και με τις προσωπικές καταλήξεις αμέσως προσκολλημένες στο
θέμα. Έτσι σχηματίζονται οι τύποι: ἕστηκα, -κας, -κε, -καμεν, -κατε, -κασι και
ἕσταμεν, ἕστατε, ἑστᾶσι. Απαρ. ἑστηκέναι και ἑ-στάναι. Μετοχή ἑστηκώς, -κυῖα, -κὸς
και ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς και ἑστός, γεν. ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶ(ό)τος.
Υπερσυντέλικος εἱστήκειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν και ἕστασαν.
β) τίθημι (= θέτω)· (ρ. θ. θη- και θε-), παρατ. ἐτίθην, μέλλ. θήσω, αόρ. ἔθηκα, παρακ.
τέθηκα, ή τέθεικα. Μέσ. και παθ. τίθεμαι, παρατ. ἐτιθέμην, μέσ. μέλλ. θήσομαι, μέσ.
αόρ. β΄ ἐθέμην, παθ. μέλλ. τεθήσομαι, παθ. αόρ. ἐτέθην, παρακ. μέσ. τέθειμαι, παρακ.
παθ. κεῖμαι (= είμαι τοποθετημένος από κάποιον), υπερσ. παθ. ἐκείμην.
γ) ἵημι (= ρίχνω), παρατ. ἵην, μέλλ. ἥσω, αόρ. ἧκα, παρακ. εἷκα. Μέσ. και παθ. ἵεμαι,
παρατ. ἱέμην, μέσ. μέλλ. –ήσομαι (ἀφήσομαι), μέσ. αόρ. –ηκάμην (προηκάμην,
σπάν.), μέσ. αόρ. β΄ -είμην (ἀφείμην, ἀφεῖσο, ἀφεῖτο κτλ.), παθ. μέλλ. –εθήσομαι
(ἀφεθήσομαι), παθ. αόρ. –είθην (ἀφείθην, υποτ. ἀφεθῶ κτλ.), παρακ. –εῖμαι
(ἀφεῖμαι), υπερσ. –είμην (ἀφείμην, ἀφεῖσο, ἀφεῖτο κτλ.).
δ) δίδωμι (= δίνω), παρατ. ἐδίδουν (-ους, -ου), μέλλ. δώσω, αόρ. ἔδωκα, παρακ.
δέδωκα, υπερσ. ἐδεδώκειν, συντελ. μέλλ. δεδωκὼς ἔσομαι. Μέσ. και παθ. δίδομαι,
παρατ. ἐδιδόμην, μέσ. μέλλ. δώσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐδόμην, παθ. μέλλ. δοθήσομαι,
παθ. αόρ. ἐδόθην, παρακ. δέδομαι, υπερσ. ἐδεδόμην.
Φωνηεντόληκτα σε -μι ρήματα συνήθη είναι τα εξής έξι, τα οποία κλίνονται κατά
το ἵστημι - ἵσταμαι.
Ενεστώτας - Παρατατικός Μέλλων Αόριστος Παρακείμ.
ὀνίνημι (= ὠφελῶ) ὀνήσω ὤνησα ρ. θ. ὀνη-,
παρτ. ὠφέλουν ὀνήσομαι ὠνήμην ενεστ.
173
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Ομοίως προς τον παρατατικό και τον ενεστώτα των τριών τελευταίων
(αποθετικών) ρημάτων κλίνεται και ο (άσιγμος) μέσος αόριστος α΄ (του ρήματος
ὠνοῦμαι) ἐπριάμην (= αγόρασα), ἐπρίω, ἐπρίατο, ἐπριάμεθα κτλ.
Τα παραπάνω έξι ρήματα κλίνονται στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το
ρήμα ἵστημι – ἵσταμαι και σχηματίζουν τους χρόνους κατά τον ακόλουθο τρόπο:
α) πίμπλημι, παρατ. ἐπίμπλην, μέλλ. -πλήσω, αόρ. -έπλησα, παρακ. πέπληκα. Μέσ. και
παθ. πίμπλᾰμαι, παρατ. ἐπιμπλάμην (μέσ. μέλλ. πλήσομαι), μέσ. αόρ. α΄ ἐπλησάμην
και μέσ. αόρ. β΄ -επλήμην (σπάν.), παθ. μέλλ. πλησθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπλήσθην,
παρακ. –πέπλησμαι.
β) πίμπρημι, συνήθ. σύνθ. ἐμπί(μ)πρημι, παρατ. ἐνεπίμπρην, μέλλ. ἐμπρήσω, αόρ.
ἐνέπρησα. Παθ. ἐμπίπραμαι, παθ. αόρ. ἐνεπρήσθην.
γ) ὀνίνημι, (ενεστ. οριστ. ὀνίμημι, ὀνίνης, ὀνίνησι· τα λοιπά πρόσωπα άχρηστα –
Υποτακτική, Ευκτική και Προστακτική λείπουν· απαρ. ὀνινάναι, μετοχή μόνο θηλ.
ὀνινᾶσα), παρατ. (λείπει και στη θέση του χρησιμοποιείται ο παρατ. του ὠφελῶ)
ὠφέλουν, μέλλ. ὀνήσω, αόρ. ὤνησα. Μέσ. και παθ. ὀνίνᾰμαι (εκτός από την
Οριστική εύχρηστη η Ευκτ. ὀνιναίμην, ὀνίναιο, ὀνίναιτο κτλ., που τονίζεται κατά τα
βαρύτονα, και το απαρ. ὀνίνασθαι), παρατ. ὠνινάμην, μέσ. μέλλ. ὀνήσομαι, μέσ. αόρ.
174
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
ὠνήμην (Ευκτ. ὀναίμην, ὄναιο, ὄναιτο κτλ., που τονίζεται κατά τα βαρύτονα· απαρ.
ὄνασθαι), παθ. αόρ. ὠνήθην· τα λοιπά από το ὠφελοῦμαι.
δ) ἄγαμαι, εύχρ. η Ευκτ. α΄ ενικού ἀγαίμην και γ΄ πληθ. ἄγαιντο (ο τονισμός κατά τα
βαρύτονα), παρατ. ἠγάμην (μέσ. μέλλ. ἀγάσομαι), μέσ. αόρ. ἠγασάμην, παθ. αόρ.
ἠγάσθην.
ε) δύναμαι, ενεστ. Οριστ. δύναμαι, δύνασαι, δύναται κτλ., Υποτ. δύνωμαι, δύνῃ,
δύνηται κτλ., Ευκτ. δυναίμην, δύναιο, δύναιτο κτλ. (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα),
Προστ. μόνο δυνάσθω, δυνάσ-θωσαν, απαρ. δύνασθαι, μετ. δυνάμενος· παρατ.
ἐ(ἠ)δυνάμην, ἐ(ἠ)δύνω, ἐ(ἠ)δύνατο κτλ., μέσ. μέλλ. δυνήσομαι, παθ. αόρ. ως μέσ.
ἐ(ἠ)δυνήθην και (σπάν.) ἐδυνάσθην, παρακ. δεδύνημαι.
στ) ἐπίσταμαι, ενεστ. Οριστ. ἐπίσταμαι, -σαι, -ται κτλ., Υποτ. ἐπίστωμαι, -ῃ, -ηται
κτλ., Ευκτ. ἐπισταίμην, -αιο, -αιτο κτλ. (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), Προστ.
ἐπίστω (και ἐπίστασο), ἐπιστάσθω κτλ., απαρ. ἐπίστασθαι, μετ. ἐπιστάμενος· παρατ.
ἠπιστάμην, ἠπίστω (και ἠπίστασο), ἠπίστατο κτλ., μέσ. μέλλ. ἐπιστήσομαι, παθ. αόρ.
ἠπιστήθην.
Εκτός από τα παραπάνω ρήματα, κατά το ἵστημι – ἵσταμαι κλίνονται και τα εξής:
α) κρέμαμαι (= είμαι κρεμασμένος), του ενεστ. εύχρ. είναι η Οριστ. κρέμαμαι, –σαι, -
ται κτλ. και η μετ. κρεμάμενος· παρατ. ἐκρεμάμην, ἐκρέμω, ἐκρέματο κτλ., μέσ. μέλλ.
ως παθ. κρεμήσομαι (ποιητ.). Το ρήμα κρέμαμαι χρησιμεύει σαν παρακ. του
κρεμάννυμαι.
β) ο αόρ. ἐπριάμην (= αγόρασα), του ρήματος ὠνοῦμαι (= αγοράζω), Οριστ.
ἐπριάμην, ἐπρίω, ἐπρίατο κτλ., Υποτ. πρίωμαι, πρίῃ, πρίηται κτλ., Ευκτ. πριαίμην,
πρίαιο, πρίαιτο κτλ. (προστ. πρίω και πρίασο, πριάσθω κτλ., ποιητ.), απαρ. πρίασθαι,
μετ. πριάμενος.
Ο αόριστος β΄ μερικών βαρύτονων ρημάτων κλίνεται κατά τα σε - μι, ομοίως με
τον αόριστο β΄ ἔστην.
175
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Αόριστος Β΄
(ἀπ-)ἔδραν ἔβην ἐρρύην ἔγνων ἔδυν
ἔδρας ἔβης ἐρρύης ἔγνως ἔδυς
Οριστική
δύτω
δράτω βήτω γνώτω
-
- - -
δῦτε
δρᾶτε βῆτε γνῶτε
δύντων
δράντων βάντων γνόντων
και
και δράτωσαν και βήτωσαν και γνώτωσαν
δύτωσαν
Απαρ.
ῥυεῖσα δῦσα
δρᾶσα (δράσης) βᾶσα (βάσης) γνοῦσα (γνούσης)
(ῥυείσης) (δύσης)
δρὰν (δράντος) βὰν (βάντος) γνὸν (γνόντος)
ῥυὲν (ῥυέντος) δὺν (δύντος)
Παρατηρήσεις
176
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ
Δ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Στο χωρίο του κειμένου Οἱ μὲν γὰρ ἐκ πολλοῦ χρόνου ἐπιβουλεύσαντες καὶ
συνθέντες, αὐτοὶ ἄνευ κινδύνων ὄντες, τὴν κατηγορίαν ἐποιήσαντο, η φράση οἱ
μὲν αποτελεί υποκείμενο του ρήματος ἐποιήσαντο και των μετοχών
ἐπιβουλεύσαντες και συνθέντες. Οι δύο μετοχές είναι χρονικές και όχι
επιθετικές. Μπορούμε να αποδώσουμε στα νέα ελληνικά την πρόταση ως
εξής: «αυτοί βέβαια κατασκεύασαν την κατηγορία, αφού τη σχεδίασαν με
δόλο και την επεξεργάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς οι ίδιοι να
θέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο». Επίσης η φράση οἱ μὲν έρχεται σε
ισχυρή αντίθεση με τη φράση ἐγὼ δέ, που ακολουθεί μετά την άνω τελεία
(ἐγὼ δὲ μετὰ δέους καὶ κινδύνου καὶ διαβολῆς τῆς μεγίστης τὴν ἀπολογίαν
ποιοῦμαι = εγώ όμως απολογούμαι σε συνθήκες φόβου, κινδύνου και
απόλυτης συκοφάντησης). Το β΄ μέλος (ἐγὼ δέ) περιορίζει τη σημασία του α΄
μέλους (οἱ μέν) και το φαινόμενο ονομάζεται περιοριστική αντίθεση. Στην
επόμενη περίοδο όμως: Ἔτι δὲ καὶ τόδε ἐνθυμητέον, ὅτι πολλοὶ ἤδη πολλὰ καὶ
δεινὰ κατηγορήσαντες παραχρῆμα ἐξηλέγχθησαν ψευδόμενοι οὕτω φανερῶς, ο
σύνδεσμος δὲ είναι μεταβατικός και συνδέει την περίοδο, στην οποία
βρίσκεται, με τα προηγούμενα· επομένως αποδίδεται στη νέα ελληνική με
τον σύνδεσμο «και» ή «λοιπόν».
Στο χωρίο οἱ δὲ αὖ, μαρτυρήσαντες τὰ ψευδῆ ἀδίκως ἀνθρώπους ἀπολέσαντες,
ἑάλωσαν παρ’ ὑμῖν ψευδομαρτυρίων παρατηρούμε ότι υπάρχουν δύο μετοχές
(μαρτυρήσαντες – ἀπολέσαντες), οι οποίες είναι χρονικές, ωστόσο δε
συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον σύνδεσμο, ούτε τίθενται σε ασύνδετο
σχήμα. Μια μετάφραση του τύπου «άλλοι πάλι, αφού έδωσαν ψευδείς
μαρτυρίες (και) αφού εξόντωσαν άδικα ανθρώπους, καταδικάστηκαν από
εσάς για ψευδομαρτυρία» θα ήταν δύσκαμπτη και θα επέβαλε την προσθήκη
του παρατακτικού συνδέσμου καί, ο οποίος δεν υπάρχει στο αρχαίο κείμενο.
Συνεπώς μπορούμε να αποδώσουμε στη νέα ελληνική το αρχαίο κείμενο
επιλέγοντας να μεταφράσουμε την πρώτη μετοχή με εμπρόθετο
προσδιορισμό και τη δεύτερη με δευτερεύουσα χρονική πρόταση,
δηλώνοντας με τον εμπρόθετο το προτερόχρονο περιστατικό και με τη
δευτερεύουσα πρόταση το υστερόχρονο ως εξής: «άλλοι πάλι, αφού
εξόντωσαν άδικα ανθρώπους με τις ψευδείς μαρτυρίες τους, καταδικάστηκαν
από εσάς για ψευδομαρτυρία».
Ε. ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1) Να αναγνωριστούν οι μετοχές του κειμένου και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες
προτάσεις όπου είναι δυνατό.
177
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ
Ευσταθία Λέντζιου
178