Έκτισα τόσα χρόνια τη ζωή. Όπως θα πρέπει νάναι ως την είδα Με της ψυχής τα μάτια αναζητώντας Τ ωραίο και το Καλό στο κάθε τι.
Τι κι αν στη χλόη σέρνονται ερπετά;
Τι κι αν χορεύουν στα κύματα ναυάγια; Τι κι αν η κάμπια στο δέντρο τ΄ανθισμένο φαντάζει σαν αντίθεση σκληρή; Στη χλόη, στο κύμα και στο δέντρο λαμποκοπά κυρίαρχη, η Ωμορφιά.
Πέρασα με το μέτωπο ψηλά
μπροστά από την ασκήμια και δε λύγισα. Την καλωσύνη είχα στο στήθος μου γι΄ ασπίδα και βέλη την οργή μου και το Μϊσος. (Μια πανοπλία παράξενη, με κέντρο Τον κρίκο της Αγάπης προς τον Άνθρωπο Και τη χρυσή αλυσίδα της λατρείας Στο δίδυμο Ίνδαλμα: τ΄ωραίο και το Καλό).
Κι΄ όσο την εποχή μου ανασκαλίζω
Όσο αναπνέω την αύρα και τη φλόγα της, Τόσο πιστεύω πιο πολύ στην Ωρα Που την ασκήμια θα διώξει απ΄ τη ζωή.
Χαίρομαι τον Τεχνίτη που σκαλίζει
Ψηλά στ΄ αέτωμα της Αιωνιότητας σύμβολο και σκοπό την Ωμορφιά.
1 Χαίρομαι τον Σοφό που ξαναχτίζει τον κόσμο με της Γνώσης την πνοή.
Χαίρομαι την Ψυχή και το Μυαλό
στ΄αρμονικό τους βάδισμα που οδεύει Στο τέλειο, τη Δικαίωση και την Κάθαρση.
Χαίρομαι, πάνω απ΄όλα, την αμείλικτη
Πορεία της Ιστορίας και τα΄ άγγελμά της: --Η ιδέα δεν πεθαίνει. Ορμά κ΄αιμόφυρτη. Τον κόσμο ανασυνθέτει κι΄ όλο κτίζει Πάνω σ΄ ερείπια τα΄ΩΡΑΙΟ και το ΚΑΛΟ.