You are on page 1of 14

Ενενήντα χρόνια

στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού

«Η εφημερίδα χωρίς κατεύθυνση


είναι ένα πράγμα παράλογο, ανόητο,
επονείδιστο και βλαβερό»
Β. Ι. Λένιν
1908-1911

ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Το πρωτοσέλιδο ενός από τα φύλλα της "δημοκρατικής εφημερίδας" (όπως


χαρακτηριζόταν τότε) με το όνομα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» που κυκλοφόρησε
στην Αθήνα και μετά στη Θεσσαλονίκη, από το 1908 μέχρι και τις 18
Μαρτίου 1911. Ιδιοκτήτης και διευθυντής ήταν ο Γ. Φιλάρετος (1848-1929)
- ο "πατέρας της δημοκρατίας" όπως τον αποκαλούσαν. Τότε εκδιδόταν
κάθε δεκαπενθήμερο. Στο λογότυπό του διακρίνεται η ένδειξη
«ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΕΘΝΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ».

Στο φύλλο αυτό (15 Απρίλη 1910) δημοσιεύεται και ιδιόχειρη επιστολή του
Β. Ουγκώ προς το διευθυντή και ιδιοκτήτη της εφημερίδας Γ. Φιλάρετο.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 23 ΙΟΥΛΗ 1917

Η "ΓΕΝΝΗΣΗ" ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑ


ΙΣΧΥΡΟ ΟΠΛΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ, ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Τον Ιούλη του 1917, στις εφημερίδες της Αθήνας, δημοσιευόταν η παρακάτω αγγελία:

"Η μόνη εφημερίς δημοκρατικών αρχών εν Ελλάδι «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», της


Θεσσαλονίκης θα εκδίδεται και εν Αθήναις, καθημερινός, πρωινός, τετρασέλιδος και
πεντάλεπτος. Διευθυντής: Γ. Πετσόπουλος. Αρχισυντάκτης: Ν. Γιαννιός. Η μόνη
εφημερίς δημοκρατικών αρχών εν Ελλάδι. Γραφεία: Πειραιώς 24"

Ετσι άρχιζε στις 23 Ιούλη 1917 η πρώτη περίοδος της έκδοσης του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ».
Από κανέναν δεν περνούσε, τότε, η σκέψη ότι πίσω από τα λιτά και στερεότυπα αυτά
διαφημιστικά λόγια της αγγελίας κρυβόταν μια τεράστια δύναμη που θα καθιστούσε,
μερικά χρόνια αργότερα τον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» ένα ισχυρό όπλο της πρωτοπορίας του
επαναστατικού, εργατικού κινήματος και των αγώνων του ελληνικού λαού.

Στη φωτογραφία φαίνεται το πρωτοσέλιδο του πρώτου φύλλου (23 Ιούλη 1917) της νέας,
τότε, καθημερινής πρωινής εφημερίδας.

Στο λογότυπο διακρίνεται ο χαρακτηρισμός «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ»


και επίσης διακρίνεται η ένδειξη: Περίοδος Α', Αριθμός 1
Ενενήντα χρόνια
στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού

“Μας ενθυμίζει νίκες μας

Αγώνες και καταδρομές

Κι ανάβει μές τα στήθια μας

Λαμπρές ελπίδες φλογερές”. Αυτοί οι στίχοι, παρμένοι από ένα πολύ παλιό
επαναστατικό τραγούδι, δίνουν συμπυκνωμένη, θα μπορούσε να πει κανείς, όλη την
ογδοντάχρονη αγωνιστική σταδιοδρομία του "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ". Γιατί, καμιά ελληνική
εφημερίδα δεν έχει να παρουσιάσει μια τόσο ηρωική και πλούσια ιστορία σε
ανειρήνευτους, αδιάκοπους αγώνες για τα δίκαια και τις ελευθερίες του λαού και, κατά
πρώτο λόγο, για συμφέροντα της Εργατικής Τάξης της χώρας μας, όσο ο
"ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ".

Σύγχρονα με τη γέννηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην Ελλάδακαι του


κόμματος της εργατικής τάξης - ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» στάθηκε φρουρός ακοίμητος στις
επάλξεις τους, υπερασπιζόμενος πιστά τις πρωτοπόρες ιδέες τους. Πραγματικά, αν και
επίσημο όργανο του τότε «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος», ήταν αρχικά ο
βδομαδιάτικος «Εργατικός Αγών», ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» βρέθηκε, από τα πρώτα του
κιόλας βήματα, κοντά στο νεογέννητο Κόμμα της εργατικής τάξης, συνυφασμένος με
τους αγώνες του, τις νίκες του και τους κατατρεγμούς.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» εκδόθηκε στις 23 Ιούλη 1917, στην Αθήνα, από τον Γιάννη
Πετσόπουλο, σαν δημοσιογραφικό όργανο, «δημοκρατικών αρχών». Προηγούμενα, το
1916, στη διάρκεια του Κινήματος Εθνικής Άμυνας του Ελευθέριου Βενιζέλου, έβγαινε
στη Θεσσαλονίκη, σα δισεβδομαδιαία εφημερίδα, όπου μάλιστα, οι μοναρχικοί
αξιωματικοί κατάστρεψαν τα γραφεία της και τραυμάτισαν το διευθυντή της για την
αντιμοναρχική προπαγάνδα της.

Στα τέλη του Ιούλη 1917, ο Γ. Πετσόπουλος, θέλοντας να μεταφέρει τον


«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στην Αθήνα και να τον μετατρέψει σε καθημερινή πρωινή εφημερίδα,
ζήτησε από τον Γιώργο Φιλάρετο, στον οποίο ανήκει ο τίτλος «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» να
του τον εκχωρήσει ή να δεχθεί, αν ήθελε, να γίνει συνεκδότης. Ο Φιλάρετος έδοσε την
άδεια να για να βγει ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» στην Αθήνα, όντας βέβαιος, όπως έγραψε
στην επιστολή του προς τον Πετσόπουλο, πως η εφημερίδα θα εξακολουθούσε να
εξυπηρετεί τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα εθνικά συμφέροντα.

Παράλληλα, όμως, έκφραζε την ευχή να γράφεται ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» στην


καθαρεύουσα. Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» που δημοσίευσε την επιστολή αυτή του
Φιλάρετου, έθεσε τότε σε μια υποσημείωση στο τέλος της, το ερώτημα: «Ερωτόμεν τον
σεβαστόν φίλον και πατέρα της εν Ελλάδι δημοκρατικής κινήσεως: Δεν είναι επίσης
Δημοκρατικόν, άμα αγωνίζεται κανείς δια τον λαόν να ζητεί και την επικράτησιν της
δημοτικής γλώσσης;».

Ετσι, στις 23 Ιούλη 1917 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ»,


«καθημερινός, πωινός, τετρασέλιδος και πεντάλεπτος», όπως είχε προαναγγείλει από τις
αθηναϊκές εφημερίδες λίγες μέρες νωρίτερα, με διευθυντή τον Γιάννη Πετσόπουλο και
αρχισυντάκτη τον Ν. Γιαννιό. Κάτω από τον τίτλο του υπήρχαν οι λέξεις: «Εφημερίς
δημοκρατικών αρχών». Γι' αυτό και τους πρώτους συνεργάτες του τους διάλεξε μέσα
από τον δημοκρατικό κόσμο: Γ. Φιλάρετος, Αριστοτέλης Σίδερης, Ν. Καστρινός, Κ.
Σπανούδης, Μάρκος Αυγέρης, Ν. Ποριώτης, Γεράσιμος Σπαταλάς κ.α.
23 Ιούλη 1917

Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» γίνεται καθημερινή πρωινή εφημερίδα στις 23


Ιούλη 1917, με διευθυντή και ιδιοκτήτη τον Γ. Πετσόπουλο και
Αρχισυντάκτη τον Ν. Γιαννιό. Στο λογότυπό του διακρίνεται η ένδειξη
«ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ».

4 Οχτώβρη 1917

Η έκδοσή του συμπίπτει με τις θυελλώδεις εκείνες επαναστατικές ημέρες στη Ρωσία, που
προμηνύανε και προετοιμάζανε τον ερχομό της Οχτωβριανής Επανάστασης. Ο
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» παρακολουθεί με συμπάθεια τα επαναστατικά αυτά γεγονότα και
δημοσιεύει συχνά άρθρα, αφιερωμένα στις εξελίξεις που σημειώνονται στην Ρωσία,
κατατοπίζοντας τους αναγνώστες του. Απ' αυτά ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τα άρθρα του Ν.
Καστρινού και του Αρ. Σίδερη, που βλέπουν στην Οχτωβριανή Επανάσταση τον πυρσό
που θα φωτίζει με τη λάμψη του ολόκληρο τον κόσμο.

Εκείνο που διακρίνει το δημοκρατικό «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και τον κάνει να διαφέρει από
τις άλλες εφημερίδες της Αθήνας, είναι ότι από την αρχή της έκδοσής του καθιερώνει
ειδικές στήλες για την παρακολούθηση της εργατικής κίνησης και δημοσιεύει
καθημερινά εργατικές ειδήσεις.

Αυτό το γεγονός ήταν ασφαλώς το πρώτο βήμα του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» για την
ολοκληρωτική στροφή του, έπειτα από ένα χρόνο, προς το εργατικό κίνημα. Πολύ
αργότερα οι άλλες εφημερίδες θα ακολουθήσουν το παράδειγμα αυτό του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και θα καθιερώσουν κι αυτές το εργατικό ρεπορτάζ.

Η αρχική αυτή περίοδος της έκδοσης του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» τερματίζεται στις 23


Σεπτέμβρη 1918, με την αποχώρηση του αρχισυντάκτη του Ν. Γιαννιού, εξαιτίας των
αντιδραστικών του αντιλήψεων, κυρίως, απέναντι στην Οχτωβριανή Επανάσταση.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» σταματά την έκδοσή του για να ξαναβγεί πάλι στις 30 Δεκέμβρη
του ίδιου χρόνου, με αρχισυντάκτη αυτή τη φορά τον Θ. Λασκαρίδη κι αργότερα τον
Λεωνίδα Παυλίδη.

Στη δεύτερη αυτή περίοδό του ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» αρχίζει να προσεγγίζει όλο και πιο
κοντά το οργανωμένο πια εργατικό επαναστατικό κίνημα. Από τον Οχτώβρη του 1918
είχε ήδη δημιουργηθεί η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), που
συνένωσε στις γραμμές της όλα τα έως τότε σκόρπια εργατικά σωματεία, και το
Νοέμβρη του 1918 ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδας
(Σ.Ε.Κ.Ε.) που μετονομάστηκε αργότερα σε Κομμουνιστικό.

Ετσι, αμέσως μετά την επανέκδοσή του ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» τάχτηκε στο πλευρό του
Κόμματος και της Γ.Σ.Ε.Ε., προσφέροντας στο εργατικό κίνημα ανεκτίμητες υπηρεσίες:
υποστηρίζει το νεαρό κόμμα της εργατικής τάξης, εκλαϊκεύει τους αγώνες του, βλέπει με
συμπάθεια την Οχτωβριανή Επανάσταση. Γι' αυτό, κι όταν οι ιμπεριαλιστές παρέσυραν
στις αρχές του 1919 την Ελλάδα στην αντισοβιετική πολεμική εκστρατεία της
Ουκρανίας, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» τάχθηκε ενάντια σ' αυτή, υπερασπίζοντας με την
αρθρογραφία του την ακεραιότητα και το απαραβίαστο του Σοβιετικού κράτους των
εργατών και αγροτών.

Στις 15 Σεπτέμβρη 1919, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» βγάζει από τον τίτλο του τις λέξεις που
τον χαρακτήριζαν «Εφημερίδα δημοκρατικών αρχών» και βάζει στη θέση τους τον
χαρακτηρισμό «σοσιαλιστική εφημερίς». Δικαιολογώντας τη μεταβολή αυτή, ο
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» εξηγούσε μ' ένα μεγάλο ερμηνευτικό σχόλιο ότι ο αγώνας για την
Προεδρευομένη Δημοκρατία είχε πια ξεπεραστεί και ολοένα και νέες εξελίξεις επέβαλαν
νέους προσανατολισμούς.

Η ενέργεια αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Το Εθνικό Συμβούλιο του Κόμματος που είχε
συνέλθει το Μάη του 1919, εκτιμώντας θετικά τους αγώνες και τις διαθέσεις του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» υπέρ του σοσιαλιστικού κινήματος, είχε αποφασίσει να θέσει την
εφημερίδα κάτω από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο του Σ.Ε.Κ.Ε.

Στις 2 Ιούνη 1920 , πραγματοποιείται ένα ακόμα βήμα του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» προς
την κομματικοποίησή του. Με απόφαση του 2ου Συνεδρίου του Σ.Ε.Κ.Ε. (5-12 Απρίλη
1920) η Κ.Ε. αναλαμβάνει επίσημα τον έλεγχο της πολιτικής του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ».
Έτσι, κάτω από τον τίτλο του προστίθεται τώρα και η φράση: «Υπό τον πολιτικό έλεγχο
της Κ.Ε. του Σ.Ε.Κ.Ε.» Αντιπρόσωπος του Κόμματος στον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» ορίστηκε
ο Γιάννης Κορδάτος, δικηγόρος, μέλος της Κ.Ε.
5 Ιουλίου 1920

"ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ"

«Υπό τον πολιτικό έλεγχο της Κεντρικής Επιτροπής του


Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος»

Στις 31 Ιούλη 1920, τα γραφεία του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» καταστράφηκαν εντελώς από


κυβερνητικούς μπράβους, με αφορμή τη τη δολοφονική απόπειρα ενάντια στον
Πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο, στο Παρίσι από πράκτορες των μοναρχικών. Τίποτε δεν
απόμεινε από το πλούσιο αρχείο και από την επίπλωση της εφημερίδας. Γι αυτό και η
εφημερίδα αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή της ως τις 8 Αυγούστου.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλη του 1921 , ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» τοποθετεί και από
τις δύο πλευρές του τίτλου του το σφυροδρέπανο, πλαισιωμένο από δύο στάχυα. Από
την 1η Αυγούστου γίνεται το «Επίσημο όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού
(Κομμουνιστικού) Κόμματος της Ελλάδας και της Γενικής Συνομοσπονδίας
Εργατών Ελλάδας». Ο Γ. Πετσόπουλος εκχωρώντας τον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στο Κόμμα
έγραφε σε σχετική δήλωσή του πως αυτό το έκανε γιατί «δεν επιτρέπετο ν' αποτελεί η
εφημερίς ιδιωτική επιχείρηση».

ΚΥΡΙΑΚΗ, 1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

"ΕΠΙΣΗΜΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ


ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ (ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ)
ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ"
Από τον Απρίλη του 1920 ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» απαλλαγμένος από
την προσωπική εξάρτηση του ιδιοκτήτη του έγινε το κομματικό,
συλλογικό όργανο της Κ.Ε. του κόμματος.

Από τον Ιούλη του 1921, το σφυροδρέπανο τυπώνεται στο


λογότυπο της εφημερίδας.

Την 1 Αυγούστου 1921, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» γίνεται το


"ΕΠΙΣΗΜΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ
(ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ) ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ"

Στο φύλλο της ημέρας αυτής δημοσιεύται σχετικό κείμενο του Γ.


Πετσόπουλου προς τους αναγνώστες της εφημερίδας, σχετική
επιστολή του ίδιου προς την Κ.Ε. του Σοσιαλιστικού Εργατικού
(Κομμουνιστικού) Κόμματος, καθώς και η απόφαση της Κ.Ε.

Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ένα νέο, αποφασιστικής σημασίας στάδιο στην εξέλιξη του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ». Απαλλαγμένη από την ιδιωτική της εξάρτηση, η εφημερίδα αποκτά
συλλογικό όργανο διεύθυνσης, με υπεύθυνο συντάκτη της τον Αντώνη Δούμα. Έπειτα
από αυτόν και ως το 1930, υπεύθυνοι συντάκτες του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» υπήρξαν κατά
χρονολογική σειρά οι: Παναγής Δημητράτος, Γ. Στράγγας, Τάκης Φίτσος και Ορφέας
Οικονομίδης.
ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ
Το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε την εποχή εκείνη τον ελληνικό λαό, ήταν ο
πόλεμος που μαίνονταν στη Μικρά Ασία, ενώ ένα χωρίς προηγούμενο απεργιακό κίνημα
συντάραζε τη χώρα. Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» αναπτύσσει άφοβα την αντιπολεμική
εκστρατεία του και, παράλληλα, προτάσσει άφοβα τις διεκδικήσεις των εργαζομένων,
παρά την άγρια τρομοκρατία που έχει εξαπολύσει ενάντιά του η μοναρχική κυβέρνηση.
Μόνο μέσα στο 1921 είχαν καταδικαστεί έξη φορές, σε πολύχρονες φυλακίσεις οι
υπεύθυνοί του.

Το Φλεβάρη του 1922, η Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Σοσιαλιστικού Εργατικού


Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, υπογράμμιζε με απόφασή της για το
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», πως ήταν ζήτημα άμεσης σπουδαιότητας η διατήρηση και ενίσχυση
του καθημερινού οργάνου του Κόμματος. Γι' αυτό και υπόδειχνε μια σειρά από μέτρα για
τη «διοικητική οργάνωση του φύλλου».

Τη διεύθυνση του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» ανέλαβε και πάλι, έπειτα απ' αυτό, ο Γ.


Πετσόπουλος, «για να συντονίζει τη δημοσιογραφική δουλειά». Το Σεπτέμβριο όμως του
1922 ο Πετσόπουλος αποχώρησε οριστικά και παρέμεινε αρχισυντάκτης ο Ελ. Σταυρίδης.
Το Νοέμβρη του 1922 έγινε διευθυντής ο Γιάννης Κορδάτος και τον Ιούλη του 1923
αρχισυντάκτης ο Πέτρος Πικρός.

Με τη μετονομασία του κόμματος το Νοέμβρη του 1924 σε ΚΚΕ (αποφασίστηκε στο


3ο έκτακτο συνέδριό του), ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» γίνεται επίσημο «όργανο του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών
Ελλάδας» . Αρχισυντάκτης του από τον Οχτώβρη του χρόνου αυτού έγινε ο Γιώργης
Νίκολης. Για το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» άρχιζε μια νέα περίοδος, μεστή από δράση και
γεγονότα, στην οποία έπρεπε να δίνει διαρκώς το «παρών». Γι' αυτό, όταν το 1925 με τις
απεργίες των σιδηροδρομικών, των καπνεργατών, των τυπογράφων και άλλων εργατικών
κλάδων, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» δεν προλάβαινε να αντιμετωπίζει μόνος του την
κατάσταση, το κόμμα έβγαλε απογευματινή εφημερίδα, την «Προλεταριακή Πάλη».

Η στρατιωιτκή δικτατορία που κήρυξε τον Ιούνη του 1925 ο στρατηγός Θεόδωρος
Πάγκαλος, απαγόρεψε την ελεύθερη έκδοση του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» από τις 8
Αυγούστου και μαζί τη νόμιμη λειτουργία του Κόμματος . Το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ»
αναπλήρωσαν τότε μια σειρά από κλαδικές εφημερίδες, όπως ήταν ο «Εργάτης
Επισιτισμού», ο «Εργάτης Δέρματος», το «Σ.Ο.Μ.Α.» (Σωματείο Οδηγών και
Μηχανικών Αυτοκινήτων) κλπ, ή το «Φοιτητικό Βήμα», για τη νεολαία. Στην περίοδο
ακριβώς της Παγκαλικής δικτατορίας, βρήκαν την ευκαιρία οι ρεφορμιστές, μαζί με όλα
τα αντιδραστικά στοιχεία μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα να αρπάξουν τη διοίκηση της
ΓΣΕΕ στα χέρια τους, με τη βοήθεια της αστυνομίας.

Επειτα από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ»


επανεκδόθηκε στις 27 Αυγούστου 1926, σαν όργανο της «ΚΕ του Κομμουνιστικού
Κόμματος Ελλάδας (ΕΤΚΔ)» (Ελληνικού Τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς)
, με αρχισυντάκτη το Γιώργη Νίκολη. Η περίοδος αυτή που κράτησε ως το 1931,
χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη όξυνση της ταξικής πάλης, τις τρομοκρατικές ενέργειες
των κυβερνήσεων ενάντια στο επαναστατικό κίνημα («νόμος περί ιδιωνύμου»,
φυλακίσεις, εξορίες, επεμβάσεις στα συνδικάτα κλπ.) ενάντια στο ΚΚΕ και το
επαναστατικό εργατικό κίνημα. Οι αλλεπάλληλες συλλήψεις στελεχών του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» είχαν σα συνέπεια τις συχνές αλλαγές στην αρχισυνταξία του. Ετσι
στην πενταετία αυτής της περιόδου άλλαξαν έξη αρχισυντάκτες του: Γιώργης Νίκολης,
Πέτρος Πικρός, Τάσος Χατζηαναστασίου, Γιώργης Ανδρουλιδάκης, Ορφέας Οικονομίδης,
Αριστοτέλης Τσουρτσούλης.

Την ίδια αυτή περίοδο, (31 Αυγούστου 1931), ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» καταδικάστηκε


σε στέρηση του τίτλου του από το δικαστήριο και ο υπεύθυνός του Γεράσιμος
Μαρμαρέλης, τιμωρήθηκε σε πολύχρονη φυλάκιση και σε μάγλο πρόστιμο για παράβαση
του «νόμου περί τύπου». Για το λόγο αυτό στη θέση του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» εκδόθηκε ο
«Νέος Ριζοσπάστης», με υπεύθυνο συντάκτη το Δ. Παρτσαλίδη. Μόνο στις 11 Μάρτη του
1934, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ξαναπήρε την ονομασία του.

Σταθμός στην ανάπτυξη και τη μαζικότητα του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στάθηκε η περίοδος


1932-1936, όπου μετά την έκκληση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η δράση του
Κόμματος τέθηκε γενικά, πάνω σε νέες βάσεις. Την περίοδο αυτή η κυκλοφορία του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» έφτασε σε μεγάλα για την εποχή εκείνη ύψη: όταν η ανώτερη
κυκλοφορία των μεγαλύτερων αστικών εφημερίδων δεν ξεπερνούσε τις 25.000 – 30.000
φύλλα, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» είχε φτάσει να πουλά 12.000 φύλλα.

Με την έκρηξη του βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μάρτη 1935, ο
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» παύθηκε μαζί με τις βενιζελικές εφημερίδες και επανεκδόθηκε στις
16 Μάη του ίδιου χρόνου, με διευθυντή το Μ. Τυρίμο.

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 έκλεισε ξανά το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» .

Το κλείσιμο αυτό θα διαρκούσε για πολλά χρόνια γιατί το δικτατορικό καθεστώς το


διαδέχτηκε η γερμανοφασιστική κατοχή. Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» όμως, δε σταμάτησε
ουσιαστικά την έκδοσή του, γιατί στη διάρκεια τόσο της δικτατορίας όσο και της
γερμανοφασιστικής κατοχής, κυκλοφορούσε παράνομα. Ας σημειωθεί πως με την
κήρυξη της δικτατορίας το 1936, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» βρέθηκε να έχει στη διάθεσή
του 24 συνολικά παράνομα τυπογραφεία, που τα είχε οργανώσει από προηγούμενα.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους χιτλεροφασίστες, τον Οχτώβρη του 1944,
ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ξαναβγαίνει νόμιμα. Διευθυντής του αυτή τη φορά ήταν είναι ο Κ.
Καραγιώργης (Κ. Γυφτοδήμος). Στη διάρκεια της ένοπλης επέμβασης των Αγγλων, το
Δεκέμβρη του 1944, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» σταματά την εκτύπωσή του στο κέντρο της
Αθήνας και κυκλοφορεί στις περιοχές που ελέγχονται από τον ΕΛΑΣ.

Στις 15 Φλεβάρη 1945, μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, ξαναεκδίδεται
κανονικά στην Αθήνα και εμψυχώνει τον Ελληνικό λαό στους νέους αγώνες του. Αυτή
είναι η τελευταία περίοδος της ως τότε σταδιοδρομίας του. Για ένα διάστημα γίνεται η
μεγαλύτερη σε κυκλοφορία ελληνική εφημερίδα. Εποχή άφησε επίσης ο «ΡΙΖΟΣ της
Δευτέρας» που έβγαζε ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ».

Με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, το καθεστώς της ολιγαρχίας κλείνει το


«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» στις 17 Οχτώβρη 1947 –τριάντα ακριβώς χρόνια από την πρώτη του
έκδοση- με βάση το φασιστικό Γ' Ψήφισμα. Η διακοπή του αυτή θα είναι μακροχρόνια
και θα κρατήσει 27 ολόκληρα χρόνια.

Αλλά και πάλι, σ' όλη αυτή τη μακρά περίοδο και ιδιαίτερα στη διάρκεια του
δικτατορικού καθεστώτος της στρατιωτικής χούντας, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ»
εξακολούθησε, έστω και σε αραιά διαστήματα, να κυκλοφορεί παράνομα. Σα σπίθα, από
την οποία θα ξεπηδούσε κάποτε η φλόγα, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» υπόφωσκε κάτω από τη
στάχτη, σκορπώντας κάθε τόσο την ακτινοβολία του, ακόμα και στις πιο σοβαρές
συνθήκες της φασιστικής τρομοκρατίας.

Στις 25 Σεπτέμβρη του 1974, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» αναγεννήθηκε από τη στάχτη αυτή,


για να συνεχίσει την ιστορική αποστολή του, σαν όργανο του Κόμματος της εργατικής
τάξης σαν εφημερίδα αρχών, σα συλλογικός προπαγανδιστής, αγκιτάτορας και
οργανωτής μέσα στο λαό, για να εμψυχώνει τους νέους αγώνες του για την ελευθερία,
την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό.
ΤΙΜΗ
Στους πολύχρονους αγώνες του για τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα κατά πρώτο λόγο
της εργατικής τάξης, ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» είχε πολυάριθμα θύματα από το συντακτικό
και άλλο προσωπικό του. Ανάμεσα σ' αυτούς που έπεσαν πολεμώντας από τις επάλξεις
του είναι δύο από τους πρώτους-πρώτους συνεργάτες του: ο Τάκης Φίτσος και ο Γώργης
Στράγγας που υπήρξαν και υπεύθυνοι συντάκτες του. Ο πρώτος εχτελέστηκε στον
εμφύλιο πόλεμο τον Απρίλη του 1949 στη Χαλκίδα και ο δεύτερος έπεσε με το πολυβόλο
στο χέρι στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1944, πολεμώντας κατά των Αγγλων
ιμπεριαλιστών. Δύο άλλοι που ήταν αρχισυντάκτες του, ο Πάνος Κορνάρος και ο
Αριστοτέλης Τσουρτσούλης εκτελέστηκαν από τους χιτλεροφασίστες στην κατοχή. Τρίτος
αρχισυντάκτης του ο Μήτσος Καραντώνης, εκτελέστηκε στον εμφύλιο πόλεμο.

Πιο κάτω ακολουθεί ένας μακρύς κατάλογος από άλλους συντάκτες - ήρωες του
«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ»: Μήτσος Μαρουκάκης που τον σκώτωσαν στην ασφάλεια πετώντας
τον από το παράθυρο στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Οι Γιώργης
Τσιτήλος, Γιώργης Βρετάκος, Κώστας Χατζήμαλης, Παράσχος Μαρμαρέλης, Σπυριδάκης
και Βασιλειάδης εκτελέστηκαν ή πέθαναν από βασανιστήρια στη διάρκεια της
χιτλεροφασιστικής κατοχής. Οι Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης), Κώστας Βιδάλης
και Γ. Πουλίδης σκοτώθηκαν από φασιστικά βόλια μετά τη Βάρκιζα. Ο Αδάμ Μουζενίδης
έπεσε στον εμφύλιο πόλεμο και ο Αντώνης Παπαγγέλου πέθανε στη φυλακή της
Αμφισσας.

Τιμή και δόξα σ' όλους αυτούς τους ήρωες και μάρτυρες που αφιέρωσαν τη ζωή τους για
να θεμελιώσουν με το αίμα τους το «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και να τον καταστήσουν μια από
τις ισχυρότερες επάλξεις του Κόμματός μας στην πάλη του για τον κομμουνισμό. Ο
δρόμος της θυσίας που ακολούθησαν, ας γίνει το φωτεινό παράδειγμα για τις νεότερες
γενιές των συντακτών του, που δουλεύουν σήμερα από την έπαλξη αυτή του ΚΚΕ.

You might also like