Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΟΣΟΧΗ - εποχιακή διέλευση βατράχων (e-book - epub) - Γιώργος Σκαμπαρδώνης
ΠΡΟΣΟΧΗ - εποχιακή διέλευση βατράχων (e-book - epub) - Γιώργος Σκαμπαρδώνης
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
*
ΜΑΤΙ ΦΩΣΦΟΡΟ, ΚΟΥΜΑΝΤΟ ΓΕΡΟ
Διηγήματα, «Ιανός», 1989 – Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992
Η ΨΙΧΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΑΒΙΑΣ
Διηγήματα, «Τραμ», 1990
Η ΣΤΕΝΩΠΟΣ ΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1992
ΠΑΛΙ ΚΕΝΤΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996
ΑΚΡΙΑΝΗ ΛΩΡΙΔΑ – Η ΨΙΧΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΑΒΙΑΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
ΣΑΒΒΑΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Λεύκωμα, «Ζαρζώνη», 2000
ΓΕΡΝΑΩ ΕΠΙΤΥΧΩΣ
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2000
«ΟΥΖΕΡΙ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ»
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2001 – Εκδόσεις Πατάκη, 2013
ΕΠΙ ΨΥΛΛΟΥ ΚΡΕΜΑΜΕΝΟΣ
Διηγήματα, Κέδρος, 2003
ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006
ΟΛΑ ΒΑΙΝΟΥΝ ΚΑΛΩΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΣ
Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2008
ΜΕΤΑΞΥ ΣΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΙΑΚΜΟΝΟΣ
Διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα, 2009
ΠΕΡΙΠΟΛΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ ΤΥΡΒΑΖΩ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2011
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2014
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΝΥΧΤΑΣ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016
ΤΑ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016
ΝΤΕΠΟ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2017
ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2018
CASA ΜΠΙΑΦΡΑ
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2019
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και
ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός,
μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Χ ΩΝΩ ΤΟ ΣΚΥΛΙ, την Μπέντια, που ήδη τρέμει και αιμορραγεί από πίσω, στη
θέση του συνοδηγού, δίπλα μου, κάτω στο τσολάκι, όπου χωράει ίσα ίσα,
με το ζόρι. Βάζω μπρος, ανάβω φώτα και αλάρμ και ξεκινώ με μπαντιές και
σπινιαρίσματα να προλάβω, να προλάβω να τη σώσω.
Ήταν δύο ετών, πριν από δεκαέξι χρόνια, όταν η Μπέντια θεραπεύτηκε απ’ τον
καρκίνο που είχε στη μήτρα. Την πάω, μια μέρα, εκείνη την εποχή, στην
«Κτηνιατρική», την εξετάζει ο γιατρός και μου λέει:
—Η μήτρα είναι πια πεντακάθαρη και μπορεί το ζώο ακόμα και να γεννήσει, να
κάνει σκυλάκια.
Δεν τον πίστεψα. Αλλά από τότε η Μπέντια έκανε εφτά γέννες, δεκάδες κουτάβια.
Πριν από δυο μήνες, στα δεκαοχτώ της, γριά πλέον, ξαναέμεινε έγκυος από ένα
τεράστιο λευκό, καναδέζικο λυκόσκυλο. Είναι πια πολύ γερασμένη και βλέπω
σήμερα το πρωί από πίσω της να κρέμεται ένα μωρό. Έφτασε η ώρα, όμως λόγω
ηλικίας δεν είχε τη μυϊκή δύναμη να ολοκληρώσει τους τοκετούς. Πανικοβλήθηκα,
δεν ήξερα τι να κάνω. Και μια και δυο, φοράω γάντια λατέξ και πάω κι αρχίζω και
της τραβάω απαλά το κουτάβι. Το βγάζω σιγά σιγά και το περιλαβαίνει αυτή, του
κόβει τον λώρο, το πλένει, το σφουγγίζει, το γλείφει και το κάνει πεντακάθαρο – ένα
υπέροχο, κανελί σκυλάκι. Γέννησε αμέσως μετά, ένα ένα, με την ίδια διαδικασία,
άλλα τέσσερα· της τα τράβηξα απαλά από πίσω, με προσοχή, και όλα βγήκαν
υγιέστατα.
Νόμιζα πως ησύχασε, πως τελειώσαμε. Αλλά, νυχτώνοντας, γύρω στις δέκα το
βράδυ, βλέπω να έχει βγει το κεφαλάκι από ένα ακόμα μωρό, το τελευταίο, που
όμως κρέμεται, φαίνεται νεκρό, πεθαμένο. Τι να κάνω; Να το πιάσω και να το
τραβήξω δεν μπορώ. Με τίποτε – φοβάμαι μήπως μείνει κάποιο κομμάτι μέσα και
μου πεθάνει κι η σκύλα. Ψάχνω με άγχος, σαν τρελός, στον κατάλογο και βρίσκω
μια κτηνίατρο που διανυκτερεύει, στην περιοχή Ευκλείδη.
Βάζω λοιπόν άρον άρον την Μπέντια στο αυτοκίνητο –σ’ εκείνο το μνημειώδες
«Φολκς Βάγκεν-κατσαρίδα»– και ξεκινώ με φούρια, γεμάτος άγχος. Την πάω
ολοταχώς, κορνάροντας διακεκομμένα, με αναμμένα τα αλάρμ και όλα τα φώτα,
μέσα έξω, τρέχοντας, περνώντας κίτρινα φανάρια, κόκκινα φανάρια, κάνοντας τρελές
προσπεράσεις και παραβιάσεις, λες και τρέχω στο μαιευτήριο μιαν ετοιμόγεννη
γυναίκα που της σπάσαν τα νερά.
Ρίχνω μια ματιά στο καντράν – η ώρα πλησιάζει έντεκα τη νύχτα. Η σκύλα δεν
φαίνεται στα καλά της, τρέμει, με κοιτάζει ανήσυχα, ικετευτικά, και βλέπω,
στιγμιαία, κλεφτά, όπως είναι ξαπλωμένη κάπως πλάγια, το κεφαλάκι του μωρού να
κρέμεται σαν βγαλμένο, λίγο, ελάχιστα. Και αίμα.
Φτάνω έξω απ’ το ιατρείο, παρκάρω στραβά, όπως όπως, και βγάζω την Μπέντια,
την αρπάζω και την πάω σηκωτή, στην αγκαλιά, αν και είναι πολύ βαριά, στο
ιατρείο που είναι στον πρώτο όροφο ανεβαίνοντας απευθείας απ’ τις σκάλες – η μέση
μου έχει ήδη πιαστεί κι έχω φτάσει λαχανιασμένος, ιδρωμένος, ξέπνοος έξω απ’ την
πόρτα.
Η γιατρός βάζει επειγόντως την Μπέντια στον μεταλλικό πάγκο του ιατρείου, της
κάνει μια ένεση για να προκαλέσει σύσπαση στη μήτρα και στους μυς, ώστε να
μπορέσει να σπρώξει έξω μόνη της το μωρό. Πράγματι, αυτή αρχίζει να συσπάται
σπασμωδικά και σιγά σιγά, με τη βοήθεια της γιατρού, βγάζει επιτέλους, πολύ
δύσκολα, γλιστρώντας το κουτάβι, που φαίνεται να είναι μάλλον λευκό κι απλώνεται
χαλαρό, ακίνητο, χωρίς να αναπνέει, πάνω στον πάγκο.
Η γιατρός ψαύει το κουταβάκι με το χέρι, το ακροάζεται πολύ προσεκτικά,
επίμονα, με τα ακουστικά και μου λέει:
—Το μωρό, δυστυχώς, δεν έχει σφυγμό, έχει πεθάνει, αλλά η σκύλα είναι μια
χαρά. Σώθηκε. Γλίτωσε.
Δεν πρόλαβε να το πει και γυρίζει η γριά Μπέντια και περιλαβαίνει με τη γλώσσα
της το ακίνητο νεογέννητο. Πλάτσα-πλούτσα, του αρχίζει μαλάξεις στο στήθος,
στους πνεύμονες, στον λαιμό, στην κοιλιά, παντού. Το γυρίζει ανάποδα, το
ξαναγυρίζει, συνεχίζοντας να το γλείφει σταθερά, με δύναμη, με επιδεξιότητα, με
ζήλο. Επίμονα, ασταμάτητα, με μια περίεργη πίστη. Δεν περνάει ενάμισο λεπτό και
το κουτάβι, ξαφνικά, ανοίγει το στόμα του, σαν μωρό που χασμουριέται, και παίρνει
μιαν ανάσα. Κι ύστερα άλλη μια. Και η σκύλα συνεχίζει να το γλείφει και η γιατρός
βουρκώνει, και μετά αρχίζει να κλαίει βουβά, με πνιχτούς λυγμούς, και σε λίγο το
μικρό σκυλάκι ανασταίνεται, πατάει για λίγο, ζαβά, τα ποδαράκια του. Αναπνέει
κανονικά, ανοίγει το στόμα του, τυφλό ακόμα, με τα μάτια κλειστά, ταλαντεύεται,
μια από δω, μια από κει, μισοόρθιο και ξαναπέφτει πλάγια – η Μπέντια του κόβει
τον λώρο με τα δόντια της και τον τρώει. Ύστερα ξαναρχίζει με τη γλώσσα της να
το καθαρίζει επιμελώς, πόντο πόντο, σχολαστικά, απ’ τα αίματα και τα υγρά και
αποκαλύπτεται σιγά σιγά ένα γεροδεμένο, κατάλευκο κουτάβι – σαν νυφούλα. Το
αφήνει η σκύλα, εξουθενωμένη πια, και κάθεται, μισοξαπλώνει πλάγια. Αυτό σε λίγο
ανασηκώνεται κάπως, τρέμοντας, στα ποδαράκια του και σπεύδει σερνάμενο πέρα
δώθε, πέσε σήκω, στα τυφλά, αποπροσανατολισμένο, έρπει ενστικτωδώς,
σπασμωδικά, μυρίζοντας με αγωνία, και ψάχνει και βρίσκει σιγά σιγά, απ’ την
οσμή, στην κοιλιά της μάνας του, επιτέλους, τον μαστό, έναν μαστό, και τον αρπάζει
με το στόμα λαίμαργα.
Ξαναμοντάροντας τα φτερά
Κ ΑΘΟΜΑΣΤΕ με τον Γέροντα Ιωάννη στον εξώστη, στο ξύλινο μπαλκόνι του
εβδόμου ορόφου της μονής – ουσιαστικά είναι σαν να βρισκόμαστε σε
κάποιον εικοστό πέμπτο όροφο, εφόσον το μοναστήρι είναι χτισμένο στον βράχο και
πάνω σε πυργωτή βάση ύψους οχτώ περίπου ορόφων. Από το σημείο αυτό λέγεται
πως η θέα είναι από τις πέντε καλύτερες στον κόσμο. Δορυφορική θέα, καραούλι,
καταγνάντι. Από τα ριζά του βράχου ξεκινούν οι μεγάλοι αναβαθμοί των
μπαχτσέδων σπαρμένοι με ποικίλα ζαρζαβατικά και κατεβαίνουν κλιμακωτά, με
ενδιάμεσες δροσοπεζούλες σχεδόν ως τον αρσανά, πεντακόσια απόκρημνα μέτρα
παρακάτω, όπου δένει η βάρκα της μονής και ξεκινάει το μέγα της θαλάσσης
κράτος.
Απέναντι, αυτό το απόγευμα του Μαΐου που έχει διαφάνεια, βλέπουμε αφ’ υψηλού
και στο βάθος, αχνά, την Αλόννησο και τη Σκύρο, τη σταχτιά, τρεμίζουσα γραμμή
του Πηλίου και δεξιά να λευκάζει η Μεγάλη Παναγιά του δεύτερου ποδιού της
Χαλκιδικής. Είμαστε πολύ ψηλά, το μπαλκόνι είναι κρεμαστό κι έχω στιγμές την
αίσθηση πως κάνω αλεξίπτωτο πλαγιάς. Με πιάνει κάτι σαν ίλιγγος. Από κάτω μας
πετάνε πουλιά, χελιδόνια, δεκοχτούρες, κάργιες και λίγο, ελαφρώς, πιο ψηλά, ή στο
ίδιο ύψος μ’ εμάς, ζυγιάζονται αετογέρακα και κιρκινέζια χωρίς να φτερουγίζουν,
ολισθαίνοντας μεγαλόπρεπα, κυκλικά, στα ανοδικά ρεύματα του αέρα. Από κάπου
πλάγια και κάτω, έρχονται και φεύγουν σπαστές ριπές και φωνήεντα σπίνων και
μακρινά, αποσπασματικά σχόλια αηδονιών.
Η συγκλονιστική ομορφιά του τοπίου με έχει αφήσει άναυδο – ακόμα και τον
Γέροντα Ιωάννη που το έχει συνηθίσει, ή έτσι νομίζω. Η ευκρασία του αέρα και το
πολύγονο της γης έχουν πλημμυρίσει με πράσινο και δέντρα όλη τη γύρω περιοχή
της μονής. Νιώθω πως βρίσκομαι στα περίχωρα της Εδέμ. Κατεβάζοντας το
βλέμμα παρατηρώ ότι ο Γέροντας Ιωάννης φοράει κάτω απ’ το μαύρο ράσο μαύρη
φόρμα γυμναστικής και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Είναι γύρω στα πενήντα πέντε,
κανονικού ύψους, γκριζοδιχαλογένης, λεπτός, γαλανομάτης και στέρεος,
γυμνασμένος πολύ, με όμορφα, δουλεμένα χέρια. Το βλέμμα του είναι εκτενές και
δείχνει βαθιά μορφωμένο άνθρωπο και μειλίχιο – ξέρω πως τελείωσε τη Φιλοσοφική
Θεσσαλονίκης κι έπειτα έκανε Καλές Τέχνες στο Παρίσι, αλλά δεν έβρισκε
παρηγορία σε όλα αυτά. Δεν έβρισκε ανάπαυση. Είναι εδώ στο Όρος από τριάντα
χρονών κι ασκεί στη μονή το διακόνημα του ξυλουργού.
—Γέροντα, του λέω, ξαναβλέποντας τα αθλητικά παπούτσια του, φαντάζομαι τι
ωραίες πεζοπορίες θα κάνεις μέσα σε αυτό τον Παράδεισο.
—Περπατώ κάθε μέρα, κάθε πρωί, μετά τις οχτώ, μιάμιση ώρα οπωσδήποτε, μου
απαντάει ήρεμα. Πράγματι το να τριγυρίζεις στους μπαχτσέδες και γύρω απ’ τη
μονή είναι κάτι μαγευτικό. Χάνεις το μυαλό σου. Είναι τόσες οι ευωδίες και η
ομορφιά, που νιώθεις να σκας από υγεία. Τα δέντρα, τα πουλιά, με ποτίζουν με
πειρασμούς. Μερικές στιγμές φτάνω σε δακρυσμό. Αλλά μετά νιώθω, είμαι βέβαιος,
πως μέσα στην τόση ωραιότητα, μέσα στις φυλλωσιές, είναι κρυμμένος ο Διάβολος
και υπογράφει επιταγές.
Σωπαίνει για λίγο και συνεχίζει:
—Καθώς περπατάς στα μονοπατάκια ανάμεσα στα λουλούδια και στα βάτα,
πετάγονται δίπλα σου λαγοί. Και τρία λεπτά πιο έξω, τα αγριογούρουνα αφήνουνε
τις λούστρες όπου λουτρακίζονται κι έρχονται ενώ περνάς, στέκονται, και σε κοιτούν
στα μάτια. Σου είπα: Ο Διάβολος είναι κρυμμένος μέσα στην ομορφιά. Ο
ανυποψίαστος δεν βλέπει τίποτε. Αυτός όμως που ξέρει, τρελαίνεται.
Ένιωσα κάποια αμηχανία. Και μετά τον ρωτώ με σεβασμό:
—Εσύ ποια διαδρομή κάνεις συνήθως, για μιάμιση ώρα;
Διστάζει λίγο· καταλαβαίνω ότι μου απαντάει μόνο και μόνο επειδή έχουμε
αναπτύξει κάποια οικειότητα:
—Εδώ και δυο χρόνια δεν πεζοπορώ έξω, για τους λόγους που σου είπα. Το μυαλό
μου μουδιάζει απ’ την ομορφιά και ξαστοχώ τον Θεό. Χάνω τους λογισμούς μου. Κι
ένιωσα πως κάθε μήνα χειροτέρευα. Άρχισα να κάνω περίεργες σκέψεις κάθε που
έβγαινα να περπατήσω. Οπότε πήρα έναν διάδρομο στο κελί και τρέχω εκεί μέσα,
ήσυχος, ολομόναχος.
Δεν το συνειδητοποιώ μόλις το λέει. Μετά μου ’ρχεται να γελάσω – κρατιέμαι.
Δεν το πιστεύω. Περνάει ένα λεπτό για να τον ρωτήσω σχεδόν τραυλίζοντας:
—Τι… τι διάδρομο; Γυμναστικής; Κανονικό διάδρομο, ηλεκτρονικό, για τρέξιμο;
—Ναι, μου απαντάει ήρεμα. Το εξήγησα στον ηγούμενο και έδειξε κατανόηση.
Του είπα για τους πειρασμούς που μου έφερνε η βόλτα έξω. Οπότε βγήκα με την
άδειά του στη Χαλκιδική, αγόρασα έναν καλό διάδρομο, μάρκας «Technogym», και
μου τον έφεραν στο κελί. Από τότε, εδώ και δυο χρόνια, έχω ξαναβρεί τον εαυτό
μου. Τρέχοντας επιτόπου και επαναλαμβάνοντας τη μονολόγιστο ευχή: «Κύριε
Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ξαναβρίσκω τη νηφάλιο μέθη. Τη χαρμονή του πένθους
μέσα στην κλειστή μοναξιά. Νιώθω ότι έτσι φτάνω στη νήψη, χωρίς τους
περισπασμούς της φύσης.
Στρώνει λίγο το ζωστικό του και μετά:
—Κάθε φορά, στην αρχή, λύπη φυτεύεται μέσα μου. Αλλά συνεχίζοντας να τρέχω
μέσα στο κελί και να μονολογώ, νιώθω ότι ανυψώνομαι, ότι φτάνω σιγά σιγά στην
κατάνευση και μετά σε μια έξαρση. Στην έκσταση. Φτάνω στο αψηλάφιστο, μέχρι
που κάποια στιγμή, για λίγο έστω, αγγίζω το φόρεμα της προκαθήμενης της
Αγάπης. Της Παναγιάς.
Μένω βουβός. Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω αυτά που ακούω. Τον πιστεύω
και δεν τον πιστεύω. Τον κοιτώ και προσπαθώ να καταλάβω αν λέει αλήθεια ή
υπερβάλλει. Αν όλα αυτά είναι μια επινόηση, ένα παραλήρημα, ή αν ο Γέροντας
Ιωάννης έχει αρχίσει να χάνει τα μυαλά του πράγματι.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα και τη νύχτα με βασανίζουν αυτές οι σκέψεις. Δεν
μπορώ να ησυχάσω.
Το πρωί, μετά την Τράπεζα, το διάστημα που οι καλόγεροι έχουν αρκετό χρόνο
δικό τους και τον περνούν έξω ή στο κελί τους, αποσύρομαι στον ξενώνα
περιμένοντας να φτάσει η ώρα οχτώ. Μετά ξεκινώ διστακτικά, προσεκτικά και
μάλλον λαθραία να περπατώ αθόρυβα μέσα απ’ τους περίπλοκους διαδρόμους προς
τα κελιά των καλογέρων, φροντίζοντας να μη με δει κανείς. Αν με συναντήσει
κάποιος, θα πω ότι χάθηκα στον λαβύρινθο της μονής. Ξέρω το κελί του Γέροντα
Ιωάννη από μια ξενάγηση που μου είχε κάνει σε όλο το μοναστήρι· είναι το
προτελευταίο σ’ έναν μακρύ, καμπυλωτό διάδρομο.
Από τύχη δεν συναντώ κάποιον καλόγερο – φτάνω τελικά, με άγχος πολύ και
αδημονία, μπροστά στο κελί, πλησιάζω αθόρυβα, σπρώχνω λίγο, απαλά την πόρτα
και τον βλέπω απ’ τη χαραμάδα. Φοράει μόνο τις μαύρες φόρμες και τα μαύρα
αθλητικά παπούτσια. Είναι ανεβασμένος στον διάδρομο, έναν καλό, ακριβό διάδρομο,
έχει βάλει την κλίση στις δεκαοχτώ μοίρες, δηλαδή στην ύψιστη ανηφόρα, με
ταχύτητα περίπου πέντε χιλιόμετρα την ώρα και μισοτρέχει, περπατάει γρήγορα,
κάθιδρος, σε απόλυτη έξαρση, με κοφτές ανάσες, μονολογώντας χαμηλόφωνα και
διαρκώς: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», χαμένος, κρατώντας στον ώμο του έναν
ξύλινο σταυρό, όχι πολύ μεγάλο, αλλά όχι λιγότερο βαρύ από είκοσι κιλά, έναν
σταυρό που έχει φτιάξει μάλλον ο ίδιος, μόνος του, ως ξυλουργός της μονής που
είναι, κουβαλώντας τον εκούσια και καθημερινά σε αυτό τον θεληματικό, στατικό
Γολγοθά. Το πρωινό φως μπαίνει λειψά, πλάγια απ’ το μικρό παραθυράκι του κελιού
– μέσα απ’ το κεφάλι του Γέροντα βλέπω να πετάγονται γαλαζωπά, φωτεινά
αγκάθια, σαν το δεκάκτινο κάλλος των αποστόλων.
Οι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά
Η ΚΥΡΙΑ ΜΑΙΡΗ χάρισε στη μάνα μου ένα παλιό, δικό της φόρεμα που είχε
πρωτοφορέσει σε χορό όταν ήταν δεκαεφτά χρονών – αδερφή του νομάρχη,
τότε, στην Ξάνθη. Το ύφασμα ήτανε ροζ σατέν χοντρό με τούλι απέξω, χαντρούλες
κεντημένες στο στήθος που γυάλιζαν και βαθύ ντεκολτέ με τιράντες. Η μαμά μου το
στένεψε κάπως επάνω κι επειδή ήταν μακρύ, μου το γύρισε από κάτω δυο φορές και
το έκανε κοντό, μίνι. Έβαλα στα μαλλιά ένα ματσάκι λουλούδια, φόρεσα άσπρο
καλσόν, παπουτσάκια μπαλέτου και ντύθηκα μπαλαρίνα. Ήμουν μια υπέροχη, πολύ
περήφανη για τη στολή της δωδεκάχρονη, ροζ μπαλαρίνα.
Ήταν η μέρα της Αποκριάς και τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη», όπου πήγαινα
αγγλικά, οργάνωναν τον ετήσιο χορό bal d’enfant. Η μαμά μου την προηγούμενη
χρονιά με είχε ντύσει χανούμισσα: έκοψε ένα ντιβανοσκέπασμα λίγο γυαλιστερό,
προς το χρυσαφί, και μου έφτιαξε μια βράκα, ένα σαλβάρι φαρδύ. Για αποπάνω μού
έφτιαξε ένα κοντό πουκαμισάκι, ώστε ενδιάμεσα να φαίνεται γυμνή η κοιλίτσα μου –
στο ύφασμα έραψε φλουράκια που στραφτάλιζαν, μου έκανε από τούλι έναν φερετζέ,
όπου επίσης σκάλωσε φλουράκια. Και μου έφτιαξε τα μαλλιά μου σγουρούτσικα,
κατσαρά, με ρολά που φόρεσα υπομονετικά όλη την προηγούμενη νύχτα.
Μέναμε στις Σέρρες εκείνα τα χρόνια, στην οδό Κύπρου, που ήταν προέκταση της
οδού Μεραρχίας, λίγο πιο πάνω απ’ την πλατεία. Νοικιάζαμε το ισόγειο μιας
μονοκατοικίας· στον πάνω όροφο έμενε ο κύριος Αλέκος, ταγματάρχης της
Στρατολογίας. Αυτός είχε εδώ κι έναν χρόνο μετατεθεί δυσμενώς απ’ την Αθήνα στη
μεραρχία, με τη γυναίκα του, την υπέροχη κυρία Μαίρη, την οποία όπως έλεγε την
ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα: την πρόσεξε μέσα στο λεωφορείο όταν αυτή κάθισε
απέναντί του και τράβηξε τη φούστα της να είναι πολύ κάτω απ’ το γόνατο. Η
ομορφιά της και εκείνη η χειρονομία της με τη φούστα τον εντυπωσίασαν – παιδιά
δεν είχαν, όμως φαίνονταν να περνούνε πολύ καλά. Εμένα ο πατέρας μου τότε
δούλευε στην εταιρεία «ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ» που έφτιαχνε τους περιφερειακούς δρόμους των
Σερρών, τη σύνδεση με τα χωριά, ως μηχανοτεχνίτης. 1971. Τα μεροκάματα ήταν
καλά αλλά δούλευε μόνο αυτός απ’ την οικογένεια και τα φέρναμε βόλτα κάπως
δύσκολα, γιατί είχε γεννηθεί πριν από δυο χρόνια και ο μικρός μου αδερφός – οπότε
φέτος, στις Αποκριές, επειδή δεν είχαμε χρήματα να νοικιάσω ή να αγοράσω κάποια
στολή, μας έδωσε τη λύση ευτυχώς η κυρία Μαίρη, με την οποία η μάνα μου είχε
πολύ καλή κι εγκάρδια σχέση.
Γενικώς περνούσαμε όχι άσκημα – ζούσαμε την Μπελ Επόκ της φτώχειας. Εγώ
πήγαινα στο 9ο Δημοτικό Σχολείο που ήταν το πιο καλό της πόλης, πέτρινο με
κηπάκι, όπου φοιτούσαν τα παιδιά των κάπως αστικών οικογενειών. Θυμάμαι ότι
ήμασταν στην ίδια τάξη με τον γιο του πρώην δημάρχου (απολυμένου απ’ τη
δικτατορία), τον Γιώργο Ανδρέου, τον γνωστό συνθέτη σήμερα, που ερχόταν τότε
στο σχολείο κάθε πρωί πεντακάθαρος, με κοντό παντελονάκι, πουκάμισο, παπιγιόν
και ζακετούλα. Έκανα παρέα με την Κατερίνα Τενεκετζή, μια τσαούσα με
ξανθοκόκκινα μαλλιά – πήγαινα σπίτι της, που ήταν ένα διώροφο στην περιοχή των
Εμπορικών. Ο πατέρας της είχε κατάστημα σιδηρικών. Ανεβαίναμε να παίξουμε
στον πάνω όροφο, όπου η μαμά της Κατερίνας φυλούσε σε μια τρίφυλλη ντουλάπα
με καθρέφτες όλα της τα σετ για μακιγιάζ: πούδρες, θήκες περιποίησης νυχιών,
καλσόν και φορέματα. Όλα της τα ρούχα τα βγάζαμε και τα φορούσαμε, αν και μας
έρχονταν μεγάλα, τεράστια· νυχτικιές, φούστες, διάφορα κομπινεζόν: σομόν, στο
χρώμα της σαμπάνιας, στο γκρι του πάγου, σε ανοιχτό κυπαρισσί, με τιραντάκια.
Από πάνω τυλιγόμασταν με εσάρπες, βάφαμε τα χείλη μας με διάφορα κραγιόν και
πηγαινοερχόμασταν πέρα δώθε κουνιστές, καμαρωτές, και κάναμε τις κυρίες. Έναν
διάδρομο που έβγαζε στο ταρατσάκι τον είχαμε μετατρέψει σε πασαρέλα.
Τα απογεύματα κάναμε συχνά βόλτα στην οδό Μεραρχίας οικογενειακώς, έχοντας
τον μικρό μου αδερφό στο καροτσάκι – συνήθως, ύστερα από μερικές διαδρομές, μας
πήγαινε ο μπαμπάς μου λίγο παρακάτω, στο περίφημο ζαχαροπλαστείο «Βασάκη»,
να φάμε πουτίγκα.
Σε μια κάθετο της οδού Μεραρχίας ήταν τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη» όπου
έκανα δύο φορές την εβδομάδα αγγλικά – ντυμένη τώρα μπαλαρίνα, πολύ περήφανη
μέσα στο κοντό, μεταποιημένο ροζ φόρεμα της κυρίας Μαίρης, λαμπερή, ξεκίνησα
απ’ το σπίτι να πάω στο bal d’enfant. Είχα αρχίσει να μπαίνω στην εφηβεία, να
σχηματίζομαι. Το στήθος μου είχε μεγαλώσει κάπως και τα μπουτάκια μου είχαν
αρχίσει να σαρκώνονται· ένιωθα ήδη ανησυχίες και να έχω κάποιο ενδιαφέρον για τα
αγόρια και τους άνδρες.
Στο μέσον της διαδρομής, στην πλατεία, ήταν ένα περίπτερο απ’ όπου συνήθως
αγόραζα Μίκυ Μάους, Κατερίνα και Μπλεκ. Μερικές φορές που δεν είχα χρήματα,
στεκόμουνα όρθια και τα ξεφύλλιζα, δηλαδή ο περιπτεράς, ο κύριος Λουκάς, ένας
μονόχειρας ανάπηρος, με άφηνε να τα ξεφυλλίζω, να τα διαβάζω στα γρήγορα χωρίς
χρήματα. Περνώντας είδα πως είχε έρθει καινούργιο τεύχος του Μπλεκ, αλλά εμένα
το μυαλό μου ήταν στον χορό και προχώρησα γρήγορα.
Το bal d’enfant γινότανε σε μια μεγάλη, φωτισμένη σάλα στον πρώτο όροφο του
«Στρατηγάκη», με κρεμασμένες παντού σερπαντίνες, διάσπαρτο χαρτοπόλεμο,
αναψυκτικά και μουσική από μαγνητόφωνο – παίζανε δυνατά Μπητλς και ελληνική
ποπ. Είχε πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Η Κατερίνα ήρθε ντυμένη κολομπίνα.
Ξεσάλωναν όλοι στον χορό, κυρίως σέικ, αλλά κάποια στιγμή χορέψαμε και γιάνκα,
ομαδικά, όλοι μαζί. Οι πάντες, σχεδόν, επαινούσαν τη στολή μου της μπαλαρίνας και
πολλά αγόρια ήθελαν να χορέψουμε μαζί – νομίζω ότι κάποια με φλέρταραν, όμως
εμένα δεν μου άρεσε κανένα ιδιαίτερα. Δεν ξέρω πώς, μου είχαν κολλήσει στο μυαλό
οι χιονοδρόμοι που είδα την προηγούμενη χρονιά, την 25η Μαρτίου. Στην οδό
Μεραρχίας είχε γίνει η στρατιωτική παρέλαση, όπου είχα πάει με τη φίλη μου την
Κατερίνα. Κάποια στιγμή μετά τους λοκατζήδες παρέλασε το τμήμα του
«Χιονοδρομικού Ομίλου Λαϊλιά», ψηλοί, πανέμορφοι νέοι άνδρες με ολόασπρες
στολές, κατάλευκες κουκούλες, άσπρες αρβύλες και κρατώντας τα σκι επ’ ώμου.
Ήταν σαν να περνούσε ένα τάγμα αγγέλων και μεις με την Κατερίνα στεκόμασταν
και τους θαυμάζαμε άναυδες, με ανοιχτό το στόμα.
Λίγο μετά το μεσημεράκι ο χορός στου «Στρατηγάκη» είχε κοπάσει κάπως.
Είχαμε κουραστεί, ξεποδαριαστεί – οπότε τα παιδιά άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν.
Βγήκαμε και εμείς με τη φίλη μου και αποχαιρετιστήκαμε στην είσοδο.
Επιστρέφοντας σκέφτηκα να περάσω απ’ το περίπτερο, να πάρω κανένα περιοδικό
γιατί μου είχε δώσει η μητέρα μου πέντε δραχμές, να έχω μαζί μου μήπως τις
χρειαζόμουν. Έφτασα στο περίπτερο κάπως ξαναμμένη ακόμα απ’ τον χορό, πήγα
δίπλα, στα ράφια, κι άρχισα να ψάχνω να πάρω κανένα Μπλεκ ή καμιά Κατερίνα –
ξαφνικά, ενώ ξεφύλλιζα ένα τεύχος κι ήμουν έτοιμη να γυρίσω για να το αγοράσω,
νιώθω το χέρι του μονόχειρα περιπτερά, του κυρίου Λουκά, ο οποίος ήταν φαλακρός,
γύρω στα πενήντα κι είχε γείρει απ’ το μισάνοιχτο πορτάκι και με κοίταζε
λαίμαργα, νιώθω λοιπόν το απλωμένο χέρι του να μου χαϊδεύει το μπούτι μου με το
καλσόν, που φαινότανε ως ψηλά, λόγω της κοντής φουστίτσας της στολής.
Τρομοκρατημένη πετάω κάτω το περιοδικό και τρέχοντας και κλαίγοντας φεύγω
αλαφιασμένη – φτάνω στο σπίτι λαχανιασμένη, τρομαγμένη, μέσα στα δάκρυα, και
τα λέω όλα στη μάνα μου, που δεν μπορούσε να με συνεφέρει. Ο πατέρας μου λόγω
αργίας ήταν στο διπλανό δωμάτιο και ξεκουραζόταν διαβάζοντας εφημερίδα,
καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Μόλις ακούει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει,
πετιέται όπως ήταν με τις παντόφλες, ρίχνει πάνω του ένα σακάκι, πάει στην
κουζίνα, αρπάζει ένα κουζινομάχαιρο και βγαίνει τρέχοντας έξω αλαλιασμένος –
διασχίζει την απόσταση σε χρόνο μηδέν, φτάνει στον περιπτερά, τον αρπάζει, τον
σέρνει έξω με χαστούκια και κλοτσιές. Εκείνος τρέμοντας τον παρακαλεί να μην πει
τίποτε στη γυναίκα και στα παιδιά του, καθώς ο μπαμπάς μου τον έχει βάλει από
κάτω και κρατώντας με το δεξί το κουζινομάχαιρο, του λέει: «Θα σου κόψω και το
άλλο χέρι, παλιοτόμαρο, απ’ τον ώμο και θα δίνεις τα τσιγάρα με το στόμα».
Εκείνος κλαψουρίζει, παρακαλεί. Απ’ τη φασαρία και τις φωνές μαζεύεται κόσμος
από γύρω, σπεύδουνε κάνα δυο χωροφύλακες, τρέχουνε αξιωματικοί κι απ’ τη
μεραρχία να μάθουν τι συμβαίνει, και προσπαθούνε όλοι να πάρουνε το μαχαίρι απ’
τον πατέρα μου για να μην τον σφάξει. Εκείνος, αφού τον έδειρε τον περιπτερά και
τον ξεφτίλισε αρκετά, τον παράτησε αιμόφυρτο. Τους πήρανε και τους δύο τελικά οι
χωροφύλακες στο Τμήμα για κατάθεση και τους κράτησαν όλη τη νύχτα.
Ο πατέρας μου δεν θέλησε να του κάνει μήνυση – «Πήρε το μάθημά του», είπε
στους αστυνομικούς, «κι έγινε ρεζίλι σ’ όλες τις Σέρρες».
Πράγματι, το γεγονός διαδόθηκε μέσα σε μια ώρα σε όλη την πόλη.
Από εκείνη τη μέρα, όποτε περνούσα, ακόμα κι απέναντι απ’ το περίπτερο, ο
περιπτεράς μ’ έβλεπε, γύριζε το κεφάλι του αλλού κι άρχιζε να τρέμει ολόκληρος.
Μια διετία μετά φύγαμε απ’ τις Σέρρες για τον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης. Η
εταιρεία «ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ» είχε αναλάβει μια ασφαλτόστρωση της περιοχής, μέχρι τη
Σίνδο. Τη ροζ στολή της μπαλαρίνας την έχω ακόμα κρατημένη μέσα σε νάιλον,
ανέγγιχτη, ύστερα από σαράντα τόσα χρόνια – προχτές, λόγω των Απόκρεω, ήμουνα
μόνη στο σπίτι κι είδα τυχαία σε μια τηλεοπτική εκπομπή τον συμμαθητή μου στις
Σέρρες και συνθέτη Γιώργο Ανδρέου (με γκρίζα μαλλιά, πια) να παίζει πιάνο.
Σηκώθηκα, πήγα στην αποθήκη κι έψαξα τη στολή για να την ξαναδώ. Είχα να το
κάνω αυτό πάνω από τρεις δεκαετίες. Άνοιξα το νάιλον: το σατέν έχει χάσει κάπως
τη λάμψη του, τα τούλια έχουν αρκετά κιτρινίσει. Το καλσόν δεν το είχα κρατήσει.
Και το ένα παπουτσάκι μου του μπαλέτου χάθηκε – έψαξα σχολαστικά παντού αλλά
δεν μπόρεσα να το βρω πουθενά. Πήρα το παπουτσάκι που έχει σωθεί, κάθισα
αποκαμωμένη σε μια καρέκλα και το κοίταζα επίμονα, επί ώρα. Μόλις σήκωσα τα
μάτια, άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά μου σε άψογη παράταξη και με κινήσεις
ακριβείας εκείνοι οι πανέμορφοι, ψηλοί, εικοσάχρονοι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά,
ολόιδιοι, καμαρωτοί, ντυμένοι στα ολόλευκα, με άσπρες κουκούλες και λευκές
αρβύλες, ανέγγιχτοι απ’ τον χρόνο – ένα τάγμα αγγέλων με τα σκι κρατημένα
πλάγια επ’ ώμου, που περνούνε με βαρύ, συγχρονισμένο διασκελισμό εδώ μπροστά
μου, τραντάζοντάς με ολόκληρη, σύγκορμη.
Στο φανάρι
Ξ ΕΚΙΝΗΣΑΜΕ κατά τις δέκα το πρωί (κοσμική ώρα) με επίμονο ψιλόβροχο και
κοκορόχιονο – παραμονή Χριστουγέννων. Ο Γέροντας Θεόδωρος της Μαμής
προσφέρθηκε να με οδηγήσει απ’ το κελί του Ιωαννίκιου, έξω απ’ τις Καρυές, στο
κελί των Μυτιληναίων κοντά στη σκήτη του Βατοπεδίου, έξι ώρες διαδρομή με τα
πόδια, τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακριά, μέσα από άγριο τοπίο και μονοπάτια που
λίγοι γνωρίζουν. Ο καιρός ήταν πολύ κακός, έβρεχε εδώ και δυο μέρες ασταμάτητα
– αλλά έπρεπε να πάω να δω έναν ξάδερφό μου καλόγερο που αθλούσε εκεί, στους
Μυτιληναίους, να υπογράψει κάτι χαρτιά για τα κληρονομικά της οικογένειας.
Ο Γέροντας Θεόδωρος είχε αρπάξει μια μπουκάλα τσίπουρο, την έκρυψε στο
ζωστικό του, ντυθήκαμε καλά, φορέσαμε αποπάνω μια νιτσεράδα, πήραμε από μια
γκλίτσα και βγήκαμε στον δρόμο – ήδη στο πρώτο πεντάλεπτο πεζοπορίας είχαμε
γίνει μούσκεμα σχεδόν κατάσαρκα.
Ο Θεόδωρος προχωρούσε γοργά πέντε βήματα μπροστά μου, σαν αερικό.
Δυσκολευόμουνα να ακολουθήσω τον ρυθμό του, παρότι ήμουν είκοσι χρόνια
νεότερος – μας χτυπούσε η βροχή από διάφορες μεριές και ζοριζόμουνα απ’ τη
λάσπη, τις πέτρες και το ανώμαλο του εδάφους. Κεραυνοί έπεφταν στα βουνά και
ριπές ανέμου μάς βίτσιζαν από παντού – αλλ’ αυτός συνέχιζε απτόητος
μουρμουροψέλνοντας, θολός μέσα στο βροχόχιονο, μαύρη οπτασία, αρνούμενος να
μειώσει το βήμα του. Κάθε τόσο, χωρίς να σταματήσει, φώναζε με δυνατή φωνή στα
τυφλά:
—Ευλογημένοι κυνηγοί, μη μας πυροβολήσετε, άνθρωποι είμαστε κι όχι
αγριογούρουνα!
Ήξερε ότι υπήρχε αυτός ο κίνδυνος γιατί τέτοιες μέρες πλανώνται κυνηγοί στα
γύρω μέρη, κοσμικοί που υπηρετούν στον Άθω, ψάχνοντας για αγριόχοιρους.
Παρατηρούσα πάλι επίμονα από πίσω τον Γέροντα Θεόδωρο και σκεφτόμουνα
πως η αθωότητα είναι ανώτερη της εξυπνάδας, υψηλότερη και της ιδιοφυΐας. Το
έβλεπα ανέκαθεν πάνω του: Με πλησίαζε και υπήρχε και δεν υπήρχε ταυτόχρονα.
Νόμιζα ότι αν απλώσω το χέρι μου θα τον διαπεράσω, ότι είναι άυλος. Παρά το
ευδιάχυτο των αισθημάτων του, τον ένιωθα και δεν τον ένιωθα. Ήταν νόημα και μη
νόημα, ασκός εν πάχνη. Κρατούσε το πρωί, πριν φύγουμε, το ποτηράκι του
τσίπουρου με τέτοιο σεβασμό λες κι ήταν ιερό σκεύος. Προηγουμένως το είχε πλύνει
αργά, επίμονα, σχολαστικά. Το είχε σκουπίσει και γυαλίσει προσεκτικά και έλεγξε
την απόλυτη, ακηλίδωτη διαπερατότητα του γυαλιού κοιτώντας το κόντρα στο φως.
Μετά έβαλε λίγο τσίπουρο και προτού το πιει αργά, το γεύτηκε ηδονικά στα χείλη
και στη γλώσσα. Αυτό το έκανε σε κάθε γουλιά. Κάθε λίγο μασούσε με μεγάλη
απόλαυση μερικά απ’ τα ζεματισμένα χόρτα που είχε δίπλα του στο τραπέζι,
ραδίκια, αντίδια κι άλλα που ήξερε και μάζευε ο ίδιος. Μόνο χορταρικά και ψωμί
έτρωγε αυτός ο Γέροντας, ο Θεόδωρος της Μαμής, εδώ και πενήντα ένα χρόνια που
έκανε την αποταγή του και μπήκε καλογεράκι στο Όρος, το 1948 – και ήμασταν στα
1999, παραμονές Χριστουγέννων, όπως είπα, στο κελί του Ιωαννίκιου, του
«γκάνγκστερ». Έτσι τον έλεγε ο Θεόδωρος: «Εσύ δεν είσαι καλόγερος, είσαι
γκάνγκστερ», γιατί ο Ιωαννίκιος απλώς είχε βγει πολλές φορές απ’ τον Άθω και
είχε ταξιδέψει στην Αθήνα, στη Σουηδία και στην Αφρική για μοναστηριακές
υποθέσεις.
Δεν είχα γνωρίσει πιο αθώο άνθρωπο απ’ αυτόν τον Γέροντα, τον Θεόδωρο της
Μαμής, τον ξυλογλύπτη – κάθε τι το αντιμετώπιζε ως δώρο Θεού. Του έδινες ένα
πορτοκάλι και το κρατούσε σαν κάποιος που μόλις του είχαν δωρίσει μια πλάκα
χρυσού. Το οτιδήποτε ήταν γι’ αυτόν ένα θαύμα· είχε έναν γκαζοντενεκέ και ακόμα
και τα ζιζάνια και τα έντομα του μπαχτσέ –στο κελί της Αγίας Τριάδας, κοντά στη
σκήτη του Κουτλουμουσίου, όπου έμενε επί δεκαετίες με τον Γέροντά του– δεν τα
πείραζε, παρά τα μάζευε εκεί μέσα, στον ντενεκέ, και πήγαινε εκατό μέτρα πιο πέρα
και τα άφηνε σε ήσυχο και απάτητο μέρος. Με το που μπήκε στον Άθω έγινε
υποτακτικός του Γέροντα Σωφρόνιου που τον έλεγαν Μαμή, γιατί σε οποιοδήποτε
κελί και σκήτη αν πήγαινε, επισκεπτόταν ή μετοικούσε, μπορούσε να βρει πού είχαν
κρύψει χρυσές λίρες ή λεφτά οι προηγούμενοι αθλήσαντες καλόγεροι που είχαν
πεθάνει, θαρρείς και τα μύριζε. Είχε αυτό το χάρισμα, ήταν κάτι σαν μέντιουμ. Γι’
αυτό τον έβγαλαν έτσι – εξ ου και ο Θεόδωρος της Μαμής, που υπηρέτησε τον
Σωφρόνιο με απόλυτη αγάπη και σεβασμό επί πολλά χρόνια. Από εκείνον διδάχτηκε
την ξυλογλυπτική, πώς να φτιάχνει θυμίαμα και κομποσκοίνια, απ’ τα οποία
εξοικονομούσαν τα προς το ζην πουλώντας τα σε μαγαζιά στις Καρυές· κυρίως όμως
είχε γίνει δεινός, φημισμένος ξυλογλύπτης.
Όταν πέθανε η Μαμή, ο Θεόδωρος έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και το γύρισε στο
πιοτό. Σε έξι μήνες έγινε αλκοολικός, αλλά το τσίπουρο (και το κονιάκ που του
έφερνα εγώ) δεν τον πείραζε ιδιαίτερα, εφόσον μια ζωή σχεδόν τρώει μόνο
ζεματιστά χόρτα και άρτο. Τίποτε άλλο. Και παρά το αλκοόλ, κρατάει όλες τις
νηστείες ευλαβικά, έχει ευστάθεια τρόπων, τηρεί σεβαστικά την ιεραρχία και κάνει
τις πιο δύσκολες χειρωνακτικές δουλειές. Πέρσι τον είδα να έχει στον ώμο του ένα
σακί τσιμέντο πενήντα κιλών και να το ανεβάζει τρέχοντας στην ανηφόρα, σε κάτι
επισκευές που έκαναν σε ένα γεφυράκι κοσμικοί εργάτες λίγο πιο πάνω απ’ το κελί
του. Ήταν μισομεθυσμένος κι ανέβαζε τα σακιά τρέχοντας – έχει ακόμα, στην
ηλικία του, πεντακάθαρο και υγιέστατο οργανισμό, ίσως λόγω χορτοφαγίας.
Πέρσι, το 1998, έπρεπε να βγει απ’ το Όρος και να κάνει μια εγχείρηση
καταρράκτη στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης με το οποίο οι μονές
έχουν κάποια σύμβαση. Ήρθα να τον πάρω και να τον συνοδεύσω, με χίλια ζόρια
μπήκε στο ασθενοφόρο. Φώναζε, ούρλιαζε, δεν ήθελε, επέμενε ότι θα τον γιάνει ο
Θεός. Είχε να βγει πενήντα χρόνια απ’ τον Άθω – τελικά τον σύραμε σχεδόν και η
επέμβαση πήγε καλά. Θεραπεύτηκε. Και είδε τον έξω κόσμο ύστερα από πέντε
δεκαετίες. Μετά, που τον ρώτησα τι του έκανε εντύπωση στη διαδρομή, μου είπε για
ένα παρκάκι που ήταν δίπλα στο νοσοκομείο κι είχε μέσα πέντε αναμμένους
γλόμπους:
—Είδα εκείνο το λιβάδι, με τα πέντε φεγγάρια. Πρώτη φορά είδα πέντε φεγγάρια
μαζί.
Τον ρώτησα πώς του φάνηκαν οι γυναίκες.
Απάντησε:
—Είναι σαν τους Αλβανούς. Με μακριά μαλλιά και τσουλούφια.
Ο καιρός χειροτέρευε. Προχωρούσαμε ανάμεσα στα βουνά, όλο και πιο δύσκολα,
υπό κόλαφον βροχής. Δυο φορές ο Γέροντας, που κάθε τόσο τραβούσε την μπουκάλα
απ’ το ζωστικό του κι έπινε τσίπουρο, γλίστρησε και κουτρουβαλίστηκε – την τρίτη
παραλίγο να πέσει σ’ έναν μικρό γκρεμό, αλλά πρόλαβε και πιάστηκε από κάτι
τσαλιά, έκοψε τη φόρα και μετά αρπάχτηκε απ’ τη ρίζα μιας παλαβοσυκιάς. Έτρεξα
και τον τράβηξα με δυσκολία· είχε αγκυρώσει τα χέρια του ασφαλώς, τα χέρια του
που ήταν πολύ δυνατά απ’ την ξυλογλυπτική, κι έτσι, ευτυχώς, σώθηκε. Όμως από
κει και πέρα άρχισα να προχωρώ δίπλα του, να τον προσέχω, γιατί έπινε όλο και
περισσότερο. Το ζωστικό του είχε άσκημα σκιστεί. Διόλου δεν τον ένοιαξε, συνέχιζε
σταθερά το περπάτημα ενώ μιλούσε για διάφορα μόνος του, ανακάτευε εποχές,
αφηγούνταν περίεργες ιστορίες, παραληρούσε κι έβγαζε δικά του, απρόβλεπτα
συμπεράσματα. Λόγω της απόλυτης και σεπτής αθωότητάς του, είχε μιαν εντελώς
ποιητική αντίληψη του κόσμου. Έμπλεκε τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τον
Ιουστινιανό, την Άννα Κομνηνή με τη γιαγιά του και όλο θυμούνταν κάθε τόσο τον
αγιοχώματο Σωφρόνιο, τη Μαμή, που εδώ και μερικά χρόνια διέτριβε εν ουρανώ. Ο
Γέροντας Θεόδωρος έδινε στα πράγματα σχήματα που δίνει μόνο ο μύθος. Η χάρις
του με επισκίαζε και τον άκουγα άναυδος. Το νεροπόντι, το διαρκές ρυθμικό
περπάτημα, το ανεμόχολο και το αλκοόλ που έπινε τον ενέπνεαν και αναβόσβηνε,
φωσφόριζε ορεξάτος και διαφανής βαδίζοντας, σχεδόν διαφεύγοντας ανάμεσα στα
θολά επάργυρα βουνά, στους επηρμένους λόφους και στις βύθιες κατόψεις των
γκρεμών – ενώ η άχνα των υδάτων και το διπλοσάρωμα του ανέμου
σχετικοποιούσαν τα πάντα γύρω, σαν να πλανιόμασταν νύκτωρ με αντηλιά, έτσι που
νόμιζα πως περπατούσαμε στα θολά προάστια της Ουτοπίας. Ο Γέροντας έλεγε
κάθε τόσο διάφορα, έκανε χύμα εξαγόρευση λογισμών μπερδεύοντας τους χρόνους,
αλλάζοντας συχνά τις λέξεις και το νόημά τους· τον άκουγα αποσπασματικά
πασκίζοντας να προλαβαίνω το βήμα του. Είπε κάτι σαν: «Εψές με επισκέφτηκε ο
συγγραφεύς Δημήτριος Βικέλας», και μετά άκουσα να λέει: «Ανέκαθεν όλοι
ήμασταν ερασιτέχνες γέροι». Ύστερα μου φάνηκε ότι είπε: «Μέλισσες που
κηροπλαστούν εξαγωνικές σύριγγες», κατόπιν: «Τα ονόματα είναι νεότερα των
πραγμάτων», ή κάτι τέτοιο ανάμεσα σε άλλα, ακατανόητα, μάλλον κάποιο
απόσπασμα του Γρηγορίου Παλαμά. Είδε κάτι μίζερα δέντρα και αντί καχεκτικά τα
είπε «καχύποπτα». Τον ρώτησα, λαχανιασμένος:
—Γέροντα, έχεις δει ποτέ τηλεόραση;
—Βέβαια, απάντησε. Αυτό που έχει από κάτω τρανζίστορ κι αποπάνω έναν
καθρέφτη;
Δύσκολα κρατήθηκα να μη γελάσω. Τα χείλη του ήταν στόμιο πώλου αδαούς.
Η πραότητα και η αφέλειά του παροιμιώδεις. Μια φορά έφτιαξε πενήντα κιλά
θυμίαμα και πήγε να το πουλήσει στις Καρυές. Εκεί κάποιος πονηρός καλόγερος τον
ξεγέλασε και του το πήρε δίνοντάς του δήθεν σπάνια, ακριβά παλιά βιβλία, που πήγε
μετά να τα πουλήσει στο βιβλιοπωλείο. Ο βιβλιοπώλης τού είπε ότι είναι πλαστά,
καινούργια, και του έδωσε σύνολο πενήντα ευρώ, ενώ το θυμίαμα άξιζε χίλια
πεντακόσια. Με τα πενήντα ο Θεόδωρος πήγε στο παντοπωλείο και πήρε ένα
μπουκάλι καλό κονιάκ «Μεταξά», που του το χρέωσε ο μπακάλης τριάντα πέντε
ευρώ. Ήρθε, λοιπόν, μετά ο Γέροντας στο κελί του Ιωαννίκιου και τον ρωτάει:
—Γκάνγκστερ, εσύ που ’σαι κοσμογυρισμένος, πες μου πώς από χίλια πεντακόσια
ευρώ που άξιζε το θυμίαμα πήρα μόνο ένα μπουκάλι κονιάκ και μου έμειναν μόνο
δεκαπέντε ευρώ;
Κι ο Ιωαννίκιος του λέει:
—Έτσι είναι το εμπόριο.
Και μετά:
—Αλλά εσύ δεν είσαι έμπορος. Άσε να πουλάει αυτά που φτιάχνετε η Μαμή, που
είναι μέτριος ξυλογλύπτης αλλά οσφραίνεται το χρήμα. Πάντα οι ατάλαντοι είναι
καλύτεροι στις δημόσιες σχέσεις και στο εμπόριο. Όσο πιο μέτριος είναι κάποιος
πάνω στη σκηνή, τόσο πιο πονηρός είναι στα παρασκήνια. Εσύ δεν είσαι για
αλισβερίσια, αλλά φημισμένος ξυλογλύπτης. Είσαι καλλιτέχνης. Προσφοράρης.
Περπατούσαμε τώρα πιο προσεκτικά ανάμεσα σε αχνούς ομίχλης, όταν ξαφνικά
ακούστηκαν σε κοντινή απόσταση πυροβολισμοί. Ο Γέροντας στάθηκε για λίγο κι
επανέλαβε, πάλι, δυο φορές, φωνάζοντας δυνατά:
—Ευλογημένοι κυνηγοί, μην πυροβολείτε, δεν είμαστε αγριογούρουνα, είμαστε
άνθρωποι!
Συνεχίζαμε βαδίζοντας – περπατούσαμε τέσσερις ώρες συνεχώς κι είχα
εξαντληθεί, ενώ ο Θεόδωρος, και παρά το τσίπουρο που είχε πιει, πήγαινε
ανάλαφρος, φρέσκος, σαν να είχαμε μόλις ξεκινήσει.
Του ζήτησα να ξεκουραστούμε λίγο. Σταθήκαμε δίπλα σε έναν βράχο, καλυμμένοι
κάπως απ’ τον αέρα και τη βροχή. Εκεί άρχισε να μου λέει για το χωριό του,
καταγόταν απ’ την Κνίδη Γρεβενών, και για το τι τράβηξε απ’ τη Μαμή όταν ήταν
νεόκουρος μοναχός. Τον έστελνε για διακονήματα σε άλλα μακρινά μοναστήρια και
ήταν αναγκασμένος να περπατάει δεκαοχτώ ώρες συνεχώς, πήγαιν’-έλα. Μόλις
γύριζε, ο Σωφρόνιος τον ξανάστελνε αμέσως, χωρίς ανάπαυση, σε άλλη αποστολή
που είχε άλλες έξι ώρες συνεχές βάδισμα.
—Όμως έτσι κατάλαβα, μου είπε ο Θεόδωρος, την αξία και τη σημασία της
υπακοής – άρχισα να βιώνω, να νιώθω μέσα μου το φως του μοναχισμού. Την
αγαλλίαση της ζώσας σιγής. Δεν έκανα πια κανέναν γογγυσμό. Υπάκουα πρόθυμα.
Ο ιδρώτας μου δεν ξίνιζε πλέον, δεν μου μύριζε, ένιωθα ότι ευωδιάζει μύρο και
αγριοκυπάρισσο. Μπορεί να είναι άλλος ο φυσικός πατέρας μου, αλλά νιώθω κατά
χάριν υιός του Σωφρόνιου.
Ενώ μιλούσε παρατηρούσα τα χέρια του. Ήταν πανέμορφα, πολύ δυνατά,
γυμνασμένα και απ’ τις δουλειές, αν και ταλαιπωρημένα απ’ την ξυλογλυπτική που
την υπεραγαπούσε και εξαιτίας της μαράζωσε έπειτα από μια πενταετία και πέθανε:
τέσσερα χρόνια ύστερα απ’ αυτή την οδοιπορία που διηγούμαι, τον βρήκαν δύο φορές
πεσμένο σε χαντάκια, λόγω του αλκοόλ και πια των γηρατειών. Τον πήραν, του
δώσανε ένα κελί στη Μονή Κωνσταμονίτου και τον γηροκομούσαν. Μια μέρα είχε
πιει και πήγε να ανάψει στο κελί του τη σόμπα, αλλά κάηκε άσκημα στο δεξί του
χέρι που ήδη, από πριν, έτρεμε και δεν μπορούσε πια να σκαλίσει τα ξύλα, να κάνει
ξυλογλυπτική. Και εξαιτίας αυτού, χωρίς να έχει καμιάν αρρώστια, μαράζωσε,
έλιωσε σιγά σιγά και σε λίγο καιρό κοιμήθηκε.
Ξεκινήσαμε πάλι περπατώντας με ανανεωμένη διάθεση και κουράγιο –
σουρούπωνε και φοβόμουνα μη χάσουμε τα μονοπάτια κι επιπλέον είχαν αρχίσει να
ουρλιάζουν από μακριά λύκοι κι άλλα αγρίμια που μας μύρισαν και ολοένα
πλησίαζαν. Δεν είχα πάνω μου και κανένα όπλο, ούτε καν μαχαίρι, τίποτε, μόνο την
γκλίτσα. Ρωτώ τον Θεόδωρο κι αυτός μου λέει πως δεν κουβαλάει παρά μόνο ένα
σουγιαδάκι για να κόβει τα χόρτα που τρώει. Ταχύναμε το βήμα από φόβο, αν και
ήμασταν κατάκοποι, και φτάσαμε τελικά, ύστερα από εφτά συνολικά ώρες,
παγωμένοι μέχρι μυελού, μουσκεμένοι ολόκληροι, με σκισμένα ρούχα, σχεδόν
ημιθανείς (δηλαδή, εγώ – γιατί ο Γέροντας φαινόταν ακόμα να αντέχει) στο κελί των
Μυτιληναίων, σ’ έναν τόπο άγριο κι απροσπέλαστο μέσα στο βουνό, σε απόλυτη
ησυχία πια, γιατί η βροχή είχε κόψει. Τα χέρια μας ήταν ξυλιασμένα και τα πόδια
μας παπουδιασμένα απ’ το νερό, κούτσουρα. Λίγο πριν βραδιάσει, ο Θεόδωρος πήγε
και μάζεψε χόρτα για να τα φάει αργότερα. Και τώρα είχε πια νυχτώσει –
καθυστερήσαμε πολύ λόγω του καιρού και η μικρή πύλη του κελιού ήταν κλειστή. Ο
Γέροντας πήγε και την έκρουσε διακριτικά. Σε λίγη ώρα μισανοίγει ένας νέος,
μελαχρινός καλόγερος, δύσπιστα, προσεκτικά. Του λέει ο Θεόδωρος:
—Καλησπέρα, αδελφέ. Έχουμε την ευλογία να μπούμε, να ξεκουραστούμε, γιατί
περπατούμε εφτά ώρες στη βροχή;
Ο καλόγερος τον περιεργάστηκε, τρόμαξε λίγο από το πόσο ταλαιπωρημένοι
ήμασταν, δίστασε. Τότε βγήκα εγώ μπροστά και του είπα πως ερχόμαστε για να
συναντήσω τον ξάδερφό μου τον Γέροντα Αρσένιο, ότι ήταν επείγον να του μιλήσω
για κάποια οικογενειακά ζητήματα.
Ο νεαρός καλόγερος άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε επιτέλους στο αρχονταρίκι,
ένα περιποιημένο, λιτό δωμάτιο με λουλακί καναπέδες. Καθίσαμε και ο μοναχός μάς
πρόσφερε ένα ποτηράκι τσίπουρο και λουκούμι, λέγοντάς μας να περιμένουμε να μας
φέρει να αλλάξουμε ρούχα. Πριν ξεντυθούμε, ο Θεόδωρος έβγαλε απ’ το μουσκεμένο
ζωστικό του έναν ωραιότατο, ανάγλυφο ξύλινο σταυρό, διπλής όψεως, μήκους γύρω
στα δώδεκα εκατοστά, τυλιγμένο σε βρεγμένο ριζόχαρτο, που τον είχε σκαλίσει ο
ίδιος, και τον έδωσε στον νεαρό καλόγερο που λεγότανε Δημήτριος, τον χάρισε για
ευλογία στο κελί. Εκείνος τον ευχαρίστησε, πήγε μέσα και σε λίγο γύρισε με
πετσέτες και με δυο καθαρά ράσα, στεγνές, μάλλινες κάλτσες και παντόφλες – δεν
υπήρχαν ρούχα για λαϊκούς στο κελί. Κι έτσι για πρώτη φορά ντύθηκα καλόγερος
και ίσως να φαινόμουνα σχεδόν κανονικός Γέροντας, μια κι είχα κιόλας γένια τριών
ημερών. Ήθελα να δω πώς είμαι, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Το
ζωστικό μού ερχότανε καλό επάνω, μα στα πόδια ήταν κάπως κοντό. Του Θόδωρου
ήταν πολύ φαρδύ, έπλεε μέσα του, όμως ούτε που έδωσε σημασία· ίσως τον βόλεψε
κιόλας, γιατί τον είδα να παίρνει απ’ το βρεγμένο του ζωστικό το σουγιαδάκι και
την μπουκάλα με το τσίπουρο, απ’ το οποίο είχε πιει ήδη το ένα τρίτο, και να τα
κρύβει μέσα στο νέο, στεγνό, φαρδύ του ράσο.
Αλλάξαμε, λοιπόν, πήρε ο Δημήτριος τα ρούχα να τα βάλει να στεγνώσουν και
μετά μας πέρασε μέσα – ήδη εμείς ακούγαμε γλυκύτατες ψαλμωδίες από πριν. Το
κελί ήταν ως συνήθως χτισμένο σταυροειδώς και είχε, εκτός από το αρχονταρίκι,
άλλα έξι μικρά δωμάτια-κελιά μοναχών, διάδρομο ενδιάμεσα, έναν χώρο σαν σαλόνι,
μια κουζίνα και μια μικρή εκκλησιά στο βάθος, απέναντι. Νιώθαμε επιτέλους ζέστη,
τη θαλπωρή των χώρων όπου κυριαρχούσε διακριτική φωταψία και υποβολή απ’ τα
κεριά που έκαιγαν, το απέριττο των τοίχων όπου τρεμόπαιζαν μυστηριακές σκιές
θαρρείς απ’ τις ψυχές προηγούμενων καλογέρων που είχαν αθλήσει εδώ και
στοιχειώσει μέσα στο κτίσμα, κι από τις ψαλμωδίες που έρχονταν απ’ το βάθος, απ’
την εκκλησίτσα. Ένιωθα ήδη κάποιο είδος σιγουριάς και θέρμης, στα όρια της
αγαλλίασης. Δεν ήμουνα ποτέ ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά τώρα, λόγω της στέρησης και
της ταλαιπωρίας μας όλη μέρα, του κρύου και της πείνας, ένιωσα καλύτερα τη
σημασία της νηστείας (που δεν έκανα ποτέ) και κατάλαβα πως η απόλαυση είναι
συνάρτηση της αποχής. Έβλεπα αυτά τα νέα καλογέρια και είπα μέσα μου: «Αν
αφεθείς, τότε θα τους αισθανθείς». Και πράγματι, είχα περιέλθει σε μια κατάσταση
που κατανοούσα κάπως καλύτερα αυτούς τους νεαρούς μοναχούς. Ένιωθα κάποια
κένωση απ’ την οδοιπορία, την πείνα, το κρύο και την κόπωση και βίωνα με βαθιά
συγκίνηση την υποδοχή, τη φιλοξενία σε αυτό το λιτό κελί.
Ο Δημήτριος μας πήγε να ζεσταθούμε λίγο μπροστά στο τζάκι του κεντρικού
χώρου, να συνέλθουμε και μετά προχωρήσαμε προς την εκκλησία. Ήταν ελάχιστη,
με ιερό που χωρούσε έναν άνθρωπο, μικρή ιερή τράπεζα μπροστά και έξι στασίδια
γύρω. Πιάσαμε από ένα στασίδι, ενώ ο Αρσένιος, ο ξάδερφός μου, που με χαιρέτισε
με ένα νεύμα χωρίς να διακόψει τη λειτουργία, και ο Συμεών, κι αυτός απ’ τη
Μυτιλήνη, συνέχιζαν τις ψαλμωδίες – συνάμα μπήκαν και άρχισαν να τους
συνοδεύουν ο Δημήτριος και ο Θεόδωρος. Έψαλαν το «Χριστός γεννάται εκ
Παρθένου», το «Μεγάλυνον ψυχή μου», το «Μυστήριον ξένον» και άλλα τροπάρια
και καταβασίες, έτσι που είχαμε φτάσει σιγά σιγά, ανεπαίσθητα, σε ένα είδος
υποβολής και συγκίνησης που δεν είχα ξανανιώσει μέσα σε εκκλησιά. Γύριζα
διακριτικά και έβλεπα τον Θεόδωρο, που σε ορισμένες στιγμές δάκρυζε, έτρεμε το
πιγούνι του και μου φαινόταν πως στέκει μετέωρος, ως ανύποπτος αμνός, μέσα σε
μια νεφέλη λευκότητας.
Μετά τη λειτουργία αγκαλιαστήκαμε όλοι κι ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον
«Καλά Χριστούγεννα». Ο Δημήτριος έκανε τις συστάσεις, ο ξάδερφός μου ο
Αρσένιος ευχαριστήθηκε πολύ που με είδε και με έσφιξε στο στήθος του με θέρμη.
Σε λίγο ο Δημήτριος που ήταν φιλοξενούμενος –είχε κατεβεί από τη σκήτη του
Βατοπεδίου να συνεορτάσει με τους Μυτιληναίους– πήγε στην κουζίνα όπου είχε
φέρει και ετοιμάσει βραστό βακαλάο με ρύζι. Ο Θεόδωρος έτρεξε κοντά του και του
ζήτησε να ζεματίσει τα χόρτα του· του εξήγησε πως μόνο απ’ αυτά έτρωγε.
Καθίσαμε στην τράπεζα – οι Γέροντες θα γεύονταν φαγητό πρώτη φορά ύστερα
από μακρά νηστεία. Σταθήκαμε σιωπηλοί· ο Δημήτριος άρχισε να σερβίρει άρτο και
να γεμίζει τελετουργικά τα πιάτα με το φαγητό.
Ο Θεόδωρος είχε φέρει μια πιατελίτσα με τα χόρτα του και περίμενε.
Ο Δημήτριος, αφού μας μοίρασε το ρύζι και τον βακαλάο, σέρβιρε και από ένα
ποτήρι λευκό κρασί στον καθένα. Εκείνη τη στιγμή ο Θεόδωρος είπε: «Να βάλω
λίγο νερό», και γρήγορα πήγε μόνος του στην κουζίνα όπου γέμισε ένα νεροπότηρο
ως απάνω, ως τα χείλη σχεδόν, με το τσίπουρο που έκρυβε στο ζωστικό του. Γύρισε
και το άφησε μπροστά του – επειδή ήταν διαφανές, φαινόταν σαν νερό.
Οι Γέροντες έκαναν όλοι τον σταυρό τους και άρχισαν (όπως κι εγώ) να τρώνε με
όρεξη, ενώ παρατηρούσαν με περιέργεια, πλάγια, τον Θεόδωρο που απολάμβανε
αργά τα χόρτα του, σαν να ήταν το πιο σπάνιο, ακριβό και νόστιμο έδεσμα. Ο
ξάδερφός μου ο Αρσένιος δεν άντεξε και κάποια στιγμή τού είπε:
—Αδερφέ, καλά να τρως μόνο χόρτα, αλλά δεν πίνεις ένα ποτήρι κρασί, χρονιάρα
μέρα που είναι… Μόνο νερό;
Κι ο Θεόδωρος, σηκώνοντας το νεροπότηρο, αφού γεύτηκε καλά και μετά κατάπιε
μια γερή γουλιά τσίπουρο, απάντησε:
—Μόνο νερό. Ας με συγχωρήσει ο Χριστούλης μας. Μόνο νερό, αδερφέ. Δώρο
Θεού. Ευλογημένο να ’ναι.
Νυχιές στο πακέτο
Ο ΠΑΥΛΟΣ –έτσι επέμενε να τον φωνάζω όταν ερχότανε στο συνεργείο, σκέτο
Παύλο– είχε νταλκά με τα κατσαβίδια. Μανία με τη μουντζούρα. Μια
μέρα, μεσημεράκι, ήμασταν σκυμμένοι πάνω από τη μηχανή ενός τζιπ της
Χωροφυλακής που σχεδόν είχε χτυπήσει μπιέλα, ντυμένοι με τις μπλε φόρμες και
μέσα στη μαυρίλα, στα λάδια και στα γράσα. Αγνώριστοι. Ο Παύλος πάσκιζε να
πιάσει μια βίδα που του ξέφευγε για να τη βιδώσει στη μηχανή, αλλά δυσκολευόταν
και μου είπε: «Επειδή δεν μπορώ να ασχολούμαι κάθε μέρα με τους κινητήρες, έχει
φύγει το λάδι απ’ τα δάχτυλά μου» – εννοούσε κάτι που ξέρουν όλοι οι μηχανικοί:
την επιδεξιότητα που αποκτάς στα χέρια όταν δουλεύεις συνέχεια και τη χάνεις
γρήγορα αν σταματήσεις.
Ο γερο-Κάρολος πίνει μια γουλιά απ’ το «Jameson» με πάγο, κοιτάζει για λίγο
απ’ τα τζάμια του έξοχου ρετιρέ-μπαρ του «Electra Palace», όπου καθόμαστε, όλη
την υπέροχη θέα της Θεσσαλονίκης κάτω, δίπλα την απέραντη θάλασσα και μετά
συνεχίζει:
—Εκείνη τη στιγμή, ήταν, θυμάμαι, η 25η Οκτωβρίου του 1959, μπαίνει στο
υπόγειο συνεργείο ένας μαυριδερός ενωμοτάρχης με τη στολή, κακομούτρης κι
αυστηρός. Ένας πιλαφάς. Ο Τζιβένας ο Σταύρος, απ’ το 3ο Αστυνομικό Τμήμα.
Μας πλησιάζει και λέει αυταρχικά:
»—Ακόμα, ρε άχρηστοι, δεν το φτιάξατε το τζιπ; Πώς θα πάω στην παρέλαση
αύριο; Με τα πόδια;
»Κοιτάζει δίπλα μου σκυμμένο τον Παύλο, μέσα στη μουντζούρα, και συνεχίζει
λέγοντας σε μένα:
»—Βλέπω πως πήρες καινούργιο τσιράκι, ε Κάρολε; Και μάλιστα μεγάλο, γέρο
άνθρωπο. Διάλεξε κάναν νέο, ρε, είναι πιο σαΐνια.
»Σηκωθήκαμε και οι δύο απ’ τη μηχανή. Εγώ έτρεμα, κόντευα να κατουρηθώ απ’
τον φόβο μου – δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει ο βασιλιάς σ’ αυτή την προσβολή.
Γιατί ο άνθρωπος δίπλα μου με τις φόρμες και τα κατσαβίδια στα χέρια,
καταμουντζουρωμένος, αγνώριστος, ήταν ο βασιλιάς Παύλος. Η Αυτού Μεγαλειότης
βασιλιάς Παύλος των Ελλήνων. Ευτυχώς απ’ το σημείο που στεκόταν ο
ενωμοτάρχης δεν έβλεπε τα πόδια του, γιατί απ’ τη λαχτάρα του να ’ρθει στο
συνεργείο ξέχασε να αλλάξει παπούτσια και μαζί με τη φόρμα φορούσε μαύρα,
αστραφτερά λουστρίνια. Τον είχα γνωρίσει στο Κάιρο, στην Κατοχή, όπου είχε
καταφύγει η βασιλική οικογένεια για ένα διάστημα και βρέθηκα τότε, ως ειδικός
μηχανικός του στρατού, να φροντίζω τη “Rolls-Royce” του βασιλιά Γεωργίου του Β
´ – εκείνο τον καιρό ο Παύλος ο Α´ ήταν ακόμα πρίγκιπας, διάδοχος. Ο Γεώργιος ο
Β´ είχε τότε μια “Rolls-Royce Phantom” του 1939, μαύρη, με ενσωματωμένο μπαρ
στις πίσω θέσεις, δεξιοτίμονη. Την είχαν φέρει κι αυτήν στην Αίγυπτο· όσο ήταν
στην Ελλάδα, τη φρόντιζε ο Κερκυραίος Κώστας Κρόκος, μεγάλος μηχανικός, που
είχε εκπαιδευτεί στο εργοστάσιο της “Rolls” στην Αγγλία. Εκεί στο Κάιρο δεν ήρθε
και την ανέλαβα εγώ – από τύχη. Τότε γνώρισα και τον διάδοχο Παύλο, που
κατέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στο συνεργείο και με βοηθούσε. Είχε μεγάλο ζήλο και
τρέλα για τους κινητήρες. Το 1923, με την πρώτη εξορία της βασιλικής οικογένειας
στην Αγγλία, πήγε και δούλεψε με ψευδώνυμο, για έναν χρόνο, στις αερομηχανές
εσωτερικής καύσεως στα εργοστάσια “Armstrong-Whitworth”, στο Κόβεντρι.
Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα βόρεια απ’ το Λονδίνο. Πρίγκιπας τότε, που, όπως
έμαθα μετά, μιλούσε τέσσερις γλώσσες και δούλευε με ψευδώνυμο μέσα σ’ εκείνα τα
συνεργεία και στη μουντζούρα. Ήταν γεννημένος το 1901. Είχε πάθος από παιδί με
τα κατσαβίδια, τα γράσα και τα μπουλονόκλειδα – δεν ήθελε να γίνει βασιλιάς αλλά
μηχανικός αυτοκινήτων. Γι’ αυτό και την πρώτη φορά που του πρότειναν να
αναλάβει, νεότερος, τον θρόνο, αυτός είπε πως τον δικαιούται κατ’ αρχάς ο πατέρας
του. Κι έγινε βασιλιάς, από διάδοχος, αργότερα, με τον θάνατο του Γεωργίου Β´, το
1947, μέσα στον Εμφύλιο. Τη Φρειδερίκη την είχε παντρευτεί δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ο γερο-Κάρολος άναψε τσιγάρο. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά, λόγω ηλικίας. Θα
ήταν τώρα πάνω από ογδόντα αλλά είχε πλήρη διαύγεια. Ήταν ακόμα θολά ξανθός,
με παλιές φακίδες, ρυτιδιασμένος ανεπανόρθωτα, κάπως σκυφτός, χλομός, όμως τα
μάτια του κρατούσαν την παλιά λάμψη εκείνων που είναι αφοσιωμένοι κάπου – η
μάνα του ήταν Αγγλίδα. Είχαμε έρθει εδώ πάνω στο μπαρ του ξενοδοχείου για να
κάνω ένα ρεπορτάζ, μια συνέντευξη μαζί του σχετικά με τον Σταθμό Επισκευής
Αυτοκινήτων και τη Λέσχη της Χωροφυλακής, που ήταν πριν ακριβώς στο σημείο
όπου βρισκόμαστε, δηλαδή εδώ που είναι τώρα το «Electra Palace». Γκρεμίσανε τα
συνεργεία και τη Λέσχη και χτίσανε πάνω τους το ξενοδοχείο, το 1972. Αλλά η
συζήτησή μας ξεστράτισε γρήγορα προς τα βιώματά του κι αυτό με τον βασιλιά
Παύλο ήταν το πιο ισχυρό. Ο Κάρολος είδε επίμονα μέσα στο ποτήρι του το ουίσκι,
σαν για να ξεδιαλύνει στιγμές και γεγονότα, έριξε μια ματιά πλάγια, προς το μπαρ,
και συνέχισε:
—Είχα γνωρίσει έναν μηχανικό-ανθύπα που είχε έρθει μια φορά στο συνεργείο με
τον μεγαλειότατο. Αυτός είχε την ευθύνη για δύο σκάφη, δυο βενζινάκατους της
βασιλικής οικογένειας δεμένες πάντα στο Τουρκολίμανο. Τις φρόντιζε και τις
επισκεύαζε, αλλά μου έλεγε πως ο βασιλιάς Παύλος πήγαινε εκεί πολύ συχνά μόνος
του, ασυνόδευτος, με ένα μικρό «Triumph», φορούσε φόρμες, καπέλο –ένα τζόκεϊ,
για να μην τον αναγνωρίζουν– και συντηρούσε, γυάλιζε, έλυνε και ξανάδενε τις
μηχανές απ’ τα δύο σκάφη ώρες ολόκληρες· τρομπάριζε τις τροφοδοσίες, καθάριζε
τα φίλτρα, σένιαρε τα πάντα. Τις κρατούσε τσίλικες. Ή άνοιγε και σκάλιζε συνέχεια
τον κινητήρα του «Triumph». Κι εδώ, στη Θεσσαλονίκη, ερχότανε δυο φορές τον
χρόνο. Μία στις 25 Οκτωβρίου για τους εορτασμούς της 26ης, και μία τον Απρίλιο,
περνώντας να πάει, με συνοδεία, για κυνήγι στο Γκιαούρ Αντά, στον ποταμό Έβρο.
Έφτανε με το αεροπλάνο στη Μίκρα, όπου τον περίμενε η δική του «Silver Rolls-
Royce Wraith» με ανοιγόμενη, λευκή οροφή. Κάμπριο δηλαδή. Την έφερνε από πριν
ένας οδηγός απ’ την Αθήνα. Αυτηνής της είχανε βάλει κι απ’ τις δυο μεριές επιπλέον
προστατευτικά στα τζάμια, από σκληρό πλεξιγκλάς. Μόλις φτάνανε, ο βασιλιάς
έλεγε πάντα στους δικούς του –μένανε στο ξενοδοχείο «Mediterranean»– ότι πάει να
αλλάξει τις πλατίνες στη «Rolls». Κι έπαιρνε μόνος του το αυτοκίνητο κι ερχόταν σε
μένα, στο υπόγειο συνεργείο της Χωροφυλακής. Εγώ επειδή ήξερα ότι θα ’ρθει, του
είχα πάντα κρατημένη μια καθαρή φόρμα στο μέγεθός του. Έβαζε, σχεδόν έκρυβε,
τη «Rolls» σε μια γωνιά του συνεργείου, να μην πολυφαίνεται, φορούσε τη φόρμα
και καθόμασταν και δουλεύαμε χωμένοι στους χαλασμένους κινητήρες. Κεφάλι δεν
σήκωνε όλη μέρα. Τρελαινότανε για τις μηχανές. Τις ένιωθε. Του μιλούσαν.
Αφουγκραζόταν από μακριά κάθε περίεργο, ύποπτο ψίθυρο, ακόμα και τον πιο
ελάχιστο. Πώς να το πω… τις αισθανόταν λες κι ήταν ζωντανές. Δεν τις έβλεπε σαν
χόμπι, είχε μεράκι. Μεγάλο, σπάνιο ταλέντο στην πρακτική μηχανολογία. Και ήταν
νηφάλιος άνθρωπος, συγκρατημένος, θετικός. Δεν νευρίαζε ποτέ. Και μη νομίζεις
πως σ’ τα λέω αυτά επειδή είμαι βασιλικός. Όχι. Ποτέ δεν ήμουνα. Και τι νόημα θα
είχε τώρα. Μια φορά, απ’ τις τελευταίες που τον είδα και είχαμε πια κάποια, ας
πούμε, μικρή οικειότητα, τόλμησα να τον ρωτήσω, πλάγια, για τους πολιτικούς.
Έκανε ώρα να απαντήσει – δηλαδή, δεν απάντησε. Απλώς κούνησε το κεφάλι του
συλλογισμένος. Μετά μου είπε:
»—Ξέρεις, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που μια ζωή κάνουν κάτι διαφορετικό από
κείνο που αγαπούνε. Από εκείνο που θα ήθελαν να κάνουν. Εγώ νιώθω πραγματικός
βασιλιάς μόνο όταν είμαι χωμένος μέσα σε έναν κινητήρα. Τότε μόνο αισθάνομαι τον
κόσμο.
Ο γερο-Κάρολος έκανε μια παύση. Πήγε να ανάψει νέο τσιγάρο, αλλά το
μετάνιωσε και συνέχισε:
—Σαν αυτό το αριστοκρατικό, λαμπερό ξενοδοχείο, όπου είμαστε τώρα. Το
«Electra». Το ωραιότερο της πόλης. Το βλέπουν όλοι έτσι απέξω κι από μέσα, αλλά
λίγοι ξέρουν αυτές τις ιστορίες που κρύβει στα θεμέλια και στα υπόγεια. Τι
στοιχειώνει μες στα σπλάχνα του.
Ξανάπιασε το νήμα:
—Και για να γυρίσω στη σκηνή με τον ενωμοτάρχη – σαν τώρα το θυμάμαι: Είχε
πει λόγια απερίσκεπτα και πρόσβαλε τον βασιλιά. Κι ενώ εγώ έχω κατουρηθεί απ’
τον φόβο μου, μην ξέροντας πώς θα αντιδράσει, εκείνος έμεινε ατάραχος, ήρεμος, και
μου ’κανε νεύμα να μη μιλήσω. Απλώς άφησε τα εργαλεία προσεκτικά κάτω, στο
τσιμέντο, και πήγε ήρεμα πλάγια, στον διπλανό χώρο, σε μια μισοσκότεινη γωνιά
όπου είχε μισοκρύψει τη «Rolls». Μέσα στο αυτοκίνητο, πίσω, είχε ένα καινούργιο
μαγνητόφωνο «Grundig», με μπαταρίες. Από τα πρώτα στερεοφωνικά που είχαν
βγει. Του άρεσε πολύ η μουσική, είχε πάθος με την κλασική – διάβασα, αργότερα,
ότι τον Μάρτιο του 1964, ενώ ήταν ετοιμοθάνατος, φωνάξανε στο Τατόι την Τζίνα
Μπαχάουερ, που ήταν φίλη του, και του έπαιζε πιάνο στο διπλανό δωμάτιο για να
τον παρηγορήσει. Ενώ λοιπόν εγώ έλεγα στον ενωμοτάρχη πως το τζιπ του θα είναι
έτοιμο από βδομάδα και τον ξεπροβόδιζα προς την έξοδο, ο βασιλιάς Παύλος άνοιξε
το μαγνητόφωνο κι έβαλε μια μαγνητοταινία με σοβαρή μουσική. Έπαιζε πιάνο,
όπως μου είπε μετά, η Μπαχάουερ. Και ήταν πολύ παράξενο, πολύ αναπάντεχο το
πόσο όμορφα, πόσο καθαρά ακουγόταν και αντηχούσαν εκείνες οι νότες μέσα στους
γυμνούς, σκοτεινούς κι έρημους χώρους του τεράστιου υπόγειου συνεργείου. Μέχρι
και σε μένα άρεσε πολύ, που δεν άκουγα ποτέ τέτοιου είδους πράματα παρά μόνο
λαϊκά – ήταν η εποχή του Καζαντζίδη. Παρέλυσα, βουβάθηκα. Για πρώτη φορά το
κρύο γκαράζ μού φάνηκε σαν μεγάλη, ζεστή εκκλησία. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
»Μόλις φτάσαμε στην έξοδο, ο ενωμοτάρχης άκουσε τη μουσική, γύρισε
χαμογελώντας και μου είπε κοροϊδευτικά:
»—Μπα, τώρα ακούνε Μπετόβεν και τα κατσαβίδια;
»Στάθηκα ένα λεπτό και του εξήγησα χαμηλόφωνα και στα γρήγορα για ποιον
είχε μιλήσει πριν τόσο προσβλητικά. Τον είδα μέσα σ’ ένα λεπτό να ζαρώνει, να
γίνεται κατακίτρινος, σαν να ήταν άρρωστος πολύν καιρό, να κονταίνει, να του
κόβεται η αναπνοή. Άρχισε να τρέμει και μετά το ’βαλε στα πόδια, σαν
κυνηγημένος, τρέχοντας αλαλιασμένος στην ανηφόρα προς τη Μητροπόλεως, σαν να
’θελε να βρει κάπου να κρυφτεί.
»Γύρισα μέσα στο συνεργείο. Η μουσική απλωνόταν σε όλο τον χώρο, έπλεε και
αντιλαλούσε μαγευτικά. Με τρέλαινε. Πλησίασα διακριτικά τη μισοφωτισμένη
“Rolls”. Ο βασιλιάς Παύλος, μαύρος απ’ τη μουντζούρα, κουρασμένος, καθότανε
στη θέση του οδηγού με κλειστά τα μάτια, που μου φάνηκαν υγρά, σαν βουρκωμένα.
Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του χαλαρά πίσω, στο μαξιλαράκι της θέσης, κι
άκουγε μία μία τις νότες βυθισμένος, χαμένος, αλλοπαρμένος εντελώς.
Ξενοχάραγος άνθρωπος
Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ο Φώτης άκουσε τον επίμονο κοασμό του βατράχου στην
αυλή, αλλά δεν ήξερε πού ακριβώς κρυβόταν. Νόμιζε πως κάπου είχε
μπλοκαριστεί και βγήκε να τον ψάξει, να τον απελευθερώσει – τελικά κατάλαβε ότι
ήταν μέσα στη γλάστρα, στο χώμα μιας φρεσκοποτισμένης ντάλιας. Τον μισοείδε
λίγο ανάμεσα στα φύλλα να κινείται αργά, να ανακλαδίζεται κι έβαλε μέσα το χέρι
για να τον βγάλει· όμως ακουμπώντας τον ένιωσε σαν να τον χτύπησε ισχυρό
ηλεκτρικό ρεύμα ή να τον τσίμπησε οχιά. Δεν ήξερε ότι έπιασε τον τοξικό,
δηλητηριώδη βάτραχο που εδώ στην Κοζάνη τον λέμε ζιάμπα. Είναι μαύρος,
τεράστιος, βαρύς και η βλέννα του είναι φαρμακερή, το ίδιο επικίνδυνη με
θανατηφόρο τσίμπημα φιδιού αν έχει κάποιος σχετική αλλεργία. Ο Φώτης πρήστηκε
–είναι κι αυτός, όπως κι εγώ, δεκατριών χρόνων–, μπλάβιασε. Φωνάξανε τον γιατρό,
αλλά ύστερα από μια ώρα εκείνος δήλωσε πως δεν μπορούσε ή δεν ήξερε να κάνει
τίποτε. Δεν είχε αντιμετωπίσει ανάλογο περιστατικό, πάντως είπε ότι μάλλον το
παιδί έπαθε αλλεργικό σοκ απ’ την ισχυρή τοξίνη του βατράχου. Κάτι μαντζούνια
που έφερε μια πρακτική του χωριού, δεν έκαναν τίποτε. Και ο Φώτης χειροτέρευε,
μπήκε σε κώμα, ήταν πια για θάνατο – τον περίμεναν.
Επειδή είμαστε συγγενείς, μας φώναξε η μεγάλη του αδερφή η Ευρυδίκη (ξαδέρφη
μου) στο σπίτι, να πάμε να τον αποχαιρετίσουμε. Μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά
άτομα μέσα στο δωμάτιο, από γύρω και αποπάνω του. Στεκόμαστε καμιά ώρα, τον
κοιτούσαμε κλαίγοντας βουβά, οπότε γυρίζει και μας λέει η αδερφή του, ξαφνικά, το
απίστευτο:
—Φύγετε, γιατί όσο είστε εδώ μέσα δεν μπορεί να ησυχάσει και να βγει η ψυχή
του.
Το διαλύουμε κι εμείς, βγαίνουμε έξω – εγώ τραβάω για τη δεξαμενή, που είναι ο
αγαπημένος μας χώρος παιχνιδιού. Πάμε συνέχεια εκεί με τον Φώτη, γιατί
αγαπούμε πολύ το νερό και τα βατράχια. Αυτή τη μεγάλη, τσιμεντένια δεξαμενή,
για να ποτίζονται τα ζώα αλλά και τα χωράφια γύρω, την έφτιαξε πριν από δυο
χρόνια (1971) η ΜΟΜΑ και η Εταιρεία Εγγείων Βελτιώσεων, που ανέλαβαν να
κάνουνε βιώσιμο τον κάμπο της Κοζάνης: ανοίξανε πηγάδια, φρεάτια, αρδευτικά
κανάλια, κάνανε ψεκασμούς, στήσανε εκτοξευτήρες υδρονέφωσης, βάνες, φύτεψαν
οπωροφόρα, έστρωσαν, λίγο παραέξω, τον δρόμο με άσφαλτο. Τη στέρνα την
έχτισαν στο σημείο όπου ήταν ο λάκκος του Κουντουρά, μια γκιόλα που μάζευε νερό
κυρίως από τις βροχές και απ’ τα αυλάκια μικρών χειμάρρων που κατέβαιναν από το
διπλανό βουνό όταν έβρεχε. Η δεξαμενή αυτή είναι μεγάλη: έχει μήκος τριάντα
μέτρα, πλάτος δεκαπέντε και βάθος μέχρι ενάμισο μέτρο απ’ τη μια μεριά, ενώ απ’
την άλλη έχει τσιμεντένια σκαλάκια για να κατεβείς στον πάτο. Είναι πέντε λεπτά
απόσταση έξω απ’ το χωριό. Μετά, στα εκατό μέτρα, δίπλα στον στενό
χωματόδρομο βρίσκονται οι αποθήκες σταριού και κριθαριού, ένα πολύ μεγάλο
μονώροφο κτίσμα, πέντε μέτρα ύψος, ένα σιλό χτιστό, με χοντρά, ξύλινα εσωτερικά
δοκάρια που κρατούν την κεραμοσκεπή. Γύρω αγροί και στα εκατόν πενήντα μέτρα
ξεκινούν οι πρόποδες του βουνού.
Η δεξαμενή είναι πάντα γεμάτη με νερό κι όταν ξεχειλίζει ανοίγουν από πλάγια
μια κάνουλα και ποτίζονται με αυλάκια τα κοντινά χωράφια – σε αυτήν μάθαμε
μόνοι μας κολύμπι όλα τα παιδιά του χωριού. Και βέβαια γρήγορα γέμισε και με
βατράχια· συχνά, δε, έρχονται και νεροφίδες. Για μας όμως είναι μια πισίνα –
παίρνεις φόρα απέξω και βουτάς, με τη μόνη διαφορά ότι βγάζοντας το κεφάλι
βλέπεις να σε κοιτάζουν από γύρω καμιά δεκαριά βατράχια: αιωρούνται στην
επιφάνεια με γουρλωμένα μάτια, έτοιμα συνήθως να βυθιστούν γιατί είναι ντροπαλά,
ήρεμα, αν και μερικά είναι μεγάλα, πιθαμιάρικα.
Συχνά πάω μόνος μου στη δεξαμενή και τα παρατηρώ. Έρχονται κι αλιτήριοι
βάτραχοι από άλλες, κοντινές ή πιο μακρινές, περιοχές με νερομαζώματα, έλη,
τέλματα, ποταμάκια με αραιές καλαμιές ή κατασταλαγές του νερού που ξεραίνονται
χωνεύοντας τα βατραχίσια πεπρωμένα.
Κάθομαι στο τσιμεντένιο πεζούλι της δεξαμενής και τα ξαναβλέπω πάλι τώρα,
ακίνητος, να μην τα τρομάξω: Κάποια ηρεμούν στην επιφάνεια της δεξαμενής
σκεφτικά, άλλα φρουρούνε, κάτω, τον πυθμένα, αφήνοντας πού και πού φυσαλίδες.
Μερικά, επειδή έχει ησυχία, βγαίνουνε και αργοπερπατούν στο φαρδύ τσιμεντένιο
πεζούλι βαριά, μελαγχολικά, με γλιστρισιές, σαν να έχουν τύψεις επιβίωσης ή λες κι
έχουν διδαχτεί την απόγνωση στις εσπερινές ώρες της μελαγχολίας. Τα περισσότερα
είναι σε καφέ αποχρώσεις, φορούνε σταμπωτά αμπέχονα παραλλαγής, με σχεδόν
κυκλικά λαχούρια.
Ο καιρός είναι γκρίζος, έχει εκτεταμένη λευκή συννεφιά σαν ψευδοροφή από γύψο
κι απ’ τον ποδόγυρο του ουρανού κι ανάμεσα απ’ τα σύννεφα μπαίνουνε μακριές
θεωρίες φωτός. Γύρω απλώνονται τα πρασινισμένα χωράφια με τις ευθείες γραμμές
σποράς – είναι Μάρτιος και σε λίγο θα αρχίσουνε οι κοασμοί του ζευγαρώματος.
Μετά οι θηλυκές θα γεννήσουν, μέσα στη στέρνα ή σε κοντινές νερομαζιές, μακριούς
κολιέδες-ζελέ με αυγά, χιλιάδες αυγά που θα γίνουν γυρίνοι.
Πριν από τρεις μήνες σε αυτή τη δεξαμενή κάναμε και τα Θεοφάνια – μαζεύτηκε
όλο το χωριό, ο παπάς πέταξε τον σταυρό στο νερό κι εμείς, τα παιδιά, βουτήξαμε
με ζήλο να τον βγάλουμε.
Παρατηρώ τώρα έναν βάτραχο που στέκει στο ένα μέτρο πάνω στο τσιμέντο
στεγνώνοντας – είναι κι αυτός καφετής με λαχούρια και περιβάλλεται από βλέννα. Η
κοιλιά του κιτρινίζει ελαφρά, τα χρώματά του ιριδίζουν, διακρίνω στα φουσκωτά
πλευρά του τον αναπαλμό απ’ την καρδιά και τις εσωτερικές αρτηρίες. Σε αντίθεση
με εμάς, έχει πιο αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο και το στόμα του, ημικυκλικό,
χαμογελαστό, φτάνει ως τ’ αυτιά.
Ανάμεσα σε αυτά τα συνηθισμένα βατράχια, συχνά μπαίνει και το σόι των φρύνων
που είναι ισνάφι βατράχων πιο εντεψίζικο, σε πρασινωπό χρώμα και με εξογκώματα
γύρω απ’ τα μάτια – ζούνε όλοι μαζί, χωρίς πρόβλημα. Αλλά τις τοξικές, τις
δηλητηριώδεις ζιάμπες, τις συναντάς δύσκολα, υπάρχουν σε ελάχιστους αριθμούς·
σπάνια κάποια ασεβής ζιάμπα πλησιάζει στη δεξαμενή, στο χωριό ή μπαίνει σε
κήπους. Συνήθως ζούνε σε απόμακρα μέρη όπου έχει ησυχία, υγρασία και πιο άγρια
φύση. Οι ντόπιοι τις ξέρουν και τις αποφεύγουν, ή αν τις συναντήσουν τις
σκοτώνουνε από μακριά, με πέτρα ή με ξύλο, και τις παραχώνουνε επιτόπου,
αμέσως, αποφεύγοντας να τις αγγίξουν.
Όλα αυτά τώρα, η στέρνα, όπου ήρθα σαν για να τιμήσω τον ξάδερφό μου τον
Φώτη που τον περιμένουνε να πεθάνει, τα βατράχια, τα χωράφια, μου φαίνονται
βαριά, μελαγχολικά – κάθε μέρα, σχεδόν, όποτε δεν έχουμε σχολείο (είμαστε στην
ίδια τάξη) ή δουλειές, ερχόμαστε και παίζουμε εδώ μαζί. Συνέχεια. Το καλοκαίρι
πηγαίνουμε και παραδίπλα, στο σιλό: μπαίνουμε, ανεβαίνουμε με ξύλινη σκάλα στα
δοκάρια της σκεπής, ισορροπούμε στο χοντρό μεσοδόκι, κι από εκεί ψηλά, από τα
πέντε μέτρα ύψος, πηδάμε γελώντας κάτω, μέσα στις τεράστιες στοίβες σταριού ή
στα βουνά του κριθαριού – καρφωνόμαστε, με το πέσιμο, μέσα στους σπόρους μέχρι
τον λαιμό. Μετά μας πιάνει μεγάλη φαγούρα σε όλο το σώμα και φεύγουμε
τρέχοντας, ενώ ξεντυνόμαστε ταυτόχρονα, και πάμε και ορμάμε με βουτιά ή με
κωλοτούμπα μέσα στη δεξαμενή αλαλάζοντας.
Κατόπιν καθόμαστε στο τσιμέντο, λιαζόμαστε, μιλάμε φτερωτά για πολλά και
διάφορα και παρατηρούμε τα βατράχια ή τα περίεργα έντομα, κυρίως τα
ελικοπτεράκια (μπλε ελεκτρίκ, άλλα πρασινωπά φωσφοριζέ προς βεραμάν, ή
κιτρινωπά με μαύρα βαρελάκια) που έρχονται και πετούν πάνω απ’ το νερό,
φτεροκοπούνε μετέωρα, στον αέρα, σε ένα σταθερό σημείο ή κατεβαίνουνε αργά,
αγγίζουν για μια στιγμή την επιφάνεια και φεύγουν πετώντας πλάγια. Μερικές
μέρες που αλλάζει το νερό και φρεσκάρεται, είναι τόσο καθαρό που σκύβουμε και
αγγίζουμε τις μύτες μας στην επιφάνεια βλέποντας τον εαυτό μας σαν σε καθρέφτη
– ή κοιτώντας επίμονα τον πυθμένα, τον γεμάτο με γλίτσα και βρύα, παίρνει αυτός
σιγά σιγά άλλες διαστάσεις και φανταζόμαστε διάφορα, ας πούμε ότι δήθεν έχουμε
κολλήσει το πρόσωπό μας σε μια γυάλα με αστραφτερά χρυσόψαρα και τα
παρατηρούμε από κοντά, όπως κι εκείνο το ψεύτικο, κόκκινο βραχάκι στον διάφανο,
γυάλινο βυθό.
Φεύγω με βαριά καρδιά απ’ τη στέρνα και γυρίζω σπίτι περιμένοντας να μάθω τα
κακά μαντάτα – όμως δεν συμβαίνει τίποτε. Η κατάσταση του Φώτη είναι πολύ
κρίσιμη αλλά στάσιμη. Είναι σε κώμα, σε αφασία. Αναπνέει με το ζόρι, πρήζεται,
ξεπρήζεται κι αλλάζει χρώματα. Ο γιατρός τον έχει ξεγράψει.
Περνάει το βράδυ, άλλη μια μέρα και τη μεθεπομένη έρχεται ξανά η Ευρυδίκη και
μας ειδοποιεί να πάμε να τον αποχαιρετίσουμε, γιατί πια σβήνει. Μαζευόμαστε πάλι
καμιά είκοσι άτομα, αλλά απέξω, δεν μας αφήνουν να μπούμε στο δωμάτιο – μόνο η
μάνα του (η θεία μου η Όρσα) είναι συνέχεια εκεί μέσα και θρηνεί. Στεκόμαστε δυο,
τρεις ώρες όρθιοι από την αγωνία και περιμένουμε, κανείς δεν αντέχει να καθίσει.
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η αδερφή του, εξαντλημένη εντελώς,
ξεσταχυασμένη από τη συνεχή αγρυπνία επί τρία μερόνυχτα, φορώντας μαύρο
τσεμπέρι, σκοτεινή και με βουρκωμένα μάτια. Εμείς είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε
την κακή είδηση κι εκείνη λέει:
—Γύρεψε φασόλια.
Και μετά:
—Ξύπνησε ξαφνικά, συνήρθε και ζήτησε να φάει φασόλια.
Ευχαριστίες
Θερμές ευχαριστίες στον Στάθη Κοψαχείλη, στον Γιώργο Συμεωνίδη και στον
επιμελητή των κειμένων Δημήτρη Θάνα.