You are on page 1of 2

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η ( ζευγνύω )

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
 ζύγιος (ουσ.) : ο κωπηλάτης που κάθεται στη μεσαία σειρά κωπηλατών
 ζύγιος (επιθ.) : αυτός που ανήκει στο ζυγό ή είναι κατάλληλος γι’ αυτόν
 ζεύγλη: το καμπυλό μέρος του ζυγού
 διαζεύγνυμι : διαχωρίζω
 ζυγοστατω : ζυγίζω
 ζυγοποιω : φτιάχνω ζυγούς
 το ζυγόδεσμον : ιμάντας με τον οποίο ο ζυγός προσδένεται στο ξύλο της άμαξας
ο,η σύζυξ : ο σύζυγος, ο ενωμένος
 παραζεύγνυμι : ενώνω, παντρεύω
 αζυξ: ο άγαμος

ΑΡΧΑΙΑ/ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ


 ζευξις (-η) : 1) η σύνδεση, 2) το ζέψιμο των αλόγων
 ζευγμα : το μέσο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση
 ζευγος : κάθε ζευγάρι πραγμάτων
 ζευγίτης: ο Αθηναίος που διέθετε τόση γη όση έφτανε για να καλλιεργηθεί
με ένα ζευγάρι βοδιών
 ζευκτός : αυτός που μπορεί να ενωθεί, ο συνδεδεμένος
 ζυγω : ενώνω με τον ίδιο ζυγό
 ζύγωμα : (α.ε.) ο μοχλός που κλείνει και συγκρατεί την πόρτα
(ν.ε.) πλησίασμα
 διάζευξις: (-η) διαχωρισμός, διαζύγιο
 σύζευξις: (-η) συνένωση, γάμος
 συζυγία : συζυγικός δεσμός / ομάδα ρημάτων με ορισμένο σύστημα κλίσης
 ομόζυξ : ο ζεμένος με τον ίδιο ζυγό

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
 ζεύω: τοποθετώ ζώα στο ζυγό, για να σύρουν το φορτίο
 ζέψιμο : η πράξη και το αποτέλεσμα το ζεύω
 ζευγάς : γεωργός που έχει ένα ζευγάρι ζώων, συνήθων βοδιών (ο ζευγίτης)
 ζύγι: το ζύγισμα
 ζυγωματικός : ο σχετικός με το ζύγωμα του κρανίου
τα ζυγωματικά: τα οστά που βρίσκονται στα πλάγια του κρανίου
 ζυγοστάθμιση : διαδικασία που αποβλέπει στην εξουδετέρωση των
κραδασμών που δημιουργούνται κατά την περιστροφική ή
παλινδρομική κίνηση διαφόρων μαζών σε μηχανισμούς και
μηχανές
 διαζύγιο : διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση
 διαζευκτήριο : το επίσημο έγγραφο διαζυγίου
 διαζευγμένος: ο χωρισμένος
 σύζευγμα: το αποτέλεσμα της ένωσης

You might also like