You are on page 1of 78

Ευρυδίκη Αμανατίδου

Πόσο παλιό
είναι το χθες
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Πόσο παλιό είναι το χθες


// ΢υλλογή διηγημάτων
Ευρυδίκη Αμανατίδου

2021

www.openbook.gr

Επιμέλεια έκδοσης: Γιάννης Υαρσάρης

ISBN 978-618-5444-15-0

Εικόνα εξωφύλλου: Mysticsartdesign

[Ελεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων]


Πηγή: https://pixabay.com/el/users/mysticsartdesign-322497/

Η συλλογή διηγημάτων Πόσο παλιό είναι το χθες

διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου

υπό άδεια Creative Commons BY-NC-ND

[ Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση – Όχι παράγωγα έργα ]

_3
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

_4
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η Ευρυδίκη Αμανατίδου σπούδασε Νομικά και ζει στην Αθήνα. ΢τις


εκδόσεις ΢αΐτα θα βρείτε τα έργα της: «Η Πολιτεία που δεν είχε Φριστούγεννα»,
«Ένα καπέλο για τον καθηγητή», «Οι νότες που ξέφευγαν», «Ο ήλιος που έχασε
τον δρόμο του», «Σο συναχωμένο ηφαίστειο», «Σο αεράκι και η καμινάδα», «Ο
Δράκος και οι ΢κορδοφάγοι Ιππότες (τα τέσσερα τελευταία και στα αγγλικά), τα
μυθιστορήματα «Η ακριβή ανάσα του νερού», «Ο φύλακας στον φάρο»,
«΢ιωπηλή πέτρα» και «Αραμπέλα/τα όρια της πίστης», τη νουβέλα «Ημίφως»,
όπως και τη συλλογή διηγημάτων «Μαζί» που έγραψε με τον Γιάννη Λαμπράκη.
Έχει μεταφράσει το μυθιστόρημα της Γκράτσια Ντελέντα «Μετά το διαζύγιο», τη
νουβέλα του Ίζραελ Ζάνγκουιλ «Σο μεγάλο μυστήριο του Μπόου» και το παιδικό
μυθιστόρημα του Κάρλο Κολλόντι «Οι περιπέτειες του Πινόκιο -η ιστορία μιας
μαριονέτας» που κυκλοφορούν επίσης σε ελεύθερη ψηφιακή μορφή από τις
εκδόσεις ΢αΐτα. Σο έργο της «Ένα καπέλο για τον καθηγητή» βραβεύτηκε από το
Τπουργείο Πολιτισμού το 1991 στην κατηγορία του παιδικού θεατρικού έργου.
Από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη κυκλοφορούν σε ελεύθερη ψηφιακή μορφή: η
νουβέλα «΢ώματα» και επίσης σε δική της μετάφραση και θεατρική διασκευή ο
«Πινόκιο» και σε δική της μετάφραση «Ο μυστικός κήπος» της Υράνσις Φότζον
Μπαρνέτ και «Ο ΢καραβαίος» του Ρίτσαρντ Μαρς.

Σο προσωπικό της ιστολόγιο είναι το http://evriam.blogspot.gr

_5
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

_6
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Ευρυδίκη Αμανατίδου

΢υλλογή διηγημάτων

___________________________________________________________________________

_7
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢


ΕΚΕΙΝΟ ΣΟ ΔΑΦΣΤΛΙΔΙ
ΣΟ ΣΡΙΚΤΚΛΟ
ΣΑΞΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ
Η ΠΙΟ ΢ΠΑΝΙΑ ΢ΤΛΛΟΓΗ
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΤΘΙ ΓΙΑ ΣΙ΢ ΛΕΞΕΙ΢
Η ΢ΣΑΣΙ΢ΣΙΚΗ ΣΟΤ ΕΡΨΣΑ
Η ΕΠΙΥΟΙΣΗ΢Η
ΣΟ ΠΑΛΣΟ
ΠΟΤ ΒΡΙ΢ΚΕΣΑΙ ΕΠΙΣΕΛΟΤ΢ ΑΤΣΟ΢ Ο ΣΕΛΕΙΟ΢ ΢ΤΝΣΡΟΥΟ΢;
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑ΢ ΚΑΙ ΣΟ ΥΕΓΓΑΡΙ
΢ΣΟ ΔΡΟΜΟ
ΞΤΛΟ ΜΑΡΣΤΡΙΟΤ
ΑΝΕΤ ΢ΗΜΑ΢ΙΑ΢ ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΟ

_8
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Σις λέξεις τις κόβουμε και τις ράβουμε ανάλογα με το ρούχο που θέλουμε να
φτιάξουμε κάθε φορά. Σις αγαπάω τις λέξεις, θέλω να πιστεύω πως με
αγαπάνε κι αυτές, γι’ αυτό και με συντροφεύουν χρόνια στα ταξίδια μου. Αυτή
η συλλογή είναι ένα συμπύκνωμα όλων των διαδρομών μου που άλλες με
οδήγησαν από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα του πεζού λόγου και άλλες
άφησαν το στίγμα τους σηματοδοτώντας μια αλλαγή πορείας καθώς γύρευα
κι εγώ μιαν απάντηση για το πόσο παλιό είναι το χθες.

Ευρυδίκη Αμανατίδου

_9
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Ο
Ι ΢ΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΕ΢ ΓΡΑΜΜΕ΢ ΠΕΡΝΟΤ΢ΑΝ ΛΙΓΑ ΜΕΣΡΑ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΣΟ

παλιό τους σπίτι. Παιδί ακόμη, η Μυρτώ έβλεπε τα τρένα κι


έπλαθε όνειρα μαζί με τα τακτικά δρομολόγια. ΋σο όμως
περνούσαν τα χρόνια, το σπίτι, που άλλοτε της φάνταζε πελώριο,
έπαιρνε πλέον κλειστοφοβικές διαστάσεις. Η γειτονιά άλλαζε κι αυτή. ΋λα
γύρω δίνονταν αντιπαροχή, να φύγουν τα ισόγεια, οι δυο και τρείς
όροφοι, να γίνουν μικροί ουρανοξύστες. Κι εκείνη διάβαζε για τις
εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο.

Σελευταία πήρε το δρόμο της αντιπαροχής η αλάνα των παιδικών


της παιχνιδιών. ΋σα δεν συμφώνησαν οι αρχικοί ιδιοκτήτες, τα βρήκαν
φαίνεται οι κληρονόμοι, αποφασίζοντας να αξιοποιήσουν το οικόπεδο.
Άρχισε το σκάψιμο, κι όλη μέρα το μόνο που άκουγε η Μυρτώ ήταν το
βουητό των μηχανημάτων που κάλυπτε ακόμη και το θόρυβο των
τακτικών συρμών. Έδινε εξετάσεις για το πτυχίο τότε, κι ο θόρυβος ήταν
σαν να σκόρπιζε τις λέξεις που προσπαθούσε να αφομοιώσει.

Να έφευγε, να έφευγε επιτέλους! Πνιγόταν κι είχε βαρεθεί τις


νουθεσίες των γονιών της…

Έφυγε για μεταπτυχιακά κι έμεινε έξω. Πήρε θέση υφηγήτριας στο


Πανεπιστήμιο. Οι γονείς της το είχαν παράπονο που την κράτησε ο

_10
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

ξένος τόπος. Εκείνη γύρισε πίσω μόνο για την κηδεία του πατέρα της. Η
μητέρα της δε μπόρεσε να την μεταπείσει.

Προτού φύγει ξανά, το μόνο που πρόσεξε ήταν ότι η διπλανή αλάνα
είχε μείνει στο σκάψιμο. Λίγο πριν μπουν στη γη τα πέδιλα της νέας
οικοδομής, είχαν βγει στο φως τα αρχαία.

Κι άλλα χρόνια γκρίζου ουρανού, τεχνητού φωτός, κιτρινισμένων


συγγραμμάτων. Ση μέρα που η Μυρτώ έκλεινε τα τριάντα οκτώ, την
ειδοποίησαν ότι η μητέρα της είχε πεθάνει. Έτσι ξαφνικά, στον ύπνο της.

Ζήτησε άδεια κι έφυγε. ΢αστισμένη. Μετρώντας το χρόνο. Μετρώντας


τη μνήμη.

Πίσω στον τόπο της. Από το στενό μπαλκόνι του παλιού σπιτιού,
κοιτούσε τα τρένα που ακόμη περνούσαν. Καθώς σκούπιζε τα δάκρυα
της απώλειας, το βλέμμα της στράφηκε στο διπλανό οικόπεδο. Είχαν
περιφράξει τα αρχαία, σαν να υπήρχε φόβος να πετάξουν και να
χαθούν.

΢κέφτηκε την καθημερινότητά της που είχε γίνει βαθύ πηγάδι. Σο


κίτρινο και το γκρίζο, μια χοάνη που την τραβούσε μέσα της.

Κατέβηκε στην παλιά αλάνα. Κοίταξε στοχαστικά πίσω από το


συρματόπλεγμα. ΢ημάδια άνοιξης. Φορτάρι πρόβαλε ανάμεσα στα
αρχαϊκά ερείπια.

Έστρεψε τα μάτια προς τα πάνω, στο σπίτι, το σπίτι της. Κι έγινε ξανά
μικρή. Φάθηκε στις αναμνήσεις.

«Do you like Greece?» η φωνή την απέσπασε.

Σα μάτια της άφησαν τις αρχαίες πέτρες εστιάζοντας στον άνδρα,


μια σύγχρονη εκδοχή του Κούρου.

_11
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

«Πόσο παλιό είναι το χθες;» αναρωτήθηκε και για πρώτη φορά μετά
από χρόνια, ένα αβίαστο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.

Δημοσιεύτηκε στο 33ο τεύχος του περιοδικού Fresh magazine.

_12
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

ΕΚΕΙΝΟ ΣΟ ΔΑΦΣΤΛΙΔΙ

Β
ΑΡΙΑ ΣΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΤ ΛΟΤΚΑ, ΕΙΦΑΝ ΑΠΟΚΣΗ΢ΕΙ ΔΙΚΗ ΣΟΤ΢ ΒΟΤΛΗ΢Η. ΋σο τα
ζόριζε να περπατήσουν τα τελευταία μέτρα του δρόμου, τόσο
εκείνα σαν δύστροπα μουλάρια έκαναν πίσω.

Λες και τα κάτω άκρα του ήθελαν έτσι να διαφωνήσουν με την


απόφαση που είχε πάρει. Σο χέρι του ψαχούλεψε την αριστερή τσέπη του
σακακιού του. Σο δαχτυλίδι ήταν εκεί. Εκεί που το είχε από το πρωί, όταν
το έβγαλε από το κουτί όπου είχε απομείνει εδώ και καιρό μοναχό του. Σο
χάιδεψε σαν να μπορούσε έτσι να γλυκάνει τον πόνο. Μετά από
σαράντα χρόνια, ήταν αναγκασμένος να το αποχωριστεί.

Η Ελπίδα του δεν υπήρχε. Έφυγε και πήρε μαζί της όλες του τις
ελπίδες. Ποιο το όφελος να παρατείνει και τη δική του ζωή; Ακόμη κι αν
πουλούσε το πολύτιμο για αυτόν δαχτυλίδι, πόση αξία θα είχε για τον
σαράφη;

Σο ήξερε πως δε θα έπιανε πολλά. Σι άλλο όμως μπορούσε να κάνει;


Έπρεπε να επιβιώσει μέσα στη μεγάλη οικονομική κρίση. Να ζήσει μια
μέρα παραπάνω για να φροντίζει τον τάφο της Ελπίδας του, να κάθεται
στο κρύο μάρμαρο και να μιλάει στη φωτογραφία της.

_13
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Κοίταξε γύρω του. Κατήφεια, κι ας ήταν οι δρόμοι στολισμένοι.


Πλησίαζαν Φριστούγεννα. Για ποιους αλήθεια;

«Αγορά χρυσού. Δάνεια, ενέχυρα, διευκολύνσεις, εχεμύθεια» διάβασε


τα μεγάλα γράμματα στη βιτρίνα.

Η καρδιά του Λουκά βούλιαξε πιο βαθιά στην κόχη της, τα πόδια του
πέρασαν το κατώφλι τρέμοντας.

Η κοπέλα κοίταξε το δαχτυλίδι αδιάφορα και του είπε ένα ποσό. Πού
να ξέρει αυτή από ανθρώπινο πόνο;

«Δεν μπορείτε να δώσετε κάτι παραπάνω;» τη ρώτησε


ντροπιασμένος για την κατάντια του.

Εκείνη δίστασε, κοίταξε το δαχτυλίδι ξανά και με μισή φωνή είπε ένα
«να ρωτήσω» αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.

΢το βάθος άνοιξε μια πόρτα, σίγουρα το γραφείο του αφεντικού. Ο


Λουκάς είδε φευγαλέα την αντρική φιγούρα. Κάτι πήγε να πει, αλλά
κρατήθηκε. Είχαν να μιλήσουν σαράντα χρόνια, οι δρόμοι τους χώρισαν
όταν η Ελπίδα διάλεξε τον έναν από τους δυο τους. Ο Ανέστης! Θα τον
αναγνώριζε όπου κι αν τον έβλεπε.

Απέστρεψε αμήχανος το βλέμμα. Να άνοιγε η γη να τον καταπιεί! ΢ε


ποιανού την πόρτα τον είχε οδηγήσει η μοχθηρή μοίρα;

΋χι. Θα έπαιρνε πίσω το δαχτυλίδι και θα έφευγε. ΢αν να μην είχαν


γίνει ποτέ όλα αυτά. Η απόφαση τον δυνάμωσε, πέντε βήματα έκανε και
βρέθηκε να κοιτάζει σταθερά στα μάτια τον αντίζηλό του. Μια ακόμη
αναμέτρηση. Για την ίδια γυναίκα ξανά.

Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο άλλος έβγαλε το πορτοφόλι, μέτρησε


αρκετά χαρτονομίσματα και του τα έτεινε.

«Δεν το πουλάω Ανέστη! Άλλαξα γνώμη. Με συγχωρείς!»

Ο Ανέστης τού κράτησε το χέρι.

_14
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

«Αψύς όπως πάντα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σου βρήκε εκείνη.
Κράτα το δαχτυλίδι. Και τα χρήματα. Για τη μνήμη της! Καλά
Φριστούγεννα, Λουκά!»

Ο Λουκάς ψέλλισε ένα αμήχανο ευχαριστώ κι άνοιξε την πόρτα στο


χειμωνιάτικο κρύο.

Έξω έπιασε να χιονίζει.

«Καλά Φριστούγεννα και σε εσένα, Ανέστη!» ψιθύρισε καθώς οι


νιφάδες του χιονιού νότιζαν τα φθαρμένα πέτα του σακακιού του. «Καλά
Φριστούγεννα» επανέλαβε, ασφαλής που εκεί, στη μέση του πολύβουου
δρόμου, δεν τον άκουγε κανείς. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως και οι
σαράφηδες είχαν καρδιά.

Δημοσιεύτηκε στο 34ο τεύχος του περιοδικού Fresh magazine.

_15
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΣΟ ΣΡΙΚΤΚΛΟ

Ο
ΠΑΠΑ΢ ΣΗ ΒΑΥΣΙ΢Ε ΕΤΣΤΦΙΑ. Αν τη ρωτούσες μερικές δεκαετίες
αργότερα, το όνομά της δυστυχώς το μόνο που της έφερνε
στο νου ήταν εκείνο το τραγούδι που έλεγε «και που λες
Ευτυχία, ευτυχία δε βρήκαμε!»

Η Ευτυχία είχε κάποτε τον Ευτύχιό της. Από σύμπτωση έτσι έλεγαν τον
άνδρα της. Μεταφορές με τρίκυκλο έκανε ο δόλιος και στέγασαν τη δική
τους ευτυχία σε ένα χαμόσπιτο στη Δραπετσώνα μοχθώντας
καθημερινά όχι μόνο για τον επιούσιο αλλά και για να μη λείψει τίποτα
της Καλλιόπης.

Η Καλλιόπη δεν ήταν η μούσα της αρχαιότητας αλλά ένα


τρισχαριτωμένο κοριτσάκι. Σο μοναδικό παιδί που απόκτησε το ζευγάρι,
αφού ο Ευτύχιος μετανάστευσε κοντά στο Δημιουργό του πολύ
γρήγορα αφήνοντας στη γυναίκα του μοναδική της περιουσία το
τρίκυκλο.

Μόνο η Ευτυχία ξέρει τι δεινά τράβηξε για να μεγαλώσει την Καλλιόπη


της. Μέχρι το κορίτσι να βγάλει το δημοτικό, το τρίκυκλο, εκτός από
εργαλείο δουλειάς, αποτελούσε και τη μοναδική διασκέδαση. Η
πολυμήχανη μάνα σκαρφιζόταν τα πιο παράξενα παιχνίδια για να
ξεγελάει το κοριτσάκι της. Πώς να ξεχάσει εκείνη την Καθαρή Δευτέρα

_16
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

που πέταξαν αετό ενώ το τρίκυκλο έτρεχε σαν τρελό στα προάστια της
Αθήνας;

Προφανώς δεν το ξέχασε ούτε η Καλλιόπη για τους δικούς της


λόγους όμως. Αν τη ρωτούσες, δε τη θυμόταν ακριβώς έτσι εκείνη την
Καθαρή Δευτέρα. ΢τη δική της μνήμη είχαν αποτυπωθεί με την
παραμικρή λεπτομέρεια τα κομψά και ακριβά σπίτια των βορείων
προαστίων σηματοδοτώντας το πέρασμα του κοριτσιού στην εφηβεία.

Η Ευτυχία έχοντας χίλια μύρια στο κεφάλι της αρχικά δεν έδωσε την
πρέπουσα σημασία στις επίμονες αρνήσεις της έφηβης Καλλιόπης να
κυκλοφορεί με το τρίκυκλο. Ο πρώτος καυγάς μεταξύ μάνας και κόρης
ξέσπασε, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, για ασήμαντη
αφορμή. Μια συμμαθήτρια έκανε πάρτι. Πώς θα πήγαινε και πώς θα
γύριζε η Καλλιόπη;

«Δεν είσαι στα καλά σου που θα ανέβω στο τρίκυκλο!» έβαλε τις
φωνές η δεκαπεντάχρονη Καλλιόπη. «Ρεζίλι θα γίνω!»

«Σι λες, παιδάκι μου;» απόρησε η μάνα. «Αυτό το τρίκυκλο βάζει το


φαγητό στο τραπέζι μας, αγοράζει τα ρούχα σου, πληρώνει τα
φροντιστήριά σου!»

«Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά μέσα σε αυτόν τον καρνάβαλο!» τσίριξε
στα πρόθυρα υστερίας η κόρη.

Η Ευτυχία προσπάθησε να την πάρει με το καλό. Λεφτά για ταξί δεν


περίσσευαν, θα έπρεπε να κόψουν από κάτι άλλο. Η κόρη όμως
αμετάπειστη. Σότε η μάνα έκανε την πρώτη υποχώρηση.

«Άντε, βρε κοριτσάκι μου! Δε γίνεται να συμβιβαστούμε λίγο; Αν μου


υποσχεθείς να ανέβεις στο τρίκυκλο, εγώ θα σε αφήσω λίγο παρακάτω
να μη σε δουν, κι από εκεί θα σε πάρω. Κάνε μου τη χάρη κοπέλα μου, κι
εγώ, μόλις περάσεις στο Πανεπιστήμιο, το πρώτο που θα σου
αγοράσω θα είναι ένα δικό σου αυτοκίνητο».

_17
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Η Καλλιόπη έκανε τους υπολογισμούς της και δέχτηκε την πρόταση


της μάνας της με μια κίνηση του χεριού αντάξια αυτοκράτειρας που
ακροαζόταν τον ταπεινό λαό της.

Από εκεί ξεκίνησε ο Γολγοθάς της Ευτυχίας. Γιατί η Καλλιόπη μπήκε


από τις πρώτες στη Νομική και βέβαια απόκτησε το αυτοκίνητο, όμως οι
απαιτήσεις της δεν έγιναν μόνο μεγαλύτερες αλλά και αυτονόητες. Δεν
μπορούσε πλέον να ζει στη Δραπετσώνα, όλες της οι συμφοιτήτριες
είχαν σπίτι στα βόρεια προάστια. ΢πίτι με πισίνα και τεράστιο κήπο, με
κηπουρούς, σοφέρ και υπηρέτριες.

Η Ευτυχία έκανε την καρδιά της πέτρα, τι στο καλό, μια μοναχοκόρη
είχε! Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, σακατεύοντας τη μέση της
και γεμίζοντας φλεβίτιδα τα πόδια της. ΢αν αντίτιμο, εξασφάλισε το
ενοίκιο ενός δυαριού κάπου στο Φαλάνδρι, μέχρι εκεί μπόρεσε να
συμβιβαστεί η κόρη της.

Πέντε χρόνια μετά, όταν η Καλλιόπη γινόταν συνεργάτης σε ένα


μεγάλο δικηγορικό γραφείο, η κυρία Ευτυχία είχε κατορθώσει να
αγοράσει το δυάρι για να έχει το παιδί της μία στέγη πάνω από το κεφάλι
του, να μην το φάει το ενοίκιο. Προτιμούσε αυτόν τον νταλκά να τον
σέρνει η ίδια, καθώς το χαμόσπιτο στη Δραπετσώνα εξακολουθούσε να
το πληρώνει κάθε μήνα. Πού λεφτά για να αγοράσει έστω και αυτό το
λίγο για τον εαυτό της;

΢τα επόμενα χρόνια, η Καλλιόπη γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Η


κυρά Ευτυχία κατανοούσε ότι το παιδί της δούλευε πολλές ώρες, όμως
κατά βάθος γνώριζε πως η κόρη της ντρεπόταν όχι πια για το τρίκυκλο
αλλά για την ίδια της τη μάνα. Αν τη ρωτούσε κανείς για τη
Δραπετσώνα, δήλωνε ότι αγνοούσε ακόμη και πού βρισκόταν πάνω
στο χάρτη της Αττικής.

Και ήρθε ο καιρός που περιμένει η κάθε γυναίκα, έστω και ενδόμυχα,
περισσότερο όμως η κάθε μάνα. Γιατί κάθε μάνα θέλει να δει το παιδί της

_18
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

με ένα σύντροφο πλάι του. Ο άνδρας που διάλεξε η κόρη της ήταν
φυσικά άνθρωπος των κύκλων που πάντα αναζητούσε. Πολύ πλούσιος
και από τζάκι. Σην Ευτυχία την ενδιέφερε να είναι καλό παιδί και να
αγαπάει την κόρη της. Ση μία και μοναδική φορά που τον είδε, η καρδιά
της πήγε στη θέση της. Αυτή που ήταν άνθρωπος της πιάτσας, τα
καταλάβαινε κάτι τέτοια. Ο Δημήτρης ήταν καλός, ευγενικός και είχε τις
αντοχές που χρειαζόταν για να αγνοεί τις ιδιοτροπίες της Καλλιόπης.

Λίγους μήνες αργότερα, με την ευκαιρία του γάμου, η Ευτυχία


γνώρισε το σόι του γαμπρού και κατανόησε δύο πράγματα: ότι τα
πεθερικά είχαν μία μύτη μέχρι το ταβάνι και ότι η ίδια δεν είχε καμία θέση
ανάμεσά τους. Αυτό το τελευταίο το επιβεβαίωσαν και τα λόγια της
κόρης της που σαν τελεσίγραφο πληροφόρησαν την Ευτυχία ότι αν δεν
άλλαζε γούστα, τρόπο ομιλίας, περιοχή διαμονής και αν, κυρίως αν, δεν
απαλλασσόταν από το εξωφρενικό τρίκυκλο, καλύτερα να είχαν μόνο
τηλεφωνικές επαφές.

Σο λούστρο ήταν υλικό για ταλαιπωρημένα έπιπλα, όχι για


ανθρώπους. Αυτό τουλάχιστον ήξερε η Ευτυχία. Σο κοινωνικό
σοβάτισμα που απαιτούσε η κόρη της, όσο κι αν το έκανε, θα ήταν
μόνο επιφανειακό και η Καλλιόπη πάντα θα ζητούσε κάτι ακόμη από τη
μητέρα της.

«Καλύτερα μακριά κι αγαπημένες!» είπε στον εαυτό της και τραβούσε


το δρόμο της με το τρίκυκλο, που τουλάχιστον της θύμιζε τον άνδρα της,
άνθρωπο απλό και ντόμπρο.

Από το τηλέφωνο έμαθε τα ευχάριστα η κυρά Ευτυχία και δάκρυα


γέμισαν τα πρεσβυωπικά της μάτια. Θα γινόταν γιαγιά!

Μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, η γυναίκα κάθισε και


σκέφτηκε αν θα έβλεπε ποτέ το εγγόνι της, όμως το γεγονός απείχε έξι
μήνες τουλάχιστον, οπότε είχε καιρό. Μπορεί η μητρότητα να άλλαζε και
τα μυαλά της Καλλιόπης…

_19
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Δεν έμενε παρά ένας μήνας μέχρι η Ευτυχία να γίνει γιαγιά. ΢το
διάστημα αυτό είχε κατορθώσει να επικοινωνήσει με την κόρη της μόνο
τρεις φορές. Σο προχωρημένο της ώρας έκανε τη γυναίκα να τρομάξει
όταν χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η
Καλλιόπη.

«Μαμά!» μούγκρισε η κόρη.

Η καλή γυναίκα σταυροκοπήθηκε ενώ η ψυχή της είχε ήδη πετάξει


κατά Κούλουρη μεριά.

«Σι έγινε παιδάκι μου; Σι έχεις;» η φωνή της μάνας με το ζόρι πρόφερε
αυτές τις λίγες λέξεις.

«Γεννάω!» στρίγκλισε η Καλλιόπη.

«Μα ο γιατρός είπε ότι έχεις ακόμη ένα μήνα!» προσπάθησε να την
ηρεμήσει η μάνα της.

«Να πάει από κει που ήρθε ο γιατρός! Πονάω!»

Η Ευτυχία δεν είχε ξανακούσει την κόρη της να βρίζει.

«Ο Δημήτρης, τι λέει;» ρώτησε.

Ο Δημήτρης έλειπε στο εξωτερικό σε ένα συνέδριο. Σα ταξί είχαν


απεργία, όλη η χώρα βρισκόταν σε απεργία, και το δικό της αμάξι δεν
έπαιρνε εμπρός.

«Μην το κουνήσεις, έρχομαι!»

Για πότε η απόσταση Δραπετσώνα-Εκάλη έγινε σε τέτοιο χρόνο


ρεκόρ, η Ευτυχία δεν ήξερε να πει. Σο μόνο που θυμόταν από τη
διαδρομή δεν ήταν οι πίκρες που η Καλλιόπη της την είχε ποτίσει τόσα
χρόνια, αλλά το ότι η κόρη της πονούσε. Η παράφωνη κόρνα του
τρίκυκλου ξεσήκωσε όλη την Αθήνα και μαζί τα δεκάδες σκυλιά της
σικάτης γειτονιάς.

_20
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Η αλήθεια είναι ότι με το που αντίκρισε η Καλλιόπη το τρίκυκλο


σκέπασε τα μάτια της έτοιμη να λιποθυμήσει. Η Ευτυχία για πρώτη φορά
δεν πτοήθηκε από την αντίδρασή της παρά με γρήγορες κινήσεις τη
βόλεψε στις κουβέρτες που είχε στρώσει στην καρότσα και ξεκίνησε
πατώντας φρενιασμένα την κόρνα.

«Δεν πάει πιο γρήγορα αυτό το σαράβαλο;» ούρλιαξε μέσα στα


αυτιά της η Καλλιόπη.

Αυτά τα ουρλιαχτά η Ευτυχία τα είχε ακόμη στα αυτιά της μαζί με τα


άλλα, εκείνα της γέννας. Σο μωρό, αν και είχε δείξει ότι βιαζόταν να βγει
σε αυτό τον κόσμο, την τελευταία στιγμή φαίνεται ότι είχε αλλάξει γνώμη
και είχε αποφασίσει ότι καλά καθόταν στην κοιλιά της μητέρας του.
Βέβαια ο γυναικολόγος το εξήγησε στην κυρία Ευτυχία με πιο
επιστημονικούς όρους, αλλά εκείνη το μόνο που θυμόταν ήταν η
προσευχή που έκανε: «΢ε παρακαλώ Θεέ μου, να είναι καλά η κόρη μου
και το εγγόνι μου, κι ας μη θελήσουν να με ξαναδούν. Ούτε θα
παραπονεθώ ποτέ πια ούτε θα ζητήσω τίποτα για μένα!»

Πόσες φορές είπε από μέσα της αυτές τις λίγες προτάσεις;
Αμέτρητες!

Πόσες ώρες περίμενε και πόσες φορές ανεβοκατέβηκε με το


ασανσέρ μέχρι έξω από την αίθουσα τοκετών για να πάρει ξανά την ίδια
απάντηση;

«Κάντε υπομονή. Έχουμε ώρες ακόμη. Τπάρχουν επιπλοκές, θα τα


καταφέρει όμως».

«Θα τα καταφέρει;» αναρωτιόταν η Ευτυχία. Σο κοριτσάκι της είχε


περάσει μια ζωή στα πούπουλα.

Πάνω που έφτανε τρέχοντας ο Δημήτρης, έχοντας πάρει την πρώτη


πτήση για Αθήνα, βγήκε επιτέλους ο γυναικολόγος.

_21
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

«΢υγχαρητήρια!» είπε ο γιατρός. «Μάνα και κόρη είναι καλά» κι από


τη σαστιμάρα της η Ευτυχία άρχισε να του φιλάει και τα δύο χέρια.

Ο γιατρός την έσπρωξε ευγενικά, χαιρέτησε και χάθηκε στο βάθος


του διαδρόμου.

«Πρώτα εσύ, μητέρα!» της είπε ο Δημήτρης όταν τους επέτρεψαν να


περάσουν.

Η Ευτυχία κατακόκκινη σαν κοριτσάκι του Δημοτικού πλησίασε


διστακτικά την κόρη της. Σώρα που είχε περάσει η ταλαιπωρία της και
όλα ήταν καλά, το ήξερε, θα της έβαζε τις φωνές για το τρίκυκλο, για το
πώς την ταρακουνούσε σε όλη τη διαδρομή, πώς την είχε ντροπιάσει για
μια φορά ακόμη, πώς...

«Μαμά!» είπε αδύναμα η Καλλιόπη και άνοιξε την αγκαλιά της.

Η Ευτυχία σάστισε ακόμη περισσότερο.

«Θα με συγχωρήσεις ποτέ;» ρώτησε η κόρη της.

«΢ταμάτα να λες ανοησίες. Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω.


΋,τι και να κάνεις, είσαι πάντα η κόρη μου, όλη μου η ζωή!» απάντησε
φυσώντας τη μύτη της η Ευτυχία.

«Ξέρεις τι παρακαλούσα όλες αυτές τις ώρες; Μόνο να γεννιόταν


καλά το μωρό μου και ποτέ μα ποτέ μου ξανά δε θα κοιτάξω ψηλά!»

«Έτσι δε θα κινδυνεύεις και να σκοντάψεις!» χαζογέλασε η Ευτυχία μη


τολμώντας να αντικρύσει την κόρη της στα μάτια, μήπως και δεν είχε
καταλάβει καλά.

«Κατεργάρα! Με δουλεύεις τώρα, έτσι; Δε βαριέσαι. Είσαι το μοναδικό


πλάσμα στον κόσμο που έχει αυτό το δικαίωμα!» γέλασε η Καλλιόπη κι
έσφιξε ακόμη πιο δυνατά την Ευτυχία της.

_22
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Λίγους μήνες μετά, η Ευτυχία είχε ξεχάσει το τραγούδι που έλεγε «και
που λες Ευτυχία, ευτυχία δε βρήκαμε». Ειδικά μια μέρα σαν αυτή, στα
βαφτίσια της εγγονής της, δεν είχε κανένα λόγο να το θυμάται.

Η κόρνα του τρίκυκλου ακουγόταν μέχρι το εξωκλήσι όπου οι


καλεσμένοι περίμεναν με αδημονία την άφιξη της μικρής. Μέσα σε
φωνές, κορναρίσματα, σφυρίγματα και χειροκροτήματα, το τρίκυκλο
φάνηκε επιτέλους σαν στολισμένος κήπος, με την Καλλιόπη να κρατάει
την κόρη της και να χαιρετάει σαν τη βασίλισσα μέσα από την καρότσα.

Μια ώρα μετά η Ευτυχία δεχόταν τα συγχαρητήρια και τις ευχές για
την εγγονή που είχε πια το όνομά της.

Η μικρή Ευτυχία κλαψούριζε παραπονεμένη, το μοναδικό ίσως μωρό


που δεν ήθελε να αποχωριστεί την κολυμπήθρα.

«Αν σταματήσεις να κλαις, θα σου αγοράσω ένα τρίκυκλο!» είπε στο


αυτί της εγγονής της η Ευτυχία.

«Μαμά!» έκανε δήθεν σκανδαλισμένη η Καλλιόπη, και μάνα και κόρη


αναλύθηκαν σε ένα γάργαρο γέλιο.

_23
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΣΑΞΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

΢
Ε ΟΛΑ ΣΑ ΦΡΟΝΙΑ ΣΟΤ ΛΤΚΕΙΟΤ ΗΣΑΝ ΕΡΨΣΕΤΜΕΝΗ ΜΕ ΣΟΝ ΑΓΓΕΛΟ. Δεν του
το είχε πει ποτέ. Και αυτός ζούσε στον κόσμο του. Ήταν η εποχή
του ροκ, όταν ακόμη η Πλάκα έβριθε από στέκια ψυχεδέλειας.

΢τη μεγάλη αγοροπαρέα η Νόρα, παρότι η μόνη κοπέλα, είχε


ενσωματωθεί απόλυτα με το σύνολο: άσπρο πουκάμισο, τζιν παντελόνι,
σανδάλια, ποδαρόδρομος μέχρι να φτάσουν στην Πλάκα. Οι υπόλοιποι
δεν της έδιναν ιδιαίτερη σημασία, βασικά δεν την έβλεπαν σαν
εκπρόσωπο του αντίθετου φύλου. Οι κουβέντες συνεχίζονταν, καθαρά
αγορίστικες ή αντρικές, όπως κοκορεύονταν οι φίλοι μεταξύ τους. Ποιο
βινύλιο αγόρασαν ή έψαχναν να βρουν, μήπως πήγαιναν τελικά
Κύτταρο να ακούσουν τους Socrates, αν είχαν δει όλοι τους το
Quadrophenia και άλλα τέτοια.

Σρίτη Λυκείου και τα μυαλά της Νόρας δεν εστίαζαν στις τελικές
εξετάσεις, αλλά στα πράσινα μάτια του Άγγελου και τη σταράτη
επιδερμίδα που έκανε τόση αντίθεση με τη λευκή πουκαμίσα του. Ακόμη
και μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του Ράδιο ΢ίτυ όταν πήγαν στην
προβολή του Καλιγούλα, αφού με τα πολλά απέσπασε την γονική άδεια.
Αν είχε τα μάτια της στην οθόνη, η Νόρα σίγουρα θα κοκκίνιζε από
αμηχανία. Δεν το απέφυγε βέβαια, καθώς το βλέμμα της δεν ξεκολλούσε

_24
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

από τον Άγγελο και το μυαλό της έπλαθε εικόνες που μπόλιαζαν ντροπή
και δέος το σώμα της.

Και δυστυχώς τον Άγγελο ήταν καταδικασμένη να τον βλέπει συχνά.


Καταδικασμένη ήταν και η μόνη λέξη που περιέγραφε την κατάσταση.
Άδοξα και ατελέσφορα τα αισθήματά της, κρυμμένα για πάντα. Δεν της
πήγαινε να εκφράσει το παραμικρό, ο Άγγελος ήταν κολλητός των
ξαδερφιών της, άρα έπρεπε να νιώθει πως ήταν και δικός της ξάδερφος,
ήτοι συγγενής, ήτοι άκυρο.

Σέλος του Λυκείου και η Νόρα βρέθηκε στη Νομική, ενώ ο Άγγελος
ακολούθησε το δρόμο προς τη ΢χολή της Αστυνομίας. Αυτό ήταν και το
πρώτο σοκ. Σι δουλειά είχε αλήθεια με την τάξη κάποιος που αυτή την
έννοια τη διέγραφε καθημερινά από το λεξιλόγιό του;

Η παρέα σκόρπισε, όπως γίνεται πάντα όταν ο καθένας μπαίνει σε


άλλο κύκλο ζωής. Η Νόρα έπαψε να βλέπει τον Άγγελο, τον σκεφτόταν
όμως. Έντονα στην αρχή, ώσπου η νέα κατάσταση των πραγμάτων
μετακίνησε τα ενδιαφέροντά της. ΢το τρίτο έτος της Νομικής τον είδε από
μακριά. Είχε κόψει το μαλλί αρκετά κοντό, κατά τα άλλα ήταν ο ίδιος,
άντρας πια. Εκείνο το βράδυ ξενύχτησε με τη σκέψη του. Ώρες
αναρωτιόταν τι να έκανε, αν είχε σχέση, αν… Δεν τολμούσε να ρωτήσει
το παραμικρό τα ξαδέρφια της. Δεν ήθελε ούτε να ελπίσει ούτε να
απογοητευτεί. Κι έτσι διάλεξε να διατηρεί μονομερώς τη φλόγα ενός
αδιέξοδου έρωτα.

Λίγο πριν το πτυχίο, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άγγελο,


σε αντίπαλα στρατόπεδα. Υασαρίες στη Νομική, και οι δυνάμεις της
Αστυνομίας επαγρυπνούσες σε απόσταση αναπνοής. Η Νόρα δεν
συνήθιζε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Σι μύγα την τσίμπησε αυτή
τη φορά και μπήκε μπροστά; Επίτηδες προκαλούσε την τύχη της κι
εκείνον που βρισκόταν ανάμεσα στους φύλακες της τάξης και της

_25
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ηθικής. Σι θα έκανε άραγε; Θα τη συλλάμβανε; Θα αντιδρούσε με


οποιονδήποτε τρόπο στην παρουσία της;

Σην αναγνώρισε αμέσως. Μέσα στον γενικό χαμό, την έπιασε βίαια
από το χέρι σχεδόν τραβολογώντας την λίγα μέτρα πέρα από τον
πανικό.

«Είσαι ηλίθια;» ήταν οι πρώτες λέξεις που της απηύθυνε κοιτάζοντάς


την με ένα έντονα απαξιωτικό βλέμμα. «Υύγε! Για πρώτη και τελευταία
φορά σου τη χαρίζω!» συνέχισε μαλακώνοντας το ύφος του.

Η Νόρα ντράπηκε για την τροπή μιας γνωριμίας χρόνων. Εκείνη τη


στιγμή κατάλαβε πως οι δυο τους τραβούσαν αλλού.

Σο περιστατικό κλειδώθηκε στη μνήμη της, μαζί με την εικόνα του


Άγγελου. Σης ήταν αδύνατον έτσι κι αλλιώς να συνδυάσει την
αστυνομική στολή με τον νεαρό που γνώριζε.

΢χεδόν τρία χρόνια μετά, τον συνάντησε ξανά. Επεισόδια στα


γήπεδα, κι αυτή έκανε το διδακτορικό της σχετικά με την επιθετική
συμπεριφορά κάτω από ειδικές συνθήκες. Οι δυνάμεις περιφρούρησης
πάντα εκεί. Σα αίματα είχαν ανάψει, και η Νόρα κατέγραφε αντιδράσεις
των οπαδών και των κρατούντων. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στη δίνη
των γεγονότων, περικλεισμένη από φανατικούς με κασκόλ
επιδιδόμενους στην ανταλλαγή γρονθοκοπημάτων.

Μια δυνατή σπρωξιά κι ο κύκλος άνοιξε, ένα χέρι έπιασε το δικό της,
δυο ζευγάρια πόδια έτρεξαν μαζί έξω από τα καπνογόνα και τις φωτιές.
Λαχανιασμένοι ο Άγγελος κι η Νόρα κοίταζαν ο ένας τα μάτια του άλλου
μέχρι που εκείνος πρώτος της άφησε το χέρι και με ένα απλό «Να
προσέχεις!» γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε βιαστικά.

Σα χρόνια πέρασαν, όπως πάνε κι έρχονται για όλον τον κόσμο. Η


Νόρα έχτιζε την καριέρα της με μικρά αλλά σίγουρα βήματα. Μαχητική
και πάντα πρόθυμη να αναλάβει περιπτώσεις καμένες από χέρι, είχε

_26
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

πετύχει να βρίσκεται το όνομά της πολύ συχνά στο στόχαστρο των


ΜΜΕ.

Εκείνη την ημέρα στην Ευελπίδων ο συνωστισμός και η ένταση


αυξάνονταν στιγμή τη στιγμή, ενώ ταυτόχρονα οι κάμερες και οι
φωτογραφικές μηχανές εστίαζαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ΋λοι
περίμεναν τους εμπλεκόμενους σε μια υπόθεση σεξουαλικής
κακοποίησης και χρόνιας αντιδικίας, καθώς από την έκβαση του
δικαστηρίου θα κρίνονταν περιουσίες και ονόματα. ΢υγγενείς και από τις
δύο μεριές εξαπέλυαν απειλές, ύβρεις και κατάρες.

Ήταν τόσο τεταμένη η ατμόσφαιρα που ακόμη και η Νόρα έμεινε


έκπληκτη από την ενισχυμένη αστυνομική δύναμη. Και πάλι ο Άγγελος
μπροστά της. Σον είδε που έκανε δυο βήματα προς το μέρος της και
ξανά πίσω στη θέση του σαν να το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Σο βλέμμα
του δεν την άφησε στιγμή.

Η Νόρα, αμήχανη, στράφηκε στην πελάτισσά της για να σιγουρευτεί


πως ήταν όλα εντάξει. Σο ψυχικό κόστος είχε υπάρξει πολύ μεγαλύτερο
από τα σωματικά τραύματα. Η δικάσιμος δεν σήκωνε άλλη αναβολή, ο
ψυχολογικός πόλεμος από τη μεριά του αντίδικου έπρεπε κάπου να
τελειώσει μία και καλή.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της όταν κάποιος την


έσπρωξε τόσο δυνατά που έπεσε στο τσιμέντο σκίζοντας το γόνατό της.
Ακολούθησε η αναμενόμενη σε αυτές τις περιπτώσεις αναμπουμπούλα
και νέες χειροδικίες. Οι αστυνομικοί επενέβησαν. Και όπως τόσα χρόνια
πριν, το χέρι του Άγγελου ήταν αυτό που την τράβηξε και την σήκωσε.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.

Δε μπορούσε να μιλήσει. ΋χι από το σοκ του τραυματισμού, αλλά


γιατί έβλεπε από τόσο κοντά τα καταπράσινα μάτια του που πετούσαν
φλόγες θυμού. Σου απάντησε με ένα απλό νεύμα κατάφασης. Εκείνος

_27
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

την οδήγησε στο φαρμακείο και επέμενε πως έπρεπε να της κάνουν
αντιτετανικό ορό. Κάθισε μαζί της δέκα λεπτά κρατώντας της το χέρι κι
όταν βεβαιώθηκε πως ήταν καλά, την άφησε για να γυρίσει στην
υπηρεσία του.

Σριάντα πέντε χρονών η Νόρα, συνέχιζε να αναλώνει τη φαιά ουσία


και την ψυχή της στην υπηρεσία του πόνου των άλλων. Δεν είχε
συναντήσει ξανά τον Άγγελο, το μόνο που είχε μάθει ήταν πως
παντρεύτηκε. Σης το είπαν τα ξαδέρφια της, που πήγαν στο γάμο. Εκείνη
δεν μπήκε στον κόπο να την προσκαλέσει. Αντιπαρήλθε το γεγονός
καθώς δεν ήξερε αν έπρεπε να στενοχωρηθεί ή να χαρεί. Η δική της
προσωπική ζωή σχεδόν δεν υπήρχε.

Μια επαγγελματική ημέρα ίδιας ρουτίνας με τις προηγούμενες, η


Νόρα δέχτηκε μια νέα γυναίκα στο γραφείο της. Σο όνομα δεν της έλεγε
τίποτα. Η γυναίκα την πληροφόρησε πως την είχε συστήσει παλιά της
πελάτισσα.

Κοιτάζοντάς την εξεταστικά, διαπίστωσε πως ήταν χαμηλών τόνων,


από εκείνες τις εκπροσώπους του ασθενούς φύλου που δικαιολογούν
αυτό το χαρακτηρισμό. Εμφανίσιμη, αν και με κάποιο είδος
αρρωστημένης ομορφιάς. Η γυναίκα μπιμπελό, το άτομο που θα
δεχόταν αγόγγυστα το κάθε τι για να μπορεί μετά να παίξει το ρόλο του
οσιομάρτυρα.

Δεν έπεσε έξω. Ο άνδρας της ζητούσε διαζύγιο. Ούτε χρόνο δεν
είχαν κλείσει παντρεμένοι, της εξομολογήθηκε κλαίγοντας ακατάπαυστα.
Και το κλάμα έγινε πιο γοερό όταν πρόσθεσε πως ήταν έγκυος.

«Εκείνος το ξέρει;» ρώτησε η Νόρα.

«Δεν του το είπα! Δεν ήθελα να νομίζει πως τον εκβιάζω!» απάντησε
η Λίνα, όπως της είχε συστηθεί.

_28
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Η Νόρα κούνησε απλά το κεφάλι. Είχε ξαναζήσει παρόμοιες ιστορίες


οικογενειακών δραμάτων. Αναρωτήθηκε αν ο νεόκοπος σύζυγος ήταν
το πραγματικό θύμα. Ση ρώτησε με τρόπο.

«Δεν μπορούμε να ζήσουμε σαν φυσιολογικό ζευγάρι. Η δουλειά του


τον αγχώνει. Και το ωράριό του είναι ακατάστατο. Ο Άγγελος μού είχε
πει πως θα στρώσουν τα πράγματα…»

Ένα καμπανάκι κινδύνου σήμανε στο μυαλό της Νόρας, και ήταν
τόσο εκκωφαντικός ο ήχος που κάλυψε όλες τις επόμενες κουβέντες της
παραπονούμενης συζύγου. Πιέζοντας τον εαυτό της να φανεί
αδιάφορη, έκανε την ερώτηση που την έκαιγε.

«Ο άνδρας σου είναι αστυνομικός, Λίνα;»

Η επιβεβαίωση δεν της προξένησε καμία παραπάνω εντύπωση. Αν


δεν κινδύνευε να χαλάσει την εικόνα της σοβαρής δικηγόρου που με
κόπους χρόνων είχε εδραιώσει, θα γελούσε μέχρι δακρύων ψάχνοντας
την απάντηση στο περίφημο «πώς τα φέρνει η ζωή».

Και η ζωή τα έφερε να έρθει ο Άγγελος στο γραφείο της για μια κατ’
ιδίαν συζήτηση, κοινώς για να τον συνετίσει. Θα μπορούσε να ζητήσει
να είναι και η Λίνα παρούσα, η Νόρα όμως ήθελε να τον δει μόνη της.
Αναρωτήθηκε αν όλα αυτά είχαν συμβεί για να δοκιμαστεί ή αν ήταν η
δική της ευκαιρία να εκμυστηρευτεί έναν απωθημένο έρωτα.

Ο Άγγελος την πρόλαβε. Σης είπε όλα όσα εκείνη θεωρούσε μόνο
δικές της σκέψεις και αισθήματα. Κοινώς, την κατέλαβε εξ απροόπτου.
Για μία ακόμη φορά βρέθηκαν τόσο κοντά, με εκείνον να της κρατάει το
χέρι. Μόνο που τα δεδομένα είχαν αλλάξει, η Νόρα καταλάβαινε πως
κάτι πολύ δυνατό πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Σι πικρή ειρωνεία
αλήθεια!

Σι μπορούσε να του πει; Αυτό που έπρεπε ή αυτό που φώναζε τόσα
χρόνια η καρδιά της; Κι εκείνος δεν ήξερε καν ότι η γυναίκα του περίμενε

_29
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

παιδί. Δεν ήταν δυνατόν μία σχέση να χαλάσει από ένα πείσμα και των
δύο. Ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδανικά, πάντα υπήρχε
τρόπος. Αρκεί η θέληση να συναντούσε την ειλικρίνεια.

Σι θέση είχε η δική της θέληση και ειλικρίνεια σε όλα αυτά;

Η Νόρα κοίταξε με αγάπη τα πράσινα μάτια του Άγγελου που της


ανταπέδιδαν το ίδιο βλέμμα μετά από αυτήν την ετεροχρονισμένη
ερωτική εξομολόγηση. Μετά κοίταξε τα χείλη του, αυτά που τόσα χρόνια
λαχταρούσε να φιλήσει, εξερεύνησε το σώμα που ήθελε να αγκαλιάσει
και να γίνει ένα μαζί του.

Και μετά θυμήθηκε. Σρεις φορές είχε βρεθεί κοντά της σαν
αυτόκλητος φύλακας άγγελος. Ας άφηνε λοιπόν τη θέληση και την
ειλικρίνεια να λειτουργήσουν μονομερώς, και ας μην ανταπέδιδε. Σου
χρωστούσε, κι εκείνος χρωστούσε στη νέα του οικογένεια.

«Άγγελε, πιστεύω πως όλα αυτά τα περνούν τα ζευγάρια. Ακούγεται


κοινότοπο, αλλά πίστεψε τουλάχιστον την επαγγελματική εμπειρία που
έχω να καταθέσω. Θα δεις πως ένα παιδί θα αλλάξει τα πράγματα. Μια
νέα ζωή για τη δική σας διαφορετική ζωή».

Σην κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει ενώ το βλέμμα του έδειχνε την


απογοήτευση ανθρώπου που άλλα περιμένει να ακούσει.

«Η Λίνα είναι έγκυος» συμπλήρωσε η Νόρα, δίνοντας το τελειωτικό


χτύπημα στον εαυτό της.

Η αντίδρασή του την έκανε να καταλάβει πως λειτούργησε σωστά. Η


αρχική του έκπληξη μετατράπηκε σε κάτι που μπορούσε να ερμηνευτεί
σαν ατομική επιβεβαίωση.

«Κι εμείς;» τη ρώτησε κοιτώντας την έντονα.

Δεν του απάντησε. ΢ηκώθηκε από τη θέση της και τον οδήγησε στην
πόρτα. Λίγο πριν χαθούν, ίσως και για πάντα αυτή τη φορά, τον φίλησε
απαλά στα χείλη. Ήξερε πως θα καταλάβαινε.

_30
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Μόνη της πια στο γραφείο, η Νόρα κοιτούσε με άδειο βλέμμα.

«Σάξη και ηθική! Εσύ είσαι η τάξη, Άγγελλε, κι εγώ η ηθική!»


μονολόγησε και με έναν αναστεναγμό γύρισε πίσω στις δικογραφίες της
σαν να γύριζε μία άλλη σελίδα και στη δική της ζωή.

_31
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Η ΠΙΟ ΢ΠΑΝΙΑ ΢ΤΛΛΟΓΗ

Α
Ν Ο ΘΨΜΑ΢ ΦΑΡΑΚΣΗΡΙΖΟΣΑΝ ΓΙΑ ΚΑΣΙ, ΑΤΣΟ ΗΣΑΝ ΣΟ ΠΑΘΟ΢ ΣΟΤ ΓΙΑ ΣΙ΢

συλλογές. Κι όπως κάθε πάθος, το συγκεκριμένο τον


συνεπήρε, ανώδυνα στην αρχή, τότε που μικρός ακόμη
βρέθηκε να χαζεύει τα γραμματόσημα ενός θείου του.

Σα πολύχρωμα χαρτάκια τον μαγνήτιζαν, κι ενώ το υπόλοιπο σόι


τρωγόπινε και κουτσομπόλευε, ο Θωμάς δεν έλεγε να ξεκολλήσει το
ονειροπόλο βλέμμα του από τη συλλογή. Καμιά φορά έπαιζε με τα
δόντια των γραμματοσήμων, ανασηκώνοντάς τα με το δάχτυλο και
φυσώντας απαλά τις γωνίες τους. Άλλοτε προσπαθούσε μέσω της
εικόνας να αποκρυπτογραφήσει τις ξένες λέξεις πάνω στο λεπτό χαρτί.

Υυσικά δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει δική του συλλογή.


Φρειαζόταν χρήματα, κι έτσι αρκέστηκε στο να ζωγραφίζει με παιδιάστικη
αδεξιότητα σε απλές κόλλες και να δημιουργεί τα δικά του
γραμματόσημα. Νερομπογιές στην αρχή, κι ο νεαρός Θωμάς πείσμωνε
καθώς η μικρή επιφάνεια μουτζουρωνόταν και φούσκωνε από το
περίσσιο νερό. Φρειάστηκε πολλές προσπάθειες μέχρι να φτάσει σε ένα
ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

_32
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

΋ταν είχε φτιάξει αρκετά, τα έφερε μια μέρα στον θείο του και του τα
έδειξε όλο καμάρι. Εκείνος του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε πως κάποτε
θα αποκτούσε τη δική του συλλογή.

Κι αυτό το κάποτε δεν άργησε να έρθει. Ο θείος εγκατέλειψε τα


εγκόσμια, και η συλλογή κληροδοτήθηκε στον Θωμά. Κι αυτός,
γοητευμένος, της αφοσιώθηκε ξεχνώντας σε ένα μεγάλο ντοσιέ την
ταπεινή δική του.

΋μως τι παράξενα παιχνίδια παίζει το μυαλό του ανθρώπου! ΋ταν


επιθυμείς κάτι διακαώς, το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα το
αποκτήσεις. ΢υνήθως δεν υπάρχει μετά, είναι κάτι σαν αυτοσκοπός. Έτσι
και ο Θωμάς πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τη συγκεκριμένη συλλογή, που
δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον να του προσφέρει.

Αυτό τον έκανε να ριχτεί με ανανεωμένο πάθος σε άλλα αντικείμενα.


Υλέρταρε για λίγο με τα νομίσματα και ήταν τότε που μόλις είχε τελειώσει
το στρατό, όταν γνώρισε τη Ζωή, τη μέλλουσα γυναίκα του. Με τον
πεθερό του τα βρήκαν αμέσως, καθώς τούς ταλάνιζε η ίδια ανάγκη για
συλλεκτικά κομμάτια. Ο πατέρας της Ζωής ήταν επίσης λάτρης του
σπάνιου και του περίεργου. Πολυάριθμες και ετερόκλητες οι συλλογές
του, πλην όμως αποτελούσαν μια υγιή διέξοδο στις ανησυχίες του. Να
και κάτι στο οποίο διέφερε από τον Θωμά, που λίγα χρόνια αργότερα το
πάθος του είχε αποκτήσει διαστάσεις μονομανίας.

Σο πιο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού αποτελούσε την αποκλειστική


στέγη των συλλογών. Ήταν και η βελτιωμένη οικονομική επιφάνεια που
επέτρεπε πλέον στο Θωμά να ασχολείται με το χόμπι του. Έτσι το
ονόμαζε, αν και οι οικείοι του είχαν διαφορετική άποψη για το πώς
κατένειμε τον ελεύθερό του χρόνο.

Η διάσταση και, συνεπακόλουθα, η πρώτη ρωγμή παρουσιάστηκε


ορατή δια γυμνού οφθαλμού τη μέρα που ο Θωμάς έγινε πατέρας. ΢ε
ποιον θα έλεγες αλήθεια ότι την ώρα που το νεογέννητο αγοράκι σου

_33
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

έρχεται στον κόσμο, εσύ βρίσκεσαι σε μια δημοπρασία πλειοδοτώντας


για ένα ξύλινο παιχνίδι δύο αιώνες παλιό; Μπορεί να μη σε οίκτιρε κανείς
αν έδινες την απάντηση ότι το επιθυμούσες σαν δώρο για το μωρό.

Για όσους γνώριζαν πια τον Θωμά, αυτή η απάντηση θα ήταν


καθαρά παραπλανητική. Γυρίζοντας αγχωμένος από το ταξίδι και την
έκβαση της δημοπρασίας -αφού τελικά δεν κατόρθωσε να αποκτήσει το
αντικείμενο που επιθυμούσε διακαώς- είδε στα πεταχτά το νεογέννητο.
Μόλις που του χάιδεψε τα μαλλιά, και αμέσως βυθίστηκε στη μελέτη των
περιοδικών που σχετίζονταν με τις συλλογές ανά τον κόσμο.

Η οικογένειά του είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Οι σκέψεις του Θωμά


έτρεχαν πάντα αλλού. Η καθημερινότητά του αναλωνόταν στο κυνήγι
των δικών του θησαυρών που αυγάτιζαν και πλήθαιναν.

Κάποια μέρα ο Μενέλαος, ο γιος του που είχε το ίδιο όνομα με τον
μεταστάντα θείο, τον κοίταξε σοβαρά και του ζήτησε να του κάνει παρέα
στο δωμάτιο με τις συλλογές. Με μισή καρδιά ο Θωμάς άφησε το μικρό
παιδί -θα ήταν τότε επτά χρονών- να μπει στο άδυτο, έχοντας πρώτα
αποσπάσει την υπόσχεση πως ο πιτσιρίκος δεν θα πείραζε το
παραμικρό.

Ρεμβάζοντας στον δικό του κόσμο, ο μανιώδης συλλέκτης δεν


κατάλαβε για πότε ο μικρός άνοιξε ένα από τα ντουλάπια και
σκαλίζοντας έφτασε στο ξεχασμένο ντοσιέ της πρώτης νιότης. Πυρ και
μανία έγινε όταν είδε τι έκανε ο γιος του.

«Βγες αμέσως έξω! Δεν σου είπα να μη πειράξεις τίποτα;»

Ήταν τόσο βροντερή η φωνή του και τόσο σκοτεινό το πρόσωπό


του που ο πιτσιρίκος τρομοκρατημένος έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τη
φούστα της μητέρας του.

«Γιατί μίλησες έτσι στο παιδί;» ρώτησε σαστισμένη η Ζωή.

_34
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

΋ταν ο Θωμάς τής εξιστόρησε τι είχε γίνει, εκείνη αναλύθηκε σε


δάκρυα. Ήταν η αρχή ενός πολύ σύντομου τέλους. Η μονομανία τον είχε
τυφλώσει τόσο που χωρίς να το καταλάβει, αποχωρίστηκε το γάμο και
το παιδί του με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου.

΢τα χρόνια που πέρασαν, σπάνια έβλεπε τον γιο του, απλά και μόνο
για να εκτελέσει τις τυπικές πατρικές υποχρεώσεις. Πάντα του έφερνε ένα
μεγάλο δώρο, αρκούσε όμως αυτό άραγε σε ένα παιδί;

Κι έτσι η ζωή του Θωμά πέρασε σκαλίζοντας τα πιο απίθανα μέρη


του κόσμου, υπηρετώντας τις συλλογές του. Από μακριά,
παρακολουθούσε την πορεία του ενήλικου πια Μενέλαου, που έστησε
τη δική του ζωή και τη δική του οικογένεια.

Κι ο ήλιος μας κάποια στιγμή γέρνει στη δύση του. Σότε ίσως είναι
που οι περισσότεροι αγωνιούν να κερδίσουν μια θέση στον Παράδεισο
κι άλλοι πάλι προσπαθούν να συμβιβαστούν με τη μοναξιά τους. Ο
Θωμάς πάντα έλεγε πως δεν είχε ανάγκη κανέναν.

Η αρρώστια χτύπησε την πόρτα του και εγκαταστάθηκε στο παλάτι


με τις συλλογές, που άρχισαν να εξανεμίζονται η μία μετά την άλλη σε
γιατρούς και νοσοκομεία. Εσφαλμένες κινήσεις του παρελθόντος
μπήκαν κι αυτές στην κατοικία του Θωμά για να εδραιώσουν τη λαϊκή
ρήση «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα».

Καταρρακωμένος και αδύναμος, εκεί στη δύση της ζωής του,


κατάλαβε πως δεν είχε κανέναν και τίποτα δίπλα του, τίποτα εκτός από
αντικείμενα, όσα του είχαν απομείνει, κλεισμένα σε προθήκες, ντουλάπια
και ερμάρια. Οι συλλογές του έμοιαζαν να του χαμογελούν χαιρέκακα
επιδεινώνοντας την κατάσταση της υγείας του.

Σην πρώτη ημέρα που βγήκε μετά από πολύ καιρό από το σπίτι του,
κάθισε αποκαμωμένος σε ένα παγκάκι του γειτονικού πάρκου. Μια

_35
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

μπάλα τσούλησε μέχρι τα πόδια του και καθώς ο Θωμάς την έπιασε,
ένας μπόμπιρας ήρθε τρέχοντας να τη διεκδικήσει.

Ο Θωμάς κοίταξε τον μικρό στα μάτια κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην
καρδιά. Σο παιδί τού θύμισε πως κάποτε ήταν κι ο ίδιος γονιός.

Γύρισε στο σπίτι του αναστενάζοντας και με τρεμάμενα χέρια


σχημάτισε στο τηλέφωνο ένα νούμερο που είχε χρόνια να πάρει. Βγήκε ο
αυτόματος. Άφησε ένα απλό λιγόλογο μήνυμα. Μετά πήγε κούτσα-
κούτσα μέχρι το ντουλάπι που φυλούσε εκείνη την πρώτη παιδιάστικη
συλλογή με τα γραμματόσημά του, τράβηξε το παλιό ντοσιέ και κάθισε
στο τραπέζι ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις του. ΋μως δε μπορούσε πια
να παίξει με τα πολύχρωμα χαρτάκια, να φυσήξει απαλά τις γωνίες τους
και να κάνει ταξίδια χαζεύοντας τα άτεχνα σχέδιά τους. Σα χρώματά τους
είχαν ξεθωριάσει, λες κι έπαιρναν εκδίκηση που κανένα παιδικό βλέμμα
δεν είχε σταθεί εδώ και δεκαετίες πάνω τους.

Ο Θωμάς κούνησε το κεφάλι. Κάποτε είχε την αγάπη ενός μικρού


παιδιού, κι αυτός την είχε πνίξει με τη στενοκεφαλιά του. Πόσα περιθώρια
είχε να αλλάξει τη ζωή του, να πει τις λέξεις που τώρα κάθονταν κόμπος
στον λαιμό του;

Πήρε ένα κομμάτι χαρτί και με τρεμάμενα χέρια ξεκίνησε ένα γράμμα
στο παιδί του ζητώντας του συγχώρεση. Λίγο προτού γράψει την
τελευταία πρόταση, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. ΢έρνοντας τα
βήματά του, άνοιξε την πόρτα για να αντικρίσει τον γιο του. Η καρδιά του
έστειλε ένα προειδοποιητικό μήνυμα. Σην αγνόησε σκουπίζοντας
βιαστικά τα δάκρυα που κύλησαν αθόρυβα στα μάγουλά του.

Αμήχανες στιγμές αυτές, φέρνουν μαζί τους κι όλες εκείνες που ο


χρόνος κράτησε στις παλάμες του.

Μια παιδιάστικη συλλογή πάνω σε ένα φθαρμένο πια τραπέζι. Ο


Μενέλαος σήκωσε το διπλωμένο χαρτί και διάβασε. Κοίταξε τον πατέρα

_36
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

του που ο πόνος του, ψυχικός και σωματικός, καθρεφτιζόταν σε ένα


ζευγάρι κουρασμένα μάτια.

«Είναι αργά, παιδί μου…»

Αν ήταν ερώτηση ή κατάφαση αυτό, ποτέ του δεν το έμαθε ο


Μενέλαος. Ο πατέρας του άφησε την τελευταία του πνοή, στην
προσπάθειά του να σπρώξει εκείνη την πρώτη συλλογή προς το μέρος
του γιου του. ΢αν να έσπρωχνε την ύστατη στιγμή όλη εκείνη την
παραμερισμένη αγάπη.

Η πρώτη συλλογή, η αλλοτινή αγαπημένη, δεν κρύφτηκε ποτέ πια σε


κάποιο σκοτεινό ντουλάπι. Ο Μενέλαος την τοποθέτησε πάνω στο
γραφείο του, να την κοιτάζει με μια αδιόρατη θλίψη. Μέσα της έκλεινε
όλες εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος είχε παγώσει διατηρώντας τις
ατόφιες στο ταξιδιάρικο μυαλό ενός μικρού παιδιού.

Μια συλλογή καμωμένη με αγάπη κι όνειρα, η πιο σπάνια συλλογή.

«Σι παράξενο!» σκεφτόταν όποτε την κοιτούσε ο Μενέλαος. «Σόσα


χρόνια και τα χρώματα μένουν ακόμη ζωηρά». Και κάθε φορά έκανε την
ίδια κίνηση. ΢κύβοντας φυσούσε απαλά τα γραμματόσημα του πατέρα
του, εκεί που η νερομπογιά, βαλμένη από άτσαλα παιδικά δάχτυλα, είχε
φουσκώσει το χαρτί.

_37
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΤΘΙ ΓΙΑ ΣΙ΢ ΛΕΞΕΙ΢

Ζ
ΟΤ΢Ε ΚΑΠΟΣΕ, ΚΑΠΟΤ, ΕΝΑ΢ ΝΕΟ΢ ΑΝΘΡΨΠΟ΢ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΡΙΟΤ΢ΙΑ. Με τα
χρήματά του μπορούσε να αποκτήσει τα πάντα. Είχε συνηθίσει
λοιπόν να βάζει ένα στόχο και να τον πραγματοποιεί. Εύκολο θα
μου πείτε, αν έχεις τα απαραίτητα εφόδια.

Αρκούσε να σκεφτεί τι άλλο θα μπορούσε να πετύχει και σχεδόν


αμέσως το είχε, σαν κάτι μαγικό. Δεν ήταν όνειρα όμως αυτά, παρά
επιθυμίες υλικές και τίποτα περισσότερο. Σα όνειρα, ακόμη και στον
ύπνο του, ήταν ανύπαρκτα. Πεζό θα ονομάσουμε αυτόν τον άνθρωπο
που του έλειπε η φαντασία και η ζωή του ήταν γεμάτη από πλούσιες
αλλά μονότονες ημέρες.

Απέναντι ακριβώς από το σπίτι του Πεζού ζούσε ένας συνομήλικός


του που θα τον ονομάσουμε Ονειροπόλο, γιατί όλη του η περιουσία
ήταν τα όνειρά του.

Ο Πεζός συναντούσε καθημερινά στο δρόμο του τον Ονειροπόλο


και παραξενευόταν όλο και περισσότερο που τον έβλεπε να έχει ένα
μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μα ποιο ήταν τέλος πάντων το
μυστικό του και φαινόταν τόσο ευτυχής, τόσο ικανοποιημένος;

_38
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Μια μέρα τον είδε να περνάει φορτωμένος με ένα πακέτο χαρτιά. Δεν
άντεξε και τον ρώτησε τι τα χρειαζόταν. Κι ο Ονειροπόλος τού απάντησε
πως ήταν το μέσο για να δώσει σάρκα και οστά στα όνειρά του κι έτσι
να ξαναπλάσει νέα όνειρα. Με το που άκουσε ο Πεζός τη μαγική λέξη
όνειρα, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα λόγια του άλλου παρά τα
ερμήνευσε όπως τον βόλευε.

Να κάτι που δεν είχε. Σα όνειρα του έλειπαν και στον ύπνο και στον
ξύπνιο του. Αυτά έπρεπε να αποκτήσει, γι’ αυτό απευθύνθηκε στους
συμβουλάτορές του. Κι εκείνοι, αφού μελέτησαν το θέμα, τον
πληροφόρησαν πως ο γείτονάς του ήταν συγγραφέας, με τις λέξεις του
λοιπόν πραγματοποιούσε τα όνειρά του και γεννούσε κι άλλα όνειρα.

«Αν γράψω κι εγώ, θα κατακτήσω και τα όνειρα!» σκέφτηκε ο Πεζός


κι έτριψε ευχαριστημένος τα χέρια του.

Προμηθεύτηκε αμέσως το πιο ακριβό χαρτί και πένες στολισμένες με


φτερά παγωνιού και μύτη τόσο ντελικάτη που έλεγες πως οι λέξεις θα
χαραχτούν άκοπα στην άγραφη επιφάνεια.

Ο Πεζός στρώθηκε στο γραφείο του κι έγραψε: Η ιστορία της ζωής


μου, Πρώτο κεφάλαιο. Και με αυτές τις αράδες απόμεινε να κοιτάζει
άσκοπα το κενό. Κενό ήταν και το μυαλό του, αφού και η φαντασία ήταν
άγνωστη στο λεξιλόγιό του.

Σην επόμενη μέρα, φουρτουνιασμένος μίλησε ξανά με τους


συμβούλους του. Κι εκείνοι αποφάνθηκαν πολύ σοφά: «Σις λέξεις πρέπει
να τις γευτείς, να καταλάβεις τη νοστιμιά τους».

Έξυσε το κεφάλι του αμήχανα ο Πεζός μήπως και αντιληφθεί το


νόημα της συμβουλής, ώσπου ο νους του φωτίστηκε. Παράγγειλε
λοιπόν καμιά δεκαριά τόμους από το βιβλιοπωλείο και έδωσε εντολή
στον μάγειρά του να φτιάξει ένα νόστιμο φαγητό με τις σελίδες τους. Ψς
και ωμές έφαγε κάποιες από αυτές σαν σαλάτα με μπόλικο λαδόξυδο.

_39
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Ένιωσε μια δυσφορία βέβαια, αλλά το δικαιολόγησε ότι τάχα μου ήταν η
έμπνευση που ερχόταν και προκαλούσε δυσπεψία.

΢τρώθηκε το ίδιο εκείνο βράδυ μπροστά στα χαρτιά του, πήρε την
πένα στο χέρι και περίμενε. Πέρασαν ώρες, αλλά δεν έγραψε το
παραμικρό. ΢υγχύστηκε, γιατί οι σύμβουλοί του δεν ήξεραν μάλλον τι
τους γινόταν. Δεν είχε όμως αλλού να προσφύγει, και τους ξαναρώτησε.
«Σις λέξεις πρέπει να τις πιείς, να ποτίσει ο χυμός τους το είναι σου» ήταν
η επόμενη συμβουλή.

Ο Πεζός συμμορφώθηκε αμέσως. Παράγγειλε άλλα δέκα βιβλία, κι


αφού ο μάγειράς του τα έβαλε με μπόλικο νερό στον αποχυμωτή,
δοκίμασε τον παράξενο ζωμό. Πάλι στρώθηκε στο γραφείο του, πάλι
περίμενε, μα πάλι η έμπνευση δεν τον επισκέφτηκε.

Σο άλλο πρωί, παρότι κουρασμένος και ξενυχτισμένος, δεν το έβαλε


κάτω, αλλά ζήτησε νέα συμβουλή. «Να μυρίζεις και να ανασαίνεις τις
λέξεις» πήρε τον επόμενο χρησμό.

Ήταν καθαρά θέμα αισθήσεων, σκέφτηκε ο Πεζός και ξόδεψε άλλα


δέκα βιβλία σκίζοντας τις σελίδες τους σε μικρά κομμάτια και
τοποθετώντας τα όλα αυτά σε ένα μεγάλο δοχείο. Κάθε λίγο έσκυβε κι
έχωνε τη μύτη του πάνω από τις λέξεις, παίρνοντας συνάμα βαθιές
ανάσες. Δεν άργησε να νιώσει μια αναγούλα και δυσφορία. Υυσικά,
ούτε εκείνη τη νύχτα έγραψε το παραμικρό.

Οι σύμβουλοι είχαν πάντα καινούριες προτροπές -αυτή είναι η


δουλειά τους εξάλλου. Πέρασαν μέρες, κι ο Πεζός ακολούθησε τη νέα
πρόταση. «Να λούζεσαι στις λέξεις, να τις αφήνεις να λιώνουν επάνω
σου σαν τις νιφάδες του χιονιού!» Μια και δυο, γέμισε την πολυτελή
μπανιέρα του νερό και κατέστρεψε άλλα δέκα βιβλία. Ευχαριστημένος,
βυθίστηκε στον σκουρόχρωμο πολτό. Σουλάχιστον θα ήταν
χαλαρωτικό, κάτι σαν τα λασπόλουτρα, σκέφτηκε. Φωρίς να ξεβγαλθεί

_40
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

από την ιδιότυπη σαπουνάδα, κάθισε στο γραφείο του περιμένοντας.


Μάταιος κόπος!

Ένας σύμβουλος του σύστησε να ταξιδέψει με τις λέξεις. Δεν ήταν


κακή ιδέα, σκέφτηκε. Θα βρισκόταν σε καινούργιο περιβάλλον, θα
ανανεωνόταν. Μπήκε στο τρένο, παίρνοντας άλλα δέκα βιβλία μαζί του.
Έκανε ένα μακρινό ταξίδι, οι λέξεις όμως δεν αποδείχτηκαν καλός
συνταξιδιώτης. Σα βιβλία έμειναν ανέγγιχτα στο διπλανό κάθισμα. Βουβά,
σαν τους συνεπιβάτες του, έμοιαζαν να τον κοιτάζουν άλλοτε
μουτρωμένα και άλλοτε απαξιωτικά.

Ο Πεζός κατάλαβε πως οι σύμβουλοί του δεν άξιζαν δεκάρα. Πήρε


λοιπόν την απόφαση να επισκεφτεί τον Ονειροπόλο και να ζητήσει τη
βοήθειά του. Σον βρήκε ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά, να διαβάζει ένα
χοντρό βιβλίο. Φωρίς να χάσει χρόνο, του εξήγησε τις περιπέτειές του. Ο
άλλος τον άκουγε προσεκτικά πότε χαμογελώντας και πότε κουνώντας
με κατανόηση το κεφάλι του.

«Οι συμβουλές ήταν πολύ σωστές. Οι λέξεις είναι για να τις


γευόμαστε, για να νοστιμίσουν τη ζωή μας. Να τις πίνουμε, ώστε ο
χυμός τους να ποτίσει το είναι μας. Να τις μυρίζουμε, να τις αναπνέουμε,
να τις αγγίζουμε για να κατανοούμε την υφή τους. Να χαλαρώνουμε
αφήνοντάς τες να λιώσουν επάνω μας σαν τις νιφάδες του χιονιού. Να
κάνουμε ταξίδια μαζί τους!» τον βεβαίωσε ο Ονειροπόλος.

«Δε μου λες κάτι καινούριο. Σι έκανα στραβά λοιπόν;» ρώτησε


παραξενεμένος ο Πεζός.

«Σα έκανες όλα σωστά και λάθος, σαν να ακολουθούσες οδηγίες


χωρίς να σκεφτείς εσύ ο ίδιος. Δες μόνος σου πόσα βιβλία κατέστρεψες!
Σα μισά αν διάβαζες, θα δοκίμαζες όλα αυτά τα συναισθήματα, όλες
αυτές τις εμπειρίες. Αλήθεια, άνοιξες ποτέ σου ένα βιβλίο; Δοκίμασες να
κατανοήσεις αυτά που οι λέξεις του συμβολίζουν;» τον ρώτησε ο
Ονειροπόλος.

_41
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Ο Πεζός έβαλε το κεφάλι κάτω ντροπιασμένος. Πόσο στενοκέφαλος


είχε υπάρξει! Πόσο πεζός αλήθεια!

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου, κάποτε, ζούσε ένας άνθρωπος. Δεν
είχε πολλά στη ζωή του, κατείχε όμως τα όνειρα, τα όνειρα που φέρνουν
οι λέξεις κι αυτά που πάλι εκείνες δημιουργούν…

_42
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Η ΢ΣΑΣΙ΢ΣΙΚΗ ΣΟΤ ΕΡΩΣΑ

Σ
ΗΝ ΠΡΨΣΟΕΙΔΕ ΢ΣΟ ΢ΑΛΟΝΙ ΣΟΤ ΞΕΝΟΔΟΦΕΙΟΤ. Μόνη, πίνει καφέ και
καπνίζει πουράκια. Ντυμένη άψογα. Σην κοιτάζει. Μοιάζει να
παρατηρεί προσεκτικά ολόγυρα κι όμως το πρόσωπό της είναι
μια μάσκα αδιαφορίας. Σου κινεί την περιέργεια. Προσπαθεί να την
κατατάξει. Μπλαζέ χομπίστρια ή χαμηλού εισοδήματος ψαχνόμενη; Ο
χώρος προσφέρεται ως θερμοκήπιο και των δύο ειδών.

Σην κοιτάζει μέχρι που εκείνη με κομψές κινήσεις μαζεύει πακέτο και
αναπτήρα, πληρώνει και σηκώνεται. Περνά από δίπλα του, και -τυχαία;-
κοντοστέκεται. Φαμογελάει και απομακρύνεται αφήνοντας πίσω της
μόνο το άρωμά της. Με το κεφάλι ψηλά, στητή, περνά ανάμεσα στους
υπηκόους της και χάνεται. Σου κινεί την περιέργεια. Επαναλαμβάνεται, το
ξέρει! Ελάττωμα που ο συγγραφέας οφείλει να αποφεύγει.

Εντυπωσιάζεται καθώς σκέφτεται πότε άραγε θα την ξαναδεί. Αυτή η


αδυναμία του τον εκνευρίζει. Φρόνια, παρατηρεί αμέτοχος και συλλέγει.
Δεν έχει συνηθίσει να μπλέκει τη δουλειά του με την προσωπική του ζωή.
Γιατί, το να κάθεται καθημερινά ένα δίωρο, στην ίδια πάντα θέση αυτού
του καφέ, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του συγγραφέα μέσα του.
Ηθελημένα, γίνεται ωτακουστής των ιστοριών του περίγυρου, παρατηρεί
τις φυσιογνωμίες τους. Και φτιάχνει τις λίστες του: Μία με πρόσωπα, μία

_43
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

με ιστορίες. Κάτι παίρνει από εδώ, κάτι αφήνει από εκεί κι έτσι πλάθει τους
χαρακτήρες των βιβλίων του. Και μετά, γελάει με τους κριτικούς που
αναφέρονται στη ζωντάνια των απλών καθημερινών του ηρώων.

Ξεφεύγει από το θέμα όμως. Υανερά εκνευρισμένος από την


απροσδόκητη διαταραχή των ρυθμών του, μαζεύει τις σημειώσεις του.
Υεύγει και νομίζει πως το άρωμά της βρίσκεται παντού. Σο βράδυ τού
είναι αδύνατον να δουλέψει. Κοιτάζει άσκοπα την οθόνη του υπολογιστή
του. ΢το τέλος, για παρηγοριά το ρίχνει στις πασιέντζες. Ο ύπνος, ακόμα
κι αυτός συνωμοτεί και δεν έρχεται λυτρωτικός. Νιώθει πως κάποιος του
τραβάει τα πόδια, τόσο τεντωμένα είναι τα νεύρα του!

«Αστεία πράγματα» σκέφτεται ρουφώντας την πρώτη γουλιά του


σκέτου ελληνικού το πρωί. «Να πάω μια βόλτα να ξελαμπικάρω».

Βρίσκεται στον Εθνικό Κήπο χαζολογώντας, την ώρα που άλλοι


μοχθούν για τον επιούσιο. Σαΐζει κουλούρι τις πάπιες, που τον κοιτάζουν
με απάθεια.

«Θα ήθελα να ήμουν πάπια!» μονολογεί και η κυρία που περνάει


δίπλα του, επιταχύνει ρίχνοντάς του μιαν αλλόκοτη ματιά.

Κινδυνεύοντας να παρεξηγηθεί, αφήνει τη λίμνη και βγαίνοντας από


την πίσω μεριά του Κήπου κάπου μέσα στα στενά του κέντρου, κάνει
μιαν επίσκεψη στον φίλο του τον Κίμωνα, τον δικηγόρο. Ο δεύτερος
καφές της μέρας δεν δίνει λύση στο ανεξήγητο μαρτύριό του. Ο Κίμωνας
ανησυχεί.

«Βρε μπας κι έμπλεξες σε καμιά βρομοδουλειά;» τον ρωτάει.

Αυτός τον κοιτάζει πλάγια.

«Κατάλαβα! Γκόμενα είναι!» αναφωνεί ο άλλος και σκάει στα γέλια.

«Νομίζω πως είσαι εντελώς ηλίθιος» του λέει θιγμένα.

«Εντάξει! Πάω πάσο. Άμα δε θέλεις, μη μιλάς».

_44
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

«Δεν έχω τίποτα να πω» διαμαρτύρεται χολωμένος.

Υεύγει, ένα ψυχικό ράκος. Γυρίζει σπίτι να βάλει σε μια τάξη τα χαρτιά
του. Ας πούμε πως κάτι κάνει! Σηλεφωνεί στη θεία. ΋ταν εκνευρίζεται,
τρώει σαν γάιδαρος. Η θεία τον περιμένει. Η μόνη που χαίρεται με την
όρεξή του. Σης αρέσει που εκτιμάει τη μαγειρική της. Ο θείος τής
υπενθυμίζει πως απλά ο ανιψιός τους είναι αναίσθητος.

Ασθμαίνοντας, γυρίζει σπίτι. Σι ώρα είναι; Σέσσερις παρά. Να κάνει τι


μέσα; ΢τις πέντε έχει ραντεβού με τον εαυτό του στο γνωστό ξενοδοχείο.
Αναρωτιέται αν ΕΚΕΙΝΗ θα είναι εκεί. Μπα, τυχαίο θα ήταν! Αν επρόκειτο
για θαμώνα, πώς και δεν την είχε προσέξει μέχρι τότε;

Ξαναβγαίνει. Δεν θα πάρει τρόλεϊ. Με τα πόδια θα πάει, να χωνέψει


κιόλας. Έτσι, για τιμωρία.

Με το ζόρι σπρώχνει την περιστροφική πόρτα. Σα πόδια του


διαμαρτύρονται, ιδρωμένα τούμπανα μέσα στα παπούτσια. Με τρόπο
κοιτάζεται στον καθρέφτη. Εξωτερικά φαίνεται εντάξει. Παλεύοντας με τις
αμφιβολίες του για το αν θα τη δει ή όχι, μπαίνει στο καφέ. Αδιάφορα
κατευθύνεται στη γωνία του. Αν ουδέποτε του έκανε εντύπωση που
πάντα έβρισκε αδειανό το ίδιο τραπεζάκι -σε σημείο που να το θεωρεί
δικό του-, σήμερα το σερί του σπάει. Είναι πιασμένο. Πάει να
στραβομουτσουνιάσει. Καταφέρνει ευτυχώς μόνο μια ελαφριά
σύσπαση των χειλιών καθώς συνειδητοποιεί πως ΕΚΕΙΝΗ κάθεται στη
θέση του. Κοιτάζει αμήχανα δεξιά κι αριστερά. Διάβολε! Κάνει ζέστη εκεί
μέσα. Σι τους έπιασε καλοκαίρι καιρό να θερμάνουν τον χώρο;

Σα μάγουλά του καίνε. Νομίζει πως περνάνε ώρες μέχρι να κάτσει


κάπου, να βρει μια θέση που να του επιτρέπει να κοιτάζει ΕΚΕΙΝΗ.

Σου χαμογελάει; Ναι! Αυτάρεσκα. Σο έκανε επίτηδες, χαίρεται που τον


έφερε σε δύσκολη θέση. Και μετά προσπαθεί να συνετίσει τον εαυτό του.

_45
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

«Γράφει πουθενά πως θα πήγαινες να κάτσεις εκεί; Για να δούμε


τώρα, μεγάλε διδάσκαλε του Γένους, τι θα κάνεις;» μονολογεί
ασυνάρτητα.

Ο τρίτος καφές της ημέρας είναι διπλός. Κοιτάζει με τρόπο. Και


σήμερα, είναι ντυμένη στην τρίχα. Σο σκίσιμο της μακριάς της φούστας
αφήνει μιαν υποψία ποδιού να φανεί. Αναπηδάει στην καρέκλα του. Σι
έχει και τον προκαλεί να την προσέξει; ΋χι! Αυτό δε θα περάσει. Εδώ
δουλεύουμε, δεν παίζουμε! Βγάζει τις σημειώσεις του και προσπαθεί να
συγκεντρωθεί. Μισοκλείνει τα μάτια και όταν τα ανοίγει ξανά, τη βλέπει
κάτι να γράφει. Υορούσε κι εχτές άραγε γυαλιά; Δεν θυμάται, τίποτα δεν
θυμάται. Αυτό είναι ανησυχητικό. Άντε, μακριά από εμάς!

Ένα ζευγαράκι πιο πέρα, κουβεντιάζει. ΢τήνει αυτί, έτοιμος να


κωδικοποιήσει ό,τι του κάνει εντύπωση. Μάταια! Αυτός που είχε την
ικανότητα να παρακολουθεί τρεις διαφορετικές συζητήσεις σε εξέλιξη,
νιώθει ξαφνικά τα αυτιά του βουλωμένα. Κι ΕΚΕΙΝΗ τον κοιτάζει και
χαμογελάει συνωμοτικά. Να πάει να της μιλήσει; Σι να της πει; Δεν ξέρει!
Αυτός, αυτός που έχει γεμίσει χιλιάδες σελίδες χαρτιού, δεν μπορεί να
βρει δυο κουβέντες. Σο μυαλό του χάος και η μνήμη του κενή. Σην
παρατηρεί χωρίς ακόμα να καταλαβαίνει τι ήρθε να κάνει εκεί πέρα. Με
τον φόβο πως αυτή η ιστορία θα τον καταντήσει φυτό, αποφασίζει να
την πλησιάσει.

Δεν προλαβαίνει, η καρέκλα της είναι άδεια. Μόνο το άρωμά της


πλανιέται στον χώρο ανακατεμένο με τη μυρωδιά του καφέ και του
καπνού. Να ρωτήσει τους σερβιτόρους; Δεν είναι άσχημη ιδέα.

Οι ελπίδες υπάρχουν για να ναυαγούν. Κανένας δεν γνωρίζει το


παραμικρό. Η επόμενη και η μεθεπόμενη μέρα περνούν σκοτεινές και
τρισάθλιες. ΢το καφέ, το τραπέζι μένει άδειο.

Σην τρίτη μέρα έχει φτάσει στα όριά του. Μήπως αρχίζει να
τρελαίνεται; Δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να την πάθει!

_46
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Επιτέλους, την τέταρτη μέρα ΕΚΕΙΝΗ εμφανίζεται. Με τρόμο


συνειδητοποιεί πόσο αδέξιος έχει γίνει. Σραβάει την καρέκλα με θόρυβο,
παλεύει με τη ζαχαριέρα και το καπάκι πέφτει στον καφέ του, σκορπίζει
στάχτες από το τσιγάρο στο παντελόνι του. Κρυφοκοιτάζει. Ο
σερβιτόρος την πλησιάζει μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια. Η ζήλια τον
κατατρώει αργά και βασανιστικά. Ποιος της στέλνει λουλούδια; Ποιος
τον πρόλαβε;

ΕΚΕΙΝΗ σηκώνεται. Θα φύγει; ΋χι! Σο μπουκέτο είναι ακόμα πάνω


στο τραπέζι. Γιατί να το αφήσει πίσω; Ση βλέπει να έρχεται προς το μέρος
του. ΢αν στρουθοκάμηλος, σκύβει στις σημειώσεις του. Γράφει ό,τι του
κατεβαίνει, σκόρπιες λέξεις, μουτζούρες. Κοιτάζει με τρόπο. ΕΚΕΙΝΗ δεν
είναι πουθενά, τα λουλούδια είναι ακόμα στο τραπέζι. Η ώρα περνάει.
Ανεξήγητα, νιώθει να έχει γίνει περίγελος. ΢ηκώνεται αδέξια. Ο απότομος
θόρυβος της καρέκλας κόβει στη μέση τη συζήτηση των διπλανών. Σον
κοιτάζουν και συνεχίζουν ψιθυριστά.

Ο σερβιτόρος τον προλαβαίνει μπροστά στην περιστροφική πόρτα.

«Κύριε Πέτρο! Σα λουλούδια σας!»

Ανοίγει το στόμα να του πει πως κάποιο λάθος έχει γίνει, αυτά τα
λουλούδια δεν είναι δικά του, δεν το κάνει όμως.

Βουλιάζει ξανά σε μια πολυθρόνα και στριφογυρίζει το μπουκέτο


αμήχανα στα χέρια του. Ένα διπλωμένο χαρτί πέφτει. Σο διαβάζει στην
αρχή με έκπληξη και μετά γελάει, γελάει δυνατά, αδιαφορώντας για το
επιτιμητικό βλέμμα του ρεσεψιονίστ. Σο σημείωμα γράφει ακριβώς αυτά:

«Αγαπητέ κύριε Μανθόπουλε,

ανέκαθεν σας εκτιμούσα σαν συγγραφέα. Ώσπου σε κάποια


συνέντευξη, σας άκουσα, εντελώς απροκάλυπτα, με καμάρι θα έλεγα,
να δηλώνετε πως κλέβετε χαρακτήρες. Όχι από άλλους συγγραφείς
βέβαια, αλλά από την ίδια τη ζωή. Δε σας κρύβω πως μου κεντρίσατε

_47
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

την περιέργεια. Αυτό, ήθελα να το δω από κοντά. Και όχι μόνο! Θα


εφάρμοζα επάνω σας την ήδη δοκιμασμένη μέθοδό σας.
Περιβάλλοντας τον εαυτό μου με το ανάλογο μυστήριο και
αντιγράφοντας τις δικές σας κινήσεις, κατάλαβα το παιχνίδι σας. Σι κρίμα
που δεν μπορέσατε να με εντάξετε σε μια από τις κατηγορίες που
επιφυλάσσετε για τον περίγυρό σας! Δεν καταλάβατε για ποιο λόγο
εισέβαλα απρόοπτα στον «χώρο εργασίας» σας. ΢ας έφερα σε δίλημμα,
σας αποπροσανατόλισα, μην το αρνείστε! Ο σερβιτόρος, αυτός ο ίδιος
που σας παρέδωσε την ανθοδέσμη που τώρα κρατάτε, με ενημέρωσε
πως με αγωνία ρωτούσατε να μάθετε κάποια στοιχεία για μένα. Πώς με
αποκαλέσατε; «Μπλαζέ χομπίστρια ή χαμηλού εισοδήματος
ψαχνόμενη». Με κάνατε να γελάσω. Ξεχάσατε, βλέπετε, την τρίτη
πιθανότητα: «απλά γυναίκα». Κέρδισα το στοίχημα με τον εαυτό μου.
Μπλεχτήκατε στον δικό σας ιστό!»

Έτσι απότομα τελείωνε. Αυτός όμως είχε κάθε λόγο να γελάει, να


γελάει από χαρά και ανακούφιση μαζί. Κάτω από αυτά τα λόγια, ήταν
σημειωμένο ένα νούμερο τηλεφώνου.

Έξω είχε πιάσει ψιλόβροχο. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Ξαφνικά, ήταν
ένας χαζός ερωτευμένος…

_48
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Η ΕΠΙΥΟΙΣΗ΢Η

Ε
ΜΕΝΑ ΜΟΤ ΛΕ΢ ΠΩ΢ Η ΖΩΗ ΢ΣΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ; Αυτά είναι
παραμύθια που ξεφουρνίζουν οι πρωτευουσιάνοι. Και τι να το
κάνω εγώ το οξυγόνο και την πρασινάδα; ΢άμπως είναι οι
γυναίκες σκαρφαλωμένες στα δέντρα και περιμένουν να τις μαζέψεις ή
σάμπως διασκεδάζουμε με τον καθαρό αέρα;

Αυτά κι άλλα πολλά συνέθεταν τις απόψεις του Φρυσόστομου περί


της ζωής στην επαρχία. Αποσπάσματα διατριβής του εικοσιπενταετούς
βίου του με αποδέκτες τα γερόντια που γέμιζαν τα τραπεζάκια του
επαρχιακού καφενείου.

Σο πρόβλημα του Φρυσόστομου, πρόβλημα τόσων νέων


ανθρώπων που κατέληξαν να βράζουν στο καζάνι της πρωτεύουσας.
Ο ίδιος, παρά τα παράπονά του, έμενε πιστός οπαδός της βουκολικής
ζωής. Και ίσως ενδόμυχα έψαχνε για ένα ειδύλλιο σαν αυτό του Σάσου
με την Γκόλφω. Η βοσκοπούλα του όμως δεν έλεγε να φανεί. Κι αν,
αραιά και πού εμφανιζόταν καμιά, ούτε που γύριζε να τον κοιτάξει. Γιατί
οι εν λόγω κόρες ήταν φοιτήτριες που επέστρεφαν Φριστούγεννα και
Πάσχα για να τηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας ή πάλι κάτι
καταξιωμένες επαγγελματίες που περιέφεραν το κοινωνικό τους
γίγνεσθαι στη γη των προγόνων για τυπικούς και μόνο λόγους.

_49
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Φρυσόστομος συλλογιζόταν τα


χρόνια που τον περίμεναν. Αν δεν έπαιρνε δραστικά μέτρα, η ζωή του
όλη θα περνούσε με τα όνειρα και τους δεκάρικους λόγους του καφενέ.
΢ε λίγο έμπαινε ο χειμώνας, ένας χειμώνας για ψυχές μοναχικές, για
ανθρώπους κυκλοθυμικούς. Αυτός όμως ήταν ζωντανός, γερός και
περήφανος για τον εαυτό του.

Εκείνο το φθινόπωρο λοιπόν, ο Φρυσόστομος πήρε μια μεγάλη και


συνάμα παράξενη απόφαση. Να μάθει κολύμπι. Ντροπή του να μη
ξέρει! Θα έκανε όμως εξάσκηση στο ποτάμι, σάμπως και γίνει ρεζίλι αν
κατέβαινε με την πρώτη στην παραλία της γειτονικής πόλης. Και μετά,
μέσα στο καλοκαίρι, όλο και κάποια θα τον πρόσεχε. Δηλαδή, οι άλλοι τι
παραπάνω είχαν από αυτόν;

΢την αρχή, όλα φαινόντουσαν εύκολα. Σο ζήτημα είναι να


συνηθίσεις, έλεγε. Αρχές Οκτωβρίου κι ο καιρός ακόμα γλυκός. Σο
ποταμίσιο νερό βέβαια δεν είχε καμιά σχέση με αυτό της θάλασσας. ΢ε
ορισμένα σημεία του, εκεί που τα δέντρα σχημάτιζαν πυκνή συστάδα,
ήλιος δεν έφτανε σχεδόν. Είχε να υπολογίσει και τα ρεύματα. Παρά τις
όποιες ταλαιπωρίες του όμως, όσο το φθινόπωρο κρατούσε, δεν
υπήρχε τίποτα καλύτερο από το να ξαπλώνει στις μπλεγμένες ρίζες του
τεράστιου πλάτανου, με τα πόδια του να βυθίζονται στην ψιλή άσπρη
άμμο.

Με το που μπήκε ο Νοέμβριος, τα πράγματα άλλαξαν. Έπιασε


απότομο κρύο και η επιφάνεια του νερού κρυστάλλωσε τόπους-τόπους.
Παρ’ όλα αυτά ο Φρυσόστομος δεν το έβαλε κάτω. ΢υνέχιζε το κολύμπι
καθημερινά σχεδόν. Σον Δεκέμβριο όμως το νερό είχε πια παγώσει. Κι
Εσκιμώος να ήταν, δεν θα μπορούσε να αντέξει.

Μ’ εκείνα και με τούτα, τα Φριστούγεννα ήρθαν κι έφυγαν, μπήκε η


καινούρια χρονιά και κόντευαν πια τα Υώτα.

_50
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

«Παραμονή Θεοφανίων» σκέφτηκε ο Φρυσόστομος. «Αύριο θα


ρίξουν τον σταυρό». Κι αυτό του έγινε έμμονη ιδέα. Η ώρα που ο
σταυρός θα χανόταν στο νερό του ποταμού και κάποιοι θαρραλέοι θα
βούταγαν να τον πιάσουν. Η μέρα που μαζευόταν τόσος κόσμος που
δεν είχες τόπο να σταθείς.

΢τα πιο πολλά μέρη, έριχναν το σταυρό δεμένο με σκοινί και τον
τραβούσαν ξανά. ΢τα μέρη του Φρυσόστομου όμως, το έθιμο έμενε
αναλλοίωτο. Κι όσο κι αν αυτό φαινόταν παράξενο και για πολλούς
αναχρονιστικό, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αψηφούσαν το κρύο και, υπό
τις ιαχές της μαρίδας, προσπαθούσαν να ανασύρουν το αγιασμένο
σύμβολο.

Ανήμερα Υώτα. Επιτέλους! Ο Φρυσόστομος το είχε πάρει πια


απόφαση, θα έπεφτε να πιάσει τον σταυρό. Σι το μάθαινε το κολύμπι; Σι
βούταγε βδομάδες ολόκληρες στα παγωμένα νερά; Σο γνώριζε πια απ’
έξω κι ανακατωτά το ποτάμι. Μπορούσε να συναγωνιστεί ως κι εκείνον
τον Αλέξη, το γιο του δάσκαλου -μικρά παιδιά ήτανε φίλοι κολλητοί-
εκείνον ντε που είχε πάρει και χάλκινο μετάλλιο στους περσινούς
πανελλήνιους αγώνες.

«Εσύ πιο γρήγορος, εγώ πιο έξυπνος» σκεφτόταν καθώς πίσω από
ένα δέντρο έβλεπε τον κόσμο να μαζεύεται μυρμηγκομάνι στο ποτάμι,
ενώ οι υποψήφιοι βουτηχτές είχαν φορέσει τα μαγιό τους και περίμεναν,
με το δέρμα τσιτωμένο σαν του κοτόπουλου, το παράγγελμα για να
πέσουν στα νερά.

Ο Φρυσόστομος, αθέατος στην κρυψώνα του, άρχισε να ξεντύνεται


όλο φούρια. Σον είχε ζώσει η αγωνία κι ένιωθε το στομάχι του στο
στόμα. Η φωνή του αρχιμανδρίτη ενωνόταν με αυτές των τριών
παπάδων κι έφτανε μπερδεμένη στα αυτιά του. Ολόγυμνος με το μαγιό
στο χέρι, κάνει να σηκώσει το πόδι του να το φορέσει κι εκεί γίνεται το

_51
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

κακό! Παραπατάει στις κροκάλες της όχθης και πέφτει μονομιάς στο
νερό.

«Αμάν, ρεζίλι θα γίνω» ήταν ό,τι πρόλαβε να σκεφτεί ο


Φρυσόστομος, καθώς άκουσε τον παφλασμό του σταυρού που
χανόταν μέσα στο ποταμίσιο νερό.

Και μετά δεν σκέφτηκε τίποτα άλλο, καθώς βούταγε και ξαναβούταγε
μέχρι τον αμμουδερό βυθό, καθώς ξέμπλεκε τις ρίζες των αιωνόβιων
δέντρων που ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί.

«Κάτι γυαλίζει! Θεέ μου, κάνε να είναι ο σταυρός!» χιλιοπαρακάλεσε ο


Φρυσόστομος μέχρι που βεβαιώθηκε πως τα χέρια του άγγιξαν το
γνώριμο σχήμα, μέχρι που αναδύθηκε στην επιφάνεια κι ένιωσε όλες τις
αχτίνες του ήλιου που μόλις είχε ξεπροβάλει από τα σύννεφα, να
στραφταλίζουν πάνω στο χρυσάφι του σταυρού.

«Σον βρήκα! Σον βρήκα!» φώναξε να τον ακούσουν όλοι καθώς


φίλαγε τον σταυρό.

Σο πλήθος αναταράχτηκε, πολλοί έσκιασαν τα μάτια να δουν


καλύτερα.

«Ποιος είναι;» ρωτούσαν ο ένας τον άλλο.

«Ο Φρυσόστομος! Ο Φρυσόστομος της Παναγούλας!»

Ο Φρυσόστομος είχε φτάσει πια το πλήθος κι ετοιμαζόταν να βγει.


Είχε ξεχάσει ως και τη γύμνια του, έβλεπε μόνο τον παπά Υώτη, τον
παιδικό του εξομολογητή που με δάκρυα στα μάτια τού φώναζε:
«Ευλογημένο να είσαι, τέκνον μου!»

Σότε ακούστηκε η πρώτη φωνή που σκεπάστηκε από άλλες αντρικές,


γυναικείες, παιδικές.

«Είναι γυμνός!»

«Καλέ, αυτός είναι τσίτσιδος!»

_52
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

«Μπράβο σώμα ο Φρυσόστομος!» θαύμασαν οι παλιές


συμμαθήτριες.

«Μια πετσέτα, χριστιανοί!» φώναξε ο παπά Υώτης.

΢χεδόν αμέσως, ο Φρυσόστομος αισθάνθηκε ένα χνουδάτο ρούχο


να τον σκεπάζει, ενώ ο αρχιμανδρίτης ξεπερνώντας την έκπληξή του τον
ευλογούσε.

Κανένας δεν ρώτησε ποτέ πώς ο Φρυσόστομος βρέθηκε γυμνός στο


ποτάμι. Άγνωστες οι Βουλές του Κυρίου. Αυτός που έπιανε τον σταυρό
πάντως έχαιρε γενικής και αναμφισβήτητης εκτίμησης.

_53
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΣΟ ΠΑΛΣΟ

΢τον κόσμο αυτό που ζήσαμε


παρέα τα καπνίσαμε πακέτα τα τσιγάρα
΢τον κόσμο αυτό που ζήσαμε
παρέα ξενυχτήσαμε με μια φωνή λαχτάρα.

Ο
ΦΡΗ΢ΣΟ΢ ΑΠΟΜΕΙΝΕ ΝΑ ΚΟΙΣΑΖΕΙ ΢ΣΨΙΚΑ ΣΟΝ ΑΔΕΙΟ ΣΟΙΦΟ ΑΠΕΝΑΝΣΙ ΣΟΤ

λες και η λερωμένη του επιφάνεια θα του χάριζε την έμπνευση.

Ο Φρήστος, άφραγκος καλλιτέχνης. Μόνο αυτή τη ρημάδα την


έμπνευση διέθετε, με αυτή ζούσε κι ανέπνεε περιμένοντας να ξημερώσει
μια καλύτερη μέρα. Μια δεκάδα τραγούδια ήταν η περιουσία του όλη κι
όλη, και κάτι ψιλά, όσα είχαν απομείνει από την ανάγκη της στιγμής ή
καλύτερα της βαρυχειμωνιάς που τον ανάγκασε να αγοράσει το παλτό.

Δυο βδομάδες χαλβάδιαζε έξω από τη βιτρίνα του μαγαζιού, τόσο


του είχε πάρει μέχρι να αποφασίσει να εξαντλήσει και τα τελευταία
ψίχουλα του ταμείου ανεργίας και να αγοράσει το πανωφόρι που η
θαλπωρή του θα έκανε απόψυξη στο κοκαλωμένο του σώμα, να
κυκλοφορήσει το αίμα στα ξυλιασμένα του δάχτυλα για να μπορέσει να
τελειώσει τα τραγούδια.

_54
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Με μια κίνηση είχε σπρώξει τη βαριά κρυστάλλινη πόρτα βαδίζοντας


ολοταχώς προς τον στόχο του, έρμαιο εν τέλει στα χέρια του υπαλλήλου
που σαν ενοχλητικό έντομο ζουζούνιζε ολόγυρά του ισιώνοντας τα πέτα
και τα μανίκια, εκθειάζοντας την ποιότητα. Και μετά, τραβώντας κατά το
ταμείο, είδε με την άκρη του ματιού του τον Θέμη Καζάζη. Αυτόματα
απόμεινε στήλη άλατος νιώθοντας ταραχή ερωτοχτυπημένου μαθητή.
Φωρίς παρεξήγηση, επρόκειτο για έρωτα επαγγελματικό, αυτή την
ανόσια λαγνεία του στιχουργού προς τον συνθέτη, τον άνθρωπο που
θα ντύσει τα λόγια με μουσική και θα τα κάνει να απογειωθούν στα
ουράνια.

«Κοίτα σύμπτωση!» σκέφτηκε ο Φρήστος με όλη του την προσοχή


στραμμένη στον Καζάζη που δοκίμαζε ένα παλτό όμοιο με το δικό του.

Παρόλο που ο Φρήστος θεώρησε την ευτυχή σύμπτωση σημάδι από


ψηλά, το ξινισμένο ύφος του συνθέτη τον απέτρεψε από το να κάνει τα
δέκα βήματα που τους χώριζαν και να μιλήσει σε αυτόν που η φαντασία
του είχε στεφανώσει με τις δάφνες του σωτήρα.

«Ίσως δεν είναι καλή η στιγμή» μουρμούρισε ελαφρά


αποκαρδιωμένος ενώ το χέρι του μετρούσε και ξαναμετρούσε τα
χαρτονομίσματα στην τσέπη, από φόβο μήπως και κάποιο είχε
παραπέσει και γινόταν ρεζίλι στο ταμείο του καταστήματος.

Με την τεράστια χάρτινη τσάντα παραμάσχαλα -αλήθεια, τι σπατάλη


χαρτιού, με πόσους στίχους θα μπορούσε να το γεμίσει!- ο Φρήστος
κοντοστάθηκε αναποφάσιστος στο ξεροβόρι. Κάτι μέσα του τού έλεγε
να περιμένει, όμως τον είχε πιάσει τρέμουλο από την ταραχή. Σο λίγο
αποθεματικό κουράγιο τον εγκατέλειψε όταν είδε τον Καζάζη να βγαίνει
με μια τσάντα όμοια με τη δική του και να μπαίνει φουριόζος σε ένα ταξί.

Ο Φρήστος ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Καλύτερα που δεν του είχε


μιλήσει. Να του έλεγε τι, μπαρούφες; Θα στρωνόταν να τελειώσει τα
τραγούδια, και μετά θα κανόνιζε να συναντήσει τον συνθέτη.

_55
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Κι έτσι, δεκατέσσερις μέρες μετά την κοσμοϊστορική αγορά, δεν του


έλειπε παρά ένα κουπλέ για να ολοκληρώσει το έργο του. ΢το μεταξύ είχε
μάθει όχι μόνο πού έμενε ο Καζάζης αλλά και όλο το καθημερινό του
πρόγραμμα.

Επιτέλους, το πλήρωμα του χρόνου έφτασε, κι ο Φρήστος έβαλε σε


έναν χοντρό καφετί φάκελο καθαρογραμμένα τα δέκα τραγούδια.
Έγραψε απ’ έξω τη διεύθυνση του Καζάζη κι έμενε μόνο να αποφασίσει
πώς θα έφτανε στα χέρια του συνθέτη. Άλλο να το λες κι άλλο να το
κάνεις! Σώρα που είχε φάει το βόδι, τον γαργαλούσε η ουρά. ΢το τέλος
πήρε την απόφαση να παραδώσει ο ίδιος τον φάκελο, για σιγουριά.

΢τις εννιά το πρωί, ο Φρήστος είχε καρφώσει το βλέμμα ψηλά στο


πολυτελές ρετιρέ του Καζάζη. Πέρασε κάμποση ώρα και δεκάδες άσχετοι
μέχρι ο μουσικοσυνθέτης να βγει και με φούρια να στρίψει την πρώτη
γωνία δεξιά. Σα πόδια του Φρήστου χρειάστηκαν πέντε δευτερόλεπτα έως
ότου πειστούν να ξεκολλήσουν από το έδαφος και να τρέξουν πίσω
από τον συνθέτη που τρία τετράγωνα πιο κάτω έμπαινε σε ένα
πολυτελές καφέ. Ο άμοιρος καλλιτέχνης δείλιασε κι απόμεινε να κοιτάζει
σαστισμένος τους βελούδινους καναπέδες και τα σκαλιστά τραπέζια,
πολυτέλεια τόσο ξένη για αυτόν, τόσο όμως συνηθισμένη στον κύκλο
του μουσικοσυνθέτη. Υιλιά, χειραψίες, αγκαλιές και πειράγματα, ένας
κλειστός κύκλος που δεν έμελλε ούτε να τετραγωνιστεί ούτε να ανοίξει για
τους ασήμαντους.

«Θείο, θα πάρεις ένα λαχείο;» του γέλασε ο πιτσιρικάς με το


ξεδοντιάρικο στόμα.

Σι λαχείο να έπαιρνε, αναρωτήθηκε ο Φρήστος που στην τσέπη του


κουδούνιζαν μερικά ευρώ όλα κι όλα. «Σα λεφτά πηγαίνουν πάντα στα
λεφτά», κατέληξε απογοητευμένος κοιτάζοντας το πάνω-πάνω νούμερο.
14071979, η δική του ημερομηνία γέννησης.

_56
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Ο μικρός λαχειοπώλης έσπρωξε την πόρτα με μια τόλμη που μόνο οι


πολύ νέοι και οι τρελοί διαθέτουν. Ο Φρήστος τον παρατήρησε για λίγο
καθώς στεκόταν πάνω από την παρέα αγνοώντας επιδεικτικά τις
κινήσεις αποπομπής από τους συνδαιτυμόνες.

Αυτός δεν είχε το κουράγιο του πιτσιρικά. Κάνοντας στροφή,


επέστρεψε έξω από την πολυκατοικία του Καζάζη, πλησίασε το
γραμματοκιβώτιο και με θρησκευτική ευλάβεια έριξε τον φάκελο στη
θυρίδα του συνθέτη. ΢αν να είχε αδειάσει ξαφνικά, έσυρε τα βήματά του
μέχρι τη γκαρσονιέρα του, ξάπλωσε κι έπεσε σε λήθαργο.

Ούτε ήξερε να πει πόσες ώρες κοιμόταν. ΋ταν επιτέλους άνοιξε τα


μάτια, ένιωσε το ίδιο κενό, λες και όλη η ζωή είχε στραγγίσει από πάνω
του. Μόνο να περιμένει απόμενε, ένα τηλεφώνημα, μια λέξη.

Οι μέρες έγιναν βδομάδες, χωρίς ειδήσεις. Ο Φρήστος άτολμος από


τη φύση του σε ό,τι αφορούσε το κυνήγι της επιτυχίας, είχε περιοριστεί
να θηρεύει μια θέση υπαλληλίσκου στις αγγελίες των εφημερίδων. Σο
καινούριο του παλτό στεκόταν ατσαλάκωτο απέναντί του να του
χαμογελάει μοχθηρά κοροϊδεύοντάς τον.

Δυο μήνες χωρίς νέα από τον Καζάζη. Να είχε άραγε παραπέσει ο
φάκελος; Αποκλείεται! Σο πιθανό σενάριο ήταν πως οι στίχοι του δεν
άξιζαν δεκάρα τσακιστή, βορά τώρα στους ανέμους και τις βροχές,
σκισμένα χαρτάκια σε χωματερή ή σε κάποιο κάδο ανακύκλωσης.

Ο Φρήστος σηκώθηκε από το κρεβάτι -μήπως και είχε κλείσει μάτι


όλη νύχτα;- να φτιάξει ένα καφέ να στυλωθεί, να πάει στη δουλειά που με
χίλιους κόπους είχε βρει. Άναψε το γκάζι και το ραδιόφωνο μαζί. «Ακόμα
δεν βρέθηκε ο υπερτυχερός του Πρωτοχρονιάτικου Λαχείου!» η
εκφωνήτρια ανακοίνωνε θριαμβευτικά λίγο προτού περάσει στο δελτίο
καιρού. Κούνησε αδιάφορα τους ώμους. Μία καφές, μισή ζάχαρη,
ανακάτεμα, παύση. Σο ραδιόφωνο συνέχιζε τη φλυαρία του. Ο καφές
φούσκωσε, τον έχυσε στο φλιτζάνι. «Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει ο

_57
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

καινούριος δίσκος του Θέμη Καζάζη. ΢την πρώτη βδομάδα της


κυκλοφορίας του έχει γίνει κιόλας πλατινένιος!» ανακοίνωσε η
εκφωνήτρια τόσο περιχαρής λες και η επιτυχία ήταν όλη δική της. Η
καρδιά του Φρήστου έχασε ένα χτύπο, τα χέρια του σφίχτηκαν
σπασμωδικά γύρω από το φλιτζάνι.

«΢το κόσμο αυτό που ζήσαμε παρέα τα καπνίσαμε πακέτα τα


τσιγάρα…»

Μα πώς; Αυτοί οι στίχοι ήταν δικοί του, τα κοκαλωμένα του χέρια


τους είχαν γράψει στο χαρτί! «Μήπως είναι σύμπτωση;» πήγε να
αποκοιμίσει τη συνείδησή του. ΋μως όχι!

Η καρδιά και το μυαλό του Φρήστου γέμισαν φρίκη. Οι στίχοι οι δικοί


του είχαν γίνει τραγούδι χωρίς να τον ρωτήσει κανείς, να τον ειδοποιήσει,
να τον ενημερώσει! Ο θυμός ανέβηκε χολή στον λαιμό του, τα χέρια του
τραντάχτηκαν από το τρέμουλο αδυνατώντας να συγκρατηθούν,
στέλνοντας το περιεχόμενο του φλιτζανιού στον πιο κοντινό εχθρό, το
παλτό που γελούσε με τον πόνο του.

«Πώς υπήρξα τόσο αφελής;» αναρωτήθηκε ο Φρήστος σαν να μη


μπορούσε ακόμα να πιστέψει το εξωφρενικό.

Σο ίδιο απόγευμα άκουγε τον δίσκο που είχε γίνει κιόλας πλατινένιος.
Δέκα τραγούδια δικά του όλα, κι όμως το όνομά του δεν υπήρχε
πουθενά, τη δική του επιτυχία τη χαιρόταν ο Καζάζης, ο κάθε Καζάζης
αυτού του κόσμου που θεωρεί τον εαυτό του έναν μικρό θεό.

Σι μπορούσε να κάνει τώρα; Σους στίχους δεν τους είχε κατοχυρώσει


πουθενά. Ποιος θα τον πίστευε; Να τηλεφωνούσε του Καζάζη; Πού
πήγαινε να μπλέξει; Θα έβαζε ο άλλος κανένα μεγαλοδικηγόρο και θα
του έκανε τον βίο αβίωτο. Γιατί δυο μήνες δεν είχε ζητήσει να μάθει νέα
του συνθέτη; Πώς στέλνεις κύριε ένα μάτσο στίχους και τους παρατάς

_58
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

στο έλεος του Θεού ενώ γνωρίζεις πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο;

Σέλος της εργάσιμης βδομάδας. Παρασκευή απογευματάκι, την ώρα


που οι περισσότεροι σκέφτονται ένα αργόσχολο ραχατλίδικο
΢αββατοκύριακο. Σην ίδια ώρα ο Φρήστος νιώθει μοναχά τον χειμώνα,
τον αέρα να τον περονιάζει και το κορμί του να αποζητάει τη θαλπωρή
του παλτού. Σο καημένο το παλτό που γνώρισε τον θυμό του, εκείνον
τον θυμό που άξιζε να ξεσπάσει στην κασίδα του Καζάζη. Σο καημένο το
παλτό που τον περίμενε στο καθαριστήριο άσπιλο ξανά κι αμόλυντο!

Η κοπέλα ζητάει το απόκομμά του.

«Μην το τυλίξετε! Θα το φορέσω!» της λέει ο Φρήστος και νομίζει πως


εκείνη του ρίχνει ήδη ματιές συμπόνιας.

Βγαίνει έξω, βάζει τα χέρια στις τσέπες, σφίγγει και ξεσφίγγει τα


δάχτυλα, χαϊδεύει με ευγνωμοσύνη τη βελούδινη φόδρα. Θα του
χρειαστούν μερικά δευτερόλεπτα μόνο για να καταλάβει πως πιάνει ένα
χαρτί διπλωμένο στα δύο. Ακόμη και το αρρωστημένο φως της λάμπας
αρκεί για να αναγνωρίσει το λαχείο. 14071979, κοιτάζει σαν χαμένος το
μαγικό χαρτί. Χάχνει ολόγυρα σαν να έχει καταληφθεί από τεταρταίο
πυρετό. «Ακόμη δεν βρέθηκε ο υπερτυχερός του Πρωτοχρονιάτικου
Λαχείου!» η εκφωνήτρια του τριβελίζει το μυαλό.

Προχωράει στα τυφλά, παραπατάει ζαλισμένος μέχρι που βλέπει το


πρακτορείο. ΢ε μιαν άκρη της βιτρίνας τα μαύρα γράμματα σχηματίζουν
έναν και μοναδικό αριθμό. Με οδυνηρή προσπάθεια αποκρυπτογραφεί
τις κουκίδες που του μοιάζουν ξένη γλώσσα.

Γελάει, γελάει δυνατά! 14071979! Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο!


΢αν σε παραζάλη ο νους του γυρίζει πίσω, αναπλάθει μια σκηνή τρεις
μήνες πριν. Ο μικρός λαχειοπώλης, η παρέα που στρογγυλοκάθεται
αδιάφορη στη μιζέρια λίγα μέτρα μακριά, ο άνθρωπος που φοράει το

_59
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ίδιο παλτό. Ο Καζάζης αγοράζει το λαχείο για να ξεφορτωθεί επιτέλους


τον ενοχλητικό μικρό που τους χαλάει την ησυχία, το πετάει αδιάφορα
στη τσέπη του πανωφοριού του. Γιατί να το γυρέψει αλήθεια; Έχει άλλα
στο μυαλό του, ας πούμε πώς να κλέβει τους στίχους των ασήμαντων.

Γελάει, γελάει μοναχός του, καθώς μεμιάς όλα ξεκαθαρίζουν. Σο


παλτό που φοράει δεν είναι το δικό του, είναι του Καζάζη. Κι ο Φρήστος
μακαρίζει την ιδιοτροπία της τύχης που τον έκανε να χρησιμοποιήσει το
καθαριστήριο που ο συνθέτης είχε στείλει το δικό του παλτό.

Άμα κλέψεις από τον κλέφτη, είσαι κι εσύ κλέφτης; Μπορεί! ΋μως το
14071979 δεν έχει πνευματικά δικαιώματα. Και αν ακόμα είχε, δεν τα
κατοχύρωσε κανείς.

«Σώρα το λαχείο είναι δικό μου, μοναχά δικό μου!» Ο Φρήστος γελάει
ακόμα καθώς με μια αποφασιστική κίνηση σπρώχνει τη βαριά γυάλινη
πόρτα του πρακτορείου.

Δημοσιεύτηκε στο 11ο τεύχος του περιοδικού αντί Χ λόγου.

_60
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

ΠΟΤ ΒΡΙ΢ΚΕΣΑΙ ΕΠΙΣΕΛΟΤ΢ ΑΤΣΟ΢ Ο ΣΕΛΕΙΟ΢ ΢ΤΝΣΡΟΥΟ΢;

Ο
ΕΑΤΣΟ΢ ΜΟΤ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΛΙΑΣ΢Ο΢ ΣΩΝ ΑΛΛΩΝ.

Μου έμεινε η φράση, αποκύημα εαρινής λογοπλαστικής


διάθεσης. Εξάλλου, από τον ήλιο πιο λαμπρή είναι και η
καθημερινή επιβεβαίωσή της στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους.

Γιατί τα θέλω μου δεν είναι τα δικά τους;

Θέλω:

Να μπορώ να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ, χωρίς κάποιος να


μου κάνει την ανόητη ερώτηση: «Κοιμάσαι τώρα;»

Να περπατήσω στους δρόμους της πόλης χαζεύοντας άψυχα και


έμψυχα και να μην ακούσω τη μόνιμη επωδό: «Θα μας πατήσει κανένα
αυτοκίνητο έτσι που πηγαίνεις!»

Να κάτσω βράδυ στην αμμουδιά, να κοιτάζω τα αστέρια και να


τρώω παγωτό και να μη φτάσει στα αυτιά μου το: «Γιατί δεν καθόμασταν
σε ένα ζαχαροπλαστείο καλύτερα;»

Να πάρω κάτι σαν εκείνο το παραδοσιακό αγγλικό καλάθι του πικ-


νικ και να βρεθώ σε ένα δάσος, αλλά να μην ακούσω πριν το «θα μας
φάνε οι μύγες βρε παιδάκι μου, άσε τα μικρόβια πια!»

_61
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Να μείνω μέσα κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους γιατί είναι κάποιες


στιγμές που προτιμώ την παρέα του εαυτού μου και να μη
χαρακτηριστώ αμέσως σαν μισάνθρωπος.

Να βολευτώ στον καναπέ και να διαβάζω ποίηση δυνατά χωρίς να


με κοιτάζουν σαν να προσγειώθηκα στη Γη από ξένο πλανητικό
σύστημα.

Να μπορώ όταν οι άλλοι έχουν μπει στη θάλασσα να χαρούν το


μπάνιο τους, να καθίσω στη σκιά και να γράψω με την ησυχία μου
χωρίς να εισπράξω άλλη μία μομφή του τύπου «η ζωή δεν είναι να
γράφεις συνέχεια, την αφήνεις και φεύγει μέσα από τα χέρια σου!»

Να σηκωθώ πολύ πρωί και να αφεθώ στην ανατολή του ήλιου


χωρίς τη νυσταγμένη μουρμούρα «ούτε τα κοκόρια δεν έχουν ξυπνήσει
ακόμη!»

Να απολαύσω τα πανέμορφα χρώματα της δύσης χωρίς το


μονότονο «πάει κι αυτή η μέρα, βράδιασε!»

Να βρέχει και να κάνω μπάνιο στη θάλασσα χωρίς κάποιος να μου


πει «βγες αμέσως από το νερό, κινδυνεύεις από τους κεραυνούς!»

Να είναι τέλος καλοκαιριού και να μαζεύω βατόμουρα χωρίς τη


νουθεσία «πού πας ξυπόλητη στα αγκάθια!» που μεταφράζεται πως
πρέπει να φορέσω τουλάχιστον πανοπλία και να ξεκινήσω για τη
΢ταυροφορία.

Να βάλω μουσική και να χορεύω μόνη μου χωρίς την απορία «έξω
από το σπίτι, δε χορεύεις ποτέ!»

Να μπορώ να ακολουθήσω το δρόμο που θέλω χωρίς να ακούσω


μία ακόμη φορά «δεν πάμε καλά από εδώ, όλος ο κόσμος πηγαίνει από
την άλλη μεριά!»

Να διαβάζω το βράδυ και να μπορώ να βυθιστώ στις λέξεις χωρίς


να είμαι σε αναμονή του «πότε θα σβήσεις επιτέλους αυτό το φως;»

_62
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Να κοιτάζω τον άλλον στα μάτια και να μην ακούω το «γιατί έχεις
αυτό το περίεργο ύφος;»

Να δίνω χωρίς ο άλλος να αναρωτιέται γιατί, αλλά απλά να το


αποδέχεται.

Αυτά είναι τα δικά μου θέλω σημαντικά και ασήμαντα, μικρά και
μεγάλα καθημερινά.

«Ο εαυτός τους είναι ο παλιάτσος τους!» άκουσα από το πουθενά.

Ποιος μίλησε; Γύρισα και κοίταξα το βέλγικο λυκόσκυλό μου.

«Εσύ μίλησες; Μπορεί να είσαι κι ο άλλος μου εαυτός!» γέλασα και


του χάιδεψα το σβέρκο. Σα σκυλίσια μάτια με κοίταξαν με ανυπόκριτη
αγάπη…

Δημοσιεύτηκε στο 32ο τεύχος του περιοδικού Fresh magazine.

_63
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑ΢ ΚΑΙ ΣΟ ΥΕΓΓΑΡΙ

΢
Ε ΕΝΑ ΒΑ΢ΙΛΕΙΟ ΚΑΠΟΤ ΢ΣΟΝ ΚΟ΢ΜΟ ΣΟΤ ΢ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΟΤ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ Ο

βασιλιάς έψαχνε να βρει το διάδοχό του. ΢αν το άκουσαν οι


πρίγκιπες έφτασαν με βιάση, να προλάβουν και να διεκδικήσουν
όλα τα επίγεια. Η επιθυμία του βασιλιά ήταν ανήκουστη. Ζητούσε να του
φέρουν το φεγγάρι!

Άνθρωποι υπερφίαλοι με πλούτη και όλα τα καλά, πρίγκιπες με


παράσημα και πλουμίδια, με στολές χρυσαφιές και ατλαζένιες
εμφανίστηκαν και πέταξαν προς το φεγγάρι με τον πιο εύκολο τρόπο: με
αερόστατα, ελικόπτερα, αεροπλάνα ως και διαστημόπλοια. Γύρισαν
πίσω άπραγοι όλοι, με το κεφάλι κάτω, και ντροπιασμένοι χάθηκαν πάλι
στα δήθεν πριγκιπάτα τους.

Ο βασιλιάς χαμογέλασε πικρά. Λυπόταν, γιατί όταν αυτός θα


αποσυρόταν, όλοι του οι κόποι θα πήγαιναν χαμένοι. Και όχι τίποτα
άλλο, όμως για να διατηρηθεί η ομόνοια και η γαλήνη χρειαζόταν ο
ιδανικός. Προφανώς, αυτό ήταν το ακατόρθωτο, και όχι το να του
φέρουν το φεγγάρι στα χέρια.

Κι εκεί που είχε απελπιστεί, εμφανίστηκε ένας πρίγκιπας που κανένας


δεν ήξερε τον τόπο απ’ όπου ερχόταν. Δεν είπε λέξη στον βασιλιά, -
φαινόταν πως ήταν άνθρωπος που τα λόγια δεν τα είχε για σπατάλη.

_64
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Και τι παράδοξο! Ο βασιλιάς ανακουφίστηκε και είπε να κάνει όση


υπομονή χρειαζόταν μέχρι να γυρίσει ο πρίγκιπας, που ήταν και η
τελευταία του ελπίδα.

Ο πρίγκιπας είχε μόνο τα πόδια του να χρησιμοποιήσει στο μακρύ


του ταξίδι. Πήρε τον δρόμο και περπατούσε μέρες. ΢ταματούσε ελάχιστα,
ίσα για μια ανάσα.

Κάποτε αντίκρισε ένα μεγάλο βουνό και το φεγγάρι στην κορυφή


του.

«Σι περίεργο!» θαύμασε ο πρίγκιπας. «Σο φεγγάρι είναι ολόγιομο!


Πώς γίνεται αυτό;» αναρωτήθηκε ενώ συνέχιζε την δύσκολη ανάβαση.

Σα πόδια του πλήγιασαν από τα αγκάθια, τα χέρια του μάτωσαν από


τα ξερόκλαδα, η αναπνοή του μόλις που ακουγόταν, ώσπου με μια
ύστατη προσπάθεια, έφτασε στην κορυφή. Μεμιάς ξέχασε όλη του την
κούραση καθώς μαγεμένος στύλωσε το βλέμμα στο φεγγάρι. Μια
μυστική συνομιλία ξεκίνησε κι ο πρίγκιπας άπλωσε τα χέρια. Ήταν ιδέα
του ή το φεγγάρι χαμήλωνε προς τη μεριά του;

Αλήθεια ήταν, γιατί το φεγγάρι βρέθηκε ξαφνικά στην αγκαλιά του,


ένας ζεστός φωτεινός δίσκος. Ο πρίγκιπας με δάκρυα στα μάτια το
απίθωσε προσεκτικά στο σάκο του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Κάποτε έφτασε στο παλάτι του βασιλιά, εξουθενωμένος, βρώμικος,


με ρούχα κουρέλια. Οι φρουροί, για να δείξουν ότι άξιζαν τη θέση τους,
δεν τον άφησαν να περάσει προβάλλοντας τα όπλα τους και
απειλώντας. Ακούγοντας τη φασαρία, ο βασιλιάς ενοχλήθηκε και βγήκε
να δει τι γινόταν.

«Σο έφερα!» είπε ο πρίγκιπας, κι ένα εξαντλημένο χαμόγελο


χαράχτηκε στα χείλη του ενώ με χέρια που έτρεμαν, έβγαζε το φεγγάρι
από τον σάκο.

_65
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

΋λα σιώπησαν γύρω, οι φρουροί κοκάλωσαν στη θέση τους, ο


βασιλιάς παρακολουθούσε κρατώντας την αναπνοή του.

Κι εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια, το φεγγάρι έλαμψε δυνατά κι οι


αχτίδες του αγκάλιασαν τον πρίγκιπα ντύνοντάς τον με ασήμι. Οι πληγές
του έκλεισαν και η εξάντληση χάθηκε κι αυτή. Σα μάτια του πρίγκιπα
γέμισαν από το φως του φεγγαριού, ένα φως γεμάτο όλη τη σοφία και
την καλοσύνη του κόσμου.

Σότε, οι πόρτες του βασιλείου άνοιξαν ορθάνοιχτες και πίσω από


αυτές πρόβαλε ο Παράδεισος, ένας Παράδεισος όλος δικός του.

Κάπου ψηλά ή χαμηλά, κάπου εντός μας, είναι ο Παράδεισος, εκεί


που οδηγεί η υπομονή, η επιμονή κι ένα ολόγιομο φεγγάρι.

_66
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

΢ΣΟ ΔΡΟΜΟ

Κ
Ι ΑΝ Ο ΔΡΟΜΟ΢ ΕΙΦΕ ΣΗ ΔΙΚΗ ΣΟΤ Ι΢ΣΟΡΙΑ, ΣΟΤ ΚΤΡΙΑΚΟΤ ΔΕΝ ΣΟΤ ΕΜΕΛΕ ΝΑ ΣΗ
μάθει. ΋ταν του έκαναν έξωση από το σπίτι, θυμήθηκε τις σκηνές
από τις ελληνικές ταινίες που έβλεπε κάποτε στην τηλεόραση. Σα
πράγματά του βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, κουρασμένα, ξεχαρβα-
λωμένα σαν τον ίδιο.Ο κόσμος περνούσε δίπλα από αυτό το σπίτι -
καραβάνι, κοιτούσε με κάτι ανάμεσα σε οίκτο και φρίκη κι έφευγε
βιαστικά.

Ο Κυριάκος περιορίστηκε να βγάλει τις παντόφλες και να φορέσει το


μοναδικό ζευγάρι παπούτσια. Εκεί στη μέση του δρόμου έσκυψε
πασπατεύοντας το γδαρμένο δέρμα του δεξιού. Έχωσε το χέρι στον
πάτο να τον στρώσει και το τράβηξε απότομα λες και μια αόρατη
δαγκάνα μάγκωσε τα δάχτυλά του.

Πετάρισε τα πρησμένα βλέφαρα και παρατήρησε το χαρτονόμισμα.


Πενήντα ολόκληρα ευρώ. Είχε πολύ καιρό να δει τόσο χρήμα, όμως
θυμόταν το χρώμα του, ίδιο με το φόρεμα της Μάγδας, εκείνο μόνο που
έλειψε από την ντουλάπα τη μέρα που η γυναίκα του τον παράτησε. Από
τότε, η ζωή του ρήμαξε, έχασε κάθε ενδιαφέρον. Η στενοχώρια γέμισε
σαράκι την καρδιά του. Ήρθε και το ζάχαρο, κι έριξε άγκυρα να του
κρατάει συντροφιά. Έφταιγε το πάχος, η κληρονομικότητα, το τσιγάρο,

_67
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ένα σωρό άλλα, του είπαν οι γιατροί. Αδυνάτησε, έτσι κι αλλιώς. ΋ταν
έχασε τη δουλειά του, το εισόδημα μειώθηκε δραματικά. ΢υνήθισε να
περνάει με τα εντελώς απαραίτητα και δουλειές του ποδαριού. Έκοψε και
το τσιγάρο, την κληρονομικότητα όμως δε μπορούσε να την πετάξει από
πάνω του. ΢τα χνάρια του πατέρα του…

Να ήταν οι στενόχωρες σκέψεις που του έφεραν τη σκοτοδίνη;


Κούνησε αργά το κεφάλι λες κι έτσι θα καθάριζε η θολή του όραση. Σο
ζάχαρο ήταν ύπουλο. Σο πολεμούσε με χάπια, μετά του είπαν για
ινσουλίνη. Δεν ήθελε να τρυπιέται, ώσπου έφτασε στο απροχώρητο.

Έσφιξε μηχανικά το πενηντάευρο στην παλάμη του -μια αχτίνα στη


δεινότητα της θέσης του- όμως να που δε μπορούσε να αποφασίσει τι
ήθελε να το κάνει. Η αγοραστική του αξία μειωνόταν λεπτό το λεπτό. Σο
καλύτερο θα ήταν να πάρει με τη μία το Κτελ για το χωριό. Από το γάμο
του είχε να πάει. Σι θα τον έκαναν οι συγγενείς; Θα τον πέταγαν στους
δρόμους; Μια δυο μέρες, και μετά θα έβλεπε. Η Μάγδα κάποτε του
μουρμούριζε για τη μίζερη ζωή τους, που είχαν κλειστεί στους τέσσερις
τοίχους, που δεν την άφηνε να πάει να δουλέψει. Είχε κάνει σφάλματα ο
Κυριάκος, το κατάλαβε όταν πήρε πια την κάτω βόλτα. Δεν την είχε
ξαναδεί τη Μάγδα. Ποιος ξέρει τι είχε απογίνει κι εκείνη.

«Γεράματα και κακογεράματα!» μουρμούρισε.

Πενηντάριζε, κι όμως τον έκανες γέρο, έτσι που τον είχε σκεβρώσει η
ταλαιπωρία.

Σο στομάχι του γουργούριζε, παραπονιόταν. Υαγητό του


χρειαζόταν, λίγη καλή τροφή έπειτα από τόσον καιρό. Με κόπο έδεσε τα
κορδόνια του κι έβαλε το χαρτονόμισμα στην τσέπη. Ζαλιζόταν πολύ
τώρα. Η μέρα ήταν γεμάτη φως, τα δικά του μάτια όμως τα βασίλευε η
σκοτοδίνη. Να φάει κάτι. Σο είχε ξεχάσει. Σον έπιασε τρέμουλο. Η
αδυναμία ήταν. Σι να σου κάνει το έρμο το σώμα; Σροφή ζητούσε.
Τπογλυκαιμία, το στόμα του στεγνό, η γλώσσα λάστιχο.

_68
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Πήρε το σακίδιο στην πλάτη κι έσυρε τα πόδια του χωρίς να ρίξει


άλλη ματιά πίσω του. Ας τα έπαιρναν τα πράγματά του οι γείτονες, οι
περαστικοί, ο σκουπιδιάρης. Σίποτα δεν άξιζε, τίποτα δεν είχε σημασία.

Έφτασε στη γωνία, στο μικρό μπακάλικο. Και δίπλα το


ζαχαροπλαστείο. Δεν είχε δυο μήνες που άνοιξε. Σο κοίταξε ερευνητικά.
Γιατί να κάνει ο άλλος μαγαζί πολυτελείας σε αυτή την υποβαθμισμένη
περιοχή; Ο κόσμος όμως αγόραζε γλυκά, απαγορευμένα για τον ίδιο.
Με το ζάχαρο και άδειες τσέπες δεν έπρεπε ούτε να τα σκέφτεται. Σα
έβλεπε στον ύπνο του σε όνειρα μπερδεμένα. Κι ήταν η Μάγδα του εκεί
να τον ρωτάει τι τραβούσε η όρεξή του να του φτιάξει.

Από το χάζι της βιτρίνας, ο Κυριάκος βρέθηκε μέσα στο μαγαζί. Σο


στόμα του γέμισε σάλιο στο θέαμα των λαχταριστών γλυκισμάτων.
Λογάριασε. Ναι, τα λεφτά έφταναν για τα βασικά ψώνια και το εισιτήριο.
Θα περίσσευε κι ένα δεκάευρο, σιρμαγιά. Πλησίασε την προθήκη με τις
πάστες. Σις κοιτούσε σαν να ήταν ένας έρωτας μεγάλος αλλά
απρόσιτος. Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι αποφασιστικά έπιασε το χάρτινο
νόμισμα. Αγόρασε μια σεράνο και μια νουγκατίνα, πήρε τα ρέστα
σχεδόν αδιάφορα. Δυο στενά πιο κάτω ήταν μια ρημαγμένη πρασιά κι
ένα παγκάκι. Κουράγιο να έκανε, να έφτανε εκεί και θα έτρωγε τις
πάστες. Να πάρει τα πάνω του και μετά γραμμή για τα λεωφορεία.

Μερικά βήματα πιο πέρα, δεν άντεξε. Με το νύχι έξυσε το σελοτέιπ κι


άνοιξε το κουτί. Βύθισε το δάχτυλο στη φρέσκια πάστα. Από το στόμα
του Κυριάκου έσταξε μια λεπτή κλωστή σάλιου. Η καρδιά του βρόντηξε
δυο φορές προειδοποιώντας τον. Ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια του,
από μπροστά του. Δεν κατάλαβε το τράνταγμα καθώς το σώμα του
έπεφτε. Σο κουτί με τις πάστες προσγειώθηκε δίπλα του σκορπίζοντας το
περιεχόμενό του. Εκεί, στο δρόμο…

Δημοσιεύτηκε στο 35ο τεύχος του περιοδικού Fresh magazine.

_69
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΞΤΛΟ ΜΑΡΣΤΡΙΟΤ

«Θ
Α ΚΑΕΙ΢ ΢ΣΗ ΥΨΣΙΑ! ΣΟΤΛΑΦΙ΢ΣΟΝ ΜΕΣΑΝΟΗ΢Ε ΚΑΙ Η ΧΤΦΗ ΢ΟΤ ΘΑ

αναπαυτεί εν ειρήνη». Η στιβαρή φωνή του Φόρχε


διαπέρασε την υγρή πέτρα και αντήχησε στα δαιδαλώδη
υπόγεια.

Οι άλλοι δύο άντρες, καλυμμένοι με μαύρους μανδύες, κούνησαν


αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Γνώριζαν ότι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που
αποκήρυτταν την αίρεση και τον ΢ατανά. Η σωτηρία της ψυχής δεν
ενδιέφερε όσους ζούσαν στο σκοτάδι. ΢το νεύμα του Ιεροεξεταστή,
έστρεψαν την πλάτη και χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου.

Ο Φόρχε συνέχισε τον πύρινο λόγο του έως ότου τα βήματα


έσβησαν κι απόμειναν μονάχα οι ήχοι της υγρασίας που έσταζε παντού
και τα αχνοπατήματα των τρωκτικών. Η φιγούρα στον ξύλινο πάγκο
έμενε ακίνητη, παγωμένη σε αυτόν τον ενδιάμεσο σταθμό μεταμέλειας,
στην πραγματικότητα όμως τόπο μαρτυρίου.

Ο Ιεροεξεταστής δεν άφησε το βλέμμα του να σταθεί στη γυναίκα


ούτε λεπτό παραπάνω. Ήταν η τελευταία δοκιμασία και για τον ίδιον και
για εκείνη. Ση φοβόταν αυτή τη στιγμή, τη φοβόταν από την ώρα που
τον όρισαν ως υπεύθυνο να αποσπάσει την ομολογία από τη μάγισσα.

_70
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

Σο παράλογο της κατάστασης του έφερε γέλιο, ένα τρελό γέλιο που
στράβωσε το στόμα του καταπονώντας τα δυνατά χαρακτηριστικά του.

Ση γνώριζε την κατάληξη. Από εκείνο το πρώτο δευτερόλεπτο που


είχε αντικρίσει τη μορφή της Μαριάννας, γνώριζε ότι θα καιγόταν στην
Κόλαση μαζί της. Σο γνώριζε όσο την παρακολουθούσε, τότε που εκείνη
γύριζε ελεύθερη ακόμη αγγίζοντας με τα γυμνά μέλη της τις φτέρες στο
δάσος. Σότε που έβγαινε με το φως του φεγγαριού για να αφιερώσει τη
γύμνια της στους δικούς της θεούς.

Κι αυτός -αφοσιωμένος στον Θεό, τον ένα και μοναδικό- δεν είχε
ξανανιώσει πόθο, επιθυμία που έσκιζε το σώμα του στα δυο. Λιγόλογος,
πάντα αδέκαστος, αναζητητής της καθαρότητας της ψυχής,
προασπιστής της θείας Κρίσης. Ίσως πάλι να μην έφτανε ποτέ να
υποκύψει στις αμαρτίες της σάρκας αν δεν εκτελούσε με τόση συνείδηση
την αποστολή του. Αν δεν επέμενε να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις
της Μαριάννας. Σης μάγισσας, όπως χαρακτήρισαν τόσες πριν, όπως
θα ονομάτιζαν άλλες τόσες μετά.

Γιατί συνέβαιναν όλα αυτά; Μερικές εβδομάδες πριν ο Φόρχε θα είχε


έτοιμη μια απάντηση, όμοια με όσες συνήθιζε να διαβάζει στα
αφοριστικά κείμενα της Θεολογικής ΢χολής.

Γιατί η Μαριάννα ήταν διαφορετική από τους ευσεβείς; Δεν είχε


επισκεφτεί ποτέ την εκκλησία, κανένας δεν την έβλεπε στην αγορά. Ποτέ
δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα με κάποιον περαστικό. Κι όμως… ΋λοι
γνώριζαν με την παραμικρή λεπτομέρεια όσα έκανε. Μερικές βδομάδες
πριν ο Φόρχε πίστευε πως αυτό ήταν το καθήκον του πιστού Φριστιανού.
Σώρα είχε γίνει κι ο ίδιος βλάσφημος θεωρώντας ότι το πραγματικό
θέλημα του Θεού είναι η ελευθερία του ανθρώπου να Σον προσεγγίσει.

Πώς να φτάσεις τον Θεό αν υπακούς τον Κανόνα χωρίς να


αντιλαμβάνεσαι το νόημά του; Η Μαριάννα είχε κατακτήσει τη δική της
ελευθερία. Τπάκουε στους νόμους της φύσης, συνομιλούσε με αυτήν.

_71
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Σο είχε δει με τα μάτια του, το είχε ακούσει με τα αυτιά του. Σην


παρακολουθούσε δύσπιστος στην αρχή. Σα βήματά του αθόρυβα πίσω
της. Εκείνη δε νοιαζόταν για τους ήχους. Σα γυμνά της πέλματα
πατούσαν τα υγρά φύλλα που αναστέναζαν σαν να καλοδεχόντουσαν
το βάρος της, την ίδια στιγμή που και το δικό του σώμα αναστέναζε.
Πέτρωνε και μετά γινόταν υγρό το κορμί του, αίμα και νερό που
χοχλάκιζε έως ότου το μαρτύριο κατέληγε αβάσταχτο. Σότε ήταν που ο
Φόρχε έγερνε το κεφάλι στο πιο κοντινό δέντρο που μπορούσε να κρύψει
τη φθαρτή του ύπαρξη, άπλωνε τα χέρια κι έκοβε μια χούφτα φύλλα να
δροσίσει το πυρωμένο του μέτωπο.

Σώρα δεν ακουγόταν το παραμικρό στο καταραμένο υπόγειο. Και η


ψυχή του Ιεροεξεταστή έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει το σώμα του και να
παρακολουθεί απόμακρη τις τελευταίες στιγμές του δράματος. Αυτή η
ψυχή που είχε ντυθεί άλλον εαυτό και παρακολουθούσε αμέτοχη τις
φιγούρες πάνω στον γδαρμένο πάγκο. Σο ανδρικό κορμί είχε αγκαλιάσει
σφιχτά το γυναικείο.

Ο Ιεροεξεταστής Φόρχε Γκουντιέρες κοιτούσε μέσα από το υγρό


πέπλο της πίκρας που έσταζαν τα μάτια του άνδρα καθώς χάιδευε τα
πληγιασμένα δάχτυλα της γυναίκας, καθώς τα ίδια δάχτυλα
παραμέριζαν τα κουρελιασμένα ρούχα. ΢φάλισε σφιχτά τα βλέφαρα,
όμως ακόμη κι έτσι μπορούσε να διακρίνει την κάθε κίνηση. Αναστέναξε
καρτερικά. Σο σώμα του άρχισε να τρέμει. Ρίγη, συνεχόμενα ρεύματα
ηδονής τον συντάραζαν. Δεν υπήρχε έλεος, δεν υπήρχε. Μπορούσε να
φύγει, να εγκαταλείψει τους δύο κολασμένους. Αφού γνώριζε τι θα
ακολουθούσε, γιατί έπρεπε να το υπομείνει ξανά;

Κάποιος γέλασε σατανικά. Σο αναγνώριζε αυτό το γέλιο ο Φόρχε, το


δικό του ήταν. Δάγκωσε δυνατά τα χείλη του μέχρι που η γεύση του
αίματος πλημμύρισε το στόμα του. Ακριβώς την ίδια στιγμή που πάνω
στον πάγκο, το στόμα της ανδρικής φιγούρας γέμιζε από τη γεύση της

_72
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

λευκής σάρκας που γευόταν αχόρταγο. Μα πότε εκείνα τα κορμιά που


κάθονταν κακομοιριασμένα το ένα δίπλα στο άλλο βρέθηκαν γυμνά,
δυο σώματα που αγκομαχούσαν πάνω στα στρεβλά σανίδια; Ζωώδεις
ήχοι γέμισαν το κελί, βογκητά τρυπούσαν τα αυτιά. ΄

Ο Φόρχε δεν άντεχε άλλο. Άνοιξε τα μάτια του τη στιγμή που ο άλλος
βέβηλος εαυτός του έχυνε καυτό σπέρμα και οργή στο σώμα της
γυναίκας. Σην ίδια στιγμή που τα χέρια του έσφιγγαν τον λαιμό της μέχρι
να της κοπεί η ανάσα και το κορμί να κυλήσει άψυχο στο πάτωμα.
Ορθάνοιχτα ήταν τώρα τα μάτια του Ιεροεξεταστή, σαν τα μάτια εκείνης
που εστίαζαν στο άπειρο. Δεν ήταν η Μαριάννα. Δεν θα μπορούσε να
είναι. Ο Φόρχε Γκουντιέρες, αυτός ο ίδιος, την είχε καταδικάσει σε θάνατο.
Σην είχε δει να καίγεται στη φωτιά δίνοντάς του κατάρα μέχρι να γίνει
ευχή, ευχή μέχρι να γίνει κατάρα.

Σα δύο αντρικά σώματα επιτέλους ενώθηκαν ξανά καθώς η ψυχή


κατανόησε τι ζητούσε ο Θεός. Με κόπο, ο Φόρχε ξέσφιξε το δαχτυλίδι
που φορούσε στον δεξί παράμεσο. Σο άνοιξε και το πλησίασε στα ήδη
πικρά χείλη του. Η γλώσσα του γεύτηκε τους αχνοπράσινους
κρυστάλλους. Σο δηλητήριο θα του χάριζε την αργή, βασανιστική
λύτρωση.

Σο διήγημα «Ξύλο μαρτυρίου» έχει ενταχθεί ελαφρώς παραλλαγμένο


στο μυθιστόρημά μου «Αραμπέλα/Σα όρια της πίστης».

_73
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

ΑΝΕΤ ΢ΗΜΑ΢ΙΑ΢ ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΟ

Η
ΑΜΑΛΙΑ ΚΟΙΣΑΞΕ ΑΝΑΠΟΥΑ΢Ι΢ΣΗ ΣΟ ΞΤΛΙΝΟ ΚΟΤΣΙ ΠΟΤ ΦΛΕΤΑΖΕ ΕΜΠΡΟ΢ ΣΗ΢,
διαχρονική πρόσκληση και τρόμος μαζί. Η οικογένεια του Θωμά
δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, να το ξεφορτωθούν ήθελαν
αφού λήστεψαν ό,τι πολύτιμο πιθανόν περιείχε. Η κλειδαριά της κασέλας
έχασκε εμφανώς παραβιασμένη. Πώς αλλιώς; Σο μοναδικό κλειδί το είχε
περασμένο στην αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό της.

«Πάρτο Αμαλία μου!» της είπε με το που γύρισε από την ξενιτιά -θα
ήταν πια τρία χρόνια- ποτισμένος μέχρι τα κόκαλα τη θάλασσα. «Σι να το
κάνω, Θωμά; Ογδόντα χρονών κοντεύουμε, νισάφι!» του είχε αποκριθεί
και πέταξε ο νους της μισόν αιώνα πίσω, όταν εκείνος έφευγε με μια
χούφτα χώμα της πατρίδας στην τσέπη. ΢τη δεξιά το είχε βάλει, της
αριστερής η φόδρα ήταν ξηλωμένη και δεν είχε προκάμει η Αμαλία να
την καρικώσει. Ποια ήταν εξάλλου αυτή; Να είχαν κάνει έναν αρραβώνα
τουλάχιστον! Είπε όμως πως θα τον περιμένει. Σον κράτησε το λόγο της.
Εκείνος κιότεψε, τον πλάνεψαν τα λιμάνια, κάπου τον πάγωσε ο χρόνος,
έκανε οικογένεια αλλού. ΢τα γράμματα δεν της φανέρωσε το παραμικρό,
σελίδες ανάκατες πόθο και νοσταλγία. Σρελή ήταν που τα πίστευε όλα
αυτά. Η δική της ζωή χαμένη. Πιστή σαν εκείνη την Πηνελόπη κι αντί για
αργαλειό, είχε να κεντήσει ύφασμα αραχνοΰφαντο. Νόμιζε η ανόητη

_74
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

πως μ’ αυτό θα σκέπαζε το νυφικό κρεβάτι. Καθόταν στο στενό


μπαλκόνι κάνοντας τη λεπτοδουλειά. Η φαντασία της γεννούσε ξόμπλια,
τα δάχτυλά της πονούσαν όπως κι η καρδιά της καθώς περνούσαν
κάθε τόσο κι άλλη μεταξωτή κλωστή φτιάχνοντας πουλιά εξωτικά σε
κήπους και σχήματα γεωμετρικά. Μέχρι αργά καθόταν, να σωθεί το
φως. Άφηνε τότε το κέντημα στην άκρη και κοιτούσε τον ουρανό,
μετρούσε τα αστέρια κι έψαχνε να βρει ανάμεσά τους το πρόσωπο του
Θωμά. ΋ταν το ρολόι σήμαινε δέκα φορές, άλλη μια μέρα είχε τελειώσει
για την Αμαλία. Σραβούσε τότε να αποκοιμηθεί μήπως δει όνειρο
σημαδιακό.

«Σι τα γυρεύεις, κοπέλα μου;» μουρμούρισε μορφάζοντας καθώς


τραβούσε παράμερα το ξυλόγλυπτο μπαούλο. «Κοπέλα!» είπε ξανά
μόνη της. Κοπέλα με ογδόντα χρόνια στην καμπούρα της.

Άνοιξε διάπλατα την εξώθυρα και με κόπο έβγαλε την κασέλα στον
κήπο. Κάτω από τις αχτίνες ενός ήλιου που ξεθώριαζε, το κιβώτιο
φανέρωνε πια όλη την ταλαιπωρία που είχε υποστεί από τις συνεχείς
μετακινήσεις και το πέρασμα του χρόνου. Σα σκαλισμένα στολίδια του
έμοιαζαν φτωχά, ίσως και να έφταιγε που η Αμαλία τα έβλεπε με
γερασμένα μάτια. «Εδώ ο άνθρωπος ζαρώνει, εσύ θα γλύτωνες;»
αναστέναξε. Πάει, τα έχανε τα λογικά της! Σώρα μιλούσε σε ένα άψυχο
λες και περίμενε την απάντηση που δεν πήρε ποτέ από τον κάτοχό του.
Μια ψυχή τής απόμενε, ας έβγαινε κι αυτή. Με έναν αναστεναγμό,
ανασήκωσε το καπάκι και το τρίξιμο του ξύλου τάραξε την ησυχία της
απόμερης αυλής. Σο περιεχόμενο δεν άφηνε περιθώρια για εκπλήξεις.
Μα ούτε και συγκίνηση. Σίποτα δεν ένιωσε η Αμαλία καθώς ανόρεχτα
σκάλιζε από δω κι από κει. Άλλα χέρια είχαν προλάβει τα δικά της, μα δεν
την ένοιαζε πια. Σα γράμματα που του έγραφε τόσα χρόνια δεν
βρέθηκαν πουθενά. Ίσως και να τα πέταξαν οι δικοί του. Ένα μπουκέτο
ξερά τριαντάφυλλα ντυμένο ξεφτισμένη κορδέλα μαράζωνε στο

_75
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

σαρακοφαγωμένο πάτο. Σα λουλούδια που δεν της έστειλε ποτέ. Δίπλα


τους, ένα θολό μπουκάλι γεμάτο στρώσεις άμμου, ενθύμιο από τα
πηγαινέλα στις θάλασσες. Άχρηστα μικροπράγματα κουρνιασμένα στο
ξύλο που στέναζε, σημαντικά ίσως για εκείνον τότε. Ποιος ξέρει τι άλλο
φύλαγε εκεί! Ποτέ της δε θα μάθαινε. Κι ήταν αργά πια. Ένα κενό είχε
μέσα της, αδειανή ήταν. Να, σαν εκείνη τη φωλιά κάτω από το
ραγισμένο κεραμίδι. Ακόμη και τα χελιδόνια έφυγαν, την άφησαν μοναχή
στο ρημαγμένο σπίτι. Σι να το έκανε το μπαούλο; Ζούσε αυτό κι εκείνον ο
θάνατος τον είχε πάρει για πάντα μακριά. ΢ουρούπωνε πια. Ας
αποφάσιζε αύριο. Με βαριά βήματα, ανέβηκε τη σκάλα κι έκλεισε ξοπίσω
της την πόρτα της κάμαρής της. Από το ανοιχτό παράθυρο, φύσηξε
ένας πλάνος αέρας. «Χύχρανε ο καιρός!» είπε η Αμαλία καθώς άνοιγε
το τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας. Σα δάχτυλά της ησύχασαν μόνο
σαν χάιδεψαν το λεπτοδουλεμένο ύφασμα. Πήρε το λάφυρο στα χέρια,
ξάπλωσε κρατώντας το σφιχτά. Για λίγο τα φρύδια της έσμιξαν βλοσυρά
λες και χίλιες σκέψεις τριβέλιζαν το νου της. Ώσπου το γεμάτο ρυτίδες
πρόσωπο φωτίστηκε. Η Αμαλία, εφηβοκόριτσο, μεγαλοκοπέλα,
σιτεμένη, γερόντισσα, όλοι οι εαυτοί της μαζί, τυλίχτηκε το σεντόνι της
προίκας σφίγγοντάς το πάνω στα στήθια της που δεν ήταν γραφτό να
ποτίσουν γάλα χείλη μωρού. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας, ψάχνοντας
στον ύπνο της μια ζωή που δεν ήταν η δική της.

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή «Ένα ταξίδι αλλιώς»


από τις εκδόσεις ΢αΐτα.

_76
ΕΤΡΤΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

_77
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΦΘΕ΢

Η ΢ΤΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΣΨΝ
ΠΟ΢Ο ΠΑΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΟ ΧΘΕ΢
ΣΗ΢ ΕΤΡΤΔΙΚΗ΢ ΑΜΑΝΑΣΙΔΟΤ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΢Ε ΧΗΥΙΑΚΗ ΜΟΡΥΗ

ΣΟΝ ΜΑΡΣΙΟ ΣΟΤ 2021 ΢Ε

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟ΢Η΢ ΣΟΤ ΓΙΑΝΝΗ


ΥΑΡ΢ΑΡΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΕΜΕΣΑΙ ΕΛΕΤΘΕ
ΡΑ ΢ΣΟ ΔΙΑΔΙΚΣΤΟ ΤΠΟ ΑΔΕΙΑ

CREATIVE COMMONS (BY-NC-ND)


ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΝΟΙΚΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

_78

You might also like