You are on page 1of 9

Ἀρχιμ.

Μαξίμου

Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ

 Ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό χωρίς τήν ἀνάγκη


μεσολαβητοῦ συνανθρώπου ὡς καθοδηγοῦ του. Κεντρικό στοιχεῖο
τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ἡ ἐλευθερία. Παίρνοντας τό κατ' εἰκόνα ἀπό τόν
Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος, πῆρε τήν ἐλευθερία ὄχι ἀπόλυτη
μέν, λόγῳ τῆς κτιστοτητός του (γιατί ἀπόλυτη ἐλευθερία ἔχει
μόνο ὁ ἄκτιστος Θεός), βασική δέ γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ καθ' ὁμοίωσιν
τοῦ προσώπου του. Οὔτε καί ὁ Θεός θέλησε, ἀπό ἀγάπη,
νά καταστῆ αὐθέντης του, ἀλλά τόν ἥλκυσε μέ τήν ἀγάπη του
σέ μιά ὑπέρτατη διαπροσωπική κοινωνία μαζί Του. Αὐτή ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖ τήν ἔνθεη καταγωγή μας κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν
Χρυσόστομο. Αὐτή συνέχει ὅλα τά ὑπόλοιπα φυσικά ἰδιώματα
πού παρελάβαμε ἀπό τόν Θεό, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι τό στοιχεῖο
τῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο διατηρεῖται ἀλώβητο, μέ τή δυνατότητα
τῆς ἀποκτήσεως τῆς κατά χάριν θείας ἐλευθερίας βάσει τοῦ καθ' ὁμοίωσιν.

 Ἡ ἀνάγκη ὁδηγῶν καί ἐξουσιῶν ἐπῆλθε ἐξαιτίας τῆς πτώσεως


καί τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση
τόν ἀποσύνδεσε ἀπό τήν ἀγαπητική κοινωνία τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐσκότισε τόν
νοῦ, τοῦ στέρησε τόν θεῖο φωτισμό, ἀπομακρύνοντάς τον ἀπό τήν ἀλήθεια
καί τόν σκοπό τοῦ θείου προορισμοῦ του. Ἡ δημιουργία ἐντός του
τοῦ φανταστικοῦ ὑπερεγώ, πού κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ εἶναι ἕνα κύημα ὑπερτάτης ὑπερηφανείας μέσα στήν μήτρα τῆς
φαντασίας, ἀντικατέστησε τόν Θεό καί κατέστη βασικό κέντρο ἀναφορᾶς
καί λατρείας τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τόν ἐγκλώβισε στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του,
χωρίς νά ἔχη τήν δυνατότητα νά ἀπεγκλωβισθῆ μέ τίς δικές του
δυνάμεις. Ἀντικατεστάθη ὁ πνευματικός νοῦς του, πού μέ τήν δύναμη
τοῦ Πνεύματος γεννοῦσε τόν θεολογικό λόγο καί ἑρμήνευε ὅλη, τήν
παραδεδομένη σ' αὐτόν, ὁρατή καί ἀόρατη κτίση, ἀπό τόν αἰχμαλωτισμένο
καί σατανοκρατούμενο καί ἰδιοτελῆ νοῦ καί βυθίσθηκε στήν ζοφώδη ἄβυσσο
τῆς πτώσεως. Ἔτσι προσβάλλεται ἡ ἀρχική καταβολή τοῦ θεοειδοῦς
στοιχείου τῆς ἐλευθερίας καί γιά τήν ἐπιστροφή του στό ἀρχαῖον κάλλος τῆς
θεώσεως, χρησιμοποιεῖ τήν πρᾶξη τῆς αὐτοθεώσεως,
πού εἶναι ἔξαρση ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, ἡ ὁποία
δηλητηριάζει ἀντί νά προάγη τόν θεῖο σκοπό του. Τόν τυφλώνει καί τόν
αἰχμαλωτίζει "κάνοντάς τον παράφρονα καί δέσμιο τοῦ Ἅδη". Καί ἐνῶ πρίν
πέσει τηροῦσε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά του,
μετά τήν παράβαση, ἐπιχείρησε
νά προστατευθῆ ἀπό τήν ἀπειλή αὐτή τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου,
χρησιμοποιώντας τά ἑξῆς ψεύτικα στηρίγματα, τά ὁποῖα ταυτοχρόνως
τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ζωή τοῦ Θεοῦ: α) ἐπίστευσε στήν κρίση τῆς
λογικῆς του καί στό ἴδιον θέλημά του, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τήν πλάνη τῆς
αὐτοθεώσεως καί ἤγειρε τεῖχος μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ του,
β) ἀκολούθησε τήν ὁρμή πρός τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων
μέ τίς ὁποῖες ἀπέκτησε τό νεκρό πνεῦμα τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία κατά τούς
Πατέρας, εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, καί γ)
γιά νά ἀναπληρώση τό κενό πού δημιούργησε ἡ ἀπουσία
τοῦ Θεοῦ, ἐπιδόθηκε στήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν
μέ τήν ὁποία ἐνόμιζε ὅτι θά αἰσθανθῆ ἀσφάλεια, στήν οὐσία ὅμως
τοῦ ἐσκότισε τόν νοῦ καί τοῦ ἐσκλήρηνε τήν καρδιά καί τόν ὡδήγησε
στήν ἄφρονη λατρεία τῆς ὕλης (εἰδωλολατρία).

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Διάβολος πού ἔγινε αἰτία τῆς ἀποστασίας του, τόν


παρακολουθεῖ στενά καί ἐπιδιώκει τήν τελική ἐξόντωσή του
καί θά τό κατόρθωνε ἐάν ὁ Θεός δέν καθιστοῦσε ἀναλλοίωτα
τά ὀντολογικά γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί δέν
παρακολουθοῦσε μέ τήν πρόνοιά Του τόν ἄνθρωπο ἕως Ἅδου. Ἡ ἀδυναμία
του αὐτή ἐδημιούργησε τήν ἀνάγκη αἰσθητοῦ χειραγωγοῦ, προστάτου
καί καθοδηγοῦ.

 Ἡ συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας


καί ἡ συχνή ἀναφορά τοῦ φυσικοῦ ἐγώ στό ὑπερεγώ, τόν ἀσθένησε
ψυχολογικά, τοῦ δημιούργησε ἔντονο ψυχολογικό ἀνελεύθερο
φορτισμό καί τόν ὡδήγησε στήν ἐξεύρεση συνανθρώπου στόν ὁποῖο
νά ἐναποθέτη τίς δυσκολίες του, ὥστε νά ἐπέλθη μία ψυχολογική ἐκτόνωση
καί ἀνακούφιση. Αὐτή ἡ ψυχολογική φόρτιση πολλές φορές παίρνει τήν
μορφή ἐπαναστατημένης προσωπικότητος, ἡ ὁποία δέν καταστέλλεται
παρά μόνον μέ τήν ὕπαρξη κάποιας ἐξουσιαστικῆς δυνάμεως.
'Από ἐδῶ γεννᾶται ἡ ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεως τῶν κοσμικῶν ἐξουσιῶν. Ἐπ'
οὐδενί λόγῳ δέ δέν μπορεῖ νά καταργηθῆ ἡ ἐπαναστατημένη ἐσωτερική ζωή,
παρά μόνο διά τῆς πνευματικῆς
καθοδηγήσεως ἀπό ἐμφορούμενα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πρόσωπα,
τά ὁποῖα εἰσέρχονται ὡς διακριτικοί ἰατροί στό βάθος τοῦ τραύματος
τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν δύναμη τῆς χάριτος τόν
καθιστοῦν ὑγιῆ καί τόν ἐπανασυνδέουν μέ τόν Θεό Πατέρα, ὁ ὁποῖος
τοῦ χαρίζει τόν ἐσωτερικό θεῖο προσανατολισμό.

 Κατά τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἰσέλθη ὁ ἄνθρωπος στά ἄδυτα


σκηνώματα τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε ὁ Θεός νά ἔλθη στήν ἔσχατη ταπείνωση
τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν θεία Του δύναμη νά τόν καταστήση μέτοχο τῶν
θείων δωρεῶν Του καί κατά χάριν θεό. Ἄρα καί ἄν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος
δέν ἔπεφτε καί μέ τήν πτώση του
δέν ἀσθενοῦσε, ἦταν ἀναγκαία ἡ ἀνθρωπίνη παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Διά τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ εἰσῆλθε ὁ Θεός στόν κόσμο
καί διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό.

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἐδημιούργησε ἐπιπρόσθετο λόγο τῆς ἐν


σαρκί παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. 'Επιτελέσθηκε ἡ προαναγγελία στήν
Παλαιά Διαθήκη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι "ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος",
πού μέ τά ζωοποιά ρήματα τοῦ Πατρός Του καί τήν ἀναίτιο
σφαγή Του, ἐπανέκτησε τόν λαό Του ὡς "λαόν περιούσιον". Ἔσπειρε τήν θεία
καί ἄφθαρτη σπορά μέ τόν ζωντανό λόγο Του. Προσέφερε τήν δωρεά τῆς
υἱοθεσίας μέ τήν χάρη τοῦ Πνεύματός Του καί μέ τήν ἀνάστασή Του ἔκανε
τούς ἀνθρώπους φωτοφόρα τέκνα "καί ἀπαρχήν τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων".

Ἡ γέννηση τῆς 'Εκκλησίας στόν κόσμο, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο


παρά ἡ ἐγκατάσταση τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ "εἰς ἅπασαν τήν
οἰκουμένην", ἔφερε τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στό ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο
πού ἀνοίγεται ἀπό "τά ζοφώδη βάθη τοῦ Ἅδου ἕως τάς φωτοφόρους σφαῖρας
τῶν οὐρανῶν".

Οἱ Ἀπόστολοι, οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας καί διάδοχοι τοῦ ἔργου


τοῦ Χριστοῦ, ἀνέλαβαν παρά Χριστοῦ τήν θαυμαστή διακονία τῆς
λυτρώσεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὡς φωτοφόρα δοχεῖα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἔλαβαν τήν ἐξουσία "τοῦ δεσμεῖν καί λύειν" τά ἁμαρτήματα
τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἐπίσκοποι καί πνευματικοί καθοδηγοί, ὡς διάδοχοι
τῶν Ἀποστόλων καθίστανται οἱ συνεχισταί τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ καί τό κέντρο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ποιμαντικό ἔργο τῶν ἐπισκόπων νά μεταδώσουν τόν
Χριστό στούς ἀνθρώπους καί νά μεταγάγουν τούς ἀνθρώπους "εἰς τάς
αἰωνίους σφαῖρας τοῦ Ἀνάρχου Πνεύματος", βοηθούμενοι ὑπό τούς ὑπ'
αὐτούς ἱερεῖς καί διακόνους, εἶναι κατ' ἐξοχήν
θαυμαστό καί συναρπαστικό, ἔμπονο ἀλλά καί ἐμπνέον.

Ἡ πνευματική πατρότης πηγάζει κατ' εὐθείαν ἀπό τήν ἱερωσύνη


τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χάρισμα πού μεταδίδεται διά τῆς χειροτονίας στόν ἱερέα,
εἶναι ἄκτιστη δωρεά καί ἐδόθη, κατά τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ,
στόν ἄνθρωπο ὡς παράκληση γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά ἔχη ἀπήχηση ὁ λόγος τοῦ πνευματικοῦ καί νά διαπερᾶ ὡς μάχαιρα
τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων καί νά προσφέρη ἀνάπαυση καί εἰρήνευση στήν
ψυχή τους, πρέπει ὁ πνευματικός νά ἔχη ἀπλανῆ καί καθαρή ὁδό, Πνεῦμα
Θεοῦ καί αἴσθηση τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός του. Ὁ λόγος
του νά ἐξέρχεται ἀπό πεπυρωμένη καρδιά ἀγάπης γιά τόν
λαό, ἀπό βαθειά εὐσπλαγχνία καί προσευχητική διάθεση γι' αὐτόν. Αὐτή τήν
τακτική καί μέθοδο τήν εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι ἄνδρες, Προφῆται, Ἀπόστολοι
καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού σκοπό τους εἶχαν ὄχι νά περάσουν
προσωπικές ἀνθρώπινες γνῶμες καί ἰδιοτελεῖς σκοπούς στούς
πιστού,ς ἀλλά νά συντρίψουν "τά ὀχυρώματα"
πού ἐγείρει ἡ σατανική ἀλαζονεία στό βάθος τοῦ ἀνθρώπου,
γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό καί νά συντελέσουν στήν εἴσοδο
τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Γιά νά καταστῆ ὁ πνευματικός ἀληθινό δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί νά ἐπιτελῆ ἁγνά καί καθαρά τό ἀποστολικό αὐτό ἔργο, πρέπει
νά ἀναπαύεται ἐντός του "τό τῆς δόξης καί δυνάμεως
καί τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα" (Α´ Πέτρου 4,14). Γιά νά φέρη τήν ζωήρυτη
καί ἀμάραντη καρποφορία στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νά χρονίζη στήν
προσωπική μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀπ' τήν ὁποία θά λάβη
τήν ἐμπειρία τῆς ἐγγύτητος τοῦ Χριστοῦ καί θά φέρη, κατά τόν π. Σωφρόνιο,
στήν καρδιά του ἀδιάλειπτα ταυτοχρόνως "καί τήν βασιλεία
καί τόν Ἅδη". Ἔχοντας λοιπόν
αὐτή τήν ἐσωτερική πληροφορία ὁ πνευματικός γίνεται γιά τούς πιστούς
μιά γέφυρα καί ἕνα ἄνοιγμα πρός τήν αἰώνια ζωή πού μιλάει μέν ἀνθρώπινα
ρήματα, μεταδίδη ὅμως ἀναγεννητική χάρη στούς ἀδελφούς.

Ἡ ἐμπειρία πού θά ἀποκτήση σύν τῷ χρόνῳ κατά τήν ἀναστροφή του


μέ τούς ἀνθρώπους, πού συντρίβονται ἀπό τήν
πολυκέφαλο ἁμαρτία ἀπό τήν μιά μεριά, καί ἐπίγνωση τῆς θεραπευτικῆς
δυνατότητος πού ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἀπό τήν ἄλλη, θά τόν
καταστήσουν ἀγαθό ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων
πού θά ἀναλαμβάνη, ὅπως ὁ Χριστός, τήν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων
καί θά τήν καταποντίζη στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό θά τό ἐπιτυγχάνη
μέ τήν ἐντατική καρδιακή προσευχή πού θά ζητάη ἀπό τόν Θεό νά ἀπαλύνη
τόν πόνο τῶν ἀσθενῶν καί πονεμένων ἀνθρώπων. 

Δέν θά μπορέση ἐπ' οὐδενί λόγῳ νά καταστῆ τέτοιος ἀπλανής ὁδηγός


καί δέν θά ἀποφύγη τήν μετατροπή τῆς πνευματικῆς διακονίας του
σέ "ἡμίτυφλη" ἀνθρώπινη δραστηριότητα, ἐάν προσέρχεται μέ ἰδιοτελεῖς
σκοπούς νά διακονήση τούς ἀνθρώπους. Ἐάν δέν συνέχεται
συνεχῶς ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού θά γίνεται αἰτία νά σοφίζεται ὁ νοῦς
του ἀπό τόν Θεό καί θά φλέγεται ἡ καρδιά του ἀπό θεῖο ἔρωτα, δέν εἶναι
δυνατόν νά παραμείνη "στό πανηγύρι ἐκεῖνο τῆς θείας ἀγάπης" καί τῆς
κοινωνίας μέ τόν Θεό, οὔτε νά προσελκύση σ'
αὐτό τόν ἀποστασιοποιημένο ἄνθρωπο.

Ὁ ἀπλανής ὁδηγός πρέπει νά εἶναι φορεύς τῆς γνώσεως


τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο ἀπό βιβλία
καί διδασκαλίες, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν καθημερινή ἐσωτερική ἐργασία
πού ἐμπόνως θά ἐπιτελῆ, ἡ ὁποία θά τοῦ καθαίρει τήν καρδία
καί θά τόν ἀνεβάζη εἰς ἀνώτερα ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς, ὥστε
νά διαφυλάσση καί τόν θησαυρό τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί νά μεταδίδη
"πιστοῖς ἀνθρώποις οἵτινες ἱκανοί ἔσονται καί ἑτέρους διδάξαι" (Β´ Τιμ. 2,2)
τήν πολύτιμη θεία ἐμπειρία πού θά ἀποκτᾶ ἀπό τήν ἀσκητική του ζωή.

Εἶναι πολύ εὔκολο ἄν δέν ἔχη αὐτή τήν ἐμπειρία νά βιώση


κατά τήν ἀναστροφή του μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀνθρώπινη τραγωδία
καί νά παρασυρθῆ ἀπό τίς θανατηφόρες ἀσθένειες τῶν ἀδυνάτων
παθολογικά ἀνθρώπων καί νά προσβληθῆ ἀπ' αὐτές. Ὁπότε "τυφλός
τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται" καί ἡ διακονία του
θά ἐπικρίνεται ἀπό τόν Θεό καί θά ἀδυνατεῖ νά ἀντιμετωπίση
θεραπευτικά τό δρᾶμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Θά ἐγκλείεται συνεχῶς
στό κλειστό κύκλωμα τῆς ἀτομικότητός του καί θά ποιμαίνει μέ ψυχολογικές
καί λογικές προϋποθέσεις.

Ἡ ἐποχή μας διακρίνεται, ὅσον ἀφορᾶ τήν
ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό δυό χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
α) Ἀπό τίς γενικευμένες ψυχοσωματικές ἀσθένειες πού ἀπετέλεσαν
αἰτία νά δημιουργηθοῦν οἱ ἐπιστῆμες τῆς ψυχιατρικῆς καί τῆς
νευροψυχολογίας. Πολλοί χρησιμοποιώντας τίς θεραπευτικές μεθόδους τῶν
παραπάνω ἐπιστημῶν, ἔπαψαν νά ἐμπιστεύονται τούς ἐκκλησιαστικούς
πνευματικούς ἡγέτας, οἱ ὁποῖοι ἐπί αἰῶνες, μέ τήν δύναμη
τοῦ Πνεύματος, ἐπιδροῦσαν θεραπευτικά στούς ἀνθρώπους.

β) Ἡ ἔλλειψη ἀπλανῶν καί θεοφόρων πνευματικῶν ὁδηγῶν πού ὅπως


πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία καθίσταντο ὄχι μόνο
θεραπευταί ψυχοσωματικῶν νόσων, ἀλλά καί ἀληθινοί καθοδηγοί σωτηρίας
καί λυτρώσεως τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.

Ἔχει μεγάλη καί κεφαλαιώδη σημασία μιά ὁποιαδήποτε νόσος


νά ἐξετάζεται μέ πνευματική διάσταση καί ὄχι μέ τούς τρόπους
πού ἡ σύγχρονη πραγματικότητα ἀντιλαμβάνεται,
δηλαδή μέ ψυχαναλυτικούς τρόπους θεραπείας ἤ μέ βιολογικά μέσα
(φάρμακα). Αὐτό βεβαίως δέν ὑποβαθμίζει τήν σύγχρονη προσπάθεια
πολλῶν ἐρευνητῶν καί μελετητῶν τῶν ἀνθρωπίνων ἀσθενειῶν.
Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας εἶναι γέννημα
τῆς δυτικῆς, στερημένης φιλοκαλικῆς πραγματικότητος κοινωνίας, ὡστόσο
πολλοί, ὅπως ὁ Βίκτωρ Φράνκλ, ὁ ἱδρυτής τῆς λογοθεραπείας, στίς ἔρευνές
τους καί ἐν συνεχείᾳ στά γραπτά κείμενά τους, μίλησαν γιά τήν
"τραγική τριάδα" πού εἶναι ὁ πόνος, ὁ θάνατος καί ἡ ἐνοχή, τά ὁποῖα εἶναι
γεννήματα ἀπό ἕνα ὑπαρξιακό κενό. Αὐτό τό ὑπαρξιακό κενό πού εἶναι
μιά "ὁλική στέρηση ἤ ἀπώλεια ἑνός ὑστάτου νοήματος στήν ὕπαρξη
τοῦ ἀνθρώπου πού κάνει τήν ζωή νά ἀξίζη", σέ μᾶς εἶναι ἡ ἀπώλεια
τοῦ Θεοῦ ὡς λυτρωτοῦ καί παρηγορητοῦ μας. Δέν εἶναι ἑπομένως παράξενο
τό ὅτι αὐτό τό κενό ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν μελαγχολία, στήν ἀπελπισία
καί τό βασανιστικό ἄγχος.

Ἡ αἱρετική Δύση μέ τήν φραγκική σχολαστική θεολογία


πού ἐπεκράτησε σέ ὅλες τίς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, ἀπέρριψαν τήν
νηπτική παράδοση καί τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, τά ὁποῖα φέρνουν
τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἀσχολήθηκαν μέ τήν
λογική θεώρηση τῶν πραγμάτων καί τίς δεσμευτικές ἠθικές διδασκαλίες
πού εἶναι ἀπόρροια συναισθηματικῶν φορτίσεων καί δικανικῶν ἀντιλήψεων.
Δέν εἶναι παράξενο τό γεγονός ὅτι
στήν ἀνατολική Ὀρθοδοξία ἡ ψυχολογία δέν βρῆκε τήν ἀνταπόκριση
πού βρῆκε στίς δυτικές κοινωνίες, παρά μόνο στούς ἀνθρώπους πού δέν εἶναι
φορεῖς τοῦ φιλοκαλικοῦ πνεύματος. Ὁ ὀρθόδοξος πνευματικός ὁδηγός
πού εἶναι φορεύς τοῦ φιλοκαλικοῦ πνεύματος δέν βλάπτεται ὅταν
χρησιμοποιῆ τήν γνώση τῶν ψυχοπαθολογικῶν στοιχείων
πού προσφέρη ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη. Ὡς καλός "γραμματεύς μαθητευθείς
εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν" ὁμοιάζει
"ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐκβάλλει ἐκ
τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινά καί παλαιά". Ἡ χρησιμοποίηση ὅμως ἀπ' αὐτόν
μόνο τῆς ψυχολογικῆς ἐμπειρίας στήν ποιμαντική του διακονία,
θεωρεῖται ὅτι συνιστᾶ θεολογικό ἀτόπημα καί λανθασμένη προοπτική.
Μπορεῖ νά ἀποκομίση πολλά "γνωστικά" καί "θεραπευτικά" ὀφέλη ἀπό τήν
μεταπτωτική παθολογία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς
ψυχολογίας, ὡς ἐργαλεῖα ὅμως, γιά νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στήν
περιοχή τῆς μετανοίας καί τῆς πνευματικῆς προκοπῆς. Ἡ ἐμμονή του στούς
ψυχαναλυτικούς ὅρους καί μεθόδους χωρίς νά τούς συνδέη μέ τήν
πνευματική ἐμπειρία τῶν σταδίων καθάρσεως
τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ μᾶλλον ὀπισθοδρόμιση παρά πατερική διδασκαλία.

Σκοπός τῆς ψυχολογίας εἶναι ἡ ἀποκατάσταση


τῆς ὑγείας ἐνῶ τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ὁποία ὅταν τήν
εὕρη κανείς ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα πάρα πολλές φορές καί στήν ὑγεία
τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀδιαίρετη ψυχοσωματική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου συνθέτει
πρωτογενεῖς, δευτερογενεῖς καί τριτογενεῖς δομές τῶν ὀργάνων
τοῦ σώματος ἕως καί τῶν λεπτῶν ὀργανιδίων
τοῦ κυτταροπλάσματος, ὅπως ἐπίσης καί τῶν δυνάμεων τῆς
ψυχῆς. Ἡ ἰατρική ψυχολογία ἐρευνᾶ κυρίως τίς δευτερογενεῖς καί τριτογενεῖς
δομές, ἡ φιλοκαλική ὅμως ἐμπειρία ἐξετάζει τίς πρωτογενεῖς λειτουργίες τῆς
νοερᾶς καρδίας, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν καί δροῦν στόν εὐρύτερο χῶρο
τοῦ ἀνθρώπου. Πρωτογενής δομή, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, εἶναι ὁ καθ'
αὐτό ἄνθρωπος, δηλαδή ἡ νοερά του οὐσία. Δευτερογενής δομή εἶναι
τό τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό σῶμα του καί τριτογενής τά περί τόν ἄνθρωπο,
δηλαδή τό περιβάλλον του.

Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται κυρίως μέ τόν καθ' αὐτό ἄνθρωπο χωρίς


νά παραθεωρεῖ καί τίς δύο ἄλλες δομές. Προσπαθεῖ νά συναρμόση τόν
νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἀπ' ὅπου θά ἐπέλθη ἁρμονία καί θεία δύναμη
καί στίς ἄλλες δύο δομές.
Ἡ ψυχολογία ἀσχολεῖται κυρίως καί βασικῶς μέ τίς δύο ὁρατές δομές
χωρίς συνήθως νά προϋποθέτη τήν πρώτη, τουλάχιστον ὅπως
τήν ἀντιλαμβάνεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Γι'
αὐτό καί ἡ θεραπευτική της ἀποτελεσματικότητα, κατά τήν ὁμολογία
τῶν ἰδίων, εἶναι μειωμένη καί ὄχι οὐσιαστική. 

Ὁ ἐμφορούμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πνευματικός ἡγέτης


κατά τήν ποιμαντική του διερεύνηση, στόχο του ἔχει νά διαλύση τίς
παθολογικές διαπλοκές πού συνθέτουν οἱ "λογισμοί τῆς κακίας"
καί νά ἐξαλείψη τά παθολογικά μορφώματα πού δημιουργοῦνται
στό ἀπύθμενο βάθος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγωνίζεται νά ἀντικαταστήση
μέ ἀγαθά πνευματικά νοήματα τόν αἰχμαλωτισμένο καί πρός τά κάτω
νεύοντα νοῦ του, ὥστε ὁ νοερός κόσμος του, πού βρίσκεται μέσα στόν
αἰσθητό, νά ἀποκατασταθῆ ἐν
Χριστῷ καί νά ἀποφευχθῆ ἡ ψυχοπνευματική ἐκτροπή πού εἶναι ἡ νόσος
καί νά ἀφεθοῦν οἱ σωματικές λειτουργίες ἐλεύθερες νά λειτουργήσουν
κατά φύσιν.

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
πού οὐσιαστικά εἶναι ἡ ζωή τοῦ ζωαρχικοῦ Πνεύματος σ' αὐτήν, μᾶς
κληροδότησε τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῶν θείων Γραφῶν καί κανόνων
της. Ὁ πνευματικός ἡγέτης πρέπει νά εἶναι ἐμποτισμένος ἀπ' αὐτή τήν
παράδοση καί νά διδάσκει τόν ἀληθινό Τριαδικό Θεό, ὁ Ὁποῖος
εἶναι ὁ μόνος ἰατρός τῆς ψυχῆς καί τοῦ ἰδίου καί τῶν ἀνθρώπων, μ' αὐτές τίς
προϋποθέσεις. Πρέπει νά γνωρίζη ἐκ πείρας ὅτι τό πολυτιμώτερο πρᾶγμα
στόν κόσμο εἶναι ἡ σύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τῆς ἀγάπης
καί ὅτι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν ἀγάπη
στόν ἄνθρωπο καί ἄν θέλη νά προσφέρη ἀληθινή ἀγάπη στόν ἄνθρωπο
πρέπει νά προσφέρη ἀληθινή ἀγάπη στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος θά τόν
καταστήση ἀπλανῆ φορέα καί καθοδηγητή τῶν ψυχῶν.

You might also like