You are on page 1of 175

10.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ


ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ

Διδάσκων: Πασχάλης Ανδρούδης


Επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής
Αρχαιολογίας και Τέχνης
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Η περίοδος της βασιλείας των Παλαιολόγων (1261-1453)
Ιστορικό διάγραμμα
 
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο στα 1261,
σήμανε την μερική αποκατάσταση της αυτοκρατορίας των Κομνηνών και των Αγγέλων.
Κάποιες επαρχίες απελευθερώθηκαν από τους Λατίνους, όμως το νέο ελληνικό κράτος
ήταν μικρότερο, κυκλωμένο από εχθρούς και με πενιχρούς πια οικονομικούς πόρους.
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Βυζαντίου χαρακτηρίζεται από πολυδιάσπαση της
πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας και από το σχηματισμό πολλών ελληνικών και
λατινικών κρατιδίων, τα οποία αντιμάχονταν μεταξύ τους .
Η ανάδειξη μιας νέας δύναμης, του Οθωμανικού εμιράτου που ιδρύθηκε στην Προύσα της
Βιθυνίας στα 1324, είχε ολέθριες συνέπειες, τόσο για τις τελευταίες ελληνικές κτήσεις στη
Μικρά Ασία, όσο και για τα ευρωπαϊκά εδάφη. Μετά το 1354 και μέχρι το τέλος του 14ου
αιώνα, ολόκληρη η νότια Βαλκανική (με λιγοστές εξαιρέσεις) είχε υποταχθεί στους
Οθωμανούς. Το ίδιο θα συνέβαινε και με την Κωνσταντινούπολη, αυτό όμως δεν έγινε
δυνατό, λόγω της ήττας του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ (του «Κεραυνού») από τον
Μογγόλο χάνο Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας στα 1402. Μετά από διάστημα κάποιων
χρόνων οι Οθωμανοί επανήλθαν, καταλαμβάνοντας τη Θεσσαλονίκη (1430) και την
Κωνσταντινούπολη (1453) και εν συνεχεία όλες τις υπόλοιπες ελληνικές ηγεμονίες:
Μυστράς (1459), Τραπεζούντα (1461) και πριγκιπάτο των Θεοδώρων στην Κριμαία (1475).
Η Απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης το 1261 και η ανασύσταση της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
 
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη στα 1261 και
στέφθηκε ως «Νέος Κωνσταντίνος», αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο Μιχαήλ
υπήρξε σπουδαίος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης και προσπάθησε να
προσεγγίσει τη Δύση .
Στο διάστημα της βασιλείας του πραγματοποίησε πολλά έργα στην
Κωνσταντινούπολη, «αναστηλώνοντας» την από τη Λατινική κυριαρχία και τη
μερική καταστροφή και εγκατάλειψη που είχε υποστεί .

Βασιλεία του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και των διαδόχων του

Η περίοδος της βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328) είναι


εξαιρετικά δυσμενής για την υπεράσπιση της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας,
όμως στον αντίποδα είναι η εποχή της πρώιμης «Παλαιολόγειας αναγέννησης»
στις τέχνες και στα γράμματα.
Η βασιλεία των Παλαιολόγων (1261-1453) προσέφερε μια πραγματική
καλλιτεχνική αναγέννηση . Η αναγεννημένη όμως από την φραγκική λεηλασία
αυτοκρατορία των Παλαιολόγων, δεν ήταν αυτή του παρελθόντος. Εντός των
τειχών της Πρωτεύουσας, μεγάλα κτίρια στέκονταν σε ερείπια. Εκτάσεις μέσα
και έξω από αυτήν παρέμειναν ερημωμένες.
Στα χρόνια της «αναγέννησης των Παλαιολόγων» έχουμε επίσης την εισροή
ξένων στοιχείων, νέας μορφής στην βυζαντινή τέχνη, η οποία αρχικά είναι
περιορισμένης κλίμακας. Με την πάροδο του χρόνου τα στοιχεία αυτά
ενσωματώνονται ομαλά και δημιουργικά στο θεματολόγιο της τέχνης.
Η αναγέννηση των Παλαιολόγων γνώρισε το απόγειό της στο τέλος του 13ου και
το πρώτο μισό του 14ου αιώνα . Σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της στον
τομέα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, με πλούσιες χρηματικές χορηγίες,
υπήρξαν η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη .
Σπουδαία προσωπικότητα της εποχής ήταν ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος
χρηματοδότησε την αποκατάσταση του καθολικού της Μονής της Χώρας στην
Κωνσταντινούπολη και τη διεύρυνσή του .
Η Κωνσταντινούπολη στις περιγραφές των περιηγητών
 
Η Κωνσταντινούπολη στα χρόνια των Παλαιολόγων δεν παρουσίαζε την ίδια
εικόνα με τη λαμπρή πόλη των προηγούμενων αιώνων. Και αυτό γιατί αφενός
έχει προηγηθεί η Λατινική κατάκτηση του 1204 και η παραμονή σε αυτή των
Λατίνων μέχρι το 1261 και αφετέρου, επειδή τα οικονομικά μέσα αυτής της
εποχής είχαν πια περιοριστεί αισθητά.
Περιγραφές της Κωνσταντινούπολης έχουμε τόσο από Ρώσους περιηγητές , όσο
και από άλλους, όπως τον Μαροκινό πολυταξιδεμένο περιηγητή του 14ου αιώνα,
τον Ibn Battuta.
 
Η Θεσσαλονίκη ως καλλιτεχνικό κέντρο

Στα χρόνια των Παλαιολόγων, ιδιαίτερα τον 14ο αιώνα. αποκτά ιδιαίτερη
σημασία, μετά από την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η
οποία εξελίσσεται σε σημαίνον κέντρο της Βαλκανικής .
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε εξέχον καλλιτεχνικό κέντρο κατά το τέλος του 13ου-
α΄ μισό του 14ου αιώνα, γεγονός που υπογραμμίζεται με έμφαση από όλους
τους μελετητές της Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής . Στην πόλη
εξάλλου είχε εγκατασταθεί η εν διαστάσει σύζυγος του αυτοκράτορα
Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, η Γιολάντα (Ειρήνη) η Μομφερρατική, με τα
παιδιά της, μετά την άρνηση του Ανδρονίκου να μοιράσει τα εδάφη της
αυτοκρατορίας με το δυτικό σύστημα.
Στα χρόνια των Παλαιολόγων η Θεσσαλονίκη λαμπρύνθηκε με σπουδαίους
ναούς, που κτίστηκαν με μοναδικά και πρωτοποριακά σχέδια. Στο εσωτερικό
τους οι ναοί διασώζουν, παρά τις καταστροφές που υπέστησαν κατά τη
μετατροπή τους σε τζαμιά από τους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης στα 1430, σπουδαίες τοιχογραφίες, αλλά και ψηφιδωτό
διάκοσμο (ναός Αγίων Αποστόλων).
Εμφύλιοι και άλλοι πόλεμοι του Βυζαντίου. Η αρχή της κατάρρευσης

Ήδη από την εποχή του Ανδρονίκου ξεσπά ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, ο
οποίος αποδυνάμωσε την αυτοκρατορία. Με τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο
κατέρρευσε η βυζαντινή αντίσταση στους Οθωμανούς, τους Σέρβους και τους
άλλους επίδοξους κατακτητές.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος, μελλοντικός αυτοκράτορας (1391-1425)
προσπάθησε μάταια να ανασυγκροτήσει την Βυζαντινή επικράτεια που
παρέμενε ελεύθερη.
.

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά τον


14ο αιώνα
.
Κωνσταντινούπολη

Μονή Λιβός
Παμμακάριστος
Μονή της Χώρας
.

MONH TOY ΛΙΒΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


(αρχικό καθολικό ιδρύθηκε στα 907, ιδρυτής Κωνσταντίνος Λίβας)
Παλαιολόγεια φάση: νότια εκκλησία και περίστωο σε σχήμα Γ
Μονή του Λιβός

Στα τέλη του 13ου αιώνα (1282-1303) οικοδομήθηκε στη νότια


πλευρά του καθολικού της Μονής Λιβός (Fenari İsa Camii) ένα
νεκρικό παρεκκλήσι από τη Θεοδώρα, σύζυγο του αυτοκράτορα
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1282). Ο ναός, αφιερωμένος στον
άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, έχει τέσσερις πεσσούς, οι οποίοι
στηρίζουν τον τρούλο. Ανάμεσα στους πεσσούς υπάρχουν τρίλοβες
κιονοστοιχίες, μέσω των οποίων γίνεται η επικοινωνία με το
περίστωο σχήματος Γ του ναού, το οποίο προστέθηκε και αυτό
στον αρχικό μεσοβυζαντινό ναό, μαζί με το παρεκκλήσιο. Οι
εξωτερικές όψεις του ναού διαρθρώνονται με τυφλά αψιδώματα,
κόγχες και πλίνθινα κοσμήματα.
.
Κωνσταντινούπολη
Παμμακάριστος
Παναγία Παμμακάριστος, νεκρικό παρεκκλήσιο και περίστωο

Στις αρχές του 14ου αιώνα, γύρω στο 1310, προστέθηκε στη
νότια πλευρά του καθολικού της Μονής Παμμακαρίστου ένα
παρεκκλήσιο και ένα περίστωο σε σχήμα Π. Το παρεκκλήσι
ίδρυσε η μοναχή Μάρθα (κοσμικό όνομα Μαρία), χήρα του
πρωτοστράτορα Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη, ως μαυσωλείο
του.
Το παρεκκλήσι είναι ένας μικρός σύνθετος τετρακιόνιος
σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με διώροφο νάρθηκα που
επιστέφεται με δύο τρουλίσκους.
Ο εξωτερικός διάκοσμος του παρεκκλησίου είναι αρκετά
πλούσιος, με αψιδώματα, και κεραμοπλαστικούς πίνακες,
χαρακτηριστικά της Παλαιολόγειας περιόδου.
.

Κωνσταντινούπολη

Μονή της Χώρας


Μονή της Χώρας

Στο μεσοβυζαντινό καθολικό της Μονής της Χώρας (Kahriye


Camii), προστέθηκαν, γύρω στα 1315-1320, ένας εξωνάρθηκας στα
δυτικά, μια διώροφη κατασκευή στη βόρεια πλευρά, καθώς και ένα
νεκρικό παρεκκλήσι οστα νότια .
Το παρεκκλήσι είναι ένας μονόχωρος ναός με τρούλο. Ο κυρίως
ναός, ο νάρθηκας και ο εξωνάρθηκας διακοσμήθηκαν με ψηφιδωτά,
ενώ το παρεκκλήσι με εξαιρετικές τοιχογραφίες. Χορηγός όλου
αυτού του οικοδομικού και διακοσμητικού προγράμματος του ναού
υπήρξε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, Λογοθέτης του Γενικού, στα χρόνια
του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου .
.
ΜΕΣΣΗΜΒΡΙΑ (σημ. Nessebar)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ
Μεσημβρία (σημ. Nessebar, Βουλγαρία)
.
Στη Μεσημβρία του Ευξείνου Πόντου (σημ. ανατολική
Βουλγαρία) σώζονται αρκετοί ναοί της πρώιμης
Παλαιολόγειας περιόδου, καθώς η πόλη παρέμεινε ελληνική
κτήση μέχρι και τον 15ο αιώνα.
Οι Παλαιολόγειοι ναοί της πόλης οικοδομήθηκαν με έντονες
τις διακοσμητικές συνθέσεις στις όψεις τους, με χρήση τυφλών
αψιδωμάτων, κογχών, ζωνών και επιφανειών με πλίνθους, με
έγχρωμα φιαλοστόμια, οδοντωτές ταινίες, κ.α.
Ο ναός της Αγίας Παρασκευής είναι κτισμένος ως
σταυροειδής εγγεγραμμένος, ενώ ο Άγιος Στέφανος ως
βασιλική .
.

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Θεσσαλονίκη – Άγιον Όρος


Θεσσαλονίκη

Στη Θεσσαλονίκη σώζονται πολλοί και σημαντικοί ναοί της


Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ενώ η αρχιτεκτονική της
δέχτηκε πολλές επιδράσεις.
Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης, της δεύτερης σε τάξη
πόλης του Βυζαντίου κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους, δεν
μας είναι γνωστοί με τα αρχικά τους ονόματα, καθώς
μεσολάβησε η μακραίωνη σκλαβιά στους Οθωμανούς από το
1430 ως το 1912, οπότε τα ονόματά τους έχουν λησμονηθεί .
Επίσης όλοι ναοί, με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις είχαν
μετατραπεί σε μουσουλμανικά τεμένη (τζαμιά).
Άγιος Παντελεήμων

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Παντελεήμονα είναι ένα από τα πιο κομψά
μνημεία της Θεσσαλονίκης . Η εκκλησία ταυτίστηκε από τον Γεώργιο
Θεοχαρίδη με το καθολικό της Μονής της Περιβλέπτου ή του κυρ Ισαάκ, από το
μοναστικό όνομα του ιδρυτή του, ο οποίος με το όνομα Ιάκωβος κατείχε τον
μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης μεταξύ των ετών 1295 και 1314.
Ο ναός είναι σε κάτοψη σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, με
τρουλαίο νάρθηκα και περίστωο σχήματος Π, που έφερε τρούλο στην ευθεία του
εγκάρσιου άξονα του πυρήνα του ναού (μπροστά στις κεραίες του σταυρού).
Τρούλοι θα πρέπει να ήταν κτισμένοι και επάνω από τα δυτικά γωνιαία
διαμερίσματα του περιστώου. Τα υπόλοιπα τμήματα της στοάς καλύπτονταν με
θόλους, ενισχυμένους με σφενδόνια (και όχι με σταυροθόλια όπως υποστήριξαν
κάποιοι ερευνητές). Το μεγαλύτερο μέρος της πιόσχημης στοάς, η οποία στους
εξωτερικούς τοίχους της έφερε διαδοχικά μικρές τυφλές αβαθείς κόγχες
κοσμημένες με πλίνθινα σχέδια, κατεδαφίστηκε στα τελευταία χρόνια της
Τουρκοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα ο βόρειος τρούλος, γνωστός από παλιές
φωτογραφίες, θα πρέπει να κατέρρευσε πριν το 1890), ο δε νότιος, γνωστός από
σχέδια των R. Weir Schultz και S.H. Barnsley (1890, να κατέρρευσε μετά το
1910. Τα θεμέλια των τοίχων των κατεστραμμένων τμημάτων της στοάς
αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο προαύλιο του ναού .
ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Άγιοι Απόστολοι

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στα δυτικά τείχη της Θεσσαλονίκης, είναι
ένα από τα κομψότερα και σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης, τόσο για
τα λαμπρά ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες του, όσο και για την εκλεπτυσμένη
αρχιτεκτονική και τον πλούτο της εξωτερικής κεραμοπλαστικής διακόσμησής του .
Υπήρξε καθολικό μιας μεγάλης μονής αφιερωμένης στην Παναγία, από την οποία
σώζονται ακόμη στα βορειοδυτικά η δεξαμενή (κινστέρνα) και στα νότια το δυτικό
ήμισυ του κατώτερου τμήματος του πυλώνα της. Η μονή ιδρύθηκε από τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα Α΄ (1310-1314). Την περίοδο αυτή
φιλοτεχνήθηκε και ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού, που όμως έμεινε
ανολοκλήρωτος, εξαιτίας της απομάκρυνσης του Νήφωνα από τον πατριαρχικό
θρόνο. Το έτος ανέγερσης του ναού μετά το 1329, που προτάθηκε παλαιότερα από
τους Peter Kuniholm και Cecil Striker, με βάση τη δενδροχρονολόγηση ξύλινων
στοιχείων, δεν έγινε αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα. Στα χρόνια της
πρώιμης Οθωμανοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, στην περίοδο 1520-1530, ο ναός
μετατράπηκε σε τζαμί από τον Cezeri-zade Koca Kasım Paşa, βεζίρη των
σουλτάνων Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) και Σελήμ Α΄ (1512-1520) και διοικητή της
Θεσσαλονίκης μέχρι τον θάνατό του στα 1530.
Κτισμένος στον αρχιτεκτονικό τύπο του πεντάτρουλου τετρακιόνιου
σταυροειδούς εγγεγραμμένου με εξωνάρθηκα και περίστωο
σχήματος Π, ο ναός των Αγίων Αποστόλων παρουσιάζει αρκετή
συγγένεια με το ναό της Αγίας Αικατερίνης. Και στους δύο ναούς
το περίστωο στεγάζεται στις τέσσερις γωνίες με μικρούς τρούλους.
Υπάρχουν όμως και αρκετές διαφοροποιήσεις. Στο ναό των Αγίων
Αποστόλων κυριαρχούν οι λεπτές και ψηλές αναλογίες. Οι όψεις
εδώ διαρθρώνονται σοφά με συνεχόμενα ανοίγματα, τυφλά
αψιδώματα, κόγχες, ημικίονες, πλούσια κεραμοπλαστικά
κοσμήματα σε διάφορες μεταξύ τους συνθέσεις, προσδίδοντας στο
σύνολο ανάταση, περισσή κομψότητα και ελαφρότητα. Στους
Αγίους Αποστόλους η αψίδα του Ιερού είναι επτάπλευρη.
Το περίστωο των Αγίων Αποστόλων απολήγει ανατολικά σε δύο τρουλαία
παρεκκλήσια, οι κόγχες των οποίων εγγράφονται εξολοκλήρου στο πάχος του
ανατολικού τοίχου. Το νότιο παρεκκλήσιο είναι κλειστό και επικοινωνεί μόνο με το
διακονικό. Η διαμόρφωση αυτή είναι σύγχρονη με την τοιχογράφηση του ναού.
Τότε έκλεισε η θύρα επικοινωνία του παρεκκλησίου με τη νότια στοά και
διανοίχτηκε στο βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου μια θύρα επικοινωνίας με το
διακονικό, επάνω στον ίδιο άξονα με τα ανοίγματα επικοινωνίας του Ιερού
Βήματος με τα διαμερίσματα της Πρόθεσης και του Διακονικού. Στο νότιο
παρεκκλήσι υπάρχει μια θολωτή υπόγεια κατασκευή, πιθανόν τάφος. Το βόρειο
παρεκκλήσι είναι ανοικτό προς το περίστωο, δεν αποκλείεται όμως να έκλεινε στη
δυτική ευθεία του πυρήνα και ο τοίχος αυτός να καθαιρέθηκε με την ευκαιρία της
τοιχογράφησης του ναού. Αργότερα διανοίχτηκε και μια δίοδος επικοινωνίας του
βόρειου παρεκκλησίου με το διαμέρισμα της Πρόθεσης.
Η επικοινωνία του περιστώου με τον κυρίως ναό γίνεται με δύο ανοίγματα,
συμμετρικά διατεταγμένα επάνω στην κάθετη κεραία του σταυρού. Αυτά
βρίσκονται στον ίδιο άξονα με την ανατολικότερη είσοδο του βόρειου τοίχου του
περιστώου. Η επικοινωνία του τελευταίου με το νάρθηκα γίνεται με δύο τρίβηλα
ανοίγματα. Στην πρόσοψη (δυτική όψη) της στοάς είχε διαμορφωθεί εξαρχής ένα
πρόπυλο ή κατά τον Γ. Βελένη, ένα πυργοειδές καμπαναριό, άποψη που μάλλον
είναι υπερβολική.
Το περίστωο του ναού των Αγίων Αποστόλων καλύπτεται, όπως προαναφέραμε, με
τρούλους στα ανατολικά παρεκκλήσια και στα δυτικά, στην προέκταση του
νάρθηκα. Στους εναπομείναντες χώρους έχει εφαρμοστεί κάλυψη με σταυροθόλια
και ημικυλινδρικούς θόλους εναλλάξ (π.χ. στο δυτικό σκέλος του περιστώου). Με
τον ίδιο τρόπο γίνεται η κάλυψη στο χώρο του νάρθηκα.
Το βόρειο σκέλος του περιστώου έχει το βόρειο τοίχο κλειστό. Οι δύο είσοδοι του
ανοίγονται στον άξονα του εξωνάρθηκα και στον εγκάρσιο άξονα. Τα παράθυρα
είναι δύο δίλοβα στην κυρίως στοά και ένα δίλοβο στο βόρειο παρεκκλήσιο. Επάνω
από αυτά ανοίγονται μονόλοβα τοξωτά παράθυρα. Αντίθετα, η νότια στοά ήταν
ανοικτή με τέσσερα υψίκορμα δίλοβα ανοίγματα ατά σειρά και ένα δίλοβο στο
νότιο παρεκκλήσιο. Τα ανοίγματα της νότιας στοάς φράχθηκαν στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας. Το δυτικό σκέλος του περιστώου έχει δύο μεγάλα τρίλοβα
ανοίγματα εκατέρωθεν της εισόδου, το καθένα από τα οποία αποτελείται από δύο
τόξα διαφορετικού μεγέθους. Το μεγαλύτερο από αυτά χωρίζεται από δύο
μικρότερα τόξα. Η είσοδος πλαισιώνεται επίσης, από δύο υψίκορμες ημικυκλικές
κόγχες. Το κάτω μέρος των ανοιγμάτων στις ανοικτές στοές έκλεινε άλλοτε με
μαρμάρινα θωράκια. Όπως σημείωσε και η Ευαγγελία Χατζητρύφωνος, τα στοιχεία
του περιστώου, αν και διαφοροποιημένα μεταξύ τους, διατηρούν εντούτοις
αντιστοιχία με τη διάρθρωση του πυρήνα.
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης έχει οικοδομηθεί με αδρά
λαξευμένους λίθους σε οριζόντιες στρώσεις, ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούν
ζώνες πλίνθων, κυρίως απλές, δίχως όμως να αποκλείονται και οι διπλές ή
τετραπλές. Στους κάθετους αρμούς παρεμβάλλονται επάλληλα τοποθετημένα
τεμάχια πλίνθων. Στα χαμηλότερα σημεία της η τοιχοποιία είναι αμελέστερη, από
αργολιθοδομή.
Όλοι οι τρούλοι είναι πολυγωνικοί και παρουσιάζουν μια ραδινότητα
που εξαίρεται, επιπλέον, από τα ψηλά στενά, τοξωτά παράθυρα, αλλά και τους
λεπτούς ημικίονες στις ακμές των γωνιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρούλος
διαθέτει ιδιαιτέρως υπερυψωμένα αψιδώματα. Οι τέσσερις μικροί τρούλοι έχουν
οκταγωνικά τύμπανα και η εσωτερική τους επιφάνεια διαμορφώνεται με
νευρώσεις. Τα αετώματα είναι καμπύλα, ενώ τα γείσα των τρούλων τοξωτά. Ο
μαρμάρινος λοξότμητος κοσμήτης που περιτρέχει το ναό δημιουργεί έναν έντονο
οριζόντιο άξονα.
Ο ναός δεν διασώζει ιδιαίτερο γλυπτό διάκοσμο πέρα από αυτόν στα παράθυρά
του (αμφικιονίσκοι και τα επιθήματά τους). Εκτός από το θύρωμα στη βόρεια
πλευρά του περιστώου, υπάρχει και το αντίστοιχο στη δυτική πρόσοψή του, στο
οριζόντιο λοξότμητο τμήμα του οποίου σκαλίστηκε η επιγραφή «ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΑΙ ΚΤΗΤΩΡ» και στις γωνίες φυτικά μοτίβα με δύο σειρές γραμμάτων που
σχηματίζουν το όνομα «ΝΙΦΩΝ». Τα φυτικά μοτίβα, εκτελεσμένα με την
επιπεδόγλυφη τεχνική, είναι από τα λιγοστά στο είδος τους που σώζονται στη
Θεσσαλονίκη. Άλλα τρία μονογράμματα, τα δύο μέσα σε οκτάπλευρους ρόδακες
και τα άλλα σε κυκλικό, που βρίσκονται σκαλισμένα επάνω στα μαρμάρινα
επιθήματα τριών κιονοκράνων της δυτικής πρόσοψης του ναού σχηματίζουν την
επιγραφή «ΝΙΦΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΤΗΤΩΡ».
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων προσέλκυσε από νωρίς το ενδιαφέρον των ερευνητών της
Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής, οι οποίοι διέγνωσαν την μεγάλη ιστορική και την
υψηλή καλλιτεχνική του αξία. Αποτελεί λοιπόν, ένα από τα περισσότερο μελετημένα
βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, τόσο στον τομέα της αρχιτεκτονικής, όσο και στους
αντίστοιχους των ψηφιδωτών και του τοιχογραφικού διακόσμου. Αν και υποστηρίχθηκε από
κάποιους μελετητές ότι το περίστωο ήταν μεταγενέστερο από τον υπόλοιπο ναό, εντούτοις
πρόσφατες έρευνες απέδειξαν το αντίθετο. Οι αρχές και η οργάνωση του κεραμοπλαστικού
διακόσμου στις αψίδες του ναού, όπως και ο τρόπος απόδοσης κάποιων επιμέρους
στοιχείων (εξωρράχια τόξων, υποχωρημένα τύμπανα αψιδωμάτων) έχει αναλυθεί με
συστηματικό τρόπο από τον Γεώργιο Βελένη. Ο ίδιος επισήμανε και κατέγραψε τις
διαφορές του ναού με τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης, αναδεικνύοντας σημαντικές
ιδιαιτερότητες στο σχεδιασμό των Αγίων Αποστόλων (όπως είναι για παράδειγμα οι
εγγεγραμμένοι λοβοί σε υπερυψωμένο αψίδωμα), οι οποίες δεν απαντούν στα μνημεία της
Βασιλεύουσας. Οι αρχιτέκτονες των τελευταίων επιζητούσαν την αυστηρή απόδοση των
όγκων και των μορφών και τη γεωμετρική καθαρότητα και όχι την υιοθέτηση σύνθετων,
συχνά περίπλοκων μορφολογικών λύσεων. Όον αφορά στην καταγωγή του τύπου του
πεντάτρουλου ναού με περίστωο και συμμετρικά παρεκκλήσια, αυτή είναι προβληματική
και επιδέχεται συζήτησης. Όπως επισήμαναν οι Παναγιώτης και Γεώργιος Βελένης, τα
αρχαιότερα σωζόμενα παραδείγματα του τύπου είναι αυτά στο ναό της Παναγίας
Παρηγορήτισσας της Άρτας και στους Αγίους Αποστόλους Θεσσαλονίκης. Ο Π.
Βοκοτόπουλος υποστήριξε ότι οι δύο παραπάνω ναοί είναι επηρεασμένοι ως προς την
κατασκευή τους από τις δημιουργίες της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης, όπου
πρωτοεμφανίστηκε ο τύπος.
Λόγω της γνωστής με σχετική ακρίβεια ημερομηνίας ανέγερσής
του, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 14ου αιώνα, ο ναός
μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για τη μελέτη και ερμηνεία της
εξέλιξης του κεραμοπλαστικού διακόσμου στους
υστεροβυζαντινούς ναούς και για την πρωιμότερη ή μη
χρονολόγηση ορισμένων υστεροβυζαντινών ναών της
Θεσσαλονίκης, όπως του Αγίου Παντελεήμονα και της Αγίας
Αικατερίνης.
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

Η Αγία Αικατερίνη είναι κτισμένη ως σύνθετος τετρακιόνιος


σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με περίστωο, αλλά δεν έχει
νάρθηκα . Ο ναός είναι επίσης πεντάτρουλος (οι τέσσερις τρούλοι
υψώνονται στο περίστωο). Δεν γνωρίζουμε την αρχική αφιέρωση
του ναού, ο οποίος γενικά χρονολογείται προς τα τέλη του 13ου ή
στις αρχές του 14ου αιώνα, ενώ έχουν προταθεί και χρονολογήσεις
που φτάνουν μέχρι και τα μέσα του ιδίου αιώνα.
Το περίστωο καλύπτεται με εναλλαγή τρούλων, καμαρών και
σταυροθολίων και απολήγει ανατολικά σε παρεκκλήσια. Στη νότια
στοά υπάρχει ταφική κρύπτη .
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης διακρίνεται για την εξωτερική
διάρθρωση των όψεών του με τυφλά αψιδώματα, τα κομψά δίλοβα
ανοίγματα στο περίστωό του και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό του
διάκοσμο.
Θεσσαλονίκη- Αγία Αικατερίνη. Άποψη από Δ.
ΝΑΟΣ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ
Ο ναός των Ταξιαρχών είναι μια ιδιότυπη ξυλόστεγη βασιλική, σε όροφο, η οποία
έχει μόνο ένα κλίτος (μονόχωρος δρομικός ναός), το οποίο περιβάλλει μια στοά
σχήματος Π. Η τελευταία απολήγει ανατολικά σε δύο διαμερίσματα, από τα οποία
το βόρειο (λειτουργεί ως πρόθεση) έχει εξωτερικά μια ελαφρά εξέχουσα
τρίπλευρη κόγχη, ενώ το δυτικό δεν έχει διαμορφωμένη εξωτερικά αψίδα, αλλά
ένα διβαθμιδωτό αψίδωμα. Τα δύο διαμερίσματα στα ανατολικά καλύπτονται με
ημισφαιρικούς θόλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στοά αρχικά ήταν ανοικτή στη
νότια και τη δυτική της πλευρά και κλειστή μόνο στη βόρεια. Επίσης ο κυρίως
ναός επικοινωνούσε με το περίστωο με δύο τοξωτά ανοίγματα στην κάθε επιμήκη
πλευρά του.
Η είσοδος του ναού στον όροφο θα πρέπει να γινόταν με μια εξωτερική ξύλινη
σκάλα.
Το ισόγειο του ναού δεν παρουσιάζει συνάφεια των επιμέρους στοιχείων του με
αυτά του υπερκείμενου ορόφου του, ιδιαίτερα όσον αφορά στο εσωτερικό του
κέλυφος με τις αβαθείς αντηρίδες. Κατά την άποψή μας, θα πρέπει μάλλον να
ανήκει σε μια προγενέστερη κατασκευή, πιθανόν του 12ου αιώνα.
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος , κτισμένος λίγο πιο κάτω από το ναό του Αγίου
Παντελεήμονα, είναι σε κάτοψη μονόχωρος, τετράκογχος εγγεγραμμένος σε ορθογώνιο, με
ιδιαίτερα ψηλό για τις αναλογίες του τρούλο. Στη βορειοανατολική γωνία ανοίγεται μια
μικρή κόγχη πρόθεσης. Η κόγχη του Ιερού είναι τρίπλευρη, με δίλοβο παράθυρο. Στα
δυτικά του ναού προστέθηκε ένας νάρθηκας, ο οποίος ανακαινίστηκε πλήρως το 1936.
Τα οκτώ παράθυρα του τρούλου είναι στενόμακρα και περιβάλλονται από επάλληλα
τοξωτά πλαίσια. Οι άκρες της στέγης έχουν διαμόρφωση κυματιστή, ενώ στις γωνίες
υπάρχουν πλίνθινοι ημικιονίσκοι.
Η διάνοιξη μιας θύρας εισόδου στη βόρεια κόγχη προκάλεσε καθίζηση στη στεφάνη του
τρούλου και στατικό πρόβλημα στη βορειοανατολική γωνία. Τα προβλήματα αυτά
επισκευάστηκαν μετά τους σεισμούς του 1978. Ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψαν ταφές
του 14ου αιώνα έξω από τη βόρεια και το νότια πλευρά του ναού και εντός του κυρίως
ναού και του νάρθηκα. Τέλος, κάτω από την αγία Τράπεζα του ναού, στο εγκαίνιό του,
αποκαλύφθηκε μικρή ενεπίγραφη μολύβδινη λειψανοθήκη βυζαντινών χρόνων , η οποία
μεταφέρθηκε στο ναό (και τοποθετήθηκε πρόχειρα κάτω από την αγία Τράπεζά του) όταν
μετατράπηκε σε μουσουλμανικός τέμενος ο γειτονικός ναός της Παρθένου που είναι
σήμερα γνωστός ως Άγιος Παντελεήμων .
Στο εσωτερικό του ο ναός διασώζει πολύ αξιόλογο τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος έχει
αποδοθεί στην περίοδο 1345-1350.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΟΡΦΑΝΟΣ

Ο μικρός ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού βρίσκεται δίπλα


στα ανατολικά τείχη της πόλης. Αποτελούσε το καθολικό μιας
μικρής μονής από την οποία διατηρείται σήμερα μόνο το
ερειπωμένο της πρόπυλο. Στη σημερινή του μορφή ο ναός
αποτελείται από ένα πυρήνα, ο οποίος περιβάλλεται από ένα
περίστωο σχήματος Π. Αρχικά ο ναός ήταν μια τρίκλιτη βασιλική
με νάρθηκα.
Η αρχιτεκτονική του ναού δεν έχει να παρουσιάσει κάτι το
ιδιαίτερο. Η σημασία του ναού έγκειται στις θαυμάσιες
τοιχογραφίες του 1310-1320 που διατηρούνται σε πολύ καλή
κατάσταση στο εσωτερικό του, καθώς ο ναός δεν μετατράπηκε
ποτέ σε τζαμί. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη διατήρηση του
μαρμάρινου τέμπλου του ναού. Τα χρώματα στα κιονόκρανα μας
δίνουν μια ιδέα της εναρμόνισης των υπόλοιπων στοιχείων με τον
τοιχογραφικό διάκοσμο.
ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΛΑΤΑΔΩΝ
Το καθολικό της Μονής Βλατάδων, το οποίο χρονολογείται με αρκετή πιθανότητα στη
δεκαετία 1360-1370, είναι σε κάτοψη ένας σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, οικοδομημένος
επάνω στα κατάλοιπα ενός παλαιότερου ναού. Το καθολικό πάντως δεν σώζεται με την
αρχική του μορφή, καθώς ανακαινίστηκε στα 1801 και 1907.
Από το βυζαντινό καθολικό σήμερα διατηρούνται ο κυρίως ναός με το Ιερό, το παρεκκλήσιο
των αγίων Πέτρου και Παύλου στη νοτιοανατολική γωνία, όπως και ο νότιος τοίχος του
περιστώου του ναού και η νότια είσοδος με το μεγάλο τρίλοβο άνοιγμά της. Τα υπόλοιπα
μέρη του καθολικού (δυτικός και βόρειος τοίχος, βορειοανατολικό παρεκκλήσιο, δυτικό
πρόπυλο, νότια ανοικτή στοά, κ.α.) είναι νεότερα. Τα σωζόμενα στοιχεία του ναού
επιτρέπουν την αποκατάσταση της αρχικής μορφής του.
Το καθολικό της Παλαιολόγειας εποχής αποτελούνταν από τον κυρίως ναό, τον οποίο
περιέβαλλε περίστωο σχήματος Π, το οποίο ανατολικά απέληγε σε δύο παρεκκλήσια, στο
βόρειο και στο νότιο άκρο του, που η κάλυψή τους γίνονταν με έναν πλινθόκτιστο
ημισφαιρικό θόλο. Στο κέντρο της κάθε πλευράς της στοάς υπήρχε ένα τρίλοβο άνοιγμα, από
τα οποία σώζεται μόνο το νότιο.
Στο εσωτερικό του κυρίως ναού ο τρούλος έχει μια ιδιαίτερη στήριξη, καθώς δεν
χρησιμοποιούνται κίονες, αλλά με δύο τοίχους που χωρίζουν το Άγιο Βήμα από την πρόθεση
και το διακονικό, ενώ στα δυτικά από δύο παραστάδες στο δυτικό τοίχο. Η ιδιαιτερότητα
αυτή οφείλεται στο ότι έχουν χρησιμοποιηθεί τμήματα τοιχοποιιών που ανήκουν στον
παλαιότερο ναό που ήταν κτισμένος εκεί.
Γύρω από το ναό ανασκάφηκε υστεροβυζαντινό νεκροταφείο .
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
Ο βυζαντινός ναός που είναι σήμερα γνωστός ως ο Προφήτης Ηλίας ταυτίζονταν
παλαιότερα με το καθολικό της Νέας Μονής που είχε κτίσει ο Μακάριος
Χούμνος με τον μαθητή του Γαβριήλ και χρονολογούνταν στη δεκαετία 1360-
1370 . Με το ναό και την πιθανή ταύτισή του έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές,
οι οποίοι έχουν διατυπώσει διάφορες υποθέσεις. Από αυτές ξεχωρίζουν η άποψη
του Θ. Παπαζώτου, ο οποίος ταύτισε το ναό με το καθολικό της Μονής
Ακαπνίου, όπως και του συναδέλφου Α. Τάντση, ο οποίος πρότεινε ως κτήτορά
του, την Άννα της Σαβοΐας.
Ο ναός είναι κτισμένος ως «αγιορειτικός», με μεγάλες πολύπλευρες κόγχες
χορών, στη βόρεια και τη νότια πλευρά του και με αυτόνομα παρεκκλήσια στα
ανατολικά, τα λεγόμενα «τυπικαριά». Παρεκκλήσια υπήρχαν και στα δυτικά,
συνεχόμενα με το περίστωο του ναού που είχε κατεδαφιστεί από τους
Οθωμανούς. Ο ναός τη σημερινή του μορφή αποτελεί το προϊόν της
αναστήλωσης της δεκαετίας του 1950.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η ομοιότητα της κάτοψης του ναού του Προφήτη
Ηλία με την αντίστοιχη του καθολικού της Μονής του Αγίου Δημητρίου στο
Στόμιο (πρώην Τσάγεζι), η οποία είχε επισημανθεί από τους παλαιότερους
ερευνητές και η οποία θα πρέπει να ληφθεί περισσότερο σοβαρά υπόψη στο
μέλλον.
ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΕΛΑΝΔΑΡΙΟΥ
Καθολικό της Μονής Χελανδαρίου

Το καθολικό της Μονής Χελανδαρίου Αγίου Όρους είναι το τρίτο σε χρονολογική


σειρά, μετά το αρχικό του 10ου- 11ου αιώνα και το καθολικό των αγίων Σάββα
και Συμεών (τέλη 12ου αρχών του 13ου αιώνα). Το σημερινό καθολικό
οικοδομήθηκε από τον Σέρβο κράλη Στέφανο Β΄ Ούρεση «Μιλούτιν» (= Αγαπητό
στα σερβικά) γύρω στα 1315.
Αργότερα, προς τα τέλη του 14ου αιώνα, στα δυτικά προστέθηκε ένας
εξωνάρθηκας που κτίστηκε από τον πρίγκιπα Λάζαρο († 1389).
.
ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΛΛΑΔΑ
ΠΑΛΑΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ

Η Παλαιά Μητρόπολη της


Βέροιας, κτίσμα της
Μεσοβυζαντινής περιόδου,
δέχτηκε αρκετές επεμβάσεις κατά
τις αρχές του 14ου αιώνα . Αυτές
συνίσταντο κυρίως σε
ανακατασκευή της αψίδας του
Ιερού, όπως και σε άλλες
μικρότερες επεμβάσεις. Επίσης
στην κατασκευή μαρμάρινου
γλυπτού διακόσμου (άμβωνας,
λεκάνη αγιασμού, ταφικά
μνημεία).
Ναός της Παναγίας Παρηγορήτισσας

Ο ναός της Παναγίας Παρηγορήτισσας αποτελούσε καθολικό σταυροπηγιακής


μονής, από την οποία σώζονται ακόμη η ανατολική ισόγεια κόρδα των κελλιών
και η τράπεζα στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου . Στη νοτιοδυτική γωνία
του καθολικού ανασκάφηκε ένας μικρός αρχαιότερος τετράστυλος σταυροειδής
εγγεγραμμένος ναός με τρεις ημικυκλικές αψίδες ιερού.
Εξωτερικά ο ναός της Παρηγορήτισσας είναι ένα ογκώδες κυβικό κτίσμα που
μοιάζει περισσότερο με ανάκτορο. Ο Cyril Mango υποστήριξε ότι η πρόσοψη του
καθολικού μοιάζει με τα ιταλικά palazzi .
Καθολικό της Μονής Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας

Το καθολικό της Μονής Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας βρίσκεται επάνω σε ένα λόφο,


στα όρια της σημερινής πόλης . Πρόκειται για ένα μονόκλιτο σταυροειδή
εγγεγραμμένο με τρούλο και περίστωο ναό. Στα ανατολικά απολήγει σε μια
τετράπλευρη κύρια κόγχη και δύο τρίπλευρες που διαμορφώνονται στα άκρα του
περιστώου.
Εσωτερικά ο ναός παρουσιάζει μια ιδιομορφία, που διασπά την ενότητα του χώρου,
αφού τέσσερις ογκώδεις πεσσοί (οι δυτικοί είναι επιμήκεις) με κίονες ανάμεσά τους
στηρίζουν καμάρες ανατολικά και δυτικά και τόξα ως αψιδώματα βόρεια και νότια
που με τη σειρά τους στηρίζουν τον τρούλο. Οι πεσσοί αυτοί είναι ουσιαστικά οι
τοίχοι του κυρίως ναού, τις πλευρές του οποίου περιτρέχουν οι χαμηλές στοές. Όλο
αυτό το σύνολο περιτρέχει εξωτερικά, μέχρι το ύψος των γενέσεων των καμαρών
και των τόξων, μια πιόσχημη στοά. Ο συνολικός χώρος διευρύνεται με τη διάλυση
των εξωτερικών τοίχων του κυρίως ναού σε πεσσούς και την ενοποίηση του κυρίως
ναού με το περίστωο μέσω δίλοβων ανοιγμάτων. Η στοά είναι χαμηλή, συνεχής και
στεγάζεται με καμάρες, φουρνικά και σταυροθόλια που εξωτερικά δηλώνονται με
μικρά, συνεχή καμπύλα αετώματα. Το ανατολικό και δυτικό καμπύλο αέτωμα του
σταυρού εγγράφεται στη δίρριχτη στέγη και μόνο το βόρειο και νότιο, προεξέχει
της νοητής γραμμής της στέγης.
Πύλη Τρικάλων, ναός της Πόρτα-Παναγιάς (1283)
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σταυρεπίστεγο ναό, τύπου Γ1, με σύγχρονο
νάρθηκα και μεταγενέστερο τρουλαίο εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός απολήγει
εξωτερικά σε τρεις τρίπλευρες αψίδες, με μεγαλύτερη την κεντρική.
Μέχρι το ύψος των 2 μέτρων, η τοιχοδομία του αρχικού ναού είναι από
ορθογώνιους λίθους, σε β΄ χρήση. Στη βόρεια πλευρά οι λίθοι τοποθετούνται έτσι,
ώστε να σχηματίζεται σταυρός. Από εκεί και επάνω απαντά το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα δομής. Στο νάρθηκα, το εγκάρσιο κλίτος και στο διακονικό
τοποθετήθηκαν περισσότερες πλίνθοι στους κάθετους αρμούς.
Ο αρχικός ναός έφερε τρεις ορθογώνιες θύρες στη δυτική πλευρά και από μια
τοξωτή στις μακριές κάτω από την εγκάρσια καμάρα. Στην κύρια πλευρά της
αψίδας ανοίχτηκε μεγάλο τρίλοβο παράθυρο, με ψηλότερο το μεσαίο λοβό. Το
παράθυρο περιβάλλεται από διπλό πλίνθινο πλαίσιο και οδοντωτή ταινία, ενώ το
σύνολο εγγράφεται μέσα σε ένα μεγάλο υψίκορμο αψίδωμα που καταλαμβάνει όλο
το πλάτος της πλευράς της αψίδας. Στις πλάγιες πλευρές διαμορφώνονται υψίκορμα
αψιδώματα, που κοσμούνται στο τόξο με αντίνωτες ορθές γωνίες και στον
υπόλοιπο χώρο με παρόμοιες ορθές γωνίες. Οι δύο αυτές ζώνες χωρίζονται με
οδοντωτή ταινία. Επάνω από το παράθυρο και τα αψιδώματα, την αψίδα περιτρέχει
μια οδοντωτή ταινία και από επάνω, ως το γείσο της αψίδας, μια ευρεία ζώνη
μαιάνδρου. Στα αψιδώματα ανοίγονται και τα δίλοβα παράθυρα των κογχών των
παραβημάτων, ενώ τα τύμπανά τους κοσμούνται με οριζόντιες οδοντωτές ταινίες.
Η εγκάρσια καμάρα εξέχει από τις μακρές πλευρές και εδράζεται σε ποδαρικά,
δημιουργώντας ένα μεγάλο αψίδωμα. Στη βόρεια πλευρά την εγκάρσια καμάρα
διατρυπά εγγεγραμμένο δίλοβο παράθυρο, με το τύμπανό του να είναι
κοσμημένο με ομόκεντρες καμπύλες πλίνθους. Το αντίστοιχο νότιο παράθυρο
κοσμείται με αντίνωτες ορθές γωνίες. Κάτω από το μέτωπο του τόξου της
νότιας καμάρας, ο τοίχος κοσμείται με δύο πήλινους σταυρούς.
Στο εσωτερικό ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη, που στην ανωδομή
διακόπτονται από την εγκάρσια καμάρα. Ο χωρισμός επιτυγχάνεται με τους
δύο πεσσούς του τριμερούς ιερού στα ανατολικά, και στη συνέχεια με ζεύγος
παραστάδων στις μακριές πλευρές, ορίζοντας έτσι το νάρθηκα. Όλο το
τριμερές ιερό καλύπτεται από ημικυλινδρικές καμάρες, όπως και το κεντρικό
κλίτος, η καμάρα του οποίου συνεχίζει ενιαία ως το δυτικό πέρας του νάρθηκα,
χωρίζοντάς τον σε τρία θοοσκεπή μέρη. Τα πλάγια κλίτη του κυρίως ναού
καλύπτονται από ζεύγος φουρνικών.
Η κτητορική επιγραφή στο βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας δεν διασώζει
τη χρονολογία της ίδρυσης του ναού. Από γραπτές όμως πηγές, μαθαίνουμε ότι
ο κτήτορας του καθολικού της Μονής των Μεγάλων Πυλών ήταν ο
Σεβαστοκράτορας Ιωάννης Άγγελος Κομνηνός Δούκας, νόθος γιός του
Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, ο οποίος έκτισε το μοναστήρι του το 1283 .
Δεσποτάτο του Μορέως

Στους πρόποδες του λόφου όπου βρισκόταν το Φραγκικό κάστρο που άρχισε να
οικοδομείται στα 1249 από τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο και περιήλθε σε
ελληνικά χέρια στα 1262, αναπτύχθηκε η πόλη του Μυστρά, η οποία έγινε στα
1348 η πρωτεύουσα του ομώνυμου ελληνικού Δεσποτάτου. Η πόλη κατέστη όχι
μόνο η κύρια εστία της αντίστασης του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού στους
Λατίνους, αλλά και ένα κέντρο πολιτισμού με σημαντική αρχιτεκτονική και
καλλιτεχνική παραγωγή και ακτινοβολία .
Στα χρόνια μέχρι την πτώση του Δεσποτάτου στους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β΄
του Πορθητή (1459), στην πόλη οικοδομήθηκαν σημαντικά θρησκευτικά, αλλά
και κοσμικά κτίρια. Από τους ναούς ξεχωρίζουν η Μητρόπολη (Άγιος
Δημήτριος), η Αγία Σοφία, το καθολικό της Μονής Παντάνασσας, το καθολικό
της Μονής Βροντοχίου , η Παναγία Οδηγήτρια ή «Αφεντικό» (νέο καθολικό της
Μονής Βροντοχίου) , η Περίβλεπτος , η Ευαγγελίστρια. Κτήτορές τους υπήρξαν
όχι μόνο οι Δεσπότες των οικογενειών των Καντακουζηνών και των
Παλαιολόγων, αλλά και άρχοντες και μητροπολίτες της Λακεδαίμονας, η έδρα
της οποίας είχε μεταφερθεί στο Μυστρά.
Ο «μικτός» τύπος του Μυστρά

Μυστράς, μονή Βροντοχίου, Αφεντικό (1300-1310)


Μητρόπολη του Μυστρά (Άγιος Δημήτριος)

Η Μητρόπολη του Μυστρά, αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο,


οικοδομήθηκε το 1291 από το μητροπολίτη Λακεδαίμονος
Νικηφόρο Μοσχόπουλο . Ο ναός ήταν αρχικά μια τρίκλιτη
βασιλική.
Αργότερα, κατά τον 15ο αιώνα, ο αρχικός ναός
μετασκευάστηκε στον λεγόμενο «μικτό τύπο» ή «τύπο του
Μυστρά» από τον μητροπολίτη Ματθαίο το μονόγραμμα του
οποίου υπάρχει και στο επίθημα των μαρμάρινων
προσκυνηταρίων του 12ου αιώνα που έχουν
επαναχρησιμοποιηθεί στο ναό .
Αγία Σοφία

Ο ναός της Αγίας Σοφίας, στην περιοχή των ανακτόρων,


ταυτίζεται με το καθολικό της Μονής Ζωοδότου, ο οποίος
κτίστηκε από τον Δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ
Καντακουζηνό (1348-1393). Μετά την κατάκτηση του Μυστρά
από τους Οθωμανούς ο ναός της Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε
τζαμί.
Ως προς τον αρχιτεκτονικό του τύπο ο ναός είναι σε κάτοψη ένας
σταυροειδής εγγεγραμμένος δικιόνιος ναός, με νάρθηκα,
παρεκκλήσια και στοές. Στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο
οικοδομήθηκε η Περίβλεπτος και η Ευαγγελίστρια.
Μυστράς, Αγία Σοφία
Ναός των Αγίων Θεοδώρων

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1290 και 1295,
από τους ηγουμένους Δανιήλ και Παχώμιο, ως το πρώτο καθολικό της Μονής
Βροντοχίου.
Ως προς τον αρχιτεκτονικό του τύπου ο ναός είναι κτισμένος στον τύπο του
ηπειρωτικού οκταγωνικού.
Παναγία η Οδηγήτρα ή Αφεντικό, νέο καθολικό της Μονής Βροντοχίου

Ο ναός της Παναγίας Οδηγήτριας ή «Αφεντικό», καθολικό της Μονής


Βροντοχίου ιδρύθηκε το 1310 από τον ηγούμενο Παχώμιο.
Το καθολικό οικοδομήθηκε στον λεγόμενο «μικτό» αρχιτεκτονικό τύπο και
ξεχωρίζει για τις κομψές και ισορροπημένες αναλογίες, αλλά και τον τρόπο με
τον οποίο φωτίζεται στο εσωτερικό του. Πρόκειται για το αρχαιότερο
παράδειγμα του τύπου στην πόλη του Μυστρά.
Ο ναός έχει μια ιδιαίτερα περίτεχνη κάτοψη, η οποία μαρτυρά για την
ευρηματικότητα και την επιδιωκόμενη ποικιλία στο σχέδιο και στα επιμέρους
τμήματά του. Αναλυτικά ο νάρθηκας πλαισιώνεται προς Β. από ένα μικρό
θολοσκεπές παρεκκλήσιο και προς Ν. από ένα τετράγωνο χώρο.
Στον όροφο τα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται με τρούλους και κατ’αυτόν
τον τρόπο ο ναός εμφανίζεται ως πεντάτρουλος.
Περίβλεπτος

Ο ναός της Περιβλέπτου οικοδομήθηκε στα χρόνια του δεσπότη του Μυστρά
Μανουήλ Καντακουζηνού 1348-1383).
Ως προς την κάτοψή του ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος και εσωτερικά
κοσμήθηκε με τοιχογραφίες που μπορούν να αποδοθούν στη δεκαετία 1360-
1370.
Καθολικό της Μονής της Παντάνασσας

Το καθολικό της Μονής της Παντάνασσας ιδρύθηκε στα 1428 από τον
πρωτοστράτορα Ιωάννη Φραγκόπουλο .
Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική του, το καθολικό ανήκει στον λεγόμενο
«μικτό τύπο», έχοντας ως πρότυπό του την Οδηγήτρια. Ο ναός είναι τρίκλιτη
βασιλική στο ισόγειο, ενώ στον όροφο έχει κτιστεί ως σταυροειδής
εγγεγραμμένος με πέντε τρούλους. Στη βόρεια και τη δυτική πλευρά του ναού
έχουν κτιστεί στοές, οι οποίες παρουσιάζουν κομψές αναλογίες. Στη
βορειοδυτική γωνία, επάνω από τη στοά, έχει οικοδομηθεί κωδωνοστάσιο, το
οποίο παρουσιάζει πρωτότυπη εμφάνιση και διακοσμητικά στοιχεία αμιγώς
υστερογοτθικά: οξυκόρυφα τόξα, υπερυψωμένο τρούλο, και τρίφυλλα στο
τύμπανο του τόξου των παραθύρων. Διακοσμητικά υστερογοτθικά στοιχεία
κοσμούν και τις ψηλές, ως τη στέγη κόγχες του Ιερού του ναού. Από τις τρεις
καθ’ ύψος ζώνες στις οποίες διαιρούνται οι κόγχες, τη μεσαία κοσμεί μια
γιρλάντα με οξυκόρυφα τοξύλια και ανθέμια.
.

BAΛΚΑΝΙΑ
.

ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ - ΣΕΡΒΙΑ


ΑΧΡΙΔΑ- ΝΑΟΣ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΥ (ΑΓΙΟΣ ΚΛΗΜΗΣ)

Ο ναός του Αγίου Κλήμεντος, αρχικά αφιερωμένος στην Παναγία


Περίβλεπτο, ιδρύθηκε το 1295-1296 από τον Έλληνα αξιωματούχο Πρόγονο
Σγουρό, γαμπρό του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου .
Ο ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος και στο εσωτερικό του κοσμήθηκε
με τοιχογραφίες από δύο ζωγράφους με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, τον
Ευτύχιο Αστραπά και το γιό του Μιχαήλ.
Εξωνάρθηκας του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας

Στους Παλαιολόγειους χρόνους και πιο συγκεκριμένα στα 1313-1314


πραγματοποιήθηκε η οικοδόμηση του εξωνάρθηκα του καθεδρικού ναού της
Αγίας Σοφίας . Τις πληροφορίες για το έτος της ανέγερσης, όπως και τον κτήτορά
του, μας δίνει η πλίνθινη επιγραφή που έχει σχηματιστεί στη δυτική όψη του
εξωνάρθηκα.
ΑΧΡΙΔΑ – ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ) –

ΠΡΙΛΑΠΟΣ
(σημ. Prilep)

Καθολικό Μονής Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη θέση Varoš


Καθολικό της Μονής του Αγίου Δημητρίου
Καθολικό της Μονής του Αγίου Δημητρίου
.

ΑΛΒΑΝΙΑ
.

ΣΕΡΒΙΑ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – ΠΑΛΑΤΙΑ
Κωνσταντινούπολη. Παλάτι του «Πορφυρογέννητου»

Το μοναδικό υστεροβυζαντινό παλάτι που σώθηκε μέχρι σήμερα στην


Κωνσταντινούπολη είναι το επονομαζόμενο Τεκφούρ Σεράι (δηλ. παλάτι του
πρίγκιπα) . Κτισμένο στην κορυφή των τειχών της πόλης, ανάμεσα σε δύο
οχυρωμένα τμήματα του τείχους και με προέκταση προς Β. με μια
προστατευμένη αυλή, το ανάκτορο είναι σήμερα ημιερειπωμένο, χωρίς την
οροφή και τα πατώματά του. Το ορθογώνιο αυτό κτίριο αποδίδονταν παλαιότερα
στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (945-959). Το
ανάκτορο απέσπασε από νωρίς την προσοχή των δυτικοευρωπαίων ταξιδιωτών
και αργότερα των μελετητών. Το 1588 ο Μ. Hereber von Bretten αναφέρει το
κυβικό σχήμα και την τετράρριχτη στέγη του.
Μετά τις δημοσιεύσεις του Γερμανού αρχαιολόγου Alfons-Maria Schneider στο
πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το παλάτι θεωρήθηκε ότι αποτελούσε την κατοικία
του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, γιού του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου (1261-1287). Άλλοι μελετητές ενέταξαν την οικοδόμηση του
ανακτόρου στο πλαίσιο των εργασιών ανακαίνισης στο συγκρότημα των
Βλαχερνών (1261-1277) που εκτέλεσε ο Μιχαήλ.
.
ΠΑΛΑΤΙ «ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ» (Tekfur saray)
Πιστεύεται ότι η στενή πλευρά του ισογείου του ανακτόρου είναι προγενέστερη
από την γειτονική οχύρωση, μια επισκευή που έγινε στη διάρκεια του 12ου
αιώνα. Ανεξάρτητα από το αν αυτό ισχύει ή όχι, αυτό δεν επηρεάζει ούτε τον
τύπο του κτιρίου, ούτε τον διάκοσμο ή τα φέροντα στοιχεία του. Η χρονολόγηση
του ανακτόρου στο τελευταίο τέταρτο του 13ου-αρχές του 14ου αιώνα
πιστοποιείται εύκολα και από την υφή της τοιχοποιίας και από τον τρόπο
ενσωμάτωσής της στο πλαίσιο ενός ισχυρού δομικού σκελετού. Δηλαδή από τις
κόκκινες και λευκές ζώνες με τους λεπτολαξευμένους λίθους, από τους
εναλλασσόμενους δίχρωμους θολίτες στα τυφλά τόξα και στα παράθυρα, από
τον πολύχρωμο τρόπο επεξεργασίας των σχεδίων με ρόμβους, εξαγωνικούς
σταυρούς και τα ζατρικοειδή θέματα – προσαρμοσμένα όλα, έτσι ώστε να
ταιριάζουν στα τμήματα των τοίχων ανάμεσα στα τόξα, στα διαζώματα και στα
κύρια μέτωπα των τόξων. Στον διάκοσμο παρεμβάλλονται και εφυαλωμένα
βαθυπράσινα φιαλοστόμια. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και εντυπωσιάζει
τον επισκέπτη.
Όμως ο τύπος αυτού του ανακτόρου δεν είναι ουσιαστικά βυζαντινός. Εδώ έχουμε
ουσιαστικά ένα συμπαγές τριώροφο κτίριο. Το ισόγειο, μήκους 17 μ., καλυπτόταν
άλλοτε με σταυροθόλια επάνω σε δύο σειρές κιόνων. Οι δύο επάνω όροφοι είναι
αδιαίρετοι και καλύπτονταν με επίπεδα πατώματα, που τα ίχνη τους είναι ακόμη
ορατά. Ο πρώτος όροφος δεν έχει άνοιγμα παρά μόνο στη βόρεια πλευρά. Ο
δεύτερος όροφος έχει μήκος 23, 25 μ, πλάτος 10, 80 μ. και ύψος 6, 30 μ.
Στην κύρια όψη του ανακτόρου, τα δύο διπλά ανοίγματα του ισογείου
συνεχίζονται προς τα επάνω με μια σειρά παράθυρα στον καθένα από τους
ανώτερους ορόφους. Στην πρόσοψη του κτιρίου προβάλλουν δύο χαμηλές
πτέρυγες που στην στάθμη του δευτέρου ορόφου καταλήγουν σε εξώστες που
στηρίζουν κιλλίβαντες. Αυτά τα οικοδομικά στοιχεία θυμίζουν περισσότερο το
παλάτι κάποιου ρωμανικού ή γοτθικού κάστρου του 12ου–14ου αιώνα, στην
Γαλλία ή τη Γερμανία και όχι την ανακτορική παράδοση της Ύστερης
Αρχαιότητας που υπάρχει στην πρώιμη και μέση βυζαντινή ανακτορική
αρχιτεκτονική. Πράγματι, η δυτική ανακτορική αρχιτεκτονική είχε εισχωρήσει
στον κόσμο του Βυζαντίου ήδη από τον 13ο αιώνα, μαζί με τους από τη Δύση
ορμώμενους κατακτητές. Στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, ο δυτικός τύπος
του ανακτόρου περιβλήθηκε τα διακοσμητικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής των
πρώτων Παλαιολόγων.
Η άποψη αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή από τον Γιώργο Βελένη, ο οποίος με βάση τις αρχές
του διακόσμου των όψεων απέδωσε το ανάκτορο στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα.
Αναφέρεται στα διπλά ισομέτωπα τόξα του ανακτόρου, που κατασκευάστηκαν μικτά και δεν
πειθαρχούν στις βασικές γεωμετρικές αρχές του πρώτου μισού του 14ου αιώνα. Ο
αρχιτέκτονας αδιαφορώντας για την οπτική συνέχεια των θολιτών διαχώρισε εντελώς τα
μέτωπα των επάλληλων τόξων, περιβάλλοντας το κάθε εσωρράχιο με δύο σειρές
φιαλοστόμια, προσφέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα επιτυχημένο γραφικό και εντυπωσιακό
αποτέλεσμα της όλης σύνθεσης του αρχιτεκτονικού έργου. Ο Γ. Βελένης μάλιστα διατύπωσε
την υπόθεση ότι η οικοδόμηση του παλατιού θα μπορούσε να συσχετιστεί ιστορικά με την
ανανέωση που ακολούθησε τον καταστρεπτικό σεισμό του 1354.
Στη στάθμη του δευτέρου ορόφου του ανακτόρου υπάρχουν κόγχες κοντά στα παράθυρα,
ενώ ένα μικρό παρεκκλήσι εξέχει στη νότια πλευρά, στηριγμένο σε γεισίποδες. Πολλά
ιδιαίτερα οικοδομικά στοιχεία, γλυπτά και άλλα κοσμήματα του παλατιού έχουν χαθεί για
πάντα: οι τοξοστοιχίες του ισογείου, με τόξα που σχηματίζονταν με πολύχρωμους θολίτες
και στο κλειδί τους είχαν δυτικότροπους θυρεούς, με σκαλισμένο το οικόσημο των
Παλαιολόγων. Στην ανατολική πλευρά του κτιρίου, που αντίκριζε την πόλη, υπήρχε ένας
εξώστης επάνω σε φουρούσια που απέληγαν σε κεφαλές λιονταριών, κριών και αετών,
σύμφωνα με τη μαρτυρία του 1778 του αββά Sestini. Ο τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των
ορόφων δεν είναι γνωστός, αλλά πιθανότατα εξασφαλιζόταν με ξύλινα κλιμακοστάσια.
Αξιόλογα είναι και τα κιονόκρανα από την κατασκευή του παλατιού.
ΜΥΣΤΡΑΣ
.
Παλάτι των Δεσποτών στο Μυστρά
 
Στο Μυστρά, το συγκρότημα του παλατιού των Δεσποτών κτίστηκε στο
σε ένα μεγάλο φυσικό πλάτωμα στο βόρειο τμήμα της επάνω Χώρας και πλατείας
της πόλης . Το συγκρότημα, μπροστά από το οποίο διαμορφώθηκε μια πλατεία
περίπου 2, 5 στρεμμάτων, σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση και έχει
αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό. Προέκυψε με διαδοχικές προσθήκες, από τα
μέσα του 13ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα, καλύπτοντας σύνθετες λειτουργικές
ανάγκες. Στο νότιο τμήμα του ιδίου λόφου, η ανωφέρεια του εδάφους οδήγησε
στην οικοδόμηση πλατυμέτωπων αρχοντικών και μικρών βοηθητικών οικημάτων.
Το ανάκτορο ενσωμάτωσε παλαιότερη πτέρυγα (το κτίριο «Α» κατά τον
Αναστάσιο Ορλάνδο), το οποίο οικοδομήθηκε από τους Φράγκους (1249-1261).
Στην παλαιότερη φάση του παλατιού ανήκουν επίσης το μαγειρείο με την εστία,
αλλά και κινστέρνες. Αργότερα οικοδομήθηκε ένα ενδιάμεσο κτίριο το οποίο
συνέδεσε αυτά τα κτίσματα. Την ίδια εποχή κτίστηκε μια διώροφη πτέρυγα από
την άλλη πλευρά των μαγειρείων που θα πρέπει να χρονολογηθεί στο β΄ μισό του
14ου αιώνα και το οποίο ήταν το ανάκτορο των Καντακουζηνών. Στην τελική
του μορφή το παλάτι απέκτησε κάτοψη σχήματος «Γ» και ανταποκρινόταν,
αρκετά επιτυχημένα, στις χρήσεις ενός διοικητικού κέντρου, της κατοικίας του
Δεσπότη και των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων μιας πολυάνθρωπης Αυλής.

You might also like