You are on page 1of 315

JACK HIGGINS

ΕΔΑΦΟΣ
(On Dangerous Ground)
Αύγουστος του 1944. Ένα Ντακότα DC3 πετάει πάνω από τη Νότια Κίνα
με προορισμό το Τσουνγκίνγκ. Επιβάτης του ο Μάο Τσε-Τουνγκ που
πηγαίνει να συναντήσει τον Ανώτατο Διοικητή των Συμμαχικών
Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ασίας, λόρδο Μαουντμπάτεν. Πρόκειται για
μία άκρως μυστική συνάντηση που ίσως επηρεάσει τις μετέπεπα ιστορι­
κές εξελίξεις.
Λονδίνο, 1993. Ενώ πλησιάζει η μέρα που το Χονγκ Κονγκ θα περιέλθει
και πάλι στην κυριαρχία της Κίνας, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες
ανακαλύπτουν την ύπαρξη ενός εγγράφου, γνωστού ως το Σύμφωνο
του Τσουνγκίνγκ, βάσει του οποίου η κατοχή του νησιού από τους
Βρετανούς μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμα αιώνα!
Για τον εντοπισμό του εγγράφου επιστρατεύεται ο Σον Ντίλον, ένας από
τους πιο επικίνδυνους μαχητές του ΙΡΑ που τώρα εργάζεται για τους
Βρετανούς. Στόχος του η καταστροφή του εγγράφου, που μόνο προ­
βλήματα θα μπορούσε να δημιουργήσει στη Βρετανία αν ερχόταν στο
φως της δημοσιότητας. Όμως, το ακριβώς αντίθετο επιδιώκει η Μαφία,
που έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στο Χονγκ Κονγκ και τα συμφέρο-
ντά της απειλούνται από την επικείμενη αλλαγή. Ανάμεσα στον άλλοτε
διαβόητο τρομοκράτη και τον αδίστακτο αρχιμαφιόζο Καρλ Μόργκαν θ’
αρχίσει ένας θανάσιμος αγώνας δρόμου από τα Χάιλαντς της Σκοτίας
ως τη Σικελία, όπου ο Σον και η ομάδα του θα βαδίσουν κατευθείαν στο
στόμα του λύκου...

«Ο Jack Higgins είναι ο μεγάλος μαιτρ της καλής, ποιοτικής περιπέτειας...»


Daily Mail
«Ο Higgins είναι χωρίς αμφιβολία εκπληκτικός τεχνίτης. Το γράψιμό του
είναι αδρό και απόλυτα ελεγχόμενο, η τεχνική του άψογη και αβιαστη».
Sunday Telegraph

Δρχ. 100 0 477/4-95


Συμπεριλαμβάνετε Φ.Π.Α.

ΧΛ1ΆΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Λ. Β. Ε.Ε.
Βιβλία του ίδιου συγγραφέα που κυκλοφόρησαν στη σειρά
Bell Best Seller:

Ο Αετός Άγγιξε τη Γη
Σολίστας
Λάκυ Λουτσιάνο ο Σικελός
Το Άγγιγμα του Διαβόλου
Επάγγελμα Τρομοκράτης
Προσευχή για το Μελλοθάνατο
Ταξίδι στην Κόλαση
Επιχείρηση ΚολντΧάρμπορ
Ο Αετός Πέταξε Ξανά
Στο Μάτι του Κυκλώνα
Το Στίγμα του Κεραυνού
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ
ΕΔΑΦΟΣ
JACK HIGGINS
Μετάφραση: Μάρκος Χρόνης

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Ιχκοκράτους 57, 106 80 Αθήνα
Τηλ.: 3609438 - 3629723
ISSN 1105-8250
ISBN 960-450-477-0

Copyright © Jack Higgins 1994


All rights reserved

Τίτλος πρωτοτύπου: «On Dangerous Ground»


© XAPAENIK ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A.B.E.E. 1995
για την ελληνική γλώσσα

Μετάφραση: Μάρκος Χρόνης


Επιμέλεια: Αργυρώ Πιπίνη
Διόρθωση: Σ. Ντον
Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Χαρλένικ Ελλάς
Μοντάζ: X. Κοσσίδας
Εκτύπωση: Λιθοτύπ Α.Ε.
Εκτύπωση εξωφύλλου: I. Μακρής Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: ΚΚουκιάς & Υιοί Ο.Ε.
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου,


η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακσυστικό
ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη.

Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.


Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Τζακ Χίγκινς, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου στο


Ληντς, είχε ήδη διακριθεί ως συγγραφέας περιπετειωδών
μυθιστορημάτων πριν ακόμα γράψει το Ο Αετός Άγγιξε τη
Γη. Όμως χάρη σ’ αυτή τη συναρπαστική πολεμική περι­
πέτεια απέκτησε διεθνή φήμη. Τα επόμενα έργα του έγι­
ναν όλα παγκόσμιες εκδοτικές επιτυχίες. Έχει γράψει
συνολικά πενήντα δύο μυθιστορήματα, τα οποία έχουν
μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
ΣτηΣάλι Πάλμερ
με αγάπη
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τσουνγκίνγκ, Αύγουστος 1944

Ο πιλότος, σμηναγός της ΡΑΦ Τζο Κέιν, ήταν κατάκοπος και


παγωμένος μέχρι το κόκαλο, με τα χέρια κολλημένα στο πη­
δάλιο. Το έσπρωξε εμπρός και το αεροπλάνο άρχισε να κατε­
βαίνει, βγαίνοντας από τα χαμηλά σύννεφα στα χίλια μέτρα,
μέσα σε καταρρακτώδη βροχή.
Το αεροπλάνο που πετούσε με δυσκολία μέσα στα βαριά
σύννεφα, την καταιγίδα και τους κεραυνούς ήταν ένα ϋΟ3, το
περίφημο Ντακότα, πιστό υποζύγιο τόσο για την αμερικανική
αεροπορία όσο και για τη ΡΑΦ, που και οι δύο το χρησιμο­
ποιούσαν πετώντας από τ’ αεροδρόμια του Άσαμ στη Βόρεια
Ινδία, για να μεταφέρουν εφόδια στο στρατό του Τσανγκ
Κάι-Σεκ. Στο δρόμο αναγκάζονταν ν’ αντιμετωπίσουν την
απειλητική «Καμπούρα», όπως συνήθιζαν ν’ αποκαλούν την
οροσειρά των Ιμαλαΐων τα πληρώματα των αεροπλάνων, που
προσπαθούσαν να επιζήσουν μέσα στις χειρότερες ίσως συν­
θήκες πτήσης σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
10 JACK HIGGINS
«Να τη, φάνηκε η πόλη, κυβερνήτα», είπε ο δεύτερος
πιλότος. «Ακριβώς μπροστά μας, στα πέντε χιλιόμετρα».
«Και, ως συνήθως, συσκότιση της κακιάς ώρας», είπε ο
Κέιν. Ήταν αλήθεια. Οι κάτοικοι του Τσουνγκίνγκήταν εξορ­
γιστικά αμελείς σ’ αυτό το θέμα κι έβλεπε κανείς φώτα παντού.
«Λοιπόν, έτοιμοι για προσγείωση;» ρώτησε.
«Μήνυμα από τον πύργο ελέγχου», φώναξε ο ασυρματι­
στής από πίσω.
Ο Κέιν άνοιξε το νΗΡ και κάλεσε τον πύργο ελέγχου.
«Σούγκαρ Ναν εδώ. Υπάρχει πρόβλημα;»
«Προσγείωση αεροσκάφους με προτεραιότητα», είπε μια
ουδέτερη φωνή. «Παρακαλώ, κάντε ένα γύρο».
«Για όνομα του Θεού», απάντησε με θυμό ο Κέιν. «Έχουμε
κάνει χίλια μίλια πτήση πάνω από την Καμπούρα. Είμαστε
κατάκοποι, παγωμένοι και όπου να ’ναι μας τελειώνουν και τα
καύσιμα».
«Αεροσκάφος με βιπ επιβάτες, κάτω και προς τα δεξιά
σας. Έχετε το νου σας και κάντε ένα γύρο», επανέλαβε στα­
θερά η φωνή.
Ο δεύτερος πιλότος κοίταξε από το πλάι κι αμέσως μετά
γύρισε στον Κέιν. «Καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω, κυβερ-
νήτα. Άλλο ένα Ντακότα. Αμερικάνικο, μάλλον».
«Ωραία, λοιπόν, θατουποστσύμε κι αυτό», είπε κουρασμέ­
να ο Κέιν κι έστριψε αριστερά.

Ο άντρας που στεκόταν στην είσοδο του γραφείου διοικητή


βάσης και κοίταζε το βροχερό ουρανό, ακούγσνταςτο θόρυβο
που έκανε καθώς προσγειωνόταν το πρώτο Ντακότα, φορού­
σε στολή αντιναυάρχου του Βασιλικού Ναυτικού και είχε
ριγμένο ένα αδιάβροχο στους ώμους. Ήταν ο λόρδος Λούις
Μαουντμπάτεν, ξάδερφος του βασιλιά της Αγγλίας, ήρωας
του πολέμου, με πλήθος παράσημα και Ανώτατος Διοικητής
των Συμμαχικών Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ασίας.
Ο Αμερικανός στρατηγός που ξεπρόβαλε πίσω του, φορώ­
ντας γυαλιά με μεταλλικό σκελετό, και κοντοστάθηκε για ν’
ανάψει τσιγάρο, ήταν ο Στίλγουελ, γνωστός ως «Φαρμακερός
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 11
Τζο», υποδιοικητής του Μαουντμπάτεν και επιτελάρχης του
Τσανγκ Κάι-Σεκ — ο υπ’ αριθμόν ένα ειδικός των συμμαχικών
δυνάμεων επί θεμάτων της Κίνας, που επιπλέον μιλούσε άνετα
την καντονέζικη διάλεκτο.
Έσκυψε και στηρίχτηκε πάνω στο κιγκλίδωμα. «Να λοι­
πόν που έφτασε ο μεγάλος πρόεδρος Μάο».
«Τι συνέβη με τον Τσανγκ Κάι-Σεκ;» ρώτησε ο Μαουντ­
μπάτεν.
«Βρήκε μια δικαιολογία για να ταξιδέψει στα βόρεια της
χώρας. Μάταιος κόπος, Λούις· αυτοί οι δύο δεν πρόκειται
ποτέ να συνεργαστούν. Έχουν βάλει και οι δυο τους στο μάτι
το ίδιο πράγμα».
«Την Κίνα;» ρώτησε ο Μαουντμπάτεν.
«Ακριβώς».
«Πάντως θα ’θελα να σου υπενθυμίσω ότι εδώ δεν πρόκει­
ται για τον Ειρηνικό, Τζο. Είκοσι πέντε γιαπωνέζικες μεραρ­
χίες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Κίνα και από τη στιγμή
που εκδηλώθηκε η επίθεσή τους, τον Απρίλιο, κανείς δεν
μπόρεσε να τις αναχαιτίσει. Το ξέρεις καλύτερα απ’ οποιον­
δήποτε άλλο. Το πράγμα είναι απλό: έχουμε ανάγκη τον Μάο
και το στρατό του».
Παρακολουθούσαν και οι δυο το Ντακότα που προσγειω­
νόταν. «Η θέση της Ουάσιγκτον είναι απλή», είπε ο Στίλγουελ.
«Έχουμε ήδη βοηθήσει αρκετά τον Τσανγκ».
«Και τι πήραμε γι’ αντάλλαγμα;» ρώτησε ο Μαουντμπάτεν.
«Ο αρχιστράτηγος έχει στρογγυλοκαθίσει πάνω στα εφόδια
που του προσφέραμε και δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του.
Φυλάει τον εξοπλισμό και τα πυρομαχικά για τον εμφύλιο
πόλεμο με τους κομμουνιστές μόλις φύγουν οι Γιαπωνέζοι».
«Έναν εμφύλιο πόλεμο που πιθανότατα θα κερδίσει», είπε
ο Στίλγουελ.
«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια;» Ο Μαουντμπάτεν κούνησε με
δυσπιστία το κεφάλι του. «Ξέρεις, στη Δύση ο Μάο και οι δικοί
του θεωρείται ότι ενσαρκώνουν την επανάσταση της αγροτιάς,
ότι το μόνο που θέλουν είναι να εξασφαλίσουν γη για τους
χωρικούς».
«Κι εσύ διαφωνείς;»
12 JACK HIGGINS
«Ειλικρινά, πιστεύω άτι είναι πιο κομμουνιστές κι από τους
Ρώσους. Νομίζω ότι θα μπορούσαν να διώξουν τον Τσανγκ
Κάι-Σεκ από την Κίνα και να πάρουν την εξουσία στα χέρια
τους μετά τον πόλεμο».
«Ενδιαφέρουσα σκέψη», είπε ο Στίλγουελ, «αλλά, αν απο­
βλέπετε σε καινούριες φιλίες κι επιρροές, το θέμα είναι απο­
κλειστικά δικό σας. Η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να
παίξει αυτό το παιχνίδι. Αν θέλετε να τους εφοδιάσετε από
δικές σας πηγές, κάντε όπως νομίζετε. Εμάς μας φτάνει το
μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισης της Ιαπωνίας μετά τον πόλε­
μο. Την Κίνα σας τη χαρίζουμε».
Το Ντακότα πλησίασε και σταμάτησε. Δύο απότα μέλη του
πληρώματος εδάφους τοποθέτησαν την κυλιόμενη κλίμακα
και περίμεναν ν’ ανοίξουν οι πόρτες.
«Πιστεύεις λοιπόν ότι ζητάω πολλά από το φίλο μας τον
Μάο;»
«Αλίμονο, όχι!» είπε ο Στίλγουελ και γέλασε. «Για να ’μαι
ειλικρινής, Λούις, αντίθετα, πιστεύω πως, ό,τι κι αν σας δώσει,
θα είναι μικρό μπροστά σε όλη αυτή τη βοήθεια που είστε
διατεθειμένοι να του προσφέρετε».
Η πόρτα του αεροπλάνου άνοιξε. Ένας νέος Κινέζος α­
ξιωματικός βγήκε πρώτος και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα
εμφανίστηκε ο Μάο. Στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε προς
το μέρος τους, κι αμέσως μετά άρχισε να κατεβαίνει τα σκα­
λοπάτια. Φορούσε μια απλή στολή κι ένα καπελάκι με το
κόκκινο άστρο.
Ο Μάο Τσε-Τουνγκ, πρόεδρος του Κινεζικού Κομμου­
νιστικού Κόμματος, ήταν τότε πενήντα ενός χρονών, λα­
μπρός πολιτικός, ικανότατος στον ανταρτοπόλεμο και ιδιο­
φυής στρατιωτικός. Ήταν επίσης αδιάλλακτος εχθρός του
Τσανγκ Κάι-Σεκ και οι δύο πλευρές είχαν επιδοθεί σε
πόλεμο ανάμεσάτους αντί να προσπαθήσουν από κοινού να
διώξουν τους Γιαπωνέζους.
'Οταν μπήκαν μέσα, ο Μάο κάθισε στο γραφείο του διοι­
κητή της βάσης, έχοντας πίσω του το νέο αξιωματικό. Δίπλα
στον Μαουντμπάτεν και τον Στίλγουελ στεκόταν ένας ταγμα­
τάρχης του βρετανικού στρατού. Το αριστερό του μάτι ήταν
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 13
σκεπασμένο με μαύρη καλύπτρα και τα διακριτικά στο πη­
λήκιό του ήταν του Ελαφρού Πεζικού των Χαϊλάντερ. Ένας
δεκανέας με τα ίδια διακριτικά στεκόταν στον τοίχο πίσω
του, μ’ ένα χαρτονένιο ντοσιέ κάτω από την αριστερή του
μασχάλη.
Ο Στίλγουελ είπε σε άνετα καντονέζικα: «Ευχαρίστως θα
κάνω χρέη διερμηνέα γι’ αυτή μας τη συνάντηση, πρόεδρε
Μάο».
Ο Μάο τον κοίταξε για μια στιγμή μ’ αινιγματική έκφραση
κι αμέσως μετά είπε σε άπταιστα αγγλικά, ένα προσόν που
σπανίως διαφήμιζε: «Στρατηγέ, ο χρόνος μου είναι περιορι­
σμένος». Ο Στίλγουελ τον κοίταξε έκπληκτος και ο Μάο ρώ­
τησε τον Μαουντμπάτεν: «Ποιος είναι αυτός ο αξιωματικός
και ο άλλος που στέκεται πίσω του;»
«Είναι ο ταγματάρχης Ίαν Κάμπελ, κύριε πρόεδρε, ένας
από τους βοηθούς μου. Ο δεκανέας είναι ιπποκόμος του.
Ανήκουν στο σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού των Χαϊλάντερ».
«Ιπποκόμος;» ρώτησε ο Μάο.
«Ένα είδος στρατιώτη υπηρέτη», εξήγησε ο Μαουντμπάτεν.
«Α, μάλιστα». Ο Μάο κούνησε και πάλι αινιγματικά το
κεφάλι του και γύρισε στον Κάμπελ. «Ώστε είσαι ένας απ’
αυτούς τους ορεσίβιους Σκοτσέζους, σωστά; Είστε περίεργοι
άνθρωποι. Οι Άγγλοι σας έσφαξαν, σας έδιωξαν από τα σπίτια
σας κι εσείς εξακολουθείτε να πολεμάτε για χάρη τους».
«Είμαι πράγματι Χαϊλάντερ της Σκοτίας», είπε ο Ίαν
Κάμπελ, «σάρκα από τη σάρκα της, με χίλια χρόνια ιστορία
πίσω μου, πυργοδεσπότης του κάστρου Λοχ Ντου και της
γύρω περιοχής, όπως ο πατέρας και ο παππούς μου, κι αν
οι Άγγλοι χρειάζονται ένα χέρι βοήθειας κάπου κάπου,
γιατί όχι;»
Ο Μάο χαμογέλασε και γύρισε στον Μαουντμπάτεν. «Μ’
αρέσει αυτός ο τύπος. Μου τον δανείζεις;»
«Δε γίνεται, κύριε πρόεδρε».
Ο Μάο ανασήκωσε τους ώμους. «Τότε ας προχωρήσουμε
στο θέμα μας. Δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να πάρουμε το
δρόμο της επιστροφής το πολύ σε τριάντα λεπτά. Τι μου προ­
σφέρετε;»
14 JACK HIGGINS
Ο Μαουντμπάτεν έριξε μια ματιά στον Στίλγουελ· εκείνος
ανασήκωσε τους ώμους και ο ναύαρχος είπε στον Μάο: «Οι
Αμερικανοί φίλοι μας δε θα μπορέσουν δυστυχώς να εφοδιά­
σουν τις δυνάμεις σου με όπλα και πυρομαχικά».
«Στον αρχιστράτηγο όμως είναι έτοιμοι να δώσουν ό,τι
τους ζητήσει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μάο.
Εξακολουθούσε να παραμένει εκπληκτικά ήρεμος και ο
Μαουντμπάτεν είπε: «Πιστεύω ότι έχω να προτείνω εγώ μια
λύση. Η ΡΑΦ θα μπορούσε να μεταφέρει αεροπορικώς κάθε
μήνα στο Κουνμίνγκ δέκα χιλιάδες τόνους οπλισμού, πυρομα-
χικών και άλλων εφοδίων».
Ο Μάο έβγαλε ένα τσιγάρο από μια παλιά ασημένια τσι­
γαροθήκη και ο νέος αξιωματικός του το άναψε. Ο πρόεδρος
φύσηξε σχηματίζοντας ένα μακρύ σύννεφο καπνού. «Και ποιο
είναι το αντάλλαγμα που ζητάτε γι’ αυτή τη γενναιοδωρία;»
«Ασφαλώς θα ’πρεπε να πάρουμε κι εμείς κάτι», είπε ο
Μαουντμπάτεν.
«Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου;»
Ο Μαουντμπάτεν άναψε τσιγάρο κι αυτός, πήγε μέχρι την
ανοιχτή πόρτα κι έριξε μια ματιά έξω, στη βροχή. Αμέσως μετά
γύρισε. «Τη συνθήκη για το Χονγκ Κονγκ. Η παραχώρησή του
στη Βρετανία λήγει την 1η Ιουλίου του 1997».
«Λοιπόν;»
«Θα θέλαμε την παράταση αυτής της παραχώρησης για
εκατό ακόμα χρόνια».
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Ο Μάο έγειρε πίσω στο
κάθισμά του και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. «Φίλε
μου», είπε τέλος, «φοβάμαι ότι η βροχή έχει ταράξει λιγάκι το
μυαλό σου. Την Κίνα την κυβερνά ο αρχιστράτηγος Τσανγκ
Κάι-Σεκ — στο βαθμό, φυσικά, που του το επιτρέπουν οι Για-
πωνέζοι».
«Οι Γιαπωνέζοι όμως θα φύγουν», είπε ο Μαουντμπάτεν.
«Και τότε;»
Στο δωμάτιο απλώθηκε ησυχία και πάλι. Ο Μαουντμπάτεν
γύρισε κι έγνεψε ελαφρά. Ο δεκανέας χτύπησε τις φτέρνες
του κι έδωσε το ντοσιέ στον ταγματάρχη Κάμπελ που αμέσως
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 15
το άνοιξε, έβγαλε ένα έγγραφο και το έσπρωξε πάνω στο
γραφείο προς το μέρος του προέδρου.
«Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε ‘Το Σύμφωνο του
Τσουνγκίνγκ’», είπε ο Μαουντμπάτεν. «Προβλέπει ότι, σε
περίπτωση που πάρεις τον έλεγχο της Κίνας στα χέρια σου, θα
συμφωνήσεις στην παράταση της παραχώρησης του Χονγκ
Κονγκ γι’ άλλα εκατό χρόνια. Ως αντάλλαγμα, η κυβέρνηση
της αυτού μεγαλειότητος αναλαμβάνει να ικανοποιήσει όλες
τις στρατιωτικές σου ανάγκες».
Ο Μάο Τσε-Τουνγκ διάβασετο έγγραφο με προσοχή καιτέλος
σήκωσε το κεφάλι «Έχεις μια πένα, λόρδε Μαουντμπάτεν;»
Ο δεκανέας ήταν αυτός που κινήθηκε αμέσως και του
έδωσε μια πένα. Ο Μάο υπέγραψε το έγγραφο. Ο ταγματάρ­
χης Κάμπελ έβγαλε τρία ακόμα αντίγραφα και τ’ άπλωσε
πάνω στο τραπέζι. Ο Μάο τα υπέγραψε όλα και ο Μαουντ­
μπάτεν προσυπέγραψε.
Ο πρόεδρος έδωσε την πένα πίσω στο δεκανέα και σηκώ­
θηκε. «Χαίρομαι που το ταξίδι μέσα στη νύχτα δεν πήγε
χαμένο», είπε στον Μαουντμπάτεν, «αλλά τώρα πρέπει να
πηγαίνω».
Άρχισε να πηγαίνει προς την πόρτα και ο Μαουντμπάτεν
είπε: «Μια στιγμή, κύριε πρόεδρε. Ξέχασες το αντίγραφό
σου».
Ο Μάο γύρισε. «Αργότερα», είπε. «Όταντοπροσυπογρά-
ψει και ο Τσόρτσιλ».
Ο Μαουντμπάτεν τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Ο
Τσόρτσιλ;»
«Μα φυσικά. Εννοείται ότι αυτό δε θα πρέπει να καθυστε­
ρήσει τη ροή των εφοδίων, αλλά θα ήθελα το αντίγραφό μου
να υπογραφεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Υπάρχει κάποιο
πρόβλημα;»
«Όχι». Ο Μαουντμπάτεν προσπάθησε να συγκεντρωθεί
και πάλι. «Ασφαλώς όχι».
«Ωραία. Και τώρα πρέπει να πηγαίνω. Με περιμένει πολλή
δουλειά, κύριοι».
Βγήκε από το γραφείο και κατέβηκε τα σκαλοπάτια ακο­
λουθούμενος από το νέο αξιωματικό. Κατευθύνθηκε προς το
16 JACK HIGGINS
Ντακότα κι ανέβηκε επάνω. Η πόρτα έκλεισε πίσω του, η
κυλιόμενη σκάλα απομακρύνθηκε, το αεροπλάνο άρχισε να
τροχοδρομεί και ο Στίλγουελ ξέσπασε σε γέλια.
«Έλα, Χριστέ μου, ομολογώ ότι αυτό δεν το περίμενα.
Φοβερός τύπος ο πρόεδρος. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Απλούστατα, θα στείλω τα χαρτιά στο Λονδίνο να τα
υπογράψει ο Τσόρτσιλ, τι άλλο;» Ο Μαουντμπάτεν γύρισε
στην είσοδο του γραφείου και είπε στον ταγματάρχη Κά-
μπελ: «Ίαν, θα σου δώσω την ευκαιρία να δειπνήσεις στο
Σαβόι. Θέλω να φύγεις για το Λονδίνο το ταχύτερο δυνατό
και να συναντήσεις εκ μέρους μου τον πρωθυπουργό. Νο­
μίζω πως άκουσα ένα άλλο αεροπλάνο να προσγειώνεται».
«Μάλιστα. Ένα Ντακότα από το Άσαμ».
«Ωραία. Δώσε εντολή ν’ ανεφοδιαστεί με καύσιμα και να
ετοιμαστεί για άμεση αναχώρηση». Ο Μαουντμπάτεν έριξε
μια ματιά στο δεκανέα. «Μπορείς να πάρεις και τον Τάνερ
μαζί σου».
«Μάλιστα, σερ».
Ο Κάμπελ μάζεψε τα χαρτιά για να τα βάλει στο ντοσιέ και
ο Μαουντμπάτεν είπε: «Χρειάζονται τρία αντίγραφα. Ένα
για τον Μάο, ένα για τον πρωθυπουργό κι ένα τρίτο για τον
πρόεδρο Ρούσβελτ. Γιατί μου έδωσες να υπογράψω τέσσερα;»
«Πήρα την πρωτοβουλία να κάνω ένα επιπλέον αντίγρα­
φο, σερ, για την περίπτωση κάποιου ατυχήματος», είπε ο
Κάμπελ.
«Καλά έκανες, Ίαν». Ο Μαουντμπάτεν κούνησε το κεφάλι
επιδοκιμαστικά. «Μπρος, πήγαινε τώρα. Μόνο μια βραδιά
στο Σαβόι κι αμέσως μετά επιστροφή εδώ».
«Ασφαλώς, σερ».
Ο Κάμπελ χαιρέτησε στρατιωτικά κι έφυγε ακολουθούμε­
νος από τον Τάνερ. Ο Στίλγουελ άναψε τσιγάρο. «Περίεργος
τύπος αυτός ο Κάμπελ».
«Έχασε το μάτι του στη Δουνκέρκη», είπε ο Μαουντμπά­
τεν. «Πήρε το Στρατιωτικό Σταυρό με την αξία του. Ο καλύτε­
ρος βοηθός που είχα ποτέ μου».
«Και όλες αυτές οι σαχλαμάρες για πυργοδεσπότες και
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 17
κάστρα;» είπε ο Στίλγουελ. «Τελικά εσείς οι Άγγλοι είστε στ’
αλήθεια τρελοί».
«Α, μα ο Κάμπελ δεν είναι Άγγλος, είναι Σκοτσέζος, κι
επιπλέον είναι Χάίλάντερ. Ως πυργοδεσπότης του Λοχ Ντου
είναι ταυτόχρονα επικεφαλής της γενιάς των Κάμπελ κι αυτό,
Τζο, είναι μια παράδοση που υπήρχε πριν οι Βίκινγκ φτάσουν
στην Αμερική».
Ο Μαουντμπάτεν πήγε μέχρι την πόρτα και κοίταξε έξω
τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει με αμείωτη ένταση. Ο Στίλ-
γουελ τον πλησίασε. «Τι λες, Λουις, θα νικήσουμε;»
«Ω, ναι», είπε γνέφοντας καταφατικά ο Μαουντμπάτεν.
«Αυτό που με ανησυχεί είναι τι θα γίνει μετά τη νίκη».

Στο δωμάτιο του Κάμπελ, ο Τάνερ ετοίμαζε το σάκο του


ταγματάρχη με στρατιωτική σχολαστικότητα, ενώ ο Κάμπελ
ξυριζόταν. Ήταν αχώριστοι από μικρά παιδιά, γιατί ο πα­
τέρας του Τάνερ εργαζόταν ως φύλακας στο Λοχ Ντου και
μαζί δοκίμασαν τη συνταρακτική εμπειρία της Δουνκέρκης.
'Οταν ο Κάμπελ εργάστηκε για πρώτη φορά για λογαριασμό
του Μαουντμπάτεν στο Αρχηγείο Συνδυασμένων Επιχειρή­
σεων στο Λονδίνο, είχε πάρει το δεκανέα μαζί του ως
ιπποκόμο. Κατόπιν είχε ακολουθήσει η μετακίνησή τους
στη Διοίκηση Νοτιοανατολικής Ασίας. Όμως για τον Τζακ
Τάνερ, που σημειωτέου ήταν καλός στρατιώτης, παρασημο-
φορη μένος με μετάλλιο ανδρείας, ο Κάμπελ δε θα ήταν ποτέ
τίποτ’ άλλο παρά ο «Άρχοντας», ο πυργοδεσπότης του Λοχ
Ντου.
Ο ταγματάρχης βγήκε από το μπάνιο σκουπίζοντας τα
χέρια του. Τακτοποίησε τη μαύρη καλύπτρα στο μάτι του,
έστρωσε τα μαλλιά κι έβαλε το χιτώνιό του. «Πού είναι το
βαλιτσάκι, Τζακ;»
Ο Τάνερ το σήκωσε και του το έδειξε. «Τα χαρτιά είναι
μέσα, άρχοντά μου». Απευθυνόταν πάντα στον Κάμπελ μ’
αυτό τον τίτλο όταν ήταν μόνοι τους.
«Άνοιξέ το», είπε ο Κάμπελ. «Βγάλε το τέταρτο αντίγρα­
φο, το αντίγραφο που περισσεύει».
18 JACK HIGGINS
Ο Τάνερ το έβγαλε και του το έδωσε. Το ένα και μοναδικό
φύλλο χαρτιού είχε στο πάνω μέρος τον τίτλο: Ανώτατη Διοί­
κηση Συμμαχικών Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ασίας. Ο Μάο
το είχε υπογράψει όχι μόνο στ’ αγγλικά, αλλά και στα κινέζικα,
και ο Μαουντμπάτεν είχε προσυπογράψει.
«Ιστορικό κειμήλιο αυτό εδώ, Τζακ», είπε ο Κάμπελ ενώ
δίπλωνε το φύλλο του χαρτιού. «Αν ο Μάο νικήσει, το Χονγκ
Κονγκ θα παραμείνει στη Βρετανία μέχρι την 1η Ιουλίου
2097».
«Πιστεύετε ότι αυτό θα γίνει, άρχοντά μου;»
«Ποιος ξέρει. Πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να κερδίσουμε τον
πόλεμο. Μου δίνεις τη Βίβλο μου, σε παρακαλώ;»
Ο Τάνερ άνοιξε το συρτάρι με τα προσωπικά αντικείμε­
να του ταγματάρχη. Η Βίβλος είχε διαστάσεις δεκαπέντε
επί δέκα εκατοστά περίπου, με ασημένιο ανάγλυφο εξώ­
φυλλο, όπου σχηματιζόταν ένας κελτικός σταυρός. Ήταν
πολύ παλιά. Οι Κάμπελ την είχαν μαζί τους στους πολέμους
αιώνες τώρα. Είχε βρεθεί στην τσέπη του προγόνου του
ταγματάρχη που σκοτώθηκε πολεμώντας για χάρη του πρί­
γκιπα Καρόλου του Ωραίου στο Κούλοντεν. Την είχαν πά­
ρει από το σώμα του θείου του που σκοτώθηκε στον ποταμό
Σομ το 1916. Ο Ταν Κάμπελ την είχε πάντα μαζί του.
Το εσωτερικό του εξωφύλλου της Βίβλου ήταν επίσης
ασημένιο. Ο Τάνερ το άνοιξε και το πίεσε προσεκτικά με το
νύχι του. Ένα ασημένιο έλασμα πετάχτηκε, αποκαλύπτοντας
μια μικρή κρυφή θήκη. Ο Κάμπελ δίπλωσε το φύλλο του
χαρτιού ώστε να χωράει στη θήκη, το τοποθέτησε μέσα κι
έκλεισε το εξώφυλλο.
«Αυστηρώς απόρρητο, Τζακ. Μόνο εσύ κι εγώ ξέρουμε
πού βρίσκεται αυτό το χαρτί. Θέλω τον όρκο σου».
«Τον έχετε, άρχοντά μου. Να βάλω τη Βίβλο στο σάκο;»
«Όχι. Προτιμώ να την έχω πάνω μου». Ακούστηκε ένα
χτύπημα στην πόρτα, ο Τάνερ άνοιξε και ο σμηναγός Κέιν
μπήκε μέσα. Κρατούσε δυο βαριά τζάκετ αεροπορίας και
μπότες.
«Θα σας φανούν χρήσιμα, σερ. Ίσως χρειαστεί να πετά-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 19
ξου με ακόμα και στα εφτά χιλιάδες μέτρα, πάνω από ένα
τμήμα της Καμπούρας. Η παγωνιά είναι φοβερή εκεί επάνω».
Ο νέος σμηναγός φαινόταν κουρασμένος· μαύροι κύ­
κλοι είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του. «Λυπάμαι
για την ταλαιπωρία», είπε ο Κάμπελ. «Ξέρω ότι μόλις προ­
σγειώθηκες».
«Δεν πειράζει, σερ. Έχω μαζί μου δεύτερο πιλότο. Θα
πιλοτάρουμε μια ο ένας και μια ο άλλος. Έχουμε επίσης
αξιωματικό πορείας και ασυρματιστή. Θα τα βολέψουμε».
Ο σμηναγός χαμογέλασε. «Μπορεί κανείς να πει όχι στο
λόρδο Μαουντμπάτεν; Θα πάμε μαζί μέχρι το Δελχί».
«Μάλιστα. Κι από κει εγώ θα συνεχίσω για Λονδίνο».
«Μακάρι να έκανα κι εγώ αυτό το δεύτερο σκέλος του
ταξιδιού!» Ο Κέιν άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω τη βροχή.
«Δε λέει να σταματήσει, π’ ανάθεμά την. Τι διαβολότοπος!
Λοιπόν, θα σας περιμένω στο αεροπλάνο, σερ». Έφυγε μέσα
στη βροχή.
«Έλα, Τζακ. Να πηγαίνουμε», είπε ο Κάμπελ.
Έβαλαν τις μπότες και τα βαριά δερμάτινα τζάκετ. Όταν
ήταν έτοιμοι, ο Τάνερ πήρε το σάκο του καθώς και το σάκο
του ταγματάρχη.
«Προχώρα κι έρχομαι, Τζακ».
Ο Τάνερ βγήκε από το δωμάτιο. Ο Κάμπελ έριξε μια
τελευταία ματιά γύρω του, έβαλε το πηλήκιό του και τέλος
πήρε τη Βίβλο, την έβαλε στην εσωτερική τσέπη του τζάκετ
και κούμπωσε το κάλυμμα της τσέπης. Ήταν περίεργο,
αλλά ένιωθε κάτι περισσότερο από κούραση, λες και είχε
φτάσει στο τέλος κάποιας διαδρομής. Το σκστσέζικο αίμα
του μιλούσε και πάλι. Έκανε μια προσπάθεια να διώξει
αυτό το συναίσθημα, γύρισε και βγήκε έξω στη βροχή,
ακολουθώντας τον Τάνερ, που πήγαινε προς το Ντακότα.

Το Κουνμίνγκ απείχε από το Τσουνγκίνγκ γύρω στα εφτακό­


σια πενήντα χιλιόμετρα. Ανεφοδιάστηκαν με καύσιμα και
προχώρησαν στο πιο επικίνδυνο τμή μα του ταξιδιού, τα εννιά-
20 JACK HIGGINS
κόσια περίπου χιλιόμετρα πάνω από τα Ιμαλάια, μέχρι να
προσεγγίσουν τα αεροδρόμια του Άσαμ.
Οι καιρικές συνθήκες ήταν τρομαχτικές: καταρρακτώ­
δης βροχή, αστραπές και βροντές, κι άνεμοι που απειλού­
σαν να τσακίσουν το αεροσκάφος. Εκατοντάδες ιπτάμενοι
είχαν χάσει τη ζωή τους κάνοντας αυτή τη διαδρομή τα
τελευταία δύο χρόνια- ο Κάμπελ το ήξερε. Ήταν ίσως η πιο
επικίνδυνη πτήση για τη ΡΑΦ, αλλά και για τους Αμερικα­
νούς αεροπόρους. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που έκανε
ορισμένους ανθρώπους να προσφέρονται εθελοντικά για
μια τέτοια δουλειά και μ’ αυτή τη σκέψη αποκοιμήθηκε, για
να ξυπνήσει όταν έφτασαν στο Άσαμ για ανεφοδιασμό.
Το ταξίδι από κει μέχρι το Δελχί ήταν άλλα χίλια οχτακό­
σια χιλιόμετρα, αλλά οι καιρικές συνθήκες ήταν τελείως δια­
φορετικές. Γαλάζιος ουρανός, αρκετή ζέστη και σχεδόν καθό­
λου άνεμοι. Το Ντακότα πετούσε άνετα στα δέκα χιλιάδες
πόδια και ο Κέιν άφησε το πηδάλιο στο δεύτερο πιλότο και
ήρθε πίσω για να προσπαθήσει να κλείσει κι αυτός τα μάτια
του για μια δυο ώρες.
Ο Κάμπελ λαγοκοιμήθηκε ξανά και ξύπνησε την ώρα που
ο ασυρματιστής κουνούσε τον Κέιν από τον ώμο. «Σε δεκαπέ­
ντε λεπτά φτάνουμε στο Δελχί, κυβερνήτα».
Ο Κέιν άνοιξε τα μάτια και χασμουρήθηκε. Γύρισε και
χαμογέλασε στον Κάμπελ. «Παιχνιδάκι αυτό το τμήμα του
ταξιδιού, ε;»
Καθώς έκανε να γυρίσει από την άλλη μεριά, ακούστηκε
μια έκρηξη. Μεταλλικά τμήματα πετάχτηκαν από την αριστε­
ρή μηχανή, μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει και, καθώς ο
έλικας σταμάτησε να γυρνά, το Ντακότα έγειρε κι έκανε
βουτιά, τινάζοντας από το κάθισμά του τον Κέιν.
Ο Κάμπελ τινάχτηκε κι αυτός πάνω στο μεταλλικό τοίχωμα
πίσω του με τέτοια δύναμη, ώστε έχασε σχεδόν τις αισθήσεις
του. Αποτέλεσμα ήταν να μην έχει συναίσθηση του τι ακριβώς
συνέβαινε. Ήταν κάτι σαν εφιάλτης, λες και ο κόσμος χανόταν
γύρω του: το σοκ της πρόσκρουσης, η οσμή της φωτιάς, κά­
ποιες πνιχτές κραυγές...
'Ενιωσε πως βρισκόταν μέσα σε νερά. Κατάφερε να εστιά­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 21
σει τα μάτια του και συνειδητοποίησε ότι ο Τάνερ, με έξαλλο
βλέμμα και ματωμένο πρόσωπο, προσπαθούσε να τον βγάλει
μέσα από έναν ορυζώνα. Ο δεκανέας τον έσπρωξε και τον
ανέβασε σ’ ένα ανάχωμα κι αμέσως γύρισε κι άρχισε να
πηγαίνει, βουτώντας μέχρι το γόνατο στα νερά, προς την
κατεύθυνση του Ντακότα, που τώρα ήταν τυλιγμένο ολοκλη­
ρωτικά στις φλόγες. Ενώ βρισκόταν στα μισά του δρόμου, το
αεροπλάνο τινάχτηκε στον αέρα με μια τρομαχτική έκρηξη.
Συντρίμμια σκορπίζονταν παντού και ο Τάνερ έκανε ξανά
μεταβολή, προχωρώντας με κόπο μέσα στα νερά. Έσπρωξε
τον ταγματάρχη πιο ψηλά στο ανάχωμα και βρήκε στην τσέπη
του μια μεταλλική τσιγαροθήκη. Το χέρι του έτρεμε καθώς
άναβε τσιγάρο.
«Είμαστε οι μόνοι ζωντανοί;» κατάφερε να ρωτήσει βρα­
χνά ο Κάμπελ.
«Έτσι φαίνεται, άρχοντά μου».
«Ω Θεέ μου». Τα χέρια του Κάμπελ άρχισαν να ψαχου­
λεύουν το στήθος του. «Η Βίβλος μου», ψιθύρισε.
«Μην κουράζεστε, άρχοντά μου. Θα σας τη φυλάξω εγώ
με κάθε ασφάλεια».
Ο Τάνερ έβγαλε τη Βίβλο από την τσέπη του ταγματάρχη
και ξαφνικά όλοι οι ήχοι έσβησαν για τον Κάμπελ, όλα τα
χρώματα εξαφανίστηκαν, και δεν έμεινε παρά απόλυτη σιωπή
και σκοτάδι.

Στο Τσουνγκίνγκ ο Μαουντμπάτεν με τον Στίλγουελ μελετού­


σαν στο χάρτη τη ραγδαία προέλαση των Γιαπωνέζων που
είχαν ήδη καταλάβει τα περισσότερα από τ’ αεροδρόμια των
Συμμάχων στην Ανατολική Κίνα.
«Εγώ νόμιζα ότι κερδίζαμε τον πόλεμο...» είπε πικρόχολα
ο Στίλγουελ.
«Έτσι νόμιζα κι εγώ». Ο Μαουντμπάτεν χαμογέλασε με­
λαγχολικά.
Πίσω του η πόρτα άνοιξε κι ένας από τους βοηθούς του
μπήκε κρατώντας ένα φύλλο χαρτί. «Συγνώμη για τη διακοπή,
σερ, αλλά έφτασε ένα επείγον σήμα από Δελχί».
22 JACK HIGGINS
Ο Μαουντμπάτεν το διάβασε και βλαστήμησε χαμηλόφω­
να. «Εντάξει, μπορείς να πηγαίνεις».
Ο βοηθός έφυγε. «Άσχημα νέα;» ρώτησε ο Στίλγουελ.
«Το Ντακότα με το οποίο ταξίδευε ο Κάμπελ έχασε τη μία
του μηχανή κι έπεσε έξω από το Δελχί. Αμέσως μετά τυλίχτηκε
στις φλόγες κι εξερράγη. Κατά πάσα πιθανότητα τα έγγραφά
μου καταστράφηκαν».
«Ο Κάμπελ είναι νεκρός;»
«Όχι· εκείνος ο δεκανέας του κατάφερε να τον απομακρύ-
νει έγκαιρα. Όλα τα μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν, αλλά
και ο Κάμπελ φαίνεται πως έχει χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι.
Είναι σε κώμα».
«Ας ελπίσουμε ότι τελικά θα τη γλιτώσει», είπε ο Στίλ­
γουελ. «Μεγάλη αναποδιά πάντως για σένα, να καταστραφεί
στις φλόγες το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ. Τι θα κάνεις τώρα;
Θα προσπαθήσεις να πείσεις τον Μάο να υπογράψει ένα άλλο
χαρτί;»
«Αμφιβάλλω αν θα μπορέσω να τον ξαναπλησιάσω. Ξέρω
από την πείρα μου ότι οι Κινέζοι σπανίως σου δίνουν δεύτερη
ευκαιρία».
«Συμφωνώ», είπε ο Στίλγουελ. «Κι επιπλέον η πονηρή
αλεπού ίσως έχει κιόλας μετανιώσει που υπέγραψε αυτό το
πράγμα. Τι θα γίνει όμως με τα στρατιωτικά εφόδια;»
«Ω, θα φροντίσουμε να τα πάρει, γιατί τον θέλουμε στο
πλευρό μας στον αγώνα κατά των Γιαπωνέζων. Η υπόθεση
του Χονγκ Κονγκ δεν ήταν ποτέ τίποτε σοβαρό, Τζο. Απλώς
θέλαμε να βγάλουμε κάποιο όφελος απ’ αυτή τη διαπραγ­
μάτευση και το θέμα του Χονγκ Κονγκ ήταν το μόνο που
μπορέσαμε να σκεφτούμε ο πρωθυπουργός κι εγώ. Δεν έχει
σημασία τώρα πλέον έχουμε, δυστυχώς, σοβαρότερα πράγ­
ματα να φροντίσουμε». Ο Μαουντμπάτεν πήγε και πάλι στο
χάρτη που κρεμόταν στον τοίχο. «Λοιπόν, για δείξε μου πού
ακριβώς βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι προκεχωρημένες
μονάδες των Γιαπωνέζων».
1993

ΛΟΝΔΙΝΟ
1

Νόρα Μπελ βγήκε από το ταξί κοντά στο Σεντ Τζέιμς

Η Στέαρς, στη Χάι Στρητ του Γουάπινγκ, πλήρωσε τον


ταξιτζή κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Ήταν μικρόσωμη, μελα­
χρινή, με ωραίους γοφούς και φορούσε δερμάτινο τζάκετ,
εφαρμοστή μαύρη μίνι φούστα και ψηλοτάκουνα μποτάκια.
Περπατούσε ανάλαφρα, κουνώντας όλο το κορμί της. Ο ταξι­
τζής την είδε ν’ ανοίγει την ομπρέλα της για να φυλαχτεί από
τη δυνατή βροχή, αναστέναξε βαθιά κι έφυγε.
Η Νόρα σταμάτησε στην πρώτη γωνία κι αγόρασε την
Ίβνινγκ Στάνταρντ. Η πρώτη σελίδα ήταν αφιερωμένη σ’ ένα
και μόνο θέμα: την άφιξη του Αμερικανού προέδρου στο
Λονδίνο εκείνη την ημέρα, για να συναντηθεί τόσο με το
Βρετανό όσο και με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και να συ­
ζητήσουν τις εξελίξεις στο παλαιστινιακό. Δίπλωσε την εφη­
μερίδα, την έβαλε κάτω από την αριστερή της μασχάλη κι
έστριψε στη γωνία του επόμενου δρόμου με κατεύθυνση τον
Τάμεση.
Ο νεαρός που στεκόταν σε μια είσοδο στην απέναντι μεριά
του δρόμου πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαοχτώ και φορούσε
26 JACK HIGGINS
μπότες με κορδόνια, τζιν κι ένα παλιό τζάκετ αεροπόρου.
Με τον κρίκο στο αριστερό του ρουθούνι και τη σβάστικα
χαραγμένη με τατουάζ στο μέτωπό του, ήταν χαρακτηριστι­
κός τύπος μέλους των νεανικών συμμοριών που λυμαίνο­
νταν την πόλη. Η γυναίκα τού έδωσε την εντύπωση εύκολης
λείας κι αμέσως την ακολούθησε, βρήκε την κατάλληλη
ευκαιρία και, τρέχοντας την τελευταία στιγμή, την άρπαξε
από πίσω, σκεπάζοντας ταυτόχρονα το στόμα της με την
παλάμη του. Εκείνη δεν αντιστάθηκε ούτε έβγαλε μιλιά,
πράγμα που θα ’πρεπε να τον κάνει να υποψιαστεί, ήδη
όμως ο νεαρός αδυνατούσε να σκεφτεί ψύχραιμα, κυριευ­
μένος από σεξουαλική έξαψη.
«Κάνε ό,τι σου λέω», της είπε, «και δε θα σε πειράξω». Την
οδήγησε στη σκοτεινή είσοδο μιας εγκαταλειμμένης αποθήκης.
«Δε χρειάζεται βία, αγόρι μου», του είπε εκείνη και, προς
μεγάλη του έκπληξη, κόλλησε τα χείλια της στα δικά του κι
έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του. Εκείνος δυσκολευόταν
να πιστέψει πόσο τυχερός ήταν, καθώς η γυναίκα, εξακολου­
θώντας να κρατά την ομπρέλα, κατέβασε το άλλο της χέρι
ανάμεσά τους, ψηλαφώντας το ερεθισμένο του όργανο.
«Χριστέ μου!» βόγκηξε ο νεαρός και τη φίλησε ακόμα πιο
άγρια, ενώ το χέρι της γυναίκας τώρα μάλλον ανέβαζε τη
φούστα της.
Η Νόρα Μπελ βρήκε αυτό που ήθελε, τον αυτόματο
σουγιά που ήταν χωμένος στο πάνω μέρος της δεξιάς της
κάλτσας. Ο σουγιάς υψώθηκε, το λεπίδι του πετάχτηκε έξω
και με μια γρήγορη κι επιδέξια κίνηση χάραξε το αριστερό
μάγουλο του νεαρού, από την άκρη του ματιού μέχρι το
σαγόνι.
Ο νεαρός ξεφώνισε και τινάχτηκε προς τα πίσω. Εκείνη
ρώτησε ήρεμα, ακουμπώντας τη μύτη της λεπίδας κάτω από το
σαγόνι του: «Θέλεις να συνεχίσω;»
Εκείνος είχε τρομοκρατηθεί όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
«Όχι! Για το Θεό, όχι!»
Η Νόρα Μπελ σκούπισε το λεπίδι πάνω στο τζάκετ του.
«Τότε στρίβε!»
Ο νεαρός έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας μέσα στη
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 27
βροχή, λίγο πιο κάτω όμως σταμάτησε και γύρισε, κρατώντας
ένα μαντίλι πάνω στο μάγουλό του. «Πουτάνα! Θα μου το
πληρώσεις!»
«Δεν πρόκε ιται!» Η προφορά της γυναίκας σίγουρα ήταν του
Όλστερ. «Άντε, πήγαινε στο κοντινότερο νοσοκομείο να σου
βάλουν μερικά ράμματα κι άλλη φορά να ’σαι πιο προσεκτικός».
Τον παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται, έκλεισε το σου­
γιά και τον τοποθέτησε ξανά στο πάνω μέρος της κάλτσας
της. Έστριψε και συνέχισε το δρόμο της προς τον Τάμεση.
Βάδισε για λίγο παράλληλα με το ποτάμι και, τέλος, σταμά­
τησε έξω από μια παλιά αποθήκη. Υπήρχε ένα μικρό παρα­
πόρτι στην κύρια είσοδο. Το άνοιξε και μπήκε μέσα.
Το εσωτερικό της αποθήκης ήταν σκοτεινό, αλλά στην απέ­
ναντι άκρη υπήρχε φως σ’ ένα γραφείο από τζάμι. Στο γραφείο
οδηγούσε μια σειρά από σκαλοπάτια. Καθώς η Νόρα κατευθυ-
νόταν προς τα εκεί, ένας νέος μελαχρινός άντρας βγήκε από το
σκοτάδι μ’ ένα Μπράουνινγκ Χάι Πάουερ στο χέρι.
«Ποιος είσ’ εσύ;» ρώτησε η Νόρα.
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε κι ένας μικρόσωμος άντρας
με σκούρα ανακατεμένα μαλλιά και πατατούκα εμφανίστηκε
στο πάνω μέρος των σκαλοπατιών. «Εσύ ’σαι, Νόρα;»
«Ποιος άλλος;» απάντησε εκείνη. «Κι αυτός εδώ ποιος
είναι;»
«Ο Αλή Χαλαμπί, η Νόρα Μπελ», έκανε τις συστάσεις ο
μικρόσωμος άντρας. «Ελάτε πάνω».
«Συγνώμη», είπε ο Άραβας.
Εκείνη τον αγνόησε κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες. Ο
Αλή κάρφωσε μ’ ενδιαφέρον το βλέμμα του στην εφαρμοστή
της φούστα που κολλούσε στους γοφούς της.
'Οταν η Νόρα μπήκε στο γραφείο, ο άντρας με την πατα­
τούκα έβαλε τα χέρια του στους ώμους της. «'Ημαρτον, Θεέ
μου, αλλά είσαι τόσο λαχταριστή που μου ’ρχεται να σε φάω»,
της είπε και τη φίλησε απαλά στα χείλια.
«Άσε τις γαλιφιές». Η Νόρα ακούμπησε την ομπρέλα της
πάνω στο γραφείο, άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα
πακέτο τσιγάρα. «Σε ξέρω πολύ καλά, ΜάικλΆχερν. Αυτά να
τα λες αλλού».
28 JACK HIGGINS
Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της και ο Άραβας βιάστηκε
να βγάλει αναπτήρα και να της το ανάψει. Γύρισε στον Άχερν.
«Η κυρία ανήκει στην οργάνωσή σας;»
«Πάντως δεν είμαι με τον IRA», είπε η Νόρα. «Είμαστε
προτεστάντες, κύριος, αν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό».
«Η Νόρα κι εγώ ήμαστε μαζί στην Εθελοντική Δύναμη του
Όλστερ και μετά στο Κόκκινο Χέρι του Όλστερ», είπε ο
Άχερν. «Μέχρι που αναγκαστήκαμε να πάρουμε το δικό μας
δρόμο».
Η Νόρα γέλασε βραχνά. «Δηλαδή, μέχρι που μαςπέταξαν
έξω. Είχαν καταντήσει μια παρέα γριούλες όλοι τους εκεί
μέσα. Δεν τους άρεσε που σκοτώναμε τόσο πολλούς καθολι­
κούς».
«Α, έτσι», είπε ο Αλή Χαλαμπί. «Δηλαδή, στόχος σας είναι
οι καθολικοί ή ο IRA;»
«Το ίδιο κάνει», είπε η Νόρα. «Είμαι από το Μπέλφαστ,
κύριε Χαλαμπί. Ο πατέρας μου ήταν λοχίας του πεζικού και
σκοτώθηκε στον πόλεμο των Φόκλαντ. Η μητέρα μου, η μικρή
μου αδερφή, ο παππούς μου, όλοι οι συγγενείς που είχα στον
κόσμο σκοτώθηκαν από βόμβα που είχε βάλει σ’ ένα δρόμο ο
IRA το ’86. Θα μπορούσες να πεις ότι έκτοτε παίρνω την
εκδίκησή μου».
«Είμαστε όμως ανοιχτοί σε προσφορές», είπε χαμογελώ­
ντας ο Άχερν. «Κάθε επαναστατική οργάνωση έχει ανάγκη
από χρήματα».
Το παραπόρτι κάτω ακούστηκε ν’ ανοίγει και πάλι. Ο Αλή
έβγαλε το όπλο από την τσέπη του και ο Άχερν πήγε προς την
πόρτα. «Εσύ είσαι, Μπίλι;»
«Ολόκληρος».
«Μη μου πεις πως είναι ο Μπίλι Κουίγκλεϊ;» είπε η Νόρα.
«Ποιος άλλος;» Ο Άχερν γύρισε στον Αλή. «Ένας ακόμα
απ’ αυτούς που πέταξε έξω το Κόκκινο Χέρι. Ο Μπίλι κι εγώ
κάναμε κάμποσο καιρό μαζί στις φυλακές Μέιζ».
Ο Κουίγκλεϊ ήταν μικρόσωμος, νευρώδης και φορούσε ένα
παλιό αδιάβροχο. Είχε ανοιχτά ξανθά μαλλιά και πρόωρα
γερασμένο πρόσωπο.
«Έλα, Χριστέ μου! Εσύ ’σαι, Νόρα;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 29
«Γεια σου, Μπίλι».
«Πήρες το μήνυμά μου;» είπε ο Άχερν.
«Ναι. Περνάω σχεδόν κάθε βράδυ από τον Γουλιέλμο της
Οράγγης στο Κίλμπερν».
Ο Άχερν εξήγησε στον Αλή: «Το Κίλμπερν θα μπορούσαμε
να πούμε ότι είναι η ιρλανδική συνοικία του Λονδίνου. Υπάρ­
χουν εκεί πολλά και καλά ιρλανδικά παμπ, καθολικά και
προτεστάντικα». Γύρισε στον Κουίγκλεί «Αλήθεια, να σου
συστήσω τον Αλή Χαλαμπί από το Ιράν».
«Λοιπόν, ποιο είναι το θέμα;» ζήτησε να μάθει ο Κουί­
γκλεί.
«Αυτό εδώ». Ο Άχερν του έδειξε την Ίβνινγκ Στάνταρντ
και το πρωτοσέλιδο για την επίσκεψη του Αμερικανού προέ­
δρου. «Ο Αλή από δω αντιπροσωπεύει μια ομάδα αγωνιστών
του Ιράν που ονομάζονται Στρατός του Θεού και είναι ριζικά
αντίθετοι με την προσέγγιση Αραφάτ και Ισραηλινών σχετικά
με το μέλλον της Παλαιστίνης. Ακόμα περισσότερο έχουν
εξοργιστεί με την πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου να
τους καλέσει στο Λευκό Οίκο και να δώσει την ευλογία του».
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Κουίγκλεί
«Μου ζητάνε να τον ξεπαστρέψω για λογαριασμό τους με
μια βόμβα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο,
δεδομένου ότι έχω κάποιο όνομα σ’ αυτό τον τομέα...»
«Για το σκοπό αυτό προσφέρουμε πέντε εκατομμύρια λί­
ρες», είπε ο Αλή Χαλαμπί. «Μην το ξεχνάμε».
«Από το οποίο ποσό το μισό έχειήδη κατατεθεί σε τράπεζα
της Γενεύης». Ο Άχερν χαμογέλασε. «Μπίλι, φαντάζεσαι τι
χουνέρια θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε στον IRA αν δια­
θέταμε ένα εκατομμύριο λίρες για όπλα;»
Ο Κουίγκλεί είχε χλομιάσει. «Τον Αμερικανό πρόεδρο;
Μη μου πεις ότι θα το τολμούσες, Μάικλ; Ακόμα κι εσύ...»
Η Νόρα γέλασε με το χαρακτηριστικό τραχύ της γέλιο.
«Και βέβαια θα το τολμούσε».
Ο Άχερν γύρισε και την κοίταξε. «Είσαι μαζί μου, κορίτσι
μου;»
«Δε θα το ’χανα για τίποτε στον κόσμο».
«Εσύ, Μπίλι;» Ο Κουίγκλε ί σάλιωνε διατακτικά τα στεγνά
30 JACK HIGGINS
του χείλια. Ο Άχερν έβαλε το χέρι στον ώμο του. «Λοιπόν,
Μπίλι, ναι ή όχι;»
Ο Κουίγκλεϊ ξαφνικά χαμογέλασε. «Γιατί όχι; Μια φορά
πεθαίνει κανείς. Πώς ακριβώς θα γίνει η δουλειά;»
«Ελάτε κάτω να σας πω».
Ο Άχερν κατέβηκε πρώτος τα σκαλοπάτια κι άναψε ένα
φως. Σε μια γωνιά ήταν παρκαρισμένο ένα όχημα, σκεπασμέ­
νο με μουσαμά. Ο Άχερν τράβηξε το μουσαμά, αποκαλύπτο­
ντας ένα γκρίζο φορτηγάκι των Βρετανικών Τηλεπικοινω­
νιών.
«Που διάβολο το βρήκες αυτό;» ζήτησε να μάθει ο Κουί­
γκλεϊ.
«Κάποιος το σούφρωσε για λογαριασμό μου εδώ και μή­
νες. Αρχικά έλεγα να τ’ αφήσω έξω από ένα απ’ αυτά τα
καθολικά παμπ στο Κίλμπερν με καμιά διακοσαριά κιλά Σέμ-
τεξ μέσα και να τινάξω στον αέρα κάμποσα από τα τομάρια
του Σιν Φέιν, αλλά κατόπιν σκέφτηκα να το φυλάξω μέχρι να
παρουσιαστεί κάτι πιο καλό». Ο Άχερν χαμογέλασε με ικανο­
ποίηση. «Και να που παρουσιάστηκε».
«Πώς όμως σκοπεύεις να το κάνεις;» ζήτησε να μάθει ο
Αλή.
«Εκατοντάδες τέτοια φορτηγάκια υπάρχουν σ’ όλο το Λον­
δίνο. Παρκάρουν οπουδήποτε χωρίς κανείς να τα ενοχλεί,
γιατί συνήθως υπάρχει ένα ανοιχτό φρεάτιο με κατάλληλα
σήματα, όπου οι υπάλληλοι κάνουν τη δουλειά τους».
«Λοιπόν;» είπε ο Κουίγκλεϊ.
«Μη με ρωτάτε πώς, αλλά έχω πρόσβαση σε πηγές που
ξέρουν το πρόγραμμα του προέδρου. Αύριο φεύγει από την
αμερικανική πρεσβεία στην πλατεία Γκρόσβενορ στις δέκατο
πρωί για να πάει στο νούμερο δέκατης Ντάουνινγκ Στρητ. Θ’
ακολουθήσουν την Παρκ Λέιν και θα στρίψουν στην Κονστι-
τούσιον Χιλ δίπλα στο Γκριν Παρκ».
«Μπορείς να είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» ρώτησε η Νόρα.
«Πάντα έτσι κάνουν, κούκλα μου, πίστεψέ με». Ο Άχερν
γύρισε στον Κουίγκλεϊ και τον Αλή. «Οι δυο σας, ντυμένοι με
φόρμες της Τέλεκομ, που θα βρείτε στο φορτηγάκι, θα παρ­
κάρετε δίπλα σε μια τεράστια οξιά που υπάρχει στο μέσο της
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 31
διαδρομής κατά μήκος της Κονστιτούσιον Χιλ. Θα τη δείτε
αμέσως. Εκεί υπάρχει κι ένα φρεάτιο ελέγχου των τηλεφωνι­
κών καλωδίων. Όπως είπα, λοιπόν, θα παρκάρετε, θ’ ανοίξετε
το φρεάτιο, θα τοποθετήσετε τα προστατευτικά σας σήματα
και τα λοιπά, θα φτάσετε εκεί στις εννιάμισι. Στις εννιά και
σαράντα πέντε θα περάσετε μέσα από το Γκριν Παρκ και θα
βαδίσετε προς Πικαντίλι. Εκεί υπάρχουν αντρικές τουαλέτες
όπου μπορείτε ν’ απαλλαγείτε από τις φόρμες σας».
«Και μετά;» ρώτησε ο Αλή.
«Εγώ θα είμαι σ’ ένα αυτοκίνητο με τη Νόρα και θα
περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή. Μόλις η πομπή με τον
πρόεδρο πλησιάσει το φορτηγάκι, θα προκαλέσω την έκρη­
ξη με τηλεχειρισμό». Ο Άχερν χαμογέλασε. «Θα πετϋχει,
σας το υπόσχομαι. Δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς από τη
συνοδεία».
Ακολούθησε μια παύση. Στο πρόσωπο του Κουίγκλεί δια-
κρινόταν κάποιο δέος και η Νόρα ήταν γεμάτη έξαψη αλλά
κατάχλομη. «Είσαι μεγάλο κάθαρμα», είπε.
«Πιστεύεις ότι θα πετύχει;»
«Ω, ναι».
Ο Άχερν γύρισε στον Αλή. «Κι εσύ τι λες; Θα πάρεις
μέρος;»
«Θα το θεωρήσω τιμή μου, κύριε Άχερν».
«Κι εσύ, Μπίλι;» ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος του ο
Άχερν.
«Θα φτιάξουν τραγούδια για μας και θα μας υμνούν για
χρόνια».
«Μπράβο, Μπίλι». Ο Άχερν κοίταξε το ρολόι του. «Εφτά
η ώρα. Πρέπει να τσιμπήσω κάτι. 'Ερχεσαι μαζί μου, Νόρα;»
«Έγινε».
«Ωραία. Θα πάρω μαζί μου το φορτηγάκι της Τέλεκομ
τώρα. Δε θα ξαναγυρίσω εδώ. Εσάς τους δυο θα σας πάρω
από το Σεν Τζέιμς στις εννιά το πρωί. Θα φτάσετε χωριστά και
θα περιμένετε στην πύλη του πάρκου, απέναντι από την οδό
Μάλμπορο. Η Νόρα θα με ακολουθεί μ’ ένα αυτοκίνητο. Οι
δυο σας θα παραλάβετε το φορτηγάκι κι εμείς θ’ ακολουθή­
σουμε. Έχετε καμιά ερώτηση;»
32 JACK HIGGINS
Ο Αλή Χαλαμπί ήταν σε μεγάλη έξαψη. «Δε βλέπω την
ώρα».
«Ωραία. Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα. Θα φύγουμε χωριστά».
Ο Άραβας έφυγε πρώτος και ο Άχερν γύρισε στον Κουίγκλεϊ
και του έδωσε το χέρι. «Μεγάλο εγχείρημα αυτό, ε, Μπίλι;»
«Το μεγαλύτερο, Μάικλ».
«Λοιπόν, η Νόρα κι εγώ θα φύγουμε τώρα. Πήγαινε να μας
ανοίξεις την κεντρική πόρτα. Θα μείνεις τελευταίος για να
κλείσεις τα φώτα».
Η Νόρα βολεύτηκε στη θέση του συνοδηγού, αλλά ο Άχερν
κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πήγαινε πίσω, να μη φαί­
νεσαι, και δώσε μου μια απ’ αυτές τις πορτοκαλιές φόρμες.
Πρέπει να μην κινήσουμε υποψίες. Αν σε δει κανένας μπά-
τσος, μπορεί να του μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά».
Πάνω στην πλάτη της φόρμας ήταν σταμπαρισμένο το
σήμα της Τέλεκομ. «Δε σου πάει», είπε η Νόρα.
Ο Άχερν γέλασε, έβαλε μπρος και βγήκε στο δρόμο, κου­
νώντας το χέρι στον Κουίγκλεϊ που αμέσως έκλεισε την πόρτα
πίσω τους. Ο Άχερν προχώρησε μόνο λίγα μέτρα, μπήκε σε
μια αυλή κι έσβησε τη μηχανή.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νόρα.
«Θα δεις. Ακολούθησέ με και κράτα το στόμα σου κλειστό».
Ο Άχερν γύρισε πίσω στην αποθήκη, άνοιξε αθόρυβα το
παραπόρτι και μπήκε μέσα. Ο Κουίγκλεϊ ήταν πάνω, στο
γραφείο. Άκουγαν τη φωνή του και, όταν έφτασαν στο κάτω
μέρος της σκάλας, μπορούσαν να ξεχωρίσουν και τα λόγια του.
«Ναι, τον ταξίαρχο Φέργκιουσον. Είναι κατεπείγον». Α­
κολούθησε μια σύντομη παύση. «Τότε σύνδεσέ με, τι περιμέ­
νεις; Είναι θέμα ζωής και θανάτου!»
Ο Άχερν έβγαλε ένα Βάλτερ από την τσέπη του και βίδωσε
πάνω του ένα σιγαστήρα, ενώ ανέβαινε αθόρυβα τα σκαλοπά­
τια και η Νόρα τον ακολουθούσε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και
ο Κουίγκλεϊ καθόταν στην άκρη του τραπεζιού.
«Ο ταξίαρχος Φέργκιουσον;» είπε ξαφνικά. «Είμαι ο Μπί­
λι Κουίγκλεϊ. Μου είπες να σου τηλεφωνήσω μόνο αν πρόκει­
ται για κάτι σοβαρό. Λοιπόν, σοβαρότερο δε γίνεται. Ο Μάικλ
Άχερν κι εκείνη η βρόμα η Νόρα Μπελ και κάποιος Αλή
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 33
Χαλαμπί, Ιρανός, σχεδιάζουν να τινάξουν στον αέρα τον Α­
μερικανό πρόεδρο αύριο». Ακολούθησε κι άλλη παύση. «Ναι,
υποτίθεται πως είμαι κι εγώ στη δουλειά. Λοιπόν, το σχέδιο
ε ίναι το εξής...»
«Μπίλι, αγόρι μου», είπε ο Άχερν, «μεγάλη ζαβολιά αυτό
που έκανες». Καθώς ο Κουίγκλεϊ γύρισε, τον πυροβόλησε
ανάμεσα στα μάτια.
Ο Κουίγκλεϊ σωριάστηκε πάνω στο τραπέζι και ο Άχερν
πήρε το τηλέφωνο. «Ταξίαρχε, τι μου κάνεις; Μάικλ Άχερν
στο τηλέφωνο. Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να ψάξεις για και­
νούριο καρφί». Άφησε το ακουστικό στη θέση του, έσβησε το
φως και γύρισε στη Νόρα. «Πάμε, αγάπη μου».
«Ήξερες πως ήταν καρφί;» ρώτησε εκείνη.
«Ω, ναι. Νομίζω ότι γι’ αυτό τον έβγαλαν από τη φυλακή
τόσο γρήγορα. Μην ξεχνάς ότι είχε καταδικαστεί σε ισόβια.
I Ιρέπει να του πρότειναν κάποια συνεργασία».
«Το καθίκι», είπε η Νόρα. «Καιτώρατα’κανε όλα θάλασσα».
«Καθόλου», είπε ο Άχερν. «Αντίθετα, όλα ήρθαν όπως
< ικριβώς τα υπολόγιζα». Άνοιξε την πόρτα του μικρού φορτη­
γού και τη βοήθησε να μπει μέσα. «Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι
και μετά θα σου πω το πραγματικό μου σχέδιο».

Το 1972, έχοντας ν’ αντιμετωπίσει το συνεχώς διογκούμενο


κύμα τρομοκρατίας, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός διέτα­
ξε τη συγκρότηση μιας μικρής αλλά εκλεκτής αντιτρομο-
κρατικής μονάδας που έγινε γνωστή, μάλλον πικρόχολα,
στους κύκλους της ασφάλειας, ως ο προσωπικός στρατός
ιου πρωθυπουργού, δεδομένου ότι έδινε αναφορά αποκλει­
στικά και μόνο σ’ αυτόν.
Ο ταξίαρχος Τσαρλς Φέργκιουσον, που ήταν επικεφαλής
αυτής της μονάδας από την ίδρυσή της, είχε υπηρετήσει πολ­
λούς πρωθυπουργούς και δεν είχε πολιτικές προτιμήσεις. Το
γραφείο του ήταν στον τρίτο όροφο του υπουργείου Άμυνας
κι έβλεπε προς τη λεωφόρο Χόρσγκαρντς. Εξακολουθούσε να
εργάζεται κι αυτή την περασμένη ώρα όταν του έδωσαν τον
Κουίγκλεϊ στο τηλέφωνο. Ήταν ένας μάλλον ασουλούπωτος
34 JACK HIGGINS
άντρας, που φορούσε τη γραβάτα της βασιλικής φρουράς και
τουΐντ κοστούμι και στεκόταν κοιτάζοντας έξω από το παρά­
θυρο, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του.
Η γυναίκα που μπήκε πλησίαζε τα τριάντα και φορούσε
γκριζοκίτρινο κοστούμι άριστης ραφής και μαύρα γυαλιά με
κοκάλινο σκελετό, που έρχονταν σε αντίθεση με τα κοντά
κόκκινα μαλλιά της. Θα μπορούσε να ήταν γραμματέας μεγά­
λης εταιρείας ή στέλεχος κάποιας επιχείρησης. Στην πραγμα­
τικότητα ήταν ντετέκτιβ, επιθεωρήτρια της αστυνομίας από
τον Ειδικό Κλάδο της Σκότλαντ Γιαρντ και την είχε δανε ιστεί
ο Φέργκιουσον για βοηθό του μετά τον πρόωρο θάνατο, στις
επάλξεις του καθήκοντος, του προκατόχου της. Τ’ όνομά της
ήταν Χάνα Μπερνστάιν.
«Με ζητήσατε, ταξίαρχε;»
«Ναι. Πες μου, σε παρακαλώ, όταν εργάστηκες στην αντι-
τρομοκρατική ομάδα της Σκότλαντ Γιαρντ, έτυχε μήπως ν’
ακούσεις για κάποιον Μάικλ Άχερν;»
«Ιρλανδός τρομοκράτης, από τη μεριά των προτεσταντών
της Οράγγης. Δεν ήταν στο Κόκκινο Χέρι του Όλστερ;»
«Και για κάποια Νόρα Μπελ;»
«Ω, ναι», είπε η Χάνα Μπερνστάιν. «Πολύ σκοτεινός τύ­
πος».
«Είχα έναν πληροφοριοδότη ανάμεσά τους, τον Μπίλι
Κουίγκλέί. Μόλις πριν λίγο μου τηλεφώνησε για να μου πει
ότι ο Άχερν έχει σχεδιάσει να δολοφονήσει τον Αμερικανό
πρόεδρο αύριο. Είχε στρατολογήσει και τον ίδιο τον Κουί-
γκλεϊ. Συμμετέχουν επίσης η Μπελ κι ένας Ιρανός ονόματι
Αλή Χαλαμπί».
«Συγνώμη, σερ, αλλά ξέρω ποιος είναι ο Χαλαμπί. Είναι
μέλος του Στρατού του Θεού, μιας εξτρεμιστικής ομάδας που
αντιτίθεται στη συμφωνία Ισραηλινών και Παλαιστινίων».
«Ναι;» είπε ο Φέργκιουσον. «Πολύ ενδιαφέρον. Κι ακόμα
πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Κουίγκλεϊ πυροβολήθηκε και σκο­
τώθηκε τη στιγμή ακριβώς που μου έδινε την πληροφορία. Ο
Άχερν είχε μάλιστα το θράσος να πάρει το τηλέφωνο και να
μου μιλήσει. Μου είπε ποιος ήταν και με συμβούλεψε να βρω
καινούριο πληροφοριοδότη».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 35
«Πωρωμένος μέχρι το κόκαλο».
«Γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Εν πάση περιπτώσει,
θέλω να ενημερώσεις τους πάντες. Την αντιτρομοκρατική
μονάδα της Σκότλαντ Γιαρντ, το ΜΙ5 και την ασφάλεια της
αμερικανικής πρεσβείας. Σίγουρα οι άντρες της Μυστικής
Υπηρεσίας που φρουρούν τον πρόεδρο θα βρουν την πληρο­
φορία ενδιαφέρουσα».
«Οπωσδήποτε, σερ».
Η Χάνα Μπερνστάιν πήγε προς την πόρτα και ο Φέργκιου-
σον είπε: «Κάτι ακόμα. Θέλω ν’ αναλάβει ο Ντίλον αυτή την
υπόθεση».
Εκείνη γύρισε. «Ο Ντίλον;» είπε με απορία.
«Ο Σον Ντίλον. Μη μου πεις πως δεν τον ξέρεις;»
«Ο μοναδικός Σον Ντίλον που ξέρω, σερ, ήταν ο πιο
φοβερός τρομοκράτης που πέρασε ποτέ από τον IRA και, αν
δεν κάνω λάθος, αποπειράθηκε να τινάξει στον αέρα τον ίδιο
τον πρωθυπουργό και το πολεμικό συμβούλιο το Φεβρουάριο
του 1991, στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου».
«Και παραλίγο νατό πετύχει», είπε ο Φέργκιουσον. «Τώ­
ρα όμως εργάζεται για λογαριασμό μας και καλά θα κάνεις
να συνηθίσεις σ’ αυτή την ιδέα. Μόλις πρόσφατα ανέλαβε κατ’
εντολήν του πρωθυπουργού και ολοκλήρωσε μ’ επιτυχία μια
εξαιρετικά δύσκολη αποστολή που έβγαλε τη βασιλική οικο­
γένεια από πολύ δύσκολη θέση. Θέλω λοιπόν να μου βρεις
αμέσως τον Ντίλον».

Ο Άχερν είχε ένα μικρό διαμέρισμα σε στυλ στούντιο σε μια


πρώην αποθήκη στο Κάμντεν, δίπλα στο ποτάμι. Πάρκαρε
το φορτηγάκι της Τέλεκομ στο γκαράζ κι αμέσως μετά
ανέβασε τη Νόρα επάνω με τον ανελκυστήρα που παλιά
χρησιμοποιούσαν για τα εμπορεύματα. Το μικρό διαμέρι­
σμα ήταν απλά επιπλωμένο: το ξύλινο πάτωμα είχε τριφτεί
και λουστραριστεί, κάποιο χαλάκι εδώ κι εκεί, δυο τρεις
μεγάλοι καναπέδες. Οι πίνακες στους τοίχους ήταν πολύ
μοντέρνοι.
«Ωραίο διαμερισματάκι», είπε η Νόρα, «αλλά δε σου πάει».
36 JACK HIGGINS
«Δεν είναι δικό μου. Το έχω νοικιάσει για έξι μήνες».
Ο Άχερν άνοιξε το ντουλάπι με τα ποτά, έβγαλε ένα μπου­
κάλι με ιρλανδέζικο ουίσκι Τζέιμσον κι έβαλε σε δυο ποτήρια.
Έδωσε το ένα στη Νόρα και μετά άνοιξε ένα παράθυρο και
βγήκε σε μια μικρή πλατφόρμα που έβλεπε προς το ποτάμι
«Τι θα γίνει τώρα, Μάικλ;» ρώτησε η Νόρα. «Θέλω να πω,
τώρα πλέον αποκλείεται να κάνουμε οποιαδήποτε κίνηση
κατά του προέδρου στην Κονστιτοΰσιον Χιλ».
«Ούτε που μου πέρασε ποτέ αυτή η σκέψη. Θα πρέπει να
θυμάσαι, Νόρα, ότι δεν αφήνω ποτέ το αριστερό μου χέρι να
ξέρει τι κάνει το δεξί μου».
«Εξήγησέ μου, λοιπόν», είπε εκείνη.
«Μετά το τηλεφώνημα του Κουίγκλεί, οπουδήποτε κι αν
πάει αύριο ο πρόεδρος όλοι θα στέκονται σ’ αναμμένα κάρ­
βουνα. Πρόσεξε τώρα τη σκέψη μου. Αν γίνει κάποια αποτυ­
χημένη προσπάθεια με κάποια έκρηξη σε κάποιο σημείο της
προγραμματισμένης διαδρομής του προς το νούμερο δέκα της
Ντάουνινγκ Στρητ, όλοι θ’ ανασάνουν με ανακούφιση, ιδίως
αν βρουν στο σημείο της έκρηξης και ό,τι έχει απομείνει από
τον Χαλαμπί».
«Συνέχισε».
«Δε θα περιμένουν κάποια άλλη παρόμοια ενέργεια την
ίδια μέρα σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον».
«Χριστέ μου!» είπε η Νόρα. «Τα είχες προβλέψει όλα από
την αρχή. Χρησιμοποίησες τον Κουίγκλεί για τα σχέδιά σου».
«Τον ταλαίπωρο!» Ο Άχερν πέρασε δίπλα της και σερβι­
ρίστηκε κι άλλο ουίσκι. «Μόλις δουν την έκρηξη, θα σκεφτούν:
αυτό ήταν, τελείωσε. Αλλά το πράγμα δε θα έχει τελειώσει.
Αύριο βράδυ στις εφτάμισι ο Αμερικανός πρόεδρος, ο πρω­
θυπουργός και ορισμένοι επίλεκτοι καλεσμένοι θα επιβιβα­
στούν στο ποταμόπλοιο Τζέρσζ Λίλι, στην προβλήτα Κάντο-
γκαν του Τσέλσι, για μια βραδιά με μουσική και κοκτέιλ. Θα
περάσουν μπροστά από τα κτίρια της Βουλής και θα καταλή­
ξουν στην προβλήτα Γουεστμίνστερ. Την οργάνωση έχει ανα­
λάβει η εταιρεία κέτερινγκ Ορσίνι, από την οποία εσύ κι εγώ
έχουμε προσληφθεί ως σερβιτόροι». Ο Άχερν άνοιξε ένα
συρτάρι κι έβγαλε δυο κάρτες-ταυτότητες με φωτογραφία.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 37
«Εγώ λέγομαι Χάρι Σμιθ — ωραίο κι αθώο όνομα. Το ψεύτικο
μουστάκι και τα γυαλιά που βλέπεις θα τα βάλω όταν έρθει η
κατάλληλη στιγμή».
«Κι εγώ θα είμαι η Μαίρη Χαντ», είπε η Νόρα. «Πολύ
αξιοπρεπές όνομα. Πού βρήκες τη φωτογραφία μου;»
«Είναι μια παλιά που είχα. Ένας φίλος μου φωτογράφος
πρόσθεσε τα γυαλιά. Σχεδιάζουν κοκτέιλ πάρτιστο μπροστινό
κατάστρωμα, αν το επιτρέψει ο καιρός».
«Και με τα όπλα τι γίνεται; Πώς θα τα περάσουμε από τον
έλεγχο;»
«Το έχω φροντίσει. Ένας φίλος μου εργαζόταν ως μέλος
του πληρώματος μέχρι χτες. Έχει αφήσει δύο Βάλτερ με
σιγαστήρα στον πάτο ενός πυροσβεστικού κουβά με άμμο,
τυλιγμένα σε νάιλον, σε μια από τις αντρικές τουαλέτες, αφού
είχε ήδη γίνει ο έλεγχος από τους άντρες της ασφάλειας».
«Πολύ έξυπνο».
«Δεν είμαι καμικάζι, Νόρα. Θέλω να μείνω ζωντανός. Θα
χτυπήσουμε από τα επάνω καταστρώματα. Με τους σιγαστή­
ρες που διαθέτουμε, ο πρόεδρος θα πέσει κάτω σαν να έπαθε
καρδιακή προσβολή».
«Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε;»
«Το πλοίο έχει ένα φουσκωτό σκάφος ανεφοδιασμού με
εξωλέμβια μηχανή, δεμένο στην πρύμνη. Μέσα στη σύγχυση,
θα πηδήσουμε μέσα και θα βγούμε στην απέναντι μεριά του
ποταμού».
«Αρκεί να υπάρξει πράγματι σύγχυση».
«Τίποτε δεν είναιτέλειο και σίγουρο σ’ αυτή τη ζωή. Είσαι
μαζί μου;»
«Ω, ναι», είπε η Νόρα. «Μαζί σου μέχρι τέλους, Μάικλ,
οτιδήποτε κι αν συμβεί».
«Μπράβο, καλό μου κορίτσι». Ο Άχερν την αγκάλιασε και
την έσφιξε πάνω του. «Λοιπόν, δεν πάμε τώρα να τσιμπήσουμε
κάτι; Πεθαίνω της πείνας».
2

αράξενος άνθρωπος αυτός ο Σσν Ντίλον», είπε ο Φέρ-

Π γκιουσον.
«Το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς», παρατήρη­
σε η Χάνα Μπερνστάιν.
Κάθονταν στο πίσω μέρος της Ντέμλερ του Φέργκιουσον,
που προχωρούσε με δυσκολία μέσα στην πυκνή κυκλοφορία
ιου Γουέστ Εντ.
«Γεννήθηκε στο Μπέλφαστ, αλλά η μητέρατσυ πέθανε στη
γέννα. Ο πατέρας του ήρθε να δουλέψει στο Λονδίνο κι έτσι
ο μικρός φοίτησε εδώ στο σχολείο. Έχει απίστευτο ταλέντο
ηθοποιίας. Έκανε ένα χρόνο στη Βασιλική Ακαδημία Δραμα­
τικής Τέχνης και πήρε ένα δυο ρόλους στο Εθνικό Θέατρο.
Εχει επίσης μεγάλη άνεση στις ξένες γλώσσες: μιλάει από
ιρλανδικά μέχρι ρωσικά».
«Όλ’ αυτά είναι πολύ εντυπωσιακά, σερ, η αλήθεια όμως
ε ίναι ότι κατέληξε να σκοτώνει ανθρώπους για λογαριασμό
εου IRA».
«Ναι, αυτό βέβαια συνέβη επειδή ο πατέρας του, στη
διάρκεια κάποιου ταξιδιού του στο Μπέλφαστ, βρέθηκε μέσα
40 JACK HIGGINS
σε διασταυρούμενα πυρά και σκοτώθηκε από μια περίπολο
του βρετανικού στρατού. Ο Ντίλον ορκίστηκε να εκδικηθεί,
έκανε μια σύντομη εκπαίδευση στα όπλα στη Λιβύη κι έκτοτε
δεν ξανακοίταξε πίσω».
«Και γιατί μετά τον IRA άρχισε ν’ αναλαμβάνει και διε­
θνείς αποστολές;»
«Διότι απογοητεύτηκε από τον αρχικό μεγάλο του στόχο.
Ο Ντίλον είναι ένας ολοκληρωτικά αδίστακτος τύπος όταν
αυτό επιβάλλουν οι περιστάσεις. Έχει σκοτώσει πολλές φο­
ρές στην καριέρα του. Και όμως, θα ’λεγε κανείς ότι το να
βάζει βόμβες στην τύχη, που θα μπορούσαν να τινάξουν στον
αέρα γυναίκες και παιδιά, δεν ταιριάζει στο δικό του στυλ».
«Θέλετε, δηλαδή, να πείτε ότι διαθέτει στην πραγματικό­
τητα κάποιου είδους ηθική;»
Ο Φέργκιουσον γέλασε. «Το βέβαιο είναι ότι ποτέ δεν
έκανε διακρίσεις. Εργάστηκε για λογαριασμό της PLO, αλλά
επίσης και ως ειδικός στις υποβρύχιες καταστροφές για λογα­
ριασμό των Ισραηλινών».
«Με το αζημίωτο, φυσικά».
«Ασφαλώς. Ο καλός μας ο Σον εκτιμά τα ωραία πράγματα
στη ζωή. Η απόπειρα κατά της Ντάουνινγκ Στρητ έγινε επίσης
για τα χρήματα. Ο Σαντάμ Χουσεΐν κρυβόταν πίσω απ’ αυτή
την υπόθεση. Και όμως, δεκαοχτώ μήνες αργότερα ο Ντίλον
οδηγεί ένα ελαφρό αεροπλάνο με ιατρικά εφόδια για τα
παιδιά στη Βοσνία, χωρίς πληρωμή».
«Πώς έτσι; Ακούσε μήπως τη φωνή του Θεού μέσ * από τα
σύννεφα;»
«Τι σημασία έχει; Το θέμα είναι ότι οι Σέρβοι τον τσάκω­
σαν και το μέλλον του, για να το θέσω με τον ηπιότερο δυνατό
τρόπο, διαγραφόταν ζοφερό. Έκανα μια συμφωνία μαζί τους
και τον γλίτωσα από το εκτελεστικό απόσπασμα. Σε αντάλ­
λαγμα ήρθε να δουλέψει για λογαριασμό μου, αφού έσβησα
τα πάντα από το μητρώο του».
«Συγνώμη, σερ, αλλά ένα τέτοιο μητρώο δεν καθαρίζει
ποτέ».
«Καλή μου επιθεωρήτρια, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις
στη δουλειά μας κατά τις οποίες είναι χρήσιμο να βάζουμε τον
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 41
έναν κακό να πιάσει τον άλλο. Αν πρόκειται να συνεχίσεις να
εργάζεσαι για λογαριασμό μου, πρέπει να συνηθίσεις σ’ αυτή
την ιδέα». Ο Φέργκιουσον κοίταξε από το παράθυρο καθώς
έστριβαν κι έπαιρναν την Γκράφτον Στρητ. «Είσαι σίγουρη ότι
θα τον βρούμε εδώ;»
«Έτσι μου είπαν, σερ. Είναι το αγαπημένο του εστιατόριο».
«Θαυμάσια», είπε ο Φέργκιουσον. «Θα μπορούσα να εκ­
μεταλλευτώ την ευκαιρία και να τσιμπήσω κι εγώ κάτι».

Ο Σον Ντίλον καθόταν στο μπαρ του επάνω ορόφου στο


ιρλανδικό εστιατόριο του Μάλιγκαν, με μια ντουζίνα στρείδια
oto πιάτο του κι ένα μπουκάλι σαμπάνια Κρουγκ, ενώ ταυτό­
χρονα διάβαζε τη βραδινή εφημερίδα. Ήταν μικρόσωμος, όχι
πάνω από ένα κι εξήντα πέντε, μέ μαλλιά τόσο ξανθά που
φαίνονταν σχεδόν λευκά. Φορούσε σκούρο τζιν, παλιό δερμά­
τινο τζάκετ αεροπόρου και λευκό φουλάρι στο λαιμό. Τα μάτια
ήταν το πιο περίεργο χαρακτηριστικό του, σαν νερό πάνω σε
πέτρα — διάφανα, χωρίς χρώμα— και στα χείλη του διαγρα­
φόταν ένα μόνιμο ειρωνικό χαμόγελο, η έκφραση του ανθρώ­
που που έχει πάψει να παίρνει τη ζωή στα σοβαρά.
«Εδώ είμαστε, λοιπόν», είπε ο Τσαρλς Φέργκιουσον,και ο
Ντίλον σήκωσε το κεφάλι του και βόγκηξε. «Όλα κι όλα,
απόψε δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Θα πάρω κι εγώ μια
ντουζίνα απ’ αυτά τα πράγματα, μ’ ένα μπουκάλι Γκίνες».
Μια νέα σερβιτόρα που στεκόταν δίπλα είχε ακούσει. Ο
Ντίλον της είπε στα ιρλανδικά: «Εγγλέζος με τα όλα του όπως
βλέπεις, κορίτσι μου, αλλά η συγχωρεμένη η μάνα του ήταν
Ιρλανδέζα, γι’ αυτό φέρ’ του ό,τι ζήτησε».
Η κοπέλα του χαμογέλασε με μια έκφραση αληθινής αφο-
σίωσηςκι έφυγε. Ο Φέργκιουσον κάθισε και ο Ντίλον σήκωσε
το κεφάλι του και κοίταξε τη Χάνα Μπερνστάιν. «Κι εσύ,
κοπέλα μου, ποια είσαι;»
«Είναι η επιθεωρήτρια Χάνα Μπερνστάιν, ντετέκτιβ του
Ειδικού Κλάδου και νέα μου βοηθός και, σε παρακαλώ πολύ,
να μη μου τη διαφθείρεις. Λοιπόν, πού είναι η Γκίνες μου;»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Χάνα Μπερνστάιν δέχτηκε το
42 JACK HIGGINS
πρώτο της σοκ διότι, καθώς ο Ντίλον σηκώθηκε, της χαμογέ­
λασε και ήταν ένα χαμόγελο που εκείνη δεν είχε ξαναδεί,
ζεστό και φοβερά γοητευτικό, που άλλαζε ολοκληρωτικά την
προσωπικότητά του. Η Χάνα είχε έρθει εδώ με την πρόθεση
να μισήσει αυτό τον άνθρωπο, αλλά τώρα...
Ο Ντίλον της έσφιξε το χέρι. «Και τι δουλειά έχει μια καλή
Εβραιοπσύλα σαν κι εσένα σε μια τόσο άσχημη παρέα; θα
πάρε ις ένα ποτήρι σαμπάνια;»
«Δε νομίζω- είμαι σε ώρα υπηρεσίας». Με κάποια αμηχα­
νία, η Χάνα κάθισε κι αυτή.
Ο Ντίλον πήγε στο μπαρ, γύρισε μ’ ένα ακόμα ποτήρι και-
της σέρβιρε λίγη Κρσυγκ. «Όποιος βαρέθηκε τη σαμπάνια,
βαρέθηκε τη ζωή».
«Βαρύγδουπα,αλλά κούφια λόγια», είπε η Χάνα, πήρε
όμως το ποτήρι.
Ο Φέργκιουσον ξέσπασε σε γέλια. «Πρόσεξε μην την
υποτιμήσεις, Ντίλον. Προ μηνών βρέθηκε μπροστά σ’ έναν
κακοποιό με κοντόκαννη καραμπίνα που έβγαινε από ένα
σούπερ μάρκετ. Για κακή του τύχη η Χάνα υπηρετούσε στη
φρουρά της αμερικανικής πρεσβείας εκείνη τη βδομάδα και
είχε στην τσάντα της ένα Σμιθ-Γουέσον».
«Έτσι λοιπόν έπεισες τον ταξίαρχο να σε συμπεριλάβει
στα σκοτεινά του σχέδια;» είπε ο Ντίλον.
Η Χάνα έγνεψε καταφατικά. «Κάπως έτσι».
Η Γκίνες και τα στρείδια του Φέργκιουσον έφτασαν. «Έ­
χουμε πρόβλημα, Ντίλον, μεγάλο πρόβλημα. Πεςτου, επιθεω-
ρήτρια».
Πράγμα που εκείνη έκανε με λίγες σύντομες προτάσεις.
Όταν τελείωσε, ο Ντίλον έβγαλε ένα τσιγάρο από μια ασημέ­
νια θήκη και το άναψε μ’ έναν παλιομοδίτικο αναπτήρα Ζίπο.
«Λοιπόν, τι λες;» τον ρώτησε η Χάνα.
«Απ’ ό,τι μου είπες, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μπίλι
Κουίγκλεϊ είναι νεκρός».
«Πρόλαβε όμως να μιλήσει στον ταξίαρχο», είπε η Χάνα.
«Αυτό ασφαλώς σημαίνει ότι ο Άχερν θα ματαιώσει τη δου­
λειά».
«Γιατί να τη ματαιώσει;» ρώτησε ο Ντίλον. «Ξέρετε μόνο
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 43
ότι σχεδιάζει να δολοφονήσει τον πρόεδρο αύριο. Πού όμως;
Πότε; Έχετε την παραμικρή, έστω, ιδέα; Και στοιχηματίζω ότι
το πρόγραμμα του προέδρου θα είναι φορτωμένο!»
«Και βέβαια είναι», είπε ο Φέργκιουσον. «Συνάντηση στην
Ντάουνινγκ Στρητ το πρωί με τον δικό μας και τον Ισραηλινό
πρωθυπουργό. Κοκτέιλ πάρτι εν πλω στο ποτάμι το βράδυ κι
ένα σωρό άλλα πράγματα στο ενδιάμεσο».
«Απότα οποία δεν είναι διατεθειμένος να ματαιώσειτίπστε;»
«Δυστυχώς». Ο Φέργκιουσον κούνησε αρνητικά το κεφάλι
του. «Πήρα ήδη ένα τηλεφώνημα από την Ντάουνινγκ Στρητ.
Ο πρόεδρος αρνείται να κάνει την παραμικρή αλλαγή στο
πρόγραμμά του».
«Γνωρίζεις τον Άχερν προσωπικά;» ρώτησε η Χάνα Μπερν-
στάιν.
«Ω, ναι», της είπε ο Ντίλον. «Προσπάθησε να με σκοτώσει
μια δυο φορές και μετά συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο
σε κάποιες διαπραγματεύσεις για ανακωχή στο Ντέρι».
«Και η φιλενάδα του;»
Ο Ντίλον κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μόνο φιλε­
νάδα του δεν είναι η Νόρα Μπελ. Το σεξ δεν περιλαμβάνεται
στα ενδιαφέροντά της. Ήταν μια απλή εργαζόμενη κοπέλα
μέχρι που η οικογένειάτης εξολοθρεύτηκε από μια βόμβα του
IRA. Σήμερα θα ήταν πρόθυμη να σκοτώσει και τον ίδιο τον
Πάπα αν μπορούσε».
«Και ο Άχερν;»
«Περίεργος τύπος. Είναι σαν να κάνει σπορ. Ευφυέστατος
στις κινήσεις του. Θυμάμαι την αγαπημένη του φράση: έλεγε ότι
δεν του αρέσει να ξέρει το αριστερό του χέρι τι κάνει το δεξί».
«Και τι σημαίνει αυτό ακριβώς;» ζήτησε να μάθει ο Φέρ-'
γκιουσον.
«Απλώς ότι, όταν πρόκειται για τον Άχερν, τίποτε δεν είναι
όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση και μετά ο Φέργκιουσον
είπε: «Έχουμε βάλει τους πάντες να δουλέψουν γι’ αυτό το
θέμα. Μας έχουν βρει μια όχι και τόσο καλή φωτογραφία του».
«Και μια ακόμα χειρότερη φωτογραφία της γυναίκας»,
είπε η Χάνα.
44 JACK HIGGINS
Ο Φέργκιουσον κατάπιε ένα στρείδι. «Έχεις καμιά ιδέα
για το πώς θα μπορούσαμε να τον βρούμε;»
«Η αλήθεια είναι πως έχω», είπε ο Ντίλον. «Υπάρχει ένα
προτεστάντικο παμπ στο Κίλμπερν, ο Γουλιέλμος της Οράγ-
γης. Ίσως μπορέσω να μάθω κάτι εκεί».
«Τότε τι περιμένουμε;» Ο Φέργκιουσον κατάπιε το τελευ­
ταίο του στρείδι και σηκώθηκε. «Μπρος, να πηγαίνουμε».

Ο Γουλιέλμος της Οράγγης θύμιζε εκπληκτικά Μπέλφαστ, με


μια τοιχογραφία που έδειχνε το βασιλιά Γουλιέλμο νικητή στη
μάχη του ποταμού Μπόιν. Θα νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε
παμπ του Σάνκιλ.
«Δε θα νιώσετε ιδιαίτερα άνετα εκεί μέσα εσείς οι δύο»,
είπε ο Ντίλον, ενώ κάθονταν στο πίσω μέρος της Ντέμλερ.
«Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον Πάντι Ντρίσκολ».
«Ποιος είναι αυτός; Ανήκει στην Εθελοντική Δύναμη του
Όλστερ;» ρώτησε ο Φέργκιουσον.
«Ας πούμε ότι ασχολείται με τη συγκέντρωση χρημάτων.
Περιμένετε εδώ. Θα πάω από την πίσω πόρτα».
«Πήγαινε κι εσύ μαζί του», διέταξε ο Φέργκιουσον την
Μπερνστάιν.
Ο Ντίλον αναστέναξε. «Εντάξει, ταξίαρχε, αλλά εγώ κάνω
κουμάντο».
Ο Φέργκιουσον έγνεψε καταφατικά. «Κάνε ό,τι σου πει».
Ο Ντίλον βγήκε από το αυτοκίνητο κι άρχισε να προχωρεί
στο πεζοδρόμιο. «Οπλοφορείς;» ρώτησε τη Χάνα.
«Φυσικά».
«Ωραία. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί σ’ αυτό
τον παλιόκοσμο».
Σταμάτησε στην είσοδο μιας αυλής, έβγαλε ένα Βάλτερ
από το πίσω μέρος της ζώνης του κι αφού βίδωσε πάνω του
ένα σιγαστήρα Κάρσγουελτο έχωσε μέσα στο αεροπορικό του
τζάκετ. Διέσχισαν τη λιθόστρωτη αυλή μέσα στη βροχή, ενώ
στ’ αυτιά τους έφτανε μουσική από το χώρο του μπαρ. Κάποια
ορχήστρα έπαιζε Το Φουλάρι που Φορούσε ο Πατέρας μου.
Από το πίσω παράθυρο φαινόταν μια μεγάλη κουζίνα κι
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 45
ένας μικρόσωμος, γκριζομάλλης άντρας καθισμένος σ’ ένα
τραπέζι να κάνει λογαριασμούς.
«Αυτός είναι ο Ντρίσκολ», ψιθύρισε ο Ντίλον. «'Ελα, πάμε
μέσα».
Ο Ντρίσκολ ένιωσε κάποια από τα χαρτιά του να ταράζο­
νται από το ξαφνικό ρεύμα αέρα, σήκωσε το κεφάλι του και
ε ίδε τον Ντίλον να μπαίνει στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από
τη Χάνα Μπερνστάιν.
«Ο Θεός να σας ευλογεί όλους εδώ», είπε ο Ντίλον. «Πά-
ντι, αγόρι μου, τι μου κάνεις;»
«Χριστέ μου, ο Σον Ντίλον». Ο Ντρίσκολ αδυνατούσε να
κρύψει το φόβο από το πρόσωπό του.
«Κι από δω μια καλή ντετέκτιβ, επιθεωρήτριατης αστυνο­
μίας. Έννοια σου και θα σε περιποιηθούμε καλά απόψε,
Πάντι».
«Τι θέλετε από μένα;»
Η Χάνα στηρίχτηκε πάνω οτηγ πόρτα και ο Ντίλον τράβη­
ξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι στον Ντρίσκολ, στην άλλη
μεριά του τραπεζιού. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε.
«ΜάικλΆχερν. Πού θα τον βρω;»
«Δεν είμαστε καλά, Σον. Χρόνια έχω να τον δω».
«Και τον Μπίλι Κουίγκλεϊ; Μη μου πεις ότι ούτε κι αυτόν
τον έχεις δει, γιατί ξέρω ότι τα πίνει εδώ τακτικά».
Ο Ντρίσκολ προσπάθησε να το παίξει άνετος. «Ναι, βέ­
βαια, ο Μπίλι έρχεται συχνά, αλλά όσο για τον Άχερν...»
Λνασήκωσε τους ώμους. «Απαίσιος τύπος, Σον. Δε θέλω ούτε
να τον ξέρω».
«Ναι, αλλά εγώ είμαι χειρότερος». Με μια ξαφνική κίνηση ο
Ντίλον έβγαλε το Βάλτερ από το εσωτερικό του τζάκετ του και
πυροβόλησε. Ακούστηκε ένας πνιχτός κρότος και ο λοβός του
αριστερού αυτιού του Ντρίσκολ διαλύθηκε. Εκείνος βόγκηξε κι
έφερε το χέρι στο αυτί του, απ’ όπου ξεπεταγόταν αίμα.
«Ντίλον! Για όνομα του Θεού!» ξεφώνισε η Χάνα.
«Δε νομίζω ότι Αυτός έχει και τόση σχέση». Ο Ντίλον
σήκωσε και πάλι το Βάλτερ. «Και τώρα το άλλο αυτί».
«'Οχι! Θα σου πω», είπε βογκώντας ο Ντρίσκολ. «Ο Άχερν
46 JACK HIGGINS
τηλεφώνησε χτες. Άφησε ένα μήνυμα για τον Μπίλι. Του το
έδωσα κατά τις πέντε, όταν πέρασε να πιει κάτι».
«Τι ακριβώς έλεγε το μήνυμα;»
«Να τον συναντήσει στη Χάι Στρητ του Γουάπινγκ, σε μια
αποθήκη που λέγεται Όλιβερς».
Ο Ντρίσκολ έψαχνε για μαντίλι και βογκούσε από τον
πόνο. Ο Ντίλον έχωσε το όπλο και πάλι μέσα στο τζάκετ του
και σηκώθηκε. «Είδες;» είπε. «Ήταν τόσο απλό».
«Ντίλον, είσαι κτήνος», είπε η Χάνα Μπερνστάιν ενώ
άνοιγε την πόρτα.
«Μου το ’χουν πει κι άλλοι». Φτάνοντας στην πόρτα, ο
Ντίλον γύρισε. «Κάτι ακόμα, Πάντι. Ο ΜάικλΆχερν σκότωσε
τον Μπίλι Κουίγκλεϊ νωρίτερα απόψε. Είμαστε βέβαιοι γι’
αυτό».
«Ω Θεέ μου!»
«Αν ήμουν στη θέση σου, θα φρόντιζα να μην μπλέξω»,
πρόσθεσε ο Ντίλον κι έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω του.

«Να καλέσω ενισχύσεις;» ρώτησε η Χάνα Μπερνστάιν, ενώ η


Ντέμλερ κατευθυνόταν προς την αποθήκη.
Ο Φέργκιουσον κατέβασε το τζάμι του παραθύρου του και
κοίταξε έξω. «Δε νομίζω πως έχει νόημα. Ακόμα κι αν ήταν
πράγματι εδώ, τώρα θα έχει φύγει. Πάμε όμως να ρίξουμε μια
ματιά».
Πρώτος προχώρησε ο Ντίλον, με το Βάλτερ έτοιμο στο
αριστερό του χέρι. Πέρασε από το παραπόρτι, βρήκε το δια­
κόπτη του ηλεκτρικού στον τοίχο κι άναψε το φως. Στο κάτω
μέρος της σκάλας βρήκε το διακόπτη του φωτισμού του γρα­
φείου κι άρχισε ν’ ανεβαίνει πρώτος τα σκαλοπάτια. Ο Μπίλι
Κουίγκλεϊ ήταν σωριασμένος ανάσκελα πάνω στο τραπέζι. Ο
Ντίλον έκανε στην μπάντα, χώνοντας το Βάλτερ ξανά μέσα
στο τζάκετ του και κάνοντας χώρο στον Φέργκιουσον και τη
Χάνα Μπερνστάιν να προχωρήσουν.
«Αυτός είναι, σερ;» ρώτησε η Χάνα.
«Δυστυχώς». Ο Φέργκιουσον αναστέναξε. «Κάνε ό,τι χρειά­
ζεται, σε παρακαλώ».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 47
Η Χάνα πήρε έναν αριθμό στο κινητό της τηλέφωνο και
ο Φέργκιουσον έκανε μεταβολή κι άρχισε να κατεβαίνει τη
σκάλα, ακολουθούμενος από τον Ντίλον. Βγήκε έξω στο
δρόμο και στάθηκε δίπλα σ’ ένα κιγκλίδωμα που έβλεπε
προς τον Τάμεση. Καθώς ο Ντίλον πλησίαζε, εμφανίστηκε
και η Χάνα Μπερνστάιν. «Λοιπόν, τι λέτε;» ρώτησε ο Φέρ-
γκιουσον.
«Δεν πιστεύω ότι ο Άχερν αγνοούσε πως ο Μπίλι ήταν
πληροφοριοδότης», είπε ο Ντίλον.
Ο Φέργκιουσον γύρισε στη Χάνα. «Κι αυτό τι σημαίνει;»
«Αν ο Ντίλον έχει δίκιο, σερ, ο Άχερν μας παίζει κάποιο
παιχνίδι».
«Ναι, αλλά τι παιχνίδι;» ζήτησε να μάθει ο Φέργκιουσον.
«Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει κανείς
να περιμένει, ταξίαρχε, και η παρούσα είναι μία απ’ αυτές»,
είπε ο Ντίλον. «Αν θέλεις να σου πω τι σκέφτομαι στη
συγκεκριμένη περίπτωση,το πράγμα είναι απλό. Κρεμόμα­
στε από τα χέρια του Άχερν. Σίγουρα θα κάνει κάποια
κίνηση αύριο, οπότε και ίσως έχω ορισμένες ιδέες, όχι όμως
νωρίτερα».
Ο Ντίλον άναψε τσιγάρο με τον παλιό Ζίπο του, γύρισε κι
άρχισε να επιστρέφει στην Ντέμλερ.

Λίγο πριν τις εννιά το επόμενο πρωί ο Άχερν, οδηγώντας το


φορτηγάκι της Τέλεκομ, σταματούσε στην πύλη του πάρκου,
απέναντι από την οδό Μάλμπορο. Η Νόρα ακολουθούσε μ’
ένα Τογιότα. Ο Αλή Χαλαμπί περίμενε δίπλα στην πύλη ντυ­
μένος με τζιν και πράσινο άνορακ. Πλησίασε αμέσως μόλις
είδε το βαν.
«Ο Κουίγκλεϊ δε φάνηκε ακόμα».
«Έμπα μέσα». Ο Άραβας έκανε όπως του είπαν και ο
Άχερν του έδωσε να φορέσει μία από τις πορτοκαλιές φόρ­
μες της Τέλεκομ. «Ο Μπίλι αρρώστησε. Υποφέρει από
χρόνιο άσθμα και το στρες του προκάλεσε κρίση». Ανασή­
κωσε τους ώμους. «Δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχεις να
κάνεις είναι να οδηγήσεις το φορτηγάκι. Η Νόρα κι εγώ θα
48 JACK HIGGINS
σου δείξουμε τη θέση σου. Θα βγεις έξω, θ’ ανοίξεις το
κάλυμμα του φρεατίου και μετά θα φύγεις μέσ’ από το πάρκο.
Δε φαντάζομαι να έχεις μετανιώσει;»
«Αλίμονο».
«Ωραία. Λοιπόν, ακολούθησέ μας κι όλα θα πάνε καλά».
Ο Άχερν κατέβηκε. Ο Χαλαμπί κάθισε στο τιμόνι. «Ο
Θεός είναι μεγάλος», είπε.
«Και βέβαια είναι, αγόρι μου». Ο Άχερν έκανε μεταβολή
και κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου περίμενε η Νόρα με
το Τογιότα.

Η Νόρα έκανε μεγάλο κύκλο. Πέρασε από τα ανάκτορα του


Μπάκιγχαμ, ανέβηκε το Γκρόσβενορ Πλέις και γύρισε ακο­
λουθώντας την Κονστιτούσιον Χιλ, δίπλα στο πάρκο. Εκτε-
λώντας τις οδηγίες του Άχερν, πλησίασε στο πεζοδρόμιο
που ήταν απέναντι από την οξιά και σταμάτησε. Ο Άχερν
έβγαλε το χέρι του από το παράθυρο υψώνοντας τον αντί-
χειρά του. Ενώ ξεκινούσαν και πάλι, το φορτηγάκι της
Τέλεκομ σταματούσε δίπλα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Υ­
πήρχε σταθερή κυκλοφορία στο δρόμο. Ο Άχερν είπε στη
Νόρα να προχωρήσει καμιά πενηνταριά μέτρα και να στα­
ματήσει και πάλι στην άκρη του δρόμου. Είδαν τον Χαλαμπί
να βγαίνει από το φορτηγάκι. Πήγε κι άνοιξε την πίσω
πόρτα. Εμφανίστηκε και πάλι με μια μεταλλική λαβίδα,
έσκυψε και σήκωσε το κάλυμμα του φρεατίου.
«Κάνει καλά τη δουλειά του το αγόρι μας», είπε ο Άχερν.
Έβγαλε ένα μικρό πλαστικό τηλεχειριστήριο από την τσέ­
πη του και πάτησε ένα κουμπί. Πίσω τους το φορτηγάκι τινά­
χτηκε στον αέρα τυλιγμένο στις φλόγες και δύο ακόμα αυτό-,
κίνητα που περνούσαν δίπλα του εκείνη τη στιγμή βρέθηκαν
στην απέναντι μεριά του δρόμου.
«Να ποιο ήταν το αποτέλεσμα της αφοσίωσής σου». Ο
Άχερν χτύπησε τη Νόρα ελαφρά στον ώμο. «Εντάξει, κορίτσι
μου. Ο Μπίλι τους είπε να περιμένουν μια έκρηξη και να την
που έγινε».
«Είναι πάντως κάτι που μας στοιχίζει πολύ. Γιατί τώρα που
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 49
ο Χαλαμπί έφυγε από τη μέση χάνουμε και τα υπόλοιπα
χρήματα».
«Δυόμισι εκατομμύρια λίρες σε τράπεζα της Ελβετίας,
Νόρα, δεν είναι άσχημο μεροκάματο. Μην είσαι αχόρταγη.
Και τώρα πάμε να φύγουμε από δω».

Ήταν αργά το απόγευμα και ο Φέργκιουσον βρισκόταν ακό­


μα στο γραφείο του, στο υπουργείο Άμυνας, όταν η Χάνα
Μπερνστάιν μπήκε μέσα.
«Έχουμε κάτι νεότερο;» ρώτησε ο Φέργκιουσον.
«Τίποτε απολύτως, σερ. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο,
μπόρεσε να γίνει πιστοποίηση της ταυτότητας του Χαλαμπί
από τα ελάχιστα υπολείμματα του σώματός του —από τα
δακτυλικά του αποτυπώματα, κυρίως. Προφανώς ήταν στο
πεζοδρόμιο, όχι μέσα στο φορτηγάκι».
«Και οι άλλοι;»
«Δύο ακόμα αυτοκίνητα ανατινάχτηκαν από την έκρηξη.
Το πρώτο το οδηγούσε μια γυναίκα γιατρός που σκοτώθηκε
επιτόπου. Στο δεύτερο επέβαιναν ένας άντρας και μια γυναί­
κα που πήγαιναν σε κάποια εμπορική έκθεση. Είναι και οι δυο
τους στην εντατική». Η Χάνα άφησε την αναφορά πάνω στο
γραφείοτου. «Ο Κουίγκλεί μας είπε την αλήθεια, αλλάτουλά-
χιστον ξέρουμε ότι η απόπειρα του Άχερν απέτυχε».
«Νομίζεις;»
«Σερ, είδατε το πρόγραμμα του Αμερικανού προέδρου.
Θα περνούσε από την Κονστιτούσιον Χιλ γύρω στις δέκα,
κατευθυνόμενος προς την Ντάουνινγκ Στρητ. Ο Άχερν προ­
φανώς το ήξερε».
«Και η έκρηξη;»
«Ήταν πρόωρη, πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά σ’
αυτές τις περιπτώσεις, όπως ξέρετε. Ο Χαλαμπί ήταν ερασι­
τέχνης. Διάβασα προσεκτικά το φάκελό του. Έχει πτυχίο
λογιστικής από την Οικονομική Σχολή του Λονδίνου».
«Ναι, η εξήγηση αυτή μου φαίνεται αρκετά ικανοποιητική».
«Δε φαίνεται όμως ικανοποιητική στον Ντίλον. Αλήθεια,
πού είναι τώρα;»
50 JACK HIGGINS
«Ψάχνει και οσμίζεται εδώ κι εκεί».
«Δε θα εμπιστευόταν ούτε τη γιαγιά του αυτός ο τύπος».
«Ίσως γι’ αυτό ακριβώς εξακολουθεί να παραμένει ζω­
ντανός», της είπε ο Φέργκιουσον. «Σερβιρίσου καφέ, επι-
θεωρήτρια».

Στο μικρό διαμέρισμα του Κάμντεν ο Άχερν στεκόταν μπρο­


στά στον καθρέφτη του μπάνιου κι έτριβε τα μαλλιά του με
μπριγιαντίνη. Τα χτένισε προς τα πίσω, κάνοντας χωρίστρα
στη μέση, και μετά κόλλησε με προσοχή ένα σκούρο μου­
στάκι κάτω από τη μύτη του. Πήρε ένα ζευγάρι γυαλιά με
κοκάλινο σκελετό καιτα φόρεσε και, τέλος, έκανε σύγκριση
του προσώπου του με τη φωτογραφία στην άδεια εισόδου.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε και η Νόρα στο δωμάτιο. Φορούσε
μια απλή μαύρη φούστα και λευκή μπλούζα. Τα μαλλιά της
ήταν δεμένα σφιχτά πίσω. Είχε βάλει κι αυτή ένα ζευγάρι
γυαλιά, μεγάλα και με μαύρο σκελετό. Η φυσιογνωμία της
είχε αλλάξει τελείως.
«Πώς σου φαίνομαι;» του είπε.
«Καταπληκτική. Εγώ;»
«Είσαι υπέροχος, Μάικλ. Πρώτης τάξεως».
«Ωραία». Ο Άχερν βγήκε πρώτος από το μπάνιο και πήγε
στο ντουλάπι με τα ποτά- Έβγαλε ένα μπουκάλι Μπούσμιλς
και δυο ποτήρια. «Δεν είναι σαμπάνια, Νόρα, είναι καλό
ιρλανδέζικο ουίσκι». Σέρβιρε και ύψωσε το ποτήρι του. «Για
την πατρίδα».
«Για την πατρίδα», είπε κι εκείνη, επαναλαμβάνοντας την
παλιά πρόποση.
Ο Άχερν άδειασε το ποτήρι του. «Ωραία. Δε μένει παρά
να πάρουμε το κουτί με τα μαχαιροπίρουνα και να πηγαί­
νουμε».

Η ώρα ήταν σχεδόν εξίμισι, όταν ο Φέργκιουσον έφυγε από


το υπουργείο Άμυνας με τη Χάνα Μπερνστάιν και είπε στον
οδηγό του να τους πάει στο διαμέρισμά του στην πλατεία
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 51
Κάβεντις. Τσυ άνοιξε ο Κιμ, πρώην δεκανέας, που χρόνια,
τώρα ήταν ο προσωπικός του υπηρέτης.
«Ο κύριος Ντίλον σας περιμένει, ταξίαρχε».
«Ευχαριστώ», είπε ο Φέργκιουσον.
'Οταν μπήκαν στο λίβινγκ ρουμ, ο Ντίλον στεκόταν δίπλα
στην ανοιχτή πόρτα της βεράντας μ’ ένα ποτήρι στο χέρι.
Γύρισε και τους είδε. «Σερβιρίστηκα μόνος μου. Ελπίζω να μη
σε πειράζει, ταξίαρχε».
«Πού ήσουν;» ζήτησε να μάθει ο Φέργκιουσον.
«'Εκανα μια έρευνα στις συνήθεις πηγές μου. Δεν έχει
καμιά σχέση ο IRA μ’ αυτή την έκρηξη. Είναι πράγματι δου­
λειά του Άχερν κι αυτό είναι που με προβληματίζει».
«Μπορώ να ρωτήσω γιατί;» είπε η Χάνα Μπερνστάιν.
«Ο Μάικλ Άχερν είναι ένας από τους ικανότερους ανθρώ­
πους σ’ αυτά τα πράγματα απ’ όσους έχω γνωρίσει ποτέ μου»,
απάντησε ο Ντίλον. «Πολύ έξυπνος, πολύ επιδέξιος, πολύ
πανούργος. Σας είπα, δεν αφήνει να ξέρει το αριστερό του
χέρι τι κάνει το δεξί του». ,
«Επομένως δε νομίζεις ότι η έκρηξη που έγινε ήταν, απλού­
στατα, μια αποτυχημένη του απόπειρα;» είπε ο Φέργκιουσον.
«Το θεωρώ απίθανο. Ίσως να σας φανεί τραβηγμένο,
αλλά νομίζω ότι τα πάντα, από την προδοσία και το θάνατο
του Κουίγκλεϊ μέχρι την υποτιθέμενη πρόωρη έκρηξη στο
φορτηγάκι της Τέλεκομ, σε σημείο απ’ όπου θα περνούσε η
προεδρική πομπή, ήταν προσχεδιασμένα».
«Μιλάς σοβαρά;» είπε η Χάνα.
«Ω, ναι. Η αποτυχημένη απόπειρα είχε σκοπό να μας
καθησυχάσει. Θα ’θελα να δω το υπόλοιπο πρόγραμμα του
προέδρου».
Η Χάνα του έδωσε ένα αντίγραφο και ο Φέργκιουσον
έβαλε ένα ποτό. «Ομολογώ ότι, για μια φορά, εύχομαι να
κάνεις λάθος, Ντίλον».
«Ορίστε», είπε ο Ντίλον. «Κοκτέιλ πάρτι στον Τάμεση,
πάνω στο ποταμόπλοιο ΤζέρσιΛίλι. Ο πρωθυπουργός μας, ο
Αμερικανός πρόεδρος και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ. Να
πού θα χτυπήσει. Αυτός ήταν ο στόχος του από την αρχή και
όλα τ’ άλλα ήταν προπέτασμα καπνού».
52 JACK HIGGINS
«Δεν είσαι στα καλά σου, Ντίλον», είπε ο Φέργκιουσον
κι αμέσως γύρισε και είδε την έκφραση στο πρόσωπο της
Μπερνστάιν. «Ω Θεέ μου!» μουρμούρισε.
Η Χάνα έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Εξίμισιη ώρα, σερ».
«Ναι, πρέπει να πηγαίνουμε», είπε ο Φέργκιουσον. «Δεν
έχουμε πολύ χρόνο».

Την ίδια στιγμή ο Άχερν με τη Νόρα πάρκαραν το Τογιότα


σε μια πάροδο του Τσέινι Γουόκ. Βγήκαν από το αυτοκίνητο
και κατευθύνθηκαν προς την προβλήτα Κάντογκαν. Εκεί
υπήρχαν πολλά αστυνομικά αυτοκίνητα και πλήθος άντρων
με στολή, ενώ στο σημείο επιβίβασης όλοι έπρεπε να περά­
σουν μέσα από μια φορητή αψίδα ηλεκτρονικής ανίχνευσης.
Δίπλα στο μηχάνημα στέκονταν δυο σωματώδεις τύποι με
μπλε κοστούμια.
«Άντρες της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας», είπε ο
Άχερν. «Σωματοφύλακες του προέδρου. Φαίνεται ότι όλοι
ψωνίζουν τα κοστούμια τους από το ίδιο μαγαζί».
Αυτός και η Νόρα κρέμασαν την κάρτα με τη φωτογρα­
φία τους στο πέτο και ο Άχερν πλησίασε πρώτος και, χαμο­
γελώντας, έδωσε ένα πλαστικό κιβώτιο στον έναν από τους
άντρες της μυστικής υπηρεσίας. «Συγνώμη για την ενόχλη­
ση, αλλά υπάρχουν διακόσια μαχαιροπίρουνα εδώ μέσα.
Να μην κάψουμε καμιά ασφάλεια στο μηχάνημα...»
«Αφήστε το σ’ εμένα και περάστε κάτω από την αψίδα»,
είπε ο άντρας της μυστικής.
Οι δυο τους πέρασαν κάτω από την αψίδα κι εκείνος
άνοιξε το πλαστικό κιβώτιο κι ανακάτεψε τα μαχαιροπίρουνα
με το χέρι του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έφτασαν μια σειρά
από λιμουζίνες.
«Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός!» φώναξε ο δεύτερος από
τους σωματοφύλακες.
Ο συνάδελφός του είπε στον Άχερν: «Θα πρέπει ν’ αφή-
σετε εδώ το κιβώτιο. Μπρος, προχωρήστε!»
«Όπως νομίζεις», είπε ο Άχερν κι ανέβηκε τη σανιδόσκαλα
ακολουθούμενος από τη Νόρα. Μπήκε σε μια πόρτα και, οδη­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 53
γούμενος από το σχέδιο του πλοίου, που είχε απομνημονεύσει,
κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου ήταν οι τουαλέτες.
«Περίμενε εδώ», είπε στη Νόρα και μπήκε στην αντρική
τουαλέτα με το νούμερο τέσσερα.
Εκεί ήταν ένας άντρας που έπλενε τα χέρια του. Ο Άχερν
άρχισε να πλένει κι αυτός τα δικά του. Μόλις ο άλλος έφυγε,
πήγε στον κόκκινο πυροσβεστικό κουβά που υπήρχε στη γω­
νία, έψαξε μέσα στην άμμο και βρήκε τα δυο όπλα, τυλιγμένα
σε νάιλον, το καθένα με σιγαστήρα στην κάννη του. Έχωσε το
ένα στο πίσω μέρος της ζώνης του κι έκρυψε το δεύτερο μέσα
στο μπλέιζερ της στολής του. 'Οταν βγήκε έξω, βεβαιώθηκε
ότι δεν υπήρχε κανείς γύρω εκείνη τη στιγμή κι έδωσε το
δεύτερο όπλο στη Νόρα, που αμέσως το έχωσε στην εσωτερική
τσέπη του δικού της μπλέιζερ, κάτω από την αριστερή της
μασχάλη.
«Πάμε», είπε ο Άχερν.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή με βαριά ιταλική
προφορά: «Ε, εσείς οι δύο, τι κάνετε εκεί;» Γύρισαν και είδαν
έναν γκριζομάλλη άντρα με μαύρο σακάκι και ριγέ παντελόνι
να πλησιάζει στο διάδρομο. «Ποιος σας έστειλε;»
Ο Άχερν, έχοντας μάθει καλά το μάθημά του, δεν αιφνι-
διάστηκε. «Ο σινιόρ Ορσίνι», είπε. «Κανονικά θα ’πρεπε να
είμαστε στον μπουφέ της γαλλικής πρεσβείας, αλλά την τελευ­
ταία στιγμή μας έστειλε εδώ. Φοβήθηκε μήπως το προσωπικό
δεν ήταν αρκετό».
«Και δεν είχε άδικο». Ο αρχισερβιτόρος γύρισε στη Νόρα.
«Εσύ στα καναπεδάκια. Κι εσύ στα κρασιά», συμπλήρωσε
απευθυνόμενος στον Άχερν. «Θ’ ανεβείτε τη σκάλα και μετά
θα πάτε αριστερά. Μπρος, μην καθυστερείτε». Κι αμέσως
έκανε μεταβολή κι έφυγε.

Ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος είχαν ήδη επιβιβαστεί και


το πλήρωμα ετοιμαζόταν νατραβήξειτη σανιδόσκαλα, όταν ο
Φέργκιουσον, ο Ντίλον και η Χάνα έφτασαν με την Ντέμλερ.
Ο Φέργκιουσον προχώρησε πρώτος κι άρχισε ν’ ανεβαίνει
54 JACK HIGGINS
βιαστικά τη σκάλα, όταν δύο σωματοφύλακες προσπάθησαν
να τον σταματήσουν.
«Ταξίαρχος Φέργκιουσον. Είναι εδώ ο συνταγματάρχης
Κάντι;»
Ένας μεγαλόσωμος, γκριζομάλλης άντρας με μαύρο κο­
στούμι και ριγέ γραβάτα πλησίασε βιαστικά. «Συμβαίνει τίπο­
τε, ταξίαρχε;»
«Από δω οι βοηθοί μου, Ντίλον και επιθεωρήτρια Μπερν-
στάιν». Πίσω τους η σανιδόσκαλα τραβήχτηκε και το Τζέρσι
Λίλι άρχισε ν’ απομακρύνεται από την προβλήτα. «Ναι, φοβά­
μαι πως ίσως κάτι συμβαίνει. Σχετικά μ’ αυτή την έκρηξη το
πρωί- πιστεύουμε ότι επρόκειτο για τέχνασμα. Έχεις φωτο­
γραφία του Άχερν. Ειδοποίησε όλους σου τους άντρες. Δεν
αποκλείεται να βρίσκεται πάνω στο πλοίο».
«Σύμφωνοι». Ο Κάντι δεν έφερε αντίρρηση και γύρισε
αμέσως στους δύο μυστικούς. «Τζακ, εσύ στην πρύμνη.
Τζορτζ, εσύ στην πλώρη. Ειδοποιήστε τους πάντες. Εγώ θα
πάω στον πρόεδρο».
Όλοι έφυγαν βιαστικά. «Λοιπόν», είπε ο Φέργκιουσον,
«ας κάνουμε τώρα κι εμείς ό,τι περνάει από το χέρι μας».
Ο νυχτερινός αέρας έφερνε στ’ αυτιά μουσική από ένα
κουαρτέτο τζαζ που έπαιζε στην πλώρη. Τριγύρω υπήρχε ένα
πλήθος ανθρώπων, κυρίως πολιτικοί και υπάλληλοι των πρεσ­
βειών του Λονδίνου. Ο Αμερικανός πρόεδρος και οι δύο
πρωθυπουργοί βολτάριζαν ανάμεσά τους, ενώ σερβιτόροι και
σερβιτόρες πρόσφεραν κρασί και καναπεδάκια σε όλους.
«Αληθινός εφιάλτης», είπε ο Φέργκιουσον.
Ο Κάντι εμφανίστηκε να κατεβαίνει τρέχοντας μια σκάλα.
«Σε περίπου δέκα λεπτά οι τρεις μεγάλοι θα πουν μερικά
λόγια. Κατόπιν θα συνεχίσουμε να κατεβαίνουμε το ποτάμι,
θα περάσουμε μπροστά από τα κτίρια της Βουλής και θ’
αποβιβαστούμε στην αποβάθρα του Γουεστμίνστερ».
«Ωραία». Ενώ ο Αμερικανός απομακρυνόταν βιαστικός, ο
Φέργκιουσον γύρισε στον Ντίλον. «Φοβάμαι ότι ζητάμε ψύλ­
λους στ’ άχυρα».
«Μπορεί να ’χεις πέσει έξω, Ντίλον», είπε η Χάνα. «Ίσως
ν’ ανησυχούμε άδικα».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 55
Ο Ντίλον ήταν σαν να μην την ακούσε. «Θα πρέπει να έχει
προβλέψει κάποιον τρόπο διαφυγής», είπε. Γύρισε στον Φέρ-
γκιουσον. «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στην πρύμνη».
Πήγε πρώτος προς το πίσω μέρος του πλοίου με μεγάλα
βήματα, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, κι έσκυψε
πάνω από την κουπαστή της πρύμνης. Γύρισε αμέσως και είπε:
«Σίγουρα είναι εδώ».
«Πώς το ξέρεις;» ζήτησε να μάθει ο Φέργκιουσον.
Ο Ντίλον έσκυψε, τράβηξε ένα σκοινί κι αμέσως εμφα­
νίστηκε ένα φουσκωτό σκάφος με εξωλέμβια μηχανή. «Να
ποιος είναι ο τρόπος διαφυγής του», είπε. «Ή, μάλλον,
ποιος ήταν». Έσκυψε ξανά, έλυσε το σκοινί και το φουσκω­
τό σκάφος εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε με ανησυχία η Χάνα.
Εκείνη τη στιγμή μια φωνή από τα μεγάφωνα είπε: «Κυρίες
και κύριοι, ο πρωθυπουργός».
«Δεν είναι ο τύπος που θα πήγαινε ζητώντας ν’ αυτοκτο-
νήσει», είπε ο Ντίλον, «γι’ αυτό και δεν πρόκειται να κινηθεί
φανερά μέσα στο πλήθος». Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε
την τιμονιέρα, τρία καταστρώματα πιο πάνω. «Να! Εκεί πάνω
είναι το κατάλληλο μέρος».
Έτρεξε προς τη σκάλα που οδηγούσε επάνω. Η Χάνα τον
ακολούθησε, καθώς και ο Φέργκιουσον επίσης, όσο πιο γρή­
γορα μπορούσε. Ο Ντίλον έριξε μια ματιά στο πρώτο κατά­
στρωμα, που ήταν έρημο, κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπά­
τια για το επόμενο. Καθώς έφτανε σ’ αυτό, ο πρωθυπουργός
ακούστηκε να λέει στο μικρόφωνο: «Έχω την τιμή να σας
παρουσιάσω τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών».
Τη στιγμή που ο Ντίλον έφτανε στο κατάστρωμα, είδε τον
Μάικλ Άχερν ν’ ανοίγει την πόρτα του σαλονιού στην απέναντι
άκρη και να μπαίνει μέσα, ακολουθούμενος από τη Νόρα
Μπελ, που κρατούσε ένα δίσκο σκεπασμένο με μια λευκή
πετσέτα.

Το σαλόνι ήταν έρημο. Ο Άχερν προχώρησε και κοίταξε από


τα παράθυρα στο κατάστρωμα της πλώρης όπου ο πρόεδρος
56 JACK HIGGINS
στεκόταν μπροστά στο μικρόφωνο, έχοντας δεξιά κι αριστερά
ταυ τους δύο πρωθυπουργούς. Ο Άχερν άνοιξε ένα από τα
παράθυρα κι έβγαλε το όπλο του.
Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα πίσω του και ο Ντίλον μπήκε
μέσα με το Βάλτερ στο χέρι. «Επιτέλους, Μάικλ, δε θα βάλεις
ποτέ μυαλό;»
Ο Άχερν γύρισε, με το όπλο πάνω στο μηρό του. «Σον
Ντίλον, παλιοτόμαρο», είπε κι έκανε να σηκώσει το χέρι του.
Ο Ντίλον τον πυροβόλησε δυο φορές στην καρδιά, τινάζο-
ντάς τον πάνω στον μπουλμέ. Το όπλο του ήταν εφοδιασμένο
με σιγαστήρα και δεν ακούστηκαν παρά δυο πνιχτοί γδούποι.
Η Νόρα Μπελ στεκόταν παγωμένη, κρατώντας το δίσκο.
«Και τώρα», είπε ο Ντίλον, «αν τυχόν υπάρχει κανένα
πιστόλι κάτω απ’ αυτή την πετσέτα κάι σου περνάει από το
μυαλό να το χρησιμοποιήσεις, Νόρα, θ’ αναγκαστώ να σε
σκοτώσω και θα ’ναι κρίμα. Άσε λοιπόν κάτω το δίσκο».
Πολύ αργά, η Νόρα έκανε όπως της είπαν κι άφησε το
δίσκο πάνω στο κοντινότερο τραπέζι. Ο Ντίλον γύρισε, με το
όπλο κατεβασμένο, και είπε στον Φέργκιουσον και τη Χάνα:
«Ορίστε, λοιπόν τέλος καλό, όλα καλά».
Πίσω του η Νόρα σήκωσε τη φούστα της, τράβηξε τον
αυτόματο σουγιά από την κάλτσα της κι έχωσε το λεπίδι
στην πλάτη του. Ο Ντίλον βόγκηξε και το όπλο έπεσε από
το χέρι του.
«Κάθαρμα!» φώναξε η Νόρα, τράβηξε το σουγιά και τον
ξανάχωσε στην πλάτη του.
Ο Ντίλον πιάστηκε από το τραπέζι και κρατήθηκε εκεί για
μια στιγμή. Η Νόρα σήκωσε το σουγιά να χτυπήσει για τρίτη
φορά και η Χάνα Μπερνστάιν έπεσε στο ένα της γόνατο,
άρπαξε το Βάλτερ του Ντίλον και την πυροβόλησε ανάμεσα
στα φρύδια. Την ίδια στιγμή ο Ντίλον γλίστρησε από το τρα­
πέζι και σωριάστηκε ανάσκελα στο πάτωμα.

Ήταν περίπου μεσάνυχτα και στην Κλινική του Λονδίνου, ένα


από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του κόσμου, η Χάνα Μπερν­
στάιν καθόταν στο χώρο υποδοχής του πρώτου ορόφου, κοντά
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 57
στο δωμάτιο του Ντίλον. Ήταν πολύ κουρασμένη, πράγμα
καθόλου περίεργο μετά απ’ όσα είχαν προηγηθεί, αλλά
στεκόταν στα πόδια της με απανωτούς καφέδες και τσιγά­
ρα. Η πόρτα στην άκρη του διαδρόμου άνοιξε ξαφνικά και,
προς μεγάλη της έκπληξη, είδε να μπαίνει ο Φέργκιουσον,
ακολουθούμενος από τον Αμερικανό πρόεδρο και το συ­
νταγματάρχη Κάντι.
«Ο πρόεδρος επέστρεφε στην αμερικανική πρεσβεία...»
άρχισε να λέει ο Φέργκιουσον.
«Ένιωσα όμως την ανάγκη να περάσω πρώτα από εδώ.
Είστε η επιθεωρήτρια Μπερνστάιν, σωστά;» Ο πρόεδρος έ­
σφιξε το χέρι της. «Θα σας είμαι για πάντα ευγνώμων».
«Περισσότερο θα πρέπει να ευχαριστείτε τον Ντίλον, κύ­
ριε πρόεδρε. Αυτός ήταν που διέγνωσε τον κίνδυνο, αυτός
ήταν που επέμενε ότι ο επίδοξος δολοφόνος σας βρισκόταν
πάνω στο πλοίο».
Ο πρόεδρος πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Ο
Ντίλον, γεμάτος καλώδια και σωληνάκια, ήταν ξαπλωμένος
στο κρεβάτι του νοσοκομείου με μια νοσοκόμα δίπλα του.
«Πώς είναι;»
«Είναι στην εντατική, κύριε πρόεδρε», είπε η Χάνα. «Υ­
ποβλήθηκε σε εγχείριση που κράτησε τέσσερις ώρες. Δέχτηκε
δύο πολύ άσχημες μαχαιριές».
«Έφερα τον καθηγητή Χένρι Μπέλαμι του νοσοκομείου
Γκάι, κύριε πρόεδρε», είπε ο Φέργκιουσον. «Θεωρείται ο
καλύτερος χειρούργος του Λονδίνου».
«Ωραία». Ο πρόεδρος έγνεψε φιλικά στον Φέργκιουσον.
«Είμαι υπόχρεος σ’ εσένα και τους ανθρώπους σου, ταξίαρχε.
Δε θα το ξεχάσω ποτέ».
Έκανε μεταβολή κι άρχισε ν’ απομακρύνεται, και ο συ­
νταγματάρχης Κάντι είπε: «Είναι ευτύχημα που όλα έγιναν με
τον τρόπο που έγιναν. Έτσι θα μπορέσουμε να κρατήσουμε
μυστικό το συμβάν».
«Ναι», είπε ο Φέργκιουσον. «Είναι σαν να μη συνέβη
ποτέ».
Ο Κάντι ακολούθησε τον πρόεδρο και η Χάνα Μπερνστάιν
58 JACK HIGGINS
είπε: «Είδα τον καθηγητή Μπέλαμι πριν μίση ώρα. Ήρθε να
ρίξει μια ματιά».
«Καιτι είπε;» Ο Φέργκιουσον έσμιξε τα φρύδια. «Θα γίνει
καλά, δε θα γίνει;»
«Θα ζήσει, σερ, αν εννοείτε αυτό. Όμως ο Μπέλαμι δεν
πιστεύει ότι ο Ντίλον θα είναι από δω και πέρα ο ίδιος
άνθρωπος. Η βρόμα, σχεδόν τον ξεκοίλιασε».
Ο Φέργκιουσον έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Εσύ είσαι
καλά, κορίτσι μου;»
«Αναρωτιέστε αν έχω πρόβλημα επειδή σκότωσα απόψε
κάποιον; Όχι, καθόλου, ταξίαρχε. Στην πραγματικότητα δεν
είμαι η καλή Εβραιοπούλα που φαντάζεται ο Ντίλον. Είμαι
μάλλον της Παλαιός Διαθήκης. Της Νόρας της άξιζε να πεθά-
νει». Έβγαλε κι άναψε τσιγάρο. «Όχι, δε λυπάμαι γι’ αυτή.
Για τον Ντίλον λυπάμαι. Έκανε καλή δουλειά. Ήταν κρίμα».
«Εγώ νόμιζα πως δεν τον συμπαθούσες», είπε ο Φέργκιουσον.
«Κάνατε λάθος, ταξίαρχε». Η Χάνα κοίταξε από το τζάμι
προςτο κρεβάτι του Ντίλον. «Το πρόβλημα είναι ότι, αντίθετα,
τον είχα συμπαθήσει πάρα πολύ κι αυτό στη δουλειά μας δε
βοηθάει».
Γύρισε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Ο Φέργκιουσον έμει­
νε για μια στιγμή ακίνητος, έριξε μια τελευταία ματιά προς την
κατεύθυνση του Ντίλον και, τέλος, την ακολούθησε.
3

υο μήνες αργότερα σ’ ένα άλλο νοσοκομείο, το νοσοκο­

Δ μείο Δέσποινα του Ελέους της Νέας Υόρκης, από την


άλλη μεριά του Ατλαντικού, καθώς το σούρουπο έπεφτε, ο
Τόνι Τζάκσον χτυπούσε την κάρτα του, ξεκινώντας τη νυχτε­
ρινή του βάρδια. Ήταν ένας εικοσιτριάχρονος νέος, ψηλός κι
εμφανίσιμος, που είχε πάρει το πτυχίο της ιατρικής σχολής του
Χάρβαρντ μόλις πριν ένα χρόνο. Το νοσοκομείο Δέσποινα του
Ελέους ήταν ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, στελεχωμένο κυ­
ρίως από μοναχές, και για τους περισσότερους ίσως νέους
γιατρούς δε θ’ αποτελούσε το ιδανικότερο μέρος για πρακτική
εξάσκηση και εξειδίκευση.
Όμως ο Τόνι Τζάκσον ήταν ιδεαλιστής. Ήθελε ν’ ασκήσει
αληθινή ιατρική, πράγμα που ασφαλώς μπορούσε νατό κάνει
εκεί, ενώ από τη μεριά του νοσοκομείου δεν πίστευαν στην
τύχη τους που είχαν προσθέσει στο επιστημονικό τους προσω­
πικό έναν τόσο λαμπρό νέο. Ο Τόνι Τζάκσον αγαπούσε τις
μοναχές κι έβρισκε τις εμπειρίες του από το ευρύ φάσμα των
ασθενών συναρπαστικές. Η αμοιβή του ήταν πενιχρή, αλλά
στην περίπτωσή του σκοπός δεν ήταν τα χρήματα. Ο πατέρας
60 JACK HIGGINS
του, πετυχημένος δικηγόρος του Μανχάταν, είχε πεθάνειπολύ
πρόωρα από καρκίνο, αλλά τους είχε ήδη εξασφαλίσει οικο­
νομικά. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η μητέρα του Ρόξα ήταν από τη
συνοικία Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης και ο πατέρας της,
που την υπεραγαπούσε, ήταν μεγάλο όνομα στον κατασκευα­
στικό κλάδο.
Στον Τόνι άρεσε η νυχτερινή βάρδια, αυτή η ατμόσφαιρα
η τόσο ξεχωριστή στα νοσοκομεία όλου του κόσμου, που
επιπλέον του έδινε τη δυνατότητα να παίρνει πρωτοβουλίες.
Στο πρώτο μέρος της βραδιάς εργάστηκε στα έκτακτα περι­
στατικά, αντιμετωπίζοντας μια ποικιλία περιπτώσεων. Έβαλε
ράμματα σε μαχαιρωμένα πρόσωπα και χειρίστηκε όσο καλύ­
τερα μπορούσε πρεζάκηδες που βρίσκονταν σε άθλια κατά­
σταση γιατί είχαν στερηθεί τη δόση τους. Οι απαιτήσεις ήταν
πολλές και πιεστικές, αλλά τα πράγματα χαλάρωναν μετά τα
μεσάνυχτα.
Ήταν μόνος στη μικρή καντίνα, πίνοντας έναν καφέ και
τρώγοντας ένα σάντουιτς, όταν η πόρτα άνοιξε και στο
άνοιγμά της φάνηκε ένας νέος κληρικός. «Είμαι ο πάτερ Ο’
Μπράιεν από την εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Με ειδο­
ποίησαν να έρθω και να δω κάποιον κύριο Τάνερ, από τη
Σκοτία. Πρέπει να βρίσκεται στα τελευταία του».
«Συγνώμη, πάτερ, ανέλαβα υπηρεσία μόλις πριν λίγες ώ­
ρες και δεν τον έχω υπόψη μου. Μια στιγμή να κοιτάξω τα
χαρτιά μου». Ο Τόνι έριξε μια σύντομη ματιά σ’ ένα ντοσιέ και
κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Τζακ Τάνερ, αυτός πρέ­
πει να είναι. Τον έφεραν το απόγευμα. Ηλικία εβδομήντα
πέντε, Βρετανός υπήκοος. Έμενε στο σπίτι της κόρης του, στο
Κουίνς. Είναι σε ιδιαίτερο δωμάτιο στον τρίτο όροφο, νούμε­
ρο οχτώ».
«Ευχαριστώ», είπε ο κληρικός κι εξαφανίστηκε.
Ο Τζάκσον τελείωσε τον καφέ του κι έριξε μια αδιάφορη
ματιά στους Τάιμς της Νέας Υόρκης. Δεν υπήρχαν σπουδαία
νέα — μια βόμβα του IRA στο Λονδίνο, στο οικονομικό κέντρο
της πόλης, ένα άρθρο για το Χονγκ Κονγκ, τη βρετανική
αποικία της Κίνας που επρόκειτο να τεθεί υπό κινεζικό έλεγχο
την 1η Ιουλίου του 1997.0 Βρετανός κυβερνήτης της αποικίας
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 61
ήθελε να εφαρμόσει ένα απόλυτα δημοκρατικό εκλογικό σύ-
ιττημα όσο ακόμα είχε την ευκαιρία και η κυβέρνηση του
ΙΙεκίνου είχε ενοχληθεί, πράγμα μάλλον δυσοίωνο για τις
μελλοντικές εξελίξεις.
Ο Τζάκσον, βαριεστημένος, πέταξε κάτω την εφημερίδα,
σηκώθηκε και βγήκε έξω. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν κι
εμφανίστηκε ο πάτερ θ’ Μπράιεν. «Α, εδώ είστε, γιατρέ.
Έκανα ό,τι μπορούσα για τον καημένο τον ασθενή, αλλά
προφανώς δε θα μείνει για πολύ ακόμα σ’ αυτό τον κόσμο.
Είναι από τα Χάιλαντς της Σκοτίας, θα το πιστεύατε; Η κόρη
του έχει παντρευτεί Αμερικανό».
«Πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Τζάκσον. «Εγώ νόμιζα πως οι
Σκοτσέζοι είναι προτεστάντες».
«Καλό μου παιδί, όχι στα Χάιλαντς», του είπε ο πάτερ Ο’
Μπράιεν. «Η καθολική παράδοση εκεί έχει βαθιές ρίζες».
Χαμογέλασε. «Λοιπόν, να πηγαίνω. Καλή σου νύχτα».
Ο Τζάκσον τον παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται και
μετά μπήκε στο ασανσέρ κι ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Βγαί­
νοντας από το ασανσέρ είδε την αδελφή Άγκνες, τη νοσοκόμα
της νυχτερινής βάρδιας, να βγαίνει από το δωμάτιο οχτώ και
να πηγαίνει στο γραφείο της.
«Μόλις είδα τον πάτερ Ο’ Μπράιεν», της είπε ο Τζάκσον.
«Μου εύτε ότι αυτός ο κύριος Τάνερ δεν είναι καλά».
«Έχω εδώ την κάρτα του, γιατρέ. Χρόνια βρογχίτιδα και
< ιοβαρό ε μφύση μα».
Ο Τζάκσον διάβασε τις σημειώσεις. «Αναπνευστική ικα­
νότητα μόλις δώδεκα τοις εκατό και πίεση αίματος σε απίστευ­
τα επίπεδα».
«Μόλις κοίταξα το σφυγμό του, γιατρέ. Πολύ ακανόνι­
στος».
«Πάμε να του ρίξουμε μια ματιά».

Γο πρόσωπο του Τζακ Τάνερ ήταν τραβηγμένο και χλομό, και


τα αραιά μαλλιά του κατάλευκα. Είχε τα μάτια του κλειστά και
< ινάσαινε με δυσκολία, ενώ από το λαιμό του ακουγόταν κατά
διαστήματα ένας ρόγχος.
62 JACK HIGGINS
«Οξυγόνο;» ρώτησε ο Τζάκσον.
«Του έδωσα πριν μια ώρα».
«Μόνο που δε θέλησε να μου δώσει τσιγάρο». Ο Τζακ
Τάνερ άνοιξε τα μάτια του. «Τι λες γι’ αυτό, γιατρέ;»
«Α, όλα κι όλα, κύριε Τάνερ», τον μάλωσε ήρεμα η αδελφή
Άγκνες. «Ξέρετε ότι αυτό δεν επιτρέπεται».
Ο Τζάκσον έσκυψε να ελέγξει τα σωληνάκια και είδε την
ουλή δεξιά στο στήθος. «Τι είναι αυτό; Από σφαίρα;» ρώτησε.
«Ναι. Έφαγα μία στο πνευμόνι ενώ υπηρετούσα στο Ελα­
φρό Πεζικό των Χάιλαντς. Αυτό έγινε πριν από τη Δουνκέρκη,
το χίλια εννιακόσια σαράντα. Θα είχα πεθάνει αν ο Άρχοντας
δεν ήταν δίπλα μου, αλλά κι αυτός λαβώθηκε βαριά — έχασε
το ένα του μάτι».
«Ο ‘Άρχοντας’;» Ο Τζάκσον ένιωσε να του κεντρίζεται
ξαφνικά το ενδιαφέρον, αλλά ο Τάνερ άρχισε να βήχει τόσο
άσχημα ώστε κινδύνεψε να «μείνει». Ο Τζάκσον άρπαξε τη
μάσκα του οξυγόνου. «Ανάσαινε αργά και ήρεμα. Έτσι μπρά­
βο». Έβγαλε τη μάσκα έπειτα από λίγο και ο Τάνερ χαμογέ­
λασε ασθενικά. «Θα γυρίσω», του είπε ο Τζάκσον και βγήκε
από το δωμάτιο.
«Αδελφή, είπες ότι η κόρη του μένει στο Κουίνς;»
«Ναι, γιατρέ».
«Μη χάνουμε χρόνο. Στείλε ένα ταξί να τη φέρει αμέσως
και χρέωσέ το στ’ όνομά μου. Δε νομίζω ότι θα βαστήξει πολύ
ακόμα. Εγώ πηγαίνω να καθίσω και πάλι δίπλα του».

Ο Τζάκσον τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στο κρε­


βάτι του αρρώστου. «Λοιπόν, κάτι μου έλεγες για κάποιον
‘Άρχοντα’...»
«Ναι, πρόκειται για τον ταγματάρχη Ίαν Κάμπελ, παρα-
σημοφορημένο με το Στρατιωτικό Σταυρό, τον πιο γενναίο
άντρα που γνώρισα ποτέ μου. Ήταν πυργοδεσπότης του κά­
στρου Λοχ Ντου στα Δυτικά Χάιλαντς της Σκοτίας, όπου οι
πρόγονοί του είχαν ζήσει επί αιώνες».
«Τι πάει να πει Λοχ Ντου;»
«Είναι στη γαελική διάλεκτο. Σημαίνειη μαύρη λίμνη. Για
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 63
μας που μεγαλώσαμε εκεί η περιοχή είναι γνωστή ως ο Τόπος
των Σκοτεινών Υδάτων».
«Δηλαδή, ήξερες τον Άρχοντα από μικρό παιδί;»
«Μεγαλώσαμε μαζί. Μάθαμε να κυνηγάμε αγριόγαλους κι
ελάφια. Κι από ψάρεμα... ό,τι καλύτερο στον κόσμο. 'Επειτα
όμως ήρθε ο πόλεμος. Είχαμε και οι δυο μας υπηρετήσει στις
εφεδρείες, πριν το κακό ξεσπάσει, κι έτσι μας έστειλαν κατευ­
θείαν στη Γαλλία».
«Σίγουρα οι εμπειρίες σας θα ήταν συναρπαστικές».
«Λίγο έλειψε ν’ αφήσουμε και οι δυο εκεί τα κόκαλά μας.
Κατόπιν όμως ο Άρχοντας ανέλαβε υπηρεσία ως βοηθός του
Μαουντμπάτεν. Τον έχεις ακουστά;»
«Τον κόμη Μαουντμπάτεν, αυτόν που δολοφόνησε ο IRA;»
«Ναι, τα καθάρματα, και μάλιστα μετά απ’ όλα όσα έκανε
στον πόλεμο. Ήταν Ανώτατος Διοικητής Νοτιοανατολικής
Ασίας, και ο Άρχοντας ήταν ένας από τους βοηθούς του και
με είχε μαζί του».
«Πολύ ενδιαφέρον, αλήθεια».
Ο Τάνερ κατάφερε να χαμογελάσει. «Υπάρχει η συνήθεια
να δίνουν στον ετοιμοθάνατο ένα τσιγάρο, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά».
«Ετοιμοθάνατος δεν είμαι κι εγώ;»
Ο Τζάκσον δίστασε για μια στιγμή, αλλά τελικά έβγαλε
ένα πακέτο.
«Όπως είμαστε όλοι μας, κύριε Τάνερ».
«Άκου να σου πω», είπε ο Τάνερ. «Δώσε μου ένα τσιγάρο και
θα σου μιλήσω για το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ. Όλ’ αυτά τα
χρόνια κράτησα τον όρκο μου, αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία».
«Το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ; Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο
Τζάκσον.
«Δώσε μου το τσιγάρο, γιατρέ, και δε θα μετανιώσεις.
Πρόκειται για καταπληκτική ιστορία».
Ο Τζάκσον άναψε ένα τσιγάρο και το έβαλε στα χε ίλια του
Τάνερ. Ο ηλικιωμένος άντρας ρούφηξε, έβηξε και ξαναρού-
φηξε. «Χριστέ μου, τι απόλαυση!» Έγειρε πιο αναπαυτικά
στα μαξιλάρια. «Λοιπόν, από πού να ξεκινήσω;»
**♦
64 JACK HIGGINS
Ο Τάνερ είχε μείνει με τα μάτια κλειστά. Ήταν πολύ εξαντλη­
μένος τώρα. «Τι έγινε μετά την πτώση του αεροπλάνου;»
ρώτησε ο Τζάκσον.
Ο ασθενής άνοιξε τα μάτια του. «Ο Άρχοντας είχε χτυπή­
σει άσχημα. Στο κεφάλι. Έμεινε σε κώμα σε νοσοκομείο του
Δελχί επί τρεις μήνες κι εγώ ήμουν κοντά του για να τον
υπηρετώ. Μας έστειλαν πίσω στο Λονδίνο με πλοίο και στο
μεταξύ είχε αρχίσει να φαίνεται το τέλος του πολέμου. Κατό­
πιν νοσηλεύτηκε μήνες ολόκληρους στη μονάδα εγκεφαλικών
κακώσεων του νοσοκομείου Γκάι, αλλά τελικά έμεινε με σχε­
δόν ολική απώλεια μνήμης. Στις αρχές του 1946 έφτασε τόσο
κοντά στο θάνατο, ώστε μάζεψα τα πράγματά του και τα
έστειλα στο Λοχ Ντου».
«Τελικά όμως δεν πέθανε;»
«Έζησε άλλα είκοσι χρόνια. Γύρισε πίσω στο κτήμα του,
περιπλανιόταν εδώ κι εκεί σαν παιδί κι εγώ τον φρόντιζα όσο
μπορούσα καλύτερα».
«Οικογένεια δεν είχε;»
«Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Είχε αρραβωνιαστεί με μια κοπε­
λίτσα που σκοτώθηκε το 1940 κατά το βομβαρδισμό του Λον­
δίνου. Υπάρχει βέβαια και η αδερφή του, η λαίδη Ρόουζ, αν
και όλοι την ξέρουν ως λαίδη Κάθριν. Ο σύζυγός της, ένας
βαρονέτος, σκοτώθηκε στην εκστρατεία της ερήμου. Αυτή είχε
την επίβλεψη του κτήματος, και την έχει ακόμα και σήμερα,
παρ’ όλο που είναι ογδόντα χρονών. Μένει στον οικίσκο της
πύλης και το μεγάλο σπίτι μερικές φορές το νοικιάζει για την
κυνηγετική περίοδο σε πλούσιους Αμερικανούς ή Άραβες».
«Και με το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ τι απέγινε;»
«Τίποτε. Ο λόρδος Λούις και ο Μάο δεν κατάφεραν ποτέ
πια να ξανασυναντηθούν».
«Υπήρχε όμως το τέταρτο αντίγραφο, που σώθηκε μέσα
στη Βίβλο του Κάμπελ. Δεν έφτασε ποτέ στα χέρια των Αρ­
χών;»
«Όχι βέβαια. Έμεινε εκεί που ήταν, μέσα στη Βίβλο. Εγώ
είχα ορκιστεί ότι δε θα ’κανα λόγο σε κανένα γι’ αυτό». Ο
Τάνερ ανασήκωσε τους ώμους. «Έπειτα τα χρόνια πέρασαν
και το πράγμα δε φαινόταν πλέον να έχει σημασία».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 65
«Η λαίδη Κάθριν δεν έμαθε ποτέ γι’ αυτό το θέμα;»
«Όχι, δεν της μίλησα ποτέ. Ποτέ δε μίλησα γι’ αυτό το θέμα
σε κανέναν· ο ίδιος ο Άρχοντας δεν ήταν σε θέση να το κάνει
κι έπειτα, όπως είπα, το θέμα αυτό είχε πάψει πλέον να έχει
σημασία».
«Το είπες όμως σ’ εμένα!»
Ο Τάνερ χαμογέλασε ασθενικά. «Αυτό το ’κανα επειδή
είσαι καλό παιδί, κάθισες να μου μιλήσεις και μου έδωσες
τσιγάρο. Παλιά ιστορία όλ’ αυτά: το Τσουνγκίνγκ μέσα στη
βροχή, ο Μασυντμπάτεν και ο στρατηγός Στίλγουελ».
«Και η Βίβλος;» ρώτησε ο Τζάκσον.
«Όπως σου είπα, μάζεψα όλα του τα πράγματα και τα
’στειλα σπίτι, όταν νόμισα ότι ο Άρχοντας θα πέθαινε».
«Επομένως και η Βίβλος επέστρεψε στο Λοχ Ντου;»
«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». Για κάποιο λόγο ο Τάνερ
άρχισε να γελά κι αυτό του δημιούργησε κρίση και πάλι.
Ο Τζάκσον άρπαζε τη μάσκα οξυγόνου, ενώ η πόρτα
άνοιγε και η αδελφή Άγκνες οδηγούσε μέσα ένα μεσόκοπο
ζευγάρι. «Ο κύριος και η κυρία Γκραντ».
Η γυναίκα έτρεξε να πιάσει το χέρι του Τάνερ. Εκείνος
κατάφερε να χαμογελάσει, ανασαίνοντας με δυσκολία, κι
εκείνη άρχισε να του μιλάει χαμηλόφωνα σε μια γλώσσα
εντελώς άγνωστη στον Τζάκσον.
Ο Τζάκσον γύρισε μ’ ερωτηματικό ύφος στο σύζυγό της,
ένα μεγαλόσωμο άντρα με καλοσυνάτη διάθεση. «Μιλάνε στη
γαελική διάλεκτο, γιατρέ. Έτσι κάνουν πάντα οι δυο τους.
Είχε έρθει να μας επισκεφθεί. Η γυναίκα του πέθανε από
καρκίνο πέρυσι στη Σκοτία».
Εκείνη τη στιγμή ο Τάνερ έπαψε ν’ ανασαίνει. Η κόρη του
άφησε μια φωνή και ο Τζάκσον την έσπρωξε απαλά προς το
μέρος του συζύγου της κι έσκυψε πάνω από τον ασθενή.
Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα γύρισε και τους κοίταξε. «Λυ­
πάμαι, ο πατέρας σας έφυγε», είπε απλά.

Το πράγμα θα μπορούσε να είχε τελειώσει εκεί αν ο Τόνι


Τζάκσον, που λίγο πριν είχε διαβάσει στους Τάιμς της Νέας
66 JACK HIGGINS
Υόρκης το άρθρο για το Χονγκ Κονγκ και τις σχέσεις του με
την Κίνα, δεν είχε εντυπωσιαστεί από τη σύμπτωση, ακούγο-
ντας τη διήγηση του Τάνερ. Επιπλέον ο Τάνερ συνέβη να
πεθάνει τις πρώτες ώρες της Κυριακής και τις Κυριακές ο
Τζάκσον γευμάτιζε πάντα, εφόσον του το επέτρεπε η βάρδιά
του, στο σπίτι του παππού του στη Μικρή Ιταλία, όπου καθή­
κοντα σπιτονοικοκυράς, μετά το θάνατο της γιαγιάς του, εκτε-
λούσε η μητέρα του.
Ο παππούς του Τζάκσον, που του είχε δώσει και τ’ όνομά
του, λεγόταν Αντόνιο Μόρι και είχε μόλις προλάβει να γεννη­
θεί στην Αμερική, αφού η έγκυος μητέρα του, που είχε φτάσει
την προηγούμενη μέρα από το Παλέρμο της Σικελίας, τον
γέννησε στο Έλις Άιλαντ. Ήταν θέμα λίγων μόνο ωρών, που
όμως αρκούσαν για να είναι ο μικρός Αντόνιο Αμερικανός.
Ο πατέρας του είχε φίλους στα κατάλληλα πόστα, φίλους
στη Μαφία. Ο Αντόνιο εργάστηκε για ένα διάστημα σε απλές
χειρωνακτικές δουλειές, μέχρι που αυτοί οι φίλοι τον προώ­
θησαν πρώτα στο εμπόριο του ελαιόλαδου και μετά στις επι­
χειρήσεις των εστιατορίων. Κρατούσε πάντα το στόμα του
κλειστό κι έκανε ό,τι του έλεγαν και, τελικά, απέκτησε πλούτη
κι έγινε μεγάλο όνομα στον κατασκευαστικό τομέα.
Η κόρη του δεν παντρεύτηκε Σικελό. Ο Αντόνιο το υπέμει-
νε, όπως υπέμεινε και το θάνατο της γυναίκας του από λευχαι­
μία. Ο γαμπρός του, ένας πλούσιος Αγγλοσάξονος δικηγόρος,
είχε χαρίσει κύρος στην οικογένεια. Παρ’ όλ’ αυτά, ο θάνατός
του βόλεψε τον Μόρι από την άποψη ότι τον έφερε και πάλι
κοντά στην αγαπημένη του κόρη καθώς και στο λαμπρό εγγο-
νό του, που ήταν τόσο έξυπνος ώστε είχε πάει στο Χάρβαρντ.
Δεν πείραζε που ήταν «άγιο» παιδί και είχε διαλέξει να
σπουδάσει ιατρική. Ο Μόρι έβγαζε αρκετά χρήματα για ό­
λους, μια και ήταν στη Μαφία, από τα σημαντικά μέλη της
οικογένειας Δούκα, της οποίας ο αρχηγός, ο δον Τζιοβάνι
Λούκα, παρ’ όλο που είχε επιστρέφει στη Σικελία, ήταν κάπο
ντι τοϋτι κάπι, δηλαδή αρχηγός όλων των αρχηγών. Το κύρος
που ο Μόρι είχε λόγω αυτής της σχέσης ήταν ανυπολόγιστο.
***
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 67
'Οταν ο Τζάκσον έφτασε στο σπίτι του παππού του, η μητέρα
του, η Ρόζα, ήταν στην κουζίνα κι επέβλεπε στην ετοιμασία
του φαγητού με τη Μαρία, την υπηρέτρια. Γύρισε, πάντα
κομψή και ωραία παρά τα γκρίζα μαλλιά της, τον φίλησε και
στα δύο μάγουλα και μετά τον κράτησε στην αγκαλιά της για
να τον δει καλύτερα.
«Πώς είσαι έτσι; Έχεις μαύρους κύκλους κάτω από τα
μάτια σου».
«Μαμά, είχα νυχτερινή βάρδια. Ξάπλωσα μόνο δυο τρεις
ώρες, έκανα ένα ντους και ήρθα κατευθείαν εδώ για να μη σε
απογοητεύσω».
«Καλό μου παιδί! Πήγαινε τώρα να δεις τον παππού σου».
Ο Τζάκσον πήγε στο καθιστικό, όπου βρήκε τον Μόρι να
διαβάζει την κυριακάτικη εφημερίδα του. Έσκυψε να φιλήσει
τον παππού του στο μάγουλο και ο Μόρι είπε: «Ακόυσα τη
μητέρα σου κι έχει δίκιο. Κάνεις καλό στους άλλους, αλλά
ταυτόχρονα καταστρέφεις τον εαυτό σου. Έλα, πάρε ένα
ποτήρι κρασί».
Ο Τζάκσον το πήρε και ήπιε μια γουλιά. «Α, ωραίο είναι».
«Τουλάχιστον ήταν ενδιαφέρουσα η βάρδιά σου;» Ο Μόρι
ήθελε πάντα να ενημερώνεται για τη δουλειά του εγγονούτου.
Έφτανε μάλιστα στο σημείο να γίνεται κουραστικός στους
φίλους του με τους αδιάκοπους επαίνους για το νέο γιατρό.
Ο Τζάκσον, μαθημένος στα χαϊδέματα του παππού του,
πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε κι άναψε.τσιγάρο. Γύρισε και
κοίταξε τον Μόρι. «Θυμάσαι το γάμο του Σολάτσο τον;περα­
σμένο μήνα;»
«Ναι».
«Μιλούσες εκεί με τον Καρλ Μόργκαν· με σύστησες μάλι-
<πα σ’ αυτόν».
«Ο κύριος Μόργκαν εντυπωσιάστηκε από σένα. Μου το
είπε». Η φωνή του Μόρι ήταν όλο καμάρι.
«Οι δυο σας συζητούσατε για κάποιες δουλειές...»
«Αποκλείεται. Τι δουλειές θα μπορούσα να έχω εγώ με τον
Μόργκαν;»
«Για όνομα του Θεού, παππού. Ξέρεις ότι σ’ αγαπώ, αλλά
δεν είμαι ανόητος. Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να φτάσω σ’
68 JACK HIGGINS
αυτή την ηλικία και να μην έχω ακόμα συνειδητοποιήσει σε τι
είδους δουλειές ανακατεύεσαι;»
Ο Μόρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και πήρε το μπου­
κάλι. «Ακόμα λίγο κρασί; Λοιπόν, για πες μου πού θέλεις να
καταλήξεις».
«Εσύ και ο κύριος Μόργκαν συζητούσατε για το Χονγκ
Κονγκ. Εκείνος έκανε λόγο για τεράστιες επενδύσεις σε ου­
ρανοξύστες, ξενοδοχεία και τα λοιπά, και ανησυχούσε για το
τι θα συμβεί όταν θα πάρει τον έλεγχο η κομμουνιστική Κίνα».
«Το τι θα συμβεί είναι προφανές», είπε ο Μόρι. «Δισεκα­
τομμύρια δολάρια στα σκουπίδια».
«Υπήρχε ένα άρθρο στους χθεσινούς Τάιμς, σύμφωνα με
το οποίο στο Πεκίνο επικρατεί οργή, επειδή οι Βρετανοί
εισάγουν δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης πριν φύ­
γουν το 1997».
«Λοιπόν;»
«Δεν είναι αλήθεια ότι εσύ και οι συνεργάτες σου έχετε
επιχειρηματικά ενδιαφέροντα στο Χονγκ Κονγκ;»
Ο παππούς του τον κοίταξε σκεφτικός. «Θα μπορούσες
ίσως να το πεις κι έτσι, αλλά τελικά πού θέλεις να καταλήξεις;»
«Παππού», είπε ο Τζάκσον, «τι θα σκεφτόσουν αν σου
έλεγα ότι το 1944 ο Μάο Τσε-Τουνγκ υπέγραψε με το λόρδο
Λού ις Μαουντμπάτεν ένα χαρτί που ονομάζεται Σύ μφωνο του
Τσουνγκίνγκ και το οποίο προέβλεπε ότι, αν ποτέ αναλάμβανε
την εξουσία στην Κίνα, θα παρέτεινε τη συμφωνία για το
Χονγκ Κονγκ για εκατό ακόμα χρόνια, με αντάλλαγμα τη
στρατιωτική βοήθεια των Βρετανών στον πόλεμο κατά της
Ιαπωνίας;»
Ο παππούς του καθόταν και τον κοίταζε για κάμποσα
δευτερόλεπτα. Τέλος σηκώθηκε, έκλεισε την πόρτα και ξανα-
γύρισε στο κάθισμά του. «Εξήγησέ μου τι ακριβώς εννοείς»,
είπε.
Ο Τζάκσον του εξήγησε και, όταν τελείωσε, ο παππούςτου
έμεινε σκεφτικός. Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο του και γύρι­
σε μ’ ένα μικρό μαγνητόφωνο. «Πες τα όλα από την αρχή»,
είπε. «Όλα όσα σου είπε αυτός ο Τάνερ. Μην παραλείψεις
τίποτε».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 69
Εκείνη τη στιγμή η Ρόζα άνοιξε την πόρτα. «Το τραπέζι
είναι σχεδόν έτοιμο».
«Ερχόμαστε σ’ ένα τέταρτο, κάρα», είπε ο πατέρας της.
«Πρόκειται για κάτι σημαντικό, πίστεψέ με».
Η Ρόζα έσμιξε με απορία τα φρύδια, αλλά βγήκε από το
δωμάτιο, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ο Μόρι γύρισε στον
εγγονό του.
«Όπως σου είπα, μην παραλείψεις τίποτε», του τόνισε κι
έβαλε το μηχάνημα να δουλεύει.

'Οταν ο Μόρι έφτασε στο γήπεδο πόλο του Γκλεντέιλ, αργό­


τερα το ίδιο απόγευμα, είχε αρχίσει να βρέχει. Όμως υπήρχαν
αρκετοί θεατές κάτω από ομπρέλες ή δέντρα, επειδή έπαιζε ο
Καρλ Μόργκαν, παίκτης μεγάλης κλάσεως, όπως έδειχνε κι
ένα «χάντικαπ» δέκα τερμάτων με το οποίο είχε ξεκινήσει ο
αγώνας. Ο Μόργκαν ήταν πενήντα χρόνων, μεγαλοπρεπής
στην εμφάνιση, με ύψος ένα κι ογδόντα, φαρδιούς ώμους και
μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, πάνω από τ’ αυτιά του.
Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, κληρονομιά της μητέ­
ρας του, ανιψιός του δον Τζιοβάνι, η οποία είχε παντρευτεί
τον πατέρα του, νέο αξιωματικό του στρατού, στη διάρκεια
του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο πατέρας του είχε
υπηρετήσει με γενναιότητα τόσο στον πόλεμο της Κορέας
όσο και του Βιετνάμ, είχε αποστρατευτεί με το βαθμό του
υποστρατήγου και τώρα ζούσε στη Φλόριντα με κάθε άνεση
χάρη στο γιο του.
Όλα πολύ αξιοπρεπή, όλα μια καθώς πρέπει βιτρίνα για
το γιο, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το Γιέλ το 1965 και είχε
υπηρετήσει εθελοντικά ως αλεξιπτωτιστής στον πόλεμο του
Βιετνάμ, απ’ όπου γύρισε με δύο Πορφυρούς Σταυρούς, ένα
Ασημένιο Άστρο κι ένα βιετναμέζικο Παράσημο Ανδρείας.
Ένας ήρωας του πολέμου που χάρη σε όλ’ αυτά τα διαπιστευ­
τήρια είχε γίνει δεκτός στη Γουόλ Στρητ και κατόπιν στο χώρο
των ξενοδοχείων και των κατασκευών και είχε καταλήξει
δισεκατομμυριούχος, αναγνωρισμένος σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα από το Λονδίνο μέχρι τη Νέα Υόρκη.
70 JACK HIGGINS
Σ’ ένα παιχνίδι πόλο υπάρχουν έξι χρονικές υποδιαιρέσε ις
διάρκειας εφτά λεπτών η καθεμιά και παίζουν τέσσερις παί­
κτες από κάθε μεριά. Ο Μόργκαν έπαιζε φόργουορντ, γιατί
αυτή η θέση του πρόσφερε τις περισσότερες ευκαιρίες για
επιθετική δραστηριότητα, κι αυτό του άρεσε.
Το παιχνίδι βρισκόταν στην τελευταία φάση, όταν ο Μόρι
βγήκε από το αυτοκίνητο και ο σοφέρ του ήρθε με μια ανοιχτή
ομπρέλα να τον προφυλάξει από τη βροχή. Λίγα μέτρα πιο
πέρα μια εντυπωσιακά όμορφη νέα γυναίκα στεκόταν δίπλα
σ’ ένα ακριβό αυτοκίνητο μ’ ένα αδιάβροχο Μπέρμπερι ριγ­
μένο στους ώμους. Είχε ύψος γύρω στο ένα κι εβδομήντα,
μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της, έντονμ
μήλα και πράσινα μάτια.
«Ωραία κοπέλα η κόρη του κυρίου Μόργκαν», είπε ο
σοφέρ.
«Η προγονή του, θέλεις να πεις», τον διόρθωσε ο Μόρι.
«Σωστά. Το ξεχνάω, μια κι έχει πάρει τ’ όνομά του. Κρίμα
που η μητέρα της πέθανε μ’ αυτό τον τρόπο. Άστα — περίεργο
όνομα, ε;»
«Είναι σουηδικό», του είπε ο Μόρι.
Η Άστα Μόργκαν χοροπηδούσε γεμάτη έξαψη. «Έλα,
Καρλ! Δώσ’ τους να καταλάβουν!»
Ο Καρλ Μόργκαν τη ς έριξε μια λοξή ματιά καθώς περνού­
σε, τα δόντια του άστραψαν και χίμηξε πάνω στο νεαρό φόρ­
γουορντ της αντίπαλης ομάδας, χώνοντας το αριστερό του
πόδι κάτω από τον αναβολέα του και πετώντας τον, εντελώς
αντικανονικά, από τη σέλα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα
όρμησε και πέτυχε γκολ.
Η ομάδα του Μόργκαν κέρδισε, φυσικά, τον αγώνα και ο
Καρλ μ’ ελαφρό καλπασμό πήγε προς το μέρος της Άστα, κάτω
από την αδιάκοπη βροχή. Ένας γκρουμ παρέλαβε το άλογό του,
η Άστα του έδωσε μια πετσέτα και μετά άναψε ένα τσιγάρο και
του το έβαλε στα χείλια. Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Η οικειό­
τητά τους απέκλειε όλους τους άλλους γύρω τους.
«Σίγουρα ο κύριος Μόργκαν τη συμπαθεί πολύ», είπε ο
Τζόνι.
Ο Μόρι έγνεψε καταφατικά. «Έτσι φαίνεται».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 71
Ο Μόργκαν γύρισε, τον είδε και του κούνησε το χέρι. Ο
Μόρι πλησίασε. «Καρλ, χαίρομαι που σε βλέπω. Κι εσένα,
Ασία». Σήκωσε το χέρι κι άγγιξε το καπέλο του.
«Τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε ο Μόργκαν.
«Πρόκειται για επαγγελματικό θέμα, Καρλ. Κάτιπροέκυ-
ψε την περασμένη νύχτα που μπορεί να σ’ ενδιαφέρει».
«Σίγουρα δεν πρόκειται για κάτι που δεν μπορείς να μου
αναφέρεις μπροστά στην Άστα;» είπε ο Μόργκαν.
Ο Μόρι δίστασε για μια στιγμή. «Όχι βέβαια». Έβγαλε το
μικρό κασετόφωνο από την τσέπη του. «Τη νύχτα που μας
πέρασε κάποιος ασθενής ξεψύχησε στα χέρια του εγγονού
μου, του Τόνι, στο νοσοκομείο Δέσποινα του Ελέους. Πριν
πεθάνει διηγήθηκε στον Τόνι μια εκπληκτική ιστορία, Καρλ.
Νομίζω ότι ίσως σ’ ενδιαφέρει».
«Εντάξει, αλλά μην καθόμαστε στη βροχή. Ελάτε να μπού­
με στο αυτοκίνητο». Ο Μόργκαν βοήθησε την Άστα να μπει
πρώτη και την ακολούθησε.
Ο Μόρι μπήκε κι αυτός. «Λοιπόν, ακούστε», είπε κι έβαλε
το κασετόφωνο να δουλέψει.

Όταν η αφήγηση από το μαγνητόφωνο τελείωσε, ο Μόργκαν


καθόταν ακίνητος, μ’ ένα τσιγάρο κρεμασμένο από τα χείλια
και πρόσωπο ανέκφραστο.
«Τι καταπληκτική ιστορία!» είπε η Άστα. Η φωνή της ήταν
χαμηλή κι ευχάριστη, η προφορά της περισσότερο εγγλέζικη
παρά αμερικάνικη.
«Πραγματικά απίστευτη». Ο Μόργκαν γύρισε στον Μόρι»
«Θα το κρατήσω αυτό. Θα βάλω τη γραμματέα μου να το
απομαγνητοφωνήσει και θα το στείλω στον δον Τζιοβάνι στο
Παλέρμο με κωδικοποιημένο φαξ».
«Έκανα σωστά, λοιπόν;»
«Έκανες πολύ καλά, Αντόνιο». Ο Μόργκαν του έσφιξε το
Χέρι.
«Πρόκειται για δουλειά του Τόνι, Καρλ, όχι δική μου.
Αλήθεια, τι θα κάνω μ’ αυτόν; Έβγαλε την ιατρική σχολή του
Χάρβαρντ, πέρασε από την κλινική Μέιο, ήταν αριστούχος, κι
72 JACK HIGGINS
όμως τώρα εργάζεται σχεδόν τζάμπα στη Δέσποινα του Ε­
λέους με τις καλόγριες».
«Άσ’ τον», είπε ο Μόργκαν. «θα βρει το δρόμο του. Εγώ
πήγα στο Βιετνάμ, Αντόνιο. Κανένας δεν μπορεί να μου το
αρνηθεί αυτό. Ένα πλουσιόπαιδο να πηγαίνει στην κόλαση,
χωρίς να το υποχρεώνει κανείς. Λέει ορισμένα πράγματα
αυτό. Έτσι και ο εγγονός σου: δε θα μείνει εκεί για πάντα,
αλλά το γεγονός ότι πέρασε από κει θα του δώσει ένα ξεχω­
ριστό πλεονέκτημα για όλη την υπόλοιπη ζωή του». Ο Μόρ­
γκαν έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο του Μόρι. «Ελπίζω να
μη μιλάω πολύ υπολογιστικά».
«'Οχι, αλίμονο», τον καθησύχασε ο Μόρι. «Είναι αλήθεια
πως είμαι περήφανος για τον εγγονό μου. Σ’ ευχαριστώ, Καρλ.
Λοιπόν, σας αφήνω τώρα». Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του
στην Άστα και βγήκε από το αυτοκίνητο.
«Ωραίο αυτό που είπες για τον Τόνι», είπε η Άστα στον
Μόργκαν.
«Είναι αλήθεια. Πρόκειται για λαμπρό νέο. Θα καταλήξει
σίγουρα στην Παρκ Άβενιου, μόνο που, αντίθετα με τους
άλλους λαμπρούς γιατρούς εκεί, αυτός θα έχει το πλεονέκτημα
ότι εργάστηκε αφιλοκερδώς δίπλα στις καλόγριες —κι αυτό
είναι ανεκτίμητο».
«Είσαι πολύ κυνικός», είπε η Άστα.
«'Οχι, αγάπη μου, είμαι ρεαλιστής». Ο Μόργκαν κάθισε
στο τιμόνι. «Λοιπόν, να πηγαίνουμε. Πεθαίνω της πείνας. Θα
σε βγάλω έξω για φαγητό».

Είχαν τελειώσει το δείπνο τους στις Τέσσερις Εποχές κι έπι­


ναν τον καφέ τους, όταν ένας νεαρός σερβιτόρος έφερε ένα
τηλέφωνο. «Σας καλούν από τη Σικελία, κύριε Μόργκαν.
Είπαν πως είναι επείγον».
Η τραχιά φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής ήταν πολύ
χαρακτηριστική. «Κάρλο; Τζιοβάνι εδώ».
Ο Μόργκαν όρθωσε το σώμα του. «Θείε!» Το γύρισε
αμέσως στα ιταλικά. «Τι ευχάριστη έκπληξη! Πώς πάνε οι
δουλειές;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 73
«Όλα καλά. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το φαξ που μου
έστειλες».
«Έκανα λοιπόν σωστά που σ’ ενημέρωσα αμέσως;»
«Τόσο σωστά, ώστε θέλω να πάρε ις το πρώτο αεροπλάνο για
το Παλέρμο. Πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση, Κάρλο».
«Σύμφωνοι, θείε. Θα είμαι εκεί αύριο κιόλας. Έχω την
Άστα μαζί μου. Θέλεις να της μιλήσεις;»
«Ακόμα καλύτερα θα ήταν να τη δω, γι’ αυτό φέρ’ τη μαζί
σου. Σας περιμένω, Κάρλο».
Η γραμμή έκλεισε. Ο σερβιτόρος πλησίασε και πήρε το
τηλέφωνο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Άστα.
«Προφανώς ο Τζιοβάνι παίρνει πολύ σοβαρά αυτή την
υπόθεση με το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ. θέλει να βρίσκο­
μαι στο Παλέρμο αύριο. Θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, αγάπη μου.
Καιρός να επισκεφτείςτη Σικελία», είπε ο Μόργκαν κι έκανε
νόημα στον αρχισερβιτόρο.

Το επόμενο πρωί πήραν μια κατευθείαν πτήση για Ρώμη, όπου


τους περίμενε ένα ιδιωτικό τζετ για να τους μεταφέρει στο
αεροδρόμιο Πούντα Ραΐσα, τριάντα χιλιόμετρα έξω από το
Παλέρμο. Εκεί τους παρέλαβε μια Μερσεντές με σοφέρ κι ένα
άτομο με σκληρά χαρακτηριστικά, βαριά μήλα προσώπου και
σπασμένη μύτη πυγμάχου. Ο άνθρωπος αυτός απέπνεε δύνα­
μη, αν κι έμοιαζε μάλλον Σλάβος παρά Ιταλός.-
«Ο επικεφαλής της φρουράς του θείου μου», ψιθύρισε ο
Μόργκαν στην Άστα, «ο Μάρκο Ρούσο». Χαμογέλασε κι
άπλωσε το χέριτου. «Μάρκο, καιρό είχαμε να ιδωθούμε. Από
δω η κόρη μου Άστα».
Μια υποψία χαμόγελου χαράχτηκε στο πρόσωπο του Μάρ­
κο. «Χαίρω πολύ. Καλώς ήρθατε στη Σικελία, σινιορίνα. Χαρά
μου που σας ξαναβλέπω, σινιόρε. Ο δον δεν είναι στην πόλη,
είναι στη βίλα».
«Ωραία. Πάμε να τον βρούμε εκεί, λοιπόν».

Η βίλα του Λούκα ήταν έξω από ένα χωριό, στους πρόποδες
74 JACK HIGGINS
του Μόντε Πελεγκρίνο, που υψώνεται στον ουρανό πέντε
χιλιόμετρα βόρεια του Παλέρμο.
«Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων, οιΚαρ-
χηδόνιοι αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους πάνω σ’ αυτό το βου­
νό επί τρία ολόκληρα χρόνια», είπε ο Μόργκαν στην Άστα.
«Το τοπίο είναι μαγευτικό», είπε εκείνη.
«Έχει βαφτεί με αίμα γενιές και γενιές». Της έδειξε την
τοπική εφημερίδα που του είχε δώσει ο Μάρκο. «Τρεις στρα­
τιώτες ανατινάχτηκαν με το αυτοκίνητό τους χτες βράδυ κι
ένας παπάς σκοτώθηκε με σφαίρα στο σβέρκο σήμερα το
πρωί, επειδή υπήρχαν υποψίες πως ήταν πληροφοριοδότης».
«Τουλάχιστον εσύ είσαι από τη σωστή μεριά».
Ο Μόργκαν της έσφιξε το χέρι. «Οτιδήποτε κάνω είναι
πέρα για πέρα νόμιμο, Άστα. Αυτό έχει σημασία. Τα επιχει­
ρηματικά μου ενδιαφέροντα, καθώς και των συνεργατών μου,
είναι καθαρά σαν το χιόνι».
«Το ξέρω, καλέ μου», είπε εκείνη. «Δεν πιστεύω να έχει
άλλος καλύτερη βιτρίνα από τη δική σου. Ο παππούς Μόργκαν
στρατηγός, εσύ ήρωας του πολέμου, δισεκατομμυριούχος, φι­
λάνθρωπος κι ένας από τους καλύτερους παίκτες πόλο στον
κόσμο. Την τελευταία φορά που ήμαστε στο Λονδίνο, ο πρί­
γκιπας Κάρολος ζήτησε να παίξεις μαζί του».
«Με θέλει πάλι τον άλλο μήνα». Η Άστα γέλασε κι εκείνος
πρόσθεσε: «Ποτέ όμως μην ξεχνάς ένα πράγμα, Άστα. Η
αληθινή δύναμη δεν προέρχεται από τη Νέα Υόρκη. Βρίσκε­
ται στα χέρια του ανθρώπου που πάμε να δούμε τώρα».
Εκείνη τη στιγμή έστριψαν και πέρασαν μια ηλεκτρονική
πύλη, τοποθετημένη σε παμπάλαιους τοίχους πέντε μέτρα
ψηλούς. Διέσχισαν έναν ημιτροπικό κήπο και κατευθύνθηκαν
προς τη μεγάλη, μαυριτανικού στυλ, βίλα.

Ο κύριος χώρος υποδοχής ήταν τεράστιος. Δάπεδο με μαύρα


και λευκά πλακάκια, με χαλιά εδώ κι εκεί, δρύινα ιταλικά
έπιπλα του δέκατου έβδομου αιώνα, κούτσουρα που έκαιγαν
στο τζάκι και πόρτες που έβγαζαν στον κήπο. Ο Δούκα καθό­
ταν σ’ έναν καναπέ με ψηλή ράχη, μ’ ένα πούρο στο στόμα και
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 75
τα χέρια του δεμένα πάνω στην ασημένια λαβή ενός μπαστου­
νιού. Ήταν ογκώδης, πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον εκατό
κιλά, είχε γκρίζα περιποιημένη γενειάδα και αέρα Ρωμαίου
αυτοκράτορα.
«Έλα δω, παιδί μου», είπε στην Άστα και, όταν εκείνη
πλησίασε, τη φίλησε και στα δύο μάγουλα. «Είσαι ομορφότερη
από κάθε άλλη φορά. Πάνε δεκαοχτώ μήνες από τότε που σε
είδα στη Νέα Υόρκη. Ο θάνατος της μητέρας σου τον περα­
σμένο χρόνο με έθλιψε όσο δεν μπορείς να φανταστείς».
«Τι να κάνουμε, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν», είπε η
Άστα.
«Σωστά. Ο Τζακ Κένεντι είπε κάποτε ότι, αν κάποιος
πιστεύει πως υπάρχει δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο, είναι
άσχημα πληροφορημένος. Έλα, κάθισε δίπλα μου». Η Άστα
υπάκουσε κι αυτός σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον
Μόργκαν. «Φαίνεσαι μια χαρά, Κάρλο». Τον αποκαλούσε
πάντα μ’ αυτό το όνομα.
«Κι εσύ το ίδιο, θείε».
Ο Λούκα άπλωσε το χέρι του και ο Μόργκαν το φίλησε.
«Μου αρέσει όταν βγαίνει στην επιφάνεια ο Σικελός που
κρύβεις μέσα σου. Έκανες πολύ καλά που μ’ ενημέρωσες γι’
αυτή την υπόθεση του Τσουνγκίνγκ και ο Μόρι επίσης έδειξε
σωστή κρίση που ήρθε και σου το είπε».
«Το οφείλουμε στον εγγονό του», είπε ο Μόργκαν.
«Ναι, ασφαλώς. Ο νεαρός Τόνι είναι καλό παιδί. Είναι
ιδεαλιστής κι αυτό είναι καλό. Χρειαζόμαστε τους ‘αγίους’
μας, Κάρλο, μας κάνουν πιο αποδεκτούς στον υπόλοιπο κό­
σμο». Έτριξε το δάχτυλό του κι ένας υπηρέτης με λευκή
ζακέτα πλησίασε.
«Ζίμπιμπο, Αλφρέντο».
«Αμέσως, δον Τζιοβάνι».
«Θα σ’ αρέσει, Άστα. Είναι ένα κρασί από το νησί Παντε-
λερία, αρωματισμένο με γλυκάνισο». Γύρισε στον Μόργκαν.
«Ο Μάρκο με πήγε μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο προ ημερών
και ρίξαμε και μια ματιά σ’ εκείνο το αγροτόσπιτο που έχεις
στο Βαλντίνι».
«Πώς ήταν;»
76 JACK HIGGINS
«Ο φύλακας και η γυναίκα του φαίνονται πολύ εντάξει.
Όλα ήσυχα. Θα πρέπει κάτι να κάνεις μ’ αυτό το σπίτι».
«Ο παππούς μου γεννήθηκε εκεί, θείε. Είναι ένα κομμάτι
της γνήσιας Σικελίας. Πώς θα μπορούσα να τ’ αλλάξω;»
«Είσαι καλό παιδί, Κάρλο. Μπορεί να είσαι μισός Αμερι­
κανός, η καρδιά σου όμως ανήκει στη Σικελία».
Ενώ ο Αλφρέντο άνοιγε το μπουκάλι, ο Μόργκαν είπε:
«Λοιπόν, σχετικά μ’ αυτό το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ, ποια
είναι η γνώμη σου;»
«Έχουμε επενδύσει δισεκατομμύρια στο Χονγκ Κονγκ,
στα ξενοδοχεία και τα καζίνο, και τα συμφέροντά μας θα
υποστούν σοβαρές ζημιές όταν τον έλεγχο πάρουν οι κομμου­
νιστές το 1997. Οτιδήποτε υπάρχει περίπτωση να καθυστερή­
σει αυτή τη μεταβολή θ’ αποτελούσε θεόσταλτο δώρο για μας».
«Μπορεί όμως η ανακάλυψη ενός τέτοιου εγγράφου να
έχει αποτέλεσμα;» ρώτησε η Άστα.
Ο Λούκα πήρε ένα από τα ποτήρια που είχε γεμίσει ο
Αλφρέντο. «Οι Κινέζοι έχουν φροντίσει να κατοχυρώσουν την
επικείμενη αλλαγή στο Χονγκ Κονγκ μέσω των Ηνωμένων
Εθνών. Σήμερα απαιτούν τα πάντα, από το διεθνή σεβασμό
μέχρι τους ολυμπιακούς αγώνες. Αν γινόταν γνωστό ότι υπάρ­
χει ένα τέτοιο έγγραφο με την ιερή υπογραφή του Μάο Τσε-
Τουνγκ, ποιος ξέρει ποια θα ήταν η κατάληξη».
«Σίγουρα θα ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για πλαστογρα­
φία», είπε ο Μόργκαν.
«Ναι», πετάχτηκε η Άστα, «αλλά το θέμα είναι ότι δεν
πρόκειται για πλαστογραφία. Ξέρουμε ότι το έγγραφο είναι
γνήσιο κι ασφαλώς αυτό θα το βεβαιώσουν οι ειδικοί».
«Έξυπνο το κορίτσι μας». Ο Λούκα την άγγιξε τρυφερά
στο γόνατο. «Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε, Κάρλο. Αν μη τι
άλλο, μ’ αυτό το έγγραφο ίσως μπορέσουμε τουλάχιστον να
καθυστερήσουμε τις διαδικασίες. Ακόμα κι αν τελικά δεν
πετύχουμε, θα χαιρόμουν αν καταφέρναμε να δημιουργήσου­
με σύγχυση στους Κινέζους, κι ακόμα περισσότερο στους
Βρετανούς. Αυτοί φταίνε που δε φρόντισαν να τακτοποιήσουν
αυτό το θέμα εδώ και χρόνια».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί το λες αυτό», του είπε η Άστα.
λΙ· ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ Π
·■ Λυτό ακριβώς δεν προσπάθησε να κάνει ο Μαουντμπάτεν το
1944;»
Ο Λούκα άφησε ένα βρυχηθμό γέλιου και ύψωσε το ποτήρι
του. «Βάλε μας κι άλλο κρασί, Αλφρέντο».
«Λοιπόν, τι προτείνεις;» ρώτησε ο Μόργκαν.
«Βρες αυτή την ασημένια Βίβλο. Όταν τη βρεις, θα έχεις
στα χέρια σου το Σύμφωνο».
«Και η Βίβλος θα πρέπει να βρίσκεται κάπου στο κάστρο
ίου Λοχ Ντου, σύμφωνα με όσα είπε ο Τάνερ», παρατήρησε
η Άστα.
«Ακριβώς. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Έβαλα το δικη­
γόρο μου στο Λονδίνο να ελέγξει την κατάσταση που επικρα­
τεί στον πύργο αμέσως μόλις πήρα το φαξ από σένα. Αυτή τη
< ττιγμή λοιπόν ο πύργος είναι νοικιασμένος σ’ ένα σεΐχη από
το Ομάν, πρίγκιπα της βασιλικής οικογένειας, επομένως δεν
μπορεί να γίνει τίποτε. Ο σεΐχης θα μείνει ένα μήνα ακόμα.
Λπό κει και πέρα ο δικηγόρος μου το νοίκιασε στ’ όνομά σου
για τους επόμενους τρεις μήνες».
«Θαυμάσια», είπε ο Μόργκαν. «Αυτό θα μας δώσει την
ευκαιρία να ψάξουμε με την ησυχία μας. Κάπου θα πρέπει να
υπάρχει αυτή η Βίβλος».
«Έδωσα εντολή στο δικηγόρο μου να πάει αμέσως εκεί
και να δει αυτή τη λαίδη Κάθριν Ρόουζ, την αδερφή, για να
ιτυμφωνήσει στην ενοικίαση του πύργου προσωπικά. Της έθε-
οε λοιπόν και το θέμα της Βίβλου, λέγοντας ότι είχε ακούσει
πως όλοι οι ‘άρχοντες’ την είχαν πάνω τους στη μάχη. 'Οταν
μου τηλεφώνησε, μου είπε ότι η γυναίκα αυτή είναι πλέον
ηλικιωμένη και τα ’χει κάπως χαμένα και ότι, εν πάση περι-
πτώσει, του είπε πως είχε χρόνια να δει αυτή τη Βίβλο».
«Θα σας θυμίσω ένα πράγμα», είπε η Άστα. «Ο Τόνι
Ιςάκσον διηγείται ότι έκανε στον Τάνερ την εξής ερώτηση:
Επομένως η Βίβλος επέστρεψε στο Λοχ Ντου;’»
«Και ο Τάνερ απάντησε: ‘Θα μπορούσες να το πεις κι
έτσι’», πετάχτηκε ο Μόργκαν.
Η Άστα έγνεψε καταφατικά. «Και τότε, σύμφωνα με τον
Γόνι, ο Τάνερ άρχισε να γελά. Κάπως περίεργο δεν είναι
αυτό;»
78 JACK HIGGINS
«Περίεργο ή όχι, αυτή η Βίβλος θα πρέπει να βρίσκεται
κάπου», είπε ο Λουκά. «Θα τη βρεις, Κάρλο». Σηκώθηκε από
τον καναπέ. «Λοιπόν, τώρα πάμε για φαγητό».
Ο Μάρκο Ροΰσο στεκόταν στο χολ, κοντά στην πόρτα, και
καθώς περνούσαν δίπλα του ο Λουκά είπε: «Πάρε και τον
Μάρκο μαζί σου. Μπορεί να σου χρειαστεί». Έδωσε ένα
φιλικό χαστουκάκι στο μάγουλο του Μάρκο. «Ετοιμάσου για
τα Χάιλαντς της Σκοτίας, Μάρκο. Βάλε τα χειμωνιάτικά σου».
«Ό,τι πεις, κάπο».
Ο Μάρκο άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας, όπου περί-
μεναν δύο σερβιτόροι. Στο χώρο υποδοχής ο Αλφρέντο μάζε­
ψε το μπουκάλι του κρασιού και τα ποτήρια και τα πήγε στην
κουζίνα για να τα πλύνει αργότερα η υπηρέτρια. «Εγώ φεύ­
γω», είπε στο μάγειρα. Βγήκε έξω, άναψε τσιγάρο και, διασχί­
ζοντας τον κήπο, κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματα τσυ
προσωπικού.
Ο Αλφρέντο Πόντι ήταν θαυμάσιος σερβιτόρος, αλλά ακό­
μα καλύτερος αστυνομικός — ένας από τους νέους και αφο-
σιωμένους άντρες που είχαν πάει εκεί από την κυρίως Ιταλία.
Είχε καταφέρε ι να προσληφθε ί από τον Λούκα πριν από τρεις
μήνες.
Συνήθως τηλεφωνούσε απέξω όταν ήθελε να επικοινωνή­
σει με τους ανωτέρους του, αλλά τα δύο άλλα μέλη του προ­
σωπικού, ο μάγειρας και η υπηρέτρια, αυτή τη στιγμή εργάζο­
νταν κι έτσι προς το παρόν ήταν μόνος. Εν πάση περιπτώσει,
αυτό που είχε ακούσει του φάνηκε επείγον, γι’ αυτό αποφάσι­
σε να το διακινδυνεύσει. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου
που ήταν τοποθετημένο στον τοίχο, στην άκρη του διαδρόμου,
και κάλεσε ένα νούμερο στο Παλέρμο. Κάποιος σήκωσε αμέ­
σως το τηλέφωνο.
«Γκανίνι, εγώ είμαι, ο Πόντι. Έχω κάτι ενδιαφέρον. Από­
ψε έφτασε ξαφνικά ο Καρλ Μόργκαν με την προγονή του.
Ακόυσα που έλεγαν στον Λούκα μια πολύ περίεργη ιστορία.
Έχεις ακούσει ποτέ σου για το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ;»
Ο Πάολο Γκανίνι, ταγματάρχης των ιταλικών μυστικών
υπηρεσιών, με έδρα τη Ρώμη, που βρισκόταν τώρα στο Παλέρ­
μο παριστάνονταςτον επιχειρηματία, είπε: «Όχι, πρώτη φορά
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 79
το ακούω. Μια στιγμή να βάλω το μαγνητόφωνό μου. Λοιπόν,
πες τα όλα από την αρχή. Βασίζομαι στην καλή σου μνήμη».
Ο Αλφρέντο διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια ό,τι είχε
ακούσει. Όταν τελείωσε, ο Γκανίνι είπε: «Μπράβο, έκανες
καλή δουλειά, αν και δεν είμαι βέβαιος για το τι ακριβώς θα
μπορούσαμε να κάνουμε. Εντάξει, έχε το νου σου και θα
είμαστε πάντα σ’ επαφή».
Ο Αλφρέντο έβαλε το ακουστικό στη θέση του και πήγε να
ξαπλώσει.

Ο Γκανίνι, στο διαμέρισμά του στο Παλέρμο, έμεινε για λίγο


οκεφτικός. Θα μπορούσε να ενημερώσει τη Ρώμη, αν και δεν
πίστευε ότι θα ενδιαφερόταν κανείς ιδιαίτερα. Όλοι ήξεραν τι
ήταν ο Καρλ Μόργκαν, αλλά κανείς δεν μπορούσε ν’ αμφισβη­
τήσει το νομότυπο των ενεργειών του. Εν πάση περιπτώσει,
οτιδήποτε κι αν σχεδίαζε να κάνει στη Σκοτία θα ήταν αρμοδιό­
τητα των βρετανικών αρχών, πράγμα που έκανε τον Γκανίνι να
σκεφτεί τον παλιό του φίλο στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.
Ο Γκανίνι χαμογέλασε. Τον συμπαθούσε πολύ αυτό τον τύπο.
Έβγαλε το κωδικοποιημένο σημειωματάριό του και βρήκε το
νούμερο του υπουργείου Άμυνας στο Λονδίνο.
Όταν του απάντησαν, είπε: «Δώστε μου τον ταξίαρχο
Τσαρλς Φέργκιουσον. Είναι κατεπείγον».

I Ιερίπου δυο ώρες αργότερα, κι ενώ ο Μόργκαν καιη Άστα είχαν


αποσυρθεί για ύπνο, ο Αλφρέντο ξύπνησε απότομα από ένα
σκούντημα κι αντίκρισε τον Μάρκο πάνω από το κεφάλι του.
«Σήκω, σε θέλει ο κάπο».
«Τι συμβαίνει;»
Ο Μάρκο ανασήκωσε τους ώμους. «Ιδέα δεν έχω. Είναι
ι'ξω, στην ταράτσα».
Έφυγε και ο Αλφρέντο ντύθηκε βιαστικά και τον ακολού­
θησε. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Τρεις μήνες τώρα όλα είχαν
πάει καλά και είχε φανεί προσεκτικός σε κάθε του κίνηση,
80 JACK HIGGINS
αλλά, για κάθε ενδεχόμενο, έχωσε ένα μικρό αυτόματο πιστό­
λι στη ζώνη του.
Βρήκε τον Λουκά να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και
τον Μάρκο ακουμπισμένο σε μια κολόνα. «Έκανες ένα τηλε­
φώνημα νωρίτερα», είπε ο Λοΰκα.
Ο Αλφρέντο ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει ξαφνικά.
«Ναι, στον ξάδερφό μου, στο Παλέρμο».
«Λες ψέματα», είπε ο Μάρκο. «Έχουμε ηλεκτρονικό μηχά-
νημαπσυ εντοπίζειτα νούμερα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτω­
ση πρόκειται για ειδικό νούμερο που δεν εντοπίζεται».
«Απ’ αυτά που χρησιμοποιούν μόνο οι υπηρεσίες ασφα­
λείας», είπε ο Λούκα.
Ο Αλφρέντο έκανε ξαφνικά μεταβολή κι έτρεξε προς τον
κήπο, ενώ ο Μάρκο τραβούσε ένα πιστόλι με σιγαστήρα.
«Μην τον σκοτώσεις!» φώναξε ο Λούκα.
Ο Μάρκο τον πυροβόλησε στο πόδι και ο Αλφρέντο έπεσε
στο έδαφος. Γύρισε αμέσως και τράβηξε το αυτόματο από τη
ζώνη του. Ο Μάρκο, που δεν είχε πλέον άλλη επιλογή, τον
πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια.
Ο Λούκα έκανε μερικά βήματα, στηριγμένος στο μπαστού­
νι του. «Κρίμα! Ήταν τόσο νέος. Είδες που δεν το βάζουν
κάτω; Ξεφορτώσου τον, Μάρκο».
Γύρισε και μπήκε στο σπίτι.
4

Φέργκιουσον καθόταν στο γραφείο του, όταν η Χάνα

Ο Μπερνστάιν μπήκε μέσα κι άφησε ένα φάκελο μπροστά


του. «Εδώ είναι όλες οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον
Καρλ Μόργκαν».
Ο Φέργκιουσον έκανε πίσω στο κάθισμά του. «Πες μου».
«Ο πατέρας του είναι υποστράτηγος εν αποστρατεία, αλλά
η μητέρα του είναι ανιψιό του Τζιοβάνι Λουκά. Αυτό σημαίνει
ότι, παρά το Γιέλ και τ’ ανδραγαθήματα στο Βιετνάμ και τα
ξενοδοχεία και τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, ο Μόργκαν
χρησιμοποιείται ως βιτρίνα για τη Μαφία».
«Κάποιοι ίσως θα ’λεγαν ότι αυτό είναι το νέο, νόμιμο
πρόσωπο της μαφίας».
«Μ’ όλο μου το σεβασμό, ταξίαρχε, όλ’ αυτά είναι μπούρ-
δες».
«Επιθεωρήτρια, με εκπλήσσεις. Είπες μια κακή λέξη. Πο­
λύ ενθαρρυντικό αυτό».
«Ένας κακοποιός δεν παύει να είναι κακοποιός επειδή
φοράει κοστούμια του Μπριόνι και παίζει πόλο με τον πρίγκι­
πα Κάρολο».
82 JACK HIGGINS
«Συμφωνώ, και με το παραπάνω. Έμαθες πώς ακριβώς
έχει η κατάσταση στον πύργο Λοχ Ντου;»
«Μάλιστα, σερ. Αυτή τη στιγμή είναι νοικιασμένος στον
πρίγκιπα Αλή μπεν Γιουσέφ από το Ομάν. Ο πρίγκιπας θα
μείνει εκεί για ένα μήνα ακόμα».
«Όχι τόσο ευχάριστο αυτό. Πάντα είναι πρόβλημα η συ­
νεννόηση με τις αραβικές βασιλικές οικογένειες».
«Υπάρχει και κάτι άλλο, σερ. Ο Καρλ Μόργκαν έχει κιό­
λας νοικιάσει τον πύργο για τρεις μήνες, αμέσως μετά την
αναχώρησή του πρίγκιπα».
«Αλήθεια, γιατί να το κάνει αυτό;» Ο Φέργκιουσον ζάρω­
σε για μια στιγμή το μέτωπό του και μετά έγνεψε καταφατικά.
«Η Βίβλος. Σίγουρα αυτός είναι ο λόγος».
«Εννοείτε ότι θέλει να ψάξει να τη βρει, σερ;»
«Μάλλον. Τι άλλο μπορείς να μου πεις γι’ αυτό το κτήμα;»
«Ιδιοκτήτρια είναι κάποια λαίδη Ρόουζ, αδερφή του Κά-
μπελ. Ο Κάμπελ δεν είχε παντρευτεί. Η λαίδη Ρόουζ μένει
στον οικίσκο της πύλης. Είναι ογδόντα χρονών και η υγεία της
δεν είναι καλή». Η Χάνα έριξε μια ματιά στο φάκελο. «Βλέπω
ότι υπάρχει ακόμα για ενοικίαση ένα μικρό κυνηγετικό περί­
πτερο. Ονομάζεται περίπτερο Αρντναμούρχαν. Βρίσκεται δε­
καπέντε περίπου χιλιόμετρα από το κυρίως σπίτι, μέσα στο
δάσος με τα ελάφια».
Ο Φέργκιουσον έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν, ας δοκιμά­
σουμε την πιο απλή προσέγγιση. Πάρε το Λίαρ από το Γκάτ-
γουικ όσο πιο γρήγορα μπορείς και πήγαινε να δεις τη λαίδη
Ρόουζ εκ μέρους μου. Πες της ότι ενδιαφέρομαι γι’ αυτό το
κυνηγετικό περίπτερο. Πες της ότι κι εσύ ενδιαφέρεσαι ιδιαί­
τερα γι’ αυτή την περιοχή, επειδή ο παππούς σου είχε υπηρε­
τήσει μαζί με τον Κάμπελ στον πόλεμο. Κατόπιν θέσε με τρόπο
το θέμα της Βίβλου. Πού ξέρεις, μπορεί αυτή τη στιγμή να είναι
αφημένη πάνω σε κάποιο τραπεζάκι».
«Σύμφωνοι, σερ. Θα κάνω όπως μου είπατε». Το τηλέφωνο
πάνω στο γραφείο του Φέργκιουσον χτύπησε, η Χάνα το
σήκωσε, άκουσε για λίγο και το έκλεισε. «Ο Ντίλον αυτή τη
στιγμή υποβάλλεται σε μια τελευταία εξέταση στο νοσοκο­
μείο».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 83
«Το ξέρω», είπε ο Φέργκιουσον.
«Σχετικά με τη Βίβλο, σερ, πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι θα
μπορούσε να είναι αφημένη κάπου έτσι πρόχειρα;»
«Ομολογώ ότι δεν το θεωρώ πολύ πιθανό. Το γεγονός ότι
ο Λούκα και ο Μόργκαν προχώρησαν σε ενοικίαση του πύρ­
γου πρέπει να σημαίνει ότι ξέρουν πως κάτι τέτοιο δεν είναι
πιθανό».
«Αυτό λέει η λογική». Η Χάνα άφησε άλλον ένα φάκελο
πάνω στο γραφείο του Φέργκιουσον. «Η ιατρική έκθεση για
τον Ντίλον δεν είναι καθόλου ευχάριστη».
«Ναι. Ο καθηγητής Μπέλαμι μου μίλησε σχετικά. Γι’ αυτό
ακριβώς και τον υποβάλλει σε μια τελευταία γενική εξέταση
αυτή τη στιγμή. Κατόπιν ο Ντίλον θα περάσει να με δει».
«Τέρμα η συνεργασία μαζί του, σερ;»
«Έτσι φαίνεται, αλλά αυτό μη σε απασχολεί, είναι δική
μου δουλειά. Εσύ φύγε για τη Σκοτία και προρπάθησε να
μάθεις όσα περισσότερα μπορείς. Στο μεταξύ εγώ θα μιλήσω
στον πρωθυπουργό. Ένα απλό τηλεφώνημα προς το παρόν
είναι αρκετό, ασφαλώς όμως θα πρέπει να είναι ενήμερος».

«Μπορείς να ντυθείς τώρα, Σον», είπε ο Μπέλαμι. «Σε περι­


μένω στο γραφείο μου».
Ο Ντίλον κατέβηκε από το χειρουργικό τραπέζι όπου τον
είχε εξετάσει ο καθηγητής. Είχε μείνει πετσί και κόκαλο και
κάτω από τα μάτια του υπήρχαν μαύροι κύκλοι. Κοιτώντας
πάνω από τον ώμο του, έβλεπε στον καθρέφτη τα έντονα
σημάδια που του είχαν αφήσει οι δύο εγχειρήσεις, που του
έσωσαν τη ζωή μετά το μαχαίρωμα της Νόρας Μπελ.
Ντύθηκε αργά, νιώθοντας πρωτοφανή αδυναμία, και όταν
έβαλε το τζάκετ του το Βάλτερ μέσα στην ειδική τσέπη αριστε­
ρά τού φαινόταν ότι ζύγιζε έναν τόνο. Πήγε και βρήκε τον
Μπέλαμι να κάθεται στο γραφείο του.
«Πώς αισθάνεσαι γενικά;»
Ο Ντίλον σωριάστηκε σ’ ένα κάθισμα. «Απαίσια. Νιώθω
μεγάλη αδυναμία και δεν έχω μέσα μου καθόλου ενεργητικό­
84 JACK HIGGINS
τητα. Είναι κι αυτός ο πόνος...» Κούνησε με στενοχώρια το
κεφάλι του. «Πόσο θα τραβήξει αυτή η κατάσταση;»
«Θα πάρει χρόνο», είπε ο Μπέλαμι. «Το μαχαίρι βρήκε τη
σπονδυλική σου στήλη, έκανε ζημιά στο στομάχι, στα νεφρά,
στην κύστη. Έχεις ιδέα πόσο κοντά βρέθηκες στο θάνατο;»
«Ξέρω, ξέρω», είπε ο Ντίλον. «Τι κάνω όμως τώρα;»
«Έχεις ανάγκη από ανάπαυση. Παρατεταμένες διακοπές,
κατά προτίμηση στον ήλιο. Θα το φροντίσει ο Φέργκιουσον.
Όσο για τον πόνο...» Ο Μπέλαμι έσπρωξε προς το μέρος του
ένα μπουκαλάκι με κάψουλες. «Σου αύξησα τη δόση της μορ­
φίνης».
«Καλοσύνη σου. Θα γίνω ‘χαπάκιας’ από τη μια μέρα στην
άλλη». Ο Ντίλον σηκώθηκε αργά. «Φεύγω. Πηγαίνω να δω
τον Φέργκιουσον —να τελειώνουμε και μ’ αυτό».
Ενώ έφτανε στην πόρτα, ο Μπέλαμι είπε: «Θα είμαιπάντα
στη διάθεσή σου, Σον».

Η Χάνα, που θα ’πρεπε να βρίσκεται στο Γκάτγουικ σε μια


ώρα, τακτοποιούσε τις τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού
στο εξωτερικό γραφείο. Το Λοχ Ντου βρισκόταν σε μια τοπο­
θεσία που ονομαζόταν Μόινταρτ, στη βορειοδυτική ακτή της
Σκοτίας, όχι μακριά από τη θάλασσα. Ήταν περίπου τριακό­
σια τετραγωνικά χιλιόμετρα ορεινής και ελώδους έκτασης, με
πολύ λίγους κατοίκους. Υπήρχε και κάτι ευχάριστο. Μόλις
οχτώ χιλιόμετρα από το Λοχ Ντου βρισκόταν ένας παλιός
εγκαταλειμμένος αεροδιάδρομος που ονομαζόταν Αρντνα-
μούρχαν και είχε χρησιμοποιηθεί από τη ΡΑΦ για επιχειρή­
σεις θαλάσσης-αέρος στη διάρκεια του πολέμου. Μπορούσε
άνετα να εξυπηρετήσει το Λίαρ. Η διαδρομή ήταν γύρω στα
οχτακόσια χιλιόμετρα και θα έπαιρνε γύρω στη μιάμιση ώρα.
Κατοπινή Χάνα είχε ανάγκη από μεταφορικό μέσο μέχρι τον
πύργο. Βρήκε το νούμερο του οικίσκου της πύλης και τηλεφώ­
νησε στη λαίδη Ρόουζ.
Το τηλέφωνο το σήκωσε μια γυναίκα με τραχιά σκοτσέζικη
προφορά, αλλά αμέσως μετά την αντικατέστησε η κυρία της.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 85
Η φωνή της ήταν διαφορετική, κάπως κουρασμένη κι ελαφρά
τρεμουλιαστή. «Κάθριν Ρόουζ».
«Λαίδη Ρόουζ; Θα μπορούσα να σας επισκεφτώ εκ μέρους
ενός πιθανού πελάτη;» Η Χάνατης εξήγησε τι ακριβώς ήθελε.
«Και βέβαια, αγαπητή μου. Θα στείλω τον κηπουρό μου,
τον Άνγκους, να σε παραλάβει. Θα σε περιμένω. Και, άκου να
σου πω, λέγε με απλώς λαίδη Κάθριν. Έτσι με ξέρουν όλοι
εδώ».
Η Χάνα άφησε το ακουστικό στη θέση του κι έβαλε το
πανωφόρι της. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ντίλον. Η όψη του
ήταν απαίσια και η Χάνα ένιωσε να σφίγγεται η καρδιά της.
«Ντίλον! Χαίρομαι που σε βλέπω».
«Θα μου επιτρέψεις ν’ αμφιβάλλω γι’ αυτό, καλό μου
κορίτσι, στην κατάσταση που είμαι. Εσύ, αντίθετα, είσαι στις
ομορφιές σου. Είναι μέσα ο μεγάλος;»
«Σε περιμένει. Συγνώμη, πρέπει να τρέξω στο Γκάτγουικ.
Φεύγω με το Λίαρ για ένα ταξίδι αστραπή στη Σκοτία».
«Τότε μη σε καθυστερώ. Καλή πτήση». Ο Ντίλον χτύπησε
την πόρτα του Φέργκιουσον και μπήκε μέσα.

«Ο Θεός να σας έχει όλους καλά», είπε ο Ντίλον.


Ο Φέργκιουσον σήκωσε το κεφάλι του. «Έχεις τα χάλια
σου».
«Ό Θεός να έχει καλά εσένα’, είναι η σωστή απάντηση»,
είπε ο Ντίλον. «Και, μια και βλέπω το μπουκάλι με το μπράντι
εκεί πέρα, επίτρεψέ μου να σερβιριστώ».
Σερβιρίστηκε, κατέβασε το ποτό του μονορούφι κι αμέσως
μετά άναψε τσιγάρο. «Πολύ κακές συνήθειες για έναν άρρω­
στο», είπε ο Φέργκιουσον.
«Ας έρθουμε κατευθείαν στο ψητό. Με βγάζεις στην απο­
στρατεία;»
«Δυστυχώς, είμαι αναγκασμένος να το κάνω. Η συνεργα­
σία μας δεν ήταν ποτέ επίσημη, όπως ξέρεις, πράγμα που
κάνει αυτή τη στιγμή τη θέση μου κάπως άβολη».
«Τι να γίνει, όλα τα καλά πράγματα τελειώνουν κάποτε».
Έβαλε κι άλλο μπράντι και ο Φέργκιουσον είπε: «Κανό-
86 JACK HIGGINS
νικά θα ’πρεπε να σου δοθεί κάποια σύνταξη, αλλά στη δική
σου περίπτωση δυστυχώς δε γίνεται».
Ο Ντίλον χαμογέλασε. «Θυμάσαι τον Μάικλ Αρούν, εκεί­
νο το κάθαρμα που έβγαλα από τη μέση το 1991 στη Βρετάνη
μετά την υπόθεση της Ντάουνινγκ Στρητ; Έπρεπε κανονικά
να είχε βάλει δύο εκατομμύρια στον τραπεζικό μου λογαρια­
σμό, αλλά με γέλασε».
«Το θυμάμαι», είπε ο Φέργκιουσον.
«Γι’ αυτό κι εγώ ξάφρισα το χρηματοκιβώτιό του πριν
φύγω. Είχε διάφορα νομίσματα συνολικής αξίας εξακοσίων
χιλιάδων λιρών περίπου. Θα τα βολέψω». Τελείωσε το μπρά­
ντι του. «Λοιπόν, ομολογώ ότι η συνεργασία μας ήταν συναρ­
παστική, αλλά καλύτερα να πηγαίνω τώρα».
Καθώς ακουμπούσε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, ο
Φέργκιουσον είπε μ’ επίσημη τόνο: «Κάτι ακόμα, Ντίλον.
Σίγουρα θα έχεις επάνω σου το Βάλτερ. Θα με υποχρέωνες
αν το άφηνες πάνω στο γραφείο μου».
«Παράτα μας, ταξίαρχε», είπε ο Σον Ντίλον και βγήκε έξω.

Η πτήση για το Μόινταρτ ήταν πολύ θεαματική. Πέρασαν


πάνω από την Περιοχή των Λιμνών στα δέκα χιλιάδες μέτρα
και μετά φάνηκε η Σκοτία και το Φερθ οφ Φορθ, τα βουνά
Γκράμπιαν στα δεξιά και σε λίγο τα νησιά Άιγκ και Ραμ, και
το Σκάι στα βόρεια. Το Λίαρ έστριψε δεξιά προς τη μεγάλη
αστραφτερή επιφάνεια του Λοχ Σιλ, πριν όμως απ’ αυτό υπήρ­
χε το δάσος με τα ελάφια, το Κάστρο Λοχ Ντου και η ίδια η
λίμνη, μαύρη και απειλητική. Ο συγκυβερνήτης έκανε την
πλοήγηση κι έδειχνε καθώς κατέβαιναν. Να ο αεροδιάδρο­
μος: αποθήκες από σκουριασμένη λαμαρίνα, δύο υπόστεγα κι
ένας παλιός πύργος ελέγχου.
«Ο αεροδιάδρομος Αρντναμσύρχαν. Χρησιμοποιήθηκε για
αεροναυτικές επιχειρήσεις στον πόλεμο».
Το κάστρο βρισκόταν στην απέναντι μεριά της λίμνης
και, καθώς έστριβαν για να προσγειωθούν, η Χάνα είδε ένα
παλιό στέισον βάγκον να πλησιάζει. Το Λίαρ τροχοδρόμη­
σε και σταμάτησε. Οι δύο πιλότοι, αποσπασμένοι από τη
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 87
ΡΑΦ, βγήκαν μαζί με τη Χάνα για να ξεμουδιάσουν. Ο κυβερ­
νήτης, ο σμηναγός Λέισι, είπε: «Τέρμα Θεού μας έφερες,
επιθεωρήτρια».
«Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις αυτή τη διαδρομή, σμηνα­
γέ. Κάτι μου λέει ότι θα την ξανακάνουμε», είπε η Χάνα και
πήγε προς το στέισον βάγκον.
Ο οδηγός φορούσε τουίντ τραγιάσκα και το πρόσωπό του
ήταν γε μάτο κοκκινίλες από το πολύ ουίσκι. «Είμαι ο Άνγκους,
δεσποινίς. Η λαίδη μ’ έστειλε να σας παραλάβω».
«Τ όνομά μου είναι Μπερνστάιν», είπε η Χάνα και κάθισε
στη θέση του συνοδηγού. Καθώς ξεκινούσαν, είπε: «Δε φα­
ντάζεσαι πόσο συγκινημένη είμαι που βρίσκομαι εδώ».
«Αλήθεια, δεσποινίς; Γιατί;» ρώτησε εκείνος.
«Ω, ο παππούς μου ήξερε τον πυργοδεσπότη κατά τη διάρ­
κεια του πολέμου, τον ταγματάρχη Κάμπελ. Υπηρέτησαν μαζί
στην Άπω Ανατολή, κοντά στο λόρδο Μαουντμπάτεν».
«Εγώ δεν τα πρόλαβα αυτά, δεσποινίς. Είμαι εξήντα τεσ­
σάρων χρονών κι έκανα τη θητεία μου το ’48».
«Α, μάλιστα. Θυμάμαι που ο παππούς μου έλεγε ότι ο
Άρχοντας είχε έναν ιπποκόμο από το κτήμα, κάποιο δεκανέα
Τάνερ. Τον ήξερες;»
«Και βέβαια τον ήξερα, δεσποινίς. Ήταν διαχειριστής του
κτήματος για χρόνια. Πήγε να δει την κόρη του στη Νέα Υόρκη
και πέθανε εκεί. Μόλις προ ημερών έγινε αυτό».
«Τι κρίμα!»
«Όλοι μας για κει τραβάμε», τόνισε ο κηπουρός.
Ήταν σαν λόγια από κακή θεατρική παράσταση, καθώς
μάλιστα είχαν απαγγελθεί μ’ αυτή την προφορά των Χάιλαντς
της Σκοτίας, και η Χάνα έμεινε αμίλητη, ενώ το στέισον βά­
γκον έστριβε, περνούσε μια τεράστια παλιομοδίτικη σιδερέ­
νια πύλη και σταματούσε μπροστά στον οικίσκο.

Η λαίδη Κάθριν Ρόουζ ήταν ηλικιωμένη και κουρασμένη κι


αυτό γινόταν ολοφάνερο από το σταφιδιασμένο της πρόσωπο,
έτσι όπως καθόταν σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη, με μια
κουβέρτα πάνω στα γόνατά της. Το δωμάτιο στο οποίο δέχτη­
88 JACK HIGGINS
κε τη Χάνα ήταν ευχάριστα επιπλωμένο, κυρίως με αντίκες. Η
φωτιά έκαιγε στο τζάκι, αλλά η πόρτα που έβγαζε στη βεράντα
ήταν ανοιχτή.
«Ελπίζω να μη σε πειράζει, αγαπητή μου», είπε στη Χάνα.
«Έχω ανάγκη από αέρα, βλέπεις. Τα πνευμόνια μου δεν είναι
όπως άλλοτε».
Μια ευχάριστη, μάλλον παχιά γυναίκα γύρω στα πενήντα
μπήκε βιαστική και τοποθέτησε ένα δίσκο με τσάι και μικρά
κέικ πάνω στο μαονένιο τραπέζι. «Θέλετε να σερβίρω;» ρώ-
τησε με προφορά των Χάιλαντς, όπως και ο Άνγκους.
«Μην ανησυχείς, Τζιν. Είμαι βέβαιη ότι η δεσποινίς
Μπερνστάιν θα τα καταφέρει. Πήγαινε».
Η Τζιν χαμογέλασε, έσκυψε και πήρε ένα σάλι που είχε
πέσει στο πάτωμα για να το ρίξει και πάλι στους ώμους της
ηλικιωμένης γυναίκας. Η Χάνα σέρβιρε το τσάι.
«Ώστε εργάζεσαι για λογαριασμό του ταξίαρχου Τσαρλς
Φέργκιουσον;» ρώτησε η λαίδη Κάθριν. «Έτσι δεν είπες;»
«Ναι. Και το ερώτημά του είναι αν υπάρχει περίπτωση να
νοικιάσει το περίπτερο Αρντναμούρχαν για κυνήγι. Απ’ ό,τι
μου είπαν οι μεσίτες σας στο Λονδίνο, το μεγάλο σπίτι είναι
ήδη νοικιασμένο».
«Ναι, και μάλιστα σ’ έναν Άραβα πρίγκιπα, έναν αξιαγά­
πητο άνθρωπο μ’ ένα σωρό παιδιά που έχουν πλημμυρίσει τον
τόπο. Είναι γενναιόδωρος όσο δε φαντάζεσαι. Μου στέλνει
τροφές που δεν μπορώ να φάω και Ντομ Περινιόν που δεν
μπορώ να πιω».
Η Χάνα ακούμπησε το φλιτζάνι της σ’ ένα τραπεζάκι.
«Ακόυσα ότι θα μείνει για έναν ακόμα μήνα και μετά θ’
ακολουθήσει κάποιος Αμερικανός».
«Ναι, κάποιος κύριος Μόργκαν. Πάμπλουτος κι αυτός.
Τον έχω δει σε μια φωτογραφία στο περιοδικό Τάτλερ να
παίζει πόλο με τον πρίγκιπα Κάρολο. Ο δικηγόρος του ήρθε
να με δει, όπως κι εσύ, με ιδιωτικό αεροπλάνο. Νοίκιασε το
σπίτι για τρεις μήνες». ζΗ λαίδη Κάθριν δεν είχε αγγίξει το
τσάι. «Υπάρχουν τσιγάρα στην ασημένια θήκη. Δώσε μου ένα,
σε παρακαλώ, καλή μου, και πάρε κι εσύ αν θέλεις». Τα
δάχτυλά της έτρεμαν ελαφρά καθώς κρατούσε το τσιγάρο.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 89
Τράβηξε απολαυστικά μια ρουφηξιά. «Α! Ό,τι πρέπει για τα
πνευμόνια μου. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Το
περίπτερο Αρντναμούρχαν είναι ελεύθερο και κατάλληλο για
κυνήγι κάθε είδους. Ελάφια, αγριόγαλοι τον επόμενο μήνα,
ψάρεμα. Έχει δυο μπάνια, πέντε κρεβατοκάμαρες και μπορώ
να σας εξασφαλίσω υπηρετικό προσωπικό».
«Δε θα χρειαστεί. Ο ταξίαρχος έχει έναν υπηρέτη που
κάνει και χρέη μάγειρα».
«Πολύ βολικό αυτό. Θα ’ρθεις κι εσύ;»
«Για ένα διάστημα, ίσως».
«Ο ταξίαρχος θα πρέπει να είναι εξίσου πλούσιος, με τα
ιδιωτικά του αεροπλάνα και τα λοιπά. Με τι ασχολείται;»
«Έχει διάφορες διεθνείς υποχρεώσεις». Η Χάνα βιάστηκε
να συνεχίσει. «Έλεγα στον κηπουρό σας ότι είναι πολύ ενδιαφέ­
ρον για μένα που βρίσκομαι εδώ. Ακόυσα πρώτη φορά για το
Λοχ Ντου όταν ήμουν μικρό κορίτσι, από τον πατέρα της μητέρας
μου. Ήταν αξιωματικός στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και
υπηρέτησε υπό το λόρδο Λούις Μαουντμπάτεν στην Άπω Ανα­
τολή». Η Χάνα αυτοσχέδιαζε εκείνη τη στιγμή. «Γκορτ λεγόταν.
Συνταγματάρχης Έντουαρντ Γκορτ. Ίσως είχατε ακούσει τον
αδερφό σας να κάνει λόγο γι’ αυτόν».
«Φοβάμαι πως όχι, αγαπητή μου. Βλέπεις, ο Ίαν μόλις
επέζησε από ένα φοβερό αεροπορικό δυστύχημα στην Ινδία
το 1944. Σώθηκε μόνο χάρη στο κουράγιο του ιπποκόμου του,
του Τξακ Τάνερ, με τον οποίο είχαν μεγαλώσει μαζί εδώ στο
κτήμα. Ο αδερφός μου μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για
χρόνια —είχε υποστεί σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο. Ποτέ
πια δεν ξαναβρήκε τον παλιό του εαυτό. Ποτέ δε μιλούσε για
τον πόλεμο. Για να ’μαι ειλικρινής, ποτέ δεν έλεγε πολλά για
οτιδήποτε. Δεν είχε πλέον την ικανότητα να το κάνει».
«Τι φοβερό», είπε η Χάνα. «Ο παππούς μου ποτέ δεν το
ανέφερε αυτό. Πιστεύω ότι για τελευταία φορά συναντήθηκαν
στην Κίνα».
«Προφανώς πριν από το αεροπορικό ατύχημα».
Η Χάνα σηκώθηκε κι έβαλε λίγο ακόμα τσάι. «Θέλετε να
σας φέρω τίποτε;»
90 JACK HIGGINS
«Ένα ακόμα τσιγάρο, καλή μου. Είναι η μοναδική μου
αδυναμία και, στην ηλικία μου, τι σημασία έχει;»
Η Χάνα έκανε όπως της είπε και μετά πήγε στην ανοιχτή
πόρτα κι από τη βεράντα κοίταξε το μεγάλο σπίτι στο βάθος.
«Είναι πολύ επιβλητικό. Όλο πυργίσκους και πολεμίστρες,
όπως ακριβώς το φανταζόμουν». Γύρισε και κοίταξε προς το
δωμάτιο. «Είμαι απελπιστικά ρομαντική. Με συγκινούσαν
όλα όσα ο παππούς μου είχε ακούσει από τον Άρχοντα, για τις
γκάιντες, τις σκοτσέζικες φούστες και τα παρόμοια». Μπήκε
μέσα και πάλι. «Ω, θυμάμαι και μια άλλη ρομαντική λεπτομέ­
ρεια. Μου είχε πει ότι ο ταγματάρχης Κάμπελ είχε πάντα μαζί
του μια ασημένια Βίβλο που ήταν οικογενειακό κειμήλιο. Την
είχε μαζί του στη Δουνκέρκη, αλλά σύμφωνα με τη διήγησή
του πριν απ’ αυτόν όλοι οι Κάμπελ την κουβαλούσαν πάνω
τους στις μάχες επί αιώνες».
«Σωστά», είπε η λαίδη Κάθριν. «Ασφαλώς και την είχε
στην τσέπη του ο Ρόρι Κάμπελ όταν σκοτώθηκε στο Κούλο-
ντεν. Μου κάνει εντύπωση που το αναφέρεις. Είχα ξεχάσει
αυτί] τη Βίβλο εδώ και χρόνια. Υποθέτω ότι θα χάθηκε με τη
συντριβή του αεροπλάνου».
«Α, έτσι», είπε επιφυλακτικά η Χάνα.
«Το βέβαιο είναι ότι δεν επέζησε κανείς, εκτός από τον
καημένο τον Ίαν και τον Τζακ Τάνερ, φυσικά». Η ηλικιωμένη
γυναίκα αναστέναξε. «Μόλις προ ημερών έμαθα ότι ο Τζακ
πέθανε στη Νέα Υόρκη. Είχε πάει να δει την κόρη του. Καλός
άνθρωπος. Φρόντιζε το κτήμα για χρόνια. Ο αντικαταστάτης
του, ο Μέρντοκ, είναι μεγάλος μπελάς. Έχει κάνει ειδικές
σπουδές στο κολέγιο και νομίζει πως είναι παντογνώστης.
Τους ξέρεις αυτούς τους τύπους».
Η Χάνα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. «Λοιπόν, θα
μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε το περίπτερο;»
«Είναι στη διάθεσή σας όποτε το θέλετε. Άφησέ μου τις
λεπτομέρειες και θα πω στον Μέρντοκ να σας στείλει το
συμβόλαιο».
Η Χάνα, που ήταν ήδη προετοιμασμένη γι’ αυτό, έβγαλε
ένα φάκελο και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. «Ορίστε. Το
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 91
γραφείο του ταξιάρχου είναι στην πλατεία Κάβεντις. Τώρα θα
πρέπει να βρω τον Άνγκους για να με πάει πίσω στο αεροπλάνο».
«Θα τον βρεις στον κήπο».
Η Χάνα πήρε το χέρι της ηλικιωμένης γυναίκας, που ήταν
κρύο κι ελαφρό σαν πούπουλο. «Αντίο, λαίδη Κάθριν».
«Αντίο, καλή μου. Είσαι πολύ χαριτωμένη κοπέλα».
«Ευχαριστώ».
Η Χάνα πήγε προς την πόρτα που έβγαζε στον κήπο και η
λαίδη Κάθριν είπε: «Περίεργη σύμπτωση. Όταν εκείνος ο
δικηγόρος ήρθε εδώ, ρώτησε κι αυτός για τη Βίβλο. Είπε ότι
ο κύριος Μόργκαν είχε διαβάσει κάτι σχετικά σ’ ένα άρθρο
για τους θρύλους των Χάιλαντς σε κάποιο αμερικάνικο περιο­
δικό. Δεν είναι παράξενο;»
«Είναι, πράγματι», είπε η Χάνα. «Ασφαλώς θ’ απογοητεύ­
τηκε όταν άκουσε ότι η Βίβλος δεν υπάρχει πλέον».
«Αυτί] ακριβώς την εντύπωση μου έδωσε». Η λαίδη Κάθριν
χαμογέλασε. «Αντίο, καλό μου κορίτσι».
Η Χάνα βρήκε τον Άνγκους να σκάβει στον κήπο. «Έτοιμη
για την επιστροφή, δεσποινίς;»
«Ναι», είπε η Χάνα.
Ενώ κατευθύνονταν προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού,
ένα Ρέιντζ Ρόβερ σταμάτησε κι ένας ψηλός, σκυθρωπός νέος
άντρας με κυνηγετικό τζάκετ και καπελάκι κατέβηκε κάτω.
Κοίταξε τη Χάνα με ερωτηματικό ύφος.
«Είναι η δεσποινίς Μπερνστάιν», του είπε ο Άνγκους.
«Είχε πάει να δει τη λαίδη».
«Εκ μέρους του εργοδότη μου, του ταξιάρχου Τσαρλς
Φέργκιουσον», είπε η Χάνα. «Η λαίδη Κάθριν συμφώνησε να
μας νοικιάσει το κυνηγετικό περίπτερο».
Ο άντρας έσμιξε τα φρύδια. «Δε μου είχε πει τίποτε σχε­
τικά». Μετά από κάποιο δισταγμό της έδωσε το χέρι του.
«Στιούαρτ Μέρντοκ. Είμαι ο διαχειριστής του κτήματος».
«Μόλις σήμερα το πρωί της μίλησα».
«Έτσι εξηγείται. Έλειπα στο Φορτ Γουίλιαμγια δυο μέρες».
«Της έχω αφήσει όλες τις λεπτομέρειες και θα περιμένου­
με να λάβουμε το συμβόλαιο». Η Χάνα χαμογέλασε και μπήκε
στο στέισον βάγκον. «Συγνώμη, αλλά πρέπει να βιαστώ. Με
92 JACK HIGGINS
περιμένει ένα αεροπλάνο στο Αρντναμούρχαν. Θα ιδωθούμε
και πάλι, ασφαλώς».
Ο Άνγκους κάθισε στο τιμόνι και ξεκίνησαν. Ο Μέρντοκ
τους παρακολούθησε ν’ απομακρύνονται με σκυθρωπό βλέμ­
μα και τέλος γύρισε και μπήκε στο σπίτι.

Το Λίαρ απογειώθηκε, άρχισε να υψώνεται απότομα και δεν


άργησε να βρεθεί στα δέκα χιλιάδες μέτρα. Η Χάνα κοίταξε
το ρολόι της. Η ώρα ήταν μόλις δύο και κάτι. Κανονικά θα
έπρεπε στις τρεισήμισι να φτάσουν στο Γκάτγουικ, ίσως και
νωρίτερα, αν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός. Μετά θα ’κάνε άλλη μια
ώρα μέχρι το υπουργείο Άμυνας. Πήρε το τηλέφωνο και είπε
στο συγκυβερνήτη να τη συνδέσει με τον Φέργκιουσον.
Η φωνή του ήταν πεντακάθαρη. «Καλό το ταξίδι;»
«Θαυμάσιο, σερ, και η ενοικίαση του περιπτέρου είναι
δεδομένη. Σχετικά με τη Βίβλο όμως δεν είμαστε τυχεροί. Η
λαίδη λέει πως έχει χρόνια να τη δει. Πιστεύει ότι χάθηκε κατά
τη συντριβή του αεροπλάνου...»
«Ναι, μόνο που εμείς ξέρουμε ότι αυτό δε συνέβη».
«Μ’ άλλα λόγια θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για κάποιου
είδους κυνήγι του θησαυρού εκεί πάνω, στο Λοχ Ντου, σερ;»
«Δεν ξέρω, πρέπει να σκεφτούμε πώς ακριβώς θα κινηθού­
με. Θα σε περιμένω στο γραφείο, επιθεωρήτρια».
Η Χάνα έβαλε το τηλέφωνο στη θέση του, έφτιαξε ένα
φλιτζάνι στιγμιαίο καφέ και ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στο
κάθισμά της μ’ ένα περιοδικό στο χέρι.

Όταν έφτασε στο υπουργείο, βρήκε τον Φέργκιουσον να


βηματίζει ανυπόμονα στο γραφείο του. «Α, ήρθες, επιτέλους.
Είχα αρχίσει ν’ απελπίζομαι», είπε με αδικαιολόγητο εκνευ­
ρισμό. «Και μην κάνεις τον κόπο να βγάλεις το παλτό σου·
δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε τον πρωθυπουργό να μας
περιμένει».
Πήρε κι αυτός το πανωφόρι του από την κρεμάστρα, πήρε
και το μπαστούνι του από ινδικό καλάμι και βγήκε από το
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 93
γραφείο βιαστικά. Η Χάνα έτρεξε πίσω του, ελαφρά συγχυ­
σμένη.
«Μα τι συμβαίνει, σερ;»
«Μίλησα νωρίτερα με τον πρωθυπουργό και είπε ότι θέλει
να μας δει αμέσως μόλις επιστρέφεις. Μην καθυστερούμε
λοιπόν».

II Ντέμλερ πέρασε τον έλεγχο ασφαλείας στην άκρη της


Ντάουνινγκ Στρητ χωρίς καθυστέρηση. Η πιο ονομαστή πόρτα
του κόσμου άνοιξε αμέσως μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο
κι ένας από τους άντρες του γραφείου του πρωθυπουργού
πήρε τα πανωφόρια τους και τους συνοδέυσε. Ανέβηκαν τις
σκάλες, περνώντας δίπλα από τα πορτραίτα των πρώην πρω­
θυπουργών, ακολούθησαν το διάδρομο και ο άντρας που τους
συνόδευε χτύπησε ελαφρά την απέναντι πόρτα.
Μπήκαν μέσα, η πόρτα έκλεισε πίσω τους και ο πρωθυ­
πουργός σήκωσε το κεφάλι από τα χαρτιά του. «Ταξίαρχε».
«Κύριε πρωθυπουργέ, μπορώ να σας συστήσω τη βοηθό
μου, επιθεωρήτρια Χάνα Μπερνστάιν;»
«Επιθεωρήτρια». Ο πρωθυπουργός κούνησε ελαφρά το
κεφάλι. «Όπως ήταν φυσικό, το τηλεφώνημά σου σήμερα το
πρωί με προβλημάτισε, ταξίαρχε. Πες μου, σε παρακαλώ, τι
ακριβώς έχεις πληροφορηθεί γι’ αυτό το θέμα μέχρι αυτή τη
ιττιγμή;»
Ο Φέργκιουσον του είπε, χωρίς να παραλείψει τίποτε.
Όταν τελείωσε, ο πρωθυπουργός γύρισε στη Χάνα. «Μί-
λησέ μου για την επίσκεψή σου σ’ αυτό το μέρος».
«Βεβαίως, κύριε πρωθυπουργέ».
Όταν η Χάνα τελείωσε τη διήγησή της, τη ρώτησε: «Δεν
υπάρχει περίπτωση η λαίδη Κάθριν να κάνει λάθος;»
«Ήταν κατηγορηματική, κύριε πρωθυπουργέ, όταν έλεγε
ότι έχει χρόνια να δει τη Βίβλο».
Ακολούθησε μια παύση καθώς ο πρωθυπουργός έμεινε
σκεφτικός. «Τι θέλετε να κάνουμε;» ρώτησε ο Φέργκιουσον.
«Να βρείτε αυτό το αναθεματισμένο έγγραφο πριν το
βρουν εκείνοι, ταξίαρχε. Αρκετά έχουμε ταλαιπωρηθεί με το
94 JACK HIGGINS
Χονγκ Κονγκ. Το θέμα έχει λήξει, όπου να ’ναι αποχωρούμε
από κει κι αν αυτό το έγγραφο υπάρχει να το βρείτε και να το
κάψετε. Και δε θέλω καμιά ανάμειξη των Κινέζων σ’ αυτή την
υπόθεση ούτε και των ξαδέρφων μας των Αμερικανών».
Η Χάνα βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει: «Πιστεύετε στ’
αλήθεια, κύριε πρωθυπουργέ, ότι όλ’ αυτά είναι σοβαρά, ότι
το έγγραφο αυτό υπάρχει;»
«Φοβάμαι πως ναι. Μετά το τηλεφώνημα του ταξιάρχου,
σήμερα το πρωί, μίλησα με κάποιον πολύ διακεκριμένο κύριο,
άνω των ενενήντα χρόνων σήμερα, που κατά τη διάρκεια του
πολέμου είχε σημαντικές αρμοδιότητας στα θέματα της Άπω
Ανατολής. Μου είπε ότι πριν πολλά χρόνια είχε ακούσει
κάποιες φήμες για το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ, που όμως
συνήθως απορρίπτονταν ως ανυπόστατες».
«Τι νομίζετε λοιπόν ότι θα ’πρεπε να κάνουμε, κύριε πρω­
θυπουργέ;»
«Ασφαλώς δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τον πρίγκιπα
Αλή μπεν Γιουσέφ την άδεια να ερευνήσουμε το σπίτι, ούτε
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε διαρρήκτες».
«Ο πρίγκιπας φεύγει σε τέσσερις βδομάδες κι αμέσως
μετά το σπίτι το παίρνει ο Μόργκαν», του θύμισε η Χάνα.
«Κι από τη στιγμή που θα μπει μέσα, θα μπορέσει να ψάξει
με την ησυχία του». Ο πρωθυπουργός γύρισε στον Φέργκιου-
σον. «Θα είσαι όμως κι εσύ εκεί, σ’ αυτό το κυνηγετικό περί­
πτερο, για να μπορείς να παρακολουθείς την κατάσταση. Τι
σκοπεύεις να κάνεις;»
«Θ’ αυτοσχεδιάσω, σερ». Ο Φέργκιουσον χαμογέλασε.
Ο πρωθυπουργός του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Συνήθως
είσαι αρκετά καλός σ’ αυτό. Φρόντισέ το λοιπόν, ταξίαρχε.
Είμαι βέβαιος ότι δε θα με απογοητεύσεις. Και τώρα με
συγχωρείτε».
Μόλις βολεύτηκαν στο πίσω κάθισμα της Ντέμλερ, η Χάνα
είπε: «Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;»
«Θα εγκατασταθούμε στο περίπτερο Αρντναμούρχαν λίγο
πριν ο Μόργκαν φτάσει εκεί, σε τρεις ως τέσσερις βδομάδες.
Στο μεταξύ θέλω να ξέρουμε τις κινήσεις του. Χρησιμοποίησε
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 95
όλους τους διεθνείς μας συνδέσμους. Θέλω να μαθαίνουμε
πού πάει και τι κάνει».
«Σύμφωνοι».
«Και τώρα θα μου επιτρέψεις να σε βγάλω για φαγητό. Στο
Μπλουμς, θα ’λεγα. Στο Γουάίτσάπελ. Δε θα πεις όχι, επιθεω-
ρήτρια- είναι το καλύτερο εβραϊκό εστιατόριο στο Λονδίνο».

Φεύγοντας από το υπουργείο Άμυνας ο Ντίλον είχε πάει με


ταξί στο Στέιμπλ Μιουζ, όχι μακριά από το διαμέρισμα του
Φέργκιουσον, που βρισκόταν στην πλατεία Κάβεντις. Εκεί,
<πην άκρη της λιθόστρωτης αυλής, ο Ντίλον είχε ένα μικρό
σπίτι με δύο κρεβατοκάμαρες. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι, ο
πόνος είχε επιστρέφει πολύ έντονος, αναγκάξοντάς τον να
πάρει μια από τις κάψουλες μορφίνης που του είχε δώσει ο
Μπέλαμι και να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
Η μορφίνη προφανώς τον έριξε σε λήθαργο και όταν
ξαφνικά ξύπνησε είδε ότι είχε σκοτεινιάσει. Σηκώθηκε, πήγε
< πην τουαλέτα κι έριξε νερό στο πρόσωπό του. Η όψη του στον
καθρέφτη ήταν φοβερή. Ανατρίχιασε και κατέβηκε κάτω.
Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν εφτάμισι. Ήξερε πως
ί πρεπε να φάει κάτι, μολονότι η σκέψη και μόνο του φαγητού
ίου έφερνε αηδία.
Ίσως μια βόλτα να του έκανε καλό —και μετά θα έβρισκε
μια καφετερία. Άνοιξε την εξώπορτα. Το ψιλόβροχο δημιουρ­
γούσε μια ελαφριά ομίχλη μπροστά στο φως του δρόμου, στην
< ιπέναντι γωνία. Έβαλε το τζάκετ του, νιώθοντας το βάρος του
Βάλτερ, και για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως θα ’ταν καλύ-
11 ρα ν’ αφήσειτο όπλο στο σπίτι, όμως το αναθεματισμένο είχε
γίνει μέρος του εαυτού του τόσο καιρό τώρα. Βρήκε ένα παλιό
ι ιδιάβροχο Μπέρμπερι και μια μαύρη ομπρέλα και βγήκε στη
Ι'ρθχή·
Βάδιζε από δρόμο σε δρόμο. Σταμάτησε μόνο μια φορά σ’
ι να γωνιακό παμπ όπου πήρε ένα μεγάλο μπράντι και μια
)'(>εατόπιτα με χοιρινό, που ήταν τόσο αηδιαστική, ώστε μια
,<< α μόνη μπουκιά λίγο έλειψε να τον κάνει να ξεράσει.
Συνέχισε να βαδίζει άσκοπα στους δρόμους. Τώρα είχε
96 JACK HIGGINS
απλωθεί γύρω του μια ομίχλη που του δημιουργούσε την εντύ­
πωση ότι ήταν απομονωμένος στο δικό του κόσμο. Είχε μια
αόριστη αίσθηση ανησυχίας, παρενέργεια πιθανότατα του
φαρμάκου, και κάπου στο βάθος το Μπιγκ Μπεν χτύπησε
έντεκα, μ’ έναν ήχο παράξενο, πνιγμένο από την ομίχλη. Ακο­
λούθησε σιωπή και μετά ακούστηκε η μπουρού κάποιου ποτα­
μόπλοιου που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ο Τάμεσης
ήταν κοντά.
Έστριψε σε άλλο ένα στενό και βρέθηκε δίπλα στο ποτάμι
Ένα γωνιακό μαγαζί ήταν ακόμα ανοιχτό. Μπήκε ν’ αγοράσει
ένα πακέτο τσιγάρα και τον εξυπηρέτησε ένας νεαρός Πακι-
στανός.
«Υπάρχει καμιά καφετερία εδώ κοντά;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Υπάρχουν πολλές πιο πάνω, στη Χάι Στρητ, αλλά, αν σας
αρέσει το κινέζικο φαγητό, είναι και ο Κόκκινος Δράκος στη
γωνία, στην Κινέζικη Αποβάθρα».
«Ενδιαφέρον όνομα», είπε ο Ντίλον κι άναψε τσιγάρο με
δάχτυλα που έτρεμαν.
«Τον παλιό καιρό έδεναν εκεί τα μεγάλα ιστιοφόρα που
έφερναν τσάι από την Κίνα», εξήγησε ο νεαρός. Κοίταξε
προσεκτικά τον Ντίλον. «Είστε καλά;»
«Τίποτε το σοβαρό, απλώς έχω μόλις βγει από το νοσοκο­
μείο», είπε ο Ντίλον. «Καλοσύνη σου, πάντως, που ρώτησες».
Προχώρησε στο δρόμο, δίπλα σε μια σειρά αποθήκες που
υψώνονταν πάνω από το κεφάλι του. Έβρεχε τώρα για τα
καλά και, στρίβοντας σε μια γωνία, είδε ένα φωτεινό κόκκινο
δράκο ν’ αναβοσβήνει μέσα στη βροχή. Κατέβασε την ομπρέ­
λα του, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Ήταν μια μακρόστενη αίθουσα με επένδυση από σκούρο
ξύλο στους τοίχους, ένα μπαρ από στιλβωμένο μαόνι και πέντ’
έξι τραπέζια με λευκά λινά τραπεζομάντιλα. Η αίθουσα ήταν
διακοσμημένη με χειροτεχνήματα και στους τοίχους κρέμο­
νταν κινέζικες ακουαρέλες.
Υπήρχε ένας μόνο πελάτης, ένας Κινέζος άνω των εξήντα,
με φαλακρό κεφάλι και στρογγυλό, αινιγματικό πρόσωπο. Δεν
ήταν πάνω από ένα και πενήντα πέντε στο ύψος, αλλά ήταν
πολύ παχύς και, παρ’ όλο που φορούσε ένα κοστούμι από μπεζ
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 97
καμπαρντίνα, έμοιαζε καταπληκτικά μ’ ένα μπρούντζινο ά­
γαλμα του Βούδα που ήταν στημένο σε μια γωνία. Είχε μπρο­
στά του ένα πιάτο με σουπιές και λαχανικά, απ’ όπου έτρωγε
μ’ ένα πιρούνι, και αγνόησε εντελώς τον Ντίλον.
Πίσω από το μπαρ στεκόταν μια νεαρή Κινέζα. Είχε ένα
λουλούδι στα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με παραδοσιακό
κινέζικο ένδυμα από μαύρο μετάξι, πάνω στο οποίο ήταν
κεντημένος ένας κόκκινος δράκος, ίδιος μ’ αυτόν που αναβόσ­
βηνε απέξω.
«Λυπάμαι», του είπε η κοπέλα σε τέλεια αγγλικά. «Μόλις
κλείσαμε».
«Δε θα μπορούσα να πάρω ένα ποτό στα γρήγορα;» ρώτη­
σε ο Ντίλον.
«Δυστυχώς η άδειά μας δε μας επιτρέπει να σερβίρουμε
μόνο ποτά».
Ήταν πολύ όμορφη, με κατάμαυρα μαλλιά και χλομό δέρ­
μα, σκούρα ξύπνια μάτια και ψηλά μήλα προσώπου. Ο Ντίλον
ένιωθε την ανάγκη ν’ απλώσει το χέρι του και να την αγγίξει
και ξαφνικά ο κόκκινος δράκος πάνω στο σκούρο της φόρεμα
φάνηκε να ζωντανεύει και να κινείται κυματιστά. Ο Ντίλον
έκλεισε τα μάτια και πιάστηκε από το μπαρ.
Κάποτε στη Μεσόγειο, σε μια υποβρύχια επιχείρηση για
λογαριασμό των Ισραηλινών για την εξουδετέρωση δύο ταχύ­
πλοων της ΡΙΌ που σχέδιαζαν ν’ αποβιβάσουν τρομοκράτες
στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Ντίλον είχε βρεθεί
χωρίς αέρα στα δεκαπέντε μέτρα. Βγαίνοντας μισοπεθαμένος
στην επιφάνεια, είχε την ίδια ακριβώς αίσθηση όπως καιτώρα,
σαν ν’ αναδυόταν από το σκοτάδι στο φως.
Ο χοντρός άντρας πετάχτηκε πάνω, τον άρπαξε με εκπλη­
κτική δύναμη και τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. Ο
Ντίλον πήρε κάμποσες βαθιές αναπνοές και χαμογέλασε.
«Συγνώμη. Δεν είμαι τόσο καλά στην υγεία μου και φαίνεται
ότι περπάτησα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε απόψε».
Η έκφραση στο πρόσωπο του χοντρού άντρα δεν άλλαξε
και η κοπέλα είπε στην καντονέζικη διάλεκτο: «Θα τον φρο­
ντίσω εγώ, θείε. Τελείωσε το φαγητό σου».
Ο Ντίλον, που μιλούσε αρκετά καλά αυτή τη διάλεκτο,
98 JACK HIGGINS
άκουσε με ενδιαφέρον τον άντρα να λέει: «Πιστεύεις ότι
υπάρχει περίπτωση να έρθουν, ακόμα και τώρα;»
«Ποιος ξέρει; Δαίμονες σωστοί, πύο από μολυσμένη πλη­
γή. Πάντως θ’ αφήσω την πόρτα ανοιχτή για λίγο ακόμα».
Χαμογέλασε στον Ντίλον. «Μας συγχωρείτε. Ο θείος μου δε
μιλάει καλά αγγλικά».
«Παρακαλώ, αλίμονο. Απλώς, αν είναι δυνατό να καθίσω
λίγο για να συνέλθω».
«Χρειάζεστε έναν καφέ», είπε η κοπέλα. «Ένα σκέτο
καφέ κι ένα μεγάλο μπράντι».
«Χριστός και Παναγιά! Το μπράντι εντάξει, αλλά μήπως
σου βρίσκεται ένα φλιτζάνι τσάι, κούκλα μου; Με τσάι μεγά­
λωσα».
«Να που έχουμε και κάτι κοινό».
Η Κινέζα χαμογέλασε, πήγε πίσω από το μπαρ και κατέ­
βασε ένα μπουκάλι μπράντι κι ένα ποτήρι. Εκείνη τη στιγμή
ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απέξω. Η κοπέλα έμεινε για μια
στιγμή ακίνητη, μετά πήγε στην άκρη του μπαρ και κοίταξε
από το παράθυρο.
«Ήρθαν, θείε».
Καθώς περνούσε από την άκρη του μπαρ, η πόρτα άνοιξε
και μπήκαν τέσσερις άντρες. Ο επικεφαλής ήταν ψηλός, με
σκληρό, οστεώδες πρόσωπο και ακριβό ντύσιμο.
Χαμογέλασε ευδιάθετα. «Να ’μαστέ και πάλι εδώ», είπε.
«Μου έχετε έτοιμο εκείνο το πραματάκι;»
Η προφορά ήταν χωρίς αμφιβολία του Μπέλφαστ. Η κο­
πέλα είπε: «Άδικα χάνεις τον καιρό σου, κύριε Μαγκουάιρ.
Εδώ δεν υπάρχει τίποτε για σένα».
Δυο από τους συντρόφους του ήταν μαύροι και ο τρίτος
αλμπίνος, με βλεφαρίδες τόσο ανοιχτόχρωμες που ήταν σχε­
δόν διάφανες. «Μη μας βάζεις σε μπελάδες, κορίτσι μου», είπε
αυτός ο τελευταίος. «Έχουμε φανεί πολύ επιεικείς. Ένα χι­
λιάρικο τη βδομάδα για ένα τέτοιο μαγαζί;»
Η Κινέζα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ούτε πένα».
Ο Μαγκουάιρ αναστέναξε, άρπαξε το μπουκάλι με το
μπράντι από το χέρι της και το εκσφενδόνισε στον καθρέφτη
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 99
του μπαρ, κάνοντάς τον θρύψαλα. «Αυτό για αρχή. Τώρα η
σειρά σου, Τέρι».
Ο αλμπίνος κινήθηκε γρήγορα. Το δεξίτου χέρι βρήκε τον
ψηλό λαιμό του μεταξωτού της φορέματος και κατέβηκε από­
τομα, ξεσκίζοντας το φόρεμα μέχρι τη μέση και αποκαλύπτο­
ντας το ένα της στήθος. Την τράβηξε κοντά του, σκεπάζοντας
το στήθος της με την παλάμη του.
«Κοίτα θησαυρούς που μας κρύβει η μικρή».
Ο χοντρός άντρας πετάχτηκε πάνω και ο Ντίλον κλότσησε
μια καρέκλα και του έκλεισε το δρόμο. «Μην ανακατεύεσαι,
θείε!» φώναξε στα καντονέζικα. «Άσ’ τους σ’ εμένα».
Οι τέσσερις άντρες γύρισαν αμέσως ν’ αντικρίσουν τον Ντί­
λον, ενώ ο Μαγκουάιρ εξακολουθούσε να χαμογελά. «Μπα, τι
έχουμε εδώ; Από πού ξεφύτρωσε αυτός ο ιππότης;»
«Άφησέ την», είπε ο Ντίλον.
Ο Τέρι χαμογέλασε και τράβηξε πιο κοντά του την κο­
πέλα. «Αποκλείεται. Δε φαντάζεσαι πόσο γουστάρω αυτό
το κορίτσι».
Όλη η αγανάκτηση, όλη η οργή και ο πόνοςτων τελευταίων
λίγων βδομάδων ξεχείλισαν σαν χολή στο στόμα του Ντίλον
και, τραβώντας το Βάλτερ, πυροβόλησε στα τυφλά, αποτε­
λειώνοντας τον καθρέφτη του μπαρ.
Ο Τέρι έσπρωξε μακριά την κοπέλα. «Κοίτα το χέρι του»,
ψιθύρισε. «Τρέμει ολόκληρος».
Ο Μαγκουάιρ δεν έδειξε να φοβάται. «Η προφορά του
κάτι μου θυμίζει», είπε.
«Κι εμένα η δική σου, αγόρι μου», είπε ο Ντίλον. «Σάνκιλ
ή Φολς Ρόουντ — δεν έχει σημασία. Έλα τώρα, πέτα μου το
πορτοφόλι σου».
Χωρίς κανένα δισταγμό, ο Μαγκουάιρ το πέταξε πάνω στο
τραπέζι. Ήταν παραφουσκωμένο από χαρτονομίσματα.
«Βλέπω, έχεις κάνειτο γύρο σου», είπε ο Ντίλον. «Το ποσό
θα πρέπει να φτάνει για την επισκευή της ζημιάς».
«Ε! Είναι κάπου δυο χιλιάρικα εκεί μέσα», είπε ο Τέρι.
«Αν περισσέψει κάτι, μπορεί να πάει στις χήρες και τα
ορφανά». Ο Ντίλον έριξε μια ματιά στην κοπέλα. «Δε θα μάθει
τίποτε η αστυνομία, σύμφωνοι;»
100 JACK HIGGINS
«Σύμφωνοι».
Πίσω της η πόρτα της κουζίνας άνοιξε κι εμφανίστηκαν
δύο σερβιτόροι κι ένας σεφ. Οι σερβιτόροι κρατούσαν χασα-
πομάχαιρα, ο σεφ έναν μπαλτά.
«Αν ήμουν στη θέση σας, θα το ’σκαγα», είπε ο Ντίλον. «Οι
άνθρωποι αυτοί αντιδρούν μάλλον βίαια όταν τους ερεθίσεις».
Ο Μαγκουάιρ χαμογέλασε. «Θα σε θυμάμαι, φίλε. Πάμε,
παιδιά». Έκαναν μεταβολή και βγήκαν από το μαγαζί.
Ακούστηκε το αυτοκίνητο να παίρνει μπρος και ν’ απομα­
κρύνεται. Με την ελάχιστη δύναμη που του είχε απομείνει, ο
Ντίλον σωριάστηκε στο κάθισμά του κι έβαλε το Βάλτερ στη
θέση του. «Ευχαρίστως θα ’παιρνα τώρα εκείνο το μπράντι».
Το περίεργο είναι ότι η κοπέλα είχε θυμώσει. Γύρισε
απότομα, έκανε στην μπάντα τους σερβιτόρους κι εξαφανίστη­
κε στην κουζίνα.
«Έκανα κάτι που δεν έπρεπε;» ρώτησε ο Ντίλον, ενώ το
προσωπικό ακολουθούσε την Κινέζα.
«Δεν είναι τίποτε», είπε ο χοντρός. «Είναι ταραγμένη. Θα
σου βάλω εγώ το μπράντι σου».
Πήγε στο μπαρ, πήρε ένα καινούριο μπουκάλι και δυο
ποτήρια, γύρισε και κάθισε στο τραπέζι. «Μου μίλησες στα
καντονέζικα. Έχεις ζήσει στην Κίνα;»
«Έχω πάει μερικές φορές. Κυρίως στο Χονγκ Κονγκ».
«Καταπληκτικό. Είμαι από το Χονγκ Κονγκ, κι εγώ και η
ανιψιό μου. Λέγομαι Γουάν Τάο».
«Σον Ντίλον».
«Είσαι Ιρλανδός και όμως μιλάς τη γλώσσα μας θαυμάσια.
Πώς γίνεται;»
«Έχεις ακούσει για ορισμένους ανθρώπους που κάνουν
με το μυαλό τους πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς
πιο γρήγορα κι από κομπιούτερ;»
«Λοιπόν;»
«Εγώ είμαι κάπως έτσι στις ξένες γλώσσες. Τις μαθαίνω
με την πρώτη». Ο Ντίλον ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του.
«Υποθέτω ότι αυτοί οι τύποι έχουν ξανάρθει εδώ».
«Έτσι φαίνεται. Εγώ ήρθα από το Χονγκ Κονγκ μόλις
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 101
χτες. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχουν κάμποσες βδομάδες τώρα που
εκβιάζουν τα μαγαζιά της περιοχής».
Η κοπέλα επέστρεψε φορώντας παντελόνι και πουλόβερ.
Εξακολουθούσε να είναι θυμωμένη και κοίταξε αγριωπά τον
Ντίλον. «Τι θέλεις από μας;»
Ο Γουάν Τάο επενέβη. «Έχουμε μεγάλη υποχρέωση στον
κύριο Ντίλον».
«Δεν του έχουμε καμιά υποχρέωση. Αντίθετα, τα έκανε
θάλασσα. Μη μου πεις ότιήταν απλή σύμπτωση που μπήκε στο
μαγαζί;»
«Και όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ήταν», είπε ο
Ντίλον. «Καλό μου κορίτσι, η ζωή είναι γεμάτη τέτοιες συ­
μπτώσεις».
«Και τι είδους άνθρωπος είναι κάποιος που κυκλοφορεί
οπλοφορώντας στο Λονδίνο; Ένας ακόμα εγκληματίας».
«Χριστέ μου», είπε ο Ντίλον στον Γουάν Τάο, «είδες λογι­
κή η μικρή; Θα μπορούσα να ήμουν μπάτσος ή ο τελευταίος
από κείνους τους γενναίους που έχουν βαλθεί να εξολοθρεύ-
σουν τους κακούς, σε στυλ Τσαρλς Μπρόνσον». Ένιωσε ότι
το μπράντι είχε αρχίσει να επιδρά στο κεφάλι του και σηκώ­
θηκε. «Φεύγω. Ωραία περάσαμε», είπε και είχε διαβεί την
εξώπορτα πριν προλάβουν να τον σταματήσουν.
5

Ντίλον ήταν κουρασμένος, πάρα πολύ κουρασμένος,

Ο και είχε την εντύπωση ότι το πεζοδρόμιο κουνιόταν κάτω


από τα πόδια του. Ακολούθησε ένα δρόμο που τον έβγαλε
δίπλα στον Τάμεση. Στάθηκε σε κάποια κιγκλιδώματα, κοιτά­
ζοντας την ομίχλη και συνειδητοποιώντας ότι ένα ακόμα πλοίο
περνούσε πιο πέρα. Ήταν συγχυσμένος, έβλεπε τα πάντα να
γίνονται σε αργή κίνηση και δεν είχε αντιληφθεί ότι κάποιος
ήταν πίσω του, μέχρι που ξαφνικά ένα μπράτσο τυλίχτηκε στο
λαιμό του, κόβοντάς του την ανάσα. Ένα χέρι χώθηκε μέσα
στο τζάκετ του και βρήκε το Βάλτερ. Ένιωσε να τον σπρώ­
χνουν με βία πάνω στα κιγκλιδώματα, όπου έμεινε για μια
στιγμή και μετά γύρισε κι έκανε ένα βήμα.
Ο αλμπίνος, ο Τέρι, στεκόταν μπροστά του κρατώντας το
Βάλτερ. «Να που ξανανταμώσαμε και πάλι!»
Μια μαύρη λιμουζίνα πλησίασε και σταμάτησε δίπλα στο
πεζοδρόμιο. Ο Ντίλον ένιωσε ότι κάποιος άλλος ήταν πίσω
του, πήρε βαθιά ανάσα και συγκέντρωσε όλες του τις δυνά­
μεις. Τίναξε ξαφνικά το δεξίτου πόδι ψηλά και βρήκε το χέρι
του Τέρι, με αποτέλεσμα το Βάλτερ να διαγράψει ένα τόξο
104 JACK HIGGINS
πάνω από το κιγκλίδωμα και να πέσει στο ποτάμι. Σχεδόν
ταυτόχρονα έκανε πίσω το κεφάλι του, τσακίζοντας τη μύτη
του άλλου, κι αμέσως μετά το έβαλε στα πόδια. Έστριψε στη
γωνία και βρέθηκε σε μια έρημη προβλήτα, αποκλεισμένη από
ψηλές καγκελόπορτες, ασφαλισμένες με λουκέτα.
Όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω, η λιμουζίνα έφτασε και
όλοι μαζί φάνηκαν να κινούνται εναντίον του. Ο πρώτος του
επιτέθηκε με μια σιδερόβεργα που τελικά χτύπησε πάνω στην
καγκελόπορτα, καθώς ο Ντίλον έχασε την ισορροπία του κι
έπεσε, κάνοντας απελπισμένες κινήσεις για ν’ αποφύγει τα
πόδια που τινάζονταν για να τον κλοτσήσουν. Στο τέλος τον
ανάγκασαν να σηκωθεί κι ένας απ’ αυτούς τον κόλλησε πάνω
στην καγκελόπορτα.
Ο Μαγκουάιρ, όρθιος δίπλα στη λιμουζίνα, άναψε τσιγά­
ρο. «Πήγαινες γυρεύοντας, φίλε», είπε. «Μπρος, Τέρι, άνοιξέ
του την κοιλιά».
Ο Τέρι πλησίασε κρατώντας ένα παλιομοδίτικο ξυράφι
κουρέα. Ήταν απόλυτα ήρεμος και το μέταλλο του ξυραφιού
άστραφτε στο φως μιας λάμπας του δρόμου. Εκείνη όμως τη
στιγμή ακούστηκε μια κραυγή, πνιγμένη στην ομίχλη. Ο Τέρι
και ο Μαγκουάιρ γύρισαν ξαφνιασμένοι και είδαν τον Γουάν
Τάο να ξεπροβάλλει μέσ” απάτη βροχή.
Το σακάκι του ήταν μούσκεμα και, κατά κάποιον τρόπο,
φαινόταν διαφορετικός. Η κίνησή του είχε κάτι το περίεργα
αμείλικτο κι έδινε την εντύπωση ότιτίποτε δε θα μπορούσε να
τον σταματήσει. «Για όνομα του Θεού, δώστε τέλος στη μιζέ-
ρια αυτού του ταλαίπωρου», είπε ο Μαγκουάιρ.
Αυτός που κρατούσε τη σιδερόβεργα έτρεξε πίσω από τη
λιμουζίνα κι επιτέθηκε στον Γουάν Τάο. Ο Κινέζος δέχτηκε
το χτύπημα στον αριστερό του βραχίονα χωρίς καμιά προφανή
συνέπεια. Την ίδια στιγμή η δεξιά του γροθιά, με μια κοφτή,
σύντομη κίνηση, βρήκε τον άλλο στο στομάχι. Ο άντρας του
Μαγκουάιρ σωριάστηκε κάτω ξερός, χωρίς να βγάλει τον
παραμικρό ήχο.
Ο Γουάν Τάο έσκυψε πάνω του για ένα δευτερόλεπτο και
ο Μαγκουάιρ έτρεξε πίσω από τη λιμουζίνα και δοκίμασε να
τον κλοτσήσει. Ο Κινέζος άρπαξε το πόδι του Μαγκουάιρ με
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 105
«ιπίστευτη άνεση και το έστριψε και ο Ντίλον θα μπορούσε να
ορκιστεί ότι άκσυσε το κόκαλο να τσακίζεται. Αμέσως μετά
τον εκσφενδόνισε πάνω από το καπό του αυτοκινήτου. Ο
Μαγκουάιρ έμεινε ακίνητος στο πεζοδρόμιο βογκώντας. Ο
Γουάν Τάο ήρθε τώρα από την άλλη μεριά της λιμουζίνας, με
πρόσωπο πέρα για πέρα ήρεμο, κι αυτός πσυ κρατούσε τον
Ντίλον τον άφησε και το έβαλε στα πόδια.
Ο Τέρι ύψωσε το λεπίδι. «Εντάξει, χοντρούλη, να ξεκινή­
σουμε από σένα».
«Γιατί όχι από μένα, κάθαρμα», είπε ο Ντίλον και, καθώς
ο Τέρι γύρισε, του φύτεψε μια γροθιά στο στόμα, συγκεντρώ­
νοντας όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.
Ο Τέρι έπεσε στο έδαφος, βλαστημώντας, με το στόμα
γεμάτο αίματα, και ο Γουάν Τάο πάτησε το χέρι του και
κλότσησε μακριά το ξυράφι. Ένα φορτηγάκι πήρε τη στροφή
του δρόμου, πλησίασε και σταμάτησε. Από το τιμόνι του κατέ­
βηκε ο σεφ, ενώ στη γωνία του δρόμου φάνηκαν οι δυο σερ­
βιτόροι κρατώντας αυτόν που το είχε σκάσει
«θα τους έλεγα να τον αφήσσυν όρθιο», είπε ο Ντίλον στην
καντονέζικη διάλεκτο. «Θα χρειαστεί για να οδηγήσει τη
λιμουζίνα και να εξαφανίσει από δω όλη τη βρομοπαρέα».
«Πολύ σωστή άποψη», είπε ο Γουάν Τάο. «Τουλάχιστον
ι σύ είσαι καλά».
«Τη γλίτωσα παραλίγο. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω
γιατί η ανιψιό σου ενοχλήθηκε. Υποθέτω ότι στην πραγματι­
κότητα ευχόσουν την επίσκεψη του Μαγκουάιρ».
«Ήρθα επίτηδες από το Χονγκ Κονγκ για να έχω αυτή τη
χαρά. Η ανιψιό μου Σου Γιν ζήτησε τη βοήθειά μου. Είναι
θέμα οικογενειακής υποχρέωσης, δε θα μπορούσα ν’ αρνηθώ.
' Ημουν για περισυλλογή σ’ ένα από τα μοναστήρια μας».
«Στα μοναστήρια;» είπε ο Ντίλον.
«Πρέπει να σου εξηγήσω, κύριε Ντίλον. Είμαι μοναχός
σαολίν, αν έχεις ακουστά».
Ο Ντίλον γέλασε τρεμουλιαστά. «Και βέβαια έχω. Αν το
ξερε ο Μαγκουάιρ... Αυτό σημαίνει, υποθέτω, ότι είσαι εξα-
σκημένος στο κουνγκ φου;»
«Είμαι ηαρκμάστερ, κύριε Ντίλον. Είναι η ανώτατη από
106 JACK HIGGINS
τις βαθμίδες μας. Έχω μελετήσει όλη μου τη ζωή. Σκοπεύω να
μείνω δυο τρεις βδομάδες εδώ για να βεβαιωθώ ότι δε θα
συνεχιστεί το πρόβλημα».
«Ελπίζω ότι έμαθαν ήδη το μάθημά τους».
Ο Μαγκουάιρ, ο Τέρι κι ένας από τους μαύρους εξακολου­
θούσαν να είναι σωριασμένοι στο έδαφος και ο σεφ με τους
δυο σερβιτόρους έφεραν πιο κοντά τον τέταρτο άντρα. Ο
Γουάν Τάο πήγε, τους μίλησε στα καντονέζικα και ξαναγύρι-
σε. «Τους είπα τι ακριβώς να κάνουν. Εμείς πάμε πίσω oto
εστιατόριο- η Σου Γιν περιμένει στο αυτοκίνητό της».
Γύρισαν πίσω και βρήκαν ένα σκούρο αυτοκίνητο παρκα-
ρισμένο κάτω από το φωτεινό Κόκκινο Δράκο. Μόλις πλησία­
σαν, η Σου Γιν βγήκε έξω και, αγνοώντας το θείο της είπε στον
Ντίλον στα καντονέζικα: «Είσαι καλά;»
«Τώρα ναι».
«Ζητώ συγνώμη για τη συμπεριφορά μου». Η Σου Γιν
έκανε μια υπόκλιση. «Θα μου άξιζε να τιμωρηθώ, όπως παρα­
τήρησε και ο εντιμότατος θείος μου».
«Δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάς συγνώμη», είπε ο Ντίλον
κι εκείνη τη στιγμή από την κατεύθυνση του ποταμού ακούστη­
κε μια κραυγή.
Η Σου Γιν γύρισε στο θείο της. «Τι ήταν αυτό;»
«Αυτό το σιχαμερό σκουλήκι, αυτός με τα άσπρα μαλλιά
που τόλμησε να σε προσβάλει μπροστά μας. Τους είπα να του
κόψουν το δεξί του αυτί».
Η έκφραση στο πρόσωπο της Σου Γιν δεν άλλαξε. «Σ’
ευχαριστώ, θείε». Έκανε και πάλι μια υπόκλιση και γύρισε
στον Ντίλον. «Θα ’ρθεις μαζί μας τώρα, κύριε Ντίλον», είπε,,
κι αυτή τη φορά μίλησε αγγλικά.
«Καλό μου κορίτσι, δε θα το ’χανα για τίποτε», είπε ο
Ντίλον και χώθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

«Αν έχεις μελετήσει τζούντο και καράτε, θα έχεις ακούσει και


για το κιάι, τη μυστική δύναμη που κάνει έναν άντρα να
πραγματοποιεί θαύματα. Μόνο οι πιο μεγάλοι δάσκαλοι το
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 107
πετυχαίνουν αυτό και μόνο μετά από πολλά χρόνια άσκησης
και αυτοπειθαρχίας, σωματικής και πνευματικής».
«Εσύ πάντως είναι βέβαιο ότι διαθέτεις αυτή τη δύναμη»,
είπε ο Ντίλον. «Δε θα ξεχάσω ποτέ πώς εκείνη η σιδερόβεργα
αναπήδησε χωρίς καμιά συνέπεια πάνω στο μπράτσο σου».
Ήταν μέσα στην μπανιέρα, βουτηγμένος μέχρι το λαιμό σε
νερό τόσο ζεστό που ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό του. Ο
Γουάν Τάο ήταν καθισμένος στις φτέρνες του, με την πλάτη
(ττηριγμένη στον τοίχο, παρατηρώντας τον μέσα από τον ατμό.
Ο Ντίλον συνέχισε: «Κάποτε στην Ιαπωνία με πήγαν να
δω ένα γέρο ογδόντα χρονών, έναν ιερέα ζεν με χέρια σαν
καλάμια. Δεν πρέπει να ζύγιζε πάνω από σαράντα πέντε κιλά.
Έμενε καθιστάς ενώ δυο άντρες, κάτοχοι μαύρης ζώνης στο
καράτε, χιμούσαν διαδοχικά εναντίον του».
«Και;»
«Τους απέκρουε και τους έσπρωχνε μακριά χωρίς ιδιαί­
τερη προσπάθεια. Αργότερα μου είπαν ότι η δύναμή του
προερχόταν από κάτι που αποκαλούσαν τάντεν ή δεύτερο
εγκέφαλο».
«Αυτό μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο μετά από χρόνια περι­
συλλογής. Όλ’ αυτά περιλαμβάνονται στην αρχαία κινεζική
τέχνη της πάλης των σαολίν. Ξεκίνησε από την Ινδία τον έκτο
αιώνα με το βουδισμό ζεν και αναπτύχθηκε από τους μοναχούς
σαολίν στην επαρχία Χοχάν».
«Δε φαίνονται κάπως άγρια αυτά τα παιχνίδια για ιερείς;
Θέλω να πω, είχα κι εγώ ένα θείο, καθολικό ιερέα, που μ’
έμαθε πυγμαχία με γυμνά χέρια όταν ακόμα ήμουν παιδί κι
αυτός στα νιάτα του ήταν πρωταθλητής πυγμάχος, αλλά αυτό
εδώ...»
«Ξέρεις, έχουμε ένα ρητό: Αν θέλεις ν’ αποφύγεις τον
πόλεμο, να προετοιμάζεσαι γι’ αυτόν. Οι μοναχοί έχουν χωνέ­
ψει αυτή την αλήθεια. Εδώ και πολλούς αιώνες οι πρόγονοί
μου έμαθαν αυτή την τέχνη και την άφησαν κληρονομιά στους
απογόνους τους. Στη διάρκεια αυτών των αιώνων οι πρόγονοί
μου πολέμησαν τους κακούς, υπερασπίστηκαν τους φτωχούς
κι αντιμετώπισαν ακόμα και τις δυνάμεις του αυτοκράτορα
όταν χρειάστηκε. Υπηρετήσαμε την κοινωνία μας».
108 JACK HIGGINS
«Μιλάς μήπως για τις τριάδες·,» ρώτησε οΝτίλον. «Νόμιζα
πως ήταν απλώς η κινέζικη έκδοση της Μαφίας».
«Όπως και στην περίπτωση της Μαφίας, οι άνθρωποι
αυτοί άρχισαν με τη μορφή μυστικών εταιρειών που είχαν
σκοπό την προστασία των φτωχών έναντι των πλούσιων γαιο­
κτημόνων και, επίσης όπως η Μαφία, εξαχρειώθηκαν με τα
χρόνια, όχι όμως όλοι τους».
«Κάτι έχω διαβάσει σχετικά», είπε ο Ντίλον. «Μ’ άλλα
λόγια, ανήκεις κι εσύ σ’ αυτές τις μυστικές εταιρείες;»
«Όπως και οι πρόγονοί μου, είμαι μέλος της Ιερής Ανα­
πνοής, της παλιστερης απ’ όλες, που ιδρύθηκε στο Χοχάν το
δέκατο έκτο αιώνα. Αντίθετα με πολλές άλλες, η δική μας
εταιρεία δεν έχει διαφθαρεί. Είμαι μοναχός σαολίν, έχω επί­
σης επιχειρηματικά ενδιαφέροντα, αλλά αυτό δεν είναι κακό
και δε θ’ αρνηθώ τΐ) βοήθειά μου σε κανέναν».
«Δηλαδή όλ’ αυτά, όλες αυτές οι ξεχωριστές ικανότητες
έχουν κληρονομηθεί από γενιά σε γενιά;»
«Βεβαίως. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι, πολλές σχολές, τί­
ποτε όμως δεν είναι δυνατό χωρίς το τσι».
«Τι είναι αυτό;»
«Μια ειδικής φύσεως ενέργεια. Όταν συγκεντρώνεται
ακριβώς κάτω από τον αφαλό, αποκτά μια πρωτόγνωρη διά­
σταση που δε συγκρίνεται με καμιά φυσική δύναμη. Η σφιγ­
μένη γροθιά, για παράδειγμα, είναι απλώς ένα σημείο εστία­
σης. Δεν υπάρχει ανάγκη για κείνες τις τρομερές γροθιές που
χρησιμοποιούν οι πυγμάχοι της Δύσης. Εγώ χτυπάω από λίγα
μόλις εκατοστά, περιστρέφοντας τη γροθιά μου. Το αποτέλε­
σμα μπορεί να είναι τσακισμένα κόκαλα ή ρήξη σπλήνας».
«Αυτό το καταλαβαίνω, αλλά εκείνη την απόκρουση της
σιδερόβεργας με το μπράτσο σου... Αλήθεια, πώς την πέτυχες;»
«Είναι θέμα εξάσκησης, κύριε Ντίλον. Έχουν προηγηθεί
πενήντα χρόνια εξάσκησης».
«Δυστυχώς δε διαθέτω τόσο χρόνο». Ο Ντίλον σηκώθηκε
και ο Γουάν Τάο του έδωσε μια πετσέτα.
«Μπορεί κανείς να πετύχει θαύματα μέσα σε λίγες βδομά­
δες με αυτοπειθαρχία και άσκηση. Έπειτα κάποιος σαν εσένα
δεν ξεκινά από την αρχή. Βλέπω σημάδια από μαχαιριές στην
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 109
πλάτη σου κι αυτό στον αριστερό σου ώμο πρέπει να είναι πληγή
< ιπό σφαίρα. Έπειτα, οπλοφορούσες». Ο Κινέζος ανασήκωσε τους
ώμους. «Προφανώς δεν είσαι συνηθισμένος άνθρωπος».
«Οι μαχαιριές στην πλάτη μου είναι πρόσφατες», του είπε
ο Ντίλον. «Μου έσωσαν τη ζωή με δύο εγχειρήσεις, αλλά
νιώθω δηλητηριασμένο όλο μου τον οργανισμό».
«Ποια είναι η απασχόλησή σου;»
«Εργάστηκα για λογαριασμό των βρετανικών μυστικών
υπηρεσιών. Με πέταξαν στο δρόμο μόλις σήμερα το πρωί,
πιστεύοντας ότι δεν είμαι πλέον ικανός».
«Κάνουν μεγάλο λάθος».
Μεσολάβησε μια μικρή παύση και ο Ντίλον είπε: «Θέλεις
να πεις πως είσαι διατεθειμένος να με αναλάβεις;»
«Σου έχω υποχρέωση, κύριε Ντίλον».
«Άσ’ τα αυτά, δε με είχες καθόλου ανάγκη. Μάλλον εμπό­
διο σου έγινα».
«Το θέμα είναι ότι δεν ήξερες πως μου γινόσουν εμπόδιο.
Σημασία έχουν οι προθέσεις του καθενός». Ο Γουάν Τάο
χαμογέλασε. «Δε θα ’θελες ν’ αποδείξεις στους δικούς σου ότι
κάνουν λάθος;»
«Αν θα ’θελα λέει!» Ο Γουάν Τάο του έδωσε μια ρόμπα
και ο Ντίλον φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή. «Θα προτι­
μούσα να υπάρχει ειλικρίνεια ανάμεσά μας από την αρχή».
«Λοιπόν;»
Ο Ντίλον σηκώθηκε κι έβαλε τη ρόμπα. «Ήμουν για χρόνια
μέλος των Πρόβος, του εξτρεμισπκού κλάδου του IRA, πάντα
στις πρώτες θέσεις της μαύρης λίστας της Βασιλικής Χωροφυλα­
κής του Όλστερ και των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών».
«Και παρ’ όλ’ αυτά κατόπιν εργάστηκες για λογαριασμό
των Βρετανών;»
«Ναι, δηλαδή... δεν είχα και δυνατότητα επιλογής».
«Τώρα όμως κάτι έχει αλλάξει μέσα σου;»
Ο Ντίλον χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει τίποτε που να μην το
ξέρεις; Εν πάση περιπτώσει, αλλάζει αυτό κάτι;»
«Γιατί ν’ αλλάζει; Από τον τρόπο που χτύπησες έναν απ’
αυτούς τους τύπους απόψε σχημάτισα την εντύπωση ότι έχεις
σπουδάσει καράτε».
110 JACK HIGGINS
«Ναι, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Είχα πάρει την καφέ
ζώνη και είχα αρχίσει να μελετώ για να πάρω και τη μαύρη,
αλλά δεν πρόλαβα».
«Αυτό βοηθάει πολύ. Νομίζω ότι μπορούμε να πετύχουμε
πολλά. Τώρα όμως είναι ώρα να φάμε. Πρέπει να ξαναβάλεις
λίγο κρέας πάνω στα κόκαλά σου».
Ο Γουάν Τάο προχώρησε πρώτος σ’ ένα διάδρομο που έβγα­
ζε σ’ ένα καθιστικό επιπλωμένο μ’ ένα συνδυασμό ευρωπαϊκού
και κινέζικου στυλ. Η Σου Γιν καθόταν δίπλα στη φωτιά διαβά­
ζοντας ένα βιβλίο. Φορούσε ένα κοστούμι — μπλούζα παντελό­
νι— από μαύρο μετάξι.
«Έχω νέα, ανιψιό», είπε ο Γουάν Τάο καθώς εκείνη ση­
κωνόταν. «Ο κύριος Ντίλον θα μείνει μαζί μας για τρεις
βδομάδες. Δε φαντάζομαι αυτό να σ’ ενοχλεί;»
«Ασφαλώς όχι, θείε. Πηγαίνω να ετοιμάσωτο φαγητό».
Πήγε προς την πόρτα, την άνοιξε και, γυρνώντας το κεφάλι,
έριξε μια ματιά στον Ντίλον πάνω από τον ώμο της. Για πρώτη
φορά από τη στιγμή που συναντήθηκαν του χαμογέλασε.

Το πρωί της 4ης Ιουλίου ο Μόργκαν και η Άστα έφτασαν


αεροπορικώς στο Λονδίνο. Από το Χίθροου τους παρέλαβε
μια Ρολς που είχε διατεθεί από τα κεντρικά γραφεία του
Μόργκαν στο Λονδίνο.
«Θα μείνουμε στο Μπέρκλεϊ;» είπε η Άστα.
«Πού αλλού; Είναι το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης. Έχω
πιάσειτη σουίτα Γουέλινγκτον, στο τελευταίο πάτωμα, με τις δυο
κρεβατοκάμαρες κι εκείνο το υπέροχο θερμοκήπιο».
«Και τόσο κοντά στα καταστήματα Χάροντς», είπε εκείνη.
Ο Μόργκαν της έσφιξε το χέρι. «Σου είπα ποτέ να μην
ξοδεύεις τα χρήματά μου; Θα σ’ αφήσω και θα φύγω- έχω
κάποια βιαστική δουλειά στο γραφείο, αλλά θα επιστρέφω.
Μην ξεχνάς ότι απόψε έχουμε τη δεξίωση για την 4η Ιουλίου
στην αμερικανική πρεσβεία. Βάλε κάτι ωραίο».
«Θα τους κάνω να χαζέψουν».
«Πάντοτε έτσι κάνεις, αγάπη μου. Η μητέρα σου θα ήταν
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 111
πολύ περήφανη για σένα». Ο Μόργκαν πήρε το χέρι της στο
δικό του καθώς η Ρολς ξεκινούσε.

11 Χάνα Μπερνστάιν χτύπησε την πόρτα και μπήκε στο γρα­


φείο του Φέργκιουσον, όπου τον βρήκε να εργάζεται σκληρά.
«Ατέλειωτο αυτό το χαρτομάνι», της είπε. Έγειρε πίσω το
σώμα του. «Τι συμβαίνει;»
«Μου τηλεφώνησε ο Κιμ από το περίπτερο Αρντναμούρχαν.
' Εφτασε εκεί χτες βράδυ χωρίς απρόοπτα, με το Ρέιντζ Ρόβερ που
του εξασφαλίσαμε. Το ταξίδι, λέει, ήταν πολύ κουραστικό και τα
βουνά του θύμισαν το Νεπάλ, αλλά το περίπτερο είναι πολύ ωραίο.
Η μαγείρισσα της λαίδης Κάθριν, η Τζίνι, τον επισκέφτηκε με μια
κρεατόπιτα και τον ρώτησε αν χρειάζεται τίποτε».
«Ωραία. Και ο Μόργκαν;»
«Ο πρίγκιπας αναχωρείτην Κυριακή το πρωί. Έχει συνεν-
νοηθεί με τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου στο Αρντνα­
μούρχαν. Επίσης ρώτησα κι έμαθα ότι ο Μόργκαν αναμένεται
να προσγειωθεί εκεί με το Σιτέισον της εταιρείας του το ίδιο
μεσημέρι. Φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για να μπού­
με και να ψάξουμε στα κρυφά».
«Πού είναι τώρα ο Μόργκαν;»
«Έφτασε στο Χίθροου πριν μια ώρα με την προγονή του.
Έχουν κλείσει τη σουίτα Γουέλινγκτον στο Μπέρκλεϊ».
«Χριστέ μου, θα τρίζουν τα κόκαλα του δούκα στον τάφο του».
«Και το βράδυ πρόκειται να εμφανιστούν στην αμερικανι­
κή πρεσβεία, σερ».
«Αυτό σημαίνει ότι θ’ αναγκαστώ να λείψω από τη δεξίω­
ση. Δεν πειράζει. Η άλλη υπόθεση είναι υπό έλεγχο;»
«Μάλιστα, σερ».
«Θαυμάσια. Θα ιδωθούμε αργότερα, λοιπόν».
Ξανάσκυψε στα χαρτιά του και η Χάνα Μπερνστάιν βγήκε
από το δωμάτιο.

Ο Ντίλον αγουροξύπνησε από βαθύ ύπνο κι από το αμυδρό


φως που έμπαινε από τις κουρτίνες συνειδητοποίησε αμέσως
112 JACK HIGGINS
πως ήταν σούρουπο. Ήταν μόνος. Γύρισε και κοίταξε το
μαξιλάρι δίπλα του, είδε το βαθούλωμα που είχε κάνει το
κεφάλι της και τέλος σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και κοί­
ταξε ανάμεσα από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες το λιθό­
στρωτο του Στέιμπλ Μισυζ.
Ήταν ωραία βραδιά και ο Ντίλον γύρισε και πήγε στην
ντουλάπα, νιώθοντας χαλαρωμένος και ζωντανός, αλλά, κάτι
ακόμα ση μαντικότερο, και νιώθοντας να έχει βρει τον εαυτό του
και πάλι. Τα μάτια του ήταν ήρεμα, το μυαλό του καθαρό και ο
πόνος στο στομάχι του οφειλόταν μόνο στην πείνα. Στάθηκε
μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξε τον εαυτό του. Έδειχνε
νεότερος, καλύτερος από κάθε άποψη. Όταν γύρισε να κοιτάξει
την πλάτη του στον καθρέφτη, είδε ότι οι έντονες ουλές από την
εγχείρηση είχαν τώρα σχεδόν εξαφανιστεί και είχαν μεταβληθεί
σε λευκές γραμμές. Ήταν απίστευτο. Ούτε τέσσερις βδομάδες
δεν είχαν περάσει καλά καλά από κείνη τη νύχτα στο Γουάπινγκ.
Ο Γουάν Τάο είχε πετύχει ένα θαύμα. Έβαλε μια φόρμα και,
ακολουθώντας τον ήχο του τρεχούμενου νερού, έφτασε στο μπά­
νιο. Όταν άνοιξε την πόρτα, η Σου Γιν ήταν στο ντους.
«Εγώ είμαι», της φώναξε. «Θα φάμε μαζί απόψε;»
«Ξεχνάς ότι έχω και δουλειά;» του απάντησε.
«Μπορούμε να φάμε αργότερα».
«Καλά, θα δούμε. Πήγαινε τώρα νακάνειςτις ασκήσεις σου».
Ο Ντίλον έκλεισε την πόρτα και γύρισε στην κρεβατοκά­
μαρα. Ήταν δροσερά και ήσυχα εκεί- μόνο από το βάθος
έφτανε αμυδρά ο θόρυβος της κυκλοφορίας. Είχε σχεδόν την
αίσθηση πως άκουγε τη σιωπή και στάθηκε ολοκληρωτικά
χαλαρωμένος, φέρνοντας στο νου του τα λόγια μιας αρχαίας
ταοϊστικής στροφής που του είχε μάθει ο Γουάν Τάο.

Όταν κινείσαι, να ’σαι όπως το νερό


'Οταν αναπαύεσαι, όπως ο καθρέφτης,
Ν’ αποκρίνεσαι όπως η ηχώ
Πάντα διακριτικός κι ανεπαίσθητος, σαν να μην υπάρχεις.

Η ικανότητα να χαλαρώνεις ολοκληρωτικά, το πιο σπου­


δαίο απ’ όλα τα χαρίσματα, μια ιδιότητα που την έχουν όλα τ’
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 113
άλλα ζώα εκτός από τον άνθρωπο. Αν την καλλιεργούσες,
πράγμα που γινόταν δυνατό με αυστηρή αυτοπειθαρχία κι ένα
σύστημα εξάσκησης που στην Άπω Ανατολή εφαρμοζόταν
τουλάχιστον εδώ και μια χιλιετία, μπορούσε να σε οπλίσει με
υπεράνθρωπη δύναμη. Απ’ αυτή ξεπηδούσε η εσωτερική ενέρ­
γεια τσι, η ζωτική δύναμη που κατά την ανάπαυση χάριζε σ’
έναν άντρα την ευκαμψία παιδιού και κατά την ώρα της
δράσης τη δύναμη τίγρης.
Ο Ντίλον κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα, χαλαρώνοντας
απόλυτα, εισπνέοντας από τη μύτη και εκπνέοντας από το
στόμα. Έκλεισε τα μάτια και σκέπασε το αριστερό του αυτί
με το δεξί χέρι. Έπειτα από πέντε λεπτά έκανε αλλαγή, σκε­
πάζοντας το δεξί του αυτί με το αριστερό χέρι, εξακολουθώ­
ντας ν’ ανασαίνει βαθιά και σταθερά. Τέλος σκέπασε και τα
δυο αυτιά, σταυρώνοντας τα χέρια.
Ένιωσε να τον τυλίγει σκοτάδι και, όταν τελικά άνοιξε τα
μάτια του, το στόμα του ήταν έντονα παγωμένο. Πήρε μια
βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα και, όταν σηκώθηκε στα πόδια
του, τα μέλη του ήταν πλημμυρισμένα από δύναμη. Αναρωτή­
θηκε τι θα έλεγε ο γιατρός Μπέλαμι αν τον έβλεπε. Το χέρι
του δεν έτρεμε πλέον, το μάτι του ήταν καθαρό και το σώμα
του είχε αποκτήσει μια ζωτικότητα που ποτέ δεν περίμενε.
Η Σου Γιν εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή φορώντας κρεμ
παντελόνι κι ένα ισπανικό πουκάμισο σε ζωηρό πορτοκαλί
χρώμα. Χτένιζε τα μαλλιά της. «Φαίνεσαι ικανοποιημένος με
τον εαυτό σου».
«Πώς να μην είμαι; Πέρασα το απόγευμά μου στο κρεβάτι
με μια γυναίκα εκπληκτικής ομορφιάς κι εξακολουθώ να αι­
σθάνομαι σαν τον Σαμψών».
Η Σου Γιν γέλασε. «Είσαι απίθανος, Σον. Κάλεσέ μου ένα
ταξί».
Ο Ντίλον κάλεσε το γνωστό του νούμερο και γύρισε προς το
μέρος της. «Λοιπόν, τι κάνουμε απόψε; Θα μπορούσαμε να
δειπνήσουμε στο Ριτζ αργά, για να προλάβουμε καιτο καμπαρέ».
«Δε γίνεται». Η Σου Γιν έφερε την παλάμη της στο πρόσω­
πό της. «Ξέρω πόσο ωραία νιώθεις αυτές τις μέρες, αλλά δεν
114 JACK HIGGINS
μπορείς να τα έχεις όλα σ’ αυτή τη ζωή». Έκανε μια μικρή
παύση. «Σου λείπει ο Γουάν Τάο, έτσι δεν είναι;»
«Πάρα πολύ, πράγμα περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι έφυ­
γε μόλις πριν πέντε μέρες».
«Εγώ θα σου έλειπα το ίδιο;»
«Ασφαλώς. Γιατί ρωτάς;»
«Επιστρέφω στην πατρίδα μου, Σον. Η αδερφή μου με τον
άντρα της ανοίγουν ένα καινούριο νάιτ κλαμπ στο Χονγκ Κονγκ.
Μου τηλεφώνησε ο θείος μου χτες βράδυ. Με χρειάζονται».
«Και ο Κόκκινος Δράκος;»
«Θα συνεχίσει χωρίς προβλήματα, με προβιβασμό του
αρχισερβιτόρου μου σε διευθυντή».
«Κι εγώ;» είπε ο Ντίλον. «Εμένα δε με σκέφτεσαι;»
«Θέλεις να πεις ότι μ’ αγαπάς;» Ο Ντίλον δεν απάντησε
αμέσως κι αυτό ήταν αρκετό. «Όχι, Σον. Περάσαμε λίγες
μέρες μαζί όσο καλύτερα θα μπορούσαν να περάσουν δυο
άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά όλα έχουν ένα τέλος και
για μένα είναι ώρα να επιστρέφω στην πατρίδα».
«Πότε φεύγεις;»
«Το Σαββατοκύριακο, μάλλον». Ακούστηκε το κουδούνι της
εξώπορτας και η Σου Γιν πήρε το βαλιτσάκι της. «Έφτασετοταξί
μου. Πρέπει να πηγαίνω. Έχω πολλά πράγματα να κάνω».
Ο Ντίλον πήγε μαζί της μέχρι την πόρτα και την άνοιξε. Το
ταξί περίμενε με αναμμένη τη μηχανή. Η Σου Γιν στάθηκε για
μια στιγμή στο σκαλοπάτι. «Δεν τέλειωσαν όλα ανάμεσά μας,
Σον. Θα μου τηλεφωνήσεις;»
Ο Ντίλον τη φίλησε τρυφερά και στα δυο μάγουλα. «Φυ­
σικά».
Όμως αυτό δε θα γινόταν, και το ήξερε, όπως το ήξερε κι
εκείνη. Ήταν φανερό από τον τρόπο με τον οποίο η Σου Γιν
κοντοστάθηκε πριν μπει στο ταξί, ρίχνοντας πίσω της μια
ματιά σαν να ήταν βέβαιη ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά. Η
πόρτα έκλεισε με θόρυβο και το ταξί έφυγε.

Ο Ντίλον ήταν στο ντους για περισσότερο από δεκαπέντε


λεπτά, απορροφημένος από τη σκέψη της, όταν άκουσε να
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 115
χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας. Λες να είχε μετανιώσεικαι,
να είχε γυρίσει πίσω; Έβαλε μια ρόμπα του μπάνιου και βγήκε
έξω, στεγνώνοντας τα μαλλιά του με μια πετσέτα. Όταν άνοιξε
την πόρτα, είδε στο κατώφλι έναν άντρα με καφέ φόρμα κι ένα
σημειωματάριο στο χέρι, ενώ πίσω του ήταν παρκαρισμένο
ένα φορτηγάκι της τηλεφωνικής εταιρείας.
«Συγνώμη για την ενόχληση, κύριε, αλλά είχαμε τέσσερις
βλάβες τηλεφώνων σήμερα στο δρόμο σας. Μπορώ να ρίξω
μια ματιά στο κουτί με τα καλώδια;» Έδειξε μια ταυτότητα της
βρετανικής Τέλεκομ με τη φωτογραφία του και το όνομα Τζ.
Σμιθ.
«Βεβαίως. Γιατί όχι;» Ο Ντίλον έκανε μεταβολή και προ­
χώρησε πρώτος στο διάδρομο. «Το κουτί είναι κάτω από τη
σκάλα. Συγνώμη, εγώ πρέπει ν’ ανέβω επάνω για ν’ αλλάξω».
Ανέβηκε επάνω, στέγνωσε καλά τα μαλλιά του, τα χτένισε
κι αφού έβαλε μια παλιά φόρμα και πάνινα παπούτσια κατέ­
βηκε κάτω και πάλι. Ο άνθρωπος της τηλεφωνικής εταιρείας
ήταν κάτω από τη σκάλα.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Έτσι φαίνεται».
Ο Ντίλον γύρισε για να διασχίσει το λίβινγκ ρουμ και να
πάει στην κουζίνα, ξαφνιάστηκε όμως βλέποντας ένα μεγάλο
καλάθι μπουγάδας στη μέση του δωματίου. «Τι διάβολο είναι
αυτό εδώ;» ζήτησε να μάθει.
«Ω, αυτό είναι για σας».
Ένας δεύτερος υπάλληλος της τηλεφωνικής εταιρείας με
την ίδια φόρμα βγήκε πίσω από την πόρτα, κρατώντας μια
αυτόματη Μπερέτα. Ήταν κάποιας ηλικίας, με πρόσωπο γε­
μάτο ρυτίδες, αλλά ήρεμο.
«Χριστέ μου, δε χρειάζεται αυτό το πράγμα. Πες μου
απλώς τι θέλετε από μένα, φίλε», είπε ο Ντίλον και, οπισθο­
χωρώντας προς το φαρδύ βικτοριανό τζάκι, στάθηκε με το χέρι
πάνω στο μαρμάρινο ράφι.
«Μην ψάξεις να βρεις το Βάλτερ που είχες κρεμασμένο
μέσα στην καπνοδόχο. Το πήραμε κιόλας», είπε ο μεγαλύτε­
ρος από τους δύο άντρες. «Πέσε μπρούμυτα στο πάτωμα, με
τα χέρια δεμένα πίσω από το λαιμό».
116 JACK HIGGINS
Ο Ντίλον υπάκουσε, ενώ ο Σμιθ πλησίαζε. «Ακίνητος,
κύριε Ντίλον», είπε και ο Ιρλανδός ένιωσε μια βελόνα να
χώνεται στο δεξιό του γοφό.
Ό,τι κι αν ήταν, ήταν πολύ αποτελεσματικό. Πριν καλά καλά
καταλάβει τι γινόταν, ο Ντίλον είχε χάσει τις αισθήσεις του.

Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του το ίδιο γρήγορα όπως τις είχε


χάσει. Ήταν νύχτα τώρα και ο μόνος φωτισμός στο δωμάτιο
ήταν από ένα είδος λάμπας νυκτός πάνω στο κομοδίνο, δίπλα
στο μονό κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος. Εξακολουθούσε να
φοράει τη φόρμα του. Δεν είχαν κάνει τον κόπο να του βγά­
λουν ούτε καν τα πάνινα παπούτσια. Κατέβασε τα πόδια του
στο πάτωμα, πήρε μια δυο βαθιές αναπνοές και ξαφνικά
άκουσε φωνές κι ένα κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. Ξά­
πλωσε και πάλι βιαστικά κι έκλεισε τα μάτια.
«Ακόμα τίποτε. Είναι φυσιολογικό αυτό, γιατρέ;» Ο Ντί­
λον αναγνώρισε τη φωνή του Σμιθ.
«Να ρίξω μια ματιά», είπε μια άλλη φωνή. Κάποιος έπιασε
το σφυγμό του στο δεξιό καρπό και μετά το φερμουάρ της
φόρμας του τραβήχτηκε κι ένα στηθοσκόπιο κόλλησε στο
στήθος του. «Ο σφυγμός του φυσιολογικός, η καρδιά μια
χαρά», είπε ο γιατρός κι ανοίγοντας το ένα μετά το άλλο τα
βλέφαρα του Ντίλον ερεύνησε τα μάτια του μ’ ένα φακό. Ήταν
ένας ψηλός, ξερακιανός Ινδός με λευκή μπλούζα και ο Ντίλον,
συγκεντρώνοντας όλη τη δύναμη της αυτοπειθαρχίας του,
κράτησε τις κόρες των ματιών του ακίνητες. «Δε θ’ αργήσει να
ξυπνήσει. Δεν μπορεί να είναι κανείς απόλυτα βέβαιος με τη
δόση αυτών των φαρμάκων. Η αντίδραση εξαρτάται από την
ιδιοσυγκρασία κάθε ατόμου. Θα ξανάρθουμε σε μια ώρα».
Η πόρτα έκλεισε, το κλειδί γύρισε. Ακούστηκαν επίσης να
μπαίνουν δυο σύρτες. Ο Ντίλον, που ήταν όρθιος κιόλας,
πλησίασε στην πόρτα κι αφουγκράστηκε. Ήταν όμως φανερό
ότι δεν είχε νόημα να χάνει το χρόνο του στην πόρτα. Πήγε
στο παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα κι αντίκρισε γερά κά­
γκελα. Κοίταξε έξω. Έβρεχε δυνατά και το νερό έτρεχε από
μια τρύπα στο λούκι, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Μπρο­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 117
στά του απλωνόταν ένας κήπος με ψηλή μάντρα, καμιά πενη­
ντάρια μέτρα πιο πέρα.
Το λούκι πιθανότατα σήμαινε ότι από πάνω του υπήρχε
μόνο η στέγη. Ίσως ήταν ένα είδος σοφίτας, αλλά μόνο ένας
τρόπος υπήρχε για να βεβαιωθεί.
Δίπλα στον τοίχο υπήρχε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι και μια
καρέκλα. Τράβηξε το τραπέζι στη γωνία, δίπλα στο παράθυρο,
κι ανέβηκε επάνω. Ο σοβάς στο ταβάνι ήταν παλιός και
ξεφτισμένος και μόλις ο Ντίλον έδωσε μία με τον αγκώνα του
υποχώρησε αμέσως, ενώ βροχή από σοβάδες και χώματα
έπεσε μέσα στο δωμάτιο. Ο Ντίλον μεγάλωσε το άνοιγμα
εύκολα, τραβώντας και σπάζοντας τις λεπτές σανίδες με τα
γυμνά του χέρια. 'Οταν το άνοιγμα ήταν αρκετό, κατέβηκε
κάτω, έβαλε την καρέκλα στο τραπέζι, σκαρφάλωσε πάνω της
κι έσπρωξε το σώμα του επάνω, για να βρεθεί στο σκοτεινό
χώρο κάτω από τη στέγη. Μικρές ακτίνες φωτός περνούσαν
από ραγισματιές εδώ κι εκεί.
Κινήθηκε με προσοχή, πατώντας πάνω σε δοκάρια. Ο
σκοτεινός αυτός χώρος ήταν μεγάλος και προφανώς κάλυπτε
όλη την έκταση του κτιρίου. Τέλος ο Ντίλον έφτασε σε μια
καταπακτή και την άνοιξε προσεκτικά. Από κάτω υπήρχε ένα
σκοτεινό κεφαλόσκαλο και η σκάλα κατέβαζε σ’ ένα χώρο με
διάχυτο φως.
Ο Ντίλον άφησε το σώμα του να πέσει κάτω, στο κεφαλό­
σκαλο, αφουγκράστηκε για μια στιγμή και μετά κατέβηκε τη
σκάλα. Βρέθηκε στην άκρη ενός μακριού φωτισμένου διαδρό­
μου. Στάθηκε για μια στιγμή διατακτικός και, ξαφνικά, μια
πόρτα άνοιξε αριστερά του και βγήκαν ο Σμιθ με τον Ινδό
γιατρό. Ο Σμιθ ήταν σβέλτος, ο Ντίλον έπρεπε νατό ομολογή­
σει. Πρόλαβε να βγάλει ένα Βάλτερ από την τσέπη του τη
στιγμή που ο Ντίλον χιμούσε πάνω του, του έδινε μια γροθιά
στο στομάχι και σήκωνε το γόνατο για να βρει το πρόσωπό του
καθώς εκείνος διπλωνόταν στα δύο. Ο Σμιθ άφησε να του
πέσει το Βάλτερ καθώς σωριαζόταν στο έδαφος και ο Ντίλον
έσκυψε και το πήρε.
«Λοιπόν, φίλε», είπε στο γιατρό, «θέλω απαντήσεις. Πού
βρίσκομαι;»
118 JACK HIGGINS
Ο Ινδός είχε πανικοβληθεί. «Στην κλινική Άγιος Μάρκος,
στο Χόλαντ Παρκ. Σας παρακαλώ, κύριε Ντίλον». Άπλωσε το
χέρι του κι έδειξε τρεμουλιαστά το όπλο. «Τα φοβάμαι τα
όπλα».
«Θα τα φοβηθείς ακόμα περισσότερο όταν ξεμπερδέψω
μαζί σου. Πες μου τι συμβαίνει. Με ποιον έχω να κάνω εδώ;»
«Σας παρακαλώ, κύριε Ντίλον». Ο γιατρός τον ικέτευε
τώρα. «Εγώ απλώς εργάζομαι εδώ».
Ακούστηκε μια ξαφνική κραυγή και ο Ντίλον γύρισε και
είδε το δεύτερο από τους απαγωγείς του στην άκρη του δια­
δρόμου. Τον είδε να τραβάει την Μπερέτα του, πρόλαβε να
πυροβολήσει βιαστικά με το Βάλτερ και ο άλλος έπεσε κάτω
ανάσκελα. Ο Ντίλον έσπρωξε τον Ινδό μέσα στο δωμάτιο,
γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει τρία τρία τα σκαλοπάτια. Πριν
φτάσει στο κάτω μέρος, ένα διαπεραστικό κουδούνισμα συνα­
γερμού άρχισε ν’ αντηχεί σ’ όλο το κτίριο. Ο Ντίλον δε δίστα­
σε. Φτάνοντας στο διάδρομο του ισογείου μέσα σε δευτερόλε­
πτα, έτρεξε κατευθείαν προς την πόρτα που υπήρχε στην
απέναντι άκρη. Την ξεκλείδωσε βιαστικά και χίμηξε στον
κήπο.
Έβρεχε ασταμάτητα. Φαίνεται πως βρισκόταν στο πίσω
μέρος του κτιρίου και κάπου από την άλλη μεριά ακούστηκαν
φωνές και το γάβγισμα κάποιου σκύλου. Ο Ντίλον διέσχισε
μια έκταση με γκαζόν και συνέχισε ανάμεσα σε θάμνους, με
το ένα χέρι υψωμένο για να προστατεύει το πρόσωπό του από
τα κλαδιά και τ’ αγκάθια, μέχρι που έφτασε στον τοίχο. Ο
τοίχος ήταν κάπου πέντε μέτρα ψηλός, με «γιρλάντα» από
αγκαθωτό σύρμα. Ίσως να μπορούσε να σκαρφαλώσει σε
κάποιο κοντινό δέντρο κι από εκεί να πηδήσει, αλλά το μαύρο
σύρμα που διακρινόταν τεντωμένο σ’ εκείνο το ύψος δεν του
άρεσε. Πήρε ένα μεγάλο κλαδί που ήταν πεσμένο στο έδαφος
και το ύψωσε προς το σύρμα. Μόλις το άγγιξε, δημιουργήθηκε
έντονος σπινθήρας.
Γύρισε και συνέχισε να τρέχει παράλληλα προς τον τοίχο.
Περισσότερα από ένα σκυλιά γάβγιζαν τώρα, αλλά σκεφτόταν
ότι η βροχή θα βοηθούσε να σβήσουν τα ίχνη του. Έφτασε στο
τέλος των δέντρων, όπου ένα δρομάκι οδηγούσε στην πύλη που
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 119
έβγαζε στον έξω κόσμο. Η πύλη ήταν κλειστή και τη φρουρού­
σαν δυο άντρες με μπερέ και στολή καμουφλάζ, κρατώντας
τουφέκια.
Ένα Λαντ Ρόβερ σταμάτησε κοντά στην πύλη και κάποιος
κατέβηκε να τους μιλήσει, ένας άντρας με πολιτικά. Ο Ντίλον
έκανε μεταβολή κι άρχισε να επιστρέφειτρέχοντας στο κτίριο.
Ο συναγερμός ξαφνικά σταμάτησε να χτυπά. Ο Ντίλον στά­
θηκε για μια στιγμή στην πίσω πόρτα από την οποία είχε βγει
πριν λίγο και μετά την άνοιξε. Ο διάδρομος ήταν σιωπηλός κι
αφού τον πέρασε με προσοχή σταμάτησε στο κάτω μέρος της
σκάλας.
Ακούγονταν φωνές στο βάθος. Ο Ντίλον αφουγκράστηκε
για μια στιγμή και μετά άρχισε ν’ ανεβαίνει προσεκτικά τη
σκάλα. Εδώ ήταν το τελευταίο μέρος όπου θα σκέφτονταν να
τον αναζητήσουν —τουλάχιστον αυτή ήταν η ελπίδα του. Έ­
φτασε στο διάδρομο του επάνω ορόφου. Ο Σμιθ και ο άλλος
άντρας δε φαίνονταν πουθενά, αλλά, ενώ ο Ντίλον στεκόταν
σχεδιάζοντας την επόμενη κίνησή του, η πόρτα δεξιά του
άνοιξε και, για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, εμφανίστηκε
ο Ινδός γιατρός.
Η τρομάρα του ήταν σχεδόν κωμική. «Ω Θεέ μου! Κύριε
Ντίλον, νόμιζα πως είχατε φύγει».
«Γύρισα για σένα», του είπε ο Ντίλον. «Δε μου είπες τ’
όνομά σου».
«Τσόουντρεϊ. Έμας Τσόουντρεϊ».
«Ωραία. Άκου λοιπόν τι θα γίνει. Κάπου σ’ αυτό το κτίριο
βρίσκεται ο επικεφαλής αυτής της επιχείρησης. Θα με οδηγή­
σεις σ’ αυτόν. Αν δεν το κάνεις», πρόσθεσε ο Ντίλον, πιέζο­
ντας την κάννη του Βάλτερ κάτω από το σαγόνι του γιατρού,
«θα έχεις λόγους να φοβάσαι τα όπλα ακόμα περισσότερο».
«Δε χρειάζεται βία, κύριε Ντίλον. Σας διαβεβαιώ. Θα
κάνω ό,τι μου πείτε».
Κατέβηκε πρώτος τις σκάλες, έστριψε σ’ ένα διάδρομο του
πρώτου ορόφου κι έφτασε σ’ ένα μικρό κεφαλόσκαλο στρω­
μένο με χαλί. Μια στριφτή σκάλα σε στυλ αντιβασιλείας οδη­
γούσε σ’ ένα μεγαλοπρεπές χολ. Τα σκυλιά συνέχιζαν να
γαβγίζουν έξω στον κήπο, αλλά μέσα στο χολ επικρατούσε
120 JACK HIGGINS
τόση ησυχία, ώστε μπορούσε κανείς ν’ ακούσει το τικ τακτού
παλιού ρολογιού στη γωνία.
«Πού πάμε;» ψιθύρισε ο Ντίλον.
«Κάτω εκεί, στην πόρτα από μαόνι», του είπε ο Ινδός.
«Προχώρα, λοιπόν».
«Κατέβηκαν τη στρωμένη με χαλί σκάλα, διέσχισαν το χολ
κι έφτασαν μπροστά στην πόρτα. «Εδώ είναι η βιβλιοθήκη,
κύριε Ντίλον».
«Ωραία», είπε ο Ντίλον. «Άνοιξε την πόρτα».
Ο γιατρός υπάκουσε και ο Ντίλον τον έκανε στην μπά-
ντα και μπήκε μέσα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από βιβλία
και η φωτιά έκαιγε ζωηρά σ’ ένα νεοκλασικό τζάκι. Η Χάνα
Μπερνστάιν στεκόταν δίπλα στο τζάκι, μιλώντας στους δύο
δήθεν υπαλλήλους της Τέλεκομ.
Η επιθεωρήτρια γύρισε και χαμογέλασε. «Έλα, κύριε
Ντίλον, σε περίμενα. Μόλις μ’ έκανες να κερδίσω ένα στοίχη­
μα πέντε λιρών. Ήμουν σίγουρη ότι θα κατέληγες εδώ».
6

ο αυτοκίνητο που είχε φέρειτον Ντίλον στο σπίτι του, στο

Τ Στέιμπλ Μιουζ, περίμενε απέξω. Ο Ντίλον άλλαξε κι


έβαλε γκρι παντελόνι, μεταξωτό μπλε πουλόβερ με ψηλό λαι­
μό και τουίντ σακάκι. Πήρε το πορτοφόλι, την τσιγαροθήκη
και τον αναπτήρα του κι επέστρεψε στο αυτοκίνητο μέσα σε
λίγα λεπτά. Σε λίγο έφταναν στην πλατεία Κάβεντις και ο
Ντίλον χτυπούσε το κουδούνι στο διαμέρισμα του Φέργκιου-
σον. Του άνοιξε η Χάνα Μπερνστάιν.
«Ανέλαβες και καθήκοντα οικιακής βοηθού τώρα;» ρώτη­
σε ο Ντίλον. «Πού είναι ο Κιμ;»
«Στη Σκοτία», του είπε η Χάνα. «Θα μάθεις γιατί. Ο τα-
ξίαρχος σε περιμένει».
Προχώρησε πρώτη στο διάδρομο κι έφτασαν και οι δυο
στο καθιστικό όπου βρήκαν τον Φέργκιουσον δίπλα στη φω­
τιά, να διαβάζει τη βραδινή του εφημερίδα. Σήκωσε το κεφάλι
του και κοίταξε τον Ντίλον ατάραχα. «Καλώς τον», είπε.
«Φαίνεσαι μια χαρά».
«Τι αναθεματισμένα παιχνίδια είναι αυτά που μου παίζεις,
ταξίαρχε;»
122 JACK HIGGINS
«Ήταν απλώς ένα τεστ για να κερδίσω χρόνο και να
επιβεβαιώσω τις πληροφορίες μου». Γύρισε στη Χάνα. «Τα
έχετε γράψει όλα στο βίντεο;»
«Μάλιστα, σερ».
Ο Φέργκιουσον γύρισε και πάλι στον Ντίλον. «Είναι αλή­
θεια ότι τον καημένο τον Σμιθ τον περιποιήθηκες καλά και
όσο για το συνάδελφότου, ευτυχώς που το Βάλτερ είχε άσφαι-
ρα φυσίγγια». Κούνησε εντυπωσιασμένος το κεφάλι του. «θεέ
μου, Ντίλον, γίνεσαι μεγάλο κάθαρμα όταν το θέλεις».
«Με υποχρεώνεις», είπε ο Ντίλον. «Μήπως όμως υπάρχει
κάποια πιθανότητα να μάθω κι εγώ περί τίνος πρόκειται;»
«Βεβαίως», είπε ο Φέργκιουσον. «Υπάρχει ένα μπουκάλι
Μπούσμιλς στον μπουφέ. Κι εσύ βγάλε το φάκελο, επιθεωρή-
τρια».
«Ευχαριστώ», είπε ειρωνικά ο Ντίλον και πήγε να σερβι­
ριστεί.
«Αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια, δε θα το πίστευα»,
είπε ο Φέργκιουσον. «Σπουδαίος τύπος αυτός ο Γουάν Τάο.
Μακάρι να μπορούσε να δουλέψει για λογαριασμό μου».
«Δεν κάνεις μια προσπάθεια να τον εξαγοράσεις;» είπε ο
Ντίλον.
«Α, μπα, αποκλείεται», είπε ο Φέργκιουσον. «Έχει δικά
του τρία εργοστάσια στο Χονγκ Κονγκ και μια από τις μεγα­
λύτερες ναυτιλιακές γραμμές της Άπω Ανατολής, εκτός από
κάμποσες μικρότερες επιχειρήσεις — εστιατόρια και λοιπά.
Δε σου το είπε;»
«Όχι», είπε ο Ντίλον κι αμέσως μετά χαμογέλασε. «Δεν
υπήρχε περίπτωση να μου το πει. Δεν είναι τέτοιος τύπος,
ταξίαρχε».
«Η ανιψιό του φαίνεται χαριτωμένη κοπέλα».
«Είναι, πράγματι. Επιστρέφει όμως στο Χονγκ Κονγκ αυτό
το Σαββατοκύριακο. Στοιχηματίζω ότι αυτό τουλάχιστον δεν
το ξέρατε».
«Τι κρίμα! Θα πρέπει λοιπόν να σου βρούμε κάτι άλλο για
να περνάς την ώρα σου».
«Είμαι βέβαιος ότι δε θα δυσκολευτείτε», του είπε ο Ντίλον.
«Φυσικά επιθυμούσα έτσι κι αλλιώς την επιστροφή σου,
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 123
< ιλλά έχε ι προκύψει και κάτι πιο συγκεκριμένο, κάτι που πιστεύω
ότι απαιτείτη δική σου συμμετοχή. Σημειωτέον ότι στην υπόθεση
εμπλέκεται και μια αρκετά ελκυστική νεαρή ύπαρξη, αλλά σ’
< ιυτό θα φτάσουμε αργότερα. Επιθεωρήτρια, το φάκελο».
«Ορίστε, σερ», είπε η Χάνα και του τον έδωσε.
«Έχεις ακούσει για κάποιον Καρλ Μόργκαν;»
«Δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, μεταξύ άλ­
λων», είπε ο Ντίλον. «Δε λείπει ποτέ από τις κοσμικές σελίδες
των περιοδικών. Έχει επίσης στενές σχέσεις με τη Μαφία. Ο
( Ιείος του λέγεται δον Τζιοβάνι Δούκα. Κόπο vu τσύτι κάπι στη
Σικελία, δηλαδή αφεντικό όλων των αφεντικών».
Ο Φέργκιουσον εντυπωσιάστηκε. «Πού διάβολο τα ’μαθές
όλ’ αυτά;»
«Ω, εδώ και καμιά χιλιετία, όταν εργαζόμουν για λογαρια­
σμό κάποιας παράνομης οργάνωσης που λεγόταν IRA, η Μα­
φία της Σικελίας ήταν μία από τις πηγές που μας προμήθευε
όπλα».
«Έτσι, ε;» ^ίπε στεγνά η Χάνα Μπερνστάιν. «Θα ήταν
χρήσιμο να καθίσεις κάποια στιγμή και να γράψεις όλα όσα
θυμάσαι».
«Είναι κι αυτό μια σκέψη», είπε ο Ντίλον.
Η Χάνα του έδωσε ένα φάκελο. «Ρίξε μια ματιά».
«Πολύ ευχαρίστως».
«Εγώ πηγαίνω να φτιάξω τσάι».
Η Χάνα βγήκε από το δωμάτιο και ο Ντίλον κάθισε στο
περβάζι του παραθύρου καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ενώ τε­
λείωνε, η Χάνα γύρισε μ’ ένα δίσκο κι αυτός πήγε και κάθισε
μαζί τους κοντά στη φωτιά.
«Συναρπαστική ιστορία αυτή η υπόθεση του Συμφώνου
του Τσουνγκίνγκ». Υπήρχαν μερικές φωτογραφίες καρφιτσω­
μένες στο πίσω μέρος του φακέλου, σε μια από τις οποίες ο
Μόργκαν εμφανιζόταν με εξάρτυση πόλο. «Η προσωποποίη­
ση του ιδανικού άντρα. Θυμίζει κάποιες διαφημίσεις για α-
φτερσέιβ».
«Επικίνδυνος άνθρωπος», είπε η Χάνα ενώ σέρβιρε το
τσάι. «Μην ξεγελιέσαι».
«Το ξέρω, καλό μου κορίτσι», είπε ο Ντίλον. Υπήρχαν κι
124 JACK HIGGINS
άλλες φωτογραφίες, μερικές από τις οποίες έδειχναν τον Μόρ-
γκαν παρέα με διάφορους μεγάλους και τρανούς και κάνα δυο
που τον έδειχναν με τον Λούκα. «Γνωρίζει τους πάντες».
«Αυτό είναι σίγουρο».
«Κι αυτή εδώ;» ρώτησε ο Ντίλον.
Η τελευταία φωτογραφία έδειχνε τον Μόργκαν στο γιοτ
του στο λιμάνι των Καννών, ξαπλωμένο σε μια σεζλόνγκ, μ’
ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, να κοιτάζει μια νεαρή κοπέλα
που ήταν σκυμμένη στην κουπαστή. Φαινόταν γύρω στα δεκά-
ξι και φορούσε μπικίνι, ενώ τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν
στους ώμους της.
«Είναι η προγονή του, η Άστα, αν και χρησιμοποιεί το δικό
του όνομα», του είπε η Χάνα.
«Σουηδέζα είναι;»
«Ναι. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί πριν πέντε περίπου
χρόνια. Η Άστα θα γίνει είκοσι ενός σε τρεις περίπου βδομά­
δες. Κάπου έχουμε μια φωτογραφία της από το περιοδικό
Τάτλερ, όπου εμφανίζεται με τον Μόργκαν στις ιπποδρομίες
του Γκούντγουντ. Πολύ, πάρα πολύ ελκυστική».
«Θα ’λεγα ότι ο Μόργκαν συμφωνεί μαζί σου, αν κρίνω από
τον τρόπο με τον οποίο την κοιτάζει σ’ αυτή τη φωτογραφία».
«Έχεις κάποιο συγκεκριμένο λόγο που το λες αυτό;» ρώ­
τησε ο Φέργκιουσον.
«Είναι συνήθως χαμογελαστός, χαμογελά σ’ όλες τις άλλες
φωτογραφίες, αλλά όχι και σ’ αυτή εδώ. Είναι σαν να λέει:
Εσένα σε παίρνω στα σοβαρά’. Αλήθεια, η μητέρα πού κολ­
λάει; Δεν την είδα σε καμιά φωτογραφία».
«Πνίγηκε πριν ένα χρόνο ενώ έκανε καταδύσεις κοντά στο
νησί Ύδρα, στην Ελλάδα», είπε η Χάνα.
«Ατύχημα;»
«Ελαττωματική αναπνευστική βαλβίδα, αυτό ανακοινώθη­
κε επισήμως, αλλά εδώ έχουμε ένα αντίγραφο αστυνομικής
έκθεσης από την Αθήνα». Η Χάνα το έβγαλε από το φάκελο.
«Ο ταξίαρχος μου είπε ότι είσαι έμπειρος δύτης. Πιστεύω ότι
θα βρεις αυτή την έκθεση ενδιαφέρουσα».
Ο Ντίλον τη διάβασε γρήγορα και σήκωσε το κεφάλι του
συνοφρυωμένος. «Σίγουρα δεν επρόκειτο γι’ ατύχημα σ’ αυτή
)Ι ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 125
ιην περίπτωση. Κάποιος πρέπει να είχε πειράξει τη βαλβίδα.
I > > πράγμα έμεινε εκεί;»
«Η αστυνομία δεν ενόχλησε καν τον Μόργκαν. Ο φάκελος
ι κλείσε και το αντίγραφο αυτό το πήρα μέσω ενός φίλου μου
ι ιμ ελληνικής ασφάλειας», είπε ο Φέργκιουσον. «Ο Μόργκαν
ι /ι ι κάνει τεράστιες επενδύσεις στην ελληνική ναυτιλία, σε
κι ιζίνο και ξενοδοχεία. Δόθηκε εντολή άνωθεν να μην προχω­
ρήσει η ανάκριση».
«Έτσι κι αλλιώς δε θα ’βγαίνε τίποτε», είπε η Χάνα. «'Οταν
κάποιος έχει τόσο χρήμα, όταν διαθέτει τέτοια δύναμη κι
ι πιρροή...»
«Αυτό που λέμε όμως είναι ότι σκότωσε τη γυναίκα του ή
ι βάλε κάποιους να τη σκοτώσουν», είπε ο Ντίλον. «Γιατί να
ιο κάνει αυτό; Ήταν μήπως πολύ πλούσια;»
«Ήταν, αλλά ο δικός της πλούτος δεν μπορούσε βέβαια να
οιιγκριθεί με το δικό του», είπε ο Φέργκιουσον. «Η σκέψη μου
πάει στο ότι ίσως η γυναίκα του είχε καταλήξει να γνωρίζει
πολλά».
«Εσύ τι λες;» ρώτησε ο Ντίλον τη Χάνα Μπερνστάιν.
«Ίσως». Η Χάνα πήρε και ξανακοίταξε τη φωτογραφία
>ιου είχε τραβηχτεί στο γιοτ. «Μπορεί όμως ο λόγος να ήταν
διαφορετικός. Ίσως ο Μόργκαν να είχε βάλει στο μάτι την
Λ στα».
Ο Ντίλον έγνεψε καταφατικά. «Προς τα εκεί πήγε κι εμένα
ιο μυαλό μου». Γύρισε στον Φέργκιουσον. «Λοιπόν, τι θα
κάνουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση;»
Ο Φέργκιουσον έγνεψε στη Χάνα κι αυτή πήρε το λόγο.
«Την ερχόμενη Δευτέρα ο Μόργκαν πηγαίνει στον πύργο του
Λοχ Ντου. Την Παρασκευή ο ταξίαρχος κι εγώ θα φτάσουμε
ι ιεροπορικώς σ’ εκείνη την παλιά βάση της ΡΑΦ στο Αρντνα-
μούρχαν και θα καταλήξουμε στο κυνηγετικό περίπτερο όπου
βρίσκεται ήδη ο Κιμ».
«Κι εμένα ποιος θα είναι ο ρόλος μου;»
«Εσύ είσαι ανιψιός μου», είπε ο Φέργκιουσον. «Η μητέρα
μου ήταν Ιρλανδή, το θυμάσαι; Θα έρθεις να μας βρεις λίγες
μέρες αργότερα».
«Γιατί;»
126 JACK HIGGINI
«Οι πληροφορίες μας λένε ότι η Άστα δε θα πάει με τον
Μόργκαν. Θα παραβρεθεί σ’ ένα χορό που δίνει η βραζι-
λιανική πρεσβεία στο Ντόρτσεστερ τη Δευτέρα το βράδυ.
Ήταν να πάει ο Μόργκαν και τώρα θα πάει αυτή στη θέση
του», είπε η Χάνα. «Μάθαμε ότι την Τρίτη φεύγει αεροπο­
ρικώς για τη Γλασκόβη, μετά θα πάρει το τρένο για το Φορτ
Γουίλιαμ και από κει για το Αρισάιγκ, απ’ όπου θα την
παραλάβει αυτοκίνητο».
«Πώς τα ξέρετε όλ’ αυτά;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Ω, ας πούμε πως έχουμε κάποιο φίλο στο προσωπικό του
Μπέρκλεϊ», είπε η Χάνα.
«Γιατί να πάρει το τρένο από τη Γλασκόβη, τη στιγμή που
θα μπορούσε να πετάξει κατευθείαν στο Αρντναμούρχαν με
το Σιτέισον του Μόργκαν;»
«Ένας Θεός ξέρει», είπε ο Φέργκιουσον. «Ίσως για ν’
απολαύσει ττ, διαδρομή. Το τοπίο μέσα από το οποίο περνάει
το τρένο είναι από τα εντυπωσιακότερα της Ευρώπης».
«Κι εγώ τι θέλετε να κάνω;»
«Η επιθεωρήτρια έχει εξασφαλίσει μια πρόσκληση στ’
όνομά σου για να παραβρεθείς στο χορό της βραζιλιάνικης
πρεσβείας τη Δευτέρα το βράδυ», του είπε ο Φέργκιουσον.
«Έχεις βραδινό κοστούμι, Ντίλον;»
«Βεβαίως· τι φοράω όταν κάποια βράδια κάνω το σερβι­
τόρο στο Σαβόι; Ποιος ακριβώς θα είναι ο ρόλος μου εκεί;»
Για πρώτη φορά η Χάνα Μπερνστάιν φάνηκε να τα χάνει.
«Προσπάθησε να... να τη γνωρίσεις».
«Εννοείς να την ψωνίσω; Δε θα φανεί μάλλον απίθανη η
σύμπτωση όταν αργότερα θα ξεφυτρώσω στο κυνηγετικό πε­
ρίπτερο στο Αρντναμούρχαν;»
«Αυτό είναι πέρα για πέρα σκόπιμο εκ μέρους μας, αγόρι
μου. Θυμάσαι τη μικρή μας περιπέτεια στ’ αμερικανικά Νησιά
της Παρθένου;» Ο Φέργκιουσον γύρισε στη Χάνα. «Ασφαλώς
έχεις διαβάσει το φάκελο, επιθεωρήτρια. Ο μακαρίτης πολύ-
κλαυστος σενιόρ Σαντιάγκο και το ετερόκλητο πλήρωμά του
ήξεραν ποιοι ήμαστε, όπως κι εμείς ξέραμε ποιοι ήταν εκείνοι
και τι σκάρωναν».
«Λοιπόν;» είπε ο Ντίλον.
) I ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 127
«Ο Μόργκαν φτάνοντας με ανόσια σχέδια στο Λοχ Ντσυ,
ι να απομονωμένο και μακρινό κτήμα στα Χάιλαντς της Σκο-
ι ιας, ανακαλύπτει ότι θα έχει παρέα στο κυνήγι, από την άλλη
μι ριάτης λίμνης, στο περίπτερο Αρντναμούρχαν. Θα φροντί-
αι ι να μάθει για μας αμέσως μόλις αντιληφθεί την παρουσία
μας και μη μου πεις, καλό μου παιδί, ότι θα μπορούσαμε να
χρησιμοποιήσουμε ψευδώνυμα. Με τις γνωριμίες που διαθέ-
α ι, ιδίως με τις επαφές του με τη Μαφία στο Λονδίνο, δε θα
ι χει την παραμικρή δυσκολία να μάθει για μας».
«Εντάξει, το ’πιασα, αλλά επειδή σε ξέρω καλά, παλιόγε-
ρι\ μη μου πεις ότι αυτό είναι όλο».
«Είδες κομψότητα εκφράσεων, επιθεωρήτρια;» Ο Φέρ-
γκιουσον χαμογέλασε. «Μα ασφαλώς υπάρχει και συνέ­
χεια. Δεν είπα πως τελείωσα. Όπως άφησα να εννοηθεί,
θέλω να ξέρει ο Μόργκαν ότι βρισκόμαστε εκεί, θέλω να
ξέρει ότι τον παρακολουθούμε σαν σκιά του. Φυσικά θα
φροντίσω ώστε η είδηση ότι ο Μόργκαν νοίκιασε το Λοχ
Ντου και ότι η Άστα τον αντικαθιστά στην εκδήλωση της
βραζιλιάνικης πρεσβείας να διαρρεύσει στις στήλες κου­
τσομπολιού της Ντέιλι Μέιλ. Θα μπορείς έτσι να πεις κατό­
πιν ότι διάβασες αυτή την είδηση, σου κίνησε το ενδιαφέρον
επειδή ήσουν κι εσύ καλεσμένος και βάλθηκες να τη γνωρί­
σεις. Δεν αλλάζει βέβαια τίποτε. Ο Μόργκαν ασφαλώς και
()α οσμιστεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει».
«Δε θα είναι επικίνδυνο αυτό, ταξίαρχε;» σχολίασε η Χά-
να Μπερνστάιν.
«Θα είναι, επιθεωρήτρια, γι’ αυτό και θα ’χουμε μαζί μας
τον Ντίλον». Ο Φέργκιουσον χαμογέλασε και σηκώθηκε όρ­
θιος. «Η ώρα πέρασε και θα πρέπει να φάμε και κάτι. Σίγουρα
και οι δυο θα πεθαίνετε της πείνας. Θα σας πάω στο Ρίβερ
Ρουμ, στο Σαβόι. Διαθέτει εξαίρετη ορχήστρα χορού, επιθεω-
ρήτρια, και θα μπορούσες ίσως να κάνεις ένα γύρο στην πίστα
με τον ντεσπεράντο από δω. Μπορεί και να εκπλαγείς».

Το βράδυ της Δευτέρας ο Ντίλον έφτασε νωρίς στο Ντόρτσε-


στερ. Φορούσε ένα μπλε σκούρο Μπέρμπερι που το άφησε στο
128 JACK HIGGINS
βεστιάριο. Το βραδινό του κοστούμι ήταν του Αρμάνι, κλασικό
στο σχέδιο, αλλά άψογα ραμμένο, με μονά πέτα από ακατέρ­
γαστο μετάξι και μαύρα κουμπάκια που έκαναν έντονη αντί­
θεση με το λευκό πουκάμισο. Ήταν ικανοποιημένος απ’ τη
γενική του εμφάνιση και είχε την ελπίδα ότι η Άστα Μόργκαν
θα την έβρισκε επίσης καλή. Οπλίστηκε μ’ ένα ποτήρι σαμπά­
νια στο πιάνο-μπαρ και κατέβηκε τα σκαλοπάτια για τη μεγά­
λη αίθουσα χορού, όπου έδωσε την κάρτα του κι έγινε δεκτός,
διαπιστώνοντας ότι ο Βραζιλιάνος πρεσβευτής και η σύζυγός
του υποδέχονταν ήδη τους καλεσμένους τους.
Ακούσε να καλούν τ’ όνομά του και προχώρησε. «Ο κύριος
Ντίλον;» είπε ο πρεσβευτής, με ελαφρά ερωτηματικό τόνο στη
φωνή του.
«Από το υπουργείο Άμυνας», είπε ο Ντίλον. «Πολύ ευ­
γενικό εκ μέρους σας που με καλέσατε». Γύρισε στη σύζυγο
του πρεσβευτή και φίλησε ευγενικά το χέρι της. «Δεχθείτε
τα συγχαρητήριά μου για το φόρεμά σας· εξαιρετικά καλό­
γουστο».
Η σύζυγος του πρεσβευτή κοκκίνισε από ικανοποίηση και,
καθώς ο Ντίλον απομακρυνόταν, την άκουσε να λέει στο
σύζυγό της στα πορτογαλέζικα: «Τι γοητευτικός τύπος!»
Στην αίθουσα του χορού υπήρχε ήδη αρκετός κόσμος και
η ορχήστρα έπαιζε. Οι γυναίκες φορούσαν εντυπωσιακές
τουαλέτες και οι περισσότεροι άντρες βραδινό κοστούμι, αν
και διακρίνονταν επίσης στρατιωτικές στολές εδώ κι εκεί,
καθώς και ορισμένοι ανώτεροι κληρικοί. Με τους κρυστάλ­
λινους πολυελαίους και τους καθρέφτες η εικόνα ήταν
πραγματικά εντυπωσιακή. Ο Ντίλον πήρε ένα ποτήρι σα­
μπάνια από ένα σερβιτόρο και άρχισε να περπατά μέσα στο
πλήθος, αναζητώντας την Άστα Μόργκαν. Δεν την είδε
όμως πουθενά. Τέλος γύρισε στην είσοδο, άναψε τσιγάρο
και περίμενε.
Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα όταν άκουσε να καλούν τ’
όνομά της. Είχε τα μαλλιά της χτενισμένα ψηλά, αποκαλύπτο­
ντας ολόκληρο το πρόσωπό της, με τα ψηλά σκανδιναβικά
μήλα προσώπου. Η έκφρασή της έλεγε ότι δεν έδινε δεκάρα
για οποιονδήπστε και οτιδήποτε. Ήταν ντυμένη μ’ ένα απί-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 129
ιπευτα απλό φόρεμα από μαύρο μετάξι που τελείωνε αρκετά
πάνω από το γόνατο και μαύρες κάλτσες και κρατούσε βρα­
δινή τσάντα από πλεχτούς μαύρους κρίκους. Πολλά κεφάλια
γύρισαν να τη δουν καθώς στεκόταν και συζητούσε με τον
πρεσβευτή και τη σύζυγό του για αρκετή ώρα.
«Ίσως ζητάει συγνώμη εκ μέρους του Μόργκαν», μονολό­
γησε χαμηλόφωνα ο Ντίλον.
Τέλος την είδε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια και να στα­
ματά για ν’ ανοίξει την τσάντα της. Έβγαλε μια χρυσή τσιγα­
ροθήκη, διάλεξε ένα τσιγάρο κι έψαξε γι’ αναπτήρα. «Φτου!»
την άκουσε να λέει.
Ο Ντίλον πλησίασε με τον Ζίπο αναμμένο στο δεξί του
χέρι. «Έτσι γίνεται συνήθως· την ώρα που θέλουμε κάτι δεν
το βρίσκουμε στη θέση του».
Εκείνη τον κοίταξε ήρεμα, κράτησε τον καρπό του χεριού
του και πήρε φωτιά. «Ευχαριστώ».
Καθώς έκανε να φύγει, ο Ντίλον είπε εύθυμα: «Τουλάχι-
ιττον δεκαπέντε πόντοι είναι αυτά τα τακούνια. Πρόσεχε το
βήμα σου, καλό μου κορίτσι· ο γύψος δε θα πήγαινε με το
μεταξωτό φορεματάκι σου».
Τα μάτια της Άστα Μόργκαν στρογγύλεψαν από την έκ­
πληξη, αμέσως μετά όμως γέλασε κι απομακρύνθηκες

Φαινόταν να ξέρειπολύ κόσμο. Πήγαινε από παρέα σε παρέα,


πόζαρε κάπου κάπου για τους φωτογράφους των κοσμικών
σελίδων και ήταν ασφαλώς πολύ δημοφιλής. Ο Ντίλον φρόντι­
ζε να είναι αρκετά κοντά για να την παρακολουθεί και περί-
μενε απλώς να δει τι θα έφερνε η νύχτα.
Χόρεψε κάμποσες φορές με διάφορους άντρες, συμπερι­
λαμβανομένου του ίδιου του πρέσβη, δύο υπουργών της κυ­
βέρνησης και ενός ή δύο ηθοποιών. Η ευκαιρία για τον Ντίλον
παρουσιάστηκε περίπου μια ώρα αργότερα, όταν την είδε να
χορεύει μ’ ένα βουλευτή, διαβόητο γυναικά. 'Οταν ο χορός
τελείωσε, ο βουλευτής συνέχιζε να έχει το χέρι του γύρω στη
μέση της, καθώς άφηναν την πίστα. Στάθηκαν κοντά στον
130 JACK HIGGINS
μπουφέ και η Άστα προσπαθούσε να του ξεφύγει, αυτός όμως
την κρατούσε από το χέρι τώρα.
Ο Ντίλον πλησίασε αποφασιστικά. «Συγνώμη, Άστα, λυ­
πάμαι που άργησα τόσο πολύ. Κάτι μου έτυχε». Ο άλλος την
άφησε κατσουφιάζοντας και ο Ντίλον τη φίλησε στο στόμα.
«Σον Ντίλον», μουρμούρισε.
Εκείνη τον έσπρωξε μακριά της και είπε με θυμό: «Είσαι
γάιδαρος, Σον. Πάντα οι ίδιες δικαιολογίες. Κάτι σου έτυχε!
Δε βρίσκεις να πεις κάτι πιο πρωτότυπο;»
Ο Ντίλον πήρε το χέρι της, αγνοώντας εντελώς το βουλευ­
τή. «Εντάξει, κάτι θα σκεφτώ. Έλα τώρα να κάνουμε ένα γύρο
στην πίστα».
Η ορχήστρα έπαιζε ένα φοξτρότ κι εκείνη ήταν ανάλαφρη
στα χέρια του. «Μα το θεό, κορίτσι μου, τι κοτταπληκτικά που
χορεύεις», της είπε.
«Μάθαμε χορό στο εσωτερικό σχολείο. Δυο φορές τη
βδομάδα χορεύαμε στη μεγάλη αίθουσα. Τα κορίτσια μεταξύ
μας, φυσικά. Και πάντα καβγαδίζαμε για το ποια θα κάνει τον
καβαλιέρο».
«Το φαντάζομαι. Ξέρεις, όταν ήμουν νεαρός στο Μπέλφαστ,
κάναμε με την παρέα μου το εξής: Βάζαμε όλοι το χαρτζιλίκι μας
για να μπορέσει ένας απ’ όλους να πληρώσει και να μπει στην
αίθουσα Αυτός κατόπιν άνοιγε κρυφά την έξοδο κινδύνου για
μπούμε οι υπόλοιποι τζάμπα».
«Παλιόπαιδα», είπε εκείνη.
«Στα δεκάξι μας μπορεί βέβαια να μην είχαμε χρήματα,
από τη στιγμή όμως που μπαίναμε μέσα βρισκόμαστε στον
παράδεισο. Όλα εκείνα τα κορίτσια με τα βαμβακερά φου­
στάνια που μύριζαν ταλκ...» Η Άστα χαμογέλασε. «Ζούσαμε
σε μια πολύ φτωχική γειτονιά. Τ αρώματα ήταν πανάκριβα».
«Εκεί πέρα τελειοποίησες τις επιδόσεις σου;»
«Για ποιες επιδόσεις μιλάς;»
«Ω, έλα τώρα», του είπε η Άστα. «Το θέατρο που έπαιξες
με τόση άνεση προηγουμένως. Και τώρα υποτίθεται ότι θα
πρέπει να σου είμαι ευγνώμων, έτσι δεν είναι;»
«Θα ’θελες να εξαφανιστούμε μέσα στη νύχτα, ώστε να
πραγματοποιήσω τα διαβολικά μου σχέδια για σένα;» Ο Ντί-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 131
λον χαμογέλασε. «Λυπάμαι, αγάπη μου, αλλά έχω προγραμ­
ματίσει άλλα πράγματα, και είμαι βέβαιος ότι το ίδιο ισχύει
και για σένα». Σταμάτησε στην άκρη της πίστας και φίλησε το
χέρι της. «Ήταν ευχαρίστηση μου, προσπάθησε όμως ν’ απο­
φεύγεις τις κακές παρέες».
Ο Ντίλον έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε, ενώ η Άστα
Μόργκαντον παρακολουθούσε με μια έκφραση έκπληξης στο
πρόσωπό της.

Ο πιανίστας στο πιάνο-μπαρ του Ντόρτσεστερ ήταν αυτός που


ο Ντίλον προτιμούσε σ’ ολόκληρο το Λονδίνο. Όταν ο Ιρλαν­
δός εμφανίστηκε, εκείνος του κούνησε το χέρι και ο Ντίλον
πλησίασε κι έσκυψε πάνω από το πιάνο.
«Ε! Στην τρίχα μού ντύθηκες σήμερα. Συμβαίνει κάτι ξε­
χωριστό απόψε;»
«Ο χορός της βραζιλιάνικης πρεσβείας. Οι μεγάλοι και
τρανοί, που μερικές φορές τους αρέσει να γελοιοποιούνται».
«Όλοι το κάνουν αυτό. Κάθεσαι στη θέση μου για λίγο, να
πεταχτώ μέχρι την τουαλέτα;»
«Ευχαρίστως».
Ο πιανίστας σηκώθηκε και ο Ντίλον γλίστρησε στο πιάνο
και πήρε τη θέση του. Μια σερβιτόρα πλησίασε χαμογελώ­
ντας. «Το συνηθισμένο, κύριε Ντίλον;»
«Κρουγκ, αγάπη μου, τον ανάμεικτο τύπο». Ο Ντίλον πήρε
ένα τσιγάρο από την παλιά ασημένια τσιγαροθήκη του, το
άναψε κι άρχισε να παίζει το Μια Μέρα με Ομίχλη στο Λονδί­
νο, μια από τις προσωπικές του προτιμήσεις.
Το τσιγάρο κρεμόταν από την άκρη των χειλιών του, ο
καπνός ανέβαινε ψηλά, ο Ντίλον ήταν απορροφημένος από τη
μουσική, ταυτόχρονα όμως δεν του διέφευγε το γεγονός ότι η
Άστα Μόργκαν πλησίαζε.
«Είσαι άνθρωπος με ταλέντα, βλέπω».
«Όπως είπε κάποτε ένας παλιός μου εχθρός, απλώς παίζω
υποφερτά για ένα μπαρ, τίποτε παραπάνω. Απομεινάρια μιας
χαραμισμένης νιστης».
«Εχθρός, είπες;»
132 JACK HIGGINS
«Κάναμε τον ίδιο αγώνα, αλλά εκείνος είχε διαφορετικές
απόψεις ως προς τη μέθοδο — ας το θέσουμε έτσι».
«Αγώνα, κύριε Ντίλον; Αυτό φαίνεται πολύ σοβαρό».
«Είναι βαρύ φορτίο, πράγματι». Η σερβιτόρα έφτασε με
την Κρουγκ και ο Ντίλον της είπε: «Ένα ακόμα ποτήρι για την
κυρία· θα καθίσουμε στο σεπαρέ εκεί πέρα».
«‘Ήμουν ξένος στην πόλη’», σιγοτραγούδησε με τη συνο­
δεία του η Άστα.
«‘Μακριά απ’ όλους μου τους γνωστούς’», αποκρίθηκε
εκείνος. «Να’ναικαλάοιΓκέρσουινπου μας χάρισαν αυτό το
τραγούδι, ο Τζορτζ και ο Άιρα. Σίγουρα είχαν αγαπήσει αυτή
την παλιά πόλη. Το έγραψαν για την ταινία Ένα Κορίτσι σε
Απόγνωση και το τραγούδησε ο Φρεντ Αστέρ».
«Ο οποίος απ’ ό,τι ακούω τα κατάφερνε λιγάκι και με το
χορό», είπε η Άστα.
Ο μαύρος πιανίστας επέστρεψε εκείνη τη στιγμή. «Ε, φίλε,
παίζεις μια χαρά».
«'Οχι όμως το ίδιο καλά μ’ εσένα. Έλα, συνέχισε». Ο Ντίλον
σηκώθηκε και ο πιανίστας κάθισε και πάλι στη θέση του.
Οι δυο τους κάθισαν στο σεπαρέ και ο Ντίλον της άναψε το
τσιγάρο και της έδωσε ένα ποτήρι σαμπάνια.
«Μου έχεις δώσει την εντύπωση ανθρώπου κάποιου επιπέ­
δου, με υψηλά στάνταρντ, και όμως βλέπω ότι πίνεις σαμπάνια
ανάμεικτου τύπου», είπε η Άστα μόλις δοκίμασε την Κρουγκ.
«Η καταπληκτικότερη σαμπάνια», είπε ο Ντίλον. «Είναι
μοναδική. Ο πολύς κόσμος δεν το ξέρει, κρίνει από τη χρονο­
λογία στην ταμπέλα, από την επιφάνεια των πραγμάτων».
«Έχεις, βλέπω, και φιλοσοφικές τάσεις. Με τι ασχολείσαι,
κύριε Ντίλον;»
«Γενικά, απασχολούμαι όσο γίνεται λιγότερο».
«Αυτό ισχύει για όλους μας. Μίλησες όμως για κάποιον
αγώνα. 'Οχι για κάποια δουλειά ή επάγγελμα αλλά για κά­
ποιον αγώνα. Κι αυτό είναι κάτι που το βρίσκω στ’ αλήθεια
ενδιαφέρον».
«Δεν είμαστε καλά! Άστα Μόργκαν, αυτή τη στιγμή βρι­
σκόμαστε στο καλύτερο μπαρ του Λονδίνου πίνοντας σαμπά­
νια Κρουγκ κι εσύ μου κάνεις τη σοβαρή;»
> I ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 133
«Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου;»
«Δεν έχεις πάψεινα εμφανίζεσαι στο Τάτλερ, στοΥέλοου
και σ’ όλα τ’ άλλα κοσμικά περιοδικά. Δεν είναι μυστικό ότι
ι σύ και ο πατέρας σου έχετε παρέες υψηλού επιπέδου. Μάλι-
<πα, τον περασμένο μήνα σας είχαν μέσα στο βασιλικό περί­
βολο στο Άσκοτ με τη βασιλομήτορα, ο Θεός να την έχει καλά,
κι εγώ ένιωθα φτωχό χωριατόπουλό από την Ιρλανδία με τη
μύτη μου κολλημένη στο τζάμι».
«Βρέθηκα μέσα στον περίβολο, επειδή ο πατέρας μου είχε
ι να άλογο στις κούρσες κι αμφιβάλλω αν ποτέ στη ζωή σου
κόλλησες τη μύτη σου στο τζάμι, κύριε Ντίλον. Έχω μάλλον
την έντονη υποψία ότι το πιθανότερο θα ήταν να δώσεις μια
κλοτσιά και να σπάσεις το τζάμι». Σηκώθηκε από τη θέση της.
«Σειρά μου να φεύγω τώρα. Χάρηκα για τη γνωριμία και σου
ι ίμαι ευγνώμων για την παρέμβασή σου προηγουμένως. Ο
Χάμις Χαντ φέρεται σαν γουρούνι όταν είναι πιωμένος».
«Μια κοπέλα σαν κι εσένα, αγάπη μου, θα έβαζε σε πει­
ρασμό ακόμα κι έναν καρδινάλιο από τη Ρώμη, έστω κι αν δεν
ήταν πιωμένος», της είπε ο Ντίλον.
Για μια στιγμή εκείνη άλλαξε: η σκληρότητα στην έκφρασή
της αντικαταστάθηκε από κάποια αβεβαιότητα και κοκκίνισε
ελαφρά. «Κύριε Ντίλον, με εκπλήσσεις. Κομπλιμέντα τέτοια
ώρα; Τι άλλο να περιμένω;»
Ο Ντίλον την παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται κι αμέ­
σως μετά σηκώθηκε και την ακολούθησε. Πλήρωσε γρήγορα
το λογαριασμό, πήρε και φόρεσε το Μπέρμπερι και, τέλος,
βγήκε στο μεγαλοπρεπές φουαγιέ του Ντόρτσεστερ. Δεν την
είδε στην είσοδο και στο μεταξύ ο θυρωρός τον πλησίασε.
«Ταξί, κύριέ;»
«Αναζητούσα τη δεσποινίδα Άστα Μόργκαν», του είπε ο
Ντίλον. «Αλλά φαίνεται ότι δεν την πρόλαβα».
«Ξέρω καλά τη δεσποινίδα Μόργκαν, κύριε. Ήταν στο
χορό απόψε. Υποθέτω ότι ο οδηγός της θα την παραλάβει από
την πλαϊνή πόρτα».
«Ευχαριστώ».
Ο Ντίλον έκανε το γύρο ακολουθώντας το πεζοδρόμιο,
έχοντας δίπλα του την κυκλοφορία της Παρκ Λέιν. Υπήρχαν
134 JACK HIGGINS
κάμποσες παρκαρισμένες λιμουζίνες που περίμεναν τους επι­
βάτες τους και, καθώς ο Ντίλον πλησίασε, η Άστα Μόργκαν
βγήκε από την πλαϊνή είσοδο φορώντας έναν κάπως εξεζητη­
μένο μαύρο μανδύα με ανεβασμένη την κουκούλα. Στάθηκε
για μια στιγμή κοιτάζοντας ερευνητικά τις παρκαρισμένες
λιμουζίνες και, όταν προφανώς δε δίέκρινε τη δική της, άρχισε
να προχωρεί στο πεζοδρόμιο. Την ίδια στιγμή ο βουλευτής
Χάμις Χαντ βγήκε από το ξενοδοχείο και την ακολούθησε.
Ο Ντίλον κινήθηκε γρήγορα, αλλά ο Χαντ πρόλαβε να την
αρπάξει από το μπράτσο και να την κολλήσει στον τοίχο, ενώ
τα χέρια του είχαν κιόλας χωθεί κάτω από το μανδύα της. Η
φωνή του ήταν δυνατή, αλλά δυσκολευόταν ν’ αρθρώσει τα
λόγια του. «'Ελα, Άστα, ένα φιλάκι μόνο».
Η Άστα γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά και ο
Ντίλον χτύπησε τον Χαντ ελαφρά στον ώμο. Εκείνος γύρισε
έκπληκτος και ο Ντίλον τον πάτησε δυνατά στο πόδι ενώ
ταυτόχρονα, και χωρίς σχεδόν να διακρίνεται η κίνησή του,
του κατάφερε μια άγρια κουτουλιά. Ο Χαντ κλονίστηκε και
σωριάστηκε δίπλα στον τοίχο.
«Μεθυσμένος ξανά», είπε ο Ντίλον. «Αναρωτιέμαι τι θα
πουν οι ψηφοφόροι σου». Πήρε την Άστα από το χέρι και την
απομάκρυνε.
Μια λιμουζίνα Μερσεντές σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρό­
μιο κι ένας σοφέρ με στολή πετάχτηκε έξω. «Ελπίζω να μη σας
έκανα να περιμένετε, δεσποινίς Άστα. Η αστυνομία μάς έδιω­
ξε προηγουμένως κι αναγκάστηκα να κάνω το γύρο του τετρα­
γώνου».
«Εντάξει, Χένρι».
'Ενας αστυνομικός πήγε προς το μέρος του Χαντ, που τώρα
καθόταν στο πεζοδρόμιο με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο,
και η Άστα άνοιξε την πίσω πόρτα της Μερσεντές και τράβηξε
τον Ντίλον από το χέρι.
«Έλα- καλά θα κάνουμε να εξαφανιστούμε από δω».
Ο Ντίλον μπήκε μαζί της στο αυτοκίνητο, ο σοφέρ κάθισε
στο τιμόνι και η Μερσεντές ακολούθησε την κυκλοφορία του
δρόμου. «Χριστέ μου, τι μεγαλοπρεπής λιμουζίνα! Τι δουλειά
} Ιί ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 135
ι χε ι εδώ μέσα ένας φτωχός Ιρλανδός που μόλις ήρθε από την
ι παρχία, ελπίζοντας να βγάλει καμιά δεκάρα;»
Η Άστα γέλασε δυνατά. «Φτωχός Ιρλανδός εσύ, κύριε
Ντίλον; Σαχλαμάρες. Από πότε οι φτωχοί Ιρλανδοί ντύνονται
<που Αρμάνι;»
«Α, ώστε το πρόσεξες».
«Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είμαι ειδική, αυτό είναι
η μόδα. Τ απομεινάρια της δικής μου χαραμισμένης νιότης».
«Ναι, βέβαια. Λες κι ακούω να μιλάει καμιά αιωνόβια
καλιόγρια...»
«Εντάξει», είπε η Άστα. «Λέγε, πού θέλεις να σε πάμε;»
«Μπορείτε να με πάτε οπουδήποτε;»
«Είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω».
Ο Ντίλον πάτησε το κουμπί πσυ κατέβαζε το τζάμι πσυ τους
χ<όριζε από τον οδηγό. «Πήγαινέ μας στο ποτάμι, σε παρακά­
λιό», του είπε και ξανανέβασε το τζάμι.
«Στο ποτάμι;» είπε η Άστα. «Για ποιο λόγο;»
Ο Ντίλον της πρόσφερε τσιγάρο. «Δεν είδες ποτέ σου
αυτές τις παλιές ταινίες, στις οποίες ο πρωταγωνιστής με την
κοπέλα του βαδίζουν στο πεζοδρόμιο δίπλα στον Τάμεση;»
«Αυτά εγώ δεν τα πρόλαβα, κύριε Ντίλον», είπε εκείνη κι
έσκυψε να πάρει φωτιά. «Δεν έχω όμως αντίρρηση να δοκι­
μάσω οτιδήποτε για μια φορά».

Όταν έφτασαν στο ποτάμι είχε αρχίσει να βρέχει. Η Άστα


κατέβασε και πάλι το τζάμι, «Θα περπατήσουμε λιγάκι, Χένρι.
ΙΙερίμενέ μας στη γέφυρα Λάμπεθ. Έχεις ομπρέλα;»
«Βεβαίως, δεσποινίς Άστα».
Ο σοφέρ βγήκε να τους ανοίξει τις πόρτες κι επίσης άνοιξε
μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα που την πήρε ο Ντίλον. Η Άστα
πέρασε το χέρι της κάτω από το μπράτσο του κι άρχισαν να
περπατούν. «Το βρίσκεις αρκετά ρομαντικό;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Δε θα σε περνούσα για ρομαντικό τύπο», είπε η Άστα.
«Αν όμως ρωτάς κατά πόσο μου αρέσει, ναι. Μ’ αρέσει η
βροχή, η πόλη τη νύχτα, η αίσθηση του απρόοπτου που θα
μπορούσε να παραμονεύει πίσω από τη γωνία».
136 JACK HIGGINS
«Στις μέρες μας, το πιθανότερο είναι να μας περιμένει
κάποιος πορτοφολάς.
«Τώρα βεβαιώθηκα ότι δεν είσαι ρομαντικός».
Ο Ντίλον σταμάτησε να βγάλει τα τσιγάρα του και της
έδωσε ένα. «Ναι, σε καταλαβαίνω. 'Οταν ήμουν νέος και
ανόητος, εδώ και μια χιλιετία, η ζωή φαινόταν να έχει άπειρες
δυνατότητες».
«Και τελικά τι ακολούθησε;»
«Ακολούθησε η ζωή». Ο Ντίλον γέλασε.
«Πάντως είδα πριν λίγο ότι εκείνο τον κόπανο τον Χαντ
τον αντιμετώπισες αποφασιστικά».
«Κι αυτό τι σου λέει;»
«Μου λέει ότι ξέρεις να προστατέψεις τον εαυτό σου,
πράγμα ασυνήθιστο για κάποιον που φοράει ένα βραδινό
κοστούμι αξίας τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων λιρών. Αλή­
θεια, τι δουλειά κάνεις;»
«Στάσου να δούμε. Πήγα στη Βασιλική Ακαδημία Δρα­
ματικής Τέχνης, αλλά αυτό έγινε πολύ παλιά. Έπαιξα τον
Λίνγκστραντ στην Κυρά της Θάλασσας του Ίψεν με το
Εθνικό Θέατρο. Ήταν αυτός που έβηχε συνέχεια».
«Και μετά; Προφανώς εγκατέλειψεςτο θέατρο, διαφορε­
τικά κάτι θα είχα ακούσει για σένα».
«'Οχι ολοκληρωτικά. Θα ’λεγε κανείς ότι ασχολήθηκα μ’
αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί θέατρο του δρόμου εκεί
πάνω, στην πατρίδα».
«Περίεργο», είπε η Άστα. «Αν έπρεπε να μαντέψω, θα
’λεγα πως ήσουν στρατιώτης».
«Το κατάλαβα από την αρχή πως είσαι έξυπνη κοπέλα».
«Ανάθεμά σε, Ντίλον», είπε εκείνη. «Το ένα μυστήριο
κρύβει το άλλο στην περίπτωσή σου».
«Θα πρέπει απλούστατα να με ξεφλουδίσεις διαδοχικά
σαν κρεμμύδι, αυτό όμως απαιτεί χρόνο».
«Πράγμα ακριβώς που δε διαθέτω», είπε η Άστα. «Φεύγω
αύριο για τη Σκοτία».
«Το ξέρω», είπε ο Ντίλον. «Υπήρχε κάποιο σχόλιο στη
Μέιλ, σήμερα το πρωί, στη στήλη κουτσομπολιού του Νάιτζελ
Ντέμπστερ. Ό Καρλ Μόργκαν νοικιάζει κτήμα στα Χάιλαντς
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 137
για κυνήγι’. Έλεγε επίσης ότι εσύ θα τον αντικαθιστούσες
απόψε στο χορό της βραζιλιάνικης πρεσβείας».
«Βλέπω ότι είσαι άριστα πληροφορη μένος».
Είχαν φτάσει στη γέφυρα Λάμπεθ τώρα και βρήκαν τη
Μερσεντές να περιμένει. Ο Ντίλον τη βοήθησε να μπει μέσα.
«Ομολογώ ότι ήταν κάτι που το χάρηκα».
«Θα σε πάω μέχρι το σπίτι σου», είπε η Άστα.
«Δε χρειάζεται».
«Μην είσαι ανόητος· είμαι περίεργη να δω πού μένεις».
«Καλά λοιπόν, ας μη σου χαλάσω το χατίρι». Ο Ντίλον μπήκε
και κάθισε δίπλα της. «Στο Στέιμπλ Μιουζ, Χένρι· είναι κοντά
στην πλατεία Κάβεντις. Θα σου δείξω όταν φτάσουμε εκεί».

'Οταν έστριψαν και μπήκαν στο λιθόστρωτο, εξακολουθούσε


να βρέχει. Ο Ντίλον βγήκε από τ’ αυτοκίνητο κι έκλεισε την
πόρτα. Η Άστα κατέβασε το τζάμι και κοίταξε το σπίτι.
«Ολοσκότεινα. Δεν έχεις καμιά φιλενάδα, Ντίλον;»
«Δυστυχώς όχι, αλλά μπορείς να έρθεις για ένα φλιτζάνι
τσάι, αν θέλεις».
Εκείνη γέλασε. «Ω, όχι, αρκετά γι’ απόψε».
«Ίσως μια άλλη φορά».
«Δε νομίζω. Αμφιβάλλω αν θα ξαναϊδωθούμε».
«Δυο πλοία που προσπερνιούνται μέσα στη νύχτα;»
«Κάπως έτσι. Πάμε, Χένρι». Η Άστα ανέβασε το τζάμι και
η Μερσεντές άρχισε ν’ απομακρύνεται.
Ο Ντίλον την είδε να χάνεται στη γωνία και, καθώς γύριζε ν’
ανοίξει την πόρτα, ένα χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλια του.
7

το μικρό σιδηροδρομικό σταθμό δίπλα στη λίμνη ήταν

Σ πολύ ήσυχα και ο Ντίλον κρυφοκοίταξε από το πίσω


βαγόνι. Δεν είχε δυσκολευτεί να την ακολουθήσει. Το Λίαρ
τον είχε μεταφέρει στο αεροδρόμιο της Γλασκόβης νωρίς το
πρωί κι εκεί περίμενε την Άστα που έφτασε με την πρωινή
πτήση από Λονδίνο. Κατόπιν την είχε ακολουθήσει στον κε­
ντρικό σταθμό του τρένου. Στη διαδρομή από τη Γλασκόβη στο
Φορτ Γουίλιαμ ήταν εύκολο να κρυφτεί, γιατί το τρένο ήταν
γεμάτο τουρίστες που είχαν έρθει για να δουν κατ’ αρχήν το
Λοχ Λομόντ και μετά το εντυπωσιακό ορεινό τοπίο των Χάι-
λαντς.
Η διαδρομή με το μικρότερο τοπικό τρένο από το Φορτ
Γουίλιαμ στο Αρισάιγκ ήταν πιο δύσκολη, γιατί οι επιβάτες
ήταν ελάχιστοι και ο Ντίλον μόλις που είχε καταφέρει να μη
γίνει αντιληπτός, πηδώντας στο πίσω βαγόνι την τελευταία
στιγμή. Ο σταθμός όπου είχαν σταματήσει τώρα λεγόταν Σιλ,
σύμφωνα με την πινακίδα στοντοίχοτου σταθμαρχείου. Είχαν
ήδη κάμποση ώρα που καθυστερούσαν εδώ. Η θέα ήταν πολύ
ευχάριστη: ένα βουνό υψωνόταν χίλια μέτρα πάνω από τα
140 JACK HIGGINS
κεφάλια τους στον καταγάλανο ουρανό, και οι ακτίνες του
ήλιου άστραφταν καθώς έπεφταν στα νερά ενός καταρρά­
χτη που κυλούσε πάνω σε γρανίτη και χανόταν μέσα στις
σημύδες.
Η Άστα Μόργκαν ξαφνικά κατέβηκε στην αποβάθρα. Φο­
ρούσε δερμάτινοτζάκετ, λινό παντελόνι και χοντρά δερμάτινα
παπούτσια. Ήταν χάρμα οφθαλμών μέσα στο ήρεμο περιβάλ­
λον. Πλησίασε τον ελεγκτή που στεκόταν στο κιγκλίδωμα.
Ακολούθησε σύντομη συζήτηση, ένα ξέσπασμα γέλιου και η
Άστα πέρασε από την άλλη μεριά.
Ο ελεγκτής ήρθε να μιλήσει στο φύλακα που στεκόταν
δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, κοντά στον Ντίλον. «Έχασες έναν
επιβάτη, Τομ».
«Και τι επιβάτη!»
«Πολύ κούκλα, ε; Είδες μαλλιά, είδες πρόσωπο; Είναι
κόρη εκείνου του Μόργκαν που νοίκιασε το κάστρο Λοχ Ντου.
Θα πάει, λέει, από το μονοπάτι, πάνω από το βουνό. Να
κατεβάσεις τις αποσκευέςτης στο Αρισάιγκ και ν’ αφήσεις ένα
σημείωμα».
Ο Ντίλον άρπαξε το αδιάβροχό του. «Θέλετε να πείτε ότι
υπάρχει κάποιο σύντομο μονοπάτι πάνω από το βουνό;»
«Εξαρτάται από το πού θέλεις να πας».
«Στο κυνηγετικό περίπτερο Αρντναμούρχαν».
Ο φύλακας έγνεψε καταφατικά. «Ανάβαση στην κορυφή
του Μπεν Μπρέικ κι άλλα δεκαοχτώ με είκοσι χιλιόμετρα από
την άλλη μεριά. Θα μείνεις φαντάζομαι με τον ταξίαρχο Φέρ-
γκιουσον, που νοίκιασε το περίπτερο;»
«Είναι θείος μου. Θα με περιμένει στο Αρισάιγκ. Μπορείς
να του πεις ότι πάω από το μονοπάτι και να του παραδώσεις
τις αποσκευές μου;» Ο Ντίλον του έβαλε με τρόπο ένα πεντό­
λιρο στο χέρι.
«Άσ’ το σ’ εμένα».
Ο φύλακας σφύριξε με τη σφυρίχτρα του κι ανέβηκε στο
τρένο. Ο Ντίλον γύρισε στον ελεγκτή. «Από πού θα πάω;»
«Θα διασχίσεις το χωριό και θα περάσεις το γεφύρι. Θα
δεις το μονοπάτι ανάμεσα στις σημύδες. Η ανάβαση είναι
απότομη, αλλά υπάρχουν σωροί από λιθάρια που σήμα-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 141
δεύουν το δρόμο. Μόλις φτάσεις στην κορυφή, θα δεις καθαρά
από την άλλη μεριά το μονοπάτι που κατεβάζει κάτω, στη
χαράδρα».
«Λες να κρατήσει ο καιρός;»
Ο σιδηροδρομικός κοίταξε ψηλά το βουνό. «Το βράδυ δεν
αποκλείεται να βρέξει λιγάκι και να ’χει ομίχλη. Θα σε συμ­
βούλευα να μην καθυστερήσεις πάνω στο βουνό». Χαμογέλα­
σε. «Το ίδιο θα συμβούλευα και την κοπέλα. Δεν είναι μέρος
για να τριγυρνά μόνο του ένα κορίτσι».
Ο Ντίλον χαμογέλασε. «Σωστά. Θα ήταν κρίμα να την
πιάσειη βροχή».
«Μεγάλο κρίμα».

Στο μικρό μαγαζάκιτου χωριού ο Ντίλον αγόρασε δυο πακέτα


τσιγάρα και δυο μεγάλες πλάκες σοκολάτα γάλακτος για να
έχει κάτι να φάει στο δρόμο. Είχε να διανύσει κάπου είκοσι
χιλιόμετρα μόνο από την άλλη μεριά του βουνού, χωρίς να
υπολογίσει την ανάβαση μέχρι την κορυφή. Κάτι του έλεγε ότι
θα είχε πεινάσει πριν φτάσει στο Αρντναμούρχαν.
Διέσχισε το χωριό και πέρασε το γεφύρι. Το μονοπάτι
ελισσόταν σαν φίδι ανάμεσα στις σημύδες, ανηφορικό και
απότομο, με πυκνές φτέρες από τη μια κι από την άλλη μεριά.
Ήταν δροσερά, σκιερά κι ερημικά και ο Ντίλον, χάρη στην
ανανεωμένη του ενεργητικότητα, απολάμβανε την κάθε στιγ­
μή. Η Άστα δε φαινόταν πουθενά, πράγμα που τον βόλευε
προς το παρόν.
Τα δέντρα γίνονταν όλο και πιο αραιά όσο ανηφόριζε τη
σκεπασμένη από φτέρες πλαγιά. Κάπου κάπου μέσ’ από τους
θάμνους ξεπετάγονταν αγριόγαλοι και κιτρινοπούλια και, τέ­
λος, έφτασε σε μια πετρώδη έκταση που απλωνόταν μέχρι τις
κατώτερες πλαγιές του Μπεν Μπρέικ. Και τότε είδε την Άστα,
καμιά διακοσαριά μέτρα μπροστά του, πάνω στη ράχη του
βουνού.
Κάποια στιγμή η Άστα γύρισε να κοιτάξει πίσω κι αυτός
έπεσε μέσα στις φτέρες. Όταν σήκωσε με προσοχή το κεφάλι
του λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνη είχε εξαφανιστεί.
142 JACK HIGGINS
Ήταν αλήθεια ότι η Άστα προχωρούσε γρήγορα, πράγμα
καθόλου περίεργο, αφού ήταν τόσο νέα και υγιής και το
μονοπάτι διακρινόταν καθαρά.
Υπήρχε κι άλλος τρόπος φυσικά, αν και μόνο ένας τρελός
θα τον δοκίμαζε, κι αυτός ήταν να σκαρφάλωσε ι κανείς κάθε­
τα στους γρανιτένιους βράχους και να βγει κατευθείαν στην
κορυφή. Ο Ντίλον έβγαλε έναν επιτελικό χάρτη του Μόινταρτ
και μελέτησε την κατάσταση. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του.
Τι διάβολο, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να διαθέτει κανείς
γερά νεύρα. Με λίγη καλή τύχη θα μπορούσε να βρεθεί μπρο­
στά από την Άστα. Έδεσε το Μπέρμπερι στη μέση του κι
άρχισε να σκαρφαλώνει.

Οι πιο χαμηλές πλαγιές δεν τον δυσκόλεψαν, και μάλιστα


τώρα, με τη νεοαποκτημένη ζωντάνια του, έπειτα όμως από
μισή ώρα έφτασε σε μια απότομη πλαγιά σκεπασμένη με
χαλίκια και πέτρες που υποχωρούσαν επικίνδυνα κάτω από
τα πόδια του. Πήγε αριστερά, βρήκε τον καταρράχτη που είχε
διακρίνει από το σταθμό και τον ακολούθησε προς τα πάνω,
σκαρφαλώνοντας από τον έναν ογκόλιθο στον άλλο.
Σε λίγο πλησίαζε στο οροπέδιο και οι τελευταίοι βράχοι
μπροστά του δεν ήταντόσο απειλητικοί όσο φαίνονταν από το
σταθμό, αφού υπήρχαν ρωγμές και περάσματα Ο Ντίλον
στάθηκε για λίγο, μελέτησε την πορεία του κι έφαγε μισή
πλάκα σοκολάτα. Τέλος βεβαιώθηκε ότι το αδιάβροχό του
ήταν δεμένο γερά κι άρχισε την κάθετη αναρρίχηση, δοκιμά­
ζοντας κάθε στήριγμα πριντο χρησιμοποιήσει. Κάποια στιγμή
κοίταξε κάτω και είδε το σιδηροδρομικό σταθμό και το χωριό
σαν παιδικά παιχνίδια. Όταν ξανακοίταξε, το θέαμα είχε
χαθεί πίσω από ένα παραπέτασμα ομίχλης κι ένα ξαφνικό
παγερό ρεύμα αέρα τον άγγιξε.
Λίγα λεπτά αργότερα πέρασε πάνω από την τελευταία
γρανιτένια προεξοχή και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν
τυλιγμένος από την πυκνή ομίχλη. Είχε αρκετή πείρα από
παρόμοιες καταστάσεις και ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει
παρά μονάχα ένα πράγμα: να μην κουνηθεί καθόλου από το
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 143
σημείο όπου βρισκόταν. Αυτό ακριβώς κι έκανε. Άναψε τσι­
γάρο κι αναρωτιόταν πώς άραγε να τα πήγαινε η Άστα Μόρ-
γκαν. Είχε περάσει τουλάχιστον μια ώρα όταν ένα ξαφνικό
ρεύμα αέρα διέλυσε το παραπέτασμα της ομίχλης και η κοι­
λάδα φάνηκε και πάλι σκιερή και ήσυχη κάτω από το τελευ­
ταίο φως του ήλιου.
Στο βάθος διακρινόταν ένας σωρός από πέτρες που καθό­
ριζε το ακριβές σημείο της κορυφής, αλλά η Άστα δε φαινόταν
πουθενά. Ο Ντίλσν πήγε προς την κατεύθυνση του μονοπα­
τιού, το βρήκε και το ακολούθησε προς τα πίσω, μέχρι που
έφτασε σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει όλη τη δια­
δρομή μέχρι κάτω, στο σταθμό, αλλά δεν υπήρχε ίχνος της
πουθενά. Προφανώς λοιπόν εκείνη είχε φτάσει πρώτη στην
κορυφή, πράγμα καθόλου περίεργο αφού, μια και ακολουθού­
σε το μονοπάτι, η ομίχλη δεν είχε απστελέσει πρόβλημα γι’
αυτή.
Ο Ντίλον έκανε και πάλι μεταβολή κι ακολούθησε το
μονοπάτι για ν’ αρχίσει την κατάβαση από την άλλη μεριά,
σταμάτησε όμως ξαφνικά, εντυπωσιασμένος από το απίστευτο
θέαμα που απλωνόταν μπροστά του. Η θάλασσα στο βάθος
ήταν ήρεμη, τα νησιά Ραμ και Άιγκ έμοιαζαν κομμένα από
χαρτόνι και στο σκοτεινό ορίζοντα πρόβαλλε το νησί Σκάι, το
τελευταίο ανάχωμα προς τον Ατλαντικό. Ήταν ένα από τα
ωραιότερα θεάματα που είχε αντικρίσει στη ζωή του και, αφού
το απόλαυσε για λίγο, άρχισε την κατάβαση.

Η Άστα είχε κουραστεί και ο δεξιός της αστράγαλος είχε


αρχίσει να την πονά, κάτι που της είχε μείνει από ένα παλιό
ατύχημα στο σκι. Η ανάβαση στο Μπεν Μπρέικ είχε αποδει­
χτεί δυσκολότερη απ’ ό,τι φανταζόταν και τώρα είχε μπροστά
της μια πορεία σχεδόν είκοσι χιλιομέτρων. Αυτό που είχε
ξεκινήσει σαν διασκεδαστική ιδέα τώρα γινόταν μάλλον ενο­
χλητικό.
Το μονοπάτι κατά μήκος της χαράδρας ήταν όλο πέτρες
και σκόνη κι έπειτα από λίγο την οδήγησε σε μια καγκελόπορ-
τα με μια ταμπέλα που έλεγε: ΚΤΗΜΑ ΛΟΧ ΝΤΟΥ. ΑΠΑ­
144 JACK HIGGINS
ΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. Η καγκελόπορτα ήταν ασφαλι­
σμένη με λουκέτο και η Άστα σκαρφάλωσε επάνω, πήδησε
από την άλλη μεριά και συνέχισε το δρόμο της κουτσαίνοντας
ελαφρά. Ξαφνικά, πίσω από μια στροφή, είδε ένα μικρό κυ­
νηγετικό περίπτερο δίπλα σ’ ένα ρυάκι. Η πόρτα ήταν κλειδω­
μένη, αλλά, όταν πήγε από πίσω, βρήκε ένα μισάνοιχτο παρά­
θυρο. Μπήκε μέσα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και βρέθηκε σε
μια μικρή κουζίνα.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά τώρα, αλλά πάνω στο
τραπέζι υπήρχε μια λάμπα πετρελαίου και σπίρτα. Η Άστα
άναψε τη λάμπα και μπήκε στο άλλο δωμάτιο. Ήταν αρκετά
καλά επιπλωμένο, με ασβεστωμένους τοίχους και ξύλινο πά­
τωμα και στο τζάκι ήταν τοποθετημένα ξύλα έτοιμα για άναμ­
μα. Η Άστα άναψε τη φωτιά μ’ ένα σπίρτο και κάθισε σε μια
καρέκλα με ψηλή ράχη, νιώθοντας ξαφνικά μεγάλη κούραση.
Η ζεστασιά από τη φωτιά ήταν πολύ ευχάριστη και ο αστρά­
γαλός της δεν πονούσε πλέον. Ενώ έβαζε κι άλλα ξύλα στη
φωτιά, άκουσε κάποιο όχημα να σταματά απέξω. Ένα κλειδί
ακούστηκε να γυρίζει στην κλειδαριά και η μπροστινή πόρτα
άνοιξε.
Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν μεσαίου ανα­
στήματος, με πρόσωπο αδύνατο, αξύριστο και σκυθρωπό.
Φορούσε παλιό τουίντ κοστούμι και τραγιάσκα, τα ξανθά
μαλλιά του έφταναν στους ώμους και κρατούσε ένα δίκαννο.
«Άλλο και τούτο!» είπε βλέποντας την Άστα.
«Τι συμβαίνει;» είπε ήρεμα εκείνη.
«Ρωτάς τι συμβαίνει; Καλό αυτό! Πώς διάβολο μπήκες εδώ
μέσα;»
«Από το παράθυρο της κουζίνας».
«Δε νομίζω ότι θαχαρεί ιδιαίτερατο αφεντικό μου. Ο κύριος
Μόργκαν εγκαταστάθηκε στο κτήμα μόλις χτες, αλλά πρόκειται
για ζόρικο τύπο, το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Αν μάθει
γι’ αυτό εδώ, σίγουρα θα καλέσει την αστυνομία».
«Μην είσαι ανόητος. Κούρασα τον αστράγαλό μου ανεβαί­
νοντας το Μπεν Μπρέικ. Στάθηκα εδώ μόνο και μόνο για να
ξεκουραστώ λιγάκι. Μια και βρέθηκες εδώ, θα μπορούσες να
με πας πιο κάτω με το αυτοκίνητο».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 145
Εκείνος την πλησίασε και το χέρι του έτρεμε καθώς το
έβαλε πάνω στον ώμο της. «Αυτό εξαρτάται, κοπέλα μου».
Οι κοκκινίλες στο πρόσωπό του και η οσμή από ουίσκι στην
ανάσα του ξαφνικά της έφεραν αηδία. «Πώς σε λένε;»
«Έτσι μπράβο. Θέλω κι εγώ να γνωριστούμε. Φέργκους.
Φέργκους Μάνρο».
Η Άστα τραβήχτηκε από το χέρι του και με μια δυνατή
σπρωξιά τον έστειλε στην άλλη άκρη του δωματίου. «Μην
είσαι ανόητος, Φέργκους Μάνρο».
Εκείνος πέταξε το δίκαννο και την πλησίασε θυμωμένος.
«Παλιοβρόμα, τώρα θα σου δείξω εγώ». Άρπαξε την μπλούζα
της, κάτω από το δερμάτινο τζάκετ και, τραβώντας την, ξέσκι­
σε το λεπτό ύφασμα από τον ώμο μέχρι το στήθος.
Η Άστα άφησε μια οργισμένη κραυγή και του επιτέθηκε,
χαράζοντας με τα νύχια της το μάγουλό του —και τότε είδε
πίσω του έναν άλλο άντρα να ξεπροβάλλε ι από το σκοτάδι στο
άνοιγμα της πόρτας.

Ο Ντίλον του έδωσε μια δυνατή γροθιά στα νεφρά, τον άρπαξε
από το γιακά και τον πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο
Μάνρο χτύπησε στον τοίχο κι έπεσε στα γόνατα. Άπλωσε το
χέρι στο δίκαννο, αλλά ο Ντίλον πρόλαβε να το κλοτσήσει
μακριά. Αμέσως μετά άρπαξε τον Μάνρο από το δεξιό καρπό
και, στρίβοντας το χέρι του, τον έριξε με το κεφάλι πάνω στον
τοίχο. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, με το πρόσωπο γεμάτο
αίματα, και χίμηξε έξω από την ανοιχτή πόρτα.
Ο Ντίλον έκανε να τρέξει πίσω του, αλλά η Άστα φώναξε:
«Άφησέτον!»
Ο Ντίλον στάθηκε για μια στιγμή με τα χέρια πάνω στο
κούφωμα της πόρτας και, τέλος, την έκλεισε και γύρισε. «Εί­
σαι καλά;»
Έξω ακούστηκε η μηχανή του αυτοκινήτου που έπαιρνε
μπρος. «Ναι, αλλά τι ήταν αυτό;»
«Είχε ένα Σογκούν».
Η Άστα σωριάστηκε ξανά στην καρέκλα. «Πάνω που είχα
146 JACK HIGGINS
αρχίσει ν’ απελπίζομαι, Ντίλον. Φοβήθηκα ότι τελικά δε θα με
προλάβαινες. Για όνομα του Θεού, τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Ώρα για εξομολόγηση», είπε ο Ντίλον. «Έχω ένα θείο,
τον ταξίαρχο Τσαρλς Φέργκιουσον, που έχει νοικιάσει το
κυνηγετικό περίπτερο Αρντναμούρχαν, όχι μακριά από δω.
Δικαιούται να μοιράζεται το κυνήγι με τους ενοικιαστές του
πύργου».
«Αλήθεια; Ο πατέρας μου θα εκπλαγεί. Δεν του αρέσει να
μοιράζεται ποτέ τίποτε και με κανέναν».
«Έτσι, ε; Εν πάση περιπτώσει, όταν διάβασα εκείνη την
είδηση στην κουτσομπολίστικη στήλη της Ντέιλι Μέιλ και είδα
τη φωτογραφία σου, δεν άντεξα στον πειρασμό και βρήκα
τρόπο να προμηθευτώ μια πρόσκληση για το χορό της βραζι-
λιάνικης πρεσβείας προκειμένου να σε συναντήσω».
«Ήταν τόσο απλό;»
«Θα ξαφνιαζόσουν αν ήξερες τι τρομερές διασυνδέσεις
έχω».
«Τίποτε δε θα με ξάφνιαζε σχετικά μ’ εσένα, μολονότι
ομολογώ ότι δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα μου λες». Η Άστα
πάτησε κάτω το δεξί της πόδι κι έκανε ένα μορφασμό πόνου.
«Οχ!»
«Πονάς;»
«Μια παλιά κάκωση στον αστράγαλο».
Ανέβασε το δεξί μπατζάκι του παντελονιού της κι έβγαλε
το παπούτσι και την κάλτσα. «Θα περίμενα να μ’ έχεις προλά­
βει στο δρόμο».
«Δοκίμασα ν’ ανεβώ πιο γρήγορα, σκαρφαλώνοντας κά­
θετα προς την κορυφή, αλλά την έπαθα γιατί με ακινητοποίησε
η ομίχλη».
«Εγώ συνέχισα χωρίς διακοπή. Σε αντιλήφθηκα στο σταθ­
μό της Γλασκόβης. Έβγαινα από την τουαλέτα και σε είδα ν’
αγοράζεις ένα χάρτη στο περίπτερο. Περίμενα ν’ ανεβείς στο
τρένο και μετά ανέβηκα κι εγώ. Εννοείται ότι είχε κεντριστεί
φοβερά η περιέργειά μου, και μάλιστα όταν άλλαξες τρένο,
όπως κι εγώ, στο Φορτ Γουίλιαμ».
«Άφησες λοιπόν το τρένο επίτηδες, για να με αναγκάσεις
να σ’ ακολουθήσω στο βουνό;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 147
«Φυσικά».
«Ανάθεμά σε, Άστα. Θα ’πρεπε να σε βάλω πάνω στα
γόνατά μου και να σσυ τις βρέξω».
«Υπόσχεσαι να μου το κάνεις; Ξέρεις, εμείς οι Σουηδέζες
λένε πως είμαστε φοβερά θερμές...»
Ο Ντίλον γέλασε δυνατά, «θα προτιμούσα προς το παρόν
να ρίξω μια ματιά στο πονεμένο πόδι σου. Ο Φέργκους Μάνρο
σίγουρα σπεύδει να ξεσηκώσει τον πύργο Λοχ Ντου και όπου
να ’ναι θα έχουμε παρέα».
«Μακάρι. Δεν έχω καμιά διάθεση να συνεχίσω την πεζο­
πορία».
Ο Ντίλον σήκωσε το πόδι της. Ο αστράγαλός της ήταν
ελαφρά πρησμένος και διακρινόταν και μια παλιά ουλή.
«Πώς έγινε αυτό;»
«Ατύχημα στο σκι. Κάποτε πίστευαν ότι είχα δυνατότητες
ακόμα και για τους Ολυμπιακούς».
«Κρίμα. Θα σου πάρω τη λάμπα για μια στιγμή».
Ο Ντίλον πήγε στην κουζίνα, έψαξε στα συρτάρια και
βρήκε μερικές πετσέτες. Μούσκεψε μία με κρύο νερό και
γύρισε στο λίβινγκ ρουμ.
«Μια κρύα κομπρέσα θα σου κάνει καλό». Τύλιξε την
πετσέτα στον αστράγαλό της με επιδεξιότητα. «Είσαι κουρα­
σμένη;»
«Όχι και τόσο. Πεινασμένη, περισσότερο».
Ο Ντίλον έβγαλε τη δεύτερη πλάκα σοκολάτας από την
τσέπη του αδιάβροχού του. «Ίσως δεν είναι η καταλληλότερη
τροφή για τη σιλουέτα σου, αλλά θα σου κόψει την πείνα».
«Είσαι απίθανος, Ντίλον». ΗΆστα άρχισε να καταβροχθί­
ζει τη σοκολάτα με βουλιμία κι εκείνος άναψε τσιγάρο και
κάθισε κοντά στη φωτιά. Εκείνη σταμάτησε ξαφνικά. «Εσύ δε
θα φας;»
«Έφαγα κιόλας». Ο Ντίλον τέντωσε τα μέλη του. «Τι
καταπληκτικό μέρος για να ζήσει κανείς. Ψάρια στο ρυάκι,
ελάφια στο δάσος, να ’χεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου
και μια γερή κοπέλα σαν εσένα να βοηθάει στα χωράφια».
«Ευχαριστώ πολύ, να μου λείπει τέτοια στερημένη ζωή».
148 JACK HIGGINS
«Δεν έχεις ακούσει την παλιά ιταλική παροιμία; Το μόνο
που χρειάζεται για μια καλή ζωή είναι ψωμί και φιλιά».
«Καλή είναι και η σοκολάτα». Η Άστα έδειξε το κομμάτι
που της είχε μείνει και γέλασαν και οι δυο τους.
Ο Ντίλον σηκώθηκε, πήγε κι άνοιξε την πόρτα. Είχε παν­
σέληνο και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν από το νερό που
έτρεχε στο ρυάκι.
«Θα μπορούσαμε να ήμαστε οι δυο τελευταίοι άνθρωποι
που έχουν απομείνει πάνω στη γη», είπε η Άστα.
«Όχι για πολύ. Κάποιο όχημα έρχεται». Ο Ντίλον βγήκε
από τη βεράντα της εισόδου και περίμενε.

Δύο Σογκούν φρέναραν και σταμάτησαν απότομα έξω από την


είσοδο. Το πρώτο το οδηγούσε ο Φέργκους Μάνρο και δίπλατου
καθόταν ο Μέρντοκ. Κατέβηκαν και πλησίασαν. Ο διαχειριστής
κρατούσε ένα δίκαννο. Από τη θέση του οδηγού του δεύτερου
οχήματος κατέβηκε ο Καρλ Μόργκαν, μια εξαιρετικά επιβλητική
σιλουέτα με πανωφόρι από δέρμα προβάτου.
Ο Μέρντοκ είπε κάτι στον Μάνρο και σήκωσε τους κόκο­
ρες στο δίκαννο. Ο Μάνρο άνοιξε την πίσω πόρτα του Σο­
γκούν και ο Μέρντοκ σφύριξε ελαφρά. Ακούστηκε μια ξαφ­
νική κίνηση μέσα στο όχημα και μια μαύρη σκιά βγήκε από το
σκοτάδι και στάθηκε δίπλα του.
«Όρμα του, αγόρι μου».
Καθώς ο σκύλος κινήθηκε εναντίον του, ο Ντίλον είδε πως
ήταν ντόμπερμαν, ένα από τα πιο άγρια κι επικίνδυνα σκυλιά
στον κόσμο. Προχώρησε νατό συναντήσει.
«Ήσυχα, αγόρι μου», είπε κι άπλωσε το χέρι του.
Ο σκύλος κοκάλωσε, αφήνοντας μόνο ένα γρύλισμα από
το βάθος του λαιμού του, και ο Μάνρο είπε: «Αυτός είναι,
κύριε Μόργκαν, το κάθαρμα που μου επιτέθηκε. Και η γυναί­
κα σίγουρα θα είναι ακόμα μέσα».
«Ο χώρος είναι ιδιωτικός, φίλε», είπε ο Μόργκαν. «Κακώς
μπήκες εδώ μέσα».
Ο σκύλος γρύλισε και πάλι απειλητικά και ο Ντίλον σφύ­
ριξε απαλά, βγάζοντας έναν αλλόκοτο ήχο που σου έφερνε
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 149
ανατριχίλα. Τ’ αυτιά του σκύλου έγειραν προς τα πίσω και ο
Ντίλον του έτριψε τη μουσούδα και τον χαΐδεψε.
«Έλα, Χριστέ μου!» είπε κατάπληκτος ο Μέρντοκ.
«Είναι πολύ απλό, αρκεί να ξέρεις πώς να το κάνεις», του
είπε ο Ντίλον. «Το έμαθα από κάποιον που ήταν κάποτε φίλος
μου». Χαμογέλασε. «Αργότερα βέβαια μετάνιωσε γι’ αυτά
που μου έμαθε, αλλά έτσι είναι η ζωή».
«Ποιος διάβολο είσαι;» ρώτησε ήρεμα ο Μόργκαν.
Και τότε η Άστα μίλησε από την είσοδο του σπιτιού. «Εσύ
’σαι, Καρλ; Ευτυχώς που ήρθες».
Σκόνταψε στο κατώφλι και ο Μόργκαν, με την έκπληξη
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, έτρεξε να την αρπάξει στην
αγκαλιά του. «Άστα, για όνομα του Θεού, τι σημαίνουν όλ’
αυτά;»
Τη βοήθησε να μπει μέσα και ο Φέργκους Μάνρο είπε στον
Μέρντοκ: «Άστα; Ποια στην οργή είναι αυτή η Άστα;»
«Κάτι μου λέει ότι την έχεις άσχημα, αγόρι μου», του είπε
ο Ντίλον και γύρισε για να μπει κι αυτός μέσα στο σπίτι, ενώ
το ντόμπερμαν ακολουθούσε.
Η Άστα είχε ξανακαθίσει στην καρέκλα και ο Μόργκαν
είχε γονατίσει δίπλα της και της κρατούσε το χέρι. «Ήταν
φοβερό, Καρλ. Άφησα το τρένο στο Σιλ για να πάρω το
μονοπάτι πάνω από το βουνό. Με πόνεσε ο αστράγαλός μου
κι ένιωθα πολύ άσχη μα. Βρήκα μπροστά μου αυτό το σπίτι και
μπήκα από το παράθυρο της κουζίνας. Και τότε παρουσιάστη­
κε ένας άντρας, αυτός που είναι έξω. Ήταν απαίσιος».
Ο Μόργκαν σηκώθηκε πάνω. «Αυτός που είναι έξω;» είπε
και το πρόσωπό του είχε χλομιάσει.
«Ναι, Καρλ. Με απείλησε». Τοχέρι της πήγε στη σκισμένη
της μπλούζα. «Μου φέρθηκε πολύ άσχημα, αλλά ευτυχώς
εκείνη τη στιγμή έφτασε ο κύριος Ντίλον, από δω, πάλεψε μαζί
του και τον πέταξε έξω».
Τα μάτια του Μόργκαν άστραφταν από οργή. Γύρισε στον
Μέρντοκ, που στεκόταν στην πόρτα. «Κατάλαβες ποια είναι
αυτή; Είναι η κόρη μου, η Άστα. Πού είναι αυτό το κάθαρμα,
ο Φέργκους, που μας έφερε εδώ;»
Η απάντηση ήρθε από το μούγκρισμα μιας μηχανής που
150 JACK HIGGINS
έπαιρνε εμπρός και ο Μόργκαν έκανε τον Μέρντοκ στην
μπάντα κι έτρεξε έξω για να δει το ένα από τα Σογκούν να
εξαφανίζεται.
«Να τον κυνηγήσω;» ρώτησε ο Μέρντοκ.
«Όχι». Ο Μόργκαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και
οι σφιγμένες γροθιές του χαλάρωσαν, «θα λογαριαστούμε μ’
αυτόν αργότερα». Γύρισε στον Ντίλον και του έδωσε το χέρι.
«Είμαι ο Καρλ Μόργκαν και προφανώς σου οφείλω πολλά».
«Ντίλον. Σον Ντίλον».
Ο Μόργκαν γύρισε στην Άστα. «θέλεις να πεις ότι όλο το
απόγευμα περιπλανιόσουν πάνω στο βουνό;»
«Αρχικά μου είχε φανεί καλή ιδέα. Ήθελα να σου κάνω
έκπληξη».
Ο Μόργκαν γύρισε στον Ντίλον που, ανάβοντας ένα τσι­
γάρο, τον πρόλαβε λέγοντας, «Πηγαίνω να συναντήσω το θείο
μου, τον ταξίαρχο Τσαρλς Φέργκιουσον, που έχει νοικιάσει
για κυνήγι το περίπτερο Αρντναμούρχαν».
Κάτι άστραψε στα μάτια του Μόργκαν, που όμως αρκέστη-
κε να πει: «Είμαστε γείτονες, λοιπόν. Υποθέτω ότι κι εσύ
επίσης σκέφτηκες πως ήταν καλή ιδέα να έρθεις με τα πόδια,
πάνω από το βουνό;»
«Κάθε άλλο. Αντίθετα, η ιδέα δε μ’ άρεσε καθόλου, όπως
δεν άρεσε και στον ελεγκτή του σταθμού όταν η κόρη σας
άφησε το τρένο. Για να ’μαι ειλικρινής, είχα δει τον προορισμό
της από τις ταμπελίτσες στις αποσκευές της. Βγήκα από το
τρένο για να ξεμουδιάσω και την είδα να φεύγει. Ρώτησα τον
ελεγκτή και μου είπε ότι σκόπευε ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι
πάνω από το βουνό. Όπως είπα, έβρισκε κι αυτός την ιδέα
μάλλον ριψοκίνδυνη, γι’ αυτό αποφάσισα να την ακολουθήσω.
Δυστυχώς διάλεξα διαφορετική διαδρομή και καθυστέρησα
λόγω της ομίχλης, γι’ αυτό και δεν την πρόλαβα παρά μονάχα
όταν πλέον είχε φτάσει εδώ, σ’ αυτό το σπίτι».
«Φοβάμαι ότι τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να γε­
λοιοποιηθώ», είπε χαμηλόφωνα η Άστα. «Δεν μπορούμε να
πηγαίνουμε τώρα, Καρλ;»
Έπαιζε θέατρο, χίλια τα εκατό, και ο Ντίλον, ηθοποιός κι
ο ίδιος, το διέκρινε, όχι όμως και ο Μόργκαν που άπλωσε το
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 151
χέρι του προστατευτικά γύρω απ’ τους ώμους της και είπε:
«Και βέβαια θα πηγαίνουμε». Αμέσως μετά γύρισε στον Ντί-
λον: «Θα σε πάμε κι εσένα στον προορισμό σου».
«θαυμάσια», είπε ο Ντίλον.

Ο Μέρντοκ οδηγούσε ενώ κατέβαιναν τη χαράδρα και ο


Ντίλον με τον Μόργκαν κάθονταν στο ευρύχωρο πίσω κάθι­
σμα έχοντας την Άστα ανάμεσά τους. Το ντόμπερμαν είχε
ξαπλώσει στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια τους. Ο Ντίλον
έσκυψε και του έτριψε τ’ αυτιά.
«Φύλακας, σου λέει». Ο Μόργκαν κούνησε με απορία το
κεφάλι του. «Μπροστά σου έγινε αρνάκι».
«Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν κι εμένα, κύριε
Μόργκαν. Με συμπάθησε».
«Μάλλον σ’ ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά», είπε η Άστα.
«Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί».
«Παρ’ όλ’ αυτά, δε θα ’θελα να είμαι στη θέση του άγνω­
στου που θα πηδήξει τον τοίχο και θα τον βρει μπροστά του».
«Ώστε ο ταξίαρχος Φέργκιουσον είναι θείος σου;» είπε ο
Μόργκαν. «Δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω ακόμα, αλλά είναι
αλήθεια ότι κι εγώ μόλις χτες έφτασα στον πύργο Αοχ Ντσυ».
«Ναι», είπε ο Ντίλον. «Το άκουσα».
«Ο ταξίαρχος έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία του, κι αν
ναι, με τι ασχολείταιτώρα;»
«Ω, είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στο στρατό, αλλά
τώρα είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε διάφορα μέρη του
κόσμου».
«Κι εσύ;»
«Τον βοηθάω όσο μπορώ. Είμαι ένα είδος μεσάζοντα, θα
έλεγα. Με βρίσκει χρήσιμο επειδή έχω κάποια ευχέρεια στις
ξένες γλώσσες».
«Κατάλαβα».
Ο Μέρντοκ έκοψε ταχύτητα, έστριψε και πέρασε κάποια
πύλη. Ακολούθησε ένα στενό δρομάκι και σταμάτησε μπροστά
σ’ ένα σπίτι με αναμμένα φώτα. «Το περίπτερο Αρντναμούρχαν».
Είχε αρχίσει να βρέχει και πάλι και οι σταγόνες χτυπούσαν
152 JACK HIGGINS
με θόρυβο το παρμπρίζ. «'Εξι μέρες στις εφτά αυτή η δουλειά
γίνεται», είπε ο Μόργκαν. «Είναι ο Ατλαντικός, που στέλνει
αδιάκοπα σύννεφα βροχής».
«Αρκεί να σκεφτείς», είπε η Άστα, «ότι θα μπορούσαμε
αυτή τη στιγμή να βρισκόμαστε στα νησιά Μπαρμπάντος».
«Σίγουρα κι αυτό θα ήταν ωραίο», είπε ο Ντίλον.
Η Άστα του έσφιξε το χέρι. «Ελπίζω να βρούμε την ευκαι­
ρία να σ’ ευχαριστήσουμε όπως πρέπει. Ίσως αύριο;»
«'Εχουμε όλο το χρόνο», είπε ο Μόργκαν. «Θα οργανώ­
σουμε κάτι. Έχετε και οι δυο σας ανάγκη προσαρμογής στο
καινούριο περιβάλλον».
Ο Ντίλον κατέβηκε και ο Μόργκαν τον ακολούθησε, «θα
σε συνοδεύσω μέχρι την πόρτα».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε
ο Φέργκιουσον. «Εσύ ’σαι, Σον; Πήραμε το μήνυμά σου απ’ το
Αρισάιγκ, αλλά είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Τι συνέβη;»
«Είναι μεγάλη ιστορία, θα σου τη διηγηθώ αργότερα. Να
σου συστήσω το γείτονά μας Καρλ Μόργκαν».
«Χαίρω πολύ». Ο Φέργκιουσον έσφιξε τοχέριτου Μόργκαν.
«Η φήμη σας έχει προηγηθεί. Θα πιείτε κάτι πριν φύγετε;»
«'Οχι, με περιμένει η κόρη μου», είπε ο Μόργκαν. «Κάποια
άλλη φορά».
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα χρησιμοποιήσουμε από κοινού τις
εκτάσεις του κτήματος για το κυνήγι», είπε ευγενικά ο Φέρ-
γκιουσον.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι αυτό δε μου το είπαν όταν
νοίκιασα τον πύργο», παρατήρησε ο Μόργκαν.
«Πω, πω, δε φαντάζομαι αυτό να δημιουργεί πρόβλημα;»
«Δε βλέπω το λόγο να υπάρξει πρόβλημα, αρκεί να μην
πυροβολούμε από αντίθετες κατευθύνσεις». Ο Μόργκαν χα­
μογέλασε. «Καληνύχτα». Μπήκε ξανά στο Σογκούν και το
όχημα απομακρύνθηκε.
«Ξέρει!» είπε ο Ντίλον.
«Και βέβαια ξέρει», συμφώνησε ο Φέργκιουσον. «Έλα
τώρα, μπες μέσα να φυλαχτείς από τη βροχή και να μου πεις
όλα όσα έχουν μεσολαβήσει».
♦ ♦♦
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 153
'Οταν το Σογκούν έφτασε στον πύργο Λοχ Ντου, ο Μόργκαν
βοήθησε την Άστα να κατεβεί και είπε στον Μέρντοκ: «Έλα
κι εσύ. Θέλω να μιλήσουμε».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν».
Τη βαριά δρύινη πόρτα, που ήταν ενισχυμένη με κομμάτια
σίδερου, την άνοιξε ο Μάρκο Ρούσο, φορώντας μαύρο σακάκι
από αλπακά και ριγέ παντελόνι. «Θεέ μου, Μάρκο, δεν πι­
στεύω στα μάτια μου», είπε η Άστα. «Έγινες και μπάτλερ;»
Η Άστα ήταν ίσως το μόνο ανθρώπινο πλάσμα στο οποίο
ο Ρούσο είχε χαμογελάσει ποτέ του κι αυτό συνέβη και τώρα.
«Μόνο για λίγο, δεσποινίς Άστα».
«Πες στην υπηρέτρια να γεμίσει το μπάνιο», είπε ο Μόρ­
γκαν και γύρισε στον Μέρντοκ. «Περίμενέ με στο γραφείο».
Οδήγησε την Άστα μέσα από το επιβλητικό χολ και την
έβαλε να καθίσει στη μεγάλη δρύινη καρέκλα δίπλα στη φω­
τιά, που τριζοβολούσε στο τζάκι.
«Λοιπόν», είπε. «Μίλησέ μου για τον Ντίλον. Σε ακολού­
θησε πάνω στο βουνό. Γιατί;»
«Σου εξήγησε».
«Αυτά που είπε είναι μπούρδες».
«Είναι αλήθεια ότι ήξερε ποια ήμουν και πού πήγαινα, όχι
όμως επειδή το είδε στις ταμπελίτσες των αποσκευών μου».
«Πες μου λοιπόν όλες τις λεπτομέρειες».
Η Άστατου μίλησε για το χορό στη βραζιλιάνικη πρεσβεία,
για τη δημοσίευση στην κοσμική στήλη της Ντέιλι Μέιλ, για
όλα.
«Έπρεπε να το περιμένω», είπε ο Μόργκαν όταν εκείνη
τελείωσε.
«Τι θέλεις να πεις;»
«Αμέσως μόλις έμαθα ότι βρέθηκε καινούριος ενοικιαστής
του περιπτέρου, ζήτησα και πήρα πληροφορίες. Ο ταξίαρχος
Τσαρλς Φέργκιουσον, Άστα, είναι επικεφαλής ενός επίλεκτου
τμήματος της βρετανικής ασφάλειας, ασχολείται συνήθως με
θέματα τρομοκρατίας και δίνει αναφορά μόνο στον ίδιο τον
πρωθυπουργό».
«Μα δεν καταλαβαίνω...»
154 JACK HIGGINS
«Απλούστατα, ξέρουν», είπε ο Μόργκαν. «Ξέρουν για το
Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ».
«Ω Θεέ μου!» είπε η Άστα. «Και ο Ντίλον εργάζεται για
λογαριασμό του;» Έγνεψε καταφατικά. «Τώρα εξηγείται...»
«Τώρα εξηγείται τι;»
«Σου είπα βέβαια ότι ο Ντίλον με γλίτωσε από κείνο το
κτήνος τον Χάμις Χαντ στο χορό. Αυτό που δε σου είπα είναι
ότι ο Χαντ μου ρίχτηκε λίγο αργότερα απέξω, στην Παρκ Λέιν.
Ήταν στουπί στο μεθύσι, Καρλ, και πολύ αηδιαστικός».
Το πρόσωπο του Μόργκαν χλόμιασε ξανά. «Λοιπόν;»
«Ο Ντίλον εμφανίστηκε την κρίσιμη στιγμή και τον έκανε
να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Αλλά μ’ έναν τρόπο
που δεν είχα ξαναδεί. Κανείς απ’ όσους βρίσκονταν εκεί
κοντά δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί».
«Αληθινός επαγγελματίας, δηλαδή. Το φανταζόμουν». Ο
Μόργκαν χαμογέλασε. «Με άλλα λόγια, η υποχρέωσή μου σ’
αυτόν είναι διπλή». Βοήθησε την Άστα να σηκωθεί. «Μπρος,
πήγαινε τώρα να κάνεις το μπάνιο σου και σε λίγο θα φάμε».
Ενώ η Άστα απομακρυνόταν, ο Μόργκαν φώναξε: «Μάρκο!»
Ο Σικελός παρουσιάστηκε αμέσως. «Σινιόρε;»
«Άκου τι ακριβώς συμβαίνει». Ο Μόργκαν του έδωσε στα
ιταλικά μια σύντομη εικόνα της κατάστασης.
'Οταν τελείωσε, ο Μάρκο είπε: «Φαίνεται πως είναι σκλη­
ρό καρύδι αυτός ο Ντίλον».
«Επικοινώνησε με το Λονδίνο αμέσως τώρα. Θέλω απα­
ντήσεις, και τις θέλω μέσα σε μια ώρα. Να τους το τονίσεις
αυτό».
«Μάλιστα, σινιόρε».
Ο Μάρκο έφυγε και ο Μόργκαν πήγε κι άνοιξε την πόρτα
του γραφείου. Ήταν ένα ευχάριστο δωμάτιο με βιβλιοθήκες
στους τοίχους, πόρτες που έβγαζαν σε μια ταράτσα και, όπως
και στο χολ, η φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Ο Μέρντοκ στεκόταν
κοιτάζοντας τις φλόγες και καπνίζοντας.
Ο Μόργκαν κάθισε στο γραφείο, άνοιξε ένα συρτάρι κι
έβγαλε ένα μπλοκ επιταγών. «Έλα δω».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν». Ο Μέρντοκ διέσχισε το δω­
μάτιο και ο Μόργκαν έγραψε μια επιταγή και του την έδωσε.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 155
Ο διαχειριστής του κτήματος την κοίταξε έκπληκτος. «Είκοσι
πέντε χιλιάδες λίρες! Για ποιο σκοπό, κύριε Μόργκαν;»
«Για την αφοσίωσή σου, Μέρντοκ. Μ’ αρέσουν οι άπληστοι
τύποι κι έχω σχηματίσει τη γνώμη πως είσαικι εσύ ένας απ’ αυτούς».
Ο Μέρντοκ είχε σαστίσει. «'Οπως νομίζετε, κύριε Μόργκαν».
«'Εχω όμως κι άλλα ευχάριστα νέα για σένα, Μέρντοκ.
Όταν φύγω, θα πάρεις άλλη μια επιταγή του ίδιου ύψους. Για
τις υπηρεσίες που θα μου έχεις προσφέρει, φυσικά».
Ο Μέρντοκ είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία τσυ τώρα κι ένα
ελαφρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλια του. «Βεβαίως, κύριε
Μόργκαν. Ό,τι θέλετε».
«Λοιπόν, άκουσε», είπε ο Μόργκαν. «Επί εκατοντάδες
χρόνια τώρα, οι πυργοδεσπότες του Λοχ Ντου έπαιρναν μια
ασημένια Βίβλο μαζί τους στους πολέμους. Η Βίβλος αυτή
πάντα σωζόταν, ακόμα και όταν οι ίδιοι σκοτώνονταν. Την
είχε πάνω του και ο τελευταίος Άρχοντας όταν το αεροπλάνο
του έπεσε στην Ινδία το 1944. Έχω λόγους να πιστεύω ότι η
Βίβλος επέστρΓ' Έ εδώ, στον πύργο, αλλά πού ακριβώς βρί­
σκεται αυτή τη στιγμή, Μέρντοκ; Αυτό είναι το ερώτημα».
«Η λαίδη Κάθριν, κύριε Μόργκαν...»
«Δεν ξέρει τίποτε. Δεν έχει δει τη Βίβλο εδώ και χρόνια.
Και όμως, πρέπει να βρίσκεται εδώ, Μέρντοκ, να είναι χωμένη
κάπου, και δεν έχουμε παρά να τη βρούμε. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν».
«Πες το και στους υπηρέτες. Πες τους απλώς ότι πρόκειται
για πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο και όποιος το βρει θα
πάρει αμοιβή».
«Σύμφωνοι».
«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα». Ο Μέρντοκ είχε φτάσει
στην πόρτα όταν ο Μόργκαν φώναξε: «Κάτι ακόμα».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν».
«Ο ταξίαρχος Φέργκιουσον και ο Ντίλον να έχεις υπόψη
σου ότι δεν είναι με το μέρος μας».
«Κατάλαβα, κύριε Μόργκαν».
«Ωραία. Και μην ξεχνάς ότι θέλω να βρεθεί εκείνο το
κάθαρμα, ο Φέργκους Μάνρο, απόψε κιόλας, αν είναι δυνατό».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν».
156 JACK HIGGINS
«Και κάτι ακόμα. Υπάρχει κανείς από το προσωπικό του
κτήματος που εργάζεται στο περίπτερο Αρντναμοϋρχαν;»
«Ο Φέργκιουσον έχει δικό του άνθρωπο, κύριε Μόργκαν.
Έναν υπηρέτη. Υπάρχει όμως ο κηπουρός της λαίδης, ο Άν-
γκους. Φροντίζειτον κήπο και τον εφοδιασμό σε καυσόξυλα».
«Θα μας βοηθούσε αν τον πληρώναμε;»
Ο Μέρντοκ έγνεψε καταφατικά. «Γιατί όχι;»
«Ωραία. Χρειαζόμαστε μάτια και αυτιά. Φρόντισέ το και
βρες τον Φέργκους».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν». Ο Μέρντοκ έφυγε, κλείνο­
ντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του.
Ο Μόργκαν έμεινε καθισμένος στη θέση του κι έπειτα από
λίγο πρόσεξε μια μικρή κινητή σκάλα βιβλιοθήκης. Κάτι μέσα
του τον έκανε να σηκωθεί, να τη σπρώξει μέχρι την άκρη της
βιβλιοθήκης που σκέπαζε τον έναν τοίχο και ν’ ανεβεί επάνω.
Άρχισε να μετακινε ί λίγα λίγα τα βιβλία και να ψάχνει πίσω τους.
8

Ντίλον, που είχε κάνει ένα μπάνιο και είχε βάλει μια

Ο άνετη φόρμα, ήταν τώρα ξαπλωμένος μπροστά στη φω­


τιά, ενώ η Χάνα Μπερνστάιν καθόταν στην καρέκλα απέναντι
του. Ο Ιρλανδός είχε μόλις αφηγηθεί τα γεγονότα της ημέρας
και ο Φέργκιουσον σέρβιρε ποτά από ένα ντουλάπι στη γωνία.
«Θα πιεις κάτι, επιθεωρήτρια;»
«'Οχι, ευχαριστώ, σερ».
«Το αγόρι μας όμως δεν αμφιβάλλω ότι θα έπινε ευχαρί­
στως ένα μπράντι».
«Η αλήθεια είναι ότι περπάτησα αρκετά σήμερα», είπε ο
Ντίλον και πήρε το ποτήρι. «Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου,
ταξίαρχε;»
«Για τον Μόργκαν; Σίγουρα ξέρει- ήταν ολοφάνερο από
το μικρό μας διάλογο».
«Ποια θα είναι λοιπόν η επόμενη κίνησή του;» ρώτησε η
Χάνα.
«Δεν είμαι βέβαιος. Θα δούμε τι θα φέρει η αυριανή
μέρα». Ο Φέργκιουσον κάθισε κι αυτός. «Σημειωτέον ότι
υπάρχει εδώ μια ενδιαφέρουσα κατάσταση σχετικά με το
158 JACK HIGGINS
ψάρεμα και τα κυνηγετικά δικαιώματα. Ο Κιμ μου είπε ότι
ψάρευε στη λίμνη την παραμονή της άφιξής μας, όταν κάποιοι
αλήτες που εργάζονται ως φύλακες για λογαριασμό εκείνου
του Μέρντοκ παρουσιάστηκαν ξαφνικά και του ζήτησαν να
φύγει, και μάλιστα με αγενέστατο τρόπο».
«Ποιοι είναι αυτοί;»
«Ρώτησα σχετικά. Είναι, λέει, Τσιγγάνοι, τα τελευταία υπο­
λείμματα μιας διαλυμένης γενιάς. Ξέρετε, μια πινελιά κάποιου
ανόητου σκοτσέζικου ρομαντισμού. Περιπλανιώνται, λέει, στα
Χάιλαντς από την εποχή του Κούλοντεν κι άλλες τέτοιες αηδίες.
Ο γερο-Έκτωρ Μάνρο και τα παλικάρια του. Τους είδα στο
χωριό Αρντναμσύρχαν χτες και δε διέκρινα τίποτε το ρομαντικό
πάνω τους. Μια παρέα από κουρελιάρηδες και βρομερούς κα­
κοποιούς. Είναι ο γερο-Έκτωρ, ο Φέργκσυς...»
«Αυτός πρέπει να είναι ο τύπος που είχα την τιμή να
γνωρίσω...»
«Και υπάρχει κι άλλος αδερφός, ο Ρόρι, ένας μεγαλόσω­
μος αγροίκος με μαλλιά δεμένα αλογοουρά. Αλήθεια, γιατί το
κάνουν αυτό, Ντίλον; Αλογοουρές και σκουλαρίκια. Στο κάτω
κάτω δεν είμαστε στο δέκατο έβδομο αιώνα».
Η Χάνα έβαλε τα γέλια και ο Ντίλον είπε: «Δεν έχουν τα
δικά σου γούστα, ταξίαρχε. Τελικά, λες ότι έδιωξαν τον Κιμ
από τη λίμνη;»
«Ναι. Κι εγώ τον έστειλα στον πύργο μ’ ένα αυστηρό
γράμμα σ’ αυτό τον Μέρντοκ, το διαχειριστή του κτήματος.
Του έγραφα ότι εξέταζα την περίπτωση να υποβάλω αναφορά
στις αρμόδιες αρχές της περιοχής».
«Και τι έγινε;»
«Ο Μέρντοκ ήρθε αμέσως να με βρει για να μου ζητήσει
συγνώμη. Είπε ότι θα τους βάλει σε τάξη. Μου σέρβιρε κάμποσα
ψέματα για κάποια δήθεν σπάνια αρκτικά πουλιά που φωλιάζουν
κοντά στο Λοχ Ντου και δεν πρέπει να ενοχληθούν. Είπε ότι θ’
αναλάβει αυτός να συμμορφώσει τους Μάνρο και τα λοιπά».
Ο Ντίλον πήγε και σερβιρίστηκε ένα ακόμα μπράντι. Γύ­
ρισε κοντά στη φωτιά. «Δε δικαιούμαστε κανονικά να κυνη­
γήσουμε ελάφια στο δάσος και να ψαρέψουμε στη λίμνη;»
«Ασφαλώς και δικαιούμαστε», είπε ο Φέργκιουσον. «Βέ­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 159
βαια αυτό δεν αρέσει στον Μόργκαν. Το έκανε σαφές προη­
γουμένως, έτσι δεν είναι;»
«Λοιπόν, αύριο κιόλας θα βάλω το κεφάλι μου μέσα στο
στόμα της τίγρης. Έχεις φέρει όλα τ’ απαραίτητα για ψάρεμα;»
«Και για κυνήγι».
«Ωραία, θα δοκιμάσω την τύχη μου στη λίμνη αύριο, θα
έχει αρκετές πέστροφες, υποθέτω».
«Όσες θέλεις, αγόρι μου. Των εκατό ή διακοσίων γραμμα­
ρίων, συνήθως, αλλά κάπου κάπου και του μισού κιλού».
«Ωραία, θα κατεβώ στη λίμνη με το καλάμι μου μετά το
πρωινό».
«Οι Μάνρο ίσως σου δημιουργήσουν πρόβλημα αν σε δουν»,
είπε η Χάνα, «και μάλιστα μετά απ’ αυτό που έγινε με τον
Φέργκους. Ήμουν με τον ταξίαρχο όταν τους είδαμε στο χωριό.
Είναι πραγματικά ανατριχιαστικοί τύποι. Δε θα χωνέψουν με
τίποτε αυτό που έγινε. Σίγουρα δεν ανέχονται να τις τρώνε».
«Ουτ’ εγώτο ανέχομαι». Ο Ντίλον τελείωσε το πστότου. «θα
τα ξαναπσύμε λοιπόν το πρωί», είπε κι ανέβηκε να ξαπλώσει.

Την ίδια στιγμή η Άστα καθόταν απέναντι από τον Μόργκαν


μπροστά στη φωτιά, στο μεγάλο χολ του πύργου, όταν μπήκε
ο Μάρκο μ’ ένα φύλλο χαρτί στο χέρι.
«Ένα φαξ από το Λονδίνο, σινιόρε».
Ο Μόργκαν το διάβασε γρήγορα και γέλασε δυνατά. «Χρι­
στέ μου, άκουσον άκουσον. Η Μπερνστάιν είναι επιθεωρήτρια
του Ειδικού Κλάδου της Σκότλαντ Γιαρντ, αλλά το έπαθλο
ανήκει στον Ντίλον. Πρώην ηθοποιός, απόφοιτος της Βασιλι­
κής Ακαδημίας Δραματικής Τέχνης, έχει παίξει στο Εθνικό
θέατρο. Εκπληκτική άνεση στις ξένες γλώσσες· μιλάει κάμπο-
σες απ’ αυτές. Πρώτης τάξεως πιλότος, έμπειρος δύτης. Φαντά-
σου, εργάστηκε για λογαριασμό των Εβραίων στη Βηρυτό».
«Δηλαδή, τι ακριβώς έκανε εκεί;»
«Βύθιζε σκάφη της PLO. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, ο καλός
μας ο κύριος Ντίλον δεν είναι καθόλου εκλεκτικός. Έχει
εργαστεί για λογαριασμό των πάντων, συμπεριλαμβανομένης
της KGB τον παλιό καλό καιρό».
160 JACK HIGGINS
«Θέλεις να πεις ότι είναι ένα είδος μισθοφόρου;» ρώτησε η
Άστα.
«Θα μπορούσε να το πει κανείς κι έτσι, αλλά πριν απ’ αυτό
ήταν για κάμποσα χρόνια με τους Πρόβος, τον εξτρεμιστικό
κλάδο του IRA, ένας από τους πιο φοβερούς του τρομοκράτες.
Υπάρχει επίσης η υποψία ότι ήταν πίσω από την επίθεση κατά
της Ντάουνινγκ Στρητ στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου».
«Τότε πώς είναι δυνατό να εργάζεται τώρα για τον Φέρ-
γκιουσον;»
«Υποθέτω ότι οι Βρετανοί ήταν οι μόνοι για τους οποίους
δεν είχε εργαστεί μέχρι τώρα και ξέρεις ότι οι άνθρωποι αυτοί
δεν έχουν ηθικούς ενδοιασμούς. Είναι πρόθυμοι να χρησιμο­
ποιήσουν οποιονδήποτε εξυπηρετεί τους σκοπούς τους».
«Δηλαδή, πρόκειται για ένα φοβερά επικίνδυνο άνθρω­
πο», είπε η Άστα. «Τι συναρπαστικό!»
Ο Μόργκαν επέστρεψε το φύλλο του χαρτιού στον Μάρκο.
«Μην ανησυχείς, έχουμε αντιμετωπίσει μ’ επιτυχία πολλούς επι­
κίνδυνους ανθρώπους πριν απ’ αυτόν. Έτσι δεν είναι, Μάρκο;»
«Πάρα πολλούς, σινιόρε. Θέλετε τίποτ’ άλλο;»
«Ναι. Φέρε μας λίγο καφέ και πες στον Μέρντοκ ότι θα
τον δω τώρα».
Η Άστα σηκώθηκε από το κάθισμά της. «Πηγαίνω να
ξαπλώσω. Μπορούμε να κάνουμε ιππασία αύριο;»
«Γιατί όχι;» Ο Μόργκαν πήρε το χέρι της. «'Ονειρα γλυκά».
Εκείνη τον φίλησε στο μέτωπο κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τη
μεγάλη σκάλα. Ο Μόργκαν πήρε ένα πούρο, του έκοψε την
άκρη και το άναψε. Ο Μέρντοκ μπήκε με το αδιάβρο/ό του
μουσκεμένο.
«Λοιπόν, τι έγινε;» ρώτησε ο Μόργκαν.
«Δυστυχώς, δεν κατάφερα τίποτε. Ο γερο-Έκτωρ Μάνρο
ήταν αμετάπειστος. Το κάθαρμα! Είπε ότι ο Φέργκους είχε
φύγει για τη βραδινή του περιπολία κι έκτοτε δεν είχε ξανα­
φανεί. Λέει ψέματα, φυσικά».
«Κι εσύ τι έκανες;»
«Έψαξα τα βρομοτροχόσπιτά τους, πράγμα που δεν τςυ
άρεσε βέβαια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα».
«Θέλω οπωσδήποτε τον Φέργκους», είπε ο Μόργκαν. «Θέλω
ΧΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 161
να λογαριαστώ μαζί του προσωπικά. Έβαλε τα βρομόχερά
ίου πάνω στην κόρη μου, κι αυτό δεν μπορεί να το κάνει
κανένας χωρίς συνέπειες. Συνέχισε την προσπάθεια αύριο».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν. Καληνύχτα σας».
Ο Μέρντοκ έφυγε και ο Μάρκο πλησίασε με τον καφέ.
Ενώ τον σέρβιρε, ο Μόργκαν ρώτησε στα ιταλικά: «Τι γνώμη
έχεις γι’ αυτόν;»
«Για τον Μέρντοκ; Σκέτο τομάρι, σινιόρε. Δεν έχει μπέσα·
to μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το χρήμα».
«Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Πρόσεχέ τον. Μπορείς να πας
για ύπνο τώρα».
Ο Μάρκο έφυγε και ο Μόργκαν έμεινε σκεφτικός, πίνο­
ντας τον καφέ του, με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά.

Στις οχτώ το πρωί της επόμενης μέρας ο Μόργκαν καθόταν


ιπο γραφείο και διάβαζε διάφορα επαγγελματικά έγγραφα,
όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Μέρντοκ
έβαλε το κεφάλι του στο άνοιγμα.
«Έχω εδώ τον Άνγκους, κύριε Μόργκαν».
«Φέρ’ τον μέσα».
Ο Άνγκους μπήκε, έβγαλε την τουΐντ τραγιάσκα του και τη
στριφογύρισε στα χέρια του. «Στις διαταγές σου, κύριε Μόργκαν».
Ο Μόργκαν τον επιθεώρησε με το βλέμμα του. «Μου
φαίνεσαι έξυπνος και πρακτικός άνθρωπος, έχω δίκιο;»
«Το ελπίζω, κύριε Μόργκαν».
Ο Μόργκαν έβγαλε από το συρτάρι ένα μάτσο χαρτονομί­
σματα και του το πέταξε. Ο Άνγκους το πήρε. «Πεντακόσιες
λίρες. Αν συμβεί οτιδήποτε ασυνήθιστο στο κυνηγετικό περί­
πτερο, θα τηλεφωνήσεις αμέσως στον Μέρντοκ».
«Έγινε». Ο Άνγκους είχε ιδρώσει ελαφρά.
«Πέρασες από κει σήμερα το πρωί;»
«Πέρασα για ν’ αφήσω ξύλα, κύριε Μόργκαν».
«Τι είδες;»·
«Ο κύριος Ντίλον έπαιρνε το πρωινό του νωρίς γιατί θα
πήγαινε για ψάρεμα στη λίμνη. Μου ζήτησε συμβουλές για το
ψάρεμα».
162 JACK HIGGINS
Ο Μόργκαν έγνεψε καταφατικά. «Ωραία. Μπορείς να
πηγαίνεις».
Ο Άνγκους έφυγε και ο Μέρντοκ είπε: «Αν οι Μάνρο τον
πάρουν είδηση, θα έχει μπλεξίματα».
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». Ο Μόργκαν χαμογέ­
λασε κι εκείνη τη στιγμή μπήκε η Άστα φορώντας ρούχα
ιππασίας.
«Α, εδώ είσαι», είπε στον Μόργκαν. «Είπες ότι θα πηγαί­
ναμε για ιππασία».
«Γιατί όχι;» Ο Μόργκαν γύρισε στον Μέρντοκ. «Ετοίμασε
τ’ άλογα. Μπορείς να ’ρθεις κι εσύ μαζί μας». Χαμογέλασε.
«Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στη λίμνη».

Τα νερά της λίμνης Λοχ Ντου ήταν ακόμα πιο σκοτεινά και,
απ’ ό,τι σ’ έκανε να υποθέσεις τ’ όνομά της, ήρεμα και ακίνητα
στο γκρίζο πρωινό, αν και η επιφάνειά τους ήταν διάστικτη
από τις σταγόνες της βροχής. Ο Ντίλον φορούσε ψηλές γαλό-
τσες, ένα παλιό καπέλο για τη βροχή κι ένα αδιάβροχο Αυ­
στραλού κτηνοτρόφου με διπλή προστασία στους ώμους. Όλ’
αυτά τα είχε βρει στο περίπτερο.
Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να συναρμολογεί το καλάμι του
με όλη του την άνεση. Πίσω του τα ρείκια έφταναν μέχρι τη
μέση. Πιο πάνω υπήρχε μια συστάδα δέντρων κι ένα κιτρινο-
πούλι πετούσε στον ουρανό. Μια πνοή ανέμου ρυτίδωσε την
επιφάνεια της λίμνης και ξαφνικά μια πέστροφα πετάχτηκε
από το νερό, πίσω από το φράγμα που σχημάτιζε η άμμος.
Υψώθηκε καμιά τριανταριά πόντους στον αέρα κι εξαφανί­
στηκε ξανά.
Ο Ντίλον ξέχασε τα πάντα και στο μυαλό του είχε μόνο το
κτήμα του θείου του στο Κάουντι Ντάουν και τις συμβουλές
που του είχε δώσει για τη μεγάλη τέχνη του ψαρέματος. Έβαλε
το δόλωμα με το οποίο τον είχε εφοδιάσει ο Φέργκιουσον κι
έπιασε δουλειά.
Οι πρώτες του προσπάθειες ήταν αδέξιες, αλλά σιγά σιγά,
καθώς ξανάβρισκε την παλιά του επιδεξιότητα, η τύχη του
έγινε καλύτερη και μπόρεσε να πιάσει δυο μικρές πέστροφες.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 163
Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα. Άφησε ένα
δυο μέτρα παραπάνω πετονιά, σήκωσε το καλάμι του κι έριξε
το δόλωμα πίσω από το φράγμα της άμμου, όπου ένα μαύρο
πτερύγιο έσκιζε τα νερά. Η πετονιά τεντώθηκε και το καλάμι
του λύγισε.
Η πέστροφα έπρεπε να ήταν κάπου ένα κιλό. Το καρούλι
του γύρισε τρελά, καθώς το αγκιστρωμένο ψάρι κολύμπησε
προς τα βαθιά, και ο Ντίλον προχωρούσε πάνω στην άμμο της
όχθης, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση με προσοχή. Η πετο­
νιά χαλάρωσε και για μια στιγμή ο Ιρλανδός φοβήθηκε ότι η
πέστροφα του είχε ξεφύγει, φαίνεται όμως ότι απλώς ξεκου­
ραζόταν γιατί έπειτα από λίγο η πετονιά τεντώθηκε και πάλι.
Ο Ντίλον συνέχισε να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για δέκα
περίπου λεπτά πριν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την απόχη
του. Έβγαλε από τα νερά το ψάρι που σπαρταρούσε, αφαίρε-
σε το αγκίστρι κι ετοιμάστηκε να επιστρέφει στην όχθη.
«Μπράβο, παλικάρι μου», ακούστηκε μια τραχιά φωνή.
«Ωραίο μεσημεριανό μας ετοίμασες».
Ο άντρας που είχε μιλήσει ήταν ηλικιωμένος, πάνω από
εβδομήντα χρονών. Φορούσε τουίντ ταλαιπωρημένο κοστούμι
και κάτω από το σκοτσέζικο σκούφο του ξεπρόβαλλαν λευκά
μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν ανεμοδαρμένο και ρυτιδωμένο,
ήταν αξύριστος και κρατούσε ένα δίκαννο στο δεξίτου χέρι.
Πίσω του δυο ακόμα άντρες ξεπρόβαλαν μέσ’ από τους
θάμνους. Ο ένας ήταν μεγαλόσωμος και κοκαλιάρης, με
μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο. Προφανώς αυτός πρέπει να
είναι ο Ρόρι, σκέφτηκε ο Ντίλον. Ο άλλος ήταν ο Φέργκους,
με πρόσωπο μελανιασμένο από τη μια μεριά και πρησμένο
στόμα.
«Αυτός είναι, πατέρα. Το καθίκι που με χτύπησε», είπε και
σήκωσε το δίκαννο του.
Ο Ρόρι έδωσε μία στο δίκαννο και το έκανε ν’ αδειάσει στο
έδαφος. «Άσε τις βλακείες, αδερφούλη», είπε στη γαελική
διάλεκτο.
Ο Ντίλον, που ήξερε ιρλανδικά, δε δυσκολεύτηκε να τους
καταλάβει, ιδίως όταν ο Έκτωρ είπε, «Εμένα δε μου γεμίζει
το μάτι», και τίναξε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει.
164 JACK HIGGINS
Ο Ντίλον δε δυσκολεύτηκε να την αποφύγει, γλίστρησε όμως
κι έπεσε μέσα στα ρηχά νερά. Σηκώθηκε με κάποια δυσκολία
και ο γέρος ύψωσε το δίκαννό του. «Λοιπόν, γενναίε μου κοντο­
πίθαρε», είπε στ’ αγγλικά, «προχώρα. Σιγά και με το μαλακό».
Καθώς ο Ντίλον άρχισε να προχωρεί, ο Φέργκους είπε,
«Μη νομίζεις πως θα μου τη γλιτώσεις» και προσπάθησε να
τον χτυπήσει με το κοντάκι του όπλου του. Ο Ντίλον απέφυγε
εύκολα το χτύπη μα και ο Φέργκους βρέθηκε πεσμένος στο ένα
του γόνατο.
Ο Ρόρι τον άρπαξε από το γιακά και τον σήκωσε. «Θα
βάλεις μυαλό, επιτέλους, ή θέλεις να φας καμιά κλοτσιά στον
κώλο;» του φώναξε στα γαελικά και τον έσπρωξε να προχω­
ρήσει μπροστά.
«Μην περιμένεις απ’ αυτόν να βάλει μυαλό», του είπε ο
Ντίλον στα ιρλανδικά. «Κάποιοι άνθρωποι μένουν παιδιά σε
όλη τους τη ζωή».
Ο Ρόρι έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Τ’
άκουσες αυτό, πατέρα; Έχεις ξανακούσει να μιλάνε έτσι τα
γαελικά;»
«Στην πραγματικότητα μιλάω ιρλανδικά, τη γλώσσα των
βασιλιάδων», είπε ο Ντίλον. «Υπάρχουν όμως αρκετές ομοιό­
τητες ανάμεσα στις δύο γλώσσες ώστε να καταλαβαίνουμε ο
ένας τον άλλο», πρόσθεσε και συνέχισε να προχωράει μπρο­
στά από τους άλλους.

Πίσω από τα δέντρα φάνηκε καπνός κι ακούγονταν φωνές


παιδιών, επομένως δεν τον πήγαιναν στον Μόργκαν — σ’ αυτό
τουλάχιστον το σημείο ο Ντίλον συνειδητοποίησε ότι είχε
πέσει έξω. Κατηφόρισαν σ’ ένα γούπατο όπου ήταν στημένη
η κατασκήνωση. Υπήρχαν τρία τετράτροχα αμάξια, παλιά και
με χιλιομπαλώμένες τέντες από καραβόπανο, που κάθε άλλο
παρά ρομαντική ατμόσφαιρα δημιουργούσαν. Όλα απέπνεαν
έναν αέρα φτώχειας, από τα κουρελιασμένα ρούχα των γυναι­
κών, που κάθονταν σταυροπόδι γύρω στη φωτιά πίνοντας τσάι,
μέχρι τα γυμνά πόδια των παιδιών, που έπαιζαν στο γρασίδι,
δίπλα σε κάμποσα κοκαλιάρικα άλογα.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 165
Ο Φέργκους έδωσε στον Ντίλον μια σπρωξιά για να προ­
χωρήσει. Εκείνος παραπάτησε και οι γυναίκες σκόρπισαν. Τα
παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι τους και ήρθαν να δουν. Ο
Έκτωρ Μάνρο κάθισε πάνω σ’ ένα παλιό κιβώτιο που είχε
ελευθερώσει μια από τις γυναίκες, τοποθέτησε το δίκαννο
πάνω στα γόνατά του κι έβγαλε μια πίπα. Ο Φέργκους και ο
Ρόρι στέκονταν λίγο πίσω από τον Ντίλον.
«Επίθεση σ’ έναν από μας σημαίνει επίθεση σε όλους μας,
κύριε Ντίλον, ή όπως τέλος πάντων είναι τ’ όνομά σου. Πολύ
κρίμα που δεν το ήξερες αυτό». Έβαλε ταμπάκο στην πίπα
του. «Ρόρι». Ο Ρόρι πλησίασε αμέσως, τράβηξε και ακινητο-
ποίησε τα χέρια του Ντίλον πίσω από την πλάτη του και ο γέρος
είπε: «Κάνε το κέφι σου τώρα, Φέργκους».
Ο Φέργκους πλησίασε γρήγορα κι έδωσε δυο γροθιές στο
στομάχι του Ντίλον, μία με το δεξί και μία με τ’ αριστερό χέρι.
Ο Ντίλον δεν έκανε καμιά κίνηση, προσπάθησε μόνο να σφί­
ξει τους κοιλιακούς του μυς, και ο Φέργκους του κατάφερε
τώρα ένα χτύπημα στα πλευρά, από τα δεξιά. «Και τώρα να
περιποιηθώ λιγάκι τη μούρη σου», είπε. «Κάν’ του πίσω το
κεφάλι, Ρόρι».
Θέλοντας να χρν πιάσει από τα μαλλιά, ο Ρόρι αναγκάστη­
κε ν’ απελευθερώσει το ένα χέρι του Ντίλον. Ο Ντίλον σήκωσε
ξαφνικά το πόδι του, δίνοντας μια κλοτσιά στο ηλιακό πλέγμα
του Φέργκους, και σχεδόν ταυτόχρονα μισογύρισε, δίνοντας
μια ανάποδη με τον αγκώνα του στο σαγόνι του Ρόρι. Ο
μεγαλόσωμος άντρας τον άφησε από τα χέρια του κι έκανε
πίσω παραπατώντας. Ο Ντίλον το έβαλε αμέσως στα πόδια,
μία όμως από τις γυναίκες του έβαλε τρικλοποδιά, με αποτέ­
λεσμα να σωριαστεί μπρούμυτα στο έδαφος.
Προσπάθησε απεγνωσμένα να φυλαχτεί καθώς άρχισαν
όλοι να τον κλοτσούν, ακόμα και τα παιδιά, ξαφνικά όμως
ακούστηκε ποδοβολητό αλόγων, κάποιος φώναξε, «Σταματή­
στε, ανάθεμά σας!» κι έπεσε ένας πυροβολισμός.
Γυναίκες και παιδιά σκόρπισαν αμέσως κι έτρεξαν να
κρυφτούν, και ο Ντίλον σηκώθηκε και είδε τον Μέρντοκ
καβάλα στο άλογο, με το δίκαννο όρθιο πάνω στο μηρό του.
Τον ακολουθούσαν ο Καρλ Μόργκαν και η Άστα, που αμέσως
166 JACK HIGGINS
άρχισαν να κατεβαίνουν στο γούπατο. Ο Ντίλον είδε τον
Φέργκους να χώνεται κάτω από ένα από τ’ αμάξια.
«Μην το κουνήσεις από κει, μπουμπούνα!» του σφύριξε ο
Ρόρι στα γαελικά κι αμέσως γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον
Ντίλον, συνειδητοποιώντας ότι ο Ιρλανδός είχε δει τη σκηνή.
Ο Καρλ Μόργκαν πίεσε το άλογό του να προχωρήσει. Οι
οπλές του ζώου σκόρπισαν τη φωτιά και ο Μόργκαν τράβηξε
το κατάλληλο χαλινάρι ώστε το άλογο να γυρίσει απότομα και
με τα πισινά του να βρει τον Έκτορα Μάνρο, κάνοντάς τον να
οπισθοχωρήσει παραπατώντας.
Ο Μόργκαν συγκρότησε το άλογο. «Πες τους ποιος είμαι»,
διέταξε.
«Είναι ο κύριος Καρλ Μόργκαν, ο καινούριος ένοικος του
πύργου Λοχ Ντου», είπε ο Μέρντοκ, «κι επομένως το καινού­
ριο αφεντικό σας».
«Αλήθεια!» είπε ειρωνικά ο Έκτωρ Μάνρο.
«Βγάλε το σκούφο σου, άξεστε αλήτη», του είπε ο Μέρντοκ
και, σκύβοντας από τ’ άλογό του, άρπαξε το σκούφο του γέρου
από το κεφάλι του και τον πέταξε κάτω.
Ο Ρόρι έκανε ένα βήμα εμπρός και ο Ντίλον είπε στα
ιρλανδικά: «Ήσυχα, αγόρι μου· κάθε πράγμα στον καιρό και
στον τόπο του».
Ο Ρόρι συγκρατήθηκε, σκυθρωπός, και ο πατέρας του
είπε: «Αυτός ο άνθρωπος ψάρευε στη λίμνη. Εμείς τη δουλειά
μας κάναμε».
«Άσ’ τα αυτά, Μάνρο», του είπε ο Μέρντοκ. «Ο κύριος
Ντίλον είναι ανιψιός του ταξιάρχου Φέργκιουσον, που έχει
νοικιάσει το κυνηγετικό περίπτερο —και μη μου πεις ότι δεν
το ήξερες. Εσείς μαθαίνετε πριν απ’ όλους ό,τι συμβαίνει σε
όλη την περιοχή, παλιοτόμαρα».
«Αρκετά», είπε ο Μόργκαν κι έσκυψε προς το μέρος του
Μάνρο. «Πείτε μου, θέλετε να συνεχίσετε τη δουλειά σας στο
κτήμα;»
«Και βέβαια θέλουμε, κύριε Μόργκαν», είπε ο γέρος.
«Τότε ξέρεις πώς πρέπει να φέρεστε στο μέλλον».
«Μάλιστα, κύριε Μόργκαν». Ο Μάνρο πήρε από κάτω το
σκούφο του και τον ξαναφόρεσε.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 167
«Και τώρα πες μου πού είναι ο γιος σου ο Φέργκους.
Κακοποίησε την κόρη μου. Τον θέλω».
«Δεν τον έχουμε δει καθόλου, κύριε Μόργκαν, όπως είπα
και στον κύριο Μέρντοκ. Αν δε φέρθηκε καλά στη δεσποινίδα,
λυπάμαι πολύ, αλλά ο Φέργκους δε στέκεται σ’ ένα μέρος.
I υρίζει μια εδώ και μια εκεί».
«Πολλές φορές λείπει μέρες ολόκληρες», είπε ο Ρόρι.
«Πού να ξέρουμε που βρίσκεται;» Έριξε μια λοξή ματιά στον
Ντίλον, αλλά εκείνος δεν είπε τίποτε.
«Καλά, λοιπόν. Θα περιμένω», είπε, ο Μόργκαν. Γύρισε
στον Ντίλον. «Φεύγουμε, κύριε Ντίλον. Θα ’ρθεις μαζί μας;»
«'Οχι, είμαι εντάξει», είπε ο Ντίλον. «Θέλω να μαζέψω τα
π (><ίγματά μου από την όχθη της λίμνης. Θα επιστρέφω μόνος
μου». Πλησίασε το άλογο της Άστα, σήκωσε το κεφάλι του και
ι ην κοίταξε.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε εκείνη.
«Μια χαρά», είπε ο Ντίλον. «Είναι κάτι που το κάνω
>ι ι >λλές φορές τα πρωινά. Με βοηθάει να τρώω με μεγαλύτερη
ιψιξη το μεσημεριανό μου».
«Θα είμαστε σ’ επαφή, Ντίλον», είπε ο Μόργκαν. «Έλα,
Α<πα». Άρχισε ν’ απομακρύνεται με ελαφρό καλπασμό.
() Ντίλον γύρισε και κοίταξε τους Μάνρο. Ο Φέργκους βγήκε
>-< πιο απόπο αμάξι και ο Ντίλον φώναξε στα ιρλανδικά: «Ώστε
ι /ι ί ήσουν, κατεργάρη. Καλά θα κάνεις να προσέχεις».
Γύρισε στην όχθη της λίμνης και μάζεψε τα σύνεργα της
ψσρικής. Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ρόρι Μάνρο
|ΐ ,ί|ζγ από τους θάμνους. «Δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανες
<ιυιό για τον Φέργκους», είπε σταγαελικά. «Αφού οι δυο σας
ι ιοιε εχθροί».
«' Ισως, αλλά τον Μόργκαν τον αντιπαθώ ακόμα περισσό-
ι ιρο. Μόνο να ξέρεις πως η κοπέλα είναι διαφορετική. Κι αν
η Φέργκους τολμήσει να την ξαναγγίξει, θα του τσακίσω και
κι δυο του τα χέρια».
() Ρόρι γέλασε. «Πολύ το σκληρό δε μας κάνεις, κοντοπί-
ihipi ;»
«()ποτε θέλεις, έλα να με δοκιμάσεις», του είπε ο Ντίλον.
<) Ρόρι τον κοίταξε για μια στιγμή βλοσυρά, αλλά μετά
168 JACK HIGGINS
χαμογέλασε. «Που ξέρεις, μπορεί να ’ρθει κι αυτή η στιγμή», είπε
κι αμέσως έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα

Ο Ντίλον έπινε το τσάι του κοντά στη φωτιά στο κυνηγετικό


περίπτερο και ταυτόχρονα εξιστορούσε τα γεγονότα του πρωι­
νού στον ταξίαρχο και τη Χάνα Μπερνστάιν.
«Ώστε το παιχνίδι χοντραίνει», είπε ο Φέργκιουσον.
«Ήσουν τυχερός που ο Μόργκαν εμφανίστηκε την κρίσιμη
στιγμή», είπε η Χάνα «Διαφορετικά τώρα θα ήσουν για το
νοσοκομείο».
«Ναι, πολύ ευτυχής σύμπτωση», είπε ο Φέργκιουσον.
«Και ξέρεις πόσο πολύ πιστεύω στις συμπτώσεις», του είπε
ο Ντίλον.
Η Χάνα έσμιξε τα φρύδια. «Θέλεις να πεις ότι ο Μόργκαν
βρισκόταν πίσω απ’ αυτή την ιστορία;»
«Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό, αλλά πιστεύω ότι ήταν κάτι που
το περίμενε. Γι’ αυτό και βρέθηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή».
«Πολύ πιθανό». Ο Φέργκιουσον έγνεψε καταφατικά. «Πράγ­
μα που θέτει το ερώτημα: πώς ήξερε ότι θα πήγαινες για ψάρεμα
σήμερα το πρωί;»
«Σωστά. Η ζωή είναι ένα ατέλειωτο μυστήριο», είπε ο
Ντίλον. «Τι έχει τώρα το πρόγραμμα;»
«Γεύμα, καλό μου παιδί. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να
κάνουμε μια πρώτη επίσκεψη στο χωριό Αρντναμούρχαν και
να δοκιμάσουμε τις τοπικές λιχουδιές. Δεν μπορεί, κάποιο
παμπ θα υπάρχει που θα σερβίρει κάποιου είδους φαγητό».
«Φαγητό σε παμπ εσείς, ταξίαρχε;» ρώτησε με πειραχτική
διάθεση η Χάνα.
«Όχι μόνο εγώ, αλλά κι εσύ, επιθεωρήτρια, παρ’ όλο που
αμφιβάλλω αν αυτό που θα μας σερβίρουν θα μπορεί να
θεωρηθεί ‘καθαρό’ για μια Εβραία».
«Μπορώ να ρωτήσω», είπε η Χάνα. «Νομίζω ότι ο Άν-
γκους εργάζεται έξω, στον κήπο». Βγήκε από το δωμάτιο και
γύρισε έπειτα από λίγο. «Λέει ότι μπορούμε να φάμε στο
Κάμπελ Αρμς. Κάνει ωραία κρεατόπιτα».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 169
«Θαυμάσια», είπε ο Φέργκισυσον. «Τι καθόμαστε, λοιπόν;»

Ο Μόργκαν ήταν στην ταράτσα με την Άστα όταν ήρθε και τους
βρήκε ο Μέρντοκ. «Μόλις μου τηλεφώνησε ο Άνγκους. Οι φίλοι
μας πρόκειται να πάνε στο Κάμπελ Αρμς για φαγητό».
«Αλήθεια;» είπε ο Μόργκαν.
«Δεν αποκλείεται το πράγμα να έχει ενδιαφέρον. Μεθαύ­
ριο είναι το τοπικό πανηγύρι και οι Αγώνες των Χάιλαντς.
Μαζεύονται πολλοί Τσιγγάνοι, έμποροι αλόγων και τα λοιπά.
Πολύ πιθανό να είναι και οι Μάνρο εκεί».
«Α, έτσι;» Ο Μόργκαν χαμογέλασε και γύρισε στην Άστα.
«Δεν πρέπει να το χάσουμε αυτό, έτσι δεν είναι;» Ύψωσε τη
φωνή του. «Μάρκο!» Ο Ρούσο εμφανίστηκε στην πόρτα. «Φέρε
το αυτοκίνητο. Θα πάμε στο χωριό για ένα ποτό και θέλω να
οδηγήσεις. Έχω ένα προαίσθημα ότι ίσως σε χρειαστούμε».

Το παμπ Κάμπελ Αρμς ήταν πολύ παλιό, χτισμένο από γκρίζο


γρανίτη, αλλά η επιγραφή πάνω από την πόρτα ήταν φρεσκο-
βαμμένη. Ο Ντίλον πάρκαρε απέναντι και, μαζί με τη Χάνα
και τον Φέργκισυσον, διέσχισαν το δρόμο, περιμένοντας μια
στιγμή για να περάσει ένας νεαρός Τσιγγάνος που ήταν κα­
βάλα στη γυμνή ράχη ενός αλόγου. Τρία ακόμα άλογα ακο­
λουθούσαν πίσω του. Στον τοίχο ένα πόστερ διαφήμιζε το
πανηγύρι και τους αγώνες στο Αρντναμούρχαν.
«Θα πρέπει να έχουν ενδιαφέρον», είπε ο Φέργκισυσον κι
αμέσως άνοιξε την πόρτα του παμπ και μπήκε πρώτος μέσα.
Βρέθηκαν σ’ ένα παλιομοδίτικο μικρό και περιποιημένο
δωμάτιο, σαν αυτά που τον παλιό καιρό ήταν μόνο για γυναί­
κες. Το δωμάτιο αυτό ήταν άδειο, αλλά μια δεύτερη πόρτα
οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο σαλούν, με ξύλινα δοκάρια στο ταβά­
νι. Εδώ υπήρχε ένα μακρύ μπαρ με μαρμάρινη επιφάνεια και
πίσω δεκάδες μπουκάλια παραταγμένα μπροστά σ’ ένα μεγά­
λο καθρέφτη. Στο τζάκι έκαιγε φωτιά από τύρφη κι ακόμα
υπήρχαν τραπέζια, καρέκλες και ιδιαίτερα χωρίσματα με ξύ­
λινους πάγκους. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη από καμιά
170 JACK HIGGINS
τριανταριά ή και περισσότερα άτομα και μερικοί απ’ αυτούς
ήταν προφανώς Τσιγγάνοι που είχαν έρθει για τη ζωοπανήγυ­
ρη. Άλλοι έπρεπε να ήταν ντόπιοι, ηλικιωμένοι άντρες, με
γκέτες και χοντρές κάπες, ή με σκοτσέζικους σκούφους και
μπέρτες, όπως ο Έκτωρ Μάνρο, που στεκόταν στη μια άκρη
του μπαρ με τον Ρόρι και τον Φέργκους.
Οι μεγαλόφωνες συζητήσεις σταμάτησαν απότομα καθώς
ο Φέργκιουσον μπήκε μέσα, ακολουθούμενος από τους άλ­
λους. Η γυναίκα που ήταν στο μπαρ ήρθε να τους υποδεχτεί,
σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια πετσέτα. Φορούσε ένα παλιό
χειροποίητο πλεχτό και πρόχειρο παντελόνι. «Καλώς ορίσατε
στα μέρη μας, ταξίαρχε», είπε με προφορά Χάιλαντς και του
έδωσε το χέρι της. «Με λένε Μόλι».
«Καλώς σας βρήκαμε, αγαπητή μου», είπε ο Φέργκιουσον.
«Μάθαμε ότι το φαγητό σας είναι εξαιρετικό».
«Ελάτε από δω». Η Μόλι τους οδήγησε σ’ ένα από τα
ιδιαίτερα χωρίσματα κοντά στη φωτιά και γύρισε στους υπό­
λοιπους πελάτες. «Εσείς πιείτε το ποτό σας μέχρι να φροντίσω
τους αναθεματισμένους τους Εγγλέζους», είπε στα γαελικά.
«Κάνεις μεγάλο λάθος στην περίπτωσή μου, γυναίκα»,
είπε ο Ντίλον στα ιρλανδικά, «αλλά θα σ’ το συγχωρήσω αν
μπορέσεις να μου βρεις ένα μπουκάλι Μπούσμιλς».
Η γυναίκα έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη κι
αμέσως μετά άγγιξε τον Ντίλον στο πρόσωπο. «Ιρλανδός, ε;
Να ’σαι καλά, αγόρι μου. Για να δούμε, μπορεί και να σου
κάνω έκπληξη». Βολεύτηκαν στις θέσεις τους και η γυναίκα
πρόσθεσε στ’ αγγλικά: «Σήμερα έχουμε ψαρόπιτα, αν βέβαια
σκοπεύετε να φάτε. Φρέσκος μπακαλιάρος, κρεμμύδια και
πατάτες».
«Καταπληκτικό», της είπε ο Φέργκιουσον. «Εγώ θα πάρω
μια Γκίνες, για την κυρία φέρε μια μπίρα λάγκερ και για το
φίλο μου από δω ό,τι αποφασίσατε».
«Αμέσως. Χαρά μου να εξυπηρετήσω κάποιον μ’ ένα τόσο
ωραίο σκοτσέζικο όνομα».
Η γυναίκα έφυγε και, καθώς οι συζητήσεις άρχισαν να
φουντώνουν και πάλι, ο Ντίλον άναψε τσιγάρο. «Ο ηλικιωμέ­
νος άντρας με το γρανιτένιο πρόσωπο και το σκούφο στην
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 171
άκρη του μπαρ είναι ο Έκτωρ Μάνρο. Αυτός με την πρησμένη
μούρη είναι ο Φέργκους και ο τρίτος, ο σκληρός με τους
φαρδιούς ώμους που σε κοιτάζει με τόσο θαυμασμό, Χάνα,
αγάπη μου, είναι ο Ρόρι».
Η Χάνα κοκκίνισε. «Δεν είναι ο τύπος μου».
Ο Ντίλον γύρισε και χαιρέτησε τους Μάνρο με μια κίνηση
του κεφαλιού. «Ω, μην το λες. Μετά από κάνα δυο ποτά δεν
ξέρεις τι γίνεται».
«Είσαι κτήνος, Ντίλον».
«Ναι. Μου το ’χουν πει κι άλλοι».
Ο Έκτωρ Μάνρο σκούπισε τα χείλια του με την ανάποδη
της παλάμης του και πλησίασε, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα
στους πελάτες. «Κύριε Ντίλον, πρόσφερες μια υπηρεσία στο
γιο μου», είπε στ’ αγγλικά, «και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να σ’
ευχαριστήσω. Ίσως κάναμε στραβό ξεκίνημα».
«Να σου συστήσω το θείο μου, ταξίαρχο Φέργκιουσον»,
είπε ο Ντίλον.
«Το όνομα Φέργκιουσον είναι γνωστό», είπε ο Μάνρο.
«Υπάρχουν κάποιοι Φέργκιουσον μερικά χιλιόμετρα από δω,
προς τη μεριά του Τομεντούλ. Οι Φέργκιουσον πολέμησαν
μαζί μας στο Κούλοντεν, εναντίον των άναθεματισμένων Γερ­
μανών του βασιλιά Γεωργίου».
«Έχεις σπουδαία μνήμη!» παρατήρησε ο Φέργκιουσον.
«Πάει διακόσια πενήντα χρόνια πίσω. Ναι, είναι αλήθεια ότι
οι πρόγονοί μου πολέμησαν στο Κούλοντεν για χάρη του
πρίγκιπα Καρόλου».
Ο Μάνρο του έσφιξε θερμά το χέρι κι επέστρεψε στο μπαρ.
«Έλα, Χριστέ μου. Μπλέξαμε στα μονοπάτια των αναμνή­
σεων», είπε ο Φέργκιουσον, ενώ η Μόλι έφερνε τα ποτά. Τα
τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι κι εκείνη τη στιγμή η πόρτα
άνοιξε και μπήκαν ο Μόργκαν με την Άστα- τους ακολουθού­
σαν ο Μέρντοκ με τον Μάρκο.

Έγινε ξανά σιωπή. Ο Μόργκαν επιθεώρησε την αίθουσα και,


τέλος, προχώρησε με την Άστα. Πίσω του ο Μάρκο έμεινε στο
μπαρ και ο Μέρντοκ πλησίασε τη Μόλι. Ο Μόργκαν και η
Υ12 JACK HIGGINS
Άστα κάθισαν στους πάγκους που βρίσκονταν απέναντι από
τον ταξίαρχο και την παρέα του.
«Ταξίαρχε, τι ευχάριστη έκπληξη! Δεν είχα την ευκαιρία
να σε συστήσω στην κόρη μου χτες βράδυ. Η Άστα, ο ταξίαρ-
χος Φέργκιουσον».
«Χαίρω πολύ, αγαπητή μου», της είπε ο Φέργκιουσον.
«Τον ανιψιό μου τον ξέρετε. Η γοητευτική κυρία από δω είναι
η γραμματέας μου, Χάνα Μπερνστάιν».
Ο Μέρντοκ ήρθε από το μπαρ με ποτήρια κι ένα μπουκάλι
λευκό κρασί. «Σαμπλί, κύριε Μόργκαν. Δε βρήκα τίποτε κα­
λύτερο».
«Αρκεί να μην το φτιάχνουν εδώ, στην πίσω αυλή. Κι από
φαγητό;»
«Ψαρόπιτα, φίλε μου», είπε ο Φέργκιουσον. «Έχουν μόνο
ένα πιάτο κάθε μέρα».
«Ωραία, λοιπόν, θα φάμε ψαρόπιτα», είπε ο Μόργκαν.
«Δεν είμαστε στο Καπρίς».
«Σίγουρα όχι», είπε ο Φέργκιουσον.
Ο Μέρντοκ σέρβιρε το κρασί και ο Μόργκαν ύψωσε το
ποτήρι του. «Τι θα ’πρεπε να ευχηθούμε;»
«Στραβομάρα στους αντιπάλους μας», είπε ο Ντίλον. «Εί­
ναι μια παλιά ιρλανδέζικη πρόποση».
«Και τι ταιριαστή!»
Η Άστα δοκίμασε το κρασί και είπε: «Χαίρω πολύ για τη
γνωριμία μας, δεσποινίς Μπερνστάιν. Περίεργο, αλλά στο
διάστημα που ήμαστε μαζί, ο Ντίλον δε σε ανέφερε καθόλου.
Τώρα που σε γνώρισα, καταλαβαίνω το γιατί».
«Για κάνε μου τη χάρη! Μη γίνεσαι αγενής», της είπε ο
Ντίλον.
Τα μάτια της Άστα στρογγύλεψαν από οργή και ο Μόρ­
γκαν κατσούφιασε. Αμέσως μετά ο Μέρντοκ έσκυψε και κάτι
ψιθύρισε στ’ αυτί του κι εκείνος γύρισε και κοίταξε προς το
μπαρ. Εκείνη τη στιγμή ο Φέργκους γλιστρούσε με τρόπο προς
την έξοδο.
Ο Μόργκαν φώναξε στα ιταλικά: «Σταμάτησε' τον, Μάρ­
κο! Αυτό τον τύπο που ψάχνω να βρω».
Ο Μάρκο έβαλε το χέρι του στο στήθος του Φέργκους και
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 173
τον έσπρωξε πίσω, ενώ ο Έκτωρ Μάνρο και ο Ρόρι έκαναν
ένα βήμα μπροστά. «Άσε το γιο μου ήσυχο, αλλιώς θα ’χεις να
κάνεις μ’ εμένα», είπε ο γέρος.
«Μάνρο», φώναξε ο Μόργκαν, «σε ρώτησα για το γιο σου
λίγο πιο πριν και ισχυρίστηκες ότι δεν ήξερες πού είναι».
«Ο γιος μου είναι δική μου υπόθεση. Όποιος τον πειράξει
πειράζει όλους μας».
«Άσε αυτές τις χωριάτικες κουτοπονηριές, σε παρακαλώ.
Ο γιος σου πρόσβαλε την κόρη μου και πρέπει να πληρώσει
γι’ αυτό».
Ο Φέργκους είχε τρομάξει τώρα- το πρόσωπό του ήταν
κατάχλομο. Προσπάθησε να ξεφύγει από τον Μάρκο, αλλά
εκείνος τον άρπαξε απ’ το λαιμό, τον γύρισε και τον έστειλε
μ’ ένα σπρώξιμο να σωριαστεί μπροστά στον Μόργκαν.
Απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί μέσα στο μπαρ. «Έλα δω,
γουρούνι», είπε ο Μόργκαν.
Ο Ρόρι χίμηξε ξαφνικά. «Άρπα τη», φώναξε κι έδωσε μια
γροθιά στη βάση της σπονδυλικής στήλης του Μάρκο. Ο Σικε-
λός γύρισε, απέκρουσε το επόμενο χτύπημα του Ρόρι και του
έδωσε μια με το δεξί που τον βρήκε ψηλά στο αριστερό
μάγουλο, στέλνοντάς τον να πέσει πάνω στο μπαρ.
Ο Φέργκους, που είχε κουλουριαστεί έντρομος στο πάτω­
μα, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, πετάχτηκε πάνω και χίμηξε
προς την πόρτα. Ο Μάρκο, γυρνώντας, έτρεξε να τον προλά­
βει, αλλά η Χάνα Μπερνστάιν άπλωσε το πόδι της, με αποτέ­
λεσμα ο Μάρκο να σωριαστεί στο πάτωμα και ο Φέργκους να
γίνει καπνός.
«Φοβερό αυτό το κορίτσι», είπε ο Φέργκιουσον στον Μόρ­
γκαν. «Κάτι τέτοια μου κάνει και δε θέλω να την παίρνω μαζί
μου».
Ενώ ο Μάρκο σηκωνόταν, ο Ρόρι κινήθηκε εναντίον του
από το μπαρ, αλλά ξαφνικά ο Ντίλον βρέθηκε μ’ ένα σάλτο
ανάμεσάτους. «Αυτό το παλιόσκυλο είναι δικό μου», είπε στον
Ρόρι στα ιρλανδικά. «Άντε να πιεις την μπίρα σου σαν καλό
παιδί κι άσ’ τον σ’ εμένα».
Ο Ρόρι τον κοίταξε για μια στιγμή με μάτια γεμάτα λύσσα
και τέλος αναστέναξε. «Εντάξει, Ιρλανδέ, αλλά αν ξαναβάλει
174 JACK HIGGINS
χέρι πάνω μου θα μου το πληρώσει». Έκανε μεταβολή και
γύρισε στο μπαρ.
«Περίεργο», είπε ο Φέργκιουσον στον Μόργκαν, «αλλά
από τη στιγμή που σε συνάντησα η ζωή έχει πάρει ένα εντελώς
καινούριο νόη μα». ,
«Ναι, δεν είδες;» είπε ευχάριστα ο Μόργκαν κι εκείνη τη
στιγμή έφτασε η Μόλι μ’ έναν τεράστιο δίσκο φορτωμένο
πιάτα με ψαρόπιτα.
«Μμμμ, ωραία μυρίζει!» Το πρόσωπο του Φέργκιουσον
έλαμψε. «Πρέπει να φάμε καλά. Είμαι βέβαιος ότι θα χρεια­
στούμε όλες μας τις δυνάμεις».

Λίγο αργότερα, καθώς όλοι τους στέκονταν έξω στο δρόμο, ο


Μόργκαν είπε: «Αναρωτιέμαι μήπως θα μπορούσαμε να ορ­
γανώσουμε ένα δείπνο, αύριο το βράδυ, ίσως. Θα ήταν καλό
να προσκαλούσαμε και τη λαίδη Κάθριν».
«Θαυμάσια ιδέα», είπε ο Φέργκιουσον. «Την αποδέχομαι
με μεγάλη μου ευχαρίστηση».
«Κάνεις ιππασία, Ντίλον;» ρώτησε η Άστα.
«Είναι γνωστή η ικανότητά μου σ’ αυτό τον τομέα».
«Τότε ίσως θα μπορούσες να μας κάνεις παρέα αύριο το
πρωί. Θα σου βρούμε άλογο».
«Α, υπάρχει ένα πρόβλημα, ξέρετε», είπε ο Ντίλον. «Ο
θείος μου έχει υποσχεθεί να με πάει για κυνήγι ελαφιού αύριο.
Το έχετε δοκιμάσει ποτέ;»
«Κυνήγι ελαφιού; Σίγουρα θα είναι συναρπαστικό!» Η
Άστα γύρισε στον Μόργκαν. «Καρλ, θα ’θελα πολύ να πάω!»
«Δεν είναι από τα σπορ που μ’ ενθουσιάζουν, κι έπειτα έχω
να φροντίσω διάφορες δουλειές αύριο».
Ο Φέργκιουσον παρενέβη με φιλικό κι ευχάριστο ύφος.
«Θα χαρούμε πολύ να σ’ έχουμε μαζί μας, αγαπητή μου. Αν
φυσικά δεν έχεις αντίρρηση, Μόργκαν».
«Γιατί να έχω αντίρρηση; Πολύ καλή ιδέα».
«Θα περάσουμε λοιπόν να σε πάρουμε», είπε ο Φέργκιου-
σον στην Άστα. «Στις εννιά και μισή». Άγγιξε το τουίντ καπέλο
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 175
του. «Σας χαιρετούμε προς το παρόν». Γύρισε και κατευθύν-
θηκε προς το Ρέιντζ Ρόβερ.
«Πάμε κι εμείς», είπε ο Μόργκαν και η Άστα προχώρησε
πρώτη προς το παρκαρισμένο στέισσν βάγκον.
«Να σας πω κάτι, κύριε Μόργκαν», μουρμούρισε ο Μέρντοκ.
«Έχω μια ιδέα για το πού μπορεί να βρίσκεται ο Φέργκους».
«Ναι;» είπε ο Μόργκαν. «Ωραία, λοιπόν, θα πάμε τη δε­
σποινίδα Άστα σπίτι και μετά μπορείς να μου δείξεις».

Στο περίπτερο Αρντναμούρχαν ο Φέργκιουσον έβγαλε το


πανωφόρι του και πήγε και στάθηκε με την πλάτη στη φωτιά.
«Λοιπόν, τι συμπέρασμα βγάζετε απ’ όλ’ αυτά;»
«Ο σκληρός τύπος που τους ακολουθούσε, σερ, είναι ο
σωματοφύλακας του Μόργκαν, ο Μάρκο Ρούσο», είπε η Χάνα
Μπερνστάιν. «Το έχω ελέγξει. Έφτασε στην Αγγλία μαζί με
τον Μόργκαν. Σύμφωνα με την ιταλική αστυνομία, πρόκειται
για γνωστό μαφιόζο και μέλος της οικογένειας του Λούκα».
«Ωραία», είπε ο Φέργκιουσον και γύρισε στον Ντίλον. «Α­
λήθεια, τι σαχλαμάρες ήταν αυτά τα περί κυνηγιού ελαφιών;»
«Δεν έχεις κυνηγήσει ποτέ ελάφια, ταξίαρχε;» Ο Ντίλον
κούνησε με λύπη το κεφάλι του. «Δεν ξέρεις τι έχεις χάσει- και
είσαι και μέλος της ανώτερης τάξης!»
«Ασφαλώς κι έχω κυνηγήσει ελάφια», του είπε ο Φέρ-
γκιουσον. «Και κάνε μου τη χάρη να κρατάς τις βλακώδεις
παρατηρήσεις για τον εαυτό σου. Αυτό που θέλω να μάθω
είναι για ποιο λόγο θα πάρουμε μαζί μας την κοπέλα αύριο.
Είδα ότι το ήθελες, γι’ αυτό και την κάλεσα».
«Δεν είμαι βέβαιος», είπε ο Ντίλον. «Θα ’θελα να τη
γνωρίσω λιγάκι καλύτερα. Ίσως αυτό να οδηγήσει κάπου».
«Ντίλον, πρέπει να καταλάβεις κάτι», είπε η Χάνα Μπερ­
νστάιν. «Πρόκειται για μια νέα γυναίκα, έξυπνη, ικανή και
σκληρή. Αν πιστεύεις ότι δεν ξέρει πώς ακριβώς κάνει τα
χρήματά του ο Μόργκαν, είσαι γελασμένος. Πρόσεξέ τους.
Χρησιμοποίησε τα μάτια σου. Είναι ένα πολύ δεμένο ζευγάρι.
Στοιχηματίζω ότι η κοπέλα ξέρει πολύ καλά για ποιο λόγο
βρίσκονται εδώ».
176 JACK HIGGINS
«Γι’ αυτό ακριβώς και θέλω να την πλησιάσω», είπε ο
Ντίλον.
«Συμφωνώ», είπε ο Φέργκιουσον. «Θα κάνουμε λοιπόν
ό,τι είπαμε. Κυνήγι ελαφιού το πρωί. Ο Κιμ θα μεταφέρει τα
όπλα κι εσύ θα μείνεις εδώ να κρατάς το φρούριο, επιθεωρή-
τρια».
«Όπως θέλετε, σερ».
Ο ταξίαρχος γύρισε στον Ντίλον. «Άλλο τίποτε;»
«Ναι. Λέω να κάνω μια επίσκεψη στον πύργο απόψε. Να
ρίξω μια ματιά, να δω τι ακριβώς μαγειρεύουν. Έχεις αντίρ­
ρηση;»
«Καθόλου. Δεν είναι άσχημη ιδέα». Ο Φέργκιουσονχαμο­
γέλασε. «Περίεργο, αλλά ο Μόργκαν αποδεικνύεται εξαιρε­
τικά ευγενής όταν τον γνωρίσεις από κοντά, δε συμφωνείτε;»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι, σερ», είπε η Χάνα Μπερν-
στάιν. «Για μένα δεν παύει να είναι ένας ακόμα γκάγκστερ με
ωραίο κοστούμι».
9

Φέργκους καθόταν σ’ ένα χαμηλό κρεβάτι, στην παλιά

Ο κυνηγετική καλύβα στη δυτική όχθη του Λοχ Ντου, κι


έπινε ουίσκι από ένα μπουκάλι. Δε φοβόταν τώρα πια, όσα
ΐ' ίχαν συμβεί στο παμπ ανήκαν στο παρελθόν, ένιωθε όμως να
τον πνίγει ο θυμός, ιδίως όταν σκεφτόταν την Άστα.
«Παλιοβρόμα», μονολογούσε, «εσύ φταις για όλα». Κατέ­
βασε ακόμα μια γουλιά ουίσκι. «Έννοια σου κι αν ξαναπέσεις
στα χέρια μου...»
Ακούστηκε ένα ξαφνικό τρίξι μο, η πόρτα άνοιξε και μπήκε
μέσα ο Μέρντοκ. «Εδώ είναι», είπε κι αμέσως ο Μόργκαν τον
ακολούθησε μ’ ένα μασιίγιο ιππασίας στο χέρι και τον Μάρκο
δίπλα του.
«Α, ώστε εδώ κρύβεσαι, σκουλήκι», είπε ο Μόργκαν.
Ο Φέργκους τρομσκρατήθηκε. Σηκώθηκε πάνω με το μπου­
κάλι στο χέρι. «Ακούστε να σας πω, δεν έχετε δίκιο, ένα λάθος
έγινε. Δεν ήξερα ποια ήταν η κοπέλα».
«Λάθος;» είπε ο Μόργκαν. «Και βέβαια ήταν λάθος.
Δικό σου λάθος, γουρούνι». Γύρισε στο σωματοφύλακα του.
«Μάρκο».
178 JACK HIGGINS
Ο Μάρκο είχε αρχίσει να βάζει ένα ζευγάρι δερμάτινα
γάντια. Ο Φέργκους ξαφνικά έκανε θρύψαλα το μπουκάλι με
το ουίσκι, σκορπίζοντας το περιεχόμενό του πάνω στο κρεβά­
τι, και κράτησε το σπασμένο λαιμό απειλητικά. «Θα σε χαρα­
κώσω αν με πλησιάσεις, τ’ ορκίζομαι».
Ο Μάρκο πλησίασε και ο Φέργκους του επιτέθηκε με το
σπασμένο μπουκάλι. Ο Σικελός τον απέκρουσε, πιάνοντας το
χέρι του απ’ το πλάι κι αμέσως μετά του κατάφερε μια φοβερή
γροθιά κάτω από τα πλευρά. Ο Φέργκους άφησε το σπασμένο
μπουκάλι να πέσει από το χέρι του και σωριάστηκε πάνω στο
κρεβάτι.
«Άφησέ τον», είπε ο Μόργκαν.
Ο Μάρκο έκανε πίσω και ο Μόργκαν πλησίασε. «Τόλμη­
σες να βάλεις τα βρομόχερά σου πάνω στην κόρη μου».
Άρχισε να χτυπάει τον Φέργκους στο πρόσωπο με το μα-
στίγιο κι εκείνος, ξεφωνίζοντας, προσπαθούσε να φυλαχτεί με
υψωμένατα χέρια. Τέλος ο Μόργκαν έκανε πίσω και ο Μάρκο
πλησίασε και πάλι. Χτύπησε τον Φέργκους στο πρόσωπο αυτή
τη φορά, τον έστειλε να σωριαστεί στο πάτωμα κι άρχισε να
τον κλοτσά με κτηνώδη τρόπο.
«Αρκετά». Ο Μάρκο έκανε πίσω και ο Φέργκους έμεινε
βογκώντας στο πάτωμα. Ο Μόργκαν γύρισε και είδε τον
Μέρντοκ στο κατώφλι της πόρτας· φαινόταν τόσο τρομαγμέ­
νος όσο ήταν πριν λίγο και ο ίδιος ο Φέργκους. «Έχεις πρό­
βλημα;» τον ρώτησε.
«'Οχι, κύριε Μόργκαν».
«Ωραία. Πάμε να φύγουμε λοιπόν».
Μπήκαν όλοι στο στέισον βάγκον, ο Μάρκο κάθισε στο
τιμόνι κι απομακρύνθηκαν αμέσως.

Κάμποση ώρα αργότερα, κι ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει,


ο Φέργκους σηκώθηκε με κόπο και ήρθε και στάθηκε στο
άνοιγμα της πόρτας. Το θέαμα που παρουσίαζε ήταν φοβερό:
το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα. Με δυσκολία στεκόταν
στα πόδια του, στηριγμένος στο κούφωμα της πόρτας, και
τέλος άρχισε να κατηφορίζει τρικλίζοντας προς τη λίμνη. Τσα-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 179
λαβούτηξε στα ρηχά νερά κι έπεσε στα γόνατα, ρίχνοντας
νερό με τις χούφτες στο πρόσωπο και το κεφάλι του. Ο
πόνος που ένιωθε ήταν τρομερός, ο χειρότερος πόνος που
είχε νιώσει ποτέ του. Ήταν θεόσταλτη ανακούφιση όταν,
τελικά, όλα γύρω του σκοτείνιασαν και σωριάστηκε μπρού­
μυτα μέσα στο νερό.

Η ώρα ήταν έντεκα κι έβρεχε δυνατά όταν η Χάνα Μπερν-


στάιν σταμάτησε το Ρέιντζ Ρόβερ δίπλα στον τοίχο του πύργου
Λοχ Ντου. «Θεέ μου», είπε, «δε σταματά ποτέ να βρέχει εδώ;»
«Έτσι είναι η όμορφη Σκοτία», είπε ο Ντίλον. Ήταν ντυ­
μένος στα κατάμαυρα — πουλόβερ,τζιν, πάνινα παπούτσια—
και τώρα έβαλε και μια μαύρη μάσκα του σκι στο κεφάλι του,
έτσι ιόστε να φαίνονται μόνο τα μάτια και το στόμα του.
«Είσαι τέλειος», του είπε η Χάνα.
Ο Ντίλον φόρεσε κι ένα ζευγάρι λεπτά μαύρα γάντια, πήρε
ένα Βάλτερ από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και του τοπο­
θέτησε ένα σιγαστήρα Χάρλεϊ.
«Για όνομα του Θεού, Ντίλον, δεν πας στον πόλεμο».
«Έτσι νομίζεις εσύ, αγάπη μου». Ο Ιρλανδός έχωσε το
όπλο στη ζώνη του και τα δόντια του γυάλισαν στο άνοιγμα
της μάσκας καθώς χαμογέλασε. «Λοιπόν, φεύγω. Δώσε μου
μια ώρα περιθώριο». Άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε
στο σκοτάδι.

Ο τοίχος είχε ύψος περίπου τέσσερα μέτρα και για τον


Ντίλον δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία. Η φθορά του
χρόνου είχε δημιουργήσει προεξοχές και βαθουλώματα κι
έτσι μπόρεσε να σκαρφαλώσει επάνω και να πηδήσει στο
υγρό γρασίδι από την άλλη μεριά. Πέρασε ανάμεσα από
κάμποσα δέντρα, έφτασε σε μια ανοιχτή έκταση με γκαζόν
κι έκανε ελαφρό τροχάδην προς την κατεύθυνση του πύρ­
γου. Τέλος σταμάτησε σε μια άλλη συστάδα δέντρων απ’
όπου έβλεπε τα φωτισμένα παράθυρα.
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Ο Ντίλον στεκόταν εκεί,
180 JACK HIGGINS
προστατευμένος κάπως από ένα δέντρο. Ξαφνικά η βαριά
δρύινη εξώπορτατου πύργου άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Μάρκο
Ρούσο με το ντόμπερμαν πλάι του. Ο Μάρκο έσπρωξε το
σκύλο με το πόδι του, προφανώς προτρέποντάς τον ν’ απομα­
κρυνθεί για τις σωματικές του ανάγκες, και ο ίδιος ξαναμπήκε
μέσα. Ο σκύλος έμεινε ακίνητος, μυρίζοντας τη βροχή, και
τέλος σήκωσε το πόδι του. Ο Ντίλον δοκίμασε ξανά εκείνο το
σιγανό, περίεργο σφύριγμα που είχε χρησιμοποιήσει και την
πρώτη φορά κι αμέσως ο σκύλος τέντωσε τ’ αυτιά του και ήρθε
τρέχοντας προς το μέρος του.
Ο Ντίλον έσκυψε, του χάιδεψε τ’ αυτιά και τον άφησε να
του γλείψει τα χέρια. «Μπράβο, αγόρι μου», του είπε χαμηλό­
φωνα. «Τώρα κάνε ό,τι σου λέω και κάθισε φρόνιμα».
Πλησίασε σ’ ένα παράθυρο, κοίταξε προσεκτικά και είδε
την Άστα στο γραφείο να διαβάζει ένα βιβλίο κοντά στη
φωτιά. Η εικόνα που παρουσίαζε ήταν πολύ ελκυστική με τις
μαύρες μεταξωτές της πιτζάμες. Ο Ντίλον προχώρησε, ενώ ο
σκύλος τον ακολουθούσε, κοίταξε μέσα από ένα μακρόστενο
παράθυρο και είδε το άδειο χολ.
Έκανε το γύρο, άκουσε κάποιες φωνές και διαπίστωσε ότι
μια από τις πόρτες που έβγαζαν στον κήπο ήταν μισάνοιχτη.
Οι κουρτίνες ήταν μισοτραβηγμένες και όταν κοίταξε με προ­
σοχή μέσα είδε τον Μόργκαν και τον Μέρντοκ σ’ ένα μεγάλο
καθιστικό. Στον έναν τοίχο υπήρχαν βιβλιοθήκες και ο Μόρ­
γκαν επανατοποθετούσε μερικά βιβλία σε μία απ’ αυτές.
«Έψαξα αυτό το δωμάτιο σπιθαμή προς σπιθαμή, κατέβα­
σα όλα τα βιβλία, έψαξα όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια
και το ίδιο έκανα και στο γραφείο. Ούτε ίχνος. Τι γίνεται με
το υπηρετικό προσωπικό;»
«Έχουν όλοι ενημερωθεί, κύριε Μόργκαν, όλοι τους θα
’θελαν πάρα πολύ να κερδίσουν την αμοιβή των χιλίων λιρών
που υποσχεθήκατε, αλλά ακόμα τίποτε».
«Κάπου πρέπει να βρίσκεται· πες τους να μην εγκαταλεί-
ψουν τις προσπάθειες».
Το ντόμπερμαν κλαψούρισε ελαφρά, μπήκε μέσα από τη
μισάνοιχτη πόρτα κι έτρεξε στον Μόργκαν που, περιέργως, το
υποδέχτηκε με ικανοποίηση. «Πού γυρίζεις, αγόρι μου;» Έ-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 181
σκύψε να το χαϊδέψει. «Πω, πω, είναι μούσκεμα, θ’ αρπάξει
καμιά πνευμονία. Πάρ’ τον στην κουζίνα, Μέρντοκ, και σκού­
πισε τον. Εγώ πάω για ύπνο».
Ο Μέρντοκ έφυγε, κρατώντας το ντόμπερμαν από το κο­
λάρο, και ο Μόργκαν γύρισε και πήγε στο παράθυρο. Στάθηκε
για λίγο κοιτάζοντας έξω τη βροχή και τέλος πήγε στην πόρτα,
έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Ντίλον γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο, πήγε στην εσωτε­
ρική πόρτα και αφουγκράστηκε. Κατόπιν την άνοιξε λιγάκι κι
άκουσε φωνές· ήταν του Μόργκαν και της Άστα. Η πόρτα του
γραφείου ήταν ανοιχτή κι άκουσε τον Μόργκαν να λέει: «Εγώ
πάω για ύπνο. Εσύ;»
«Κι εγώ, μάλλον. Αν πρόκειται να πάω για κυνήγι ελαφιού
αύριο, θα πρέπει να είμαι ξεκούραση]».
«Και ξύπνια», είπε ο Μόργκαν. «Προσπάθησε ν’ ακούσεις
όλα όσα θα πουν ο Φέργκιουσον και ο Ντίλον. Κατάγραψέ τα
στο μυαλό σου και μην τα ξεχάσεις».
«Στις διαταγές σου, αφέντη».
Η Άστα γέλασε και, όταν βγήκαν από το δωμάτιο, ο Μόρ­
γκαν είχε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της. «Είσαι καταπλη­
κτικό κορίτσι, Άστα. Είσαι μοναδική».
Περίεργο, αλλά καθώς τους παρατηρούσε ν’ ανεβαίνουν
μαζί τη μεγάλη σκάλα ο Ντίλον έμεινε έκπληκτος. Δεν υπήρχε
ούτε ίχνος οικειότητας του είδους που περίμενε και στο πάνω
μέρος της σκάλας ο Μόργκαν αρκέστηκε να τη φιλήσει στο
μέτωπο. «Καληνύχτα, αγάπη μου», της είπε και πήγαν αυτός
από τη μια μεριά κι εκείνη από την άλλη.
«Δεν πιστεύω στα μάτια μου», μουρμούρισε χαμηλόφωνα
ο Ντίλον.
Έμεινε για λίγο εκεί, να σκεφτείτην κατάσταση. Δεν είχε
νόημα να συνεχίσει. Είχε πάρει μια χρήσιμη πληροφορία, ότι
δεν είχαν ακόμα καταφέρει τίποτε σχετικά με τη Βίβλο, κι
αυτό άξιζε τον κόπο, αν και η αλήθεια ήταν πως ό,τι είχε κάνει
το είχε κάνει περισσότερο για το γούστο του πράγματος.
Από τη ν άλλη μεριά, και πάλι για το γούστο του πράγματος,
δε θα ’ταν άσχημα αν έπινε κάτι πριν φύγει και το μάτιτου είχε
δει το μπαράκι με τα ποτά στο γραφείο. Άνοιξε την πόρτα και,
182 JACK HIGGINS
διασχίζοντας βιαστικά το μεγάλο χολ, έφτασε στην πόρτα του
γραφείου. Καθώς την άνοιγε, το ντόμπερμαν έφτασε τρέχο­
ντος, γλίστρησε πάνω στα πλακάκια στην προσπάθειάτου να
φρενάρει και χώθηκε πριν απ’ αυτόν στο γραφείο.
Ο Ντίλον έκλεισε την πόρτα κι άναψε μια λάμπα πάνω σ’
ένα τραπεζάκι. «Είσαι μεγάλος κατεργάρης», είπε στο σκύλο
και του χάιδεψε τ’ αυτιά.
Πήγε στο μπαράκι, αλλά δε βρήκε ιρλανδέζικο ουίσκι και
αρκέστηκε σε σκοτσέζικο. Κατόπιν, με όλη του την άνεση,
πλησίασε στο τζάκι και στάθηκε κοιτάζοντας τη φωτιά. Πίσω
του η πόρτα άνοιξε. Γύρισε, τραβώντας το Βάλτερ, και είδε
την Άστα να μπαίνει στο δωμάτιο. Εκείνη δεν τον πήρε είδηση
αμέσως, αλλά αφού πρώτα έκλεισε την πόρτα και γύρισε.
Η Άστα δεν έδειξε σημάδια φόβου. Τον κοίταξε για μια
στιγμή ήρεμα και τέλος είπε: «Δε φαντάζομαι να είσαι εσύ,
Ντίλον;»
Ο Ντίλον γέλασε ελαφρά. «Κορίτσι μου, μ’ εντυπωσιάζεις.
Για πες μου, είσαι στ’ αλήθεια με το μέρος του Μόργκαν;»
Ξανάβαλε το Βάλτερ πίσω στη ζώνη του κι έβγαλε τη μάσκα.
«Γιατί να μην είμαι; Πατέρας μου είναι». '
«Πατριός σου». Ο Ντίλον πήρε τσιγάρο από μια ασημένια
θήκη που υπήρχε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι και το άναψε με τον
αχώριστο Ζίπο του. «Κι επιπλέον μαφιόζος».
«Για μένα είναι πατέρας. Ο μόνος αληθινός πατέρας που
γνώρισα. Ο πρώτος ήταν ένα κτήνος που έτρεχε πίσω από
κάθε θηλυκό που συναντούσε στο δρόμο του. Είχε κάνει τη
ζωή της μητέρας μου μαρτύριο. Ήταν ευτύχημα όταν το αυτο­
κίνητό του ξέφυγε από το δρόμο μια μέρα, με αποτέλεσμα να
καεί ζωντανός».
«Ανατριχιαστικό».
«Για μας ήταν ευλογία, Ντίλον, κι έπειτα από ένα δυο
χρόνια η μητέρα μου γνώρισε τον Καρλ, τον πιο καλό άνθρωπο
στον κόσμο».
«Αλήθεια;»
Η Άστα πήρε κι αυτή ένα τσιγάρο. «Ακούσε, Ντίλον, ξέρω
τα πάντα για σένα. Ξέρω για τον IRA και όλα τα σχετικά, ξέρω
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 183
ποιος είναι στην πραγματικότητα ο τόσο αξιοπρεπής ‘θείος’
σου Φέργκιουσον. Μου τα είπε ο Καρλ».
«Ώστε σου λέει τα πάντα. Σίγουρα θα μπορούσες να μου
παραθέσεις λέξη προς λέξη το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ».
«Και βέβαια θα μπορούσα. Ο Καρλ μου τα λέει όλα».
«Με κάνεις κι αναρωτιέμαι. Θέλω να πω, από τη μια μεριά
είναι ο Καρλ Μόργκαν για τον οποίο διαβάζουμε στις κοσμι­
κές στήλες, ο παίκτης του πόλο, ο Άντρας της Χρονιάς, ο
δισεκατομμυριούχος, κι από την άλλη, μέσα στη σκιά και το
σκοτάδι, οι ίδιες πάντα πηγές βρόμικου χρήματος, τα ναρκω­
τικά, η πορνεία, ο τζόγος, οι εκβιασμοί».
Η Άστα πήγε στις πόρτες που έβγαζαν στον κήπο, άνοιξε
μία και κοίταξε έξω τη βροχή. «Μη γίνεσαι κουραστικός,
Ντίλον. Στο κάτω κάτω, ποιος είσ’ εσύ που μιλάς; Τι έκανες
τόσα χρόνια στον εξτρεμιστικό κλάδο του IRA; Πόσους στρα­
τιώτες σκότωσες, πόσες γυναίκες και παιδιά τίναξες στον
αέρα με τις βόμβες σου;»
«Λυπάμαι που θα σε απογοητέψω, αλλά ποτέ στη ζωή μου
δεν έγινα αιτία να πεθάνει μια γυναίκα ή ένα παιδί. Στρατιώ­
τες ναι, σκότωσα κάμποσους, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση
επρόκειτο για πόλεμο. Ανατίναξα κι ένα δυο σκάφη της PLO
στο λιμάνι της Βηρυτού, τα οποία όμως επρόκειτο ν’ αποβιβά­
σουν τρομοκράτες στις ακτές του Ισραήλ, με συγκεκριμένο
στόχο να σκοτώσουν γυναίκες και παιδιά».
«Εντάξει, κατάλαβατι θέλεις να πεις. Εν πάση περιπτώσει,
τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Θέμα απλής περιέργειας. Ήθελα να μάθω αν είχατε βρει
τίποτε, αλλά άκουσα τον Μόργκαν να συζητά με τον Μέρντοκ
και κατάλαβα ότι δεν υπάρχει ίχνος της Βίβλου».
«Και όμως, πρέπει να είναι κάπου εδώ», είπε η Άστα. «Το
είπε ο Τάνερ». Ξαφνικά έσμιξε τα φρύδια. «Δε φαντάζομαι
να σου αποκάλυψα κάτι καινούριο; Θέλω να πω, εσύ και ο
Φέργκιουσον δε θα βρισκόσαστε εδώ αν δεν ξέρατε».
«Σωστά», είπε ο Ντίλον. «Ο λόρδος Λούις Μαουντμπάτεν,
ο ‘Άρχοντας’ Ίαν Κάμπελ, το Ντακότα που έπεσε στην Ινδία».
«Δε χρειάζεται να συνεχίσεις. Ο Καρλ θα ’θελε πολύ να
184 JACK HIGGINS
πληροφορηθεί πώς τα μάθατε όλ’ αυτά, αλλά δε φαντάζομαι
να μου πεις».
«'Οχι. Πρόκειται για κάτι εμπιστευτικό». Ενώ ο Ντίλον τε­
λείωνε το ποτό του, ακούστηκε θόρυβος στο διάδρομο. «Φεύγω».
Ξανάβαλε τη μάσκα του και, καθώς γλιστρούσε κι έβγαινε από
τη μισάνοιχτη πόρτα, είπε: «Θα ιδωθούμε το πρωί».
Η εσωτερική πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Μόργκαν. Φαινό­
ταν έκπληκτος. «Άστα! Με ξάφνιασες. Νόμιζα πως είχες κιό­
λας ξαπλώσει».
«Ήρθα να πάρω το βιβλίο μου και... ποιον νομίζεις πως
βρήκα εδώ; Τον Ντίλον!»
Ο Μόργκαν την κοίταξε έκπληκτος. «Σοβαρά;»
«Είχε μια τρομερά δραματική εμφάνιση. Ντυμένος στα
μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια, με μια κουκούλα του σκι
στο κεφάλι, λες κι επρόκειτο για τον Κάρλος το Τσακάλι
κάπου στη Βηρυτό. Μόλις έφυγε».
«Τι ήθελε;»
«Απλώς τριγυρνούσε κι αφουγκραζόταν για να διαπιστώ­
σει τι κάνουμε. Προφανώς σε άκουσε να συζητάς με τον
Μέρντοκ για τις άκαρπες προσπάθειες σχετικά με τη Βίβλο».
Ο Μόργκαν σερβιρίστηκε ένα μπράντι και ήρθε και στάθηκε
δίπλα της στην πόρτα που έβγαζε στον κήπο. «Τα ξέρουν όλα,
Καρλ· για τον Μαουντμπάτεν, για το δεκανέα Τάνερ, για τον
Κάμπελ. Ξέρουν τα πάντα», είπε η Άστα.
«Πώς κατάφερες να του το αποσπάσεις αυτό;»
«Πολύ εύκολα, Καρλ. Με συμπαθεί, κι άλλωστε ήξερε ότι δε
μου έλεγε κάτι άγνωστο σ’ εμάς. Βέβαια δε μου είπε πώς τα
έμαθαν όλ’ αυτά κι εσύ ο ίδιος έχεις ομολογήσει ότι είναι προ­
φανές ότι τα ξέρουν, διαφορετικά τι δουλειά θα είχαν εδώ;»
Ο Μόργκαν έγνεψε καταφατικά. «Και δε φαίνεται να τους
πειράζει το γεγονός ότι εμείς ξέρουμε πως εκείνοι ξέρουν.
Ενδιαφέρουσα τακτική». Ήπιε μια γουλιά απότο μπράντι του.
«Ισχύει η πρόσκλησή τους να σε πάρουν μαζί τους το πρωί;»
«Ναι».
«Ωραία». Ο Μόργκαν άδειασε το ποτήρι του κι έκλεισε
την πόρτα. «Πάμε για ύπνο, λοιπόν. Οριστικά αυτή τη φορά».
*
*♦
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 185
«Ο δρόμος είναι τώρα πλέον ανοιχτός για δράση», είπε ο
Φέργκιουσον.
«Έχεις πει πως θέλεις να ξέρει ο Μόργκαν ότι τον παρα­
κολουθούμε στενά», του υπενθύμισε ο Ντίλον.
«Ναι, είναι μια καλή τακτική, δε συμφωνείς, επιθεωρή-
τρια;» Ο ταξίαρχος γύρισε και κοίταξε τη Χάνα Μπερνστάιν,
που ακουμπούσε πάνω στο γραφείο του.
«Ίσως, σερ. Αν βέβαια παίζουμε απλώς κάποιο παιχνίδι».
«Αυτό λοιπόν πιστεύεις πως κάνουμε;»
«Συγνώμη, σερ, αλλά ομολογώ ότι δεν έχω την αίσθηση
πως πετυχαίνουμε κάτι ουσιαστικό. Ξέρουμε τι επιδιώκει ο
Μόργκαν κι εκείνος ξέρει τι επιδιώκουμε εμείς. Δεν είμαι
σίγουρη ότι αυτό οδηγεί κάπου».
«Θα οδηγήσει, κορίτσι μου, όταν κάποια στιγμή εμφανι­
στεί η Βίβλος».
«Ναι, αλλά πώς; Ας υποθέσουμε ότι ο Μόργκαν βρίσκει
ξαφνικά τη Βίβλο στο βάθος ενός συρταριού απόψε, ταξίαρχε.
Το πρωί θα πάρουν το αεροπλάνο τους και θα εγκαταλείψουν
τη χώρα πριν εμείς προλάβουμε να κάνουμε τίποτε».
«Καλά, θα δούμε». Ο Κιμ μπήκε στο δωμάτιο φέρνοντας
τσάι σ’ ένα δίσκο. Ο Φέργκιουσον κούνησε αρνητικά το κεφά­
λι του. «Εγώ πηγαίνω να ξαπλώσω. Θα τα πούμε το πρωί».
Ο ταξίαρχος έφυγε και ο Κιμ σέρβιρε το τσάι και πήγε κι
αυτός για ύπνο. «Εσύ τι νομίζεις;» ρώτησε η Χάνατον Ντίλον.
«Θα μπορούσες να ’χεις και δίκιο, αλλά έχω την αίσθηση
ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι». Ο Ντίλον πήγε στο παράθυρο,
το άνοιξε και κοίταξε τη βροχή που έδερνε ασταμάτητα την
πλακόστρωτη ταράτσα. «Δεν πιστεύω ότι αυτή η Βίβλος είναι
παρατημένη κάπου τυχαία ώστε να υπάρχει περίπτωση να τη
βρει κάποια υπηρέτρια καθώς ξεσκονίζει». Γύρισε και κοίτα­
ξε τη Χάνα. «Θυμάσαι τι ακριβώς είπε ο Τάνερ όταν ο γιατρός
τον ρώτησε αν η Βίβλος είχε επιστραφεί στο Λοχ Ντου;»
«Ναι. Η απάντησή του ήταν: ‘Θα μπορούσες να το πεις κι
έτσι’».
«Και μετά γέλασε. Αλήθεια, γιατί να το κάνει αυτό;»
Η επιθεωρήτρια ανασήκωσε τους ώμους. «Κάποιο αστείο
που μόνο αυτός ήξερε;»
186 JACK HIGGINS
«Ακριβώς. To πράγμα παραμένει μυστήριο. Και με την
ευκαιρία αυτή, να σου πω ότι απόψε ήρθα αντιμέτωπος μ’ ένα
ακόμα μυστήριό».
«Δηλαδή;»
«'Οταν προηγουμένως ήμουν μέσα στον πύργο και παρα­
κολουθούσα κρυφά τι γινόταν, είδα τον Μόργκαν και την
Άστα να πηγαίνουν για ύπνο».
«Λοιπόν;»
«Δεν είδα αυτό που περίμενα· ούτε υπόνοια σεξουαλι­
κής σχέσης. Στο πάνω μέρος της σκάλας ο Μόργκαν τη
φίλησε στο μέτωπο και ο καθένας τράβηξε για το δωμάτιό
του».
«Πολύ ενδιαφέρον», είπε η Χάνα Μπερνστάιν.
«Είναι πράγματι ενδιαφέρον, σε σχέση με τη θεωρία ότι
ο Μόργκαν είχε κίνητρο να σκοτώσει τη μητέρα επειδή είχε
βάλει στο μάτι την Άστα». Ο Ντίλον τελείωσε το τσάι του
και χαμογέλασε. «Μπορείς τώρα να βάλεις το αστυνομικό
σου μυαλουδάκι να δουλέψει, αγάπη μου, εμένα όμως με
συγχωρείς — πάω για ύπνο». Την άφησε εκεί κι έφυγε.

Το επόμενο πρωί η βροχή είχε σταματήσει για πρώτη φορά


μετά από δυο μέρες. Καθώς το Ρέιντζ Ρόβερ έφτανε στον
πύργο Λοχ Ντου, με τον Κιμ στο τιμόνι, η Άστα και ο Μόργκαν
βγήκαν και στάθηκαν περιμένοντας. Η Άστα φορούσε σκο-
τσέζικο σκούφο, δερμάτινο τζάκετ και καρό φούστα.
«Έτσι μπράβο, ντόπιο χρώμα», είπε ο Ντίλον, κατεβαίνο­
ντας από το αυτοκίνητο.
«Καλημέρα», φώναξε ο Φέργκιουσον. «Με λίγη τύχη, θα
κάνουμε καλό κυνήγι σήμερα. Χαίρομαι που επιτέλους στα­
μάτησε η αναθεματισμένη η βροχή».
«Το ίδιο κι εγώ», είπε ο Μόργκαν. «Πέρασες καλή νύχτα,
ταξίαρχε;»
«Πολύ καλή. Κοιμήθηκα σαν αρνάκι. Είναι ο αέρας των
Χάιλαντς».
Ο Μόργκαν γύρισε στον Ντίλον. «Εσύ;»
«Εγώ είμαι σαν τη γάτα. Δεν κοιμάμαι ποτέ βαθιά».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 187
«Χρήσιμο αυτό». Ο Μόργκαν γύρισε και πάλι στον ταξίαρ-
χο. «Λοιπόν, θα φάμε μαζί απόψε; Εφτά η ώρα είναι καλά;»
«Θαυμάσια», είπε ο Φέργκιουσον. «Επίσημο ένδυμα;»
«Φυσικά. Φέρε καιτη γραμματέα σου κι εγώ θα δοκιμάσω
να πείσω τη λαίδη Κάθριν να μας κάνει παρέα».
«Ωραία, λοιπόν. Θα περιμένω την αποψινή βραδιά με
ανυπομονησία», είπε ο ταξίαρχος και ο Μόργκαν συνοδέυσε
την Άστα μέχρι το Ρέιντζ Ρόβερ.

Καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και η ώρα περνούσε, ο


Ντίλον είχε σχεδόν ξεχάσει για ποιο λόγο βρίσκονταν εδώ, σ’
αυτό τον άγριο κι έρημο τόπο. Συνέχιζαν τώρα με τα πόδια,
σκαρφαλώνοντας την πλαγιά κι αφήνοντας πίσω την κοιλάδα.
Αυτός και η Άστα προχωρούσαν αργά αλλά σταθερά, αφήνο­
ντας τον Φέργκιουσον και τον Κιμ ν’ ακολουθούν με το δικό
τους ρυθμό.
Ο Ντίλον συνειδητοποιούσε ότι είχε κυριευτεί από ένα
είδος ευχάριστης νωχέλειας. Η αλήθεια ήταν ότι απολάμβανε
τη συντροφιά της κοπέλας. Ποτέ δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία
να διαθέσει πολύ χρόνο στις γυναίκες — λόγω των απαιτήσεων
της αποστολής του, όπως συνήθιζε να λέει— ούτε είχε χρόνο
για τη δημιουργία ιδιαίτερων σχέσεων, αλλά αυτή εδώ η κο­
πέλα είχε κάτι το ξεχωριστό που τον άγγιζε βαθιά μέσα του.
Δε μιλούσαν πολύ, απλώς είχαν συγκεντρώσει τις προσπά-
θειές τους στην ανάβαση, και τέλος βρέθηκαν στην προεξοχή
ενός βράχου κι εκεί στάθηκαν, θαυμάζοντας τη θέα. Η κοιλά­
δα κάτω έπαιρνε μια μοβ απόχρωση από τα ρείκια, και στο
βάθος απλωνόταν ήρεμη η θάλασσα, με τα νησάκια σκορπι­
σμένα εδώ κι εκεί.
«Δε νομίζω ότι έχω αντικρίσει ποτέ κάτι πιο ωραίο», είπε
η Άστα.
«Εγώ έχω», της είπε ο Ντίλον.
Ο άνεμος κολλούσε τη φούστα πάνω στα πόδια της, κάνο­
ντας να διαγράφονται οι μηροί της, και όταν έβγαλε το σκο-
τσέζικο σκούφο και τίναξε το κεφάλι της τα κατάξανθα μαλλιά
188 JACK HIGGINS
της έλαμψαν στον ήλιο. Ταίριαζε απόλυτα στο τοπίο, ένα
χρυσό κορίτσι μέσα σ’ ένα λαμπρό περιβάλλον.
«Τα δικά σου μαλλιά και τα δικά μου έχουν σχεδόν το ίδιο
χρώμα, Ντίλον». Η Άστα κάθισε σ’ ένα βράχο. «Θα μπορού­
σαμε να ήμαστε συγγενείς».
«Για όνομα του Θεού, κορίτσι μου, μην κάνεις τέτοιες
σκέψεις». Ο Ντίλον άναψε δυο τσιγάρα, προστατεύοντας τη
φλόγα με τις χούφτες του από τον αέρα, της έδωσε το ένα και
ξάπλωσε στο έδαφος δίπλα της. «Από ξανθά μαλλιά στην
Ιρλανδία υπάρχει αφθονία. Πριν από χίλια χρόνια το Δουβλί­
νο ήταν πρωτεύουσα των Βίκινγκ».
«Δεν το ήξερα».
«Μίλησες στον Μόργκανγιατην επίσκεψή μου χτες βράδυ;»
«Και βέβαια του μίλησα. Λίγο έλειψε να συναντηθείτε
πρόσωπο με πρόσωπο. Το θόρυβο που άκουσες στο διάδρομο
τον έκανε ο Καρλ».
«Και τι είπε;»
«Α, όλα κι όλα, Ντίλον, πολλά περιμένεις για ένα τσιγάρο».
Η Άστα γέλασε. «Εντάξει, του είπα όλα όσα μου είπες, για το
Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ και τα λοιπά, αλλά κι εσύ αυτό
ήθελες να κάνω, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά».
«Ο Καρλ είπε ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Είχε
ζητήσει και είχε πάρει πληροφορίες για τον Φέργκιουσον
μέσα σε λίγες ώρες από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι βρισκό­
ταν εδώ- και για σένα επίσης. Ξέρει ότι γνωρίζετε τι συμβαίνει,
διαφορετικά για ποιο λόγο θα είχατε έρθει εδώ. Δεν είναι
κουτός, Ντίλον. Αν ήταν, δε θα είχε φτάσει εκεί που βρίσκεται
σήμερα».
«Τον έχεις λοιπόν σε μεγάλη υπόληψη, ε;»
«Όπως είπα και χτες το βράδυ, ξέρω τα πάντα για σένα,
Ντίλον· γι’ αυτό μην κάνεις τον κόπο να μου πεις πόσο κακός
άνθρωπος είναι ο Καρλ. Θα ’ταν σαν ν’ αποκαλούσε ο γάιδα­
ρος τον πετεινό κεφάλα».
«Τι ωραία που τα λες».
«Έχω φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία», είπε η Άστα. «Πρώ­
τα σ’ ένα εσωτερικό σχολείο για κορίτσια της αγγλικανικής
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 189
εκκλησίας, μετά στο Κολέγιο Σεντ Μάικλ και, τέλος, στην
Οξφόρδη».
«Σοβαρά; Δε φαντάζομαι να έκανες κάλους στα γόνατα
από την προσευχή και τις μετάνοιες;»
«Είσαι μεγάλο κάθαρμα», του είπε εύθυμα η Άστα κι
εκείνη τη στιγμή ο Φέργκιουσον ξεπρόβαλε πίσω από την
προεξοχή του βράχου. Τον ακολούθησε ο Κιμ κουβαλώντας
τη θήκη με τα όπλα κι έχοντας κρεμασμένο στο λαιμό του ένα
παλιομοδίτικο ζευγάρι κιάλια Τσάις.
«Α, εδώ είστε», είπε ο ταξίαρχος και σωριάστηκε κάτω.
«Κακά τα ψέματα, τα γεράματα δεν κρύβονται. Καφέ, Κιμ».
Ο Γκούρκα άφησε κάτω τη θήκη με τα όπλα, άνοιξε ένα
σακίδιο κι έβγαλε ένα θερμός και χάρτινα κύπελλα που τα
γέμισε και τα μοίρασε σε όλους.
«Τι ωραία», είπε η Άστα. «Χρόνια είχα να κάνω πικνίκ».
«Α, όλα κι όλα, κοπέλα μου, εδώ δεν ήρθαμε για πικνίκ»,
της είπε ο Φέργκιουσον. «Πρόκειται για σοβαρή κυνηγετική
εξόρμηση και σκοπός μας είναι ειδικότερα να σε μυήσουμε
στα μυστικά του κυνηγιού του ελαφιού. Πιες λοιπόν τον καφέ
σου και συνεχίζουμε».

Κι έτσι, προχωρώντας αργά αλλά σταθερά ανάμεσα στα ρεί­


κια και κάτω από το λαμπρό ήλιο, ο Φέργκιουσον άρχισε να
την ενημερώνει, τονίζοντας πρώτ’ απ’ όλα την απίστευτη ικα­
νότητα του ελαφιού να οσμίζεται τον εχθρό, πράγμα που
σήμαινε ότι μόνο βαδίζοντας αντίθετα στον άνεμο θα μπορού­
σε να το πλησιάσει κανείς.
«Ξέρεις σκοποβολή;» τη ρώτησε.
«Βεβαίως. Μ’ έχει εκπαιδεύσει ο Καρλ κι έχω πάει μαζί
του πολλές φορές σε κυνήγι αγριόγαλου».
«Ωραία, λοιπόν, κάτι είναι κι αυτό».
Είχαν τουλάχιστον μια ώρα που βάδιζαν, όταν ο Κιμ ξαφ­
νικά σταμάτησε κι έδειξε. «Εκεί πέρα, σαχίμπ».
«Πέστε όλοι κάτω», τους είπε ο Φέργκιουσον και ο Κιμτου
έδωσε τα κιάλια.
«Καταπληκτικό». Ο Φέργκιουσον έδωσε τα κιάλια στον
190 JACK HIGGINS
Ντίλον. «Στα τριακόσια μέτρα. Δύο θηλυκά κι ένα αρσενικό.
Υπέροχα κέρατα».
Ο Ντίλον έριξε μια ματιά. «Ω Θεέ μου, ναι», είπε κι έδωσε
με τη σειρά του τα κιάλια στην Άστα.
'Οταν εκείνη εστίασεπάνω τους, τα τρία ελάφια προχώρη­
σαν με ελαφρά πηδήματα και φάνηκαν ακόμα πιο καθαρά. «Τι
θαυμάσιο θέαμα», ψιθύρισε η Άστα και γύρισε στον Φέρ-
γκιουσον. «Μη μου πείτε ότι θα μπορούσαμε να πυροβολήσου­
με τέτοια μοναδικά πλάσματα!»
«Είναι κι αυτή όπως όλες οι γυναίκες», είπε ο ταξίαρχος.
«Έπρεπε να το περιμένω».
«Αυτό που έχει σημασία είναι το πλησίασμα και η παρα­
κολούθησή τους, Άστα», είπε ο Ντίλον. «Σ’ αυτό κυρίως έγκει­
ται το σπορ. Τα ζώα αυτά ξέρουν πολύ καλά να προστατέψουν
τον εαυτό τους, πίστεψέ με. Θα είμαστε τυχεροί αν καταφέ­
ρουμε να τα πλησιάσουμε στα εκατό μέτρα».
Ο Κιμ σάλιωσε και σήκωσε ψηλά το δάχτυλό του. «Εντά­
ξει, σαχίμπ. Ο αέρας φυσάει από μπροστά μας τώρα». Κοίταξε
τον ουρανό, όπου είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα. «Νο­
μίζω όμως ότι θ’ αλλάξει κατεύθυνση σύντομα».
«Τότε μην καθυστερούμε», είπε ο Φέργκιουσον. «Δώσε
μου τ’ όπλο». Ήταν ένα παλιό Τζάκσον-Γουίτνεϊ με κινητό
ουραίο. Το γέμισε με προσοχή και είπε: «Μην ξεχνάτε ότι τα
ζώα βρίσκονται πιο κάτω από μας».
«Ναι», είπε ο Ντίλον. «Πρέπει να σκοπεύουμε χαμηλά.
Πάμε».

Την επόμενη ώρα η Άστα έζησε μια από τις πιο συναρπαστικές
εμπειρίες της ζωής της. Κινούνταν μέσα από ρέματα, σκυφτοί,
ακολουθώντας τον Κιμ.
«Φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά του», είπε η Άστα στον
Ντίλον κάποια στιγμή.
«Και βέβαια την ξέρει», της είπε ο Φέργκιουσον. «Ήταν
ο καλύτερος ιχνηλάτης στο κυνήγι της τίγρης απ’ όσους συνά­
ντησα στην Ινδία τον παλιό καιρό».
Τέλος άρχισαν να έρπουν ανάμεσα στους θάμνους, ο ένας
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 191
πίσω από τον άλλο, μέχρι που ο Κιμ τους έκανε νόημα να
σταματήσουν σ’ ένα μικρό βαθούλωμα. Ο ίδιος σήκωσε το
κεφάλι του και κοίταξε με προσοχή. Τα ελάφια έβοσκαν
αμέριμνα περίπου εβδομήντα πέντε μέτρα πιο πέρα.
«Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε άλλο, ααχίμπ». Κοίταξε
ψηλά προς τον ουρανό. «Ο άνεμος έχει κιόλας αρχίσει ν’
αλλάζει».
«Σύμφωνοι». Ο Φέργκιουσον όπλισε κι έδωσε το όπλο
στην Άστα. «Σ’ εσένα η τιμή, κορίτσι μου».
«Αλήθεια;» Η Άστα κοκκίνισε από έξαψη, πήρε το όπλο
από τον ταξίαρχο με προσοχή κι έλαβε θέση πρηνηδόν, στη­
ριγμένη στους αγκώνες της, με το κοντάκι του όπλου σταθερά
κόντρα στον ώμο της.
«Δε θα τραβήξεις καν τη σκανδάλη, απλώς θα την πιέσεις
απαλά», της είπε ο Ντίλον.
«Ξέρω».
«Και να σκοπεύεις χαμηλά», πρόσθεσε ο Φέργκιουσον.
«Σύμφωνοι». Πέρασε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα και
ξαφνικά η Άστα γύρισε κι ακούμπησε το όπλο στα χέρια του
Φέργκιουσον. «Δεν μπορώ να το κάνω, ταξίαρχε. Δεν μπορώ
να σκοτιόσω ένα τόσο υπέροχο ελάφι».
«Όλοι μας θα πεθάνουμε μια μέρα», είπε ο Φέργκιουσον
κι εκείνη τη στιγμή το αρσενικό ελάφι σήκωσε ξαφνικά το
κεφάλι του.
«Ο άνεμος άλλαξε, σαχίμπ. Το ελάφι μας μυρίστηκε», είπε
ο Κιμ και μέσα σε δευτερόλεπτα τα τρία ελάφια απομακρύν­
θηκαν πηδώντας ανάμεσα στους θάμνους με απίστευτη ταχύ­
τητα.
Ο Ντίλον ξέσπασε σε γέλια ενώ ο ταξίαρχος είπε σκασμέ­
νος, «Διάολε!» και γύρισε και τον κοίταξε με θυμό. «Δεν είναι
αστείο, Ντίλον, δεν είναι καθόλου αστείο». Έδωσε το όπλο
στον Κιμ. «Ωραία λοιπόν, βάλ’ το στη θήκη και βγάλε τα
σάντουιτς».

Έχοντας πάρει το δρόμο της επιστροφής λίγο αργότερα, στα­


μάτησαν να ξεκουραστούν σ’ ένα ύψωμα απ’ όπου είχαν θαυ-
192 JACK HIGGINS
μάσια θέα της χαράδρας κάτω από τον πύργο, με το κυνηγε­
τικό περίπτερο Αρντναμούρχαν από την άλλη μεριά. Ο Ντίλον
διέκρινε κάτι που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα: κάτω από
τον πύργο υπήρχε μια μικρή προβλήτα κι ένα σκάφος ήταν
δεμένο εκεί.
«Δώσε μου τα κιάλια», είπε στον Κιμ και αφού εστίασε
είδε μια βενζινάκατο οχτώ μέτρων με στεγασμένη καμπίνα και
τιμονιέρα. «Δεν ήξερα πως υπήρχε τέτοιο πράγμα εκεί», είπε
κι έδωσε τα κιάλια στον Φέργκιουσον.
«Το σκάφος, θέλεις να πεις;» ρώτησε η Άστα. «Ανήκει
στον πύργο. Τ’ όνομά του είναι Κατρίνα».
«Το έχετε χρησιμοποιήσει κιόλας;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Δεν υπάρχει λόγος. Τον Καρλ δεν τον ενδιαφέρει το
ψάρεμα».
«Πάντως είναι καλύτερο από το δικό μας». Ο Φέργκιου-
σον έστρεψε τα κιάλια στη σαθρή αποβάθρα κάτω από το
περίπτερο Αρντναμούρχαν από την άλλη μεριά της λίμνης
και στα μικρά σκάφη που ήταν δεμένα εκεί, μια παλιά
βάρκα από φαλαινοθηρικό με εξωλέμβια μηχανή και δίπλα
του μια βάρκα με κουπιά. Έδωσε τα κιάλια στον Κιμ.
«Λοιπόν, να πηγαίνουμε».
«Ειλικρινά, έχω αρχίσει να βαριέμαι αυτό το μονοπάτι»,
είπε η Άστα. «Δεν μπορούμε να κόψουμε δρόμο από δω,
Ντίλον;»
Ο Ντίλον γύρισε στον Φέργκιουσον κι αυτός ανασήκωσε
τους ώμους. «Κάντε όπως νομίζετε, αλλά μη μου ζητάτε να σας
ακολουθήσω. Πάμε, Κιμ», είπε και συνέχισε με τον Κιμ από
το μονοπάτι.
Ο Ντίλον πήρε την Άστα από το χέρι και ξεκίνησαν. «Πρό­
σεχε πού πατάς», της είπε. «Μην έχουμε κανένα καινούριο
πρόβλημα με τον αστράγαλό σου».

Η κατάβαση ήταν αρκετά δύσκολη κατά το μεγαλύτερο μέρος.


Η πλαγιά του βουνού ήταν απότομη μέχρι κάτω, στη λίμνη. Για
τριακόσια περίπου μέτρα ο Ντίλον προχωρούσε μπροστά,
διαλέγοντας προσεκτικά την πορεία του, και μετά, καθώς τα
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 193
πράγματα έγιναν πιο εύκολα, πήρε την Άστα από το χέρι κι
άρχισαν να κατηφορίζουν μαζί μέχρι που, ξαφνικά, εκείνη
έχασε την ισορροπία της και, γελώντας, έπεσε, τραβώντας και
τον Ντίλον μαζί της. Κύλησαν μια δυο φορές και σταμάτησαν
στο μαλακό ανάχωμα που σχημάτιζε ένας θάμνος. Η Άστα
έμεινε ανάσκελα, λαχανιασμένη, και ο Ντίλον στηρίχτηκε
στον αγκώνα του και την κοίταξε.
Το γέλιο της Άστα έσβησε, άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε
το πρόσωπό του. Ο Ντίλον για μια στιγμή ξέχασε τα πάντα·
έβλεπε μόνο το χρώμα των μαλλιών της και οσμιζόταν την
πνοή του αρώματός της. Φιλήθηκαν και το σώμα της ήταν
απαλό και λαχταριστό, ό,τι θα μπορούσε να ποθήσει ένας
άντρας σ’ αυτό τον κόσμο.
Ο Ντίλον κύλησε προς την άλλη μεριά κι εκείνη ανακάθισε
στο έδαφος. «Αναρωτιόμουν πότε επιτέλους θα το έκανες,
Ντίλον».
Ο Ντίλον έβγαλε δυο τσιγάρα, τα άναψε και της έδωσε το
ένα. «Ίσως φταίει το υψόμετρο. Λυπάμαι».
«Εγώ όχι».
«Και όμως, θα ’πρεπε. Είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερός
σου».
«Μήπως είναι κάτι που έχει σχέση με την Ιρλανδία;» είπε
η Άστα. «Μήπως όλη αυτή η βροχή κάνει τον έρωτα μελό;»
«Τι σχέση έχει ο έρωτας; Ο έρωτας είναι άλλο πράγμα».
Η Άστα φύσηξε τον καπνό της και ξάπλωσε με το ένα χέρι
κάτω από το κεφάλι της. «Να λοιπόν που είσαι και ρομαντι­
κός».
Ο Ντίλον ανακάθισε. «Μην παρασύρεσαι σε φαντασιώ­
σεις, Άστα. Δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου».
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. «Το είπες μόνος σου: τι
σχέση έχει ο έρωτας;»
«Πάντως στον Μόργκαν δε θ’ άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα».
Η Άστα ανακάθισε και κούνησε αδιάφορα τους ώμους. «Ο
Μόργκαν δεν εξουσιάζει τη ζωή μου».
«Αλήθεια; Κι εγώ νόμιζα ότι αυτό ακριβώς κάνει».
«Ανάθεμά σε, Ντίλον!» Η Άστα έσβησε οργισμένη το
194 JACK HIGGINS
τσιγάρο της πάνω σε μια πέτρα. «Χαράμισες μια τόσο όμορφη
μέρα. Μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας τώρα;»
Σηκώθηκε κι άρχισε να κατηφορίζει και πάλι. Έπειτα από
λίγα δευτερόλεπτα, ο Ντίλον σηκώθηκε κι αυτός και την ακο­
λούθησε.

Μίση ώρα αργότερα έφτασαν στη λίμνη κι άρχισαν ν’ ακολου­


θούν την όχθη της. Δεν είχαν μιλήσει μεταξύ τους από τη
στιγμή του επεισοδίου και τώρα ο Ντίλον είπε: «Τελικά είμα­
στε τσακωμένοι και δε μιλιόμαστε;»
Η Άστα γέλασε και τον έπιασε από το μπράτσο. «Είσαι
γουρούνι, Ντίλον, αλλά μ’ αρέσεις».
«Είναι αλήθεια ότι διαθέτω ακαταμάχητη γοητεία», είπε
εκείνος και ξαφνικά σταμάτησε.
Βρίσκονταν κοντά στη δυτική άκρη της λίμνης και είχαν στ’
αριστερά τους την παλιά καλύβα όπου ο Μόργκαν με τον
Μάρκο είχαν βρει και είχαν τιμωρήσει τον Φέργκους. Το
σώμα του εξακολουθούσε να είναι πεσμένο μπρούμυτα στην
άκρη της λίμνης, με το πρόσωπο μέσα στα ρηχά νερά.
«Θεέ μου», είπε η Άστα. «Είναι κάποιο πτώμα;»
«Έτσι νομίζω».
Κατηφόρισαν γρήγορα μέχρι την όχθη. Η Άστα έμεινε εκεί
και ο Ντίλον τσαλαβούτησε στά ρηχά και γύρισε το νεκρό
σώμα ανάσκελα. Η Άστα άφησε ένα ξαφνικό επιφώνημα. «Ο
Φέργκους!»
«Ναι». Ο Ντίλον γύρισε κοντά της. «Είναι προφανές ότι
τον έχουν ξυλοκοπήσει άσχημα. Περίμενε εδώ».
Ανέβηκε μέχρι την καλύβα. Η Άστα τον είδε να μπαίνει
μέσα. Έπειτα από λίγο γύρισε. «Εκεί μέσα πρέπει να έγινε
ό,τι έγινε. Κατόπιν φαίνεται ότι ο Φέργκους κατέβηκε μέχρι
ττ) λίμνη να πλυθεί κι έπεσε μέσα. Ή κάτι τέτοιο».
«Πρόκειται για ατύχημα», είπε η Άστα. Το πρόσωπό της
ήταν παράξενα ήρεμο.
«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι», είπε ο Ντίλον. «Σίγου­
ρα έτσι θα το έλεγε ο Μόργκαν».
«Μην κάνεις τίποτε, Ντίλον». Η Άστα άπλωσε το χέρι της
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 195
και τον άρπαξε από το γιακά. «Κάνε μου αυτή τη χάρη. Άφησε
το. Θα το χειριστώ εγώ».
Ήταν σαν να την είχε κυριέψει λύσσα. Ο Ντίλον δεν την
είχε ξαναδεί έτσι. «Αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν σε ξέρω καθό­
λου, Άστα», της είπε. «Εντάξει, θ’ αφήσω τον Μόργκαν να
βγάλει άκρη μόνος του».
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η Άστα. «Πρέπει να γυρίσω πίσω
τώρα». Άρχισε ν’ απομακρύνεται, αλλά κοντοστάθηκε για μια
στιγμή. «Θα ιδωθούμε απόψε;»
Ο Ντίλον έγνεψε καταφατικά. «Δε θα το έχανα με τίποτε».
Η Άστα έφυγε βιαστικά. Ο Ντίλον έριξε μια τελευταία
ματιά στο νεκρό σώμα κι αμέσως μετά σκαρφάλωσε στην
πλαγιά και βρήκε το δρόμο. Τον είχε ακολουθήσει για πέντε
περίπου λεπτά όταν ακούστηκε μια κόρνα και, γυρνώντας,
είδε το Ρέιντζ Ρόβερ να πλησιάζει ορμητικά και να σταματά
δίπλα του.
Ο Φέργκιουσον άνοιξε την πόρτα. «Πού είναι η κοπέλα;»
«Επιστρέφει στον πύργο μόνη της».
Ο Ντίλον μπήκε στο αυτοκίνητο και ο Κι μ συνέχισε την
οδήγηση. «Σε βλέπω σκεφτικό, αγόρι μου», είπε οταξίαρχος.
«Το ίδιο θα ήσουν κι εσύ στη θέση μου», είπε ο Ντίλον.
Άναψε τσιγάρο και τον ενημέρωσε γι’ αυτό που είχε συμβεί.

Ο Μόργκαν καθόταν στο γράφε ίο του και μιλούσε στον Μάρ­


κο, όταν η Άστα μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε και της χαμογέ­
λασε. «Πώς πήγε το κυνήγι; Καλά;»
«Όλα είχαν πάει καλά μέχρι πριν λίγο, στην επιστροφή,
όταν μου βγήκαν ξινά».
Το χαμόγελο έσβησε απ’ το πρόσωπο του Μόργκαν κι
αμέσως είπε στον Μάρκο: «Πήγαινε, δε σε θέλω άλλο».
«Όχι, ας μείνει», είπε η Άστα. «Βρήκατε τον Φέργκους,
έτσι δεν είναι; Και τον ξυλοκοπήσατε;»
Ο Μόργκαν πήρε ένα πούρο κι έκοψε την άκρη του. «Το
φταίξιμο ήταν δικό του, Άστα. Εν πάση περιπτώσει, πώς το
έμαθες;»
«Μόλις πριν λίγο ο Ντίλον κι εγώ τον βρήκαμε νεκρό.
196 JACK HIGGINS
Ήταν πεσμένος μπρούμυτα στα ρηχά νερά της λίμνης, ακρι­
βώς κάτω από κείνη την παλιά καλύβα. Φαίνεται πως έπεσε
και πνίγηκε».
Ο Μόργκαν έριξε μια ματιά στον Μάρκο κι αμέσως μετά
άφησε κάτω το πούρο. «Τι έκανε ο Ντίλον;»
«Τίποτε. Τον παρακάλεσα ν’ αφήσει το θέμα σ’ εμένα».
«Και συμφώνησε;»
Η Άστα έγνεψε καταφατικά. «Είπε ότι θα σ’ αφήσει να
βγάλεις άκρη μόνος σου».
«Ναι, αυτό ακριβώς θα ’πρεπε να περιμένει κανείς απ’
αυτόν». Ο Μόργκαν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Το
ίδιο κι από τον Φέργκιουσον. Δε θα βόλευε τον καλό μας τον
ταξίαρχο ν’ ανακατευτείη αστυνομία αυτή τη στιγμή». Γύρισε
στον Μάρκο. «Και οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα δε θα
μπορούσε να καταλήξει πουθενά χωρίς το πτώμα, έτσι δεν
είναι;»
«Έτσι είναι, σινιόρε».
Ο Μόργκαν σηκώθηκε όρθιος. «Ωραία, λοιπόν, πάμε να
τακτοποιήσουμε αυτό το θέμα. Εσύ μείνε εδώ, Άστα», είπε και
βγήκε από το δωμάτιο, ακολουθούμενος από τον Μάρκο.

Μέσα σε μια συστάδα δέντρων που υπήρχε ανάμεσα στο


περίπτερο Αρντναμούρχαν και τη λίμνη, λίγο πιο πάνω από τη
μικρή προβλήτα, περίμεναν ο Φέργκιουσον και ο Ντίλον. Ο
Ιρλανδός κρατούσε τα κιάλια. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει,
αλλά η ορατότητα ήταν ακόμα αρκετή για να μπορεί να δια­
κρίνει τη βενζινάκατο Κατοίνα που ήδη έπλεε παράλληλα με
την ακτή στην απέναντι μεριά της λίμνης.
«Να τοι, φάνηκαν», είπε κι εστίασε καλύτερα.
Ο Μόργκαν ήταν στο τιμόνι και τώρα έκανε όπισθεν προς
την ακτή, ενώ ο Μάρκο στεκόταν στην πρύμνη. Ο Μάρκο
πήδησε στα ρηχά και ο Μόργκαν πήγε να τον βοηθήσει. Λίγο
αργότερα ανέβασαν το σώμα του Φέργκους στη βάρκα. Ο
Μόργκαν επέστρεψε στην τιμονιέρα και οδήγησε το σκάφος
προς το κέντρο της λίμνης.
«Μου φαίνεται ότι ο Μάρκο τυλίγει μια αλυσίδα γύρω απ’
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 197
το πτώμα», είπε ο ταξίαρχος. Κούνησε με αποτροπιασμό το
κεφάλι του. «Τα καθάρματα!»
Ξανάδωσε τα κιάλια στον Ντίλον, ο οποίος μόλις πρόλαβε
να δει τον Μάρκο να σπρώχνει το πτώμα πάνω από την
κουπαστή και να το ρίχνει στη λίμνη. Το αλυσοδεμένο σώμα
βυθίστηκε αμέσως και το Κατρίνα γύρισε κι άρχισε να επι­
στρέφει στον πύργο.
«Αυτό ήταν», είπε ο Ντίλον και γύρισε στον Φέργκιουσον.
«Τι σκέφτεσαι; Σκοπεύεις ν’ αφήσεις το πράγμα έτσι;»
«Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Σίγουρα έχει διαπραχθεί
ένα έγκλημα, αλλά για προφανείς λόγους δε θα ’θελα να έρθει
η τοπική αστυνομία και ν’ αρχίσει νατριγυρνά στον πύργο και
τους γύρω χώρους. Είμαστε εδώ για να πιάσουμε ένα πολύ
μεγαλύτερο ψάρι, Ντίλον».
«Αμφιβάλλω αν η καλή μας η επιθεωρήτρια θα συμφωνού­
σε», είπε ο Ντίλον. «Είναι ασυμβίβαστη η προσκόλλησή της
στο γράμμα του νόμου».
«Γι’ αυτό και δεν πρέπει να της πούμε λέξη γι’ αυτό το
θέμα».
Ο Ντίλον άναψε ένα ακόμα τσιγάρο. «Ένα είναι βέβαιο:
κανείς δεν πρόκειται ν’ ανησυχήσει για την εξαφάνιση του
Φέργκους, τουλάχιστον για μερικές μέρες. Οι Μάνρο θα υπο­
θέσουν ότι κάπου κρύβεται».
«Σ’ αυτό ακριβώς υπολογίζει ο Μόργκαν. Σίγουρα ελπίζει
ότι θα μπορέσει να φύγει από δω πολύ σύντομα». Ο Φέργκιου-
σον σηκώθηκε. «Πάμε. Μην ξεχνάς ότι είμαστε καλεσμένοι
σε δείπνο σε λίγο. Η βραδιά προμηνύεται ενδιαφέρουσα».
10

φτασαν στον πύργο λίγα λεππά μετά τις εφτά με το παλιό

Ε αυτοκίνητο που ανήκε στο περίπτερο Αρντναμούρχαν


και τον Ντίλον στο τιμόνι. Αυτός και ο Φέργκιουσον φορούσαν
βραδινά κοστούμια και η Χάνα Μπερνστάιν κρεμ κοστούμι
—σακάκι, παντελόνι— από μεταξωτό κρεπ. Την πόρτα τούς
άνοιξε ο Μάρκο, φορώντας σακάκι από αλπακά και ριγέ
παντελόνι. ·Με ανέκφραστο πρόσωπο τους οδήγησε στο χολ,
όπου ο Μόργκαν στεκόταν δίπλα στη φωτιά και η Άστα, με
πράσινο μεταξωτό φόρεμα, στον καναπέ, δίπλα στη λαίδη
Κάθριν Ρόουζ.
«Α, καλώς τους», είπε με φιλική διάθεση ο Μόργκαν.
«Περάστε. Λαίδη Κάθριν, νομίζω πως έχετε ήδη γνωριστεί με
τον ταξίαρχο Φέργκιουσον;»
«Έχουμε, πράγματι. Ήρθε να με δει και πήρε το τσάι του
μαζί μου, αυτός και η γοητευτική γραμματέας του».
Η Χάνα έδειχνε να το διασκεδάζει και ο Φέργκιουσον
πήρε το χέρι της λαίδης. «Χαρά μου που σας ξαναβλέπω. Δε
νομίζω πως έχετε γνωρίσει τον ανιψιό μου, τον Σον Ντίλον».
«Κύριε Ντίλον».
200 JACK HIGGINS
Ο Ντίλον έσφιξε το δροσερό και στεγνό χέρι της, νιώθο­
ντας να τη συμπαθεί αμέσως. «Χαίρω πολύ».
«Ιρλανδός;» ρώτησε η λαίδη. «Μ’ αρέσουν οι Ιρλανδοί.
Παλιάνθρωποι αλλά χαριτωμένοι. Καπνίζεις, νέε μου;»
«Το μόνο μου ελάττωμα».
«Τι ψεύτης που είσαι! Δώσε μου ένα τσιγάρο, σε παρακαλώ».
«Λαίδη Κάθριν, συγνώμη». Ο Μόργκαν πήρε αμέσως μια
ασημένια τσιγαροθήκη και πλησίασε. «Δεν είχα ιδέα...»
Η λαίδη Κάθριν πήρε τσιγάρο και δέχτηκε τη φωτιά που
της πρόσφερε ο Ντίλον. «Κάπνιζα όλη μου τη ζωή, κύριε
Μόργκαν. Δεν έχει νόημα να σταματήσω τώρα».
Ο Μάρκο εμφανίστηκε μ’ ένα μπουκάλι Κρίσταλ σε μια
σαμπανιέρα κι έξι ποτήρια σ’ ένα δίσκο. Τα τοποθέτησε πάνω
στον μπουφέ και είπε με βαριά προφορά στ’ αγγλικά: «Ν’
ανοίξω τη σαμπάνια, κύριε Μόργκαν;»
«'Οχι για μένα», είπε η λαίδη Κάθριν. «Θα προτιμούσα ένα
ντράι μαρτίνι. Αυτό ήταν που με βοήθησε ν’ αντέξω τον πόλε­
μο· αυτό και τα τσιγάρα».
«Πηγαίνω να σας το φέρω», είπε η Άστα και κατευθύνθηκε
προς το ντουλάπι με τα ποτά, ενώ ο Μάρκο άνοιγε τη σαμπάνια.
«Ώστε υπηρετήσατε στον πόλεμο, λαίδη Κάθριν;» ρώτησε
ο Φέργκιουσον.
«Και βέβαια υπηρέτησα. Είναι σαχλαμάρες όλ’ αυτά που
ακούμε σήμερα, ότι δηλαδή για πρώτη φορά επιτρέπεται σε
νεαρές κοπέλες να πιλοτάρουν αεροπλάνα της ΡΑΦ». Ξεφύ-
σηξε περιφρονητικά. «Εγώ ήμουν πιλότος από το 1940, στο
Βοηθητικό Σώμα Αεροπορικών Μεταφορών. Μας ονόμαζαν
Τα Ιπτάμενα Κορίτσια».
Η Άστα έφερε το μαρτίνι και κάθισε δίπλα της εντυπωσια­
σμένη. «Δηλαδή, τι ακριβώς κάνατε;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα δοκίμασε το ποτό. «Υπέροχο, καλό
μου κορίτσι. Μετακινούσαμε πολεμικά αεροπλάνα από τα
εργοστάσια στις βάσεις της ΡΑΦ και αντιστρόφως, ώστε οι
πιλότοι να έχουν περισσότερο διαθέσιμο χρόνο για τις πολε­
μικές επιχειρήσεις. Πιλοτάρισα τα πάντα —όλες μας, δηλαδή.
Σπιτφάιρ, Χαρικέιν, ακόμα κι ένα βομβαρδιστικό Λάνκαστερ
κάποτε. Τα μέλη του πληρώματος εδάφους στη βάση της ΡΑΦ,
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 201
όπου το παρέδωσα, δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν έβγαλα
την κάσκα και είδαν τα μαλλιά μου».
«Και όμως, θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο»,
είπε η Χάνα.
«Κάποτε έπεσα μ’ ένα Χαρικέιν και βρέθηκα με τους
τροχούς προς τα πάνω. Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, έπαθε
βλάβη η μηχανή. Μια άλλη φορά ένα παλιό Γκλόστερ Γκλα-
ντιέιτορ — αυτά ήταν διπλάνα— άρχισε να διαλύεται στον
αέρα κι έτσι αναγκάστηκα να πέσω με το αλεξίπτωτο».
«Εκπληκτικό!» είπε ειλικρινά εντυπωσιασμένος ο Μόργκαν.
«Είναι αλήθεια ότι επρόκειτο για δύσκολη κι επικίνδυνη
δουλειά», είπεη λαίδη. «Δεκάξι από τις γυναίκες της μονάδας
μου σκοτώθηκαν, έπρεπε όμως πάση θυσία να κερδίσουμε τον
πόλεμο, έτσι δεν είναι, ταξίαρχε;»
«Έτσι ακριβώς, λαίδη Κάθριν».
Η λαίδη σήκωσε το άδειο ποτήρι της. «Κάποιος να μου το
ξαναγεμίσει και μετά θα σας αφήσω την αγάπη μου και θα
φύγω».
Η Άστα πήγε να της το ξαναγεμίσει και ο Μόργκαν είπε:
«Δυστυχώς, η λαίδη Κάθριν δε θα δειπνήσει μαζί μας».
«Τρώω λιγότερο κι από ένα σπουργίτι τώρα τελευταία».
Πήρε το ποτό που της έφερε η Άστα και γύρισε στον Μόργκαν.
«Λοιπόν, δε βρήκες ακόμα τη Βίβλο;»
Ο Μόργκαν αιφνιδιάστηκε. «Τη Βίβλο;»
«Ω, έλα τώρα, κύριε Μόργκαν, ξέρω ότι έχεις βάλει τους
υπηρέτες να κάνουν το σπίτι άνω κάτω. Γιατί έχειτόσο μεγάλη
σημασία αυτή η Βίβλος;»
Ο Μόργκαν είχε κιόλας ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
«Πρόκειται για ένα θρύλο, λαίδη Κάθριν, για κάτι που έχειτόσο
μεγάλη σημασία για την οικογένειά σας. Απλώς σκέφτηκα ότι θα
ήταν ωραίο να την έβρισκα και να σας την παρέδιδα».
Η λαίδη γύρισε στη Χάνα. Κάτι διακρινόταν στα μάτια της.
«Εκπληκτικό αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για τη Βίβλο. Κρί­
μα που δεν μπορώ να βοηθήσω. Έχω να τη δω κι εγώ δεν ξέρω
από πότε. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι χάθηκε στο αεροπορι­
κό δυστύχημα κατά το οποίο ο αδερφός μου τραυματίστηκε
τόσο άσχημα».
202 JACK HIGGINS
Ο Μόργκαν έριξε μια λοξή ματιά στον Φέργκιουσον που
χαμογελούσε κι έκανε μια αποφασιστική προσπάθεια ν’ αλ­
λάξει θέμα συζήτησης. «Αλήθεια, πόσο παλιός είναι αυτός ο
πύργος, λαίδη Κάθριν;»
Η Άστα σηκώθηκε, πήγε κι άνοιξε την πόρτα που έβγαζε
στην ταράτσα, στην άκρη του χολ, και ο Ντίλον την ακολούθη­
σε. Βγήκαν στην ταράτσα, αφήνοντας τους υπόλοιπους να
συζητούν.
Οι σημύδες πάνω από τη λίμνη έμοιαζαν με σχήματα κομ­
μένα από μαύρο χαρτόνι, με φόντο έναν ουρανό που είχε
πάρει μια ζωηρή πορτοκαλιά απόχρωση πάνω από τα βουνά.
Η Άστα στηρίχτηκε στο μπράτσο του Ντίλον και προχώρησαν
και οι δυο τους στον κήπο, ενώ ο Ντίλον άναβε τσιγάρο.
«Θέλεις κι εσύ ένα;»
«'Οχι, θα μοιραστούμε το δικό σου», είπε η Άστα, πράγμα
που έκανε, επιστρέφοντάς το σ’ αυτόν έπειτα από λίγο. «Είναι
τόσο ήσυχα εδώ κι έχεις την αίσθηση ότι τα πάντα είναι
ριζωμένα στο χρόνο. Όλοι μας χρειαζόμαστε κάποιες ρίζες,
δε συμφωνείς, Ντίλον;»
«Ίσως οι ρίζες να μην είναι τόσο τα ντουβάρια όσο οι
άνθρωποι», είπε εκείνος. «Πάρε τον εαυτό σου για παράδειγ­
μα. Ίσως οι δικές σου ρίζες να είναι ο Μόργκαν».
«Είναι κι αυτό μια σκέψη, αλλά εσένα, Ντίλον; Πού βρί­
σκονται οι ρίζες σου;»
«Ίσως να μη βρίσκονται πουθενά, κορίτσι μου. Μπορεί βέ­
βαια να υπάρχει κάποιος θείος ή κάποια θεία ή κάποια ξαδέρφια
σκορπισμένα κάπου στο Όλστερ, κανείς τους όμως δε θα τολ­
μούσε να με πλησιάσει. Το αντίτιμο του ονόματος, βλέπεις».
«Του κακού ονόματος».
«Ναι, είμαι η προσωποποίηση του κακού. Γι’ αυτό και με
στρατολόγησε ο Φέργκιουσον».
«Ξέρεις, Ντίλον, ομολογώ ότι μου αρέσεις. 'Εχω την εντύ­
πωση ότι σε ξέρω από παλιά κι αναρωτιέμαι τι να κάνω μ’
εσένα».
«Μη βιάζεσαι, καλό μου κορίτσι, κάτι θα σκεφτείς».
Ο Μόργκαν βγήκε στην ταράτσα και φώναξε: «Άστα, πού
είσαι;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 203
«Εδώ είμαστε, Καρλ». Γύρισαν πίσω κι ανέβηκαν τα σκα­
λοπάτια της ταράτσας. «Τι θέλεις;»
«Η λαίδη Κάθριν είναι έτοιμη να φύγει».
«Τι κρίμα. Μακάρι να καθόταν- είναι καταπληκτική».
«Είναι πράγματι μοναδική», συμφώνησε ο Μόργκαν, «αλ­
λά τι να γίνει; Θα την πάω μέχρι τον οικίσκο».
«Όχι εσύ», του είπε η Άστα. «Θα το φροντίσω εγώ, Καρλ.
Εσύ έχεις καλεσμένους. Μην ξεχνάμε τους καλούς μας τρό­
πους».
«Να ’ρθω κι εγώ μαζί σου;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Για όνομα του Θεού, όχι. Είναι μόλις τριακόσια μέτρα
απόσταση. Θα γυρίσω σε χρόνο μηδέν».
Μπήκαν μέσα και η λαίδη Κάθριν είπε: «Τι γίνατε; Σας
χάσαμε».
Σηκώθηκε με δυσκολία, στηριγμένη στο μπαστούνι της, και
η Άστα τύλιξε το χέρι της προστατευτικά γύρω απ’ τη μέση της.
«Μην ανησυχείτε για μας. Θα σας συνοδέψω μέχρι το σπίτι».
«Να ’σαι καλά, κορίτσι μου». Η λαίδη Κάθριν γύρισε κι
έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους. «Δε φαντάζεστε πόσο
χάρηκα. Ελάτε να με δείτε όποτε θέλετε. Καληνύχτα σε ό­
λους».
Ο Μόργκαν την έπιασε από τον αγκώνα και μαζί με την
Άστα την οδήγησαν έξω. Σε λίγο ακούστηκε η μηχανή του
αυτοκινήτου να παίρνει μπρος και ο Μόργκαν γύρισε μέσα.
Φώναξε τον Μάρκο. «Φέρε κι άλλη σαμπάνια».
Ο Μάρκο ξαναγέμισε τα ποτήρια και ο Φέργκιουσον κοί­
ταξε τριγύρω το μεγάλο δωμάτιο, τα όπλα που ήταν κρεμασμέ­
να στους τοίχους, τα τρόπαια, τις πανοπλίες. «Θαυμάσια συλ­
λογή. Εκπληκτική».
«Πράγματι», είπε η Χάνα. «Αν βέβαια δουλειά σου είναι
να σκορπίζεις το θάνατο».
«Δεν είσαι λιγάκι σκληρή;» είπε ο Μόργκαν.
Η Χάνα ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. «Αν επρόκειτο για μια
έκθεση σε μουσείο, θα μπορούσαν να την ονομάσουν Ή απο­
θέωση της αγριότητας’. Κοιτάξτε αυτά τα μεγάλα σπαθιά που
ε ίναι σταυρωμένα κάτω από τις ασπίδες. Σκοπός τους ήταν να
κόβουν χέρια».
204 JACK HIGGINS
«Κάνεις λάθος», της είπε με ευχάριστο ύφος ο Ντίλον. «Από
την ανάποδη μεριά σκοπός τους ήταν να κόβουν κεφάλια».
«Μάλιστα, εκείνο το συγκεκριμένο που κοιτάζεις εκεί
πάνω το είχε μαζί του στη μάχη του Κούλοντεν ο Κάμπελ
εκείνης της εποχής», είπε ο Μόργκαν. «ΓΊέθανε πολεμώντας
για χάρη του πρίγκιπα Καρόλου του Ωραίου».
«Ομολογώ ότι δε βρίσκω και τόσο συναρπαστική αυτή τη
φιλοδοξία».
«Καλά, δεν έχεις καθόλου αίσθηση της ιστορίας;» ρώτησε
με ενοχλημένο ύφος ο Φέργκιουσον.
«Πώς να έχω; Σας θυμίζω ότι είμαι Εβραία, ταξίαρχε. Το
έθνος μου ήταν πάντα αναγκασμένο ν’ αγωνίζεται για την
επιβίωση στο παρόν».
Απλώθηκε σιωπή και, τέλος, ο Ντίλον είπε: «Μια τέτοια
υπενθύμιση αρκεί να θέσει τέρμα σ’ αυτή τη συζήτηση».
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Άστα. «Εντά­
ξει. Την παρέδωσα στα χέρια της τρομερής Τζίνι. Μπορούμε
να φάμε τοιρα; Πεθαίνω της πείνας».
«Εσένα περί μέναμε, αγάπη μου», είπε ο Μόργκαν και,
δίνοντας της το μπράτσο του, κατευθύνθηκε μαζί της προς την
τραπεζαρία.

Η τραπεζαρία ήταν εντυπωσιακή. Δρύινη επένδυση στους


τοίχους, τα εκλεκτότερα κρύσταλλα και ασημικά στα τραπέ­
ζια, αναμμένα κεριά στα μεγάλα ασημένια κηροπήγια. Ο
Μάρκο σέρβιρε το φαγητό με τη βοήθεια δύο νέων υπηρε­
τριών με μαύρα φορέματα και λευκές ποδιές.
«Αρκεστήκαμε σ’ ένα σχετικά απλό γεύμα μια και δεν ήμουν
βέβαιος για τις προτιμήσεις του καθενός», είπε ο Μόργκαν.
Το «απλό γεύμα», κατά τον Μόργκαν, περιλάμβανε χαβιά­
ρι Μπελούγκα και καπνιστό σολομό, ψητό φασιανό με τα
σχετικά γαρνιρίσματα, με τη συνοδεία εκλεκτής εσοδείας Σα-
τό Παλμέ.
«Υπέροχος», είπε ο Φέργκιουσον, καταβροχθίζοντας με
μεγάλη όρεξη το φασιανό τσυ. «Θα πρέπει να έχετε κάποιον
καταπληκτικό μάγειρα εδώ».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 205
«Ω, η μαγείρισσα είναι αλήθεια ότι τα καταφέρνει με τα
απλά φαγητά, το φασιανό όμως τον έψησε ο Μάρκο».
«Άνθρωπος με πολλά ταλέντα». Ο Φέργκιουσον σήκωσε
το κεφάλι του και κοίταξε τον Μάρκο που, με πρόσωπο εντε­
λώς ανέκφραστο, ξαναγέμιζε τα ποτήρια.
«Ναι, δεν έχεις άδικο», συμφώνησε ο Μόργκαν.
Αμέσως μετά ο Μάρκο εξαφανίστηκε. Ο Ντίλοντο πρόσε­
ξε καθώς οι δύο υπηρέτριες μάζευαν τα πιάτα. Η Άστα ρώτη­
σε: «Και τι λιχουδιά μας επιφυλάσσεις για επιδόρπιο;»
«Μετά απ’ όσα προηγήθηκαν, θ’ αρκούσε μια απλή πουτί­
γκα», παρατήρησε ο ταξίαρχος.
«Κάθε άλλο παρά απλό είναι αυτό το επιδόρπιο, ταξίαρ-
χε», του είπε ο Μόργκαν. «Θα φάμε κάτι στο οποίο έχει
ειδικότητα ο Μάρκο».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Μάρκο με μια
μεγάλη ασημένια επιτραπέζια πιατέλα, ακολουθούμενος από
τις υπηρέτριες. Άνοιξε το κάλυμμα και μια υπέροχη μυρωδιά
γέμισε το δωμάτιο.
«Κανόλο!» είπε ενθουσιασμένη η Άστα.
«Ναι, το πιο ονομαστό γλυκό στη Σικελία, παρ’ όλο που
είναι πράγματι απλό», είπε ο Μόργκαν. «Απέξω αλεύρι και
αβγό και μέσα κρέμα».
Ο Φέργκιουσον το δοκίμασε και κούνησε εντυπωσιασμέ­
νος το κεφάλι του. «Κάθε άλλο παρά απλό. Ο άνθρωπος αυτός
είναι ιδιοφυία. Πού έμαθε να φτιάχνει αυτά τα πράγματα;»
«Ο πατέρας του είχε ένα μικρό εστιατόριο στο Παλέρμο.
Τον έμαθε να μαγειρεύει από μικρό παιδί».
«Μεταξύ άλλων», είπε ο Ντίλον.
«Ακριβώς, φίλε μου», του είπε ήρεμα ο Μόργκαν. «Υπο­
ψιάζομαι ότι εσύ και ο Μάρκο έχετε πολλά κοινά».
«Ντίλον, σε παρακαλώ», είπε ο Φέργκιουσον. «Ας συγκε­
ντρώσουμε την προσοχή μας στο φαγητό».
Πράγμα που έκαναν, και μετά επέστρεψαν στο χολ και
κάθισαν γύρω από το μεγάλο τζάκι για τον καφέ, που ήταν
μόκα Υεμένης, ο καλύτερος του κόσμου.
Ο Φέργκιουσον δέχτηκε ένα πούρο. «Πρέπει να σου πω
206 JACK HIGGINS
ένα πράγμα, Μόργκαν. Ήταν το καλύτερο ‘απλό’ δείπνο που
έχω απολαύσει στη ζωή μου».
«Σκοπός μας η ευχαρίστηση σας».
«Η βραδιά ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστη», αποκρί-
θηκε ο ταξίαρχος.
Ο Ντίλον με δυσκολία συγκροτούσε τον εαυτό του για να
μη γελάσει δυνατά με το παράλογο της όλης κατάστασης, με
την προσποίηση όλων αυτών που συμμετείχαν σ’ αυτό το
συναρπαστικό παιχνίδι, με την αβρότητα του διαλόγου που
έκανε ο ταξίαρχος μ’ έναν άνθρωπο που μόλις πριν λίγες ώρες
είχε δει να πετάει το σώμα του Φέργκους Μάνρο στη λίμνη.
«Λοιπόν», είπε, «μια και η ατμόσφαιρα έχει γίνει τόσο
ευχάριστη και ζεστή, τι θα λέγατε αν σας έπαιζα κάτι στο
πιάνο;»
«Πολύ ευχαρίστως», του είπε ο Μόργκαν.
Ο Ντίλον πήγε στο πιάνο και σήκωσε το κάλυμμα. Ήταν
ένα πολύ παλιό Σιντμάγερ, αλλά ο τόνος του δεν ήταν και τόσο
άσχημος όταν δοκίμασε μερικές συγχορδίες. Άναψε τσιγάρο,
το άφησε να κρέμεται από την άκρη των χειλιών του, κάθισε
κι άρχισε να παίζει μερικές γνωστές μελωδίες.
Η Χάνα πλησίασε και στηρίχτηκε στο πιάνο, πίνοντας τον
καφέ της. «Από τη στιγμή που σε γνώρισα, Ντίλον, δεν έχεις
πάψει να με εκπλήσσεις».
«Είναι το μυστικό της θανάσιμης γοητείας μου. Έχεις
καμιά προτίμηση;»
Η Άστα παρακολουθούσε, μ’ ένα ελαφρό κατσούφιασμα στο
πρόσωπό της, και η Χάνα μουρμούρισε: «Λοιπόν, αυτό είναι
ενδιαφέρον. Έχω την εντύπωση ότι η δεσποινίς Μόργκαν ζη­
λεύει Κάτι πρέπει να ’χεις σκαρώσει μαζί της, Ντίλον!»
«Ντροπή σου που κάνεις τέτοιες κακές σκέψεις», της είπε
ο Ντίλον.
Πίσω τους ο Μόργκαν είπε: «Η Άστα μου είπε ότι περά­
σατε θαυμάσια στο κυνήγι του ελαφιού».
«Ναι», είπε ο Φέργκισυσον. «Μόνο που, όταν πλησιάσαμε
ένα ελάφι και την έβαλα να σκοπεύσει με το όπλο μου, τελικά
δε θέλησε να πατήσει τη σκανδάλη. Είπε ότι δεν μπορούσε να
σκοτώσει ένα τόσο υπέροχο πλάσμα».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 207
Η Χάνα γύρισε. «Μπράβο! Καλά έκανες», είπε στην Άστα.
«Ήταν πράγματι υπέροχο», είπε η Άστα.
«Εγώ δεν παύω να πιστεύω ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι
ανόητη», είπε ο Φέργκιουσον.
«Α, όχι. Νομίζω ότι η επιθεωρήτρια έχει δίκιο», του είπε ο
Μόργκαν. «Το ελάφι δεν μπορεί ν’ αμυνθεί. Τουλάχιστον στην
αρένα ο ταύρος έχει μια πιθανότητα να σε καρφώσει».
Ακολούθησε μια παύση καιτέλος ο Ντίλον είπε: «Σίγουρα,
μόνο που προφανώς την πάτησες, φίλε. Κάτι σου ξέφυγε».
«Πω, πω, έχεις δίκιο». Ο Μόργκαν χαμογέλασε στη Χάνα
«Συγνώμη, επιθεωρήτρια, υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να το
ξέρω, ε;»
«Ω, δε νομίζω», είπε ο Φέργκιουσον.
• «Όλα στο φως», είπε ο Ντίλον. «Καλύτερα. Να ξέρουμε
πού βρισκόμαστε».
«Και μ’ αυτή την παρατήρηση, είναι ώρα να σας καληνυ-
χτίσουμε», είπε ο ταξίαρχος και σηκώθηκε. «Ανεξάρτητα απ’
οτιδήποτε άλλο, ομολογώ ότι είσαι εξαίρετος οικοδεσπότης,
Μόργκαν. Πρέπει να μου επιτρέψεις να σου το ανταποδώσω
κάποια στιγμή».
«Θα περιμένω με ανυπομονησία».
Ο Μάρκο άνοιξε την πόρτα και βγήκαν έξω, στα σκαλο­
πάτια. Στον ουρανό υπήρχαν σκόρπια σύννεφα και διακρινό-
ταν μια περίεργη κυματοειδής ανταύγεια.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Χάνα.
«Το Βόρειο Σέλας», την πληροφόρησε ο Ντίλον.
«Δεν έχω δει ωραιότερο πράγμα», είπε η Άστα. «Τι κατα­
πληκτική νύχτα για μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Μπορούμε να
το κάνουμε, Καρλ;»
«Άστα, λογικέψου. Είναι αργά».
«Ω, μερικές φορές γίνεσαι πληκτικός». Η Άστα γύρισε
στον Φέργκιουσον. «Μπορώ να έρθω μαζί σας, ταξίαρχε;
Ίσως θα μπορούσατε να με στείλετε πίσω μ’ εκείνο τον υπέ­
ροχο Κιμ σας».
«Και βέβαια, αγαπητή μου, εφόσον το θέλεις».
«Ωραία, λοιπόν, το πράγμα αποφασίστηκε». Η Άστα μπή­
κε τρέχοντας στο σπίτι.
208 JACK HIGGINS
«Μην ανησυχείς», είπε ο Ντίλον στον Μόργκαν. «Θα τη
φέρω πίσω ο ίδιος».
«Αυτό ακριβώς μ’ ανησυχεί», είπε ο Μόργκαν και η Άστα
εμφανίστηκε και πάλι φορώντας μια γαλάζια γούνα μινκ.
«Είμαι έτοιμη». Φίλησε τον Μόργκαν στο μάγουλο. «Δε θ’
αργήσω», του είπε και μπήκε στο πίσω κάθισμα του παλιού
αυτοκινήτου του κτήματος μαζί με τη Χάνα.
Ο Ντίλον κάθισε στο τιμόνι, ο Φέργκιουσον βολεύτηκε
δίπλα του και ξεκίνησαν.

Η οδήγηση δίπλα στη λίμνη είχε κάτι το ευχάριστα αλλόκοτο


και απόκοσμο καθώς το Βόρειο Σέλας καθρεφτιζόταν στα
σκοτεινά νερά.
«Τι μαγευτικό θέαμα!» είπε η Άστα. «Πόσο χαίρομαι που
ήρθα».
Ο Ντίλον κατέβασε ταχύτητα για ν’ ανηφορίσουν μέσα από
τα δέντρα που κύκλωναν τη ν ανατολική πλευρά της λίμνης. Το
παλιό αυτοκίνητο τραβούσε αρκετά καλά. Έφτασαν στην
κορυφή του λόφου κι άρχισαν να κατηφορίζουν. Η κατάβαση
ήταν πολύ απότομη, με μια δυο στροφές πιο κάτω. Καθώς η
ταχύτητα αυξανόταν, ο Ντίλον πάτησε το πεντάλ του φρένου.
Το αυτοκίνητο δεν ανταποκρίθηκε και το πεντάλ πήγε κατευ­
θείαν μέχρι το πάτωμα. «Διάβολε!» είπε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Φέργκιουσον.
«Δεν έχουμε φρένα».
«Τι; Μα πώς είναι δυνατό; Στον ερχομό τα φρένα δού­
λευαν μια χαρά».
«Προφανώς κάτι συνέβη την ώρα που το αυτοκίνητο ήταν
παρκαρισμένο έξω από τον πύργο», είπε ο Ντίλον, ενώ δοκί­
μαζε απεγνωσμένα να κατεβάσει ταχύτητα.
Κατηφόριζαν πολύ γρήγορα τώρα. Ακούγονταν τριγμοί
και μεταλλικοί θόρυβοι από το κιβώτιο ταχυτήτων καθώς ο
Ντίλον έσπρωχνε το μοχλό και, τελικά, κατάφερε να κατεβά­
σει σε τρίτη λίγο πριν φτάσουν στην πρώτη στροφή.
«Πρόσεξε!» φώναξε ο Φέργκιουσον και ο Ντίλον, κρατώντας
γερά το τιμόνι, κατάφερε να πάρει χωρίς συνέπειες τη στροφή.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 209
«Για όνομα του θεού, κάνε κάτι, Ντίλον!» φώναξε η Άστα.
Το θέμα ήταν τι μπορούσε να κάνει, ενώ το αυτοκίνητο
κατηφόριζε τώρα πολύ γρήγορα στην ευθεία και μια δεύτερη
επικίνδυνη στροφή τους περίμενε. Ο Ντίλον δοκίμαζε διάφο­
ρα κόλπα με το τιμόνι και, τελικά, το αυτοκίνητο βρήκε αρι­
στερά σ’ ένα γρανιτένιο τοιχαλάκι και αναπήδησε. Αυτό ήταν
που τους έσωσε, γιατί ο Ντίλον άρπαξε την ευκαιρία για να
κατεβάσει ακόμα μια ταχύτητα και ν’ ακινητοποιήσει, τελικά,
το όχημα με το χειρόφρενο.
Για λίγο δε μίλησε κανείς. Ο Φέργκιουσον είπε: «Σίγουρα
κάποια βρομοδουλειά μας έκαναν».
«Να ρίξουμε μια ματιά», είπε ο Ντίλον.
Βρήκε ένα φακό στο ντουλαπάκι του ταμπλό, βγήκε έξω κι
άνοιξε το καπό, με τον Φέργκιουσον δίπλα του. Αμέσως μετά
τους ακολούθησαν η Χάνα και η Αστα που πλησίασαν να δουν.
Ο Ντίλον έσκυψε, κοίταξε στη μηχανή και κούνησε το
κεφάλι του καταφατικά. «Να το, αυτό είναι».
«Τι;» ρώτησε η Χάνα.
«Βλέπετε εκείνο εκεί το μικρό δοχείο; Περιέχει τα υγρά των
φρένων, μόνο που τώρα είναι άδειο. Η βαλβίδα στο πάνω μέρος
έχει βγει, ίσως με κάποιο κατσαβίδι. Χωρίς υγρά δεν έχεις φρένα».
«Θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί όλοι μας», είπε η
Χάνα. «Γιατί όμως;»
«Νομίζω ότι η Άστα ξέρει το γιατί», είπε ο Ντίλον.
Η Άστα τύλιξε το γιακά της γούνας της γύρω στο λαιμό της
κι ανατρίχιασε. «Ναι, αλλά γιατί να κάνει κάτιτέτοιο ο Καρλ;»
«Κι ακόμα περισσότερο, γιατί να το κάνει σ’ εσένα, αγα­
πητή μου;» τη ρώτησε ο ταξίαρχος. «Διότι είναι σαφές ότι δεν
έκανε καμιά προσπάθεια να σ’ εμποδίσει να έρθεις μαζί μας».
Η Άστα δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Ο Φέργκιουσον γύρισε στον
Ντίλον. «Τι λες, θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε;»
«Ω, ναι, ο δρόμος από δω μέχρι το περίπτερο είναι ίσιος
και μπορούμε να κινηθούμε χρησιμοποιώντας μόνο πρώτη
ταχύτητα».
«Ωραία. Πάμε λοιπόν». Ο Φέργκιουσον βοήθησε τις δυο
γυναίκες να ξαναμπούν στο αυτοκίνητο.
**♦
210 JACK HIGGINS
«Νομίζω ότι αυτό εδώ θα σου χάνει καλό», είπε ο Φέργκιου-
σον στην Άστα που καθόταν κοντά στη φωτιά, τυλιγμένη
σφιχτά με τη γούνα της.
Αυτό που της πρότεινε ο ταξίαρχος ήταν μπράντι κι εκείνη
πήρε το μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι με τα δυο της χέρια, το
κοίταξε για μια στιγμή κι αμέσως μετά το ήπιε μονορούφι.
Έμεινε ακίνητη, κρατώντας το ποτήρι, και ο Ντίλον το πήρε
απαλά από τα χέρια της και γύρισε στον Φέργκιουσον.
«Έχει σοκαριστεί λιγάκι», είπε.
Και τότε η Άστα σηκώθηκε, έβγαλε τη γούνα της και την
πέταξε πάνω σε μια καρέκλα «Δεν έχω σοκαριστεί. Έχω
οργιστεί, Ντίλον. Είμαι έξω φρενών».
Εκείνη τη στιγμή ήρθε από την κουζίνα η Χάνα και ο Κιμ,
ο οποίος άρχισε να σερβίρει καφέ. Η επιθεωρήτρια έδωσε ένα
φλιτζάνι στην Άστα. «Κάθισε κάτω, Άστα, και προσπάθησε να
ηρεμήσεις».
Η Άστα πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και κάθισε. «Για σας
τους υπόλοιπους θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι το κατα­
λαβαίνει, αλλά εμένα γιατί; Δεν μπορώ να το χωνέψω».
«Νομίζω ότι θα βρεις την απάντηση αν καθίσεις λιγάκι και
το σκεφτείς, Άστα», είπε ο Ντίλον.
«Αναφέρεσαι στη σχέση του με τη Μαφία και σε όλ’ αυτά;
Θέλεις να πεις ότι ξέρω πολλά; Ναι, αλλά αυτό δεν είναι κάτι
καινούριο. Αυτά τα πράγματα τα γνωρίζω από παλιά».
«Τώρα όμως έχει προκύψει κάτι πιο σημαντικό, έτσι δεν είναι;»
Η Χάνα Μπερνστάιντους κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει
και ο Φέργκιουσον της είπε: «'Οταν δέχτηκες να υπηρετήσεις
ως βοηθός μου, υπέγραψες το διάταγμα περί κρατικών μυστι­
κών, που σημαίνει πως οτιδήποτε κι αν συμβεί στη διάρκεια
αυτής της αποστολής σου θα είναι για σένα αυστηρώς απόρ­
ρητο. Σωστά;»
«Μα ασφαλώς, σερ».
«Ντίλον;» είπε ο ταξίαρχος.
«Το απόγευμα, στα ρηχά της λίμνης κοντά στο Λοχ Ντου,
βρήκα το πτώμα του Φέργκους Μάνρο. Η Άστα ήταν μαζί μου.
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Φέργκους είχε ξυλοκοπηθεί άγρια.
Προφανώς έπεσε κατόπιν στη λίμνη και πνίγηκε».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 211
«Ω θεέ μου», είπε η Χάνα.
Ο Ντίλον γύρισε στην Άστα κι εκείνη είπε: «Ζήτησα από
τον Ντίλον να μην κάνει καμιά ενέργεια».
«Γιατί;» ρώτησε η Χάνα.
«Διότι από μια άποψη το φταίξιμο ήταν δικό μου. Εξαιτίας
μου ο Καρλ θέλησε να του δώσει ένα μάθημα».
«Μάλιστα». Η Χάνα γύρισε στον Φέργκιουσον. «Εκ πρώ­
της τουλάχιστον όψεως θα ’λεγε κανείς ότι έχετε αποκρύψει
ένα έγκλημα, σερ».
«Ακριβώς, επιθεωρήτρια. Κι αν θέλεις την πιο αποκρού-
ιπική λεπτομέρεια, ο Ντίλον κι εγώ παρακολουθήσαμε με τα
κιάλια τον Μόργκαν και τον Μάρκο ν’ ανεβάζουν το πτώμα
στη βενζινάκατο Κατρίνα. Το μετέφεραν στη μέση της λίμνης
και το έριξαν στο νερό τυλιγμένο με μια αλυσίδα».
«Και παρ’ όλ’ αυτά αποφασίσατε να τον αφήσετε ατιμώ­
ρητο;» είπε η Χάνα.
«Όχι ακριβώς, καλό μου κορίτσι», είπε ο Ντίλον. «Η τιμω­
ρία μπορεί να έρθει αργότερα».
«Ακριβώς», είπε ο Φέργκιουσον. «Προς το παρόν υπάρ­
χουν σοβαρότερα πράγματα που πρέπει να φροντίσουμε».
Την πήρε από το χέρι, κάθισε στον καναπέ και την τράβηξε
να καθίσει δίπλα του. «Σε διάλεξα για βοηθό μου επειδή είσαι
ένα από τα πιο κοφτερά μυαλά στη Σκότλαντ Γιαρντ».
«Τώρα θα το γυρίσουμε σε κολακείες, ταξίαρχε;»
«Καθόλου. Δες το οικογενειακό σου περιβάλλον. Ο παπ­
πούς σου είναι ένας εξαιρετικά σεβαστός ραβίνος, ο πατέρας
σου διακεκριμένος καθηγητής της ιατρικής. Εσύ έχεις μάστερ
του Κέμπριτζ στην ψυχολογία. Θα μπορούσες να επιδιώξεις
μια λαμπρή καριέρα. Παρ’ όλ’ αυτά, προτίμησες να γίνεις
απλή αστυνομικίνα στο Μπρίξτον και προήχθης χάρη στις
ικανότητες που επέδειξες. Σ’ έχω ανάγκη, πρέπει όμως να
καταλάβεις ότι εδώ δεν πρόκειται για τη συνήθη δουλειά του
αστυνομικού. Η δική μας δουλειά είναι αρκετά πιο πολύπλο­
κη. Εμείς αποβλέπουμε μόνο στον τελικό στόχο».
«Ο οποίος αγιάζει τα μέσα;»
Ο Ντίλον έσκυψε, την πήρε από τα χέρια και τη σήκωσε
212 JACK HIGGINS
όρθια. «Ναι, κορίτσι μου, ο ταξίαρχος έχει δίκιο. Μερικές
φορές μπορεί πράγματι να συμβαίνει κι αυτό».
Τύλιξε το χέρι του γύρωτηςκι εκείνη στηρίχτηκε πάνω του.
Τέλος, όρθωσε και πάλι το σώμα της και χαμογέλασε ελαφρά.
«Θα είχες διαπρέψει στο Εθνικό Θέατρο, Ντίλον. Μπορεί να
σε είχαν κάνει και ιππότη. Και όμως, προτίμησες τον IRA».
Γύρισε στον Φέργκιουσον. «Εντάξει, σερ, δεν υπάρχει πρό­
βλημα. Θέλετε κάτι από μένα;»
Ο ταξίαρχος έδειξε με το κεφάλι του την Άστα και η Χάνα
κάθισε δίπλα της και πήρε το χέρι της. «'Οταν είπες στον
Μόργκαν ότι ήθελες να έρθεις μαζί μας, εκείνος δεν είπε όχι.
Σωστά;»
«Σωστά, απ’ ό,τι θυμάμαι».
«Ας είμαστε λογικοί. Εμείς ήμαστε ο στόχος του, εσένα δε
σε είχε υπολογίσει, αλλά όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία,
όταν είπες ότι θα ερχόσουν μαζί μας, δεν είπε όχι».
Η Άστα την κοίταζε αμίλητη. Τέλος σάλιωσε τα χείλια της.
«Γιατί; Αφού μ’ αγαπά».
«Η σχέση του μαζί σου έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο,
Άστα. Βέβαια, ήξερες όλα τα περί Μαφίας και τα λοιπά, κι
αυτό, όσο κι αν δεν το έχεις συνειδητοποιήσει, ήταν πάντα ένα
μειονέκτημα για σένα. Όμως η περίπτωση του Φέργκους...»
Η Χάνα Μπερνστάιν κούνησε με νόημα το κεφάλι της. «Ακό­
μα κι αν τελικά ο θάνατος προήλθε από πνιγμό και όχι από τον
ξυλοδαρμό που προηγήθηκε, η κατηγορία θα ήταν για ανθρω­
ποκτονία και ο Καρλ Μόργκαν θ’ αντιμετώπιζε ποινή εφτά
χρόνων στις φυλακές Ολντ Μπέιλι. Στην Αγγλία οι δικηγόροι
της Μαφίας δεν έχουν τις επιτυχίες που έχουν στην Αμερική.
Εφτά χρόνια, Άστα. Εφτά χρόνια για ένα δισεκατομμυριούχο,
έναν παίκτη του πόλο μαθημένο ν’ απολαμβάνει ό,τι καλύτερο
στη ζωή. Δε θα μπορούσε ποτέ νατό διακινδυνέψει. Ήξερες
πάρα πολλά».
Η Άστα πετάχτηκε πάνω, έκανε μερικά νευρικά βήματα
μέσα στο δωμάτιο και γύρισε. «Μου έχει φερθεί πάντα τόσο
καλά. Δεν μπορώ να το πιστέψω».
Ο Φέργκιουσον γύρισε στον Ντίλον. «Δε νομίζεις πως
ήρθε η ώρα;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 213
«Μάλλον».
Ο Φέργκιουσον είπε στη Χάνα: «Φέρε τον ελληνικό φάκε­
λο, επιθεωρήτρια». Η Χάνα πήγε στο γραφείο και οταξίαρχος
συνέχισε: «Εξήγησέ της εσύ, Ντίλον».
Ο Ντίλον πήρε την Άστα από το χέρι, την οδήγησε και πάλι
<πον καναπέ κοντά στη φωτιά και κάθισε δίπλα της. «Αυτό που
θα σου δείξουμε τώρα, Άστα, είναι κάτι πολύ δυσάρεστο, οδυνη­
ρό όσο δε γίνεται περισσότερο. Έχει σχέση με την' Υδρα και με
το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή της μητέρας σου».
Η Άστα έσμιξε τα φρύδια. «Δεν καταλαβαίνω».
«Θα καταλάβεις, αγαπητή μου». Ο Φέργκιουσον πήρε το
φάκελο από τη Χάνα Μπερνστάιν καιτηςτον έδωσε. «Διάβασε».

Η Άστα έκανε πέρα το φάκελο κι έμεινε στη θέση της με τις


γροθιές σφιγμένες. «Δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Είδες το φάκελο», της είπε ο Φέργκιουσον. «Οι τεχνικές
λεπτομέρειες είναι αδιαμφισβήτητες. Κάποιος πείραξε τον
καταδυτικό εξοπλισμό της μητέρας σου».
«Αποκλείεται να ήταν ατύχημα;» ρώτησε απελπισμένη η
Άστα.
«Αποκλείεται». Ο Ντίλον κάθισε δίπλα της και της έσφιξε
το χέρι. «Είμαι πεπειραμένος δύτης, Άστα. Πίστεψέ με, είναι
βέβαιο ότι αυτό που έγινε στην περίπτωση της μητέρας σου
ήταν σκόπιμο. Πες μου, λοιπόν, ποιος θα μπορούσε να ήταν
υπεύθυνος; Ξέρεις να υπήρχε κανένας άλλος που ήθελε το
κακό της μητέρας σου;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Μόνο ο Καρλ, Άστα. Η μητέρα σου ήξερε πολλά- αυτή είναι
η αλήθεια».
Η Άστα έκλεισε τα μάτια της και πήρε βαθιά ανάσα. 'Οταν
τα ξανάνοιξε, είχε επανακτήσει σε μεγάλο βαθμό την αυτοκυ­
ριαρχία της. «Αυτό πια δεν πρόκειται να του το συγχωρήσω.
Τι μπορώ να κάνω;»
«Μπορείς να μας βοηθήσεις», είπε ο ταξίαρχος. «Να μας
κρατάς ενήμερους για το τι γίνεται στον πύργο. Το πιο απα­
ραίτητο είναι να μας ειδοποιήσεις αμέσως μόλις βρεθεί η
Βίβλος».
214 JACK HIGGINS
Η Άστα έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Θα το κάνω». Πή­
ρε άλλη μια βαθιά αναπνοή. «Μπορώ να έχω ένα ακόμα
μπράντι;»
«Βεβαίως, αγαπητή μου». Ο Φέργκιουσον έγνεψε στον
Ντίλον κι αυτός πήγε στο ντουλάπι με τα ποτά. Γύρισε με το
μπράντι και η Άστα πήρε το ποτήρι από το χέρι του.
Η Χάνα κάθισε δίπλα της. «Άστα, είσαι σίγουρη ότι θα τα
καταφέρεις; Θέλω να πω, τώρα πρέπει να γυρίσεις πίσω και να
του χαμογελάς και να φέρεσαι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε».
«Θάψαμε τη μητέρα μου στη Σουηδία», είπε η Άστα. «Με­
ταφέραμε το σώμα της αεροπορικώς από την Αθήνα και ξέρε­
τε κάτι; Ο Μόργκαν είχε σταθεί δίπλα στον τάφο της κι
έκλαιγε». Άδειασε το ποτήρι της μονορούφι. «Θα τον κάνω να
πληρώσει, οτιδήποτε κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό για μένα».
Άφησε το ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι και σηκώθηκε. «Νομίζω
ότι πρέπει να πηγαίνω τώρα».
«Θα σε πάω εγώ», είπε ο Ντίλον.
Η Άστα, πηγαίνοντας προς την πόρτα, πήρε και φόρεσε τη
γούνα της. Κοντοστάθηκε και γύρισε. «Λοιπόν, μέχρι τώρα η
έρευνα για τη Βίβλο δεν έχει καταλήξει πουθενά, παρ’ όλο που
ο Καρλ έχε ι υποσχεθε ί μεγάλη αμοιβή σε οποιονδήποτε τη βρει».
«Σ’ ευχαριστούμε γι’ αυτί] την πληροφορία», είτε ο Φέρ-
γκιουσον.
«Όσο για τις μελλοντικές μας κινήσεις, πρόκειται να κά­
νουμε την εμφάνισή μας στο πανηγύρι και τους αγώνες που θα
γίνουν στο χωριό αύριο. Δε νομίζω πως υπάρχει τίποτ’ άλλο».
«Εντάξει, έλα να πηγαίνουμε τώρα», είπε ο Ντίλον.
Στην πόρτα η Άστα στάθηκε ξανά. «Μόλις θυμήθηκα κάτι
ακόμα. Ο Άνγκους, ο κηπουρός, είναι πληροφοριοδότης του
Καρλ τώρα».
«Θα το έχουμε υπόψη μας», είπε ο Φέργκιουσον.
Η Άστα βγήκε έξω και ο Ντίλον την ακολούθησε.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι τον πύργο με το Ρέιντζ


Ρόβερ η Άστα καθόταν δίπλα στον Ντίλον σφίγγοντας το
γιακά της γούνας γύρω απ’ το λαιμό της, χωρίς να βγάζει λέξη.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 215
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ντίλον όταν πλησίασαν στην
πύλη.
«Καλά είμαι». Η Άστα έγνεψε καταφατικά. «Μην ανησυ­
χείς για μένα, Ντίλσν. Θα παίξω το ρόλο μου».
Ακολούθησαν το δρομάκι του κήπου και ο Ντίλον σταμά­
τησε μπροστά στα σκαλοπάτια της εισόδου. Πριν προλάβουν
να κατεβούν από τ’ αυτοκίνητο, η εξώπορτα άνοιξε κι εμφα­
νίστηκε ο Μόργκαν.
«Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ», είπε καθώς ο Ντίλον πήγαινε
από την άλλη μεριά για ν’ ανοίξει την πόρτα στην Άστα.
«Συγνώμη, Καρλ», είπε εκείνη ενώ ανέβαινε τα σκαλοπά­
τια, «αλλά λίγο έλειψε να πάθουμε σοβαρό ατύχημα».
Εκείνος έδειξε αμέσως μεγάλο ενδιαφέρον. «Τι συνέβη;»
«Μείναμε χωρίς φρένα», του είπε ο Ντίλον. «Κάποια διαρ­
ροή στο υδραυλικό σύστημα. Είναι αρκετά παλιό αυτό το
αυτοκίνητο».
«Ο Ντίλον ήταν καταπληκτικός», είπε η Άστα. «Οδήγησε
σαν τον Νάιτζελ Μάνσελ στον κατήφορο. Είχα πιστέψει στ’
αλήθεια πως έφτασε το τέλος μας».
«Ω Θεέ μου!» Ο Μόργκαν την έσφιξε πάνω του. «Πώς
μπορώ να σ’ ευχαριστήσω, Ντίλον;»
«Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης», του είπε ο Ντίλον.
«Κάνω απλώς ό,τι μπορώ για να επιβιώσω, κύριε Μόργκαν».
«Πηγαίνω μέσα, Καρλ», είπε η Άστα. «Μάλλον θ’ ανέβω
να ξαπλώσω αμέσως».
Μπήκε μέσα και ο Μόργκαν γύρισε και πάλι στον Ντίλον,
που τώρα ξανάμπαινε στο Ρέιντζ Ρόβερ. «Σ’ ευχαριστώ και
πάλι. Θα έρθετε στο πανηγύρι αύριο;»
«Υποθέτω».
«Ωραία, θα ιδωθούμε εκεί λοιπόν». Ο Μόργκαν μπήκε
μέσα κι έκλεισε την πόρτα.
«Ναι, θα ιδωθούμε, κάθαρμα», είπε ο Ντίλον και πήρε το
δρόμο της επιστροφής.
11

ην επόμενη μέρα ήταν η τοπική γιορτή και το χωριό

Τ Αρντναμούρχαν είχε γεμίσει από κατοίκους της περιοχής


και άλλους που είχαν έρθει από πολλά χιλιόμετρα μακριά για
να δουν το πανηγύρι και να πάρουν μέρος στους αγώνες.
Επίσης υπήρχαν διάφοροι πλανόδιοι και Τσιγγάνοι με πουλά­
ρια και άλογα για πούλημα. Ο Φέργκιουσον, ο Ντίλον και η
Χάνα έφτασαν λίγο πριν από το μεσημέρι, πάρκαραντο Ρέιντζ
Ρόβερ κοντά στην εκκλησία και κατευθύνθηκαν με τα πόδια
προς το Κάμπελ Αρμς.
«Θα ’λεγα να πιούμε ένα ποτηράκι και μετά ν’ απολαύσου­
με το πανηγύρι», είπε ο ταξίαρχος.
«Η ώρα είναι δώδεκα παρά δέκα, ταξίαρχε», του υπενθύ­
μισε η Χάνα. «Δηλαδή, είναι ακόμα πρωί».
«Αν υπήρχε περίπτωση να με βλάψει το οινόπνευμα, επι-
θεωρήτρια, θα το είχε κάνει πολύ νωρίτερα, στον πόλεμο της
Κορέας για την ακρίβεια, όταν ήμουν εικοσάχρονος ανθυπο-
λοχαγός. Μέσα στο χιονισμένο χαράκωμα, με θερμοκρασία
είκοσι βαθμών υπό το μηδέν κι ενώ οι Κινέζοι ορμσύσαν
218 JACK HIGGINS
εναντίον μας κατά χιλιάδες, μόνο το ρούμι με κρατούσε ζω­
ντανό».
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε πρώτος μέσα στην παμπ.
Στην κύρια αίθουσα επικρατούσε συνωστισμός, δεν υπήρχε
μέρος να καθίσουν, αλλά ο Φέργκιουσον άνοιξε δρόμο με
εύθυμη διάθεση μέχρι το μπαρ, όπου η Μόλι εργαζόταν πυρε-
τωδώς με τη βοήθεια τεσσάρων ακόμα ντόπιων γυναικών.
«Γκίνες», της φώναξε ο Φέργκιουσον. «Και για τους τρεις
μας». Γύρισε στη Χάνα. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο τονωτικό».
Η Μόλι τους σέρβιρε η ίδια. «Θέλετε μήπως και κάτι να
φάτε,ταξίαρχε;»
«Δε θα ’ταν άσχημη ιδέα».
«Δεν έχω τίποτε σπουδαίο σήμερα, μόνο ζεστές κρεατόπι­
τες Κορνουάλης».
«Αυτό είναι μάλλον περίεργο τη στιγμή που βρισκόμαστε
στη Σκοτία, αλλά γιατί όχι; Φέρε μας από μία».
«Εντάξει. Βλέπω ότι μια παρέα σηκώνεται από τον πάγκο
κοντά στη φωτιά. Πηγαίνετε να καθίσετε εκεί και θα σας τις
φέρω».
Η Μόλι είχε δίκιο. Τρεις άντρες σηκώθηκαν από τη θέση
τους εκείνη τη στιγμή και ο Φέργκιουσον βιάστηκε ν’ ανοίξει
δρόμο μέσα στο πλήθος και να πιάσει τις θέσεις. Κάθισε κάτω
κι έτριψε με ικανοποίηση τα χέρια του. «Τίποτε καλύτερο από
μια μέρα στο χωριό».
«Μήπως όμως έχουμε άλλα, πιο σπουδαία πράγματα να
φροντίσουμε, σερ;» ρώτησε η Χάνα.
«Πάψε, επιθεωρήτρια- όλοι χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα
κάπου κάπου».
Η Μόλι έφερε τις μπίρες και τις τρεις κρεατόπιτες που
ήταν τεράστιες. «Αν θέλετε κάτι αργότερα, υπάρχει και μια
τέντα με αναψυκτικά», είπε η Μόλι, ενώ ο Φέργκιουσον την
πλήρωνε. «Πέρα, στο χώρο του πανηγυριού».
«Θα το έχουμε υπόψη μας, αγαπητή μου».
Ο Φέργκιουσον δοκίμασε το ποτό του και μετά την κρεα­
τόπιτα. «Μμμ, πολύ ωραία είναι».
«Εντάξει, σερ, αλλά τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Χάνα.
«Δηλαδή, τι θα ’θελες να κάνουμε;» της είπε ο Ντίλον.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 219
«Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Μόργκαν ξεμπέρ­
δεψε με τον Φέργκους μια και καλή και μετά προσπάθησε να
σκοτώσει όλους εμάς χτες βράδυ. Δε νομίζετε ότι πρόκειται
πλέον για ανοιχτό πόλεμο;»
«Ναι, μόνο που τώρα έχουμε την Άστα με το μέρος μας»,
της είπε ο Φέργκιουσον κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή την είδαν
να μπαίνει, ακολουθούμενη από τον Μόργκαν και τον Μάρκο.
Η Άστα τους είδε αμέσως και πλησίασε. Φορούσε το σκο-
τσέζικο σκούφο και την καρό φούστα που είχε βάλει και στο
κυνήγι του ελαφιού και δεν υπήρχε άντρας στην αίθουσα που
να μη γύρισε να την κοιτάξει.
«Α, εδώ είστε», τους είπε χαμογελώντας.
Ο Ντίλον σηκώθηκε και της έκανε τόπο να καθίσει. «Στις
ομορφιές σου είσαι σήμερα».
«'Ετσι θέλω να ’μαι. Δε σκοπεύω να το βάλω κάτω, Ντίλον».
Πίσω της ο Μόργκαν κάτι είπε στον Μάρκο που κατευθύν-
θηκε αμέσως προς το μπαρ, ενώ ο ίδιος ήρθε να τους συναντή­
σει. «Πώς είστε; Η Άστα μου διηγήθηκε τι συνέβη χτες βράδυ.
Φοβερό».
«Συναρπαστικό, για να μην πούμε τίποτε περισσότερο»,
του είπε ο Φέργκιουσον. «Όμως το παλικάρι μας από δω
κράτησε την ψυχραιμία του και οδήγησε σαν τον Στέρλινγκ
Μος στις καλύτερες στιγμές του». Χαμογέλασε. «Βέβαια ανα­
φέρομαι σε κάποιες παλιότερες εποχές, αλλά για μένα ο Μος
δεν παύει να είναι ο καλύτερος Βρετανός οδηγός αγώνων».
Ο Μάρκο έφερε δύο λάγκερ, έδωσε τη μία στον Μόργκαν
και την άλλη στην Άστα και πήγε και στάθηκε κοντά στην
πόρτα. «Δε βλέπω την ώρα να πάω στο πανηγύρι», είπε η
Άστα.
Η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε ο Έκτωρ Μάνρο με τον
Ρόρι. Βλέποντας την παρέα κοντά στη φωτιά, κοντοστάθηκε
κι έφερε το χέρι στο μέτωπό του. «Κυρίες μου», είπε ευγενικά
κι έκανε να προχωρήσει προς το μπαρ.
«Δε φαντάζομαι να φάνηκε πουθενά ο άλλος γιος σου»,
είπε ο Μόργκαν.
«Α, ο Φέργκους έφυγε, κύριε Μόργκαν», του είπε ο Έ­
220 JACK HIGGINS
κτωρ. «Πάει να δει κάποιους μακρινούς συγγενείς. Δεν περι­
μένω να γυρίσει για ένα διάστημα».
Προχώρησε προς το μπαρ και στο μεταξύ ο Φέργκιουσον
τελείωσε το ποτό του. «Λοιπόν, να πηγαίνουμε», είπε και
σηκώθηκε. «Θα ιδωθούμε αργότερα, Μόργκαν», πρόσθεσε
και πήγε πρώτος προς την πόρτα.

Στο χώρο του πανηγυριού υπήρχε μια τέντα με αναψυκτικά,


δυο τρεις περιστρεφόμενες εξέδρες με τα γνωστά αλογάκια
και αυτοκινητάκια για παιδιά, κι ένα πρωτόγονο ρινγκ πυγμα­
χίας που προς το παρόν ήταν άδειο. Όταν έφτασαν, βρισκόταν
σε εξέλιξη το παζάρι των αλόγων κι έτσι στάθηκαν μαζί με
πολλούς άλλους και παρακολουθούσαν νεαρούς Τσιγγάνους
να τρέχουν πέρα δώθε, κρατώντας τ’ άλογα από τα γκέμια για
ν’ αποδείξουν την καλή φυσική τους κατάσταση. Ο Ντίλον είδε
σε κάποιο σημείο τον Έκτορα Μάνρο και τον Ρόρι να εξετά­
ζουν ένα ζευγάρι πουλάρια.
Πλησίασε, ανάβοντας τσιγάρο, και είπε στα ιρλανδικά:
«Εντελώς άχρηστο αυτό το ζευγάρι».
«Λες να μην το βλέπω;» απάντησε ο Έκτωρ στα γαελικά.
Ο Ρόρι χαμογέλασε. «Ξέρεις από άλογα, ε;»
«Πέρασα αρκετό χρόνο στη φάρμα του θείου μου στο
Κάουντι Ντάουν όταν ήμουν μικρός κι έμαθα να ξεχωρίζω τα
ψόφια από τα καλά».
Ο Ντίλον χαμογέλασε φιλικά και γύρισε στην παρέα του.
«Αρχίζουν οι αγώνες», είπε ο Φέργκιουσον. «Πάμε να δούμε».
Γίνονταν αγώνες σπριντ πενήντα μέτρων και σακοδρομίες
για μικρά παιδιά, αλλά τα σπορ των ενήλικων είχαν μεγαλύ­
τερο ενδιαφέρον. Μεγαλόσωμοι άντρες έριχναν το κέιμπερ,
ένα είδος τεράστιου ακοντίου που θύμιζε τηλεγραφική κολό­
να. Είχε επίσης αρχίσει η ρίψη σφύρας και το τριπλό άλμα κι
ακόμα χορεύονταν ζωηροί σκοτσέζικοι χοροί με τη συνοδεία
των διαπεραστικών ήχων της γκάιντας.
Ο Μόργκαν και η Άστα, με τον Μάρκο πίσω τους, εμφα­
νίστηκαν στην απέναντι μεριά του πλήθους. Η Άστα είδε τον
Ντίλον και του κούνησε το χέρι. Εκείνος της απάντησε με τον
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 221
ίδιο τρόπο κι αμέσως μετά έστρεψε την προσοχή του στην
πάλη. Ρωμαλέοι άντρες με σκοτσέζικες φούστες και πόδια σαν
κορμούς δέντρων συμπλέκονταν με δύναμη που θύμιζε παλαι­
στές σούμο, ενώ το πλήθος τους παρότρυνε με κραυγές.
«Αρκετά διασκεδαστικό, ε;» είπε ο Φέργκιουσον κι έβγα­
λε ένα πλακέ μπουκάλι από την τσέπη του. Το άνοιξε και ήπιε
μια γουλιά. «Θυμίζουν τον Σαμψών, που τις έβρεχε για τα
καλά στους Φιλισταίους, έτσι δεν είναι, επιθεωρήτρια;»
«Νομίζω, σερ, αν και ομολογώ ότι δεν είναι από τα θεάμα­
τα που μ’ ενθουσιάζουν».
«Το φαντάζομαι».
Και τότε το πλήθος τους παρέσυρε προς το ρινγκ της
πυγμαχίας. «Α, αυτό μάλιστα», είπε ο Ντίλον.
«Τι ακριβώς είναι;» ρώτησε η Χάνα.
«Πυγμαχία παλιού στυλ. Για να δούμε».
Ένας μεσόκοπος άντρας με σορτς και μπότες πυγμαχίας
χώθηκε κάτω από τα σκοινιά και μπήκε στο ρινγκ. Είχε την
επίπεδη μύτη επαγγελματία πυγμάχου και ουλές γύρω από τα
μάτια. Στην πλάτη της παλιάς νάιλον ρόμπας του ήταν γραμ­
μένο το όνομα Τάιγκερ Γκραντ.
«Πω, πω, αυτός είναι παλιά καραβάνα», είτε ο Φέργκιουσον.
«Σκληρό καρύδι», συμφώνησε ο Ντίλον, κουνώντας το
κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή η Άστα ήρθε και τους συνάντησε, αφού
ο Μάρκο είχε με κόπο ανοίξει δρόμο μέσα στοπλήθος γι’ αυτί]
και τον Μόργκαν. Ο Σικελός κοίταζε τον Τάιγκερ Γκραντ με
αινιγματική έκφραση.
Ο Ντίλον είπε: «Από την έκφρασή του καταλαβαίνω ότι ο
Μάρκο έχει πείρα του αθλήματος».
«Πρωταθλητής μεσαίων βαρών κάποτε στη Σικελία», είπε
ο Μόργκαν. «Είχε πάρει μέρος σε είκοσι δύο αγώνες».
«Πόσους απ’ αυτούς κέρδισε;»
«Όλους. Τουςτρεις στα σημεία, τους δώδεκα με νοκ άουτ και
στους υπόλοιπους ο διαιτητής είχε σταματήσει τον αγώνα».
«Σοβαρά;» είπε ο Ντίλον. «Πρέπει λοιπόν να προσέχω και
να τον αποφεύγω τις σκοτεινές νύχτες».
Ο Μάρκο γύρισε και τον κοίταξε με μια περίεργη έκφραση
222 JACK HIGGINS
στα μάτια, αλλά εκείνη τη στιγμή ένας μικροσκοπικός άντρας
με τουίντ κοστούμι και τραγιάσκα σκαρφάλωσε στο ρινγκ
μέσα από τα σκοινιά, κρατώντας ένα ζευγάρι γάντια του μποξ
κι έκανε νόημα στο πλήθος να σωπάσει.
«Λοιπόν. Είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν ορισμένοι τολμη­
ροί κύριοι ανάμεσα στους θεατές κι αμέσως τώρα θα τους
δώσω την ευκαιρία να κερδίσουν ένα αξιόλογο χρηματικό
ποσό». Έβγαλε μια δεσμίδα χαρτονομίσματα από την εσωτε­
ρική του τσέπη. «Πενήντα λίρες, φίλοι μου, σ’ όποιον αντέξει
τρεις γύρους με τον Τάιγκερ Γκραντ. Πενήντα λίρες!»
Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Ο Ντίλον είδε δυο
γεροδεμένους νέους από την απέναντι μεριά του ρινγκ να
κουβεντιάζουν με τους Μάνρο. Ο ένας έβγαλε το σακάκι του,
το έδωσε στον Ρόρι και πέρασε μέσα από τα σκοινιά. Το
πλήθος ζητωκραύγασε.
Ο μικρόσωμος άντρας τον βοήθησε να βάλει τα γάντια ενώ
ο Τάιγκερ Γκραντ πετούσε τη ρόμπα του σε κάποιον που έκανε
χρέη βοηθού του στη γωνία. Ο μικρόσωμος άντρας βγήκε από
το ρινγκ κι έβγαλε ένα ρολόι χρονόμετρο από μια τσέπη κι ένα
καμπανάκι από μια άλλη.
«Κάθε γύρος τρία λεπτά. Ο αγώνας αρχίζει!»
Ο νέος κινήθηκε επιθετικά κατά του Γκραντ, το πλήθος
ζητωκραύγαζε και η Άστα αρπάχτηκε από το μπράτσο του
Ντίλον. «Αχ, τι συναρπαστικό!» είπε.
«Ανατριχιαστικό θα ήταν ο σωστότερος χαρακτηρισμός»,
παρατήρησε η Χάνα Μπερνστάιν.
Και δεν είχε άδικο γιατί ο Γκραντ, αποφεύγοντας με άνεση
τις άγριες επιθέσεις του αντιπάλου του, του κατάφερε ένα
ξαφνικό δυνατό χτύπη μα στο στομάχι, κάνοντάς τον να σωρια­
στεί στο πάτωμα, σφαδάζοντας από τον πόνο. Το πλήθος είχε
παγώσει καθώς ο βοηθός του Τάιγκερ Γκραντ και ο διαιτητής
έβγαζαν τον άτυχο νέο από το ρινγκ.
Ο μικρόσωμος άντρας επέστρεψε. «Κανείς άλλος που θα
’θελε να δοκιμάσει;» Ήδη όμως ο δεύτερος από τους νέους
που στεκόταν κοντά στους Μάνρο σκαρφάλωνε στο ρινγκ.
«Εγώ», είπε. «Θέλω να τον τιμωρήσω γι’ αυτό που έκανε στον
αδερφό μου».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 223
Ο Γκραντ παρέμεινε ατάραχος κι όταν το καμπανάκι χτύ­
πησε και ο νέος του χίμηξε, άρχισε και πάλι ν’ αποκρούει με
ευστροφία τις επιθέσεις του και, τελικά, τον έριξε κάτω με τον
ίδιο τρόπο που είχε χρησιμοποιήσει και για τον αδερφό του.
Ένα βογκητό ακούστηκε από το πλήθος και η Χάνα είπε:
«Είναι φοβερό».
«Πάλι καλά», είπε ο Ντίλον. «Ο Γκραντ θα μπορούσε να
τους έχει λιώσει αυτούς τους δύο, αλλά δεν το έκανε. Είναι
εντάξει τύπος».
Ξαφνικά είδε ότι ο Μόργκαν κάτι έλεγε στον Μάρκο. Δεν
μπορούσε ν’ ακούσει τι του έλεγε λόγω του θορύβου, αλλά ε
Σικελός έβγαλε το σακάκι του κι ανέβηκε στο ρινγκ, προλα­
βαίνοντας τον Ρόρι Μάνρο.
«Ένας ακόμα τολμηρός», φώναξε ο μικρόσωμος άντρας
αν και το χαμόγελό του πάγωσε την ώρα που έδενε τα γάντιο
στα χέρια του Μάρκο.
«Είδατε;» παρατήρησε ο Φέργκιουσον. «Δεν είναι τόσε
σίγουρος τώρα».
«Είσαι για ένα στοιχηματάκι, ταξίαρχε;» ρώτησε ο Μόρ­
γκαν. «Ας πούμε εκατό λίρες».
«Θα χάσεις τα λεφτά σου», είπε ο Ντίλον στον Φέργκιουσον.
«Δε χρειάζεται να μου το πεις, καλό μου παιδί. Λυπάμαι,
Μόργκαν».
Το καμπανάκι χτύπησε, ο Μάρκο στάθηκε όρθιος, με τα
χέρια κρεμασμένα στα πλευρά του και, για κάποιο λόγο, στο
πλήθος απλώθηκε σιωπή. Ο Γκραντ έσκυψε, έκανε μια παρα­
πλανητική κίνηση κι επιτέθηκε με ταχύτητα. Ο Μάρκο έκανε
στο πλάι με εκπληκτική ευκινησία, γύρισε και τον χτύπησε στα
πλευρά δύο φορές, τόσο δυνατά ώστε ο ήχος ακούστηκε σε
όλο το πλήθος. Ο Γκραντ τίναξε το κεφάλι του ψηλά από τον
πόνο και ο Μάρκο του κατάφερε ένα κοφτό χτύπημα στο
σαγόνι. Ο Γκραντ σωριάστηκε κάτω σαν σακί με κάρβουνο κι
έμεινε ακίνητος. Μια πνιχτή κραυγή έκπληξης ξέφυγε από τα
στόματα των θεατών.
Ο μικρόσωμος άντρας έπεσε στα γόνατα προσπαθώντας
να συνεφέρει τον Γκραντ, μαζί με το βοηθό του, ενώ ο Μάρκο
βημάτιζε πέρα δώθε στο ρινγκ σαν εκνευρισμένο ζώο. «Τα
224 JACK HIGGINS
λεφτά μου, που είναι τα λεφτά μου;» φώναξε και, βγάζοντας
το δεξί του γάντι, άρπαξε και σήκωσε όρθιο το μικρόσωμο
άντρα. Εκείνος έντρομος έβγαλε τη δεσμίδα με τα χαρτονομί­
σματα από την τσέπη του και του την έδωσε.
Ο Μάρκο έκανε ένα γύρο στο ρινγκ, ανεμίζοντας θριαμ­
βευτικά τα χρήματα πάνω από το κεφάλι του. «Μήπως θέλει
κανείς να τα βάλει μαζί μου;» ρώτησε.
Ακούστηκαν σφυρίγματα και γιουχαίσματα, καθώς ο μι­
κρόσωμος άντρας και ο βοηθό; απομάκρυναν τον Γκραντ από
το ρινγκ, και ξαφνικά μια φωνή είπε: «Εγώ θα τα βάλω μαζί
σου, κάθαρμα». Και ο Ρόρι Μάνρο ανέβηκε στο ρινγκ.
Ο Μάρκο κλότσησε το δεύτερο ζευγάρι γάντια προς το
μέρος του και ο Ντίλον είπε: «Άλλο ένας συνηθισμένος κα­
βγάς στην παμπ· αυτό εδώ θα μπορούσε να είναι το τέλος του
Ρόρι Μάνρο».
Ο Ρόρι ξεκίνησε δυνατά, δέχτηκε ένα πρώτο χτύπημα από
τον Μάρκο, αλλά κατάφερε κι αυτός ένα ψηλά, στο δεξί
μάγουλο του Σικελού. Ο Μάρκο έκανε μια παραπλανητική
κίνηση και τον χτύπησε ξανά στο πλευρό, αλλά και πάλι ο Ρόρι
άντεξε το χτύπημα και ξαναβρήκε τον αντίπαλό του στο δεξί
μάγουλο, σκίζοντας του το δέρμα. Ο Μάρκο έκανε πίσω,
άγγιξε το μάγουλό του με το γάντι του και είδε το αίμα. Το
βλέμμα του τώρα ήταν γεμάτο οργή, καθώς χιμούσε με το
κεφάλι κάτω και χτυπούσε τον Ρόρι στα πλευρά μία, δύο, τρε ις
φορές.
«Θα του τσακίσει τα κόκαλα», είπε ο Ντίλον.
Ο Φέργκιουσον έγνεψε καταφατικά. «Κι εκείνος ο ανόη­
τος δεν το βάζει κάτω».
Ο Ρόρι ταλαντεύτηκε, προφανώς πονώντας φοβερά, και ο
Μάρκο τον χτύπησε στο πρόσωπο κάμποσες φορές, κρατώ­
ντας το κεφάλι του με το ένα χέρι. Το πλήθος βρυχήθηκε
αποδοκιμάζοντας την αντικανονική ενέργεια και ο Μάρκο,
αδιαφορώντας γι’ αυτή την αντίδραση, έκανε πίσω κι ετοιμά­
στηκε για ένα τελειωτικό χτύπημα κατά του Ρόρι, που τώρα
μόλις στεκόταν στα πόδια του.
«Θεέ μου, όχι!» φώναξε η Χάνα.
Ο Ντίλον πέρασε μέσα από τα σκοινιά, στάθηκε ανάμεσα
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 225
στους δυο αντιπάλους και σήκωσε την παλάμη του πρώτα προς
το μέρος του Σικελού. «Αρκετά».
Γύρισε, ε'πιασε τον Ρόρι και τον βοήθησε να φτάσει στη
γωνιά του. Του έβγαλε τα γάντια και τον βοήθησε να περάσει
μέσ’ από τα σκοινιά. Μετά τον παρέδωσε στα χέρια του πατέ­
ρα του και άλλων που προθυμοποιήθηκαν να του συμπαρα­
σταθούν. «Αν ήμουν τριάντα χρόνια νεότερος, θα το έβαζα
εγώ στη θέση τσυ το κάθαρμα», είπε ο Μάνρο στα γαελικά.
«Τι να κάνουμε, δεν είσαι».
Ο Ντίλον γύρισε και είδε τον Μάρκο να στέκεται και να
τον κοιτάζει, με τα γαντοφορεμένα χέρια του στους γοφούς.
«Μήπως θα ’θελες να δοκιμάσεις κι εσύ την τύχη σου, βρομο-
Ιρλανδέ;» του είπε στα ιταλικά.
«Μετά χαράς», απάντησε ο Ντίλον στην ίδια γλώσσα.
«Βάλε τα γάντια σου, λοιπόν».
«Ποιος τα χρειάζεται;» Ο Ντίλον τα κλότσησε και τα πέ-
ταξε έξω από το ρινγκ. «Με τα γάντια δε θα μπορέσω να σε
δείρω όσο θέλω».
Η πρόκληση ήταν εσκεμμένη και ο Μάρκο «τσίμπησε».
«Καμιά αντίρρηση».
«Όχι, Ντίλον, όχι!» φώναξε η Άστα. «Θα σε σκοτώσει».
Όταν κινείσαι, να είσαι όπως το νερό, τον είχε διδάξει ο
Γουάν Τάο. Απόλυτη ηρεμία, απόλυτος έλεγχος. Εδώ δεν
επρόκειτο πλέον για πυγμαχικό αγώνα και ο Μάρκο την είχε
πατήσει άσχημα.
Ο Σικελός επιτέθηκε γρήγορα και τίναξε τη γροθιά του. Ο
Ντίλον την απέφυγε κάνοντας στο πλάι, έστριψε και χτύπησε
τον Μάρκο στο πλευρό μ’ ένα από κείνα τα κοφτά και βιδωτά
χτυπήματα που του είχε μάθει ο Γουάν Τάο. Ο Μάρκο ξεφώ­
νισε από τον πόνο και ο Ντίλον το επανέλαβε. Αμέσως μετά
του γύρισε την πλάτη και του κατάφερε ένα ανάποδο χτύπημα
με τον αγκώνα, τσακίζοντάς του το στόμα.
Το πλήθος βρυχισταν, ενώ ο Ντίλον άρχισε κιόλας ν’ απο­
μακρύνεται. Όμως ο Μάρκο, με εκπληκτική αντοχή, χίμηξε
πίσω του εξαγριωμένος και, καθώς εκείνος γύρισε, τον χτύπη­
σε στο αριστερό μάγουλο. Ο Ντίλον τινάχτηκε πίσω από την
226 JACK HIGGINS
ορμή του χτυπήματος, αναπήδησε πάνω στα σκοινιά, έπεσε
κάτω και ο Μάρκο τον κλότσησε στα πλευρά.
Το πλήθος παραληρούσε τώρα και ο Ντίλον κύλησε κά-
μποσες φορές με ταχύτητα και σηκώθηκε όρθιος. «Α, το πράγ­
μα αρχίζει να γίνεται βαρετό», είπε και, καθώς ο Μάρκο
τίναζε ξανά τη γροθιά εναντίοντου, άρπαξε το Σικελό από τον
καρπό, γύρισε και τον πέταξε με το κεφάλι μπροστά, πάνω
από τα σκοινιά, όπου πήγε και σωριάστηκε μπρούμυτα μπρο­
στά στον Φέργκιουσον, τον Μόργκαν και τις δυο γυναίκες.
Καθώς ο Μάρκο γυρνούσε ανάσκελα, ο Ντίλον πήδησε
από το ρινγκ κι έβαλε το πόδι του πάνω στο λαιμό του. «Κάθισε
ήσυχα τώρα, σαν καλό σκυλάκι, μη σου τσακίσω το λαιμό».
Ο Μόργκαν είπε στα ιταλικά: «Σταμάτα, Μάρκο, σε δια­
τάζω». Έδωσε στο σωματοφύλακά του το σακάκι του και
γύρισε στον Ντίλον. «Είσαι σπουδαίος, φίλε μου».
«Αληθινός ήρωας», είπε η Άστα, αρπάζοντας τον Ντίλον
από το μπράτσο.
«Να σας πω εγώ τι είναι», είπε ο Φέργκιουσον. «Είναι ένας
βλάκας και μισός. Τώρα όμως ας πάμε στην τέντα με τ’ αναψυ­
κτικά. Μετά απ’ όσα είδαν τα μάτια μας, νομίζω ότι είναι ώρα να
πιούμε κάτι». Έκανε μεταβολή και προχώρησε πρώτος, ανοίγο-
ντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος των εντυπωσιασμένων θεατών
που σπρώχνονταν για να συγχαρούν τον Ντίλον.

Κάτω από το μεγάλο αντίσκηνο επικρατούσε σχετική ηρεμία,


αφού οι περισσότεροι προτιμούσαν να μείνουν έξω, εκμεταλ­
λευόμενοι τον καλό καιρό. Ο Φέργκιουσον πήγε στο μπαρ,
που είχε στηθεί πάνω σ’ ένα μεγάλο σανιδένιο τραπέζι. Ο
Ντίλον και η Χάνα κάθισαν σ’ ένα από τ’ άλλα τραπέζια, και
η Χάνα έβγαλε αμέσως το μαντίλι της και το έβρεξε με το νερό
που υπήρχε σε μια κανάτα πάνω στο τραπέζι. «Ντίλον, το
δέρμα σου έχει σκιστεί. Νομίζω ότι πρέπει να σου βάλουν
μερικά ράμματα».
«Θα δούμε. Προς το παρόν δε νιώθω τίποτε».
«Τουλάχιστον κράτα αυτό το βρεγμένο μαντίλι για λίγο
πάνω στην πληγή».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 227
«Καλύτερα να την αφήσω να ξεραθεί». Ο Ντίλον άναψε
τσιγάρο.
«Σκοτώνεις τον εαυτό σου αργά, αλλά σταθερά μ’ αυτά τα
πράγματα».
«Το ξέρεις ότι είσαι φασίστρια; Το επόμενο βήμα θα είναι
να μου απαγορέψεις το οινόπνευμα και μετά το σεξ». Ο Ντίλον
χαμογέλασε. «Τι άλλο μένει;»
«Πάντα μου έδινες την εντύπωση ότι είχες αυτοκαταστρο-
φική διάθεση», του είπε η Χάνα, το είπε όμως χαμογελώντας.
Ο Φέργκιουσον ήρθε κρατώντας ένα δίσκο με ποτά. «Ουί­
σκι για μας, τζιν με τόνικ για σένα, επιθεωρήτρια».
«Θα προτιμούσα τσάι, σερ, και δε θα ’κάνε κακό και στον
Ντίλον αν έπινε επίσης ένα τσάι», είπε η Χάνα κι αμέσως
σηκώθηκε και πήγε στο μπαρ.
«Το ΐ]ξέρα», είπε ο Φέργκιουσον. «'Οταν αυτί] η κοπέλα
παντρευτεί, θα γίνει μια από κείνες τις Εβραίες μανάδες για
τις οποίες διαβάζουμε στα βιβλία, μια απ’ αυτές που κουμα-
ντάρουν τον άντρα τους με σιδερένια πυγμή και λένε σε όλους
τι πρέπει να κάνουν».
« Α, όλα κι όλα, ταξίαρχε, φαίνεται πως σε πήραν τα χρόνια
κι έχεις χάσει την επαφή με τη σημερινή πραγματικότητα. Σε
πληροφοριό ότι πολλοί άντρες θα δέχονταν ευχαρίστως να
τους κουμαντάρει με σιδερένια πυγμή η Χάνα Μπερνστάιν».
Εκείνη τη στιγμή στην είσοδο της σκηνής εμφανίστηκε η
Άστα. Κοίταξε γύρω της, τους είδε και πλησίασε. «Α, εδώ
είστε».
Κάθισε στο τραπέζι τους και ο Ντίλον ρώτησε: «Πού είναι
ο Μόργκαν;»
«Πηγαίνει τον Μάρκο στο τοπικό νοσοκομείο του Αρισάι-
γκ. Φοβάται ότι του έχεις σπάσει ένα πλευρό. Εγώ είπα ότι θα
επέστρεφα μόνη μου στον πύργο».
«Θαυμάσια νέα», είπε ο Φέργκιουσον.
Η Χάνα ήρθε μ’ ένα δίσκο γεμάτο φλιτζάνια και δύο
τσαγιέρες με τσάι. «Σε είδα που ερχόσουν», είπε στην Άστα.
«Θα πάρεις ένα τσάι μαζί μας».
Η Άστα τοποθέτησε τα πιατάκια και τα φλιτζάνια πάνω
στο τραπέζι και η Χάνα σέρβιρε το τσάι.
228 JACK HIGGINS
«Καταπληκτικός δεν ήταν ο Ντίλον;» είπε η Άστα.
«Εξαρτάται από το πώς το βλέπεις».
«Ω, έλα τώρα, επιθεωρήτρια, μη μου πεις ότι δεν το άξιζε,
το κτήνος».
Ο Έκτωρ Μάνρο μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε προςτο μπαρ.
Αγόρασε μισό μπουκάλι ουίσκι κι έκανε να φαίγει. Τους είδε που
κάθονταν εκεί, δίστασε για μια στιγμή και, τέλος, πλησίασε.
«Κυρίες μου», είπε ευγενικά κι αμέσως μετά μίλησε στον
Ντίλον στα γαελικά. «Θα περιμένεις τις ευχαριστίες μου,
φαντάζομαι».
«Α, μπα, όχι», είπε ο Ντίλον στα ιρλανδικά. «Πώς είναι ο
γιος σου;»
«Είναι σκληρό καρύδι ο Ρόρι, αλλά η αλήθεια είναι πως
τον χτύπησε άσχημα, το κάθαρμα». Ξαφνικά χαμογέλασε με
νόημα. «'Οχι πως και του λόγου σου δεν είσαι καθαρματάκι,
κύριε Ντίλον».
Ο Μάνρο απομακρύνθηκε και η Αστα ρώτησε: «Τι ήταν
αυτά; Γαελικά;»
«Ακριβώς. Κι εγώ χρησιμοποίησα ιρλανδικά. Οι δυο γλώσ­
σες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους».
«Σ’ ευχαρίστησε που του έσωσες το γιο;» ρώτησε η Χάνα.
Ο Ντίλον χαμογέλασε. «Δεν πιστεύω ότι έχει ευχαριστήσει
ποτέ κανένα στη ζωή του αυτός ο τύπος».
Ακούστηκε μια φωνή: «Α, ώστε εδώ είστε!» Γύρισαν και
είδαν τη λαίδη Κάθριν να πλησιάζει ακουμπώντας στο μπα­
στούνι της, ενώ η Τζίνι την κρατούσε από το άλλο χέρι.
«Αγαπητή μου λαίδη». Ο Φέργκιουσον σηκώθηκε. «Δεν
περίμενα να σε συναντήσω εδώ, μέσα σ’ όλο αυτό το πλήθος».
Η Τζίνι τη βοήθησε να καθίσει και η λαίδη Κάθριν είπε:
«Πρέπει να κάνω την εμφάνισή μου· το περιμένουν, ξέρετε».
Γύρισε στον Ντίλον. «Σε είδα από μακριά, πάνω από τα
κεφάλια του κόσμου. Α, όλα κι όλα, δεν είναι σπορ αυτό. Πω,
πω, χάλια έγινε το πρόσωπό σου».
«Ναι, μόνο που το δικό του είναι χειρότερο», είπε ο Ντίλον.
Η λαίδη χαμογέλασε και γύρισε στον Φέργκιουσον. «Είναι
ώρα να πηγαίνω, δεν πρέπει να το παρακάνω, αλλά, ξέρετε,
μου έχει περάσει μια σκέψη...»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 229
«Τι σκέψη, λαίδη Κάθριν;»
«Σχετικά με τη Βίβλο. Έχω μια ιδέα. Δεν περνάτε να το
συζητήσουμε καθώς θα επιστρέφετε στο περίπτερο;» Σηκώ­
θηκε με κόπο. «Έλα, Τζίνι, ας πηγαίνουμε. Σας χαιρετώ».
Απομακρύνθηκε μέσα στο πλήθος, στηριγμένη] στο μπρά­
τσο της Τζίνι, και η Χάνα είπε: «Τώρα μάλιστα. Κάτι καινού­
ριο φαίνεται πως έχει προκύψει».
«Σίγουρα», είπε ο Φέργκιουσον. «Ειλικρινά δε βλέπω την
ώρα ν’ ακούσω τι έχει να μας πει. Τι σκέφτεσαι, Ντίλον;»
Ο Ντίλον άναψε τσιγάρο, ζαρώνοντας το μέτωπο. «Ό,τι κι
αν είναι, πρέπει να πρόκειται για κάτι ξεχωριστό. Δε νομίζω
ότι θα πει κοιτάξτε στο πίσω μέρος του τρίτου συρταριού του
γραφείου ή κάτι τέτοιο». Έκανε μια αργή αρνητική κίνηση με
το κεφάλι του. «Όχι, πρέπει να είναι κάτι που δεν έχει περάσει
καν από το μυαλό μας».
«Ούτε από το μυαλό του Καρλ». Η Άστα γύρισε στον
Φέργκιουσον. «Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας, ταξίαρχε;
Θα χαρώ αν δω ότι παίρνετε το προβάδισμα».
Ο Φέργκιουσον χαμογέλασε. «Μα φυσικά, κορίτσι μου,
γιατί όχι; Άλλωστε τώρα είσαι με το μέρος μας».

Ο Ντίλον οδήγησε το Ρέιντζ Ρόβερ στη διαδρομή μέχρι τον


πύργο Λοχ Ντου. Πριν αναχωρήσουν από το χώρο του πανη­
γυριού, είχε επισκεφτεί την τέντα των πρώτων βοηθειών και
τώρα ένα κομμάτι αυτοκόλλητου επιδέσμου στόλιζε το δεξί
του μάγουλο, αν και η νοσοκόμα από το Σεντ Τζον που τον
περιποιήθηκε, τον είχε συμβουλέψει να πάει σ’ ένα νοσοκο­
μείο.
«Είσαι καλά, αγόρι μου;» ρώτησε ο Φέργκιουσον όταν
βγήκαν έξω, μπροστά στην είσοδο του οικίσκου όπου έμενε η
λαίδη.
«Είμαι μια χαρά, ξέχνα αυτό το θέμα», είπε ο Ντίλον.
Ο Φέργκιουσον χτύπησε την πόρτα κι αμέσως ήρθε και
τους άνοιξε η Τζίνι. «Η λαίδη σας περιμένει στο καθιστικό».
Ο ταξίαρχος προχώρησε πρώτος. Η λαίδη Κάθριν καθό­
ταν σε μια καρέκλα κοντά στη φωτιά με μια μικρή κουβέρτα
230 JACK HIGGINS
πάνω στα γόνατά της. «Α, καλώς τους. Ελάτε, καθίστε. Τσάι
και μπισκότα, Τζίνι, κι άνοιξε, σε παρακαλώ, τα παράθυρα.
Είναι ασφυκτικά εδώ μέσα».
«Μάλιστα, λαίδη μου». Η Τζίνι έκανε όπως της είπε.
Βολεύτηκαν όλοι. Ο Ντίλον έσκυψε να δει το πιάνο, ανά-
βοντας τσιγάρο. «Ωραίο», είπε.
«Δώσε μου κι εμένα ένα απ’ αυτά τα καρκινογόνο πράγματα,
νέε μου, και δώσε και στους άλλους να δουν εκείνη τη φωτογρα­
φία με την ασημένια κορνίζα που είναι πάνω στο πιάνο».
«Βεβαίως, λαίδη μου». Ο Ντίλον έκανε όπως του είπε· της
άναψε το τσιγάρο και πήγε να πάρει τη φωτογραφία. Η φω­
τογραφία έδειχνε μια νέα γυναίκα με αεροπορικό τζάκετ και
κράνος της ΡΑΦ, της εποχής του Δεύτερου Παγκόσμιου Πο­
λέμου, να στέκεται δίπλα σ’ ένα Σπιτφάιρ. Ήταν ολοφάνερο
ότι επρόκειτο για τη λαίδη Κάθριν.
«Είναι σαν να βλέπω κάποια σταρ του σινεμά σ’ εκείνες
τις παλιές πολεμικές ταινίες», είπε ο Ιρλανδός κι έδωσε τη
φωτογραφία στον Φέργκιουσον.
Ο ταξίαρχος χαμογέλασε. «Καταπληκτικό, λαίδη Κάθριν. Ει-
λικρινά, έχω εντυπωσιαστεί». 'Εδωσε με τη σειρά του τη φωτογρα­
φία στη Χάνα και την Ασία, που κάθονταν μαζί στον καναπέ.
«Ναι, είναι αξέχαστα εκείνα τα χρόνια! Μ’ έκαναν ΜΒΕ
*
,
ξέρετε. Η σχετική κουβέντα μας χτες βράδυ στο δείπνο έγινε
αφορμή να τα ξαναφέρω στο μυαλό μου όλ’ αυτά. Τη νύχτα, καθώς
δεν είχα ύπνο, οι αναμνήσεις με πλημμύρισαν. Τόσα και τόσα
εκπληκτικά συμβάντα, τόσες και τόσες θαρραλέες γυναίκες που
θυσιάστηκαν —και ξαφνικά θυμήθηκα μια κάπως περίεργη πε­
ρίπτωση. Μια υπέροχη γυναίκα ονόματι ΜπέτιΚίθτζοπ πιλο­
τάριζε ένα Μπαρακούντα πάνω από τη Σκοτία, όταν συνάντη­
σε άσχημο καιρό. Έπεσε στο Φερθ οφ Φορθ και βυθίστηκε
δέκα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Κατάφερε να
βγει από το αεροπλάνο και ν’ ανεβεί στην επιφάνεια και,
τελικά, την περισυνέλεξε μια ψαρόβαρκα».
«Εκπληκτικό», είπε ο Φέργκιουσον. «Τι σχέση έχουν όμως
όλ’ αυτά με τη Βίβλο;»
Η λαίδη συνέχισε υπομονετικά: «Το γεγονός αυτό ξανά-
* ΜΒΕ: Μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. (Σ.τ.Μ.)
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 231
φερε στο μυαλό μου το Λύσανδρος που έπεσε στο Λοχ Ντου, ενώ
προσπαθούσε να προσγειωθεί στη βάση της ΡΑΦ, στο Αρντνα-
μούρχαν. Και ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα: αυτό το αεροπλάνο
μετέφερε τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού μου».

«Ήταν Μάρτης του 1946, όπως θυμάμαι. Πρέπει να σας εξη­


γήσω ότι, εκτός από τη ζημιά στον εγκέφαλο, σ’ εκείνο το
φοβερό αεροπορικό δυστύχημα στην Ινδία, ο αδερφός μου
υπέστη και σοβαρά εγκαύματα στο δεξί του χέρι γι’ αυτό, όταν
η γενική του κατάσταση το επέτρεψε, τον μετέφεραν σ’ ένα
μέρος που λέγεται Ιστ Γκρίνστεντ».
«Α, αυτό είναι κάτι που το ξέρω», είπε ο Φέργκιουσον.
«Πρόκειται για τη μονάδα που δημιούργησε ο Άρτσιμπαλντ
Μάκιντοου, με ειδικότητα στην πλαστική χειρουργική για τα
πληρώματα των αεροπλάνων που είχαν υποστεί εγκαύματα».
«Εξαίρετος άνθρωπος», είπε η λαίδη. «Οι ασθενείς του
δεν ήταν αποκλειστικά πιλότοι της ΡΑΦ. Παράδειγμα ο αδερ­
φός μου».
«Τι ακριβώς συνέβη;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Η κατάσταση του Ίαν χειροτέρεψε ξαφνικά. Ο Τζακ
Τάνερ ήταν μαζί του, εξακολουθώντας να παίζει το ρόλο του
ιπποκόμου του. Οι γιατροί έχασαν κάθε ελπίδα και περίμεναν
να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή».
«Λοιπόν;» είπε ο Φέργκιουσον.
«Εκείνες τις μέρες έτυχε να τον επισκεφτεί κάποιος αξιω­
ματικός της ΡΑΦ που για ένα διάστημα είχε νοσηλευτεί μαζί
του, αλλά έπειτα είχε επιστρέφει στην υπηρεσία, κάποιος
αντισμήναρχος Σμιθ — Κιθ Σμιθ. Νομίζω ότι αργότερα πήρε
πολύ μεγάλο βαθμό. Ο Σμιθ είχε αναλάβει τη διοίκηση μιας
βάσιης της ΡΑΦ στο νησί Στορνογουέι στις 'Εξω Εβρίδες κι
επρόκειτο να πετάξει εκεί μ’ ένα Λύσανδρος, που το πιλοτά­
ριζε ο ίδιος».
«Λύσανδρος;» ρώτησε η Άστα. «Τι είδους αεροπλάνο ήταν
αυτό;»
«Ήταν ένα μονοπλάνο με φτερά τοποθετημένα ψηλά και
κατεβασμένους τροχούς. Το πιλοτάρισα κι εγώ πολλές φορές.
232 JACK HIGGINS
Είχε χώρο για τον πιλότο και κάνα δυο ακόμα επιβάτες.
Μπορούσε ν’ απογειωθεί και να προσγειωθεί σε πολύ μικρό
διάδρομο».
Ο Φέργκιουσον προσπαθούσε να συγκρατήσειτην ανυπο-
μονησίατου. «Ναι, αλλά τελικά τι σχέση έχει ο αντισμήναρχος
Σμιθ με το θέμα μας;»
«Αφού λοιπόν θα πετούσε στο Στορνογουέι, η πορεία
του θα τον έφερνε πάνω απ’ τη Σκοτία και η βάση της ΡΑΦ
στο Αρντναμούρχαν εξακολουθούσε τότε να χρησιμοποιεί­
ται. Μια και ο αδερφός μου φαινόταν ετοιμοθάνατος, ο
Σμιθ προσφέρθηκε να πάρει τα προσωπικά του αντικείμε­
να, να προσγειωθεί στο Αρντναμούρχαν και να τα φέρει
μέχρι εδώ. Κατόπιν θ’ ανεφοδιαζόταν με καύσιμα και θα
συνέχιζε για το Στορνογουέι».
«Ω Θεέ μου», είπε η Χάνα Μπερνστάιν. «Τώρα καταλα­
βαίνω».
Η λαίδη Κάθριν συνέχισε τη διήγηση της. «Εκείνες τις
ημέρες ήμουν στο σπίτι με άδεια. Ο καιρός ήταν πολύ άσχη­
μος· πυκνές νεφώσεις και καταιγίδες με κεραυνούς. Δεν το
είδα με τα μάτια μου. Εξάλλου όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο
Σμιθ έχασε τη μηχανή του πάνω από τη λίμνη κι έπεσε. Βυθί­
στηκε σαν μολύβι, αλλά κατάφερε να βγει στην επιφάνεια με
τη φουσκωτή σχεδία».
Ακολούθησε μια παύση κι αυτή που μίλησε πρώτη ήταν η
Άστα. «Έτσι εξηγούνται όλα. 'Οταν ο Τάνερ μίλησε στον Τόνι
Τζάκσον στο νοσοκομείο Δέσποινα του Ελέους, είπε στον
Τζάκσον ότι είχε στείλει τα προσωπικά αντικείμενα του Ίαν
Κάμπελ στο σπίτιτου, γιατί πίστευε ότι επρόκειτο να πεθάνει».
«Και τότε ο Τζάκσον τον ρώτησε αν η Βίβλος είχε επιστρα-
φεί στο Λοχ Ντου», πετάχτηκε ο Ντίλον.
«Οπότε ο Τάνερ απάντησε: ‘Θα μπορούσες να το πεις κι
έτσι’ κι αμέσως, σύμφωνα με τον Τζάκσον, έβαλε τα γέλια».
Η Χάνα κούνησε αργά το κεφάλι της συμφωνώντας. «Ήταν
κάτι που πάντα μ’ έκανε ν’ απορώ».
«Όλα λοιπόν είναι ξεκάθαρα τώρα». Ο Φέργκιουσον γύρισε
στη λαίδη Κάθριν. «Δεν έγινε καμιά προσπάθεια ανέλκυσης;»
«Δεν υπήρχαν τα μέσα. Ο Κιθ Σμιθ ήρθε να με δει, φυσικά.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 233
Αξιαγάπητος άνθρωπος. Το περίεργο μ’ αυτόν ήταν ότι δεν είχε
ποτέ του πιλστάρεικαταδιωκτικάή βομβαρδιστικά. Αστειευόταν
ο ίδιος γι’ αυτό, λέγοντας πως ήταν πιλότος μεταφορών, και όμως
του είχαν απονεμηθεί κάμποσο παράσημα διακεκριμένων υπη­
ρεσιών. Συχνά απορούσα γι’ αυτό. Λοιπόν όχι, όπως είπα, το
Λύσανδρος έμεινε στο βυθό. Βέβαια φρόντισαν να καθοριστεί η
ακριβής θέση του και τα λοιπά. Τουλάχιστον έτσι μου είχε πει ο
αντισμήναρχος». Η λαίδη χαμογέλασε. «Να λοιπόν η απάντηση
στην απορία σας. Η Βίβλος του καημένουτου'Ιαν βρίσκεται εκεί
κάτω, στον πάτο της λίμνης, μέσα σε μια από τις βαλίτσες του, αν
βέβαια έχει απομείνει τίποτε. Ελάτε τώρα να πιούμε ακόμα ένα
φλιτζάνι τσάι».
«Αρκετά σε απασχολήσαμε, αγαπητή λαίδη», είπε ο Φέρ-
γκιουσον.
«Ανοησίες! Σας παρακαλώ». Η λαίδη Κάθριν χτύπησε το
κουδούνι για την Τζίνι.
Ο ταξίαρχος έγνεψε στον Ντίλον και πήγε προς την ανοι­
χτή πόρτα. Ο Ντίλον τον ακολούθησε και βγήκαν και οι δυο
τους έξω στην ταράτσα. «Πρέπει να δράσουμε γρήγορα», είπε
ο Φέργκιουσον. «Θα ειδοποιήσω να έρθει το Λίαρ και θέλω
να κατεβείτε αμέσως με την επιθεωρήτρια στο Λονδίνο και να
φροντίσετε να το επαληθεύσετε απ’ τα αρχεία της ΡΑΦ».
Ο Ντίλον τον άγγιξε προειδοποιητικά στο μπράτσο παίρ­
νοντας μια έκφραση γεμάτη νόημα και ο Φέργκιουσον γύρισε
και είδε τον Άνγκους δίπλα στον τοίχο, με κομμένο κισσό γύρω
απ’ τα πόδια του και μια ψαλίδα στο χέρι.
«Εσύ ’σαι, Άνγκους;» είπε ο Φέργκιουσον. «Έχεις πολλή
ώρα που βρίσκεσαι εδώ;»
«Έκοβα τον κισσό, ταξίαρχε. Μόλις τελείωσα». Μάζεψε
βιαστικά αυτά που είχε κόψει, τα ’ρίξε μέσα στο καροτσάκι
του κι απομακρύνθηκε.
Η Χάνα εμφανίστηκε στην ανοιχτή πόρτα με την Άστα
πίσω της. «Λέτε να μας άκουσε;» ρώτησε η Χάνα.
«Και βέβαια μας άκουσε», της είπε ο Ντίλον. «Αυτό ακριβώς
έκανε έξω από την ανοιχτή πόρτα το κάθαρμα· κρυφάκουγε. Θα
πάει να δώσει αναφορά κατευθείαν στον Μόργκαν».
«Σίγουρα». Ο Φέργκιουσον γύρισε στην Άστα. «Όταν δεις
234 JACK HIGGINS
τον Μόργκαν, να καλύψεις τον εαυτό σου λέγοντας του τα
πάντα. Κατάλαβες; Είναι κάτι που θα ενισχύσειτη θέση σου».
«Ναι», είπε, γνέφοντας καταφατικά η Άστα.
«Ωραία». Ο Φέργκιουσον κοίταξε το ρολόι του. «Τρεις η
ώρα. Αν επικοινωνήσω με το γραφείο τώρα, θα διατάξουν το
Λίαρ ν’ απογειωθεί αμέσως». Ανασήκωσε τους ώμους. «Το
αργότερο μέχρι τις πέντε θα πρέπει να βρίσκεται εδώ για να
σας πάρει και να επιστρέφει αμέσως στο Λονδίνο».
«Και μετά;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Αφού επιβεβαιώσετε το συμβάν από τ’ αρχεία της ΡΑΦ,
θα προσπαθήσετε να εξασφαλίσετε λεπτομέρειες για την α­
κριβή θέση του Λύσανδρος και να εφοδιαστείτε με τον κατάλ­
ληλο εξοπλισμό για έρευνα». Χαμογέλασε. «Φαίνεται ότι θα
έχεις την ευκαιρία για καινούριες καταδυτικές περιπέτειες,
Ντίλον».
«Ναι, έτσι φαίνεται», είπε ο Ντίλον.
Ο Φέργκιουσον γύρισε και μπήκε μέσα και τον άκουσαν
να λέει: «Μήπως θα μπορούσα, αγαπητή μου λαίδη, να χρησι­
μοποιήσω το τηλέφωνό σας;»
12

ουλάχιστον δύο ώρες αργότερα η Άστα είδε το Σογκούν

Τ να σταματά μπροστά στο σπίτι και τον Μόργκαν με τον


Μάρκο να κατεβαίνουν. Το πρόσωπο του Σικελού από τη μια
μεριά ήταν καλυμμένο μ’ επιδέσμους. Ο Άνγκους παραμόνευε
κάπου κοντά στο σπίτι κι έτρεξε να προλάβει τον Μόργκαν,
καθώς αυτός και ο Μάρκο άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα σκαλο­
πάτια. Συζήτησαν κάμποση ώρα και, τέλος, ο Μόργκαν έβγα­
λε το πορτοφόλι του και του έδωσε κάμποσα χαρτονομίσματα.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει και πάλι τα σκαλοπάτια με τον Μάρκο,
ενώ η Άστα γύρισε στο γραφείο και κάθισε κοντά στη φωτιά.
Μόλις η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Μόργκαν, η Άστα
πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε να τον υποδεχτεί. «Επιτέλους, γύ­
ρισες. Πώς είναι ο Μάρκο;»
«Του έκαναν ακτινογραφία. Βρήκαν ένα δυο ραγισμένα
πλευρά και του έβαλαν ράμματα στο πρόσωπο».
«Ράμματα χρειάζεται και ο Ντίλον», είπε η Άστα.
«Τον είδες;»
«Τους είδα όλους, Καρλ. Η λαίδη Κάθριν μας κάλεσε για
τσάι και μας αποκάλυψε κάτι συνταρακτικό».
236 JACK HIGGINS
«Αλήθεια;» είπε ο Μόργκαν κι άπλωσε το χέρι του να
πάρει ένα πούρο. «Για πες μου».

'Οταν η Άστα τελείωσε, ο Μόργκαν βημάτισε νευρικά μέχρι


το παράθυρο και ξαναγύρισε. «Αυτό ήταν, λοιπόν».
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
«Απλούστατα, θα περιμένω, αγάπη μου. Θα τους αφήσω
να κάνουν όλη τη δουλειά — μην ξεχνάς ότι ο Ντίλον είναι
άρ ιστός δύτης. Αν καταφέρουν να εντοπίσουν το αεροπλάνο,
θα βουτήξει και θα βγάλει αυτό που μας ενδιαφέρει».
«Και μετά;»
«Θα τους το πάρουμε και θα φύγουμε. Θα έχω το Σιτέι-
σον έτοιμο στο Αρντναμούρχαν και θα γίνουμε αμέσως
καπνός».
«Και πιστεύεις ότι ο Ντίλον και ο Φέργκιουσον θα καθίσουν
με σταυρωμένα τα χέρια και θα σ’ αφήσουν να τους το πάρεις;»
«Ξέρω τι πρέπει να κάνω, Άστα».
Ακούστηκε ο θόρυβος αεροπλάνου που απογειωνόταν α­
πό την άλλη μεριά της λίμνης και, βγαίνοντας στην ταράτσα,
μόλις που πρόλαβαν να δουν το Λίαρ να υψώνεται στον απο­
γευματινό ουρανό.
«Αυτοί ήταν». Ο Μόργκαν χαμογέλασε κι έβαλε το χέρι
του πάνω στους ώμους της. «Είμαι αισιόδοξος, Άστα. Όλα θα
τελειώσουν καλά».
«Φυσικά το έγγραφο θα μπορούσε να έχει καταστραφεί
μέσα στο νερό», είπε η Άστα.
«Σύμφωνοι, αλλά κρυμμένο όπως είναι μέσα στη Βίβλο
δεν το φαντάζομαι». Ο Μόργκαν χαμογέλασε. «Έχε μου
εμπιστοσύνη».

Μέσα στο Λίαρ ο Ντίλον κάθισε από τη μια μεριά του δια­
δρόμου, αντίκρυ απ’ τη Χάνα, που καθόταν από την άλλη
μεριά. «Συναρπαστικό δεν είναι;» είπε ο Ντίλον. «Δεν ησυ­
χάζουμε στιγμή».
«Χειρότερα κι από τη Σκότλαντ Γιαρντ», είπε η Χάνα.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 237
Ο Ντίλον άπλωσε το χέρι του στο μπαράκι, βρήκε ένα
ουίσκι μινιατούρα, το άδειασε σ’ ένα πλαστικό κύπελλο και
πρόσθεσε νερό. «Έχουμε όλες τις ανέσεις».
«Το νερό σκέτο θα ήταν προτιμότερο για σένα, Ντίλον, και
μάλιστα τη στιγμή που πετάμε σε τόσο ύψος».
«Επιτέλους», είπε ο Ντίλον. «Είναι φοβερό. Ό,τι κι αν
κάνω το βρίσκεις στραβό».
Η Χάνα ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στο κάθισμά της. «Λοι­
πόν, τι πάμε να κάνουμε τώρα;»
«Να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερες λεπτομέρειες
σχετικά με την πτώση εκείνου του Λύσανδρος».
«Τα αρχεία της ΡΑΦ εκείνων των ημερών ίσως να μην
είναι τόσο εύκολο να ερευνηθούν».
«Αν δεν μπορείς να τα ερευνήσεις εσύ, που ανήκεις στο
υπουργείο Άμυνας, ποιος θα μπορέσει;» Ο Ντίλον χαμογέλα­
σε. «Λοιπόν, Χάνα Μπερνστάιν, καλά θα κάνεις να πάρεις
τώρα κιόλας στο τηλέφωνο το Κέντρο Πληροφοριών του υ­
πουργείου και να τους ενημερώσεις».
«Όχι, αυτό έρχεται δεύτερο», είπε η Χάνα και άπλωσε το
χέρι της στο τηλέφωνο. «Πρώτα θα πάμε να φροντίσουμε το
πρόσωπό σου».
«Ω Θεέ μου», είπε ο Ντίλον. «Να που, για πρώτη φορά στη
ζωή μου, έχω μια μάνα να με φροντίζει». Σταύρωσε τα χέρια
κι έκλεισε τα μάτια του.

Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός κι ευνοϊκός ώστε έφτασαν στο


Γκάτγουικ σε μια ώρα και είκοσι λεπτά και μόλις μια ώρα
αργότερα, γύρω στις εφτάμισι, ο Ντίλον ήταν ξαπλωμένος
πάνω σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι στην Κλινική του Λονδίνου
και ο καθηγητής Χένρι Μπέλαμι έραβε το σκισμένο αριστερό
του μάγουλο.
«Δεν πονάς;» τον ρώτησε.
«Δε νιώθω απολύτως τίποτε», είπε ο Ντίλον.
«Και όμως, κανονικά θα ’πρεπε να πονάς». Ο Μπέλαμι
έριξε τις βελόνες oto μεταλλικό πιατάκι που του κρατούσε η
νοσοκόμα. «Ξέρεις, η επέμβαση που σου έκανα πρόσφατα
238 JACK HIGGINS
ήταν μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και πιο πετυχημένες της
καριέρας μου. Έγραψα μάλιστα και μια επιστημονική ανακοί­
νωση για την περίπτωσή σου. Δημοσιεύτηκε στοΛάνσετ...»
«Θαυμάσια», είπε ο Ντίλον. «Τ όνομά μου θα μείνει αθά­
νατο». |
«Μη λες ανοησίες». Ο Μπέλαμι ταμπονάρισε τα ράμματα
και τοποθέτησε πάνω τους έναν αυτοκόλλητο επίδεσμο. «Πά­
νω λοιπόν που καταφέρνω να σε σουλουπώσω, εσύ φεύγεις
και κάνεις απόπειρα αυτοκτονίας».
Ο Ντίλον κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα, σηκώθηκε
κι άπλωσε το χέρι να πάρει το τζάκετ του. «Είμαι μια χαρά
τώρα. Πάντως σε παραδέχομαι. Είσαι ιατρική ιδιοφυία».
«Οι κολακείες δε θα σε ωφελήσουν σε τίποτε. Μπρος,
πλήρωσε τώρα το λογαριασμό κι αν κάποτε αποφασίσεις να
μου αποκαλύψειςτο μυστικό της τόσο εντυπωσιακής ανάρρω­
σής σου, ομολογώ ότι θα ’θελα πολύ να το μάθω». Βγήκαν στο
διάδρομο, όπου περίμενε η Χάνα Μπερνστάιν. «Έξι ράμμα­
τα, επιθεωρήτρια», είπε ο Μπέλαμι. «Αυτό το τραύμα φοβάμαι
ότι θα βλάψει η] γοητεία του».
«Νομίζεις πως αυτί] νοιάζεται για τη γοητεία μου;» είπε ο
Ντίλον.
Η Χάνα κατέβασε το γιακά στο τζάκετ του που ήταν
σηκωμένος. «Πίνει ιρλανδέζικο ουίσκι και καπνίζει ένα σωρό
τσιγάρα, γιατρέ. Τι θα κάνω με δαύτον;»
«Ξέχασε να σου πει ότι παίζω και χαρτιά», είπε ο Ντίλον.
Ο Μπέλαμι γέλασε δυνατά. «Άντε χάσου από τα μάτια μου,
παλιάνθρωπε- έχω δουλειά να κάνω», είπε κι αμέσως έκανε
μεταβολή κι απομακρύνθηκε.

Η υπάλληλος της νυχτερινής βάρδιας στο Κέντρο Πληροφο­


ριών του υπουργείου Άμυνας συνήθως δεν είχε πολλή δου­
λειά. Ήταν μια χήρα ονόματι Τίνα Γκοντ, μια μεσόκοπη κυρία
με μητρική φυσιογνωμία, της οποίας ο άντρας, λοχίας του
στρατού ξηράς, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο του Κόλπου. Συ­
μπαθούσε αρκετά τον Ντίλον, είχε δει τον απόρρητο φάκελό
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 239
του και, μολονότι το παρελθόν του στον IRA την τρόμαζε,
ταυτόχρονα τη γοήτευε.
«Τα αρχεία της ΡΑΦ του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέ­
μου βρίσκονται στα Υπόγεια του Χάρλιγχαμ, όπως τα λέμε,
στο Σάσεξ. Έχουμε βέβαια ορισμένα στοιχεία στον κο-
μπιούτερ, αλλά αυτά είναι συνήθως πολύ γενικά και περι­
ληπτικά. Φοβάμαι μήπως τελικά δεν μπορέσω να σας εξυ­
πηρετήσω».
«Το αποκλείω, όταν έχω μπροστά μου μια τόσο αξιαγάπη­
τη γυναίκα όσο εσύ», της είπε ο Ντίλον.
«Τρομερόςτύπος, δε νομίζεις, επιθεωρήτρια;» είπε η Τίνα
Γκοντ.
«Χειρότερος δε γίνεται», είπε η Χάνα. «Ας κάνουμε όμως
ένα ξεκίνημα με τη λίστα του προσωπικού εκείνης της περιό­
δου. Μας ενδιαφέρει ο αντισμήναρχος Κιθ Σμιθ».
«Λοιπόν, για να δούμε». Τα δάχτυλα της Τίνα Γκοντ έπαι­
ξαν χαλαρά πάνω στο πληκτρολόγιο κι αμέσως μετά κοίταξε
την οθόνη, σμίγοντας τα φρύδια. «Αντισμήναρχος Σμιθ, DSO,
DFC, Λεγεώνα Τιμής. Χριστούλη μου, σίγουρα πρόκειται για
κάποιον ήρωα των αιθέρων». Ξαφνικά η Τίνα κούνησε προ­
βληματισμένη το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνω. Ο πατέρας
μου πιλοτάριζε βομβαρδιστικά Λάνκαστερ στον πόλεμο. Ή­
ταν για μένα ένα είδος χόμπι —οι ήρωες της Μάχης της
Βρετανίας, οι μεγάλοι άσοι των αιθέρων— κι όμως αυτό το
όνομα δεν το άκουσα ποτέ μου».
«Πολύ περίεργο», είπε η Χάνα.
Η Τίνα Γκοντ δοκίμασε ξανά, αλλά λίγα δευτερόλεπτα
αργότερα έκανε πίσω στο κάθισμά της. «Κάτι ακόμα πιο
περίεργο: υπάρχει απαγόρευση κοινοποίησης του φακέλου
του. Τίποτε πέρα από το βαθμό και τα παράσημα που του
απονεμήθηκαν».
Η Χάνα γύρισε στον Ντίλον. «Τι λες;»
«Εσύ ’σαι η αστυνομικίνα. Κάνε κάτι».
Η Χάνα αναστέναξε. «Τι άλλο μπορώ να κάνω εκτός από το
να τηλεφωνήσω στον ταξίαρχο;» είπε και βγήκε από το δωμάτιο.
♦ ♦♦
240 JACK HIGGINS
Η Τίνα Γκοντ στεκόταν με το τηλέφωνο στο αυτί και κουνούσε
καταφατικά το κεφάλι της. «Εντάξει, ταξίαρχε, θα το κάνω,
αρκεί να φροντίσετε να με καλύψετε». Άφησε κάτω το τηλέ­
φωνο. «Ο ταξίαρχος με διαβεβαίωσε ότι θα φροντίσει να
φτάσει στο γραφείο μου ειδική άδεια με την υπογραφή του
υπουργού αύριο. Υπό την προϋπόθεση αυτί] και μόνο, συμφώ­
νησα να συνεχίσω».
«Ωραία», είπε ο Ντίλον. «Ας προχωρήσουμε, λοιπόν».
Η Τίνα Γκσντ άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείτο πληκτρο­
λόγιο, αλλά για μια ακόμα φορά έκανε πίσω με σκυθρωπή
έκφραση. «Τώρα με παραπέμπουν στο SOE».
«SOE; Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Χάνα.
«Το Συντονιστικό Όργανο Ειδικών Επιχειρήσεων», της
είπε ο Ντίλον. «Το είχαν συστήσει οι βρετανικές μυστικές
υπηρεσίες κατόπιν διαταγής του Τσόρτσιλ για το συντονισμό
του αντιστασιακού κινήματος στην Ευροίπη».
«‘Βάλτε φωτιά στην Ευρώπη’, ήταν η χαρακτηριστική του
φράση», τους είπε η Τίνα Γκοντ κι άρχισε να χτυπάει ξανά τα
πλήκτρα της. «Α, τώρα εξηγούνται όλα».
«Πες μας», της ζήτησε ανυπόμονα ο Ντίλον.
«Υπήρχε μια αεροπορική μονάδα στο Τέμπσφορντ, η 138η
Μοίρα Ειδικών Καθηκόντων. Ήταν γνωστή ως Μοίρα του
Σεληνόφωτος και τα πάντα γύρω απ’ αυτή ήταν αυστηρώς
απόρρητα. Ακόμα και οι γυναίκες των πιλότων πίστευαν ότι
οι άντρες τους απλώς έκαναν μεταφορές».
!«Ενώ στην πραγματικότητα έκαναν τι;» ρώτησε η Χάνα.
«Πετούσαν στη Γαλλία με βομβαρδιστικά Χάλιφαξ, μπο-
γιατισμένα μαύρα, κι έριχναν πράκτορες με αλεξίπτωτα. Με­
τά τους έφερναν πίσω με σκάφη Λύσανδρος».
«Θέλεις να πεις ότι προσγειώνονταν και απογειώνονταν
σε γερμανοκρατούμενες περιοχές;» ρώτησε η Χάνα.
«Ακριβώς. Επρόκειτο για αληθινούς ήρωες».
«Τώρα λοιπόν ξέρουμε πώς ο αντισμήναρχος Κιθ Σμιθ
κέρδισε όλ’ αυτά τα μετάλλια», είπε ο Ντίλον. «Πότε πέθανε;»
Η Τίνα Γκοντ έψαξε ξανά στην οθόνη της. «Δεν υπάρχει
ημερομηνία θανάτου εδώ. Γεννήθηκε το 1920. Στη ΡΑΦ κατατά­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 241
χτηκε το 1938, σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων. Αποστρατεύθηκε
ως πτέραρχος το 1972, παίρνοντας και τον τίτλο του ιππότη».
«Χριστέ μου», είπε ο Ντίλον. «Έχεις διεύθυνση του;»
Η Τίνα Γκοντ προσπάθησε για μια ακόμα φορά και, τελι­
κά, έκανε πίσω το σώμα της. «'Οχι, δεν υπάρχει διεύθυνση.
Όπως σας είπα, οι πληροφορίες στον κομπιούτερ είναι περιο­
ρισμένες. Αν θέλετε περισσότερα, θα πρέπει ν’ απευθυνθείτε
στα Υπόγεια του Χάρλιγχαμ αύριο».
«Διάβολε!» είπε ο Ντίλον. «Μια ολόκληρη νύχτα χαμένη».
Χαμογέλασε. «Δεν πειράζει, ήδη μας βοήθησες πολύ, αγάπη
μου. Να ’σαι καλά».
Πήγε προς την πόρτα, αλλά η Χάνα είπε: «Έχω μια ιδέα.
Τίνα, ξέρεις αυτό το μέρος που υπήρχε στο Ιστ Γκρίνστεντ για
την περίθαλψη των τραυματιών με εγκαύματα στη διάρκεια
του πολέμου;»
«Μα λειτουργεί ακόμα και σήμερα, επιθεωρήτρια. Το νο­
σοκομείο Βασίλισσα Βικτόρια. Μερικοί από τους τραυματίες
του πολέμου εξακολουθούν να πηγαίνουν κάθε χρόνο για
τσεκάπ και θεραπείες. Γιατί;»
«Ο Σμιθ είχε νοσηλευτεί εκεί. Για εγκαύματα στα χέρια».
«Ευχαρίστως να σας δώσω το νούμερο». Η Τίνα χρησιμο­
ποίησε για μια ακόμα φορά τον κομπιούτερ, έγραψε ένα
νούμερο στο πρόχειρο μπλοκάκι της, έσκισε το φύλλο και της
το έδωσε.
«Να ’σαι καλά», είπε η Χάνα και ακολούθησε τον Ντίλον.

Στο γραφείο του Φέργκιουσον όλα ήταν ήσυχα και η Χάνα


καθόταν στην άκρη του τραπεζιού με το τηλέφωνο στο αυτί τη ς
και περίμενε. Τέλος πήρε απάντηση.
«Α, μάλιστα. Ο πτέραρχος σερ Κιθ Σμιθ», είπε μια ανέκ­
φραστη φωνή στο τηλέφωνο. «Ναι, ο πτέραρχος πέρασε από
εδώ για τον ετήσιο έλεγχο της κατάστασής του τον Ιούνιο».
«Ωραία, κι ασφαλώς θα έχετε τη διεύθυνσή του». Η Χάνα
άρχισε να γράφει. «Σας ευχαριστώ πολύ». Γύρισε στον Ντί­
λον. «Στο Χάμπστεντ Βίλατζ, θα το πίστευες;»
«Είδες λοιπόν πώς έρχονται τελικά τα πράγματα;» Ο Ντί-
242 JACK HIGGINS
λον κοίταξε το ρολόι του. «Δέκα και μίση σχεδόν. Δεν μπο­
ρούμε να ενοχλήσουμε το λεβέντη μας απόψε. Αναγκαστικά
θα περιμένουμε μέχρι το πρωί. Τώρα πάμε να τσιμπήσουμε
κάτι πρόχειρο».

Κάθισαν στο πιάνο μπαρ του Ντόρτσεστερ, πίνοντας σαμπά­


νια, και μια σερβιτόρα τους έφερε ομελέτα και καπνιστό
σολομό.
«Αυτό είναι συνήθως το ‘πρόχειρο’ φαγητό σου;» ρώτησε
η Χάνα.
«Γιατί να μην απολαύσεις ό,τι καλύτερο, αν έχεις τον
τρόπο; Η σκέψη αυτί] με στήριζε όταν οι Βρετανοί αλεξιπτω­
τιστές με κυνηγούσαν μέσα στα στενοσόκακα και τους υπονό­
μους του Μπογκσάιντ, στο Ντέρι».
«Μη μου ξαναρχίζεις τα ίδια, Ντίλον, δε θέλω να ξέρω».
Η Χάνα έφαγε λίγο από τον καπνιστό σολομό της. «Πώς
πιστεύεις ότι θα τα πάμε με τον καλό μας τον πτέραρχο;»
«Πρέπει να τα πάμε καλά. Κάποιος που έχει κερδίσει όλ’
αυτά τα μετάλλια κι έχει πάρει αυτόν το βαθμό δεν μπορεί να
είναι τυχαίος άνθρωπος. Στοιχηματίζω ότι θα θυμάται τα πά­
ντα με κάθε λεπτομέρεια».
«Θα το διαπιστώσουμε το πρωί». Η σερβιτόρα τους έφερε
καφέ και η Χάνα έβγαλε το σημειωματάριό της. «Δώσε μου
έναν κατάλογο του καταδυτικού εξοπλισμού που χρειάζεσαι
ώστε πρωί πρωί να δώσω εντολή να σου τον ετοιμάσουν».
«Ωραία, λοιπόν, γράφε. Αυτοί που διαθέτουν αυτά τα είδη
ξέρουν τι είναι το καθετί που θα σου πω. Μια μάσκα- νάιλον
καταδυτική στολή, μεσαίο μέγεθος, με κουκούλα, γιατί οι
θερμοκρασίες θα είναι χαμηλές- γάντια, βατραχοπέδιλα, τέσ­
σερις ζώνες με έξι κιλά βαρίδια στις τσέπες τους, ένα ρυθμι­
στή, συσκευή ελέγχου άνωσης και πέντ’ έξι άδειες φιάλες
αέρα».
«Άδειες;» είπε η Χάνα.
«Ναι, γιατί θα πετάξουμε σε αρκετό ύψος. Θα πάρεις κι
ένα φορητό ηλεκτρικό συμπιεστή Τζάκσον για να γεμίσω ο
ίδιος τις φιάλες. Επίσης ένα καταδυτικό κομπισύτερ Όρκα».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 243
«Άλλο τίποτε;»
«Εκατό μέτρα νάιλον σκοινί, συνδετήρες, δυο υποβρύχιες
λάμπες κι ένα μεγάλο μαχαίρι. Αυτά. Α, ναι, κι ένα ζευγάρι
αυτόματα Στέρλινγκ με σιγαστήρα». Ο Ντίλον χαμογέλασε.
«Για ν’ αντιμετωπίσουμε τυχόν πειρατές».
Η Χάνα έβαλε το σημειωματάριο στην τσάντα της. «Ωραία,
μπορώ να πηγαίνω τώρα; Έχουμε πολλά να κάνουμε αύριο».
«Ασφαλώς». Πήγαν προς την έξοδο και ο Ντίλον στάθηκε
να πληρώσει το λογαριασμό. Ενώ έβγαιναν στο φουαγιέ,
γύρισε και είπε στη Χάνα: «Δε θα ’θελες να περάσεις για λίγο
από το Στέιμπλ Μιουζ;»
«Όχι, Ντίλον, αυτό που θέλω είναι να κάνω μια ευχάριστη
έκπληξη στη μητέρα μου».
Ο οδηγός του Φέργκιουσον έφερε την Ντέμλερ και ο θυρω­
ρός άνοιξε την πόρτα στη Χάνα. «Η σκέψη σου είναι συγκινητι­
κή», είπε ο Ντίλον. «Δείχνει ιδιαίτερα στοργική φύση».
«Άντε χάσου, Ντίλον», είπε η Χάνα και η Ντέμλερ ξεκίνησε.
«Θέλετε ταξί, κύριε;» ρώτησε ο θυρωρός.
«Όχι, ευχαριστώ. Θα περπατήσω», είπε ο Ντίλον. Άναψε
τσιγάρο κι άρχισε ν’ απομακρύνεται.

Το σπίτι βρισκόταν σ’ ένα ήσυχο μέρος όχι μακριά από το


Χάμπστεντ Χιθ. Η ώρα ήταν ακριβώς εννιάμισι το επόμενο
πρωί όταν ο Ντίλον και η Χάνα έφτασαν εκεί με την Ντέμλερ
του Φέργκιουσον. Ο σοφέρ την πάρκαρε έξω στο δρόμο και
οι δυο τους πέρασαν μια μικρή πύλη μ’ έναν ψηλό τοίχο,
διέσχισαν ένα μικρό κήπο κι έφτασαν στην εξώπορτα ενός
βικτοριανού εξοχικού. Είχε αρχίσει να βρέχει ελαφρά.
«Ωραίο σπίτι», είπε η Χάνα ενώ χτυπούσε το κουδούνι.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα την πόρτα άνοιξε μια μεσό­
κοπη μαύρη γυναίκα. «Ναι; Τι μπορώ να κάνω για σας;»
ρώτησε με προφορά Δυτικών Ινδιών.
«Είμαστε από το υπουργείο Άμυνας», της είπε η Χάνα.
«Ξέρω πως είναι νωρίς, αλλά θα θέλαμε να βλέπαμε τον σερ
Κιθ, αν είναι δυνατό».
244 JACK HIGGINS
«Δεν είναι καθόλου νωρίς γι’ αυτόν», είπε η γυναίκα και
χαμογέλασε. «Έχει μια ώρα τώρα που βρίσκεται στον κήπο».
«Μ’ αυτή τη βροχή;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Τίποτε δεν τον κρατά μακριά από τον κήπο του. Ελάτε
μαζί μου». Ακολούθησαν ένα λιθόστρωτο μονοπάτι και βγή­
καν στο πίσω μέρος του κήπου. «Σερ Κιθ, έχετε επισκέπτες».
Η γυναίκα τους άφησε εκεί και η Χάνα με τον Ντίλον
προχώρησαν σε μια μικρή ταράτσα στην οποία έβγαζε μια
πόρτα που τώρα ήταν ανοιχτή. Λίγο πιο πέρα είδαν ένα μικρό­
σωμο άντρα με αδιάβροχο κι ένα παλιό ψάθινο καπέλο να
περιποιείται τις τριανταφυλλιές. Γύρισε και τους κοίταξε με
τα ζωηρά γαλανά του μάτια. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο
εξακολουθούσε να είναι ελκυστικό.
Πλησίασε. «Τι μπορώ να κάνω για σας;»
Η Χάνα έβγαλε και του έδειξε την ταυτότητά της. «Είμαι
η επιθεωρήτρια Χάνα Μπερνστάιν, βοηθός του ταξιάρχου
Τσαρλς Φέργκιουσον, από το υπουργείο Άμυνας».
«Κι εγώ λέγομαι Ντίλον, Σον Ντίλον». Ο Ιρλανδός έδωσε
το χέρι του στον σερ Κιθ. «Εργάζομαι για λογαριασμό της
ίδιας υπηρεσίας».
«Μάλιστα». Ο πτέραρχος κούνησε καταφατικά το κεφάλι
του. «Έχω υπόψη μου τη δουλειά που κάνει ο ταξίαρχος
Φέργκιουσον. Υπηρέτησα σε μια ειδική επιτροπή επί θεμάτων
ασφαλείας για πέντε χρόνια μετά την αποστράτευσή μου. Να
υποθέσω ότι και ο λόγος για τον οποίο θέλετε να με δείτε
σχετίζεται με θέματα ασφάλειας;»
«Πράγματι, σερ Κιθ», είπε η Χάνα.
«Μόνο που πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω», του είπε ο
Ντίλον. «Τότε που πέσατε μ’ ένα Λύσανδρος στο Λοχ Ντου,
στα Χάιλαντς της Σκοτίας, το 1946».
Ο ηλικιωμένος άντρας έμεινε έκπληκτος. «.Τόσο πολύ πί­
σω; Πάμε λοιπόν καλύτερα μέσα. Θα πω στη Μαίρη να μας
φτιάξει τσάι και θα καθίσουμε να συζητήσουμε με την ησυχία
μας». Μπήκε πρώτος στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα.

«Πάνε τόσα χρόνια», είπε ο σερ Κιθ. Η οικονόμος τσυ έφερε


ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 245
το τσάι σ’ ένα δίσκο. «Εντάξει, Μαίρη», της είπε εκείνος. «Θα
τα καταφέρουμε μόνοι μας».
«Μπορώ να σερβίρω;» ρώτησε η Χάνα.
«Βεβαίως, αγαπητή μου. Λοιπόν, τι ακριβώς θέλετε;»
«Γνωρίσατε κάποιον ταγματάρχη Ίαν Κάμπελ στη μονάδα
εγκαυμάτων του Ιστ Γκρίνστεντ», είπε ο Ντίλον.
«Πολύ σωστά». Ο σερ Κιθ σήκωσε και τους έδειξε τα χέρια
του. Το δέρμα ήταν λεπτό και γυαλιστερό και το μεσαίο δά­
χτυλο έλειπε από το αριστερό του χέρι. «Το αποτέλεσμα της
συνάντησής μου μ’ ένα ΜΕ262 —ήταν τα καταδιωκτικά τζετ
που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στο τέλος του πολέμου.
Ήταν Φεβρουάριος του 1945, πάνω από τη βόρειο Γαλλία.
Εγώ ήμουν μ’ ένα Λύσανδρος, οπότε δεν μπορούσα να κάνω
τίποτε, όπως καταλαβαίνετε».
«Ναι, κοιτάξαμε τα στοιχεία που υπάρχουν για σας στο
υπουργείο Άμυνας», είπε ο Ντίλον. «Μάθαμε για τη δράση
σας στο SOE. Χρειάστηκε βέβαια να χρησιμοποιήσουμε όλα
τα μέσα για να το πετύχουμε. Ο φάκελός σας εξακολουθεί να
είναι απόρρητος».
«Μη μου πείτε». Ο σερ Κιθ πήρε το φλιτζάνι που του
πρόσφερε η Χάνα και γέλασε.
«Μάθαμε για σας από την αδερφή του Ίαν Κάμπελ», είπε
η Χάνα. Τη λαίδη Κάθριν Ρόουζ».
«Χριστέ μου, ζει ακόμα; Καταπληκτική γυναίκα. Ήταν στο
γυναικείο σώμα πιλότων κατά τον πόλεμο».
«Ναι, ζει ακόμα εκεί επάνω, στο κτήμα του Λοχ Ντου»,
είπε ο Ντίλον. «Αυτή μας είπε για την πτώση σας στη λίμνη με
το Λύσανδρος».
«Ναι. Το Μάρτιο του ’46. Ήμουν καθ’ οδόν προς τη νέα
βάση του Στορνογουέι. Προσπάθησα να προσγειωθώ υπό
πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες στο Αρντναμούρχαν κι έχα­
σα τη μηχανή μου πάνω από τη λίμνη. Ήμουν τυχερός που
μπόρεσα να βγω στην επιφάνεια. Το σκάφος μου βυθίστηκε
αμέσως». Έβαλε μια κουταλιά ζάχαρη στο τσάι του. «Γιατί
όμως σας ενδιαφέρει εκείνη η ιστορία;»
«Θυμόσαστε ότι περάσατε από το Ιστ Γκρίνστεντ και βρή­
κατε τον Ίαν Κάμπελ ετοιμοθάνατο;» ρώτησε η Χάνα.
246 JACK HIGGINS
«Ναι, το θυμάμαι, αν και αργότερα έμαθα ότι είχε συνέλθει».
«Είπατε στον ιπποκόμο του ότι θα πετούσατε στο Στορνο-
γουέι και προσφερθήκατε να μεταφέρετε τα ατομικά είδη του
Κάμπελ στο Αρντναμούρχαν».
«Σωστά, δυο βαλίτσες. Αυτός ήταν και ο λόγος που θέλησα
να προσγειωθώ εκεί». Ο σερ Κιθ τους κοίταξε κάπως αμήχα­
νος. «Εσάς όμως τι σας ενδιαφέρουν όλ’ αυτά;»
«Υπήρχε κάτι πολύ σημαντικό σε μια απ’ αυτές τις βαλί­
τσες», είπε η Χάνα. «Κάτι που έχει εθνική σημασία».
«Δεν είμαστε καλά! Σαν τι θα μπορούσε να είναι αυτό;»
Η Χάνα δίστασε. «Ξέρετε, σερ Κιθ, πρόκειται για αυστη-
ρώς απόρρητη υπόθεση. Ενεργούμε κατ’ εντολή του πρωθυ­
πουργού».
«Καθόλου περίεργο, από τη στιγμή που την ευθύνη έχει ο
Φέργκιουσον».
Ο Ντίλον γύρισε και κοίταξε τη Χάνα. «Για όνομα του
Θεού, κορίτσι μου, ο άνθρωπος αυτός πήρε όλα τα παράση μα,
ονομάστηκε ιππότης από τη βασίλισσα κι έφτασε στο βαθμό
του πτεράρχου. Αν αυτός δεν κρατήσει το μυστικό, ποιος θα
το κρατήσει;»
«Ναι, έχεις δίκιο», είπε η Χάνα. «Απόλυτο δίκιο». Γύρισε
και πάλι στον σερ Κιθ. «Δεν πρέπει να μάθει κανείς τίποτε».
«Έχετε το λόγο μου».
Έτσι η Χάνα του διηγήθηκε τα πάντα σχετικά με το Σύμ­
φωνο του Τσουνγκίνγκ.

Ο σερ Κιθ έψαξε στο κάτω συρτάρι ενός γραφείου, βρήκε ένα
παλιό χαρτονένιο ντοσιέ κι ένα διπλωμένο χάρτη και τα έφερε
στην τραπεζαρία.
«Έχω εδώ ένα αντίγραφο της αναφοράς για το ατύχημα.
Έγινε βέβαια η σχετική ανάκριση, όπως πάντα σ’ αυτές τις
περιπτώσεις, αλλά με απάλλαξαν από κάθε ευθύνη». Σήκωσε
κι έδειξε τα χέρια του. «Η κατάσταση των χεριών μου δε μ’
εμπόδισε να συνεχίσω να πετάω».
«Και ο χάρτης;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Δες μόνος σου. Επιτελικός χάρτης της περιοχής, μεγάλης
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 247
κλίμακας». Ο πτέραρχος τον άνοιξε. Υπήρχε η λίμνη, ο πύργος
και το περίπτερο Αρντναμούρχαν. «Φρόντισα να σημειώσω
με σχολαστικότητα την ακριβή θέση όπου βυθίστηκε το Λύ­
σανδρος. Βλέπεις την κόκκινη γραμμή που ξεκινά από τη
μικρή προβλήτα στο περίπτερο Αρντναμούρχαν; Οδηγεί ακρι­
βώς σ’ αυτό το σημείο».
Ο Ντίλον ακολούθησε τη γραμμή με το δάχτυλό του. «Είναι
σαφές».
«Εκατόν είκοσι μέτρα νότια της προβλήτας. Το σημείο X
δείχνει το ακριβές σημείο και ξέρω ότι είναι σωστό διότι τα
παιδιά από τη βάση έκαναν μια προσπάθεια μ’ ένα γάντζο
δεμένο σ’ ένα σκοινί κι έβγαλαν στην επιφάνεια ένα κομμάτι
της ατράκτου».
«Πόσο βαθιά είναι;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Γύρω στα τριάντα μέτρα. Το υπουργείο Αεροπορίας έκρι­
νε ότι δεν άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια ανέλκυσης.
Έπρεπε να στείλουν ειδικό συνεργείο και στο μεταξύ ο πόλε­
μος τελείωσε. Είχαν αρχίσει να διαλύουν τα παλιά αεροσκάφη
κι επομένως γιατί ν’ ασχοληθούν με το βυθισμένο Λύσανδρος;
Θα ενεργούσαν διαφορετικά βέβαια αν στο βυθό της λίμνης
υπήρχε κάτι αξίας».
«Υπήρχε, μόνο που κανείς δεν το ήξερε», είπε η Χάνα.
«Ναι, αυτή είναι η ειρωνεία». Ο σερ Κιθ γύρισε στον
Ντίλον. «Υποθέτω ότι θα προχωρήσετε σε κάποιου είδους
έρευνα;»
«Ναι. Είμαι έμπειρος δύτης. Θα βουτήξω και θα δω αν θα
μπορέσω να βρω κάτι».
«Δε φαντάζομαι να βρεις πολλά πράγματα μετά απ’ όλ’
αυτά τα χρόνια. Θέλεις το χάρτη;»
«Βεβαίως. Εννοείται ότι θα φροντίσω να σας επιστραφεί».
«Αρκετά σας απασχολήσαμε», είπε η Χάνα. «Ειλικρινά,
μας βοηθήσατε με το παραπάνω».
«Μακάρι. Το ελπίζω. Θα σας συνοδεύσω μέχρι την πόρ­
τα». Ο σερ Κιθ τους πήγε μέχρι την εξώπορτα και την άνοιξε.
«Ελπίζω ότι δε θα παρεξηγήσεις ένα γεροντάκο σαν κι εμένα,
καλή μου, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι η αστυνομία έχει
βελτιωθεί πολύ από τις ημέρες μας».
248 JACK HIGGINS
Εντελώς αυθόρμητα, η Χάνα έσκυψε και τον φίλησε στο
μάγουλο. «Ήταν τιμή για μένα που σας γνώρισα».
«Καλή τύχη και στους δυο σας και καλά ξεμπερδέματα μ’
αυτό τον Μόργκαν. Δώστε στον Φέργκιουσον τους χαιρετι­
σμούς μου».
«Θα το κάνουμε», ε ίπε ο Ντίλον κι άρχισαν και οι δυο τους
να κατηφορίζουν το μονοπάτι.
«Ω, και κάτι άλλο, Ντίλον», φώναξε ο σερ Κιθ ενώ έφταναν
στην πύλη.
Γύρισαν και ο Ντίλον ρώτησε: «Ναι; Σας ακούω».
«Αν τελικά τα καταφέρεις, πρέπει να βρεις όχι δύο, αλλά
τρεις βαλίτσες εκεί κάτω και μια απ’ αυτές είναι δική μου. Δεν
ξέρω τι θα μπορούσε να έχει απομείνει μετά από σαράντα
εφτά χρόνια, αλλά θα ήθελα, ό,τι κι αν είναι αυτό, να έφτανε
στα χέρια μου».
«Θα το φροντίσω», του υποσχέθηκε ο Ντίλον και βγήκε
από την πύλη, ακολουθούμενος από τη Χάνα.
Μπήκαν στην Ντέμλερ και η Χάνα είπε: «Τι σπουδαίος
τύπος!»
«Ναι, δε συναντάς εύκολα τέτοιους ανθρώπους πλέον»,
είπε ο Ντίλον. «Και τώρα πού πάμε;»
«Σε μια αποθήκη υποβρύχιου εξοπλισμού στο Λάμπεθ.
Τους έχω δώσει την παραγγελία για τα πράγματα που χρειά­
ζεσαι. Ο υπεύθυνος μου είπε ότι θα τα είχε έτοιμα μέχρι το
μέση μέρι. Θέλει να κάνεις ο ίδιος έναν έλεγχο πριν τα στείλει
στο Γκάτγουικ».
«Και τα δυο Στέρλινγκ που σου ζήτησα;»
«Είναι στο πορτμπαγκάζ. Τα πήρα από το οπλοστάσιο του
υπουργείου πριν σε παραλάβω το πρωί».
«Τι καταπληκτικό κορίτσι!» είπε ο Ντίλον. «Πάμε, λοιπόν».

Η αποθήκη στο Λάμπεθ ήταν γεμάτη από κάθε είδους κατα­


δυτικό εξοπλισμό. Ο υπεύθυνος, που λεγόταν Σπέκε,^ίχε
φροντίσει το θέμα προσωπικά και μαζί με τον Ντίλον τσέκα­
ραν τώρα ένα ένα τα αντικείμενα του καταλόγου.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 249
«Τόσο πολλά πράγματα!» είπε η Χάνα. «Τα χρειάζεσαι στ’
αλήθεια όλ’ αυτά; Για παράδειγμα, αυτό εδώ τι είναι;»
Πήρε και του έδειξε ένα κίτρινο Όρκα και ο Ντίλον είπε:
«Απ’ αυτό κρέμεται η ζωή μου, καλό μου κορίτσι. Είναι ένα
κομπιούτερ που μου λέει πόσο βαθιά είμαι, πόση ώρα βρίσκο­
μαι εκεί κάτω, πόση ώρα μπορώ να μείνω ακόμα. Με προει­
δοποιεί ακόμα και στην περίπτωση που η ταχύτητα ανάδυσης
ξεπεράσει το όριο ασφαλείας».
«Κατάλαβα».
«Είναι εξίσου χρήσιμο όσο κι αυτό εδώ». Ο Ντίλον πήρε
στα χέρια του τη βαριά νάιλον καταδυτική στολή σε πορτοκαλί
και πράσινο χρώμα. «Θα είναι πολύ κρύα και πολύ σκοτεινά
εκεί κάτω. Δεν πρόκειται για την Καραϊβική».
«Σχετικά με την ορατότητα, κύριε Ντίλον», είπε ο Σπέκε.
«Μου ζητήσατε δύο λάμπες. Σας έχω βάλει τις καινούριες
λάμπες αλογόνου που χρησιμοποιεί το Βασιλικό Ναυτικό.
Έχουν διπλάσια δύναμη από τις κοινές».
«Θαυμάσια», είπε ο Ντίλον. «Λοιπόν, τελειώσαμε. Στείλ’
τα όλα στο Γκάτγουικ όσο γίνεται πιο γρήγορα».
«Θα χρειαστούμε τουλάχιστον δυο ώρες, ίσως και τρεις».
«Κάντε ό,τι μπορείτε», είπε η Χάνα.
Ενώ έμπαιναν ξανά στην Ντέμλερ, ο Ντίλον είπε: «Τι ώρα
περίπου υπολογίζεις ότι θα φύγουμε;»
«Γύρω στις τρεις», είπε η Χάνα.
«Ωραία». Ο Ντίλον πήρε το χέρι της. «Τότε προλαβαίνου­
με οι δυο μας να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα. Τι θα ’λεγες
αν πηγαίναμε στου Μάλιγκαν για στρείδια και Γκίνες; Στο
κάτω κάτω, αύριο θα βουτήξω στον πάτο της λίμνης και ένας
Θεός ξέρει τι μπορεί να συμβεί».
«Έγινε, Ντίλον. Γιατί όχι;» Η Χάνα γέλασε. «Νομίζω ότι
το αξίζουμε. Στου Μάλιγκαν, λοιπόν, για στρείδια και Γκίνες».
13

πτήση από το αεροδρόμιο Γκάτγουικτου Λονδίνου ήταν

Η σχετικά καλή μέχρι το τελευταίο τμήμα της διαδρομής,


οπότε ο καιρός χειροτέρεψε- οι νεφώσεις ήταν πυκνές κι
έπεφτε δυνατή βροχή. Ενώ πετούσαν πάνω από τη λίμνη, ο
σμηναγός Λέισι είπε από το μεγάφωνο: «Ο ταξίαρχος έχει
ειδοποιηθεί για το χρόνο άφιξής μας και θα μας περιμένει».
Σε λίγο προσγειώνονταν και, καθώς τροχοδρομούσαν στο
διάδρομο, είδαν το Σιτέισον σ’ ένα από τα υπόστεγα.
«Όπα! Τι κάνει αυτό εδώ;» είπε η Χάνα.
«Προφανώς το έχουν έτοιμο για περίπτωση αιφνιδιαστι­
κής αναχώρησης», είπε ο Ντίλον. «Είναι λογικό. Αυτό θα
’κανα κι εγώ στη θέστ| τους».
Ενώ τους άνοιγε την πόρτα, ο σμηναγός Λέισι είπε: «Έχε­
τε παρέα βλέπω, επιθεωρήτρια».
«Είναι το προσωπικό αεροπλάνο του κυρίου Καρλ Μόρ-
γκαν, που αυτή τη στιγμή μένει στον πύργο Λοχ Ντου», του
είπε ο Ντίλον.
«Του γνωστού παίκτη του πόλο;»
Ο Ντίλον γέλασε. «Μεταξύ άλλων».
252 JACK HIGGINS
Το Ρέιντζ Ρόβερ διέσχιζε τη φθαρμένη άσφαλτο κατευθυ-
νόμενο προς το μέρος τους, με τον Κιμ στο τιμόνι και τον
ταξίαρχο δίπλα του. Σταμάτησε και οταξίαρχος κατέβηκε. «Τι
έγινε; Όλα καλά;»
«Δε γινόταν καλύτερα», του είπε ο Ντίλον. «Έχω χάρτη της
λίμνης με το ακριβές σημείο που μας ενδιαφέρει. Αλήθεια, μπο­
ρείς να μαντέψεις ποιος ήταν ο πιλότος εκείνου του σκάφους;»
«Κάποιος που ξέρω;»
«Ο πτέραρχος σερ Κιθ Σμιθ», του είπε η Χάνα.
Ο Φέργκιουσον φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Α, βέβαια! Δεν
πήγε ο νους μου σ’ αυτόν όταν η λαίδη Κάθριν μας είπε τ’
όνομά του. Θέλω να πω, πού να φανταστώ ότι εκείνος ο
αντισμήναρχος το 1946...»
«Να φορτώσουμε τα υλικά στο Ρέιντζ Ρόβερ, ταξίαρχε»,
είπε ο Λέισι. «Μήπως θα μπορούσε να δώσει ένα χέρι και ο
δικός σας άνθρωπος;»
«Ασφαλώς». Ο Φέργκιουσον έκανε νόημα στον Κιμ κι
αμέσως μετά πήρε μια μεγάλη ομπρέλα από το Ρέιντζ Ρόβερ
και την άνοιξε, γιατί η βροχή συνεχιζόταν.
«Βλέπω ότι το αεροπλάνο του Μόργκαν δεν το κουνάει
καθόλου από δω», είπε η Χάνα.
«Ναι. Είναι και ο ίδιος εδώ και μας παρακολουθεί το
κάθαρμα. Είδα το Σογκούν παρκαρισμένο μέσα στο υπόστε­
γο, δίπλα στο Σιτέισον. Σίγουρα θα ’χουν τα κιάλια τους
στραμμένα προς το μέρος μας αυτή τη στιγμή».
«Τότε ας εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία να τους δείξουμε
κάτι», είπε ο Ντίλον. «Δώσε μου εκείνα τα δύο Στέρλινγκ,
σμηναγέ».
Ο Λέισι του τα έδωσε και ο Φέργκιουσον χαμογέλασε. «Καλή
η σκέψη σου. Κράτα μου την ομπρέλα, επιθεωρήτρια». Έκανε
έναν έλεγχο με έμπειρο τρόπο σ’ ένα από τα Στέρλινγκ και είπε:
«Λοιπόν, πάμε πιο πέρα, στο φως, για να τους βοηθήσουμε να
διακρίνουν τι ακριβώς κρατάμε στα χέρια μας».
Πράγμα που έκαναν, αυτός και ο Ντίλον, κι αφού στάθη­
καν για λίγο μέσα στη βροχή γύρισαν στο Ρέιντζ Ρόβερ.
«Αυτό ήταν», είπε ο Ντίλον και τοποθέτησε τα Στέρλινγκ
στο πίσω κάθισμα.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 253
«Κάνετε σαν μικρά παιδάκια που παίζουν τους γκάγκστερ
στην αυλή του σχολείου», είπε η Χάνα.
«Α, μακάρι να ήταν έτσι, επιθεωρήτρια. Φτάνει η στιγμή
που αυτή η υπόθεση θα γίνει πολύ σοβαρή. Προειδοποιήσαμε
απλώς, κατά κάποιον τρόπο, τον Μόργκαν, αλλά καλύτερα να
πάμε οι ίδιοι μέχρι εκεί για να βεβαιωθούμε».
Κατευθύνθηκαν και οι τρεις προς το υπόστεγο όπου βρι­
σκόταν το Σιτέισον, προστατευμένοι από τη μεγάλη ομπρέλα.
Μόλις πλησίασαν είδαν το Σογκούν και τον Μόργκαν με τον
Μάρκο να στέκονται στηριγμένοι πάνω του. Δυο άντρες με
φόρμες αεροπόρων περίμεναν από την άλλη μεριά του αερο­
πλάνου. Η Χάνα έχωσε το χέρι στην κρεμαστή της τσάντα.
«Δε χρειάζεται, επιθεωρήτρια», μουρμούρισε ο Φέργκιου-
σον. «Δε μας έχει κηρύξει τον πόλεμο ακόμα». Ύψωσε τη
φωνή του. «Α, εδώ είσαι, Μόργκαν. Καλή σου μέρα».
«Καλημέρα και σ’ εσένα, ταξίαρχε». Ο Μόργκαν πλησία­
σε και ο Μάρκο τον ακολούθησε, με το πρόσωπό του γεμάτο
επιδέσμους, αγριοκοιτάζοντας τον Ντίλον.
«Πέτυχε το ταξίδι σας, επιθεωρήτρια;» ρώτησε ο Μόργκαν.
«Απόλυτα», του είπε η Χάνα.
«Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί;» Ο Μόργκαν γύρι­
σε και κοίταξε προς την κατεύθυνση της λίμνης, που απλωνό­
ταν ήσυχη μέσα στη βροχή. «Κάτω εκεί, στο βυθό, όλ’ αυτά τα
χρόνια... Τόπος των Σκοτεινών Υδάτων, έτσι δεν τον αποκα-
λούν οι ντόπιοι; Πολύ ταιριαστή ονομασία, Ντίλον. Φοβάμαι
ότι θα συναντήσεις προβλήματα εκεί κάτω».
«Δεν αποκλείεται», είπε ο Ντίλον.
«Βλέπω ότι έχεις το αεροπλάνο σου έτοιμο», είπε ο Φέρ-
γκιουσον.
«Ναι, φεύγουμε με το χάραμα. Οχτώ η ώρα απογειωνόμαστε.
Ας μην κοροϊδευόμαστε, ταξίαρχε. Είναι αλήθεια ότι νίκησες κι
εγώ ομολογώ ότι έχω μπουχτίσει από τις χάρες του Λοχ Ντου κι
απ’ αυτή την αναθεματισμένη ασταμάτητη βροχή».
• «Σοβαρά;» είπε ο Φέργκιουσον. «Ο Καρλ Μόργκαν τα
παρατάει; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω».
«Απλώς είναι απ’ αυτούς που ξέρουν να δέχονται αξιοπρε-
πώς την ήττα τους, έτσι δεν είναι, Μόργκαν;» είπε ο Ντίλον.
254 JACK HIGGINS
«Μα ασφαλώς», είπε ήρεμα ο Μόργκαν.
«Καλά, λοιπόν, δώσε τους χαιρετισμούς μας στην Άστα, μια
και πιθανότατα δεν πρόκειται να την ξαναδούμε», του είπε ο
ταξίαρχος.
«Ευχαρίστως».
«Ωραία, λοιπόν. Να πηγαίνουμε».
Ενώ επέστρεφαν στο αεροπλάνο, η Χάνα είπε: «Δεν πι­
στεύω λέξη απ’ όσα είπε. Δεν πρόκειται να πάει πουθενά».
«Ή, αν φύγει, σκοπεύει να ξαναγυρίσει», είπε ο Ντίλσν.
«Δεν ξέρω πώς ακριβώς, αλλά σίγουρα αυτό θα κάνει».
«Και βέβαια θα γυρίσει», είπε ο Φέργκισυσον. «Επιστρέ­
φουμε στο είδος του παιχνιδιού που χαρακτήριζε αυτή την
υπόθεση από την αρχή. Ξέρουμε ότι πρόκειται να ξαναγυρίσει
κι εκείνος ξέρει ότι το ξέρουμε». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι
του. «Αποκλείεται να τα παρατήσει τώρα. Είναι αντίθετο με
την ίδια τη φύση του. Τον έχετε δει στο πόλο πώς σπρώχνει
και πετάει κάτω από το άλογο τον αντίπαλό του; Αυτός είναι
ο Καρλ Μόργκαν. Πρέπει να νικήσει πάση θυσία, με οποιο­
δήποτε μέσο και κόστος».
«θα ’λεγα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως θα μπο­
ρούσε να μας βοηθήσει η Άστα, σερ», είπε η Χάνα.
«Ναι, για να δούμε».
Έφτασαν στο Λίαρ και ο Λέισι είπε: «Εντάξει, ταξίαρχε.
Όλα τα πράγματα φορτώθηκαν στο Ρέιντζ Ρόβερ. Θέλετε κάτι
άλλο από μένα;»
«Όχι προς το παρόν, σμηναγέ, μπορείς να επιστρέψε ις στο
Γκάτγουικ. Ως συνήθως, θέλω το Λίαρ να είναι έτοιμο για
απογείωση είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο».
«Μείνετε ήσυχος, ταξίαρχε».
«Ωραία, μπορείς να φεύγεις». Ο Φέργκισυσον γύρισε στους
άλλους. «Ελάτε, να πηγαίνουμε κι εμείς».
Μπήκαν στο Ρέιντζ Ρόβερ, με τον Κιμ στο τιμόνι. Καθώς
απομακρύνονταν, το Λίαρ απογειωνόταν κιόλας πίσω τους.

Ο Μόργκαν μπήκε στο γραφείο, έβαλε ένα μπράντι και πλη­


ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 255
σίασε στη φωτιά. Άρχισε να πίνει το ποτό του αργά, απολαμ­
βάνοντας κάθε γουλιά· εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και
μπήκε η Άστα.
«Γύρισαν, ε; Ακόυσα το αεροπλάνο».
Ο Μόργκαν έγνεψε καταφατικά. «Ξεφόρτωσαν καταδυτι­
κό εξοπλισμό και ο Φέργκισυσον με τον Ντίλον με άφησαν
σκόπιμα να δω ένα ζευγάρι αυτόματα Στέρλινγκ που κρατού­
σαν στα χέρια τους. Είχαμε και μια ωραία κουβεντούλα».
«Ναι;»
«Είπα στον ταξίαρχο ότι παρατάω την προσπάθεια, ότι
απογειωνόμαστε στις οχτώ το πρωί».
«Και σε πίστεψαν;»
Ο Μόργκαν χαμογέλασε. «Όχι βέβαια. Ο Φέργκισυσον
ξέρει πολύ καλά ότι θα επιστρέψουμε με κάποιον τρόπο.
Φυσικά, αυτό που έχει σημασία είναι ότι κι εγώ ξέρω ότι το
περιμένει κι έτσι όλα από δω και πέρα είναι θέμα σωστού
υπολογισμού του χρόνου».
«Τι ακριβώς εννοείς;»
Ο Μόργκαν χαμογέλασε. «Έχει ένα μπουκάλι σαμπάνια
εκεί πέρα, στη σαμπανιέρα, αγάπη μου. Πήγαινε να τ’ ανοίξεις
και θα σου πω».

Στο περίπτερο Αρντναμούρχαν το φως ήταν αναμμένο μέσα


στο γκαράζ και ο καταδυτικός εξοπλισμός είχε τοποθετηθεί
με τάξη στο πάτωμα. Ακουγόταν ένα σταθερό βουητό από τον
αεροσυμπιεστή, καθώς ο Ντίλον έδειχνε στον Κιμ πώς να
γεμίσει την πρώτη από τις φιάλες.
Η Χάνα μπήκε στο γκαράζ, στάθηκε και κοίταζε με σταυ­
ρωμένα χέρια. «Ξέρει τι κάνει;» ρώτησε.
«Ο Κιμ;» Ο Ντίλον γέλασε. «Μόλις του έδειξα· και σ’ έναν
Γκούρκα δε χρειάζεται να δείξεις κάτι δεύτερη φορά». Γύρισε
και είπε στον Κιμ: «Και τις έξι».
«Μάλιστα, σαχίμπ. Μείνετε ήσυχος».
Ο Ντίλον ακολούθησε τη Χάνα και, βγαίνοντας από την
πλαϊνή πόρτα, διέσχισαν την κουζίνα κι έφτασαν στο καθιστι­
κό όπου βρήκαν τον Φέργκισυσον καθισμένο στο γραφείο.
256 JACK HIGGINS
Σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε. «Όλα εντάξει;»
«Μέχρι τώρα, ναι», είπε ο Ντίλον.
«Ωραία. Το σχέδιο είναι πολύ απλό. Μόλις ο Μόργκαν
απογειωθεί, πιάνουμε δουλειά. Εσύ θα μείνεις εδώ να κρατάς
το κάστρο, επιθεωρήτρια, ενώ εγώ με τον Κιμ θα συνοδεύ­
σουμε τον Ντίλον».
«Ντίλον, είμαι εντελώς άσχετη με καταδύσεις», είπε η
Χάνα, «γι’ αυτό οι ερωτήσεις μου μπορεί να σου φανούν
ανόητες. Πόσο δύσκολο είναι αυτό που πρόκειται να κάνεις
και πόση ώρα θα πάρει;»
«Λοιπόν, πρώτα πρώτα θα κατεβώ στο βυθό πολύ γρήγορα·
σ’ αυτό θα βοηθήσει η ζώνη με τα βαρίδια Αν η θέση που μου
έχει δώσει ο σερ Κιθ είναι ακριβής, θα μπορούσα να φτάσω στο
βυθισμένο αεροπλάνο μέσα σε λίγα λεπτά, αλλά θα είναι σκοτει­
νά εκεί κάτω και δεν είναι βέβαιο τι ακριβώς θα συναντήσω στο
βυθό. Μπορεί, για παράδειγμα, το αεροπλάνο να είναι βουτηγ­
μένο μέσα σε τρία μέτρα λάσπη. 'Επειτα έχει μεγάλη σημασία το
βάθος. Όσο πιο βαθιά κατεβαίνεις τόσο πιο πολύ αέρα κατανα­
λώνεις. Είναι εκπληκτικό πόσο μειώνουν το διαθέσιμο χρόνο σου
τρία ή τέσσερα περισσότερα μέτρα βάθους. Το ιδανικό θα ήταν
να μην υπερβώ τα όρια μιας συνηθισμένης κατάδυσης απ’ αυτές
που κάνουμε για σπορ, γιατί διαφορετικά θα χρειαστεί κατά την
άνοδο να κάνω αποσυμπίεση, πράγμα που παίρνει χρόνο».
«Γιατί αυτό;»
«Όσο πιο βαθιά κατεβείς και όσο πιο πολλή ώρα μείνεις
εκεί, τόσο περισσότερο άζωτο μπαίνει στο αίμα σου. Είναι
όπως το αέριο που συμπιέζεται μέσα σ’ ένα μπουκάλι σαμπά­
νιας. Μπορεί να σου προκαλέσει τη νόσο των δυτών, να σε
αφήσει ανάπηρο ή και να σε σκοτώσει». Ο Ντίλον χαμογέλα­
σε. «Τέλος του μαθήματος».
«Ομολογώ ότι όλ’ αυτά μου φαίνονται βουνό».
«Μη φοβάσαι, θα τα καταφέρουμε». Ο Ντίλον πήγε και
σερβιρίστηκε ένα Μπούσμιλς. «Μου περνάει όμως μια σκέψη,
ταξίαρχε».
«Να την ακούσουμε».
«Στείλε τον Κιμ πρωί πρωί να παρατηρεί τον αεροδιάδρο­
μο μ’ ένα ζευγάρι κιάλια. Θέλω να πω, μπορεί ν’ ακούσουμε
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 25Ί
το αεροπλάνο ν’ απογειώνεται, αλλά ποιος μας βεβαιώνει ότι
εκτός από τους πιλότους θα έχει και κάποιους επιβάτες;»
«Καλή η σκέψη σου», είπε ο Φέργκισυσον. Έριξε μια ματιά
στο ρολόι του. «Έντεκα η ώρα Έχω μια ακόμα καλύτερη ιδέα,
Ντίλον: να επιχειρήσεις μια ακόμα νυχτερινή εισβολή στον πύρ­
γο, μήπως μπορέσεις να επικοινωνήσεις με την Άστα».
«Αλήθεια, μου κάνει εντύπωση που δεν πήραμε ούτε ένα
τηλεφώνημά της», είπε η Χάνα.
«Εμένα δε μου κάνει. Θα ήταν φοβερά επικίνδυνο γι’ αυτή
να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο όσο ο Μόργκαν βρίσκεται
στο σπίτι», της είπε ο Φέργκισυσον. «Λοιπόν, πήγαινε τον
Ντίλον μέχρι τον πύργο, όπως έκανες και την προηγούμενη
φορά, επιθεωρήτρια, και θα δούμε τι θα βγει».

Εξακολουθούσε να βρέχει όταν η Χάνα σταμάτησε στο πλάι


του πύργου Λοχ Ντου κι έσβησε τη μηχανή. Όπως και την
προηγούμενη φορά, ο Ντίλον ήταν ντυμένος στα μαύρα Έκα­
νε έναν έλεγχο στο Βάλτερ του και το τοποθέτησε πίσω στη
ζώνη του.
«Την έχουμε ξανακάνει αυτή την προετοιμασία, ε;»
«Ναι». Η Χάνα χαμογέλασε. «Θα ’πρεπε να ’κάνες και
κάτι διαφορετικό, έτσι για ποικιλία».
Ο Ντίλον έβαλε τη μαύρη μάσκα του σκι, που άφηνε να
φαίνονται μόνο τα μάτια και τα χείλια του. «Θα μπορούσα για
παράδειγμα αυτή τη φορά να σου δώσω ένα φιλάκι πριν φύγω».
«Φορώντας αυτό το πράγμα; Μη γίνεσαι αποκρουστικός,
Ντίλον. Μπρος, πήγαινε!»
Η πόρτα έκλεισε και ο Ντίλον μέσα σε δευτερόλεπτα
εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.

Σκαρφάλωσε στοντοίχο όπωςκαιτην άλλη φορά, διέσχισε τον


κήπο και στάθηκε μέσα στα δέντρα, κοιτάζοντας τα φώτα του
πύργου. Έπειτα από κάμποση ώρα άνοιξε η πόρτα που έβγαζε
από το γραφείο στην ταράτσα κι εμφανίστηκε ο Μόργκαν,
καπνίζοντας ένα πούρο. Αμέσως μετά ακολούθησε η Άστα,
258 JACK HIGGINS
φορώντας πουλόβερ και παντελόνι και κρατώντας μια ομπρέ­
λα στο χέρι.
«Για πού το ’βαλές;» ακούστηκε να τη ρωτά ο Μόργκαν.
«Θα βγάλω μια βόλτα το σκύλο, θέλεις να ’ρθεις μαζί μας,
Καρλ;»
«Μ’ αυτή τη βροχή; Δεν είσαι στα καλά σου. Μην αργή­
σεις», της είπε και ξαναμπήκε μέσα.
Η Άστα άνοιξε την ομπρέλα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια
της ταράτσας. «Έλα, αγόρι μου», φώναξε και το ντόμπερμαν
πετάχτηκε από το γραφείο κι έτρεξε στον κήπο.
Εκεί κοντά υπήρχε ένα μικρό καλοκαιρινό σπιτάκι και ο
Ντίλον πήγε και στάθηκε στο πλάι του. Ο σκύλος κοκάλωσε
και τέντωσε τ’ αυτιά. Ο Ντίλον άφησε εκείνο το περίεργο
χαμηλόφωνο σφύριγμα και το ντόμπερμαν έτρεξε κοντά του
κι άρχισε να του γλείφει το χέρι.
«Πού είσαι, αγόρι μου;» είπε η Άστα.
«Εδώ», είπε χαμηλόφωνα ο Ντίλον.
«Εσύ ’σαι, Ντίλον!» Η Άστα πήγε βιαστικά προς το μέρος
του, κρατώντας την ομπρέλα. «Τι σκαρώνεις πάλι;»
«Απλώς δε θα ’θελα να φύγεις χωρίς ν’ ανταλλάξουμε δυο
λέξεις», είπε εκείνος. «Φεύγετε το πρωί, έτσι δεν είναι;»
Έβγαλε τη μάσκα του.
«Στις οχτώ η ώρα;» ρώτησε η Άστα.
«Ναι, έτσι μας είπε και ο Μόργκαν στο αεροδρόμιο. Έδει­
χνε ν’ αποδέχεται την ήττα του με τόση ηρεμία ώστε δεν
πιστέψαμε λέξη απ’ όσα μας είπε. Θα γυρίσει πίσω, έτσι δεν
είναι, Άστα;»
Η Άστα έγνεψε καταφατικά. «Δεν περίμενε βέβαια να τον
πιστέψετε, όπως μου ομολόγησε. Ξέρει ότι θα περιμένετε να
επιστρέψει κι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι ο σωστός υπολο­
γισμός του χρόνου, όπως μου είπε».
«Δηλαδή;»
«Φεύγουμε στις οχτώ με το Σιτέισον. Ο Καρλπεριμένει ότι
θα επιχειρήσετε την κατάδυση αμέσως μόλις απογειωθούμε».
«Και μετά;»
«Ξέρεις πόσο μακριά είναι το Αρισάιγκ;»
«Καμιά τριανταριά χιλιόμετρα».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 259
«Σωστά. Υπάρχει εκεί μια άλλη πρώην βάση της ΡΑΦ μ’ ένα
μικρό αεροδιάδρομο, όπως στο Αρντναμούρχαν. Ο Καρλ με τον
Μάρκο πήγαν κι άφησαν εκεί το αυτοκίνητο του κτήματος και
γύρισαν πίσω με το Σογκούν. Το Σιτέισον θα φύγει από το
Αρντναμούρχαν και θα προσγειωθεί εκεί. Θα γυρίσουμε πίσω
με το αυτοκίνητο του κτήματος. Μετά από μια ώρα οι πιλότοι θα
φέρουν και το αεροπλάνο πίσω στο Αρντναμούρχαν».
«Όπου εμάς στο μεταξύ θα μας έχει τσακώσει ανυποψία­
στους ο Μόργκαν;» είπε ο Ντίλον.
«Ακριβώς».
«Ωραία, λοιπόν, κάτι θα σκεφτούμε κι εμείς». Έβαλε το
χέρι του στον ώμο της. «Πώς βλέπεις τα πράγματα; Θ’ αντέ-
ξεις;»
«Ω, ναι», είπε η Άστα. «Τα καταφέρνω μια χαρά».
«Μπράβο». Ο Ντίλον ξανάβαλε τη μάσκα. «Κουράγιο»,
της είπε κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.
Ο Καρλ Μόργκαν βγήκε στην ταράτσα. «Άστα, πού είσαι;»
«Εδώ, Καρλ. Έρχομαι», φώναξε εκείνη και πλησίασε με
την ομπρέλα ανοιχτή και το χέρι της περασμένο στο κολάρο
του σκύλου.

Ο Κιμ είχε φτάσει στον αεροδιάδρομο από τις εφτάμισι. Δεν


είχε πάρει το αυτοκίνητο για να μην κινδυνέψει να τον δουν
και, κρυμμένος μέσα σε μια συστάδα δέντρων, παρακολου­
θούσε με τα κιάλια το Σιτέισον στο υπόστεγο. Έβλεπε τους
δυο πιλότους να κινούνται γύρω από το αεροσκάφος κάνοντας
ελέγχους και, έπειτα από λίγο, είδε το Σογκούν να σταματά
έξω από το υπόστεγο και να κατεβαίνουν ο Μόργκαν και η
Άστα. Οι δυο πιλότοι πλησίασαν, ακολούθησε σύντομη συζή­
τηση κι αμέσως μετά έβγαλαν τις αποσκευές. Ενώ ο Μόργκαν
και η Άστα έμπαιναν στο υπόστεγο, ο Μάρκο οδηγούσε μέσα
το Σογκούν.
Ο Κιμ περίμενε. Έπειτα από λίγο οι μηχανές πήραν μπρος
και το Σιτέισον βγήκε από το υπόστεγο και τροχοδρόμησε
μέχρι την άκρη του διαδρόμου, γυρνώντας προς τον άνεμο.
Αφού το παρακολούθησε να τρέχει με ταχύτητα και να υψώ­
260 JACK HIGGINS
νεται στον γκρίζο ουρανό, ο Κιμ βγήκε από τον κρυψώνα του
κι άρχισε να επιστρέφει τρέχοντας στο περίπτερο.

Ο Ντίλον είχε βάλει την καταδυτική του στολή και τώρα


έσπρωχνε ένα καροτσάκι, μεταφέροντας τέσσερις φιάλες με
αέρα στη μικρή προβλήτα, όπου η Χάνα και ο Φέργκιουσον
περίμεναν μέσα στο παλιό σκάφος με την εξωλέμβια μηχανή.
Έβρεχε ασταμάτητα και, παρ’ όλ’ αυτά, πάνω στην επιφάνεια
της λίμνης απλωνόταν ένα σύννεφο ομίχλης τρία τέσσερα
μέτρα ψηλό, περιορίζοντας σημαντικά την ορατότητα. Ο Φέρ-
γκιουσον φορούσε άνορακ και καπέλο για τη βροχή, η Χάνα
ένα παλιό αδιάβροχο και μια ρεπούμπλικα που είχε βρει σε
μια ντουλάπα. Υπήρχε και μια μικρότερη βάρκα με κουπιά
που ήδη είχε γεμίσει με αρκετό νερό.
Η Χάνα βγήκε από το μεγαλύτερο σκάφος για να συναντή-
σει τον Ντίλον κι εκείνος είπε: «Τράβα πιο πέρα τη μικρή
βάρκα για να μη μας εμποδίζει».
Η Χάνα έκανε όπως της είπε και, καθώς εκείνος άρχισε
να δίνει τις φιάλες στον ταξίαρχο, ακούστηκε ο ήχος αεροπλά­
νου που απογειωνόταν. «Αυτοί είναι», είπε ο Φέργκιουσον.
«Φεύγουν».
«Ναι», είπε ο Ντίλον. «Λοιπόν, οι τέσσερις φιάλες μού
φτάνουν. Με λίγη καλή τύχη ούτε κι αυτές θα τις χρειαστώ
όλες. Πάω να φέρω και τα υπόλοιπα πράγματα».
Ανέβασε το καροτσάκι ξανά επάνω, στο περίπτερο, και
φόρτωσε τα υπόλοιπα πράγματα, μαζί με τα δύο Στέρλινγκ.
Καθώς ξεκινούσε για να ξανακατεβεί στην προβλήτα, ο Κιμ
βγήκε τρέχοντας μέσ’ από τα δέντρα. Έφτασαν στο σκάφος
σχεδόν ταυτόχρονα.
«Τους είδες να φεύγουν;» ρώτησε ο Φέργκιουσον.
«Μάλιστα, σαγίμπ. Έφτασαν με το Σογκούν. Είδα τον
Μόργκαν και την κυρία να κατεβαίνουν και να μπαίνουν στο
υπόστεγο. Ο άλλος άντρας, ο Μάρκο, ήταν επίσης εκεί. Οδή­
γησε το Σογκούν μέσα στο υπόστεγο. Κατόπιν το αεροπλάνο
βγήκε από το υπόστεγο και απογειώθηκε αμέσως».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 261
«Εννοείς ότι επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο μέσα στο υπό­
στεγο;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Μάλιστα, σαχίμπ».
Ο Ντίλον κατσούφιασε και σταμάτησε για μια στιγμή να
κατεβάζει τα πράγματα στο σκάφος.
«Σε βλέπω ανήσυχο», είπε ο Φέργκιουσον.
«Ναι, ομολογώ ότι είμαι λιγάκι».
«Δε βλέπω το λόγο. Ο Μόργκαν μας είπε ο ίδιος ότι φεύγε ι.
Το περιμέναμε ότι θα σχεδίαζε να μας ξεγελάσει με κάποιον
τρόπο και η Άστα μας είπε ποιο ακριβώς είναι το σχέδιό του.
Τέλος ο Κιμ τους είδε πράγματι να φεύγουν».
«Είδε το αεροπλάνο να φεύγει», είπε ο Ντίλον, «αλλά,
όπως και να ’χει το πράγμα, εμείς συνεχίζουμε».
Ο Κιμ κατέβηκε μ’ ένα πήδημα στο σκάφος και ο Ντίλον
του έδωσε τα υπόλοιπα πράγματα. Ο Φέργκιουσον έβαλε τα
δύο Στέρλινγκ πάνω στο κάθισμα, πίσω στην πρύμνη. «Ένα
πράγμα είναι βέβαιο, αγόρι μου. Οποιοσδήποτε δοκιμάσει να
μας δημιουργήσει προβλήματα, τη στιγμή που έχουμε αυτά
εδώ, θα πρέπει να είναι τρελός».
«Ας το ελπίσουμε». Ο Ντίλον βοήθησε τη Χάνα ν’ ανεβεί
στην προβλήτα. «Να ’χεις το νου σου», της είπε.
Εκείνη έβγαλε ένα Βάλτερ από την τσέπη της. «Μην ανη­
συχείς, έχω αυτό εδώ».
«Αν δεν ανησυχούσα, θα ήμουν μακαρίτης από καιρό».
Ο Ντίλον κατέβηκε μ’ ένα πήδημα στο σκάφος, πήγε στην
πρύμνη κι έβαλε μπρος την εξωλέμβια μηχανή. Η Χάνα ελευ­
θέρωσε το σκοινί και το πέταξε μέσα στο σκάφος. «Καλή
τύχη», τους φώναξε καθώς απομακρύνονταν.
«Σου επαναλαμβάνω, να προσέχεις. Μερικές φορές είσαι
αφελής, κι αυτό είναι επικίνδυνο, έστω κι αν σε κάνει χαριτω­
μένη», φώναξε ο Ντίλον κι άρχισε να παίρνει ανοιχτή στροφή
με το παλιό σκάφος.

Η Χάνα τους παρακολούθησε ν’ απομακρύνονται και μετά


έκανε μεταβολή και ανηφόρισε ξανά προς το περίπτερο. Μπή­
κε από την μπροστινή πόρτα, έβγαλε το αδιάβροχο και την
262 JACK HIGGINS
παλιά ρεπούμπλικα. Κρύωνε και τα πόδια της είχαν μουσκέ­
ψει. Ανατρίχιασε, σκέφτηκε να φτιάξει ένα φλιτζάνι καφέ και
μπήκε στην κουζίνα. Πήγε στο νεροχύτη κι άρχισε να γεμίζει
την καφετιέρα. Πίσω της ακούστηκε ένα περίεργο τρίξιμο. Η
πόρτα της αποθήκης τροφίμων άνοιξε και βγήκε ο Έκτωρ
Μάνρο, με μια κοντόκαννη καραμπίνα στο χέρι.
Κι αυτή είχε αφήσει το Βάλτερ στο αδιάβροχο. Ω Θεέ μου,
σκέφτηκε. Ντίλον, πόσο δίκιο είχες. Είμαι αφελής και ανόητη.
Έκανε μεταβολή και χίμηξε προς την ανοιχτή πόρτα της
κουζίνας, για να πέσει πάνω στον Ρόρι Μάνρο. Όπως και ο
πατέρας του, κρατούσε κι αυτός μια κοντόκαννη καραμπίνα
και δε δυσκολεύτηκε να την ακινητοποιήσει με το ένα του χέρι.
Το πρόσωπό του ήταν χάλια, πρησμένο και μαυρισμένο, αλλά
παρ’ όλ’ αυτά χαμογελούσε. «Για πού το ’βαλές, κούκλα;»
Την ανάγκασε να υποχωρήσει και πάλι μέσα στην κουζίνα
όπου ο Έκτωρ καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και γέμιζε
την πίπα του. «Αν είσαι καλό κορίτσι, δεν πρόκειται να πάθεις
τίποτε. Έχει εδώ ένα ωραίο κελάρι για σένα».
«Χωρίς παράθυρα, για να μην μπορέσεις να το σκάσεις»,
είπε ο Ρόρι, «και με μια πόρτα με διπλούς σύρτες, που ούτε με
τσεκούρι δε θα μπορούσες να σπάσεις».
«Ναι, μάλιστα», της είπε ο Μάνρο. «Δε θα χρειαστεί ούτε
καν να σου δέσουμε τα χέρια».
«Βλέπεις τι τυχερή που είσαι;» συμπλήρωσε ο Ρόρι.
Η Χάνα πήγε και κόλλησε στην άλλη άκρη της κουζίνας,
αντικρίζοντάς τους. «Δουλεύετε για λογαριασμό του Μόρ-
γκαν, έτσι δεν είναι;» είπε στον πατέρα. «Γιατί όμως;» Έδειξε
τον Ρόρι. «Ξέχασες κιόλας τι έγινε στο ρινγκ της πυγμαχίας;
Δε βλέπεις πώς έκανε το πρόσωπο του γιου σου εκείνο το
κτήνος ο Μάρκο;»
«Ο κύριος Μόργκαν δε φταίει γι’ αυτό. Τι να γίνει; Αυτά
έχουν τα σπορ. Τις τρώει κανείς καμιά φορά». Ο ηλικιωμένος
άντρας άναψε την πίπα του μ’ ένα σπίρτο. «Κι έπειτα πρέπει
να ξέρεις ότι υπάρχει κι ένα ποσό δέκα χιλιάδων λιρών για
μας αν τον βοηθήσουμε».
«Δηλαδή, τι σκοπεύει να κάνει;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 263
«Α, δεν έχεις παρά να περιμένεις και θα δεις», της είπε ο
Έκτωρ Μάνρο.
Η Χάνα πήρε βαθιά ανάσα. «Το ξέρετε ότι είμαι αξιωμα­
τικός της αστυνομίας;»
Ο Ρόρι γέλασε δυνατά και ο Μάνρο είπε: «Ποιανού τα λες
αυτά, κορίτσι μου; Όλοι ξέρουν πως είσαι γραμματέας του
ταξιάρχου».
«Αφήστε με να σας δείξω την ταυτότητά μου. Είμαι επι-
θεωρήτρια της Σκότλαντ Γιαρντ».
«Επιθεωρήτρια κιόλας;» Ο Μάνρο κούνησε θλιμμένος το
κεφάλι του. «Φαίνεται ότι της έχει σαλέψει από την ταραχή
της, Ρόρι». Σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα του κελαριού και τη ν
άνοιξε. «Πέταξέ την κάτω, να ξεμπερδεύουμε».
Ο Ρόρι την έσπρωξε στο άνοιγμα, η πόρτα έκλεισε και οι
σύρτες ασφαλίστηκαν. Η Χάνα έχασε την ισορροπία της και
γλίστρησε στα σκαλοπάτια, χτυπώντας το γόνατό της. Και τότε
θυμήθηκε αυτό που έπρεπε να είχε πει, το μόνο πράγμα που
ίσως να είχε φέρει αποτέλεσμα.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, βρήκε το διακόπτη κι άναψε το
φως. Άρχισε να κοπανάει την πόρτα με σφιγμένες γροθιές.
«Ανοίξτε μου!» φώναξε. «Έχω κάτι σπουδαίο να σας πω. Ο
Μόργκαν σκότωσε το γιο σου, Μάνρο! Σκότωσετον Φέργκους!»
Ήδη όμως ήταν πολύ αργά και δεν υπήρχε κανείς για να
της απαντήσει.

Ο Έκτωρ Μάνρο και ο γιος του κατηφόρισαν προς την προ­


βλήτα μέσα στη βροχή. Άκουγαν την εξωλέμβια μηχανή του
μικρού σκάφους που απομακρυνόταν, αλλά δε μπορούσαν να
το διακρίνουν λόγω της ομίχλης. Έφτασαν στην προβλήτα και
στάθηκαν δίπλα στη μικρή βάρκα με τα κουπιά.
«Ανάθεμά την, είναι γεμάτη νερό», είπε ο Ρόρι.
«Έχει όμως κι έναν κουβά κάτω από το κάθισμα για να
την αδειάσεις», του είπε ο πατέρας του. «Μπρος, τι κάθεσαι;»
Έβγαλε ένα παλιό αση μένιο ρολόι με αλυσίδα και το κοίταξε.
«Όχι βέβαια πως βιαζόμαστε. Πρέπει να περιμένουμε κάπου
μισή ώρα».
264 JACK HIGGINS
Ο Ρόρι άφησε κάτω το όπλο του και μπήκε στη βάρκα,
βλαστημώντας καθώς το νερό έφτασε πάνω από τις μπότες
του. Σήκωσε τα μάτια τσυ και κοίταξε τους ανοιχτούς καταρτ
ράχτεςτσυ ουρανού. «Ας ελπίσουμε ότι ο Φέργκους έχει αυτή
τη στιγμή κάποια στέγη πάνω από το κεφάλι του, όπου κι αν
βρίσκεται».
«Μην ανησυχείς, δε θα χρειαστεί να κρυβέται για πολύ
ακόμα», ε ίπε ο πατέρας του. «Όπου να ’ναι φεύγουν όλοι τους.
Άντε, πιάσε τον κουβά να τελειώνουμε».
Ο Ρόρι πήρε τον κουβά κι άρχισε ν’ αδειάζει τα νερά.

Ο Φέργκιουσον πήρε το τιμόνι, ενώ ο Ντίλον συμβουλευόταν


το χάρτη. Έπειτα από λίγο ο Ιρλανδός είπε: «Κάπου εδώ
πρέπει να ’ναι». Γύρισε και μόλις που μπορούσε να διακρίνει
τις καπνοδόχους του περίπτερου και πίσω τους το δάσος, μέσα
από την ομίχλη. «Ναι, αυτή είναι η γραμμή, όπως τη σημειώνει
ο σερ Κιθ στο χάρτη. Σβήστε τη μηχανή». Γύρισε στον Κιμ, που
έριχνε κιόλας την άγκυρα.
Ο Ντίλον είχε κόψει τη μεγάλη κουλούρα με το νάιλον
σκοινί σε δύο κομμάτια των τριάντα μέτρων με πιάστρα ασφα­
λείας στη μια άκρη. Έδεσε από ένα βαρίδι στο καθένα κι αφού
ασφάλισαν με τον Κιμ την άλλη τους άκρη γύρω από το μεσαίο
κάθισμα τα βύθισαν στο νερό.
Ο Ντίλον ανέβασε την καλύπτρα της καταδυτικής στολής
στο κεφάλι του και ασφάλισε το μαχαίρι στην πορτοκαλιά
θήκη στο πόδι του. Κατόπιν συναρμολόγησε το αναπνευστικό
του σύστημα, προσαρμόζοντας μια φιάλη με αέρα πάνω στο
φουσκωτό γιλέκο του. Το κομπιούτερ Όρκα τοποθετήθηκε
στο σωλήνα του πιεσόμετρου και μετά ο Κιμ τον βοήθησε να
φορέσει το τζάκετ με όλο τον εξοπλισμό του, σηκώνοντας το
βάρος της φιάλης μέχρις ότου ο Ντίλον ασφαλίσει τ’ αυτοκόλ­
λητα Βέλκρο πάνω στο στήθος του. Πέρασε τη ζώνη με τα
βαρίδια στη μέση του κι έβαλε τα γάντια. Μετά κάθισε κάτω
για να φορέσει τα βατραχοπέδιλα. Η όλη διαδικασία ήταν
πολύ άβολη λόγω του μεγέθους και του σχήματος του σκά­
φους, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Ο Ντίλον πήρε μία από
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 265
τις λάμπες και την προσάρμοσε στον καρπό του αριστερού του
χεριού. Έφτυσε μέσα στη μάσκα του, έσκυψε, την ξέπλυνε στο
νερό και την τοποθέτησε στο κεφάλι του. Τέλος, κάθισε στον
πάγκο, βεβαιώθηκε για την ελεύθερη ροή αέρα στο στόμα του,
κούνησε το χέρι στον Φέργκιουσον κι έπεσε στο νερό με την
πλάτη.

Πέρασε κάτω από την καρίνα του σκάφους και βρήκε το


σκοινί της άγκυρας το οποίο και ακολούθησε για να κατεβεζ
σύμφωνα με τη συνήθη τακτική. Σταμάτησε μια δυο φορές για
να εξισορροπήσει την πίεση στ’ αυτιά του, ξεροκαταπίνοντας
με δύναμη. Προς μεγάλη του έκπληξη, το νερό ήταν πολύ
διαυγές. Ήταν σκοτεινό, αλλά έδινε μάλλον την εντύπωση
μαύρου γυαλιού.
Συνέχισε να κατεβαίνει με τα πόδια προς τα κάτω, ακο­
λουθώντας πάντα το σκοινί της άγκυρας, έχοντας δίπλα του
και τ’ άλλα δύο σκοινιά που είχαν βυθίσει. Κοίταξε το κο-
μπιούτερ του. Δεκατρία μέτρα, κατόπιν είκοσι, είκοσι τρία,
είκοσι πέντε. Εδώ ήταν ακόμα πιο σκοτεινά. Άναψε τη δυνατή
του λάμπα κι αμέσως είδε το βυθό.
Δεν ήταν όπως τον περίμενε· κάθε άλλο παρά λάσπη και
βόρβορος. Αντίθετα, υπήρχαν μεγάλα αμμώδη τμήματα ανά­
μεσα σε θαλάσσια φυτά ύψους σχεδόν δύο μέτρων που ταλα­
ντεύονταν πέρα δώθε από το ρεύμα.
Κοίταξε και πάλι το κομπιούτερ για να δει πόσος χρόνος
του έμενε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται από την άγκυρα, φωτί­
ζοντας γύρω του με τη λάμπα αλογόνου. Δε χρειάστηκε να
ψάξει πολύ για να διακρίνει το βυθισμένο αεροσκάφος. Αρ­
χικά ήταν μια σκούρα σκιά· η μύτη ακουμπούσε στο βυθό και
η ουρά ήταν προς τα πάνω.
Η μηχανή Μπρίστολ Περσεύς διακρινόταν καθαρά λόγω
της διάβρωσης που είχε υποστεί η άτρακτος, και ο έλικας με
τα τρία πτερύγια ήταν ακόμα στη θέση του. Η πλαστική καλύ-
πτρα είχε σπρωχτεί προς τα πίσω, προφανώς καθώς ο Σμιθ
βγήκε αμέσως έξω μετά την πρόσκρουσή του στην επιφάνεια
της λίμνης. Υπήρχε μια μεταλλική σκάλα που ανέβαζε στο
266 JACK HIGGINS
χώρο των επιβατών και δίπλα της διακρίνονταν τα υπολείμμα­
τα των διακριτικών της ΡΑΦ.
Ο Ντίλον μπήκε στην καμπίνα του πιλότου με το κεφάλι
μπροστά. Είδε όλα τα όργανα: το ταμπλό, το μοχλό χειρισμού.
Γύρισε και πέρασε στο χώρο των επιβατών. Υπήρχαν δύο
καθίσματα, από τα οποία είχε απομείνει μόνο η σωληνωτή
κατασκευή, ενώ τα δερμάτινα και υφασμάτινα τμήματα είχαν
από καιρό διαλυθεί.
Οι βαλίτσες ήταν εκεί —πράγμα που, για κάποιον περίερ­
γο λόγο, ο Ντίλον περίμενε με βεβαιότητα. Η μία ήταν μεταλ­
λική, οι άλλες δύο δερμάτινες, κι όταν ο Ντίλον άγγιξε μία απ’
αυτές είδε πως ήταν έτοιμη να διαλυθεί. Χάιδεψε με το χέρι
του την επιφάνεια της μεταλλικής κι εμφανίστηκε ένα αχνά
χαραγμένο όνομα. Υπήρχαν τρεις λέξεις. Οι πρώτες δύο ήταν
αδύνατο να διαβαστούν, αλλά όταν ο Ντίλον έτριψε τη μεταλ­
λική επιφάνεια με το γαντοφορεμένο του χέρι, πλησιάζοντας
τη λάμπα, το όνομα Κάμπελ φάνηκε καθαρά.
Ο Ντίλον έκανε πίσω, τραβώντας μαζί του πρώτα τη μεταλ­
λική βαλίτσα. Αφού την τοποθέτησε πάνω στην άμμο, δίπλα
στο Λύσανδρος, επέστρεψε για τις άλλες δύο. Η πρώτη φαι­
νόταν σε σχετικά καλή κατάσταση, αλλά η άλλη διαλύθηκε
καθώς την τράβηξε. Ο Ντίλον πρόλαβε να δει μερικά σαπι­
σμένα ρούχα και σκουριασμένα αντικείμενα ατομικής τουα­
λέτας, τα υπολείμματα ενός δίκοχου κι ενός χιτωνίου της ΡΑΦ
με τα φτερά του πιλότου πάνω από παράσημα. Ήταν προφα­
νώς η βαλίτσα του Κιθ Σμιθ. Ο Ντίλον ανακάτεψε τα σκουρια­
σμένα αντικείμενα και βρήκε μια μαυρισμένη ασημένια τσι-
γάροθήκη, ένα τουλάχιστον μικρό ενθύμιο που θα μπορούσε
να παραδώσει στον παλαίμαχο αεροπόρο. Έχωσε την τσιγα­
ροθήκη σε μια από τις τσέπες του φουσκωτού γιλέκου του κι
επέστρεψε στο σημείο όπου κρέμονταν τα δύο σκοινιά από το
σκάφος. Ασφάλισε τη βαλίτσα στο πιάστρο ασφαλείας του
ενός από τα σκοινιά, γύρισε πίσω, πήρε τη μεταλλική βαλίτσα
και τη στερέωσε κι αυτή στην άκρη του άλλου σκοινιού.
Βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει κι άρχισε ν’ ανεβαίνει
με ταχύτητα ένα πόδι το δευτερόλεπτο.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 267
Ο Φέργκιουσον και ο Κιμ, ενώ περίμεναν μέσα στη δυνατή
βροχή, ακόυσαν ξαφνικά θόρυβο μηχανής. Αμέσως ο ταξίαρ-
χος έδωσε το ένα Στέρλινγκ στον Κιμ και πήρε το δεύτερο ο
ίδιος, οπλίζοντας το γρήγορα.
«Μη διστάσεις», είπε στον Κιμ. «Αν είναι ο Μόργκαν με τον
Μάρκο, θα μας σκοτώσουν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό».
«Μη φοβάσαι, οαχίμπ. Ξέρω τη δουλειά μου. Δε θα ’ναι η
πρώτη φορά».
Ξαφνικά μια φωνή ακούστηκε δυνατά και καθαρά. «Τα-
ξίαρχε, είμαι η Άστα!»
Ο Φέργκιουσον δίστασε και είπε στον Κιμ. «Να ’σαι έτοιμος».
Το σκάφος του πύργου, το Κατρίνα, βγήκε από την ομίχλη
με την Άστα στο τιμόνι. Φορούσε λαστιχένιες μπότες, λευκό
πουλόβερ και τζιν.
«Εγώ είμαι, ταξίαρχε. Μπορώ να πλησιάσω;»
«Μα καλά, τι συμβαίνει;» είπε ο Φέργκιουσον. «Ο Κιμ σας
είδε να φεύγετε με το Σιτέισον».
«Όχι εμένα», είπε η Άστα. «Έφυγε μόνο ο Καρλ με τον
Μάρκο. Εμένα μου είπε να γυρίσω στον πύργο με το Σογκούν
και να τον περιμένω. Με είδες να μπαίνω στο υπόστεγο, Κιμ;»
«Ναι, βέβαια, μεμσαχίμπ».
«Μόνο ο Μόργκαν και ο Μάρκο ανέβηκαν όμως στο
αεροπλάνο. Εγώ γύρισα στον πύργο με το Σογκούν».
Ο Κιμ γύρισε στον Φέργκιουσον και είπε ταραγμένος: «Συ­
γνώμη, ταξίαρχε. Έφυγα αμέσως μόλις απογειώθηκε το αερο­
πλάνο. Δεν είδα τη μεμσαχίμπ να επιστρέφει με το Σογκούν».
«Μη σ’ απασχολεί αυτό τώρα». Ο Φέργκιουσον άφησε
κάτω το Στέρλινγκ. «Πάρε το σκοινί από τη μεμσαχίμπ και
δέσε το σκάφος της δίπλα στο δικό μας».
Η Άστα έσβησε τη μηχανή και ήρθε στην κουπαστή. «Ο
Ντίλον είναι κάτω στο βυθό τώρα;»
«Ναι. Βούτηξε πριν δεκαπέντε λεπτά περίπου».
«Θαυμάσια». Η πόρτα της καμπίνας άνοιξε ξαφνικά κι εμ­
φανίστηκε ο Καρλ Μόργκαν μ’ ένα Μπράουνινγκ Χάι Πάουερ
στο χέρι και πίσω του ο Μάρκο μ’ ένα ισραηλινό αυτόματο Ούζι.
14

κείνη ακριβώς τη στιγμή ο Ντίλσν βγήκε στην επιφάνεια κι

Ε έμεινε εκεί, επιπλέοντος και προσπαθώντας να καταλάβει


τι ακριβώς συνέβαινε. Έσπρωξε προς τα πάνω τη μάσκα του.
«Άστα, τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει, απλούστατα, ότι μας πρόδωσε», είπε ο Φέρ-
γκιουσον.
Ο Ντίλον γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος. «Είσαι με το
μέρος του Μόργκαν, αδιαφορώντας γι’ αυτό που έκανε στη
μητέρα σου;»
Το πρόσωπο του Μόργκαν σκοτείνιασε από οργή. «Θα σε
κάνω να πληρώσεις γι’ αυτό το βρόμικο ψέμα. Η Άστα μου τα
είπε όλα. Αγαπούσα τη γυναίκα μου, Ντίλον, περισσότερο απ’
οτιδήποτε σ’ αυτό τον κόσμο. Μου χάρισε την κόρη που δεν
είχα αποκτήσει ποτέ μου και πιστεύεις ότι θα έφτανα στο
σημείο να τη σκοτώσω;»
Απλώθηκε σιωπή· δεν ακσυγσταν παρά μονάχα ο θόρυβος
της βροχής που έπεφτε στη λίμνη. «Θα ’λεγα ότι, απλούστατα,
ταιριάξατε μια χαρά ο ένας με τον άλλο», είπε ο Ντίλον.
Ο Μόργκαν έβαλε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της
270 JACK HIGGINS
Άστα. «Έκανε καλά τη δουλειά της αποκαλΰπτοντάς σας το
σχέδιο της πτήσης προς Αρισάιγκ, αλλά παραλείποντας να
διευκρινίσει ότι στην πραγματικότητα δε σκοπεύαμε να μπού­
με κι εμείς στο αεροπλάνο. Ήξερα ότι κάποιος από σας θα
μας παρακολουθούσε, πιθανότατα ο δικός σου άνθρωπος,
ταξίαρχε, γι’ αυτό φροντίσαμε να μείνουμε μέσα στο υπόστεγο
μέχρι να τον δούμε ν’ απομακρύνεται. Τον είδα να τρέχει μέσ’
από τα δέντρα με τα κιάλια μου. Κατόπιν το μόνο που χρεια­
ζόταν ήταν να οδηγήσει η Άστα το σκάφος, ενώ ο Μάρκο κι
εγώ ήμαστε κλεισμένοι στην καμπίνα και ο καημένος ο ταξίαρ-
χος την πάτησε, Ντίλον. Είναι περίεργο, αλλά καταφέρνω να
γίνεται πάντα το δικό μου, ε;»
«Ναι», είπε ο Φέργκιουσον. «Πρέπει να ομολογήσω ότι
έχεις άριστες διασυνδέσεις. Με το διάβολο όμως».
«Μα φυσικά». Ο Μόργκαν ύψωσε τη φωνή του. «Μάνρο,
είσαι εδώ;»
«Ερχόμαστε», φώναξε ο Μάνρο και η βάρκα εμφανίστηκε
μέσ’ από την ομίχλη με τον Ρόρι στα κουπιά.
«Τι έγινε με τη γυναίκα;»
«Την κλειδώσαμε στο κελάρι».
Η βάρκα κόλλησε πάνω στο κύτος του μεγαλύτερου σκά­
φους και οι Μάνρο σκαρφάλωσαν επάνω.
Ο Μόργκαν κοίταξε τον Ντίλον, που εξακολουθούσε να
επιπλέει στην επιφάνεια της λίμνης. «Να λοιπόν που όλα
φτάνουν στο τέλος τους. Βρήκες το αεροπλάνο;»
Ο Ντίλον έμεινε αμίλητος και ο Μόργκαν είπε: «Μη δοκι­
μάσεις τίποτε κόλπα, Ντίλον, γιατί είμαι έτοιμος να διαλύσω
το κεφάλι του ταξιάρχου και θα ’ταν κρίμα, μια κι έχω άλλα
σχέδια γι’ αυτόν».
«Αλήθεια;» είπε ο Φέργκιουσον.
«Ναι. Σίγουρα θα ενθουσιαστείς αν σου τα ανακοινώσω.
Θα σε πάρω στο Παλέρμο μαζί μου και μετά θα σε πουλήσου­
με σε μιααπότιςπιο εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες του Ιράν.
Θα πρέπει να πιάσεις καλή τιμή. Θα δώσουν όσα όσα για να
βάλουν στο χέρι ένα τόσο υψηλόβαθμο στέλεχος των βρετανι­
κών μυστικών υπηρεσιών και ξέρεις πώς είναι αυτοί οι άνθρω­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 271
ποι, Φέργκιουσον. Θ’ αρχίσουν να σε γδέρνουν σιγά σιγά
μέχρι ν’ αρχίσεις να κελαηδάς σαν πουλάκι».
«Τι άρρωστη μένη φαντασία που έχεις», είπε ο Φέργκιουσον.
Ο Μόργκαν έκανε νόημα στον Μάρκο κι εκείνος έριξε μια
ριπή με το Ούζι στο νερό, πολύ κοντά στον Ντίλον. «Μην
παίζεις μαζί μου, Ντίλον, γιατί σου ορκίζομαι ότι η επόμενη
ριπή θα κάνει κόσκινο τ’ αφεντικό σου».
«Εντάξει, κατάλαβα». Ο Ντίλον έβαλε τον αναπνευστήρα
στο στόμα του, κατέβασε τη μάσκα κι άφησε το σώμα του να
βυθιστεί.
Δεν έκανε τον κόπο να βρει το σκοινί της άγκυρας, απλώς
κάλυψε διαγώνια τη μισή απόσταση και συνέχισε με το κεφάλι
μπροστά, φτάνοντας στο βυθό αριστερά από το Λύσανδρος,
πάνω από ένα δάσος από κινούμενα φύκια. Μόλις άναψε τη
λάμπα του, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο Φέργκους
Μάνρο ξαπλωμένος ανάσκελα, με μια αλυσίδα τυλιγμένη γύ­
ρω απ’ το σώμα του. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και
μελανιασμένο, και τα μάτια γουρλωμένα, αλλά τον αναγνώρι­
ζες εύκολα. Ο Ντίλον τον κοίταξε για λίγο και μετά τράβηξε
το μαχαίρι του κι έκοψε το σκοινί που κρατούσε την αλυσίδα.
Το σώμα αναπήδησε από το βυθό και ο Ντίλον το έπιασε από
τα ρούχα και το τράβηξε κοντά στα σκοινιά που κρέμονταν
από το σκάφος.
Το απίθωσε πάνω στην άμμο του βυθού, ελευθέρωσε τη
δερμάτινη βαλίτσα και πήγε και την αγκίστρωσε μαζί με τη
μεταλλική, στο άλλο σκοινί. Γύρισε στο νεκρό σώμα, το τρά­
βηξε μέχρι το δεύτερο σκοινί και το έδεσε, τυλίγοντας το
σκοινί γύρω απ’ τη μέση και ασφαλίζοντάς το με το πιάστρο
ασφαλείας. Κατόπιν τράβηξε συνθηματικά το σκοινί με τις
βαλίτσες κι άρχισε ν’ ανεβαίνει κι ο ίδιος μαζί τους.
Ο Κιμ με τον Φέργκιουσον εξακολουθούσαν να τραβούν
το σκοινί όταν ο Ντίλον έφτασε στην επιφάνεια. Ο Ιρλανδός
έλυσε τη δερμάτινη βαλίτσα και την έδωσε στον Κιμ. Το
σαπισμένο δέρμα είχε ήδη αρχίσει να διαλύεται και η βαλίτσα
άνοιξε στα χέρια του Γκούρκα, αδειάζοντας πάνω στο κατά­
στρωμα μια μάζα από σαπισμένα ρούχα.
«Αυτά είναι όλα για πέταμα», είπε ο Μόργκαν, σκύβοντας
272 JACK HIGGINS
και παρακολουθώντας από την κουπαστή του σκάφους του.
«Την άλλη βαλίτσα, Ντίλον».
Ο Ντίλον έσπρωξε τη μεταλλική βαλίτσα μέχρι το κύτος
του σκάφους και ο Φέργκιουσον με τον Κιμ έσκυψαν να την
πιάσουν. Ο Ντίλον μουρμούρισε: «Αν δοθεί ευκαιρία να βου-
τήξετε, μπορώ να σας δώσω αέρα κάτω από την επιφάνεια του
νερού, αλλά μόνο στον ένα σας. Σ’ ένα λεπτό θα βουτήξω και
πάλι και τότε, Κιμ, θέλω να τραβήξεις αμέσως το άλλο σκοινί.
Πρόσεξε, έχει μεγάλη σημασία».
«Ευχαριστώ για την προσφορά», ψιθύρισε ο Φέργκιουσον,
«αλλά όπως ξέρεις δεν έχω πολλές σχέσεις με το κολύμπι. Για
μένα ούτε να το σκέφτεσαι. Για τον Κιμ ίσως να είναι διαφο­
ρετικά».
«Κάντε πιο γρήγορα!» φώναξε ο Μόργκαν.
Ανέβασαν τη βαλίτσα και την ακούμπησαν στον πάτο του
μικρού σκάφους. Το μέταλλο ήταν μαυρισμένο και τυλιγμένο
με πράσινα φύκια.
«Ανοίξτε τη», διέταξε ο Μόργκαν.
Ο Φέργκιουσον δοκίμασε τις κλειδαριές, αλλά χωρίς απο­
τέλεσμα. «Είναι σκουριασμένες. Αποκλείεται ν’ ανοίξουν».
«Προσπαθήστε».
Ο Ντίλον τράβηξε το μαχαίρι από τη θήκη του και το έδωσε
στον Κιμ, ο οποίος με τη βοήθειά του δεν άργησε να βγάλει
τις δυο κλειδαριές. Κατόπιν έχωσε τη μύτη του μαχαιριού κάτω
από το χείλος του καλύμματος και πίεσε. Το κάλυμμα άνοιξε
ξαφνικά. Μέσα υπήρχαν ρούχα, μουχλιασμένα, αλλά κατά τα
άλλα σε εκπληκτικά καλή κατάσταση. Πάνω πάνω υπήρχε ένα
χιτώνιο με τα διακριτικά και τις επωμίδες του ταγματάρχη.
«Μπρος, τι κάθεστε;» Ο Μόργκαν αδυνατούσε να κρύψει
την ανυπομονησία του καθώς έσκυβε πάνω από την κουπαστή.
«Αδειάστε την!»
Ο Κιμ αναποδογύρισε τη βαλίτσα, σκορπίζοντας το περιε­
χόμενό της στο πάτωμα, και βρήκε αμέσως αυτό που αναζη­
τούσαν: ένα πακέτο σε σχήμα βιβλίου, τυλιγμένο σε κίτρινο
μουσαμά.
«Άνοιξέ το, άνθρωπέ μου, άνοιξέ το!» διέταξε ο Μόργκαν.
Ο Φέργκιουσον ανέλαβε να ξετυλίξει το μουσαμά, το ένα
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 273
στρώμα μετά το άλλο, μέχρι που τελικά κρατούσε στα χέρια
του τη Βίβλο, με το ασήμι της μαυρισμένο από τα χρόνια.
«Πρέπει να είναι αυτό που αναζητούσαμε όλοι μας», είπε.
«Άνοιξέ το, λοιπόν, και δες αν το έγγραφο είναι ακόμα
εκεί».
Ο ταξίαρχος πήρε το μαχαίρι από τον Κιμ κι έσπρωξε τη
μύτη του κατά μήκος της μέσα πλευράς του εξωφύλλου. Η
μυστική κρύπτη άνοιξε αυτόματα κι αμέσως φάνηκε το διπλω­
μένο έγγραφο. Ο Φέργκιουσον το ξετύλιξε, το διάβασε και,
σηκώνοντας το κεφάλι του, κοίταξε ήρεμα τον Μόργκαν.
«Ναι, αυτό πρέπει να είναι το τέταρτο αντίγραφο του
Συμφώνου του Τσουνγκίνγκ».
*
. «Δώσ το μου», είπε ο Μόργκαν κι έσκυψε, απλώνοντας το
χέρι. Ο Φέργκιουσον δίστασε και ο Μάρκο σήκωσε απειλητι­
κά το Ούζι. «Αν προτιμάς να πεθάνειςτώρα», είπε ο Μόργκαν,
«δική σου η επιλογή».
«Πολύ καλά». Ο ταξίαρχος του έδωσε το έγγραφο.
«Τώρα ανέβα κι εσύ εδώ πάνω», του είπε ο Μόργκαν και
γύρισε προς το μέρος του Ντίλον. «Όσο για σένα, Ντίλον...»
Αλλά ο Ιρλανδός είχε εξαφανιστεί κάτω από την επιφά­
νεια της λίμνης. Ο Μάρκο έριξε μια ριπή στο νερό, ενώ ο Κιμ
είχε κιόλας αρχίσει να τραβά το σκοινί. Ξαφνικά το σώμα του
Φέργκους Μάνρο βγήκε στην επιφάνεια. Ήταν ένα φοβερά
μακάβριο θέαμα.
«Θεέ μου, είναι ο Φέργκους!» φώναξε ο Έκτωρ Μάνρο,
σκύβοντας πάνω από την κουπαστή.
Ο Ρόρι έτρεξε δίπλα του, κοιτάζοντας κι αυτός έντρομος
το πτώμα του αδερφού του που επέπλεε στην επιφάνεια της
λίμνης. «Τι του συνέβη, πατέρα;»
«Ρώτα το φίλο σου τον Μόργκαν. Αυτός και το πρωτοπα-
λίκαρό του από δω τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου», είπε ο
Φέργκιουσον.
«Καθάρματα!» φώναξε ο Έκτωρ Μάνρο κι αυτός και ο
Ρόρι γύρισαν υψώνοντας ταυτόχρονα τις καραμπίνες τους.
Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Μάρκο πρόλαβε να γαζώσει και
τους δύο με το Ούζι, κάνοντάς τους να πέσουν πάνω από την
κουπαστή και να βρεθούν στο νερό.
274 JACK HIGGINS
«Εξαφανίσου, Κιμ!» φώναξε ο Φέργκιουσον και ο Γκούρ­
κα βούτηξε στα σκοτεινά νερά με το κεφάλι και συνέχισε να
καταδύεται μ’ όλη του τη δύναμη, ενώ ο Μάρκο γάζωνε την
επιφάνεια του νερού πίσω του.

Υπάρχει μια τεχνική που την ξέρουν όλοι οι έμπειροι δύτες,


σύμφωνα με την οποία, αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, δύο
δύτες μπορούν να μοιραστούν τον αέρα μιας φιάλης χρησιμο­
ποιώντας εναλλάξ τον αναπνευστήρα. Ο Ντίλον, που βρισκό­
ταν σε βάθος τεσσάρων μέτρων, άρπαξε τον Κιμ από το πόδι,
τον τράβηξε κοντά του, έβγαλε τον αναπνευστήρα του και του
τον έδωσε. Ο σκληραγωγημένος πολεμιστής, με τριάντα χρό­
νια πολεμικών επιχειρήσεων στην πλάτη του, κατάλαβε αμέ­
σως, πήρε μια ανάσα κι έδωσε πίσω τον αναπνευστήρα.
Ο Ντίλον άρχισε να κλοτσά με τα βατραχοπέδιλά του
πηγαίνοντας προς την όχθη, τραβώντας μαζί του τον Κιμ και
δίνοντάς του ν’ αναπνεύσει κάθε τόσο. 'Επειτα από λίγο έκανε
νόημα με τον αντίχειράτου κι άρχισε ν’ ανεβαίνει. Βγήκε στην
επιφάνεια μέσα σε πυκνή ομίχλη, χωρίς να μπορεί να διακρί­
νει πουθενά τα σκάφη. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Κιμ
αναδύθηκε κι αυτός δίπλα του βήχοντας.

«Τι συνέβη από τη στιγμή που βούτηξα;» ρώτησε ο Ντίλον.


«'Οταν το πτώμα βγήκε στην επιφάνεια, οι Μάνρο έγιναν
έξαλλοι και ο Μάρκο τους γάζωσε με το Ούζι».
«Και ο ταξίαρχος;»
«Μου φώναξε να εξαφανιστώ, σαχίμπ».
Ο Ντίλον άκουγε τώρα το σκάφος του Μόργκαν ν’ απομα­
κρύνεται με μεγάλη ταχύτητα, αλλά όχι προς την κατεύθυνση
του πύργου.
«Πού διάβολο πάνε;» ρώτησε.
«Υπάρχει εκείνη η παλιά τσιμεντένια προβλήτα που χρη­
σιμοποιούσε η ΡΑΦ, δίπλα στον αεροδιάδρομο, σαχίμπ», του
είπε ο Κιμ. «Ίσως να πηγαίνουν προς τα εκεί».
«Για ν’ απογειωθούν χωρίς καθυστέρηση», συμπλήρωσε ο
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 275
Ντίλον κι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το Σιτέισον του Μόρ-
γκαν να περνά πάνω από τα κεφάλια τους για να προσγειωθεί.
«Λοιπόν», είπε ο Ντίλον, «έλα να βγούμε στην όχθη. Δεν
πρέπει να είμαστε μακριά από την προβλήτα». Άρχισαν να
κολυμπούν και οι δυο με όλη τους τη δύναμη.

Έφτασαν στην όχθη δέκα λεπτά αργότερα; Ο Ντίλον πέταξε


από πάνω του τον καταδυτικό εξοπλισμό κι άρχισε να τρέχει
προς το σπίτι, εξακολουθώντας να φοράει την καταδυτική του
στολή, ενώ ο Κιμ έτρεχε πίσω του. Ο Ιρλανδός άνοιξε ορμητι­
κά την εξώπορτα, έτρεξε στο γραφείο κι άνοιξε το πάνω
συρτάρι. Υπήρχε ένα Μπράουνινγκ εκεί. Ενώ το έλεγχε βια­
στικά, μπήκε μέσα ο Κιμ.
«Σαχι'/ιπ;»
«Πηγαίνω στον αεροδιάδρομο. Εσύ βγάλε τη μεμσαχίμπ
από το κελάρι και πες της τι συνέβη».
Ο Ντίλον βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και διέσχισε το
πίσω μέρος του κήπου. Δεν είχε νόημα να πάρει το Ρέιντζ
Ρόβερ. Με τα πόδια θα έφτανε πιο γρήγορα και οι κάλτσες
από καουτσούκ και νάιλον που αποτελούσαν μέρος της κατα­
δυτικής του στολής προστάτευαν τα πόδια του. Μπήκε τρέχο­
ντας στο δάσος κι άρχισε να το διασχίζει όσο μπορούσε πιο
γρήγορα, σημειώνοντας το γεγονός ότι, όπως άκουγε, οι μη­
χανές του Σιτέισον δεν είχαν σταματήσει. Βγαίνοντας από το
δάσος είδε το αεροπλάνο να τροχοδρομεί προς την άκρη του
διαδρόμου και να γυρίζει προς τον άνεμο. Την ίδια στιγμή ο
Μόργκαν, η Άστα και ο Μάρκο, με το Ούζι κολλημένο στην
πλάτη του Φέργκιουσον, ξεπρόβαλαν πίσω από τη γωνία του
κεντρικού υπόστεγου και κατευθύνθηκαν προς το Σιτέισον. Ο
Ντίλον σταμάτησε να τρέχει και τους παρακολούθησε ν’ ανε­
βαίνουν στο αεροπλάνο χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε.
Αμέσως μετά το αεροπλάνο του Μόργκαν άρχισε να τρέχει με
ταχύτητα στο διάδρομο και, τέλος, υψώθηκε στον ουρανό.

Όταν ο Ντίλον επέστρεψε στο περίπτερο Αρντναμούρχαν, η


276 JACK HIGGINS
Χάνα έτρεξε να τον προϋπαντήσει. «Τι έγινε; Ακόυσα το
αεροπλάνο ν’ απογειώνεται».
«Αυτό ακριβώς έγινε. Ο Μόργκαν τα είχε υπολογίσει όλα.
Δε γύρισε καν στον πύργο. Δεν έχασε ούτε στιγμή. Μόλις που
πρόλαβα να τους δω να επιβιβάζονται, αυτός, η Άστα, ο
Μάρκο και ο ταξίαρχος. Απογειώθηκαν αμέσως».
«Επικοινώνησα με το γραφείο. Τους ζήτησα να πληροφο-
ρηθούν το σχέδιο πτήσης του αεροπλάνου».
«Ωραία. Πάρ’ τους πάλι και δώσε εντολή στον Λέισι να
έρθει εδώ κατεπειγόντως με το Λίαρ».
«Το έκανα ήδη, Ντίλον», είπε η Χάνα.
«Αυτό θα πει εκπαίδευση της Σκότλαντ Γιαρντ. Πηγαίνω
ν’ αλλάξω».

Όταν ο Ντίλον επέστρεψε, φορούσε μαύρο τζιν, λευκό που-


λόβερ με ψηλό γυριστό γιακά και το παλιό του μαύρο τζάκετ
αεροπόρου. Η Χάνα ήταν στο καθιστικό, στο γραφείο του
Φέργκιουσον, με το τηλέφωνο στ’ αυτί της. Ο Κι μ εμφανίστηκε
με μια καφετιέρα και δυο φλιτζάνια.
Η Χάνα άφησε κάτω το τηλέφωνο. «Λοιπόν, το αεροπλάνο
του Μόργκαν κατευθύνεται προς το Όσλο».
«Καθόλου περίεργο. Ο Μόργκαν θέλει να βγει όσο γίνεται
πιο γρήγορα από τον εναέριο χώρο μας. Κατόπιν;»
«Ανεφοδιασμός σε καύσιμα και αναχώρηση για Παλέρμο».
«Σίγουρα αυτός θα είναι ο τελικός του προορισμός. Πρέπει
να παραδώσει το Σύμφωνο στον Λούκα».
«Και ο ταξίαρχος;»
«Δε σου είπε ο Κιμ; Θα τον πουλήσει, λέει, σε κάποιους
φανατικούς ισλαμιστές του Ιράν».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τον σταματήσουμε στο Όσλο;»
Ο Ντίλον κοίταξε το ρολόι του. «Με την ταχύτητα που
αναπτύσσει αυτό το πράγμα, όπου να ’ναι θα προσγειωθεί.
Φαντάζεσαι πόση ώρα θα χρειαστεί για να γίνει συνεννόηση
του υπουργείου Εξωτερικών με τη νορβηγική κυβέρνηση; Δε
γίνεται τίποτε, Χάνα. Ο Μόργκαν θα έχει φύγει προ πολλού».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 277
«Τότε δεν απομένει παρά να ζητήσουμε από την ιταλική
κυβέρνηση να επέμβει στο Παλέρμο».
Ο Ντίλον άναψε τσιγάρο. «Το καλύτερο ανέκδοτο που έχω
ακούσει εδώ και καιρό. Μιλάμε για τον δον Τζιοβάνι Λούκα,
τον πιο ισχυρό άντρα της Σικελίας. Δικαστές εκτελούνται με
μια διαταγή του».
Η Χάνα είχε ταραχτεί πολύ τώρα και το έδειχνε- το πρόσωπό
της ήταν κατάχλομο. «Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να ξεφύ-
γουν, Ντίλον. Τον Μόργκαν και... εκείνο το παλιοθήλυκο».
Ο Ντίλον χαμογέλασε μελαγχολικά. «Το παλιοθήλυκο έπαι­
ξε όμως μια χαρά το ρόλο του, ε; Ομολογώ ότι με ξεγέλασε».
«Στο διάβολο ο αντρικός σου εγωισμός, Ντίλον. Το μόνο
που με απασχολεί είναι η τύχη του ταξιάρχου».
«Το ίδιο κι εμένα, καλό μου κορίτσι. Κάλεσε πάλι το
γραφείο και πες τους ότι θέλεις να επικοινωνήσεις με τον
ταγματάρχη Πάολο Γκανίνι των ιταλικών μυστικών υπηρε­
σιών στο Παλέρμο. Η υπόθεση θα πρέπει να τον ενδιαφέρει.
Στο κάτω κάτω, αυτός ενημέρωσε τον Φέργκιουσον για το
θέμα του Συμφώνου του Τσουνγκίνγκ. Είναι επίσης ο πιο
ειδικός για την περίπτωση του Λούκα, σύμφωνα με το φάκελο
που μου έδειξες. Να δούμε αν θα μπορέσει να κάνει κάτι».
«Σύμφωνοι, πολύ καλή η σκέψη σου». Η Χάνα σήκωσε το
τηλέφωνο κι έπιασε δουλειά, ενώ ο Ντίλον βγήκε στην ταρά­
τσα, άναψε τσιγάρο και κοίταζε τη βροχή, βυθισμένος σε
σκέψεις.
Στ’ αυτιά του έφτανε η φωνή της Χάνα που μιλούσε στο
τηλέφωνο, αλλά το μυαλό του ήταν στον Φέργκιουσον και στο
τι θα μπορούσε να του συμβεί στο Ιράν. Ήταν περίεργο, αλλά
μόνο τώρα που είχε προκύψει αυτό το πρόβλημα συνειδητο­
ποιούσε ο Ντίλον ότι αισθανόταν κάποια στοργή για τον
ταξίαρχο. Ταυτόχρονα ο νους του πήγαινε στον Μόργκαν και
τον κατέκλυζε η οργή, όσο δε για την Άστα...
Η Χάνα ήρθε στην ανοιχτή πόρτα. «Έχω στο τηλέφωνο
τον Γκανίνι από το Παλέρμο. Τον ενημέρωσα για την κατά­
σταση και θέλει να σου μιλήσει».
Ο Ντίλον μπήκε στο δωμάτιο και πήρε το τηλέφωνο. «Γκα-
278 JACK HIGGINS
νινί, έχω ακούσει καλά λόγια για σένα», του είπε στα ιταλικά.
«Τι μπορούμε να κάνουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση;»
«Κι εγώ έχω ακούσει για σένα, Ντίλον. Κοίταξε, ξέρεις
πώς είναι η κατάσταση εδώ. Η Μαφία ελέγχει τα πάντα. Για
να εξασφαλίσω κάποιο δικαστικό ένταλμα, πράγμα δύσκολο,
θα πάρει χρόνο».
«Μήπως μέσω του τελωνείου και του τμήματος αλλοδαπών
στο αεροδρόμιο...»
«Οι μισοί από τους υπαλλήλους έχουν σχέση με τη Μαφία,
όπως και η αστυνομία. Οποιαδήποτε κίνηση κι αν κάνω σε
υπηρεσιακό επίπεδο, ο Λούκα θα την έχε ι πληροφορηθεί μέσα
σε δεκαπέντε λεπτά».
«Κι όμως, κάτι πρέπει να κάνουμε».
«Άσ’ το σ’ εμένα. Θα σου τηλεφωνήσω σε καμιά ώρα».
Ο Ντίλον άφησε κάτω το τηλέφωνο και γύρισε στη Χάνα.
«Θα μας τηλεφωνήσει σε μια ώρα. Θα δει τι μπορεί να κάνει».
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω», είπε η Χάνα. «Δε χρειάζε­
ται παρά ένα αστυνομικό απόσπασμα στο αεροδρόμιο, να
υποδεχτεί τον Μόργκαν».
«Έχεις πάει πστέ σου στη Σικελία;»
«Όχι».
«Εγώ όμως έχω πάει. Πρόκειται για ένα διαφορετικό
κόσμο. Την ίδια στιγμή που ο Γκανίνι θα ζητήσει από την
αστυνομία να στείλει το απόσπασμα, κάποιος θα σηκώσει το
τηλέφωνο να ειδοποιήσει τον Λούκα».
«Ακόμα κι από το αρχηγείο της αστυνομίας;»
«Ιδίως από το αρχηγείο της αστυνομίας· το χέρι της Μα­
φίας φτάνει παντού. Δεν πρόκειται για τη Σκότλαντ Γιαρντ,
Χάνα. Αν ο Λούκα υποψιαζόταν κάποιο πρόβλημα, θα επικοί
νωνούσε με τον Μόργκαν και θα του έλεγε να πάει κάπου
αλλού, ίσως και να πετάξει κατευθείαν για την Τεχεράνη, κι
αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε».
«Τι κάνουμε, λοιπόν;»
«Απλώς θα'περιμένουμε να μας τηλεφωνήσει ο Γκανίνι»,
είπε ο Ντίλον και ξαναβγήκε έξω, στην ταράτσα.
♦ ♦♦
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 279
'Οταν ο Γκανίνι τηλεφώνησε σε λιγότερο από μια ώρα, ήταν
γεμάτος έξαψη. «Οι πηγές μου με πληροφόρησαν ότι το Σι-
τέισον δεν αναμένεται να προσγειωθεί στο Παλέρμο».
«Θα πρέπει να έχει κάποιο σχέδιο πτήσης, ακόμα και στη
Σικελία, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Μα φυσικά, φίλε μου. Άκου λοιπόν. Ο Καρλ Μόργκαν
έχει ένα παλιό αγροτόσπιτο όχι μακριά από το Παλέρμο, σ’
ένα μέρος που λέγεται Βαλντίνι. Δεν το χρησιμοποιεί συχνά.
Μένει εκεί μόνο ένας φύλακας με τη γυναίκα του. Είναι μια
παλιά ιδιοκτησία της οικογένειας».
«Λοιπόν;» Ο Ντίλον έριξε μια ματιά στη Χάνα, που άκουγε
από το δεύτερο τηλέφωνο.
«Ο Μόργκαν κατασκεύασε προ ετών έναν αεροδιάδρομο
σ’ αυτό το κτήμα, ίσως για τη διευκόλυνση διακίνησης ναρκω­
τικών. Πρόκειται για μια έκταση με γρασίδι, αλλά υπάρχει ένα
ανοιχτό λιβάδι δυο χιλιομέτρων κι έτσι το Σιτέισον μπορεί να
προσγειωθεί άνετα».
«Εννοείς ότι αυτό πρόκειται να κάνει;»
«Έτσι λέει το σχέδιο πτήσης του».
«Και τι γίνεται με τους τελωνειακούς και άλλους ελέγ­
χους;» πετάχτηκε η Χάνα.
«Αυτά όλα τα φροντίζει ο Λούκα, επιθεωρήτρια».
«Θα μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί;»
«Αμφιβάλλω. Είναι περιοχή της Μαφίας. Το πέρασμα από
κάθε χωριό γίνεται αμέσως αντιληπτό. Κάθε τσοπανόπουλο
με τα πρόβατά του είναι κι ένας σκοπός. Κινήσεις της αστυνο­
μίας σ’ αυτή την περιοχή είναι αδύνατες».
«Κατάλαβα», είπε ο Ντίλον.
Ακούστηκε ένας ξαφνικός θόρυβος καθώς το Λίαρ από το
Γκάτγουικ περνούσε πάνω από το περίπτερο για να προσγειωθεί.
«Έχεις καμιά ιδέα, φίλε μου;» ρώτησε ο Γκανίνι.
«Άσε με να το σκεφτώ. Μόλις έφτασε το αεροπλάνο μας.
Θα σου απαντήσω. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ερχόμαστε στο
Παλέρμο».
Ο Ντίλον άφησε κάτω το τηλέφωνο. Το ίδιο έκανε και η
Χάνα. «Δεν είναι και τόσο ευοίωνες οι προοπτικές, έτσι δεν
είναι;»
*
ρώτησε η Χάνα.
280 JACK HIGGINS
«θα δούμε. 'Ελα τώρα, ας πηγαίνουμε».

Ο Λέισι άφησε το κόκπιτ και ήρθε κοντά τους. «Σε μια ώρα
είμαστε στο Γκάτγουικ. Θ’ ανεφοδιαστούμε με καύσιμα και
θα συνεχίσουμε αμέσως για Παλέρμο».
«Ωραία», είπε ο Ντίλον. «Η ταχύτητα είναι το παν στη
συγκεκριμένη περίπτωση, σμηναγέ»;
Ο Κιμ καθόταν σ’ ένα από τα πίσω καθίσματα, με το κεφάλι
ακουμπισμένο πίσω και τα μάτια κλειστά. Η Χάνα γύρισε κι
έριξε μια ματιά στο μικρόσωμο Γκούρκα. «Μ’ αυτόν τι θα
κάνουμε;»
«Θα τον αφήσουμε στο Γκάτγουικ. Δε μου χρειάζεται εκεί
που πηγαίνω».
«Και πού ακριβώς πηγαίνεις;»
«Στο Βαλντίνι, βέβαια».
«Μα ο Γκανίνι μόλις μας είπε ότι αυτό είναι αδύνατο».
«Τίποτε δεν είναι αδύνατο σ’ αυτή τη ζωή, Χάνα. Πάντα
υπάρχει κάποιος τρόπος». Ο Ντίλον άπλωσε το χέρι στο μπα-
ράκι, βρήκε μισό μπουκάλι ουίσκι, έβαλε λίγο σ’ ένα πλαστικό
κύπελλο κι έμεινε σκεφτικός.

Είκοσι λεπτά πριν φτάσουν στο Γκάτγουικ, ο Λέισι ζήτησε από


τον Ντίλον να σηκώσει το τηλέφωνο. Ήταν ο Γκανίνι.
«Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ένας από τους ά­
ντρες μου εργάζεται στο τοπικό γκαράζ, κοντά στο σπίτι του
Δούκα. Ο οδηγός του Δούκα πέρασε να γεμίσει το ρεζερ­
βουάρ. Είπε στον ιδιοκτήτη του γκαράζ ότι θα πήγαιναν μέχρι
το Βαλντίνι».
«Επαληθεύεταιλοιπόνη πρόβλεψή σου».
«Τι σκέφτεσαι κατόπιν αυτού, φίλε μου; Έχεις καμιά ιδέα
για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;»
«Αν πετούσαμε προς τα εκεί;»
«Μα ο Μόργκαν θα το μάθαινε από τη στιγμή κιόλας που
θα δοκιμάζατε να προσγειωθείτε».
«Αυτό που σκέφτομαι είναι διαφορετικό και την ιδέα μσύ
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 281
την έδωσε μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί κάποτε ο Φέργκιου-
σον. Είχε κάποιον τύπο ονόματι Ίγκαν που δούλευε για λογα­
ριασμό του και ο οποίος έπρεπε να φτάσει σε κάποιο συγκεκρι­
μένο σημείο το ταχύτερο δυνατό, σε μια παρόμοια κατάσταση.
Αυτό συνέβη επίσης στη Σικελία, πριν δέκα χρόνια».
«Μα φυσικά, ξέρω την περίπτωση. Ο Ίγκαν έπεσε με
αλεξίπτωτο».
«Ακριβώς».
«Ήταν όμως έμπειρος σ’ αυτή τη δουλειά. Πήδησε από τα
διακόσια πενήντα μέτρα, φίλε μου».
«Σύμφωνοι, αλλά γιατί να μην μπορέσω να το κάνω κι εγώ;
Δεν είναι η πρώτη φορά που θα πέσω με αλεξίπτωτο. Ξέρω
αυτή τη δουλειά, πίστεψε με. Μπορείς να ετοιμάσεις αεροπλά­
νο, αλεξίπτωτο, οπλισμό κι όλα τα σχετικά;»
«Αυτό δεν είναι πρόβλημα».
«Θα ιδωθούμε στο αεροδρόμιο, λοιπόν», είπε ο Ντίλον κι
έκλεισε το τηλέφωνο.
«Τι ακριβώς σκέφτεσαι;» ζήτησε να μάθει η Χάνα, αλλά
εκείνη τη στιγμή άναψε η επιγραφή ΠΡΟΣΔΕΘΕΙΤΕ και το
αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει για να προσγειωθεί στο
Γκάτγουικ.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα», είπε ο Ντίλον. «Τώρα δέσε
τη ζώνη σου, σαν καλό κορίτσι».

Στο Γκάτγουικ έμειναν μόνο μια ώρα. Η Χάνα πήγε τον Κιμ
στο μικρό γραφείο που χρησιμοποιούσε η Μονάδα Ειδικών
Πτήσεων και φρόντισε να τον παραλάβει ένα ταξί.
«Θα προτιμούσα να έρθω μαζί σας, μεμσαχίμπ».
«'Οχι, Κιμ. Πήγαινε στην πλατεία Κάβεντις και φρόντισε
να είναι όλα έτοιμα για τον ταξίαρχο».
«Θα γυρίσει, μεμσαχίμπ, το ορκίζεσαι;»
Η Χάνα πήρε βαθιά ανάσα και, παρ’ όλους τους φόβους
της, προτίμησε να του πει ψέματα. «Ο ταξίαρχος θα γυρίσει,
Κιμ, σ’ το υπόσχομαι».
Ο Κιμ χαμογέλασε. «Να ’σαι καλά, μεμσαχίμπ·», είπε και
κατευθύνθηκε προς το ταξί.
282 JACK HIGGINS
Η Χάνα βρήκε τον Ντίλον στην αίθουσα αναμονής να
ρίχνει νομίσματα σ’ ένα αυτόματο μηχάνημα με σάντουιτς.
«Πλαστική τροφή, αλλά τι να κάνουμε; Θέλεις κι εσύ κάτι;
Εγώ πεθαίνω της πείνας».
«Καλά, λοιπόν, πάρε μου κι εμένα ό,τι υπάρχει».
«Σίγουρα δε θέλεις ζαμπόν, γι’ αυτό θα σου πάρω ένα
σάντουιτς με ντομάτα και βραστό αβγό. Τσάι και καφές υπάρ­
χει στο αεροπλάνο».
Ενώ κατευθύνονταν προς το Λίαρ, το βυτιοφόρο με τα
καύσιμα μόλις είχε τελειώσει τον ανεφοδιασμό και απομακρυ­
νόταν. Ο Λέισι στεκόταν και τους περίμενε, ενώ ο δεύτερος
πιλότος ήταν κιόλας στη θέση του.
«Εμείς είμαστε έτοιμοι», είπε ο σμηναγός.
«Να φεύγουμε, λοιπόν», του είπε ο Ντίλον κι ανέβηκε τα
σκαλοπάτια πίσω από τη Χάνα.
Βολεύτηκαν στα καθίσματά τους και λίγα λεπτά αργότερα
το Λίαρ άρχισε να τροχοδρομεί.

Ο Ντίλον περίμενε μέχρι ν’ ακολουθήσουν σταθερή πορεία


στα δέκα χιλιάδες μέτρα και τότε έφτιαξε τσάι στα πλαστικά
κύπελλα. Άρχισε να τρώει το σάντουιτς αμίλητος.
Τέλος η Χάνα μίλησε: «Είπες ότι θα μου εξηγούσες τι
ακριβιός σχεδιάζεις».
«Ήταν κάποιος Τγκαν που εργαζόταν για λογαριασμό του
Φέργκιουσον πριν κάμποσα χρόνια. Πριν απ’ αυτό ο τύπος
ήταν στις Ειδικές Αεροπορικές Επιχειρήσεις. Αντιμετώπιζε
ένα πρόβλημα παρόμοιο με το δικό μας, και μάλιστα στη
Σικελία».
«Πώς το έλυσε;»
«Πήδηξε με αλεξίπτωτο από τα διακόσια πενήντα μέτρα,
από ένα μικρό αεροπλάνο. Απ’ αυτό το ύψος έχεις μόλις
τριάντα δευτερόλεπτα μέχρι να συναντήσεις το έδαφος».
Το πρόσωπο της Χάνα είχε πάρει μια έκφραση τρόμου.
«Σίγουρα είσαι τρελός».
«Καθόλου. Για τους αντιπάλους μας θα πρόκειται απλώς
για ένα αεροπλάνο που πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους,
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 283
ίσως λιγάκι χαμηλά, αλλά δε θα ξέρουν αυτό που εγώ έχω στο
μυαλό μου κι επιπλέον στο μεταξύ θα έχει σκοτεινιάσει».
«Και ο ταγματάρχης Γκανίνι συμφώνησε μ’ αυτό σου το
σχέδιο;»
«Ω, ναι. Θα μου βρει κατάλληλο αεροπλάνο, εξοπλισμό,
τα πάντα. Το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να πηδήξω. Εσύ
μπορείς ν’ ακολουθήσεις και να προσγειωθείς με το Λίαρ, ας
πούμε τριάντα λεπτά αργότερα».
Ο Ντίλον ήπιε λίγο από το τσάι του, ενώ η Χάνα καθόταν
και τον κοίταζε. Το πρόσωπό της είχε μια περίεργη έκφραση.
«'Οταν μιλούσες στον Γκανίνι, σε άκουσα να λες ότι δεν είναι
κάτι που θα το κάνεις για πρώτη φορά».
«Σωστά».
«Μόνο που για κάποιον περίεργο λόγο μου έδωσες την
εντύπωση ότι δεν έλεγες την αλήθεια. Δεν πιστεύω ότι έχεις
πηδήξει με αλεξίπτωτο ποτέ στη ζωή σου, Ντίλον».
Ο Ντίλον της χάρισε το καλύτερο χαμόγελό του κι άναψε
τσιγάρο. «Έχεις δίκιο, αλλά για όλα τα πράγματα υπάρχει η
πρώτη φορά κι εσύ, σαν καλό κορίτσι που είσαι, δε θα κάνεις
κουβέντα γι’ αυτό στον Γκανίνι. Διαφορετικά μπορεί ν’ αλλά­
ξει γνώμη».
«Είσαι εντελώς τρελός, Ντίλον. Τα πάντα μπορούν να συμ­
βούν. Αν μη τι άλλο, υπάρχει φόβος να τσακιστείς, διάβολε!»
«Α, θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα! Τέτοιες λέξεις από μια
αξιοπρεπή κοπέλα σαν κι εσένα;» Ο Ντίλον κούνησε επιτιμη-
τικά το κεφάλι του. «Για πες μου, μπορείς να προτείνεις
κάποια εναλλακτική λύση; Έχεις στη διάθεσή σου όλα τα
δεδομένα».
Η Χάνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και τέλος αναστέναξε.
«Ομολογώ πως όχι».
«Το πράγμα είναι απλό, αγάπη μου. Ξέχνα το Σύμφωνο
του Τσουνγκίνγκ και σκέψου αποκλειστικά και μόνο τον Φέρ-
γκιουσον. Μην του το πεις ποτέ, αλλά είναι αλήθεια ότι τον
συμπαθώ τον παλιάνθρωπο και δεν μπορώ να καθίσω με
σταυρωμένα τα χέρια και να τον αφήσω στην τύχη του». Ο
Ντίλον έσκυψε προς το μέρος της, έβαλε το χέρι του πάνω στο
δικό της και της χαμογέλασε μ’ εκείνο το ξεχωριστό χαμόγελό
284 JACK HIGGINS
του, το τόσο ζεστό κι εκπληκτικά γοητευτικό. «Λοιπόν, τι θα
’λεγες για ένα δεύτερο φλιτζάνι τσάι;»

Πλησίασαν από τη θάλασσα και διέκριναν το Παλέρμο στ’


αριστερά. Το σούρουπο έπεφτε γρήγορα και τα πρώτα φώτα
είχαν ανάψει στην πόλη. Υπήρχαν λίγα σύννεφα και η σελήνη
ήταν μισή στον καθαρό κατά τα άλλα ουρανό. Λίγα λεπτά
αργότερα προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο Πούντα Ραΐσακαι
ο Λέισι, υπακούοντας στις εντολές του πύργου ελέγχου, κα-
τευθύνθηκε σε μια απόμερη γωνιά του αεροδρομίου όπου
ήταν παρκαρισμένα κάμποσα ιδιωτικά αεροπλάνα.
Το όχημα του αεροδρομίου που τους είχε δείξει το δρόμο
έφυγε και ο Λέισι έσβησε τις μηχανές. Μπροστά στο υπόστεγο
στεκόταν ένας μικρόσωμος άντρας με υφασμάτινο καπελάκι
και παλιό τζάκετ αεροπόρου και, μόλις ο Ντίλον και η Χάνα
κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, πήγε προς το μέρος τους.
«Επιθεωρήτρία Μπερνστάιν; Πάολο Γκανίνι». Της έδωσε
το χέρι του. «Κύριε Ντίλον, χαίρομαι που σε γνωρίζω κι από
κοντά. Ελάτε μαζί μου. Πιστεύουμε ότι ο Μόργκαν προσγειώ­
θηκε στο Βαλντίνι πριν δυο ιόρες περίπου. Το αεροπλάνο του
έφτασε εδώ μόλις πριν λίγο. Τώρα είναι εκεί πέρα και ανεφο­
διάζεται με καύσιμα, αλλά δεν πρόκειται να πάει πουθενά
απόψε. Είδα τους πιλότους να φεύγουν από το αεροδρόμιο».
Ο Ντίλον γύρισε καθώς ο Λέισι και ο δεύτερος πιλότος
κατέβαιναν τη σκάλα. «Ελάτε κι εσείς μαζί μας».
Μπήκαν στο υπόστεγο και ο Γκανίνι τους οδήγησε σ’ ένα
μεγάλο γραφείο με τζαμένια χωρίσματα. «Ορίστε, φίλε μου.
Σου έχω ετοιμάσει ό,τι μπόρεσα να σκεφτώ». Υπήρχε ένα
αλεξίπτωτο, ένα αυτόματο Σελέστ με σιγαστήρα, μια Μπερέτα
με θήκη κρεμαστή από τον ώμο, ένα Βάλτερ, ένα μπλε σκούρο
αλεξίσφαιρο γιλέκο κι ένα ζευγάρι κιάλια υπέρυθρων ακτι­
νών για χρήση στο σκοτάδι.
«Φεύγεις για τον πόλεμο, κύριε Ντίλον;» είπε ο Λέισι.
«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι».
«Επίσης σου έχω βρει μια στολή καμουφλάζ», είπε ο Γκα-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 285
νίνι, «κι ένα ζευγάρι στρατιωτικές μπότες. Εύχομαι να σου
κάνουν».
«Ωραία, πηγαίνω ν’ αλλάξω», είπε ο Ντίλον. «Δείξε μου
μόνο πού είναι η τουαλέτα». Γύρισε στη Χάνα. «Εσύ στο
μεταξύ ενημέρωσε το σμηναγό και το φίλο του», της είπε και
βγήκε από το γραφείο, ακολουθώντας τον Γκανίνι.

Την ίδια στιγμή στο Βαλντίνι η Μερσεντές του Λούκα πέρασε


την πύλη, ανηφόρισε το χαλικόστρωτο δρομάκι και σταμάτησε
μπροστά στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην εξώπορτα.
Αμέσως η εξώπορτα άνοιξε και ο Μόργκαν κατέβηκε βιαστι­
κά τα σκαλοπάτια.
«Δον Τζιοβάνι».
Αγκαλιάστηκαν και ο ηλικιωμένος άντρας είπε: «Ώστε
τελικά έχεις το χαρτί στα χέρια σου, Κάρλο, παρ’ όλες τις
δυσκολίες; Είμαι περήφανος για σένα. Ανυπομονώ να το δω».
«Πάμε μέσα, θείε», είπε ο Μόργκαν.
Μόλις μπήκαν στο σπίτι η Άστα βγήκε τρέχοντας από το
λίβινγκ ρουμ. Αγκάλιασε τον Λούκα κι εκείνος τη φίλησε και
στα δύο μάγουλα.
«Ο Καρλτα κατάφερε, δον Τζιοβάνι. Δεν είναι καταπλη­
κτικός;»
«Μην την ακούς», είπε ο Μόργκαν. «Έπαιξε το ρόλο της
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, πίστεψε με».
«Μπράβο. Πρέπει να μου τα πείτε όλα».
Μπήκαν στο λίβινγκ ρουμ όπου ο Φέργκιουσον καθόταν δίπλα
στη φωτιά. Πίσω του στεκόταν ο Μάρκο με το Ούζι στο χέρι.
«Ώστε αυτός είναι ο τρομερός ταξίαρχος Φέργκιουσον»,
είπε ο Λούκα, ακουμπώντας στο μπαστούνι του. Χαίρω πολύ
για τη γνωριμία».
«Εγώ ομολογώ ότι δε χαίρομαι», του είπε ο ταξίαρχος.
«Ναι, αυτό είναι φυσικό». Ο Λούκα άφησε το σώμα του να
βουλιάξει σε μια μεγάλη πολυθρόνα απέναντι από τον Φέρ-
γκιουσον κι άπλωσε το χέρι του. «Πού είναι το περίφημο χαρτί,
Κάρλο;»
Ο Μόργκαν το έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη, το
286 JACK HIGGINS
ξεδίπλωσε και του το έδωσε. «Το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ,
θείε».
Ο Λουκά το διάβασε αργά κι αμέσως μετά σήκωσε το
κεφάλι του και γέλασε. «Απίστευτο, ε;» Κοίταξε τον Φέρ-
γκιουσον. «Φαντάζεσαι τι σκανταλιές θα μπορέσω να κάνω μ’
αυτό το χαρτί, ταξίαρχε;»
«Προτιμώ να μην το φανταστώ», του είπε ο ταξίαρχος.
«Έλα τώρα, ταξίαρχε». Ο Δούκα ξαναδίπλωσε το χαρτί
και το έβαλε στην εσωτερική του τσέπη. «Μη μας χαλάς την
ατμόσφαιρα. Παραδέξου ότι κερδίσαμε το παιχνίδι. Ξέρω
βέβαια ότι το μέλλον σου είναι αβέβαιο, αλλά εμείς εδώ
τουλάχιστον μπορούμε να φερθούμε πολιτισμένα». Γύρισε και
χαμογέλασε στον Μόργκαν. «Καλό φαγητό κι ένα μπουκάλι
κρασί, Κάρλο. Σίγουρα θα βοηθήσουν να φτιάξει το κέφι του
ταξιάρχου».

Ο Ντίλον γύρισε ντυμένος με τη στολή καμουφλάζ και τις


μπότες, πήρε το αλεξίσφαιρο γιλέκο και το φόρεσε κι αυτό.
Έκανε έναν έλεγχο στο Βάλτερ, το έχωσε πίσω στη ζώνη του,
κάτω από το χιτιόνιο, και μετά περιεργάστηκε το Σελέστ. Ο
Γκανίνι είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι μερικές μεγάλων
διαστάσεων φωτογραφίες και τις έδειχνε στους πιλότους της
ΡΑΦ και τη Χάνα.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Αεροφωτογραφίες του αγροτόσπιτου στο Βαλντίνι. Τις
πήρα από τα αρχεία της δίωξης ναρκωτικών».
«Πιστεύεις ότι θα ’χεις πρόβλημα να προσγειωθείς εκεί;»
ρώτησε ο Ντίλον τον Λέισι.
«Δε νομίζω. Ο αεροδιάδρομος είναι μεγάλος και το μισο­
φέγγαρο θα μας βοηθήσει».
«Ωραία». Ο Ντίλον γύρισε στον Γκανίνι. «Αεροπλάνο;»
«Έχω απέξω έτοιμο ένα Νάβαχο Τσίφτεν».
«Με καλό πιλότο που ξέρει τι πρέπει κάνει;»
«Έχω τον καλύτερο». Ο Γκανίνι άπλωσε τα χέρια του.
«Τον εαυτό μου, κύριε Ντίλον- δε σου είπα ότι ήμουν στην
αεροπορία;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 287
«Πολύ βολικό αυτό. Πόση ώρα θα μας πάρει μέχρι εκεί;»
«Με την ταχύτητα που αναπτύσσει το Νάβαχο, όχι παρα­
πάνω από δεκαπέντε λεπτά».
Ο Ντίλον έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, θα χρειαστώ
μίση ώρα από τη στιγμή που θα πέσω στο έδαφος».
«Σύμφωνοι», είπε ο Γκανίνι. «Εγώ θα επιστρέφω εδώ και
θα μπω με τους άλλους στο Λίαρ. Μέχρι να προσγειωθούμε
στο Βαλντίνι, θα έχει καλυφτεί αυτός ο χρόνος. Πηγαίνω να
βάλω μπρος τις μηχανές».
Ο Ντίλον είπε στον Λέισι: «θα σου αφήσω την Μπερέτα
με την κρεμαστή θήκη για κάθε ενδεχόμενο». Πήρε το αλεξί­
πτωτο. «Δείξε μου τώρα πώς να βάλω αυτό το πράγμα».
Ο Λέισι τον κοίταξε έκπληκτος, «θέλεις να πεις ότι δεν
ξέρεις;»
«Μην το κάνουμε ζήτημα τώρα, σμηναγέ. Δείξε μου, σε
παρακαλώ».
Ο Λέισι τον βοήθησε να δέσει τους ιμάντες. «Είσαι στ’
αλήθεια σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις;»
«Δείξε μου τι ακριβώς πρέπει να τραβήξω».
«Αυτόν εδώ τον κρίκο· και μην κάνε ις κανένα λάθος, γιατί
θα είναι μοιραίο απ’ αυτό το ύψος. Μόλις πηδήξεις, να τραβή­
ξεις αμέσως τον κρίκο».
«'Οπως διατάξετε». Ο Ντίλον πήρε το αυτόματο Σελέστ, το
πέρασε χιαστί στο στήθος του και κρέμασε τα κιάλια νυκτός
στο λαιμό του. Γύρισε στη Χάνα. «Λοιπόν, θα με αποχαιρετή-
σεις μ’ ένα φιλάκι;»
«Παράτα μας, Ντίλον», του είπε εκείνη.
«Μάλιστα, επιθεωρήτρια».
Τη χαιρέτησε στρατιωτικά, έκανε μεταβολή, βγήκε από το
υπόστεγο και κατευθύνθηκε προς το Νάβαχο, όπου ο Γκανίνι
καθόταν στη θέση του πιλότου και οι μηχανές δούλευαν. Ο
Ντίλον ανέβηκε τα σκαλοπάτια και γύρισε. Η Χάνα τον είδε
να κλείνει την πόρτα κι αμέσως μετά το Νάβαχο άρχισε ν’
απομακρύνεται.
15

νυχτερινός ουρανός ήταν καθαρός μέχρι το βάθος του

Ο ορίζοντα, σπαρμένος με αστέρια, και στο φως του μισο­


φέγγαρου το έδαφος κάτω διακρινόταν ολοκάθαρα. Πετού-
σαν στα εφτακόσια μέτρα, ακολουθώντας μια βαθιά κοιλάδα
ανάμεσα σε βουνά κι όταν ο Ντίλον κοίταξε από ένα παράθυ­
ρο, διέκρινε τη λευκή γραμμή ενός δρόμου που ελισσόταν σαν
φίδι στη μέση της κοιλάδας.
Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα. Ο Γκανίνι ανέβηκε στα ο­
χτακόσια μέτρα για να περάσει πάνω από ένα μικρό ύψωμα
στο τέλος της κοιλάδας. Πίσω από το ύψωμα απλωνόταν ένα
μεγάλο κατηφορικό οροπέδιο και το αεροπλάνο άρχισε να
χαμηλώνει.
Πέντε λεπτά αργότερα είχαν σταθεροποιηθεί στα διακό­
σια πενήντα μέτρα και ο Γκανίνι γύρισε και φώναξε: «Άνοιξε
την πόρτα και να ’σαι έτοιμος. Δε θέλω να κάνω κύκλο και να
ξαναπεράοω, γιατί θα τους δημιουργήσουμε υποψίες. Θα
πηδήσεις αμέσως μόλις σου πω και... καλή τύχη, φίλε μου».
Ο Ντίλον πήγε πίσω στην πόρτα. Περπατούσε αδέξια
εξαιτίας του αλεξίπτωτου. Γύρισε το χερούλι και η πόρτα
290 JACK HIGGINS
άνοιξε κι έπεσε προς το κενό, αποκαλύπτοντας μερικά σκα­
λοπάτια. Ο Ντίλον κρατήθηκε από τις χειρολαβές για να μην
παρασυρθεί από τον άνεμο, κοίταξε κάτω και είδε στ’ αριστε­
ρά του το αγροτόσπιτο, που ήταν όπως ακριβώς και στη φω­
τογραφία.
«Τώρα!» φώναξε ο Γκανίνι.
Ο Ντίλον κατέβηκε δυο σκαλοπάτια κρατώντας τη χειρο­
λαβή κι αμέσως μετά άφησε το σώμα του να πέσει με το
κεφάλι. Γύρισε ανάποδα μόλις βρέθηκε στο ρεύμα που δη­
μιουργούσε το αεροπλάνο κι αμέσως τράβηξε τον κρίκο. Σή­
κωσε το κεφάλι του και είδε το αεροπλάνο να υψώνεται στ’
αριστερά του, ενώ ο θόρυβος της μηχανής έσβηνε κιόλας.

Στην τραπεζαρία του αγροτόσπιτου είχαν μόλις τελειώσει το


πρώτο πιάτο και ο Μάρκο, που εκτελούσε χρέη μπάτλερ για
μια ακόμα φορά, μάζευε τα πιάτα όταν ακούστηκε το αερο­
πλάνο να περνά πάνω από τα κεφάλια τους.
«Τι διάβολο ήταν αυτό;» ρώτησε ο Μόργκαν κι αμέσως
σηκώθηκε και βγήκε έξω στην ταράτσα, ενώ ο Μάρκο τον
ακολουθούσε.
Ο θόρυβος του αεροπλάνου έσβηνε στο βάθος. Η Άστα
βγήκε έξω κι αυτή. «Υπάρχει κάτι που σας ανησυχεί;»
«Αυτό το αεροπλάνο. Ακούστηκε τόσο χαμηλά ώστε για
μια στιγμή μου φάνηκε ότι σκόπευε να προσγειωθεί».
«Πάει ο νους σας στον Ντίλον;» Η Άστα κούνησε το κεφάλι
της αρνητικά. «Ακόμα κι αυτός δε θα τολμούσε κάτι τέτοιο».
«Όχι βέβαια. Αλίμονο». Ο Μόργκαν χαμογέλασε και ξα-
ναμπήκαν όλοι τους στην τραπεζαρία. «Κάποιο περαστικό
αεροπλάνο», είπε στον Λούκα και, γυρνώντας στον ταξίαρχο,
σήκωσε τους ώμους. «Δυστυχώς για σένα, αυτή τη φορά δεν
πρόκειται να ’ρθει κανείς να σε σώσει».
«Τι κρίμα», είπε ο Φέργκιουσον.
«Να συνεχίσουμε λοιπόν το φαγητό μας. Έρχομαι αμέ­
σως». Ο Μόργκαν έκανε νόημα στον Μάρκο και βγήκε έξω
στο χολ μαζί του.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μάρκο.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 291
«Δεν ξέρω. Αυτό το αεροπλάνο δεν έκανε προσπάθεια να
προσγειωθεί, σίγουρα όμως πέρασε πολύ χαμηλά».
«Λες να έκαναν κατόπτευση του εδάφους;» ρώτησε ο Μάρκο.
«Ακριβώς. Κι αν κάποιος πλησιάζει από το δρόμο, θα
μπορούσαν να του δώσουν πληροφορίες με τον ασύρματο».
Ο Μάρκο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Κανείς δεν
μπορεί να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των τριάντα χιλιο­
μέτρων από δω χωρίς να ειδοποιηθούμε, αυτό είναι σίγουρο».
«Ναι, ίσως ν’ ανησυχώ υπερβολικά, αλλά ποιους ακριβώς
άντρες έχουμε αυτή τη στιγμή;»
«Έχουμε πρώτα πρώτα το φύλακα του σπιτιού, τον Γκουί-
ντο, που τον έβαλα να φυλάει την πύλη. Έπειτα έχουμε τον
Φράνκο και τον Βίτο Τονιόλι. Έμπιστοι και οι δύο, έχουν
σκοτώσει για την οικογένεια».
«Βγάλε τους στον κήποκαι δώσ
* τους οδηγίες. Θέλω να είμαστε
σίγουροι». Ο Μόργκαν γέλασε και χτύπησε τον Μάρκο φιλικά
στον ώμο. «Αυτή τη στιγμή μιλάει ο Σικελός που έγω μέσα μου».
Γύρισε στην τραπεζαρία και ο Μάρκο πήγε στην κουζίνα
όπου βρήκε τη Ρόζα, τη γυναίκα του φύλακα, απασχολημένη με
την προετοιμασία του φαγητού, ενώ οι αδερφοί Τονιόλι κάθο­
νταν στη μια και στην άλλη άκρη του τραπεζιού κι έτρωγαν.
«Θα τελειώσετε το φαγητό σας αργότερα», τους είπε.
«Τώρα θέλω να βγείτε στον κήπο, για κάθε ενδεχόμενο. Ο
σινιόρ Μόργκαν ανησυχεί για το αεροπλάνο που πέρασε πριν
από λίγο».
«Στις διαταγές σου», είπε ο Φράνκο Τονιόλι, σκουπίζο­
ντας το στόμα του με την ανάποδη του χεριού του. Ξεκρέμασε
από την πλάτη της καρέκλας τη λουπάρα του, το κοντόκαννο
δίκαννο που αποτελούσε το παραδοσιακό όπλο της Μαφίας
από αμνημονεύτων χρόνων. «Έλα», είπε στον αδερφό του,
«έχουμε δουλειά». Βγήκαν έξω και οι δυο.
Ο Μάρκο πήρε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί που υπήρχε στο
τραπέζι. «Ρόζα, θα πρέπει να σερβίρεις εσύ το φαγητό», είπε
και, αφού άδειασε μονορούφιτο ποτήρι, έβγαλε την Μπερέτα
από τη θήκη που κρεμόταν από τον ώμο του και την έλεγξε
πριν βγει κι αυτός έξω.
♦♦♦
292 JACK HIGGINS
Η σιωπή ήταν εκπληκτική. Ο Ντίλον δεν ένιωθε καμιά
ιδιαίτερη συγκίνηση. Ήταν ένας παράξενος ασπρόμαυρος
κόσμος κάτω από το φως του φεγγαριού, όπως σε κάτι
όνειρα στα οποία νομίζεις ότι πετάς, και για μια στιγμή ο
χρόνος φάνηκε να έχει σταματήσει. Ξαφνικά όμως το έδα­
φος χίμηξε προς τα πάνω για να τον συναντήσει και ο
Ντίλον έπεσε πάνω του με γδούπο κι έκανε μια τούμπα μέσα
στο ψηλό γρασίδι.
Έμεινε πεσμένος εκεί για μια στιγμή, μέχρι να ξαναβρεί
την ανάσα του, κι αμέσως μετά πάτησε το κουμπί της αυτόμα­
της απελευθέρωσης και απαλλάχτηκε από τους ιμάντες του
αλεξίπτωτου. Το αγροτόσπιτο ήταν διακόσια μέτρα αριστερά
του, πίσω από έναν ελαιώνα, σ’ ένα μικρό ύψωμα. Άρχισε να
τρέχει αρκετά γρήγορα μέχρι που έφτασε στον ελαιώνα, τον
διέσχισε καλυμμένος από τα δέντρα και βρέθηκε σε απόσταση
εβδομήντα πέντε μέτρων από τον ετοιμόρροπο λευκό τοίχο
του κτήματος.
Έστρεψε τα κιάλια νυκτός στην ανοιχτή πύλη κι αμέσως
είδε τον Γκουίντο, το φύλακα του σπιτιού, με κυνηγετικό
τζάκετ και καπελάκι κι ένα δίκαννο στον ώμο. Όμως το
πρόβλημά του δεν ήταν αυτός. Το πρόβλημα ήταν το παλιό
καμπανάκι που κρεμόταν πάνω από την πύλη μ’ ένα σκοινί
δεμένο στο γλωσσίδι του. Ένα τράβηγμα στο σκοινί και θα
ξεσηκώνονταν όλοι.
Δεξιά του υπήρχε μια διάβρωση στο έδαφος, ένα χαντά­
κι που έφτανε μέχρι τον τοίχο και είχε βάθος γύρω στους
εξήντα πόντους. Ο Ντίλον προχώρησε έρποντας με προσο­
χή μέσα στο χαντάκι και, τελικά, μπόρεσε να φτάσει στον
τοίχο. Το γρασίδι ήταν ψηλό σ’ αυτό το σημείο κι αφού
ξεκρέμασε από το στήθος του το εφοδιασμένο με σιγαστήρα
Σελέστ προχώρησε με προσοχή κατά μήκος του τοίχου. Το
γρασίδι αρχικά τον έκρυβε, αλλά σιγά σιγά αραίωνε και
σταματούσε τελείως, είκοσι μέτρα πριν από την πύλη.
Ο Γκουίντο κάπνιζε ένα τσιγάρο κοιτάζοντας τ’ αστέρια,
με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, και ο Ντίλον
σηκώθηκε και κινήθηκε γρήγορα, όρθιος και χωρίς κάλυψη
τώρα. Όταν είχε πλησιάσει στα δέκα μέτρα, ο Γκουίντο ξαφ­
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 293
νικά γύρισε, τον είδε και το στόμα του άνοιξε από την έκπληξη.
Άπλωσε το χέρι του για να χτυπήσει το καμπανάκι, αλλά ο
Ντίλον τον άφησε στον τόπο με μια ριπή.
Ήταν εκπληκτικό πόσο λίγο θόρυβο είχε κάνει το Σε-
λέστ, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ο Ντίλον τρά­
βηξε το σώμα του Γκουίντο κάτω από το μικρό υπόστεγο
της πύλης και χίμηξε μέσα. Άφησε αμέσως το δρομάκι και
προχώρησε κρυμμένος μέσα στον πλούσιο, αλλά απερι­
ποίητο η μιτροπικό κήπο. Κι εδώ το γρασίδι είχε αφεθείνα
ψηλώσει πολύ. Προχωρώντας με προσοχή ανάμεσα στις
ελιές, ο Ντίλον πλησίασε στο σπίτι. Εντελώς ξαφνικά
άρχισε να βρέχει — μια απ’ αυτές τις ξαφνικές μπόρες που
είναι συνηθισμένες στην περιοχή αυτή την εποχή του χρό­
νου. Ο Ντίλον έμεινε σ’ αυτό το σημείο σκυφτός, σημειώ­
νοντας τη θέση της ταράτσας και των ανοιχτών παραθύ­
ρων, κι ακούγοντας κάποιες φωνές μέσ’ από το σπίτι.

Ο Μάρκο, κατεβαίνοντας το δρομάκι, ξεστόμισε μια βλαστή­


μια όταν ξέσπασε η μπόρα. Σήκωσε το γιακά του και συνέχισε
προς την πύλη. Είδε αμέσως ότι ο Γκουίντο δεν ήταν στη θέση
του. Τράβηξε την Μπερέτα του, πέρασε την πύλη και είδε το
σώμα σωριασμένο στη βάση του τοίχου. Άπλωσε το χέρι στο
σκοινί, χτύπησε το καμπανάκι μανιασμένα για λίγα δευτερό­
λεπτα και ξαναμπήκε τρέχοντας μέσα.
«Κάποιος βρίσκεται εδώ», φώναξε. «Έχετε το νου σας».
Κι αμέσως χώθηκε ανάμεσα στους θάμνους και κρύφτηκε.

Στην τραπεζαρία επικράτησε αμέσως μεγάλη αναστάτωση.


«Τι συμβαίνει;» ζήτησε να μάθει ο Λούκα.
«Το καμπανάκι», είπε ο Μόργκαν. «Κάτι γίνεται».
«Αν είναι δυνατό. Ποιος θα το φανταζόταν;» είπε ο Φέρ-
γκιουσον.
«Εσύ να το βουλώσεις». Ο Μόργκαν άνοιξε ένα συρτάρι
όπου υπήρχαν κάμποσα πιστόλια. Διάλεξε ένα Μπράσυνινγκ
κι έδωσε στην Άστα ένα Βάλτερ. «Για κάθε ενδεχόμενο», της
294 JACK HIGGINS
είπε, κι εκείνη τη στιγμή απέξω ακούστηκε ένας πυροβολισμός
από δίκαννο.

Ο Βίτο Τονιόλι, ακούγοντας το καμπανάκι, είχε πανικοβληθεί


και είχε κάνει το λάθος να φωνάξει στον αδερφό του: «Φράν­
κο, πού είσαι; Τι συμβαίνει;»
Ο Ντίλον έριξε μια ριπή προς την κατεύθυνση της φωνής
και ο Βίτο, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή, πετάχτηκε από τους
θάμνους και σωριάστηκε μπρούμυτα στο έδαφος.
Ο Ντίλον, σκυφτός μέσα στη βροχή, περίμενε κι έπειτα από
λίγο άκουσε κάποιον να προχωράει μέσα στους θάμνους και
τον Φράνκο να λέει χαμηλόφωνα: «Ε, Βίτο, εδώ είμαι!»
Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο Φράνκο βγήκε από τους
θάμνους και στάθηκε κάτω από μια ελιά. Ο Ντίλον δε δίστασε-
τον γάζωσε με μια ριπή από το Σελέστ, τινάζοντάς τον πάνω
στον κορμό του δέντρου. Ο Φράνκο έπεσε, ενώ ταυτόχρονα
το δίκαννο του εκπυρσοκροτούσε στον αέρα. Ο Ντίλον πλη­
σίασε, τον είδε να μένει ακίνητος στο έδαφος και ξαφνικά
άκουσε το κλικ ενός κόκορα που όπλιζε πίσω του.
«Σε τσάκωσα, κάθαρμα», είπε ο Μάρκο. «Πέτα κάτω τ’
όπλο σου και γύρνα προς τα εδώ».

Ο Ντίλον άφησε το Σελέστ στο έδαφος και γύρισε ήρεμα. «Α,


εσύ ’σαι, Μάρκο. Αναρωτιόμουν πού είχες κρυφτεί».
«Ο Θεός ξέρει πώς έφτασες μέχρι εδώ, αλλά αυτό δεν έχει
σημασία αυτή τη στιγμή. Σημασία έχει ότι είσαι εδώ κι ότι θα
έχω τη χαρά να σε σκοτώσω ο ίδιος».
Πήρε από κάτω το δίκαννο του Φράνκο με το ένα χέρι,
έβαλε την Μπερέτα στη θήκη και φώναξε: «Είναι ο Ντίλον,
σινιόρ Μόργκαν, και τον έχω ακινητοποιήσει».
«Μη μου πεις!» είπε ο Ντίλον.
«Αυτό εδώ το δίκαννο είναι το περίφημο λουπάρα που
η Μαφία χρησιμοποιεί από παλιά για τελετουργικές εκτε­
λέσεις».
«Ναι, το έχω ακούσει», είπε ο Ντίλον. «Το μόνο πρόβλημα,
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 295
αγόρι μου, είναι ότι έχει μόνο δύο κάννες που έχουν ήδη
αδειάσει καθώς ο Φράνκο έπεφτε».
Ο Μάρκο χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνειδητο­
ποιήσει τι έλεγε ο Ντίλον. Πέταξε κάτω το δίκαννο κι έχωσε
το χέρι του κάτω από το σακάκι για να τραβήξειτην Μπερέτα
απ’ τη θήκη της.
«Αντίο, αγόρι μου», είπε ο Ντίλον, που είχε κιόλας βγάλει
το Βάλτερ από το πίσω μέρος της ζώνης του. Το σήκωσε και
πυροβόλησε δύο φορές, χτυπώντας τον Μάρκο στην καρδιά
και τινάζοντάς τον προς τα πίσω.
Στάθηκε και τον κοίταξε για μια στιγμή, όπως ήταν σωρια­
σμένος ανάσκελα στο έδαφος, και μετά ξανάβαλε το Βάλτερ
στη ζώνη του κι έσκυψε και πήρε από κάτω το Σελέστ. Έκανε
ένα βήμα μπροστά, κοιτάζοντας μέσ’ από τους θάμνους προς
την ταράτσα, κι αμέσως μετά έριξε μια μεγάλη ριπή, γαζώνο­
ντας τον τοίχο του σπιτιού.
«Ναι, Μόργκαν», φώναξε. «Εγώ είμαι, ο Ντίλον!»

Στην τραπεζαρία ο Μόργκαν στεκόταν δίπλα στο τραπέζι, με


τον Δούκα από τη μια μεριά και την Άστα από την άλλη, που
είχε το Βάλτερ στο χέρι της.
«Ντίλον», φώναξε. «Με ακούς;»
«Σε ακούω», απάντησε ο Ντίλον.
Ο Μόργκαν πήγε από την άλλη μεριά του τραπεζιού κι
άρπαξε τον Φέργκιουσον από το γιακά. «Σήκω πάνω», του
είπε, «διαφορετικά...»
Έσπρωξε τον ταξίαρχο προς την ανοιχτή πόρτα της ταρά­
τσας. «Άκουσέ με, Ντίλον. Έχω το αφεντικό σου εδώ. Θα
τινάξω τα μυαλά του στον αέρα αν δεν κάνεις ό,τι σου πω.
Άλλωστε γι’ αυτόν ήρθες».
Ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Για κάμποσα δευτερόλεπτα
ακουγόταν μόνο η βροχή και ξαφνικά ο Ντίλον φάνηκε ν’
ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της ταράτσας με το Σελέστ στα
χέρια. Ανέβηκε στην ταράτσα κι έμεινε εκεί, μέσα στη βροχή.
Ο Μόργκαν, με την κάννη του Μπράουνινγκ κολλημένη
στον κρόταφο του ταξιάρχου, τον τράβηξε βήμα βήμα πίσω,
296 JACK HIGGINS
μέχρι που βρέθηκε στην άκρη του τραπέζιου, έχοντας και πάλι
τον Λουκά από τη μια μεριά και την Άστα, που εξακολουθούσε
να κρατά το Βάλτερ, από την άλλη.
Ο Ντίλον έφτασε στην πόρτα, δίνοντας μια εξαιρετικά
απειλητική εικόνα με τη στολή καμουφλάζ και τα βρεγμένα
μαλλιά του. Είπε κάτι στα ιρλανδικά και χαμογέλασε. «Αυτό
σημαίνει: ο Θεός να σας ευλογεί όλους εδώ μέσα».
«Μην κάνεις λάθος κίνηση», είπε ο Μόργκαν.
«Αλίμονο». Ο Ντίλον πλησίασε στην άλλη άκρη του τρα­
πεζιού και κοίταξε την Άστα. «Κρατάς όπλο, κορίτσι μου;
Ελπίζω να ξέρεις να το χρησιμοποιείς».
«Ξέρω», είπε εκείνη. Τα μάτια τηςήταν σαν μαύρες τρύπες
και το πρόσωπό της κατάχλομο.
«Τότε κάνε στην μπάντα». Εκείνη δίστασε και ο Ντίλον
είπε με τραχιά φωνή: «Κάνε όπως σου είπα, Άστα».
Η Άστα έκανε πίσω και ο Μόργκαν είπε: «Μην ανησυχείς.
Αν πυροβολήσει μ’ αυτό το πράγμα θα μας σκοτώσει όλους,
μαζί και τον ταξίαρχο. Έτσι δεν είναι, Ντίλον;»
«Σωστά», είπε ο Ντίλον. «Υποθέτω ότι ο ηλικιωμένος
κύριος είναι ο θείος σου, ο Τζιοβάνι Λούκα. Θα είναι κι αυτός
ένα από τα θύματα. Μεγάλη απώλεια για την αξιοσέβαστη
εταιρεία σας».
«Για όλους έρχεται η κρίσιμη στιγμή, Ντίλον», είπε ο
Λούκα. «Δε φοβάμαι».
Ο Ντίλον έγνεψε καταφατικά. «Το σέβομαι αυτό, κάπο,
όμως εσύ είσαι από παλιά ο κύριος της ζωής και του θανάτου
σ’ αυτή την περιοχή».
«Όλα τα πράγματα φτάνουν σ’ ένα τέλος κάποια στιγμή,
κύριε Ντίλον», είπε ο Λούκα και στα μάτια του υπήρχε μια
περίεργη έκφραση.
«Αρκετά», είπε ο Μόργκαν. «Άφησε το αυτόματο πάνω
στο τραπέζι, Ντίλον, διαφορετικά θα σκορπίσω τα μυαλά του
Φέργκιουσον πάνω στο τραπεζομάντιλο. Τ’ ορκίζομαι».
Ο Ντίλον στεκόταν ατάραχος, κρατώντας το Σελέστ με
άνεση στα χέρια του, και ο Φέργκιουσον είπε: «Καλό μου
παιδί, μη διστάσεις. Έχεις την άδειά μου να πυροβολήσεις και
να τους καθαρίσεις όλους».
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 297
Ο Ντίλον ξαφνικά χαμογέλασε μ’ εκείνο το πολύ προσω­
πικό και απίστευτα γοητευτικό χαμόγελό του. «Δεν είμαστε
καλά, ταξίαρχε. Εγώ ήρθα για να σε πάρω πίσω, κι ασφαλώς
όχι μέσα σε φέρετρο».
Πλησίασε, άφησε το Σελέστ πάνω στο τραπέζι και το
έσπρωξε προς την απέναντι μεριά, στέλνοντάς το μπροστά
στον Λουκά.
Ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μόργκαν κι
αμέσως έσπρωξε μακριά του τον ταξίαρχο. «Έτσι μπράβο,
Ντίλον. Ομολογώ ότι είσαι συνετός άνθρωπος».
«Δεν είναι ώρα για κολακείες, αγόρι μου».
«Πού είναι ο Μάρκο;» ρώτησε ο Μόργκαν.
«Τράβηξε το γνωστό δρόμο όλων των θνητών, όπως και οι
δυο τύποι με τα πάνινα κασκέτα που βρήκα να παραμονεύουν
στον κήπο». Ο Ντίλον χαμογέλασε. «Αλήθεια, ξέχασα εκείνοτον
άλλο στην πύλη. Σύνολο τέσσερις, Μόργκαν. Συναγωνίζομαι
εκείνο το ράφτη στο παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Καμάρωνε
ότι εξολόθρευε έξι μ’ ένα του χτύπη μα, μόνο που στην περίπτωσή
του επρόκειτο για μύγες πάνω στο ψωμί με τη μαρμελάδα».
«Παλιοτόμαρο», είπε ο Μόργκαν. «Δεν ξέρεις πόσο θα
χαρώ να σε σκοτώσω».
Ο Ντίλον γύρισε στην Άστα. «Τα παρακολουθείς όλα; Δεν
τα βρίσκεις πολύ διασκεδαστικά;»
«Λέγε ό,τι θέλεις, Ντίλον», είπε εκείνη. «Είσαι ξοφλημένος».
«'Οχι ακόμα, Άστα. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που
πρέπει πρώτα να ειπωθούν». Ο Ντίλον γύρισε και χαμογέλασε
στον Μόργκαν. «Περίεργο κορίτσι τούτο εδώ. Νομίζεις πως
έχει βγει από κάποια σελίδα του περιοδικού Βογκ, αλλά έχει
και τΐ]ν άλλη της πλευρά. Της αρέσει η βία. Είναι κάτι που τη
συναρπάζει».
«Βούλωσέ το!» είπε χαμηλόφωνα η Άστα.
«Για ποιο λόγο να το βουλώσω, κορίτσι μου, και μάλιστα
τη στιγμή που ο καλός σου ο μπαμπάς έτσι κι αλλιώς ετοιμά­
ζεται να με σκοτώσει; Λίγες λέξεις μόνο θα πω. Ένας ετοιμο­
θάνατος έχει πάντα αυτό το δικαίωμα».
«Ό,τι και να πεις, στον τάφο θα καταλήξεις», είπε ο Μόργκαν.
«Το μόνο σίγουρο που μας περιμένει όλους μας· η διαφορά
298 JACK HIGGINS
βρίσκεται στο πώς καταλήγεις εκεί Πάρε για παράδειγμα τη
γυναίκα σου, Μόργκαν. Πολύ περίεργος, αλήθεια, ο θάνατόςτης».
Το Μπράουνινγκ ξαφνικά βάρυνε στα χέρια του Μόρ­
γκαν. Το κατέβασε και το ακούμπησε στο μηρό του. «Τι είν’
αυτά που λες, Ντίλον;»
«Πέθανε ενώ έκανε καταδύσεις ανοιχτά της Ύδρας, στο
Αιγαίο, σωστά; Το γεγονός χαρακτηρίστηκε ατύχημα».
«Ακριβώς».
«Ο Φέργκιουσον έχει ένα αντίγραφο της αναφοράς της
ελληνικής αστυνομίας. Πάνω στο σκάφος ήσουν εσύ και η
γυναίκα σου, η Άστα κι ένας δάσκαλος καταδύσεων».
«Λοιπόν;»
«Η γυναίκα σου πέθανε από έλλειψη αέρα και η αναφορά
της αστυνομίας λέει ότι δεν επρόκειτο για ατύχημα. Κάποιος
είχε πειράξει τις βαλβίδες στον αναπνευστήρα. Ήταν δύσκο­
λο ν’ αποδειχτεί οτιδήποτε, ιδίως στην περίπτωση ενός πανί­
σχυρου ανθρώπου όπως ο Καρλ Μόργκαν, κι έτσι η αναφορά
αυτή μπήκε στο αρχείο».
«Λες ψέματα», είπε ο Μόργκαν.
«Καθόλου. Έχω διαβάσει την αναφορά. Τώρα ποιος είχε
λόγους να σκοτώσει τη γυναίκα σου; 'Οχι βέβαια ο δάσκαλος
των καταδύσεων, γι’ αυτό ας τον βγάλουμε από τη μέση.
Νομίζαμε ότι ο ένοχος ήσουν εσύ και το είπαμε στην Άστα,
αλλά εσύ μας διαβεβαίωσες ότι επρόκειτο για βρόμικο ψέμα
και μάλλον το εννοούσες». Ο Ντίλον σήκωσε τους ώμους.
«Οπότε δεν απομένει παρά ένα μονάχα πρόσωπο».
«Είσαι μεγάλο κάθαρμα, Ντίλον!» ξεφώνισε η Άστα.
Ο Μόργκαν τη συγκρότησε σηκώνοντας το χέρι του. «Α­
νοησίες», είπε. «Αποκλείεται».
«Εντάξει· μια όμως και σκοπεύεις να με σκοτώσεις, απά-
ντησέ μου στο εξής ερώτημα: τη νύχτα του γεύματος στο Λοχ
Ντου κάποιος πείραξε τα φρένα του αυτοκινήτου μας. Αν το
είχες κάνει εσύ, θα σήμαινε ότι ήθελες το θάνατο της Άστα,
αφού την άφησες να μπει στο αυτοκίνητο μαζί μας».
«Όλ’ αυτά είναι ανοησίες», είπε ο Μόργκαν. «Ποτέ δε θα
μπορούσα να κάνω κακό στην Άστα. Ήταν ατύχημα».
Ακολούθησε μια παύση και ο Ντίλον γύρισε στην Άστα.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 299
Όταν εκείνη χαμογέλασε, ήταν το πιο ανατριχιαστικό χαμό­
γελο που ο Ντίλον είχε δει στη ζωή του. «Ομολογώ ότι το μυαλό
σου παίρνει στροφές», του είπε και το χέρι της υψώθηκε
κρατώντας το Βάλτερ.
«Πείραξες τα φρένα του αυτοκινήτου και παρ’ όλ’ αυτά
ήρθες μαζί μας;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Ω, είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ εσένα, Ντίλον. Ήξερα
ότι μ’ εσένα στο τιμόνι θα γλιτώναμε, αλλά ταυτόχρονα ήξερα
ότι θα ρίχνατε το φταίξιμο στον Καρλ, πράγμα που θα ενίσχυε
τη θέση μου κοντά σας». Η Άστα γύρισε στον Μόργκαν. «Το
’κανα για χάρη σου, Καρλ, με σκοπό να μπορέσω να πληρο-
φορηθώ κάθε κίνηση που σχέδιαζαν».
«Και στην περίπτωση της μητέρας σου;» είπε ο Φέργκιου-
σον. «Το έκανες κι αυτό για χάρη του Μόργκαν;»
«Στην περίπτωση της μητέρας μου;» Η Άστα τους κοίταξε
με μια περίεργα κενή έκφραση στο πρόσωπό της και γύρισε
ξανά στον Μόργκαν. «Εκείνο ήταν διαφορετικό. Μου ήταν
εμπόδιο, προσπαθούσε να σε πάρει μακριά από μένα και δεν
έπρεπε να μου το κάνει αυτό. Την είχα σώσει, την είχα γλιτώ­
σει από τον πατέρα μου». Χαμογέλασε. «Ο πατέρας μου
δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στη ζωή μας». Χαμογέ­
λασε ξανά. «Του άρεσαν οι περιστασιακές γυναίκες, όπως του
άρεσαν και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Γι’ αυτό φρόντισα να
ξεφύγει από το δρόμο μ’ ένα απ’ αυτά».
Ο Μόργκαν την κοίταξε με φρίκη. «Άστα, τι είν’ αυτά που λες;»
«Σε παρακαλώ, Καρλ, πρέπει να με καταλάβεις. Σ’ αγαπώ.
Πάντα σ’ αγαπούσα. Κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει ποτέ όπως σ’
έχω αγαπήσει εγώ· ξέρω ότι κι εσύ μ’ αγαπάς».
Μια έκφραση αληθινής τρέλας είχε ζωγραφιστείτώρα στο
πρόσωπο της Άστα και ο Μόργκαν φάνηκε να καταρρέει.
«Όπως κι εγώ σ’ αγαπώ; Εγώ μόνο μια γυναίκα αγάπησα και
τώρα ακούω ότι εσύ τη σκότωσες!»
Το Μπράουνινγκ υψώθηκε, αλλά το χέρι του Ντίλον είχε
ήδη φτάσει το Βάλτερ, πίσω στη ζώνη του. Πυροβόλησε τον
Μόργκαν δυο φορές στην καρδιά. Ο Μόργκαν έπεσε κάτω και
ο Λσύκα άπλωσε το χέρι του στο Σελέστ. Ο Ντίλον γύρισε με
300 JACK HIGGINS
τεντωμένο το χέρι και τον πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια. Ο
κάπο έπεσε προς τα πίσω, πάνω από την καρέκλα.
Την ίδια στιγμή η Άστα ξεφώνισε «'Οχι!» και πυροβόλησε
δυο φορές τον Ντίλον στην πλάτη, σωριάζοντάς τον μπρούμυ­
τα πάνω στο τραπέζι. Αμέσως μετά γύρισε και βγήκε τρέχο­
ντος από την ανοιχτή πόρτα της ταράτσας.

Ο Ντίλον, ανασαίνοντας με δυσκολία, σχεδόν αναίσθητος,


συνειδητοποίησε ότι ο Φέργκιουσον φώναζε τ’ όνομά του με
φωνή γεμάτη αγωνία. Τα χέρια του βρήκαν την άκρη του
τραπεζιού, σηκώθηκε με δυσκολία και σωριάστηκε στην πλη-
σιέστερη καρέκλα. Έμεινε εκεί, προσπαθώντας να ξαναβρεί
την ανάσα του, και τέλος έπιασε τις άκρες των αυτοκόλλητων
Βέλκρο στο αλεξίσφαιρο γιλέκο του, τις τράβηξε και το έβγα­
λε από πάνω του. 'Οταν το έψαξε, βρήκε τις δυο σφαίρες
σφηνωμένες στο υλικό του.
«Κοίτα πράματα», είπε στον ταξίαρχο. «Είδες τι κάνει η
μοντέρνα τεχνολογία;»
«Ντίλον, νόμισα ότι σε είχα χάσει. Έλα, πάρε ένα ποτό». Ο
ταξίαρχος έβαλε κόκκινο κρασί σ’ ένα από τα ποτήρια που υπήρ­
χαν στο τραπέζι. «Ομολογώ ότι μου χρειάζεται κι εμένα ένα».
Ο Ντίλον ήπιε το κρασί του. «Α, τώρα νιώθω καλύτερα.
Εσύ πώς είσαι, γερο-κολασμένε;»
«Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Πώς διάβολο κατάφερες να
φτάσεις μέχρι εδώ;»
«Μ’ έφερε ο Γκανίνι με αεροπλάνο και πήδησα με αλεξί­
πτωτο».
Ο Φέργκιουσον έδειξε έκπληκτος. «Δεν ήξερα ότι μπορείς
να το κάνεις κι αυτό!»
«Για όλα τα πράγματα υπάρχε ι μια πρώτη φορά». Ο Ντίλον
πήρε το μπουκάλι και ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Ο Φέργκιουσον ύψωσε το δικό του ποτήρι. «Είσαι κατα­
πληκτικός άνθρωπος».
«Για να πούμε την αλήθεια, ταξίαρχε, υπάρχουν ορισμένοι
που με θεωρούν ιδιοφυία, αλλά αυτό σηκώνει συζήτηση. Τι
απέγινε το Σύμφωνο;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 301
Ο ταξίαρχος πλησίασε το νεκρό Λουκά, γονάτισε στο ένα
του γόνατο κι έψαξε στην εσωτερική του τσέπη. Σηκώθηκε,
γύρισε και ξεδίπλωσε το έγγραφο. «Το Σύμφωνο του Τσουν-
γκίνγκ. Αυτό τα προκάλεσε όλα».
«Και τώρα ήρθε το τέλος του», είπε ο Ντίλον. «Έχεις ένα
σπίρτο, να το κάψουμε, το αναθεματισμένο;»
«Όχι, δε νομίζω». Ο Φέργκιουσοντο δίπλωσε με προσοχή,
έβγαλε το πορτοφόλι του και το έβαλε μέσα. «Πιστεύω ότι
αυτό θα πρέπει να το αφήσουμε στον πρωθυπουργό».
«Παλιάνθρωπε», είπε ο Ντίλον, «ξέρω τι κάνεις. Θέλεις
να γίνεις σερ».
Σηκώθηκε, άναψε τσιγάρο και βγήκε στην ταράτσα. Ο
Φέργκιουσον τον ακολούθησε. «Αναρωτιέμαι πού να είναι η
Άστα. Ακόυσα κάποιο αυτοκίνητο να φεύγει όταν προσπα­
θούσα να σε συνεφέρω».
«Τώρα πια αυτή έχει εξαφανιστεί, ταξίαρχε», είπε ο Ντίλον.
Ξαφνικός βόμβος ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους
και μια μαύρη σκιά πέρασε κατεβαίνοντας προς το λιβάδι.
«Έλα, Χριστέ μου, τι ήταν αυτό πάλι;» ρώτησε ο ταξίαρχος.
«Η Χάνα Μπερνστάιν έρχεται να μαζέψει τα συντρίμμια,
μαζί με τον καλό μας ταγματάρχη Γκανίνι. Η συμβολή του σ’
αυτή την επιχείρηση ήταν αποφασιστικής σημασίας. Να ξέ­
ρεις ότι του το χρωστάς».
«Δεν πρόκειται νατό ξεχάσω», είπε ο Φέργκιουσον.

Η Χάνα Μπερνστάιν στάθηκε στην πόρτα της τραπεζαρίας,


με τον Γκανίνι δίπλα της, μη πιστεύοντας στα μάτια της. «Ω
Θεέ μου», είπε. «Αληθινό σφαγείο».
«Έχεις πρόβλημα, επιθεωρήτρια;» ρώτησε ο ταξίαρχος.
«Άφησε πρώτα να σου πω τι ακριβώς συνέβη εδώ». Πράγμα
που έκανε.
Όταν τελείωσε, η Χάνα πήρε βαθιά ανάσα κι εντελώς
αυθόρμητα πήγε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Χαίρομαι που
σας βλέπω σώο και αβλαβή».
«Χάρη στον Ντίλον».
«Ναι». Η Χάνα έριξε μια ακόμα ματιά στα πτώματα του
302 JACK HIGGINS
Μόργκαν και του Λουκά. «Ο οποίος προφανώς δεν πιάνει
αιχμαλώτους, ε;»
«Τέσσερις ακόμα νεκροί είναι έξω, στον κήπο, επιθεωρήτρια».
Η Χάνα ανατρίχιασε και ο Ντίλον μπήκε από την πόρτα
της ταράτσας με τον Γκανίνι. Ο Ιταλός κοίταξε για λίγο τον
Λουκά και κούνησε με δέος το κεφάλι του. «Ποτέ δεν περίμε-
να ότι θα ’ρχόταν αυτή η μέρα. Δε θα το πιστεύουν στο
Παλέρμο».
«Ίσως θα πρέπει να τον βάλετε σε ανοιχτό φέρετρο σε
κάποια βιτρίνα, όπως έκαναν με τους παράνομους στην Άγρια
Δύση», του είπε ο Ντίλον.
«Ντίλον, για όνομα του Θεού!» είπε η Χάνα.
«Σου φαίνομαι απάνθρωπος, Χάνα;» Ο Ντίλον ανασήκω­
σε τους ώμους. «Ήταν ένα κτήνος που πλούτιζε απότοντζόγο,
τα ναρκωτικά και την πορνεία. Είναι υπεύθυνος για τη δια­
φθορά χιλιάδων ανθρώπων. Οποιαδήποτε τιμωρία θα του
έπεφτε μικρή». Έκανε μεταβολή και βγήκε έξω.

Στο αεροδρόμιο Πούντα Ραΐσα έβρεχε ενώ περίμεναν στο


γραφείο. Ο Λέισι έβαλε το κεφάλι του μέσα απ’ την πόρτα.
«Είμαστε έτοιμοι».
Ο Γκανίνι πήγε μαζίτους να τους κατευοδώσει. «Είδες πώς
ήρθαν τελικά τα πράγματα, ταξίαρχε; Νόμιζα ότι σας είχα
κάνει κάποια χάρη όταν σας ενημέρωσα για το Σύμφωνο του
Τσουνγκίνγκ και, τελικά, εσείς μου κάνετε τη μεγαλύτερη απ’
όλες τις χάρες. Απαλλάξατε τη Σικελία από τον Λούκα».
«Είναι κατόρθωμα του Ντίλον, όχι δικό μου».
«Πάντως μην ενθουσιάζεσαι και τόσο, ταγματάρχα», είπε
πικρόχολα ο Ντίλον. «Σίγουρα μέχρι το πρωί κάποιος άλλος
θα έχει πάρει τη θέση του».
«Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Γκανίνι. «Δεν παύει όμως να
είναι μια, προσωρινή έστω, νίκη». Άπλωσε το χέρι του. «Σ’
ευχαριστώ, φίλε μου. Αν κάποτε μπορώ να κάνω κάτι για σένα,
δεν έχεις παρά να μου το ζητήσεις».
«Θα το θυμάμαι».
Ο Ντίλον του έσφιξε το χέρι, ανέβηκε στο Λίαρ και βολεύ-
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 303
τήκε σε μια από τις πίσω θέσεις. Ο Φέργκιουσον κάθισε
απέναντι του, από την άλλη μεριά του διαδρόμου, καιη Χάνα
πίσω του. Έδεσαν τις ζώνες τους και οι μηχανές πήραν μπρος.
Λίγα λεπτά αργότερα τροχοδρομούσαν στο διάδρομο και υ­
ψώνονταν στον ουρανό. Συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν μέχρι τα
δέκα χιλιάδες μέτρα κι από κει και πέρα ακολούθησαν σταθε­
ρή πορεία.
Η Χάνα καθόταν αμίλητη και σκυθρωπή και ο Ντίλον της
είπε επιθετικά: «Αλήθεια, τι έχεις πάθει;»
«Είμαι κουρασμένη, είμαστε τόσες ώρες στο πόδι κι ακόμα
στα ρουθούνια μου έχω την οσμή του μπαρουτιού και του
αίματος, Ντίλον. Σου φαίνεται τόσο περίεργο; Ομολογώ ότι
είναι κάτι που δε μ’ αρέσει». Ξαφνικά ξέσπασε: «Για το Θεό,
μόλις πριν λίγο σκότωσες έξι ανθρώπους, Ντίλον. Έξι ανθρώ­
πους. Δε σ’ ενοχλεί καθόλου αυτό;»
«Τι είν’ αυτά που ακούω;» είπε ο Ντίλον. «Μήπως κάποιος
εβραϊκός νόμος λέει ν’ αφήνεις τον εχθρό σου να σε σκοτώνει
κϊ εσύ να κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια;»
«Εντάξει, δεν ξέρω κι εγώ τι ακριβώς θέλω να πω». Χωρίς
αμφιβολία η Χάνα Μπερνστάιν ήταν φοβερά αναστατωμένη.
«Τότε ίσως διάλεξες λάθος επάγγελμα», είπε ο Ντίλον.
«Είναι κάτι που θα με απασχολούσε αν ήμουν στη θέση σου».
«Κι εσύ πώς βλέπεις τον εαυτό σου; Ως κάποιου είδους
δημόσιο εκτελεστή;»
«Αρκετά! Σταματήστε και οι δυο σας». Ο Φέργκιουσον
άνοιξε το μπαράκι, έβγαλε ένα μισογεμάτο μπουκάλι με ουί­
σκι, έβαλε λίγο σ’ ένα πλαστικό κύπελλο και το έδωσε στη
Χάνα. «Πιες το. Είναι διαταγή».
Η επιθεωρήτρια πήρε βαθιά ανάσα κι άπλωσε το χέρι να
το πάρει. «Ευχαριστώ, σερ».
Ο ταξίαρχος έβαλε μια γερή δόση σ’ ένα άλλο κύπελλο και
το έδωσε στον Ντίλον. «Για δοκίμασε αυτό εδώ». Ο Ντίλον
έγνεψε καταφατικά και ήπιε μια μεγάλη γουλιά, ενώ ο Φέρ-
γκιουσον σερβιριζόταν κι ο ίδιος.
«Αυτά έχει η δουλειά μας, επιθεωρήτρια, μην το ξεχνάς.
Βέβαια, αν έχεις πρόβλημα και προτιμάς να επιστρέφεις στην
κανονική σου υπηρεσία...»
304 JACK HIGGINS
«Όχι, σερ», είπε εκείνη. «Δε θα χρειαστεί».
Ο Ντίλον πήρε το μπουκάλι και σερβιρίστηκε ακόμα μια
φορά, ενώ ο ταξίαρχος είπε: «Αναρωτιέμαι τι ν’ απέγινε
εκείνη η αξιολύπητη κοπέλα».
«Ποιος ξέρει;» είπε ο Ντίλον.
«Σίγουρα πρόκειται για θεότρελο πλάσμα», είπε ο Φέρ-
γκιουσον. «Αυτό είναι ολοφάνερο, αλλά βέβαια δεν αποτελεί
δικό μας πρόβλημα». Έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε ανα­
παυτικά πίσω στο κάθισμά του.

Την ίδια περίπου ώρα η Άστα έφτανε στην πύλη της βίλας του
Δούκα. Πάτησε την κόρνα και ο φύλακας εμφανίστηκε από
την άλλη μεριά. Μόλις την είδε, άνοιξε βιαστικά την πύλη και
η Άστα πέρασε μέσα και συνέχισε μέχρι το σπίτι. Καθώς
έβγαινε από το στέισον βάγκον, η εξώπορτα στο πάνω μέρος
των σκαλοπατιών άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Τζόρτζιο, ο υπηρέ­
της του Λούκα.
«Σινιορίνα. Μόνη σου είσαι; Ο κάπο και ο σινιόρ Μόρ-
γκαν θα έρθουν αργότερα;»
Θα μπορούσε νατού είχε πει την αλήθεια, αλλά για κάποιο
λόγο δίστασε και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε το γιατί. Αν οι
άλλοι πίστευαν ότι ο Λούκα ήταν ακόμα ζωντανός, η Άστα θα
μπορούσε ακόμα και τώρα να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του.
«Ναι», απάντησε. «Ο κάπο και ο σινιόρ Μόργκαν θα
μείνουν στο Βαλντίνι για δουλειά. Θέλω να επικοινωνήσεις
αμέσως με τον πρώτο πιλότο του Σιτέισον. Πώς είναι τ’ όνομά
του;»
«Ρουφόλο, σινιορίνα».
«Ωραία. Βρες τον όπου κι αν είναι και πες του να έρθει
εδώ όσο γίνεται πιο γρήγορα. Επίσης θέλω να μιλήσεις με το
σύνδεσμό μας στο αεροδρόμιο. Υπάρχει εκεί ένα Λίαρ από
την Αγγλία. Μπορεί να έχει φύγει κιόλας, αλλά ζήτα να μάθεις
όσο γίνεται περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό».
«Αμέσως, σινιορίνα». Ο Τζόρτζιο της έκανε μια υπόκλιση,
την οδήγησε μέσα στο σπίτι, έκλεισε την εξώπορτα και πήγε
στο τηλέφωνο.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 305
Η Άστα πήγε κι έβαλε ένα ποτό. Στάθηκε και το έπινε σιγά
σιγά όρθια, κοιτάζοντας έξω στην ταράτσα, και ξαφνιάστηκε
όταν ο Τζόρτζιο γύρισε τόσο γρήγορα. «Βρήκα τον Ρουφόλο.
Έρχεται. Και για το εγγλέζικο Λίαρ είχατε δίκιο, σινιορίνα.
Έφυγε κιόλας με δύο πιλότους και τρεις επιβάτες».
Η Άστα τον κοίταξε έκπληκτη. «Με τρεις επιβάτες; Είσαι
βέβαιος;»
«Ναι. Μια γυναίκα, ένα μεγαλόσωμο ηλικιωμένο άντρα κι
έναν άλλο μικρόσωμο με πολύ ξανθά μαλλιά. Ο σύνδεσμός
μας δεν ξέρει ονόματα, αλλά τους είδε ν’ ανεβαίνουν στο
αεροπλάνο».
«Μάλιστα. Εντάξει, Τζόρτζιο, σ’ ευχαριστώ. Φώναξέ με
μόλις έρθει ο Ρουφόλο».

Η Άστα γδύθηκε κι έκανε ένα καυτό ντους. Είχε την εντύπωση


πως έβλεπε εφιάλτη, ήταν τόσο δύσκολο να πιστέψει ότι ο
Ντίλον ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Καρλ, ο αγαπημένος της
Καρλ, και ο Λούκα ήταν νεκροί και υπεύθυνος ήταν ο Ντίλον.
Πώς ήταν δυνατό να έχει συμπαθήσει αυτό τον άνθρωπο; Ο
Ντίλον και ο Φέργκιουσον, αλλά κυρίως ο Ντίλον, της είχαν
καταστρέψει τη ζωή και θα ’πρεπε να πληρώσουν γι’ αυτό.
Βγήκε από το ντους, σκουπίστηκε με μια πετσέτα και
πέρασε το σώμα της μ’ ένα λάδι, απορροφημένη από σκέψεις.
Τέλος έβαλε μια ρόμπα κι άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ο Τζόρτζιο.
«Σινιορίνα, ο κυβερνήτης Ρουφόλο είναι εδώ».
«Ωραία. Κατεβαίνω αμέσως».

Η Άστα μπήκε στο καθιστικό όπου ο Ρουφόλο περίμενε, φο­


ρώντας πουκάμισο με ανοιχτό γιακά, μπλέιζερ και φαρδύ
παντελόνι. Σηκώθηκε να τη χαιρετήσει, φιλώντας το χέρι της.
«Συγνώμη, σινιορίνα. Είχα βγει για φαγητό, αλλά ο Τζόρ­
τζιο κατάφερε να μ’ εντοπίσει. Τι μπορώ να κάνω για σας;»
«Κάθισε, σε παρακαλώ». Η Άστα του έδειξε μια καρέκλα
και πήγε κι άνοιξε ένα μπουκάλι σαμπάνια Μπόλινγκερ, που
306 JACK HIGGINS
ο Τζόρτζιο είχε αφήσει σε μια σαμπανιέρα με πάγο, «θα
πάρεις ένα ποτήρι, κυβερνήτη;»
«Ευχαρίστως, σινιορίνα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί
στις πλούσιες καμπύλες του νεανικού της σώματος.
Η Άστα έβαλε σαμπάνια σε δύο κρυστάλλινα ποτήρια και
του έδωσε το ένα. «Πρόκειται για λεπτό θέμα, κυβερνήτα. Ο
κάπο μού έχει αναθέσει μια ειδική αποστολή. Πρέπει αύριο
να βρίσκομαι στην Αγγλία, αλλά όχι επίσημα, αν καταλαβαί­
νεις τι εννοώ».
Ο Ρουφόλο ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. «Βεβαίως, σινιορί-
να. Εννοείτε ότι πρέπει να προσγειωθούμε στην Αγγλία κρυ­
φά, για να μην ξέρει κανείς ότι είμαστε εκεί, σωστά;»
«Ακριβώς, κυβερνήτα».
«Κανένα πρόβλημα. Υπάρχει ένα ιδιωτικό αεροδρόμιο
στο Σάσεξ που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Το έχω ξα­
νακάνει. Υπάρχει τόσο πυκνή εναέρια κυκλοφορία στην πε­
ριοχή του Λονδίνου ώστε αν πλησιάσουμε από τη θάλασσα,
πετώντας στα διακόσια μέτρα, δεν πρόκειται να μας εντοπίσει
κανείς. Στο Λονδίνο θέλετε να πάτε;»
«Ναι».
«Είναι μόλις πενήντα χιλιόμετρα οδικώς. Κανένα πρόβλημα».
«Θαυμάσια», είπε η Άστα. Σηκώθηκε και πήγε στη σαμπα­
νιέρα. «Ο κάπο θα μείνειπολύ ικανοποιημένος. Επίτρεψέ μου
να σου προσφέρω ένα ακόμα ποτήρι».
16

ταν λίγο πριν από τις έξι το επόμενο βράδυ όταν η

Η Ντέμλερ πέρασε τον έλεγχο της ασφάλειας στην Ντάου-


νινγκ Στρητ. Στο πίσω κάθισμα κάθονταν ο Ντίλον, ο Φέρ-
γκιουσον και η Χάνα Μπερνστάιν, αλλά όταν ο σοφέρ τους
άνοιξε την πόρτα μόνο ο ταξίαρχος και η Χάνα κατέβηκαν.
Ο Φέργκιουσον γύρισε στον Ντίλον. «Συγνώμη, αλλά θα
πρέπει να μας περιμένεις. Δε φαντάζομαι ν’ αργήσουμε».
«Καταλαβαίνω», είπε χαμογελώντας ο Ντίλον. «Η παρου­
σία μου μπορεί να ταράξει τον Μεγάλο».
Έφτασαν στην είσοδο όπου ο αστυνομικός υπηρεσίας,
αναγνωρίζοντας τον Φέργκιουσον, χαιρέτησε στρατιωτικά.
Μπήκαν μέσα κι αμέσως ένας από τους βοηθούς του πρωθυ­
πουργού πήρε τα πανωφόρια τους και το μπαστούνι από ινδικό
καλάμι που κρατούσε ο ταξίαρχος. Ακολουθώντας τον, ανέ­
βηκαν τις σκάλες και πέρασαν το διάδρομο. Αμέσως μετά ο
βοηθός τούς οδήγησε στο γραφείο του πρωθυπουργού, όπου
τον βρήκαν σκυμμένο στα χαρτιά του.
Ο πρωθυπουργός σήκωσε το κεφάλι κι έκανε πίσω το
σώμα του. «Ταξίαρχε. Επιθεωρήτρια. Καθίστε, παρακαλώ».
308 JACK HIGGINS
«Ευχαριστούμε, κύριε πρωθυπουργέ», είπε ο Φέργκιου-
σον κι αμέσως τράβηξαν δυο καρέκλες και κάθισαν.
Ο πρωθυπουργός πήρε ένα φάκελο και τον άνοιξε. «Διά­
βασα την αναφορά σου», είπε σιονταξίαρχο. «Πρώτης τάξεως
δουλειά. Ο Ντίλον ενήργησε και πάλι με τη γνωστή του αδί­
στακτη αποτελεσματικότητα».
«Μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ».
«Επιπλέον, αν δεν ήταν αυτός, θα σε είχαμε χάσει, ταξίαρ-
χε, κι αυτό θα ήταν μεγάλο πλήγμα για όλους μας. Συμφωνείς,
επιθεωρήτρια;»
«Απόλυτα, κύριε πρωθυπουργέ».
«Αλήθεια, πού είναι ο Ντίλον;»
«Περιμένει έξω, στην Ντέμλερ, κύριε πρωθυπουργέ», του
είπε ο Φέργκιουσον. «Θεώρησα πως αυτό ήταν το σωστό,
δεδομένου του παρελθόντος του...»
«Μάλιστα». Ο πρωθυπουργός έγνεψε καταφατικά και με­
τά χαμογέλασε. «Και τώρα ας έρθουμε στο Σύμφωνο του
Τσουνγκίνγκ». Το έβγαλε από το φάκελο. «Πρόκειται για
εκρηκτικό έγγραφο. Δημιουργεί απίστευτες δυνατότητες, αλ­
λά, όπως είπα και στην πρώτη μας σχετική συνάντηση, αρκετά
έχουμε ήδη ταλαιπωρηθεί με το Χονγκ Κονγκ. Το εγκαταλεί­
πουμε οριστικά και αμετάκλητα, γι’ αυτό και σου ζήτησα να
βρεις το αναθεματισμένο έγγραφο και να το κάψε ις».
«Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θα θέλατε να το κάνετε ο ίδιος,
κύριε πρωθυπουργέ».
Ο πρωθυπουργός χαμογέλασε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους
σου, ταξίαρχε».
Η φωτιά έκαιγε με ζωηρές φλόγες στο βικτοριανό τζάκι. Ο
πρωθυπουργός σηκώθηκε απότογραφείοτου, πλησίασε κι έριξε
το έγγραφο στις φλόγες. Το χαρτί ζάρωσε κι αμέσως μετά φού­
ντωσε. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε γίνει στάχτη.
Ο πρωθυπουργός γύρισε και ήρθε προς το μέρος τους.
«Θέλω να σας ευχαριστήσω και τους δύο». Τους έσφιξε το
χέρι. «Ευχαρίστησε και τον Ντίλον εκ μέρους μου, ταξίαρχε».
«Μάλιστα, κύριε πρωθυπουργέ».
«Και τώρα με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω για τη Βουλή.
Μια έκτακτη Ώρα του Πρωθυπουργού, για να μου υποβάλουν
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 309
ερωτήσεις οι βουλευτές. Πρέπει να τους αφήνουμε να διασκε­
δάζουν κι αυτοί λιγάκι...»
«Καταλαβαίνω, κύριε πρωθυπουργέ», είπε ο Φέργκιουσον.
Πίσω τους, με το συνηθισμένο μυστηριώδη τρόπο, η πόρτα
άνοιξε και ο βοηθός εμφανίστηκε για να τους οδηγήσει στην
έξοδο.

«Πώς πήγε; Καλά;» ρώτησε ο Ντίλον ενώ η Ντέμλερ έβγαινε


στο Γουάιτχολ.
«Μάλλον. Ο πρωθυπουργός μάλλον ευχαριστήθηκε που
έριξε ο ίδιος το Σύμφωνο του Τσουνγκίνγκ στη φωτιά».
«Δικαιολογη μένα».
«Ζήτησε από τον ταξίαρχο να σ’ ευχαριστήσει εκ μέρους
του, Ντίλον», είπε η Χάνα».
«Σοβαρά;» Ο Ντίλον γύρισε στον Φέργκιουσον, που κα­
θόταν με τα χέρια του δεμένα πάνω στην ασημένια λαβή του
μπαστουνιού του. «Δε μου το είπες!»
«Δεν ήθελα να το πάρεις πάνω σου, καλό μου παιδί». Ο
ταξίαρχος άνοιξε το διαχωριστικό τζάμι. «Πλατεία Κάβεντις»,
είπε στον οδηγό του. Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κάθισμά του.
«Τι θα λέγατε για ένα ποτό στο σπίτι μου;»
«Καλοσύνη σου, υψηλότατε. Η συγκατάβασή σου μας συ-
γκινεί», είπε σαρκαστικά ο Ντίλον.
«Πάψε να παίζεις θέατρο, Ντίλον. Το στομφώδες ιρλαν­
δέζικο ύφος δε σου ταιριάζει».
«Συγνώμη, σερ. Ειλικρινά όμως θα το θεωρούσα τιμή μου αν
εσύ και η επιθεωρήτρια δεχόσαστε να πάρετε ένα ποτό μαζί μου,
στο φτωχικό μου!» Ο Ντίλον άνοιξε ξανά το διαχωριστικό τζάμι.
«Αλλαγή προορισμού, οδηγέ. Πάμε στο Στέιμπλ Μιουζ».
Ενώ ο Ντίλον έκλεινε το τζάμι, ο Φέργκιουσον αναστέναξε
και είπε στη Χάνα: «Μην τον παρεξηγείς. Ήταν ηθοποιός,
βλέπεις».

Η Ντέμλερ μπήκε στη λιθόστρωτη αυλή του Στέιμπλ Μιουζ και


σταμάτησε έξω από το μικρό σπίτι του Ντίλον. «Περίμενέ μας
310 JACK HIGGINS
εδώ», είπε ο Φέργκιουσον στον οδηγό του, ενώ ο Ιρλανδός
ξεκλείδωνε την εξώπορτα και η Χάνα τον ακολουθούσε κι
έμπαινε μέσα. Τελευταίος μπήκε ο Φέργκιουσον κι έκλεισε
την πόρτα.
«Καθόλου άσχημο το σπιτάκι σου», είπε.
«Ελάτε στο καθιστικό». Ο Ντίλον μπήκε πρώτος στο δω­
μάτιο, άπλωσε το χέρι του στο διακόπτη του ηλεκτρικού και,
μόλις το φως άναψε, είδαν την Άστα Μόργκαν να κάθεται στην
καρέκλα με την ψηλή ράχη δίπλα στο τζάκι. Φορούσε φόρμα
από τσαλακωμένο μαύρο βελούδο και μαύρο μπερέ. Το σημα­
ντικότερο όμως ήταν ότι στα χέρια της κρατούσε ένα Βάλτερ
με σιγαστήρα.
«Τι έκπληξη! Περίμενα μόνο εσένα, Ντίλον, αλλά με χαρά
μου βλέπω ότι ήρθατε και οι τρεις». Τα μάτια της άστραφταν,
το πρόσωπό της ήταν πολύ χλομό και μαύροι κύκλοι διακρίνο-
νταν κάτω από τα μάτια της.
«Μη γίνεσαι ανόητη», της είπε ο Φέργκιουσον.
«Αντίθετα, ενήργησα πολύ έξυπνα, ταξίαρχε. Κανείς δεν
ξέρει ότι βρίσκομαι στην Αγγλία και όταν ξεμπερδέψω από
δω το αεροπλάνο μου με περιμένει σ’ έναν απόμερο μικρό
αεροδιάδρομο στο Σάσεξ για να με πάει μακριά και πάλι».
«Τι θέλεις, Άστα;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Κάνε μεταβολή κι ακούμπησε τα χέρια σου πάνω στο
τραπέζι. Απ’ ό,τι θυμάμαι, σ’ αρέσει να κρύβεις ένα όπλο στο
πίσω μέρος της ζώνης σου. Έτσι μπόρεσες να σκοτώσεις τον
Καρλ». Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Η Άστα έψαξε κάτω από τις
μασχάλες του. «Άοπλος, Ντίλον; Γιατί τέτοια απροσεξία εκ
μέρους σου;»
«Ερχόμαστε από την Ντάουνινγκ Στρητ, βλέπεις», είπε ο
ταξίαρχος. «Έχουν το τελειότερο σύστημα ελέγχου στον κό­
σμο εκεί. Αν δοκιμάσεις να περάσεις με οποιοδήπστε είδος
όπλου, θα γίνει χαλασμός».
«Σκύψε κι εσύ». Ο Φέργκιουσον υπάκουσε και όταν η
Άστα τελείωσε και μ’ αυτόν γύρισε στη Χάνα. «Άδειασε την
τσάντα σου στο πάτωμα».
Η Χάνα έκανε όπως της είπε, με αποτέλεσμα μια πουδριέ­
ρα, ένα κραγιόν για τα χείλη, το πορτοφόλι, η χτένα και τα
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 311
κλειδιά του αυτοκινήτου της να σκορπιστούν στο πάτωμα. «Όπως
βλέπεις δεν υπάρχει όπλο. Ο ταξίαρχος σου είπε την αλήθεια».
«Στάσου εκεί πέρα», τη διέταξε η Άστα, «κι εσύ, ταξίαρχε,
κάνε δεξιά». Ο Ντίλον εξακολουθούσε να της έχει στραμμένη
την πλάτη. «Νόμιζα ότι σε είχα σκοτώσει χτες βράδυ, Ντίλον.
Θα ’θελα να μάθω γιατί είσαι ζωντανός».
«Αλεξίσφαιρο γιλέκο», είπε ο Ντίλον. «Φοριούνται πολύ
τώρα τελευταία».
«Το χιούμορ δε θα σε γλιτώσει, Ντίλον. Μου κατέστρεψες τη
ζωή. Με χώρισες από τον Καρλ κι αυτό θα μου το πληρώσεις».
«Με ποιον ακριβώς τρόπο;» είπε ο Ντίλον, ανοίγοντας
ελάχιστα τα πόδια του.
«Με δυο σφαίρες στο στομάχι, για να σε δω να σφαδάζεις».
Η Χάνα Μπερνστάιν άρπαξε ξαφνικά ένα ελληνικό αγαλ-
ματίδιο από το τραπεζάκι δίπλα της και το πέταξε. Η Άστα
έσκυψε και πυροβόλησε στα τυφλά, χτυπώντας τη Χάνα στον
αριστερό ώμο και ρίχνοντάς την πάνω στον καναπέ. Ο Ντίλον
έκανε να κινηθεί, αλλά η Άστα είχε γυρίσει και τώρα τον
σημάδευε με το Βάλτερ.
«Αντίο, Ντίλον».
Πίσω της ακούστηκε ένα κλικ, καθώς ο Τσαρλς Φέργκιου-
σον έστριψε την ασημένια λαβή του μπαστουνιού του. Το
στιλέτο των είκοσι εκατοστών που ήταν κρυμμένο στο εσωτε­
ρικό του μπαστουνιού πετάχτηκε έξω και ο ταξίαρχος το
βύθισε στην πλάτη της, διαπερνώντας την καρδιά της και
κάνοντας τη μύτη του να βγει από το μπροστινό μέρος της
φόρμας της.
Η Άστα δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει. Το Βάλτερ έπεσε
από το χέρι της κι αυτή έγειρε προς τα εμπρός, αλλά ο Ντίλον
την έπιασε από τα μπράτσα. Ο Φέργκισυσον τράβηξε κι έβγα­
λε το στιλέτο. Εκείνη έσκυψε κι έριξε μια ματιά στο στήθος
της έκπληκτη, κοίταξε τον Ντίλον για μια ακόμα φορά, σαν να
μην πίστευε αυτό που συνέβαινε, και τέλος τα γόνατά της
λύθηκαν και σωριάστηκε κάτω ανάσκελα.
Ο Ντίλον την άφησε και πήγε στη Χάνα που ήταν σωρια­
σμένη στον καναπέ, σφίγγοντας με το χέρι τον ώμο της, ενώ
το αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Έβγαλε το μαντίλι
312 JACK HIGGINS
του και το έβαλε στο χέρι της. «Σφίξ’ το πάνω στην πληγή. Δεν
είναι τίποτε σοβαρό, μην ανησυχείς».
Γύρισε και είδε τον Φέργκιουσον στο τηλέφωνο. «Ναι, τον
καθηγητή Χένρι Μπέλαμι. Τον ζητά ο ταξίαρχος Φέργκιου-
σον. Είναι ανάγκη». Ο ταξίαρχος στάθηκε για λίγο περιμένο-
ντας, με το ματωμένο στιλέτο στο χέρι και το μπαστούνι πε­
σμένο στο πάτωμα. «Χένρι; Τσαρλς εδώ. Έχουμε έναν τραυ­
ματία από πυροβολισμό στον αριστερό ώμο. Η επιθεωρήτρια
Μπερνστάιν είναι. Θα τη στείλω με τον Ντίλον στην κλινική
τώρα αμέσως. Θα σε δω αργότερα».
Άφησε κάτω το τηλέφωνο και γύρισε. «Λοιπόν, Ντίλον,
βάλ’ τη στην Ντέμλερ και κατευθείαν στην κλινική. Ο Μπέλαμι
θα σας συναντήσει εκεί».
Ο Ντίλον βοήθησε τη Χάνα να σηκωθεί κι έριξε μια ματιά
στην Άστα. «Μ’ αυτή εκεί τι γίνεται;»
«Είναι σίγουρα νεκρή, αλλά θα το φροντίσω εγώ αυτό το
θέμα. Εσύ πήγαινε».
Ο Φέργκιουσον τους ακολούθησε στο χολ, άνοιξε την εξώ­
πορτα και τους συνοδέυσε μέχρι την Ντέμλερ. Αμέσως μετά
γύρισε στο σπίτι. Είχε αφήσει το στιλέτο πάνω στο γραφείο και
τώρα το πήρε, έβγαλε το μαντίλι απότοτσεπάκιτου και σκούπισε
προσεκτικά τη λεπίδα. Ξανατοποθέτησε το στιλέτο μέσα στο
μπαστούνι του; κοίταξε για λίγο τη νεκρή γυναίκα και, τέλος,
πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε ένα νούμερο.
Μια ήρεμη, αδιάφορη φωνή είπε: «Ναι;»
«Φέργκιουσον εδώ. Έχω κάτι για σένα. Εξαιρετικά επεί­
γον. Βρίσκομαι στο Στέιμπλ Μιουζ, στη γωνία μετά την πλα­
τεία Κάβεντις».
«Στο σπίτι του Ντίλον;»
«Ακριβώς. Περιμένω».
«Σε είκοσι λεπτά, ταξίαρχε».
Ο Φέργκιουσον έκλεισε το τηλέφωνο, πέρασε πάνω από
το σώμα της Άστα, πήγε στο μπαράκι του Ντίλον κι έβαλε ένα
ουίσκι.

Ο Ντίλον καθόταν στο διάδρομο έξω από το χειρουργείο μια


ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 313
ώρα αργότερα, όταν ήρθε και τον βρήκε ο ταξίαρχος. «Τι
γίνεται;» ρώτησε ο ταξίαρχος και κάθισε δίπλα του.
«Θα ξέρουμε σε λίγο. Ο Μπέλαμι είπε ότι το τραύμα δεν
είναι σοβαρό. Πρέπει απλώς να βγάλει τη σφαίρα». Ο
Ντίλον άναψε τσιγάρο. «Αντέδρασες γρήγορα την κρίσιμη
στιγμή, ταξίαρχε. Ειλικρινά, πίστεψα πως είχε φτάσει το
τέλος μου».
«Να που έπεσες έξω».
«Τι έκανες με το άλλο θέμα;»
«Τηλεφώνησα στον άνθρωπο που έχουμε για παρόμοιες
περιπτώσεις και περίμενα να έρθουν να πάρουν το πτώμα.
Θα καταλήξει σε κάποιο συγκεκριμένο κρεματόριο στο Βό­
ρειο Λονδίνο. Αύριο το πρωί θα έχει μεταβληθεί σε δυο τρία
κιλά στάχτη, που μπορούν να τα κάνουν ό,τι θέλουν. Φυσικά
δε θ’ αναφέρουμε τίποτε σχετικά στην επιθεωρήτρια, μέχρι
ν’ αναρρώσει».
«Ναι, σωστά», είπε ο Ντίλον. «Έχει πολύ ευαίσθητη συ­
νείδηση».
Η πόρτα του χειρουργείου άνοιξε και βγήκε ο Μπέλαμι με
κατεβασμένη τη μάσκα. Σηκώθηκαν να τον συναντήσουν. «Πώς
είναι;» ρώτησε με ανησυχία ο Φέργκιουσον.
«Μια χαρά. Το τραύμα ήταν καθαρό. Θα μείνει μόνο μια
βδομάδα στο νοσοκομείο. Η πληγή θα κλείσει γρήγορα. Να
την, έρχεται».
Μια νοσοκόμα έσπρωχνε το κυλιόμενο φορείο με τη Χάνα
Μπερνστάιν. Το πρόσωπο της επιθεωρήτριας ήταν τραβηγμέ­
νο και χλομό, κάτω από ένα λευκό νοσοκομειακό σκούφο. Η
νοσοκόμα σταμάτησε μπροστά τους και τα βλέφαρα της Χάνα
τρεμόπαιξαν και μετά άνοιξαν.
«Εσύ ’σαι, Ντίλον;»
«Ολόκληρος, καλό μου κορίτσι».
«Χαίρομαι που είσαι καλά. Είσαι μεγάλο κάθαρμα, αλλά
για κάποιον περίεργο λόγο σε συμπαθώ».
Τα μάτια της έκλεισαν και πάλε «Πάρ’ την, αδελφή», είπε ο
Μπέλαμι και γύρισε στον Φέργκιουσον. «Φεύγω τώρα, Τσαρλς.
Θα σε δω αύριο». Απομακρύνθηκε στο διάδρομο.
Ο ταξίαρχος έβαλε το χέρι του στον ώμο του Ντίλον.
314 JACK HIGGINS
«Νομίζω πως είναι ώρα να πηγαίνουμε κι εμείς, αγόρι μου. Τι
μέρα κι αυτή!»

«Λοιπόν, προς τα πού πάμε;» είπε ο Φέργκιουσον καθώς η


Ντέμλερ ξεκινούσε.
Ο Ντίλον άνοιξε το τζαμένιο χώρισμα. «Στο ποτάμι, στη
Λάμπεθ Μπριτζ», είπε στον οδηγό.
«Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος;» ρώτησε ο τα-
ξίαρχος.
«Τη νύχτα της δεξίωσης στη βραζιλιάνικη πρεσβεία η
?. στα Μόργκαν κι εγώ περπατήσαμε για λίγο μαζί δίπλα στο
. :οτάμι, μέσα στη βροχή».
«Λ, μάλιστα, κατάλαβα», είπε ο ταξίαρχος και βολεύτηκε
στο κάθισμά του χωρίς άλλη κουβέντα.
Δέκα λεπτά αργότερα η Ντέμλερ σταματούσε δίπλα στη
γέφυρα. Έβρεχε και τώρα δυνατά και ο Ντίλον βγήκε από τ’
αυτοκίνητο και πήγε και στάθηκε στο στηθαίο, δίπλα στο
ποτάμι. Σε λίγο ο Φέργκιουσον τον πλησίασε κρατώντας μια
ομπρέλα.
«Όπως είπα και πάλι, η κοπέλα αυτή ήταν θεότρελη. Το
πρό'Ιλημα δεν είναι δικό σου, καλό μου παιδί».
«Μην ανησυχείς, ταξίαρχε, προσπαθώ απλώς να ξορκίσω
τα φαντάσματα». Ο Ντίλον έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε.
«Λοιπόν, θα πάμε τελικά να πιούμε εκείνο το ποτό;» είπε και
γυρίζοντας κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο.

ΤΕΛΟΣ

You might also like