Professional Documents
Culture Documents
18. Προς Φιλήμονα (Δανιήλ Αεράκη)
18. Προς Φιλήμονα (Δανιήλ Αεράκη)
4
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν
μου, 5 ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ εἰς
πάντας τοὺς ἁγίους, 6 ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργὴς γένηται ἐν ἐπιγνώσει
παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. 7 χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν
ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ.
8
Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον, 9 διὰ τὴν ἀγάπην
μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὤν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ, 10 παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου,
᾿Ονήσιμον, 11 τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα· 12 σὺ δὲ
αὐτόν, τοῦτ' ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα, προσλαβοῦ·
13
ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς
τοῦ εὐαγγελίου· 14 χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ
ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον. 15 τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν,
ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, 16 οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν,
μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ!
Ἐπιθυμητὸς γιὰ διάκονος τοῦ Παύλου! (στ. 13)
Θαμπωμένος ὁ 'Ὀνήσιμος ἀπ' τὴ μορφὴ τοῦ διδασκάλου καὶ προστάτη τοῦ Παύλου,
συγκινημένος ἀπ' τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπολάμβανε κοντά του, ἀσφαλῶς δὲν θάθελε νὰ τὸν
ἀφήση. Ἄλλωστε ποῦ θάβρισκε καλύτερη συντροφιά, ὠφελιμότερο τόπο; Πιθανὸν κάποτε
καὶ νὰ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ παραμείνη γιὰ πάντα κοντὰ στὸ μεγάλο Ἀπόστολο:
-Δός μου τὴν ἄδεια, ὅλη μου τὴ ζωὴ νὰ μείνω κοντά σου. Νὰ σοῦ προσφέρω τὴ βοήθειά
μου. Νὰ κάνω πρᾶξι τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς μου.
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ 'Ὀνησίμου ἦταν καὶ τοῦ Παύλου ἐπιθυμία. Ἤθελε τὸν Ὀνήσιμο κοντά του,
βοηθό του, συνεργό του, μέλος τῆς ἐκκλησίας τῶν δεσμῶν, ὅπως εἶχε ἀναδειχτῆ ἐκεῖνος ὁ
μικρὸς οἰκίσκος, ποὺ εἶχε νοικιάσει. «Ἔμεινεν ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίων μισθώματι
καὶ ἀπεδέχετο πάντας τους εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν, κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως»
(Πράξ. κὴ' 30).
• Ποῦ ἔμενε ὁ Παῦλος; Ἀσφαλῶς σὲ κάποιο φτωχικὸ καλυβάκι, ποῦ βέβαιά το
φρουροῦσαν ὠπλισμένοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες. Ὑπάρχουν μέγαρα, ποῦ καλύπτουν
μικρότητες. Καὶ τυλίγονται στὴ σκοτεινιὰ τῆς διαφθορᾶς, τῆς ρᾳδιουργίας καὶ τῆς
κακότητας. Κι ὑπάρχουν χαμόσπιτα, ποῦ θάλπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ
μεταβάλλονται σὲ φωτεινὰ κατοικητήρια ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας.
• Αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νάχη κοντά του γιὰ στήριγμα, συνεργάτες του. Κι εἶχε μέσα σὲ
λίγο διάστημα ἐξελιχθῆ σὲ συνεργάτη τοῦ ὁ Ὀνήσιμος. Διαφαίνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ Παύλου
στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ὃν ἐγὼ ἔβουλομην πρὸς ἔμαυτον κατέχειν, ἶνα ὑπέρ σου διακονῇ μοὶ
ἐν τοῖς δεσμοὺς τοῦ εὐαγγελίου» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ἤθελα νὰ
τὸν κρατήσω κοντά μου, γιὰ νὰ μὲ διακονῇ ἀντὶ γιὰ σένα, τώρα ποὺ βρίσκομαι στὴ φυλακὴ
χάριν τοῦ εὐαγγελίου».
• Σὰν νὰ λέῃ στὸ Φιλήμονα:
-Ἔπρεπε νὰ εἶσαι σὺ κοντά μου. Μιὰ ὅμως ποὺ δὲν μπορεῖς ἐσύ, τὴ θέση σου πρέπει νὰ
τὴν ἀναπληρώση ὁ δικός σου ἄνθρωπος, ὁ Ὀνήσιμος. Εἶναι καλὸς διάκονος γιὰ τὶς ποικίλες
ἐδῶ ἀνάγκες.
Καὶ ὁ Φιλήμων καὶ κάθε χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἶναι συνεργὸς τοῦ εὐαγγελίου. "Ἂν δὲν
μπορεί ὁ ἴδιος, τουλάχιστον ἃς μὴν ἐμποδίζη τοὺς ἄλλους, ποῦ καὶ καλοῦνται γιὰ τὸ ἔργο
αὐτὸ καὶ ἱκανοὶ εἶναι ν' ἀνταποκριθοῦν στὶς ἀνάγκες του. Ἀλλὰ καὶ νὰ προτρέπῃ.
Ἂν δὲν μποροῦν ὁρισμένοι νὰ βρίσκονται στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης γιὰ τὸ εὐαγγέλιο
καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μποροῦν ὅμως στὰ μετόπισθεν νὰ προσφέρουν τὴ βοήθειά τους.
Πῶς θ' ἀγωνιστοῦν στὶς πολεμίστρες καὶ στὰ μετερίζια οἱ ἥρωες, ἂν στὰ μετόπισθεν δὲν
ὑπάρχουν οἱ σιτιστὲς κι οἱ φροντιστές, ὅσοι μεριμνοῦν γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία
τῶν ἀγωνιζομένων;
• Ὅλοι εἶναι εὔχρηστοι στὴ διακονία τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὅλοι ἔχουν
χρέος. Καὶ ὁ Φιλήμων ἦταν ὀφειλέτης. Λόγω ἀποστάσεως ἢ ἄλλων περιστάσεων, δὲν
μποροῦσε νὰ κάνῃ τὴ θητεία τοῦ κοντὰ στὸ δέσμιο Παῦλο. Τὸν ἀναπληροῦσε τρόπον τινὰ
ὁ 'Ὀνήσιμος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εὖρες, φησίν, ὅπως ἀποδῶς τὴν πρὸς ἐμὲ
λειτουργίαν δὶ' αὐτοῦ» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις: Βρῆκες, λέει, τὸν τρόπο νὰ προσφέρῃς
τὴν ὀφειλομένη σὲ μένα ὑπηρεσία σου, διὰ τοῦ Ὀνησίμου.
Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου (στ. 14) Παρ' ὅλα αὐτά, δὲν θεωρεῖ πρέπον νὰ κρατήση
τὸν Ὀνήσιμο χωρὶς τὴ θέλησί του Φιλήμονα. Σὰν νὰ τοῦ λέῃ:
-Ἐγὼ θὰ σοῦ τὸν στείλω, καὶ σὺ κᾶνε ὅπως καταλαβαίνεις. Καὶ δὲν ἐννοῶ το πῶς θὰ τὸν
καλοδεχτῆς καὶ πῶς θὰ τὸν θεωρῇς. Αὐτὰ στὰ σημειώνω. Ἐννοῶ κάτι ἄλλο: Ἂν δῇς, ὅτι δὲν
ὑπάρχει πλέον λόγος νὰ εἶναι κοντά σου, στεῖλε τὸν, μιὰ ποὺ τὸ θέλει τόσο πολύ.
Σημειώνει στὴ συνέχεια: «Χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἤθελησα ποιῆσαι, ἶνα μὴ ὡς
κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ἤ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν θέλησα νὰ τὸ κάνω χωρὶς τὴ συγκατάθεσή σου. Τὸ
καλὸ ποῦ θὰ κάνῃς, δὲν θέλω νὰ γίνῃ ἀναγκαστικά, ἀλλὰ νὰ προέρχεται ἀπ' τὴν προαίρεσή
σου».
• Θὰ εἶχε ἀντίρρησι; Θὰ παρεξηγεῖτο ὁ Φιλήμων, ἂν κάτι ποῦ κάποτε τοῦ ἀνῆκε, τώρα τὸ
κρατᾷ ὁ Παῦλος; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄλλωστε θηρίο ἀπ' τὸ κλουβὶ τοῦ βγῆκε ὁ Ὀνήσιμος.
Περιστέρι στὴ φωληὰ τοῦ Παύλου κούρνιασε.
Θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ ὁ Παῦλος:
-Κούτσουρο ἔφυγε ἀπὸ σένα. 'Ἀριστούργημα, ψυχικὸ καλλιτέχνημα ἔγινε κοντά μου.
Σιγὰ-σιγὰ μὴ σοῦ τὸν στείλω! Σὲ μένα ἀνήκει. Ἢ μᾶλλον, στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπου ἢ χάρις
τὸν στείλη γιὰ ἀποστολικοὺς λόγους, ἐκεῖ θὰ πάῃ.
• Δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση ὁ Φιλήμων. Οὔτε θὰ θεωροῦσε, ὅτι παραθεωρεῖται ἡ γνώμη του
γιὰ τὴν τύχη τοῦ Ὀνησίμου. Κι ὁ Παῦλος τὸ πιστεύει αὐτό.
Δὲν τοῦ λέει: «Δὲν θέλησα νὰ τὸν κρατήσω, γιὰ νὰ φανῆ ὅτι κατ' ἀνάγκην κάνεις ἕνα
καλό».
Δὲν θὰ τὸ ἔκανε ὁ Φιλήμων κατ' ἀνάγκην. Εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκανε. Εὐχαρίστως θὰ
παραχωροῦσε ὁποιοδήποτε νομικό του δικαίωμα γιὰ τὴ χρήση τοῦ Ὀνησίμου.
Τοῦ λέει, λοιπόν, «ὡς κατ' ἀνάγκην». Δὲν θέλει νὰ φανῆ, ἔστω καὶ ἐλάχιστα ὡς
ἀναγκαστικὴ ἢ συγκατάθεσης τοῦ Φιλήμονα. Λέει σχετικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δύο
ἀγαθὰ ἐντεῦθεν γίνεται, κακεῖνος κερδαίνει, καὶ οὗτος ἀσφαλέστερος καθίσταται. Καὶ οὐκ
εἶπεν, ἶνα μὴ κατὰ ἀναγκην”, ἀλλ', “ὡς κατὰ ἀναγκην”. Ἤδειν μὲν γάρ, φησίν, ὅτι καὶ μαθῶν,
ἀλλὰ ἀθρόον γνούς, οὐκ ἂν ἤγανακτησας, ἀλλ' ὅμως ἐκ πλείονος περιουσίας, ἶνα μὴ ὡς
κατὰ ἀνάγκην» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις: Δυὸ ἀγαθὰ προκαλοῦνται ἐδῶ. Κι ἐκεῖνος (ὁ
Φιλήμων) κερδίζει κι αὐτὸς (ὁ Παῦλος) ἐνεργεῖ ἀσφαλέστερα. Καὶ δὲν εἶπε, «γιὰ νὰ μὴ γίνῃ
ἀναγκαστικά», ἀλλ' εἶπε, «σὰν ἀπὸ ἀνάγκη». Σὰν νὰ λέῃ στὸ Φιλήμονα ὁ Παῦλος: Γνώριζα,
ὅτι κι ἂν δὲν τόξερες καὶ τὸ μάθαινες ξαφνικά, δὲν θ' ἀγανακτοῦσες. Ἀλλὰ Ζητῶ τὴν ἔγκρισί
σου, καὶ γιὰ νὰ φανῆ ἢ καλή σου διάθεσις καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνῃ σὰν ἀπὸ ἀνάγκη.
• Προτοῦ νὰ γράψη αὐτὰ ὁ Παῦλος στὸ Φιλήμονα, εἶχε προετοιμάσει τὸν Ὀνήσιμο γιὰ
τὴν ἐπιστροφή του στὶς Κολοσσές. Τοῦ μίλησε ξεκάθαρα:
-Παιδί μου Ὀνήσιμε! Ὁ Θεός μου ἔκανε τὸ μεγάλο δῶρο, τὴ δική σου μετάνοια καὶ
ἐπιστροφή. Στὴ στέρηση τῆς δικῆς μου ἐλευθερίας εἶδα τὴ δική σου ἔνταξι στὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Τώρα σου ζητῶ μιὰ χάρι.
Ἐναγώνια περίμενε ν' ἀκούση ὁ Ὀνήσιμος.
-Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψης στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα.
-Στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα; Πῶς; Καὶ γιατί; Δὲν ἀντέχω νὰ ξαναγίνω δοῦλος. Σὲ ἱκετεύω, μὴ
μοῦ ζητᾷς νὰ ξανασκύψω τὸ κεφάλι στὸ Ζυγὸ τῆς σκλαβιᾶς. Ἄφησε μὲ νὰ zήσω κοντά σου.
Εἶναι τόσο ὡραία ἢ σύναξίς μας ἐδῶ...
-Δὲν κατάλαβες, Ὀνήσιμε. Ὄχι, παιδί μου, δὲν σὲ στέλνω γιὰ νὰ ξαναπιάσης τὴ ζωὴ τῆς
σκλαβιᾶς. Σὲ στέλνω νὰ πληρώσης τὸ χρέος τῆς μετανοίας. Πρέπει νὰ τὴν φανερώσης μὲ
τὴν ἐπιστροφή σου στὸ Φιλήμονα. Νὰ ἐπανορθώσης τὸ λάθος σου. Δὲν θὰ ξαναγίνῃς
δοῦλος. Δὲν εἶσαι πιὰ δοῦλος. Εἶσαι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφός του Φιλήμονα. Καὶ ποῦ
ξέρεις; Μπορεῖ καὶ πάλι νὰ γυρίσης κοντά μου. Μὰ εἴτε ἐδῶ, εἴτε ἐκεῖ, αἰώνια θὰ εἶσαι καὶ
μὲ τοὺς δυό μας, καὶ μὲ μένα καὶ μὲ τὸ Φιλήμονα. Καὶ κάτι ἀκόμα, Ὀνήσιμε. Δὲν θὰ πᾶς
μόνος σου. Θὰ εἶναι καὶ ὁ Τυχικός. Καὶ μάλιστα, θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα γράμμα γιὰ τὸν
Φιλήμονα...
Ο Ὀνήσιμος ὑπάκουσε.
• Ποιὸς θὰ φανταζόταν, ὅτι αὐτὸ τὸ γράμμα θάταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα κείμενα τῶν
αἰώνων; Πῶς θὰ γινόταν ἀνάγνωσμα γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία;
17
εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. 18 εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει,
τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· 19 ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι
καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. 20 ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου
τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. 21 Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω
ποιήσεις. 22 ῞Αμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν
χαρισθήσομαι ὑμῖν. 23 ᾿Ασπάζεταί σε ᾿Επαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ
᾿Ιησοῦ, 24 Μᾶρκος, ᾿Αρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου. 25 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου
ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.