Professional Documents
Culture Documents
ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ
ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ
ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
ΑΘΗΝΑ 1993
1. ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΤΟ
Εκεί, έξω από το σπίτι, στο σκοτάδι, πέρα από τις στέγες και
τις ταράτσες των άλλων σπιτιών, πέρα από τις κοιμισμένες
συνειδήσεις, τις μικρότητες, τις μιζέριες και τις απρέπειες
των ζευγαριών που βιώνουνε την καθημερινότητα με
πιτσιλιές αποστροφής, πέρα απ' αυτό το τείχος της σιωπής,
υπάρχει μια αόρατη πόλη και κάποιοι άνθρωποι της νύχτας
και γι' αυτούς θα σου μιλήσω απόψε μέχρι να νυστάξεις και
ν' αποκοιμηθείς ...
Σ' αυτόν λοιπόν τον αόρατο τόπο υπάρχουν λόφοι ψηλοί που
πάνω και γύρω τους έχει χτιστεί η πόλη. Στην πάνω πόλη,
παλιά, χτίζανε τα σπίτια τους οι ταπεινοί και οι μικροί
δρόμοι φαντάζουνε γραφικοί καθώς καταλήγουνε στα
αμέτρητα σκαλοπάτια που κατεβαίνουνε για την κάτω πόλη.
Στη μεγάλη πλατεία έχει δέντρα, νεραντζιές, που κάθε
άνοιξη ευωδιάζουνε και το καλοκαίρι σκορπάνε τα ώριμα
φρούτα τους που κατρακυλάνε στις κατηφοριές και
καταλήγουνε σκαλί σκαλί στην κάτω πόλη, την ώρα που η
Εύα κατεβαίνει για να συναντήσει την παρέα της και τον
έρωτα στα τρυφερά μάτια του Πέτρου.
Εικόνα του Πέτρου στο παλιό φρούριο του Ρίου, μαζί με το
παιδί, που τώρα σφίγγεται στην παγωμένη αγκαλιά και
βγάζει μικρούς στεναγμούς στον ανήσυχο ύπνο του.
Λαχανιασμένοι από τα σκαλιά, πάνω στο πέτρινο πλάτωμα
του ενετικού φυλάκιου, τα γελάκια στα μούτρα του παιδιού,
το δάχτυλο του Πέτρου, συνωμοτικά, μπροστά στο στόμα, οι
φωνές και τα βογκητά που ανεβαίνουνε από κάτω, από τις
πλάκες της ταράτσας, στη μεγάλη αίθουσα, τη χτισμένη με
τεράστιους πωρόλιθους φερμένους από τη Ζήρια, που
στέλνει μια παγωμένη εικόνα καθώς τα σύννεφα μπλέκονται
στο τελευταίο χιόνι. Ο ήλιος πυρακτώνει πέρα το Ιόνιο, τα
μάτια του παιδιού ανοίγουνε από τις ιστορίες που ακούει, ο
Πατραϊκός στραφταλίζει και λογχίζει τα μάτια, το σούρσιμο
της θάλασσας στα χαλίκια επαναλαμβάνει τις φωνές και τα
βογκητά ανθρώπων που βασανίζονται στη μεγάλη θολωτή
αίθουσα, η Εύα κατεβαίνει σαν φτερό, αργά, λικνιστά τα
σκαλοπάτια από την πάνω πόλη, στη γωνία βγαίνει η
γνώριμη φιγούρα του ψηλού και κάνει νόημα, τη νύχτα στην
κουζίνα ο Πέτρος βράζει τη σύριγγα, ακούει στο μέσα
δωμάτιο τα τζάμια που σπάνε, ο μικρός ρωτάει, τη βρίσκει
πεσμένη στο πάτωμα μέσα στα γυαλιά, ο μικρός θέλει να
μάθει, εκείνος κόβει τη φλέβα της και την παίρνει στα χέρια,
τα αίματα στάζουνε, το παιδί ρωτάει, το τρέξιμο στις
σκάλες.
Το μικρό δωμάτιο με τα πρόχειρα ριγμένα εδώ κι εκεί
πράγματα, δίπλα στην κουζίνα ο μονότονος ήχος της
σταγόνας που στάζει από την κακοσφιγμένη βρύση, η
μισοτραβηγμένη κουρτίνα, τα βρώμικα τζάμια, οι αόριστοι
και υπόκωφοι θόρυβοι που βγαίνουν και ζωντανεύουνε πάνω
στα ντουβάρια από τα διπλανά διαμερίσματα, μυρωδιά
κλεισούρας ανακατεμένη με ξινισμένα υπόλοιπα αφάγωτης
πίτσας, στο πάτωμα τα τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα
καπνισμένα μέχρι το φίλτρο. Το στρώμα στη γωνιά του
δωματίου χωρίς σεντόνια, πάνω του μαζεμένο σε εμβρυακή
στάση το κορμί του Πέτρου, στο αριστερό χέρι με το
μαζεμένο μανίκι απλωμένο ανάστροφα αποκαλύπτονται
ουλές, φουσκωμένες και μελανιασμένες φλέβες, τα
πρησμένα δάχτυλα σφίγγουνε το αγόρι. Το αξύριστο
πρόσωπο, ξεραμένα σάλια και υγρά στο μισάνοιχτο μπλάβο
στόμα, στα ακίνητα πεθαμένα μάτια καθρεφτίζονται
ανάκατα εικόνες περασμένες.
Τη μέρα που βγήκε από τη φυλακή ο αίλουρος περπάτησε
χωρίς σκοπό μέσα στην πόλη εδώ και κει μέχρι που ένιωσε
στα χείλη του τη γνώριμη πικρόστυφη γεύση, ανακάτεμα
από τσιγάρα, αλκοόλ, μοναξιά και ντάγκλα πάνω στο κορμί
του, μέσα στο μυαλό του γυροφέρνανε κι αναρρριχόντουσαν
σαν κισσοί, το αδιέξοδο, ο θάνατός της και η απελπισία.
Τέλος, βάδισε προς την πλατεία για να ξαναδεί τα πρόσωπα
και να ξανακούσει τις φωνές.
Οι φωνές και τα πρόσωπα. Στο σύθαμπο της πλατείας, την
ώρα του λυκόφωτος, όταν οι όγκοι παραλλάζουνε κι οι σκιές
γεννάνε πρόσωπα κι οι αναμνήσεις φωνές με κουβέντες
παθιασμένες και ενορατικές, την ώρα που τα νέον φώτα
πρωτανάβουνε και σβήνουνε σε πράσινο και κίτρινο χρώμα
πάνω στην πόρτα του γωνιακού μπαρ απ' όπου ακούγεται το
Υou don't know how του Μπομπ Άντυ. Ο Αρίστος είναι ο
πρώτος που ρωτάει τον Πέτρο για τη φυλακή και πώς την
έβγαλε. Το χέρι της Κατερίνας πάνω στον ώμο του τον
σφίγγει, τα αστεράκια που έχουν σχεδιαστεί στην άκρη της
εφημερίδας και κάποιο συγκεχυμένο άνθος λωτού, το
σφίξιμο στο στομάχι, οι πόνοι που αρχίζουνε στα κόκαλα, τα
πόδια του που τα νιώθει να παγώνουνε το Slaving so hard
του Λόυντ Παρκς, ο Αντρέας θέλει να μάθει πώς ήταν η ζωή
μέσα, ο Αρίστος αναρωτιέται πόση δύναμη χρειάζεται για να
κάνεις οχτάρια στο κλουβί, ο Ψηλός εμφανίζεται μακριά στη
γωνία, σκιά σε άλλες σκιές και του γνέφει να πάει ...
Που λες λοιπόν, στην αόρατη πόλη οι μέρες ακολουθούνε τις
νύχτες και οι νύχτες απαράλλαχτα όμοιες εξαϋλώνουν τις
επιθυμίες όλων μας και τ' αναφιλητά που γίνονται κλάμα και
το ουρλιαχτό της Εύας ξυπνάει τους γείτονες που άκουγαν
μέσα απ' τους τοίχους τον πόνο της. Το αγόρι κοιμάται πάνω
στο γυμνό στρώμα. Η Εύα έβγαινε κάθε βράδυ έξω για να
φέρει λεφτά κι απόψε ο Πέτρος ζέστανε το κουτάλι μόνο γι'
αυτόν.
9. ΟΙ ΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τις νύχτες, στις μεγάλες πόλεις του Νότου και του Βορρά,
μέσα στις ζώνες των φθοριούχων φώτων, στις λουρίδες των
σκοταδιών και στο ενδιάμεσο ημίφως, κυκλοφορούνε
κάποιες άηχες πλασματικές μορφές που μοιάζουνε άνθρωποι
αλλά δεν είναι. Εφήμερα πλάσματα, γεννήματα του ύπνου,
είναι οι επιθυμίες της νύχτας, οι απόκρυφες σκέψεις των
κοιμισμένων, είναι οι άλλες στιγμές μιας ζωής που
εξιστορείται με τη δική της σειρά.
Μέσα στην κλειδαρότρυπα γλιστράει μια πνοή του αέρα,
μαζί τρυπώνει και μπαίνει ο Όνειρος, η ονειρική μορφή που
σκύβει πάνω απ' τον κοιμισμένο και του ψιθυρίζει:
«Είσαι ο Μαρσύας κι όλο το κορμί σου ξεπετσιασμένο και
γδαρμένο στάζει το αίμα σου. Ήσουν ο Πάλλαντας κι η
Αθηνά σε σκότωσε και φόρεσε το δέρμα σου για ρούχο.
Ήσουν ο Προμηθέας κι αγνόησες τους Ολύμπιους γι' αυτό
και το Κράτος κι η Βία σε αλυσόδεσαν σ' εκείνο το βράχο
του Καυκάσου. Ήσουν γιος μάγισσας που την κάψανε το
μεσαίωνα στην Κρήτη μετά από βασανιστήρια, ήσουν ο
αντάρτης του ΕΛΑΝ που έδρασε την κατοχή στην Αργολίδα
και πέρασες την υπόλοιπη ζωή σου σ' εξορίες και φυλακές.
Είσαι η διαχρονική οδύνη όλων αυτών που εξεγερθήκανε με
τη μόνιμη γεύση της πίκρας στα χείλη τους. Γεννήθηκες
πολλές φορές και κάθε φορά ξεψυχούσες μέσα σε τρομερούς
πόνους, στη φρίκη των βασανιστηρίων, στον παροξυσμό της
λυτρωτικής τρέλας, σε παρακρούσεις που σου ματώναν το
μυαλό και σε σπασμούς που κουρελιάζαν το κορμί σου.
Είσαι το ένστικτο ζωής κι είσαι το πάθος, είσαι η ταύτιση κι
η συγκίνηση, είσαι ο νεκρός και το ξόδι του, είσαι οι
θάλασσες κι ο ουρανός, είσαι οι στεριές, τα βουνά, η φύση,
είσαι οι αισθήσεις όλες ...
Ήσουν το πεθαμένο κουφάρι του Ρήγα που αντίκρισαν οι
διαβάτες εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό να επιπλέει στο
Δούναβη κι ήσουν οι πιτσιλιές από το αίμα του γιατρού
Τσιρώνη στους τοίχους του σπιτιού του, τη στιγμή της
εκτέλεσής του, ήσουν Αρματολός και Κλέφτης,
υπερασπιστής των Θερμοπυλών, Μαραθωνομάχος και
Αλβανομάχος ... Ήσουν ο Χαϊδούκος που εκδικιόταν για
τους καταπιεσμένους κι είσαι μια βόμβα προγραμματισμένη
να σκάσει όταν η αντοχή εξαντλείται, είσαι το ξεχείλισμα
και το απαύδισμα, είσαι η οργή και η τυφλή λύσσα, είσαι το
διττό πρόσωπο της ομορφιάς και της ασχήμιας, είσαι η
σκοτεινή κάννη του περιστρόφου που αντικρίζει αυτός που
πρόκειται να πυροβοληθεί λίγες στιγμές πριν το θάνατό του,
είσαι οι κομπιαστές λέξεις αγανάκτησης που ξεστομίζει ο
αδικημένος, είσαι ένας άνθρωπος που θέλει να ζήσει
ελεύθερος κι είσαι γι' αυτό έτοιμος να πεθάνεις ...
Ήσουν μ' αυτούς που είπαν ΟΧΙ στις γενοκτονίες, ΟΧΙ στα
πειράματα με τους ανθρώπους, ΟΧΙ στον εγκλεισμό στις
φυλακές και τα ψυχιατρεία, ΟΧΙ στα βασανιστήρια, ΟΧΙ
στα πειράματα με τα ζώα. Βρέθηκες ανάμεσα στους
αντάρτες των πόλεων και στους επαναστάτες που
ουρλιάξανε το ΟΧΙ.
Είσαι όλος σε φοβερή ένταση, στις αρτηρίες σου τινάζεται
το αίμα, τα σφαλισμένα μάτια σου ενορατικά, στο μυαλό
σου, στην πυρετική έδρα του λόγου μικροεκρήξεις, τα
κόκαλά σου τρίζουνε, πονάνε οι κλειδώσεις, αργός ο χρόνος,
πλαδαρός, οι στιγμές μεγάλες, η ανάσα σου βαριά, νιώθεις
ένα φοβερό σφίξιμο στα σπλάχνα, χιλιάδες βελονίτσες σε
τρυπάνε σ' όλο σου το σώμα, ψίθυροι από κάποιους που
μιλάνε χαμηλόφωνα, τους ακούς; Έξω απ' την κλειστή
πόρτα, στο διάδρομο, άκου ...