You are on page 1of 5

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΑΚΡΙΤΑ

Η ομίχλη είχε σκεπάσει το τοπίο και το Σαρακήνικο καράβι έδεσε στον απότομο όρμο χωρίς
να το δει κανείς. Ο Σαρακηνός καπετάνιος του, ο άρχοντας Αμιράς Μουσούρ, ήταν ένα
όμορφο, δυνατό και θαρραλέο παλικάρι που αψηφούσε τους εχθρούς του και με τις
παράτολμες ενέργειες του κυρίευε διάφορες πολιτείες.
Συχνά πυκνά έβγαινε με τους στρατιώτες του στα ανατολικά εδάφη της βυζαντινής
αυτοκρατορίας και λήστευαν πλεούμενα, χωριά και άλλοτε, ακόμη και μικρές οικογένειες
που δούλευαν τη γη και η συγκομιδή τους ήτανε το σιτάρι. Κατόπιν τα μοίραζε στη πατρίδα
του, στους φτωχούς που δεν είχαν φαγητό.
Ετούτη τη φορά έφτανε στο ίδιο σημείο που είχε προηγούμενα ληστέψει όχι για να κλέψει
πάλι πραμάτειες, αλλά για να αρπάξει μια γυναίκα που η ομορφιά της είχε ξεπεράσει τα
σύνορα του τόπου της. Ειρήνη, έτσι τη λέγανε, ήταν Ελληνίδα, κόρη του βασιλιά
Ανδρόνικου. Εκείνος σαν την είδε δυνατός έρωτας φούντωσε στην καρδιά του. Από εκείνη
τη στιγμή έβαλε στο μυαλό του να την πάρει στην πατρίδα του και να την κάνει γυναίκα του.
Μόνος του βγήκε στη στεριά. Οι άντρες του έμεινα στο πλεούμενο έτοιμοι να λάμνουν γερά
τα κουπιά σαν επέστρεφε ο αφέντης τους. Το αχνό φως του φεγγαριού τον έκρυβε από
τους σκοπούς του πύργου. Πλησίασε κάτω απ’ τα ψηλά τείχη, πέταξε ένα σχοινί κι άρχισε
σαν αράχνη να σκαρφαλώνει αθόρυβα τον ψηλό τοίχο. Κανείς δεν υπήρχε ξύπνιος να τον
δει, ακόμη και ο μοναδικός σκοπός κουρασμένος καθώς ήτανε είχε σκεπαστεί με την
ασπίδα του και κοιμότανε.
Αθόρυβα μπήκε στο δωμάτιο της Ειρήνης που είχε ύπνο βαθύ και δεν άκουσε θόρυβο να
την τρομάξει και να φωνάξει. Ο Μουσούρ, της φίμωσε το στόμα, την τύλιξε με ένα σεντόνι,
την έριξε στον ώμο του κι ευθύς πήρε την κατηφόρα για το καράβι του. Για κακή του τύχη τα
μουγκρητά της ξύπνησαν τα πέντε αδέλφια της που αμέσως αρματώθηκαν, καβάλησαν τ’
άλογα τους κι άρχισαν να τον κυνηγάνε.
Ο μικρότερος και πιο ανδρείος, ο Κωνσταντίνος, είχε το πιο γοργοπόδαρο άλογο και τον
έφτασε λίγο πριν σαλπάρει το καράβι του. Οργισμένος ζήτησε απ’ τον Μουσούρ, πίσω την
αδελφή του. Ο Μουσούρ αρνήθηκε. Τα δυο παλικάρια τράβηξαν τα σπαθιά τους και
μονομαχία άρχισε τρομερή. Φωτιές πετούσανε οι λάμες και ο θόρυβος του ατσαλιού
σκέπαζε τον παφλασμό της θάλασσας. Και η γη γεμάτη αντάρα τρέμοντας αναστέναζε
από την ανδρεία και το πείσμα των δυο παλικαριών.
Η Ειρήνη με δάκρια στα μάτια τους ικέτευε να σταματήσουν. Εκείνοι δεν την άκουγαν. Δυο
ώρες κράτησε η μονομαχία και κάποια στιγμή εξουθενωμένα τα δυο αρχοντόπουλα
στάθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο.
Ήταν κατάκοποι, αλλά σαν νεότερος ο Κωνσταντίνος είχε περισσότερη δύναμη και σήκωσε
το σπαθί του απειλητικά πάνω από το κεφάλι του ανήμπορου να αντιδράσει Μουσούρ.
Τα παρακάλια της Ειρήνης έκαμψαν λίγο την έχθρα και το θυμό τους. Η διαμάχη τώρα
μεταφέρθηκε στα αντίθετα λόγια.
-Φύγε, του τόνισε ο Κωνσταντίνος, είναι η τελευταία σου ευκαιρία.
-Αγαπάω την Ειρήνη, περισσότερο κι απ’ τη ζωή μου, του φώναξε ο Μουσούρ. Κάλλιο να
φύγω απ’ το σπαθί σου παρά να ζήσω μόνος.
-Είσαι Άραβας. Η Ειρήνη Ελληνίδα, του απάντησε ο Κωνσταντίνος.
-Η αγάπη ενώνει τις διαφορές. Θέλω να την κάνω γυναίκα μου και να ζήσουμε μαζί στη
χώρα της.
Με μεγάλη λαμπρότητα τα πέντε αδέρφια
πάντρεψαν την Ειρήνη. Ο γάμος έγινε στο κάστρο
του πατέρα τους. Όλος ο λαός είχε μαζευτεί στην
τελετή κι ζητωκραύγαζαν το νέο ζευγάρι δίνοντας
τους ευχές καλότυχες.
Το γλέντι κράτησε μέρες πολλές, οι δυο φαμελιές
πίνανε τρώγανε και τραγουδούσαν. Όλοι ήτανε
μονιασμένοι σαν μία οικογένεια και κανένα
πρόβλημα πλέον δεν τους χώριζε.
Χάραζε ο 10ος αιώνας, όταν ο Μουσούρ και η
Ειρήνη, ημέρα Τρίτη, φέρανε στον κόσμο ένα όμορφο και υγιέστατο αγοράκι που το
ονόμασαν, Βασίλειο Διγενή.
Όνομα δίκαιο να ταιριάζει και στα δύο γένη. Στις δυο φυλές των γονιών του. Καλός οιωνός
λέγανε οι σοφοί, ήταν ο ερχομός του Διγενή.
Ο Βασίλειος Διγενής, ήτανε ένα πανέξυπνο και δυνατό αγόρι. Κανένα άλλο παιδί δεν τον
έφτανε στην πάλη, στο τρέξιμο και στην πολεμική τέχνη που του δίδασκαν ο πατέρας του
και οι πέντε θείοι του. Αλλά και στις γνώσεις ήταν εξαίρετος καθώς οι καλύτεροι δάσκαλοι
είχαν αναλάβει τη μόρφωσή του.
Δώδεκα χρονών ο Διγενής, είχε γίνει ένα πολύ δυνατό και σκληροτράχηλο παλικάρι. Σε μια
επίθεση μιας ομάδας Απελατών, είδε τον πατέρα του στη μάχη να πολεμάει απεγνωσμένα
καθώς είχε απομείνει μόνος και κινδύνευε μπροστά στους βάρβαρους ληστές. Ο Διγενής
δεν έχασε λεπτό, καβάλησε το κατάλευκο άλογο του, δώρο του θείου του Κωνσταντίνου,
άδραξε το σπαθί του και σαν άνεμος όρμησε στη μάχη. Σαν στάχια κλάδευε τους απελάτες
τον έναν μετά τον άλλο. Μόνος του ήταν αλλά είχε καρδιά λιονταριού και κατάφερε να τους
πολεμήσει τρέποντας τους σε φυγή.
Το νέο έγινε γνωστό σε όλη στη χώρα. Τα μαντάτα έφτασαν μέχρι τον αυτοκράτορα
Ρωμανό και του έκαναν μεγάλη εντύπωση. Την άλλη μέρα κιόλας ο Ρωμανός, τον
επισκέφτηκε, τον έχρισε Ακρίτα, του έδωσε μια μεγάλη έκταση γη να χτίσει το κάστρο του.
Του άφησε και μερικούς στρατιώτες για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα του Ευφράτη
από τους Βάρβαρους αντίπαλους της αυτοκρατορίας.
Μετά λίγες μέρες ο Διγενής, ζήτησε από τον πατέρα του να πάνε στο δάσος για κυνήγι
άγριων θηρίων. Ο πατέρας του δεν μπορούσε να του φέρει αντιρρήσεις, ήξερε πόσο
δυνατός και ατρόμητος ήταν ο γιος του. Αν ξεπερνούσε κι αυτή τη δοκιμασία ο Βασίλειος
θα ήτανε πλέον έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του.
Το άλλο πρωί, όλες οι προετοιμασίες, άλογα και οπλισμός, είχαν τελειώσει και πριν καλά –
καλά χαράξει η μέρα πατέρας, γιος και μερικοί στρατιώτες ξεκίνησαν για το δάσος, εκεί που
ζούσαν τα άγρια ζώα. Σε κάποιο πλάτωμα κοντά σε μια λιμνούλα ξεπετάχτηκε μπροστά
τους ένα τεράστιο, άγριο λιοντάρι που πήγαινε να δροσιστεί. Ο Διγενής χωρίς να φοβηθεί
ξεπέζεψε το άρπαξε απ’ το λαιμό και με τα στιβαρά μπράτσα του το έπνιξε.
Στα χρόνια που περνούσαν το ένα ανδραγάθημα ακολουθούσε το άλλο. Ο Βασίλειος
Διγενής, τελείωσε το κάστρο του, ένα λαμπρό οικοδόμημα με μάρμαρα, με χρυσοστόλιστες
πόρτες και κήπους με κάθε λογής πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο με τα τραγούδια τους.
Το κάστρο δέσποζε από μακριά για να θυμίζει σε όσους εχθρούς ξεχνούσαν πως εκεί
ζούσε ο τρανός ήρωας Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, που είχε διώξει από τις γύρω πολιτείες
τους Απελάτες και ήταν πλέον ήρωας τρανός και όλοι οι εχθροί τον έτρεμαν.
Μια μέρα γυρνώντας από το κυνήγι άκουσε γλυκόλαλο τραγούδι. Σταμάτησε και είδε μια
όμορφη κοπέλα στον κάμπο μαζί με τις συνοδούς της να μαζεύουνε λουλούδια. Ήταν η
Ευδοκία, η κόρη του άρχοντα Δούκα. Αγάπη γέμισε την καρδιά του και χωρίς να μετρήσει
τις σκέψεις του την άρπαξε για γυναίκα του, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του. Στο κατόπι
τους πήρε ο πατέρας της και τον έφτασε με το στρατό του. Μάχη έδωσε ο Διγενής Ακρίτας
νικώντας όλους τους στρατιώτες του Δούκα. Κατόπιν στάθηκε μπροστά του και ζήτησε να
του δώσει την Ευδοκία. Ο άρχοντας Δούκας βλέποντας το πάθος και την αγάπη που είχε
για την κόρη του και τις σοβαρές υποσχέσεις που έδινε, πως θα την φρόντιζε, του έδωσε
την ευχή του.
Όλος ο κόσμος παραβρέθηκε στο γάμο και το γλέντι κράτησε μήνες πολλούς. Ο Βασίλειος
Διγενής Ακρίτας και η όμορφη Ευδοκία ζούσανε ευτυχισμένοι και τα χρόνια περνούσανε
όμορφα.
Μα ένα βράδυ που έκανε με το άλογο του περιπολία στα παράλια, άκουσε αντρικές φωνές
Καλπάζοντας ξέφρενα έφτασε στο κάστρο και είδε Απελάτες να έχουνε συμμαχήσει με την
Αμαζόνα Μαξιμώ, που ήτανε δυνατή και ανίκητη στη μάχη, να του κλέβουνε την αγαπημένη
του Ευδοκία. Μόνος χωρίς ούτε καν τη βοήθεια των λίγων στρατιωτών του, ο Διγενής
ξεπάστρευε με τις γερές γροθιές του τους στρατιώτες της αμαζόνας. Όταν πια δεν είχε
απομείνει κανένας όρθιος ακολουθεί τη Μαξιμώ. Μπροστά στην κήτη ενός ποταμού την
προφτάνει και της ζητάει να ελευθερώσει τη γυναίκα του, την Ευδοκία που είχε αρπάξει από
το κάστρο του. Για απάντηση η Μαξιμώ του πετάει το κοντάρι της. Ο Διγενής το αρπάζει
στον αέρα και με τα στιβαρά του χέρια το σπάει σαν κλαράκι. Η Μαξιμώ χωρίς να χάσει
καιρό σύρει το σπαθί της και του επιτίθεται με αλαλαγμό πολεμικό. Ο ατρόμητος Διγενής
ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του, περίμενε να τον πλησιάσει, απλώνει το χέρι του και τη
ρίχνει από το άλογο της. Στην προσπάθεια της να τον χτυπήσει με το σπαθί της στο στέρνο
ο Διγενής την αγκαλιάζει, τη σφίγγει και την ακινητοποιεί. Λίγο ακόμη αν την έσφιγγε θα της
έλιωνε τα κόκαλα. Ο Διγενής είχε μεγάλη καρδιά και τη λυπήθηκε. Την έπλυνε στο ποτάμι,
της περιποιήθηκε τα χτυπήματα που είχε δεχτεί και την άφησε να φύγει. Κατόπιν ελευθέρωσε
τη γυναίκα του και φύγανε για το κάστρο τους να συνεχίσουνε να ζούνε μαζί ευτυχισμένοι.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Τα χρόνια περνούσαν και κανείς πλέον δεν τολμούσε να επιτεθεί στα εδάφη που φύλαγε ο
Ακρίτας, μα ούτε και κανείς τόλμησε να πειράξει πάλι τη γυναίκα του.
Πολύ στεναχωριότανε ο Διγενής που η ζωή του δεν είχε αγώνα. Αιτία τούτης της σκέψης
ήτανε που ήθελε να πεθάνει σαν ήρωας επάνω στη μάχη και όχι να περιμένει το χάρο να
τον πάρει.
Μια ηλιόχαρη Τρίτη που γυρνούσε από κυνήγι αρρωσταίνει βαριά. Καμιά φροντίδα της
γυναίκας του και κανένα γιατρικό δεν τον έκανε καλά.
Καλεί τους αντρειωμένους φίλους του, να τους μιλήσει. Αμέσως φτάσανε κοντά του κι ο
Μαυραϊλής κι ο γιος του Δράκου κι ο Τρεμαντάχειλος που η γη τους τρέμει κι κόσμος όλος.
«Φίλοι καλοί κι αντρειωμένοι, τα χρόνια που έζησα στον πάνω κόσμο κανένα δε σκιάχτηκα
αντρειωμένο. Τώρα όμως είδα ένα ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο που χει στα μάτια
αστραπές και μου φωνάζει»
Ακούγοντας η Ευδοκία τα λόγια του θλίψη γέμισε μεγάλη. Αγάπαγε τον άντρα της και δε
βαστούσε να τον βλέπει να λυγίζει. Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα της για μέρες και πρώτη
έφυγε στο αιώνιο ταξίδι. Κι ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ο αντρειωμένος άρχοντας δέχτηκε
να παλέψει στα μαρμαρένια αλώνια.

Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια


Κι όπου χτυπάει ο Διγενής το αίμα τρέχει αυλάκι
Κι όπου χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα ποτάμι τρέχει.

Και η φωνή του Διγενή ατάραχη ακουγότανε στα μαρμαρένια αλώνια.


«Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!»

Ο Πενταδάκτυλος και η Πέτρα του Διγενή


Μια μέρα o Διγενής καταδίωκε εκεί έναν ξακουσμένο στην παλικαριά Σαρακηνό, ο οποίος
νικημένος σε πολλές μονομαχίες από τον Διγενή, αποφάσισε να φύγει από τα μέρη εκείνα,
επειδή κατάλαβε πως δεν μπορούσε να γλιτώσει από τα χέρια του. Μπαίνει λοιπόν σε ένα
καΐκι και φεύγει για την Κύπρο. Ο Διγενής τον είδε μεσοπέλαγα. Από τον όγκο κατάλαβε
πως είναι ο Σαρακηνός και αποφάσισε να τον καταδιώξει και στην Κύπρο.

Ο Σαρακηνός αποβιβάστηκε στα ακρογιάλια της Κερύνειας και προχώρησε κατά την
Κυθρέα με σκοπό να δρασκελίσει τον κάμπο της Μεσαορίας και να φτάσει στην
Αμμόχωστο για να μπει σε άλλο πλοίο να πάει στην Συρία. Έτσι θα ’χανε τα ίχνη του ο
Διγενής. Ο Διγενής μπήκε αμέσως σε ένα καΐκι και έφτασε στα ακρογιάλια της Κερύνειας.
Μόλις ξεκίνησε από την ακρογιαλιά, βλέπει να ορθώνεται μπροστά του το βουνό του
Πενταδάκτυλου και να κρύβει τον Σαρακηνό και τα ίχνη του. Δοκιμάζει να προχωρήσει μα το
βουνό είναι μαλακό σαν ζυμάρι και δεν μπορεί να το περάσει περπατητός. Ακουμπά τότες
το δεξί του χέρι στο πελώριο κοντάρι του, φουχτώνει με το αριστερό την κορφή του βουνού
και σαν πουλί πετά πάνω από το βουνό. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάνω από την Κυθρέα.
Τα πέντε δάκτυλα του χεριού του αποτυπώθηκαν στη μαλακή κορφή του βουνού κι έμειναν
από τότε τα σημάδια τους εκεί, για να δώσουν στο βουνό το όνομα Πενταδάκτυλος.

Τότε ο Διγενής διάκρινε μακριά μέσα στον κάμπο έναν όγκο σαν λόφο να προχωρεί κατά
την Αμμόχωστο.
-«Νάτος! Αυτός είναι», είπε. «Πού πας, μωρέ», φώναξε δυνατά κι άδραξε από εκεί έναν
πελώριο βράχο και τον έριξε με όλη του τη δύναμη στον Σαρακηνό. Δεν πέτυχε όμως τον
σκοπό του γιατί, η γυναίκα του που φοβήθηκε μήπως σκοτωθούν άλλα πλάσματα, άρπαξε
τον Διγενή από το μπράτσο τη στιγμή που έριχνε τον βράχο. Έτσι ο βράχος δεν έφτασε ως
τον Σαρακηνό κι έπεσε κοντά στη ρίζα του βουνού, μπήχτηκε στη γη και έμεινε εκεί ως τα
σήμερα, με το όνομα Πέτρα του Διγενή. Ο Σαρακηνός γλίτωσε κι έφυγε στον τόπο του.

Στα παράλια του χωριού της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του μεγάλου αυλακιού
τού Διγενή που έφερνε το νερό από πολύ μακριά, από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας.
Ο Διγενής ήταν ένας θρυλικός υπεράνθρωπος με σωματική δύναμη και ανδρεία,
προασπιστής των ακριτικών Ελλήνων.Ο Διγενής Ακρίτας αγάπησε τη Ρήγαινα που ήταν
βασίλισσα της Κύπρου και είχε τον πύργο της στα Παλιόκαστρα κοντά στην Χλώρακα.
Όταν την είδε ο Διγενής, την αγάπησε και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Η Ρήγαινα για να
τον παντρευτεί του ζήτησε να κτίσει αυτό το μεγάλο αυλάκι, όπως και έγινε. Όμως η
Ρήγαινα τον γέλασε και κατόπιν, φοβούμενη την οργή του, μπήκε σε μια βάρκα για να φύγει
από την Κύπρο. Ο Διγενής οργισμένος της έριξε μια πέτρα που έπεσε μεσα στη θάλασσα,
και έχει μείνει μέχρι σήμερα και λέγεται «νησί του Διγενή».

Πέτρα του Ρωμιού

Η γιγάντια πέτρα που βρίσκεται στο ίδιο σημείο και φέρει την ονομασία "Πετρά του
Ρωμιού" ή αλλιώς "Πέτρα του Έλληνα", συνδέεται με ένα άλλο θρύλο, από τον οποίο πήρε
και το όνομα της η περιοχή. Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο αυτό, ο θρυλικός βυζαντινός
ήρωας Διγενής Ακρίτας, για να κρατήσει μακριά τους Σαρακηνούς Άραβες που
ετοιμάζονταν για λεηλασία στον κόλπο (7ος-10ος αιώνας), πιάστηκε με το ένα του χέρι από
την οροσειρά της Κερύνειας, σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο την οροσειρά
του Πενταδάκτυλου, ενώ με το άλλο χέρι σήκωσε έναν τεράστιο βράχο και τον πέταξε στη
θάλασσα εναντίον των Σαρακηνών. Το όνομα Πέτρα του Ρωμιού προέρχεται από τον
ήρωα Διγενη Ακρίτα που ήταν Έλληνας (Ρωμιός).

You might also like