Professional Documents
Culture Documents
1 30 ton
https://manualpost.com/download/liebherr-liccon-universal-work-planner-v6-19-mo
bile-crane-ltm-1030-2-1-30-ton/
Και βεβαία περί της νίκης της, εσηκώθη να επαναφέρη τον Γιάννον
εις την φυλακήν και να επαναλάβη τας επιθέσεις της.
Αίφνης ιδέα τις διήλθε του νου της. Τάχα δεν εδραπέτευσαν μαζί
τα παιδία, φεύγοντα την σκληρότητά της; Τάχα ο Γιάννος δεν
ανεκοίνωσεν εις την Μάρω τα διατρέξαντα, ένα, ένα, και το παιγνίδι
των και η αρπαγή της κτένας και το κυνήγι των ήσαν προσποίησις
διά ν' απομακρυνθούν επιτηδειότερον αυτής; Αλλά πού τόσον μικρά
παιδία να σκεφθούν τοιούτον τι· δεν ήτο δυνατόν! Αυτά ακόμη καλά
καλά δεν εβγήκαν από τ' αυγό και θα έχουν τόσην πονηρίαν!. . . Η
Κυρά Ρήνη βραδυπορούσα επέστρεφεν εις τον πύργον, μη θέλουσα
κατ' ουδένα λόγον να πιστεύση εις την φυγήν των παιδιών· ήτο
βεβαία μάλιστα, κάτι έλεγεν εις αυτήν ότι θα τα εύρισκεν εκεί
επιστρέφουσα. . . Αλλ' η περί φυγής ιδέα εδέσποζε πάλιν του νοός
της και όσον ήθελε να την αποδιώξη τόσον επέστρεφεν εκείνη
επιμόνως. Ούτω δε, αβεβαία και αμφιταλαντευομένη έφθασεν εις τον
πύργον. Τα παιδία δεν ήσαν και πάλιν εκεί. Τότε ετράπη προς
αναζήτησίν των
Η Κυρά Ρήνη ηρεύνησεν εντός του κήπου, εις τας λόχμας και τας
αναδενδράδας, εδώ κ' εκεί μετά ζέσεως, ως ιχνηλάτης κύων κατά την
αρχήν του κυνηγίου, φωνάζουσα ονομαστί τα παιδία. Αλλά δεν τα
ήκουε πουθενά και η υποψία ήρχισε να την κυριεύη. Ηρεύνησε μόλα
ταύτα παντού, ακαταπόνητος, απόφασιν έχουσα και αν τω όντι
έφυγον να τα καταδιώξη και εις τα πέρατα του κόσμου. Ούτω δε
διήλθε το δάσος και μετ' ολίγον έφθασεν εις το αντίθετον άκρον
όπου εξετείνετο ατέρμων πεδιάς, λεία και γυμνή, όπου το βλέμμα
ηδύνατο να εκταθή μακράν άνευ εμποδίου. Η Κυρά Ρήνη διέκρινε
τότε μακράν δύο παιδία, έχοντα εις χείρας τα σάνδαλά των και
φεύγοντα το έν παρά το άλλο προτροπάδην.
Και καθήσασα επί υψηλού εδράνου, εν μέσω των σκευών και της
διαβολικής εκείνης σωρείας των μαγκανευμάτων, ητοιμάσθη να
καταδιώξη κατά την θλιβεράν περιπλάνησίν των τα δύο εκείνα
πλάσματα, απ' εκεί, ως στρατάρχης διευθύνων την μάχην από του
καταλύματός του.
— Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και
μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος
των.
— Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο
και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν
αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους
των εικονογράφων.
— Κ' εμένα δε με θυμάσθε; ηκούσθη αίφνης φωνή αδύνατη
πλησίον των.
— Όχι, παιδιά μου· δεν μπορώ να σας πάρω, είπεν εις τα παιδία
μετά λύπης.
Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία
νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ' ελπίδος
τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον.
Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.
— Μάντεψε.
— Εγώ το ξέρω.
— Δικό σου, Γιάννο μου· είπε, προσφέρουσα αυτό εις τον αδελφόν
της.
— Τι θα κάμης;
— Θα πιω.
— Και τ' αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ' αρνί; είπε μία χωρική εις
τον πλησίον σύντροφόν της.
— Να κοιμηθώ.
— Καλά· δέσε τ' αρνάκι σου 'ς το παλούκι κ' έμπα μέσα.
Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να
τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως
δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη
ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί. Αν όμως
δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της
και να πάη από εκεί που ήλθε.
Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση
να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός.
Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.
Περιέστρεφεν ανησύχως το βλέμμα εδώ κ' εκεί, ως ο διερχόμενος
δύσφημόν τινα θέσιν, συχναζομένην υπό δαιμόνων και
φαντασμάτων· τα φρίσσοντα φύλλα των δένδρων, το γαύγισμα του
σκύλου, ο βραχνός κρωγμός της κουκουβάγιας, το μονότονον
τραγούδι του σάρακος, κάθε τι, διήγειρεν εις την ψυχήν του φόβον
και απελπισίαν. Δεν ήξευρε διατί, αλλ' ενόμιζεν ότι ο πύργος εκείνος
δεν ήτο άξιος εμπιστοσύνης· το κόκκινον αυτού χρώμα, τα οδοντωτά
τείχη του, ο πρωτοφανής ρυθμός του, με εσοχάς κ' εξοχάς, με
κύκλους και τρίγωνα άτακτα, του εφαίνετο ως μνημείον