Professional Documents
Culture Documents
Σήμερα θα πρέπει να έχει καταστεί σαφές ότι επρόκειτο για μια αυθαίρετη και
σ’ένα βαθμό τεχνητή κατασκευή, την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε μόνο αν
τη θέσουμε σ’ένα ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο.
Κι όμως δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς έστω και αναδρομικά, άλλες
αρχές ταξινόμησης που ίσως να ήταν πιο ρεαλιστικές απ’αυτές που έθεταν τις
ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Σουηδία, τη Βραζιλία, την Ο.Δ.Γ. και τη Νότια Κορέα
στην ίδια κατηγορία, και τις κρατικές οικονομίες και τα συστήματα της
σοβιετικής περιοχής που κατέρρευσαν μετά τη δεκαετία του ‘80 στην ίδια
κατηγορία με εκείνες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας που εμφανώς
δεν κατέρρευσαν.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός αιώνα ιδεολογικών πολέμων που πήραν τη θέση
των θρησκευτικών πολέμων του παρελθόντος. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η
έλλειψη ανεκτικότητας.
Θρησκευτικές ή ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σαν κι αυτές από τις οποίες είναι
γεμάτος ο αιώνας, ορθώνουν οδοφράγματα στο δρόμο του ιστορικού, που το
κυριότερο καθήκον του δεν είναι να κρίνει αλλά να καταλάβει ακόμα κι αυτά που
ελάχιστα καταλαβαίνουμε. Κι όμως, αυτό που εμποδίζει την κατανόηση δεν είναι
μόνο οι εμπαθείς πεποιθήσεις μας αλλά η ιστορική εμπειρία που τις διαμόρφωσε.
Για παράδειγμα, το να κατανοήσουμε τη ναζιστική εποχή στη γερμανική ιστορία
και να τη θέσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο δεν σημαίνει ότι συγχωρούμε τη
γενοκτονία.
Σε τελευταία ανάλυση όσοι ζήσαμε στον 20ο αιώνα δύσκολα θα αποφύγουμε τη
διατύπωση αξιολογικών κρίσεων. Το δυσκολότερο και το πιο επίπονο όμως είναι
η κατανόηση.
2.
Η περίοδος που θα εξετάσουμε, ο Σύντομος 20ος Αιώνας, αρχίζει με το ξέσπασμα
του Α παγκοσμίου πολέμου και φτάνει μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης.
Η δομή του Σύντομου Εικοστού Αιώνα μοιάζει σαν ένα τρίπτυχο ή σαν ένα
ιστορικό σάντουιτς.
Την Εποχή της Καταστροφής από το 1914 μέχρι την επομένη του δευτέρου
πολέμου ακολούθησαν 25 με 30 χρόνια εκπληκτικής οικονομικής μεγέθυνσης και
κοινωνικού μετασχηματισμού που πιθανότατα μετέβαλαν την ανθρώπινη
3
κοινωνία πολύ πιο βαθιά από ό,τι κάθε άλλη χρονική περίοδος συγκρίσιμης
χρονικής διάρκειας. Μπορούμε να δούμε την περίοδο αυτή σαν μια χρυσή εποχή,
και έτσι θεωρήθηκε σχεδόν αμέσως με την λήξη της στις αρχές της δεκαετίας του
‘70. Το τελευταίο μέρος του αιώνα ήταν μια περίοδος αποσύνθεσης,
αβεβαιότητας και κρίσης – στην πραγματικότητα δε καταστροφής – για ευρύτερες
περιοχές του κόσμου όπως για την Αφρική, την πρώην ΕΣΣΔ και τις πρώην
σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας διάνυσε μια σύντομη
χρυσή εποχή εν μέσο δύο περιόδων κρίσεων οδεύοντας προς ένα άγνωστο και
προβληματικό αλλά όχι αναγκαστικά δυσοίωνο μέλλον. Και απαντώντας σε
όσους μεταφυσικά μιλούν για το «Τέλος της Ιστορίας» είναι ότι μέλλον θα
υπάρξει. Διότι όσο υπάρχει ανθρώπινη φυλή, η ιστορία θα συνεχίζεται.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος σηματοδότησε τη διάλυση του δυτικού
πολιτισμού του 19ου αιώνα. Από άποψη οικονομίας, ο πολιτισμός αυτός ήταν
καπιταλιστικός, φιλελεύθερος στη νομική και συνταγματική του δομή, αστικός
από άποψη εικόνας της χαρακτηριστικής ηγεμονικής του κοινωνικής τάξης. Ήταν
επίσης σημαντικός από τη σκοπιά της επιστημονικής προόδου, της γνώσης και
της παιδείας. Έτρεφε επίσης βαθιά την πεποίθηση για την κεντρική σημασία που
είχε η Ευρώπη, το λίκνο των επαναστάσεων στις επιστήμες, τις τέχνες, την
πολιτική και τη βιομηχανία. Μια Ευρώπη που η οικονομία της είχε διεισδύσει στο
μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που οι στρατιώτες της είχαν κατακτήσει και
καθυποτάξει· που ο πληθυσμός είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να αποτελεί το
ένα τρίτο της ανθρώπινης φυλής και τέλος που τα μεγαλύτερα κράτη της
αποτελούσαν το σύστημα της παγκόσμιας πολιτικής.
Οι δεκαετίες που πέρασαν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου
μέχρι την επομένη του δευτέρου, ήταν για την κοινωνία μια Εποχή Καταστροφής.
Η κοινωνία αυτή συγκλονίσθηκε από δύο παγκοσμίους πολέμους που τους
διαδέχτηκαν δύο κύματα παγκόσμιας εξέγερσης και επανάστασης, τα οποία
έφεραν στην εξουσία ένα σύστημα που ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε την ιστορικά
προκαθορισμένη εναλλακτική λύση απέναντι στην αστική και καπιταλιστική
εξουσία, πρώτα στο ένα έκτο του πλανήτη και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
στο ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι τεράστιες αποικιοκρατικές
αυτοκρατορίες που χτίστηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της Εποχής των
Αυτοκρατοριών, συγκλονίστηκαν συθέμελα και κονιορτοποιήθηκαν.
4
Όμως ήταν προφανές ότι η παγκόσμια κρίση δεν ήταν μόνο γενική με την
οικονομική έννοια, αλλά εξίσου γενική και στην πολιτική σφαίρα. Η κατάρρευση
των κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησε όχι μόνο μια τεράστια ζώνη
πολιτικής αβεβαιότητας, αστάθειας, χάους και εμφυλίου πολέμου, αλλά
κατέστρεψε επίσης το διεθνές σύστημα που είχε σταθεροποιήσει τις διεθνείς
σχέσεις για σαράντα περίπου χρόνια.
Οι βασικές μονάδες της ίδιας της πολιτικής τα εδαφικά κυρίαρχα και ανεξάρτητα
«εθνικά κράτη» συμπεριλαμβανομένων και των πιο παλαιών και σταθερών,
άρχισαν να αποδιαρθρώνονται κάτω από τη πίεση των δυνάμεων της υπερεθνικής
και διεθνικής οικονομίας και από τις ενδοεθνικές δυνάμεις αποσχιστικών
περιοχών και εθνοτικών ομάδων. Ορισμένες από αυτές τις ομάδες απαίτησαν το
ξεπερασμένο και μη ρεαλιστικό status μικροσκοπικών κυρίαρχων «εθνών-
κρατών».
3.
Πως συγκρίνεται ο κόσμος της δεκαετίας του ‘90 με τον κόσμο του 1914.
Υπήρχαν 5 ή 6 δισεκατομμύρια ανθρώπων, πληθυσμός τριπλάσιος σε σύγκριση
με αυτόν που υπήρχε στις παραμονές του Α παγκοσμίου πολέμου, κι αυτό παρά
το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα σκοτώθηκαν
περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις, ή αφέθηκαν να πεθάνουν από ανθρώπινες
αποφάσεις όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Ένας πρόσφατος υπολογισμός ανεβάζει
τον αριθμό των θανάτων σε 187 εκατ. Πάνω από το 1/10 του παγκόσμιου
πληθυσμού το 1900.
Επίπεδο ζωής
Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ψηλότεροι και βαρύτεροι από τους γονείς τους,
τρέφονταν καλύτερα και ζούσαν περισσότερο, πράγμα που δύσκολα γίνεται
πιστευτό αν πάρουμε υπόψη μας τις καταστροφές στις δεκαετίες το 80’ και του
90’ στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την πρώην ΕΣΣΔ.
Μέχρι τη δεκαετία του ‘80 οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα από τους
γονείς τους, ενώ στις προηγμένες οικονομίες ζούσαν καλύτερα απ’όσο θα
περίμεναν ποτέ να ζήσουν ή ακόμα να φανταστούν ότι θα ήταν δυνατόν να
ζήσουν. Για ορισμένες δεκαετίες στα μέσα του αιώνα, σαν να φάνηκε ότι είχαν
εξευρεθεί τρόποι για τη διανομή ενός τουλάχιστον μέρους από αυτόν το τεράστιο
7
Εκπαιδευτικό επίπεδο
Από εκπαιδευτική άποψη η ανθρωπότητα ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε
σχέση με το 1914. Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι περισσότεροι άνθρωποι θα
μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως εγγράμματοι, αν και η σημασία αυτού του
επιτεύγματος ήταν πολύ λιγότερο σαφής προς τα τέλη του αιώνα σε σύγκριση με
το 1914 δεδομένου του τεράστιου και πιθανότατα αυξανόμενου χάσματος μεταξύ
του ελάχιστου επιπέδου που επισήμως γίνεται αποδεκτό ως εγγραματωσύνη από
τη μια μεριά, επίπεδο όμως που συχνά μεταπίπτει στην κατηγορία της
«λειτουργικής αγραμματοσύνης», και της βαθμίδας ανάγνωσης και γραφής που
ακόμα συναντάται σε επίπεδα ελίτ.
Ο φονικός αιώνας.
Από την άλλη πλευρά ο σύντομος 20ος αιώνας ήταν ο πιο φονικός αιώνας που έχει
καταγράψει η ιστορία τόσο από άποψη κλίμακας όσο και από άποψη συχνότητας
και διάρκειας πολέμων που ελάχιστα σταμάτησαν για κάποια στιγμή στη
δεκαετία του ‘20 αλλά επίσης για τις άνευ προηγουμένου ανθρώπινες
καταστροφές που επέφερε από τους πιο μεγάλους λοιμούς της ιστορίας μέχρι τη
συστηματική γενοκτονία.
Σε αντίθεση με τον μακρύ 19ο αιώνα που φάνηκε να είναι μια περίοδος σχεδόν
αδιάκοπης υλικής, πνευματικής και ηθικής προόδου με άλλα λόγια βελτίωσης των
8
συνθηκών της πολιτισμένης ζωής, από το 1914 και μετά υπήρξε μια ολοφάνερη
οπισθοδρόμηση από τους κανόνες που τότε θεωρούντο φυσιολογικοί στις
ανεπτυγμένες φυσιολογικά στις ανεπτυγμένες χώρες, σ’αυτό που οι προγονοί μας
του 19ου αιώνα θα αποκαλούσαν επίπεδα βαρβαρότητας.
Ξεχνάμε ότι ο επαναστάτης Φρ. Ενγκελς εξέφρασε τη φρίκη του για την έκρηξη
βόμβας στη Βουλή των Κοινοτήτων διότι ως πίστευε ότι ο πόλεμος διεξάγεται
εναντίων ενόπλων και όχι εναντίων αμάχων. Ξεχνάμε ότι τα πογκρόμ στην
Τσαρική Ρωσία που εξεδίωξαν εκατομμύρια Ρώσων Εβραίων ήταν μικρά σχεδόν
αμελητέα σε σύγκριση με τις σημερινές σφαγές.
Στην πορεία του 20ου αιώνα, οι πόλεμοι όλο και περισσότερο διεξήχθησαν και
διεξάγονται κατά της οικονομίας και της υποδομής των κρατών και κατά του
άμαχου πληθυσμού. (Χιροσίμα).
Η αναβίωση των βασανιστηρίων ή ακόμη και της δολοφονίας σαν φυσιολογικό
μέρος των επιχειρήσεων των υπηρεσιών ασφαλείας στα σύγχρονα κράτη.
Οι ποιοτικές αλλαγές
Ο κόσμος του τέλους του ‘90 είναι ένας κόσμος ποιοτικά διαφορετικός από αυτός
των αρχών του 20ου αιώνα τουλάχιστον από τρεις απόψεις:
Πρώτον δεν είναι πλέον ευρωκεντρικός. Έφερε την παρακμή και τη πτώση της
Ευρώπης που στην αρχή του αιώνα ήταν ακόμα το αναμφισβήτητο κέντρο ισχύος,
πλούτου, και πολιτισμού.
Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» του 1914 όλες ευρωπαϊκές εξαφανίστηκαν ή
περιορίστηκαν στο ρόλο περιφερειακής ή επαρχιακής δύναμης με εξαίρεση τη
Γερμανία.
Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία υπερεθνική «Ευρωπαϊκή Κοινότητα»
και να ανακαλυφθεί κάποια έννοια Ευρωπαϊκής ταυτότητας που να
ανταποκρίνεται σ’αυτήν, αντικαθιστώντας τις παλιές προσδέσεις στα ιστορικά
έθνη και κράτη δείχνει το βάθος αυτής της παρακμής.
Από το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία πρότυπο και
προωθητική δύναμη της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κουλτούρας που
κατέκτησε τον πλανήτη κατά τη διάρκεια του σύντομου 20ου αιώνα.
Η Ευρώπη, ο τραπεζίτης του κόσμου για έναν αιώνα σχεδόν, έχασε βαθμιαία
αυτή τη θέση της, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίστηκαν ως σημαντική χώρα δανειστής μετά
9
Ήδη από την εποχή των επαναστάσεων πολιτικοί παρατηρητές όλων των
πολιτικών αποχρώσεων προέβλεψαν τις συνέπειες της αποδιάρθρωσης των
παλαιών κοινωνικών δεσμών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφεται ο
επαναστατικός ρόλος του καπιταλισμού ως εξής: «Η αστική τάξη διέρρηξε τους
ετερόκλητους φεουδαρχικούς δεσμούς που πρόσδεναν τον άνθρωπο με τους
«φυσικά ανώτερους» του και δεν άφησε κανένα δεσμό μεταξύ ανθρώπου με
άνθρωπο παρά το γυμνό ατομικό συμφέρον».
Στην πράξη η νέα κοινωνία λειτούργησε όχι με την ολοσχερή καταστροφή όλων
όσων κληρονόμησε από την παλαιά κοινωνία, αλλά προσαρμόζοντας επιλεκτικά
την κληρονομιά του παρελθόντος προς ίδια χρήση.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την οικοδόμηση μιας βιομηχανικής κοινωνίας
βασισμένης στην ιδιωτική επιχείρηση ήταν να συνδυαστεί με κίνητρα που δεν
είχαν καμιά σχέση με τη λογική της ελεύθερης αγοράς όπως η αποχή από την
άμεση απόλαυση, η ηθική της σκληρής εργασίας, το οικογενειακό καθήκον και οι
οικογενειακοί δεσμοί εμπιστοσύνης.
Κι όμως ο Μαρξ καθώς και όσοι άλλοι προφήτευσαν την αποσύνθεση των
παλαιών αξιών και κοινωνικών σχέσεων είχαν δίκαιο.
Αυτό συνέβαινε από τα μέσα του αιώνα και μετά, κάτω από την επίδραση της
εκπληκτικής οικονομικής έκρηξης της χρυσής εποχής και στη συνέχεια
συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές.
Οι τάσεις αυτές εντοπίζονται και αλλού ενισχυμένες από τη διάβρωση των
παραδοσιακών κοινωνιών και θρησκειών καθώς επίσης και από την κατάρρευση
των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
11
Μέχρι το 1914 είχε περάσει ένας σχεδόν αιώνας σχεδόν χωρίς να ξεσπάσει
κάποιος μεγάλος πόλεμος, με άλλα λόγια κάποιος πόλεμος στον οποίο να
αναμιχθούν όλες οι μεγάλες δυνάμεις. (Οι κυριότεροι παίκτες στο διεθνές παιχνίδι
την εποχή εκείνη ήταν η Βρετανία, η Γαλλία , η Ρωσία, η Αυστροουγγαρία, η
Πρωσία μετά το 1871 όταν ενώθηκε με τη Γερμανία και η Ιταλία μετά την
ενοποίησή της, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία).
Υπήρξε μόνο ένας μεγάλος πόλεμος στον οποίο ήρθαν αντιμέτωπες 3 από τις
μεγάλες δυνάμεις, ο πόλεμος της Κριμαίας 1854-56. Επιπλέον οι περισσότεροι
πόλεμοι ήταν σχετικά σύντομοι. Ο πλέον μακροχρόνιος είχε χαρακτήρα εμφυλίου
πολέμου (ΗΠΑ 1861-1865).
Στην περίοδο 1871-1914 δεν υπήρξαν καθόλου πόλεμοι στην Ευρώπη.
Όλα αυτά άλλαξαν το 1914. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι
μεγάλες δυνάμεις και στην πραγματικότητα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη με εξαίρεση
την Ισπανία την Ολλανδία τις τρεις σκανδιναβικές χώρες και την Ελβετία.
Επιπλέον συμμετείχαν στρατεύματα από υπερπόντιες χώρες, Καναδοί Αυστραλοί
Νέο-Ζηλανδοί, Αμερικάνοι (ΗΠΑ), Ινδοί, Αφρικανοί, ακόμη και Κινέζοι.
Εάν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς του παρελθόντος σηκωνόταν από τον
τάφο του για να παρατηρήσει τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σίγουρα θα
διερωτάτο γιατί λογικοί πολιτικοί δεν αποφάσισαν να διευθετήσουν να πράγματα
ερχόμενοι σε κάποιο συμβιβασμό πριν καταστρέψουν τον κόσμο του 1914.
Οι περισσότεροι μη επαναστατικοί πόλεμοι και μη ιδεολογικοί του παρελθόντος
δε διεξήχθησαν μέχρι θανάτου ή ολοκληρωτικής εξάντλησης. Το 1914 δεν ήταν η
ιδεολογία που χώριζε τους εμπολέμους, παρά μόνο στο βαθμό που ο πόλεμος
έπρεπε να διεξαχθεί και από τις δύο πλευρές με την κινητοποίηση της κοινής
γνώμης, δηλαδή ότι υπήρχε κάποια βαθιά πρόκληση απέναντι στις παραδεγμένες
εθνικές αξίες, όπως η ρωσική βαρβαρότητα εναντίον της γερμανικής κουλτούρας,
η γαλλική και βρετανική δημοκρατία εναντίον του γερμανικού απολυταρχισμού
και τα παρόμοια.
12
Τότε γιατί οι ηγετικές δυνάμεις και των δύο πλευρών διεξήγαγαν τον πρώτο
παγκόσμιο πόλεμο σαν ένα πόλεμο που μόνο ολοκληρωτικά μπορούσε να χάσει
κανείς ή να κερδίσει.
Ο λόγος ήταν ότι ο πόλεμος αυτός, σε αντίθεση με προηγούμενους πολέμους που
είχαν διεξαχθεί για περιορισμένους και συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους,
διεξήχθη για απεριόριστους σκοπούς. Στην Ευρώπη της Αυτοκρατορίας, πολιτική
και οικονομία συγχωνεύθηκαν. Η διεθνής πολιτική αντιπαλότητα ακολούθησε τα
ίχνη της οικονομικής ανάπτυξης και του οικονομικού ανταγωνισμού, αλλά το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν ακριβώς το γεγονός ότι δεν είχε κανένα
όριο.
Τα φυσικά όρια της Standard oil ή της Deutshe Bank έφθαναν μέχρι τα όρια της
οικουμένης ή μάλλον μέχρι τα όρια τους για επέκταση.
Πιο συγκεκριμένα για τους δύο μεγάλους ανταγωνιστές – τη Γερμανία και τη
Βρετανία – μόνο ο ουρανός ήταν το όριο εφόσον η Γερμανία ήθελε να
κατακτήσει τη παγκόσμια πολιτική και ναυτική θέση που κατείχε τότε η
Βρετανία, θέτοντας αυτόματα τη Βρετανία που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, σε
υποδεέστερη θέση.
Ήταν μια κατάσταση όπου θα συνέβαινε είτε το ένα είτε το άλλο.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η ίδια η Γερμανία Θα μπορούσε να
περιμένει μέχρις ότου το αυξανόμενο μέγεθος και η ανωτερότητά της
κατακτήσουν τη θέση που οι γερμανικές κυβερνήσεις ένιωθαν ότι άξιζε στη χώρα
τους, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Πράγματι η κυρίαρχη θέση
της Γερμανία που είχε ηττηθεί δύο φορές, ήταν, χωρίς να διεκδικεί ανεξάρτητη
στρατιωτική ισχύ, πολύ πιο ισχυρή στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε σχέση με
τις μιλιταριστικές διεκδικήσεις της πριν το 1945. Όμως ο λόγος έγκειται στο
γεγονός ότι Γαλλία και Βρετανία αναγκάστηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο να αποδεχθούν την υποβάθμισή τους σε δεύτερης κατηγορίας κράτη,
όπως η Ο.Δ.Γ. αναγκάστηκε παράλληλα να αποδεχθεί, παρ’όλη την οικονομική
της ισχύ, ότι η ανάδειξη της στη μεταπολεμική εποχή σε μοναδική παγκόσμια
ανώτατη δύναμη παρέμενε πέρα από τις δυνατότητες της.
Στιςς αρχές του αιώνα, στο αποκορύφωμα της αυτοκρατορικής και
ιμπεριαλιστικής εποχής, τόσο η διεκδίκηση της Γερμανίας για μια μοναδική
παγκόσμια θέση όσο και η αντίσταση της Βρετανίας και της Γαλλίας που
13
αναγκαστικού δανεισμού αποτελεί και η διχοτόμηση της δραχμής τον Μάρτιο του
1922.. Κατά συνέπεια διευθύνοντες της πολεμικής οικονομίας θεωρήθηκαν τα
Υπουργεία Οικονομικών.
Όμως η διεξαγωγή πολέμου σε σύγχρονη κλίμακα σημαίνει όχι μόνο υπολογισμό
του κόστους αλλά και ικανότητα διεύθυνσης, διαχείρισης και σχεδιασμού της
παραγωγής και τελικά ολόκληρης της οικονομίας.
Οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας και
τον σχεδιασμό και την κατανομή των πόρων (διαφορετικό από την κατανομή
μέσω των συνηθισμένων οικονομικών μηχανισμών).
Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβιετικές ιδέες περί σχεδιασμού άντλησαν την αρχική
τους έμπνευση και σε κάποιο βαθμό βασίστηκαν σε όσα οι μπολσεβίκοι γνώριζαν
για τη γερμανική σχεδιασμένη πολεμική οικονομία της περιόδου 1914-1915.
Τα γερμανικά πειράματα του κρατικού ελέγχου της πολεμικής οικονομίας έγιναν
ένα είδος προτύπου για όλες τις εμπόλεμες χώρες περιλαμβανομένης και τις
Μεγάλης Βρετανίας.
Οι κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες είχαν σημαντική προϊστορία από το τέλος του
19ου αιώνα, έπαιξαν διαδοχικά έναν ολοένα πιο σημαντικό ρόλο, κατά τη διάρκεια
της Μεγάλης Ύφεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1930 κατά τη διάρκεια των
πολεμικών προπαρασκευών στο δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας και, τέλος κατά
τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολεμική οικονομία ανέδειξε καθαρά μια νέα
δυνατότητα της αντιμετώπισης των τεράστιων οικονομικών στόχων με τις χώρες
να πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειες τους1.
1
Διαβάστε από τον Berend το υποκεφάλαιο «Η κρίσιμη καμπή: η πολεμική οικονομία, 1914-18, το
μεταπολεμικό χάος και η αγωνία της ελεύθερης οικονομίας,σ.84-95
17
Έτσι ο πόλεμος αποτέλεσε μηχανισμό για την επιτάχυνση της τεχνικής προόδου
επωμιζόμενος το κόστος ανάπτυξης της τεχνολογικής καινοτομίας το οποίο είναι
σχεδόν βέβαιο ότι ουδείς θα αναλάμβανε στη βάση οποιουδήποτε κόστους-
ωφέλειας εν καιρώ ειρήνης ή το οποίο θα αναλαμβανόταν με βραδύτερους
ρυθμούς και περισσότερη διστακτικότητα.
Από την άλλη ο πόλεμος προώθησε την αύξηση των οικονομικών μεγεθών;
Σαφώς όχι.
Οι απώλειες παραγωγικών πόρων ήταν βαριές, εκτός από τη μείωση του
εργατικού δυναμικού. Ό,τι απέμεινε στο τέλος δεν ήταν παρά μια τεράστια και μη
προσαρμόσιμη βιομηχανία εξοπλισμών.
Οι κάτοικοι της Βρετανίας και της Γαλλίας που επέζησαν του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πιο υγιείς αν και φτωχότεροι σε σχέση με την περίοδο
πριν τον πόλεμο ενώ αυξήθηκε το πραγματικό εισόδημα των εργατών. Οι
Γερμανοί ήταν πιο πεινασμένοι, ενώ οι πραγματικοί μισθοί των εργατών έπεσαν.
Στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο ο φόρος αίματος των στρατιωτών και των
πολιτών, που συνδυάστηκε με μια μείωση του ρυθμού γεννήσεων, άφησε την
Ευρώπη (χωρίς τη Ρωσία) με ένα πληθυσμιακό έλλειμμα των 22-24 εκατ. Άλλα 7
εκατομμύρια έγιναν μόνιμα ανάπηροι. Η Ρωσία έχασε σχεδόν 16 εκατομμύρια
ανθρώπους κατά τη διάρκεια του πολέμου, της επανάστασης και του εμφυλίου,
και υπέστη ένα έλλειμμα γεννήσεων περίπου 10 εκατ. Μεταξύ 1914 και 1921
εξαιτίας της πτώσης του ρυθμού των γεννήσεων και της επιδημίας της
«ισπανικής» γρίπης2 η Ευρώπη έχασε 50-60 εκατομμύρια ανθρώπους.
Από την άλλη μεριά και οι δυο πόλεμοι ήταν εξαιρετικά επωφελείς για την
οικονομία των ΗΠΑ. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που πέτυχαν και στους δύο πολέμους
ήταν εκπληκτικοί. Οι ΗΠΑ επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι γεωγραφικά ήταν
μακριά από τα θέατρα του πολέμου, όντας ταυτόχρονα και το κυριότερο
οπλοστάσιο των συμμάχων τους, καθώς και από το γεγονός ότι η οικονομίας τους
είχε την ικανότητα να οργανώνει την επέκταση της παραγωγής πιο
αποτελεσματικά σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη.
Η πιο διαρκής όμως επίπτωση και των δύο παγκοσμίων πολέμων ήταν ότι έδωσε
στην οικονομία των ΗΠΑ μια παγκόσμια πρωτοκαθεδρία καθ’όλη τη διάρκεια
του Σύντομου Εικοστού Αιώνα. Ήδη το 1914 οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη
2
Η πανδημία ισπανικής γρίπης του 1918-19 θεωρείται ότι ήταν η χειρότερη στη σύγχρονη ιστορία.
Είχε σκοτώσει περίπου 21 εκατομμύρια ανθρώπους και είχε προσβάλει περίπου το 40% του πλανήτη.
18
απαραίτητες, για την αποπληρωμή των χρεών τους, λίρες στερλίνες. Έτσι η
αναμφισβήτητη βρετανική κυριαρχία συνυπήρχε με κάποια διεθνή οικονομική
ισορροπία.
Στην περίπτωση της αμερικάνικης κυριαρχίας του 20ου αιώνα δεν υπάρχει
ισορροπία. Οι ΗΠΑ πουλάνε τα πάντα ακόμη και το χρήμα που χρειάζεται για να
τις πληρώσουν.
Η οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ στην δεκαετία του 1920 προοιωνίζει και την
κυρίαρχη θέση που θα αποκτούσε στο νομισματικό επίπεδο μετά το 1945.
Το δολάριο από το 1914 μέχρι την άνοιξη του 1933 παραμένει το μοναδικό
νόμισμα που παραμένει συνεχώς μετατρέψιμο σε χρυσό. (Η λίρα στερλίνα δεν θα
επιστρέψει στο καθεστώς της μετατρεψιμότητας παρά τον Μάιο του 1925).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το δολάριο ανταγωνίζεται την Λίρα ως «παγκόσμιο
νόμισμα», «διεθνές νομισματικό διαθέσιμο» στο πλαίσιο του «κανόνα
συναλλάγματος χρυσού» που ίσχυσε μεταξύ 1922 και 1931-33.
Έτσι το δολάριο όπως και η λίρα αποκτά λειτουργίες τόσο «εσωτερικού» όσο και
«εξωτερικού» νομίσματος.
21
κατάρρευση αυτή ασφαλώς δεν θα υπήρχε Χίτλερ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα
υπήρχε Ρούσβελτ. Είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο ότι το σοβιετικό σύστημα θα
εκλαμβανόταν σαν σοβαρός οικονομικός αντίπαλος και εναλλακτική λύση
απέναντι στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο αναλυτικά:
Οι λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ουδέποτε είναι ομαλές και οι
οικονομικές διακυμάνσεις που συχνά είναι πολύ σοβαρές αποτελούν συστατικά
μέρη του συστήματος. Από τον 19ο αιώνα κιόλας οι επιχειρηματίες ήταν
εξοικειωμένοι με τον αποκαλούμενο "κύκλο εμπορίου" δηλαδή της έξαρσης και
της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του,
με διάφορες παραλλαγές, κάθε επτά με έντεκα χρόνια. Οι κύκλοι αυτοί που
γίνονταν αποδεκτοί όπως οι γεωργοί αποδέχονταν τις διακυμάνσεις των καιρικών
συνθηκών , μπορούσαν να οδηγήσουν σε απροσδόκητα κέρδη ή στη χρεοκοπία
άτομα ή βιομηχανίες. Το καινούργιο στοιχείο της νέας ύφεσης ήταν ότι για πρώτη
και προς το παρόν για μοναδική φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, φάνηκε να
κινδυνεύει το ίδιο το σύστημα.
Επιχειρηματίες και κυβερνήσεις περίμεναν αρχικά ότι μετά τις πρόσκαιρες
διαταράξεις που επέφερε ο παγκόσμιος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομία θα
επανερχόταν κατά κάποιο τρόπο στην πριν από το 1914 belle époque.
Μετά από μερικούς μήνες οικονομικής ευφορίας που ακολούθησαν την λήξη του
πολέμου, ξεσπάει το 1920-1921 μια σύντομη αλλά εξαιρετικά βίαιη οικονομική
κρίση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης υπερπαραγωγής.
Το γεγονός αυτό υπονόμευσε την ισχύ των εργατικών συνδικάτων, που είχαν
ενισχυθεί στην διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερα στα χρόνια που ακολούθησαν
τα εργατικά συνδικάτα έχασαν το 50% των μελών τους ενώ η ανεργία αυξανόταν
(π.χ.) Βρετανία).
Μετά το 1924 υπήρξε μια περίοδος όπου όλα έδειχναν ότι ο κόσμός επέστρεφε
στην οικονομική ομαλότητα. Πράγματι εμφανίστηκε μια τάση αύξησης των
οικονομικών μεγεθών.
Θα ήταν υπερβολικό να μιλά κανείς για boom μεταξύ 1925 και 1929: η ανάπτυξη
ωστόσο στις περισσότερες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου ήταν εκπληκτική.
(Υπήρξαν βέβαια ορισμένες υποχωρήσεις το 1926 για τη Γερμανία και τη
Βρετανία, το 1927 για τις ΗΠΑ).
23
Διεθνές Εμπόριο
Το διεθνές εμπόριο εμφανίζει στασιμότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 ήταν
λίγο ψηλότερα από το επίπεδο όπου βρισκόταν το 1913 για να ξαναπέσει στη
διάρκεια της μεγάλης ύφεσης και να βρεθεί πάλι στα επίπεδα των παραμονών του
24
3
Διαβάστε Berend, σ.102-103
25
Η υποτίμηση των νομισμάτων τον 20ο αιώνα ακολούθησε την κατάργηση, από το
1914, της ελεύθερης μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων. Με την λήξη
του Α παγκοσμίου πολέμου (1918) το δολάριο παρέμενε το μόνο νόμισμα που
ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό.
Η επιστροφή στην κανονικότητα σηματοδοτήθηκε από την σταθεροποίηση των
νομισμάτων και την αποκατάσταση του κανόνα χρυσού είτε με τη μορφή του
κανόνα αποθέματος χρυσού είτε με τη μορφή του κανόνα συναλλάγματος
χρυσού. Την περίοδο 1923-1926 δεκάξι χώρες σταθεροποίησαν το νόμισμά τους
και ακολούθησαν άλλες τέσσερις (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα την περίοδο
1927-1928.
Η λίρα Αγγλίας επέστρεψε στο καθεστώς της ελεύθερης μετατρεψιμότητας το
1925. Ακολούθησαν η ιταλική λίρα 1927, και το γαλλικό φράγκο 1928 αφού
όμως προηγήθηκε μια σημαντική υποτίμηση της αξίας τους. Ωστόσο αυτή η
μετατρεψιμότητα παρέμενε αρκετά θεωρητική. Δεν είχαμε να κάνουμε με τον
κανόνα κυκλοφορίας χρυσού που ίσχυε πριν από το 1914, αλλά με τον κανόνα
αποθέματος χρυσού. Τα τραπεζογραμμάτια ήταν μετατρέψιμα από ένα ορισμένο
ποσό και πάνω και μάλιστα σε ράβδους χρυσού. Τα κράτη της υπόλοιπης
Ευρώπης που δεν διέθεταν αποθέματα χρυσού εφάρμοσαν τον κανόνα
συναλλάγματος χρυσού (Διεθνής διάσκεψη Γένοβας 1922). Τα χαρτονομίσματά
τους ήταν μετατρέψιμα σε συνάλλαγμα άλλων χωρών που ακολουθούσαν τον
χρυσό κανόνα (λίρα Αγγλίας, δολάριο). Οι χώρες αυτές δανείζονταν το
απαιτούμενο συνάλλαγμα από την Αγγλία και τις ΗΠΑ με την υποχρέωση να το
τοποθετούν βραχυπρόθεσμα στις χρηματιστηριακές αγορές του Λονδίνου και της
Νέας Υόρκης.
Το σύστημα αυτό επέτρεπε στο Λονδίνο και την Ν. Υόρκη αφ' ενός να διατηρούν
τα αποθέματα τους σε χρυσό και αφετέρου να συσσωρεύουν τον παγκόσμιο
χρυσό στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών τους. Με άλλα λόγια ο κανόνας
συναλλάγματος χρυσού αποτελούσε ένα μέσο κυριαρχίας των μεγάλων κρατών
της δύσης απέναντι στις μικρές χώρες, ένα είδος καλυμμένου ιμπεριαλισμού.
Το σύστημα αυτό δεν επρόκειτο να διατηρηθεί για πολύ. Με την εκδήλωση της
μεγάλης κρίσης όλες οι χώρες αρχίζουν να εγκαταλείπουν το καθεστώς της
ελεύθερης μετατρεψιμότητας.
26
Ανεργία
Επιπλέον η ανεργία στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης παρέμεινε σε
πολύ υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την προ του 1914 εποχή.
Ακόμα και στα χρόνια της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας της
δεκαετίας του '20 (1924-1929) ανεργία κυμαίνονταν κατά μέσο όρο μεταξύ 10%
και 12% στη Βρετανία στη Γερμανία και τη Σουηδία και δεν έπεσε κάτω από το
28
17% με 18% στη Δανία και τη Νορβηγία. Η ανεργία πλήττει ειδικότερα στους
παραδοσιακούς κλάδους της βιομηχανίας όπως η σιδηρουργία, τα ανθρακωρυχεία
και η βαμβακουργία.
Μόνο στις ΗΠΑ, με ανεργία κατά μέσο όρο 4%, η οικονομία βρισκόταν σε πλήρη
κίνηση.
Η βασικότερη αιτία της ανεργίας, τουλάχιστον στη μικρή διάρκεια, ήταν η
τεχνολογική πρόοδος που επέφερε και την ορθολογικοποίηση της οργάνωσης της
εργασίας.
Η κρίση στον πρωτογενή τομέα και η ανεργία επισημαίνουν τις σοβαρές
αδυναμίες που υπήρχαν στην οικονομία.
Κατά συνέπεια το γεγονός ότι λίγα χρόνια αργότερα η παγκόσμια οικονομία λίγα
χρόνια αργότερα θα αντιμετώπιζε φοβερές δυσκολίες δεν εξέπληξε κανένα εκτός
29
ίσως από κάποιους που προωθούσαν την εικόνα μιας Αμερικής μικρών γραφικών
πόλεων.
Η κομμουνιστική διεθνής πράγματι προέβλεψε μια άλλη οικονομική κρίση τη
στιγμή που η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στο
αποκορύφωμά της, αναμένοντας ότι η κρίση αυτή –έτσι τουλάχιστον πίστευαν ή
προσποιούνταν ότι πίστευαν οι εκπρόσωποι της- θα οδηγούσε σε ένα νέο γύρο
επαναστάσεων. Πολύ σύντομα όμως οδήγησε στο αντίθετο.
Ωστόσο, αυτό που κανείς δεν περίμενε, πιθανότατα ούτε ακόμα και οι
επαναστάτες στις πιο αισιόδοξες στιγμές τους, ήταν η εκπληκτική
οικουμενικότητα και το βάθος της κρίσης που άρχισε με την κατάρρευση του
χρηματιστηρίου της Ν.Υ. στις 29 Οκτωβρίου 1929. Και αυτό ισοδυναμούσε
σχεδόν με την κατάρρευση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία
φάνηκε τώρα να είναι παγιδευμένη σε ένα φαύλο κύκλο που κάθε πτωτική κίνηση
ορισμένων δεικτών (εκτός της ανεργίας που φυσικά οδηγήθηκε σε νέα
αστρονομικά ύψη) παρέσυραν στην πτώση και όλους τους άλλους.
που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τα καταστροφικά αποτελέσματα της ύφεσης για τους
παραγωγούς εμπορευμάτων όπως σίτου, βάμβακος, ζάχαρής καουτσούκ, μετάξης,
χαλκού, λευκοσιδήρου και καφέ.
Η δεύτερη προοπτική για την Ύφεση επικεντρώνεται στην αποτυχία της
παγκόσμιας οικονομίας να δημιουργήσει αρκετή ζήτηση για μια παγκόσμια
επέκταση.
Τα θεμέλια της ευημερίας της δεκαετίας του 1920 ήταν ασθενή ακόμη και στις
Η.Π.Α., όπου η γεωργία ήταν ουσιαστικά σε φάση ύφεσης και οι χρηματικοί
μισθοί παρέμεναν στάσιμοι στα τελευταία χρόνια της ανόδου της οικονομικής
δραστηριότητας. Αυτό που συνέβαινε σε περιόδους οικονομικής ανόδου στην
ελεύθερη αγορά, ήταν ότι ενώ οι μισθοί αυξάνονταν τα κέρδη αυξάνονταν
δυσανάλογα και οι ευημερούντες έπαιρναν μεγαλύτερο κομμάτι της εθνικής
πίτας. Αλλά καθώς η μαζική ζήτηση δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον
ταχύτατο βηματισμό της αυξανόμενης παραγωγικότητας του βιομηχανικού
συστήματος στις μέρες ακμής, το αποτέλεσμα ήταν υπερπαραγωγή και
κερδοσκοπία.
Έτσι όταν επήλθε η κατάρρευση, τα πράγματα πήραν πιο δραματικές διαστάσεις
στις ΗΠΑ διότι η χωλαίνουσα επέκταση της ζήτησης τονώθηκε με μια τεράστια
επέκταση της καταναλωτικής πίστης.
Ένας από τους νεωτερισμούς των "τρελών χρόνων" στις ΗΠΑ υπήρξε και η
κατανάλωση επί πιστώσει. Το 1927 το 15% των πωλήσεων στον καταναλωτή
γίνονται επί πιστώσει, αλλά όμως σε αυτό το ποσοστό περιλαμβάνονται το 85%
των επίπλων, το 80% των φωνογράφων, το 75% των πλυντηρίων… Αυτά είναι
άλλωστε και τα προϊόντα που πλήττονται ιδιαίτερα από την κατάρρευση: το 1930
η μείωση της ατομικής κατανάλωσης είναι της τάξης του 6% έως 20% όμως για
τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά των οποίων ο τρόπος αγοράς διαφέρει η μείωση
θα φτάσει το 50% μεταξύ 1929 και 1933.
Οι τράπεζες λόγω της τεράστιας κερδοσκοπίας στα ακίνητα που είχε φτάσει στο
αποκορύφωμά της μερικά χρόνια, υπερφορτώθηκαν με επισφαλή και ανεξόφλητα
χρέη και ως εκ τούτου αρνήθηκαν τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων ή την
επαναχρηματοδότηση αυτών που ήδη είχαν χορηγήσει και ήταν ανεξόφλητα.
Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη χρεοκοπία τους κατά χιλιάδες ενώ το 1933 σχεδόν το
μισό των στεγαστικών δανείων δεν μπορούσαν να εξοφληθούν με τις συνήθεις
32
δόσεις και κάθε μέρα 1000 περίπου ιδιοκτησίες έπαιρναν τον δρόμο της
κατάσχεσης. Το ίδιο συνέβαινε και με αυτούς που είχαν αγοράσει αυτοκίνητα.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ δεν επέτρεπε
την ύπαρξη του ευρωπαϊκού συστήματος είδους γιγαντιαίας τράπεζας με
πανεθνικό σύστημα υποκαταστημάτων. Επομένως αποτελείτο από σχετικά
αδύναμες τοπικές τράπεζες, ή στην καλύτερη περίπτωση από τράπεζες που
λειτουργούσαν σε επίπεδο πολιτείας.
Αυτό που έκανε την οικονομία ευάλωτη σ'αυτή την εκρηκτική άνοδο της πίστης
ήταν ότι οι δανειολήπτες αγόραζαν διαρκή καταναλωτικά αγαθά της σύγχρονης
καταναλωτικής κοινωνίας όπου οι ΗΠΑ πρωτοπορούσαν ακόμη και τότε. Αλλά η
αγορά ακινήτων και αυτοκινήτων θα μπορούσε ταχύτατα να αναβληθεί και εν
πάση περιπτώσει τα αγαθά αυτά είχαν και έχουν πολύ υψηλή ελαστικότητα.
Επομένως τα αποτελέσματα μιας μακροχρόνιας κρίσης ήταν δραματικά.
Η παραγωγή αυτοκινήτων μειώθηκε κατά το ήμισυ ενώ η παραγωγή δίσκων Jazz
(φυλετικών δίσκων όπως τους αποκαλούσαν) ουσιαστικά σταμάτησε για λίγο
διάστημα.
Συνοπτικά σε αντίθεση με τους σιδηροδρόμους ή την κατασκευή βελτιωμένων
πλοίων ή την παραγωγή χάλυβα και μηχανικών εργαλείων που μειώνουν το
κόστος – τα νέα προϊόντα και ο νέος τρόπος ζωής απαιτούσαν υψηλά και
αυξανόμενα επίπεδα εισοδήματος καθώς και υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στο
μέλλον. Αλλά ακριβώς αυτή η εμπιστοσύνη ήταν που κατέρρευσε.
χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Από αυτή την άποψη το χρηματιστηριακό κραχ
ήταν κυρίως αμερικάνικη υπόθεση. Η αύξηση των τιμών των μετοχών δεν
σχετιζόταν με την αύξηση των κερδών των εταιριών αλλά ήταν το αποτέλεσμα
μιας φρενήρους και γενικευμένης κερδοσκοπίας όχι μόνο από τις μεγάλες
επιχειρήσεις αλλά και από μια σημαντική μερίδα του κόσμου οι οποίοι
προσδοκούσαν ένα εύκολο κέρδος.
Η καθαρά κερδοσκοπική φάση του χρηματιστηρίου της Ν. Υ. άρχισε τον Μάρτιο
του 1928. Οι αισιόδοξες δηλώσεις των επιχειρηματιών για το μέλλον της
οικονομίας τροφοδοτούσαν την κερδοσκοπία. Στις 12 Ιουνίου σημειώθηκε η
πρώτη υποχώρηση του δείκτη κατά 23 μονάδες. Ωστόσο η άνοδος ξαναρχίζει από
τον Ιούλιο ανάμεσα σε προεκλογικές υποσχέσεις για ευημερία και συνεχή
οικονομική ανάπτυξη.
Οι τράπεζες έδιναν βραχυπρόθεσμα δάνεια για αγορά μετοχών με επιτόκιο 12%
ενώ τα χρηματιστηριακά γραφεία δάνειζαν τους πελάτες τους για να
τοποθετηθούν στο χρηματιστήριο λαμβάνοντας ως εγγύηση τις αγορασμένες
μετοχές.
Η πρακτική των Call Loans που χρησιμοποιούνταν για την αγορά των μετοχών
επέτρεπε την κερδοσκοπία επί χρεογράφων με την καταβολή του 10% της αξίας
τους. Ο μηχανισμός ήταν απλός: ο αγοραστής τακτοποιεί το 10% της τιμής της
μετοχής ενώ δανείζεται το υπόλοιπο 90% από τον χρηματιστή του. Ο τελευταίος
πάλι προμηθεύεται το εν λόγω ποσόν από τράπεζες, δανειζόμενος και ο ίδιος
χρήματα μέρα με τη μέρα. (on call).
To 1928-1929 έγινε συστηματική χρήση της αγοράς με περιθώρια κέρδους, ενώ ο
δανεισμός στους χρηματιστές εξελίχθηκε ταχύτατα.
4.430 δις $ στις 31/12/1927
6.440 δις $ στις 31/12/1928
8.525 δις $ στις 4/10/1929
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1934 στο 1,5 εκατομμύρια ατόμων που διέθεταν
τίτλους στο χρηματιστήριο της Ν.Υ. τα 600.000 τουλάχιστον διενεργούσαν αγορά
με περιθώριο κέρδους κατά το 1929.
Ωστόσο ο μηχανισμός των call loans για να λειτουργήσει απαιτεί μια και μόνη
προϋπόθεση: πρέπει οι αξίες πάντα να ανεβαίνουν.
Η κερδοσκοπία τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Αρχικά, μία ευνοϊκή εξέλιξη
των συναλλαγών επιτρέπει την προσδοκία αυξημένων μερισμάτων και άρα
36
τονώνει τις μεταβιβάσεις μετοχών οι τιμές των οποίων ανεβαίνουν· στη συνέχεια
και στο μέτρο που η εξέλιξη των τιμών επιτρέπει την πραγματοποίηση κερδών
μέσω αγορών και μεταπωλήσεων, η αγορά χάνει κάποια στιγμή από τα μάτια της
τα τοκομερίδια.
Η έκταση της κερδοσκοπίας ασκούσε έντονη πίεση στο διεθνές πιστωτικό
σύστημα και ιδιαίτερα στη χρηματαγορά του Λονδίνου, καθώς προσείλκυε στη
Νέα Υόρκη ξένα κεφάλαια που χρησιμοποιούνταν άμεσα για την αγορά μετοχών
είτε για τη χρηματοδότηση επενδυτικών εταιρειών είτε για call loans.
Το 1929 προσπάθεια των νομισματικών αρχών να αναχαιτίσουν τις εξελίξεις με
την άνοδο των επιτοκίων απέτυχε, η αγορά συνέχισε την ξέφρενη πορεία της.
Όμως η χαρακτηριστική ευφορία που διαπνέει ένα κερδοσκοπικό boom
αποκαλύπτει παράλληλα και μια εύθραυστη ψυχολογία στο βαθμό που
παραγνωρίζει το πραγματικό αντίκρισμα των μετοχών – εργοστάσια, μηχανές,
αποθέματα εμπορευμάτων. Έτσι η συμπεριφορά του κεφαλαίου αλλά και του
κοινού βρίσκεται στο έλεος και του ελάχιστου ακόμη ατοπήματος που ενδέχεται
να διαπραχθεί στο εποικοδόμημα. Αρκεί ορισμένοι μεγαλομέτοχοι, με
οποιοδήποτε πρόσχημα, να αρχίσουν να πωλούν και να αποσύρονται από την
αγορά, για να παγώσει η άνοδος. Τότε η μια πτώση φέρνει την άλλη και ο
καθένας προσπαθεί να διασώσει το δικό του μερίδιο πουλώντας και φέρνοντας
έτσι ακόμα πιο κοντά την κατάρρευση και άρα τη γενική καταστροφή. Το 1929
πρόφαση της κατάρρευσης στη Ν.Υ. στάθηκε η δόλια χρεοκοπία, στις 20
Σεπτεμβρίου, ενός επιχειρηματία του Clarence Hatry, που είχε καταφέρει να
επιβληθεί με κομπίνες.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1929 ο πρόεδρος του Federal Reserve Mitchell δήλωνε ότι
η κατάσταση της αμερικάνικης βιομηχανίας είναι ικανοποιητική και ότι η άνοδος
του χρηματιστηρίου θα συνεχισθεί. Στις 15 Οκτωβρίου έλεγε ότι η άνοδος των
μετοχών στηρίζεται σε μια υγιή βάση δεδομένης της ευημερίας της χώρας.
Όμως ήδη από το καλοκαίρι του 1929 είχε ήδη αρχίσει η πτώση των τιμών
χονδρικής πώλησης και το σταμάτημα της βιομηχανικής ανάπτυξης στην
Βρετανία, την Γερμανία και τις ΗΠΑ. Όσον αφορά την γεωργική κρίση αυτή είχε
εκδηλωθεί, όπως είπαμε, πολύ πριν το 1929 (ειδικότερα στις ΗΠΑ).
Στις ΗΠΑ η παραγωγή αυτοκινήτων τον Σεπτέμβριο πέφτει στα 416 χιλ.
κομμάτια από 622 χιλ που βρισκόταν τον Μάρτιο καταγράφοντας μια πτώση του
33%.
37
Η κρίση επηρέασε και τον ήδη προβληματικό πρωτογενή τομέα. Οι τιμές των
τροφίμων και των πρώτων υλών που δεν μπορούσαν να στηριχτούν με τη
δημιουργία αποθεμάτων. Η τιμή του τσαγιού και του σταριού έπεσε κατά 70%
ενώ η τιμή του μεταξιού κατά 80%.
Το γεγονός αυτό κατέστρεψε την οικονομία των χωρών που το διεθνές εμπόριο
τους εξαρτιόταν από λίγα πρωτογενή προϊόντα και έκανε την κρίση παγκόσμια.
38
Η κρίση αυτή είναι μοναδική για την διάρκειά της, την έκταση της και τα
αποτελέσματά της. Ποτέ δεν μπόρεσε να σβηστεί από την μνήμη των ανθρώπων
και των κυβερνήσεων. Ενέπνευσε συγγραφείς όπως τον J. Stainbeck "στα
σταφύλια της οργής".
Η πρωταρχική κοινωνική συνέπεια της κρίσης ήταν η ανεργία που έφτασε σε
άνευ προηγουμένου επίπεδα και για διάστημα μεγαλύτερο από όσο θα περίμενε
κανείς.
Στη χειρότερη περίοδο της Ύφεσης (1932-33) το 44% του εργατικού δυναμικού
στη Γερμανία, το 29% στην Αυστρία το 27% στις ΗΠΑ το 22-23% στη Βρετανία
και στο Βέλγιο βρέθηκε άνεργο. του εργατικού δυναμικού.
Παρά την ανάπτυξη που σημειώθηκε μετά το 1933 η ανεργία δεν μειώθηκε κάτω
από το 20% στις ΗΠΑ και την Αυστρία και κάτω από το 16% στην Βρετανία και
τη Σουηδία.
Την ίδια εποχή επιβάλλεται μείωση των ωραρίων με αντίστοιχη μείωση των
αποδοχών. Στην βιομηχανία των ΗΠΑ την περίοδο 1929-1933 τα ωράρια
μειώθηκαν κατά 20% ενώ οι αποδοχές κατά 45%. Επρόκειτο περισσότερο για
καταμερισμό ανεργίας παρά για καταμερισμό εργασίας.
Ουδέποτε υπήρξε στη ζωή των εργαζομένων τέτοια μεγάλη οικονομική
καταστροφή.
Για την πλειονότητα του πληθυσμού των βιομηχανοποιημένων χωρών, η Μεγάλη
Ύφεση σήμαινε πάνω από όλα την τραυματική εμπειρία της μαζικής ανεργίας και
ο φόβος της ανασφάλειας.
Μπορεί η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού που είχε απασχόληση ακόμα και
στις χειρότερες στιγμές της κρίσης να περνούσε σημαντικά καλύτερα εφόσον οι
τιμές ειδικότερα των τροφίμων έπεφταν με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με
οτιδήποτε άλλο στα χρόνια της Ύφεσης.
Η εικόνα που κυριαρχούσε ήταν τα συσσίτια για τους φτωχούς, η εμφάνιση των
παραγκουπόλεων για τους άστεγους, οι πορείες των πεινασμένων που ξεκινούσαν
από τις ανενεργές πλέον βιομηχανικές περιοχές όπου οι μεταλλουργίες και τα
ναυπηγεία είχαν πάψει να λειτουργούν.
Οι νεκροί από πείνα έφτασαν τους 29 στην Ν.Υ. του 1933 ενώ
πολλαπλασιάστηκαν λόγω της ασιτίας τα κρούσματα σκορβούτου, ραχίτιδας και
δερματικών νόσων.
Την κατάσταση επιβάρυνε και η απουσία συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
39
Στο μεγάλο παγκόσμιο αποικιακό τομέα, η ύφεση προκάλεσε έντονη αύξηση της
αντι-ιμπεριαλιστικής δραστηριότητας, εν μέρει λόγω της κατάρρευσης των τιμών
των εμπορευμάτων από τα οποία εξαρτώντο οι αποικιακές οικονομίες, εν μέρει
διότι οι ίδιες οι μητροπολιτικές χώρες έσπευσαν να προστατεύσουν τη δική τους
γεωργία ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που θα είχε μια τέτοια πολιτική στις
οικονομίες των αποικιών τους.
Από οικονομική άποψη αυτά που χτυπήθηκαν περισσότερο ήταν το κέρδος και η
αποδοτικότητα του κεφαλαίου, με άλλα λόγια τα θεμέλια του καπιταλιστικού
συστήματος.
Το 1929, 728 βιομηχανικές και εμπορικές εταιρίες στις ΗΠΑ είχαν
πραγματοποιήσει κέρδη 3 εκατ. δολαρίων. Το 1932 το έλλειμμα τους ξεπερνούσε
τα 10 εκατ. δολάρια.
Όλες λοιπόν οι προσπάθειες (θεραπείες αποσκοπούσαν) συνέκλιναν προς την
κατεύθυνση της αναγέννησης του κέρδους το οποίο σε καμιά προηγούμενη κρίση
δεν είχε πληγεί τόσο πολύ.
4
Διαβάστε Berend σ.105-107
41
των διεθνών αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίων και τον έλεγχο των πηγών
των πρώτων υλών.
Στο πλαίσιο αυτών των ανταγωνισμών διαγράφονται καθαρά τα σύνορα των δύο
συνασπισμών. Από την μια μεριά βρίσκονται τα κράτη που επλήγησαν
περισσότερο από την οικονομική κρίση, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία. Τα κράτη
αυτά παρουσιάζουν έλλειμμα στις εξωτερικές τους συναλλαγές, ενώ καταφεύγουν
σε ακραίες μορφές αυταρχικής οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό και
εξωτερικής επιθετικότητας. Πολιτικές δηλαδή οι οποίες αποδίδονται με τον
γενικό όρο του φασισμού.
Από την άλλη τοποθετούνται τα κράτη που διαθέτουν αποθέματα χρυσού,
άφθονες πρώτες ύλες, αποικιακές αγορές, όπως είναι η Αγγλία, η Γαλλία, και οι
ΗΠΑ.
Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάσπαση του
καπιταλιστικού κόσμου σε δύο ανατιθέμενους συνασπισμούς τις παραμονές του
Β' Παγκοσμίου πολέμου.
Ο ηγέτης του Ιταλικού Εθνικιστικού Κόμματος Enrico Corradini «μετέφρασε» τη
μαρξιστική έννοια της ταξικής σύγκρουσης σε μια εθνιστική έννοια της διεθνούς
ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στα «προλεταριακά» και τα «αστικά» έθνη. Ο
Χίτλερ, επίσης, συνήθιζε να διακρίνει μεταξύ προλεταριακών και
πλουτοκρατικών κρατών που βρίσκονταν σε αντιπαράθεση.
44
Ύφεση οφειλόταν στην αποτυχία της άνευ φραγμών ελεύθερης αγοράς. Κατά
συνέπεια, η αγορά θα έπρεπε να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο ενός δημόσιου
προγραμματισμού και οικονομικού management. Για κοινωνικούς και πολιτικούς
λόγους δεν έπρεπε να επιτραπεί επιστροφή στη μαζική ανεργία.
Με λίγα λόγια πολιτικοί κρατικοί αξιωματούχοι αλλά και πολλοί επιχειρηματίες
ήταν πεπεισμένοι ότι επιστροφή στο laissez-faire και στη ελεύθερη αγορά ήταν
έξω από κάθε συζήτηση. Ορισμένοι αντικειμενικοί στόχοι πολιτικής είχαν
απόλυτη προτεραιότητα και δικαιολογούσαν την ισχυρότατη κυβερνητική
παρουσία, όπως η πλήρης απασχόληση, η αναχαίτιση του κομμουνισμού, ο
εκσυγχρονισμός των οικονομιών που είτε υστερούσαν είτε βρίσκονταν σε κάμψη.
Το μέλλον βρισκόταν στον κρατικό παρεμβατισμό και την "μικτή οικονομία".
Ο κρατικός παρεμβατισμός δεν ήταν κάτι εντελώς καινοφανές, αφού υπήρξε
χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς κατά τη
διάρκεια των δεκαετιών του μεσοπολέμου. Εντούτοις ο μεταπολεμικός
παρεμβατισμός έγινε πιο σύνθετος: εκτός από τα αντικυκλικά μέτρα, τις
επιδοτήσεις, το εξωτερικό εμπόριο τις νομισματικές ρυθμίσεις οδήγησε, στην
ενός ισχυρού κρατικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος συχνά συνδυάστηκε με
τον σχεδιασμό. Έτσι ο κρατικός παρεμβατισμός προχώρησε πολύ πιο μακριά, και
το κράτος έγινε σημαντικός επιχειρηματίας στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η μερική
εθνικοποίηση έγινε διαδεδομένη, χωρίς να εξαλείψει την καπιταλιστική
οικονομία, προκειμένου να εξασφαλίσει την κρατική ηγεμονία στον καθορισμό
του τεχνολογικού και διαρθρωτικού εκσυγχρονισμού.
Ούτε η μικτή κατά κανόνα ιδιωτική και εν μέρει, κρατική οικονομία
αποτελούσε μια καινοτομία. Ο οικονομικός διεθυντισμός (dirigisme) είχε ήδη
λειτουργήσει στο πλαίσιο μιας μικτής οικονομίας στην ειρηνική περίοδο του
μεσοπολέμου στην Ιταλία και την Ισπανία. Παρά ταύτα, οι μεταπολεμικές, μικτές
οικονομίες, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετική έκταση,
χρησιμοποίησαν επίσης τον κρατικό σχεδιασμό. Αυτή η μέθοδος πάλι ήταν ήδη
γνωστή στο σοβιετικό σύστημα του μεσοπολέμου. Όμως, στις μικτές οικονομίες,
όπου ακόμη και οι δημόσιες επιχειρήσεις διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και
ενήργησαν σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, ο σχεδιασμός ήταν αρκετά
διαφορετικός από τον σχεδιασμό σοβιετικού τύπου.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δημόσιες επιχειρήσεις ακολούθησαν
τους στόχους του κρατικού σχεδιασμού και λειτούργησαν στο πλαίσιο μια
51
Δεύτερο, όσο πιο πολύπλοκη ήταν η τεχνολογία τόσο πιο πολύπλοκη και
δαπανηρή γινόταν η μετάβαση από το στάδιο της εφεύρεσης στο στάδιο της
παραγωγής.
Η "Έρευνα και Ανάπτυξη" (R&D), απέκτησε καίρια θέση στη διαδικασία της
οικονομικής μεγέθυνσης και γι'αυτό το λόγο ενισχύθηκε η ήδη εξαιρετικά
πλεονεκτική θέση των "ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς" σε σχέση με τις
υπόλοιπες οικονομίες.
(Για παράδειγμα η τεχνολογική καινοτομία δεν ευδοκίμησε στις σοσιαλιστικές
χώρες).
Επιπλέον, η διαδικασία της καινοτομίας έγινε τόσο συνεχής ώστε το κόστος
δημιουργίας νέων προϊόντων αποτελούσε, πλέον ένα όλο και μεγαλύτερο αλλά
αναγκαίο ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής.
Στην ακραία περίπτωση της βιομηχανίας όπλων τα νέα προϊόντα αχρηστεύονταν
πριν καν προλάβουν να χρησιμοποιηθούν (πόλεμοι για δοκιμασθούν νέα όπλα).
Οι βιομηχανίες των οποίων τα νέα προϊόντα προστατεύονταν από δικαιώματα
ευρεσιτεχνίας μπορούσαν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη που τα
δικαιολογούσαν ως αναγκαία για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας.
Άλλες καινοτόμες εταιρίες που δεν είχαν την ίδια προστασία, έπρεπε να βγάλουν
τα κέρδη τους πολύ πιο γρήγορα, διότι από τη στιγμή που άλλα παρόμοια
προϊόντα θα κυκλοφορούσαν στην αγορά η τιμή τους έπεφτε κατακόρυφα.
(προϊόντα πληροφορικής, επεξεργαστές, ευτελή υλικά, υψηλές τιμές αρχικά).
57
φαινόμενο που η πολιτιστική της αξία ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πολιτική
της που ήταν στην πραγματικότητα πρόσκαιρη – σε αντίθεση με ανάλογα
κινήματα που εμφανίστηκαν στον Τρίτο Κόσμο ή σε άλλες χώρες με δικτατορικό
καθεστώς. Κινητοποίησε ένα ιδιαίτερα μικρό τμήμα του πληθυσμού που μέχρι
τότε δεν αναγνωριζόταν σαν μια ιδιαίτερη ομάδα στο δημόσιο βίο και που σε
μεγάλο βαθμό δεν είχε καμιά σχέση με την οικονομία εφόσον το μεγαλύτερο
μέρος της σπούδαζε. Ήταν η μεσοαστική νεολαία.
Έτσι το 1968 αποτέλεσε ένα σημαδιακό μήνυμα παρόλο που η φοιτητική
εξέγερση δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στο να
επιφέρουν το τέλος της χρυσής εποχής .
Στην ουσία αυτοί ήταν, η μισθολογική έκρηξη, η κατάρρευση του διεθνούς
νομισματικού συστήματος του Bretton Woods το 1971, η τεράστια άνοδος των
εμπορευμάτων στα 1972-73, και η αύξηση της τιμής του πετρελαίου από τον
OPEC το 1973.
Ήδη από τις αρχές του '70 τα σημάδια προειδοποιούσαν για την επερχόμενη
κρίση.
Η επέκταση της οικονομίας που επιταχύνθηκε με τη ραγδαία αύξηση του
πληθωρισμού, με τις μαζικές αυξήσεις της παγκόσμιας προσφοράς χρήματος και
τα τεράστια αμερικάνικα ελλείμματα, απέκτησε τεράστιες διαστάσεις. Κοινώς
"υπερθερμάνθηκε".
Το 1973 τελείωσε μια ολόκληρη εποχή. Η δεκαετίες που θα ακολουθήσουν ήταν
για μια ακόμη φορά περίοδος κρίσης.
62
Η ιστορία της εικοσαετίας μετά το 1973 είναι η ιστορία ενός κόσμου που
γλίστρησε από την μεγάλη ευημερία της χρυσής εποχής προς την αστάθεια και
την κρίση.
Ωστόσο μέχρι και την δεκαετία του '80 το ερώτημα που ετίθετο μεταξύ των
οικονομολόγων ήταν αν πραγματικά μπορούσαν να μιλάνε για κρίση.
Τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη μπόρεσαν να διαγνώσουν και να
παραδεχθούν τη παγκόσμια φύση της κρίσης, μόνο αφού κατέρρευσε εντελώς ένα
μέρος του κόσμου – η ΕΣΣΔ και η Ανατολική Ευρώπη του "υπαρκτού
σοσιαλισμού".
Η δυσκολία της διάγνωσης της παγκόσμιας φύσης της κρίσης έγκειται στο
γεγονός ότι οι δεκαετίες μετά το 1973 δε συνιστούσαν δεκαετίες "Μεγάλης
Οικονομικής Κάμψης" με την έννοια της δεκαετίας του '30 και σε σχέση με τις
δεκαετίες μετά το 1873.
Η παγκόσμια οικονομία δεν κατέρρευσε ούτε για λίγο, μολονότι η χρυσή
εποχή τερματίστηκε στα 1973-1975 με κάτι που έμοιαζε με μια κλασσική
κυκλική ύφεση, η οποία μείωσε τη βιομηχανική παραγωγή στις "ανεπτυγμένες
οικονομίες της αγοράς" κατά 10% σε ένα χρόνο και το διεθνές εμπόριο κατά
13%. Στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο βέβαια η οικονομική ανάπτυξη
συνεχίστηκε, μολονότι ο ρυθμός αύξησης ήταν αισθητά χαμηλότερος σε
σχέση με το ρυθμό της χρυσής εποχής, εκτός από ορισμένες (ασιατικές
κυρίως) Νέο-εκβιομηχανιζόμενες χώρες που άρχιζαν την βιομηχανική τους
επανάστασή μόλις στη δεκαετία του '60.
Η αύξηση του συλλογικού ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών μέχρι το 1991
ήταν σχεδόν αδιατάρακτη με εξαίρεση σύντομες περιόδους στασιμότητας στα
χρόνια της ύφεσης του 1973-75, και 1981-1983. Το διεθνές εμπόριο
βιομηχανικών προϊόντων, η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης
συνέχισε να αυξάνεται, και στη δεκαετία του '80 επιτάχυνε μάλιστα τον ρυθμό
του σε βαθμό που να συγκρίνεται με τη χρυσή εποχή
63
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ήταν
συνολικά ασύγκριτα πλουσιότερες και παραγωγικότερες σε σχέση με τις αρχές
της δεκαετίας του '70, ενώ η παγκόσμια οικονομία της οποίας αποτελούσαν
ακόμα το κεντρικό στοιχείο, ήταν πολύ πιο δυναμική.
Από την άλλη μεριά, η κατάσταση σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη ήταν
λιγότερο ρόδινη. Στην Αφρική, τη Δυτική Ασία και τη Λατινική Αμερική το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ έπαψε να αυξάνεται. Ο περισσότερος κόσμος έγινε στην
πραγματικότητα φτωχότερος και κανείς δεν αμφέβαλε ότι στη δεκαετία του '80
στα μέρη αυτά του κόσμου σημειώθηκε σοβαρή οικονομική ύφεση.
Αναφορικά δε με την πρώην περιοχή του δυτικού "υπαρκτού σοσιαλισμού", οι
οικονομίες που είχαν συνεχίσει να αυξάνονται με μέτριο ρυθμό στη δεκαετία του
'80, μετά το 1989 κατέρρευσαν πλήρως. Στην περιοχή αυτή ή σύγκριση της
κρίσης μετά το 1989 με τη Μεγάλη Ύφεση του ΄30 ήταν καθ'όλα πρόσφορη.
Δε συνέβη το ίδιο στην Ανατολή, όπου εντυπωσιάζει η έντονη αντίθεση ανάμεσα
στην αποσύνθεση των οικονομιών της σοβιετικής περιοχής και της θεαματικής
ανάπτυξης της οικονομίας της Κίνας στην ίδια περίοδο.
Στην Κίνα, καθώς και σε μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής και Ανατολικής
Ασίας που στη δεκαετία του '70 αναδύθηκε ως η πιο δυναμική οικονομική
περιοχή της παγκόσμιας οικονομίας, ο όρος "Οικονομική Ύφεση" δεν είχε κανένα
νόημα με εξαίρεση την Ιαπωνία του ΄90.
Ωστόσο παρά την υποτιθέμενη άνθιση της παγκόσμιας οικονομίας μετά το 1973
έκαναν την επανεμφάνιση τους τα μεγάλα προβλήματα πάνω στα οποία είχε
κυρίως επικεντρωθεί η κριτική του καπιταλισμού πριν τον πόλεμο και τα οποία η
χρυσή εποχή εξάλειψε σε μεγάλο βαθμό – φτώχεια, μαζική ανεργία, οικονομική
αστάθεια και κοινωνική ανασφάλεια.
ορίων που συνάντησε η αύξηση των αποδόσεων στις ανεπτυγμένες χώρες, του
κορεσμού των αγορών, και της κρίσης του δολαρίου Ειδικότερα γύρω στο 1968,
η τριμερής συνεργασία τελείωσε και η αύξουσα πολιτική αναταραχή – μια μικρή
επανάσταση στη Γαλλία το 1968 – κοινωνικές αναταραχές στη Γερμανία, και το
«καυτό φθινόπωρο» στην Ιταλία το 1969 – σε μια υπερθερμασμένη οικονομία
οδήγησε σε μια έκρηξη των μισθών σε διάφορες χώρες. Ένας πληθωριστικός
φαύλος κύκλος έγινε σαφώς ορατός στο διάστημα μεταξύ 1968 και 1970 (βλ.
Προηγούμενο κεφάλαιο).
Οι μεταπολεμικές νομισματικές ρυθμίσεις καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1970 και 1980. Οι πρώτες αλλαγές πολιτικής άρχισαν από τις
κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας στη δεκαετία του ’60 υπό τη μορφή
μιας απαλλαγμένης ρυθμίσεων «offshore» αγοράς ευρωδολαρίου στο Λονδίνο.
(για τις offshore βλ. παρακάτω).Τον Αύγουστο του1971 ο Πρόεδρος Νίξον,
ύστερα από συμβουλές του Μίλτον Φρίντμαν εγκαταλείπει τον κανόνας του
δολαρίου που είχε υιοθετηθεί στην συνδιάσκεψη του Bretton Woods για να δώσει
τη θέση του σε ένα νέο σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών,
όπου το ύψος της αξίας του κάθε νομίσματος προκύπτει από το παιχνίδι ζήτησης
και προσφοράς με αποτέλεσμα να είναι ανά πάσα στιγμή δυνατές οι ισχυρές
διακυμάνσεις του.
Ευρωδολάριο
Κάπου στην δεκαετία του '60 η εφεύρεση του "ευρωδολαρίου" μετέτρεψε το
παλαιό διεθνές χρηματιστικό κέντρο, το Σίτυ του Λονδίνου σε μεγάλο παγκόσμιο
κέντρο offshore.
Τα "ευρωδολάρια" ήταν δολάρια κατατεθειμένα σε μη αμερικάνικες τράπεζες που
δεν επαναπατρίζονταν, κυρίως για να αποφύγουν τους περιορισμούς της
αμερικάνικης τραπεζικής νομοθεσίας, έγιναν διαπραγματεύσιμο χρηματιστικό
εργαλείο. Αυτά τα ελεύθερης διακύμανσης δολάρια, που σωρεύονταν σε
τεράστιες ποσότητες χάρις στις αυξανόμενες αμερικάνικες επενδύσεις στο
εξωτερικό αποτέλεσαν το θεμέλιο για μια ανεξέλεγκτη παγκόσμια αγορά,
κυρίως για βραχυπρόθεσμα δάνεια.
Η αγορά αυτή έγινε ο κύριος μηχανισμός για την ανακύκληση των τεράστιων
κερδών που αποκόμιζαν από τις πωλήσεις πετρελαίου οι χώρες του OPEC, οι
65
οποίες ξαφνικά βρέθηκαν με τόσα χρήματα ώστε ήξεραν πώς να τα ξοδέψουν και
που να τα επενδύσουν.
Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που βρέθηκε στο έλεος αυτής της τεράστιας και
πολλαπλασιαζόμενης πλημμυρίδας αδέσποτου κεφαλαίου που ξελύνονταν
κάνοντας το γύρο του κόσμου από νόμισμα σε νόμισμα επιδιώκοντας γρήγορα
κέρδη. Τελικά, όλες οι κυβερνήσεις έπεσαν θύματα, εφόσον έχασαν τον έλεγχο
επί των συναλλαγματικών τιμών και επί της παγκόσμιας προσφοράς χρήματος.
Στις αρχές του '90 ακόμα και η ανάληψη κοινής παρεμβατικής δράσης από τις
κυριότερες κεντρικές τράπεζες αποδείχθηκε ανίσχυρη. Το ίδιο το δολάριο
υποτιμήθηκε δύο φορές (Αύγουστος 1971, Φεβρουάριος 1973) προκαλώντας
ισχυρούς κραδασμούς στο διεθνές νομισματικό σύστημα.
Παγκοσμιοποίηση
Από τη δεκαετία του '60 και μετά, άρχισε να αναδύεται μια όλο και περισσότερο
διεθνική οικονομία, δηλαδή ένα σύστημα οικονομικών δραστηριοτήτων
σύμφωνα με το οποίο τα κρατικά εδάφη και τα κρατικά σύνορα δεν αποτελούν το
βασικό πλαίσιο αλλά μάλλον παράγοντες που περιπλέκουν τα πράγματα.
Στην ακραία περίπτωση δημιουργείται μια παγκόσμια οικονομία που στην
πραγματικότητα δεν έχει συγκεκριμένη οικονομική βάση ή συγκεκριμένα όρια.
Αυτή όμως η παγκόσμια οικονομία οποία θέτει όρια στη δράση των εθνικών
οικονομιών ακόμη και των πολύ μεγάλων και πανίσχυρων κρατών.
Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του '70 μια τέτοια διεθνική οικονομία
έγινε αποτελεσματική παγκόσμια δύναμη, ενώ συνέχισε να αυξάνεται με
68
ταχύτατο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν ιδιαίτερα μετά το
1973.
Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που οι απαρχές του
ανιχνεύονται αιώνες πριν. Από το τέλος των μεσαιωνικών χρόνων το εμπόριο των
μεγάλων αποστάσεων και τα δίκτυα συναλλαγών που πραγματοποιούνταν χωρίς
χρηματικές πληρωμές άρχισαν να διεθνοποιούν την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ωστόσο το μεγάλο άλμα της ολοκλήρωσης των εμπορευματικών αγορών και των
αγορών παραγωγικών συντελεστών στον πλανήτη πραγματοποιήθηκε στο
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες, ο σιδηρόδρομος, το
σύστημα της ελεύθερης οικονομίας και ο κανόνας χρυσού συνέβαλαν στην
διαδικασία αυτή. Ορισμένοι ιστορικοί κάνουν λόγο για την «πρώτη
παγκοσμιοποίηση από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και, ύστερα από τριάντα
χρόνια οπισθοδρόμησης της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη διάρκεια του
Μεσοπολέμου, για ένα δεύτερο κύμα παγκοσμιοποίησης μετά το Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων
χωρών και ηπείρων –εμπόριο, μετανάστευση, επενδύσεις κεφαλαίου, ίδρυση
θυγατρικών, παραγωγή στο εξωτερικό και οικονομικές συναλλαγές- αποτελουν
κοινά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης του τέλους του 19 ου αιώνα και
αυτής του τέλους του 20ου αιώνα.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του 20 ου αιώνα, μια περαιτέρω
δραματική μεταβολή σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις, που συνδυάστηκε με μια
ποιοτική μεταβολή στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, μετασχημάτισε την
παγκόσμια οικονομία, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια νέα σελίδα στην
ιστορία της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος παγκοσμιοποίηση
εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο Webster’s Dictionary.
Αυτά που κάνουν ξεχωριστή αυτή την φάση της παγκοσμιοποίησης είναι ότι με
την εξάπλωσή της αυξήθηκαν εντυπωσιακά οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις
μεταξύ των διαφόρων χωρών, το εμπόριο οι επενδύσεις κεφαλαίο, οι επενδύσεις
χαρτοφυλακίου, η ίδρυση θυγατρικών και ένας νεοπαγής τύπος καταμερισμού της
εργασίας.
Τρεις πτυχές της διεθνοποίησης αυτής ξεχωρίζουν ιδιαίτερα:
69
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν περίπου 7.000 πολυεθνικές. Στο
τέλος του 20ου αιώνα 44.000 με σχεδόν 300.000 ξένες θυγατρικές, που
απασχολούσαν 12 εκατομμύρια άτομα και παρήγαν το ¼ έως το 1/3 του
συνολικού παγκόσμιου προϊόντος. Οι 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές ελέγχουν
περίπου το 20% των συνολικών ξένων περιουσιακών στοιχείων, απασχολούν 6
εκατομ άτομα και πωλούν το 1/3 των συνολικών πωλήσεων των πολυεθνικών.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, οι αμερικάνικες διεθνικές εταιρείες είχαν ήδη στα
χέρια τους τα ¾ των εισαγών των ΗΠΑ και σχεδόν το μισό των εξαγωγών τους, ενώ
διεθνικές εταιρίες έλεγχαν πάνω από το 80% των βρετανικών εξαγωγών.
Βεβαίως το μεγαλύτερο μέρος που εμφανίζουν οι στατιστικές (οι οποίες
καταρτίζονται σε εθνική βάση) ως εισαγωγές και εξαγωγές αποτελεί στην
πραγματικότητα εσωτερικό εμπόριο εντός μια διεθνικούς οντότητας, όπως της
General Motors που λειτουργούσε σε 40 χώρες.
Βεβαίως το μεγαλύτερο μέρος που εμφανίζουν οι στατιστικές (οι οποίες
καταρτίζονται σε εθνική βάση) ως εισαγωγές και εξαγωγές αποτελεί στην
πραγματικότητα εσωτερικό εμπόριο εντός μια διεθνικούς οντότητας, όπως της
General Motors που λειτουργούσε σε 40 χώρες.
Έτσι, ακόμα κι αν οι δεσμοί τέτοιων υπερ-γιγάντων με τις εθνικές κυβερνήσεις
τους ήταν πολύ στενοί, προς τα τέλη της χρυσής εποχής είναι αμφίβολο αν
μπορούσαμε με σιγουριά να πούμε ότι ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της
κυβέρνησης τους ή του έθνους τους, με εξαίρεση τις ιαπωνικές εταιρείες και
ορισμένες εταιρείες που ανήκαν ουσιαστικά στον κλάδο της αμυντικής
βιομηχανίας. Δεν ήταν πλέον τόσο σαφές όσο άλλοτε πως ότι είναι καλό για την
General Motors΄είναι καλό για τις ΗΠΑ.
Για παράδειγμα η επιχειρηματική λογική εξαναγκάζει μια εταιρία πετρελαίου να
χαράξει τη στρατηγική και την πολιτική της προς τη χώρα καταγωγής της με τον
ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζει το θέμα σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία
και τη Βενεζουέλα, συγκεκριμένα με κριτήρια το κέρδος και τη ζημία από τη μια
μεριά ή τη συγκριτική ισχύ της εταιρείας σε σχέση με τη συγκεκριμένη
κυβέρνηση από την άλλη.
71
Αυτή η τελευταία πτυχή δείχνει τον τρόπο με τον οποίο με τον οποίο η
καπιταλιστική οικονομία κατάφερε να ξεφύγει από εθνικούς ελέγχους.
Ο όρος "offshore" εμφανίστηκε στη δεκαετία του '60 για να περιγράψει μια
συγκεκριμένη πρακτική των εταιρειών: Οι εταιρείες εγγράφονταν στα μητρώα
μικρών ενίοτε μικροσκοπικών κρατών, έχοντας επομένως εκεί τη νόμιμη έδρα
τους.
Τα κράτη αυτά παρείχαν γενναιόδωρα πλεονεκτήματα από δημοσιονομική άποψη
επιτρέποντας στους επιχειρηματίες να αποφεύγουν τους φόρους και άλλους
περιορισμούς που τους επιβάλλονταν στις χώρες τους.
73
(Κουβέιτ, Ντουμπάϊ) και μερικά από τα πολλά offshore καταφύγια για την
αποφυγή της κρατικής νομοθεσίας.
Η κατάσταση αυτή θα τροφοδοτούσε τα πολλαπλασιαζόμενα εθνοτικά κινήματα
του εθνικισμού που εμφανίστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα όπως της
Κορσικής ή των Καναρίων Νήσων. Ωστόσο η μόνη ανεξαρτησία που θα
μπορούσε να επιτευχθεί με την απόσχιση τους ήταν ο χωρισμός από το έθνος-
κράτος.
Από οικονομική άποψη, ο χωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τα έκανε πιο
εξαρτημένα από τις διεθνικές εταιρίες. Για τους πολυεθνικούς γίγαντες, ο πιο
βολικός κόσμος είναι ένας κόσμος που αποτελείται από κράτη-νάνους ή ένας
κόσμος όπου δεν υπάρχουν καθόλου κράτη.
Στις ΗΠΑ, στο διάστημα 1950-1970, ο αριθμός των ατόμων που εργάζονταν στα
τηλεφωνικά κέντρα εξυπηρετώντας διεθνείς συνδιαλέξεις μειώθηκε κατά 12%
ενώ στο διάστημα 1970-1980 μειώθηκε κατά 40%
Η αυξανόμενη ανεργία στις δεκαετίες αυτές δεν ήταν κυκλική αλλά δομική.
Με άλλα λόγια οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στις άσχημες συγκυρίες δεν θα
ξαναδημιουργούνταν ποτέ ακόμη και αν έφτιαχναν τα πράγματα.
Κι αυτό δεν οφείλονταν μόνο στο γεγονός ότι ο νέος διεθνής καταμερισμός της
εργασίας μετέφερε βιομηχανίες από τις παλαιές βιομηχανικές χώρες και ηπείρους
σε νέες. Βεβαίως ήταν φυσιολογικό οι βιομηχανίες εντάσεως εργασίες να
μεταναστεύσουν από χώρες με υψηλό κόστος εργασίας σε χώρες χαμηλού
κόστους.
Για παράδειγμα συνιστούσε οικονομική πολυτέλεια για ένα Αμερικανό
επιχειρηματία η απασχόληση ενός εργάτη στο Ελ Πάσο του Τέξας, τη στιγμή που
κάποιος άλλος, έστω και λιγότερο ικανός, ήταν διαθέσιμος στην απέναντι όχθη
ποταμού Ριο Γκράντε, στο Juarez του Μεξικού, κοστίζοντας μόλις το ένα δέκατο
του μισθού του Αμερικάνου εργάτη.
Όμως, ακόμα και οι προ-βιομηχανικές και οι νέες βιομηχανικές χώρες
κυβερνώνται από την ίδια σιδηρά λογική της εκβιομηχάνισης που αργά ή
γρήγορα καθιστά ακόμα και τη φθηνότερη ανθρώπινη εργασία πιο ακριβή από τη
μηχανή η οποία είναι σε θέση να κάνει την ίδια δουλειά.
Η επίδοση και η παραγωγικότητα των μηχανών μπορεί σταθερά και για
πρακτικούς λόγους να βελτιώνεται συνέχεια με την τεχνολογική πρόοδο, το δε
κόστος της μπορεί να μειώνεται κατά πολύ. Από την άλλη το κόστος της
ανθρώπινης εργασίας δεν μπορεί να μειωθεί για απεριόριστο χρονικό διάστημα
κάτω από το όριο του ελάχιστου ανθρώπινου επιπέδου διαβίωσης το οποίο
θεωρείται αποδεκτό από την εκάστοτε κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι
δεν έχουν "σχεδιαστεί" με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι όλο και πιο
αποτελεσματικοί για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.
Έτσι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο της τεχνολογίας τόσο πιο ακριβή είναι η
ανθρώπινη συνιστώσα της παραγωγής σε σύγκριση με τη μηχανική συνιστώσα.
Η ιστορική τραγωδία των Δεκαετιών της Κρίσης έγκείται στο γεγονός ότι η
παραγωγή προκαλούσε τώρα απώλειες σε θέσεις εργασίας με ρυθμό ταχύτερο
από τις νέες θέσεις που δημιουργούσε η οικονομία της αγοράς.
76
Φτώχεια
Την δεκαετία του '80 πολλές από τις πλουσιότερες και πιο ανεπτυγμένες χώρες
άρχισαν για μια ακόμη φορά να συνηθίζουν στην καθημερινή εικόνα των
ζητιάνων στους δρόμους και το συγκλονιστικό θέαμα των αστέγων που έβρισκαν
καταφύγιο για κοιμηθούν στα κατώφλια των σπιτιών και μέσα σε χαρτοκιβώτια,
όταν δεν τους απομάκρυνε η αστυνομία για να απαλείψει την ενοχλητική αυτή
θέα.
Στη Νέα Υόρκη το 1993, 23.000 άνδρες και γυναίκες κοιμόντουσαν στους
δρόμους ή σε δημόσια ιδρύματα ενώ στη Μ. Βρετανία το 1989 400.000 άτομα
ήταν επίσημα καταγεγραμμένα ως άστεγα.
Έτσι στις πλούσιες χώρες άρχισε να σχηματίζεται μια όλο και περισσότερο
ξεχωριστή και απομονωμένη "under-class", που τα προβλήματα της θεωρούνταν
de facto άλυτα, αλλά δευτερεύουσας σημασίας εφόσον απασχολούσαν μόνο μια
διαρκή μειοψηφία.
Η κοινωνία του γκέτο του γηγενούς πληθυσμού των Νέγρων της Νέας Υόρκης
έγινε το κλασικό παράδειγμα ενός τέτοιου κοινωνικού υποκόσμου.
Ανασφάλεια.
Ένα άλλο αποτέλεσμα της κρίσης ήταν η ανασφάλεια η οποία επεκτεινόταν σε
όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του
'80 δημιούργησε συνθήκες ανασφάλειας στη ζωή των εργαζομένων στις
μεταποιητικές βιομηχανίες. Όταν όμως ήρθε η Ύφεση στις αρχές του ΄90 σε
χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, μεγάλα τμήματα των υπαλληλικών στρωμάτων
και των ασκούντων ελεύθερα επαγγέλματα άρχισαν να αισθάνονται ότι ούτε οι
δουλειές τους, ούτε το μέλλον τους ήταν ασφαλές: πάνω από τους μισούς σε
εύπορες περιοχές της χώρας πίστευαν ότι ίσως έχαναν τη δουλεία τους.
Η παγκοσμιοποίηση αντιπροσωπεύει μια νέα εποχή επειδή, κατά μεγάλο μέρος από
τις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνοδεύτηκε από ένα σύνολο μεταβολών που
ονομάστηκαν «συντηρητική επανάσταση». Η παγκοσμιοποίηση βάδισε χέρι-χέρι μαζί
με την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και του μεταμοντέρνου
πολιτιστικού μηδενισμού. Σε σχέση με το τελευταίο, στις κοινωνικές και
ανθρωπιστικές επιστήμες εμφανίστηκε μια παράλογη διανοητική τάση
78
αντιδιαφωτισμού. Η ισχυρή πίστη στη δυνατότητα κατανόησης της ιστορίας και της
ανθρώπινης δράσης προκειμένου να διαμορφωθούν οι ιστορικές τάσεις προς την
πρόοδο εξαφανίστηκε.
Αυτό ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της διεθνοποιημένης φιλελευθεροποίησης των
συναλλαγών και της ροής κεφαλαίων. Από τη μια πλευρά η φύση των διεθνών
οικονομικών αλληλεπιδράσεων αναζωπύρωσε την ιδεολογία της ελεύθερης
οικονομίας. Ωστόσο, από την άλλη, το νέο περιβάλλον θα μπορούσε να μελετηθεί
προκειμένου να συνοδευτεί από τον έλεγχο και τη ρύθμιση. – κάτι που θα έβαζε
αυστηρούς περιορισμούς στην οικονομική αρένα. Ωστόσο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Το νέο φαινόμενο διεθνοποίησε την ιδεολογική έννοια του «φονταμενταλισμού της
αγοράς». Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα μέλη της νεοφιλελεύθερης σχολής, με
επικεφαλής τον Αυστριακό Friedrich Hayek και τον Αμερικανό Milton Frienman,
πραγματοποίησαν, μετωπική επίθεση κατά των ρυθμίσεων, των κρατικών
παρεμβάσεων, της κρατικής ιδιοκτησίας και του κράτους πρόνοιας, παρουσιάζοντας
τις νεοφιλελεύθερες προτάσεις τους ως τις μόνες λύσεις σε ένα εξοντωτικό
ανταγωνισμό στο πλαίσιο μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Η μάχη μεταξύ Κεϋνσιανών και νέο-φιλελεύθερων δεν ήταν ούτε μια καθαρά
τεχνική αντιπαράθεση μεταξύ επαγγελματιών οικονομολόγων ούτε αναζήτηση
τρόπων για την αντιμετώπιση των καινοφανών και πολύπλοκων προβλημάτων.
Ήταν ένας πόλεμος αντίπαλων και ασύμβατων ιδεολογιών. Βεβαίως και οι δύο
πλευρές πρόβαλαν επιχειρήματα. Όμως τα οικονομικά αυτά επιχειρήματα απλώς
εκλογίκευαν μια ιδεολογική στράτευση μια a priori άποψη για την ανθρώπινη
κοινωνία.
Οι νέο-φιλελευθεροι δεν έτρεφαν καμία εμπιστοσύνη απέναντι στη
σοσιαλδημοκρατική Σουηδία, χώρα που είχε να επιδείξει θεαματικές οικονομικές
επιτυχίες στον εικοστό αιώνα όχι επειδή επρόκειτο και αυτή να αντιμετωπίσει
δύσκολα προβλήματα στις Δεκαετίες της Κρίσης αλλά διότι βασιζόταν στο
φημισμένο σουηδικό μοντέλο με τις αξίες της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Αντίστροφα, η κυβέρνηση της Μ. Θάτσερ στη Βρετανία ήταν αντιδημοφιλής
στους κόλπους της Αριστεράς, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ετών των
οικονομικών της επιτυχιών, διότι βασιζόταν σε ένα αντικοινωνικό εγωισμό.
Οι υποστηρικτές της πολιτικής της μικτής οικονομίας δε φάνηκε να σημειώνουν
επιτυχία. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι επιλογές τους (πλήρης απασχόληση,
κράτος κοινωνικής πρόνοιας πολιτική της συναίνεσης) συμπιέζονταν μεταξύ των
αιτημάτων του κεφαλαίου και της εργασίας, όταν τώρα σε αντίθεση με τη χρυσή
εποχή, η οικονομική αύξηση δεν επέτρεπε πλέον και στα κέρδη και στα μη
επιχειρηματικά εισοδήματα να ακολουθούν την πορεία τους χωρίς
ασυμβατότητες.
Ωστόσο το πρότυπο της Σοσιαλδημοκρατίας υπονομεύτηκε κατά πιο θεμελιακό
τρόπο από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που έθεσε τις κυβερνήσεις όλων
των κρατών – με εξαίρεση ίσως τις ΗΠΑ λόγω της τεράστιας οικονομίας της –
στο έλεος μιας ανεξέλεγκτης "παγκόσμιας αγοράς".
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η Γαλλία μια πλούσια και μεγάλη χώρα ήταν
αδύνατο να τονώσει μονομερώς την οικονομία της. Μέσα σε δύο χρόνια από την
εκλογή του Μιτεράν η Γαλλία αντιμετώπισε κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών και
αναγκάστηκε ως εκ τούτου να υποτιμήσει το νόμισμά της καθώς επίσης και να
αντικαταστήσει την κεϋνσιανή πολιτική της – την πολιτική τόνωσης της ζήτησης
– με μια πολιτική "λιτότητας με ανθρώπινο πρόσωπο".
Από την άλλη μεριά οι νέο-φιλελεύθεροι τα είχαν και αυτοί εξίσου χαμένα, όπως
έγινε φανερό στα τέλη της δεκαετίας του '80.
80
του '90 ούτε της ανακάλυψης ότι η πιο δυναμική και ραγδαία αναπτυσσόμενη
οικονομία στον κόσμο μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού ήταν η
οικονομία της Κίνας.
Έτσι εξέχοντες δάσκαλοι σε δυτικές επιχειρηματικές σχολές καθώς και
συγγραφείς εγχειριδίων για μάναντζερς άρχισαν να εντρυφούν στη
διδασκαλία του Κομφούκιου για να ανακαλύψουν τα μυστικά της
επιχειρηματικής επιτυχίας.
Αυτό σήμαινε ότι οι πιο πλούσιες και πιο προηγμένες χώρες έπρεπε να επιδοτούν
(διαμέσου κάποιου κεντρικού μηχανισμού κατανομής) τις πιο φτωχές και
καθυστερημένες περιοχές ή να τους δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις ώστε
να μειώσουν την υστέρηση τους.
Επίσης είναι πασίγνωστο ότι οι πλούσιες περιοχές δείχνουν απροθυμία να
επιδοτούν τις φτωχότερες.
Έτσι μέρος του αυτονομιστικού εθνικισμού στις Δεκαετίες της Κρίσης
τροφοδοτήθηκε από το συλλογικό εγωισμό. Η πίεση για τη διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας προήλθε από τις "ευρωπαϊκές" της συνιστώσες, τη Σλοβακία και
τη Κροατία, η δε διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας από την "δυτική", δημοκρατία
της Τσεχίας. Η Καταλονία και η χώρα των Βάσκων ήταν οι πιο πλούσιες και
ανεπτυγμένες περιοχές της Ισπανίας. Όμως το πιο σαφές παράδειγμα του
φαινομένου αυτού μας το δίνει η αιφνίδια εμφάνιση και άνοδος της Λίγκας του
Βορά στα τέλη της δεκαετίας του '80, η οποία αποσκοπούσε στην απόσχιση της
περιοχής αυτής με κέντρο το Μιλάνο, την "οικονομική πρωτεύουσα" της Ιταλίας
από τη Ρώμη, το πολιτικό κέντρο της χώρας.
Το τρίτο φαινόμενο αποτέλεσε ανταπόκριση στην εκπληκτική αποσύνθεση των
παραδοσιακών κοινωνικών κανόνων, ιστών και αξιών που σημειώθηκε στο
δεύτερο μισό του αιώνα.
Ήδη από τη δεκαετία του '60 έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες-ταυτότητας –
δηλαδή ανθρώπινα ομαδικά σύνολα όπου το άτομο μπορούσε να ανήκει
κατηγορηματικά πέραν κάθε αβεβαιότητας και αμφιβολίας. Για προφανείς λόγους
οι περισσότερες απ'αυτές τις ομάδες απευθύνονταν στην κοινή "εθνοτική
καταγωγή" μολονότι άλλες ομάδες ατόμων επεδίωκαν το συλλογικό διαχωρισμό
τους από τις υπόλοιπες χρησιμοποίησαν την ίδια εθνικιστική γλώσσα (όπως στην
περίπτωση που οι ακτιβιστές ομοφυλόφιλοι μιλούσαν για το "έθνος των
ομοφυλοφίλων".
Όπως δείχνει η εμφάνιση αυτού του φαινομένου στα πιο συστηματικά πολυεθνικά
κράτη, η πολιτική των ομάδων ταυτότητας δεν είχε καμιά εσώτερη ή εγγενή
σχέση με την αρχή της "εθνικής αυτοδιάθεσης" με την επιθυμία δηλαδή εθνικών
κρατών που θα περιλαμβάνουν ένα συγκεκριμένο "λαό", πράγμα που είναι και η
ουσία του εθνικισμού.
Η εδαφική αυτονομία π.χ. των Νέγρων ή των Ιταλών που ζούσαν στις ΗΠΑ, δεν
είχε κανένα νόημα ούτε αποτέλεσε ποτέ μέρος της εθνοτικής τους πολιτικής.
84
2 O 20ος αιώνας, ειδικά μετά την εμπειρία του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,
ξεκίνησε με μια σημαντική αμφισβήτηση του καθεστώτος της ελεύθερης οικονομίας,
καθώς εμφανίστηκαν εναλλακτικά οικονομικά συστήματα. Ολόκληρη η ήπειρος
εγκατέλειψε τη φιλελευθεροποίηση των συναλλαγών, την οικονομία της αγοράς και
την ελεύθερη οικονομία και επέστρεψε στον προστατευτισμό, τον κρατικό
παρεμβατισμό και σε ένα σύστημα ελεγχόμενης αγοράς. Ο πρώτος παγκόσμιος
πόλεμος σηματοδότησε μία κρίσιμη καμπή. Χαρακτηρίστηκε το ιστορικό στάδιο της
μετάβασης από τον 19ο στον 20ο αιώνα και επιτάχυνε την κατάρρευση της ελεύθερης
οικονομίας. Ο πολιτισμός του 19ου αιώνα κατέρρευσε με το χάραμα του 20ου αιώνα.
(Karl Polanyi, 1964)
4 Friedrich List Τhe National System of Political Economy (1841): - κριτική στον
κοσμοπολιτισμό, τον υλισμό και τον ατομικισμό του Άνταμ Σμιθ - σημασία της
εθνικής οικονομίας, - η ελεύθερη οικονομία είναι συμφέρουσα μόνο για τις
προηγμένες βιομηχανικά χώρες άρα αυστηρή πολιτική προστασίας με «δασμούς
ωρίμανσης»
12
χρέος, και αναγκάστηκε να καταβάλει 3,7 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη
Βρετανία για να το αποπληρώσει. Γερμανία Επισιτιστική κρίση Καταστροφή: 90%
εμπορικού στόλου, 100% πολεμικού ναυτικού και μεγάλου μέρος του εξοπλισμού
σιδηροδρόμων απώλεια όλων των ξένων επενδύσεων Οι επιπτώσεις της Συνθήκης
των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία: απώλεια 15% καλλιεργήσιμου εδάφους
της χώρας -//- 75% σιδηρομεταλλεύματος -//- 26% των πόρων άνθρακα
14
15
16
20 Εκτός από τις πολεμικές απώλειες, συνεχίστηκε ένα δυσοίωνο κύμα θανάσιμου
ανταγωνισμού στην κούρσα της μεγάλης ισχύος, και ο φονταμενταλιστικός
εθνικισμός και οι διάφορες μορφές εξτρεμισμού κατέκλυσαν την ήπειρο. Οι νικητές
επιδίωξαν να ενισχύσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους. Οι απογοητευμένες περιφερειακές
και ηττημένες χώρες που θεώρησαν ότι εξαπατήθηκαν από τους νικητές,
επαναστάτησαν. «Ειρήνη χωρίς νίκη» (Πρόεδρος Ουίλσον). Η ειρήνη δεν ήταν
τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα.
88
23
24
27
στόχο. Οι πρώτες διεθνείς διασκέψεις υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών
διεξήχθησαν στις Βρυξέλλες το 1920 και στη Γενεύη το 1922.Μια πρόσθετη
διάσκεψη της Κοινωνίας των Εθνών το 1927 υποστήριξε την επιστροφή σε ένα
ελεύθερο (ή χαμηλής δασμολογικής πολιτικής) εμπορικό σύστημα. Η Έκθεση της
Διάσκεψης της Γενεύης του 1927 προσπάθησε να πείσει τις κυβερνήσεις ότι ο
προστατευτισμός ήταν λιγότερο εγγύηση της εθνικής ασφάλειας και περισσότερο
πηγή συγκρούσεωνμεταξύ των εθνών.
33 Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες δυνάμεις και η Κοινωνία των Εθνών
συνέχισαν τις προσπάθειές τους να αποκαταστήσουν την παλαιά τάξη προτάσσοντας
το ελεύθερο εμπόριο και καταγγέλοντας ότι η υιοθέτηση των ιδανικών της εθνικής
αυταρκειας είναι εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, οι περισσότερες κυβερνήσεις
των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης συμφώνησαν με τις παρατηρήσεις
του Hjalmar Schacht (Σαφτ) στο Οικονομικό Συμβούλιο της Γερμανικής Ακαδημίας
Νοέμβριος Οι πλούσιες μεγάλες δυνάμεις, δήλωσε ο Schacht ( 1938), δεν
καταλαβαίνουν "ότι ένα φτωχό έθνος έχει παρ 'όλα αυτά το θάρρος να ζει με τους
δικούς του νόμους αντί να υποφέρει από τις προδιαγραφές του wellto-do". Οι
αυξήσεις των δασμών, οι δασμολογικοί πόλεμοι και η αναζήτηση της αυτάρκειας
προσέφεραν τη μόνη άμεση γραμμή αυτοπροστασίας σε διάφορες χώρες των
περιφερειών. Η επιστροφή στο LAISSEZ-FAIRE ήταν ανέφικτη.
από αυτήν που είχε προφητεύσει ο Μαρξ, και ισχυρίστηκε ότι η φτώχεια δεν
αυξανόταν λόγω των μεταρρυθμίσεων της κοινωνικής πρόνοιας που επιτεύχθηκαν
από το οργανωμένο μαζικό κίνημα μέσω του κοινοβουλίου. Αντικατέστησε την
έννοια της προλεταριακής επανάστασης με την ιδέα των μεταρρυθμίσεων που
πραγματοποίησαν τα κοινοβούλια ως ένα ειρηνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Ο
Rudolf Hilferding, το 1923, προχώρησε περαιτέρω, αναφέροντας τη δυνατότητα
«εξάλειψης των ελαττωμάτων του καπιταλισμού» μέσα στο σύστημα.
41 Ο αγροτικός τομέας: πρώτη αιτία της κρίσης Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του
συστήματος της Ελεύθερης Οικονομίας μπήκε με τη Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της
δεκαετίας του Το πρώτο σημάδι της κάμψης εκδηλώθηκε στον αγροτικό τομέα: Οι
εξαγωγές σιταριού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αργεντινή και την
Αυστραλία αυξήθηκαν. Με την αποκατάσταση του ευρωπαϊκού αγροτικού τομέα
κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 είχε συσσωρευθεί ένα τεράστιο παγκόσμιο
πλεόνασμα. Η Αγροτική υπερπαραγωγή ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Η
συνδυασμένη μέση τιμή των βασικών αγροτικών προϊόντων μειώθηκε περίπου κατά
30%. Οι αγρότες από όλο τον κόσμο αντέδρασαν αυξάνοντας περαιτέρω την
παραγωγή για να αντισταθμίσουν τη μείωση της τιμής. Η παγκόσμια παραγωγή των
βασικών αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε 30-80% κατά τη διάρκεια του δεύτερου
μισού της δεκαετίας του Η βαθιά κρίση ήταν αναπόφευκτη.
42
43 Οι αμερικάνικες επενδύσεις και πιστώσεις: δεύτερη αιτία της κρίσης Μία άλλη
αιτία του τέλους της οιονεί ευημερίας ήταν το στέγνωμα από τα μέσα του 1928 των
Αμερικανικών επενδύσεων και των πιστώσεων, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο
στην ενίσχυση και την ανάπτυξη της Ευρώπης. Οι τιμές των εμπορευμάτων άρχισαν
να μειώνονται και έως το 1930 η οικονομική κρίση είχε βαθύνει καθώς οι καθαρές
εξαγωγές κεφαλαίου έπεσαν κατά 85%. Η ευρωπαϊκή οικονομία είχε καταρρεύσει.
Άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν επίσης ήταν: η επιβράβευση της αύξησης της
ποσότητας του χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η μείωση των αποθεμάτων
χρυσού της Τράπεζας της Γαλλίας.
49 Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, το κράτος έπαιξε κατ' αυτό τον τρόπο
έναν ενεργό ρόλο στην ίδρυση βιομηχανικών καρτέλ παρεμβαίνοντας άμεσα στη
δημιουργία ενός μονοπωλιακού πλαισίου στο οποίο οι επιχειρήσεις ήταν τόσο
ανίσχυρες ή τόσο διασκορπισμένες, όσο ήταν παλιότερα οι βασικοί βιομηχανικοί
κλάδοι άνθρακα, βάμβακος, σιδήρου, ναυπηγικής και γεωργίας (Pollard). Η σφοδρή
οικονομική κρίση οδήγησε, το 1934, στην εισαγωγή νομικών ελέγχων στην ιδιωτική
τραπεζική, όταν οι δραστηριότητες των καταθέσεων διαχωρίστηκαν από αυτές των
επενδύσεων. Αρκετές περιφερειακές χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου προχώρησαν
τόσο πολύ με τον κρατικό παρεμβατισμό ιδρύοντας δημόσιες επιχειρήσεις και
εισάγοντας προγράμματα κρατικού σχεδιασμού. Έως τα μέσα της δεκαετίας του
1930, η κρατική παρέμβαση και ο έλεγχος των οικονομικών είχαν αυξηθεί μαζί με τις
προετοιμασίες του πολέμου. Η αποκάλυψη των επιθετικών σχεδίων της ναζιστικής
Γερμανίας προκάλεσαν στην Μεγάλη Βρετανία το μεγάλο ναυτικό πρόγραμμα και το
94
52 Η πολεμική οικονομία Ο πόλεμος εξερράγη στις αρχές του φθινοπώρου του 1939
και στη συνέχεια κορυφώθηκε με την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής
Ένωσης το καλοκαίρι του Το πρώτο βήμα προς την πολεμική οικονομία έγινε από
τον Χίτλερ μεταξύ Η στρατηγική του, που ονομάζεται Blitzkrieg (Κεραυνοβόλος
Πόλεμος), του επέτρεψε να κατακτήσει εύκολα τις ηπειρωτικές χώρες της Δυτικής
Ευρώπης. Οι κύριοι παίκτες κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου μετά την
ήττα της δυτικής Ευρώπης ήταν η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία και η Σοβιετική
Ένωση.
53
54
57
59 Οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και των ουδέτερων χωρών (Σουηδία και
Ελβετία): Οι ουδέτερες χώρες αύξησαν επίσης την παραγωγή τους για λογαριασμό
της Γερμανίας. Οι συναλλαγές μεταξύ της Γερμανίας και των ουδέτερων χωρών
αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και αυτές οδήγησαν σε σημαντική αύξηση
του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σουηδία και την Ελβετία (κατά 18% και
21%αντίστοιχα).
60 Σοβιετική Ένωση: έφερε το βαρύτερο φορτίο του πολέμου, έχασε τις πλέον
αναπτυγμένες δυτικές της περιοχές και κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να
επιβιώσει Για τον Στάλιν, η πολεμική βιομηχανία απέκτησε απόλυτη προτεραιότητα
ήδη από το 1940 και αύξησε την παραγωγή της δυόμισι φορές μεταξύ 1940 και Η
παραγωγή όμως καταναλωτικών αγαθών υποχώρησε από το 40% στο 20-22% του
συνόλου της βιομηχανικής παραγωγής. Η παραγωγή τανκ και θωρακισμένων
οχημάτων αυξήθηκε σχεδόν επτά φορές και η παραγωγή πολεμικών αεροσκαφών
υπερδιπλασιάστηκε.
65 Η Βρετανία, που στηριζόταν στις εισαγωγές αγροτικών αγαθών κατά 70%, έκανε
στροφή στην αυτάρκεια Επιδοτήσεις παραγωγής τροφίμων και ειδικά δημητριακών Η
μετάβαση από μια κτηνοτροφική σε μια αγροτική (καλλιεργητική) οικονομία ήταν
επιτυχής: διπλασίασε την παραγωγή δημητριακών και μείωσε κατά το ήμισυ τις
εισαγωγές. «Σε μια ελεύθερη οικονομία δεν θα ήταν δυνατή μια τέτοια αύξηση της
παραγωγής» (Ranki, 1993)
72
74
76
98
80
82
94 Δραστικές αλλαγές Η Ευρώπη, ο τραπεζίτης του κόσμου για σχεδόν έναν αιώνα,
έχασε σταδιακά αυτή τη θέση, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκαν ως
σημαντική δανειοδότρια χώρα μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε σε μια ριζική αλλαγή: στα πλαίσια του προγράμματος
δανεισμού-εκμίσθωσης (Lend-Lease) κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Ηνωμένες
Πολιτείες απέστειλαν σχεδόν 44 δισεκατομμύρια δολάρια σε αγαθά, υλικά και
100
υπηρεσίες στους συμμάχους τους. Μετά τον πόλεμο, ακολούθησε ένα πακέτο πρώτης
βοήθειας αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από το 1948, το Σχέδιο Μάρσαλ
πρόσθεσε 13 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Ευρώπη είχε χάσει τον ηγετικό της ρόλο
στην παγκόσμια οικονομία.