You are on page 1of 8

Παραγωγικότητα και Ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας

Οι έννοιες της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας συνδέονται στενά μεταξύ τους
και επηρεάζουν καθοριστικά την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Σε έναν κόσμο που
γνωρίζει όλο και λιγότερα σύνορα και η κίνηση των κεφαλαίων γίνεται χωρίς περιορισμούς,
με μόνο κριτήριο την αποδοτικότητα των επενδύσεων, η «ανταγωνιστικότητα» αποτελείτο
καθοριστικό στοιχείο για τη θέση των χωρών στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, για την
ανάκαμψη των οικονομιών τους και για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών τους.
Από την άλλη πλευρά, η «παραγωγικότητα» διαδραματίζει έναν καθοριστικό ρόλο στη
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και κατά συνέπεια και στην οικονομική ανάπτυξη μιας
χώρας.

Οι έννοιες της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας χρησιμοποιούνται σε επίπεδο


επιχείρησης, κλάδου οικονομικής δραστηριότητας και συνολικής οικονομίας.

Παραγωγικότητα

Η παραγωγικότητα (productivity) ενός συντελεστή παραγωγής είναι ο λόγος του


παραγόμενου προϊόντος ανά μονάδα χρησιμοποιούμενου συντελεστή. Έτσι, γίνεται
αναφορά στην «παραγωγικότητα της εργασίας» (labor productivity), δηλαδή στο
παραγόμενο προϊόν ανά μονάδα εργασίας που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή και στην
«παραγωγικότητα του κεφαλαίου» (capital productivity), δηλαδή στο παραγόμενο προϊόν
ανά μονάδα χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου. Η παραγωγικότητα της εργασίας και του κε-
φαλαίου είναι έννοιες ή δείκτες μερικής παραγωγικότητας (partial productivity).
Επισημαίνεται ότι οι δείκτες μερικής παραγωγικότητας αποτελούν ακριβή και αμερόληπτη
εκτίμηση της παραγωγικότητας μόνο στην οριακή περίπτωση, κατά την οποία
χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία μόνο ένας συντελεστής παραγωγής.

Η «συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής» (total factor productivity)


ορίζεται ως ο λόγος του παραγόμενου προϊόντος ως προς τις συνολικές εισροές κεφαλαίου
και εργασίας που χρησιμοποιήθηκαν. Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών ενέχει
και έναν τρίτο παράγοντα (εκτός από την εργασία και το κεφάλαιο) που συμβάλλει στην
αύξηση της παραγωγής. Είναι η αύξηση της παραγωγής που αποδίδεται στις μεταβολές της
τεχνολογίας ή την τεχνολογική πρόοδο (technological progress). Συνήθως με τον όρο
«παραγωγικότητα» εννοείται η παραγωγικότητα της εργασίας.
Η παραγωγικότητα βελτιώνεται όταν είτε η αξία των χρησιμοποιούμενων εισροών
ελαττώνεται χωρίς να μειωθεί το παραγόμενο προϊόν, είτε όταν η αξία του παραγόμενου
προϊόντος αυξάνεται με την ίδια ανάλωση παραγωγικών πόρων. Το ενδιαφέρον για την
αύξηση της παραγωγικότητας είναι τεράστιο. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο
κεφάλαιο του έργου του Adam Smith «Ο Πλούτος των Εθνών» (The Wealth of Nations)
αναφέρεται κυρίως στην τεχνολογική πρόοδο και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Τα μέτρα όσον αφορά τη μέτρηση της παραγωγικότητας είναι πολλά. Η επιλογή μεταξύ
αυτών εξαρτάται από το σκοπό της μέτρησης της παραγωγικότητας και τη διαθεσιμότητα
των στοιχείων. Έτσι, σε γενικό επίπεδο, έχουμε τη μερική μέτρηση της παραγωγικότητας
(single factor productivity) και τη συνολική παραγωγικότητα (multifactor productivity, total
factor productivity) που συσχετίζει το παραγόμενο προϊόν με τις συνολικά χρησι-
μοποιούμενες εισροές. Μια ακόμη διάκριση ιδιαίτερης σημασίας είναι η μέτρηση της
παραγωγικότητας με βάση το ακαθάριστο προϊόν ή με βάση την προστιθέμενη αξία.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη παραγωγικότητα της εργασίας, αυτή εκτιμάται ως εξής:

I. Η παραγωγικότητα της εργασίας, για το σύνολο της οικονομίας, υπολογίζεται με δύο


εναλλακτικούς τρόπους και συγκεκριμένα ως:

• Ο λόγος του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, προς το συνολικό αριθμό των απασχολουμένων
• Ο λόγος του ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, προς το συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας.

II. Η παραγωγικότητα της εργασίας κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας


υπολογίζεται ως:

• Ο λόγος της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του κλάδου, σε σταθερές τιμές,


προς το συνολικό αριθμό των απασχολουμένων στο συγκεκριμένο κλάδο.

Ενώ ο υπολογισμός της παραγωγικότητας της εργασίας γίνεται με σχετικά άμεσο και
σαφή τρόπο, η εκτίμηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και της συνολικής
παραγωγικότητας των συντελεστών παρουσιάζει δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων στη
μέτρηση του μεγέθους του κεφαλαίου. Ένα μέτρο της συνολικής παραγωγικότητας των
συντελεστών αποτελεί το «κατάλοιπο» του Solow (Solow residual), που εκφράζει το
τμήμα της συνολικής αύξησης της παραγωγής (οικονομικής μεγέθυνσης) που δεν
οφείλεται στην αύξηση των ποσοτήτων των χρησιμοποιούμενων συντελεστών εργασίας
και κεφαλαίου. Το κατάλοιπο του Solow μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέτρο της αύξησης
της συνολικής παραγωγικότητας και συχνά θεωρείται ως μέτρο της τεχνολογικής
προόδου.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ

Πολλοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της
εργασίας διαχρονικά. Είναι γενικά αποδεκτό, ότι υπάρχει μια διασύνδεση μεταξύ της
παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγικότητας του κεφαλαίου. Μια σημαντική
και μόνιμη αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας απαιτεί περισσότερη χρήση και
καλύτερης ποιότητας κεφάλαιο, ενώ και η μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας του
κεφαλαίου προϋποθέτει εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που θα κάνει πιο
αποτελεσματική τη χρήση του υπάρχοντος εξοπλισμού.
Ειδικότερα, η παραγωγικότητα μπορεί να αυξηθεί:

• Με την αύξηση του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία,


αλλά και με την προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες. Εμπειρικές μελέτες δείχνουν
την ύπαρξη θετικής συσχέτισης μεταξύ των νέων τεχνολογιών και του ρυθμού
μεταβολής της παραγωγικότητας.

• Με την ενίσχυση και τη βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης
του εργατικού δυναμικού, έτσι ώστε αυτό να προσαρμόζεται ταχύτερα και
αποτελεσματικότερα στις νέες συνθήκες που δημιουργού- νται στην αγορά
εργασίας.

• Με τη δημιουργία ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού «περιβάλλοντος». Η μείωση της


γραφειοκρατίας και των διοικητικών δυσλειτουργιών είναι παράγοντες που
οδηγούν στην αύξηση των επενδύσεων και στην εξοικονόμηση ωρών εργασίας.

• Με την τόνωση του ανταγωνισμού στους διάφορους κλάδους της οικονομίας. Η


έλλειψη ανταγωνισμού, μεταξύ των άλλων, οδηγεί και σε χαμηλή αποδοτικότητα των
επιχειρήσεων.

Ανταγωνιστικότητα

Ένας ευρύς ορισμός για τη «διεθνή» ανταγωνιστικότητα (international competitiveness)


που χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ είναι ο εξής: «Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποία
μια χώρα μπορεί, κάτω από δίκαιες και ελεύθερες συνθήκες αγοράς, να παράξει αγαθά
και υπηρεσίες που ικανοποιούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, ενώ ταυτόχρονα
εξασφαλίζει και διευρύνει τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών της διαχρονικά».

Ο ορισμός αυτός είναι ευρύτερος από τον ορισμό της «εξωτερικής» ανταγωνιστικότητας
(external competitiveness), σύμφωνα με τον οποίο, «ανταγωνιστικότητα» είναι η
ικανότητα μιας οικονομίας να αυξάνει τα μερίδιά της στις διεθνείς αγορές προϊόντων και
υπηρεσιών και έτσι να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της.

Η μέτρηση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Ο


πρώτος αφορά την σύγκριση διάφορων, μεμονωμένων, σχετικών δεικτών κόστους και
τιμών. Ο δεύτερος τρόπος στηρίζεται σε εκτιμήσεις σύνθετων δεικτών, που
κατασκευάζονται από διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Ειδικότερα, οι πιο γνωστοί
δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας
είναι οι εξής:

1. Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας με βάση τον πληθωρισμό

Συγκρίνει τη μεταβολή του εγχώριου δείκτη πληθωρισμού μιας οικονομίας με τον


αντίστοιχο πληθωρισμό του συνόλου ή ορισμένων ανταγωνιστριών χωρών Ο σχετικός
δείκτης είναι ο «δείκτης της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας του
εγχώριου νομίσματος με βάση τον πληθωρισμό ανά μονάδα προϊόντος» (REER - real
effective exchange rate based on prices), όπου:

REER είναι ο λόγος του σχετικού δείκτη πληθωρισμού της εγχώριας οικονομίας προς το
δείκτη της σταθμισμένης ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Ο δείκτης της σταθμισμένης ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας (nominal effective


exchange rate) είναι ένας σταθμισμένος μέσος των συναλλαγματικών ισοτιμιών του
εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα νομίσματα των ανταγωνιστριών χωρών.

• Ο δείκτης του σχετικού δείκτη πληθωρισμού της εγχώριας οικονομίας είναι ο λόγος
του δείκτη πληθωρισμού της εγχώριας οικονομίας, προς τον σταθμισμένο δείκτη τιμών
των ανταγωνιστριών χωρών. Οι συντελεστές στάθμισης αντιστοιχούν στις
ποσοστιαίες συμμετοχές της κάθε ανταγωνίστριας χώρας στο εξωτερικό εμπόριο της
εγχώριας οικονομίας.
• Ως δείκτες πληθωρισμού χρησιμοποιούνται συνήθως, ο δείκτης τιμών κα-
ταναλωτή, ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ και ο αποπληθωριστής των εξαγωγών.

2. Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας

Συγκρίνει τη μεταβολή του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μιας οικονομίας με
το αντίστοιχο κόστος εργασίας του συνόλου ή ορισμένων ανταγωνιστριών χωρών. Ο
δείκτης του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος της εγχώριας οικονομίας
είναι ο λόγος του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος της εγχώριας οικονομίας, σε
εγχώριο νόμισμα, προς τον σταθμισμένο δείκτη του κόστους εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος των ανταγωνιστριών χωρών, στα δικά τους νομίσματα. Οι συντελεστές
στάθμισης αντιστοιχούν στις ποσοστιαίες συμμετοχές της κάθε ανταγωνίστριας χώρας
στο εξωτερικό εμπόριο της εγχώριας οικονομίας.

3. Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας τον World Economic Forum (WEF) Δημοσιεύεται στην


έκθεση του Οργανισμού WEF «Global Competitiveness Report». Ο παραγόμενος δείκτης
ονομάζεται «δείκτης αναπτυξιακής ανταγωνιστικότητας» (growth competitiveness index)
και αποτελείται από τρεις υποδείκτες: το «δείκτη τεχνολογίας» (technology index), το
«δείκτη δημόσιων θεσμών» (public institutions index) και το «δείκτη μακροοικονομικού
περιβάλλοντος» (macroeconomic environment index). Οι δείκτες αυτοί εκφράζουν το
κατά πόσο το πολιτικό, θεσμικό και κοινωνικό περιβάλλον δημιουργούν τις προϋποθέσεις
για ανάπτυξη. Με βάση τις επιδόσεις των χωρών σε αυτούς τους δείκτες, γίνεται η
κατάταξή τους.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

• Η υποτίμηση / διολίσθηση τον εγχώριου νομίσματος·. Η παλαιότερη αντίληψη


αναγνώριζε τη συναλλαγματική πολιτική ως ένα ισχυρό μέσο πολιτικής για τη
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας. Η πολιτική αυτή, πέραν του ότι δύναται
να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στον πληθωρισμό, δεν υφίσταται, μεμονωμένα, στις
χώρες μέλη της Ευρωζώνης, λόγω του κοινού νομίσματος (κοινής νομισματικής και
συναλλαγματικής πολιτικής). Τέλος, δεν συνιστάται, γενικά, διότι είναι ένα μέσο
διαθέσιμο σε όλους τους εταίρους του διεθνούς συστήματος, και συνεπώς η χρήση του
δύναται να οδηγήσει σε «εμπορικό πόλεμο», δηλαδή σε έναν φαύλο κύκλο συνεχών
υποτιμήσεων, ο οποίος θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για το όλο σύστημα.

• Βελτίωση της παραγωγικότητας: Η σύγχρονη αντίληψη για την ανταγωνιστικότητα δίνει


έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις στην αύξηση της
παραγωγικότητας αφού αυξάνεται το παραγόμενο ανα εργαζόμενο προϊόν και
βελτιώνονται οι συνθήκες κόστους μια επιχείρησης , καθιστώντας κατά τον τρόπο
αυτό και τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές
από ότι πριν.

• Μείωση του κόστους : Η μείωση του κόστους παραγωγής, αν δεν προέλθει από την
αύξηση της παραγωγικότητας λόγω τεχνολογικής εμβάθυνσης , είναι δυνατό να
προκύψει από την μείωση του εργατικού κόστους μέσω ενός πιο ευέλικτου θεσμικού
πλαισίου στην οικονομία. Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι μια τέτοια στρατηγική που
στοχεύει στην λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση πρέπει να αξιολογηθεί με προσοχή
καθώς :

α. Η μείωση του εργατικού μισθού θα οδηγήσει σε μειωμένα εισοδήματα


που ενδεχομένως τροφοδοτήσουν έναν αρνητικό κύκλο ύφεσης στην
οικονομία με περαιτέρω μείωση μισθών , εισοδημάτων και ανεργία.

β. Η μείωση του εργατικού μισθού ενδεχομένως καθιστά πιο ελκυστική για


μια επιχείρηση την πρόσληψη εργαζομένων σε βάρος της επένδυσης σε
κεφάλαιο το οποίο αυξάνει την μακροχρόνια και την παραγωγικότητα
αλλά και την ευημερία μιας κοινωνίας.

γ. Δεν είναι όλες οι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίες οπότε σε δυναμικούς


εξαγωγικούς κλάδους που χρησιμοποιούν αρκετό κεφάλαιο για την
παραγωγή η μείωση του κόστους εργασίες μπορεί να μην έχει ουσιαστικό
αποτέλεσμα.

• Το κόστος χρηματοδότησης
Πολλές επιχειρήσεις για προχωρήσουν στα επενδυτικά τους σχέδια καταφεύγουν
σε δανεισμό. Οι μικρές επιχειρήσεις προσφεύγουν στα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα (τράπεζες) ενώ οι μεγάλες έχουν την δυνατότητα και άμεσης εκ μέρους
τους έκδοσης ενός δανειακού τίτλου (π.χ. ομόλογο). Εάν το κόστος δανεισμού (το
επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι επιχειρήσεις) είναι υψηλό για διάφορους
λόγους (λόγω για παράδειγμα μειωμένων αποταμιεύσεων ή λόγω του αυξημένου
δανεισμού του κράτους) τότε αυτό επηρεάζει το συνολικό κόστος παραγωγής και
συνεπώς την ανταγωνιστικότητα τόσο της συγκεκριμένης επιχείρησης όσο και της
οικονομίας συνολικά.

You might also like