Professional Documents
Culture Documents
Είχα γυρίσει από την Αγγλία, αρχές Ιουλίου του 1994, όπου
σπούδαζα τότε, και ετοιμαζόμουν με τους κοντινούς μου φίλους να
προγραμματίσουμε την καθιερωμένη επίσκεψη μας στον Άθωνα. Απ’
τη στιγμή που έμαθα ότι ο Γέροντας δε θα ήταν, πλέον, ποτέ πια εκεί,
για πολλές μέρες είχα έντονα το αναπόφευκτο συναίσθημα του
δυσαναπλήρωτου κενού που αφήνει ένας τέτοιος άνθρωπος όταν
φεύγει από τον κόσμο. Βασανιζόμουν, μάλιστα, με το ερώτημα «και
τώρα τι, και τώρα ποιος;» -ευτυχώς μου απαντήθηκε αργότερα με
θαυμαστό τρόπο. Σκεπτόμουν, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω
κάποιον σαν κι εκείνον, για να έχω μία αυθεντική πνευματική
αναφορά και ένα ζωντανό πρότυπο έμπνευσης, αλλά γνωρίζοντας ότι
σαν τον Γέροντα Παΐσιο θα περάσει σίγουρα πολύς καιρός για να
βρεθεί παρόμοιος άνθρωπος (ο οποίος θα έχει καταφέρει να δέχεται
τη Χάρη μέσα του σε τέτοιο βαθμό) επικρατούσε μέσα μου μία
χαρμολύπη, η οποία όμως έτεινε να μεταβληθεί με έναν λεπτό τρόπο
σε απελπισία…
Στο αποκορύφωμα αυτής της διάθεσης, μία από εκείνες τις μέρες
επέστρεφα από τη δουλειά μου στον Πειραιά. Οδηγώντας στην αρχή
της οδού Πειραιώς, στο πρώτο φανάρι σταμάτησα και είδα να
πλησιάζει προς το παράθυρο μου, ένας νέος, μέτριος στο ανάστημα
θα έλεγα, αδύνατος, με πυκνά μαύρα, ελαφρώς σγουρά μαλλιά και
λεπτό μουστάκι. Θύμιζε να έχει ένα στυλ από παλαιότερες εποχές.
Προς στιγμήν, θεώρησα ότι ήταν κάποιος που συχνάζει στα φανάρια
και είτε θα πουλάει, είτε θα ζητάει λεφτά, καθαρίζοντας τζάμια ή όχι.
Ο συγκεκριμένος, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ και
προσποιούμενος ότι θέλει κάτι να μου δώσει ή να μου πουλήσει, με
επηρέασε ώστε να κατεβάσω το παράθυρο μου, οπότε και πρόσεξα
από πιο κοντά ότι είχε μία οικεία φυσιογνωμία, ασυνήθιστα
χαρμόσυνη έκφραση και εξέπεμπε μία απρόσμενη αισιοδοξία.
Επίσης, κατάλαβα ότι απ’ τον άνθρωπο αυτόν του Θεού θα βλέπαμε
περισσότερα «σημεία και τέρατα» στο μέλλον και συνειδητοποίησα
από τότε, ότι θα ερχόταν γρήγορα η ώρα που θα προσευχόμαστε σε
αυτόν μπροστά σε αγιογραφημένες εικόνες του.
Ακόμα, ότι όλοι εμείς που γνωρίσαμε τον Γέροντα Παΐσιο (και
άλλους, φυσικά, σύγχρονους Αγίους) βρισκόμαστε με τη σειρά μας,
στη θέση εκείνων που θαυμάζαμε επειδή έζησαν από κοντά παλαιούς
μεγάλους Αγίους και Μάρτυρες (σημειωτέον ότι ο Γέροντας
απολαμβάνει και τα δύο στεφάνια) και τους οποίους βλέπουμε
αγιογραφημένους αιώνες τώρα και διαβάζουμε για τις ζωές και τα
διδάγματα τους˙ και αυτό δεν θα αποτελούσε για εμάς μία ευλογία
προς καύχηση, αλλά ένα βαρύ χρέος πνευματικής αξιοποίησης και
μετάδοσης αυτών των εμπειριών, με ταπεινότητα και σεβασμό.
Δηλαδή, με εκείνη την «πνευματική αρχοντιά» που δίδασκε όλους με
τα έργα του.
***
Μετά από λίγα χρόνια κυκλοφορούσαν ήδη αρκετά βιβλία για τον
Γέροντα Παΐσιο που έπαιρνα και ‘γω, φυσικά, για να διαβάζω και να
τα απορροφώ, αν και μερικά απ’ αυτά επαναλάμβαναν ίδια
περιστατικά. Ξεφυλλίζοντας, όμως, τις πρώτες σελίδες ενός από
αυτά, το βλέμμα μου κόλλησε πάνω σε μία φωτογραφία που ήταν του
νέου που είχα συναντήσει τότε…
Πρόκειται, για μία νεανική φωτογραφία του Γέροντα, που
τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια, αν θυμάμαι καλά, του εμφυλίου
πολέμου και βρισκόταν μέσα σε χιόνια φορώντας στρατιωτική στολή.
Δεν μπορούσα να το χωνέψω και κοιτούσα επίμονα μήπως έκανα
κάποιο λάθος, αλλά η μορφή του Γέροντα στη φωτογραφία αυτή, σε
νεανική ηλικία έχοντας το ίδιο και απαράλλακτο χαρούμενο ύφος
του, ήταν ακριβώς τα ίδια με του νέου που είχα συναντήσει στο
δρόμο. Όλα τα αξέχαστα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που
συνάντησα, συνομίλησα και δεν ξέχασα ποτέ, ήταν απόλυτα
ταιριαστά σαν κλωνοποιημένα με εκείνα που έβλεπα στη
φωτογραφία.