You are on page 1of 100

 

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

*
ΜΑΤΙ ΦΩΣΦΟΡΟ, ΚΟΥΜΑΝΤΟ ΓΕΡΟ
Διηγήματα, «Ιανός», 1989 – Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992
Η ΨΙΧΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΑΒΙΑΣ
Διηγήματα, «Τραμ», 1990
Η ΣΤΕΝΩΠΟΣ ΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992
ΠΑΛΙ ΚΕΝΤΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996
ΑΚΡΙΑΝΗ ΛΩΡΙΔΑ – Η ΨΙΧΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΑΒΙΑΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
ΣΑΒΒΑΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Λεύκωμα, «Ζαρζώνη», 2000
ΓΕΡΝΑΩ ΕΠΙΤΥΧΩΣ
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2000
«ΟΥΖΕΡΙ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ»
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2001 – Εκδόσεις Πατάκη, 2013
ΕΠΙ ΨΥΛΛΟΥ ΚΡΕΜΑΜΕΝΟΣ
Διηγήματα, Κέδρος, 2003
ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006
ΟΛΑ ΒΑΙΝΟΥΝ ΚΑΛΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΣ
Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2008
ΜΕΤΑΞΥ ΣΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΙΑΚΜΟΝΟΣ
Διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα, 2009
ΠΕΡΙΠΟΛΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ ΤΥΡΒΑΖΩ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2011
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2014
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΥΧΤΑΣ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016
ΤΑ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016
ΝΤΕΠΟ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2017
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2018
CASA ΜΠΙΑΦΡΑ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2019
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και
ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός,
μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Eκδόσεις Πατάκη – Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία


Πεζογραφία – 502
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων
Yπεύθυνος έκδοσης: Kώστας Γιαννόπουλος
Yπεύθυνος ψηφιακής έκδοσης: Νίκος Βένιος
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Θανάσης Γεωργίου
Copyright© Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ (Eκδόσεις Πατάκη)
και Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Aθήνα 2021
Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Απρίλιος 2021
Κ.Ε.Τ. Δ559 • Κ.Ε.Π. 237/21 • ISBN 978-960-16-9590-7
Πρώτη ψηφιακή έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Μάιος 2021
Κ.Ε.Τ. Δ560 • ISBN 978-960-16-9658-4

ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ,


ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600, ΦΑΞ: 210.36.50.069
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078
ΥΠΟΚ/ΜΑ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ – ΠΕΡΙΟΧΗ Β´ ΚΤΕΟ), 57009 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Τ.Θ. 1213,
ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, 2310.75.51.75, ΦΑΞ: 2310.70.63.55
Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr
Μνήμη πατρός Θωμά
και θείου Μήτσου
Το πανηγύρι είναι τρανό κι ο τόπος είναι λίγος.
Δημώδες της Βέροιας
 
 
 
Προεδρική Φρουρά

Σ ΤΕΚΟΜΑΙ ΕΞΩ, στην Ηρώδου του Αττικού – μεσημεράκι με ξαφνική λιακάδα


του Δεκεμβρίου. Παραμονές Χριστουγέννων, κατά τις δώδεκα. Κόσμος
συρρέει συνέχεια από παντού για να θαυμάσει το σαράντα μέτρα ύψος
χριστουγεννιάτικο δέντρο που έστησε ο δήμαρχος Αθηναίων. Ξαφνικά βλέπω
απέναντι, από μακριά, να έρχεται η τριάδα των τσολιάδων της Προεδρικής Φρουράς
για την αλλαγή βάρδιας στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, που γίνεται ανά
μία ώρα. Προηγείται ο δεκανέας αλλαγής και πίσω του οι τρεις εύζωνοι. Και οι
τρεις πανύψηλοι, δίμετροι, αρρενωποί, μυστακοφόροι, άκαμπτοι. Είναι ντυμένοι
ομοιόμορφα με τον περίφημο χειμερινό ντουλαμά, φέσι με φούντα-φουστανέλα-
τσαρούχι, κατά το πρότυπο της στολής του Παύλου Μελά. Κρατούν άψογα επ’ ώμου
από ένα τυφέκιο «M-1». Έρχονται με το κλασικό αγέρωχο περπάτημα, το αργό
σήκωμα-λύγισμα του γονάτου και μετά το δυνατό, καρφωτό χτύπημα του
τσαρουχιού στο οδόστρωμα. Κάθε ζεύγος τσαρούχια έχει ατσάλινες πρόκες στις
γουρουνόσολες και ζυγίζει τρία κιλά. Ξέρω ότι ο τσολιάς σ’ αυτή την απαρέγκλιτη
διαδρομή δεν σταματάει πουθενά και δεν τον σταματάει τίποτα. Τραβάει κατευθείαν
μπροστά, παίρνοντας αμπάριζα οποιονδήποτε και οτιδήποτε είναι στον δρόμο του,
ανθρώπους, καρέκλες ή άλλα εμπόδια, μέχρι να φτάσει στο φυλάκιο. Δεν
παρεκκλίνει ούτε μισό πόντο από την προδιαγεγραμμένη πορεία του, τον λεγόμενο
τσαρουχόδρομο. Βλέπω, όμως, όλο και πιο πολύ κόσμο να μαζεύεται λόγω του
χριστουγεννιάτικου δέντρου· τα αυτοκίνητα καβάλησαν τα ρείθρα και έχουν
παρκάρει παράνομα πάνω στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου του Αττικού, ακριβώς στη
γραμμή διαδρομής των ευζώνων. Με πιάνει άγχος – τι θα κάνει, άραγε, ο δεκανέας;
Ο κόσμος παραμερίζει με σεβασμό και το άγημα πλησιάζει κατευθείαν προς τα
αυτοκίνητα, όλο και σιμώνει. Φτάνοντας μπροστά στα παράνομα παρκαρισμένα
οχήματα, και οι τρεις εύζωνοι δεν διστάζουν ούτε δευτερόλεπτο· τραβούν ευθεία,
ανεβαίνουν με τα τσαρούχια τους το ίδιο άκαμπτοι και αγέρωχοι πάνω στα καπό και
στους ουρανούς των αυτοκινήτων, κατεβαίνουν και ανεβαίνουν στα επόμενα. Πάντα
με τον ίδιο ρυθμό και το ίδιο βήμα, τσαλακώνοντας τις λαμαρίνες, σπάζοντας
παρμπρίζ και καπό, τσακίζοντας πορτμπαγκάζ, προβαίνουν ανέκφραστοι, περήφανοι
σαν αλβανομάχοι τσολιάδες που ορμούν να καταλάβουν πάση θυσία το μαρτυρικό
ύψωμα 731 της Τρεμπεσίνας. Θρυμματίζουν τζάμια με τον ίδιο διασκελισμό του
πεπρωμένου, ανεπηρέαστοι, ανέγγιχτοι, ακολουθώντας τη διαταγή: Δεν
παρεκκλίνουμε ποτέ, πουθενά, για κανέναν και για τίποτε. Γύρω τους εκατοντάδες
άλλοι τρελοί Έλληνες που έχουν μαζευτεί βλέπουν τις αναπόφευκτες ζημιές που
κάνουν οι εύζωνοι στα αυτοκίνητα, τη μοιραία τους διαδρομή, και αυθόρμητα,
ασυναίσθητα, τους χειροκροτούν με ενθουσιασμό και με μια πίστη που έρχεται από
πολύ μακριά, απ’ τα βάθη ενός δικού τους, παλιού, ηρωικού θανάτου.
 
 
 
Η ώρα της Μπέντια

Χ ΩΝΩ ΤΟ ΣΚΥΛΙ, την Μπέντια, που ήδη τρέμει και αιμορραγεί από πίσω, στη
θέση του συνοδηγού, δίπλα μου, κάτω στο τσολάκι, όπου χωράει ίσα ίσα,
με το ζόρι. Βάζω μπρος, ανάβω φώτα και αλάρμ και ξεκινώ με μπαντιές και
σπινιαρίσματα να προλάβω, να προλάβω να τη σώσω.
Ήταν δύο ετών, πριν από δεκαέξι χρόνια, όταν η Μπέντια θεραπεύτηκε απ’ τον
καρκίνο που είχε στη μήτρα. Την πάω, μια μέρα, εκείνη την εποχή, στην
«Κτηνιατρική», την εξετάζει ο γιατρός και μου λέει:
—Η μήτρα είναι πια πεντακάθαρη και μπορεί το ζώο ακόμα και να γεννήσει, να
κάνει σκυλάκια.
Δεν τον πίστεψα. Αλλά από τότε η Μπέντια έκανε εφτά γέννες, δεκάδες κουτάβια.
Πριν από δυο μήνες, στα δεκαοχτώ της, γριά πλέον, ξαναέμεινε έγκυος από ένα
τεράστιο λευκό, καναδέζικο λυκόσκυλο. Είναι πια πολύ γερασμένη και βλέπω
σήμερα το πρωί από πίσω της να κρέμεται ένα μωρό. Έφτασε η ώρα, όμως λόγω
ηλικίας δεν είχε τη μυϊκή δύναμη να ολοκληρώσει τους τοκετούς. Πανικοβλήθηκα,
δεν ήξερα τι να κάνω. Και μια και δυο, φοράω γάντια λατέξ και πάω κι αρχίζω και
της τραβάω απαλά το κουτάβι. Το βγάζω σιγά σιγά και το περιλαβαίνει αυτή, του
κόβει τον λώρο, το πλένει, το σφουγγίζει, το γλείφει και το κάνει πεντακάθαρο – ένα
υπέροχο, κανελί σκυλάκι. Γέννησε αμέσως μετά, ένα ένα, με την ίδια διαδικασία,
άλλα τέσσερα· της τα τράβηξα απαλά από πίσω, με προσοχή, και όλα βγήκαν
υγιέστατα.
Νόμιζα πως ησύχασε, πως τελειώσαμε. Αλλά, νυχτώνοντας, γύρω στις δέκα το
βράδυ, βλέπω να έχει βγει το κεφαλάκι από ένα ακόμα μωρό, το τελευταίο, που
όμως κρέμεται, φαίνεται νεκρό, πεθαμένο. Τι να κάνω; Να το πιάσω και να το
τραβήξω δεν μπορώ. Με τίποτε – φοβάμαι μήπως μείνει κάποιο κομμάτι μέσα και
μου πεθάνει κι η σκύλα. Ψάχνω με άγχος, σαν τρελός, στον κατάλογο και βρίσκω
μια κτηνίατρο που διανυκτερεύει, στην περιοχή Ευκλείδη.
Βάζω λοιπόν άρον άρον την Μπέντια στο αυτοκίνητο –σ’ εκείνο το μνημειώδες
«Φολκς Βάγκεν-κατσαρίδα»– και ξεκινώ με φούρια, γεμάτος άγχος. Την πάω
ολοταχώς, κορνάροντας διακεκομμένα, με αναμμένα τα αλάρμ και όλα τα φώτα,
μέσα έξω, τρέχοντας, περνώντας κίτρινα φανάρια, κόκκινα φανάρια, κάνοντας τρελές
προσπεράσεις και παραβιάσεις, λες και τρέχω στο μαιευτήριο μιαν ετοιμόγεννη
γυναίκα που της σπάσαν τα νερά.
Ρίχνω μια ματιά στο καντράν – η ώρα πλησιάζει έντεκα τη νύχτα. Η σκύλα δεν
φαίνεται στα καλά της, τρέμει, με κοιτάζει ανήσυχα, ικετευτικά, και βλέπω,
στιγμιαία, κλεφτά, όπως είναι ξαπλωμένη κάπως πλάγια, το κεφαλάκι του μωρού να
κρέμεται σαν βγαλμένο, λίγο, ελάχιστα. Και αίμα.
Φτάνω έξω απ’ το ιατρείο, παρκάρω στραβά, όπως όπως, και βγάζω την Μπέντια,
την αρπάζω και την πάω σηκωτή, στην αγκαλιά, αν και είναι πολύ βαριά, στο
ιατρείο που είναι στον πρώτο όροφο ανεβαίνοντας απευθείας απ’ τις σκάλες – η μέση
μου έχει ήδη πιαστεί κι έχω φτάσει λαχανιασμένος, ιδρωμένος, ξέπνοος έξω απ’ την
πόρτα.
Η γιατρός βάζει επειγόντως την Μπέντια στον μεταλλικό πάγκο του ιατρείου, της
κάνει μια ένεση για να προκαλέσει σύσπαση στη μήτρα και στους μυς, ώστε να
μπορέσει να σπρώξει έξω μόνη της το μωρό. Πράγματι, αυτή αρχίζει να συσπάται
σπασμωδικά και σιγά σιγά, με τη βοήθεια της γιατρού, βγάζει επιτέλους, πολύ
δύσκολα, γλιστρώντας το κουτάβι, που φαίνεται να είναι μάλλον λευκό κι απλώνεται
χαλαρό, ακίνητο, χωρίς να αναπνέει, πάνω στον πάγκο.
Η γιατρός ψαύει το κουταβάκι με το χέρι, το ακροάζεται πολύ προσεκτικά,
επίμονα, με τα ακουστικά και μου λέει:
—Το μωρό, δυστυχώς, δεν έχει σφυγμό, έχει πεθάνει, αλλά η σκύλα είναι μια
χαρά. Σώθηκε. Γλίτωσε.
Δεν πρόλαβε να το πει και γυρίζει η γριά Μπέντια και περιλαβαίνει με τη γλώσσα
της το ακίνητο νεογέννητο. Πλάτσα-πλούτσα, του αρχίζει μαλάξεις στο στήθος,
στους πνεύμονες, στον λαιμό, στην κοιλιά, παντού. Το γυρίζει ανάποδα, το
ξαναγυρίζει, συνεχίζοντας να το γλείφει σταθερά, με δύναμη, με επιδεξιότητα, με
ζήλο. Επίμονα, ασταμάτητα, με μια περίεργη πίστη. Δεν περνάει ενάμισο λεπτό και
το κουτάβι, ξαφνικά, ανοίγει το στόμα του, σαν μωρό που χασμουριέται, και παίρνει
μιαν ανάσα. Κι ύστερα άλλη μια. Και η σκύλα συνεχίζει να το γλείφει και η γιατρός
βουρκώνει, και μετά αρχίζει να κλαίει βουβά, με πνιχτούς λυγμούς, και σε λίγο το
μικρό σκυλάκι ανασταίνεται, πατάει για λίγο, ζαβά, τα ποδαράκια του. Αναπνέει
κανονικά, ανοίγει το στόμα του, τυφλό ακόμα, με τα μάτια κλειστά, ταλαντεύεται,
μια από δω, μια από κει, μισοόρθιο και ξαναπέφτει πλάγια – η Μπέντια του κόβει
τον λώρο με τα δόντια της και τον τρώει. Ύστερα ξαναρχίζει με τη γλώσσα της να
το καθαρίζει επιμελώς, πόντο πόντο, σχολαστικά, απ’ τα αίματα και τα υγρά και
αποκαλύπτεται σιγά σιγά ένα γεροδεμένο, κατάλευκο κουτάβι – σαν νυφούλα. Το
αφήνει η σκύλα, εξουθενωμένη πια, και κάθεται, μισοξαπλώνει πλάγια. Αυτό σε λίγο
ανασηκώνεται κάπως, τρέμοντας, στα ποδαράκια του και σπεύδει σερνάμενο πέρα
δώθε, πέσε σήκω, στα τυφλά, αποπροσανατολισμένο, έρπει ενστικτωδώς,
σπασμωδικά, μυρίζοντας με αγωνία, και ψάχνει και βρίσκει σιγά σιγά, απ’ την
οσμή, στην κοιλιά της μάνας του, επιτέλους, τον μαστό, έναν μαστό, και τον αρπάζει
με το στόμα λαίμαργα.
 
 
 
Ξαναμοντάροντας τα φτερά

Στον Νίκο Στρουθόπουλο

Ε ΔΩ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ είναι, που λέμε, το Εσκί Ντελίκ. Η Τρίτη Πορτάρα, το


Τέρμα ή Ακρόπολις. Μόλις περάσεις την Πορτάρα και κατεβείς την
κατηφόρα, βρίσκεσαι στο ρέμα – έτσι το λέγαμε γιατί είχε μια πηγή μεγάλη, πιο
ψηλά, απ’ όπου κατέβαινε το νερό κι έφτιαχνε ρυάκι. Παρακάτω είναι η Δροσιά,
όπου υπήρχε μια γεφυρίτσα ξύλινη κι αποπάνω της περνούσαν μόνο τα κάρα. Και το
ρέμα συνέχιζε, στα εκατό μέτρα η περιοχή λεγότανε Καβάκια. Πιο κάτω είχε ακόμα
ένα γεφυράκι και απ’ τον δρόμο τον κεντρικό υποτίθεται –χωματόδρομος ήτανε–
περνούσες απέναντι. Εκεί βρισκόταν σκεπασμένη με μουσαμά μια μοτοσικλέτα.
Δηλαδή είχε ένα διώροφο σπίτι και κάτω το ισόγειο ήτανε μαγαζί· δεν υπήρχε
ταμπέλα «Λευκοσιδηρουργείον», αλλά ήτανε κάτι τέτοιο. Τενεκετζίδικο. Έβλεπα
γκαζιέρες καθώς περνούσα, σόμπες, μπουριά απέξω, και δούλευε μέσα σκυφτός ένας
παππούς. Ήτανε γέρος άνθρωπος, ο κυρ Αιμίλιος, γύρω στα εβδομήντα – στην
μπροστινή αυλή είχε τη μοτοσικλέτα κουκουλωμένη με μουσαμά. Δεν άντεξα, πήγα
μια μέρα και ξεσκέπασα τη μηχανή προσεκτικά. Βγήκε ο γέρος έξω,
μουντζουρωμένος, φορώντας μια μακριά ποδιά, δερμάτινη.
Μου λέει, δείχνοντας τη μοτοσικλέτα:
—Ξέρεις τι είναι αυτή;
—Ξέρω, ρε μάστορα. Την έχεις για πούλημα;
—Μίλα πιο δυνατά.
—Ξέρω, ρε μάστορα. Την πουλάς;
Την κοίταξε πλάγια, με λύπη, κι είπε:
—Την πουλάω γιατί δεν μου δίνουνε άδεια οδήγησης επειδή βαριακούω. Έχω
σχεδόν κουφαθεί. Κουφαηδόνι κατάντησα. Και μου είπανε να βάλω ακουστικό, αλλά
εγώ δεν θέλω.
Λέω δυνατά:
—Δουλεύει η μηχανή;
—Ναι, δουλεύει.
Και την ξεσκεπάζει, τραβάει όλο τον μουσαμά και τον πετάει δίπλα. Ήταν μια
«Triumph 3HW», του 1939, με καλάθι δίπλα. Από τις τελευταίες που έβγαλε το
εργοστάσιο στην Αγγλία και διατέθηκαν (γύρω στις 150.000) στον στρατό, τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κυρίως τις χρησιμοποιούσανε αγγελιαφόροι,
σύνδεσμοι, ταχυδρόμοι – ήτανε τώρα, το 1971, τριάντα δύο χρονών και σχεδόν στα
τελευταία της. Δηλαδή, όλα κουνιούνται αλλά δεν πέφτουν.
Μου λέει ο παππούς:
—Μπες στο καλάθι να σε πάω βόλτα.
Ανέβηκα διστακτικά, τη βάζει μπρος (μανιβέλα, τσοκ, αβάνς, γκάζι) και
παίρνουμε την κατηφόρα. Στο μεταξύ ο παππούς την γκάζωνε και η μηχανή δεν είχε
καλά φρένα από τη μάνα της – πόσω μάλλον τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια. Και δεν
άκουγε κιόλας ο γέρος και κάθε τόσο του έλεγα: «Πρόσεχε δεξιά» ή «Κόψε, κοίτα
αριστερά»· φοβόμουνα μη σκοτωθούμε. Να σκεφτείς, όλο το μπροστινό σύστημα, το
γκίλντερ, σταθεροποιείται με μεγάλες βίδες, ειδικές ρυθμίσεις, σφιξίματα και τα
λοιπά – του γέρου ήτανε σκόρπιο και είχε βάλει ένα σίδερο, που το έστριβε στην
άκρη για να μη φύγει κι απ’ την άλλη έκανε τρύπα και το στήριζε με ροδέλες
βάζοντας και μια κοπίλια. Άλλα αντ’ άλλα πηγαίναμε στον δρόμο. Σαν να ήμουνα σε
παλιό κάρο που το έσερνε τρίποδο άλογο κουτσαίνοντας ολοταχώς. Έλεγα μέσα μου:
«Αν φτάσουμε πίσω σώοι, άγιο θα ’χω. Θα μ’ έχει γλιτώσει ο όσιος Δαβίδ».
Εντέλει, με τα πολλά κι από τύχη, γυρίσαμε πάλι στο μαγαζί, στην αυλή.
—Πάντως δουλεύει, μου λέει ο γέρος, ξεκαβαλικεύοντας γεμάτος καμάρι. Αλλά
δεν την ανεβαίνω πια, γι’ αυτό την είδες σκεπασμένη.
Μόλις συνήρθα κάπως, του λέω:
—Κυρ Αιμίλιε, θέλω να την αγοράσω. Αν μου τη δώσεις, θα την κάνω καινούργια,
τζάμι.
Το σκέφτεται λίγο και μου απαντάει:
—Να το συζητήσουμε. Ξέρεις τι παίρνεις;
—Ξέρω. Και καλά. Όταν τη φτιάξω, θα σ’ τη φέρω να τη δεις.
Πήγα μερικές φορές και καθόμασταν στο μαγαζί και κουβεντιάζαμε. Έλεγε:
—Την πήρα από μία χήρα ενός λοχαγού. Αυτός την αγόρασε το ’46, απ’ τον ΟΔΔΥ,
και το ’49 πέθανε. Σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Κι εγώ την πήρα απ’ τη χήρα το ’51.
Από τότε την έχω – έβαζα τη γιαγιά (τη γυναίκα του) πάνω και την πήγαινα πρωί
πρωί για μπάνιο στην Περαία και στο Μπαξέ. Ετοίμαζε και γεμιστά, στο μικρό
ταψί, τα παίρναμε μαζί και τα δίναμε εκεί, μόλις φτάναμε, σ’ έναν φούρνο και μετά,
το μεσημεράκι, τα τρώγαμε ολόφρεσκα, ζεστά, δίπλα στη θάλασσα.
Ήτανε φωτιά ο γέρος – κι ενώ συζητούσαμε παρατηρούσα μέσα το μισοσκότεινο
μαγαζί, το τενεκετζίδικο: Πάγκος με τόρνο. Οξυγόνο. Γύρω, παντού, μεταλλικά
χωνιά, σκάφες, φαράσια, σκουριασμένα λούκια, σιδερένια πόδια για σόμπες,
πριονόλαμες, ράβδοι κασσίτερου. Δοχεία, ναυαγισμένα μαγκάλια, κουβάδες,
τσιμπίδες, ψαλίδια, ποτιστήρια, κομμάτια από τσίγκους. Ζαρωμένοι σωλήνες που
είχαν γίνει σώβρακα. Σε μια γωνιά ένα εφεδρικό σασμάν δύο ταχυτήτων της
«Triumph» και δίπλα μια εργαλειοθήκη. Τα μπάνισα και σκέφτηκα πως αν πάρω τη
μηχανή, θα μου δώσει κι αυτά μαζί. Γιατί όλη η ιστορία τότε ήτανε να βρίσκεις
ανταλλακτικά.
—Έλα, μου έλεγε. Μ‘ αρέσει να συζητάω μαζί σου.
Και καθώς με το σφυρί εξευμένιζε κάνα σίδερο, μου ξανοιγότανε – μερικά
μεσημέρια κατέβαινε αποπάνω η γριά, ξερακιανή, αγριεμένη πάντα, με μάτι-
αγκίστρι, κι έλεγε:
—Το φαΐ είναι έτοιμο, άντε, ανέβα… – ή διάφορα, πάντα με προσταγή.
—Τι μαγείρεψες σήμερα; ρωτούσε αυτός.
Κι εκείνη – ας πούμε:
—Χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι. Αλλά το έφτυνε κι αυτό σαν διαταγή.
Ήτανε πολύ αυτάρχα η γιαγιά – μια μέρα μου είπε ο γέρος:
—Είχα μια βιοτεχνία, πριν βγω στη σύνταξη, κι έκανα όλες τις λαμαρίνες για τον
εξαερισμό στα καπνομάγαζα. Έβγαζα χρήμα. Έφτιαχνα όλα τα κουβούκλια,
στρογγυλά ή τετράγωνα, όπου μέσα δούλευαν τα βεντιλατέρια, από εκείνα τα
μεγάλα.
Και σκύβοντας λίγο, μου εξομολογείται χαμηλόφωνα:
—Είχα και γκομενίτσες. Μ‘ άρεζαν πολύ. Κι επειδή η γριά ερχότανε κι έβλεπε κι
έλεγχε τα λογιστικά, γιατί ήξερε, δεν της ξέφευγε τίποτα, έκρυβα λεφτά. Και τα
έτρωγα με τις άλλες. Της έλεγα, «Πάω να δω έναν καπνέμπορο» και ξέρω γω, και
καβαλούσα τη μηχανή και πήγαινα με τα κορίτσια, για να γλιτώνω απ’ αυτήν τη
γυναίκα. Αλλά και τώρα που είμαι στη σύνταξη, εδώ στο τενεκετζίδικο, πάλι κρύβω.
Βγάζω όσο να ’ναι, φτιάχνω διάφορα, και ζουλέρνω λεφτά. Τα κάνω μικρά
μασούρια, τα τυλίγω με λαστιχάκι και τα σκοτεινιάζω μέσα στο μαγαζί. Το μόνο
πρόβλημα είναι ότι μετά δεν θυμάμαι πού τα έχω βάλει. Και φοβάμαι μην κατεβεί η
μέγαιρα και τα βρει καταλάθος. Ψάχνει συνέχεια να κουρέψει τον λαγό. Ξέρεις τι
είναι αυτή; Κουκουβάγια.
Ο παππούς έβγαλε, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε:
—Και μπορεί να χαιρότανε τη μοτοσικλέτα, όμως καταβάθος τη μισούσε, γιατί
καταλάβαινε πως μου δίνει μια ελευθερία. Ποτέ δεν τη χώνεψε. Ένιωθε πως
καβαλώντας την ξεφεύγω από κείνην.
—Πάντως, του λέω, θα μου την πουλήσεις τη μηχανή.
—Δεν έχουμε παίξει τάβλι μαζί, αλλά θα σ’ τη δώσω. Γιατί φαίνεσαι καλό παιδί.
Και συμπληρώνει:
—Τιμή συναισθηματική…
—Εντάξει.
Ε, πήγα ήρθα στο μαγαζί, έφτασε η ώρα και την πήρα τη μοτοσικλέτα. Χώρισα το
καλάθι, δεν το ήθελα, και λέω του γέρου:
—Πούλησέ το στον Μαράτο, που τα μαζεύει και τα μεταπουλάει σε μια εταιρεία
στη Γερμανία.
Μου έδωσε και το εφεδρικό σασμάν και την εργαλειοθήκη – τα μάγκωσα όλα μαζί
με τη μηχανή και τα φέρνω εδώ στο εργαστήρι μου, στο γκαράζ.
Κι αρχίζω κάθε μέρα και ξηλώνω και φτιάχνω – πάντα έτσι έκανα. Δούλευα τότε
ακόμα μηχανικός στον στρατό και είχα πάθος, που το έχω ακόμα, με τις παλιές
συμμαχικές μηχανές. «Norton», «Triumph», «Ariel», «Matchless», «BSA».
Ήμουνα και συλλέκτης μανιώδης. Ψωνισμένος με τις παλιές μοτοσικλέτες.
Ένα βράδυ, ύστερα από πέντε μέρες, να πω, έξι, ήρθε η σειρά της εργαλειοθήκης.
Να δω τι έχει μέσα. Την ανοίγω, βλέπω μπουλόνια σκουριασμένα, ροδέλες έξι
χιλιοστά, παξιμαδάκια, όλα χωριστά, τυλιγμένα μέσα σε κομμάτια από
τσαλακωμένες, κιτρινισμένες εφημερίδες. Βλέπω κι ένα παλιό, μεταλλικό κουτί
«NIVEA»· το ανοίγω κι είχε μέσα βαλβίδες για τις σαμπρέλες. Κι είχε και κάτι
περίεργο, σαν διαφανές, ραβδωτό δέρμα – ρώτησα μετά έναν και μου είπε πως είναι
πουκάμισο φιδιού. Το έχουνε για γούρι στις μοτοσικλέτες. Δίπλα είχε κάτι
στρογγυλό, τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι εφημερίδα. Το κοιτάω και λέω: «Ροδέλες θα
’ναι». Το ξετσαλακώνω και βλέπω μέσα ν’ αστράφτουν τρεις χρυσές λίρες. Πάγωσα.
Στην αρχή σκέφτηκα ότι είναι ψεύτικες, από βασιλόπιτα. Παίρνω τη μία και πάω σ’
έναν φίλο που ήξερε – έναν κυρ Απόστολο, που ήταν παλιά χρυσοχόος και τώρα
δούλευε στα άλευρα του Κατσαβουνίδη, στο λογιστήριο.
—Τι είναι αυτή εδώ; τον ρωτάω.
Την κοιτάζει καλά, την εξετάζει, και μου λέει:
—Χρυσή λίρα.
—Κανονική;
—Ναι, αυθεντική, ορίτζιναλ – πού τη βρήκες;
—Στη βασιλόπιτα.
—Ποια βασιλόπιτα, ρε, μου λέει. Ιούλιο μήνα;
Τυλίγω ξανά τις τρεις λίρες στην εφημερίδα και πάω στον γέρο. Μπαίνω μέσα στο
τενεκετζίδικο, τον πλησιάζω και του φωνάζω κάπως δυνατά, για ν’ ακούσει:
—Κυρ Αιμίλιε, σήμερα θα πάμε για κορίτσια.
—Μπα; Εντάξει, να πάμε, αλλά δεν έχω λεφτά. Δηλαδή, δεν θυμάμαι πού έχω
κρύψει τα μασούρια. Ξεχνάω συνέχεια πού τα ’βαλα.
Και κοίταζε γύρω γύρω στο μαγαζί μπας και θυμηθεί.
Του λέω:
—Μέσα στα εργαλεία βρήκα κάτι ροδέλες και σ’ τις έφερα μήπως σου
χρειάζονται. Και του βγάζω τις λίρες.
—Τι ’ναι αυτά; με ρωτάει.
—Λίρες. Τις είχες μέσα στο κασελάκι, στην εργαλειοθήκη.
Σάστισε. Λέει:
—Δικές σου είναι.
—Όχι, δικές σου.
Σκέφτηκε λίγο και μετά:
—Να ξέρεις κι αλλού έχω ξεχασμένα, αλλά πού είναι…
Πήρε τις λίρες και συμπλήρωσε:
—Καλά… Κοίτα, την Κυριακή θα έρθεις με το αυτοκίνητο, μετά την εκκλησία.
Μόλις σχολάσει. Και θα σου δώσω κάτι.
Και πήγα – δεν ήξερα. Στο πίσω μέρος του δίπατου σπιτιού ήτανε μια πιο μικρή
αυλή με κάτι κουμάσια, που δεν είχαν πια κότες. Και βλέπω μέσα απ’ το
κοτετσόσυρμα αραχτή μια σκονισμένη, συμμαχική «Triumph», χακί, χωρίς
τροχούς, αλλά φαινότανε κομπλέ. Πλησίασα και την είδα, την παρατήρησα από
κοντά. Είχε τα πάντα.
Και μου λέει ο γέρος:
—Πάρ’ τη, κι αυτή δικιά σου.
—Κυρ Αιμίλιε, κράτα την εσύ, να την πουλήσεις.
—Όχι, την παίρνεις με την αξία σου. Και με την ψυχή μου.
Τη φόρτωσα όπως ήταν, βρώμικη, την κουβάλησα στο εργαστήριο και συνέχισα να
δουλεύω την παλιά «Triumph», πιο άνετα τώρα γιατί είχα πλέον και όλα τα
ανταλλακτικά· σε μερικούς μήνες την τελείωσα. Την έστειλα και τη βάψανε βυσσινί,
βάλανε και τα χρώμια κι έγινε τσίλικη. Έλαμπε, σαν να βγήκε μόλις απ’ το
εργοστάσιο – ή σχεδόν. Την καβαλάω περήφανα και πάω στον γέρο. Την αφήνω
απέξω, μπαίνω μέσα στο τενεκετζίδικο και του λέω:
—Κυρ Αιμίλιε, έλα να δεις τη μηχανή.
Βγαίνει έξω, και μόλις την είδε, σοκαρίστηκε. Βουβάθηκε για λίγο. Μετά λέει:
—Η μηχανή μας είναι αυτή;
Και φωνάζει, αποπάνω, τη γριά. Κατεβαίνει εκείνη, έρχεται και πετάει δύσπιστα,
με φαρμάκι:
—Άντε, καλέ, που είναι η μοτοσικλέτα σου αυτή…
Μου λέει ο γέρος, με μάτια που γυάλιζαν:
—Τώρα μ’ έβγαλες στην όρεξη. Να την κάνω μια βόλτα;
—Ε, βέβαια.
Και… δεν θα το ξεχάσω. Φορούσε από μέσα μια γεροντίστικη φανέλα, από εκείνες
τις παλιές, τις μάλλινες, τις σχεδόν κίτρινες, για να ρουφάει τον ιδρώτα, κι αποπάνω
τη μουντζουρωμένη, δερμάτινη ποδιά του τενεκετζή. Ανεβαίνει στη μηχανή, τη
βάζει μπρος και την οδηγούσε με την ποδιά ριγμένη πάνω στο ρεζερβουάρ.
Εξαφανίστηκε γκαζώνοντας. Και πέρασαν δέκα, είκοσι λεπτά, μισή ώρα. Χάθηκε.
Δεν γυρνούσε πίσω. Λέω: «Μπα, πάει, θα σκοτώθηκε αυτός». Άναβα συνέχεια
τσιγάρα, ντουμάνιαζα. «Ποιος ξέρει πού θα καρφώθηκε». Δεν μπορούσα να σταθώ.
Αλλά μετά σαράντα λεπτά, ξαφνικά, τον βλέπω να γυρίζει, να στρίβει απ’ τη στροφή
χαρούμενος, φρεναριστός, μαρσάροντας ευτυχισμένος – έλαμπε ολόκληρος, λες κι
είχε ξανανιώσει. Έρχεται αργά και στέκεται δίπλα μου.
—Πετάει, μου λέει, πετάει η μηχανή. Σκέτη μελωδία. Τι να τις κάνεις, ρε συ, τις
γυναίκες. Εγώ τώρα ένιωσα έτσι που είχα να νιώσω από τριάντα χρονών. Χάθηκα,
δεν ήξερα πού πήγαινα. Πετάει η μοτοσικλέτα. Τέτοιο φευγάτισμα… Πετούσα κι
εγώ – ξαναμοντάρισα τα φτερά. Ξαναβρήκα την αναπνοή μου. Σαν να ήμουνα σε μια
άλλη πόλη, άγνωστη. Σε απίθανα τοπία. Χαλάλι, ρε συ. Χαλάλι. Πώς να το
εξηγήσεις; Μπορείς; Δύσκολα. Δεν εξηγιέται. Αφού, να σκεφτείς, ύστερα από ένα
τέταρτο οδήγημα, ξεβούλωσαν τ’ αυτιά μου. Κι άρχισα πάλι ν’ ακούω κανονικά.
Ακούω τα πάντα, πάλι. Βλέπω τα πάντα. Σαν τον λύκο.
Μετά σκέφτηκε κάτι, σκοτείνιασε κάπως και συμπλήρωσε:
—Το μόνο κακό είναι πως τώρα θ‘ ακούω ό,τι λέει κι η γριά. Ενώ πριν είχα
γλιτώσει. Λες να κουφάθηκα επίτηδες, από μόνος μου, εξαιτίας της;
Και, τραβώντας την ποδιά του απ’ το ρεζερβουάρ, ξεκαβάλησε ανάλαφρα
λέγοντας:
—Νομίζω πως θυμήθηκα πού έχω τρυπωμένα και τα λεφτά…
Έπιασα τη μοτοσικλέτα απ’ το τιμόνι.
—Μπράβο, κυρ Αιμίλιε, του λέω. Άντε, γιατί τα κορίτσια τόσον καιρό σε
περιμένουνε.
—Ναι, με περιμένουνε. Στης Κάτω Γης τα χώματα.
 
 
 
Σπόνδυλος πτεροφάλαινας

Μ ΕΣΗΜΕΡΙΑΣΕ και το καραβάκι πιάνει για λίγο τον αρσανά – το ξέσπασμα


του ιού με βρίσκει να περιπλανιέμαι μόνος μου στον Άθω. Τα πράγματα
σε όλη τη χώρα και στον κόσμο έχουνε αρχίσει να ζορίζουν. Χιλιάδες μολυσμένοι,
νεκροί και προαναγγελίες για πιθανή απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Πηδώ μόνος μου στην πρόσφορη αποβάθρα που είναι μεγάλη, τσιμεντένια, σε
τραπεζοειδές σχήμα. Σε μιαν άκρη έχει στοιβαγμένους αρκετούς κομμένους κορμούς
καστανιάς, διευθετημένους, σαν έτοιμους για φόρτωμα.
Παραμέσα ένα καλογέρι καθαρίζει το παραγάδι του. Πλησιάζω. Είναι καθιστός σ’
ένα σκαμνί και ξεψαρίζει ήσυχα. Τριαντάρης, όμορφος, μαυρογένης, με πολύ ήρεμα
μάτια – φαίνεται άρρωστος από την πολλή υγεία. Δεξιά του στην άκρη του αρσανά
βλέπω δύο σύγχρονα, μονώροφα κτίρια με κεραμίδια. Πίσω του σε απόσταση
πενήντα μέτρα απ’ το νερό υψώνεται το παραλληλόγραμμο φρουριακό κτίσμα, σαν
μικρό κάστρο· από μέσα του βγαίνει θεαματικά και υπερέχει ένας ψηλός, λαμπρός
πύργος με επάλξεις, άκαμπτος σαν δόγμα. Θα είναι πάνω από είκοσι μέτρα ύψος και
σε καλή κατάσταση – απ’ τους πιο φημισμένους αμυντικούς πύργους στο Άγιον
Όρος. Δίπλα ξεκινάει ένας ανήφορος που οδηγεί ελικωτά, ύστερα από χίλια διακόσια
ευφραντικά μέτρα, σε μια πλαγιά μέσα στο καστανόδασος, απ’ όπου αναδύεται το
μοναστήρι, το σεπτείο της ανδρώας Μονής Καρακάλλου.
—Ευλόγησον, πάτερ.
—Ο Κύριος, λέει το καλογέρι και με κοιτάζει με συγκατάβαση.
Κατάλαβε σε κλάσματα πως δεν είμαι απ’ τους ιδιαίτερα θρησκευόμενους. Το μάτι
του έχει εκπαιδευτεί και καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορά ανάμεσα στους ευσεβείς
επισκέπτες, στους ευσεβιστές και στους ακατανόητους σαν κι εμένα. Μου
συστήνεται ως πατέρας Μακάριος και:
—Τελειώνω σε λίγο, συμπληρώνει. Θες να πάμε κατευθείαν στο μοναστήρι ή θα
δεις και τον πύργο;
—Ήρθα κυρίως για τον πύργο.
Ξεδιαλέγοντας βάζει τα καλά ψάρια μέσα σε δύο τσίγκινους κουβάδες και πετάει
τα πολύ μικρά παραπέρα, όπου είχε μαζευτεί ένα σμάρι γλάρων και τα διεκδικεί ενώ
άλλοι «επιπέτονται εν κύκλω» κρώζοντας.
Το καλογέρι σωπαίνει για λίγο, μετά πιάνει ένα ολόφρεσκο σκουμπρί και με τον
σουγιά το γδέρνει λίγο. Μου το δίνει και λέει:
—Ακούμπα το δάχτυλο στην πέτσα του ψαριού, από μέσα.
Το παίρνω και το αγγίζω.
—Σαν να κολλάει, απαντώ.
—Ναι. Απ’ την πέτσα των ψαριών, απ’ τη νηκτική κύστη και απ’ τα ψαροκόκαλα,
άμα τα βράσεις, βγαίνει ανέκαθεν η πιο στέρεη κόλλα, η ψαρόκολλα. Εδώ και
χιλιάδες χρόνια. Το κολλαγόνο, που λένε τώρα στις τηλεοράσεις.
Τον κοιτάζω αμήχανα. Δεν ξέρω πού το πάει.
Συνεχίζει:
—Τα δυο καινούργια κτίρια με τα κεραμίδια που βλέπεις δεξιά μου είναι το ένα
αποθήκη ξυλείας και το άλλο ξυλουργείο. Η Μονή Καρακάλλου έχει πολλές
καστανιές και τις εμπορεύεται. Είναι το βασικό της έσοδο. Στο ξυλουργείο
δουλεύουνε εργάτες, κοσμικοί, αλλά και καλόγεροι, που το βράδυ γυρίζουν και
κοιμούνται στο μοναστήρι.
Βγάζω το κινητό και τα τραβώ μερικές φωτογραφίες.
Εκείνος:
—Βλέπεις πίσω μου το κτίριο και τον μεγάλο πύργο που σ’ ενδιαφέρει;
Σηκώνω τα μάτια και ξανακοιτώ το φρουριακό συγκρότημα. Είναι πολύ
επιβλητικό, εντυπωσιακό. Τραβώ και μια φωτογραφία.
Αυτός συνεχίζει:
—Η Μονή Καρακάλλου χτίστηκε τέλη του 10ου αιώνα. Τον 13ο αιώνα παρακμάζει
απ’ τις φοβερές επιδρομές των Καταλάνων. Κατόπιν συνέρχεται, για λίγο, απ’ τα
δοσίματα των Βυζαντινών Παλαιολόγων, αλλά με την άλωση της Πόλης, το 1453,
σχεδόν ερημώνει. Κατόπιν ξαναφτιάχνεται απ’ τη γενναιοδωρία Μολδαβών και
Γεωργιανών ηγετών – φτάνει να έχει μέχρι και πεντακόσιους μοναχούς. Το μικρό
φρούριο εδώ κάτω και ο πύργος του χτίστηκαν περί το 1535, με δωρεές του βοεβόδα
Ιωάννου Πέτρου Ράρες, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, για να προστατεύουν τη μονή
απ’ τους πειρατές.
Τακτοποιεί το παραγάδι και τα ψάρια στους κουβάδες, τα σκεπάζει, και
σηκώνεται λέγοντας:
—Πάμε να δούμε από κοντά.
Περπατώντας, ρωτάει:
—Τι γίνεται με αυτή την αρρώστια που λένε; Τον ιό;
—Δεν ξέρω πολλά. Θα δούμε.
Πλησιάζουμε στο μικρό φρούριο. Πανύψηλο με επάλξεις που έχουν σαμαρωτή
απόληξη και πολεμίστρες. Σε ορισμένα σημεία του τείχους, ψηλά, διακρίνονται
μεγάλες τρύπες – ο καλόγερος μου τις δείχνει λέγοντας:
—Είναι οι ζεματίστρες ή, αλλιώς, καταχύστρες. Από μέσα είχε μεγάλα
περιστρεφόμενα καζάνια που έριχναν στους απέξω βραστή πίσσα, καυτό λάδι ή
ζεματιστό νερό.
Στέκεται για λίγο κοιτάζοντας. Μετά συνεχίζει:
—Το 1534, που λες, ξεκίνησαν να χτίζουν το φρούριο και τον πύργο. Όμως έπειτα
από κάποιους μήνες προέκυψε μεγάλη έλλειψη σε ασβέστη. Ξέρεις, για να γίνει το
χαρμάνι θέλει να ανακατέψεις άμμο, χώμα και ασβέστη. Η κυκλοφορία και η
μεταφορά ήταν πολύ δύσκολες εκείνα τα χρόνια. Δρόμοι δεν υπήρχαν και η θάλασσα
άγρια. Κι έπεσαν σε αμηχανία και κάθονταν άνεργοι. Ένα πρωί που ξύπνησαν,
μαστόροι και εργάτες βλέπουνε να έχει ξεβραστεί εδώ μπροστά στον αρσανά ένα
θεόρατο κήτος. Μια νεκρή φάλαινα – όπως αποδείχτηκε αργότερα από ειδικούς.
Ήταν μια πτεροφάλαινα, απ’ αυτές που ζούνε κυρίως στο Ιόνιο πέλαγος, αλλά
περνούνε πότε πότε και στο Αιγαίο. Αυτό το θηρίο φτάνει σε μήκος τα είκοσι
τέσσερα μέτρα, σε ύψος τα τρία και βάλε. Πιάνει μέχρι εβδομήντα τόνους. Βυθίζεται
ως τετρακόσια μέτρα. Ζει εκατόν δέκα χρόνια. Πλάσμα του Θεού, μεγάλη η δόξα
Του.
Ο καλόγερος σταυροκοπιέται και μετά:
—Τι κάνουνε, λοιπόν, τεχνίτες και μαστοράκια; Πιάνουνε και τεμαχίζουνε με
τσεκούρια και πριόνια το τεράστιο κήτος, βγάζουνε κόκαλα, σπονδύλους απ’ τη
σπονδυλική στήλη, τους σπάνε και τους βράζουνε μέσα στις μεγάλες ζεματίστρες
που είχαν φέρει και βγάζουνε ψαρόκολλα. Εκατοντάδες, χιλιάδες κιλά ψαρόκολλα,
που την αραιώνουνε και την ανακατεύουνε, αντί για ασβέστη, με άμμο και χώμα και
συνεχίζουν να χτίζουνε το κάστρο και τον πύργο. Όλο σχεδόν το φρουριακό
συγκρότημα είναι χτισμένο με ψαρόκολλα. Πιο στέρεο μίγμα κι από το κατοπινό
γκρο μπετόν.
Κοιτάζω άναυδος μια αυτόν, μια το φρούριο – καταλαβαίνω, αίφνης, γιατί μου είχε
δείξει νωρίτερα το γδαρμένο σκουμπρί.
—Πάμε μέσα, μου λέει.
Είμαστε στον περίβολο και προχωρούμε προς τον πύργο. Η είσοδος είναι
υπερυψωμένη.
—Παλιά, είχε πόρτα κατεβαστή με σκοινιά. Όταν κλείνονταν, τη σήκωναν από
μέσα και έτσι σφράγιζαν εντελώς τον πύργο.
Ανοίγει την πύλη με ένα τεράστιο σιδερένιο κλειδί που έβγαλε απ’ το ράσο.
Μπαίνουμε σε έναν ευρύ, ανηφορικό, μισοσκότεινο διάδρομο με καμάρα, σαν ψηλή
στοά – ο καλόγερος ανάβει από κάποιον διακόπτη τα φώτα. Αριστερά βλέπω
ζωγραφισμένο ένα χριστόγραμμα και στη δεξιά πλευρά του πανύψηλου, καμπυλωτού
τοίχου, στην τραχιά επιφάνεια του αλείαντου σοβά είναι κρεμασμένο από σφήνες ένα
τεράστιο, υπόλευκο κόκαλο, ένα παράξενο οστό ύψους δυόμισι μέτρων περίπου, που
μοιάζει κάπως με έλικα αεροπλάνου, κι έχει μια τρύπα στη μέση.
Στέκομαι και το κοιτάζω με δέος. Ο πάτερ λέει:
—Είναι ένας σπόνδυλος απ’ τη σπονδυλική στήλη, απ’ το τεράστιο ψαροκόκαλο
εκείνης της φάλαινας. Το κρατούμε από ευγνωμοσύνη προς το κήτος και εις μνήμην
του. Είναι τετρακοσίων ογδόντα έξι ετών.
Και κάνει τον σταυρό του ψιθυρίζοντας:
—Ουρανίας αψίδος, οροφουργέ Κύριε …
Προχωρούμε λίγο – αριστερά, πάνω σε ένα ξύλινο επιτοίχιο στήριγμα, είναι
ανοιγμένο ένα παλιό βιβλίο. Ο καλόγερος πλησιάζει πρώτος και λέει:
—Αυτό που θα σου διαβάσω το έγραψε ο Θεοδώρητος, ηγούμενος της Μονής
Εσφιγμένου από το 1804 ως το 1806. Μιλάει γι’ αυτόν εδώ τον πύργο.
Καθαρίζει κάπως τη φωνή του και διαβάζει:
—«Ο πύργος είναι έργον επιστήμονος και αρχαίου τεχνίτου, διότι πάσα η
οικοδομή εν εγένετο μίγμα, και ούτε ερράγη εν ουδενί μέρει ουδαμώς. Έχει έσωθεν
αποκρύφους τόπους εις το βλάπτειν μεν τους έξωθεν, μη βλάπτεσθαι, δε, τους εκ του
πύργου πολεμούντας».
Ακούγεται ένας περίεργος μουσικός ήχος – ο καλόγερος τραβάει ένα κινητό μέσα
απ’ το ράσο του και μου κάνει νόημα να πάμε έξω.
Βγαίνουμε πάλι στον περίβολο. Εκείνος περπατάει πιο κει για να μιλήσει –
προφανώς έχει τηλέφωνο για να επικοινωνεί, έστω κατ’ οικονομίαν, με τη μονή.
Εγώ είμαι ακόμα σε κατάσταση υποβολής. Σαν κεραυνοβολημένος. Ανάβω
τσιγάρο. Μετά ανοίγω κι εγώ το κινητό. Ψάχνω επιδέξια τις ειδήσεις, από συνήθεια,
αλλά και από συγκρατημένο άγχος. Βλέπω την οθόνη πλάγια, διακριτικά. Πρώτη
είδηση είναι, λόγω του ιού, ο αναγκαστικός εγκλεισμός στα σπίτια μας. Κλείνω το
τηλέφωνο. Γυρίζω και ξανακοιτάζω, σιωπηλός, αμήχανος, το φρούριο και τον
πύργο.
Ο πάτερ Μακάριος με πλησιάζει κάπως ανήσυχος. Στέκεται, όμως, συνειδητά, σε
κάποια απόσταση, λέγοντας:
—Με ειδοποίησαν πως βρέθηκε κρούσμα του ιού στον Άθω. Ένας αδελφός από τη
Μονή Ξενοφώντος που είχε ταξιδέψει στην Αγγλία. Τον είχε προσκαλέσει εκεί
κάποιος επίσκοπος.
Ύστερα στρέφει κάπως πλάγια και αρχίζει να περπατάει αργά, σκυφτός,
μουρμουροψέλνοντας:
—Συ, ουν, Δέσποτα, τοις πλέουσι σύμπλευσον· τοις οδοιπορούσι συνόδευσον· τους
νοσούντας ίασε, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών …
 
 
 
Η λάμπα απ’ το Πέραν

Α ΚΟΥΩ ΒΡΑΔΙΑΤΙΚΑ στην τηλεόραση τον Ερντογάν, σήμερα, 27 Μαΐου του


2020, να βρυχιέται και να απειλεί και να ετοιμάζει φιέστα μπροστά στην
Αγιά Σοφιά για την επέτειο της Άλωσης – ξανασκέφτομαι, κι αυτό έχει χρόνια να
συμβεί, την υπέροχη γκαζόλαμπα-πορτατίφ που είχε φέρει ο προπάππος μου ο
Φιλόδωρος Σάββας απ’ το αρχοντικό τους στο Πέραν της Πόλης το 1922, όταν τους
έγδυσαν απ’ την περιουσία τους οι Τούρκοι και τους έδιωξαν. Δυο πράγματα
κουβάλησε φτάνοντας, τότε, στη Σαλονίκη: εκείνη τη λάμπα-κόσμημα της εποχής
και μια εικόνα του Άι Γιάννη του Αποκεφαλιστή.
Την εικόνα την έδωσε στον γιο του και η λάμπα έμεινε κληρονομιά-κειμήλιο στη
γιαγιά μου κι έφτασε ως εμένα· είναι πακεταρισμένη καλά απ’ τον πατέρα μου,
προφυλαγμένη στην αποθήκη.
Η περίκομψη αυτή γκαζόλαμπα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη απ’ τις συνηθισμένες,
αγορασμένη περί το 1920, είναι φτιαγμένη με διαφανές χρωματιστό γυαλί και ασήμι:
μέσα από τη συμπαγή, γυάλινη κυκλική βάση με επίστρωση αλάβαστρου υψώνεται
δεμένη με ασημένιο δακτύλιο μια δεύτερη επιμήκης βάση σαν χοντρός δοκιμαστικός
σωλήνας που στηρίζει το δοχείο όπου βάζεις το φωτιστικό πετρέλαιο ή την
κηροζίνη. Το κυκλικό αυτό δοχείο είναι από ισχυρό, παχύ γυαλί σε πρασινωπό
χρώμα με λευκές, πουά πιτσιλιές – διαφανές για να φαίνεται μέσα το επίπεδο του
καυσίμου. Πάνω στο δοχείο στηρίζεται ο μηχανισμός ανάμματος. Το εξαιρετικά
σπάνιο είναι πως η λάμπα αυτή είναι διφίτιλη (δηλαδή με δύο φιτίλια, ντούμπλεξ)
και έχει δύο ασημένιους, κυκλικούς ρεγουλαδόρους, που περιστρέφοντάς τους
ανεβοκατεβάζεις τα φιτίλια ρυθμίζοντας την ένταση της φλόγας. Απ’ την ακριβώς
απέναντι μεριά υπάρχει ένα αργυρό κλαπέ, που κατεβάζοντάς το σβήνουν οι φλόγες,
χωρίς να βγάζουν δυσάρεστο καπνό. Πάνω απ’ τον μηχανισμό, μέσα σε επίσης
ασημένιο δακτύλιο, μπαίνει το λαμπόγυαλο που ξεκινάει σαν γυάλινο μπουρί, μετά
διαστέλλεται, παίρνει σχήμα φούσκας, και κατόπιν πάλι στενεύει και καταλήγει σε
επίμηκες, πιο στενό κυκλικό σχήμα. Γύρω από τη βάση του λαμπόγυαλου υπάρχει
μια δεύτερη υποδοχή έδρασης, όπου προσαρμόζεται και στηρίζεται ένα πολύ πιο
ευρύ, σχεδόν σφαιρικό γυαλί, ανοιχτό στο πάνω μέρος, περίπου σε σχήμα τσαγιέρας,
διαφανές πρασινωπό κι αυτό, με λευκά πουά, που περιβάλλει το λαμπόγυαλο κι έτσι
όταν ανάβουν οι δύο φλόγες εκπέμπουν πρασινωπές, ονειρώδεις αντανακλάσεις σαν
από ερωτικό πορτατίφ.
Πάνω σε αυτό το διακοσμητικό πράσινο πέπλο υπάρχει μικρό, ελάχιστο ράγισμα
απ’ το 1933, από ένα μανταλάκι που πέταξε κάποιο απ’ τα παιδιά της οικογένειας
και το χτύπησε καταλάθος. Στη διάρκεια της Κατοχής, στη μεγάλη πείνα, τον
Νοέμβριο του 1942, ο παππούς μου –μες στην απόγνωσή του και με πόνο ψυχής–
πήρε τη μυθική λάμπα, την τύλιξε πολύ προσεκτικά με χαρτί και αποπάνω με
λινάτσα, και κρατώντας την τρυφερά στην αγκαλιά, σαν να ήταν βρέφος, κατέβηκε
με τα πόδια απ’ την Άνω Πόλη, όπου έμεναν, να την πουλήσει στο Βαρδάρι, στην
οδό Οδυσσέως, όπου γινόταν τότε η μαύρη αγορά, για να πάρει καμιά οκά σιτάρι να
φάει η φαμίλια.
Κατηφορίζοντας αργά στους χωματόδρομους και τρέμοντας να μη σκοντάψει,
έφτασε στου Καφαντάρη κι από εκεί βγήκε στη Λαγκαδά και προχώρησε προς τα
κάτω – όμως βλέπει από μακριά, στο ύψος του κατοπινού σινεμά «Ίλιον»,
συνωστισμένο πολύ στρατό, πολύν κόσμο και ακούει μεγάλη φασαρία και περίεργες
μουσικές. Σιμώνοντας όλο και περισσότερο και σμίγοντας με πολλούς άλλους που
πήγαιναν για μαύρη αγορά, αλλά και περίεργους, βλέπει εκατοντάδες Γερμανούς
ένοπλους στρατιώτες επί της οδού Λαγκαδά που συνόδευαν σε κιλλίβαντα κάποιον
σκοτωμένο υψηλόβαθμο αξιωματικό τους, συνταγματάρχη ή στρατηγό, και
πήγαιναν να τον κηδέψουν στα νεκροταφεία του Ζέιτενλικ. Προηγούνταν –με
αυστηρό, αργό βήμα– τιμητικό άγημα περπατώντας πάνω στον πένθιμο ρυθμό της
μουσικής που ανέκρουε, ακριβώς πίσω και μπροστά απ’ τον νεκρό, μια μπάντα με
κόρνες, τύμπανα, σάλπιγγες και πίφερα.
Μέσα στο στρίμωγμα, στην περιέργεια, στους ήχους της μουσικής, στην αγωνία,
στον φόβο και στις μετακινήσεις του κόσμου, κάποιος δίπλα στον παππού μου, που
κουβαλούσε με δυσκολία στη ράχη του μια μικρή ραπτομηχανή «Singer» χειρός και
την πήγαινε για πούλημα, έστριψε ξαφνικά ή σπρώχτηκε και χτύπησε με τη γωνία
του σίδερου τη λάμπα που κουβαλούσε ο παππούς στην αγκαλιά του και που
κατάλαβε ότι έγινε ζημιά, ζαλίστηκε και κόντεψε να λιποθυμήσει. Σάστισε, αλλά δεν
μπορούσε και να διαμαρτυρηθεί, να κάνει φασαρία, φοβούμενος τους Γερμανούς. Και
ούτε είχε πια ελπίδα να πουλήσει τη λάμπα. Πήρε τις ανηφόρες πάλι και γύρισε
κατάχλομος και καταρρακωμένος στο σπίτι, έβγαλε απαλά το κειμήλιο απ’ τη
λινάτσα κι είδε πως ευτυχώς είχε σπάσει μόνο σε ένα σημείο το δοχείο που παίρνει
μέσα το καύσιμο. Το λαμπόγυαλο και το πράσινο διακοσμητικό ήταν ανέγγιχτα,
ακέραια. Και επειδή δεν είχε άλλα υλικά και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, πιάνει και
κλείνει επιδέξια τη μικρή τρύπα με τσιμέντο.
Ωστόσο, αν και τραυματισμένη, η λάμπα δούλευε πάλι και την άναβαν σε όλη τη
διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, γιατί ηλεκτρικό ρεύμα δινόνατε από
γεννήτριες και ήταν πανάκριβο, μόνο για τους πλούσιους, μέχρι το 1954 που ήρθε
επίσημα η ΔΕΗ.
Αλλά, αρχές του 1950, το λαμπόγυαλο, που ήταν μεγαλύτερο και κάπως
διαφορετικού σχήματος απ’ τα συνηθισμένα, έσπασε διαγώνια στο πάνω μέρος απ’
την πολλή χρήση – θυμάμαι να λέγεται στην οικογένεια πως παλιά, όταν άναβαν τη
λάμπα, για να αντέξει, να μη θρυμματιστεί το γυαλί, έβαζαν πάνω στο χείλος του,
καβαλητά, μια φουρκέτα ώστε να τραβάει τη θερμότητα.
Γύρω στο ’70 και με τον θάνατο του παππού μου, ο πατέρας μου ξαναθυμήθηκε τη
λάμπα. Ήθελε να αλλάξει λαμπόγυαλο, όμως τέτοια, ίδια, δεν υπήρχαν πουθενά
στην αγορά, ούτε εκείνη την εποχή ούτε πριν. Τελικά την έβγαλε απ’ την αποθήκη,
με πήρε κι εμένα, μικρόν, απ’ το χέρι και κατεβήκαμε με το λεωφορείο στην οδό
Σπανδωνή, όπου είχε μάθει πως υπάρχει ένας πολύ καλός τεχνίτης, Εβραίος, που
έφτιαχνε είδη με φυσητό γυαλί και επί παραγγελία.
Ο μάστορας μόλις είδε την έξοχη λάμπα-πορτατίφ έμεινε άφωνος. Στεκότανε και
την περιεργαζόταν κάνα πεντάλεπτο κοιτώντας κι εξετάζοντάς τη με θαυμασμό·
μετά άρχισε να την παζαρεύει επιδέξια για να την αγοράσει. Ο πατέρας μου
ξεκαθάρισε πως δεν την πουλάει και πως ήρθε να του φτιάξει παραγγελία, αν
μπορεί, ένα λαμπόγυαλο – «Όλα γίνονται», απάντησε ο Εβραίος. Και πήρε μέτρα,
μπήκε στο εργαστήρι του και μέσα σε είκοσι λεπτά έφτιαξε με φυσητό γυαλί ένα
ολόιδιο, σχεδόν, λαμπογυάλι. Ο πατέρας μου του ζήτησε να του φτιάξει ακόμα ένα
για ρεζέρβα. Τα φορέσαμε διαδοχικά στη βάση του μηχανισμού της λάμπας κι ήρθαν
και κάθισαν ακριβώς – σαν να ήταν απ’ το εργοστάσιο. Μετά ο μάστορας έβγαλε το
τσιμέντο με το οποίο είχε κλείσει ο παππούς το χτύπημα στο δοχείο της λάμπας, το
έκλεισε πάλι άψογα με γυαλί κι εξαφάνισε με ακριλική μπογιά και το μικρό ράγισμα
στο διαφανές πράσινο πέπλο με τα λευκά πουά. Καθάρισε σχολαστικά όλα τα μέρη
και γυάλισε καλά τους ασημένιους δακτύλιους.
Με τον χρόνο η λάμπα κατέληξε, προσεκτικά τυλιγμένη με χαρτί και νάιλον,
πακεταρισμένη αυστηρά αλλά και με τη στοργή που απαιτεί ένα κειμήλιο, σε κάποιο
μπαούλο ανάμεσα σε άλλα ξεχασμένα πράγματα – πάω τώρα, αναστατωμένος απ’
αυτά που άκουσα στην τηλεόραση, να την ψάξω στην αποθήκη. Σηκώνω, μετακινώ
τα πάντα, αλλά δεν τη βρίσκω πουθενά. Μετά, ξαφνικά, θυμάμαι πως την έχουμε
κρύψει στο μεγάλο πατάρι, πάνω απ’ την κεντρική τουαλέτα. Ανεβαίνω με τη
μεταλλική σκάλα, τη βρίσκω και κατεβάζω όλο το κιβώτιο. Τη βγάζω ευλαβικά,
αφαιρώ χαρτιά και νάιλον και τη στήνω στο κεντρικό τραπεζάκι του σαλονιού,
μπροστά στον καναπέ.
Είναι, πράγματι, ένα κομψοτέχνημα. Ελέγχω τα μέρη της απαλά, δοκιμάζω τους
ρεγουλαδόρους, τα πάντα. Όλα δουλεύουν άψογα. Της γεμίζω το δοχείο καυσίμου με
παραφινέλαιο που έχω για τον αναπτήρα «Zippo» κι ανάβω και τα δύο φιτίλια.
Κατόπιν της φορώ το λαμπόγυαλο κι αποπάνω, προσεκτικά, το γυάλινο πρασινωπό
πέπλο. Σηκώνομαι, κλείνω τον διακόπτη του ηλεκτρικού και κάθομαι στον καναπέ.
Μέσα στο σκοτεινό μεγάλο σαλόνι απλώνεται διακριτικά ένα ελατί, κυμαινόμενο φως
με λευκές ανταύγειες που εκπέμπονται καμπυλωτά απ’ τους βόστρυχους της διπλής
φλόγας. Νιώθω ότι στον χώρο αλλάζουν σιγά σιγά οι θεσμοί του αέρα κι αρχίζουν να
ευφραίνονται. Οι τοίχοι περιαυγάζονται από τρεμουλιαστές μαρμαρυγές γλυκασμού
και υπερβατικές δέσμες αντανακλάσεων που αργά, ανεπαίσθητα, αλλοιώνουν τα
πάντα. Ανεβάζω ακόμα λίγο τα δύο φιτίλια. Ο χώρος πλημμυρίζει από ευμάρεια και
βλέπω τον απέναντι μεγαλοπρεπή καναπέ να μεταμορφώνεται σε αλλοτινό έπιπλο
όπου κάθεται ακίνητη, σαν σε φωτογραφία, η οικογένεια του προπάππου μου: ο
πατέρας του Μικές Σάββας, που ήταν κερεστετζής, δηλαδή μεγαλέμπορος ξυλείας, η
μητέρα του Τζεννόλη Βλαστού, από φημισμένη, παλιά οικογένεια Φαναριωτών της
Πόλης, ντυμένοι αριστοκρατικά, και ο προπάππος μου Φιλόδωρος, νεαρός γύρω στα
δεκαεννιά, με λευκή στολή του τένις και κρατώντας μια ρακέτα – βρίσκονται στο
σαλόνι του αρχοντικού τους, στην κεντρική λεωφόρο του Πέραν, στο Σταυροδρόμι
της Ρωμιοσύνης. Κάθονται ακίνητοι και σιωπηροί, πλούσιοι εν Χριστώ πένητες.
Πίσω τους είναι κρεμασμένο ένα επιτοίχιο, περίτεχνο χαλί. Αριστερά, από κάποιο
μπαλκόνι-σαχνισί, μπαίνουν θολές δέσμες φωτός του απογεύματος και δίπλα στον
νεαρό προπάππο μου, πάνω σε μια μνημειακή, σκαλιστή καρυδένια σερβάντα γεμάτη
με ασημικά, ποτήρια και φιάλες με παράξενα σχήματα, στέκεται η ίδια λάμπα, αλλά
σβηστή.
Περίεργο. Κοιτάζω μια αυτήν που καίει μπροστά μου και μια εκείνη. Είναι
ολόιδιες.
Και ξαναπαρατηρώντας επίμονα εκείνη τη σβηστή βλέπω, αίφνης, να ψυχοσαλεύει
και μετά να αναφλέγεται μόνο του το ένα φιτίλι και ύστερα το δεύτερο. Αρχίζουν να
καίγονται θαρραλέα. Το μελιχρό ελατί φως τους με τις λευκές ανταύγειες
πλημμυρίζει με τους κυματισμούς του το σαλόνι και μπλέκεται τερπνά με της
λάμπας που είναι μπροστά μου, διάφεγγη, ιερουργώντας μαζί, πάνω και πέρα απ’
τις ανεπίδοτες μέρες και την αισχροκέρδεια του Χρόνου.
Όλη η οικογένεια, απέναντι, συνεχίζει να είναι όπως πριν παγωμένη, ακίνητη σαν
σε φωτογραφία. Μόνο ο νεαρός προπάππος μου Φιλόδωρος φαίνεται να έχει
μετακινηθεί κάπως και τώρα χαμογελάει ελάχιστα, αινιγματικά. Νομίζω, είμαι
σχεδόν βέβαιος, ότι βλέπω να έχει ένα ελάχιστο, οδυνηρό μειδίαμα που χάνεται κι
επανέρχεται, καθώς συμπλέκονται και πλέουν γύρω τρέμοντας οι φωτεινές,
καμπυλωτές, πρασινωπές δέσμες.
 
 
 
Εκείνα τα κάλαντα

Τ Ο ΠΡΩΙ, προπαραμονή των Χριστουγέννων, ήρθε πάλι ο Ιάσων στο σπίτι να


παίξουμε. Ήμασταν τότε πρώτη γυμνασίου και τις αργίες των Εορτών, για
να περνάει ευχάριστα η ώρα, επινοούσαμε διάφορα παιχνίδια. Eκείνη τη μέρα βγάζω
όλα τα υλικά με τα οποία ο μπαμπάς μου έκανε ιδιογόμωση φυσιγγίων –μπαρούτια,
τάπες, καψούλια– και φτιάχνουμε ένα δικό μας φισέκι με πιο αδύναμη γέμιση,
βάζοντας για βλήμα όχι σκάγια ή μονόβολο, αλλά μια γυάλινη μπίλια, μια γκαζιά.
Μετά ξεκρεμάω κρυφά την καραμπίνα του πατέρα μου, χώνω το φυσέκι και μέσα
στο δωμάτιό μου όπου ήμαστε βάζω σημάδι ένα χοντρό βιβλίο, μια Σολομωνική,
που την έστησε ο Ιάσων πάνω στο κομοδίνο. Για να κόψει ο θόρυβος έδεσα όπως
όπως ένα μαξιλαράκι του καναπέ μπροστά απ’ την κάννη: Μπαμμμμ!
Όμως η τουφεκιά ήταν πολύ δυνατή, εκκωφαντική, και ο πατέρας μου –που όλο το
πρωί ως το απόγεμα κοιμότανε, ψόφιος, γιατί τότε δούλευε από νωρίς το βράδυ ως
τα χαράματα όντας αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Μακεδονία– πετάγεται απ’ τον
ύπνο του αλαφιασμένος. Σηκώνεται και τρέχει ζαλισμένος όπως ήταν μέσα στις
τσίμπλες, άπλυτος, ξυπόλυτος, τρέμοντας απ’ τα νεύρα του, φορώντας μόνο το
φαρδύ παντελόνι της βυσσινιάς πιτζάμας του ψηλά, πάνω απ’ τον σκεμπέ, κι ένα
λευκό κασκορσέ (θύμιζε λίγο τον ηθοποιό Διονύση Παπαγιαννόπουλο), και μπαίνει
μέσα στο δωμάτιό μου ουρλιάζοντας:
—Θανάση, να σε χέσω τον πατέρα, θα σκοτωθείτε, ρε κωλόπαιδο, γαμώ τον γονιό
σου! εννοώντας, βέβαια, τον εαυτό του.
Και γυρνώντας στον Ιάσονα:
—Πάλι εδώ είσ’ εσύ, ρε γερμανικό καλώδιο;
Τον έλεγε έτσι γιατί ο φίλος μου ήταν ξανθός, γαλανομάτης, σαν Γερμανάκι.
Εμένα δεν μου έκανε τίποτε, όχι μόνο εκείνη τη μέρα, αλλά πάντα, όποια ζαβολιά
και να επινοούσα. Μόνο που μου έβαζε τις φωνές. Πήρε απλώς το όπλο και το
αμπάρωσε καλά στην ντουλάπα μαζί με τα φυσίγγια και τα εργαλεία – μέχρι να βρω
πάλι πού είχε κρύψει το κλειδί και να ξαναρχίσουμε τα ίδια.
Ήταν καλόκαρδος ο μπαμπάς και μου είχε αδυναμία. Επιπλέον ένιωθε και βαριά
ενοχή απέναντί μου γιατί είχαν χωρίσει με τη μάνα μου πριν από δυο χρόνια κι αυτό
εξαιτίας του: Φτάσανε σε ρήξη γιατί εκείνος δούλευε στην εφημερίδα δεκατέσσερις
ώρες, από νωρίς το βράδυ ως το ξημέρωμα, και όλη τη μέρα κοιμόταν για να αντέξει
το επόμενο ξενύχτι. Το έκανε από πάθος για την εφημερίδα, ήταν φανατικός
εφημεριδάς, από εκείνους τους παλιούς, τους ψυχωτικούς. Είχε πώρωση. Μου είχε
κολλήσει κι εμένα το μικρόβιο και, παρότι πιτσιρικάς, ξεκοκάλιζα όσες εφημερίδες
έφερνε ο πατέρας στο σπίτι – λύναμε μαζί, κάθε μέρα, και το σταυρόλεξο της
Μακεδονίας. Εκείνη η ώρα που λύναμε το σταυρόλεξο μαζί με τον μπαμπά μου,
ήτανε για μένα η καλύτερη, μας έδενε πολύ.
Πάντως η μάνα μου δεν τον άντεχε άλλο· οπότε χώρισαν και μέναμε εγώ με τον
πατέρα μου Δημοσθένους και Παπαναστασίου, στον δεύτερο όροφο, στο ύψος της
Μπότσαρη, πάνω απ’ το ζαχαροπλαστείο «Μύρων», που μετά έγινε «Corner». H
μάνα μου και η μικρή μου αδερφή είχαν πιάσει άλλο σπίτι, στην Καλαμαριά. Ο
μπαμπάς είχε το όπλο γιατί, πού και πού, σε καμιά αργία, πήγαινε δήθεν στο κυνήγι
μαζί με τον ξερακιανό συνάδελφό του δημοσιογράφο Σταύρο Σιμιτζόγλου, τον μόνο
που έκανε παρέα – αλλά ήταν εντελώς άσχετος από κυνήγια ο πατέρας. Ποτέ δεν
σκότωσε τίποτε. Μάλλον και δεν ήθελε να σκοτώσει. Φορούσε το παντελόνι
παραλλαγής και τ’ αρβύλια και τραβούσαν συνήθως για ξεσκέβρωμα και για να
ξεσκάνε λίγο πάνω στα βουνά. Ανεβαίνανε στο Παγγαίο, στο Πάικο, στον
Χολομώντα που ήταν κοντά και πυροβολούσαν τα ακίνητα κουκουνάρια στα πεύκα.
Όμως κι εκεί συνήθως αστοχούσαν, γιατί ήταν ατζαμήδες – τους ξέφευγε μέχρι και
βαλσαμωμένο πουλί μέσα απ’ τη φούχτα.
Την επομένη, παραμονή των Χριστουγέννων, βγήκαμε με τον Ιάσονα να πούμε τα
κάλαντα· έτσι κι αλλιώς ο μπαμπάς είχε διπλή αργία και θα ερχότανε στο σπίτι ο
φίλος του ο Σταύρος για τάβλι και καφέ. Γυρίσαμε όλη τη γειτονιά και σκεφτήκαμε
να πάμε να τα πούμε και στον καφετζή, που πάντα μας έδινε αρκετά λεφτά όταν του
τα λέγαμε, αλλά είχαμε πρόβλημα: το καφενείο βρισκόταν στον δεύτερο όροφο,
ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μας σπίτι. Στον τρίτο είχε μια μεγάλη χαρτοπαικτική
λέσχη, που ήταν συνέχεια γεμάτη από κόσμο αυτές τις μέρες. Στο ισόγειο ήταν το
σφαιριστήριο, με ποδοσφαιράκια και γαλλικά μπιλιάρδα, του Γιάννη του Γύφτου,
του κολομπαρά. Αυτουνού του κάναμε συνέχεια φάρσες με το τηλέφωνο, μέχρι που
μας ανακάλυψε και όπου μας έβρισκε μας κυνηγούσε να μας δείρει – είχε
παραπονεθεί μια φορά και στον πατέρα μου. Περιμέναμε, λοιπόν, να μπούμε στην
πολυκατοικία κάποια στιγμή που δεν θα βλέπει προς τα έξω. Μπήκαμε λοξά και
ανεβήκαμε στον δεύτερο για να τα πούμε στον καφετζή. Στο μεταξύ, ο Γιάννης ο
Γύφτος, είτε μας είδε είτε μας κάρφωσε κάποιος σ’ αυτόν, είχε βγει και παραμόνευε
καθιστός σε μια καρέκλα δίπλα στην κολόνα της ΔΕΗ, πλάγια απ’ την είσοδο της
πολυκατοικίας, κρατώντας μια σπασμένη στέκα μπιλιάρδου για να μας τις βρέξει
μόλις θα κατεβούμε.
Ο μπαμπάς ήταν σπίτι με τον κύριο Σταύρο και καθώς στεκόταν στο παράθυρο
είδε τυχαία από ψηλά κι απέναντι όλο το σκηνικό, κάτω, και κατάλαβε. Ήταν και
στενοχωρημένος που θα κάναμε χωριστά Χριστούγεννα με τη μάνα μου (την
αγαπούσε πολύ ακόμα) και την αδερφή μου ενώ όλος ο κόσμος περνούσε αυτές τις
μέρες οικογενειακά. Οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα πάντα έξω άστραφταν φωτισμένα,
χαρούμενα, εορταστικά, όλοι ψώνιζαν στολίδια, κρέατα και δώρα για τη φαμίλια κι
αυτός τριγύριζε μόνος του, όρθιος κι αξύριστος στο δωμάτιο, σαν τιμωρημένος.
Μπαρουτιασμένος, βουρκωμένος – κάπνιζε συνέχεια, ντουμάνιαζε. Ούτε καν
χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν βρήκε την όρεξη να στολίσει. Έτρεξε, πήρε την
καραμπίνα, τη γέμισε, και λέει στον φίλο του τον Σταύρο που ήταν στο δωμάτιο κι
έβλεπε τηλεόραση:
—Τον καριόλη τον Γύφτο, την έστησε να δείρει τα παιδιά. Θα πυροβολήσω το
φλιτζάνι, την πορσελάνινη μόνωση στην κολόνα της ΔΕΗ, να πέσουνε τα κομμάτια
πάνω στο κεφάλι του.
Και αρχίζει να σημαδεύει το φλιτζάνι – ξαφνικά πετάγεται ο κύριος Σταύρος απ’
την κάμαρη στο μπαλκόνι για να τον σταματήσει, κάνει θόρυβο η μπαλκονόπορτα,
σπρώχνει λίγο και τον πατέρα μου, που τρομάζει και πυροβολεί. Και πάνε τα σκάγια
πιο ψηλά και κατεβάζουν όλη την τζαμαρία της χαρτοπαικτικής λέσχης που ήταν
στον τρίτο όροφο, πάνω απ’ το καφενείο και από εμάς, ενώ τραγουδούσαμε το
«Χριστός γεννάται σήμερον …» στον καφετζή. Τα κομματιασμένα γυαλιά της
τζαμαρίας πέφτουνε σφυρίζοντας και παίρνουνε ξώφαλτσα τον Γύφτο, που περίμενε
κάτω, στα μάγουλα και στα χέρια, ενώ πετάγονται κουτρουβαλώντας
τρομοκρατημένοι, αλαλιασμένοι όλοι έξω απ’ την πολυκατοικία – μαζί κι εμείς που
ακούσαμε το μπαμ και κατρακυλήσαμε άρον άρον τρέχοντας απ’ τα σκαλοπάτια
χωρίς να έχουμε καταλάβει τι γίνεται.
Τρεις μέρες μετά, πήρα να ξεκοκαλίσω στο τραπέζι τις εφημερίδες που είχε φέρει
ο μπαμπάς. Στη Μακεδονία, όπου ο πατέρας μου ως αρχισυντάκτης έλεγχε τις
ειδήσεις και πώς θα μπούνε, έγραφε σ’ ένα μονόστηλο: «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών
του υποκόσμου σε χαρτοπαικτική λέσχη. Πυροβολισμοί κατέβασαν την τζαμαρία».
Κι ο Ελληνικός Βορράς – όπου ο μπαμπάς είχε φίλους δημοσιογράφους:
«Μυστήριο για την Αστυνομία: Μαφιόζοι διερχόμενοι με αυτοκίνητο πυροβόλησαν
στην τζαμαρία της χαρτοπαικτικής λέσχης επί της οδού Δημοσθένους, ή κάποιος
παίχτης που έχασε πολλά αυτές τις μέρες;»
Βγήκα μετά, χαμογελώντας, στο μπαλκόνι, να χαζέψω την κίνηση στον δρόμο.
Είδα, κάτω, τον Γιάννη τον Γύφτο να μπαινοβγαίνει στο μαγαζί, έχοντας κολλημένα
τσιρότα στα χέρια και στα μάγουλα.
 
 
 
Στο «JUMBO»

Μ ΠΑΙΝΟΝΤΑΣ στο «JUMBO» να αγοράσω μερικά ηλιακά φωτιστικά για τον


κήπο, τον βλέπω αριστερά, να παίρνει διστακτικά ένα κόκκινο πλαστικό
καροτσάκι, ύστερα από μια μαμά με δυο παιδιά – μου φαίνεται γνωστός, όμως δεν
μπορώ να θυμηθώ από πού. Πιο εκεί είναι η σειρά των ταμείων και δεξιά αρχίζει η
τεράστια έκθεση παιδικών παιχνιδιών και αντικειμένων, άπειρων ευφάνταστων,
εκπληκτικών μικροπαιχνιδιών, σχολικών ειδών, ευφυών, πολύχρωμων
μπιχλιμπιδιών για μπόμπιρες αλλά και πολλών ειδών για το σπίτι, τον κήπο, το
αυτοκίνητο. Το τεράστιο κατάστημα, μυθική σπηλιά του Αλή Μπαμπά για κάθε
παιδί, είναι χωρισμένο με βάση τα είδη σε πάρα πολλές αίθουσες που επικοινωνούν
σαν βαγόνια.
Bλέπω, λοιπόν, αυτόν τον άγνωστο ηλικιωμένο να παίρνει διστακτικά ένα
πλαστικό καρότσι και να ξεκινάει την περιήγηση. Είναι γύρω στα εβδομήντα,
μερικά χρόνια μεγαλύτερός μου, μισοφαλακρός, ασπρομάλλης, ατημέλητα ντυμένος,
τσαλακωμένος, με ξεβαμμένα παπούτσια, γαλανομάτης, κάπως άπλυτος,
ταλαιπωρημένος, κι έχω την εντύπωση πως κάπου τον ξέρω, αλλά δεν μπορώ να
θυμηθώ από πού. Μου κινεί την περιέργεια και η αμηχανία του, το ότι κοιτάζει
γύρω με έκπληκτα, κάπως αλλοπαρμένα μάτια και προχωρεί αδέξια στην πρώτη
αίθουσα – γύρω έχει αρκετό κόσμο, κυρίως γονείς με παιδάκια, γιατί είναι τέλη
Αυγούστου και σε λίγο αρχίζει η σχολική χρονιά. Αυτός προχωρεί με αστάθεια και
με κάποιο δέος ανάμεσα στους πάγκους κοιτάζοντας άναυδος. Στέκει, βλέπει,
στρέφει γύρω, κολλάει το μάτι του κάπου, μετά ξανασυνεχίζει. Δεν ξέρει τι να
πρωτοδεί. Κανείς δεν γυρίζει να τον κοιτάξει – οι πελάτες είναι χαμένοι κι αυτοί στα
όσα θαυμαστά βλέπουν, τα παιδιά δεν ξέρουν τι να πρωτοζητήσουν και οι λιγοστοί
υπάλληλοι είναι αφοσιωμένοι στην τοποθέτηση νέων προϊόντων στα ράφια και στα
σταντ.
Αυτός προχωρεί άτσαλα, σέρνοντας το κόκκινο, μεγάλο καρότσι, σαν να έρχεται
από άλλο σύμπαν, και τον βλέπω να στέκει με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε
διάφορα παιδικά παιχνίδια. Μετά απλώνει το χέρι του σχεδόν ασυναίσθητα και βάζει
στο καρότσι του έναν διαφανή κύλινδρο με τρόμπα που βγάζει σαπουνόφουσκες, δυο
νάιλον νεροπίστολα σε σχήμα πολυβόλου, έναν φακό αλογόνου, ένα χακί στρατιωτικό
«Τζέιμς», μερικά κουρσάκια –διάφορα μοντέλα σε μέγεθος παλάμης– και ένα
τενεκεδένιο, λευκό ασθενοφόρο με φωσφορίζοντα ερυθρό σταυρό. Περπατάει πιο
κάτω, στην επόμενη αίθουσα με τα σχολικά.
Πού τον ξέρω, πού τον ξέρω – στέκεται σαν χαμένος, περιτριγυρισμένος από
εκατοντάδες ποικιλίες τετραδίων, σε χιλιάδες σχήματα, εξώφυλλα και χρώματα. Και
μολύβια, στιλό με εσωτερικό αλφάδι, ξύστρες μέσα σε πλαστικά διαμάντια, ξύλινους
κοντυλοφόρους που περιέχουν στην κορυφή σπόρους σε ένα μικροδοχείο όπου ρίχνεις
λίγο νερό και φυτρώνουν φυτά. Σβήστρες σε σχήματα ελέφαντα, λαγού και άλλων
ζώων, σε πολλαπλά χρώματα. Τον κοιτάζω να παίρνει μια γομολάστιχα και να τη
μυρίζει επίμονα. Καταλαβαίνω γιατί το κάνει· κι εγώ όταν ήμουν παιδί, μέσα στη
στέρηση που υπήρχε τότε στον γκασμαδότοπο, κυκλοφόρησαν ξαφνικά εκείνες οι
σβήστρες που ήταν αρωματισμένες, πολύ πιο ακριβές απ’ τις κανονικές, και
ευωδίαζαν βανίλια, πούδρα ή λεμόνι. Φάνταζαν μυθικές, τότε, για μας – τον βλέπω
να βάζει μέσα στο καρότσι του διάφορα εξωφρενικά μολύβια, ένα χοντρό
σημειωματάριο με χνούδι, μερικές κίτρινες σβήστρες σε σχήμα κουκουβάγιας. Μετά
ένα μπλοκ σχεδίου 59 φύλλων, ένα μπλοκ ακουαρέλας, ένα σετ πακέτο φύλλων
γκοφρέ και τρία χαρτόνια τύπου «Canson».
Πηγαίνει λίγο παρακάτω και στέκεται συγκινημένος μπροστά στις πλαστελίνες –
που τότε για μας, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν πανάκριβες και σχεδόν μακρινό όνειρο.
Τώρα είναι πάμφθηνες, σε άπειρες ποικιλίες, μισό ευρώ το σετ. Απλώνει το χέρι του
και πιάνει και βάζει στο καρότσι ένα κουτί απ’ αυτές τύπου «cars» και δύο δεκάδες
σε πολύχρωμα μπαστουνάκια μέσα σε ζελατίνα. Όπως είναι αφοσιωμένος
θαυμάζοντας στα σταντ, βγάζω το κινητό και τον τραβάω μια φωτογραφία χωρίς να
το καταλάβει. Την ανοίγω για να δω αν βγήκε σωστή και βλέποντάς την από κοντά
συνειδητοποιώ, ξαφνικά, ταραγμένος, από πού τον ξέρω: τον είδα χθες σε Silver
alert ανακοίνωση της τηλεόρασης – χάθηκε ηλικιωμένος στην περιοχή Πυλαίας,
εβδομήντα ετών, με άνοια. Έχει λίγα λευκά μαλλιά, γαλάζια μάτια, φοράει κτλ.
κτλ. Συγκλονίζομαι. Ναι, είναι αυτός, ολόιδιος· με που τον είδα χθες, μου έκαναν
εντύπωση τα γαλάζια μάτια του που έχουν κάτι ονειροπόλο, εντελώς ανεξάρτητο απ’
την ηλικία του. Στέκομαι τώρα και τον κοιτάζω και δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω
αν είναι πράγματι εκείνος, αν και μέσα μου είμαι βέβαιος. Φαίνεται κι από την όλη
συμπεριφορά του. Ναι, είναι αυτός, σίγουρα.
Έχει προχωρήσει τώρα στην επόμενη αίθουσα και τον παρακολουθώ διακριτικά,
αλλά πιο επίμονα. Καταλαβαίνω πως μάλλον ψάχνει ασυναίσθητα να βρει να πάρει
ό,τι στερήθηκε στην παιδική του ηλικία, πως ξαναγύρισε άθελά του στην αυθαίρετη
αθωότητα πέρα απ’ τη συνείδηση, το μέτρο και τα όρια – βάζει τώρα με θέρμη στο
καρότσι του νερόμπομπες, έναν μεταλλικό «κύλινδρο εκτόξευσης πολύχρωμων,
χάρτινων λωρίδων» (σερπαντίνες) και ένα μπουκάλι γεμάτο με χρωματιστά κομφετί.
Κατόπιν πάει παρακάτω και παίρνει απ’ τα ράφια δυο μικρές, παιδικές, πλαστικές
σέσουλες άμμου της παραλίας, μία κόκκινη της φωτιάς και μία πορτοκαλί του
μανταρινιού.
Σέρνει το καρότσι του από αίθουσα σε αίθουσα, θαυμάζοντας και γεμίζοντας χωρίς
δισταγμό ό,τι του κάνει εντύπωση, ό,τι στερήθηκε κι ό,τι τον συγκινεί: ένα
μαγνητικό τάβλι, ένα ιπτάμενο κόκκινο χάρτινο φανάρι σε σχήμα καρδιάς, ένα μπολ
παγωτού, γυαλιά-καθρέφτες αεροπόρου, μία «Poopsie» με γυαλιστερό slime
μονόκερου, μια πριτς-προυτς χλαπάτσα κι ένα πλαστικό μπιμπερό με πλακάκια – 25
τεμάχια. Και μετά δύο μεγάλα φουρφούρια με χρωματιστά πτερύγια. Πού να
έβρισκε, πού να βρίσκαμε εμείς, τότε, φουρφούρι; Περιμέναμε να μας πάει ο
μπαμπάς κάθε 28η Οκτωβρίου στην Πλατεία Αριστοτέλους, στην παρέλαση, μόνο
και μόνο μήπως και μας αγοράσει (με το ζόρι) ένα μικρό, γαλανόλευκο φουρφούρι
από κάποιον πλανόδιο – και τώρα εδώ βρίσκεις δεκάδες μεγάλα, υπέροχα, με ψηλό,
ξύλινο στέλεχος και καμπυλωτά, χρωματιστά φτερά. Τζάμπα, σαράντα λεπτά
έκαστο (made in China).
Εκείνος σταματάει τώρα σε μια προθήκη με διάφορα μικρά παιχνίδια· στη γωνία
έχει ένα χώρισμα με τενεκεδένια, πρασινωπά βατραχάκια. Στέκεται και τα κοιτάζει
με θαυμασμό. Μετά παίρνει ένα κι αρχίζει να πιέζει το έλασμα που έχει από κάτω,
οπότε ακούγεται σε όλο τον γύρω χώρο το τάκα-τάκα που κάνει το μπακακάκι. Κι
ενώ αυτός χαμογελάει ευτυχής, διάφοροι που είναι γύρω σταματούν και τον
παρατηρούν ενοχλημένοι ή από περιέργεια. Γυρίζει και με κοιτάζει. Του γνέφω να
κάνει ησυχία. Εκείνος παύει να πατάει το έλασμα, ύστερα παίρνει τρία μπακακάκια,
τα βάζει ευχαριστημένος στο καρότσι του και προχωρεί παρακάτω.
Περνάει αδιάφορα από τις διάφορες αίθουσες που έχουν είδη κατοικίας ή κήπου,
ηλεκτρικά και φωτιστικά – παρακολουθώντας τον προλαβαίνω και παίρνω γρήγορα
και βάζω στο καρότσι μου εφτά φωτιστικά που φορτίζονται από το φως του ήλιου.
Τον ακολουθώ, φτάνουμε στην τελευταία αίθουσα όπου έχει αθλητικά είδη: τεράστια
ποικιλία από μπάλες, βάρη, κορίνες, μονόζυγα, ιαπωνικά πλαστικά ξίφη,
κολυμβητικά είδη, στεφάνια χούλα χουπ, αξεσουάρ για γκολφ και τένις. Αλλά, και
απέναντι, σε μια σειρά, έχει μεγάλα πλαστικά αυτοκίνητα, κούρσες και φορτηγά,
άρματα μάχης, στρατιωτικά οχήματα και φαντεζί ελικόπτερα. Εκείνος πάει, παίρνει
μιαν ωραιότατη μπάλα ποδοσφαίρου και μετά το μάτι του καρφώνεται στα πλαστικά
αυτοκίνητα. Αφήνει το καρότσι του, πιάνει απ’ την προθήκη ένα μεγάλο, πράσινο
φορτηγό, κάπως τετραγωνισμένο, φουσκωτό, οχτάροδο. Κάθεται κάτω στο πάτωμα
– φαίνεται εξαντλημένος από την περιήγηση στο κατάστημα, σχεδόν μια ώρα
συνεχώς, αλλά είναι και φανερά άυπνος και ίσως χωρίς να έχει φάει ποιος ξέρει από
πότε. Πιάνει βουρκωμένος, χλομός, το φορτηγό αποπάνω κι αρχίζει να το πηγαίνει
πέρα δώθε στο δάπεδο κάνοντας με το στόμα βροοουυυμ, βροουοουμ. Ευτυχώς δεν
έχει κόσμο αυτή τη στιγμή σε ετούτην τη γωνιά του καταστήματος – τον βλέπω να
σταματάει, ξαφνικά, να βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα και να κλαίει
βουβά. Μετά ησυχάζει, σηκώνεται με δυσκολία, βάζει το μεγάλο πράσινο φορτηγό
μέσα στο καρότσι που έχει πια γεμίσει ως πάνω και πάει περπατώντας με αστάθεια,
λόγω εξάντλησης, προς τα ταμεία. Τον ακολουθώ, είμαι τώρα ακριβώς πίσω του·
βάζει όλα όσα ψώνισε πάνω στον πάγκο και η ταμίας τα χτυπάει ένα ένα στη
μηχανή. Μετά τον κοιτάζει περιμένοντας να την πληρώσει – εκείνος δεν
καταλαβαίνει, προφανώς δεν έχει και λεφτά. Τον παρατηρεί κι αυτή επίμονα σαν να
τον ξέρει από κάπου, παρεμβαίνω με νόημα στην κοπέλα και της λέω πως θα τα
πληρώσω όλα εγώ, και τα δικά του και τα δικά μου. Και της δίνω μια κάρτα «Visa»,
ενώ αυτός έχει πάρει αμέριμνα τη μεγαλύτερη σακούλα από κείνες που έχει δίπλα
και τη γεμίζει προσεκτικά, απαλά, με όλα όσα διάλεξε.
Βγαίνει και πάει δεξιά, περνώντας από τον τζαμωτό διάδρομο που έχει πέριξ το
κατάστημα και όπου εκτίθενται πλαστικές βέσπες για παιδιά, τρίροδα ποδηλατάκια
με σκίαστρο για πολύ μικρούς αναβάτες, καροτσάκια για μωρά, αλλά, κολλητά στη
μία πλευρά, έχει και λίκνα και μεγαλύτερα κρεβατάκια. Στην άκρη έχει ένα πιο
μεγάλο, σχεδόν κανονικό, που γράφει πάνω του «Παρκοκρέβατο». Είναι για ύπνο ή
για ξεκούραση – περιμετρικά, μέσα από την κάσα του κρεβατιού βγαίνουν χαμηλά,
ξύλινα κάγκελα που τα σταθεροποιεί από πάνω ένα λεπτό γείσωμα. Εκείνος τα
προσπερνάει όλα αυτά, στρίβει αριστερά, σχεδόν παραπατώντας, και βγαίνει στον
χώρο παρκαρίσματος των αυτοκινήτων. Στέκεται με το ζόρι. Είναι εξουθενωμένος.
Αφήνει κάτω την τεράστια σακούλα, την παρατάει εκεί, γυρίζει τρεκλίζοντας πίσω,
φτάνει πάλι μπροστά στο παρκοκρέβατο και με τη μία κυλάει, αν και δύσκολα, πάνω
από το γείσωμα, πέφτει πάνω στο στρώμα και μένει εκεί κουκουβιστός, κόκαλο.
Μέσα σε δευτερόλεπτα έχει αποκοιμηθεί.
Στέκομαι για λίγο αμήχανος. Μετά βγαίνω, παίρνω τη μεγάλη σακούλα που
παράτησε εκείνος έξω στο τσιμέντο του πάρκινγκ και πάω και μπαίνω στο
αυτοκίνητο, στο «SIMCA» των γηρατειών μου. Βγάζω το κινητό και τηλεφωνώ στην
Αστυνομία, να ’ρθει να πάρει αυτόν τον άνθρωπο και να τον φροντίσει. Ανάβω, αργά,
ένα τσιγάρο. Κατεβάζω το αριστερό τζάμι. Βάζω μπρος – νιώθω κάπως
μελαγχολικός αλλά όλο και πιο χαρούμενος ταυτόχρονα, γιατί βλέπω δίπλα μου, στη
θέση του συνοδηγού, την τεράστια σακούλα, μεγάλη σαν εκείνη του Άι Βασίλη, που
είναι γεμάτη με όσα στερήθηκα στα παιδικά μου χρόνια και σ’ εκείνον τον
γκασμαδότοπο.
 
 
 
Δρυοκολάπτης στην κολόνα

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ Κωστής Κωνσταντίνου πηγαίνει σήμερα, πρωί πρωί,


να φωτογραφίσει το Φράγμα της Θέρμης – μια παραγγελία για το
περιοδικό Επιλογές της Μακεδονίας. Το φράγμα είναι μια μεγάλη, πολύ όμορφη
τεχνητή λίμνη με νερό που κατεβαίνει απ’ τον ποταμό Ανθεμούντα, με ψάρια,
νεροχελώνες, χήνες και χιλιάδες άλλα πουλιά. Από τις υπερυψωμένες όχθες της
φυτρώνουν άπειρα δέντρα, κυρίως πεύκα, που σκαρφαλώνουν και χάνονται στα γύρω
βουνά.
Το φως σήμερα είναι αρκετά καλό, αν και στον ουρανό περιπολούν άπλυτα
σύννεφα.
Κι όπως τραβάει ο φωτογράφος διάφορες πλευρές της λίμνης, βλέπει, αίφνης, σε
μια απ’ τις κολόνες της ΔΕΗ που παρατάσσονται δίπλα απ’ το τσιμεντένιο μονοπάτι
γύρω απ’ το Φράγμα – τι βλέπει; Έναν δρυοκολάπτη – πολλά χρόνια έχει να δει.
Έναν δρυοκολάπτη να είναι γαντζωμένος κάθετα στην κολόνα και να τη χτυπάει με
το ράμφος σαν ραπτομηχανή. Καθώς τον φωτογραφίζει λέει από μέσα του: «Πάει,
και τα πουλιά τρελάθηκαν». Γιατί, ενώ έχει τόσα ζωντανά, πράσινα, κανονικά
δέντρα γύρω του, χιλιάδες πεύκα με ωραιότατους κορμούς γεμάτους ζωύφια, αυτός
χτυπάει με το ράμφος του την πισσαρισμένη κολόνα της ΔΕΗ να βρει έντομα. Τακ-
τακ-τακ, ασταμάτητα. Βρε, μανία. Να πηγαίνει να ψάχνει ειδικά εκεί που δεν έχει
καμιά ελπίδα να βρει τίποτα. Τακ-τακ-τακ. Να επιμένει στον κομμένο, νεκρό
κορμό, στην κολόνα της ΔΕΗ, μάταια χτυπώντας πάνω στην ξεραμένη, μαύρη πίσσα.
Ο φωτογράφος κατεβάζει τη μηχανή «Nikon» και στέκεται και παρατηρεί το
πουλί συλλογισμένος. Συνεχίζει ο δρυοκολάπτης να ραμφίζει επίμονα, μανιακά,
παράλογα, απελπισμένα, ανεβοκατεβαίνοντας κάθετα. Δεν μπορεί ο φωτογράφος να
το εξηγήσει. Σκέφτεται μήπως το πουλί έχει τίποτα μνήμες απ’ αυτόν τον κορμό
και πως τον αναγνώρισε, τώρα, ύστερα από χρόνια, πως κάτι του θυμίζει – ίσως να
είναι κάποια παλιά δρυς που την κόψανε και την κάνανε κολόνα.
Και κοιτώντας επίμονα τον δρυοκολάπτη, επί πολλή ώρα, καταλαβαίνει αίφνης την
πραγματική αλήθεια, του γίνεται η αποκάλυψη: πως οι Αμαδρυάδες, οι νύμφες των
δασών που ανέκαθεν μεγαλώνουνε μέσα στις δρυς, έχουνε εγκαταλείψει τις
βαλανιδιές και κρύβονται πια μέσα στις κολόνες της ΔΕΗ. Πότε πότε ανεβαίνουν πιο
ψηλά, στην κορυφή της κολόνας, περνούν κρυφά μέσα από τα ηλεκτρικά καλώδια και
βγαίνουνε στο Ίντερνετ.
 
 
 
Ο διάδρομος

Στον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο

Κ ΑΘΟΜΑΣΤΕ με τον Γέροντα Ιωάννη στον εξώστη, στο ξύλινο μπαλκόνι του
εβδόμου ορόφου της μονής – ουσιαστικά είναι σαν να βρισκόμαστε σε
κάποιον εικοστό πέμπτο όροφο, εφόσον το μοναστήρι είναι χτισμένο στον βράχο και
πάνω σε πυργωτή βάση ύψους οχτώ περίπου ορόφων. Από το σημείο αυτό λέγεται
πως η θέα είναι από τις πέντε καλύτερες στον κόσμο. Δορυφορική θέα, καραούλι,
καταγνάντι. Από τα ριζά του βράχου ξεκινούν οι μεγάλοι αναβαθμοί των
μπαχτσέδων σπαρμένοι με ποικίλα ζαρζαβατικά και κατεβαίνουν κλιμακωτά, με
ενδιάμεσες δροσοπεζούλες σχεδόν ως τον αρσανά, πεντακόσια απόκρημνα μέτρα
παρακάτω, όπου δένει η βάρκα της μονής και ξεκινάει το μέγα της θαλάσσης
κράτος.
Απέναντι, αυτό το απόγευμα του Μαΐου που έχει διαφάνεια, βλέπουμε αφ’ υψηλού
και στο βάθος, αχνά, την Αλόννησο και τη Σκύρο, τη σταχτιά, τρεμίζουσα γραμμή
του Πηλίου και δεξιά να λευκάζει η Μεγάλη Παναγιά του δεύτερου ποδιού της
Χαλκιδικής. Είμαστε πολύ ψηλά, το μπαλκόνι είναι κρεμαστό κι έχω στιγμές την
αίσθηση πως κάνω αλεξίπτωτο πλαγιάς. Με πιάνει κάτι σαν ίλιγγος. Από κάτω μας
πετάνε πουλιά, χελιδόνια, δεκοχτούρες, κάργιες και λίγο, ελαφρώς, πιο ψηλά, ή στο
ίδιο ύψος μ’ εμάς, ζυγιάζονται αετογέρακα και κιρκινέζια χωρίς να φτερουγίζουν,
ολισθαίνοντας μεγαλόπρεπα, κυκλικά, στα ανοδικά ρεύματα του αέρα. Από κάπου
πλάγια και κάτω, έρχονται και φεύγουν σπαστές ριπές και φωνήεντα σπίνων και
μακρινά, αποσπασματικά σχόλια αηδονιών.
Η συγκλονιστική ομορφιά του τοπίου με έχει αφήσει άναυδο – ακόμα και τον
Γέροντα Ιωάννη που το έχει συνηθίσει, ή έτσι νομίζω. Η ευκρασία του αέρα και το
πολύγονο της γης έχουν πλημμυρίσει με πράσινο και δέντρα όλη τη γύρω περιοχή
της μονής. Νιώθω πως βρίσκομαι στα περίχωρα της Εδέμ. Κατεβάζοντας το
βλέμμα παρατηρώ ότι ο Γέροντας Ιωάννης φοράει κάτω απ’ το μαύρο ράσο μαύρη
φόρμα γυμναστικής και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Είναι γύρω στα πενήντα πέντε,
κανονικού ύψους, γκριζοδιχαλογένης, λεπτός, γαλανομάτης και στέρεος,
γυμνασμένος πολύ, με όμορφα, δουλεμένα χέρια. Το βλέμμα του είναι εκτενές και
δείχνει βαθιά μορφωμένο άνθρωπο και μειλίχιο – ξέρω πως τελείωσε τη Φιλοσοφική
Θεσσαλονίκης κι έπειτα έκανε Καλές Τέχνες στο Παρίσι, αλλά δεν έβρισκε
παρηγορία σε όλα αυτά. Δεν έβρισκε ανάπαυση. Είναι εδώ στο Όρος από τριάντα
χρονών κι ασκεί στη μονή το διακόνημα του ξυλουργού.
—Γέροντα, του λέω, ξαναβλέποντας τα αθλητικά παπούτσια του, φαντάζομαι τι
ωραίες πεζοπορίες θα κάνεις μέσα σε αυτό τον Παράδεισο.
—Περπατώ κάθε μέρα, κάθε πρωί, μετά τις οχτώ, μιάμιση ώρα οπωσδήποτε, μου
απαντάει ήρεμα. Πράγματι το να τριγυρίζεις στους μπαχτσέδες και γύρω απ’ τη
μονή είναι κάτι μαγευτικό. Χάνεις το μυαλό σου. Είναι τόσες οι ευωδίες και η
ομορφιά, που νιώθεις να σκας από υγεία. Τα δέντρα, τα πουλιά, με ποτίζουν με
πειρασμούς. Μερικές στιγμές φτάνω σε δακρυσμό. Αλλά μετά νιώθω, είμαι βέβαιος,
πως μέσα στην τόση ωραιότητα, μέσα στις φυλλωσιές, είναι κρυμμένος ο Διάβολος
και υπογράφει επιταγές.
Σωπαίνει για λίγο και συνεχίζει:
—Καθώς περπατάς στα μονοπατάκια ανάμεσα στα λουλούδια και στα βάτα,
πετάγονται δίπλα σου λαγοί. Και τρία λεπτά πιο έξω, τα αγριογούρουνα αφήνουνε
τις λούστρες όπου λουτρακίζονται κι έρχονται ενώ περνάς, στέκονται, και σε κοιτούν
στα μάτια. Σου είπα: Ο Διάβολος είναι κρυμμένος μέσα στην ομορφιά. Ο
ανυποψίαστος δεν βλέπει τίποτε. Αυτός όμως που ξέρει, τρελαίνεται.
Ένιωσα κάποια αμηχανία. Και μετά τον ρωτώ με σεβασμό:
—Εσύ ποια διαδρομή κάνεις συνήθως, για μιάμιση ώρα;
Διστάζει λίγο· καταλαβαίνω ότι μου απαντάει μόνο και μόνο επειδή έχουμε
αναπτύξει κάποια οικειότητα:
—Εδώ και δυο χρόνια δεν πεζοπορώ έξω, για τους λόγους που σου είπα. Το μυαλό
μου μουδιάζει απ’ την ομορφιά και ξαστοχώ τον Θεό. Χάνω τους λογισμούς μου. Κι
ένιωσα πως κάθε μήνα χειροτέρευα. Άρχισα να κάνω περίεργες σκέψεις κάθε που
έβγαινα να περπατήσω. Οπότε πήρα έναν διάδρομο στο κελί και τρέχω εκεί μέσα,
ήσυχος, ολομόναχος.
Δεν το συνειδητοποιώ μόλις το λέει. Μετά μου ’ρχεται να γελάσω – κρατιέμαι.
Δεν το πιστεύω. Περνάει ένα λεπτό για να τον ρωτήσω σχεδόν τραυλίζοντας:
—Τι… τι διάδρομο; Γυμναστικής; Κανονικό διάδρομο, ηλεκτρονικό, για τρέξιμο;
—Ναι, μου απαντάει ήρεμα. Το εξήγησα στον ηγούμενο και έδειξε κατανόηση.
Του είπα για τους πειρασμούς που μου έφερνε η βόλτα έξω. Οπότε βγήκα με την
άδειά του στη Χαλκιδική, αγόρασα έναν καλό διάδρομο, μάρκας «Technogym», και
μου τον έφεραν στο κελί. Από τότε, εδώ και δυο χρόνια, έχω ξαναβρεί τον εαυτό
μου. Τρέχοντας επιτόπου και επαναλαμβάνοντας τη μονολόγιστο ευχή: «Κύριε
Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ξαναβρίσκω τη νηφάλιο μέθη. Τη χαρμονή του πένθους
μέσα στην κλειστή μοναξιά. Νιώθω ότι έτσι φτάνω στη νήψη, χωρίς τους
περισπασμούς της φύσης.
Στρώνει λίγο το ζωστικό του και μετά:
—Κάθε φορά, στην αρχή, λύπη φυτεύεται μέσα μου. Αλλά συνεχίζοντας να τρέχω
μέσα στο κελί και να μονολογώ, νιώθω ότι ανυψώνομαι, ότι φτάνω σιγά σιγά στην
κατάνευση και μετά σε μια έξαρση. Στην έκσταση. Φτάνω στο αψηλάφιστο, μέχρι
που κάποια στιγμή, για λίγο έστω, αγγίζω το φόρεμα της προκαθήμενης της
Αγάπης. Της Παναγιάς.
Μένω βουβός. Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω αυτά που ακούω. Τον πιστεύω
και δεν τον πιστεύω. Τον κοιτώ και προσπαθώ να καταλάβω αν λέει αλήθεια ή
υπερβάλλει. Αν όλα αυτά είναι μια επινόηση, ένα παραλήρημα, ή αν ο Γέροντας
Ιωάννης έχει αρχίσει να χάνει τα μυαλά του πράγματι.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα και τη νύχτα με βασανίζουν αυτές οι σκέψεις. Δεν
μπορώ να ησυχάσω.
Το πρωί, μετά την Τράπεζα, το διάστημα που οι καλόγεροι έχουν αρκετό χρόνο
δικό τους και τον περνούν έξω ή στο κελί τους, αποσύρομαι στον ξενώνα
περιμένοντας να φτάσει η ώρα οχτώ. Μετά ξεκινώ διστακτικά, προσεκτικά και
μάλλον λαθραία να περπατώ αθόρυβα μέσα απ’ τους περίπλοκους διαδρόμους προς
τα κελιά των καλογέρων, φροντίζοντας να μη με δει κανείς. Αν με συναντήσει
κάποιος, θα πω ότι χάθηκα στον λαβύρινθο της μονής. Ξέρω το κελί του Γέροντα
Ιωάννη από μια ξενάγηση που μου είχε κάνει σε όλο το μοναστήρι· είναι το
προτελευταίο σ’ έναν μακρύ, καμπυλωτό διάδρομο.
Από τύχη δεν συναντώ κάποιον καλόγερο – φτάνω τελικά, με άγχος πολύ και
αδημονία, μπροστά στο κελί, πλησιάζω αθόρυβα, σπρώχνω λίγο, απαλά την πόρτα
και τον βλέπω απ’ τη χαραμάδα. Φοράει μόνο τις μαύρες φόρμες και τα μαύρα
αθλητικά παπούτσια. Είναι ανεβασμένος στον διάδρομο, έναν καλό, ακριβό διάδρομο,
έχει βάλει την κλίση στις δεκαοχτώ μοίρες, δηλαδή στην ύψιστη ανηφόρα, με
ταχύτητα περίπου πέντε χιλιόμετρα την ώρα και μισοτρέχει, περπατάει γρήγορα,
κάθιδρος, σε απόλυτη έξαρση, με κοφτές ανάσες, μονολογώντας χαμηλόφωνα και
διαρκώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», χαμένος, κρατώντας στον ώμο του έναν
ξύλινο σταυρό, όχι πολύ μεγάλο, αλλά όχι λιγότερο βαρύ από είκοσι κιλά, έναν
σταυρό που έχει φτιάξει μάλλον ο ίδιος, μόνος του, ως ξυλουργός της μονής που
είναι, κουβαλώντας τον εκούσια και καθημερινά σε αυτό τον θεληματικό, στατικό
Γολγοθά. Το πρωινό φως μπαίνει λειψά, πλάγια απ’ το μικρό παραθυράκι του κελιού
– μέσα απ’ το κεφάλι του Γέροντα βλέπω να πετάγονται γαλαζωπά, φωτεινά
αγκάθια, σαν το δεκάκτινο κάλλος των αποστόλων.
 
 
 
Οι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά

Η ΚΥΡΙΑ ΜΑΙΡΗ χάρισε στη μάνα μου ένα παλιό, δικό της φόρεμα που είχε
πρωτοφορέσει σε χορό όταν ήταν δεκαεφτά χρονών – αδερφή του νομάρχη,
τότε, στην Ξάνθη. Το ύφασμα ήτανε ροζ σατέν χοντρό με τούλι απέξω, χαντρούλες
κεντημένες στο στήθος που γυάλιζαν και βαθύ ντεκολτέ με τιράντες. Η μαμά μου το
στένεψε κάπως επάνω κι επειδή ήταν μακρύ, μου το γύρισε από κάτω δυο φορές και
το έκανε κοντό, μίνι. Έβαλα στα μαλλιά ένα ματσάκι λουλούδια, φόρεσα άσπρο
καλσόν, παπουτσάκια μπαλέτου και ντύθηκα μπαλαρίνα. Ήμουν μια υπέροχη, πολύ
περήφανη για τη στολή της δωδεκάχρονη, ροζ μπαλαρίνα.
Ήταν η μέρα της Αποκριάς και τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη», όπου πήγαινα
αγγλικά, οργάνωναν τον ετήσιο χορό bal d’enfant. Η μαμά μου την προηγούμενη
χρονιά με είχε ντύσει χανούμισσα: έκοψε ένα ντιβανοσκέπασμα λίγο γυαλιστερό,
προς το χρυσαφί, και μου έφτιαξε μια βράκα, ένα σαλβάρι φαρδύ. Για αποπάνω μού
έφτιαξε ένα κοντό πουκαμισάκι, ώστε ενδιάμεσα να φαίνεται γυμνή η κοιλίτσα μου –
στο ύφασμα έραψε φλουράκια που στραφτάλιζαν, μου έκανε από τούλι έναν φερετζέ,
όπου επίσης σκάλωσε φλουράκια. Και μου έφτιαξε τα μαλλιά μου σγουρούτσικα,
κατσαρά, με ρολά που φόρεσα υπομονετικά όλη την προηγούμενη νύχτα.
Μέναμε στις Σέρρες εκείνα τα χρόνια, στην οδό Κύπρου, που ήταν προέκταση της
οδού Μεραρχίας, λίγο πιο πάνω απ’ την πλατεία. Νοικιάζαμε το ισόγειο μιας
μονοκατοικίας· στον πάνω όροφο έμενε ο κύριος Αλέκος, ταγματάρχης της
Στρατολογίας. Αυτός είχε εδώ κι έναν χρόνο μετατεθεί δυσμενώς απ’ την Αθήνα στη
μεραρχία, με τη γυναίκα του, την υπέροχη κυρία Μαίρη, την οποία όπως έλεγε την
ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα: την πρόσεξε μέσα στο λεωφορείο όταν αυτή κάθισε
απέναντί του και τράβηξε τη φούστα της να είναι πολύ κάτω απ’ το γόνατο. Η
ομορφιά της και εκείνη η χειρονομία της με τη φούστα τον εντυπωσίασαν – παιδιά
δεν είχαν, όμως φαίνονταν να περνούνε πολύ καλά. Εμένα ο πατέρας μου τότε
δούλευε στην εταιρεία «ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ» που έφτιαχνε τους περιφερειακούς δρόμους των
Σερρών, τη σύνδεση με τα χωριά, ως μηχανοτεχνίτης. 1971. Τα μεροκάματα ήταν
καλά αλλά δούλευε μόνο αυτός απ’ την οικογένεια και τα φέρναμε βόλτα κάπως
δύσκολα, γιατί είχε γεννηθεί πριν από δυο χρόνια και ο μικρός μου αδερφός – οπότε
φέτος, στις Αποκριές, επειδή δεν είχαμε χρήματα να νοικιάσω ή να αγοράσω κάποια
στολή, μας έδωσε τη λύση ευτυχώς η κυρία Μαίρη, με την οποία η μάνα μου είχε
πολύ καλή κι εγκάρδια σχέση.
Γενικώς περνούσαμε όχι άσκημα – ζούσαμε την Μπελ Επόκ της φτώχειας. Εγώ
πήγαινα στο 9ο Δημοτικό Σχολείο που ήταν το πιο καλό της πόλης, πέτρινο με
κηπάκι, όπου φοιτούσαν τα παιδιά των κάπως αστικών οικογενειών. Θυμάμαι ότι
ήμασταν στην ίδια τάξη με τον γιο του πρώην δημάρχου (απολυμένου απ’ τη
δικτατορία), τον Γιώργο Ανδρέου, τον γνωστό συνθέτη σήμερα, που ερχόταν τότε
στο σχολείο κάθε πρωί πεντακάθαρος, με κοντό παντελονάκι, πουκάμισο, παπιγιόν
και ζακετούλα. Έκανα παρέα με την Κατερίνα Τενεκετζή, μια τσαούσα με
ξανθοκόκκινα μαλλιά – πήγαινα σπίτι της, που ήταν ένα διώροφο στην περιοχή των
Εμπορικών. Ο πατέρας της είχε κατάστημα σιδηρικών. Ανεβαίναμε να παίξουμε
στον πάνω όροφο, όπου η μαμά της Κατερίνας φυλούσε σε μια τρίφυλλη ντουλάπα
με καθρέφτες όλα της τα σετ για μακιγιάζ: πούδρες, θήκες περιποίησης νυχιών,
καλσόν και φορέματα. Όλα της τα ρούχα τα βγάζαμε και τα φορούσαμε, αν και μας
έρχονταν μεγάλα, τεράστια· νυχτικιές, φούστες, διάφορα κομπινεζόν: σομόν, στο
χρώμα της σαμπάνιας, στο γκρι του πάγου, σε ανοιχτό κυπαρισσί, με τιραντάκια.
Από πάνω τυλιγόμασταν με εσάρπες, βάφαμε τα χείλη μας με διάφορα κραγιόν και
πηγαινοερχόμασταν πέρα δώθε κουνιστές, καμαρωτές, και κάναμε τις κυρίες. Έναν
διάδρομο που έβγαζε στο ταρατσάκι τον είχαμε μετατρέψει σε πασαρέλα.
Τα απογεύματα κάναμε συχνά βόλτα στην οδό Μεραρχίας οικογενειακώς, έχοντας
τον μικρό μου αδερφό στο καροτσάκι – συνήθως, ύστερα από μερικές διαδρομές, μας
πήγαινε ο μπαμπάς μου λίγο παρακάτω, στο περίφημο ζαχαροπλαστείο «Βασάκη»,
να φάμε πουτίγκα.
Σε μια κάθετο της οδού Μεραρχίας ήταν τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη» όπου
έκανα δύο φορές την εβδομάδα αγγλικά – ντυμένη τώρα μπαλαρίνα, πολύ περήφανη
μέσα στο κοντό, μεταποιημένο ροζ φόρεμα της κυρίας Μαίρης, λαμπερή, ξεκίνησα
απ’ το σπίτι να πάω στο bal d’enfant. Είχα αρχίσει να μπαίνω στην εφηβεία, να
σχηματίζομαι. Το στήθος μου είχε μεγαλώσει κάπως και τα μπουτάκια μου είχαν
αρχίσει να σαρκώνονται· ένιωθα ήδη ανησυχίες και να έχω κάποιο ενδιαφέρον για τα
αγόρια και τους άνδρες.
Στο μέσον της διαδρομής, στην πλατεία, ήταν ένα περίπτερο απ’ όπου συνήθως
αγόραζα Μίκυ Μάους, Κατερίνα και Μπλεκ. Μερικές φορές που δεν είχα χρήματα,
στεκόμουνα όρθια και τα ξεφύλλιζα, δηλαδή ο περιπτεράς, ο κύριος Λουκάς, ένας
μονόχειρας ανάπηρος, με άφηνε να τα ξεφυλλίζω, να τα διαβάζω στα γρήγορα χωρίς
χρήματα. Περνώντας είδα πως είχε έρθει καινούργιο τεύχος του Μπλεκ, αλλά εμένα
το μυαλό μου ήταν στον χορό και προχώρησα γρήγορα.
Το bal d’enfant γινότανε σε μια μεγάλη, φωτισμένη σάλα στον πρώτο όροφο του
«Στρατηγάκη», με κρεμασμένες παντού σερπαντίνες, διάσπαρτο χαρτοπόλεμο,
αναψυκτικά και μουσική από μαγνητόφωνο – παίζανε δυνατά Μπητλς και ελληνική
ποπ. Είχε πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Η Κατερίνα ήρθε ντυμένη κολομπίνα.
Ξεσάλωναν όλοι στον χορό, κυρίως σέικ, αλλά κάποια στιγμή χορέψαμε και γιάνκα,
ομαδικά, όλοι μαζί. Οι πάντες, σχεδόν, επαινούσαν τη στολή μου της μπαλαρίνας και
πολλά αγόρια ήθελαν να χορέψουμε μαζί – νομίζω ότι κάποια με φλέρταραν, όμως
εμένα δεν μου άρεσε κανένα ιδιαίτερα. Δεν ξέρω πώς, μου είχαν κολλήσει στο μυαλό
οι χιονοδρόμοι που είδα την προηγούμενη χρονιά, την 25η Μαρτίου. Στην οδό
Μεραρχίας είχε γίνει η στρατιωτική παρέλαση, όπου είχα πάει με τη φίλη μου την
Κατερίνα. Κάποια στιγμή μετά τους λοκατζήδες παρέλασε το τμήμα του
«Χιονοδρομικού Ομίλου Λαϊλιά», ψηλοί, πανέμορφοι νέοι άνδρες με ολόασπρες
στολές, κατάλευκες κουκούλες, άσπρες αρβύλες και κρατώντας τα σκι επ’ ώμου.
Ήταν σαν να περνούσε ένα τάγμα αγγέλων και μεις με την Κατερίνα στεκόμασταν
και τους θαυμάζαμε άναυδες, με ανοιχτό το στόμα.
Λίγο μετά το μεσημεράκι ο χορός στου «Στρατηγάκη» είχε κοπάσει κάπως.
Είχαμε κουραστεί, ξεποδαριαστεί – οπότε τα παιδιά άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν.
Βγήκαμε και εμείς με τη φίλη μου και αποχαιρετιστήκαμε στην είσοδο.
Επιστρέφοντας σκέφτηκα να περάσω απ’ το περίπτερο, να πάρω κανένα περιοδικό
γιατί μου είχε δώσει η μητέρα μου πέντε δραχμές, να έχω μαζί μου μήπως τις
χρειαζόμουν. Έφτασα στο περίπτερο κάπως ξαναμμένη ακόμα απ’ τον χορό, πήγα
δίπλα, στα ράφια, κι άρχισα να ψάχνω να πάρω κανένα Μπλεκ ή καμιά Κατερίνα –
ξαφνικά, ενώ ξεφύλλιζα ένα τεύχος κι ήμουν έτοιμη να γυρίσω για να το αγοράσω,
νιώθω το χέρι του μονόχειρα περιπτερά, του κυρίου Λουκά, ο οποίος ήταν φαλακρός,
γύρω στα πενήντα κι είχε γείρει απ’ το μισάνοιχτο πορτάκι και με κοίταζε
λαίμαργα, νιώθω λοιπόν το απλωμένο χέρι του να μου χαϊδεύει το μπούτι μου με το
καλσόν, που φαινότανε ως ψηλά, λόγω της κοντής φουστίτσας της στολής.
Τρομοκρατημένη πετάω κάτω το περιοδικό και τρέχοντας και κλαίγοντας φεύγω
αλαφιασμένη – φτάνω στο σπίτι λαχανιασμένη, τρομαγμένη, μέσα στα δάκρυα, και
τα λέω όλα στη μάνα μου, που δεν μπορούσε να με συνεφέρει. Ο πατέρας μου λόγω
αργίας ήταν στο διπλανό δωμάτιο και ξεκουραζόταν διαβάζοντας εφημερίδα,
καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Μόλις ακούει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει,
πετιέται όπως ήταν με τις παντόφλες, ρίχνει πάνω του ένα σακάκι, πάει στην
κουζίνα, αρπάζει ένα κουζινομάχαιρο και βγαίνει τρέχοντας έξω αλαλιασμένος –
διασχίζει την απόσταση σε χρόνο μηδέν, φτάνει στον περιπτερά, τον αρπάζει, τον
σέρνει έξω με χαστούκια και κλοτσιές. Εκείνος τρέμοντας τον παρακαλεί να μην πει
τίποτε στη γυναίκα και στα παιδιά του, καθώς ο μπαμπάς μου τον έχει βάλει από
κάτω και κρατώντας με το δεξί το κουζινομάχαιρο, του λέει: «Θα σου κόψω και το
άλλο χέρι, παλιοτόμαρο, απ’ τον ώμο και θα δίνεις τα τσιγάρα με το στόμα».
Εκείνος κλαψουρίζει, παρακαλεί. Απ’ τη φασαρία και τις φωνές μαζεύεται κόσμος
από γύρω, σπεύδουνε κάνα δυο χωροφύλακες, τρέχουνε αξιωματικοί κι απ’ τη
μεραρχία να μάθουν τι συμβαίνει, και προσπαθούνε όλοι να πάρουνε το μαχαίρι απ’
τον πατέρα μου για να μην τον σφάξει. Εκείνος, αφού τον έδειρε τον περιπτερά και
τον ξεφτίλισε αρκετά, τον παράτησε αιμόφυρτο. Τους πήρανε και τους δύο τελικά οι
χωροφύλακες στο Τμήμα για κατάθεση και τους κράτησαν όλη τη νύχτα.
Ο πατέρας μου δεν θέλησε να του κάνει μήνυση – «Πήρε το μάθημά του», είπε
στους αστυνομικούς, «κι έγινε ρεζίλι σ’ όλες τις Σέρρες».
Πράγματι, το γεγονός διαδόθηκε μέσα σε μια ώρα σε όλη την πόλη.
Από εκείνη τη μέρα, όποτε περνούσα, ακόμα κι απέναντι απ’ το περίπτερο, ο
περιπτεράς μ’ έβλεπε, γύριζε το κεφάλι του αλλού κι άρχιζε να τρέμει ολόκληρος.
Μια διετία μετά φύγαμε απ’ τις Σέρρες για τον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης. Η
εταιρεία «ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ» είχε αναλάβει μια ασφαλτόστρωση της περιοχής, μέχρι τη
Σίνδο. Τη ροζ στολή της μπαλαρίνας την έχω ακόμα κρατημένη μέσα σε νάιλον,
ανέγγιχτη, ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια – προχτές, λόγω των Απόκρεω, ήμουνα
μόνη στο σπίτι κι είδα τυχαία σε μια τηλεοπτική εκπομπή τον συμμαθητή μου στις
Σέρρες και συνθέτη Γιώργο Ανδρέου (με γκρίζα μαλλιά, πια) να παίζει πιάνο.
Σηκώθηκα, πήγα στην αποθήκη κι έψαξα τη στολή για να την ξαναδώ. Είχα να το
κάνω αυτό πάνω από τρεις δεκαετίες. Άνοιξα το νάιλον: το σατέν έχει χάσει κάπως
τη λάμψη του, τα τούλια έχουν αρκετά κιτρινίσει. Το καλσόν δεν το είχα κρατήσει.
Και το ένα παπουτσάκι μου του μπαλέτου χάθηκε – έψαξα σχολαστικά παντού αλλά
δεν μπόρεσα να το βρω πουθενά. Πήρα το παπουτσάκι που έχει σωθεί, κάθισα
αποκαμωμένη σε μια καρέκλα και το κοίταζα επίμονα, επί ώρα. Μόλις σήκωσα τα
μάτια, άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά μου σε άψογη παράταξη και με κινήσεις
ακριβείας εκείνοι οι πανέμορφοι, ψηλοί, εικοσάχρονοι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά,
ολόιδιοι, καμαρωτοί, ντυμένοι στα ολόλευκα, με άσπρες κουκούλες και λευκές
αρβύλες, ανέγγιχτοι απ’ τον χρόνο – ένα τάγμα αγγέλων με τα σκι κρατημένα
πλάγια επ’ ώμου, που περνούνε με βαρύ, συγχρονισμένο διασκελισμό εδώ μπροστά
μου, τραντάζοντάς με ολόκληρη, σύγκορμη.
 
 
 
Στο φανάρι

Τ Ο ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (γύρω στα δεκαεφτά) είναι ανεβασμένο καβαλητά


στην παλιά χιλιάρα «Kawasaki» του 2012, καμπουριαστό, έχοντας από πίσω
αγκαλιασμένο τον εικοσάχρονο οδηγό. Είναι γαντζωμένη, σκυφτή στην πλάτη του,
με το έξοχο κεφάλι της πλάγια – οι βόστρυχοί της, πυρρόξανθοι, ανεμίζουν σαν
κρόσσια χλωρής αγράμπελης. Φοράει δετά, ψηλά, μαύρα τακούνια και πολύ κοντό,
κόκκινο μίνι, που έχει ανασηκωθεί απ’ τον ελαφρύ αέρα, κυματίζει και φαίνονται
προτεταμένα, κατάλευκα, τροφαντά, τα εκπληκτικά της οπίσθια, με μαύρο στρινγκ
σφηνωμένο βαθιά, ανάμεσα στα κρουστά ημισφαίρια που δονούνται με ελάχιστα,
νευρικά τρεμίσματα.
Η μηχανή έχει σταματήσει μπροστά στον κόκκινο σηματοδότη. Ο αέρας κρατάει
σχεδόν επίτηδες το μίνι του κοριτσιού ψηλά – ακριβώς πίσω έρχεται και στέκεται με
αναμμένη τη μηχανή μια μαύρη «Mercedes Benz Class E-300, Sport»,
ολοκαίνουργη, του 2017. Την οδηγεί ένας ηλικιωμένος, φαλακρός άντρας, πάνω από
εβδομήντα, με τη γηραιά γυναίκα του δίπλα στη θέση του συνοδηγού, μια κυρία
αριστοκρατική, ακριβοντυμένη, στην ίδια περίπου ηλικία με αυτόν. Είναι προφανώς
πλούσιοι κι έχουν μείνει κι οι δυο με ανοιχτό το στόμα, άναυδοι, θαυμάζοντας,
σχεδόν τρομαγμένοι, ακριβώς μπροστά τους, στο ύψος των ματιών, αυτή την
αδιάντροπη επίδειξη της νεότητας: το σφρίγος, τον ερωτισμό και την άφοβη έκθεση
της σάρκας, που αθέλητα έστω, λόγω του ανέμου, αποκαλύπτεται και δοξάζεται
στον μεσημεριάτικο ήλιο προκλητικά, αλλά κι αθώα, χωρίς καμιά χυδαιότητα.
Κοκαλώνουν. Δεν μπορούν να πούνε τίποτε, βουβαίνονται.
Το αεράκι σταματάει για λίγο, πέφτει το ελάχιστο φόρεμα, καλύπτει το θέαμα,
και μετά ξαναρχίζει να πνέει ο αέρας, οπότε και το μίνι ανασηκώνεται πάλι
ανεμίζοντας πάνω απ’ τη νέα, πιο γυμνή, τώρα, αποκάλυψη, διότι όταν κοιτάζεις
κάτι επίμονα, διπλά, το βλέπεις όλο και περισσότερο στις πραγματικές του
διαστάσεις.
Το σαγόνι του ηλικιωμένου αρχίζει να τρέμει ελαφρά – ο άντρας ασυναίσθητα
γλείφει τα ξεραμένα χείλη του. Ίσως να σκέφτεται πως το στόμα της νεαρής θα
ευωδιάζει πρόπολη από άνθη πορτοκαλιάς ή μαστίχα με γεύση βατόμουρου. Νιώθει
κάτι σαν πνιγμονή, αισθάνεται σκύλος δεμένος με την άλυσο της ηλικίας, ενώ
συνειδητοποιεί αίφνης πόσο άχρηστα, μπροστά σε αυτήν την ερωτική αποκάλυψη,
είναι τα χρήματα και το βάρος των πραγμάτων και η καινούργια του, εύτροχη
«Mercedes», παρότι «Sport», ώστε να εκπέμπει μια παραπλανητική νότα νεότητας.
Η γηραιά κυρία μέσα στο λεπτό και στα λίγα δευτερόλεπτα που παραμένει το
φανάρι κόκκινο, συνεχίζοντας να θαυμάζει μπροστά της τα πληθωρικά νιάτα, νιώθει
ξαφνικά να γκρεμίζεται εντός της ο κόσμος, οι βεβαιότητες, η αυτάρκειά της και οι
θηλυκές παρηγορίες που έχει επινοήσει. Αυτή η γυμνή, επιθετική ομορφιά
αποκαλύπτεται μπροστά της σαν ένσαρκη έκφανση του Θεού, αλλά και σαν
υπονόμευση όλου του κόσμου της: αξιοπρέπεια, συγκατάβαση, οικογένεια, παιδιά,
εγγόνια, χρήματα, ακριβά ρούχα και κοσμήματα – όλα τής φαίνονται ένα τίποτε.
Ένα τίποτε. Σκέφτεται το τωρινό, δικό της, στεγνό, λυπημένο σώμα κι αισθάνεται
το χάσμα του χρόνου, νιώθει το ανεπίστρεπτο, τον χαμένο καιρό, το ανεξαγόραστο
της νεότητας.
Το φανάρι ανάβει πράσινο. Η μηχανή ξεκινάει, εκτινάσσεται ανυπόμονα, ατίθασα,
με σούζες και μπαντιές, κι εξαφανίζεται γρήγορα στο βάθος της λεωφόρου.
Ο γηραιός άντρας στη «Mercedes» βάζει πρώτη εξουθενωμένος και ξεκινάει αργά,
συντηρητικά, ενώ μουρμουράει κάτι ακατανόητο μέσα απ’ τα δόντια του.
Ωστόσο η γυναίκα δίπλα του τον ακούει, καταλαβαίνει τι θέλει να πει και κουνάει
συγκαταβατικά το κεφάλι, πένθιμα, με σφιχτά τα χείλη – της έρχεται ξαφνικά να
κατεβάσει το καθρεφτάκι πάνω απ’ το παρμπρίζ, να δει το πρόσωπό της, ίσως να το
φρεσκάρει λίγο, να ενισχύσει το κραγιόν, αλλά την ίδια στιγμή το μετανιώνει.
Στρέφει το κεφάλι δεξιά και κοιτάζει πικρά, λυπημένα, έξω.
 
 
 
Στολή Κοζάκου

Β ΓΑΙΝΟΝΤΑΣ με το αυτοκίνητο απ’ την Καβάλα και πηγαίνοντας προς Ξάνθη,


τρέχοντας με εκατόν σαράντα, κόβω ταχύτητα μόλις βλέπω τις τεράστιες
δαγκωματιές στα βουνά, αριστερά μου: τα πρώτα λατομεία. Φτάνω στο ύψος της
Ζαρκαδιάς και κοιτώ ψηλά, στην κορυφή του δρόμου, τη στροφή του Πολυβολείου –
είναι η διαδρομή προς το χωριό, όπου έζησαν οι παππούδες και μεγάλωσε η μάνα
μου.
Όμως, κάθε φορά που περνώ από εδώ δεν θυμάμαι κυρίως αυτούς, αλλά
επανέρχεται πάντα, και τώρα πάλι, μια εικόνα, μια εμμονή, τώρα πιο δυνατή, γιατί
διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο του Νικολάου Ρουδομέτωφ για τους Ρώσους
εμιγκρέδες της Καβάλας: Εκείνη η πρώτη φορά που με έστειλε η μάνα μου με
λεωφορείο απ’ τη Θεσσαλονίκη στο χωριό για θερινές διακοπές· 1964 κι ήμουνα
έντεκα χρονών. Στο τζαμωτό πρακτορείο του ΚΤΕΛ Καβάλας περίμενε ο παππούς
για να με παραλάβει – καθώς κατέβηκα και ο οδηγός μού έδινε τη βαλίτσα, βλέπω
ανάμεσα στον κόσμο, στους επιβάτες και στα πράσινα λεωφορεία έναν γέρο
άνθρωπο, κοκκινοτρίχη, με κομμένα πόδια στο ύψος των γοφών, καρφωμένο θαρρείς
σε μια μικρή, ξύλινη πλατφόρμα με ροδάκια, να φεύγει γρήγορα λάμνοντας,
σπρώχνοντας με τα χέρια του το έδαφος, την άσφαλτο, το τσιμέντο. Κινούνταν
ευέλικτα, πλαγιοδρομούσε, ρολάριζε με μεγάλη ευχέρεια λες κι είχε έξι παλάμες, σαν
αράχνη ανάμεσα στα πόδια των ανθρώπων, στα εμπορεύματα, στα εμπόδια. Η ψυχή
μου πιάστηκε.
Αργότερα, όταν ανεβαίναμε με το δεύτερο ΚΤΕΛ τις ανηφοριές για το χωριό και
βλέπαμε από ψηλά τον κάμπο κάτω, σαν από αεροπλάνο, λίγο πριν από τη στροφή
του Πολυβολείου ρώτησα τον παππού για εκείνον τον άνθρωπο. Μου είπε πως ήταν
Ρώσος, Κοζάκος απ’ το Κουμπάν, περίπου εξήντα πέντε χρονών. Λεγόταν Φιοντόρ
Μιχαήλωφ Αλεξέγιεβιτς και είχε έρθει στην Καβάλα το 1926, με άλλους Ρώσους και
Κοζάκους απ’ τη Βουλγαρία, όπου πρωτοπήγε μετά τη φυγή του απ’ τη Ρωσία.
Είχε επί χρόνια στην Καβάλα μια μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε μουσαμάδες για
καλύμματα της καρότσας των κάρων και μετά των φορτηγών. Μια μέρα σε ατύχημα
τον πάτησε ένα φορτηγό κάνοντας όπισθεν κι έχασε τα πόδια του. Από τότε ζει έτσι,
κάνοντας μικροθελήματα γύρω απ’ το Πρακτορείο. Πριν έρθει στην Καβάλα ήταν
αξιωματικός, λοχαγός των Λευκών στον εμφύλιο που είχε γίνει στη Ρωσία, σε ένα
σύνταγμα Κοζάκων του βαρόνου Πιοτρ Νικολάγιεβιτς Βράγκελ. Το 1920, στην
τελική φάση και αφού είχαν νικηθεί οι Λευκοί απ’ τους Μπολσεβίκους, τα
υπολείμματα του στρατού του Βράγκελ, μαζί κι ο Φιοντόρ, έφτασαν υποχωρώντας
στην Κριμαία, στο λιμάνι της Σεβαστούπολης, κι έμπαιναν εσπευσμένα σε πλοία για
να ξεφύγουν προς την Κωνσταντινούπολη. Ήταν εκατοντάδες στρατιώτες και
αξιωματικοί, όλοι δοξασμένοι και δοκιμασμένοι πολεμιστές του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου. Κι ενώ το τελευταίο πλοίο ετοιμαζόταν να σαλπάρει, στην
αποβάθρα περίμεναν αγέρωχοι, περήφανοι, εκατό περίπου έφιπποι αξιωματικοί σε
άψογη παράταξη, μαζί και ο λοχαγός Φιοντόρ Μιχαήλωφ Αλεξέγιεβιτς. Στέκονταν
εκεί ψύχραιμοι, πετρωμένοι, υπομονετικοί, καβάλα στα πανέμορφα, αγαπημένα τους
άλογα με τα οποία ήταν βαθιά δεμένοι, σύντροφοι, γιατί πολεμούσανε σε διάφορα
μέτωπα μαζί επί συνεχόμενα οχτώ, δέκα χρόνια. Περίμεναν να μπουν μετά τους
στρατιώτες, τελευταίοι, στο έσχατο καράβι.
Αλλά απ’ το πλοίο τούς είπαν, ξαφνικά, πως τα άλογα δεν μπορούν να
επιβιβαστούν, δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτά κι έπρεπε οι αξιωματικοί αναγκαστικά να
τα αποχωριστούν. Όμως εκείνοι δεν συμφωνούσαν, δεν άντεχαν να αφήσουν τα
υπέροχα πολεμικά άτια τους μόνα, δεν έβρισκαν τη δύναμη να αποσπαστούν απ’
αυτά, να τα εγκαταλείψουν εκεί μόνα τους, στο έλεος. Ήταν ανένδοτοι. Η πίεση απ’
το πλοίο μεγάλωνε και οι μούτσοι άρχισαν να μαζεύουν τους κάβους για να
αποπλεύσουν. Ο χρόνος τελείωνε, το δίλημμα γινότανε θανάσιμο, γιατί αν δεν
έφευγαν, πλησίαζαν αποσπάσματα των Μπολσεβίκων που θα τους εκτελούσαν, θα
τους κατέσφαζαν όλους επιτόπου. Και ενώ μέσα απ’ το πλοίο οι στρατιώτες τούς
φώναζαν επίμονα, τους παρακαλούσαν διαρκώς να βιαστούν, και μόλις οι μούτσοι
άρχισαν να σηκώνουν και τη σκάλα επιβίβασης, τότε μόνο οι αξιωματικοί με πόνο
ψυχής αφίππευσαν, άρχισαν με δάκρυα να καταφιλούν τα άλογά τους, να τα
σφιχταγκαλιάζουν απ’ τους λαιμούς και να τα χαϊδεύουν τρυφερά και σχεδόν
σέρνοντας με το ζόρι ο ένας τον άλλον μπήκαν τελευταία στιγμή στο καράβι, όπου
κρύφτηκαν για να μη βλέπουν τα αγαπημένα τους άτια που μείνανε μόνα τους, πίσω,
παρατημένα στην προκυμαία.
Μόλις έλυσαν τους κάβους και το πλοίο πήρε να απομακρύνεται, τα άλογα ένιωσαν
το γύρισμα του πεπρωμένου, κατάλαβαν τι γίνεται και μην αντέχοντας μακριά απ’
τα αφεντικά τους, όρμηξαν χλιμιντρίζοντας απελπισμένα και πηδώντας απ’ την
προκυμαία έπεφταν στη θάλασσα, κι άρχισαν να κολυμπούν απεγνωσμένα,
ακολουθώντας τους συντρόφους τους που ήταν μέσα στο καράβι, όσο μπορούσαν, όσο
άντεχαν, πάσκιζαν με αγωνία να τους φτάσουν – οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες
μέσα στο πλοίο έκλαιγαν, θρηνούσαν, σκέπαζαν τα μάτια τους, κατέβαιναν κάτω,
στα αμπάρια, μην υποφέροντας το τραγικό θέαμα. Ένας αξιωματικός δεν μπορούσε
πια να το βλέπει όλο αυτό κι αυτοκτόνησε μέσα στο καράβι.
Είχα συγκινηθεί απ’ την αφήγηση και με δυσκολία έκανα να ρωτήσω τι απέγιναν
τα άλογα, αν πνίγηκαν.
Ο παππούς κατάλαβε, ξαφνικά, πως δεν θα άντεχα να ακούσω τη συνέχεια, ήμουν
ακόμα παιδάκι, με πρόλαβε κι άλλαξε την ιστορία:
—Και απ’ την πολλή φόρα, μου λέει, που είχανε τα άλογα, βγήκανε στην
επιφάνεια κι άρχισαν να τρέχουνε πάνω στα κύματα. Μετά σιγά σιγά ανέβηκαν πιο
ψηλά και χάθηκαν καλπάζοντας στον ουρανό.
Με αγκάλιασε και σώπασε. Εγώ κοίταζα απορημένος, σκεφτικός απ’ το παράθυρο
του λεωφορείου που έσκουζε στην ανηφόρα, αγνάντευα βουβός, πλάγια και κάτω,
τον απέραντο κάμπο της Θράκης.
Το επόμενο καλοκαίρι, τον Ιούνιο, στις επιδείξεις αποφοίτησης απ’ το δημοτικό
σχολείο που κάναμε στο γήπεδο της «ΧΑΝΘ» και όλα τα παιδιά φορέσαμε διάφορες
στολές, εγώ ντύθηκα Κοζάκος: κόκκινη μακριά ζακέτα, με σφιχτή, μαύρη ζώνη στη
μέση και οριζόντια κίτρινα σιρίτια στο στήθος, μαύρο παντελόνι φαρδύ μέσα σε
μπότες μαύρες ψηλές και το περίφημο γούνινο, λευκό κοζάκικο καπέλο. Είχα βάλει
τη μάνα μου και μου έραψε και μου κέντησε τη στολή μόνη της, σιγά σιγά, όλο τον
χειμώνα, στην παλιά της «Singer».
Έχω ακόμα κρατημένη τη φωτογραφία, σε προφίλ, από εκείνες τις επιδείξεις –
ένας μικρός, αγνώριστος Κοζάκος χωρίς άλογο, να χορεύω ζευγάρι με μια
συμμαθήτριά μου, την Αλίκη, ντυμένη βοσκοπούλα. Απέναντί μας, στο βάθος
φαίνεται η κερκίδα του γηπέδου όπου κάθονται οι γονείς των παιδιών – προσπάθησα
πολλές φορές, επίμονα, και με μεγεθυντικό φακό να διακρίνω τη μάνα μου ανάμεσά
τους, αλλά η φωτογραφία είναι θολή στο βάθος και η μητέρα μου δεν φαίνεται, αν
και είναι εκεί, μακρινή, χαμένη μέσα στα θαμπά πρόσωπα των άλλων και με
κοιτάζει, πάντα.
 
 
 
Δυο λουκούμια δυναμίτη

Τ ΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ, ύστερα από τριάντα χρόνια, στην «ALPHA BANK» Θέρμης ως


υποδιευθυντή· κοστουμάτος, ρεγκο-γραβατωμένος, καθότανε ελαφρά
σκυφτός στο γραφείο του, δυο μέτρα αριστερά απ’ τα γκισέ. Τον αναγνώρισα
αμέσως, μπαίνοντας, από εκείνο το ορατό από μακριά, βυσσινί σημάδι του δεξιά στο
μέτωπο, σε σχήμα γλάρου που πετάει πλάγια – αν πεις σε κάποιον πώς απέκτησε το
σημάδι ο Ζήσης, θα δυσκολευτεί να σε πιστέψει.
Πάντως η πραγματική ιστορία είναι αυτή: Περί το 1979-1980, ο παππούς του ο
Γοργορίκας είχε ένα γέρικο γαϊδούρι, τον Ιωνά, έτσι το ’λεγε, που τότε θα ήταν
είκοσι εφτά χρονών. Στα τελευταία του. Το είχε πάρει από πολύ μικρό και τον είχε
εξυπηρετήσει τα προηγούμενα χρόνια σε όλες τις δουλειές του. Ήτανε δυνατό
γαϊδούρι, με καλή συμμόρφωση και το σεβότανε πολύ – πιο πολύ όμως το αγαπούσε
ο εγγονός του, αυτός, ο Ζήσης. Το λάτρευε κυριολεκτικά και το φρόντιζε, γιατί από
όταν ήταν μωρό ακόμα τον πήγαινε βόλτες ο Ιωνάς και μετά τον βοηθούσε στις
εργασίες που του ανέθετε ο πατέρας του, ο οποίος δούλευε σε ένα λατομείο στην
Πτολεμαΐδα, τρία τέταρτα δρόμο απ’ το χωριό.
Κι εγώ, που ήμουν συνομήλικος και συμμαθητής στο γυμνάσιο με τον Ζήση και
κάναμε τότε πολλή παρέα, το αγαπούσα το γαϊδούρι, γιατί ανεβαίναμε και οι δυο
μαζί στη ράχη του Ιωνά, ο ένας στο σαμάρι, ο άλλος πίσω, και μας πήγαινε όπου
θέλαμε.
Ο παππούς είχε πια τον γάιδαρο κρατημένο στο μαντρί, επειδή γέρασε δεν τον
έβγαζε έξω. Κάθε χρόνο περνούσανε οι γύφτοι απ’ τα χωριά και μαζεύανε,
αγοράζανε τα ετοιμοθάνατα ζώα και πήγαιναν και τα πουλούσανε στα τσίρκο που
έρχονταν στην Πτολεμαΐδα (συνήθως το «MEDRANO»), ως τροφή για τα λιοντάρια
και τις τίγρεις.
Αλλά τον Ιωνά, που ήρθαν και τον ζήτησαν οι γύφτοι, ο παππούς δεν τον έδωσε,
εκτιμούσε όσα του είχε προσφέρει μια ζωή κι είχε αποφασίσει να τον αφήσει να
πεθάνει μαζί του, ήσυχα. Επειδή όμως το γαϊδούρι φαινότανε πολύ στενοχωρημένο,
κλεισμένο όλη μέρα μέσα, συνέχεια σκυφτό, ο παππούς σκέφτεται να πάει να το
αφήσει σε μια πλαγιά, έξω απ’ το χωριό, που έχει πολύ χόρτο και δυο βρύσες με
νερό για ζώα, οπότε να σβήσει καλύτερα εκεί, στα ανοιχτά, στη φύση, κάτω απ’ τον
ουρανό, μόνο του. Κι έτσι έκανε – το παίρνει και πάει και το αμολάει εκεί πέρα.
Ο Ζήσης κι εγώ ήμασταν τότε δεκαπέντε χρονών. Μόλις μαθαίνει την άλλη μέρα ο
φίλος μου πως ο παππούς πήγε και παράτησε τον Ιωνά πάνω στην πλαγιά που τη
λέγαμε Πέτρα, φοβήθηκε ότι το ζώο, έτσι όπως ήτανε μόνο κι ανυπεράσπιστο και
γέρικο, θα το φάνε τη νύχτα ζωντανό τα αγριόσκυλα και οι λύκοι που πλανώνται
γύρω στα βουνά.
Ο πατέρας του Ζήση έφερνε απ’ το λατομείο όπου δούλευε μερικούς δυναμίτες,
φουρνέλα και βραδύκαυστα φιτίλια στο σπίτι και τα χρησιμοποιούσε σε δουλειές –
αντί να ρίξει, ας πούμε, έναν αχυρώνα που ήθελε, για να μην παιδεύεται του έβαζε
ένα μικρό φουρνέλο, τον ανατίναζε και γινότανε αμέσως ίσιωμα.
Πάει λοιπόν ο Ζήσης στο σπίτι, κλέβει δυο λουκούμια δυναμίτη (έτσι τα έλεγαν)
και ένα βραδύκαυστο φιτίλι, παίρνει μια τριχιά και σπίρτα, έρχεται με βρίσκει και
μου λέει βουρκωμένος τι έχει συμβεί. Και ενώ κλαίει πια, συνεχίζει τραυλίζοντας ότι
πρέπει να πάμε να ανατινάξουμε μια και καλή τον γάιδαρο, να μην παιδεύεται εκεί
πάνω μοναχός του στο έλεος των άγριων ζώων. «Μια στιγμή είναι», μου λέει,
«μπαμ, και θα γλιτώσει ο Ιωνάς. Θα ησυχάσει. Δεν θα καταλάβει τίποτε».
Ανεβαίνουμε πάνω στην Πέτρα, βρίσκουμε το ζώο, που μόλις μας είδε
αναθάρρησε, συνήλθε, ζωντάνεψε πραγματικά – ο Ζήσης άρχισε να το χαϊδεύει και
να του μιλάει κάνα δεκάλεπτο με δάκρυα στα μάτια. Μετά, με βαριά καρδιά, δένει
καλά τους δύο δυναμίτες στην κοιλιά του ζώου με την τριχιά, κάνοντάς τη δυο
γυρισιές στη ράχη, βάζει το βραδύκαυστο και το ανάβει – τα θυμάμαι σαν τώρα
εκείνα τα φιτίλια, ήτανε μαύρα-πίσσα κι άμα έπαιρναν φωτιά δεν μπορούσες πια να
τα σβήσεις με τίποτε.
Μόλις το ανάβει (θέλει περίπου δυόμισι λεπτά να φτάσει η φωτιά στον δυναμίτη),
ο Ζήσης χαϊδεύει μια τελευταία φορά το ζώο στο κεφάλι κι αρχίζουμε να ροβολάμε
τρέχοντας απ’ την πλαγιά, να είμαστε μακριά όταν γίνει η έκρηξη· αλλά ο Ιωνάς που
νόμισε πως ήρθαμε να τον πάρουμε και είχε τόσα χρόνια ισχυρό δεσμό με τον Ζήση,
αρχίζει να τρέχει ξοπίσω μας. Με όσες δυνάμεις τού είχανε μείνει και τώρα με τις
πολύ περισσότερες που ανάκτησε βλέποντας δυο πρόσωπα που τον αγαπούν, τρέχει
γρήγορα, σαν πουλάρι σχεδόν, στο κατόπι μας, τριποδίζοντας με εκείνο τον
παρτσακλό, ασταθή διασκελισμό, άτσαλα, χωρίς ρυθμό, με το κεφάλι ψηλά και
πλάγια, ταράζοντας τις αυτάρες του, και όλο μας κοντοσιμώνει – ενώ το φιτίλι
καίγεται και πλησιάζει στον δυναμίτη.
Εμείς έχουμε τρομοκρατηθεί βλέποντάς τον να είναι καταπόδι μας και να μας
κοντεύει συνέχεια, όλο και περισσότερο. Σε μιαν άκρη στην πλαγιά γίνεται ένα
ίσιωμα, μετά το έδαφος ανεβαίνει ελαφρά και ύστερα κόβεται ξαφνικά και γίνεται
γκρέμι. Από κάτω, κάθετα, στα πέντε μέτρα, περνάει ένας παραπόταμος και στην
απέναντι όχθη έχει πέτρες, σαν βραχάκια. Μετά ξεκινάει στα εκατό μέτρα το
παρατημένο, παλιό τούρκικο νεκροταφείο – το φτιάξανε εκεί γιατί έχει πολύ καλό
χώμα η περιοχή, ασβεστολιθικό, απ’ όπου θυμάμαι η γιαγιά μου πάντα πήγαινε κι
έπαιρνε δυο χούφτες (δεν ξέρω γιατί) όταν ήτανε να μας φτιάξει πετιμέζι.
Τρέχοντας εμείς φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού και, για να γλιτώσουμε απ’ τον
δυναμίτη, δίνουμε μαζί με τον Ζήση ένα σάλτο πάνω απ’ το ποταμάκι που κελάρυζε
και πέφτουμε, απ’ τα πέντε μέτρα ύψος, κάτω στα βράχια της όχθης.
Ο Ιωνάς έχει φτάσει κι αυτός σχεδόν στην άκρη, πίσω μας, καλπάζοντας όσο
μπορεί, ξέψυχος από τη λαχτάρα του να μας προλάβει, δεν μπορεί να σταματήσει με
τη φόρα που έχει, κάνει ένα άλμα, κι ενώ ίπταται, ενώ πετάει πάνω απ’ το νερό,
εκρήγνυται στον αέρα, σκάει εκκωφαντικά και διαλύεται σε χίλια κομμάτια, απ’ τα
οποία δεν βρέθηκε σχεδόν τίποτε – αναλήφθηκε στους ουρανούς. Η έκρηξη είναι
τόσο δυνατή, που αντιλαλεί παντού κι ακούγεται ακόμα και μέσα στο χωριό σαν να
έχει πέσει οβίδα στην πλατεία.
Εγώ ριγμένος στα βράχια νιώθω πως έχω σπάσει το δεξί μου πόδι στη γάμπα –
πετιέται, έξω και πλάγια, το κόκαλο.
Ο Ζήσης έχει χτυπήσει στα πόδια, αλλά πιο πολύ στο κεφάλι. Πιάνει, ζαλισμένος,
με το χέρι το μέτωπο στη δεξιά πλευρά και αγγίζει ένα μεγάλο, βαθύ σχίσιμο, που
είναι σαν καμπύλη γωνία ή σαν πετούμενος γλάρος. Αιμορραγεί πολύ. Και
ακουμπώντας πάλι εκεί το δάχτυλο νιώθει από εκείνη τη στιγμή πως θα του αφήσει
ένα σημάδι παντοτινό – για όσο ζήσει θα βλέπει κάθε μέρα πια, κοιτάζοντας στον
καθρέφτη, τον αγαπημένο του Ιωνά να έρχεται προς αυτόν ήσυχα, σεβαστικά,
ταράζοντας ελαφρά τις αυτάρες του.
 
 
 
Ο Θεόδωρος της Μαμής

Ξ ΕΚΙΝΗΣΑΜΕ κατά τις δέκα το πρωί (κοσμική ώρα) με επίμονο ψιλόβροχο και
κοκορόχιονο – παραμονή Χριστουγέννων. Ο Γέροντας Θεόδωρος της Μαμής
προσφέρθηκε να με οδηγήσει απ’ το κελί του Ιωαννίκιου, έξω απ’ τις Καρυές, στο
κελί των Μυτιληναίων κοντά στη σκήτη του Βατοπεδίου, έξι ώρες διαδρομή με τα
πόδια, τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακριά, μέσα από άγριο τοπίο και μονοπάτια που
λίγοι γνωρίζουν. Ο καιρός ήταν πολύ κακός, έβρεχε εδώ και δυο μέρες ασταμάτητα
– αλλά έπρεπε να πάω να δω έναν ξάδερφό μου καλόγερο που αθλούσε εκεί, στους
Μυτιληναίους, να υπογράψει κάτι χαρτιά για τα κληρονομικά της οικογένειας.
Ο Γέροντας Θεόδωρος είχε αρπάξει μια μπουκάλα τσίπουρο, την έκρυψε στο
ζωστικό του, ντυθήκαμε καλά, φορέσαμε αποπάνω μια νιτσεράδα, πήραμε από μια
γκλίτσα και βγήκαμε στον δρόμο – ήδη στο πρώτο πεντάλεπτο πεζοπορίας είχαμε
γίνει μούσκεμα σχεδόν κατάσαρκα.
Ο Θεόδωρος προχωρούσε γοργά πέντε βήματα μπροστά μου, σαν αερικό.
Δυσκολευόμουνα να ακολουθήσω τον ρυθμό του, παρότι ήμουν είκοσι χρόνια
νεότερος – μας χτυπούσε η βροχή από διάφορες μεριές και ζοριζόμουνα απ’ τη
λάσπη, τις πέτρες και το ανώμαλο του εδάφους. Κεραυνοί έπεφταν στα βουνά και
ριπές ανέμου μάς βίτσιζαν από παντού – αλλ’ αυτός συνέχιζε απτόητος
μουρμουροψέλνοντας, θολός μέσα στο βροχόχιονο, μαύρη οπτασία, αρνούμενος να
μειώσει το βήμα του. Κάθε τόσο, χωρίς να σταματήσει, φώναζε με δυνατή φωνή στα
τυφλά:
—Ευλογημένοι κυνηγοί, μη μας πυροβολήσετε, άνθρωποι είμαστε κι όχι
αγριογούρουνα!
Ήξερε ότι υπήρχε αυτός ο κίνδυνος γιατί τέτοιες μέρες πλανώνται κυνηγοί στα
γύρω μέρη, κοσμικοί που υπηρετούν στον Άθω, ψάχνοντας για αγριόχοιρους.
Παρατηρούσα πάλι επίμονα από πίσω τον Γέροντα Θεόδωρο και σκεφτόμουνα
πως η αθωότητα είναι ανώτερη της εξυπνάδας, υψηλότερη και της ιδιοφυΐας. Το
έβλεπα ανέκαθεν πάνω του: Με πλησίαζε και υπήρχε και δεν υπήρχε ταυτόχρονα.
Νόμιζα ότι αν απλώσω το χέρι μου θα τον διαπεράσω, ότι είναι άυλος. Παρά το
ευδιάχυτο των αισθημάτων του, τον ένιωθα και δεν τον ένιωθα. Ήταν νόημα και μη
νόημα, ασκός εν πάχνη. Κρατούσε το πρωί, πριν φύγουμε, το ποτηράκι του
τσίπουρου με τέτοιο σεβασμό λες κι ήταν ιερό σκεύος. Προηγουμένως το είχε πλύνει
αργά, επίμονα, σχολαστικά. Το είχε σκουπίσει και γυαλίσει προσεκτικά και έλεγξε
την απόλυτη, ακηλίδωτη διαπερατότητα του γυαλιού κοιτώντας το κόντρα στο φως.
Μετά έβαλε λίγο τσίπουρο και προτού το πιει αργά, το γεύτηκε ηδονικά στα χείλη
και στη γλώσσα. Αυτό το έκανε σε κάθε γουλιά. Κάθε λίγο μασούσε με μεγάλη
απόλαυση μερικά απ’ τα ζεματισμένα χόρτα που είχε δίπλα του στο τραπέζι,
ραδίκια, αντίδια κι άλλα που ήξερε και μάζευε ο ίδιος. Μόνο χορταρικά και ψωμί
έτρωγε αυτός ο Γέροντας, ο Θεόδωρος της Μαμής, εδώ και πενήντα ένα χρόνια που
έκανε την αποταγή του και μπήκε καλογεράκι στο Όρος, το 1948 – και ήμασταν στα
1999, παραμονές Χριστουγέννων, όπως είπα, στο κελί του Ιωαννίκιου, του
«γκάνγκστερ». Έτσι τον έλεγε ο Θεόδωρος: «Εσύ δεν είσαι καλόγερος, είσαι
γκάνγκστερ», γιατί ο Ιωαννίκιος απλώς είχε βγει πολλές φορές απ’ τον Άθω και
είχε ταξιδέψει στην Αθήνα, στη Σουηδία και στην Αφρική για μοναστηριακές
υποθέσεις.
Δεν είχα γνωρίσει πιο αθώο άνθρωπο απ’ αυτόν τον Γέροντα, τον Θεόδωρο της
Μαμής, τον ξυλογλύπτη – κάθε τι το αντιμετώπιζε ως δώρο Θεού. Του έδινες ένα
πορτοκάλι και το κρατούσε σαν κάποιος που μόλις του είχαν δωρίσει μια πλάκα
χρυσού. Το οτιδήποτε ήταν γι’ αυτόν ένα θαύμα· είχε έναν γκαζοντενεκέ και ακόμα
και τα ζιζάνια και τα έντομα του μπαχτσέ –στο κελί της Αγίας Τριάδας, κοντά στη
σκήτη του Κουτλουμουσίου, όπου έμενε επί δεκαετίες με τον Γέροντά του– δεν τα
πείραζε, παρά τα μάζευε εκεί μέσα, στον ντενεκέ, και πήγαινε εκατό μέτρα πιο πέρα
και τα άφηνε σε ήσυχο και απάτητο μέρος. Με το που μπήκε στον Άθω έγινε
υποτακτικός του Γέροντα Σωφρόνιου που τον έλεγαν Μαμή, γιατί σε οποιοδήποτε
κελί και σκήτη αν πήγαινε, επισκεπτόταν ή μετοικούσε, μπορούσε να βρει πού είχαν
κρύψει χρυσές λίρες ή λεφτά οι προηγούμενοι αθλήσαντες καλόγεροι που είχαν
πεθάνει, θαρρείς και τα μύριζε. Είχε αυτό το χάρισμα, ήταν κάτι σαν μέντιουμ. Γι’
αυτό τον έβγαλαν έτσι – εξ ου και ο Θεόδωρος της Μαμής, που υπηρέτησε τον
Σωφρόνιο με απόλυτη αγάπη και σεβασμό επί πολλά χρόνια. Από εκείνον διδάχτηκε
την ξυλογλυπτική, πώς να φτιάχνει θυμίαμα και κομποσκοίνια, απ’ τα οποία
εξοικονομούσαν τα προς το ζην πουλώντας τα σε μαγαζιά στις Καρυές· κυρίως όμως
είχε γίνει δεινός, φημισμένος ξυλογλύπτης.
Όταν πέθανε η Μαμή, ο Θεόδωρος έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και το γύρισε στο
πιοτό. Σε έξι μήνες έγινε αλκοολικός, αλλά το τσίπουρο (και το κονιάκ που του
έφερνα εγώ) δεν τον πείραζε ιδιαίτερα, εφόσον μια ζωή σχεδόν τρώει μόνο
ζεματιστά χόρτα και άρτο. Τίποτε άλλο. Και παρά το αλκοόλ, κρατάει όλες τις
νηστείες ευλαβικά, έχει ευστάθεια τρόπων, τηρεί σεβαστικά την ιεραρχία και κάνει
τις πιο δύσκολες χειρωνακτικές δουλειές. Πέρσι τον είδα να έχει στον ώμο του ένα
σακί τσιμέντο πενήντα κιλών και να το ανεβάζει τρέχοντας στην ανηφόρα, σε κάτι
επισκευές που έκαναν σε ένα γεφυράκι κοσμικοί εργάτες λίγο πιο πάνω απ’ το κελί
του. Ήταν μισομεθυσμένος κι ανέβαζε τα σακιά τρέχοντας – έχει ακόμα, στην
ηλικία του, πεντακάθαρο και υγιέστατο οργανισμό, ίσως λόγω χορτοφαγίας.
Πέρσι, το 1998, έπρεπε να βγει απ’ το Όρος και να κάνει μια εγχείρηση
καταρράκτη στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης με το οποίο οι μονές
έχουν κάποια σύμβαση. Ήρθα να τον πάρω και να τον συνοδεύσω, με χίλια ζόρια
μπήκε στο ασθενοφόρο. Φώναζε, ούρλιαζε, δεν ήθελε, επέμενε ότι θα τον γιάνει ο
Θεός. Είχε να βγει πενήντα χρόνια απ’ τον Άθω – τελικά τον σύραμε σχεδόν και η
επέμβαση πήγε καλά. Θεραπεύτηκε. Και είδε τον έξω κόσμο ύστερα από πέντε
δεκαετίες. Μετά, που τον ρώτησα τι του έκανε εντύπωση στη διαδρομή, μου είπε για
ένα παρκάκι που ήταν δίπλα στο νοσοκομείο κι είχε μέσα πέντε αναμμένους
γλόμπους:
—Είδα εκείνο το λιβάδι, με τα πέντε φεγγάρια. Πρώτη φορά είδα πέντε φεγγάρια
μαζί.
Τον ρώτησα πώς του φάνηκαν οι γυναίκες.
Απάντησε:
—Είναι σαν τους Αλβανούς. Με μακριά μαλλιά και τσουλούφια.
Ο καιρός χειροτέρευε. Προχωρούσαμε ανάμεσα στα βουνά, όλο και πιο δύσκολα,
υπό κόλαφον βροχής. Δυο φορές ο Γέροντας, που κάθε τόσο τραβούσε την μπουκάλα
απ’ το ζωστικό του κι έπινε τσίπουρο, γλίστρησε και κουτρουβαλίστηκε – την τρίτη
παραλίγο να πέσει σ’ έναν μικρό γκρεμό, αλλά πρόλαβε και πιάστηκε από κάτι
τσαλιά, έκοψε τη φόρα και μετά αρπάχτηκε απ’ τη ρίζα μιας παλαβοσυκιάς. Έτρεξα
και τον τράβηξα με δυσκολία· είχε αγκυρώσει τα χέρια του ασφαλώς, τα χέρια του
που ήταν πολύ δυνατά απ’ την ξυλογλυπτική, κι έτσι, ευτυχώς, σώθηκε. Όμως από
κει και πέρα άρχισα να προχωρώ δίπλα του, να τον προσέχω, γιατί έπινε όλο και
περισσότερο. Το ζωστικό του είχε άσκημα σκιστεί. Διόλου δεν τον ένοιαξε, συνέχιζε
σταθερά το περπάτημα ενώ μιλούσε για διάφορα μόνος του, ανακάτευε εποχές,
αφηγούνταν περίεργες ιστορίες, παραληρούσε κι έβγαζε δικά του, απρόβλεπτα
συμπεράσματα. Λόγω της απόλυτης και σεπτής αθωότητάς του, είχε μιαν εντελώς
ποιητική αντίληψη του κόσμου. Έμπλεκε τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τον
Ιουστινιανό, την Άννα Κομνηνή με τη γιαγιά του και όλο θυμούνταν κάθε τόσο τον
αγιοχώματο Σωφρόνιο, τη Μαμή, που εδώ και μερικά χρόνια διέτριβε εν ουρανώ. Ο
Γέροντας Θεόδωρος έδινε στα πράγματα σχήματα που δίνει μόνο ο μύθος. Η χάρις
του με επισκίαζε και τον άκουγα άναυδος. Το νεροπόντι, το διαρκές ρυθμικό
περπάτημα, το ανεμόχολο και το αλκοόλ που έπινε τον ενέπνεαν και αναβόσβηνε,
φωσφόριζε ορεξάτος και διαφανής βαδίζοντας, σχεδόν διαφεύγοντας ανάμεσα στα
θολά επάργυρα βουνά, στους επηρμένους λόφους και στις βύθιες κατόψεις των
γκρεμών – ενώ η άχνα των υδάτων και το διπλοσάρωμα του ανέμου
σχετικοποιούσαν τα πάντα γύρω, σαν να πλανιόμασταν νύκτωρ με αντηλιά, έτσι που
νόμιζα πως περπατούσαμε στα θολά προάστια της Ουτοπίας. Ο Γέροντας έλεγε
κάθε τόσο διάφορα, έκανε χύμα εξαγόρευση λογισμών μπερδεύοντας τους χρόνους,
αλλάζοντας συχνά τις λέξεις και το νόημά τους· τον άκουγα αποσπασματικά
πασκίζοντας να προλαβαίνω το βήμα του. Είπε κάτι σαν: «Εψές με επισκέφτηκε ο
συγγραφεύς Δημήτριος Βικέλας», και μετά άκουσα να λέει: «Ανέκαθεν όλοι
ήμασταν ερασιτέχνες γέροι». Ύστερα μου φάνηκε ότι είπε: «Μέλισσες που
κηροπλαστούν εξαγωνικές σύριγγες», κατόπιν: «Τα ονόματα είναι νεότερα των
πραγμάτων», ή κάτι τέτοιο ανάμεσα σε άλλα, ακατανόητα, μάλλον κάποιο
απόσπασμα του Γρηγορίου Παλαμά. Είδε κάτι μίζερα δέντρα και αντί καχεκτικά τα
είπε «καχύποπτα». Τον ρώτησα, λαχανιασμένος:
—Γέροντα, έχεις δει ποτέ τηλεόραση;
—Βέβαια, απάντησε. Αυτό που έχει από κάτω τρανζίστορ κι αποπάνω έναν
καθρέφτη;
Δύσκολα κρατήθηκα να μη γελάσω. Τα χείλη του ήταν στόμιο πώλου αδαούς.
Η πραότητα και η αφέλειά του παροιμιώδεις. Μια φορά έφτιαξε πενήντα κιλά
θυμίαμα και πήγε να το πουλήσει στις Καρυές. Εκεί κάποιος πονηρός καλόγερος τον
ξεγέλασε και του το πήρε δίνοντάς του δήθεν σπάνια, ακριβά παλιά βιβλία, που πήγε
μετά να τα πουλήσει στο βιβλιοπωλείο. Ο βιβλιοπώλης τού είπε ότι είναι πλαστά,
καινούργια, και του έδωσε σύνολο πενήντα ευρώ, ενώ το θυμίαμα άξιζε χίλια
πεντακόσια. Με τα πενήντα ο Θεόδωρος πήγε στο παντοπωλείο και πήρε ένα
μπουκάλι καλό κονιάκ «Μεταξά», που του το χρέωσε ο μπακάλης τριάντα πέντε
ευρώ. Ήρθε, λοιπόν, μετά ο Γέροντας στο κελί του Ιωαννίκιου και τον ρωτάει:
—Γκάνγκστερ, εσύ που ’σαι κοσμογυρισμένος, πες μου πώς από χίλια πεντακόσια
ευρώ που άξιζε το θυμίαμα πήρα μόνο ένα μπουκάλι κονιάκ και μου έμειναν μόνο
δεκαπέντε ευρώ;
Κι ο Ιωαννίκιος του λέει:
—Έτσι είναι το εμπόριο.
Και μετά:
—Αλλά εσύ δεν είσαι έμπορος. Άσε να πουλάει αυτά που φτιάχνετε η Μαμή, που
είναι μέτριος ξυλογλύπτης αλλά οσφραίνεται το χρήμα. Πάντα οι ατάλαντοι είναι
καλύτεροι στις δημόσιες σχέσεις και στο εμπόριο. Όσο πιο μέτριος είναι κάποιος
πάνω στη σκηνή, τόσο πιο πονηρός είναι στα παρασκήνια. Εσύ δεν είσαι για
αλισβερίσια, αλλά φημισμένος ξυλογλύπτης. Είσαι καλλιτέχνης. Προσφοράρης.
Περπατούσαμε τώρα πιο προσεκτικά ανάμεσα σε αχνούς ομίχλης, όταν ξαφνικά
ακούστηκαν σε κοντινή απόσταση πυροβολισμοί. Ο Γέροντας στάθηκε για λίγο κι
επανέλαβε, πάλι, δυο φορές, φωνάζοντας δυνατά:
—Ευλογημένοι κυνηγοί, μην πυροβολείτε, δεν είμαστε αγριογούρουνα, είμαστε
άνθρωποι!
Συνεχίζαμε βαδίζοντας – περπατούσαμε τέσσερις ώρες συνεχώς κι είχα
εξαντληθεί, ενώ ο Θεόδωρος, και παρά το τσίπουρο που είχε πιει, πήγαινε
ανάλαφρος, φρέσκος, σαν να είχαμε μόλις ξεκινήσει.
Του ζήτησα να ξεκουραστούμε λίγο. Σταθήκαμε δίπλα σε έναν βράχο, καλυμμένοι
κάπως απ’ τον αέρα και τη βροχή. Εκεί άρχισε να μου λέει για το χωριό του,
καταγόταν απ’ την Κνίδη Γρεβενών, και για το τι τράβηξε απ’ τη Μαμή όταν ήταν
νεόκουρος μοναχός. Τον έστελνε για διακονήματα σε άλλα μακρινά μοναστήρια και
ήταν αναγκασμένος να περπατάει δεκαοχτώ ώρες συνεχώς, πήγαιν’-έλα. Μόλις
γύριζε, ο Σωφρόνιος τον ξανάστελνε αμέσως, χωρίς ανάπαυση, σε άλλη αποστολή
που είχε άλλες έξι ώρες συνεχές βάδισμα.
—Όμως έτσι κατάλαβα, μου είπε ο Θεόδωρος, την αξία και τη σημασία της
υπακοής – άρχισα να βιώνω, να νιώθω μέσα μου το φως του μοναχισμού. Την
αγαλλίαση της ζώσας σιγής. Δεν έκανα πια κανέναν γογγυσμό. Υπάκουα πρόθυμα.
Ο ιδρώτας μου δεν ξίνιζε πλέον, δεν μου μύριζε, ένιωθα ότι ευωδιάζει μύρο και
αγριοκυπάρισσο. Μπορεί να είναι άλλος ο φυσικός πατέρας μου, αλλά νιώθω κατά
χάριν υιός του Σωφρόνιου.
Ενώ μιλούσε παρατηρούσα τα χέρια του. Ήταν πανέμορφα, πολύ δυνατά,
γυμνασμένα και απ’ τις δουλειές, αν και ταλαιπωρημένα απ’ την ξυλογλυπτική που
την υπεραγαπούσε και εξαιτίας της μαράζωσε έπειτα από μια πενταετία και πέθανε:
τέσσερα χρόνια ύστερα απ’ αυτή την οδοιπορία που διηγούμαι, τον βρήκαν δύο φορές
πεσμένο σε χαντάκια, λόγω του αλκοόλ και πια των γηρατειών. Τον πήραν, του
δώσανε ένα κελί στη Μονή Κωνσταμονίτου και τον γηροκομούσαν. Μια μέρα είχε
πιει και πήγε να ανάψει στο κελί του τη σόμπα, αλλά κάηκε άσκημα στο δεξί του
χέρι που ήδη, από πριν, έτρεμε και δεν μπορούσε πια να σκαλίσει τα ξύλα, να κάνει
ξυλογλυπτική. Και εξαιτίας αυτού, χωρίς να έχει καμιάν αρρώστια, μαράζωσε,
έλιωσε σιγά σιγά και σε λίγο καιρό κοιμήθηκε.
Ξεκινήσαμε πάλι περπατώντας με ανανεωμένη διάθεση και κουράγιο –
σουρούπωνε και φοβόμουνα μη χάσουμε τα μονοπάτια κι επιπλέον είχαν αρχίσει να
ουρλιάζουν από μακριά λύκοι κι άλλα αγρίμια που μας μύρισαν και ολοένα
πλησίαζαν. Δεν είχα πάνω μου και κανένα όπλο, ούτε καν μαχαίρι, τίποτε, μόνο την
γκλίτσα. Ρωτώ τον Θεόδωρο κι αυτός μου λέει πως δεν κουβαλάει παρά μόνο ένα
σουγιαδάκι για να κόβει τα χόρτα που τρώει. Ταχύναμε το βήμα από φόβο, αν και
ήμασταν κατάκοποι, και φτάσαμε τελικά, ύστερα από εφτά συνολικά ώρες,
παγωμένοι μέχρι μυελού, μουσκεμένοι ολόκληροι, με σκισμένα ρούχα, σχεδόν
ημιθανείς (δηλαδή, εγώ – γιατί ο Γέροντας φαινόταν ακόμα να αντέχει) στο κελί των
Μυτιληναίων, σ’ έναν τόπο άγριο κι απροσπέλαστο μέσα στο βουνό, σε απόλυτη
ησυχία πια, γιατί η βροχή είχε κόψει. Τα χέρια μας ήταν ξυλιασμένα και τα πόδια
μας παπουδιασμένα απ’ το νερό, κούτσουρα. Λίγο πριν βραδιάσει, ο Θεόδωρος πήγε
και μάζεψε χόρτα για να τα φάει αργότερα. Και τώρα είχε πια νυχτώσει –
καθυστερήσαμε πολύ λόγω του καιρού και η μικρή πύλη του κελιού ήταν κλειστή. Ο
Γέροντας πήγε και την έκρουσε διακριτικά. Σε λίγη ώρα μισανοίγει ένας νέος,
μελαχρινός καλόγερος, δύσπιστα, προσεκτικά. Του λέει ο Θεόδωρος:
—Καλησπέρα, αδελφέ. Έχουμε την ευλογία να μπούμε, να ξεκουραστούμε, γιατί
περπατούμε εφτά ώρες στη βροχή;
Ο καλόγερος τον περιεργάστηκε, τρόμαξε λίγο από το πόσο ταλαιπωρημένοι
ήμασταν, δίστασε. Τότε βγήκα εγώ μπροστά και του είπα πως ερχόμαστε για να
συναντήσω τον ξάδερφό μου τον Γέροντα Αρσένιο, ότι ήταν επείγον να του μιλήσω
για κάποια οικογενειακά ζητήματα.
Ο νεαρός καλόγερος άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε επιτέλους στο αρχονταρίκι,
ένα περιποιημένο, λιτό δωμάτιο με λουλακί καναπέδες. Καθίσαμε και ο μοναχός μάς
πρόσφερε ένα ποτηράκι τσίπουρο και λουκούμι, λέγοντάς μας να περιμένουμε να μας
φέρει να αλλάξουμε ρούχα. Πριν ξεντυθούμε, ο Θεόδωρος έβγαλε απ’ το μουσκεμένο
ζωστικό του έναν ωραιότατο, ανάγλυφο ξύλινο σταυρό, διπλής όψεως, μήκους γύρω
στα δώδεκα εκατοστά, τυλιγμένο σε βρεγμένο ριζόχαρτο, που τον είχε σκαλίσει ο
ίδιος, και τον έδωσε στον νεαρό καλόγερο που λεγότανε Δημήτριος, τον χάρισε για
ευλογία στο κελί. Εκείνος τον ευχαρίστησε, πήγε μέσα και σε λίγο γύρισε με
πετσέτες και με δυο καθαρά ράσα, στεγνές, μάλλινες κάλτσες και παντόφλες – δεν
υπήρχαν ρούχα για λαϊκούς στο κελί. Κι έτσι για πρώτη φορά ντύθηκα καλόγερος
και ίσως να φαινόμουνα σχεδόν κανονικός Γέροντας, μια κι είχα κιόλας γένια τριών
ημερών. Ήθελα να δω πώς είμαι, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Το
ζωστικό μού ερχότανε καλό επάνω, μα στα πόδια ήταν κάπως κοντό. Του Θόδωρου
ήταν πολύ φαρδύ, έπλεε μέσα του, όμως ούτε που έδωσε σημασία· ίσως τον βόλεψε
κιόλας, γιατί τον είδα να παίρνει απ’ το βρεγμένο του ζωστικό το σουγιαδάκι και
την μπουκάλα με το τσίπουρο, απ’ το οποίο είχε πιει ήδη το ένα τρίτο, και να τα
κρύβει μέσα στο νέο, στεγνό, φαρδύ του ράσο.
Αλλάξαμε, λοιπόν, πήρε ο Δημήτριος τα ρούχα να τα βάλει να στεγνώσουν και
μετά μας πέρασε μέσα – ήδη εμείς ακούγαμε γλυκύτατες ψαλμωδίες από πριν. Το
κελί ήταν ως συνήθως χτισμένο σταυροειδώς και είχε, εκτός από το αρχονταρίκι,
άλλα έξι μικρά δωμάτια-κελιά μοναχών, διάδρομο ενδιάμεσα, έναν χώρο σαν σαλόνι,
μια κουζίνα και μια μικρή εκκλησιά στο βάθος, απέναντι. Νιώθαμε επιτέλους ζέστη,
τη θαλπωρή των χώρων όπου κυριαρχούσε διακριτική φωταψία και υποβολή απ’ τα
κεριά που έκαιγαν, το απέριττο των τοίχων όπου τρεμόπαιζαν μυστηριακές σκιές
θαρρείς απ’ τις ψυχές προηγούμενων καλογέρων που είχαν αθλήσει εδώ και
στοιχειώσει μέσα στο κτίσμα, κι από τις ψαλμωδίες που έρχονταν απ’ το βάθος, απ’
την εκκλησίτσα. Ένιωθα ήδη κάποιο είδος σιγουριάς και θέρμης, στα όρια της
αγαλλίασης. Δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά τώρα, λόγω της στέρησης και
της ταλαιπωρίας μας όλη μέρα, του κρύου και της πείνας, ένιωσα καλύτερα τη
σημασία της νηστείας (που δεν έκανα ποτέ) και κατάλαβα πως η απόλαυση είναι
συνάρτηση της αποχής. Έβλεπα αυτά τα νέα καλογέρια και είπα μέσα μου: «Αν
αφεθείς, τότε θα τους αισθανθείς». Και πράγματι, είχα περιέλθει σε μια κατάσταση
που κατανοούσα κάπως καλύτερα αυτούς τους νεαρούς μοναχούς. Ένιωθα κάποια
κένωση απ’ την οδοιπορία, την πείνα, το κρύο και την κόπωση και βίωνα με βαθιά
συγκίνηση την υποδοχή, τη φιλοξενία σε αυτό το λιτό κελί.
Ο Δημήτριος μας πήγε να ζεσταθούμε λίγο μπροστά στο τζάκι του κεντρικού
χώρου, να συνέλθουμε και μετά προχωρήσαμε προς την εκκλησία. Ήταν ελάχιστη,
με ιερό που χωρούσε έναν άνθρωπο, μικρή ιερή τράπεζα μπροστά και έξι στασίδια
γύρω. Πιάσαμε από ένα στασίδι, ενώ ο Αρσένιος, ο ξάδερφός μου, που με χαιρέτισε
με ένα νεύμα χωρίς να διακόψει τη λειτουργία, και ο Συμεών, κι αυτός απ’ τη
Μυτιλήνη, συνέχιζαν τις ψαλμωδίες – συνάμα μπήκαν και άρχισαν να τους
συνοδεύουν ο Δημήτριος και ο Θεόδωρος. Έψαλαν το «Χριστός γεννάται εκ
Παρθένου», το «Μεγάλυνον ψυχή μου», το «Μυστήριον ξένον» και άλλα τροπάρια
και καταβασίες, έτσι που είχαμε φτάσει σιγά σιγά, ανεπαίσθητα, σε ένα είδος
υποβολής και συγκίνησης που δεν είχα ξανανιώσει μέσα σε εκκλησιά. Γύριζα
διακριτικά και έβλεπα τον Θεόδωρο, που σε ορισμένες στιγμές δάκρυζε, έτρεμε το
πιγούνι του και μου φαινόταν πως στέκει μετέωρος, ως ανύποπτος αμνός, μέσα σε
μια νεφέλη λευκότητας.
Μετά τη λειτουργία αγκαλιαστήκαμε όλοι κι ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον
«Καλά Χριστούγεννα». Ο Δημήτριος έκανε τις συστάσεις, ο ξάδερφός μου ο
Αρσένιος ευχαριστήθηκε πολύ που με είδε και με έσφιξε στο στήθος του με θέρμη.
Σε λίγο ο Δημήτριος που ήταν φιλοξενούμενος –είχε κατεβεί από τη σκήτη του
Βατοπεδίου να συνεορτάσει με τους Μυτιληναίους– πήγε στην κουζίνα όπου είχε
φέρει και ετοιμάσει βραστό βακαλάο με ρύζι. Ο Θεόδωρος έτρεξε κοντά του και του
ζήτησε να ζεματίσει τα χόρτα του· του εξήγησε πως μόνο απ’ αυτά έτρωγε.
Καθίσαμε στην τράπεζα – οι Γέροντες θα γεύονταν φαγητό πρώτη φορά ύστερα
από μακρά νηστεία. Σταθήκαμε σιωπηλοί· ο Δημήτριος άρχισε να σερβίρει άρτο και
να γεμίζει τελετουργικά τα πιάτα με το φαγητό.
Ο Θεόδωρος είχε φέρει μια πιατελίτσα με τα χόρτα του και περίμενε.
Ο Δημήτριος, αφού μας μοίρασε το ρύζι και τον βακαλάο, σέρβιρε και από ένα
ποτήρι λευκό κρασί στον καθένα. Εκείνη τη στιγμή ο Θεόδωρος είπε: «Να βάλω
λίγο νερό», και γρήγορα πήγε μόνος του στην κουζίνα όπου γέμισε ένα νεροπότηρο
ως απάνω, ως τα χείλη σχεδόν, με το τσίπουρο που έκρυβε στο ζωστικό του. Γύρισε
και το άφησε μπροστά του – επειδή ήταν διαφανές, φαινόταν σαν νερό.
Οι Γέροντες έκαναν όλοι τον σταυρό τους και άρχισαν (όπως κι εγώ) να τρώνε με
όρεξη, ενώ παρατηρούσαν με περιέργεια, πλάγια, τον Θεόδωρο που απολάμβανε
αργά τα χόρτα του, σαν να ήταν το πιο σπάνιο, ακριβό και νόστιμο έδεσμα. Ο
ξάδερφός μου ο Αρσένιος δεν άντεξε και κάποια στιγμή τού είπε:
—Αδερφέ, καλά να τρως μόνο χόρτα, αλλά δεν πίνεις ένα ποτήρι κρασί, χρονιάρα
μέρα που είναι… Μόνο νερό;
Κι ο Θεόδωρος, σηκώνοντας το νεροπότηρο, αφού γεύτηκε καλά και μετά κατάπιε
μια γερή γουλιά τσίπουρο, απάντησε:
—Μόνο νερό. Ας με συγχωρήσει ο Χριστούλης μας. Μόνο νερό, αδερφέ. Δώρο
Θεού. Ευλογημένο να ’ναι.
 
 
 
Νυχιές στο πακέτο

Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ Πέτρος Βλασταράς και ο λαϊκός τραγουδιστής Κιλίβαντος


απόψε, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, πάνε απέναντι στο μπαρ «Dune»
να πιούνε κανένα ουισκάκι να ισιώσουν. Τους συνοδεύει ο Σταύρος, το γκαρσόνι, που
τους ακολουθεί με δυσφορία, γιατί τους ξέρει.
Κάθονται και παραγγέλνουν από ένα μαύρο «Johnnie».
Μία από τις πρώτες λέξεις του Κιλίβαντου είναι η λέξη «εγώ».
Ο Σταύρος, το γκαρσόνι, μόλις την ακούει τραβάει μια νυχιά πάνω στο πακέτο
των τσιγάρων του. Ξανά «εγώ», δεύτερη νυχιά.
Παίρνει τον λόγο ο Βλασταράς. Στο πρώτο «εγώ» ο Σταύρος τραβάει μια νυχιά σε
διπλανή σειρά, πάνω στο πακέτο του.
Σε μισή ώρα έχει κάνει δεκαοχτώ νυχιές για τον Βλασταρά και δεκαεννιά για τον
Κιλίβαντο.
Οπότε σηκώνεται, ρουφάει μονοκοπανιά το ουίσκι που απέμεινε, λέει:
—Ρε σεις, δεν υπάρχει κανείς άλλος στον κόσμο εκτός από σας. Κανένας. Μόνο
εσείς οι δυο.
Και πληρώνει και φεύγει.
 
 
 
Η καντάδα

Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΤΡΟΛΙΟΣ, γεωργός και μελισσοκόμος στο επάγγελμα, τα ’πινε


μόνος του μεσημέρι της Κυριακής στο καφενείο, παρότι οι γιατροί τού
απαγόρεψαν το αλκοόλ – είχε κάνει επέμβαση για καρκίνο στον λάρυγγα. Και τώρα
μιλούσε, όταν μιλούσε, κλείνοντας με το δάχτυλο την τρύπα απ’ τον σωλήνα που του
είχαν βάλει στον λαιμό, με μια ανατριχιαστική, παλλόμενη, μεταλλική φωνή,
χειρότερη του Χόκινγκ.
Κατά τις τρεις φάνηκαν οι δυο γιοι του, που είχαν και τα όργανα μαζί – ο ένας, ο
Τζώρτζης, έπαιζε κλαρίνο κι ο άλλος, ο Στέργιος, πολύ καλή κιθάρα. Κάθισαν μαζί
και το ’στρωσαν κι αυτοί στο πιόμα. Σε λίγο βγήκαν στην όρεξη, άδραξαν τα όργανα
κι άρχισαν να το λαλούνε κανονικά.
Αργά το απόβραδο σηκώθηκαν και πήγαν στο σπίτι τους. Κάθισαν στο τραπέζι
της αυλής, φέρανε τσίπουρα, κρασιά, λικέρια, μπίρες, ό,τι είχαν, και συνέχισαν εκεί
πίνοντας, τσιμπώντας μεζέδες, τραγουδώντας και παίζοντας από δημοτικά μέχρι
ρεμπέτικα κι από σκυλάδικα μέχρι Κότσιρα.
Ο Τάκης ο Πεταλούδας, που έμενε στο διπλανό σπίτι, αυλή με αυλή, εκείνη την
ώρα μισοξάπλωνε και με το που άκουσε γλέντι, μουσικές από δίπλα, σηκώθηκε κι
είπε να πάει κι αυτός να πιει καμιά μπίρα. Ο Τάκης ήταν άνεργος χρόνια, επίσημα
αλκοολικός, με κομμένο φως και νερό από καιρό. Ψευτοζούσε από κεράσματα ή από
ευκαιριακές δουλειές, αν και ήταν καλό μαστόρι, το καλύτερο της περιοχής, ίσως και
σε όλη την Κοζάνη: ηλεκτρολογικά, υδραυλικά, χτισίματα, τα ήξερε απέξω και τα
έφτιαχνε γρήγορα, έξυπνα, σε χρόνο μηδέν, στο φτερό, γι’ αυτό του είχαν κολλήσει
και το παρατσούκλι Πεταλούδας. Όμως είχε πέσει στο πιοτό μετά το ατύχημα στην
επαρχιακή, πριν από τρία χρόνια – και τότε έπινε, αλλά με μέτρο, δούλευε πολύ κι
έβγαζε καλά λεφτά: οδηγούσε αυτός το «Peugeot» και δίπλα του συνοδηγός ήταν η
αρραβωνιαστικιά του, η πανέμορφη Νατάσα, με την οποία ετοιμάζονταν να
παντρευτούν. Η Νατάσα ήταν από το διπλανό χωριό, τη Χτενούσα, όπως και η μάνα
του, η κυρία Ευθυμία. Έμεναν και οι δύο γυναίκες εκεί. Νύχτα, λοιπόν, προς
ξημερώματα και ήταν αρκετά πιωμένος – είχαν πάει σε κάτι βαφτίσια στη Νάουσα
και στο γλέντι που ακολούθησε. Έτρεχε με εκατόν είκοσι επιστρέφοντας. Ένιωθε
αυτοπεποίθηση γιατί ήξερε καλά τον επαρχιακό δρόμο, τις στροφές και τα
επικίνδυνα σημεία. Αλλά για λίγα δευτερόλεπτα τον πήρε ο ύπνος, το αυτοκίνητο
λοξοδρόμησε, βγήκε εκτός και καρφώθηκε σε μια κολόνα της ΔΕΗ με το αριστερό
φανάρι. Η αρραβωνιαστικιά του, που πάντα αρνούνταν να φορέσει ζώνη,
εκτινάχθηκε μέσα απ’ το τζάμι δεκαπέντε μέτρα και πήγε κι έπεσε πάνω σ’ ένα
δέντρο. Το χειρότερο ήταν πως από τη σύγκρουση ξεκόλλησε η μηχανή,
σφεντονίστηκε και κυνήγησε, τηλεκατευθυνόμενη θαρρείς, σαν πεπρωμένο, τη
Νατάσα και πήγε και καρφώθηκε επάνω της, την έλιωσε στον κορμό του δέντρου.
Οι Τροχαίοι που ήρθαν μετά και είδαν το θέαμα, είπαν ότι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ να
έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο Τάκης, που φορούσε ζώνη, σώθηκε, έκανε κάποιους μήνες στο νοσοκομείο, με
πολλά τραύματα, όμως γλίτωσε σαν από θαύμα. Από τότε, έχοντας βαριές ενοχές
και τη μοιραία αγάπη, το πάθος του με τη Νατάσα, έπεσε στην απελπισία και
χάθηκε στο πιοτό. Έπινε νυχθημερόν, δεν μπορούσε να ξεφύγει, έβγαλε όνομα
αλκοολικού, στιγματίστηκε, κι απ’ το τροχαίο και μετά δεν τον φωνάζανε πια στις
δουλειές. Με την κρίση αναγκάστηκε, πριν από εφτά μήνες, να φύγει στη Γερμανία.
Αλλά κι εκεί δεν πρόκοψε – έπεσε στις μπίρες και στην περιπλάνηση. Δυο μήνες
νωρίτερα πέθανε κι η μάνα του και δεν μπορούσαν να τον βρούνε, να ’ρθει στην
κηδεία. Τελικά οι Γερμανοί τον έδιωξαν και γύρισε, εδώ κι έναν μήνα, πίσω, πάλι
άφραγκος και ταλαιπωρημένος.
Κι ενώ η θωριά του ξάχνιζε απόγνωση και αϋπνία, πέρασε τώρα την αυλή,
χαιρέτισε κι ήρθε στην παρέα που γλεντούσε. Τον καλωσόρισαν και ο Λεωνίδας του
είπε με την ανατριχιαστική φωνή του:
—Καλώς τον και σ’ έψαχνα. Να ’ρθεις αύριο να φτιάξεις το φίλτρο στο ενυδρείο
που χάλασε και μου ψόφησαν τα ψάρια. Κάτσε να πιεις κάνα τσίπουρο.
Πλακώθηκαν στο πιοτό και στα τραγούδια, ασταμάτητα. Είχε βραδιάσει,
νύχτωσε, ανάψανε τα φώτα στην αυλή. Ενδιάμεσα μίλησαν για τη Γερμανία, είπανε
ιστορίες, αλλά κανείς δεν έθιξε το θέμα της Νατάσας, ούτε το ζήτημα του
πρόσφατου θανάτου της μάνας του Πεταλούδα. Τον παίρνανε διακριτικά στο ψιλό,
του κάνανε πλάκες, όμως χωρίς να τον προσβάλλουν. Κι αυτός, αργά πια, θα ’χε
πάει έντεκα η ώρα, αναβοσβήνοντας μεθυσμένος, ατμίζοντας, λέει κάποια στιγμή,
κάπως συγκρατημένα:
—Ρε παιδιά, μου κάνετε μια χάρη;
Τα όργανα σταμάτησαν. Ο Λεωνίδας:
—Τι θες να σου παίξουνε, ρε Πεταλούδα;
—Τίποτα. Να, έλεγα, επειδή ήμουνα στη Γερμανία και δεν μπόρεσα να
παραβρεθώ στην κηδεία της μάνας μου, το ’χω αγκάθι μέσα μου. Και λέω μήπως να
πηγαίναμε τώρα στα μνήματα, να τη μοιρολογήσω. Να της πούμε μερικά
τραγούδια, να μου φύγει αυτή η στενοχώρια. Έτσι κι αλλιώς η Χτενούσα είναι πέντε
δέκα λεφτά από δω με το αυτοκίνητο.
Οι γιοι του Στρόλιου κοιτάχτηκαν με νόημα, χαμογελώντας με το εξωφρενικό της
πρότασης. Αλλά ο πατέρας τους τον λυπήθηκε τον Τάκη, γιατί είχε μεγάλη αγάπη
και σεβασμό στη μνήμη της δικής του μάνας, κι επειδή ήταν μεθυσμένος το πήρε
συναισθηματικά και είπε:
—Και δεν πάμε; Ένα πέταμα είναι ως εκεί.
Κουβάλησαν μια νταμιτζάνα τσίπουρο μαζί τους, μερικές μπίρες, νερό και μπήκαν
στο μελισσοκομικό. Ο Λεωνίδας στο τιμόνι και οι άλλοι τρεις με τα όργανα και τα
εφόδια πίσω, στην καρότσα.
Η νύχτα σκοτεινή, αφέγγαρη. Φτάσανε στο νεκροταφείο και ο Πεταλούδας τους
οδήγησε στον τάφο. Δεν βλέπανε καλά, σχεδόν τίποτε και κάθισαν παραδίπλα κι
άρχισαν τα τραγούδια και τα μοιρολόγια, εντελώς μεθυσμένοι όλοι τους, τύφλα,
μέσα στο σκότος. Ακόμα και ο Λεωνίδας τραγούδησε με τη φρικαλέα, μεταλλική
φωνή του το «Ακρογιαλιές δειλινά», ένα τραγούδι που ήξερε ότι άρεζε στη
συχωρεμένη τη γειτόνισσα, την κυρία Ευθυμία, τη μάνα του Τάκη. Συνέχισαν να
πίνουνε, να τραγουδάνε και να λένε διάφορα. Η ώρα είχε πάει δύο το πρωί και
αποφάσισαν να φύγουνε. Γυρίσανε με χίλια ζόρια στο δικό τους χωριό· ο Λεωνίδας
οδηγούσε προσεκτικά, με την πρώτη, δευτέρα το πολύ, πηγαίνοντας με πέντε
χιλιόμετρα την ώρα και με αναμμένα όλα τα φώτα μέχρι και τα αλάρμ – απ’ το
σκοτάδι και το πιοτό δεν έβλεπε ούτε ως τα τρία μέτρα.
Φτάσανε, ερείπια τελικά, και πέσανε σε βύθος, ροχαλίζοντας, σχεδόν λιπόθυμοι
απ’ το μεθύσι και το ξενύχτι – εκτός απ’ τον Πεταλούδα, που στριφογύριζε και
χτυπιότανε σαν επιληπτικός στο κρεβάτι. Έβαλε ένα ολόκληρο κρεμμύδι μέσα στην
κάλτσα για να του φέρει ύπνο, όπως του είχε μάθει η μάνα του, αλλά πάλι ύπνος δεν
του κολλούσε. Έτσι κι αλλιώς, ύστερα από το ατύχημα πάντα έκανε μεγάλο αγώνα
για να κοιμηθεί. Γύρω στις πέντε ώρες μετά, στις εφτά το πρωί, δεν άντεξε.
Σηκώθηκε ιδρωμένος, ζαλισμένος, κρεμαστόβρακος και τρεκλίζοντας πέρασε την
αυλή και πήγε κι άρχισε να βροντάει, ντάγκα-ντούγκα, την πόρτα του Στρόλιου:
—Λεωνίδα, ξύπνα…
Εκείνος έκανε δέκα λεπτά να καταλάβει τι γίνεται. Σύρθηκε τελικά, βρίζοντας,
μισόγυμνος, ως την πόρτα.
—Τι θες, ρε Πεταλούδα;
—Σήκωσε τα παιδιά να πάμε να κάνουμε μοιρολόι στη μάνα μου, στο
νεκροταφείο.
Ο Λεωνίδας πήγε να αρπαχτεί, να τον βλαστημήσει, μετά να γελάσει, αλλά
σκέφτηκε μέσα στο μισοξύπνημά του πως ο άνθρωπος έχει τρελαθεί ή είναι θέμα
μεθυσιού. Κρατήθηκε δύσκολα, με το ζόρι, και του λέει ήσυχα, για να τον καλμάρει,
να τον πάρει με το καλό, αν και η φωνή του ακουγόταν τρομακτική, σαν να έβγαινε
από μεταλλικό τούνελ:
—Καλά, ρε συ, πριν, ως τις δύο το πρωί, δεν τη μοιρολογούσαμε; Άντε, πάνε
κοιμήσου τώρα, να ξεκουραστούμε, να συνέλθουμε, και ξαναπηγαίνουμε αύριο.
Ο Πεταλούδας έβγαλε κι άναψε τσιγάρο. Και κοιτάζοντας ένοχα κάτω, με
τρεμάμενη φωνή, είπε δύσκολα:
—Πριν, δεν σας πήγα στον τάφο της μάνας μου, αλλά στης Νατάσας. Για
καντάδα.
 
 
 
Καντήλα στο χώμα

Κ ΟΙΤΑΖΕΙ το ρολόι του ο Γιώργης ο Μπρέντας – κοντεύει έντεκα. Σε μια ώρα


και κάτι θα είναι Πρωτοχρονιά. Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Έξω, στις
δύο πλαγιές λαμπυρίζει το ορεινό χωριό σαν φωτισμένο ποταμόπλοιο που εξώκειλε
σε βουνό. Το καθισμένο χιόνι αρκετό, αλλά όχι πολύ, απαλύνει κάπως με τις λευκές-
γαλαζωπές καμπύλες του το απαρήγορο του τόπου. Η νύχτα είναι καθαρή με κρύο
σκληρό· αυτός έχει φορέσει μια μαλέτα με κατσούλα, δηλαδή κάπα από γίδινο μαλλί
με κουκούλα, ζεστή και αδιάβροχη. Παίρνει κι ένα ματσούκι από χάμω, ένα κομμάτι
ξύλο, για να τον στηρίζει στο περπάτημα. Έχει περάσει τα εξήντα, δυσκολεύεται, κι
είναι από τους λίγους που ξέμειναν εδώ δουλεύοντας ως γραμματέας στην κοινότητα.
Οι γονείς του έχουν φύγει από χρόνια και ζει πια μόνος του στο παλιό πατρικό
σπίτι. Δεν παντρεύτηκε, δύσκολος κι αταίριαστος άνθρωπος. Μοναχικός.
Μέσα στην ορεινή ησυχία ακούγονται σκυλιά κι ο αντίλαλος απ’ τα γαβγίσματα
πολλαπλασιάζεται στις πλαγιές – δεν ξέρεις τελικά από πού έρχονται τα
αλυχτίσματα. Τα χάνεις. Σε πιάνει ανατριχίλα. Προχωρώντας προς το χωριό ο
Γιώργης αναρωτιέται αν θα βγούνε και φέτος τα παιδιά για καλαντισμό. Κάθε χρόνο
όλο και λιγότερα ξεμυτίζουνε «να τα πούνε», κρατώντας με το ζόρι το έθιμο. Και
βλέπει τώρα τον εαυτό του, πριν από πενήντα περίπου χρόνια, μαζί με άλλα δυο
γειτονόπουλα να ξεπορτίζουν, μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, μπουρμπουλωμένοι
καλά απ’ τη μάνα τους με χοντρές, μικρές κάπες και μάλλινα γάντια, κρατώντας το
διπλό αστέρι: έφτιαχναν δύο άστρα με χαρτόνι, περίπου 30×30 εκατοστά, ενδιάμεσα
κολλούσαν με αλευρόκολλα ένα σανίδι δέκα εκατοστά, από κάτω τού κάρφωναν μια
ξύλινη λαβή για να το κρατούν και πάνω του στήριζαν μια αναμμένη καντήλα. Κάθε
παιδί που έβγαινε «να τα πει», κρατούσε από ένα τέτοιο διπλό φωτισμένο αστέρι και
αν κοιτούσες εκείνη την ώρα, νύχτα, το χωριό από ψηλά, έβλεπες τις μικρές
αμφίβολες κομπανίες των δύο ή τριών παιδιών σαν κινούμενα φώτα που
τρεμόσβηναν, μικρές λιτανείες από καντήλες που σέρνονταν αργά, μυσταγωγικά
στους παλιόδρομους, χάνονταν και ξαναφαίνονταν σπιθίζοντας –πυγολαμπίδες–
ανάμεσα στις καλύβες, στα σπίτια, στους αχυρώνες και στα μαντριά. Στο άλλο χέρι
τα παιδιά βαστούσαν ένα ξύλο για στήριγμα αλλά και από τον φόβο των σκυλιών.
Κάθε αυλή είχε μούργους για τους κλέφτες αλλά και για τους λύκους και τις
αλεπούδες, μερικά σκυλιά ήταν άγρια και χιμούσαν στους περαστικούς. Συχνά
κατέβαιναν απ’ τα μαντριά και οι ποιμενικοί σε σμάρια που κοπάδιαζαν και
αρπάζονταν, αλαλιασμένοι, μεταξύ τους ή ρίχνονταν σε όποιον έβρισκαν.
«Περπατούσαμε φοβισμένοι», σκέφτεται ο Γιώργης ο Μπρέντας, «παιδιά, με τις
καντήλες, και πηγαίναμε στα σπίτια και στις καλύβες· οι πόρτες ήταν τότε ανοιχτές
και το φως μέσα λιγοστό. Είτε απ’ το τζάκι, είτε από την ξυλόσομπα, είτε από
λάμπες που έκαιγαν ακάθαρτο πετρέλαιο, είτε από κανένα λουξ που δούλευε με
οινόπνευμα. Οι χωριανοί άνοιγαν πρόθυμα. Πίστευαν πως ήτανε για το καλό να τους
πούμε τα κάλαντα και μας περίμεναν με χαρά. Μετά μας έδιναν πίτες, κουλούρια,
γλυκά, και σε μερικά παιδιά που ήταν πια έφηβοι κερνούσανε κρασί για ν’ αντέξουν
το περπάτημα στη νύχτα – λεφτά σπάνια έδιναν, δεν είχαν οι άνθρωποι. Μόνο κάτι
αλουμινένιες πενταροδεκάρες, με την τρύπα στη μέση».
Θυμάται ακόμα τι χαρά έκαναν κάτι Χριστούγεννα που πήγανε να τα πούνε σ’ ένα
σπίτι όπου είχε γυρίσει ο γιος, ύστερα από χρόνια που ήταν μετανάστης στην
Αμερική: άκουσε αυτός συγκινημένος το «Χριστός γεννάται …» και κατόπιν έβαλε
το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε και τους έδωσε ένα χάρτινο νόμισμα. Φεύγοντας
είδανε το χαρτονόμισμα στο φως της καντήλας: ήταν ένα πεντακοσάρικο.
Πεντακόσιες δραχμές τότε ήταν μια περιουσία – τρελαθήκανε απ’ τη χαρά τους,
χόρευαν μέσα στη νύχτα φωνάζοντας.
Μια άλλη φορά, ο Χρίστος ο Γκούτας, ένας κτηνοτρόφος, ήρθε ο ίδιος να πάρει την
κομπανία των παιδιών απ’ το σπίτι και τους πήγε συνοδεία μισό χιλιόμετρο μέσα
στο βουνό, για να μην τους φάνε τα σκυλιά, ως το μαντρί του να πούνε τα κάλαντα –
το ’χε σε καλό να καλαντιστούνε τα ζώα του, πολλά πρόβατα γερμανοχιώτικα που
είχε και μοσχάρια λιμουζίν. Και η γυναίκα του έδωσε μετά στα παιδιά μια ολόκληρη
φρέσκια, ζεστή τυρόπιτα μαζί με το ταψί, μόλις βγαλμένη απ’ τον φούρνο, αχνιστή,
σκεπασμένη με καρό πετσέτα, λέγοντας:
—Η πίτα λαχταράει τον ξένο. Άντε… και του χρόνου.
Περπατάει τώρα, αργά, μόνος μέσα στα χιόνια – τα πράματα άλλαξαν. Οι μισοί
έφυγαν, κάποιοι γύρισαν, έφτιαξαν καλύτερα σπίτια, άλλα έπεσαν μόνα τους. Έξω
από μερικούς περίβολους έχει παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μεγάλα τζιπ, και μερικά
τρακτέρ. Όμως η νύχτα, αυτή η τρομερή νύχτα του νέου χρόνου και τα χιόνια και τα
βουνά και ο ουρανός, αυτός ο χαμηλός ουρανός που κοκκινίζει σε τέτοιο υψόμετρο,
μένουν τα ίδια. Ολόιδια, όπως τότε. Το ίδιο μυστήριο, η ίδια σιωπή, η ίδια χαρμονή,
ο ίδιος τρόμος, τα ίδια γαβγίσματα των σκυλιών που αντιλαλούν στις πλαγιές και
δεν ξέρεις από πού έρχονται.
Στρίβοντας στη στροφή πέφτει πάνω σε μια κομπανία τριών παιδιών – κρατούνε
χαρτονένια αστέρια με καντήλες. Στέκεται και τους λέει χαιρετώντας:
—Θα μου τα πείτε;
Οι μπόμπιρες σταματούν κι αρχίζουν να ψέλνουν με σφιγμένα δόντια απ’ το κρύο.
Βγάζει και τους δίνει ένα εικοσάευρο. Αν και δεν του περισσεύουν τα λεφτά, θέλει
να χαρούν τα παιδιά όπως χάρηκε κι αυτός, όταν ο μετανάστης τούς είχε δώσει,
τότε, ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο, κάτι που δεν θα ξεχάσει ποτέ.
Τα παιδιά τον ευχαριστούν θερμά – τους ρωτάει:
—Έχουν βγει κι άλλες κομπανίες;
—Ε, κάνα δυο τρεις. Αυτές μείνανε.
Προχωρεί στο σκότος προσεκτικά, ανάμεσα σε χιονισμένα και ξέχιονα πουρνάρια
πάνω στον παλιόδρομο, καρφώνοντας στο χιόνι το ματσούκι που κρατάει για
στήριγμα.
Κι όπως κόβει δεξιά, μέσα στο διπλό σκοτάδι, βλέπει ξαφνικά το κουρείο του
μπαρμπα-Παυλάκη να είναι ανοιχτό, πάμφωτο. Στέκεται. Δεν είναι δυνατόν να
κουρεύει τώρα, μια ώρα πριν απ’ την Πρωτοχρονιά, σκέφτεται. Και πλησιάζει
προσεκτικά να δει μέσα. Ο γερο-κουρέας, όμως, έχει ανάψει εκείνο το δυνατό λευκό
φως των κουρείων για να βλέπει καλά και πράγματι ξυρίζει έναν πελάτη.
Ο Γιώργης χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος να φύγουν τα χιόνια, ανοίγει την
αλουμινένια πόρτα με την τζαμαρία και μπαίνει διστακτικά.
—Χρόνια πολλά, μπαρμπα-Παυλάκη.
—Καλώς τονε.
Ο κουρέας έχει έναν εξηντάρη άντρα στην παλιά πέτσινη πολυθρόνα, με πολλές
σαπουνάδες στα μάγουλα, μισοφαλακρό, μισόγυμνο, με γυμνά πέλματα, σκεπασμένο
με μια μαλέτα απ’ τον λαιμό και κάτω, και τον ξυρίζει προσεκτικά, με πινέλο και
ξυράφι απέναντι απ’ τον καθρέφτη του τοίχου. Πιο εκεί, κοντά, έχει βάλει το μεγάλο
αερόθερμο στο φουλ και μπροστά του μια καρέκλα με βρεμένα αντρικά ρούχα που
στεγνώνουν, παπούτσια μουσκεμένα και υγρές κάλτσες. Παραδίπλα στον τοίχο είναι
ακουμπισμένο ένα ματσούκι κι ένα μπουλονόκλειδο.
Ο άντρας βλέπει στον καθρέφτη και λέει μέσα απ’ τις σαπουνάδες του:
—Γιώργη, εσύ είσαι;
Ο Μπρέντας προχωρεί, σκύβει και τον κοιτάζει από κοντά λέγοντας:
—Βρε, Χρίστο Ζαφείρη… Τι κάνεις εδώ, μια ώρα πριν την Πρωτοχρονιά; Πότε…
πότε ήρθες απ’ την Αυστραλία;
—Άσε, τι να σου λέω. Ξέρεις, έρχομαι κάθε δυο χρόνια, στις Γιορτές, να δω τις
αδερφές μου. Φέτος μπόρεσα τελευταία στιγμή. Έφτασα αργά το απόγευμα στην
Αθήνα με αεροπλάνο, ύστερα από είκοσι δύο ώρες ταξίδι, νοίκιασα επιτόπου στο
αεροδρόμιο ένα αυτοκίνητο, γιατί είχα και διάφορα κουτιά με δώρα, και είπα θα
προφτάσω, νύχτα, έστω με την ψυχή στο στόμα, να κάνουμε μαζί τον Νέο Χρόνο.
Πέρασα τη Λάρισα, βγήκα απ’ την Ελασσόνα, πήρα τις μεγάλες ανηφόρες και
πλησίαζα, αλλά τρία τέσσερα χιλιόμετρα πριν από το χωριό έσπασε η αλυσίδα στην
μπροστινή ρόδα, γλίστρησα και χώθηκα σ’ ένα χαντάκι. Το αυτοκίνητο δεν έβγαινε
με τίποτα. Λάσπη, χιόνια… κι ήμουνα μόνος μου. Τι να κάνω; Το κινητό δεν πιάνει
μέσα στα βουνά και το ’κοψα με τα πόδια. Πήρα ένα ξύλο κι ένα μπουλονόκλειδο απ’
το αυτοκίνητο να μη με φάνε τ’ αγρίμια… Είπα, σιγά σιγά θα φτάσω. Ξύλιασα,
πάγωσα, γιατί παραέξω χιονίζει ακόμα, ολόβολα. Νύχτα και δεν φορούσα και
μπότες, βούλιαζα – τα ποδάρια μου ακόμα και τώρα ίσα που τα νιώθω. Ε, αφού δεν
με σπάραξαν οι αρκούδες και οι λύκοι…
—Κι εδώ τι κάνεις;
Λέει ο κουρέας:
—Ήρθε και με ξεβόλεψε απ’ το σπίτι. Ήταν χάλια… Μούσκεμα, παγωμένος,
μισοπεθαμένος. Σήκωσε απάνω του όλον τον χιονιά. Και δυο μέρες αξύριστος,
άγριος. Ντράπηκε να πάει έτσι στις αδερφές του. Ήτανε σαν ληστής. «Έλα», μου
λέει, «να με ξυρίσεις, να με κουρέψεις, να στεγνώσω και τα ρούχα, να πάω να με
δούνε σαν άνθρωπο. Μη βρεθώ ξαφνικά έτσι Αστραπόγιαννος μπροστά τους και
τρομάξουν». Ε, τι να κάνω κι εγώ; Να τον αφήσω;
Ο Χρίστος:
—Παράτησα και τα δώρα στο αυτοκίνητο, μέσα στα βουνά. Πώς θα πάω με άδεια
χέρια;
—Θα πάμε αύριο το πρωί με το τρακτέρ να τα πάρουμε, λέει ο Γιώργης. Να
βγάλουμε και το αυτοκίνητο απ’ το χαντάκι.
Ο κουρέας τελειώνει το ξύρισμα. Τον σκουπίζει, τον χτενίζει καλά και τον
φρεσκάρει.
Ο Χρίστος σηκώνεται, ασπάζεται τον Γιώργο και του λέει:
—Έλα να κάνουμε μαζί Πρωτοχρονιά απόψε, με τις αδερφές μου. Δεν κάνει να
’σαι μόνος σαν τον λύκο, χρονιάρα μέρα.
Ο Γιώργης δεν ήθελε, αλλά ο Ζαφείρης επέμεινε πολύ. Και αφού στέγνωσαν τα
ρούχα του ντύθηκε καλά, δανείζεται και τη μαλέτα του κουρέα, τη φοράει αποπάνω
και βγαίνουνε στη νύχτα. Στα πενήντα μέτρα συναντούν μια κομπανία από τρία
παιδιά που κρατούσαν χαρτονένια αστέρια με καντήλες. Ο Χρίστος τους έδωσε
μπόλικα λεφτά κι αγόρασε και το ένα αστέρι.
Λέει στον Γιώργη, γελώντας:
—Πάμε να τα πούμε στις αδερφές μου.
Φτάνουνε έξω απ’ τη μικρή μονοκατοικία – το σκυλί, δεμένο στην αυλή, αρχίζει να
γρυλίζει και να γαβγίζει απειλητικά. Ο Χρίστος κάνει νόημα στον Γιώργη να
κατεβάσουνε τις κουκούλες πάνω απ’ τα μούτρα τους, να μη γνωρίζονται, παίρνει το
ματσούκι του Γιώργη και κρούει την πόρτα, κρατώντας το αστέρι με την αναμμένη
καντήλα κάπως μπροστά ώστε να μη φαίνονται καθόλου τα πρόσωπά τους μέσα στο
σκότος.
Με το που ανοίγει η μια αδερφή του και βλέπει τους δυο μαντράχαλους σκυφτούς,
με σκεπασμένα μούτρα, κάνει κατά πίσω τρομαγμένη – την ίδια στιγμή εκείνοι
αρχίζουνε και ψέλνουν, όπως κάποτε που ήταν παιδιά:
—Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά …
Από μέσα εναλλάσσονταν φευγαλέες χρωματιστές εικόνες και ακουγόταν η
τηλεόραση. Η άλλη αδερφή, που πλησιάζει κι αυτή διστακτικά, ακούγοντας τον
δεύτερο στίχο καταλαβαίνει, ξεχωρίζει αμέσως τη φωνή του αδερφού της, σε
δευτερόλεπτα αναγνωρίζει και το σουλούπι του μέσα στη νύχτα κι ορμάει πάνω του
και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει κλαίγοντας και γελώντας, ξεσπώντας ύστερα από
τόση αναμονή. Δεν ξέρανε οι δυο αδελφές τι έγινε, τον περίμεναν με αγωνία κι ήτανε
μέσα στον φόβο, σκέφτονταν πια το χειρότερο. Αφήνει εκείνος όπως όπως το
χάρτινο αστέρι στο χώμα και μπαίνουνε όλοι αγκαλιασμένοι, βουρκωμένοι μέσα στο
σπίτι.
Η καντήλα συνεχίζει να καίει απέξω, μόνη της στο έδαφος. Το σκυλί της αυλής τη
βλέπει παραξενεμένο να τρεμοφέγγει κάνοντας ανταύγειες στον εξωτερικό τοίχο και
γύρω. Την ξανακοιτάζει απορημένο, πλαγιάζοντας το κεφάλι – πασκίζει να
καταλάβει, ζώντας τη δική του, βουβή, ακατανόητη Πρωτοχρονιά έξω απ’ τον
ανθρώπινο Χρόνο.
 
 
 
Μια γκαζόζα «ΕΨΑ»

Π ΕΡΠΑΤΩ στους ατελείωτους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ του Μασούτη


στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, ψάχνοντας, εκτός των άλλων που ψώνισα
(κρέας, λαχανικά, απορρυπαντικά και σοκολάτες), να πάρω και καμιά δυο κόκα
κόλες. Στέκομαι μπροστά στα ράφια με τα αναψυκτικά, κάνω να πιάσω δυο κόκες
light και βλέπω ακριβώς δίπλα παραταγμένα τα αναψυκτικά της «ΕΨΑ», με το
χαρακτηριστικό σαγρέ μπουκάλι σε σχήμα κορίνας του μπόουλινγκ. Παρατηρώ ότι
η «ΕΨΑ» έχει βγάλει διάφορες νέες γεύσεις, λεμονάδες, σαγκουίνι, pink lemonade –
μόλις πέφτει το μάτι μου πάνω στις γκαζόζες, εκρήγνυται μέσα μου η επί τριάντα
χρόνια κλειδωμένη, ξεχασμένη ιστορία:
Την Κυριακή το πρωί έπαιζε η ομάδα των Γιαννιτσών (δεύτερη κατηγορία) τοπικό
ντέρμπι με τον Εδεσσαϊκό· ήμουνα τότε δέκα χρονών. Οικογενειακώς ήμασταν πολύ
φτωχοί τότε, όπως όλη σχεδόν η κωμόπολη των είκοσι χιλιάδων κατοίκων. Ήταν η
εποχή που είχε κυκλοφορήσει ως μόδα η γκαζόζα με το διαφανές σαγρέ μπουκάλι –
θεωρούνταν προνομιούχο όποιο απ’ τα παιδιά μπορούσε να την αγοράσει. Και με τον
επιστήθιο φίλο μου και συνομήλικο Στέργιο πήγαμε να δούμε το ματς, αφού πείσαμε
τους γονείς μας, μετά δυο μέρες παρακαλητό, να μας δώσουν μιάμιση δραχμή να
πάρουμε κι εμείς, για πρώτη φορά, από μια παγωμένη «ΕΨΑ».
Φτάσαμε στο γήπεδο, που ήταν κιόλας γεμάτο κόσμο, και μπήκαμε. Τρέξαμε
αμέσως με λαχτάρα στον μαυριδερό πλανόδιο δίπλα στις ξύλινες κερκίδες, έναν
καλοκάγαθο Βουλγαρόγυφτο που φορούσε άσπρο καπελάκι και πουλούσε
αναψυκτικά· τα είχε μέσα σε ένα παλιό, γερμανικό, μεταλλικό ψυγείο-εμαγιέ που
ξέμεινε απ’ την Κατοχή, στρόγγυλο, ψηλό, με τριμμένο πάγο στον πάτο. Έκλεινε με
καπάκι σαν καλάθι αχρήστων. Πάνω στον πάγο έβαζε τις «ΕΨΑ», πορτοκαλάδες,
λεμονάδες και γκαζόζες. Λαχταριστές, να στάζουν παγωμένο νερό. Μπούζιες, να
μην μπορείς να τις πιάσεις. Φώναζε:
—Ντόμπρο ΕΨΑ, ντόμπρο ΕΨΑ!
Πήραμε από μια λαχταριστή γκαζόζα, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, και
προχωρήσαμε προς την πάνω εστία. Ήταν αρχές Ιουνίου κι είχε πολλή ζέστη. Ο
Στέργιος έφερε το στόμιο της ανοιχτής γκαζόζας κοντά στο αυτί του και άκουσε για
λίγο τους συριγμούς από το αναβράζον ανθρακικό με πολλή προσοχή, σαν να
αφουγκραζόταν τη δημιουργία του κόσμου – είχαμε δει αυτό να το κάνουν κι άλλα
παιδιά.
Η καταβρεχτήρα του δήμου, η οποία δρόσιζε κάθε απόγευμα τους περισσότερους
δρόμους των Γιαννιτσών που ήταν εκείνη την εποχή χωμάτινοι, ράντιζε τώρα το
γήπεδο, που ήταν ακόμα τότε στρωμένο με σκέτο χαλίκι, για να μη σηκώνεται
σκόνη.
Περπατώντας ρουφήξαμε απολαυστικά από μια παγωμένη γουλιά γκαζόζας – για
πρώτη φορά στη ζωή μας. Τότε, ξαφνικά, όπως ο Στέργιος κρατούσε το μπουκάλι
όρθιο και πάνω που πήγε να πιει δεύτερη γουλιά, έρχεται μια κουτσουλιά απ’ τον
ουρανό, που την είχε αφήσει κάποιο μεγάλο ιπτάμενο πουλί, και καρφώνεται στα
χείλη του μπουκαλιού του· το μεγαλύτερο μέρος της τρύπωσε μέσα στην γκαζόζα,
που θόλωσε αμέσως απ’ το ασπρόμαυρο σκατό του πουλιού.
Σταματήσαμε, παγώσαμε. Ο Στέργιος κοιτούσε αμήχανος το θολωμένο εσωτερικό
του μπουκαλιού και το χέρι του, που το ’χε πάρει ξώφαλτσα η κουτσουλιά κι άρχισε
να τρέμει. Σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό ψάχνοντας άναυδος για διερχόμενα
πουλιά, τα ξανακατέβαζε, χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
Έβλεπε έκπληκτος την άχρηστη, βρωμισμένη γκαζόζα που δεν πρόλαβε να
απολαύσει κι άρχισε να βουρκώνει απ’ το παράπονο.
Κοιτούσα κι εγώ την γκαζόζα βουβός και δεν μπορούσα να το χωνέψω. Πόσες
πιθανότητες υπήρχαν να συμβεί αυτό, σκέφτηκα, πόσες, και μονολόγησα
χαμηλόφωνα:
—Μία στο δισεκατομμύριο.
Και μετά:
—Μπα, καμιά πιθανότητα.
—Να, όμως, που έγινε, τραύλισε ο Στέργιος.
Λεφτά δεν είχαμε να πάρουμε άλλη γκαζόζα και ο φίλος μου καθαρίζει με το χέρι
του τον λαιμό του μπουκαλιού, σκέφτεται λίγο και μετά λέει αποφασιστικά:
—Πάμε πίσω στον γύφτο.
Γυρίζουμε περπατώντας γρήγορα και λέει στον μικροπωλητή ο Στέργιος, δήθεν
εκνευρισμένος:
—Κύριος, του φίλου μου είναι εντάξει, αλλά εμένα είναι χαλασμένη η γκαζόζα που
μου έδωσες.
Και του έδειξε το μπουκάλι.
Εκείνος μισοκατάλαβε, το πήρε, το περιεργάστηκε, το σήκωσε ψηλά, είδε το
θόλωμα κόντρα στον ήλιο, είδε μέσα να αναδεύεται αυτό το περίεργο πράμα σαν
ασπρόμαυρη λάσπη, σκέφτηκε λίγο, δύσπιστος, αναρωτήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να
βρει εξήγηση. Γύρισε το μπουκάλι ανάποδα και έχυσε όλη την γκαζόζα στο χώμα.
Μετά έβγαλε μια φρέσκια, παγωμένη απ’ το ψυγειάκι, την είδε κι αυτήν κόντρα
στον ήλιο – φαινόταν καθαρή, διάφανη, αστραφτερή. Της έβγαλε το καπάκι, το
πέταξε κάτω και ύστερα την έδωσε στον Στέργιο λέγοντας:
—Ντόμπρο γκαζόζα. Ντόμπρο.
Την πήρε εκείνος χαρούμενος χωρίς να το δείχνει, έσκυψε, σήκωσε και το καπάκι
απ’ το έδαφος και ξεκινήσαμε πάλι προς την πάνω εστία.
—Ήταν σημαδιακό αυτό με την κουτσουλιά, μου λέει μόλις απομακρυνθήκαμε.
Να δεις ότι θα κερδίσουμε σήμερα με ένα-μηδέν.
Ο αγώνας έληξε πράγματι ένα-μηδέν, αλλά χάσαμε. Τη φάγαμε – και δεν ήταν ένα
μακρινό, έξω απ’ τη μικρή περιοχή, ψηλοκρεμαστό σουτ που θαρρείς ήρθε σταλμένο
απ’ τον ουρανό, αλλά μια φαλτσαριστή κεφαλιά έπειτα από κόρνερ.
Εμείς, βέβαια, δεν στενοχωρηθήκαμε καθόλου που έχασε η ομάδα μας, γιατί
απολαμβάναμε την γκαζόζα περισσότερο απ’ τον αγώνα, σχεδόν τη βυζαίναμε.
Επιστρέφοντας ο Στέργιος κράτησε το πολύτιμο άδειο μπουκάλι κλεισμένο με το
καπάκι του στο σπίτι, σαν πληγή ή για ενθύμιο – μέχρι που τα αναψυκτικά έγιναν
κάτι συνηθισμένο και χάσανε τη μυθολογία τους. Άλλαζε σιγά σιγά η οικονομική
κατάσταση, τα πράματα γίνονταν πολύ καλύτερα. Οι κεντρικοί δρόμοι των
Γιαννιτσών είχαν στρωθεί πια με άσφαλτο και στο γήπεδο, που είχε χαλίκι,
σπείρανε γρασίδι και φτιάξανε τσιμεντένιες κερκίδες.
Μια μέρα, πέντε χρόνια μετά, ο Στέργιος έφερε το μπουκάλι, το στήσαμε στο
κλαδί ενός πεύκου κι αρχίσαμε να το σημαδεύουμε με τις σφεντόνες που
κυνηγούσαμε πουλιά. Αν και δεν το είπε, κατάλαβα πως έβλεπε το σπάσιμο του
μπουκαλιού σαν κάποια εκδίκηση· το ένιωσα απ’ τον τρόπο, απ’ την αδημονία που
το σημάδευε. Εκδίκηση για την προηγούμενη φτώχεια μας, για το αβάσταχτο κενό
των Γιαννιτσών, την επαρχιακή μιζέρια, ή για τα κορίτσια που δεν μας θέλησαν;
Για το πουλί που κουτσούλησε από ψηλά το δικό του μπουκάλι, ή λόγω της ενοχής
του προς τον καλοκάγαθο μικροπωλητή, που του είχε πει ψέματα; Ποιος ξέρει. Και
μάλλον ασυναίσθητα άφησα αυτόν να το σπάσει – το πέτυχε, αγχωμένος, με την
τρίτη βολή και το θρυμμάτισε σε χίλια αστραφτερά κομμάτια.
Ευχαριστήθηκε ο Στέργιος, αλλά δεν φαινότανε να έχει παρηγορηθεί. Σήκωσε τα
μάτια του και έψαχνε επίμονα στα κλαδιά του πεύκου για κάποιο πουλί, ίσως για
εκείνο το ένοχο πουλί, όμως δεν υπήρχε κανένα. Κι άρχισε να σημαδεύει επίμονα και
να χτυπάει τις μαύρες κουκουνάρες και τα γκριζόλευκα σακούλια τα γεμάτα
κάμπιες, τις βαμβακάδες, που στέκονταν μετέωρες σαν ελάχιστα σύννεφα
μπλεγμένα ανάμεσα στα κλαδιά και στις πευκοβελόνες.
Κάθισα σιωπηλός στο έδαφος κι έβλεπα τις κάμπιες να πέφτουν ακουμπώντας τη
ράχη μου στο πεύκο – ευώδιαζε ρετσίνι που έβγαινε μέσα απ’ τον κορμό, σαν μέσα
από πληγές που δεν θεραπεύονται ποτέ.
Παίρνω τώρα, στο σούπερ μάρκετ, απ’ το ράφι των αναψυκτικών τρεις κόκα κόλες
light και μετά στέκομαι αμήχανος. Κατόπιν πιάνω διστακτικά και μια γκαζόζα
«ΕΨΑ» και τη βάζω κι αυτήν στο πλαστικό καλάθι· στρέφω και πηγαίνω αργά,
συλλογισμένος, προς το ταμείο. Λίγο πριν φτάσω, μετανιώνω ασυναίσθητα και
στέκω για λίγο μουδιασμένος. Μετά γυρίζω πίσω και ξαναφήνω διακριτικά την
γκαζόζα «ΕΨΑ» στο ράφι, ακριβώς στο σημείο όπου ήταν προηγουμένως.
Πληρώνω ανακουφισμένος, λυτρωμένος στο ταμείο και βγαίνω. Βγαίνοντας, όμως,
βλέπω στον δρόμο, στα πέντε μέτρα, να περνάει ο ηλικιωμένος κουρέας με το
ποδήλατο, ένα παμπάλαιο βυσσινί «FALCON» του ’70, σκυφτός πάνω στο τιμόνι,
έχοντας τα μπατζάκια του πιασμένα με ασημί ελαστικές λάμες για να μη λερωθούν
απ’ τη γρασαρισμένη αλυσίδα. Ολόιδιος, ανέγγιχτος, όπως τότε, εκείνος ο κουρέας
στα Γιαννιτσά, ο κύριος Κλεόβουλος, που είχε το κουρείο του τρία σπίτια δεξιά, πιο
κάτω απ’ το δικό μας. Τον βλέπω να περνάει τώρα μπροστά μου ποδηλατώντας
ανάλλαχτος, ήρεμος, καλοδιάθετος όπως πάντα – πενήντα χρόνια μετά: σηκώνει το
δεξί του, πεντακάθαρο χέρι απ’ το τιμόνι και ξύνει τη φαλάκρα του με το μακρύ,
περιποιημένο νυχάκι του μικρού του δάχτυλου. Προχωρεί κάνοντας χαλαρό πετάλι,
γλιστρώντας στην πατίνα του χρόνου, σχεδόν αιωρούμενος, και χάνεται στην απαλή
στροφή.
Τα έχω χάσει για λίγο και στέκομαι απορημένος. Μετά πηγαίνω κι αφήνω τα
ψώνια στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, ξαναγυρνώ αποφασιστικά, μπαίνω στον
Μασούτη, δεν πάω στα ράφια με τα αναψυκτικά, αλλά στα ψυγεία, παίρνω μια
γκαζόζα «ΕΨΑ» παγωμένη, την πληρώνω στο ταμείο και ξαναβγαίνω με κάποια
αδημονία. Πηγαίνω μπροστά στο αυτοκίνητο και στέκομαι. Χαϊδεύω το υγρό, σαγρέ
μπουκάλι της. Την κοιτώ κόντρα στο φως. Πεντακάθαρη. Παίρνω από την έσω
θήκη της πόρτας του αυτοκινήτου τον ελβετικό σουγιά που έχω πάντα εκεί και
βγάζω το καπάκι του αναψυκτικού. Κοιτάζω, μια, διερευνητικά, προς τα πάνω για
πιθανά πουλιά. Ύστερα μπαίνω βιαστικά και κάθομαι μέσα στο αυτοκίνητο, για να
είναι το μπουκάλι σίγουρα προστατευμένο: ο ουρανός του οχήματος να με φυλάει απ’
τον κανονικό ουρανό – διότι, ποτέ δεν ξέρεις. Α, ρε Στέργιο.
 
 
 
Αντάρτες στην κατάψυξη

Ο ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ δούλευε στο τέσσερα. Ιούλιος και ζέστη, η πολυκατοικία


έβραζε. Όλη η πόλη έβραζε. Η τηλεόραση κάτι έλεγε για κάποιο
αφιέρωμα: «Εξήντα χρόνια απ’ το τέλος του Εμφυλίου». Ο Λάζαρος Κλ.
Ασίκογλου, συνταξιούχος δάσκαλος, ήταν μόνος στο σπίτι. Κι έσκαγε. Σηκώθηκε
απ’ τον καναπέ, φόρεσε τις παντόφλες του και περπάτησε με μικρά, δύσκολα
βηματάκια προς την κουζίνα, να πιει λίγο κρύο νερό, να δροσιστεί. Σταμάτησε
μπροστά στο ψυγείο και το άνοιξε – αναπάντεχα, μέσα στο γαλαζωπό, ιριδίζον φως
του είδε πάλι τη σκηνή δίπλα στο νεκροταφείο του χωριού, τη Δήμητρα Σερρών: το
σταματημένο «Τζέιμς» και στρατιώτες και ΜΑΫδες που κατέβαζαν απ’ το
αυτοκίνητο έξι σκοτωμένους αντάρτες, κατεψυγμένους. Ξερά κούτσουρα – κρύφτηκε
πίσω από κάτι στουρνάρια. Ήταν, τότε, Ιούλιος του ’48 και αυτός στα δεκατρία του
χρόνια. Οι αντάρτες ήταν σαν κομμένοι κορμοί, άκαμπτοι, μπουζιασμένοι, ένα
κομμάτι πάγου ολόκληρο το σώμα τους. Τους απέθεταν στην είσοδο του
κοιμητηρίου σε παράταξη, για θάψιμο. Τους πήγανε προηγουμένως στην πόλη και
τους βάλανε σε θαλάμους ψύξης, μέσα σε κομμάτια πάγου, μέχρι να ’ρθούνε ειδικοί
να τους αναγνωρίσουν· μήπως ανάμεσά τους ήταν κάποιος καπετάνιος. Και τώρα
τους φέρανε, κατεψυγμένους ακόμα, εδώ.
Ο Λάζαρος άρχισε να τρέμει. Περίμενε να φύγουν οι στρατιώτες και οι ΜΑΫδες –
ύστερα από πέντε λεπτά ανέβηκαν στο «Τζέιμς» και αναχώρησαν. Αλλά αυτός δεν
είχε το κουράγιο να βγει, να δει από πιο κοντά. Ήθελε να φύγει, να πάει στη μάνα
του, στο σπίτι, να κρυφτεί, όμως και πάλι τον έτρωγε να δει τους σκοτωμένους.
Πάνω από ένα δεκάλεπτο καθόταν ακίνητος. Είχε παραλύσει. Μετά βγήκε αργά,
προσεκτικά και πλησίασε. Βήμα, βήμα. Σίμωσε, στο μισό μέτρο. Έσκυψε και τους
είδε από κοντά. Έναν έναν. Φαίνονταν έξι παγοκολόνες που μέσα τους ήταν
φυλακισμένοι οι αντάρτες σε διάφορες στάσεις, μπλαβιασμένοι, με μαβιά χείλια,
μαύρο αίμα στις πληγές, βρώμικα χέρια. Οι δύο με μισάνοιχτα μάτια και ο ένας με
τραύμα στον λαιμό και χωρίς το δεξί αυτί. Παγωμένοι-κόκαλα. Αναγνώρισε τους
τρεις, ήταν παλικάρια απ’ το χωριό. Τον έναν, τον μικρότερο, τον Χρύσανθο τον
Χοϊδά, δεκαεφτά χρονών, τον είχαν επιστρατεύσει οι αντάρτες στο βουνό με το ζόρι
– ήταν αυτός με το κομμένο αυτί.
Κάθισε ανακούρκουδα και τους κοιτούσε κι έκλαιγε. Τα δάκρυά του μπλέκονταν
με τον ιδρώτα. Ακούμπησε έπειτα από πολύ δισταγμό με το χέρι του τον μικρότερο,
τον Χρύσανθο, κι ανατρίχιασε, ένιωσε πόνο απ’ τον πάγο. Σηκώνοντας το κεφάλι
είδε να έρχεται απ’ τον χωματόδρομο, τρεμίζοντας μέσα στη ζέστη και στο φως, ο
θείος του ο Ισίδωρος. Είχε μαζί του ένα αλουμινένιο παγούρι και το σήκωνε –
άστραψε μια στιγμή αντανακλώντας στον ήλιο– κι έπινε νερόξιδο να δροσιστεί.
—Θείε Ισίδωρε…
Εκείνος πλησίασε και στάθηκε μπροστά στους σκοτωμένους· έμοιαζε έξαλλος,
απελπισμένος, τρομακτικός. Πριν δέκα μέρες οι αντάρτες τού είχαν κάψει την
πατόζα με πετρέλαιο, για εκδίκηση, επειδή ο αδερφός του είχε πάει με τους ΜΑΫδες.
Τα μάτια του πετούσαν φωτιές, λες και καιγόταν ακόμα εντός του η πατόζα,
ολόκληρη η περιουσία του – φαινόταν παραλοϊσμένος, παρότι ήταν ανέκαθεν ήρεμος
και λιγόλογος, μοναχικός άνθρωπος. Απόφευγε, πάντα. Δεν είχε μπλεχτεί με τις
παρατάξεις. Έμεινε μακριά από όλους. Κοίταζε τώρα τους παγωμένους νεκρούς
πυρετικά, με απέχθεια αλλά και με κάποια θλίψη. Έσκυψε παρατηρώντας καλύτερα
κι αναγνώρισε τους δυο συγχωριανούς που του είχαν κάνει τη ζημιά, του κάψανε την
πατόζα. Ταράχτηκε βαθιά. Μετά, ξεχώρισε και τον μικρότερο, τον Χρύσανθο, και
συγκλονίστηκε. Πήγε να κινηθεί, όμως κρατήθηκε. Έκανε πίσω. Σώπασε. Και
σήκωσε πάλι, αμήχανα, το αλουμινένιο παγούρι.
Ο Λάζαρος Κλ. Ασίκογλου έκλεισε με βρόντο την πόρτα του ψυγείου.
Μετά πήγε στον πάγκο της κουζίνας κι έσκυψε κι ήπιε ζεστό νερό, με τη φούχτα,
απ’ τη βρύση.
 
 
 
«Γλυκισματοπωλείον
“Les Fleurettes”»

Ε ΧΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ η παρθενική ανασκαφή, που σημαίνει πέρασαν τα βαριά


εκσκαπτικά μηχανήματα, και τώρα οι ειδικευμένοι εργάτες της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ξεκίνησαν τη δουλειά με το χέρι, δηλαδή το προσεκτικό
σκάψιμο με το σκαλιστήρι από το βάθος του ενάμισου μέτρου. Το περίεργο είναι
πως σ’ αυτό το σημείο, γωνία Εγνατίας με Αγίας Σοφίας περίπου, πάνω στον παλιό
δρόμο, δεν βρήκαν κάτω από την άσφαλτο κροκάλες, μετά χαλίκι ψιλό Α3 και χαλίκι
χοντρό, όπως γίνεται συνήθως πριν από την ασφαλτόστρωση. Το μέρος είναι απλώς
μπαζωμένο με χώμα – αλλά τώρα ο ένας εργάτης, ο Στέλιος ο Παντελίδης, καθώς
σκάβει προσεκτικά, τρυφερά, διερευνητικά, όπως είναι μαθημένος, νιώθει ότι
χτυπάει πάνω σε τσιμέντο. Σκαλίζει απαλά κατά μήκος και βρίσκει πάλι τσιμέντο
και μετά νιώθει ότι έχει πέσει σε μια ρωγμή. Το ίδιο βρίσκουν και οι άλλοι τέσσερις
ειδικευμένοι εργάτες που δουλεύουν πιο κει, στο ίδιο επίπεδο.
Ο Στέλιος σηκώνεται αμέσως και ειδοποιεί την υπεύθυνη αρχαιολόγο – όλοι έχουν
μεγάλη ευαισθησία σε κάθε τσάπισμα, γιατί σκάβοντας τη μεγάλη υπόγεια αρτηρία
για το μετρό της Θεσσαλονίκης αποκάλυψαν στην προπροηγούμενη στάση, στη
Βενιζέλου, τα περίφημα βυζαντινά και ελληνορωμαϊκά ευρήματα, μια ολόκληρη
σχεδόν υπόγεια πόλη με δρόμους, καταστήματα, κίονες, αγάλματα, ειδώλια,
σωληνώσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, πολλά αγγεία και άλλα, γύρω στις τέσσερις
χιλιάδες, από νομίσματα μέχρι εργαλεία, χάλκινα σκεύη και γυάλινα αντικείμενα. Η
δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός είναι τεράστια παγκοσμίως και η πίεση και η
προσοχή έγιναν ανάλογες.
Η αρχαιολόγος κυρία Θέκλα Φραντζή έρχεται αμέσως να δει τι συμβαίνει.
Ελέγχει τα υλικά, βλέπει τη ρωγμή, τις υγρασίες, και δίνει εντολή να προχωρήσουν
προσεκτικά προς τα ενδόμυχα. Σιγά σιγά αποκαλύπτεται, αφού ξεμπαζώνουν τη
μεγάλη διαγώνια ρωγμή, ότι από κάτω υπάρχει κάποιος ενιαίος χώρος, μια μεγάλη
αίθουσα που φαίνεται να είναι νεότερη, δηλαδή όχι αρχαιότερη των εκατό χρόνων.
Mπαίνουνε μέσα προσεκτικά και βρίσκονται σε ένα ευρύτατο υπόγειο που έχει
κάπως καθίσει αλλά κρατιέται όσο γίνεται ανέγγιχτο, αν και έχει καταπέσει ο
βορινός τοίχος, υπάρχουν ρωγμές παντού, διαβρώσεις, πλαγιολισθήσεις και πολλά
ριγμένα χώματα. Δεξιά κι αριστερά βλέπουν πάγκους, μπαούλα, σπασμένα πιάτα
και πορσελάνες, τσακισμένα φωτιστικά και άλλα τσαμασίρια, φυλλάδια
μουχλιασμένα και μισοφθαρμένα, χαρτιά μικρά και χαρτόνια σχεδόν διαλυμένα, και
διάφορα εργαλεία μέσα σε πεσμένα σανίδια, σοβάδες και περιτρίμματα. Τα
ξεσκαλώνουν και τα ξεκονεξάρουν, τα βγάζουν όλα απ’ τη ρωγμή (που πριν τη
διεύρυναν αρκετά) έξω για να καθαριστούν αλλά και να περάσουν τα μπάζα από
σήτα ώστε να κρατηθούν τα μικροαντικείμενα και να γίνουνε οι συσχετίσεις. Σε μια
γωνία, πίσω από έναν πάγκο, εξέχει μια μεταλλική, μεγάλη ταμπέλα. Την τραβούν,
την καθαρίζουν και βλέπουνε να γράφει με καλλιτεχνικά γράμματα:
 
Γλυκισματοπωλείον «Les Fleurettes»
Πρόδρομος Μισιρλόγλου – από το 1894
 
Η πεπειραμένη αρχαιολόγος δίνει εντολή να βγούνε όλοι έξω για να κάνει μια
πρώτη εκτίμηση. Προηγουμένως στέλνει έναν εργάτη στη Δημοτική Βιβλιοθήκη με
γραπτό σημείωμα να της φέρει τον Οδηγό Καταστημάτων Θεσσαλονίκης, του 1911,
κι ένα βιβλίο για την πυρκαγιά του 1917. Αφού τα σκεύη που βρέθηκαν
καθαρίστηκαν καλά, η κυρία Θέκλα τα μελετάει λίγο και μετά λέει:
—Εργαλεία για να φτιάξεις σοκολάτα. Αυτό είναι χουλιάρι, εκείνο είναι τερίν,
γαβάθα (terrine στα γαλλικά), αυτό είναι ταμίνα (tamis), δηλαδή κόσκινο, ετούτο
μπασίνα, δηλαδή θερμοφόρα.
Κατόπιν, μελετώντας ένα μισοκατεστραμμένο σκεύος:
—Αυτό είναι ειδικό, μεταξωτό κόσκινο για τη ζάχαρη.
Ύστερα εξετάζει άλλα μεταλλικά αντικείμενα και μονολογεί:
—Φόρμες για γλυκά και σοκολατάκια.
Και γυρνώντας χαμογελαστή προς τους τεχνικούς και τους εργάτες προσθέτει:
—Αυτά τα γνωρίζουνε όχι οι αρχαιολόγοι αλλά οι νοικοκυρές σαν και μένα, που
φτιάχνουνε σοκολάτα και καραμέλα στο σπίτι – κι εγώ τυχαίνει να τα ξέρω γιατί
έχω μεγάλη αδυναμία στη σοκολάτα. Την έχω μελετήσει αρκετά. Τώρα, βέβαια, τα
σχετικά εργαλεία είναι πολύ πιο εξελιγμένα.
Σε καμιά ώρα γυρίζει και ο εργάτης από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη με τα δύο
βιβλία. Η κυρία Θέκλα ψάχνοντας στο ένα για την πυρκαγιά του 1917, βεβαιώνεται
πως το μέρος όπου βρίσκονταν περιλαμβανόταν στην πυρίκαυστο ζώνη, στις
περιοχές δηλαδή που είχαν τότε καεί – το 32% της πόλης. Μετά ψάχνει σχολαστικά
στον Οδηγό Θεσσαλονίκης του 1911 και κάποια στιγμή αναφωνεί:
—Να το, το βρήκα! Το «Γλυκισματοπωλείον “Les Fleurettes”» διαφημίζεται
στον Οδηγό. Έχει και μια γκραβούρα της πρόσοψης. Ήταν ισόγειο ζαχαροπλαστείο,
γωνία Εγνατίας και Αγίας Σοφίας, και είχε προφανώς μεγάλο υπόγειο εργαστήριο –
αυτό που βρήκαμε.
Και δείχνει σε όλους τη διαφήμιση.
Ο εργάτης Στέλιος Παντελίδης ρωτάει:
—Αυτό το γαλλικό στην ταμπέλα τι σημαίνει;
Η κυρία Θέκλα:
—Το «Les Fleurettes»; Σημαίνει «ανθάκια». Ίσως να υπονοεί κάποιο είδος
σοκολατίνια σε σχήμα μικρών λουλουδιών, που θα ήτανε τότε της μόδας.
Ένας άλλος εργάτης:
—Η αδερφή μου, παλιά, δούλευε στο εργοστάσιο του «Φλόκα» στη Βασιλέως
Ηρακλείου. Φτιάχνανε σοκολάτες και καραμέλες, τις γνωστές «Φλόκες», με το
χρυσό χαρτάκι και την κόκκινη αγελαδίτσα απέξω. Η αδερφή μου τύλιγε σε
χαρτάκια εκείνες τις καραμέλες. Μύριζε, ευώδιαζε σοκολάτα όλη η Πλατεία
Αριστοτέλους. Σε μεθούσε, σε ντάλωνε. Αφού τριγύριζαν πολλοί εκεί γύρω μόνο και
μόνο για να απολαύσουνε τη μυρωδιά. Γι’ αυτό τους λέγανε «μυριστάκηδες».
—Κι εγώ, μικρή, ήμουνα μυριστάκιας, λέει η κυρία Θέκλα. Μέναμε στη Διαγώνιο
και πήγαινα συχνά στην Αριστοτέλους, μερικές φορές κρυφά, μόνο και μόνο για την
ευωδία. Από τότε μου κόλλησε και η μανία για τη σοκολάτα και τα μπισκότα.
Κάποιος άλλος εργάτης:
—Κυρία Θέκλα, πότε να έφτιαξαν πρώτη φορά σοκολάτα στην Ελλάδα;
Κι εκείνη:
—Απ’ όσο ξέρω πρέπει να πρωτόφτιαξε εργοστάσιο και δική του σοκολάτα ο
Παυλίδης γύρω στα 1850.
—Τόσο παλιά;
—Ναι, τόσο. Μετά βγήκανε κι άλλοι στην Αθήνα. Στην Πάτρα, στις Αποκριές,
ξεκίνησε το έθιμο του σοκολατοπόλεμου, τέλη του 19ου αιώνα. Στη Θεσσαλονίκη,
πριν από τον «Φλόκα», βγάζανε κι άλλες σοκολάτες – ίσως μέχρι και το ’80.
Θυμάμαι την «Gloria» και τη «ΝΑΣΤΟΣ». Αν δεν κάνω λάθος, ο «Φλόκας» εδώ
ξεκίνησε γύρω στα μέσα του ’30. Αλλά γίνονταν και πολλές εισαγωγές κακάου και
έφερναν έτοιμες σοκολάτες, μπισκότα, φοντάν και ατύλιχτα σοκολατάκια από την
Ευρώπη. Άντε, πάμε τώρα κάτω στο εργαστήριο να ανοίξουμε τα μπαούλα, τα
ντουλάπια και τους πάγκους. Πάρτε και δυνατά φώτα.
—Μ‘ αρέσουν ακόμα τα σοκολατάκια-μαργαρίτες που βγάζει η «ΕΒΓΑ», λέει ο
Στέλιος, καθώς κατεβαίνουνε με προσοχή τη σκάλα που έχουν στήσει απ’ το
άνοιγμα μέσα στο παμπάλαιο εργαστήριο. Η κυρία Θέκλα:
—Ανοίξτε τους πάγκους και τα ντουλάπια.
Δυο εργάτες ανοίγουν δύσκολα τα ντουλάπια· δεν βρίσκουν παρά μόνο πιατικά και
φόρμες. Μετά τραβούνε τα φύλλα των δύο πάγκων που έχουν σφηνώσει για τα καλά
– του ενός τα πορτόνια διαλύονται. Βγάζουνε από μέσα μερικές πιατέλες σε διάφορα
σχήματα, φόρμες, υγρά διαφημιστικά φυλλάδια της εποχής μουντζουρωμένα και
έναν μουχλιασμένο, γαλλικό τσελεμεντέ ζαχαροπλαστικής που γράφει απέξω: Les
1000 Meilleurs Recettes de Pâtisserie bourgeoise, N. M. Audran - S. Bornemann,
1914. Τα φυλλάδια διαφήμιζαν είδη σοκολάτας «Παυλίδη», άλλα των εργοστασίων
«Ζαβορίτου» του 1911 και ένα των «Λόγγου-Μουλά», του 1913. Η κυρία Θέκλα
διαβάζει σε ένα φυλλάδιο αποσπασματικά, μισοσβησμένα κείμενα:
—«Ελβετικές σοκολάτες Αμβροσία … Αμαντίν … Νεγκρίνο (τι να ήταν;)» και
μετά: «Δι’ όρεξιν και υγείαν … Γαλλικό κακάο ΜΑΧΙΜΕ … Ραβδία … Πικρή (bitter)
κουβερτούρα Ολλανδίας … Ψωμάκια της δουκίσσης … Carmen γάλακτος … φακές
σοκολάτας».
Σηκώνει τα μάτια της και λέει:
—Το ζαχαροπλαστείο αυτό κάηκε εντελώς απ’ την πυρκαγιά τον Αύγουστο του
1917. Το υπόγειο έμεινε σχεδόν άθικτο. Μπαζώθηκε γρήγορα κι από πάνω
ασφαλτοστρώθηκε, πιο διευρυμένη, η Εγνατία. Φαίνεται να έκανε πολλή δουλειά
τότε το κατάστημα, γιατί από το 1915 είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη και οι 300.000
ξένοι, αλλοδαποί στρατιώτες της Ανατολικής Στρατιάς για το Μακεδονικό μέτωπο.
Και μετά:
—Ανοίξτε τα μπαούλα.
Δυο εργάτες ανοίγουν το πρώτο υδατοστεγές μπαούλο από κασσίτερο, με
σιδερένιους μοχλούς. Ανασηκώνουν το καπάκι – η κυρία Θέκλα πλησιάζει και βλέπει
να είναι γεμάτο με πλάκες κουβερτούρας της μιας και των δύο οκάδων και το κάθε
τεμάχιο τυλιγμένο αεροστεγώς με χαρτί από λευκόχρυσο. Σκέφτεται πως το
κατάστημα θα τις πωλούσε και σε άλλα ζαχαροπλαστεία για την παρασκευή
γλυκισμάτων ή σε ιδιώτες για να φτιάχνουν ρόφημα σοκολάτας.
Οι εργάτες ανοίγουν με τα λοστάρια, προσεκτικά, και το δεύτερο μεταλλικό
μπαούλο που είναι κλεισμένο με θερμοσυγκόλληση. Η εξηντάχρονη αρχαιολόγος
σιμώνει, σκύβει και κοιτάζει μέσα: στο μισό έχει μεταλλικούς κυλίνδρους εμαγιέ, με
παραστάσεις ελβετικών τοπίων, που περιέχουν σοκολατένιες κροκέτες με πικρή
μόκα, κάστανο και πραλίνα, τυλιγμένες, μία μία, σε λαμπερό κασσιτερόχαρτο. Στον
υπόλοιπο χώρο του μπαούλου βλέπει ένα μεγαλούτσικο μεταλλικό κιβώτιο
αεροστεγώς κλεισμένο. Το ανοίγει με ένα κατσαβίδι και αποκαλύπτεται εντός ένα
δεύτερο κουτί, μέσα σε λευκόχρυσο. Το ξετυλίγει και διαβάζει απέξω: «BOTE
ANTIQUE» (αρχαίο κουτί). Στο πλάγιο μέρος γράφει στα γαλλικά ότι είναι ακριβές
αντίγραφο μιας πυξίδας απ’ τη Θήβα, με σοκολάτες άριστης ποιότητας σε σχήματα
αρχαίων ελληνικών νομισμάτων τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο.
Η κυρία Θέκλα θαυμάζει την έξοχη συσκευασία και διστάζει για λίγο. Μετά,
ανοίγει το κουτί, παίρνει ευλαβικά ένα σοκολατένιο τετράδραχμο και το ξετυλίγει
προσεκτικά: φαίνεται σχεδόν ανέγγιχτο απ’ τον χρόνο, εδώ και εκατό χρόνια, με
λίγα ξασπρίσματα σε ορισμένα σημεία. Το μυρίζει, το ξαναμυρίζει απολαυστικά και
μετά το βάζει με βεβαιότητα στο στόμα της, το γεύεται και το λιώνει αργά,
ηδονικά, με κλειστά τα μάτια σαν κρυφιομύστης – το καταπίνει αργά, λέγοντας:
—Αυτό είναι το πιο σπάνιο νόμισμα που έχω βρει ποτέ.
 
 
 
«Electra Palace»

Ο ΠΑΥΛΟΣ –έτσι επέμενε να τον φωνάζω όταν ερχότανε στο συνεργείο, σκέτο
Παύλο– είχε νταλκά με τα κατσαβίδια. Μανία με τη μουντζούρα. Μια
μέρα, μεσημεράκι, ήμασταν σκυμμένοι πάνω από τη μηχανή ενός τζιπ της
Χωροφυλακής που σχεδόν είχε χτυπήσει μπιέλα, ντυμένοι με τις μπλε φόρμες και
μέσα στη μαυρίλα, στα λάδια και στα γράσα. Αγνώριστοι. Ο Παύλος πάσκιζε να
πιάσει μια βίδα που του ξέφευγε για να τη βιδώσει στη μηχανή, αλλά δυσκολευόταν
και μου είπε: «Επειδή δεν μπορώ να ασχολούμαι κάθε μέρα με τους κινητήρες, έχει
φύγει το λάδι απ’ τα δάχτυλά μου» – εννοούσε κάτι που ξέρουν όλοι οι μηχανικοί:
την επιδεξιότητα που αποκτάς στα χέρια όταν δουλεύεις συνέχεια και τη χάνεις
γρήγορα αν σταματήσεις.
Ο γερο-Κάρολος πίνει μια γουλιά απ’ το «Jameson» με πάγο, κοιτάζει για λίγο
απ’ τα τζάμια του έξοχου ρετιρέ-μπαρ του «Electra Palace», όπου καθόμαστε, όλη
την υπέροχη θέα της Θεσσαλονίκης κάτω, δίπλα την απέραντη θάλασσα και μετά
συνεχίζει:
—Εκείνη τη στιγμή, ήταν, θυμάμαι, η 25η Οκτωβρίου του 1959, μπαίνει στο
υπόγειο συνεργείο ένας μαυριδερός ενωμοτάρχης με τη στολή, κακομούτρης κι
αυστηρός. Ένας πιλαφάς. Ο Τζιβένας ο Σταύρος, απ’ το 3ο Αστυνομικό Τμήμα.
Μας πλησιάζει και λέει αυταρχικά:
»—Ακόμα, ρε άχρηστοι, δεν το φτιάξατε το τζιπ; Πώς θα πάω στην παρέλαση
αύριο; Με τα πόδια;
»Κοιτάζει δίπλα μου σκυμμένο τον Παύλο, μέσα στη μουντζούρα, και συνεχίζει
λέγοντας σε μένα:
»—Βλέπω πως πήρες καινούργιο τσιράκι, ε Κάρολε; Και μάλιστα μεγάλο, γέρο
άνθρωπο. Διάλεξε κάναν νέο, ρε, είναι πιο σαΐνια.
»Σηκωθήκαμε και οι δύο απ’ τη μηχανή. Εγώ έτρεμα, κόντευα να κατουρηθώ απ’
τον φόβο μου – δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει ο βασιλιάς σ’ αυτή την προσβολή.
Γιατί ο άνθρωπος δίπλα μου με τις φόρμες και τα κατσαβίδια στα χέρια,
καταμουντζουρωμένος, αγνώριστος, ήταν ο βασιλιάς Παύλος. Η Αυτού Μεγαλειότης
βασιλιάς Παύλος των Ελλήνων. Ευτυχώς απ’ το σημείο που στεκόταν ο
ενωμοτάρχης δεν έβλεπε τα πόδια του, γιατί απ’ τη λαχτάρα του να ’ρθει στο
συνεργείο ξέχασε να αλλάξει παπούτσια και μαζί με τη φόρμα φορούσε μαύρα,
αστραφτερά λουστρίνια. Τον είχα γνωρίσει στο Κάιρο, στην Κατοχή, όπου είχε
καταφύγει η βασιλική οικογένεια για ένα διάστημα και βρέθηκα τότε, ως ειδικός
μηχανικός του στρατού, να φροντίζω τη “Rolls-Royce” του βασιλιά Γεωργίου του Β
´ – εκείνο τον καιρό ο Παύλος ο Α´ ήταν ακόμα πρίγκιπας, διάδοχος. Ο Γεώργιος ο
Β´ είχε τότε μια “Rolls-Royce Phantom” του 1939, μαύρη, με ενσωματωμένο μπαρ
στις πίσω θέσεις, δεξιοτίμονη. Την είχαν φέρει κι αυτήν στην Αίγυπτο· όσο ήταν
στην Ελλάδα, τη φρόντιζε ο Κερκυραίος Κώστας Κρόκος, μεγάλος μηχανικός, που
είχε εκπαιδευτεί στο εργοστάσιο της “Rolls” στην Αγγλία. Εκεί στο Κάιρο δεν ήρθε
και την ανέλαβα εγώ – από τύχη. Τότε γνώρισα και τον διάδοχο Παύλο, που
κατέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στο συνεργείο και με βοηθούσε. Είχε μεγάλο ζήλο και
τρέλα για τους κινητήρες. Το 1923, με την πρώτη εξορία της βασιλικής οικογένειας
στην Αγγλία, πήγε και δούλεψε με ψευδώνυμο, για έναν χρόνο, στις αερομηχανές
εσωτερικής καύσεως στα εργοστάσια “Armstrong-Whitworth”, στο Κόβεντρι.
Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα βόρεια απ’ το Λονδίνο. Πρίγκιπας τότε, που, όπως
έμαθα μετά, μιλούσε τέσσερις γλώσσες και δούλευε με ψευδώνυμο μέσα σ’ εκείνα τα
συνεργεία και στη μουντζούρα. Ήταν γεννημένος το 1901. Είχε πάθος από παιδί με
τα κατσαβίδια, τα γράσα και τα μπουλονόκλειδα – δεν ήθελε να γίνει βασιλιάς αλλά
μηχανικός αυτοκινήτων. Γι’ αυτό και την πρώτη φορά που του πρότειναν να
αναλάβει, νεότερος, τον θρόνο, αυτός είπε πως τον δικαιούται κατ’ αρχάς ο πατέρας
του. Κι έγινε βασιλιάς, από διάδοχος, αργότερα, με τον θάνατο του Γεωργίου Β´, το
1947, μέσα στον Εμφύλιο. Τη Φρειδερίκη την είχε παντρευτεί δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ο γερο-Κάρολος άναψε τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά, λόγω ηλικίας. Θα
ήταν τώρα πάνω από ογδόντα αλλά είχε πλήρη διαύγεια. Ήταν ακόμα θολά ξανθός,
με παλιές φακίδες, ρυτιδιασμένος ανεπανόρθωτα, κάπως σκυφτός, χλομός, όμως τα
μάτια του κρατούσαν την παλιά λάμψη εκείνων που είναι αφοσιωμένοι κάπου – η
μάνα του ήταν Αγγλίδα. Είχαμε έρθει εδώ πάνω στο μπαρ του ξενοδοχείου για να
κάνω ένα ρεπορτάζ, μια συνέντευξη μαζί του σχετικά με τον Σταθμό Επισκευής
Αυτοκινήτων και τη Λέσχη της Χωροφυλακής, που ήταν πριν ακριβώς στο σημείο
όπου βρισκόμαστε, δηλαδή εδώ που είναι τώρα το «Electra Palace». Γκρεμίσανε τα
συνεργεία και τη Λέσχη και χτίσανε πάνω τους το ξενοδοχείο, το 1972. Αλλά η
συζήτησή μας ξεστράτισε γρήγορα προς τα βιώματά του κι αυτό με τον βασιλιά
Παύλο ήταν το πιο ισχυρό. Ο Κάρολος είδε επίμονα μέσα στο ποτήρι του το ουίσκι,
σαν για να ξεδιαλύνει στιγμές και γεγονότα, έριξε μια ματιά πλάγια, προς το μπαρ,
και συνέχισε:
—Είχα γνωρίσει έναν μηχανικό-ανθύπα που είχε έρθει μια φορά στο συνεργείο με
τον μεγαλειότατο. Αυτός είχε την ευθύνη για δύο σκάφη, δυο βενζινάκατους της
βασιλικής οικογένειας δεμένες πάντα στο Τουρκολίμανο. Τις φρόντιζε και τις
επισκεύαζε, αλλά μου έλεγε πως ο βασιλιάς Παύλος πήγαινε εκεί πολύ συχνά μόνος
του, ασυνόδευτος, με ένα μικρό «Triumph», φορούσε φόρμες, καπέλο –ένα τζόκεϊ,
για να μην τον αναγνωρίζουν– και συντηρούσε, γυάλιζε, έλυνε και ξανάδενε τις
μηχανές απ’ τα δύο σκάφη ώρες ολόκληρες· τρομπάριζε τις τροφοδοσίες, καθάριζε
τα φίλτρα, σένιαρε τα πάντα. Τις κρατούσε τσίλικες. Ή άνοιγε και σκάλιζε συνέχεια
τον κινητήρα του «Triumph». Κι εδώ, στη Θεσσαλονίκη, ερχότανε δυο φορές τον
χρόνο. Μία στις 25 Οκτωβρίου για τους εορτασμούς της 26ης, και μία τον Απρίλιο,
περνώντας να πάει, με συνοδεία, για κυνήγι στο Γκιαούρ Αντά, στον ποταμό Έβρο.
Έφτανε με το αεροπλάνο στη Μίκρα, όπου τον περίμενε η δική του «Silver Rolls-
Royce Wraith» με ανοιγόμενη, λευκή οροφή. Κάμπριο δηλαδή. Την έφερνε από πριν
ένας οδηγός απ’ την Αθήνα. Αυτηνής της είχανε βάλει κι απ’ τις δυο μεριές επιπλέον
προστατευτικά στα τζάμια, από σκληρό πλεξιγκλάς. Μόλις φτάνανε, ο βασιλιάς
έλεγε πάντα στους δικούς του –μένανε στο ξενοδοχείο «Mediterranean»– ότι πάει να
αλλάξει τις πλατίνες στη «Rolls». Κι έπαιρνε μόνος του το αυτοκίνητο κι ερχόταν σε
μένα, στο υπόγειο συνεργείο της Χωροφυλακής. Εγώ επειδή ήξερα ότι θα ’ρθει, του
είχα πάντα κρατημένη μια καθαρή φόρμα στο μέγεθός του. Έβαζε, σχεδόν έκρυβε,
τη «Rolls» σε μια γωνιά του συνεργείου, να μην πολυφαίνεται, φορούσε τη φόρμα
και καθόμασταν και δουλεύαμε χωμένοι στους χαλασμένους κινητήρες. Κεφάλι δεν
σήκωνε όλη μέρα. Τρελαινότανε για τις μηχανές. Τις ένιωθε. Του μιλούσαν.
Αφουγκραζόταν από μακριά κάθε περίεργο, ύποπτο ψίθυρο, ακόμα και τον πιο
ελάχιστο. Πώς να το πω… τις αισθανόταν λες κι ήταν ζωντανές. Δεν τις έβλεπε σαν
χόμπι, είχε μεράκι. Μεγάλο, σπάνιο ταλέντο στην πρακτική μηχανολογία. Και ήταν
νηφάλιος άνθρωπος, συγκρατημένος, θετικός. Δεν νευρίαζε ποτέ. Και μη νομίζεις
πως σ’ τα λέω αυτά επειδή είμαι βασιλικός. Όχι. Ποτέ δεν ήμουνα. Και τι νόημα θα
είχε τώρα. Μια φορά, απ’ τις τελευταίες που τον είδα και είχαμε πια κάποια, ας
πούμε, μικρή οικειότητα, τόλμησα να τον ρωτήσω, πλάγια, για τους πολιτικούς.
Έκανε ώρα να απαντήσει – δηλαδή, δεν απάντησε. Απλώς κούνησε το κεφάλι του
συλλογισμένος. Μετά μου είπε:
»—Ξέρεις, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που μια ζωή κάνουν κάτι διαφορετικό από
κείνο που αγαπούνε. Από εκείνο που θα ήθελαν να κάνουν. Εγώ νιώθω πραγματικός
βασιλιάς μόνο όταν είμαι χωμένος μέσα σε έναν κινητήρα. Τότε μόνο αισθάνομαι τον
κόσμο.
Ο γερο-Κάρολος έκανε μια παύση. Πήγε να ανάψει νέο τσιγάρο, αλλά το
μετάνιωσε και συνέχισε:
—Σαν αυτό το αριστοκρατικό, λαμπερό ξενοδοχείο, όπου είμαστε τώρα. Το
«Electra». Το ωραιότερο της πόλης. Το βλέπουν όλοι έτσι απέξω κι από μέσα, αλλά
λίγοι ξέρουν αυτές τις ιστορίες που κρύβει στα θεμέλια και στα υπόγεια. Τι
στοιχειώνει μες στα σπλάχνα του.
Ξανάπιασε το νήμα:
—Και για να γυρίσω στη σκηνή με τον ενωμοτάρχη – σαν τώρα το θυμάμαι: Είχε
πει λόγια απερίσκεπτα και πρόσβαλε τον βασιλιά. Κι ενώ εγώ έχω κατουρηθεί απ’
τον φόβο μου, μην ξέροντας πώς θα αντιδράσει, εκείνος έμεινε ατάραχος, ήρεμος, και
μου ’κανε νεύμα να μη μιλήσω. Απλώς άφησε τα εργαλεία προσεκτικά κάτω, στο
τσιμέντο, και πήγε ήρεμα πλάγια, στον διπλανό χώρο, σε μια μισοσκότεινη γωνιά
όπου είχε μισοκρύψει τη «Rolls». Μέσα στο αυτοκίνητο, πίσω, είχε ένα καινούργιο
μαγνητόφωνο «Grundig», με μπαταρίες. Από τα πρώτα στερεοφωνικά που είχαν
βγει. Του άρεσε πολύ η μουσική, είχε πάθος με την κλασική – διάβασα, αργότερα,
ότι τον Μάρτιο του 1964, ενώ ήταν ετοιμοθάνατος, φωνάξανε στο Τατόι την Τζίνα
Μπαχάουερ, που ήταν φίλη του, και του έπαιζε πιάνο στο διπλανό δωμάτιο για να
τον παρηγορήσει. Ενώ λοιπόν εγώ έλεγα στον ενωμοτάρχη πως το τζιπ του θα είναι
έτοιμο από βδομάδα και τον ξεπροβόδιζα προς την έξοδο, ο βασιλιάς Παύλος άνοιξε
το μαγνητόφωνο κι έβαλε μια μαγνητοταινία με σοβαρή μουσική. Έπαιζε πιάνο,
όπως μου είπε μετά, η Μπαχάουερ. Και ήταν πολύ παράξενο, πολύ αναπάντεχο το
πόσο όμορφα, πόσο καθαρά ακουγόταν και αντηχούσαν εκείνες οι νότες μέσα στους
γυμνούς, σκοτεινούς κι έρημους χώρους του τεράστιου υπόγειου συνεργείου. Μέχρι
και σε μένα άρεσε πολύ, που δεν άκουγα ποτέ τέτοιου είδους πράματα παρά μόνο
λαϊκά – ήταν η εποχή του Καζαντζίδη. Παρέλυσα, βουβάθηκα. Για πρώτη φορά το
κρύο γκαράζ μού φάνηκε σαν μεγάλη, ζεστή εκκλησία. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
»Μόλις φτάσαμε στην έξοδο, ο ενωμοτάρχης άκουσε τη μουσική, γύρισε
χαμογελώντας και μου είπε κοροϊδευτικά:
»—Μπα, τώρα ακούνε Μπετόβεν και τα κατσαβίδια;
»Στάθηκα ένα λεπτό και του εξήγησα χαμηλόφωνα και στα γρήγορα για ποιον
είχε μιλήσει πριν τόσο προσβλητικά. Τον είδα μέσα σ’ ένα λεπτό να ζαρώνει, να
γίνεται κατακίτρινος, σαν να ήταν άρρωστος πολύν καιρό, να κονταίνει, να του
κόβεται η αναπνοή. Άρχισε να τρέμει και μετά το ’βαλε στα πόδια, σαν
κυνηγημένος, τρέχοντας αλαλιασμένος στην ανηφόρα προς τη Μητροπόλεως, σαν να
’θελε να βρει κάπου να κρυφτεί.
»Γύρισα μέσα στο συνεργείο. Η μουσική απλωνόταν σε όλο τον χώρο, έπλεε και
αντιλαλούσε μαγευτικά. Με τρέλαινε. Πλησίασα διακριτικά τη μισοφωτισμένη
“Rolls”. Ο βασιλιάς Παύλος, μαύρος απ’ τη μουντζούρα, κουρασμένος, καθότανε
στη θέση του οδηγού με κλειστά τα μάτια, που μου φάνηκαν υγρά, σαν βουρκωμένα.
Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του χαλαρά πίσω, στο μαξιλαράκι της θέσης, κι
άκουγε μία μία τις νότες βυθισμένος, χαμένος, αλλοπαρμένος εντελώς.
 
 
 
Ξενοχάραγος άνθρωπος

Ε ΡΧΟΜΑΙ από Κομοτηνή με το αυτοκίνητο προς τη Νικήτη της Χαλκιδικής


για την κηδεία του θειου μου του Τρεμαντάχειλου. Περνώντας έξω από τη
λίμνη του Αγίου Βασιλείου, βλέπω μια πινακίδα δεξιά, δίπλα στον δρόμο, που
γράφει:
 
ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή
διέλευση βατράχων
 
Και σκέφτομαι, αίφνης, πόσο η ταμπέλα αυτή ταιριάζει με το νόημα της
κατάστασης. Δηλαδή, το πώς αυτός ο άνθρωπος, ο θειος μου ο Νίκος ο Βερέμης, ή
Τρεμαντάχειλος, ο γιγαντόσωμος, ο ξενοχάραγος, που τον θάβουμε σήμερα, πώς θα
μπορούσε κάποτε να πεθάνει, να χαθεί και να βρεθούν, τελικά, οι πολλές ψυχές του
στην άλλη μεριά σαν ένα αθόρυβο πέρασμα βατράχων που μετακινούνται για να
ψάξουν μέρος με στεκούμενα νερά. Δύσκολα το πιστεύω – θα σου πω γι’ αυτόν
ιστορίες και ψέματα όσα θέλεις.
Τον παρονόμαζαν έτσι, Τρεμαντάχειλο, γιατί όταν τον έπιαναν τρελά νεύρα και
μπορούσε τότε να γκρεμίσει ντουβάρι, έτρεμε απειλητικά το κάτω χείλος του.
Ήτανε μονόφθαλμος, το αριστερό μάτι του ήταν γυάλινο και στο σπίτι, όταν ήταν να
πέσει να κοιμηθεί, το έβγαζε και το άφηνε στο κομοδίνο.
Ο θειος μου ήταν γέννημα-θρέμμα της Νικήτης. Από μικρός είχε υπερφυσική
δύναμη και τόλμη και γι’ αυτόν όλα ήταν άσπρο-μαύρο. Δεν υπήρχε η διπλωματία, ο
συμβιβασμός, το ενδιάμεσο. Ήτανε εντελώς μονόγνωμος, είχε δικά του γράδα. Κι αν
ένιωθε πως κάποιος τον αδικεί ή δεν πάει με τα νερά του, τον τσάκιζε. Αλλά
αγαπούσε πολύ τους αδύναμους, τις χήρες και τα παιδιά. Παρότι ήταν δεξιός
καραφόλα, συχνά έκανε παρέα με κομμουνιστές κι αριστερούς. Μερικούς τους
έπαιρνε και στη δουλειά, τους προστάτευε.
Δύσκολα τον καταλάβαινες – ποντάριζε απρόβλεπτα. Ήτανε κουτουρού-χαβά,
ευλογημένος απ’ τις νεράιδες. Και μισούσε όποιον δεν δούλευε. Ξυπνούσε μία η ώρα
το πρωί και πήγαινε με το μουλάρι στον ορεινό Παρθενώνα, όλη νύχτα μόνος του,
για εμπόριο. Ούτε λύκους φοβότανε ούτε αρκούδες, ούτε αγριόσκυλα. Δεν δάκρυζε
το μάτι του για τέτοια πράγματα.
Έπιανε τις οχιές με τα χέρια, τους έβγαζε το δόντι με μια κάλτσα, τις έδενε με
αλυσιδίτσα και τις έφερνε και τις έκανε βόλτα στο κατώι του σπιτιού, για να τις
βλέπουν και να διασκεδάζουν τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Υπηρέτησε εθελοντής στο Αλβανικό όπου παρασημοφορήθηκε, αλλά ποτέ δεν
έλεγε ιστορίες για τον πόλεμο σε κανέναν – μόνο μια φορά στο καφενείο, που
σούρωσε κι είπε πως όταν ήταν κοντά στην Κορυτσά έφαγε έναν παγωμένο λύκο.
Δεν είχε σαπίσει ακόμα το ζώο και το μάσησε και το κατάπιε έτσι, ωμό. Η πείνα
εκεί πάνω, τότε, πήγαινε πανηγύρι.
Στον Εμφύλιο, το 1947, που τα πράγματα είχαν αγριέψει, παρεξηγήθηκε μ’ έναν
αριστερό φίλο του στο καφενείο, τον Κώστα τον Λιαμπίνη, κι εκείνος τράβηξε
ξαφνικά πιστόλι και πυροβόλησε τον θείο μου στο αριστερό μάτι. Η γέμιση στο
φυσίγγι δεν ήταν κανονική, με σφαίρα, ήταν αυτοσχέδια, πρόχειρη, και ένα θραύσμα
τού έχυσε το μάτι κι έμεινε μέσα. Ο Λιαμπίνης έφυγε τρέχοντας, πανικοβλημένος,
εξαφανίστηκε στ’ ανάπλαγα, δεν ήξερε ποιο βουνό να πάρει, να κρυφτεί.
Έχασε, λοιπόν, το αριστερό μάτι ο θειος μου, έβαλε γυάλινο και το θραύσμα έμεινε
εκεί και τον πείραζε στον εγκέφαλο – δεν μπορούσαν να του το βγάλουν. Έγινε πιο
οξύθυμος, αγρίεψε, κι όταν νευρίαζε μπορούσε να γκρεμίσει ό,τι έβρισκε μπροστά
του. Ανέβαινε στους πολυέλαιους. Λόγω της άγριας πολιτικής κατάστασης
κουβαλούσε, τότε, στη ζώνη του ένα τσεκουρούλι κρεμασμένο πλάγια. Πολύ
κοφτερό, να σκίζεις δαδί. Σβάρνιζε και μαχαίρι – το ’χε κρυμμένο στη δεξιά τσέπη.
Το πιστόλι στην μπότα. Κι αγαπούσε πολύ τη φωτιά. Έβραζε τα μελισσομάχαιρα,
που τα είχε για να ξύνει το μέλι απ’ τις κερήθρες, μέσα στην κατσαρόλα κι όπως
κόχλαζε το νερό έχωνε το χέρι του μέσα, άνετα, αργά, και τα έβγαζε. Το τσιγάρο το
έσβηνε πάνω στο πρώτο αριστερό του δάχτυλο. Κι όταν στο διπλανό χωριό, στην
Ορμύλια, έπιασε φωτιά η εκκλησιά και λαμπάδιασε και δεν πλησίαζε κανείς,
φωνάξανε τον Τρεμαντάχειλο και μπήκε στις φλόγες κι έσωσε όλες τις εικόνες,
χωρίς να καεί ούτε τρίχα του – αυτό έγινε επί Κατοχής, το ’43, όταν μετά τους
Γερμανούς είχαμε εδώ Βουλγάρους που ήταν πολύ χειρότεροι.
Τον ρώτησα μια μέρα πώς και δεν καίγεται και παρότι δεν ήταν της Εκκλησίας,
μου ’δειξε τον ουρανό και μου απάντησε:
—Με φυλάγει Εκείνος που κανονίζει τις προτροπές και τα συναλλάγματα.
Τον Οκτώβριο του 1948 μπήκαν τριακόσιοι αντάρτες στη Νικήτη να κλέψουν
τρόφιμα και ζώα, να κάνουν στρατολογίες και να τιμωρήσουν τους αντιδραστικούς,
όπως έλεγαν. Ήταν αρματωμένοι με τουφέκια, αυτόματα, «Μπρέντες» και
χειροβομβίδες. Στο χωριό, οι κάτοικοι, οι ΜΑΫδες, κάτι επίστρατοι και μερικοί
χωροφύλακες, «άνευ θητείας», αντιστάθηκαν. Όμως οι αντάρτες ήταν πιο πολλοί,
πιο οργανωμένοι και προχώρησαν – σκοτωνόταν κόσμος. Ο Τρεμαντάχειλος βγήκε
και βλέπει στο απέναντι σπίτι να έχει μπει ένας νεαρός αντάρτης, δεκαεφτά χρονών,
που πολυβολούσε με μια «Μπρέντα» απ’ το παράθυρο κι έκανε μεγάλη ζημιά.
Παίρνει το τουφέκι που είχε (ένα δίκαννο κοκοράτο), πάει τοίχο τοίχο από πλάγια
και ξαφνικά μπαίνει απ’ την πόρτα. Ο νεαρός αντάρτης, κάποιος Ιωακείμ (ξεχνάω
το επώνυμο) από τη Μεγάλη Παναγιά, δεν πρόλαβε να γυρίσει το πολυβόλο. Του
δίνει ένα χαστούκι ο Τρεμαντάχειλος κι εκείνος κυλίστηκε στην άλλη άκρη. Μετά
τον σηκώνει σαν πούπουλο, τον χτυπάει φιλικά στον σβέρκο και του λέει: «Άντε,
τράβα τώρα στους δικούς σου». Αλλά όπως κάνει να φύγει, γυρίζει και βλέπει ο
νεαρός να ’χει τραβήξει πιστόλι – του δίνει μια κοντακιά, του κάνει μια γούβα στο
μέτωπο, τον αφήνει σέκο και βγαίνει έξω. Ήταν μικρός και τον λυπήθηκε, δεν τον
σκότωσε.
Πυροβολώντας προχωρεί προς τα κάτω, προς την αγορά του χωριού, ενώ η μάχη
φούντωνε. Τέσσερις αντάρτες, που δεν ήξεραν πως οι χωροφύλακες είχαν κουβαληθεί
σε άλλο κτίριο από εκείνο της Αστυνομίας, περνούσαν ανύποπτοι κάτω από το
δίπατο σπίτι όπου είχαν τώρα κρυφά ταμπουρωθεί, στον άνω όροφο. Ένας
χωροφύλακας, από πάνω, τους αντιλήφθηκε, τους πετάει απ’ το παράθυρο μια
χειροβομβίδα και τους κομματιάζει – ο Τρεμαντάχειλος είδε τη σκηνή και πλησίασε.
Και βλέπει ότι ο ένας που ζούσε ακόμα και ψυχοσάλευε ήταν ο Κώστας ο
Λιαμπίνης, που του είχε βγάλει το μάτι στο καφενείο. Ξαφνικά άρχισε να τρέμει το
κάτω χείλος του και τον πιάνει παραλήρημα, αποτρελάθηκε. Κι όπως είναι ακόμα ο
άλλος ζωντανός, πέφτει μπρούμυτα ο Τρεμαντάχειλος, του δαγκάνει το δεξί αυτί, το
ξεριζώνει ολόκληρο, το μασάει και το καταπίνει επιτόπου.
Η μάχη στη Νικήτη κράτησε δεκαοχτώ ώρες – ως το πρωί που ήρθαν αεροπλάνα
απ’ το Σέδες και θέρισαν τους αντάρτες που σκόρπιζαν πια στα βουνά και μέσα στις
ελιές. Ο Τρεμαντάχειλος απαγόρεψε να θάψουν το σώμα του Λιαμπίνη, όπως έκαναν
με τους άλλους σκοτωμένους. Τον φόρτωσε ο ίδιος στο μουλάρι, τον πήγε έξω απ’ το
χωριό και τον παράχωσε πρόχειρα σ’ ένα σταροχώραφο, σε δέκα πόντους βάθος, για
να τον ξεχώσουν και να τον φάνε τα αγρίμια. Το μάτι που έχασε τον τρέλαινε. Το
’χε έγκαυμα στην ψυχή. Κι εξαιτίας του έκανε κι άλλα κρίματα τότε, βαριά
πράγματα. Έτοιμος πάντα για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Ε, λοιπόν, αυτός ο σχεδόν γίγαντας, που δεν τον έσκιαζε τίποτε, έτρεμε τρία
πράγματα: τα αυτοκίνητα, κυρίως τις κόρνες τους, τη θάλασσα και τις καμπάνες.
Αφού στο χωριό, ηλικιωμένον πια, όταν τον έβλεπαν οι νέοι οδηγοί στον δρόμο
καθώς περνούσαν δίπλα του, επίτηδες, για να τον πειράξουν, κορνάριζαν ξαφνικά και
τότε εκείνος ο άντρακλας κολλούσε με την πλάτη στους τοίχους τρέμοντας
ολόκληρος. Στη θάλασσα, αν και το χωριό είναι θαλασσινό, δεν έμπαινε παρά μόνο
ως τον αστράγαλο. Και πιο πολύ τον έπιανε φόβος όταν χτυπούσε η καμπάνα της
εκκλησίας – κουβαλούσε πάντα μαζί του μελισσόκερο και βούλωνε τ’ αυτιά του και
κρυβόταν όπου έβρισκε. Αν ήταν στο σπίτι, κουκουλωνόταν ολόκληρος με μια κάπα
για να μην ακούει.
Το 1973 κατεβήκαμε με τον θειο μου τον Τρεμαντάχειλο στη Θεσσαλονίκη, με το
αγροτικό μου το «Nissan», για κάτι δικά του κληρονομικά και γιατί ήθελα κι εγώ να
περάσω από μια μάντρα να πάρω λάστιχα για το τρακτέρ. (Μου ’χει μείνει αυτή η
ιστορία.) Ο Τρεμαντάχειλος, γεννημένος το 1922, ήταν τότε πενήντα ένα χρονών και,
αν και μονόφθαλμος, συνέχιζε να είναι ξεχωριστά ωραίος. Τον κοίταζα: δυο μέτρα
και δέκα πόντους ψηλός, στητός, γερμανοκόκαλος, πολύ δεμένος άντρας. Δράκος
ομορφιάς. Και αφύσικα δυνατός ακόμα – έναν χρόνο πριν, είχε ένα μεγάλο, νέο
μουλάρι κι επειδή αυτό πείσμωσε μια μέρα και δεν περπατούσε, δεν κουνιόταν, του
έδωσε μια γροθιά στο μέτωπο και το άφησε στον τόπο. Γούμαρος, ίσα που χωρούσε,
καμπουριαστός, στη θέση του συνοδηγού. Ήταν Αύγουστος τότε που κατεβήκαμε
στη Σαλονίκη κι είχε πολλή ζέστη. Μετά τον δικηγόρο όπου πήγαμε, «Θα βγω»,
μου λέει, «να κάτσω στην καρότσα, γιατί σκάω, δεν χωράω μέσα εδώ, θα βγω να
παίρνω αέρα». Κυρίως το έκανε γιατί έτρεμε τα αυτοκίνητα. Σάλταρε, λοιπόν, πίσω
για να νιώθει ότι είναι έξω. Σε λίγο φτάσαμε, μπήκαμε στη μάντρα που είχε μια
μεγάλη περίφραξη και μέσα έβλεπες παντού αραδιασμένα λάστιχα κάτω από
στέγαστρα. Στη γωνία ένα μικρό σπιτάκι με τζαμωτά, που το είχαν για γραφείο. Με
το που μπαίνουμε, μας πλησιάζει ένας τεράστιος, κτηνώδης σκύλος, ένα ροτβάιλερ.
Ήταν τετράγωνος, φορούσε βαριά, πέτσινη λαιμαριά με καρφιά και φαινόταν πολύ
επιθετικός, φονικός – μας έδειχνε τα κοφτερά του δόντια γρυλίζοντας. Βγήκε ο
υπάλληλος και του σφύριξε να καθίσει ήσυχα. Μετά ήρθε να με συνοδεύσει ως το
γραφειάκι για να είμαι ασφαλής, ενώ είπε:
—Πες στον φίλο σου να μην πηδήξει απ’ την καρότσα όσο θα είμαστε μέσα, γιατί
το σκυλί είναι πολύ άγριο και θα τον κάνει κομμάτια.
Άκουσε από μέσα την κουβέντα ο διευθυντής, ας πούμε, του καταστήματος, βγήκε
και μου λέει:
—Πες του να μην κατέβει γιατί το σκυλί θα τον ξεσκίσει, θα τον κόψει στα δυο.
—Πήγαινε πες του το εσύ, του απαντάω.
Ο υπάλληλος:
—Μπήκαν και μας έκλεψαν τέσσερις φορές λάστιχα και πήραμε αυτόν τον φονιά
να μας φυλάγει. Παίρνει μέρος και σε κυνομαχίες. Δεν έχασε ποτέ, ούτε μία φορά.
Ο διευθυντής προχώρησε, αναμέτρησε μια τον Τρεμαντάχειλο, μια το κτηνώδες
ροτβάιλερ που θα ήταν γύρω στα εξήντα κιλά, μαύρο και καφέ, δεμένο-μπετόν,
χοντροκόκαλο, νεαρό, άρμα μάχης, και αφού πλησίασε στο αυτοκίνητο λέει στον θειο
μου για να τον φοβίσει:
—Μη σαλτάρεις απ’ την καρότσα. Αλλά άμα κατέβεις με δική σου ευθύνη, βάζω
στοίχημα πέντε χιλιάρικα ότι το σκυλί θα σε φάει, θα σου πάρει κανένα κομμάτι.
Είναι killer. Δεν μπορείς να το κουμαντάρεις.
Ο Τρεμαντάχειλος γύρισε, κοίταξε το τεράστιο ροτβάιλερ και το κάτω χείλος του
άρχισε να τρέμει. Το γυάλινο μάτι του φάνηκε σαν αλλήθωρο, δεν συντονιζόταν
εντελώς με το άλλο. Είπε:
—Πάει το στοίχημα.
Και πηδάει στο χώμα.
Όλοι τραβηχτήκαμε με άγχος στην άκρη. Μόλις τον είδε το ροτβάιλερ, του
σηκώθηκε η τρίχα στο ζνίχι – έναν σβέρκο χοντρό, συμπαγή, ενωμένο με το σώμα
του. Ταυρί. Και αφού τον πλησιάζει στο ενάμισο μέτρο δείχνοντας τις δοντάρες του
κι αφρίζοντας, στέκεται για λίγο. Εγώ δεν φοβόμουνα το σκυλί, αλλά μήπως
περάσει τυχαία απέξω και κορνάρει δυνατά κανένα αυτοκίνητο και αποσυντονίσει
τον Τρεμαντάχειλο, που πέφτει αμέσως στα τέσσερα. Κι όπως ορμάει με σάλτο ο
σκύλαρος με τα εξήντα κιλά του και με ανοιχτό στόμα, εκείνος τον αφήνει να φτάσει
στους δέκα πόντους και τον αρπάζει ξαφνικά με τα δυο χέρια απ’ τον λαιμό. Όμως
επειδή ο σβέρκος του ήταν ένα με το σώμα, τον αδράχνει καλύτερα απ’ το χοντρό
πέτσινο λουρί με τα καρφιά. Ορθώνεται και σηκώνει το ροτβάιλερ, το κάνει μια
ολόκληρη περιστροφή στον αέρα από δεξιά και το κατεβάζει με φόρα και το
κοπανάει πάνω στο αριστερό του γόνατο. Ακούμε όλοι ένα δυνατό κρακ! και το
σκυλί παραλύει, κρέμεται – ο Τρεμαντάχειλος το σαβουρντίζει δίπλα, στο χώμα, σαν
άδειο χαράρι, την τσουβάλα όπου βάζουμε το τρυγημένο βαμβάκι. Το ζώο έμεινε
εκεί, σπασμένο στα δύο, ακίνητο, και σε μισό λεπτό ξεψύχησε. Χωρίς να βγάλει
σταγόνα αίμα.
Ο διευθυντής και ο υπάλληλος έχουνε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Μαρμάρωσαν.
Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Κοιτούσανε το σκοτωμένο θηρίο και δεν
κατάφερναν να πούνε μια λέξη – τους κόπηκε η μιλιά. Ίδρωσαν μέσα σε
δευτερόλεπτα, χλόμιασαν.
Ο υπάλληλος προχώρησε λίγο, βουρκωμένος, στάθηκε πάνω απ’ το ζώο και το
κοίταζε θλιμμένος, βουβός, μην ξέροντας τι να κάνει.
Ο διευθυντής έβγαλε κι άναψε τσιγάρο με χέρια που έτρεμαν. Σιγά σιγά κάπως
συνήλθε και μετά λέει στον Τρεμαντάχειλο, κοιτάζοντάς τον με δέος και σχεδόν
τραυλίζοντας:
—Να σου δώσω και τα λεφτά… το στοίχημα. Τα πέντε χιλιάρικα.
Και χώνει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει κι αρχίζει να μετράει νευρικά, με
τρεμάμενα δάχτυλα, κάτι πεντακοσάρικα.
Ο Τρεμαντάχειλος, που φαινότανε στενοχωρημένος γι’ αυτό που έγινε, τον
σταματάει με μια χειρονομία λέγοντας:
—Λάθος πονταρισιά έκανες. Δεν φταίει το σκυλί, αλλά εσύ. Όμως εγώ φακελάκια
δεν παίρνω. Παίρνω, δηλαδή, όμως μέσα σε μπουκάλι.
Ο άλλος τον κοίταζε με τρόμο, δεν κατάλαβε. Ψέλλισε:
—Δη… δηλαδή, τι εννοείς;
—Θα κεράσεις ένα μπουκαλάκι ούζο μέσα στο γραφείο σου κι είμαστε πάτσι. Σου
φτάνει που έχασες τέτοιο γερό ζώο.
Τέλος πάντων. Ο Τρεμαντάχειλος, που θεωρούνταν ένα είδος ήρωα στα μέρη μας
(αν και οι νέοι –γέρο, πια– πιο πολύ τον πείραζαν όταν τον συναντούσαν), έφυγε
χτες, 21 Ιουνίου του 2009 το πρωί, στα ογδόντα εφτά του, αλλά εντελώς άδοξα:
Μπήκε στο κοτέτσι να ταΐσει με καλαμπόκι τα ορνίθια, σκυφτός, γιατί δεν χωρούσε.
Κι έπαθε ανακοπή κι έπεσε μέσα εκεί. Έμεινε, κοκάλωσε. Τον βρήκανε ύστερα από
αρκετές ώρες, παγωμένο, μπρούμυτα. Πάνω του περπατούσαν αδιάφορα και
στέκονταν πετεινάρια και κότες και τον κουτσουλούσαν, ταπεινώνοντας τον γίγαντα.
Οδηγώντας με κάποιο άγχος φτάνω έγκαιρα, δηλαδή πάνω στην ώρα για την
κηδεία, στη Νικήτη και τραβώ κατευθείαν στο νεκροταφείο. Μία το μεσημέρι. Ο
κόσμος έχει ήδη μαζευτεί. Πολύς ντουνιάς που ξεσηκώθηκε κι ήρθε κι απ’ τα γύρω
χωριά. Πολλά στεφάνια. Οι καμπάνες της εκκλησίας βαρούν πένθιμα κι ο
Τρεμαντάχειλος πετρωμένος, με βαμπάκι στα ρουθούνια μέσα στη νεκροφόρα που
φτάνει αργά αργά και κορνάρει να φύγει κάποιο αγροτικό που την εμποδίζει να
περάσει – ό,τι ακριβώς, δηλαδή, φοβότανε ο θειος μου: τα αυτοκίνητα, τις κόρνες,
και τις καμπάνες που ακούγονται και χτυπούν τώρα όλες μαζί ταυτόχρονα. Αλλά κι
ο τρίτος φόβος του, η θάλασσα, δεν είναι μακριά – περίπου πέντε με έξι λεπτά απ’ το
νεκροταφείο.
Παρακολουθώ όλα αυτά τα αργόσυρτα της κηδείας και δεν πιστεύω ότι
συμβαίνουν. Σκέφτομαι τα νιάτα, τον γάμο του Τρεμαντάχειλου. Το γλέντι, μετά.
Τη δύναμή του που δεν μπορούσε να την κουμαντάρει. Το γυάλινο μάτι του,
απέθαντο. Και τον φαντάζομαι τώρα, ξαφνικά, λυπημένο κι έντρομο, νεκρέγερτο,
τον βλέπω να σηκώνεται πετώντας από πάνω του το καπάκι, να διαλύει γύρω του τα
πάντα και να φεύγει τρέχοντας προς τα άσυλα βουνά και τα ποτάμια, ψάχνοντας
ευκαιρία για έναν θάνατο πιο ταιριαστό με τις παλιές του μέρες – να τος,
φαρδοπατώντας απ’ την αγκούσα του με τις ποδάρες και με τα χέρια (σαν βάτραχος)
ανεβαίνει βιαστικά την ποδιά της πλαγιάς, ανεβαίνει, ανεβαίνει και σιγά σιγά
θολώνει, χάνεται ψηλά, βαθιά, μέσα στα έλατα.
 
 
 
«Σ’ αγαπώ γιατί είσαι συ»

Β ΓΑΙΝΟΥΜΕ, ανήμερα των Χριστουγέννων του 2019, απ’ το ξενοδοχείο στους


δρόμους και στα στενά της Νάουσας – κόσμος πολύς σε διαρκή κίνηση, κρύο
βαρύ, σκληρό, αλλά μουσικές από παντού, διερχόμενες κομπανίες, γλέντια, ενώ από
πολλές γειτονιές ανεβαίνουνε ψηλοί, πυκνοί καπνοί λόγω του ότι από σήμερα, και
συνεχόμενα ως την Πρωτοχρονιά, γιορτάζουνε το έθιμο του Καρτσιούνου. Σε κάθε
συνοικία έχουν ανάψει δυνατές φωτιές και συναγωνίζονται με πάθος ποιος θα κάψει
τον μεγαλύτερο Καρτσιούνο, τον ψηλότερο σωρό ξύλων. Ντόπιοι μερακλήδες
ανεβαίνουνε με τα αγροτικά στο Βέρμιο, ακόμα και πριν απ’ την Παραμονή, και
κόβουνε κορμούς, κλαδιά και δαδιά, τα φορτώνουνε στις καρότσες και τα
αποθηκεύουν μέσα στην πόλη, σε οικόπεδα και σε τσαΐρια. Λένε πως υπήρξε
Καρτσιούνος που έφτασε μέχρι τα είκοσι μέτρα ύψος – τον λαμπάδιασαν στον
περίβολο της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης.
Ανάβουνε εδώ αυτές τις φωτιές για να ζεστάνουν το σώμα του νεογέννητου
Χριστού (τώρα που γράφω, αναδρομικά, αυτό το κείμενο σκέφτομαι τα σώματα των
ανθρώπων στις ΜΕΘ που πρέπει να ζεσταθούν. Σώματα ηλικιωμένων κυρίως, αλλά
νεογέννητων, θαρρείς, γέρικων νεογνών, ανυπεράσπιστων – δεν μπορούν να
ανασάνουν και κανείς δεν δύναται να πλησιάσει τη μοναξιά τους, εκτός απ’ τους
γιατρούς που στέκονται αποπάνω τους σαν στοργικοί Μάγοι).
Περπατούμε όχι πάνω από εκατό μέτρα και μπλέκουμε με μια κομπανία ντόπιων
ερασιτεχνών μουσικών, μπαίνουμε αμέσως και άνετα στην παρέα τους και τους
ακολουθούμε· μαζί τους άλλοι Ναουσαίοι κι επισκέπτες, άντρες και γυναίκες, που
κουβαλούν στα χέρια μπουκάλια με ντόπια κρασιά και τσίπουρα απ’ τη σοδειά που
έβγαλαν οι καζαναριές τον Οκτώβριο. Πίνουν, χορεύουν και τραγουδούν συνέχεια –
δίνουν και σε μας από ένα μπουκάλι κρασί. Η κομπανία αποτελείται από έξι
πνευστά («μπουριά» τα λένε εδώ) κι ένα κρουστό: τρομπέτα, τρομπόνι, ένα σοπράνο
σαξόφωνο (ίσιο), μια τούμπα, μια τζένα (ευφώνιο), ένα κλαρίνο κι ένα νταούλι με
βέργα κερασιάς. Μαέστρος, μπροστά, ένας πολύ όμορφος, ψηλός τριαντάρης που
παίζει την τρομπέτα δυνατά, στιβαρά, παθητικά. Τραγουδιστές, φαλτσάροντας
άγρια βεβαίως, είμαστε όλοι οι υπόλοιποι της παρέας. Το απίστευτο εδώ είναι πόσο
εύκολα ενσωματώνεσαι με τους γηγενείς, που γενικώς είναι πολύ θερμοί και πολύ
όμορφοι και ψηλοί, κορίτσια και αγόρια, αν και εξαιρετικά περήφανοι, ίσως και
λόγω του ένδοξου παρελθόντος: Επανάσταση του 1822 και μαρτυρικός χαλασμός της
Νιάουστας (όπως την έλεγαν), η οποία είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που το 1955,
με βασιλικό διάταγμα, ανακηρύχτηκε «ηρωική».
Προχωρούμε παίζοντας και τραγουδώντας παραδοσιακά μακεδονίτικα, εφτάρια,
εννιάρια κι εντεκάρια, ένα φλωρινιώτικο τικ (μίξη βαλκανικών με ποντιακό ρυθμό),
ντόπια ναουσαίικα αλλά και από τα πέριξ, γυφτο-θρακιώτικα και διάφορα
πανηγυριώτικα. Φτάνουμε στην πρώτη μεγάλη φωτιά, τον πρώτο Καρτσιούνο, που
τον έχουνε μπουρλοτιάσει από νωρίς και οι φλόγες του φτάνουνε τα δεκαπέντε
μέτρα. Γύρω αρκετός κόσμος κάθε ηλικίας, μπουρμπουλωμένοι όλοι γερά λόγω του
βαρύ χειμώνα, με σκούφους, κασκόλ, και με κόκκινα μάγουλα. Γλυκοψήνουν
κρεατικά σε χαμηλή φωτιά, πίνουνε από μπουκάλια ή με πλαστικά ποτηράκια,
γλεντοκοπάνε και ανανεώνουν συνέχεια με ξύλα, μεγάλα κούτσουρα, κλαδιά και
κομμάτια κορμών τον Καρτσιούνο. Μόλις μας ακούνε και μας βλέπουνε να
σιμώνουμε, μας υποδέχονται με ζητωκραυγές, με ευχές, Χρόνια Πολλά, με «Έλα,
κάτσε κοντά να πυρωθείς» και με κεράσματα, ούμπερ μπριζόλες, πανσέτες και
ευωδιαστά λουκάνικα. Ντάνες τα σουτζουκάκια. Οι μουσικοί της κομπανίας που
βάζουν μπρος τον ναουσαίικο «Μελικέ», δεν προλαβαίνουν να μπούνε στην τρίτη
νότα και πετάγονται κιόλας καμιά δεκαριά από γύρω και πιάνουνε τον χορό πέριξ
της φωτιάς. Βαρούνε τα χάλκινα και το νταούλι κρατάει την μπασογραμμή, ενώ ο
Καρτσιούνος κορώνει μέχρι ψηλά με ζήλο τρώγοντας τα σωθικά του και τα
ενδόμυχα, ωσάν φλεγόμενο ηρώο. Τα κρασιά ρέουν μέσα στα κρυωμένα σώματα και
τα τσίπουρα βοηθάνε όσους βιάζονται να ζαλιστούν – πιο εκεί στον δρόμο περνάει
μια άλλη κομπανία με βιολί, ζουρνά, ούτι, νταϊρέ και λαγούτο κάνοντας πατινάδα,
παίζοντας το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις» του Διονύση Σαββόπουλου, ενώ οι δικοί
μας έχουνε περάσει σ’ έναν «Νιζάμικο», καθώς όλο και περισσότεροι πυκνώνουνε τις
πλεξούδες του χορού.
Σε κανένα μισάωρο αφήνουμε αυτόν τον Καρτσιούνο να λαμπαδιάζει και
συνεχίζουμε γι’ αλλού. Βγαίνουμε πάλι στον δρόμο. Τα μπουριά λαλούνε τώρα τον
«Μπογιατζή» και, περπατώντας, όποιοι ντόπιοι απ’ την παρέα τον ξέρουνε τον
τραγουδούνε με πάθος:
 
Τώρα με φέρνει ο λογισμός και της καρδιάς η λαύρα
να πάω να βρω τον μπογιατζή να μου τα βάψει μαύρα …
 
Μετά, παίζοντας θρακιώτικες μπαϊντούσκες, σμυρναίικα, το νυφιάτικο θασίτικο
«Σκοπός του γάμου», που δόξασαν οι «Χειμερινοί Κολυμβητές», και άλλα διάφορα,
συνεχίζουμε την τσαϊράδα και περνούμε από άλλους τρεις Καρτσιούνους – έχουνε
κυλήσει δυο ώρες και το κέφι στην πόλη είναι στο κατακόρυφο. Στολισμένα
χριστουγεννιάτικα δέντρα παντού, χρωματιστά λαμπάκια που αναβοσβήνουν,
φωτιές, αστραφτερές βιτρίνες και μπαλκόνια, αυτοκίνητα, μουσικές, ασταμάτητο
πήγαιν’-έλα και χαρμονή. Σαν να νεουργείται η κτίσις. Κατευθυνόμαστε προς τα
άκρα μιας συνοικίας που δεν ξέρω και όπου δεν βλέπω να έχουν στήσει καμιά φωτιά,
καθώς τα πνευστά παίζουνε το «Σωτηρώ», ένα αργό ναουσαίικο για μιαν ερωτική
ιστορία του 1847, και μετά ξεσπάνε απροσδόκητα με το «Από το πάρκο στη
Μυροβόλο» του Αργύρη Μπακιρτζή. Φτάνοντας μπροστά σε ένα πολύ όμορφο,
πέτρινο, παραδοσιακό μακεδονίτικο σπίτι, η κομπανία σταματάει, κάνει μια παύση
ενός λεπτού κι αρχίζει αίφνης να παίζει τελετουργικά, παθητικά, το «Σ‘ αγαπώ
γιατί είσαι ωραία» – οι μουσικοί κοιτάζουνε προς τον δεύτερο όροφο, στα δυο
μπαλκόνια με τις περίτεχνες σιδεριές και τις κλειστές μπαλκονόπορτες, σαν να
κάνουνε καντάδα. Παίζουνε το τραγούδι αυτό με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο,
κατανυκτικό, σπαραχτικό. Τέτοια εκτέλεση δεν την έχω ξανακούσει ούτε από τον
Αριστείδη Μόσχο ή την Αρετή Κετιμέ, ούτε καν από την «Εστουδιαντίνα» της Νέας
Ιωνίας – από κανέναν. Συμβαίνει μερικές φορές. Μερικοί γύρω τραγουδούν με
περιπάθεια, άλλοι μουρμουρίζουν τους στίχους συγκινημένοι ή σηκώνουν τα
μπουκάλια και πίνουνε σαν να έχουνε βαρύ καημό. Το άσμα, ταξιδεμένο τώρα με τα
χάλκινα και το νταούλι, ανασύρει από μέσα μου συναισθήματα βαθιά, που φαίνονταν
να κοιμούνται για καιρό· δεν θέλω να τελειώσει, παρά να το ακούω και να το
ξανακούω συνέχεια, συνέχεια, εμμονικά. Και θυμάμαι, ενώ παίζεται, πως είχα
ξανασκεφτεί παλιότερα αυτό το τραγούδι που πάντα με συγκλόνιζε, είχα μελετήσει
τους στίχους και πια νομίζω πως τώρα νιώθω περισσότερα απ’ όσα καταλάβαινα
όταν το είχα πρωτακούσει. Κατ’ αρχάς οι πρώτοι στίχοι «Σ‘ αγαπώ γιατί είσαι
ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι συ»: Αυτός που το έγραψε και δυστυχώς είναι
άγνωστος (το τραγούδι είναι αδέσποτο), χρησιμοποιεί για να περιγράψει την
εξαιρετική ομορφιά της γυναίκας, όχι υπερβολικές διατυπώσεις, αλλά μιαν απλή,
μετριοπαθή λέξη: ωραία. Και το πιο καίριο έρχεται μετά και προκύπτει ακριβώς
από την αμήχανη λέξη «ωραία»: «σ’ αγαπώ γιατί είσαι συ». Δηλαδή ο άνθρωπος
νιώθει πως δεν μπορεί να περιγράψει τη μοναδική, ξεχωριστή ωραιότητα και
προσωπικότητα αυτής της γυναίκας και καταφεύγει σε μια ταυτολογία: «σ’ αγαπώ
γιατί είσαι συ». Τι θα πει «είσαι εσύ»; Τίποτε και τα πάντα. Είσαι εσύ, δηλαδή μια
γυναίκα μοναδική και ταυτόχρονα ακατανόητη, απερίγραπτη, διαφεύγουσα, που
υπάρχει και αναλάμπει φωσφορίζοντας μέσα στο αίνιγμα του δικού της,
απλησίαστου μύθου. Αλλ’ αμέσως μετά το συγκεκριμένο, την αινιγματική,
περίκλειστη γυναίκα κι εξαιτίας του έρωτα γι’ αυτήν, τα συναισθήματά του
εκτινάσσονται σε όλη την οικουμένη, θραύεται το «εγώ» και μέσω τού «εσύ»
διαχέεται η αγάπη του σ’ όλο τον κόσμο, στην ίδια την ομορφιά της ζωής: «Κι
αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γιατί ζεις κι εσύ μαζί». Μέσω της μιας γυναίκας αγαπάει
ξανά τους πάντες αδιακρίτως κι από την ταυτολογία τα συναισθήματά του
εκρήγνυνται προς όλους, όπως οι πάντες αγκαλιάζονται μεταξύ τους μετά το τέλος
ενός πολέμου ή σε μια μεγάλη, λαμπερή εορτή. Το ίδιο έξοχοι είναι και οι στίχοι του
δεύτερου κουπλέ, που λέει: «Το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό». Με το
«κλεισμένο», λέξη παροξύτονη, υποδόρια υποβάλλεται η έννοια του πιθανώς ελαφρά
μισόκλειστου, για να πει αμέσως μετά: «το παράθυρο κλειστό». Το «κλειστό», λέξη
οξύτονη, δίνει πια την αίσθηση του όντως κλειστού, του μανταλωμένου. Άλλο
κλεισμένο, άλλο κλειστό. Το κανάτι έχει ελαφρώς μετακινηθεί ή νόμιζε, πίστεψε
προς στιγμήν πως είναι λίγο ανοιγμένο και πως ίσως κι εκείνη έβλεπε κρυφά από
μέσα; Όχι. Είναι κλειστό. Κι επιστρέφει στο αίνιγμα, με τους δυο τελευταίους
στίχους: «Άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να ιδώ». Δεν λέει άνοιξε το παράθυρο
να σε δω, αλλά «άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να ιδώ». Δηλαδή, όχι να ιδώ
εσένα, όπως πραγματικά είσαι, αλλά την εικόνα σου. Την εξιδανικευμένη μορφή σου,
αποσπασματικά, μέσα απ’ το μισόκλειστο κανάτι, κι όχι όπως όντως είσαι αλλά
κυρίως όπως θα σε φανταστώ ειδωλολατρικά, όπως θα σε ανυψώσει το πάθος μου,
ενώ θα σε διακρίνω κρυφά, φευγαλέα, διερχόμενος επίτηδες να σε αντικρίσω για
μιαν αμφίβολη στιγμή. Την εικόνα σου –ίσως– να ιδώ.
Η κομπανία τώρα ξαναπαίζει το τραγούδι απ’ την αρχή, συνεχίζοντας να κοιτάζει
επίμονα προς τα άνω, στα μπαλκόνια – κανείς μας, φαίνεται, δεν θέλει να τελειώσει
αυτό το άσμα. Βλέπω κι εγώ παραξενεμένος προς τα ψηλά και κάποια στιγμή
γυρίζω προς έναν διπλανό μου που είναι ντόπιος και τον κοιτάζω ερωτηματικά:
—Παίζουν για το κορίτσι που μένει επάνω, μου απαντάει. Είναι άρρωστη.
—Το κορίτσι του μαέστρου;
—Όχι, του παλικαριού που παίζει το σαξόφωνο.
Ξανακοιτώ προς τα παράθυρα και μετά στρέφω πάλι στον διπλανό, χωρίς να
τολμήσω να ρωτήσω ξανά, να πω μια λέξη. Εκείνος καταλαβαίνει και μου λέει:
—Καλύτερα μη ρωτάς τι έχει. Και μη λες τίποτα στους άλλους, τους ξένους, για
να μη στενοχωρηθούν.
Προς το τέλος του τραγουδιού ανοίγει για λίγο, φευγαλέα, διστακτικά, το ένα
κανάτι από τη δεξιά μπαλκονόπορτα και ύστερα από δευτερόλεπτα ξανακλείνει
βεβιασμένα.
Κάποιος απ’ την παρέα, ντόπιος, που ξέρει, νιώθει τι γίνεται και σκέφτεται πως
πρέπει, χρονιάρα μέρα, να δώσει μια λύση· φωνάζει συγκινημένος, με ραγισμένη
φωνή:
—Πάμε τώρα στον Άγιο Σωτήρη. Μου λένε στο κινητό πως πάλι εκεί, έξω απ’
την εκκλησιά, καίνε τον ψηλότερο Καρτσιούνο.
Κι ένας άλλος, δύσκολα, αλλά με βροντερή, σταθερή, μπάσα φωνή, για να
βοηθήσει:
—Πάμε! Φύγαμε! Εκεί, αδέρφια, θα γίνει το πραγματικό θρύψαλο.
 
 
 
Ο ραβδούχος

Η ΜΠΑΝΤΑ της Φιλαρμονικής ξεκινάει μπροστά από την εκκλησία των


Κυρίλλου και Μεθοδίου, στοιχισμένη-ζυγισμένη άψογα, με επικεφαλής τον
ραβδούχο Ιωακείμ Γριτσόπουλο και με κατεύθυνση προς την εξέδρα των επισήμων
που βρίσκεται τριακόσια μέτρα παρακάτω, πάνω στην παραλιακή, απέναντι από τη
θάλασσα. Πολύς κόσμος και γονείς και παιδιά έχουν πλημμυρίσει τα δυο
πεζοδρόμια, κουνάνε σημαιούλες και περιμένουν με αδημονία – ενώ είναι φανερή η
παρουσία της Αστυνομίας και των ΜΑΤ λόγω των πληροφοριών, εδώ και μέρες, πως
ίσως γίνουν ταραχές από αναρχικούς και από μυστήρια γκρουπούσκουλα.
Είναι 28η Οκτωβρίου, επέτειος του «ΟΧΙ», όμως η μέρα είναι καλοκαιρινή, ήλιος
με λίγα σύννεφα· ο καιρός αλλά και οι πιθανές φασαρίες κατά τη διάρκεια της
παρέλασης είναι δυο ακόμα από τις επιπλέον αγωνίες του ραβδούχου, ο οποίος τώρα,
πανύψηλος, ευθυτενής, καμαρωτός, ορατός από όλο το μουσικό σύνολο πίσω του, με
άψογο βήμα και σαφείς κινήσεις της ράβδου, μεταφέρει συνθηματικά τις επιθυμίες
του μαέστρου στους μουσικούς της Φιλαρμονικής που τον ακολουθούν.
Τρίτη φορά, σήμερα, ο Ιωακείμ Γριτσόπουλος παρελαύνει ως ραβδούχος, ως
πρώτος των πρώτων, και μάλιστα στην πιο λαμπρή εορτή και επιπλέον παρουσία
του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, του υπουργού Άμυνας, του δημάρχου και
διαφόρων υψηλών επισήμων – εμφανίστηκε άλλες δυο φορές, όμως σε κατώτερες
εκδηλώσεις, σε μια λιτανεία και σε μια κατάθεση στεφάνου. Παιδί του Παπαφείου
Ορφανοτροφείου ο κύριος Ιωακείμ, μεγάλωσε σωστά μέσα στο ίδρυμα και
αποφάσισε να διδαχτεί την τέχνη του ξυλουργού. Όταν τον ρώτησαν αν ήθελε να
μάθει και ένα μουσικό όργανο δεν δίστασε, διότι μια θεία του, που τον επισκεπτόταν
τότε, του είχε πει πως ο πατέρας του, που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο (όπως και η
μάνα του), ήταν σαλπιγκτής, καθώς και ο παππούς του, που κι αυτός παιάνιζε με το
ίδιο εκείνο όργανο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Και του χάρισε και
την παμπάλαιη, μπαρουτοκαπνισμένη, χάλκινη, κάπως τσαλακωμένη σάλπιγγα ως
μνήμη των προγόνων του και ως κειμήλιο. Έμαθε, λοιπόν, σάλπιγγα και μετά τα
δύο όργανα που αποτελούν την απευθείας μετεξέλιξή της, δηλαδή κορνέτα και
τρομπέτα – η διαφορά είναι ότι αυτά τα δύο έχουν πλήκτρα για πιο εύκολη αλλαγή
της τονικότητας, ενώ στην παλιά σάλπιγγα τα έκανες όλα μόνος σου, με τα χείλη
και τη φύσα.
Βγαίνοντας από το Παπάφειο δούλεψε βοηθός μαραγκού, μετά άνοιξε δικό του
ξυλουργείο στην Κάτω Τούμπα, τα πήγαινε καλά, όμως το πάθος του ήταν η
Φιλαρμονική του Ορφανοτροφείου στην οποία συμμετείχε με ζήλο ως τρομπετίστας.
Περνώντας ωστόσο τα χρόνια χάλασαν τα δόντια του γιατί αγαπούσε πολύ τα
γλυκά. Ιδίως είχε αδυναμία στις καραμέλες «Φλόκες» βουτύρου (που στερήθηκε στο
Παπάφειο) και τις μασούσε καθημερινά, επί χρόνια, μέχρι που του έπεσαν κάποια
δόντια πίσω, αλλά και τα δύο του μπροστινά. Έβαλε ψεύτικα, βιδωτά, ωστόσο από
τότε δεν μπορούσε πια να παίξει τρομπέτα. Κι αυτό γιατί τα βιδωτά δεν είχαν
παλμική κίνηση, όπως τα φυσικά, δεν δονούνταν, δεν πάλλονταν στο παίξιμο, ήταν
πια τσιμέντο – οπότε είχε την αίσθηση πως δεν έβγαζε τον δικό του, γνώριμο ήχο,
ότι διαρκώς φαλτσάριζε. Κόλλησε το μυαλό του, μπλόκαρε και πλέον δεν μπορούσε
να παίξει, έχασε την αυτοπεποίθηση. Παραιτήθηκε κι απ’ την μπάντα του
Παπαφείου.
Πέρασαν τρία χρόνια, τα πήγαινε καλά με το ξυλουργείο, αλλά του έλειπε η
μουσική. Ήταν δυστυχισμένος μακριά απ’ τα όργανα. Έπεσε σε κάποιου είδους
κατάθλιψη. Δεν τον παρηγορούσε ούτε η οικογένεια, τα δυο παιδιά του, ούτε η
γυναίκα του, ούτε το σπίτι. Το καφενείο τού ήταν ανυπόφορο. Δεν άντεχε. Και στα
πενήντα εννιά του χρόνια έκανε αίτηση να εργαστεί ως φροντιστής στη Φιλαρμονική
του Δήμου – είχε δει μια σχετική αγγελία. Λόγω της προϊστορίας του στο
Παπάφειο και εξαιτίας του ότι κι ο μαέστρος και αρκετά στελέχη της μπάντας είχαν
βγει κι εκείνα απ’ το ίδιο ορφανοτροφείο, τον γνώριζαν καλά και τον προσέλαβαν
έμμισθο, μόνιμο, να μοιράζει τις σωστές παρτιτούρες, να ετοιμάζει τις καρέκλες, να
φυλάγει τα όργανα, να μαζεύει τους μουσικούς, να κρατάει τα αρχεία, να διευθετεί
τα πάντα. Όλη την εργασία που κάνει ένας φροντιστής Φιλαρμονικής. Και ήταν
άψογος, ως ανέκαθεν οργανωτικός, σχολαστικός κι εμμονικός. Υποχόνδριος με την
τάξη και την καθαριότητα. Τελειομανής, όπως πάντα. Δεν του ξέφευγε τίποτε. Αλλά
αυτός ένιωθε ευτυχισμένος μόνο και μόνο γιατί ήταν όλη μέρα με τους μουσικούς,
τις νότες και τα όργανα, αν και συχνά περνούσε κρίσεις, υπέφερε πολύ, έκλαιγε
κρυφά, κάποιες νύχτες, γιατί δεν μπορούσε πια να παίξει. Έκλεισε και το
ξυλουργείο και ήταν νύχτα μέρα στην μπάντα, κάτι σαν το Φάντασμα της Όπερας.
Ο μαέστρος επικροτούσε την άψογη δουλειά του κυρίου Ιωακείμ και καταλάβαινε
τον καημό του, το ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει ενεργά στην μπάντα. Γι’ αυτό
και του πρότεινε πριν από έξι μήνες να συνεχίσει να είναι φροντιστής, όμως να
αναλάβει και ραβδούχος, μια κι είχε όλα τα προσόντα. Δεν έπαιζε πια, αλλά ήξερε
καλά από μουσική, ήταν πολύ ψηλός, ένα και ενενήντα δύο, βασικό προσόν γι’ αυτή
τη θέση (σε βλέπει από πίσω όλο το σύνολο και υπακούει εύκολα στις εντολές της
ράβδου), ευθυτενής, είχε επιβολή, κύρος και παρά τα χρόνια του ήταν ακόμα πολύ
όμορφος άντρας, οπότε, ως επικεφαλής, θα έδινε στις εκδηλώσεις μια διάσταση
μεγαλοπρέπειας και φαντασμαγορίας. Μάλιστα του είπε πως στόχος ήταν να
εμφανιστεί η Φιλαρμονική με ραβδούχο στη μεγάλη παρέλαση της 28ης, οπότε θα
παρίσταται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο κύριος Ιωακείμ δέχτηκε με ενθουσιασμό. Πήγε κι αγόρασε καινούργια μουσική
ράβδο από τον «ΝΑΚΑ», με μήκος ένα μέτρο και τριάντα εκατοστά, επάργυρη, με
επίχρυση σφαιρική κεφαλή, απόλυτα ζυγιασμένη που κατέληγε, απ’ την άλλη μεριά,
σε αποστρογγυλωμένη αιχμή. Της φόρεσε τα διάσημα της μπάντας, δηλαδή μπλε
και κίτρινα-κροκί κορδόνια με φούντες κι άρχισε, μετά τη δουλειά, να κάνει στο
σπίτι του κάθε μέρα προετοιμασία: προπόνηση στην κίνηση και στο βήμα μπροστά
στον καθρέφτη ακολουθώντας τα χαμηλόφωνα χτυπήματα ενός ηλεκτρονικού
μετρονόμου, στον ρυθμό του βηματισμού της καρδιάς – δηλαδή 120 το λεπτό.
Εξασκούνταν διαρκώς στον διασκελισμό, στον ρυθμό και στις κινήσεις της ράβδου,
και πολύ γρήγορα έμαθε την επιδέξια περιστροφή της με τα δάχτυλα (το λεγόμενο
«ελικόπτερο»), τη σωστή, διαγώνια υπερέξαρση και καταβύθιση, και βεβαίως το
πέταγμά της στον αέρα και το άψογο ξαναπιάσιμο στην επιστροφή, που είναι η
αποκορύφωση της ατραξιόν ενός εν κινήσει ραβδούχου.
Αλλά έκανε και εντατική γυμναστική, με πεντάκιλα βαράκια, κοιλιακούς-
ραχιαίους στο δάπεδο και κρεμιόταν στο μονόζυγο που είχε στήσει μέσα στο σπίτι,
για να έχει άψογη φόρμα, σωστό στήσιμο σώματος, κλειδωτή περπατησιά,
περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του, να νιώθει
πραγματικά χαρούμενος. Αναγεννημένος ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια
κατάθλιψης. Και σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, πλησιάζει η ώρα κι ο κύριος Ιωακείμ
νιώθει καλά, παρά το ότι δεν κοιμήθηκε αρκετά τη νύχτα λόγω της τελειομανίας και
του άγχους του μήπως συμβεί κάτι απρόβλεπτο τη μέρα της παρέλασης: κακός
καιρός, βροχή ή φασαρίες με τους αναρχικούς, που ίσως κατέστρεφαν την εκδήλωση
και την ευκαιρία του να ξαναβρεί κάτι απ’ τη δόξα που δικαιούνταν τόσα χρόνια κι
έχασε άδικα – ξεκίνησε δίνοντας το σύνθημα με τη ράβδο και τον ακολουθεί τώρα
όλη η μπάντα αρχίζοντας με το άσμα «Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός» με
βηματισμό που σε λίγο γίνεται σχεδόν άψογος.
Ο κόσμος χειροκροτεί ήδη, ακούγοντας το γνωστό μαρς και θαυμάζοντας τις
καλοραμμένες μπλε στολές της Φιλαρμονικής, γαλλικού τύπου, τα στρόγγυλα
καπέλα με το γείσο, τις κίτρινες επωμίδες και τα σιρίτια, την κίτρινη κάθετη λωρίδα
πλάγια στα παντελόνια ως τον αστράγαλο. Τα πνευστά χρυσαφίζουν αντανακλώντας
στον ήλιο, το ηγετικό παράστημα του ραβδούχου που προχωρεί μπροστά στητός,
αποπνέοντας γενναιότητα, πίστη και συγκροτημένη αποφασιστικότητα κι έχοντας
ίδια στολή συν τον θυρεό της μπάντας στο στήθος, μια χρυσοκέντητη άρπα,
ενθουσιάζουν τους θεατές.
Ο κύριος Ιωακείμ αισθάνεται καλά, είναι ψύχραιμος γενικά, συγκεντρωμένος στο
βήμα και στον ρυθμό, στη διαχείριση της ράβδου που την κινεί με σιγουριά σαν να
είναι ραβδούχος επί πολλά χρόνια – αλλά κάτι μέσα του, βαθιά, τον τρώει, τον
βασανίζει. Ένας φόβος πως δεν θα τα καταφέρει την κρίσιμη στιγμή, όταν θα
περάσουν μπροστά από την εξέδρα με τους επισήμους, μπροστά από τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας. Τρέμει μήπως στραβοπατήσει, μήπως προκύψει κάποιο κενό του
μυαλού, κάτι απρόβλεπτο μέσα του και όταν πετάξει τη ράβδο ψηλά, μπροστά στον
πρώτο πολίτη της χώρας, δεν θα μπορέσει να την πιάσει στην επιστροφή, θα του
πέσει στην άσφαλτο και θα ρεζιλευτεί, η θυμηδία του κόσμου γύρω θα τον ξεφτιλίσει
και η δική του αδεξιότητα θα παραδώσει όλη την μπάντα, που τον εμπιστεύτηκε,
στον χλευασμό του πλήθους.
Περνούνε τώρα στο εμβατήριο «Το ευζωνάκι» ενώ πίσω τους έχουν ξεκινήσει να
παρελαύνουν και τα σχολεία, κι ακόμα πιο πίσω τα πολιτικά τμήματα, σύλλογοι
Θρακιωτών, Ποντίων, οι Μακεδονομάχοι, το Παπάφειο και άλλοι, για να
ακολουθήσει μετά η στρατιωτική παρέλαση. Ο κόσμος είναι ενθουσιασμένος και
ξεσπάει σε θερμά χειροκροτήματα διαρκώς. Ο κύριος Ιωακείμ έχει ξεθαρρέψει
αρκετά, κουνάει τη ράβδο πάνω-κάτω-διαγώνια και κάθε τόσο αποτολμάει και κάνει
το «ελικόπτερο», δηλαδή τη θεαματική περιστροφή του ραβδιού ανάμεσα στα
δάχτυλα, οπότε οι επευφημίες διπλασιάζονται. Ο ραβδούχος νιώθει ήδη πως είναι
ένας σχεδόν σταρ και πως ίσως η επιδεξιότητά του έχει πιο πολλή αποδοχή λόγω
του ότι είναι ακόμα ένας επιβλητικός, στιβαρός άντρας.
Πίσω βαδίζει μόνος του ο μαέστρος που δίνει προφορικές εντολές, μπροστά, στον
ραβδούχο, ο οποίος τις μετατρέπει σε συνθήματα με τις κινήσεις της ράβδου.
Ακολουθεί ο αρπιστής, που κρατάει σε κοντάρι στερεωμένη μιαν άρπα, όχι με
χορδές, αλλά με μεταλλικά κύμβαλα τα οποία χτυπώντας με μπαγκέτες βιμπραφόν
τονίζει τις υψηλές νότες της μπάντας, περπατώντας στο κέντρο της πρώτης σειράς,
ανάμεσα σε τέσσερις τρομπέτες, δύο από κάθε πλευρά του.
Έπονται άλλες δύο σειρές τρομπέτες, οχτώ κλαρίνα, τέσσερα φλάουτα, συν δύο
πίκολα φλάουτα, τέσσερα τενόρα και τέσσερα άλτο σαξόφωνα, τέσσερα κόρνα, δύο
ευφώνια και δύο αλτικόρνα. Έπειτα τέσσερα τρομπόνια (τα δύο μπάσα), τέσσερα
κόρνα, δύο φαγκότο και δύο όμποε – κι άλλα όργανα, σύνολο σαράντα. Η τελευταία
σειρά έχει δύο ζουζάφωνα και δύο τούμπες που αποτελούν τη βαρυτονία του
συνόλου. Στο κέντρο της μπάντας πάντα βρίσκεται το μεγάλο τύμπανο (γκρανκάσα)
με δύο ταμπούρα αριστερά και δύο δεξιά – δίπλα στην κάσα βαρούν ρυθμικά και τα
δύο πιάτα. Όλα αυτά στο κέντρο συντονίζονται με τα πίσω, τις τούμπες και τα
ζουζάφωνα, παίζοντας τον ρόλο του μπάσου, δίνουν δηλαδή όλο τον ρυθμό στο
σύνολο.
Η ευφορία του κυρίου Ιωακείμ μεγαλώνει και ταυτόχρονα το άγχος του. Έχουν
ανακρούσει και το «Ναυτάκι» και τον «Αεροπόρο» – οπότε πέταξε δυο φορές στον
αέρα, πολύ ψηλά, τη ράβδο και την έπιασε με επιτυχία στην επιστροφή της χωρίς να
χάσει καθόλου τον ρυθμό, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του πλήθους και δυνατές,
επίμονες ζητωκραυγές. Πλησιάζοντας προς την εξέδρα των επισήμων, παρότι η
λεωφόρος είναι επίπεδη, αρχίζει να του φαίνεται ανηφορική, και μάλιστα πως σε
κάθε βήμα αυξάνεται και η κλίση της – σε λίγο νιώθει τα πόδια του βαριά, σαν να
ανεβαίνει σ’ ένα βουνό, στον Όλυμπο. Ακούει περίεργα πράγματα, η ανηφόρα
γίνεται πιο δύσκολη, η αναπνοή του ταράζεται. Σφίγγει τα δόντια, πασκίζει να
κρατηθεί άκαμπτος, να μη χάσει τον ρυθμό και τον βηματισμό ενώ η μπάντα τώρα
ξαναπαίζει το «Περνάει ο στρατός». Του φαίνεται πως ακούει μακρινή οχλοβοή,
τσιρίδες και ακατανόητους ήχους – χάνεται για κλάσματα και μετά επανέρχεται. Το
μέτωπό του ιδρώνει, αλλά κάτι μέσα του σταθερό, ασάλευτο, κρατάει τον ρυθμό και
το χέρι του σχεδόν από μόνο του, σαν κάποιου άλλου, κινεί περίτεχνα τη ράβδο.
Φτάνουνε μπροστά στην εξέδρα, όλοι οι επίσημοι είναι όρθιοι, και ο ραβδούχος δίνει
το σύνθημα για στροφή κεφαλής δεξιά· αμέσως μετά ο ίδιος ισιώνει το κεφάλι και
σχεδόν μηχανικά εκσφενδονίζει τη ράβδο προς τον ουρανό, διαγώνια και κάπως προς
τα μπροστά, έτσι ώστε επιστρέφοντας από ψηλά να την αδράξει κινούμενος, στα
επόμενα δυο βήματα. Κι ενώ η ράβδος ανυψώνεται, αυτός έχει την αίσθηση πως η
καρδιά του έχει σταματήσει, πως βαδίζει πια στο κενό, δεν βλέπει παρά μια
ασημένια αστραπή που ανέρχεται, μετεωρίζεται για κλάσματα και μετά αρχίζει να
κατεβαίνει πλάγια, ψηλοκρεμαστά σαν κεραυνός, ένα αργυρό ακόντιο που σπιθίζει
γαλάζιους πυρόσπορους. Τα πόδια του έχουν αυτονομηθεί και πηγαίνουν μόνα τους,
βλέπει, πασκίζει να δει, να μη χάσει την τροχιά της ράβδου προς τα κάτω, αυτήν
την τροχιά που αντανακλά φωτεινές κλίμακες από σπασμένο ξυραφόσυρμα – κάνει
τα δυο βήματα και το δεξί του χέρι απλώνεται ημικυκλικά και αδράχνει με
πεποίθηση τη ράβδο στο σωστό ύψος, μισό μέτρο πριν η αιχμή της χτυπήσει στην
άσφαλτο.
Ο κόσμος, τα πλήθη ξεσπούνε με θριαμβικές κραυγές και χειροκροτήματα κι ο
κύριος Ιωακείμ νιώθει ότι ξαφνικά επέστρεψε στη ζωή. Ταυτόχρονα, πέντε πολεμικά
αεροσκάφη «F-16» πετούνε χαμηλά σε τέλειο σχηματισμό ρόμβου
μπουμπουνίζοντας αποπάνω τους και ο ραβδούχος, πάντα με βήματα καρφωτά στο
τέμπο, αισθάνεται την ανάσα του να επανέρχεται, πως δεν κρατάει ράβδο αλλά ένα
χαλύβδινο σκήπτρο και πως ο ίδιος είναι, πια, ο ηγέτης μιας ένθεης, τροπαιοφόρου
πομπής.
 
 
 
Στο πεζούλι της στέρνας

Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ο Φώτης άκουσε τον επίμονο κοασμό του βατράχου στην
αυλή, αλλά δεν ήξερε πού ακριβώς κρυβόταν. Νόμιζε πως κάπου είχε
μπλοκαριστεί και βγήκε να τον ψάξει, να τον απελευθερώσει – τελικά κατάλαβε ότι
ήταν μέσα στη γλάστρα, στο χώμα μιας φρεσκοποτισμένης ντάλιας. Τον μισοείδε
λίγο ανάμεσα στα φύλλα να κινείται αργά, να ανακλαδίζεται κι έβαλε μέσα το χέρι
για να τον βγάλει· όμως ακουμπώντας τον ένιωσε σαν να τον χτύπησε ισχυρό
ηλεκτρικό ρεύμα ή να τον τσίμπησε οχιά. Δεν ήξερε ότι έπιασε τον τοξικό,
δηλητηριώδη βάτραχο που εδώ στην Κοζάνη τον λέμε ζιάμπα. Είναι μαύρος,
τεράστιος, βαρύς και η βλέννα του είναι φαρμακερή, το ίδιο επικίνδυνη με
θανατηφόρο τσίμπημα φιδιού αν έχει κάποιος σχετική αλλεργία. Ο Φώτης πρήστηκε
–είναι κι αυτός, όπως κι εγώ, δεκατριών χρόνων–, μπλάβιασε. Φωνάξανε τον γιατρό,
αλλά ύστερα από μια ώρα εκείνος δήλωσε πως δεν μπορούσε ή δεν ήξερε να κάνει
τίποτε. Δεν είχε αντιμετωπίσει ανάλογο περιστατικό, πάντως είπε ότι μάλλον το
παιδί έπαθε αλλεργικό σοκ απ’ την ισχυρή τοξίνη του βατράχου. Κάτι μαντζούνια
που έφερε μια πρακτική του χωριού, δεν έκαναν τίποτε. Και ο Φώτης χειροτέρευε,
μπήκε σε κώμα, ήταν πια για θάνατο – τον περίμεναν.
Επειδή είμαστε συγγενείς, μας φώναξε η μεγάλη του αδερφή η Ευρυδίκη (ξαδέρφη
μου) στο σπίτι, να πάμε να τον αποχαιρετίσουμε. Μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά
άτομα μέσα στο δωμάτιο, από γύρω και αποπάνω του. Στεκόμαστε καμιά ώρα, τον
κοιτούσαμε κλαίγοντας βουβά, οπότε γυρίζει και μας λέει η αδερφή του, ξαφνικά, το
απίστευτο:
—Φύγετε, γιατί όσο είστε εδώ μέσα δεν μπορεί να ησυχάσει και να βγει η ψυχή
του.
Το διαλύουμε κι εμείς, βγαίνουμε έξω – εγώ τραβάω για τη δεξαμενή, που είναι ο
αγαπημένος μας χώρος παιχνιδιού. Πάμε συνέχεια εκεί με τον Φώτη, γιατί
αγαπούμε πολύ το νερό και τα βατράχια. Αυτή τη μεγάλη, τσιμεντένια δεξαμενή,
για να ποτίζονται τα ζώα αλλά και τα χωράφια γύρω, την έφτιαξε πριν από δυο
χρόνια (1971) η ΜΟΜΑ και η Εταιρεία Εγγείων Βελτιώσεων, που ανέλαβαν να
κάνουνε βιώσιμο τον κάμπο της Κοζάνης: ανοίξανε πηγάδια, φρεάτια, αρδευτικά
κανάλια, κάνανε ψεκασμούς, στήσανε εκτοξευτήρες υδρονέφωσης, βάνες, φύτεψαν
οπωροφόρα, έστρωσαν, λίγο παραέξω, τον δρόμο με άσφαλτο. Τη στέρνα την
έχτισαν στο σημείο όπου ήταν ο λάκκος του Κουντουρά, μια γκιόλα που μάζευε νερό
κυρίως από τις βροχές και απ’ τα αυλάκια μικρών χειμάρρων που κατέβαιναν από το
διπλανό βουνό όταν έβρεχε. Η δεξαμενή αυτή είναι μεγάλη: έχει μήκος τριάντα
μέτρα, πλάτος δεκαπέντε και βάθος μέχρι ενάμισο μέτρο απ’ τη μια μεριά, ενώ απ’
την άλλη έχει τσιμεντένια σκαλάκια για να κατεβείς στον πάτο. Είναι πέντε λεπτά
απόσταση έξω απ’ το χωριό. Μετά, στα εκατό μέτρα, δίπλα στον στενό
χωματόδρομο βρίσκονται οι αποθήκες σταριού και κριθαριού, ένα πολύ μεγάλο
μονώροφο κτίσμα, πέντε μέτρα ύψος, ένα σιλό χτιστό, με χοντρά, ξύλινα εσωτερικά
δοκάρια που κρατούν την κεραμοσκεπή. Γύρω αγροί και στα εκατόν πενήντα μέτρα
ξεκινούν οι πρόποδες του βουνού.
Η δεξαμενή είναι πάντα γεμάτη με νερό κι όταν ξεχειλίζει ανοίγουν από πλάγια
μια κάνουλα και ποτίζονται με αυλάκια τα κοντινά χωράφια – σε αυτήν μάθαμε
μόνοι μας κολύμπι όλα τα παιδιά του χωριού. Και βέβαια γρήγορα γέμισε και με
βατράχια· συχνά, δε, έρχονται και νεροφίδες. Για μας όμως είναι μια πισίνα –
παίρνεις φόρα απέξω και βουτάς, με τη μόνη διαφορά ότι βγάζοντας το κεφάλι
βλέπεις να σε κοιτάζουν από γύρω καμιά δεκαριά βατράχια: αιωρούνται στην
επιφάνεια με γουρλωμένα μάτια, έτοιμα συνήθως να βυθιστούν γιατί είναι ντροπαλά,
ήρεμα, αν και μερικά είναι μεγάλα, πιθαμιάρικα.
Συχνά πάω μόνος μου στη δεξαμενή και τα παρατηρώ. Έρχονται κι αλιτήριοι
βάτραχοι από άλλες, κοντινές ή πιο μακρινές, περιοχές με νερομαζώματα, έλη,
τέλματα, ποταμάκια με αραιές καλαμιές ή κατασταλαγές του νερού που ξεραίνονται
χωνεύοντας τα βατραχίσια πεπρωμένα.
Κάθομαι στο τσιμεντένιο πεζούλι της δεξαμενής και τα ξαναβλέπω πάλι τώρα,
ακίνητος, να μην τα τρομάξω: Κάποια ηρεμούν στην επιφάνεια της δεξαμενής
σκεφτικά, άλλα φρουρούνε, κάτω, τον πυθμένα, αφήνοντας πού και πού φυσαλίδες.
Μερικά, επειδή έχει ησυχία, βγαίνουνε και αργοπερπατούν στο φαρδύ τσιμεντένιο
πεζούλι βαριά, μελαγχολικά, με γλιστρισιές, σαν να έχουν τύψεις επιβίωσης ή λες κι
έχουν διδαχτεί την απόγνωση στις εσπερινές ώρες της μελαγχολίας. Τα περισσότερα
είναι σε καφέ αποχρώσεις, φορούνε σταμπωτά αμπέχονα παραλλαγής, με σχεδόν
κυκλικά λαχούρια.
Ο καιρός είναι γκρίζος, έχει εκτεταμένη λευκή συννεφιά σαν ψευδοροφή από γύψο
κι απ’ τον ποδόγυρο του ουρανού κι ανάμεσα απ’ τα σύννεφα μπαίνουνε μακριές
θεωρίες φωτός. Γύρω απλώνονται τα πρασινισμένα χωράφια με τις ευθείες γραμμές
σποράς – είναι Μάρτιος και σε λίγο θα αρχίσουνε οι κοασμοί του ζευγαρώματος.
Μετά οι θηλυκές θα γεννήσουν, μέσα στη στέρνα ή σε κοντινές νερομαζιές, μακριούς
κολιέδες-ζελέ με αυγά, χιλιάδες αυγά που θα γίνουν γυρίνοι.
Πριν από τρεις μήνες σε αυτή τη δεξαμενή κάναμε και τα Θεοφάνια – μαζεύτηκε
όλο το χωριό, ο παπάς πέταξε τον σταυρό στο νερό κι εμείς, τα παιδιά, βουτήξαμε
με ζήλο να τον βγάλουμε.
Παρατηρώ τώρα έναν βάτραχο που στέκει στο ένα μέτρο πάνω στο τσιμέντο
στεγνώνοντας – είναι κι αυτός καφετής με λαχούρια και περιβάλλεται από βλέννα. Η
κοιλιά του κιτρινίζει ελαφρά, τα χρώματά του ιριδίζουν, διακρίνω στα φουσκωτά
πλευρά του τον αναπαλμό απ’ την καρδιά και τις εσωτερικές αρτηρίες. Σε αντίθεση
με εμάς, έχει πιο αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο και το στόμα του, ημικυκλικό,
χαμογελαστό, φτάνει ως τ’ αυτιά.
Ανάμεσα σε αυτά τα συνηθισμένα βατράχια, συχνά μπαίνει και το σόι των φρύνων
που είναι ισνάφι βατράχων πιο εντεψίζικο, σε πρασινωπό χρώμα και με εξογκώματα
γύρω απ’ τα μάτια – ζούνε όλοι μαζί, χωρίς πρόβλημα. Αλλά τις τοξικές, τις
δηλητηριώδεις ζιάμπες, τις συναντάς δύσκολα, υπάρχουν σε ελάχιστους αριθμούς·
σπάνια κάποια ασεβής ζιάμπα πλησιάζει στη δεξαμενή, στο χωριό ή μπαίνει σε
κήπους. Συνήθως ζούνε σε απόμακρα μέρη όπου έχει ησυχία, υγρασία και πιο άγρια
φύση. Οι ντόπιοι τις ξέρουν και τις αποφεύγουν, ή αν τις συναντήσουν τις
σκοτώνουνε από μακριά, με πέτρα ή με ξύλο, και τις παραχώνουνε επιτόπου,
αμέσως, αποφεύγοντας να τις αγγίξουν.
Όλα αυτά τώρα, η στέρνα, όπου ήρθα σαν για να τιμήσω τον ξάδερφό μου τον
Φώτη που τον περιμένουνε να πεθάνει, τα βατράχια, τα χωράφια, μου φαίνονται
βαριά, μελαγχολικά – κάθε μέρα, σχεδόν, όποτε δεν έχουμε σχολείο (είμαστε στην
ίδια τάξη) ή δουλειές, ερχόμαστε και παίζουμε εδώ μαζί. Συνέχεια. Το καλοκαίρι
πηγαίνουμε και παραδίπλα, στο σιλό: μπαίνουμε, ανεβαίνουμε με ξύλινη σκάλα στα
δοκάρια της σκεπής, ισορροπούμε στο χοντρό μεσοδόκι, κι από εκεί ψηλά, από τα
πέντε μέτρα ύψος, πηδάμε γελώντας κάτω, μέσα στις τεράστιες στοίβες σταριού ή
στα βουνά του κριθαριού – καρφωνόμαστε, με το πέσιμο, μέσα στους σπόρους μέχρι
τον λαιμό. Μετά μας πιάνει μεγάλη φαγούρα σε όλο το σώμα και φεύγουμε
τρέχοντας, ενώ ξεντυνόμαστε ταυτόχρονα, και πάμε και ορμάμε με βουτιά ή με
κωλοτούμπα μέσα στη δεξαμενή αλαλάζοντας.
Κατόπιν καθόμαστε στο τσιμέντο, λιαζόμαστε, μιλάμε φτερωτά για πολλά και
διάφορα και παρατηρούμε τα βατράχια ή τα περίεργα έντομα, κυρίως τα
ελικοπτεράκια (μπλε ελεκτρίκ, άλλα πρασινωπά φωσφοριζέ προς βεραμάν, ή
κιτρινωπά με μαύρα βαρελάκια) που έρχονται και πετούν πάνω απ’ το νερό,
φτεροκοπούνε μετέωρα, στον αέρα, σε ένα σταθερό σημείο ή κατεβαίνουνε αργά,
αγγίζουν για μια στιγμή την επιφάνεια και φεύγουν πετώντας πλάγια. Μερικές
μέρες που αλλάζει το νερό και φρεσκάρεται, είναι τόσο καθαρό που σκύβουμε και
αγγίζουμε τις μύτες μας στην επιφάνεια βλέποντας τον εαυτό μας σαν σε καθρέφτη
– ή κοιτώντας επίμονα τον πυθμένα, τον γεμάτο με γλίτσα και βρύα, παίρνει αυτός
σιγά σιγά άλλες διαστάσεις και φανταζόμαστε διάφορα, ας πούμε ότι δήθεν έχουμε
κολλήσει το πρόσωπό μας σε μια γυάλα με αστραφτερά χρυσόψαρα και τα
παρατηρούμε από κοντά, όπως κι εκείνο το ψεύτικο, κόκκινο βραχάκι στον διάφανο,
γυάλινο βυθό.
Φεύγω με βαριά καρδιά απ’ τη στέρνα και γυρίζω σπίτι περιμένοντας να μάθω τα
κακά μαντάτα – όμως δεν συμβαίνει τίποτε. Η κατάσταση του Φώτη είναι πολύ
κρίσιμη αλλά στάσιμη. Είναι σε κώμα, σε αφασία. Αναπνέει με το ζόρι, πρήζεται,
ξεπρήζεται κι αλλάζει χρώματα. Ο γιατρός τον έχει ξεγράψει.
Περνάει το βράδυ, άλλη μια μέρα και τη μεθεπομένη έρχεται ξανά η Ευρυδίκη και
μας ειδοποιεί να πάμε να τον αποχαιρετίσουμε, γιατί πια σβήνει. Μαζευόμαστε πάλι
καμιά είκοσι άτομα, αλλά απέξω, δεν μας αφήνουν να μπούμε στο δωμάτιο – μόνο η
μάνα του (η θεία μου η Όρσα) είναι συνέχεια εκεί μέσα και θρηνεί. Στεκόμαστε δυο,
τρεις ώρες όρθιοι από την αγωνία και περιμένουμε, κανείς δεν αντέχει να καθίσει.
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η αδερφή του, εξαντλημένη εντελώς,
ξεσταχυασμένη από τη συνεχή αγρυπνία επί τρία μερόνυχτα, φορώντας μαύρο
τσεμπέρι, σκοτεινή και με βουρκωμένα μάτια. Εμείς είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε
την κακή είδηση κι εκείνη λέει:
—Γύρεψε φασόλια.
Και μετά:
—Ξύπνησε ξαφνικά, συνήρθε και ζήτησε να φάει φασόλια.
 
 
 
Ευχαριστίες

Θερμές ευχαριστίες στον Στάθη Κοψαχείλη, στον Γιώργο Συμεωνίδη και στον
επιμελητή των κειμένων Δημήτρη Θάνα.

You might also like