You are on page 1of 85

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΔΙΑΣΥΝΔΕΤΙΚΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ:ΑΠΑΡΤΙΩΜΕΝΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ


ΥΓΕΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Αρβανίτη Λεωνόρα, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

''Η ΙΔΕΟΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΧΕΙΑ''

Ιωάννης Ζέρβας: Καθηγητής Ψυχιατρικής. Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ.


Υπεύθυνος Ψυχικής Υγείας Γυναικών Ειδικού Ιατρείου Αναπαραγωγικής
Ψυχιατρικής και Μονάδας Διαπροσωπικής Ψυχοθεραπείας, Α’
Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιγινήτειο Νοσοκομείο.
Επιβλέπων καθηγητής.

Χρήστος Χριστοδούλου : Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Β΄


Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ, Αττικό Νοσοκομείο. Μέλος τριμελούς
επιτροπής.

Ιωάννης Μιχόπουλος : Αναπληρωτής Ψυχίατρος, Β ΄Ψυχιατρική Κλινική


ΕΚΠΑ, Αττικό Νοσοκομείο. Μέλος τριμελούς επιτροπής.

ΑΘΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017

1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εγκυμοσύνη είναι μια περίοδος του κύκλου αναπαραγωγής κατά την


οποία εκδηλώνονται φυσιολογικές μεταβολές στο σώμα και είναι πολύ
ουσιαστική για την ψυχική και κοινωνική ισορροπία της γυναίκας.1-3Κατά
την περίοδο της κύησης οι αλλαγές που προκαλούνται, επηρεάζουν την
λειτουργία των ορμονών και των νευροδιαβιβαστών. Κατά την περίοδο των
τριών τριμήνων της εγκυμοσύνης, πέρα από τις φυσιολογικές αλλαγές στη
διάθεση που θα σημειωθούν σχεδόν σε όλες τις γυναίκες , μπορούν να
εμφανιστούν συμπτώματα από προϋπάρχουσες διαταραχές διάθεσης.
Επιπλέον πολλές μελέτες αναφέρονται σε συμπτώματα κατάθλιψης και
διαταραχές άγχους που παρουσιάζουν έξαρση κατά την περίοδο της
κύησης και πολλά από αυτά επεκτείνονται και κατά τη φάση της λοχείας.
Μία από τις αγχώδεις διαταραχές που εκδηλώνονται είναι και η
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΟCD).

Στην παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση επιχειρείται μια ολοκληρωμένη


προσέγγιση της Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής κατά την περίοδο της
εγκυμοσύνης και της αιτιοπαθογένειάς της και γίνεται μια σύγκριση με την
παρουσία της ΙΨΔ όταν δεν υπάρχει κύηση. Παρά το γεγονός ότι οι
διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες ως προς τη συμπτωματολογία,
παρατηρείται παρ'ολ'αυτά πιο έντονη συμπτωματολογία κατά την
εγκυμοσύνη εξαιτίας πολλαπλών παραγόντων. Θα γίνει επίσης μια
λεπτομερής αναφορά στη θεραπεία που ενδείκνυται και τους παράγοντες
κινδύνου που διατρέχει, ειδικά όταν υπάρχει κύηση.

Λέξεις κλειδιά: Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κύηση, λοχεία.

2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Με την ολοκλήρωση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών:


Διασυνδετική Ψυχιατρική-Απαρτιωμένη Φροντίδα Σωματικής και Ψυχικής
Υγείας, μέσω της παρούσας εργασίας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά
όλους τους διδάσκοντες, οι οποίοι με τις εισηγήσεις τους, συνέβαλαν
ουσιαστικά στην απόκτηση νέων γνώσεων σε ένα τομέα όπως αυτός της
Διασυνδετικής Ψυχιατρικής.

Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου, κ


Ιωάννη Ζέρβα, ο οποίος με τις συμβουλές του, την ορθή καθοδήγησή του
και τη διαρκή παρότρυνση, συνέβαλε καθοριστικά στην ολοκλήρωση της
παρούσας εργασίας.

3
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εγκυμοσύνη και η απόκτηση ενός παιδιού είναι μια ιδιαίτερα σημαντική


περίοδος στην ζωή μιας γυναίκας. Η εκδήλωση της Ιδεοψυχαναγκαστικής
διαταραχής δεν είναι σπάνια κατά την περίοδο της κύησης και της λοχείας.
Οι μέλλουσες μητέρες και οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να είναι
εκπαιδευμένοι για να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα έναρξης της
διαταραχής και να τα διαχωρίσουν από τα φυσιολογικά αγχώδη
συμπτώματα που επικρατούν μετά τον τοκετό. Το διάστημα από τη
περιγεννητική έως τη μεταγεννητική περίοδο στις γυναίκες ασθενείς
πρέπει να ελέγχεται από ειδικούς ψυχικής υγείας για να ελαχιστοποιήσουν
την ταλαιπωρία τους, τη δυσλειτουργία της οικογένειας και τις επιπτώσεις
στην ανάπτυξη του βρέφους. Οι παράγοντες κινδύνου της
Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής διαφοροποιούνται στις άτοκες γυναίκες
σε σχέση με αυτές που βρίσκονται σε κύηση. Η ανάπτυξη της
Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, μετά τον τοκετό μπορεί να έχει
σημαντικές συνέπειες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Έρευνα με στόχο
την κατανόηση της αιτίας εμφάνισης της Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
μετά τον τοκετό μπορεί να συνεισφέρει στην κατανόηση της αιτιολογίας
της διαταραχής αυτή γενικά. Οι τρέχουσες στρατηγικές διαχείρισης για την
μετά τον τοκετό εμφάνιση της Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής
βασίζονται στις μελέτες σε άτοκους πληθυσμούς. Οι έγκυες γυναίκες κατά
το τρίτο τρίμηνο έχουν ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης της
Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής από ότι εκτιμάται σε παρόμοιες
ηλικιακές ομάδες του γενικού πληθυσμού. Προϋπάρχουσα
Iδεοψυχαναγκαστική διαταραχή οξύνεται σε σημαντικό αριθμό των

4
περιπτώσεων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Θετικό οικογενειακό
ιστορικό είναι συχνότερο σε έγκυες γυναίκες με Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή. Οι γυναίκες με Iδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στην κύηση δεν
παρουσιάζουν μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον πληθυσμό των γυναικών
με τη διαταραχή που δε βρίσκονται σε κύηση από την άποψη της
σοβαρότητας και του είδους των ιδεοληψιών και των ψυχαναγκασμών.
Ωστόσο, στις έγκυες γυναίκες υπάρχουν κάποιες πιο έντονες ιδεοληψίες
που επικεντρώνονται σε θέματα μόλυνσης και πρόκλησης βλάβης στο
βρέφος. Κύηση και μη κύηση φαίνεται να έχουν παρόμοια κλινικά
χαρακτηριστικά ως προς την έναρξη της διαταραχής. Διαταραχή διάθεσης
ή αγχώδης διαταραχή παρατηρούνται σε συννοσηρότητα στις
περισσότερες από τις μισές γυναίκες με επιλόχεια Iδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή. Γυναίκες με ιστορικό καπνίσματος, διαταραχή άγχους κατά την
έναρξη της εγκυμοσύνης, και Iδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
προσωπικότητας έχουν αυξημένο κίνδυνο νέας εμφάνισης
Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε
σύγκριση με γυναίκες που δεν παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με βιολογικές υποθέσεις, η διαταραχή αποδίδεται κυρίως στο
σεροτονινεργικό σύστημα, εφόσον ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι
φάρμακα όπως οι αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης
ελαττώνουν την συμπτωματολογία. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι
συμμετέχουν και άλλα συστήματα νευροδιαβιβαστών εκτός του
σεροτονινεργικού. Η πιο ασφαλής θεραπεία της Ιδεοψυχαναγκαστικής
διαταραχής στην κύηση είναι η Γνωσιακή ψυχοθεραπεία, ενώ σε κάποιες
περιπτώσεις ενδείκνυται και φαρμακολογική θεραπεία.

5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

1.1 Κλινική Εικόνα και Διάγνωση………………………………………………......................................7


1.2 Επιδημιολογία……………………………………………………………………………………………………..….8
1.3 Ιδεοληψίες και Ψυχαναγκασμοί…………………………………………………………………………......9
1.4 Αιτιοπαθογένεια………………………………………………………………………………………………….…13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

2.1 Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και Κύηση…………………………………………….….…………25

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30

3.1 Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και Λοχεία…………………………………………………….……29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40

4.1 Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή εντός και εκτός Περιόδου της


Κύησης…………………………..........................................................................................………37

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50

5.1 Παράγοντες κινδύνου Περιγεννητικής έναρξης της Ιδεοψυχαναστικής


Διαταραχής………………………………………………………………………………………………………………….41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60

6.1 Θεραπέιες………………………………………………………………………………………………………….…..43

6.2 Μη Φαρμακολογική Θεραπεία……………………………………………………………………….………44

6.3 Φαρμακολογική Θεραπεία…………………………………………………………………………………..…46

6.4 Θηλασμός και Φαρμακολογική Θεραπεία………………………………………………………………50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 70

ΣΥΖΗΤΗΣΗ………………………………………………………………………………………………………………......57

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ…………………………………………………………………………………………………………….....70

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………………………………………………………………………………73

6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1o

1.1 Κλινική Εικόνα και Διάγνωση

Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), είναι μία νευροψυχιατρική


διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς.
Σύμφωνα με την 5η Έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού
Εγχειριδίου(DSM-5)11των ψυχικών διαταραχών, οι ιδεοληψίες που
κατακλύζουν το μυαλό του πάσχοντα/ της πάσχουσας, αφορούν σε
ανεπιθύμητες, επίμονες και επαναλαμβανόμενες σκέψεις ή ακόμα και
εικόνες, οι οποίες βιώνονται σε κάποια φάση της ημέρας απειλητικά και
ενοχλητικά. Είναι παρεμβατικές και συνήθως ακατάλληλες , γι’αυτό και
δημιουργούν δυσφορία.

Αποτέλεσμα των ιδεοληψιών είναι οι ψυχαναγκασμοί. Πρόκειται για


επαναλαμβανόμενες ενέργειες, νοητικές ή συμπεριφορές που το άτομο
ωθείται να εκτελέσει εξαιτίας της έντονης ανησυχίας που του έχουν
προκαλέσει οι δυσάρεστες σκέψεις. Οι ψυχαναγκασμοί έρχονται ως
απάντηση στις ιδεοληψίες για τη στιγμιαία (όχι όμως μόνιμη ) ανακούφιση
του άγχους που βιώνει ο/η πάσχων. Το άτομο αντιλαμβάνεται πως οι
σκέψεις αυτές ουσιαστικά είναι υπερβολικές, ή παράλογες, προκαλώντας
άγχος και χάσιμο χρόνου, αντιβαίνοντας στη φυσιολογική ρουτίνα του
ατόμου επηρεάζοντάς το επαγγελματικά (η ακαδημαϊκά), λειτουργικά ή
επηρεάζοντας τις συνηθισμένες κοινωνικές δραστηριότητες και σχέσεις.

7
1.2 Επιδημιολογία

Η ΙΨΔ συγκαταλέγεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO)2


ανάμεσα στις 10 διαταραχές που προκαλούν τη σοβαρότερη επίδραση στη
λειτουργικότητα παγκοσμίως. Το ποσοστό επικράτησης της διαταραχής
υπολογίζεται να είναι περίπου στο 1-3 % και είναι σταθερό σε
διαφορετικές χώρες.3-4

Πρόσφατες αμερικανικές έρευνες ανίχνευσαν ένα επιπολασμό στο γενικό


πληθυσμό και για μια περίοδο 6 μηνών στο ύψος του 1,5% (ποσοστό επί
του γενικού πληθυσμού που αντιπροσωπεύει το σύνολο των περιπτώσεων
που παρουσίασαν τη διαταραχή κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της
περιόδου των έξι μηνών) και για όλη τη διάρκεια της ζωής τους στο
επίπεδο του 2 έως 3% (ποσοστό του γενικού πληθυσμού που μια δεδομένη
στιγμή αναφέρει ότι είχε παρουσιάσει τη διαταραχή κάποια περίοδο της
ζωής του.5-7Η διαταραχή προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες κατά την
ενηλικίωση, αλλά οι άνδρες έχουν συχνά μια πιο πρώιμη ηλικία έναρξης .
Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν μία σταθερή και χωρίς
διακυμάνσεις πορεία, με το 15% να έχουν μία φθίνουσα πορεία και το 5%
να παρουσιάζουν επεισόδια. Τέλος, η διαταραχή αυτή είναι περισσότερο
συχνή σε άτομα που ανήκουν σε υψηλή κοινωνική θέση ή που είναι ενός
υψηλού πνευματικού επιπέδου.7-8

Η ΙΨΔ είναι περίπου ίδια ποσοστικά σε άνδρες και γυναίκες , παραταύτα


όμως είναι πιο έντονη σε κάποιες σημαντικές φάσεις της ζωής της
γυναίκας, μία εκ των οποίων είναι η κύηση. Ο Wenzel et all9 βρήκαν πως
4 από τις 147 γυναίκες, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, διέγνωσαν τα

8
κριτήρια για ΙΨΔ κατά την περίοδο της λοχείας και 8(5,4%) από τις 147
ανέφεραν υποσυνδρομικά επίπεδα ΙΨΔ.

1.3 Ιδεοληψίες και Ψυχαναγκασμοί

Συνήθεις Κατηγορίες Ιδεοληψιών στην ΙΨΔ

Μόλυνση / Μίανση
• Σωματικά υγρά (π.χ. ούρα, κόπρανα).
• Μικρόβια / ασθένειες (π.χ. έρπης, HIV).
• Περιβαλλοντική μόλυνση (π.χ. αμίαντος, ραδιενέργεια).
• Χημικές ουσίες οικιακής χρήσης (π.χ. καθαριστικά, διαλυτικά).
• Βρομιά / ακαθαρσία, χώμα.

Απώλεια ελέγχου
• Φόβος ότι το άτομο θα ενεργήσει παρορμητικά βλάπτοντας τον εαυτό
του.
• Φόβος ότι θα ενεργήσει παρορμητικά βλάπτοντας άλλους.
• Φόβος για παρουσία βίαιων ή φρικτών εικόνων μέσα στο μυαλό.
• Φόβος ότι θα κραυγάσει προσβολές ή βρισιές.
• Φόβος ότι θα κλέψει κάποιο αντικείμενο.

Τελειομανία
• Έγνοια για ομοιομορφία, συμμετρία, ακρίβεια.
• Αίσθημα έντονης ανάγκης του ατόμου να γνωρίζει ή να θυμάται κάτι.
• Φόβος ότι θα χάσει ή θα ξεχάσει σημαντικές πληροφορίες όταν πετάξει
κάτι.
• Δυσκολία να αποφασίσει εάν θα φυλάξει ή θα ξεφορτωθεί κάτι.
• Φόβος ότι θα χάσει κάποιο αντικείμενο.

Πρόκληση κακού
• Φόβος ότι το άτομο θα είναι υπεύθυνο για κάποιο καταστροφικό
γεγονός (π.χ. φωτιά, διάρρηξη).
• Φόβος ότι θα βλάψει άλλο άτομο λόγω απροσεξίας (π.χ. να του πέσει
κάτι στο πάτωμα πάνω στο οποίο να γλιστρήσει κάποιος και να
τραυματιστεί).

9
Σεξουαλικές ιδεοληψίες
• Απαγορευμένες ή διεστραμμένες σεξουαλικές σκέψεις ή εικόνες.
• Απαγορευμένες ή διεστραμμένες σεξουαλικές παρορμήσεις προς άλλα
άτομα.
• Ιδεοληψίες για την ομοφυλοφιλία.
• Σεξουαλικές ιδεοληψίες για παιδιά ή αιμομιξία.
• Ιδεοληψίες για επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά προς άλλα άτομα.

Θρησκευτικές ιδεοληψίες (ονομάζεται επίσης Ευσυνειδησία)


• Έγνοια του ατόμου να μην εξοργίσει τον Θεό, να μην βλασφημήσει.
• Υπέρμετρη ενασχόληση με το τι είναι σωστό / λάθος, ή με την ηθική /
Δεοντολογία.

Άλλες ιδεοληψίες
• Ανησυχία του ατόμου ότι θα προσβληθεί από κάποια ασθένεια (όχι
μεταδοτική / μολυσματική, π.χ. καρκίνο).
• Προληπτικές ιδέες περί τυχερών αριθμών, χρωμάτων.

Τι ΔΕΝ είναι ιδεοληψία:

• Είναι φυσιολογικό κάποιος να έχει περιστασιακές σκέψεις σχετικά με την


πιθανότητα να παρουσιάσει κάποια ασθένεια, ή με την ασφάλεια των
αγαπημένων του προσώπων.

Οι ψυχαναγκασμοί έρχονται σαν απάντηση στις ιδεοληψίες με σκοπό την


παροδική ανακούφιση του άγχους που βιώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον
πάσχοντα.

10
Οι Ψυχαναγκασμοί είναι :

Επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή σκέψεις στις οποίες εμπλέκεται το


άτομο με σκοπό να εξουδετερώσει και να απομακρύνει τις ιδεοληψίες.
Τα άτομα που έχουν ΙΨΔ συνειδητοποιούν ότι αυτές οι ψυχαναγκαστικές
συμπεριφορές είναι μόνο μια προσωρινή λύση, αλλά βασίζονται σε αυτές
ως προσωρινή διαφυγή επειδή δεν γνωρίζουν κάποιο καλύτερο τρόπο για
να αντιδράσουν.

Συνήθεις Κατηγορίες Ψυχαναγκασμών στην ΙΨΔ

Καθαριότητα
• Υπερβολικά συχνό πλύσιμο των χεριών, που διαρκεί πολλή ώρα ή γίνεται
με συγκεκριμένο και άκαμπτο τρόπο.
• Υπερβολή σε οποιανδήποτε πτυχή των πιο κάτω: λούσιμο, βούρτσισμα
δοντιών, χρήση της τουαλέτας, γενική περιποίηση εαυτού.
• Υπερβολή στην καθαριότητα οικιακών ή άλλων αντικειμένων.
• Οποιεσδήποτε άλλες πράξεις που γίνονται για να αποφευχθεί ή να
απομακρυνθεί η ανησυχία για μόλυνση / μίανση.

Έλεγχος / επιβεβαίωση (τσεκάρισμα)


• Το άτομο επιβεβαιώνει ότι δεν έχει βλάψει / δεν θα βλάψει κάποιον
άλλο.
• Επιβεβαιώνει ότι δεν έχει βλάψει / δεν θα βλάψει τον εαυτό του.
• Ελέγχει εάν έχει συμβεί κάτι καταστροφικό.
• Ελέγχει εάν έχει κάνει κάποιο λάθος.
• Ελέγχει τη σωματική του κατάσταση ή συγκεκριμένα μέρη του σώματος
του.

Επανάληψη
• Το άτομο ξαναδιαβάζει ή ξαναγράφει κάτι.
• Επανάληψη κοινών δραστηριοτήτων (π.χ. το να μπει μέσα / βγει έξω, το
να ανεβεί / κατεβεί τις σκάλες).

11
• Επαναλαμβανόμενες σωματικές κινήσεις (π.χ. χτύπημα των δακτύλων
πάνω σε επιφάνεια, άγγιγμα αντικειμένων / ατόμων, ανοιγοκλείσιμο των
βλεφάρων).
• Επανάληψη δραστηριοτήτων πολλαπλές φορές (π.χ. επανάληψη μιας
δραστηριότητας τρεις φορές επειδή το τρία είναι «καλός», «ταιριαστός»,
«άκακος» αριθμός).

Νοητικοί ψυχαναγκασμοί
• Νοητική ανασκόπηση των γεγονότων με σκοπό να αποφευχθεί κάτι
κακό (π.χ. βλάβη του εαυτού ή άλλου, ή γενικότερα κάποια καταστροφική
συνέπεια).
• Προσευχή με σκοπό να αποφευχθεί κάτι κακό (π.χ. βλάβη του εαυτού ή
άλλου, ή γενικότερα κάποια καταστροφική συνέπεια).
• Μέτρημα κατά τη διάρκεια μιας δραστηριότητας, με σκοπό να
ολοκληρωθεί σε «καλό», «ταιριαστό», «άκακο» αριθμό.
• «Ακύρωση» ή «διαγραφή» (π.χ. αντικατάσταση κάποιας «κακής» λέξης
με κάποια «καλή» για να ακυρωθεί η πρώτη).

Άλλοι ψυχαναγκασμοί
• Τοποθέτηση αντικειμένων σε σειρά, ή ανακατάταξη τους μέχρι να νιώσει
το άτομο ότι είναι στη σωστή θέση.
• Το να λέει / ρωτάει / ομολογεί το άτομο κάτι, με σκοπό να λάβει
επιβεβαίωση ή καθησυχασμό.
• Αποφυγή καταστάσεων που πιθανόν να πυροδοτήσουν
ψυχαναγκασμούς.

12
Τι ΔΕΝ είναι ψυχαναγκασμός:

• Δεν είναι όλες οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή «τελετουργίες»


ψυχαναγκασμοί. Για παράδειγμα, η διαδικασία της προετοιμασίας για
ύπνο, θρησκευτικές συνήθειες, και η εκμάθηση καινούριων επιδεξιοτήτων,
συνεπάγονται την επανάληψη μιας δραστηριότητας ξανά και ξανά, αλλά
αποτελούν ένα φυσιολογικό μέρος της καθημερινής ζωής.

1.4 Αιτιοπαθογένεια

Παρά το γεγονός ότι η βασική αιτία της ΙΨΔ παραμένει ακόμα άγνωστη,
πολλές διαφορετικές θεωρίες έχουν διατυπωθεί για τους λόγους
πρόκλησής της. Οι προκλήσεις για τον 21ο αιώνα είναι διπλές: Πρώτον, να
κάνουν αποτελεσματικές τις θεραπείες της ΙΨΔ και διαθέσιμες σε όλους
τους πάσχοντες και, δεύτερον, να διαλευκάνουν τη βιολογία αυτής της
διαταραχής αρκετά ώστε να μπορούμε να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα
της και τελικά, να πετύχουμε την πρόληψη της εμφάνισης της. Για την
αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε
την αιτιολογία της ΙΨΔ.10

Επικρατούσες θεωρίες υποδεικνύουν ότι η Ιδεοψυχαναγκαστική


διαταραχή είναι μια βιολογική ασθένεια. Μελέτες απεικόνισης της
λειτουργίας τους εγκεφάλου έχουν παράξει ένα μοντέλο για την
παθοφυσιολογία της ΙΨΔ η οποία περιλαμβάνει την υπερκινητικότητα σε
ορισμένες υποφλοιώδεις και φλοιώδεις περιοχές. Με βάση τις μελέτες
απεικόνισης, ο Insel11 πρότεινε ότι αυξημένη δραστηριότητα στα βασικά

13
γάγγλια επηρεάζει τη λειτουργία του θαλάμου. Η προκύπτουσα αύξηση της
δραστηριότητας του θαλάμου, παράγει αυξημένη δραστηριότητα στο
μετωπιαίο φλοιό, η οποία, μέσω της έλικας του προσαγωγίου,
ολοκληρώνει το κύκλωμα στον κερκοφόρο πυρήνα και παράγει αυξημένη
δραστηριότητα στο κέντρο του κερκοφόρου. Η θεωρία του Insel11
υποστηρίζεται και από αποδεικτικά στοιχεία της MRI (μαγνητική
τομογραφία), μελέτες των οποίων έχουν βρει έναν ασυνήθιστα μικρό
κερκοφόρο πυρήνα σε ορισμένους ασθενείς με ΙΨΔ, και σε τομογραφία
εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ scan) μελέτες οι οποίες έχουν βρει αυξημένο
μεταβολισμό στο μετωπικό φλοιό, έλικα του προσαγωγίου και στο
κερκοφόρο πυρήνα, με μειώσεις μετά από επιτυχή θεραπεία. Η συσχέτιση
της OCD με το σύνδρομο Tourette12 και τα χορεία του Sydenham, οι οποίες
πιστεύεται να περιλαμβάνουν τα βασικά γάγγλια στην παθολογία, είναι
επίσης συνεπείς με αυτό το μοντέλο.

Στην παρακάτω ενότητα, έχουμε σκιαγραφήσει μια πιο λεπτομερή


περιγραφή των διαφόρων θεωριών και υποθέσεων που εμπλέκονται στη
βιολογική βάση της ΙΨΔ.

Νευροβιολογία

Η νευροβιολογική διερεύνηση της ΙΨΔ εστιάζεται στη μελέτη του


νευροανατομικού, νευροχημικού, ανοσολογικού και γενετικού
υποστρώματος της διαταραχής.

14
Νευροανατομία-νευροαπεικόνιση

Η πρώτη ένδειξη που συσχέτισε την ΙΨΔ με ειδικές νευροανατομικές


βλάβες ήταν η συνύπαρξη ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων και
ακούσιων κινήσεων σε ασθενείς με ληθαργική εγκεφαλίτιδα ύστερα από
μια επιδημία γρίπης κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, εικόνα που
παρέπεμπε σε παθολογία των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου . Η
παρατήρηση αυτή ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια από μελέτες
απεικόνισης του εγκεφάλου που προτείνουν ότι η ΙΨΔ συνδέεται με
διαταραχές στη λειτουργία ειδικών νευρωνικών δυκτίων, τα οποία
συνδέουν το θάλαμο με το φλοιό και διέρχονται από τα βασικά γάγγλια. Τα
νευρωνικά αυτά δίκτυα, συμμετέχουν σε γνωστικές λειτουργίες και
θεωρούνται υπεύθυνα για μια πληθώρα νευρολογικών και ψυχιατρικών
διαταραχών . Η ΙΨΔ γενικότερα φαίνεται να αντανακλά δυσλειτουργία στο
πλάγιο κογχομετωπιαίο δίκτυο, το οποίο συνδέει τον πλάγιο
κογχομετωπιαίο φλοιό, την πρόσθια τοξοειδή περιοχή και την κροταφική
έλικα με το θάλαμο, διερχόμενο από τον κερκοφόρο πυρήνα. Οι αρχικές
μελέτες εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και μονήρους φωτονίου (SPECT)
έδειξαν ότι η ΙΨΔ σχετίζεται με αύξηση στη μεταβολική δραστηριότητα του
κογχομετωπιαίου φλοιού, της τοξοειδούς περιοχής και του ραβδωτού
σώματος. Έχει αναφερθεί ότι η αύξηση αυτή υποχωρεί μετά από
φαρμακευτική θεραπεία ή θεραπεία συμπεριφοράς. Ωστόσο νεότερες
απεικονιστικές μελέτες απέδωσαν αντικρουόμενα αποτελέσματα γεγονός
που οδήγησε στην υπόθεση ότι διαφορετικές εγκεφαλικές περιοχές μπορεί
να παίζουν ρόλο σε διαφορετικές ομάδες ιδεοψυχαναγκαστικών
συμπτωμάτων.12

15
Νευροχημεία

Σεροτονινεργική υπόθεση

Η κυρίαρχη υπόθεση για την παθοφυσιολογία της ΙΨΔ συσχετίζει τη νόσο


με δυσλειτουργία του σεροτονινεργικού συστήματος. Η πρώτη ένδειξη για
το ρόλο της σεροτονίνης στην εμφάνιση των ιδεοψυχαναγκαστικών
συμπτωμάτων προέκυψε από την κλινική παρατήρηση ότι αυτά
απαντούν στην χλωριμιπραμίνη ,που είναι ένας ισχυρός αναστολέας
επαναπρόσληψης σεροτονίνης. Τα κλινικά ευρήματα από μελέτες
φαρμακολογικής πρόκλησης με αγωνιστές σεροτονίνης , μελέτες μέτρησης
των μεταβολιτών των νευροδιαβιβαστών στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και
ελεγχόμενες μελέτες φαρμακοθεραπείας, που έδειξαν την εκλεκτική
απαντητικότητα των ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων σε
σεροτονινεργικά (χλωριμιπραμίνη) και όχι νοραδρενεργικά (δεσιπραμίνη)
αντικαταθλιπτικά, ενίσχυσαν τη σεροτονινεργική υπόθεση της ΙΨΔ 13-14.
Ακόμα, η δυσλειτουργία του σεροτονινεργικού συστήματος που
προκαλείται από τις διακυμάνσεις των οιστρογόνων και της προγεστερόνης
κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα
Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής.

Υπόθεση αλληλεπίδρασης σεροτονίνης-ντοπαμίνης

Μια δεύτερη βασική υπόθεση που εξηγεί την κλινική εικόνα της ΙΨΔ καθώς
και την απαντητικότητα των ασθενών στη φαρμακοθεραπεία, βασίζεται
στην αλληλεπίδραση σεροτονίνης-ντοπαμίνης στο επίπεδο των βασικών
γαγγλίων. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται καταρχήν στην ύπαρξη ασθενών με
ΙΨΔ οι οποίοι δεν έχουν εναισθησία και των οποίων οι ιδεοληψίες

16
εμφανίζουν παραληρητικό χαρακτήρα καθώς και στη συννοσηρότητα της
ΙΨΔ με το σύνδρομο Tourette12 και με διαταραχές ''τικ'' γενικότερα.
Περαιτέρω στήριξη προέρχεται από φαρμακολογικά δεδομένα, τα οποία
τεκμηριώνουν ότι ένα ποσοστό ασθενών με ΙΨΔ, που κυμαίνεται από 40-
60% δεν απαντούν στη θεραπεία με αναστολείς επαναπρόσληψης
σεροτονίνης. Η προσθήκη αντιψυχωσικών, που δρουν ανταγωνιστικά πάνω
στους υποδοχείς ντοπαμίνης στη θεραπεία με SSRIs φαίνεται να έχει
θετικό αποτέλεσμα στους ανθιστάμενους ιδεοψυχαναγκαστικούς
ασθενείς. Πέρα από τα κλινικά αυτά δεδομένα, υπάρχουν και ευρήματα
προκλινικών μελετών τα οποία ενισχύουν το ρόλο της ντοπαμίνης και της
αλληλεπίδρασης του σεροτονινεργικού και ντοπαμινεργικού συστήματος
στην αιτιοπαθογένεια τουλάχιστον κάποιων μορφών ΙΨΔ (πχ ΙΨΔ με
ιστορικό νόσου Tourette)14. Έτσι σε πειραματόζωα, η χρόνια ευόδωση
φλοιοδών και μεταιχμιακών νευρόνων που περιέχουν τον D1 υποδοχέα
προκαλεί συμπεριφορές που μοιάζουν με αυτές των ανθρώπινων
καταναγκαστικών διαταραχών. Επιπρόσθετα η κουϊνπριόλη, ένας
ντοπαμινεργικός αγωνιστής επιδρά πάνω σε ντοπαμινεργικά συστήματα
που μπορούν να ενοχοποιηθούν για την ΙΨΔ ενώ η χορήγησή της σε
ποντίκια προκαλεί καταναγκαστικόμορφη συμπτωματολογία.15-16

Στο βιοχημικό επίπεδο τα δεδομένα για το ρόλο που παίζει η


αλληλεπίδραση σεροτονίνης-ντοπαμίνης στην αιτιοπαθογένεια της ΙΨΔ
είναι περιορισμένα. Η διερεύνηση της αλληλεπίδρασης αυτής έχει κατά
κύριο λόγο γίνει στα πλαίσια της μελέτης της σχιζοφρένειας και ειδικότερα
στην προσπάθεια ερμηνείας του μηχανισμού δράσης των άτυπων
αντιψυχωσικών. Φαίνεται ότι αυτή η αλληλεπίδραση λαμβάνει χώρα σε

17
διάφορα επίπεδα του ΚΝΣ, όπως η μέλαινα ουσία, η κοιλιακή καλυπτρική
περιοχή, οι ραχιαίοι πυρήνες της ραφής, το ραβδωτό σώμα, το μεταιχμιακό
σύστημα (επικλινής πυρήνας) και ο φλοιός . Σε όλες αυτές τις δομές του
ΚΝΣ η αλληλεπίδραση των δυο νευροδιαβιβαστών μπορεί να είναι είτε
άμεση (απευθείας δράση των σεροτονινεργικών πάνω στους
ντοπαμινεργικούς νευρώνες μέσω υποδοχέων σεροτονίνης ή αντίστροφα,
δράση των ντοπαμινεργικών πάνω στους σεροτονινεργικούς νευρώνες
μέσω υποδοχέων ντοπαμίνης), είτε έμμεση ( αλληλεπίδραση διαμέσου του
χολινεργικού και του GABAεργικού συστήματος).17-18

Στην περίπτωση της ΙΨΔ, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στην


αλληλεπίδραση σεροτονίνης-ντοπαμίνης στο επίπεδο του ραβδωτού
σώματος (κερκοφόρος πυρήνας και κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα), το
οποίο όπως προαναφέρθηκε, φαίνεται να σχετίζεται με την
παθοφυσιολογία της νόσου. Ειδικότερα προτείνεται ότι η αλληλεπίδραση
των νευρώνων σεροτονίνης και ντοπαμίνης συμβαίνει μέσω των
μετασυναπτικών 5-ΗΤ2 υποδοχέων πάνω στον ντοπαμινεργικό νευροάξονα.
Η σύνδεση της σεροτονίνης με τους συγκεκριμένους υποδοχείς
φυσιολογικά αναστέλλει την απελευθέρωση ντοπαμίνης. Η μείωση αυτής
της φυσιολογικής τονικής ανασταλτικής επίδρασης της σεροτονίνης
αναμένεται να προκαλέσει αύξηση της ντοπαμινεργικής δράσης πάνω στα
βασικά γάγγλια και έχει συνδεθεί με την παθοφυσιολογία της ΙΨΔ σε
άτομα με νόσου Tourette.12

18
Ωκυτοκίνη

Αρκετοί ερευνητές έχουν βρει στοιχεία που να δείχνουν ότι η ωκυτοκίνη


σχετίζεται με συμπτώματα ΙΨΔ (για μια επισκόπηση βλέπε Leckman et al.,
1994)19. Σε προχωρημένη εγκυμοσύνη η κατά τη διάρκεια της περιόδου
μετά τον τοκετό, η ωκυτοκίνη παίζει ρόλο στις συσπάσεις της μήτρας και
στη γαλουχία. Έτσι, είναι πιθανό ότι μετά τον τοκετό η ΙΨΔ προκαλείται
από αυξημένη έκκριση ωκυτοκίνης.20

Ρόλος άλλων νευροδιαβιβαστών

Όλα σχεδόν τα νευροδιαβιβαστικά συστήματα έχουν κατά καιρούς και


βάσει περιορισμένων δεδομένων συνδεθεί με την ΙΨΔ. Ειδικότερα το
νοραδρενεργικό σύστημα φαίνεται σύμφωνα με ορισμένες μελέτες να
συμμετέχει στην αιτιοπαθογένεια της ΙΨΔ. Με βάση τη συγκριτική μελέτη
της Lucey21 ανάμεσα σε ασθενείς με ΙΨΔ εμφάνισαν χολινεργική
υπερευαισθησία μετά από χορήγηση πυριδοστιγμίνης καθώς έχει
προταθεί και η συμμετοχή του χολινεργικού συστήματος.

Ένας άλλος νευροδιαβιβαστής που εμφανίζεται να συμμετέχει στην


ψυχαναγκαστική συμπτωματολογία είναι το γλουταμικό: η χορήγηση
φαρμάκων που δρουν σε γλουταμινεργικούς υποδοχείς προκάλεσε έξαρση
της καταναγκαστικής συμπεριφοράς σε ένα γενετικό μοντέλο ΙΨΔ και
νόσου Tourette.12 Επιπρόσθετα τα τελευταία χρόνια έχουν ενοχοποιηθεί
νευροπεπτίδια καθώς και στεροειδή των γονάδων. Τέλος η έρευνα έχει
επεκταθεί και στο επίπεδο των ενδονευρωνικών συστημάτων των

19
δεύτερων και τρίτων αγγελιοφόρων, εμπλέκοντάς τα στην παθοφυσιολογία
της ΙΨΔ.21

Νευροανοσολογία

Οι Swedo et all22 βασισμένοι στη συσχέτιση της χορείας του Sydenham23 με


την ΙΨΔ, εστίασαν στην πιθανή συμμετοχή αυτοάνοσων μηχανισμών στην
ΙΨΔ. Οι ερευνητές αυτοί έδειξαν ότι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν
ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα μετά από στρεπτοκοκκική λοίμωξη,
πιθανότατα μέσω αντιπυρινικών αντισωμάτων. Επιπρόσθετα, βρήκαν ότι
ένας δείκτης ευαισθησίας στο ρευματικό πυρετό (ο λεμφοκυτταρικός
δείκτης D8/17) είναι περισσότερο συχνός στους συγκεκριμένους ασθενείς
απ' ότι σε άλλη ομάδα ελέγχου. Προκειμένου να περιγράψουν αυτή την
ομάδα των ασθενών πρότειναν τον όρο ''παιδιατρικές αυτοάνοσες
νευροψυχιατρικές διαταραχές'' (PANDAS). Οι ίδιοι συγγραφείς
παρατήρησαν ότι μετά από στρεπτοκοκκική λοίμωξη οι ασθενείς αυτοί δεν
εμφανίζουν μόνο ΙΨΔ αλλά ''τικ'' καθώς και μια σειρά συμπτωμάτων, όπως
συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, ευμετάβλητο
συναίσθημα και άγχος αποχωρισμού. Άλλοι ερευνητές έχουν επίσης
αρχίσει να διερευνούν ανοσολογικούς δείκτες στην ΙΨΔ. Η έκφραση του
D8/17 φαίνεται να είναι αυξημένη σε ασθενείς με ΙΨΔ που ξεκίνησε σε
παιδική ηλικία και σε ασθενείς με σύνδρομο Tourette12. Ο Mittleman και οι
συνεργάτες του24 βρήκαν ότι οι ασθενείς με ΙΨΔ χαρακτηρίζονταν από μια
επικράτηση των κυτταροκινών τύπου 1 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό,
γεγονός που είναι συμβατό με μια κυτταρική ανοσολογική διεργασία, ενώ
αντίστοιχο εύρημα δεν παρατηρήθηκε σε ασθενείς με σχιζοφρένεια. Η

20
εξασφάλιση της ειδικότητας αυτών των αυτοάνοσων ευρημάτων στην ΙΨΔ
απαιτεί τη διερεύνηση του ανοσολογικού υπόβαθρου και άλλων
ψυχιατρικών διαταραχών. Τέλος χρειάζεται να διασαφηνιστεί και η
γενετική βάση της ευαισθησίας στις παιδιατρικές αυτοάνοσες
νευροψυχιατρικές διαταραχές.

Γενετική

Τόσο ο Freud 25όσο και ο Janet 26πίστευαν ότι ο ρόλος γενετικών


παραγόντων είναι σημαντικός στην αιτιοπαθογένεια των
ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων. Αργότερα συστηματικές γενετικές
μελέτες οικογενειών και διδύμων διερεύνησαν το γενετικό υπόβαθρο της
ΙΨΔ. Στις πρόσφατες μελέτες οικογενειών φάνηκε ότι η ΙΨΔ είναι
περισσότερο συχνή στις οικογένειες ασθενών με ΙΨΔ παρά σε οικογένειες
υγιών μαρτύρων. Οι Rasmussen 27και Tsuang28 ανασκόπησαν ανέκδοτες
αναφορές συμφωνίας σε διδύμους: 32 από τους 51 μονοζυγωτικούς
διδύμους(63%) εμφάνιζαν ΙΨΔ. Αν και δεν υπήρχαν αντίστοιχα δεδομένα
σε διζυγωτικούς διδύμους τα ποσοστά συμφωνίας που αναφέρθηκαν για
τους μονοζυγωτικούς διδύμους ήταν ανάλογα με αυτά που αφορούν και σε
άλλες αγχώδεις διαταραχές και διαταραχές διάθεσης. Οι Carey29 και
Gotesman μελέτησαν ένα δείγμα από 30 ζεύγη διδύμων (15 μονοζυγωτικοί
και 15 διζυγωτικοί ): τα ποσοστά κλινικά διαγνώσιμων
ιδεοψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα
στους μονοζυγωτικούς και στους διζυγωτικούς διδύμους αλλά όταν
προστέθηκε η υποκλινική ΙΨΔ στην ανάλυση 87% των μονοζυγωτικών

21
ζευγαριών ήταν σύμφωνα σε αντίθεση με το 47% των διζυγωτικών
ζευγαριών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλές μελέτες οικογένειας και
διδύμων δεν υπήρχαν σαφή κριτήρια διάκρισης της κλινικής από την
υποκλινική ΙΨΔ.30-31

Τέλος, αν και η γενετική βάση της ΙΨΔ παραμένει άγνωστη υπάρχουν


δεδομένα που ενοχοποιούν συγκεκριμένες χρωμοσωμικές περιοχές.
Απαιτείται ωστόσο περισσότερη έρευνα για τον προσδιορισμό των
γονιδίων που σχετίζονται με τη διαταραχή.

Συμπεριφορική σχολή

Οι εκπρόσωποι του συμπεριφορισμού επηρεαζόμενοι από τη γνωσιακή


θεωρία υιοθετούν θεωρητικά σχήματα, επικρατέστερα των οποίων είναι η
διπαραγοντική θεωρία αποφυγής του Mowrer 31 σχετικά με την ερμηνεία
της απόκτησης και της συντήρησης των αγχωδών αντιδράσεων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με αυτή, σχετικώς ουδέτερα ερεθίσματα
συνδέονται με ερεθίσματα που είναι από μόνα τους αγχογόνα και έτσι
σχηματίζουν ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,
αρχικώς ουδέτερα ερεθίσματα γίνονται εξαρτημένα και προκαλούν από
μόνα τους άγχος. Στη δεδομένη λοιπόν περίπτωση θεωρείται ότι το άγχος
που προκαλούν ορισμένες καταστάσεις ( όπως ακαθαρσία κ.α. ) έχει
συνδεθεί με αυτές μέσα από μαθησιακούς μηχανισμούς . Έπειτα, αφού
ορισμένες συμπεριφορές ( όπως πλύσιμο των χεριών ) μπορούν να
κατευνάσουν το άγχος, εγκαθίστανται μόνιμα , κάτι που συνιστά την
ιδεοψυχαναγκαστική συμπτωματολογία.
22
Ψυχαναλυτική σχολή

Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, η ψυχαναγκαστική διαταραχή οφείλεται


σε ενδοψυχική σύγκρουση που τοποθετείται σε οιδιπόδειο επίπεδο.
Πρόκειται για μερική καθήλωση της λίμπιντο σε προ-οιδιπόδεια, πρωκτική-
σαδιστική φάση λόγω προβληματικής ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης. Στο
στάδιο της οιδιπόδειας σύγκρουσης, το Εγώ, το οποίο βρίσκεται σε
αδυναμία να αντιμετωπίσει τις λιμπιντικές απαιτήσεις, αμύνεται
παλινδρομώντας στο σαδοπρωκτικό στάδιο, κάτι που ισοδυναμεί με
μετατροπή των ερωτικών ενορμήσεων σε ενορμήσεις σαδιστικού και
επιθετικού περιεχομένου.

Περιβάλλον

Οι άνθρωποι που έχουν βιώσει κακοποίηση (σωματική ή σεξουαλική) στην


παιδική ηλικία ή έχουν υποστεί άλλα τραύματα βρίσκονται σε αυξημένο
κίνδυνο για την ανάπτυξη ΙΨΔ.

23
Εικόνα 1. Ανατομικές συνδέσεις φλοιο-ραβδωτο-θαλαμικών νευρωνικών δικτύων. Τα δίκτυα
αυτά συμμετέχουν σε γνωστικές λειτουργίες και ενοχοποιούνται για πληθώρα νευρολογικών
και ψυχιατρικών διαταραχών.

Εικόνα 2. Το πλάγιο κογχομετωπιαίο δίκτυο συνδέει τον πλάγιο κογχομετωπιαίο φλοιό, την
πρόσθια τοξοειδή περιοχή και την κροταφική έλικα με το θάλαμο, διερχόμενο από τον
κερκοφόρο πυρήνα. Η ιδεοψυχαναγκαστική φαίνεται να αντανακλά δυσλειτουργία στο δίκτυο
αυτό.

24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2o

2.1 Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και Κύηση

Όπως αναφέρθηκε, η ΙΨΔ είναι μια αγχώδης διαταραχή που εμφανίζεται


εξίσου σε άντρες και γυναίκες, με τις γυναίκες όμως να εμφανίζουν πιο
έντονα τα συμπτώματα εξαιτίας σημαντικών ορμονικών αλλαγών και
φάσεων ζωής. Η εγκυμοσύνη είναι μια σημαντική περίοδος στη ζωή των
γυναικών, ο ερχομός ενός παιδιού και το άγχος που το συνοδεύει είναι
μεγαλύτερο στις γυναίκες . Η περίοδος της κύησης είναι περίοδος αλλαγών
τόσο ορμονικά όσο και βιολογικά, όπως εξίσου σημαντική είναι η
εμμηναρχή, η λοχεία και η εμμηνόπαυση. Επιδημιολογικά και
συμπτωματολογικά η ΙΨΔ παρουσιάζει μια ποικιλία στις φάσεις αυτές.
Μερικοί συγγραφείς ανέφεραν σύνδεση μεταξύ της εγκυμοσύνης και της
έναρξης της ΙΨΔ σε ορισμένες γυναίκες. Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό μέχρι πρόσφατα,
έλαβε σχετικά μικρή προσοχή, παρά το γεγονός ότι είναι ένα σημαντικό
πρόβλημα που πιστεύεται ότι επηρεάζει το 2-4% όλων των νέων μητέρων.
31
Μερικές γυναίκες αναπτύσσουν Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, για
πρώτη φορά, είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή λίγο αργότερα, ενώ
άλλοι βρίσκουν ότι τα προϋπάρχοντα συμπτώματα της ΙΨΔ μπορούν να
γίνουν χειρότερα. Όπου εμφανίζεται η ΙΨΔ , αναφέρεται ως ''
προγεννητική'' ή πριν τη περίοδο της κύησης . Θα μπορούσε να
αναφέρεται και ως ''περιγεννητική'' εάν λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια
της περιόδου της γέννησης (πέντε μήνες πριν και ένα μήνα μετά). Η
''περιγεννητική '' είναι ένα υβρίδιο από την ελληνική λέξη ''περί'' που

25
σημαίνει γύρω ή περίπου , και ''γενέθλιο'' , από τη λέξη ''natus'' της
λατινικής που σημαίνει γέννηση. Η αύξηση της συχνότητας της ΙΨΔ είναι
πιθανό να σχετίζεται με το γεγονός ότι η εγκυμοσύνη και η πρόωρη
μητρότητα είναι μια εποχή που οι μητέρες είναι φυσικό να εστιάζουν στην
ασφαλή ανάπτυξη των παιδιών τους και να αισθάνονται μοναδικά
υπεύθυνες γι' αυτά.32Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι γυναίκες θα
διαβάσουν και θα ακούσουν πολλές κατευθύνσεις ενθαρρύνοντάς τους να
είναι πιο προσεκτικές σχετικά με τη διατροφή και τη συμπεριφορά τους,
και συχνά μηνύματα σχετικά με την ασφάλεια των διαφόρων
δραστηριοτήτων για το μωρό τους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Οι περισσότερες γυναίκες γίνονται πολύ περισσότερο ανήσυχες για την
προστασία του μωρού τους και για το πώς οι ενέργειές τους μπορεί να
έχουν επιπτώσεις στο αγέννητο παιδί τους. Είναι επίσης μια εποχή
αυξημένου στρες, μια σημαντική φυσική αλλαγή και μετάβαση σε ένα νέο
ρόλο που μπορούν να αυξήσουν την ευπάθεια στις αναπτυξιακές
δυσκολίες. Μερικοί πατέρες μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουν
μεταγεννητική ΙΨΔ , λόγω του αισθήματος ευθύνης τους να
προστατεύσουν το νέο μωρό τους, μια ισχυρή ένδειξη ότι οι ορμονικοί
παράγοντες είναι μόνο μέρος της ιστορίας. Σε μητέρες με προγεννητική
ΙΨΔ, η εστίαση των ιδεοληψιών και οι ψυχαναγκασμοί είναι πολύ
παρόμοιοι με άλλες μορφές ΙΨΔ, αλλά συνήθως οι ιδεοληψίες έχουν
επικεντρωθεί στον φόβο μήπως εσκεμμένα βλάψουν το νεογέννητο μωρό
τους, ή με κάποιο τρόπο γίνουν υπεύθυνες για τυχαία βλάβη.

Η περιγεννητική ΙΨΔ33 περιστρέφεται συνήθως γύρω από σημαντικό φόβο


της μητέρας μήπως δημιουργηθεί πρόβλημα στο βρέφος, με τις ανησυχίες

26
να εστιάζονται σε τυχαία πρόκληση βλάβης στο παιδί, μήπως αρρωστήσει
ή μήπως εσκεμμένα βλάψει το παιδί. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η
περιστασιακή εμπειρία όλων αυτών των ανησυχιών είναι απολύτως
φυσιολογική και μάλιστα πολύ συχνή σε μητέρες και επίδοξες μητέρες .
Ωστόσο, μερικές βρίσκουν τους εαυτούς τους τόσο στενοχωρημένους για
το αν θα λάβουν μέτρα για τη διαχείριση του άγχους τους ή αν θα
καταφέρουν να εμποδίσουν τους φόβους τους να γίνουν πραγματικότητα.
Με τον τρόπο αυτό οι σκέψεις και οι συμπεριφορές μπορεί να επηρεάσουν
σημαντικά την ευημερία τους και τις εμπειρίες τους από την εγκυμοσύνη
και την ανατροφή των παιδιών τους. Είναι η έκτασή τους και η
ανταπόκριση σε αυτές, που κάνει τις ανησυχίες ,το πρόβλημα.

Για παράδειγμα, κατά την εγκυμοσύνη μια γυναίκα μπορεί να είναι πολύ
ανήσυχη ότι κάτι που τρώει ή αγγίζει μπορεί να προκαλέσει βλάβες στο
αγέννητο μωρό. Αυτό μπορεί να την κάνει να αποφύγει και να περιορίσει
τα τρόφιμα, μέρη και καταστάσεις πέρα από τις συνιστώμενες
κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να το κρατήσει όσο το δυνατόν
ασφαλέστερο, ή τουλάχιστον να νιώθει ότι έχει κάνει ότι μπορεί για να το
πράξει. Αυτή μπορεί να δαπανήσει μεγάλο μέρος χρόνου για να καθαρίσει
και να πλύνει και να ζητήσει από τους γύρω της να κάνουν το ίδιο. Οι
γυναίκες με τέτοιες ανησυχίες μπορεί να ζητήσουν την επιβεβαίωση και τη
σιγουριά από τους φίλους, την οικογένεια και τους επαγγελματίες για να
εξασφαλίσουν τη σιγουριά ότι το μωρό αναπτύσσεται ικανοποιητικά και
ότι η συμπεριφορά τους είναι «ασφαλής». Δυστυχώς, αυτές σπάνια θα
καθησυχάζονται από τις απαντήσεις που δόθηκαν. Η νέα έρευνα

27
επιβεβαιώνει και επεκτείνει αυτά τα ευρήματα, σύμφωνα με την
επικεφαλής της μελέτης, Dr. Ariadna Forray,34του πανεπιστημίου Yale.

Χρησιμοποιώντας ιατρικά αρχεία και συνεντεύξεις 126 γυναικών που


αντιμετωπίστηκαν στην κλινική του Yale, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι από
τις 78 γυναίκες που ήταν έγκυες, 24, ποσοστό 32%, παρουσίασαν τα πρώτα
συμπτώματα της πάθησης.

Όταν οι ερευνητές εξέτασαν την εγκυμοσύνη γυναικών με προϋπάρχουσα


Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ανακάλυψαν ότι τα συμπτώματα της
πάθησης επιδεινώθηκαν το ένα τρίτο του χρόνου. Σε μικρότερο αριθμό
εγκυμοσυνών-ποσοστό 22%-τα συμπτώματα βελτιώθηκαν.

Η ομάδα της Forray34 ανακάλυψε επίσης ότι γυναίκες των οποίων η


Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συνήθως παρουσίαζε επιδείνωση πριν την
έμμηνο ρύση αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο έξαρσης κατά την
εγκυμοσύνη.

Το συγκεκριμένο εύρημα, ανακοίνωσαν οι ερευνητές, υποστηρίζει την ιδέα


ότι υπάρχει υπότυπος Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής που επηρεάζει
ορισμένες γυναίκες.

Όπως δήλωσε η Forray34, οι γυναίκες αυτές μπορεί ενδεχομένως να έχουν


διαφορετική ευαισθησία στις αναπαραγωγικές ορμόνες και επομένως τα
φυσιολογικά αναπαραγωγικά γεγονότα να προκαλούν την έναρξη ή
επιδείνωση της πάθησης. Πρόσθεσε ότι δεν είναι γνωστή η αιτία που
μπορεί να υπάρχουν τέτοιες διαφορές στην ορμονική ευαισθησία, αλλά

28
ενδεχομένως αφορά διαφορές στα γονίδια που βοηθούν στη ρύθμιση ή
ρυθμίζονται από τις αναπαραγωγικές ορμόνες.

Οι βασικές ιδεοληψίες της περιγεννητικής περιόδου είναι:

 ενοχλητικές σκέψεις ότι τυχαία μπορεί να βλάψουν το έμβρυο


από την έκθεση σε φάρμακα, χημικές ουσίες, ή ορισμένα
τρόφιμα.
 ο φόβος ότι το παιδί μπορεί να κληρονομήσει μια σοβαρή
ασθένεια όπως το AIDS.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3o

3.1 Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και Λοχεία

Μετά τη γέννηση του παιδιού τους, οι ανησυχίες των μητέρων μπορεί να


περιστρέφονται γύρω από άλλες ασθένειες της παιδικής ηλικίας, με
μαμάδες να αναζητούν συνέχεια λήψη μέτρων, όπως ο υπερβολικός
έλεγχος του παιδιού τους όταν κοιμάται, με αποτέλεσμα να μην κοιμούνται
ή να μην χαλαρώνουν καθόλου οι ίδιες. Μετά τη γέννηση, πολλοί γονείς
βιώνουν περιστασιακές φευγαλέες σκέψεις ότι μπορεί να βλάψουν
σκόπιμα το μωρό τους, αλλά είναι σε θέση να απορρίψουν αυτές τις
σκέψεις . Ενώ πολλές νέες μητέρες θα έχουν αυτές τις σκέψεις να βλάψουν
το μωρό τους, άλλες πάσχουσες από Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
ερμηνεύουν το γεγονός ότι έχοντας αυτές τις σκέψεις, μπορούν να δρουν

29
πάνω τους, κάνοντάς τις να φοβούνται μήπως τις υλοποιήσουν πάνω σε
στιγμές τρέλας.35 Στη συνέχεια, μπορεί να αποφευχθεί η επαφή με το μωρό
ή να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για να μείνουν «ασφαλείς» οι γύρω τους, να
κρύβουν τα μαχαίρια και τα αιχμηρά αντικείμενα στο σπίτι. Οι μητέρες με
ΙΨΔ δεν ενεργούν με τις σκέψεις τους, να βλάψουν το μωρό τους. Αν μη τι
άλλο, οι περισσότερες μητέρες με Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή πάνε σε
ακραία μήκη για να αποτραπεί η απειλή της βλάβης, η οποία οδηγεί σε
επαναλαμβανόμενο φαύλο κύκλο του άγχους και του φόβου.

Τα συμπτώματα της μεταγεννητικής ΙΨΔ ποικίλλουν ευρέως από άτομο σε


άτομο, και όπως και σε άλλες μορφές της ΙΨΔ, μερικές μητέρες θα
αντιμετωπίσουν πολλά άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με την
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Μερικά από αυτά είναι:

 Ενοχλητικές σκέψεις μήπως μαχαιρώσουν το νεογέννητο μωρό τους.


 Ενοχλητικές σκέψεις μήπως πνίξουν το νεογέννητο μωρό τους.
 Ανεπιθύμητες εικόνες μήπως πέσει από την αγκαλιά το μωρό τους.
 Ο φόβος ότι μια λανθασμένη απόφαση, π.χ. (να κάνουν τους
απαραίτητους εμβολιασμούς, η κατανάλωση ορισμένων τροφίμων, η
λήψη αντικαταθλιπτικών) μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ή
θανατηφόρα έκβαση.
 Ενοχλητικές σκέψεις ότι κακοποιούν ή ότι μπορούν να κακοποιήσουν
σεξουαλικά το παιδί τους.
 Ο φόβος ότι κατά λάθος μπορεί να βλάψουν το παιδί μέσα από
απροσεξία.

Μερικοί από τους ψαχαναγκασμούς στους οποίους προσφεύγουν


πολλές μητέρες είναι οι εξής:
30
 Υπερβολικό λούσιμο των μωρών.
 Αποφεύγουν να αλλάξουν τις λερωμένες πάνες για το φόβο ότι
μπορεί να κακοποιήσουν σεξουαλικά το μωρό τους ή ακούσια.
επαφή με αυτό με ακατάλληλο τρόπο.
 Υπερβολικό πλύσιμο ή αποστείρωση των φιαλών του μωρού
 Υπερβολικό πλύσιμο των ρούχων τους και των άλλων μελών της
οικογένειας.
 Αποφυγή σίτισης του μωρό για το φόβο της δηλητηρίασης.
 Απομόνωση του μωρού από τους άλλους ανθρώπους εξαιτίας του
φόβου μόλυνσης του μωρού από αυτούς.
 Συνεχής έλεγχος του μωρού.
 Απόκρυψη ή πέταγμα των μαχαιριών, ψαλιδιών, και άλλων
αιχμηρών αντικειμένων από το σπίτι για να μην δημιουργούνται
ιδεοληψίες.
 Επανειλημμένη βοήθεια από τα μέλη της οικογένειας για τη
διαβεβαίωση ότι καμία ζημιά ή κατάχρηση δεν έχει διαπραχθεί.
 Αποφυγή κατανάλωσης ορισμένων τροφίμων ή φαρμάκων εξαιτίας
του φόβου ότι μπορεί να βλάψουν το μωρό.
 Επανειλημμένος και υπερβολικός έλεγχος κατά τη διάρκεια το ύπνου
του μωρού.
 Διανοητική αναθεώρηση καθημερινών εργασιών και εκδηλώσεων,
σε μια προσπάθεια διαβεβαίωσης ότι δεν έβλαψαν ή ότι δεν ήταν
υπεύθυνες για βλάβες στο μωρό.

Τα παραπάνω μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την έξοδο των νέων


μητέρων από το μητρικό ρόλο , συγκλονισμένες από τις εμμονές και τις
ιδεοληψίες, και μπορεί επίσης να δημιουργήσουν προβλήματα με τον
ύπνο. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τις μαμάδες πρώτα να
αναγνωρίσουν τις εμπειρίες τους ως Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και
31
δεύτερον να ζητήσουν βοήθεια λόγω της ντροπής και της μυστικότητας
που συνδέεται με την ασθένεια, ειδικά σε μια εποχή όταν οι ίδιοι και οι
γύρω τους αναμένουν από αυτές να αισθάνονται ευτυχείς με τον ερχομό
του νέου μέλους. Καθώς υπάρχει συχνά έλλειψη επίγνωσης της ΙΨΔ κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά την περίοδο της λοχείας, οι νέες
μητέρες σπάνια ρωτούνται γι' αυτές τις εμπειρίες από τους επαγγελματίες.
Παρά τις πρόσφατες σημαντικές ανακαλύψεις για την ευαισθητοποίηση,
την κατανόηση και τη θεραπεία της ΙΨΔ, πολλοί παθολόγοι και
επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορεί να εξακολουθούν να μην
αναγνωρίζουν τα συμπτώματα της ΙΨΔ ή ακόμα και να μη ξέρουν πώς να
αντιμετωπίσουν σωστά την διαταραχή.36 Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να
μάθουν να αναγνωρίζουν τις συμπεριφορές και τα συμπτώματα που
συνδέονται με αυτή τη διαταραχή αυτή και να ζητούν βοήθεια για τον
εαυτό τους ή για κάποιον που τους ενδιαφέρει για να καταλάβουν ποιες
είναι οι πιο κατάλληλες θεραπείες για την ΙΨΔ, πώς να έχουν πρόσβαση σε
θεραπεία, ή πώς να εντοπίσουν κατάλληλα έναν ειδικευμένο θεραπευτή
που έχει εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση της κατάστασης, αν
επιδιώκεται ιδιωτική θεραπεία.37

Δυστυχώς, η προγεννητική ή μεταγεννητική ΙΨΔ αρκετά συχνά


διαγιγνώσκονται ως επιλόχεια κατάθλιψη, που βρίσκεται σε συννόσηση με
την Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, συχνά και ως αποτέλεσμα της ΙΨΔ.
Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή το άτομο με ΙΨΔ συχνά είναι απρόθυμο και
αμήχανο ή ακόμα και να ντρέπεται να μιλήσει γι’αυτές τις σκέψεις και τα
συναισθήματα, λόγω του φόβου του στίγματος της «τρέλας», ή επειδή
πιστεύει ότι είναι ένας κίνδυνος για το νεογέννητο μωρό του.

32
Όλοι, από τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους, αναμένουν από τη νέα
μητέρα να είναι χαρούμενη. Η επίδραση της μεταγεννητικής ΙΨΔ
πηγαίνει πολύ πέρα από τα πραγματικά συμπτώματα ΙΨΔ.38-39 Μπορεί να
αφήσει μια νέα μητέρα κατεστραμμένη και εξαντλημένη. Σε πολύ σοβαρές
περιπτώσεις, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την
ικανότητα της μητέρας να φροντίσει το παιδί της, το οποίο δημιουργεί
προβλήματα σύνδεσης και μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη. Μπορεί
επίσης να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη σχέση με τον σύντροφό
της, λόγω του υπερβολικού άγχους που βιώνει. Γνωρίζοντας πότε να
ξεκινήσει μια γυναίκα να κάνει οικογένεια είναι βέβαια μια πολύ
προσωπική απόφαση. Πώς θα τα καταφέρει με την Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή είναι ένα μέρος της εξίσωσης. Αλλοι παράγοντες μπορεί να
περιλαμβάνουν το πώς ο σύντροφος θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε
πιθανή αλλαγή στην υγεία της γυναίκας και πόσο ισορροπημένα είναι τα
πράγματα. Γνωρίζοντας ότι είναι έγκυος και ότι πρόκειται να γίνει μητέρα
αλλάζοντας την ισορροπία των ορμονών σημαίνει ότι είναι
προετοιμασμένη με τη γνώση πως θα πρέπει να φροντίσει τον εαυτό της
περισσότερο σε μια γενική έννοια ,για παράδειγμα, άφθονη ξεκούραση,
καλή διατροφή, άσκηση και χαμηλή πρόκληση άγχους.40-42

Οι γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν ΙΨΔ κατά την


περίοδο μετά τον τοκετό. Σε αρκετές προηγούμενες μελέτες του
Rasmussen 27και καιTsuang28, οι ασθενείς με Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή ανέφεραν την εγκυμοσύνη και τον τοκετό ως σημαντικά
γεγονότα της ζωής που μπορεί να έχουν προκαλέσει την έναρξη της
ασθένειάς τους. Οι μελέτες αυτές έχουν αρκετούς περιορισμούς Σε

33
αναδρομική μελέτη των Buttolph43 και Holland44, 180 ασθενείς που
πληρούν τα κριτήρια του DSM-52 για OCD 4, 60 ασθενείς (39 γυναίκες και
21 άνδρες συμμετείχαν, επιστρέφοντας τα ερωτηματολόγιά τους). Μεταξύ
των γυναικών, το 21% ανέφερε έναρξη και το 15% ανέφερε επιδείνωση της
ΙΨΔ μετά τον τοκετό. Όλες οι γυναίκες με επιλόχεια έναρξη
Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής ανέφεραν πως έχουν και ιδεοληψίες και
ψυχαναγκασμούς. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης περιορίζονται από
την αναδρομική σχεδίαση και το χαμηλό ποσοστό ανταπόκρισης. Ο Sichel45
και οι συνεργάτες του περιέγραψαν 15 γυναίκες μετά τον τοκετό που
ανέπτυξαν ενοχλητικές και δυστονικές με το εγώ σκέψεις τραυματισμού
στα νεογνά τους χωρίς ψυχαναγκασμούς. Αυτές οι ιδεοληπτικές σκέψεις
κλιμακώθηκαν ταχέως μέσα σε 4 εβδομάδες από την γέννηση. Όλες
πληρούσαν τα κριτήρια του DSM-5 2για ΙΨΔ και καμία από τους ασθενείς
δεν ήταν ψυχωτική. Οι ασθενείς περιέγραψαν ενοχλητικές σκέψεις ή
εικόνες πως μαχαιρώνουν το μωρό, σεξουαλική κακοποίηση του
νεογέννητου, η πνιγμό του μωρού στη μπανιέρα καθώς το λούζουν.
Ασθενείς παρουσίασαν αυξημένο φόβο πως μπορεί και να δράσουν πάνω
στις σκέψεις τους και ως εκ τούτου ανέπτυξαν συμπεριφορές αποφυγής,
όπως το να μην κάνουν μπάνιο το μωρό ή απέφευγαν την επαφή με
μαχαίρια. Μετά από ένα χρόνο καμία από τις ασθενείς δεν παρουσίασε
ψυχαναγκασμούς σε αντίθεση με τις γυναίκες που δεν κυοφορούσαν, στις
οποίες οι εμμονές δημιουργήθηκαν αργότερα.46

Ο Epperson 47και οι συνεργάτες του, ανέφεραν πρόσφατα 56 γυναίκες με


Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που είχαν κυοφορήσει τουλάχιστον μία

34
φορά, από τις οποίους το 18,6% είχε έναρξη της ασθένειάς τους κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης ή στις αρχές της λοχειακής περιόδου.

Σε μια αναδρομική μελέτη η Maina48 και οι συνεργάτες της ,ερεύνησαν 68


ασθενείς (35 άνδρες και 33 γυναίκες) οι οποίοι πληρούσαν τα κριτήρια
DSM-5 2για ΙΨΔ, χωρίς ταυτόχρονη μείζονα κατάθλιψη. Μεταξύ του
διαστήματος του 6 μέχρι το 12 μήνα πριν από την έναρξη της ΙΨΔ, η
γέννηση ενός ζωντανού παιδιού που αναφέρθηκε από 8 μητέρες (24% των
γυναικών) ήταν το μόνο γεγονός της ζωής που αναφέρθηκε πιο πολύ από
ασθενείς γυναίκες με Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή , σε σχέση με τις
άτοκες. Όλες οι γυναίκες είχαν εμφανίσει ΙΨΔ εντός 4 εβδομάδων μετά τον
τοκετό.

Οι γυναίκες με επιλόχεια έναρξη Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής


ανέφεραν επίσης σημαντικά πιο επιθετικές ιδεοληψίες σχετικά με το να
βλάψουν τα νεογέννητα σε σχέση με τις γυναίκες που δεν ανέφεραν
έναρξη μετά τον τοκετό. Είναι ενδιαφέρον, ότι 7 από τις 8 γυναίκες
ανέφεραν ότι είχαν κάποιο βασανιστικό ή ψυχαναγκαστικό σύμπτωμα πριν
από την εγκυμοσύνη. Συνοπτικά, τα υπάρχοντα στοιχεία υποδηλώνουν ότι
η έναρξη της ΙΨΔ είναι συνηθισμένη κατά την περίοδο μετά τον τοκετό.
Επιπλέον, υπάρχουν διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά στη
φαινομενολογία της επιλόχειας έναρξης της ΙΨΔ, σε σχέση με την
παρουσία ή την απουσία του ψυχαναγκασμού και το περιεχόμενο των
ιδεοληψιών.

Οι γυναίκες με προϋπάρχουσα Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συχνά


εμφανίζουν επιδείνωση των συμπτωμάτων τους κατά τη διάρκεια της

35
λοχείας. Στη μελέτη του Epperson47,25 από τις 34 γυναίκες (73%) με
προϋπάρχουσα Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ανέφεραν επιδείνωση των
συμπτωμάτων τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή στις αρχές του
τοκετού. Σε μια αναδρομική μελέτη 57 γυναικών με διάγνωση της ΙΨΔ ,
όπως φαίνεται από στοιχεία των Williams49 και Koran50, 7 από τους 24
ασθενείς (29%) που ολοκλήρωσαν την εγκυμοσύνη ανέφεραν επιδείνωση
των προϋφιστάμενης Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής συμπτωμάτων
κατά την περίοδο μετά τον τοκετό. Με ενδιαφέρον, καμία δεν ανέφερε
έναρξη των συμπτωμάτων μετά τον τοκετό . Μεταξύ των 4 ασθενών που
ανέφεραν βελτίωση των συμπτωμάτων τους κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, 2 παρουσίασαν επιδείνωση μετά τον τοκετό. Υποτροπή της
προϋπάρχουσας Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι κοινή σε γυναίκες
μετά τη γέννα, ακόμα και όταν η διακοπή του φαρμάκου που λαμβάνουν
είναι επιτυχής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στις γυναίκες με
προϋπάρχουσα Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, μια αποβολή επίσης
μπορεί να επιφέρει επιδείνωση των συμπτωμάτων τους. Σε μια μελέτη 229
γυναικών με ιστορικό αποβολών τους τελευταίους 6 μήνες η αποβολή ήταν
ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την επανεμφάνιση της ΙΨΔ,
όπως φαίνεται από στοιχεία του Geller51 και των συνεργατών του.

36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4o

4.1 Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή εντός και εκτός Περιόδου της


Κύησης.

Το ποσοστό του επιπολασμού της Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής έχει


βρεθεί πως είναι υψηλότερο στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης απ’ ότι στο γενικό πληθυσμό. Παρά το γεγονός ότι τα κλινικά
χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι παρόμοια κατά τη διάρκεια της
κύησης και μη, παρατηρείται μεγαλύτερη συννόσηση διαταραχής
διάθεσης και άγχους σε περισσότερο από το μισό των γυναικών κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες με ιστορικό καπνίσματος , άλλης
αγχώδους διαταραχής και Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής έχουν
αυξημένο κίνδυνο για μια νέα έναρξη της Ιδεοψυχαναγκαστικής
διαταραχής κατά την εγκυμοσύνη, συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν
παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά και δεν βρίσκονται σε κύηση.

Υπάρχουν δύο νέες αναδρομικές μελέτες σε κλινικά δείγματα ασθενών που


δεν κυοφορούν και πάσχουν από Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Πρώτον,
ο Labad52 και οι συνεργάτες του ανέφεραν πως τα συμπτώματα της
μόλυνσης / καθαρισμού ήταν σχετικά με την περιγεννητική έναρξη της ΙΨΔ.
Δεύτερον, η Forray 34 και οι συνεργάτες της δήλωσαν ότι η συχνότητα των
ιδεοληψιών της μόλυνσης ήταν σημαντικά μεγαλύτερες στην ομάδα
ασθενών με ΙΨΔ της περιγεννητικής περιόδου σε σύγκριση με την ομάδα
ασθενών με ΙΨΔ της μη περιγεννητικής περιόδου, δηλαδή των άτοκων
γυναικών. Τα αποτελέσματα της μελέτης υποστηρίζουν ότι τα πιο κοινά
συμπτώματα Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής στην φάση της λοχείας

37
είναι οι εμμονές μόλυνσης και οι ψυχαναγκασμοί με πλύσιμο/καθαρισμό.
Μελέτη επίσης έδειξε ότι τα εκθέματα κατά της φάσης της λοχείας δεν
έχουν καμία σημαντική διαφορά από εκείνα της μη λοχείας όσον αφορά τη
συχνότητα των ψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων όπως φάνηκε από το σκορ
του Υ-ΒΟCS 53. Προηγούμενες εκθέσεις εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της
έναρξης της ΙΨΔ και της εβδομάδας της κύησης και ανέφεραν ότι η ΙΨΔ
εμφανίζεται συνήθως το δεύτερο ή το τρίτο τρίμηνο της κύησης . Αυτό
έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα μας, που υποστηρίζουν ότι η
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή παρουσιάζεται κυρίως μέσα στις πρώτες
28 εβδομάδες. Έναρξη της ΙΨΔ κατά την εγκυμοσύνη: κλινικά
χαρακτηριστικά, συννοσηρότητα και συναφείς παράγοντες, καθιστούν τα
δύο πρώτα τρίμηνα πιο σημαντικά για την έναρξη της ΙΨΔ, με λιγότερο από
το 5% των περιπτώσεων στο τρίτο τρίμηνο. Σημειώνεται ότι περίπου το
ήμισυ των ασθενών που είχαν εμφανίσει ΙΨΔ κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης παρουσίασαν έναρξη των συμπτωμάτων
Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής με το πρώτο παιδί. Η προϋπάρχουσα
ψυχική κατάσταση των γυναικών φαίνεται να είναι ένας σημαντικός
παράγοντας για τον καθορισμό και την ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας στην
αναπαραγωγική ζωή. Βιώνοντας διάθεση ή συμπτώματα άγχους κατά την
προγεννητική περίοδο έχει αποδειχθεί πως μπορεί να γίνουν πρόβλεψη
κατάθλιψης μετά τον τοκετό (επιλόχειος κατάθλιψη).54

Επίσης, ορισμένοι συγγραφείς ανέφεραν ότι ψυχολογικά προβλήματα


πριν από την εγκυμοσύνη σχετίζονται με συμπτώματα άγχους που
αναπτύσσονται κατά την εγκυμοσύνη Μελέτη έδειξε πως η ύπαρξη άγχους
κατά την έναρξη της κύησης ήταν ένας ισχυρός παράγοντας για την

38
πρόβλεψη της εμφάνισης της ΙΨΔ κατά τη διάρκεια της κυοφορίας. Το
οικογενειακό ιστορικό μείζονος κατάθλιψης ήταν συχνότερο μεταξύ των
γυναικών με ΙΨΔ και σε γυναίκες που κυοφορούσαν αλλά και στο γενικό
πληθυσμό. Γενετικοί παράγοντες είναι αξιοσημείωτοι όσον αφορά την
παθογένεια της ΙΨΔ στο γενικό πληθυσμό και στις γυναίκες σε κύηση. Αν
και μπορεί να υποστηριχθεί ότι ένα θετικό ιστορικό ΙΨΔ συνδέεται με
λοχειακή ΙΨΔ, αυτό δεν είναι απόλυτο. Ενώ το κάπνισμα είναι
προβλεπτικός παράγοντας για την ανάπτυξη ΙΨΔ στο γενικό πληθυσμό, δεν
είναι απαραίτητο να ισχύει για την εμφάνιση ΙΨΔ στη λοχεία.

Η σχέση μεταξύ λοχειακής ΙΨΔ και διαταραχών προσωπικότητας δεν είναι


ευκρινής. Σημαντικός αριθμός εγκύων γυναικών που βίωσε ενοχλητικές
σκέψεις άγχους ανέφερε ότι μια αρνητική ερμηνεία των σκέψεων αυτών
μπορεί να οξύνει τις εμμονές και τα συμπτώματα της ΙΨΔ κατά την
περιγεννητική περίοδο περισσότερο απ’ ότι στο γενικό πληθυσμό. Η
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας μπορεί να προδιαθέτει
μια αρνητική ερμηνεία των παρεμβατικών σκέψεων.

Από την άλλη πλευρά δεδομένου ότι δεν βρέθηκε διαφορά μεταξύ των
ασθενών με ΙΨΔ κατά την κύηση και αυτών που δεν βρίσκονται σε κύηση, η
πρόβλεψη της ΙΨΔ στην λοχεία δεν είναι σταθερή. Επιπλέον έχει προταθεί
ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ επιλόχειας κατάθλιψης και διαταραχής
προσωπικότητας, cluster c, ή συννόσησης με διαταραχές άξονα A, με
ποσοστά που κυμαίνονται από 48% έως 92%, σε σχέση με το γενικό
πληθυσμό. Η μείζονα κατάθλιψη είναι η πιο κοινή διαταραχή, όμως δε

39
βρέθηκε συννοσηρότητα των διαταραχών του Άξονα Α όσον αφορά τη ΙΨΔ
κατά την κύηση.

Στους ασθενείς με ΙΨΔ στην λοχεία, η πιο διαδεδομένη διαταραχή ήταν η


διαταραχή γενικευμένου άγχους. Ένα υψηλό ποσοστό αυτής της
διαταραχής μπορεί να σχετίζεται με την ίδια την εγκυμοσύνη και η
συννοσηρότητα με τις καταθλιπτικές διαταραχές ήταν λιγότερο συχνή.
Μερικοί συγγραφείς ανέφεραν ότι είναι πιο συχνή η συννοσηρότητα με τη
μείζονα κατάθλιψη σε ασθενείς που αναζητούν ιατρική παρέμβαση από
εκείνους που δεν επιδιώκουν φροντίδα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη
διαφορά μεταξύ πληθυσμού γυναικών σε κύηση και μη, σε σχέση με τη
συννοσηρότητα των καταθλιπτικών διαταραχών.54

Συμπερασματικά, 1) H ΙΨΔ στην εγκυμοσύνη και απουσία εγκυμοσύνης,


φαίνεται να έχει παρόμοια κλινικά χαρακτηριστικά. 2)Συννόσηση
διαταραχών διάθεσης ή κάποιας αγχώδους διαταραχής παρατηρείται σε
περισσότερες από τις μισές γυναίκες με λοχειακή ΙΨΔ. (3) Γυναίκες με
ιστορικό καπνίσματος, διαταραχή άγχους κατά την έναρξη της
εγκυμοσύνης, και Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας έχουν
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης σε σύγκριση με γυναίκες που δεν παρουσιάζουν
αυτά τα χαρακτηριστικά. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν
με περαιτέρω μελέτες .55

40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5o

5.1 Παράγοντες κινδύνου περιγεννητικής έναρξης της


Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής

Υπάρχουν πολλές μεταβλητές προγεννητικές, περιγεννητικές, και


λοχειακές, οι οποίες σε συνδιασμό με άλλους περιβαλλοντικούς και
γενετικούς παράγοντες σχετίζονται με την ΙΨΔ και την κλινική της έκφραση.
Η παρατεταμένη εργασία και ένα πιθανό οίδημα κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, αναδείχθηκαν ως οι πιο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου
που σχετίζονται με την ΙΨΔ στην φάση της κύησης. Οι ασθενείς με ΙΨΔ
έχουν περισσότερες επιπλοκές κατά τη διάρκεια της κύησης και κατά τον
ερχομό του βρέφους απ' ότι οι υπόλοιποι. Όπως ήταν αναμενόμενο, η
κοινωνικοοικονομική κατάσταση και η εκπαίδευση σχετίζονται με την
εμφάνιση κα την πορεία της ΙΨΔ . Για παράδειγμα, επειδή οι μητέρες με
χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές θέσεις έχουν μάλλον πιο περιορισμένη
πρόσβαση σε επαρκή προγεννητική βοήθεια της υγειονομικής
περίθαλψης, αναμενόμενο είναι να έχουν υψηλότερο αριθμό
προβλημάτων κατά τη διάρκεια της κύησης, την γέννηση , και την πρώτη
παιδική ηλικία του νέου μέλους. Υπάρχει μια συσχέτιση του πρόωρου
τοκετού με το χαμηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο των ασθενών,
καθώς και με το χώρο που θα γεννήσει η νέα μητέρα (σπίτι, νοσοκομείο). Η
χρήση λαβίδας συνήθως παρατηρείται σε δύσκολες εγκυμοσύνες, στις
οποίες υπάρχει σαφής ανάγκη να μειωθεί ο χρόνος και η δυσφορία του
εμβρύου. Είναι πιθανό ότι το στρες που προκαλείται από υποξία και
ταλαιπωρία του εμβρύου να είναι συνδεδεμένα με την αύξηση ευπάθειας

41
για ανάπτυξη ΙΨΔ. Η προωρότητα μπορεί να σχετιστεί με ΙΨΔ και με
μεγαλύτερα προβλήματα των νεογνών. Επιπλέον, οι περιγεννητικές
επιπλοκές όπως η υποξία είναι γνωστό ότι μικραίνουν τους όγκους της
αμυγδαλής και του ιππόκαμπου από στοιχεία του Murray56. Μητρικό στρες,
ιογενείς λοιμώξεις, και μαιευτικές επιπλοκές, ενεργοποιούν τη
σηματοδότηση ωκυτοκίνης, που σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια και τις
σχετικές διαταραχές της. Ως εκ τούτου, περιγεννητικά φλεγμονώδη
γεγονότα μπορεί να προκαλέσουν μελλοντικά ψυχικές, συμπεριφορικές και
γνωστικές διαταραχές.

Οίδημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι συχνά ένα πρώτο σημάδι
προεκλαμψίας, ιδίως όταν επηρεάζει το πρόσωπο και τα χέρια και η υψηλή
αρτηριακή πίεση είναι παρούσα. Επιπλέον, η διάγνωση της προεκλαμψίας
είναι συχνά δύσκολη σε ήπιες μορφές της. Η προεκλαμψία είναι
αποτελέσματα της κακής αιμάτωσης του πλακούντα, η οποία
απελευθερώνει ένα παράγοντα που τραυματίζει το ενδοθήλιο,
προκαλώντας την ενεργοποίηση της πήξης και μια αυξημένη ευαισθησία .
Συνήθως συνδέεται με πρόωρο τοκετό, καισαρική, και νεογνικές επιπλοκές
από στοιχεία των Rey57, Couturier 58 και Sibai59 . Επιδημιολογικές μελέτες
των Lain60 και Roberts61 προτείνουν μια ανοσολογική αιτία για την
προεκλαμψία . Επειδή το οίδημα είναι επίσης παρόν σε πολλές
φυσιολογικές εγκυμοσύνες, δεν είναι ένας αξιόπιστος δείκτης, και είναι
πιθανό ότι ήπιες μορφές προεκλαμψίας (ή ακόμη και υπέρταση) και
οριακή προωρότητα ,να είναι αδιάγνωστες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι
οι μητέρες των ασθενών με ψυχικές διαταραχές τείνουν να είναι πιο
προσεκτικές με τις δικές τους εγκυμοσύνες και τα ιατρικά ιστορικά των

42
παιδιών τους σε μια προσπάθεια να βρουν μια εξήγηση για τη διαταραχή.
Η ιστορία πρώιμων περιβαλλοντικών παραγόντων σχετίζονται με αυξημένο
κίνδυνο για πολλές ψυχιατρικές διαταραχές (π.χ. αυτισμό,

νευρική ανορεξία, σχιζοφρένεια, και συναισθηματικές διαταραχές), και


προγεννητικής, περιγεννητικής και μεταγεννητικής Ιδεοψυχαναγκαστικής
διαταραχής. Ο τοκετός με καισαρική σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ΙΨΔ
κατά 17%, ενώ αν το παιδί βρίσκεται ανάποδα στη μήτρα (με τα πόδια
προς τα κάτω αντί για το κεφάλι) ο κίνδυνος ΙΨΔ είναι αυξημένος κατά
35%. «Τα παιδιά που γεννήθηκαν πρόωρα και από μητέρες που είχαν
σοβαρά προβλήματα κατά τη γέννα, έχουν αυξημένο κίνδυνο
Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής μετά από πολλά-πολλά χρόνια»,
δήλωσε ο ψυχίατρος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γιέηλ δρ
Τζέημς Λέκμαν. Ιστορικό ΙΨΔ ή άλλης ψυχιατρικής διατραχής αποτελούν
σχεδόν πάντα παράγοντα κινδύνου εμφάνισης ΙΔΨ.62-63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6o

6.1 Θεραπείες

Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι δύσκολη στη θεραπεία. Μόνο το


20% των ασθενών στο γενικό πληθυσμό εκτιμάται ότι θα επιτύχει την
πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων. Η Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή κατά

43
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού είναι ακόμα πιο δύσκολη
διότι οι εμμονές στη διάρκεια των περιόδων αυτών, συχνά περιλαμβάνουν
την ασφάλεια του εμβρύου και οι ασθενείς θα μπορούσαν περισσότερο να
ανησυχούν λόγω της εμβρυϊκής έκθεσης σε ψυχοτρόπες ουσίες. Μέχρι
σήμερα, δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες που να έχουν διεξαχθεί και να
έχουν εξετάσει την αποτελεσματικότητα της διαφορετικής μεταχείρισης
στην περιγεννητική περίοδο όσον αφορά την Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή. Η λήψη αποφάσεων πρέπει να γίνεται με βάση τη σοβαρότητα
και την χρονιότητα των εμμονών και των ψυχαναγκασμών καθώς και το
βαθμό στον οποίο η διαταραχή, δε βλάπτει τον ασθενή και την λειτουργία
της οικογένειας.62-63

6.2 Μη Φαρμακολογική Θεραπεία

Γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) : μπορεί να είναι μια


αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή στη μετά τον τοκετό εμφάνιση
Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, ειδικά σε γυναίκες που παρουσιάζουν
και ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς. Η CBT στοχεύει στην τροποποίηση
των γνωστικών λαθών στους ασθενείς με ΙΨΔ (γνωσιακή θεραπεία) και τη
μείωση των τελετουργιών μέσω της έκθεσης και της πρόληψης της
απάντησης (θεραπεία συμπεριφοράς). Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν
μελέτες CBT για τον πληθυσμό των γυναικών μετά τον τοκετό. Ορισμένοι
συγγραφείς έχουν συστήσει CBT, που είναι και η πρώτης γραμμής
θεραπεία σε ασθενείς με ΙΨΔ στο γενικό πληθυσμό και μπορεί να
προσφέρει περισσότερα μακροπρόθεσμα οφέλη από μόνη της χωρίς

44
φαρμακοθεραπεία από στοιχεία του Sullivan 64 και των συνεργατών του. Η
CBT είναι μια πολύτιμη θεραπευτική επιλογή, αν η γυναίκα επιθυμεί να
θηλάσει το παιδί της, καθώς αυτή η μορφή θεραπείας θα ανακουφίσει
προφανώς από την εκθεση του νεογέννητου σε ψυχοτρόπες ουσίες μέσω
του μητρικού γάλακτος.65

Όταν τα συμπτώματα του ασθενούς αποτελούνται κυρίως από επίμονες


ιδεοληψίες, χωρίς ψυχαναγκασμούς, η φαρμακοθεραπεία μπορεί να είναι
μια αποτελεσματική επιλογή. Οι δοκιμές της έκθεσης και της πρόληψης
απόκρισης σε ασθενείς με ιδεοληψίες, χωρίς ψυχαναγκασμούς όπως
συμβαίνει συχνά ως συνέπεια στην μετά τον τοκετό περίοδο με την
εμφάνιση ΙΨΔ ,έχουν δώσει αντιφατικά αποτελέσματα. Επιπλέον, τα
εμπειρικά δεδομένα σχετικά με την χρησιμότητα των άλλων τεχνικών CBT,
όπως σταμάτημα της σκέψης στη μείωση των εμμονών υστερούν, από
στοιχεία των Jenike66 και των συνεργατών του. Ορισμένες συμπεριφορές,
π.χ. συμπεριφορές αποφυγής, ψυχικής τελετουργίας, για τη διασφάλιση
της επιβεβαίωσης από τους άλλους δεν μπορούν να αναφερθούν άμεσα
από τους ασθενείς ως ψυχαναγκασμοί. Αυτές οι συμπεριφορές έχουν
δραστική ανακούφιση από το άγχος και μπορεί να θεωρούνται λειτουργικά
παρόμοιες με τους ψυχαναγκασμούς. Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να
τροποποιηθούν από τη θεραπεία με CBT.67

Υποστηρικτική ψυχοθεραπεία για τον ασθενή και την οικογένειά του


μπορεί επίσης να είναι ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στη CBT ή
φαρμακοθεραπεία. Ένας προσεκτικός θεραπευτής μπορεί να είναι σε θέση
να ενισχύσει τη συμμόρφωση του ασθενούς με CBT για την

45
αποτελεσματικότητά της. Οι ασθενείς με ΙΨΔ συχνά περιλαμβάνουν στις
τελετουργίες τους μέλη της οικογένειάς τους. Υπήρξαν αναφορές των
συζύγων που έχουν χάσει τις δουλειές τους εξαιτίας των νέων μητέρων που
ήταν φοβισμένες από τις σκέψεις τους μήπως βλάψουν τα μωρά τους και
δεν ήταν σε θέση να είναι μόνες τους με τα νεογέννητα από στοιχεία των
Jennings68 και των συνεργατών του. Υποστήριξη και εκπαίδευση είναι
σημαντικά για την οικογένεια στην κατανόηση της ασθένειας του
ασθενούς, στην αναστροφή της οικογενειακής δυσλειτουργίας και μπορεί
να έχει ως αποτέλεσμα και τη καλή φροντίδα του νεογέννητου.

6.3 Φαρμακολογική Θεραπεία

Μεγάλες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες, έχουν αποδείξει την


αποτελεσματικότητα και την ανεκτικότητα των εκλεκτικών αναστολέων
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) φλουοξετίνη ,σερτραλίνη,
παροξετίνη, σιταλοπράμη, κλομιπραμίνη, στη θεραπεία της ΙΔΨ στο γενικό
πληθυσμό. Πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα της
βενλαφαξίνης είναι ενθαρρυντικά. Αν και οι ασθενείς με ΙΔΨ μετά τον
τοκετό φαίνεται να ανταποκρίνονται καλά στη θεραπεία με
αντικαταθλιπτικά , ειδικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητά
τους της για την εμφάνιση ΙΨΔ στη θεραπεία των ασθενών μετά τον τοκετό
είναι αραιά. Παρ 'όλα αυτά, η αποτελεσματικότητά τους στην

46
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στον υπόλοιπο πληθυσμό δικαιολογεί τη
χρήση τους στη θεραπεία στη λοχεία. Οι ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές
στην περίοδο μετά τον τοκετό είναι πιθανό να ανταποκριθούν στην
καθιερωμένη θεραπεία.69Επιπλέον, δεν υπάρχουν θεωρίες ή στοιχεία που
να δείχνουν ότι οι ασθενείς με ΙΨΔ μετά τον τοκετό θα αποκρίνονται
διαφορετικά σε αυτούς τους παράγοντες. Ως εκ τούτου, οι γυναίκες μετά
τον τοκετό μπορεί να διαχειρίζονται την Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή,
σύμφωνα με την τυπική θεραπεία και τις προσεγγίσεις για την ΙΨΔ των
άτοκων πληθυσμών. Μια μελέτη έδειξε ότι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
είτε με φλουοξετίνη, είτε με κλομιπραμίνη, είτε με δεσιπραμίνη ή
συνδυασμό αυτών ανταποκρίθηκαν γρήγορα και τα συμπτώματά τους
βελτιώθηκαν σημαντικά όπως υποδεικνύεται από τις αλλαγές στην (CGI)
κλίμακα.70 Στο 1 έτος παρακολούθησης, 12 ασθενείς είχαν εκλεγεί για να
παραμείνουν στην φαρμακοθεραπεία λόγω της παρουσίας
υπολειμματικών εμμονών. Σε μια άλλη περίπτωση από 7 ασθενείς με
επιλόχεια έναρξη Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής , 3 ασθενείς
συμμετείχαν σε μια 12 εβδομάδων ανοιχτή μελέτη , με φλουβοξαμίνη, με
τους 2 ασθενείς να παρουσιάζουν θετική απόκριση, που ορίζεται ως το
30% στην συνολική ή μεγαλύτερη μείωση στη βαθμολογία της YBOCS.53

Κατά την εκκίνηση της θεραπείας με SSRIs ή κλομιπραμίνη, η δοσολογία θα


πρέπει να γίνεται βαθμιαία, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν
παρενέργειες. Οι ασθενείς με Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συνήθως
απαιτούν υψηλότερες δόσεις για την ύφεση των συμπτωμάτων τους σε
σχέση με ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη ή άλλες διαταραχές άγχους

47
όπως φαίνεται από στοιχεία του Goodman71 και των συνεργατών. Μια
επαρκής δοκιμή (10 έως 12 εβδομάδες) ενός SSRI ή κλομιπραμίνης σε
θεραπευτική δόση συνιστάται για την ανταπόκριση στην
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Όταν η δοκιμή ενός παράγοντα δεν
παράγει ικανοποιητική κλινική βελτίωση η CBT θεραπεία μπορεί να
συνδυαστεί με τη φαρμακολογική θεραπεία, από στοιχεία του Albert72 και
των συνεργατών του. Εναλλακτικά, ένας άλλος σεροτονινεργικός
παράγοντας που μπορεί να δοκιμαστεί είναι η πινδολόλη, η ρισπεριδόνη,
και η ολανζαπίνη. Παρόμοια με τους άτοκους ασθενείς με ΙΨΔ, η
φαρμακοθεραπεία θα πρέπει να διατηρηθεί για τουλάχιστον ένα έτος σε
ασθενείς με ΙΨΔ μετά τον τοκετό . Αν η φαρμακευτική αγωγή διακοπεί
πρόωρα, το επεισόδιο υποτροπής συνδέεται με φτωχότερη απάντηση στη
θεραπεία , όπως φαίνεται από στοιχεία της Maina48 και των συνεργατών
της. Όταν προσπαθούν να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή, η
δοσολογία θα πρέπει να ελαττώνεται σιγά-σιγά και η θεραπεία πρέπει να
ξαναρχίσει αμέσως εάν τα συμπτώματα επιδεινώνονται ή επιστρέφουν.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η ανεπάρκεια της οιστραδιόλης μπορεί
να παίζει ένα ρόλο στην παθογένεση της επιλόχειας κατάθλιψης και
επιλόχειας ψύχωσης. Οι γυναίκες με επιλόχεια κατάθλιψη ή με επιλόχεια
ψύχωση, αντιμετώπισαν επιτυχώς την ανεπάρκεια αυτή με υπογλώσσια
17β-οιστραδιόλης με ταχεία ανταπόκριση. Η αντικατάσταση οιστρογόνων
μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία σε ασθενείς με
επιλόχεια ΙΨΔ με έλλειψη οιστρογόνων.73

Προφυλακτική θεραπεία μπορεί να ενδείκνυται εάν ένας ασθενής έχει


ιστορικό εμφάνισης ή επιδείνωσης της ΙΨΔ μετά από προηγούμενη

48
εγκυμοσύνη , ή υποτροπές που μπορεί να προκύπτουν με μελλοντικές
κυήσεις. Πρόληψη μέσω αποτελεσματικής και έγκαιρης θεραπείας μπορεί
να είναι σημαντική, δεδομένου ότι ορισμένες γυναίκες μπορεί να
μεταβάλλουν τα σχέδια για αναπαραγωγή, λόγω της μετά τον τοκετό
ψυχιατρικής νόσου τους. Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία έχει
συστηθεί ως θεραπεία πρώτης γραμμής της ΙΨΔ σε έγκυες γυναίκες,
προκειμένου να αποφευχθεί η εμβρυϊκή έκθεση σε ψυχοτρόπες ουσίες .
Όταν η φαρμακοθεραπεία ενδείκνυται κλινικά, η φλουοξετίνη φαίνεται να
έχει τα περισσότερα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια κατά τη διάρκεια
της εγκυμοσύνης. Οι ιδεοληψίες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί
να περιλαμβάνουν συχνά την ασφάλεια του εμβρύου. Ως εκ τούτου, όταν η
φαρμακοθεραπεία εξετάζεται, ο γιατρός θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις
ανησυχίες της ασθενούς σχετικά με τη χρήση φαρμάκων κατά τη διάρκεια
της εγκυμοσύνης. Μελλοντικές μελέτες απαιτούνται για τη δημιουργία
μιας αποτελεσματικής προσέγγισης για τη διαχείριση των ασθενών με ΙΨΔ
ή ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η
οποία με τη σειρά της θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την προφύλαξη
από την ΙΨΔ στη φάση της λοχείας.74 Η καλύτερη ένδειξη του βαθμού
έκθεσης του βρέφους στο φάρμακο είναι η συγκέντρωση του φαρμάκου
στο πλάσμα του βρέφους.

49
6.4 Θηλασμός και Φαρμακολογική Θεραπεία

Κατά τη διαχείριση των γυναικών μετά τον τοκετό με οργανικές ή


ψυχιατρικές διαταραχές, η επιλογή της ασθενούς για το αν θα θηλάσει ή
όχι αποτελεί πρόκληση για την κλινική διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Στόχος του κλινικού γιατρού είναι να διαμορφώσει μια θεραπευτική αγωγή
που να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της μητέρας με ΙΨΔ και
ασφαλέστερη για το βρέφος. Αν αντικαταθλιπτική θεραπεία ενδείκνυται
κλινικά σε μια μητέρα που επιθυμεί να θηλάσει, το προφίλ κινδύνου-
οφέλους των επιλογών της θα πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά με την
ασθενή. Υπάρχουν σαφή οφέλη για το θηλασμό. Η Αμερικανική Ακαδημία
Παιδιατρικής συστήνει το θηλασμό ως αποκλειστική πηγή διατροφής για
τα βρέφη κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της ζωής τους έως 12
μήνες. Υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι το μητρικό
γάλα μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης διαφόρων οξέων και χρόνιων
ασθενειών όπως η διάρροια, η ωτίτιδα, η λοίμωξη του κατώτερου
αναπνευστικού και οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (Αμερικανική
Παιδιατρική Ακαδημία, 1997). Ο θηλασμός έχει επίσης αναφερθεί ότι
μειώνει τον κίνδυνο του καρκίνου του μαστού σε προεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες, από στοιχεία του Newcomb 75 και των συν εργατών του, και
μειώνει την απώλεια αίματος κατά τη λοχεία, όπως φαίνεται από στοιχεία
του Chua76 και των συνεργατών του. Υπάρχουν επίσης σαφή
μειονεκτήματα με τις ψυχιατρικές ασθένειες στη μητέρα που δεν έχουν
θεραπευτεί. Τα βρέφη των μητέρων με ψυχιατρικές διαταραχές, όπως ΙΨΔ
ή μείζονα κατάθλιψη δείχνουν κακή γνωστική, συναισθηματική και
κινητική ανάπτυξη, καθώς και καθυστερημένη ανάπτυξη . Μητέρες με

50
ψυχιατρικές ασθένειες δημιουργούν επίσης ανασφαλή δεσμό με τα βρέφη
τους, αποφεύγοντας την επαφή μαζί τους, από στοιχεία του Field77 και
δείχνοντας μια μειωμένη ποιότητα της αλληλεπίδρασης , από στοιχεία του
Stein78 των συνεργατών του, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά
τη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του βρέφους.79Η διαταραχή
του δεσμού μητέρας-βρέφους και η αλληλεπίδραση λόγω της σοβαρότητας
της ψυχιατρικής νόσου της μητέρας και της πιθανής νοσηλείας της μπορεί
να έχει αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη του βρέφους .Σε μια μελέτη
που προτάθηκε, 10 από τις 15 μητέρες με επιλόχεια ΙΨΔ που εισήχθησαν
στο νοσοκομείο αντί να διακινδυνεύσουν τη διακοπή της συγκόλλησης
μητέρας-βρέφους καθώς και τον θηλασμό, λόγω της νοσηλείας τους ,ήταν
σοφότερο να θεραπευτούν αποτελεσματικά με την κατάλληλη
φαρμακευτική αγωγή είτε θήλαζαν είτε όχι. Όλα τα αντικαταθλιπτικά
μεταφέρονται μέσω του μητρικού γάλακτος από το μαστό.80 Η Αμερικανική
Ακαδημία Παιδιατρικής έχει ταξινομήσει τα ψυχοτρόπα φάρμακα
(αγχολυτικά φάρμακα, αντικαταθλιπτικά και νευροληπτικά) υπό τον τίτλο
«Τα φάρμακα για τα οποία η επίδραση στα βρέφη που θηλάζουν είναι
άγνωστη, αλλά μπορεί να μας ανησυχήσει »(Αμερικανική Ακαδημία
Παιδιατρικής Επιτροπής για τα Ναρκωτικά, 2001)

Κλομιπραμίνη

Δεν έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες σε οκτώ βρέφη που


εκτέθηκαν σε κλομιπραμίνη κατά τη διάρκεια της κύησης ή του θηλασμού,
από στοιχεία του Yoshida 81. Τα επίπεδα της κλομιπραμίνης και του
μεταβολίτη διμεθικλομιπραμίνης σε 5 από τα βρέφη ήταν είτε μη
ανιχνεύσιμα ή πολύ χαμηλά για να ποσοτικοποιηθουν. Αν και οι
51
περιπτώσεις των βρεφών που εκτίθενται σε κλομιπραμίνη μέσω του
μητρικού γάλακτος είναι περιορισμένες , με βάση τα δεδομένα ασφάλειας,
δεν είναι απαραίτητο για τις θηλάζουσες μητέρες να σταματήσουν τη
θεραπεία κλομιπραμίνης ή να αποφεύγουν το θηλασμό , όπως φάνηκε από
στοιχεία του Wisner82 και των συνεργατών του.

Φλουοξετίνη

Στην πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων και την περίπτωση της σειράς
των βρεφών που ανέθρεψαν μητέρες που λαμβάνουν φλουοξετίνη, δεν
παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες επιδράσεις και ίχνη ανεπιθύμητης
ποσότητας της μητρικής ένωσης και του μεταβολίτη της, ούτε βρέθηκε
φλουοξετίνη σε ορούς βρέφους , όπως φαίνεται από στοιχεία του Burt83
και των στυνεργατών του. Στην αναθεώρηση της βιβλιογραφίας
διαπιστώθηκε ότι από τα 190 βρέφη που εκτείθονταν σε φλουοξετίνη
μέσω του μητρικού γάλακτος, δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες
σε 180 βρέφη. Λίγες ανέκδοτες αναφορές περιστατικών ανεπιθύμητων
ενεργειών έχουν αναφερθεί σε βρέφη που θηλάζουν από μητέρες που
έπαιρναν φλουοξετίνη, όπως φάνηκε από στοιχεία του Lester84 και των
συνεργατών του. Περιγράφεται ένα περιστατικό για ένα 6-εβδομάδων
βρέφος το οποίο παραπέμφθηκε για κολικούς πόνους, του οποίου η
μητέρα έπαιρνε 20mg ανά ημέρα φλουοξετίνη 84. Δεν δόθηκε ιδιαίτερη
εξήγηση για τα εξαιρετικά επίπεδα φλουοξετίνης στο βρέφος. (340ng = ml
και 208ng = ml, αντίστοιχα) μόνο μετά από μια ημέρα νοσηλείας.
Παρ’όλ’αυτά, με βάση αυτή και μόνο την περίπτωση οι πληροφορίες στις

52
συσκευασίες της φλουοξετίνης αναθεωρήθηκαν και ανέγραφαν ότι δεν
συνιστάται για χρήση σε γυναίκες που γαλουχούν όπως φάνηκε από
στοιχεία του Gelenberg85 των συνεργατών του. Ένα βρέφος που θηλάζει
από μια μητέρα που λαμβάνει φλουοξετίνη, καρβαμαζεπίνη και
βουσπιρόνη έχει παρατηρηθεί ότι είχε επεισόδια σπασμών. Η μητέρα που
είχε λάβει φλουοξετίνη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είναι δύσκολο
να εξακριβωθεί ποια από τα τρία φάρμακα που έπαιρνε μπορεί να είχαν
συμβάλλει η όχι στα επεισόδια σπασμών. Επιμελητές και συνεργάτες του
Chambers86 σε μελέτη τους σε 26 βρέφη που εκτέθηκαν σε φλουοξετίνη
μέσω μητρικού γάλακτος διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τα 38 βρέφη
που είχαν τραφεί με μητρικό γάλα μητέρων που διέκοψαν το φάρμακο,
είχαν χαμηλότερη αύξηση του σωματικού βάρους (Μέσο έλλειμμα 392 g,
όταν μετρήθηκαν τα βάρη μεταξύ 2 εβδομάδων και 6 μηνών). Οι
συγγραφείς ανέφεραν ότι αν και η σοβαρότητα της κατάθλιψης της
μητέρας που είχε μετρηθεί από το Κέντρο Επιδημιολογικών Μελετών(CES-
D) ΚΛΙΜΑΚΑ 87και είχε ολοκληρωθεί κατά 70% από μητέρες στα μέσα της
εγκυμοσύνης, ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων, τα αποτελέσματά
της μπορεί να μην αντανακλούν με ακρίβεια την σοβαρότητα της
κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της λοχείας. Μητέρες στις οποίες
χορηγήθηκε φλουοξετίνη κατά την περίοδο μετά τον τοκετό μπορεί να
έχουν πιο σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα και να επηρεάζεται αρνητικά
η ανάπτυξη του βρέφους και η αύξηση του βάρους του. Τα περισσότερα
βρέφη που εκτίθονταν σε φλουοξετίνη μέσω του θηλασμού είχαν επίσης
εκτεθεί στο φάρμακο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης περισσότερο. Δεν
παρατηρήθηκαν άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε βρέφη από τις μητέρες

53
τους. Ο Kristensen88 και οι συνεργάτες του μελέτησαν 14 βρέφη των
οποίων οι μητέρες γαλουχούσαν βρέφη ενώ λάμβαναν φλουοξετίνη.89 Δύο
βρέφη αναφέρθηκε ότι είχαν συμπτώματα απόσυρσης, ανεξέλεγκτο
κλάμα, ευερεθιστότητα και κακή διατροφή , ενώ άλλα δύο βρέφη ότι είχαν
κολικούς. Και οι τέσσερις από τις μητέρες που λάμβαναν φλουοξετίνη κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δήλωσαν ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες
μπορεί να αποδοθούν στην έκθεση της μήτρας σε φλουοξετίνη και του
μεταβολίτη της. Δυσμενείς επιδράσεις δεν παρατηρήθηκαν στα υπόλοιπα
10 βρέφη.

Σερτραλίνη

Η σερτραλίνη (SSRI) έχει προταθεί ως πρώτης γραμμής θεραπεία για την


κατάθλιψη μετά τον τοκετό σε γαλουχούσες μητέρες με βάσει πολλαπλές
περιπτώσεις σχετικά με την ασφάλειά της σε βρέφη που θηλάζουν, όπως
φάνηκε από στοιχεία του Wisner82 και των συνεργατών του. Δεν έχουν
αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες σε μελέτη βρεφών που εκτέθηκαν σε
σερτραλίνη μέσω του μητρικού γάλακτος. Ανιχνεύσιμα ίχνη (<¼24ng = ml)
σερτραλίνης και Ν-διμεθιλοσερτραλίνης έχουν βρεθεί σε ορό βρεφών. Σε
μια πρόσφατη μελέτη 22 ζευγαριώνν μητέρας-βρέφους που θήλαζαν
όπως φαίνεται από στοιχεία του Stowe90, δεν παρατηρήθηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες σε οποιαδήποτε από τα 22 βρέφη που εκτέθηκαν
σε σερτραλίνη. Οι συγκεντρώσεις σερτραλίνης και διμεθυλοσερτραλίνης
παρατηρήθηκαν στο γάλα 8 και 9 ώρες μετά την κατάποση σερτραλίνης .
Κατά συνέπεια, απορρίπτοντας το μητρικό γάλα 8 έως 9 ώρες μετά τη δόση
στη μητέρα μπορεί σημαντικά να μειωθεί η ημερήσια δόση της
σερτραλίνης στο βρέφος (κατά μέσο όρο 17,1% στη μελέτη). Προκειμένου
54
να εκτιμηθεί η έκταση της κεντρικής 5-υδροξιπταμίνης (5-ΗΤ) που
παράγεται από τη σερτραλίνη σε βρέφη που θηλάζουν, ο Epperson και οι
συνεργάτες του 47, μέτρησαν τον αποκλεισμό του μεταφορέα
αιμοπεταλίων σεροτονίνης (5-ΗΤ)σε 14 βρέφη που εκτέθηκαν σε
σερτραλίνη μέσω του μητρικού γάλακτος. Μετά από 6 έως14 εβδομάδες
έκθεσης σε σερτραλίνη μέσω του μητρικού γάλακτος, οι συγκεντρώσεις 5-
ΗΤ σε βρέφη δεν άλλαξαν σημαντικά από την αρχική τιμή. Σε 11 βρέφη των
οποίων τα επίπεδα σερτραλίνης και διμεθιλοσετραλίνης μετρήθηκαν, ήταν
λιγότερο από 2.5ng = mland5.0ng = χιλιοστόλιτρα, αντίστοιχα. Δεν
παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες σε οποιαδήποτε από τα βρέφη.

Παροξετίνη

Σε σειρά 5 περιπτώσεων μελετώντας συνολικά 59 βρέφη που εκτέθηκαν σε


παροξετίνη μέσω του μητρικού γάλακτος , σε όλα τα βρέφη, οι
συγκεντρώσεις παροξετίνης στον ορό του αίματος ήταν είτε μη
ανιχνεύσιμες ή ανιχνεύονταν σε επίπεδα πολύ χαμηλά για να
ποσοτικοποιηθούν. Δυσμενή αποτελέσματα δεν παρατηρήθηκαν σε
οποιοδήποτε από τα βρέφη. Δυσμενείς επιδράσεις παρατηρήθηκαν σε 8
επιπλέον βρέφη των οποίων τα επίπεδα της παροξετίνης δεν μετρήθηκαν.
Μια πρόσφατη μελέτη από τον Costei91 και τους συνεργάτες του, έδειξε ότι
τα βρέφη των μητέρων που πήραν παροξετίνη κατά τη διάρκεια του τρίτου
τριμήνου ήταν πιο πιθανό να έχουν νεογνικές επιπλοκές όπως
αναπνευστική δυσχέρεια από την ομάδα σύγκρισης αποτελούμενη από τα
βρέφη των οποίων οι μητέρες έλαβαν παροξετίνη μόνο κατά τη διάρκεια
του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου ή έλαβαν μη τερατογόνα

55
σκευάσματα κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Η μελέτη έδειξε
επίσης ότι τα βρέφη που εκτέθηκαν σε παροξετίνη κατά τη διάρκεια του
τρίτου τριμήνου μέσω του μητρικού γάλακτος έδειξαν αρνητικές
επιπτώσεις, όπως εγρήγορση και δυσκοιλιότητα από ό,τι τα βρέφη που
θήλαζαν στην ομάδα σύγκρισης. Όπως δήλωσαν οι συγγραφείς, δυσμενείς
επιδράσεις παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του θηλασμού μεταξύ των
βρεφών που εκτέθηκαν σε παροξετίνη κατά το τρίτο τρίμηνο, σε σχέση με
τις μητέρες των βρεφών που δεν εκτέθηκαν. Τα αποτελέσματα αυτής της
μελέτης μπορεί να έχουν σημαντικές κλινικές επιπτώσεις για την
προφύλαξη της ΙΨΔ μετά τον τοκετό.

Φλουβοξαμίνη, Σιταλοπράμη, Βενλαφαξίνη

Τα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια των φλουβοξαμίνης, κατά τη


διάρκεια του θηλασμού είναι αραιά. Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες και τα επίπεδα στον ορό των βρεφών ήταν μη ανιχνεύσιμα ή
υπήρχαν σε ίχνη. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις της έκθεσης του μητρικού γάλακτος σε SSRIs για την βρεφική
ανάπτυξη, ιδιαίτερα την ανάπτυξη του συστήματος νευροδιαβιβαστών.
Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να διατηρούν στο χαμηλότερο την
αποτελεσματική δόση για την ελαχιστοποίηση της έκθεσης του βρέφους
στο φάρμακο. Πριν από την έναρξη της φαρμακοθεραπείας, τα νεογνά
πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά για τις σωματικές παραμέτρους και τα
πρότυπα συμπεριφοράς, όπως η σίτιση και ο ύπνος, έτσι ώστε το βρέφος
να μπορεί να παρακολουθείται εάν και όταν προκύψουν αρνητικές

56
επιπτώσεις από την φαρμακευτική αγωγή, όπως φαίνεται από στοιχεία του
Wisner89 και των συνεργατών του74.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7o

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Ήδη από τα αρχαία χρόνια, η δοξασία πως τα ψυχικά προβλήματα των


γυναικών συνδέονται με την αναπαραγωγική τους λειτουργία, ήταν
κυρίαρχη. Ο ίδιος ο Ιπποκράτης πίστευε πως η αιτία της «υστερίας» στις
γυναίκες ήταν μια «περιπλανώμενη μήτρα». Η γυναίκα στον κοινωνικό της
ρόλο άλλωστε συνδεόταν άμεσα με την αναπαραγωγική της λειτουργία και
τη φροντίδα των παιδιών της.1 Το 19Ο αιώνα, πρώτος ο Esquirol έκανε
συστηματική μνεία των ψυχικών παθήσεων των εγκύων και των λεχώνων
στο εγχειρίδιό του για τις ψυχικές νόσους και ο μαθητής του Victor Marce
έγραψε την πρώτη πλήρη διατριβή για τις ψυχικές νόσους που
προσβάλλουν τις γυναίκες στην περιγεννητική περίοδο. Σταδιακά μέσα
στον 20ο αιώνα και ειδικά μετά τη δεκαετία του ’60, η μεταβολή της
ψυχοκοινωνικής ταυτότητας της γυναίκας και ο σύγχρονος τρόπος άσκησης
της Ιατρικής οδήγησαν σε ένα διαχωρισμό της φροντίδας των γυναικών
ασθενών, έτσι ώστε η γυναικολογική και μαιευτική τους παρακολούθηση
συνήθως να διαχωρίζεται από τη φροντίδα τους για ψυχολογικά
προβλήματα και ψυχιατρικά προβλήματα. Στο πλαίσιο της Διασυνδετικής
Ψυχιατρικής ο κλάδος της Περιγεννητικής Ψυχιατρικής ασχολείται ειδικά
με την μελέτη και την αντιμετώπιση των ψυχικών προβλημάτων που
εκδηλώνονται στην κύηση και τη λοχεία και αποτελεί το συνδετικό κρίκο με
57
τη Μαιευτική 1. Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η μητρότητα είναι μεγάλα
γεγονότα ζωής και έχουν σχετιστεί με αυξημένη ευαλωτότητα για την
ανάπτυξη αγχωδών διαταραχών.92Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου,
προϋπάρχουσες διαταραχές της διάθεσης μπορεί να εμφανίζουν
συμπτωματική έξαρση σε ορισμένες γυναίκες. Επιπλέον, μελέτες δείχνουν
ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης και του άγχους κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης είναι προγνωστικά υψηλότερης πιθανότητας για επιλόχεια
κατάθλιψη και Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή (OCD) στο γενικό πληθυσμό είναι μια ψυχική διαταραχή όπου
οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να ελέγξουν τα πράγματα κατ'
επανάληψη, την εκτέλεση ορισμένων κινήσεων επανειλημμένα
"τελετουργικά", ή έχουν ορισμένες σκέψεις που επιμένουν. Επηρεάζει
περίπου το 1-3 % του πληθυσμού. Οι άνθρωποι που νοσούν, δεν είναι σε
θέση να ελέγξουν ούτε τις σκέψεις ή τις δραστηριότητες για περισσότερο
από ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Κοινές δραστηριότητες
περιλαμβάνουν το πλύσιμο των χεριών, το μέτρημα, και τον έλεγχο των
καταστάσεων (νοητικά και μη). Οι δραστηριότητες αυτές συμβαίνουν σε
τέτοιο βαθμό ώστε η καθημερινή ζωή του ατόμου να επηρεάζεται
αρνητικά. Συχνά καταλαμβάνουν περισσότερο από μία ώρα την ημέρα. Οι
περισσότεροι ενήλικες συνειδητοποιούν ότι οι συμπεριφορές δεν έχουν
νόημα. Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με τικ, αγχώδη διαταραχή, καθώς και
αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας, σύμφωνα με τα στατιστικά του τμήματος
Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου στην Καλιφόρνια (Department of
Psychiatry at the University of California, San Diego UCSD)93.Η μέση ηλικία
έναρξης της Ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής(OCD) περιλαμβάνει τα

58
χρόνια τεκνοποίησης στις γυναίκες και σχετίζεται με εμφανή βλάβη στο
επίπεδο της ποιότητας ζωής και αναπηρίας στην επαγγελματική και
κοινωνική ζωή. Μερικοί συγγραφείς ανέφεραν σύνδεση της εγκυμοσύνη
και της έναρξης της ΙΨΔ σε ορισμένες γυναίκες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η
Neziroglu94 και οι συνεργάτες της, βρήκαν έναν συσχετισμό μεταξύ
εγκυμοσύνης και έναρξης των συμπτωμάτων της ΙΨΔ σε 39% των γυναικών
ασθενών με ΙΨΔ που έχουν παιδιά, οι Labad52 και οι συνεργάτες του,
βρήκαν το ποσοστό αυτό να είναι 6%. Επιπλέον, οι Williams49 και
Koran50,ανέφεραν ότι η εγκυμοσύνη συνδέεται με την έναρξη της ΙΨΔ στο
13%.

Έρευνες έδειξαν επίσης ότι κάποιες γυναίκες σε κύηση μπορεί να έχουν


αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της ΙΨΔ. Αυτό είναι σύμφωνο με μια μέση
ηλικία μεταξύ 23 και 35 ετών στο γενικό πληθυσμό. Αν και η σχέση της ΙΨΔ
στην εγκυμοσύνη έχει εκτενώς διερευνηθεί, δεδομένα σχετικά με τον
επιπολασμό και τα κλινικά χαρακτηριστικά της ΙΨΔ κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης είναι ανεπαρκή.95

Εκτός από την περίοδο της κύησης, και η περίοδος της λοχείας σχετίζεται
με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης Iδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής στις
γυναίκες. Είναι συχνά αδιάγνωστη και χωρίς θεραπεία και οδηγεί σε
σοβαρές συνέπειες για την ασθενή, την οικογένειά της και το νεογέννητο.
Τα συμπτώματα της επιλόχειας ΙΨΔ αποτελούνται από ενοχλητικές
σκέψεις πρόκλησης βλάβης στο νεογέννητο βρέφος χωρίς
ψυχαναγκασμούς ή και με τα δύο, εμμονές και ψυχαναγκασμούς.96

59
Μια συστηματική ανασκόπηση δέιχνει ότι κατά 40% οι γυναίκες βιώνουν
την έναρξη της διαταραχής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά
30% κατά τη διάρκεια της λοχείας. Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση έδειξε
αυξημένο επιπολασμό της ΙΨΔ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (2,07%)
και την μετά τον τοκετό περίοδο (2,43%) σε σύγκριση με το γενικό
πληθυσμό (1,08%).

Οι γυναίκες που βιώνουν ψυχαναγκαστικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια


της εγκυμοσύνης ή μετά τον τοκετό ίσως δεν αναγνωρίζουν τα
συμπτώματά νομίζοντας πως αποτελούν μέρος της γενικότερης
κατάστασης και συνεπώς μπορεί να μην ζητήσουν ανάλογη βοήθεια97.
Θετικό οικογενειακό ιστορικό, Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
προσωπικότητας παράλληλα με προεμμηνορρησιακά συμπτώματα,
βρέθηκαν να είναι προάγγελοι της περιγεννητικής ΙΨΔ. Μαιευτήρες ή
πρωτοβάθμια φροντίδα κλινικών γιατρών θα πρέπει να ψάξουν για
διάγνωση ενεργών συμπτωμάτων της ΙΨΔ κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης και νωρίς μετά την περίοδο του τοκετού,(Μέσα σε 2 έως 4
εβδομάδες) σε όλες τις γυναίκες, ιδίως σε εκείνες με ιστορικό ΙΨΔ ή
άλλους παράγοντες κινδύνου για την περιγεννητική ΙΨΔ. Δύο επιλογές
έχουν προταθεί για τον έλεγχο: να ζητήσετε βοήθεια, «Δεν είναι
ασυνήθιστο για τις νέες μητέρες να βιώσουν ενοχλητικές, ανεπιθύμητες
σκέψεις και να προβαίνουν σε επαναλαμβανόμενες πράξεις ως
αποτέλεσμα των ανησυχιών για πρόκληση βλάβης στο μωρό τους.
Ορισμένες από τις σκέψεις ή πράξεις που σημειώθηκαν έχουν συμβεί σε
εσάς ; ή να χρησιμοποιήσετε την Εδιμβούργειο Κλίμακα Κατάθλιψης σε
συνδυασμό με ένα ερωτηματολόγιο κινδύνου (εκτίμηση κακοποιητική

60
στάση, κοινωνική υποστήριξη, και της ενδοοικογενειακής βίας). 97Οι
ασθενείς οι οποίοι έχουν ένα θετικό αποτέλεσμα εξέτασης πρέπει να
λάβουν μια λεπτομερή ψυχιατρική αξιολόγηση για ΙΨΔ και συνυπάρχουσες
διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης. Κλίμακες αξιολόγησης
όπως η Κλίμακα Yale-Brown53 για την Ιδεοψυχαναγκαστική διατραχή,
μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να εκτιμηθεί η σοβαρότητά της.

Μια σειρά παραγόντων πιθανά συμβάλουν στην εμφάνιση αγχωδών


διαταραχών ή έντονων συμπτωμάτων άγχους κατά την διάρκεια της
εγκυμοσύνης ή και αμέσως μετά τον τοκετό. Οι αλλαγές των ορμονών
πιθανά παίζουν ένα σημαντικό ρόλο, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι
είναι αυτές που ευθέως ευθύνονται για την εμφάνιση μιας αγχώδους
διαταραχής κατά τις περιόδους αυτές.

Η ύπαρξη ιστορικού αγχώδους ή συναισθηματικής διαταραχής και κάποια


στοιχεία της προσωπικότητας (αγχώδης, τελειομανής) κάνει μια γυναίκα πιο
ευάλωτη στην εμφάνιση αγχωδών συμπτωμάτων κατά την διάρκεια της
εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό. Επίσης αρνητικές εμπειρίες ζωής, όπως
μια προηγούμενη αποβολή, αλλά και δύσκολες καταστάσεις, όπως
οικονομικές δυσκολίες, ελλιπές οικογενειακό και κοινωνικό υποστηρικτικό
δίκτυο, που μπορεί να βιώνει την περίοδο αυτή μια γυναίκα μπορεί να την
κάνουν πιο ευάλωτη στο να εμφανίσει μια αγχώδη διαταραχή. Αλλαγές στην
καθημερινότητα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και αμέσως μετά την
γέννηση του παιδιού, όπως αλλαγές στον ύπνο, νέες ευθύνες όσον αφορά
την φροντίδα του μωρού επίσης μπορούν να στρεσάρουν μια νέα μητέρα
και να την κάνουν πιο ευάλωτη σε μια αγχώδη διαταραχή.

61
Η αιτία της ΙΨΔ είναι άγνωστη. Η δυσλειτουργία της σεροτονίνης έχει
προταθεί στην παθογένεση της καθώς και γνωστή κληρονομικότητα. Η
αιτιολογία της μετά τη λοχεία είναι επίσης άγνωστη. Οιστρογόνα και η
προγεστερόνη έχουν δειχθεί να επηρεάζουν σεροτονινεργικούς
νευροδιαβιβαστές.98 Η οξεία έναρξη της ΙΨΔ στην περίοδο μετά τον τοκετό
μπορεί να εξηγηθεί από τη δραματική πτώση των στεροειδών τα επίπεδα
των ορμονών με αποτέλεσμα σεροτονινεργική δυσλειτουργία, το οποίο με
τη σειρά του αλληλεπιδρά με προδιάθεση για ψυχιατρική διαταραχή. Ο
McDougle 99και οι συνεργάτες του έχουν προτείνει ότι μια ταχεία αύξηση
της ωκυτοκίνης σε ένα υψηλό επίπεδο κοντά στο τέλος της εγκυμοσύνης
και κατά τη διάρκεια της λοχείας μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση ή
έναρξη της ΙΨΔ, σημειώνοντας ότι μια ταχεία αύξηση της ωκυτοκίνης
μπορεί να παίζει ένα ρόλο στην παθογένεση της υποτροπιάζουσας ΙΨΔ και
ανεπιθύμητων σεξουαλικά σκέψεων ή εικόνων που είναι κοινοί τύποι
ιδεοληψιών σε ασθενείς άτοκων πληθυσμών με Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή. Αλλαγές σε άλλες αναπαραγωγικές ορμόνες όπως η
γοναδοτροπίνη που απελευθερώνει ορμόνη και προλακτίνη έχουν επίσης
εμπλακεί , όπως φαίνεται από στοιχεία των Shear και Mammen.100

Το γνωσιακό μοντέλο συμπεριφοράς της ΙΨΔ δείχνει ότι οι ασθενείς,


αποδίδουν υπερβολική σημασία στις ανεπιθύμητες ,ενοχλητικές σκέψεις
που στην πραγματικότητα βιώνονται καθολικά και τις παρερμηνεύουν
καταστροφικά. Για παράδειγμα, η σκέψη «τι θα γίνει αν πέσει το μωρό»
είναι εσφαλμένη και ερμηνεύεται ως «Θα πέσει το μωρό». Οι προσπάθειες
τότε θα πρέπει να εστιάζονται στο να αντισταθεί ή να καταστείλει το άγχος
που προκύπτει στην προσπάθεια αποφυγής συμπεριφορών,

62
εξουδετέρωσης ή υποχρεωτικής διάταξης.101Οι δράσεις αυτές είναι εν
μέρει επιτυχείς στην ανακούφιση του άγχους και ως εκ τούτου
αυτοδιαιωνιζόμενες , όπως φαίνεται από στοιχεία του Rachman102και των
συνεργατών του. Σε νέες μητέρες με προϋπάρχουσα Ιδεοψυχαναγκαστική
διαταραχή, η ευθύνη της φροντίδας ενός απροστάτευτου νεογέννητου
μαζί με άλλες οικογενειακές και περιβαλλοντικές αλλαγές που προκύπτουν
μετά τον τοκετό μπορεί να είναι μια πηγή ψυχολογικού στρες που
προκαλεί επιδείνωση της διαταραχής .49-50

Οι πιο συχνές ιδεοληψίες στην κύηση είναι:

 Φόβοι μόλυνσης του βρέφους.


 Ανησυχίες συμμετρίας ή ακριβούς αντιστοιχίας.
 Επιθετικές σκέψεις( εκ προθέσεως ή τυχαία πρόκληση βλάβης
στο βρέφος).

Οι συχνότεροι ψυχαναγκασμοί είναι:

 Καθαρισμός αντικειμένων.
 Πλύσιμο χεριών και αντικειμένων που σχετίζονται με το βρέφος.
 Έλεγχος εκτέλεσης δραστηριοτήτων.
 Αποφυγή επαφής με το βρέφος .

Έρευνα τα τελευταία 30 χρόνια δείχνει ότι δύο μορφές θεραπείας είναι πιο
αποτελεσματικές για την κύηση και τη λοχεία: (α) φαρμακοθεραπεία με
τους αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs), και (β)
γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, χρησιμοποιώντας τις
διαδικασίες της έκθεσης και της πρόληψης της απόκρισης , από στοιχεία

63
του Abramowitz 103. Η φαρμακοθεραπεία με SSRIs, είναι η ευρέως
χρησιμοποιούμενη θεραπεία για την ΙΨΔ, συνήθως οδηγεί σε μια μείωση
20-40% των συμπτωμάτων.

H Γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία(CBT) έχει προταθεί ως θεραπεία


πρώτης γραμμής στο γενικό πληθυσμό, καθώς και για εγκύους και κατά τη
διάρκεια της λοχείας. Είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία κατά πολύ,
όπως υπάρχουν πολλά στοιχεία που να υποστηρίζουν τη χρήση της. Είναι
ασφαλής για τις μητέρες και για αυτές που πρόκειται να γίνουν. Πολλοί
προσφέρουν άλλες ψυχολογικές θεραπείες, αλλά, εκτός από τη
συμπεριφορική θεραπεία και τη γνωσιακή θεραπεία συμπεριφοράς, δεν
υπάρχει καμία απόδειξη ότι αυτές οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές. Η
CBT είναι μια βραχυπρόθεσμη, δομημένη μορφή θεραπείας, όπου το
πρόβλημα εστιάζεται στο εδώ και τώρα. Βοηθά τη νέα μητέρα να εντοπίσει
και να κατανοήσει πώς ορισμένα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς
μπορεί να διατηρήσουν την ΙΨΔ. Η ΙΨΔ κάνει τους ανθρώπους να
πιστεύουν ότι κάτι τρομακτικό θα συμβεί αν δεν εκτελούν τελετουργικά
κάποιες πράξεις τους ή δεν αποφεύγουν ορισμένες καταστάσεις και
δραστηριότητες. Σε CBT θεραπεία, αυτές οι τρομακτικές σκέψεις έχουν
δοκιμαστεί με ένα ασφαλές, προγραμματισμένο και οργανωμένο τρόπο,
έτσι ώστε μια εναλλακτική, λιγότερο απειλητική εξήγηση να εντοπίζεται.104

Μια τεχνική που ονομάζεται «Έκθεση και Παρεμπόδιση Απάντησης» έχει


βρεθεί να είναι ένα σημαντικό μέρος της CBT. Αυτή περιλαμβάνει την
αντιμετώπιση των καταστάσεων που είναι το άγχος χωρίς την αποφυγή,
τον έλεγχο ή τη διεξαγωγή άλλων τελετουργιών. Αυτό μπορεί να φαίνεται

64
μια τρομακτική προοπτική, αλλά γίνεται συνήθως με σταδιακό τρόπο, με
την υποστήριξη του θεραπευτή και είναι ένα σημαντικό μέρος του να
αντιμετωπίσει την Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Προς το τέλος της CBT, ο θεραπευτής θα πρέπει να βοηθήσει στον


εντοπισμό μεθόδου για να σταματήσει με τον καλύτερο τρόπο τα
προβλήματα που επιστρέφουν στο μέλλον. Αυτό είναι γνωστό ως
«πρόληψη υποτροπής» και είναι μια άλλη σημαντική πτυχή της θεραπείας.
Η γενική ιδέα είναι ότι, μέχρι το τέλος της θεραπείας, επαρκής κατανόηση,
δεξιότητες και γνώσεις της ΙΨΔ για την πρόληψη της διαταραχής αυτής θα
έχουν αποκτηθεί, έτσι ώστε η ασθενής να μπορεί να λειτουργήσει ως δικός
της θεραπευτής. Μερικοί ασθενείς επίσης θεωρούν ότι είναι χρήσιμο να
έχουν συνεδρίες περιστασιακές «αναμνηστικές» σε μεταγενέστερη
ημερομηνία.105

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές NICE, αν για κάποιο λόγο, μετά


από επιτυχή αντιμετώπιση της ΙΨΔ, η διαταραχή επιστρέψει, η πρόσβαση
στη θεραπεία μπορεί να δοθεί αμέσως. Η CBT μπορεί να προσφερθεί από
κατάλληλα εκπαιδευμένο θεραπευτή. Συνήθως προσφέρεται από έναν CBT
εκπαιδευμένο ψυχολόγο ή νοσοκόμο θεραπευτή από την τοπική ομάδα
ψυχικής υγείας.106 Ο αριθμός των συνεδριών θα εξαρτηθεί από τη
σοβαρότητα της διαταραχής και από το αν η θεραπεία θα είναι ατομική ή
ομαδική. Παρά το γεγονός ότι η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία έχει
συνδεθεί με την καλή βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη απόκριση στην
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (μέσος όρος μείωσης των συμπτωμάτων

65
60-70%), δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτής
της θεραπείας για τις γυναίκες με επιλόχεια έναρξη της ΙΨΔ.107

Η Φαρμακοθεραπεία με τους αναστολείς επαναπρόσληψης της


σεροτονίνης (SSRIs) είναι η πιο συχνή φαρμακολογική θεραπεία της ΙΨΔ με
συννοσηρότητα σε διαταραχές όπως η μείζονα κατάθλιψη. Τα άτυπα
αντιψυχωσικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για την ανθεκτικές
περιπτώσεις. Η χρήση βενζοδιαζεπινών από τη μητέρα κοντά στον τοκετό
σχετίζεται με σύνδρομο χαλαρού βρέφους, ενώ η προγεννητική έκθεση σε
βενζοδιαζεπίνες αυξάνει τον κίνδυνο για λυκόστομα. (Αύξηση απόλυτου
κινδύνου κατά 0.01%). Η έκθεση σε αντικαταθλιπτικά φάρμακα κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης, έχει θεωρηθεί ότι συνδέεται με ένα μικρό
αυξημένο κίνδυνο αυτόματης αποβολής και πρόωρης γεννήσεως. Ωστόσο,
είναι άγνωστο αν η αύξηση αυτή οφείλεται στην έκθεση στο φάρμακο ή σε
υποκείμενη ψυχοπαθολογία. Αργή έκθεση σε SSRIs μπορεί επίσης να
σχετίζεται με αυτοπεριορισμό του νεογνού και άσχημα συμπτώματα
προσαρμογής, όπως νευρικότητα, δυσκολία σίτισης και αναπνοής. Ως εκ
τούτου, τα νεογνά που θα εκτίθενται στο εγγύς μέλλον θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά μετά τη γέννησή τους για τουλάχιστον 48
ώρες.108 Μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες δεν έχουν βρει συγγενείς
δυσπλασίες σε βρέφη που εκτίθενται σε μεγάλες ποσότητες SSRIs ή σε
άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα, ούτε ότι τα βρέφη που εκτίθενται σε SSRIs
έχουν βρεθεί να έχουν μακροπρόθεσμα συμπεριφορικά προβλήματα.
Ωστόσο, οι πρόσφατες αμφιλεγόμενες εκθέσεις έχουν προτείνει τη
σύνδεση μεταξύ της χορήγησης SSRIS κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
και της ''επίμονης πνευμονικής υπέρτασης του νεογέννητου", η οποία

66
συνέβη σε λιγότερο από το 1% των περιπτώσεων αλλά χωρίς ποσοστά
θνησιμότητας. Επιπλέον, μετα-αναλύσεις έχουν αναφέρει αυξημένο
κίνδυνο καρδιακής δυσπλασίας με παροξετίνη (σχετική κινδύνου 1,43, 95%
CI 1,08 - 1,88 αναλογία πιθανοτήτων = 1,72, 95% CI1,22 έως 2,42) Ωστόσο,
αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει προκατάληψη. Ως εκ τούτου, η
διαχείριση θα πρέπει να αξιολογείται σε ατομική βάση, σταθμίζοντας τα
οφέλη μεταχείρισης έναντι των πιθανών κινδύνων.109 Με την εξαίρεση της
φλουοξετίνης, όλοι οι άλλοι SSRIs βρέθηκαν σε χαμηλά επίπεδα στο
μητρικό γάλα και δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα προκαλέσουν
δυσμενείς επιπτώσεις στα βρέφη που θηλάζουν. Το μέσο ποσοστό της
φλουοξετίνης στο μητρικό γάλα είναι υψηλότερο απ’ ότι στα άλλα SSRIs,
και ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως κολικοί, υπνηλία και μειωμένη αύξηση
του σωματικού βάρους στο βρέφος έχουν αναφερθεί σε ορισμένα βρέφη
που θηλάζουν. Προφυλακτική θεραπεία μπορεί να ενδείκνυται εάν μία
ασθενής έχει ιστορικό εμφάνισης ή επιδείνωσης της ΙΨΔ μετά τις
προηγούμενες εγκυμοσύνες της, δεδομένου ότι υποτροπές μπορεί να
προκύψουν με μεταγενέστερη εγκυμοσύνη αλλά θα πρέπει να
ακολουθήσουν τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές, όπως για τους άτοκους
ασθενείς. Παρ' όλ' αυτά κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται
μεμονωμένα.110

Οι κίνδυνοι μιας αθεράπευτης ψυχιατρικής διαταραχής στη διάρκεια της


κύησης, περιλαμβάνουν τα εξής:

67
 Ελλιπή περιγεννητική φροντίδα ( κακή διατροφή, ελλιπή
παρακολούθηση, και κακή συμμόρφωση με τις υποδείξεις των
θεραπόντων ιατρών)
 Πρόωρο τοκετό, που έχει συσχετιστεί με τον υψηλό βαθμό άγχους
στη μητέρα. Αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχιατρικής διαταραχής
στη λοχεία, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τη φροντίδα του
νεογέννητου, για το δεσμού μητέρας βρέφους αλλά και για τη
μακροπρόθεσμη γνωστική και μαθησιακή λειτουργία του παιδιού.
 Ο αυξημένος κίνδυνος για μεγάλη ψυχική και σωματική επιβάρυνση
της εγκύου δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται. Μια βαριά κατάθλιψη
μπορεί να θέσει σε απόλυτο κίνδυνο τη ζωή της ασθενούς και του
εμβρύου μέσα από αυτοκαταστροφικές πράξεις ή την αυτοκτονία.
Μια ψυχωσική άρρωστη μπορεί να αποδιοργανωθεί και να προβεί
σε πράξεις παρορμητικές ή σε πράξεις που βρίσκονται υπό τον
έλεγχο παράλογων παραληρητικών ιδεών ή ψευδαισθήσεων.

Επειδή η γέννηση ενός παιδιού είναι μια κάπως προβλέψιμη περίπτωση, η


μελέτη των επιλοχειακών συμπτωμάτων της ΙΨΔ παρέχει μια μοναδική
ευκαιρία πρόβλεψης των προδιαθεσιακών παραγόντων για τα
συμπτώματα ΙΨΔ. Υπάρχουσες μελέτες εξέτασης αιτιολογικών υποθέσεων
(τόσο βιολογικές όσο και γνωσιακές-συμπεριφορικές) συσχέτισης, ως εκ
τούτου δεν παρέχουν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την αιτιώδη
συνάφεια.111 Ωστόσο,τα βιολογικά και γνωσιακά-συμπεριφορικά μοντέλα
θα μπορούσαν να παρέχουν προβλέψεις που θα μπορούσαν να
εξεταστούν σε διαχρονικές μελέτες των εγκύων γυναικών. Για παράδειγμα,
βιοχημικές (π.χ. ορμονικά επίπεδα) και γνωσιακές προκαταλήψεις που

68
πιστεύεται ότι διέπουν τα συμπτώματα ΙΨΔ , θα μπορούσε να
αξιολογηθούν νωρίς στην εγκυμοσύνη, και να αξιολογηθούν οι παράγοντες
κινδύνου εμφάνισης ΙΨΔ μετά τον τοκετό.112

Τελικά, περαιτέρω κατανόηση του φαινομένου αυτού μπορεί να οδηγήσει


σε μεγαλύτερη συνειδητοποίηση και ως εκ τούτου, σε αναγνώριση από
τους επαγγελματίες στους τομείς της ψυχικής υγείας, της παιδιατρικής και
της μαιευτικής. Θέματα ψυχικής υγείας σπάνια λαμβάνουν την κάλυψη
που τους αξίζει κατά τη διάρκεια της προγεννητικής εκπαίδευσης, που
συχνά οδηγεί στην ντροπή και την αμηχανία, εάν εμφανιστούν κατά την
περίοδο μετά τον τοκετό. Ωστόσο, τρομακτικές ιδεοληπτικές σκέψεις
φαίνεται να είναι σύνηθες φαινόμενο.113 Όχι μόνο θα γνωρίζουν οι γονείς
τα συμπτώματα της επιλόχειας ΙΨΔ , και πως μπορεί να αντιμετωπιστεί,
αλλά αυτό θα βοηθήσει, εκπαιδευτικά, και θα αξιολογηθεί σε
προγράμματα πρόληψης μελλοντικά στις προσπάθειες μείωσης του στρες
της ήδη απαιτητικής περιγεννητικής και μεταγεννητικής περιόδου.114

69
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η YALE-BROWN (Y- BOCS) ΚΛΙΜΑΚΑ


ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ Y- BOCS:


(προσθέστε τα θέµατα 1-10)

1. ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΤΕ ΣΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΣ
ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ
2. ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΜΜΙΑ
0 ΗΠΙΑ
1 ΜΕΤΡΙΑ
2 ΣΟΒΑΡΗ
3 ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ
4
ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ 0 1 2 3 4
3. ∆ΥΣΦΟΡΙΑ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ 0 1 2 3 4
ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ
4. ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΠΑΡΑ∆Ι∆ΕΤΑΙ
ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΤΕ 1 2 3 ΤΕΛΕΙΩΣ

ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ 0 4
5. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΗΣ ΙΣΧΥΡΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΚΑΘΟΛΟΥ
ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ 0 1 2 3 4

ΥΠΟΣΥΝΟΛΟ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ (προσθέστε τα θέµατα 1-5)

6. ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ
ΑΦΙΕΡΩΘΗΚΕ
ΣΤΟΥΣ 0 1 2 3 4
ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΣ
ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ
7. ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΜΜΙΑ ΗΠΙΑ ΜΕΤΡΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ
ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ 0 1 2 3 4

8. ∆ΥΣΦΟΡΙΑ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ 0 1 2 3 4
ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ
9. ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΠΑΡΑ∆Ι∆ΕΤΑΙ
ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΤΕ 1 2 3 ΤΕΛΕΙΩΣ

ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ 0 4
10.ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΗΣ ΙΣΧΥΡΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΚΑΘΟΛΟΥ
ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ 0 1 2 3 4

70
ΥΠΟΣΥΝΟΛΟ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΩΝ (προσθέστε τα θέµατα 6-10)
ΣΥΝΟΛΙΚΗ*
0 1 2 3 4 5 6
ΒΑΡΥΤΗΤΑ

ΣΥΝΟΛΙΚΗ**
0 1 2 3 4 5 6
ΒΕΛΤΙΙΩΣΗ

*ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑ:

βαθµολογείται από 0(καθόλου αρρώστια) έως 6(για τον πιο σοβαρά άρρωστο ασθενή).

0=καθόλου αρρώστια

1=ελαφρά αρρώστια, αµφίβολη, προσωρινή, χωρίς λειτουργική εξασθένηση

2=ήπια συµπτώµατα, µικρή λειτουργική εξασθένηση

3=µέτρια συµπτώµατα, καταβάλλει προσπάθεια για να λειτουργήσει

4=µέτρια - σοβαρά συµπτώµατα, περιορισµένη λειτουργία

5= σοβαρά συµπτώµατα, λειτουργεί κυρίως µε βοήθεια

6= εξαιρετικά σοβαρά συµπτώµατα, τελείως µη λειτουργικός

** ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ:

βαθµολογείστε τη συνολική βελτίωση ΣΕ ΣΧΈΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ


άσχετα µε το εάν – κατά την κρίση σας – η βελτίωση αυτή οφείλεται σε θεραπεία µε
φάρµακα.

0= πολύ µεγάλη επιδείνωση

71
1= ελάχιστη επιδείνωση

2= πολύ µεγάλη επιδείνωση

3=καµµία αλλαγή

4= ελάχιστη βελτίωση

5= µεγάλη βελτίωση

6= πολύ µεγάλη βελτίωση

Yale – Brown Obsessive Compulsive Scale (Y – BOCS)

References

Goodman WK, Price LH, Rasmussen SA, et al, “The Yale – Brown Obsessive
Compulsive scale. I: Development, Use, and reliability”, Arch Gen Psychiatry, 1989,
46(11):1006-11, Goodman WK, Price LH, Rasmussen SA, et al, “The Yale – Brown
Obsessive Compulsive scale. II: Validity”, Arch Gen Psychiatry, 1989, 46(11):1012-6.

Copyright

Wayne K Goodman,
MD Department of
Psychiatry University
of Florida College of
Medicine Department
of Psychiatry PO Box
100256

Gainesville, FL 32610

72
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξένη

1 American Psychiatric Association. Diagnostic and statistical


manual of mental disorder. (DSM-V)5th ed. Washington, DC: American
Psychiatric Association.

2 World Health Organization Scientific Group. Research on the


Menopause in the 1990s. World Health Organization Technical Services
Department Series No. 866. Geneva: World HealthOrganization; 1996.

3 Obsessive-compulsive disorder: a quantitative review of the controlled


treatment literature.Journal of Consulting and Clinical Psychology, 65, 44–
52.

4 Bloch M, Daly RC, Rubinov DR. Endocrine factors in the etiology of


postpartum depression. Compr Psychiatry 2003;44:234-46.

5 Rubinov DR, Schmidt PJ, Roca CA. Estrogen-serotonin interactions:


implications for affective regulation. Biol Psychiatry 1998;44:839-50.

6 Pandaranandaka J, Poonyachoti S, Kalandakanond-Thongsong S.


Anxiolytic property of estrogen related to the changes of the monoamine
levels in various brain regions of ovariectomized rats. Physiol Behav
2006;87:828-35.

7 Andrews, G. (1996). Comorbidity in neurotic disorders: the similarities


are more important than thedifferences. In: R. Rapee (Ed.), Current
controversies in the anxiety disorders (pp. 3–20). NewYork: Guilford Press

8 Angst, J. (1994). The epidemiology of obsessive-compulsive disorder. In:


E. Hollander, J. Zohar, D.

73
9 Wenzel A, Haugen EN, Jackson LC, Robinson K. Prevalence of generalized
anxiety at eight weeks postpartum. Arch Women Ment Health 2003;6(1):43-
9BurtVK,SuriR, AltshulerL,Stowe Z,HendrickVC, MunteanE(2001)The use of
psychotropic medications during breast-feeding. Am J Psychiatry 158: 1001–
1009.

10 Button JH, Reivich RS (1972) Obsessions 9Cassin S, Richter M, Zhang K


et al (2009) Quality of life in treatment seeking patients with obsessive-
compulsive disorder with and with out major depressive disorder. Can J
Psychiatry 54:460–467

11 Buttolph, M. Obsessive-compulsive disorders in pregnancy and


childbirth, in Obsessive Compulsive Disorders, Theory and Management,
2nd Ed, Jenike, M, Baer, L, Minichiello, WE (Eds), Yearbook Medical
Publishers, Chicago 1990.

12 Kano Y, Ohta M, Nagai Y, Pauls D, Leckman J (2001): A family study


of Tourette syndrome in Japan. Am J Med Genetics 105:414–421.

13 Dannon PN, Sasson Y, Hirschmann S, Iancu I, Grunhaus LJ, Zohar J


(2000) Pindolol augmentation in treatment-resistant obsessive compulsive
disorder: a double-blind placebo controlled trial. Eur
Neuropsychopharmacol 10: 165–169.

14 Davidson J, Robertson E (1985) A follow-up study of post partum


illness, 1946–1978. Acta Psychiatr Scand 71: 451–457.

15 DeVeaugh-Geiss J, Katz R, Landau P et al. (1991) Clomipramine in


the treatment of patients with obsessive-compulsive disorder. The
Clomipramine Collaborative Study Group. Arch Gen Psychiatry 48:730–738.

16 Pato, T. A., Zohar-Kadouch, R., Zohar, J., & Murphy, D. L. (1988).


Return of symptoms after discontinuation of clomipramine in patients
with obsessive-compulsive disorder. American Journal of Psychiatry, 145,
1521–1525.

74
17 Hale TW, Shum S, Grossberg M. Fluoxetine toxicity in a breastfed
infant. Clin Pediatr (Phila)2001;40(12):681-4.

18 Lanza di Scalea T, Wisner KL. Antidepressant medication use


during breastfeeding. Clin Obstet Gynecol 2009;52(3):483-97.

19 Leckman J, Goodmen W, North W, Chappell P, Price L, Pauls D, et al.


Elevated cerebrospinal fluid level of oxytocin in obsessive-compulsive
disorder. Arch Gen Psychiatry 1994;51:782-92

20 Diaz, S. F., Grush, L. R., Sichel, D. A., & Cohen, L. S. (1997). In: L. J.
Dickstein, M. B. Riba, & J. M. Oldham (Eds.), Review of psychiatry (Vol. 16,
pp. 97–112). Washington, DC: American Psychiatric Press

21 LUCEY JV, BURNESS CE, COSTA DC. Wisconsin card sorting task (errors)
and cerebral blood flow in obsessive compulsive disorder. Br J Med Psychol
1997, 70:403–411
22 Swedo, S.E., Leonard, H.l., Kruesi, M.J.P., Rettew, D.C., List- wak, S.J.,
Berrettini, W., Stipetic, M., Hamburger, S., Gold, P.W., Potter, W.Z., Rapoport,
J.L., 1992. CSF neurochemistry in children and adolescents with OCD.
Archives of General Psychiatry 49, 29]36.

23 Biegor, A., Reches, A., & Snyder, L. (1983). Serotonergic and


noradrenergic hormones. LifeSciences, 32, 2015–2021.

24 MITTLEMAN BB, CASTELLANOS FX, JACOBSEN LK, RAPOPORT JL,


SWEDO SE, SHEARER GM. Cerebrospinal fluid cytokines in pediatric
neuropsychiatric disease. J Immunol 1997, 159:2994–2999

25 Attia, E., Downey, J., & Oberman, M. (1999). Postpartum psychoses. In:
L. Miller (Ed.), Postpartum mood disorders (pp. 99–117). Washington, DC:
American Psychiatric Press.

75
26 Fontenelle LF, Mendlowicz MV, Marques C, Versiani M. Early- and late-
onset obsessive-compulsive disorder in adult patients:an exploratory clinical
and therapeutic study. J Psychiatr Res2003;37:127–133.

27 Rasmussen, S., & Eisen, J. (1990). The epidemiology and clinical


features of obsessive-compulsive disorder. Journal of Clinical Psychiatry,
51(Suppl.), 10–13.

28 Chuang T, LauT, Yip A et al(2001) Antepartum depressive


symptomatology is associated with adverse obstetric and neonatal
outcomes.Psychosom Med 63:830–834

29 Carey G, Gottesman IL. Twin and family studies of anxiety,phobic, and


obsessive compulsive disorders. In: Klien DF,Rabking J (eds) Anxiety: New
research and changing concepts. Raven Press, New York, 1981:117–136

30 Vulink NC, Denys D, Bus L, Westenberg HG. Female hormones affect


symptom severity in obsessive-compulsive disorder. Int Clin
Psychopharmacol2006;21(3):171-5.

31 Mowrer OH. Stimulus response theory of anxiety. Psychol Rev.


1939;46:553–565.

32 Nakhai-Pour HR, Broy P, Berard A. Use of antidepressants during


pregnancy and the risk of spontaneous abortion. CMAJ 2010;182(10):1031-
7.

33 Reis M, Kallen B. Delivery outcome after maternal use of


antidepressant drugs in pregnancy: an update using Swedish data. Psychol
Med2010;40(10):1723-33.

34 Forray A, Focseneanu M, Pittman B, McDougle CJ, Epperson CN. Onset


and exacerbation of obsessive-compulsive disorder in pregnancy and the
postpartum period. J Clin

76
35 Einarson A, Choi J, Einarson TR, Koren G. Adverse effects of
antidepressant use in pregnancy: an evaluation of fetal growth and preterm
birth. Depress Anxiety 2010;27(1):35-8Rauch SL, RL OS, Jenike MA (1996)
Open treatment of obsessive-compulsive disorder with venlafaxine: a series
of ten cases. J Clin Psychopharmacol 16: 81–84.

36 Rauch SL (2000) Neuroimaging research and the neurobiology


ofobsessive-compulsive disorder: where do we go from here? BiolPsychiatry
47: 168–170.

37 Renner KJ, Krey LC, Luine VN (1987) Effect of progesterone on


monoamine turnover in the brain of the estrogen-primed rat. Brain Res Bull
19: 195–202.

38 Robins LN, Helzer JE, Weissman MM, Orvaschel H, Gruenberg E,Burke


JD Jr, Regier DA (1984) Lifetime prevalence of specific psychiatric disorders
in three sites.ArchGenPsychiatry41:949–958.

39 Savage CR, Deckersbach T, Wilhelm S, Rauch SL, Baer L, Reid T,Jenike


MA (2000) Strategic processing and episodic memory impairment in
obsessive compulsive disorder. Neuropsychology 14:141–151.

40 Saxena S, Brody AL, Schwartz JM, Baxter LR (1998) Neuroimaging and


frontal-subcortical circuitry in obsessive-compulsive disorder. BrJ Psychiatry
Suppl: 26–37.

41 Schimmell MS, Katz EZ, Shaag Y, Pastuszak A, Koren G (1991) Toxic


neonatal effects following maternal clomipramine therapy. J ToxicolClin
Toxicol 29: 479–484.

42 Pastuszak A, Schick-Boschetto B, Zuber C et al (1993) Pregnancy out


come following first-trimester exposure to fluoxetine (Prozac).

43 Buttolph ML, Holland A (1990) Obsessive compulsive disorders in


pregnancy and childbirth. In: Obsessive compulsive disorders,
theoryandmanagement,1stedn.YearbookMedicalPublishers,Chicago,Ill.

77
44 Buttolph ML, Holland A (1990) Obsessive compulsive disorders in
pregnancy and childbirth. In: Obsessive compulsive disorders, theory
andmanagement,1stedn.YearbookMedicalPublishers,Chicago,Ill.

45 Sichel DA, Cohen LS, Dimmock JA, Rosenbaum JF. Postpartum


obsessive compulsive disorder: a case series. J Clin Psychiatry 1993;54

46 Psychiatry 1989;46(11):1006-11. [CrossRef]. Tek C, Ulug B, Rezaki G,


Tanriverdi N, Mercan S, Demir B, et al. Yale-Brown Obsessive-Compulsive
Scale and US

47 Epperson N, Czarkowski KA, Ward OBD, Weiss E, Gueorguieva R, Jatlow


P, Anderson GM (2001) Maternal sertraline treatment and serotonin
transport in breast-feeding mother-infant pairs. Am J Psychiatry 158: 1631–
1637.

48 Maina G, Albert U, Bogetto F, Vaschetto P, Ravizza L. Recent life events


and obsessive-compulsive disorder (OCD): the role of pregnancy delivery.
Psychiatry Res 1999;89:49-58.

49 Williams KE, Koran LM (1997) Obsessive-compulsive disorder


inpregnancy, the puerperium, and the premenstruum. J Clin Psychiatry 58:
330–334; quiz 335–336.

50 Williams KE, Koran LM (1997) Obsessive-compulsive disorder


inpregnancy, the puerperium, and the premenstruum. J Clin Psychiatry 58:
330–334; quiz 335–336.

51 Geller, D.A., Wieland, N., Carey, K., Vivas, F., Petty, C.R., Johnson, J.,
Reichert, E.,Pauls, D., Biederman, J., 2008. Perinatal factors affecting
expression of obsessive compulsive disorder in children and adolescents. J.
Child. Adolesc. Psychopharmacol.18, 373e379.

78
52 Labad J, Menchón JM, Alonso P, Segalàs C, Jiménez S, Vallejo J. Female
reproductive cycle and obsessive-compulsive disorder. J Clin Psychiatry
2005;66(4):428-3553

53 Yale–Brown Obsessive Compulsive Scale (Y-BOCS)

54 Greist JH, Jefferson JW (1998) Pharmacotherapy for

obsessive-compulsive disorder. Br J Psychiatry Suppl: 64–70.

55 Uguz F, Gezginc K, Zeytinci IE, Karatayli S, Askin R, Guler O, et al.

56 Murray CL, Lopez AD. The Global Burden of Disease: A comprehensive


Assessment of Mortality and Disability from Diseases,Injuries and Risk
Factors in 1990 and Projected to 2020. Cambridge: Harvard University
Press; 1996.

57 Rey A. L’ examen clinique en psychologie. Presses Universi-taires de


France, Paris, 1964

58 National Institute of Mental Health Global Obsessive Scale in Turkish:


reliability and validity. Acta Psychiatr Scand 1995;91(6):410-3. [CrossRef]

59 Sibai B, Dekker G, Kupferminc M (2005): Pre-eclampsia. Lancet


365:785–799

60 Lain KY, Roberts JM (2002). Contemporary concepts of the


pathogenesisand management of preeclampsia. JAMA 287:3183–3186

61 Obsessive-compulsive disorder in pregnant women during the third


trimesterof pregnancy. Compr Psychiatry 2007;48(5):441-5.

62 Skoog G, Skoog I. A 40-year follow-up of patients with obsessive


compulsive disorder. Arch Gen Psychiatry 1999;56(2):121-7.

63 Grossman R, Hollander E (1996) Treatment of obsessive-


compulsivedisorder with venlafaxine. Am J Psychiatry 153: 576–577.

79
64 O’SullivanG,NoshirvaniH,MarksI,MonteiroW,LelliottP(1991)Six-year
follow-up after exposure and clomipramine therapy for obses-sive
compulsive disorder. J Clin Psychiatry 52: 150–15

65 Hertzberg T, Leo RJ, Kim KY. Recurrent obsessive-compulsive disorder


associated with pregnancy and childbirth. Psychosomatics 1997;38(4):386-
8.

66 Jenike, M. (1993). Neurobiological models of obsessive-compulsive


disorder. Psychosomatics, 34, 20–32.

67 Hendrick V, Fukuchi A, Altshuler L, Widawski M, Wertheimer


A,BrunhuberMV(2001b)Useofsertraline,paroxetineandfluvoxamineby
nursing women. Br J Psychiatry 179: 163–166.

68 Jennings KD, Pepper RS. Thoughts of harming infants in depressed and


nondepressed mothers. J Affect Disorders 1999;54:21-8.Purdon CL, Clark
DA.

69 March JS, Frances A, Carpenter D, Kahn D (1997) Treatment


ofobsessive-compulsive disorder. The Expert Consensus Panel forobsessive-
compulsive disorder. J Clin Psychiatry 58 Suppl 4: 2–72.

70 The Clinical Global Impression – Severity scale (CGI-S)

71 Goodman WK, Price LH, Rasmussen SA, Mazure C,Fleischmann RL, Hill
CL, et al. The Yale-Brown Obsessive Compulsive Scale, I: Development, use
and reliability.

72 Albert U, Aguglia E, Maina G, Bogetto F (2002a) Venlafaxine versus


clomipramine in the treatment of obsessive-compulsive disorder:
apreliminarysingle-blind,12-week,controlledstudy.JClinPsychiatry63: 1004–
1009.

73 Psikofarmakoloji Bulteni - Bulletin of Clinical Psychopharmacology


2007;17(3):142-6. Bloch M, Rotenberg N, Koren D, Klein E. Risk factors for

80
earlypostpartum depressive symptoms. Risk factors for earlypostpartum
depressive symptoms. Gen Hosp Psychiatry2006;28(1):3-8. [CrossRef]

74 Grigoriadis S, Mamisashvili L, Roerecke M, Rehm J, Dennis C, Koren G,


et al. Antidepressant exposure during pregnancy and congenital
malformations: is there an association? A systemic review and meta-
analysis of the best evidence. J Clin Psychiatry 2013;74(4):e293-308.

75 Newcomb PA,StorerBE,LongneckerMP,MittendorfR,GreenbergER,Clapp
RW, Burke KP, Willett WC, MacMahon B (1994) Lactation 81–87.

76 Chua S, Arulkumaran S, Lim I, Selamat N, Ratnam SS (1994) Influenceof


breastfeeding and nipple stimulation on postpartum uterine activ-ity. Br J
Obstet Gynaecol 101: 804–805.

77 Field T (1998) Maternal depression effects on infants and early inter-


ventions. Prev Med 27: 200–203.

78 Steiner M, Dunn E, Born L. Hormone and mood: from menarche


tomenopause and beyond. J Affect Disord 2003;74:67-83.

79 RobertsonE, Grace S, Wallington T, Stewart DE. Antenatal risk factors


for postpartum depression: a synthesis of recent literature. Gen Hosp
Psychiatry 2004;26:289-95

80 Kristensen JH, Ilett KF, Hackett LP, Yapp P, Paech M, Begg EJ.
Distribution and excretion of fluoxetine and norfluoxetine in human milk. Br
J Clin Pharmacol 1999;48(4):521-7

81 Yoshida K, Smith B, Craggs M, Kumar RC (1998) Fluoxetine in breast-


milk and developmental outcome of breast-fed infants. Br J Psychia-try 172:
175–178.83

82 Wisner KL, Perel JM, Foglia JP (1995) Serum clomipramine and


metabolite levels in four nursing mother-infant pairs. J Clin Psychia-try 56:
17–20.

81
83 BurtVK,SuriR, AltshulerL,Stowe Z,HendrickVC, MunteanE(2001)The use
of psychotropic medications during breast-feeding. Am JPsychiatry 158:
1001–1009.

84 Lester BM, Cucca J, Andreozzi L, Flanagan P, Oh W (1993) Possible


association between fluoxetine hydrochloride and colic in an infant. Am
Acad Child Adolesc Psychiatry 32: 1253–1255.

85 Gelenberg AJ (1995) Fluoxetine labeling revised. Biol Ther Psychiatry


Newsl 18: 1

86 Chambers CD, Johnson KA, Dick LM et al (1996) Birth outcomes in


pregnant women taking fluoxetine. New Engl J Med 335:1010–1015

87 Center for Epidemiologic Studies Depression Scale (CES-D)

88 Obsessive intrusive thoughts in nonclinicalsubjects: part I. Content and


relation with depressive, anxious and obsessional symptoms. Behav Res
Ther 1993;31:713-20.

89 Grigoriadis S, Mamisashvili L, Roerecke M, Rehm J, Dennis C, Koren


G, et al. Antidepressant exposure during pregnancy and congenital
malformations: is there an association? A systemic review and meta-
analysis of the best evidence. J Clin Psychiatry 2013;74(4):e293-308.

90 Stowe ZN, Owens MJ, Landry JC, Kilts CD, Ely T, Llewellyn A,Nemeroff
CB (1997) Sertraline and desmethylsertraline in humanbreast milk and
nursing infants. Am J Psychiatry 154: 1255–1260.

91 Costei AM, Kozer E, Ho T, Ito S, Koren G (2002) Perinatal


outcomefollowing third trimester exposure to paroxetine. Arch Pediatr
Adolesc Med 156: 1129–1132.

92 Salkovskis, P. (1996). Cognitive-behavioral approaches to the


understanding of obsessionalproblems. In: R. M. Rapee (Ed.), Current
controversies in the anxiety disorders (pp. 103–133). New York: Guilford
Press.

82
93 The UCSF Department of Psychiatry and the Langley Porter Psychiatric
Institute

94 Neziroglu F, Anemone R, Yaryura-Tobias JA. Onset of


obsessivecompulsive
disorder in pregnancy. Am J Psychiatry 1992;149:947-50.

95 Lanza di Scalea T, Wisner KL. Antidepressant medication use during


breastfeeding. Clin Obstet Gynecol 2009;52(3):483-97.

96 Hertzberg T, Leo RJ, Kim KY. Recurrent obsessive-compulsive disorder


associated with pregnancy and childbirth. Psychosomatics 1997;38(4):386-
8.

97 Karno M, Golding JM, Sorenson SB, et al. Epidemiology of obsessive-


compulsive disorder. J Clin Psychiatry 1988;45:1094-9.

98 Lo, W. H. (1967). A follow-up study of obsessional neurotics in Hong Kong


Chinese. British Journal of Psychiatry, 113, 823–832.

99 McDougle CJ, Barr LC, Goodman WK, Price LH. Possible role of
neuropeptides in obsessive compulsive disorder. Psychoneuroendocrinology
1999;24:1-24

100 Shear MK, Mammen O (1995) Anxiety disorders in pregnant and


postpartum women. Psychopharmacol Bull 31: 693–703.

101 Salkovskis, P. (1996). Cognitive-behavioral approaches to the


understanding of obsessionalproblems. In: R. M. Rapee (Ed.), Current
controversies in the anxiety disorders (pp. 103–133). New York: Guilford
Press.

102 Rachman, S. J., & de Silva, P. (1978). Abnormal and normal obsessions.
Behaviour Research and Therapy, 16, 233–238.

103 Abramowitz, J. S., Moore, K. M., Carmin, C., Wiegartz, P., & Purdon, C.
(2001). Obsessive-compulsive disorder in males following childbirth.
Psychosomatics, 42, 429–431.

83
104 Miller, L. J. (2002). Postpartum depression. Journal of the American
Medical Association, 287,762–765.

105 New York: Guilford Press.Turnbull, J. M. (1969). Mental illness in the


puerperium. Canadian Psychiatric Association Journal,14, 525–526.

106 Weinberg, K. M., Tronick, E. Z., Beeghly, M., Olson, K. L., Kernan, H., &
Riley, J. (2001).

107 Yaryura-Tobias, J. A., Todaro, J., Grunes, M., McKay, D., Stockman, R., &
Neziroglu, F. (1996, November). Comorbidity versus continuum of axis I
disorders in OCD. Paper presented at the meeting of the Association for
Advancement of Behavior Therapy, New York, NY.

108 Zambaldi CF, Cantilino A, Montenegro AC, Paes JA, de Albuquerque TL,
Sougey EB. Postpartum obsessive compulsive disorder: prevalence and
clinical characteristics.

109 Cohen LS, Heller VL, Bailey JW, Grush L, Ablon JS, Bouffard
SM(2000)Birthoutcomesfollowingprenatalexposuretofluoxetine.Biol
Psychiatry 48: 996–1000.

110 ocduk.org/prenatal-postnatal-ocd

111 Cone RI, Davis GA, Goy RW (1981) Effects of ovarian steroids on
serotonin metabolism within grossly dissected and microdissected brain
regions of the ovariectomized rat. Brain Res Bull 7: 639–644

112 Ruscio A, Stein D, Chiu Wet al (2010) The epidemiology of obsessive


compulsive disorder in the national comorbidity survey replication.

113 Foa, E. B., Abramowitz, J. S., Franklin, M. E., & Kozak, M. J. (1999).
Feared consequences, fixity of belief, and treatment outcome in patients
with obsessive-compulsive disorder. Behavior Therapy, 30, 717–724

84
114 Cogill SR, Caplan HL, Alexandra H, Robson KM, Kumar R (1986)Impact
of maternal postnatal depression on cognitive development of young
children. Br Med J (Clin Res Ed) 292: 1165–1167.

Ελληνική

1 Διασυνδετική Ψυχιατρική (Μαυευτική Γυναικολογία: Ψυχολογική-


Ψυχιατρική προσέγγιση). Λ. Λύκουρας, Γ. Ζέρβας.

85

You might also like