You are on page 1of 70

Η ΙΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Μανώλης Πέπονας
Τίτλος: “Η Ισπανία στις φλόγες”
Υπότιτλος: “Εξέγερση και εμφύλιος πόλεμος»
Συγγραφέας: Μανώλης Πέπονας

Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com


Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 164
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αγρίνιο, 2016
Μέγεθος Αρχείου: 5,0 Mb
Σελίδες: 70
Μορφή αρχείου: pdf
Γραμματοσειρά: Times New Roman
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο εξαετής εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Ισπανία αποτέλεσε γεγονός
πρωτοφανούς βιαιότητας και χρησιμοποιήθηκε από τους μη Ισπανούς συμμετέχοντες
σ’ αυτόν ως μια πρόβα των τακτικών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος
ακολούθησε πολύ σύντομα. Σε αυτή τη χώρα της Μεσογείου έλαβε χώρα η πρώτη
σύγκρουση μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, Γερμανών και Σοβιετικών, εθνικιστών
και δημοκρατικών. Το αποτέλεσμά της, η επικράτηση του στρατηγού Φράνκο, επήλθε
μόλις μετά από τρία έτη αιματοχυσίας.
Οι Ισπανοί δεν είναι ένα ενιαίο έθνος με απόλυτη συνοχή, όπως για παράδειγμα
οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι. Ανά τους αιώνες, στη χώρα αυτή κατοικούν σε ξεχωριστές
περιοχές Καστιγιάνοι, Ανδαλουσιανοί, Βάσκοι, Καταλανοί κι αρκετές άλλες εθνότητες,
οι οποίες μιλούν μάλιστα διαφορετικές διαλέκτους. Συνδεόμενοι με το καθολικό δόγμα
και ορισμένους κοινούς θεσμούς και έθιμα, οι ισπανικοί αυτοί λαοί δημιούργησαν μια
ισχυρή αυτοκρατορία, η οποία όμως στις αρχές του 20ου αιώνα βρισκόταν σε κρίση.
Ως περιοχή, η Ιβηρική Χερσόνησος είναι άνυδρη και μαστίζεται κατά καιρούς
από επιδημίες. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι κάτοικοι της Ισπανίας -αλλά
και της Πορτογαλίας- ήταν κυρίως φτωχοί κτηνοτρόφοι και μικροκαλλιεργητές ή
ασχολούνταν με τα μεταλλεύματα των ορυχείων του Βορρά (στις Αστουρίες, τη χώρα
των Βάσκων κ.α.) και τη ναυτιλία. Αυτή η οικονομική κατάσταση είναι συνηθισμένη
για μια μεσογειακή χώρα: το ίδιο συνέβαινε και στην Ιταλία ή την Ελλάδα. Σε αντίθεση
με τις δύο παραπάνω χώρες όμως, η Ισπανία δεν βίωσε μεν ξένη καταπίεση -με
εξαίρεση την κατάληψή της απ’ τον Ναπολέοντα- αλλά είχε επί πολλούς αιώνες ένα
μοναρχικό καθεστώς, το οποίο για να διατηρηθεί βασιζόταν στο -αναχρονιστικό από
την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης- φεουδαρχικό σύστημα,
συνεπικουρούμενο από την κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας.
Με τον κλονισμό της αποικιακής δομής της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, η
ισορροπία του καθεστώτος διαταράχθηκε και τα προβλήματα ήρθαν στην επιφάνεια.
Δυο φορές μέσα σε μισό αιώνα κηρύχθηκε η άνοδος του δημοκρατικού πολιτεύματος ,
η οποία συνεπαγόταν με την εκθρόνιση του βασιλιά.

5
Η καθολική εκκλησία στήριξε εξαρχής τον Φράνκο και το κίνημά του.

Πριν το «Αλθαμιέντο» στην Ισπανία η Δημοκρατία ήταν καταρρακωμένη. Με


τον όρο «Δημοκρατικοί» ονομάζονται πλέον -αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου-
οι εκπρόσωποι και υποστηρικτές του αριστερού συνασπισμού «Λαϊκό Μέτωπο», το
οποίο κατέλαβε την εξουσία στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936. Οι πρακτικές
που ακολούθησε η συγκεκριμένη κυβέρνηση αποδείχθηκε πως δεν μπορούσαν να
συμβιβαστούν με τις πεποιθήσεις ή τις επιδιώξεις ομάδων όπως στρατιωτικοί,
συντηρητικοί αγρότες, κληρικοί, κα. Η βία -αν και καθόλου ασυνήθιστη για την εποχή
και την περιοχή- με την οποία αντιτέθηκε το Λαϊκό Μέτωπο σε όλους αυτούς,
προκάλεσε εν πολλοίς την αντίδρασή τους στο καθεστώς.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική αστάθεια και ο γενικότερος κοινωνικός
αναβρασμός, σε συνδυασμό με τις πολλές ιδιομορφίες μιας μεγάλης σε έκταση και
ανομοιογενούς εθνολογικά χώρας όπως η Ισπανία, βοήθησε μια μάζα εθνικιστών,
βασιλοφρόνων, θρησκόληπτων, συντηρητικών, ρομαντικών, στρατιωτικών του παλιού
καιρού και καιροσκόπων τυχοδιωκτών, να λύσουν εξίσου βίαια τους λογαριασμούς

6
τους με την αριστερή κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Η κυβέρνηση αυτή ήταν
εξίσου ανομοιογενής: αποτελούταν από κομμουνιστές, μετριοπαθείς σοσιαλιστές,
αναρχικούς και υποστηρικτές διάφορων άλλων ιδεολογιών, όχι απόλυτα ταυτισμένων
με τις ιδέες του Μαρξ.
Αυτές οι δύο παρατάξεις εκπροσωπούσαν δυο διαφορετικούς δρόμους για το
μέλλον της χώρας. Θα ακολουθούνταν ο δρόμος του σταλινισμού που επικρατούσε στη
Σοβιετική Ένωση ή αυτός του φασισμού που υποστήριζαν οι Ισπανοί οπαδοί του
Μουσολίνι; Τελικά, παρά τον σκληρό εμφύλιο που ακολούθησε, η Ισπανία έμελλε να
ακολουθήσει την πορεία ενός όψιμα εθνικιστικού μετριοπαθούς κράτους, το οποίο
κρατήθηκε μακριά απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και από τους συμμάχους και
ιδεολογικά συγγενείς της, τους ηγέτες του Άξονα που στήριξαν τον Φράνκο και το
κίνημά του.
Στην παρούσα εργασία ο τρόπος παρουσίασης των μαχών δεν είναι
λεπτομερειακός. Αυτό γίνεται με σκοπό την ανάδειξη του πολέμου κινήσεων, ο οποίος
κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού κινήματος και του εμφυλίου πολέμου.
Επρόκειτο για μια τακτική που αναπτύχθηκε ήδη από την πρώιμη περίοδο βασιλείας
του Μεγάλου Φρειδερίκου και έλαβε την καθοριστική του μορφή από τον Ναπολέοντα.
Το Blietzkrieg (ο κεραυνοβόλος πόλεμος) που αργότερα χρησιμοποίησε ο στρατός του
Χίτλερ, δεν εφαρμόστηκε στην Ισπανία. Παρότι μεγάλες μάχες έγιναν σε όλη τη χώρα,
ελάχιστες ήταν πραγματικά καθοριστικές, μα και αυτές είχαν ένα πολιτικό υπόβαθρο
που καθόρισε την έκβασή τους. Η ναζιστική και φασιστική βοήθεια στον Φράνκο για
παράδειγμα ήταν αυτή που συνέβαλλε τα μέγιστα στην τελική του νίκη, όπως η
βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης έσωσε τη Μαδρίτη από τους εθνικιστές στρατιωτικούς
κατά την πρώτη πολιορκία της πόλης.
Με την παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια συνοπτικής εξέτασης του πολέμου
κινήσεων που διεξήχθη στην Ισπανία, ο οποίος ήταν ο τελευταίος πριν τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αγώνας επικράτησης που διεξήχθη στην Ισπανία - στρατιωτικός
και πολιτικός - αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση στρατιωτικών κινήσεων και
ελιγμών. Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο ο πόλεμος αυτού του τύπου θα εξαφανιστεί από
τα πεδία των μαχών, δίνοντας τη θέση του στο “Blietzkrieg” των στρατηγών του

7
Χίτλερ. Εν κατακλείδι λοιπόν, η στρατιωτική προσέγγιση του πολέμου κινήσεων που
διεξήχθη στην Ισπανία, εμπεριέχει το πρόσθετο ενδιαφέρον της μελέτης ενός πολέμου
που ποτέ αργότερα δεν θα ξαναδεί το ανθρώπινο είδος στη Δύση.

Χάρτης της Ισπανίας στον οποίον φαίνονται οι περιοχές και οι εθνοτικές


διαφορές

8
Η ΙΣΠΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο μέσος όρος ζωής στην Ισπανία ήταν τα 34 χρόνια. Η
βιομηχανία αναπτυσσόταν αργά από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων κι έπειτα,
στην Καταλανία άνθιζε η υφαντουργία, ενώ ξένες εταιρίες εκμεταλλεύονταν τα
ορυχεία του ισπανικού βορρά δίνοντας ώθηση στην τοπική οικονομία της περιοχής των
Βάσκων. Γενικά η ισπανική οικονομία ήταν αγροτική, καθώς το 60% του ενεργού
πληθυσμού ασχολούνταν με τη γεωργία. Το καθεστώς των «τσιφλικάδων»
κυριαρχούσε ήδη από το Μεσαίωνα, ενώ οι προσπάθειες για απαλλοτριώσεις οδήγησαν
σ’ ένα καθεστώς νέας μεγάλης ιδιοκτησίας χωρίς ουσιώδεις αλλαγές. Για την ακρίβεια,
το 1900, το 1,1% των κτηματιών κατείχε το 42% των κτημάτων. Εξαίρεση σ’ αυτόν
τον κανόνα αποτελούσαν οι Αστουρίες, οι περιοχές των Βάσκων, η Καταλονία, το
Λεβάντε και μέρος της Αραγωνίας και της Παλαιάς Καστίλης.
Η ισπανική κοινωνία ήταν παραδοσιακή. Βασικός ήταν ο θεσμός της οικογένειας,
ενώ ο τοπικισμός -ιδίως των Βάσκων και των Καταλανών- δημιουργούσε προβλήματα
στο θέμα της εθνικής ενότητας. Από το 1814 οι Βουρβόνοι αποκαταστάθηκαν στο
θρόνο και στη Βουλή (cortes) κυριαρχούσαν συνήθως δυο παρατάξεις: οι συντηρητικοί
και οι φιλελεύθεροι. Τα στηρίγματα του καθεστώτος ήταν η γραφειοκρατία, η
καθολική εκκλησία και ο στρατός.
Σε μια υπανάπτυκτη οικονομικά και πατερναλιστική κοινωνικά χώρα όπως η
Ισπανία, οι ταραχές ήταν συνεχείς. Τα στηρίγματα του καθεστώτος ήταν κλονισμένα.
Ο αντικληρικισμός είχε πάρει την πιο βίαιη μορφή και ήδη το 1835 σημειώθηκαν οι
πρώτες πυρπολήσεις μοναστηριών και εκκλησιών. Ο ισπανικός στρατός ηττήθηκε στον
πόλεμο κατά των ΗΠΑ το 1898 και η χώρα απώλεσε ως και τις τελευταίες της
αποικίες. Η βία, η νοθεία και το κλίμα τρομοκρατίας κυριαρχούσε στις εκλογικές
αναμετρήσεις. Παράλληλα το εργατικό και το αγροτικό κίνημα άνθιζαν, ενώ το
αναρχικό κίνημα και τα επακόλουθά του προκαλούσαν τεράστια προβλήματα στις
Αρχές.

9
Αναρχικοί, μέλη του συνδυασμού CNT.

Οι κοινωνικές αναταραχές, η αδυναμία μεταρρυθμίσεων, το ανοιχτό μέτωπο στο


Μαρόκο, η ουδετερότητα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και η εγχώρια
οικονομική κρίση που ακολούθησε αυτή τη στάση, οδήγησαν τα πολιτικά πράγματα σε
τέλμα και ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα εγκαθίδρυσε δικτατορικό πολίτευμα με την
υποστήριξη του βασιλιά Αλφόνσο ΙΓ’, την περίοδο 1923-1930.
Ο Πρίμο ντε Ριβέρα ήταν ένας στρατιωτικός της ισπανικής παράδοσης του 19ου
αιώνα που με τη συγκεντρωτική πολιτική του κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη διεθνή
συγκυρία και να σταθεροποιήσει την οικονομία. Το κραχ της Νέας Υόρκης όμως,
ανάγκασε τον στρατηγό σε παραίτηση και οι διάδοχοί του, ο στρατηγός Νταμάζο
Μπερένγκουερ και έπειτα ο ναύαρχος Χουάν Μπαουτίστα Ανζάρ, προκήρυξαν εκλογές
το 1931.
Ο στρατός δεν αντιστάθηκε αμέσως στην κήρυξη της δημοκρατίας. Ο υπουργός
Στρατιωτικών και πρώην δικτάτορας, στρατηγός Μπερένγκουερ και ο διοικητής της
Πολιτοφυλακής, στρατηγός Σανχούρχο, διέταξαν τη μη επέμβαση και το σεβασμό στη
λαϊκή βούληση. Ο βασιλιάς εγκατέλειψε τη χώρα. Ένα χρόνο αργότερα όμως, ο δον
Χοσέ Σανχούρχο με τη βοήθεια του Εμίλιο Μόλα Βιδάλ, στρατιωτικού ηγέτη των

10
Καρλιστών, οργάνωσε εξέγερση για την επαναφορά του βασιλιά. Το πραξικόπημα δεν
βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στον στρατό, αποτυγχάνοντας παταγωδώς. Ο Σανχούρχο
συνελήφθη και τελικά εξορίστηκε στην Πορτογαλία, ενώ ο Μόλα μετατέθηκε στη
Ναβάρα.
Η κυβέρνηση γρήγορα προσπάθησε να παράσχει σχετική αυτονομία σε
εκτεταμένες περιοχές (χώρα των Βάσκων, Καταλονία, Ναβάρα), ενώ η ατυχής
προσπάθεια του υπουργού Μανουέλ Αθάνια, να μεταρρυθμίσει το στράτευμα, πράγμα
που οδήγησε στην απαξίωση των αξιωματικών, ενέτειναν τη δυσαρέσκεια μεγάλου
μέρους των Ενόπλων Δυνάμεων. Ακόμη πιο ανένδοτη ήταν η στάση της κυβέρνησης
έναντι της εκκλησίας, με μέτρα όπως η κατάργηση της θρησκευτικής παιδείας στα
σχολεία και η διευκόλυνση στις απελάσεις ανωτάτων ιεραρχών.

Ο Μανουέλ Αθάνια Ντίαθ, πρόεδρος της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας από το


1936 έως το 1939.

11
Το 1931 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα με το οποίο ουσιαστικά νομιμοποιήθηκαν οι
προηγούμενες κυβερνητικές κινήσεις και αποφασίστηκε νέα αγροτική μεταρρύθμιση.
Οι κοινωνικές τριβές όμως, δεν σταμάτησαν. Το 1934 σχηματίστηκε συντηρητική
κυβέρνηση υπό τον Λερρούς. Οι ηγέτες της αριστεράς διαμαρτυρήθηκαν, ενώ τα
συνδικάτα προκήρυξαν γενική απεργία και εξεγέρσεις προκλήθηκαν στην Καταλονία
και τις Αστουρίες. Αν και η εξέγερση της Βαρκελώνης κατεστάλη εύκολα από τη 4η
μεραρχία του στρατηγού Βατέτ και ο στρατηγός Γκοδέδ διέλυσε τις ταραχές στη
Μαδρίτη, στις Αστουρίες οι αναρχικοί συνδικαλιστές των ορυχείων οδήγησαν τα
πράγματα σε κλιμάκωση. Οι επαναστάτες οργάνωσαν έναν «Ερυθρό Στρατό» ο οποίος
κατέλαβε το Οβιέδο και ξεκίνησαν τη διανομή τροφίμων με δελτίο.
Η κυβέρνηση, φοβούμενη μια γενική επανάσταση, χρησιμοποίησε για την
καταστολή των εξεγέρσεων τις σκληροτράχηλες μονάδες της Λεγεώνας των Ξένων και
των «Regulares» του Μαρόκο. Διοικητής της επιχείρησης ήταν ο στρατηγός Λόπεζ
Οτσόα, ενώ τη διεύθυνση είχε ο στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο Μπαχαμόντε.
Πράγματι, οι μονάδες αυτές κατέλαβαν γρήγορα το Οβιέδο και έπνιξαν στο αίμα τις
Αστουρίες. Συνελήφθησαν πολιτικοί όπως ο Αθάνια, ο Καμπαγιέρο και ολόκληρη η
κυβέρνηση της Καταλονίας. Αυτή ήταν για πολλούς η πρώτη μάχη του εμφυλίου.

Ο Φρανθίσκο Λάργο Καμπαγιέρο, σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας.

12
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ
Η κακή οικονομική κατάσταση, η έξαρση της βίας, οι κοινωνικές τριβές και η
νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, οδήγησαν στη δημιουργία ενός συνασπισμού
των αριστερών κομμάτων. Στις εκλογές του 1936 ο συνασπισμός αυτός («Λαϊκό
Μέτωπο») κατέλαβε με ισχνή σχετικά πλειοψηφία την κυβέρνηση. Πρόεδρος της
Δημοκρατίας ορίστηκε ο Μανουέλ Αθάνια και πρωθυπουργός ο Σαντιάγκο Καζάρες
Κουιρόγκα.
Το Λαϊκό Μέτωπο δεν ήταν ένα κόμμα με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία,
αλλά ένας ευρύτερος συνασπισμός που δημιουργήθηκε υπό τον φόβο της δεξιάς
αντίδρασης. Μέλη του, όπως τονίστηκε παραπάνω, ήταν αναρχικοί και αριστεροί όλων
των αποχρώσεων, η πλειοψηφία των οποίων είχε συμμετάσχει στις εξεγέρσεις που
είχαν κλονίσει την ενότητα της χώρας δύο χρόνια νωρίτερα. Αυτοί είχαν κάθε λόγο να
μισούν τον στρατό, ο οποίος πολλές φορές εξάντλησε την αυστηρότητά του,
καταστέλλοντας βίαια τις εξεγέρσεις. Το γεγονός αυτό, συντέλεσε καθοριστικά στην
εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν.
Η δημοκρατική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου κάθε άλλο παρά συμβιβαστικές
αρχές ακολούθησε. Ήδη το Σύνταγμα του 1931 -μεταξύ άλλων περιοριστικών μέτρων-
δημιούργησε ένα κομματικό αστυνομικό σώμα, τους «Ασάλτος». Ταυτόχρονα, και με
αιχμή του δόρατος το σώμα αυτό, η κυβέρνηση στράφηκε εναντίων των πολιτικών της
αντιπάλων με πρωτοφανή αγριότητα ακόμη και για τα μέτρα της εποχής και τα
δεδομένα της Ισπανίας.
Πρώτος στόχος των αριστερών υπήρξε ο στρατός. Από τις 16 μητροπολιτικές
μεραρχίες, η κυβέρνηση διέλυσε τις μισές και ο Ισπανικός Στρατός έφτασε στο σημείο
να αριθμεί μόλις 40.000 οπλίτες, 7.981 υπαξιωματικούς και 10.698 «νομιμόφρονες»
αξιωματικούς. Φυσικά αυτό το υδροκέφαλο κατασκεύασμα, οι αξιωματικοί του οποίου
ξεπερνούσαν το 25% όλης του της δύναμης, είχε απαρχαιωμένο εξοπλισμό, ανεπαρκή
υγειονομική περίθαλψη και το χειρότερο για έναν στρατό, ανίκανη ηγεσία. Ένας
αριθμός από τους καλύτερους Ισπανούς αξιωματικούς τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ή

13
μετατέθηκαν δυσμενώς όπως ο Φράνκο και ο Γκοδέδ, σε υπερπόντιες περιοχές. Όπως
είναι φυσικό, οι εξελίξεις αυτές εξόργισαν τους ατιμασμένους Ισπανούς αξιωματικούς.
Παράλληλα εξαπολύθηκε ένα κλίμα τρομοκρατίας που είχε ως θύματα
κληρικούς, πολιτικούς αντιπάλων παρατάξεων ή και απλούς πολίτες. Κυρίως οι
βεβηλώσεις ναών και οι θρησκευτικές διώξεις εντάθηκαν σε βαθμό τρομοκρατίας. Τα
γεγονότα αυτά ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με τη νοοτροπία της υπαίθρου, καθώς εκεί
ο μέσος Ισπανός ήταν βαθειά θρησκευόμενος και η Καθολική Εκκλησία -παρά τις
προηγούμενες διώξεις εναντίον της- ήταν παντοδύναμη. Αντίθετα, στα αστικά κέντρα,
ιδίως δε σε αυτά που είχε δημιουργηθεί ήδη ένα βιομηχανικό προλεταριάτο, η
προσπάθεια αποτίναξης των δεσμών της ισπανικής εκκλησίας θεωρήθηκε σωτήρια. Η
έντονη διαφορά πόλης-υπαίθρου θα αποτελέσει καθοριστικό συστατικό της μετέπειτα
σύγκρουσης.
Το κλίμα ανασφάλειας και δυσαρέσκειας οδήγησε στην δημιουργία οργανώσεων
μοναρχικών και φασιστών -συγγενών ιδεολογικά και πολλές φορές
χρηματοδοτούμενων από τους αντίστοιχους της Ιταλίας- οι οποίες αποτελούνταν κατά
κύριο λόγο από στρατιωτικούς. Αυτοί, πέρα από τις διαφορές τους με την αριστερή
κυβέρνηση στην ιδεολογία, είχαν πλέον αποκτήσει και προβλήματα επιβίωσης, λόγω
της βίας που τους ασκούνταν αλλά και των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων
που προέκυψαν λόγω της αποπομπής τους από τον στρατό.
Η πιο μάχιμη μοναρχική ομάδα ήταν οι ακραία συντηρητικοί Καρλιστές ή
«Ρεκουέτες», οι οποίοι πήραν το τελευταίο παρωνύμιό τους από την αρχαία έκφραση
των προαγγέλων του καρλικού πολέμου που στον χαιρετισμό «Todo bien?»
απαντούσαν με τη λέξη «Requetebien». Στρατιωτικός ηγέτης τους ήταν ο στρατηγός
Εμίλιο Μόλα. Ανάμεσα στους φασίστες, σημαντικότερη ήταν η «Φάλαγγα», που
ιδρύθηκε από τον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα -γιο του δικτάτορα που πέθανε το
1930- και τον Χούλιο Ρουίζ ντε Άλντα, το 1933. Στη συνέχεια η οργάνωση αυτή
ενώθηκε με άλλες όπως οι JONS. Ο Ριβέρα αναδείχθηκε σε ηγέτη της, ως την εκτέλεσή
του.

14
Η σημαία της Φάλαγγας

Φαλαγγίτες παρελαύνουν στην πόλη Tocina, την οποία μόλις έχουν καταλάβει,
το 1936.

Ως άτομο, ο Ριβέρα, παρά τις επαναστατικές διακηρύξεις του ήταν συντηρητικός


ως προς τη χρήση βίας από την ομάδα του και έστρεφε τις ελπίδες του για μια πολιτική
ανατροπή, στο στρατό. Όταν η Φάλαγγα ενεπλάκη -ήδη το 1934- σε συγκρούσεις με
τους αναρχικούς και τους σοσιαλιστές, ο ηγέτης της φάνηκε διστακτικός. Η οργάνωση
τελειοποιήθηκε και εξοπλίστηκε -με ιταλική βοήθεια και χρηματοδότηση- από τον

15
Αντόνιο Ανσάλντο, λαμβάνοντας μέρος στις κατασταλτικές επιχειρήσεις στις
Αστουρίες.

Ο ηγέτης της Φάλαγγας Χοσέ ντε Ριβέρα.

Στην ουσία, όσο ανόμοια ήταν η κυβέρνηση, άλλο τόσο ανόμοια ήταν και η
«αντιπολίτευση». Κοινοβουλευτικά, το συντηρητικό κόμμα CEDA αποτελούσε τον πιο
ισχυρό κεντροδεξιό πυρήνα. Εξίσου σημαντικό -παρότι μικρότερης δυναμικής- ήταν
και το μοναρχικό κόμμα του δον Χοσέ Κάλβο Σοτέλο. Έξω από το κοινοβούλιο, οι
μοναρχικοί Καρλιστές και οι φασίστες Φαλαγγίτες αποκτούσαν ισχυρά ερείσματα όσο
η δημοκρατία βρισκόταν σε κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, κομβικό σημείο εξακολουθούσε να αποτελεί ο στρατός.
Στρατηγοί σαν τους Μόλα, Φράνκο, Γκοδέδ και Φανχούλ, οι οποίοι είχαν μετατεθεί
δυσμενώς ή αποστρατευτεί απ’ τον Αθάνια, δεν είχαν χάσει το κύρος τους στους
ομοϊδεάτες τους. Και αυτοί οι ανώτατοι αξιωματικοί όχι μόνο ήταν συνδεδεμένοι με
παρόμοιες πολιτικές ιδέες, αλλά επίσης ορισμένοι απ’ αυτούς κατείχαν αξιόλογες

16
δυνάμεις λόγω της απρονοησίας της κυβέρνησης. Όταν λοιπόν θα ξεσπούσε η
επανάσταση, θα υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την επιτυχία της.

Ο στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο.

17
«ΑΛΘΑΜΙΕΝΤΟ»
Μετά την αποδυνάμωση του μητροπολιτικού στρατού, οι 8.725 Μαροκινοί
«ρεγουλάρες» (ιθαγενείς του τακτικού στρατού) και οι 25.000 Ισπανοί εθελοντές της
Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων που έδρευαν στο Μαρόκο, ήταν οι σκληρότεροι και
πιο πειθαρχημένοι στρατιώτες της Ισπανίας. Αυτοί οι στρατιώτες λοιπόν διοικούνταν
από αξιωματικούς αντίθετους στην κυβέρνηση, η οποία προφανώς δεν είχε διαβλέψει
σωστά τους κινδύνους που ενείχαν οι ενέργειές της.
Οι δυσαρεστημένοι στρατιωτικοί συσπειρώθηκαν γύρω από τον εξόριστο
στρατηγό Σανχούρχο ή σε μυστικές οργανώσεις όπως η «Ισπανική Στρατιωτική
Ένωση» (UME) και το «Συμβούλιο των Στρατηγών» του στρατηγού Μόλα. Οι
οργανώσεις αυτές σύντομα θα εξαπλωθούν σε όλη την Ισπανία και θα αποτελέσουν τον
πυρήνα των εξεγερθέντων, όταν τελικά η εξέγερση θα ξεσπάσει, πιο γρήγορα ακόμη κι
από τα σχέδια που έκαναν οι στρατιωτικοί.
Η εξέγερση (“Alzamiento” στα ισπανικά) σχεδιαζόταν ήδη από το φθινόπωρο -
υπό τους στρατηγούς Σανχούρχο, Μόλα, Βαρέλα, Γκοδέδ, Φανχούλ και Φράνκο- και
ήταν προγραμματισμένη να ξεσπάσει στις 25 Ιουλίου του 1936, αλλά ένα σοβαρό
γεγονός το οποίο προκάλεσε λαϊκή δυσαρέσκεια οδήγησε στην επίσπευση του
Αλθαμιέντο για τις 18 του ίδιου μήνα.

18
Ο φιλομοναρχικός πολιτικός δον Κάρλος Σοτέλο.

Ο αρχηγός του μοναρχικού κόμματος, δον Κάρλος Σοτέλο, κατήγγειλε συχνά στο
κοινοβούλιο τα μέτρα της κυβέρνησης, μέχρι που μετά από έναν έντονα επικριτικό
λόγο εναντίον της κυβέρνησης Κουιρόγκα, ενεπλάκη σε έναν φορτισμένο διάλογο με
τη Ντολόρες Ιμπαρούρι («Πασιονάρια»), ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Ισπανίας. Η Πασιονάρια τον ονόμασε «φασίστα», για να λάβει την
απάντηση: «Καλύτερα δικτατορία παρά χάος. Κηρύσσω τον εαυτό μου φασίστα!». Το
θερμόμετρο ανέβηκε στα ύψη και στις 12 Ιουλίου, η Ιμπαρούρι λέγεται πως κραύγαζε
απ’ τα έδρανα πως «Αυτός ο άνθρωπος μιλάει στη Βουλή για τελευταία φορά!».

19
Την ίδια μέρα άγνωστοι δολοφόνησαν τον υπολοχαγό των Ασάλτος, Καστίγιο.
Το βράδυ αριστεροί πολιτοφύλακες ντυμένοι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Σοτέλο -
δήθεν για να τον ανακρίνουν- και αφού τον έβαλαν στο μπροστινό κάθισμα ενός
αυτοκινήτου, ένας αξιωματικός τον πυροβόλησε δυο φορές στη βάση του κρανίου του.
Το σώμα του πετάχτηκε αιμόφυρτο έξω από ένα κοιμητήριο. Την επομένη, η
Πασιονάρια σχολίαζε ειρωνικά: «Ένας φασίστας λιγότερος» . Όπως ήταν φυσικό,
γεγονότα όπως η συγκεκριμένη δολοφονία αποτέλεσαν ιδανικές αφορμές για την
έκρηξη της εξέγερσης κατά της κυβέρνησης.

Το μνημείο του Σοτέλο στη Μαδρίτη.

20
Η Πασιονάρια (Ντολόρες Ιμπαρούρι)

Το κίνημα κατά του Λαϊκού Μετώπου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο οργανωτικά


με αυτό που είχε γίνει πριν από 4 χρόνια. Πλέον το σχέδιο ήταν προσεγμένο στην κάθε
του λεπτομέρεια, μιας και μερικοί από τους πλέον επιφανείς ανώτατους αξιωματικούς
του ισπανικού στρατού συμμετείχαν σε αυτό. Πλέον, ο στόχος δεν ήταν η
παλινόρθωση της βασιλείας αλλά η ανατροπή της κυβέρνησης. Επιπλέον με το μέρος
των εξεγερθέντων τάχθηκε εξ αρχής ένα μεγάλο μέρος του στρατού καθώς και πολίτες
προερχόμενοι από διάφορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίοι έβλεπαν τον στρατό ως τον
μόνο που μπορούσε να ανατρέψει αυτό το κλίμα βίας και τρομοκρατίας που ήταν
πλέον έκδηλο σε όλη την χώρα.
Έτσι, πέντε μέρες μετά τη δολοφονία του Σοτέλο και μια πριν νωρίτερα από την
ορισμένη, στις 17 Ιουλίου 1936, ο αφρικανικός στρατός κήρυξε την εξέγερση
καταλαμβάνοντας την πόλη Μελίλα του Μαρόκο, το οποίο ήταν Ισπανικό
προτεκτοράτο. Η Ισπανική Λεγεώνα των Ξένων κατέλαβε τα δημόσια κτήρια και οι
αξιωματικοί που ήταν αντίθετοι στο κίνημα εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες,
ενώ από το ραδιόφωνο του Μαρόκο μεταδόθηκε η συνθηματική φράση «Sin novedad»

21
(«Δεν υπάρχουν νέα») που ισοδυναμούσε με διαταγή σε κάθε στρατιωτική βάση να
καταλάβει την περιοχή της. Αστραπιαία κατελήφθησαν από τον συνταγματάρχη Χουάν
Γιαγκούε - χωρίς αντίσταση - οι πόλεις Θεούτα, Τετουάν και Λαράς. Σε μια μέρα οι
εξεγερθέντες είχαν καταλάβει όλο το Μαρόκο.

Μέλη της Ισπανικής Λεγεώνας, το 1923.

Την επόμενη μέρα -κατόπιν σχεδίου- έφτασε στην πόλη Τετουάν ο στρατηγός
Φράνκο ο οποίος είχε ήδη καταλάβει τις Κανάριες Νήσους. Ο Φράνκο γεννήθηκε στο
Φερρόλ και το 1936 ήταν 44 ετών. Είχε διοικήσει τα πιο σκληρά στρατεύματα της
Ισπανίας και είχε συμμετάσχει στις πιο δύσκολες αποστολές καταστολής στο Μαρόκο
και την Ισπανία, έχοντας προαχθεί επ’ ανδραγαθία πολλές φορές, όντας έτσι ο νεότερος
με το βαθμό του στρατηγού σε όλη την Ευρώπη. Το 1931 είχε ορκιστεί πίστη στη
δημοκρατία και το επόμενο έτος δεν συμμετείχε στο κίνημα του Σανχούρχο.
Άνθρωπος συντηρητικός και προσεκτικός σε κάθε του κίνηση, ο Φράνκο
κρατούσε σε απόσταση ανθρώπους όπως ο Φανχούλ και ο Γκοδέδ που «φλυαρούσαν
αντιδημοκρατικά». Η νεότερη ιστοριογραφία θεώρησε αυτόν τον μικρόσωμο
στρατιωτικό ως «ανίκανο» και «απλά τυχερό» πράγμα που σε καμιά περίπτωση δεν
ισχύει. Ο Φράνκο ήταν ένας μέτριος στρατηγικός νους, πολύ ικανός όμως στο να

22
εκμεταλλεύεται τα λάθη των αντιπάλων του και να εμπνέει με τη μετριοπάθεια και την
εκνευριστική του ηρεμία την εμπιστοσύνη των ανδρών του, αλλά και ηγετών όπως ο
Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Εξάλλου κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ισπανία δεν
εμφανίστηκε κανένας αξιοπρόσεκτα σοφός στρατηγός από την πλευρά των
Δημοκρατικών, σε βαθμό μάλιστα που ο Φράνκο να μοιάζει γίγαντας σε σύγκριση με
τον Μιάχα (τον υπερασπιστή της Μαδρίτης).
Παράλληλα, το κύριο χαρακτηριστικό του ως στρατιωτικού της νοοτροπίας των
“africanistas”, ήταν μια μεγάλη περίσκεψη για κάθε λεπτομέρεια και η δράση μόνο
όταν είχε αρκετές πιθανότητες να πετύχει. Η ψυχοσύνθεση του Φράνκο ήταν τέτοια
που πολλές φορές χρειάστηκαν ώρες για μια διαταγή ρουτίνας. Παρά τη δεδομένη του
δημοφιλία στον στρατό όμως, δεν ήταν αυτός ο ηγέτης της εξέγερσης, αλλά -τυπικά
τουλάχιστον- ο Σανχούρχο ο οποίος αναμενόταν από την Πορτογαλία. Το μεγαλύτερο
μέρος του σχεδιασμού μάλιστα, είχε ανατεθεί στον στρατηγό Μόλα.
Ταυτόχρονα με την ανάληψη της ηγεσίας των αφρικανικών στρατευμάτων από
τον Φράνκο, στη Σεβίλλη ο στρατηγός Γκονθάλο Κέιπο δε Λιάνο, πρώην διοικητή των
καραμπινιέρων ο οποίος είχε αποταχθεί, κατάφερε με την βοήθεια ενός παλιού του
υπασπιστή και αρκετή δόση τόλμης να εξουδετερώσει τον διοικητή της 2ης Μεραρχίας
Με την απειλή του περιστρόφου του, έθεσε τη μεραρχία με το μέρος των
εξεγερθέντων. Ταυτόχρονα μετέφερε για ενίσχυση από τη Γρανάδα το Σύνταγμα
Ιππικού και μερικούς πολυβολητές
Ο δε Λιάνο αρχικά κατέλαβε το ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης και έπειτα το
κέντρο και τα πιο στρατηγικά σημεία της. Στη συνέχεια οι δυνάμεις της Χωροφυλακής
και η Ισπανική Φάλαγγα ενώθηκαν μαζί του και συνέτριψαν κάθε αντίσταση. Στην
υπόλοιπη Ανδαλουσία οι φρουρές των λιμανιών Κάδιξ και Αλγεθίρα, εξεγέρθηκαν από
τους στρατηγούς Ενρίκε Βαρέλα και Λοπέθ Πίντο, προσφέροντας δύο πολύ βασικά
στηρίγματα στον Φράνκο και το υπόλοιπο στράτευμα του Μαρόκο.

23
Ο στρατηγός Κέιπο δε Λιάνο.

Την ημέρα που έπεσε η Σεβίλλη, η Πασιονάρια, απευθυνόμενη σε συγκέντρωση


200.000 εργατών εξαπέλυσε το γνωστό σύνθημα του ισπανικού εμφυλίου: “Non
pasaran” (Δεν θα περάσουν). Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τουλάχιστον, στη
Μαδρίτη ο πρωθυπουργός Κουιρόγκα, ο οποίος είχε διαμηνύσει - με υπερβολική
αισιοδοξία - λίγες μέρες πριν πως «αν το στράτευμα τολμήσει να κινηθεί θα το
τσακίσω με το σκουπόξυλο!», αρκέστηκε στο να λάβει ανεπαρκή μέτρα, δείχνοντας
πως ακόμη δεν είχε κατανοήσει το μέγεθος της εξέγερσης.

24
“Δεν θα περάσουν!”. Το σύνθημα των δυνάμεων του Λαϊκού Μετώπου κατά τη
διάρκεια του πολέμου.

25
Αφίσα με επίκληση βοήθειας από το εξωτερικό υπέρ της ισπανικής
κυβέρνησης.

Στη Γρανάδα, μετά την αποχώρηση του Συντάγματος Ιππικού προς βοήθεια της
Σεβίλλης, επί δύο μέρες η κατάσταση ήταν αμφίρροπη με συνεχόμενες οδομαχίες λόγω
της σκληρής αντίστασης των συνδικάτων. Τελικά στις 20 Ιουλίου, η στρατιωτική
φρουρά βγήκε στους δρόμους και κατέλαβε την πόλη στο όνομα των εξεγερθέντων.
Την ίδια ημέρα ο στρατηγός Σανχούρχο έχοντας απογειωθεί από τη Λισαβόνα,
σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα αφήνοντας κενή τη θέση της ηγεσίας. Από την
άλλη, η γειτονική Χαέν, καθώς και οι πόλεις Αλμερία και Ουέλβα έμειναν πιστές στην
κυβέρνηση. Η Μάλαγα έχοντας επαναστατήσει από την πρώτη μέρα, αναγκάστηκε να
παραδοθεί στην κυβέρνηση λόγω της απειλής βομβαρδισμού που αυτή προέβαλε.
Στη Μαδρίτη, παρά το γεγονός πως λόγω της δύναμης της αριστεράς δεν
εκδηλώθηκε καμία αναταραχή, οι κυβερνώντες άρχιζαν να καταλαβαίνουν σιγά – σιγά

26
το μέγεθος της εξέγερσης. Ωστόσο, ο Κουιρόγκα αρνήθηκε εκ νέου να λάβει τα
κατάλληλα μέτρα, αρνούμενος να μοιράσει όπλα στα αριστερά συνδικάτα και
προσπαθώντας να καταπνίξει την εξέγερση με συνταγματικά μέσα.

27
Μια έμφυλη διάσταση του πολέμου: γυναίκες στο πλευρό της δημοκρατικής
κυβέρνησης.

28
Η Ισπανική Φάλαγγα του Πρίμο ντε Ριβέρα κατέλαβε -με την υποστήριξη της
συντηρητικής δεξιάς- την Παλαιά Καστίλη εύκολα, ενώ όλο το Βαγιαδολίδ κατελήφθη
από ένα απόστρατο στρατηγό, τον Αντόνιο Σαλικέτ Θουμέτα, ο οποίος, παρά την
ηλικία του, εισέβαλε στο γραφείο του στρατηγού Μολέρο-Ροβέρο και αφού σκότωσε
τέσσερις αξιωματικούς, ανέλαβε τη διοίκηση της μεραρχίας. Κατόπιν κατέλαβε την
πόλη και απέκρουσε επιτυχώς τις αντεπιθέσεις των αριστερών συνδικάτων.
Στο Μπούργκος, πόλη έντονα μοναρχική, ο ικανότατος στρατηγός Βατέτ παρά
της συντηρητικές του απόψεις, αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους εξεγερθέντες και ο
επιτελάρχης του τον έπαψε των καθηκόντων του και κήρυξε την πόλη
επαναστατημένη. Ο ίδιος ο στρατηγός εκτελέστηκε αργότερα.
Την ίδια στιγμή, ο διστακτικός Φράνκο διανυκτέρευε στην Καζαμπλάνκα
αναζητώντας τρόπο να αποβιβάσει στη μητροπολιτική χώρα τα στρατεύματά του, ενώ
ο γηραιός στρατηγός Μιγκέλ Καμπανέθιας, επικεφαλής της Χωροφυλακής, κατέλαβε
τη Σαραγόσα, προπύργιο των αναρχικών. Έπειτα απέστειλε τα απαραίτητα
πολεμοφόδια στον στρατηγό Μόλα, που ξεκινούσε την πορεία του καταλαμβάνοντας
την πόλη Παμπλόνα.

Ο στρατηγός Εμίλιο Μόλα.

29
Στην ουσία το σχέδιο των εξεγερθέντων αξιωματικών ήταν απλό. Τόσο ο Μόλα,
όσο και ο Φράνκο, αλλά και γενικότερα η ηγετική ομάδα της κάθε παράταξης γνώριζε
πως αν η εξέγερση δεν πετύχαινε στις δυο μεγαλύτερες ισπανικές πόλεις (Μαδρίτη και
Βαρκελώνη), τότε αυτό πρακτικά θα σήμαινε την αποτυχία του κινήματος.
Στις 19 Μαΐου σημειώθηκε εξέγερση στη Βαρκελώνη. Την ίδια στιγμή ο
πρωθυπουργός Κουιρόγκα αντικαθίσταντο από τον Μαρτίνεθ Μπάριο. Ο νέος
πρωθυπουργός προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Μόλα προσφέροντας του δύο
υπουργικά χαρτοφυλάκια, χωρίς όμως επιτυχία. Παρά το γεγονός πως ο μοναρχικός
στρατηγός άργησε να απαντήσει -ωθώντας κάποιους να τον κατηγορήσουν για
καιροσκοπισμό και υστεροβουλία-, ήταν φανερό πως η γενικότερη επέκταση του
κινήματος δεν άφηνε πολλά περιθώρια για συμβιβασμούς και υπαναχωρήσεις σε
κανέναν.

1936. Αναμονή πολιτοφυλάκων για τη μεταφορά τους από τη Βαρκελώνη στη


Σαραγόσα.

30
Στην καταλανική πρωτεύουσα ο υπομέραρχος-στρατηγός Φερνάντεθ Μπουριέλ
κινήθηκε χωρίς να περιμένει την άφιξη του στρατηγού Μανουέλ Γκοδέδ, όπως
προέβλεπε το σχέδιο. Επιπλέον, ο Μπουριέλ δεν εκτέλεσε τον προϊστάμενό του,
μέραρχο-στρατηγό Λιάνο δε λα Ενκομιένδα, ο οποίος ήταν αντίθετος στο κίνημα. Το
γεγονός αυτό δημιούργησε διχασμό στο στράτευμα και είχε ολέθριες συνέπειες για τη
συνέχεια.
Σε απάντηση της εξέγερσης του Μπουριέλ, ενώθηκαν και αντιστάθηκαν οι μέχρι
πρότινος άσπονδοι εχθροί όλων των αποχρώσεων: το -ιδιαίτερα ισχυρό στη
συγκεκριμένη πόλη- αναρχικό κίνημα, οι δυνάμεις της Χωροφυλακής, τα συνδικάτα,
τα τάγματα εφόδου και ένα άλλο μέρος του στρατού σχημάτισαν ένα ανομοιογενές, μα
άκρως μαχητικό σύνολο. Επιπλέον, η εργατούπολη ήταν ένα πλήρες οπλοστάσιο που
προσέφερε υποστήριξη στους αντι-κινηματίες.

Εκπαίδευση γυναικών στη Βαρκελώνη.

Όταν λοιπόν ο Γκοδέδ έφτασε -το μεσημέρι της ίδιας μέρας- στην Βαρκελώνη, η
κατάσταση ήταν τραγική. Ο Μπουριέλ ο οποίος προσπάθησε με 5.000 άνδρες να

31
καταλάβει το κέντρο της πόλης, είχε αποτύχει πλήρως, ήταν περικυκλωμένος και το
στράτευμα δεχόταν την οργή του πλήθους. Ο Γκοδέδ, προσπαθώντας να πάρει με το
μέρος του την Χωροφυλακή, συνελήφθη με δόλο μαζί με τον Μπουριέλ και αφού
λιντσαρίστηκαν από το πλήθος, εκτελέστηκαν το ίδιο βράδυ. Την ίδια τύχη είχε και η
πλειοψηφία των υποστηρικτών τους, οι οποίοι υπερέβαιναν τους 6.000.
Κι ενώ η Βαρκελώνη πλέον σταδιακά προχωρούσε υπό την ηγεσία των
αναρχικών, οι οποίοι είχαν επωμιστεί το σημαντικότερο μέρος της αντίστασης στην
πόλη και πλέον αμφισβητούσαν την ίδια την κυβέρνηση, στη Μαδρίτη η μία
κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Ο Κουιρόγκα αντικαταστάθηκε απ;o τον Μπάριο και
ο τελευταίος απ’ τον Χοσέ Γκιράλ. Ο τελευταίος αφού διένειμε επιτέλους οπλισμό
στους αριστερούς πολίτες, ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας του αριστερού συνασπισμού
του Λεόν Μπλουμ. Το ίδιο πράγμα έσπευσε να κάνει ο Φράνκο ζητώντας τη βοήθεια
των δικών του εξωτερικών ομοϊδεατών, Μουσολίνι και Χίτλερ. Η εξωτερική εμπλοκή
στις ισπανικές υποθέσεις είχε ήδη αρχίσει.

Η Γκουέρντα Τάρο, δημοκρατική δημοσιογράφος και μαχήτρια του


εμφυλίου πολέμου.

32
Στο μεταξύ, η πόλη Βιτώρια, το Καθέρες και το Οβιέδο επαναστάτησαν την ίδια
μέρα. Στο Οβιέδο ο διοικητής της φρουράς, συνταγματάρχης Αντόνιο Αράνδα, έχοντας
να αντιμετωπίσει τους ανθρακωρύχους, έσπευσε να δηλώσει την πίστη του στη
δημοκρατία. Όταν όμως οι ανθρακωρύχοι κινήθηκαν προς την Μαδρίτη για
υποστήριξη της κυβέρνησης, ο Αράνδα εκδήλωσε την υποστήριξή του στο
«Αλθαμιέντο» και κατέλαβε την πόλη. Επιπλέον, παρά το γεγονός πως όλη η επαρχία
των Αστουριών έμεινε πιστή στην κυβέρνηση και αυτός βρισκόταν αποκομμένος,
κατάφερε να διατηρήσει την πόλη στην κατοχή του. Παράλληλα, ενώ στην πόλη
Σανταντέρ επικρατούσε ηρεμία, ο στρατηγός Μόλα -όπως προαναφέρθηκε- κατέλαβε
τη γειτονική, φημισμένη για τις ταυρομαχίες, πόλη της Παμπλόνα με την υποστήριξη
των Καρλιστών που κατέβηκαν από τα βουνά προς ενίσχυσή του.
Στην ισπανική πρωτεύουσα, παρά την αρχική ηρεμία, ο διοικητής του
«Αρχηγείου του Βουνού» (ένα οπλοστάσιο-φρούριο, στο οποίο μεταξύ άλλων
βρίσκονταν τα 60.000 κινητά ουραία από τα 65.000 όπλα που μοίρασε ο Γκιράλ στις
δυνάμεις της αριστεράς) κήρυξε την επανάσταση. Στο φρούριο εισήλθε και ανέλαβε
επικεφαλής ο απόστρατος στρατηγός Γιοακίν Φανχούλ. Το φρούριο πολιορκήθηκε
στενά και όταν άρχισαν να δημιουργούνται ρήγματα στα τείχη του, οι στρατιώτες
διχάστηκαν: άλλοι επιθυμούσαν την παράδοση και άλλοι την άμυνα μέχρις εσχάτων.
Κι ενώ στο στρατόπεδο του Φανχούλ συνέβαιναν αυτά, ο εθνικιστής στρατηγός
Γκαρθία δε λα Εράν βρισκόταν επίσης πολιορκημένος στον στρατώνα του
πυροβολικού του Καραβανσέλ. Κάθε αντίσταση όμως ήταν μάταιη.

33
Πολιτοφύλακες-υποστηρικτές της κυβέρνησης μάχονται σε οδοφράγματα.

Έπειτα από σύντομη πολιορκία, το εξαγριωμένο πλήθος όρμησε στο Αρχηγείο


σφάζοντας αδιάκριτα ακόμη και όποιον παραδιδόταν και εκπαραθυρώνοντας τους
εξεγερθέντες αξιωματικούς που έμειναν ζωντανοί. Όσοι σώθηκαν εστάλησαν στις
φυλακές Μοντέλο. Ο ίδιος ο Φανχούλ εκτελέστηκε εκεί λίγο αργότερα, ενώ ο Γκαρθία
δε λα Εράν δολοφονήθηκε από τους ίδιους του στρατιώτες του.
Όσον αφορά τη χώρα των Βάσκων, παρά τη θέληση των κατοίκων για
υποστήριξη της κυβέρνησης, τα πράγματα ήταν μοιρασμένα. Η πόλη Αλάβα
ακολούθησε την επανάσταση, σε αντίθεση με τις πόλεις Βιθσκάγια και
Γκουιπούθσκοα. Η Ναβάρα, η οποία αποτελούσε ενωτικό, εθνικιστικό και μοναρχικό
κέντρο, εξεγέρθηκε με τη σύμφωνη γνώμη και την υποστήριξη όχι μόνο της τοπικής
Χωροφυλακής, των μελών της Ισπανικής Λεγεώνας, της Φάλαγγας και των
Καρλιστών, αλλά και της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων.

34
Στην υπόλοιπη Αραγωνία οι πόλεις Ουέσκα, Τερουέλ και Λα Ριόχα
κατελήφθησαν με ευκολία από τους εξεγερθέντες όπως και η πόλη Καθέρες και η
επαρχία της (με εξαίρεση τη Βαδαχόθ) στην Εστρεμανδούρα. Στη νότια Βαλένθια, τη
Μούρσια και την Καστίλη λα Μάντσα, οι επαναστάτες δίστασαν, σύντομα
περικυκλώθηκαν και ηττήθηκαν από τις αριστερές δυνάμεις. Στην επαρχία του Τολέδο,
ο διοικητής της Σχολής Αξιωματικών του Αλκαθάρ, Χοσέ Μοσκαρντό Ιτουάρτε
προσχώρησε στην εξέγερση αλλά σύντομα περιορίστηκε στο μεσαιωνικό κάστρο που
διοικούσε όπου και πολιορκήθηκε στενά.

Μέλος της καταλανικής κομμουνιστικής νεολαίας.

Στις 20 Ιουλίου, πέρα από τις εξελίξεις στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, η
αφυπνισμένη πλέον κυβέρνηση επιτέθηκε στις πόλεις Χετάφε και Καραβανσέλ.
Επρόκειτο για μια από τις ελάχιστες φορές που θα βρισκόταν σε θέση επιτιθέμενου,
πράγμα καθόλου κατανοητό για μια παράταξη που εκείνη τη στιγμή είχε την απόλυτη
στρατιωτική υπεροπλία. Όντας μόνιμα σε θέση άμυνας, το Λαϊκό Μέτωπο σπαταλούσε
τη μαχητικότητα των υποστηρικτών του σε περιπολίες και δημιουργίες οδοφραγμάτων.
Ήδη από το “Αλθιαμέντο”, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία κινήσεων
σχεδόν χωρίς καν να προσπαθήσουν.

35
Στη νησιωτική χώρα, η Πάλμα δε Μαγιόρκα τέθηκε με την πλευρά των
επαναστατών, ενώ η γειτονική Μενόρκα παρέμεινε πιστή στην κυβέρνηση. Στη
Γαλικία τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο εύκολα για τους επαναστάτες, κυρίως λόγω της
βοήθειας του πληθυσμού και του ερείσματος που είχε στην περιοχή η Ισπανική
Φάλαγγα. Η τελευταία κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας για την κήρυξη
της επανάστασης στη Λα Κορούνια και, υπό την ηγεσία του Μανουέλ Εδίζα, αφού
αφόπλισε τους εργάτες, κατέλαβε τελικώς την ίδια την πόλη. Με παρόμοιο τρόπο
εξελίχθηκαν τα πράγματα στις πόλεις Μπίγο, Σεγκόβια και Άβιλα.
Στη Φερόλ, την πατρίδα του Φράνκο, η πόλη τάχθηκε με τους εξεγερθέντες.
Ωστόσο, στη βάση του Πολεμικού Ναυτικού οι ναύτες δεν υπάκουσαν στις εντολές
των ανωτέρων τους και στράφηκαν εναντίων τους. Τα πλοία πέρασαν στα χέρια των
κυβερνητικών, ενώ πολλοί από τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς εκτελέστηκαν από
τα πληρώματα των πλοίων τους. Ύστερα από τις εξελίξεις αυτές, το κύριο όπλο της
κυβέρνησης παρέμενε το ναυτικό. Με διαταγή του πρωθυπουργού το θωρηκτό «Χαϊν
Πριμέρο» και τα καταδρομικά «Θερβάντες» και «Λιμπερτάδ» εστάλησαν να
βομβαρδίσουν τα λιμάνια του εξεγερμένου Μαρόκο. Παράλληλα η Μοίρα του
Ατλαντικού απέκλεισε το στενό του Γιβραλτάρ, απομονώνοντας το Μαρόκο από την
Ανδαλουσία και δημιουργώντας στον Φράνκο σημαντικό πρόβλημα.
Μετά την αδυναμία να επιβληθούν και στη θάλασσα, το Αλθαμιέντο απέτυχε. Ο
στρατός υποστήριξε στην πλειοψηφία του το κίνημα, όχι όμως σύσσωμος. Δεν ήταν
λίγες οι φορές που σώματα της ίδιας μεραρχίας ενεπλάκησαν σε σκληρές μάχες
υποστηρίζοντας αντίπαλα στρατόπεδα, όπως έγινε στη Βαρκελώνη.
Οι κινηματίες δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μαδρίτη ή τουλάχιστον τη
Βαρκελώνη, ενώ η χώρα των Βάσκων τάσσονταν ανοιχτά πλέον στο πλευρό της
κυβέρνησης. Επιπλέον, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις διατηρούσαν -παρά τις αλλαγές
στα πρόσωπα- πλήρη συνοχή, οι μετριοπαθείς δεξιοί πολιτικοί, οι ισχυροί οικονομικοί
κύκλοι της χώρας και η ηγεσία της Εκκλησίας έμεναν απλά συμπαθείς ή ως ένα βαθμό
εχθρικοί προς τους κινηματίες. Η μη στήριξή τους θα προκαλέσει το μίσος των
στρατιωτικών και θα τους οδηγήσει να αναγκαστούν να διαλέξουν στρατόπεδο για να
μη βρεθούν στη μέση διασταυρωμένων πυρών. Δεν ήταν εξάλλου λίγοι όσοι γλίτωσαν

36
από τους κυβερνητικούς για να εκτελεστούν αργότερα από τον Φράνκο και τους
συναγωνιστές του.
Επιπλέον, ο θάνατος του στρατηγού Σανχούρχο, δημιούργησε όχι μόνο πτώση
του ηθικού αλλά και κενό στην ηγεσία. Οι κύριοι υποψήφιοι να τον διαδεχτούν ήταν
τρεις στρατηγοί: ο Εμίλιο Μόλα που κινούταν από Βορρά, ο Φρανσίσκο Φράνκο από
την Αφρική και ο Κέιπο δε Λιάνο από το Νότο. Παρά τις ενθουσιώδεις κοινές τους
εμφανίσεις οι οποίες κατά τη διάρκεια του πολέμου συνοδεύονταν με επιδείξεις ισχύος
μέσω στρατιωτικών ή λαϊκών παρελάσεων, οι σχέσεις μεταξύ των τριών στρατηγών
μόνο φιλικές δεν ήταν. Ο καθένας θεωρούσε τον εαυτό του ως υποψήφιο ηγέτη της
μελλοντικής Ισπανίας και με αυτήν τη λογική κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει
την όποια πολιτική (ή ορισμένες φορές ακόμη και τη στρατιωτική) βοήθεια στον
θεωρητικά σύμμαχό του.
Χαρακτηριστικό των νέων δεδομένων ήταν η απέλαση στη Γαλλία κάποιου
Χουάν Λόπεθ, έπειτα από διαταγή του Μόλα. Ο Λόπεθ δεν ήταν άλλος από τον
διάδοχο του θρόνου Χουάν, στον οποίο ο Σανχούρχο ήθελε να παραδώσει την εξουσία
μετά από την υποτιθέμενη επικράτηση του κινήματος.
Παρά την αποτυχία του όμως, το «Αλθαμιέντο» οδήγησε στην οριστική
κλιμάκωση της έντασης, καθώς κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να δείξει έλεος στον
αντίπαλο. Τα μίση που κρύβονταν επί σχεδόν έναν αιώνα κάτω από την επιφάνεια της
ισπανικής κοινωνίας, βρήκαν τη διέξοδό τους σε ένα τελικό εγχώριο «ξεκαθάρισμα». Η
εξέγερση της 17ης Ιουλίου δεν τελείωσε τρεις μέρες μετά. Αντίθετα, τα δυο στρατόπεδα
ανασυντάχθηκε και, όταν στις 4 Αυγούστου 1936, ξεκίνησαν οι πρώτες επιχειρήσεις,
όλοι θα είναι σίγουροι πως η ολοκληρωτική επικράτηση είναι μονόδρομος.

37
Ο στρατιώτης που πέφτει: Η περίφημη φωτογραφία του Roberto Capa

38
Ο ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Το διάστημα μεταξύ του Αλθαμιέντο και της έναρξης του εμφυλίου μόνο ήρεμο
δεν ήταν. Οι εξεγερθέντες αξιωματικοί σήμαναν τα τύμπανα του πολέμου και οι
Ισπανοί έπρεπε να διαλέξουν την παράταξη με την οποία θα στρατεύονταν. Η
απάντηση για πολλούς ήταν προφανής. Εντός της Ισπανίας, τα εργατικά συνδικάτα,
μεγάλο μέρος των ακτημόνων -που επωφελήθηκαν από τις σοσιαλιστικού τύπου
κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις- και οι Βάσκοι εθνικιστές που δεν ήθελαν να χάσουν την
αυτονομία τους, πήραν το μέρος της κυβέρνησης. Με τους κινηματίες αντίθετα,
παρατάχθηκαν οι παραστρατιωτικοί σχηματισμοί της δεξιάς, οι -στη συντριπτική τους
πλειοψηφία καθολικοί- αγρότες, η καθολική εκκλησία και ορισμένοι συντηρητικοί.
Υπήρχε όμως κι ένα μέρος του πληθυσμού για το οποίο η επιλογή ήταν
εξαιρετικά δύσκολη. Για τη μετριοπαθή δεξιά, η οποία έμεινε απλά συμπαθής και
χωρίς να συνεισφέρει ουσιαστικά στην εξέγερση, οι εθνικιστές δεν έδειχναν κανένα
έλεος και οι αριστεροί του Λαϊκού Μετώπου ήταν παραδοσιακοί πολιτικοί αντίπαλοι.
Επιπλέον, τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα της χώρας δίστασαν αρχικά να
χρηματοδοτήσουν την προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης.
Το τελευταίο δεδομένο ανέτρεψε η βοήθεια της Ιταλίας -και αργότερα και της
Γερμανίας- στον Φράνκο. Τότε οι σπουδαιότεροι Ισπανοί διπλωμάτες και
επιχειρηματίες πήραν το μέρος των εθνικιστών. Ήδη πριν την εξέγερση ο Σανχούρχο
μετέβη στο Βερολίνο ζητώντας τη βοήθεια του Γερμανού δικτάτορα. Με τον θάνατο
του γηραιού στρατηγού, η σκυτάλη πέρασε στον Φράνκο, ο οποίος μετά την έκκληση
του Γκιράλ στη Γαλλία έσπευσε να καλέσει σε βοήθεια τη φασιστική κυβέρνηση του
Μουσολίνι.

39
Φράνκο και Μουσολίνι συνομιλούν.

Ο Φράνκο σίγουρα δεν ήταν ο ικανότερος στρατηγός της Ισπανίας. Διστακτικός


και ματαιόδοξος, κατηγορήθηκε ως «μικρός αποικιακός στρατηγός που στο κεφάλι του
δεν χωράει παραπάνω από μια ταξιαρχία τη φορά». Τη στιγμή εκείνη όμως, στο
πρόσωπό του ο Ιταλός και ο Γερμανός δικτάτορας έβλεπαν έναν σχετικά αξιόπιστο
συνομιλητή, καθόλου αντι-Γερμανό (πράγμα που ήταν ο Μόλα) και έναν ικανό
διπλωμάτη που, οδηγώντας τα καλύτερα ισπανικά στρατεύματα θα μπορούσε -με
κάποια βοήθεια- να διεξάγει έναν επιτυχή πόλεμο έναντι του “αναρχοκομμουνισμού”.
Στις 30 και τις 27 Ιουλίου 1936 λοιπόν, άρχισε να φτάνει -στον αποκλεισμένο στο
Μαρόκο- στρατηγό, η γερμανική και ιταλική βοήθεια αντίστοιχα. Τα μαροκινά
στρατεύματα πέρασαν στην ηπειρωτική χώρα.
Θέλοντας όμως να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους τα οποία αφορούσαν
κυρίως τα ορυχεία ατσαλιού των Πυρηναίων, οι δυο δικτάτορες πίεσαν ώστε ο Φράνκο

40
να είναι ο στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της επανάστασης. Πράγματι, η
αναγνώριση αυτή επήλθε επίσημα τους τελευταίους μήνες του 1936.
Ο Φράνκο αφού εξασφάλισε την ξένη υποστήριξη, έπρεπε εν μέσω πολεμικών
επιχειρήσεων να ασχοληθεί με την ομοιογένεια των δυνάμεών του. Το κύριο πρόβλημά
του ήταν η σύμπραξη παραστρατιωτικών ομάδων με συγκρουόμενη ιδεολογία. Οι
15.000 Καρλιστές του βορρά για παράδειγμα, οι οποίοι -πέρα απ’ το ότι επηρεάζονταν
σε μεγάλο βαθμό απ’ τον Μόλα- ήταν μοναρχικοί και φανατικοί καθολικοί, έπρεπε να
πολεμήσουν δίπλα στους ριζοσπάστες φασίστες της Ισπανικής Φάλαγγας. Η τελευταία,
ως οργάνωση πόλεων, είδε να εκτελούνται απ’ την κυβέρνηση οι ηγέτες της (Ριβέρα,
Λεντέσμα, ντε Άλντα) και πλέον ήταν ακέφαλη. Στις 19 Απριλίου 1937 οι δυο
οργανώσεις ενώθηκαν σε μια ενιαία εθνικιστική οργάνωση.

Υποστηρικτές του Φράνκο επιδεικνύουν εμβλήματα.

Η υποστήριξη της Γερμανίας και της Ιταλίας στους εθνικιστές, έδωσε το έναυσμα
για γενικότερη ανάμιξη ξένων κρατών στον Ισπανικό Εμφύλιο. Οι στρατιωτικοί

41
έλαβαν από την Ιταλία 710 αεροπλάνα με 6.000 αεροπόρους, υπό τους Μπονόμι και
Μούτι, και από τη Γερμανία τη μεραρχία «Κόνδωρ» (16.000 ανδρών) με τον καλύτερο
οπλισμό της εποχής. Από την άλλη, οι κυβέρνηση δέχτηκε 260 αεροπλάνα από τη
Γαλλία, 60 από τη Βρετανία και 72 από τις Η.Π.Α., αριθμούς σαφέστερα μικρότερους
από τα αναμενόμενα.
Σύντομα πάντως, τον Σεπτέμβρη, ο Στάλιν -ο οποίος συμμετείχε στην «επιτροπή
μη παρέμβασης» έναντι του ισπανικού ζητήματο και δεν μπορούσε να στείλει επίσημα
στρατεύματα- έστειλε 2.000 αεροπλάνα στη Μαδρίτη μαζί με κομμουνιστές
«στρατιωτικούς συμβούλους», όπως ο Ταλιάτι (μελλοντικό ηγέτης του
Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας) και ο Βιντάλι. Οι άνδρες αυτοί κατάφεραν να
κάνουν το μικρό Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας πανίσχυρο. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο
Γκιράλ αντικαταστάθηκε απ’ τον Κουιρόγκα.
Στην πλειοψηφία τους οι «στρατιωτικοί σύμβουλοι» ήταν Ιταλοί. Ιταλική ήταν
και η ιδέα για συγκρότηση των «Διεθνών Ταξιαρχιών», μονάδων κάθε πεποίθησης και
ιδεολογίας που θα πολεμούσαν για τη δημοκρατία. Γρήγορα συγκροτήθηκαν δύο
ταξιαρχίες: η 11η και η 12η «Γκαριμπάλντι». Στις Ταξιαρχίες εντάχθηκαν πνευματικοί
άνθρωποι όπως ο συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Αντρέ Μαλρό, ο Τζορτζ Όργουελ,
αλλά και μη κομμουνιστές πολιτικοί, όπως ο Κάρλο Ροσέλι και ο Ραντόλφο Πακιάρντι.
Ο τελευταίος –ως διοικητής της ταξιαρχίας «Γκαριμπάλντι»- ήταν ανένδοτος
αντικομουνιστής που αργότερα διατέλεσε υπουργός σε πολλές ιταλικές κυβερνήσεις.
Γενικότερα πάντως, η πραγματική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία σταδιακά ήρθε
στην κατοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας.

42
43
Άνδρες των Διεθνών Ταξιαρχιών.

44
Τρεις σπουδαίοι άνθρωποι των γραμμάτων στις τάξεις των Διεθνών
Ταξιαρχιών: Ιλία Έρεμπουργκ, Έρνεστ Χάμινγουεϊ, Γκυστάβ Ρέγκλερ.

Ο Ε. Χέμινγουεϊ συνομιλεί με συμπολεμιστές του.

45
Γενικά, ο Ισπανικός Εμφύλιος ήταν πόλεμος που καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό
από εξωτερικές επιδράσεις. Γερμανοί, Ιταλοί, Ρώσοι, Γάλλοι και πολλές άλλες
εθνότητες αναμίχθηκαν ενεργά στη συγκεκριμένη σύρραξη καθορίζοντας κατά μεγάλο
μέρος την έκβασή της. Όταν για παράδειγμα οι Διεθνείς Ταξιαρχίες ηττήθηκαν, οι
Δημοκρατικοί έχασαν ακόμη και τις τελευταίες τους ελπίδες. Συνεπώς, για κάθε
πλευρά ο έξωθεν παράγοντας ήταν καθοριστικός.
Πως όμως θα πείθονταν όλοι αυτοί οι μαχητές να πεθάνουν σε μια ξένη χώρα;
Αυτό το ζήτημα ανέλαβαν οι υπηρεσίες προπαγάνδας της κάθε πλευράς. Οι εθνικιστές
παρουσιάστηκαν ως η συντηρητική δύναμη των επαγγελματιών στρατιωτών που
ανέλαβαν το έργο της υπεράσπισης της πατρίδας τους εναντίων του κομμουνισμού. Οι
κυβερνητικές δυνάμεις αντίθετα, προβλήθηκαν ως οι υποστηρικτές της δημοκρατίας, η
προοδευτική παράταξη των διανοούμενων και του λαού. Είναι αυτονόητο βέβαια πως
αυτές οι διακηρύξεις ελάχιστη σχέση είχαν με την πραγματικότητα.
Οι Ισπανοί ηγέτες στόχευαν σε διαφορετικούς συμμάχους. Οι δημοκρατικοί
επιζητούσαν τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και της μετριοπαθούς Γαλλίας
του σοσιαλιστή Λέον Μπλουμ. Επιπλέον, στηρίζονταν σε αριστερούς ή ανένταχτους
δημοκρατικούς που εντάσσονταν μαζικά στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Στις τάξεις των
τελευταίων μπορούμε να διακρίνουμε ανθρώπους των γραμμάτων όπως ο Έρνεστ
Χέιμινγουεϊ και ο Αντρέ Μαρλώ, οι οποίοι αποτέλεσαν ιδιαίτερα χρήσιμα όργανα
προπαγάνδας. Εκτός όμως από τους διανοούμενους, αρκετοί κεντρώοι
συστρατεύθηκαν με την αριστερά κυβέρνηση της Ισπανίας θεωρώντας τους εαυτούς
τους ως υπερασπιστές. του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως αναφέρθηκε, ο
διοικητής της μεραρχίας "Γκαριμπάλντι" αργότερα έγινε υπουργός σε
αντικομουνιστικές κυβερνήσεις της Ιταλίας. Τέτοιοι άνθρωποι σίγουρα δεν
πολεμούσαν με κριτήριο την ταξική πάλη, αλλά θεωρούσαν τη νόμιμα εκλεγμένη
κυβέρνηση ως πρόμαχο της δημοκρατίας εναντίον του αυταρχισμού. Η ένταξή τους
στις Διεθνείς Ταξιαρχίες οφειλόταν στην προβολή αυτού του σχηματισμού ως
δημοκρατικής δύναμης.
Πέρα όμως από τους δημοκρατικούς κεντρώους μαχητές η Σοβιετική Ένωση
αποτελούσε τον κύριο πόλο βοηθείας των κυβερνητικών. Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ

46
Στάλιν, στέλνοντας "εθελοντές" έδειξε να επιδιώκει την εξαγωγή του κομμουνισμού
εντός της Ευρώπης. Οι λόγοι που ώθησαν τον Στάλιν σε μια τέτοια βοήθεια ήταν
προφανείς: νίκη της κυβέρνησης έναντι των κινηματιών θα σήμαινε νίκη της αριστεράς
παράταξης έναντι των εθνικιστών, ακόμη όμως κι αν αυτό δεν συνέβαινε, τόσο η
Ιταλία όσο και η Γερμανία θα είχαν καθηλωθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε
ένα μέτωπο με ελάχιστη αντικειμενικά γεωπολιτική σημασία για αυτούς.
Ο επιτυχής προσεταιρισμός του Σοβιετικού ηγέτη στα ισπανικά ζητήματα
απαιτούσαν τον τονισμό των ιδεολογικών κοινών του με τους Δημοκρατικούς. Δεν
είναι τυχαίο πως αμέσως μετά την πρώτη σοβιετική αποστολή το Κομμουνιστικό
Κόμμα Ισπανίας (ΚΚΙ) γιγαντώθηκε εντός της κυβέρνησης, η οποία μοιραία
ριζοσπαστικοποιήθηκε. Μετά την οριστική ήττα του Λαϊκού Μετώπου στον πόλεμο,
πολλοί κομμουνιστές κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ. Ορισμένοι από αυτούς θεωρήθηκαν
προδότες του ιδεολογικού αγώνα και πέθαναν στα γκουλάγκ της Σιβηρίας.
Τελευταίος στόχος των Δημοκρατικών για υποστήριξη του αγώνα τους, ήταν η
Γαλλία. Την χώρα εκείνη κυβερνούσε αριστερός συνασπισμός υπό τον Λέον Μπλούμ.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στη Γαλλία διατηρούσε δεσμούς με την ισπανική αριστερά,
ενώ ιδίως τα κεντροαριστερά στελέχη του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου είχαν ιδιαίτερα
εγκάρδιες σχέσεις με Γάλλους υπουργούς. Με σκοπό τον προσεταιρισμό των Γάλλων,
πολιτικοί όπως ο Καμπαγιέρο ζήτησαν ανοιχτή υποστήριξη, προβάλλοντας μια
φιλελεύθερη αριστερή πολιτική. Η τεράστια εκστρατεία που στηρίχθηκε από αρκετούς
διανοούμενους είχε ένα στόχο: την προβολή της ισπανικής κυβέρνησης ως υπέρμαχου
και προστάτη της δημοκρατίας. Για τον μετριοπαθή γαλλικό λαό η επαναστατικότητα
ήταν μια απειλή, εκπορευόμενη μάλιστα από τη Σοβιετική Ένωση.
Παρά την όποια όμως διάθεση είχε η γαλλική κυβέρνηση τα μέσα της ήταν
πενιχρά. Με ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και έχοντας να αντιμετωπίσει τη
δυσπιστία των συντηρητικών συμμαχικών κυβερνήσεων, ο Μπλουμ ήταν πάντα σε
επισφαλή θέση. Επιπλέον, η χώρα του είχε πληγεί από την οικονομική κρίση με
συνέπεια ο γαλλικός στρατός να εμφανίζει σημάδια αποσύνθεσης. Αν εξαιρεθεί η
παροχή πολιτικού ασύλου και η μέτρια αποστολή εθελοντών, η Γαλλία ελάχιστα
βοήθησε την αριστερά κυβέρνηση της Ισπανίας. Εξάλλου, περίπου ένα έτος μετά την

47
εκλογική νίκη του, το Λαϊκό Μέτωπο του Μπλουμ δεν άντεξε τις πιέσεις και
οδηγήθηκε σε πτώση.

Ο Ιωσήφ Στάλιν.

48
Ο Λέον Μπλουμ.

Τον Δεκέμβριο έφτασαν στην Ισπανία και οι πρώτες ιταλικές ταξιαρχίες πεζικού.
Στο στράτευμα των στρατιωτικών κινηματιών περιλαμβάνονταν 50.000 Ιταλοί, 20.000
Πορτογάλοι, 15.000 Γερμανοί και 1.000 Ιρλανδοί. Συνολικά, ο Φράνκο είχε στη
διάθεσή του 210.000 επαγγελματίες στρατιώτες. Τον ισχυρότερο πυρήνα της δύναμής
του αποτελούσαν οι Μαροκινοί έφιπποι και οι «Μπαντέρας» της Tercio (Λεγεώνα των
Ξένων), οι οποίοι είχαν ως σύνθημα τη φράση του θρυλικού στρατηγού Μίλαν Άστρεϊ:
“viva la muerte!” (Ζήτω ο θάνατος!). Ο τελευταίος, στη διάρκεια των μαχών έναντι
των Μαροκινών ανταρτών, έχασε ένα μάτι, ένα χέρι κι ένα πόδι.
Ο Φράνκο πέρασε στην ηπειρωτική χώρα. Τον Αύγουστο ενώθηκε αρχικά με τον
Κέιπο δε Λιάνο και έπειτα -στις 14 του ίδιου μήνα- με τον Μόλα. Οι τρεις στρατηγοί
διέκοψαν την επικοινωνία της χώρας των Βάσκων με τη Γαλλία, στερώντας τη
δυνατότητα επικοινωνίας των δύο αριστερών κυβερνήσεων. Στις 4 Σεπτεμβρίου οι
στρατιωτικοί κατέλαβαν την Ταλαβέρα έπειτα από σκληρή μάχη και ο στρατηγός
Βαρέλα έσπευσε στο Αλκαζάρ ντε Τολέδο. Εκεί πολιορκούνταν, ήδη από τις πρώτες

49
μέρες της στρατιωτικής εξέγερσης, ο συνταγματάρχης Μασκάρντο, οποίος αρνήθηκε
να παραδοθεί ακόμη κι όταν εκβιάστηκε πως θα εκτελεστεί ο γιος του, πράγμα το
οποίο έγινε. Τελικά, ο Βαρέλα νίκησε 5.000 πολιτοφύλακες στη μάχη του Μπούργκος
κι έπειτα απελευθέρωσε το Αλκαζάρ στις 28 Σεπτεμβρίου. Ο Μασκάρντο
χρησιμοποιήθηκε έπειτα ως πολιτικό σύμβολο.
Την 1η Οκτωβρίου ο Φράνκο υπερίσχυσε έναντι του Μόλα, οριζόμενος ως
αρχηγός του κράτους και του στρατού. Στις 18 Νοεμβρίου αναγνωρίστηκε από την
ιταλική και τη γερμανική κυβέρνηση. Μέσα σε λίγους μήνες οι εθνικιστές κατέλαβαν -
μεταξύ άλλων- τις πόλεις Καντίθ, Κόρτνοβα και Τολέδο και ξεκίνησαν την πολιορκία
της Μαδρίτης. Στη Γρανάδα εκτέλεσαν τον ποιητή Γκαρθία Λόρκα που είχε καταφύγει
στο σπίτι του κουνιάδου του, σοσιαλιστή δημάρχου της πόλης.

Ο ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, θύμα του πολέμου.

50
Στην άλλη πλευρά, τα κυβερνητικά στρατεύματα, αν και πολυπληθέστερα
(310.000 μαχητές) ήταν ανοργάνωτα, δεν διέθεταν εμπειρία και εκπαίδευση, ενώ
ακόμη κι ο μετριότατος Φράνκο φάνταζε γίγαντας μπροστά στους περισσότερους από
τους αριστερούς στρατιωτικούς διοικητές της κυβέρνησης. Κατά τον Αντρέ Μαρλώ τα
στρατεύματα αυτά «ήξεραν να μάχονται αλλά όχι να πολεμούν». Οι πολιτοφύλακες,
άνδρες δίχως επαρκή εκπαίδευση, εκτελούσαν άριστα αστυνομικά καθήκοντα και
υπηρεσίες καταστολής, τους ήταν σχεδόν αδύνατο να εκτελέσουν τακτικά
σχεδιασμένες κινήσεις. Ήταν προφανές πως υστερούσαν στη σύγκριση, για
παράδειγμα, με τους επαγγελματίες στρατιώτες του Μαρόκο. Διέθεταν όμως μια
έντονη αίσθηση του καθήκοντος που είχαν αναλάβει, το οποίο δεν ήταν άλλο από την
υπεράσπιση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό τους
δημιούργησε αξιοπρόσεκτες μαχητικές αντοχές, καθώς εκτός από την έλλειψη
εκπαίδευσης είχαν συχνά να αντιμετωπίσουν την ανεπαρκέστατη στρατιωτική τους
ηγεσία. Οι άνθρωποι αυτοί διατήρησαν υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες τις θέσεις
τους, επί τρία σχεδόν έτη.
Στις 19 Οκτωβρίου ξεκίνησε η μάχη της Μαδρίτης. Η πόλη υπερασπιζόταν από
πολυάριθμα στρατεύματα, εφοδιαζόταν δε από τη Σοβιετική Ένωση. Στις συγκρούσεις
που ακολούθησαν μεταξύ των Ρώσων που υποστήριζαν την κυβέρνηση και των Ιταλών
που στήριζαν τους επαναστάτες, τα ρωσικά άρματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν
ενώ η κυβερνητική αεροπορία εκμηδενίστηκε από την Ιταλική του Έτορε Μούτι. Οι
συνθήκες ήταν ιδανικές για τους στρατιωτικούς.

51
Σοβιετικό άρμα μάχης Τ-26 στην Ισπανία.

Στις αρχές Νοεμβρίου ο Φράνκο αντίκριζε την πρωτεύουσα και οι στρατηγοί


Μόλα και Βαρέλα εισήλθαν στα προάστια της πόλης. Οι τέσσερις φάλαγγες της
εθνικιστικής επίθεσης ανάγκασαν σε διαφυγή της κυβέρνησης στη Βαλένθια. Ο
βραχύσωμος στρατηγός ευελπιστούσε σε μια υποστήριξη από την ίδια τη Μαδρίτη: την
περίφημη “πέμπτη φάλαγγα”. Η κατάληψη της πόλης όμως, ήταν μια πολύ δύσκολη
υπόθεση.
Η Μαδρίτη υπερασπιζόταν από τους 40.000 μαχητές του στρατηγού Μιάχα. Στη
θέση της κυβέρνησης υπήρχε μια «αμυντική χούντα» την οποία αποτελούσαν οι Ρώσοι
στρατηγοί Ιβάν Αντόνοβιτς Μπερζίν (διοικητής της NKVD) και Γιάκομπ Σμούκεβιτς
(διοικητής των σοβιετικών αεροπορικών δυνάμεων), ο Ιταλός Αντόνιο Βιντάλι, ο
στενός φίλος του Στάλιν, Ρώσος δημοσιογράφος Μιχαήλ Κολτσόφ και ο ίδιος ο
στρατηγός Μιάχα. Επιπλέον, στην πόλη έσπευσαν οι 3.500 Καταλανοί αναρχικοί του

52
Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι και ο κομμουνιστής Βαλεντίν Γκονζάλες («Ελ
Καμπεσίνο»). Η μοίρα των δύο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ο Ντουρούτι
διαφώνησε με τους Ρώσους «συμβούλους» και το σώμα του βρέθηκε στο μέσο μιας
μάχης. Σκοτώθηκε στις 21 Νοεμβρίου από «αδέσποτη σφαίρα». Ο Γκονζάλες ήταν
ένας γιγαντόσωμος αγρότης, ο οποίος αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή δεκάδων μαχών
του εμφυλίου. Μετά τον πόλεμο κατέφυγε στη Ρωσία, κατηγορήθηκε ως ένας απ’ τους
αντιφρονούντες και κλίστηκε σε γκουλάγκ. Από εκεί κατάφερε να δραπετεύσει στη
Γαλλία. Επέστρεψε στην Ισπανία μετά το θάνατο του Φράνκο.

Υπερασπιστές της δημοκρατικής κυβέρνησης μάχονται με οπλοπολυβόλο


τύπου Vickers.

Εκτός από τους παραπάνω, στο μέτωπο προωθήθηκαν γυναικεία τάγματα που
οργανώθηκαν από την «Πασιονάρια». Ο φόβος έπαιρνε την πιο βίαιη μορφή του αφού
η πόλη βρισκόταν σε καθεστώς πολιορκίας. Οι ύποπτοι “φαλαγγίτες” εκτελούνταν μαζί
με τις οικογένειές τους, με συνοπτικές διαδικασίες. Στις φυλακές της Μαδρίτης

53
εκτελέστηκαν άνω των 1.000 πολιτικών κρατουμένων. Καθοδηγητής των εκτελεστικών
αποσπασμάτων ήταν ο μελλοντικός σοβιετικός στρατάρχης Κονσταντίν Ροκόσοφσκυ,
ο διοικητής της μιας από τις τρεις στρατιές που θα βαδίσουν αργότερα (κατά τον Β’
Π.Π.) στο Βερολίνο. Παρόμοιες τακτικές ακολουθούσαν και οι εθνικιστές: ήταν
πρακτικά σχεδόν απίθανο να μην εκτελούσαν όποιον αντίπαλό τους έπεφτε στα χέρια
τους. Το αποτέλεσμα των ωμοτήτων ήταν να διεξάγεται ένας αγώνας μέχρις εσχάτων,
στον οποίο ο νικητής δεν θα έδειχνε κανένα έλεος στον ηττημένο.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση διεξήχθη στην πανεπιστημιούπολη μεταξύ της 11ης
και της 12ης Διεθνής Ταξιαρχίας και των εθνικιστών, βοηθουμένων από ιταλικά
βομβαρδιστικά και τη μεραρχία «Κόνδωρ» που έβαλλε έναντι στρατιωτικών στόχων
της πόλης. Ωστόσο, η πολιορκία έληξε ανεπιτυχώς το Δεκέμβριο του 1936, παρότι οι
μάχες στην περιοχή κράτησαν ως τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Τον μήνα αυτόν
διεξήχθη η μάχη της Γουαδαλαχάρα όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις κράτησαν τις
θέσεις τους παρά τις τεράστιες απώλειες. Η νίκη την ευκαιρία προπαγάνδας στην
καταρρακωμένη κυβέρνηση.

Σκηνή μάχης του πολέμου.

Ο Φράνκο, επικρινόμενος από τους συμμάχους του και υπό το φόβο για διακοπή
της βοήθειάς τους αποφάσισε να οργανώσει μια κυκλωτική κίνηση, κινούμενος αρχικά

54
έναντι των αποκομμένων -ήδη απ’ το Σεπτέμβριο του 1936- Αστουριανών και
Βάσκων. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων σκοτώθηκε σε αμφισβητούμενο
αεροπορικό δυστύχημα ο -παραγκωνισμένος μα πάντα επικίνδυνος για την ανάληψη
της εξουσίας- στρατηγός Μόλα.
Οι φρανκικές δυνάμεις των 60.000 ανδρών κινήθηκαν έναντι των 45.000 Βάσκων
του διάσημου από τη μάχη της Βαρκελώνης, στρατηγού Λιάνο δε λα Ενκομιένδα. Οι
Βάσκοι δεν ήταν αριστεροί, αλλά συντηρητικοί καθολικοί. Έχοντας όμως πάρει την
άδεια της αριστερής κυβέρνησης για συγκρότηση ανεξάρτητης δημοκρατίας,
κατανοούσαν πως η επικράτηση των στρατιωτικών θα σήμαινε το τέλος αυτής της
ανεξαρτησίας. Αυτός ο φιλοπόλεμος λαός λοιπόν, που αιώνες πριν είχε αναγκάσει στο
χωριό Ρονθεσβάγιες τον Καρλομάγνο στην μοναδική του ήττα, αντιστάθηκε με όλες
τους τις δυνάμεις στους στρατιωτικούς.
Η έναρξη των εχθροπραξιών στο βορρά ξεκίνησε με την καταστροφή της πόλης
Γκουέρνικα από τους Γερμανούς της μεραρχίας «Κόνδωρ», στις 26 Απριλίου 1937. Η
πόλη αυτή δεν ήταν στρατιωτικός στόχος, αλλά η αρχαία ιερή πόλη των Βάσκων.
Κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, οι βασιλείς τους ορκίζονταν να σέβονται την
ελευθερία. Η ισοπέδωση των κτιρίων και οι 1.700 νεκροί και 900 τραυματίες μέσα σε
τρεις ώρες από τα κύματα επιθέσεων των γερμανικών αεροσκαφών, αποδίδονται ως
ένα απλό πείραμα των Γερμανών. Ο ίδιος ο Χέρμαν Γκέρινγκ -διοικητής της
Luftwaffe- ομολόγησε στη δίκη της Νυρεμβέργης πως: «θέλαμε να διαπιστώσουμε την
αντίδραση του διαδοχικού βομβαρδισμού στο ηθικό των πολιτών» !

55
Η «Γκουέρνικα» του Πικάσο.

Στο κυβερνητικό στρατόπεδο πάλι, επικρατούσε πλήρης διάσπαση. Οι


κομμουνιστές συγκρούστηκαν με τους αναρχικούς στη Βαρκελώνη, την περίοδο 3-7
Μαΐου 1937. 400 αναρχικοί -και άλλοι αντιφρονούντες- δολοφονήθηκαν, μεταξύ
αυτών ο τροτσκιστής Αντρές Νιν και ο Ιταλός αναρχικός και ηγέτης της
«αντιφασιστικής αναρχικής αντίστασης», Καμίλο Μπερνέρι. Τα γεγονότα αυτά
οδήγησαν στην παραίτηση του Καμπαλιέρο και τη διαδοχή του απ’ τον Χουάν Νεγρίν.

56
Οι πρώην σύμμαχοι συγκρούονται στη Βαρκελώνη.

Παράλληλα η βοήθεια στον Φράνκο αυξανόταν συνεχώς. Ήδη μετά την


κατάληψη της Μάλαγα στις 8 Φεβρουαρίου, στην Ισπανία στάλθηκε η ιταλική
μεραρχία «Λιτόριο». Οι Αμερικάνοι, εξασφαλισμένοι πίσω από την πολιτική
ουδετερότητά τους εφοδίαζαν τους εθνικιστές με πετρέλαιο, το οποίο χαρακτήριζαν ως
μη πολεμικό υλικό. Σημαντική βοήθεια ερχόταν επίσης από τον Πορτογάλο δικτάτορα
Σαλαζάρ.
Στα πεδία των μαχών, στις 19 Ιουνίου 1937 ο στρατηγός Ντάβιλα εισήλθε στο
Μπιλμπάο και στις 26 Αυγούστου τρεις ιταλικές μεραρχίες κατέλαβαν το Σανταντέρ,
το οποίο ερήμωσαν με συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Στις 21 Οκτωβρίου ο
Φράνκο διέλυσε την αντίσταση στις Αστουρίες, κυριεύοντας τη Χιχόν.

57
Ιταλοί σύμμαχοι του Φράνκο παρελαύνουν.

58
Στα τέλη του έτους, ενώ ο Ισπανός στρατηγός ουσιαστικό είχε πετύχει την
κύκλωση της Μαδρίτης, 100.000 πολιτοφύλακες έσπευσαν να τον σταματήσουν στο
Τερουέλ. Ακολούθησε μια άγρια σφαγή 60 ημερών, με συνεχείς καταλήψεις και
ανακαταλήψεις. Τελικά ο Φράνκο υπερίσχυσε στις 22 Φεβρουαρίου 1938. Στη μάχη
σκοτώθηκαν περίπου 20.000 πολιτοφύλακες.
Μετά το Τερουέλ, η μόνη ισχυρή δύναμη που έμενε να σταματά τους εθνικιστές
από την ολοκληρωτική επικράτηση ήταν οι Διεθνείς Ταξιαρχίες. Η τελική αναμέτρηση
των δύο αντιπάλων δόθηκε κοντά στον ποταμό Έβρο, μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου
του 1938. Τελικά, έπειτα από σκληρούς αγώνες, οι Ταξιαρχίες οδηγήθηκαν σε άτακτη
υποχώρηση στη Γαλλία. Ουσιαστικά η έκβαση αυτής της φονικής μάχης προδίκαζε
όλες τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν.

Οι πρώτοι πρόσφυγες καταφθάνουν στη Γαλλία.

Το 1938 ήταν καθοριστικό έτος για τους Δημοκρατικούς όχι μόνο λόγω των
αλλεπάλληλων στρατιωτικών τους ηττών, αλλά και επειδή η ΕΣΣΔ σταμάτησε να τους

59
παρέχει βοήθεια. Ο Στάλιν βλέποντας πως είχε να κάνει με ένα παιχνίδι που αργά ή
γρήγορα θα χανόταν, αποφάσισε να ξεφύγει από την απομόνωση που του επέβαλλαν οι
ευρωπαϊκές δυνάμεις απευθυνόμενος στον μεγαλύτερο ιδεολογικό του αντίπαλο: τον
Αδόλφο Χίτλερ. Επιθυμώντας μάλιστα να αποκομίσει τα μέγιστα οφέλη από αυτή τη
συμμαχία (η οποία κατέληξε στο Σύμφωνο Ρίμπερντροπ-Μολότοφ) προτίμησε να
θυσιάσει την Ισπανία σε μια ένδειξη καλής θέλησης προς τους Γερμανούς.
Τον Δεκέμβριο του 1938 οι δυνάμεις του Φράνκο επιτέθηκαν στην Καταλονία. Η
Βαρκελώνη, διασπασμένη από τις συγκρούσεις των υπερασπιστών της, έπεσε εύκολα
στις 26 Ιανουαρίου 1939. Ο Ιταλός στρατηγός Γκαστόνε Γκαμπάρα που την κατέλαβε,
αντίκρισε στους δρόμους μόνο πτώματα. Την ημέρα εκείνη ο Μουσολίνι εκφωνούσε με
μεγαλομανές ύφος στην Πιάτσα Βενέτσια της Ρώμης, μπροστά σε 200.000 Ιταλούς:
«Έλεγαν “Δεν θα περάσετε!”, αλλά περάσαμε!». Λίγες μέρες αργότερα έπεσαν η
Χερόνα και το Φιγέρας.
Ο πόλεμος είχε πρακτικά τελειώσει αν και οι μάχες εξακολουθούσαν. Στις 28
Φεβρουαρίου, η Αγγλία και η Γαλλία αναγνώρισαν τον Φράνκο. Η κυβέρνηση του
Νεγρίν διαθέτοντας 400.000 άνδρες έμεινε στη Βαλένθια, απ’ όπου όμως διέφυγε στις
5 Μαρτίου. Την προηγούμενη ημέρα πληροφορήθηκε πως ο στρατιωτικός
Σεγκισμούντο Καζάντο δημιούργησε χούντα στη Μαδρίτη για να διαπραγματευθεί την
κατάπαυση του πυρός με τον Φράνκο, με σκοπό «να αποφευχθεί η καταστροφή». Οι
πρώην κυβερνητικοί ηγέτες εγκατέλειψαν τη χώρα. Στη Γαλλία κατέφυγαν ο
στρατηγός Μιάχα (στο Οράν) και ο Νεγρίν (Παρίσι), ενώ στη Ρωσία η «Πασιονάρια»,
ο «Ελ Κομπεσίνο» και ο στρατηγός Μπαρθέλο.
Στις 28 Μαρτίου οι οπαδοί του Φράνκο κατέλαβαν τη Μαδρίτη. Στις 30 και τις 31
έπεσαν τα τελευταία προπύργια της έκπτωτης κυβέρνησης, το Αλικάντε, η Βαλένθια, η
Αλμερία, η Μουρσία και η Καρταχένα. Ο Φράνκο συνέλαβε 30.000 αιχμαλώτους τους
οποίου απελευθέρωσε, με εξαίρεση τους επαγγελματίες στρατιωτικούς οι οποίοι
εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Στις 31 Μαρτίου ο Πάπας Πίος ο ΙΒ’ του
έγραφε: «Υψώνοντας τη ψυχή μας στο Θεό, ευχαριστούμε την Εξοχότητά Σας για τη
νίκη της καθολικής Ισπανίας»81. Την επόμενη μέρα ο Ισπανός στρατηγός δήλωσε πως
οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν τερματιστεί.

60
1939. Οπαδοί του Φράνκο πανηγυρίζουν.

61
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η 1η Απριλίου 1939 σήμαινε το τέλος του Ισπανικού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός
δεν ήταν εμφύλιος ή τουλάχιστον δεν εξελίχθηκε ως τέτοιος. Τον Φράνκο και τους
εθνικιστές βοήθησαν Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικάνοι (με οχήματα και πετρέλαιο), οι
Πορτογάλοι του Σαλαζάρ, μέχρι και 1.000 Ιρλανδοί. Η αριστερή κυβέρνηση
βοηθήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και σε μικρότερο βαθμό απ’ το Μεξικό και τη
Τσεχοσλοβακία, ενώ οι Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν μια πολυεθνική δύναμη από Ιταλούς,
Αμερικάνους, Γερμανούς, Έλληνες, Πολωνούς και δεκάδες άλλες εθνότητες. Συνεπώς,
η συγκεκριμένη σύρραξη δίχασε ολόκληρο τον κόσμο, όχι απλά ένα μικρό κράτος της
Μεσογείου.

Μέλη των Διεθνών Ταξιαρχιών

Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών έλαβαν χώρα άπειρες πράξεις άμετρης βίας.
Ο αριθμός των θυμάτων είναι αμφισβητήσιμος (από 300.000 ως 1.000.000 νεκροί),
αλλά οπωσδήποτε πολύ μεγάλος. Σημειώθηκαν χιλιάδες βιασμοί, εν ψυχρώ εκτελέσεις
αμάχων ή αιχμαλώτων, πυρπολήσεις ιστορικών μνημείων. Βασισμένος στις ακρότητες

62
της Καθολικής Εκκλησίας υπό την παπικής εξουσία (η Ισπανία ήταν κάποτε κέντρο της
Ιεράς Εξέτασης) και στον πλούτο που την έκανε , ο αντικληρικισμός πήρε πρωτοφανείς
μορφές.

Θύματα του πολέμου.

Η συμβολική εικόνα των πολιτοφυλάκων της Μαδρίτης που πυροβολούσαν το


άγαλμα του Χριστού του Λυτρωτή, η καταστροφή της Γκουέρνικα που αποτυπώθηκε
στο ομώνυμο έργο του Πικάσο, η σύγκρουση αναρχικών-κομουνιστών στη Βαρκελώνη
που έμεινε στην ιστορία από το λογοτεχνικό έργο του Όργουελ και οι φωτογραφίες των
εν ψυχρώ εκτελέσεων από τους εθνικιστές, αποτελούν συνώνυμα της βαρβαρότητας
και αποτυπώθηκαν από την τέχνη στη συλλογική μνήμη.

63
Νεαροί Ισπανοί Φαλαγγίτες μαζί με μέλη της χιτλερικής νεολαίας, σε επίσκεψή
τους στη Γερμανία.

Ο Φράνκο εγκαθίδρυσε μια μακροχρόνια δικτατορία ως τον θάνατό του, το 1975.


Αριστεροί που κατέφυγαν στη Γαλλία και προσπάθησαν να επιστρέψουν εκτελέστηκαν
άμεσα. Το σημαντικότερο όμως σ’ αυτή την αναμέτρηση δεν ήταν το πολιτικό
αποτέλεσμα, αλλά οι εμπειρία που αποκομίστηκε σε επίπεδο στρατιωτικής τακτικής.
Λίγους μήνες μετά τη λήξη του πολέμου στην Ισπανία, οι πρωταγωνιστές του
ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εμπειρίες της
μεραρχίας «Κόνδωρ» στους βομβαρδισμούς πόλεων, αποτελούν μια επικίνδυνη
κληρονομιά γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν. Στον πόλεμο αυτό πάντως, η Ισπανία δεν
στήριξε τους παλαιούς συμμάχους της και ο Φράνκο ψύχρανε σχεδόν αριστοτεχνικά τις
σχέσεις του με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι.
Συμπερασματικά, το τέλος του Ισπανικού Πολέμου σήμανε μόνο μια αρχή για
την Ισπανία, δίχως ωστόσο να επηρεάζει τις γενικότερες γεωπολιτικές ισορροπίες. Στη

64
χώρα της Ιβηρικής εγκαθιδρύθηκε ένα προσωποπαγές συντηρητικό κράτος,
απομονωμένο από φίλους και εχθρούς. Ο Φράνκο διατήρησε την εξουσία για περίπου
τριάντα χρόνια, ως δηλαδή τον θάνατό του. Στην Ευρώπη, ο Χίτλερ είχε ήδη κάνει μια
επίδειξη δύναμη και ο Μουσολίνι κέρδισε επιτέλους τις πρώτες του δάφνες. Ένα
αρειμάνιο κλίμα γενικεύτηκε στο εσωτερικό των δύο κρατών τους, πράγμα απαραίτητο
για τη διεξαγωγή του επερχόμενου πολέμου. Η Ισπανία ήταν απλώς η αρχή. Η
συνέχεια θα ήταν εξίσου αιματηρή.

Εκτέλεση αιχμαλώτου από τους στρατιωτικούς.

65
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 Luciano Garibaldi: «Οι Πόλεμοι του 20ου Αιώνα», εκδόσεις «Πήγασος
Εκδοτική», Αθήνα 2009.
 Ruggiero Romano: «Το Χρονικό των Μεγάλων Επαναστάσεων» του (το
κεφάλαιο «ο Φαλαγγιτισμός» του Giorgio Rovida), εκδόσεις «Άλμπατρος»,
Αθήνα 1981
 P. Preston: «Franco», «Fontana Press», London 1993
 Τζορτζ Όργουελ, «Homage to Catalonia», Penguin Books, London 2000.
 Antony Beevor: «The Spanish Civil War», Penguin, London 2001.
 Stanley Payne: «The Spanish Civil War, the Soviet Union, and
Communism», Yale University Press, London 2004
 Gerald Brenan: «The Spanish labyrinth: an account of the social and
political background of the Civil War», Cambridge University Press,
Cambridge 1990.
 «Στρατιωτική Ιστορία», τεύχος 98 (το άρθρο «ΑΛΘΑΜΙΕΝΤΟ» του Κ.
Τσοπάνη), εκδόσεις «Περισκόπιο», 2004.
 Paul Preston: «Comrades: Portraits from the Spanish Civil War»,
HarperCollins, London 1999
 Paul Preston: «The Spanish civil war. Reaction, revolution and revenge»,
Harper Perennial, London 2006.

66
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σελ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5

Η ΙΣΠΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ 9

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ 13

«ΑΛΘΑΜΙΕΝΤΟ» 18

Ο ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 39

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 62

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 66
νέο e-book

24grammata.com
σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 164

You might also like