You are on page 1of 14

Η Συμφωνία της Βάρκιζας

«Η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ
ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον
ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια,
απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη
στρατιωτική του ισχύ. Όμως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ
διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός
Αθηνών. Έτσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε.
Μπορούσε, μ' άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έναν,
περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;
Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η
αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία
ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον
"τρίτο γύρο", όπως και έγινε. Άλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί,
αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των
στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το
θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις
αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη
φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον
κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον
δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση
πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού…) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε
(επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια
ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως
"μονόπλευρης": ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της
"λευκής τρομοκρατίας".»
Καλύβας Στ., «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», Η Καθημερινή, 18.4.2011
Δεκέμβρης του '44
«Θυμάμαι ακόμη την παράδοση των όπλων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η δική μας ομάδα τα
παρέδωσε στο Ευπάλιο της Δωρίδας. Το Ευπάλιο το ξανασυνάντησα γιατί κατά σύμπτωση ήταν το χωριό
της γυναίκας μου- η οικογένειά της, οι Σμπαρούνη, κατάγονταν από εκεί. Στο Ευπάλιο κατέληξε το
Σύνταγμά μας κι εκεί έγινε η παράδοση των όπλων. Ήτανε μια συγκλονιστική στιγμή. Όλοι αυτοί οι
άνθρωποι είχαν δεθεί με τα όπλα τους. Ήξεραν καλά ότι το όπλο ήτανε η εγγύηση της ελευθερίας τους, ότι
με τα όπλα αυτά άγγιζαν την εξουσία που ήτανε όνειρο ιστορικό. Ξέραμε ότι αφήναμε τα όπλα που είχαμε
αρπάξει από τον εχθρό και τα είχαμε τιμήσει. Έβλεπες παντού το βουβό κλάμα. Όταν βλέπεις να κλαίει ένα
παιδί, λες παιδί είναι και κλαίει. Αλλά να βλέπεις να κλαίνε γενειοφόροι αντάρτες με χαραγμένα πρόσωπα,
αγρότες που είχαν περάσει τόσα για να φτάσουν ίσαμε εκεί, να τους βλέπεις να αφήνουν τα όπλα που ήτανε
η καρδιά τους και το αίμα τους, αυτές είναι στιγμές που δεν λησμονιούνται.»

Κύρκος Λ.
Φωτογραφικό στιγμιότυπο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, 12 Φεβρουαρίου 1945. Από
αριστερά: ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης (στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ), ο στρατηγός Ρόναλντ
Σκόμπι (Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα) και ο Ναπολέων Ζέρβας (στρατιωτικός αρχηγός
του ΕΔΕΣ) (Αθήνα, Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.).
Η Ελλάδα τον 20ό αιώνα: 1945-1950, Επτά Ημέρες-Η Καθημερινή, 21.11.1999, σ.4.
Μετά τα Δεκεμβριανά
«Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), με την οποία τερματίστηκε η δεκεμβριανή σύγκρουση,
επικύρωσε τη στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ και διαμόρφωσε το βασικό νομικό και πολιτικό πλαίσιο για την
άσκηση της πολιτικής εξουσίας. […] Η υλοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων αποδείχθηκε όμως ιδιαίτερα
προβληματική, ακριβώς επειδή συνιστούσε κρίσιμο και καθοριστικό διακύβευμα για το υπό διαμόρφωση
νέο πλέγμα εξουσίας. Για την επίσημη κρατική εξουσία, άμεση προτεραιότητα ήταν η επιβολή της στο
σύνολο της χώρας (με τη βοήθεια και των βρετανικών στρατευμάτων) και η διάλυση της παράλληλης
εαμικής εξουσίας, που είχε διαμορφωθεί από το τέλος της Κατοχής στις περισσότερες περιοχές. Αντίθετα,
για την ηττημένη εαμική παράταξη (και πρωτίστως για το ΚΚΕ) άμεση προτεραιότητα αποτελούσε η
ανασυγκρότηση των δυνάμεών της, ώστε να μπορέσει να επιβάλει την ευνοϊκότερη εφαρμογή των όρων της
συμφωνίας και, ει δυνατόν, να πετύχει την αναθεώρησή της.
Στο δεκαοκτάμηνο που μεσολάβησε μέχρι την παλινόρθωση της βασιλείας (1 Σεπτεμβρίου 1946)
ολοκληρώθηκε τυπικά η θεσμική ανασυγκρότηση του καθεστώτος αλλά, ταυτόχρονα, η διαμάχη για τον
έλεγχο της μετακατοχικής εξουσίας οδήγησε στη σταδιακή διολίσθηση της χώρας προς έναν ανοικτό (αν
και ακόμη ακήρυκτο) Εμφύλιο Πόλεμο. Στο κρίσιμο αυτό δεκαοκτάμηνο οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας
αποδείχθηκαν ανίκανες να αποτρέψουν τη γενίκευση του Εμφυλίου, την οποία όλοι προέβλεπαν,
αποδίδοντας όμως αποκλειστικά σε κάποιους άλλους την ευθύνη για τη μοιραία κατάληξη.»
Νικολακόπουλος Η., «Μετά τα Δεκεμβριανά. Από τη Βάρκιζα ως την παλινόρθωση της βασιλείας» στο
Παναγιωτόπουλος Β. (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ.8, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2003, σ.199.

Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας


«Τα δημοκρατικά κόμματα απέχουν από τις εκλογές και το Λαϊκό Κόμμα (βασιλικό) καταφέρνει μια
"εύκολη νίκη" (31 Μαρτίου 1946). Ένα εσπευσμένο δημοψήφισμα επιτρέπει την Επάνοδο του βασιλιά
(Σεπτέμβριος 1946). Η τρομοκρατία οξύνεται και "νομιμοποιείται". Συνέπεια: οι παλιοί αντιστασιακοί του
Ε.Α.Μ. συγκεντρώνονται πάλι στα βουνά και δημιουργούν στις 28 Οκτωβρίου 1946 το "Δημοκρατικό
Στρατό της Ελλάδας" και λίγο αργότερα την "Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας" (23
Δεκεμβρίου 1947). Ο εμφύλιος πόλεμος, άγριος όσο ποτέ, ξαναρχίζει. Το Φλεβάρη του 1947, η Αγγλική
Κυβέρνηση πληροφορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι δεν είναι πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις
της προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Με τη διακήρυξη του Τρούμαν, κατά την οποία "οι Ηνωμένες
Πολιτείες οφείλουν να βοηθήσουν την Ελλάδα για να διαφυλάξει το Δημοκρατικό της πολίτευμα" (12
Μαρτίου 1947) αρχίζει η άμεση επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών, που διαδέχονται τη Μεγάλη
Βρεταννία στο ρόλο του προστάτη, κι εγκαινιάζεται η νέα αμερικανική πολιτική που εγκαταλείπει τον
απομονωτισμό και εννοεί να διευθύνει το Δυτικό συνασπισμό.»
Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ.142.
Η ίδρυση της ΕΠΟΝ
«Τον Εμφύλιο δυστυχώς δεν τον αποφύγαμε. Η πρωτογενής όμως αιτία του Εμφυλίου είναι η βία και το
όργιο τρομοκρατίας που ξέσπασε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945. Αυτό είναι
τόσο φανερό που απορώ πώς και έντιμοι ιστορικοί της Δεξιάς και πολιτικοί δεν το έχουν καταλάβει. Είναι
άδικο να επιρρίπτεται όλη η ευθύνη για τον Εμφύλιο στην Αριστερά. Είναι ιστορική αδικία. Ακόμα κι αν ο
Ζαχαριάδης, ο οποίος πραγματικά είχε κάνει φοβερά λάθη, πήγαινε προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν
υπήρχε όλο αυτό το κύμα της τρομοκρατίας, πώς θα έβγαζε ο Ζαχαριάδης τόσο κόσμο στο βουνό;
Επιπλέον, με τις αμνηστίες που έδινε ο Πλαστήρας, ο Σοφούλης, ποιος θα καθόταν τρία χρόνια να
σκοτώνεται πάνω στο βουνό, αν δεν έπρεπε να γλιτώσει το τομάρι του από το μαχαίρι του χίτη, από τις
παρακρατικές συμμορίες; Και οι Εγγλέζοι, από την άλλη πλευρά, εξωθούσαν τα πράγματα και έφτιαχναν
συμμορίες που σκότωσαν ανθρώπους όπως ο Βιδάλης. Και μαζί με τους Εγγλέζους ήταν και η ελληνική
αντιδραστική πλευρά η οποία ήθελε να μας τσακίσει. Δεν εφάρμοσαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας και
άρχισαν τον Εμφύλιο μονόπλευρα. […] Αυτό, νομίζω, ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του Ζαχαριάδη αλλά
και η μεγαλύτερη ευθύνη της Αριστεράς. Αν συμμετείχε το ΚΚΕ σε εκείνες τις εκλογές, δεν θα έβγαζε
φυσικά εκατό βουλευτές, όπως ισχυριζόταν ο Ζαχαριάδης, θα έβγαζε σαράντα ή τριάντα. Έτσι όμως θα
μπαίναμε στο παιχνίδι της πολιτικής ομαλότητας, θα είχαμε ίσως μερικές ακόμα δολοφονίες, μερικά
καψίματα και βιασμούς. Θα είχαμε όμως μια Βουλή που θα συνεδρίαζε κάθε μέρα, θα είχαμε ελεύθερο
Τύπο και δεν θα φτάναμε στον Εμφύλιο ή, τουλάχιστον, αν φτάναμε, θα ήμαστε μαζί με όλους τους
δημοκράτες, τους οποίους θα ήταν πλέον φανερό ότι μια φασιστική Δεξιά ήθελε πάλι να μας μαντρώσει
όλους σε μια δικτατορία.
Ανταίος Π., «Η ίδρυση της ΕΠΟΝ» στο Κούλογλου Σ.(επιμ.), Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική
Αριστερά, Εστία, Αθήνα 2006, σ.68-69.
Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, 1949
«Η νίκη του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο-Βίτσι σηματοδότησε το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου. Στα
τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά από μία δεκαετία σχεδόν αδιάκοπων πολέμων, κατοχής και εμφύλιας
σύγκρουσης, η Ελλάδα έμπαινε σε μία νέα φάση της ιστορίας της. Έπρεπε πλέον να αντιμετωπιστεί το
πρόβλημα της ανασυγκρότησης πρώτα και της ανάπτυξης κατόπιν. Ωστόσο, οι εκτεταμένες υλικές
καταστροφές του Εμφύλιου Πολέμου και οι απώλειες σε ανθρώπους δεν ήταν εύκολο να αναπληρωθούν.
Ακόμη περισσότερο, οι τραυματικές εμπειρίες της εμφύλιας σύγκρουσης έμελλαν να σημαδέψουν την
πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους για πολλά ακόμη χρόνια.»
Κόντης Β., «Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, 1949» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΣΤ΄, Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.156-158.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949
«Σε πάνω από 40.000 νεκρούς και πολλαπλάσιους τραυματίες υπολογίζονται και για τις δύο πλευρές τα
θύματα των στρατιωτικών συγκρούσεων του Εμφυλίου, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν και
τουλάχιστον 3.500 εκτελεσμένοι με αποφάσεις των Έκτακτων Στρατοδικείων. Επιπλέον, ο Εμφύλιος
προκάλεσε τον αναγκαστικό εκπατρισμό δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ άλλοι τόσοι υπέστησαν
πολύχρονο εγκλεισμό σε φυλακές και εξορίες. Οδήγησε, τέλος, σε διάρρηξη τους κοινωνικούς και
οικογενειακούς δεσμούς και σε μια εξοικείωση με τη βαρβαρότητα (μαζικές εκτελέσεις, κομμένα κεφάλια,
Μακρόνησος κ.ά.) που σημάδεψε ανεξίτηλα, για αρκετές δεκαετίες, την ελληνική κοινωνία.
Όπως παρατηρούσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε συνέντευξή του το 1982, "η περίοδος του Εμφυλίου στην
Ελλάδα υπήρξε η πιο σκληρή, η πιο τραγική, η πιο άγρια", ανεξάρτητα φυσικά από την ανιδιοτέλεια και την
αυτοθυσία με την οποία πορεύτηκαν προς το θάνατο χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς, συμμετέχοντας σε
μια σύγκρουση που, όπως φαίνεται σήμερα, με δεδομένες τις άνισες συνθήκες διεξαγωγής της, δεν θα
μπορούσε να είναι νικηφόρα. Γι’ αυτό και, όπως συνεχίζει ο Αναγνωστάκης, "το χρώμα του Εμφυλίου είναι
το μαύρο, ένα απέραντο απ' άκρη σ' άκρη μαύρο και η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη
ματιά".»
Νικολακόπουλος Η. & Παπαθανασίου Ι. (επιμ.), Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949, Τα Νέα, Αθήνα 2010,
σ.11-12.
Ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου
«Από τον εμφύλιο πόλεμο αρχίζουν, ή μετά τον εμφύλιο ενισχύονται, τα εξής: η μόνιμη λειτουργία των
στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ριζική εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης, η οργάνωση της προπαγάνδας
υπό την αιγίδα των ενόπλων δυνάμεων (που μέχρι σήμερα διαθέτουν έναν από τους δύο εθνικούς
ραδιοφωνικούς σταθμούς), η συστηματοποίηση της αστυνομικής καταπίεσης σε όλη τη χώρα, η τεράστια
διόγκωση των δραστηριοτήτων της μυστικής αστυνομίας (περίπου 60.000 άτομα λέγεται ότι
μισθοδοτούνταν μέχρι το 1962) και η θεσμοποίηση των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων» (ή
"νομιμοφροσύνης") -που επεκτείνονται χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την οικογένεια σε ημικληρονομική
βάση- ως επίσημη προϋπόθεση για κάθε είδους άδεια, δημόσια εξουσιοδότηση και εργασία. Με τέτοια μέσα
δημιουργήθηκε συστηματικά ένα κράτος "διακρίσεων". Ακόμη και το ακραίο μέτρο της αφαίρεσης της
ιθαγένειας των εκτοπισμένων κομμουνιστών δεν έφτασε στο απόγειό του παρά μόνο στο τέλος της
δεκαετίας του 1950.»
Τσουκαλάς Κ., «Ιδεολογική επίδραση του Εμφυλίου» στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε
κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ.573-574.

Η υπόθεση Πολκ ξανά στο προσκήνιο


«Κυριακή, 16 Μαΐου 1948. Ένα συνηθισμένο πρωινό της μετακατοχικής Ελλάδας, με τον Εμφύλιο να
μαίνεται στις γύρω ορεινές περιοχές, ένας ψαράς επιστρέφοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης θα έβλεπε
στα θολά νερά του Θερμαϊκού ένα πτώμα να επιπλέει δεμένο χειροπόδαρα, με βαθύ τραύμα στο πίσω μέρος
του κρανίου. Ήταν ο Τζορτζ Πολκ, ο αμερικανός δημοσιογράφος που είχε ταξιδέψει στη χώρα μας, όπως
είχαν κάνει και άλλοι συνάδελφοί του σε διαφορετικές χώρες της Ευρώπης για να παρακολουθήσουν την
εφαρμογή του σχεδίου της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας, γνωστού ως Σχεδίου Μάρσαλ, που
αποσκοπούσε στην ανόρθωση της οικονομίας της καθημαγμένης από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Γηραιάς
Ηπείρου. Και ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη είχε καταφέρει ήδη από το 1945 να ορθοποδήσει, η Ελλάδα
αποτελούσε θλιβερή εξαίρεση. Ασφαλώς δεν έφταιγε μόνο ο Εμφύλιος. Στις ανταποκρίσεις-φωτιά που
έστελνε ο Πολκ στον αμερικανικό Τύπο κατηγορούσε την ελληνική κυβέρνηση για ανικανότητα και
κατασπατάληση του πακτωλού εκατομμυρίων δολαρίων που έρρεαν στη χώρα και κατέληγαν στο βόλεμα
ημετέρων. Παράλληλα επέκρινε την αμερικανική υποστήριξη σε ένα δεξιό σάπιο καθεστώς, το οποίο για να
τον ξεφορτωθεί δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει φιλοκομμουνιστή, χρεώνοντας παρ΄ όλα αυτά τη
δολοφονία του στους ίδιους τους κομμουνιστές: δολοφονήθηκε εν ψυχρώ πλέοντας μεσάνυχτα πάνω σε
λέμβο που θα τον οδηγούσε σε μυστική συνάντηση με τον Μάρκο Βαφειάδη για μια συνέντευξη που ο ίδιος
προεξοφλούσε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία της ως εκείνη τη στιγμή δημοσιογραφικής καριέρας του…»
Τομάη Φ., «Η υπόθεση Πολκ ξανά στο προσκήνιο», Το Βήμα, 4.1.2009.
Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974
Δήλωση Γιώργου Σεφέρη (BBC, 28 Μαρτίου 1969)

«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να
το εξηγήσω. Αυτό δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια
εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις
αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που
φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου. Μολαταύτα, μήνες τώρα,
αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή
κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί
ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο
περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης
όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι
αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως
τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζονται πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι'
αυτόν τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί
να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς
βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία,
τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και
χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η
ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να
ξαναμιλήσω.»
Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Οκτ. 68, (επιμ. Παύλος Ζάννας), Αθήνα, Διάττων, 1986, σ.62.
Ο Σεφέρης στη Δικτατορία
«Στη δήλωσή του της 28ης Μαρτίου 1969 κατά της δικτατορίας, τη μοναδική αυτή δημόσια πολιτική πράξη
του, δυο χρόνια πριν από το θάνατό του, ονομαστικά αναφέρεται μόνο στον Αισχύλο, που το τραγικό του
πνεύμα είναι διάχυτο σ' αυτό το λιτό όσο και μεστό νοήματος κείμενο: η Ύβρις της δικτατορίας θα βρει
αναπότρεπτα την τιμωρία της, που, αλοίμονο, ίσως πέσει επί δικαίων και αδίκων - "… η τραγωδία περιμένει
αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους
παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό".
Κι ο Θεός, που ο Σεφέρης, στην τελευταία φράση της δήλωσής του αυτής, παρακαλεί "να μη με φέρει άλλη
φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω", δεν είναι άλλος από την τραγική Δίκη, που ο ποιητής, είναι
φανερό, εύχεται να προφτάσει το χειρότερο, χτυπώντας την Ύβρι εγκαίρως, πριν το Άδικο απλωθεί τόσο
ώστε η καθαρτήρια Έξοδος να πρέπει να πλήξει και αθώους.
Αλίμονο, οι φόβοι του επαληθεύτηκαν τραγικά: Το Δράμα της δικτατορίας στην Ελλάδα είχε την Έξοδο του
στην κυπριακή Τραγωδία. Αλλά ο ποιητής είχε φύγει πια, πριν έλθει "άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να
ξαναμιλήσει". Και πριν φύγει είχε "ξαναγυρίσει στη σιωπή του".»
Πολυτεχνείο '73, αναστοχασμός μιας πραγματικότητας
«Η εμφάνιση των πρώτων αντιστασιακών οργανώσεων- από στοιχειώδες χρέος αντίστασης κινούντες- ήταν
περίπου ταυτόχρονη με την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Στο διάστημα μεταξύ
Απριλίου και Αυγούστου του 1967 έχει καταγραφεί σημαντικός αριθμός οργανώσεων στο εσωτερικό, έχει
αρχίσει αντιστασιακή δράση, έχουν γίνει συλλήψεις μελών αντιστασιακών οργανώσεων και υπάρχουν ήδη
οι πρώτες καταδίκες. Αυτό σημαίνει ότι οι οργανώσεις ήταν προϊόντα ή μεταλλαγές προϋπαρχόντων
οργανισμών. […]
Χαρακτηριστικά της αντιδικτατορικής αντίστασης ήταν: η πολυδιάσπασή της, η μικρή αριθμητική
συμμετοχή, η πάρα πολύ μικρή αντοχή των οργανώσεων στο χρόνο (οι περισσότερες είναι μιας ή δύο
"χρήσεων" με κάποιες πάρα πολύ σημαντικές εξαιρέσεις). Το χαρακτηριστικό που έχει μεγάλη σημασία
είναι ότι οι αντιστασιακές ενέργειες οι οποίες πραγματοποιούνται σε όλη αυτή την περίοδο είναι δηλωτικές
της παρουσίας των οργανώσεων και όχι πράξεις που στοχεύουν στην ανατροπή της δικτατορίας: πανό,
συνθήματα, δηλώσεις, φυλλάδια, βομβιστικές ενέργειες περιορισμένης έντασης και κινδύνου.»
Χατζησωκράτης Δ., Πολυτεχνείο '73, αναστοχασμός μιας πραγματικότητας, Πόλις, Αθήνα 2004, σ.32-33.
Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-1990
«Το 1973 άρχισαν να εμφανίζονται σοβαρά ρήγματα στο φαινομενικά σταθερό, αν και καταπιεστικό,
προσωπείο του καθεστώτος. Δεν ήταν σύμπτωση το γεγονός ότι αυτό τον χρόνο το ποσοστό του
πληθωρισμού, που ήταν πολύ χαμηλό τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, εκτοξεύτηκε στο διπλάσιο. Οι
φοιτητές πήραν την πρωτοβουλία της αντίστασης κατά του καθεστώτος, και τον Μάρτιο κατέλαβαν τη
Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένα αποτυχημένο κίνημα στο ναυτικό τον Μάιο έδειξε ότι,
παρά τις επανειλημμένες εκκαθαρίσεις στο σώμα των αξιωματικών, είχαν επιβιώσει κάποιοι
αντικαθεστωτικοί θύλακες στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων. Ο Παπαδόπουλος κήρυξε αμέσως
έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κατηγορώντας τον ότι είχε αναμειχθεί στο κίνημα του ναυτικού από την
εξορία του στη Ρώμη, και ανήγγειλε την εγκαθίδρυση μιας "προεδρευομένης κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας". Ακολούθησε ένα δημοψήφισμα-παρωδία, στο οποίο ο Παπαδόπουλος, που ήταν και ο
μοναδικός υποψήφιος, εξελέγη πρόεδρος με οκταετή θητεία. Στη συνέχεια κάλεσε τον Σπύρο Μαρκεζίνη,
έναν ελάσσονα πολιτικό, να επιβλέψει τις εκλογές, οι οποίες αποτελούσαν το προτεινόμενο πρώτο στάδιο
της εισαγωγής μιας "κατευθυνόμενης" δημοκρατίας.»
Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση, 1944-1946
«Η απελευθέρωση της Ελλάδας απασχόλησε έντονα τις συμμαχικές Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως τη
Βρεταννία. Την άνοιξη του 1944, η θέση των Βρεταννών στα ελληνικά πράγματα φαινόταν επισφαλής: οι
στρατιωτικές δυνάμεις της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης είχαν σε σημαντικό βαθμό αποσυντεθεί μετά
την κρίση του Απριλίου 1944, ενώ το ΕAM κυριαρχούσε σε μεγάλα τμήματα της χώρας. Ο Βρεταννός
πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλλ (Winston Churchill) φοβόταν ότι, μετά τον πόλεμο, τα Βαλκάνια θα
κυριαρχούνταν από τους κομμουνιστές και θα περιέρχονταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Πίστευε
ακόμη ότι μια σύγκρουση Βρεταννίας και Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν απίθανη, εξαιτίας της σοβιετικής
πολιτικής στην Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Ειδικότερα, ο Βρεταννός πρωθυπουργός
θεωρούσε αναγκαίο να μεταφερθούν βρεταννικές δυνάμεις στην Αθήνα μέσα σε 48 ώρες μετά την
αποχώρηση των Γερμανών, για να αποτρέψουν την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ. Οι στόχοι της
αγγλικής πολιτικής καθορίστηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια στις 7 Ιουνίου 1944, οπότε, σε μνημόνιο που
υπέβαλε ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονυ Ήντεν (Anthony Eden), στο Πολεμικό Συμβούλιο, οριζόταν ότι
το Λονδίνο έπρεπε να εργαστεί για την εγκαθίδρυση στην Ελλάδα ενός καθεστώτος, που μετά τον πόλεμο
θα απευθυνόταν στη Βρεταννία για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επιρροή.»
Κόντης Β., «Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση, 1944-1946» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τ.ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.96.
Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση
«Καθώς διευθετούνταν έτσι οι διεθνείς επιπλοκές και οι Γερμανοί αποχωρούσαν, άρχισε από τις 7
Οκτωβρίου η αποβίβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Οι γερμανικές δυνάμεις
εγκατέλειψαν την Αθήνα στις 12 του μηνός και είχαν πλήρως εκκενώσει την ηπειρωτική Ελλάδα ως τις 3
Νοεμβρίου. Κατά το διάστημα αυτό σημειώθηκαν συγκρούσεις με τις δυνάμεις της Αντίστασης, με
κορυφαία την επιτυχία του ΕΛΑΣ να αποτρέψει την ανατίναξη του εργοστασίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας
στο Κερατσίνι. Στις 14 και 15 Οκτωβρίου, οι πρώτες βρετανικές δυνάμεις εισήλθαν στην πρωτεύουσα, όπου
έγιναν πανηγυρικά δεκτές από τον λαό, με συνθήματα υπέρ του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και των τριών Συμμάχων,
Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ. Στις 18 Οκτωβρίου εισήλθε στην Αθήνα η νόμιμη κυβέρνηση υπό
τον Γ. Παπανδρέου, σε ατμόσφαιρα μεγάλου λαϊκού ενθουσιασμού. Πρώτη πράξη του Παπανδρέου ήταν η
επίσημη έπαρση της σημαίας στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ενώ λίγο αργότερα, στην Πλατεία
Συντάγματος, απευθύνθηκε στον λαό, σε μία συγκέντρωση όπου κυριάρχησαν συνθήματα υπέρ του ΚΚΕ
και του ΕΑΜ. Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ανάγκη να ικανοποιηθούν οι εθνικές διεκδικήσεις, να
αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, να επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα μετά από ελεύθερο δημοψήφισμα και
να τιμωρηθούν οι συνεργάτες του εχθρού. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου, ορκίστηκε νέα υπό
τον Γ. Παπανδρέου κυβέρνηση.»

Κόντης Β., «Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση, 1944-1946» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τ.ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.100.
Οι εξόριστες κυβερνήσεις
«Κατά τις προκαταρκτικές συνεννοήσεις, πριν από την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, διαφάνηκε η
αντίθεση μεταξύ του ΕΑΜ και των υπολοίπων δυνάμεων. Οι αντιπροσωπείες του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του
ΚΚΕ […] καθώς και ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, Στέφανος Σαράφης- επεδίωκαν την αποκήρυξη των Ταγμάτων
Ασφαλείας, τον σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης, στην οποία το ΕΑΜ θα ήλεγχε τα μισά Υπουργεία- και
ειδικά το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υφυπουργείο Στρατιωτικών- μεταφορά τμήματος της κυβέρνησης
στο Βουνό, δημιουργία ενιαίου Στρατού μεταπολεμικά, καθώς και δήλωση ότι ο βασιλιάς δεν θα επέστρεφε
πριν από τη διενέργεια δημοψηφίσματος και τον διορισμό αντιβασιλιά. Στις αξιώσεις αυτές αντιτάχθηκαν
όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, φοβούμενες ότι έτσι θα περιερχόταν η κυβέρνηση στον ουσιαστικό
έλεγχο του ΕΑΜ. Από την πλευρά των αστικών κομμάτων, επιδιωκόταν η δημιουργία ενιαίου Στρατού ο
οποίος δεν θα είχε ως βάση του τον ΕΑΑΣ, η καταγγελία από το Συνέδριο του κινήματος στις δυνάμεις της
Μέσης Ανατολής, καθώς και του ΕΛΑΣ για τρομοκράτηση της υπαίθρου. Ο Παπανδρέου προσπάθησε να
επιτύχει τη διάλυση του ΕΛΑΣ και τη σύσταση ένοπλης δύναμης με βάση την καθολική στρατολογία,
πείστηκε όμως από τον Σαράφη ότι τούτο θα ήταν αδύνατο στις υπάρχουσες συνθήκες. Στο σημείο αυτό,
φαίνεται ότι ο Ρούσος, ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, εξέτασε και το ενδεχόμενο αποχώρησης από το Συνέδριο,
υποχώρησε όμως ενώπιον της αντίδρασης του Σβώλου, που επιζητούσε οπωσδήποτε τον σχηματισμό
ενιαίας κυβέρνησης. […] Οι εργασίες του Συνεδρίου άρχισαν στις 17 Μαΐου. Μιλώντας πρώτος, ο
Παπανδρέου εξέθεσε τις προγραμματικές του δηλώσεις- τις οποίες είχε δώσει στη δημοσιότητα ήδη από την
πρωθυπουργοποίησή του- και εξαπέλυσε έντονη επίθεση κατά του ΕΑΜ, το οποίο κατηγόρησε ότι
απέβλεπε σε πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο.»
Χατζηβασιλείου Ε., «Οι εξόριστες κυβερνήσεις» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΣΤ΄, Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.83.
Ένας δρόμος χωρίς σύγκρουση: το παιχνίδι για την εξουσία 1943-1944
«Ανάλογα με τη στρατιωτική κατάσταση στα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα πολιτικά
διακυβεύματα και το διπλωματικό παρασκήνιο, αλλά και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Ελλάδας, από το
φθινόπωρο του 1943 ως την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944, το πρόβλημα της εξουσίας στη χώρα
υπερέβαινε κατά πολύ τους θεσμούς και τα κυβερνητικά σχήματα που την ασκούσαν μάλλον συμβατικά και
που συμβολικά τη διαχειρίζονταν. Υπήρχαν δύο τυπικές κυβερνήσεις, μια στην Αθήνα και μια στο Κάιρο,
ενώ από το Μάρτιο του 1944 μια τρίτη έκανε τη δυναμική εμφάνισή της "στο βουνό", αλλά και για τις τρεις,
έστω και σε διαφορετικούς βαθμούς, ίσχυε το παράδοξο ότι βρίσκονταν στην "κυβέρνηση" αλλά όχι στην
εξουσία. Έτσι, και ενώ διαγραφόταν η προοπτική απελευθέρωσης, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί για την
εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα έθεταν επί τάπητος το ζήτημα των εκατέρωθεν νομιμοποιήσεων και
συμπυκνώνονταν σε μια δέσμη ερωτημάτων που θα μπορούσαν κάλλιστα να ανταλλάξουν μεταξύ τους οι
διεκδικητές: Τι εξουσία διαθέτεις; Από πού την αντλείς; Στο όνομα και υπέρ ποιων συμφερόντων την
ασκείς; Σε ποιον λογοδοτείς; Τέλος, με ποιον τρόπο θα απαλλαγώ από σένα;
Παπαθανασίου Ι. & Σφήκας Θ., «Ένας δρόμος χωρίς σύγκρουση: το παιχνίδι για την εξουσία 1943-1944»
στο Φλάισερ Χ. (επιμ.), Κατοχή - Αντίσταση 1941-1944, Τα Νέα, Αθήνα 2010, σ.155.
Η ένοπλη αντίσταση, κατακτήσεις και συγκρούσεις 1942-1944
«Μετά από διαβουλεύσεις, δισταγμούς και προσδοκίες, που κράτησαν όλο σχεδόν το καλοκαίρι του 1944, η
ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ έστειλαν επιτέλους υπουργούς για να μετάσχουν στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
του Γεωργίου Παπανδρέου. Στις 2 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση με τη νέα της υπόσταση άρχισε τη λειτουργία
της, όχι πάντοτε με ομαλό τρόπο. Στις 28 Σεπτεμβρίου, ενώ η απελευθέρωση πολλών περιοχών της Ελλάδας
από τον ΕΛΑΣ (και από τον ΕΔΕΣ που στο μεταξύ, από τον Ιούνιο, είχε διακόψει την απραξία του) είχε
ολοκληρωθεί, υπογράφηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μία νέα συμφωνία η οποία, στο κυριότερο σημείο της,
καθιστούσε το Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι γενικό διοικητή- αρχιστράτηγο ουσιαστικά- του
συνόλου των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, όπως και των βρετανικών αντίστοιχων που θα
έρχονταν στην Ελλάδα. Στο μεταξύ ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο Ελλάδες συνεχιζόταν ως την τελευταία
στιγμή. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η βίαιη μετατόπιση των εσωτερικών συνόρων, όπως
αυτά είχαν δημιουργηθεί από τις αρχές κιόλας του 1944. Τα όρια ανάμεσα στην Ελεύθερη Ελλάδα και την
αντίστοιχη κατεχόμενη ήσαν σχεδόν απόλυτα και διέτρεχαν ακόμα και την Αθήνα, η οποία είχε χωριστεί
στις κατεχόμενες ζώνες- όπου κυριαρχούσαν οι δυνάμεις κατοχής και τα ποικιλώνυμα Τάγματα Ασφαλείας
και στις συνοικίες της περιφέρειας, όπου κυριαρχούσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ της Αθήνας. […] Η εξάπλωση
της Ελεύθερης Ελλάδας έγινε έτσι με ραγδαίους ρυθμούς σε όλη την επικράτεια και σταμάτησε μόνο εκεί
όπου οι συμφωνίες και οι διαταγές απαγόρευαν την περαιτέρω κίνηση: στην Ήπειρο, που είχε αφεθεί στον
Ζέρβα, και στην Αθήνα, όπου οι δυνάμεις του τακτικού ΕΛΑΣ δεν είχαν δικαίωμα να μπουν. Σε αυτές τις
συνθήκες όλοι περίμεναν την Απελευθέρωση, χωρίς όμως οι διαθέσεις και οι ως προς αυτήν προσδοκίες να
είναι ακριβώς οι ίδιες.»
Μαργαρίτης Γ., «Η ένοπλη αντίσταση, κατακτήσεις και συγκρούσεις 1942-1944» στο Παναγιωτόπουλος Β.
(επιμ.), Ιστορία Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ.8, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ.148-149.
Το φθινόπωρο του 1944, πολιτικές συγκρούσεις κατά την απελευθέρωση
«Με εξαίρεση το Βασιλιά, το ΕΑΜ είχε ήδη αναγνωρίσει με τη Συμφωνία του Λιβάνου, το Μάιο του 1944,
την ελληνική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ως μέρος της αντιφασιστικής συμμαχίας. Και σε αυτή την
κυβέρνηση πρωθυπουργός είχε αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου. Όμως, τόσο η παλαιά πολιτική ελίτ όσο
και οι αμιγώς φιλοβρετανικές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα,
δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν την πολιτική και κοινωνική επιρροή του ΕΑΜ και το ηθικό του κύρος.
Μπορούσαν όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, να αντισταθμίσουν τη στρατιωτική δύναμη του ΕΛΑΣ. Με
την Απελευθέρωση, λοιπόν, το ΕΑΜ συνιστούσε το κατ' εξοχήν πολιτικό υποκείμενο, αντιπροσώπευε μια
πολιτική δύναμη μεγάλη και ανεξάρτητη από τους Βρετανούς. Η ανεξαρτησία αυτή εκφραζόταν και από τις
ιδεολογικές επιλογές του ΕΑΜ. Εκτός από τους κομμουνιστές, ακόμη και πάρα πολλοί αριστεροί και
δημοκράτες του ΕΑΜ έκλιναν προς τη Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο από τη σημαντική επιρροή που
ασκούσαν οι Έλληνες κομμουνιστές αλλά και επειδή τότε ακόμη η ΕΣΣΔ αντιπροσώπευε τη μεγάλη ηθική
δύναμη των ιδεών του σοσιαλισμού και της κοινωνικής απελευθέρωσης ενώ το κύρος της είχε κυριολεκτικά
απογειωθεί μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί των Ναζί, το Φεβρουάριο του 1943 στο Στάλινγκραντ.»
Πιζάνιας Π., «Το φθινόπωρο του 1944, πολιτικές συγκρούσεις κατά την απελευθέρωση» στο
Παναγιωτόπουλος Β. (επιμ.), Ιστορία Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ.8, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003,
σ.192.
Η Οικονομική Διάσταση της Εφαρμογής του Δόγματος Truman και του Σχεδίου Marshall στην
Ελλάδα
«Η απελευθέρωση της Ελλάδας (18/10/44), μετά την τετραετή εχθρική κατοχή της, βρίσκει την οικονομία
της σε χαώδη κατάσταση. Χαρακτηριστική είναι η συνοπτική εικόνα αυτής της κατάστασης που δίνει με
έκθεση της επιτροπή της UNRRA: "Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα με σοβαρά μειωμένη την
παραγωγική της ικανότητα στον αγροτικό και μεταποιητικό τομέα, με το μεταφορικό της σύστημα
κατεστραμμένο, με τα δημόσια οικονομικά και το πιστωτικό της σύστημα σε χαώδη κατάσταση, με την
υγεία του λαού της σοβαρά υπονομευμένη από τον υποσιτισμό και τις αρρώστιες και με τις πηγές του
εξωτερικού συναλλάγματος απολύτως ανεπαρκείς για την αγορά ακόμα και των στοιχειωδών αγαθών για
την ανακούφισή της".»
Μίρκος Γ., «Η Οικονομική Διάσταση της Εφαρμογής του Δόγματος Truman και του Σχεδίου Marshall στην
Ελλάδα», Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου, Η Ελλάδα
στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου, τ.1, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ.51.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
(απόσπασμα)
Πενήντα μία μέρες που τέλειωσε ο πόλεμος, πενήντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Πενήντα
νύχτες είχα την ελπίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Αχιλλέα. «Θα μείνουμε μαζί μονάχα
σαν παντρευτούμε». Το είπε ο Αχιλλέας. Η Νίνα μένει μαζί με τον Πάνο σ' ένα καμαράκι τόσο δα και δεν
τη νοιάζει να το διαλαλεί σ' όλον τον κόσμο. Θαρρείς μάλιστα πως το κάνει επίτηδες και βρίσκει κάθε φορά
να πει κάτι για να καταλάβουμε πως τα βράδια κοιμάται μαζί του. «Λαχτάρα που πήρα χτες βράδυ!
Ξύπνησα και δεν είδα τον Πάνο δίπλα μου.» Αλήθεια, τη ζηλεύω. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως θα μείνω η
αιώνια αρραβωνιαστικιά και πως σ' όλη μου τη ζωή θα πλαγιάζω με τον Αχιλλέα στα βιαστικά, ανάμεσα σε
δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σε ξένο κρεβάτι πάντα. Αν λείπει η Λίζα από το σπίτι ή στο
καμαράκι της Νίνας. «Σ' αρέσει;» ρωτάει η Νίνα, ενώ της δίνω πίσω το κλειδί της. Μπορεί και να ντρέπομαι
ν' απαντήσω, μπορεί και να μη μ' αρέσει ακριβώς εκείνη η στιγμή. Αν κοιμόμουνα όμως μια ολόκληρη
νύχτα μαζί του, είμαι σίγουρη πως θα μ' άρεσε. Τριάντα τρεις νύχτες τις πέρασα πλάι του. Όσο κράτησαν οι
μάχες του Δεκέμβρη μετά την απελευθέρωση. Ο καινούργιος πόλεμος με τους Εγγλέζους. Τριάντα τρεις
νύχτες κατάχαμα, ντυμένοι. Από τη μια κρατούσε το χέρι μου κι από την άλλη το όπλο. «Θα διώξουμε τους
Εγγλέζους, σ' τ' ορκίζομαι, και θα μείνουμε μαζί.» Το είπε ο Αχιλλέας! «Λόρδος Μπάυρον», ο λόχος των
σπουδαστών, και μπροστά με καψαλισμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Αχιλλέας. Οι κοπέλες με
ζηλεύουν. Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, που δεν φοβάται στη μάχη! Φοβάται μόνο να με πάρει τη νύχτα
και να πάμε στο διπλανό καμαράκι που είναι φυλαγμένα όπλα και σφαίρες. Δεν φοβάται τα όπλα, βέβαια.
Φοβάται τους άλλους, τι θα πουν, εκείνος δίνει το παράδειγμα. Αν θελήσουν να κάνουν κι άλλοι έτσι…
Κοιμόμαστε όλοι μαζί χάμω σε κουβέρτες στη μεγάλη αίθουσα ενός σχολείου. Μόλις που αγγίζουν τα
δάχτυλά μας. «Θα ζήσουμε μαζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς». Τους διώξαμε. «Αφού τελειώσουν οι
μάχες του Δεκέμβρη.» Τελειώσανε. Και τώρα, για να περάσω μια νύχτα σε κρεβάτι με τον Αχιλλέα πρέπει
να πάει αντάρτης στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ' ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε Άγγλοι. Τώρα ο
εχθρός είναι ο αδερφός μου! «Δεν μπορείς να κρυφτείς σπίτι μου, θα χάσω τη θέση μου στο υπουργείο.»
«Μια βραδιά μονάχα», μεσολαβεί η Λίζα. «Να χάσω τη δουλειά μου επειδή αυτοί θέλουνε;» «Εμείς
θέλουμε; Εμείς θέλουμε να βασανιζόμαστε, να σκοτωνόμαστε! Εμείς θέλουμε να μπαίνουμε στις φυλακές,
να μας στήνετε στον τοίχο;» «Εσείς κάνατε εγκλήματα, πήρατε ομήρους.» Ψέματα! Το μίσος στα μάτια του
αδερφού. Το μίσος στα δικά μου μάτια. Ο μεγάλος αδερφός, που σαν έλειπε η Λίζα μου χτένιζε τα μαλλιά
χωρίς να με πονάει. Η μικρή αδερφή που έγραφε ποιήματα μόνο για κείνον στη γιορτή του. Εμείς κι Εσείς.
Ένας ατσάλινος τοίχος ανάμεσά μας.
«Σ' ένα χρόνο το πολύ», μ' αποχαιρετάει ο Αχιλλέας και στη φωνή του υπάρχει σιγουράδα. Στρίβει τον
δρόμο και χάνεται. Δεν χύνω ούτε ένα δάκρυ. Όλα στέγνωσαν μέσα μου. Απόμεινα σε μια άγνωστη πόλη.
Σε μια Αθήνα ξένη. Πόρτες κουφές, μουγκά παράθυρα. «Εσείς που μας σφάξατε.» «Εσείς που μας στήνετε
στον τοίχο.» «Κλειδώστε τις πόρτες στην αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη!» Όλες τις πόρτες. Πράσινες
πόρτες με ηλεκτρικά κουδούνια, καρυδένιες μεγάλες πόρτες με μπρούντζινα γυαλιστά πόμολα. Ακόμα κι
εκείνη η μικρή του θείου Κώστα, του αδερφού της μαμάς, με το σιδερένιο χέρι για χτυπητήρι. «Σ' ένα
χρόνο.» το είπε ο Αχιλλέας.
Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ' ένα ταγάρι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια.
Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε
ένας, εγώ, απ' όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα
βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέει, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο
χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν
έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει
τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;»
ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου.» Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω
αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι' απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της
Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε
μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν
μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω
γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της
πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…». Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.
Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η
Έρση κι η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι
δώδεκα χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά
συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του '44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι
Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και
θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η
Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.
Βιβλιογραφικά
Άλκη Ζέη, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 26-29.
Ματωμένη Κυριακή
«Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου (1944) βρισκόμουν στην Αθήνα, στην πλατεία Συντάγματος, μαζί μ' έναν
Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ
διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία, είχε διαταχθεί να σταματήσει
τη διαδήλωση, κι είχε σχηματίσει έναν κλοιό στο δρόμο.
Την προηγούμενη μέρα η κυβέρνηση είχε δώσει την άδειά της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε. Οι
αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο μικρό χρονικό
διάστημα και αποφάσισαν να προχωρήσουν. Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά στον
αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. […] Οι σποραδικοί
πυροβολισμοί σταμάτησαν σε μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν κι άρχισαν να διαλύονται.
Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος φώναζε βοήθεια.
Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους. Μετά από μια
μικρή διακοπή, η αστυνομία πυροβόλησε ξανά τους διαδηλωτές. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί
σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην πλατεία. Συντάγματος νια να μαζέψουν τους
νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. Η αστυνομία, πυροβόλησε και τους απώθησε.
Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες. Αυτό, όμως,
δεν σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ' όπου
αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά. Την ίδια στιγμή τα βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά
μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν κι εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής
αστυνομίας. Οι διαδηλωτές τούς υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην πλατεία Συντάγματος να
τους αγκαλιάσουν και να τους μιλήσουν.
Κέσελ Ντ., «Ματωμένη Κυριακή», Ο τραγικός Δεκέμβριος με το φακό του Κέσελ, Επτά Ημέρες-Η
Καθημερινή, 4.12.1994, σ.7,11.
Εξέγερση στην Αθήνα
Τηλεγράφημα της 28 Νοεμβρίου 1944 από τον "Γέρο" προς τα Γραφεία του ΚΚΕ Μακεδονίας, Θεσσαλίας,
Στέρεας Ελλάδος, Ηπείρου, Πελοποννήσου.
«Ο πρωθυπουργός επιμένει για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, ενώ αρνήθηκε να διαλύσει την Ορεινή Ταξιαρχία και
τον Ιερό Λόχο. Αυτό είναι απαράδεκτο. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Επαγρυπνείτε και να είσθε έτοιμοι για
την απόκρουση οποιουδήποτε κινδύνου. Οι Βρεταννοί και η ελληνική αντίδραση απαιτούν τη διάλυση του
Λαϊκού Στράτου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου. Ταυτόχρονα επιμένουν για τη διατήρηση των ελληνικών
ένοπλων τμημάτων, που οργάνωσαν οι Έλληνες φασίστες στη Μέση Ανατολή, με το επιχείρημα ότι
αποτελούν συμμαχική δύναμη. Σκοπεύουν να επιβάλουν φασιστική δικτατορία, με τη βοήθεια των
παραπάνω φασιστικών τμημάτων και των μυστικών ένοπλων δυνάμεων των φασιστών στην Αθήνα, μετά τη
διάλυση του ΕΛΑΣ. Έχοντας εμπιστοσύνη στις οργανωμένες λαϊκές μας δυνάμεις, ένα μεγάλο τμήμα από
τις οποίες είναι εξωπλισμένο, έχουμε θέσει σαν όρο για τη διάλυση του ΕΛΑΣ όλες οι ένοπλες δυνάμεις της
αντιδράσεως, μαζύ κι' αυτή η Χωροφυλακή, να διαλυθούν ταυτοχρόνως. Οι Βρεταννοί αρνήθηκαν να
αποδεχθούν τη πρόταση αυτή και πιέζουν την αντίδραση να αρχίσει έναν εμφύλιο πόλεμο ανά πάσα στιγμή.
Είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την πρόκληση».
Ιατρίδης Ι., Εξέγερση στην Αθήνα, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1973, σ.170-171.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας και τα αίτια του Εμφύλιου Πολέμου
«Ο στόχος της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν διττός: πρώτον, να τερματίσει τον εμφύλιο πόλεμο που είχε
αρχίσει στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και που είχε προσωρινά διακοπεί με την εκεχειρία της 15ης Ιανουαρίου και,
δεύτερον, να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για τη συμφιλίωση των αντιπάλων παρατάξεων στη χώρα
και για ειρηνική μεταπολεμική εξέλιξη. Ο πρώτος στόχος πραγματοποιήθηκε, ο δεύτερος όμως όχι. Λίγο
περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, η Ελλάδα ήταν περισσότερο διχασμένη παρά ποτέ και σιγά σιγά
φούντωνε νέος εμφύλιος πόλεμος. η δε Συμφωνία της Βάρκιζας είχε αποδειχτεί πως δεν ήταν παρά
κουρελόχαρτο. Τα αίτια αυτών των εξελίξεων δεν μπορούν ασφαλώς να αναζητηθούν στο κείμενό της,
αφού το λεκτικό της Συμφωνίας της Βάρκιζας ήταν εξίσου καλό με οποιοδήποτε παρόμοιας συνθήκης ίσης
σπουδαιότητας. Αν και οι δύο πλευρές είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους, ίσως να είχε υπάρξει
δυνατότητα ειρηνικής εξέλιξης.
Richter H., «Η Συμφωνία της Βάρκιζας και τα αίτια του Εμφύλιου Πολέμου», Η Ελλάδα στη δεκαετία
1940-1950. Ένα Έθνος σε κρίση, Θεμέλιο 1984, σ.286.
Δεκέμβρης του '44
«Ο Δεκέμβρης ήτανε η μεγάλη παγίδα στην οποία μπήκαμε με ενθουσιασμό και για χρόνια ολόκληρα
έμεινε ως ο Μεγάλος Δεκέμβρης. Ήταν η πρώτη μεγάλη ήττα που υπέστη το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η
Αριστερά γενικότερα. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει το τι ήταν ακριβώς. Ήταν η πρώτη μιας σειράς από
τραγικά λάθη που γίνανε, χωρίς συνειδητοποίηση ούτε του συσχετισμού των δυνάμεων ούτε της πολιτικής
της άλλης πλευράς, ούτε των δικών μας επιδιώξεων. Τι ακριβώς θέλαμε; Να πετάξουμε τους Άγγλους στη
θάλασσα; Αυτό ήταν μια ευχή αλλά από κει κι ύστερα τι θα γινόταν; Μπαίναμε στη σύγκρουση με τους
Εγγλέζους χωρίς να σκεφτόμαστε τους όρους με τους οποίους θα διεξαγόταν αυτή η σύγκρουση. Ο πόλεμος
στην Ευρώπη δεν είχε τελειώσει, οι Γερμανοί είχαν καθηλώσει τους Συμμάχους σε κάποιες περιοχές όπου
γίνονταν ακόμη φονικότατες μάχες. Φαίνεται ότι τα κλιμάκια της ηγεσίας του ΕΑΜ υπολόγιζαν ότι οι
Εγγλέζοι, παρά τις απειλές, δεν θα έρχονταν, δεν θα μπλέκονταν, δεν θα έφταναν στο σημείο να
τουφεκίσουν τους χτεσινούς Συμμάχους ύστερα από τους ύμνους του Τσόρτσιλ και των υπολοίπων. Ήταν
αφελείς αυτοί οι υπολογισμοί της ηγεσίας που δεν έβλεπε ότι σε τέτοιες ώρες εκείνο που κυριαρχεί είναι η
αίσθηση των συμφερόντων μιας μεγάλης δύναμης όπως ήταν τότε η Αγγλία, η οποία είχε καίρια
συμφέροντα στην Ελλάδα. Και βέβαια δεν είχε γίνει γνωστή, τουλάχιστον στον κόσμο, στους απλούς
μαχητές, η περιλάλητη συμφωνία της Μόσχας.»
Κύρκος Λ., «Δεκέμβρης του '44
*Ιδού λοιπόν πώς περιγράφει τα της συμφωνίας της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944 ο Αγγελόπουλος:
Με την επίσκεψη του Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα επισημοποιήθηκαν τα σχετικά με τις
σφαίρες επιρροής και καθορίστηκαν τα οριστικά ποσοστά μεταξύ Άγγλων και Σοβιετικών στις Ανατολικές
Χώρες, καθώς και στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια κοσμοϊστορική συμφωνία, καταδικαστέα βέβαια, που θα
επηρεάσει τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ελλάδα. Για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή εκείνη
σκόπιμο είναι να αναφερθούμε στον ίδιον τον Τσώρτσιλ, που στα «Απομνημονεύματά» του μας δίνει μια
ζωντανή περιγραφή αυτής της συμφωνίας. Ιδού το σχετικό απόσπασμα: Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου
προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Μόσχας, όπου γίναμε με πολλή εγκαρδιότητα και πολλές τιμές δεκτοί
από τον Μολότωφ και διάφορες άλλες υψηλές προσωπικότητες. Αυτή τη φορά μείναμε στην ίδια τη Μόσχα
και μας περιέβαλαν με κάθε φροντίδα και άνεση. Είχα ένα μικρό σπίτι, τέλεια επιπλωμένο, και ο Άντονυ
(Ήντεν) ένα άλλο, πολύ κοντά στο δικό μου. Με χαρά γευματίσαμε μόνοι και ανεπαύθημεν. Η πρώτη
σημαντική συνάντησις έλαβε χώρα στο Κρεμλίνο το ίδιο βράδυ, στις 10 μ.μ. Μόνον ο Στάλιν, ο Μολότωφ,
ο Ήντεν και εγώ ήμασταν παρόντες, με διερμηνείς τον Ταγματάρχη Μπιρς και τον Παυλώφ. (…) Η στιγμή
ήταν ευνοϊκή για να ενεργήσω και γι’ αυτό δήλωσα: «Ας ρυθμίσουμε τας υποθέσεις μας των Βαλκανίων. Τα
στρατεύματά σας ευρίσκονται εις Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν. Έχομεν συμφέροντα, αποστολάς και
πράκτορας εις τας χώρας αυτάς. Ας αποφύγουμε να έλθουμε εις σύγκρουσιν διά θέματα τα οποία δεν
αξίζουν τον κόπον. Όσον αφορά τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία, τι θα λέγατε διά μιαν υπεροχήν υμών
κατά 90% εις την Ρουμανίαν, μίαν ημετέραν κυριαρχίαν κατά 90% εις την Ελλάδα και μίαν ισότητα 50-50
εις Γιουγκοσλαβίαν;» Ενώ μετέφραζαν τα λόγια μου, έγραψα σε μισό φύλλο χαρτιού:
Ρουμανία: Ρωσία 90%, Οι λοιποί 10%
Ελλάς: Μεγάλη Βρετανία 90% (εν συμφωνία μετά των Ηνωμένων Πολιτειών), Ρωσία 10%
Γιουγκοσλαβία: 50-50%
Ουγγαρία: 50-50%
Βουλγαρία: Ρωσία 75%, Οι λοιποί 25%
Έσπρωξα το χαρτί εμπρός στον Στάλιν, στον οποίον είχε γίνει ήδη η μετάφρασις των προηγουμένων.
Ακολούθησε μια μικρή παύσις. Κατόπιν επήρε στο χέρι το μπλε του μολύβι, χάραξε ένα μεγάλο σημείο
επάνω στο χαρτί, για να δείξει ότι το εγκρίνει, και μου επέστρεψε το χαρτί. Τα πάντα τακτοποιήθηκαν σε
λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι χρειάζεται τώρα για να τα γράψω.
Δεκέμβριος 1944, το ανεξήγητο λάθος
Από την ομιλία του Δημήτρη Παρτσαλίδη (Γενικός Γραμματέας του ΕΑΜ) στην 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ,
το 1950:
«Γεγονός είναι, σύντροφοι, ότι εκείνον τον καιρό που υπογράφαμε την Βάρκιζα δεν είχαμε απαλλαχτεί από
την θεωρία πως στις συνθήκες της Ελλάδας δεν μπορούσαμε μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα, εφ' όσον η
διεθνής κατάσταση δεν είναι ευνοϊκή για πιο αποφασιστική υποστήριξη του αγώνα μας από το εξωτερικό.
Αυτή ήταν η άποψή μας. Λάθος ήταν η συμφωνία της Βάρκιζας, δεν έπρεπε να παραδώσουμε τα όπλα,
μπορούσαμε να πολεμήσουμε και έξω από την Aθήνα. Τα λάθη τα δικά μας δεν πρέπει να τα φορτώνουμε
στους άλλους, που μας σύσταιναν απλώς να υπογράψουμε συμφωνία, που να εξασφαλίζει την διατήρηση
των δυνάμεών μας. Αυτό με την συμφωνία της Βάρκιζας δεν γινόταν. Μπορούσαμε, συνεχίζοντας τον
πόλεμο έξω από την Αθήνα, να εξασφαλίσουμε τέτοιους όρους. Είναι αλήθεια, τότε μας βάραιναν οι
συνέπειες μιας ολόκληρης σειράς προηγούμενων λαθών… Ο ΕΛΑΣ πολέμησε καλά και στην Αθήνα και
στην Ήπειρο, εκείνο που χρειαζόταν και μας έλειπε εκείνη τη στιγμή ήταν η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες
που είχαμε και εσωτερικά και εξωτερικά…»
Γρηγοριάδης Σ., Τα φοβερά ντοκουμέντα: Δεκέμβριος 1944, το ανεξήγητο λάθος, Φυτράκης, Αθήνα χ.χ.,
σ.169.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
«Η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ
ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον
ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια,
απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη
στρατιωτική του ισχύ. Όμως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ
διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός
Αθηνών. Έτσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε.
Μπορούσε, μ' άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έναν,
περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;
Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η
αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία
ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον
"τρίτο γύρο", όπως και έγινε. Άλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί,
αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των
στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το
θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις
αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη
φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον
κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον
δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση
πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού…) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε
(επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια
ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως
"μονόπλευρης": ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της
"λευκής τρομοκρατίας".»
Καλύβας Στ., «Η Συμφωνία της Βάρκιζας», Η Καθημερινή, 18.4.2011
Δεκέμβρης του '44
«Θυμάμαι ακόμη την παράδοση των όπλων μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η δική μας ομάδα τα
παρέδωσε στο Ευπάλιο της Δωρίδας. Το Ευπάλιο το ξανασυνάντησα γιατί κατά σύμπτωση ήταν το χωριό
της γυναίκας μου- η οικογένειά της, οι Σμπαρούνη, κατάγονταν από εκεί. Στο Ευπάλιο κατέληξε το
Σύνταγμά μας κι εκεί έγινε η παράδοση των όπλων. Ήτανε μια συγκλονιστική στιγμή. Όλοι αυτοί οι
άνθρωποι είχαν δεθεί με τα όπλα τους. Ήξεραν καλά ότι το όπλο ήτανε η εγγύηση της ελευθερίας τους, ότι
με τα όπλα αυτά άγγιζαν την εξουσία που ήτανε όνειρο ιστορικό. Ξέραμε ότι αφήναμε τα όπλα που είχαμε
αρπάξει από τον εχθρό και τα είχαμε τιμήσει. Έβλεπες παντού το βουβό κλάμα. Όταν βλέπεις να κλαίει ένα
παιδί, λες παιδί είναι και κλαίει. Αλλά να βλέπεις να κλαίνε γενειοφόροι αντάρτες με χαραγμένα πρόσωπα,
αγρότες που είχαν περάσει τόσα για να φτάσουν ίσαμε εκεί, να τους βλέπεις να αφήνουν τα όπλα που ήτανε
η καρδιά τους και το αίμα τους, αυτές είναι στιγμές που δεν λησμονιούνται.»
Κύρκος Λ., «Δεκέμβρης του '44
Η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στους Βρετανούς
στρατιώτες, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της
Βάρκιζας (Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο).

You might also like