You are on page 1of 96

Οι αναγνώσεις

του 1821
και η Αριστερά
Στο εξώφυλλο και στα εσώφυλλα, ξυλογραφίες του Τάσσου, από τον τόµο
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, που κυκλοφόρησε το 1953,
εγκαινιάζοντας τις «εκδόσεις Α. Τάσσου». Ο τόµος, που περιέχει 16
ξυλογραφίες του Τάσσου, προλογίζεται από τον Νίκο Σβορώνο και είναι
αφιερωµένος στους «άγνωστους ήρωες της ελληνικής λευτεριάς».
Στο οπισθόφυλλο, «Ο Μακρυγιάννης», ξυλογραφία του Τάσσου, 1943.

Tα κείµενα του Σπύρου Ι. Ασδραχά, του Δηµήτρη Δηµητρόπουλου,


του Νίκου Θεοτοκά, του Νίκου Κοταρίδη, του Σταύρου Παναγιωτίδη
και του Παναγιώτη Στάθη δηµοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.
Το κείµενο του Φίλιππου Ηλιού πρωτοδηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντί, τχ.
46 Μάιος 1976), σ. 31-34 και περιλαµβάνεται στον τόµο Φίλιππος Ηλιού,
Ψηφίδες Ιστορίας και πολιτικής του εικοστού αιώνα, εκδοτική φροντίδα:
Άννα Ματθαίου - Στρατής Μπουρνάζος - Πόπη Πολέµη, Πόλις, Αθήνα 2007,
σ. 197-207. Το «Υστερόγραφο» στις «Ιδεολογικές χρήσεις»
πρωτοδηµοσιεύτηκε στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου Ιδεολογικές χρήσεις του
κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, Βιβλιόραµα, Αθήνα 2003, σ. 137-139 και
περιλαµβάνεται στον τόµο Ψηφίδες Ιστορίας και πολιτικής, ό.π., σ. 208-209.
Το κείµενο του Χρήστου Λούκου αποτελεί συντοµευµένη εκδοχή του σχετικού
κεφαλαίου του βιβλίου της Χριστίνας Κουλούρη και του Χρήστου Λούκου, Τα
πρόσωπα του Καποδίστρια. Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας και η
νεοελληνική ιδεολογία 1831-1996, Πορεία, Αθήνα 1996.

Ευχαριστούµε θερµά τους συγγραφείς, τη Μαρία Ηλιού,


καθώς και τους εκδότες Νίκο Γκιώνη, Νίκο και Πόπη Κουτσιαύτη
και Φίλωνα Φίλωνος.

ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Γιώργος Κοροπούλης, Στρατής Μπουρνάζος


ΣXEΣΔΙΑΣΜΟΣ - ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: L•Press
Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Δημήτρης Δημητρόπουλος,
Φίλιππος Ηλιού, Νίκος Θεοτοκάς, Νίκος Κοταρίδης,
Χρήστος Λούκος, Σταύρος Παναγιωτίδης, Παναγιώτης Στάθης

Οι αναγνώσεις
του 1821
και η Αριστερά
Επιµέλεια:
Δηµήτρης Δηµητρόπουλος, Βαγγέλης Καραµανωλάκης
Ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήµιο
Paris I και ήταν διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών. Είναι πρόεδρος του Δ.Σ.
των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.
Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο
Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών.
Ο Φίλιππος Ηλιού (1931-2004) ήταν ιστορικός, πρόεδρος του Δ.Σ.
των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Στο πλουσιότατο
έργο του ασχολήθηκε, µεταξύ άλλων, µε τον Νεοελληνικό
Διαφωτισµό, την ιστορία του βιβλίου, την ιστορία του ελληνικού
κοµµουνιστικού κινήµατος.
Ο Νίκος Θεοτοκάς είναι καθηγητής του Τµήµατος Πολιτικής
Επιστήµης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήµιο.
Ο Νίκος Κοταρίδης είναι καθηγητής του Τµήµατος Κοινωνιολογίας,
Πάντειο Πανεπιστήµιο.
Ο Χρήστος Λούκος είναι οµότιµος καθηγητής Ιστορίας του
Πανεπιστηµίου Κρήτης.
Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι υποψήφιος δρ Ιστορίας στο
Πάντειο Πανεπιστήµιο.
Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός, υποψήφιος δρ
στο Πανεπιστήµιο Κρήτης.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, Προλεγόµενα:


Μερικές στοιχειώδεις υποµνήσεις..........................................................11
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΗΛΙΟΥ, H ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου-Ζέβγου .............................................15
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ, Το Εικοσιένα στην αριστερή
ιστοριογραφία του 20ού αιώνα...............................................................29
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΑΡΙΔΗΣ,
Προσλήψεις των κλεφτών
από τη µαρξιστική ιστοριογραφία............................................................45
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Παναγιώτης Καρατζάς:
Η βιογραφία ενός αγωνιστή του 1821.
Από την πρόσληψη στην ανάπλαση........................................................59
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ, Ο στρατηγός Μακρυγιάννης
και η ελληνική Αριστερά. Μια περίπτωση
συµβολικής αναδροµικής οικειοποίησης .............................................71
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ, Ο «κοινωνικός» Καποδίστριας.
Η αποκατάστασή του στις αριστερές συνειδήσεις ...........................83
Για τη σειρά
«Διαβάζοντας το παρελθόν»
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ κριτική και όχι παρηγορητική. Μια ιστορία αμφισβήτησης και
«ασέβειας», πέρα από στερεοτυπικές αναγνώσεις, βεβαιότητες και ηρωικές
γενεαλογίες. Μια ιστορία για τους ανθρώπους, τις λύπες και τις χαρές τους,
εκείνα που τους ενέπνευσαν και όσα τους τυράννησαν στο διάβα του
χρόνου. Μια ιστορία σε έναν συνεχή διάλογο με την ιδεολογία, την πολιτική,
την κοινωνία. Μια ιστορία που θα αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των
όσων προηγήθηκαν, καθώς και των προσεγγίσεών τους. Μια ιστορία όχι
για να διδαχθούμε, αλλά για να συλλογιστούμε τις αναλογίες του χθες με το
σήμερα.
Για μια τέτοια ιστορία θέλουμε να μιλήσουμε μέσα από τις σελίδες της
σειράς «Διαβάζοντας το παρελθόν», που ξεκινά σήμερα και θα συνοδεύει,
σε μηνιαία βάση, την «Αυγή» της Κυριακής. Καρπός της συνεργασίας της
εφημερίδας με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) επιδιώκει
να ξαναδιαβάσει το παρελθόν με τα γυαλιά του σήμερα, να ξαναγυρίσει, εκ-
κινώντας από το τώρα σε παλιές ιστορίες. Ιστορίες πολλές και ποικίλες,
αντλημένες από τον πλούτο των συλλογών των ΑΣΚΙ και όχι μόνο· θέματα
και έννοιες συνυφασμένα με την επικαιρότητα και τα ερωτήματα που αυτή
γεννά. Να ξαναθυμηθούμε παλιά κείμενα που έχουν πια ξεχαστεί. Να συν-
τροφέψουμε τις νέες συνεργασίες με παλαιότερες μελέτες, τον προβληματι-
σμό των οποίων θεωρούμε ότι αξίζει να συνδέσουμε με τις σύγχρονες
αναζητήσεις μας. Όλα αυτά, στο πλαίσιο μιας γενικότερης επιδίωξής μας
στα ΑΣΚΙ, να παρέμβουμε στη δημόσια ιστορία, υπερβαίνοντας τα στερεό-
τυπα τα οποία κυριαρχούν σε αυτήν και τα οποία απέχουν από τις κατα-
κτήσεις των σύγχρονων ιστορικών προσεγγίσεων.
Ευτυχής συγκυρία: η σειρά ξεκινά με ένα αφιέρωμα στην Επανάσταση
του 1821 και την Αριστερά. Στιγμή εκκίνησης του ελληνικού κράτους, ο
Αγώνας αποτέλεσε, από τότε έως τώρα, σταθερό σημείο ιστορικής μελέτης
και κυρίως εξέχον διακύβευμα, όπως αποτυπώνεται και στις σελίδες που
ακολουθούν, στις ιδεολογικές ζυμώσεις εντός και εκτός Αριστεράς.

ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 9
Χαρακτικό της Λουκίας Μαγγιώρου, από το λεύκωµα «Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά»
που κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 1945 από την «Οµάδα των Καλλιτεχνών και Λογο-
τεχνών της Εθνικής Αντίστασης» (έκδοση «Ο Ρήγας»), µε ξυλογραφίες Γιώργου Βελισ-
σαρίδη, Α. Τάσσου και Λουκίας Μαγγιώρου.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
10 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Προλεγόμενα: Μερικές
στοιχειώδεις υπομνήσεις
ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Η ΕΚΦΡΑΣΗ «μια αριστερή ερμηνεία του 1821», που πολλές φορές έχουμε
ακούσει και διαβάσει, είναι προφανώς ατυχής: η Αριστερά δεν είναι κοσμο-
θεωρητικώς ενιαία, και στα καθ’ ημάς η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιστοι-
χούσε σε κείνη στην οποία ανήκε και ο Μαρξ· είναι μεταγενέστερης κοπής.
Η σωστή διατύπωση θα ήταν «μαρξιστικές ερμηνείες του 1821», και
μάλιστα κομματικές ερμηνείες, υπόφορες, δηλαδή, της αρχής της κομματι-
κότητας στην ιστορία. Η γενεαλογία της μαρξιστικής ερμηνείας της νεοελ-
ληνικής κοινωνίας θα τοποθετούνταν στα 1919, χρόνο έκδοσης του έργου
του Γ. Σκληρού Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού. Πρόκειται για το
μαρξιστικό έδρασμα μιας κοινωνικής ιστορίας, όπου αναδεικνύεται η αστική
τάξη. Το 1924 ο Γιάνης Κορδάτος, με το έργο του Η κοινωνική σημασία της
Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, θεωρεί την επανάσταση αυτή αστική.
Πριν σχολιάσουμε την έννοια της ελληνικής αστικής τάξης, ας
περάσουμε στον αντίποδα του Κορδάτου, δηλαδή στο έργο του Γιάννη Ζέ-
βγου που γράφεται το 1942, εκδίδεται το 1944 και επανεκδίδεται στα Νέα
Βιβλία το 1945. Για τον Ζέβγο η επανάσταση δεν είναι αστική. Αν ήταν
αστική ποια θα ήταν η επόμενη; Σύμφωνα με την εγγενή για τους μαρξιστές
θεωρία των σταδίων, θα έπρεπε να είναι σοσιαλιστική, ενώ η πραγματικό-
τητα, όπως την εκλάμβανε το ΚΚΕ, οδηγούσε στον αστικοδημοκρατικό με-
τασχηματισμό. Το κείμενο του Φίλιππου Ηλιού Η ιδεολογική χρήση της ιστο-
ρίας, που αναδημοσιεύεται σ’ αυτόν εδώ τον τόμο, διαφωτίζει το ερώτημα
που θέσαμε.
Παρεπόμενο αυτών των ερμηνειών, στις οποίες αναφερθήκαμε με
τρόπο άκρως συνοπτικό, ήταν η άποψη για το «ημιτελές 1821», το οποίο για
τον Γιώργο Βαλέττα το 1946 θα γίνει Το προδομένο Εικοσιένα. Στις μαρξι-
στικές ή μαρξίζουσες ερμηνείες θα υπεισέλθει και η λαϊκιστική, όπως θα την
ονομάζαμε σήμερα, ερμηνεία με ενδεικτική περίπτωση το βιβλίο του Γ. Λαμ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 11
πρινού, Μορφές του Εικοσιένα (1942, 1945), παρά τις διεισδυτικές του
αναλύσεις, όπως λ.χ. στη βιογραφία του Οικονόμου της Ύδρας. Από κει και
πέρα, η αντίθεση Κορδάτου και των υπολοίπων θα οδηγήσει σε επιλεκτικές
συνθέσεις που απαλύνουν τη αντιθετικότητα, την οποία ο Κορδάτος δεν την
αποδέχτηκε και έφτασε στο σημείο να κάνει λόγο για «κομπογιαννίτες της
ιστορίας».
Ένας μαρξιστής ιστορικός θα χρησιμοποιούσε ορισμένες βασικές έν-
νοιες: τρόπος παραγωγής, παραγωγικές σχέσεις, τυπολογία της αγοράς, για
να αναχθεί στην έννοια του κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος εμπεριέχει
τη βάση και το εποικοδόμημα. Σπερματικώς υπάρχουν όλα αυτά, αλλά όχι σε
συνεκτική σύνθεση. Ας μου επιτραπεί να θυμίσω ορισμένα σημερινά κεκτη-
μένα της ιστοριογραφίας: η φερόμενη ως αστική τάξη δεν είναι ενιαία. Οι οι-
κονομικές της λειτουργίες δεν συνεπάγονται αναίρεση του τρόπου παρα-
γωγής. Με δυο λόγια ο εμπορευματικός καπιταλισμός έχει ως έδρασμα τον
κατεξοχήν τρόπο παραγωγής που εδράζεται στην αγροτική οικονομία. Επι-
πλέον, στην αγορά συμμετέχουν οι άμεσοι αγροτικοί παραγωγοί και οι με-
ταπράτες, με τη διαφορά ότι η αγορά δεν είναι συνεχής αλλά βαθμιδωτή.
Τούτο σημαίνει ότι αναγόμαστε στην έννοια της υποχρεωτικής εμπορευμα-
τοποίησης και του συνδρόμου της, δηλαδή του υποχρεωτικού εκχρηματι-
σμού. Αυτού του τύπου η προβληματική απουσιάζει από τους ιστορικούς
στους οποίους αναφερθήκαμε, και τούτο είναι φυσικό γιατί ο Κούλα (Witold
Kula) έρχεται πολύ αργότερα. Κοντολογίς, η οικονομική ιστορία δεν υπει-
σέρχεται παρά με ωχρό τρόπο στις μαρξιστικές και συνάμα κομματικές ελ-
ληνικές προσεγγίσεις για την ερμηνεία της Επανάστασης του 1821.
Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω το αυτόδηλο, ότι η Επανάσταση ήταν
έργο των κατακτημένων εναντίον μιας κοινωνίας που, όπως εξήγησε ένας
σύγχρονος τούρκος μαρξιστής, ο Ντιβιτζίογλου (Sencer Divitçioğlu), ήταν
στο σύνολό της κατακτητική, αλλά όχι στο σύνολο εκμεταλλευτική. Είναι αυ-
τονόητο ότι η διχοτομία αυτή δεν μπορούσε να αναχθεί σε μια κοινή ταξικό-
τητα κατακτητών και κατακτημένων. Ωστόσο, η μαρξιστική ελληνική ιστοριο-
γραφία δεν δίστασε να αναχθεί στην κοινή ταξικότητα κατακτητών και κα-
τακτημένων στην περίπτωση των κατακτημένων ηγεσιών που φέρονταν με
τα ονόματα κοτζαμπάσηδες, προύχοντες, πρόκριτοι, τζορμπατζήδες. Βε-
βαίως, η ταύτιση ήταν παλαιότερη, πριν ακόμα από την Επανάσταση του
1821. Συνεχίζοντας με τα αυτόδηλα, ας θυμίσω ότι πριν από το ’21 υπήρ-
ξαν άλλες εξεγέρσεις υποκινημένες κατά κανόνα από ξένες δυνάμεις, όχι
όμως πάντοτε. Οι πρώτες προϋπέθεταν μια κρατική εδαφικότητα, δηλαδή

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
12 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα διαφορετικό από
την οικουμενικότητα του Ρήγα Βελεστινλή, που απέβλεπε στην ανατροπή
των πολιτικών όρων της κατάκτησης. Έτσι, η συνέχεια του οράματος του
Ρήγα και του ’21 δεν είναι δεδομένη, παρά το γεγονός ότι η επανάσταση
στις ηγεμονίες μοιάζει να ανταποκρίνεται στην εδαφικότητα του Ρήγα Βελε-
στινλή.
Εξυπακούεται ότι οι πριν από το 1821 εξεγέρσεις δεν είχαν παρά έναν
κοινό χαρακτήρα, εκείνον της ανατροπής της κατάκτησης: το κοινωνικό τους
περιεχόμενο ήταν φυσικά διαφορετικό. Η Επανάσταση του 1821 διαφέρει
από τις προηγούμενες, ανάμεσα στα άλλα, γιατί ενέχει τη δική της
ταξικότητα, προσδιοριζόμενη κυρίως από τις οικονομικές λειτουργίες: καρ-
πωτές των δημοσίων προσόδων, έμποροι, διαμετακομιστές και συγχρόνως
έμποροι, θαλάσσιοι διαμετακομιστές που οι ισχυρότεροι γίνονται επενδυτές
κεφαλαίων, έμποροι των μεγάλων και μικρών αποστάσεων, με δυο λόγια
συντελεστές μιας πολύμορφης αγοράς που δεν ενοποιείται, και που για να
γίνει εθνική αγορά θα πρέπει να συγκροτήσουν οι επαναστατημένοι το κρά-
τος τους. Αναφέρθηκα σε ορισμένα συστατικά στοιχεία του κοινωνικού, οι-
κονομικού και πολιτικού πολυπλέγματος. Υπάρχει και ένα άλλο συστατικό
στοιχείο του πολυπλέγματος αυτού, το πολιτισμικό. Πρόκειται, εξυπακούεται,
για τους διανοούμενους, τους λογίους όπως τους έλεγαν: αυτοί δεν έκαμαν
την Επανάσταση, αλλά προσπάθησαν να ασκήσουν την αρμοδιότητά τους,
δηλαδή να την εννοιολογήσουν.
Το ’21 δεν μπορούσε, μέσα στη συγκυρία του, παρά να είναι δημοκρα-
τικό. Τούτο σημαίνει ότι η δημοκρατικότητα, έκφραση της οποίας είναι τα
Επαναστατικά Συντάγματα, ήταν ενιαία: στηριζόταν σε προγενέστερες τοπι-
κότητες με τις αυθεντίες τους, οι οποίες ανακατατάχθηκαν στη διάρκεια της
Επανάστασης με τους ηγετικούς ρόλους των στρατιωτικών και με τη μεταλ-
λαγή της παραδοσιακής, συντεχνιακού χαρακτήρα βιοτεχνίας, σε μια βιοτε-
χνική παραγωγή, προάγγελο της μικροεπιχείρησης που διαλύεται σήμερα.
Ίσως θεωρηθεί πως ξεφύγαμε από το ζήτημά μας, τον κοινωνικό χαρα-
κτήρα της Επανάστασης του 1821· ωστόσο, το 1821 ήταν μια τομή, αλλά
συγχρόνως και μια μεταλλασσόμενη συνέχεια. Οι κοινοί τόποι τους οποίους
υπενθύμισα ίσως να είναι βοηθητικοί για μια μαρξική ερμηνεία της γενεσι-
ουργής στιγμής της εθνικής μας υπόστασης, όπου το βάρος πέφτει στην
εσωτερική, και όχι τόσο εξωτερική διαλεκτική, δηλαδή στους τοπικούς και
όχι διεθνείς πόλους της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού εθνικού κρά-
τους. Επανερχόμενος στην αστική τάξη και στο σύνδρομό της, τον καπιταλι-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 13
σμό, ας θυμίσουμε απλά και μόνο τον τίτλο του βιβλίου του Σεραφείμ Μάξι-
μου Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού (1945). Και πάλι πρόκειται για τους
εμπόρους και τους ναυτικούς.
Με την ευκαιρία, σε συνάφεια με την εξωτερική διαλεκτική, ας σημει-
ώσουμε ότι η Φιλική Εταιρεία δεν εντάχθηκε επαρκώς στο πολύπλεγμά της,
δηλαδή στην ύπαρξη παρομοίων εταιρειών σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο:
Φιλικές Εταιρείες, αλλά και Καρμπονάροι. Επίσης, παρά τις εργασίες του Α.
Ανδρεάδη, η ιστορία των δανείων δεν συνδέθηκε με τη νομιμοποίηση από
την πλευρά των βρετανικών χρηματιστικών κεφαλαίων των επαναστατικών
κυβερνήσεων, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην περίπτωση της Επα-
νάστασης του 1821. Ο τύπος του ιστορικού σήμερα έχει αλλάξει από τους
προπάτορες, ορισμένους από τους οποίους μνημονεύσαμε επιλεκτικά:
όπως είχε πει ο Τοπόλσκι (Jerzy Topolski), η δύναμη του μαρξισμού έγκειται
στην ικανότητά του να απορροφά ό,τι έρχεται από παράλληλες προβάσεις,
στην περίπτωσή μας προβάσεις ιστοριογραφικές.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
14 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
H ιδεολογική χρήση
της ιστορίας
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΟΡΔΑΤΟΥ-ΖΕΒΓΟΥ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΗΛΙΟΥ

Η ΟΞΥΤΑΤΗ πολεμική που, με αφορμή το χαρακτήρα της Ελληνικής Επα-


νάστασης του 1821, αντιπαράθεσε, από το 1933 ως το τέλος, περίπου, της
ζωής τους, τον Γιάννη Ζέβγο και τον Γιάνη Κορδάτο θέτει, για μια ακόμα,
πολλοστή, φορά το σύνθετο πρόβλημα της σχέσης του ιστορικού με το αν-
τικείμενο της επιστήμης του, την ιστορία. Και το εμφανίζει μέσα από ένα πρί-
σμα που επιτρέπει να διακριβωθεί, με αρκετή σαφήνεια, πώς η ιδεολογική
λειτουργία της ιστορίας, που συμβαδίζει, ακόμα, με την αντικειμενική γνώση
της, μπορεί να διολισθήσει προς την ιδεολογική χρήση της ιστορίας και προς
μια μυθοποίηση του παρελθόντος, που, μέσα από πολλαπλές διαθλάσεις και
παραμορφώσεις, επιτρέπει να φορτιστούν σύγχρονα προβλήματα με τη δυ-
ναμική μιας τεχνητής ιστορικής μνήμης: μέσα από σχήματα αυτού του
είδους ενισχύονται και ζωογονούνται, «ιδεολογικά», σύγχρονοι αγώνες,
στους οποίους παρέχονται η δικαίωση της συνέχειας και μια «προγονική
κληρονομιά» που ζητά την ολοκλήρωσή της από σύγχρονους φορείς, που
δεν βρίσκονται, αναγκαστικά, σε σχέση συνέχειας μαζί της.
Με τον τρόπο αυτό το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά
του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά
και αγνοώντας τούς μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουργία των κοινωνι-
κών συνόλων. Η «ιστορική νομοτέλεια», οι «νόμοι» που διέπουν την κίνηση
της ιστορίας, μεταβάλλονται, έτσι, από στοιχεία απομυθοποίησης και αντι-
κειμενικής προσέγγισης των κοινωνικών πραγματικοτήτων, σε ιδεολογικά
προϊόντα που επιτρέπουν στην ιδεολογικοποιημένη και ιδεολογίζουσα ιστο-
ριογραφία να εμφανίζεται με την πανοπλία της αντικειμενικότητας και της

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 15
επιστημοσύνης, πολλαπλασιάζοντας, έτσι, την εμβέλειά της. Μέσα από αυτή
τη διαδικασία επιτελείται, αδιόρατα πολλές φορές, η διολίσθηση από το
χώρο «των νόμων που καθορίζουν την ιστορική κίνηση», στο χώρο «των δι-
δαγμάτων της ιστορίας»: η αντικειμενική γνώση παραχωρεί, έτσι, τη θέση
της στην ηθικολογία και στο φρονηματισμό.
Ξέρουμε, βέβαια, πως κάθε ιστορικό έργο (και κάθε πολεμική γύρω από
τα προβλήματα της ιστορίας) αποτελεί προσέγγιση στη διερεύνηση του αν-
τικειμένου της ιστορικής επιστήμης και ταυτόχρονα έκφραση των βεβαιοτή-
των ή των αναζητήσεων της εποχής που το εξέθρεψε. Κινείται, έτσι, σε δύο
επίπεδα και επιτελεί μια διπλή λειτουργία (κοινή, άλλωστε, στο σύνολο των
λεγομένων κοινωνικών επιστημών): σαν φορέας γνώσης ή τεχνικών για τη
γνώση του παρελθόντος (και, στις καλές περιπτώσεις, που είναι, τελικά, και
οι μόνες ουσιαστικά ενδιαφέρουσες: σαν φορέας μιας γενικής μεθόδου που
επιτρέπει την κατανόηση των μηχανισμών που καθορίζουν τη συνολική λει-
τουργία δεδομένων κοινωνικών σχηματισμών)· και παράλληλα/ταυτόχρονα
σαν έκφραση ή σαν φορέας μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης, κάθε φορά, συ-
νολικής αντίληψης ή ιδεολογίας, που, φορτίζοντας το παρελθόν με την προ-
βληματική του παρόντος ή, αντίστροφα, ζητώντας να επιβάλει στο παρόν
σχήματα και λειτουργίες παλαιότερων εποχών, επιδιώκει, και πολύ συχνά
πετυχαίνει, να εξασφαλίσει την εσωτερική ιδεολογική συνοχή κοινωνικών
τάξεων ή κοινωνικών ομάδων και να διευκολύνει τη διεκδίκηση από αυτές
ενός «ιστορικά δικαιωμένου» ηγεμονικού ρόλου στο πλαίσιο μιας δοσμένης
κοινωνίας.
Όσο κι αν η διαχωριστική γραμμή είναι, μερικές φορές, δυσδιάκριτη,
ωστόσο η απόσταση είναι τεράστια ανάμεσα στην εγγενή ιδεολογική λει-
τουργία του ιστορικού έργου και στην ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Σε όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας, και ιδιαίτερα από την
εποχή της διαμόρφωσης του ελεύθερου ελληνικού κράτους, η ελληνική
ιστορική επιστήμη παρουσιάζει μια σταθερή απόκλιση προς την έντονη ιδε-
ολογική χρήση της ιστορίας, που πάγια καλείται να υπηρετήσει κάποιους
σκοπούς άλλους από τους δικούς της: «ό,τι πρέπει να ισχύει, είναι το εθνικό
κριτήριο. Γιατί ό,τι εθνικό είναι κι αληθινό» έγραφε, πολύ πρόσφατα, ένας
ιστορικός μας, ξεχνώντας, μάλλον, πως στα τελευταία 150 χρόνια αυτή
είναι, ακριβώς, η τάση που, παρά κάποιες εξαιρέσεις, κυριαρχεί στην ελλη-
νική ζωή, παραποιώντας για «εθνικούς» σκοπούς την εθνική ιστορία.
Τελικά, όπως έχει παρατηρηθεί σε διάφορες ευκαιρίες από πολλούς
ιστορικούς, από την επιστήμη της ιστορίας έχουν ζητηθεί πολλά ή πολύ λίγα:

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
16 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
η πείρα του παρελθόντος, που φωτίζει την πορεία του μέλλοντος, τα «μα-
θήματα της ιστορίας», οι «νόμοι», τους οποίους, όταν γνωρίζει κανείς, προ-
σανατολίζει σωστά τη δράση του κ.λπ., όλα αυτά στηριγμένα στη σύγχυση
που μπορεί να προκαλέσει η μεταφορά των ρυθμών της μακράς ιστορικής
διάρκειας και του μακρού ιστορικού χρόνου στη μικρή και στη μέση διάρκεια
και η ανάδειξη των συμβαντολογικών και των συγκυριακών φαινομένων
σε εκπροσωπευτικούς δείκτες υποθετικών δομών. Η ίδια «αρκείται σε πολύ
λιγότερα που είναι ήδη αρκετά»: να μπορέσει, τελειοποιώντας τα μέσα της
και τις τεχνικές της, να συλλάβει και να εννοήσει τους μηχανισμούς που διέ-
πουν τη λειτουργία, την κίνηση των κοινωνικών σχηματισμών. Στο μέτρο
που το επιτυγχάνει γίνεται μια επιστήμη επαναστατική από αυτό και μόνο το
γεγονός. Και ξέρει τότε πως η ιδεολογική χρήση της ιστορίας αποτελεί κι
αυτή μια ιστορική εκδήλωση που παρεμβαίνει με ένταση και με αποτελε-
σματικότητα στις ιστορικές λειτουργίες, όσο κι αν μυθοποιεί την πραγματι-
κότητα που θεωρεί πως αποδίδει: κι από την άποψη αυτή μετατρέπεται κι η
ίδια σε ιστορία και σε αντικείμενο της ιστορικής επιστήμης.
Ο Μαρξ, στον καιρό του, επισήμανε την πολλαπλή λειτουργία και χρήση
της ιστορίας και με όλο του το έργο προσπάθησε και επέτυχε να απομυθο-
ποιήσει τις κοινωνικές λειτουργίες για να αναδείξει τους αντικειμενικούς
παράγοντες που παρεμβαίνουν στις ιστορικές διαδικασίες. Αυτό δεν εμπό-
δισε πολλούς μαρξιστές και, πάντως, τους φυσικούς φορείς της μαρξιστικής
θεωρίας, τα κομμουνιστικά κόμματα, να προσφύγουν στην ιδεολογική
χρήση της ιστορίας. Σ’ αυτό συντέλεσε, βέβαια, και η οξύτητα των κοινωνι-
κών αγώνων, που οδηγούσε, αυτόματα σχεδόν, στο μηδενισμό της
ιστορικής παράδοσης του αντιπάλου. Αλλά τα σχετικά φαινόμενα πολλαπλα-
σιάστηκαν από την εποχή, κυρίως, που εναλλασσόμενες ιστορικές
ερμηνείες ήρθαν, στο πρώτο σοσιαλιστικό κράτος του κόσμου, να υπηρετή-
σουν βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες.

e e e

Η συζήτηση Ζέβγου-Κορδάτου για το χαρακτήρα της Επανάστασης του


1821 εικονογραφεί καλά αυτή την κατάσταση.
Αν αφαιρέσει κανείς την οξύτητά της (που εξηγείται και από τους πολιτι-
κούς λόγους που θα αναφερθούν στη συνέχεια και από την εμπλοκή της με
τις διεθνιστικές επιλογές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος: ο Κορ-
δάτος θεωρήθηκε, εκείνη την εποχή, τροτσκιστής)· αν αφαιρέσει και το

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 17
υβρεολόγιο (τα κείμενα του Κορδάτου και του Ζέβγου κάθε άλλο παρά απο-
τελούν εξαίρεση σε σύγκριση με τα κείμενα πολεμικής της εποχής, όσα προ-
έρχονται από τον ελληνικό και τον διεθνή μαρξιστικό χώρο)· αν τα
αφαιρέσει κανείς όλα αυτά και σταθεί μόνο στην ουσία της διαφωνίας, θα
διαπιστώσει πως, ουσιαστικά, ο λόγος δεν είναι μόνο, και δεν είναι τόσο, για
τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αλλά, κυ-
ρίως (όσο κι αν αυτό το θέμα δεν εμφανίζεται σε πρώτο επίπεδο), για το χα-
ρακτήρα της κοινωνικής επανάστασης που οραματίζονται οι έλληνες κομ-
μουνιστές στην τρίτη και στην τέταρτη δεκαετία του εικοστού αιώνα.
Ο Γιάνης Κορδάτος, με το προδρομικό του έργο Η κοινωνική σημασία
της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 (πρώτη έκδοση: Αθήνα 1924) και
με τα έργα του που ακολούθησαν, μεταφέρει, με μηχανικό τρόπο, στη νε-
οελληνική ιστορία τους «κανόνες» της μαρξιστικής μεθόδου και εμφανίζει,
σχηματοποιημένο στο έπακρο, το κλασικό μαρξιστικό σχήμα της διαδοχής
των οικονομικοκοινωνικών συστημάτων: η ελληνική αστική τάξη, δημιούρ-
γημα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων, που στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας έρχονται σε σύγκρουση με τις φεουδαρχικές πα-
ραγωγικές σχέσεις, πραγματοποιεί την Επανάσταση του 1821· η επανά-
σταση αποτελεί «ένα εθνικό κίνημα της ελληνικής αστικής τάξεως, της τά-
ξεως των εμπόρων και εφοπλιστών της τότε εποχής». Η επανάσταση έχει
εθνικό αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα και από την άποψη αυτή η αστική τάξη
«υπήρξεν» ...«προοδευτική τάξις» γιατί «απήλλαξεν τον ελληνικόν λαόν από
τον τουρκικό ζυγόν, εν μέρει όμως μας απήλλαξε και από τον φεουδαρχι-
σμόν». Αργότερα, «η ελληνική αστική τάξις» ...«όταν κατέλαβε την πολιτικήν
εξουσίαν μετεβλήθη και αυτή εις αντιδραστικήν τάξιν απέναντι του εργαζό-
μενου λαού των πόλεων και των χωρίων». Ύστερα από το 1880,

η παλαιά αστική τάξις μετασχηματίζεται εις τάξιν κεφαλαιοκρατικήν


[…] η αντιδραστικότης της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας αυξάνει και
[…] μετατίθεται η πάλη των τάξεων εντελώς προς το μέρος των κε-
φαλαιούχων και εργατών, δηλαδή μεταξύ κεφαλαίου και εργατιάς
ενώ κατά τούς χρόνους της Επαναστάσεως και επί μακρόν κατόπιν η
πάλη διεξήγετο κυρίως […] μεταξύ φεουδαρχίας και αστικής τάξεως.

Τώρα πια, προοδευτική είναι «μόνον η οργανωμένη εργατική τάξις»,

που διά της Κοινωνικής Επαναστάσεώς της θα γίνει όχι μόνον ο κα-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
18 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ταλύτης των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της αλλά και ο
Ελευθερωτής όλων των καταπιεζομένων μαζών.1

Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το σχήμα που προτείνει ο Κορδάτος


δεν εκφράζει μόνο μια, σχετικά αδέξια, προσπάθεια εφαρμογής της μαρξι-
στικής θεωρίας στη νεοελληνική ιστορία. Εκφράζει, παράλληλα, και τη
στρατηγική σύλληψη των ελλήνων κομμουνιστών της εποχής για τον σο-
σιαλιστικό χαρακτήρα που θα έχει, «νομοτελειακά», η κοινωνική επανά-
σταση στην Ελλάδα, τον εικοστό αιώνα.
Όμως, παρά τις σχηματοποιήσεις και τις απλουστεύσεις που περιέχει
(και που, μερικές φορές, φτάνουν στα όρια της παρανόησης των πηγών ή,
ακόμα, και του βιασμού των γεγονότων για ν’ ανταποκριθούν σ’ ένα προκα-
τασκευασμένο σχήμα) και παρά τη συστηματική αδιαφορία για μερικούς
στοιχειώδεις όρους της τεχνικής της ιστορικής έρευνας, το έργο του Γιάνη
Κορδάτου -και ιδιαίτερα το έργο της πρώτης συγγραφικής του περιόδου-
σημαδεύει την ιστορία της νεοελληνικής σκέψης, της μαρξιστικής και της
υπόλοιπης.
Κι αυτό οφείλεται, πρώτιστα, στο γεγονός ότι εισάγει στο χώρο της νε-
οελληνικής προβληματικής, με αποφασιστικότερο (γιατί πολύ πιο συγκεκρι-
μένο και πιο συνολικό) τρόπο απ’ ό,τι πριν απ’ αυτόν είχε επιχειρήσει ο Γ.
Σκληρός και όσοι αποσπασματικά είχαν προσεγγίσει, από μαρξιστική σκοπιά,
τη νεοελληνική ιστορία, τις βασικές μαρξιστικές κατηγορίες που ζωογό-
νησαν και ανανέωσαν την ιστορική σκέψη του αιώνα μας.
Από την άποψη αυτή, το έργο του Κορδάτου ανανεώνει, επαναστατικά,
την ελληνική ιστοριογραφία, ενώ, παράλληλα, παρέχει στο ελληνικό
εργατικό κίνημα μια πρώτη σύνθεση, που του επιτρέπει να διαφοριστεί και
να αυτονομηθεί από την ενοποιητική και αφομοιωτική ιδεολογία που απορ-
ρέει από την παπαρρηγοπούλεια ιστορική σύνθεση, την οποία αναπαράγουν
και επιβάλλουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί των ελληνικών κυρίαρχων τά-
ξεων.
Από κει και πέρα, και αφού είχε γίνει η αρχή, θα μπορούσε να περιμένει
κανείς ότι η δημιουργική εφαρμογή της μαρξιστικής μεθόδου στο χώρο της
νεοελληνικής ιστορίας θα προχωρούσε προς μια κατεύθυνση που θα οδη-
γούσε στην υπέρβαση των αδυναμιών του έργου του Κορδάτου. Μια νέα
σύνθεση ήταν αναγκαία, που προϋπόθετε νέες έρευνες και συγκεκριμένες
αναλύσεις της νεοελληνικής πραγματικότητας. Και παρότι ο ίδιος ο Κορδά-
τος, όπως έδειξε και το μεταγενέστερο έργο του κι όπως τον ανάγκασαν οι

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 19
όροι της ζωής του, δεν ήταν εκείνος που θα μπορούσε να την επιχειρήσει,
ήταν ωστόσο ο άνθρωπος που είχε ανοίξει το δρόμο για την πραγματοποί-
ησή της. Ύστερα από μια πρώτη περίοδο, στη διάρκεια της οποίας η οξύτατη
ανάγκη του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος να αποχτήσει τη δική του
ταυτότητα και μια ιδεολογική αυθυπαρξία, συνδυασμένη με την έλλειψη
συγκροτημένης παράδοσης, οδηγούσε στο μιμητισμό και στη μηχανική με-
ταφορά «μαρξιστικών συνταγών», θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο
δρόμος θα άνοιγε προς δημιουργικότερες, πληρέστερες και, κατά συνέπεια,
αντικειμενικότερες μαρξιστικές προσεγγίσεις της νεοελληνικής ιστορίας.
Τελικά όλα αυτά δεν έγιναν στον καιρό τους και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό
εξακολουθούν να αποτελούν τα desiderata και της ελληνικής μαρξιστικής
σκέψης και της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Αντίθετα, το 1933, επισημοποιήθηκε, όχι η υπέρβαση του έργου τού
Κορδάτου, αλλά η άρνησή του. Κι αυτό όχι γιατί νέες έρευνες και νέες ανα-
λύσεις έφεραν στο φως νέα δεδομένα, που επέβαλλαν μια καινούργια θέ-
αση του νεοελληνικού ιστορικού χώρου, αλλά γιατί μια νέα πολιτική, στο
χώρο του ΚΚΕ, μια νέα εκτίμηση για το χαρακτήρα της επικείμενης επανά-
στασης, αναζητούσε και μια νέα ιστορική θεμελίωση.
Έτσι, αντί να υπάρξει υπέρβαση του μηχανιστικού τρόπου με τον οποίο ο
Κορδάτος εφάρμοσε τον ιστορικό υλισμό στη νεοελληνική ιστορία και την
ελληνική ιστορία στον ιστορικό υλισμό, πραγματοποιήθηκε μια μετάβαση
προς μια καθαρά ιδεολογική και πολιτική χρήση του νεοελληνικού ιστορικού
παρελθόντος, για να αναδειχτεί η άξια και για να δικαιωθεί μια σύγχρονη
πολιτική γραμμή.

e e e

Αυτή η πλευρά υπάρχει έντονα και στο έργο του Κορδάτου. Όπως σημεί-
ωσα και προηγούμενα, τα πρώτα έργα του (Η κοινωνική σημασία..., η Νε-
οελληνική Πολιτική Ιστορία και η Εισαγωγή εις την ιστορίαν της ελληνικής
κεφαλαιοκρατίας) στηρίζονται, γενικά, στη μαρξιστική θεωρία, αλλά εκφρά-
ζουν, ειδικότερα, την αντίληψη που επικρατούσε εκείνη την εποχή στους
κόλπους του οργανωμένου ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος για το χα-
ρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα της δεκαετίας 1920-1930: θεωρεί-
ται, δηλαδή, πως ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός του τόπου έχει,
ουσιαστικά, πραγματοποιηθεί από την αστική τάξη στη φάση της προοδευ-
τικής περιόδου της και, κατά συνέπεια, για το ελληνικό εργατικό κίνημα τί-
θεται πια το πρόβλημα της «σοσιαλιστικής προλεταριακής επανάστασης» και

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
20 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
της δικτατορίας τού προλεταριάτου, που θα οδηγήσουν στον σοσιαλιστικό
μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας:

το Κόμμα μας οφείλει να αποκαλύψη εις τας μάζας τον αληθινό χα-
ρακτήρα του δημοκρατικού κινήματος και της μορφής του αστικού
δημοκρατικού πολιτεύματος, να διαφωτίση αυτάς επί της στάσεώς
του και να τας κατευθύνη προς την αληθινήν δημοκρατίαν των
σοβιέτ των εργατών, χωρικών και στρατιωτικών […] Το Κόμμα μας
θέτει το σύνθημα της εργατοαγροτικής κυβερνήσεως […] η εργατο-
αγροτική κυβέρνησις θα είναι το πρώτον βήμα προς την απελευθέ-
ρωσιν του ελληνικού προλεταριάτου των πόλεων και των αγρών
από το καθεστώς της πλουτοκρατίας και η απαρχή της εφαρμογής
τού σοσιαλισμού εν Ελλάδι

διακηρύσσει το εκλογικό πρόγραμμα του ΚΚΕ το Νοέμβρη του 1923, λί-


γους μήνες πριν από την έκδοση της Κοινωνικής σημασίας τού Κορδάτου.
Κι ο Κορδάτος, όπως είναι γνωστό, βρίσκεται εκείνη την εποχή στην ηγεσία
του ΚΚΕ.
Παρά κάποιες διακυμάνσεις που παρουσιάστηκαν στα επόμενα χρόνια,
η στρατηγική αυτή σύλληψη κυριαρχεί στο ΚΚΕ ως τα 1933/1934. Στην
απόφαση για το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης που δημο-
σιεύτηκε τον Απρίλη του 1930, γίνεται η εκτίμηση ότι

η Επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι επανάσταση προλεταριακή που


θάχει να εκπληρώσει και καθήκοντα αστικοδημοκρατικά μεγάλης
ευρύτητας […] Το ΚΚΕ οφείλει, σύμφωνα με το στρατηγικό του
σκοπό, της ανατροπής του καπιταλισμού με την προλεταριακή επα-
νάσταση, από τον οποίο απορρέει το σύνθημα: εργατοαγροτική κυ-
βέρνηση (δικτατορία του προλεταριάτου), να ρυθμίσει την τακτική
γραμμή.

Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, το έργο του Κορδάτου μπορεί να λει-


τουργήσει, ακόμα, ιδεολογικά, στο χώρο των ελλήνων κομμουνιστών, έστω
κι αν ο ίδιος ο Κορδάτος έχει απομακρυνθεί από την ηγεσία και τις οργανω-
μένες δυνάμεις του ΚΚΕ: ως τα 1932 και ο ίδιος εξακολουθεί να συνεργά-
ζεται μαζί τους και το ΚΚΕ εξακολουθούσε να συνιστά τα βιβλία του «για τη
μορφωτική διαπαιδαγώγηση των μελών του».

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 21
Όμως όλα αυτά αρχίζουν να αλλάζουν από το 1931, χρόνο αποφασιστι-
κών μεταβολών στην ηγεσία του ΚΚΕ και αφετηρία ριζικών επανεκτι-
μήσεων της στρατηγικής του, που ολοκληρώθηκαν, προσωρινά, στην 6η
Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ το Γενάρη του 1934. Δεν είναι
αναγκαίο να παρακολουθήσουμε, εδώ, τη σημασία της αλλαγής αυτής, τους
όρους που την προκάλεσαν και τις επιπτώσεις της στην ιστορία του τόπου.2
Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει θα συγκρατήσουμε, μόνο, το κεντρικό
σημείο της αλλαγής, που έγκειται στη νέα εκτίμηση για το χαρακτήρα της
«επικείμενης Επανάστασης».
Πραγματικά, και σε ριζική αντίθεση με τις προηγούμενες τοποθετήσεις,
η νέα ηγεσία του ΚΚΕ εκτιμά ότι «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και
των αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις
γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Όμως
αυτή, η αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα επανάσταση, θα γίνει χωρίς τη συμ-
μετοχή κανενός τμήματος της αστικής τάξης και εναντίον της, γιατί αυτή βρί-
σκεται συνολικά τοποθετημένη στο στρατόπεδο της αντίδρασης: «κινητήριες
δυνάμεις της επανάστασης στην Ελλάδα είναι η εργατική τάξη και οι φτω-
χομεσαίες μάζες της αγροτιάς στην πάλη κατά της αντεπαναστατικής
μπουρζουαζίας που υποστηρίζεται από τους πλούσιους αγρότες», συμπλη-
ρώνει η 6η Ολομέλεια του 1934.
Ο Γιάννης Ζέβγος θα συμβάλει, αποφασιστικά, στην εκλαΐκευση της νέας
θεωρίας με τη μελέτη του Γιατί η Επανάσταση στην Ελλάδα θ’ αρχίσει σαν
αστικοδημοκρατική (1934).
Η νέα αυτή ανάλυση για την κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας
στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η ελληνική αστική τάξη στάθηκε ανίκανη, για
πολλούς λόγους, αλλά κυρίως εξαιτίας της συμμαχίας της με τους φεου-
δάρχες, να πραγματοποιήσει η ίδια τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας.
Από την ίδια της τη φύση δεν θα μπορούσε να τον πραγματοποιήσει ούτε
στο μέλλον· ο ιστορικός αυτός ρόλος ανήκε, πια, στην εργατική τάξη και στο
κόμμα της.
Όμως η αντίληψη αυτή για τον «αστοτσιφλικάδικο» συμβιβασμό χρει-
αζόταν την ιστορική της θεμελίωση· επιπλέον ερχόταν σε αντίθεση με τη
θέση του Κορδάτου για την ιστορική διαδρομή της ελληνικής αστικής τάξης,
που κυριαρχούσε, ως τότε, στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία.

e e e

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
22 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Το ιστορικό έργο του Γιάννη Ζέβγου ήρθε να καλύψει αυτή τη διπλή
ανάγκη. Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα «οπλιζόταν», έτσι, με μια νέα
σύνθεση, που εναρμόνιζε το ιστορικό παρελθόν με τις σύγχρονες αναλύ-
σεις για το μέλλον του τόπου. Και, αν η αντιπαράθεση με την προγενέστερη
θεωρία του Γ. Κορδάτου είχε σαν αντικείμενο και την Επανάσταση του
1821, αυτό οφείλεται στο ότι το 1821 θεωρήθηκε και από τον Κορδάτο και
από τον Ζέβγο ως το κατεξοχήv πεδίο επαλήθευσης του χαρακτήρα και του
ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης.
Έτσι, ενώ στο σχήμα του Κορδάτου για την Τουρκοκρατία και το 1821
εξαίρεται ο ρόλος της αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με την τουρκική και
την ελληνική φεουδαρχία, και η ιστορική πραγματικότητα στριμώχνεται και
ζορίζεται για να χωρέσει σ’ αυτή τη μονοσήμαντη, ευθύγραμμη «ανοδική
πορεία», στο σχήμα του Γιάννη Ζέβγου (που είναι επηρεασμένο και από τις
αναλύσεις/θέσεις της Τρίτης και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Διεθνούς
για το συμβιβασμό της αστικής τάξης με τη φεουδαρχία, που προβάλλεται
και στο παρελθόν) η ελληνική αστική τάξη παρουσιάζεται συμβιβασμένη με
τους φεουδάρχες (και, γι’ αυτό, ιστορικά καταδικασμένη) από τη γένεσή της·
κινητήρια δύναμη της ιστορίας, στον 18ο αιώνα και στην Επανάσταση του
1821, αναδεικνύεται η αγροτιά και δευτερευόντως το «προλεταριάτο», με
τρόπο ώστε όλες οι ενδοφεουδαρχικές και ενδοαστικές αντιθέσεις να ανά-
γονται στην αντίθεση εργαζόμενες μάζες εναντίον «φεουδαρχομπουρ-
ζουαδικής» αντίδρασης.
Και στις δύο περιπτώσεις έλειψε η συγκεκριμένη μελέτη και ανάλυση
των πραγματικών οικονομικών μηχανισμών, των κοινωνικών δομών και
των συλλογικών νοοτροπιών που θα επέτρεπαν να επισημανθεί ο πραγμα-
τικός χαρακτήρας των αντιθέσεων, των συγκρούσεων αλλά και των ισορ-
ροπιών που κυριάρχησαν μέσα στη νεοελληνική κοινωνία των χρόνων της
Τουρκοκρατίας και μεταγενέστερα. Και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η
ολική ανατροπή, από τους έλληνες μαρξιστές, του παραδοσιακού σχήματος
για τη νεοελληνική ιστορία που κυριαρχούσε ως τότε στην ιστοριογραφία
μας πραγματοποιήθηκε χωρίς την παραμικρή έγνοια για τις προϋποθέσεις
(που δεν είναι μόνο τεχνικές) που απαιτούνται για την πραγματοποίηση ενός
ιστορικού έργου. Για άλλη μια φορά η συνταγή υποκαθιστούσε την ιστορική
ανάλυση. Κυριάρχησε, έτσι, ένας αυθαίρετος ιστορικός λόγος, που όχι μόνο
δεν βρισκόταν σε αντιστοιχία με τις ιστορικές πραγματικότητες, αλλά ούτε
καν επιζητούσε προσδέσεις μαζί τους.
Το πιο ενδιαφέρον είναι, ίσως, ότι την ώρα, ακριβώς, που η νέα στρατη-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 23
γική του ΚΚΕ έρχεται να εκφράσει μια πιο ρεαλιστική, οπωσδήποτε,
αντίληψη της σύγχρονης πραγματικότητας, την ίδια στιγμή, η θεωρία για το
νεοελληνικό ιστορικό παρελθόν, έτσι όπως διαμορφώνεται από το ίδιο το
ΚΚΕ, που θέλει να θεμελιώσει και «ιστορικά» τη νέα γραμμή, βρίσκεται σε
μεγαλύτερη διάσταση με την πραγματικότητα απ’ ό,τι η προγενέστερη σύν-
θεση του Κορδάτου.
Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τους τρομακτικούς όρους μέσα
στους οποίους οι έλληνες κομμουνιστές μπόρεσαν να γράψουν αυτά που
έγραψαν: φυλακές, εξορίες, παρανομίες, εξοντωτικοί κατατρεγμοί. Όλα
αυτά δεν συγκροτούσαν τις ιδανικές συνθήκες για τη συγγραφή επιστημο-
νικών συγγραμμάτων. Από την άποψη αυτή, η ζωή και ο θάνατος του Γ. Ζέ-
βγου είναι παραδειγματικά. Η Καίτη Ζεύγου έγραψε κάποτε για το παράπονο
που έπιασε μια φορά τον άντρα της όταν βρέθηκε, για παράνομη δουλειά,
μέσα στην πλούσια βιβλιοθήκη του Αλεξάνδρου Σβώλου:3 αυτά είναι πολυ-
τέλειες άγνωστες στους έλληνες μαρξιστές, που έγραψαν τα σημαντικότερα
έργα τους (τα έργα που βάρυναν στη διαμόρφωση της ελληνικής μαρξιστι-
κής σκέψης) στη φυλακή και στην εξορία, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να
προστρέξουν σε στοιχειώδη βοηθήματα.

e e e

Η άποψη του Γιάννη Ζέβγου είναι, τελικά, εκείνη που ακτινοβόλησε πε-
ρισσότερο μέσα στο ελληνικό μαρξιστικό και ευρύτερα προοδευτικό κίνημα:
στην αντιπαράθεσή τους με την ελληνική αστική τάξη του 20ού αιώνα, οι
έλληνες κομμουνιστές αμφισβήτησαν από τον αντίπαλό τους κάθε στοιχείο
«προοδευτικότητας» σε οποιαδήποτε φάση της νεοελληνικής ιστορίας. Η
συμπεριφορά της αστικής τάξης σε κρίσιμες στιγμές της πρόσφατης
ιστορίας μας, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πο-
λέμου, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο βιώθηκε και εξηγήθηκε η συμπε-
ριφορά αυτή από το προοδευτικό κίνημα, διευκόλυνε την προβολή στο ιστο-
ρικό παρελθόν ιστορικών εμπειριών των σύγχρονων αγώνων
Μέσα στη φωτιά της Αντίστασης, στα 1943, ο Γιάννης Ζέβγος θα γράψει:

το 1821 δεν απέδωσε καρπούς ισάξιους με τις θυσίες. Η αστική τάξη


συνασπισμένη με τους κοτζαμπάτσηδες, μ’ όλες τις διαμάχες τους,
πήραν εξ αρχής την ηγεμονία της επανάστασης και έβαναν τα δικά
τους συμφέροντα πάνω από τα εθνικά. Δεν έδωκαν τη γη στους

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
24 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
αγρότες. Διασπάθισαν τους εθνικούς πόρους […] ευνούχισαν τον
επαναστατικό-δημοκρατικό χαρακτήρα της εξέγερσης. Έβαναν τις
βάσεις της εξάρτησης της χώρας από το ξένο κεφάλαιο. Κατάργησαν
τους δημοκρατικούς θεσμούς […] Η αστική τάξη αποδείχτηκε ανίκανη
να εκπληρώσει τον ιστορικό της προορισμό […] Κι ο ελληνικός λαός
μετά το 1821 ξανάρχισε τον αγώνα του Σίσυφου για να λύσει τα ίδια
προβλήματα που όσο κι αν άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο, όσο κι
αν περιπλέχτηκαν ξακολουθούν νάνε τα ίδια εθνικοδημοκρατικά
προβλήματα και για τη λύση τους παλεύει ακόμα ο ελληνικός λαός...4

e e e

Από κει και πέρα όμως, και χωρίς αυτό να είναι στην πρόθεση του Γ. Ζέ-
βγου, ο δρόμος άνοιξε, στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία, προς το «λαϊ-
κισμό». Οι μαρξιστικές κατηγορίες, οι κατηγορίες του ιστορικού υλισμού,
χρησιμοποιούνται πάντα κι αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς. Οι παρα-
γωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές σχέσεις, η πάλη των τάξεων, η βάση και
το εποικοδόμημα, οι νόμοι της διαλεχτικής και τα συνακόλουθα, κυριαρχούν
στην ορολογία των ελληνικών μαρξιστικών ή παραμαρξιστικών κειμένων.
Στην πραγματικότητα διαπιστώνουμε μια διολίσθηση, που οδηγεί στην υπο-
κατάσταση της έννοιας της κοινωνικής τάξης και της πάλης των τάξεων από
το αντιθετικό σχήμα λαϊκός/αντιλαϊκός: στην έννοια λαϊκός εντάσσονται όλα
τα στοιχεία που στην πραγματικότητα ανήκαν ή εκ των υστέρων θεωρήθηκε
ότι έπρεπε να ανήκουν στις καταπιεζόμενες τάξεις, οπότε, και για το λόγο
αυτό, αναδεικνύονται σε παραδειγματικές αξίες, μόνες ικανές να εμπνεύ-
σουν και να γαλουχήσουν τους σύγχρονους αγώνες του προοδευτικού κι-
νήματος. Και από την αντίθετη πλευρά, στην έννοια αντιλαϊκός συγκεντρώ-
νονται, για να παραδοθούν στον περίφημο «σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας»,
όλα τα στοιχεία που ανήκαν ή που εκ των υστέρων θεωρήθηκε ότι έπρεπε
ν’ ανήκουν στις καταπιέζουσες, εκμεταλλεύτριες, τάξεις.
Δημιουργήθηκε έτσι μια λαϊκίζουσα παράδοση που, με παραλλαγές και
διακυμάνσεις, κυριαρχεί ως τις μέρες μας στην ιστορική ή ιστορικίζουσα
αριστερή φιλολογία: στο πλαίσιό της ένας κοινωνικά απροσδιόριστος λαός
αναδεικνύεται σε μοναδικό, αποκλειστικό, φορέα όλων των θετικών αξιών,
Σίσυφος και πρωτομάρτυρας μιας ενιαίας και αδιαφοροποίητης νεοελληνι-
κής τραγωδίας.
Η λαϊκίζουσα αυτή παράδοση μπορεί να μην έχει, πάντα, μεγάλη σχέση

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 25
με το μαρξισμό, που προϋποθέτει άλλου είδους αναλύσεις και άλλου είδους
προβληματική. Εξέφρασε όμως, ιδεολογικά, το ελληνικό μαρξιστικό κίνημα
και στο επίπεδο επίσημων φορέων του και στο επίπεδο έργων ιστορικών
ή παραϊστορικών που γαλούχησαν και γαλουχούν τις κοινωνικές πρωτοπο-
ρίες του τόπου, παρέχοντάς τους μια «ιδεολογική τροφή» που ήταν έτοιμες
να δεχτούν και που, ως ένα μεγάλο βαθμό, αποζητούσαν. Ο κατατρεγμένος
αγωνιστής του 20ού αιώνα έβρισκε στο πρόσωπο του Μακρυγιάννη έναν
πρόγονο και μια παρηγοριά· θεωρούσε πως έβρισκε και μια δικαίωση: στο
επίπεδο των ψυχολογικών μηχανισμών της αντισταθμιστικής εξισορρόπη-
σης, η ιστορία υποκαθιστούσε, με τον τρόπο αυτό, τη λαϊκή μυθολογία.
Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας βρίσκεται έτσι σε πλήρη ανάπτυξη
στους κόλπους, ακριβώς, ενός κινήματος που από την ίδια του τη φύση θα
έπρεπε να τείνει προς την απομυθοποίηση της ιστορίας. Εκφράζεται έτσι μια
αδυναμία να υπάρξουν αντικειμενικές αναλύσεις και, κυρίως, μια δυσφορία
να υποταχτούν σε επιστημονικές αναλύσεις οι πολιτικές επιλογές. Και υπάρ-
χει, πάντα ζωντανή, η α-ιστορική αντίληψη ότι η ιστορία αποτελεί πηγή φρο-
νηματισμού, όχι με την έννοια ότι συντείνει στην κατανόηση των μηχανι-
σμών που διέπουν τις κοινωνικές λειτουργίες και την ιστορική κίνηση, αλλά
με την έννοια ότι «δίνει μαθήματα» και «διδάσκει».
Όταν, το 1945, ο Νίκος Σβορώνος υπόδειξε στον Νίκο Ζαχαριάδη πως η
επίσημη θεωρία του ΚΚΕ για τις σχέσεις της νέας Ελλάδας με το Βυζάντιο
δεν άντεχε μπρος στη μαρτυρία των ιστορικών πηγών, ο Ζαχαριάδης δέ-
χτηκε την (ιδιωτική) συζήτηση, δέχτηκε, με κάποιες επιφυλάξεις, και την επι-
χειρηματολογία του Ν. Σβορώνου, αλλά απάντησε: αυτά να τα πούμε (= δη-
μοσιεύσουμε) αργότερα. Αυτή την ώρα δεν μπορώ, αυτά δεν μας συμφέ-
ρουν.
Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
Να ελπίσουμε ότι σήμερα έχουν δημιουργηθεί κάποιες προϋποθέσεις
για την υπέρβασή της; Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο μια νέα ποιότητα στο χώρο
της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, αλλά και μια νέα ωριμότητα του ελληνικού
επαναστατικού κινήματος.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
26 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ιδεολογικές χρήσεις. Ένα υστερόγραφο
Χρησιμοποίησα, για πρώτη φορά, τον όρο ιδεολογικές χρήσεις της ιστο-
ρίας το 1976. Ο όρος και η έννοια έγιναν γρήγορα αποδεκτοί, πέρασαν στη
βιβλιογραφία, διδάχτηκαν σε πανεπιστήμια. Έκαναν, όπως λένε, το δρόμο
τους. Άλλοι ιστορικοί οι οποίοι, όσο γνωρίζω, δεν διατύπωσαν γραπτά τις
επιφυλάξεις τους, θεώρησαν πως ο όρος είναι αδόκιμος, καθώς εκφράζει
μία μόνιμη κατάσταση της ιστοριογραφίας, που δεν έχει ανάγκη από περαι-
τέρω προσδιορισμούς.
Και σε αυτή την περίπτωση, και σε άλλες, όπου ο όρος γινόταν αποδε-
κτός, υπήρξαν διατυπώσεις και εκδοχές που δεν ανταποκρίνονταν στο αρ-
χικό σκεπτικό μου. Χρειάστηκε, λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις, με παρεμ-
βάσεις σε συνέδρια ή άλλες ευκαιρίες, να επιχειρήσω να διευκρινίσω τη
σκέψη μου.
Ας πω, και εδώ, ότι, αν ο όρος «ιδεολογική χρήση της ιστορίας» πλά-
στηκε από εμένα, όταν θέλησα να μελετήσω την ιδεολογική πλαισίωση της
διαμάχης του Γιάνη Κορδάτου με τον Γιάννη Ζέβγο για την κοινωνική σημα-
σία της επανάστασης του 1821, το σχήμα είναι αντλημένο από αντίστοιχη
προβληματική και διερευνήσεις που εμφανίστηκαν στο κλίμα των Annales.
Και, ίσως, να μην υπάρχει πιο πειστικό παράδειγμα, προς αυτήν την κατεύ-
θυνση, από εκείνο των σοβιετικών εγκυκλοπαιδειών, όπου, από έκδοση σε
έκδοση, άλλαζαν, με αξιοθαύμαστη αυθαιρεσία και εν επιγνώσει των αρμο-
δίων, ονόματα, συμβάντα και σημασίες των συμβάντων, απλώς και μόνο
γιατί άλλαζε η κομματική γραμμή· και άλλαζε πολύ γρήγορα.
Σ’ αυτή την οπτική αναδεικνύεται η τριπλή διάσταση της ιστορίας/ιστο-
ριογραφίας:
• πρώτιστα, η ιστοριογραφία η οποία επιχειρεί να συλλάβει, με τα μέσα
και τις μεθόδους που κάθε φορά διαθέτει, και με τη μέγιστη δυνατή αντικει-
μενικότητα, τους μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουργία συγκεκριμένων
κοινωνικών σχηματισμών·
• ύστερα, η ιστοριογραφική πρακτική, με τις εγγενείς ιδεολογικές λει-
τουργίες της, που συναρτώνται, μονίμως, με τους χρόνους του ιστορικού
και τις γενικές ιδεολογικές, δηλαδή κοινωνικές, πλαισιώσεις του ιστοριο-
γράφου ως προς την εποχή του·
• και, τέλος, η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, η οποία νοείται ως παρα-
ποιημένη ανακατασκευή της ιστορίας από μεταγενεστέρους, οι οποίοι επι-
ζητούν να στηρίξουν τη συλλογιστική τους και τα σχήματά τους στην, λίγο
πολύ, συνειδητή αγνόηση η στη βάναυση μετατροπή επαληθεύσιμων

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 27
-δηλαδή, δυναμένων να επαληθευθούν στην εποχή του κάθε ιστορικού-
κοινωνικών καταστάσεων, προκειμένου να υπηρετηθεί η εσωτερική
συνοχή και η προγραμματική επιδίωξη συγκεκριμένων, κάθε φορά, κοινω-
νικών ομάδων. Τα όρια δεν είναι, πάντα, ευδιάκριτα, αλλά οι πραγματικότη-
τες των χρήσεων μας υποχρεώνουν να τα λάβουμε υπόψη.
Από κει και πέρα μπορεί να συζητηθούν όσα θέματα σχετίζονται με τον
«λόγο» ή τους «λόγους περί ιστορίας». Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας αν-
τιπροσωπεύει, πιστεύω, μία από τις εκδοχές του λόγου αυτού, ο οποίος δεν
μπορεί να αποκτήσει την ιστοριογραφική του νομιμοποίηση παρά μόνο στο
μέτρο που συνεξετάζεται με τα realia και τα όντως όντα. Πράγμα που επι-
χείρησα να κάνω και στις Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον εικοστό
αιώνα.

1
Τα παραθέματα είναι από την πρώτη, γραμμένη σε καθαρεύουσα, έκδοση της Κοι-
νωνικής σημασίας της Ελληνικής Επαναστάσεως.
2
Ο αναγνώστης μπορεί να βρει τις πηγές συγκεντρωμένες στους τόμους Το ΚΚΕ.
Επίσημα Κείμενα, τ. Α΄-Ε΄, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις-εκδ. ΚΚΕ εσωτ.
1964-1974· βλ. επίσης Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ
και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1975 και Δ. Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον
αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού 1929-1936, Αθήνα 1975.
3
Βλ. το κείμενό της που προτάσσεται στην τρίτη έκδοση της Σύντομης μελέτης της
νεοελληνικής ιστορίας του Γ. Ζέβγου, Αθήνα χ.χ., σ. 16.
4
[Γ. Ζέβγος], «Προς την ολοκλήρωση του Εικοσιένα», Κομμουνιστική Επιθεώρηση,
αρ. φ. 12, Απρίλης 1943.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
28 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Το Εικοσιένα
στην αριστερή ιστοριογραφία
του 20ού αιώνα
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ

ΚΑΘΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ συλλογικότητα διαμορφώνει ορισμένο


λόγο για το παρελθόν και εντάσσει τον εαυτό της σε ιστορικές γενεαλογίες.
Ο ιστορικός αυτός λόγος συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς της.
Στον ιστορικό λόγο των κομμουνιστικών κινημάτων, στον οποίο κυριάρχησε
η αντίληψη ότι η αλλαγή κοινωνικού σχηματισμού γίνεται μέσω Επανάστα-
σης, η Επανάσταση καθεαυτή θεωρήθηκε η κατεξοχήν ιστορική τομή και
συχνά ο αριστερός λόγος περί Επανάστασης διέπεται από ένα είδος ιστορι-
κού φετιχισμού. Εάν για άλλους ιδεολογικούς χώρους το παρελθόν διαβά-
στηκε και διαβάζεται μέσα από την οπτική του παρόντος, για την Αριστερά
οι κοινωνικές επαναστάσεις διερευνήθηκαν ως αποφασιστικά στάδια εξέ-
λιξης προς την κομμουνιστική κοινωνία, ως πρόδρομοι της προλεταριακής
επανάστασης.
Σχηματικά, τα κύρια ζητήματα που έθεσε η μελέτη και η ιστοριογραφία
της ελληνικής Επανάστασης και γύρω από τα οποία δημιουργήθηκαν αντι-
παραθέσεις στην ελληνική ιστοριογραφία (αλλά και στο εσωτερικό των αρι-
στερών προσεγγίσεων) είναι τα εξής:
α) Οι προϋποθέσεις και τα αίτια της Επανάστασης: Γιατί επαναστάτησαν
οι Έλληνες στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο; Συναρτημένο βέβαια με το
ζήτημα των προϋποθέσεων είναι το ζήτημα της πρόσληψης του έθνους και
συνακόλουθα του χρόνου και των όρων συγκρότησης του ελληνικού
έθνους.
β) Ο χαρακτήρας της Επανάστασης: Καταρχήν πρόκειται για επανάσταση
ή απλώς για πόλεμο της ανεξαρτησίας; Το ερώτημα ελάνθανε, στη δεκαετία
του 1970, στις μελέτες ενός κύκλου Αγγλοσαξόνων και Ελλήνων ιστο-
ρικών, οι οποίοι έτειναν να χαρακτηρίζουν το Εικοσιένα «πόλεμο της ανε-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 29
ξαρτησίας» θεωρώντας ότι οι συνέχειες ήταν ισχυρότερες και περισσότερες
από τις τομές μεταξύ της προεπαναστατικής και της μετεπαναστατικής κοι-
νωνίας (D. Dakin, R. Clogg, J. Petropulos κ.ά.).1 Για την Αριστερά βεβαίως εί-
ναι δεδομένος ο επαναστατικός χαρακτήρας του Εικοσιένα. Στα περισ-
σότερα κείμενα είναι εμφανές ένα είδος λατρείας της επανάστασης ως γε-
γονότος καθεαυτού. Η Επανάσταση του 1821 γράφεται σχεδόν πάντα με
κεφαλαίο Ε. Το ζήτημα ωστόσο που τέθηκε με τις παρεμβάσεις της Αριστε-
ράς είναι εάν ήταν εθνική ή κοινωνική επανάσταση, επίδικο της αντιπαρά-
θεσης Δεξιάς-Αριστεράς στον 20ό αιώνα. Στην πραγματικότητα πρόκειται
για ψευδοπρόβλημα καθώς ο εθνικισμός αποτελούσε τη βασική ιδεολογική
συνιστώσα των φιλελεύθερων επαναστάσεων της εποχής. Η σχετική ιστο-
ριογραφική αντιπαράθεση πάντως αρθρώθηκε γύρω από τα εξής ερωτή-
ματα: Αφενός: Ποιος έκανε την Επανάσταση; Ποια ήταν τα κύρια υποκείμενα
της Επανάστασης; Ο λαός, τα αγροτικά στρώματα, τα αστικά στρώματα ή η
αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία; Αφετέρου: Ποιος ήταν ο χαρακτήρας των κοι-
νωνικοπολιτικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης; Ποιες ήταν
οι αντιμαχόμενες παρατάξεις και ποια η ιδεολογία τους;
γ) Η Επανάσταση πέτυχε ή απέτυχε; Ήταν ανολοκλήρωτη ή όχι; Ποια
ήταν η μορφή της ελληνικής κοινωνίας στην οποία οδήγησε; Η απάντηση
συνδεόταν άρρηκτα με την ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας:
Σε ποιο βαθμό είχε επιτευχθεί ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός, εγκαθι-
δρύθηκε ή όχι καθεστώς αστικής δημοκρατίας και συνακόλουθα ποιες είναι
οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν ή (με τους όρους του Μεσοπολέμου) ποιος
πρέπει να είναι ο χαρακτήρας της Επανάστασης; Συναρτημένο με αυτό το
ζήτημα είναι και το πρόβλημα του ρόλου της επέμβασης των ξένων μεγά-
λων δυνάμεων: Βοήθησαν ή όχι την Επανάσταση; Η παρέμβασή τους οδή-
γησε στην ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους ή σε μια εξαρτημένη σχέση
(από την Αγγλία κυρίως) που περιόρισε την πολιτική αυτονομία της Ελλάδας
και διατήρησε την εκμετάλλευση των πόρων της χώρας και των κόπων του
λαού από τους ξένους ισχυρούς;
Η διερεύνηση του Εικοσιένα έθεσε, λοιπόν, ευρύτερα ιστοριογραφικά
ζητήματα που χρονικά πηγαίνουν τόσο προς τα πίσω, μέχρι και το ύστερο
Βυζάντιο, όσο και σε χρονικές περιόδους πολύ υστερότερες της Επανάστα-
σης. Στις απαντήσεις δηλαδή που δόθηκαν στα ερωτήματα γύρω από το Ει-
κοσιένα λανθάνουν θέσεις και οροθετούνται προτάσεις που αφορούν ευ-
ρύτερα τη νεότερη ελληνική ιστορία. Άλλωστε, συχνά, οι όροι με τους οποί-
ους διερευνήθηκε η Επανάσταση, τα ερωτήματα που τέθηκαν, δεν έψαχναν

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
30 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
στο παρελθόν τη διαμόρφωση του παρόντος, αλλά, αντιθέτως, οι
απαντήσεις που δόθηκαν ήταν προδιαγεγραμμένες από την ανάγνωση της
συγχρονίας, επιζητούσαν δηλαδή να νομιμοποιήσουν στο παρελθόν τις
σύγχρονες πολιτικές θεωρήσεις. Και αυτό αφορά τόσο την Αριστερά όσο και
τη Δεξιά.
Επιχειρώντας μια, κατ’ ανάγκη σχηματική, περιοδολόγηση, η αφετηρία
είναι το βιβλίο του Γεωργίου Σκληρού Το κοινωνικόν μας ζήτημα (1907). Ο
Σκληρός είναι ο πρώτος που αποπειράται να ερμηνεύσει την Επανάσταση με
βάση τη θεωρία του ιστορικού υλισμού και διατυπώνει τη θέση ότι το Εικο-
σιένα ήταν «κατά βάθος αστική επανάσταση». Όπως γράφει, η Επανάσταση
προκλήθηκε «υπό της πρωτοφανούς οικονομικής ευεξίας των έσω και έξω
αστικών στοιχείων, της αφυπνίσεως του εθνικού φρονήματος ιδίως εις τας
ανεπτυγμένας τάξεις και τους λογίους του έθνους».2 Το έργο δεν κατάφερε
να επηρεάσει την ιστοριογραφία της Επανάστασης στην εποχή του. Επηρέ-
ασε όμως αργότερα τον Γιάνη Κορδάτο, μολονότι το έργο του Σκληρού
απορρίφθηκε από την Αριστερά (συμπεριλαμβανομένου του Κορδάτου) κυ-
ρίως επειδή ο Σκληρός εντασσόταν στη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και
υποστήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το έργο του εξάλλου χαρακτηρίζεται
από έναν σχηματικό εξελικτικό μαρξισμό, καθώς επίσης και από την αντί-
ληψη της εθνικής συνέχειας, ενώ και η πραγμάτευση της Επανάστασης είναι
πολύ συνοπτική. Ο Σκληρός υιοθετεί με μηχανιστικό τρόπο το σχήμα της πά-
λης των τάξεων και τη θεωρία των σταδίων ως ερμηνευτικό κλειδί της ιστο-
ρικής προόδου, αντλώντας κυρίως από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και
από τον Γεώργιο Πλεχάνωφ (του οποίου άλλωστε υπήρξε μαθητής).
Η τομή έγινε το 1924 με το βιβλίο του Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία
της ελληνικής επαναστάσεως του 1821. Το έργο γνώρισε μεγάλη απήχηση
και επανεκδόθηκε σχεδόν αμέσως, καθώς η εικόνα που παρείχε για το Ει-
κοσιένα κατάφερε να προσφέρει το ιστορικό ιδεολογικό υπόβαθρο που
χρειαζόταν η Αριστερά της εποχής. Σε υστερότερες αφηγήσεις τους, αριστε-
ροί υποστήριξαν ότι έγιναν κομμουνιστές διαβάζοντας Κορδάτο.3
Σύμφωνα με το σχήμα του Κορδάτου, η ελληνική αστική τάξη είναι δη-
μιούργημα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων
στην ύστερη περίοδο της τουρκοκρατίας. Η αστική τάξη, «η τάξη των εμπό-
ρων και των εφοπλιστών», γνωρίζει μεγάλη οικονομική ακμή στον 18ο αι-
ώνα, διαμορφώνει εθνική συνείδηση οδηγώντας στη συγκρότηση του νε-
οελληνικού έθνους και έρχεται σε σύγκρουση με το φεουδαρχικό καθεστώς
της εποχής, τόσο τους Τούρκους φεουδάρχες όσο και τους Έλληνες κοτζαμ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 31
πάσηδες. Συνακόλουθα πραγματοποιεί την Επανάσταση του 1821, η οποία
έχει εθνικό αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα. Στο σχήμα αυτό η αστική τάξη του
Εικοσιένα έχει προοδευτικό χαρακτήρα επειδή απάλλαξε τον ελληνικό λαό
από τον οθωμανικό φεουδαρχισμό, τόσο από τους Τούρκους όσο και από
τους Έλληνες φεουδάρχες ώς ένα βαθμό. Αξίζει να επισημάνουμε τη σύν-
θεση των αντίπαλων συνασπισμών στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις: από τη
μια όσοι εκπροσωπούν την αστική τάξη (νησιώτες καραβοκυραίοι, Μαυρο-
κορδάτος, Κωλέτης, Φιλικοί, και άλλοι αστοί του εσωτερικού και του εξωτε-
ρικού) και από την άλλη τα συντηρητικά φεουδαρχικά στοιχεία που απαρτί-
ζονται από τους προεστούς, τον κλήρο και τους οπλαρχηγούς. Αυτοί οι δεύ-
τεροι θέλουν να διατηρήσουν το φεουδαρχικό καθεστώς και τα φεουδαρ-
χικά δικαιώματά τους. Ο Κορδάτος είναι από τους ελάχιστους διανοητές που
συμπεριλαμβάνουν τους οπλαρχηγούς στη συντηρητική παράταξη. Οι Με-
γάλες Δυνάμεις της εποχής αντιμετώπισαν την Επανάσταση με βάση τα ιδι-
αίτερα συμφέροντά τους και τον μεταξύ τους οικονομικό ανταγωνισμό. Αυ-
τός ήταν που οδήγησε τις τρεις από αυτές να επιβάλουν τελικά τη
δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Κατά τον Κορδάτο, ο Καποδίστριας ήταν αυταρχικός, απολυταρχικός και
συγκεντρωτικός και είχε ως πολιτικό ιδεώδες τον ρωσικό δεσποτισμό. Χτύ-
πησε τις δημοκρατικές παραδόσεις και το φιλελεύθερο πνεύμα της Επανά-
στασης και ενίσχυσε τον κοτζαμπασισμό. Έτσι ανάγκασε τους αστούς να
συμβιβαστούν με τους φεουδάρχες, με αποτέλεσμα στο νέο κράτος να δια-
τηρηθούν ορισμένα φεουδαρχικά κατάλοιπα. Μετά το 1880 η ελληνική
αστική τάξη μετατράπηκε σε βιομηχανική και έτσι μεταβλήθηκε σε συντηρη-
τική και αντιδραστική τάξη. Συνεπώς, από το 1880 η ταξική πάλη μεταβάλ-
λεται από σύγκρουση φεουδαρχίας-αστών σε σύγκρουση κεφαλαιοκρα-
τίας-εργατικής τάξης. Το σχήμα αυτό υπακούει στην εκτίμηση για τον χαρα-
κτήρα που έχει η κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα σύμφωνα με τη μαρ-
ξιστική νομοτέλεια: θα είναι προλεταριακή επανάσταση εναντίον της αστικής
κεφαλαιοκρατικής τάξης.4
Η προσέγγιση του Κορδάτου είναι εν πολλοίς σχηματική και απλουστευ-
τική, έχει σοβαρά προβλήματα σε διάφορα επιμέρους στοιχεία και κάνει συ-
χνά επιλεκτική χρήση των πηγών. Η αφετηρία του Κορδάτου άλλωστε δεν
είναι να μελετήσει το Εικοσιένα καθεαυτό, αλλά να προσφέρει τον απαραί-
τητο ιδεολογικό εξοπλισμό στους κομμουνιστές της γενιάς του. Το βασικό
του σχήμα, ωστόσο, δεν αφίσταται πολύ από τις σημερινές προσεγγίσεις. Το
άνοιγμα που επιχείρησε ο Κορδάτος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
32 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
εφαλτήριο ανανέωσης της ελληνικής ιστοριογραφίας. Άλλωστε στον Μεσο-
πόλεμο υπήρξε ένα ευρύτερο ευνοϊκό πλαίσιο. Ορισμένοι διανοητές επιχει-
ρούν να εισαγάγουν την κοινωνική και οικονομική ανάλυση στις μελέτες
τους. Αναφέρομαι κυρίως σε νέους ιστορικούς που εμφανίζονται στα τέλη
του μεσοπολέμου όπως οι Διονύσιος Ζακυθηνός, Μιχάλης Σακελλαρίου, Νί-
κος Σβορώνος, Απόστολος Βακαλόπουλος. Σημειώνω ακόμη τις οικονομο-
λογικές μελέτες του Ανδρέα Ανδρεάδη, του Δημητρίου Καλιτσουνάκη και
του Γεώργιου Χαριτάκη και τις κοινωνιολογικές μελέτες του Κωνσταντίνου
Καραβίδα και του Δημοσθένη Δανιηλίδη, οι οποίοι εισάγουν την ιστορική
διάσταση στην έρευνά τους. Ιδρύεται επίσης το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλο-
νίκης με εμφανή διάθεση ανανέωσης στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Για τις αριστερές προσεγγίσεις του Εικοσιένα. σημαντικότερη είναι η πε-
ρίπτωση του μαρξιστή Σεραφείμ Μάξιμου. Η έρευνά του σε αρχειακό υλικό
είναι συστηματικότερη από εκείνη του Κορδάτου, οι μελέτες του πιο τεκμη-
ριωμένες και οι διατυπώσεις του ακριβέστερες και πιο εκλεπτυσμένες. Οι
καταληκτικές του προτάσεις είναι ανάλογες με του Κορδάτου: Η διαμόρ-
φωση της νέας ελληνικής εθνότητας είναι απότοκη της εμπορικής και ναυ-
τιλιακής ανάπτυξης του 18ου αιώνα. Οι περιορισμοί που επέβαλλε το οθω-
μανικό σύστημα στην οικονομία οδήγησαν τα νεοδιαμορφούμενα αστικά
στοιχεία να επιδιώξουν την εθνική ανεξαρτησία. Σχετικά αδύναμοι ακόμη οι
νέοι αστοί συνδιαλλάσσονται με τους κοτζαμπάσηδες στην ηγεσία της Επα-
νάστασης.5
Οι ιστοριογραφικές αυτές αναζητήσεις διακόπηκαν με τον εμφύλιο πό-
λεμο όχι μόνο στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας αλλά και σε αυ-
τόν της μαρξιστικής. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 η νέα (από το 1931)
ηγεσία του ΚΚΕ είχε ανατρέψει το κορδατικό σχήμα. Οι εκτιμήσεις της για
τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και συ-
νακόλουθα για τον χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης άλλαξαν ως
απόρροια των αντίστοιχων νέων αναλύσεων της Γ΄ Διεθνούς και της Βαλ-
κανικής Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις, ο αστι-
κός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας δεν έχει ακόμη επιτευχθεί
και συνεπώς η επανάσταση στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρα-
κτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επα-
νάσταση. Την επανάσταση θα την πραγματοποιήσουν η εργατική τάξη και η
φτωχή αγροτιά ενάντια στην αστική τάξη και τους πλούσιους γαιοκτήμονες.6
Ο Γιάννης Ζέβγος αναλαμβάνει να υποστηρίξει στο πεδίο της ιστορίας
την παραπάνω εκτίμηση και διατυπώνει ένα σχήμα για το Εικοσιένα που ρέ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 33
πει προς τον λαϊκισμό. Με τον όρο «λαϊκισμός», εννοώ μια ιστορική ή πολι-
τική ανάλυση που αποδυναμώνει τις ταξικές διαφοροποιήσεις, ενοποιώντας
τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα σε έναν λίγο ώς πολύ αδιαφοροποίητο
λαό που αντιπαρατίθεται μονάχα με μια ολιγαρχία του πλούτου ή της εξου-
σίας. Σύμφωνα με τον Ζέβγο, λοιπόν, η αστική τάξη στην Ελλάδα συμμάχησε
με τους φεουδάρχες ήδη από το 1821 και έτσι στάθηκε ανίκανη να εκπλη-
ρώσει τον ιστορικό της προορισμό και να μετασχηματίσει καπιταλιστικά τη
χώρα. Την Επανάσταση την έκανε ο λαός (κυρίως η αγροτιά) ενάντια στην
αστοτσιφλικάδικη ολιγαρχία και τους Τούρκους συμμάχους της αλλά και
ενάντια στις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις. Οι εμφύλιες συγκρούσεις είναι ου-
σιαστικά εσωτερικό ζήτημα της αστοτσιφλικάδικης ολιγαρχίας, στην οποία
ο Ζέβγος περιλαμβάνει τους Φαναριώτες μαζί με τον Δ. Υψηλάντη αλλά και
τους ισχυρούς οπλαρχηγούς. Αλλά και οι στρατιωτικές αποτυχίες της Επα-
νάστασης οφείλονται στους αστοκοτζαμπάσηδες καθώς με ευθύνη τους
δεν δημιουργήθηκε τακτικός στρατός με ενιαία κεντρική διοίκηση και πει-
θαρχία. Ο Καποδίστριας ήταν αντιδραστικός και ως πολιτικό ιδεώδες του
είχε την πεφωτισμένη μοναρχία. Περιφρονούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Στην ίδια γραμμή με τον Ζέβγο βρίσκονται και οι σχετικές αναλύσεις των Ν.
Ζαχαριάδη και Ν. Μπελογιάννη στα τέλη του Μεσοπολέμου.7
Ο λαϊκισμός της αριστερής ιστοριογραφίας στην προσέγγιση του Εικο-
σιένα επιτάθηκε στη δεκαετία του 1940. Οι συνθήκες ήταν πρόσφορες τόσο
στην περίοδο του εαμικού αγώνα όσο και στην περίοδο του εμφυλίου πολέ-
μου. Παράγοντες που ευνόησαν τις ιδεολογικές απλουστεύσεις και την προ-
σφυγή σε διπολικές λαϊκιστικές ερμηνείες τόσο της συγχρονίας όσο και του
ιστορικού παρελθόντος ήταν η γρήγορη άνοδος της επιρροής της Αριστεράς,
τα χαρακτηριστικά ολοκληρωτικού πολέμου που πήρε ο αγώνας τόσο κατά
των Γερμανών όσο και κατά του αστικού μπλοκ εξουσίας, η ανάγκη της Αρι-
στεράς να απευθυνθεί στο εθνικό ακροατήριο σε συνδυασμό με την ασφυ-
κτική πίεση για κυριαρχία στο ιδεολογικό πεδίο. Παράλληλα, η μαζική εμφά-
νιση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στο προσκήνιο τόσο στο πολεμικό
πεδίο της Αντίστασης όσο και στους πολιτικούς αγώνες της περιόδου, η αί-
σθηση ότι η παλλαϊκή συστράτευση είχε επιτύχει τη νίκη στο αλβανικό
μέτωπο και είχε δημιουργήσει τη μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση, ότι αυτός ο
χειραφετημένος λαός μπορούσε να βάλει τη σφραγίδα του σε έναν νέο, δη-
μοκρατικότερο και δικαιότερο μεταπολεμικό κόσμο, όλα τούτα οδηγούσαν
στην αναβάθμιση της έννοιας του λαού όχι μόνο στο αριστερό στρατόπεδο
αλλά και στους αντιπάλους του και ευνόησαν τις λαϊκιστικές προσεγγίσεις.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
34 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Η κυρίαρχη αριστερή ανάλυση στην περίοδο αυτή προσλαμβάνει τον εμ-
φύλιο ως σύγκρουση ανάμεσα σε ένα πλατύ εθνικολαϊκό κίνημα και στην
ξενόδουλη αστική ολιγαρχία. Με βάση αυτό το σχήμα, η Αριστερά ερμηνεύει
αναγωγιστικά το παρελθόν ως συνεχή πάλη ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις
και τις διαρκείς μεταμορφώσεις της ξενόδουλης αστοτσιφλικάδικης ολιγαρ-
χίας. Στην οθωμανική περίοδο ο λαός αποτελείται από τις πλατιές μάζες της
αγροτιάς –διπλά καταπιεσμένης από κοτζαμπάσηδες και Τούρκους– και από
τους κλεφταρματολούς που αντιστέκονται, ενώ στην άλλη πλευρά του διπό-
λου βρίσκονται οι Φαναριώτες, οι λογιότατοι, οι μεγαλοκαραβοκυραίοι και
οι κοτζαμπάσηδες που συνεργάζονται με τους Τούρκους κατακτητές. Συνα-
κόλουθα το Εικοσιένα διολισθαίνει σε ερμηνευτικές προσεγγίσεις στις
οποίες πριμοδοτείται η ανάδειξη εκείνων των στοιχείων που τονίζουν την
εκδοχή της λαϊκής αγροτικής επανάστασης ενάντια στην αστοτσιφλικάδικη
ολιγαρχία και υπό το ίδιο πρίσμα αναλύονται και οι πολιτικές αντιπαρα-
θέσεις και συγκρούσεις της Επανάστασης. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται προσπά-
θεια να αναδειχθούν και να προβληθούν ως αυθεντικοί λαϊκοί επαναστάτες
πρόσωπα του Εικοσιένα που προέρχονται από τα χαμηλά στρώματα της πό-
λης και του αγροτικού χώρου και στα οποία η εθνική ιστοριογραφία δεν είχε
αναγνωρίσει τον πρέποντα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι π.χ. ο Πατρινός τσαγκάρης
Παναγιώτης Καρατζάς, ο Υδραίος μικροκαπετάνιος Αντώνης Οικονόμου, ο
αγροτικής καταγωγής φύλακας των ορεινών διαβάσεων Μελέτης Βασι-
λείου από την Αττική, ο Μοραΐτης φιλικός Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος,
ο Παπαφλέσσας και άλλοι, κυρίως Φιλικοί και κλεφτοκαπεταναίοι.
Αντίθετα, κατηγορούνται ως μηχανορράφοι αντεπαναστάτες, πράκτορες
ξένων συμφερόντων και εθνοπροδότες οι κοτζαμπάσηδες, οι μεγαλοκα-
ραβοκύρηδες και οι Φαναριώτες Ιδιαίτερα, επίσης κατηγορούνται όσοι
κατά την Επανάσταση προωθούσαν ένα πολιτικό σύστημα με πρότυπο τον
αγγλικό φιλελευθερισμό ή στράφηκαν στην Αγγλία αναζητώντας διεθνή
υποστήριξη προς την Επανάσταση, όπως κατεξοχήν ο Αλέξανδρος Μαυρο-
κορδάτος, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Ανδρέας
Λόντος. Απέναντι στο πανεθνικό πάνθεον των ηρώων της εθνικής ιστοριο-
γραφίας, η Αριστερά προσπαθεί να συγκροτήσει το δικό της πάνθεο λαϊκών
ηρώων. Η πλήρης καταδίκη της αγγλικής πολιτικής από την επίσημη αρι-
στερή ιστοριογραφία της Αριστεράς οφείλεται στις ιστορικές αναλογίες που
επιχειρεί να εγκαταστήσει το ΚΚΕ μεταξύ των ιστορικών περιόδων του Ει-
κοσιένα και των αγώνων της δεκαετίας του 1940, του Νέου Εικοσιένα

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 35
όπως το ονομάζει χαρακτηριστικά ο Βαλέτας. Έτσι το ΚΚΕ μεταφέρει ανα-
γωγιστικά την εικόνα που διαμορφώνει για την αγγλική πολιτική της δεκαε-
τίας του 1940 στην περίοδο του Εικοσιένα: καταστροφική εμπλοκή στα
εσωτερικά της Ελλάδας, σφοδρή εναντίωση στο λαϊκό κίνημα και υποστή-
ριξη με κάθε μέσο των συντηρητικών, αντιλαϊκών και αντεπαναστατικών
δυνάμεων και προσπάθεια επιβολής καθεστώτος πολιτικής, οικονομικής
και στρατιωτικής εξάρτησης της Ελλάδας από την Αγγλία. Η προβολή του
αγώνα του ΕΑΜ ως πατριωτικού απελευθερωτικού πολέμου ενάντια στον
ξένο κατακτητή οδηγεί αναδρομικά στον τονισμό του εθνικού χαρακτήρα
της Επανάστασης μέσω της, άλλοτε λανθάνουσας και άλλοτε ρητής, ταύτι-
σης του έθνους με τον λαό. Ο Καποδίστριας παραμένει ένας αντιδραστικός
κυβερνήτης που, ως οπαδός της τσαρικής απολυταρχικής ιδεολογίας, εγ-
καθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς, ενώ ενίοτε ονομάζεται πράκτορας του
Τσάρου.
Αν και το βασικό σχήμα παραμένει αυτό που διατύπωσε ο Ζέβγος, στη
δεκαετία του 1940 παρατηρούνται ορισμένες βαθμιαίες εξελίξεις:
1. Μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο του λαού και μυθοποίησή του: Η έν-
νοια «λαός» λειτουργεί ως καθρέφτης της έννοιας του έθνους επενδυόμενη
με a priori προοδευτικό χαρακτήρα και συνιστά το μοναδικό ιστορικό υπο-
κείμενο της «προόδου» στην ελληνική ιστορία. Οι αστοί και οι λογιώτατοι
θεωρούνται συντηρητικοί ακόμη και στην οθωμανική περίοδο.
2. Η θεώρηση των κλεφταρματολών και των οπλαρχηγών του Εικο-
σιένα: Ενώ κατά τον Ζέβγο οι ισχυροί οπλαρχηγοί ανήκαν στα εξουσιαστικά
στρώματα, τώρα πλέον ανήκουν στα λαϊκά στρώματα, αποτελούν την πρω-
τοπορία της επανάστασης, κατ’ αναλογία με την εργατική τάξη στη
συγχρονία και, συνεκδοχικά, με τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ, και συνιστούν
τους κατεξοχήν λαογέννητους ηγέτες. Κατ’ αναλογία επίσης με τον ΕΛΑΣ
πριμοδοτείται ο άτακτος λαϊκός στρατός του Εικοσιένα έναντι του τακτικού
στρατού.
Άλλωστε εγκαθιδρύονται ευρύτερες αναλογίες της Εθνικής Αντίστασης
με το Εικοσιένα: Οι κλέφτες αντιστοιχούν στους αντάρτες, οι μεγαλέμποροι
στους μαυραγορίτες, οι κοτζαμπάσηδες και οι Φαναριώτες στους πολιτικάν-
τηδες των αστικών κομμάτων, οι Νενέκοι στους Ράλληδες, οι εθνοσυνελεύ-
σεις στο Εθνικό Συμβούλιο της ΠΕΕΑ, η Φιλική Εταιρεία στο ΕΑΜ. Ουσια-
στικά εδώ πρόκειται για το εγχείρημα μιας ανερχόμενης επαναστατικής ιδε-
ολογίας να διαμορφώσει κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τη δική της ιδιαί-
τερη γενεαλογία προγόνων και επαναστάσεων.8

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
36 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Παρά την προφανή παρανόηση έως και παραχάραξη του Εικοσιένα, η
εθνολαϊκή ανάγνωσή του προσέφερε ένα αποτελεσματικό και λειτουργικό
ιδεολογικό υπόβαθρο στους αγώνες της Αριστεράς στη δεκαετία του 1940.
Αυτή η λειτουργικότητα επέτρεψε σε αυτές τις προσεγγίσεις να αναπαρά-
γονται και σε μεταγενέστερες δεκαετίες από αριστερούς συγγραφείς όπως
ο Βασίλης Ρώτας, ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Γιάννης Μπενέκος, ο Τάκης Στα-
ματόπουλος, με ακραία εκδοχή τον Γιάννη Σκαρίμπα, ή ακόμα και σε επιστη-
μονικές προσεγγίσεις όπως αυτή του Βασίλη Φίλια για τη νόθα αστικο-
ποίηση στην Ελλάδα.
Αυτή η εθνικολαϊκή ανάγνωση αποτέλεσε επίσης το υπόστρωμα της ει-
κόνας για το Εικοσιένα στη μαζική ιστορική κουλτούρα, όπως αυτή διαμορ-
φώθηκε κυρίως στην περίοδο της μεταπολίτευσης αλλά και μέχρι σήμερα.
Η εμβέλειά της οφείλεται στη συμπλοκή της με αφηγήματα για το Εικοσιένα
που προήλθαν από άλλους ιδεολογικούς χώρους. Συναντήθηκε με δεξιάς
προέλευσης μη ακαδημαϊκές αναγνώσεις του Εικοσιένα από μεταπολεμι-
κούς συγγραφείς που έγραψαν πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες και παι-
δικά βιβλία για την Επανάσταση. Οι συγγραφείς αυτοί (π.χ. Τάκης Λάππας,
Μιχάλης Περάνθης, Δημήτρης Σταμέλος) έδωσαν έμφαση στον εθνικό
αγώνα των κλεφταρματολών και οπλαρχηγών του Εικοσιένα και διάβασαν
τις αντιπαραθέσεις της Επανάστασης ως αντιθέσεις ανάμεσα στους στρα-
τιωτικούς που ήταν κοντά στον λαό και τους πολιτικούς που ήταν ολιγαρχι-
κοί, φιλόδοξοι και ραδιούργοι.
Στη Μεταπολίτευση η εθνικολαϊκή πρόσληψη του Εικοσιένα διαπλέχ-
θηκε με το ιδεολογικό ρεύμα των νεορθόδοξων αλλά και με τις εικόνες της
ιστορίας που παρήγαγε ο ευρύτερος ιδεολογικός χώρος γύρω από το ΠΑ-
ΣΟΚ. Ενισχύθηκε επίσης από τις ισχυρές αντιαμερικανικές και αντιαγγλικές
τάσεις της περιόδου που επιτάθηκαν λόγω της στήριξης της χούντας και της
στάσης τους στην κυπριακή εισβολή του 1974. Από τη διαπλοκή όλων αυ-
τών των ιδεολογικών ρευμάτων παρήχθη ένα αμάλγαμα για την ιστορία του
Εικοσιένα που σχηματικά συνίσταται στην πριμοδότηση του αδικημένου ορ-
θόδοξου λαού και των κλεφταρματολών απέναντι στους κοτζαμπάσηδες,
τους Φαναριώτες και τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρατηρούνται ορισμένες σημα-
ντικές αλλαγές στην επίσημη ιστοριογραφία του ΚΚΕ για το Εικοσιένα. Η κυ-
ριότερη είναι ότι συγγραφείς όπως οι Πέτρος Ρούσος, Λεωνίδας Στρίγκος,
Γιώργης Ζωίδης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης και αργότερα ο Τάσος Βουρνάς
επιχειρούν να εισαγάγουν ξανά την ταξική ανάλυση στην προσέγγιση της

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 37
Επανάστασης. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στο Σχέδιο προγράμματος του
ΚΚΕ που δημοσιεύεται τον Μάρτιο του 1954. Σύμφωνα με αυτό:

Η Επανάσταση του 1821 αποτελούσε μια εκδήλωση κι αυτή στη


σειρά απ’ τα εθνικά και αστικοδημοκρατικά κινήματα που
αγκάλιασαν την Ευρώπη στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου
αιώνα, επηρεασμένα ιδεολογικά-πολιτικά απ’ τη μεγάλη γαλλική
επανάσταση του 1789. Ο χαρακτήρας της λαϊκής Επανάστασης του
1821 ήταν εθνικός απελευθερωτικός. […] Η Επανάσταση […] όπως
την οργάνωσε η Φιλική Εταιρεία, το κόμμα της αστικής, κυρίως,
τάξης και όπως, κύρια και βασικά, τη θέλησε και την πάλαιψε ο λαός,
η αγροτιά, έπρεπε να είναι αστικοδημοκρατική.

Κινητήριες δυνάμεις στην Επανάσταση, δηλαδή οι τάξεις και τα λαϊκά


στρώματα που ενδιαφέρονταν για την εθνικοαπελευθερωτική Επα-
νάσταση, ήταν: Το εμπορικό και ναυτεμπορικό κεφάλαιο, η αστική
τάξη σαν ηγεμόνας της Επανάστασης. Η αγροτιά σαν ο κύριος φο-
ρέας της. Οι συντεχνίες και η φτωχολογιά στις πόλεις. Δηλαδή όλος
ο λαός. […] Αντίθετη και προδοτική στάση στην Επανάσταση κράτη-
σαν, κυρίως, τα κοτζαμπάσικα στοιχεία, στο μεγαλύτερο τους μέρος
[και ο ανώτερος κλήρος, το Πατριαρχείο].

Η Φιλική Εταιρεία, το κόμμα της νεοελληνικής αστικής τάξης και ο


κύριος οργανωτής της Επανάστασης, δεν μπόρεσε με το ξέσπασμα
της Επανάστασης να εξασφαλίσει επί τόπου ενιαία πολιτική-στρα-
τιωτική καθοδήγηση, με λίγο-πολύ καθαρό πολιτικό πρόγραμμα,
που […] θα έδινε στο λαό καθαρό προσανατολισμό και θα τον
συσπείρωνε σύσσωμο γύρω απ’ την ενιαία πολιτική-στρατιωτική
καθοδήγηση. […] Η κοτζαμπάσικη αντίδραση, όταν δεν μπόρεσε να
παρεμποδίσει την Επανάσταση, […] πάλαιψε για να την υποτάξει
στους δικούς της σκοπούς. Η αστική τάξη, μη μπορώντας, από οικο-
νομικές, στρατιωτικές, πολιτικές αδυναμίες της, από εσωτερική της
ανεπάρκεια, να εξασφαλίσει αυτοτελή και αντικοτζαμπάσικη
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στην Επανάσταση, συνθηκολόγησε
προς τη ντόπια αντίδραση, συμβιβάστηκε μαζί της, ευνούχισε έτσι
και πρόδοσε τη λαϊκή αστικοδημοκρατική αποστολή της Επανάστα-
σης, τη βασική εσωτερική επιδίωξη της, τη λύση του αγροτικού, με

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
38 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
το ξεκαθάρισμα των τσιφλικάδικων-κοτζαμπάσικων σχέσεων στο
χωριό.9

Η επίσημη κομμουνιστική ιστοριογραφία επανέρχεται έτσι στην ερμηνεία


του Εικοσιένα ως αστικής επανάστασης που οφείλεται στην ισχυροποίηση της
αστικής τάξης στον 18ο αιώνα, η οποία, επηρεασμένη από τις ιδέες της γαλ-
λική επανάστασης, ανέπτυξε εθνική επαναστατική ιδεολογία. Παραμένουν
ωστόσο ορισμένα στοιχεία από τα σχήματα της δεκαετίας του 1940:
• Η συμπερίληψη των οπλαρχηγών στις λαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις
της Επανάστασης.
• Η έμφαση στη συνθηκολόγηση της αστικής τάξης με τους κοτζαμπά-
σηδες στη διάρκεια της Επανάστασης, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται ως
εθνοπροδοσία. Αυτή η πολιτική επιλογή της αστικής τάξης αποδίδεται στον
μεταπρατικό της χαρακτήρα. Έτσι εδώ, για πρώτη φορά με τέτοια σαφήνεια
και συνοχή, ο μεταπρατικός χαρακτήρας της αστικής τάξης γίνεται το ανα-
λυτικό εργαλείο που ερμηνεύει την εξέλιξη της νεοελληνικής ιστορίας και
διαμορφώνει το σχήμα της εξάρτησης που κυριάρχησε στη δεκαετία του
1970 σε αναλύσεις όπως αυτές του Κωστή Μοσκώφ, του Νίκου Ψυρούκη
και ορισμένων κοινωνιολόγων, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τις σχετικές
αναλύσεις του Αργύρη Εμμανουήλ και του Σαμίρ Αμίν.
• Η έμφαση στον αρνητικό ρόλο που έπαιξε η Αγγλία, επειδή αρχικά
υποστήριζε την οθωμανική αυτοκρατορία και κατόπιν, όταν είδε ότι ήταν
αναπόφευκτη η απελευθέρωση των Ελλήνων, προσπάθησε και κατάφερε
να εξαρτήσει οικονομικά και πολιτικά το νέο κράτος. Με τη συνέργεια των
ντόπιων πρακτόρων της (Μαυροκορδάτου, Ζαΐμη κ.λπ.) και με όπλο τα δά-
νεια που χορήγησε κατάφερε να οδηγήσει στην υποδούλωση της Ελλάδας
στην αγγλική πολιτική και τους Άγγλους κεφαλαιοκράτες.
Νέο ωστόσο στοιχείο στην προσέγγιση είναι η έμφαση στον θετικό ρόλο
που παίζει η Ρωσία. Η επίτευξη της ανεξαρτησίας οφείλεται σχεδόν απο-
κλειστικά στις διπλωματικές και πολεμικές προσπάθειές της. Ο θετικός
ρόλος της Ρωσίας οφείλεται σε δύο παράγοντες: αφενός διότι τα συμφέ-
ροντά της στην ανατολική Μεσόγειο ήταν εναντίον της αγγλικής πολιτικής
και της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρ της δημιουρ-
γίας ελληνικού κράτους, αφετέρου στους μακροχρόνιους δεσμούς και τα αι-
σθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο ομόδοξους λαούς. Ο ρωσικός
λαός με επικεφαλής τους Δεκεμβριστές πίεζαν και ωθούσαν τη ρωσική πο-
λιτική να επέμβει υπέρ των Ελλήνων στην Επανάσταση.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 39
Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο, ο Καποδίστριας αποτιμάται θετικά, παρά
τις αντιδημοκρατικές ιδέες του. Πήρε μια σειρά μέτρα για την εσωτερική
αναδιοργάνωση της χώρας αλλά και για την επίτευξη της ανεξαρτησίας και
τη διεύρυνση των συνόρων, πάντα με την υποστήριξη της Ρωσίας. Στο έργο
του βρήκε απέναντί του την Αγγλία και τη Γαλλία και τους κοτζαμπάσηδες,
τους μεγάλους εμποροκαραβοκυραίους και τους Μαυροκορδάτο και
Κωλέτη που ακολουθούσαν φιλοαγγλική ή φιλογαλλική πολιτική. Βρίσκον-
τας απέναντι του τους κοτζαμπάσηδες, απέτυχε να μοιράσει τη γη στους
αγρότες και έτσι έχασε σταδιακά την υποστήριξή τους. Μένοντας έτσι με
μειωμένα ερείσματα, θα δολοφονηθεί από μέλη της αντιπολίτευσης.10
Οι αιτίες υιοθέτησης αυτού του σχήματος με την ιδιαίτερη σημασία που
αποδίδει στον αντικειμενικό ρόλο των εθνών και των εθνικών πολιτικών,
κυρίως της Αγγλίας και της Ρωσίας, θα πρέπει να ανιχνευθούν στα συμμα-
χικά ερείσματα που είχαν τα αντίπαλα μέτωπα στον εμφύλιο πόλεμο, στις
συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατόπιν στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά κυρίως
στον καταλυτικό ρόλο που θα παίξει το κυπριακό πρόβλημα στη δεκαετία
του ’50, ωθώντας την Αριστερά στην υιοθέτηση πολιτικών που τείνουν
προς τον εθνικισμό.
Η βασική κριτική που άσκησε η ΚΕ του ΚΚΣΕ στο Σχέδιο προγράμματος
του 1954 είναι ότι η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν αστικοδημοκρατική
(όπως υποστηρίζεται στο Σχέδιο) αλλά ήταν «εθνική επανάσταση κατά των
Τούρκων καταχτητών», και συνακόλουθα ότι η Ελλάδα δεν έχει επιτύχει το
αστικοδημοκρατικό στάδιο επειδή δεν έχει επιλύσει το αγροτικό ζήτημα και
επειδή η χώρα είναι υποταγμένη στους ξένους ιμπεριαλιστές.11 Ο «Μεγάλος
Πατριωτικός Πόλεμος» αλλά και ο μεταπολεμικός ψυχροπολεμικός ανταγω-
νισμός είχαν πριμοδοτήσει και στη Σοβιετική Ένωση εθνικές αναγνώσεις
της ιστορίας.
Στο διάστημα 1953-1956 η εμφάνιση του Νίκου Σβορώνου με την Επι-
σκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας και με τα άρθρα του στην Επιθεώρηση
Τέχνης συγκροτεί ένα πολύ πιο στέρεο και σύγχρονο μαρξιστικό ιστοριο-
γραφικό αφήγημα. Ο Σβορώνος εκσυγχρόνιζε το αδρό και απλουστευτικό
σχήμα του Κορδάτου. Η προσέγγιση του Σβορώνου, απότοκη και αυτή της
εποχής της, έχει εν μέρει ξεπεραστεί από τη σημερινή ιστοριογραφία,
κυρίως επειδή στην έννοια του «αντιστασιακού χαρακτήρα της ιστορίας του
νέου ελληνισμού» λανθάνουν ουσιοκρατικές ερμηνείες, ενώ και η πρόσ-
ληψη της έννοιας του έθνους από τον Σβορώνο υπόκειται σε παραδοσιακές
θεωρήσεις του εθνικού φαινομένου. Ο Σβορώνος και ο Κ. Θ. Δημαράς με τις

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
40 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
μελέτες του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό επηρέασαν καθοριστικά μια
νέα γενιά αριστερών επιστημόνων ιστορικών (Φ. Ηλιού, Σπ. Ι. Ασδραχάς, Β.
Παναγιωτόπουλος, Β. Κρεμμυδάς) που δεν υπέτασσαν την ιστοριογραφική
τους πρακτική στις κομματικές προτεραιότητες. Στις σημαντικότερες δημο-
σιεύσεις τους, κυρίως στη Μεταπολίτευση, μετά την επιστροφή τους από τη
Γαλλία όπου ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, επέφεραν ουσιώδεις τροπο-
ποιήσεις στην οπτική του Εικοσιένα. Οι κυριότερες ήταν: η στερεότερη σύν-
δεση των προεπαναστατικών ιδεολογικών και οικονομικών λειτουργιών με
την Επανάσταση, η επισήμανση μιας πολυδιάστατης κρίσης πριν την Επανά-
σταση που έπαιξε ρόλο στην εκδήλωσή της, η μετατόπιση της διερεύνησης
των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων από τον άξονα γαιοκτήμονες-αστοί-
αγρότες, στον άξονα φιλελεύθερες-παραδοσιακές κοινωνικοπολιτικές ομά-
δες, η εφαρμογή των εννοιών της πρωτόγονης Επανάστασης και της κοι-
νωνικής ληστείας στην ανάλυση των κλεφτών και αρματολών και, τέλος, η
βαθμιαία απεμπλοκή από το σχήμα της εξάρτησης ως βασικού εργαλείου
κατανόησης της νεοελληνικής ιστορίας.

1
Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των βιβλίων: C. M. Woodhouse, The Greek War of
Independence: Its Historical Setting, Λονδίνο, Hutchinson’s University Library
1952· Richard Clogg (επιμ.), The Struggle for Greek Independence. Essays to
mark the 150th anniversary of the Greek War of Independence, Λονδίνο, Macmil-
lan Press 1973· Douglas Dakin, The Greek Struggle for Independence 1821-
1833, Berkeley, University of California Press 1973· N. Diamantouros, J. A. Petro-
pulos, J. Anton, P. Topping (επιμ.), Hellenism and the First Greek War of Liberation
(1821-1830): Continuity and Change, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Μελετών Χερσο-
νήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) 1976· Richard Clogg (επιμ.), Balkan Society in the age of
Greek Independence, Λονδίνο, Macmillan Press 1981.
2
Γεώργιος Σκληρός, Το κοινωνικό μας ζήτημα, Αθήνα 21922, σ. 44. Πιθανόν αυτή
τη δεύτερη έκδοση είχε υπόψη του ο Κορδάτος. Ο Σκληρός πραγματεύεται την επα-
νάσταση και στο βιβλίο του, Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού, Αλεξάν-
δρεια 1919. Για τον Σκληρό βλ. Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (επιμ.), Δημοτικισμός και
κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα, Ερμής 1976· Γιάννης Κουμπουρλής, «Γ. Σκληρός: Η
ταξική πάλη στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης», δοκιμές, τχ. 5 (άνοιξη
1997), σ. 187-215· Γιώργος Δ. Μπουμπούς, Η ελληνική κοινωνία στην πρώιμη
μαρξιστική σκέψη: Γ. Σκληρός- Γ. Κορδάτος, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πάν-
τειο Πανεπιστήμιο 1996.
3
Βλ. ενδεικτικά, Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 574.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 41
4
Γιάνης Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821,
Αθήνα 1924. Για τον Γ. Κορδάτο, βλ. Γ. Μπουμπούς, ό.π.
5
Για τη μεσοπολεμική ιστοριογραφία, βλ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το έργο του Νί-
κου Σβορώνου και η ελληνική ιστοριογραφία. Πενήντα χρόνια αποκλίσεων και
συγκλίσεων», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 38 (Μάιος 1989), σ. 24-33. Για τον Μάξιμο,
βλ. Σπύρος Ασδραχάς, «Ο Σεραφείμ Μάξιμος ως ιστορικός της γενεαλογίας της ελ-
ληνικής κεφαλαιοκρατίας», Αρχειοτάξιο, τχ. 3 (Μάιος 2001), σ. 60-64.
6
Γιάννης Ζέβγος, Γιατί η επανάσταση στην Ελλάδα θ’ αρχίσει σαν αστικοδημοκρα-
τική;, Αθήνα 1934.
7
Γιάννης Ζέβγος, «Ο Γ. Κορδάτος σαν ιστορικός της επανάστασης του 1821», Κομ-
μουνιστική Επιθεώρηση, 21 (1-11-1933), σ. 26-34· του ίδιου, «Η επανάσταση του
1821. Ο χαραχτήρας, οι κινητήριες δυνάμεις και τα προβλήματα της», Νέοι Πρωτο-
πόροι, φ. 3 (Μάρτης 1935), σ. 82-85· του ίδιου, Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής
ιστορίας, [Θεσσαλία] 1944 (γράφτηκε το 1942)· Νίκος Ζαχαριάδης, Θέσεις για την
ιστορία του ΚΚΕ, Αθήνα 1945 (γράφτηκε το 1939). Για την αντιπαράθεση Κορδά-
του-Ζέβγου βλ. Φίλιππος Ηλιού, Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Σχόλιο στη συζή-
τηση Κορδάτου-Ζέβγου, ανάτυπο από το π. Αντί, τχ. 46 (1976), Αθήνα 1976 [ανα-
δημοσιεύεται και στον ανά χείρας τόμο, σ. 15-26].
8
Χαρακτηριστικά έργα αυτής της περιόδου: Γ. Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα,
Αθήνα 21945 [2η συμπληρωμένη έκδοση]· Γεώργιος Βαλέτας, Το προδομένο Εικο-
σιένα, Αθήνα 1946· Ελληνική Επιτροπή «Βοήθεια στο παιδί», Σχολική νεοελληνική
ιστορία, [Βουλγαρία 1951]. Βλ. επίσης Σπύρος Ασδραχάς, Φίλιππος Ηλιού, Βασίλης
Παναγιωτόπουλος, «Για τις “Μορφές του Εικοσιένα” του Γιώργη Λαμπρινού», Τα
Ιστορικά, τχ. 36 (Ιούνιος 2002), σ. 201-211· Βασίλης Κρεμμυδάς, «Το Εικοσιένα: η
προβολή του λαϊκού στοιχείου», στο Επιστημονικό συμπόσιο Επιθεώρηση Τέχνης.
Μια κρίσιμη δωδεκαετία, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, 1997, σ. 255-263. Είναι επίσης χαρακτηριστικές οι μεγάλες αλ-
λαγές που επιφέρει ο Κορδάτος στην επανέκδοση της Κοινωνικής σημασίας της
ελληνικής επαναστάσεως το 1946· βλ. σχετικά Παναγιώτης Στάθης, «Το Εικοσιένα
του Κορδάτου πριν και μετά τον πόλεμο», Διαβάζω, τχ. 523 (Νοέμβριος 2011), σ.
86-95.
9
Για τα παραθέματα, βλ. ΚΚΕ, Πρόγραμμα (Σχέδιο), [Βουκουρέστι], έκδοση της Κεν-
τρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1954, σ. 17-19.
10
Χαρακτηριστικά έργα αυτής της περιόδου: Λεωνίδας Στρίγκος, Η επανάσταση
του Εικοσιένα, Βουκουρέστι 1959· Πέτρος Ρούσος, Βοήθημα νέας ιστορίας της Ελ-
λάδας. Τουρκοκρατία, βενετοκρατία, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των Ελλή-
νων, [Βουκουρέστι] 1959· Γιώργης Ζωίδης, Ιστορία της Ελλάδας. Νέοι χρόνοι,
Βαρσοβία 1963· Τάσος Βουρνάς, Σύντομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης,
Αθήνα 1966.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
42 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
11
Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ, Προτάσεις και συμβουλές του Προεδρείου της ΚΕ
του ΚΚΣΕ πάνω στο σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ (με βάση τις σημειώσεις που
κράτησαν τα μέλη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ), δακτυλόγραφο εξασέλιδο, ΑΣΚΙ, ταξινο-
μικό κουτί 383, φ. 20/33/96, ημερομηνία 4.9.1954.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 43
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
44 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Προσλήψεις των κλεφτών
από τη μαρξιστική
ιστοριογραφία
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΑΡΙΔΗΣ
ΟΙ ΜΥΘΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ για τους κλέφτες και τους αρματολούς που χα-
ρακτηρίζουν τη «δημόσια ιστορία» συμπυκνώνουν ιστοριογραφικά προβλή-
ματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο μελετητής των μαρξιστών ιστο-
ρικών που έγραψαν για την Επανάσταση του 1821. Το μεγαλύτερο από τα
προβλήματα αυτά έχει να κάνει με τους τρόπους με τους οποίους οι
ιστορικοί αυτοί αφομοίωσαν τη σχετική εθνική μυθολογία και ενθεμάτισαν
στον κορμό της τους κανόνες της «μαρξιστικής μεθόδου» και της «υλιστικής
ερμηνευτικής προσέγγισης». Αναφερόμαστε, δηλαδή, στις σκληρές προϊδε-
άσεις που μεσολαβούν την εικόνα του κλέφτη/επαναστάτη στη μαρξιστική
βιβλιογραφία και έχουν πάρει θέση ιστορικής «αλήθειας», η οποία δύσκολα
τίθεται υπό διερώτηση. «Αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι, πάντα ο ίδιος ο
λαός...». Το σχήμα δεσπόζει από τον Λαμπρινό ώς τον Βαλέττα κι από τον
Φωτιάδη ώς τον Βουρνά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι πρωτόγονοι της εξέγερσης και οι
αρχαϊκές μορφές των κοινωνικών κινημάτων του Έρικ Χομπσμπάουμ προ-
σφέρουν ένα ερμηνευτικό εργαλείο, που επιτρέπει ίσως να επιχειρήσουμε
τη μετάθεση των ερωτημάτων που αφορούν στο «κλεφταρματολικό φαινό-
μενο», από το πεδίο των ιδεολογιών σ’ εκείνο της επιστήμης.
Δεν θα αναφερθούμε, ωστόσο, εδώ στον Χομπσμπάουμ και στο τι γονι-
μοποίησε η προβληματική του στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία. Θα
περιοριστούμε σε όσα περιλαμβάνει ο τίτλος του σημερινού σημειώματος:
Στην πρόσληψη, δηλαδή, των κλεφτών από την επικρατούσα, ως τη
δεκαετία του 1950, εκδοχή της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Και, για λόγους
οικονομίας, ας μας επιτραπεί να επιμείνουμε σε δύο εμβληματικούς συγ-
γραφείς, στον Γιάνη Κορδάτο και στον Γιάννη Ζέβγο (τον δεύτερο, κυρίως),

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 45
που έχουν σφραγίσει το έργο των σύγχρονων μαρξιστικών προσεγγίσεων
οι οποίες κυριάρχησαν ώς και τη δεκαετία του 1970. Λέμε σχεδόν, διότι στη
σχετική φιλολογία μαρξιστικής έμπνευσης θα πρέπει κανείς να περιλάβει
και την πρώιμη (1934) «αιρετική» προσέγγιση του Δημοσθένη Δανιηλίδη
στο πολύ σημαντικό έργο του Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, στην
οποία θα πούμε δυο λόγια στη συνέχεια.
Μιας και αναφερθήκαμε στη δεκαετία του 1950, στις εξαιρέσεις καλό εί-
ναι να θυμόμαστε τους νεότερους «αιρετικούς» συγγραφείς. Κρατούμε από
τις σημειώσεις του Κορδάτου δύο μόνο σχετικές αναφορές:
Πρώτη, τη σχετική με τον νεαρό τότε Σπύρο Ασδραχά και το άρθρο του,
το 1955, στο περιοδικό Νέον Αθήναιον, «Ανέκδοτα έγγραφα για τους αρμα-
τωλούς Κ. Καστανά και Σταθά». Να προσθέσουμε και τα δύο κείμενα για τον
κλέφτη Αντρούτσο, στο Νέον Αθήναιον το πρώτο και στην Ηπειρωτική Εστία
το δεύτερο, την ίδια και την επόμενη χρονιά, στα οποία δεν αναφέρεται ο
Κορδάτος αλλά είναι στην ίδια λογική. Δεύτερη, την παρέμβαση του, νεαρού
επίσης τότε, Βασίλη Παναγιωτόπουλου, με το άρθρο στο Δελτίον Ιστορικής
και Εθνολογικής Εταιρείας, το 1956, με τίτλο «Νέα στοιχεία περί του θεσμού
των Κάπων εν Πελλοποννήσω». Αυτά είναι, όμως, μία άλλη ιστορία που δεν
εντάσσεται στο σημερινό μας θέμα.
Περνώντας, επιτέλους, στο θέμα μας, στην πρόσληψη των κλεφτών από
τη μαρξιστική ιστοριογραφία, πριν τους πρωτόγονους της εξέγερσης του
Έρικ Χομπσμπάουμ και, ειδικότερα, από τους Κορδάτο, Ζέβγο και Δανιηλίδη,
ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε μερικά πολύ γνωστά πράγματα (ή, του-
λάχιστον, πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούνται βάσεις εκκίνησης), θυ-
μίζοντας τον Φίλιππο Ηλιού και το περίφημο άρθρο του με τίτλο «Η ιδεολο-
γική χρήση της ιστορίας. Σχόλιο για τη συζήτηση Κορδάτου-Ζεύγου», που
πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 46 του περιοδικού Αντί, το 1976 (και ανα-
δημοσιεύεται και στον ανά χείρας τόμο, σ. 15-26).
Έγραφε, λοιπόν, ο Φίλιππος Ηλιού:

Ο Μαρξ, στον καιρό του, επισήμανε την πολλαπλή λειτουργία και


χρήση της ιστορίας και με όλο του το έργο προσπάθησε και επέτυχε
να απομυθοποιήσει τις κοινωνικές λειτουργίες για να αναδείξει τους
αντικειμενικούς παράγοντες που παρεμβαίνουν στις ιστορικές διαδι-
κασίες. Αυτό δεν εμπόδισε πολλούς μαρξιστές και, πάντως, τους φυ-
σικούς φορείς της μαρξιστικής θεωρίας, τα κομμουνιστικά κόμματα,
να προσφύγουν στην ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Σ’ αυτό συντέ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
46 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
λεσε, βέβαια, και η οξύτητα των κοινωνικών αγώνων που οδηγούσε,
αυτόματα σχεδόν, στο μηδενισμό της ιστορικής παράδοσης του αν-
τιπάλου.

Και έγραφε, επίσης:

Με τον τρόπο αυτό το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά


του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά πε-
ριστατικά και αγνοώντας τους μηχανισμούς που διέπουν τη λειτουρ-
γία των κοινωνικών συνόλων. Η «ιστορική νομοτέλεια», οι «νόμοι»
που διέπουν την κίνηση της ιστορίας, μεταβάλλονται, έτσι, από στοι-
χεία απομυθοποίησης και αντικειμενικής προσέγγισης των κοινωνι-
κών πραγματικοτήτων, σε ιδεολογικά προϊόντα που επιτρέπουν στην
ιδεολογικοποιημένη και ιδεολογίζουσα ιστοριογραφία να εμφανίζε-
ται με την πανοπλία της αντικειμενικότητας και της επιστημοσύνης,
πολλαπλασιάζοντας, έτσι, την εμβέλειά της. Μέσα από αυτή τη δια-
δικασία επιτελείται, αδιόρατα πολλές φορές, η διολίσθηση από το
χώρο «των νόμων που καθορίζουν την ιστορική κίνηση», στο χώρο
«των διδαγμάτων της ιστορίας»: η αντικειμενική γνώση παραχωρεί,
έτσι, τη θέση της στην ηθικολογία και στο φρονηματισμό.

Ο Γιάνης Κορδάτος, με την Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επανα-


στάσεως του 1821, που εκδόθηκε το 1924 όταν ο ίδιος βρισκόταν στην
ηγεσία του ΚΚΕ, προτείνει μια οπτική σύμφωνα με την οποία οι ταξικές αν-
τιθέσεις που καθόρισαν την Επανάσταση του ’21 δεν περικλείουν τις διάρ-
κειες στις οποίες αναφέρεται το κλέφτικο φαινόμενο. Έτσι, λοιπόν, στην
Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας (στην έκδοση του 1957), ο Κορδάτος αντι-
μετωπίζει τους κλέφτες ως κλέφτες με την κυριολεξία του όρου. Όπως ση-
μειώνει ο Φίλιππος Ηλιού, ο Κορδάτος ορίζει το 1821 ως κατεξοχήν πεδίο
επαλήθευσης του χαρακτήρα και του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης.
Εδώ, λοιπόν, το ερώτημα περί αρματολών και κλεφτών αντιμετωπίζεται ως
χαρακτηριστικό αρχαϊκών συμπεριφορών που, στο πλαίσιο της επανάστα-
σης, τίθενται από την καθοδήγηση της αστικής τάξης και δεν καθορίζουν
τον κοινωνικό της χαρακτήρα.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τα βουνά της Ελλάδας και της Βαλκα-
νικής ήταν γεμάτα από κλέφτες. Όπως και στη θάλασσα άκμαζε η

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 47
πειρατεία, έτσι και στη στεριά η κλεφτουριά. Εξόν από τους σκοτω-
μούς και τις αιχμαλωσίες οι κλέφτες έκαιγαν σπαρτά και σπίτια και
έκαναν μεγάλες καταστροφές. Η κυριότερη αιτία που πολλοί —κυ-
ρίως κτηνοτρόφοι και φτωχοαγρότες— γίνονταν κλέφτες, ήταν η
φτώχεια και η ανέχεια που τους έσπρωχνε στην κλεψιά. Κι επειδή
όταν ανακαλύφτονταν δεν μπορούσαν να ζήσουν στα χωριά τους,
έπαιρναν τα βουνά.

Στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας που πραγματεύε-
ται συνολικά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και το σύνολο της εθνικής
ιστοριογραφίας, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στους «Κλέφτες και Αρ-
ματολούς». Εκεί, λοιπόν, ανακεφαλαιώνοντας μεταξύ άλλων την κριτική του
στον Γιάννη Ζέβγο, αναφέρεται συγκεκριμένα στο θέμα που συζητάμε σή-
μερα. Γράφει, λοιπόν, απαντώντας στην ιδέα ότι οι κλέφτες εξέφραζαν τα-
ξικές αντιθέσεις που έφταναν να πάρουν τη μορφή ένοπλων συγκρούσεων:

Μερικοί όμως έβγαιναν στο κλαρί, γιατί έρχονταν σε αντίθεση με τους


κοτζαμπάσηδες και τις τουρκικές αρχές. Οι αγγαρείες, η τοκογλυφία,
οι φοροεισπράχτορες, οι άδικες τιμωρίες, ανάγκαζαν όσους δεν μπο-
ρούσαν να βαστάξουν τις καταπιέσεις αυτές να βγούνε στο κλαρί.
Δεν είναι όμως καθόλου σωστό πως «η πάλη της αγροτικής τάξης...
αναπτυσσόταν και πήρε τη μορφή ένοπλου αγώνα». Ούτε και η άλλη
γνώμη είναι σωστή πως «ομάδες αγροτών έφευγαν στα βουνά,
αποτελούσαν αντάρτικες συμμορίες και πολεμούσαν τους Τούρκους
εκμεταλλευτές...». Οι απόψεις αυτές του Ζεύγου είναι παρατραβηγ-
μένες. Από τις γραπτές πηγές δεν επιβεβαιώνονται.

Και παρακάτω, για να τοποθετηθεί απέναντι τόσο στην κυρίαρχη αστική


ιστοριογραφία όσο και στις θέσεις του Ζέβγου, ο Κορδάτος γράφει ότι οι
κλέφτες δεν εκφράζουν καμία, ούτε πρώιμη ούτε ατελή έστω, εκδήλωση
εθνικού κινήματος που θα μπορούσε να συνδεθεί με την πορεία της δια-
μορφούμενης αστικής τάξης:

Εξάλλου κλέφτες δε γίνονταν μόνο οι Έλληνες φτωχοαγρότες και


κολλίγοι. Και πολλοί Τούρκοι έπαιρναν τα βουνά. Οι Λιάπηδες και Αρ-
ναούτηδες (Τουρκαρβανίτες) μάλιστα τρομοκρατούσαν τη Θεσσαλία
και Ήπειρο και κάνανε πολλά εγκλήματα.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
48 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Εδώ χρειάζονται τα συμφραζόμενα. Όπως είναι γνωστό, μετά τις αλλα-
γές στην ηγεσία του ΚΚΕ το 1931, η έκτη Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος,
αρχές του 1934, ανασυγκρότησε πλήρως τη στρατηγική του ορίζοντας τον
χαρακτήρα της επικείμενης επανάσταης από προλεταριακή σε αστικοδημο-
κρατική, που όμως, για ιστορικούς λόγους, θα στρεφόταν εναντίον και της
αστικής τάξης στο σύνολό της. Μια συμμαχία εργατών-αγροτών εναντίον
της αστικοτσιφλικάδικης κυριαρχίας. Τούτη η σύνθεση έπρεπε να βασιστεί
στον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών αντιθέσεων που χαρακτήριζαν
τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Γράφει σχετικά ο Νίκος Ζαχαριάδης στο άρθρο του με τίτλο «Ο Μαρξι-
σμός-Λενινισμός στην Ελλάδα», που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της
ΚΟΜΕΠ του 1946:

Η 6η Ολομέλεια της Κ[εντρικής] Ε[πιτροπής του ΚΚΕ] (Γενάρης


1934) έδωσε την επιστημονική ανατομία της νεοελληνικής κοινωνι-
κής διάρθρωσης και καθόρισε τους δρόμους για τη λαϊκοδημοκρα-
τική και σοσιαλιστική μεταβολή στην Ελλάδα.

Και συνεχίζει:

Οι νεοελληνικές εθνικές παραδόσεις, τραγούδια, διηγήσεις, χοροί,


πανηγύρια, προλήψεις, ήθη, έθιμα στο βασικό και αποφασιστικό τους
μέρος ανάγονται στην περίοδο της εθνικής νεοελληνικής διαμόρ-
φωσης και σχετίζονται άμεσα είτε έμμεσα με την ανάπτυξη των και-
νούργιων, των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, σχετίζονται
δηλαδή με τη γέννηση, την ανάπτυξη, τη διαμόρφωση της αστικής
νεοελληνικής συνείδησης και συγκρότησης.

Στη λογική αυτή, το ιστορικό έργο του Γιάννη Ζέβγου ερχόταν, όπως
γράφει ο Φίλιππος Ηλιού, να οπλίσει το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα με
μια νέα αντίληψη για την ιστορία.
Ας δούμε όμως πώς ο Ζέβγος αναφέρεται στους κλέφτες, στη Σύντομη
Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, και πώς τους ορίζει ως έκφραση μιας
ανεκπλήρωτης αγροτικής επανάστασης:

Όλες οι προαναφερμένες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές και εξελί-


ξεις γίνονταν σε βάρος της αγροτιάς. Τούρκοι και Έλληνες προνομι-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 49
ούχοι δυναμώνουν την εκμετάλλευση και καταπίεση της αγροτιάς. Οι
φόροι αυξαίνουν, η είσπραξή τους γίνεται πιο βαρειά. Η εθνική και
πολιτική καταπίεση μεγαλώνει. Οι αγγαρείες πληθαίνουν. Η ελευθε-
ρία μετακίνησης περιορίζεται και οι αγρότες ξαναδένονται ουσια-
στικά, αν όχι τυπικά, στη γη. Η αγροτική μάζα ζούσε σκυλίσια ζωή. Η
διατροφή ήταν βασικά από ψωμί αραβοσιτένιο, κρομμύδια κι εληές.
Κρέας, αν δοκίμαζε, ήταν μόνο 3-4 φορές το χρόνο. Χριστούγεννα,
Πάσχα, Αη-Γιώργη, Αη-Δημήτρη. Οι γιορτές δεν τους άφηναν να
δουλεύουν περισσότερο από 200 μέρες το χρόνο. Τούρκοι και Έλλη-
νες τσιφλικάδες τους είχαν δέσει στη γη. Έγγραφα του Λόντου λ.χ.
αναφέρουν, ότι λίγα χρόνια πριν από το 1821 οι αγρότες απ’ τα Κου-
νινά και άλλο ένα χωριό του Αιγίου άφησαν τα χωριά τους και τρά-
βηξαν κατά την Κόρθο για να γλυτώσουν από το Λόντο, που τους
ανάγκαζε να δουλεύουν σα σκλάβοι στα χτήματα. Ο Λόντος στέλνει
ανθρώπους, τους βρήκαν και ζητάει από τους Τούρκους να τους
στείλουν πίσω. Οι αγρότες φεύγουν από κει κρυφά και χάνονται σε
άγνωστο μέρος. Σ’ ορισμένες περιοχές, όπως η Εύβοια, και κυρίως
στην Κρήτη, όπου ο μισός πληθυσμός ήταν Τούρκοι και πολλοί απ’
αυτούς Τουρκοκρητικοί, η εθνική καταπίεση ήταν φριχτή. Σκότωναν,
άρπαζαν γυναίκες, προϊόντα, αγγάρευαν τον κόσμο ατιμώρητα. Το
μπαξίσι έλυνε όλα τα ζητήματα.
Σ’ απάντηση έρχεται η ένοπλη αντίδραση της αγροτιάς και φανερώ-
νεται η κλεφτουριά.

Η κλεφτουριά, λοιπόν, αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, με πισω-


γυρίσματα και επιταχύνσεις, αποτελούσε έκφραση της κυρίαρχης ταξικής
αντίθεσης στην Ελλάδα, στις συνθήκες που η διαμορφούμενη στις αδύνα-
μες αστικές κοινότητες και κυρίως στο εξωτερικό αστική τάξη δεν
μπόρεσε να ολοκληρώσει την αστική επανάσταση, καταλήγοντας να υπο-
ταγεί σε μια αστικοτσιφλικάδικη συμμαχία και, τελικά, να προδώσει το
νόημα του 1821.

Η πάλη της αγροτικής τάξης απ’ τις αρχές αυτής της περιόδου ανα-
πτύσσεται και παίρνει μορφή ένοπλου αγώνα. Ομάδες αγροτών
φεύγουν στα βουνά, αποτελούν αντάρτικες συμμορίες, πολεμούν
τους Τούρκους εκμεταλλευτές, μα και τους κοτζαμπάσηδες και τον
Κλήρο. Τους σκοτώνουν, τους αιχμαλωτίζουν για λύτρα, τους σκο-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
50 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
τώνουν τα ζώα, τους καίνε τα σπίτια, τα γενήματα. Μπαίνουν σ’
εφαρμογή όλες οι μορφές του αγροτικού ανταρτοπολέμου. Κάθε
συμμορία έχει τον καπετάνιο της και οι άνδρες ονομάζονται παλλη-
κάρια. Είναι συνδεδεμένοι στενά με την αγροτική μάζα. Αποτελούν
το μαχητικό της τμήμα, το εκδικητή και υπερασπιστή της. Οι αγρότες
συμπληρώνουν διαρκώς τις γραμμές τους, τους εφοδιάζουν με
μπαρουτόβολα και τρόφιμα, τους εξασφαλίζουν άσυλο -γιατάκι- το
χειμώνα. Πιο ξακουστοί κλέφτες, που δοξάστηκαν πιο πολύ από την
ελληνική αγροτιά, στάθηκαν οι Κολοκοτρωναίοι. Η γενιά τους κάπου
200 χρόνια έβγαζε κλέφτες ξακουστούς στο Μωριά. Μέσα στην πο-
λύχρονη πάλη οι κλέφτες δημιουργούν αρετές ηρωικότατες, παλλη-
καριάς, αυτοθυσίας, σωματικής και ηθικής αντοχής, τόλμης. «Καλό
βόλι» έλεγαν για ευχή. Τ’ ανδραγαθήματά τους έδωσαν το υλικό για
το λαϊκό τραγούδι και το λαϊκό θρύλο. Γύρω απ’ τη δράση τους και
της αγροτιάς γενικώς αναπτύσσονται τα στοιχεία του Νεοελληνικού
Πολιτισμού. Η πάλη τους αποτελεί αγροτικό εθνικό ταξικό κίνημα, μέ-
νει ωστόσο σκόρπιο, μονωμένο και στα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζει
να παίρνει ξεκάθαρο εθνικό χαρακτήρα.

Σ’ αυτή την τελευταία αποστροφή μπορούμε, ίσως, να διακρίνουμε στο


κείμενο του Ζέβγου ένα εκλεκτικό σπάραγμα από το σημαντικό έργο του
Στάλιν (1913) για τον Μαρξισμό και το Εθνικό Ζήτημα. Μια αποστροφή
που, ίσως, για να συναντηθεί με τα συμφραζόμενά της, χρειάζεται η ανα-
φορά στην αστική τάξη που «στρατολογεί για τον εαυτό της τους συμπα-
τριώτες, [...] και τα κατώτερα στρώματα συγκεντρώνονται κάτω από τις
σημαίες της». Στην οπτική του Ζέβγου η ελληνική, ανώριμη ακόμη, αστική
τάξη δεν μπορεί ιστορικά να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο. Στο πε-
δίο της «αγκιτάτσιας και προπαγάνδας» χρειάζεται λοιπόν μια πρόσθετη
έννοια: Η έννοια του λαού». Αυτή η «χαλαρή», ως προς τις μαρξικές ανα-
λυτικές κατηγορίες, έννοια θα προσδιορίσει τη μαρξιστική ιστοριογραφία
που ακολουθεί.
Ο Φίλιππος Ηλιού εντοπίζει το πρόβλημα με σαφήνεια:

Από κει και πέρα όμως, και χωρίς αυτό να είναι στην πρόθεση του
Γ. Ζεύγου, ο δρόμος άνοιξε, στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία,
προς το «λαϊκισμό». Οι μαρξιστικές κατηγορίες, οι κατηγορίες του
ιστορικού υλισμού, χρησιμοποιούνται πάντα κι αποτελούν σταθερά

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 51
σημεία αναφοράς. Οι παραγωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές σχέ-
σεις, η πάλη των τάξεων, η βάση και το εποικοδόμημα, οι νόμοι της
διαλεχτικής και τα συνακόλουθα, κυριαρχούν στην ορολογία των
ελληνικών μαρξιστικών ή παραμαρξιστικών κειμένων. Στην πραγ-
ματικότητα διαπιστώνουμε μια διολίσθηση που οδηγεί στην υποκα-
τάσταση της έννοιας της κοινωνικής τάξης και της πάλης των τά-
ξεων από το αντιθετικό σχήμα λαϊκός/ αντιλαϊκός: στην έννοια λαϊ-
κός εντάσσονται όλα τα στοιχεία που στην πραγματικότητα ανήκαν
ή εκ των υστέρων θεωρήθηκε ότι έπρεπε να ανήκουν στις καταπιε-
ζόμενες τάξεις, οπότε, και για το λόγο αυτό, αναδεικνύονται σε πα-
ραδειγματικές αξίες, μόνες ικανές να εμπνεύσουν και να γαλουχή-
σουν τους σύγχρονους αγώνες του προοδευτικού κινήματος. Και
από την αντίθετη πλευρά, στην έννοια αντιλαϊκός συγκεντρώ-
νονται, για να παραδοθούν στον περίφημο «σκουπιδοντενεκέ της
ιστορίας» όλα τα στοιχεία που ανήκαν ή που εκ των υστέρων θεω-
ρήθηκε ότι έπρεπε ν’ ανήκουν στις καταπιέζουσες, εκμεταλλεύτριες
τάξεις.
Δημιουργήθηκε έτσι μια λαϊκίζουσα παράδοση που με παραλλαγές
και διακυμάνσεις κυριαρχεί ως τις μέρες μας στην ιστορική ή ιστορι-
κίζουσα αριστερή φιλολογία: στο πλαίσιό της ένας κοινωνικά απροσ-
διόριστος λαός αναδεικνύεται σε μοναδικό, αποκλειστικό, φορέα
όλων των θετικών αξιών. Σίσυφος και πρωτομάρτυρας μιας ενιαίας
και αδιαφοροποίητης νεοελληνικής τραγωδίας.
Η λαϊκίζουσα αυτή παράδοση μπορεί να μην έχει, πάντα, μεγάλη
σχέση με το μαρξισμό, που προϋποθέτει άλλου είδους αναλύσεις και
άλλου είδους προβληματική. Εξέφρασε όμως, ιδεολογικά, το ελλη-
νικό μαρξιστικό κίνημα.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Γιάννη Ζέβγο. Στο έργο του, όπως είδαμε,
οι κλέφτες αποτελούν την προωθημένη ταξική έκφραση της αγροτιάς. Οι
ίδιοι, όμως, έχουν αποσπαστεί από το σώμα της τάξης τους και δεν διαθέ-
τουν, ως κοινωνικό στρώμα, κάποια συγκεκριμένη οικονομική βάση.
Κλέφτες και αρματολοί τοποθετούνται στους πόλους των αντιθέσεων
της αγροτικής κοινωνίας. Οι κλέφτες εκφράζουν την καταπιεσμένη αγροτιά·
οι αρματολοί, οι κλέφτες που συνθηκολόγησαν δηλαδή, τα φεουδαλικά
στρώματα στα οποία και εντάχθηκαν.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι και οι δύο κατηγορίες, κατά τον Ζέβγο, εί-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
52 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
χαν αποσπαστεί εξ ανάγκης από την παραγωγική διαδικασία. Ας δούμε
όμως, με τα δικά του λόγια, πώς ορίζει τους αρματολούς:

Βγήκαν κυρίως από το αγροτικό κίνημα της κλεφτουριάς. Ήταν οι κα-


πεταναίοι, που συνθηκολόγησαν με την Πύλη, πέρασαν στην υπηρε-
σία της κι ανέλαβαν τη φύλαξη της τάξης σ’ ορισμένες περιοχές. Αυ-
τές οι περιοχές ονομάζονται αρματωλίκια. Τέτοια αρματωλίκια στις
παραμονές του 1821 ήταν 18. Στην Δυτική Μακεδονία ήταν 3, στην
Ήπειρο και Δυτική Ελλάδα 4 και στην Ανατολική Ελλάδα 11. Οι αρ-
ματωλοί διορίζονταν από τους Τούρκους. Πολλές φορές κρατούσαν
το αρματωλίκι ισόβια και το κληρονομούσαν οι γυιοι τους. Οι αρμα-
τωλοί ήταν εχτροί του αγροτικού κινήματος της κλεφτουριάς. Δεν εί-
χαν οικονομική βάση. Βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τα τζά-
κια για την επιρροή στην επαρχία τους. Τα τζάκια τους περιφρονού-
σαν για την προέλευσή τους. Επίσης έρχονταν σε σύγκρουση με τους
Τούρκους και συχνά ξαναγίνονταν κλέφτες. Αποτελούσαν τη διαμορ-
φωνόμενη στρατιωτική αριστοκρατία του Νέου Ελληνισμού. Ξακου-
στοί αρματωλοί στάθηκαν ο Μεϊντάνης, Γριβαίοι, Μπουκουβαλαίοι,
Κοντογιανναίοι και άλλοι.
Τα τέσσερα κοινωνικά στρώματα -Κλήρος, Φαναριώτες, Τζάκια, αρ-
ματωλοί- αποτελούσαν ισάριθμα φεουδαλικά στρώματα του Νέου
Ελληνισμού. Εξόν από την Κλήρο, διαμορφώθηκαν σ’ αυτή την πε-
ρίοδο, από τις αρχές του 17ου αιώνα, και παίρνουν θέση στον κοι-
νωνικο-οικονομικο-πολιτικό μηχανισμό του οθωμανικού φεουδαρ-
χισμού, τείνοντας να πάρουν τη θέση των Τούρκων. Στις αρχές του
19ου αιώνα βρίσκονται στο κορύφωμα της δύναμής τους. Η κατο-
πινή τους εξέλιξη αλλάζει με την εθνικο-απελευθερωτική επανά-
σταση.

Το σχήμα αυτό, όπως είπαμε, θα επιχειρήσει να ανατρέψει ο Κορδάτος


παραπέμποντας στον Φίνλεϋ:

«Όπου η κυβέρνηση -γράφει ο Άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ- δεν δείχνει


σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν
υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφα-
λίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια
ζωή ανεξάρτητη, κι όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 53
διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζόμενων...»
(«Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως», ελ. μετάφρ., Αθήνα 1954, τ.
Α´, σ. 44).
Οι κρίσεις αυτές είναι σωστές. Και στον περασμένο και στις αρχές
του αιώνα μας, πολλοί ληστές που έκαναν μεγάλα εγκλήματα ηρωο-
ποιήθηκαν από τις λαϊκές μάζες και τα κατορθώματά τους έγιναν
λαϊκά αναγνώσματα. Κι’ αυτό γιατί οι διάφοροι Νταβέληδες
λήστευαν τους τσιφλικάδες και χτυπούσαν τους χωροφυλάκους που
ο αγρότης για τις καταπιέσεις τους τους έλεγε «σταυρωτήδες».
«Η κοινή ζωή των κλεφτών -γράφει παρακάτω ο Φίνλεϋ-, απο-
στούσε κάποια αίγλη από τη φιλευσπλαχνία που δείχνανε στους
φτωχούς και εξευγενιζότανε από τον πατριωτισμό. Πολύ σπάνια
υπάρχει κάτι για να εγκωμιαστεί στη διαγωγή εκείνων που σκοτώ-
νουν. Αλλά οι κλέφτες, μετά τη συνθήκη του Βελιγραδίου, βαθμιαία
άρχισαν να συγχέωνται ολοένα περισσότερο με τους αρματωλούς
στη συνείδηση του αστικού πληθυσμού της Ελλάδας...» (όπ. παρ., σ.
45). […]
Ακόμα και ένας άλλος λόγος «δόξασε» τους κλέφτες. Πολλοί απ’ αυ-
τούς έγιναν αρματωλοί και αργότερα πήραν μέρος και στον απελευ-
θερωτικό αγώνα. Ήταν φυσικό λοιπόν να ξεχαστούν τα παλιά τους
εγκλήματα και να υμνηθούν για την κλέφτικη δράση τους.
Όπως και αν είναι, όταν το κακό παράγινε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν
να πάρουν μέτρα. Στην αρχή επιτρέψανε στους κοτζαμπάσηδες να
διορίσουν φύλακες στα χωριά.
Οι φύλακες αν και οπλισμένοι δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με
τις ληστοσυμμορίες γιατί οι κλέφτες που αποτελούσαν μικρές
ομάδες συνεννοούντανε με τους κλέφτες των άλλων περιοχών και
όλοι μαζί κατεβαίνανε και ληστεύανε τα χωριά.
Όταν μάλιστα από τα μέσα του 18ου αιώνα και δώθε σημειώθηκε
ανάπτυξη της οικονομίας και οι πραγματευτάδες αγόραζαν και που-
λούσαν πραμάτειες και τα καραβάνια πηγαινοέρχονταν, ο Όλυμπος,
ο Κίσσαβος, το Πήλιο, τ’ Άγραφα, ο Παρνασσός και τ’ άλλα βουνά γέ-
μισαν από κλέφτες.
Στην Ήπειρο και Θεσσαλία το 1759 διορίστηκαν Τουρκαρβανίτες να
φυλάνε τα ντερβένια. Όμως οι πιο πολλοί από δαύτους ήταν κακο-
ποιά στοιχεία, γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκαν Τούρκοι και χριστιανοί.
Οι διαμαρτυρίες αυτές έπιασαν, γιατί οι Τουρκοαρβανίτες λήστευαν

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
54 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
και τους Τούρκους μπέηδες και αγάδες.
Αναγκάστηκε λοιπόν ο Σουλτάνος στις 11 Ιούλη 1755 να βγάλει νέο
φιρμάνι που καταργούσε τα αρβανίτικα ένοπλα σώματα.
Το ίδιο φιρμάνι ανάθεσε στους Τούρκους να φυλάνε τα διάσελλα
(βλ. Βασδραβέλη: «Αρματωλοί και Κλέφτες στη Μακεδονία», Θ/νίκη
1948, σ. 94).
Μα και αυτό το μέτρο δεν έφερεν αποτελέσματα. Οι Τούρκοι πολιτο-
φύλακες δεν μπόρεσαν να εξοντώσουν τους ληστές και να προστα-
τεύσουν τα χωριά.
Γι’ αυτό η τουρκική κυβέρνηση αναγκάστηκε να δώσει άδεια να ορ-
γανωθούν σε κάθε χωριά ένοπλες φρουρές από ντόπιους. […]
Μα και πάλι δεν έγινε τίποτα. Από τη μια μεριά οι κλέφτες ήταν
πολλοί και από την άλλη τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα απ’
όπου περνούσαν καταπίεζαν τους χωρικούς, βίαζαν γυναίκες, έκλε-
βαν και πολλές φορές και έδερναν και σκότωναν. Γι’ αυτό και οι
Τούρκοι χωρικοί ακόμα διαμαρτυρήθηκαν για τα κλέφτικα φερσί-
ματα των στρατιωτικών αποσπασμάτων.
Η τουρκική κυβέρνηση ξαναεφάρμοσε τότε το παλιό σύστημα της
πολιτοφυλακής. Επέτρεψε δηλαδή στους προεστούς να διορίζουν
ένοπλους φύλακες, που στην Πελοπόννησο τους λέγανε κάπους.
Άμα όμως πέρασε καιρός εξόν που οι ληστές δεν εξοντώθηκαν,
υπήρχε και ένας άλλος λόγος που έκανε την τουρκική κυβέρνηση να
καταργήσει στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Ρούμελη το σύστημα της πολι-
τοφυλακής. [...]
Το μίσος που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες ήταν
εγγύηση για τους Τούρκους. Οι αρματολοί θεωρούντανε σα να
πούμε προδότες, και γι’ αυτό οι άλλοι κλέφτες δεν τους είχαν εμπι-
στοσύνη και αν καμιά φορά, χαλνούσαν oι αρματολοί με τους Τούρ-
κους δεν τους δέχονταν στα λημέρια τους.

Σε μια ολότελα διαφορετική κατεύθυνση ο Δημοσθένης Δανιηλίδης κα-


ταθέτει πολύ νωρίς, στα 1934, τα εξής πολύ σημαντικά:

Η κλεφτουριά [...] ήταν η πρωτόγονη μορφή μιας αυθόρμητης πη-


γαίας νεοελληνικής εξουσίας, πολιτικής και όχι μόνο στρατιωτικής.
[...] Δύο ψυχές ζούσαν στα στήθια των πηγαίων αυτών ανθρώπων,
που ξεχείλιζαν από ρώμη. Η μια ήθελε καζάντι και η άλλη λεβεντιά

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 55
[...]. Η πρώτη ήταν η ψυχή ενός επιχειρηματία, που ακάθεκτος κυνηγά
το κέρδος, τα πλούτη και μπορούσε με ομαλές συνθήκες να
εξελιχθεί ίσως σ’ έναν έμπορα ή καραβοκύρη, και που μπροστά στα
ανυπέρβλητα εμπόδια ζητά διέξοδο στη ληστεία. Η δεύτερη ενός
ήρωα, που μεγάλωσε στη φύση, που νοσταλγεί λευθεριά κι
ωμορφιά, δεν μπορεί ν’ ανέχεται τις αθλιότητες [...], σιχαίνεται το
σκλάβο και γίνεται αντάρτης, τιμωρός κι ανατροπέας ενός ένοχου
κόσμου και προάγγελος, εργάτης ενός άλλου. Αξεχώριστες οι δύο
τούτες ψυχές δράσανε πάντα μαζί [...]. [Οι κλέφτες] αποτελούσαν τη
μοναδική αριστοκρατία, που είχε δημιουργηθεί κι επιβληθεί χάρη στη
φυσική επιλογή μέσα σε μακρούς αιώνες» (= Δ. Δανιηλίδης, Η νε-
οελληνική κοινωνία και οικονομία, Σαμαρόπουλος, Αθήνα 1934·
επανέκδοση: Νέα Σύνορα, Αθήνα, χ.χ., σ. 132-233, 235.).

Ιδού η πρώιμη υποδοχή για τους πρωτόγονους της εξέγερσης και τις
αρχαϊκές μορφές των κοινωνικών κινημάτων του Έρικ Χομπσμπάουμ.
Ας μας επιτραπεί, ως κατακλείδα, μια τελευταία αναφορά από το προ-
αναφερθέν έργο του Φίλιππου Ηλιού, για τη συμβολή της επιστήμης στην
απομάγευση του κόσμου:

Ξέρουμε, βέβαια, πως κάθε ιστορικό έργο (και κάθε πολεμική γύρω
από τα προβλήματα της ιστορίας) αποτελεί προσέγγιση στη διερεύ-
νηση του αντικειμένου της ιστορικής επιστήμης και ταυτόχρονα και
έκφραση των βεβαιοτήτων ή των αναζητήσεων της εποχής που το
εξέθρεψε. Κινείται, έτσι, σε δύο επίπεδα και επιτελεί μια διπλή λει-
τουργία (κοινή, άλλωστε, στο σύνολο των λεγομένων κοινωνικών
επιστημών): σαν φορέας γνώσης ή τεχνικών για τη γνώση του πα-
ρελθόντος (και, στις καλές περιπτώσεις, που είναι, τελικά, και οι
μόνες ουσιαστικά ενδιαφέρουσες: σαν φορέας μιας γενικής
μεθόδου που επιτρέπει την κατανόηση των μηχανισμών που καθο-
ρίζουν τη συνολική λειτουργία δεδομένων κοινωνικών σχηματι-
σμών)· και παράλληλα/ταυτόχρονα σαν έκφραση ή σαν φορέας μιας
διαρκώς μεταβαλλόμενης, κάθε φορά, συνολικής αντίληψης ή ιδεο-
λογίας, που, φορτίζοντας το παρελθόν με την προβληματική του πα-
ρόντος ή, αντίστροφα, ζητώντας να επιβάλει στο παρόν σχήματα και
λειτουργίες παλαιότερων εποχών, επιδιώκει, και πολύ συχνά πετυ-
χαίνει, να εξασφαλίσει την εσωτερική ιδεολογική συνοχή

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
56 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
κοινωνικών τάξεων ή κοινωνικών ομάδων και να διευκολύνει τη
διεκδίκηση από αυτές ενός «ιστορικά δικαιωμένου» ηγεμονικού ρό-
λου στο πλαίσιο μιας δοσμένης κοινωνίας.

Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε προς συζήτηση, την άνοιξη του 2010, στη συνάν-
τηση με θέμα «Πριν τους πρωτόγονους της επανάστασης του Χομπσμπάουμ: η
πρόσληψη των κλεφτών από τη μαρξιστική ιστοριογραφία», του κύκλου συζητή-
σεων του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (ΙΝΠ) και των Αρχείων Σύγχρονης Κοινω-
νικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) «Η μαρξιστική ιστοριογραφία στην Ελλάδα από τον Γ. Σκληρό
ως τον Δ. Χατζή».

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 57
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
58 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Παναγιώτης Καρατζάς:
Η βιογραφία
ενός αγωνιστή του 1821
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΛΑΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ της 25ης Μαρτίου του 2013, συνδικαλιστική παράταξη της
Αριστεράς στον χώρο των εκπαιδευτικών απηύθυνε ανοικτή επιστολή προς
τους μαθητές και τις μαθήτριες της Πάτρας με τίτλο: Οι λαϊκές επαναστάσεις
μπορούν να νικήσουν! Δηλωμένος στόχος των συντακτών, να ξεσκεπάσουν
τα ψέματα με τα οποία βομβαρδίζονται οι μαθητές. Ανάμεσα σε αυτά διαβά-
ζουμε και το ακόλουθο:

Είναι ψέμα ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε πρώτος τη ση-


μαία της Επανάστασης του 1821. Τη σημαία στην Πάτρα την ύψωσε
ο λαϊκός ηγέτης Παναγιώτης Καρατζάς, τον οποίο δολοφόνησαν οι
πρόκριτοι της Πάτρας.1

Τα γραφόμενα στην επιστολή και ειδικά το απόσπασμα που μνημονεύ-


σαμε ξεσήκωσαν αντιδράσεις, πυροδότησαν άρθρα στον Τύπο και έντονους
διαξιφισμούς στο Διαδίκτυο.2 Είναι αξιοπαρατήρητο ότι, λίγα χρόνια πριν,
στην επέτειο της 25ης Μαρτίου του 2007, ο Παναγιώτης Καρατζάς είχε έρ-
θει πάλι στην επικαιρότητα της πατρινής δημόσιας ζωής για έναν διαφορε-
τικό λόγο. Τα μέλη των κατηχητικών ομάδων του Ιερού Ναού Παναγίας
Αλεξιωτίσσης ανέβασαν τη θεατρική παράσταση: «Παναγιώτης Καρατζάς.
Το φόβητρο των Τούρκων».3 Παρατηρείται έτσι μία ιδιότυπη σύμπτωση, κα-
θώς μια αριστερή συνδικαλιστική παράταξη και η ορθόδοξη εκκλησία μέσω
των κατηχητικών σχολείων, παρά τις έντονες διαφωνίες τους, εμφανίζονται
να υιοθετούν ένθερμα τον Παναγιώτη Καρατζά, μια μορφή του Αγώνα βου-
τηγμένη στην αχλύ του θρύλου.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 59
Ποιος ήταν όμως ο Παναγιώτης Καρατζάς; Οι έγκυρες πληροφορίες που
έχουν εντοπιστεί γι’ αυτόν από ιστορικές πηγές της εποχής είναι αποσπα-
σματικές, περιορισμένες και κάποτε αμφίβολης προέλευσης, ενώ η μεταγε-
νέστερη ανάδειξή του σε σύμβολο πολλαπλών χρήσεων δυσχεραίνει την
αποκόλληση του μυθολογικού στοιχείου από το πραγματικό. Τα απομνημο-
νεύματα των αγωνιστών και οι μαρτυρίες των φιλελλήνων που ιστορούν τα
συμβάντα στην Πελοπόννησο τους πρώτους μήνες της Επανάστασης,
καθώς και κάποια ακόμη δημόσια και οικογενειακά ντοκουμέντα,
επιτρέπουν να σχηματιστεί μια εικόνα του προσώπου, αρκετά θαμπή ακόμη,
καθώς απαιτείται περαιτέρω ιστορική έρευνα.
Ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος ή Αναστόπουλος γεννήθηκε στην Πά-
τρα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον χρόνο γέννησής του· ορισμένοι με-
λετητές την τοποθετούν στα 1776.4 Το παρωνύμιο Καρατζάς (τουρκ. ka-
raca), με το οποίο έγινε γνωστός, πιθανότατα το όφειλε στο μελαψό δέρμα
του. Στις αρχές του 19ου αιώνα περνάει στα Επτάνησα, όπου αρχικά οι Γάλ-
λοι και κατόπιν οι Άγγλοι στρατολογούν εθελοντές για τη δημιουργία ελλη-
νικών στρατιωτικών σωμάτων.5 Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τη στιγμή της
μετακίνησής του, πάντως από τον Νοέμβριο του 1809 έως τον Μάρτιο του
1812 υπηρετεί στο Ελληνικό Ελαφρό Πεζικό του Δουκός της Υόρκης στη
Ζάκυνθο, αρχικά ως οπλίτης και κατόπιν ως υπαξιωματικός, όπως αποδει-
κνύεται από το απολυτήριό του, που έχει διασωθεί, αλλά και από τις κατα-
στάσεις μισθοδοσίας του αγγλικού στρατού όπου συμπεριλαμβάνεται το
όνομά του. 6
Ο Καρατζάς έτσι φοίτησε στο μεγάλο σχολείο των ευρωπαϊκών
στρατών στα Επτάνησα, το οποίο τροφοδότησε πολλαπλά την ελληνική Επα-
νάσταση με ετοιμοπόλεμα και καταρτισμένα στελέχη, που είχαν εμπειρία
συμμετοχής στον τακτικό στρατό. Η σταδιακή απόλυση των Ελλήνων ενό-
πλων, επακόλουθο της εδραίωσης της αγγλικής κυριαρχίας στην περιοχή,
τον οδηγεί πίσω στην πατρίδα του. Εκεί, πιθανόν για λόγους βιοπορισμού
ασκεί την τέχνη του τσαγκάρη, ενώ φαίνεται ότι ασχολείται και με την αγρο-
τική παραγωγή, όπως μαρτυρεί για το 1819 συμβόλαιο εμφύτευσης αμπε-
λιών της Μονής Γηροκομείου.7 Παράλληλα όμως αξιοποιεί και την εμπειρία
του στα όπλα. Τις παραμονές της Επανάστασης τον βρίσκουμε μαζί με τον
Παναγιώτη Ανδριτσόπουλο επικεφαλής ομάδας 50 ενόπλων που χρηματο-
δοτεί ο πλούσιος έμπορος της Πάτρας και ταμίας της Φιλικής Εταιρείας
Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.8 Έχει μάλιστα διασωθεί έγγραφο από το
οποίο αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος τους κατέβαλε 900 γρόσια στις 21

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
60 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Μαρτίου 1821.9 Με την ιδιότητα του έμμισθου ένοπλου, υπερασπίζεται το
σπίτι του Παπαδιαμαντόπουλου στις 21 Μαρτίου, μόλις αρχίζουν στην
Πάτρα οι ταραχές από τον τουρκικό όχλο.10
Δεν είναι επιβεβαιωμένο αν είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία,11 με το ξέ-
σπασμα όμως της Επανάστασης πρωταγωνιστεί με γενναιότητα σε
τολμηρές στρατιωτικές επιχειρήσεις,12 αποκτά μεγάλη φήμη στην περιοχή,
κερδίζει την αμέριστη υποστήριξη των προκρίτων της Πάτρας με τους οποί-
ους είχε στενές σχέσεις και με την έγκρισή τους συγκροτεί και ηγείται ομά-
δας ενόπλων.13 Σημαντική είναι η συμμετοχή του στην πολιορκία των Τούρ-
κων στο κάστρο και στη μάχη του Γηροκομείου τον Αύγουστο του 1821.14
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1821 μέλη της οικογένειας Χρυσανθόπουλου, γνω-
στοί ως Κουμανιώτες, από το ομώνυμο χωριό της Ηλείας, τον σκοτώνουν
σε αψιμαχία στην μονή Ομπλού.15 Οι αδελφοί Κουμανιώτες είχαν και αυτοί
θητεύσει στα στρατιωτικά σώματα των Επτανήσων και μετείχαν στην Επα-
νάσταση με δική τους ομάδα ως επικεφαλής χωριών της δυτικής Αχαΐας,
υπό τις διαταγές των προκρίτων της Πάτρας, του Θ. Κολοκοτρώνη, του Γ. Σι-
σίνη κ.ά.16 Ο Φωτάκος, που ήταν υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, δίνει μια
γλαφυρή περιγραφή της σκηνής της δολοφονίας του:

Κατά τας αρχάς του μηνός Σεπτεμβρίου μίαν ημέραν ο Καραντσάς


ήτον έξωθεν του μοναστηρίου Ομπλού, και ήρχετο να έμβη μέσα
από την μεγάλην πόρταν. Οι συγγενείς των Κουμανιωταίων τον εί-
δον, και αυτός τους είδεν, αλλά εκοντοχόρευεν, εσήκωνεν όπισθεν
τα πόδια του και τους επερίπαιζεν, ότε ο Ταλαμηδάς τον ετουφέκισεν
και τον εφόνευσεν. Τοιουτοτρόπως έγεινε φανερά και εν πλήρει με-
σημβρία ο φόνος, και όχι κρυφά και δολίως.17

Η πιθανότερη αφορμή της δολοφονίας του ήταν η εκδίκηση, η βεντέτα,


διότι οι Κουμανιώτες τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον θάνατο του αδελ-
φού τους Σταμάτη, που σκοτώθηκε την πρώτη ημέρα της εξέγερσης.18 Γενι-
κότερα όμως ανάμεσά τους φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί έντονη εχθρότητα,
πιθανόν με παλαιότερες ρίζες, που αναζωπυρώθηκε με την Επανάσταση
καθώς αμφότεροι διεκδικούσαν την εύνοια προκρίτων της Αχαΐας για τη
συντήρηση των ένοπλων σωμάτων τους.19 Στο ρευστό μάλιστα περιβάλλον
που δημιουργούσε η Επανάσταση, οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, των
οποίων οι βαθιές διαιρέσεις είχαν προεπαναστατικά πάρει αιματηρό χαρα-
κτήρα, διαμόρφωναν νέες ισορροπίες και συμμαχίες, ενώ και οι ένοπλοι

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 61
-όπως ο Καρατζάς και οι Κουμανιώτες- μεριμνούσαν για τη θέση τους στη
νέα κατάσταση.
Αυτή χονδρικά είναι η εικόνα που προκύπτει για τον Π. Καρατζά από τις
μαρτυρίες της εποχής του. Η τύχη του όμως στη μεταγενέστερη ιστοριογρα-
φία ακολουθεί διαφορετικά δρομολόγια. Στον όψιμο 19ο αιώνα, τον Καρα-
τζά ανακαλύπτει πρώτη η τοπική ιστοριογραφία, στην προσπάθεια
ανάδειξης των Πατρινών που είχαν διαπρέψει στον Αγώνα. Εντούτοις, στην
Κατοχή και αμέσως μετά -με την πρώτη ύλη που είχαν προσφέρει κυρίως ο
ιστορικός της Πάτρας Στέφανος Θωμόπουλος και ο δημοσιογράφος, λογο-
τέχνης και ιστορητής του ’21 Διονύσιος Κόκκινος-20 σμιλεύεται μια νέα φι-
γούρα του Καρατζά. Πλαστουργός των πρώτων αδρών χαρακτηριστικών
της είναι, νομίζω, ο Γιώργης Λαμπρινός (Μπαστουνόπουλος), για να ακο-
λουθήσει σύντομα ο Γιάνης Κορδάτος και άλλοι που προσέθεταν δικές τους
συμβολές στη μεταμόρφωση του Καρατζά.
Ο Γ. Λαμπρινός εκδίδει το 1942 τις Μορφές του 1821, βιβλίο που
άσκησε ισχυρή επιρροή στους νέους της εποχής και γνώρισε μεγάλη διά-
δοση.21 Όπως δηλώνει στον πρόλογο, στόχος του είναι μέσα από ένδεκα επι-
λεγμένες βιογραφίες να αλλάξει τη σκηνογραφία του ’21, ανατρέποντας την
ιεραρχία των πρωταγωνιστών, φέρνοντας στο προσκήνιο «ταπεινούς και ξε-
χασμένους» λαϊκούς αγωνιστές που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν την
Επανάσταση· τους «αληθινούς δημιουργούς» της που η επίσημη ιστορία έχει
αποκρύψει.22 Ανάμεσά τους και ο Παναγιώτης Καρατζάς.23 Ο Λαμπρινός δεν
ενδιαφέρεται για την ιστορική τεκμηρίωση όσων γράφει.24 Όπως λέει ο ίδιος,
σκοπός του δεν ήταν «η ιστοριοδιφική ακρίβεια»25 αλλά η προβολή υποδειγ-
μάτων αγωνιστών χρήσιμων για την εποχή του, δηλαδή για τα χρόνια της δι-
κτατορίας της 4ης Αυγούστου, όταν γραφόταν το κείμενό του, και για τα χρό-
νια της Κατοχής, όταν εκδόθηκε το βιβλίο. Λίγο αργότερα, το 1946, ο Γιάνης
Κορδάτος στην επανέκδοση της Κοινωνικής σημασίας της επαναστάσεως
του 1821, προσθέτει ένα νέο, επιπλέον κεφάλαιο στην αρχική έκδοση του
1924· εκεί εντάσσει στο δικό του αντιστασιακό πάνθεον και τον Καρατζά,26
συμπληρώνοντας και «επεκτείνοντας» την προβληματική του Λαμπρινού.
Ο «νεόκοπος» αυτός πλέον Καρατζάς είναι φτωχός τσαγκάρης, που από
μικρός ξεχώρισε για τη σωματική δεινότητα και την ψυχική του ρώμη. Κα-
τατροπώνει τα τουρκόπουλα σε αγώνες πηδήματος, είναι πνεύμα ατίθασο
και ανυπότακτο, τσακώνεται διαρκώς με τους Πατρινούς Τούρκους και κυ-
νηγημένος καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Είναι Φιλικός και πρωτοστατεί στον
ξεσηκωμό του λαού των Πατρών με συνεργάτες δύο Επτανήσιους, τον έμ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
62 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
πορο Βαγγέλη Λιβαδά και τον φαρμακοποιό Νικόλαο Γερακάρη. Είναι παρά-
τολμα γενναίος, αναγνωρίζεται λαϊκός ηγέτης και το όνομά του γίνεται θρύ-
λος στους εξεγερμένους. Τέλος, επειδή τρέφει άσβεστο μίσος κατά των αρ-
χόντων και εκμεταλλευτών του λαού, εκείνοι του το ανταποδίδουν οργανώ-
νοντας μυστικά τη δολοφονία του, με «βόλι των οργάνων του κοτζαμπασι-
δισμού». Ο θάνατός του προκαλεί θρήνο και απελπισία στα λαϊκά στρώματα
που χάνουν τον αρχηγό τους.27
Αυτό είναι το περίγραμμα της λογοτεχνικά γλαφυρής αλλά χωρίς τεκμη-
ρίωση αφήγησης της ζωής του Καρατζά από τον Λαμπρινό και τον
Κορδάτο, η οποία αποκλίνει αρκετά από όσα παραδίδουν οι ιστορικές πηγές.
Αν το βιβλίο όμως του Λαμπρινού ήταν δημοφιλές ανάγνωσμα στους φίλα
προσκείμενους προς την Αριστερά νέους της εποχής, το βιβλίο του Κορδά-
του λειτούργησε ως συστατικό έργο της ελληνικής μαρξιστικής σκέψης. Δεν
ήταν μόνο «δυνατή καμπτσικιά στους σοφούς και ασόφους νεοέλληνες» και
δεν έπεσε μοναχά «σαν μπόμπα ανάμεσα στον ελληνικό δασκαλισμό»,
όπως υπερηφανευόταν ο ίδιος.28 Επειδή το εθνικό ζήτημα, ο χαρακτήρας
της Επανάστασης και το 1821 αποτέλεσαν κεφαλαιώδη θέματα στην ιδεο-
λογική και πολιτική αντιπαράθεση από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν, το με-
λέτημα του Κορδάτου αποτέλεσε πεδίο της μητέρας των μαχών μεταξύ των
πολεμίων· καταρχήν μεταξύ των προσκείμενων στην Αριστερά διανοούμε-
νων και των συντηρητικών κύκλων αλλά και μεταξύ εκφραστών διαφορε-
τικών απόψεων στο εσωτερικό της Αριστεράς.29 Παράλληλα, το έργο του
Κορδάτου άσκησε ευρύτατη επίδραση και συντέλεσε κατά τη μεταπολεμική
περίοδο στη γέννηση σειράς αριστερών διανοουμένων, που θεώρησαν ότι
η «σωστή» επαν-αφήγηση της ιστορίας αποτελεί καίριο όπλο διάδοσης
ιδεών και ουσιώδες διακύβευμα της πολιτικής σύγκρουσης.
Η υιοθέτηση -ή καλύτερα η ιδεολογική χρήση- του Καρατζά αποτελεί
ένα καλό παράδειγμα αυτής της πρακτικής. Ο ηρωικός τσαγκάρης, ο λαϊκός
ηγέτης που τον έφαγαν μπαμπέσικα οι κοτζαμπάσηδες, είναι το μοτίβο που
με ελάχιστες παραλλαγές υιοθετείται σε έργα αριστερών διανοουμένων, οι
οποίοι, όντας οι ίδιοι «αιχμάλωτοι ενός διανοητικού σχήματος και μιας πο-
λιτικής πράξης»,30 επιχείρησαν να εκλαϊκεύσουν τη νεοελληνική ιστορία. Εν-
δεικτικά μερικά ονόματα: Γιάνης Κορδάτος, Λεωνίδας Στρίγκος, Τάσος
Βουρνάς, Τάκης Σταματόπουλος, Χρήστος Στασινόπουλος, Γιάννης, Ζεύγος,
Γιάννης Σκαρίμπας, Δημήτρης Φωτιάδης.31 Τα βιβλία των περισσότερων εί-
χαν τεράστια διάδοση, μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα αλλά και έως
σήμερα, ως η προοδευτική εκδοχή της νεοελληνικής ιστορίας.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 63
Στην περίπτωση του Καρατζά, η μυθολογία του τροφοδοτήθηκε και από
τη μυθιστορηματική βιογραφία του που συνέγραψε ο Νίκος Μόσχος με τον
εύγλωττο τίτλο: Καρατζάς ο αγνοημένος, Πατρών Γερμανός ο τιμημένος, η
οποία πραγματοποίησε τέσσερις εκδόσεις (μία από τις Πολιτικές και Λογο-
τεχνικές Εκδόσεις [ΠΛΕ], το εκδοτικό του ΚΚΕ που εξέδιδε βιβλία κυρίως για
τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη).32
Γιατί ανασύρθηκε όμως ο Καρατζάς στην επιφάνεια σαν ηγετική πλέον
μορφή της Επανάστασης; Κατά τη γνώμη μου, αυτό οφείλεται στη σύμπτω-
ση προτεραιοτήτων διανοουμένων που ανήκαν σε διαφορετικά πνευματικά
περιβάλλοντα. Καταρχήν η τοπική πατρινή ιστοριογραφία βρήκε στο πρό-
σωπο του Καρατζά έναν Πατρινό αγωνιστή που μετέχει στο ξέσπασμα της
Επανάστασης, έναν τοπικό ήρωα, που τον χρειαζόταν, ιδιαίτερα ως αντι-
στάθμισμα στους προβεβλημένους Καλαβρυτινούς προκρίτους (οικογένειες
Ζαΐμη, Λόντου, Χαραλάμπη, Πετμεζά). Όπως το διατυπώνει ο Φωτάκος: «εις
τους Πατραίους εφάνη παληκάρι, διότι δεν είχον άλλον όμοιον με αυτόν».33
Η τοπική περηφάνια λοιπόν τροφοδοτήθηκε σταδιακά μέσω της τοπικής
ιστοριογραφίας με έναν ντόπιο λαϊκό ήρωα.34 Είναι χαρακτηριστικό ότι σε
δρόμο, στην Άνω Πόλη, δόθηκε το όνομά του το 1852·35 ο ίδιος ο Καρατζάς
απέκτησε μετά θάνατον κατά φαντασίαν απεικόνιση, από τον χαράκτη
Τάσσο,36 ενώ το 2003 η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας εξέδωσε το αν-
θολόγιο που συνέταξε ο απόγονός του αντιστράτηγος Ανδρέας Καρατζάς.37
Από την άλλη πλευρά, οι αριστεροί διανοούμενοι, μελετητές του 1821
είχαν ανάγκη από ήρωες με το προφίλ του Καρατζά: κάτοικος της πόλης, τα-
πεινής καταγωγής, χειρώνακτας τεχνίτης αλλά και άνθρωπος των όπλων,
γενναίος, πρόωρα νεκρός σε εμφύλια σύγκρουση. Τα χαρακτηριστικά αυτά
ανάπλασε η ιστορική αφήγησή τους, ώστε να «κουμπώσουν» στις προδια-
γραφές που απαιτούσε η Αριστερά από τους αγωνιστές της δικής τους επο-
χής. Ο ξανα-πλασμένος Καρατζάς εξέφραζε έτσι με τον καλύτερο τρόπο το
ιδανικό του εργάτη, μπροστάρη του λαού που δολοφονείται άνανδρα από
τον ταξικό εχθρό. Δεν είναι άνευ σημασίας η έντονη προβολή του ως τσαγ-
κάρη, μέλους δηλαδή μιας επαγγελματικής ομάδας, που ήταν γνωστή για τη
συνδικαλιστική της δράση, τη συμμετοχή της στους εργατικούς αγώνες και
την ισχυρή επιρροή της Αριστεράς από τις αρχές του 20ού αιώνα.38
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άνθρωπος στην υπηρεσία του οποίου ήταν ο
Καρατζάς και ο οποίος έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην Επανάσταση στην
Πάτρα, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, παρότι έχει δώσει το όνομά του σε
δύο δρόμους σε Πάτρα και Αθήνα, απουσιάζει από τις πολυποίκιλες εκδη-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
64 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
λώσεις μνήμης του ’21 και έχει πενιχρή παρουσία στη μεγάλη μηχανή ανα-
κύκλωσης της γνώσης, το Διαδίκτυο. Ο Παπαδιαμαντόπουλος, γεννημένος
στην Κόρινθο, πανίσχυρος στην προεπαναστατική Πελοπόννησο· ένας κο-
σμοπολίτης που πλούτισε από το εμπόριο και τη ναυτιλία, κρατούσε την
«κάσα» της Φιλικής Εταιρείας, εγκατέλειψε τις επιχειρήσεις και την οικογέ-
νειά του για να αφιερωθεί στον Αγώνα, κλείστηκε στο πολιορκημένο Μεσο-
λόγγι και παρέμεινε εκεί με τη θέλησή του μέχρι την έξοδο, όπου βρήκε και
τον θάνατο· ακριβώς ίσως επειδή συγκέντρωνε όλα αυτά τα χαρα-
κτηριστικά, δεν αποτελούσε το κατάλληλο πρότυπο λαϊκού ήρωα.39
Ο Παναγιώτης Καρατζάς, που σκιαγραφήθηκε πρόχειρα στις παραπάνω
σελίδες, συνιστά, νομίζω, ένα μικρό δείγμα του προφίλ των ανθρώπων που
μετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Πάτρα, Επτάνησα, Πάτρα, συμμετοχή
στον αγγλικό στρατό και τις ένοπλες ομάδες των προκρίτων της Πελοπον-
νήσου, ο κόσμος δηλαδή των όπλων, ορίζει τη διαδρομή του Παναγιώτη
Καρατζά. Ο Καρατζάς προσχωρεί στον νεωτερισμό μιας εθνικής επανάστα-
σης μέσα από τις σταθερές της παραδοσιακής κοινωνίας: των ενόπλων που
προσφέρουν στους ισχυρούς του τόπου τους, έναντι αμοιβής, την τεχνο-
γνωσία και τη δύναμη των όπλων τους. Ο πρόωρος και ιδιότυπος θάνατός
του συντελεί στην υιοθέτηση και στην ηρωοποίησή του από ιδεολογικά πε-
ριβάλλοντα που, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές τους, συναντήθηκαν σε μια
κοινή πρακτική: την κατασκευή παραδειγματικών μορφών, ως πρόσφορο
και εύληπτο τρόπο διαμόρφωσης κανονιστικών προτύπων ζωής.
Το δικό του δρομολόγιο ήταν μία εκδοχή από τις πολλές που τροφοδό-
τησαν το ποτάμι της Επανάστασης του 1821. Δεν ήταν βεβαίως η μόνη. Οι
αγωνιστές που στελέχωσαν τη Φιλική Εταιρεία και σχεδίασαν την Επανά-
σταση ακολούθησαν συχνά άλλες και διαφορετικές διαδρομές, κάποιες από
τις οποίες εκκινούσαν από τις διαφωτιστικές ιδέες και τη συμμετοχή σε νε-
ωτερικές συλλογικότητες του καιρού τους, συνδυάζοντας την παιδεία του
γνώστη του Διαφωτισμού και το πάθος του ρομαντικού. Αλλά η ελληνική
Επανάσταση, ως ένα μεγάλο γεγονός του καιρού της, αποτελεί σημείο σύγ-
κλισης ανθρώπων, αντιλήψεων, συμφερόντων, ιδεών. Αποτελεί άραγε και
σημείο σύγκλισης των δύο μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής
της, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού;

* Το κείμενο αποτελεί πρόδρομη μορφή μελέτης για την Επανάσταση του 1821
στην Πάτρα. Παρουσιάστηκε στις 28.1.2014 στο πλαίσιο των Μορφωτικών Εκδη-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 65
λώσεων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στον κύκλο «Επαναστατικά κινήματα
στη νεώτερη Ευρώπη».

1
Βλ. «Επιστολή των εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ στους μαθητές για την 25η Μαρ-
τίου» (goo.gl/8AZl25· τελευταία πρόσβαση 16.1.2014). Βλ. και παλαιότερο επετει-
ακό δημοσίευμα της εφ. Ριζοσπάστης, 25.3.2009, «Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας και
η ιστορική αλήθεια».
2
Ενδεικτικά: goo.gl/Rbzx3E, goo.gl/3w0wSH και goo.gl/16jror (τελευταία πρό-
σβαση 20/2/2014).
3
Η παράσταση έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο της Ενορίας και το Youtube, βλ. αντί-
στοιχα goo.gl/q1DfQK και goo.gl/q1DfQK (τελευταία πρόσβαση 20/2/2014).
4
Χρ. Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τ. 2, Αθήνα
1971, σ. 184, Α. Κ. Καρατζάς, Παναγιώτης Καρατζάς ο οπλαρχηγός, [Πάτρα] 2003,
σ. 8.
5
Bλ. Λ. Καλλιβρετάκης, «Ένοπλα ελληνικά σώματα στη δίνη των Ναπολεοντείων
πολέμων (1798-1815)», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 1, Αθήνα 2003, σ. 185-
200.
6
Καρατζάς, Παναγιώτης Καρατζάς, 82-83 και Στ. Θωμόπουλος, Ιστορία της πό-
λεως Πατρών από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, επιμέλεια Β. Λάζα-
ρης, τ. Β΄, Πάτρα 1999, σ. 352.
7
Αγαμ. Τσελίκας, «Τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των Μοναστηριών Ομπλού, Χρυσο-
ποδαριτίσσης, Αγίων Πάντων και Γηροκομείου Πατρών (1712-1855)», Δελτίο του
Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου, τ. Θ΄, Αθήνα 2000, 344-345, έγγρ. 300.
8
Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τ. 5, Αθήνα 1872, σ. 342, ο οποίος συλλέγει την
πληροφορία από αυτόπτη μάρτυρα.
9
Στο τεκμήριο αναφέρεται ότι τα χρήματα καταβάλλονται «διά την γνωστήν υπόθε-
σιν της ελεημοσύνης», βλ. Παναγής Ζούβας, Ιωάννης Γ. Παπαδιαμαντόπουλος: θυ-
σίαι και αγώνες του κατά την επανάστασιν του 1821, Αθήνα 1971, σ. 136.
10
Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 3, Αθήνα
1860, σ. 18-19.
11
Το όνομά του δεν αναγράφεται στους γνωστούς καταλόγους του Φιλήμονος,
ό.π., τ. 1, σ. 387-416 και του Αρχείου Σέκερη (Β. Μέξας, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937).
12
Βλ. Παλαιών Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα, επιμ. Γ. Παπούλας, Δ. Καμ-
πούρογλου, Αθήνα 1900, σ. 30, 45· Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής επανα-
στάσεως, τ. 1, Λονδίνο 1853, 79· M. Raybaund Mémoires sur la Grèce pour servir
à l’histoire de la guerre de la indépendance, Παρίσι 1824, τ. 1, 349· W. H. Humph-
reys’ first “Journal of the Greek war of independence” (July 1821-February

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
66 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
1822), επιμ. Sture Linnér, Στοκχόλμη 1967, σ. 52-53.
13
Ο Καν. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. 1, Αθήνα 2005 (α΄ έκδ. Αθήνα 1854),
σ. 367, σημειώνει ότι «προσήλκυσε την αγάπην και εμπιστοσύνην των προυχόν-
των της Αχαΐας και όλων των αρχηγών της πολιορκίας». Ο Ν. Σπηλιάδης, Απομνη-
μονεύματα, τ. 1, Αθήνα 1851, 235, τον θεωρεί άνθρωπο των «ολιγαρχικών». Λί-
γες μέρες μετά τον θάνατό του οι πρόκριτοι της Πάτρας εκφράζουν την ευγνωμο-
σύνη τους στον θανόντα και διορίζουν, παρά την ηλικία του, τον γιο του καπετάνιο
(Στ. Θωμόπουλος, ό.π., σ. 423-424).
14
Βλ. σχετικά Π. Π. Γερμανός, Απομνημονεύματα, 68-69· Σπ. Τρικούπης, ό.π., τ. 2,
Λονδίνο 1854, σ. 80-82.
15
Μαρτυρίες για τη δολοφονία του Καρατζά βλ. M. Raybaund ό.π., τ. 1, 349· Σπ.
Τρικούπης, ό.π., τ. 2, 83· Κ. Δεληγιάννης, ό.π., τ. 1, σ. 367. Βλ. και Στ. Θωμόπουλος,
Η Ιερά Μονή Ομπλού, Πάτρα 1903, σ. 23-24.
16
Βλ. έγγραφο του Θ. Κολοκοτρώνη του 1833, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
(ΕΒΕ), Αρχείο Αγωνιστών, κουτί 95, φ. 76, και Φ. Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοπον-
νησίων ανδρών, Αθήνα 1888, σ. 7.
17
Φ. Χρυσανθόπουλος, ό.π., σ. 11.
18
Επιζώντες απόγονοί του Σταμάτη Κουμανιώτη αναφέρονται στη δολοφονία του,
χωρίς μνεία στον Καρατζά (ΕΒΕ, Αρχείο Αγωνιστών, κουτί 95, φ. 76, έγγρ. της
10.6.1865).
19
Ο Γ. Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά. Ιστορικά ραπίσματα, επανέκδοση:
Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών, επιμ. Γ. Κορνούτος, Αθήνα χ.χ., 181, υποστη-
ρίζει ότι, σύμφωνα με χειρόγραφο σημείωμα της οικογένειας Πετμεζά, στα 1812
υπήρχαν δύο φατρίες στην Πελοπόννησο, μία του Σωτηράκη Λόντου, προεστού της
Βοστίτσας, όπου ανήκαν οι Κουμανιώτες, και μια δεύτερη του Γιάννη Δεληγιάννη,
προεστού στα Λαγκάδια, με την οποία σχετιζόταν ο Καρατζάς.
20
Βλ. Στέφ. Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως Πατρών, σ. 422-424 και Διον. Κόκ-
κινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 3, Αθήνα 1932, σ. 324-328.
21
Με αφορμή την έκτη έκδοσή του βιβλίου του Λαμπρινού, βλ. Σπ. Ι. Ασδραχάς,
Φιλ. Ηλιού και Βασ. Παναγιωτόπουλος, αφιέρωμα: «Για τις “Μορφές του Εικοσιένα”
του Γιώργη Λαμπρινού», Τα Ιστορικά, τχ. 36 (2002), σ. 201-211.
22
Βλ. Γ. Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα, 4η έκδ., Αθήνα 1956, σ. 7-12.
23
Στο ίδιο, σ. 131-141.
24
Όπως επισημαίνει ο Σπ. Ι. Ασδραχάς, «Ο γνήσιος λαϊκισμός του Γ. Λαμπρινού»,
ό.π., σ. 203, ανάλογο παράδειγμα είναι ο θάνατος του Μελέτη Βασιλείου που χρε-
ώνεται από τον Λαμπρινό στους κοτζαμπάσηδες, ενώ τον δολοφόνησαν χωρικοί
των Χασίων.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 67
25
Γ. Λαμπρινός, ό.π., σ. 12.
26
Φαίνεται ότι ο Κορδάτος στην πρώτη έκδοση της Κοινωνικής σημασίας της επα-
ναστάσεως το 1924 και στη δεύτερη συμπληρωμένη το 1927 δεν έχει ανακαλύψει
τον Καρατζά. Αναφορά στον Καρατζά δεν υπάρχει και στη Νεοελληνική πολιτική
ιστορία, τ. 1, Αθήνα 1925.
27
Γ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, φωτ.
ανατύπωση Αθήνα 1977, 180-181.
28
Τις εκφράσεις χρησιμοποιεί ο Γ. Κορδάτος, στον «Πρόλογο» της 2ης έκδοσης της
Κοινωνικής, σ. 6, και στον «Πρόλογο» της Νεοελληνικής, σ. V.
29
Βλ. για τη συζήτηση που προκάλεσε το έργο του Κορδάτου, Γ. Δ. Μπουμπούς,
Η ελληνική κοινωνία στην πρώιμη μαρξιστική σκέψη: Γ. Σκληρός - Γ. Κορδάτος
(1907-1930), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
[1995], σ. 119 κ.ε. Βλ. επίσης Φ. Ηλιού, «Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Σχόλιο
στη συζήτηση Κορδάτου - Ζεύγου», Ψηφίδες ιστορίας και πολιτικής του εικοστού
αιώνα, επιμέλεια Άννα Ματθαίου, Στρ. Μπουρνάζος, Πόπη Πολέμη, Αθήνα 2007,
σ. 197-207· Βασ. Παναγιωτόπουλος, «Η αριστερή ιστοριογραφία για την ελληνική
Επανάσταση», Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002,
επιμέλεια Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Τρ. Ε. Σκλαβενίτης, τ. Α΄, Αθήνα 2004, σ. 567-577.
30
Η διατύπωση του Σπ. Ι. Ασδραχά, ό.π., σ, 203.
31
Ο Γ. Κορδάτος, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. 2, Αθήνα 1957, 185-189, τον
εκθειάζει και θεωρεί ότι τον σκότωσαν οι πρόκριτοι. Ο Γ. Ζεύγος, Σύντομη μελέτη
της νεοελληνικής ιστορίας, Θεσσαλία 1944, σ. 52 (και γ΄ έκδ., Αθήνα χ.χ., 64-65),
υποστηρίζει ότι οι «εμποροκοτζαμπάσηδες ξέκαναν γρήγορα τους λαϊκούς ηγέ-
τες», που είχαν αδυναμία να συγκροτήσουν κεντρική εξουσία. Ο Δ. Φωτιάδης,
Η Επανάσταση του Εικοσιένα, τ. 2, Αθήνα 1971, σ. 31, 134, τον παρουσιάζει ως
τσαγκάρη που γίνηκε μεμιάς αρχηγός του επαναστατημένου λαού και φαγώθηκε
μπαμπέσικα από Έλληνες. Ο Γ. Σκαρίμπας, Το ’21 και η αλήθεια, τ. Β΄, Αθήνα
[1975], 126, μιλά για τον ηρωικό τσαγκάρη που πρωτοστατεί στην εξέγερση και
δολοφονείται από κοτζαμπάσηδες. Ο Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας,
Αθήνα χ.χ. [1974;], σ. 79, τον θεωρεί λαϊκό ηγέτη που σκοτώθηκε από τον Ζαΐμη,
στον οποίο χρεώνει τη δολοφονία του και ο Λ. Στρίγκος, Η Επανάσταση του Εικο-
σιένα, Αθήνα 1966, 75. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Τ. Κωνσταντόπουλος,
«Παναγιώτης Καρατζάς», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1961, τ. 5, σ. 337-343.
Ο Τ. Σταματόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την Επανάσταση του
1821, τ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1978, σ. 228, που διαφοροποιείται κάπως, γράφει
πως ο ηρωικός Καρατζάς υπήρξε θύμα αντιζηλίας κοτζαμπάσηδων και Κουμανιω-
ταίων. Επικριτικός είναι ο Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα
του ’21, τ. 1, 4η έκδ., Αθήνα 1997, σ. 228-229, που τον εντάσσει στους συμμά-
χους των κοτζαμπάσηδων.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
68 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
32
Οι εκδόσεις του έργου πραγματοποιήθηκαν το 1961, 1963, 1973 και 1978. Βι-
βλιοκριτικά σχόλια στην έκδοση του 1963 των ΠΛΕ, βλ. Άννα Ματθαίου - Πόπη Πο-
λέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών από το Βουνό στην υπε-
ρορία 1947-1968, Αθήνα 2003, σ. 413.
33
Φ. Χρυσανθόπουλος, ό.π., σ. 9.
34
Βλ. για παράδειγμα το λήμμα στο λεξικό του Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξι-
κόν των Πατρών, τ. Α΄, 3η έκδ., Πάτρα 1995, σ. 985-990, που όμως τηρεί κριτική
στάση στην προσπάθεια συγγραφέων της Αριστεράς να τον παρουσιάσουν «αρ-
χηγό της μάζας».
35
Στο ίδιο, σ. 988.
36
Οι ξυλογραφίες του Τάσσου (Αλεβίζου) εικονογραφούν την έκδοση του Λαμπρι-
νού του 1945. Ακολούθως η εικόνα αναπαράχθηκε και με χρώμα.
37
Α. Κ. Καρατζάς, Παναγιώτης Καρατζάς, ό.π.
38
Οι υποδηματοποιοί ιδρύουν ισχυρές επαγγελματικές οργανώσεις στην Αθήνα
από τη δεκαετία του 1880, ενώ αργότερα είναι από τους πρώτους κλάδους με δια-
κριτή συνδικαλιστική εκπροσώπηση αυτοαπασχολούμενων και εργαζομένων,
Ν. Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες και
βιοτέχνες 1880-1925, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Ρέθυμνο 2011, σ. 330-
334, 343-345. Βλ. επίσης Γ. Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Απ’ την
πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου, Αθήνα 1997, σ.
169· Θ. Καμπαγιάννης, Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα 1918-
1926, Αθήνα 2007, σ. 23, 36-37.
39
Βιογραφικά του βλ. πρόχειρα: Γ. Παπαδιαμαντόπουλος, Ιστορικαί σημειώσεις,
Αθήνα 1938· Ντ. Κονόμος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο διοικητής των Ελεύ-
θερων Πολιορκουμένων, Αθήνα 1967· Παν. Κουτίβας, «Ιωαν. Παπαδιαμαντόπου-
λος ο Κορίνθιος αγωνιστής του ’21», Αρχείο Κορινθιακών Μελετών 1 (1971), σ.
145-217· Π. Δ. Ζούβας, ό.π.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 69
Δηµοσίευµα της «Αυγής», 25 Μαρτίου 1963

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
70 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης
και η ελληνική Αριστερά
ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗΣ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Πότε η καμπάνα του λαού


του γερο Μακρυγιάννη
λεύτερο χώμα κι ουρανό
για όλους θα σημάνει
(«Προσμονή», Πάνος Καλαποθαράκος, 1967)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ

Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ στροφή είναι ενδεικτική μιας εικόνας που συγκροτήθηκε


κατά τη μεταπολεμική ελληνική συγκυρία για τον στρατηγό Μακρυγιάννη.
Τα στοιχεία αυτής της πρόσληψης, που αποτελεί την κυρίαρχη, μπορούν να
εντοπιστούν στις πυκνές αναφορές που γίνονται στο πρόσωπο του Μακρυ-
γιάννη στο πλαίσιο της λαϊκής καλλιτεχνικής παραγωγής και ιδίως στο τρα-
γούδι.1 Εντοπίζουμε είκοσι τραγούδια, στα οποία γίνεται άμεση αναφορά
στο όνομά του,2 η πλειονότητα των οποίων γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της
δικτατορίας και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Στην πρώτη
περίοδο, σε χρόνια λογοκρισίας και απαγορεύσεων, ο Μακρυγιάννης λει-
τουργεί ως λαϊκό συμβολικό και αλληγορικό σημαίνον, ως πρόσωπο που
συμπυκνώνοντας το πατριωτικό αίσθημα και μια συγκεκριμένη δημοφιλή
ανάγνωση του 1821 επιτρέπει, διά της αναφοράς σε αυτό, να προσφέ-
ρονται επικίνδυνα νοήματα χωρίς να εκφέρονται ρητά. Αλλιώς, η αναφορά
στο εθνικό σύμβολο-Μακρυγιάννη επιτρέπει στους ανθρώπους να μιλή-
σουν και να τραγουδήσουν για τον απαγορευμένο δημοκρατικό λαϊκό πα-
τριωτισμό, να τοποθετηθούν αντιδικτατορικά. Στη δεύτερη περίοδο ο Μα-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 71
κρυγιάννης μοιάζει να συμβολίζει μέσα στα τραγούδια τον απελευθε-
ρωμένο Έλληνα, τον δικαιωμένο ήρωα.
Έτσι, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ο Μακρυγιάννης εμφανίζεται σε
άμεση συσχέτιση με τον πάσχοντα και αγωνιζόμενο λαό («Πότε η καμπάνα
του λαού, του γερο Μακρυγιάννη, λεύτερο χώμα κι ουρανό για όλους θα
σημάνει», Πάνος Καλαποθαράκος, 1967), σε μια διάσταση ακόμη και μετα-
φυσική («Τράβα, Χάρε, το δρεπάνι, αν μπορείς και αν τολμάς. Δεν νικάς τον
Μακρυγιάννη, δεν νικιέται ο Παλαμάς», Πυθαγόρας, 1972), σε ένα ρόλο νο-
μιμοποιητικό των αγώνων του λαού («Ακούς να λένε στα χωριά πως και η
ευχή του πιάνει, γιατί τα βόλια αίματα είχαν του Μακρυγιάννη», Κ. Χ. Μύρης,
1972), αλλά και ως δομικό στοιχείο της σύμπλεξης λαϊκής κουλτούρας και
εθνικού αυτοπροσδιορισμού που συντείνουν στο ιδανικό της ελευθερίας
(«Σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς με τον ταμπουρά του Μακρυ-
γιάννη», Λευτέρης Παπαδόπουλος, 1970), ως θεματοφύλακας της τιμής και
της αξιοπρέπειας του έθνους, για τη διαφύλαξη των οποίων ο δημιουργός
επικαλείται το ηρωικό παρελθόν του έθνους διά της παρουσίας του ίδιου
του αγωνιστή («Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη, πάρε μαύρο γιαταγάνι κι
έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο», Νίκος Γκάτσος, 1974),
όπως ο Ελύτης καλούσε «τους παλιούς μου φίλους», στο Άξιον Εστί.
Η κυριαρχία της εικόνας αυτής του Μακρυγιάννη επιβεβαιώνεται και
από τις μεταγενέστερες -και αραιότερες- τραγουδιστικές του χρήσεις στις
επόμενες δεκαετίες, όταν το μεταπολιτευτικό κλίμα της έντονης πολιτικοποί-
ησης και των εντεινόμενων λαϊκών πόθων για την επίτευξη μιας εκκρε-
μούς, όπως εκλαμβανόταν, δικαίωσης έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση
του σε στοιχεία απογοήτευσης και αναστοχασμού.
Τώρα, ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιείται και για να προβληθούν οι μαται-
ωμένες ελπίδες και οι κίβδηλες υποσχέσεις («Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις
απόκριες κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία, σ’ εμάς που ακόμα δεν έκλει-
σαν οι πληγές και τρέχουν μια πηχτή θανάσιμη ιστορία», Μανώλης Ρασού-
λης, 1980), η απογοήτευση από την εξέλιξη των πραγμάτων και τη μη εκ-
πλήρωση των μεγάλων διακυβευμάτων («Καημένε Μακρυγιάννη, να ’ξερες
/ γιατί το τζάκισες το χέρι σου // το τζάκισες για να χορεύουν σέικ / τα κω-
λόπαιδα», Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1982) και την πολιτισμική αλλοτρίωση
(«Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη, του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά.
Κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι, κάτι ροκάδες του κερατά, πήραν φαλάγγι μπα-
γλαμάδες και μπουζούκια, μα δεν πειράζει, πατριώτες, είμαστε εφτάψυχοι»,
Τζίμης Πανούσης, 1986), σε μια αντιδιαστολή δηλαδή προς τα όσα ο ίδιος

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
72 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
συμβόλιζε στο πλαίσιο των κυρίαρχων λαϊκών -και όχι μόνο- αναπαραστά-
σεων του 1821.
Άξια ιδιαίτερης αναφοράς και σχολιασμού είναι η ιδιότυπη σχέση που
αναπτύσσει με την εικόνα του Μακρυγιάννη η ελληνική Αριστερά της δεκαε-
τίας του ’60. Οι φωτογραφίες που σώζονται σήμερα και δείχνουν τις προ-
σωπογραφίες του Μακρυγιάννη να δεσπόζουν ως πλακάτ στα Ιουλιανά, κα-
θώς και οι μαρτυρίες για την τοποθέτηση προσωπογραφιών του Μακρυ-
γιάννη και άλλων αγωνιστών του 1821 σε λέσχες της Δημοκρατικής Νεο-
λαίας Λαμπράκη, μαρτυρούν μια πρόσληψη του Μακρυγιάννη που επιτυγ-
χάνει να τον εμπλέξει ως πολιτικό και αγωνιστικό παράδειγμα στα πολιτικά
και κοινωνικά διακυβεύματα μιας εποχής εκατό και πλέον χρόνια μακριά
από τον θάνατό του.
Η οικειοποίηση του Μακρυγιάννη από την Αριστερά και η χρησιμοποίησή
του ως συμβόλου πραγματοποιήθηκε στη βάση τριών σημείων. Πρώτον, οι
θέσεις του Μακρυγιάννη για το 1821 παρουσίαζαν ομοιότητα με τον τύπο
πρόσληψης του 1821 που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στην Αριστερά.
Δεύτερον, η κριτική του Μακρυγιάννη για τα γεγονότα της Επανάστασης και
αυτά που ακολουθούν την συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους θυμίζει
πολύ έντονα -κατ’ αναλογίαν- τις θέσεις της Αριστεράς για την Αντίσταση
και το μετεμφυλιακό κράτος. Τρίτον, η ιστορική συγκυρία των Ιουλιανών και
του αγώνα για την υπεράσπιση της συνταγματικής νομιμότητας προσφέρει
ευνοϊκό πεδίο για παραλληλισμούς με το κίνημα της Γ΄ Σεπτεμβρίου του
1843, στο οποίο ο Μακρυγιάννης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το 1821 της Aριστεράς


και το 1821 του Μακρυγιάννη
Στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς, ήδη από τη δεκαετία του 1930, είχε
διαμορφωθεί μία κυρίαρχη πρόσληψη του 1821. Από το 1934 και κατόπιν
παρέμβασης της Τρίτης Διεθνούς, το ΚΚΕ δέχτηκε πως η Ελλάδα δεν απο-
τελούσε, όπως έλεγε πριν, πλήρως καπιταλιστικό κράτος, αλλά πως βρισκό-
ταν σε «μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, με υπάρχοντα σημα-
ντικά υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία».3
Η αλλαγή της θέσης για τον τύπο της παραγωγικής δομής της Ελλάδας συ-
νεπαγόταν και την ανάγκη αλλαγής της διαχείρισης του γεγονότος που οδή-
γησε στην συγκρότηση του κράτους, δηλαδή της Επανάστασης του 1821. Ο
πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν θεωρούνταν πλέον από το ΚΚΕ
φιλελεύθερη επανάσταση υπό την ιδεολογική πρωτοπορία της αστικής τά-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 73
ξης, αλλά εξέγερση με κυρίαρχο το λαϊκό στοιχείο, που τελικά σημαδεύτηκε
από τη σύμπραξη των αστών με τους «φεουδάρχες»4 και την πραγματοποί-
ηση του περίφημου «αστοτσιφλικάδικου συμβιβασμού». Κατά την ερμηνεία
αυτή, η αστική τάξη της επαναστατικής περιόδου δεν ακολούθησε τον νο-
μοτελειακά προσδιορισμένο ιστορικό της ρόλο και, αντί να καταστρέψει
πλήρως την εξουσία των φεουδαρχών και να επιβάλει τη δική της, πραγμα-
τοποίησε συμβιβασμό μαζί τους που οδήγησε στην αδυναμία της Ελλάδας
να αναπτυχθεί οικονομικά και κοινωνικά. Σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, για
τους λαϊκούς αγωνιστές δεν μένει παρά η θέση του προδομένου υποκειμέ-
νου της επανάστασης, που αγωνίστηκε για την ελευθερία του και απλώς άλ-
λαξε κυρίαρχο, αφού ο «αστοτσιφλικάδικος συμβιβασμός» οδήγησε την Ελ-
λάδα στην εξάρτηση από την Αγγλία, ενώ δεν έλυσε προβλήματα όπως το
αγροτικό, που αφορούσαν μεγάλα τμήματα των κατοίκων του νέου κρά-
τους. Έτσι, οι θυσίες τους έμεναν χωρίς αντίκρισμα, αφού η απελευθέρωση
από την οθωμανική κατάκτηση δεν είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των
όρων της ζωής τους, ενώ τις θέσεις εξουσίας στο νέο κράτος τις κατέλαβαν
πολιτικοί εκπρόσωποι των φεουδαρχών και των αστών.
Αυτή η πρόσληψη του 1821, που τοποθετεί τις λαϊκές μάζες στον
πυρήνα της αφήγησης, είναι συγγενής με την αντίστοιχη του Μακρυγιάννη.
Τα κοινά σημεία των δύο ερμηνευτικών σχημάτων είναι πολλά. Ούτε ο Μα-
κρυγιάννης αντιλαμβάνεται την Επανάσταση ως αστικοδημοκρατικό κίνημα,
αν και υπερτονίζει τον αγώνα που ακολούθησε για την επιβολή της συνταγ-
ματικής νομιμότητας. Οι άνθρωποι που αποτελούσαν πράγματι φορείς ενός
αστικοδημοκρατικού πνεύματος της εποχής, όπως ο Μαυροκορδάτος, δεν
παρουσιάζονται να έχουν θετικό ρόλο στην Επανάσταση.5 Αντιθέτως, ο Μα-
κρυγιάννης ισχυρίζεται πως το ιδεολογικό περιεχόμενο του αγώνα το
δίνουν οι λαϊκές μάζες που αγωνίζονται «διά την πατρίδαν και θρησκείαν».
Τα επιμέρους δίπολα που αναδύονται (τίμιοι-άτιμοι, ανιδιοτελείς-ιδιοτελείς)
συμπυκνώνονται στην αντίθεση που οργανώνεται αφηγηματικά μεταξύ των
προδομένων αγωνιστών και αυτών που εκμεταλλεύθηκαν τον Αγώνα και
πέτυχαν τη συμμετοχή τους στα δίκτυα εξουσίας χωρίς να το δικαιούνται,
αφού δεν συμμετείχαν πολεμικά στον Αγώνα.
Στο ερμηνευτικό σχήμα του Μακρυγιάννη δεν υπάρχει ο «αστοτσιφλικά-
δικος συμβιβασμός», υπάρχει όμως διατυπωμένη με σαφήνεια η θέση πως
οι σκοποί της Επανάστασης προδόθηκαν από τους «πολιτικούς», που δεν δί-
σταζαν να προκαλούν εμφυλίους πολέμους για την εξυπηρέτηση των συμ-
φερόντων της «φατρίας» τους καθώς και των ξένων δυνάμεων, των

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
74 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
οποίων ο Μακρυγιάννης τούς παρουσιάζει ως εντολοδόχους. Μετά την
Επανάσταση δεν επέδειξαν καμία μέριμνα για την επικράτηση της κοινωνι-
κής δικαιοσύνης6 και τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής των κατοίκων
του κράτους, ούτε κάποια πρόνοια για την αποκατάσταση των αγωνιστών
(αντιθέτως υιοθέτησαν εχθρική στάση έναντι τους,7 κατηγορώντας τους
ακόμη και για προδοσία)8, ενώ εργάστηκαν για να οδηγήσουν την Ελλάδα
στην εξάρτηση από άλλες χώρες.
Τελικά, στη μακρυγιαννική αφήγηση, οι πολιτικοί παρουσιάζονται ως εχ-
θρικά διακείμενοι έναντι των επαναστατών, έναντι της προοπτικής της
πραγματικής ελευθερίας και της ευημερίας της πατρίδας και του έθνους. Η
Επανάσταση προδίδεται, μένει αδικαίωτη και οι κατακτήσεις της ακυρώνον-
ται. Την εξουσία καταλαμβάνουν αυτοί που δεν είχαν θετική και ανιδιοτελή
συμμετοχή στον Αγώνα9 και την ασκούν με τρόπο αθέμιτο και δόλιο. Τελικά,
οι επαναστατημένοι Έλληνες επιτυγχάνουν απλώς την αλλαγή του κυριάρ-
χου και όχι την οριστική απελευθέρωσή τους. Η πικρία του Μακρυγιάννη τον
οδηγεί να ταυτίσει τη νέα κατάσταση με την προηγούμενη, τους νέους κυ-
βερνήτες με τους Οθωμανούς. Φαίνεται, λοιπόν, να ταυτίζει την εθνική
ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη, στοιχείο που καθιστά περισσότερο
πρόσφορη την οικειοποίησή του από την Αριστερά.

1821 και Αντίσταση: Τα «κοινά» διακυβεύματα,


οι «κοινές» διαψεύσεις
Η λήξη του Εμφυλίου το 1949 αφήνει την Ελλάδα σε βαθύ διχασμό. Η
πλευρά των εθνικοφρόνων συστήνεται ως η πολιτική μερίδα που προστά-
τεψε το έθνος από τα προδοτικά σχέδια των κομμουνιστών που αποσκο-
πούσαν στην αποκοπή τμημάτων της ελληνικής επικράτειας. Αλλά και η
πλευρά των κομμουνιστών διεκδικούσε τη δικαίωσή της επίσης επικαλού-
μενη την προσφορά της έναντι του έθνους στην Αντίσταση. Με αυτήν την
ανάγνωση, η Αντίσταση έμενε αδικαίωτη, αφού, παρά τη νίκη εναντίον των
Ναζί, ο ελληνικός λαός δεν κατέκτησε την ελευθερία του και οι ΗΠΑ ασκού-
σαν πλέον ασφυκτικό έλεγχο στην πολιτική ζωή της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά μπορούσε να συγκροτήσει πολύ εύκολα
έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις συνθήκες του μετεμφυλιακού κράτους
και αυτές των χρόνων μετά την Επανάσταση του 1821, όπως τις ερμήνευε
η ίδια. Η ιστορία έμοιαζε να επαναλαμβάνεται. Στη θέση των αγωνιστών του
1821, που απελευθέρωσαν την πατρίδα τους και μετά είδαν το νέο κράτος
να στρέφεται εναντίον τους, ήταν τώρα οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ. Στη

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 75
θέση των πολιτικών -που, σύμφωνα με την αριστερή ανάγνωση του 1821,
μετά την Επανάσταση κατηγορούσαν τους αγωνιστές ενώ οι ίδιοι δεν είχαν
να επιδείξουν πατριωτική στάση- ήταν τώρα η νικήτρια πλευρά του Εμφυ-
λίου, η οποία κατηγορούσε για προδοσία τους κομμουνιστές. Όπως οι Με-
γάλες Δυνάμεις προκάλεσαν εμφυλίους το 1821, έτσι προκάλεσαν οι
Άγγλοι και τον Εμφύλιο του 1946-1949. Όπως οι αγωνιστές του 1821 οδη-
γήθηκαν στη φυλάκιση και την εκτέλεση, επειδή εξωθήθηκαν στην παρανο-
μία λόγω της στάσης της κρατικής εξουσίας απέναντί τους, έτσι και οι αγω-
νιστές της Αντίστασης διώχτηκαν επειδή συμμετείχαν στον Εμφύλιο, στον
οποίο θεωρούσαν πως εξωθήθηκαν μέσω της Λευκής Τρομοκρατίας. Και
τέλος, όπως δεν δικαιώθηκε ο αγώνας του 1821, αφού η ξένη εξάρτηση
επικράτησε και τα λαϊκά προβλήματα δεν αντιμετωπίστηκαν, έτσι και η Αντί-
σταση έμεινε αδικαίωτη, αφού και η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρ-
χία ακυρώθηκαν.
Η Αριστερά, βεβαίως, ήταν ήδη εξοικειωμένη με την παράλληλη ανά-
γνωση του 1821 και της δικής της συγκυρίας. Οι πολλές σχετικές αναφορές
στο Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ. και στον λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λα-
μία είναι δηλωτικές αυτής της τάσης. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές πε-
ριπτώσεις αυτής της διαχείρισης του 1821 είναι το έργο Μορφές του Εικο-
σιένα του Γιώργη Λαμπρινού,10 όπου ο συγγραφέαςν πεισμένος πως από
την Επανάσταση μπορούν να αντληθούν διδάγματα για τον τρόπο που πρέ-
πει να διεξάγει τον αγώνα της η Αριστερά κατά τη διάρκεια της Αντίστασης
αλλά και μετά, βιογραφεί αγωνιστές που ο ίδιος τους εντάσσει σε αυτό που
θα χαρακτηρίζαμε ως τη «λαϊκή παράταξη του 1821», παρουσιάζοντάς τους
ως αγωνιστικά παραδείγματα για τους σύγχρονούς του.
Όπως δείξαμε και παραπάνω, αυτά τα στοιχεία της μετεπαναστατικής
συγκυρίας του 1821, που αντιμετωπίζονται από την Αριστερά ως ομόλογα
των στοιχείων της ελληνικής μετεμφυλιακής συγκυρίας, εκτίθενται έντονα
στον λόγο του Μακρυγιάννη. Μέσα από τα Απομνημονεύματα ο Μακρυγιάν-
νης αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν υποστηρικτής των λαϊκών δικαίων, κα-
θώς επανειλημμένως καταγγέλλει ως προδοτική τη στάση όσων συναί-
νεσαν ή συμμετείχαν ενεργά στην προδοσία του απελευθερωτικού σκοπού
της Επανάστασης. Προβάλλει ο ίδιος ως ο ιδεότυπος του αγωνιστή (αφού
έχει τελικά παραμερίσει σχεδόν κάθε άλλο «επώνυμο» αγωνιστή, εκθέτον-
τας διάφορα μελανά σημεία της δράσης τους), μια μορφή με την οποία εύ-
κολα ταυτίζονταν οι αγωνιστές της Αντίστασης. Αυτοπαρουσιάζεται ως λαϊ-
κός, φτωχός, ανιδιοτελής, με αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία και τη

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
76 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
δικαιοσύνη. Υποστηρίζει ότι η θέση που ο καθένας θα κατείχε στο νέο κρά-
τος θα έπρεπε να κριθεί από τη συμμετοχή του στον Αγώνα, ενώ αντιστοί-
χως και για το ΕΑΜ το έθνος αποτελούσε διακύβευμα του αγώνα και όποιος
δεν συμμετείχε στην Αντίσταση δεν μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του μέ-
λος του έθνους.
Έτσι λοιπόν, ο Μακρυγιάννης δεν ήταν καθόλου ανοίκειος για την Αρι-
στερά του 1960. Τα Απομνημονεύματα, ο τρόπος δηλαδή που ο Μακρυγιάν-
νης νοηματοδοτεί τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής του, αποκτούν νέα
σημασία στο πλαίσιο των επιδίκων μιας άλλης συγκυρίας· «φορτίζονται και
ανασηματοδοτούνται κατά τα μέτρα και τις ανάγκες μιας εποχής ολότελα
διαφορετικής από εκείνη κατά την οποία γράφτηκαν, στρατεύονται σε νέες
συγκρούσεις, ενσωματώνονται σε καινούργια οράματα και ιδέες»,11 ενσω-
ματώνονται στα νέα δίπολα, νομιμοποιούν (και απονομιμοποιούν) στάσεις
και αιτήματα. Ο αγώνας του Μακρυγιάννη, όπως παρουσιάζεται από τον
ίδιο, εναντίον κάθε εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού κράτους, κάθε
προδοσίας του απελευθερωτικού σκοπού της Επανάστασης, κάθε δόλιας,
ιδιοτελούς (δηλαδή, για τον ίδιο, αντεθνικής) και αντεπαναστατικής στάσης
ήταν τα στοιχεία που τον καθιστούσαν το σύμβολο του αγώνα εναντίον της
νέας «ξένης εξάρτησης», σύμβολο της νέας «προδομένης» επανάστασης.

Το Σύνταγμα του 1843 και τα Ιουλιανά


Όπως αναφέρθηκε ήδη, στις διαδηλώσεις των Ιουλιανών του 1965 εμ-
φανίζονταν πλακάτ με προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη. Ο λόγος αυτής
της συμβολικής παρουσίας είναι προφανής. Ο Μακρυγιάννης πρωταγωνί-
στησε στο κίνημα της Γ΄ Σεπτέμβρη 1843, που διεκδίκησε από τον Όθωνα
και πέτυχε τη θέσπιση Συντάγματος, το οποίο ο ίδιος εκλαμβάνει ως ανα-
γκαία συνθήκη για να διασφαλιστεί η αποφυγή των αυθαιρεσιών, η δίκαιη
διοίκηση και η εθνική συνοχή και ανεξαρτησία.12 Εν τέλει, η θέσπιση του
Συντάγματος συνιστά πράξη διαφύλαξης των κατακτήσεων του Αγώνα και
επίτευξης των σκοπών του, πράξη δικαίωσης των αγωνιστών.13
Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι πως ο Μακρυγιάννης αναγνωρίζει ως
υποχρέωση του κάθε αγωνιστή να παρεμβαίνει υπέρ της δικαιοσύνης όταν
αυτή δεν υπηρετείται από την κεντρική εξουσία και να επιβάλλει την εφαρ-
μογή των νόμων, υπερασπιζόμενος την ελευθερία της πατρίδας και την
προσωπική του. Η φράση: «Είδα ότι η Κυβέρνησή μας έφυγε όλως διόλου
από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη διά την πα-
τρίδα του και του λόγου του, να μην κυβερνιέται με το “έτζι θέλω”» μοιάζει

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 77
να μεταγράφεται στο «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις
τον πατριωτισμόν των Ελλήνων», του άρθρου 114. Για την Αριστερά του
’60 η υπεράσπιση του Συντάγματος έχει τον χαρακτήρα της αντίθεσης προς
αυτά που αποτελούσαν την πολιτική πραγματικότητα της χώρας: αυθαιρεσία
του Παλατιού, κοινωνική αδικία, αυταρχική διακυβέρνηση, παρεμβάσεις ξέ-
νων δυνάμεων. Τα διακυβεύματα των δύο περιόδων, αν δεν είναι κοινά,
φαίνονται σίγουρα ομόλογα. Και η κοινή συγκυρία της υπεράσπισης ενός
Συντάγματος καθιστά ευνοϊκές τις συνθήκες για την οικειοποίηση του Μα-
κρυγιάννη ως αγωνιστικό δημοκρατικό σύμβολο. Οι εικόνες της λαϊκής αν-
τίδρασης στις αυθαιρεσίες της εξουσίας, όπως τις σκηνογραφεί ο Μακρυ-
γιάννης, οι στιγμές της επιβολής του Συντάγματος από τις εξεγερμένες λαϊ-
κές μάζες λειτουργούν για τον μεταγενέστερο αναγνώστη της δεκαετίας
του ’60 συνεγερτικά και ελπιδοφόρα, αφού αυτομάτως συσχετίζονται με τη
δική του συνθήκη. Και η φράση «όπου ’χάθη το άνθος του έθνους», η οποία
αναφέρεται στον εμφύλιο του 1836, θα μπορούσε να αναφέρεται και στον
Εμφύλιο του 1946-1949.
Ασφαλώς, ο Μακρυγιάννης είναι υπερασπιστής της συνταγματικής μο-
ναρχίας και όχι της αβασίλευτης δημοκρατίας.14 Όμως, στις συνθήκες του
1965 δεν είναι καθόλου δύσκολο αυτό το στοιχείο να παραβλεφθεί και ο
ίδιος να «διαβαστεί» κατά τρόπο συμβατό με το αντιβασιλικό περιεχόμενο
της κοινωνικής διαμαρτυρίας της περιόδου. Η ρήση του πως «πολεμούμεν
όσο μπορούμε αναντίον της τυραγνίας» (αν και αναφέρεται στη σύγκρουση
με τους Οθωμανούς και όχι με το Παλάτι) φαίνεται να βαραίνει περισ-
σότερο, να λειτουργεί προνομιακά στη διαμόρφωση της εικόνας του Μα-
κρυγιάννη αφού εντάσσεται εύκολα στο πολιτικό (αντιβασιλικό, αντιαυταρ-
χικό – σε μια άλλη απόδοση, «αντιτυραννικό») κλίμα της περιόδου.

Ο Μακρυγιάννης και οι μακρυγιαννισμοί


Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είναι πρόσωπο με δράση στρατιωτική και
πολιτική, καταγεγραμμένη στην ιστορία. Όμως, η ιστορία δεν υπάρχει
ερήμην των ανθρώπων. Όχι μόνο των ανθρώπων - υποκειμένων της, όχι
μόνο των ανθρώπων που την ζουν ή την αφηγούνται αλλά και των ανθρώ-
πων που την διαβάζουν, που την προσλαμβάνουν. Λόγω της ανακάλυψης
του «στορικού» του ο Μακρυγιάννης αναγνωρίστηκε ως κάτι παραπάνω
από μια προσωπικότητα με μεγάλη συμβολή στην Επανάσταση. Αναγνωρί-
στηκε ως η ενσάρκωση του ίδιου του αγνού, λαϊκού, εθνικού, θρησκευτικού
απελευθερωτικού ιδεώδους της Επανάστασης. Επόμενο ήταν να «διεκδικη-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
78 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
θεί» από πολλές μεριές, να ενταχθεί σε διάφορα ερμηνευτικά σχήματα, σε
πολλές μεταγενέστερες συγκρούσεις επέχοντας ρόλο αυθεντίας, ρόλο νο-
μιμοποιητικό. Τον Μακρυγιάννη τον οικειοποιήθηκαν με μεγάλη ένταση
τόσο η ελληνική Αριστερά όσο και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, η κάθε
πλευρά προβάλλοντας επιλεκτικά τις πτυχές της αφήγησης του
Μακρυγιάννη που ευνοούσαν τις επιδιώξεις της. Η Εκκλησία για να τεκμη-
ριώσει τον ρόλο της θρησκευτικής πίστης των εξεγερμένων ως κινητοποιό
δύναμη της εξέγερσης και επομένως ως πυλώνα του νέου κράτους. Η Αρι-
στερά για να παραλληλίσει τον εαυτό της με την απελευθερώτρια και τελικά
προδομένη μερίδα του 1821, πετυχαίνοντας μια διιστορικού χαρακτήρα δι-
καίωση, παρουσιάζοντας και αυτή τον εαυτό της ως τον βασικό πυλώνα της
νέας γέννησης του έθνους μέσα από την Αντίσταση. Ο Μακρυγιάννης προ-
σφέρεται και για τις δύο χρήσεις.
Ο στρατηγός γράφει τα Απομνημονεύματά του για να δικαιώσει τη
δράση του, να δικαιώσει τα ιδανικά του, να δικαιώσει την Επανάσταση και
τελικά τον ίδιο τον κόσμο του. Είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που,
κατά τον Σπύρο Ασδραχά, γκρέμισαν τον μοναδικό κόσμο εντός του οποίου
θα μπορούσαν να υπάρξουν, τον παραδοσιακό κόσμο. Όμως αυτό ο Μακρυ-
γιάννης δεν το καταλαβαίνει. Συνεχίζει να μάχεται, να διεκδικεί τη
συμμετοχή του σε αυτήν την πατρίδα (πλέον, σε αυτό το κράτος) που το απε-
λευθέρωσε κι από όπου τον «εξόρισαν»· όπου τελικά δεν υλοποιήθηκαν οι
σκοποί της Επανάστασης, αφού στην εξουσία δεν βρέθηκαν άνθρωποι που
μάτωσαν για την Ελλάδα αλλά οι «ραδιούργοι» πολιτικοί.
Η ελληνική Αριστερά δεν κάνει τη δεκαετία του 1960 κάτι το ριζικά δια-
φορετικό. Επικαλείται τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στη διαφύλαξη του
έθνους και της ελευθερίας του και ζητάει, διά της ΕΔΑ, την επί ίσοις όροις
συμμετοχή της στην απόλαυση των αγαθών αυτής της ελευθερίας. Και στις
δύο περιπτώσεις, τα αιτήματα διατυπώνονται με μια παράλληλη επίκληση
στην ανάγκη ενότητας του έθνους. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί
περισσότερο πρόσφορο σύμβολο από τον Μακρυγιάννη, για να εκφραστεί
αυτή η επιθυμία να εργαστούν όλες οι δυνάμεις του έθνους μαζί για την
ευημερία του, να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και να απολαύσουν ελεύ-
θεροι τους καρπούς των πολεμικών τους κόπων. Ο ΕΑΜικός κόσμος για
πολλά χρόνια προσέβλεπε σε μια τέτοια εξέλιξη, ζούσε με τέτοιους πατριω-
τικούς πόθους που, ως προς τη δημοκρατική του ταυτότητα, μπορεί να ήταν
περισσότερο προσδιοριστικοί από την ταξικότητά του. Ίσως επειδή φάνηκε
πως είναι σε θέση να υλοποιήσει μια τέτοια προοπτική να κατάφερε στις αρ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 79
χές της δεκαετίας του 1980 να απορροφήσει το ΠΑΣΟΚ ένα τόσο μεγάλο
μερίδιο του ΕΑΜικού κόσμου. Ίσως γι’ αυτό να οικειοποιήθηκε επιτυχημένα
ως σύμβολο τελικά, για μια περίοδο, και τον ίδιο τον Μακρυγιάννη.

1
Εκτεταμένη κριτική μελέτη για τη ζωή του Μακρυγιάννη εκδόθηκε πρόσφατα από
τον Νίκο Θεοτοκά, Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα και
ιστορία, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012.
2
Πηγή: http://stixoi.info. Υπάρχουν και τραγούδια όπου γίνεται έμμεση αναφορά
στον Μακρυγιάννη, όπως το Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες (… Τρεις του Σεπτέμ-
βρη να περνάς) από τον δίσκο Γράμματα στον Μακρυγιάννη του Ηλία Ανδριόπου-
λου, όπου το όνομα του στρατηγού δεν αναφέρεται σε κανένα τραγούδι αλλά δε-
σπόζει στον τίτλο του δίσκου.
3
ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. Δ΄, ΠΛΕ, Βουκουρέστι 1968, σ. 19.
4
Ασφαλώς, φεουδαρχία στον ελλαδικό χώρο ουδέποτε υπήρξε. Ο όρος χρησιμο-
ποιείται καταχρηστικά από το ΚΚΕ, λόγω μηχανιστικής μεταφοράς των μαρξιστικών
αναλύσεων για τη Δυτική Ευρώπη.
5
«Πρωτοήφερες την διχόνοιαν εσύ, κύριε Μαυροκορδάτε, κι’ από αυτό άλλοι κα-
πεταναίγοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου
να τους σκοτώσης». Τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, τ. Β΄,
έκδοση εφ. Τα Νέα, Αθήνα 2006, σ. 249 και 241 (όπου και όλες οι παραπομπές
που ακολουθούν). Μια νεότερη πλήρης έκδοση πραγματοποιήθηκε από τον εκδο-
τικό οίκο Εστία: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, επιμ. Αλέξης Πολίτης,
3 τ., Αθήνα 2011.
6
« “Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν
βρίσκομεν από κανέναν. Όλο δόλο κι απάτη” Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την πα-
ρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο και έκλαψα κι εγώ», Μακρυγιάννης, ό.π.,
τ. Β΄, σ. 20.
7
«Και γιόμωσαν οι χάψες από τους αγωνιστάς αδίκως, από τις φατρίες των δικώνε
μας και της Αντιβασιλείας;», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, σ. 160, και «όσοι αγωνισταί
μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυ-
χίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμη της, βάνει την τζελα-
τίνα και τους κόβει. Και γιομάτες είναι οι φυλακές τους Κράτους», στο ίδιο, σ. 348.
8
«Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί.
Εσύ έδενες τα συνφέροντα σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι’ άλλους και βασανί-
ζετε την πατρίδα, καθώς κι’ ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους. Κι’ αφανίσετε εσείς
όλοι αυτείνη την πατρίδα», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, σ. 345.
9
«Την γης όπου λευτερώσαμεν με τους αγώνες μας κι’ αίματα μας την δίνετε και

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
80 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
την αγοράζουν οι σύντροφοί σας, εκείνοι όπου μας κάναν σίγρι όταν σκοτωνόμα-
στε. Αυτείνοι τα χαίρονται, αυτείνοι αγοράζουν ένα στρέμμα την γης, άγρια και
ήμερη, την αγοράζουν κι όσ’ είναι κολάκοι σας και σπιγούνοι σας», Μακρυγιάννης,
ό.π., τ. Β΄, σ. 11-12
10
Γιώργης Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα, εκδ. στ΄, Καστανιώτης, Αθήνα
2002.
11
Νίκος Θεοτοκάς, «Νοοτροπίες και πολιτισμικές μεταλλαγές. Τα Οράματα
και Θάματα», Διαβάζω, 101 (5.9.1984), σ. 54-57.
12
«Ύστερα είδαν τον όρκον οπούβαλα εις τον τύπον, όπου λέγει να μην είμαστε
ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε καμιά άλλη ξένη δοξασία, ούτε
Άγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ρούσοι. Να τους τιμάμε όλους αυτούς ως ευεργέτες μας,
αλλά μόνον μ’ ελληνικούς νόμους να κυβερνιώμαστε», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄,
136.
13
«Δικαιοσύνη θέλουν οι Έλληνες, Εξοχώτατε! Ότι χύσαμεν ποταμούς αίματα και
την δικαιοσύνη δεν την λέπουμεν», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 92-93.
14
(Προς τον Όθωνα) «Αυτοί όπου κυβερνούνε είναι το σύστημα της Γαλλίας, όπου
’χε ο Κωλέτης. Έπεσε αυτό, κάμαν δημοκρατία. Τούτο επιθυμούν κι’ αυτείνοι εδώ.
Σαν γένη αυτό, δεν θα είσαι βασιλέας η Μεγαλειότη σου», Μακρυγιάννης, ό.π.,
τ. Β΄, 225.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 81
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
82 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Ο «κοινωνικός»
Καποδίστριας
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ

Νέες θεωρήσεις και αντιδράσεις


Στο χώρο της αριστερής διανόησης και ιδεολογίας είναι ενδιαφέρουσα
η αλλαγή οπτικής γωνίας που σταδιακά εντοπίζεται σε μερικούς από τους
εκπροσώπους της. Από τη δεκαετία του 1950 κυρίως εμφανίζονται οι πρώ-
τες μελέτες που δεν στέκονται μόνο στην «αυταρχική» διακυβέρνηση του
Καποδίστρια, το πολιτικό δηλαδή στοιχείο, αλλά τονίζουν, παράλληλα, την
κοινωνική του πολιτική, τα μέτρα του υπέρ των κατώτερων τάξεων και κατά
των προκρίτων. Επισημαίνουν, επίσης, την αντίστασή του στα σχέδια των
ξένων, ιδιαίτερα των Άγγλων, και ισχυρίζονται ότι η ρωσική πολιτική της
τότε περιόδου δεν αποτελούσε φραγμό, όπως αυτή των δυτικών δυνά-
μεων, σε μια αυτόνομη εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Έγραφε ο Λεωνί-
δας Στρίγκος γύρω στα 1953-1955:

Ο Καποδίστριας ήταν μακριά από τους δημοκρατικούς πόθους και τις


επιδιώξεις του λαού μας, που ονειρεύτηκε και πολέμησε για μια Ελ-
λάδα δημοκρατική. Όμως, όποιος θελήσει να τον κρίνει αντικειμενικά,
ξεκινώντας από εθνική σκοπιά, κι όχι από σκοπιά ξένη προς τα εθνικά
συμφέροντα όπως κάνουν οι ξένοι και ορισμένοι δικοί μας αγγλόφιλοι
ιστορικοί δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωρίσει τη θετική συμβολή του στο
έργο της δημιουργίας της εθνικής μας ανεξαρτησίας. [...] Παρά τις αν-
τιδημοκρατικές ιδέες και αντιλήψεις του, ο Καποδίστριας επεδίωξε, και
ως ένα βαθμό πέτυχε, να βάλει φραγμό στις απoσυνθετικές τάσεις
των κοτζαμπάσηδων, να δόσει σωστό εξωτερικό προσανατολισμό
στο νεοδημιουργημένο κράτος και να επωφεληθεί από το ρωσοτουρ-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 83
κικό πόλεμο για να εξασφαλίσει ανεξαρτησία και μεγαλύτερα σύνορα
στην Ελλάδα, αλλά και να ματαιώσει την προσπάθεια των Δυτικών Δυ-
νάμεων να επιβάλουν στην Ελλάδα, παρά τη θέληση της, έναν ξένο
βασιλιά. Δεν αντέχει στην ιστορική αλήθεια και ο ισχυρισμός πώς ο
Καποδίστριας ήταν «Ρώσος ανθύπατος.1

Το βιβλίο του Στρίγκου γράφτηκε για να χρησιμεύσει ως βοήθημα σε


σχολές των πολιτικών προσφύγων που είχαν καταφύγει στις λαϊκές δημο-
κρατίες. Ουσιαστικά, όμως, λειτούργησε ως επίσημος κομματικός λόγος.2
Δεν είναι εύκολο να παρακολουθηθούν οι διεργασίες που οδήγησαν κά-
ποιους εκπατρισμένους Έλληνες κομμουνιστές σ’ αυτές τις επανεκτιμήσεις.
Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι επηρεάστηκαν και από την προσπάθεια του
σοβιετικού κράτους, από τη σταλινική περίοδο και μετά, να ενοποιήσει τη
ρωσική παράδοση και να εμφανίσει την τσαρική Ρωσία διαφορετική από τις
άλλες μεγάλες δυνάμεις, κυρίως ως προς την εξωτερική της πολιτική.3 Σο-
βιετικοί ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την ελληνική ιστορία την περίοδο
αυτή τονίζουν τις ευνοϊκές επιπτώσεις για την Ελληνική Επανάσταση από τη
στάση της Ρωσίας, σε αντίθεση με την αρνητική πολιτική κυρίως της
Αγγλίας.4 Ο Καποδίστριας, ως υπουργός Εξωτερικών του τσάρου, προσφε-
ρόταν ιδιαίτερα για να φανεί αυτή η διαφοροποίηση.
Οι θέσεις αυτές συναντούν έντονες αντιδράσεις και κριτικές από όσους
επιμένουν στο παλαιό σχήμα, ότι δηλαδή ο Καποδίστριας ήταν το αυταρχικό
όργανο της τσαρικής Ρωσίας και επομένως υπήρξε, με την πολιτική που
εφάρμοσε, εμπόδιο στην αστική και φιλελεύθερη εξέλιξη της Ελλάδας. Στην
άποψη αυτή στέκεται και ο Ν. Σβορώνος στην Histoire de la Gréce
Moderne.5 Είναι χαρακτηριστική η αντίθεσή του προς την ηγεσία του ΚΚΕ,
σχετικά με την αξιολόγηση που επιχείρησε της ρωσικής πολιτικής. Αφηγείται
ο Σβορώνος το 1988:

Ο πρώτος πυρήνας της Ιστορίας της Ελλάδας γράφτηκε όταν μου ζη-
τήθηκε μια μικρή Ιστορία για τα Ελληνόπουλα στις λαϊκές δημοκρατίες.
Το δέχτηκαν. Είχαν αντιρρήσεις εκεί που δεν το περίμενα· ενώ για τις
θέσεις μου για το ΕΑΜ και για την αντίσταση δεν είχαν καμιά αντίρ-
ρηση, μερικοί είχαν αντιρρήσεις για το ότι έβαζα στο ίδιο καζάνι την
Αγγλία με τη Ρωσία, το 1821. Και επέμεναν - και μερικοί ακόμη επιμέ-
νουν. Τους είχα απαντήσει τότε ότι αν μερικοί κομμουνιστές θεωρούν
ότι είναι απόγονοι του τσάρου, του Ρομανόφ, εγώ δεν είμαι...6

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
84 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Μια άλλη πλευρά αυτής της διαμάχης, στην Ελλάδα αυτή τη φορά και με
επίκεντρο τον Καποδίστρια, εμφανίζεται στην Επιθεώρηση Τέχνης. Ο Γιάν-
νης Ιωάννου, σε άρθρο του, το 1956, υποστήριξε ότι αν το 1821 οι Έλληνες
στρέφονταν προς τη Ρωσία θα εξασφάλιζαν ένα πανίσχυρο και σταθερό
σύμμαχο, για να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση. Η δύναμη αυτή,
καθυστερημένη κοινωνικά και οικονομικά, δεν θα αποτελούσε εμπόδιο
στην «αυτοδύναμη» ανάπτυξη της χώρας· αντίθετα, θα ακύρωνε τη διαλυ-
τική επέμβαση της Αγγλίας, η οποία, μεταξύ των άλλων, δεν επέτρεψε τη
βιομηχανική ανάπτυξη του νέου κράτους. Επομένως, η δολοφονία του Κα-
ποδίστρια, ο οποίος εξέφραζε την πολιτική αυτή, «επισφραγίζει το θρίαμβο
του κοτσαμπασισμού και ανοίγει ανεμπόδιστα το δρόμο στην αποσυνθετική
δράση της Αγγλίας μέσα στη χώρα μας».7
Στην απάντησή του, από τη Βιέννη, ο Σεραφείμ Μάξιμος θα υπερασπιστεί
τον αστικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης, την ιδεολογική της συγ-
γένεια με την αντίστοιχη Γαλλική, το δημοκρατικό φρόνημα των Ελλήνων.
Θα προσθέσει ότι είναι λάθος να θεωρείται ότι η Ρωσία, στην «προοδευτική
της έκφραση», υπεράσπιζε τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ η Αγγλία «κάθε τι
κοινωνικά καθυστερημένο». Αντίθετα, η Ρωσία ήθελε μια Ελλάδα μοναρχική
και συγκεντρωτική, «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν», και ο Καποδίστριας ήλθε για
να επιβάλει ακριβώς αυτό το καθεστώς.8 Ο Μάξιμος, ας σημειωθεί, για να
υποστηρίξει ότι ο Καποδίστριας υπήρξε αντιδραστικός και «ξένης θελή-
σεως», παραπέμπει σε σχετικό άρθρο του διπλωματικού σοβιετικού λεξικού
(εκδ. 1948).9 Αλλά και ο Ιωάννου είχε αναφερθεί στον Ρώσο ακαδημαϊκό
Ποτέμκιν, για να καταλήξει στις δικές του, αντίθετες, απόψεις.10
Όσον αφορά το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην Επανάσταση, οι αν-
τιστάσεις του Σβορώνου, του Μάξιμου και ασφαλώς και άλλων, για την
ωραιοποιημένη εικόνα της Ρωσίας που φτιάχτηκε, δεν φαίνεται να είχαν
συνέχεια. Ο Ψυχρός Πόλεμος, οι ποικίλες εξαρτήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ
από τη Σοβιετική Ένωση, οι πραγματικότητες της ελληνικής πολιτικής ζωής
επέβαλαν την Αγγλία ως τον κατεξοχήν δαίμονα, υπεύθυνο για όλα τα δεινά
της χώρας, από το 1821 και μετά. Η δυναμική, εξάλλου, επέμβαση της Με-
γάλης Βρετανίας προς προάσπιση του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα
οδήγησε σε αυτόματους σχεδόν παραλληλισμούς με όσα συνέβησαν στο
παρελθόν: τα αγγλικά δάνεια, οι κανονιοφόροι του λόρδου Πάλμερστον, τα
αγγλικά μονοπώλια, οι στενές σχέσεις του παλατιού με τον αγγλικό παρά-
γοντα κ.λπ.
Η «αποκατάσταση», αντίθετα, του Καποδίστρια στις αριστερές συνειδή-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 85
σεις ήταν δυσκολότερη. Η πάσης μορφής τρομοκρατία των κυβερνώντων,
ο συνεχής αγώνας για εκδημοκρατισμό δεν άφηναν περιθώρια για να εκτι-
μηθεί διαφορετικά όποιος πολιτεύτηκε αυταρχικά. Ο νους των αριστερών
ήταν στα παλληκάρια και στις ταλαιπωρίες και διώξεις που υπέστησαν από
τις ελληνικές κυβερνήσεις. Σ’ αυτούς, τους «κουκουέδες του ’21», κατά τον
χαρακτηρισμό του Ν. Ζαχαριάδη,11 έβλεπαν τους προδρόμους των δικών
τους αγώνων και δεινών. Ο Ρήγας, ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μα-
κρυγιάννης τους εμψυχώνουν:

Ιδιαίτερα σήμερα που ο λαός μας παλαίβει σκληρά ενάντια στους


αμερικάνους καταχτητές και στους αμερικανοπροσκυνημένους, τα
«Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη, που διαπνέονται
από τον πιο αγνό και βαθύ πατριωτισμό και από το πιο φοβερό μίσος
ενάντια στην ξενοκρατία που ρημάζει την πατρίδα και αφανίζει τα
καλύτερα παιδιά της, αποτελούν ένα πολύ δυνατό όπλο στον ηρωικό
αγώνα του.12

Εκτός από τον Μακρυγιάννη, τα βιβλία του Δ. Φωτιάδη για τον Καραϊ-
σκάκη, τη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, το Μεσολόγγι, τον
Όθωνα και την έξωση του θα πρέπει να διαβάστηκαν πολύ. Αποτελούν βα-
σικούς τίτλους στις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», που τυπώνονταν
από τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στα κομμουνιστικά κράτη.13
Η δικτατορία των συνταγματαρχών, για τους λόγους του που αναφέρ-
θηκαν παραπάνω, φόρτισε ακόμη πιο αρνητικά την εικόνα.

Η κοινωνιολογίζουσα ιστοριογραφία
Μια άλλη θεώρηση επιχειρεί, μετά το 1967, η κοινωνιολογίζουσα ιστο-
ριογραφία, η οποία, γέννημα των ανακατατάξεων που προκάλεσε η δικτα-
τορία στην ελληνική διανόηση, θέλησε να προβάλει κυρίως τον κοινωνικό
ρόλο του κράτους. Πρόταξε, επίσης, ως βασική αξία την αντίσταση στο ευ-
ρωπαϊκό μοντέλο. Εδώ, τα αιτήματα για Βουλή και Σύνταγμα θεωρούνται
απλώς ως όπλα των αστικών στρωμάτων ενάντια, γράφει ο Κ. Μοσκώφ,
«στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που επιχειρούν την εθνοτική, αυτόνομη ανα-
διάρθρωση της κοινωνίας μας». Στις ριζοσπαστικές δυνάμεις εντάσσεται και
ο Καποδίστριας.14 «Βαθύτατη δημοκρατική βούληση» διαπιστώνει στον Κα-
ποδίστρια ο Κ. Τσουκαλάς, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, τον αποφασιστικό
του ρόλο στην αποτυχία των προκρίτων να οικειοποιηθούν τις εθνικές γαίες

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
86 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
και να μεταβληθούν σε μεγαλοκτηματίες, γεγονός που επηρέασε αποφασι-
στικά τη μετέπειτα κοινωνική εξέλιξη της χώρας.15
Ο Β. Φίλιας θα εντάξει τον Καποδίστρια, τον «παρεξηγημένο μέγα ηγέτη
του Ελληνισμού», στις «φυσιογνωμίες εκείνες Ιακωβινικού τύπου» που θέ-
λησαν να αλλάξουν εκ των άνω την κοινωνία χωρίς να υπάρχουν οι κοινω-
νικές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπήρχε «σπονδυλω-
μένη, αρθρωμένη αστική τάξη».16
Ο Κ. Βεργόπουλος, διευρύνοντας τις παλαιότερες απόψεις του, θα υπο-
στηρίξει ότι η πολιτική του Καποδίστρια, ο «συγκεντρωτικός αυταρχισμός
της πολιτικής εξουσίας», εξέφρασε τις λαϊκές δυνάμεις και αποτέλεσε «μια
αμυντική λύση ανάγκης για να τεθεί απλώς φραγμός στις επιδιώξεις που η
ολιγαρχία προωθούσε μέσω της συνταγματικής πολιτειακής οργάνωσης».17
Οι απόψεις αυτές, και οι αντίστοιχες για άλλα φαινόμενα της νεοελληνι-
κής ιστορίας, ελάχιστα στηρίχθηκαν, με λίγες εξαιρέσεις, στο εμπειρικό
υλικό και, όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσαν να αποδώσουν τη σύνθετη
πραγματικότητα. Λειτούργησαν περισσότερο ως ερμηνευτικά σχήματα, γοη-
τευτικά ενίοτε, και ήλθαν να προστεθούν στα όσα είχαν ήδη διαμορφωθεί.
Ωστόσο, και με το βάρος των ονομάτων που τις διατύπωσαν, είχαν
ευρύτερη απήχηση, ιδιαίτερα στους νέους που στη δεκαετία του 1970 κυ-
ρίως προσπαθούσαν κι αυτοί να καταλάβουν γιατί η νεοελληνική κοινωνία
οδηγήθηκε τόσες φορές σε αδιέξοδα και μάλιστα εξέθρεψε δικτατορίες.
Πιο διεισδυτική και, συγχρόνως, εμπεριστατωμένη ήταν η μελέτη του
John Petropulos, ο οποίος, τονίζοντας ιδιαίτερα τα οικογενειακά και πελα-
τειακά δίκτυα, επιχείρησε να αναδείξει τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις
στην περίοδο της Επανάστασης και κυρίως της πρώτης οθωνικής περιόδου.
Στην ανάλυσή του, η δράση του Καποδίστρια, όταν ήταν Κυβερνήτης, περι-
γράφεται σε λίγες σελίδες, ωστόσο φαίνεται να εντάσσεται οργανικά στις
πραγματικότητες της εποχής του. Το σημαντικό αυτό βιβλίο (αγγλική έκδοση
1968, ελληνική μετάφραση 1985)18 δεν φαίνεται να αξιοποιήθηκε κατάλ-
ληλα.

Ο ρόλος του ξένου παράγοντα


Το σχήμα, πάντως, από παλαιότερα διαμορφωμένο, ότι στον ξένο παρά-
γοντα θα πρέπει κυρίως να αναζητηθούν τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμο-
νίας, ήταν αυτό που κυριάρχησε και, στην περίπτωση που εδώ εξετάζεται,
συνέβαλε καθοριστικά στην αποτίμηση του Καποδίστρια. Χρησιμοποιήθηκε
από όλες σχεδόν τις πολιτικές παρατάξεις και ιδεολογικούς φορείς, ήταν το

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 87
άλλοθι για κάθε αδιέξοδο και νόσο, το καταφύγιο εμπρός στην αδυναμία να
βρεθούν τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, και η εύκολη λύση πολλών
διανοουμένων (και εδώ φυσικά περιλαμβάνονται και οι ιστορικοί), που δεν
έμπαιναν στον κόπο να δουν πόσο πολύπλοκα ήταν τα θέματα που καλούν-
ταν να ερμηνεύσουν.19
Η δολοφονία του Καποδίστρια προσφερόταν άμεσα για το ερμηνευτικό
αυτό σχήμα και τη συνακόλουθη ιδεολογική χρήση. Έγραφε λίγο μετά τη με-
ταπολίτευση ο Τάσος Λιγνάδης:

Ο Καποδίστριας στην προσπάθειά του να στηρίξει την πολιτική του


απόπειρα για εθνική χειραφέτηση στις πλατιές αγροτικές μάζες συ-
ναντά την αντίδραση των δυτικών δυνάμεων που δεν διστάζουν να
φτάσουν ως τη δολοφονία του και να εισαγάγουν τον «πολιτικό ρε-
αλισμό» στην επιδίωξή τους για μια εξαρτημένη Ελλάδα.20

Σημείωνε, πιο πρόσφατα, ο Δ. Σταμέλος:

Μπορεί οι δολοφόνοι να ήταν Έλληνες, εκτελούσαν όμως εντολές


ξένων, που δεν δέχονταν ν’ αμφισβητηθεί η κηδεμονία τους στη
χώρα μας.21

Ο Τάσος Βουρνάς είναι μεταξύ αυτών που εκλαΐκευσαν αυτή την άποψη
σε εφημερίδες,22 έντυπα ευρύτερης κυκλοφορίας23 και στην Ιστορία του.24
Ο Βουρνάς διαμόρφωσε την ιστορική του σκέψη στο κλίμα των αριστερών
πολιτικών αναζητήσεων κυρίως λίγο πριν και κατά την περίοδο της δικτα-
τορίας του 1967. Δούλεψε μέσα στις φυλακές και τις εξορίες. Στην Ιστορία
της νεώτερης Ελλάδας υπάρχει η ακόλουθη αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο,
κατά το μεγαλύτερο μέρος του, σχεδιάστηκε στο στρατόπεδο της Λέρου.
Ανήκει λοιπόν στους συγκρατουμένους μου στα στρατόπεδα της Γυάρου
(1967) και της Λέρου (1967-1970). Το αφιερώνω σ’ αυτούς, σαν ελάχιστη
σπονδή στα ατελείωτα μαρτύρια των Ελλήνων, που ονειρεύονται μιαν Ελ-
λάδα χωρίς “προστάτες”, χωρίς μεσσίες και χωρίς δικτάτορες».25 Εξαιτίας
και του γεγονότος αυτού, των πολύχρονων φυλακίσεων και εξοριών, είναι
ερμηνεύσιμες οι ελλείψεις του και oι εμμονές του.
Ωστόσο ο Τ. Βουρνάς επιχείρησε κάποια, έστω αμέθοδα και όχι συστη-
ματικά, ανοίγματα προς άλλα σχήματα. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι
εκφράζει, σε μεγάλο βαθμό, πολλούς εκπροσώπους της ανανεωτικής αρι-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
88 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
στεράς που μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 επιχειρούν να επαναπροσ-
διοριστούν, χωρίς να μπορούν, συχνά, να ξεφύγουν από τα ιδεολογικά τους
βαρίδια.
Η εφημερίδα, επιπλέον, της ανανεωτικής αριστεράς, η Αυγή, θα περιλά-
βει, σε αφιερώματα κυρίως για το ’21, και άρθρα που εξέφραζαν διαμορ-
φούμενες νέες τάσεις στο χώρο των Ελλήνων ιστορικών.26
Στο χώρο του άλλου τμήματος της μεταδικτατορικής κομμουνιστικής
αριστεράς, του «ορθόδοξου» όπως αποκλήθηκε, είναι, όσον αφορά στις ερ-
μηνείες του 1821, εμφανέστερη η προβολή του ρωσικού παράγοντα ως
αποφασιστικού για την αίσια έκβαση του Αγώνα. Ο Καποδίστριας, στο πλαί-
σιο αυτό, γίνεται ευνοϊκά δεκτός,27 όχι όμως χωρίς αντιστάσεις. Όταν, για
παράδειγμα, το 1976 ο Δημήτρης Λουλές, νέος τότε ιστορικός, επιχείρησε,
με άρθρο του στον Ριζοσπάστη («Γύρω από μια επέτειο», 28.9.1976), μια
θετική αποτίμηση του καποδιστριακού έργου, ο Δ. Λιάτσος τον «συμβού-
λεψε», λίγο αργότερα, στην ίδια εφημερίδα: «Οι προοδευτικοί ερευνητές δεν
είναι σωστό να αγνοούν ότι ο Καποδίστριας στάθηκε εμπόδιο στη δημοκρα-
τική εξέλιξη της πατρίδας μας».28
Ο Δ. Λουλές μπόρεσε να έχει περιορισμένη πρόσβαση στα ρωσικά αρ-
χεία. Βασιζόμενος κυρίως σε διπλωματικά έγγραφα μελέτησε τις ελληνο-
ρωσικές σχέσεις και έδωσε, σε ειδικό άρθρο του, τη ρωσική εκδοχή για τη
δολοφονία του Κυβερνήτη.29 Για τις σχέσεις αυτές σημαντική υπήρξε η συμ-
βολή του Ρώσου ιστορικού Γκρ. Αρς (Gr. Ars), ο οποίος, μεταξύ άλλων,
έγραψε μονογραφία και πολλά άρθρα για τον Καποδίστρια.30 Εξήρε, χρησι-
μοποιώντας αρχειακές κυρίως μαρτυρίες, το ρόλο του τελευταίου στη δια-
μόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ώστε να αποβεί θετική στο ελ-
ληνικό ζήτημα. Υπερασπίστηκε, επίσης, τον τρόπο με τον όποιο πολιτεύτηκε
στην Ελλάδα.
Τον Μάιο του 1976, το Ινστιτούτο Σλαβολογίας και Βαλκανολογίας της
Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ διοργάνωσε στη Μόσχα επιστημονικό συμ-
πόσιο, με τη συμμετοχή και Ελλήνων επιστημόνων, για να γιορτασθούν τα
200 χρόνια από τη γέννηση του Καποδίστρια. Τον Σεπτέμβριο, στην ίδια
πόλη, ο Σοβιετοελληνικός Σύνδεσμος αφιέρωσε στη μνήμη του ειδική βρα-
διά. Το ευρύτερο ελληνικό κοινό πληροφορήθηκε όλα αυτά σε άρθρο του
Αρς όπου σημειωνόταν:

Τιμώντας το ιωβηλαίο του Καποδίστρια, η σοβιετική κοινή γνώμη


αποτίει φόρο τιμής στον επιφανή κρατικό παράγοντα και πατριώτη

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 89
της Ελλάδας, το όνομα του οποίου θυμίζει μια από τις λαμπρές σελί-
δες των φιλικών ρωσο-ελληνικών σχέσεων.31

Για το ρόλο του Καποδίστρια μετά το 1827 θα μιλήσει ο Αρς και στο συ-
νέδριο που θα οργανώσει, το 1981, για την Επανάσταση του 1821, το Κέν-
τρο Μαρξιστικών Ερευνών που πρόσκειται στο ΚΚΕ. Θα απορρίψει έτσι την
κατηγορία ότι ο Κυβερνήτης υπήρξε όργανο της ρωσικής πολιτικής και θα
τονίσει ότι ήταν πάνω απ’ όλα Έλληνας και οπαδός της συνταγματικής μο-
ναρχίας:

Ο Καποδίστριας δεν ήταν δημοκράτης, όμως δεν ήταν ποτέ και θαυ-
μαστής του κρατικού και κοινωνικού συστήματος της μοναρχοδου-
λοκτητικής Ρωσίας. Αν και οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί στην περίο-
δο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια ουσιαστικά είχαν εκμηδενι-
στεί, παρέμεινε κατ’ αρχήν προσηλωμένος στη συνταγματική μοναρ-
χία [...] οι πολιτικοί σκοποί της Ρωσίας και της Ελλάδας στο τελικό
στάδιο της ελληνικής επανάστασης συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό. 32

Με άλλη ευκαιρία, ο Βλαντέν Σιρότκιν, καθηγητής στην Ακαδημία Διπλω-


ματίας του Υπουργείου Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, θα παρουσιάσει τον Καποδί-
στρια ως πρωτοπόρο της ιδέας της πανευρωπαϊκής ένωσης και φιλελεύ-
θερο πολιτικό υπεράνω της εποχής του.33
Το ΚΚΕ θα κινηθεί, ως προς τον Καποδίστρια και το 1821 γενικότερα,
κυρίως στα όρια που διέγραψαν τα εξαρτώμενα απ’ αυτό έντυπα και θεσμοί.
Ο ρόλος ιδιαίτερα της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του ’21 θα εξαίρεται στα
αφιερώματα του Ριζοσπάστη για την 25η Μαρτίου.34
Όλα θα αλλάξουν όταν, μετά το 1989, στη Σοβιετική Ένωση θα επιχει-
ρηθούν μεταρρυθμίσεις από τον Γκορμπατσώφ, με τις οποίες το ΚΚΕ δεν
συμφώνησε, και ιδιαίτερα όταν θα επέλθει η πτώση του σοβιετικού καθε-
στώτος. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο εκδοτικός οίκος Σύγχρονη Εποχή,
που πρόσκειται στο ΚΚΕ, εξέδωσε το 1991 το βιβλίο του Λύσανδρου Παπα-
νικολάου Κοινωνική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 19ου αιώνα
(υπότιτλος: Συμβολή στην Ιστορία της διαμόρφωσης του ελληνικού εθνικού
κράτους), όπου κατακρίνεται το ρωσικό κόμμα και η ρωσική πολιτική στο ελ-
ληνικό ζήτημα, προβάλλεται το έργο του Κορδάτου και του Ζέβγου, και επι-
χειρείται επιστροφή στους κλασικούς του μαρξισμού. Ανάμεσα στις αδυνα-
μίες της «αριστερής» ιστοριογραφίας για το ’21, ιδιαίτερα στις μεταπολε-

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
90 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
μικές δεκαετίες, καταλογίζεται και η «άκριτη και σε μεγάλο βαθμό εξύμνηση
του ρόλου της τσαρικής Ρωσίας». Για τον Καποδίστρια, μεταξύ των άλλων,
σημειώνεται:

Να γιατί λοιπόν δεν είχε άδικο ο Μαρξ, όταν κατηγορούσε τους άγ-
γλους πολιτικούς, ακόμα και τον Κάνιγκ, ότι ενεργώντας με δουλο-
πρέπεια απέναντι στη Ρωσία φόρτωσαν στην πλάτη των Ελλήνων
τον Καποδίστρια. Για τη Ρωσία βέβαια η εκλογή του πρώην
υπουργού της αποτελούσε αδιαμφισβήτητη και αποφασιστική επιτυ-
χία. Είναι άλλωστε περισσότερο από πιθανό ότι ο Καποδίστριας είχε
απομακρυνθεί το 1822 από την ενεργό ρωσική υπηρεσία, μόνο και
μόνο για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αμέσως μόλις το επιτρέπανε
οι περιστάσεις, στα ύπατα αξιώματα του ελληνικού κράτους, σαν
«μπιστικός του τσάρου», σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό του
Ζεύγου....35

Μεμονωμένα άτομα ή ομάδες που προβάλλονται ως αυθεντικοί εκφρα-


στές της αριστερής μαρξιστικής ιδεολογίας και συχνά διασταυρώνονται και
με αντιθετικά πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα, όπως αυτά του εθνικισμού, επι-
χειρούν, σε αντιπαράθεση με τα κοινοβουλευτικά και με ευρύτερης απήχη-
σης κόμματα της αριστεράς, αναλύσεις του παρελθόντος για να στηρίξουν
τον ιδεολογικό τους λόγο. Η Επανάσταση του ’21 συνήθως εμπλέκεται σ’
αυτές τις αναλύσεις, μερικές φορές και ο Καποδίστριας.36

1
Λ. Στρίγκος, Η Επανάσταση του Εικοσιένα, β΄ έκδοση, Αθήνα, Θεμέλιο 1966, σ.
250· α΄ έκδοση: 1959 (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις).
2
Πβ. τι σημειώνει ο Φ. Ηλιού (Οι ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον 20ό αι-
ώνα, Ο Πολίτης, Αθήνα 1989, σ. 66-67) για το βιβλίο του Π. Ρούσου, Βοήθημα
νέας ιστορίας της Ελλάδας: ήταν έργο «επίσημο», «γραμμένο για να συμβάλει στην
απαλλαγή του ελληνικού μαρξισμού από τις “δογματικές υπερβολές”...».
3
Για το πώς επιβλήθηκε, από το 1937 και μετά, ένας νέος τρόπος ιστορικής γρα-
φής βασισμένος σε σαφώς εθνική ερμηνεία του παρελθόντος, βλ. Anatol G. Ma-
jour, Modern Russian Historiography, β΄ έκδοση, Ρrinceton κ.α. 1958, σ. 204 κ.εξ.
4
Όλγα Σπάρο, Ο ρόλος της Ρωσίας στον αγώνα της Ελλάδας για την ανεξαρτησία
της, μετάφραση άρθρου από το περιοδικό Βαπράσι Ιστόριι, αρ. 8/1949, εκδ. «Νέα
Ελλάδα», Μάιος 1950· πβλ. της ίδιας, Η απελευθέρωση της Ελλάδος και η Ρωσία
(1821-1829), Αθήνα, Φέξης 1971. Στην εισαγωγή του βιβλίου του, ο Ι. Ιόββα, Οι

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 91
Δεκεμβριστές του Νότου και το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, Αθήνα, Σύγ-
χρονη Εποχή 1986, σημειώνει ότι οι κατακτητικοί πόλεμοι της τσαρικής Ρωσίας, το
18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, «είχαν
αντικειμενικά προοδευτική σημασία» (σ. 6). Για τις απόψεις του Γ. Αρς, βλ. παρα-
κάτω.
5
Α΄ έκδοση: Παρίσι 1953· ελληνική έκδοση: Αθήνα, Θεμέλιο 1976.
6
Συνέντευξη του Ν. Σβορώνου στο περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37 (Δεκ. 1988),
σ. 51.
7
Γιάννης Ιωάννου, «Ο Καποδίστριας και το πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας»,
Επιθεώρηση Τέχνης, τ. Δ΄, τχ. 22 (Οκτ. 1956), σ. 273-281. Όπως με πληροφόρησε
ο Φίλιππος Ηλιού, ο Ιωάννου επεξεργάστηκε τις παραπάνω θέσεις μέσα στη φυ-
λακή, σε μια προσπάθεια, μαζί με άλλους αριστερούς, να ερμηνεύσουν υπό άλλο
πρίσμα φαινόμενα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Την καποδιστριακή πολιτική σ’
ένα ευαίσθητο τομέα δικαιώνει, στο ίδιο περιοδικό, και η Σάσα Νικητοπούλου, «Ο
Καποδίστριας και τα εθνικά κτήματα», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 57-58 (Σεπτ.-Οκτ.
1959), σ. 197-118. Θετική είναι και η στάση του Κ. Πορφύρη, βλ. βιβλιοκρισία του,
στο ίδιο περιοδικό, τχ. 142 (Οκτ. 1966), σ. 311, του έργου του Τάσου Βουρνά, Σύν-
τομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Θύμα των ξένων παρουσιάζει τον Κα-
ποδίστρια και ο Δ. Φωτιάδης, Ο Όθωνας. Η μοναρχία, Αθήνα 1963, σ. 53-55.
8
Σεραφείμ Μάξιμος, «Ο Καποδίστριας και η Ελληνική Επανάσταση», Επιθεώρηση
Τέχνης, τχ. 23-24 (Νοέμ.-Δεκ. 1956), σ. 458-461. Αυστηρή για τον Καποδίστρια
παρέμεινε και η γνώμη του Γ. Κορδάτου· βλ. Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Β΄,
Αθήνα, 20ός αιώνας 1957, σ. 646: «Με την προοπτική του χρόνου είμαστε υπο-
χρεωμένοι να συμφωνήσουμε με τους επικριτές του. Όσοι εξακολουθούν να θαυ-
μάζουν τον Καποδίστρια είναι αντιδραστικοί και όσοι βρίσκουν πως ήταν προοδευ-
τικός και φίλος του λαού είναι κουφιοκεφαλάκηδες».
9
Στο ίδιο, σ. 459.
10
Γ. Ιωάννου, ό.π., σ. 275. Το σύνθετο του προβλήματος «Καποδίστριας» είχε πρώ-
τος θέσει στην Επιθεώρηση Τέχνης, τ. Α΄, τχ. 3 (25 Μαρτίου 1955), σ. 213-217, ο
Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, «Το πρόβλημα Καποδίστριας (Απ’ αφορμή ενός βι-
βλίου)». Το βιβλίο ήταν η διδακτορική διατριβή του Αλ. Δεσποτόπουλου, Ο Κυβερ-
νήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα 1954.
11
Βλ. προλογικό σημείωμα στο Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (αποσπάσματα),
εκδ. «Νέα Ελλάδα», 1953.
12
Στο ίδιο.
13
Πβ. και «25 Μάρτη 1821-25 Μάρτη 1971. Μήνυμα του Γραφείου της ΚΕ του
ΚΚΕ (εσωτερικού)», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τχ. 1142 (Ιούνιος 1971), σ. 52-
53.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
92 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
14
Κ. Μοσκώφ, «Η διαμόρφωση της νεοελληνική κοινωνίας», Αντί, τχ. 127
(9.6.1979), σ. 38.
15
Κ. Τσουκαλάς, «Το πρόβλημα της πολιτικής πελατείας στην Ελλάδα του 19ου αι-
ώνα», Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης (εκδ.), Κοινωνικές και πολιτικές δυ-
νάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα 1977, σ. 81-82. Για τη ματαίωση των σχεδίων των
προκρίτων, ο Τσουκαλάς παραπέμπει στον Κ. Βεργόπουλο, Το αγροτικό ζήτημα,
στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας, Αθήνα,
Εξάντας 1975.
16
Β. Φίλιας, Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα αστικοποίηση, Αθήνα
1974, κυρίως σ. 83-87.
17
Κ. Βεργόπουλος, «Η δυναμική του 1821», Θεωρία και Κοινωνία, τχ. 2 (Σεπτ.
1990), σ. 75-99. Και ο Π. Ροδάκης (Κλέφτες και αρματολοί. Η ιστορικοκοινωνική
διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τ. Β΄, Αθήνα,
Ατέρμων 1975, σ. 365-416) επιχειρεί να δικαιολογήσει την αυταρχική πολιτική
του Καποδίστρια ως τη μόνη δυνατή για την καταπολέμηση των προκρίτων και κα-
πεταναίων.
18
J. Petropulos, Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833- 1843,
Princeton 1968· έκδοση στα ελληνικά, τ. 1-2, Αθήνα, ΜΙΕΤ 1985.
19
Βλ. πώς αντιμετωπίστηκε ο Α. Μαυροκορδάτος για να καταγγελθούν ο ρόλος της
Αγγλίας και τα «όργανα» της: Χ. Λούκος, «Οι “τύχες” του Αλέξανδρου Μαυροκορδά-
του στη νεοελληνική συνείδηση», Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (εκδ.), Η
Επανάσταση του 1821. Μελέτες στη μνήμη της Δέσποινας Θεμελή-Κατηφόρη,
Αθήνα 1994, σ. 93-106.
20
Τ. Λιγνάδης, «Η διαδρομή του Νεοελληνικού Κράτους. Κοινωνικοί και πολιτικοί
συσχετισμοί», Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής
Παιδείας, Αθήνα 1977, σ. 54-55.
21
Βιβλιοπαρουσίαση στην Ελευθεροτυπία (25.4.1990) του βιβλίου του Διον. Μαν-
τζουλίνου, Ιωάννης Καποδίστριας 1776-1831, τ. 1-2, Αθήνα, Εστία 1990. Ο Κα-
ποδίστριας για τον Σταμέλο είναι «ήρωας, μάρτυρας της εθνικής μας ζωής», «οδη-
γός ζωής, εθνικής και ατομικής». Βλ. και τις απόψεις του Αγγέλου Αγγελόπουλου
(«Απώλεια ιστορικής μνήμης», Το Βήμα, 9.10.1988): «Ο Κυβερνήτης ήταν ενάντιος
στην αποικιοποίηση της Ελλάδας από τις Ξένες Δυνάμεις» και «πέφτει χτυπημένος
από ελληνικά χέρια, που οι Γάλλοι είχαν εξαγοράσει και οπλίσει με μακροχρόνιες
περιποιήσεις (managements) και πληρωμές». Τα ίδια ισχυρίζεται, με τον τρόπο
του, και ο Ρένος Αποστολίδης, «Λόγος για τον Καποδίστρια», Τετράμηνα, τχ. 2 (Άμ-
φισσα 1974), σ. 163.
22
Βλ., για παράδειγμα, εφημ. Αυγή, 26.5.1981, άρθρο του «Παρατηρητή» [= Τ.
Βουρνά] με τίτλο «Τα 150 χρόνια από τη δολοφονία του. Ο αγγλικός Τύπος δίνει το
σύνθημα για τη φυσική εξόντωση του Καποδίστρια». Βλ. και άρθρα του στην εφημ.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 93
Τα Νέα, 1981, με τίτλο «Δολοφονία του Καποδίστρια. Το πρώτο κτύπημα της ξενο-
κρατίας».
23
Τ. Βουρνάς, Η δολοφονία του Καποδίστρια, το τίμημα της ανεξαρτησίας (στη
σειρά Τα φοβερά ντοκουμέντα [αρ. 16]), Αθήνα, Ο Τύπος ΑΕ 1976.
24
Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το
κίνημα στο Γουδί (1909), Αθήνα, Τολίδης [1974], σ. 230: «Η δολοφονία του Καπο-
δίστρια, που πραγματοποιήθηκε με το χέρι των Μαυρομιχαλαίων, ήταν αναμφι-
σβήτητα έργο οργανωμένο από τους πρεσβευτές της Αγγλίας και Γαλλίας στο Ναύ-
πλιο».
25
Για την πνευματική πορεία του Τ. Βουρνά, βλ. το αφιέρωμα στη μνήμη του της
Αυγής, 10.1.1993.
26
Βλ. ενδεικτικά, Η Αυγή, 25.3.1980.
27
Βλ. Π. Ν. Τζερμιάς, Μαρξισμός και ιστοριογραφία στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Ευ-
ρωεκδοτική, 1987, σ. 198-204.
28
O Ριζοσπάστης, 23.10.1976, «Ο “άλλος” Καποδίστριας:». Βλ. και Μ. Μ. Παπαϊ-
ωάννου, «Η γιορτή της λευτεριάς», Ριζοσπάστης, 25.3.1979, όπου ο Καποδίστριας
εμφανίζεται ως «αυταρχικός απεσταλμένος) της «Ιεράς Συμμαχίας. Βλ. επίσης
Οδηγητής, αρ. 346 (20.3.1981). Παρατίθενται αποσπάσματα του Μακρυγιάννη
κατά Καποδίστρια και σημειώνεται: «Ο Καποδίστριας-παιδί, θρέμμα της Ευρωπαϊ-
κής Απολυταρχίας, τον έφεραν οι Αγγλογάλλοι προστάτες να αναγεννήσει το Ελλη-
νικό Έθνος».
29
Δ. Λουλές, «Η δολοφονία του I. Καποδίστρια και η Ρωσία», Μνήμων, τ. 10
(1985), σ. 77-95.
30
Ο Ι. Καποδίστριας και το ελληνικό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα, 1809-1882
(στα ρωσικά), Μόσχα 1976.
31
«Ο πρώτος Κυβερνήτης», Ριζοσπάστης, 14.11.1976.
32
Γ. Αρς, «Ο ρόλος του Καποδίστρια στην Ελλάδα», Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών
(εκδ.), Η Επανάσταση του Εικοσιένα, Επιστημονικό συμπόσιο, Αθήνα, Σύγχρονη
Εποχή, 1981, σ. 280-296· βλ. κυρίως σ. 291- 292.
33
Άρθρο «Ο Ιωάννης Καποδίστριας πρωτοπόρος της ιδέας της πανευρωπαϊκής
ένωσης», περ. Ελληνο-σοβιετική Επικαιρότητα, 26.3.1989, σ. 21.
34
Βλ., ενδεικτικά, φύλλο 25.3.1980, όπου στο άρθρο «Το ξανθό γένος» ο Στ. Ζορμ-
παλάς εξαίρει υπερβολικά τη συμβολή Ρώσων εθελοντών στη διάρκεια του ’21.
Πβλ. αντίστοιχο άρθρο του Απ. Παπανδρέου στον Αυγή (25.3.1979). Βλ. και Γ. Πα-
παγεωργίου, «Η Ρωσία και το ελληνικό 1821», Η Επανάσταση του Εικοσιένα, ό.π.,
σ. 93-103.
35
Λ. Παπανικολάου, Κοινωνική ιστορία…, ό.π., σ. 222.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
94 ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
36
Βλ., για παράδειγμα, προκήρυξη (1992) του ΑΚΕΠ, όπου η φυλάκιση του Κολο-
κοτρώνη, η δολοφονία του Καποδίστρια, η μικρασιατική καταστροφή κ.ά. θεω-
ρούνται αποτελέσματα του απλοϊκού πατριωτισμού και εθνικισμού», για τα οποία
κατηγορείται η αριστερά.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ 95

You might also like