Professional Documents
Culture Documents
1/4
2.2. Γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες
ιδίωμα= τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα
διάλεκτος= ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές από την κοινή στην προφορά,
στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, που δε θεωρείται όμως
διαφορετική γλώσσα
ιδιωματισμός= γλωσσικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε τοπικές γλώσσες (ιδιώματα ή
διαλέκτους), αλλά δε συνηθίζεται ή είναι άγνωστο στην κοινή μορφή της γλώσσας
ιδιωτισμός= έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μία γλώσσα (π.χ. μαλλιά
κουβάρια, φωτιά και λάβρα, άρον άρον κτλ.)
2/4
γλώσσα και ηλικία:
α) παιδιά:
• βρίσκονται ακόμα στη διαδικασία αφομοίωσης της κοινής γλώσσας
• κάνουν λάθη είτε από άγνοια είτε επειδή πειραματίζονται με τη γλώσσα καθώς
την αφομοιώνουν
β) έφηβοι- νέοι:
• συνήθως επιθυμούν να διαφοροποιηθούν από την κοινή γλώσσα
• χρησιμοποιούν νεωτερισμούς, με τους οποίους εκφράζουν τη διαφοροποίησή
τους
• συχνά η γλώσσα που χρησιμοποιούν αποτελεί ταυτόχρονα και μια μορφή
καταγγελίας απέναντι σε κοινωνικές συνθήκες με τις οποίες διαφωνούν.
3/4
τον οποίο οι άντρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα:
α) άντρες:
→ κοινωνικός ρόλος που αποπνέει δύναμη, εξουσία, επιβολή, κύρος
→ λόγος περισσότερο αυστηρός και λογικός
β) γυναίκες:
→ κοινωνικός ρόλος που αποπνέει ευαισθησία, ενδιαφέρον, φροντίδα, αίσθημα προστασίας
→ λόγος περισσότερο συναισθηματικός και ήπιος
• σήμερα βέβαια οι διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα έχουν περιοριστεί σημαντικά, με
αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ιδιαίτερα εμφανείς και οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις που
εντοπίζονταν παλιότερα.
4/4