Professional Documents
Culture Documents
Jack Higgins - Σε Επικίνδυνο Έδαφος Bell 1995
Jack Higgins - Σε Επικίνδυνο Έδαφος Bell 1995
ΕΔΑΦΟΣ
(On Dangerous Ground)
Αύγουστος του 1944. Ένα Ντακότα DC3 πετάει πάνω από τη Νότια Κίνα
με προορισμό το Τσουνγκίνγκ. Επιβάτης του ο Μάο Τσε-Τουνγκ που
πηγαίνει να συναντήσει τον Ανώτατο Διοικητή των Συμμαχικών
Δυνάμεων Νοτιοανατολικής Ασίας, λόρδο Μαουντμπάτεν. Πρόκειται για
μία άκρως μυστική συνάντηση που ίσως επηρεάσει τις μετέπεπα ιστορι
κές εξελίξεις.
Λονδίνο, 1993. Ενώ πλησιάζει η μέρα που το Χονγκ Κονγκ θα περιέλθει
και πάλι στην κυριαρχία της Κίνας, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες
ανακαλύπτουν την ύπαρξη ενός εγγράφου, γνωστού ως το Σύμφωνο
του Τσουνγκίνγκ, βάσει του οποίου η κατοχή του νησιού από τους
Βρετανούς μπορεί να παραταθεί για έναν ακόμα αιώνα!
Για τον εντοπισμό του εγγράφου επιστρατεύεται ο Σον Ντίλον, ένας από
τους πιο επικίνδυνους μαχητές του ΙΡΑ που τώρα εργάζεται για τους
Βρετανούς. Στόχος του η καταστροφή του εγγράφου, που μόνο προ
βλήματα θα μπορούσε να δημιουργήσει στη Βρετανία αν ερχόταν στο
φως της δημοσιότητας. Όμως, το ακριβώς αντίθετο επιδιώκει η Μαφία,
που έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στο Χονγκ Κονγκ και τα συμφέρο-
ντά της απειλούνται από την επικείμενη αλλαγή. Ανάμεσα στον άλλοτε
διαβόητο τρομοκράτη και τον αδίστακτο αρχιμαφιόζο Καρλ Μόργκαν θ’
αρχίσει ένας θανάσιμος αγώνας δρόμου από τα Χάιλαντς της Σκοτίας
ως τη Σικελία, όπου ο Σον και η ομάδα του θα βαδίσουν κατευθείαν στο
στόμα του λύκου...
ΧΛ1ΆΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Λ. Β. Ε.Ε.
Βιβλία του ίδιου συγγραφέα που κυκλοφόρησαν στη σειρά
Bell Best Seller:
Ο Αετός Άγγιξε τη Γη
Σολίστας
Λάκυ Λουτσιάνο ο Σικελός
Το Άγγιγμα του Διαβόλου
Επάγγελμα Τρομοκράτης
Προσευχή για το Μελλοθάνατο
Ταξίδι στην Κόλαση
Επιχείρηση ΚολντΧάρμπορ
Ο Αετός Πέταξε Ξανά
Στο Μάτι του Κυκλώνα
Το Στίγμα του Κεραυνού
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ
ΕΔΑΦΟΣ
JACK HIGGINS
Μετάφραση: Μάρκος Χρόνης
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Ιχκοκράτους 57, 106 80 Αθήνα
Τηλ.: 3609438 - 3629723
ISSN 1105-8250
ISBN 960-450-477-0
ΛΟΝΔΙΝΟ
1
Π γκιουσον.
«Το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς», παρατήρη
σε η Χάνα Μπερνστάιν.
Κάθονταν στο πίσω μέρος της Ντέμλερ του Φέργκιουσον,
που προχωρούσε με δυσκολία μέσα στην πυκνή κυκλοφορία
ιου Γουέστ Εντ.
«Γεννήθηκε στο Μπέλφαστ, αλλά η μητέρατσυ πέθανε στη
γέννα. Ο πατέρας του ήρθε να δουλέψει στο Λονδίνο κι έτσι
ο μικρός φοίτησε εδώ στο σχολείο. Έχει απίστευτο ταλέντο
ηθοποιίας. Έκανε ένα χρόνο στη Βασιλική Ακαδημία Δραμα
τικής Τέχνης και πήρε ένα δυο ρόλους στο Εθνικό Θέατρο.
Εχει επίσης μεγάλη άνεση στις ξένες γλώσσες: μιλάει από
ιρλανδικά μέχρι ρωσικά».
«Όλ’ αυτά είναι πολύ εντυπωσιακά, σερ, η αλήθεια όμως
ε ίναι ότι κατέληξε να σκοτώνει ανθρώπους για λογαριασμό
εου IRA».
«Ναι, αυτό βέβαια συνέβη επειδή ο πατέρας του, στη
διάρκεια κάποιου ταξιδιού του στο Μπέλφαστ, βρέθηκε μέσα
40 JACK HIGGINS
σε διασταυρούμενα πυρά και σκοτώθηκε από μια περίπολο
του βρετανικού στρατού. Ο Ντίλον ορκίστηκε να εκδικηθεί,
έκανε μια σύντομη εκπαίδευση στα όπλα στη Λιβύη κι έκτοτε
δεν ξανακοίταξε πίσω».
«Και γιατί μετά τον IRA άρχισε ν’ αναλαμβάνει και διε
θνείς αποστολές;»
«Διότι απογοητεύτηκε από τον αρχικό μεγάλο του στόχο.
Ο Ντίλον είναι ένας ολοκληρωτικά αδίστακτος τύπος όταν
αυτό επιβάλλουν οι περιστάσεις. Έχει σκοτώσει πολλές φο
ρές στην καριέρα του. Και όμως, θα ’λεγε κανείς ότι το να
βάζει βόμβες στην τύχη, που θα μπορούσαν να τινάξουν στον
αέρα γυναίκες και παιδιά, δεν ταιριάζει στο δικό του στυλ».
«Θέλετε, δηλαδή, να πείτε ότι διαθέτει στην πραγματικό
τητα κάποιου είδους ηθική;»
Ο Φέργκιουσον γέλασε. «Το βέβαιο είναι ότι ποτέ δεν
έκανε διακρίσεις. Εργάστηκε για λογαριασμό της PLO, αλλά
επίσης και ως ειδικός στις υποβρύχιες καταστροφές για λογα
ριασμό των Ισραηλινών».
«Με το αζημίωτο, φυσικά».
«Ασφαλώς. Ο καλός μας ο Σον εκτιμά τα ωραία πράγματα
στη ζωή. Η απόπειρα κατά της Ντάουνινγκ Στρητ έγινε επίσης
για τα χρήματα. Ο Σαντάμ Χουσεΐν κρυβόταν πίσω απ’ αυτή
την υπόθεση. Και όμως, δεκαοχτώ μήνες αργότερα ο Ντίλον
οδηγεί ένα ελαφρό αεροπλάνο με ιατρικά εφόδια για τα
παιδιά στη Βοσνία, χωρίς πληρωμή».
«Πώς έτσι; Ακούσε μήπως τη φωνή του Θεού μέσ * από τα
σύννεφα;»
«Τι σημασία έχει; Το θέμα είναι ότι οι Σέρβοι τον τσάκω
σαν και το μέλλον του, για να το θέσω με τον ηπιότερο δυνατό
τρόπο, διαγραφόταν ζοφερό. Έκανα μια συμφωνία μαζί τους
και τον γλίτωσα από το εκτελεστικό απόσπασμα. Σε αντάλ
λαγμα ήρθε να δουλέψει για λογαριασμό μου, αφού έσβησα
τα πάντα από το μητρώο του».
«Συγνώμη, σερ, αλλά ένα τέτοιο μητρώο δεν καθαρίζει
ποτέ».
«Καλή μου επιθεωρήτρια, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις
στη δουλειά μας κατά τις οποίες είναι χρήσιμο να βάζουμε τον
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 41
έναν κακό να πιάσει τον άλλο. Αν πρόκειται να συνεχίσεις να
εργάζεσαι για λογαριασμό μου, πρέπει να συνηθίσεις σ’ αυτή
την ιδέα». Ο Φέργκιουσον κοίταξε από το παράθυρο καθώς
έστριβαν κι έπαιρναν την Γκράφτον Στρητ. «Είσαι σίγουρη ότι
θα τον βρούμε εδώ;»
«Έτσι μου είπαν, σερ. Είναι το αγαπημένο του εστιατόριο».
«Θαυμάσια», είπε ο Φέργκιουσον. «Θα μπορούσα να εκ
μεταλλευτώ την ευκαιρία και να τσιμπήσω κι εγώ κάτι».
Η βίλα του Λούκα ήταν έξω από ένα χωριό, στους πρόποδες
74 JACK HIGGINS
του Μόντε Πελεγκρίνο, που υψώνεται στον ουρανό πέντε
χιλιόμετρα βόρεια του Παλέρμο.
«Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων, οιΚαρ-
χηδόνιοι αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους πάνω σ’ αυτό το βου
νό επί τρία ολόκληρα χρόνια», είπε ο Μόργκαν στην Άστα.
«Το τοπίο είναι μαγευτικό», είπε εκείνη.
«Έχει βαφτεί με αίμα γενιές και γενιές». Της έδειξε την
τοπική εφημερίδα που του είχε δώσει ο Μάρκο. «Τρεις στρα
τιώτες ανατινάχτηκαν με το αυτοκίνητό τους χτες βράδυ κι
ένας παπάς σκοτώθηκε με σφαίρα στο σβέρκο σήμερα το
πρωί, επειδή υπήρχαν υποψίες πως ήταν πληροφοριοδότης».
«Τουλάχιστον εσύ είσαι από τη σωστή μεριά».
Ο Μόργκαν της έσφιξε το χέρι. «Οτιδήποτε κάνω είναι
πέρα για πέρα νόμιμο, Άστα. Αυτό έχει σημασία. Τα επιχει
ρηματικά μου ενδιαφέροντα, καθώς και των συνεργατών μου,
είναι καθαρά σαν το χιόνι».
«Το ξέρω, καλέ μου», είπε εκείνη. «Δεν πιστεύω να έχει
άλλος καλύτερη βιτρίνα από τη δική σου. Ο παππούς Μόργκαν
στρατηγός, εσύ ήρωας του πολέμου, δισεκατομμυριούχος, φι
λάνθρωπος κι ένας από τους καλύτερους παίκτες πόλο στον
κόσμο. Την τελευταία φορά που ήμαστε στο Λονδίνο, ο πρί
γκιπας Κάρολος ζήτησε να παίξεις μαζί του».
«Με θέλει πάλι τον άλλο μήνα». Η Άστα γέλασε κι εκείνος
πρόσθεσε: «Ποτέ όμως μην ξεχνάς ένα πράγμα, Άστα. Η
αληθινή δύναμη δεν προέρχεται από τη Νέα Υόρκη. Βρίσκε
ται στα χέρια του ανθρώπου που πάμε να δούμε τώρα».
Εκείνη τη στιγμή έστριψαν και πέρασαν μια ηλεκτρονική
πύλη, τοποθετημένη σε παμπάλαιους τοίχους πέντε μέτρα
ψηλούς. Διέσχισαν έναν ημιτροπικό κήπο και κατευθύνθηκαν
προς τη μεγάλη, μαυριτανικού στυλ, βίλα.
Ο Ντίλον του έδωσε μια δυνατή γροθιά στα νεφρά, τον άρπαξε
από το γιακά και τον πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο
Μάνρο χτύπησε στον τοίχο κι έπεσε στα γόνατα. Άπλωσε το
χέρι στο δίκαννο, αλλά ο Ντίλον πρόλαβε να το κλοτσήσει
μακριά. Αμέσως μετά άρπαξε τον Μάνρο από το δεξιό καρπό
και, στρίβοντας το χέρι του, τον έριξε με το κεφάλι πάνω στον
τοίχο. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, με το πρόσωπο γεμάτο
αίματα, και χίμηξε έξω από την ανοιχτή πόρτα.
Ο Ντίλον έκανε να τρέξει πίσω του, αλλά η Άστα φώναξε:
«Άφησέτον!»
Ο Ντίλον στάθηκε για μια στιγμή με τα χέρια πάνω στο
κούφωμα της πόρτας και, τέλος, την έκλεισε και γύρισε. «Εί
σαι καλά;»
Έξω ακούστηκε η μηχανή του αυτοκινήτου που έπαιρνε
μπρος. «Ναι, αλλά τι ήταν αυτό;»
«Είχε ένα Σογκούν».
Η Άστα σωριάστηκε ξανά στην καρέκλα. «Πάνω που είχα
146 JACK HIGGINS
αρχίσει ν’ απελπίζομαι, Ντίλον. Φοβήθηκα ότι τελικά δε θα με
προλάβαινες. Για όνομα του Θεού, τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Ώρα για εξομολόγηση», είπε ο Ντίλον. «Έχω ένα θείο,
τον ταξίαρχο Τσαρλς Φέργκιουσον, που έχει νοικιάσει το
κυνηγετικό περίπτερο Αρντναμούρχαν, όχι μακριά από δω.
Δικαιούται να μοιράζεται το κυνήγι με τους ενοικιαστές του
πύργου».
«Αλήθεια; Ο πατέρας μου θα εκπλαγεί. Δεν του αρέσει να
μοιράζεται ποτέ τίποτε και με κανέναν».
«Έτσι, ε; Εν πάση περιπτώσει, όταν διάβασα εκείνη την
είδηση στην κουτσομπολίστικη στήλη της Ντέιλι Μέιλ και είδα
τη φωτογραφία σου, δεν άντεξα στον πειρασμό και βρήκα
τρόπο να προμηθευτώ μια πρόσκληση για το χορό της βραζι-
λιάνικης πρεσβείας προκειμένου να σε συναντήσω».
«Ήταν τόσο απλό;»
«Θα ξαφνιαζόσουν αν ήξερες τι τρομερές διασυνδέσεις
έχω».
«Τίποτε δε θα με ξάφνιαζε σχετικά μ’ εσένα, μολονότι
ομολογώ ότι δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα μου λες». Η Άστα
πάτησε κάτω το δεξί της πόδι κι έκανε ένα μορφασμό πόνου.
«Οχ!»
«Πονάς;»
«Μια παλιά κάκωση στον αστράγαλο».
Ανέβασε το δεξί μπατζάκι του παντελονιού της κι έβγαλε
το παπούτσι και την κάλτσα. «Θα περίμενα να μ’ έχεις προλά
βει στο δρόμο».
«Δοκίμασα ν’ ανεβώ πιο γρήγορα, σκαρφαλώνοντας κά
θετα προς την κορυφή, αλλά την έπαθα γιατί με ακινητοποίησε
η ομίχλη».
«Εγώ συνέχισα χωρίς διακοπή. Σε αντιλήφθηκα στο σταθ
μό της Γλασκόβης. Έβγαινα από την τουαλέτα και σε είδα ν’
αγοράζεις ένα χάρτη στο περίπτερο. Περίμενα ν’ ανεβείς στο
τρένο και μετά ανέβηκα κι εγώ. Εννοείται ότι είχε κεντριστεί
φοβερά η περιέργειά μου, και μάλιστα όταν άλλαξες τρένο,
όπως κι εγώ, στο Φορτ Γουίλιαμ».
«Άφησες λοιπόν το τρένο επίτηδες, για να με αναγκάσεις
να σ’ ακολουθήσω στο βουνό;»
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 147
«Φυσικά».
«Ανάθεμά σε, Άστα. Θα ’πρεπε να σε βάλω πάνω στα
γόνατά μου και να σσυ τις βρέξω».
«Υπόσχεσαι να μου το κάνεις; Ξέρεις, εμείς οι Σουηδέζες
λένε πως είμαστε φοβερά θερμές...»
Ο Ντίλον γέλασε δυνατά, «θα προτιμούσα προς το παρόν
να ρίξω μια ματιά στο πονεμένο πόδι σου. Ο Φέργκους Μάνρο
σίγουρα σπεύδει να ξεσηκώσει τον πύργο Λοχ Ντου και όπου
να ’ναι θα έχουμε παρέα».
«Μακάρι. Δεν έχω καμιά διάθεση να συνεχίσω την πεζο
πορία».
Ο Ντίλον σήκωσε το πόδι της. Ο αστράγαλός της ήταν
ελαφρά πρησμένος και διακρινόταν και μια παλιά ουλή.
«Πώς έγινε αυτό;»
«Ατύχημα στο σκι. Κάποτε πίστευαν ότι είχα δυνατότητες
ακόμα και για τους Ολυμπιακούς».
«Κρίμα. Θα σου πάρω τη λάμπα για μια στιγμή».
Ο Ντίλον πήγε στην κουζίνα, έψαξε στα συρτάρια και
βρήκε μερικές πετσέτες. Μούσκεψε μία με κρύο νερό και
γύρισε στο λίβινγκ ρουμ.
«Μια κρύα κομπρέσα θα σου κάνει καλό». Τύλιξε την
πετσέτα στον αστράγαλό της με επιδεξιότητα. «Είσαι κουρα
σμένη;»
«Όχι και τόσο. Πεινασμένη, περισσότερο».
Ο Ντίλον έβγαλε τη δεύτερη πλάκα σοκολάτας από την
τσέπη του αδιάβροχού του. «Ίσως δεν είναι η καταλληλότερη
τροφή για τη σιλουέτα σου, αλλά θα σου κόψει την πείνα».
«Είσαι απίθανος, Ντίλον». ΗΆστα άρχισε να καταβροχθί
ζει τη σοκολάτα με βουλιμία κι εκείνος άναψε τσιγάρο και
κάθισε κοντά στη φωτιά. Εκείνη σταμάτησε ξαφνικά. «Εσύ δε
θα φας;»
«Έφαγα κιόλας». Ο Ντίλον τέντωσε τα μέλη του. «Τι
καταπληκτικό μέρος για να ζήσει κανείς. Ψάρια στο ρυάκι,
ελάφια στο δάσος, να ’χεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου
και μια γερή κοπέλα σαν εσένα να βοηθάει στα χωράφια».
«Ευχαριστώ πολύ, να μου λείπει τέτοια στερημένη ζωή».
148 JACK HIGGINS
«Δεν έχεις ακούσει την παλιά ιταλική παροιμία; Το μόνο
που χρειάζεται για μια καλή ζωή είναι ψωμί και φιλιά».
«Καλή είναι και η σοκολάτα». Η Άστα έδειξε το κομμάτι
που της είχε μείνει και γέλασαν και οι δυο τους.
Ο Ντίλον σηκώθηκε, πήγε κι άνοιξε την πόρτα. Είχε παν
σέληνο και ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν από το νερό που
έτρεχε στο ρυάκι.
«Θα μπορούσαμε να ήμαστε οι δυο τελευταίοι άνθρωποι
που έχουν απομείνει πάνω στη γη», είπε η Άστα.
«Όχι για πολύ. Κάποιο όχημα έρχεται». Ο Ντίλον βγήκε
από τη βεράντα της εισόδου και περίμενε.
Ντίλον, που είχε κάνει ένα μπάνιο και είχε βάλει μια
Τα νερά της λίμνης Λοχ Ντου ήταν ακόμα πιο σκοτεινά και,
απ’ ό,τι σ’ έκανε να υποθέσεις τ’ όνομά της, ήρεμα και ακίνητα
στο γκρίζο πρωινό, αν και η επιφάνειά τους ήταν διάστικτη
από τις σταγόνες της βροχής. Ο Ντίλον φορούσε ψηλές γαλό-
τσες, ένα παλιό καπέλο για τη βροχή κι ένα αδιάβροχο Αυ
στραλού κτηνοτρόφου με διπλή προστασία στους ώμους. Όλ’
αυτά τα είχε βρει στο περίπτερο.
Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να συναρμολογεί το καλάμι του
με όλη του την άνεση. Πίσω του τα ρείκια έφταναν μέχρι τη
μέση. Πιο πάνω υπήρχε μια συστάδα δέντρων κι ένα κιτρινο-
πούλι πετούσε στον ουρανό. Μια πνοή ανέμου ρυτίδωσε την
επιφάνεια της λίμνης και ξαφνικά μια πέστροφα πετάχτηκε
από το νερό, πίσω από το φράγμα που σχημάτιζε η άμμος.
Υψώθηκε καμιά τριανταριά πόντους στον αέρα κι εξαφανί
στηκε ξανά.
Ο Ντίλον ξέχασε τα πάντα και στο μυαλό του είχε μόνο το
κτήμα του θείου του στο Κάουντι Ντάουν και τις συμβουλές
που του είχε δώσει για τη μεγάλη τέχνη του ψαρέματος. Έβαλε
το δόλωμα με το οποίο τον είχε εφοδιάσει ο Φέργκιουσον κι
έπιασε δουλειά.
Οι πρώτες του προσπάθειες ήταν αδέξιες, αλλά σιγά σιγά,
καθώς ξανάβρισκε την παλιά του επιδεξιότητα, η τύχη του
έγινε καλύτερη και μπόρεσε να πιάσει δυο μικρές πέστροφες.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 163
Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα. Άφησε ένα
δυο μέτρα παραπάνω πετονιά, σήκωσε το καλάμι του κι έριξε
το δόλωμα πίσω από το φράγμα της άμμου, όπου ένα μαύρο
πτερύγιο έσκιζε τα νερά. Η πετονιά τεντώθηκε και το καλάμι
του λύγισε.
Η πέστροφα έπρεπε να ήταν κάπου ένα κιλό. Το καρούλι
του γύρισε τρελά, καθώς το αγκιστρωμένο ψάρι κολύμπησε
προς τα βαθιά, και ο Ντίλον προχωρούσε πάνω στην άμμο της
όχθης, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση με προσοχή. Η πετο
νιά χαλάρωσε και για μια στιγμή ο Ιρλανδός φοβήθηκε ότι η
πέστροφα του είχε ξεφύγει, φαίνεται όμως ότι απλώς ξεκου
ραζόταν γιατί έπειτα από λίγο η πετονιά τεντώθηκε και πάλι.
Ο Ντίλον συνέχισε να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για δέκα
περίπου λεπτά πριν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την απόχη
του. Έβγαλε από τα νερά το ψάρι που σπαρταρούσε, αφαίρε-
σε το αγκίστρι κι ετοιμάστηκε να επιστρέφει στην όχθη.
«Μπράβο, παλικάρι μου», ακούστηκε μια τραχιά φωνή.
«Ωραίο μεσημεριανό μας ετοίμασες».
Ο άντρας που είχε μιλήσει ήταν ηλικιωμένος, πάνω από
εβδομήντα χρονών. Φορούσε τουίντ ταλαιπωρημένο κοστούμι
και κάτω από το σκοτσέζικο σκούφο του ξεπρόβαλλαν λευκά
μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν ανεμοδαρμένο και ρυτιδωμένο,
ήταν αξύριστος και κρατούσε ένα δίκαννο στο δεξίτου χέρι.
Πίσω του δυο ακόμα άντρες ξεπρόβαλαν μέσ’ από τους
θάμνους. Ο ένας ήταν μεγαλόσωμος και κοκαλιάρης, με
μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο. Προφανώς αυτός πρέπει να
είναι ο Ρόρι, σκέφτηκε ο Ντίλον. Ο άλλος ήταν ο Φέργκους,
με πρόσωπο μελανιασμένο από τη μια μεριά και πρησμένο
στόμα.
«Αυτός είναι, πατέρα. Το καθίκι που με χτύπησε», είπε και
σήκωσε το δίκαννο του.
Ο Ρόρι έδωσε μία στο δίκαννο και το έκανε ν’ αδειάσει στο
έδαφος. «Άσε τις βλακείες, αδερφούλη», είπε στη γαελική
διάλεκτο.
Ο Ντίλον, που ήξερε ιρλανδικά, δε δυσκολεύτηκε να τους
καταλάβει, ιδίως όταν ο Έκτωρ είπε, «Εμένα δε μου γεμίζει
το μάτι», και τίναξε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει.
164 JACK HIGGINS
Ο Ντίλον δε δυσκολεύτηκε να την αποφύγει, γλίστρησε όμως
κι έπεσε μέσα στα ρηχά νερά. Σηκώθηκε με κάποια δυσκολία
και ο γέρος ύψωσε το δίκαννό του. «Λοιπόν, γενναίε μου κοντο
πίθαρε», είπε στ’ αγγλικά, «προχώρα. Σιγά και με το μαλακό».
Καθώς ο Ντίλον άρχισε να προχωρεί, ο Φέργκους είπε,
«Μη νομίζεις πως θα μου τη γλιτώσεις» και προσπάθησε να
τον χτυπήσει με το κοντάκι του όπλου του. Ο Ντίλον απέφυγε
εύκολα το χτύπη μα και ο Φέργκους βρέθηκε πεσμένος στο ένα
του γόνατο.
Ο Ρόρι τον άρπαξε από το γιακά και τον σήκωσε. «Θα
βάλεις μυαλό, επιτέλους, ή θέλεις να φας καμιά κλοτσιά στον
κώλο;» του φώναξε στα γαελικά και τον έσπρωξε να προχω
ρήσει μπροστά.
«Μην περιμένεις απ’ αυτόν να βάλει μυαλό», του είπε ο
Ντίλον στα ιρλανδικά. «Κάποιοι άνθρωποι μένουν παιδιά σε
όλη τους τη ζωή».
Ο Ρόρι έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. «Τ’
άκουσες αυτό, πατέρα; Έχεις ξανακούσει να μιλάνε έτσι τα
γαελικά;»
«Στην πραγματικότητα μιλάω ιρλανδικά, τη γλώσσα των
βασιλιάδων», είπε ο Ντίλον. «Υπάρχουν όμως αρκετές ομοιό
τητες ανάμεσα στις δύο γλώσσες ώστε να καταλαβαίνουμε ο
ένας τον άλλο», πρόσθεσε και συνέχισε να προχωράει μπρο
στά από τους άλλους.
Ο Μόργκαν ήταν στην ταράτσα με την Άστα όταν ήρθε και τους
βρήκε ο Μέρντοκ. «Μόλις μου τηλεφώνησε ο Άνγκους. Οι φίλοι
μας πρόκειται να πάνε στο Κάμπελ Αρμς για φαγητό».
«Αλήθεια;» είπε ο Μόργκαν.
«Δεν αποκλείεται το πράγμα να έχει ενδιαφέρον. Μεθαύ
ριο είναι το τοπικό πανηγύρι και οι Αγώνες των Χάιλαντς.
Μαζεύονται πολλοί Τσιγγάνοι, έμποροι αλόγων και τα λοιπά.
Πολύ πιθανό να είναι και οι Μάνρο εκεί».
«Α, έτσι;» Ο Μόργκαν χαμογέλασε και γύρισε στην Άστα.
«Δεν πρέπει να το χάσουμε αυτό, έτσι δεν είναι;» Ύψωσε τη
φωνή του. «Μάρκο!» Ο Ρούσο εμφανίστηκε στην πόρτα. «Φέρε
το αυτοκίνητο. Θα πάμε στο χωριό για ένα ποτό και θέλω να
οδηγήσεις. Έχω ένα προαίσθημα ότι ίσως σε χρειαστούμε».
Την επόμενη ώρα η Άστα έζησε μια από τις πιο συναρπαστικές
εμπειρίες της ζωής της. Κινούνταν μέσα από ρέματα, σκυφτοί,
ακολουθώντας τον Κιμ.
«Φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά του», είπε η Άστα στον
Ντίλον κάποια στιγμή.
«Και βέβαια την ξέρει», της είπε ο Φέργκιουσον. «Ήταν
ο καλύτερος ιχνηλάτης στο κυνήγι της τίγρης απ’ όσους συνά
ντησα στην Ινδία τον παλιό καιρό».
Τέλος άρχισαν να έρπουν ανάμεσα στους θάμνους, ο ένας
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 191
πίσω από τον άλλο, μέχρι που ο Κιμ τους έκανε νόημα να
σταματήσουν σ’ ένα μικρό βαθούλωμα. Ο ίδιος σήκωσε το
κεφάλι του και κοίταξε με προσοχή. Τα ελάφια έβοσκαν
αμέριμνα περίπου εβδομήντα πέντε μέτρα πιο πέρα.
«Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε άλλο, ααχίμπ». Κοίταξε
ψηλά προς τον ουρανό. «Ο άνεμος έχει κιόλας αρχίσει ν’
αλλάζει».
«Σύμφωνοι». Ο Φέργκιουσον όπλισε κι έδωσε το όπλο
στην Άστα. «Σ’ εσένα η τιμή, κορίτσι μου».
«Αλήθεια;» Η Άστα κοκκίνισε από έξαψη, πήρε το όπλο
από τον ταξίαρχο με προσοχή κι έλαβε θέση πρηνηδόν, στη
ριγμένη στους αγκώνες της, με το κοντάκι του όπλου σταθερά
κόντρα στον ώμο της.
«Δε θα τραβήξεις καν τη σκανδάλη, απλώς θα την πιέσεις
απαλά», της είπε ο Ντίλον.
«Ξέρω».
«Και να σκοπεύεις χαμηλά», πρόσθεσε ο Φέργκιουσον.
«Σύμφωνοι». Πέρασε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα και
ξαφνικά η Άστα γύρισε κι ακούμπησε το όπλο στα χέρια του
Φέργκιουσον. «Δεν μπορώ να το κάνω, ταξίαρχε. Δεν μπορώ
να σκοτιόσω ένα τόσο υπέροχο ελάφι».
«Όλοι μας θα πεθάνουμε μια μέρα», είπε ο Φέργκιουσον
κι εκείνη τη στιγμή το αρσενικό ελάφι σήκωσε ξαφνικά το
κεφάλι του.
«Ο άνεμος άλλαξε, σαχίμπ. Το ελάφι μας μυρίστηκε», είπε
ο Κιμ και μέσα σε δευτερόλεπτα τα τρία ελάφια απομακρύν
θηκαν πηδώντας ανάμεσα στους θάμνους με απίστευτη ταχύ
τητα.
Ο Ντίλον ξέσπασε σε γέλια ενώ ο ταξίαρχος είπε σκασμέ
νος, «Διάολε!» και γύρισε και τον κοίταξε με θυμό. «Δεν είναι
αστείο, Ντίλον, δεν είναι καθόλου αστείο». Έδωσε το όπλο
στον Κιμ. «Ωραία λοιπόν, βάλ’ το στη θήκη και βγάλε τα
σάντουιτς».
Μέσα στο Λίαρ ο Ντίλον κάθισε από τη μια μεριά του δια
δρόμου, αντίκρυ απ’ τη Χάνα, που καθόταν από την άλλη
μεριά. «Συναρπαστικό δεν είναι;» είπε ο Ντίλον. «Δεν ησυ
χάζουμε στιγμή».
«Χειρότερα κι από τη Σκότλαντ Γιαρντ», είπε η Χάνα.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 237
Ο Ντίλον άπλωσε το χέρι του στο μπαράκι, βρήκε ένα
ουίσκι μινιατούρα, το άδειασε σ’ ένα πλαστικό κύπελλο και
πρόσθεσε νερό. «Έχουμε όλες τις ανέσεις».
«Το νερό σκέτο θα ήταν προτιμότερο για σένα, Ντίλον, και
μάλιστα τη στιγμή που πετάμε σε τόσο ύψος».
«Επιτέλους», είπε ο Ντίλον. «Είναι φοβερό. Ό,τι κι αν
κάνω το βρίσκεις στραβό».
Η Χάνα ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στο κάθισμά της. «Λοι
πόν, τι πάμε να κάνουμε τώρα;»
«Να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερες λεπτομέρειες
σχετικά με την πτώση εκείνου του Λύσανδρος».
«Τα αρχεία της ΡΑΦ εκείνων των ημερών ίσως να μην
είναι τόσο εύκολο να ερευνηθούν».
«Αν δεν μπορείς να τα ερευνήσεις εσύ, που ανήκεις στο
υπουργείο Άμυνας, ποιος θα μπορέσει;» Ο Ντίλον χαμογέλα
σε. «Λοιπόν, Χάνα Μπερνστάιν, καλά θα κάνεις να πάρεις
τώρα κιόλας στο τηλέφωνο το Κέντρο Πληροφοριών του υ
πουργείου και να τους ενημερώσεις».
«Όχι, αυτό έρχεται δεύτερο», είπε η Χάνα και άπλωσε το
χέρι της στο τηλέφωνο. «Πρώτα θα πάμε να φροντίσουμε το
πρόσωπό σου».
«Ω Θεέ μου», είπε ο Ντίλον. «Να που, για πρώτη φορά στη
ζωή μου, έχω μια μάνα να με φροντίζει». Σταύρωσε τα χέρια
κι έκλεισε τα μάτια του.
Ο σερ Κιθ έψαξε στο κάτω συρτάρι ενός γραφείου, βρήκε ένα
παλιό χαρτονένιο ντοσιέ κι ένα διπλωμένο χάρτη και τα έφερε
στην τραπεζαρία.
«Έχω εδώ ένα αντίγραφο της αναφοράς για το ατύχημα.
Έγινε βέβαια η σχετική ανάκριση, όπως πάντα σ’ αυτές τις
περιπτώσεις, αλλά με απάλλαξαν από κάθε ευθύνη». Σήκωσε
κι έδειξε τα χέρια του. «Η κατάσταση των χεριών μου δε μ’
εμπόδισε να συνεχίσω να πετάω».
«Και ο χάρτης;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Δες μόνος σου. Επιτελικός χάρτης της περιοχής, μεγάλης
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 247
κλίμακας». Ο πτέραρχος τον άνοιξε. Υπήρχε η λίμνη, ο πύργος
και το περίπτερο Αρντναμούρχαν. «Φρόντισα να σημειώσω
με σχολαστικότητα την ακριβή θέση όπου βυθίστηκε το Λύ
σανδρος. Βλέπεις την κόκκινη γραμμή που ξεκινά από τη
μικρή προβλήτα στο περίπτερο Αρντναμούρχαν; Οδηγεί ακρι
βώς σ’ αυτό το σημείο».
Ο Ντίλον ακολούθησε τη γραμμή με το δάχτυλό του. «Είναι
σαφές».
«Εκατόν είκοσι μέτρα νότια της προβλήτας. Το σημείο X
δείχνει το ακριβές σημείο και ξέρω ότι είναι σωστό διότι τα
παιδιά από τη βάση έκαναν μια προσπάθεια μ’ ένα γάντζο
δεμένο σ’ ένα σκοινί κι έβγαλαν στην επιφάνεια ένα κομμάτι
της ατράκτου».
«Πόσο βαθιά είναι;» ρώτησε ο Ντίλον.
«Γύρω στα τριάντα μέτρα. Το υπουργείο Αεροπορίας έκρι
νε ότι δεν άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια ανέλκυσης.
Έπρεπε να στείλουν ειδικό συνεργείο και στο μεταξύ ο πόλε
μος τελείωσε. Είχαν αρχίσει να διαλύουν τα παλιά αεροσκάφη
κι επομένως γιατί ν’ ασχοληθούν με το βυθισμένο Λύσανδρος;
Θα ενεργούσαν διαφορετικά βέβαια αν στο βυθό της λίμνης
υπήρχε κάτι αξίας».
«Υπήρχε, μόνο που κανείς δεν το ήξερε», είπε η Χάνα.
«Ναι, αυτή είναι η ειρωνεία». Ο σερ Κιθ γύρισε στον
Ντίλον. «Υποθέτω ότι θα προχωρήσετε σε κάποιου είδους
έρευνα;»
«Ναι. Είμαι έμπειρος δύτης. Θα βουτήξω και θα δω αν θα
μπορέσω να βρω κάτι».
«Δε φαντάζομαι να βρεις πολλά πράγματα μετά απ’ όλ’
αυτά τα χρόνια. Θέλεις το χάρτη;»
«Βεβαίως. Εννοείται ότι θα φροντίσω να σας επιστραφεί».
«Αρκετά σας απασχολήσαμε», είπε η Χάνα. «Ειλικρινά,
μας βοηθήσατε με το παραπάνω».
«Μακάρι. Το ελπίζω. Θα σας συνοδεύσω μέχρι την πόρ
τα». Ο σερ Κιθ τους πήγε μέχρι την εξώπορτα και την άνοιξε.
«Ελπίζω ότι δε θα παρεξηγήσεις ένα γεροντάκο σαν κι εμένα,
καλή μου, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι η αστυνομία έχει
βελτιωθεί πολύ από τις ημέρες μας».
248 JACK HIGGINS
Εντελώς αυθόρμητα, η Χάνα έσκυψε και τον φίλησε στο
μάγουλο. «Ήταν τιμή για μένα που σας γνώρισα».
«Καλή τύχη και στους δυο σας και καλά ξεμπερδέματα μ’
αυτό τον Μόργκαν. Δώστε στον Φέργκιουσον τους χαιρετι
σμούς μου».
«Θα το κάνουμε», ε ίπε ο Ντίλον κι άρχισαν και οι δυο τους
να κατηφορίζουν το μονοπάτι.
«Ω, και κάτι άλλο, Ντίλον», φώναξε ο σερ Κιθ ενώ έφταναν
στην πύλη.
Γύρισαν και ο Ντίλον ρώτησε: «Ναι; Σας ακούω».
«Αν τελικά τα καταφέρεις, πρέπει να βρεις όχι δύο, αλλά
τρεις βαλίτσες εκεί κάτω και μια απ’ αυτές είναι δική μου. Δεν
ξέρω τι θα μπορούσε να έχει απομείνει μετά από σαράντα
εφτά χρόνια, αλλά θα ήθελα, ό,τι κι αν είναι αυτό, να έφτανε
στα χέρια μου».
«Θα το φροντίσω», του υποσχέθηκε ο Ντίλον και βγήκε
από την πύλη, ακολουθούμενος από τη Χάνα.
Μπήκαν στην Ντέμλερ και η Χάνα είπε: «Τι σπουδαίος
τύπος!»
«Ναι, δε συναντάς εύκολα τέτοιους ανθρώπους πλέον»,
είπε ο Ντίλον. «Και τώρα πού πάμε;»
«Σε μια αποθήκη υποβρύχιου εξοπλισμού στο Λάμπεθ.
Τους έχω δώσει την παραγγελία για τα πράγματα που χρειά
ζεσαι. Ο υπεύθυνος μου είπε ότι θα τα είχε έτοιμα μέχρι το
μέση μέρι. Θέλει να κάνεις ο ίδιος έναν έλεγχο πριν τα στείλει
στο Γκάτγουικ».
«Και τα δυο Στέρλινγκ που σου ζήτησα;»
«Είναι στο πορτμπαγκάζ. Τα πήρα από το οπλοστάσιο του
υπουργείου πριν σε παραλάβω το πρωί».
«Τι καταπληκτικό κορίτσι!» είπε ο Ντίλον. «Πάμε, λοιπόν».
Ο Λέισι άφησε το κόκπιτ και ήρθε κοντά τους. «Σε μια ώρα
είμαστε στο Γκάτγουικ. Θ’ ανεφοδιαστούμε με καύσιμα και
θα συνεχίσουμε αμέσως για Παλέρμο».
«Ωραία», είπε ο Ντίλον. «Η ταχύτητα είναι το παν στη
συγκεκριμένη περίπτωση, σμηναγέ»;
Ο Κιμ καθόταν σ’ ένα από τα πίσω καθίσματα, με το κεφάλι
ακουμπισμένο πίσω και τα μάτια κλειστά. Η Χάνα γύρισε κι
έριξε μια ματιά στο μικρόσωμο Γκούρκα. «Μ’ αυτόν τι θα
κάνουμε;»
«Θα τον αφήσουμε στο Γκάτγουικ. Δε μου χρειάζεται εκεί
που πηγαίνω».
«Και πού ακριβώς πηγαίνεις;»
«Στο Βαλντίνι, βέβαια».
«Μα ο Γκανίνι μόλις μας είπε ότι αυτό είναι αδύνατο».
«Τίποτε δεν είναι αδύνατο σ’ αυτή τη ζωή, Χάνα. Πάντα
υπάρχει κάποιος τρόπος». Ο Ντίλον άπλωσε το χέρι στο μπα-
ράκι, βρήκε μισό μπουκάλι ουίσκι, έβαλε λίγο σ’ ένα πλαστικό
κύπελλο κι έμεινε σκεφτικός.
Στο Γκάτγουικ έμειναν μόνο μια ώρα. Η Χάνα πήγε τον Κιμ
στο μικρό γραφείο που χρησιμοποιούσε η Μονάδα Ειδικών
Πτήσεων και φρόντισε να τον παραλάβει ένα ταξί.
«Θα προτιμούσα να έρθω μαζί σας, μεμσαχίμπ».
«'Οχι, Κιμ. Πήγαινε στην πλατεία Κάβεντις και φρόντισε
να είναι όλα έτοιμα για τον ταξίαρχο».
«Θα γυρίσει, μεμσαχίμπ, το ορκίζεσαι;»
Η Χάνα πήρε βαθιά ανάσα και, παρ’ όλους τους φόβους
της, προτίμησε να του πει ψέματα. «Ο ταξίαρχος θα γυρίσει,
Κιμ, σ’ το υπόσχομαι».
Ο Κιμ χαμογέλασε. «Να ’σαι καλά, μεμσαχίμπ·», είπε και
κατευθύνθηκε προς το ταξί.
282 JACK HIGGINS
Η Χάνα βρήκε τον Ντίλον στην αίθουσα αναμονής να
ρίχνει νομίσματα σ’ ένα αυτόματο μηχάνημα με σάντουιτς.
«Πλαστική τροφή, αλλά τι να κάνουμε; Θέλεις κι εσύ κάτι;
Εγώ πεθαίνω της πείνας».
«Καλά, λοιπόν, πάρε μου κι εμένα ό,τι υπάρχει».
«Σίγουρα δε θέλεις ζαμπόν, γι’ αυτό θα σου πάρω ένα
σάντουιτς με ντομάτα και βραστό αβγό. Τσάι και καφές υπάρ
χει στο αεροπλάνο».
Ενώ κατευθύνονταν προς το Λίαρ, το βυτιοφόρο με τα
καύσιμα μόλις είχε τελειώσει τον ανεφοδιασμό και απομακρυ
νόταν. Ο Λέισι στεκόταν και τους περίμενε, ενώ ο δεύτερος
πιλότος ήταν κιόλας στη θέση του.
«Εμείς είμαστε έτοιμοι», είπε ο σμηναγός.
«Να φεύγουμε, λοιπόν», του είπε ο Ντίλον κι ανέβηκε τα
σκαλοπάτια πίσω από τη Χάνα.
Βολεύτηκαν στα καθίσματά τους και λίγα λεπτά αργότερα
το Λίαρ άρχισε να τροχοδρομεί.
Την ίδια περίπου ώρα η Άστα έφτανε στην πύλη της βίλας του
Δούκα. Πάτησε την κόρνα και ο φύλακας εμφανίστηκε από
την άλλη μεριά. Μόλις την είδε, άνοιξε βιαστικά την πύλη και
η Άστα πέρασε μέσα και συνέχισε μέχρι το σπίτι. Καθώς
έβγαινε από το στέισον βάγκον, η εξώπορτα στο πάνω μέρος
των σκαλοπατιών άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Τζόρτζιο, ο υπηρέ
της του Λούκα.
«Σινιορίνα. Μόνη σου είσαι; Ο κάπο και ο σινιόρ Μόρ-
γκαν θα έρθουν αργότερα;»
Θα μπορούσε νατού είχε πει την αλήθεια, αλλά για κάποιο
λόγο δίστασε και ταυτόχρονα συνειδητοποίησε το γιατί. Αν οι
άλλοι πίστευαν ότι ο Λούκα ήταν ακόμα ζωντανός, η Άστα θα
μπορούσε ακόμα και τώρα να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του.
«Ναι», απάντησε. «Ο κάπο και ο σινιόρ Μόργκαν θα
μείνουν στο Βαλντίνι για δουλειά. Θέλω να επικοινωνήσεις
αμέσως με τον πρώτο πιλότο του Σιτέισον. Πώς είναι τ’ όνομά
του;»
«Ρουφόλο, σινιορίνα».
«Ωραία. Βρες τον όπου κι αν είναι και πες του να έρθει
εδώ όσο γίνεται πιο γρήγορα. Επίσης θέλω να μιλήσεις με το
σύνδεσμό μας στο αεροδρόμιο. Υπάρχει εκεί ένα Λίαρ από
την Αγγλία. Μπορεί να έχει φύγει κιόλας, αλλά ζήτα να μάθεις
όσο γίνεται περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό».
«Αμέσως, σινιορίνα». Ο Τζόρτζιο της έκανε μια υπόκλιση,
την οδήγησε μέσα στο σπίτι, έκλεισε την εξώπορτα και πήγε
στο τηλέφωνο.
ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΔΑΦΟΣ 305
Η Άστα πήγε κι έβαλε ένα ποτό. Στάθηκε και το έπινε σιγά
σιγά όρθια, κοιτάζοντας έξω στην ταράτσα, και ξαφνιάστηκε
όταν ο Τζόρτζιο γύρισε τόσο γρήγορα. «Βρήκα τον Ρουφόλο.
Έρχεται. Και για το εγγλέζικο Λίαρ είχατε δίκιο, σινιορίνα.
Έφυγε κιόλας με δύο πιλότους και τρεις επιβάτες».
Η Άστα τον κοίταξε έκπληκτη. «Με τρεις επιβάτες; Είσαι
βέβαιος;»
«Ναι. Μια γυναίκα, ένα μεγαλόσωμο ηλικιωμένο άντρα κι
έναν άλλο μικρόσωμο με πολύ ξανθά μαλλιά. Ο σύνδεσμός
μας δεν ξέρει ονόματα, αλλά τους είδε ν’ ανεβαίνουν στο
αεροπλάνο».
«Μάλιστα. Εντάξει, Τζόρτζιο, σ’ ευχαριστώ. Φώναξέ με
μόλις έρθει ο Ρουφόλο».
ΤΕΛΟΣ