You are on page 1of 5

Ποια η διαφορά;

Λέω σε κάποιον να πάει μια βόλτα και σκοτώνεται; Δε παγίδευσα το αποτέλεσμα. Το να


πηγαίνεις βόλτα δε παγιδεύει την αιτιώδη διαδρομή, ο κίνδυνος δεν είναι επαρκής, είναι
σχεδόν ανύπαρκτος.

Βάζω δηλητήριο και του λέω να πιει;

Όταν λέω σε κάποιον: Πιες το δηλητήριο, αν αυτός είναι εχέφρων, το αποτέλεσμα δεν
εξαρτάται από μένα. Αλλά εξαρτάται απόλυτα από τη βούλησή του. Αν δεν είναι,
εξαρτάται.

Το να οδηγά ένα αυτοκίνητο ένας ενήλικας οδηγός δεν είναι θέτει όρους κινδύνου για να
προκληθεί ένας θάνατος/σωματική βλάβη; Και να που έθεσε. Δε παγιδεύτηκε το έννομο
αγαθό; Όχι (ο κίνδυνος είναι λιγοστός). Το να το οδηγά όμως ένας ανήλικος ή ένας
ανήλικος χωρίς δίπλωμα θέτει.

Το να χειρίζεται όμως ένα πυρηνικό εργοστάσιο ένας άσχετος θέτει όρους κινδύνου

Παίρνω απόφαση να σκοτώσω κάποιον:

Για τους άλλους η συμπεριφορά μου (+δυνατότητα πραγμάτωσης) θέτει ένα ΚΙΝΔΥΝΟ για
το έννομο αγαθό.

Για μένα όμως δε θέτει κίνδυνο, αφού ελέγχω ο ίδιος τη συμπεριφορά μου.

Γι’ αυτό και όταν δεν γνωρίζω ότι κάποιος παγίδευσε το έννομο αγαθό, υπάρχει
παραυτουργία.

Όταν όμως το γνωρίζω, η δυνατότητα ελέγχου μου ΜΕΤΑ την πράξη του άλλου σπάει την
αιτιακή αλυσίδα του κινδύνου που δημιούργησε ο άλλος. Βλάπτω μόνο εγώ το αγαθό. (σαν
να φέρνει κάποιος άλλος έναν αιχμάλωτο και να τον σφάζω εγώ). Αρχή της ελεύθερης
βούλησης, που σπάει τις αιτιακές αλυσίδες.

Έτσι και στην κλοπή, αν δε δημιουργώ ΚΙΝΔΥΝΟ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, δεν υπάρχει έγκλημα
αντικειμενικά. Ένας από τους τρόπους να δημιουργήσω κίνδυνο ιδιοποίησης είναι να έχω
δόλο ιδιοποίησης. Τι θα συμβεί όμως στις περιπτώσεις που ο κίνδυνος αφορά άλλους
ιδιοποιητές;;

[Σε πλαίσια πλήρους ex post ντετερμινισμού, κανένας κίνδυνος δεν ήταν πρόσφορος να
προκαλέσει το αποτέλεσμα, αφού υπήρχε 0% πιθανότητα να προκαλέσει βλάβη. Η ίδια η
έννοια του κινδύνου είναι οξύμωρη, αφού τα πράγματα δε «θα μπορούσαν» να συμβούν
αλλιώς, με ένα μόνο τρόπο «θα συνέβαιναν». Οπότε μόνο ex ante μπορούμε να κρίνουμε
τον κίνδυνο, και μάλιστα χρησιμοποιώντας την υποθετική αιτιότητα που υποτίθεται τόσο
απεχθανόμαστε, η οποία πράγματι είναι ανύπαρκτη στο φυσικό κόσμο και υπάρχει μόνο
μέσα στο μυαλό μας. Επομένως, μήπως η προσπάθεια να φυσικοκρατικοποιήσουμε τον
κίνδυνο, ένα μέγεθος εγγενώς υποθετικό, η προσπάθεια «να αφαιρέσουμε την
προσφορότητα από την προσφορότητα» είναι μάταιη;]

Και μάλιστα μοιραία τον κίνδυνο τον κρίνουμε τελικά με το κριτήριο της προσφορότητας
του αντικειμενικού παρατηρητή ex ante. Το αυτοδύναμα αυτό σημαίνει. Που μάλιστα δεν
ισχύει σε περιπτώσεις σωρευτικής αιτότητας, όπου καμία από τις επιμέρους πράξεις δεν
επαρκούσε για να προκληθεί το αποτέλεσμα. Το αυτοδύναμα δεν ισχύει στην πολλαπλή
αιτιότητα, όταν χρειάστηκε και άλλη αμελής πράξη για να προκληθεί το αποτέλεσμα. Άρα
το σωστό είναι «έθεσε όρους κινδύνου, οι οποίοι μόνοι τους ή μαζί με άλλους, οδήγησαν
αναπόδραστα» (δυνητική διακινδύνευση τουλάχιστον, αποκλείεται η αφηρημένη).

Δηλαδή το κλειδί στη μηχανή θέτει δυνητική διακινδύνευση για το μωρό, και αφηρημένη
για τον ενήλικα. Άρα

Το σταματημένο φορτηγό έχει εξωτερική αμέλεια γιατί η φυσική ροή των αυτοκινήτων
είναι να πηγαίνουν μπροστά σε εκείνο το σημείο (δρόμος). Επομένως η (παράνομη)
στάθμευση θέτει όρους κινδύνου γιατί πηγαίνει ενάντια σε αυτή τη φυσική ροή. Η θέση
είναι ανάλογη με τα αυτοκίνητα να είναι σταματημένα, και το φορτηγό να τρέχει προς τα
πίσω (2ος νόμος του Νεύτωνα).

«Στα πλαίσια αυτής της θεωρίας (φυσικής ενότητας), δηλαδή, ο αιτιώδης σύνδεσμος
καταφάσκεται όταν η συμπεριφορά του δράστη έθεσε όρους κινδύνου για το
προστατευόμενο έννομο αγαθό, οι οποίοι αυτοδύναμα εξελίχθηκαν οδηγώντας στη
προσβολή του ή, στην περίπτωση των παραλείψεων, επέτρεψε τη δημιουργία των
συνθηκών που οδήγησαν στη μετουσίωση μιας άλλης ενέργειας σε αποτέλεσμα.”

Επί σώρευσης παραλείψεων: αν παραλείψεις να κάνεις το οτιδήποτε ως τι θα τιμωρηθείς;


Με 2 φόνους διά παραλείψεως; Είναι παράλογο. Προφανώς έναν παρέλειψες, γιατί έναν
μπορούσες. Και αν έπραττες, και πάλι παρέλειψες τον άλλο;

Άρα το λύνω στο αντικειμενικό επίπεδο;

Νομίζω ότι θέτω το στίγμα επί αυτού που ήταν εντός της κοινότητας κινδύνου και έσωσε τη
φάρα του. Ενώ αυτός που ήταν αμέτοχος δικαιολογείται; Και αν ο γιατρός έσωζε τους
λιγότερους ή κανέναν; Παρέλειψε να σκοτώσει ή να σώσει;

Άλλο η κατάσταση ανάγκης (όπου αν δε κάνω τίποτα δε θα τιμωρηθώ), και άλλο η


σύγκρουση καθηκόντων ενέργειας (όπου η αποδοχή παράλειψης εδώ θα παραβίαζε –και
παραβιάζει- τη σύλληψη του μεγέθους της παράλειψης ως δυνατότητας ενέργειας). Όταν
«γιατρεύει» τον έναν από τους 2 ο γιατρός αντικειμενικά ΔΕΝ παραλείπει, γιατί «είναι
απασχολημένος», η απολύτως στεγανή «μονάδα φροντίδας» που θα μπορούσε να
παράσχει εξαντλείται στον ένα. παράβαλε ένα μηχάνημα. Αν αδρανούσε και δεν
εκπλήρωνε κανένα από τα καθήκοντα ενέργειας θα τον τιμωρούσαμε για 2 εγκλήματα;
Αφού ούτε άρση του αδίκου, ούτε του καταλογισμού δέχεται κανείς εδώ.

Με το να μάθει ο άλλος τι κάνεις, δεν είναι πλέον πρόσφορη η ενέργειά του να προκαλέσει
το αποτέλεσμα. Από κει που υπήρχαν 2 αναγκαίες αιτίες για να προκληθεί το αποτέλεσμα,
τώρα είναι μόνο μία. Εκ των υστέρων ήταν/δεν ήταν αναγκαίες οι αιτίες για να προκληθεί
το αποτέλεσμα.

Στη μία περίπτωση παγιδεύεις μια αιτία, στην άλλη απλά τη βοηθάς. Ήταν δηλαδή στο χέρι
σου το να προκληθεί το αποτέλεσμα. =βάζω κάποιον στο τρένο και δε το λέω στον
δολοφόνο. Ουσιαστικά αν το ήξερε μπορεί να μη σκότωνε. Αν όμως θα σκότωνε έτσι κι
αλλιώς;

Μα αφού εκμεταλλεύεσαι την άγνοια του επιβάτη. Αυτό είναι το κρίσιμο. Για την
παγίδευση χρειαζόμαστε εκμετάλλευση άγνοιας, η οποία αν δεν υπήρχε θα απολιπόταν το
αποτέλεσμα.

Εξαρτάται το αν θα προχωρήσει κάποιος σε μια ενέργεια από το αν γνωρίζει; Τότε έχουμε


διάκριση μεταξύ παραυτουργίας και απλής συνέργειας.

Αν δεν εξαρτάται, τότε έχω παραυτουργία κάθε φορά.-------

Αν δεν έφερνες το κορμί θα μπορούσε να επέλθει το αποτέλεσμα; Αν αύξησες σημαντικά


την πιθανότητα είσαι αυτουργός.

όταν λέμε ότι το να φέρεις όπλο είναι δυνητικής διακινδύνευσης, οράμε τον άνθρωπο
αντικειμενικά, αντίθετα πχ με την πυρκαγιά όπου απαιτούμε στοιχείο που δεν εξαρτάται
από τη βούλησή του. όμως αυτό δεν είναι σωστό. εδώ είτε αφηρημένη διακινδύνευση θα
έχουμε είτε απόπειρα σωματικής βλάβης

εδώ όπως έχουμε

…………..

Πηγαίνω ένα θύμα σε κάποιον που έχει αποφασίσει να ανατινάξει, οποιοσδήποτε κι αν


είναι μέσα: προκαλώ πρωτογενώς το αποτέλεσμα (πρώτα λήφθηκε η δικιά του απόφαση,
μετά η δικιά μου)
Αν δε του το πω: εγώ πρωτογενώς. Αν του το πω: εγώ πρωτογενώς. Δεν υπάρχει
συναυτουργία (=συναπόφαση).

Πηγαίνω ένα θύμα σε κάποιον που δε το ξέρει, και αν το ήξερε δε θα ανατίναζε: ο άλλος
προκαλεί το αποτέλεσμα. Η απόφασή του είναι υπό τον όρο της μη γνώσης του.

Αυτός δεν θα ανατίναζε αν δε του πήγαινα. Πρώτα εγώ αποφασίζω, μετά αυτός. Αυτός
προκαλεί το αποτέλεσμα. Εγώ;

Contra: Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, ό.π., σ. 315, η οποία αρνείται τη χορήγηση αμνηστίας επί


συνθέτων πολιτικών εγκλημάτων

Μάλιστα, αν συγκρίναμε τις 2 συνταγματικές απαγορεύσεις, θα καταλήγαμε στο


συμπέρασμα ότι η απαγόρευση της αμνηστίας (47 Σ) είναι κατά τι αυστηρότερη από τη
γενική απαγόρευση διακριτικής ευεργέτησης (4 Σ), καθώς η πρώτη, αντίθετα με τη δεύτερη,
ενέχει in se τη διάκριση μεταξύ των εγκλημάτων που έχουν τελεστεί μέχρι τώρα και όσων
θα τελεστούν στο μέλλον1.

……………………………………………

Όσον αφορά τη φυσική ενότητα της πράξης, το ότι η νομοτυπική μορφή ενός εγκλήματος
περιγράφει ενίοτε πολλές μυϊκές ενέργειες ή ότι αυτές απορροφώνται/συγχωνεύονται στην
ίδια αντικειμενική υπόσταση γιατί προσβάλλουν την ίδια μονάδα εννόμου αγαθού, δε τις
στερεί από το χαρακτηρισμό τους ως μυϊκών ενεργειών.

1
Βλ. Χ. Σεβαστίδης, ό.π.
Αν ο δράστης έχει 2 σφαίρες και ρίξει μόνο τη μία επειδή ήθελε να κρατήσει την άλλη τι θα
λέγαμε; Ότι δε περάτωσε μια απόπειρα;

Αφού αρκούσε και μια μόνο σφαίρα για να στερήσει τη ζωή. Μια μόνο σφαίρα κινδύνευσε
τη ζωή. Το ότι υπήρξε μεταγενέστερα υπαναχώρηση, δεν αναιρεί τον ήδη επελθόντα
κίνδυνο. Ούτε μπορεί το σχέδιο του δράστη να μας καθορίζει το τι συνέβη αντικειμενικά.

………………………….

Εφόσον δεν ειρήνευσε στο ενδιάμεσο το έννομο αγαθό [η κοινωνικά σημαντική ιδιότητα],
θα πρέπει να διακρίνουμε 2 στιγμές.

Τη μια στιγμή υπάρχει ένα ζων σώμα, την επόμενη όχι.

Τη μια στιγμή υπάρχει ζων ακέραιο σώμα, την άλλη α) έχει βλαφθεί β) έχει κινδυνεύσει η
ζωή του. Αλλά παραμένει ζων.

Για να μπορεί να είναι ακέραιο, πρέπει να είναι ζων. Αν δεν είναι ζων, η «ακεραιότητα» δεν
έχει νόημα ως έννοια.

You might also like