You are on page 1of 20

«Από τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (1918) στο

σύμφωνο συνεργασίας με τους κεμαλικούς (1921)»


Του Βλάση Αγτζίδη (*)

Για να κατανοήσουμε τη σοβιετική πολιτική όπως την επεξεργάστηκε και την υλοποίησε ο
Λένιν μετά την κατάληψη τη ς εξουσίας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις βασικές
ιδεολογικές, πολιτικές και γεωστρατηγικές του αντιλήψεις. Καθώς και τη γερμανική
πολιτική προ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Τουρκία στην αντίληψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας


Με αφορμή τις σφαγές των Αρμενίων από το καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ
εμφανίστηκαν οι μεγάλες διαφορές στην ανάλυση του χαρακτήρα τόσο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και των κοινωνικών συγκρούσεων στο εσωτερικό
της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Δύο μεγάλες σχολές σκέψεις μπορούμε να διακρίνουμε. Από τη μια η Ρόζα


Λούξεμπουργκ, τις θέσεις της οποίας ανιχνεύουμε στα έργα των Ελλήνων μαρξιστών
Σκληρού και Γληνού1. Από την άλλη ο Λίμπνεχτ και η εφημερίδα Vorwarts. Τις
θέσεις του Λίμπνεχτ φαίνεται να υιοθετεί αργότερα ο Λένιν. Δηλαδή ότι η
Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε ένας ειρηνικός τόπος πολυπολιτισμικής
συνάντησης και όπου οι εξεγέρσεις κάποιων εθνοτήτων (όπως οι Αρμένιοι) ήταν
υποκινούμενες από τον μεγαλορωσικό ιμπεριαλισμό και είχαν οικονομικά κίνητρα. 2

Η Λούξεμπουργκ παρουσιάζει αυτή την πορεία διαμόρφωσης της στάσης


προς τα εθνικά κινήματα από την εποχή που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιμετώπιζαν τα
κινήματα ελευθερίας, ως αποτέλεσμα των μηχανορραφιών του ρωσικού τσαρισμού
που προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα τους Τούρκους. Θεώρησαν την
ακεραιότητα της Τουρκίας ως προπύργιο άμυνας έναντι της ρωσικής αντίδρασης.
Αυτή η πολιτική θέση διατηρήθηκε στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία μέχρι το
δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1890. Αλλά, γράφει η Λούξεμπουργκ, τότε άλλαξε η
θέση της γερμανικής και της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας στο Ανατολικό Ζήτημα:
«Και από τότε η Σοσιαλδημοκρατία άρχισε να υποστηρίζει ανοιχτά τις φιλοδοξίες των
καταπιεσμένων εθνοτήτων στην Τουρκία για μια ξεχωριστή πολιτιστική ύπαρξη και
εγκατέλειψε κάθε ενδιαφέρον για την τεχνητή διατήρηση της Τουρκίας στο σύνολό της».
Υποστηρίζει ότι η αλλαγή της θέσης δεν οφειλόταν σε κάποιο αίσθημα καθήκοντος
απέναντι στις υποτελείς εθνότητες, αλλά από την ανάλυση της υλικής βάσης των
συνθηκών στην Ανατολή στο δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα. Οπότε: «…
υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού πολιτισμού υποστηρίζοντας τα εθνικά
κινήματα εντός της Τουρκίας. Υποστήριξε επίσης όλες τις προσπάθειες ανανέωσης και
1
Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», Άπαντα, τόμ. Α’ 1898-1910,
εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 171-188, Γεωργίου Σκληρού, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Γεώργιος
Σκληρός, Έργα, επιμ. Λ. Αξελός, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1976, σελ. 412-430
2
Β. Ι. Λένιν, «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», Άπαντα, τόμ. 30, σελ. 16.

1
μεταρρύθμισης της Τουρκίας εκ των έσω, όσο αδύναμη και αν ήταν η κοινωνική βάση
για ένα τέτοιο κίνημα»3…

Η Λούξεμπουργκ επιχειρεί μια εξαιρετική μαρξιστική ανάλυση των νέων


σχέσεων που διαμορφώθηκαν στην οθωμανική ύπαιθρο από τους πασάδες, τους
καδήδες (δικαστές), τους γεωργικούς φοροεισπράκτορες και τους Τούρκους
γαιοκτήμονες, και εντοπίζει την ύπαρξη μιας παρασιτικής γραφειοκρατικής
κυρίαρχης τάξης, όπου «η γραφειοκρατία εμφανίζεται ως ειδική, πολυάριθμη
κατηγορία του πληθυσμού, που αφ’ εαυτής εκπροσωπεί άμεσα έναν οικονομικό
παράγοντα και η ύπαρξη της οποίας χρηματοδοτείται απ’ την επαγγελματική λεηλασία
του λαού».

Αποδεικνύει ότι η αλλαγή που έφεραν οι μεταρρυθμίσεις, το Τανζιμάτ,


αποσύνθεσαν τον παλιό απολυταρχικό και καταπιεστικό κόσμο και επέφεραν μια
αστάθεια. Εντοπίζει το γεγονός ότι λόγω της οθωμανικής πολιτικής και πολιτειακής
δομής απουσίαζαν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την εμφάνιση μιας αστικής
τάξης και την ανάπτυξη καπιταλιστικών μορφών παραγωγής, οι οποίες μορφές θα
επέτρεπαν να αντιμετωπιστεί το πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Το ξεπέρασμα της
πρωτόγονης αγροτικής γεωργίας και η απαλλαγή από σχέσεις ιδιοκτησίας που είχαν
μισοφεουδαρχικό χαρακτήρα θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με την ανάπτυξη
καπιταλιστικών μορφών παραγωγής. Η Λούξεμπουργκ επισήμαινε ότι αυτή η
αναγκαιότητα αλλαγής δεν μπορούσε να πραγματωθεί γιατί «δεν υπήρχε ούτε υπάρχει
η βάση για μια τέτοια μετατροπή ή μια κοινωνική τάξη που θα μπορούσε να την
εκφράσει».

Με τον τρόπο αυτό ερμήνευε τις μεγάλες συγκρούσεις και τις εθνικές
εξεγέρσεις. Ήταν απόρροια μιας ιστορικής διαδικασίας μετάβασης σε ένα άλλο
στάδιο εξέλιξης, από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, «αναπτυσσόμενη με το
αναπόφευκτο του νόμου της φύσης».

Και κατάληγε στο συμπέρασμα: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν


σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά
κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η
καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και
μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να
αποσπαστούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το
δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Και έτσι η ιστορική καταδίκη εκδόθηκε για
την Τουρκία: βάδιζε προς τη διάλυση…»4

3
Rosa Luxemburg, The National Question. The Right of Nations to Self-Determination,
https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1909/national-question/ch01.htm
4
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Zur orientpolitik des “Vorwärts”, εφημ. Sachsische Arbeiter-Zeitung, αριθμ.
273, 25 Νοεμβρίου 1896 (https://adlc.hypotheses.org/zur-orientpolitik-des-vorwarts). Στα ελληνικά
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λαοί με τίτλο Για την πολιτική του Vorwärts στο Ανατολικό Ζήτημα, τεύχ.
1, Μάιος 1987, σελ. 51-55. H εφημερίδα Vorwärts («Εμπρός») ήταν το όργανο του γερμανικού
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), διάδοχο του Sozialdemokratische Arbeiterpartei
Deutschlands. Εκδόθηκε ως εβδομαδιαία τον Οκτώβριο του 1876 από τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ. 

2
Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι η διάλυση της Τουρκίας αποτελεί όρο για την
εξέλιξη. Γράφει: «Γι’ αυτό πρέπει να χαθεί, όχι ως μορφή διακυβέρνησης, αλλά ως
κράτος. Όχι μέσω της ταξικής πάλης, αλλά μέσα από την πάλη των εθνοτήτων».

Μόνο στην περίπτωση αυτή η Λούξεμπουργκ διατυπώνει τη θέση ότι τα


εθνικά κινήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ταυτίζονται και εκφράζουν το
ταξικό κίνημα. Σε αντίθεση με τα αποσχιστικά εθνικά κινήματα στην Πολωνία, στην
Αλσατία-Λωρραίνη ή στη Βοημία που έχουν έναν αντιδραστικό ρόλο. Γράφει: «Αλλά
στο ζήτημα των εξεγέρσεων στην Τουρκία η κατάσταση είναι διαφορετική: οι
χριστιανικές περιοχές της υπάγονται στην Τουρκία μόνο με τη βία. Δεν έχουν εργατικό
κίνημα, παρακμάζουν λόγω μιας φυσικής κοινωνικής ανάπτυξης και επομένως οι
βλέψεις για ελευθερία μπορεί εδώ να γίνονται αισθητές μόνο σε έναν εθνικό αγώνα.
Άρα η θέση μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδέχεται καμιά αμφιβολία». 5

Ένα μήνα αργότερα με ένα νέο άρθρο με τίτλο «Για την πολιτική του
Vorwarts στο Ανατολικό Ζήτημα» ασκεί σφοδρή κριτική σε μια παλιά άποψη που
επιβίωνε ακόμα σε μια τάση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, ότι δηλαδή τα
εθνικά κινήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υποκινούνται από τη Ρωσία και
έχουν ως βάση αποκλειστικά και μόνο τον οικονομικό παράγοντα. Και ότι,
αντιθέτως, η Τουρκία ήταν αυτή που έπρεπε να έχει τη συμπάθεια των
σοσιαλδημοκρατών γιατί εξαιτίας της ανάμειξης της ευρωπαϊκής διπλωματίας στις
τουρκικές υποθέσεις η χώρα αυτή μετατράπηκε σε «αντικείμενο εκμετάλλευσης και
έρμαιο πολιτικών ραδιουργιών». Η τάση αυτή υποβάθμιζε εντελώς τις σφαγές κατά
των Αρμενίων θεωρώντας ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας και καλλιεργούσε μια
αρνητική εικόνα: «…μας διαβεβαιώνεται ότι όλοι οι Αρμένιοι χωρίς εξαίρεση είναι
ένας (πρόστυχος) ευτελής λαός, που είναι μισητός παντού, ότι οι θηριωδίες υπάρχουν
μόνο στο χαρτί…».6 Ο κύριος εκφραστής της τάσης αυτής είναι ο Λίμπνεχτ. 7 Με την
τάση αυτή ταυτίζεται όπως προαναφέρθηκε και ο Λένιν.

Η Λούξεμπουργκ τους κατηγορεί ότι έχουν παραμείνει στα δεδομένα του


Κριμαϊκού Πολέμου. Τους αποδίδει ανικανότητα κατανόησης των μεγάλων αλλαγών
που έχουν επιφέρει η εξέλιξη και η αλλαγή των παγκόσμιων πλέον οικονομικών
όρων: «Η αποσύνθεση της Τουρκίας είναι μια φυσική και αναγκαία συνέπεια της
εσωτερικής οικονομικής αποσύνθεσης, που προκλήθηκε εξ αιτίας της χρηματο-
οικονομίας και του εκσυγχρονισμένου κρατικού μηχανισμού και ότι παραπέρα για μας
η εξελικτική αυτή διαδικασία, που δεν είναι δυνατόν να σταματήσουμε, είναι πάρα πολύ
χρήσιμη…».8

5
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Zur orientpolitik des “Vorwärts”, ό.π. 
6
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Zur orientpolitik des “Vorwärts”, ό.π. 
7
Η πρώτη δημοσίευσή του έγινε στην εφημερίδα Vorwärts, 11 Νοέμβρη 1896. Αναδημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Revolutionary History, «The Balkan Socialist Tradition-Balkan Socialism and the Balkan
Federation, 1871-1915», Vol. 8, no. 3, 2003. Το κείμενο υπάρχει στο
https://www.marxists.org/archive/liebknecht-w/1896/11/armenia.htm. Βλ. το επίμαχο κείμενο: Βίλχελμ
Λίμπνεχτ, «Δήλωση», περ. Μαρξιστική Σκέψη, τόμ. 21, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 31-32.
8
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Zur orientpolitik des “Vorwärts”, ό.π.

3
Η Λούξεμπουργκ ζητά από τη Σοσιαλδημοκρατία να αποδεχτεί τη διαδικασία
διάλυσης σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μη θεωρήσει ότι θα μπορούσε ή
έπρεπε να τη σταματήσει, αλλά αντιθέτως να εκδηλώσει στους αγώνες για
αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράσταση.

Για το κίνημα των Νεότουρκων και τον γερμανικό ιμπεριαλισμό


Το ζήτημα του χαρακτήρα των Νεότουρκων δίχασε και πάλι τη Λούξεμπουργκ και
τον Λένιν. Το νεοτουρκικό κίνημα που εκδηλώθηκε ως στρατιωτικό κίνημα στην
περιοχή της οθωμανικής Μακεδονίας το 1908 ανήκε στην ακραία φυλετική τάση του
μεταρρυθμιστικού κινήματος και εξέφραζε κυρίως τα μιλιταριστικά του στοιχεία. 9 Με
πολύ χαρακτηριστικό τρόπο εκφράζει την ταυτότητα της ομάδας που κατέλαβε την
εξουσία ο θεωρητικός της, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ, ο οποίος στο περιοδικό Yeni Hayat
περιέγραφε τo 1911 τον νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι
ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε… Από την
τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».10
Ο φυλετισμός, που ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς, καλλιεργήθηκε
συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1911
είχαν αποφασίσει την καταπίεση και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων της
Αυτοκρατορίας.11 Η φιλελεύθερη πτέρυγα των μεταρρυθμιστών, που ηττήθηκε από
τους στρατιωτικούς, εξέφραζε εκείνες τις νεωτερικές απόψεις που αποσκοπούσαν στη
δημοκρατική υπέρβαση των παλιών οθωμανικών δομών. H λογική της Γενοκτονίας
υπήρξε σύμφυτη στην ακροδεξιά τάση του νεοτουρκικού κινήματος. Ακόμα και ο
ιστορικός Erik J. Zürcher (Eρίκ Ζουρχέρ) -που δεν διακρίνεται για την κριτική του
στάση προς το νεοτουρκικό παράδειγμα- το αποδέχεται.12

9
Για την ιδεολογία που κινούσε το κίνημα των Νεότουρκων βλ.: Tekin Alp, Τhe turkish and pan-
turkish ideal, επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε στην Ελλάδα
από τις εκδόσεις Αρμενικοί Ορίζοντες, Αθήνα, 1992, σελ. 78-79. Σημαντικό βιβλίο για την κατανόηση
της ιδεολογικής βάσης του νεοτουρκικού κινήματος είναι το: Ziya Gökalp, Αρχές του τουρκισμού,
μτφρ. Άρης Αμπατζής, εκδ. Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα, 2005.
10
Αναφέρεται στο: Hilmi Ziya Ülken, «Türkiye'de Çağdaş Düşünce Tarihi», Kωνσταντινούπολη,
1992, σελ. 310. Επανεκδόθηκε το 2013 από τον εκδοτικό οίκο İş Bankası Kültür Yayınları. Γίνεται
παραπομπή στο Taner Akçam, A Shameful Act: The Armenian Genocide and the Question of Turkish
Responsibility, Metropolitan Books, Nέα Υόρκη, 2006, σελ. 43, όπως επίσης και στο From Empire to
Republic: Turkish Nationalism and the Armenian Genocide, εκδ. Zed Books, Νέα Υόρκη, 2004
(υποσημ. 63). Ο Akçam μεταφράζει από την τουρκική ως εξής το συγκεκριμένο απόσπασμα του
Γκιοκάλπ «Turksare the “supermen” imagined by the German philosopher Nietzsche». Σύμφωνα με
τον Dr. Mehmet Kaan Çalen, ο Gökalp έγραψε το άρθρο «Yeni Hayat ve Yeni Kıymetler» («Νέα Ζωή
και Νέες Αξίες») στο περιοδικό «Genç Kalemler-Νέοι συγγραφείς» (βλ. «“Yeni Hayat”tan “Millî
Hayat”a, İntihardan Terkîbe Ziya Gökalp» – «Ο Zιγιά Γκιοκάλπ από τη “Νέα Ζωή” στην “Εθνική
Ζωή” και από την αυτοκτονία έως τη σύνθεση», http://tdid.ege.edu.tr/files/20-tdid-16-2-
Mahmet_Kaan_Calen.pdf).
11
«The Salonica Congress. Young Turks and their programme», εφημ. The Times, Λονδίνο, 3
Οκτωβρίου 1911.
12
Βλ. στο βιβλίο του The Young Turk Legacyand Nation Building. From the Ottoman Empire to
Ataturk’s Turkey (Η νεοτουρκική κληρονομιά και το χτίσιμο του έθνους. Από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία στην Τουρκία του Ατατούρκ), εκδ. I. B. Tauris 2010

4
Οι νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των
Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το
παντουρκιστικό κίνημα -αντίστοιχο δομικά και ιδεολογικά με τον παγγερμανισμό-
στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν
θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι
υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια προνομιακή
συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το
ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών και αφετέρου την
οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των επιτόπιων
ανταγωνιστών τους. Παράλληλα, αναλαμβάνουν τον έλεγχο του νεοτουρκικού
στρατεύματος.13
Η Λούξεμπουργκ γράφει: «Ο τουρκικός μιλιταρισμός γίνεται εξάρτημα του πρωσσικού
– γερμανικού μιλιταρισμού… η αναλαμβανόμενη από τη Γερμανία προσπάθεια
αναγέννησης της Τουρκίας ήταν μια καθαρή τεχνική προσπάθεια γαλβανισμού ενός
πτώματος…». Αναφέρει πως ένας από τους στόχους του γερμανικού καπιταλισμού
που σχεδίαζε τον πόλεμο με τους ανταγωνιστές του, Άγγλους και Γάλλους, ήταν η
δημιουργία μιας γερμανικής Μικράς Ασίας. Για τη Λούξεμπουργκ το νεοτουρκικό
κίνημα είχε ξεκάθαρο αντιδραστικό χαρακτήρα. Κατήγγειλε σε άρθρο της «την
εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον
αντεπαναστατικό της χαρακτήρα».
Αναλυτική παρουσίαση της γερμανικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή υπάρχει στο
κείμενο Die Krise der Sozialdemokratie, που έμεινε στην ιστορία ως Μπροσούρα του
Γιούνιους. Το κείμενο αυτό έγραψε η Λούξεμπουργκ το 1915 στις γερμανικές
φυλακές και τo δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Γιούνιους. Στο 4ο κεφάλαιο της
Μπροσούρας, που τιτλοφορείται «Die Türkei», η Λούξεμπουργκ αναλύει την
οικονομική πολιτική του «γερμανικού ιμπεριαλισμού» και παρουσιάζει τη θέση που
καταλαμβάνει η Οθωμανική αυτοκρατορία στην πολιτική αυτή: «Η Τουρκία έγινε το
σημαντικότερο επιχειρησιακό πεδίο του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Στη χώρα αυτή ο
βηματοδότης του γερμανικού ιμπεριαλισμού έγινε η Γερμανική Τράπεζα (Deutsche
Bank), με τα τεράστια επιχειρησιακά της συμφέροντα».14
Παρουσιάζει το βαθμό επιρροής της Γερμανίας στα οθωμανικά πράγματα. Η
αποστολή των Γερμανών αξιωματικών στη νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία
και ο έλεγχος του στρατού είχαν δημιουργήσει μια ομάδα έμπειρων περί τα της

13
Βλ. Μιχαήλ Ροδά, Πως η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, εκδ. Παρουσία,
Αθήνα, 1995, «Η γερμανική συνενοχή στη γενοκτονία των Αρμενίων», εφημ. Το Βήμα, 11 Αυγούστου
2021, Ευστρατία Dawood, «Οι ιστορικοί δεσμοί της Γερμανίας με την Τουρκία»,
https://www.huffingtonpost.gr/entry/oi-istorikoi-desmoi-tes-yermanias-me-ten-toerkia-pos-xekinesan-
kai-yiati_gr_60bb5315e4b0882193c4f81a (3-1-2022)
14
Die Krise der Sozialdemokratie (Junius-Broschüre), http://www.mlwerke.de/lu/luf.htm. Στα
αγγλικά υπάρχει εδώ: The Junius Pamphlet (The Crisis of German Social Democracy),
https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm. Το τέταρτο κεφάλαιο της
Μπροσούρας είχε δημοσιευτεί ως αυτόνομο κείμενο -χωρίς να αναφέρεται ότι αποτελεί τμήμα της
Μπροσούρας- στα ελληνικά το 1987 στο περιοδικό Λαοί υπό τον τίτλο «Η δραστηριότητα των
γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία». Ολοκληρωμένα, μαζί με κείμενα των Τσέτκιν, Τρότσκι,
Μάντελ, Λεβί, δημοσιεύτηκε το 2011 από τις εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη σε επιμέλεια των
Ανδρ. Κλόκε, Χρ. Κεφαλή, Ν. Ταμβακλή.

5
Ανατολής Γερμανών αξιωματικών που έγιναν γνωστοί με το προσωνύμιο «Οθωμανοί
Γερμανοί». Η ομάδα αυτή είχε καίριο ρόλο λίγα χρόνια αργότερα στην άνοδο του
Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία. Είναι γνωστό ότι αμέσως μετά τους Βαλκανικούς
Πολέμους οι Γερμανοί είχαν διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική για τα
Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία που βασιζόταν τόσο την υπονόμευση και ήττα της
Ελλάδας, όσο και στην καταστροφή των Ελλήνων και Αρμενίων της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.15
Εκτός από την ενθάρρυνση της μουσουλμανικής ταυτότητας και την ανακήρυξή της
ως προστάτιδας δύναμης του μουσουλμανικού κόσμου, «…ενθάρρυνε για μια
δεκαετία με ζήλο το καθεστώς του αιμοβόρου Αμπντούλ Χαμίτ και συνέχισε μετά από
ένα μικρό διάλειμμα αποξένωσης το ίδιο έργο με το νεοτουρκικό καθεστώς. Εκτός από
τις κερδοφόρες δραστηριότητες της Γερμανικής Τράπεζας, η αποστολή απασχολήθηκε
κυρίως με την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση του τουρκικού μιλιταρισμού από
Γερμανούς ινστρούχτορες με επικεφαλής τον ντερ Γκολτς-Πασά .. … Οι περιπέτειες της
(νεο)τουρκικής επανάστασης έδειξαν καλύτερα απ’ όλα ότι η “αναγέννηση” της
Τουρκίας, που επιχείρησε η Γερμανία, δεν ήταν παρά μια καθαρά τεχνητή προσπάθεια
νεκρανάστασης ενός πτώματος».16
Ο Λένιν αντιθέτως είχε θετική άποψη για το κίνημα των Νεοτούρκων. Και αυτή η
θετική άποψη αποτυπώθηκε στην έκφρασή του όταν όριζε τους μπολσεβίκους ως
«Νεότουρκους της Επανάστασης με κάτι το ιησουητικό επιπλέον».17
Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 το αποκαλεί «επανάσταση» και τους Νεότουρκους
«επαναστάτες», όρους που στο σύνολο του έργου του χρησιμοποιούνται μόνο για
σοσιαλιστές και κοινωνικούς επαναστάτες. Επίσης, δεν φαίνεται να κατανοεί το
ταξικό περιεχόμενο του νεοτουρκικού κινήματος, εφόσον τους στρατιωτικούς
κινηματίες τους αποκαλεί «αστούς».
Έχει ακριβώς την αντίθετη θέση από την Λούξεμπουργκ όταν γράφει ότι ο
δημοκρατικός ευρωπαϊκός χώρος θα έπρεπε «να δείξει με κάθε τρόπο την πραγματική
της επιθυμία να προωθηθεί η νίκη και η εδραίωση της τουρκικής επανάστασης».18
Αντιθέτως, η γνώμη του Τρότσκι για τους Νεότουρκους είναι αρνητική. Ο Τρότσκι
κατανοεί ότι οι Νεότουρκοι εκπροσωπούν μια συντηρητική δύναμη. Ότι από πολύ
νωρίς στράφηκαν στον Ισλαμισμό και στη συνέχεια στον παντουρκισμό, και ότι
ταξικά εκπροσωπούσαν τους μεγάλους φεουδάρχες, των οποίων την εύνοια
διεκδικούσαν. Κατανοεί τη σύγκρουσή τους με τους φιλελεύθερους και αναφέρεται
στην επιλογή εκτουρκισμού που έκαναν σε συνέδριό τους στη Θεσσαλονίκη τον
Οκτώβριο του 1911, όπου ξεκαθαρίζουν τις πολιτικές τους επιλογές. Ο Τρότσκι
κατακρίνει τις ρατσιστικές πολιτικές που ακολούθησαν για να αλλάξουν τη σύσταση

15
Ernst Javk, Deutschlad in Orient nach dem Balkan Krieg, εκδ. Martin Morikes Verlag, Μόναχο,
1913.
16
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπροσούρα του Γιούνιους, ό.π., σελ. 81-82.
17
Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, μτφρ. Μπ. Λυκούδης, εκδ. Ύψιλον, σελ. 27. Αντιθέτως ο
Στάλιν γράφει: «Οι Τούρκοι αφομοιωτές -οι πιο σκληροί απ’ όλους τους αφομοιωτές- για εκατοντάδες
χρόνια κατακρεουργούσαν και σακάτευαν τα έθνη» (Ι. Β. Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα,
εκδ. Ειρήνη, Αθήνα, σελ. 116).
18
Β. Ι. Λένιν, «Events in the Balkans and in Persia», εφημ. Proletary, νo. 37, October 16 (29), 1908
(https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1908/oct/16.htm).

6
του πληθυσμού και φαίνεται να θεωρεί ως φυσιολογική και μοναδική διέξοδο στο
πρόβλημα της καταπίεσης την ευρωπαϊκή επέμβαση.19
Στο έργο του Λένιν δεν εντοπίζονται σημεία όπου να αναλύεται ή έστω να
παρουσιάζεται το εθνικό πρόβλημα που ενυπάρχει στο εσωτερικό της οθωμανικής
κοινωνίας με την ύπαρξη πολυάνθρωπων μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.

Η γερμανική πολιτική και η Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ


Όλα αυτά θα κριθούν μετά την μεγάλη δημοκρατική Επανάσταση του Φεβρουαρίου
του 1917 και την κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος. Έως εκείνη τη στιγμή η
Ρωσία βρισκόταν στο ίδιο στρατόπεδο με την Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την
Ιταλία εναντίον της Γερμανίας, Αυστρίας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλπ.
Σύμφωνα με τον Lasswell στο βιβλίο του για την προπαγάνδα στον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, οι Γερμανοί είχαν επιλέξει ως στρατηγική υπονόμευσης των αντιπάλων τους
την ενίσχυση των αποσχιστικών, επαναστατικών και ισλαμιστικών κινημάτων, καθώς
και την υποδαύλιση επαναστάσεων. Αναφέρει ότι το 10% των διαθέσιμων πόρων για
την πολιτική αυτή, διατέθηκαν για την αποσταθεροποίηση του τσαρικού
καθεστώτος.20
Έτσι δικαιολογείται και η διάθεση πόρων στην Ελλάδα το 1915 για την ενίσχυση του
φιλογερμανικού μοναρχικού μπλοκ εξουσίας με στόχο την ουδετερότητα και την
υπεράσπιση της απειλούμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι δημιουργήθηκε ο
Εθνικός Διχασμός.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής οι Γερμανοί διευκόλυναν τον Λένιν και την ομάδα
του να μεταβεί τον Απρίλιο του 1917 στην Αγία Πετρούπολη από την Ελβετία. Οι
εσωτερικές εξελίξεις στη Ρωσία θα κορυφωθούν στις αρχές του Νοεμβρίου του 1917
(με το ν.ημ) με την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους και τους
συμμάχους τους.
Οι διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς ανέδειξαν και τις αντιδιαμετρικές απόψεις
μέσα στο επαναστατικό στρατόπεδο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να
αντιμετωπίσει η κυβέρνηση των μπολσεβίκων και των Αριστερών
Σοσιαλεπαναστατών (Εσέρων) ήταν η διαχείριση του πολέμου. Με την επικράτηση
της Επανάστασης είχαν ξεκινήσει οι συνομιλίες με τους Γερμανούς στην πολωνική
πόλη Μπρεστ Λιτόφσκ (Brzesc Litewski) και είχε επιτευχθεί μια κατ’ αρχάς παύση
των εχθροπραξιών. Το περιβάλλον ήταν ακόμα εξαιρετικά ρευστό. Η Ρωσική
Αυτοκρατορία κατέρρεε και αποσυντίθονταν, ενώ στην ίδια τη Γερμανία ξεσπούσαν
οι πρώτες απεργίες των εργατών (Ιανουάριος του ’18). Ειδικά στο Βερολίνο, το
απεργιακό κίνημα απλώθηκε στα μεγαλύτερα εργοστάσια και υποστηρίχθηκε από

19
Leon Trοtsky, «The Breakup of Turkey and the Armenian Question», στο The Balkan Wars: 1912-
1913, εκδ. Resistance Books, 1980, σελ. 235-247. To βιβλίο αυτό είχε εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο:
Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913, εκδ. Θεμέλιο, 1993.
20
Harold D. Lasswell, Propaganda Technique j World War 1, The MIT Press, Massachusetts, 1917,
αναφ.Στράτος Δορδανάς, Οι αργυρώνυτοι. Η γερμανική προπαγάνδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ.
Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2021

7
εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες. Είναι δεδομένο ότι κατά το χειμώνα του 17/18 η
εσωτερική κατάσταση στη Γερμανία χειροτέρευσε.21
Στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης εμφανίστηκαν τρεις διαφορετικές
απόψεις. Η κατ’ αρχάς κυρίαρχη άποψη του μπολσεβίκου Νικολάι Μπουχάριν και
των Αριστερών Κομμουνιστών, για συνέχιση του πολέμου και τη μετατροπή του σε
επαναστατικό. Ο Μπουχάριν υποστήριζε: «Λέγαμε πάντοτε ότι, αργά ή γρήγορα, η
ρωσική επανάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με το διεθνές κεφάλαιο. Αυτή η στιγμή
έφτασε».22
Υπήρχε επίσης η άποψη «ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος» του Τρότσκι, που ήταν
κοντύτερα στον Μπουχάριν, και, τέλος, η άποψη του Λένιν για ειρήνη με Γερμανούς
και Νεότουρκους, με κάθε τίμημα. Για τον Λένιν, το σημαντικό ήταν η διατήρηση
της κυριαρχίας του «πρωτοπόρου κόμματος» σε μια οποιαδήποτε περιοχή, με
οποιοδήποτε κόστος.23 Στην άποψη αυτή ανιχνεύεται το πρόπλασμα της
απομονωτικής θέσης «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα», που θα αναδείξει λίγο
αργότερα ο Στάλιν.
Με την άποψη του Μπουχάριν συμφωνούσε όλη η Επαναστατική Αριστερά,
συμπεριλαμβανομένων των Αναρχικών του πρίγκιπα Κροπότκιν, των διεθνιστών
Μενσεβίκων, των Αριστερών και Δεξιών Εσέρων. Όλοι συμφωνούσαν ότι ο
«ιμπεριαλιστικός πόλεμος έπρεπε να μετατραπεί σε επαναστατικό πόλεμο ολόκληρου
του ευρωπαϊκού προλεταριάτου». Θεωρούσαν μεγάλο λάθος την επιμονή του Λένιν
και πίστευαν ότι οι απόψεις του υπονόμευαν την παγκόσμια επανάσταση. Η άποψη
του Λένιν αρχικά είχε την υποστήριξη μόνον του ενός τετάρτου των μπολσεβικικών
οργανώσεων. Το θέμα αυτό συζητήθηκε και στα Σοβιέτ. Μόνο 2 από τα 230
τάχθηκαν υπέρ της ειρήνευσης, ενώ τα σημαντικότερα Σοβιέτ των εργατικών
κέντρων τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της συνέχισης του πολέμου και της μετατροπής του
σε επαναστατικό. Οι Αριστεροί Κομμουνιστές του Μπουχάριν κυριαρχούσαν στις
οργανώσεις του μπολσεβικικού κόμματος-ΚΚΡ(μπ.). Στη πρώτη ψηφοφορία που
έγινε σε μια κομματική σύσκεψη, η άποψη του Λένιν συγκέντρωσε 15 ψήφους, ο
Τρότσκι 16 και ο Μπουχάριν 32. Ο Λένιν κατηγορήθηκε ανοιχτά στην εφημερίδα
Κομμουνίστ των Αριστερών Κομμουνιστών, που κυκλοφορούσε σε ένα εκατομμύριο
αντίτυπα, ότι εγκατέλειψε τις διεθνιστικές αρχές της επανάστασης. Η πλειοψηφική
ομάδα (Μπουχάριν, Ντερζίνσκι, Γιόφε, Ράντεκ κ.ά.) θεωρούσε ότι η επιβίωση της
Επανάστασης εξαρτιόταν από την ταχεία επέκτασή της και ότι το βασικό καθήκον
των μπολσεβίκων ήταν να προωθήσουν την επανάσταση στην Ευρώπη.24
Ο Τρότσκι αντιλαμβάνεται την ηθική σημασία μιας ατιμωτικής υπογραφής και
δηλώνει: «Δεν μπορούμε να βάλουμε την υπογραφή μας κάτω από μια συνθήκη ειρήνης
που καταδικάζει στην καταπίεση, στη συμφορά και στην εξαθλίωση εκατομμύρια
ανθρώπινα όντα». Ο Τρότσκι αντιδρούσε γενικά έντονα στην κατηγορία ότι η
σοβιετική κυβέρνηση ήταν πιο ευνοϊκά διατεθειμένη προς τη Γερμανία παρά προς
τους Δυτικούς Συμμάχους. Η θέση του ήταν οι συνομιλίες ειρήνης να γίνουν με
21
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ.3, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1982, σελ. 42
22
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, ό.π, σελ. 55-56
23
Vefa Kurban, Russian-Turkish Relations from the First World War to the Present,
https://www.cambridgescholars.com/resources/pdfs/978-1-4438-1777-6-sample.pdf (3-1-2022)
24
Ε.Χ.Καρρ, όπ., σελ. 74-75

8
όλους τους εκπροσώπους των «καπιταλιστικών χωρών», κάτι που απέρριπταν πλήρως
οι Γερμανοί. Ο Τρότσκι προσπάθησε να παρατείνει επ’ άπειρον τις συνομιλίες, ώστε
«η πολυπόθητη επανάσταση να ξέσπαγε στην Γερμανία, πριν πάρει κάποια κρίσιμη
απόφαση η σοβιετική κυβέρνηση». Η εκτίμηση του Τρότσκι όπως αναφέρει ο Καρρ
ήταν ότι η επανάσταση πλησίαζε την Ευρώπη. Και είναι δεδομένο ότι την ίδια στιγμή
είχαν ξεσπάσει εργατικές εξεγέρσεις στην Βουδαπέστη και στη Βιέννη ενώ μια
μεγάλη απεργία κηρύχτηκε τον Ιανουάριο στην ίδια τη Γερμανία.25
Τελικά ο Λένιν κατάφερε να «περάσει» την άποψή του στην Κεντρική Επιτροπή,
παρότι ήταν μειοψηφούσα: από τους 15 παρόντες, οι 7 ψήφισαν υπέρ της άποψής του
για ειρήνη με τους όρους των Γερμανών και υπογραφής της συνθήκης, 4 έκαναν
αποχή, ενώ 4 ψήφισαν κατά. Η ομάδα του Τρότσκι με την αποχή της έδωσε τη νίκη
στον Λένιν. Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Τρότσκι: «Δεν είμαι βέβαιος πως έχει δίκιο (σ.τ.σ.
ο Λένιν), αλλά δεν θέλω να κάνω κάτι που θα μπορούσε να βλάψει την ενότητα του
κόμματος».26
Στις 3 Μαρτίου η μπολσεβικική αντιπροσωπεία υπέγραψε τη Συμφωνία Ειρήνης με
τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους. Την ίδια στιγμή ο Τρότσκι παραιτήθηκε
από κομισάριος των Εξωτερικών Υποθέσεων, αφού είχε διαφωνήσει για τελευταία
φορά με τον Λένιν στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος (6 Μαρτίου) χωρίς όμως να
ψηφίσει εναντίον του.27 Γενικά ένα μεγάλο μέρος των στελεχών της Επανάστασης
ένοιωσε προδομένο. Ο Μπουχάριν δήλωσε: «Μετατρέπουν το κόμμα σε σωρό
κοπριάς».28
Με τη Συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ, η Ρωσία έχασε το ένα τέταρτο των εδαφών
της (δύο εκατομμύρια τετρ. χλμ.), το ένα τρίτο των καλλιεργειών της, τις 9.000 από
τις 16.000 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και το 75%
των ανθρακωρυχείων. Στους Γερμανούς παραδόθηκαν 56 εκατομμύρια υπήκοοι της
Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το 26% ου πληθυσμού, το 33% των βιομηχανιών,
το 73% της παραγωγής του σιδήρου και το 89% της παραγωγής του άνθρακα.
Απώλεσε επίσης χίλια εργοστάσια κατασκευής μηχανών και 900 υφαντουργεία. Τα
Σοβιέτ, που παρέμειναν στις περιοχές που παρέδωσε ο Λένιν στους Γερμανούς,
κατακρεουργήθηκαν, ενώ αναπτύχθηκαν νέα σημαντικά κινήματα αντίστασης, όπως
το αγροτικό αναρχικό κίνημα του Νέστορα Μάχνο στη νοτιοανατολική Ουκρανία,
που υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τους Ελληνες της Μαριούπολης.29
Μετά από επιμονή του Ταλαάτ Πασά, η Συνθήκη διακήρυξε ότι τα εδάφη που
καταλήφθηκαν από τη Ρωσία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878),
συγκεκριμένα το Αρνταχάν, το Καρς και το Βατούμι, έπρεπε να επιστραφούν. Στη

25
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ. 3, ό.π, σελ. 43-51,
26
Για τις διαφωνίες του Τρότσκι με τον Λένιν, έστω αμβλυμένες σε μεταγενέστερη διατύπωση βλ.
Λέων Τρότσκι, Η παραμορφωμένη Επανάσταση, εκδ. Σελίδες, Αθήνα, 1989, σελ. 59-61, Ε.Χ.Καρρ,
ό.π, σελ. 60-61
27
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, ό.π, σελ. 63
28
Ε.Χ.Καρρ, ό.π, σελ. 69
29
Βλ. Α. Μπιελάς & Β. Μπιελάς, Οι Δρόμοι του Νέστορ Μαχνό, 2 Τόμοι, εκδ. Βαβυλωνία, 2007-2008,
Πιοτρ Αρσίνωφ, Ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος 1918-1921, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα,
1980. Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ.1, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1977, σελ.
401-402

9
εποχή της Συνθήκης, η περιοχή αυτή βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των
Αρμενικών και Γεωργιανών δυνάμεων.
Η παράγραφος 3 του άρθρου IV της συνθήκης όριζε: «Οι περιοχές του Αρνταχάν, του
Καρς και του Βατούμι θα εγαταλειφθούν χωρίς καθυστέρηση από τα ρωσικά
στρατεύματα. Η Ρωσία δεν θα παρέμβει στην αναδιοργάνωση των εθνικών και διεθνών
σχέσεων αυτών των περιοχών, αλλά αφήνει το ζήτημα του πληθυσμού αυτών των
περιοχών να γίνει σε συμφωνία με τα γειτονικά κράτη, ιδίως με την Οθωμανική
Αυτοκρατορία.»30
Έτσι στους Νεότουρκους αποδόθηκαν οι περιοχές Καρς και Αρνταχάν του νότιου
Καυκάσου. Τα ρωσικά στρατεύματα αποχώρησαν επίσης από τις περιοχές του
μικρασιατικού Πόντου και της Αρμενίας που είχαν καταλάβει. Περίπου 150.000
Έλληνες θα γίνουν πρόσφυγες και θα καταφύγουν στη Ρωσία.
Η τελική λύση θα δοθεί με τη νίκη της Αντάντ επί των Κεντρικών Δυνάμεων εννέα
μήνες αργότερα. Το άρθρο 116 της Συνθήκης των Βερσαλιών, που ρύθμιζε τις
μεταπολεμικές σχέσεις, ακύρωσε την επαχθή για τους λαούς Συνθήκη του Μπρεστ
Λιτόφσκ.31 Τελικά η Ουκρανία -απαλλαγμένη από τις διεθνείς δεσμεύσεις της
Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ- μετά την ήττα των δυνάμεων του Ντενίκιν θα
καταληφθεί από τους μπολσεβίκους το Δεκέμβριο του 1919.32
Την απόλυτη αντίθεσή της με τη συμμόρφωση του Λένιν στις γερμανικές απαιτήσεις
εξέφρασε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η ολοκληρωμένη αντίληψη που είχε για το
εργατικό κίνημα στην Ευρώπη, καθώς και για τις προϋποθέσεις που αναγκαστικά
έθετε η πανευρωπαϊκή προσπάθεια για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό,
εκφράστηκε με την τοποθέτησή της στο ζήτημα της χωριστής ειρήνης Ρώσων-
Γερμανών εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι το
ζήτημα της ειρήνης είχε μπει σωστά από τους μπολσεβίκους ως σύνθημα κατά της
κυβέρνησης του Κερένσκι. Όμως η ίδια ερμηνεύει αυτό το σύνθημα ως στόχο για την
πλήρη και ολοκληρωτική ειρήνευση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και όχι τη μερική,
χωριστή ειρήνη που ενίσχυε τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και οδηγούσε στην
παράταση «της πιο μεγάλης Γενοκτονίας και στο θρίαμβο των Γερμανών
προσαρτιστών σε Ανατολή και Δύση». Θεωρούσε ότι η πρακτική της ξεχωριστής
ειρήνης βασιζόταν στην αντίληψη που διακατείχε τον Λένιν ότι θα μπορούσε να
χτιστεί «σοσιαλισμός σε μία χώρα»33. Γράφει: «Αν (η επανάσταση) περιοριστεί σε μια
μόνο χώρα, ενώ οι εργάτες των άλλων χωρών εφαρμόζουν μια αστική πολιτική, τότε η
δραστηριότητα της επαναστατικής πρωτοπορίας ανατρέπεται από τις μεταγενέστερες
συνέπειες. Να γιατί το μόνο διεθνές αποτέλεσμα που έφερε η Ρωσική Επανάσταση είναι
μια σημαντική αύξηση της δύναμης του γερμανικού ιμπεριαλισμού και μια γενική
επιδείνωση του παγκόσμιου πολέμου…».34
30
Proceedings of the Brest-Litovsk Peace, 21 November-3 March, 1918, Washington Printing Office,
1918, http://www.gwpda.org/1918/conf_brestlitovsk.pdf, (10 Ιανουαρίου2022).
31
Vefa Kurgan, ό.π.
32
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ.1, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1977, σελ. 401-
406
33
Η αντίληψη του Λένιν «για τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού στην αρχή σε μια χώρα»
παρουσιάζεται στον τόμ. 30 των Απάντων του.
34
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Die russische Revolution, http://www.mlwerke.de/lu/lu3_106.htm. Το κείμενο
Η Ρωσική Επανάσταση της Λούξεμπουργκ κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε τέσσερεις εκδόσεις. Η

10
Τις θέσεις της αυτές τις ανάπτυξε κατά τις παραμονές της Συνθήκης που υπεγράφη
στο Μπρεστ Λιτόφσκ τον Φεβρουάριο του 1918 μεταξύ της κυβέρνησης των
μπολσεβίκων από τη μια και των Γερμανο-αυστριακών και των Νεότουρκων από την
άλλη: «Έτσι η ρωσική ανακωχή και η χωριστή συνθήκη ειρήνης στην Ανατολή θα
έχουν ως πρώτα αποτελέσματα όχι την επίσπευση της γενικής ειρήνης, αλλά πριν απ’
όλα την παράταση της διάρκειας της Γενοκτονίας ανάμεσα στους λαούς και την όξυνση
του τερατώδους και αιματηρού χαρακτήρα της… H γενική ειρήνη δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί χωρίς την ανατροπή της εξουσίας που κυβερνά τη Γερμανία».35
Παράλληλα, η Λούξεμπουργκ, υποστηρίζοντας τη θέση «και Σοβιέτ, σαν
σπονδυλική στήλη, και Συντακτική με καθολική ψήφο», διαφώνησε με την
περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας. Ο Λένιν
ήταν απόλυτος οπαδός της κομματικής δικτατορίας: «Ναι, δικτατορία ενός κόμματος!
Πάνω σ’ αυτήν στηριζόμαστε και δεν μπορούμε να την εγκαταλείψουμε….»36
Η Λούξεμπουργκ είχε μια αδιαπραγμάτευτη θέση για το ζήτημα της ελευθερίας και
της δημοκρατίας. Θεωρούσε αδιανόητο το σοσιαλισμό χωρίς ελευθερία και
δημοκρατικά δικαιώματα: «…Με τον αποκλεισμό της δημοκρατίας απ’ την πολιτική
ζωή καταστρέφονται οι ζωντανές πηγές κάθε πνευματικού πλούτου και προόδου… Η
ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης και μόνο για τα μέλη ενός κόμματος
δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται
διαφορετικά…».
Όσον αφορά το μαρξικό όρο «δικτατορία του προλεταριάτου», που
χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι από τον Λένιν για την υποστήριξη της κομματικής
δικτατορίας, η Λούξεμπουργκ δίνει το πραγματικό περιεχόμενο που είναι η απόδοση
πλήρους ελευθερίας στο λαό, κάτι που του το στερούσε η «δικτατορία της αστικής
τάξης». Θεωρεί ότι βασικό χαρακτηριστικό της «δικτατορίας του προλεταριάτου» -που
έτσι κι αλλιώς είχε ένα ασαφές περιεχόμενο που περισσότερο παρέπεμπε σε δομές
της Παρισινής Κομμούνας- ήταν η πλήρης δημοκρατία για τα λαϊκά στρώματα. Γιατί
«χωρίς γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και των συγκεντρώσεων,
ελεύθερη πάλη των ιδεών, η ζωή γίνεται μια ζωή επιφανειακή όπου η γραφειοκρατία
απομένει ως το μόνο ζωντανό στοιχείο».
Αφού ερμηνεύει τα λάθη που έκανε η επαναστατική ηγεσία στη Ρωσία μετά
τον Οκτώβρη του 1917, που επέφεραν την εσωτερική όξυνση και υπονόμευσαν τον
σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, καταθέτει την άποψή της για τη νέα δομή που
δημιουργήθηκε: «Υπάρχει λοιπόν στο βάθος μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία,
είναι αλήθεια. Όχι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου, όχι. Αλλά η δικτατορία μιας
χούφτας πολιτικών, δηλαδή η δικτατορία με αστική έννοια, με την έννοια της
γιακωβινικής κυριαρχίας».37

πρώτη, μεταφρασμένη από τον Άγι Στίνα, το 1958 σε λίγα αντίτυπα, η δεύτερη το 1978 σε μετ. Κ.
Μιλτιάδη από τις εκδ. Κοροντζή, η τρίτη το 1980 από τις εκδόσεις Ύψιλον, πάλι σε μετάφραση από
τον Στίνα και η τελευταία από τις εκδ. Αργοναύτης, μετ. Γ. Μπαρουξής
35
Τις θέσεις της η Λούξεμπουργκ τις παρουσίασε αναλυτικά στο άρθρο της «Die geschichtliche
Verantwortung» («Η ιστορική ευθύνη») στην εφημερίδα Spartaκus briefe, ν. 8, Ιανουάριος 1918.
36
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ.1, ό.π., σελ. 307
37
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Die russische Revolution, ό.π.

11
Μετά το τέλος του πολέμου
Με τη στάση του στο ζήτημα του πολέμου και την άνευ όρων υποταγή στις
γερμανικές απαιτήσεις, ο Λένιν τοποθέτησε τη Σοβιετική Ρωσία στο φιλογερμανικό
αντισυμμαχικό στρατόπεδο. Έτσι ερμηνεύεται η πολύ θετική αντιμετώπιση της
Τουρκίας. Παρότι η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραμένει μια αποικιοκρατική
και ιμπεριαλιστική δύναμη καθ’ όλο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λένιν την αποσπά
από αυτή την κατηγορία χωρών και την εντάσσει στην κατηγορία των
αποικιοκρατούμενων χωρών, και ειδικά στις «μισοαποικίες (Κίνα, Τουρκία, Περσία)
…»38, όπου εμφανίζονται ή πρόκειται να εμφανιστούν εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα. Με αυτό τον τρόπο υποβαθμίζει εντελώς τις εσωτερικές διεργασίες και
ετοιμάζεται να υποδεχτεί το οποιασδήποτε ποιότητας «εθνικοαπελευθερωτικό
κίνημα».
Γι αυτό και αποδέχτηκε την μεταπολεμική προσφορά υπηρεσιών από την Τριανδρία
των Νεότουρκων (Ενβέρ, Τζεμάλ, Ταλαάτ) που κατηγορούνταν για τα μεγάλα
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δηλαδή για τα όσα είχαν διαπράξει εις βάρος των μη μουσουλμανικών οθωμανικών
κοινοτήτων (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων). Μετά το τέλος του πολέμου οι
Νεότουρκοι ηγέτες δραπέτευσαν κρυφά από την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία
το Νοέμβριο του 1918 και μεταφέρθηκαν κρυφά με γερμανικό υποβρύχιο στην
Οδησσό, που βρισκόταν υπό γερμανική κυριαρχία λόγω της Συνθήκης του Μπρεστ
Λιτόφσκ. Από εκεί κατέφυγαν στη Γερμανία, όπου βρήκαν καταφύγιο στο Βερολίνο
περιθαλπόμενοι από τους παλιούς Γερμανούς συνεργάτες τους.39
Τα δίκτυα των Γερμανών με τους μπολσεβίκους τα είχε ήδη διαμορφώσει ο κάποτε
συνεργάτης του Τρότσκι και πανταχού παρών «σοσιαλδημοκράτης» Πάρβους, ο
οποίος είχε μετατραπεί πλέον σε Γερμανό πατριώτη, που υποστήριζε θερμά τη
γερμανική εθνική υπόθεση.40
Ο ρόλος τους στη συνέχεια θα είναι καίριος στη νέα τάξη πραγμάτων που
διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση. Ο Ενβέρ διευκολύνθηκε
στους στόχους του κατά πολύ από τον φον Σέεκτ, διοικητή του μεταπολεμικού
γερμανικού στρατού, ο οποίος υπήρξε κατά τη διάρκεια του πολέμου επιτελάρχης του
οθωμανικού στρατού και συνεργάτης του Ενβέρ. Ο φον Σέεκτ ήταν υπέρ της
γερμανο-σοβιετικής προσέγγισης. Οπότε η ιδέα για μια μεταπολεμική σύμπηξη μιας
Γερμανο-σοβιετο-τουρκικής συμμαχίας εναντίον της Αντάντ ήταν ιδιαιτέρως
ελκυστική στους Γερμανούς αξιωματικούς. Και αυτοί που θα μπορούσαν να
πραγματώσουν τη συμφωνία ήταν οι Νεότουρκοι ηγέτες.41
Η σοβιετική ηγεσία τους ανέδειξε σε στρατηγικούς συμμάχους λόγω της φήμης και
των δικτύων που είχαν δημιουργήσει με τα παντουρκιστικά και τα ισλαμιστικά
38
Β. Ι. Λένιν, «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», ό.π., σελ. 6.
39
Alp Yenen, Internationalism, Diplomacy and the Revolutionary Origins of the Middle East’s
‘Northern Tier’ https://www.cambridge.org/core/services/aop-cambridge-core/content/view/
7466E664C7DD14627F57B672AF4A57A2/S0960777321000308a.pdf/
internationalism_diplomacy_and_the_revolutionary_origins_of_the_middle_easts_northern_tier.pdf
(10-12-21)
40
Ε. Χ. Καρρ, τόμ3, ό.π., σελ. 41
41
Alp Yenen, ό.π.

12
κινήματα της Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας, του Ιράν, της Ινδίας και του
Αφγανιστάν. Συνομιλητής τους υπήρξε ο Καρλ Ράντεκ, ο οποίος ήταν φυλακισμένος
μετά την συντριβή των Σπαρτακιστών και θεωριόταν από τους Γερμανούς ως ο
εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ρωσίας στη Γερμανία. 42
Στις διαπραγματεύσεις τους στο Βερολίνο με τον Ράντεκ συμφώνησαν να
συνεργαστούν κατά της Αντάντ διαμορφώνοντας ένα κοινό μέτωπο μεταξύ της
Σοβιετικής Ρωσίας και των ισλαμιστικών κινημάτων, στο οποίο οι ίδιοι θα ήταν
επικεφαλής. Ο Ράντεκ έγραψε για τον Ενβέρ: «ήταν ο πρώτος που έδωσε προοπτική
στους Γερμανούς στρατιωτικούς να κατανοήσουν ότι η Σοβιετική Ρωσία ήταν μια νέα
αναπτυσσόμενη παγκόσμια δύναμη που θα έπρεπε να υπολογίζουν αν ήθελαν στην
πραγματικότητα να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην Αντάντ. …(Ο Ενβέρ)
κατανόησε τη σημασία της σοβιετικής εξουσίας και διέδωσε την ιδέα της ρωσο-
τουρκικής προσέγγισης».43
Ένας Γερμανός αξιωματούχος που είχε λεπτομερείς συνομιλίες με τον Ράντεκ έγραψε
ότι υπήρξε απόλυτη συναντίληψη με τον Ταλαάτ απέναντι στον κοινό εχθρό και ότι ο
σοβιετικός εκπρόσωπος περίμενε πολλά από τον Ενβέρ πασά για την ενίσχυση των
αντιαγγλικών κινημάτων.
Επίσης, μέσω των Τούρκων κομμουνιστών του Μουσταφά Σουμπχί, που τον Μάιο
του ’19 πήγε στη Μικρά Ασία από τη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι ήρθαν σε επαφή με το
τουρκικό εθνικιστικό κίνημα που άρχισε να οργανώνει ο Μουσταφά Κεμάλ. Έτσι
βαθμιαία θα διαμορφωθεί μια κοινή άποψη στη βάση της ύπαρξης ενός κοινού
εχθρού.
Στη συνέχεια, η σοβιετική ηγεσία θα βλέπει στα εδάφη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας μόνο Τούρκους εργάτες και μόνο τουρκικές πόλεις. Χαρακτηριστική
είναι η πρόταση που έγινε το φθινόπωρο του ’19 στον Νεότουρκο ηγέτη Εμβέρ Πασά
να «πάει στη Μόσχα και να προσπαθήσει εκεί να πραγματώσει το τολμηρό σχέδιο μιας
σοβιετο-μουσουλμανικής συμμαχίας, μιας συμφωνίας ανάμεσα στον ρωσικό
μπολσεβικισμό και τον τουρκικό εθνικισμό ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό...» 44.
Σύμφωνα με μια έκθεση του Βούλγαρου διπλωμάτη στην Κωνσταντινούπολη Todor
Κ. Pavlof: «(Οι Κεμαλικοί) καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι χωρίς την φιλία και την
υποστήριξη της Ρωσίας, δεν μπορούν ούτε να διατηρήσουν τα αποκτήματά τους
Καύκασο, ούτε να πολεμήσουν με επιτυχία εναντίον του ελληνικού στρατού, για τη μάχη
με τον οποίο χρειάζονται όλες τους τις δυνάμεις».45
Έτσι, το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα θα χρησθεί «εθνικοαπελευθερωτικό» και θα
βοηθηθεί με πολλούς τρόπους. Ρόλο στην εξέλιξη αυτή θα έχει η συμμετοχή της
Ελλάδας στα τέλη του 1918 έως και τον Απρίλιο του ’19 στην αντιμπολσεβικική
εκστρατεία που οργάνωσαν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, όπως και ο έλεγχος των
στενών από τους συμμάχους. Ο ελληνικός Στρατός, όπως και το ελληνικό Ναυτικό
42
Alp Yenen, ό.π.
43
Alp Yenen, ό.π.
44
Alp Yenen, ό.π.
45
Dr. Tsvetelina Tsvetkova, Soviet-Turkish Relations in 1921-1923: A Few Nuances from the
Bulgarian Archives, Journal of Balkan and Black Sea Studies Year 3, Issue 4, June 2020, pp. 11-34.
https://www.academia.edu/67747876/Journal_of_Balkan_and_Black_Sea_Studies_No_4_June_2020_

13
εκλήφθησαν ως εργαλεία άσκησης της βρετανικής πολιτικής στο χώρο της Εγγύς
Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας. Η Tsvetkova γράφει: «Οι κομμουνιστές στη
Μόσχα και οι εθνικιστές στην Άγκυρα, απειλούμενοι από τον ίδιο εχθρό, κατάφεραν να
βρουν κοινό έδαφος για τη δημιουργία σχέσεων και την παροχή αμοιβαίας
υποστήριξης».46
Στις αρχές του 1920, οι εξόριστοι Νεότουρκοι ηγέτες είχαν συνάψει μια
αμφιλεγόμενη συμφωνία με τον Μουσταφά Κεμάλ. Τους επιτράπηκε να
εκπροσωπούν το κεμαλικό κίνημα με στόχο την προώθηση των συμφερόντων της
κεμαλικής Τουρκίας και του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά όχι να ενεργούν για
λογαριασμό της Άγκυρας χωρίς εντολή.47
Με την κατάκτηση του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν από τον Κόκκινο Στρατό στις 28
Απριλίου 1920 η σοβιετική Ρωσία είχε αποκτήσει άμεση πρόσβαση στη Μέση
Ανατολή μέσω Τουρκίας. Το Μάιο του 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ που έχει ήδη
αναλάβει πρόεδρος στη λεγόμενη Μεγάλη Εθνικής Συνέλευσης που είχε συγκροτήσει
στην Άγκυρα πρότεινε στο Σοβιετικό Κομισάριο Εξωτερικών Υποθέσεων Γκεόργκι
Τσιτσέριν την σύναψη διπλωματικών σχέσεων προκειμένου όπως έγραφαν «να
ενωθούν τα δύο κράτη στον αγώνα τους κατά του διεθνούς ιμπεριαλισμού». Ο
Τσιτσέριν υποσχέθηκε υποστήριξη για την ανεξαρτησία της Τουρκίας.
Μέσα από μια ενδιαφέρουσα διπλωματική και ιδεολογική συνάντηση, η σχέση
μεταξύ Λένιν και Κεμάλ θα μετατραπεί σε σχέση φιλίας και συμμαχίας. Στις 3
Ιουνίου 1920, το Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικών Υποθέσεων Σοβιετικής Ένωσης
ενημέρωσε τον Μουσταφά Κεμάλ ότι αναγνωρίζουν την κυβέρνησή του. Σε επιστολή
του ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Georgy Chicherin (Τσιτσέριν) γράφει:
«Εμείς, ως Σοβιετική Κυβέρνηση, παρακολουθούμε τον ηρωικό αγώνα του τουρκικού
λαού για την ανεξαρτησία και κυριαρχία. Με ενδιαφέρον και με χαρά θέτουν τα γερά
θεμέλια της φιλίας που ενώνει τον ρωσικό και τον τουρκικό λαό στις δύσκολες εποχές
της Τουρκίας».48
Ήδη οι επαναστάσεις στην Ευρώπη είχαν ηττηθεί και η Μόσχα στρεφόταν πλέον
ολοένα και περισσότερο προς τα δρώμενα στην Ανατολή ελπίζοντας να δώσει μια
διέξοδο εκεί στην παγκόσμια επανάσταση, έστω και αν αυτά ήταν εθνικιστικά και
ισλαμιστικά. Το Πολιτικό Γραφείο αποφάσισε να «προσφέρει υποστήριξη στα
απελευθερωτικά κινήματα» σε Τουρκία, Ιράν και Αφγανιστάν. Στις 18 Ιουνίου 1920, ο
Καρλ Ράντεκ σε μια συνεδρίαση του εκτελεστικού γραφείου της Κομμουνιστικής
Διεθνούς δήλωσε ότι δεν ήταν αρκετό να προσφέρει η Μόσχα τη συμβολική
υποστήριξη στα ΄΄απελευθερωτικά΄΄ κινήματα στην Ανατολή.49
Ο Ενβέρ πασά θα καταφέρει να φτάσει στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1920 και να
πάρει μέρος στο Α’ Συνέδριο των Λαών της Ανατολής που οργάνωσε η
Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) το Σεπτέμβριο του 1920 στο Μπακού του
Αζερμπαϊτζάν. Ο Ε. Καρρ γράφει: «Με το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής…
εγκαινιάστηκε η σταυροφορία των εθνών της Ανατολής κατά του δυτικού
46
Dr. Tsvetelina Tsvetkova, ό.π.
47
Alp Yenen, ό.π.
48
Dokumentı Vneşney Politiki SSSR, Vol. 3, Mόσχα, 1959, σ. 555, αναφ. Vefa Kurban
49
Alp Yenen, ό.π.

14
ιμπεριαλισμού, κάτω από την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας».50 Στο Συνέδριο αυτό
αξιοποιήθηκε η ισλαμική θεολογία και κηρύχθηκε Τζιχάντ ενάντια στην
αποικιοκρατία και τον καπιταλισμό.51
Στο Β’ Συνέδριο της Κομιντέρν πάρθηκε η απόφαση για υποστήριξη των μη
κομμουνιστών επαναστατών, όπως τους αναφέρει. Δηλαδή των εθνικιστών και των
ισλαμιστών. Ο Τσιτσέριν αντιμετώπιζε όλα τα κινήματα που ήδη είχαν εμφανιστεί
από το Αφγανιστάν έως την Τουρκία, ως ενιαίο μέτωπο. Οι εθνικιστές, οι
παντουρκιστές και οι πανισλαμιστές είχαν βρει στη Μόσχα την πολιτική τους
Μέκκα.52
Έτσι και οι Νεότουρκοι ηγέτες έγιναν δεκτοί με τιμές και αντιμετωπίστηκαν ως
επίσημοι εκπρόσωποι. Ο Ενβέρ δήλωνε: «Πάνω απ΄όλα, [οι μπολσεβίκοι] είναι
αρκετά ευνοϊκοί για μας, για τη Μουσουλμανική Επαναστατική Οργάνωση». Στις 15
Οκτωβρίου του 1920 θα ιδρυθεί στη Μόσχα από τον Ενβέρ πασά και τους
συντρόφους του κάτι σαν την Ισλαμική Διεθνή με την επωνυμία «Ένωση
Μουσουλμανικών Επαναστατικών Οργανώσεων» (Islam Ihtilal Cemihetleri Ittixadi).
Στόχος της Ένωσης ήταν να δημιουργήσει μια ομοσπονδία μουσουλμανικών
κοινωνιών.53
Στις διαπραγματεύσεις με τους μπολσεβίκους, οι ηγέτες των Νεότουρκων τους
πρότειναν τον εξής σχεδιασμό: Ο Τζεμάλ πασα θα ηγείτο των αφγανικών και ινδικών
επαναστατικών κινημάτων. Ο Χαλίλ πασά, θείος του Ενβέρ, θα ηγηθεί του ιρανικού
κινήματος. Ο Μουσταφά Κεμάλ πασά από την Άγκυρα θα καθοδηγούσε τα κινήματα
σε Τουρκία, τη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο, ενώ ο Ταλαάτ πασα θα συντόνιζε τα
δίκτυα των εξόριστων στην Ευρώπη και θα διέδιδε την προπαγάνδα. Όλες αυτές οι
κινήσεις θα καθοδηγούνταν κεντρικά από τον Ενβέρ πασά με έδρα τη Μόσχα. Οι
υποσχέσεις του Ενβέρ τόσο στους μπολσεβίκους όσο και στους Γερμανούς
αξιωματικούς στο Βερολίνο, είναι ότι θα προκαλούσαν συντονισμένες εξεγέρσεις
στην Τουρκία, το Ιράν και το Αφγανιστάν την άνοιξη του 1921.
Απ’ ότι φαίνεται η πολιτική σκέψη των Νεότουρκων είχε επηρεάσει βαθύτατα και
υπήρξε πρότυπο στα κινήματα της Κεντρικής Ασίας και του Αφγανιστάν. Οι
μπολσεβίκοι παρακολουθούσαν με δέος τις κινήσεις αυτές και την μεγάλη επιρροή
των Νεότουρκων ηγετών στην Κεντρική Ασία. Στο μυαλό τους όλες οι εξεγέρσεις
στον μουσουλμανικό κόσμο συνδέονταν με τους Νεότουρκους. Η Tsvetkova
υποστηρίζει ότι είναι δεδομένη «η επιθυμία της Μόσχας να χρησιμοποιήσει τους
Τούρκους εθνικιστές για να εξαπλώσει την επιρροή της στις μουσουλμανικές χώρες.»54.
Τον Αύγουστο του 1920 ο Κόκκινος Στρατός είχε καταλάβει την Μπουχάρα στο
Ουζμπεκιστάν, όπου υπήρχαν και αντισοβιετικοί αντάρτες. Ο Τζεμάλ που υπήρξε ο
πλέον σοβιετόφιλος από την Τριανδρία, επιχείρησε να ξεσηκώσει τους Ινδούς σε μια
αντιαγγλική εξέγερση, προκαλώντας έτσι ένα αντιπερισπασμό στους Βρετανούς οι
οποίοι είχαν ενισχύσει την ελληνική παρέμβαση στην Μικρά Ασία. Σε μια επιστολή

50
Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, τόμ.1, ό.π., σελ. 431
51
Alp Yenen, ό.π.
52
Alp Yenen, ό.π.
53
Alp Yenen, ό.π.
54
Tsvetelina Tsvetkova, ό.π.

15
προς τον Μουσταφά Κεμάλ, όπου τον ενθάρρυνε για τον αγώνα του, έγραφε:
«Πρόκειται να δημιουργήσουμε έναν ινδικό μπελά στους Άγγλους που μόλις πρόσφατα
έφεραν πάνω μας το ελληνικό πρόβλημα. Κάνοντας τον αγώνα σου, ίσως να είσαι ο
δημιουργός ενός παγκόσμιου γεγονότος». Ο Τζεμάλ ανάφερε ότι όταν πήγαινε στην
Καμπούλ για να δουλέψει πάνω στην ινδική επανάσταση, ο Κεμάλ τον προέτρεψε να
μην ξεχάσει «τον ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο που έχει η Τουρκία στη διαμόρφωση και την
κατεύθυνση της μουσουλμανικής επανάστασης στην Ανατολή».55
Η φαινομενική δυαρχία που υπήρχε στην εκπροσώπηση της Τουρκίας στο
εξωτερικό προκαλούσε έναν ανταγωνισμό μεταξύ των Νεότουρκων ηγετών και του
Μουσταφά Κεμάλ. Στη Μόσχα υπήρχαν δύο τουρκικές αντιπροσωπείες, των
Νεότουρκων και του Κεμάλ. Παρότι το κεμαλικό κίνημα βασίστηκε στα στελέχη των
Νεότουρκων και επί της ουσίας ήταν ένα νεοτουρκικό κίνημα, ο Μουσταφά Κεμάλ
δεν επέτρεπε στους παλιούς ηγέτες να δραστηριοποιηθούν στο εσωτερικό της χώρας
και κατέστειλε δυναμικά όσους προσπάθησαν να σφετεριστούν στην αρχή.
Ο Τζεμάλ πάντως είχε καθοριστικό ρόλο στη σύναψη της σοβιετο-αφγανικής
συμφωνίας που υπεγράφη στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1921. Παράλληλα βεβαια
οι σοβιετικοί προσπαθούσαν παρά τη θέληση των Νεότουρκων να βελτιώσουν τις
σχέσεις τους και με τον δυτικό κόσμο. Η εμπορική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ
σοβιετικών και Βρετανών απογοήτευσε τον Ενβερ πασά.
Τον Ιανουάριο του 1921 έφτασε στη Μόσχα μια μεγάλη τουρκική αντιπροσωπεία με
στόχο να ολοκληρώσει την συνθήκη η οποία είχε ήδη μονογραφεί πέντε μήνες πριν.
Η προσέγγιση των Σοβιετικών με τους Τούρκους εθνικιστές είχε χαρακτήρα
στρατηγικής επιλογής, η οποία δεν αναιρέθηκε ούτε όταν οι κεμαλικοί δολοφόνησαν
τον ηγέτη του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος Μουσταφά Σουμπχί, τη σύζυγό
του και 14 ηγετικά στελέχη τον Ιανουάριο του 1921.
Οι συνομιλίες μεταξύ Κεμαλικών και μπολσεβίκων άρχισαν στις 26 Φεβρουαρίου και
ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Αδερφοσύνης στις 16
Μαρτίου. Την ίδια εποχή, ο ελληνικός Στρατός πραγματοποιούσε την πρώτη του
μεγάλη επιχείρηση εναντίον των κεμαλικών δυνάμεων με την κατάληψη της
Κιουτάχειας. Επιπλέον, υπήρχε μυστική ρωσοτουρκική σύμβαση που υποχρέωνε τη
Μόσχα να παράσχει στρατιωτική υποστήριξη σε περίπτωση τρίτης δύναμης
παρενέβαινε στον πόλεμο με την Ελλάδα στο πλευρό της τελευταίας. Η συμφωνία
αυτή αφορούσε μια πιθανή αγγλική παρέμβαση. Δέκα μπολσεβικικά στρατιωτικά
τμήματα (μεραρχίες; ) βρίσκονταν στα τουρκικά σύνορα στον Καύκασο με σκοπό να
σταλούν στο μέτωπο της Σμύρνης σε περίπτωση που η Αγγλία εγκατέλειπε την
ουδετερότητα. Κάτι που δεν έγινε.56
Ένα από τα ενδιαφέροντα της συνθήκης ήταν ότι κάθε πλευρά αναλάμβανε την
υποχρέωση να εμποδίσει τη «διάδοση της δικής της προπαγάνδας στο έδαφος της
άλλης χώρας». Εξαρχής ήταν δεδομένο ότι οι εθνικιστές της Άγκυρας ουδέποτε θα
επέτρεπαν την απρόσκοπτη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών. Στην επίσημη
εφημερίδα Hâkimiyet-i Milliye, διατυπώθηκε ξεκάθαρα ότι «το κομμουνιστικό κίνημα

55
Alp Yenen, ό.π.
56
Tsvetelina Tsvetkova, ό.π.

16
θα μπορούσε να είχε προκαλέσει σοβαρή ζημιά αν επρόκειτο να εξαπλωθεί στην
Ανατολία».57
Αυτή τη συμφωνία την εφάρμοσαν τόσο οι σοβιετικοί όσο και οι κεμαλικοί. Οι μεν
σοβιετικοί αποδέχτηκαν στην σκληρή καταστολή των κομμουνιστών από τον
Μουσταφά Κεμάλ και την εξόντωση της ηγεσίας τους, ενώ οι κεμαλικοί δεν φαίνεται
να αντέδρασαν στη σοβιετική άρνηση να επιτρέψουν την έλευση 10.000
Νταγκεστανών (από τον ορεινό Βόρειο Καύκασο) εθελοντών του Şamil ή Mehmet
Kamil (εγγονού του Mehmed Said Şamil) να βοηθήσουν τον Μουσταφά Κεμάλ στον
πόλεμο κατά των Ελλήνων. Οι σοβιετικοί αντέδρασαν γιατί έβλεπαν με ανησυχία το
πρόβλημα που θα μπορούσε να τους προκαλέσει αργότερα η επιστροφή χιλιάδων
σκληροτράχηλων μαχητών του Καυκάσου, εμποτισμένων με τα πανισλαμικά
ιδανικά.58
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης, η Άγκυρα θα περιθωριοποιήσει τους
Νεότουρκους ηγέτες και θα αμφισβητήσει το διεθνή ρόλο που ήδη είχαν αποκτήσει.
Ο Ενβέρ παραπονέθηκε γράφοντας: «Χωρίς λόγο σπαταλούσαν κάποια περιττά λόγια
προς τους Ρώσους, ισχυριζόμενοι ότι ο Ενβέρ πασά και ο Τζεμάλ πασά δεν είχαν
δικαίωμα και εξουσία να μιλήσουν στο όνομα της Ανατολίας στη Μόσχα».59
Η Άγκυρα προσπάθησε να εκφράσει αυτή τον πανισλαμισμό που έπαιρνε τη μορφή
ενός ισλαμικού διεθνισμού. Ο πρέσβης της Άγκυρας στη Μόσχα Αλή Φουάτ,
φωτογραφίζοντας τον Ενβέρ και την πανισλαμική του Ένωση, σημείωνε: «Οι
πανισλαμικές πολιτικές δεν θα ήταν όργανο κανενός». Ήταν ήδη δεδομένη η
υποστήριξη των παντουρανιστών της Κεντρικής Ασίας και του πανισλαμιστικού
κινήματος προς το κεμαλικό κίνημα. Παρότι ο Μουσταφά Κεμάλ δεν ενστερνίζονταν
τις πανισλαμικές ιδέες εν τούτοις χρησιμοποίησε τις σχέσεις με τις ισλαμικές χώρες
για να διευρύνει την εμβέλεια του κινήματός του.60
Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε πλέον ξεκαθαρίσει απολύτως την πολιτική του
απευθυνόμενος στον Ενβέρ: «Αν θέλεις να κάνεις οτιδήποτε στον ισλαμικό κόσμο, θα
το κάνεις μαζί μου». Ο Ενβέρ πικραμένος έγραφε: «Ενώ δεν μπορούν να κάνουν
εσωτερική πολιτική, θέλουν να μας στερήσουν το χώρο στην εξωτερική πολιτική». Τον
Σεπτέμβριο του 1921 ο Ενβέρ προσπάθησε να οικειοποιηθεί το κεμαλικό κίνημα με
τους ανθρώπους του χωρίς επιτυχία. Έκτοτε διέκοψε τελείως τους δεσμούς του και
κατέφυγε στην Κεντρική Ασία επιχειρώντας να αυτονομηθεί μέσα από τις ισλαμικές
εξεγέρσεις. Οι μπολσεβίκοι τον κήρυξαν ανεπιθύμητο, όπως και ο Τζεμάλ πασά που
τον αποκάλεσε «απατεώνα», παραμένοντας πιστός στη σοβιετο-τουρκική φιλία. 61
Ο Ενβέρ σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1922 από τον Κόκκινο Στρατό κοντά στο
Ντουσάμπε της Κιργιζίας. Την ίδια τύχη είχαν και οι άλλοι δύο Νεότουρκοι ηγέτες.
Από Αρμένιους δολοφονήθηκαν ο Ταλαάτ στο Βερολίνο το Μάρτιο του 1921 και ο
Τζεμάλ στην Τιφλίδα τον Ιούλιο του 1922, ως ένοχοι για την Αρμενική Γενοκτονία.

57
Tsvetelina Tsvetkova, ό.π.
58
Oleg Smyslov, Prokliatye legiony. Izmenniki Rodiny na sluzhbe Gitlera, εκδ. Veche, Μόσχα, 1017.
Αναφ. Τsvetelina Tsvetkova, ό.π.
59
Alp Yenen, ό.π.
60
Tsvetelina Tsvetkova, ό.π.
61
Alp Yenen, ό.π.

17
Στη σοβιετική αντίληψη επικράτησε μια κυνική αντίληψη περί των κρατικών
συμφερόντων. Έτσι ερμηνεύεται η απόλυτη υποβάθμιση των εσωτερικών αντιθέσεων
και η ανοχή των σφαγών των χριστιανικών κοινοτήτων, που προκαλούσε η
εθνικιστική κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ. Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες που
δίνει ο Λένιν στον πρώτο Σοβιετικό πρέσβη που αποστέλλεται στην Άγκυρα για να
βοηθήσει το κεμαλικό κίνημα: «…Να ποιο είναι το νόημα της δουλειάς σας: Να
σέβεστε την τουρκική κυβέρνηση, τον τουρκικό λαό, να μην είστε υπεροπτικός και
προπάντων να μην αναμειγνύεστε στις εσωτερικές υποθέσεις». Ακριβώς αυτές τις
εντολές ακολούθησαν οι Σοβιετικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι είδαν τις αγριότητες που
διέπρατταν οι κεμαλικές συμμορίες κατά του άμαχου πληθυσμού. Στο βιβλίο που
εξέδωσε ο Σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα Σ. I. Αράλοβ αναφέρει τι είχε
συναντήσει: «…πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα
σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους». Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε
ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Γράφει: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές
σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας
υπόψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μη θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα
πολύ τις λέξεις μου…».62
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και μια παραγνώριση των κοινωνικών τάξεων που
απαρτίζουν την οθωμανική κοινωνία. Την εποχή που ο κεμαλισμός συγκροτείται ως
κίνημα κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων, εκφράζει σε ταξικό επίπεδο τα
συμφέροντα των παλιών οθωμανικών κυρίαρχων τάξεων που νιώθουν να απειλούνται
από τις εξελίξεις. Εκφράζει ουσιαστικά τα γραφειοκρατικά και μιλιταριστικά
στρώματα και τους παλιούς γαιοκτήμονες.63 Αντιθέτως, τα προοδευτικά αστικά
στρώματα, που αποτελούν και το φορέα του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού,
προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Και αυτή η
παραγνώριση οδηγεί τον Λένιν στην παραβίαση της δικής του θέσης: «Τον αγώνα
των αντιδραστικών τάξεων ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν θα τον υποστηρίξουμε, τις
εξεγέρσεις των αντιδραστικών τάξεων ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν θα τις
υποστηρίξουμε».64 (Ο τονισμός των «δεν» υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο.)
Το ζήτημα αυτό, δηλαδή το τι εκφράζει ταξικά το κεμαλικό κίνημα, απασχόλησε και
την Κομμουνιστική Διεθνή και της προκάλεσε αρκετούς πονοκεφάλους. Τελικά το
έβαλε στο αρχείο, αδυνατώντας να δώσει μια απάντηση σύμφωνα με τη μαρξιστική
θεωρία.65
Πάντως, η εμμονική υποστήριξη του κεμαλικού κινήματος, ενώ είχαν αλλάξει οι
γεωπολιτικοί όροι με την οριστική συμμαχία του κεμαλικού κινήματος με τις Δυτικές
δυνάμεις, δημιουργεί έως σήμερα αναπάντητα ερωτήματα. Ακόμα και η υποβάθμιση
της δολοφονίας των Τούρκων κομμουνιστών, του επικεφαλής Μουσταφά Σουπχί και
14 συντρόφων του, καθώς και η διάλυση Κομμουνιστικού Κόμματος από τον
Μουσταφά Κεμάλ δεν ήταν ικανές να αλλάξουν τις επιλογές του Λένιν. Με
62
S. I. Aralov, V Vaspaminania Sovietskoge Diplomata 1922-1923, Μόσχα, εκδ. Institute
Nezntounarontnih Atnazeni, Mόσχα, 1960, σ. 41-43, 53.
63
Βλ.: Recep Marasli, «Ο μύθος του “Τουρκικού Εθνικοαπελευθερωτικού Πολέμου’’», στο συλλογικό
Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος, επιμ. Βλ. Αγτζίδης,
εκδ. «Ε-ιστορικά Ελευθεροτυπίας», Αθήνα, 2013, σελ. 83-86.
64
Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού», Άπαντα, τόμ. 30, σελ. 116.
65
Άγις Στίνας, Αναμνήσεις, εκδ. Ύψιλον, 1985, σελ. 33.

18
αποτέλεσμα να παραμείνουν οι Σοβιετικοί σύμβουλοι έως το τέλος και να
συνδράμουν τον κεμαλικό στρατό κατά την τελευταία και νικηφόρα επίθεση κατά
των Ελλήνων τον Αύγουστο του 1922. Αυτή η μεγάλη προσήλωση στην κεμαλική
νίκη από την πλευρά του Λένιν και η αποτελεσματική βοήθεια που παρείχε στο
τουρκικό εθνικιστικό κίνημα αποτυπώθηκαν στο εμβληματικό γλυπτό της νίκης στο
κέντρο της Κωνσταντινούπολης, όπου εκτός από τους Τούρκους συντελεστές της
νίκης περιλαμβάνονται και οι Σοβιετικοί Βοροσίλοφ και Φρούνζε.

ΣΕΚΕ και Κομιντέρν


Οι δύο αυτές γραμμές (σχηματικά: Λούξεμπουργκ από τη μια και Λένιν από την
άλλη) για το Ανατολικό Ζήτημα επηρέασαν και την ίδια τη στάση του ελλαδικού
κομμουνιστικού κινήματος. Η άποψη των Λούξεμπουργκ-Γληνού-Σκληρού φαίνεται
ότι ήταν κυρίαρχη στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Νοέμβριο του 1918 και
καθόρισε τις σχετικές αποφάσεις, στις οποίες αναγνωρίζεται η ύπαρξη εθνικών
διώξεων στη Μικρά Ασία και ζητείται η αποκατάσταση όλων των διωχθέντων. Στο
«Υπόμνημα επί των εξωτερικών ζητημάτων», προτείνεται η παροχή «πλήρους
ελευθερίας στους πληθυσμούς της Κύπρου, Ίμβρου, Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης,
Δωδεκάνησων, Καστελόριζου και Βόρειας Ηπείρου να καθορίσουν τις τύχες τους και
πλήρες δικαίωμα παλιννόστησης και αποζημίωσης στους διάφορους προσφυγικούς
πληθυσμούς των βαλκανικών χωρών και της Μικράς Ασίας, ανεξάρτητα από φυλή.»
Επίσης για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων υπερψηφίζεται η εξής θέση:
«Το σημερινό κράτος (Οθ. Αυτοκρατορία) να μεταβληθεί εις μίαν ομοσπονδίαν
αποτελουμένην εξ αυτόνομων βιλαετίων δημοκρατικών οργανωμένων, ώστε οι
εθνότητες της Ανατολής να λάβουν αυτόνομον βίον και ούτω να εισέλθουν εις την
Βαλκανικήν δημοκρατικήν ομοσπονδία».66
Όμως, η θέση αυτή μεταβλήθηκε ριζικά όταν το κόμμα αυτό συνδέθηκε με την
Κομιντέρν και το ΣΕΚΕ επέλεξε να ακολουθήσει μια μονόπλευρη αντιπολεμική
πολιτική υπονόμευσης του μετώπου, καταγγέλλοντας αποκλειστικά τον «ελληνικό
ιμπεριαλισμό» που εκπροσωπούσε τα αγγλογαλλικά συμφέροντα, αποσιωπώντας το
γεγονός της εθνικιστικής-αντιμειονοτικής ταυτότητας του κεμαλικού κινήματος,
καθώς και της ύπαρξης μη μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ανατολή.67
Πάντως, ουδέποτε το κεμαλικό κίνημα θα αποκτήσει κάποιο μεγαλύτερο κύρος στα
μάτια των Σοβιετικών. Στη 18η Συνεδρίαση του Συνεδρίου της Κομιντέρν θα
δηλωθεί: «Μετά τις Συνθήκες του Λονδίνου, η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι κυβέρνηση
66
«Τό ἱδρυτικό συνέδριο τοῦ Σ.Ε.Κ.Ε. (1918)….»,
http://katotokerdos.blogspot.com/2012/05/1918.html (10-12-2021), «Το Ιδρυτικό Συνέδριο του
ΣΕΚΕ», εφημ. Ριζοσπάστης, ένθετο «7 μέρες», 7 Νοεμβρίου 2004, σελ. 11
67
O Αβραάμ Μπεναρόγια ισχυρίζεται ότι «η απεργία του στρατού στο μέτωπο έλυσε τη μικρασιατική
τραγωδία» (Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Αθήνα, 1975,
σελ. 157, 34.) Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Philip Carabot, αναφέροντας ότι η κομμουνιστική
προπαγάνδα κατάφερε να απονομιμοποιήσει τη μικρασιατική εκστρατεία, να πάψουν να θεωρούν τη
Μικρά Ασία ως εθνικό χώρο και να εμπνεύσει στους στρατιώτες μόνο αισθήματα επιστροφής στις
πατρίδες τους και έτσι να πετάξουν τα όπλα τους τρέχοντας για τη Σμύρνη. (Philip Carabot, “The
Greek ‘communists’ and the Asia Minor campaign”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιaτικών Σπουδών, τεύχ. 9,
Αθήνα, 1992, σελ. 118.)

19
προδοτική».68 Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Άγι Στίνα: «Το κίνημα του Κεμάλ
είχε δημιουργήσει πολύ ενοχλητικούς πονοκεφάλους στους θεωρητικούς της
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δεν έμπαινε σε κανένα από τα γνωστά, σύμφωνα με τη
μαρξιστική θεωρία, καλούπια των ιστορικών κινημάτων. Εθνικοαπελευθερωτικό
κίνημα μόνο του δε λέει τίποτα. Δεν είναι αυτός ταξικός ορισμός… Πρόκειται στο
βάθος για αστικοδημοκρατική επανάσταση; Αλλά όλες τις επιχειρήσεις στην Τουρκία
τότε τις είχαν Έλληνες, Αρμένηδες και Εβραίοι. Αυτοί ήταν η αστική τάξη. Αλλά αυτή
την αστική τάξη ο Κεμάλ την περνούσε διά πυρός και σιδήρου. Με το νικηφόρο τέρμα
του κινήματός του ούτε ίχνος από αυτούς δεν θα έμενε στο έδαφος της Τουρκίας…
Δηλαδή δεν υπήρχε τούρκικη αστική τάξη. Τότε τι είναι αυτό το κίνημα; “Ιδιοτροπία
της ιστορίας; Κακό παιχνίδι της διαλεκτικής;”. Στο τέλος, αφού το κίνημα δεν έμπαινε
σε κανένα από τα γνωστά καλούπια, ο φάκελος “Κεμαλικό Κίνημα” μπήκε στο
αρχείο».69
Πάντως, στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια οι Νεότουρκοι θα καταχωρισθούν,
μερικές δεκαετίες αργότερα, ως «πλαστογράφοι της Ιστορίας» και εμπνευστές του
«σωβινιστικού δόγματος» του παντουρκισμού.70

-------------------------

68
Ορχάν Κοττά, «Κεμαλισμός και κουρδικό ζήτημα», περ. Λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 70.
69
Στίνας Άγις, Αναμνήσεις, Αθήνα, Β’ έκδοση, εκδ. Ύψιλον, 1985, σελ. 16.
70
Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Η1Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1956, σελ 637-
650.

20

You might also like