You are on page 1of 43

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ

Ἀπ' τὴν ἀπάτη στὴν ἀγάπη


Πῆγε νὰ τὸ σκάση. Καὶ ξαναπιάστηκε. Ἀπὸ ἕνα σπίτι δραπέτευσε. Σ' ἄλλο σπίτι βρέθηκε.
Τὴν ἀπάτη χρησιμοποίησε γιὰ νὰ φύγη. Ἡ ἀγάπη τὸν ἀγκάλιασε γιὰ νὰ σωθῆ. Ὁ λόγος γιὰ
τὸν 'Ὀνήσιμο, τὸν ἔξυπνο καὶ πονηρὸ δοῦλο τῶν Κολοσσῶν, ποὺ ἔγινε ὁ κερδισμένος τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀδελφός του «κυρίου» του, ὁ συνεργὸς τοῦ Παύλου, ὁ ἐπίσκοπός της
Ἐκκλησίας, ὁ μάρτυρας τοῦ οὐρανοῦ.
• Ἦταν δοῦλος ἑνὸς πλουσίου στὶς Κολοσσές, ποὺ λεγόταν Φιλήμων. Δημιούργησε
κάποιο ἐπεισόδιο στὸ σπίτι τοῦ «κυρίου» του. Ἔκλεψε μερικὰ χρήματα, ἴσως καὶ πράγματα,
κι ἔφυγε.
• Ποιὸς τὸν ἐπίασε; Ἡ Ρωμαϊκὴ ἀστυνομία; Ὄχι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴ σαγήνη τοῦ
Παύλου. Ἕνας αἰχμάλωτος γιὰ τὸ Χριστό, ὁ Παῦλος, συναντᾷ ἕνα δοῦλο γιὰ τὴν Κοινωνικὴ
δομὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καὶ τὸν «μαζεύει» στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία. Κι ἀπὸ κεῖ
καὶ πέρα ἀρχίζει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Παύλου γι' αὐτὸ τὸ δοῦλο.
• Θεωρεῖ σκόπιμο νὰ τὸν ξαναστείλη στ' ἀφεντικό του, στὸν Φιλήμονα, ὄχι γιὰ νὰ τοῦ
συμπεριφέρεται πλέον κυριαρχικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἀγκαλιάση ἄδελφικα!
• Κρίνουμε σκόπιμο στὴν εἰσαγωγὴ νὰ παραθέσουμε κείμενα ἀπ' τὸ περίφημο βιβλίο
«Παῦλος» τοῦ Joseph Holzner (μετάφρασις Ἱερωνύμου Κοτσώνη, ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν,
ἔκδοσις 1967). Πέρα ἀπ' τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ὑπόθεση Ὀνησίμου-Φιλήμονος, τὸ
ὅλο ὕφος τῶν κειμένων εἶναι ὑπέροχο. Γιὰ καμμιὰ ἄλλη ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου δὲν
ἐκφράζεται τόσο γλαφυρά, ὅσο γι' αὐτήν, τὴν πιὸ μικρὴ ἀπὸ ὅλες, τὴν πρὸς Φιλήμονα.
Ἐντύπωση προκαλεῖ, ὅτι πολὺ πρὶν ἀπ' τὸν Holzner, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ
ὅλες τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου (καὶ τὶς ἔχει ἐξηγήσει ὅλες), τὸ μεγαλύτερο καὶ ὡραιότερο
προοίμιο τὸ ἔχει στὴ μικρότερη σὲ μέγεθος ἐπιστολή, τὴν πρὸς Φιλήμονα.
Νὰ πῶς ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ Ὀνησίμου, κατὰ τὸν Holzner:
«Ὁ Φιλήμων, πλούσιος ἔμπορος ἀπ' τὶς Κολοσσές, εἶχε ἀγοράσει σὲ κάποια ἀγορὰ
σκλάβων, ἀκριβοπληρώνοντας τὸν, ἕναν ἔξυπνο νέο. Ἔδωσε στὸν ἀνώνυμο αὐτὸν νέο, ποὺ
ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, τὸ συνηθισμένο γιὰ δούλους ὄνομα Ὀνήσιμος,
δηλαδή, χρήσιμος.
Αὐτός, κάποτε, μάλωσε μὲ κάποιον, ἔκλεψε κάτι ἀπ' τὸν κύριό του, κι ὕστερα ἀπὸ φόβο
νὰ μὴ τιμωρηθῆ, καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτῆ καλὰ-καλά, ἔφυγε. Κατέφυγε στὴ Ρώμη, στὸ κέντρο
ὅλων των φυγάδων. Τὰ χρήματά του τέλειωσαν γρήγορα. Ὡς δραπέτης ἦταν ἐκτὸς νόμου.
Κι ὡς δοῦλος χωρὶς κύριο. Ἦταν σὰν ἐλεύθερο πουλί, ποὺ εἶχε μπροστά του ἀνοικτό το
δρόμο πρὸς τὸ ἔγκλημα.
Σὲ κάτι τέτοιες ὧρες, τί τρομερὰ πράγματα φανερώνονται στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου
ἀνθρώπου! Ἀλλὰ σ' αὐτὴ τὴ φτωχὴ ψυχὴ τοῦ δούλου ἢ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶχε κιόλας κάνει
τὴν ἀρχή...
Ποῦ μποροῦσε νὰ βρῇ καλύτερο καταφύγιο, παρὰ στὴν καρδιὰ ἑνὸς χριστιανοῦ; Βρῆκε
ὅμως κάτι καλύτερο ἀκόμα: Τὴ μεγαλύτερη εὐτυχία τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ δραπέτης
σκλάβος γίνεται ἕνας ὡραῖος θρίαμβος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴν ἐπιστολή, ποὺ μᾶς
φέρνει τὴν ἀπήχησι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε ὡς μνημεῖο τῆς χάριτος».
Μεταξύ του δεσμίου Παύλου καὶ τοῦ δούλου Ὀνήσιμου θὰ διεξήχθη πιθανὸν ὁ
παρακάτω διάλογος:
-Ὀνήσιμε, ξέρω ἕναν κύριο, ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐξαγοράση. Ἐγὼ προσωπικὰ εἶμαι φτωχός,
ἀλλ' Ἐκεῖνος εἶναι τόσο πλούσιος, ποῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγοράση ὅλο τὸν κόσμο.
Τὰ μάτια τοῦ Ὀνησίμου πετοῦσαν σπίθες. Πῶς; Ἦταν αὐτὸ δυνατόν; -Δὲν ἄκουσες ἀκόμα
τίποτε γιὰ τὸ Χριστό, τὸ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου;
-Ώ, ναί! Ὁ Φιλήμων συχνὰ μιλοῦσε γι' αὐτόν. Κι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε χριστιανός, μοῦ
φερόταν καλύτερα. Μερικοὶ ἀπ' τοὺς δούλους τοῦ ἔγιναν κι αὐτοὶ χριστιανοί.
-Γιὰ δές, Ὀνήσιμε, θέλω νὰ σοῦ δείξω τὸν ὑπέροχο Χριστό μας. Εἶναι ὁ αἰώνιος Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ. Πιὸ ἐλεύθερος ἀπ' ὅλους τους ἐλεύθερους. Κι ὅμως ἄφησε τὴν ἐλευθερία Του καὶ τὸ
μεγαλεῖο Του κι ἔγινε δοῦλος. Καὶ δέχτηκε μὲ τὴ θέλησή Του νὰ θανατωθῆ σὰν δοῦλος, γιὰ
νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ μιὰ ἀκόμα πιὸ βαρειὰ δουλεία.
Κι ὁ Παῦλος τοῦ διηγεῖται, πὼς κάποτε ἦταν ὑποδουλωμένος στὴ σκλαβιὰ τοῦ νόμου καὶ
βρῆκε τὴν ἐλευθερία του στὸ Χριστό.
-Ἀγαπητὲ Ὀνήσιμε, ἔχουμε ἀγαθὸν Κύριο! Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἐλεύθερος καὶ
δοῦλος. Εἴμαστε ὅλοι δοῦλοι Του. Ἀλλὰ τί δουλεία! Κι ὁ πιὸ τελευταῖος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ
εἶναι πιὸ ἐλεύθερος κι ἀπ' τὸν πιὸ ἐλεύθερό του κόσμου. Ὁ Ζυγὸς Τοῦ εἶναι γλυκὸς καὶ τὸ
φορτίο τοῦ τόσο ἐλαφρό! Ἄχ, Ὀνήσιμε, μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ δίνουνε οἱ
ἄνθρωποι...
• Πῶς ἀλλάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο! Τὸν ἄγριο τὸν μεταμορφώνει σὲ ἅγιο.
Τὸν δοῦλο τὸν κάνει ἐλεύθερο!
Τί ἦταν ὁ 'Ὀνήσιμος καὶ τί ἔγινε! Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ Ὀνήσιμος οὗτος κλέψας
τί παρὰ τοῦ δεσπότου, ἔδραπετευσεν ὅτι γὰρ ἔκλεψεν, ἄκουσον τί φησι: “Εἰ δὲ ἤδικησέ σε
ἢ ὄφειλει, ἐγὼ ἀποτίσω”. Ἐλθῶν τοίνυν πρὸς τὸν Παῦλον εἷς τὴν Ρώμην, καὶ εὔρων αὐτὸν
ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, καὶ ἀπολαύσας τῆς παρ' αὐτοῦ διδασκαλίας, καὶ τοῦ βαπτίσματος
ἔτυχεν ἐκεῖ. “Ότι γὰρ ἐκεῖ ἔτυχε τῆς τοῦ βαπτίσματος δωρεᾶς, δηλον ἐκ τοῦ εἴπειν “"Ὃν
ἔγεννησα ἐν τοῖς δεσμοὺς μοὺ”» (Ε.Π.Ε. 24,138). Μετάφρασις: Ὁ Ὀνήσιμος εἶχε κλέψει κάτι
ἀπ' τ' ἀφεντικὸ τοῦ (τὸν Φιλήμονα) κι ὕστερα δραπέτευσε. Γιὰ τὸ ὅτι εἶχε κλέψει, φαίνεται
ἀπ' αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Παῦλος: «Ἄν σου ἔκανε κάποιο κακὸ ἤ σου χρωστάη τίποτε, θὰ στὸ
πληρώσω ἐγώ». Ὅταν, λοιπόν, βρέθηκε κοντὰ στὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ τὸν συνάντησε στὴ
φυλακὴ καὶ ἄκουσε τὴ διδασκαλία του, ἔλαβε τὸ βάπτισμα ἐκεῖ. Καὶ τὸ ὅτι ἔλαβε ἐκεῖ τὴ
χάρη τοῦ βαπτίσματος, φαίνεται ἀπ' αὐτὸ ποὺ λέει: «Τὸν γέννησα στὴ φυλακή μου».

Φιλήμων: Ὁ φίλος του Χριστοῦ


Δὲν θὰ ἔγραφε ποτὲ μιὰ ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ ἄνθρωπο, ποῦ δὲν θὰ εἶχε
πάρει καλὸ βαθμὸ στὶς ἐξετάσεις τῆς πίστως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπακοῆς. Τέτοιο πρόσωπο
ἦταν ὁ Φιλήμων, ἄνθρωπος ἀνώτερης κάπως Κοινωνικῆς τάξεως στὶς Κολοσσές.
• Βέβαια ἀφορμὴ γιὰ νὰ γράψη τὴν ἐπιστολὴ εἶναι ὁ Ὀνήσιμος, ἕνας δοῦλος. Μὰ ὅ,τι κι
ἂν ἔγραφε ὁ Παῦλος συνηγορώντας γιὰ ἕνα δοῦλο, ἂν δὲν ἦταν ἅγιος ὁ παραλήπτης τῆς
ἐπιστολῆς, καμμιὰ ἀνταπόκρισι δὲν θὰ εὕρισκε.
Ο Φιλήμων εἶχε ἀναγεννηθῆ ἀπ' τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ἄλλωστε σαφὴς εἶναι ὁ
ὑπαινιγμὸς στὴν ἐπιστολή, ὅτι ὁ πλούσιος των Κολοσσῶν ἦταν χρεώστης στὸ φτωχὸ σὲ
ὑλικὰ πράγματα Παῦλο (στ. 9).
Κατὰ τὴ δευτέρα ἀποστολικὴ περιοδεία τοῦ ὁ Παῦλος ἔμεινε γιὰ πολὺ (δυὸ χρόνια) στὴν
Ἔφεσο. Πολλοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχαν τὴν εὐκαιρία ν' ἀκούσουν τὸ
κήρυγμα τοῦ Παύλου καὶ νὰ πιστεύσουν. Δίδασκε, «ὥστε πάντας τους κατοικοῦντας τὴν
Ἀσίαν ἀκούσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ιnσου, Ἰουδαίους τὲ καὶ Ἕλληνας» (Πράξ. 16' 10).
Ἄλλωστε κι ἡ κατηγορία τοῦ καιροσκόπου καὶ κερδοσκόπου ἀργυροκόπου Δημητρίου
ἐναντίον τοῦ Παύλου αὐτὴ ἦταν, ὅτι ἀναστατώνει μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ ὅλη τὴν Ἀσία (Μικρά).
«Οὐ μόνον Ἐφέσου, ἀλλὰ σχεδὸν πάσης της Ἀσίας καὶ Παῦλος οὗτος μετέστησεν ἱκανὸν
ὄχλον» (Πράξ. ιθ΄ 26).
• Ὁ Φιλήμων καὶ ἡ σύζυγός του Ἀπφία ἀνῆκαν στοὺς καινούργιους πιστούς. Κι εἶχαν
καταστῇ ἀπ' τὰ πλέον ἔμπιστα πρόσωπα τοῦ Ἀποστόλου.
Ἦταν φίλοι ἀνυπόκριτοι καὶ εἰλικρινεῖς. Τὸ σπίτι τοὺς ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους τους
«ἁγίους», τοὺς χριστιανούς, φυσικὰ καὶ γιὰ τὸν Παῦλο. Πρὸ παντὸς εἶχε γίνει σπίτι τοῦ
Θεοῦ, πραγματικὴ ἐκκλησία, εἴτε γιατί ἐκεῖ τελοῦσαν οἱ λίγοι χριστιανοὶ τὰ τῆς λατρείας
τους, εἴτε γιατί ὅλα τα μέλη τοῦ σπιτιοῦ ἤσαν ἀφιερωμένα στὸ Θεό, σὰν νὰ βρίσκονται σὲ
ἐκκλησία.
Ἃς δοῦμε πῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει τὸ Φιλήμονα. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Φιλήμων ἀνὴρ τὶς τῶν θαυμαστῶν καὶ γενναίων. Ὅτι γὰρ θαυμαστὸς ἥν, δηλον ἀπό του
καὶ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ πᾶσαν εἶναι πιστῶν, καὶ οὕτω Πιστήν, ὡς καὶ ἐκκλησίαν αὐτὴν
ὀνομάζεσθαι. Διὰ τοῦτο καὶ γράφων ἔλεγε: Καὶ τὴ κατ' οἶκόν σου ἐκκλησία”» (Ε.Π.Ε.
24,138). Μετάφρασις: “Ὁ Φιλήμονας ἦταν ἄνθρωπος θαυμαστὸς καὶ γενναῖος. Αὐτὸ
φαίνεται κι άπ' τὸ ὅτι ὁλόκληρό το σπίτι τοῦ ἦταν πιστὸ τόσο πιστό, ὥστε νὰ ὀνομάζεται
ἐκκλησία.
• Ὁ Φιλήμων διακρινόταν γιὰ τὴ σταθερή του πίστι, ποὺ μεταφραζόταν σὲ ἀγάπη καὶ
ὑπακοή. Κάποτε ἦταν «κύριος», ἀφεντικὸ μὲ ἐξουσία. Τώρα ἔχει γίνει ὑποτακτικός. Σέβεται
ἀπόλυτα τὸν πνευματικὸ πατέρα, τὸν Παῦλο, καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκτελέση ὅσα τοῦ
παραγγέλλει. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μαρτυρεῖ αὐτῶ ὁ Παῦλος καὶ πολλὴν ὑπακοὴν»
(Ε.Π.Ε. 24,138). Μετάφρασις: Βεβαιώνει ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Φιλήμονας ὡς χριστιανὸς εἶχε
πολλὴ ὑπακοή.
• Τὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα ἦταν φιλόξενο γιὰ ὅλους, τώρα μάλιστα ποῦ εἶχε φιλοξενήσει
τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Σ' αὐτὸ τὸ σπίτι θὰ καταφύγη κι ὁ Ὀνήσιμος, ὁ δοῦλος ποῦχε δραπετεύσει ἀπ' ἐκεῖ. Ἀπ'
τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ δραπέτης βρῆκε καταφύγιο στὴν καρδιὰ τοῦ μεγάλου Παύλου, ἢ μᾶλλον
ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ βρῆκε καταφύγιο στὴν ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, εἶναι βέβαιος,
ὅτι θάβρισκε καταφύγιο συγγνώμης καὶ ἀγάπης στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα. Πρὶν τοῦ φαινόταν
δεσμωτήριο. Τώρα εἶναι κατοικητήριο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἰσότητας.
Θὰ ξενίστηκε βέβαια ὁ Ὀνήσιμος ὅταν πρωτοάκουσε ἀπ' τὸ φωτιστῆ τοῦ Παῦλο τὴν
ἀνάγκη γιὰ ἐπιστροφή του στὸ Φιλήμονα, ποὺ ἀκόμα τὸν θεωροῦσε «κύριο», ἀφεντικό. Νὰ
πὼς ὁ Holzner παρουσιάζει τὴν πρόταση τοῦ Παύλου:
«Ὀνήσιμε, πρέπει νὰ ξαναγυρίσης στὸ Φιλήμονα, νὰ ὁμολογήσης τὴν ἔνοχή σου καὶ νὰ
δεχτῆς τὴν τιμωρία, ἂν τὸ ἀπαιτῇ ὁ Φιλήμων. Θὰ εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ γυρίσης πίσω,
καθὼς καὶ γιὰ μένα νὰ σ' ἀφήσω νὰ φύγης. Ἔχουμε γίνει καλοὶ φίλοι καὶ χρειαζόμουν τὶς
ὑπηρεσίες σου. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ἐπεμβῶ στὰ δικαιώματα ἑνὸς ἄλλου. Θὰ γράψω ὅμως
ἕνα γραμματάκι στὸν παληό μου φίλο, στὸ Φιλήμονα, καὶ σὺ θὰ συνοδεύσης τὸν Τυχικὸ καὶ
θὰ παραδώσης στὸ Φιλήμονα τὸ γράμμα».
• Καὶ φυσικὰ ὁ λόγος τοῦ Παύλου εἰσακούστηκε. Ὁ Ὀνήσιμος ἔγινε δεκτὸς ἀπ' τὸ
Φιλήμονα. "Ἔφυγε ἀπ' τὸ σπίτι αὐτὸ ὡς ξένος. Γυρίζει ὡς οἰκεῖος, ὡς ἀδελφός. “Όπου
κατοικεῖ ὁ Χριστός, χωρᾶνε ὅλοι. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δοκεῖ μοὶ καταγώγιον εἶναι
ἁγίων ἢ οἰκία ἐκείνου πάντων ἕνεκεν» (Ε.Π.Ε. 24,138). Μετάφρασις: Μοῦ φαίνεται, πῶς τὸ
σπίτι τοῦ Φιλήμονα ἦταν κατάλυμα γιὰ τοὺς πιστούς. Τοὺς ἐξυπηρετοῦσε μὲ κάθε τρόπο.

Μικρὸ ἀριστούργημα γιὰ μεγάλο θέμα


Αὐτὸ τὸ «γραμματάκι», ὅπως, λόγω τῶν λίγων γραμμῶν του, τὸ λέει ὁ HolZner, εἶναι τὸ
ἀριστούργημα τῆς ἀγάπης.
• Πολλοὶ χαρακτήρισαν τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ «Ἰδιωτική».
Ἕνα γράμμα, ποῦ ἀποτελεῖ τὸν κώδικα τῶν δικαιωμάτων ὅλων των δούλων, ὅλων των
καταπιεζομένων, ὅλων των ὑπὸ ἐξουσία ὄντων, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστῆ «ἰδιωτικό»;
Ένα γράμμα, ποὺ καθορίζει τὸν κανόνα τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων ὅλων των
ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως Κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ μορφωτικῆς θέσεως, εἶναι
«ἰδιωτικό»; Ἕνα γράμμα, ποῦ ἀνάγλυφα παρουσιάζει τὸ τί σημαίνει σὲ βάθος ἑνότητα τῶν
χριστιανῶν, εἶναι «ἰδιωτικό»;
• Στὸ μικρὸ γράμμα, τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή, ὑπάρχει ἡ λύσης γιὰ ἕνα μεγάλο
δρᾶμα, ὅπως εἶναι ἡ δουλεία, ἢ πάσης φύσεως καταπίεσης καὶ βία. Μόνο ἡ πίστις στὴ
μυστικὴ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ποὺ συναποτελοῦν ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μόνο
αὐτὴ ἡ πίστις μποροῦσε νὰ φέρῃ σιγὰ-σιγὰ τὴ λύση στὸ θεσμὸ καὶ δεσμὸ τῆς δουλείας,
τόσο σκληρῆς καὶ διαδεδομένης στὸν πρὸ Χριστοῦ κόσμο.
Τὸ Σύνταγμα γιὰ τὴν ἰσότητα ὅλων των ἀνθρώπων τὸ συνέταξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Εἶναι δημοσιευμένο στὶς πρὸς Γαλάτας καὶ πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολές. «Πάντες υἱοὶ Θεοῦ
ἐστὲ διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Όσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν
ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν
καὶ θῆλυ πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ' 26-28. ἰδὲ Κολοσ. γ ? 11).
• Ἄλλοι εἶπαν: Γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ καὶ προσωπικὸ θέμα γράφει ἐπιστολὴ καὶ Παῦλος;
Κατ' ἀρχὰς δὲν εἶναι μικρό το θέμα. Μὲ ἀφορμὴ ἕνα δοῦλο, τὸν Ὀνήσιμο, ἀναπτύσσεται
κατὰ τὸν τελειότερο τρόπο ἢ οὐσιαστικὴ κατάργησης τῆς ἐπαίσχυντης δουλείας καὶ ἡ
ἐπικράτησης τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας στὸ χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἡ κατάργησης τῆς δουλείας δὲν γίνεται μὲ τὸ βίαιο ἀναποδογύρισμα: «Κατεβῆτε σεῖς,
γιὰ ν' ἀνεβοῦμε ἐμεῖς!». Γιὰ τὴν κατάργηση τῆς δουλείας καὶ τῆς ὁποιασδήποτε
ὑποτιμήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἕνας κατέβηκε, ὁ Χριστός. Κατέβηκε Ἐκεῖνος γιὰ
ν' ἀνεβοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι ἕνα σῶμα, μιὰ κοινωνία ἐν Αὐτῷ.
Κανένας πλέον δὲν εἶναι μικρὸς καὶ ἄχρηστος. Ἡ λεπτότητα τῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ
εὐαισθητοποίησης γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ κόσμου βρίσκουν τὸν πιὸ ὡραῖο καθρεφτισμὸ
στὸ μικρὸ γράμμα, ποὺ λέγεται πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή.
Γιὰ τὶς λεπτομέρειες: Γιὰ πρόσωπα μεγάλα, σπουδαῖα, ἀνεπανάληπτα, ἀξίΖει νὰ
μαθαίνουμε καὶ λεπτομέρειες. Γιὰ ν' ἀσχολοῦνται αὐτοὶ μὲ «λεπτομέρειες», σημαίνει ὅτι
αὐτὲς ἀποτελοῦν σπουδαία κεφάλαια τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, καὶ γενικότερά της
κοινωνίας τῶν ἐθνῶν.
Ἀλλὰ κι ἀπ' τὴ ζωή τους θὰ θέλαμε νὰ πληροφορηθοῦμε λεπτομέρειες, ἀφοῦ ὁ ἅγιος
φαίνεται κι ἀπ' τὰ μικρά, κι ἀπ' τὸ τί τρώει, κι άπ' τὸ ποὺ μένει, κι άπ' τὸ πῶς βαδίζει, κι άπ'
τὸ πῶς μιλάει ἢ γελάει ἢ κοιμᾶται! Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τί ἔφαγον καὶ πότε ἔφαγον,
πότε ἐκάθισαν καὶ ποὺ ἐβάδισαν, καὶ τί καθ' ἑκάστην ἡμέραν διεπράξαντο, ἐν πoίoις μέρεσι
γεγόνασι, καὶ εἷς ποίαν οἰκίαν εἰσῆλθον, καὶ ποὺ κατήχθησαν, καὶ μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα
διηγήσασθαι οὕτω πάντα τα παρ' αὐτῶν γενόμενα πολλῆς ὠφελείας γέμει... “Όταν γὰρ τὶς
πνευματικῶς Ζῇ, καὶ σχήματα καὶ βαδίσματα καὶ ρήματα καὶ πράγματα τοῦ τοιούτου καὶ
πάντα ἁπλῶς τοὺς ἀκούοντας ὠφελεῖ καὶ οὐδὲν ἐμποδίζει οὔδε κώλυμα γίνεται» (Ε.Π.Ε.
24,140). Μετάφρασις: Τί ἔφαγαν (οἱ ἀπόστολοι) καὶ πότε ἔφαγαν, πότε κάθισαν καὶ ποὺ
βάδισαν, καὶ τί ἔπραξαν κάθε μέρα, καὶ σὲ ποιὰ μέρη πῆγαν καὶ σὲ ποιὸ σπίτι μπῆκαν καὶ
ποὺ κατέπλευσαν, ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια θέλουμε ν' ἀκούσουμε. Όλα ὅσα ἔκαναν
ἐκεῖνοι εἶναι γιὰ μᾶς γεμάτα ὠφέλεια... Όταν κάποιος ἢ πνευματικά, καὶ τὸ ντύσιμο καὶ τὸ
βάδισμα καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ πράγματα κι ὅλα γενικὰ αὐτοῦ του ἀνθρώπου ὠφελοῦν τοὺς
ἀκροατές. Τίποτε ἀπ' αὐτὰ δὲν τοὺς ἐμποδίσει, δὲν γίνεται κώλυμα στὴν πορεία τους.
Νὰ οἱ λόγοι, Ποῦ, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, δικαιολογημένα ὁ Παῦλος γράφει μιὰ
ἐπιστολὴ ὑπὲρ ἑνὸς δούλου, τοῦ Ὀνήσιμου:
• Πρώτον. «Ἐν μὲν καὶ πρώτον, τὸ σπουδαιὸν τινὰ εἶναι περὶ πάντα. Εἰ γὰρ Παῦλος ὑπὲρ
δραπέτου, ὑπὲρ λῃστοῦ καὶ κλέπτου τοσαύτην Ποιεῖται πρόνοιαν, καὶ οὐ παραιτεῖται μετὰ
τοσούτων αὐτὸν ἐγκωμίων παραπέμψαι, οὐδὲ αἰσχύνεται, πολλῶ μᾶλλον οὐδὲ ἠμᾶς οὔδε
προσήκει ρᾳθύμους εἶναι περὶ τὰ τοιαῦτα» (Ε.Π.Ε. 24,140). Μετάφρασις: Τί βγαίνει; Πρῶτα,
τὸ νὰ φροντίζῃ κανεὶς γιὰ ὅλα. Ἂν ὁ Παῦλος φροντίζῃ τόσο πολὺ γιὰ ἕνα δραπέτη, γιὰ ἕνα
λῃστὴ καὶ κλέφτη, καὶ δὲν ἀδιαφορεῖ νὰ τὸν στείλη πίσω μὲ τόσα μάλιστα ἐγκώμια, καὶ δὲν
ντρέπεται, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς. Νὰ μὴ μένουμε ἀδιάφοροι γιὰ παρόμοιες καταστάσεις.
Κανενὸς πρόβλημα δὲν ἀφήνει ἀδιάφορό το χριστιανό.
• Δεύτερον. «Ὅτι τὸ δουλικὸν γένος οὐ δεῖ ἀπoγινώσκειν, κὰν εἰς ἐσχάτην ἐλάση κακίαν.
Εἰ γὰρ ὁ κλέπτῃς, ὁ δραπέτης οὕτως ἐγένετο ἐνάρετος, ὡς θέλειν τὸν Παῦλον κοινωνὸν
αὐτὸν καταστῆσαι, πολλῶ μᾶλλον ἐλευθέρους ἀπογινώσκειν οὐ χρὴ» (Ε.Π.Ε. 24,140).
Μετάφρασις: Δεύτερο κέρδος: Οἱ δοῦλοι δὲν πρέπει ν' ἀπελπίζωνται, ἔστω κι ἂν βρεθοῦν
στὴ χειρότερη περίσταση (κακία). Ἂν ὁ κλέφτης, ὁ δραπέτης (ὁ Ὀνήσιμος) ἔγινε τόσο
ἐνάρετος, ὥστε νὰ θέλῃ καὶ Παῦλος νὰ τὸν ἔχῃ κοντά του, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει ν'
ἀπελπίζωνται ὅσοι δὲν εἶναι δοῦλοι.
Ἃς εἴμαστε ἱκανοποιημένοι γιὰ τὴ θέση ποὺ κατέχουμε, ἔστω κι ἂν εἶναι μικρὴ καὶ
περιφρονημένη στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Τὸ ἅλμα ὕψους, ποὺ ὀφείλει νὰ κάνῃ ὁ
χριστιανός, δὲν εἶναι γιὰ καμμιὰ καρέκλα κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ γιὰ τὸ θρόνο τῆς αἰώνιας
δόξας.
• Τρίτον. «Ὅτι τοὺς δούλους ἀποσπᾶν τῶν δεσποτῶν οὗ προσήκει... Εἰ γὰρ θαυμαστὸς
ἔστιν ὁ οἰκέτης, ταύτη μάλιστα μένειν αὐτὸν χρὴ ἐν τῇ δουλείᾳ καὶ τὴν δεσποτείαν
ἐπιγινώσκειν, ἶνα αἴτιος πάσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὤφελειας γένηται» (Ε.Π.Ε. 24,140).
Μετάφρασις: Τρίτο μήνυμα: Δὲν πρέπει ν' ἀποσπᾷ κανεὶς τοὺς δούλους ἀπ' τοὺς «κυρίους»
τους... Ἂν ὁ ὑπηρέτης εἶναι θαυμάσιος χαρακτῆρας, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μάλιστα πρέπει νὰ
παραμένῃ στὴν ὑπηρεσία του, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἐξουσία τοῦ ἀφεντικοῦ του. Ἔτσι θὰ
γίνῃ αἴτιος μεγάλης πνευματικῆς (καὶ κοινωνικῆς) ὠφελείας γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ
σπιτιοῦ.
Κάθε θέσι, κάθε ἐργασία, εἶναι κι ἕνα ἱεραποστολικὸ «μετερίζι» γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ
εὐαγγελίου, γιὰ τὴ σαγήνη ψυχῶν.
• Διώχνει κανεὶς τὸ γιατρὸ ἀπ' τὸ σπίτι τοῦ ἀρρώστου, ὅταν μάλιστα κι ὁ γιατρὸς εἶναι
θαυμαστὸς κι ὁ ἄρρωστος βρίσκεται σὲ πορεία ἀνανήψεως; Τότε μάλιστα χρειάζεται ἡ
παρουσία τοῦ γιατροῦ, μέχρι ν' ἀποθεραπευτῆ ὁ ἄρρωστος.
Σὲ ἀδυναμία δὲν εἶναι ποτὲ ὁ χριστιανὸς δοῦλος. Αὐτὸς βρίσκεται «ἐν δυνάμει» (Μάρκ.
θ' 1), ἔστω κι ἂν αὐτὴ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειούται» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 9).
Σὲ ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια βρίσκεται ὁ «κύριος», τὸ ἀφεντικό, ποῦ ζη στὴν πλάνη καὶ
εἶναι μπλεγμένος σὲ ἁμαρτωλὰ πάθη. Ἀναγκαία κρίνεται ἡ παρουσία τοῦ χριστιανοῦ
δούλου.
• Τὸ φάρμακο γιὰ νὰ θεραπεύση τὸν ἀδύνατο «δυνατὸ κύριο», εἶναι ἢ τιμιότητα τοῦ
ἄλλου, ἔστω καὶ δούλου, τὸ καλό του παράδειγμα.
Κι ὅταν μὲ τὴ μικρὴ θυσία τῆς ὑποταγῆς προβάλλῃ τὴ μεγάλη θυσία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
ἐξαρτήθηκε στὸ Σταυρό, τότε ἡ ὠφέλεια εἶναι πολὺ μεγάλη. Όλο τὸ σπίτι, δοῦλοι καὶ κύριοι,
παιδιὰ καὶ γονεῖς, γίνονται ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ, μέλῃ ἰσότιμα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ εὐαισθησία τοῦ Παύλου


Ο Παῦλος αἰσθανόταν συμπάθεια γιὰ τὸ νεαρὸ σκλάβο, τὸν Ὀνήσιμο. Τὸν εἶχε ἀγαπήσει
πολύ. Τὸν εἶχε στὴν καρδιά του. Ἦταν πλέον «σπλάχνο» τοῦ (στ. 12). Οἱ νέοι του
προκαλοῦσαν πάντοτε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ὁ νεαρὸς δραπέτης εἶχε πάνω του κάτι τὸ
συμπαθητικό. Ἄλλωστε φαινόταν. Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅλη ἡ
ἐξυπνάδα τοῦ στράφηκε στὸ πῶς θὰ Τὸν γνωρίση ὅλο καὶ καλύτερα καὶ πῶς θὰ Τὸν Ζήση
εἰλικρινέστερα.
• Ἃς ξαναγυρίσουμε ὅμως στὴν ἀρχὴ τῆς γνωριμίας του μὲ τὸν Παῦλο. Προτοῦ νὰ
δραπετεύση ἀπὸ τὸ ἀρχοντικό του Φιλήμονα, θὰ τὸν εἶχε ἀκούσει νὰ μιλάη γιὰ τὸ Χριστό.
Μὰ μέσα του ἀσυναίσθητα κάποια ἀντίδρασις ἀναπηδοῦσε.
-Τί Χριστὸ καὶ Χριστὸ μᾶς κοπανάει αὐτὸς ὁ κύριος; Ἂν ἦταν καλὸς αὐτὸς Κι ὁ Χριστός
του, θὰ μᾶς εἶχε ξεσκλαβώσει...
Δὲν φανταζόταν, πῶς θὰ ἐρχόταν ἡ στιγμή, ποῦ κι οἱ δυό, αὐτὸς καὶ τ' ἀφεντικό του,
ξεσκλαβωμένοι ἀπ' τὴν πλάνη καὶ τὶς δεισιδαιμονίες, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κακία, θὰ
συμβάδιζαν μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τὴν πορεία γιὰ τὴν αἰώνια ἐλευθερία.
• Βρέθηκε, ὅπως σημειώθηκε, στὴ Ρώμη. Νόμισε, πῶς στὴ μεγάλη αὐτὴ χοάνη θὰ
χάνονταν τὰ ἴχνη του. Μὰ τὸν παρακολουθοῦσε τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸν χειραγωγοῦσε
ἕνα ἀόρατο χέρι.
Κάποια μέρα χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ δεσμίου Παύλου. Ὁ Ἀπόστολος τὸν ρωτάει γιὰ τὸν
Φιλήμονα καὶ τοὺς ἄλλους γνωστούς των Κολοσσῶν. Τί νὰ πῇ ὁ Ὀνήσιμος; Ἀλλὰ καὶ πῶς
ἦταν δυνατὸν νὰ κρύψη κάτι ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐρευνητικὰ καὶ συγχρόνως γεμάτα καλωσύνη
μάτια τοῦ Παύλου;
• Σὲ λίγο ᾖρθε ἡ ὁμολογία, σὰν ἐκείνη τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.
Ὁ Ὀνήσιμος παραδίνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γίνεται χριστιανός. ἈλλάΖει.
Μεταμορφώνεται. Καὶ αὐτοεπιστρατεύεται στὴ διακονία τοῦ Παύλου.
• Τὸν ἤθελε κοντά του ὁ μεγάλος Ἀπόστολος. Καὶ θὰ τὸ σημειώση στὴν ἐπιστολὴ (στ. 13).
Μὰ ἔκρινε, ὅτι ἔπρεπε νὰ ξαναγυρίση στὸ Φιλήμονα. Ἐκεῖ θὰ πρόσφερε πολὺ
σπουδαιότερο ἔργο ὁ πρώην δοῦλος καὶ τώρα συνεργὸς τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
• Ἡ ἀπόφασης τοῦ Παύλου νὰ ἐπιστρέψη ὁ Ὀνήσιμος στὸ Φιλήμονα γίνεται ἡ ἀφορμὴ
νὰ γραφτῆ ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή. Ἐκεῖ βλέπουμε τὸν τρόπο, ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ
Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία, στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὰ κοινωνικά προβλήματα. Εἶναι συγκινητικὴ
ἢ ἐπιστολή, καὶ διότι φανερώνει μιὰ καινούργια, πολὺ συμπαθητική, πλευρὰ τοῦ
Ἀποστόλου, μὲ τὴν εὐγενική του ἀγάπη, μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶχε ν' ἀνυψώνῃ καὶ τὸ πιὸ
συνηθισμένο πρᾶγμα στὴ σφαῖρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ.
Ἡ εὐαισθησία τοῦ Παύλου στὴν ἐπιστολή:
Ἤθελε νὰ κρατήση κοντά του, σὰν ἐκλεκτὸ παιδὶ καὶ συνεργάτη τοῦ ἕνα πρώην δοῦλο.
Πῶς ἄλλωστε κράτησε τὸν ἴδιο κοντά Του ὁ Χριστός! Αὐτόν, ποῦ ἦταν δοῦλος μανιακοῦ
ἀντιχριστιανικοῦ πάθους!
Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ 'Ὀνησίμου, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώμη τοῦ Φιλήμονα. Δὲν ἐπιβάλλει
τὴ θέλησή του. Ζητάει τὴν ἔγκριση καὶ τῶν ἄλλων. "Ἄλλος στὴ θέση του, θὰ ἔκρυβε τὸν
Ὀνήσιμο καὶ θὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴ δική του διακονία καὶ συνοδεία!
Συνιστᾷ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας, ποὺ εἶχε γίνει ἀπ' τὸν Ὀνήσιμο εἰς βάρος τοῦ
Φιλήμονα. Δὲν νοεῖται μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις γιὰ ἁμαρτήματα, ποὺ ὁ μετανοῶν δὲν
εἶναι ἀποφασισμένος νὰ τὰ διορθώση, νὰ τὰ ἀποκαταστήση, νὰ τὰ ἀπαρνηθῆ.
Βρίσκει ὡς εὐκαιρία τὴν ἀποστολή της πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολῆς καὶ ὁρίζει συγκομιστὴ
τῆς μαζὶ μὲ τὸν Τυχικὸ καὶ τὸν Ὀνήσιμο. Ἔτσι, ἔρχεται κάπως φυσιολογικὴ ἢ παρουσία του
στὸν «τόπο τοῦ ἐγκλήματος» ἐκείνου, ποὺ ἤδη τὸν ἔχει συγχωρήσει ὁ Κύριος. «Ὅσο γιὰ τὸν
κύριό σου», σὰν νὰ τοῦ λέῃ ὁ Παῦλος: «Πάρε κι αὐτὸ τὸ γράμμα»! Κι ἔτσι πέμπεται ἡ πρὸς
Φιλήμονα ἐπιστολή.
Συνιστᾷ μὲ τὰ πιὸ θερμὰ λόγια τὸν Ὀνήσιμο. Παρακαλεῖ νὰ τὸν δεχτῆ ὡς ἀδελφὸ
ἀγαπητό. Ν' ἀναπαύση τὰ σπλάχνα τοῦ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Φιλήμων.
• Ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ ἔστησε ἕνα ἀθάνατο μνημεῖο καλωσύνης.
Ἀλλὰ καὶ χάραξε τὴ γραμμὴ γιὰ τὴν κοινωνία τῆς ἀληθινῆς ἰσότητας, πούναι ἡ κοινωνία τῆς
ἀγάπης.
(http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Epistoles_aixmalwsias.htm)
Η προς Φιλήμονα είναι η μικρότερη από τις επιστολές του Παύλου και γράφτηκε στην
Έφεσο κατά το 52-55 μ.Χ. ή στη Ρώμη το 60-62 μ.Χ.
Ο Φιλήμων είναι εύπορος Χριστιανός που ζει στις Κολοσσές και οφείλει τη μεταστροφή
του στο Χριστιανισμό στον ίδιο τον Παύλο. Διαθέτει το σπίτι του για τις χριστιανικές
συνάξεις και έχει μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Από το σπίτι του Φιλήμονα
δραπέτευσε ο δούλος Ονήσιμος, αφού διέπραξε κάποια αδικία, και, άγνωστο κάτω από
ποιες συνθήκες, βρέθηκε κοντά στον Παύλο στη φυλακή. Από τον Απόστολο γνώρισε το
Χριστιανισμό και ως αδερφός πια επιστρέφει στον κύριο του στις Κολοσσές, εφοδιασμένος
μ' αυτό το συστατικό γράμμα του Παύλου.
Ο Παύλος αποκαλύπτεται μέσα σ' αυτή την επιστολή όχι μόνο ως θεολόγος αλλά και ως
άνθρωπος με εξαιρετική λεπτότητα τόσο προς τον παραλήπτη της επιστολής όσο και προς
το πρόσωπο για το οποίο στέλνει την επιστολή.
Προς τον πρώτο γράφει ως φίλος, παραιτούμενος ακόμη και του τίτλου του Αποστόλου
στην αρχή της επιστολής, καθώς και της εξουσίας που θα μπορούσε με τον τίτλο αυτό να
ασκήσει επάνω του. Σέβεται τα κυριαρχικά του δικαιώματα επί του δούλου του βάσει του
ισχύοντος δικαίου της εποχής. Δεν προχωρεί πέραν του δέοντος για να του συστήσει την
απελευθέρωση του επιστρέφοντος δούλου. Αναγνωρίζει την οφειλή του Ονήσιμου
αναλαμβάνοντας ο ίδιος να την πληρώσει.
Προς τον Ονήσιμο από την άλλη πλευρά διαφαίνεται η λεπτότητα του Αποστόλου στο
ότι αποφεύγει να χαρακτηρίσει την πράξη του ως φυγή. Δεν αναφέρει την αδικία, αλλά λέει
πόσο είναι τώρα πλέον χρήσιμος, τόσο πολύ μάλιστα που θα ήθελε να τον κρατήσει ο ίδιος,
κι ακόμη τον αποκαλεί «παιδί του, που στη φυλακή τον γέννησε στη νέα πίστη και αγαπητό
αδερφό».
Πέραν του λεπτού ανθρώπου, αναγνωρίζει κανείς εδώ και τον ηγέτη Παύλο που
χρησιμοποιεί έμμεσα το αξίωμά του χωρίς να είναι πιεστικός στους συνεργάτες και φίλους
του, που σοβαρολογεί αλλά και αστειεύεται, που κάνει λογοπαίγνιο με το όνομα του
δούλου αλλά με την έμφαση τελικά στο σοβαρό χαρακτήρα του αιτήματος του.
Η μικρή αυτή επιστολή αποτελεί ένα μαργαριτάρι εφαρμογής της χριστιανικής πίστης
και αγάπης στην καθημερινή ζωή. Ο Χριστιανός δεν αναμένει την ανατροπή των
υφιστάμενων κοινωνικών δομών για να πραγματώσει τις αρχές της πίστης του, αλλά με την
καθημερινή του πράξη τις υπερβαίνει, προσδοκώντας ταυτόχρονα την επικράτηση της
βασιλείας του Θεού.
1
Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ
συνεργῷ ἡμῶν 2 καὶ ᾿Απφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ ᾿Αρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ'
οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ· 3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ.

Ὁ δέσμιος Παῦλος (στ. 1)


Ἀνήκει στὶς λεγόμενες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας η μικρή, ἀλλὰ τόσο σημαντικὴ
ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Φιλήμονα. Γράφτηκε κατὰ τὴν παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη, ὅπου
μεταφέρθηκε δέσμιος, γιὰ νὰ δικαστῆ. Παρέμεινε ἐκεῖ τὴ διετία 62-64 μ.Χ. Καίτοι ὑπὸ
κράτηση (ὑπόδικος), ἀνέπτυξε σπουδαία ἀποστολικὴ δράση. Οἱ σπουδαιότεροι καρποὶ τῆς
ἐκεῖ ἐργασίας τοῦ εἶναι οἱ τέσσερις ἐπιστολές, γνωστὲς ὡς ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας:
Πρὸς Ἐφεσίους, πρὸς Φιλιππησίους, πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ πρὸς Φιλήμονα.
Ὑπὸ κράτησιν ὁ Παῦλος, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀκόμα δικαστῆ. Ἄλλωστε εἶχε ἐπικαλεστῆ τὴν
ἰδιότητά του ὡς Ρωμαίου πολίτη (Πράξ. ἰστ' 37). Παρ' ὅλα αὐτά, ὅτι δηλαδὴ καὶ Ρωμαῖος
πολίτης ἦταν καὶ ἁπλῶς κατηγορούμενος χωρὶς ἀκόμα δίκη καὶ καταδίκη, βρισκόταν
δέσμιος. Γιὰ τὸν Παῦλο ἐν τούτοις τὸ «δέσμιος» εἶναι ὁ τιμητικότερος τίτλος.
Συνιστᾷ, λοιπόν, τὸν ἑαυτό του στὸν πρῶτο στίχο μ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐπίθετο: «Παῦλος,
δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τὸ ἄγαπητω καὶ συνεργῶ ἤμων»
(στ. 1). Στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ὁ Παῦλος, φυλακισμένος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ὃ
Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς ἀπευθυνόμαστε πρὸς τὸ Φιλήμονα τὸν ἀγαπητό μας καὶ συνεργάτη
μας».
• Δὲν ντρέπεται νὰ παρουσιάση τὸν ἑαυτό του ὡς δεμένο, ὡς φυλακισμένο. Κακοπαθεῖ
ὡς κακοῦργος (Β΄ Τιμ. β' 9) ὁ ἅγιωτερος ἄνθρωπος τῆς οἰκουμένης. Γιατί ὅμως νὰ ντραπῆ;
Ντροπὴ εἶναι μιὰ ἄλλη σκλαβιά, ποῦ ζη ὁ δῆθεν χειραφετημένος ἄνθρωπος. Προσπαθεῖ νὰ
σώση μονάχος του τὸν ἑαυτό του, νὰ μὴν ὑποταχτῆ τάχα σὲ κανένα, μὰ τελικὰ ἀνακαλύπτει,
πῶς ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μιὰ ἀπέραντη φυλακή.
Ὁ Παῦλος γιατί νὰ ντραπῆ; Ποιὸς ντρέπεται παρουσιάζοντας τὰ παράσημά του καὶ τοὺς
τίτλους τιμῆς, ποῦ μὲ πολὺ ἀγῶνα ἀπέκτησε; Γιὰ τὸν Παῦλο τίτλος τιμῆς ἦταν τὸ «δέσμιος
ἐν Κυρίῳ». Καὶ τὰ παράσημά του ἤσαν τὰ «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γαλ. στ' 17). Γεμάτο
το σῶμα τοῦ ἀπ' τὰ ματωμένα παράσημα.
• Πρὶν ἀπ' τὸ «δέσμιος» ὑπάρχει τὸ ὄνομα:
Παῦλος! Ὑπάρχει γλυκύτερο ὄνομα ἀπ' αὐτὸ μετὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Παρθένου
Μητέρας Του;
Παῦλος! Αὐτός, ποὺ γύρισε ἀνατολὴ καὶ δύσι, διδάσκοντας τὴν ἀγάπη τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ, τὴ σωτηρία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, τὸ εὐαγγέλιο τῆς αἰώνιας Ζωῆς.
Παῦλος! Τὸ φωτεινότερο πρόσωπο, ἡ θερμοτερη καρδιά, ὁ καθαρώτερος νοῦς, ἢ
ἄετησια ψυχή.
Όταν ἀσχολῆσαι μὲ τὸν Παῦλο, ξεχνᾷς ὅλα τ' ἄλλα. Όταν ὁ ἕνας ἀσκῇ γοητεία, οἱ ἄλλοι
σβήνουν.
Αὐτὸς ὁ Παῦλος, μέσα ἀπ' τὰ δεσμὰ τοῦ γράφει τὴν ἐπιστολὴ ὑπὲρ ἑνὸς δούλου!
Πρόκειται μὲ τὴν ἐπιστολὴ νὰ συνηγορήση ὑπὲρ ἑνὸς κλέφτη καὶ δραπέτη, ὑπὲρ τοῦ
Ὀνήσιμου. Ἦταν δοῦλος ὁ Ὀνήσιμος. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ θὰ δώση ὁ Παῦλος μιὰ νέα διάσταση
στὸ θεσμὸ καὶ δεσμὸ τῆς δουλείας. Γιὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῆ, ἐκθέτει τὴ δική του πρῶτα
δουλεία. Ἦταν ὄχι ἁπλῶς δοῦλος, ἀλλὰ δεμένος δοῦλος. Ἁλυσοδεμένος.
• Ἦταν ὁ μόνος, ποῦχε «δικαίωμα» νὰ μιλήσῃ σ' ἕνα δοῦλο, ὅπως ἦταν ὁ Ὀνήσιμος.
Ἀσφαλῶς καὶ δραπέτης τῶν Κολοσσῶν, ὅταν στὴ Ρώμη συνάντησε τὸν Παῦλο, θὰ
θαμπώθηκε μὲν ἀπ' τὴν ἁγιότητά του καὶ τὸ λόγο του, μὰ θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ
βασανίζεται ἀπ' τὰ «γιατί;».
-Ἂν ὁ Θεὸς ἀγαπάη τοὺς ἀνθρώπους, γιατί δὲν δίνει στοὺς δούλους τὴ λευτεριά; Ἂν εἶναι
τόσο δυνατός, γιατί δὲν σπάει τὶς ἁλυσίδες τῶν ταλαιπωρημένων καὶ δὲν συντρίβει τὴ
σκληρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι τῶν τυράννων;
Φαντάζεστε τί θ' ἀπάντησε σὲ μιὰ παρόμοια πρόκληση;
-Ὀνήσιμε, ρωτᾷς ἕνα δεμένο, γιατί ὑπάρχουν δεμένοι, δοῦλοι καὶ σκλάβοι; Τὴν ἁλυσίδα
τὴ βαρειά, ποὺ βλέπεις νὰ κρέμεται καὶ νὰ μοῦ ἀγκαλιάση τὰ πόδια, τί λές; Ἐγὼ τὴν ἔχω
βάλει; Ρώτα ὅσους νομίζουν, πῶς θὰ μὲ κάνουν δεσμώτη. Ἐγὼ ἔχω τὴ χαρὰ νὰ κουβεντιάζω
μαζί σου, παιδί μου. Καὶ πιὸ πολύ, ἔχω τὴ χαρά, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ νᾶμαι δεμένος!
Ὁ Χριστὸς εἶχε χαρίσει στὸν Παῦλο τὶς δυὸ εὐλογημένες δουλεῖες, ποῦ σημαίνουν τὶς πιὸ
δυνατὲς ἐλευθερίες.
• Ἡ μιὰ δουλεία: Ἑκούσια. Ἔγινε δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπ' τὴ στιγμή, ποῦ γίνεται κανεὶς
δοῦλος Χριστοῦ, ἀποκτᾷ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Τὴν ἐλευθερία ἀπ' τὴ σκλαβιὰ τῶν παθῶν.
«Ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεῖς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστὶν ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος
κληθεῖς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ. Τιμῆς ἤγορασθητε. Μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ.
ζ΄ 22-23).
• Ἡ ἄλλη δουλεία: Ἀκούσια μέν, εὐλογημένη δέ. 'Ἀληθινὸ χάρισμα. Πολλὲς φορὲς
στέρησε ὁ κόσμος ἀπ' τὸν Παῦλο τὴ σωματική του ἔλευθερια. Τὸν συνέλαβαν, τὸν
κακοποίησαν, τὸν ράβδισαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν φυλάκισαν, τὸν συγκατέλεξαν μὲ τοὺς
κακοποιοὺς καὶ τοὺς κακούργους. Ἀλλ' αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ δουλεία καὶ αἰχμαλωσία ἦταν
τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκλεκτό Του δοῦλο.
Δῶρο-δεῖγμα ἀναγνωρίσεως ἀποστολικῆς δράσεως.
Δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μοῦ χαρίστηκε -γράφει σὲ μιὰ ἀπ' τὶς ἐπιστολὲς τῆς
αἰχμαλωσίας- ὄχι μόνο νὰ πιστεύω στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχω ὑπὲρ Αὐτοῦ (Φιλιπ. α'
29).
• Ἡ φυλακὴ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν τόπος χαρᾶς, ὅπως γιὰ τοὺς Τρεῖς Παῖδες τὸ
πυρακτωμένο καμίνι ἦταν τόπος δροσιᾶς. Κι ἡ χαρὰ αὐτὴ ἔχει τὴν ἐξήγησί της. Τὸ μαρτύριο
εἶναι τὸ πιὸ βέβαιο εἰσιτήριο γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ φυλακὴ καὶ τὸ μαρτύριο
ὁδηγοῦν «εἷς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. ἡ ? 21).
• Ἔχει ξεχωριστὸ λόγο εἰδικὰ σ' αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ νὰ ἐμφανίζεται ὡς «δέσμιος». Ἕνας
δοῦλος, ὁ 'Ὀνήσιμος, τόσκασε, ζητώντας τὴν, ὅπως νόμιζε, ἐλευθερία του. Καὶ τώρα ὁ
Παῦλος ξαναστέλνει τὸ «ἐλεύθερο» πουλὶ πάλι στὸ κλουβί του! Πάλι στὸ σπίτι τ' ἀφεντικοῦ
του, τοῦ Φιλήμονα. Γιατί ὄχι; Διαφορετικὰ θὰ συμπεριφέρεται τώρα. Ἔχει πλέον γίνει
πραγματικὰ ἐλεύθερος. Τὸν ἐλευθέρωσε ὁ Χριστὸς ἀπ' τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ
θανάτου. Καὶ τώρα δέχεται νὰ φτερουγίση στ' ἀφεντικοῦ τοῦ τὸ κλουβί, στὸ ἀρχοντικό των
Κολοσσῶν, ποῦ κι αὐτὸ στὸ μεταξὺ ἔχει ἐλευθερωθῆ πνευματικὰ ἀπ' τὸ Χριστό.
Δὲν εἶναι, λοιπόν, ντροπή, ποὺ θὰ ξαναγυρίση στὴ δουλειὰ τοῦ ὁ Ὀνήσιμος δουλειά, ποῦ
δὲν θάναι πλέον δουλεία, ἀλλὰ θάναι εὐσυνείδητη διακονία καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία. Λέει
ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ δεσμὸς (Παύλου) οὐκ αἰσχύνη διὰ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ
καύχημα, πολλῶ μᾶλλον δουλεία οὐκ ἐπονείδιστος» (Ε.Π.Ε. 24,146).
• Παῦλος ὁ ἁλυσοδεμένος! Τί πιὸ συγκλονιστικό; Όσοι τὸν ἀγαποῦσαν μιὰ φορά, τώρα
τὸν ἀγαποῦν ἑκατὸ φορές. Ὄχι ἀπὸ συναισθηματικὴ συμπάθεια, ἀλλ' ἀπὸ θαυμασμό.
Ὄντως «ὁ ἄνθρωπος» αὐτὸς εἶναι γνήσιος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «“Ὁ δέσμιος του Χριστού”. Διὰ γὰρ αὐτὸν δέδετο. Τὶς οὐκ ἂν αἰδεσθείη, τὶς
οὐκ ἂν δυσωπηθείη, Χριστοῦ δεσμὰ ἀκούων; Τὶς οὐκ ἂν καὶ τὴν ψυχὴν προοιτο, μήτι γὲ
οἴκετην ἕνα;» (Ε.Π.Ε. 24,146). Μετάφρασις: «Φυλακισμένος γιὰ τὸ Χριστό». Γιὰ χάρι Του,
δηλαδή, εἶχε φυλακιστῆ. Ποιὸς δὲν θὰ τὸν σεβαστή; Ποιὸς δὲν θὰ συγκινηθῆ ἀκούγοντας
νὰ γίνεται λόγος γιὰ δεσμὰ τοῦ Χριστοῦ; Ποιὸς δὲν θὰ πρόσφερε καὶ τὴν ψυχή του κι ὄχι
μόνο τὴν ἀγάπη σ' ἕνα ὑπηρέτη;

Χριστιανικὸ Ζευγάρι (στ. 2).


Ὁ Παῦλος, ὁ ἐλεύθερος «δέσμιος», παρουσιάζει στὸν Φιλήμονα τὰ διαπιστευτήρια τῆς
ἀποστολικῆς του γνησιότητας. Εἶναι ἡ ἁλυσίδα του! «Ἕνεκεν τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ τὴν
ἅλυσιν ταύτην περικεῖμαι» (Πράξ. κη΄ 20). Τυλίχτηκα μὲ τὰ δεσμά! Ἡ πιὸ λαμπρὴ στολὴ
λειτουργίας ἀπ' τὸν ἅγιωτερο ἱερουργὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Παῦλο.
Ἡ ἁλυσίδα ἦταν τὸ καύχημα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας του. Κι αὐτὴν προβάλλει στὸν
Φιλήμονα, τὸν εὔπορο χριστιανὸ τῆς πόλεως τῶν Κολοσσῶν. Ἤξερε, ὅτι ὁ Φιλήμων, ἀπὸ
τότε ποὺ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ ἀπ' τὸ δικό του στόμα, ὅλα τα κοσμικὰ μεγαλεῖα καὶ τὰ πλούτη
τὰ θεωροῦσε «σκύβαλα» (Φιλιπ. γ΄ 8). Ο Φιλήμων εἶχε καταστῇ ἀγαπητὸς ὡς χριστιανὸς
καὶ συνεργός, ὡς πρόθυμος ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου: «Φιλήμονι τὸ ἀγαπητὸ καὶ συνεργῶ
ἤμων».
• Ὅταν ἔγινε τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν μέχρι προτινὸς ὑπηρέτη του, τὸν Ὀνήσιμο, πρέπει ὁ
Φιλήμων νὰ εἶχε ἤδη δεχτῆ τὴ χριστιανικὴ πίστι. Κι αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του ἢ 'Ἀπφία καὶ
ὁλόκληρό το σπίτι τους. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἡ συμπεριφορά του πρὸς τὸν κλέπτῃ καὶ
δραπέτη Ὀνήσιμο ὄχι μόνο δὲν ἦταν ἐκδικητικὴ καὶ σκληρή, ἀλλ' ἦταν ἀνεκτική.
Δὲν τοῦ φέρθηκαν ἀπάνθρωπα. Τοῦ ἔδειξαν καλωσύνη καὶ στοργή. Ἄλλο ἂν ὁ ἴδιος ὁ
Ὀνήσιμος, ἄγευστος ἀκόμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ἀγάπης, ἀνάστατος ὅπως
ἦταν ἀπ' τὴν κλοπή, δὲν μπόρεσε νὰ γαληνέψη καὶ νὰ δεχτῆ τὸ ἀνθρώπινο χάδι τῆς ἀγάπης.
Όταν ὅμως, ὡς φυγὰς στὴ Ρώμη, ἔνοιωσε αὐτὸ τὸ χάδι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ δέχτηκε
τὴν ἄφεσι, ἄρχισε νὰ συνειδητοποιῇ τὸ τί ἤσαν ἐκεῖνες οἱ παράξενες συναθροίσεις στὸ σπίτι
τοῦ Φιλήμονα. Μαζεύονταν οἱ χριστιανοὶ καὶ Κοινωνοῦσαν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ.
• Στὸν Παῦλο εἶχε ἐξομολογηθῆ τὸ ἁμάρτημά του. Μὰ δὲν τοῦ εἶχε πεῖ τὸ ὄνομα τοῦ
«κυρίου» του. Ἦρθε ὅμως ἡ στιγμή, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ πῇ. Ζωντας παρόμοιες εὐχαριστιακὲς
συνάξεις κοντὰ στὸν Παῦλο, ἔφερε στὸ νοῦ τοῦ τὸ τί συνέβαινε στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα,
καὶ κατάλαβε πιά, πῶς ὁ Φιλήμων ἦταν χριστιανός. Σὰν νὰ γονάτισε μπροστὰ στὸ μεγάλο
Ἀπόστολο ὁ Ὀνήσιμος καὶ νὰ ἔξωμολογηθηκε κλαίγοντας:
-Ὁ ἄρχοντας, ποῦ τὸν ἔκλεψα καὶ δραπέτεψα, ἦταν χριστιανός. Ἔκλεψα ἕνα χριστιανό.
Ἐκεῖνος μούδειξε ἀγάπη. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα μὲ μῖσος. Φιλήμων εἶναι τὸ ὄνομά του...
Σὰν ἄκουσε ὁ Παῦλος τὸ ὄνομα Φιλήμων, ἀνασηκώθηκε, ἀγκάλιασε τὸν Ὀνήσιμο:
-Ἔρχεσαι ἀπ' τὸ Φιλήμονα, λοιπόν, Ὀνήσιμε; Ώ, τί ἔκπληξις! Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ σ' ἀγαπῶ
ἀκόμα περισσότερο.
•Σ' αὐτὸν τώρα τὸ Φιλήμονα ἀπευθύνεται ἡ ἐπιστολή. Ὁλόκληρη ἡ καρδιὰ τοῦ Παύλου
μέσα σ' αὐτή. Αὐτός, ποὺ γνωρίζει βαθειά το Θεό, ποῦ ἀξιώθηκε νὰ ὑψωθῆ μέχρι τρίτου
οὐρανοῦ καὶ ν' ἀκούση «ἄρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4), ἀποκαλύπτει μὲ τὴ συμπεριφορὰ
τοῦ μιὰ ἀνθρωπιά, πούναι ἄγνωστη καὶ στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ρωμαίους.
• Δὲν θάταν τόσο ἀγαπητὸς καὶ τόσο καλὸς συνεργάτης ὁ Φιλήμων, ἂν δὲν εἶχε σύμφωνη
τὴ σύζυγό του. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὸ προοίμιο ἀπευθύνεται καὶ στὴ γυναῖκα τοῦ 'Ἀπφία
καὶ στὸν "ἈρΧιππο καὶ σ' ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του: «Καὶ Ἀπφία τὴ ἀγαπητὴ καὶ Ἀρχίππω
τῷ συστρατιώτῃ ἠμῶν καὶ τὴ κατ' οἶκον ἐκκλησία» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Ἐπίσης ἀπευθυνόμαστε πρὸς τὴν Ἀπφία τὴν ἀγαπητή, καὶ πρὸς τὸν Ἀρχιππο τὸ
συστρατιώτη μας, καὶ πρὸς τὴν ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται στὸ σπίτι σου».
•Απφία: Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Καὶ Ἀπφία τὴ ἀγαπητή”. Ἐμοὶ δοκει συμβίον εἶναι
τούτου. “Όρα Παύλου τὸ ταπεινὸν καὶ Τιμόθεον παραλαμβάνει πρὸς τὴν ἀξίωσιν, καὶ οὐ
τὸν ἄνδρα μόνον ἄξιοι, ἀλλὰ καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ ἕτερον τινὰ ἴσως φίλον» (Ε.Π.Ε. 24,148).
Μετάφρασις: «Καὶ στὴν Ἀπφία τὴν ἀγαπητή». Πρέπει αὐτὴ νὰ ἦταν σύζυγος τοῦ Φιλήμονα.
Κοίτα τὴ σεμνότητα τοῦ Παύλου. Συμπεριλαμβάνει τιμητικὰ καὶ τὸν Τιμόθεο, καὶ δὲν τιμᾷ
μόνο τὸν ἄντρα, τὸν Φιλήμονα, ἀλλὰ καὶ τὴ γυναῖκα του, ἴσως καὶ κάποιον ἄλλον ἀκόμα.
Σὰν ἄρχισε τὸ διάβασμα τῆς τιμητικῆς γι' αὐτὸν ἐπιστολῆς ὁ Φιλήμων κι εἶδε νὰ
μνημονεύῃ ὁ Παῦλος καὶ τὴ σύζυγό του, θὰ φώναξε ἄσφαλως:
-Ἀπφία, τρέξε! Καὶ σὲ σένα στέλνει τὴν ἐπιστολὴ καὶ διδάσκαλός μας. Σὲ θυμήθηκε,
'Ἀπφία. Ἔλα, νὰ χαροῦμε μαζί το γράμμα του.
Τὰ μεγάλα γεγονότα τὰ ζοῦν μαζὶ στὸ σπίτι, ἄντρας καὶ γυναῖκα. Δὲν κρατεῖ κανένας ἀπ'
τοὺς δυὸ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κάποια τιμὴ ἢ μιὰ χαρὰ ἢ ἕνα μεγάλο μυστικὸ ἢ «μαντάτο».
Κάνει ἀμέσως καὶ τὸν ἄλλον κοινωνό.
Κι ἀσφαλῶς ἢ Ἀπφία θὰ φανέρωσε τὴ χαρά της μὲ τὸ δικό της, γυναικεῖο, τρόπο. Θάτρεξε
νὰ φέρῃ κεράσματα, νὰ περιποιηθῆ τοὺς νεοφερμένους. «Εὔφρανθηναι γὰρ καὶ χαρῆναι
ἔδει» (Λουκ. 1ε' 32).
• Ἀρχιππος. Πρέπει νὰ ἦταν λειτουργός της τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κολοσσῶν. Λέγεται,
ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ Φιλήμονος καὶ τῆς Ἀπφίας.
Τὸν ἀποκαλεῖ συστρατιώτη. Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ εἶναι στρατευμένοι στὸ ἔργο τοῦ
εὐαγγελίου. Καὶ ὁ στρατευμένος στὴν παράταξη τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπλέκει μὲ τὸν κόσμο καὶ
μὲ τὶς κοσμικὲς μέριμνες καὶ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. «Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταϊς
τοῦ βίου πραγματείαις, ἶνα τὰ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ» (Β΄ Τιμ. β' 4). Λέει ὁ Χρυσόστομος:
«Δοκεῖ μοὶ οὗτος καὶ εἶναι τῶν ἐν κλήρῳ κατειλεγμένων ὃν καὶ παραλαμβάνει εἰς τὴν
ἀξίωσιν, καὶ συστρατιώτης καλεῖ, ὥστε παντὶ τρόπω συνάρασθαι» (Ε.Π.Ε. 24,148).
Μετάφρασις: Νομίζω, πῶς ὁ Ἀρχιππος ἦταν ἀπὸ τοὺς ταγμένους στὸν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας.
Γι' αὐτὸ κι ἔχει ἀξίωσι ὁ Παῦλος νὰ προσέχῃ τὴ διακονία ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος
(Κολοσ. δ' 17). Τὸν ὀνομάζει καὶ συστρατιώτη, ὥστε μὲ κάθε τρόπο νὰ βοηθήση.
• Καλεῖ τὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα ἐκκλησία. «Καὶ τὴ κατ' οἶκον ἐκκλησία». Πολλὲς φορὲς
χαρακτηρίζει ὁ Παῦλος τῆς οἰκίες καὶ τὶς οἰκογένειες πιστῶν «κατ' οἶκον ἐκκλησίας».
Ἀναφέροντας τὴν πραγματικότητα, ὅτι τὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα ἦταν τόπος προσευχῆς καὶ
εὐχαριστιακῆς συνάξεως, εἶναι σὰν νὰ τοῦ ἀποκλείῃ τὸν ΟΠΟΙΟδήποτε ρατσισμό. Σὲ μιὰ
ἐκκλησία δὲν γίνονται διακρίσεις, οὔτε ὁ ἕνας ἐξοργίζεται ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Όλοι εἶναι
ἀδελφοὶ καὶ ὅλοι μὲ εὐγένεια καὶ καλωσύνη συμπεριφέρονται.
-Ἀφοῦ, λοιπόν, Φιλήμονα, θέλησες τὸ σπίτι σου νὰ τὸ μεταβάλῃς σὲ «κατ' οἶκον
ἐκκλησίαν», δὲν μπορεῖς νὰ μὴ δεχτῆς τὸν Ὀνήσιμο. Εἶναι πλέον καὶ αὐτὸς μέλος τῆς
ἐκκλησίας. Οὔτε μπορεῖς νὰ τὸν δεχτῆς ὡς δοῦλο, ὡς κατώτερό σου. Γιατί τότε δὲν εἶσαι
ἐκκλησία.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐκκλησία οὐκ οἶδε δεσπότου καὶ οἴκετου
διαφοράν. Ἀπὸ κατορθωμάτων καὶ ἁμαρτημάτων τοῦτον κακεῖνον ὀρίzει. Εἰ τοίνυν
ἐκκλησία ἐστι, μὴ ἀγανάκτει, ὅτι μετά σου προσηγορεύθη ὁ δοῦλος» (Ε.Π.Ε. 24,150).
Μετάφρασις: Ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει διακρίσεις ἀνάμεσά σε κυρίους καὶ ὑπηρέτες. Τὸν
καθένα τὸν διακρίνει ἀπ' τὰ πνευματικά του κατορθώματα κι ἀπ' τ' ἁμαρτήματά του. Ἄν,
λοιπόν, εἶναι τὸ σπίτι σου ἐκκλησία, νὰ μὴ δυσανασχετήσης ποὺ θὰ συγκαταλέγεται μαζί
σου κι ἕνα δοῦλος.

Ἡ καλύτερη εὐχὴ (στ. 3)


Σ' ἕνα κατηγορούμενο τί ἄλλο καλύτερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ εὐχηθῆ ἀπὸ τὴ χάρι;
Χάρις! Ν' ἀπαλλαγῆ ἀπ' τὶς κατηγορίες. Ν' ἀποφύγη τὴν τιμωρία καὶ τὶς ποινές.
Σ' ἕνα χρεωμένο τί ἄλλο καλύτερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ εὐχηθῆ ἀπὸ τὴ χάρι; Νὰ τοῦ
χαριστοῦν τὰ χρέη. Νὰ σβηστοῦν οἱ ὀφειλές.
Η χάρις γιὰ τὸ χριστιανὸ εἶναι ἡ ὡραιότερη εὐχὴ καὶ συγχρόνως τὸ τιμιώτερο δῶρο. Ὄχι
μόνο μὲ τὴν ἀρνητικὴ ὄψι, δηλαδή, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ θετική,
δηλαδή, τὴ δωρεὰ Πνεύματος Ἁγίου, τὴν προσφορὰ χαρισμάτων καὶ πνευματικῶν
δωρημάτων.
Σ' ὅλες τὶς ἐπιστολὲς τοῦ (πλὴν τῆς πρὸς Ἑβραίους) ὁ ἄπ. Παῦλος, στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ
τέλος, εὔχεται χάρι σὲ ὅλους: «Χάρις ὑμὶν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἠμῶν καὶ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εὐχόμαστε ἡ χάρις νὰ εἶναι σὲ σᾶς
καὶ εἰρήνη ἀπ' τὸ Θεὸ τὸν πατέρα μας καὶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό».
• Στὴν περίπτωση τοῦ Φιλήμονα, πούναι ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς, ἔγκρυπτει καὶ
εἰδικὸ λόγο ἢ ἐπίκλησις. Σὰν νὰ τοῦ λέῃ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος:
-Ἂν ὁ Χριστὸς ἐσένα (ὅπως καὶ ἐμένα), μὲ τὴ χάρι καὶ τὸ ἔλεός Του μᾶς χάρισε τὴν ἄφεσι
τόσων πολλῶν ἁμαρτημάτων καὶ μᾶς ἔκανε δεκτοὺς στὸ σπίτι του, στὴν Ἐκκλησία, στὴ
Βασιλεία Του, τί εἶναι τώρα γιὰ σένα, νὰ συγχωρήσης τὸν Ὀνήσιμο, νὰ τὸν δεχτῆς καὶ πάλι
στὸ σπίτι σου καὶ νὰ τοῦ δείξης τὴν ἀγάπη σου;
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Χάρις ὑμὶν καὶ εἰρήνη”. Εἰς ὑπόμνησιν αὐτὸν
ἤνεγκε τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων, τῆς χάριτος ὑπομνήσας. Ἐννόησον, φησίν, ὅσα σοὶ
συνεχώρησεν ὁ Θεός, πῶς χάριτι σὺ ἐσώθης μίμησαι τὸν Δεσπότην» (Ε.Π.Ε. 24,150).
Μετάφρασις: Εὔχεται: «Ἡ χάρις νὰ εἶναι μαζί σας καὶ ἡ εἰρήνη». Ἔτσι τὸν ὤδηγησε στὸ νὰ
θυμηθῆ τὰ ἁμαρτήματά του, γιὰ τὰ ὁποῖα τοῦ δόθηκε χάρις, ἄφεσις, ἔλεος. Σκέψου, λέει,
πόσα σου συγχώρησε ὁ Θεός, πῶς σὺ σώθηκες μὲ τὴ χάρι Του. Καὶ μιμήσου τὸν Κύριο.
• Μπορεῖ κάποτε νὰ ἦταν ὁ Ὀνήσιμος δοῦλος τοῦ Φιλήμονα. Τώρα εἶναι ἀδελφός του.
Μὰ καὶ τότε καὶ τώρα εἶχαν κάτι τὸ κοινό: Ἠσαν καὶ οἱ δυὸ συνδοῦλοι τοῦ ἑνὸς Κυρίου, τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλοίμονο, λοιπόν, ἂν ξεχνᾶμε τὴν πραγματικότητα αὐτὴ καὶ ἰσχύσουν καὶ
γιὰ μᾶς ὅσα ἔπαθε ἐκεῖνος ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων (Ματθ.
ἰη' 21-35)!
Ἡ συνείδησις, ὅτι εἴμαστε ὁμόδουλοι, ἀδελφοὶ ἐλεημένοι ἀπ' τὴ χάρι τοῦ Χριστοῦ,
φέρνει στὶς σχέσεις μᾶς τὴν εἰρήνη, ποῦ κι αὐτὴν εὔχεται ὁ Παῦλος.
Τί εὐλογία! Ἀντὶ νὰ φιλονεικοῦμε γιὰ πρωτειές, ἀντὶ ν' ἀντιδικοῦμε γιὰ δικαιοδοσίες, ἀντὶ
νὰ ἐρίζουμε γιὰ ἰδιοκτησίες, ἀντὶ νὰ εἴμαστε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον βάσανο καὶ δυστυχία, νὰ
ζοῦμε μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ!
Ἀδελφοὶ στὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ!

4
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν
μου, 5 ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ εἰς
πάντας τοὺς ἁγίους, 6 ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργὴς γένηται ἐν ἐπιγνώσει
παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. 7 χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν
ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ.

Μνημονεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (στ. 4)


Πὡς νὰ μὴν εὐχαριστῇ καὶ ἀπόστολος Παῦλος τὸ Θεὸ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, σὰν τὸν
Φιλήμονα, ποὺ συνεχῶς αὐξανόταν ἡ πίστης καὶ ἡ ἀγάπη του;
Ἀπ' τὴ στιγμή, ποὺ πίστευσε στὸ Χριστό, διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου, ἡ καρδιὰ τοῦ
συντονίστηκε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε κατανοήσει, πῶς πίστης καὶ ἀγάπη πᾶνε μαζί.
Λειτουργοῦν μαζί, ὅπως τὰ δυὸ φτερὰ γιὰ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ. Λέει στὸν πρῶτο, μετὰ
τὸ προοίμιο, στίχο τοῦ ὁ μεγάλος Ἀπόστολος: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου
Ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εὐχαριστῶ
τὸ Θεό μου πάντοτε, ὅταν σὲ ἀναφέρω στὶς προσευχές μου».
Συνήθως ἡ προσευχὴ μᾶς ἔχει δυὸ στοιχεῖα:
• Τὸ ἕνα. Τὸ ἱκετευτικό. Παρακαλοῦμε, Ζητᾶμε. Καὶ φυσικὰ εἶναι καὶ δέησις ἢ προσευχή.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προτρέπει: «Ζητεῖτε, καὶ εὐρήσετε κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμὶν» (Ματθ.
ι΄ 7). Δὲν εἶναι ὅμως μόνο δέησις. Αὐτά, ποῦ μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Θεὸς εἶναι περισσότερα ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς λείπουν. Γιατί, λοιπόν, τὰ λίγα γίνονται ἀντικείμενο προσευχῆς (δέησις),
καὶ τὰ πολλὰ δὲν γίνονται (εὐχαριστία);
Μήπως, διότι τελικὰ ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι ἀνάγκη μόνο κι ὄχι ἀγάπη; Δηλαδή,
ἀπευθυνόμαστε στὸ Θεό, ὄχι γιὰ τὴν «κοινωνία» μαζί Του, ἐπειδὴ Τὸν ἀγαπᾶμε καὶ Τὸν
ποθοῦμε, ἀλλὰ διότι ἡ δύσκολη περίστασις ἔχει κλείσει ὅλες τὶς ἄλλες πόρτες καὶ ἀφήνει
ἀνοικτὴ μόνο τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ! Γι' αὐτὸ κι ὅταν τὸ πρόβλημα παρέρχεται, σταματᾷ καὶ
ἡ προσευχή!
Λησμονοῦμε ἀκόμα, ὅτι ἡ εὐχαριστία «ὑπὲρ πάντων των φανερῶν καὶ ἀφανῶν
εὐεργεσιῶν» τοῦ Θεοῦ, οὐσιαστικὰ εἶναι καὶ δέησις! Ὅταν συνδέεσαι πραγματικὰ καὶ
ἀπόλυτα ἐμπιστευτικὰ καὶ ἐγγυητικὰ μὲ πλούσιο χρηματικὸ ὀργανισμό, ἐπικοινωνώντας
μαζί του ἐξασφαλίσεις τὴ λύση τοῦ ὁποιουδήποτε οἰκονομικοῦ προβλήματος, ποὺ θ'
ἀνακύψη.
Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, διότι εἶναι ἡ ἐγγύησις τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ
μέλλοντος. Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες καὶ δωρεές Του. Ἔτσι
ἐξασφαλίσουμε τὴ συμμαχία Του γιὰ ὁποιοδήποτε στὸ μεταξὺ πρόβλημα θὰ προκύψη. Ἡ
εὐχαριστία γιὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ταυτόχρονα δέησις γιὰ τὸ παρὸν καὶ γιὰ τὸ μέλλον.
• Τὸ ἄλλο: Τὸ στενόκαρδο. Κι ὅταν ἡ προσευχὴ μᾶς γίνεται εὐχαριστία, ἀναφέρεται
συνήθως σὲ πολὺ μικρὰ πράγματα καὶ σ' ἕνα στενὸ συγγενικὸ ἢ φιλικὸ κύκλο. Τὸν
εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὑγεία μας, γιὰ τὴν τακτοποίηση κάποιου θέματος, γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ
τῶν παιδιῶν σὲ κάποια σχολή, γιὰ διορισμὸ μέλους τῆς οἰκογενείας μας, τὸ πολὺ-πολὺ καὶ
γιὰ κάποιο κοινωνικὸ καλό, ποὺ συνέβη γύρω μας.
Εὐχαριστήσαμε ποτὲ τὸ Θεὸ γιὰ τοὺς ἁγίους, ποῦ σὲ κάθε ἐποχὴ μᾶς χαρίζει;
Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ὑψίστη τιμὴ ποῦ μᾶς ἔκανε νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας
Του;
Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιατί σὲ κάποιο σημεῖο τῆς γῆς ἕνας πιστὸς χριστιανὸς ἀποτελεῖ
ὑπόδειγμα Ζωῆς καὶ φάρο πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ;
Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ κάποιον ἱεραπόστολο, ποὺ στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου φωτίζει
ψυχὲς καὶ τὶς ὁδηγεῖ στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία;
• Ὁ Παῦλος δὲν ἀναφέρει τὰ προσωπικά του προβλήματα, ποὺ ὡς δέσμιος ἔχει. Δὲν
θρηνεῖ πούναι δεμένος. Χαίρεται, ποῦ τόσοι ἄνθρωποι, διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔχουν
ἐλευθερωθῆ καὶ δοξάζουν μὲ τὴ ζωὴ τοὺς τὸ εὐαγγέλιο. Εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ τὸν
Φιλήμονα. «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου Ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν
μου» (στ. 4). Τὸν θυμᾶται στὶς προσευχές του. Καὶ λέει:
Κύριε, σὲ εὐχαριστῶ γι' αὐτὸν τὸν καλὸ ἄνθρωπο, τὸν Φιλήμονα! Ἐκεῖ πέρα στὴ Φρυγία,
στὶς Κολοσσές, εἶναι ἕνα δικό σου σήμαντρο!
Καὶ δὲν κρύβει τὴν προσευχὴ τοῦ αὐτὴ στὸν Φιλήμονα, ὄχι γιὰ νὰ τὸν κάνῃ νὰ
ὑπερηφανευτῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι τὸν θυμᾶται. Γιὰ νὰ τοῦ πῇ, ὅτι ἀκόμα καὶ τὸ
πρόβλημα τοῦ Ὀνησίμου νὰ μὴν εἶχε παρουσιαστῆ, θὰ τὸν θυμόταν καὶ θὰ τοῦ ἔγραφε.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τῆς αὐτοῦ ἀγάπης δεικνύει τεκμήριον οὐ μικρόν το διὰ παντὸς
αὐτοῦ μεμνήσθαι ἐν ταῖς προσευχαις» (Ε.Π.Ε. 24,160). Μετάφρασις: Δείχνει ὁ Παῦλος τὴ
μεγάλη ἀπόδειξη ὅτι τὸν ἀγαπᾷ. Κι αὐτὴ εἶναι, ὅτι τὸν θυμᾶται συνεχῶς στὶς προσευχές
του.

Ἀγάπη καὶ πίστις (στ. 5).


Ὄχι μιὰ ἢ δυὸ φορές. Πάντοτε ὁ Παῦλος θυμόταν στὶς προσευχὲς τοῦ τὸν Φιλήμονα.
Εὐχαριστοῦσε τὸ Θεό, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει σταθερότητα πίστεως καὶ θερμότητα ἀγάπης.
Αὐτὰ τὰ δυό, ἢ πίστης καὶ ἡ ἀγάπη, εἶχαν καταστήσει ξακουστὸ τὸν Φιλήμονα. Σημειώνει
στὸν ἑπόμενο στίχο ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις
πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ εἰς πάντας τους ἁγίους» (στ. 5). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, γιατί πληροφοροῦμαι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι, ποὺ ἔχεις στὸν Κύριο
Ἰησοῦ καὶ σ' ὅλους τους ἁγίους (χριστιανούς)».
• Τὸ φῶς τρέχει περισσότερο ἀπ' τὸν ἦχο. Ἡ ἀγάπη, ὅταν πηγάζη ἀπ' τὴν πίστι, ὅταν εἶναι
χριστοκεντρικὴ ἀγάπη, τρέχει πιὸ πολὺ κι ἀπ' τὸν ἦχο καὶ ἀπ' τὸ φῶς. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
ἔτρεξε ταχύτερα ἀπὸ ὄ,τιδηποτε ἄλλο, γιὰ νὰ βρῇ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν λυτρώση. Κι ἡ
ἴδια ἡ ἀγάπη γίνεται ρεῦμα, ποὺ διαχέεται καὶ τρέχει παντοῦ.
Τέτοια ἦταν ἡ ἀγάπη τοῦ Φιλήμονα. Ἀγάπη Κοινωνίας πίστεως. Ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο
Ἰησοῦ. Ἀγάπη πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα τοὺς «ἁγίους», τοὺς πιστούς. Λέει
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δῆλον, ὅτι ἐκ τοῦ ὑπερβάλλουσαν ταύτην εἶναι καὶ διαδηλος γέγονε
καὶ μέχρις αὐτοῦ ἔφθασε καίτοι γὲ οὐκ ὀλίγον τὸ μέσον ἣν Ρώμης καὶ Φρυγίας» (Ε.Π.Ε.
24,160). Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Φιλήμονα ἦταν σπουδαία, πολὺ μεγάλη, εἶχε
καταστῇ ὁλοφάνερη. Κι ἔφτασε μέχρι τ' αὐτιὰ τοῦ Παύλου, μολονότι δὲν ἦταν μικρὴ ἢ
ἀπόστασης μεταξὺ Ρώμης καὶ Φρυγίας.
• Ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη ἔχουν πανανθρώπινες διαστάσεις. Ὅταν ἀγαπᾷς τὸν ἄπειρο Θεό,
Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε ὅλους καὶ σταυρώθηκε «ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων» (Γαλ. ἐ' 14), δὲν
μπορεῖ ν' ἀγαπᾷς στενόκαρδα. Δὲν κάνεις διακρίσεις στὴν ἀγάπη. Ἔχεις ἀγάπη «εἷς πάντας
τους ἁγίους».
Σὰν νὰ τούλεγε: Κι ὁ Ὀνήσιμος δὲν εἶναι πιὰ μέλος σπείρας. Εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνήκει στοὺς «ἁγίους».
Ὁ Φιλήμων ἀνῆκε κάποτε στὴν τάξη τῶν ἀφεντάδων. Δὲν ξέρουμε, ἂν ἀνῆκε σ' ἐκείνους,
ποῦ ἤσαν (καὶ εἶναι) ἀδίστακτοι ἐκμεταλλευτὲς τοῦ ἀνθρωπίνου μόχθου, σκληροὶ στοὺς
ὑπηρέτες καὶ ὑπαλλήλους τους, τύραννοί του κόσμου, σφαγεῖς τῆς ἀπροστάτευτης
ἀνθρώπινης μάζας, μὲ ἀπάνθρωπη κοσμικὴ δύναμι. Πάντως διατηροῦσε κι αὐτὸς δούλους,
ποὺ στεροῦνταν καὶ τὰ πλέον στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Τώρα ἢ πυγμὴ γίνεται τρυφερότητα. Ἡ σκληρότητα γίνεται διακονία. Ἡ ἐκμετάλλευσης
γίνεται προσφορά. Κι εὐχαριστεῖ ὁ Παῦλος γι' αὐτὴ τὴ μεταμόρφωσι τοῦ Φιλήμονα.
Δεσπόζει πιὰ στὸ σπίτι του ἢ πίστις κι ἡ ἀγάπη.

Ἔμπρακτη πίστις (στ. 6)


Ἔμπρακτη ἀγάπη! Αὐτὸ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθινῆς μετανοίας.
Ἡ πίστις εἶναι «Κοινωνία».
Κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ἀφοῦ δὶ' αὐτῆς μετέχει κανεὶς τῶν ἀγαθῶν του Θεοῦ.
Κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους χριστιανούς, ἀφοῦ δὶ' αὐτῆς γίνεται μὲ ὅλους ἕνα σῶμα, τὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Κοινωνία μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀφοῦ αὐτὴ γεννάει κάθε ἀγαθό. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ
θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ὁ Ζωῆς Χορηγῶν». Κι ὃ πιστεύων στὴν ἄνεξαντλητη Πηγὴ τῶν
ἀγαθῶν, δὲν εἶναι φειδωλὸς στὴν ἀγάπη (ἴδε Α' Κορ. θ' 6).
Στὸν προηγούμενο στίχο ὁ Παῦλος εὐχαριστεῖ τὸ Θεό, γιὰ τὴν ξακουστὴ πλέον ἀγάπη καὶ
πίστη τοῦ Φιλήμονα. Δὲν διαφημίζει κανεὶς τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη του. Κάτι τέτοιο θὰ
σήμαινε ἔκλειψι τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη λάμπουν μπροστὰ στοὺς
ἀνθρώπους, ὅπως ὁ ἥλιος. Ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Φιλήμονα, ὄχι
ὁ ἴδιος ὁ Φιλήμων.
Στὸν ἑπόμενο στίχο δείχνει συγκεκριμένη τὴν ἐνεργὴ πίστη καὶ τὴν παντοειδῆ ἀγάπη τοῦ
Φιλήμονα, ποὺ ὅλα τα ἐνεργεῖ πρὸς δόξαν Χριστοῦ. «Ὅπως ἢ κοινωνία τῆς πίστεώς σου
ἐνεργῆς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ του ἐν ἠμὶν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν» (στ. 6).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, διότι ἔχεις τὴν ἴδια μὲ μᾶς πίστι. Κι αὐτὴ
ἡ κοινή μας πίστις ἐκδηλώνεται ἔμπρακτα μὲ κάθε εἴδους ἀρετὴ καὶ ἀγαθὰ ἔργα, ποὺ
γίνονται σωστά, ὅπως ἡ πίστις ὑπαγορεύει, γιὰ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Σ' ἕνα σῶμα καὶ σύνδεσμος ἐνεργεῖ εὐεργετικὰ γιὰ ὅλα τα μέλη. Τὸ αἷμα π.Χ.
διοχετεύεται παντοῦ. Ἔτσι καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει ἀτομισμός.
Ὑπάρχει ἐνδιαφέρον γιὰ ὅλους. Ὁ ὁποιοσδήποτε γίνεται κοινωνὸς τῆς ἀγάπης, διότι ἔχει
γίνει κοινωνὸς τῆς πίστεως. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινωνοί, μέτοχοι των
προβλημάτων, ὡς «ἀλλήλων μέλῃ», διότι ὅλοι εἶναι κοινωνοὶ τοῦ Χριστοῦ.
• Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Παῦλο, διὰ τῆς κοινῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό, κάνει καὶ τὸ
Φιλήμονα νὰ προσφέρῃ κάθε ἀγαθό, σύμφωνα μὲ τὴν «ἐπίγνωσι», μὲ τὸν τρόπο ποὺ
ὑπαγορεύει ἡ χριστιανικὴ ζωή. Μέσα μας ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε τὴ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ,
δηλαδή, τὸν κατάλληλο τρόπο διακονίας καὶ ἀγάπης. Κι ὅ,τι κάνουμε, τὸ ἐνεργοῦμε ἐπειδὴ
τὸ λέει ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστός. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Ἡ κοινωνία
τῆς πίστεως ἐνεργῆς γένηται...”. Τουτέστιν, ἶνα πᾶσαν ἀρετὴν ἐπέλθης, ἶνα μηδὲν ἔλλειφθη.
Οὕτω γὰρ ἢ πίστις γίνεται ἐνεργῆς, ὅταν ἔργα ἔχῃ. “Χωρίς γὰρ ἔργων ἢ πίστις νεκρὰ ἐστι”.
Καὶ οὐκ εἶπεν, “ἡ πίστις σού”, ἂλλ' ἢ κοινωνία τῆς πίστεως σού”, συνάπτων αὐτὸν ἐαυτῶ
καὶ ἕνα σῶμα δεικνύς, καὶ τούτω μάλιστα αὐτὸν δυσωπῶν. Εἰ κοινωνὸς εἰ, φησί, κατὰ τὴν
πίστιν, καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ὀφείλεις κοινωνεῖν» (Ε.Π.Ε. 24,162). Μετάφρασις: «Ἡ συμμετοχή
σου στὴν πίστι εἶναι φανερή...». Δηλαδή, νὰ κατορθώσης κάθε ἀρετή, νὰ μὴ παραλείψης
τίποτε. Ἔτσι ἐκδηλώνεται ἔμπρακτα ἢ πίστις, ὅταν ἔχῃ ἔργα. «Διότι χωρὶς τὰ ἔργα ἢ πίστις
εἶναι νεκρὴ» (Ἰακ. β΄ 26). Δὲν εἶπε ἁπλῶς, «ἡ πίστις σου», ἀλλ' εἶπε, «ἡ συμμετοχή σου στὴν
πίστι». Ἔτσι ἑνώνει τὸν Φιλήμονα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ Παῦλος. Τοῦ δείχνει, ὅτι
συναποτελοῦν ἕνα σῶμα. Τὸν πείθει καὶ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ φανῆ συγχωρητικός. Ἄν, λέει,
συμμετέχῃς στὴν πίστι, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ συμμετέχῃς καὶ στὰ ἄλλα.

Ἐκδήλωσης τῆς πίστεως (στ. 7).


Γιὰ πολλὰ πράγματα θαυμάσει κανεὶς τὸν Παῦλο. Ἀλλ' ἐκεῖνο, ποὺ τὸν καθιστὰ
περισσότερο ἀξιοθαύμαστο εἶναι ἡ χαρά του. Ποῦ τὴν εὕρισκε αὐτὴ τὴ χαρά; Συνήθως στὴν
καρδιὰ ἑνὸς ἀδικημένου συναντᾷς τὴν πίκρα. Στὴν ψυχὴ ἕνος πονεμένου καὶ βασανισμένου
συναντᾷς τὴ λύπη. Στὴ ζωὴ ἑνὸς φυλακισμένου συναντᾷς τὸ παράπονο. Στὰ βάθη ἑνὸς
πληγωμένου συναντᾷς τὸν πόνο. Καὶ στὸ πρόσωπο ἑνὸς ἁλυσοδεμένου βλέπεις
Ζωγραφισμένη τὴ θλῖψι ἀνάμικτη μὲ ἀγανάκτισι καὶ ἐκδικητικὴ μανία.
Όλα αὐτὰ δὲν τὰ συναντᾶμε στὸν Παῦλο, πούταν καὶ ἀδικημένος ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ
βασανισμένος καὶ πληγωμένος καὶ πονεμένος καὶ φυλακισμένος καὶ ἁλυσοδεμένος. Τὰ
πάντα ὡς πρὸς τὸν κόπο καὶ τὸν πόνο ἦταν. Ένα δὲν ἦταν: Θλιμμένος. Ἦταν χαρούμενος,
καὶ μάλιστα ὡς δέσμιος. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὅλη τὴ χαρὰ τοῦ τὴν ξεχύνει στὶς ἐπιστολές,
ποὺ γράφτηκαν στὴ φυλακή! Ἡ πρὸς Φιλιππησίους Π.Χ. ἐπιστολὴ ὠνομάστηκε «ἐπιστολὴ
τῆς χαρᾶς», καίτοι τὸ μελάνι τῆς γραφίδας εἶναι ἀναμεμιγμένο μὲ τὸ αἷμα τῆς ἁλυσίδας.
Ἐκεῖ μιλάει γιὰ τὴν παντοτινὴ χαρά: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε πάλιν ἐρῶ, χαίρετε»
(Φιλιπ. δ' 4). Καὶ στὴ μικρὴ ἐπιστολὴ πρὸς Φιλήμονα, μὲ τὴν ὁποία ἐδῶ ἀσχολούμαστε, πάλι
μιλάει γιὰ χαρά: «Χαρὰν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ
σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διά σου, ἀδελφὲ» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Πολλὴ δὲ χαρὰ καὶ παρηγορία ἔχουμε ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης σου, διότι οἱ καρδιὲς τῶν ἁγίων
(χριστιανῶν) ἔχουν ἀνακουφιστῆ ἀπὸ σένα, ἀδελφέ».
• Ἔχει ὄχι μιά, ἀλλὰ πολλὲς πηγὲς ἡ χαρὰ τοῦ Παύλου, ποὺ φυσικὰ δὲν ἔχει νὰ κάνῃ μὲ
τὴν ψεύτικη χαρὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει ὁ Χριστὸς δική
Του χαρά, «Ἶνα ἡ χαρὰ ἢ ἔμη ἐν ὑμὶν ἢ καὶ ἡ χαρὰ ὑμων πληρωθῆ» (Ἰωάν. 1ε' 11).
• Πηγὴ χαρᾶς τὰ παθήματά του. «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολοσ. α' 24).
Χαίρεται, διότι ἄξιωνεται νὰ γίνῃ κοινωνὸς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ (Α' Πέτρ. δ΄ 13).
Όταν δίπλα ἀπὸ τὸ δέντρο τοῦ Σταυροῦ φυτεύεται καὶ τὸ δέντρο τοῦ μαρτυρίου ἑνὸς
ἁγίου, τότε καὶ δίπλα ἀπ' τὸ δέντρο τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ θὰ φυτευτῆ καὶ τὸ δέντρο τῆς
δικῆς του δόξας. «Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματᾳ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ
τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. στ΄ 5).
• Πηγὴ χαρᾶς γιὰ τὸν Παῦλο εἶναι καὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν χριστιανῶν καὶ ἡ τάξις στὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
• Πηγὴ χαρᾶς γίνεται καὶ ἡ ἁγία Ζωὴ ἑνὸς χριστιανοῦ, ὅπως ἐν προκειμένῳ τοῦ
Φιλήμονα. «Χαρὰν ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν
ἁγίων ἀναπέπαυται διά σου, ἀδελφέ».
Γίνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Φιλήμονα αἰτία χαρᾶς καὶ παρακλήσεως (παρηγορίας) γιὰ τὸν
Παῦλο. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδὲν οὕτω δυσωπεῖ, ὡς τὸ τὰς ἑτέρων εὐεργεσίας
προφέρειν, καὶ μάλιστα ὅταν ἐκείνων αἰδεσιμώτερος ἢ» (Ε. Π.Ε. 24,162). Μετάφρασις:
Τίποτε δὲν συγκινεῖ τόσο πολύ, ὅσο τὸ ν' ἀναφέρῃ κανεὶς τὶς εὐεργεσίες ἄλλων, ὅταν
μάλιστα αὐτὸς εἶναι σεβασμιώτερος ἀπὸ ἐκείνους.
Χαίρεται γιὰ τὸ Φιλήμονα ὁ Παῦλος. Καὶ συγχρόνως ἐνισχύεται καὶ παρηγορεῖται. Διότι
ὁ εὐγενὴς καὶ φιλεύσπλαγχνος Φιλήμων ἔχει γίνει ἡ ἀνάπαυσις τόσων ἀγαπητῶν στὸν
Παῦλο προσώπων. Δὲν ἔχει τόσο σημασία, ἂν καὶ ἴδιος πονάη καὶ ὑποφέρῃ. Πάνω στὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνος. Εἶναι καὶ τόσοι ἄλλοι. Όταν, λοιπόν, «τὰ
σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπαύονται» στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Φιλήμονα, αὐτὸ
μαλακώνει τὸν προσωπικὸ πόνο τοῦ Παύλου καὶ τὸν κάνει νὰ χαίρεται.
Ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄ 15). Ἡ
χαρὰ τῶν ἄλλων καὶ δική του χαρά. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ἐχομεν καὶ παρακλησιν”. Τουτέστιν, οὐ μόνον ἠδόμεθα, ἀλλὰ καὶ παραμυθούμεθα
μέλος γὰρ ἠμῶν ἐκεῖνοι. Εἰ τοίνυν τὴν συμφωνίαν τοσαύτην δεῖ εἶναι, ὡς ἐπὶ ταϊς ἑτέρων
ἀναπαύσεσι τοὺς ἄλλους ἐν θλίψεσιν ὄντας, κὰν μὴ τύχωσι τινές, εὐφραίνεσθαι δὶ'
ἐκείνους, ὡς ἑνὸς σώματος εὐεργετηθέντος, πολλῶ μᾶλλον εἰ καὶ ἠμᾶς ἀναπαύσεις» (Ε.Π.Ε.
24,162-164). Μετάφρασις: Ἔχουμε ἀπὸ σένα, Φιλήμονα, καὶ παρηγοριά. Δηλαδή, ὄχι μόνο
χαίρομαι, ἀλλὰ καὶ παρηγοροῦμαι. Διότι ὅσους ἀναπαύεις μὲ τὴν ἀγάπη σου, εἶναι ἕνα
σῶμα μ' ἐμᾶς. Συμφωνοῦμε, ὅτι ὅσοι εἶναι θλιμμένοι, κι ἂν οἱ ἴδιοι δὲν ἀπολαμβάνουν
τίποτε, χαίρονται μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ ὅλο το σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀνακουφίζεται.
Πολὺ περισσότερο ἐγὼ αἰσθάνομαι χαρά, ἀφοῦ θ' ἀνακουφίσης καὶ μένα, ἰκανοποιώντας
τὸ αἴτημά μου.
• Πόσο φιλόσοφος ψυχὴ εἶναι ὁ Παῦλος! Ἃς βρίσκεται ὁ ἴδιος ἁλυσοδεμένος καὶ
ματωμένος. Όλα τὰ βλέπει ἐκκλησιαστικά, ὄχι ἀτομικά. Όταν μέλη τοῦ σώματος τοῦ
Χριστοῦ βρίσκουν παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυσι, φιλοξενία καὶ ἀνακούφιση κοντὰ στὸ Φιλήμονα,
εἶναι καὶ ὁ ἴδιος χαρούμενος.
Κι αὐτὴ ἡ φιλάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ Φιλήμονα δίνει τὴν ἐλπίδα, ὅτι καὶ τὸ Ζήτημα
τοῦ Ὀνησίμου θὰ τακτοποιηθῆ. Τόσα σπλάχνα ἁγίων ἔχουν ἀναπαυτῆ στὸν Φιλήμονα. Τὸ
δικό του «σπλάγχνον», ὁ Ὀνήσιμος, δὲν θὰ βρῇ ἀνάπαυση;

8
Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον, 9 διὰ τὴν ἀγάπην
μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὤν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ, 10 παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου,
᾿Ονήσιμον, 11 τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα· 12 σὺ δὲ
αὐτόν, τοῦτ' ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα, προσλαβοῦ·

Πνευματικὸ δικαίωμα (στ. 8)


Δικαίωμα καὶ θάρρος ἔχει καὶ ἀπόστολος Παῦλος, ὥστε ν' ἀπευθύνεται στὸ Φιλήμονα
καὶ νὰ τοῦ ζητάη τὰ πρέποντα. Δὲν ἦταν κανένας ξένος. Μαθητῆς τοῦ ἦταν. Ἀγάπη τοῦ εἶχε.
Ἀλλὰ δὲν ἐπιστρατεύει ἐδῶ τὴν προσωπική τους σχέσι. Τὸ θάρρος νὰ τοῦ ζητήση τὴ χάρι
γιὰ τὸν Ὀνήσιμο, τὸ ἀντλεῖ ἀπ' αὐτὸ ποὺ παραπάνω εἶπε γιὰ τὸ Φιλήμονα: Εἶχε τόση πίστι
καὶ ἀγάπη, ὥστε ὅλοι οἱ «ἅγιοι», οἱ χριστιανοί, ἀναπαύονταν κοντά του. Αἰσθάνονταν
ἄνετα, εὐχάριστα. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια σημειώνει: «Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν
ἔχων ἐπιτάσσειν σοὶ τὸ ἀνῆκον» (στ. 8). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἔχω ἀπ' τὸ Χριστὸ
πολὺ θάρρος καὶ δικαίωμα πάνω σου καὶ μπορῶ νὰ ἐπιβάλλω αὐτὸ ποὺ πρέπει».
Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε:
-Δὲν ἐκμεταλλεύομαι ἕνα μεγάλο «ἀτοῦ» ποὺ ἔχω. Χωρὶς περιστροφὲς μπορῶ νὰ σοῦ
ζητήσω νὰ κάνῃς τὸ καθῆκον σου γιὰ μιὰ συγκεκριμένη περίπτωσι. Κι εἶμαι σίγουρος, ὅτι
μόνο καὶ μόνο, ἐπειδὴ στὸ λέω ἐγὼ καὶ στὸ ζητῶ, θὰ τὸ κάνῃς. Ξέρω πόσο μὲ ἀγαπᾷς καὶ
μὲ λογαριάσεις. Μὲ θεωρεῖς πατέρα σου. Δὲν θὰ κάνῃς ἀνυπακοή.
Παρ' ὅλα αὐτά, δὲν μοῦ ἀρέσει ὁ τρόπος τῆς ἐπιταγῆς, τῆς ἐντολῆς, τῆς διαταγῆς.
Ἄλλωστε δὲν βρίσκεσαι σὲ στάδιο τέτοιο, ποῦ νὰ χρειάζεται νὰ ἐπιστρατεύσω τὴ λέξη
«ὑπακοή», γιὰ νὰ πετύχω ἀσυζητητὶ αὐτὸ ποὺ θέλω. Κάνεις μόνος σου ὑπακοή, γιατί ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ στὸ ὑπαγορεύει.
• Τὸ θάρρος γιὰ νὰ «ἐπιτάσσῃ» τὸ πρέπον, τὸ ὠφέλιμο, τὸ ἐπιβαλλόμενο, τοῦ τὸ εἶχε
δώσει ὁ Φιλήμων. Σὰν νὰ εἶχε πεῖ:
- Ό, τί χρειαστῆς, πατέρα καὶ δάσκαλε, ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι. Νὰ μὴ διστάσης νὰ μοῦ τὸ ζητήσης.
Λέει ὁ Χρυσόστομος: «“Παρρησίαν ἔχων”, ὅπερ μέγαν δεικνύντος ἣν τὸν Φιλήμονα
τουτέστι, παρρησίαν ἠμὶν ἔδωκας σύ. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καί το, “ἐν Χριστώ”,
ἐπαγαγών, ὅπερ δηλοῦντος ἔστιν ὅτι οὒχ ὡς ἐν τῷ κόσμῳ λαμπρότερον, οὐδὲ ὡς
δυνατώτερον, ἀλλὰ διὰ τὴν πίστιν τὴν εἰς τὸν Χριστὸν» (Ε.Π.Ε. 24,164). Μετάφρασις: «Ἔχω
θάρρος ἀπέναντί σου». Αὐτὸ ἔδειχνε σπουδαῖο χριστιανὸ τὸ Φιλήμονα. Δηλαδή, ἐσύ μου
ἔδωσες τὸ θάρρος. Καὶ δὲν λέει μόνο αὐτό, ἀλλὰ προσθέτει: «Στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Κι
αὐτὸ σημαίνει: Δὲν σοῦ ἔχω τὸ θάρρος, διότι εἶσαι λαμπρὸς κατὰ κόσμον ἢ πιὸ δυνατός,
ἀλλὰ διότι ἔχουμε τὴν ἴδια πίστι στὸ Χριστό.
• Ἔχει θάρρος νὰ ζητάη ἀπ' τὸ Φιλήμονα ὤρισμενα πράγματα, ὅπως καὶ ἀπὸ τόσους
ἄλλους μαθητὲς καὶ συνεργάτες του. Ἄλλωστε δὲν Ζητάει οὔτε κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλ'
οὔτε καὶ κάτι τὸ πολὺ βαρὺ καὶ μεγάλο. Ὁ ἴδιος ἀπ' τὸν ἑαυτὸ τοῦ ζητάει τὰ μεγάλα. Ὁ ἴδιος
ἔχει θυσιάσει ὅλα τα ἀτομικά του δικαιώματα καὶ Ζῇ πάντοτε μὲ τὸ «ἀπόκριμα τοῦ
θανάτου» (Β΄ Κορ. α' 9).
Ἀπ’ τὸν Φιλήμονα ζητάει «τὸ ἀνῆκον». Κάτι ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ χριστιανικὴ δεοντολογία.
Ζητάει τὸ αὐτονόητο γιὰ κάθε χριστιανό, πούναι ἡ ἀγάπη σὲ κάθε ἄνθρωπο, καὶ ἡ
συγγνώμη γιὰ ὅσα μᾶς ὄφειλουν οἱ ἄλλοι, πολὺ περισσότερο, ὅταν αὐτοὶ ἔχουν εἰλικρινὰ
καὶ ἔμπρακτα μετανοήσει. Ἂν στὸ «Πάτερ ἠμῶν» ἐξασφαλίσουμε τὴν προϋπόθεση γιὰ
ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων μας, μόνο ἂν «καὶ ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν» (Ματθ.
στ' 12), πῶς θὰ λογιστῆ χριστιανὸς κάποιος, ποῦ κοροϊδεύει τὸ Θεὸ καὶ στὸ «Πάτερ ἠμῶν»;
• Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συγγνώμη εἶναι τὸ «ἀνῆκον». Ὁ ἀδιαπραγμάτευτος ὅρος γιὰ ν' ἀνήκῃ
κανεὶς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, στὴν Ἐκκλησία τῆς συγγνώμης.

Ἕνας σεβάσμιος παρακαλεῖ! (στ. 9).


• Τί εὐγένεια ἔχει ὁ Παῦλος! Εἶχε πολλοὺς λόγους νὰ δώση ἐντολὴ νὰ δεχτῆ ὁ Φιλήμων
τὸν Ὀνήσιμο, νὰ τακτοποιηθῆ σὲ σύντομο διάστημα ἡ ἔκκρεμότητα μεταξύ τους καὶ νὰ
ζητήσῃ σύντομη ἐπιστροφὴ τοῦ Ὀνησίμου κοντά του. Δὲν τὸ κάνει. Προσφεύγει στὴν
παράκλησι. Λέει στὴ συνέχεια: «Διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ, τοιοῦτος ὧν ὡς Παῦλος
πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Χάριν ὅμως τῆς ἀγάπης προτιμῶ νὰ σὲ παρακαλέσω. Καὶ πιστεύω ὅτι θ' ἀκούσης ἕνα
Παῦλο, πούναι πλέον ἡλικιωμένος, καὶ μάλιστα αὐτὴ τὴν ἐποχὴ δέσμιος γιὰ τὸ εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Προτιμᾷ τὸν τρόπο, ποὺ ὑπαγορεύει ἡ ἀγάπη, ὄχι ἐκεῖνον ποὺ ἐπιτρέπει τὸ ἀξίωμά του.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλώ”. Ὠσανεῖ εἶπεν, οἶδα μέν,
ὅτι καὶ ἐπιτάττων ἀνύω μετὰ πολλῆς της ἐξουσίας, ἀπὸ τὸν προλαβόντων' πλὴν ἀλλ', ἐπειδὴ
πολλὴν ὑπὲρ τοῦ πράγματος Ποιοῦμαι σπουδήν, παρακαλῶ» (Ε.Π.Ε. 24,164). Μετάφρασις:
«Στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης μᾶλλον παρακαλῶ». Σὰν νάλεγε: Ξέρω, ὅτι καὶ μὲ προσταγὲς μπορῶ
μὲ πολλὴ εὐκολία νὰ πετύχω κάτι. Ἀλλ' ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ σπουδαῖο ζήτημα, γι' αὐτὸ
προτιμῶ νὰ σὲ παρακαλέσω.
• Τί εὐγένεια ἔχει ὁ Παῦλος! Δὲν ἐπικαλεῖται οὔτε τὸ ἀξίωμά του, οὔτε τὴν ὑπευθυνότητα
στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τὴν πνευματική του πατρότητα, οὔτε τοὺς κόπους του.
Προτιμᾷ τὸν παρακλητικὸ τρόπο. Καὶ δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ φορά.
Πολλὲς φορὲς Ζητάει νὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ πρέπει, καὶ σὲ δογματικὰ καὶ σὲ ἠθικὰ θέματα,
μὲ τόνο παρακλήσεως. Πολλοὶ εἶπαν, ὅτι αὐτὸ τὸ «παρακαλῶ» τοῦ Παύλου ἦταν πιὸ ἰσχυρὸ
καὶ ἀποτελεσματικὸ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐντολὴ καὶ διαταγή.
Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ εὐγένεια, ὅταν προέρχεται ἀπὸ μιὰ τόσο οὐρανομήκη μορφή,
εἶναι ἀπείρως δυνατότερη ἀπὸ λεκτικοὺς κεραυνούς. Μὲ τὴν παράκλησι κερδίσεις πολὺ
περισσότερα ἀπὸ ὅσα μὲ τὴν αὐστηρὴ ἐπιταγή. Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ ὁ
ἴδιος ὁ Παῦλος καὶ τὸ «ἐπιτάσσω» (Α΄ Κορ. ζ' 25. Τίτ. β΄ 15).
• Ὁ λόγος τοῦ εἶναι σὰν τὴ βροχή. Όταν πέφτῃ ἤρεμα καὶ συστηματικά, εἶναι ποτιστικὴ
καὶ ἀποδοτική. Ὅταν μετὰ ἀπὸ βροντὲς καὶ ἀστραπὲς πέφτῃ ὡς καταρράκτης καὶ
κατακλυσμός, ξερριζώνει τὰ δέντρα, δὲν τὰ ποτίζει.
Ἔτσι τὸν ἀκοῦμε σ' ὅλες σχεδὸν τὶς ἐπιστολές:
«Παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν
Ζῶσαν» (Ρωμ. Ἰβ' 1).
«Παρακαλῶ συναγωνίσασθαι μοὶ ἐν ταῖς προσευχαις» (Ρωμ. ἴε' 30).
«Παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἶνα τὸ αὐτὸ λέγηται πάντες» (Ἃ'
Κορ. ἃ' 10).
«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφεσ. δ' 1).
«Παρακαλῶ ὑμᾶς κυρώσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην. Εἰς τοῦτο καὶ ἔγραψα...» (Β ? Κορ. β' 8).
«Παρακαλῶ τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν Κυρίῳ» (Φιλιπ. δ' 2).
«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφεσ. δ' 1).
«Παρακαλῶ πρώτον ποιείσθαι δεήσεις» (Α΄ Τιμ. β' 1).
Καὶ ἀναλόγως συμβουλεύει καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ συνεργούς του νὰ ἐνεργοῦν:
«Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει» (Α΄ Τιμ. στ' 2).
«Ταῦτα λάλει καὶ παρακάλει» (Τίτ. β΄ 15).
• Ἡ παράκλησις τοῦ Παύλου βρίσκει ἀνταπόκρισι. Καὶ γιὰ ἕνα ἐπὶ πλέον λόγο. Δὲν εἶναι
κάποιος «νεόφυτος», κάποιος νεαρὸς ἐργάτης (A΄ Τιμ. γ΄ 6) τοῦ εὐαγγελίου ἢ κάποιος
νεόφερτος πρεσβύτερος.
Γέρασε πλέον στὴ σκληρὴ δουλειὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Εἶναι πρεσβύτης στὴν
ἡλικία.
• Πρέπει νὰ πλησίασε τὰ ἑξῆντα. Ἂν κατὰ τὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ἦταν νεανίας
(Πράξ. 2' 58), μετὰ ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια (36-66 μ.Χ.) στὴ διακονία τοῦ εὐαγγελίου,
θὰ ἦταν ἑξῆντα.
Γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πρεσβυτικὴ ἡλικία ἐθεωροῦντο τὰ ἑξῆντα χρόνια.
Γιὰ τὸν Παῦλο ὅμως ἦταν κάτι παρὰ πάνω. Βάραιναν περισσότερό τα χρόνια. Ἄλλη ὄψι
ἔχει ἐκεῖνος, ποὺ πέρασε τὰ χρόνια της ζωῆς του στὴν καλοπέρασι, καὶ ἄλλη ὁ
ἡλιοκαμμένος, ὁ σκληραγωγημένος, ὁ κουρασμένος, ὁ γεμάτος κακουχίες, ὁ βασανισμένος,
ὁ ἐργάτης -θὰ λέγαμε- βαρέων καὶ ἀνθυγιεινῶν ἐπαγγελμάτων!
Ἦταν ἀνθυγιεινὰ καὶ βαρέα τὰ ἐπαγγέλματα, ποὺ ἐξασκοῦσε ὁ Παῦλος. Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ
πολλά.
Χειρωνακτικά: Πολὺ κουραστικό το ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ (Πράξ. ιn' 3).
Ἱεραποστολικά: «Ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως» (Β΄ Κορ. ια' 23).
Βασανιστικά: Ἀρκεῖ νὰ διαβάση κανεὶς τὴν περικοπὴ Β' Κορ. ια' 23-33, γιὰ νὰ βεβαιωθῆ,
ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Παύλου δὲν Ζάρωσε καὶ γέρασε πρόωρα χωρὶς λόγο.
-Σεβάσμιε Παῦλε! Τὰ πρόωρα γερατειά σου δὲν φανερώνουν μόνο τὴν πνευματική σου
ὠρίμασι. Φανερώνουν σὲ μᾶς καὶ κάτι ἀκόμα: Κόπος καὶ μόχθος εἶναι ἡ ζωή, καὶ μάλιστα
γιὰ ἐκεῖνον, ποῦ τὰ δικά σου χνάρια θέλει νὰ βαδίση.
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια σκληρῆς δουλειᾶς ποιὰ ἢ σύνταξίς σου; Τὴν πῆρες στὸ
ταμιευτήριο τῆς φυλακῆς! Τὴν εἰσέπραξες σὲ αἷμα, μὲ τὸ μαρτύριό σου! Εἶναι τὸ μαρτύριο,
πού σου χάρισε σὺν-τάξι μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ!
• Σεβάσμιος ὁ Παῦλος! Βέβαια ὁ αὐθάδης ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ σὲ σεβασμίους ἐργάτες
τῆς Ἐκκλησίας δείχνει τὴν ἀνυπακοή του. Ὑψώνει θρασεῖα τὴν κεφαλὴ τῆς γνώμης του.
Κάποτε καὶ ἀναζητεῖ τρόπους ν' ἀνατρέψη ὅλο το πνευματικὸ ἔργο ἑνὸς σεβασμίου
ἱεραποστόλου!
Οἱ νεώτεροι, βλέπετε, τὰ ξέρουν ὅλα! Κανένα σεβασμὸ δὲν δείχνουν ὄχι ἁπλῶς στὴν
ἡλικία καὶ τὴν πεῖρα τοῦ γέροντα ποιμένα, ἀλλ' οὔτε στὴν ὥριμη πιὰ πνευματικότητά του
καὶ στὴ συνετή του γνώμη.
• Στοὺς συνεργοὺς τοῦ Παύλου δὲν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ἄλλωστε ὁ Παῦλος δὲν
παρακαλεῖ ἐδῶ το Φιλήμονα ἀπὸ κάποιο ἀναπαυτικὸ κάθισμα. Τὸν παρακαλεῖ μέσα ἀπ' τὴ
φυλακή. «Νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 9).
Ἡ παράκλησις ἀπὸ τὸν δέσμιό του Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἱερὴ δέσμευση γιὰ τὸν Φιλήμονα!
• Σεβάσμιος ὁ Παῦλος! Ποιὸς δὲν θ' ἀποδεχόταν ἕνα τέτοιο ἄθλητη καὶ πρωταθλητή;
Μόνο ποὺ θὰ τὸν βλέπαμε, θὰ σκύβαμε νὰ τοῦ φιλήσουμε τὰ ἁλυσοδεμένα χέρια καὶ τὰ
ἅγιασμενα ἀπ' τὸ περπάτημα τῆς ἱεραποστολῆς πόδια. Θὰ πέφταμε στὸν τράχηλό του,
ὅπως ἔπεσαν οἱ πρεσβύτεροί της Ἐφέσου καὶ θὰ τὸν καταφιλούσαμε (Πράξ. κ' 37).
Σ' ἕνα τέτοιο πολυσέβαστο πρόσωπο θ' ἄξιζε κάθε ὑπακοή. -Νάναι, Παῦλε ἀπόστολε,
εὐλογημένο ὅ,τι προστάζεις!
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὶς οὐκ ἂν τὸν ἀθλητῶν καὶ στεφανίτην ἐδέξατο
ὑπτίαις χερσί; Τὶς ὅρων διὰ Χριστὸν δεδεμένον, οὐκ ἂν μυρία ἔχαρισατο;» (Ε.Π.Ε. 24,164).
Μετάφρασις: Ποιὸς δὲν θὰ δεχόταν ν' ἁπλώση τὰ χέρια σ' αὐτὸν τὸν ἀθλητὴ καὶ νικητή;
Ποιὸς δὲν θὰ τοῦ ἔκανε ὁποιοδήποτε χατήρι βλέποντας τὸν φυλακισμένο;

Ἕνας δοῦλος γεννιέται ἐλεύθερος (στ. 10)


Μιλᾶνε γιὰ τὴν κατάργηση τοῦ θεσμοῦ τῆς δουλείας. Ἔγινε καὶ γίνεται. Ὄχι ὅμως μὲ τὰ
ὅπλα καὶ μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδελφοποίηση καὶ τὴν υἱοθεσία.
• Οἱ σκλάβοι γίναμε παιδιά. Οἱ σκλαβωμένοι στὴν ἁμαρτία, ἀγοράστηκαν ἀπ' τὸ Χριστό,
καὶ ἔγιναν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του. Δὲν τὸ βεβαιώνει μόνο ὁ
Παῦλος, ὅταν λέῃ, ὅτι δὲν εἴμαστε πλέον δοῦλοι, ἀλλ' εἴμαστε υἱοὶ (Γαλ. δ' 7), παιδιὰ τοῦ
Θεοῦ καὶ κληρονόμοι Του. Τὸ βεβαιώνει καὶ τὸ περίφημο προοίμιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην
εὐαγγελίου: Ὅσοι ἔλαβαν τὸν Ἰησοῦ, ὅσοι Τὸν πίστεψαν κι ἔχουν κοινωνία μαζί Του, πῆραν
τὸ δικαίωμα τῆς υἱοθεσίας, «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. ἃ' 12).
Ξαναγεννιέται ὁ χριστιανός. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν Ὀνήσιμο. Όταν παρακαλῇ τὸ
Φιλήμονα νὰ τὸν δεχτῆ, δὲν τὸν ὀνομάζει «δοῦλο». Τὸν ὀνομάζει «τέκνον» του. Στὴ νέα ζωὴ
τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας γεννήθηκε ἀπὸ ἕναν ἁλυσοδεμένο! Τὸ σημειώνει στὸν ἑπόμενο
στίχο ὁ Παῦλος: «Παρακαλῶ σὲ περὶ τοῦ ἔμου τέκνου, ὃν ἔγεννησα ἐν τοῖς δεσμούς μου,
Ὀνήσιμον» (στ. 10). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σὲ παρακαλῶ, Φιλήμονα γιὰ τὸ παιδί
μου. Τὸ γέννησα στὴ φυλακή. Εἶναι καρπὸς τοῦ κηρύγματος ἐδῶ μέσα. Πρόκειται γιὰ τὸν
Ὀνήσιμο».
• Ὁ Ὀνήσιμος ἦταν ἕνας δοῦλος. Ἐπειδὴ γνώρισε τὸν Παῦλο δεμένο στὴ Ρώμη καὶ
πίστεψε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν ἔπαψε νάχη τὸν πόθο νὰ δὴ τὸν κόσμο ἀπαλλαγμένο ἀπὸ
τὴν ἐπαίσχυντη δουλεία. Κάτι τούλεγε, πῶς ὁ δάσκαλός του, καίτοι δεμένος, ἔχει μεγάλη
δύναμι, ὅτι ὁ λόγος τοῦ μποροῦσε νὰ κηρύξη τὴ μεγάλη ἐπανάσταση γιὰ τὴν κατάργηση
τῆς δουλείας, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀκόμα ἐκεῖνος φανταζόταν. Θὰ εἶπε ὁπωσδήποτε στὸν
Παῦλο σὲ μιὰ ἀπ' τὶς πολλές τους συναντήσεις:
-Δούλεψε, δάσκαλε, δούλεψε, ν' ἀφανιστῆ ἡ δουλεία ἀπ' τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Νὰ μὴ
πουλιοῦνται καὶ νὰ μὴν ἀγοράζονται οἱ ἄνθρωποι. Νὰ μὴ κρατοῦν οἱ ἐπιστάτες στὸ χέρι τὸ
μαστίγιο. Νὰ μὴ πληγώνουν μὲ τὰ μαστιγώματα τὰ σώματα τῶν ἄτυχων δούλων. Νὰ μὴ
κλείνωνται οἱ τόσοι πουλημένοι στὶς φυλακές. Νὰ μὴ μονομαχοῦν ἀνυπεράσπιστοι μὲ τὰ
θηρία...
Τὸν ἄκουγε ὁ Παῦλος. Θὰ τοῦ ἀπαντοῦσε;
Ἂν δὲν μαραθῆ τελείως τὸ δέντρο, πῶς θὰ πείσης τὸν ἄλλον, ὅτι δὲν θὰ βγάZη πιὰ
πικροὺς καρπούς; Τὸ δέντρο τῆς ἀπανθρωπιᾶς ἤθελε ξερρίζωμα. Ἀλλ' αὐτὸ γίνεται μόνο μ'
ἕνα τσεκοῦρι. Λέγεται μετάνοια. Κι αὐτὴ ἐπέρχεται μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.
Ἤδη ὁ Ὀνήσιμος εἶχε ζήσει τὸ ξερρίζωμα στὴ δική του ψυχή. Ο παληὸς Ὀνήσιμος πέθανε.
Γεννήθηκε ἕνας καινούργιος Ὀνήσιμος. Ἡ γέννησίς του στὴ φυλακή. Ἐκεῖ καὶ ἡ βάπτισής
του. «Παρακαλῶ σὲ περὶ τοῦ ἔμου τέκνου, ὃν ἔγεννησα ἐν τοῖς δεσμούς μου, Ὀνήσιμον»
(στ. 10).
• Σὲ λίγο θὰ διαπιστώση, ὅτι κι ὁ ἄλλος εἶχε ξαναγεννηθῆ, ὁ ἀντίδικός του, ἃς ποῦμε ὁ
Φιλήμων.
Νὰ πῶς πεθαίνει ἡ δουλεία καὶ κὴ ἢ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Δυὸ ἄνθρωποι, ποῦ ἔχουν
«κοινωνία», κοινὴ πίστη καὶ ἀγάπη στὸ Χριστό, πάνω ἀπὸ ὅλα γίνονται καὶ οἱ δυὸ παιδιὰ
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδέλφια μεταξύ τους, ἰσότιμα. Κάθε ἄλλη κοινωνική διάκρισις ὑποχωρεῖ.
Σημειώνει ὁ Holzner:
«Ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα καλλιτέχνημα, σὲ λεπτότητα καὶ
εὐγένεια, ἀλλὰ μοιάζει σὰν ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ Παῦλος δὲν μποροῦσε νὰ σκεφτῆ νὰ κηρύξη ἁπλῶς, ὅτι ἡ δουλεία θεωρεῖται
ὅτι εἶχε καταργηθῆ. Ἡ κοινὴ γνώμη, ἡ ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, ἴσως καὶ τὸ συμφέρον τῶν
ἴδιων των δούλων, δὲν τὸ ἐπέτρεπαν.
Ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία εἶχε τότε πολὺ περισσότερους δούλους παρὰ ἐλεύθερους
πολῖτες. Ἀποτελοῦσαν μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας τῶν πλουσίων. Σπιτικὰ μὲ πολλὲς
χιλιάδες δούλους δὲν ἦταν κάτι τὸ σπάνιο.
Ἑκατομμύρια ἀκούραστα χέρια δούλευαν μέσα στὰ σπίτια, στὰ ἀγροκτήματα, στὰ
ἐργοστάσια, στὰ βυρσοδεψεῖα κ.λπ. Ἠσαν οἱ... ἀνεκτίμητοι ὑπηρέτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ
πολιτισμοῦ!».
• Παράκλησις γιὰ ἕνα δοῦλο, ποὺ ὅμως εἶχε γίνει παιδὶ τοῦ Παύλου. Γιὰ ἕνα κλέφτη, ποὺ
ὅμως τὸν εἶχε ἁρπάξει ἢ ἀγκαλιὰ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Ποιὸς ξέρει σὲ τί σταῦλο θὰ τὸν γέννησε ἡ ἄγνωστη μητέρα του; Τώρα τὸν γέννα ὁ
Παῦλος μέσα στὴ φυλακή. Πρόκειται γιὰ τὴν καινούργια γέννησι.
Όλες οἱ θαυμαστὲς γεννήσεις συμβαίνουν κάτω ἀπὸ ταπεινὲς συνθῆκες. Ἡ γέννησις τοῦ
Θεανθρώπου Ἰησοῦ γίνεται κάτω ἀπὸ συνθῆκες καταδιώξεως (Λουκ. β' 7. Ματθ. β' 13). Ἡ
Παναγία Μητέρα Τοῦ κατέφυγε σὲ σπήλαιο γιὰ τὴν ὑπερφυα γέννησι. Κι ἡ γέννησις
«ἄνωθεν» (Ἰωάν. γ' 3) κάθε πιστοῦ, γίνεται μέσα στὸ σπήλαιο τῆς ταπεινώσεως. Καὶ ἡ
γέννησις, ἡ ἀναγέννησης τοῦ Ὀνησίμου, συνέβη στὴ φάτνη τῆς φυλακῆς τῆς Ρώμης.
Σημειώνει πάλι ὁ Holzner:
«Ὅ,τι ἔχει ὁ χριστιανικὸς κόσμος σὲ γνήσια ἐλευθερία, τρέφεται, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπ'
τὴν πνευματικὴ κληρονομία τοῦ Παύλου, τοῦ πιστοῦ ἐρμηνευτοῦ τοῦ Ἰησοῦ. Εγώ Παῦλος
δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρακαλῶ σὲ περὶ τοῦ ἔμου τέκνου, ὃ ἔγεννησα ἐν τοῖς δεσμοὺς
μού”. Ἃς στέκεται γιὰ πάντα μέσα μας ὑψηλὰ ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ στὴν
ἐποχή, ὅπου τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τὸν κατέχει ἕνας Νέρων, μιλοῦσε μὲ τέτοια
τρυφερότητα, καί, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες, ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες, ποὺ
κρατοῦσαν δεμένη τὴν ἀνθρωπότητα!».

Ἄχρηστος καὶ εὔχρηστος (στ. 11).


Παρακαλεῖ ἕνας Παῦλος! Γιὰ τὸ παιδὶ τοῦ παρακαλεῖ. Γιὰ τὸν 'Ὀνήσιμο.
Ἡ παράκλησις ἑνὸς ἁγίου σκλαβωμένου πραγματικά... σκλαβώνει τὸν παραλήπτη τῆς
ἐπιστολῆς, τὸν Φιλήμονα. Ὁ Παῦλος ἦταν ὑπουργὸς τῆς χάριτος. Ἱερούργησε τὸ μυστήριο
μιᾶς ἀκόμα ἀλλοιώσεως. Ἕνας διαφορετικὸς Ὀνήσιμος βρίσκεται πλέον μπροστὰ στὸν
Φιλήμονα. Θὰ τὸ διαπιστώση σὲ λίγο. Τὸ σπίτι του θὰ εὐωδιάζῃ ἁπτὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητας,
ποῦ ζη πλέον ὁ πρώην κλέφτης καὶ δραπέτης. Τώρα ἔχει γίνει δραπέτης τοῦ διαβόλου.
Τόσκασε ἀπ' τὸ στρατόπεδο τοῦ κακοῦ. Εἶναι ἑκούσια στρατευμένος στὴν παράταξη τοῦ
Κυρίου, στὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Παῦλος προλείανε τὸ ἔδαφος, μπαίνει δυναμικὰ στὸ θέμα του. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Προελέανε. Καὶ πρότερον πείσας πᾶν ὅ, τιοῦν ὑπουργῆσαι ἐτοίμως, καὶ
παρασκευάσας αὐτοῦ τὴν ψυχὴν πρὸς πᾶσαν ὑπακοήν, τότε ἐπάγει τὴν δέησιν, καὶ φησι:
“Παρακαλῶ σὲ” καὶ μετὰ ἐγκωμίων “Περὶ τοῦ ἔμου τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοὺς
μοὺ”» (Ε.Π.Ε. 24,166). Μετάφρασις: Προετοίμασε ἀπὸ πρίν. Κι ἀφοῦ πρῶτα ἔπεισε τὸν
Φιλήμονα νὰ τὸν ὑπηρετήση μὲ προθυμία σὲ ὄ,τιδηποτε κι ἀφοῦ ἑτοίμασε τὴν ψυχή του
γιὰ κάθε ὑπακοή, τότε πρόσθεσε τὴν παράκλησι: “Σὲ παρακαλῶ", καὶ μάλιστα μὲ ἐπαίνους
“Γιὰ τὸ παιδί μου, ποῦ τὸ γέννησα στὴ φυλακὴ μού”.
• Δὲν ὡραιοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸ παρελθὸν κανενὸς ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο
της ἀλήθειας τῆς Γραφῆς! Κανενὸς ἀποστόλου καὶ ἁγίου δὲν ὡραιοποιεῖ τὸ παρελθόν. Ὅλοι
πρὶν κάτι ἤσαν. Μερικοὶ πολὺ στιγματισμένοι. Καὶ λοιπόν; Αὐτὸ ἐνδιαφέρει; Ή, καλύτερα,
ναί, αὐτὸ ἐνδιαφέρει! Καμαρώνει ἡ Ἐκκλησία τὸ παρὸν τῆς χάριτος ἀκριβῶς διότι τὸ
συγκρίνει μὲ τὸ παρελθὸν τῆς ἁμαρτίας.
Γιατί νὰ κρύψη ἢ Γραφὴ τὸ τί κλέφτης ἦταν πρὶν ὁ Ζακχαῖος, τὸ τί ἄδικος τελώνης ἦταν
πρὶν ὁ Ματθαῖος, τὸ τί βρωμιάρα ἦταν πρὶν ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, τὸ τί αἰμοδιψὴς ἦταν πρὶν
ὁ λῃστής, τὸ τί βασανιστῆς ἦταν πρὶν ὃ ἑκατόνταρχος;
Γιατί νὰ κρύψη ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τὸ τί ἦταν σὰν διώκτης Σαῦλος; Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ ᾖρθε
ὁ Χριστός, «καλέσαι ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ' 13).
Πῶς θὰ φανῆ ἡ καταπληκτικὴ δύναμις τοῦ φαρμάκου, ποῦ λέγεται μετάνοια; Πῶς θὰ
λάμψη ἡ μοναδικὴ μεταμορφωτικὴ ἰσχὺς τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, ποῦ λέγεται χάρις;
Γιατί, λοιπόν, κι ἐδῶ ὁ Παῦλος νὰ κρύψη τὸ παρελθὸν τοῦ Ὀνησίμου; Ναί, ἦταν αὐτὸ κι
αὐτό. Καὶ λοιπόν; Τώρα μᾶς νοιάζει τί εἶναι. Ναί, ἦταν γιὰ σένα, Φιλήμονα, ὁ ἄχρηστος.
Προτοῦ νὰ μοῦ τὸ πῇς ἐσύ, στὸ λέω ἐγώ. «Τὸν ποτὲ σοὶ ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ
εὔχρηστον» (στ. 11). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Κάποτε ὁ Ὀνήσιμός σου ἦταν
ἄχρηστος (τιποτένιος). Τώρα ὅμως εἶναι χρήσιμος καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα».
• Ἄχρηστος! Ἕνας τιποτένιος! Λὲς καὶ σὺ ἤσουνα σπουδαῖος! Ἀλλ' ἐν πάσῃ περιπτώσει.
Αὐτὸ τὸ σκουπίδι (ὅπως θεωρούσατε σεῖς οἱ «κύριοι» κάθε δοῦλο) ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε
λουλοῦδι. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «“Τὸν Ποτὲ σοὶ ἄχρηστον”. “Όρα πόση ἢ σύνεσις, πὼς
ὁμολογεῖ αὐτοῦ το ἁμάρτημα, καὶ τούτω σβεννὺς αὐτοῦ τὸν θυμόν. Οἶδα, φησίν, ὅτι
ἄχρηστος ἣν» (Ε.Π.Ε. 24, 166). Μετάφρασις: «Σοῦ ἦταν κάποτε ἄχρηστος». Πρόσεχε μὲ
πόση σύνεσι μιλάει γιὰ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ὀνησίμου καὶ πὼς μ' αὐτὸ τὸν τρόπο σβήνει τὴν
τυχὸν ὀργὴ τοῦ Φιλήμονα. Ξέρω, λέει, ὅτι κάποτέ σου ἦταν ἄχρηστος...
• Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός! Τὸν ἄχρηστο τὸν μεταβάλλει σὲ εὔχρηστο. Τὸ κάρβουνο τὸ κάνει
διαμάντι. Τὸ κοράκι τὸ παρουσιάζει περιστέρι. Τὸ λύκο τὸν μεταμορφώνει σὲ ἀρνί. Τὸν
ἄγριο τὸν μεταστρέφει σὲ ἅγιο. Ἄσε τὸ «ποτέ», τὸ τί ἦταν κάποτε. Κοίτα τὸ «νυνί», τὸ τί
εἶναι τώρα. «Νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον». Ένας Χριστός, ποῦ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
μεταβάλῃ τὸν ἄχρηστο σὲ εὔχρηστο, ἕνας τέτοιος Χριστὸς θὰ μοῦ ἦταν... ἄχρηστος!

Τὰ σπλάχνα τῆς καρδιᾶς του! (στ. 12)


Ο Παῦλος φανερώνει ὄχι μόνο τὴ μεταμορφωτικὴ χάρι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν
ξεχωριστὴ χαρὰ ποὺ ἔχει μὲ κάτι τέτοια παιδιά του, σὰν τὸν Ὀνήσιμο.
Παιδί, ποῦ τ' ἅρπαξες ἀπ' τὸ στόμα τοῦ λύκου, τ' ἀγαπᾷς περισσότερο.
Παιδί, ποῦ πόνεσε περισσότερο ἡ μάνα νὰ τὸ γεννήση, τ' ἀγκαλιάσει θερμοτέρα.
Παιδί, ποῦ ὁ πνευματικὸς πατέρας τὸ ἀνέσυρε ἀπ' τὸ βοῦρκο, τὸ προσέχει περισσότερο.
Καὶ τὸν Ὀνήσιμο τὸν γέννησε μὲ πόνο καὶ κόπο ὁ Παῦλος.
Μὲ πόνο, γιατί ὁ πνευματικὸς τοκετὸς ἔγινε μέσα στὴ φυλακή.
Μὲ κόπο, γιατί ἦταν δύσκολη περίπτωσις ὁ Ὀνήσιμος. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν ἀγαπάη
φλογερότερα καὶ τρυφερότερα ἕνα τέτοιο «τέκνον» ὁ μεγάλος Πατέρας; Ο ἑπόμενος στίχος
ἀποκαλύπτει τὴν καρδιακὴ ἀγάπη τοῦ Παύλου. «Ὃν ἀνέπεμψα. Σὺ δὲ αὐτόν, τούτ' ἔστι τὰ
ἔμα σπλάγχνα, προσλαβοὺ» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σοῦ τὸν στέλνω πάλι
κοντά σου. Καὶ σὺ νὰ τὸν καλοδεχτῆς. Τὸν ἀγαπῶ πάρα πολύ. Τὸν ἔχω στὴν καρδιά μου».
• Μὲ πόνο καὶ δάκρυα τὸν γέννησε, τὸν νουθέτησε, τὸν καλλιέργησε. Ὁπωσδήποτε μὲ
πόνο ἀναγκάζεται τώρα νὰ τὸν πέμψη. Θέλει νὰ τὸ καταλάβη αὐτὸ καὶ ὁ Φιλήμων, ὅτι τοῦ
στέλνει ὅ,τι ἔκλεκτοτερο ἔχει, ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος. Σὰν νὰ ξερριζώνη τὴν καρδιά του καὶ
νὰ τοῦ τὴν στέλνῃ! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ αὐτόν, φησί, τέκνον ἐκάλουν, εἰ μὴ
σφόδρα ἣν εὔχρηστος. "Ὅπερ Τιμόθεον ἐκάλεσα, τοῦτο καὶ τοῦτον. Καὶ πολλαχοὺ τὴν
φιλοστοργίαν δεικνύς, ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῆς ὠδίνος ἔντρεπει... “Ώστε μάλιστα αὐτὸν φιλεῖ,
εἶκος, ὅτι ἓν πειρασμοὺς αὐτὸν ἔτεκεν. "Ὅτι γὰρ περὶ ἐκεῖνα τὰ παιδία μάλιστα ἐκκαιόμεθα,
δηλον, ὅταν κινδύνοις διαφύγωμεν καὶ ἐν αὐτοῖς τέκωμεν» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις:
Δὲν θὰ τὸν ὠνόμασα τέκνο μου, ἂν δὲν ἦταν πολὺ χρήσιμος. Μὲ τὸ ὄνομα, ποῦ κάλεσα τὸν
Τιμόθεο, μὲ τὸ ἴδιο κάλεσα καὶ τὸν Ὀνήσιμο. Καὶ γιὰ νὰ δείξη τὴ φιλοστοργία, θυμίζει τὸ
χρόνο καὶ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεώς του... Εἶναι εὔλογο νὰ τὸν ἀγαπάη πάρα πολύ, ἐπειδὴ
τὸν γέννησε στοὺς πειρασμούς του. Διότι πραγματικὰ γι' αὐτὰ τὰ παιδιὰ νοιαζόμαστε
περισσότερο, ποῦ τὰ γεννήσαμε μέσα σὲ κινδύνους, τοὺς ὁποίους καὶ ξεφύγαμε.
• Μὲ πόνο ἐκεῖνος, ὁ Παῦλος, ἔστειλε τὸν Ὀνήσιμο. Μὲ τιμὴ ὀφείλει ὁ ἄλλος, ὁ Φιλήμων,
νὰ τὸν δεχτῆ. Ὄχι ἁπλῶς κατ' ἀνάγκην ν' ἀνοίξη τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ νὰ τὸν
φιλοξενήση, μιὰ ποῦ τὸ Ζητάει ὁ Παῦλος! Ὄχι ἁπλῶς νὰ τοῦ παραχωρήση κάποιο χῶρο στὸ
μεγάλο του σπίτι, γιὰ νὰ διαμένῃ, μιὰ ποῦ ἢ χριστιανικὴ φιλοξενία τὸ ἀπαιτεῖ. Ὄχι ἁπλῶς
νὰ ξεχάση τὴ συμπεριφορὰ τοῦ δούλου του, μιὰ ποῦ κι ὁ Χριστὸς τὸν εἶχε κι αὐτὸν
συγχωρήση.
Ὀφείλει νὰ κάνω κάτι πολὺ σπουδαιότερο καὶ ὑψηλότερο. «Προσλαβού»! τοῦ λέει.
Ἐξηγεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶπεν, “ἀποδεξαι”, οὐκ εἶπε, “μὴ ὄργισθης), ἀλλὰ
“προσλαβού”: τουτέστιν, οὐχὶ συγγνώμης μόνον, ἀλλὰ καὶ τιμῆς ἔστιν ἄξιος. Διατί; Τέκνον
Παύλου γέγονεν» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις: Δὲν τοῦ εἶπε ἁπλῶς «νὰ τὸν δεχτῆς». Δὲν
τοῦ εἶπε ἁπλῶς «νὰ μὴν ἐξοργιστῆς μαΖί του». Τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸν προσλάβης», δηλαδή, δὲν
ἦταν μόνο ἄξιος συγγνώμης ἦταν ἄξιος καὶ τιμῆς. Γιατί; Μὰ ἁπλούστατα, διότι ἦταν τέκνο
τοῦ Παύλου.
• Θὰ τὸν προσλάβης! Δὲν θὰ τὸν προσλάβης στὴν ὑπηρεσία σου. Αὐτὸ ἔτσι κι ἀλλιῶς θὰ
τὸ κάνῃ ὁ Ὀνήσιμος. Εἶναι εὔχρηστος. Εἶναι καὶ ἱκανὸς γιὰ κάθε ἐργασία καὶ πρόθυμος γιὰ
ὁποιαδήποτε ταπεινὴ διακονία. Δὲν ἔννοω ὅμως, Φιλήμων, αὐτὸ μὲ τὸ «προσλαβού». Κάτι
βαθύτερο ἐπισημαίνω. Κάτι σὰν αὐτό, ποῦ ὃ Κύριός μας ἔκανε γιὰ μᾶς.
Μᾶς προσέλαβε ὁ Χριστός. Μᾶς ἀγκάλιασε. Μᾶς φορτώθηκε. Μᾶς πῆρε πάνω του. Ἔγινε
κοινωνὸς τῆς δικῆς μας φύσεως.
Καταλαβαίνει ὁ Φιλήμων Ποιὰ ἀγαπητικὴ σχέση ἀπαιτεῖ αὐτὸ τὸ «προσλαβού», ποῦ τὸν
παρακαλεῖ ὁ Παῦλος. Καὶ δὲν τὸ Ζητάει μόνο ἀπ' ἐκεῖνον. Τὸ Znτάει ἀπὸ ὅλους τους
πιστούς: «Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς» (Ρωμ.
ἴε' 7).
• Ὄχι μιὰ ψυχρὴ ἀγάπη. Ὄχι μιὰ ἁπλὴ συμπάθεια. Ὄχι μιὰ ἀπὸ μακρυὰ βοήθεια. Ὄχι μιὰ
ἁπλὴ κατανόησι. Κάτι παρὰ πάνω. Μιὰ ἐσωτερικὴ ἑνότητα. Μιὰ κοινωνία ἀγάπης. Ὁ ἕνας
νὰ προσλαμβάνῃ τὸν ἄλλον. Ὁ ἕνας κοινωνὸς τοῦ ἄλλου.
• Ὁ καθένας ἕνα μὲ τὸν ἄλλον. Κι ὅλοι μαζὶ ἕνα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

13
ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς
τοῦ εὐαγγελίου· 14 χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ
ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον. 15 τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν,
ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, 16 οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν,
μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ!
Ἐπιθυμητὸς γιὰ διάκονος τοῦ Παύλου! (στ. 13)
Θαμπωμένος ὁ 'Ὀνήσιμος ἀπ' τὴ μορφὴ τοῦ διδασκάλου καὶ προστάτη τοῦ Παύλου,
συγκινημένος ἀπ' τὴν ἀγάπη ποὺ ἀπολάμβανε κοντά του, ἀσφαλῶς δὲν θάθελε νὰ τὸν
ἀφήση. Ἄλλωστε ποῦ θάβρισκε καλύτερη συντροφιά, ὠφελιμότερο τόπο; Πιθανὸν κάποτε
καὶ νὰ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ παραμείνη γιὰ πάντα κοντὰ στὸ μεγάλο Ἀπόστολο:
-Δός μου τὴν ἄδεια, ὅλη μου τὴ ζωὴ νὰ μείνω κοντά σου. Νὰ σοῦ προσφέρω τὴ βοήθειά
μου. Νὰ κάνω πρᾶξι τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς μου.
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ 'Ὀνησίμου ἦταν καὶ τοῦ Παύλου ἐπιθυμία. Ἤθελε τὸν Ὀνήσιμο κοντά του,
βοηθό του, συνεργό του, μέλος τῆς ἐκκλησίας τῶν δεσμῶν, ὅπως εἶχε ἀναδειχτῆ ἐκεῖνος ὁ
μικρὸς οἰκίσκος, ποὺ εἶχε νοικιάσει. «Ἔμεινεν ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίων μισθώματι
καὶ ἀπεδέχετο πάντας τους εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν, κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως»
(Πράξ. κὴ' 30).
• Ποῦ ἔμενε ὁ Παῦλος; Ἀσφαλῶς σὲ κάποιο φτωχικὸ καλυβάκι, ποῦ βέβαιά το
φρουροῦσαν ὠπλισμένοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες. Ὑπάρχουν μέγαρα, ποῦ καλύπτουν
μικρότητες. Καὶ τυλίγονται στὴ σκοτεινιὰ τῆς διαφθορᾶς, τῆς ρᾳδιουργίας καὶ τῆς
κακότητας. Κι ὑπάρχουν χαμόσπιτα, ποῦ θάλπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ
μεταβάλλονται σὲ φωτεινὰ κατοικητήρια ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας.
• Αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νάχη κοντά του γιὰ στήριγμα, συνεργάτες του. Κι εἶχε μέσα σὲ
λίγο διάστημα ἐξελιχθῆ σὲ συνεργάτη τοῦ ὁ Ὀνήσιμος. Διαφαίνεται ἡ ἐπιθυμία τοῦ Παύλου
στὸν ἑπόμενο στίχο: «Ὃν ἐγὼ ἔβουλομην πρὸς ἔμαυτον κατέχειν, ἶνα ὑπέρ σου διακονῇ μοὶ
ἐν τοῖς δεσμοὺς τοῦ εὐαγγελίου» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ἤθελα νὰ
τὸν κρατήσω κοντά μου, γιὰ νὰ μὲ διακονῇ ἀντὶ γιὰ σένα, τώρα ποὺ βρίσκομαι στὴ φυλακὴ
χάριν τοῦ εὐαγγελίου».
• Σὰν νὰ λέῃ στὸ Φιλήμονα:
-Ἔπρεπε νὰ εἶσαι σὺ κοντά μου. Μιὰ ὅμως ποὺ δὲν μπορεῖς ἐσύ, τὴ θέση σου πρέπει νὰ
τὴν ἀναπληρώση ὁ δικός σου ἄνθρωπος, ὁ Ὀνήσιμος. Εἶναι καλὸς διάκονος γιὰ τὶς ποικίλες
ἐδῶ ἀνάγκες.
Καὶ ὁ Φιλήμων καὶ κάθε χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἶναι συνεργὸς τοῦ εὐαγγελίου. "Ἂν δὲν
μπορεί ὁ ἴδιος, τουλάχιστον ἃς μὴν ἐμποδίζη τοὺς ἄλλους, ποῦ καὶ καλοῦνται γιὰ τὸ ἔργο
αὐτὸ καὶ ἱκανοὶ εἶναι ν' ἀνταποκριθοῦν στὶς ἀνάγκες του. Ἀλλὰ καὶ νὰ προτρέπῃ.
Ἂν δὲν μποροῦν ὁρισμένοι νὰ βρίσκονται στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης γιὰ τὸ εὐαγγέλιο
καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μποροῦν ὅμως στὰ μετόπισθεν νὰ προσφέρουν τὴ βοήθειά τους.
Πῶς θ' ἀγωνιστοῦν στὶς πολεμίστρες καὶ στὰ μετερίζια οἱ ἥρωες, ἂν στὰ μετόπισθεν δὲν
ὑπάρχουν οἱ σιτιστὲς κι οἱ φροντιστές, ὅσοι μεριμνοῦν γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐνδυμασία
τῶν ἀγωνιζομένων;
• Ὅλοι εἶναι εὔχρηστοι στὴ διακονία τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὅλοι ἔχουν
χρέος. Καὶ ὁ Φιλήμων ἦταν ὀφειλέτης. Λόγω ἀποστάσεως ἢ ἄλλων περιστάσεων, δὲν
μποροῦσε νὰ κάνῃ τὴ θητεία τοῦ κοντὰ στὸ δέσμιο Παῦλο. Τὸν ἀναπληροῦσε τρόπον τινὰ
ὁ 'Ὀνήσιμος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εὖρες, φησίν, ὅπως ἀποδῶς τὴν πρὸς ἐμὲ
λειτουργίαν δὶ' αὐτοῦ» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις: Βρῆκες, λέει, τὸν τρόπο νὰ προσφέρῃς
τὴν ὀφειλομένη σὲ μένα ὑπηρεσία σου, διὰ τοῦ Ὀνησίμου.
Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου (στ. 14) Παρ' ὅλα αὐτά, δὲν θεωρεῖ πρέπον νὰ κρατήση
τὸν Ὀνήσιμο χωρὶς τὴ θέλησί του Φιλήμονα. Σὰν νὰ τοῦ λέῃ:
-Ἐγὼ θὰ σοῦ τὸν στείλω, καὶ σὺ κᾶνε ὅπως καταλαβαίνεις. Καὶ δὲν ἐννοῶ το πῶς θὰ τὸν
καλοδεχτῆς καὶ πῶς θὰ τὸν θεωρῇς. Αὐτὰ στὰ σημειώνω. Ἐννοῶ κάτι ἄλλο: Ἂν δῇς, ὅτι δὲν
ὑπάρχει πλέον λόγος νὰ εἶναι κοντά σου, στεῖλε τὸν, μιὰ ποὺ τὸ θέλει τόσο πολύ.
Σημειώνει στὴ συνέχεια: «Χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἤθελησα ποιῆσαι, ἶνα μὴ ὡς
κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ἤ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν θέλησα νὰ τὸ κάνω χωρὶς τὴ συγκατάθεσή σου. Τὸ
καλὸ ποῦ θὰ κάνῃς, δὲν θέλω νὰ γίνῃ ἀναγκαστικά, ἀλλὰ νὰ προέρχεται ἀπ' τὴν προαίρεσή
σου».
• Θὰ εἶχε ἀντίρρησι; Θὰ παρεξηγεῖτο ὁ Φιλήμων, ἂν κάτι ποῦ κάποτε τοῦ ἀνῆκε, τώρα τὸ
κρατᾷ ὁ Παῦλος; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄλλωστε θηρίο ἀπ' τὸ κλουβὶ τοῦ βγῆκε ὁ Ὀνήσιμος.
Περιστέρι στὴ φωληὰ τοῦ Παύλου κούρνιασε.
Θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ ὁ Παῦλος:
-Κούτσουρο ἔφυγε ἀπὸ σένα. 'Ἀριστούργημα, ψυχικὸ καλλιτέχνημα ἔγινε κοντά μου.
Σιγὰ-σιγὰ μὴ σοῦ τὸν στείλω! Σὲ μένα ἀνήκει. Ἢ μᾶλλον, στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπου ἢ χάρις
τὸν στείλη γιὰ ἀποστολικοὺς λόγους, ἐκεῖ θὰ πάῃ.
• Δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση ὁ Φιλήμων. Οὔτε θὰ θεωροῦσε, ὅτι παραθεωρεῖται ἡ γνώμη του
γιὰ τὴν τύχη τοῦ Ὀνησίμου. Κι ὁ Παῦλος τὸ πιστεύει αὐτό.
Δὲν τοῦ λέει: «Δὲν θέλησα νὰ τὸν κρατήσω, γιὰ νὰ φανῆ ὅτι κατ' ἀνάγκην κάνεις ἕνα
καλό».
Δὲν θὰ τὸ ἔκανε ὁ Φιλήμων κατ' ἀνάγκην. Εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκανε. Εὐχαρίστως θὰ
παραχωροῦσε ὁποιοδήποτε νομικό του δικαίωμα γιὰ τὴ χρήση τοῦ Ὀνησίμου.
Τοῦ λέει, λοιπόν, «ὡς κατ' ἀνάγκην». Δὲν θέλει νὰ φανῆ, ἔστω καὶ ἐλάχιστα ὡς
ἀναγκαστικὴ ἢ συγκατάθεσης τοῦ Φιλήμονα. Λέει σχετικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δύο
ἀγαθὰ ἐντεῦθεν γίνεται, κακεῖνος κερδαίνει, καὶ οὗτος ἀσφαλέστερος καθίσταται. Καὶ οὐκ
εἶπεν, ἶνα μὴ κατὰ ἀναγκην”, ἀλλ', “ὡς κατὰ ἀναγκην”. Ἤδειν μὲν γάρ, φησίν, ὅτι καὶ μαθῶν,
ἀλλὰ ἀθρόον γνούς, οὐκ ἂν ἤγανακτησας, ἀλλ' ὅμως ἐκ πλείονος περιουσίας, ἶνα μὴ ὡς
κατὰ ἀνάγκην» (Ε.Π.Ε. 24,168). Μετάφρασις: Δυὸ ἀγαθὰ προκαλοῦνται ἐδῶ. Κι ἐκεῖνος (ὁ
Φιλήμων) κερδίζει κι αὐτὸς (ὁ Παῦλος) ἐνεργεῖ ἀσφαλέστερα. Καὶ δὲν εἶπε, «γιὰ νὰ μὴ γίνῃ
ἀναγκαστικά», ἀλλ' εἶπε, «σὰν ἀπὸ ἀνάγκη». Σὰν νὰ λέῃ στὸ Φιλήμονα ὁ Παῦλος: Γνώριζα,
ὅτι κι ἂν δὲν τόξερες καὶ τὸ μάθαινες ξαφνικά, δὲν θ' ἀγανακτοῦσες. Ἀλλὰ Ζητῶ τὴν ἔγκρισί
σου, καὶ γιὰ νὰ φανῆ ἢ καλή σου διάθεσις καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνῃ σὰν ἀπὸ ἀνάγκη.
• Προτοῦ νὰ γράψη αὐτὰ ὁ Παῦλος στὸ Φιλήμονα, εἶχε προετοιμάσει τὸν Ὀνήσιμο γιὰ
τὴν ἐπιστροφή του στὶς Κολοσσές. Τοῦ μίλησε ξεκάθαρα:
-Παιδί μου Ὀνήσιμε! Ὁ Θεός μου ἔκανε τὸ μεγάλο δῶρο, τὴ δική σου μετάνοια καὶ
ἐπιστροφή. Στὴ στέρηση τῆς δικῆς μου ἐλευθερίας εἶδα τὴ δική σου ἔνταξι στὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Τώρα σου ζητῶ μιὰ χάρι.
Ἐναγώνια περίμενε ν' ἀκούση ὁ Ὀνήσιμος.
-Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψης στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα.
-Στὸ σπίτι τοῦ Φιλήμονα; Πῶς; Καὶ γιατί; Δὲν ἀντέχω νὰ ξαναγίνω δοῦλος. Σὲ ἱκετεύω, μὴ
μοῦ ζητᾷς νὰ ξανασκύψω τὸ κεφάλι στὸ Ζυγὸ τῆς σκλαβιᾶς. Ἄφησε μὲ νὰ zήσω κοντά σου.
Εἶναι τόσο ὡραία ἢ σύναξίς μας ἐδῶ...
-Δὲν κατάλαβες, Ὀνήσιμε. Ὄχι, παιδί μου, δὲν σὲ στέλνω γιὰ νὰ ξαναπιάσης τὴ ζωὴ τῆς
σκλαβιᾶς. Σὲ στέλνω νὰ πληρώσης τὸ χρέος τῆς μετανοίας. Πρέπει νὰ τὴν φανερώσης μὲ
τὴν ἐπιστροφή σου στὸ Φιλήμονα. Νὰ ἐπανορθώσης τὸ λάθος σου. Δὲν θὰ ξαναγίνῃς
δοῦλος. Δὲν εἶσαι πιὰ δοῦλος. Εἶσαι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφός του Φιλήμονα. Καὶ ποῦ
ξέρεις; Μπορεῖ καὶ πάλι νὰ γυρίσης κοντά μου. Μὰ εἴτε ἐδῶ, εἴτε ἐκεῖ, αἰώνια θὰ εἶσαι καὶ
μὲ τοὺς δυό μας, καὶ μὲ μένα καὶ μὲ τὸ Φιλήμονα. Καὶ κάτι ἀκόμα, Ὀνήσιμε. Δὲν θὰ πᾶς
μόνος σου. Θὰ εἶναι καὶ ὁ Τυχικός. Καὶ μάλιστα, θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα γράμμα γιὰ τὸν
Φιλήμονα...
Ο Ὀνήσιμος ὑπάκουσε.
• Ποιὸς θὰ φανταζόταν, ὅτι αὐτὸ τὸ γράμμα θάταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα κείμενα τῶν
αἰώνων; Πῶς θὰ γινόταν ἀνάγνωσμα γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία;

Δεσμοὶ αἰώνιοι (στ. 15).


Θαυμάσουμε πολλὰ σ' αὐτὸ τὸ γράμμα, στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή. Φαίνεται ν'
ἀναφέρεται σ' ἕνα δοῦλο, ἀλλὰ πληροφορεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους γιὰ τὴν παγκόσμια
ἀπελευθέρωση καὶ ἀπολύτρωσι. Φαίνεται νὰ ἔχῃ τοπικὸ καὶ χρονικὸ προσδιορισμό, ἀλλὰ
φανερώνει τὴν αἰώνια «διάρκεια» τῆς ἀγάπης.
Ο χριστιανικὸς δεσμὸς δὲν ἔχει ὅρια. Εἶναι παντοτινός, αἰώνιος. Αὐτὸ τονίΖει στὸν
ἑπόμενο στίχο: «Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἶνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς» (στ.
15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἴσως μάλιστα γι' αὐτὸ ἀποχωρίστηκε προσωρινὰ ἀπὸ
σένα, γιὰ νὰ τὸν ἔχῃς παντοτινὰ δικό σου».
• Ἀκούσιος ἦταν ὁ χωρισμὸς τοῦ Ὀνησίμου καὶ τοῦ Φιλήμονα. Οἱ σχέσεις τοὺς φυσικὰ
δὲν ἦταν ὅ,τι καλύτερο. Ὁ ἕνας δοῦλος, ὁ ἄλλος ἀφεντικό. Ὅμως δραπέτευσε ὁ δοῦλος κι
ἐπῆλθε ὁ χωρισμός.
Θὰ μποροῦσε βίαια νὰ ἐπιδιώξη ὁ Φιλήμων τὴν ἐπανένταξη τοῦ σκλάβου στὸ σπιτικό
του; Δὲν τὸ γνωρίζουμε. Οὔτε κι ἦταν τόσο εὔκολο.
Ἡ ἀστυνομία τῆς Ρωμαϊκῆς παγκόσμιας κυριαρχίας, παρ' ὅλη τὴ δικτύωσί της, μᾶλλον
δὲν θὰ ἦταν ἐφικτὸ νὰ βρῇ ἕνα δοῦλο στὴ Ρώμη καὶ νὰ τὸν μεταφέρῃ, μὲ βάση τὴν ἰσχύουσα
νομοθεσία, στὴ Φρυγία, στὶς Κολοσσές.
• Συνέλαβε ὅμως τὸ δραπέτη ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Ὁ φύλακάς της βρισκόταν...
φυλακισμένος! Φύλακας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς καταπιεσμένους τῆς γῆς. Ο Παῦλος
εἶναι ὁ ἐλευθερωτὴς τοῦ Ὀνησίμου. Ἐκεῖνος τὸν πείθει νὰ ἐπανασυνδεθῆ μὲ τὸν «κύριό»
του, μὲ τὸν Φιλήμονα, μ' ἕναν ἄλλο ὅμως σύνδεσμο.
• Γιὰ λίγο, λοιπόν, τὸν ἔχασε ὁ Φιλήμων. Γιὰ πολὺ στὸ ἑξῆς θὰ τὸν ἀπολαμβάνῃ.
Κερδισμένος ὁ Ὀνήσιμος, ποῦ ἀντὶ γιὰ τιμωρία, βρῆκε τὴ χάρι: ἀντὶ γιὰ δοῦλος, τιμᾶται
ὡς υἱὸς καὶ ἀδελφός.
Κερδισμένος κι ὁ Φιλήμων, ποῦ θάχη πλέον ὄχι ἕνα δοῦλο, ἂλλ' ἕνα πιστὸ ἀδελφό: ἀντὶ
γιὰ κύριός του θάναι ὄμαιμος ἀδελφός, ἀφοῦ στὶς φλέβες τους θὰ ρέῃ πλέον τὸ ἴδιο αἷμα,
τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. «Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἔχωρισθη πρὸς ὥραν, ἶνα αἰώνιον αὐτὸν
ἀπέχῃς» (στ. 15). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο ἔχωρισθης”, φησί, “πρὸς ὤραν”.
Καὶ τὸν χρόνον συστέλλει, καὶ τὸ ἁμάρτημα ὁμολογεῖ, καὶ τρέπει τὸ πᾶν εἷς οἰκονομίαν. "Ἶνα
αἰώνιον αὐτόν”, φησίν, “ἀπέχης”, οὐκ ἐν τῷ παρόντι μόνον καιρῶ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι,
ἕνα διὰ παντὸς ἔχῃς αὐτόν, οὐκέτι δοῦλον, ἀλλὰ τιμιώτερον δούλου: δοῦλον γὰρ μένοντα
εὐνοϊκώτερον ἕξεις ἀδελφοῦ. “Ώστε καὶ τῷ χρόνῳ κεκέρδακας καὶ τὴ Ποιότητα» (Ε.Π.Ε.
24,170). Μετάφρασις: «Γι' αὐτὸ τὸν ἀποχωρίστηκες», λέει ὁ Παῦλος, «προσωρινά». Ἔτσι
καὶ τὸ χρόνο συντέμνει καὶ τὸ ἁμάρτημα φανερώνει, ἀλλὰ κυρίως ἀποδίδει ὅλο το γεγονὸς
στὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. «Γιὰ νὰ τὸν ἔχῃς», λέει, «παντοτινά», ὄχι μόνο στὴν παροῦσα
Ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴ μέλλουσα. Θὰ τὸν ἔχῃς παντοτινὰ ὄχι ὡς δοῦλο, ἀλλ' ὡς πολυτιμότερο
ἀπὸ δοῦλο. Κι ἂν βρίσκεται στὸ σπίτι σου ὡς ὑπηρέτης, θὰ τοῦ συμπεριφέρεσαι πιὸ
καλωσυνάτα κι ἀπὸ ἀδελφό. “Ώστε κέρδισες καὶ σὲ χρόνο καὶ σὲ ποιότητα.
• Ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει καὶ χαρίζει. Ἐπιτρέπει γιὰ λίγο νὰ χωριζώμαστε.
Χαρίζει αἰώνια νὰ ποῦμε μαζί. «Ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἶνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς».
Ὅταν φεύγῃ κανείς, Χωρίζεται ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους.
Ὅταν φεύγῃ γιὰ ταξίδι, ἔχει τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπιστρέψη.
Ὅταν φεύγῃ κανεὶς κάτω ἀπὸ συνθῆκες ἄσχημες, θέλει ν' ἀπαλλαγῆ ἀνεπιθύμητης Ζωῆς.
Ὅταν φεύγῃ, κι αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀποχαιρετοῦν ξέρουν πῶς σὲ λίγο κι αὐτοὶ θὰ φύγουν καὶ
θὰ συναντηθοῦν γιὰ νὰ ζοῦν μαζὶ γιὰ πάντα σὲ ἀπείρως καλύτερες συνθῆκες, τότε ἡ ἐλπίδα
γεννάει τὴν κρυφὴ χαρά.
• Αὐτὴ εἶναι ἡ φυγὴ τοῦ πιστοῦ ἀπ' τὴν παροῦσα Ζωή, Φυλακισμένη ἡ ψυχή, δραπετεύει
ἀπ' τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο καὶ φτερουγίζει στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία. Ὁ χωρισμὸς κάνει
πολλοὺς νὰ θλίβωνται.
Σὲ καθένα, ποῦ λυπᾶται γιὰ τὸ θάνατο δικοῦ του προσώπου, «καθάπερ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ
ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ' 13), ἐπαναλαμβάνει ὁ Παῦλος: «'Ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἶνα
αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς».
Γιὰ λίγο τὸν ἔχασες ἀπ' τὰ μάτια σου. Αἰώνια θὰ τὸν βλέπῃς στὴν οὐράνια
πραγματικότητα. Γιὰ λίγο ἔφυγε. Αἰώνια θὰ εἶναι μαζί μας, ἀρκεῖ ν' ἀξιωθοῦμε ὅλοι της
μακαρίας Ζωῆς.
Δραπέτευσε πρὶν ἀπό μας καὶ πορεύτηκε γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητας καὶ τῆς
τελειότητας. Πρὶν ἀπό μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ μᾶς. Δέεται ὑπὲρ ἠμῶν. Μᾶς περιμένει.

Πρὶν δοῦλος, τώρα ἄδελφος ἀγαπητὸς (στ. 16)


Κέρδισε ὁ Φιλήμων σὲ ποιότητα! Τὸ ἴδιο πρᾶγμα νάναι κανεὶς δοῦλος, καὶ τὸ ἴδιος
ἀδελφός; Κι ὄχι ἁπλῶς ἀδελφός, διότι καὶ τ' ἀδέλφια κάποτε δὲν εἶναι ἀγαπημένα.
Φιλονεικοῦν κι ὁ ἕνας συμπεριφέρεται στὸν ἄλλον ὄχι ἁπλῶς σὰν ἀφεντικό, ἀλλὰ σὰν
σατράπης.
Ὁ Ὀνήσιμος ἀπὸ δοῦλος, γίνεται ἀδελφός. Ἀπὸ ἁπλὸς ἀδελφός, ἀνυψώνεται σὲ ἀγαπητὸ
ἀδελφό.
Ἀπὸ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς στὸ ὁποιοδήποτε πνευματικὸ περιβάλλον, τιμᾶται ν' ἀνήκῃ στὴν
ἀδελφότητα τοῦ Παύλου.
Ἔτσι ὀφείλει νὰ τὸν βλέπῃ πλέον ὁ Φιλήμων. Λέει στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς: «Οὔκετι
ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἔμοι, πόσω μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν
σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ» (στ. 16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ θὰ τὸν ἔχῃς πλέον ὄχι σὰν
δοῦλο, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ δοῦλο. Θὰ εἶναι ἀδελφὸς ἀγαπητός. Εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ
μένα, πόσο μᾶλλον σὲ σένα καὶ ὡς δικός σου ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὡς χριστιανός».
Διαφορετικὰ τὸν βλέπει πιὰ τὸν Ὀνήσιμο ὁ Φιλήμων. Ὄχι μόνο, διότι ἡ δική του ὀπτικὴ
ἔχει βελτιωθῆ, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ εἰκόνα τοῦ Ὀνησίμου εἶναι διαφορετική. Λέει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Δοῦλον ἀπώλεσας πρὸς ὀλίγον, καὶ ἀδελφὸν εὔρησεις εἰς τὸ διηνεκές.
'Ἀδελφὸν οὐ σὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐμόν. 'Ἐνταύθα καὶ ἡ ἀρετὴ πολλή. Εἰ δὲ ἔμος ἀδελφός,
οὐκ ἔπαισχυνθηση καὶ σύ. Διὰ μὲν τοῦ τέκνου τὴν στοργὴν ἔδειξε, διὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ τὴν
εὔνοιαν τὴν πολλὴν καὶ τὴν ἰσοτιμίαν» (Ε.Π.Ε. 24,170). Μετάφρασις: Ἔχασες γιὰ λίγο ἕνα
δοῦλο. Θὰ τὸν βρῇς καὶ θὰ τὸν ἔχῃς ἀδελφὸ γιὰ πάντα. Ὄχι μόνο δικό σου, ἀλλὰ καὶ δικό
μου ἄδελφο. Ἐδῶ βλέπεις τὴ μεγάλη ἀρετή. Ἂν ὅμως εἶναι ἀδελφός σου, δὲν θὰ αἰσθάνεσαι
σὺ ντροπή. Ὁ Παῦλος ἀποκαλώντας τὸν 'Ὀνήσιμο τέκνο του, ἔδειξε τὴ στοργή του.
Ἀποκαλώντας τὸν ἀδελφό, δείχνει τὴ μεγάλη τιμή, ἢ μᾶλλον τὴν ἰσοτιμία.
Ἃς δοῦμε τί σχετικὰ σημειώνει, στὸ περίφημο γιὰ τὸν Παῦλο βιβλίο του, ὁ Holzner:
«Τοὺς δούλους καὶ εἴδωλολατρικος κόσμος, ἀκόμα καὶ στὰ θρησκευτικὰ Ζητήματα, τοὺς
θεωροῦσε ἀνθρώπους δευτέρας τάξεως, ὑπανθρώπους χωρὶς θρησκεία. Τοὺς ἄφηναν νὰ
λατρεύουν τὶς κατώτερες θρησκεῖες τοὺς θεοὺς τῶν ἀγρῶν, τῶν δασῶν, τῶν λιβαδιῶν, ἀλλὰ
δὲν τοὺς ἔδιναν τὴν ἄδεια νὰ παίρνουν μέρος στὴν ἐπίσημη θρησκεία!
Ἀπεναντίας, ὁ Παῦλος κηρύσσει ὁλοκληρωτικὴ θρησκευτικὴ ἰσότητα: “Ἐν ἐνὶ Πνεύματι
ἤμεις πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν” (Ἃ' Κορ. 1β' 3). Πῶς μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς
περιφρονῇ, ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἔκανε διάκριση στὴ διανομὴ τῶν χαρισμάτων,...
Στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ κάνῃ μιὰ δοκιμή, ποῦ νὰ
μείνη ὡς παράδειγμα. Δὲν εἶναι φίλος των γενικῶν λύσεων. Προτιμᾷ νὰ ἐξετάση κάθε
περίπτωσι ξεχωριστά, ἀλλὰ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ναναι φανερὴ ἀπὸ παντοῦ ἡ βασικὴ
λύσις.
Τὸ ἐρώτημα, ποῦ παρουσιαζόταν στὴν περίπτωση τοῦ Ὀνησίμου ἦταν: Πρέπει ἕνας
δοῦλος, ὅταν ἐλευθερωθῆ μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐγκαταλείπῃ τὸν ἐπίγειο κύριό του;
Ὁ χριστιανὸς κύριος ἀναλαμβάνει καμμιὰ καινούργια ὑποχρέωσι, ὅταν ἕνας δοῦλος τοῦ
γίνῃ κι αὐτὸς χριστιανός
Ἡ ἀπόφασης τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ἐξαιρετικὰ συνεπής. Δὲν σαλεύει τὴ ρωμαϊκὴ
νομοθεσία. Ἐπιθυμεῖ βέβαια τὴν ἀπελευθέρωση τῶν δούλων. Τὴν ἀπόφασι ὅμως τὴν
ἀφήνει στὴ χριστιανικὴ συνείδηση.
Καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔχει διαφυλάξει τὴ μεγάλη ἐκτίμηση, ποὺ εἶχε ὁ Παῦλος πρὸς τὸν
ἄνθρωπο, ἀκόμα κι ὅταν ἦταν δοῦλος. Ο δοῦλος μποροῦσε νὰ πάρη ὅλα τα ἐκκλησιαστικὰ
ἀξιώματα.
• Ἕνας Παῦλος δὲν ντρέπεται νὰ ὀνομάζη ἕνα δοῦλο «ἄδελφο ἀγαπητό». Κι αὐτὸ
παρακαλεῖ καὶ τὸν Φιλήμονα. Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ντρέπεται ἕνας ἄνθρωπος,
δοῦλος τοῦ Θεοῦ, νὰ ὀνομάκη «ἄδελφο» τὸν συνδουλό του, ὅταν αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ Κύριος
καὶ Δεσπότης, δὲν ντρέπεται ν' ἀποκαλῇ «ἄδελφούς Του» τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δούλους
τῆς ἁμαρτίας; «Οὐκ ἔπαισχυνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν» (Ἑβρ. β' 11). Λέει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὁ Παύλου Δεσπότης οὐκ ἐπαισχύνεται τοὺς ἡμετέρους δούλους ἀδελφοὺς
αὐτοῦ καλεῖν, καὶ ἠμεῖς ἔπαισχυνομεθα; “Όρα πῶς ἤμας τιμᾷ! 'Ἀδελφοὺς ἐαυτοῦ καλεῖ
τοὺς ἡμετέρους δούλους, καὶ φίλους, καὶ συγκληρονόμους. Ἰδοὺ ποὺ κατέβη» (Ε.Π.Ε.
24,170-172). Μετάφρασις: Ὁ Κύριος του Παύλου δὲν ντρέπεται νὰ ὀνομάζη τοὺς δούλους
μᾶς δικούς του ἀδελφούς, κι ἐμεῖς ντρεπόμαστε; Κοίτα πῶς μᾶς τιμάει ὁ Θεός!
Ὀνομάσει αὐτοὺς ποὺ θεωροῦμε ἐμεῖς κατωτέρους, δικούς του ἀδελφοὺς καὶ φίλους καὶ
συγκληρονόμους. Πόσο κατεβαίνει καὶ συγκατεβαίνει ὁ Χριστός!

17
εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. 18 εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει,
τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· 19 ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι
καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. 20 ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου
τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. 21 Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω
ποιήσεις. 22 ῞Αμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν
χαρισθήσομαι ὑμῖν. 23 ᾿Ασπάζεταί σε ᾿Επαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ
᾿Ιησοῦ, 24 Μᾶρκος, ᾿Αρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου. 25 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου
ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.

Ἐμένα θὰ μὲ δεχόσουν; (στ. 17).


Τί εἶναι ὁ Φιλήμων; Πιστὸς χριστιανός. Κοινωνὸς τοῦ Παύλου. Ζῇ τὴν Κοινωνία τῆς
εὐχαριστιακῆς συνάξεως, ποὺ ὅλοι λειτουργοῦν ὡς ἕνα σῶμα. Ζῇ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης,
ὅπου ὅλοι ἐνδιαφέρονται ὡς «ἀλλήλων μέλῃ» (Ρωμ. Ἰβ' 5). Ζῇ τὴν κοινωνία μὲ τὸν
πνευματικό του πατέρα. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι σὲ κάθε περίπτωση, θὰ ρωτοῦσε: Τί θὰ ἔκανε
ἐν προκειμένῳ ὁ δάσκαλός μας, ὁ Παῦλος;
Ἄν, λοιπόν, ἔχῃ πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Παῦλο, θ' ἀνταποκριθῆ σ' αὐτὸ ποὺ τώρα
τοῦ ζητάει, νὰ δεχτῆ, δηλαδή, τὸν Ὀνήσιμο. Τονίζει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Εἰ οὒν μὲ ἔχεις
κοινωνόν, προσλαβοὺ αὐτὸν ὡς ἐμὲ» (στ. 17). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἄν, λοιπόν,
μὲ θεωρῇς φίλο, νὰ τὸν δεχτῆς μὲ ἀγάπη, σὰν νὰ δεχόσουν ἐμένα».
• Κοινωνία σημαίνει ἴδιο φρόνημα, ἴδια ἐπιδίωξι, ἴδια ἀγάπη, ἴδια πίστι, ἴδια ἐλπίδα.
• Κατάλληλα προετοίμασε τὸ Φιλήμονα, ὥστε νὰ δεχτῆ τὸν Ὀνήσιμο, ὅπως θὰ δεχόταν
τὸν ἴδιον. Κόσμησε τὸν Ὀνήσιμο μὲ τέτοιες πνευματικὲς τιμές, ποῦ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε ν'
ἀντισταθῆ ὁ Φιλήμων. Τὶς ἔχει συγκεντρώσει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μετὰ τὸ εἴπειν, ὅτι
“τέκνον μού”, ὅτι “κοινωνὸς τοῦ εὐαγγελίου”, ὅτι “σπλάγχνα”, ὅτι “ἀδελφὸν αὐτὸν
ἀπέχεις”, ὅτι “ὡς ἀδελφὸν ἔχε”, τότε ἐπήγαγεν, ὡς ἐμὲ» (Ε.Π.Ε. 24,182). Μετάφρασις: Ἀφοῦ
εἶπε γιὰ τὸν Ὀνήσιμο, «εἶναι παιδί μου», «εἶναι συνεργάτης τοῦ εὐαγγελίου», «εἶναι
σπλάχνα μου», «τὸν ἔχεις ἀδελφό», «νὰ τὸν ἔχῃς σὰν ἀδελφό», τότε πρόσθεσε ἐκεῖνο το
«σὰν ἐμένα».

Στὸ δικό μου λογαριασμό! (στ. 18)


Ζητάει ἀπ' τὸ Φιλήμονα ὁ Παῦλος νὰ δεχτῆ τὸν Ὀνήσιμο, ποῦ ἔχει γίνει μέλος τῆς
Ἐκκλησίας. Νὰ τὸν δεχτῆ φυσικὰ ὄχι ὡς δοῦλο, ἀλλ' ὡς ἀδελφό. “Υπήρχε βέβαια κάποια
ἐκκρεμότητα. Ἔπρεπε νὰ τοῦ ἀναφέρῃ κάτι σχετικὸ καὶ Παῦλος; Ἕνας, ποῦ εἶναι ἕτοιμος (ὁ
Φιλήμων) γιὰ μεγάλη ἀγάπη, θὰ σκεφτῆ τὸ Ὁποιοδήποτε παληὸ χρέος;
Δὲν ξέρει ὁ Παῦλος, τί σκεπτόταν ὁ Φιλήμων, πῶς θὰ ἐνεργοῦσε. Αἰσθάνεται ὁ ἴδιος τὴν
ἀνάγκη ν' ἀναφερθῆ καὶ στὴν ὀφειλή: «Εἰ δὲ τί ἤδικησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἔμοι ἐλλόγει»
(στ. 18). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ἄν σου ἔκανε κάτι ἤ σου χρωστᾷ κάτι,
λογάριασέ το σὲ μένα!».
Γιατί ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Παῦλος;
• Πρώτον. «Οἱ καλοὶ λογαριασμοὶ κάνουν τοὺς καλοὺς φίλους». “Όλα ἃς ξεκαθαρίζωνται
ἀπ' τὴν ἀρχή.
• Δεύτερον. Δὲν θέλει καμμιὰ σκιὰ γιὰ τυχὸν μελλοντικὴ παρεξήγησι. Γιατί κάποτε νὰ πῇ
ὁ Φιλήμων στὸν Ὀνήσιμο: Ναί, βέβαια, σὲ δέχτηκα στὸ σπίτι μου γιατί ἔγινες χριστιανός.
Μὰ κάτι μου χρωστᾷς ἀπ' τὰ παληά. Κι ἀκριβῶς γιατί εἶσαι χριστιανός, πρέπει νὰ εἶσαι...
δίκαιος, νὰ μοῦ ἐπιστρέψης τὰ κλοπιμαῖα. «Ἀπόδος μοὶ ὅ, τί ὀφείλεις». Κάτι τέτοιο θάσπαγε
μιὰ γιὰ πάντα τὶς ἀδελφικές τους σχέσεις.
Στὶς μέρες μᾶς βλέπουμε συχνά το φαινόμενο: Χριστιανοί, χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ τὸ χρέος
χρέος! Στὴ Γερμανικὴ κατοχὴ καὶ «χριστιανοὶ» βρίσκονταν ἀνάμεσα στοὺς
«μαυραγορῖτες»! Μὰ πᾶμε μαζὶ στὴν ἐκκλησία, λυπήσου μέ!... Τί θὰ πῇ αὐτό; Ἡ ἐκκλησία,
ἐκκλησία. Σὺ θὰ κόψῃς τὸ λαιμό σου. Θὰ μὲ ξοφλήσης. Νὰ πουλήσης τὸ σπίτι σου... Τ'
ἀκοῦς;...
• Τρίτον. Ἡ φίλο Χρηματία εἶναι σκουλῆκι, ποῦ κατατρώει καὶ χριστιανικὲς ψυχές. Καλὸς
ὁ Χριστός! Μὰ γιὰ τὸν πλούσιό τα χρήματα εἶναι πάρα πάνω.
Κάτι τέτοιο ἀσφαλῶς δὲν ἴσχυε στὴν περίπτωση τοῦ Φιλήμονα. Μᾶλλον θὰ τάχε ξεχάσει
τὰ κλοπιμαῖα. Ἦταν ἀφιερωμένος πλέον στὸ εὐαγγέλιο, ποὺ μαθαίνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ
δίνουν, ὄχι νὰ παίρνουν!
Ναί, ἀλλ' ἐπειδὴ ξέρει ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ νόσος τῆς φιλοχρηματίας, ρίζα ὅλων των κακῶν,
προσβάλλει καὶ ἀφιερωμένους (ὅρα Ἰούδα!), γι' αὐτὸ θέλει νὰ προλάβη.
• Τέταρτον. Χαρίζει στὸν Φιλήμονα ἕνα πνευματικὸ πλοῦτο, τὸν Ὀνήσιμο. Τί εἶναι νὰ τοῦ
ξοφλήση καὶ τὸ χρέος; Τοῦ λέει: «Εἰ δὲ τί ἤδικησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει».
-Ἐγὼ θὰ στὰ πληρώσω!
Ποῦ θὰ τάβρισκε ὁ Παῦλος; Ἀσφαλῶς δὲν εἶχε νόμισμα στὰ θηλάκιά του. Χριστὸ εἶχε,
χρήματα δὲν εἶχε. Τότε γιατί τὸ λέει; Ἢ ὑποθετικὰ μιλάει, ἢ πρόκειται γιὰ σχῆμα λόγου, ἢ
ἀστειεύεται. Καὶ τὰ τρία μαζί.

Ἀστειευόμενος καὶ σοβαρολογῶν (στ. 19).


Θὰ δεχόταν ὁ Φιλήμων κουβέντα γιὰ τὸ παληὸ χρέος; Φυσικὰ ὄχι. Ἀλλ' ὁ μεγάλος
Ἀπόστολος προλαβαίνει καὶ τὶς παραμικρὲς πιθανότητες. Ἔπειτα βρῆκε αὐτὴ τὴν ὀφειλὴ
γιὰ νὰ τὸν... πειράξη κάπως! Σύ μου χρωστᾷς πολλά. “Ολόκληρο τὸν ἑαυτό σου μοῦ
χρωστᾷς. Ὅλη τὴ νέα ζωή σου στὸν λόγο καὶ στὸν κόπο μου τὰ χρωστᾷς. Έ, τί λές; Θὰ
καταδεχτῆς ν' ἀπαιτήσης τὸ μικρὸ χρέος ἀπὸ ἕνα φτωχαδάκι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι ὁ
Ὀνήσιμος; «Ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τὴ ἐμὴ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω ἶνα μὴ λέγω σοὶ ὅτι καὶ σεαυτὸν
μοὶ προσοφείλεις» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ γράφω ἐγὼ
ὁ Παῦλος μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. Ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸ χρέος. Ἂν καὶ πρέπει κάτι ἄλλο νὰ σοῦ
πῶ: Ἐσὺ χρωστᾷς σὲ μένα ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό σου».
• Ἂν ἐκλάβουμε σοβαρὰ τὴν πρόθεση τοῦ Παύλου, πρέπει νὰ δεχτοῦμε, ὅτι τὸ σημείωσε,
γιατί ἔπρεπε νὰ τὸ σημειώση, ὄχι γιατί πίστευε, πῶς θάφτανε σὲ τέτοιο σημεῖο ὁ Φιλήμων.
Ἄλλωστε πῶς τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν πίστη του, γιὰ τὴν ἀγάπη του, γιὰ τὴν μετοχή του στὶς
ἀνάγκες τῶν ἄλλων; Κι ἀπο τ' ἄλλο μέρος, θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πῇ:
-Ἐγώ, Φιλήμονα, σὲ ἔφερα στὴν πίστι. Σοῦ χάρισε ὁ Χριστὸς τόσο μεγάλο χρέος, τὸ
ἀνυπολόγιστο χρέος τῶν ἁμαρτημάτων σου. Τί εἶναι τώρα γιὰ σένα νὰ Χαρίσης κάποιο
χρέος, ποῦ σου ὀφείλει ἀπ' τὴν κλοπὴ τοῦ ὁ Ὀνήσιμος;
• Ἂν ἐκλάβουμε ὡς χαριτολόγημα καὶ «πείραγμα» τὴν πρόταση τοῦ Παύλου, πρέπει νὰ
φανταστοῦμε τὸν Παῦλο ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ χαμογελάη. Καὶ σὰν νὰ λέῃ στὸ γραμματικό,
ποῦ τοῦ ὑπαγόρευε τὸ γράμμα:
Φέρε ἐδῶ το φτερό! Ἄστο! Αὐτὸ θὰ τὸ γράψω μὲ τὸ χέρι μου. Νὰ τὸν πειράξουμε κάπως...
Νὰ γελάση κι αὐτός...
Παίρνει τὸ φτερὸ καὶ γράφει ἰδιόχειρά το χαριτολόγημα. «Ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τὴ ἐμὴ
χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω».
• Τὸ ἑπόμενο ὅμως εἶναι σοβαρὸς λόγος: «Ἶνα μὴ λέγω σοὶ ὅτι καὶ σεαυτὸν μοὶ
προσοφείλεις». Βέβαια καὶ γιὰ τὸ ἀστεῖο καὶ γιὰ τὸ σοβαρό, ὁ Παῦλος ἀντλεῖ τὸ θάρρος ἀπ'
τὴ φιλία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Φιλήμονα. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀπὸ ἀγάπης καὶ κατὰ
τὸν τῆς φιλίας λόγον, καὶ τοῦ σφόδρα θαρρεῖν αὐτῶ» (Ε.Π.Ε. 24,184).

Ὁ ἕνας ἀνάπαυσις γιὰ τὸν ἄλλον (στ. 20-21)


Σοβαρολογώντας πλέον ὁ Παῦλος ἐπανέρχεται στὴν παράκληση νὰ δεχτῆ ὁ Φιλήμων τὸν
Ὀνήσιμο. Ἄλλωστε τὸ χρέος του θὰ τὸ ξοφλήση τώρα μὲ τὴν ἀγάπη του. Εἶχε πρὶν ἕναν
ἄγριο. Τώρα δίπλα του θάχη ἕναν ἄγγελο.
-Ἐγώ, Φιλήμονα, σοῦ ἔδωσα τὸ μείzον. Τί εἶναι γιὰ σένα νὰ προσφέρῃς τὸ ἔλασσον, κάτι
μικρὸ (Α΄ Κορ. θ' 11); Μᾶλλον δὲν θὰ κάνῃς καλὸ στὸν Ὀνήσιμο. Στὸν ἑαυτό σου θὰ κάνῃς
καλό. Θὰ τὸν καταστήσης ἄξιό του ἐλέους τοῦ Κυρίου.
Ὀνήσιμος! Ὠφέλιμος. Γιὰ νὰ δείξη ὁ Παῦλος, ὅτι κι ὁ Φιλήμων ὀφείλει νάναι ὀνήσιμος,
ὠφέλιμος, σημειώνει: Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὄναιμην ἐν Κυρίως ἀναπαυσόν μου τὰ
σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ» (στ. 20). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ναί, ἀδελφέ, εἴθε ἐγὼ νὰ
ἀπολαύσω ἀπὸ σένα ὄφελος χάριν τοῦ Κυρίου. Ἀνάπαυσέ μου τὴν καρδιὰ στὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου».
Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀφεῖς τὸν χαριεντισμόν, πάλιν ἔχετε τῶν προτέρων των
σπουδαίων. Καίτοι καὶ ταῦτα σπουδαῖα τα γὰρ παρὰ τῶν ἁγίων καὶ αὐτὰ σπουδαῖα, κὰν
χαριεντίΖωνται τί» (Ε.Π.Ε. 24,184). Μετάφρασις: Ἀφοῦ ἄφησε τὴ χαριτολογία, πάλι ἔρχεται
στὰ προηγούμενα, στὰ σπουδαῖα. Βέβαια καὶ τὰ ἄλλα εἶναι σπουδαῖα. Γιατί ὅσα λέγονται
ἀπ' τοὺς ἁγίους εἶναι σπουδαία, ἔστω κι ἂν κάπως ἀστειεύωνται.
• Μὲ κάθε τρόπο ὁ Παῦλος ἑτοιμάζει τὸν Φιλήμονα γιὰ τὴ μεγάλη ὑποδοχή. Θὰ δεχόταν
τὸν Ὀνήσιμο; Ἦταν σὰν νὰ δεχόταν τὸν Παῦλο. Σὰν νὰ δεχόταν τὸ Χριστὸ (Ματθ. κε΄ 35).
• Νομίζω, πῶς θὰ αἰσθανόταν τελικὰ ἄσχημα ὁ Φιλήμων κι ἀπ' τοὺς πολλοὺς ἐπαίνους
τοῦ Παύλου κι ἀπ' τὶς πολλές του παρακλήσεις. Κάποια ἀνακούφιση θὰ αἰσθάνθηκε, ὅταν
στὸν ἑπόμενο στίχο ἐκφράζει τὴν πεποίθησί του ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, ὅτι ἡ ὑπακοὴ τοῦ
εἶναι δεδομένη: «Πεποιθῶς τὴ ὑπακοή σου ἔγραψα σοί, εἰδῶς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω
ποιήσεις» (στ. 21). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σοῦ γράφω μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ
ὑπακούσης. Ξέρω καλά, ὅτι θὰ κάνῃς καὶ παραπάνω ἀπ' αὐτὸ ποὺ λέω».
• Μὰ κι ἀπὸ βράχο νάταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ τὸν τρόπο,
ποὺ ὑπερασπίζεται ὁ Παῦλος ἕνα δοῦλο καὶ ἀπ' τὶς πολλές του παρακλήσεις. Λέει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «“Πεποιθῶς τὴ ὑπακοή σου ἔγραψα σοί”. Ποῖον λίθον ταῦτα οὐκ ἂν
ἔμαλαξεν; Ποιὸν θηρίον ταῦτα οὐκ ἂν καταπράυνε καὶ παρεσκεύασε γνησίως
προσδέξασθαι;» (Ε.Π.Ε. 24,184). Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ἔχω ἐμπιστοσύνη, ὅτι θὰ ὑπακούσης,
γι' αὐτό σου ἔγραψα ὅλα αὐτά. Ποιὰ πέτρα δὲν θὰ μαλάκωνε ὁ τρόπος ποῦ μιλάει ὁ
Παῦλος; Ποιὸ θηρίο δὲν θὰ τὸ καταπράυνε; Ποιὸν δὲν θὰ τὸν ἔκανε νὰ τὸν δεχτῆ εὐγενικά;

Ἑτοίμασε φιλοξενία (στ. 22)


Τὸ ξενοδοχεῖο ὅπου ἔμενε συνήθως ὁ Παῦλος ἦταν κατηγορίας Κ (ξενοδοχεῖο «ἢ
Κακουχία»). Δὲν ἔδωσε ποτὲ ἄνεσι (Β΄ Κορ. ζ' 5) στὴ ζωή του. Πάντοτε διέμενε κάτω ἀπὸ
ἀνθρώπινη πίεσι. Διωκόμενος, κακουχούμενος, λιθοβολούμενος, φυλακιζόμενος.
Ὑπῆρχαν βέβαια καὶ φιλικὰ σπίτια νὰ τὸν φιλοξενήσουν. Καὶ κάπου-κάπου πήγαινε.
Τώρα βρίσκεται στὴ φυλακή, ποῦ τούτη τὴ φορὰ εἶναι ἡ πρόγευσις τοῦ μαρτυρίου, ὁ
προθάλαμος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐν τούτοις ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ ἔκφραστη ἀνθρώπινα. «Ἅμα
δὲ καὶ ἑτοίμασε μοὶ ξενίαν ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὕμων Χαρισθήσομαι ὑμὶν»
(στ. 22). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Συνάμα δὲ νὰ μοῦ ἐτοιμάκης καὶ φιλοξενία, διότι
ἐλπίζω, ὅτι μὲ τὶς προσευχὲς σᾶς ὁ Θεὸς θὰ μὲ χαρίση σὲ σᾶς».
• Τί τιμὴ νὰ φιλοξενὴ κανεὶς ἕνα Παῦλο! Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πολλὴ ἣν ἡ χάρις
καὶ ἡ τιμὴ Παύλου ἐνδημοῦντος, Παύλου μετὰ ἡλικίαν, Παύλου μετὰ δεσμούς!» (Ε.Π.Ε.
24,186). Μετάφρασις: Μεγάλη τιμὴ καὶ πολλὴ ἢ χάρις νὰ φιλοξενήση κανεὶς τὸν Παῦλο. Τὸν
σεβάσμιο στὴν ἡλικία Παῦλο! Τὸν προερχόμενο ἀπὸ τὴ φυλακὴ Παῦλο!
• Ἑτοιμασία ξενίας, φιλοξενίας Ζητάει ὁ Παῦλος!
Πάντα πάλευε ἀνάμεσα στὰ δυό, στὴν ἀγάπη τῆς ἀποστολῆς καὶ στὴν ἀγάπη τῆς
οὐράνιας φιλοξενίας. «Νὰ μείνω ἢ νὰ φύγω»; Θὰ παραμείνη κλασικό το δίλημμά του: «Ἐμοὶ
τὸ Ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Εἰ δὲ τὸ Ζῆν ἓν σαρκί, τοῦτο μοὶ καρπὸς ἔργου, καὶ
τί αἰρήσομαι οὐ γνωρίζω. Συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλύσαι καὶ
σὺν Χριστῷ εἶναι πολλῶ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον το δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον
δὶ' ὑμᾶς» (Φιλιπ. ἃ' 21-23).
• Ὁπωσδήποτε ὁ Φιλήμων, ὡς εὔπορος καὶ ἄρχων, θὰ διέθετε σχετικῶς καλὸ σπίτι.
Θάταν ἁμαρτία νὰ ἐφιλοξενεῖτο σ' αὐτὸ γιὰ λίγο ὁ Παῦλος; Δὲν θὰ τόθελε μὲ τὴν καρδιά
του, γιὰ νὰ μὴ τὸν σχολιάσουν, ὅτι ἔχει σχέσεις μὲ ὑψηλὰ ἱσταμένους. Καὶ δὲν θὰ γίνῃ
τελικά, ἀφοῦ ἄλλο ξενοδοχεῖο τοῦ ἑτοίμασε ὁ Θεός. Τὸν περίμενε «ξενία δεσποτική», τὸ
«οὐράνιο πάσχα», ἢ αἰώνια «μονὴ» στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τότε γιατί τὸ Ζητάει ὁ Παῦλος; Ἁπλούστατα, γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ τὸν
πόθο του πρὸς συνέχιση τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώση ἕνα ἀκόμα
κίνητρο στὸ Φιλήμονα νὰ φιλοξενήση ὡς ἐκλεκτὸ πλέον ἀδελφό του τὸν πρώην δοῦλο
'Ὀνήσιμο. Σὰν νὰ τούλεγε:
-Ὥστε χάρηκες ποῦ σου εἶπα νὰ ἑτοιμάσης γιὰ μένα φιλοξενία; Νὰ χαρῆς πιὸ πολὺ ποὺ
θὰ φιλοξενήσης τὸν Ὀνήσιμο. Δὲν μπορεῖ νὰ χαίρεσαι γιὰ τὸν πατέρα καὶ νὰ μὴ χαίρεσαι
γιὰ τὸ παιδί του!
Τρία δυνατὰ μηνύματα ἐκπέμπει ὁ στίχος:
• Τὸ ἕνα Νὰ ἑτοιμάζουμε τὸ ἀληθινό μας σπίτι, τὴν «ἀχειροποίητον οἰκίαν» (Β΄ Κορ. ε'
1). Νὰ μὴ πολυασχολούμαστε μὲ τὴν κατοικία μας στὴ γῆ. Ἐμεῖς εἴδικα οἱ χριστιανοὶ μιᾶς
ἐποχῆς, ποὺ μιλᾶμε γιὰ πρώτη κατοικία, γιὰ δεύτερη κατοικία, γιὰ ἔξοχικη κατοικία, γιὰ
ἀγροικία, γιὰ κατοικία τῶν παιδιῶν μᾶς κ. Ο.Κ..
• Τὸ δεύτερο: Νὰ ἔχουμε φιλόξενη διάθεση. Ἤξερε ὁ Παῦλος τὴ διάθεσι τοῦ Φιλήμονα,
γι' αὐτὸ καὶ τὸν παρακάλεσε καὶ τοῦ ζήτησε φιλοξενία καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, μὰ πιὸ πολὺ
γιὰ τὸν Ὀνήσιμο. Ἤξερε ὁ Θεὸς τὴ διάθεση τοῦ 'Ἀβραάμ, γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους
νὰ φιλοξενηθοῦν στὸ σπίτι του, εἰς τύπον μάλιστα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
«Ἑτοίμασε μοὶ ξενίαν». Ἃς ἐπιτραπῆ ὁ συνειρμός: Κάποιος εὐλογημένος
«φυλακισμένος» παρακαλεῖ:
-Ἑτοιμάστε μου φιλοξενία! Σὲ λίγο θὰ βγῶ ἀπ' τὴ «φυλακή». Ὅπου νάναι Θάρθω. Θὰ βρῶ
φιλόξενό το περιβάλλον, Ζεστὴ φωλιὰ νὰ διαμείνω;
Κι ἡ ἀπάντησις:
-Ὄχι μόνο δὲν θὰ σὲ φιλοξενήσουμε, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ σ' ἀφήσουμε νὰ βγῆς Ζωντανὸς
ἀπὸ κεῖ ποὺ εἶσαι κρυμμένος. Θὰ σὲ σκοτώσουμε!... Ξέχασε τὴν ξενία! Εἶσαι ἀνεπιθύμητος!
Ναί, δὲν ὑπάρχει «τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β' 7) γιὰ τὸ μικρὸ Χριστὸ τῆς ἐποχῆς
μας, γιὰ τὸ παιδί. Συνελήφθη μὲν μέσα στὴν εὐλογημένη φυλακὴ (γιὰ νὰ προφυλάσσεται
καὶ ν' ἀναπτύσσεται!) τῆς μητρικῆς κοιλίας. Περιμένει τὴ φιλοξενία τῆς οἰκογενειακῆς
θαλπωρῆς. Μὰ ἢ ἀπόφασης τῆς μητέρας καὶ τοῦ πατέρα εἶναι καταλυτική:
-Ὄχι! Δὲν σὲ θέλουμε! Θὰ σὲ σκοτώσουμε!
Καὶ παραδίνουν τὸ παιδὶ στὸ δήμιο, στὸν ἐγκληματία γιατρό. Ἔκτρωσις, ἢ πιὸ ἄγρια
ἔξωσις, ἀντὶ φιλοξενίας!
Πόσα σπίτια εἶναι ἕτοιμα νὰ φιλοξενήσουν κάθε εἴδους πολυτέλεια, ἀκόμα καὶ σκυλιὰ
καὶ γατιά! Καὶ μόνο παιδιὰ δὲν δέχονται ἐπ' οὐδενὶ λόγω νὰ φιλοξενήσουν!
• Τὸ τρίτο: Κι ἂν ξέρουμε, ὅτι σήμερα εἶναι τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἡ ἐλπίδα μας
γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἐκλείπῃ. Ὁ Παῦλος ποθοῦσε τὴν
ἀναχώρησή του ἀπ' τὴ γῆ γιὰ νὰ συναντήση τὸν ἀγαπημένο τοῦ Κύριο καὶ προαισθανόταν
τὸ τέλος (Β΄ Τιμ. δ΄ 6).
Παρ' ὅλα αὐτὰ ἐλπίζει: «Ἐλπίζω ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμὶν» (στ.
22). Οἱ χριστιανοὶ προσεύχονται νάχουν, ὅσο γίνεται περισσότερο, κοντά τους τὸν
πνευματικό τους πατέρα. Αὐτὸ δὲν φανερώνει ἀπιστία στὴν αἰώνια ζωή. Φανερώνει
ἀποστολικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀγάπη. Κι ὁ πνευματικὸς πατέρας Ζητάει τὶς προσευχὲς τῶν
χριστιανῶν γιὰ νὰ ζήση, νὰ συνεχιστῆ ἢ ἀποστολικὴ πορεία του. Αὐτὸ δὲν φανερώνει
προσκόλλησι στὴν ἐπίγεια Ζωὴ ἢ φόβο θανάτου. Φανερώνει πόθο σωτηρίας ψυχῶν καὶ
Ζῆλο ἔργου πρὸς δόξαν Χριστοῦ.

Οἱ συνεργοὶ χαιρετοῦν (στ. 23-24)


Κοντὰ στὸν δέσμιο Παῦλο βρίσκονταν ἀρκετοὶ μαθητὲς καὶ συνεργάτες του. Ἀναφέρει
τελειώνοντας μερικούς. Στέλνει τοὺς χαιρετισμούς τους. «'Ἀσπάζεται σὲ Ἐπαφρᾶς καὶ
συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς οἱ συνεργοί
μου» (στ. 23-24). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σὲ χαιρετᾷ ὁ Ἐπαφρᾶς, πούναι
φυλακισμένος μαζί μου γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐπίσης σὲ χαιρετοῦν ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος,
ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς οἱ συνεργάτες μου».
• Πρώτον μνημονεύει τὸν 'Ἐπαφρά, ποῦχε ἐκκλησιαστικὴ εὐθύνη στὴν ἐκκλησία τῶν
Κολοσσῶν. Σὰν νὰ ἔλεγε στὸ Φιλήμονα: “Ὁ συμπατριώτης σου γιὰ τὸ Χριστὸ ἔχει δεχτῆ
βάσανα καὶ ἁλυσίδες. Ἐσὺ γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν θὰ φιλοξενήσης ἕνα πιστὸ νέο, τὸν 'Ὀνήσιμο;
• Στὴ συνέχεια μνημονεύει τὸ Μᾶρκο, τὸν Ἀρίσταρχο, τὸ Δημα, τὸ Λουκᾶ.
Ο Δημᾶς στὴν πρώτη φυλάκισι βρίσκεται κοντὰ στὸν Παῦλο. Στὴ δεύτερη ἀπουσιάζει.
Ἔφυγε. Τὸν ἐγκατέλειψε «ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα» (Β΄ Τιμ. δ΄ 10). Νὰ ὀνομάσουμε τὸ
Δημα «Ἰούδα τοῦ Παύλου»; Μᾶλλον βαρύ. Δὲν τὸν πρόδωσε. Τὸν ἐγκατέλειψε. Δείλιασε.
Ἄραγε θὰ ξαναγύρισε στὸ χριστιανικὸ ἔργο; Πάντως καὶ κάποιος ἄλλος ἀπ' τοὺς
μνημονευομένους, ὁ Μᾶρκος, εἶχε δειλιάσει τὴ νύχτα τοῦ Πάθους καὶ τόχε βάλει στὰ πόδια
(Μάρκ. 1δ' 31). Μὰ ὕστερα ἔγινε ἀπόστολος καὶ συνεργὸς τοῦ Παύλου καὶ εὐαγγελιστής.
Ἃς μείνη καὶ γιὰ τὸ Δημα κάποιο παράθυρο ἐλπίδας!
• Τελευταῖος μνημονεύεται ὁ Λουκᾶς. Εἶναι ὁ συνεργός, ποὺ θὰ σταθῇ δίπλα στὸ μεγάλο
Ἀπόστολο μέχρι τέλους. «Λουκᾶς δὲ μόνος μετ' ἐμοῦ» (Β΄ Τιμ. δ' 11). Θ' ἀμείφτηκε γι' αὐτὴ
τοῦ τὴν ἀγάπη. Θὰ πῆρε τὴν πιὸ συγκινητικὴ εὐχὴ καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν ὑποψήφιο μάρτυρα.
Θ' ἀσπάστηκε τὸ εὐλογημένο τοῦ χέρι τελευταῖος. Θὰ τοῦπε: «Πατέρα, τὴν εὐχή σου»!

Εὐχὲς καὶ εὐλογίες (στ. 25)


Κι ἔδινε σ' ὅλους τὴν εὐχὴ τοῦ ὁ Παῦλος καὶ τὴν εὐλογία του. Σ' ὅλη τὴν ἐκκλησία ὅλων
των αἰώνων θὰ μένῃ ἡ ὄμορφη εὐχή, μὲ τὴν ὁποία ξεκινάει καὶ σφραγίζει τὶς περισσότερες
ἐπιστολές του: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὕμων. Ἀμὴν»
(στ. 25). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι
μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας. Ἀμήν».
• Ἔχει τὴν εὐχὴ τοῦ Παύλου ὁ Φιλήμων. Ἀσφαλῶς καὶ ὁ Ὀνήσιμος. Καὶ βέβαια οἱ
συνεργάτες του. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι ζοῦν καθημερινὰ μὲ τὸν Παῦλο. Όσοι ἀναπνέουν τὸν ἀέρα
τοῦ Παύλου, τὸν καθαρώτερο ἀέρα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα. Όσοι μελετοῦν τὶς
θεόπνευστες ἐπιστολές του καὶ ρυθμίζουν τὴ Ζωὴ τοὺς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια ἐκείνου.
• Ἡ εὐχὴ δὲν δίνεται μαγικὰ ἀπὸ κάποιο λειτουργό. Δίδεται καὶ «πιάνει», ὅταν Ζοῦμε
ἄξια της εὐχῆς αὐτῆς. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ εὐχὴ μέγα μὲν ἄγαθον καὶ σωτήριον
καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἡμετέρων φυλακτήριον μέγα δέ, ὅταν ἄξια αὐτῆς πράττωμεν καὶ μὴ
ἀναξίους ἑαυτοὺς κατασκευάσωμεν» (Ε.Π.Ε. 24,188). Μετάφρασις: Ἡ εὐχὴ εἶναι μεγάλο
ἀγαθὸ καὶ σωτήριο καὶ φυλακτήριο τῶν ψυχῶν μας. Εἶναι ὅμως σπουδαῖο, ὅταν πράττουμε
ἄξια της εὐχῆς καὶ δὲν καθιστοῦμε ἀναξίους τους ἑαυτούς μας.
Τελειώνει ἡ ἐπιστολή. Λίγο βιαστικά, ἀπ' τὴν πολλή του χαρὰ καὶ τὴν ἀνείπωτη ἀγωνία,
θὰ τὴν διάβασε ὁ Φιλήμων. Ἔδειξε πῶς δὲν τὴν χόρτασε. Τὴν ξαναπῆρε ἀπ' τὴν ἀρχή.
Τὰ καλλιτεχνήματα τὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος ἅμα τὰ κυττάξη καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά.
Κι αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, αὐτὴ ἡ πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή, αὐτὸ τὸ καλλιτέχνημα τῆς
«καινῆς κτίσεως», αὐτὸ τὸ δημιούργημα μιᾶς οὐράνιας ψυχῆς, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ
πνευματικό του μέγεθος μὲ τὴν πρώτη ἀνάγνωσι.
Εἶναι σίγουρο: Ὅσο διάβασε ὁ Φιλήμων τὸ γράμμα, ἡ φαντασία του θὰ γυρνοῦσε στὴ
μορφὴ τοῦ συμμόρφου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Παύλου. Μὰ σὰν τὴν κατέφαγε ἀπ' τὶς πολλὲς
φορὲς ποῦ τὴ διάβασε, σήκωσε τὰ μάτια. Ὁ Ὀνήσιμος στεκόταν κοντά του, μὲ κατεβασμένο
ἀπὸ τὴ συστολὴ τὸ κεφάλι. Ὁ Φιλήμων μὲ μιὰ αὐθόρμητη κίνηση, ἀγκάλιασε τὸν Ὀνήσιμο.
-Ὀνήσιμέ μου! Ἀδελφέ μου! Ἕνα μονάχα σου λέω: Μὲ γέμισες εὐτυχία. Δοξασμένο τὸ
ὄνομά σου, Χριστέ μου!...
Ἔτσι καταργήθηκε ἡ δουλεία. Ἔτσι δουλεύει ἡ ἀγάπη. Ἔτσι θαυματουργεῖ ἡ πίστις. Ἔτσι
ἀνυψώνει ἢ μετάνοια.

You might also like