You are on page 1of 5

Και ένα διήγημα με κάποια στο msn messenger. Κάναμε δυο φορές cyber sex.

Ήθελε να της
δώσω το τηλέφωνό μου, όμως αρνήθηκα. Τι μπορεί να ζητάει μια εικοσάρα από έναν
σχεδόν εξηντάρη, παρά μόνο τα λεφτά του; Κάποια στιγμή έγραψα ένα διήγημα, και της το
έστελνα λίγο λίγο με το chat. Μου είπε ότι διαλύθηκε. Μετά έβαλα μόνιμη φραγή στο
messenger, για να μην με πετυχαίνει.

Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2009.


Ξύπνησα άκεφος. Το ουίσκι σε φτιάχνει όταν το πίνεις, αλλά ξυπνάς και νιώθεις κουρέλι.
Μόνο ένας καφές σε σώζει. Φραπέ, σκέτος, πικρός σαν τη ζωή.
Δεν θα σου χρειαστεί. Θυμάσαι ότι είναι Πέμπτη. Το συμφωνήσατε. Θα βλεπόσαστε μια
φορά τη βδομάδα. Σπίτι της πάντα. Στο δικό σου θα μείνουν τεκμήρια. Αν τα βρει η γυναίκα
σου, χάθηκες. Σήμερα θα βρεθείτε. Θα είναι σπίτι. Θα σε περιμένει. Θα φοράει όπως πάντα
το στενό τζιν και τη σφιχτή κόκκινη μπλουζίτσα, κάτω απ’ την οποία βαριανασαίνουν οι δυο
μπαλίτσες του στήθους της. Θυμάσαι την αίσθηση της απαλότητάς τους κάτω από τις
φούχτες σου και σου σηκώνεται αμέσως, όπως σηκώνεται και η διάθεσή σου. Η ζωή είναι
ωραία, το σεξ ακόμη πιο ωραίο, και το πιο ωραίο απ’ όλα η Έλενα.
Όχι, δεν θα καθυστερήσω φτιάχνοντας καφέ. Βουτάω τα κλειδιά της μηχανής και ορμάω.
Δεν περιμένω στο κόκκινο. Αριστερά κανείς, δεξιά ένα Toyota. Είναι ακόμα μακριά,
προλαβαίνω. Έτσι πέρασα τα περισσότερα φανάρια.
Το σπίτι της δεν είναι μακριά. Μόλις δέκα λεφτά. Μου φάνηκαν αιώνες, και τα τέσσερα
χιλιόμετρα σαν σαραντατέσσερα.
Δεν προλαβαίνω να χτυπήσω το κουδούνι, κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας βγαίνει
έξω. Πριν καλά καλά περάσει την πόρτα ορμάω μέσα, σπρώχνοντάς τον ελαφρά. Όχι, είμαι
ευγενικός, γυρνάω το κεφάλι ενώ τρέχω προς τις σκάλες και ζητάω συγνώμη. Δεν περιμένω
το ασανσέρ. Δυο δυο ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα της
σκέφτομαι ψύχραιμα πως πρέπει να ξελαχανιάσω. Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες και
κτυπάω το κουδούνι.
Ανοίγει. –Έτρεχες; Με ρωτάει αγκαλιάζοντάς με. Τελικά δεν ξελαχάνιασα εντελώς. –Μόνο
στις σκάλες. Ήλθα με τη μηχανή.
Τα χείλη μας σμίγουν σε ένα παθιασμένο φιλί, και η στύση μου, που κάπως χαλάρωσε με
το τρέξιμο, γίνεται πάλι έντονη. Τη νοιώθει και χαμογελάει. –Να σου φτιάξω καφέ; -Όχι,
ήπια, λέω ψέματα. Δεν θέλω τίποτα, τίποτα, μόνο εσένα. –Εμένα, τι θα με κάνεις, θα με
πιεις κι εμένα; -Και φυσικά θα σε πιώ, δεν σου έχουν πει πως είσαι τόσο όμορφη που
πίνεσαι στο ποτήρι; -Θα με πιεις με παγάκια ή χωρίς παγάκια; Το ρίχνεις στο καλαμπούρι,
αλλά καμαρώνεις κολακευμένη. –Χωρίς παγάκια, χωρίς τίποτα, τίποτα, τίποτα, και αρπάζω
την μπλούζα της και την τραβάω πάνω από το κεφάλι της. Δεν θέλω να ξαναράβει πάλι
κουμπιά. Αμέσως μετά της ξεκουμπώνω το σουτιέν και προβάλουν τα υπέροχα βυζάκια της.
–O tuae mamulae mamulae mamoulae, τραγουδάω εγώ από τα Catuli Carmina, αρπάζοντάς
τα τρυφερά με τις χούφτες μου. –Πάλι αυτόν τον τρελό τον Κάτουλο τραγουδάς; Της έχω
πει την ιστορία για αυτόν τον Ρωμαίο ποιητή που πέθανε απ’ τον καημό του, νεότατος,
επειδή τον παράτησε η φιλενάδα του. –Γιατί, δεν σ’ αρέσει; -Αχ, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει, κάνεις
με πάθος και με νόημα, αρπάζοντας τον πούτσο μου που σας κοντάρι λιλιπούτιας σημαίας
αγωνίζεται να διαρρήξει το φερμουάρ του παντελονιού μου. Τον λυπάσαι έτσι
φυλακισμένος που είναι, και ανοίγεις το φερμουάρ. Γονατίζεις, και κατεβάζοντάς του και το
τελευταίο εμπόδιο, το σλιπ, ορμάει ακάθεκτος προς την ελευθερία.
Ο φουκαράς!!! Δεν πρόλαβε να ελευθερωθεί και βρίσκεται σε άλλη φυλακή. Τον ζηλεύω.
Αυτά τα χείλη που μόλις πριν λίγο έκαψαν τα δικά μου, τον έχουν γραπώσει και τον έχουν
χώσει ολόκληρο μέσα στο στόμα σου. Σπαρταράει από την υπέροχη αίσθηση. Εσύ παίζεις
μαζί του, κάνεις πως θα τον αφήσεις, να, το στόμα σου υποχωρεί, μόνο το κεφάλι του μένει
μέσα, όμως εσύ τον κορόιδεψες, ξανά πάει μπροστά το στόμα σου και τον φυλακίζει,
σχεδόν μέχρι τα αρχίδια. Και συνεχίζεις αυτό το παιχνίδι ασταμάτητα με παλινδρομικές
κινήσεις του κεφαλιού σου που κινείται σαν έμβολο, ενώ εγώ, με ριγμένο το κεφάλι πίσω,
μου έρχεται λιγοθυμιά. Νοιώθω τα σπλάχνα μου σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί,
έτοιμο να χύσει τη λάβα του.
Θέλω να χύσω μέσα σου. Να είμαι από πάνω σου, στο κρεβάτι, στην ιεραποστολική
στάση, να μπαινοβγαίνω μέσα σου σαν πολιορκητικός κριός που αγωνίζεται να σπάσει την
πύλη αλώνοντας τη Βασιλεύουσα, τη βασίλισσά μου, τη βασίλισσα της ζωής μου, και να
κοιτάζω το όμορφο πρόσωπό σου, και να λέω –Να, αυτό το πανέμορφο κορίτσι είναι δικό
μου, το γαμάω εγώ, γαμιέται από μένα, γαμιέται και το φχαριστιέται αφάνταστα, και το
φχαριστιέμαι κι εγώ, διπλά, που μπορώ και της προσφέρω τέτοια ηδονή. Όμως ξέρω ότι της
αρέσει πότε πότε να ρουφάει τους χυμούς μου κατευθείαν με το στόμα της. Δεν θέλω να
της χαλάσω χατίρι.
Το νιώθω να μαζεύεται, σαν λιοντάρι που ετοιμάζεται να εφορμήσει, σαν θάλασσα που θα
ξεχυθεί σαν τσουνάμι, αγωνίζομαι να το συγκρατήσω, όχι, θέλω να καθυστερήσει, να
καθυστερήσει αυτό το ταξίδι στην Ιθάκη, να παραταθεί αυτή η υπέροχη αίσθηση που έχω,
καθώς αυτά τα χείλια σαν ηλεκτροφόρα καλώδια διεγείρουν τις νευρικές απολήξεις του
πούτσου μου κάνοντας τις αρτηρίες του να σπάσουν από την υπεραιμία, ενώ ταυτόχρονα η
καρδιά μου κτυπάει γρήγορα και δυνατά, να μην τις αφήσει χωρίς τροφή.
Δεν μπορώ πια να το συγκρατήσω. Τι υπέροχη αυτή η αίσθηση, η αίσθηση ότι αυτό το
κύμα ηδονής όπου να ’ναι θα έλθει ακάθεκτο, θα σαρώσει τα πάντα, τίποτα δεν μπορεί να
το σταματήσει πια. Να το έφτασε, αχ, αχ, «χύνω, χύνω», δεν φωνάζεις εσύ, κάποιος άλλος
φωνάζει μέσα σου, εσένα σε έχει σκεπάσει ένα χρυσό σύννεφο και σε έχει ανεβάσει στον
παράδεισο.
- Σου άρεσε; Με ρωτάς χαμογελαστά, ενώ γλύφεις κάποιες τελευταίες σταγονίτσες που
κάθονται στο κεφάλι του πούτσου μου.
Δεν απαντώ. Ένα «ναι» είναι φτωχό, ένα «μου άρεσε» είναι ανεπαρκές για να εκφράσει
τον συγκλονισμό που ένοιωσα. Σε σηκώνω από κάτω, σε αγκαλιάζω από τη μέση και σε
σφίγγω πάνω μου. Είσαι η ευτυχία μου, η Σελήνη μου, η Σελάνα μου, η Έλενά μου. Σου
χαϊδεύω τρυφερά τα μαλλιά, και κοιταζόμαστε στα μάτια με αφοσίωση, με τρυφερότητα,
με αγάπη.

Μια βιβλιοκριτική που την ανάρτησα χθες, 15-2-2012, στο blog μου, και κολλάει εδώ, λόγω
θέματος.
Πιέτρο Αρετίνο, Το σχολείο της πορνείας (μετ. Γιώργος Μπαρουξής), Το ποντίκι 2006, σελ.
110

Το αγοράσαμε από τις προσφορές της Πρωτοπορίας, 1.95 ευρώ. Έμεινε από τις
επιστροφές του Ποντικιού, και πουλιέται τώρα, όπως και τόσες άλλες επιστροφές άλλων
εφημερίδων, κοψοχρονιά.
Τον Πιέτρο Αρετίνο τον ήξερα σαν όνομα. Δεν υπάρχει ιστορία της λογοτεχνίας που να μην
τον αναφέρει. Δεν είχα διαβάσει όμως τίποτα δικό του, και τώρα ήταν μια καταπληκτική
ευκαιρία.
Διαβάζω την βιογραφία του στην τελευταία σελίδα. Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Κολόμβος
ανακάλυψε την Αμερική και ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα ολοκλήρωσαν την Reconquista,
την ανάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου από τους άραβες (να μαθαίνουμε και λίγο ιστορία),
δηλαδή το 1492. Πού; Στο Αρέτσο (δεν πιστεύω να ξέρετε πού βρίσκεται, και εγώ πρώτη
φορά το ακούω). Από εκεί πήρε και το όνομά του. Πότε και πού πέθανε; Το 1556, στη
Βενετία (πίσσα στα κόκαλά της, 450 χρόνια περάσαμε κάτω από τη γόβα της-γόβα στιλέτο-
εμείς οι κρητικοί). Και να σκεφτείς ότι υπάρχουν ακόμη γονείς που δίνουν αυτό το όνομα
στις κόρες τους. Μια διακεκριμένη πανεπιστημιακός έχει αυτό το όνομα, αλλά δεν φταίει
αυτή, φταίνε οι γονείς της.
Το έργο είναι μια απολαυστικότατη σάτιρα. Αυτή άλλωστε μου έφτιαξε τη διάθεση ώστε
να ξεκινήσω με αυτό τον τρόπο τη βιβλιοκριτική μου. Ο Αρετίνο, σατιρικός συγγραφέας,
λίγο έλειψε να πληρώσει με τη ζωή του τις σάτιρές του. Διαβάζω στη σύντομη βιογραφία:
«…το 1527 υποχρεώθηκε να φύγει μόνιμα από τη Ρώμη, όταν ένας πληρωμένος δολοφόνος
του επισκόπου Τζιοβάνι Τζιλμπέρτι, που είχε γίνει στόχος της σάτιράς του, τον μαχαίρωσε
και κόντεψε να τον σκοτώσει» (σελ. 109). (Κοίτα πάλι σύμπτωση: στην προηγούμενη
ανάρτησή μου έγραψα για τους πληρωμένους δολοφόνους της οικογένειας του Ταρίκ Αλί.)
Η αφηγηματική τεχνική της σάτιράς του σ’ αυτό το έργο θα μπορούσε να ονομαστεί: Τα
λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη. Και όχι μόνο η νύφη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η νύφη είναι η κόρη, και η πεθερά δεν είναι πεθερά, αλλά η
μητέρα της. Η οποία είναι πουτάνα. Και ενώ ακούμε συχνά για περιπτώσεις που η μητέρα
εκδίδει το αθώο κορίτσι, εδώ, το όχι και τόσο αθώο κορίτσι, θερμοπαρακαλάει τη μητέρα
του, «παλιά πουτάνα», να το συμβουλεύσει πως θα βγει και αυτό στο κουρμπέτι. Σε μισή
μόλις σελίδα την έχει καταφέρει, και στις υπόλοιπες σελίδες ακούμε τις συμβουλές της
μαμάς της για το πώς να γίνει μια επιτυχημένη πουτάνα, και να βγάζει πολλά λεφτά.
Δεν πρόκειται όμως για πουτάνα του μπουρδέλου ή των ροζ τηλεφώνων (τέλος πάντων,
τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα) με τις στάνταρ τιμές. Εδώ πρόκειται για πουτάνα υψηλής
κοινωνίας, σαν την Μανόν Λεσκώ και τη Μαργαρίτα Γκωτιέ (πιο γνωστή σαν κυρία με τας
καμελίας και, χάρη στον Βέρντι, και σαν Τραβιάτα, δηλαδή γυναίκα που τραβιέται με τον
ένα και με τον άλλο). Και το πόσα χρήματα θα τραβήξουν από τον εραστή τους δεν γίνεται
ούτε καν με διαπραγμάτευση, αλλά με μαλαγανιές. Αυτές τις μαλαγανιές διδάσκει η μάνα
στην κόρη.
Εξωκειμενικός αποδέκτης είναι ο αναγνώστης, που όμως μπορεί να είναι κάθε πουτάνα
και κάθε εραστής (εκτός των καθώς πρέπει αναγνωστών, εννοείται). Μπορεί λοιπόν η
πουτάνα να μαθαίνει κόλπα, αλλά και ο εραστής, που τα διαβάζει, θα παίρνει τα μέτρα του
για να προφυλάσσεται. Ο Αρετίνο το επισημαίνει, και με πολύ έξυπνο τρόπο αποφεύγει την
σύμφυρση των δύο επιπέδων, του εξωκειμενικού και του ενδοκειμενικού. Αξίζει να
παραθέσω το σχετικό απόσπασμα.
ΝΑΝΑ:Σκέφτομαι…
ΠΙΠΑ: Τι;
Παρά τρίχα

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2013, 9.38΄

Ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα εκεί μέσα. Στο μπουρδέλο. Το κατάλαβα στο
τέλος, αλλά είναι νωρίς για να το πω.
Συνήθως κάνω μια μικρή μπουρδελότσαρκα πριν μπω, για να πετύχω καμιά που να
μου αρέσει. Δεν λέω καλή, γιατί αυτό το διαπιστώνεις, στην καλύτερη περίπτωση
μετά, και στη χειρότερη κατόπιν εορτής. Ακόμη και τότε που η Αννούλα δούλευε,
πάντα έκανα αυτή την μπουρδελότσαρκα. Πάνε όμως τώρα δυο χρόνια που έχει
χαθεί. Ελπίζω να βρίσκεται με ένα σύζυγο και ένα μωρό· η Αννούλα, που δεν την
έλεγαν Αννούλα όπως μου εξομολογήθηκε, αλλά… Καλύτερα όμως να μην πω το
πραγματικό της όνομα, δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται.
Δεν θυμάμαι πως μπήκα, δεν θυμάμαι πώς πλήρωσα την τσατσά, θυμάμαι μόνο που
τη ρώτησα, όταν είδα την κοπέλα, «Αυτή έχετε μόνο; Δεν υπάρχει άλλη;». «Έχουμε
κι άλλη, αλλά της έτυχε μια δουλειά και έχει φύγει. Μας έμεινε μόνο αυτή».
Μόνο αυτή; Σκέφτομαι με απελπισία. Αλλά ήταν πια πολύ αργά.
Ψηλή, ξερακιανή, ζαρωμένη, γενικώς άσχημη, δεν θα την έβρισκα καθόλου μαζί
της, αλλά τι να κάνω.
Ξαφνικά βλέπω στο διάδρομο τον ξάδελφό μου το Γιώργη τον Τζανετάκη. –Βρε βρε
βρε, σκέφτομαι, και ο Γιώργης σε μπουρδέλο; Καλύτερα να μη με δει. Κρύβομαι όσο
πιο καλά μπορούσα πίσω από μια κολώνα, μέχρι να φύγει.
Να και την «κοπέλα», ο θεός να την κάνει. Τώρα που το σκέφτομαι, η τσατσά ήταν
καλύτερη. Θα πρότεινα μάλιστα την αλλαγή αν δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έπεφτα
πάνω σε σθεναρή άρνηση. Όχι μόνο γιατί θα ήταν μια προσβολή για την «κοπέλα»
αλλά και γιατί, όρεξη που θα την είχε η τσατσά με ένα «παππού» σαν κι εμένα («να
ένας παππούς», φώναξε κάποτε ένα πιτσιρίκι δείχνοντάς με στο κολυμβητήριο), παρά
το ότι ασφαλώς θα την κολάκευε. Ωχ, σκέφτομαι, δεν την γλιτώνουμε.
Με παρασέρνει στο δωμάτιο. «Άντε, ξεντύσου», μου κάνει, «τι περιμένεις;».
Δεν θυμάμαι καθόλου πως ξεντύθηκα. Θυμάμαι μόνο πως μου τράβηξε την κάλτσα
από το πόδι, καθώς εγώ δυσκολευόμουνα να τη βγάλω.
Τότε ξύπνησα.
Ένοιωσα μεγάλη ανακούφιση που δεν θα την πηδούσα.
Γλίτωσα και το εικοσάρι.
Ναι, δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, και όταν ξύπνησα ολότελα, γέλασα με αυτή τη
σκέψη που έκανα μισοκοιμισμένος: γλίτωσα και το εικοσάρι.
Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω ένα χιουμοριστικό διήγημα με αυτό. Και
επειδή θεωρώ το γράψιμο χάσιμο χρόνου και θέλω πάντα να ξεμπερδεύω όσο πιο
γρήγορα γίνεται, είπα να το γράψω αμέσως, τώρα που ξύπνησα και είναι φρέσκες οι
εντυπώσεις αλλά και η όρεξη, και να χρονομετρήσω κιόλας, μη μου πάρει πολύ
χρόνο.
Λέω να το βάλω και αυτό σαν παράρτημα στο «Οι εύθυμες πουτάνες της ζωής μου»
(Σκέφτομαι να δώσω αυτό τον τίτλο τελικά, πετυχαίνοντας δυο διακείμενα, και αυτό
του Μάρκες και αυτό του Σαίξπηρ). Λέω ακόμη να το στείλω στο φίλο μου το
Θόδωρα. Βέβαια δεν θα μου κάνει αυτή την εξαίσια κριτική που έκανε στο διήγημα
εκείνο στο οποίο αναφέρομαι στο βιβλίο για το χωριό μου, και που ήταν «Όταν το
διάβασα μου σηκώθηκε», αλλά πιστεύω ότι θα χαμογελάσει διαβάζοντάς το.
Τώρα πως διάβολο έγινε και είδα αυτό το όνειρο;
Καταρχάς, μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι είχα στύση. Δεν την προκάλεσε το
όνειρο, αυτή προκάλεσε το όνειρο. Συνήθως έχω στύση όταν είναι γεμάτη η κύστη
μου με κάτουρο, επειδή έχω πιει πολύ νερό αποβραδίς και από την κούραση έχω
κοιμηθεί σαν βόδι. Όμως αυτή τη νύχτα σηκωνόμουνα σχεδόν κάθε ώρα για
τουαλέτα, με τον προστάτη που έχω και με βασανίζει. Γιατί λοιπόν αυτή η στύση;
Μυστήριο.
Τώρα πως βρέθηκε ο Γιώργης στο όνειρο;
Καταρχήν, ο Γιώργης με μύησε στα μπουρδέλα. Μαθητές τρίτης λυκείου πήγαμε
εκδρομή στα Χανιά. Ο Γιώργης υπηρετούσε εκεί σμηνίτης. Ένοιωσε υποχρεωμένος
να με ξεναγήσει στα αξιοθέατα των Χανίων. Επειδή όμως δεν υπήρχε πολύς χρόνος
περιοριστήκαμε στη γειτονιά με τις πουτάνες. Δεν θυμάμαι πως έγινε η επιλογή,
πάντως γρήγορα βρέθηκα στο κρεβάτι μιας πουτάνας. Δεν της είπα ότι ήμουν
πρωτάρης, ούτε αυτή το κατάλαβε. Τελείωσα, ντύθηκα, έφυγα. Ήταν πολύ ωραία
εμπειρία, και η καλύτερη ανάμνηση που είχα από την εκδρομή. Να πω ότι αυτό το
γαμήσι, γαμήσι του πρωτάρη, δεν είχε σχέση με τη μαλακία, είναι ψέματα, πάντως
ήταν πολύ ανώτερο, κι ας μας έλεγαν τότε οι πιο μεγάλοι, πεπειραμένοι, ότι η
μαλακία άμα πιάσει είναι πιο καλή και από το γαμήσι (Τι διάβολο, τόσο σεμνότυφοι
είναι στη Microsoft; Μπουρδέλο, μαλακία, γαμίσι και γαμήσι, μου τα υπογραμμίζει
το word σαν λάθος. Πρέπει να βεβαιωθώ για την ορθογραφία στην αναζήτηση του
google. Βρίσκω κοντά δύο εκατομμύρια λήμματα για τη μαλακία, κάπου 700.000 για
το γαμήσι και κάπως λιγότερα για το γαμίσι, λαθεμένη γραφή. Πάντως και τα δυο αν
τα προσθέσεις, η μαλακία τα ξεπερνά σε σύνολο).
Ο δεύτερος λόγος είναι πως με τον Γιώργη είχαμε συχνές επαφές τελευταία. Πήγαμε
μαζί να υποβάλλουμε αίτηση για την επιστροφή των χρημάτων που μας έκοψαν στο
εφάπαξ (αυτός για τη γυναίκα του), με ενημέρωσε για να κάνω παρόμοια αίτηση για
το επίδομα αλληλεγγύης, μου είπε τρεις κατωχωρίτικες ιστορίες και τέλος βρεθήκαμε
στην κοπή της πίτας του συλλόγου μας που έγινε την περασμένη Κυριακή.
Τώρα γιατί η άσχημη πουτάνα, γιατί ο φόβος μου βλέποντας τον Γιώργη, γιατί
ξύπνησα πριν ξεκινήσουμε την πράξη, δεν ξέρω. Μάλλον για το τελευταίο ξέρω, για
να γλιτώσω. Ο φόβος μη με δει ο Γιώργης οφείλεται ίσως σε ασυνείδητες ενοχές, για
το ότι ήταν άσχημη η πουτάνα ίσως μια προσπάθεια του υπερεγώ μου να με σώσει
από το βούρκο της ακολασίας. Πάνε και κοντά σαράντα χρόνια που έχω διαβάσει την
«Αυτοανάλυση» της Κάρεν Χόρνεϋ, πού να θυμάμαι.
Τι κρίμα να μην μπορούμε να ελέγχουμε τα όνειρά μας, να βλέπουμε τα όνειρα που
θέλουμε. Αν γινόταν αυτό θα πηδάγαμε κάθε βράδυ τις γυναίκες που έχουμε
ερωτευθεί ή που έχουμε ποθήσει. Και ας ξυπνάγαμε το πρωί με λερωμένα
σωβρακάκια.

10.28΄, μου πήρε ακριβώς 50 λεφτά, μέσα στο οποίο και ένα time out για να χέσω.
Τώρα θα το ξαναδιαβάσω μια δυο φορές και θα το στείλω του Θοδωρή.

You might also like