You are on page 1of 201

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Δέκα χρόνια αφότου ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γνωστός ως ο Νέ-


ος Μνηστήρας ή ο Ωραίος Πρίγκιπας Τσάρλι, προσπάθησε αλλά απέτυχε να
ανακτήσει τον βρετανικό θρόνο για τον Οίκο των Στιούαρτ, ο Ντρου
Κάσλμεϊν επιστρέφει στην Αγγλία για να πραγματοποιήσει τις τελευταίες
επιθυμίες του πατέρα του. Γνωρίζει την Ελίς, μια δυναμική νεαρή γυναίκα,
την καλλονή της νότιας λουτρόπολης του Σκάρμπορο, όμως μια σειρά από
γεγονότα τον εμποδίζουν να εκτελέσει το καθήκον του και να την παρα-
δώσει στο μνηστήρα της. Αντί γι’ αυτό, οι δυο τους ερωτεύονται με πά-
θος...
Αυτή η ερωτική ιστορία διαδραματίζεται τη γεωργιανή εποχή, μισό αιώ-
να πριν από την περίοδο της Αντιβασιλείας, όταν ακόμα συνηθιζόταν οι
άντρες να κουβαλούν σπαθιά και οι γυναίκες να φορούν βαριά κρινολίνα
και πολλά μεσοφόρια το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο. Τα ταξίδια ήταν δυσκολό-
τερα, επίσης, σε κακούς δρόμους και με αργές άμαξες -όπως ο ήρωας και η
ηρωίδα μου ανακαλύπτουν με μεγάλο κόστος.
Ειλικρινά, μου άρεσε πάρα πολύ η αφήγηση της ιστορίας της Ελίς και του
Ντρου· είναι ένα νεαρό ζευγάρι που πρέπει να αγωνιστεί σε αντίξοες συν-
θήκες για να βρει την ευτυχία του, αλλά φυσικά στο τέλος το καταφέρ-
νουν, και ελπίζω ότι θα απολαύσετε το ταξίδι τους όσο το απόλαυσα κι
εγώ γράφοντάς το.
Α, και μια μικρή τελευταία σημείωση: το ειδύλλιο-αστραπή του Ντρου
και της Ελίς άνθισε μέσα σε δύο εβδομάδες. Απίθανο, ίσως σκεφτείτε, ό-
μως μπορεί να συμβεί -εγώ γνώρισα τον δικό μου ήρωα και ήξερα ύστερα
από δύο μόλις εβδομάδες ότι ήταν ο άντρας της ζωής μου. Μόλις γιορ-
τάσαμε σαράντα ένα χρόνια μαζί, άρα πιστεύω ότι μάλλον είχα δίκιο!
Sarah Mallory
ΦΛΕΡΤΑΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ

Μετάφραση: Αντώνης Γιαννούλης

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η Α. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
wvw.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου: Never Trust a Rebel

© 2014 Sarah Mallory

© 2016 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κα-
τόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.

Το λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα


ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών εταιρειών
της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας.

Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη


Harlequin Books S.A. All rights reserved.

Μετάφραση: Αντώνης Γιαννούλης


Επιμέλεια: Όλγα Παπακώστα
Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη

Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι


τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας του συγ-
γραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδή-
ποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοπο-
θεσίες, ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή


περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με
οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης
ή άλλον- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το
Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

ISSN 1108-4324
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 387
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα
Made and printed in Greece
Πρόλογος

Παρίσι, 1756

Το Πορτ Σεντ Ονορέ ήταν, ως συνήθως, γεμάτο ιππήλατα, μεγάλες άμα-


ξες και κάρα με εμπορεύματα, και όλοι βιάζονταν να φτάσουν στον προο-
ρισμό τους προτού βραδιάσει. Ξαφνικά, φωνές και αναστάτωση διέκοψαν
την ομαλή ροή της κυκλοφορίας. Μια ομάδα υπηρετών με λιβρέες φάνηκε
να κατεβαίνει ορμητικά την οδό Σεντ Ονορέ, τραβολογώντας δυο ανθρώ-
πους με ματωμένα πρόσωπα, λασπωμένες ρεντιγκότες και σκισμένες δα-
ντέλες στα μανίκια, απόδειξη ότι είχαν χτυπηθεί άσχημα. Όταν οι υπηρέ-
τες έφτασαν στην πύλη της πόλης, έσυραν τους δυο άντρες έξω και τους
πέταξαν στο πλακόστρωτο.
«Αν έχετε μυαλό, δε θα επιστρέψετε στο Παρίσι, μεσιέ», βρυχήθηκε ένας
από τους υπηρέτες σκουπίζοντας επιδεικτικά τις παλάμες του.
«Ναι, δε μας αρέσουν τα αγγλικά σκυλιά που κλέβουν τον αφέντη μας
στα χαρτιά στο δικό του καρέ», δήλωσε ένας δεύτερος υπηρέτης, ενώ αρ-
κετοί από τους υπόλοιπους κλοτσούσαν με δύναμη τους δυο πεσμένους
άντρες. Ύστερα οι υπηρέτες γύρισαν και ξαναμπήκαν γελώντας στην πό-
λη. Τώρα που η αναστάτωση είχε λάβει τέλος, η κυκλοφορία στην οδό
Σεντ Ονορέ αποκαταστάθηκε. Όλοι περνούσαν πλάι από τους δύο άντρες
χωρίς να γυρίζουν ούτε καν να τους κοιτάξουν.
Ο ένας αγωνίστηκε να στηριχτεί στα γόνατα και τα χέρια του, μένοντας
εκεί για μια στιγμή σαν να αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να σηκωθεί. Τε-
λικά μπόρεσε να σταθεί όρθιος, αν και παραπατούσε. Έπειτα, έσπρωξε
πίσω τα μακριά, απουδράριστα μαλλιά του που έπεφταν στο πρόσωπό
του και γύρισε να βοηθήσει το σύντροφό του.
«Έλα, Χάρι. Νομίζω ότι θα είναι καλύτερα να ακολουθήσουμε τη συμ-
βουλή τους».
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, φίλε μου. Ο δούκας θα φροντίσει να μην εί-
μαστε ευπρόσδεκτοι στο Παρίσι για αρκετό καιρό». Ο Χάρι άγγιξε επιφυ-
λακτικά τα πρησμένα χείλη του. «Δεν ανέχομαι όσους δεν ξέρουν να χά-
νουν».
«Φλέρταρες με την όμορφη Μαριάν. Αυτό ήταν εξαιρετικά απερίσκεπτο
εκ μέρους σου».
«Ντρου, η λαίδη μού έδωσε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο το ελεύθερο να
τη φλερτάρω. Και τι έχεις να πεις για σένα; Η μαντάμ Λε Κλερ ζέσταινε το
κρεβάτι σου τις τελευταίες δύο εβδομάδες».
«Κάποιος έπρεπε να τη διασκεδάζει, αφού ο σύζυγός της λείπει απ’ το
Παρίσι. Δεν ήταν το ίδιο με το να φλερτάρεις την ερωμένη του δούκα κά-
τω από τη μύτη του. Θα έπρεπε να είχες αντισταθεί στον πειρασμό».
«Όχι, αγόρι μου, αυτό δε θα ήταν καθόλου διασκεδαστικό! Μα πού στο
διάβολο είναι η περούκα μου;»
Ο Ντρου σήκωσε την ταλαιπωρημένη περούκα από φυσικό μαλλί και
μετάξι και την έδωσε στο φίλο του. «Και είσαι σίγουρος ότι δε σημάδεψες
τα χαρτιά;» ρώτησε.
«Φυσικά και όχι». Ο Χάρι φόρεσε την περούκα του. «Θα έπρεπε να σε
καλέσω σε μονομαχία γι’ αυτό που είπες», πρόσθεσε μορφάζοντας και έ-
βαλε το χέρι στην πλάτη του. «Ω, πονάει πολύ». Το χαμόγελό του έσβησε
και αντικαταστάθηκε από έκπληξη καθώς παραπάτησε. Έπεσε πάνω στο
σύντροφό του και γέλασε αδύναμα. «Μα το Θεό, φοβάμαι ότι με ξεπά-
στρεψαν, παλιόφιλε».
«Έλα, Χάρι». Ο Ντρου έστυψε την πετσέτα και σκούπισε το κάτωχρο
πρόσωπο του φίλου του. «Έχουμε περάσει και χειρότερα».
Κοίταξε συνοφρυωμένος τον ανήσυχο σύντροφό του που ήταν ξαπλω-
μένος στο κρεβάτι. Και ο ίδιος πονούσε κι είχε μελανιές από τον ξυλοδαρ-
μό τους, αλλά συνερχόταν, ενώ ο Χάρι φαινόταν όλο και πιο αδύναμος και
να πονάει πολύ, καθώς εξασθενούσε η επίδραση του λάβδανου. Είχαν κα-
ταφέρει να φτάσουν σ’ ένα πανδοχείο στην οδό Σεμέν Βερ. Εκεί, η ιδιο-
κτήτρια τους οδήγησε αμέσως σε ένα υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου,
δηλώνοντας ότι η ματωμένη όψη τους θα τρόμαζε και θα έδιωχνε τους
πελάτες της. Ο Ντρου δέχτηκε με ευχαρίστηση τη βοήθειά της και υπο-
ψιάστηκε ότι ήταν ακόμα μία από τις κατακτήσεις του Χάρι. Προς στιγμήν,
εκνευρίστηκε με το φίλο του. Ίσως να μη βρίσκονταν τώρα σε αυτή την
κατάσταση αν ο Χάρι μπορούσε να αντιστέκεται στον πειρασμό να φλερ-
τάρει με όποια όμορφη γυναίκα τύχαινε στο δρόμο του.
Στη διάρκεια αυτής της ατελείωτης νύχτας, το μόνο που μπορούσε να
κάνει ήταν να δροσίζει το πρόσωπο του φίλου του και να του δίνει λάβδα-
νο. Ενδιαμέσως, σκεφτόταν τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί, περιπλα-
νώμενοι στην Ευρώπη. Τρία χρόνια πριν, ο Ντρου αγωνιζόταν να επιβιώσει
σαν μισθοφόρος, πολεμώντας για όποια ξένη δύναμη τον πλήρωνε, αλλά
τότε γνώρισε τον Χάρι Σάλφορντ. Ο Ντρου ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια
μικρότερος του, όμως οι δυο τους είχαν δεθεί με μια στενή φιλία. Ο Χάρι
τον πήρε υπό την προστασία του, του αγόρασε ακριβά ρούχα και του έμα-
θε τα χαρτοπαικτικά καταγώγια της Ρώμης, της Νάπολης και, τελικά, του
Παρισιού, όπου ασκούσαν τις ικανότητές τους στα τυχερά παιχνίδια. Ήταν
τόσο μεγάλη η επιτυχία τους, ώστε ο Ντρου κατάφερε να βάλει στην άκρη
ένα αρκετά σοβαρό ποσό. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ανησυχούσε τόσο που
προς το παρόν δεν είχαν χρήματα. Αυτός ήταν ένας από τους κινδύνους
που αντιμετώπιζε κανείς όταν ζούσε εκμεταλλευόμενος την εξυπνάδα και
το μυαλό του.
Παίζοντας χαρτιά, είχαν βρεθεί στα ίδια τραπέζια με τους πιο πλούσιους
και ισχυρούς ευγενείς της Γαλλίας, στους οποίους όμως δεν άρεσε να χά-
νουν από τους Άγγλους αντιπάλους τους, κι ο Ντρου υπέθετε ότι ήταν α-
ναπόφευκτο πως μια μέρα η τύχη τους θα γύριζε. Το ότι ο δούκας έβαλε να
τους δείρουν και να τους πετάξουν έξω από την πόλη με τόσο ατιμωτικό
τρόπο τον έκανε να νιώθει πικρία, αλλά δεν του κρατούσε κακία. Αυτό ή-
ταν κάτι που είχε μάθει από τον Χάρι, στην πορεία των χρόνων που ήταν
μαζί. Απλώς ξεπερνούσε τις κακοτυχίες, μάθαινε από τα λάθη του και συ-
νέχιζε στην επόμενη πόλη.
Μόνο που αυτή τη φορά όλα έδειχναν ότι ο Χάρι δε θα μπορούσε να με-
τακινηθεί για αρκετό καιρό.
***
Ο Ντρου πέρασε μια άυπνη νύχτα. Κατάφερε να κοιμηθεί μόνο για λίγο
όταν ξημέρωνε και ο Χάρι κοιμόταν πιο ήσυχα, όμως αυτό δεν κράτησε
πολύ. Όσο ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η κατάστασή του άρχισε και πάλι να ε-
πιδεινώνεται. Ο Ντρου πρόσεξε με κάποια ανησυχία ότι ο Χάρι ίδρωνε πο-
λύ και πήρε μια βρεγμένη πετσέτα για να του σκουπίσει το πρόσωπο. Ε-
κείνος τον κοίταξε με κατακόκκινα μάτια και, για μια στιγμή, δεν έδειχνε
να τον αναγνωρίζει. Τελικά, από τα χείλη του βγήκε ένας αναστεναγμός.
«Νομίζω ότι αυτή τη φορά την πάτησα για τα καλά, Ντρου».
«Λίγη ξεκούραση χρειάζεσαι μόνο, παλιόφιλε».
Ο Χάρι δοκίμασε να κινηθεί, μορφάζοντας, και ο Ντρου έπιασε το λά-
βδανο. «Έλα, πιες αυτό, θα σε βοηθήσει να κοιμηθείς».
«Όχι, όχι ακόμα». Ο Χάρι τον έπιασε από τον καρπό. «Πριν απ’ αυτό, υ-
πάρχει κάτι που πρέπει να σου πω».
«Φυσικά. Ο,τι θέλεις».
«Έχω μια κύρη».
«Το ξέρω. Την Ελίς». Ο Ντρου πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει. «Μου
είπες ότι είναι μια καλλονή με σπάνια ομορφιά».
«Ναι, είναι. Την τελευταία φορά που την είδα τελείωνε το σχολείο, όμως
είναι βέβαιο ότι θα έχει γίνει αληθινό διαμάντι, σαν τη μητέρα της». Το
πρόσωπο του Χάρι συσπάστηκε από πόνο. «Η Λιζαμπέτ. Γαλλίδα, ξέρεις.
Όμορφη, μαχητική. Η μόνη γυναίκα που αγάπησα ποτέ. Πέθανε πριν από
αρκετά χρόνια και από τότε την Ελίς τη φροντίζει η θεία της, η αδελφή
μου, η Μάθιους, στο Σκάρμπορο».
«Άρα λοιπόν είναι ασφαλής».
Τα δάχτυλα του Χάρι σφίχτηκαν γύρω από τον καρπό του Ντρου. «Όχι.
Δεν είναι μόνο αυτό. Η τελευταία φορά που την επισκέφτηκα ήταν λίγο
πριν γνωρίσω εσένα. Ο υποκόμης Γουίτλγουντ βρισκόταν στο Σκάρμπορο
για λόγους υγείας και τον συνάντησα σε διάφορα καρέ. Φυσικά, καθίσαμε
στο ίδιο τραπέζι αρκετές φορές».
«Φυσικά», είπε ο Ντρου κοφτά.
«Ο υποκόμης... ε... έχασε. Και κάναμε μια συμφωνία. Θα πάντρευε την
Ελίς με τον μικρότερο γιο του, προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του».
«Τι; Μα αυτό είναι εξωφρενικό».
Το γέλιο του Χάρι σταμάτησε απότομα, εξαιτίας μιας σουβλιάς πόνου.
«Ο Γουίτλγουντ είχε χάσει ένα εξωφρενικό ποσό. Δεν υπάρχει τίποτα κακό
στη συμφωνία μας. Η Ελίς και ο Γουίλιαμ χόρευαν μαζί στη συγκέντρωση
και τα πήγαιναν περίφημα. Ήταν τόσο φρέσκοι και όμορφοι οι δυο τους.
Αυτό μου έδωσε την ιδέα. Το συμφωνητικό έγινε, ο νεαρός έκανε πρόταση
γάμου στην Ελίς, τα πάντα κανονίστηκαν, όμως ο υποκόμης ζήτησε ο γά-
μος να αναβληθεί μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος του. Δε βρήκα κάτι κακό σ’
αυτό. Στο κάτω κάτω, η Ελίς ήταν μόλις δεκαεπτά ετών και είχε ακόμα
πολλά να μάθει για τον κόσμο». Ο Χάρι έβηξε, μόρφασε από τον πόνο και
περίμενε λίγο προτού μπορέσει να συνεχίσει.
«Ο γιος του Γουίτλγουντ έγινε είκοσι ενός ετών πριν από έξι μήνες, αλλά
δεν έκανε καμία κίνηση για να διεκδικήσει την αρραβωνιαστικιά του. Έ-
γραψα στον υποκόμη ότι η υπομονή μου εξαντλούνταν. Ότι θα έπρεπε εί-
τε να κρατήσει το λόγο του, είτε να πληρώσει το χρέος του. Ο Γουίτλγουντ
συμφώνησε ότι θα έπρεπε να του παραδώσω την Ελίς στα τέλη Σεπτέμ-
βρη, στη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όταν θα ενηλικιωνόταν κι εκείνη,
και ότι ο γάμος θα γινόταν μέσα σε έναν μήνα».
«Και τι λέει η κόρη σου για όλα αυτά;» ρώτησε ο Ντρου.
«Τι θα μπορούσε να πει εκτός απ’ το να συμφωνήσει; Ποια κοπέλα με τα
σωστά της θα απέρριπτε την ευκαιρία να συγγενέψει με τους Ρέβερσον;
Είναι μία από τις ισχυρότερες οικογένειες της Αγγλίας. Εξάλλου, πρόκειται
για έναν όμορφο νέο και από τότε οι δυο τους θεωρούσαν ότι ήταν πολύ
ερωτευμένοι. Μη με κοιτάζεις έτσι υπεροπτικά, Ντρου. Ξέρω ότι έχουν πε-
ράσει κάποια χρόνια, όμως η αδελφή μου στο τελευταίο της γράμμα με
πληροφόρησε πως η Ελίς αλληλογραφεί ακόμα με τον Ρέβερσον και εξα-
κολουθεί να θέλει να τον παντρευτεί. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται να γίνει
τώρα είναι να πάει κάποιος τη νύφη στο γαμπρό. Μόνο που δεν περίμενα
ότι θα τίναζα τα πέταλα προτού προλάβω να το κάνω».
«Μη λες ανοησίες. Σε μερικές μέρες θα είσαι μια χαρά».
Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια και κούνησε αδύναμα το χέρι του. «Δε νομίζω,
φίλε μου, όχι αυτή τη φορά. Δε θα μπορέσω να συνοδεύσω την Ελίς στην
καινούργια της οικογένεια, έτσι θα πρέπει να σου ζητήσω να το κάνεις εσύ
για μένα».
«Εγώ!» Ο Ντρου γέλασε ξαφνιασμένος. «Χάρι, εσύ θα έπρεπε να γνωρί-
ζεις καλύτερα απ’ όλους ότι δεν μπορώ να επιστρέψω στην Αγγλία. Είμαι
επικηρυγμένος».
«Μπορείς να αλλάξεις τ’ όνομά σου. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Και πόσα
χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ήσουν στην Αγγλία;
Δέκα; Ποιος θα σε θυμάται;»
«Δεν είναι μόνο αυτό, Χάρι. Αυτά τα δέκα χρόνια έζησα με τη βοήθεια
του μυαλού μου, όχι του σπαθιού μου, κλέβοντας φιλιά απ’ τις συζύγους
και τις κόρες των άλλων. Σαν ένας άσωτος! Είμαι ο τελευταίος στον οποίο
θα έπρεπε να εμπιστευτείς ένα τέτοιο καθήκον».
«Όχι, είσαι ο ιδανικός για να προσέχεις την πολυαγαπημένη μου κόρη».
Η φωνή του Χάρι γινόταν όλο και πιο αδύναμη, αλλά κατάφερε να χαμο-
γελάσει. «Ο λαθροκυνηγός που έγινε θηροφύλακας. Τώρα, βοήθησέ με να
ανακαθίσω. Θα γράψω στην αδελφή μου να παραδώσει την Ελίς στη φρο-
ντίδα σου».
Ο Ντρου προσπάθησε να μεταπείσει το φίλο του, αλλά μάταια. Στο τέ-
λος ζήτησε πένα και μελάνι και βοήθησε τον Χάρι να γράψει το τελευταίο
γράμμα του. Χρειάστηκε πολλή ώρα, καθώς ήταν οδυνηρό για εκείνον να
βρίσκεται σε αυτή τη θέση και λιποθύμησε αρκετές φορές, στο τέλος όμως
η επιστολή γράφτηκε και ο Χάρι έγειρε πίσω κλείνοντας τα μάτια του.
«Ορίστε, έτοιμη». Η φωνή του ήταν αδύναμη σαν ψίθυρος. «Δώσε αυτό
το γράμμα στην αδελφή μου. Εκείνη θα σου βρει όλα τα έγγραφα που σχε-
τίζονται με αυτή την υπόθεση».
«Σώπα, φίλε μου, δε χρειάζεται να μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό το θέμα. Ας
περιμένουμε ως το πρωί».
«Δε νομίζω ότι θ’ αντέξω μέχρι το πρωί. Ο πόνος στα σωθικά μου είναι
φρικτός». Ο Χάρι έδειξε τη ρεντιγκότα που ήταν ακουμπισμένη σε μια κα-
ρέκλα. «Ραμμένα στη φόδρα θα βρεις μερικά έγγραφα και μια συστατική
επιστολή για έναν τζέντλεμαν στη Λυών. Πήγαινε να τον βρεις κι εκείνος
θα σου δώσει τα χρήματά μου».
«Χάρι...»
«Όχι, άφησέ με να τελειώσω». Ο Χάρι πήρε με κόπο ακόμα μια ανάσα.
Το πρόσωπό του ήταν ωχρό σαν παλιά περγαμηνή. «Πάρε ό,τι χρειάζεσαι
για το ταξίδι και δώσε τα υπόλοιπα στην Ελίς στα γενέθλιά της. Είναι η
κληρονομιά της».
«Θα το κάνω, Χάρι».
«Έχω το λόγο σου σαν τζέντλεμαν; Και μη μου αρχίσεις πάλι αυτές τις
ανοησίες ότι είσαι ρέμπελος. Κατάλαβα ότι είσαι τζέντλεμαν από την πρώ-
τη στιγμή που σε είδα».
Ο Ντρου έπιασε το χέρι του φίλου του και φρόντισε να μην προδώσει
ούτε καν με ένα πετάρισμα των βλεφάρων του την απογοήτευσή του για
το πόσο παγωμένο ήταν.
«Έχεις το λόγο μου, Χάρι. Το λόγο ενός ρέμπελου, ό,τι κι αν αξίζει».
«Ωραία». Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του και φάνηκε να χαλαρώνει στα μα-
ξιλάρια. «Τότε, παραδίδω την κόρη μου στη φροντίδα σου».
Μία ώρα αργότερα, ο Χάρι Σάλφορντ ήταν νεκρός.
Κεφάλαιο 1

«Μις Σάλφορντ, πέφτω στα πόδια σας. Είμαι σκλάβος σας!»


Η Ελίς κοίταξε τον παχουλό τζέντλεμαν που ήταν γονατισμένος μπρο-
στά της. Η κακοπουδραρισμένη περούκα του δεν κατάφερνε να καλύψει
πλήρως τα ανακατεμένα, ξανθά μαλλιά του.
«Δε χρειάζεται, κύριε Σκόρτον. Δεν μπορώ να σας δώσω ελπίδες, αφού
είμαι αρραβωνιασμένη με άλλον, όπως πολύ καλά γνωρίζετε».
Η Ελίς προσπάθησε μάταια να σταματήσει το χαμόγελο που σχηματιζό-
ταν στα χείλη της. Ο τζέντλεμαν, που εκείνη τη στιγμή είχε σηκώσει το
βλέμμα του και την κοιτούσε, είδε τα χείλη της να συσπώνται και σηκώ-
θηκε με κόπο. «Είστε πολύ σκληρή, όμορφη δεσποσύνη. Αφού δεν είχατε
πρόθεση να ανταποκριθείτε στο ενδιαφέρον μου, γιατί δεχτήκατε να βγεί-
τε έξω μαζί μου;»
Ναι, γιατί το είχε κάνει;
Η Ελίς το σκέφτηκε. Δε θα μπορούσε να αρνηθεί ότι στο σαλόνι έκανε
πολλή ζέστη και είχε πολύ κόσμο, όμως ήταν αρκετοί οι τζέντλεμαν που
προσφέρθηκαν να τη συνοδεύσουν στη βεράντα. Γιατί λοιπόν προτίμησε
τον κύριο Σκόρτον;
Επειδή ήταν ο λιγότερο εμφανίσιμος από τους πολλούς θαυμαστές της
κι εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να τον λυπηθεί. Δε θεωρούσε τον εαυ-
τό της ματαιόδοξο, αλλά την αποκαλούσαν συχνά όμορφη, κι έτσι υπέθε-
τε ότι αυτό ήταν αλήθεια. Οι αναλογίες της ήταν καλές, κι υπήρχε κάτι στα
σκούρα καστανά, σγουρά μαλλιά της, στα καστανά μάτια της και στο οβάλ
πρόσωπο της που έμοιαζε να έλκει τους άντρες. Κάθε είδους άντρες, πα-
ντρεμένοι ή ανύπαντροι, νέοι ή γέροι, μαζεύονταν γύρω της. Της έκαναν
κομπλιμέντα, την πείραζαν, φλέρταραν μαζί της. Εκείνη ανταποκρινόταν
με ευχαρίστηση σε όλους, γνωρίζοντας ότι ήταν ασφαλής από κάθε είδους
σοβαρό φλερτ, αφού ήταν αρραβωνιασμένη με τον εντιμότατο κύριο Γου-
ίλιαμ Ρέβερσον, νεότερο γιο του υποκόμη Γουίτλγουντ, και επρόκειτο να
τον παντρευτεί. Οι θαυμαστές της γνώριζαν για τον αρραβώνα της, κι έτσι
ικανοποιούνταν με την απόλαυση που τους πρόσφερε ένα ελαφρύ φλερτ
και μερικά διασκεδαστικά πειράγματα με μια όμορφη, νεαρή λαίδη. Όλα
ήταν εντελώς ακίνδυνα.
Ωστόσο φαινόταν ότι ο κύριος Σκόρτον, με την πομπώδη συμπεριφορά
και την περούκα που δεν εφάρμοζε καλά στο κεφάλι του, είχε γοητευτεί
τόσο πολύ από εκείνη, ώστε δεν του αρκούσε να της φιλάει το χέρι και να
της ψιθυρίζει ανόητα κομπλιμέντα στο αυτί. Αντίθετα, είχε το θράσος να
της κάνει πρόταση γάμου!
Αυτό ήταν ένα ωφέλιμο μάθημα, ένα μάθημα που δυστυχώς ήξερε ότι
θα έπρεπε να είχε ήδη μάθει, αλλά τι μπορούσε να κάνει μια κοπέλα όταν
οι άντρες ήταν αρκετά ανόητοι ώστε να τη βομβαρδίζουν με τα κομπλιμέ-
ντα και το θαυμασμό τους; Παρ’ όλα αυτά, δεν επιθυμούσε να στεναχω-
ρήσει κανέναν και αντιλαμβανόταν ότι θα έπρεπε να ήταν πιο επιφυλα-
κτική στο μέλλον. Χαμογέλασε μελαγχολικά και πρόσφερε το χέρι της
στον κύριο Σκόρτον.
«Μα, κύριε, βγήκα μαζί σας για να πάρω λίγο καθαρό αέρα, τίποτα πε-
ρισσότερο. Αν όμως σας έδωσα ψεύτικες ελπίδες, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό.
Ας μείνουμε φίλοι, κύριε».
Ο κύριος Σκόρτον κράτησε τα δάχτυλά της ανάμεσα στις παχουλές πα-
λάμες του.
«Α, είστε τόσο καλή, τόσο γενναιόδωρη. Δεν μπορώ να σας αφήσω να
φύγετε χωρίς να προσπαθήσω να σας πείσω να σκεφτείτε σοβαρά την
πρότασή μου», είπε και, πριν η Ελίς καταλάβει τι σκόπευε να κάνει, την
τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Κύριε Σκόρτον, ειλικ...»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της, και ο Σκόρτον σφράγισε τα
χείλη της μ’ ένα φλογερό φιλί. Μπορεί να είχε το ίδιο ύψος μ’ εκείνη και να
ήταν παχουλός, όμως ο κύριος Σκόρτον, παραδομένος στη φλόγα του πά-
θους του, υποδεικνυόταν απίστευτα δυνατός. Δεν μπορούσε να ξεφύγει
από τη λαβή του, ένιωθε να συντρίβεται στο στέρνο του και της ήταν αδύ-
νατον ακόμα και να του δώσει μια γερή κλοτσιά στο καλάμι, αφού την ε-
μπόδιζαν οι πτυχές της μαύρης φούστας της.
Τράβηξε το κεφάλι της και αναρίγησε όταν ένιωσε τα υγρά χείλη του
στο μάγουλό της.
«Πώς τολμάτε, κύριε, έχω πένθος!»
«Και η θλίψη σας σας κάνει ακόμα πιο ακατανίκητη». «Αρκετά, κύριε,
αφήστε με!»
Δεν περίμενε ότι ο Σκόρτον θα υπάκουγε, γι’ αυτό και αιφνιδιάστηκε
όταν ξαφνικά βρέθηκε ελεύθερη.
Παραπάτησε προς τα πίσω και κρατήθηκε από την κουπαστή της βερά-
ντας. Αμέσως μόλις ξαναβρήκε την ισορροπία της, σήκωσε το κεφάλι της
με σκοπό να τα ψάλει για τα καλά στον κύριο Σκόρτον, αλλά συγκρατήθη-
κε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον μόνοι.
Ένας μελαχρινός άγνωστος άντρας στεκόταν ανάμεσα σ’ εκείνη και τον
κύριο Σκόρτον, που κρατούσε το λαιμό του.
«Για το Θεό, κύριε», ψέλλισε ο Σκόρτον. «Παραλίγο θα με πνίγατε».
«Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να σε απομακρύνω απ’ τη λαίδη, και τα δά-
χτυλά μου στο σβέρκο σου αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά».
Ο Σκόρτον έγινε κατακόκκινος στο άκουσμα της παγερής απάντησης
του αγνώστου.
«Τότε, θα πρέπει να λογοδοτήσετε γι’ αυτό. Ονομάστε τους μάρτυρές
σας, κύριε».
Ο κύριος Σκόρτον έπιασε τη λαβή του σπαθιού του και όρθωσε το κάθε
άλλο παρά εντυπωσιακό ανάστημά του. Η Ελίς δε θα μπορούσε να μην
προσέξει ότι ήταν αρκετά πιο κοντός από τον ψηλό άγνωστο.
«Μη γίνεσαι ανόητος», απάντησε παγερά ο άγνωστος άντρας. «Είμαι ο
κηδεμόνας της κοπέλας».
Ακούγοντάς τον ο κύριος Σκόρτον σώπασε, αλλά από τα χείλη της Ελίς
βγήκε μια μικρή κραυγή. Οι δύο άντρες κοίταξαν προς το μέρος της, όμως
ήταν ο άγνωστος που μίλησε, απευθυνόμενος στον κύριο Σκόρτον με έναν
τόνο κουρασμένο, σαν να βαριόταν.
«Προτείνω να φύγετε, κύριε, προτού σας σπάσω τη μύτη, ώστε να ται-
ριάζει με τον πονεμένο λαιμό σας».
Ο κύριος Σκόρτον δίστασε ελάχιστα προτού γυρίσει και φύγει βιαστικά.
Ο άγνωστος στράφηκε προς την Ελίς. Η διαίσθησή της της έλεγε να οπι-
σθοχωρήσει, όμως πίσω της βρισκόταν η κουπαστή και έτσι ήταν παγι-
δευμένη.
«Κρατηθείτε μακριά μου», είπε και τέντωσε το χέρι της.
Ο άγνωστος είχε την πλάτη γυρισμένη στο φως που έβγαινε από τα πα-
ράθυρα του σαλονιού, κι έτσι η Ελίς δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του
και ένιωθε μια ανεξήγητη ανησυχία. Ήταν μεγαλόσωμος και στεκόταν α-
πειλητικά ανάμεσα σ’ εκείνη και στην ασφάλεια του σπιτιού. Αισθάνθηκε
κάπως ενοχλημένη που ο επίδοξος μνηστήρας της το έβαλε τόσο εύκολα
στα πόδια και την άφησε να αντιμετωπίσει μόνη της αυτό τον άντρα.
Ο άγνωστος δεν έκανε καμία κίνηση προς το μέρος της, όμως η σιωπή
του ήταν εξίσου τρομακτική. «Δεν έχω ιδέα ποιος είστε», του είπε απότο-
μα.
«Ντρου Μπάστιον», απάντησε ο μυστηριώδης άντρας κοφτά, χωρίς καν
να υποκλιθεί ή να προσθέσει «Στις υπηρεσίες σας». «Σας έγραψα από τη
Γαλλία για να σας πληροφορήσω για το θάνατο του πατέρα σας και για το
ότι με όρισε κηδεμόνα σας».
«Δε μου χρειάζεται κηδεμόνας».
«Απ’ ό,τι μόλις είδα, νομίζω ότι σας χρειάζεται», απάντησε ο Ντρου.
«Ξαφνιάστηκα όταν ήρθα και βρήκα το σπίτι γεμάτο κόσμο».
«Η θεία μου οργάνωσε αυτή τη συγκέντρωση εβδομάδες πριν και απο-
φάσισε ότι δε θα έπρεπε να ακυρωθεί. Όταν μάθαμε για το θάνατο του
πατέρα μου, ξεκαθαρίσαμε ότι δε θα υπήρχαν μουσική και χορός».
«Θα έπρεπε επίσης να είχατε ξεκαθαρίσει ότι δε θα υπήρχε και φλερτ».
«Εγώ δεν...»
«Σε παρατηρούσα από τη στιγμή που μπήκα στο σπίτι», την έκοψε ο
Ντρου. «Ήσουν συνεχώς περιτριγυρισμένη από τζέντλεμαν και η συμπε-
ριφορά σου, ο τρόπος που κρατούσες τη βεντάλια σου δεν ταίριαζαν κα-
θόλου σε μια κόρη που πενθεί τον πατέρα της».
Ο Ντρου έκανε μια παύση και συγκράτησε την οργή του. Ο θάνατος του
Χάρι ήταν ακόμα πολύ πρόσφατος, κι αυτή η έλλειψη σεβασμού ήταν ε-
ξωφρενική. Ωστόσο δεν ευθυνόταν η μις Σάλφορντ που οι άντρες έκαναν
ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν την εύνοιά της. Ήταν μια μελαχρινή καλ-
λονή, όπως ακριβώς του την είχε περιγράφει ο Χάρι. Λαμπερή, αυτή ήταν η
λέξη που του ερχόταν στο μυαλό, παρά το πένθος της. Ήταν καλυμμένη
σαν Ιησουίτης με ένα ολόμαλλο μαντό, όμως το μαύρο χρώμα του απλώς
τόνιζε την πορσελάνινη, αψεγάδιαστη επιδερμίδα της, στην οποία δεν υ-
πήρχε ίχνος πούδρας ή μακιγιάζ.
Του τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σαλόνι.
Υπό άλλες συνθήκες θα την είχε πλησιάσει και θα προσπαθούσε να της κε-
ντρίσει το ενδιαφέρον, γιατί δε χωρούσε αμφιβολία ότι ένιωσε ευθύς ε-
ξαρχής μια έντονη έλξη για την εξαιρετική σιλουέτα της και τα υπέροχα,
σγουρά μαλλιά της, που είχαν τη στιλπνότητα του εβένου. Κατάλαβε όμως
αμέσως ότι ήταν η κόρη του Χάρι, και η τιμή του δε θα του επέτρεπε να
φλερτάρει με μια λαίδη που βρισκόταν υπό την προστασία του. Ωστόσο
ήταν σαφές ότι οι υπόλοιποι άντρες που βρίσκονταν εκεί είχαν μαγευτεί
εξίσου και δε δεσμεύονταν από ανάλογους περιορισμούς.
Όχι, δεν μπορούσε να κατηγορήσει την Ελίς επειδή τραβούσε την προ-
σοχή των αντρών, μπορούσε όμως να την κατηγορήσει για τον τρόπο με
τον οποίο ανταποκρινόταν στο ενδιαφέρον τους. Και τι σκεφτόταν η κυ-
ρία Μάθιους όταν επέτρεπε να γίνει μια τέτοια συγκέντρωση, μόλις τρεις
μήνες μετά το θάνατο του αδελφού της; Φυσικά βρίσκονταν στην ευημε-
ρούσα λουτρόπολη του Σκάρμπορο και όχι στο Παρίσι, αλλά ήταν βέβαιο
ότι οι κοινωνικοί κανόνες στην Αγγλία δεν μπορεί να είχαν αλλάξει τόσο
ριζικά στο διάστημα της απουσίας του. Η Ελίς, λες και διάβασε τις σκέψεις
του, σήκωσε περήφανα το κεφάλι και τα σκούρα μάτια της έλαμψαν, σαν
να τον προκαλούσαν.
«Δίνουμε ένα ήσυχο σουαρέ, κύριε, όπως αρμόζει σ’ ένα σπίτι στο οποίο
υπάρχει πένθος. Οι καλεσμένοι βρίσκονται εδώ αποκλειστικά και μόνο για
να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους».
Ο Ντρου χαμογέλασε. «Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεσή σας, αλλά οι τζέ-
ντλεμαν που είχαν μαζευτεί γύρω σου έκαναν πολύ περισσότερα από το
να εκφράζουν τα συλλυπητήριά τους, κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να τους
αποθαρρύνεις».
«Αυτό είναι εξωφρενικό. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μου λέτε τέτοια
πράγματα!»
Ο Ντρου αγνόησε το ξέσπασμά της. «Κι ύστερα βγαίνω στη βεράντα και
σε βρίσκω να φλερτάρεις χωρίς καμία ντροπή στα σκοτάδια. Μα την αλή-
θεια, είσαι ίδια ο πατέρας σου».
«Πώς τολμάτε να κακολογείτε τον πατέρα μου, αυτό τον άγιο άνθρω-
πο!» Τα σκούρα καστανά μάτια της Ελίς έλαμψαν θυμωμένα, όμως ο
Ντρου ένιωσε την οργή του να υποχωρεί. Ξαφνικά, το διασκέδαζε.
«Ο πατέρας σου ήταν πολλά πράγματα, ανάμεσα σ’ αυτά και καλός μου
φίλος, μις Σάλφορντ, όμως δεν ήταν άγιος». Σκέφτηκε ότι η Ελίς θα τον
χαστούκιζε γι’ αυτό που είχε πει, αλλά, αν και τα μάτια της άνοιξαν διά-
πλατα και το πρόσωπό της κοκκίνισε ακόμα περισσότερο από οργή, τον
κοιτούσε σιωπηλή. Πρόσεξε το αγανακτισμένο βλέμμα της, τη σκιά της
αμφιβολίας στην έκφρασή της. Άρα λοιπόν γνώριζε κάποια πράγματα για
τη ζωή του πατέρα της. Όμως δε βρισκόταν εκεί για να τσακωθεί μαζί της.
Όταν μίλησε ξανά, προσπάθησε να ακουστεί πιο ήρεμος. «Αρκετά με όλα
αυτά, μις Σάλφορντ. Τι θα έλεγες να πάμε μέσα και να βρούμε τη θεία
σου;»
***
Η Ελίς, ύστερα από έναν μικρό δισταγμό, ακούμπησε την παλάμη της
στο μπράτσο που της πρόσφερε. Άντριου Μπάστιον. Θυμόταν τώρα ότι η
θεία της ανέφερε το όνομά του όταν διάβασε το γράμμα του, όμως εκείνη
δεν το πρόσεξε, όπως δεν είχε προσέξει και ότι ο πατέρας της τον όρισε
κηδεμόνα της. Σοκαρίστηκε τόσο από την είδηση του ξαφνικού θανάτου
του. Από τότε που πέθανε η μητέρα της, δώδεκα χρόνια πριν, έβλεπε τον
πατέρα της σποραδικά και για πολύ σύντομες περιόδους. Έκανε την εμ-
φάνισή του γελαστός και θορυβώδης, με υπέροχα δώρα για εκείνη και τη
θεία της, κι έπειτα εξαφανιζόταν πάλι, για μήνες ή και για χρόνια. Είχε γίνει
μια μακρινή μορφή, πολύ σημαντική αλλά όχι απολύτως πραγματική. Γι’
αυτό της φαινόταν τόσο άβολο να πενθήσει βαθιά έναν πατέρα που γνώ-
ριζε ελάχιστα.
Όμως αυτό δε σήμαινε ότι θα έπρεπε να συγχωρήσει τον Άντριου Μπά-
στιον που την είχε κατσαδιάσει με τόσο έντονο τρόπο. Η φωνή της συνεί-
δησής της της ψιθύριζε πως ίσως και να της άξιζε η κατσάδα του, αλλά δεν
ήταν συνηθισμένη να την επικρίνουν. Η μητέρα της πάντα την κακομάθαι-
νε και η θεία της ήταν τόσο καλόβολη ώστε δεν προσπαθούσε ποτέ να την
ελέγξει. Το ίδιο ίσχυε και με τους κυρίους που γνώριζε. Από την πρώτη
στιγμή που τελείωσε το σχολείο αντιλήφθηκε το θαυμασμό τους. Ακόμα
και οι ηλικιωμένοι φίλοι της θείας της την κοιτούσαν επιδοκιμαστικά.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε το συνοδό της καθώς έμπαιναν στο φω-
τισμένο σαλόνι. Αφού ήταν φίλος του πατέρα της, είχε υποθέσει ότι θα
ήταν συνομήλικός του. Ξαφνιάστηκε καταλαβαίνοντας ότι ήταν πολύ νεό-
τερος -αρκετά χρόνια πριν τα τριάντα, όπως υπολόγιζε. Ο Μπάστιον, σαν
να διαισθάνθηκε το βλέμμα της, την κοίταξε, κι εκείνη διαπίστωσε ότι ή-
ταν επίσης εξαιρετικά όμορφος. Ένιωσε κάτι, μια έλξη ανάμεσά τους, και
έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού, τρομαγμένη από το ξαφνικό, ανε-
ξήγητο αίσθημα που την κυρίευσε. Ήταν σαν να γνώριζε πάντα αυτό τον
άντρα. Πράγμα που δε θα μπορούσε να συμβαίνει. Δεν τον είχε ξαναδεί
ποτέ, παρόλο που η μορφή του χαράχτηκε πλέον στη μνήμη της.
Το πρόσωπό του ήταν λεπτό, τα φρύδια του ίσια και σκούρα και τα μά-
τια του γαλάζια και διαπεραστικά. Το σκούρο μπλε, κεντημένο με ασημέ-
νια κλωστή, βελούδινο πανωφόρι του ακολουθούσε τις γραμμές του μυώ-
δους κορμιού του και ήταν στολισμένο με λευκή δαντέλα στα πέτα και
στους καρπούς. Τα ρούχα του ήταν αναμφισβήτητα η τελευταία λέξη της
μόδας και απέπνεε έναν χαρακτηριστικό γαλλικό αέρα. Παρότι δε φορού-
σε περούκα και τα ανοιχτά καστανά μαλλιά του ήταν απουδράριστα και
πιασμένα με μια απλή μαύρη κορδέλα, τον έβρισκε πολύ κομψό και με πε-
ρισσότερο στυλ από τους υπόλοιπους άντρες που βρίσκονταν εκεί εκείνο
το βράδυ.
Ένιωσε να πλημμυρίζει από αγανάκτηση. Δε θα ήταν καλό να του επι-
τρέψει να αντιληφθεί τη γνώμη που είχε για εκείνον, ειδικά όταν την είχε
αποδοκιμάσει τόσο έντονα. Σίγουρα όμως η αποδοκιμασία του δε θα
διαρκούσε πολύ, σωστά; Θα μαλάκωνε όταν τη γνώριζε καλύτερα. Στο
κάτω κάτω, δεν είχε γνωρίσει ακόμα κανέναν άντρα που να ήταν απρό-
σβλητος στα θέλγητρά της. Έριξε ακόμα μια ματιά στο μυώδες κορμί του
συνοδού της κι αισθάνθηκε να γεννιέται μέσα της μια μικρή αμφιβολία.
Ήταν βέβαια αλήθεια ότι δεν της είχαν λείψει ποτέ οι θαυμαστές, όμως
πρώτη φορά θα δοκίμαζε να γοητεύσει έναν άντρα. Κούνησε το κεφάλι
απογοητευμένη με την ανοησία της. Δεν προσπαθούσε να τον γοητεύσει,
απλώς να τον κάνει να τη συμπαθήσει. Έβαλε στην άκρη την αγανάκτησή
της και προσπάθησε να δώσει στη φωνή της έναν φιλικό τόνο.
«Είστε πράγματι ο κηδεμόνας μου, κύριε Μπάστιον;»
«Είμαι. Ο πατέρας σου σε άφησε στη φροντίδα μου. Έχω μαζί μου έγ-
γραφα που αποδεικνύουν την ταυτότητά μου, αν θέλεις να τα δεις».
«Ζητώ συγγνώμη, δεν ήθελα να σας αμφισβητήσω, όμως, όταν διαβά-
σαμε το γράμμα σας, πε... περίμενα κάποιον μεγαλύτερο».
«Είμαι είκοσι έξι ετών και αρκετά μεγάλος ώστε να μην ξεγελιέμαι από
τα κόλπα και τα τεχνάσματά σου».
Η λάμψη στα γαλάζια μάτια του έκανε τα μάγουλα της Ελίς να κοκκινί-
σουν ακόμα περισσότερο. Αναρωτήθηκε αν είχε μαντέψει τις σκέψεις της.
Μπήκε στον πειρασμό να διαμαρτυρηθεί, όμως η αλήθεια ήταν ότι προ-
σπαθούσε να τον γοητεύσει και αποφάσισε πως θα ήταν πιο συνετό να
παραμείνει σιωπηλή μέχρι να καταλάβει τι μέρος του λόγου ήταν ο κύριος
Άντριου Μπάστιον.
Τον πήγε στη θεία της, που τους υποδέχτηκε χαρούμενα.
«Ώστε τη βρήκατε, κύριε Μπάστιον. Ήταν στη βεράντα, όπως υποθέτα-
με;»
«Εκεί ήμουν, θεία», έσπευσε να απαντήσει η Ελίς, ώστε να μην προλάβει
να το κάνει ο συνοδός της. «Είχα βγει να πάρω λίγο αέρα και ο κύριος
Σκόρτον ξέχασε εντελώς τους καλούς του τρόπους». Δεν μπόρεσε ν’ αντι-
σταθεί και να μη ρίξει μια κλεφτή ματιά στον Άντριου Μπάστιον. Δε θα
έπρεπε να πιστέψει ότι συνήθιζε να φλερτάρει. «Μου έκανε πρόταση γά-
μου».
«Αλήθεια, αγαπητή μου; Τι βαρετό για σένα».
Η Ελίς, που γνώριζε τον καλοσυνάτο χαρακτήρα της θείας της, δεν προ-
βληματίστηκε καθόλου από την αδιαφορία της, όμως ο κύριος Μπάστιον
δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο.
«Δείχνετε να μην ξαφνιάζεστε καθόλου, μαντάμ».
Η κυρία Μάθιους τον κοίταξε έκπληκτη. «Κάνετε λάθος, σερ. Ξαφνιάζο-
μαι και πολύ μάλιστα, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η Ελίς είναι αρραβωνιασμέ-
νη με το γιο του υποκόμη Γουίτλγουντ. Ωστόσο θα πρέπει να σε μαλώσω,
Ελίς. Δεν υπάρχει πρόβλημα να είσαι φιλική με τους κυρίους εδώ. Στο κά-
τω κάτω, τους γνωρίζεις πολλά χρόνια. Όμως το να βγεις μόνη στη βερά-
ντα με έναν απ’ αυτούς δεν ήταν καθόλου συνετό, γλυκιά μου».
Η Ελίς δάγκωσε τα χείλη της. Δε χρειαζόταν την τρυφερή επίκριση της
θείας της για να το καταλάβει αυτό. Κι ένιωθε ευγνωμοσύνη που ο κύριος
Μπάστιον δεν αποκάλυψε το πόσο λίγο συνετή είχε φανεί. Ωστόσο η σιω-
πή του γι’ αυτό το θέμα απλώς μεγάλωνε το θυμό της, αφού του ήταν
πλέον διπλά υποχρεωμένη. Όταν κάποιος από τους καλεσμένους μίλησε
στη θεία της, εκείνη στράφηκε στον κύριο Μπάστιον κι ετοιμάστηκε να
απολογηθεί. Όμως εκείνος δεν την άφησε.
«Μην ξοδεύεις τα λόγια σου, μις Σάλφορντ. Δεν πρόκειται να με μαλα-
κώσεις».
«Δεν προσπαθούσα να...»
«Η γνώμη μου είναι ότι σε έχουν κακομάθει με τον πιο θλιβερό τρόπο»,
συνέχισε ο κύριος Μπάστιον, σαν εκείνη να μην είχε μιλήσει. «Δεν απορώ
που ο πατέρας σου μου ζήτησε να σε αναλάβω».
Η Ελίς όρθωσε το ανάστημά της. Μια θυμωμένη απάντηση ανέβηκε στα
χείλη της, αλλά, πριν προλάβει να την ξεστομίσει, ο κύριος Μπάστιον έ-
πιασε την παλάμη της και την ακούμπησε στον πήχη του. «Ας απομακρυν-
θούμε για λίγο από εδώ, μις Σάλφορντ, κι ας πάμε κάπου όπου θα μπο-
ρούμε να μιλήσουμε ανενόχλητοι».
«Δεν έχω καμιά επιθυμία να σας μιλήσω».
«Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό, όμως είμαι κηδεμόνας σου και νομίζω ότι θα
πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα». Την οδήγησε στην άκρη
του τραπεζιού με τα αναψυκτικά, όπου εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κα-
νείς. «Σ’ έχουν παραχαϊδέψει και κακομάθει κι έχεις καταλήξει να θεωρείς
τον εαυτό σου διαμάντι της υψηλότερης κατηγορίας».
Από τα χείλη της Ελίς ακούστηκε ένα επιφώνημα αγανάκτησης. «Δεν πι-
στεύω τίποτα τέτοιο».
«Πιστεύεις όμως ότι ξέρεις όλα τα κόλπα και ότι μπορείς να τυλίξεις ό-
λους τους άντρες στο μικρό σου δαχτυλάκι, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο
Ντρου, κι όταν την είδε να κοκκινίζει, ένιωσε με ικανοποίηση. «Ας ξεκαθα-
ρίσουμε κάτι απ’ την αρχή, μις Σάλφορντ. Δεν είμαι κανένας άπειρος νεα-
ρός για να μαγευτώ απ’ το χαμόγελό σου, αλλά ούτε και αρκετά γέρος για
να ξετρελαθώ μαζί σου».
Η Ελίς τράβηξε το χέρι της, γύρισε και τον αγριοκοίταξε. «Με προσβάλ-
λετε, σερ».
Ο Ντρου έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της. Η Ελίς είδε και πάλι εκείνη
την ενοχλητική λάμψη στο βλέμμα του, όμως αυτή τη φορά τράβηξε την
προσοχή της. Δεν μπορούσε να στρέψει το δικό της βλέμμα αλλού.
«Φροντίζω απλώς να βεβαιωθώ ότι καταλαβαινόμαστε», της είπε. «Ο
πατέρας σου μου ανέθεσε να σε φροντίζω, και πάνω στην ώρα, αν κρίνω
απ’ όσα είδα απόψε».
Έτσι όπως ορθωνόταν ψηλός από πάνω της, της δημιουργήθηκε η πα-
ράξενη αίσθηση ότι την τύλιγε η σκιά του. Τα γαλάζια μάτια του ήταν
καρφωμένα στα δικά της, σαν να μπορούσε να δει τι συνέβαινε μέσα στην
ψυχή της. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Ένιωθε να απειλείται,
να βρίσκεται σε κίνδυνο, ωστόσο αυτός ο άντρας ήταν ο κηδεμόνας της,
τον είχε στείλει ο πατέρας της για να την προστατεύει. «Νομίζω ότι είστε
πολύ πιο επικίνδυνος από κάθε άλλον άντρα που βρίσκεται απόψε εδώ»,
ψέλλισε.
Το βλέμμα του Ντρου μαλάκωσε και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε
στα χείλη του.
«Ίσως να έχεις δίκιο, μις Σάλφορντ, καλά θα κάνεις λοιπόν να προσέ-
χεις», της είπε. Υποκλίθηκε ελαφρά, έκανε μεταβολή και την άφησε να τον
κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν.
***
Η υπόλοιπη βραδιά αποδείχτηκε ατελείωτη και απογοητευτική για την
Ελίς. Κρατιόταν όσο πιο μακριά μπορούσε από τον εκνευριστικό κύριο
Μπάστιον, όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να διασκεδάσει. Ήταν
πολύ επιφυλακτική απέναντι σε κάθε άντρα που την πλησίαζε, δεν μπο-
ρούσε να ανταποκριθεί ούτε καν στα πιο χαλαρά κομπλιμέντα και αναζη-
τούσε διαρκώς τις φίλες της, αποφασισμένη να μη δώσει λαβές ώστε να
κατηγορηθεί και πάλι για απρεπή συμπεριφορά.
Για πρώτη φορά χάρηκε όταν οι καλεσμένοι άρχισαν να φεύγουν, αλλά
ακόμα και τότε δεν τελείωσαν οι δοκιμασίες της, καθώς ανακάλυψε ότι η
θεία της είχε ζητήσει από τον κύριο Μπάστιον να μείνει.
«Έχω ζητήσει να μας φέρουν κρασί και κέικ στο καθιστικό», είπε στην
Ελίς και το χαμόγελό της προς τον κύριο Μπάστιον μαρτυρούσε το βαθμό
στον οποίο είχε πέσει θύμα της γοητείας του. «Υπάρχουν κάποια έγγραφα
που πρέπει να του παραδώσω και σίγουρα θα θέλεις κι εσύ να του μιλήσεις
για τον πατέρα σου».
«Φυσικά και θα το ήθελα, θεία, όμως ίσως να είναι κάπως αργά για τον
κύριο Μπάστιον».
«Μις Σάλφορντ, σου ξεκαθάρισα ήδη ότι δεν είμαι κανένας ηλικιωμένος
τζέντλεμαν». Τα μάτια του Ντρου έλαμπαν σαν να την προκαλούσαν, ενώ
περίμενε το επόμενο επιχείρημά της. «Και όλοι με διαβεβαίωσαν ότι δια-
θέτεις αστείρευτη ενέργεια».
Η Ελίς του έριξε μια δολοφονική ματιά, αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμη να
παραδώσει τα όπλα. «Εγώ ναι», απάντησε γλυκά. «Ίσως όμως η θεία μου
να είναι κουρασμένη».
Η κυρία Μάθιους, γελώντας, έσπευσε να τους διαβεβαιώσει για το αντί-
θετο. «Καθόλου. Δεν είναι ούτε καν μεσάνυχτα. Και τώρα ελάτε, ας πάμε
στο καθιστικό να βολευτούμε».
Ξεκίνησε πρώτη και η Ελίς την ακολούθησε, με το κεφάλι περήφανα
ψηλά, αγνοώντας τον τζέντλεμαν που ερχόταν πίσω της.
«Μις Σάλφορντ, δε θα σε συμβούλευα να μου πας κόντρα», της είπε χα-
μηλόφωνα.
Εκείνη ξεφύσησε εκνευρισμένη. «Δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση», του
δήλωσε. «Όμως δε θα επιτρέψω να με απειλείτε. Είστε ένας... ένας νταής!»
Ο Ντρου την έπιασε απ’ το μπράτσο, ακινητοποιώντας την, και τη γύρι-
σε ώστε να τον κοιτάζει.
«Θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο για να σε προσέχω, όπως θα ήθελε ο
πατέρας σου. Είναι ξεκάθαρο αυτό;»
«Απολύτως». Το στομάχι της δέθηκε κόμπος όταν αντίκρισε το σκληρό
βλέμμα του, αλλά κράτησε το κεφάλι της ψηλά και τον κοίταξε προκλητι-
κά στα μάτια. «Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει και να σας
συμπαθήσω».
Προς μεγάλη της ενόχληση, ο κηδεμόνας της χαμογέλασε ακούγοντάς
την.
«Αυτό με θλίβει, φυσικά, όμως θα επιβιώσω».
Ένα επιφώνημα αγανάκτησης βγήκε από τα χείλη της Ελίς. Πώς τολ-
μούσε να γελάει μαζί της. Ελευθέρωσε το χέρι της και προχώρησε βιαστικά
προς το καθιστικό, αποφασισμένη να εκδικηθεί αυτόν το μισητό άνθρω-
πο.
***
«Ώστε λοιπόν, κύριε Μπάστιον, ήσασταν με τον αδελφό μου στις τελευ-
ταίες του στιγμές».
Ο Ντρου, η κυρία Μάθιους και η ανιψιά της ήταν καθισμένοι γύρω από
ένα μικρό τραπέζι στο καθιστικό και απολάμβαναν το κρασί και τα υπέρο-
χα μικρά κέικ που είχε ετοιμάσει η ακούραστη μαγείρισσα της κυρίας Μά-
θιους.
Ο Ντρου ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και αναρωτήθηκε πόσα θα
έπρεπε να πει. Ότι εκείνον και τον Χάρι τους είχαν διώξει από το Παρίσι
επειδή έκλεβαν στα χαρτιά; Αυτό ίσως να σόκαρε τις κυρίες, όπως και ο
πραγματικός λόγος για τον οποίο είχαν συμβεί όλα αυτά, ότι δηλαδή ο Χά-
ρι διατηρούσε δεσμό με την ερωμένη του δούκα. Κοίταξε την Ελίς, που ή-
ταν καθισμένη απέναντι του στο τραπέζι. Έδειχνε τόσο σεμνή τρώγοντας
ένα από τα μικρά κέικ. Πολύ πιθανόν να είχε κληρονομήσει την ομορφιά
της μητέρας της, αλλά σίγουρα διέθετε τη γοητεία του Χάρι. Εκείνη τη
στιγμή σήκωσε το βλέμμα της και τον κρυφοκοίταξε, με έναν τρόπο που
του κέντρισε το ενδιαφέρον. Πίεσε τον εαυτό του να συγκρατηθεί και συ-
νοφρυώθηκε. Η Ελίς έμοιαζε να είχε κληρονομήσει επίσης και την τάση
του Χάρι να φλερτάρει.
«Είπατε ότι πέθανε από τραύματα», συνέχισε η κυρία Μάθιους, όταν ε-
κείνος καθυστέρησε υπερβολικά να απαντήσει. «Μήπως πήρε μέρος σε
καμία μονομαχία;» Χαμογέλασε όταν τον είδε να σηκώνει το βλέμμα και
να υψώνει τα φρύδια, ξαφνιασμένος από την ερώτησή της. «Ο αδελφός
μου ήταν κατεργάρης, κύριε Μπάστιον. Ένας τυχοδιώκτης που του άρε-
σαν οι γυναίκες. Δεν το έκρυψε ποτέ. Ακόμα και όσο ζούσε η μητέρα της
Ελίς, του ήταν αδύνατον να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να νοικοκυ-
ρευτεί, άρα δε χρειάζεται να ανησυχείτε μήπως μας σοκάρετε».
«Υπήρξε κάποιο μικρό πρόβλημα», εξομολογήθηκε ο Ντρου. «Στο Παρί-
σι».
Έκανε μια παύση και θυμήθηκε να μεταφέρει σέρνοντας σχεδόν τον
Χάρι στο πανδοχείο όπου εκείνος του είχε πει ότι γνώριζε τη σύζυγο του
ιδιοκτήτη. Έσφιξε τα χείλη. Το πρόβλημα του Χάρι ήταν ότι γνώριζε τις συ-
ζύγους όλων.
Είδε ότι η Ελίς τον παρακολουθούσε, αν και καταλάβαινε πως δεν προ-
σπαθούσε πλέον να τον φλερτάρει. Το βλέμμα της ήταν σταθερό, ευθύ.
Ήξερε ότι δε θα ήταν ικανοποιημένη αν δεν της έδινε κάποια εξήγηση για
ό,τι είχε συμβεί. Όμως το ειλικρινές βλέμμα της τον έκανε να αισθάνεται
άβολα. Ήθελε να την προστατεύσει από την αλήθεια.
«Μας επιτέθηκαν ληστές. Τα τραύματα του Χάρι ήταν πιο σοβαρά απ’
όσο νομίζαμε αρχικά. Κάλεσα γιατρό, αλλά μάταια. Πέθανε μετά από λίγες
ώρες. Όμως, πριν πεθάνει, συνέταξε κάποια έγγραφα. Ανάμεσά τους κι
εκείνο που με ορίζει κηδεμόνα σου, μις Σάλφορντ».
«Ναι, το σκεφτόμουν αυτό», είπε η Ελίς. «Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο, κύ-
ριε, όταν η θεία μου τα έχει καταφέρει περίφημα μόνη της τα τελευταία
δώδεκα χρόνια;»
Ο Ντρου απάντησε προσεκτικά. «Ο πατέρας σου ανησυχούσε πολύ ε-
πειδή η κυρία Μάθιους είναι χήρα».
«Και θεώρησε εσάς πιο κατάλληλο για κηδεμόνα;» Η Ελίς έσμιξε τα φρύ-
δια της και ο Ντρου διέκρινε τη δυσπιστία της προτού στρέψει το βλέμμα
της στα κέικ. «Πιστεύω ότι γνωρίζατε τον πατέρα μου αρκετά χρόνια, κύ-
ριε Μπάστιον».
«Σωστά. Είχαμε γίνει στενοί φίλοι».
Η Ελίς διάλεξε ένα μικρό, γλασαρισμένο κέικ. «Αφού ήσασταν φίλος του
πατέρα μου, κύριε, κι αφού ήσασταν μαζί του στο Παρίσι, θα πρέπει να εί-
στε κι εσείς τυχοδιώκτης. Και, πολύ πιθανόν, ένας άσωτος», πρόσθεσε
σκεπτική. «Γνωρίζω καλά ότι ο πατέρας μου είχε τέτοια φήμη».
Τουσέ.
«Το τι υπήρξα στο παρελθόν δεν έχει καμία σχέση», της είπε ο Ντρου.
«Ούτε το τι θα γίνω στο μέλλον. Προς το παρόν, έχω αναλάβει μια υπο-
χρέωση. Ο πατέρας σου, πριν πεθάνει, επικοινώνησε με τον υποκόμη Γου-
ίτλγουντ σχετικά με το γάμο σου με τον μικρότερο γιο του, τον εντιμότα-
το Γουίλιαμ Ρέβερσον».
«Α, ευτυχώς», αναφώνησε η κυρία Μάθιους. «Η Ελίς και ο Γουίλιαμ Ρέ-
βερσον είναι αρραβωνιασμένοι τρία χρόνια τώρα και φοβόμουν ότι δεν
πρόκειται να παντρευτούν ποτέ».
«Ακριβώς», είπε ο Ντρου. «Ο Χάρι θεωρούσε ότι ο γάμος είχε καθυστε-
ρήσει υπερβολικά και ανυπομονούσε να τακτοποιηθεί το θέμα. Συμφώνη-
σαν με τον υποκόμη, η ημερομηνία του γάμου ορίστηκε και η μις Σάλ-
φορντ θα εγκατασταθεί στο σπίτι του υποκόμη έναν μήνα πριν, ώστε να
συνηθίσει την καινούργια της οικογένεια». Κοίταξε την κυρία Μάθιους. «Ε-
πίσης, μαντάμ, συμφωνήθηκε ότι θα καλέσουν κι εσάς να μείνετε με την
ανιψιά σας ως συνοδός της-και επίτιμη προσκεκλημένη- μέχρι το γάμο».
«Φυσικά», είπε η χήρα. «Κι αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό τώρα, αφού
είμαι η μόνη συγγενής που έχει το κακόμοιρο το κορίτσι».
Ο Ντρου ένευσε συμφωνώντας κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του
στην Ελίς.
«Ο πατέρας σου, τις τελευταίες του στιγμές, μου ανέθεσε το καθήκον να
σε παραδώσω ασφαλή στη φροντίδα του λόρδου Γουίτλγουντ μέχρι τη
γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ».
Το κέικ έπεσε από τα τρεμάμενα δάχτυλα της Ελίς.
«Μα τότε είναι τα γενέθλιά μου και απέχουν λιγότερο από έναν μήνα».
«Ναι».
«Μα θα έχω ακόμα πένθος».
«Ο πατέρας σου το γνώριζε αυτό, όμως η επιθυμία του ήταν να τηρηθεί
η συμφωνία. Ο γάμος θα γίνει έναν μήνα αργότερα, στα τέλη του Οκτώ-
βρη».
«Δεν μπορώ να παντρευτώ τόσο σύντομα».
Το έκπληκτο βλέμμα της Ελίς έδωσε στον Ντρου να καταλάβει ότι δεν
είχε ιδέα για τον επικείμενο γάμο της, πράγμα που τον εκνεύρισε κάπως.
Ήταν απόλυτα φυσικό για τον Χάρι να θέλει να κρατήσει μια τέτοια πλη-
ροφορία για τον εαυτό του μέχρι να επιστρέψει στο Σκάρμπορο και να ο-
δηγήσει ο ίδιος την κόρη του στην καινούργια της ζωή. Ο Χάρι θα έβρισκε
την ταχύτητα και το απροσδόκητο της όλης κατάστασης συναρπαστικά. Η
Ελίς έδειχνε ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να συνηθίσει στην ιδέα.
Η κυρία Μάθιους, σε αντίθεση με την ανιψιά της που είχε σοκαριστεί, του
χαμογελούσε πλατιά.
«Μα φυσικά και μπορείς, αγάπη μου. Περίμενες τόσο πολύ. Με τα χρή-
ματα και την επιρροή του λόρδου Γουίτλγουντ, τα πάντα μπορούν να κα-
νονιστούν σε χρόνο μηδέν». Η κυρία Μάθιους χαμογέλασε και πάλι στον
Ντρου. «Αυτά είναι υπέροχα νέα, σερ. Ξέρω ότι ο κύριος Ρέβερσον και η α-
νιψιά μου ανυπομονούν να γίνει αυτός ο γάμος, όμως δεν ξέραμε ότι είχε
οριστεί ημερομηνία. Ελίς, για σκέψου το. Στις είκοσι εννιά του Σεπτέμβρη,
στα γενέθλιά σου, θα είσαι με τον κύριο Ρέβερσον».
«Ναι, θα γίνω είκοσι ενός ετών».
«Και εκείνη τη μέρα δε θα είμαι πλέον κηδεμόνας σου», δήλωσε ο Ντρου.
«Ανυπομονώ».
Η κυρία Μάθιους πλατάγισε επικριτικά τη γλώσσα της.
«Ελίς, ήταν επιθυμία του πατέρα σου να αναλάβει την κηδεμονία σου ο
κύριος Μπάστιον και θα πρέπει να τη σεβαστούμε», είπε. Χαμογέλασε
στον Ντρου. «Ώστε λοιπόν θα μας συνοδεύσετε στην έπαυλη του υποκό-
μη; Νομίζω ότι είναι στο Κέμπριτζσιρ».
«Όχι. Ο λόρδος Γουίτλγουντ με ενημέρωσε ότι θα βρίσκεται στο σπίτι
του στο Λονδίνο».
Ο Ντρου θυμήθηκε το γράμμα του υποκόμη που του είχε δώσει ο Χάρι.
Ήταν ασυνήθιστα συγκεκριμένο. Η μις Σάλφορντ θα έπρεπε να βρίσκεται
στο σπίτι του ως τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ούτε μέρα αργότε-
ρα, διαφορετικά θα θεωρούσε τη συμφωνία τους άκυρη. Ο Ντρου δεν ήξε-
ρε πόσο δεσμευτικός ήταν αυτός ο τελευταίος όρος, όμως θα ήταν αδια-
νόητο να φτάσει αυτή η υπόθεση στα δικαστήρια. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν
καλό για κανένα από τα δύο μέρη. Η κοινωνική θέση του υποκόμη θα του
επέτρεπε να ξεπεράσει το σκάνδαλο, αλλά το όνομα του Χάρι δε θα είχε το
ίδιο βάρος και το σκάνδαλο θα κατέστρεφε την κόρη του. Και όσο για τον
δικό του ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, δεν είχε καμιά επιθυμία να τραβήξει
την προσοχή των Αρχών.
«Σκοπεύω να παραδώσω τη μις Σάλφορντ στο λόρδο Γουίτλγουντ στο
Λονδίνο μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Κατόπιν, θα παραμείνω στην πόλη
για δυο εβδομάδες, μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Έτσι θα έχω
το χρόνο να βεβαιωθώ ότι η μις Σάλφορντ είναι ικανοποιημένη με όσα έ-
χουν συμφωνηθεί, πριν φτάσει η μέρα που δε θα είμαι πλέον κηδεμόνας
της. Ύστερα θα αναλάβει τη φροντίδα της ο υποκόμης, που σκοπεύει να
μεταφέρει όλη την οικογένεια στο Κέμπριτζσιρ, ώστε να γίνει ο γάμος».
«Ναι, φυσικά, όμως...» Η κυρία Μάθιους συνοφρυώθηκε. «Για να είμαστε
στο Λονδίνο μέχρι το τέλος της εβδομάδας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε σε
μερικές μέρες».
Ο Ντρου ένευσε. «Το αργότερο την Τετάρτη, μαντάμ. Αν χαλάσει ο και-
ρός, πολύ πιθανόν να χρειαστεί ως και μία εβδομάδα για να φτάσουμε στο
Λονδίνο».
Η Ελίς άκουγε σιωπηλή, αλλά τώρα ένα επιφώνημα αγανάκτησης ξέφυ-
γε απ’ τα χείλη της. Η είδηση του επικείμενου γάμου της την είχε σοκάρει,
όμως δε θα ανεχόταν να φύγει από το σπίτι της τόσο γρήγορα.
«Η Τετάρτη είναι μεθαύριο», είπε. «Δεν είναι δυνατόν να ετοιμαστούμε
τόσο σύντομα».
«Φοβάμαι ότι θα πρέπει να τα καταφέρετε».
«Μας πιέζετε, κύριε Μπάστιον».
Ο Ντρου την κοίταξε. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ψυχρά και αδιάφορα.
«Θα περίμενα να ανυπομονείς να δεις τον αρραβωνιαστικό σου. Μήπως
δε θέλεις αυτόν το γάμο όσο άλλοτε;»
«Φυσικά και τον θέλω, αλλά...»
«Δεν υπάρχουν αλλά, μις Σάλφορντ. Έχεις την αυριανή μέρα για να μα-
ζέψεις τα πράγματά σου και να ετοιμαστείς για το ταξίδι».
Η Ελίς ίσιωσε την πλάτη της, νιώθοντας την αγανάκτηση να την πνίγει.
«Αυτός ο χρόνος δεν αρκεί. Υπάρχουν ένα σωρό μικροπράγματα που θα
χρειαστώ, ανάμεσά τους και καινούργια φορέματα». Η Ελίς γύρισε και κοί-
ταξε τη θεία της, όμως δε βρήκε καμία υποστήριξη από εκείνη.
«Θα τα καταφέρουμε με ό,τι έχουμε, αγαπητή μου. Στο κάτω κάτω, θα
μπορέσουμε να κάνουμε τα ψώνια μας στο Λονδίνο, και σκέψου πόσο συ-
ναρπαστικό θα είναι αυτό. Μην ανησυχείτε, κύριε Μπάστιον. Εγώ και η Ε-
λίς θα είμαστε έτοιμες».
«Ωραία». Ο Ντρου σηκώθηκε. «Θα κλείσω μια άμαξα και θα σας ενημε-
ρώσω για την ώρα που θα περάσει να σας πάρει».
Η Ελίς ένιωθε την οργή της να φουντώνει. Η μια παλάμη της που ήταν
ακουμπισμένη στο τραπέζι σφίχτηκε σε γροθιά καθώς έπαιρνε βαθιά α-
νάσα για να απαντήσει, όμως η θεία της της έπιασε το χέρι και το έσφιξε
σαν να την προειδοποιούσε να μην το κάνει. «Θα είμαστε έτοιμοι, σερ»,
επανέλαβε με ήρεμη φωνή.
***
«Τι ανυπόφορος άνθρωπος!»
Η Ελίς είχε βάλει τα δυνατά της να συγκρατηθεί μέχρι να φύγει ο κύριος
Μπάστιον και, προτού καλά καλά η εξώπορτα κλείσει πίσω του, άφησε
τον εαυτό της να ξεσπάσει.
«Μη φωνάζεις, καλή μου, μπορεί να σε ακούσει».
«Δε με νοιάζει. Δηλώνω ότι τον απεχθάνομαι».
«Μα γιατί, αγάπη μου, όταν κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να
πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του πατέρα σου;»
«Αλλά με τόσο υπεροπτικό τρόπο».
Η θεία της γέλασε.
«Δείχνει να βιάζεται να σε παραδώσει στον υποκόμη, σωστά; Από την
άλλη όμως, τα σχέδια του πατέρα σου δεν ήταν ποτέ τόσο ξεκάθαρα, χω-
ρίς αμφιβολία λοιπόν θα είχε τους λόγους του», πρόσθεσε.
Η Ελίς τίναξε το κεφάλι της. «Είναι ο πιο αλαζόνας, ο πιο αυταρχικός άν-
θρωπος που γνώρισα ποτέ».
«Αλήθεια; Εγώ νομίζω ότι μάλλον είναι ο πρώτος άντρας που γνώρισες
και δεν υπέκυψε στη γοητεία σου».
Η Ελίς κοκκίνισε, κάθε άλλο παρά ευχαριστημένη από την ασυνήθιστη
οξυδέρκεια της θείας της. Χωρίς να πει τίποτε άλλο, πήγε να ξαπλώσει,
όμως τον ύπνο της αναστάτωναν όνειρα με έναν αυταρχικό άντρα με δια-
περαστικά γαλάζια μάτια.
***
Παρά το μακρύ ταξίδι και τον αναζωογονητικό, θαλασσινό αέρα, ο
Ντρου χρειάστηκε αρκετή ώρα για να καταφέρει να κοιμηθεί. Δέχτηκε με
μεγάλη απροθυμία να γίνει κηδεμόνας της κόρης του Χάρι και τώρα συνει-
δητοποιούσε ότι οι δισταγμοί του ήταν δικαιολογημένοι. Ο Χάρι είχε περι-
γράψει την κόρη του ως έξυπνη, μαχητική και όμορφη, αλλά δεν του είπε
πόσο ακριβώς μαχητική ήταν. Κι εκείνος δεν πίστεψε ότι θα ήταν τόσο ό-
μορφη. Ένα πραγματικό διαμάντι. Ω, ο Χάρι την είχε αποκαλέσει έτσι, ό-
μως εκείνος απέδωσε αυτόν το χαρακτηρισμό στην απόλυτα φυσιολογική
αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του. Στο κάτω κάτω, ο Χάρι είχε τρία
χρόνια να τη δει και δε θα μπορούσε να γνωρίζει ότι η όμορφη δεκαεπτά-
χρονη είχε γίνει αληθινή καλλονή.
Με το που ο Ντρου έφτασε στο Σκάρμπορο άκουσε στην ταβέρνα να πί-
νουν στην υγειά της απαράμιλλα όμορφης μις Σάλφορντ, και ο τρόπος με
τον οποίο μαζεύονταν γύρω της οι άντρες στο σαλόνι τον έπεισε ότι όλοι
οι αρσενικοί της πόλης ήταν δέσμιοι της γοητείας της. Δεν ήταν δύσκολο
να καταλάβει γιατί. Η Ελίς ήταν ετοιμόλογη, έξυπνη και το χαμόγελό της
φώτιζε το χώρο γύρω της. Κι εκείνα τα μεγάλα, υγρά, καστανά μάτια της -
δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι οι ντόπιοι θαυμαστές της έγραφαν ωδές γι’
αυτά. Είχε δει και ο ίδιος πόσο ευγενικά σαν βελούδο μπορούσαν να γί-
νουν, αλλά και πόσο λαμπερά από οργή. Φανταζόταν ότι θα ήταν απί-
στευτα συγκλονιστικά όταν θα έλαμπαν από ευτυχία. Ή από αγάπη.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να στριφογυρίσει ανήσυχος στο κρεβάτι του.
Μπορεί να μη μοιραζόταν την αδυναμία του παλιού φίλου του στα όμορ-
φα πρόσωπα, όμως δε θα μπορούσε να αρνηθεί την έλξη που ασκούσε
πάνω του η Ελίς Σάλφορντ. Προσπάθησε να θυμηθεί αυτό που του είχε πει
ο Χάρι.
«Ποιος είναι καλύτερος από έναν άσωτο για να προσέχει μια όμορφη
γυναίκα; Ο λαθροκυνηγός γίνεται θηροφύλακας, φίλε μου».
Ίσως να κρύβω ακόμα ένα κομμάτι λαθροκυνηγού μέσα μου, σκέφτηκε ο
Ντρου.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι έβρισκε την Ελίς Σάλφορντ ανησυχητι-
κά ελκυστική. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά της, αλλά κάτι που πήγαζε από
μέσα της, κάποια δύναμη της φύσης που την έκανε να λάμπει. Όταν τα
βλέμματά τους διασταυρώνονταν, ήταν σαν να τον καλούσε, σαν αδελφό
πνεύμα.
Μα το Θεό, σκεφτόταν σαν κανένας γερο-ανόητος. Ανασηκώθηκε και
χτύπησε το μαξιλάρι του πριν ξαπλώσει ξανά και τυλιχτεί πιο σφιχτά με
τις κουβέρτες. Είχε δώσει το λόγο του να εκπληρώσει την τελευταία επι-
θυμία του Χάρι και θα το έκανε. Θα παρέδιδε την κόρη του σώα και ασφα-
λή στον μέλλοντα σύζυγό της, ακόμα και αν αυτό ήταν το τελευταίο
πράγμα που θα έκανε ποτέ.
Κεφάλαιο 2

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε φωτεινή και ανέφελη και ο Ντρου, χωρίς να


χάσει χρόνο, ξεκίνησε τις ετοιμασίες του. Όλα πήγαν καλά· και με το η-
λιόφως του καλοκαιριού που πλησίαζε στο τέλος του να τον λούζει, άρχι-
σε να σκέφτεται ότι η αποστολή που ανέλαβε να φέρει σε πέρας δεν ήταν
και τόσο δύσκολη. Θα ταξίδευαν για μερικές μέρες και, μόλις έφταναν στο
Λονδίνο, θα παρέδιδε τη μις Ελίς Σάλφορντ στο λόρδο Γουίτλγουντ. Η κυ-
ρία Μάθιους του είχε στείλει ένα ευγενικό σημείωμα με το οποίο τον κα-
λούσε για δείπνο, γεγονός που τον έκανε να χαμογελάσει διαβάζοντάς το.
Δεν πίστευε ότι στην ανιψιά της θα άρεσε η ιδέα. Η μις Ελίς πέρασε το με-
γαλύτερο μέρος της προηγούμενης βραδιάς αγριοκοιτάζοντάς τον, κι εκεί-
νος, αν ήθελε να είναι ειλικρινής, ήξερε ότι του άξιζε. Της τα είχε ψάλει για
τα καλά και τίποτα στη συμπεριφορά του δεν έδειχνε ότι την έβρισκε ελ-
κυστική. Η μις Ελίς είχε περισσότερους από αρκετούς θαυμαστές και δεν
επρόκειτο να γίνει ένας από αυτούς.
Ίσως ανάμεσα στις κομψές καλλονές του Λονδίνου η μις Ελίς να μην ξε-
χώριζε τόσο πολύ, όμως σε μια επαρχιακή λουτρόπολη όπως το Σκάρμπο-
ρο δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έλαμπε σαν διαμάντι και ότι γνώριζε και με
το παραπάνω την αξία της. Δε θα έκανε κακό στη μις Σάλφορντ να προσ-
γειωθεί λιγάκι. Και αν δοκίμαζε τα κόλπα της μαζί του, θα φρόντιζε να την
προσγειώσει.
Έχοντας τελειώσει τις δουλειές του, πήγε στην παραλία να παρακολου-
θήσει τις ιπποδρομίες. Πέρασε δυο ευχάριστες ώρες συζητώντας για άλογα
με άλλους θεατές, έβαλε στοιχήματα, έχασε μερικά χρήματα και κέρδισε
αρκετά περισσότερα προτού φύγει. Μιας και ήταν ακόμα νωρίς και είχε
άφθονο χρόνο για να αλλάξει πριν το δείπνο, αποφάσισε να κάνει μια
βόλτα στην πόλη. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Δεν είχε περάσει πολλή
ώρα προτού μια γνώριμη σιλουέτα τραβήξει την προσοχή του.
Η μις Σάλφορντ κατευθυνόταν προς το μέρος του, συντροφιά με μια η-
λικιωμένη λαίδη και έναν τζέντλεμαν. Φορούσε σκούρο γκρίζο μανδύα
πάνω από το μαύρο φόρεμά της και έδειχνε εκτός τόπου σε σχέση με τα
πιο ζωηρόχρωμα ρούχα που φορούσαν οι συνοδοί της. Όταν πλησίασαν, ο
Ντρου είδε ότι τη μις Σάλφορντ συνόδευαν η κυρία και ο κύριος Όλιβερ -
καλεσμένοι στη συγκέντρωση της κυρίας Μάθιους το προηγούμενο βράδυ.
Χάρηκε που δε συνοδευόταν από νεαρούς θαυμαστές της. Κατά τα φαινό-
μενα, η νεαρή διέθετε τελικά κάποια αξιοπρέπεια.
Σύντομα αποδείχθηκε ότι οι Όλιβερ τον είχαν αναγνωρίσει. Όταν πλη-
σίασαν, σταμάτησαν, υποκλίθηκαν όταν υποκλίθηκε κι εκείνος και τον
χαιρέτησαν ευγενικά. Μόνο η Ελίς έδειχνε κάθε άλλο παρά ευχαριστημένη
που τον έβλεπε. Στεκόταν πίσω από τους φίλους της και κοιτούσε πίσω
του με υπεροπτική αδιαφορία.
«Κάνουμε την καθημερινή μας επίσκεψη στα λουτρά», είπε ο ηλικιωμέ-
νος τζέντλεμαν. Τα αφύσικα καστανά μαλλιά της περούκας του έρχονταν
σε έντονη αντίθεση με το λευκό μουστάκι και τα φρύδια στο ηλικιωμένο
πρόσωπό του. «Πρώτα όμως θα συνοδεύσουμε τη μις Σάλφορντ στην κι-
νητή βιβλιοθήκη κι ύστερα θα τη γυρίσουμε στο σπίτι της».
Η Ελίς φάνηκε να ντρέπεται κάπως όταν συνειδητοποίησε ότι αποτε-
λούσε πλέον το επίκεντρο της προσοχής. Έδειξε στον Ντρου τα βιβλία που
κρατούσε.
«Θα πρέπει να τα επιστρέψω πριν φύγω από την πόλη».
«Περάσαμε απ’ την κυρία Μάθιους να την ευχαριστήσουμε για τη φιλο-
ξενία της χτες το βράδυ και μας είπε τα συναρπαστικά νέα», εξήγησε η κυ-
ρία Όλιβερ. «Φεύγετε όλοι για το Λονδίνο! Είμαι σίγουρη ότι οι κυρίες θα
είναι ενθουσιασμένες που θα τις συνοδεύσετε εσείς, κύριε Μπάστιον. Ξέρω
ότι μπορεί κανείς να προσλάβει συνοδό, όμως δεν υπάρχει τίποτα καλύτε-
ρο από έναν τζέντλεμαν για συνοδεία».
Ο Ντρου υποκλίθηκε.
«Πράγματι, μαντάμ. Όμως... η βιβλιοθήκη δεν είναι στο δρόμο σας, σω-
στά;»
«Ω, δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησε ο κύριος Όλιβερ ιπποτικά. «Θα
κάνουμε μια μικρή παράκαμψη, φυσικά, αλλά είναι ευχαρίστησή μας, α-
φού διαφορετικά η κυρία Μάθιους θα έπρεπε να στείλει την καμαριέρα
της και μας είπε ότι είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν ώστε να
είναι όλα έτοιμα εγκαίρως για το ταξίδι. Δε μας ενοχλεί λίγο επιπλέον περ-
πάτημα, έτσι δεν είναι, αγαπητή μου;»
Η σύζυγός του έσπευσε να συμφωνήσει, όμως ο Ντρου κοίταξε σκεπτι-
κός τον τρόπο με τον οποίο ο ηλικιωμένος τζέντλεμαν ακουμπούσε στο
μπαστούνι του.
«Αν θέλετε, θα μπορούσα να συνοδεύσω εγώ τη μις Σάλφορντ στη βι-
βλιοθήκη και να σας γλιτώσω από τον κόπο», είπε και είδε το βλέμμα της
Ελίς γεμάτο έκπληξη κι ανησυχία.
«Ω, μα δε θα ήθελα να σας γίνω βάρος», άρχισε να λέει αναστατωμένη.
Ο Ντρου χαμογέλασε πλατιά σ’ εκείνη και στους συνοδούς της. «Δεν εί-
ναι κόπος. Δεν έχω τίποτα να κάνω μέχρι το δείπνο και θα μου άρεσε μια
μικρή βόλτα».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, νεαρέ μου», δήλωσε ο κύριος Όλιβερ, και
ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Τα πράγματα δε θα μπο-
ρούσαν να κανονιστούν καλύτερα, μις Σάλφορντ, γιατί δεν υπάρχει τίποτα
κακό στο να σας αφήσουμε συντροφιά με τον κηδεμόνα σας, σωστά;» Γέ-
λασε αδύναμα. «Και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα προτιμούσατε να σας
συνοδεύσει αυτός ο όμορφος νεαρός, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, για να είμαι ειλικρινής, κύριε Όλιβερ, θα ήταν χαρά μου να μείνω μ’
εσάς και την κυρία Όλιβερ».
Ο Ντρου ήταν βέβαιος ότι η Ελίς το εννοούσε, όμως οι ηλικιωμένοι φίλοι
της πίστεψαν πως απλώς δεν ήθελε να τους πληγώσει. Απέρριψαν γελώ-
ντας τις διαμαρτυρίες της, τους αποχαιρέτησαν και έφυγαν, αφήνοντας
την Ελίς να στέκεται πλάι στον Ντρου. Τον κοιτούσε με ύφος σοβαρό, συ-
νοφρυωμένη και ανήσυχη. Ο Ντρου χαμογέλασε.
«Είμαι σίγουρος ότι οι Όλιβερ είναι πολύ ευγενικοί», της είπε χαμογελώ-
ντας. «Όμως, για να σε συνοδεύσουν ως την κινητή βιβλιοθήκη και πάλι
πίσω, θα έπρεπε να περπατήσουν ενάμισι χιλιόμετρο». Της πρόσφερε το
μπράτσο του. «Πηγαίνουμε;»
Η Ελίς ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο,
και αν αρνούνταν τη συνοδεία του Ντρου και κυκλοφορούσε μόνη στην
πόλη που τη γνώριζαν όλοι, θα έδινε τροφή για σχόλια και θα διέτρεχε τον
κίνδυνο να την προσεγγίσει οποιοσδήποτε. Επιπλέον, σκέφτηκε θυμωμέ-
να, δεν πίστευε ότι ο κηδεμόνας της θα της επέτρεπε να φύγει μόνη, χωρίς
εκείνον. Πώς θα ήθελε να είχε αρνηθεί την ευγενική προσφορά του ζεύ-
γους Όλιβερ να τη συνοδεύσουν και να περίμενε να πάει μαζί της η Χόιλ -ή
θα μπορούσε να είχε στείλει κάποιον υπηρέτη να παραδώσει τα βιβλία.
Αφού όμως ήταν μάταιο να κάνει τέτοιες σκέψεις, φόρεσε την πιο πα-
γερή της έκφραση και άγγιξε με την άκρη των δάχτυλων της το μανίκι του
κυρίου Μπάστιον, καθώς ξεκινούσαν να διασχίζουν τους πολύβουους
δρόμους. Καταλάβαινε ότι τραβούσαν την προσοχή. Ανταποκρινόταν ευ-
γενικά στα κρυφά χαμόγελα και τα νεύματα των πολλών γνωστών της,
αλλά αγνοούσε τα γεμάτα νόημα βλέμματά τους. Πρόσεξε επίσης το θαυ-
μασμό με τον οποίο κοιτούσαν το συνοδό της. Το ύψος του τραβούσε α-
μέσως τα βλέμματα και δε θα μπορούσε να αρνηθεί ότι η σιλουέτα του
ήταν καλή. Και την κολάκευε ιδιαίτερα το κόκκινο πανωφόρι του με τα
ασημένια κουμπιά που εφάρμοζε τέλεια στους φαρδιούς ώμους του. Το
πανωφόρι του στένευε στη μέση και φάρδαινε ξανά πιο χαμηλά, όπου ένα
κόψιμο στις πτυχές του επέτρεπε να έχει κρεμασμένο στη μέση του το
σπαθί του χωρίς να επηρεάζεται η κομψή γραμμή του ρούχου του. Υπό
φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν πολύ ευχαριστημένη αν την έβλεπαν να
συνοδεύεται από έναν τόσο όμορφο τζέντλεμαν, όμως οι συνθήκες μόνο
φυσιολογικές δεν ήταν και δεν μπορούσε να ξεχάσει τη φρικτή συμπερι-
φορά του απέναντι της το προηγούμενο βράδυ. Η ευθυμία στη φωνή του
την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«Πιστεύω ότι επιβάλλεται να μιλήσουμε λίγο, μις Σάλφορντ».
«Δεν είχα αντιληφθεί ότι ήταν υποχρέωσή μου να σας διασκεδάσω».
«Το ότι συνοδεύω μια τόσο όμορφη λαίδη είναι από μόνο του αρκετά
διασκεδαστικό».
Η Ελίς δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να του ρίξει μια λοξή
ματιά. «Προσπαθείτε να με μαλακώσετε, κύριε Μπάστιον;»
«Θα μπορούσα να το κάνω;»
Η λάμψη στο βλέμμα του ήταν σαν να την προκαλούσε και η Ελίς χρειά-
στηκε να προσπαθήσει για να συγκρατήσει την παρόρμηση να του χαμο-
γελάσει κι εκείνη. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα της αλλού και μίλησε με
τόνο αδιάφορο. «Σίγουρα πάντως γοητεύσατε τη θεία μου».
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι χάρηκε που έχει κάποιον να μοιραστεί
την ευθύνη της κηδεμονίας σου. Θα πρέπει να της ήσουν μεγάλο βάρος».
«Δεν είναι καθόλου έτσι», απάντησε η Ελίς ενοχλημένη. «Δεν της είμαι
καθόλου βάρος, σας διαβεβαιώ. Στην πραγματικότητα, της είμαι πολύ
χρήσιμη».
«Αλήθεια;»
«Ουσιαστικά, εγώ διευθύνω το σπίτι».
«Εσύ διευθύνεις το κοτέτσι».
«Κάθε άλλο, εγώ...» Η Ελίς δάγκωσε τα χείλη της. «Με κοροϊδεύετε, σερ».
Ο Ντρου απλώς γέλασε και, καθώς είχαν φτάσει στην κινητή βιβλιοθή-
κη, η Ελίς δεν είπε τίποτε άλλο.
Ο κύριος Φρίερ, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης της βιβλιοθήκης που βρισκό-
ταν πίσω από τον πάγκο, πήγε αμέσως κοντά της. Ο φιλικός χαιρετισμός
του ήταν βάλσαμο για την πληγωμένη περηφάνια της. Παρέδωσε τα βι-
βλία και εξήγησε ότι δε θα χρειαζόταν άλλα.
«Α. ναι, άκουσα ότι μας αφήνετε», δήλωσε ο κύριος Φρίερ. «Θα μας λεί-
ψετε πολύ, μις Σάλφορντ».
«Πω πω, τα νέα ταξιδεύουν πολύ γρήγορα».
«Πράγματι, σερ, όταν αφορούν το πιο λαμπερό αστέρι του Σκάρμπορο»,
απάντησε ο κύριος Φρίερ ιπποτικά.
Η Ελίς σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον κηδεμόνα της. Αυτό θα πρέπει
να του έδινε να καταλάβει ότι την είχαν σε κάποια εκτίμηση στην πόλη.
Και δεν μπορούσε να την κατηγορήσει ότι φλέρταρε με τον ηλικιωμένο
κύριο Φρίερ.
***
Η Ελίς, έχοντας τελειώσει τη δουλειά της και με τη διάθεσή της κάπως
βελτιωμένη μετά την υποδοχή που είχε στην κινητή βιβλιοθήκη, πήρε με
το συνοδό της το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της θείας της, στη
Νόρθφιλντ Σκουέαρ. Η συμπεριφορά του συνοδού της ήταν τόσο ευγενική
και πολιτισμένη, ώστε πήρε το θάρρος να προσπαθήσει για μια ακόμα
φορά να αναβάλει την αναχώρησή τους.
«Κύριε Μπάστιον, είναι απαραίτητο να φύγουμε αύριο από το Σκάρμπο-
ρο; Σίγουρα δε θα είναι πρόβλημα αν καθυστερήσουμε μια μέρα».
«Ίσως χρειαστούμε αυτή την επιπλέον μέρα αν χαλάσει ο καιρός. Βρι-
σκόμαστε πολύ μακριά από το Λονδίνο, μις Σάλφορντ. Θα περίμενα να
ανυπομονείς να ξαναδείς τον κύριο Ρέβερσον».
«Ναι, φυσικά και ανυπομονώ», απάντησε η Ελίς, αλλά δεν μπόρεσε να
αποφύγει έναν μικρό δισταγμό. Θεωρούσε για τόσο πολύ καιρό ότι το
μέλλον της ήταν να παντρευτεί τον Γουίλιαμ, ώστε το θεωρούσε δεδομέ-
νο. Όμως η σκέψη ότι σύντομα θα έμενε με την οικογένειά του ήταν κά-
πως τρομακτική.
Ο Γουίλιαμ είχε φύγει από το Σκάρμπορο λίγο μετά τον αρραβώνα τους.
Εκείνη είχε βυθιστεί στη θλίψη για μια βδομάδα, αλλά σύντομα ξεκίνησε
την καινούργια της ζωή σαν μία από τις καλλονές της πόλης, ικανοποιημέ-
νη που δε χρειαζόταν, όπως οι υπόλοιπες κοπέλες, να ψάχνει τον κατάλ-
ληλο γαμπρό. Διασκέδαζε βλέποντας τες κάθε σεζόν να κυνηγούν τα θη-
ράματα τους σε όλες τις δεξιώσεις και τις συγκεντρώσεις, όμως δεν είχε
ζηλέψει κανέναν από τους μνηστήρες τους. Με εξαίρεση την ξεροκέφαλη
Τζένι Μάλντεν που είχε κλεφτεί με έναν ηθοποιό και την αποκήρυξε η οι-
κογένειά της, όλες οι υπόλοιπες κοπέλες έκαναν συνετούς γάμους και έ-
δειχναν όλες αρκετά ευτυχισμένες. Καμιά τους δεν παντρεύτηκε από έρω-
τα, όπως θα έκανε εκείνη, και επιπλέον θα γινόταν μέλος μιας από τις
πλουσιότερες οικογένειες της χώρας. Πώς θα μπορούσε να μην ήταν πε-
ρήφανη για την επιτυχία της;
«Ανυπομονώ να ξαναδώ τον Γουίλιαμ», είπε με μεγαλύτερη αυτοπεποί-
θηση. «Μόλις πρόσφατα έλαβα ένα γράμμα του, στο οποίο με παρακα-
λούσε να πάω κοντά του το συντομότερο δυνατόν».
«Σου γράφει τακτικά;»
«Μου γράφει όποτε μπορεί. Είναι πολύ απασχολημένος», απάντησε η
Ελίς. Δε θα έλεγε στον Άντριου Μπάστιον ότι αυτό ήταν το πρώτο γράμμα
που έλαβε από τον Γουίλιαμ μετά από πολλούς μήνες.
«Όμως έχεις να τον δεις τρία χρόνια». Ο Ντρου έκανε μια παύση. «Ένας
άνθρωπος μπορεί να έχει αλλάξει πολύ σ' αυτό το διάστημα».
«Όχι ο Γουίλιαμ».
«Κι εσύ; Είσαι η ίδια νεαρή λαίδη στην οποία έκανε πρόταση γάμου ο Ρέ-
βερσον;»
«Φυσικά».
Ο Ντρου κοντοστάθηκε και γύρισε να την κοιτάξει. «Είσαι σίγουρη γι’
αυτό;»
Η Ελίς συνοφρυώθηκε, θυμωμένη που ο κηδεμόνας της την αμφισβη-
τούσε με αυτό τον τρόπο. Φυσικά και δεν είχε αλλάξει. Όταν όμως στρά-
φηκε προς το μέρος του για να του το πει, δεν μπόρεσε να το κάνει. Την
κοιτούσε μ’ εκείνο το λαμπερό του χαμόγελο που έδιωχνε κάθε σκέψη του
Γουίλιαμ από το μυαλό της. Μόλις τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, έ-
νιωσε να διατρέχει το κορμί της ένα ρίγος που αδυνατούσε να καταλάβει.
Μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε μέσα της και η καρδιά της άρχισε να
χτυπά δυνατά. Ξαφνικά, της κόπηκε η ανάσα και ήθελε να πάψει να βλέπει
τα διαπεραστικά, γαλάζια μάτια του Ντρου Μπάστιον. Το βλέμμα του έ-
μοιαζε να φτάνει στα μύχια της ψυχής της και να διαβάζει τα πιο βαθιά
μυστικά της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, γινόταν η αιτία να γεννιούνται
στο νου της πρωτόγνωρες σκέψεις που την έκαναν να αισθάνεται άβολα.
Έστρεψε το βλέμμα της αλλού, όμως αυτό επέστρεψε στα χείλη του και
έπιασε τον εαυτό της ν’ αναρωτιέται πώς θα ήταν αν τον φιλούσε. Δεν είχε
καμιά αμφιβολία ότι θα ήταν εξαιρετικά έμπειρος, κι αυτή η σκέψη έκανε
τη θέρμη που ένιωθε χαμηλά στην κοιλιά της ακόμα πιο έντονη. Κυριεύτη-
κε από νευρικότητα κι αμέσως μετά συνειδητοποίησε ότι κάνοντας τέ-
τοιες σκέψεις ήταν σαν να πρόδιδε τον Γουίλιαμ. Ω, πώς μπορούσε να είναι
τόσο άπιστη; Σε αυτά τα τρία χρόνια δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε έτσι. Ή-
ταν σοκαρισμένη και τρομαγμένη.
Τράβηξε το χέρι της από το μπράτσο του και γύρισε από την άλλη, τα-
ραγμένη από την παρουσία του και, ακόμα περισσότερο, από τη δική της
αντίδραση. Η Νόρθφιλντ Σκουέαρ είχε φανεί πλέον και μπορούσε να δια-
κρίνει το σπίτι της θείας της στο πιο μακρινό σημείο της. Τάχυνε το βήμα
της, χωρίς να νοιάζεται που τη συνόδευε ο κηδεμόνας της. Στην πραγματι-
κότητα, θα προτιμούσε να μην το έκανε. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι ο κύ-
ριος Μπάστιον είχε προσαρμόσει το βήμα του στο δικό της, αλλά αρνιόταν
να του ρίξει έστω και μια ματιά και δε σταμάτησε μέχρι που έφτασε στην
πόρτα του σπιτιού. Μόνο τότε γύρισε και πίεσε τον εαυτό της να τον κοι-
τάξει. Τώρα στα μάτια του δεν έβλεπε ευθυμία ούτε κάποια σκανταλιάρικη
λάμψη, απλώς την κοιτούσε συνοφρυωμένος. Αναρωτήθηκε αν τον είχε
απογοητεύσει και συνειδητοποίησε ότι δεν το ήθελε καθόλου αυτό.
«Φυ... φυσικά και έχω αλλάξει», είπε με τόνο επιθετικό. «Είμαι μεγαλύ-
τερη και... και γυναίκα. Πλέον είμαι έτοιμη για γάμο».
«Όσο γι’ αυτό, είμαι σίγουρος, μις Σάλφορντ», απάντησε ο Ντρου. «Και
λυπάμαι το σύζυγό σου».
Η Ελίς τον κοίταξε εξοργισμένη που είχε το θράσος να της πει κάτι τέ-
τοιο. Όμως εκείνος, χωρίς άλλη λέξη, έβγαλε το καπέλο του, έκανε μια
κομψή υπόκλιση κι έφυγε.
***
Μέχρι να φτάσει ο Ντρου στο δωμάτιό του, η άσχημη διάθεση που τον
είχε ξαφνικά κυριεύσει υποχώρησε. Δεν έφταιγε η μις Σάλφορντ που την
έβρισκε τόσο ελκυστική. Πίστευε ότι είχε καταφέρει να ελέγξει τον εαυτό
του. Βέβαια την πείραξε λίγο, έτσι για να διασκεδάσει, όμως ο επικείμενος
γάμος της με τον Ρέβερσον δεν ήταν κάτι αστείο. Ήταν ευθύνη του ως κη-
δεμόνας της να την προσέχει. Να την προειδοποιήσει ότι οι άνθρωποι
μπορούσαν ν’ αλλάξουν πολύ μέσα σε τρία χρόνια.
Είχε προσπαθήσει να κρατήσει τον τόνο του ανάλαφρο, αλλά, όταν η
Ελίς τον κοίταξε μ’ εκείνα τα μεγάλα καστανά της μάτια, ένιωσε και πάλι
το σκίρτημα του πόθου, την παρόρμηση να την πάρει στην αγκαλιά του
και να την κάνει να ξεχάσει εντελώς τον Γουίλιαμ Ρέβερσον. Προσπάθησε
να πείσει τον εαυτό του πως η κόρη του Χάρι ήταν ακόμα παιδί, όμως ήταν
ξεκάθαρο ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Και όσο περισσότερο την έβλεπε, το
κορμί του τον διαβεβαίωνε ότι ήταν πραγματική γυναίκα και μάλιστα πο-
λύ ελκυστική. Όταν βρέθηκε μόνος στο δώματιο του, πέταξε στην άκρη το
καπέλο του και πήγε στο λαβομάνο. Έριξε λίγο νερό στη λεκάνη και έπλυ-
νε το πρόσωπό του, με την ελπίδα ότι έτσι θα ξανάβρισκε το μυαλό του.
Δεν ήταν θυμωμένος με την Ελίς, αλλά με την ικανότητά της να τον ανα-
στατώνει και να τον εμποδίζει να σκέφτεται λογικά.
Γνώριζε καλά ότι μια τέτοια αδυναμία θα μπορούσε να αποδειχτεί κα-
ταστροφική για κάποιον που ζούσε βασιζόμενος στην εξυπνάδα του, ό-
μως, αφού ηρέμησε λίγο και το σκέφτηκε, μπόρεσε να δει την κατάσταση
στη σωστή της διάσταση. Η Ελίς ήταν μια όμορφη γυναίκα κι εκείνος ένα
θερμόαιμο αρσενικό. Ήταν δεδομένο ότι θα υπήρχε έλξη ανάμεσά τους.
Και ήταν στο χέρι του να φροντίσει ώστε τα πράγματα να μην ξεφύγουν
από κάθε έλεγχο.
***
Αργότερα εκείνη τη μέρα, όταν ο Ντρου κατευθυνόταν και πάλι προς τη
Νόρθφιλντ Σκουέαρ, η καλή του διάθεση είχε επιστρέψει και διαπίστωνε
ότι ανυπομονούσε να δειπνήσει με την κυρία Μάθιους και την ανιψιά της.
Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η Ελίς θα ήταν ακόμα θυμωμένη μαζί του, και
ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει όταν της συμπεριφέρθηκε τόσο
άσχημα; Ίσως δεν έπρεπε να αμφισβητήσει τον αρραβώνα της με τον Ρέ-
βερσον, όμως όφειλε να βεβαιωθεί ότι η Ελίς ήταν ικανοποιημένη με αυτό
τον αρραβώνα. Ο ίδιος ένιωθε εξαιρετικά άβολα με τούτη την ιστορία. Ο
Χάρι δεν εξήγησε ποτέ στην κόρη του γιατί ο λόρδος Γουίτλγουντ είχε
συμφωνήσει να παντρευτεί ο γιος του μια κοπέλα που δεν ήταν της τάξης
τους, κι εκείνος ήταν σίγουρος ότι ο υποκόμης δε θα ήθελε να μαθευτεί η
αλήθεια.
Μπορεί η Ελίς και ο Ρέβερσον να είχαν πιστέψει ότι ήταν ερωτευμένοι
στο σύντομο διάστημα της γνωριμίας τους, τρία χρόνια πριν, όμως υπο-
πτευόταν ότι όντως από τότε, μακριά ο ένας από τον άλλον, ελάχιστα θα
είχαν απομείνει από τον έρωτά τους. Και παρότι θεωρούσε την Ελίς κάπως
κακομαθημένη, δεν ήθελε το κακό της. Θα έπρεπε να προσέχει τις επαφές
μαζί της. Έφτασε σχεδόν σε καταστροφικό σημείο όταν την πείραζε, γιατί
το απολάμβανε ιδιαίτερα και χαλάρωσε την επιφυλακή του. Τότε η Ελίς
τον είχε κοιτάξει με τα τρυφερά, καστανά μάτια της κι εκείνος ένιωσε ένα
ξαφνικό κύμα πόθου που τον συγκλόνισε. Εξάλειψε κάθε επιθυμία του να
την πειράξει και τον έκανε να θέλει όσο τίποτα στον κόσμο να τη σφίξει
στην αγκαλιά του.
Και το χειρότερο ήταν ότι διαισθανόταν πως το ίδιο είχε νιώσει και η Ε-
λίς, γιατί τραβήχτηκε μακριά του και άρχισε να προχωράει βιαστική και
πανικόβλητη. Όμως δεν είχε γίνει κανένα κακό, πιάστηκε απροετοίμα-
στος, αυτό ήταν όλο. Και ήταν προφανές ότι δεν της άρεσε καθόλου η έλξη
που φόρτισε την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Ίσως αυτή η μικρή τρομάρα
να της έκανε καλό. Ίσως τώρα να αντιλαμβανόταν πόσο συνετό ήταν να
κρατάει όλους τους άντρες σε αξιοπρεπή απόσταση. Δε χωρούσε αμφιβο-
λία πως η Ελίς διέθετε και μαχητικότητα και εξυπνάδα. Εκείνο το βράδυ θα
έκανε ό,τι μπορούσε για να την κάνει να ηρεμήσει κάπως, και πίστευε ότι,
αν τα κατάφερνε, η Ελίς θα αποδεικνυόταν ευχάριστη συντροφιά.
Έφτασε στη Νόρθφιλντ Σκουέαρ την προκαθορισμένη ώρα και ένας
υπηρέτης, που προφανώς είχε το μυαλό του αλλού, τον οδήγησε σε ένα
άδειο σαλόνι. Ωστόσο δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να ανακαλύψει
το λόγο. Η μις Σάλφορντ μπήκε στο σαλόνι και στάθηκε με την πλάτη
στην πόρτα. Δεν είχε αλλάξει για το δείπνο, φορούσε ακόμα το απλό πρω-
ινό φόρεμα από μαύρο κρεπ, που στόλιζε μόνο μια λευκή ποδιά. Η απλό-
τητα του φορέματος της τόνιζε την υπέροχη σιλουέτα της κι έπιασε και
πάλι τον εαυτό του να κάνει ανάρμοστες σκέψεις. Όταν όμως το βλέμμα
του ανέβηκε στο πρόσωπό της, σοβάρεψε αμέσως, καθώς τα σκούρα κα-
στανά μάτια της ήταν προβληματισμένα.
«Σερ, θα πρέπει να ακυρώσετε ό,τι έχετε κανονίσει», του είπε χωρίς
προλόγους και ένωσε τις παλάμες πάνω στο στήθος της. «Δεν μπορούμε
να φύγουμε αύριο για το Λονδίνο».
«Συμβαίνει κάτι, μις Σάλφορντ;» Ο Ντρου έσμιξε τα φρύδια. Μπροστά
του δε βρισκόταν η γεμάτη αυτοπεποίθηση και με πειρακτική διάθεση δε-
σποινίς που είδε το προηγούμενο βράδυ, ούτε η υπεροπτική, παγερή λαίδη
που συνάντησε εκείνο το απόγευμα. Αντίθετα, έδειχνε έτοιμη να κλάψει.
Βρέθηκε αμέσως πλάι της, την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε σε έναν
από τους καναπέδες. Ο τρόπος που τον ακολούθησε σιωπηλή, απλώς επι-
βεβαίωνε το πόσο αναστατωμένη ήταν.
«Λοιπόν», της είπε όταν κάθισαν. «Πες μου τι συνέβη».
«Η... η θεία μου έσπασε το χέρι της. Όλη τη μέρα έτρεχε για τις ετοιμασί-
ες του ταξιδιού, σκόνταψε και έπεσε απ’ τη σκάλα. Αν δε βιαζόταν τόσο
ώστε να βεβαιωθεί ότι δε θα σας κάναμε να περιμένετε...»
Η Ελίς σταμάτησε και άρχισε να ψάχνει για το μαντίλι της. Ο Ντρου της
έδωσε το δικό του.
«Α», είπε χαμηλόφωνα. «Ώστε λοιπόν το φταίξιμο είναι δικό μου. Θα
έπρεπε να το περιμένω».
Η Ελίς φύσηξε τη μύτη της και σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο μά-
γουλό της.
«Όχι, φυσικά και δε φταίτε εσείς».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, μις Σάλφορντ».
Η Ελίς χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Δε θα μπορούσα να κατηγορήσω εσάς για τα ατύχημα. Η θεία δε θα έ-
πρεπε να προσπαθήσει να κατεβάσει η ίδια εκείνα τα κουτιά απ’ τη σοφί-
τα, όμως η Χόιλ ήταν απασχολημένη φτιάχνοντας τα μπαούλα και...»
«Η Χόιλ;»
«Η καμαριέρα μας. Στην πραγματικότητα, είναι η καμαριέρα της θείας
μου, όμως φρόντιζε πάντα κι εμένα. Ποτέ δε χρειάστηκα δική μου καμα-
ριέρα, αλλά με τόσα πράγματα που έπρεπε να γίνουν σε τόσο σύντομο
διάστημα...»
«Και πού είναι τώρα η θεία σου;»
«Στο δωμάτιό της. Είναι μαζί της ο γιατρός και φροντίζει το σπάσιμο.
Λέει ότι πρόκειται για ένα απλό κάταγμα, όμως η θεία μου είναι πολύ τα-
ραγμένη και ο γιατρός δεν της επιτρέπει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι αν δεν
περάσουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Βλέπετε λοιπόν, κύριε Μπάστιον,
θα πρέπει να ακυρώσουμε το ταξίδι μας στο Λονδίνο».
Το μυαλό του Ντρου δούλευε σαν τρελό. Ίσως η κυρία Μάθιους να μπο-
ρούσε να βγει απ’ το δωμάτιό της σε μια βδομάδα, σίγουρα όμως θα έπρε-
πε να περάσουν αρκετές ακόμα για να μπορέσει να ταξιδέψει -και όχι πριν
τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Κι ο όρος που αναφερόταν στην επι-
στολή του λόρδου Γουίτλγουντ είχε χαραχτεί στο νου του. Αν η μις Σάλ-
φορντ δε βρισκόταν στο σπίτι του μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μι-
χαήλ, θα θεωρούσε ότι είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του αναφορικά
με τη συμφωνία και ο γάμος θα ματαιωνόταν.
«Όχι, θα πρέπει να φύγουμε και η θεία σου να μας ακολουθήσει αμέσως
μόλις μπορέσει».
Τα καστανά μάτια της Ελίς καρφώθηκαν ανήσυχα στα δικά του.
«Μα αυτό δε θα ήταν καθόλου καθωσπρέπει. Δε θα ταξιδέψω χωρίς τη
θεία μου».
«Φοβάμαι ότι πρέπει. Ο λόρδος Γουίτλγουντ σε περιμένει».
«Τότε, θα του γράψω και θα του εξηγήσω, αν δεν είστε διατεθειμένος να
το κάνετε εσείς».
«Αν θεωρούσα πως θα είχε νόημα, θα το έκανα πρόθυμα, όμως δεν πι-
στεύω ότι ο υποκόμης θα θεωρούσε το σπασμένο χέρι της θείας σου ε-
παρκή δικαιολογία για να αναβάλει τα σχέδιά του». Ο Ντρου είδε την Ελίς
να τον κοιτάζει απορημένη και συνέχισε χαμηλόφωνα. «Οι οδηγίες του
λόρδου Γουίτλγουντ ήταν ξεκάθαρες».
«Εννοείτε ότι, αν δε συμμορφωθώ, ίσως να μη γίνει ο γάμος;»
«Είναι πολύ πιθανόν, μις Σάλφορντ».
***
Η Ελίς έγειρε πίσω. Η απάντηση του κηδεμόνα της ήταν σαν μια ψυχρο-
λουσία που την ξύπνησε από τον εφιάλτη των τελευταίων ωρών και την
έκανε να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν σε ακόμα χειρότερη θέση. Αν
καθυστερούσε, ίσως να έχανε τον Γουίλιαμ για πάντα. Ήταν δεκαεπτά ε-
τών όταν γνωρίστηκαν και εκείνος λίγο μεγαλύτερος. Δε χωρούσε αμφι-
βολία πως είχε μαγευτεί από το γεγονός ότι την ξεχώρισε και την πρόσεξε
ο γιος ενός υποκόμη. Και ο Γουίλιαμ ήταν τόσο όμορφος, όλοι το έλεγαν.
Ήταν παράξενο λοιπόν που τον είχε ερωτευτεί; Φυσικά από τότε αντάλ-
λαξαν μόνο μερικά γράμματα, όμως εκείνη κρατούσε την ανάμνησή του
στην καρδιά της και περίμενε με ανυπομονησία τη μέρα που θα την πα-
ντρευόταν. Και τώρα ο κηδεμόνας της της έλεγε ότι, αν καθυστερούσε,
ίσως αυτό να μη συνέβαινε ποτέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Τότε θα πρέπει να πάω μόνη στον Γουίλιαμ».
Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Ντρου και το διαπεραστικό
βλέμμα του μαλάκωσε.
«Όχι ακριβώς μόνη, μις Σάλφορντ. Θα είμαι κι εγώ μαζί σου». Η Ελίς
βρήκε τη δήλωσή του καθησυχαστική κι αυτό την ξάφνιασε. Οι συναντή-
σεις τους μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν φορτισμένες και, κάποιες φορές, ε-
κνευριστικές, ωστόσο ήταν διατεθειμένη να ταξιδέψει ως το Λονδίνο και
την παρηγορούσε ότι θα τη συνόδευε εκείνος. Όμως δεν είχε το χρόνο να
κάνει τέτοιες σκέψεις, ειδικά αφού εμφανίστηκε ο Αστόν για να τη ρωτή-
σει τι ήθελε να κάνει με το δείπνο.
«Δεν ξέρω», του είπε αφηρημένα και άγγιξε το μέτωπό της. «Δεν πεινά-
ω».
«Το δείπνο είναι έτοιμο να σερβιριστεί;» παρενέβη ο κύριος Μπάστιον,
απευθυνόμενος στον μπάτλερ.
Ο Αστόν υποκλίθηκε. «Μάλιστα, σερ. Αρκεί να μου δώσετε την εντολή,
και το τραπέζι θα ετοιμαστεί αμέσως».
«Τότε, θα φάμε».
Η Ελίς αντέδρασε. Σ’ αυτή τη φάση, οποιοσδήποτε άντρας με κάποια
ευαισθησία θα έφευγε και θα άφηνε την οικογένεια στην ησυχία της.
«Δε νομίζω», είπε εκείνη. «Θα πρέπει να πάω στη θεία μου».
«Η κυρία κοιμάται, μις», είπε ο μπάτλερ προσπαθώντας να βοηθήσει. «Η
Χόιλ λέει ότι ο δόκτωρ Κάρστερς της έδωσε λίγο λάβδανο πριν φύγει και
δεν περιμένει να ξυπνήσει αν δεν περάσουν τουλάχιστον δύο ώρες».
Στο χαμόγελο του κηδεμόνα της δεν υπήρχε ίχνος θριάμβου, ωστόσο η
Ελίς έτριξε τα δόντια της όταν τον άκουσε να συνεχίζει με εκνευριστική
ηρεμία.
«Τότε έχουμε αρκετό χρόνο να δειπνήσουμε. Και μετά μπορείς να καθί-
σεις με τη θεία σου».
«Δεν πεινάω».
Η Ελίς δάγκωσε τα χείλη της. Ακουγόταν σαν κακομαθημένο παιδί. Ανα-
ρωτήθηκε τι είχε ο Άντριου Μπάστιον και της έβγαζε τη χειρότερη πλευρά
της. Προσπάθησε να νιώσει ευγνωμοσύνη που δεν έδειχνε να προσέχει
τους κακούς τρόπους της.
Ο Ντρου απάντησε με τόνο καθησυχαστικό. «Ίσως, όμως δε θα βοηθή-
σεις σε τίποτα τη θεία σου αν λιποθυμήσεις απ’ την πείνα». Σηκώθηκε, βο-
ήθησε την Ελίς να σηκωθεί, την έπιασε αγκαζέ και χτύπησε μαλακά και
καλοσυνάτα το χέρι της.
«Ναι, έτσι είναι», είπε ο Άστον, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως πα-
λαιός υπηρέτης της οικογένειας. «Είμαι σίγουρος ότι θα νιώσετε πολύ κα-
λύτερα αν φάτε κάτι, μις. Κι εγώ θα πω στη Χόιλ να έρθει να σας φωνάξει
αμέσως μόλις ξυπνήσει η κυρία».
Η Ελίς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να υπακούσει.
Όφειλε να παραδεχτεί ότι, αφού έφαγε και ήπιε ένα ποτήρι κρασί, αισθα-
νόταν πολύ πιο ήρεμη. Ο καλεσμένος της συμπεριφέρθηκε άψογα στη
διάρκεια του δείπνου, συζητώντας για ουδέτερα θέματα που ούτε την
ντρόπιαζαν ούτε την εκνεύριζαν και έπιασε τον εαυτό της να χαλαρώνει.
Στο μυαλό της κυριαρχούσε η δοκιμασία -της θείας της και δεν μπορούσε
να σκεφτεί κάτι άλλο.
***
Είχαν τελειώσει το δείπνο τους όταν η Χόιλ έκανε την εμφάνισή της για
να τους ενημερώσει ότι η κυρία Μάθιους ξύπνησε και ζητούσε την ανιψιά
της. Η Ελίς σηκώθηκε αμέσως και, με τη Χόιλ να την ακολουθεί, διέσχισαν
τους γεμάτους μπαούλα και βαλίτσες διαδρόμους που οδηγούσαν στην
κρεβατοκάμαρα της μεγαλύτερης γυναίκας. Εκείνη ήταν ανακαθισμένη
στο κρεβάτι, ακουμπισμένη σε ένα βουνό από μαξιλάρια και με το χέρι της
στο γύψο. Ήταν χλομή αλλά έδειχνε ήρεμη. Φορούσε νυχτικιά και σκούφο
ύπνου από ροζ δαντέλα. Όταν μπήκε η Ελίς, σήκωσε το καλό της χέρι, α-
γνοώντας την καμαριέρα που έσπευσε να τη βοηθήσει.
«Ω, καλή μου, τι ανοησία ήταν αυτή που έκανα, λυπάμαι τόσο πολύ».
«Όχι, όχι, θεία, δεν πρέπει να κατηγορείς τον εαυτό σου. Χαίρομαι που
δεν έπαθες τίποτα χειρότερο. Ο δόκτωρ Κάρστερς μου είπε ότι δε δυσκο-
λεύτηκε καθόλου να σου φτιάξει το χέρι και ότι πολύ σύντομα θα είσαι μια
χαρά».
«Ναι, αλλά όχι αύριο το πρωί. Θα περάσουν μέρες για να μπορέσω να
σηκωθώ».
Η Ελίς, αγνοώντας τη Χόιλ που πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα
της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έπιασε το χέρι που της πρόσφερε
η θεία της. «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς γι’ αυτό. Μπορείς να ακολουθήσεις
αμέσως μόλις γίνεις αρκετά καλά ώστε να ταξιδέψεις».
«Σκοπεύεις να πας χωρίς εμένα;»
«Πρέπει. Ο κύριος Μπάστιον πιστεύει ότι ο υποκόμης θα επιμείνει σ’ αυ-
τό».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σπουδαία πρόσωπα σαν αυτόν έχουν συνη-
θίσει να γίνεται ό,τι θέλουν με τον δικό τους τρόπο», συμφώνησε η κυρία
Μάθιους και αναστέναξε. «Κι εσύ περίμενες τόσον καιρό, που είμαι σίγου-
ρη ότι θα ανυπομονείς να ξαναδείς τον αρραβωνιαστικό σου».
«Φυσικά», έσπευσε να απαντήσει η Ελίς, αν και τώρα που πλησίαζε εκεί-
νη η ώρα ένιωθε κάτι περισσότερο από φόβο. «Όμως θα προτιμούσα να
περιμένω μέχρι να μπορείς να έρθεις κι εσύ μαζί μου, θεία».
Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να γυρίσει και να δει τον Άντριου
Μπάστιον να στέκεται στο άνοιγμά της.
«Παρακαλώ, να με συγχωρήσετε για την ενόχληση, μαντάμ».
«Μα φυσικά, περάστε, σερ. Αφήστε τους τύπους», είπε η κυρία Μάθιους
στον Ντρου, αγνοώντας το αποδοκιμαστικό ρουθούνισμα της Χόιλ, που
τακτοποιούσε τα βάζα και τα μπουκάλια στο κομοδίνο. «Θα πρέπει να
αποφασίσουμε τι θα κάνουμε για να φτάσει η Ελίς στο Λονδίνο».
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ, μαντάμ. Έκλεισα μια άμαξα και θα
είναι εδώ στις εννιά αύριο το πρωί».
«Δε θα μπορούσαμε να καθυστερήσουμε λίγο;» ρώτησε η Ελίς. «Θα ήθε-
λα να βεβαιωθώ ότι η θεία μου θα νιώθει καλύτερα πριν φύγω από το
Σκάρμπορο».
«Ω, θα είμαι μια χαρά, αγάπη μου, δε θα πρέπει να ανησυχείς για μένα»,
είπε η κυρία Μάθιους. «Κι έτσι όπως είναι οι δρόμοι, θα ήταν καλύτερα να
ξεκινήσετε όσο το δυνατόν νωρίτερα».
Ουσιαστικά, τα ίδια της είχε πει και ο Άντριου Μπάστιον, όμως της ήταν
πολύ πιο εύκολο να τα ακούει από τη θεία της.
«Είμαι σίγουρη ότι δε θα πειράξει κανέναν αν αναβάλουμε το ταξίδι μας
για μια βδομάδα». Η Ελίς κοίταξε τον κύριο Μπάστιον. Την κοίταξε κι εκεί-
νος, σαν να ανταπέδιδε την πρόκληση, όμως ήταν αποφασισμένη να μην
υποχωρήσει κι ένιωσε την οργή της να φουντώνει. «Ο κύριος Ρέβερσον
μου έγραφε ότι ανυπομονεί όσο κι εγώ να ξαναβρεθούμε, αλλά είμαι βέ-
βαιη ότι, αν του εξηγήσω τι συνέβη, θα καταλάβει πως είναι επιβεβλημένο
να καθυστερήσω λίγο».
«Όχι όμως και ο πατέρας του».
«Ο κύριος Μπάστιον έχει δίκιο, αγάπη μου. Δεν πρέπει να του δώσεις
λόγο να ακυρώσει το γάμο».
«Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να τον ακυρώσει για έναν τόσο ασήμαντο
λόγο; Μα εγώ και ο Γουίλιαμ αγαπιόμαστε». Η Ελίς έβγαλε από την τσέπη
της ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτιού. «Στο γράμμα του μου λέει ότι δε
βλέπει την ώρα να είμαστε και πάλι μαζί».
«Μπορεί όμως, παρότι δε χωράει αμφιβολία πως ο Γουίλιαμ είναι ένας
εξαιρετικός γαμπρός για σένα, ο υποκόμης να είχε υψηλότερες βλέψεις για
το γάμο του μικρότερου γιου του». Το βλέμμα της κυρίας Μάθιους είχε γί-
νει ανησυχητικά διορατικό. «Αν τον θέλεις, γλυκιά μου, θα πρέπει να τον
παντρευτείς τώρα, διαφορετικά ίσως να είναι πολύ αργά». Κράτησε σφι-
χτά την παλάμη της ανιψιάς της. «Είναι μια υπέροχη ευκαιρία για σένα, α-
γάπη μου. Θα πρέπει να την αδράξεις και με τα δύο χέρια».
«Θα το κάνω, θεία. Το υπόσχομαι».
«Μπράβο, κορίτσι μου». Τα μάτια της κυρίας Μάθιους έλαμψαν ύποπτα
και ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα βλέφαρά της προτού στραφεί στον
Ντρου, που στεκόταν στα πόδια του κρεβατιού. «Προφανώς ο αδελφός
μου είχε πολύ καλή γνώμη για σας, σερ, για να σας εμπιστευθεί τη φροντί-
δα της μοναχοκόρης του».
Ο Ντρου υποκλίθηκε. «Θα προσπαθήσω να μην τον απογοητεύσω, μα-
ντάμ».
«Ωραία. Λοιπόν, η Ελίς θα είναι έτοιμη να σας ακολουθήσει αύριο το
πρωί. Και η Χόιλ θα τη συνοδεύσει».
Οι χτένες που κρατούσε η καμαριέρα της έπεσαν από τα χέρια της.
«Όχι, μαντάμ. Η θέση μου είναι εδώ, μαζί σας».
Η κυρία Μάθιους αναστέναξε. «Χόιλ, σε παρακαλώ, μη γίνεσαι κουρα-
στική. Δεν υπάρχει κανένας άλλος να τη συνοδεύσει».
«Μπορεί... όμως εγώ είμαι καμαριέρα σας τριάντα χρόνια σχεδόν και δεν
πρόκειται να σας αφήσω τώρα, όχι όταν με χρειάζεστε».
«Χόιλ, θα κάνεις ό,τι σου λένε», είπε κοφτά η κυρία της. «Διαφορετικά,
μπορείς να φτιάξεις τις βαλίτσες σου και να φύγεις αυτή τη στιγμή».
Η απειλή δε φάνηκε ν’ ανησυχεί την καμαριέρα. Σηκώθηκε και μίλησε με
αξιοπρέπεια. «Αυτό θα το αποφασίσετε εσείς, κυρία, όμως εγώ δεν πηγαί-
νω», είπε και έφυγε από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της με
θόρυβο.
«Αν είναι δυνατόν». Η κυρία Μάθιους απέμεινε να κοιτάζει την πόρτα.
«Ξέρει ότι δεν πρόκειται να την απολύσω, φυσικά, ακόμα κι έτσι όμως...»
Η Ελίς ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. «Η Χόιλ πάντα με ζήλευε λίγο.
Όμως, ακόμα κι αν δεν ήταν έτσι, δεν μπορείς να περιμένεις πραγματικά
από εκείνη να σε αφήσει τώρα, θεία, που είσαι άρρωστη στο κρεβάτι».
«Θα πρέπει να βρούμε κάποια γυναίκα να σε συνοδεύσει», δήλωσε ο
Ντρου.
Η Ελίς ήταν ήδη πληγωμένη από την απόρριψη της Χόιλ και ο εκνευρι-
σμός στον τόνο του κηδεμόνα της την πλήγωσε ακόμα περισσότερο.
«Οι υπόλοιπες καμαριέρες του σπιτιού θα ήταν μάλλον εμπόδιο παρά
βοήθεια», δήλωσε η κυρία Μάθιους με ειλικρίνεια. «Το πιθανότερο είναι ότι
θα τις έπιανε υστερία αν τους ζητούσα να ταξιδέψουν έστω και ενάμισι χι-
λιόμετρο μακριά απ’ το Σκάρμπορο».
Ο Ντρου αναστέναξε. «Τότε θα πρέπει να προσλάβω κάποια. Αν και δεν
ξέρω ποια θα μπορούσα να βρω μέχρι τις εννιά αύριο το πρωί...»
«Δε χρειάζεται να μπαίνετε σε κόπο για χάρη μου», είπε η Ελίς σφιγμένα.
«Δεν μπορείς να ταξιδέψεις μόνη», είπε ο Ντρου.
«Είστε ο κηδεμόνας μου, σωστά; Κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί
ότι θα ήταν απρέπεια να ταξιδέψουμε μαζί».
Η Ελίς τον αγριοκοίταξε. Ο κηδεμόνας της προσπαθούσε μόνο να βοη-
θήσει, αλλά ξαφνικά ο ενθουσιασμός για τον επικείμενο γάμο της χάθηκε
και έδωσε τη θέση του στην αίσθηση ότι αποτελούσε απλώς πρόβλημα.
Αυτή η σκέψη δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Ο κηδεμόνας της την κοίταξε
σιωπηλός για λίγο και, όταν μίλησε, ο τόνος του ήταν αποφασιστικός.
«Πολύ καλά. Θα ήταν καλό αν έβρισκες κάποια απ’ το προσωπικό του
σπιτιού που θα ήταν διατεθειμένη να έρθει μαζί σου. Όμως, όπως είπες,
δεν είναι απαραίτητο. Στα πανδοχεία που θα μένουμε, θα μπορούμε να
προσλαμβάνουμε κάποια καμαριέρα για να σε φροντίζει». Στράφηκε στην
κυρία Μάθιους. «Σας εύχομαι ταχεία ανάρρωση, μαντάμ». Κοίταξε την Ε-
λίς. Η αδιαφορία που είδε στο βλέμμα του μεγάλωσε την απογοήτευσή
της. «Θα περάσω να σε πάρω στις εννιά ακριβώς, μις Σάλφορντ. Φρόντισε
να μη με αφήσεις να περιμένω».
***
Ο Ντρου, για ακόμα μία φορά, έφυγε από το σπίτι της κυρίας Μάθιους
ταραγμένος. Βρισκόταν στην Αγγλία λιγότερο από μια βδομάδα και ήδη
κάτι τόσο απλό όσο το να συνοδεύσει μια νεαρή λαίδη στο Λονδίνο απο-
δεικνυόταν εφιάλτης. Πρώτα απ’ όλα υπήρχε το τελεσίγραφο του λόρδου
Γουίτλγουντ, που καθιστούσε απαραίτητο να φτάσουν στο Λονδίνο το
συντομότερο δυνατόν. Και τώρα η θεία της Ελίς, εκείνη που ήταν η καταλ-
ληλότερη συνοδός, δεν μπορούσε πλέον να ταξιδέψει μαζί τους. Αυτή η
αναποδιά δε θα τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα αν η κηδεμονευόμενή του ή-
ταν κάποια μαθητριούλα και όχι μια τόσο ελκυστική νεαρή γυναίκα.
Θυμήθηκε την έλξη που ένιωσε να ασκεί πάνω του η Ελίς την πρώτη
φορά που την είδε στο σαλόνι της θείας της. Στις επόμενες συναντήσεις
τους, ακόμα κι όταν η Ελίς ήταν τρομερά κουραστική, η έλξη που αισθανό-
ταν γινόταν εντονότερη. Κάθε φορά που τα βλέμματά τους διασταυρώνο-
νταν, ένιωθε την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους να φορτίζεται και, πράγμα
πολύ ευχάριστο, αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν την έσφιγγε στην αγκαλιά
του και τη φιλούσε, αν απελευθέρωνε το πάθος που ήταν σίγουρος ότι έ-
κρυβε μέσα της.
Φυσικά, αυτό ήταν αδύνατον. Όχι μόνο ήταν μια καλοαναθρεμμένη νε-
αρή λαίδη που προοριζόταν να γίνει σύζυγος κάποιου άλλου, αλλά ήταν
και υπό την κηδεμονία του, κόρη του φίλου του, και είχε ορκιστεί να την
προστατεύει. Αν δεν ήταν κηδεμονευόμενή του και αρραβωνιαστικιά κά-
ποιου άλλου; Τι θα έκανε τότε; Θα την αποπλανούσε; Ασφαλώς και όχι. Η
Ελίς Σάλφορντ ήταν μια νεαρή κυρία· δε θα μπορούσε να την έχει ως ερω-
μένη του. Όμως τι άλλο θα μπορούσε να της προσφέρει; Ήταν ένας άσω-
τος, ένας προδότης. Είχε αποφασίσει χρόνια πριν ότι δε θα ζητούσε από
καμία γυναίκα να μοιραστεί αυτό το βάρος.
Ξεφύσηξε απογοητευμένος. Το θέμα δεν ήταν οι δικές του ατυχίες. Θα
έπρεπε να επικεντρωθεί στην Ελίς. Ίσως να ήταν τρομερά ελκυστική, αλλά
αυτό μπορούσε να το διαχειριστεί. Ήταν ο κηδεμόνας της. Σε κάθε πανδο-
χείο όπου θα έμεναν, θα προσλάμβανε μια καμαριέρα για να κοιμάται τα
βράδια μαζί της, ώστε να διασφαλίσει το καλό της όνομα. Αν εκείνη ήταν
διατεθειμένη να ταξιδέψει μαζί του στο Λονδίνο χωρίς συνοδό, θα το δε-
χόταν. Δε θα ανησυχούσε γι’ αυτό.
Αλλά ανησυχούσε. Είχε συμφωνήσει να πραγματοποιήσει την τελευταία
επιθυμία του φίλου του και να φροντίσει την κόρη του. Και στα καθήκο-
ντά του δε συμπεριλαμβανόταν η αποπλάνησή της πριν την παραδώσει
στον αρραβωνιαστικό της.
***
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε λαμπερή και καθαρή. Μόνο μια ελαφριά ομί-
χλη πάνω από τη θάλασσα μαρτυρούσε ότι δε βρίσκονταν πια στην καρ-
διά του καλοκαιριού. Έβαλε το ταξιδιωτικό της φόρεμα, ένα ένδυμα ιππα-
σίας από σκούρο πράσινο τουίλ με γιακά από βελούδο και μικρά χρυσά
κουμπιά. Είχε προσθέσει μαύρο βολάν στα πέτα και στα μανικέτια, και το
γείσο του μπονέ της στόλιζε ένα πέπλο από μαύρη δαντέλα. Το πέπλο ή-
ταν μαζεμένο εκείνη τη στιγμή, αλλά, όταν το κατέβαζε, έκρυβε εντελώς
το πρόσωπό της. Η εμφάνισή της ήταν πολύ σοβαρή και κανείς, ούτε καν ο
εκνευριστικός κύριος Μπάστιον, δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως εί-
χε πένθος.
Ο Άστον την ενημέρωσε ότι η άμαξα περίμενε κι εκείνη, αφού του είπε
να βγάλει τις αποσκευές της, πήγε να χαιρετήσει τη θεία της.
«Μακάρι να γινόταν να περιμένω μέχρι να μπορέσεις να έρθεις μαζί
μας», είπε ενώ την αγκάλιαζε για τελευταία φορά, φροντίζοντας να απο-
φύγει το σπασμένο χέρι της. «Δεν ξέρω πώς θα τα βγάλω πέρα χωρίς εσέ-
να».
«Θα τα πας μια χαρά, αγάπη μου, φτάνει να μην ξεχνάς τους καλούς σου
τρόπους».
Η Ελίς μόρφασε. «Είμαι σίγουρη ότι αυτό δε θα είναι δύσκολο όταν θα
είμαι με το λόρδο Γουίτλγουντ, όμως δεν ανυπομονώ καθόλου να ταξιδέ-
ψω μ’ αυτό τον άνθρωπο».
«Εννοείς τον κύριο Μπάστιον;» Η θεία της χάιδεψε το μάγουλό της. «Ο
πατέρας σου, στο τελευταίο γράμμα του, έγραφε ότι θα εμπιστευόταν
στον Ντρου Μπάστιον ακόμα και τη ζωή του. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι
θα σε προσέξει για χάρη του αδελφού μου. Όμως...»
Η κυρία Μάθιους έκανε μια παύση και τα δάχτυλά της άρχισαν να σφίγ-
γουν νευρικά το σεντόνι της, μέχρι που η Ελίς την παρότρυνε να συνεχίσει.
«Ναι, θεία;»
«Σε παρακαλώ, να προσέχεις όταν θα είσαι με τον κύριο Μπάστιον, Ελίς.
Δεν είναι άνθρωπος που θα ήθελες να θυμώσεις. Υπάρχει σκληρότητα πί-
σω από τη γοητεία του».
Η δήλωση της θείας της έκανε την Ελίς να ξεχάσει τη μελαγχολική της
διάθεση. Τα μάτια της έλαμψαν και γέλασε δυνατά.
«Γοητεία; Εγώ δεν έχω δει καμία γοητεία, θεία. Είναι αγενής και αυταρχι-
κός».
«Πάντως εσύ να προσέχεις, αγάπη μου».
«Το υπόσχομαι». Η Ελίς έσκυψε πάνω απ’ το κρεβάτι για να δώσει στη
θεία της ένα ακόμα φιλί στο μάγουλο. «Όμως τι θα μπορούσε να κάνει;
Δεν είναι παρά ένας άντρας».
Αποχαιρέτησε χαρούμενα τη θεία της και βγήκε απ’ την κάμαρα. Η κυρία
Μάθιους άκουγε τα απαλά της βήματα να ξεμακραίνουν στο διάδρομο και
κούνησε το κεφάλι.
«Ναι, είναι άντρας, Ελίς», ψιθύρισε. «Κι αυτό είναι που με ανησυχεί».
***
Η Ελίς εντυπωσιάστηκε από την κομψή άμαξα που την περίμενε. Μπο-
ρεί να ήταν απλώς νοικιασμένη, αλλά ήταν φρεσκοβαμμένη και είχε τέσ-
σερα ζωηρά άλογα που τα φρόντιζαν δυο κομψά ντυμένοι αμαξάδες. Ο
κύριος Μπάστιον περίμενε να τη βοηθήσει να ανεβεί, έχοντας το καπέλο
του κάτω απ’ τη μασχάλη του. Εκείνη επιδοκίμασε την εμφάνισή του, το
καλοραμμένο σκούρο μπλε μάλλινο σακάκι ιππασίας, το ανοιχτόχρωμο
παντελόνι και τις καλογυαλισμένες μπότες του. Την πρώτη φορά που τον
είχε δει της φάνηκε σαν ο τέλειος τζέντλεμαν, ο οποίος θα ένιωθε απόλυ-
τα άνετα σε οποιοδήποτε σαλόνι. Τώρα ήταν ντυμένος για ταξίδι, έτοιμος
για δράση και περιπέτεια.
Ξαφνικά σκέφτηκε ότι μια νεαρή λαίδη θα μπορούσε εύκολα να ερω-
τευτεί έναν τέτοιον άντρα και χάρηκε που η δική της καρδιά ήταν ήδη δο-
σμένη. Ανήκε στον Γουίλιαμ και, κατά συνέπεια, δεν αντιμετώπιζε κανέ-
ναν κίνδυνο. Ωστόσο την προβλημάτιζε η ενοχλητική σκέψη ότι ίσως δεν
ήταν εντελώς ειλικρινής με τον εαυτό της.
Τα γαλάζια μάτια του που την αναστάτωναν έλαμπαν καθώς την κοι-
τούσαν κι αναρωτήθηκε ξανά αν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.
Έστρεψε το βλέμμα της αλλού και προχώρησε προς την άμαξα. Έδωσε
σιωπηλή το χέρι της στον Ντρου και ετοιμάστηκε να ανεβεί. Αισθάνθηκε
αμέσως τη δύναμη στα λεπτά δάχτυλά του. Το στόμα της στέγνωσε. Κα-
νείς απ’ τους δυο τους δεν είχε φορέσει ακόμα τα γάντια του και η Ελίς α-
ντιλήφθηκε ότι αυτό ήταν λάθος, καθώς ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά
στο άγγιγμά του. Η καρδιά της σταμάτησε για μια στιγμή κι ύστερα άρχισε
να χτυπά δυνατά και ακανόνιστα, έτσι που δυσκολευόταν να ανασάνει.
Της θύμιζε την αναστάτωση που ένιωθε όταν δεχόταν βλέμματα θαυμα-
σμού ή επέτρεπε σε κάποιον τζέντλεμαν να φιλήσει τα ακροδάχτυλά της.
Μόνο που τώρα ήταν δέκα φορές πιο έντονη.
Και πολύ πιο επικίνδυνη. Η Ελίς συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε ξαναζήσει
κάτι τέτοιο. Δεν ήταν καμιά ανόητη, όλη της τη ζωή ήταν καλομαθημένη
και χαϊδεμένη. Ήξερε ότι την είχαν προστατέψει από τις σκληρές όψεις της
ζωής. Οι προσπάθειες του κυρίου Σκόρτον να τη φιλήσει θα έπρεπε να την
είχαν προειδοποιήσει ότι η δύναμή της να γοητεύει τους τζέντλεμαν που
γνώριζε, μια δύναμη που απολάμβανε, ίσως να μην ήταν πάντα υπό τον
έλεγχό της. Η σκέψη ότι ήταν κι εκείνη εξίσου ευάλωτη ήταν επίσης τρο-
μακτική. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί το κορμί της ότι θα αντιδρούσε
σωστά, κάτι που αποδείχτηκε από τη συνειδητή προσπάθεια που αναγκά-
στηκε να καταβάλει ώστε να αφήσει τα μακριά, λεπτά, αρρενωπά δάχτυ-
λα του κυρίου Μπάστιον.
Κάθισε βιαστικά, ξέροντας ότι ο Άντριου Μπάστιον την πα-
ρακολουθούσε. Ήταν όμως αποφασισμένη να μην τον κοιτάξει στα μάτια,
φοβούμενη μήπως προδώσει την αναστάτωσή της. Ο κηδεμόνας της μπή-
κε στην άμαξα μετά από εκείνη και άφησε το καπέλο του στο κάθισμα
ανάμεσά τους. Η άμαξα ξεκίνησε προτού καλά καλά κλείσει η πόρτα. Η Ε-
λίς ήταν τόσο ταραγμένη, ώστε δε φρόντισε να καθίσει αρκετά άνετα. Η
φούστα και τα μεσοφόρια της ήταν μπερδεμένα και, χωρίς να το σκεφτεί,
σηκώθηκε για να τα τακτοποιήσει. Την ίδια στιγμή η άμαξα τινάχτηκε κα-
θώς έστριβε στη γωνία για να βγει από την πλατεία. Η Ελίς έχασε την ισορ-
ροπία και έπεσε πίσω, κατευθείαν στην αγκαλιά του συνοδού της.
Ο Ντρου αντέδρασε αμέσως και την κράτησε στην αγκαλιά του γελώ-
ντας. Ήταν πολύ ελαφριά και μύριζε υπέροχα. Είχε μπερδευτεί στις στρώ-
σεις από δαντέλες του φορέματος της, όμως εκείνος, κάτω από το ύφα-
σμα, ένιωθε τις αισθησιακές καμπύλες του κορμιού της. Η Ελίς απέμεινε
για μια στιγμή να τον κοιτάζει. Το ξάφνιασμά της αντικαταστάθηκε αμέ-
σως από ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, σαν να είχε αντιληφθεί κι εκείνη τη
φαιδρότητα της κατάστασης.
«Τι απρόσμενη ευχαρίστηση».
Γιατί στο καλό το είπες τώρα αυτό;
Η αντίδρασή του να πει κάτι τόσο ανάρμοστο ήταν αυτόματη και θύμω-
σε με τον εαυτό του, όταν είδε τη λάμψη στα μάτια της να δίνει τη θέση
της στον τρόμο και την ανησυχία.
«Ω, ζητώ συγγνώμη». Η φωνή της Ελίς βγήκε κάπως αδύναμη ενώ αγωνι-
ζόταν να σηκωθεί από την αγκαλιά του.
Εκείνος, συγκρατώντας την επιθυμία του να την αγκαλιάσει πιο σφιχτά,
τη βοήθησε να σηκωθεί και να καθίσει πλάι του.
«Σε παρακαλώ, μη νιώθεις άβολα», είπε κι έσκυψε να πάρει το καπέλο
του που είχε πέσει. «Γνωρίζω καλά ότι δε βρέθηκες πάνω μου επίτηδες».
Της χαμογέλασε και χάρηκε όταν την είδε να του χαμογελά κι εκείνη ε-
πιφυλακτικά.
«Ευχαριστώ». Η Ελίς ανακάθισε για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο.
«Ξαφνιάστηκα απ’ την ταχύτητα της άμαξας. Έτσι θα ταξιδεύουμε μέχρι
το Λονδίνο;»
«Είπα στον αμαξά να κρατήσει έναν καλό ρυθμό, αλλά αυτό θα εξαρτη-
θεί απ’ την κατάσταση των δρόμων. Οι κεντρικοί οδοί που φεύγουν απ’ το
Σκάρμπορο είναι σε καλή κατάσταση και, όσο ο καιρός θα παραμένει κα-
λός, θα ταξιδεύουμε με καλή ταχύτητα. Ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί να πε-
ράσουμε περισσότερες από τρεις νύχτες στο δρόμο. Αν όμως βρέξει, ο
δρόμος θα γίνει βάλτος κι αυτό θα μπορούσε να μας καθυστερήσει σημα-
ντικά. Ίσως και να χρειαστούμε περισσότερο από μια βδομάδα μέχρι να
φτάσουμε στο Λονδίνο».
«Ω, όχι», είπε η Ελίς χωρίς να γυρίσει. «Ελπίζω να μη συμβεί κάτι τέτοιο».
«Το ίδιο κι εγώ», μουρμούρισε ο Ντρου ενώ κοίταζε το υπέροχο σώμα
της. Η Ελίς είχε γυρισμένη την πλάτη, όμως το εφαρμοστό σακάκι της α-
γκάλιαζε τις γραμμές του κορμιού της και στένευε στη μέση, προτού φαρ-
δύνει και πάλι στους γοφούς και στις αισθησιακές καμπύλες των γλουτών
της που, λίγο πριν, ακουμπούσαν στους μηρούς του.
Βολεύτηκε στη γωνία της άμαξας και έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας
να αγνοήσει τον τρόπο που στη θέα της το αίμα στις φλέβες του φούντω-
νε. Ακόμα και τρεις μέρες να περνούσε έτσι, ο αυτοέλεγχός του θα έφτανε
στα όριά του.
***
Ταξίδευαν γρήγορα και για πολλή ώρα. Σταματούσαν μόνο για να αλλά-
ξουν άλογα, να τσιμπήσουν κάτι και να πιούν λίγο καφέ πριν ξεκινήσουν
και πάλι. Στο τέλος της πρώτης μέρας η Ελίς ήταν τόσο εξαντλημένη ώστε
πήρε το δείπνο της και αποσύρθηκε αμέσως, χωρίς να διαμαρτυρηθεί όταν
ο κηδεμόνας της έδωσε εντολή να βάλουν στην κάμαρά της ένα ράντσο
για να κοιμηθεί η καμαριέρα που θα διανυκτέρευε μαζί της. Η δεύτερη μέ-
ρα ήταν καλύτερη, αφού περίμενε το γρήγορο ρυθμό του ταξιδιού. Και χά-
ρη στη νεανική ζωντάνια της, αυτό έγινε πολύ πιο απολαυστικό.
Η Ελίς κοιτούσε τα άγνωστα τοπία απ’ όπου περνούσαν, προσπαθώντας
να χαράξει στη μνήμη της όσο περισσότερα μπορούσε. Ο κηδεμόνας της,
την περισσότερη ώρα, ήταν καθισμένος στην πιο μακρινή γωνία της άμα-
ξας με το καπέλο κατεβασμένο χαμηλά στα μάτια του. Αν ήταν κουρασμέ-
νος, δεν επιθυμούσε να τον ενοχλήσει, γιατί σίγουρα η διάθεσή του δε θα
ήταν και τόσο καλή. Είχε προσπαθήσει να του μιλήσει, όμως, παρόλο που
ήταν ψυχρά ευγενικός και απάντησε στις ερωτήσεις της, δεν έκανε καμία
προσπάθεια να συνεχίσει τη συζήτηση και της έδωσε την εντύπωση ότι
δεν απολάμβανε ούτε το ταξίδι ούτε τη συντροφιά της.
Σκέφτηκε μελαγχολικά ότι δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει, αφού
του είχε συμπεριφερθεί πολύ άσχημα όταν έφτασε στο Σκάρμπορο. Η συ-
μπεριφορά της θύμιζε περισσότερο κακομαθημένη μαθήτρια παρά νεαρή
λαίδη που επρόκειτο να παντρευτεί. Και τι ντροπή όταν έπεσε στην αγκα-
λιά του! Ήταν ένα δυσάρεστο ατύχημα κι εκείνη είχε μπει στον πειρασμό
να αστειευτεί ώστε να ξεπεραστεί η αμηχανία τους, αλλά τότε ο κύριος
Μπάστιον έκανε εκείνο το σαρκαστικό σχόλιο που τη γέμισε τύψεις και
ντροπή. Και δεν είχε σημασία που στη συνέχεια εκείνος προσπάθησε να
διορθώσει την κατάσταση. Η ζημιά είχε γίνει. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο. Ο
κύριος Άντριου Μπάστιον δεν ήταν τζέντλεμαν.
Όταν έφτασαν στο Θρι Μπελς όπου θα διανυκτέρευαν, η Ελίς δεν ανυ-
πομονούσε μόνο να δειπνήσει, αλλά και να μιλήσει λίγο -έστω κι αν ήταν
μόνο με τον εκνευριστικό κύριο Μπάστιον. Στην πραγματικότητα, δεν ή-
ταν καθόλου παράξενο που ήταν θυμωμένη μαζί του, αφού το μεγαλύτε-
ρο μέρος της ημέρας την αγνοούσε. Τον άκουσε να δίνει εντολές στον
πανδοχέα που υποκλινόταν με τον πιο δουλικό τρόπο και θυμήθηκε τα
λόγια της θείας της, ότι ο Άντριου Μπάστιον δεν ήταν ένας άνθρωπος τον
οποίο θα ήθελε να θυμώσει. Λοιπόν, δεν ήθελε να τον κάνει να θυμώσει.
Είχε ξαναβρεί τη φυσική μαχητικότητά της και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να
τον γοητεύσει και να του φτιάξει τη διάθεση.
Το ιδιωτικό σαλόνι όπου τους οδήγησαν ήταν αρκετά άνετο και χάρη
στο ζεστό καιρό δε χρειαζόταν να ανάψουν το τζάκι. Έτσι, όταν ο Ντρου
κοίταξε γύρω του με φανερή δυσφορία, εκείνη γέλασε σιγανά, αποφασι-
σμένη να είναι ευδιάθετη.
«Δεν είναι κανένα παλάτι, όμως θα μας εξυπηρετήσει για ένα βράδυ,
σερ», είπε και έδειξε έναν δίσκο στον μπουφέ. «Να σας βάλω λίγο κρασί;»
Τον είδε να σμίγει τα φρύδια του, αλλά χαμογέλασε και πήγε να γεμίσει
δυο ποτήρια. Του πρόσφερε το ένα.
«Κάναμε κακή αρχή, κύριε Μπάστιον, νομίζω όμως ότι θα πρέπει ν’ α-
φήσουμε πίσω μας τις διαφορές μας. Στο κάτω κάτω, θα έχουμε μόνο ο
ένας τον άλλον για συντροφιά τις επόμενες μέρες. Θα πιείτε σε κάτι μαζί
μου; Στα καινούργια ξεκινήματα».
«Προσπαθείς να με μπερδέψεις, μις Σάλφορντ;»
Το βλέμμα του ήταν σαν να την προκαλούσε να προσπαθήσει να το κά-
νει, κι εκείνη χρειάστηκε να πιέσει τον εαυτό της για να αντισταθεί στην
παρόρμηση να στρέψει το δικό της βλέμμα αλλού.
«Κάθε άλλο. Είναι όμως βέβαιο ότι το ταξίδι μας θα κυλήσει πολύ πιο
γρήγορα αν δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσά μας. Εξάλλου, επιβάλλεται
να έχω καλές σχέσεις με τον κηδεμόνα μου».
***
Στα εκφραστικά καστανά μάτια της δεν υπήρχε ίχνος δόλου, όμως ο
Ντρου ήταν επιφυλακτικός. Ήταν υπερβολικά μεγάλος και υπερβολικά
έμπειρος για να μαγευτεί από ένα όμορφο πρόσωπο.
Το κακό ωστόσο ήταν ότι η Ελίς Σάλφορντ δε διέθετε απλώς ένα όμορ-
φο πρόσωπο. Ήταν και έξυπνη και μαχητική. Ένας συνδυασμός εξαιρετι-
κά γοητευτικός, που έβγαζε στην επιφάνεια την άσωτη πλευρά του. Το
μεγαλύτερο μέρος της ημέρας προσποιούνταν τον κοιμισμένο ώστε να
αποφύγει να κάνει άλλα σχόλια σαν εκείνο που του ξέφυγε στην αρχή του
ταξιδιού τους. Το σχόλιό του είχε αναστατώσει την Ελίς και τον έκανε να
καταλάβει πόσο επικίνδυνη ήταν η πορεία που ακολουθούσε. Τώρα όμως
όλα έδειχναν ότι οι προσπάθειές του να ελέγξει τις επιθυμίες του είχαν ως
αποτέλεσμα να πιστέψει η Ελίς πως ήταν θυμωμένος μαζί της. Του πρό-
σφερε κλάδο ελαίας και δεν μπορούσε να την αγνοήσει.
«Συμφωνώ μαζί σου», είπε τελικά. «Αυτό θα κάνει τη ζωή πιο εύκολη και
για τους δυο μας».
Η Ελίς του έδωσε το ένα ποτήρι και ύψωσε το δικό της. «Ελπίζω να μπο-
ρούμε να είμαστε πλέον φίλοι, σερ».
Ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα τούς έδωσε να καταλάβουν ότι είχε
φτάσει το δείπνο τους. Ο Ντρου οδήγησε την Ελίς στο μικρό τραπέζι όπου
κάθισαν και περίμεναν να τους σερβίρουν. Όφειλε να παραδεχτεί ότι το
φαγητό ήταν καλό και η συντροφιά ακόμα καλύτερη. Η Ελίς ήταν μορφω-
μένη και συζητούσε με άνεση ένα σωρό θέματα. Η ώρα πέρασε γρήγορα
και ούτε που πρόσεξε τον υπηρέτη που άναψε τα κεριά και το τζάκι. Πρό-
σεξε ωστόσο ότι, σε αντίθεση με το προηγούμενο βράδυ, η Ελίς δε βιαζό-
ταν να πάει να ξαπλώσει. Όταν το τραπέζι μαζεύτηκε και ανάμεσά τους
έμειναν μόνο το κρασί και ένα πιάτο με μικρές λιχουδιές, ο Ντρου έγειρε
πίσω στην καρέκλα του και χαμογέλασε.
«Πέρασα πολύ όμορφα απόψε, μις Σάλφορντ».
«Και λυπάστε ακόμα το σύζυγό μου;»
Ο Ντρου γέλασε.
«Άρα λοιπόν σ’ ενόχλησε αυτό το σχόλιο, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά». Ένα μελαγχολικό χαμόγελο άνθισε στα σαρκώδη χείλη της.
«Σε καμιά γυναίκα δεν αρέσει να τη θεωρούν απεχθή».
«Εννοούσα απλώς ότι ο σύζυγός σου θα πρέπει να έχει το νου του για να
μην τον κάνεις ό,τι θέλεις».
Η Ελίς χαμήλωσε το βλέμμα και έκλεισε τα μάτια, όμως από τον Ντρου
δε διέφυγε ο μελαγχολικός τόνος της φωνής της όταν απάντησε.
«Θα πρέπει να μάθω να είμαι μια υπάκουη, βολική σύζυγος».
«Αυτό θα ήταν κρίμα», της είπε. Η Ελίς τον κοίταξε κι εκείνος έσπευσε να
συνεχίσει. «Είμαι σίγουρος ότι αυτό που μάγεψε τον Ρέβερσον ήταν η ζω-
ντάνια σου».
«Ναι, όμως οι παντρεμένες κυρίες οφείλουν να είναι πολύ πιο υπεύθυ-
νες, έτσι; Και θέλω πραγματικά να είμαι μια καλή σύζυγος για τον Γουί-
λιαμ. Δε θα του δώσω λόγους να μετανιώσει για την επιλογή του».
Τα λόγια και το βλέμμα της μαρτυρούσαν απόλυτη ειλικρίνεια. Ο Ντρου
δεν αμφέβαλλε για την ευθύτητά της, όμως στάθηκε αδύνατον να μην α-
ναρωτηθεί για τις προθέσεις του Ρέβερσον. Απ’ όσα του είχε πει η Ελίς, κα-
τάλαβε ότι δεν της έγραφε συχνά και δεν είχε καμία ένδειξη ότι επισκέ-
φτηκε την αρραβωνιαστικιά του τα τρία τελευταία χρόνια. Όπως ο ίδιος
έβλεπε τα πράγματα, αυτό δεν προμήνυε τίποτα καλό για τη μελλοντική
τους ευτυχία. Από την άλλη, όμως, τι ήξερε εκείνος από τέτοιου είδους θέ-
ματα; Είχε φτάσει τα είκοσι έξι χωρίς να γνωρίσει ποτέ καμία γυναίκα που
θα ήθελε να παντρευτεί. Από το νου του πέρασε η ανησυχητική σκέψη
πως ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν δεν είχε περάσει τα δέκα
τελευταία χρόνια σαν απόβλητος και επικηρυγμένος. Έτσι, δεν ήταν σε
θέση να σκεφτεί το ενδεχόμενο να παντρευτεί. Και ούτε θα ήταν ποτέ.
Η Ελίς τον παρακολουθούσε κι εκείνος ανακάθισε νευρικά. Είχε κάνει τις
επιλογές του και θα έπρεπε να δεχτεί τις συνέπειες. Δε μετάνιωνε. Ξανα-
γέμισε τα ποτήρια τους και ύψωσε το δικό του.
«Τώρα θα κάνω εγώ μια πρόποση, μις Σάλφορντ. Στη μελλοντική ευτυ-
χία σου».
Η Ελίς φάνηκε να ξαφνιάζεται κάπως από τη χειρονομία του, όμως ακο-
λούθησε το παράδειγμά του και ύψωσε και το δικό της ποτήρι, πίνοντας
μια μικρή γουλιά προτού το ακουμπήσει προσεκτικά στο τραπέζι.
«Ευχαριστώ». Πήρε ένα ζαχαρωμένο αμύγδαλο. «Γιατί ο πατέρας μου
σας όρισε κηδεμόνα μου;» ρώτησε.
Ο Ντρου δεν απάντησε αμέσως. Έφερε στο μυαλό του τα λόγια του Χά-
ρι.
Μπορώ να βασιστώ σ’ εσένα για να φροντίσεις ώστε ο Γουίτλγουντ και ο
γιος του να τιμήσουν τη συμφωνία, μας.
«Υποθέτω ότι θα σκέφτηκε πως θα χρειαζόσουν την προστασία ενός
άντρα μέχρι να παντρευτείς».
«Παράξενο να το σκεφτεί τώρα αυτό».
«Πολύ φυσικό, αφού δε θα μπορούσε να είναι εκείνος εδώ για να σε
προστατεύσει».
«Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ εδώ για να με προστατεύσει».
Το ύφος της Ελίς ήταν σκεπτικό, τίποτα δεν έδειχνε ότι σκόπευε να κα-
τηγορήσει τον πατέρα της, όμως ο Ντρου έσμιξε τα φρύδια του.
«Νοιαζόταν πολύ για σένα», είπε επιφυλακτικά.
«Ναι, αλλά δεν ήταν ποτέ εδώ. Έφερε τη μητέρα μου στην Αγγλία λίγο
μετά τη γέννησή μου και την εγκατέστησε σ’ ένα μικρό σπίτι κοντά στο
Ντόβερ, όμως ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να μείνει σε ένα μέρος. Στην αρχή
έφευγε μόνο για μερικούς μήνες κάθε φορά, σταδιακά όμως τα ταξίδια
του διαρκούσαν όλο και περισσότερο, μέχρι που κατέληξε να περνά μαζί
μας μερικές μόλις εβδομάδες κάθε χρόνο. Η μητέρα μου έλεγε ότι ήταν
ανήσυχος. Τον καταλάβαινε και δεν παραπονιόταν ποτέ. Πέθανε όταν ή-
μουν οκτώ ετών και τη φροντίδα μου ανέλαβε η θεία μου. Ήταν ήδη χήρα
και υποθέτω ότι για τον πατέρα μου ήταν πιο δύσκολο να επισκέπτεται το
Σκάρμπορο απ’ ό,τι το Ντόβερ, όμως από τότε τον έβλεπα ακόμα λιγότε-
ρο».
«Αυτό δε σημαίνει ότι δε σε σκεφτόταν», είπε ο Ντρου. «Μιλούσε συχνά
για σένα. Ο λόγος που συνέχιζε αυτό τον τρόπο ζωής ήταν για να σου εξα-
σφαλίσει μια κληρονομιά».
Η Ελίς τον κοίταξε στα μάτια.
«Ίσως να προτιμούσα να μου πρόσφερε έναν πατέρα». Δάγκωσε τα χεί-
λη της. «Βλέπετε, τον γνώριζα ελάχιστα. Κάποιες φορές περνούσαν ακόμα
και μήνες χωρίς να λάβω γράμμα του. Γι’ αυτό απόρησα όταν όρισε εσάς
κηδεμόνα μου».
«Σκέφτηκε ότι θα μπορούσα να διασφαλίσω την ασφάλειά σου στο τα-
ξίδι για την καινούργια σου οικογένεια».
Η έκφραση της Ελίς σκοτείνιασε κι ο Ντρου την άκουσε να αναστενάζει.
«Ήλπιζα ότι ίσως ερχόταν να με πάρει ο Γουίλιαμ, όμως στο τελευταίο
γράμμα του μου έγραψε ότι ο πατέρας του του έχει αναθέσει υπερβολικά
πολλές δουλειές και είναι πολύ απασχολημένος».
«Σου γράφει τακτικά;»
«Ω ναι... Κάποιες φορές». Η Ελίς δίστασε ξανά, σαν να προσπαθούσε να
πείσει τον εαυτό της. «Στην αρχή που έφυγε από το Σκάρμπορο μου έ-
γραφε συχνά, όμως έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια από την τελευ-
ταία φορά που συναντηθήκαμε, υποθέτω λοιπόν ότι έχουμε πει όσα μπο-
ρούν να ειπωθούν».
Η ασυνήθιστη θλίψη στην έκφρασή της ενόχλησε τον Ντρου. «Μίλησέ
μου για τον Ρέβερσον», είπε, ώστε να δώσει στη συζήτηση μια πιο χαρού-
μενη τροπή. «Πού γνωριστήκατε;»
Δε χωρούσε αμφιβολία ότι είχε πει ακριβώς αυτό που έπρεπε. Η Ελίς χα-
μογέλασε και η λάμψη στο βλέμμα της τον εκνεύρισε. Ένιωσε σαν να τον
είχαν χαστουκίσει.
«Στη συγκέντρωση στο Σκάρμπορο, λίγο μετά τα δέκατα έβδομα γενέ-
θλιά μου. Ο λόρδος και η λαίδη Γουίτλγουντ είχαν έρθει για τα λουτρά και
ο Γουίλιαμ τους συνόδευε. Η επίσκεψή τους συνέπεσε με μία από τις σπά-
νιες επισκέψεις του πατέρα μου, κάτι που ήταν μεγάλη τύχη, καθώς συμ-
φώνησαν με το λόρδο Γουίτλγουντ τους αρραβώνες μας. Κανείς δεν ξαφ-
νιάστηκε περισσότερο από μένα όταν ο Γουίλιαμ μου έκανε πρόταση γά-
μου. Ήταν σαν παραμύθι. Είχαμε ερωτευτεί τρελά, όμως δε φανταζόμουν
ποτέ...» Η Ελίς κοκκίνισε και έκανε μια παύση. «Δε φανταζόμουν ποτέ ότι
ο υποκόμης θα συμφωνούσε σε έναν τέτοιο γάμο, ο οποίος θα γινόταν
μάλιστα και πολύ σύντομα, μόλις μετά από δυο μήνες! Αντιλαμβάνομαι
απόλυτα την καλή μου τύχη!»
Πράγματι, επρόκειτο για πολύ καλή τύχη να μπει νύφη σε μια οικογέ-
νεια ευγενών. Ο Ντρου ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και αναρωτήθηκε
αν θα έπρεπε να της πει ότι ο υποκόμης είχε συμφωνήσει σε αυτόν το γά-
μο ώστε να ξεπληρώσει ένα χρέος. Κοίταξε τα ειλικρινά, ντροπαλά, χαμο-
γελαστά μάτια της και συνειδητοποίησε ότι δε θα μπορούσε να το κάνει.
Θα μπορούσε όμως το νεαρό ζευγάρι να γίνει πραγματικά ευτυχισμένο, θα
μπορούσαν οι δυο τους να είναι πραγματικά ερωτευμένοι; Είχαν να ιδω-
θούν τρία χρόνια και του φαινόταν απίθανο ο νεανικός τους έρωτας να εί-
χε επιβιώσει. Ίσως όμως να ήταν υπερβολικά κυνικός. Και δεν μπορούσε
να αρνηθεί ότι η Ελίς Σάλφορντ ήταν η πιο ευχάριστη συντροφιά. Θα γινό-
ταν καλή σύζυγος για οποιονδήποτε άντρα.
«Τώρα είναι η σειρά σας».
Η χαρούμενη φωνή της τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Συγγνώμη;»
Η Ελίς τον κοιτούσε πάνω από το χείλος του ποτηριού της.
«Μέχρι τώρα μιλούσαμε μόνο για μένα. Είμαι περίεργη να μάθω περισ-
σότερα για σας, κύριε Άντριου Μπάστιον».
Ο Ντρου, που είχε αρχίσει να χαλαρώνει, κυριεύτηκε από ένταση. Τι θα
έπρεπε να της πει, ότι ήταν μισθοφόρος; Χαρτοπαίκτης; Προδότης;
Χάρηκε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια χαρούμενη καμαριέρα με
ροδαλά μάγουλα που έσπευσε να υποκλιθεί.
«Το αφεντικό μού είπε να έρθω να σας βρω, σερ, για να συνοδεύσω τη
νεαρή λαίδη στην κάμαρά της».
Ο Ντρου έβγαλε από την τσέπη το ρολόι του.
«Δεν είχα αντιληφθεί ότι ήταν τόσο αργά». Χάρισε ένα χαμόγελο στην
Ελίς. «Αύριο πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς».
«Τότε θα αποσυρθώ και θα αφήσω τις ερωτήσεις μου για κάποια άλλη
βραδιά».
Ο Ντρου σηκώθηκε και τη συνόδευσε ως την πόρτα, όπου η Ελίς κοντο-
στάθηκε. Τους χώριζαν μόλις μερικά εκατοστά, έτσι που μπορούσε να δει
πόσο αψεγάδιαστη ήταν η βελούδινη επιδερμίδα της. Στα ρουθούνια του
έφτανε το άρωμα των καλοκαιρινών λουλουδιών που την τύλιγε. Ήθελε ν’
απλώσει το χέρι του και να της λύσει τα μαλλιά, να τα δει να πέφτουν σε
εβένινα κύματα στην πλάτη της. Τότε θα βύθιζε τα δάχτυλά του μέσα
τους, θα την τραβούσε στην αγκαλιά του, θα ρουφούσε το διακριτικό ά-
ρωμά της...
Στ’ αυτιά του έφτασε η καμπανιστή φωνή της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια
του και την κοίταξε. Τον κοιτούσε κι εκείνη και του χαμογελούσε αχνά.
«Ειλικρινά, σας οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη, σερ, που με συνοδεύετε
στον Γουίλιαμ».
Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι του έλεγε.
«Ναι, σωστά», της είπε τραχιά. «Ελπίζω ο Ρέβερσον να σε εκτιμήσει».
Κεφάλαιο 3

Ακόμα μια ατελείωτη ημέρα ταξιδιού ξεκίνησε, αλλά, σε αντίθεση με τις


προηγούμενες, η Ελίς διαπίστωνε ότι ο συνοδός της ήταν πιο κοινωνικός.
Δεν κοιμόταν πλέον στη γωνία -συζητούσε μαζί της. Τα θέματα της συζή-
τησής τους ήταν συνηθισμένα, όμως ο κύριος Μπάστιον ήταν καλά διαβα-
σμένος και με πολλές γνώσεις. Η Ελίς του είπε κάποια πράγματα για τη
ζωή της στο Σκάρμπορο, αλλά εκείνος, αν και δεν είχε καμία αντίρρηση να
της περιγράψει τις πόλεις που είχε επισκεφτεί, αρνιόταν να μιλήσει για το
παρελθόν του. Εκείνη δεν τον πίεζε, γιατί δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να
καταστρέψει τη φιλία που γεννιόταν ανάμεσά τους.
Η συζήτηση βοηθούσε να περνάει η ώρα, μα ο ρυθμός του ταξιδιού τους
παρέμενε εξαντλητικός. Αυτό ήταν κάτι που η Ελίς αποδεχόταν στωικά
και δεν παραπονιόταν για τη σύντομη διάρκεια των στάσεων που έκαναν,
αν και, όταν ο κηδεμόνας της τη βοήθησε να κατεβεί από την άμαξα αργά
το απόγευμα, τα σημάδια της εξάντλησης θα πρέπει να διακρίνονταν στην
έκφρασή της, αφού ο κύριος Μπάστιον διέταξε τον πανδοχέα να τους ο-
δηγήσει σε ένα ιδιωτικό σαλόνι. Η Ελίς διαμαρτυρήθηκε αμέσως και τον
παρακάλεσε να μην παρατείνει το ταξίδι τους για χάρη της.
«Το ταξίδι μας εξελίσσεται μια χαρά», είπε ο Ντρου και την οδήγησε στο
εσωτερικό του πανδοχείου. «Έχουμε το περιθώριο να ξεκουραστούμε λίγο
και να προλάβουμε να φτάσουμε το βράδυ στο Σεντ Νιτς. Έπειτα μένουν
ογδόντα χιλιόμετρα ως το Λονδίνο και, αν ο καιρός παραμείνει καλός, αύ-
ριο το βράδυ θα είσαι με το λόρδο Γουίτλγουντ».
Ο πανδοχέας τους οδήγησε σε ένα άνετο δωμάτιο στον πρώτο όροφο
και έφυγε, αφού υποσχέθηκε να τους στείλει κάτι για να δροσιστούν.
«Ταξιδεύετε πάντα με τέτοια ταχύτητα;» ρώτησε η Ελίς και έβγαλε το
μανδύα και το μπονέ της. Κοίταξε τον καναπέ με τα μαξιλάρια, αλλά δεν
κάθισε. Τα κόκαλά της διαμαρτύρονταν ακόμα μετά από τις τόσες ώρες
που είχε μείνει καθισμένη στην άμαξα.
«Μόνο όταν είναι απαραίτητο».
Η Ελίς χαμογέλασε. «Βιάζεστε να ξεφορτωθείτε το βάρος που σας κου-
ράζει, λοιπόν;»
«Μη βάζετε λόγια στο στόμα μου, μις Σάλφορντ».
Η Ελίς γέλασε ακούγοντάς τον. «Θα μπορούσατε να το αρνηθείτε με κά-
ποιο πιο ευγενικό σχόλιο, κύριε Μπάστιον».
«Τι θα ήθελες να πω, ότι θα ήθελα το ταξίδι μας να συνεχιζόταν για πά-
ντα, μόνο και μόνο για να έχω την ευχαρίστηση να απολαμβάνω τη συ-
ντροφιά σου;»
Η Ελίς είδε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του και πετά-
ρισε τις βλεφαρίδες της. «Αυτό θα ήταν κάτι που θα μου έλεγαν πολλοί
από τους τζέντλεμαν που γνωρίζω».
Ο Ντρου χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.
«Τότε είναι ανόητοι», της είπε. «Το να υποβάλλει κανείς μια λαίδη στις
ταλαιπωρίες ενός ταξιδιού περισσότερο απ' όσο είναι απαραίτητο δεν εί-
ναι τρόπος να κερδίσει την εύνοιά της. Η λαίδη θα κουραζόταν, θα γινόταν
νευρική και θα γέμιζε μελανιές».
Η Ελίς γέλασε.
«Θα έπρεπε να θυμώσω που μιλάτε έτσι υποτιμητικά για τους θαυμα-
στές μου, όμως η ειλικρίνειά μου με αναγκάζει να συμφωνήσω, σερ». Έβα-
λε το χέρι στη μέση της και την έτριψε. «Δε θα εκτιμούσα κανέναν τζέ-
ντλεμαν που θα παρέτεινε μια τέτοια εμπειρία».
«Ήταν πολύ κουραστική; Ήσουν πολύ γενναία που την υπέμεινες χωρίς
να πεις ούτε λέξη».
«Όχι, όχι, δεν ήταν τόσο άσχημη», έσπευσε να απαντήσει η Ελίς, που
κοκκίνισε στο άκουσμα του απρόσμενου κομπλιμέντου από τον κηδεμόνα
της. Κινήθηκε προς το τραπέζι την ίδια στιγμή που έμπαινε μια καμαριέρα
με έναν φορτωμένο δίσκο. Το επιδοκιμαστικό σχόλιο του κύριου Μπά-
στιον την ξάφνιασε και την ανησύχησε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει
γιατί. Στο κάτω κάτω, άλλοι άντρες τής είχαν κάνει πολύ πιο υπερβολικά
κομπλιμέντα κι εκείνη τα είχε δεχτεί χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.
Ο καφές ήταν φρεσκοψημένος και η Ελίς χαιρόταν που είχε το χρόνο να
τον απολαύσει μαζί με μερικά από τα μπισκότα που η καμαριέρα τής είπε
ότι τα έψησε μόλις εκείνο το πρωί η σύζυγος του πανδοχέα. Νιώθοντας
πολύ καλύτερα τώρα που είχε ξεκουραστεί, εκμεταλλεύτηκε την προσφο-
ρά της συζύγου του πανδοχέα για ένα δωμάτιο στο οποίο θα μπορούσε να
πλύνει τα χέρια και το πρόσωπό της και να φτιάξει τα μαλλιά της στον κα-
θρέφτη. Όταν επέστρεψε, η πόρτα του ιδιωτικού σαλονιού ήταν ανοιχτή
και είδε την καμαριέρα να καθαρίζει το τραπέζι. Ο Ντρου Μπάστιον ήταν
ακόμα στη θέση του και την παρακολουθούσε να τοποθετεί τα πιάτα σε
έναν δίσκο. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι το μυαλό του ταξίδευε αλλού και
δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται πως η κοπέλα προσπαθούσε να του τραβή-
ξει το ενδιαφέρον. Η Ελίς έβλεπε ότι η άκρη του λευκού μεσοφοριού της
πρόβαλλε από το μπούστο του φορέματος της και δεν έκανε καμιά προ-
σπάθεια να κρύψει το πλούσιο ντεκολτέ της καθώς έσκυβε για να μαζέψει
το τελευταίο ποτήρι.
«Υπάρχει τίποτε άλλο που θα μπορούσα να κάνω για σας, σερ;»
Ο τόνος της καμαριέρας ήταν έντονα προκλητικός, όπως κι η κάθε της
κίνηση καθώς ίσιωνε το κορμί της και κοντοστεκόταν με τα χέρια στη μέ-
ση. Κανείς τους δεν είχε αντιληφθεί την Ελίς που βρισκόταν στο διάδρομο,
κι έτσι έμεινε εκεί περιμένοντας να δει την αντίδραση του κυρίου Μπά-
στιον. Ο κηδεμόνας της σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε την καμαριέρα και η
σκεπτική του έκφραση αντικαταστάθηκε από ένα χαμόγελο και ένα πο-
νηρό βλέμμα. Παρά την απόσταση, η Ελίς ένιωθε τη δύναμη της γοητείας
του.
«Όχι, σ’ ευχαριστώ, Ρόουζ. Δε θα χρειαστώ τίποτε άλλο». Ρόουζ; Η Ελίς
ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Είχε λείψει μόλις πέντε λεπτά.
Πώς είχε μάθει ο κύριος Μπάστιον τόσο γρήγορα το όνομα της καμαριέ-
ρας; Ξερόβηξε και, με βήμα ζωηρό, μπήκε στο σαλόνι. Η καμαριέρα, όταν
την είδε να μπαίνει, πήρε το δίσκο, της έκανε μια βιαστική υπόκλιση, έριξε
μια φλογερή ματιά στον Ντρου κι έφυγε σιγοτραγουδώντας. Η Ελίς κρά-
τησε το στόμα της κλειστό. Από τη μία ήταν εκνευρισμένη που μια υπηρέ-
τρια είχε τόσο θράσος, κι από την άλλη συνειδητοποίησε ότι θαύμαζε τον
κηδεμόνα της για την αυτοσυγκράτησή του.
Ο Ντρου Μπάστιον σηκώθηκε και έβγαλε το ρολόι του. «Νιώθεις καλύ-
τερα τώρα; Νομίζω ότι θα πρέπει να πηγαίνουμε».
«Κιόλας;»
Η Ελίς μόλις είχε συνέλθει από το συνεχές τράνταγμα της άμαξας και
χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της θέλησής της για να μην
τον παρακαλέσει να μείνουν ακόμα δέκα λεπτά προτού συνεχίσουν το τα-
ξίδι τους. Η έκφρασή της θα τρέπει να την πρόδωσε, αν έκρινε από αυτό
που της είπε καθώς τη βοηθούσε να φορέσει το μανδύα της.
«Ψηλά το κεφάλι, αγαπητή μου. Δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα γι’ από-
ψε».
Τα τρυφερά λόγια του σε συνδυασμό με το άγγιγμά του στους ώμους
της έγιναν η αιτία να κυριευτεί ολόκληρη από κάτι που δεν καταλάβαινε.
Έμεινε ακίνητη, ήθελε να αστειευτεί, όμως το μυαλό της την είχε εγκατα-
λείψει. Ένιωθε έντονη την παρουσία του κυρίου Μπάστιον πίσω της, αι-
σθανόταν τη δύναμή του να την περιβάλλει. Ήθελε να κλείσει τα μάτια και
να γείρει προς τα πίσω, στην αγκαλιά του, αλλά χάρηκε όταν τον είδε να
προχωράει για να πάρει το καπέλο και τα γάντια του προτού ανοίξει την
πόρτα.
«Πηγαίνουμε;» τη ρώτησε.
Η Ελίς πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει και βγήκε από το πανδοχείο.
Δεν κοίταξε τον κηδεμόνα της όταν τη βοήθησε να ανεβεί στην άμαξα και
άρχισε να φτιάχνει τις φούστες της μέχρι που η πόρτα έκλεισε και ξεκίνη-
σαν. Ύστερα έγειρε πίσω στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια της, ώστε να
κερδίσει χρόνο και να σκεφτεί γιατί είχε αναστατωθεί τόσο από μια ασή-
μαντη, ευγενική χειρονομία.
Έφερε στο μυαλό της εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε πόση παρηγοριά της
πρόσφερε η παρουσία του Άντριου Μπάστιον. Ένιωθε ότι δεν την κάλυψε
μόνο με το μανδύα της αλλά με όλο του το είναι, ότι μπορούσε να βασιστεί
πάνω του. Το ότι είχε κάποιον στον οποίο μπορούσε να στηριχθεί, κά-
ποιον να τη φροντίσει, ήταν μια αίσθηση ασυνήθιστη για εκείνη.
Η θεία της ήταν καλή και την αγαπούσε, όμως δεν την έκανε ποτέ να
νιώσει την ασφάλεια που αισθανόταν εκείνη τη στιγμή. Ήταν κάτι που της
είχε λείψει όλη της τη ζωή. Από τότε που τελείωσε το σχολείο, κατάλαβε
ότι ο χαρακτήρας της ήταν πολύ δυναμικός. Μπορεί η θεία της μερικές
φορές να της έδινε συμβουλές, όμως την άφηνε ευχαρίστως να κάνει ό,τι
ήθελε. Σύντομα η Ελίς είχε αναλάβει τη διεύθυνση του σπιτιού. Οργάνωνε
τα μενού, συζητούσε για τα οικονομικά και για τις αλλαγές του προσωπι-
κού με την οικονόμο και αποφάσιζε σε ποιες συγκεντρώσεις θα έπρεπε να
παρευρεθούν.
Στην πραγματικότητα, ήταν δική της η ιδέα να μην ακυρώσουν το σουα-
ρέ όταν πληροφορήθηκαν για τον απρόσμενο θάνατο του πατέρα της. Το
επιχείρημά της ήταν ότι δε θα ήταν ανάρμοστο να δεχτούν επισκέψεις,
φτάνει να μην υπήρχαν μουσική και χορός. Είχε επιμείνει ότι οι φίλοι τους
θα ήθελαν να τις επισκεφτούν και να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους.
Φυσικά, είχε δίκιο. Το σαλόνι τους γέμισε και κανείς δεν εξέφρασε την πα-
ραμικρή δυσαρέσκεια, μέχρι που εμφανίστηκε ο Άντριου Μπάστιον. Και το
ότι τη βρήκε στην αγκαλιά ενός από τους θαυμαστές της είχε ως αποτέλε-
σμα να της είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογήσει την απόφασή της.
Στην αρχή της γνωριμίας τους τον θεώρησε αγενή και αυταρχικό, όμως
όφειλε να παραδεχτεί ότι την ευχαριστούσε πολύ που κάποιος άλλος
φρόντιζε για την άνεσή της. Άνοιξε τα μάτια της. Αυτό δεν ήταν σωστό. Δε
θα επέτρεπε σε κανέναν να διευθύνει τη ζωή της -εκτός από το σύζυγό
της, ασφαλώς. Όταν θα παντρευόταν τον Γουίλιαμ, όπως ήταν φυσικό, θα
τον αγαπούσε, θα τον τιμούσε και θα τον υπάκουγε. Μια φωνούλα μέσα
στο μυαλό της της ψιθύριζε ότι ίσως να μην της ήταν και τόσο εύκολο να
υποχωρεί σε όλα, όμως ο Γουίλιαμ την αγαπούσε, έτσι δεν είχε καμιά αμ-
φιβολία ότι θα μπορούσαν να επιλύουν ψιλικά τις όποιες μικρές διαφορές
τους. Στο κάτω κάτω, θεωρούσε τον εαυτό της αρκετά καλόβολο και δε
διαπληκτιζόταν ποτέ με κανέναν.
Με εξαίρεση τον κύριο Άντριου Μπάστιον. Του έριξε μια κλεφτή ματιά.
Ο κηδεμόνας της κοιτούσε έξω από το παράθυρο, χαμένος στις σκέψεις
του.
Είχε πολύ δυναμικό προφίλ, σκέφτηκε ενώ παρατηρούσε το πλατύ μέ-
τωπό του, το δυναμικό πιγούνι του, τα αυστηρά του χείλη. Αριστοκρατι-
κός.
Θυμήθηκε την αυταρχική συμπεριφορά του στην αρχή της γνωριμίας
τους. Σίγουρα δεν ήταν καθόλου παράξενο που είχε ενοχληθεί μαζί του
όταν εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να κατευθύνει τη ζωή της,
σωστά; Κανένας άντρας δεν όριζε τη ζωή της, όχι μετά από εκείνες τις μα-
κρινές ημέρες που ήταν μικρό παιδί, που ο πατέρας της ήταν στο σπίτι,
φρόντιζε εκείνη και τη μητέρα της και τους υποσχόταν ότι θα τις φρόντιζε
παντοτινά. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε, όμως κανείς δε θα έπαιρ-
νε τη θέση του πατέρα της. Κανείς. Και σίγουρα όχι ο Άντριου Μπάστιον,
παρόλο που ήταν κηδεμόνας της.
Με κάποια νοσταλγία, έφερε στο νου της τα τελευταία, μεθυστικά χρό-
νια που πέρασε στο Σκάρμπορο. Είχε μάθει ότι με μερικά χαμόγελα και λί-
γα όμορφα λόγια μπορούσε να κάνει τους άντρες ό,τι ήθελε. Δεν καταλά-
βαινε γιατί ο Άντριου Μπάστιον να ήταν διαφορετικός. Ανακάθισε ελαφρά
και ένα τολμηρό σχέδιο άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της. Η στάση του
κηδεμόνα της απέναντι της είχε ήδη μαλακώσει. Το αποδείκνυε η συμπε-
ριφορά του στο πανδοχείο. Ίσως με λίγη προσπάθεια ακόμα, να γινόταν
πιο φιλικός.
***
«Λοιπόν, αυτό είναι, μις Σάλφορντ. Η τελευταία μας βραδιά στο δρόμο.
Αύριο θα είμαστε στο Λονδίνο».
Ο Ντρου πήρε το ποτήρι του και κοίταξε πάνω από το χείλος του την
κηδεμονευόμενή του. Ήταν καθισμένη στο τραπέζι του ιδιωτικού σαλο-
νιού του πολυσύχναστου πανδοχείου που είχαν επιλέξει για την τελευταία
διανυκτέρευση του ταξιδιού τους. Το δείπνο ήταν εξαιρετικό. Το είχε σερ-
βίρει η ίδια η σύζυγος του πανδοχέα με τη βοήθεια του γιου του, ο οποίος,
παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί και
να μην κοιτάζει με. σιωπηρό θαυμασμό τη μις Σάλφορντ.
Ο Ντρου όφειλε να παραδεχτεί ότι η Ελίς ήταν ιδιαίτερα γοητευτική. Το
φως των κεριών χάριζε μια χρυσαφένια λάμψη στην επιδερμίδα της, που
συναγωνιζόταν τη λάμψη του απλού κολιέ από μαργαριτάρια που φορού-
σε στο λαιμό της. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν χτενισμένα απλά. Μια τούφα
έπεφτε στον ώμο της και ήταν σαν να καθοδηγούσε το βλέμμα του στις
αισθησιακές καμπύλες του στήθους της που πρόβαλλαν από το ντεκολτέ
του φορέματος της.
Πλέον ήταν μόνοι, τα πιάτα είχαν μαζευτεί και στο τραπέζι υπήρχαν μό-
νο η καράφα και τα ποτήρια. Ο Ντρου ήπιε σκεπτικός μια γουλιά από το
κρασί του. Ήταν φανερό ότι η Ελίς φρόντισε ιδιαίτερα την εμφάνισή της
εκείνο το βράδυ. Είχε αντικαταστήσει το ταξιδιωτικό της φόρεμα με τον
ψηλό λαιμό με ένα γκρίζο μεταξωτό φόρεμα με δαντέλα, που άφηνε να
διακρίνονται τα καλοσχηματισμένα μπράτσα της. Η συμπεριφορά της σε
όλη τη διάρκεια του δείπνου ήταν υποδειγματική και του συμπεριφέρθηκε
με σεβασμό -σχεδόν όπως θα συμπεριφερόταν κάποιος σε έναν ηλικιωμέ-
νο θείο, σκέφτηκε και χαμογέλασε νοερά. Ωστόσο, όλα αυτά τον έκαναν
να είναι σε επιφυλακή, καθώς του ήταν δύσκολο να πιστέψει τη σεμνή ει-
κόνα που του παρουσίαζε.
«Και θα προλάβουμε να πάμε αύριο στο σπίτι του λόρδου Γουίτλγουντ;»
τον ρώτησε η Ελίς.
«Το ελπίζω και περιμένω από εκείνον να σε δεχτεί αμέσως εκεί. Εγώ ευ-
χαρίστως θα βρω κάποιο κατάλυμα μέχρι να τακτοποιηθούν όλα, όμως
είμαι σίγουρος ότι ο υποκόμης θα προτιμούσε να μείνεις στο σπίτι του».
Η Ελίς σούφρωσε τα χείλη της χαριτωμένα.
«Ανυπομονείτε να με ξεφορτωθείτε, σερ».
«Κάθε άλλο, όμως είμαι βέβαιος ότι θα διαπιστώσεις πως ένα δωμάτιο
στην έπαυλη του λόρδου Γουίτλγουντ θα είναι πολύ πιο άνετο απ’ οτιδή-
ποτε μπορώ να σου προσφέρω εγώ».
«Αν το θέμα είναι οικονομικό...»
«Δεν είναι. Ο υποκόμης στο γράμμα του ξεκαθάριζε ότι επιθυμεί να σε
δεχτεί στο σπίτι του αμέσως».
«Ωστόσο έχω χρήματα σε περίπτωση που τα χρειαζόμουν;»
«Ο πατέρας σου με όρισε διαχειριστή της κάθε άλλο παρά ευκαταφρό-
νητης κληρονομιάς σου μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», είπε ο
Ντρου. «Άρα λοιπόν, ναι, έχεις χρήματα».
Η Ελίς ένευσε κι εκείνος αναρωτήθηκε αν την παρηγορούσε η σκέψη ότι
δεν ήταν φτωχή, ότι δε θα χρειαζόταν να παντρευτεί τον Ρέβερσον αν δεν
ήθελε να το κάνει. Και γιατί να μην ήθελε να τον παντρευτεί; αναρωτήθηκε
με πικρία. Αυτός ο γάμος θα της πρόσφερε κύρος, θα της επέτρεπε να μπει
στην υψηλή κοινωνία. Ακριβώς αυτά που δεν μπορούσε εκείνος να της
προσφέρει. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις και συγκεντρώθηκε στο επόμενο
σχόλιό της.
«Θα πρέπει να ήσασταν σπουδαίοι φίλοι με τον πατέρα μου για να σας
έχει τόση εμπιστοσύνη».
«Ήμασταν».
«Πού γνωριστήκατε;» ρώτησε η Ελίς και, όταν εκείνος δεν απάντησε,
σήκωσε τα χέρια της αγανακτισμένη. «Σας παρακαλώ, μη θεωρήσετε ότι
θα πρέπει να επινοήσετε κάποια ανώδυνη ιστορία να μου πείτε, κύριε
Μπάστιον. Γνωρίζω καλά ότι ο πατέρας μου ήταν τυχοδιώκτης και σας
υπόσχομαι ότι δε θα με σοκάρετε αν μου πείτε την αλήθεια».
Η αθωότητά της έκανε τον Ντρου να χαμογελάσει, αλλά αποφάσισε να
της πει όσο περισσότερα μπορούσε.
«Γνωριστήκαμε πριν από τρία χρόνια στη Βιέννη. Ο Χάρι μόλις είχε επι-
στρέψει απ’ την Αγγλία. Είχαμε πολλά κοινά. Αγαπούσαμε την ελευθερία,
την περιπέτεια και ήμασταν επιρρεπείς στον τζόγο. Γίναμε στενοί φίλοι.
Οφείλω πολλά στον πατέρα σου, μις Σάλφορντ. Όταν γνωριστήκαμε, δεν
είχα δεκάρα στην τσέπη μου. Με πήρε υπό την προστασία του και ταξι-
δεύαμε στην Ευρώπη μαζί».
«Χαρτοπαίζοντας;»
«Ναι, μεταξύ άλλων». Ο Ντρου ευχόταν ότι η Ελίς δε θα του έκανε άλλες
ερωτήσεις.
«Θα πρέπει να είχατε μεγάλη επιτυχία», σχολίασε εκείνη. «Ο πατέρας
μου έστελνε τακτικά χρήματα στην Αγγλία».
«Είχαμε πολύ μεγάλη επιτυχία, όμως παίζαμε πάντα τίμια και, απ’ όσο
μπορώ να γνωρίζω, κερδίζαμε πάντα από εκείνους που είχαν το περιθώ-
ριο να χάσουν. Επίσης, ο Χάρι γνώριζε πολύ καλά τις ευθύνες του και από-
δειξη είναι το σεβαστό ποσό που κληρονόμησες».
«Και καταφέρατε κι εσείς να βάλετε στην άκρη μια περιουσία;»
Ο Ντρου χαμογέλασε. «Δεν είμαι φτωχός, μις Σάλφορντ».
«Χαίρομαι που το ακούω. Και πώς πέθανε;»
«Στο Παρίσι. Στο καρέ ενός πλούσιου ευγενούς».
«Ώστε λοιπόν δε σας επιτέθηκαν ληστές».
Ο Ντρου σήκωσε το βλέμμα και είδε την Ελίς να τον κοιτάζει ερωτημα-
τικά. Συνειδητοποίησε καθυστερημένα ότι δε θυμήθηκε την ιστορία που
της είχε πει στο Σκάρμπορο. Η Ελίς του χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Υποπτεύομαι ότι ο Γάλλος ευγενής δεν αποδέχτηκε τη νίκη σας».
«Κάτι τέτοιο». Ο Ντρου δε θα έλεγε στην Ελίς ότι τους πέταξαν έξω από
το Παρίσι οι λακέδες του ευγενούς, ότι τους έσυραν στο πλακόστρωτο και
τους κλοτσούσαν σαν να ήταν παλιάνθρωποι.
«Και ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε μονομαχία;»
«Τίποτα το τόσο έντιμο. Ο Χάρι ήταν εξαίρετος σκοπευτής και ξιφομά-
χος. Αν τον είχαν προσκαλέσει σε μονομαχία, δε χωράει αμφιβολία ότι θα
είχε βγει νικητής».
Ο Ντρου πρόσεξε την ταραχή στην έκφρασή της, το βλέμμα της που είχε
σκοτεινιάσει από οργή.
«Κι εσείς εκδικηθήκατε τον άνθρωπο που τα έκανε όλα αυτά;» Ο Ντρου
κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έπρεπε να επιστρέψω στην Αγγλία και
να πραγματοποιήσω την τελευταία επιθυμία του Χάρι».
«Εγώ αυτό θα είχα κάνει», δήλωσε η Ελίς. «Θα είχα βρει αυτόν το διαβο-
λικό Γάλλο και θα τον έκανα να πληρώσει».
Ο Ντρου ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ήταν τόσο διαβολικός. Και για να
υπερασπιστώ το δούκα, η πρόκληση που δέχτηκε ήταν μεγάλη. Όχι, ο πα-
τέρας σου δεν πίστευε στην εκδίκηση. Δε φοβόταν μπροστά στις δυσκολί-
ες, γελούσε μαζί τους, διδασκόταν απ’ αυτές και δεν κρατούσε κακία σε
κανέναν».
«Όμως τώρα δε μιλάμε για κάποιο ποσό που έχασε ο πατέρας μου στα
χαρτιά, αλλά για τη ζωή του! Θα έπρεπε να τον είχατε εκδικηθεί».
«Ο Χάρι δε θα συμφωνούσε μαζί σου. Πάντα έλεγε ότι η εκδίκηση ήταν
δίκοπο σπαθί. Ανησυχούσε περισσότερο για σένα και επέμενε να επικε-
ντρωθώ στη φροντίδα σου».
***
Η Ελίς ένιωσε ξαφνικά το θυμό της να εξασθενεί. Θα έπρεπε να νιώθει
ευγνωμοσύνη που οι τελευταίες σκέψεις του πατέρα της ήταν για εκείνη.
Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις και
κοίταξε στα μάτια τον άντρα που ήταν καθισμένος απέναντι της.
«Και τι σχεδιάζετε να κάνετε, σερ, αφού θα έχετε εκπληρώσει την υπο-
χρέωση που αναλάβατε απέναντι στον πατέρα μου;»
«Θα ξαναφύγω στο εξωτερικό».
«Δε θα θέλατε να μείνετε στην Αγγλία;»
Ο Ντρου δεν κινήθηκε, όμως η Ελίς διαισθάνθηκε την αλλαγή στη στάση
του. Ήταν σαν να τον είχε καλύψει μια σκιά. Τα γαλάζια μάτια του σκοτεί-
νιασαν και τα χείλη του έγιναν μια λεπτή γραμμή.
«Η Αγγλία δεν μπορεί να γίνει ποτέ η πατρίδα μου».
Η Ελίς ήθελε να τον ρωτήσει γιατί, όμως η διαίσθησή της την προειδο-
ποιούσε να μην το κάνει, κι έτσι, όταν την επόμενη στιγμή ο κηδεμόνας
της άρχισε να μιλάει για κάτι άλλο, ακολούθησε το παράδειγμά του. Δεν
είχε καμία πρόθεση να καταστρέψει την καλή δουλειά που είχε κάνει εκεί-
νο το βράδυ.
Ήθελε να γοητεύσει τον κηδεμόνα της ώστε να του βελτιώσει τη διάθε-
ση και θεωρούσε ότι τα είχε καταφέρει αρκετά καλά. Όταν νωρίτερα έβα-
λε το φόρεμά της, δίστασε να αφήσει το δαντελένιο σάλι της, όμως η ε-
μπειρία την είχε διδάξει ότι στους άντρες άρεσε να βλέπουν έναν γυμνό
γυναικείο λαιμό και ώμους -απόδειξη το πονηρό χαμόγελο του κηδεμόνα
της στη Ρόουζ, την καμαριέρα! Όφειλε να παραδεχτεί ότι η αντίδρασή του
τη δυσαρέστησε κάπως και είχε ξυπνήσει το ανταγωνιστικό της πνεύμα.
Κάποιος από τους θαυμαστές της της είχε πει πως οι ώμοι της ήταν πανέ-
μορφοι και, κατά συνέπεια, αποφάσισε να τους αφήσει ακάλυπτους εκεί-
νο το βράδυ.
Είχε προσέξει ότι το βλέμμα του κυρίου Μπάστιον στεκόταν πάνω τους
κατά διαστήματα και ευχόταν να έβρισκε το θέαμα ευχάριστο. Ήπιε μια
γουλιά από το κρασί της, νιώθοντας μια ευχάριστη κούραση να την κυρι-
εύει. Ένιωθε ζαλισμένη και με το παραπάνω ικανοποιημένη από την επι-
τυχία του σχεδίου της. Ο κύριος Μπάστιον -ο Ντρου- ήταν αναμφισβήτητα
πιο χαλαρός εκείνο το βράδυ, και μάλιστα είχε καταφέρει αρκετές φορές
να τον κάνει να γελάσει.
Ένα μακρινό ρολόι σήμανε την ώρα και ο Ντρου έβγαλε το δικό του ρο-
λόι.
«Μεσάνυχτα». Συνοφρυώθηκε. «Η καμαριέρα σου θα έπρεπε να είχε ήδη
έρθει».
«Της είπα να ανεβεί στο δωμάτιό μου και να με περιμένει εκεί», είπε η Ε-
λίς και συνέχισε με αθώο ύφος. «Σκέφτηκα ότι ίσως να θέλατε να με συνο-
δεύσετε».
«Υποθέτω ότι θα πρέπει να το κάνω».
Ο τόνος της φωνής του ήταν λιγότερο απρόθυμος από την απάντησή
του, αλλά ωστόσο αισθάνθηκε πικαρισμένη. Στο Σκάρμπορο οι θαυμαστές
της θα έκαναν τα πάντα για να τη συνοδεύσουν οπουδήποτε. Ο Ντρου ση-
κώθηκε, τράβηξε την καρέκλα της κι εκείνη, πριν κινηθούν προς την πόρ-
τα, τον έπιασε αγκαζέ.
«Θα θέλατε να με καληνυχτίσετε με ένα φιλί;» ρώτησε. Ήξερε ότι έπαιρ-
νε μεγάλο ρίσκο, όμως ο Ντρου δεν έδειχνε ούτε θυμωμένος ούτε την ε-
πέκρινε για το θάρρος της. Όταν τον είδε να παραμένει σιωπηλός, συνέχι-
σε σιγανά: «Είστε ένας άσωτος, έτσι δεν είναι; Και οι άσωτοι πάντα φιλάνε
τις όμορφες κοπέλες».
Ο Ντρου κοντοστάθηκε και κοίταξε τα δάχτυλά της που ακουμπούσαν
στο μανίκι του.
«Δε θα ήταν συνετό να επιδιώξεις κάτι τέτοιο, μις Σάλφορντ». Ένα ρίγος
διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της στο άκουσμα του προειδοποιητικού τόνου
στη φωνή του. Τον πλησίασε λίγο περισσότερο.
«Είναι βέβαιο ότι δε θα ήταν ανάρμοστο να με αποκαλεί ο κηδεμόνας
μου Ελίς, σωστά;»
Η αναστάτωσή της έγινε πιο έντονη όταν το βλέμμα του ανέβηκε στο
πρόσωπό της. Ήταν τόσο διαπεραστικό, ώστε για μια στιγμή της έκοψε
την ανάσα. Στο βλέμμα του διέκρινε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε, όμως
το κρασί που είχε πιει της έδινε κουράγιο. Φόρεσε μια αθώα έκφραση και
την ίδια στιγμή έσκυψε προς το μέρος του, ώστε η δαντέλα του ντεκολτέ
της να ακουμπήσει σχεδόν το γιλέκο του. Είδε τα μάτια του να σκοτει-
νιάζουν κι ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση.
Συνήθως σε αυτό το σημείο η ανάσα του θαυμαστή που είχε βάλει στο
στόχαστρο θα έβγαινε ακανόνιστη και θα ήταν έτοιμος να της υποσχεθεί
οτιδήποτε, αρκεί να του έδινε ένα φιλί. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, είχε εφαρ-
μόσει αυτές τις μεθόδους μόvo με νεαρούς τζέντλεμαν, και αυτές πολύ
σπάνια. Ο κηδεμόνας της ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος και, προφα-
νώς, φτιαγμένος από πιο ανθεκτικό υλικό. Πέρασε την άκρη της γλώσσας
της πάνω από τα χείλη της κι αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να κάνει στη συ-
νέχεια, όμως αυτή η μικρή, αθώα κίνηση, έκανε το βλέμμα του κυρίου
Μπάστιον να λάμψει γεμάτο ενδιαφέρον. Η Ελίς ένιωσε να θριαμβεύει.
«Παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι, μις Σάλφορντ».
Το κρασί την είχε κάνει ριψοκίνδυνη. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και
τον κοίταξε.
«Γιατί δε με λες Ελίς; Εγώ σκοπεύω να σε λέω Ντρου...»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Ο Ντρου την τράβηξε πάνω
στο σώμα του και τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της. Εκείνη περίμενε
μια τρυφερή αγκαλιά, ένα απαλό άγγιγμα των χειλιών, όμως βρέθηκε πα-
γιδευμένη μέσα στα δυνατά μπράτσα του. Τα χείλη της άνοιξαν απ’ το σοκ
και τώρα διαπίστωνε ότι η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της και ε-
νωνόταν με τη δική της, ξυπνώντας τις αισθήσεις της σε βαθμό που φοβή-
θηκε ότι θα λιποθυμούσε από την ηδονή. Έκλεισε τα μάτια και οι αισθή-
σεις της ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Τα γόνατά της λύγιζαν και δεν είχε άλ-
λη επιλογή από το να κρατηθεί από τα πέτα του σακακιού του, καθώς το
αίμα φουρτούνιαζε στις φλέβες της. Μια φωτιά άναψε χαμηλά στην κοιλιά
της και ο πόθος φούντωνε μέσα της. Ήταν η πιο ανησυχητική, συναρπα-
στική και υπέροχη αίσθηση που είχε βιώσει ποτέ.
Το τέλος ήρθε πολύ σύντομα. Ο Ντρου την άφησε κι εκείνη παραπάτησε
προς τα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει την
καρδιά της, που χτυπούσε σαν τρελή. Όταν σήκωσε το βλέμμα της και
κοίταξε τον Ντρου, συνειδητοποίησε σοκαρισμένη ότι την κοιτούσε, αλλά
με ύφος κάθε άλλο παρά ευχάριστο. Τα μάτια του θύμιζαν παγωμένες γα-
λάζιες φλόγες που ταξίδευαν στο κορμί της βάζοντάς του φωτιά, ενώ ταυ-
τόχρονα την έγδυναν.
«Λοιπόν, Ελίς; Ήθελες να σε φιλήσω. Ελπίζω να ανταποκρίθηκα στις
προσδοκίες σου».
Η Ελίς έγινε κατακόκκινη. Η υπέροχη αναστάτωση που είχε νιώσει έδω-
σε τη θέση της στην ντροπή. Ο Ντρου την ταπείνωσε. Έφερε την παλάμη
στα χείλη της. Ήταν ερεθισμένα. Ετοιμάστηκε να απομακρυνθεί, όμως ε-
κείνος έβαλε το χέρι του στον αυχένα της και την τράβηξε κοντά του. Τα
μέλη της είχαν μουδιάσει, ένιωθε σαν υπνωτισμένη και αδυνατούσε να
πάρει το βλέμμα της από τα μάτια του, που θύμιζαν μάτια αρπακτικού.
«Όχι!» Η διαμαρτυρία της ακούστηκε σιγανή, σαν ψίθυρος, γιατί ακόμα
της ήταν αδύνατον να ελέγξει την ανάσα της. Στα χείλη του σχηματίστηκε
ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
«Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν άσωτο, αγαπητή μου».
Ο Ντρου την τράβηξε στην αγκαλιά του για ακόμα ένα φλογερό φιλί, κι
αυτή τη φορά, όταν την άφησε, εκείνη δε δίστασε. Πήγε βιαστικά στην
πόρτα, την άνοιξε κι έτρεξε προς την κάμαρά της ενώ το αδυσώπητο γέλιο
του αντηχούσε πίσω της στο διάδρομο.
***
Ο Ντρου την παρακολούθησε να διασχίζει τρέχοντας σχεδόν το διάδρο-
μο και να εξαφανίζεται στην κάμαρά της. Έπειτα έκλεισε προσεκτικά την
πόρτα και κάθισε. Με λίγη τύχη, της είχε δώσει ένα μάθημα που δε θα ξε-
χνούσε ποτέ. Πήρε την κανάτα και ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι το
χέρι του έτρεμε καθώς γέμιζε το ποτήρι του με κρασί. Αυτό που συνέβη
κόστισε και σε εκείνον, γιατί χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την αυτο-
κυριαρχία του για να βάλει τέλος στο φλογερό φιλί τους. Δεν ήταν προε-
τοιμασμένος για το κύμα του πόθου που τον κυρίευσε όταν τα χείλη τους
ενώθηκαν. Ω, πώς τον είχε αναστατώσει!
Όμως ήταν η κόρη του Χάρι και είχε δώσει στο φίλο του το λόγο του ότι
θα την προστάτευε. Έριξε πίσω το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του
στο ταβάνι, ενώ από τα χείλη του ξέφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός. Το
πρόβλημα ήταν πως η Ελίς, όντας υπερβολικά αθώα, δεν αντιλαμβανόταν
τον κίνδυνο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα της τα φλερτ γίνονταν υπό το
άγρυπνο βλέμμα της θείας της, και η κυρία Μάθιους, αν και φαινομενικά
καλόβολη, ήξερε πώς να προστατεύει αυτούς που αγαπούσε. Αμφέβαλλε
αν η Ελίς θα κατάφερνε να γλιτώσει με την αρετή της άθικτη αν είχε δοκι-
μάσει με οποιονδήποτε άλλον άντρα τα κόλπα που δοκίμασε μαζί του ε-
κείνο το βράδυ.
Ο Ντρου ήπιε το κρασί και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Ευτυχώς που την
επομένη θα βρίσκονταν στο Λονδίνο και θα μπορούσε να την παραδώσει
στην οικογένεια του αρραβωνιαστικού της. Υπήρχε όριο στον πειρασμό
που μπορούσε να αντέξει η ανθρώπινη σάρκα.
***
Το επόμενο πρωί, η Ελίς ζήτησε από την καμαριέρα να της φέρει το πρω-
ινό στο δωμάτιό της. Αφού ήθελε μόνο έναν καφέ και λίγο ψωμί με βού-
τυρο, η επιθυμία της ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί και δεν κατέβηκε
παρά μόνο όταν ο Ντρου έστειλε να την ειδοποιήσουν ότι ήταν έτοιμοι να
αναχωρήσουν. Βγήκε βιαστική από το πανδοχείο και τον βρήκε να περιμέ-
νει δίπλα στην άμαξα. Κρατούσε μαστίγιο ιππασίας, ένα αξεσουάρ που
βλέποντάς το συνοφρυώθηκε, μέχρι που πρόσεξε το άλογο πίσω από την
άμαξα.
«Θα έρθεις με το άλογο;»
«Ναι».
Η Ελίς, για μια στιγμή, ένιωσε ανόητα απογοητευμένη και χαμένη, αλλά
αμέσως επικράτησε η λογική της. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν ταξίδευε μό-
νη αντί να είναι κλεισμένη στην άμαξα με τον Ντρου, όπου, αν ήθελε, θα
μπορούσε να την επιπλήξει για το θάρρος της το προηγούμενο βράδυ. Ή -
ακόμα χειρότερα- να προσπαθούσε να επαναλάβει την ακόμα πιο επαί-
σχυντη συμπεριφορά του.
Ήξερε πως η ίδια ήταν υπεύθυνη για ό,τι είχε συμβεί, όμως περίμενε ότι
ο Ντρου θα της έδινε ένα βιαστικό φιλί, όχι ότι θα την αγκάλιαζε με τόσο
φλογερό τρόπο. Ήταν εξίσου κακός με τον κύριο Σκόρτον. Ωστόσο διαπί-
στωνε πως σ’ αυτό η συνείδησή της δε συμφωνούσε. Το φιλί του κυρίου
Σκόρτον ήταν μια εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία, ενώ η αγκαλιά του
Ντρου δεν ήταν καθόλου δυσάρεστη. Σοκαριστική ναι, συγκλονιστική ο-
πωσδήποτε, αλλά όχι δυσάρεστη. Και ούτε τρομακτική, με εξαίρεση το ότι
θορυβήθηκε από τις δικές της αντιδράσεις.
Δε θα ξεχνούσε το σκληρό γέλιο του όταν εκείνη έτρεξε να φύγει και η
γνώση ότι η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική της, απλώς έκανε πιο έντονη
την απογοήτευσή της και είχε ως αποτέλεσμα καυτά δάκρυα θυμού να
μουσκεύουν το μαξιλάρι της το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Κάθισε σε
μια γωνιά της άμαξας και έκλεισε τα μάτια. Ό,τι έγινε έγινε, σκέφτηκε.
Έπρεπε να ζήσει με την ντροπή της. Με τον καιρό θα ξεθώριαζε, όμως δεν
πίστευε ότι θα μπορούσε ποτέ να την ξεχάσει.
***
Λονδίνο. Η Ελίς κοίταξε έξω από τα παράθυρα τα μακριά, κομψά πεζο-
δρόμια που πλαισίωναν τους πλακόστρωτους δρόμους. Δεν είχε απολαύ-
σει το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού. Η διάθεσή της ήταν βαριά μετά απ'
όσα συνέβησαν την προηγούμενη νύχτα, αλλά τώρα που βρισκόταν για
πρώτη φορά στην πρωτεύουσα οι μελαγχολικές σκέψεις χάθηκαν αμέσως
από το μυαλό της. Σύντομα θα ξαναβρισκόταν με τον Γουίλιαμ και δε θα
ξανάβλεπε ποτέ τον φρικτό άντρα που εκείνη τη στιγμή προχωρούσε πά-
νω στο άλογό του πλάι στην άμαξα.
Επιτέλους, ύστερα από μια διαδρομή ωρών -όπως της φάνηκε- στους
πολύβουους δρόμους, η άμαξα σταμάτησε μπροστά σε μια κομψή έπαυλη
στην Γκρόβενορ Σκουέαρ. Η Ελίς ένιωσε ξαφνικά μεγάλη νευρικότητα και,
όταν ο Ντρου τη βοήθησε να κατεβεί, κρατήθηκε σφιχτά από το χέρι του.
Ο φόβος του αγνώστου επισκίαζε τις αναμνήσεις του φλογερού φιλιού της
προηγούμενης βραδιάς.
Την πόρτα τούς άνοιξε ένας πολύ υπεροπτικός μπάτλερ και τους οδήγη-
σε σε μια ψυχρή αλλά κομψή αίθουσα υποδοχής. Η Ελίς μπήκε στον πει-
ρασμό να κάνει μεταβολή και να το βάλει στα πόδια, όμως ο θόρυβος που
έκαναν οι υπηρέτες καθώς μετέφεραν τις αποσκευές της στο διάδρομο
της θύμισε ότι ήταν πολύ αργά για δεύτερες σκέψεις. Βρισκόταν μόνη
στην αίθουσα με τον Ντρου και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι να πει για να
σπάσει την αμήχανη σιωπή.
«Υποθέτω ότι εδώ λέμε αντίο, κύριε Μπάστιον...»
«Όχι ακριβώς. Παραμένω κηδεμόνας σου μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέ-
λου Μιχαήλ και υπάρχουν κάποια νομικά θέματα σχετικά με τον επικείμε-
νο γάμο σου που θα πρέπει να τακτοποιηθούν...»
«Ναι, ναι, φυσικά». Η Ελίς ξεροκατάπιε. «Σχετικά με χθες το βράδυ... σας
οφείλω μια συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ για τη συμπεριφορά μου».
«Χαίρομαι που το ακούω. Ελπίζω να πήρες το μάθημά σου και στο μέλ-
λον να συμπεριφέρεσαι με περισσότερη περίσκεψη».
***
Ο Ντρου λυπήθηκε την Ελίς όταν την είδε να σκύβει το κεφάλι και να
δέχεται υπάκουα τις επιπλήξεις του. Της είχε φερθεί με το χειρότερο τρό-
πο, αλλά ευχόταν ότι αυτή η εμπειρία ίσως να την προστάτευε μελλοντι-
κά. Από το διάδρομο ακούστηκαν βήματα και η Ελίς σήκωσε το κεφάλι.
Ένα παράξενο συναίσθημα τον κυρίευσε όταν είδε τη γεμάτη ελπίδα έκ-
φρασή της. Περίμενε να δει τον Γουίλιαμ Ρέβερσον, όμως η απογοήτευση
που η Ελίς έσπευσε να κρύψει του έδωσε να καταλάβει ότι αυτός που μπή-
κε στην αίθουσα δεν ήταν ο Γουίλιαμ. Ήταν λεπτός, σοβαρά ντυμένος και
ο Ντρου υπολόγισε ότι θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον σαράντα ετών. Ο
άντρας υποκλίθηκε βαθιά.
«Καλησπέρα, σερ, μαντάμ. Είμαι ο Σετλ, ο γραμματέας του υποκόμη. Ο
λόρδος ζητά συγγνώμη που δε βρίσκεται εδώ να σας υποδεχτεί προσωπι-
κά, μις Σάλφορντ, μα έπρεπε να φύγει με την οικογένειά του».
Ο Ντρου κοίταξε την παγερή, άψυχη αίθουσα γύρω του και έσμιξε τα
φρύδια.
«Εννοείτε ότι δε βρίσκονται πλέον στο Λονδίνο;» τον ρώτησε. «Μα έχω
το γράμμα του υποκόμη, στο οποίο αναφέρει ότι θα ήταν εδώ».
«Μια ξαφνική αδιαθεσία κατέστησε απαραίτητο να αναχωρήσει ο λόρ-
δος Γουίτλγουντ άμεσα για το Μπαθ, σερ, ώστε να επισκεφθεί τα λουτρά».
Ο Σετλ έκανε και πάλι μια ελαφριά υπόκλιση. «Μου έδωσε εντολή να συ-
νοδεύσω ως εκεί τη μις Σάλφορντ».
«Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε ο Ντρου.
«Ω». Η Ελίς κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα, δείχνοντας μπερδεμένη.
«Και πήγε μαζί του και ο κύριος Ρέβερσον;»
«Ολόκληρη η οικογένεια έφυγε για το Μπαθ, μις». Ο Σετλ έστρεψε την
προσοχή του στον Ντρου. «Οι δικηγόροι μας σας αναμένουν αύριο το πρω-
ί, κύριε Μπάστιον. Όλα τα απαραίτητα έγγραφα έχουν ετοιμαστεί και σας
περιμένουν να τα υπογράψετε το πρωί. Ο λόρδος θα αναλάβει πλέον την
ευθύνη της μις Σάλφορντ». Διέσχισε την αίθουσα και τράβηξε το κουδούνι.
«Ένα δωμάτιο έχει ετοιμαστεί και σας περιμένει, μις, και το δείπνο θα σερ-
βιριστεί...»
«Μια στιγμή». Ο Ντρου σήκωσε το χέρι. Τα καμπανάκια του κινδύνου
χτυπούσαν σαν τρελά μέσα στο μυαλό του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Ώστε
λοιπόν θα πάτε τη μις Σάλφορντ στο Μπαθ».
«Σωστά, σερ. Θα ξεκινήσουμε το πρωί. Θα ζητήσω από τη δεύτερη τη
τάξει καμαριέρα του σπιτιού να μας συνοδεύσει, από τη στιγμή που, απ’
ό,τι κατάλαβα, η μις Σάλφορντ δεν έχει φέρει μαζί της τη δική της καμα-
ριέρα».
Ο τόνος και η έκφρασή του μαρτυρούσαν πως αποδοκίμαζε την απου-
σία καμαριέρας, όμως ο Ντρου δεν έδωσε σημασία.
«Θα προτιμούσα να συνοδεύσω ο ίδιος τη μις Σάλφορντ ως εκεί», είπε.
Στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να μην πλησιάσει το Μπαθ ούτε σε
απόσταση εκατόν πενήντα χιλιομέτρων, αλλά είχε δώσει το λόγο του στον
Χάρι.
«Δε χρειάζεται να μπείτε στον κόπο, σερ. Ο λόρδος Γουίτλγουντ επιθυ-
μεί να μην ταλαιπωρηθείτε άλλο εξαιτίας αυτής της ιστορίας. Η μις Σάλ-
φορντ θα είναι απολύτως ασφαλής μαζί μου».
«Παρ’ όλα αυτά, σκοπεύω να τη συνοδεύσω. Θα έρθω μαζί σας».
«Μα θα φύγουμε με το πρώτο φως. Υπάρχουν έγγραφα που πρέπει να
υπογραφούν...»
«Είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να κανονίσετε να σταλούν στο Μπαθ ή θα
μπορούσαν να συνταχθούν καινούργια εκεί. Δεν είμαι διατεθειμένος να
αφήσω τη μις Σάλφορντ μέχρι να δω τουλάχιστον τον υποκόμη».
Η έκφραση του γραμματέα μαρτυρούσε την ενόχλησή του.
«Αν αυτό επιθυμείτε, σερ, είστε ευπρόσδεκτος να έρθετε μαζί μας. Όμως
θα είμαστε πολύ στριμωγμένα».
«Τότε, αφήστε εδώ την καμαριέρα», είπε κοφτά ο Ντρου. «Η μις Σάλ-
φορντ τα κατάφερε περίφημα χωρίς καμαριέρα ως τώρα».
Ο Σετλ έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή, μέχρι να ξαναβρεί την αυτοκυ-
ριαρχία του.
«Πολύ καλά», είπε τελικά. «Θα ξεκινήσουμε αύριο το πρωί, στις επτά
ακριβώς. Είμαι βέβαιος ότι η μις Σάλφορντ θα ανυπομονεί να ολοκληρώσει
το ταξίδι και να βρεθεί με την καινούργια της οικογένεια».
Ο τόνος του Σετλ μαρτυρούσε ότι περίμενε μια απάντηση απ’ την Ελίς,
που έδειχνε ακόμα σοκαρισμένη.
«Ναι, φυσικά», κατάφερε να απαντήσει. «Όμως θα ήθελα πολύ να μας
συνοδεύσει ο κηδεμόνας μου».
Ο Ντρου υποκλίθηκε ελαφρά. Ώστε λοιπόν ούτε η Ελίς ένιωθε άνετα με
αυτή την απρόσμενη τροπή των γεγονότων.
Καθησύχασε κάπως βλέποντας τη χαμογελαστή οικονόμο που έκανε
την εμφάνισή της και ζήτησε από την Ελίς να την ακολουθήσει στον επά-
νω όροφο. Εκείνη σηκώθηκε και έδωσε στον Ντρου το χέρι της, χαμογε-
λώντας αδύναμα.
«Τα λέμε αύριο λοιπόν, κύριε Μπάστιον».
«Αύριο». Ο Ντρου της έσφιξε το χέρι. «Θα βρω κάπου να διανυκτερεύσω
και θα σου διαμηνύσω πού θα βρίσκομαι, για την περίπτωση που με
χρειαστείς».
«Ευχαριστώ».
Ο Ντρου παρακολούθησε την οικονόμο να συνοδεύει την Ελίς κι ύστερα
στράφηκε ξανά στο γραμματέα.
«Η αναχώρηση του υποκόμη ήταν πολύ ξαφνική».
Ο Σετλ έκλινε το κεφάλι.
«Ο λόρδος ενοχλήθηκε πολύ που αδυνατούσε να μείνει για να σας υπο-
δεχτεί».
«Νομίζω ότι θα μπορούσε να είχε αφήσει εδώ κάποιον από την οικογέ-
νειά του. Τον αρραβωνιαστικό της μις Σάλφορντ, για παράδειγμα».
«Ο κύριος Ρέβερσον απογοητεύτηκε πολύ που δεν μπορούσε να παρα-
μείνει, όμως με εμπιστεύθηκε να οδηγήσω εγκαίρως τη μνηστή του κοντά
του».
«Εγκαίρως;»
Ο Ντρου κοίταξε το γραμματέα στα μάτια, όμως ο Σετλ παρέμεινε α-
νέκφραστος.
«Σύντομα θα έπρεπε να πω, σερ».
***
Ο Ντρου έφυγε ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, προσπαθώντας
να ανακαλύψει τι κίνητρο θα μπορούσε να είχε ο υποκόμης για να φύγει
τόσο ξαφνικά. Το πρώτο που του ήρθε στο νου ήταν ότι προσπαθούσε να
εκμεταλλευτεί τους όρους της συμφωνίας και να αποφύγει το γάμο. Στο
κάτω κάτω, αν ο Ρέβερσον αρνούνταν να παντρευτεί, ο πατέρας του θα
έπρεπε να πληρώσει το χρέος. Αν όμως η Ελίς εμφανιζόταν καθυστε-
ρημένα... Ο υποκόμης στο γράμμα του ξεκαθάριζε ότι η Ελίς θα έπρεπε να
παραδοθεί στη φροντίδα του το αργότερο μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέ-
λου Μιχαήλ για να ισχύσει η συμφωνία. Όμως η γιορτή ήταν σε δύο εβδο-
μάδες και η Ελίς θα βρισκόταν στο Μπαθ σε τρεις μέρες, πέντε το πολύ.
Εκτός κι αν στο δρόμο συνέβαινε κάποιο ατύχημα.
Ο Ντρου κούνησε το κεφάλι και γέλασε μ’ αυτά που σκεφτόταν.
«Γίνομαι υπερβολικά καχύποπτος και βλέπω παντού κακούς», μουρ-
μούρισε. «Δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο απ’ το καπρίτσιο ενός
πλούσιου ανθρώπου».
Γνώριζε το δρόμο για το Μπαθ -υπερβολικά καλά- και είχε τους λόγους
του να μη θέλει να βρεθεί εκεί, όμως είχε υποσχεθεί στον Χάρι ότι θα φρό-
ντιζε να φτάσει η κόρη του ασφαλής στην καινούργια της οικογένεια και
θα το έκανε, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες.
***
Το επόμενο πρωί ο Ντρου έφτασε νωρίς στην έπαυλη Γουίτλγουντ. Δεν
είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί τον τραπεζίτη του, αλλά, αν επρόκειτο να
ταξιδέψει ως καλεσμένος του λόρδου Γουίτλγουντ, δε θα χρειαζόταν πολ-
λά χρήματα για το ταξίδι του και θα του ήταν εύκολο να βρει όταν θα έ-
φτανε στο Μπαθ. Μια άμαξα ήταν έτοιμη και περίμενε μπροστά στην εί-
σοδο, και στις επτά ακριβώς συνόδευσε την Ελίς έξω από το σπίτι.
«Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Σετλ απογοητεύτηκε που με εί-
δε», είπε χαμηλόφωνα.
Κοιτάζοντάς την, δεν αντιλήφθηκε ίχνος από τη νευρικότητα που είχε
την προηγούμενη μέρα, ενώ μια σκανδαλιάρικη λάμψη φώτιζε τα μάτια
της.
«Είπε ότι, αν καθυστερούσατε, θα έφευγε χωρίς εσάς».
Ο Ντρου ύψωσε τα φρύδια του απορημένος.
«Και θα σε πείραζε αυτό; Νόμιζα ότι δεν έβλεπες την ώρα να με ξεφορ-
τωθείς».
«Αυτό ισχύει, φυσικά, όμως δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αν φεύγαμε θα
μας ακολουθούσατε κι ότι αυτό δε θα βελτίωνε καθόλου τη διάθεσή σας!»
Ο Ντρου γέλασε και την ακολούθησε στην άμαξα, χαρούμενος που είχε
ξαναβρεί τη μαχητικότητά της.
***
Το πρώτο σκέλος του ταξιδιού ολοκληρώθηκε σε σχεδόν απόλυτη σιω-
πή. Η Ελίς έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της, πιθανότατα ανήσυχη για την
υποδοχή που θα της επεφύλασσαν στο καινούργιο της σπίτι, σκέφτηκε ο
Ντρου. Ή πιθανόν η αιτία να ήταν η βλοσυρή παρουσία του κυρίου Σετλ,
που καθόταν απέναντι τους. Όταν έκαναν την πρώτη στάση για να αλλά-
ξουν άλογα κι ο γραμματέας κατέβηκε από την άμαξα, ο Ντρου τον ακο-
λούθησε κι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ξεμουδιάσει. Γνωρίζοντας
πόσο γρήγορα θα ολοκλήρωναν οι σταβλίτες τη δουλειά τους, έκανε α-
πλώς μια μικρή βόλτα στον περίβολο του πανδοχείου. Καθώς επέστρεφε,
πρόσεξε ότι δεν υπήρχε θυρεός στην πόρτα της άμαξας. Ο Σετλ συζητούσε
με τον οδηγό και ο Ντρου, αντί να ανεβεί, τον περίμενε.
«Αν ήμουν εγώ η μις Σάλφορντ, ίσως να θύμωνα που ο υποκόμης δεν
έθεσε μία από τις δικές του άμαξες στη διάθεσή μου», σχολίασε όταν τον
πλησίασε ο Σετλ.
«Ο υποκόμης διατηρεί μόνο μία άμαξα στην έπαυλή του στο Λονδίνο και
τη χρειαζόταν ο ίδιος», απάντησε ο γραμματέας. «Σας βεβαιώ ότι δεν είχε
πρόθεση να προσβάλει τη μις Σάλφορντ».
«Το ελπίζω», είπε ο Ντρου. «Πρόσεξα ότι η άμαξα δεν έχει συνοδούς».
Ο γραμματέας άνοιξε διάπλατα τα χέρια του.
«Οι συνοδοί δεν είναι απαραίτητοι, αφού ταξιδεύουμε με άμαξα χωρίς
διακριτικά».
Ο Ντρου ύψωσε τα φρύδια. «Ο δρόμος για το Μπαθ θα πρέπει να βελ-
τιώθηκε πολύ από την τελευταία φορά που ταξίδεψα σ’ αυτόν».
Η έκφραση του Σετλ παρέμεινε μια ευγενική μάσκα.
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, σερ».
***
Η Ελίς παρακολουθούσε τους δύο άντρες να συζητούν έξω από την άμα-
ξα κι ένιωσε την ανησυχία της να μεγαλώνει. Δεν ήξερε τι περίμενε πως θα
συνέβαινε όταν θα έφτανε στο Λονδίνο, αλλά πίστευε ότι τουλάχιστον ο
λόρδος Γουίτλγουντ και η οικογένειά του θα βρίσκονταν εκεί για να την
υποδεχτούν. Ο Σετλ ήταν πολύ ευγενικός, όμως της ήταν αδύνατον να τον
συμπαθήσει και χαιρόταν που ο Ντρου δεν την είχε εγκαταλείψει. Η σκέψη
να ταξιδέψει ως το Μπαθ συντροφιά με έναν αγέλαστο γραμματέα ήταν
πράγματι τρομακτική. Κι έπειτα από τις καταστροφικές της προσπάθειες
να φλερτάρει με τον Ντρου, δίσταζε να φανεί υπερβολικά φιλική σε ο-
ποιονδήποτε άντρα.
Ξεκίνησαν και πάλι και σύντομα διέσχιζαν το ζοφερό τοπίο του Χάουν-
σλοου Χιθ. Το σχόλιο του κυρίου Σετλ ότι ο φρουρός που καθόταν πλάι
στον αμαξά ήταν οπλισμένος με ένα μουσκέτο την καθησύχασε κάπως,
αλλά χάρηκε όταν άφησαν πίσω τους τους κακόφημους χερσότοπους.
***
Η Ελίς δεν μπορούσε να βρει κάποιο ψεγάδι στο πανδοχείο που είχε επι-
λεγεί για την πρώτη τους διανυκτέρευση, όμως ο Ντρου ενοχλήθηκε από
τον ισχυρισμό του γραμματέα ότι δε θα χρειάζονταν ιδιωτικό σαλόνι.
«Και πού θα δειπνήσουμε;»
«Όταν κανόνισα τις λεπτομέρειες του ταξιδιού υπέθεσα ότι η μις Σάλ-
φορντ θα δειπνούσε στην κάμαρά της, αφού ταξιδεύει μόνη, και δε φα-
νταζόμουν...»
«Όχι, ελπίζω ότι δεν το κάνατε», αντέτεινε ο Ντρου. «Ωστόσο η μις Σάλ-
φορντ δεν ταξιδεύει μόνη τώρα και θα δειπνήσει μαζί μου».
Μπορεί η Ελίς να θεωρούσε τον Ντρου υπερβολικά αυταρχικό, όμως στη
συγκεκριμένη περίπτωση χαιρόταν που ανέτρεψε τα σχέδια του γραμμα-
τέα, πράγμα που του είπε επιτέλους όταν έμειναν μόνοι στο ιδιωτικό σα-
λόνι που τους βρήκε ο πανδοχέας. Της ήταν αδύνατον να ξεχάσει την
προηγούμενη φορά που είχαν δειπνήσει μαζί και ανυπομονούσε να επα-
νορθώσει.
«Το ταξίδι θα ήταν πολύ θλιβερό αν αναγκαζόμουν να ταξιδέψω μόνη με
τον κύριο Σετλ».
«Δεν είναι και η πιο ευχάριστη συντροφιά, σωστά;» Ο Ντρου χαμογέλα-
σε. «Υποθέτω ότι τώρα που μιλάμε θα είναι στην κάμαρά του και θα απο-
λαμβάνει ένα μπολ με αραιό χυλό».
Η Ελίς γέλασε. «Ο κακομοίρης. Ελπίζω μόνο να μη βρει κανέναν μπελά
από τον υποκόμη γι’ αυτό το επιπλέον έξοδο. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο
λόρδος Γουίτλγουντ είχε σκοπό να φανεί αγενής, όμως, αν αρρώστησε,
ίσως να μη σκεφτόταν καθαρά».
«Πιθανόν, σίγουρα ωστόσο η οικογένειά του θα μπορούσε να λάβει υ-
πόψη την ταλαιπωρία σου».
Το ίδιο σκεφτόταν και η Ελίς και δεν ήθελε να το αναλύσει. Προσπάθησε
να βρει κάποιο άλλο θέμα συζήτησης.
«Πόσο χρόνο πιστεύετε ότι θα χρειαστούμε για να φτάσουμε στο Μπα-
θ;»
«Θα πρέπει να είμαστε εκεί μεθαύριο, κάνοντας αρκετές στάσεις».
«Ακούγεστε πολύ σίγουρος γι’ αυτό, σερ. Γνωρίζετε καλά το δρόμο;»
«Αρκετά καλά, αν και έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από
την τελευταία φορά που επισκέφθηκα αυτά τα μέρη».
«Την τελευταία φορά που ήσασταν στην Αγγλία;»
«Ναι».
Η κοφτή του απάντηση έκανε την Ελίς να τον κοιτάξει διερευνητικά,
όμως η αυστηρή του έκφραση δεν της επέτρεπε να κάνει άλλες ερωτήσεις.
Κι αφού δεν είχε καμιά διάθεση να τον εκνευρίσει και πάλι, άλλαξε θέμα
και ο Ντρου το δέχτηκε ευχαρίστως.
Η βραδιά συνεχίστηκε σε αυτό το κλίμα μέχρι που η Ελίς τον καληνύχτι-
σε και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, σίγουρη ότι, αν και μάλλον δε θα γί-
νονταν ποτέ οι καλύτεροι φίλοι με τον Άντριου Μπάστιον, θα μπορούσαν
τουλάχιστον να ήταν ευγενικοί ο ένας με τον άλλον.
***
Το επόμενο πρωί η Ελίς κατέβηκε στο ισόγειο και βρήκε μαζεμένο κό-
σμο στην τραπεζαρία. Στο κέντρο βρισκόταν ο κύριος Σετλ, καθισμένος σε
μια καρέκλα, κρατώντας την κοιλιά του. Πλάι του στεκόταν ο Ντρου, έχο-
ντας μια οργισμένη έκφραση.
«Λυπάμαι πολύ, σερ, όμως δεν τολμώ να ξεκινήσω», είπε στον Ντρου με
γκρινιάρικη φωνή.
«Έλα, άνθρωπέ μου, το πιθανότερο είναι ότι έχεις αέρια», είπε κοφτά ο
Ντρου. «Πιες λίγο μπράντι και πολύ σύντομα θα νιώσεις καλύτερα».
Ο Σετλ άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω στην καρέκλα του. Το πρό-
σωπό του ήταν παραμορφωμένο από τον πόνο.
«Όχι, δεν πρόκειται για αέρια, σερ. Σας βεβαιώ».
«Έχω στείλει να φέρουν το γιατρό», είπε ο πανδοχέας. Σκούπισε τις πα-
λάμες στην ποδιά του και κοίταξε ανήσυχος το δύσμοιρο γραμματέα που
ήταν διπλωμένος στα δύο. «Σε μια ώρα θα είναι εδώ».
«Πολύ καλά, θα περιμένουμε και θα δούμε τι θα πει».
«Ναι, ναι, θα περιμένουμε να δούμε τι θα πει», επανέλαβε ο Σετλ. Έκανε
νόημα σε έναν από τους υπηρέτες. «Εσύ, έλα εδώ και δώσε μου το χέρι
σου. Πρέπει να ξαπλώσω».
Με μεγάλη προσπάθεια, ασθμαίνοντας και μορφάζοντας από πόνο, ο
Σετλ σηκώθηκε με τη βοήθεια του υπηρέτη και έφυγε με δυσκολία από
την αίθουσα. Ήταν σε τέτοια κατάσταση που ούτε καν θα πρόσεχε την Ε-
λίς, αν δεν του μιλούσε εκείνη.
«Κύριε Σετλ, τι συμβαίνει;»
«Πονάω, μις Σάλφορντ, πονάω φρικτά σε όλο μου το κορμί. Φοβάμαι ότι
δε θα μπορέσω να συνεχίσω το ταξίδι μου μαζί σας».
Έφυγε παραπατώντας με τη βοήθεια του υπηρέτη και η Ελίς πλησίασε
τον Ντρου. Ήταν ακόμα συνοφρυωμένος, αλλά όταν την είδε την οδήγησε
στο ιδιωτικό σαλόνι, όπου τους περίμενε ένα πλούσιο πρωινό.
«Κατά τα φαινόμενα, η ασθένεια που έπληξε την οικογένεια του λόρδου
Γουίτλγουντ χτύπησε και το γραμματέα του». Ο Ντρου τράβηξε μια καρέ-
κλα για να καθίσει η Ελίς. «Ελπίζω μόνο να μην την κολλήσεις κι εσύ, αφού
πέρασες τη νύχτα στο σπίτι του».
«Αισθάνομαι πολύ καλά», τον διαβεβαίωσε εκείνη. «Όμως ο κακομοίρης
ο κύριος Σετλ... Ελπίζω να μην πρόκειται για κάτι σοβαρό».
«Η γνώμη μου είναι ότι παίζει θέατρο».
Η Ελίς άφησε το μαχαιροπίρουνό της και τον κοίταξε.
«Γιατί να το κάνει αυτό;»
Ο Ντρου έδειχνε πολύ σοβαρός, αλλά ύστερα από λίγο απάντησε ανέμε-
λα. «Μη μου δίνεις σημασία, δε μου αρέσουν οι ασθένειες».
«Αν όμως πρόκειται για κάτι σοβαρό, θα πρέπει να καθυστερήσουμε το
ταξίδι μας».
«Ω, δε νομίζω ότι το πράγμα θα φτάσει ως εκεί», είπε ο Ντρου και γέμισε
τα φλιτζάνια τους με καφέ. «Ας περιμένουμε να δούμε τι θα πει ο για-
τρός».
***
Τελείωναν το γεύμα τους όταν εμφανίστηκε ο πανδοχέας για να τους
ενημερώσει ότι ο γιατρός είχε φτάσει και ήταν ήδη με τον κύριο Σετλ.
«Πολύ καλά», είπε ο Ντρου βλοσυρά. «Ας πάμε να δούμε τι έχει να μας
πει».
Ακολούθησε τον πανδοχέα και η Ελίς έμεινε μόνη. Πέρασαν δεκαπέντε
λεπτά μέχρι να επιστρέφει ο Ντρου.
«Λοιπόν;» Η Ελίς πήγε αμέσως κοντά του. «Πώς είναι ο κύριος Σετλ;»
«Ο γιατρός είναι μπερδεμένος, όμως συμφωνεί με τον Σετλ ότι δε θα
πρέπει να συνεχίσει το ταξίδι του αν δε νιώσει καλύτερα».
«Τι; Μα πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;»
«Ακριβώς». Ο Ντρου ένευσε και την κοίταξε στα μάτια με σοβαρό ύφος.
«Ο γιατρός εξέτασε τον Σετλ αλλά δεν ξέρει ποιο είναι το πρόβλημά του
και δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με την απόφασή του να μείνει στο
κρεβάτι».
«Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε;» ρώτησε η Ελίς.
«Ω, όχι, θα σε πάω εγώ στο Μπαθ».
Η Ελίς αναστέναξε ανακουφισμένη. «Ω, ευχαριστώ, κύριε Μπάστιον. Αυ-
τό είναι υπέροχο».
«Είναι, πραγματικά;»
Η Ελίς τον κοίταξε απορημένη και το σκεπτικό του ύφος εξαφανίστηκε.
Της χαμογέλασε.
«Πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματά σου. Έχουμε ήδη χάσει δύο ώρες,
όμως ελπίζω ότι θα προλάβουμε να φτάσουμε στο Μάρλμπορο απόψε».
***
Η Ελίς φοβόταν ότι θα ήταν δύσκολο να περάσει τόσες ώρες κλεισμένη
στην άμαξα με τον Ντρου, αλλά στην πραγματικότητα η απουσία του κυ-
ρίου Σετλ έμοιαζε να μειώνει την ένταση. Κι αυτό ήταν κάτι που σχολίασε
καθώς ταξίδευαν στους εξαιρετικούς δρόμους.
«Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είμαστε πολύ πιο άνετα χωρίς το
γραμματέα, δε συμφωνείτε, κύριε Μπάστιον;»
«Έτσι νομίζω. Και να με λες Ντρου». Της χαμογέλασε. «Έτσι με λένε οι
φίλοι μου».
Το πρόσωπο της Ελίς φωτίστηκε αμέσως.
«Είμαστε φίλοι τώρα;»
«Θα το ήθελα πολύ».
Η απάντηση του Ντρου τη γέμισε ικανοποίηση.
«Τότε κι εσύ μπορείς να με λες Ελίς».
«Πολύ καλά. Ελίς».
Η Ελίς γέλασε.
«Αν είμαστε πραγματικά φίλοι, θα πρέπει να μου πεις τα πάντα για τον
εαυτό σου».
«Αν είμαστε πραγματικά φίλοι, δεν πρόκειται να σε κάνω να βαρεθείς με
τέτοια ασήμαντα πράγματα».
«Τότε θα μου μιλήσεις, σε παρακαλώ, για τον πατέρα μου;» ρώτησε η Ε-
λίς κάπως ντροπαλά.
Πρόσεξε το δισταγμό του Ντρου, όμως δεν της αρνήθηκε τη χάρη και
άρχισε να της διηγείται κάποιες από τις περιπέτειές τους στην ηπειρωτική
Ευρώπη.
«Όλα αυτά ακούγονται πολύ συναρπαστικά», σχολίασε εκείνη όταν ο
Ντρου τελείωσε. «Βλέπεις, τα γράμματα του πατέρα μου ήταν τόσο αραιά.
Δε μας έγραφε τίποτα για τη ζωή του στο εξωτερικό».
«Ίσως να μην ήθελε να σας κάνει να ανησυχείτε», είπε ο Ντρου.
Η Ελίς γέλασε. «Το πιθανότερο είναι ότι σκέφτηκε πως θα σοκαριζόμα-
σταν αν γνωρίζαμε πώς ζούσε. Υποπτεύομαι ότι μου διηγήθηκες μια πολύ
ωραιοποιημένη εκδοχή των γεγονότων, όμως χαίρομαι που έμαθα κάποια
πράγματα για τον πατέρα μου, έστω και λίγα».
«Ο Χάρι ήταν πολύ περήφανος για σένα», της αποκάλυψε.
«Αλήθεια;» Το χαμόγελό της ήταν κάπως μελαγχολικό. «Χάρηκε πολύ
για τον αρραβώνα μου με το γιο του υποκόμη».
«Φυσικά και τον χαροποίησε η σκέψη ότι το μέλλον σου ήταν εξασφαλι-
σμένο. Πιστεύω ότι εσύ ήσουν ο λόγος που συνέχιζε να παίζει χαρτιά, ώ-
στε να μπορέσει να σου αφήσει μια κληρονομιά και να είσαι ανεξάρτητη.
Είσαι μια πλούσια γυναίκα πλέον, Ελίς».
«Είμαι;»
«Ναι, είσαι. Όταν πέθανε ο Χάρι, είχε βάλει στην άκρη μια μικρή περιου-
σία που τώρα διατηρώ εγώ ως καταπίστευμα μέχρι να ενηλικιωθείς, δηλα-
δή σε μερικές μέρες».
Η Ελίς πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. Φυσικά και το ότι είχε χρή-
ματα αποτελούσε μια παρηγοριά, όμως δεν αντιστάθμιζε το γεγονός ότι
δε γνώρισε τον πατέρα της, ότι οι μόνες αναμνήσεις που είχε από εκείνον
ήταν οι σύντομες, σπάνιες επισκέψεις και οι βιαστικά γραμμένες επιστολές
του. Έδιωξε την αιτία της επιφυλακτικότητάς της. Φορούσε τη ρόμπα της,
που την κάλυπτε απ’ την κορφή ως τα νύχια, αλλά, αν έκρινε από την
ντροπαλή έκφρασή της, θα πρέπει να φορούσε ελάχιστα κάτω από αυτή.
Για μια στιγμή ξέχασε το λόγο της παρουσίας του εκεί, καθώς σκεφτόταν
το αισθησιακό κορμί της κάτω από τη ρόμπα με τις δαντέλες. Όταν την εί-
δε να φέρνει την παλάμη στο λαιμό της, συνειδητοποίησε ότι την κοιτούσε
επίμονα. Έβηξε νευρικά και ανέβασε το βλέμμα στο πρόσωπό της.
«Ζητώ συγγνώμη. Ήρθα απλώς να σε προειδοποιήσω να περιοριστείς
στο δωμάτιό σου ή στο ιδιωτικό σαλόνι όσο θα είμαστε εδώ. Το πανδοχείο
είναι γεμάτο απόψε».
«Ναι, και ξέρω γιατί έχει τόσο κόσμο», απάντησε η Ελίς. Απόψε έχει χορό
μεταμφιεσμένων στο δημαρχείο. Δε θα ήταν διασκεδαστικό να πηγαίνα-
με;»
«Καθόλου».
Η Ελίς μόρφασε.
«Μα δεν πρόκειται παρά για μια τοπική συγκέντρωση, θα είναι εκεί κυ-
ρίως χωρικοί και έμποροι».
Η Ελίς φάνηκε κάπως ξαφνιασμένη.
«Ποτέ δε θα σας φανταζόμουν τόσο υπερόπτη».
«Απλώς φροντίζω για σένα. Σε δυο μέρες θα είμαστε στο Μπαθ και είμαι
σίγουρος ότι εκεί θα μπορέσεις να χορέψεις όσο θέλεις».
«Όχι, δεν πρόκειται», απάντησε η Ελίς αναστενάζοντας. «Έχω ακόμα
πένθος».
«Φυσικά και έχεις». Ο Ντρου συνοφρυώθηκε, θυμωμένος με τον εαυτό
του που είχε ξεχάσει τόσο σύντομα τον Χάρι. «Ώστε λοιπόν υπάρχει κι άλ-
λος λόγος για τον οποίο δεν μπορείς να παρευρεθείς σε χορό».
«Μα είναι τόσο βαρετό να μην κάνω τίποτα εκτός απ’ το να ταξιδεύω και
να κοιμάμαι», είπε η Ελίς. «Δε βλέπω ποιο θα μπορούσε να ήταν το κακό.
Είμαι άγνωστη εδώ, και με μια μάσκα κι ένα ντόμινο κανείς δε θα μπορού-
σε να μαντέψει ποια είμαι. Ω, Ντρου, πες μου, σε παρακαλώ, ότι μπορούμε
να πάμε, έστω και για λίγο. Κανείς δε χρειάζεται να το μάθει».
Η Ελίς ακούμπησε την παλάμη στο μπράτσο του και τον κοίταξε τόσο
ικετευτικά, ώστε ο Ντρου για μια στιγμή ευχήθηκε να μπορούσε να υπο-
χωρήσει και να την πάει. Εκτός του ότι θα ήταν εξαιρετικά ανάρμοστο να
πάει η Ελίς στο χορό, δεν τολμούσε να το ρισκάρει. Απείχαν μόλις μια μέρα
από το Μπαθ και κάποιος θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει.
«Λυπάμαι, Ελίς, όμως αυτό δεν είναι δυνατόν. Πρέπει να ξεκουραστείς.
Αύριο μας περιμένει και πάλι μια ολόκληρη μέρα ταξιδιού».
«Μα μπορώ να κοιμηθώ αύριο στην άμαξα. Ντρου, σε παρακαλώ, ας πά-
με, έστω και για μια ώρα. Δε θα χορέψω αν δε θέλεις, όμως θα ήθελα πολύ
να δω τους μεταμφιεσμένους και να ακούσω μουσική. Η Κίτι, η καμαριέρα,
λέει ότι ο πανδοχέας μπορεί να μας βρει εισιτήρια».
Η Ελίς βρισκόταν τώρα ένα βήμα πιο κοντά του, τα μάτια της έλαμπαν,
τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν κάτω από το απαλό ύφασμα της μεταξω-
τής ρόμπας της. Στα ρουθούνια του έφτανε το διακριτικό άρωμά της που
του θύμιζε ζεστές, καλοκαιρινές μέρες... και νύχτες...
«Όχι». Η κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ο Ντρου οπισθοχώρησε
προς την πόρτα. «Δε θέλω ν’ ακούσω ούτε λέξη παραπάνω, Ελίς. Όταν ε-
πιστρέψει η καμαριέρα σου, θα ντυθείς και θα έρθεις να με βρεις για το
δείπνο, κατάλαβες;»
Κατόπιν έφυγε, αγνοώντας το επικριτικό της ύφος. Αποφάσισε ότι θα
την ηρεμούσε όταν τη συναντούσε στο δείπνο. Ως έναν βαθμό την κατα-
λάβαινε, γιατί εξαιτίας του γεμάτου ζωντάνια χαρακτήρα της θα πρέπει να
της φαινόταν πολύ βαρετό το ότι ήταν υποχρεωμένη να πενθεί για έναν
πατέρα που ουσιαστικά της ήταν άγνωστος. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι που
έπρεπε να γίνει και θα τη διαβεβαίωνε πως η ζωή της θα ήταν αφάνταστα
πιο απολαυστική όταν θα ζούσε στο πολυτελές σπίτι του λόρδου Γουίτ-
λγουντ.
Κεφάλαιο 4

Όταν η Ελίς κατέβηκε στο ιδιωτικό σαλόνι για να δειπνήσει με τον


Ντρου, φορούσε μπλε μπροκάρ μεταξωτό φόρεμα με κεντημένο μπούστο
και λευκή δαντέλα στο γιακά και στα μανίκια. Ο Ντρου συνοφρυώθηκε.
«Είσαι πολύ όμορφη, μα επιμένω ότι δεν πρόκειται να σε πάω στο χο-
ρό».
«Δε θα περίμενα να κάνεις κάτι τέτοιο», του είπε ήρεμα. «Όμως έπρεπε
ν’ αλλάξω, γιατί το ταξιδιωτικό μου φόρεμα ήταν πολύ σκονισμένο. Η Κίτι
το πήρε για να το πλύνει και να είναι έτοιμο για αύριο. Θα προτιμούσες να
καθόμουν εδώ χωρίς ίχνος δαντέλας πάνω μου;»
Ο Ντρου την κοίταξε και σκέφτηκε ότι η δαντέλα στα μανίκια της θα
μπορούσε να λείπει, αλλά όχι και αυτή γύρω από τους ώμους της. Κάλυπτε
την υπέροχη επιδερμίδα του λαιμού της και, όταν το βλέμμα του κατέβηκε
στο κεντημένο μπούστο της, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται τις αι-
σθησιακές καμπύλες του στήθους της που έκρυβε η δαντέλα. Χρειάστηκε
να καταβάλει προσπάθεια για να ανεβάσει ξανά το βλέμμα του στο πρό-
σωπό της και πρόσεξε ότι η Ελίς τον κοιτούσε σκεπτική.
Χαμογέλασε.
«Πιστεύεις ότι θα καταφέρεις να με γοητεύσεις ώστε να κάνω αυτό που
θέλεις; Θα απογοητευτείς».
Ο Ντρου χάρηκε από τον τρόπο με τον οποίο αποδέχτηκε το σχόλιό
του. Χωρίς μούτρα, απλώς μ’ ένα χαμόγελο για να του δείξει ότι καταλά-
βαινε πως είχε δίκιο. Την κάλεσε να καθίσει μαζί του στο τραπέζι και σε
όλη τη διάρκεια του δείπνου η ατμόσφαιρα ήταν φιλική. Μόνο αφού μα-
ζεύτηκαν τα πιάτα ο Ντρου απογοητεύτηκε στιγμιαία, όταν η Ελίς του είπε
ότι θα αποσυρόταν και θα τον άφηνε να απολαύσει μόνος το μπράντι του.
«Δεν υπάρχει λόγος να το βάλεις στα πόδια», της δήλωσε. «Θα πιώ ευχα-
ρίστως καφέ μαζί σου αν θέλεις -ή ακόμα και τσάι».
Η Ελίς χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.
«Όχι. Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, διαπιστώνω όμως ότι είμαι πιο
κουρασμένη απ’ όσο νόμιζα. Δε θέλω να συναντήσω αύριο τον αρραβω-
νιαστικό μου με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Θα σε αφήσω και
θα σε δω νωρίς αύριο το πρωί, για να πάρουμε το πρωινό μας».
***
Η Ελίς έφυγε και ο Ντρου έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του να απολαύ-
σει το απρόσμενα καλό κονιάκ που του είχε σερβίρει ο πανδοχέας. Αυτό
το σκέλος του ταξιδιού ήταν αναμενόμενα δύσκολο, βρισκόταν πολύ κο-
ντά στο παλιό του σπίτι. Προς στιγμή θορυβήθηκε όταν ο πανδοχέας τον
είχε σχεδόν αναγνωρίσει. Ευτυχώς που ταξίδευε σαν κύριος Μπάστιον,
γιατί το δικό του όνομα θα ήταν άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο κάτω κάτω, το
Κάσλμεϊν ήταν ασυνήθιστο όνομα. Θα αποκαλυπτόταν αμέσως ότι ήταν ο
ατιμασμένος γιος του σερ Έντουαρντ, ο ρέμπελος, οι πράξεις του οποίου
είχαν ατιμάσει την οικογένειά του και είχαν προκαλέσει το θάνατο της μη-
τέρας του.
Ανακάθισε νευρικά. Αρκετά με όλα αυτά. Ό,τι έγινε έγινε και θα ζούσε μ’
αυτό, όπως έκανε τα τελευταία δέκα χρόνια. Ήταν προτιμότερο να σκε-
φτεί την αποστολή που είχε να φέρει εις πέρας, να φροντίσει να φτάσει η
Ελίς με ασφάλεια στο Μπαθ.
Η ξαφνική ασθένεια του Σετλ του είχε φανεί παράξενη και βρισκόταν σε
επιφυλακή σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ως το Μάρλμπορο, όμως τελι-
κά έφτασαν χωρίς απρόοπτα. Ωστόσο το ταξίδι τους την επομένη, το τε-
λευταίο μέρος της διαδρομής ως το Μπαθ, ήταν το πιο επικίνδυνο, ή του-
λάχιστον ήταν όταν ζούσε εκείνος στην περιοχή. Ο γραμματέας τού είχε
πει πως τα πράγματα άλλαξαν και ήλπιζε ειλικρινά αυτό να ήταν αλήθεια
και ότι την επομένη θα παρέδιδε την Ελίς στο λόρδο Γουίτλγουντ. Έπειτα
θα έμενε τόσο ώστε να βεβαιωθεί ότι η Ελίς είχε τακτοποιηθεί, ελπίζοντας
πως δε θα τον αναγνώριζε κανείς.
Πήγε ως την πόρτα να ζητήσει κι άλλο μπράντι. Όταν του το έφερε ο
σερβιτόρος, ζήτησε να ανεβεί κάποιος στην κάμαρα της μις Σάλφορντ και
να ρωτήσει αν θα χρειαζόταν κάτι άλλο για το βράδυ.
«Ίσως να ήθελε ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα», είπε, όταν θυμήθηκε ότι
δεν υπήρχε τζάκι στην κάμαρά της. «Η λαίδη μπορεί να έχει ό,τι θελήσει.
Να βεβαιωθείς γι’ αυτό».
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε ελαφρά και έφυγε. Μερικά λεπτά αργότερα ε-
πέστρεψε για να τον ενημερώσει ότι η μις Σάλφορντ είχε κοιμηθεί.
«Από τώρα;» Ο Ντρου κοίταξε το ρολόι του. Ήταν σχεδόν έντεκα, πιο
αργά απ’ όσο υπολόγιζε.
«Μάλιστα, σερ», επιβεβαίωσε ο υπηρέτης. «Χτύπησα την πόρτα αρκετά
δυνατά, όμως η λαίδη δεν απάντησε. Ούτε η καμαριέρα της. Θα πρέπει να
κοιμούνται».
«Αλήθεια; Και οι δύο;» Ο Ντρου ένιωσε ένα άσχημο προαίσθημα.
«Μάλιστα, σερ». Ο σερβιτόρος χαμογέλασε. «Η Κίτι -η καμαριέρα- θα
πρέπει να είναι κουρασμένη, γιατί ούτε που ροχαλίζει, όπως συνήθως, τό-
σο δυνατά ώστε να ξυπνάει και τους νεκρούς. Οι υπόλοιπες καμαριέρες
παραπονιούνται γι’ αυτό».
Ο Ντρου πετάχτηκε όρθιος προτού ο υπηρέτης ολοκληρώσει τη φράση
του. Απαίτησε να του πάει αμέσως ο πανδοχέας τα δικά του κλειδιά.
«Δε θα έχει νόημα, σερ», διαμαρτυρόταν ο πανδοχέας μερικά λεπτά αρ-
γότερα, ενώ ακολουθούσε τον Ντρου στη σκάλα. «Όχι αν η λαίδη έχει α-
μπαρώσει την πόρτα».
«Αν το έχει κάνει, θα ξέρουμε ότι είναι ασφαλής στην κάμαρά της», απά-
ντησε ο Ντρου.
Χρειάστηκε μόλις ένα λεπτό για να ανοίξει την πόρτα. Όπως το φοβό-
ταν, η κάμαρα ήταν άδεια. Ένα απ’ τα μπαούλα της Ελίς ήταν ανοιγμένο
και παντού βρίσκονταν πεταμένα ρούχα.
«Θεέ μου, την έκλεψαν!» αναφώνησε ο πανδοχέας.
Τα χείλη του Ντρου έγιναν μια λεπτή γραμμή. «Όχι, με ξεγέλασαν».
Έδωσε στον πανδοχέα που στεκόταν με το στόμα ανοιχτό την εντολή
να κλειδώσει και πάλι την κάμαρα και πήγε βιαστικά στο δωμάτιό του να
αλλάξει. Ύστερα ξεκίνησε για το δημαρχείο.
***
Χάρη στις άφθονες ποσότητες του παντς και της δυνατής μπίρας τα
πνεύματα είχαν ανάψει και στο χορό μεταμφιεσμένων γινόταν χαμός. Η
Ελίς αναρωτήθηκε αν έκανε καλά που είχε πάει. Μπορεί βέβαια στο ισό-
γειο να την περίμενε η Κίτι, όμως στην αίθουσα όπου γινόταν η εκδήλωση
ήταν μόνη και απροστάτευτη.
Πολύ γρήγορα είχε διαπιστώσει ότι ένας δημόσιος χορός ήταν πολύ
διαφορετικός από τους επιλεγμένους, ιδιωτικούς χορούς στους οποίους
παρευρισκόταν στο Σκάρμπορο. Χαιρόταν που ήταν χορός μεταμφιεσμέ-
νων, παρόλο που το ροζ ντόμινό της δεν την κάλυπτε απόλυτα και μπρο-
στά άνοιγε, αποκαλύπτοντας την μπροκάρ μεταξωτή της φούστα. Το φό-
ρεμά της ήταν και με το παραπάνω κατάλληλο γι’ αυτή την επαρχιακή συ-
γκέντρωση και τράβηξε αρκετά την προσοχή όταν μπήκε στην αίθουσα.
Στην αρχή απόλαυσε το χορό, ασφαλής χάρη στην ανωνυμία που της πρό-
σφερε η μεταξωτή μάσκα η οποία κάλυπτε το πρόσωπό της. Όλοι είχαν
προσπαθήσει να μαντέψουν την ταυτότητά της κι εκείνη διασκέδασε στη
σκέψη ότι την περνούσαν για την κόρη της τάδε λαίδης ή τη σύζυγο του
δείνα λόρδου, όμως υπήρχαν κι εκείνοι που πίστευαν ότι τη γνώριζαν και,
επιπλέον, έπρεπε να υπομείνει τη δυσάρεστη αίσθηση να την τρώνε με το
βλέμμα τους άγνωστοι. Φυσικά αυτό ήταν κάτι που της είχε ξανασυμβεί,
όμως στο Σκάρμπορο γνώριζε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους και η θεία
της ήταν πάντα κάπου εκεί, στο βάθος.
Εδώ δε γνώριζε κανέναν. Πολλοί από τους άντρες ήταν ελάχιστα με-
ταμφιεσμένοι, φορούσαν μόνο μια λεπτή μεταξωτή μάσκα που μόλις κά-
λυπτε τα μάτια τους, όπως ο ψηλός άντρας με το μαύρο ντόμινο που την
έπιασε από το χέρι ενώ ετοιμαζόταν να χορέψει με κάποιον ροδομάγουλο
τζέντλεμαν, που υποπτευόταν ότι ήταν κάποιος ντόπιος αγρότης.
«Νομίζω ότι αυτός ο χορός μου ανήκει».
Η φωνή του αγνώστου ήταν σοβαρή και απαλή σαν ψίθυρος ενώ την
οδηγούσε στην πίστα. Οι φλόγες των κεριών έριχναν τις σκιές τους και το
πρόσωπο του αγνώστου δε διακρινόταν καλά κάτω από την κουκούλα
του ντόμινο. Δεν είχε σημασία, δεν ήταν παρά ένας χορός και ο παρτενέρ
της αποδεικνυόταν εξαιρετικός χορευτής. Όταν η μουσική τελείωσε, συ-
νέχισε να της κρατάει το χέρι. Τα δάχτυλά του έκλεισαν πιο σφιχτά γύρω
από τα δικά της όταν εκείνη προσπάθησε να τραβηχτεί.
«Νομίζω ότι αυτό που συνηθίζεται είναι δύο χοροί», της είπε.
Η φωνή του ήταν και πάλι σιγανή σαν ψίθυρος. Η Ελίς κοίταξε τα μακριά
του δάχτυλα που τύλιγαν τα δικά της. Δαντέλα κάλυπτε τον καρπό του και
πρόσεξε το φαρδύ βελούδινο μανικέτι του σακακιού του. Αυτό το σακάκι
δεν ήταν έργο επαρχιώτη ράφτη. Έβαλε τα δυνατά της να χαμογελάσει
αδύναμα.
«Ευχαριστώ, σερ, όμως θα προτιμούσα να μη χορέψουμε άλλο».
Προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της, όμως η λαβή του αγνώστου
ήταν ατσάλινη.
«Δύο χορούς, μαντάμ».
Η φωνή του ήταν σιγανή, αλλά δεν άφηνε περιθώρια για διαμαρτυρίες.
Η μουσική ξεκίνησε και πάλι. Ο άγνωστος θα αναγκαζόταν να την αφήσει
κάποια στιγμή στη διάρκεια του χορού, όμως, αν το έβαζε στα πόδια, θα
τραβούσε πάνω της την προσοχή, κάτι που θα έπρεπε να αποφύγει αν ή-
θελε να διατηρήσει την ανωνυμία της. Ανασήκωσε ανάλαφρα τους δήμους
κι αφέθηκε στο χορό, αλλά όσο στροβιλίζονταν προσπαθούσε να διακρί-
νει το πρόσωπο του παρτενέρ της μέσα από τις σκιές της κουκούλας του.
Επιτέλους οι προσπάθειές της ανταμείφθηκαν, όταν σε μια κίνηση του χο-
ρού η φλόγα ενός κεριού φώτισε το πρόσωπο του αγνώστου. Ωστόσο, το
μόνο που κατάφερε να ξεχωρίσει ήταν ότι ο παρτενέρ της φορούσε μια
βενετσιάνικη μάσκα, λευκή και χωρίς χαρακτηριστικά.
Έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού. Τώρα ευχόταν να μην τον είχε
κοιτάξει ποτέ, γιατί η μάσκα κάλυπτε όλο το πρόσωπό του εκτός από τα
μάτια του, που την κοιτούσαν λάμποντας σαν μάτια αρπακτικού. Μπέρ-
δεψε τα βήματά της και ο παρτενέρ της την έπιασε από τη μέση και την
τράβηξε προς το μέρος του για να μην πέσει. Ήταν γυμνασμένος και μυώ-
δης. Θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη που τη συγκράτησε, όμως εκείνη
ένιωθε άβολα να βρίσκεται τόσο κοντά του, τα καμπανάκια του κινδύνου
χτυπούσαν δυνατά μέσα της. Ο κόσμος γύρω τους άρχισε να τους επευ-
φημεί κι εκείνη έγινε κατακόκκινη. Προσπάθησε να μην ακούει τα τολμη-
ρά σχόλια, να μην προσέχει τον τρόπο με τον οποίο της έκλειναν το μάτι
και της χαμογελούσαν οι άντρες.
Ο παρτενέρ της την άφησε σιωπηλός και ολοκλήρωσαν το χορό τους.
Αυτή τη φορά η Ελίς ήταν έτοιμη. Προτού ακόμα σβήσει η τελευταία νότα,
τράβηξε το χέρι της, υποκλίθηκε βιαστικά και χάθηκε στο πλήθος.
Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να φύγει, όμως ο κόσμος ήταν πολύς και της
έκλεινε το δρόμο προς την έξοδο, ενώ ήταν υπερβολικά πολλοί και οι τζέ-
ντλεμαν που ήθελαν να χορέψουν μαζί της. Όσο προχωρούσε η βραδιά, τα
πράγματα γίνονταν πιο άβολα. Οι παρτενέρ της άρχιζαν να της σφίγγουν
το χέρι, να την πλησιάζουν όλο και περισσότερο, μέχρι που της ήταν πλέ-
ον αδύνατον να αποφύγει τις ανάσες τους που μύριζαν αλκοόλ, να τους
εμποδίζει να ανοίγουν την παλάμη τους στην πλάτη της ενώ χόρευαν. Κι
όλη αυτή την ώρα διαισθανόταν την παρουσία του αγνώστου με το μαύρο
ντόμινο. Κάθε φορά που σήκωνε το βλέμμα της αυτός ήταν εκεί και παρα-
κολουθούσε τους χορευτές. Ήταν σαν να είχε γίνει η σκιά της. Αν και πα-
ράλογο, της θύμιζε αρπακτικό πουλί έτοιμο να εφορμήσει. Το μόνο που
μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει να χορεύει.
Αυτό δεν ήταν δύσκολο, γιατί δεν της έλειπαν οι παρτενέρ, όμως η βρα-
διά γινόταν όλο και πιο θορυβώδης και οι τζέντλεμαν όλο και πιο τολμη-
ροί. Κάποιοι μάλιστα ήθελαν να μείνουν μαζί της και αφότου τελείωνε το
κομμάτι που χόρευαν, κι έτσι αναγκαζόταν να δεχτεί άλλες προτάσεις χο-
ρού, απλά και μόνο για να τους αποφεύγει. Αυτό είχε αποτέλεσμα για λίγο,
μέχρι που ένας παρτενέρ της αρνήθηκε να την παραδώσει στον επόμενο.
Κρίνοντας από τις φωνές τους και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, φο-
βήθηκε ότι οι δύο τζέντλεμαν είχαν πιει πολύ. Ο παρτενέρ της της κράτησε
το χέρι πιο σφιχτά.
«Όχι, όχι, σερ, η λαίδη μού υποσχέθηκε και δεύτερο χορό, έτσι δεν είναι,
μαντάμ;»
Ο παρτενέρ της που κρατούσε το χέρι της πέρασε το άλλο του γύρω από
τη μέση της με τρόπο υπερβολικά κτητικό.
«Που να σας πάρει, σερ, λέω ότι θα χορέψει μαζί μου!» δήλωσε ο αντίζη-
λός του με κοφτή, θυμωμένη φωνή. «Ελάτε, μαντάμ», είπε και της έπιασε
το ελεύθερο χέρι της.
Εκείνη πρόσεξε ότι τα κοντά χοντρά δάχτυλά του είχαν λεκέδες από τα-
μπάκο και ότι τα αφρόντιστα νύχια του ήταν μαύρα από τη βρόμα. Άρχισε
να ανησυχεί πραγματικά, ειδικά αφού κανείς δεν έδειχνε να προσέχει τι
συνέβαινε. Και σίγουρα κανείς δεν πήγαινε να τη βοηθήσει.
«Κύριοι», κατάφερε να πει σαν να το διασκέδαζε, «θα σας παρακαλούσα
να με αφήσετε και οι δύο, γιατί φοβάμαι ότι θα με κάνετε κομμάτια».
Οι δύο άντρες αγνόησαν τις διαμαρτυρίες της και συνέχισαν να ανταλ-
λάσσουν θυμωμένα βλέμματα.
«Σερ, αφήστε τη, είναι δική μου», φώναξε ο άντρας με τα βρόμικα νύχια.
«Ποτέ!» δήλωσε ο αντίζηλός του και το μπράτσο του έκλεισε πιο σφιχτά
γύρω από τη μέση της Ελίς. «Θα χορέψει μαζί μου!»
«Φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε και οι δύο, κύριοι. Η λαίδη έχει υπο-
σχεθεί αυτόν το χορό σ’ εμένα».
Οι δυο άντρες σήκωσαν έκπληκτοι το βλέμμα τους. Η φωνή που ακού-
στηκε ήταν σιγανή -με έναν τόνο σαν να βαριόταν- και ταυτόχρονα αρκετά
σκληρή ώστε να τους κάνει να σταματήσουν. Η Ελίς κοίταξε πάνω από τον
ώμο της και θορυβήθηκε ακόμα περισσότερο όταν είδε πίσω της τον ά-
γνωστο με το μαύρο ντόμινο. Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου που οι βασανι-
στές της την άφησαν αμέσως. Οπισθοχώρησαν συνοφρυωμένοι και εκείνη
απέμεινε με τον άντρα με το μαύρο ντόμινο πλάι της. Της έπιασε το χέρι
και την τράβηξε κοντά του. Ξαφνικά ένιωσε πολύ κουρασμένη και της ή-
ταν αδύνατον πλέον να ελέγξει τον πανικό της. Από τα χείλη της βγήκε
ένας μικρός λυγμός.
«Ω, όχι άλλο, σερ, σας ικετεύω».
«Νόμιζα ότι σου άρεσε όσο τίποτα να χορεύεις».
Ο άγνωστος μίλησε και πάλι χαμηλόφωνα, αλλά με πολύ διαφορετική
φωνή. Η Ελίς σήκωσε το βλέμμα της βιαστικά.
«Ντρ... Ντρου;»
Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαμογελάσει από ανακούφιση ή να τραβηχτεί
μακριά του, μιας και η φωνή του ήταν παγερή και ορθωνόταν πάνω της με
τρόπο πολύ απειλητικό.
«Φυσικά. Τώρα, θέλεις να χορέψουμε;»
Η Ελίς κούνησε το κεφάλι. «Αν δε σε πειράζει, νομίζω ότι χόρεψα αρκετά
γι’ απόψε», είπε υπάκουα.
«Τότε ας πηγαίνουμε».
Ο Ντρου την έπιασε αγκαζέ και τη συνόδευσε έξω από την αίθουσα. Στο
φουαγέ, άφησαν τις μάσκες τους. Η Ελίς φώναξε στην Κίτι να τους ακο-
λουθήσει και, σιωπηλοί, διέσχισαν το φαρδύ δρόμο της αγοράς προς το
πανδοχείο. Τους υποδέχτηκε ένας νυσταγμένος σερβιτόρος που τους ρώ-
τησε αν ήθελαν κάτι να πιούν.
«Μπράντι και ραταφία στο ιδιωτικό μας σαλόνι», είπε ο Ντρου κι ύστερα
στράφηκε στην Ελίς. «Απ’ ό,τι είδα στην κάμαρά σου, θα πρέπει να τακτο-
ποιήσεις για να μπορέσεις να ξαπλώσεις. Δώσε το κλειδί στην καμαριέρα
να συμμαζέψει εκείνη, κι εσύ μπορείς να πιείς ένα ποτήρι κρασί μαζί μου».
Η Ελίς έκανε ό,τι της είπε και τον ακολούθησε στο ιδιωτικό σαλόνι. Ό-
ταν έκλεισε η πόρτα, έβγαλε την κουκούλα της. «Έχεις κάθε δικαίωμα να
είσαι θυμωμένος μαζί μου, Ντρου», είπε. «Εγώ...»
«Μικρή ανόητη». Ο Ντρου πήγε κοντά της. Τα γαλανά μάτια του έλα-
μπαν οργισμένα. «Δε σκέφτηκες πού θα μπορούσε να οδηγήσει η απερι-
σκεψία σου; Είσαι ένα παιδί που παίζει γυναικεία παιχνίδια. Να πας στο
χορό ασυνόδευτη... Μόνο μία κατάληξη θα μπορούσε να είχε αυτό. Την
καταστροφή σου».
«Τότε είμαι ειλικρινά ευγνώμων που ήρθες να με σώσεις».
«Θα έπρεπε να σε είχα αφήσει στη μοίρα σου».
Ο Ντρου σταμάτησε όταν μπήκε ο σερβιτόρος και ακούμπησε έναν δί-
σκο στο τραπέζι. Η Ελίς γύρισε από την άλλη και άρχισε να παλεύει με τα
μπερδεμένα κορδόνια του ντόμινό της. Και το ότι τα μάτια της ήταν γεμά-
τα δάκρυα δε βοηθούσε καθόλου. Άκουσε το σερβιτόρο να φεύγει, όμως
δε γύρισε. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και το σκούπισε.
«Θα μου άξιζε να με είχες εγκαταλείψει στην τύχη μου», είπε αδύναμα.
«Δε θα έπρεπε να σε είχα παρακούσει. Λυπάμαι που σου είμαι τόσο βά-
ρος».
***
Ο Ντρου αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια. Ο θυμός που τον κυρίευσε
όταν ανακάλυψε ότι η Ελίς έλειπε έσβησε μόλις άκουσε το μεταμελημένο
τόνο της φωνής της. Την είχε και πάλι κοντά του, όμως την είδε να σκου-
πίζει το μάγουλό της και κατάλαβε ότι έκλαιγε.
«Ο πατέρας σου μου ανέθεσε τη φροντίδα σου. Όταν κατάλαβα πού εί-
χες πάει, έπρεπε να έρθω να σε βρω». Πήγε κοντά της και της έδωσε το
μαντίλι του. «Ορίστε».
Η Ελίς σκούπισε τα μάτια της. «Σκέφτηκα ότι, αν έπαιρνα μαζί μου την
Κίτι, θα ήμουν ασφαλής».
«Αυτό αποδεικνύει πόσο λίγο γνωρίζεις τον κόσμο. Είναι γεμάτος αχρεί-
ους και τυχοδιώκτες».
«Όπως εσύ;»
Ο Ντρου πάγωσε, όμως ένιωσε ένα μελαγχολικό χαμόγελο να σχηματί-
ζεται στα χείλη του. Η Ελίς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην παρόρμηση
να τον προκαλέσει, ούτε καν εκείνη τη στιγμή.
«Όπως εγώ», είπε, και εκείνη, σαν να ήταν αποφασισμένη να μην τον
κοιτάξει, προσπάθησε και πάλι να λύσει τα κορδόνια του ντόμινό της. Ο
Ντρου άπλωσε το χέρι του. «Άφησέ με να σε βοηθήσω».
***
Η Ελίς τραβήχτηκε βιαστικά.
«Όχι». Αν την άγγιζε ο Ντρου, θα κατέρρεε. «Νομίζω ότι θα το κρατήσω
τελικά».
«Κρυώνεις; Να δυναμώσω τη φωτιά;»
«Μπορείς;» τον ρώτησε και, για μια στιγμή, αφαιρέθηκε.
«Ένας τυχοδιώκτης πρέπει να είναι καλός σε πολλά πράγματα, μις Σάλ-
φορντ».
«Υποθέτω ότι έτσι είναι». Η Ελίς αναστέναξε. «Αλλά, για να απαντήσω
στην ερώτησή σου, δεν κρυώνω. Όχι πραγματικά».
«Τότε τι συμβαίνει;»
«Μου αξίζει να μου τα ψάλεις με το χειρότερο τρόπο».
«Σωστά, όμως δεν πρόκειται να σου τα ψάλω περισσότερο απ’ όσο ήδη
το έχω κάνει σήμερα». Ο Ντρου της έδωσε ένα ποτήρι κρασί. «Ελπίζω να
πήρες ένα πολύτιμο μάθημα».
«Ποιο;»
Ο Ντρου επέστρεψε στο τραπέζι να βάλει ένα μπράντι για τον εαυτό
του. «Ότι μια όμορφη, νεαρή λαίδη δε θα πρέπει ποτέ να κάνει δημόσιες
εμφανίσεις χωρίς κάποιον να την προσέχει», της είπε πάνω από τον ώμο
του.
Η Ελίς ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και πήρε κουράγιο. Ένιωσε αρ-
κετή αυτοπεποίθηση ώστε να φέρει αντιρρήσεις.
«Δε θα μπορούσαν όμως να ξέρουν ότι είμαι όμορφη, αφού με έκρυβαν
το ντόμινο και η μάσκα».
Γύρισε προς το μέρος της και η Ελίς προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τον
κοιτάξει στα μάτια. Ένιωθε ευάλωτη και δεν ήθελε να δει την αποδοκιμα-
σία που φοβόταν ότι θα αντίκριζε μέσα τους.
«Πιστεύεις πως οποιοσδήποτε έμπειρος τζέντλεμαν θα ξεγελιόταν από
μια τέτοια μεταμφίεση;» Ο Ντρου άφησε το ποτήρι και πήγε κοντά της.
«Για να ξεκινήσουμε, η κουκούλα σου είχε γλιστρήσει προς τα πίσω, αρκε-
τά ώστε να αποκαλυφθούν τα μαύρα σγουρά μαλλιά σου». Έπιασε μια
τούφα ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Είναι τόσο πλούσια και στιλπνά, ώστε
μόνο σε μια νεαρή λαίδη θα μπορούσαν να ανήκουν. Κι ύστερα είναι η σι-
λουέτα σου. Αφού το ντόμινο κλείνει μόνο με ένα κορδόνι στο λαιμό, α-
νοίγει αρκετά ώστε να αφήνει να διακρίνεται η λευκή επιδερμίδα πάνω
από τη δαντέλα του ντεκολτέ σου -ακόμα μία ένδειξη ότι είσαι γυναίκα με
υψηλή κοινωνική θέση. Και η λεπτή μέση σου επίσης διακρίνεται. Κι έπει-
τα, φυσικά, όταν χορεύεις, φαίνονται οι λεπτοί αστράγαλοί σου».
Η Ελίς άκουγε μαγεμένη τον Ντρου να απαριθμεί όλα εκείνα που την
πρόδιδαν και ούτε που το κατάλαβε όταν πήγε πιο κοντά της. Κράτησε το
πιγούνι της ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά του. Εκείνη ανασήκωσε
το κεφάλι της στο απαλό άγγιγμά του και αναγκάστηκε να τον κοιτάξει
στα μάτια.
«Η μάσκα που φορούσες απλώς τόνιζε τη λεπτή γραμμή του πιγουνιού
σου και τα σαρκώδη, κερασένια χείλη σου. Και όσο για τα μάτια σου, έλα-
μπαν τόσο μαγευτικά μέσα απ’ τις σχισμές της μάσκας σου, ώστε εκπλήσ-
σομαι που βρέθηκαν άντρες που μπόρεσαν να τους αντισταθούν».
Ο Ντρου την κοιτούσε κατάματα κι εκείνη είδε το βλέμμα του ν’ αλλάζει,
να σκοτεινιάζει. Ένιωθε να την παρασύρει όλο και περισσότερο η μαγεία
που ύφαινε ο Ντρου γύρω της, τα λόγια του έφτιαχναν έναν λεπτό ιστό
αράχνης αλλά ισχυρό σαν ατσάλι. Ένιωθε να ζαλίζεται και τα δάχτυλά της
έκλεισαν σφιχτά γύρω από το άδειο πλέον ποτήρι της, ενώ αντιστεκόταν
στον πειρασμό να κρατηθεί από τα πέτα του σακακιού του. Ο Ντρου πέ-
ρασε απαλά τον αντίχειρά του πάνω από το κάτω χείλι της και οι βλεφα-
ρίδες της πετάρισαν.
Με δυσκολία συγκράτησε το βογκητό που ανέβηκε στα χείλη της. Ένιω-
θε να λιώνει. Ήθελε να τον φιλήσει. Η λαχτάρα της ήταν τόσο έντονη ώστε
χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη την αυτοκυριαρχία της για να μην κρα-
τήσει το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες της για να το κάνει. Ήξερε πως
μια τέτοια συμπεριφορά θα θεωρούνταν ακόλαστη και μόνο ο φόβος ότι ο
Ντρου θα τραβιόταν μακριά της αηδιασμένος την κρατούσε ακίνητη, πα-
ρόλο που το κορμί της αποζητούσε να δώσει διέξοδο στον πόθο του. Έ-
νιωθε τα στήθη της τόσο βαριά και ευαίσθητα που φοβήθηκε ότι θα έσκι-
ζαν το μεταξωτό ύφασμα του ντεκολτέ της.
Αυτή η αίσθηση ήταν τόσο καινούργια και τρομακτική, ώστε έτρεμε ο-
λόκληρη. Μια μεθυστική ανυπομονησία φούντωνε μέσα της ενώ το κορμί
της ανταποκρινόταν στην παρουσία του. Άραγε το ένιωθε κι ο Ντρου; Η
ελπίδα της άνθισε για μια στιγμή, μόνο και μόνο για να αντικατασταθεί
από την πιο έντονη απογοήτευση όταν εκείνος την άφησε.
«Λοιπόν», της είπε ανάλαφρα και πήρε το ποτήρι από τα δάχτυλά της
που έτρεμαν. «Τώρα ξέρεις γιατί είναι σημαντικό να έχεις κάποιον να σε
συνοδεύει στις δημόσιες εμφανίσεις σου. Για να σε προστατεύει απ’ τους
κακούς ανθρώπους».
Η Ελίς ήξερε ότι ο κίνδυνος είχε περάσει. Θα έπρεπε να νιώσει ανακού-
φιση, όμως αντ’ αυτού ένιωθε ακατανόητα συγκλονισμένη και έτοιμη να
κλάψει. Παρ’ όλα αυτά, δεν έπρεπε να το δείξει και πίεσε τον εαυτό της να
χαμογελάσει αχνά καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε όσα της έλε-
γε.
«Κι εσύ θεωρείς κακό άνθρωπο τον εαυτό σου, Ντρου;»
«Φυσικά». Η έκφρασή του σκοτείνιασε. «Είμαι τυχοδιώκτης, κι αυτοί εί-
ναι οι χειρότεροι άνθρωποι».
Η Ελίς άκουσε την πικρία στη φωνή του και ένιωσε ένα σφίξιμο στην
καρδιά της. Μακάρι να μπορούσε να κρατήσει το πρόσωπό του ανάμεσα
στις παλάμες της και με τα φιλιά της να σβήσει τον πόνο που έβλεπε στα
μάτια του. Όμως αυτό ήταν αδύνατον. Πώς την είχε αποκαλέσει; Ένα παιδί
που έπαιζε γυναικεία παιχνίδια. Την έβλεπε απλώς σαν μια ενόχληση. Δε θα
έπρεπε να τον ντροπιάσει περισσότερο με τις παρορμητικές της πράξεις.
Εξάλλου, τα φιλιά ήταν για τους αδελφούς και τους πατεράδες. Για τους
συζύγους και τους εραστές. Ο Ντρου δεν ήταν, δε θα μπορούσε να γίνει τί-
ποτε απ’ όλα αυτά -και δεν ήταν δική της δουλειά να τον παρηγορήσει. Το
ρολόι μιας απόμακρης εκκλησίας σήμανε την ώρα.
«Είναι αργά», είπε ο Ντρου με σοβαρό ύφος. «Θα δώσω εντολή το πρωι-
νό να είναι έτοιμο το πρωί. Απέχουμε λιγότερο από εξήντα πέντε χιλιόμε-
τρα απ’ το Μπαθ και δε χρειάζεται να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς».
«Ευχαριστώ». Η Ελίς ένωσε τις παλάμες της για να κρύψει το γεγονός ότι
τα χέρια της έτρεμαν από τη δυστυχία που την κυρίευσε. «Θα πρέπει να
πάω για ύπνο».
«Θα σε συνοδεύσω, αφού θα ήταν ανάρμοστο να τριγυρίζεις μόνη σου
τέτοια ώρα στο πανδοχείο».
Ανάρμοστο, Ντρου, αλλά όχι τόσο επικίνδυνο όσο το να είμαι μόνη μαζί
σου.
Η Ελίς τον ακολούθησε σιωπηλή στους διαδρόμους του πανδοχείου ως
το δωμάτιό της. Εκεί σταμάτησε. Ο Ντρου της έπιασε το χέρι, το έφερε
στα χείλη του και το φίλησε.
«Καληνύχτα, Ελίς Σάλφορντ».
«Δεν είσαι κακός άνθρωπος, Ντρου. Αυτό δε θα το πίστευα ποτέ», του
είπε βιαστικά, κρατώντας του σφιχτά το χέρι.
Οι φλόγες των κεριών στις απλίκες του τοίχου που τρεμόπαιζαν έστελ-
ναν τις σκιές τους στο πρόσωπο του Ντρου, κάνοντας τα χαρακτηριστικά
του να φαίνονται παραμορφωμένα από πόνο.
«Δε με γνωρίζεις».
***
Δε με γνωρίζεις.
Τα λόγια με τα οποία την καληνύχτισε ο Ντρου αντηχούσαν στο μυαλό
της όλη τη νύχτα αλλά και αφότου ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Όταν κάθι-
σαν να πάρουν το πρωινό τους, ήταν ευγενικοί αλλά απόμακροι. Σαν να το
είχαν συμφωνήσει σιωπηρά, ξανάρχισαν να απευθύνονται ο ένας στον άλ-
λον τυπικά, κι όταν εκείνη προσπάθησε να απολογηθεί και πάλι που το
έσκασε για να πάει στο χορό, ο Ντρου την εμπόδισε, λέγοντάς της ότι θα
ήταν καλύτερα να το ξεχάσουν. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να ξεχάσει τα
πάντα. Ο θόρυβος και η παραζάλη του χορού είχαν κάνει την καρδιά της
να χτυπήσει δυνατά. Και μπορεί να μην απόλαυσε το ότι την άγγιζαν και
την έτρωγαν με τα μάτια τους μεθυσμένοι άντρες, είχε νιώσει ωστόσο μια
άγρια χαρά όταν αναγνώρισε τον Ντρου και συνειδητοποίησε ότι την
πρόσεχε. Αυτή τη χαρά την απέδωσε στην ανακούφισή της που γλίτωσε
απ’ το ανεπιθύμητο ενδιαφέρον των θαυμαστών της στην αίθουσα χορού,
αλλά, όταν έμειναν μόνοι στο πανδοχείο και ο Ντρου βρέθηκε τόσο κοντά
της, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και την καρδιά της να εκρήγνυται
από χαρά.
Ήξερε πως το ότι ο Ντρου δεν την εκμεταλλεύτηκε οφειλόταν αποκλει-
στικά και μόνο στη δύναμη του χαρακτήρα του. Την είχε ποθήσει, το είδε
στα μάτια του και ένιωσε κι εκείνη την ίδια έλξη. Τη θεωρούσε υπερβολικά
νέα, υπερβολικά αθώα, όμως είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τα συναι-
σθήματά της και ήξερε ότι, αν εκείνη τη στιγμή την έπαιρνε στην αγκαλιά
του, δε θα κατάφερνε να του αντισταθεί.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τη φίλησε -για να της δώσει ένα μάθη-
μα. Εκείνη ντράπηκε, ναι, ταπεινώθηκε, κάτι που ήταν και η πρόθεσή του,
όμως θυμόταν ακόμα την αναστάτωση που ένιωσε στο άγγιγμά του, τον
τρόπο που το κορμί του ανταποκρίθηκε στο δικό της. Ήταν μια επικίνδυ-
νη, απαγορευμένη επιθυμία και χαιρόταν που ο Ντρου δεν παρασύρθηκε
απ’ αυτή. Μπορεί να ήταν τυχοδιώκτης και άσωτος, όπως είχε παραδεχτεί
και ο ίδιος, μα είχε έντονη την αίσθηση της τιμής. Ο πατέρας της του είχε
αναθέσει να την παραδώσει ασφαλή στον αρραβωνιαστικό της και ήξερε
ότι ο Ντρου θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πραγματοποι-
ήσει την αποστολή του.
Γύρισε το κεφάλι της ελαφρά ώστε να τον κοιτάξει ενώ η άμαξα κατευ-
θυνόταν προς το Μπαθ. Ο Ντρου ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνιά, με το
χέρι στην τσέπη του σακακιού του και το καπέλο χαμηλωμένο πάνω από
τα μάτια του. Μπορούσε να δει μόνο το κάτω μέρος του προσώπου του κι
εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να κοιτάξει καλύτερα τα λεπτά μάγουλα
και το δυναμικό πιγούνι του. Τα χείλη του, ακόμα και τώρα που ήταν χα-
λαρός, χαμογελούσαν ελαφρά, σαν να ήταν συνεχώς έτοιμος να γελάσει.
Τόσο άσωτος. Και τόσο γοητευτικός. Έδιωξε από το μυαλό της αυτή τη
σκέψη. Ο Ντρου ήταν ο κηδεμόνας της και έμπαινε σε τόσο κόπο για να τη
συνοδεύσει στον αρραβωνιαστικό της. Ό,τι κι αν ήταν, όποιο παρελθόν κι
αν είχε, θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτό.
***
Όταν σταμάτησαν στο Κάλνι για ν’ αλλάξουν άλογα, ο Ντρου δεν κου-
νήθηκε, όμως η Ελίς ήξερε ότι δεν κοιμόταν.
«Θέλετε να κατεβείτε να ξεμουδιάσετε, σερ;»
«Όχι».
«Γιατί, μήπως κρύβεστε;»
Ο Ντρου ανασήκωσε το καπέλο του και την κοίταξε.
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Δεν είμαι σίγουρη», είπε η Ελίς αργόσυρτα ενώ το σκεφτόταν. «Ίσως να
φοβάστε ότι θα σας αναγνωρίσουν».
«Τι ανόητη ιδέα». Ο Ντρου απέρριψε αυτό το ενδεχόμενο παγερά και
χαμήλωσε και πάλι το καπέλο του, αφήνοντας για μία ακόμα φορά την Ε-
λίς να απολαύσει την ησυχία της. Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, καθώς υπήρ-
χαν τόσο πολλά να δει και, όταν έφυγαν απ’ το πολύβουο πανδοχείο, βο-
λεύτηκε στο κάθισμά της και στράφηκε προς το τοπίο έξω από το παρά-
θυρο. Δεν ήξερε αν οφειλόταν στα καινούργια άλογα ή στην κατάσταση
του δρόμου το ότι η άμαξα προχωρούσε πιο αργά, όμως ήταν υπερβολικά
αφοσιωμένη σε όσα έβλεπε για να ανησυχήσει γι’ αυτό. Βαριά, γκρίζα σύν-
νεφα γέμιζαν τον ουρανό, αλλά, ακόμα κι έτσι, ήταν μαγεμένη απ’ τη θέα.
Λόφοι και καταπράσινα δάση απλώνονταν και από τις δυο πλευρές του
δρόμου. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν διάσπαρτα ανισόπεδα χωράφια
και μικρά, γραφικά χωριά. Σε κάθε στροφή υπήρχε κάτι καινούργιο να δει,
μερικά όμορφα σπίτια ή κάποια επιβλητική έπαυλη μες στα δέντρα. Και τα
σπίτια δεν ήταν φτιαγμένα από γκρίζα πέτρα όπως στο Βορρά, αλλά από
ξύλο ή από πέτρα στο χρώμα του μελιού. Αντιλήφθηκε τον κηδεμόνα της
να κουνιέται και ήταν έτοιμη να σχολιάσει την ομορφιά του τοπίου, όταν
τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι θυμωμένα. Γυρίζοντας να τον κοιτάξει,
είδε ότι ο Ντρου είχε κατεβάσει το παράθυρο και φώναζε στον αμαξά να
σταματήσει.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε. «Τι συμβαίνει;»
Ο Ντρου δεν απάντησε. Μόλις σταμάτησε η άμαξα, εκείνος πετάχτηκε
έξω και η Ελίς τον άκουσε να μιλάει στον αμαξά.
«Γιατί πηγαίνουμε από εδώ; Ο δρόμος που περνάει απ’ το Μποξ είναι
πολύ πιο γρήγορος».
«Έχω τις εντολές μου, σερ».
«Για μια στιγμή. Εσύ δεν είσαι ο αμαξάς που μας έφερε απ’ το Μάρλμπο-
ρο».
«Όχι, σερ, εγώ και ο φρουρός ήρθαμε απ’ το Μπαθ για να σας πάμε ως
εκεί, αφού γνωρίζουμε το δρόμο καλύτερα».
«Αν είναι έτσι, θα ξέρετε ότι έχω δίκιο και ότι ο δρόμος που περνάει απ’
το Μποξ είναι πιο γρήγορος».
«Είναι μπλοκαρισμένος, σερ, γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να πάμε απ’ το
Μπίντεστοουν».
Όσα έλεγαν δε σήμαιναν τίποτα για την Ελίς, αλλά, όταν ο Ντρου ανέ-
βηκε και πάλι στην άμαξα και ξεκίνησαν, του ζήτησε αμέσως να της εξη-
γήσει.
«Έχουμε πάρει ένα δρόμο που πηγαίνει πιο βόρεια και θα μπούμε στο
Μπαθ από το Μπάθιστον».
«Δεν είναι καλός αυτός ο δρόμος;» ρώτησε η Ελίς βλέποντάς τον προ-
βληματισμένο.
«Ο δρόμος είναι μια χαρά», απάντησε εκείνος. «Όμως το σύνηθες είναι
να παίρνει κανείς τον απευθείας δρόμο. Ωστόσο, αν είναι κλειστός, δεν
μπορεί να γίνει κάτι. Μάλλον θα έχει πλημμυρίσει. Οι πλημμύρες είναι πο-
λύ συνηθισμένες σ’ αυτόν το δρόμο».
«Θα πρέπει να γνωρίζετε πολύ καλά αυτή την περιοχή, σερ, για να ξέρε-
τε κάτι τέτοιο».
«Τη γνωρίζω».
Η Ελίς συνοφρυώθηκε ακούγοντάς τον κι εκείνος έγειρε πίσω στη γωνιά
του, με το βλέμμα καρφωμένο έξω από το παράθυρο. Ο δρόμος έγινε κα-
τηφορικός και οι λόφοι έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα πυκνό δάσος. Οι σκιές
των δέντρων κάλυψαν την άμαξα.
«Νομίζω ότι δε θα επισκεπτόσασταν ποτέ αυτή την περιοχή αν είχατε
την επιλογή», είπε η Ελίς κοιτάζοντας τον Ντρου προσεκτικά. «Νομίζω ότι
φοβάστε πως κάποιος θα σας αναγνωρίσει».
Εκείνος την κοίταξε με βλέμμα σκοτεινό και επιφυλακτικό.
«Γιατί το λες αυτό;» τη ρώτησε.
Η Ελίς ανασήκωσε τους ώμους.
«Για αρκετούς λόγους. Μείνατε στην άμαξα όταν σταματήσαμε για να
αλλάξουμε άλογα. Ο πανδοχέας στο Μάρλμπορο νόμιζε ότι σας αναγνώ-
ρισε και ξέρετε πολύ καλά το δρόμο».
«Είσαι πολύ παρατηρητική, μις Σάλφορντ».
«Μου αρέσει να πιστεύω ότι δεν είμαι εντελώς ανόητη», του είπε η Ελίς
και είδε ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.
«Όχι, δεν είσαι καθόλου ανόητη», δήλωσε εκείνος και κοίταξε και πάλι
έξω απ’ το παράθυρο. «Την τελευταία φορά που ταξίδεψα σ’ αυτόν το
δρόμο ήμουν παιδί -και δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ αν δεν είχα δώσει μια
υπόσχεση στον πατέρα σου».
Ώστε λοιπόν ο Ντρου είχε φτάσει μέχρι εκεί για χάρη της. Φυσικά το ή-
ξερε αυτό, όμως δεν υπήρχε λόγος να της το εκ- φράσει τόσο ωμά. Η Ελίς
πληγώθηκε, αλλά πέρασε στην επίθεση για να το κρύψει.
«Δε χρειαζόταν να έρθετε. Ο υποκόμης είχε φροντίσει για το ταξίδι
μου...»
«Και δες τι έπαθε ο γραμματέας του! Ακόμα δε θα είχες φτάσει ούτε μέ-
χρι το Μάρλμπορο».
«Και τι σημασία έχει; Δε θα ευθυνόσασταν εσείς γι’ αυτό».
«Ω, ναι, θα ευθυνόμουν», είπε ο Ντρου βλοσυρά. «Είμαι ο κηδεμόνας σου
μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ».
«Είμαι βέβαιη ότι ο πατέρας μου θα θεωρούσε πως εκπληρώσατε την
υποχρέωσή σας αφού με συνοδεύσατε μέχρι το σπίτι του υποκόμη στο
Λονδίνο».
«Έχω καθήκον να σε παραδώσω στον υποκόμη κι αυτό θα κάνω, έστω
κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει ότι θα πρέπει να διακινδυνεύσω...»
Ο Ντρου σταμάτησε, όμως η Ελίς επέμεινε.
«Να διακινδυνεύσετε τι, κύριε Μπάστιον; Να σας αναγνωρίσουν;»
Ο Ντρου θύμωσε με τον εαυτό του που επέτρεψε να του ξεφύγει κάτι
τέτοιο και προσπάθησε να φανεί αδιάφορος.
«Μη γίνεσαι ανόητη».
«Δε νομίζω ότι γίνομαι ανόητη», είπε η Ελίς και έσμιξε τα φρύδια της.
«Ήρθατε από τη Γαλλία, ένας τυχοδιώκτης, όπως ομολογήσατε ο ίδιος, και
λέτε ότι φύγατε από την Αγγλία δέκα χρόνια πριν. Δηλαδή το ’45. Την επο-
χή των ταραχών...»
Η Ελίς σταμάτησε όταν η άμαξα ξαφνικά τραντάχτηκε και ακινητοποιή-
θηκε. Απ’ έξω ακούστηκαν φωνές και ένας πυροβολισμός απ’ το μουσκέτο
του φρουρού. Ο Ντρου έσπευσε να την τραβήξει μακριά από το παράθυ-
ρο.
«Κάνε πίσω!»
Εκείνος κοίταξε έξω. Μια ομάδα καβαλάρηδων έκλεινε το δρόμο στην
άμαξα, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει. Είχαν τα πρόσωπά τους καλυμ-
μένα με μαύρα μαντίλια και ο καθένας τους κρατούσε από ένα μακρύκαν-
νο πιστόλι. Δύο από τους άντρες πλησίασαν την πόρτα της άμαξας. «Ε, ε-
σείς εκεί!» φώναξε ο ένας με τραχιά φωνή. «Βγείτε για να μπορούμε να σας
βλέπουμε. Και μην καθυστερείτε!»
Ο Ντρου ζύγισε τις πιθανότητες και αποφάσισε ότι δεν μπορούσαν να
κάνουν τίποτε άλλο εκτός από το να υπακούσουν.
Ένευσε κοφτά στην Ελίς να παραμείνει στην άμαξα κι εκείνος άνοιξε την
πόρτα και πήδησε έξω. Είδε μόνο τέσσερις καβαλάρηδες. Κοίταξε προς την
άμαξα και είδε τον αμαξά και το φρουρό να κάθονται με τα χέρια κολλη-
μένα στο κεφάλι τους. Το μουσκέτο δε φαινόταν πουθενά, αλλά, αφού εί-
χε ήδη πυροβολήσει, δεν μπορούσε πλέον να τους προσφέρει κάτι. Ο ίδιος
είχε το σπαθί του και στην τσέπη το πιστόλι του, όμως οι άντρες γύρω του
ήταν όλοι οπλισμένοι. Διέθετε μία σφαίρα για τέσσερις -οι πιθανότητες δεν
ήταν οι καλύτερες δυνατές. Τουλάχιστον προς το παρόν.
Άκουσε θρόισμα από φούστες και η Ελίς βρέθηκε δίπλα του. Να πάρει,
γιατί δεν είχε μείνει στην άμαξα κρυμμένη; Στράφηκε προς τον καβαλάρη
που βρισκόταν πιο κοντά τους, εκείνον που είχε δώσει την εντολή να
βγουν από την άμαξα.
«Το πορτοφόλι μου είναι φουσκωμένο. Πάρτε το και αφήστε μας να συ-
νεχίσουμε το δρόμο μας».
«Το πορτοφόλι σου;» Ο ληστής φάνηκε να μπερδεύεται κάπως ακούγο-
ντάς τον, ύστερα όμως γέλασε. «Α, ναι, φυσικά, θέλω το πορτοφόλι σου,
αφέντη. Πέταξέ το μου, αλλά προσεκτικά. Οι άλλοι παρακολουθούν, γι’
αυτό όχι κόλπα!»
Ο Ντρου έβαλε αργά το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το πορτοφόλι του.
Ήταν εκνευριστικό να δίνει έτσι τα χρήματά του και, αν ήταν μόνος, ίσως
να αντιστεκόταν. Όμως, με την Ελίς δίπλα του, δεν τολμούσε να το ρισκά-
ρει. Πέταξε το πορτοφόλι στο ληστή που το έπιασε επιδέξια και το έβαλε
στην τσέπη του παλτού του.
«Αυτά είναι όλα όσα έχουμε», είπε ο Ντρου. «Και τώρα θα σας παρακα-
λούσα να μας αφήσετε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας».
«Όχι τόσο γρήγορα, σερ. Η λαίδη μπορεί να επιστρέψει στην άμαξα, εσύ
όμως θα μείνεις εδώ που είσαι».
Η Ελίς πλησίασε περισσότερο τον Ντρου.
«Δε φεύγω χωρίς εσένα», ψιθύρισε.
Ο ληστής έφερε το άλογό του πιο κοντά και κούνησε το πιστόλι του.
«Κυρία, μπείτε στην άμαξα αν θέλετε το καλό σας».
«Όχι».
Η αποφασιστική άρνησή της φάνηκε να ξαφνιάζει το ληστή. Κράτησε
πιο σφιχτά τα χαλινάρια και το άλογό του τινάχτηκε ανήσυχο.
«Μπείτε στην άμαξα γιατί διαφορετικά θα σας βάλω ο ίδιος», είπε θυ-
μωμένα.
Ο Ντρου μπήκε μπροστά από την Ελίς.
«Δε νομίζω», είπε κι έβγαλε το πιστόλι του. «Κρατήσου μακριά!»
Και τότε όλα συνέβησαν ταυτόχρονα.
Ο ληστής ύψωσε το πιστόλι του για να πυροβολήσει, όμως ο Ντρου ήταν
πιο γρήγορος.
Ο άντρας ούρλιαζε όταν η σφαίρα του Ντρου έγδαρε το χέρι του, και τί-
ναξε το όπλο του. «Που να πάρει, με χτύπησε», φώναξε με αλλοιωμένη
φωνή.
Η Ελίς είδε με την άκρη του ματιού της την άμαξα να τινάζεται μπροστά,
καθώς τα άλογα τρόμαξαν από τον ξαφνικό θόρυβο. Ο αμαξάς φώναξε
τρομαγμένος.
«Όχι πυροβολισμοί -υποσχεθήκατε ότι δε θα υπάρξουν πυροβολισμοί».
Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια δεύτερη φωνή και η Ελίς είδε τη λάμψη
ενός πυροβολισμού. Προερχόταν από το όπλο ενός από τους άντρες που
έκλειναν το δρόμο. Ο Ντρου πισωπάτησε κι έπεσε πάνω της κι εκείνη φώ-
ναξε. Τον έπιασε απ’ το μπράτσο κι άρχισε να οπισθοχωρεί, με σκοπό να
τον σύρει στην άμαξα. Όμως ο αμαξάς, αντί να ηρεμήσει τα άλογα, τα μα-
στίγωσε κι η άμαξα ξεκίνησε, χωρίς να την εμποδίσουν οι ληστές. Η Ελίς
σοκαρίστηκε τόσο, που για μια στιγμή της ήταν αδύνατον να κάνει οτιδή-
ποτε άλλο εκτός από το να κοιτάζει απογοητευμένη την άμαξα που εξα-
φανιζόταν σε μια καμπή του δρόμου.
«Ω, να... να... πάρει, το τη... τηγάνι μπήκε τώρα στη φωτιά!» αναφώνησε
ένας από τους ληστές.
Είχαν ξαφνιαστεί εξίσου με την Ελίς από την τροπή της κατάστασης. Εί-
χαν συγκεντρωθεί όλοι μαζί και έδειχναν αβέβαιοι. Ο Ντρου έπιασε το χέρι
της και άρχισε να τρέχει προς τα δέντρα.
«Γρήγορα, αποδώ!»
Μπήκαν στους θάμνους. Η Ελίς προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατή-
σει τη φούστα της μακριά απ’ τα κλαδιά ενώ άνοιγαν δρόμο ανάμεσα απ’
τα βάτα. Πολύ σύντομα ο δρόμος χάθηκε πίσω τους. Τα δέντρα πύκνωσαν
γύρω τους, τα κλαδιά και τα φύλλα τούς έκρυβαν το φως του ήλιου. Η Ελίς
ήταν τόσο τρομαγμένη ώστε δεν άκουγε παρά μόνο τους χτύπους της
καρδιάς της.
Επιτέλους, ο Ντρου σταμάτησε.
«Άκου», της είπε λαχανιασμένα. «Ακούς τίποτα; Μας ακολουθούν;»
Η Ελίς συγκεντρώθηκε προσπαθώντας να ακούσει τους διώκτες τους,
όμως το μόνο που αντιλαμβανόταν ήταν η λαχανιασμένη ανάσα του
Ντρου.
«Όχι, δε νομίζω».
Ο Ντρου ακούμπησε βαριά στον κορμό ενός δέντρου και από τα χείλη
της Ελίς βγήκε μια σιγανή κραυγή. «Ντρου, το μπράτσο σου! Είσαι πληγω-
μένος».
Εκείνος κοίταξε τον σκούρο λεκέ που απλωνόταν στο μανίκι του.
«Τώρα δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτό, ας προχωρήσουμε».
Προσπάθησε να σηκωθεί, όμως η Ελίς τον έσπρωξε και πάλι πάνω στον
κορμό.
«Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά αν δε δω πόσο άσχημα χτυπημένος εί-
σαι».
Γονάτισε δίπλα του κι άρχισε να του βγάζει το σακάκι, αγνοώντας τις
διαμαρτυρίες του.
«Να πάρει, προσπαθείς να με σκοτώσεις;»
«Λυπάμαι αν σε πονάω», είπε εκείνη. «Το κάνω όσο πιο απαλά μπορώ».
Του έβγαλε το σακάκι αποκαλύπτοντας το ματωμένο μανίκι του που-
καμίσου του. Δάγκωσε τα χείλη της. Η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να
χάσει την ψυχραιμία της, έπρεπε να κάνει γρήγορα. Έσκισε το μανίκι και
το χρησιμοποίησε για να σκουπίσει το αίμα όσο καλύτερα μπορούσε. Ύ-
στερα πήρε το μαντίλι της από μουσελίνα, το δίπλωσε και το πίεσε πάνω
στην πληγή.
«Νο... νομίζω ότι η σφαίρα πρέπει να είναι ακόμα μέσα», του είπε. «Αν
μπορείς να κρατήσεις για λίγο το μαντίλι, θα βρω κάτι να επιδέσω την
πληγή μέχρι να μπορέσουμε να βρούμε έναν γιατρό».
Ο Ντρου υπάκουσε. «Πώς ξέρεις τόσα από πρώτες βοήθειες;» ρώτησε
χαμογελώντας αδύναμα.
«Κάποιος από τους υπηρέτες μας είχε μπλεχτεί σ’ έναν καβγά και ο για-
τρός χρειαζόταν βοήθεια. Με συγχωρείς», είπε η Ελίς και γύρισε από την
άλλη.
«Τι κάνεις;»
«Βγάζω ένα από τα μεσοφόρια μου».
Με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, ανασήκωσε τη φούστα και
έλυσε τα κορδόνια του μεσοφοριού της για να το βγάλει. Ήταν το και-
νούργιο κεντητό μεσοφόρι της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Άρ-
χισε να το κόβει σε λωρίδες. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη της τη δύ-
ναμη για να σκίσει το φίνο λινό ύφασμα, όμως ο φόβος τής έδινε επιπλέον
δύναμη. Όταν γύρισε, είδε ότι ο Ντρου, αν και κρατούσε ακόμα το μαντίλι
πάνω στην πληγή, είχε τα μάτια του κλειστά και ήταν ανησυχητικά χλο-
μός. Γονάτισε δίπλα του σιωπηλή και άρχισε να τυλίγει τον αυτοσχέδιο ε-
πίδεσμο γύρω από το μπράτσο του. Όταν μετακίνησε τα δάχτυλά του, εί-
δε ότι το αίμα είχε αρχίσει ήδη να ποτίζει το μαντίλι. Επίδεσε την πληγή
σφιχτά, με την ελπίδα ότι ο επίδεσμος θα περιόριζε την αιμορραγία.
Επιτέλους τελείωσε κι έγειρε πίσω, κοιτάζοντάς τον ανήσυχη. Ηρέμησε
κάπως όταν ο Ντρου άνοιξε τα μάτια του.
«Έχεις χτυπήσει άσχημα, Ντρου;» τον ρώτησε. «Θα προσπαθήσω να φέ-
ρω βοήθεια...»
«Όχι, δεν μπορείς να πας μόνη σου. Μείνε μαζί μου, μπορώ να περπατή-
σω». Σηκώθηκε με κόπο και η Ελίς τον βοήθησε να βάλει το γερό μπράτσο
του στο μανίκι του σακακιού του, το οποίο έριξε χαλαρά στον άλλον ώμο
του, ενώ προσπαθούσε να μην κοιτάζει τον σκούρο λεκέ στο άδειο μανίκι.
Έπειτα ο Ντρου ακούμπησε στον κορμό του δέντρου.
«Μακάρι να μη ζαλιζόμουν τόσο».
«Θα πρέπει να στηριχτείς πάνω μου», είπε η Ελίς. «Ελπίζω μόνο να μη
χρειαστεί να πάμε πολύ μακριά. Σύντομα θα νυχτώσει».
«Όχι, υπάρχει ένα σπίτι εδώ κοντά», είπε ο Ντρου γνέφοντάς της. «Από
κει».
«Μα δεν υπάρχει δρόμος...»
«Υπάρχει, έχε μου εμπιστοσύνη».
Την έπιασε από το χέρι και άρχισε να προχωράει μέσα από τους πυκνούς
θάμνους. Είχαν διανύσει μερικά μόλις μέτρα όταν έφτασαν σ’ ένα μονοπά-
τι. Ο Ντρου παραπάτησε και η Ελίς βρέθηκε αμέσως πλάι του και πέρασε
το γερό μπράτσο του γύρω από τους ώμους της.
«Προς τα πού;» ρώτησε.
Ο Ντρου έδειξε με το βλέμμα του και ξεκίνησαν. Το μονοπάτι ήταν αρ-
κετά φαρδύ ώστε να χωράει και τους δυο τους, ωστόσο τα αβέβαια βήμα-
τά του δυσκόλευαν την πορεία τους. Έπεφτε το σκοτάδι όταν το μονοπά-
τι τούς έβγαλε σ’ έναν καρόδρομο και λίγο πιο πέρα η Ελίς διέκρινε έναν
ψηλό, πέτρινο μαντρότοιχο με δύο μεταλλικές, περίτεχνες πύλες.
«Ευτυχώς». Κοίταξε τον Ντρου που το μπράτσο του είχε βαρύνει αισθη-
τά πάνω στον ώμο της. «Το γνωρίζεις αυτό το σπίτι;»
«Ναι, είναι το Χάρτκομ».
Η Ελίς τον βοήθησε να φτάσουν ως την πύλη. Ήταν κλειστή και άνοιγε
δύσκολα από την αχρησία, όμως εκείνη κατάφερε να τη σπρώξει αρκετά
ώστε να μπουν. Ο χαλικόστρωτος δρόμος ήταν γεμάτος αγριόχορτα και οι
θάμνοι αριστερά και δεξιά του αφρόντιστοι. Ωστόσο μπροστά τους διέ-
κρινε το περίγραμμα ενός μεγάλου και με ακανόνιστο σχήμα σπιτιού, σε
άσχημη κατάσταση, που απ’ τα παράθυρά του έβγαινε αδύναμο φως. Δυο
ρηχά σκαλοπάτια οδηγούσαν στην εξώπορτα. Έπιασε το ρόπτρο και χτύ-
πησε δυνατά.
Ήταν έτοιμη να χτυπήσει ξανά, αφού δεν υπήρξε άμεση ανταπόκριση,
όταν άκουσε θόρυβο κίνησης από το εσωτερικό του. Ακούστηκε ένας σύρ-
της να βγαίνει, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας
που στο ροζιασμένο χέρι του κρατούσε ένα φανάρι. Η Ελίς παραλίγο να
καταρρεύσει υπό το βάρος του Ντρου, όταν εκείνος πιέστηκε και ίσιωσε
το κορμί του.
«Καλησπέρα, πατέρα».
Κεφάλαιο 5

Ο ηλικιωμένος άντρας στο άνοιγμα της πόρτας κράτησε πιο ψηλά το


φανάρι. Το πρόσωπό του φωτίστηκε και στην Ελίς φάνηκε ότι διέκρινε μια
αόριστη ομοιότητα με τον Ντρου. Τα πυκνά, λευκά μαλλιά του ηλικιωμέ-
νου πλαισίωναν σαν φωτοστέφανο το κεφάλι του. Τίποτα δεν έδειχνε ότι
είχε ακούσει το χαιρετισμό του Ντρου, αφού δεν πετάρισε ούτε καν τα
βλέφαρά του. Τους αγριοκοίταξε και τους δυο.
«Τι θέλετε και ενοχλείτε έτσι καλούς ανθρώπους; Πηγαίνετε να χτυπή-
σετε την πίσω πόρτα και ίσως η μαγείρισσα βρει τίποτε αποφάγια να σας
δώσει».
Νομίζει ότι είμαστε ζητιάνοι.
Η Ελίς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει. Ο χαμηλός φωτισμός δεν του
επέτρεπε να δει το τραύμα του Ντρου, μόνο την ταλαιπωρημένη εμφάνι-
σή τους. Ο Ντρου γέλασε κοφτά.
«Πολύ φτωχή υποδοχή για το γιο σου», είπε.
Μόνο τότε είδε η Ελίς κάτι ν’ αλλάζει στην έκφραση του ηλικιωμένου.
Πόνος; Θλίψη; Απέχθεια;
«Δεν έχω γιο. Φύγετε από εδώ».
«Σας παρακαλώ», τον ικέτευσε η Ελίς. «Τον έχουν πυροβολήσει. Δεν
μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο».
Ο ηλικιωμένος άντρας την κοίταξε για μερικές ατέλειωτες, γεμάτες αγω-
νία στιγμές, κι ύστερα ανασήκωσε τους ώμους και παραμέρισε αφήνοντάς
τους να περάσουν.
«Πολύ καλά, φρόντισέ τον και μετά να σηκωθείτε να φύγετε».
***
Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σκοτεινό, αφού το μόνο φως που υπήρ-
χε προερχόταν από το φανάρι που κρατούσε ο οικοδεσπότης τους, αλλά,
όταν τα μάτια της άρχισαν να συνηθίζουν το μισοσκόταδο, η Ελίς κατάλα-
βε ότι βρίσκονταν σε μια μεγάλη αίθουσα. Το μεγάλο τζάκι δεν ήταν α-
ναμμένο, τουλάχιστον όμως είχαν γλιτώσει από την υγρασία της νύχτας.
Χωρίς καμία καθοδήγηση από τον ηλικιωμένο άντρα και με τον Ντρου να
έχει, ρίξει όλο το βάρος του πάνω της, η Ελίς δεν ήξερε πού ήταν τα δωμά-
τια, κι έτσι τον έβαλε να καθίσει σε μια από τις πολυθρόνες που βρίσκο-
νταν μπροστά στο σβηστό τζάκι. Ο Ντρου κάθισε βαριά και έγειρε πίσω το
κεφάλι με τα μάτια κλειστά. Ακόμα και στο χαμηλό φως του φαναριού,
εκείνη μπορούσε να δει ότι ο επίδεσμος στο μπράτσο του ήταν σκούρος
από το αίμα.
«Χρειάζεται γιατρό», είπε. «Μπορείτε να καλέσετε;»
«Όχι», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας και, όταν την είδε να τον κοιτά-
ζει σοκαρισμένη, έσπευσε να εξηγήσει. «Στην κουζίνα είναι μόνο η κυρία
Πάρφιτ και ο υπηρέτης μου, που λείπει, έχει πάρει το μοναδικό μας άλο-
γο».
Η Ελίς ήθελε να φωνάξει. Η απροθυμία του να συνεργαστεί δε θα βοη-
θούσε καθόλου τον Ντρου. Αν δεν υπήρχε κανείς άλλος να αναλάβει πρω-
τοβουλία, θα το έκανε εκείνη. Έβγαλε αποφασιστικά το μανδύα της και
κοίταξε γύρω της.
«Τότε θα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε». Τράβηξε ένα μικρό τραπέζι
δίπλα στην πολυθρόνα του Ντρου. «Χρειάζομαι περισσότερο φως, νερό
και πανιά», είπε και, όταν ο ηλικιωμένος δεν κινήθηκε, συνέχισε πιο έντο-
να. «Μπορείτε να ζητήσετε από την υπηρέτριά σας να τα φέρει, ή θα πρέ-
πει να ψάξω να τα βρω μόνη μου;»
Ο ηλικιωμένος άντρας, αφού ακούμπησε το φανάρι στο τραπέζι, έφυγε
και η Ελίς άρχισε να ξετυλίγει τους ματωμένους επιδέσμους από το μπρά-
τσο του Ντρου. Τα μάτια του άνοιξαν.
«Δε σέβεσαι καθόλου τον πατέρα μου, αγαπητή μου».
«Είναι ο πατέρας σου; Αν ναι, είναι πολύ ασυνήθιστος».
«Έχει τους λόγους του». Ο Ντρου σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πίσω
της, όταν άκουσε βιαστικά βήματα να πλησιάζουν. Μια μεγαλόσωμη γυ-
ναίκα, που κρατούσε μια λεκάνη και μια καράφα, μπήκε στην αίθουσα.
«Ο σερ Έντουαρντ είπε ότι υπάρχει εδώ ένας τζέντλεμαν που χρειάζεται
βοήθεια». Πλησίασε στο τραπέζι, έριξε μια διερευνητική ματιά στον Ντρου
κι ύστερα άφησε στο τραπέζι τη λεκάνη και άρχισε να τη γεμίζει νερό απ’
την καράφα. «Ορίστε». Τράβηξε μια πετσέτα που είχε ριγμένη στον ώμο
της και την έδωσε στην Ελίς. «Μια στιγμή να φέρω κι άλλο φως και θα σας
βοηθήσω».
Στο άκουσμα της φιλικής φωνής της, η Ελίς ένιωσε το φόβο και την α-
γωνία της να υποχωρούν. Η μεγαλόσωμη γυναίκα κινούνταν με απρόσμε-
νη ταχύτητα και επιδεξιότητα. Έφερε ένα αναμμένο κηροπήγιο, πανιά και
επιδέσμους. Οι δυο τους καθάρισαν το μπράτσο του Ντρου και το επίδε-
σαν, κι έπειτα η κυρία Πάρφιτ πήγε να ετοιμάσει δυο υπνοδωμάτια, αφού
προηγουμένως έδωσε ένα ποτήρι μπράντι στον Ντρου και ένα κύπελλο
συμπυκνωμένο χυμό φρούτων στην Ελίς.
«Ευτυχώς που ήταν εδώ η κυρία Πάρφιτ», μουρμούρισε ο Ντρου, που το
μπράντι τον είχε τονώσει. «Φοβόμουν ότι απόψε θα αναγκαζόμασταν να
κοιμηθούμε κάτω από τ’ αστέρια».
«Υπάρχει ακόμα αυτή η πιθανότητα», είπε χαμηλόφωνα η Ελίς καθώς
άκουσε δυνατές φωνές να πλησιάζουν.
Άφησε το ποτήρι της στο τραπέζι τη στιγμή που ο ηλικιωμένος άντρας
μπήκε με ορμή στην αίθουσα. Η κυρία Πάρφιτ τον ακολουθούσε ασθμαί-
νοντας.
«Σερ Έντουαρντ, έχει μια σφαίρα στο μπράτσο. Πρέπει να στείλουμε τον
Τζεντ να φέρει τον δόκτορα Χαλ το πρωί. Σας ικετεύω να μη φερθείτε τό-
σο βιαστικά...»
«Βιαστικά; Ορκίστηκα ότι δε θα επέτρεπα ποτέ ξανά σ’ αυτό τον προδό-
τη να πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου». Ο σερ Έντουαρντ προχώρησε κι
αγριοκοίταξε τον Ντρου. «Λοιπόν, σερ; Έκανα το καθήκον μου σαν χρι-
στιανός και φρόντισα την πληγή σου, όμως δεν πρόκειται να ξανακοιμη-
θείς στο σπίτι μου».
Η Ελίς πλησίασε στην πολυθρόνα του Ντρου σαν να ήθελε να τον προ-
στατεύσει, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να τραβήξει πάνω της την
προσοχή του ηλικιωμένου άντρα.
«Εσύ και η αγαπητικιά σου μπορείτε να φύγετε αμέσως απ’ το σπίτι
μου».
Η Ελίς τα έχασε από την οργή στη φωνή του ηλικιωμένου, όμως ο Ντρου
έπιασε με το γερό χέρι του το δικό της και την εμπόδισε. «Αυτή η λαίδη εί-
ναι προστατευόμενή μου, σερ, και θα παρακαλούσα να το θυμάσαι. Δε-
χτήκαμε επίθεση στο δρόμο εδώ κοντά και μόνο η ανάγκη μ’ έφερε στην
πόρτα σου».
«Αυτό το πιστεύω», είπε θυμωμένα ο σερ Έντουαρντ. «Όμως δε μ’ εν-
διαφέρει το τι σου συνέβη, ούτε ποια είναι αυτή η γυναίκα. Θέλω να φύγε-
τε αμέσως και οι δύο».
Η Ελίς παραλίγο να λυγίσει μπροστά στην ένταση του ξεσπάσματος του,
κι αν ήταν μόνη θα έφευγε από το σπίτι και θα αντιμετώπιζε τους κινδύ-
νους που έκρυβε το σκοτάδι, όμως μια ματιά στο χλομό, ταλαιπωρημένο
πρόσωπο του Ντρου της έδωσε το κουράγιο να μιλήσει.
«Ο κύριος Μπάστιον χρειάζεται γιατρό για να του βγάλει τη σφαίρα από
το μπράτσο».
Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε. «Μπάστιον, ε; Μάλλον μπάστ...»
«Σερ Έντουαρντ!» τον έκοψε σοκαρισμένη η οικονόμος.
«Δε θα μπορούσα βέβαια να ταξιδεύω με το πραγματικό μου όνομα», εί-
πε ο Ντρου με πικρία.
«Λοιπόν, θα βρείτε τον δόκτορα Χαλ στο χωριό, εκεί που ήταν πάντα».
Η κυρία Πάρφιτ σήκωσε τα χέρια.
«Σερ Έντουαρντ, αν είναι δυνατόν, το χωριό απέχει τρία χιλιόμετρα. Σί-
γουρα δεν περιμένετε απ’ το γιο σας να πάει με τα πόδια εκεί απόψε, έ-
τσι;»
«Θέλω να φύγει αμέσως από το σπίτι μου και να πάρει μαζί του κι αυτή
τη γυναίκα».
Ο Ντρου άφησε το χέρι της Ελίς για να μπορέσει να σηκωθεί.
«Διώξε εμένα αν πρέπει, σερ, όμως έχω αναλάβει την υποχρέωση να πα-
ραδώσω αυτή τη νεαρή λαίδη στον αρραβωνιαστικό της. Με μια σφαίρα
στο μπράτσο, χωρίς χρήματα και άμαξα, αφού μας λήστεψαν, δεν μπορώ
να εκπληρώσω την αποστολή μου. Σε ικετεύω, σαν τζέντλεμαν, να προ-
σφέρεις προστασία στη λαίδη και να φροντίσεις να φτάσει με ασφάλεια
στο Μπαθ».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κάτι τέτοιο», δήλωσε ο πατέρας του
θυμωμένα.
«Ντρου!» αναφώνησε η Ελίς, όταν εκείνος έχασε την ισορροπία του κι
έπεσε πίσω στην πολυθρόνα.
«Ω, όχι». Η κυρία Πάρφιτ έσπευσε κοντά του. «Έχει λιποθυμήσει. Ίσως
είναι καλύτερα έτσι, γιατί θα μπορέσουμε να τον πάμε στο κρεβάτι χωρίς
να τον πονέσουμε κι άλλο», είπε και αγνόησε το μουγκρητό διαμαρτυρίας
του κυρίου της. «Ετοίμασα ένα κρεβάτι γι’ αυτόν, λίγο πιο πέρα στο διά-
δρομο, κι έτσι το καλύτερο θα ήταν να τον μεταφέρουμε εκεί με την πο-
λυθρόνα. Κρίμα που δεν υπάρχει κανείς απ’ το προσωπικό να μας βοη-
θήσει, όμως θα πρέπει να τα καταφέρουμε. Σερ Έντουαρντ, αν πιάσετε τα
πόδια της πολυθρόνας, είμαι σίγουρη ότι εγώ και η λαίδη θα μπορέσουμε
να σηκώσουμε το πάνω μέρος της αν τη γείρουμε προς τα πίσω ώστε...»
Η Ελίς αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε ο κύριος του σπιτιού ακούγο-
ντας να του δίνει εντολές η οικονόμος του, αλλά ευτυχώς ο σερ Έντουαρντ
έκανε απλώς ό,τι του ζήτησε. Η βλοσυρή έκφρασή του δεν της επέτρεπε
να καταλάβει αν νοιαζόταν καθόλου για το γιο του.
Η μεταφορά δεν ήταν τελικά εύκολη, καθώς η πολυθρόνα ήταν βαριά
όπως και ο Ντρου. Ωστόσο, με κάποιον τρόπο, κατάφεραν να μεταφέρουν
το φορτίο τους στο διάδρομο και από κει στη μικρή κάμαρα που είχε ετοι-
μάσει η κυρία Πάρφιτ. Όταν ξάπλωσαν τον Ντρου στο στρώμα, ήταν όλοι
λαχανιασμένοι.
«Καλή δουλειά κάναμε», είπε ασθμαίνοντας η κυρία Πάρφιτ. «Σας ευχα-
ριστώ, σερ Έντουαρντ. Αν θέλετε, μπορείτε να πάτε να καθίσετε στο σα-
λόνι και θα σας φέρω το δείπνο σας σε δίσκο. Κι εσείς, μις», είπε και στρά-
φηκε στην Ελίς. «Καλύτερα να γδύσετε τον νεαρό κύριο προτού ξαναβρεί
τις αισθήσεις του».
Η Ελίς ξεροκατάπιε. Πρώτη φορά θα έγδυνε άντρα, και ήταν σίγουρη ότι
η θεία της θα το έβρισκε ανάρμοστο. Όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος να το
κάνει και δεν μπορούσε ν’ αφήσει την οικονόμο να τα βγάλει πέρα μόνη.
Πήγε στο πάνω μέρος του κρεβατιού και άρχισε να λύνει τη γραβάτα του
Ντρου.
Ο πατέρας του στεκόταν και την κοιτούσε, όμως εκείνη τον αγνόησε κι
ύστερα από λίγο έφυγε, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.
«Μη δίνετε σημασία στον κύριο, αγαπητή μου», είπε η μις Πάρφιτ. «Έχει
ελάχιστους επισκέπτες πλέον και έχει ξεχάσει πώς να συμπεριφέρεται».
Η Ελίς σκέφτηκε ότι η συμπεριφορά του ηλικιωμένου άντρα οφειλόταν
περισσότερο στην εχθρική στάση του απέναντι στον Ντρου παρά στην έλ-
λειψη καλών τρόπων, όμως αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να μην πει
τίποτα. Δε θα άφηνε τον Ντρου μόνο σ’ εκείνο το σπίτι. Θα ήταν αδιανόη-
το να τον εγκαταλείψει εκεί με τον τόσο ασυνήθιστο πατέρα του. Συνειδη-
τοποίησε ότι κανείς στο Χάρτκομ δε γνώριζε το όνομά της και αποφάσισε
ότι θα κρατούσε την ταυτότητά της κρυφή. Έτσι, ο σερ Έντουαρντ δε θα
μπορούσε να την αναγκάσει να φύγει, εκτός κι αν την πετούσε στο δρόμο,
και για κάποιο λόγο δεν περίμενε ότι θα έφτανε τόσο μακριά. Ή, τουλάχι-
στον, το ευχόταν.
Καθάρισε το λαιμό της και ρώτησε την οικονόμο αν γνώριζε τον σερ Έ-
ντουαρντ καιρό.
«Ω, ναι, αγαπητή μου. Ξεκίνησα να εργάζομαι εδώ ως καμαριέρα όταν
ζούσε ακόμα ο πατέρας του σερ Έντουαρντ και, με τον καιρό, έγινα καμα-
ριέρα. Εκείνες ήταν ευτυχισμένες εποχές και διηύθυνα ένα σπίτι γεμάτο
προσωπικό. Τώρα είμαι μαγείρισσα, οικονόμος, καμαριέρα και ό,τι άλλο
προκόψει, όμως δε θα μπορούσα να φύγω. Βρίσκομαι σ’ αυτή την οικογέ-
νεια σχεδόν σαράντα χρόνια και όσο θα με χρειάζεται ο σερ Έντουαρντ θα
μένω εδώ».
«Και είναι στ’ αλήθεια ο πατέρας του κυρίου Μπάστιον; Λυπάμαι, αλλά
μόνο με αυτό το όνομα τον γνωρίζω».
«Κάσλμεϊν», είπε η οικονόμος. «Αυτό είναι το αληθινό του όνομα. Κοίτα-
ξε τον αναίσθητο Ντρου και χαμογέλασε τρυφερά. «Άντριου Κάσλμεϊν, και
ήταν πάντα ένας μικρός κατεργάρης. Ω, κατάλαβα ότι ήταν ο κύριος αμέ-
σως μόλις μπήκα στο σαλόνι, παρότι το μόνο που μου είπε ο σερ Έντου-
αρντ ήταν ότι μας είχε χτυπήσει την πόρτα κάποιος τζέντλεμαν με μια
σφαίρα στο μπράτσο. Και ο δόκτωρ Χαλ θα τον αναγνωρίσει, αφού τον
ξέρει από τότε που ήταν μικρό παιδί, όμως δε χρειάζεται ν’ ανησυχούμε γι’
αυτό, αφού εκείνος δε θα το πει σε κανέναν».
«Και θα πείραζε να το πει;» ρώτησε η Ελίς. Είχε ξεκουμπώσει το πουκά-
μισο του Ντρου και του το έβγαζε, προσπαθώντας να μην κοιτάζει το
πλατύ στέρνο του ή το σκούρο τρίχωμα που το κάλυπτε. Η στιγμή δεν ή-
ταν κατάλληλη για να αποσπαστεί η προσοχή της.
Η κυρία Πάρφιτ έκανε πίσω και έβαλε τα χέρια στη μέση.
«Φυσικά και θα πείραζε, αγαπητή μου. Αν τον ανακαλύψουν θα τον πά-
νε στο Λονδίνο και θα τον κρεμάσουν σαν προδότη».
«Ω». Η Ελίς ακούμπησε στο κρεβάτι καθώς το δωμάτιο άρχιζε να γυρίζει.
Κοίταξε τον Ντρου, το λεπτό, όμορφο πρόσωπό του. Μπορούσε να πι-
στέψει ότι ήταν τυχοδιώκτης, ακόμα και άσωτος, αλλά προδότης; «Σίγου-
ρα δεν μπορεί να είναι έτσι».
«Ω, ναι, είναι όλα αλήθεια, αγαπητή μου», της επιβεβαίωσε η κυρία Πάρ-
φιτ ενώ έβγαζε τις κάλτσες του Ντρου. «Μπλέχτηκε στις φασαρίες του ’45
και το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί επικηρυγμένος».
Η Ελίς ένωσε τις παλάμες της και σκέφτηκε πόσο πολλά είχε ρισκάρει ο
Ντρου ερχόμενος στην Αγγλία. Και πόσο περισσότερα συνοδεύοντάς τη
στο Μπαθ, τόσο κοντά στο παλιό του σπίτι. Τι θα γινόταν αν τον αναγνώ-
ριζαν και τον συλλάμβαναν; Ξαφνικά, δεν ήταν ένας άντρας που είχε χάσει
τις αισθήσεις του και ήταν ξαπλωμένος μπροστά της στο κρεβάτι, αλλά
ένα πτώμα.
«Δεν πρέπει να πεθάνει εξαιτίας μου», ψιθύρισε.
Η κυρία Πάρφιτ γέλασε, παρεξηγώντας τα λεγόμενό της. «Ω, όχι, δεν
πρόκειται να πεθάνει. Ο αφέντης Άντριου είναι δυνατός σαν ταύρος. Το
πρωί, ο δόκτωρ Χαλ θα του βγάλει τη σφαίρα σε δυο λεπτά, έπειτα θα ξε-
κουραστεί μερικές ημέρες κι ύστερα θα είναι και πάλι μια χαρά. Τώρα, αν
με βοηθήσεις να του βγάλω το παντελόνι, θα μπορέσουμε να τον σκεπά-
σουμε για να κοιμηθεί...»
***
«Ορίστε, τελειώσαμε».
Η κυρία Πάρφιτ ίσιωσε λιγάκι το σεντόνι.
«Δείχνει ήρεμος, μις, κι έτσι θα σας συνοδεύσω τώρα στο σαλόνι να δει-
πνήσετε με τον κύριο».
«Θα προτιμούσα να καθίσω εδώ, με τον κύριο Μπαστ... Τον κύριο Κάσλ-
μεϊν».
128 SAR AH M ALLO-
RY

Η Ελίς, που θυμόταν τα σκληρά λόγια του σερ Έντουαρντ, δεν είχε καμιά
διάθεση να δειπνήσει με τον οικοδεσπότη τους. Η κυρία Πάρφιτ, που δεν
ήθελε να την αφήσει στην κάμαρα, της είπε ότι θα πήγαινε εκείνη να καθί-
σει με τον Άντριου όταν θα τελείωνε τις δουλειές της στην κουζίνα, όμως η
Ελίς ήταν ανένδοτη και, επιτέλους, η οικονόμος έφυγε, αφού της υποσχέ-
θηκε να της πάει έναν δίσκο όταν θα ετοιμαζόταν το φαγητό.
«Και θα σας ετοιμάσω τη διπλανή κάμαρα για να κοιμηθείτε εκεί απόψε,
αντί σε κάποιον απ’ τους ξενώνες. Έτσι, θα μπορέσετε να ξαπλώσετε όταν
θελήσετε και δε θα χρειαστεί να με αναζητήσετε για να σας δείξω το δω-
μάτιό σας».
Η οικονόμος έφυγε βιαστική και η Ελίς έμεινε μόνη με τον Ντρου. Ηρέ-
μησε κάπως κι ένιωθε ότι ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχε για να ξεκουρα-
στεί απ’ όταν έφυγαν από το Μάρλμπορο. Ήταν όλα πολύ ήσυχα, σχεδόν
αφύσικα. Μάζεψε τα ρούχα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και τα-
κτοποίησε το δωμάτιο, ρίχνοντας συχνά ανήσυχες ματιές στον Ντρου, που
εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια. Η κυρία Πάρφιτ της πήγε το δείπνο
της σε έναν δίσκο και λίγο αργότερα επέστρεψε για να πάρει τα άδεια πιά-
τα. Κοίταξε τον Ντρου που ήταν ξαπλωμένος ακίνητος στο κρεβάτι, τον
άγγιξε για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πυρετό, κι αφού ψιθύρισε μερικά κα-
θησυχαστικά λόγια στην Ελίς, έφυγε με την υπόσχεση ότι θα περνούσε
ξανά να δει τον Ντρου πριν ξαπλώσει.
Η Ελίς, αφού έμεινε και πάλι μόνη, τράβηξε μια πολυθρόνα δίπλα στο
κρεβάτι και κάθισε. Στήριξε τους αγκώνες της στην άκρη του κρεβατιού
και κοίταξε τον Ντρου.
Ήταν ακουμπισμένος σε ένα βουνό από μαξιλάρια, πάντα ακίνητος, με
εξαίρεση το στέρνο του που ανεβοκατέβαινε στο σταθερό ρυθμό της ανα-
πνοής του. Η επιδερμίδα στο πρόσωπο και στους ώμους του φάνταζε η-
λιοκαμένη στο φόντο του λευκού σεντονιού και έδειχνε νεότερος, σχεδόν
έφηβος με τα μακριά μαλλιά του να πέφτουν στο μέτωπό του. Όμως δεν
υπήρχε τίποτα το εφηβικό στο σώμα του. Είχε προσπαθήσει να μην κοι-
τάζει όσο βοηθούσε την κυρία Πάρφιτ να τον γδύσει, αλλά θα ήταν αδύ-
νατον να αγνοήσει τα μυώδη μέλη του, τους φαρδιούς ώμους και την επί-
πεδη, γυμνασμένη κοιλιά του. Το σώμα του είχε και ουλές. Έντονες ουλές
από σπαθί ή μαχαίρι και, όταν τον είχε ανασηκώσει, είχε νιώσει κάποιες
και στους ώμους του. Ίσως από μαστίγιο; Κοίταξε το καθαρό, χωρίς σημά-
δια πρόσωπό του κι αναρωτήθηκε τι να έκανε τα δέκα τελευταία χρόνια,
πώς να ζούσε.
Δε με ξέρεις.
Τα λόγια του ήρθαν στο μυαλό της καθώς οι σκιές πύκνωναν και τα κε-
ριά σιγόσβηναν στα κηροπήγια. Δεν τον ήξερε, αλλά ακόμα κι αν η καρδιά
του ήταν μαύρη σαν την άβυσσο και είχε διαπράξει ένα σωρό κακές πρά-
ξεις, στη σχέση του μαζί της ήταν ειλικρινής και έντιμος. Είχε ρισκάρει τη
ζωή του για χάρη της.
Ο Ντρου κινήθηκε κι εκείνη αμέσως πετάχτηκε. Ακούμπησε τη ράχη της
παλάμης της στο μέτωπό του και ευχαρίστησε τα ουράνια όταν διαπίστω-
σε ότι δεν είχε πυρετό. Ο Ντρου δεν άνοιξε τα μάτια, όμως της έσπρωξε το
χέρι σαν να ήταν κάποιο ενοχλητικό έντομο. Η Ελίς πήρε το κύπελλο και
το ακούμπησε στα χείλη του.
«Έλα, πιες λίγο απ’ αυτό. Είναι κριθαρόνερο και θα σε τονώσει». Ευχή-
θηκε να ήταν λάβδανο, όμως η κυρία Πάρφιτ της είχε πει ότι δεν υπήρχε
καθόλου στο σπίτι.
Ο Ντρου ανασήκωσε το κεφάλι και ήπιε μερικές γουλιές. Τα μάτια του
παρέμειναν κλειστά, σαν να ήταν εξαντλημένος, κι ύστερα έπεσε και πάλι
πίσω στα μαξιλάρια. Η Ελίς ακούμπησε το κύπελλο στο κομοδίνο και κά-
θισε στην πολυθρόνα της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα προτού έρθει ο
γιατρός.
«Ελίς».
Ο Ντρου είχε προφέρει το όνομά της σιγανά, σαν ψίθυρο. Δεν ήταν καν
σίγουρη ότι τον είχε πράγματι ακούσει.
«Εδώ είμαι», του είπε. Έπιασε το γερό του χέρι και το κράτησε σφιχτά.
«Είμαστε ασφαλείς».
Εκείνος της έσφιξε τα δάχτυλα. Πολύ αδύναμα, αλλά για κάποιο λόγο
αυτή του η αντίδραση την καθησύχασε απίστευτα.
***
Όταν η Ελίς ξύπνησε, η κάμαρα ήταν λουσμένη από το χρυσαφένιο φως
του πρωινού ήλιου. Ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και κρατούσε ακό-
μα το χέρι του Ντρου. Ανακάθισε βιαστικά και ανοιγόκλεισε τα μάτια, μέ-
χρι να συνηθίσουν στο φως. Όταν προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, ο
Ντρου το κράτησε πιο σφιχτά. Ήταν ξύπνιος και την κοιτούσε.
«Πέρασες όλη τη νύχτα εδώ;»
«Αποκοιμήθηκα». Το βλέμμα του ήταν παράξενα ανησυχητικό και η Ελίς
ένιωσε μια έξαψη να την κυριεύει στη σκέψη ότι βρισκόταν τόσο κοντά
του, ότι του κρατούσε το χέρι σαν να ήταν... φίλοι. Εραστές.
***
Ο Ντρου ένιωθε τον έντονο πόνο στο αριστερό του χέρι. Θυμόταν πολύ
αόριστα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Θυμόταν την έκρηξη
του πόνου όταν η σφαίρα τον χτύπησε στον ώμο, την αγωνιώδη πορεία
τους στο δάσος και τον τρόμο στην έκφραση του πατέρα του. Όλα τα άλ-
λα ήταν θολά, μπερδεμένα, ένα συνονθύλευμα σύγχυσης και πόνου.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τώρα ήταν ξαπλωμένος σε μια γνώριμη κάμαρα
και η Ελίς του κρατούσε το χέρι. Τα δάχτυλά του κρατούσαν σφιχτά τα δι-
κά της και, για κάποιον ακατανόητο λόγο, είχε την αίσθηση ότι ήταν πολύ
σημαντικό να μην την αφήσει να φύγει. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και η
Ελίς σηκώθηκε από την πολυθρόνα που βρισκόταν πλάι στο κρεβάτι. Της
άφησε απρόθυμα το χέρι, ενώ στ’ αυτιά του έφτανε μια χαρούμενη φωνή
που τον γυρνούσε πίσω, στα παιδικά του χρόνια.
«Αφέντη Άντριου, ήρθε ο δόκτωρ Χαλ να σας δει».
Η κυρία Πάρφιτ μπήκε στην κάμαρα με τις μαύρες φούστες της να θροΐ-
ζουν, μεγαλόσωμη και παχουλή όπως πάντα. Με εξαίρεση ότι τα μαλλιά
της είχαν γκριζάρει λίγο περισσότερο, ήταν ίδια με τότε που τον αποχαι-
ρετούσε όταν έφευγε απ’ το Χάρτκομ, τόσα χρόνια πριν. Η κυρία Πάρφιτ
περίμενε ότι σε έναν μήνα θα τον έβλεπε να επιστρέφει, όμως είχαν περά-
σει δέκα χρόνια κι εκείνος δε θα έπρεπε να βρισκόταν εκεί. Ο πατέρας του
δεν τον ήθελε εκεί.
Έδιωξε αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό του, σήκωσε το
βλέμμα και κοίταξε τον ψηλό άντρα με το μουστάκι, τη μαύρη ρεντιγκότα
και το πλατύγυρο καπέλο που ακολουθούσε την κυρία Πάρφιτ. Ο γιατρός
τον γνώριζε όλη του τη ζωή, τον φρόντιζε όταν ως παιδί αρρώσταινε ή
χτυπούσε και η οικονόμος, πολύ συνετά, δεν είχε προσπαθήσει να του
κρύψει ποιος θα ήταν ο ασθενής του. Ούτε η οικονόμος του ούτε ο γιατρός
θα τον πρόδιδαν, ο Ντρου ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως τι είδους υποδοχή
θα έπρεπε να αναμένει απ’ το γιατρό; Περίμενε επιφυλακτικά ν’ ακούσει τι
θα έλεγε ο δόκτωρ Χαλ.
«Λοιπόν, διαβολάκο, τι έκανες πάλι;»
Ο Ντρου ξανάγινε αμέσως δώδεκα ετών, που είχε πέσει από ένα δέντρο
και είχε σπάσει το πόδι του. Χαλάρωσε και κατάφερε να χαμογελάσει.
«Σας σήκωσα απ’ το κρεβάτι την πιο ακατάλληλη ώρα, σερ, αυτό είναι
το μόνο βέβαιο».
«Μόλις γύρισε ο Τζεντ τον έστειλα να φέρει το δόκτορα Χαλ», είπε η κυ-
ρία Πάρφιτ και ένωσε τις παλάμες στη λευκή ποδιά της. «Όχι ότι ο γιατρός
καθυστέρησε στιγμή όταν του είπε ο Τζεντ ποιος βρισκόταν εδώ με μια
σφαίρα στο μπράτσο. Και δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως μάθει κανείς
ότι είσαι εδώ, αφέντη Άντριου, γιατί ούτε εγώ ούτε ο Τζεντ πρόκειται να
πούμε το παραμικρό σε οποιονδήποτε έξω απ’ αυτό το σπίτι».
Η αφοσίωσή τους συγκίνησε τόσο τον Ντρου, ώστε δε βρήκε τίποτα να
πει. Σιωπηλός, κοίταξε και πάλι το δόκτορα Χαλ, που έβγαζε ήδη το σακά-
κι του.
«Ώστε σε χτύπησε σφαίρα αυτή τη φορά, έτσι; Λοιπόν, άφησέ με να σου
ρίξω μια ματιά κι ύστερα καλά θα κάνουμε να τη βγάλουμε».
«Θα σας βοηθήσω», είπε η Ελίς.
«Δεν πρόκειται». Ο Ντρου την αγριοκοίταξε. «Θα πας να ξεκουραστείς
λιγάκι».
«Χρειάζομαι κάποιον να με βοηθήσει», δήλωσε ο γιατρός ενώ ανασήκω-
νε τα μανίκια του. «Και η μις Πάρφιτ δεν άντεχε ποτέ τη θέα του αίματος».
«Αυτό είναι αλήθεια, σερ», συμφώνησε η οικονόμος. «Το περισσότερο
που μπορώ ν’ αντέξω είναι να ετοιμάσω ένα κουνέλι ή έναν φασιανό για
το δείπνο, αλλά όταν πρόκειται γι’ ανθρώπους...» Η κυρία Πάρφιτ αναρί-
γησε.
«Και ο σερ Έντουαρντ θα ζητήσει σύντομα το πρωινό του», πρόσθεσε
χαρούμενα ο δόκτωρ Χαλ. «Πηγαίνετε λοιπόν, κυρία Πάρφιτ, κι αφήστε το
θέμα σ’ εμένα. Τώρα, μις, θα χρειαστούμε ζεστό νερό και καθαρούς επιδέ-
σμους -α, και μπράντι νομίζω, για τον ασθενή. Και κάτι για να δαγκώνει».
***
Στη διάρκεια της επόμενης ώρας η Ελίς ακολουθούσε τις οδηγίες του
γιατρού. Δεν τολμούσε να κοιτάξει όταν άρχισε να βγάζει τη σφαίρα και δε
λυπήθηκε όταν ο Ντρου λιποθύμησε, γιατί η θέα του παραμορφωμένου
από τον πόνο προσώπου του την έκανε να θέλει να ουρλιάζει. Όσο ο δό-
κτωρ Χαλ του επίδενε και πάλι το μπράτσο, εκείνη άρχισε να καθαρίζει.
Χαιρόταν που η κυρία Πάρφιτ είχε προτείνει ο Ντρου να μείνει σε μια κά-
μαρα του ισογείου, γιατί, αφού δεν υπήρχε κανείς να τη βοηθήσει, θα ήταν
αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται συνεχώς στην κουζίνα για να φέρνει νε-
ρό. Ο Τζεντ, ο υπηρέτης, δε φαινόταν πουθενά και σκέφτηκε ότι θα ανα-
πλήρωνε τον ύπνο του, ενώ η κυρία ΓΙάρφιτ ήταν απασχολημένη με τη
φροντίδα του σερ Έντουαρντ, τη βαθιά φωνή του οποίου άκουγε κάθε
φορά που περνούσε από τη μικρή τραπεζαρία.
Η οικονόμος έκανε την εμφάνισή της στην κάμαρα του Ντρου ακριβώς
τη στιγμή που ο δόκτωρ Χαλ φορούσε τη ρεντιγκότα του.
«Α, κυρία Πάρφιτ, μήπως θα ήθελε ο σερ Έντουαρντ να του πω πώς εί-
ναι ο γιος του πριν φύγω;»
Η Ελίς, για πρώτη φορά από τότε που πάτησε το πόδι της στο Χάρτκομ,
είδε την ηλικιωμένη οικονόμο να νιώθει άβολα. Απέφευγε να κοιτάξει το
γιατρό στα μάτια και έσφιγγε νευρικά την ποδιά της ενώ απαντούσε.
«Ο κύριος είναι πολύ απασχολημένος για να σας δει σήμερα, σερ, όμως
αν έχετε κάποιο μήνυμα θα του το μεταφέρω εγώ αργότερα».
«Πολύ απασχολημένος, ε;» Ο δόκτωρ Χαλ συνοφρυώθηκε ελαφρά κι
ύστερα ανασήκωσε τους ώμους. «Λοιπόν, έκανα ό,τι μπορούσα. Η σφαίρα
βγήκε και καθάρισα την πληγή, όμως μόνο ο χρόνος θα δείξει πώς θα θε-
ραπευτεί. Θα σας αφήσω λίγο λάβδανο για τον πόνο. Ίσως να κάνει πυρε-
τό για μερικές μέρες, αλλά αυτό ξέρετε πώς να το αντιμετωπίσετε».
«Ω, ναι, γιατρέ». Η οικονόμος έδειχνε πως ξαναβρήκε το κέφι της. «Τώρα
που περιποιηθήκατε την πληγή, θα είναι εύκολο να φροντίσω τον αφέντη
Άντριου».
«Ωραία. Και έδειξα στη νεαρή λαίδη πώς να επιδέσει και πάλι την πληγή
του αν χρειαστεί, έτσι δεν είναι, μις...»
«Πράγματι, και ήταν χαρά μου να βοηθήσω», συμφώνησε η Ελίς χαμογε-
λώντας και αγνοώντας την προσπάθειά του να μάθει το όνομά της.
«Τέλεια, τέλεια». Ο γιατρός πήρε την τσάντα του. «Θα περάσω και πάλι
σε δυο μέρες να δω πώς πηγαίνει. Δε χρειάζεται να με συνοδεύσετε έξω,
ξέρω το δρόμο».
Με ένα τελευταίο, χαρούμενο χαμόγελο έφυγε, και οι δυο γυναίκες απέ-
μειναν να κοιτάζουν τον Ντρου, που ήταν ξαπλωμένος ακίνητος στο κρε-
βάτι.
«Είναι πολύ χλομός», είπε η Ελίς.
«Πράγμα αναμενόμενο», είπε η μις Πάρφιτ, που άρχισε να ισιώνει τα
σκεπάσματα και να τακτοποιεί το δωμάτιο. «Είμαι σίγουρη ότι θ’ αργήσει
να ξυπνήσει, γι’ αυτό καλά θα κάνετε να πάτε να κοιμηθείτε λιγάκι, γλυκιά
μου. Εκτός κι αν προτιμάτε να έρθετε στην κουζίνα και να σας βρω κάτι να
φάτε».
Η Ελίς χαμογέλασε. «Μάλλον θα κοιμηθώ».
«Σας έχω ετοιμάσει έναν ξενώνα πάνω, μις, θα σας δείξω πού είναι...»
«Αν δε σας πειράζει, θα προτιμούσα να κοιμηθώ στο ράντζο που μου
ετοιμάσατε χτες το βράδυ», είπε η Ελίς. «Έτσι, αν ο Ντρ... αν ο κύριος
Κάσλμεϊν ξυπνήσει, θα μπορέσω να τον ακούσω».
«Μα δε με πειράζει να έρχομαι εγώ να βλέπω τι κάνει...»
«Όμως εσείς έχετε τη δουλειά σας και δε θα μπορούσα να κοιμηθώ καλά
αν ήμουν πολύ μακριά».
Η ευγενική αποφασιστικότητα της Ελίς επικράτησε και ξάπλωσε στο μι-
κρό, διπλανό δωμάτιο, όμως η ξεκούραση της δεν κράτησε πολύ. Όταν η
επίδραση του μπράντι πέρασε, ο Ντρου έγινε ανήσυχος. Τα μουρμουρητά
του την ξύπνησαν και βρισκόταν ήδη στο προσκεφάλι του όταν οι νευρι-
κές κινήσεις του έγιναν αιτία να μετακινήσει το πληγωμένο χέρι του και να
ουρλιάζει από τον πόνο.
Ακούμπησε το μπουκάλι με το λάβδανο στα ξεραμένα χείλη του και του
έδωσε να πιει λίγο. Ύστερα του σκούπισε το μέτωπο με μια πετσέτα βου-
τηγμένη σε νερό με λεβάντα που είχε ετοιμάσει η οικονόμος. Ο πυρετός
του ανέβαινε και, αργά το απόγευμα, αναγκάστηκε να φωνάξει την κυρία
Πάρφιτ να τη βοηθήσει, αφού ο Ντρου φαινόταν ιδιαίτερα κλονισμένος.
***
Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας η Ελίς και η κυρία Πάρφιτ έμεναν εναλ-
λάξ στο προσκεφάλι του και μόνο η εμπειρία της ηλικιωμένης οικονόμου
συγκράτησε την Ελίς και δεν πήγε να βρει τον Τζεντ για να τον παρακαλέ-
σει να πάει να φέρει και πάλι το γιατρό. Η κυρία Πάρφιτ τη διαβεβαίωνε
ότι δεν είχε λόγο να φοβάται, ότι ο πυρετός του Ντρου δεν ήταν υψηλός
και ότι θα έκανε τον κύκλο του. Εκείνη δεν μπορούσε να ησυχάσει, όμως
το πρωί ο Ντρου ήταν πράγματι λίγο πιο ήρεμος. Εξαιτίας της ανησυχίας
του η πληγή του είχε ανοίξει ξανά στη διάρκεια της νύχτας και η Ελίς ανα-
ρωτιόταν ανήσυχη πόσο αίμα είχε περιθώριο να χάσει.
***
Η Ελίς πέρασε τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του Ντρου, του
σκούπιζε το μέτωπο και του έδινε να πιει μικρές ποσότητες νερού. Η κυρία
Πάρφιτ δεν της πρότεινε καν να τον αφήσει και της πήγε και πάλι το δεί-
πνο της σε δίσκο. Εκείνη την ευχαρίστησε και έφαγε στην κάμαρα του
Ντρου. Όσο η νύχτα προχωρούσε, εκείνος έδειχνε πράγματι να κοιμόταν
ήρεμα, κι έτσι η Ελίς σηκώθηκε να πάει τα πιάτα στην κουζίνα, ώστε να
μην κουράσει κι άλλο την οικονόμο.
«Ευχαριστώ, αγαπητή μου». Η κυρία Πάρφιτ βρισκόταν στο τραπέζι της
κουζίνας. Μπροστά της είχε μια μεγάλη λεκάνη και τα μπράτσα της ήταν
λευκά από το αλεύρι ως τους αγκώνες. «Ετοιμάζω ψωμί για το πρωί. Αν
έχετε την καλοσύνη λοιπόν, πηγαίνετε τα πιάτα στο νεροχύτη. Θα τα
φροντίσει αργότερα ο Τζεντ».
«Το σπίτι είναι τόσο μεγάλο. Δεν έχετε κανέναν άλλο να σας βοηθάει;» Η
Ελίς κοίταξε γύρω της. Όλο το σπίτι έδειχνε παραμελημένο, κι ακόμα κι
εκεί, στην κουζίνα, τα τηγάνια στα ψηλότερα ράφια έδειχναν να είχαν
χρόνια να χρησιμοποιηθούν.
Η οικονόμος τής χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Τα καταφέρνουμε. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για τον κύριο και τα τελευ-
ταία χρόνια έγινε κάτι σαν ερημίτης, ειδικά μετά το θάνατο του αφέντη
Σάιμον».
«Σάιμον;»
«Του μεγαλύτερου γιου του. Πέθανε σ’ ένα ατύχημα με το άλογο, πριν
δυο χρόνια. Από τότε ο κύριος έκλεισε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού
και έδιωξε το προσωπικό. Δε δέχεται ποτέ επισκέψεις, κι έτσι εγώ και ο
Τζεντ καταφέρνουμε να τον φροντίζουμε αρκετά καλά». Η κυρία Πάρφιτ
χαμογέλασε χαρούμενα και, αφού ξανάρχισε να ζυμώνει το ψωμί, η Ελίς
αποφάσισε να επιστρέφει στην κάμαρα του Ντρου.
Καθώς διέσχιζε το διάδρομο είδε ότι η πόρτα της τραπεζαρίας ήταν α-
νοιχτή κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της. Ο σερ Έντουαρντ ήταν καθι-
σμένος μόνος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι. Τα πιάτα είχαν
μαζευτεί και το φως από το κηροπήγιο αντανακλούσε στην καράφα και
στο ποτήρι με το κρασί που βρίσκονταν μπροστά του. Η Ελίς κοντοστάθη-
κε κι ύστερα χτύπησε απαλά την ανοιχτή πόρτα.
«Σκέφτηκα ότι ίσως θέλατε να μάθετε για την κατάσταση της υγείας του
γιου σας», είπε χαμηλόφωνα.
Ο σερ Έντουαρντ σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Δεν έχω γιο».
«Πολύ καλά, τότε, του ασθενούς στον οποίο επιτρέψατε να βρει κατα-
φύγιο στο σπίτι σας. Είχε υψηλό πυρετό απ’ όταν ο δόκτωρ Χαλ αφαίρεσε
τη σφαίρα, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα χαρείτε μαθαίνοντας πως δείχνει
κάπως καλύτερα απόψε».
Οι σκιές ήταν πολύ πυκνές για να διακρίνει την έκφρασή του, όμως δεν
κουνήθηκε, κι εκείνη ύστερα από λίγο ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε
να φύγει.
«Σ’ ευχαριστώ».
Η Ελίς κοίταξε πίσω της κι αναρωτήθηκε αν ο σερ Έντουαρντ της είχε
πράγματι μιλήσει ή αν της έπαιζε κάποιο παιχνίδι η φαντασία της. Ο πατέ-
ρας του Ντρου ξαναγέμιζε το ποτήρι του με χέρι που έτρεμε ελαφρά.
«Πες στην Πάρφιτ ότι μπορεί να ξανακαλέσει τον Χαλ αν θεωρήσει ότι
χρειάζεται. Και μπορεί να του πει πως θα πληρώσω εγώ».
Η Ελίς δεν ήξερε αν έπρεπε να δείξει ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία
του ή οργή για την αδιαφορία του προς το γιο του. Τελικά, απλώς ένευσε
καταφατικά και άρχισε να απομακρύνεται.
«Μη φεύγεις», είπε ο σερ Έντουαρντ κι εκείνη γύρισε προς το μέρος του.
«Ακόμα δε μου έχεις πει το όνομά σου».
Η Ελίς τον κοίταξε για μερικές, ατελείωτες στιγμές. Παρά τις διαβεβαιώ-
σεις του πως θα πλήρωνε την αμοιβή του γιατρού, ακόμα δεν τον εμπι-
στευόταν ότι θα φρόντιζε τον Ντρου. Χαμογέλασε αδύναμα.
«Όχι», είπε χαμηλόφωνα. «Δε σας το έχω πει».
Και με μια ελαφριά υπόκλιση, γύρισε και έφυγε.
***
Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ο Ντρου όταν ξύπνησε ήταν ότι
το φως δεν ενοχλούσε πλέον τα μάτια του. Το δεύτερο ότι βρισκόταν στο
Χάρτκομ, αλλά όχι στην κάμαρά του. Αναγνώρισε το δωμάτιο. Ήταν ένας
από τους μικρούς ξενώνες του ισογείου, όμως τι στο καλό έκανε εκεί;
Προσπαθούσε ακόμα να βρει την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, όταν η
πόρτα άνοιξε και μπήκε η κυρία Πάρφιτ.
«Λοιπόν, αφέντη Άντριου, ξυπνήσατε επιτέλους. Καλό αυτό. Μήπως θα
θέλατε κάτι να φάτε;»
«Δεν πεινάω», ψέλλισε εκείνος και συνοφρυώθηκε από την προσπάθεια.
«Διψάω».
Η κυρία Πάρφιτ πλησίασε το κρεβάτι. «Πιείτε λίγο νερό, λοιπόν, κι εγώ
θα σας βρω κάτι πιο θρεπτικό. Ίσως ένα κύπελλο μπίρα».
«Εξαιρετική ιδέα». Ο Ντρου μόρφασε ελαφρά όταν η οικονόμος τον βο-
ήθησε ν’ ανακαθίσει και έβαλε ακόμα ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη
του.
Ο Ντρου ήπιε από το κύπελλο που του έβαλε η κυρία Πάρφιτ στα χείλη.
Το δροσερό νερό ανακούφισε τον ξεραμένο λαιμό του και τον βοήθησε να
συγκεντρώσει τις σκέψεις του.
«Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;»
«Ο Θεός να σας έχει καλά, αφέντη Άντριου, σχεδόν απ’ όταν σας έβγαλε
ο δόκτωρ Χαλ τη σφαίρα από το μπράτσο, άρα τέσσερις ολόκληρες ημέ-
ρες».
«Τι πράγμα!» Ο Ντρου έβαλε τα δυνατά του να θυμηθεί. «Και η λαίδη που
ήταν μαζί μου... Πήγε στο Μπαθ;»
«Όχι βέβαια, σερ. Σας φρόντιζε μέρα νύχτα. Θα ήταν εδώ τώρα, αν δεν
είχα επιμείνει να πάει μια βόλτα στον κήπο. Δεν ήθελε καθόλου να σας
αφήσει, όμως της είπα ότι δε θα σας πρόσφερε τίποτε αν αρρώσταινε κι
εκείνη, κι έτσι την έστειλα να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Όμως μη φοβάστε,
δε θα αργήσει να γυρίσει, είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Με φρόντιζε;» Ο Ντρου έτριψε με το γερό χέρι του το πιγούνι. «Με ξύ-
ριζε κιόλας;»
«Όχι. Όχι ότι δε θα το προσπαθούσε, όμως έπεισε τον Στίντσκομ να το
κάνει». Η κυρία Πάρφιτ γέλασε χαρούμενα. «Ξέρει πολύ καλά πώς να κάνει
αυτό που θέλει».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε.
«Είναι μια λαίδη. Δε θα έπρεπε να με φροντίζει εκείνη».
Η οικονόμος έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε.
«Και δηλαδή ποιος άλλος θα σας φρόντιζε; Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα,
όμως έχω μόνο δυο χέρια και πρέπει να φροντίζω το σπίτι και τον σερ Έ-
ντουαρντ. Κι αφού ο κύριος αρνείται να προσλάβει άλλο προσωπικό, νιώ-
θω ευγνωμοσύνη που η νεαρή λαίδη καταδέχτηκε να με βοηθήσει».
«Ναι, φυσικά. Ζητώ συγνώμη, κυρία Πάρφιτ. Ο ερχομός μου εδώ σας
πρόσθεσε επιπλέον δουλειά».
«Δεν πρέπει να κάνετε τέτοιες σκέψεις, αφέντη Άντριου. Πού θα έπρεπε
να πάτε στη δύσκολη στιγμή σας, αν όχι στο παλιό σας σπίτι;» Η κυρία
Πάρφιτ άφησε το κύπελλο, ίσιωσε το κορμί της και του χαμογέλασε πλα-
τιά. «Τώρα θα πάω να ετοιμάσω το πρωινό σας και θα επιστρέψω αμέσως
μόλις μπορέσω».
Έφυγε βιαστική και ο Ντρου έμεινε και πάλι μόνος. Έγειρε πίσω το κε-
φάλι και έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να θυμηθεί τα γεγονότα που
τους οδήγησαν στο Χάρτκομ. Όμως, όσο περισσότερο προσπαθούσε, τό-
σο μπερδευόταν. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και κοίταξε προς τα εκεί,
περιμένοντας να δει την Ελίς να μπαίνει. Όμως ξαφνιάστηκε όταν αντίκρι-
σε τον πατέρα του να στέκεται στο κατώφλι.
Θυμόταν αμυδρά ότι τον είχε δει στην πόρτα όταν έφτασαν με την Ελίς
στο Χάρτκομ. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες, θολές. Θυμόταν μόνο,
αόριστα, μια σκυφτή σιλουέτα με λευκά μαλλιά: Τώρα εκμεταλλεύτηκε
την ευκαιρία να κοιτάξει καλύτερα τον πατέρα του και σοκαρίστηκε έντο-
να από το πόσο είχε γεράσει. Δέκα χρόνια πριν ο σερ Έντουαρντ ήταν ένας
ψηλός, περήφανος άντρας στην ακμή του. Τώρα το πρόσωπό του ήταν
ρυτιδιασμένο κι η πλάτη του σκυφτή, σαν να είχε υποφέρει πολύ. Φορού-
σε πάντα πουδραρισμένη περούκα στο ξυρισμένο κεφάλι του, όμως τώρα
τα λευκά μαλλιά του πλαισίωναν ακατάστατα το πρόσωπό του.
Και για όλα αυτά φταίω εγώ.
«Η Πάρφιτ είπε ότι ξύπνησες». Ο σερ Έντουαρντ μπήκε στην κάμαρα.
«Πώς είσαι;»
Ο τόνος του ήταν ψυχρός, κακόκεφος. Ο Ντρου σκέφτηκε με πικρία ότι
θα ήταν ανόητος αν περίμενε κάτι διαφορετικό.
«Πολύ αδύναμος», απάντησε κοφτά. «Πόσο έχει ο μήνας;»
«Είκοσι έξι».
«Κιόλας;» Ο Ντρου ανακάθισε κι ύστερα ξάπλωσε ξανά, νιώθοντας τη
σουβλιά του πόνου στο αριστερό του μπράτσο. «Και όλον αυτό τον καιρό
με φρόντιζε η Ελίς;»
«Έτσι τη λένε;» Ο σερ Έντουαρντ έσμιξε ελαφρά τα πυκνά φρύδια του.
«Ναι. Εκείνη σε φρόντιζε. Συνεχώς».
«Μα δεν είναι υπηρέτρια», διαμαρτυρήθηκε ο Ντρου. «Δε θα έπρεπε να
το είχες επιτρέψει».
«Εμφανιστήκατε χωρίς υπηρέτες και χωρίς αποσκευές. Πώς θα μπορού-
σα να ξέρω ότι δεν ήταν απλώς η...» Ο σερ Έντουαρντ σταμάτησε και κοκ-
κίνισε ελαφρά, όταν αντίκρισε το θυμωμένο βλέμμα του Ντρου. «Δεν υ-
πήρχε κανένας άλλος να σε φροντίσει», είπε απολογητικά. «Η Πάρφιτ έκα-
νε ό,τι μπορούσε, όμως δε γινόταν να μένει μαζί σου μέρα νύχτα».
«Τότε, θα έπρεπε να με είχατε αφήσει μόνο», είπε κοφτά ο Ντρου. «Δε
θα έπρεπε να της επιτρέψεις να παραμείνει εδώ».
«Ω, και τι νομίζεις ότι θα έπρεπε να είχα κάνει μαζί της;» ρώτησε ο σερ
Έντουαρντ κι έγινε κατακόκκινος. «Αρνιόταν να φύγει από δίπλα σου».
«Σου είπα ότι την πήγαινα στο Μπαθ, ότι θα έπρεπε να την είχες στείλει
εκεί, στην οικογένεια του αρραβωνιαστικού της».
«Αρνήθηκε να φύγει αν δε βεβαιωνόταν πρώτα ότι διέφυγες κάθε κίν-
δυνο».
Ο Ντρου ρουθούνισε θυμωμένα.
«Θα μπορούσες να την αναγκάσεις να φύγει».
Ο σερ Έντουαρντ μουρμούρισε κάτι νευριασμένος.
«Κι αφού δε μου έλεγε το όνομά της, ούτε το όνομα του αρ-
ραβωνιαστικού της, τι θα ήθελες να κάνω; Να την παρατήσω στην πόρτα
του αββαείου του Μπαθ;» ρώτησε ο σερ Έντουαρντ αγριεμένος. «Αυτή η
γυναίκα δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Μας έκανε όλους άνω κάτω».
Αγριοκοίταξε τον Ντρου, που ένιωσε τα χείλη του να χαμογελούν, κι ύ-
στερα, αφού προσπάθησε λίγο, έβαλε τα γέλια.
«Ναι», είπε. «Διαθέτει σπάνιο ταλέντο σ’ αυτό, το παραδέχομαι».
«Ναι, γέλα εσύ», μούγκρισε ο πατέρας του. «Ούτε που φαντάζεσαι σε τι
φασαρίες μας έβαλες».
Η διάθεση του Ντρου χάλασε και πάλι. Ξέχασε κάθε επιθυμία του να γε-
λάσει.
«Ω, νομίζω ότι ξέρω. Εγώ...»
Σταμάτησε όταν άκουσε βιαστικά βήματα στο διάδρομο. Την επόμενη
στιγμή μπήκε στην κάμαρα η Ελίς. Το σακάκι του ταξιδιωτικού της φορέ-
ματος ήταν ξεκούμπωτο, τα μαλλιά της ανακατεμένα και τα μάγουλά της
αναψοκοκκινισμένα με τον πιο γοητευτικό τρόπο. Βλέποντας τον σερ Έ-
ντουαρντ, σταμάτησε.
«Ω, ζητώ συγγνώμη». Έκανε μια βιαστική υπόκλιση. «Άκουσα θόρυβο
και φοβήθηκα...»
«Σκεφτήκατε ότι ο ασθενής σας έχει παραισθήσεις;» γάβγισε ο σερ Έ-
ντουαρντ. «Όχι, ξαναβρήκε επιτέλους τις αισθήσεις του κι ελπίζω ότι σύ-
ντομα θα μπορέσετε να τον πάρετε απ’ αυτό το σπίτι».
Μ’ αυτά τα λόγια έφυγε, αφήνοντας την Ελίς να κοιτάζει με αβεβαιότη-
τα τον Ντρου.
«Ζητώ συγγνώμη», είπε εκείνη και πάλι. «Λυπάμαι αν διέκοψα τη...»
Ο Ντρου σήκωσε το χέρι του.
«Δε διέκοψες τίποτα, εκτός από έναν πιθανό καβγά», είπε κοφτά. «Πά-
ντα έτσι ήταν η σχέση μας».
«Δε σε έδιωξε από το Χάρτκομ».
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα το έκανε αν μπορούσε».
«Ντρου, είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος και υποφέρει πολύ».
«Κι εγώ όχι;» ρώτησε ο Ντρου. Άδειασε τα πνευμόνια του και σήκωσε το
χέρι του. «Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι, συγχώρησε με».
«Ευχαρίστως». Η Ελίς πήγε κοντά του και τον κοίταξε ανήσυχη στα μά-
τια. «Ήξερες για τον αδελφό σου;» ρώτησε τρυφερά. «Γνώριζες ότι πέθα-
νε;»
«Ο Σάιμον; Όχι». Αυτό το νέο τον συγκλόνισε. Κοίταξε την Ελίς ενώ το
στομάχι του σφίχτηκε. «Πότε έγινε αυτό;»
«Πριν από δυο χρόνια. Είχε ένα ατύχημα με το άλογο. Μου το είπε η κυ-
ρία Πάρφιτ».
Ο Ντρου έκλεισε τα μάτια. Τα δάχτυλα του γερού χεριού του έκλεισαν
γύρω απ’ τα σκεπάσματα τόσο σφιχτά που οι κόμπο τους άσπρισαν.
«Όχι, δεν το ήξερα», είπε ξανά ο Ντρου και συνέχισε με πικρία. «Είχα
χρόνια να λάβω νέα απ’ το Χάρτκομ».
«Λυπάμαι πολύ». Η Ελίς κάλυψε το χέρι του με το δικό της. «Ίσως τώρα
καταλαβαίνεις κάπως τη δυστυχία του πατέρα σου».
Ω, ναι. Ο Ντρου την καταλάβαινε. Και ο ίδιος ήταν η αιτία για το μεγαλύ-
τερο μέρος της. Ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα συμφιλιωνόταν έστω με τον
Σάιμον, όμως τώρα αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Με κάποια προσπάθεια,
ξανάφερε τις σκέψεις του στο παρόν και άνοιξε και πάλι τα μάτια του.
«Δεν υπάρχει λόγος να μένεις κι εσύ εδώ». Ο Ντρου τράβηξε το χέρι του
και πίεσε τον εαυτό του να αντέξει την αίσθηση της απώλειας. «Θα έπρεπε
να ζητήσεις απ’ τον πατέρα μου να σε συνοδεύσει στο λόρδο Γουίτλγουντ
στο Μπαθ».
«Πώς θα μπορούσα να φύγω, όταν δεν υπήρχε κανείς να σε φροντίσει;»
«Εύκολα. Δεν ήταν δική σου δουλειά να με φροντίσεις».
«Κάποιος έπρεπε να το κάνει και να βοηθήσει την κυρία Πάρφιτ να σε
βάλει στο κρεβάτι. Τη βοήθησα να σε πλύνει και να σου φορέσει τη νυχτι-
κιά σου, αν και αποφάσισα να μην προσπαθήσω να σε ξυρίσω».
Η λάμψη στο βλέμμα της και το σκανταλιάρικο χαμόγελό της κατάφερε
να διώξει τις θλιβερές σκέψεις από το μυαλό του Ντρου, έστω και για λίγο.
Χαμογέλασε.
«Τρέμω όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσες να είχες κάνει με ένα ξυράφι
στα χέρια. Πιστεύω ότι αυτή την υπηρεσία μού την πρόσφερε ο βαλές του
πατέρα μου».
«Ναι. Ο σερ Έντουαρντ ήταν κάπως απρόθυμος να το επιτρέψει αρχικά,
αλλά, όταν κατάλαβε ότι ήμουν διατεθειμένη να σε ξυρίσω η ίδια, υποχώ-
ρησε και διέταξε τον Στίντσκομ να με βοηθήσει».
«Ευτυχώς γι’ αυτό!»
«Το ξέρω». Η Ελίς γέλασε. «Νομίζω ότι φοβήθηκε πως θα σου έκοβα το
λαιμό, πράγμα πολύ πιθανόν φυσικά, αφού δεν έχω ξυρίσει ποτέ κανέ-
ναν».
«Δε θα έπρεπε να είχες κάνει τίποτα για μένα». Ο Ντρου συνοφρυώθηκε
συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης. «Έχουμε μόνο τρεις
μέρες για να σε πάμε στο λόρδο Γουίτλγουντ. Και αν εγώ δεν είμαι αρκετά
καλά, θα πρέπει να πας μόνη. Μπορούμε να βρούμε κάποια καμαριέρα απ’
το χωριό για να σε συνοδεύσει κι εγώ θα γράψω ένα γράμμα, στο οποίο θα
εξηγώ...»
«Είναι απαραίτητο αυτό;» τον ρώτησε η Ελίς ξαφνιασμένη. «Δε θα μπο-
ρούσαμε να γράψουμε τώρα στον υποκόμη, να του πούμε ότι θα καθυ-
στερήσουμε;»
Ο Ντρου κούνησε το κεφάλι. «Ο λόρδος Γουίτλγουντ ήταν πολύ συγκε-
κριμένος στο γράμμα του. Θα πρέπει να βρίσκεσαι στο σπίτι του μέχρι τη
γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Αν όχι, ο γάμος θα ακυρωθεί».
Είδε το πρόσωπο της Ελίς να χλομιάζει και λυπήθηκε γι’ αυτό, όμως το
σωστό ήταν να γνωρίζει την αλήθεια. Η Ελίς έσφιγγε και ξέσφιγγε τις πα-
λάμες της για μερικές στιγμές ενώ σκεφτόταν τα λόγια του.
«Αυτό μου το έχεις ξαναπεί», είπε τελικά. «Νο... νομίζεις ότι ο λόρδος
Γουίτλγουντ θα προτιμούσε να μην παντρευτώ τον Γουίλιαμ;»
«Φοβάμαι πως ναι».
«Και γι’ αυτό έλειπαν οικογενειακώς απ’ το Λονδίνο όταν φτάσαμε; Ο
υποκόμης ήλπιζε ότι μπορεί να μη συνέχιζα το ταξίδι;»
Ο Ντρου ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως δεν το είπε. Αντίθετα, παρακο-
λούθησε τα συναισθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο στο πρόσωπό
της. «Ελίς», είπε τελικά, «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να παντρευτείς τον νεα-
ρό Ρέβερσον;»
«Μα φυσικά», απάντησε αμέσως εκείνη. «Κι εκείνος θέλει να με πα-
ντρευτεί. Έχω τα γράμματά του. Μ’ αγαπάει».
«Έχετε τρία χρόνια να δείτε ο ένας τον άλλον».
«Και κανείς μας δεν έχει μετανιώσει», είπε η Ελίς. «Αυτό αποδεικνύει τη
δύναμη της αγάπης μας, έτσι δεν είναι;»
Ο Ντρου την κοίταξε σιωπηλός, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν θα
έπρεπε να της πει ότι αυτό δεν αποδείκνυε απολύτως τίποτε, όμως, αφού
εκείνη τη στιγμή μπήκε η κυρία Πάρφιτ με το πρωινό του, αποφάσισε να
σωπάσει. Στο κάτω κάτω, αυτόν το γάμο τον είχε κανονίσει ο Χάρι κι εκεί-
νος απλώς εκπλήρωνε την επιθυμία του φίλου του. Στην πραγματικότητα,
δεν ήταν δική του δουλειά. Ωστόσο, όταν κάθισε να απολαύσει το πρώτο
του γεύμα μετά από μέρες, κατάλαβε ότι η συνείδησή του δεν τον άφηνε
να ησυχάσει.
Κεφάλαιο 6

Μια επίσκεψη του δόκτορα Χαλ επιβεβαίωσε ότι η ανάρρωση του Ντρου
προχωρούσε καλά. Ο γιατρός τού επέτρεψε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι για
μερικές ώρες εκείνη την ημέρα και το επόμενο πρωί ανακοίνωσε την πρό-
θεσή του να καθίσει στο τραπέζι με τον πατέρα του και την Ελίς. Αρνήθηκε
να επιτρέψει στην Ελίς να τον βοηθήσει να ντυθεί, επισημαίνοντας ότι,
αφού ο βαλές του πατέρα του τον ξύριζε κάθε πρωί, θα μπορούσε να τον
βοηθήσει και να ντυθεί. Ο Στίντσκομ τον ξάφνιασε που δεν έφερε αντιρ-
ρήσεις και που παραδέχτηκε ότι ο σερ Έντουαρντ του έδωσε εντολή να
τον βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε.
Έτσι, αργά το απόγευμα, ο Ντρου βγήκε τελικά από την κάμαρά του. Η
κυρία Πάρφιτ είχε καθαρίσει το σακάκι του όσο καλύτερα μπορούσε και
είχε μαντάρει την τρύπα από τη σφαίρα, όμως ο επίδεσμος στο μπράτσο
του Ντρου ήταν πολύ παχύς για να του επιτρέψει να το φορέσει, κι έτσι
εμφανίστηκε με το γιλέκο του και ένα δανεικό πουκάμισο που του βρήκε ο
Στίντσκομ, έχοντας το πληγωμένο μπράτσο του περασμένο σε αορτήρα.
Κι αφού ήταν η πρώτη του έξοδος, ο βαλές επέμεινε να τον συνοδεύσει
στο σαλόνι. Ο σερ Έντουαρντ ήταν ήδη εκεί, καθισμένος στη μια πλευρά
του τζακιού. Ο Ντρου μπήκε και άκουσε τον Στίντσκομ να κλείνει σιγανά
την πόρτα πίσω του. Ήταν μόνος με τον πατέρα του.
«Ώστε σηκώθηκες, τελικά».
Ψυχρός χαιρετισμός, αλλά ο Ντρου δεν περίμενε τίποτα περισσότερο.
«Ναι. Και σε μερικές μέρες θα φύγω απ’ το σπίτι σου».
Ο ηλικιωμένος άντρας δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήγε στον μπουφέ και γέ-
μισε με κρασί δυο ποτήρια.
«Θα σου κανονίσω άμαξα, αλλά τίποτα περισσότερο».
«Δεν περιμένω τίποτα περισσότερο από σένα. Όταν θα είμαι στο Μπαθ,
θα μπορέσω να πάρω χρήματα από την τράπεζα», είπε ο Ντρου και συνέ-
χισε με πικρία. «Μην ανησυχείς, οι τραπεζίτες μου με γνωρίζουν σαν Μπά-
στιον, δεν υπάρχει κίνδυνος να με συνδέσει κάποιος μ’ εσένα».
«Αυτό δε με απασχολεί».
Ο σερ Έντουαρντ έδωσε στον Ντρου το ένα ποτήρι και κάθισε ξανά,
κοιτάζοντας μελαγχολικά τη φωτιά στο τζάκι. Ο Ντρου απέμεινε να τον
κοιτάζει για λίγο κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του.
«Ω, τι στο καλό!» Ύψωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά σου, σερ».
Ο πατέρας του τον κοίταξε. «Περιμένεις να ανταποδώσω την πρόποση;»
«Όχι. Όμως σου είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία σου».
Ο πατέρας του κοίταξε συνοφρυωμένος το ποτήρι του.
«Μου κόστισες πολλά», μουρμούρισε. «Τα πρόστιμα, τα κτήματα που
μου κατέσχεσαν, η ταπείνωση της οικογένειας. Ακόμα και ο θάνατος της
μητέρας σου».
«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω;» αντέτεινε ο Ντρου. Οι τύψεις και η πικρία
έσφιγγαν την καρδιά του.
«Ποτέ δε συγχώρησε τον εαυτό της που σ’ έστειλε να μείνεις με τον α-
δελφό της. Ήταν πεπεισμένη ότι για όλα έφταιγε εκείνος, ότι εκείνος σε
έπεισε να κάνεις όσα έκανες, αλλά εγώ ξέρω ότι δεν ήταν έτσι. Ήσουν πά-
ντα ατίθασος».
«Ήμουν δεκαπέντε ετών. Ατίθασος ναι, αλλά ακόμα παιδί, πατέρα».
Ο σερ Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος του και κάγχασε σαρκαστικά.
«Μη με λες έτσι! Δε σε αναγνωρίζω σαν γιο μου».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη, καθώς τα λόγια του σερ Έντουαρντ τον πλή-
γωσαν. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό», είπε χαμηλόφωνα ύστερα λίγο.
Ο σερ Έντουαρντ κατέβασε τους ώμους και γύρισε πάλι προς το τζάκι,
κι έτσι κάθισαν σιωπηλοί μέχρι που η πόρτα άνοιξε ξανά και εμφανίστηκε
η Ελίς, με τα μεταξωτά της φορέματα να θροΐζουν. Οι δυο άντρες σηκώ-
θηκαν αμέσως, όμως ο Ντρου δεν πίστευε στα μάτια του. Το πράσινο τα-
ξιδιωτικό της σύνολο είχε χαθεί. Η Ελίς φορούσε ένα σατέν φόρεμα με μια
λευκή καπιτονέ φαρδιά φούστα και ήταν συγκλονιστική.
«Αναρωτιέσαι πώς γίνεται να έχω άλλο φόρεμα, όταν η άμαξα με όλες
τις αποσκευές μας κλάπηκε», είπε η Ελίς ερμηνεύοντας σωστά το απορη-
μένο βλέμμα του. «Ο σερ Έντουαρντ έδωσε στην κυρία Πάρφιτ την άδεια
να ψάξει να μου βρει κάποιο απ’ τα φορέματα της μητέρας σου». Χαμογέ-
λασε ντροπαλά. «Το διόρθωσα, ώστε να έχω κάτι να γεμίζω το χρόνο μου
όσο ήμουν στο προσκεφάλι σου».
«Σου πηγαίνει πολύ», απάντησε ο Ντρου, με την ελπίδα ότι η έκφρασή
του δε θα πρόδιδε τον πόθο που ένιωθε για το όμορφο πλάσμα που έβλε-
πε μπροστά του.
Δε φορούσε μαντίλι στους ώμους, υπήρχε μόνο η ανοιχτόχρωμη δαντέ-
λα του σεμνού ντεκολτέ της. Το φως των κεριών έκανε τα στιλπνά μαλλιά
της να λάμπουν. Μια τούφα έπεφτε στον έναν ώμο της, τονίζοντας την
αψεγάδιαστη, λευκή επιδερμίδα της. Το κεντημένο μπούστο της τράβηξε
το βλέμμα του στη λεπτή μέση της και φαντάστηκε τον εαυτό του να την
αγκαλιάζει και να την τραβάει πάνω του. Η Ελίς θα γελούσε κι εκείνος θα
έσκυβε για να κλέψει ένα φιλί από τα κερασένια χείλη της. Τα είχε ήδη
γευτεί και θυμόταν πόσο γλυκά ήταν...
Έδιωξε βιαστικά αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και στράφηκε
στον πατέρα του.
«Τώρα μπορώ να επανορθώσω για τους κακούς τρόπους μου και να σας
συστήσω και επισήμως. Σερ, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη μις Ελίς
Σάλφορντ. Η μις Σάλφορντ είναι κόρη ενός καλού μου φίλου. Όταν πέθα-
νε, την άφησε στη δική μου φροντίδα».
Η Ελίς έκανε μια βαθιά, γεμάτη σεβασμό υπόκλιση.
«Σερ Έντουαρντ, ελπίζω να με συγχωρήσετε που σας έκρυβα το όνομά
μου τόσον καιρό».
«Είμαι σίγουρος ότι θα είχες τους λόγους σου», είπε ο σερ Έντουαρντ
κοφτά. Της πρόσφερε μια πολυθρόνα και κάθισαν και οι τρεις μπροστά
στο τζάκι, βυθισμένοι σε μια αμήχανη σιωπή. Ο σερ Έντουαρντ καθάρισε
το λαιμό του. «Απόλαυσες την πρωινή βόλτα σου, μις Σάλφορντ;»
«Ναι, σερ, ευχαριστώ».
«Οι κήποι έχουν μείνει αφρόντιστοι πλέον. Ήταν το βασίλειο της συζύ-
γου μου και μετά το θάνατό της δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί τους. Δεν υ-
πήρχαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες».
Ο σερ Έντουαρντ κοίταξε θυμωμένα τον Ντρου, που δεν μπόρεσε ν’ α-
ντισταθεί στον πειρασμό να κάνει κι εκείνος τα παράπονά του.
«Γιατί δε με πληροφόρησες για το θάνατο του Σάιμον;»
«Δεν πίστευα ότι θα σ’ ενδιέφερε».
«Δε θα μ’ ενδιέφερε; Αν είναι δυνατόν, ήταν αδελφός μου!»
«Ναι, κρίμα που δεν το σκέφτηκες αυτό πριν γίνεις προδότης και βάλεις
σε κίνδυνο την κληρονομιά του».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη του, αποφασισμένος να μην απαντήσει, κι αυτή
που έσπασε τη σιωπή ήταν η Ελίς. Γύρισε προς τον σερ Έντουαρντ.
«Θα πρέπει να σας λείπει πολύ, σερ. Η κυρία Πάρφιτ είπε ότι χάθηκε σε
ένα ατύχημα με το άλογο».
Ο Ντρου μάζεψε το κουράγιο του έτοιμος να την υπερασπιστεί αν ο πα-
τέρας του της μιλούσε απότομα, όμως δε χρειάστηκε.
«Ναι, έτσι έγινε», απάντησε ο σερ Έντουαρντ. «Συνέβη πριν από δυο
χρόνια, τέτοια εποχή. Ο Σάιμον είχε αγοράσει ένα καινούργιο άλογο, ό-
μορφο ζώο αλλά με βίαιο χαρακτήρα». Κοίταξε τον Ντρου. «Ποτέ δεν είχε
τον δικό σου τρόπο με τα άλογα. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να το δαμάσει,
όμως το πίεσε, το πήρε πολύ γρήγορα στο κυνήγι. Το άλογο τον πέταξε
κάτω στον πρώτο φράχτη. Του έσπασε το λαιμό».
«Λυπάμαι πολύ», είπε η Ελίς χαμηλόφωνα. «Και από τότε ζείτε μόνος
εδώ;»
Ο ηλικιωμένος άντρας σήκωσε το βλέμμα του. «Μου αρέσει να είμαι μό-
νος μου», είπε επιθετικά. Σηκώθηκε. «Το δείπνο θα έχει πλέον σερβιριστεί.
Ας πηγαίνουμε».
***
Η ατμόσφαιρα στην τραπεζαρία ήταν χαρακτηριστικά ψυχρή, όμως αυ-
τό δεν είχε καμία σχέση με τον καιρό, που ήταν καλός και η Ελίς δε χρεια-
ζόταν το σάλι που είχε πάρει μαζί της. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και τα παρά-
θυρα ήταν ανοιχτά ώστε να μπαίνει ο ήλιος και χαιρόταν που άκουγε τα
χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών απ’ τον κήπο, καθώς της επέτρεπαν
να σκέφτεται και κάτι άλλο εκτός από τη γεμάτη ένταση σιωπή. Όταν το
δείπνο τελείωσε, η Ελίς σηκώθηκε για ν’ αφήσει τους άντρες μόνους, μα ο
Ντρου την ακολούθησε και της πρότεινε να κάνουν μαζί έναν περίπατο
στον κήπο. Ξαφνιάστηκε, αλλά δέχτηκε με χαρά. Καθώς διέσχιζαν το διά-
δρομο, ο Ντρου της εξήγησε τους λόγους της πρόσκλησής του.
«Δε θα ανεχτώ άλλο την αποδοκιμασία του», είπε. «Δεν έχει μαλακώσει
καθόλου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι, αν μπορούσε, θα φόρτωνε σ’ εμέ-
να το ατύχημα του Σάιμον». Έκανε μια παύση και έτριψε τα μάτια του.
«Συγχώρησέ με, Ελίς. Δε θέλω να σε επηρεάσω με την κακή μου διάθεση,
όμως χρειαζόμουν μια δικαιολογία για να τον αφήσω μόνο του. Θα πάω
να ξαπλώσω...»
«Όχι». Η Ελίς τον έπιασε αγκαζέ. «Δεν είναι αργά, και θα σου κάνει καλό
να βγεις για λίγο έξω. Έλα μαζί μου, μπορούμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα
απ’ τον κήπο».
Στην αρχή σκέφτηκε ότι ο Ντρου θα αρνιόταν, όμως εκείνος ανασήκωσε
τους ώμους και βγήκε στον κήπο μαζί της. Η περιοχή με τους θάμνους ή-
ταν τόσο αφρόντιστη ώστε δε γινόταν να περπατήσουν εκεί, όμως η Ελίς
ακολούθησε τα χαλικόστρωτα μονοπάτια που είχε πάρει νωρίτερα εκείνη
τη μέρα και δεν ήταν ακόμα αδιάβατα. Περπατούσαν μαζί, χωρίς να αγγί-
ζονται, αλλά η παρουσία του Ντρου πλάι της την αναστάτωνε. Σχεδόν έ-
νιωθε την έντασή του, το θυμό του, που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει.
«Αυτός ο κήπος θα ήταν τόσο όμορφος με λίγη φροντίδα», σχολίασε σε
μια προσπάθεια να κάνει τον Ντρου να ξεχαστεί. «Νομίζω ότι τώρα υπάρ-
χει μόνο ένας κηπουρός και περνάει όλον το χρόνο του φροντίζοντας τις
ορχιδέες και τον κήπο της κουζίνας».
«Ναι».
Η Ελίς σήκωσε το βλέμμα της. Η έκφραση του Ντρου ήταν θυμωμένη, το
βλέμμα του σκοτεινό.
«Ευθύνεσαι κι εσύ γι’ αυτό;»
«Φυσικά».
«Γιατί;»
«Οι πράξεις μου είχαν ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των κτημά-
των του πατέρα μου να κατασχεθεί από το Στέμμα. Σίγουρα θα επιβλήθη-
καν πρόστιμα και, επιπλέον, μην ξεχνάμε την ταπείνωση για το ότι στην
οικογένεια υπήρξε ένας προδότης. Ο πατέρας μου πλήρωσε ακριβά για την
προδοσία μου. Θα ήταν απαραίτητο να γίνουν οικονομίες».
Η Ελίς τον έπιασε αγκαζέ και του έσφιξε ελαφρά τα μπράτσο.
«Δε θα μου πεις τι συνέβη;» ρώτησε τρυφερά.
«Δεν υπάρχει τίποτα να σου πω. Το ’45 συντάχθηκα με τον Νέο Μνηστή-
ρα, τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ, που διεκδικούσε το θρόνο. Ηττήθηκε,
και έτσι όλοι οι υποστηρικτές του θεωρήθηκαν προδότες. Η οικογένειά
μου ήταν πολύ τυχερή που δεν έχασε τα πάντα εξαιτίας μου».
«Μα δεν ήσουν παρά ένα παιδί».
«Θεωρήθηκε ότι ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να αντιλαμβάνομαι τι έ-
κανα. Ότι στήριξα τους επαναστάτες στην προσπάθειά τους να διώξουν
το βασιλιά Γεώργιο από τον αγγλικό θρόνο. Κι αυτό ήταν προδοσία».
Κατέβηκαν μερικά σκαλοπάτια και βρέθηκαν ν’ ακολουθούν ένα άλλο
μονοπάτι. Η Ελίς κοίταξε πίσω τους. Είχαν πλέον απομακρυνθεί αρκετά
από το σπίτι.
«Θα ήθελα πολύ ν’ ακούσω την ιστορία σου», είπε, κι όταν τον είδε να
διστάζει, συνέχισε χαμογελώντας. «Ο πατέρας μου θα πρέπει να διέκρινε
κάτι καλό σ’ εσένα για να σε διορίσει κηδεμόνα μου».
«Ήταν ο μόνος που είχε αυτή τη γνώμη».
Συνέχισαν να προχωρούν και η Ελίς παρέμεινε σιωπηλή. Λίγο αργότερα
ανταμείφθηκε, όταν ο Ντρου άρχισε να μιλάει.
«Είχα μόλις γίνει δεκαπέντε ετών και πήγα βόρεια, στο Στράθμορ, να
μείνω με το θείο μου, τον αδελφό της μητέρας μου. Υποτίθεται ότι η επί-
σκεψή μου θα ήταν σύντομη, ότι θα έμενα εκεί έναν μήνα το πολύ κι ύ-
στερα θα επέστρεφα στις σπουδές μου. Ωστόσο, όσο ήμουν εκεί, μαθεύ-
τηκε ότι ο πρίγκιπας είχε αποβιβαστεί στη Σκωτία. Ο θείος μου ήταν πάντα
Ιακωβίτης, η οικογένειά του είχε εμπλακεί στην εξέγερση του ‘15, όταν έ-
χασαν όλους τους τίτλους τους και μόλις που κατάφεραν να γλιτώσουν τη
ζωή τους.
»Ήταν δύσκολες εποχές για την οικογένεια της μητέρας μου. Την έστει-
λαν να μείνει σε φίλους στην Υόρκη, με την ελπίδα πως έτσι ίσως να γλί-
τωνε από το στίγμα ότι ανήκε σε οικογένεια προδοτών. Εκεί τη γνώρισε ο
πατέρας μου και ερωτεύτηκαν. Την παντρεύτηκε και την έφερε εδώ, στο
Χάρτκομ. Παρά τις αντιρρήσεις του, η μητέρα μου διατήρησε επαφή με την
οικογένειά της και μάλιστα τον έπεισε να επιτρέψει στον Σάιμον και σ’ ε-
μένα να επισκεπτόμαστε πού και πού τους δικούς της. Θεωρούσε ότι δε θα
μπορούσε να συμβεί κάτι κακό, η ίδια δεν είχε καμιά συμπάθεια στους Ια-
κωβίτες και δεν πίστευε ότι διατρέχαμε τον κίνδυνο να πειστούμε απ’ τα
φανατικά παραληρήματα του αδελφού της για έναν σκοπό που εκείνη
θεωρούσε χαμένο. Είχε δίκιο μόνο κατά το ήμισυ. Ο Σάιμον ήταν μελε-
τηρός, λογικός και σπιτόγατος. Εγώ ήμουν πάντα πιο ανήσυχος, αποζη-
τούσα τις περιπέτειες και βαριόμουν τα βιβλία και τα μαθήματα». Έκανε
μια μικρή παύση, σαν να τον απασχολούσε κάτι. «Πώς μπόρεσε να κάνει
την ανοησία να καβαλήσει ένα άλογο μισοδαμασμένο;»
«Ο σερ Έντουαρντ είπε ότι δεν είχε τον δικό σου τρόπο με τα άλογα».
«Ακόμα κι έτσι... Εκείνος υποτίθεται ότι ήταν ο έξυπνος».
«Ήσασταν πολύ δεμένοι;»
«Αρκετά, μέχρι την τελευταία μου επίσκεψη στη Σκωτία. Από τότε δεν
είχα ξανά νέα του». Ο Ντρου χαμογέλασε μελαγχολικά. «Όταν κηρύχτηκα
προδότης, ο πατέρας μου μου έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο μου έλεγε ότι
είχε απαγορεύσει στον Σάιμον κάθε επικοινωνία μαζί μου. Ήμουν απόβλη-
τος, δε θεωρούμουν πλέον μέλος της οικογένειας. Ποτέ δεν το πίστεψα
απόλυτα. Ταξίδευα συνεχώς, όμως έγραφα στο Χάρτκομ όποτε μπορούσα,
ώστε να ενημερώνω την οικογένειά μου πού θα μπορούσε να με βρει. Έ-
λαβα μόνο ένα γράμμα. Ήταν απ’ τον πατέρα μου, τέσσερα χρόνια πριν.
Με πληροφορούσε ότι η μητέρα μου πέθανε. Ότι την είχα σκοτώσει εγώ».
Η Ελίς σταμάτησε. «Ω, Ντρου».
«Μη σπαταλάς τον οίκτο σου σ’ εμένα, μαντάμ. Μην ξεχνάς ότι είμαι έ-
νας προδότης».
Ο Ντρου απομάκρυνε το χέρι της από το μπράτσο του και στεκόταν α-
κίνητος σαν άγαλμα. Το πρόσωπό του ήταν μια παγωμένη μάσκα και η Ε-
λίς αναρίγησε, δεν ήξερε πώς να τον πλησιάσει. Μετά από λίγο του μίλησε
με μια τρυφερότητα στη φωνή της.
«Καλύτερα να προχωρήσουμε, αν δε θέλουμε να παγώσουμε».
«Ναι, φυσικά».
Συνέχισαν τον περίπατό τους. Οι σκιές πύκνωναν γύρω τους καθώς ο ή-
λιος χαμήλωνε στον ορίζοντα.
«Πώς πέθανε;» ρώτησε η Ελίς.
«Της ράγισα την καρδιά».
«Δεν το πιστεύω αυτό».
Ο Ντρου ανασήκωσε τους ώμους.
«Ο πατέρας μου μου είπε ότι έπαθε αποπληξία όταν έμαθε πως με είχαν
επικηρύξει. Δε συνήλθε ποτέ».
Η Ελίς, που δεν ήξερε τι να πει για να τον παρηγορήσει, τον έπιασε και
πάλι αγκαζέ.
«Θα ήθελα να μάθω τι σου συνέβη το ’45, Ντρου, αν αντέχεις να μου
πεις».
«Δεν μπορεί να θέλεις πραγματικά ν’ ακούσεις μια τέτοια δυσάρεστη ι-
στορία».
«Θέλω», τον διαβεβαίωσε. «Και κάποιες φορές το να μιλάει κανείς βοη-
θάει να κλείσουν οι παλιές πληγές του».
«Όχι οι δικές μου».
«Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ακούσω την ιστορία σου».
«Πολύ καλά». Ο Ντρου έκανε μια παύση, σαν να προσπαθούσε ν’ απο-
φασίσει από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει. «Το καλοκαίρι του ’45 ο Σάιμον
ετοιμαζόταν να φύγει για την Οξφόρδη, έτσι πήγα στο Στράθμορ μόνος.
Θα πρέπει να σου εξηγήσω ότι η υποστήριξη της οικογένειας της μητέρας
μου στους Ιακωβίτες ήταν ένα θέμα που δε συζητιόταν ποτέ στο Χάρτκομ.
Η μητέρα μου δεν υποστήριζε πλέον τους Ιακωβίτες και ο πατέρας μου ή-
ταν θερμός υποστηρικτής του οίκου του Ανόβερου. Το ότι μας επέτρεπε να
επισκεπτόμαστε το Στράθμορ μαρτυρά με τον καλύτερο τρόπο το πόσο
αγαπούσε τη μητέρα μου. Όποτε πηγαίναμε εκεί, ο θείος μου ήταν κάτι
περισσότερο από πρόθυμος να μας διηγείται τα τολμηρά κατορθώματα
των προγόνων του και το πόσο αφοσιωμένοι ήταν στους Στιούαρτ. Ήταν
ιστορίες τιμής, του αγώνα για έναν ευγενικό σκοπό, ακριβώς το είδος των
ιστοριών που θα ξυπνούσε τη φαντασία ενός αγοριού που αποζητούσε
την περιπέτεια. Όταν ο πρίγκιπας αποβιβάστηκε στη Σκωτία και ο θείος
μου έφυγε για να ενωθεί με τις δυνάμεις του, πήγα μαζί του».
Ένα μικρό σύννεφο πέρασε μπροστά από τον ήλιο που έδυε και, για μια
στιγμή, σκοτείνιασε. Η Ελίς τύλιξε το σάλι της λίγο πιο σφιχτά γύρω από
τους ώμους της και περίμενε υπομονετικά τον Ντρου να συνεχίσει.
«Η πραγματικότητα της εξέγερσης ήταν πολύ διαφορετική απ' το ευγε-
νικό εγχείρημα που ονειρευόμουν. Ω, υπήρξαν πολλές ηρωικές πράξεις, ει-
δικά τις πρώτες μέρες, όταν η επιτυχία ερχόταν εύκολα, αλλά έγινα επίσης
μάρτυρας ανόητης κακοδιαχείρισης και ιδιοτέλειας από τους υποστηρι-
κτές του πρίγκιπα. Τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο απ’
τη στιγμή που ο στρατός επέστρεψε στο Ντέρμπι. Υπήρχαν μικρές αψιμα-
χίες μακριά στο Βορρά και κάποιες σποραδικές νίκες, όμως οι άντρες είχαν
αποκαρδιωθεί και έχασαν το ηθικό τους. Εγώ πληγώθηκα στο Φάλκερκ
Μιούερ και δεν ακολούθησα τον πρίγκιπα στο Καλόντεν, όπου πέθανε ο
θείος μου μαζί με τόσους άλλους. Ήταν μια αιματηρή, πικρή ήττα και η κυ-
βέρνηση ήταν αποφασισμένη να συντρίψει ολοκληρωτικά τους επανα-
στάτες.
»Εγώ είχα διακριθεί σε προηγούμενες μάχες, όμως αυτό λειτούργησε
εναντίον μου και ανακάλυψα ότι με επικήρυξαν. Άρχισα να κρύβομαι και,
τελικά, με τη βοήθεια της οικογένειας της μητέρας μου, διέφυγα στην η-
πειρωτική Ευρώπη». Ο Ντρου έκανε μια παύση και, όταν η Ελίς σήκωσε το
βλέμμα της, είδε ότι τα χείλη του είχαν γίνει μια λεπτή λευκή γραμμή. «Ο
Κάρολος και οι υποστηρικτές του είχαν ήδη επιστρέψει στη Γαλλία, όμως
κάθε σκέψη να ενωθώ μαζί τους γρήγορα απορρίφθηκε. Ήμουν ένας
φτωχοδιάβολος, αποκηρυγμένος απ’ τον πατέρα μου. Στο τελευταίο μή-
νυμα που έλαβα από εκείνον πριν φύγω απ’ τη Σκωτία μου έγραφε ότι οι
πράξεις μου είχαν πληγώσει τόσο βαθιά τη μητέρα μου ώστε κανείς δεν
περίμενε ότι θα ζούσε. Έτσι, έφτασα στη Γαλλία χωρίς χρήματα ή διασυν-
δέσεις -ήμουν απλώς ακόμα ένα βάρος. Δεν ήμουν ούτε δεκάξι ετών, μόνος
και μακριά απ’ το σπίτι μου. Άλλαξα το όνομά μου και έκανα ό,τι μπορού-
σα για να επιβιώσω».
Ο Ντρου σταμάτησε. Η Ελίς δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει τις μαύρες
μέρες που θα πρέπει να ακολούθησαν. Σκέφτηκε τις ουλές και τα σημάδια
που είχε δει στο σώμα του και αναρίγησε.
«Έγινες μισθοφόρος».
«Ναι».
«Ήσουν τυχερός που γλίτωσες τη ζωή σου», είπε η Ελίς και έσπευσε να
συνεχίσει. «Ίσως να μη συμφωνείς, όμως εγώ χαίρομαι γι’ αυτό. Ήσουν
πραγματικός φίλος του πατέρα μου· το απέδειξες με τη συμπεριφορά σου
απέναντι μου».
«Μη με ηρωοποιείς, Ελίς, δεν είμαι ήρωας».
Το βλέμμα του ήταν ταραγμένο. Η Ελίς τον κοίταξε στα μάτια και του
χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο.
«Το ξέρω αυτό, ανόητε. Όμως ξέρω επίσης ότι μπορώ να σου εμπιστευ-
τώ τη ζωή μου».
«Μόνο μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αγαπητή μου. Κατό-
πιν...»
Κάτι έλαμψε στο βλέμμα του Ντρου, κάνοντας την ανάσα της να σταμα-
τήσει.
«Κατόπιν;» τον παρότρυνε να συνεχίσει.
Είδε τη λάμψη να χάνεται από το βλέμμα του. Εκείνος γέλασε μελαγχο-
λικά, της χτύπησε το χέρι και την ανάγκασε να προχωρήσει πλάι του.
«Κατόπιν», είπε ανέμελα, «δε θα αποτελείς πλέον δική μου ευθύνη».
Η Ελίς τον συνόδευε σιωπηλή. Δεν εννοούσε αυτό ο Ντρου, ήταν σίγου-
ρη. Το βλέμμα του είχε αφήσει να εννοηθεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Κά-
τι που εκείνη θεώρησε ανησυχητικό, ίσως και λίγο τρομακτικό. Σίγουρα η
ξαφνική έξαψη που την κυρίευσε, ο τρόπος με τον οποίο ήθελε να βρεθεί
στην αγκαλιά του ήταν συναισθήματα που μια γυναίκα θα μπορούσε να
νιώσει μόνο για το σύζυγό της. Για τον εραστή της.
Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Προφανώς
οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στο ότι ένιωθε μοναξιά και της έλειπε
ο Γουίλιαμ, όμως αυτό δε θα ίσχυε για πολύ ακόμα. Σύντομα θα ήταν μαζί.
Τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Λίγες ημέρες ακόμα και δε θα έβλεπε
ποτέ ξανά τον Ντρου. Αλλά αυτό το ήξερε από την αρχή, σωστά; Και δεν
είχε περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε που ανυπομονούσε να φτάσει
εκείνη η μέρα. Είχε αλλάξει και, ξαφνικά, φοβόταν να σκεφτεί το πόσο
πολύ.
«Φυσικά», είπε, προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμη. «Κατόπιν δε θα
χρειάζεται να με φροντίζεις εσύ, έτσι δεν είναι; Θα έχω τον Γουίλιαμ να το
κάνει».
Ο Ντρου έμεινε για λίγο σιωπηλός πριν απαντήσει.
«Φυσικά». Ξανάρχισαν τον περίπατό τους. «Προτείνω να ξεκινήσουμε
αύριο για το Μπαθ».
«Ο δόκτωρ Χαλ είπε ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς για μερικές ακόμα
ημέρες».
«Μείναμε αρκετά εδώ».
«Μα μόλις σήμερα βγήκες απ’ το δωμάτιό σου. Δεν είσαι ακόμα αρκετά
δυνατός για να ταξιδέψεις».
«Νόμιζα ότι θα ανυπομονούσες να φτάσεις στην καινούργια σου οικογέ-
νεια», δήλωσε ο Ντρου, σαν να την προκαλούσε να τον διαψεύσει.
«Ανυπομονώ», έσπευσε να απαντήσει και αρνήθηκε να σκεφτεί βαθύτε-
ρα το θέμα. Νοιαζόταν μόνο για την υγεία του Ντρου, έτσι δεν ήταν; «Σί-
γουρα όμως μπορούμε να περιμένουμε μερικές μέρες μέχρι να αναρρώ-
σεις, δε συμφωνείς;»
«Ο πατέρας μου δε θα είχε την ίδια γνώμη. Αν μπορούσε, δε θα με άφηνε
να μείνω ούτε μια ώρα παραπάνω».
Η Ελίς ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται όταν άκουσε την πικρία στη
φωνή του.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό», του είπε. «Ο σερ Έντουαρντ επέμενε να κα-
λούν το δόκτορα Χαλ για να σε φροντίζει όσο συχνά χρειαζόταν».
«Μόνο επειδή δε θέλει την ντροπή που θα του έφερνε ο θάνατός μου
εδώ».
«Ντρου!»
«Μη θυμώνεις, αγαπητή μου. Δεν περίμενα κάτι άλλο. Αν δεν ήσουν εσύ,
θα με είχε ήδη πετάξει έξω».
«Δεν το πιστεύω αυτό. Ό,τι κι αν έκανες, παραμένεις γιος του».
«Είπε κάτι τέτοιο;»
«Όχι, όμως...»
Ο Ντρου δεν την άφησε να συνεχίσει. «Δεν μπορείς να διορθώσεις τα
πάντα, Ελίς», είπε ανυπόμονα. «Μην ξεχνάς ότι είμαι επικηρυγμένος. Δε θα
έπρεπε να ήμουν καν στην Αγγλία».
«Τότε θα πάω μόνη μου στο Μπαθ, όπως συζητήσαμε».
«Όχι, αυτή η συζήτηση έγινε όταν πίστευα ότι δε θα ήμουν σε θέση να σε
συνοδεύσω. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Υποσχέθηκα στον πατέρα σου ότι θα
σε παρέδιδα ασφαλή στον υποκόμη. Εξάλλου, θέλω να βεβαιωθώ πως το
συμφωνητικό του γάμου θα είναι εντάξει».
«Μα μετά τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δε θα είσαι πλέον κηδεμό-
νας μου. Αυτό θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ».
«Ναι, φυσικά και θα μπορούσες, αλλά θέλω να εξετάσω προσεκτικά το
συμφωνητικό».
«Δεν εμπιστεύεσαι το λόρδο Γουίτλγουντ;»
«Λειτουργώ ως εκπρόσωπος του πατέρα σου. Θα ήθελε να βεβαιωθώ ότι
όλα έχουν τακτοποιηθεί προς όφελος σου. Στο κάτω κάτω, θα προσφέ-
ρεις στο σύζυγό σου μια σεβαστή περιουσία».
Η Ελίς ούτε που πρόσεξε τα σχόλιά του. «Μα δε θα είναι επικίνδυνο για
σένα να πας στο Μπαθ;»
«Όχι ιδιαίτερα, εκτός κι αν αποκαλύψεις το αληθινό μου όνομα».
Η Ελίς του έσφιξε το χέρι.
«Δε θα σε πρόδιδα ποτέ, Ντρου».
Εκείνος κάλυψε με την παλάμη του το χέρι της, που ακουμπούσε στο
μανίκι του δανεικού του πουκαμίσου.
«Όχι, δε νομίζω ότι θα έκανες κάτι τέτοιο, όμως θα πρέπει να καταλά-
βεις πως όσο πιο γρήγορα σε πάω στο Μπαθ, τόσο το καλύτερο».
Η Ελίς το καταλάβαινε, αλλά η σκέψη της μεγάλης αλλαγής που θα συ-
νέβαινε στη ζωή της ήταν, επίσης, κάπως τρομακτική.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς όσο το δυνα-
τόν περισσότερο και ότι μπορούμε να περιμένουμε άλλες είκοσι τέσσερις
ώρες. Αν φύγουμε νωρίς το πρωί της γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, θα
είμαστε στο Μπαθ πριν το μεσημέρι. Σε παρακαλώ, κάνε μου αυτή τη χά-
ρη».
Ο Ντρου αναστέναξε. «Πολύ καλά, ακόμα μια μέρα, όμως δεν μπορούμε
να καθυστερήσουμε άλλο».
«Δεν μπορούμε;» Η Ελίς τον κοίταξε. «Πιστεύεις πραγματικά ότι ο υπο-
κόμης θα ακυρώσει το γάμο αν δε βρίσκομαι στο σπίτι του τη μέρα της
γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ;»
«Ναι».
«Και... και πιστεύεις ότι ο υποκόμης μπορεί να θέλει τόσο πολύ να απο-
φύγει το γάμο ώστε να προσπαθούσε να εμποδίσει την άφιξή μου στο
Μπαθ;»
«Τι σε κάνει να λες κάτι τέτοιο;»
Η Ελίς δεν απάντησε αμέσως.
«Σκεφτόμουν», είπε τελικά, «τη διατύπωση στο γράμμα του λόρδου Γου-
ίτλγουντ και το ότι έφυγε με την οικογένειά του απ’ το Λονδίνο πριν φτά-
σουμε εμείς. Επίσης, είναι και οι συνθήκες της επίθεσης στην άμαξά μας».
«Ταξιδεύαμε σε έναν δρόμο στον οποίο είναι γνωστό ότι υπάρχουν λη-
στές».
Ο τόνος του Ντρου ήταν επιφυλακτικός και η Ελίς κατάλαβε ότι είχε κι
εκείνος τις υποψίες του. Συνέχισε σκεπτική: «Δε σου φαίνεται παράξενο
που ο κύριος Σετλ αρρώστησε και μας άφησε να συνεχίσουμε μόνοι;»
«Ναι, αυτό ήταν λίγο παράξενο, αλλά δεν αποδεικνύει τίποτα».
«Όμως υπάρχουν κι άλλα, Ντρου. Θυμάσαι τι φώναξε ο αμαξάς στους
ληστές; “Υποσχεθήκατε ότι δε θα υπάρξουν πυροβολισμοί” ή κάτι ανάλο-
γο. Δεν τον άκουσες;»
«Όχι, θα πρέπει να το φαντάστηκες».
«Όχι, σου ορκίζομαι. Το σκεφτόμουν συνεχώς. Στην αρχή δεν έβγαζε
νόημα, αλλά ύστερα θυμήθηκα ότι ο αμαξάς και ο φρουρός είχαν σταλεί
από το Μπαθ για να μας συναντήσουν. Και όταν μου είπες πως ο υποκό-
μης σού έστειλε ένα τελεσίγραφο, σκέφτηκα ότι ίσως να κανόνισε να κα-
θυστερήσει η άμαξα».
«Όλα αυτά είναι απλώς ευφάνταστες ανοησίες».
«Αν είναι έτσι, γιατί οι ληστές επέτρεψαν στον αμαξά να φύγει χωρίς να
τον αγγίξουν;»
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε. «Έτσι έγινε; Εγώ είχα μόλις δεχτεί τη σφαίρα
στον ώμο και ομολογώ ότι δεν πρόσεχα και πολλά».
Η Ελίς ένευσε. «Ναι, έτσι έγινε. Και οι ληστές φάνηκαν να ξαφνιάζονται
όταν τους πυροβόλησες».
«Όχι τόσο ώστε να μην πυροβολήσουν κι αυτοί».
«Το καταλαβαίνω, όμως...» Η Ελίς ύγρανε τα χείλη της. «Σκέψου το ενδε-
χόμενο ο κύριος Σετλ να γνώριζε αυτή τη συνομωσία. Κι αν όταν αποφά-
σισες να με συνοδεύσεις στο Μπαθ πανικοβλήθηκε και προσποιήθηκε τον
άρρωστο, ώστε να μην αποκαλυφθεί;» Είδε τον Ντρου να προβληματίζε-
ται και έσπευσε να συνεχίσει. «Ω, δε νομίζω ότι σκόπευαν να με σκοτώ-
σουν. Ίσως ήθελαν απλώς να με τρομάξουν, για να γυρίσω στο Σκάρμπο-
ρο».
«Ακούγεται πολύ τραβηγμένο, Ελίς».
«Το ξέρω, αλλά συμφωνήσαμε ότι ο υποκόμης δε θέλει να παντρευτώ
το γιο του».
«Ίσως, όμως...»
«Είναι πιθανό, δεν είναι;»
«Ναι, είναι πιθανό».
«Ω, πώς μπορεί να είναι τόσο σκληρός όταν ο Γουίλιαμ το θέλει όσο κι
εγώ;»
«Είσαι σίγουρη ότι αυτό θέλει ο Ρέβερσον, Ελίς;»
«Φυσικά». Η Ελίς γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Έχω τα γράμματά
του, στα οποία το δηλώνει».
***
Ο Ντρου δεν απάντησε αμέσως. Αν η Ελίς είχε ακούσει σωστά τον αμα-
ξά, η ιστορία έκρυβε πράγματι κάποιο μυστήριο, όμως δεν ήταν τόσο βέ-
βαιος όσο η Ελίς ότι ο Γουίλιαμ Ρέβερσον ήταν εντελώς αθώος. Κι αν δεν
ήταν, τι κακό θα μπορούσε να προκύψει εάν αναγκαζόταν να παντρευτεί;
Έδιωξε βιαστικά αυτές τις σκέψεις. Ο Χάρι δεν ήταν κανένας ανόητος.
Θα πρέπει να είχε βεβαιωθεί ότι η κόρη του θα ήταν ευτυχισμένη όταν κα-
νόνιζε αυτόν το γάμο. Επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία ζωής για την
Ελίς. Θα παντρευόταν έναν ευγενή και δε θα της έλειπε τίποτα, ποτέ ξανά.
Ωστόσο ήταν αποφασισμένος να συναντήσει τον υποκόμη και να σχη-
ματίσει τη δική του γνώμη προτού εγκαταλείψει την Ελίς στη μοίρα της.
***
Σκοτείνιαζε ήδη όταν επέστρεψαν στο σπίτι και η Ελίς χρειάστηκε τη
βοήθεια ενός κεριού για να φτάσει μέχρι την κάμαρά της. Δεν ξάπλωσε
αμέσως. Έβγαλε τα γράμματα που της είχε στείλει ο Γουίλιαμ. Ευτυχώς τα
είχε βάλει στη μεγάλη εσωτερική τσέπη του ταξιδιωτικού της φορέματος
όταν ξεκίνησαν, αντί μέσα στο μπαούλο της, που το έκλεψαν μαζί με την
άμαξα και τα υπόλοιπα υπάρχοντά της.
Έλυσε την πράσινη κορδέλα με την οποία ήταν δεμένα τα γράμματα.
Ήταν μόλις μια ντουζίνα, πολύ λιγότερα απ’ όσα του έγραψε εκείνη, όμως
ο Γουίλιαμ της είχε πει ότι δεν ήταν τύπος που συνήθιζε να αλληλογραφεί.
Τα ξαναδιάβασε όλα. Δεν ήταν υπερβολικά εγκάρδια, αλλά ούτε περιείχαν
κάτι που θα την έκανε να σκεφτεί ότι είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε
πλέον να την παντρευτεί. Έκλεισε τα μάτια με έναν αναστεναγμό και κρά-
τησε τα γράμματα σφιχτά στο στήθος της, στο ύψος της καρδιάς της.
Μπορεί ο υποκόμης να έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τους
κρατήσει χώρια, αλλά ήταν πεπεισμένη ότι ο Γουίλιαμ ήταν ειλικρινής.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη μορφή του, όμως της ήταν α-
δύνατον. Το μόνο που κατάφερε ήταν να δει με τα μάτια της φαντασίας
της το βλοσυρό πρόσωπο του Ντρου. Σκέφτηκε ότι αυτό ήταν αναμενό-
μενο. Δε σήμαινε πως αγαπούσε λιγότερο τον Γουίλιαμ, μόνο ότι ανησυ-
χούσε για τον Ντρου. Ευχήθηκε να έλυναν με τον πατέρα του τις διαφορές
τους. Άρχισε να μαζεύει αργά τα γράμματα. Ο Ντρου της είχε πει ότι δεν
μπορούσε να διορθώσει τα πάντα, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να προ-
σπαθήσει.
***
Η Ελίς βρήκε τον σερ Έντουαρντ στο μικρό σαλόνι. Είχε τραβήξει την
πολυθρόνα του κοντά στο τζάκι, που ήταν έτοιμο να σβήσει, και στο τρα-
πεζάκι δίπλα του υπήρχαν μια καράφα και ένα ποτήρι με κρασί. Σήκωσε
το βλέμμα όταν την άκουσε να μπαίνει και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Μις Σάλφορντ. Συμβαίνει κάτι;»
«Όχι, σερ, ήρθα να σας μιλήσω».
Ο σερ Έντουαρντ της έδειξε την πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι
του στο τζάκι.
«Τι θέλετε να μου πείτε;»
«Αφορά τον Άντριου. Παρακαλώ, ακούστε με». Ύψωσε το χέρι της όταν
ο σερ Έντουαρντ ετοιμάστηκε να ξανασηκωθεί. «Γνωρίζετε τίποτα για τη
ζωή του τα τελευταία δέκα χρόνια;»
«Όχι». Ο σερ Έντουαρντ κάθισε και πάλι συνοφρυωμένος. «Και ούτε θέ-
λω να μάθω».
«Ήταν πολύ μικρός όταν έφυγε από το Χάρτκομ, σερ».
«Έκανε τις επιλογές του. Θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες».
«Κι αυτό έκανε. Όταν έφτασε στη Γαλλία, δεν είχε ούτε χρήματα ούτε
φίλους, έτσι έγινε μισθοφόρος, πολεμούσε για λογαριασμό ξένων στρα-
τών. Τότε γνώρισε τον πατέρα μου και κέρδιζαν το ψωμί τους στις χαρτο-
παικτικές λέσχες της Ευρώπης».
«Χα!» Ο σερ Έντουαρντ έσμιξε τα λευκά φρύδια του. «Καθάρματα κι οι
δυο τους».
Η Ελίς ανασήκωσε τους ώμους. «Πολύ πιθανόν, όμως ο Άντριου με δια-
βεβαιώνει ότι κέρδιζαν τίμια και ότι φρόντιζαν να μην καταστρέφουν κα-
νέναν».
«Εσείς μπορείτε να το πιστεύετε αυτό, μαντάμ, όμως εμένα επιτρέψτε
μου να αμφιβάλλω. Ωστόσο δεν αλλάζει το ότι πρόδωσε τη χώρα του».
«Ήταν παιδί, ένα νεαρό αγόρι που επηρεαζόταν εύκολα, και παρασύρ-
θηκε από γεγονότα που δεν μπορούσε να κατανοήσει».
«Σας έστειλε να με παρακαλέσετε για λογαριασμό του;»
«Δε γνωρίζει ότι βρίσκομαι εδώ, σερ Έντουαρντ. Πιστεύει ότι οι δυο σας
δε θα μπορέσετε ποτέ να συμφιλιωθείτε».
«Και έχει δίκιο».
Η Ελίς χαμογέλασε. «Αν είναι έτσι, γιατί τον δεχτήκατε στο σπίτι σας και
γιατί επιτρέψατε στην κυρία Πάρφιτ να τον φροντίσει;»
«Κάθε χριστιανός το ίδιο θα έκανε».
«Αλήθεια; Εγώ νόμιζα ότι ήταν μάλλον η πράξη ενός ανθρώπου που
νοιάζεται ακόμα για το γιο του».
Ο σερ Έντουαρντ την αγριοκοίταξε. «Θα σας συμβούλευα να μην ανα-
κατεύεστε σε ό,τι δε σας αφορά».
«Μα με αφορά, σερ Έντουαρντ. Ο πατέρας μου όρισε τον Ντρου κηδε-
μόνα μου επειδή γνώριζε ότι ήταν ένας πραγματικός και έντιμος φίλος. Και
ο Ντρου το έχει αποδείξει. Διακινδύνευσε να συλληφθεί με τον ερχομό του
στην Αγγλία προκειμένου να με παραδώσει στο λόρδο Γουίτλγουντ. Πλη-
γώθηκε προστατεύοντάς με από τους ληστές. Το σωστό είναι να προ-
σπαθήσω κι εγώ να τον βοηθήσω. Θα μείνουμε μόνο μια μέρα ακόμα εδώ,
ύστερα σκοπεύει να φύγει από το Χάρτκομ και να μην επιστρέψει ποτέ.
Σας ικετεύω να συμφιλιωθείτε μαζί του».
«Ποτέ».
«Σερ Έντουαρντ...»
«Όχι!» Ο σερ Έντουαρντ γύρισε στην πολυθρόνα του, έτσι ώστε να μη
βλέπει την Ελίς. «Αν αυτά ήταν όλα όσα είχατε να μου πείτε, καλύτερα να
φύγετε, μαντάμ, γιατί δεν πρόκειται ν’ αλλάξω γνώμη. Φύγετε. Φύγετε,
που να σας πάρει!»
Η Ελίς σηκώθηκε.
«Ξέρω ότι ο Ντρου είναι έντιμος άνθρωπος, σερ Έντουαρντ. Θα πρέπει
να είστε περήφανος που έχετε έναν τέτοιο γιο. Θα σήμαινε πολλά για εκεί-
νον αν μπορούσατε να τον αναγνωρίσετε», είπε και, όταν ο σερ Έντου-
αρντ δε μίλησε, συνέχισε χαμηλόφωνα: «Ο πατέρας μου ήταν ένας ανήσυ-
χος άνθρωπος που γυρνούσε την Ευρώπη και επιβίωνε χάρη στην εξυπνά-
δα του. Όταν πέθανε, μου άφησε χρήματα αλλά ελάχιστες αναμνήσεις
από τον ίδιο. Όσο ζούσε η μητέρα μου φρόντιζε να ζούμε άνετα, όμως μας
επισκεπτόταν σπάνια. Αυτό που με θλίβει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι
δε γνώρισα ποτέ πραγματικά τον πατέρα μου. Εσείς έχετε την ευκαιρία να
συμφιλιωθείτε με τον Άντριου. Σας ικετεύω να το κάνετε, σερ, και να εκ-
μεταλλευτείτε το χρόνο που σας απομένει για να τον περάσετε μαζί».
Προχώρησε προς την πόρτα, όπου και σταμάτησε. Γύρισε και μίλησε στην
άκαμπτη πλάτη του σερ Έντουαρντ. «Σας ικετεύω, σερ, μην περιμένετε
μέχρι να είναι πολύ αργά».
***
Το κερί στην κάμαρα του Ντρου τρεμόσβηνε κι εκείνος άφησε στην ά-
κρη το βιβλίο του. Θα έπρεπε να κοιμηθεί, όμως ήταν πολύ ανήσυχος. Ση-
κώθηκε από το κρεβάτι, πήρε ένα καινούργιο κερί, το άναψε από τη φλό-
γα του παλιού και το έβαλε στο κηροπήγιο. Οι σκέψεις του γυρνούσαν συ-
νεχώς στην Ελίς Σάλφορντ. Την ήθελε, δεν μπορούσε- να το αρνηθεί. Τον
είχε μαγέψει και όχι μόνο με την ομορφιά της. Είχε τη δύναμη να κατευνά-
ζει την οργή του. Ο περίπατος που έκανε μαζί της στον κήπο, η αίσθηση
της πλάι του, άμβλυνε τον πόνο από τις αναμνήσεις που της διηγούνταν,
αναμνήσεις που δεν μοιράστηκε ποτέ με κανέναν, ούτε καν με τον Χάρι.
Και ούτε εκείνος της ήταν αδιάφορος, θα ορκιζόταν γι’ αυτό. Όμως αυτό
σήμαινε ότι ήταν ακόμα πιο σημαντικό να μην κάνει τίποτα που θα την
πλήγωνε.
Δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτα εκτός από ένα ατιμασμένο ό-
νομα και μια ζωή συνεχών περιπλανήσεων. Δεν μπορούσε ούτε καν να ι-
σχυριστεί ότι ένιωθε ζήλο για να επιστρέψουν οι Στιούαρτ στο θρόνο. Είχε
ακολουθήσει το θείο του στη μάχη παρασυρμένος από τη νεανική επιθυ-
μία του για περιπέτειες, αλλά δεν πίστεψε ποτέ πραγματικά στο σκοπό
των Στιούαρτ, πράγμα που έκανε τις πράξεις του ακόμα πιο αξιοκατάκρι-
τες. Δημιούργησε τόσα προβλήματα στην οικογένειά του μόνο και μόνο
εξαιτίας της νεανικής του ανοησίας.
Στριφογύρισε ανήσυχος στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για
το παρελθόν, μπορούσε όμως, ως έντιμος άνθρωπος, να τηρήσει την υπό-
σχεση που είχε δώσει στον Χάρι. Θα φρόντιζε η Ελίς να φτάσει στον μέλ-
λοντα σύζυγό της ασφαλής.
Η σκέψη του γαμήλιου συμφωνητικού τον έκανε να συνοφρυωθεί. Οι
όροι του ήταν αδιαπραγμάτευτοι, το ήξερε αυτό, και ήταν ευνοϊκοί για την
Ελίς. Προτού αποποιούνταν την κηδεμονία της, θα βεβαιωνόταν ότι αυτοί
οι όροι δεν είχαν αλλάξει. Ο Χάρι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να
διασφαλίσει την ευτυχία της κόρης του, όμως, ακόμα κι αν η Ελίς διατη-
ρούσε κάποια οικονομική ανεξαρτησία, θα ήταν παντρεμένη με τον Γουί-
λιαμ Ρέβερσον. Άραγε αυτό θα την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη; Αυτά
σκεφτόταν όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο σημαντική ήταν για ε-
κείνον η ευτυχία της Ελίς.
Ένα σιγανό γρατζούνισμα στην πόρτα τράβηξε την προσοχή του.
«Στίντσκομ! Τι κάνεις εδώ;»
Ο βαλές του πατέρα του στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με μια στοί-
βα λευκές πετσέτες στα χέρια.
«Ο σερ Έντουαρντ σκέφτηκε ότι ίσως ο επίδεσμός σας χρειαζόταν αλ-
λαγή, σερ».
«Μα κοντεύουν μεσάνυχτα». Ο Ντρου σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Αφού
ήρθες, καλύτερα να μπεις. Έτσι δε θα χρειαστεί να το κάνεις το πρωί».
Ο άντρας περίμενε υπομονετικά μέχρι ο Ντρου να βγάλει το πουκάμισό
του κι ύστερα άρχισε να ξετυλίγει τον παλιό επίδεσμο.
«Ο σερ Έντουαρντ δεν κοιμάται καλά, αφέντη Άντριου».
«Και λοιπόν;»
Ο Ντρου σφίχτηκε καθώς έβγαινε ο επίδεσμος, όμως ο πόνος ήταν ελά-
χιστος. Η πληγή ήταν καθαρή και επουλωνόταν καλά.
«Αν δε βάλεις χοντρό επίδεσμο, θα μπορέσω αύριο να φορέσω το σακά-
κι μου», είπε στο βαλέ.
«Μάλιστα, σερ». Ο Στίντσκομ άρχισε να τυλίγει στο μπράτσο του Ντρου
έναν καθαρό επίδεσμο. «Όμως, αφέντη Άντριου, αν μου επιτρέπετε να
προτείνω κάτι...»
«Λοιπόν;»
«Ο σερ Έντουαρντ δεν έχει ξαπλώσει ακόμα. Όταν τον άφησα, βημάτι-
ζε νευρικά στην κάμαρά του».
Ο Ντρου γέλασε μελαγχολικά. «Άρα δε νομίζω ότι θα μ’ ευχαριστούσε
αν τον ενοχλούσα».
«Αυτό είναι το θέμα, σερ. Νομίζω ότι θα χαιρόταν αν σας έβλεπε».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε.
«Αλήθεια;»
Ο Στίντσκομ στερέωσε τον επίδεσμο, αποφεύγοντας να κοιτάξει τον
Ντρου στα μάτια.
«Έτσι νομίζω, αφέντη Άντριου. Νομίζω ότι κάτι τον προβληματίζει».
Ο Ντρου ξαναφόρεσε το πουκάμισό του και επέτρεψε στον υπηρέτη να
ξαναδέσει τον αορτήρα του προτού τον διώξει. Έσμιξε τα φρύδια. Δεν υ-
πήρχε περίπτωση να πάει στον πατέρα του. Το αποτέλεσμα δε θα μπο-
ρούσε παρά να ήταν ένας ακόμα καβγάς. Υπήρχαν πολλά που τους χώρι-
ζαν. Υπερβολικά πολλά, που δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν. Άρχισε να
βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο κι ύστερα πήρε το βιβλίο του και ξά-
πλωσε ξανά, όμως οι λέξεις χόρευαν μπροστά στα μάτια του και δεν έβγα-
ζαν νόημα.
«Που να πάρει».
Ο Στίντσκομ δε θα είχε πάει να τον βρει αν δεν ανησυχούσε σοβαρά για
τον αφέντη του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τις μπότες του και
βγήκε.
Κάτω από την πόρτα της κάμαρας του σερ Έντουαρντ ξέφευγε μια λε-
πτή δέσμη φωτός. Ο Ντρου χτύπησε και άκουσε τον πατέρα του να του
λέει κοφτά να περάσει. Ο σερ Έντουαρντ ήταν καθισμένος μπροστά στο
τζάκι, στο περβάζι του οποίου έκαιγε ένα μοναχικό κερί.
«Τι στο καλό σε φέρνει εδώ;»
Η υποδοχή του ήταν τόσο απότομη όσο περίμενε ο Ντρου. Συγκράτησε
μια εξίσου κοφτή απάντηση.
«Είδα το φως κάτω από την πόρτα σου».
«Και λοιπόν; Δεν μπορεί πια ένας άνθρωπος να κάθεται στο δωμάτιό
του χωρίς να τον ενοχλούν;»
«Συμβαίνει τίποτα, σερ; Μπορώ να βοηθήσω;»
Ο σερ Έντουαρντ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και σηκώ-
θηκε.
«Φυσικά και συμβαίνει κάτι. Και όχι, δεν μπορείς να βοηθήσεις, αφού
εσύ είσαι η πηγή όλων των κακών». Ο Ντρου περίμενε σιωπηλός, ενώ ο
σερ Έντουαρντ κινήθηκε προς το παράθυρο. «Σκεφτόμουν τη μητέρα
σου», είπε τελικά, με το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτάδι. «Και τον Σάιμον.
Έχουν χαθεί και οι δύο».
«Λυπάμαι πολύ, πατ... σερ».
«Κι έτσι πρέπει».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη του. Κακώς πήγε να βρει τον πατέρα του, αλλά
τώρα που βρισκόταν εκεί θα έλεγε όσα είχε να πει.
«Δε βλέπω κανένα λόγο για να με πιστέψεις, όμως μετανιώνω βαθιά για
ό,τι έκανα το ’45. Αν δεν ήμουν τόσο νέος, τόσο ανόητος, θα είχα επιστρέ-
ψει στην Αγγλία και θα το συζητούσα μαζί σου πριν κάνω ένα τόσο απερί-
σκεπτο βήμα».
«Ξέρεις ότι θα σου απαγόρευα να στηρίξεις τους επαναστάτες, κι εσύ,
όπως πάντα, θα το έκανες, παρά τις εντολές μου».
«Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να σε είχα ακούσει».
Ο σερ Έντουαρντ γέλασε ειρωνικά.
«Θα ήταν η πρώτη φορά».
Έμειναν για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Ο Ντρου άκουγε το τριζοβόλημα της
φωτιάς, τα τριξίματα του παλιού σπιτιού που ησύχαζε μέσα στη νύχτα.
Δεν έπρεπε να είχε πάει στον πατέρα του. Ήταν έτοιμος να τον καληνυ-
χτίσει, όταν ο σερ Έντουαρντ μίλησε ξανά.
«Είσαι θερμοκέφαλος σαν εμένα. Η μητέρα σου πάντα το έλεγε αυτό.
Και πεισματάρης».
«Ακόμα ένα χαρακτηριστικό που κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου».
Ο σερ Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος του με ένα μουγκρητό. «Μην
κατηγορείς εμένα για τις ατυχίες σου».
«Δεν το κάνω», αντέτεινε ο Ντρου. «Δεν κατηγορώ κανέναν εκτός από
τον εαυτό μου». Γύρισε απ’ την άλλη και αναστέναξε απογοητευμένος.
«Ήμουν ανόητος που ήρθα εδώ απόψε. Κάτι που έσπασε δεν μπορεί να
ξανακολλήσει». Πήγε προς την πόρτα. «Ακόμα μια μέρα, σερ, και ύστερα
δε θα σε βαρύνει άλλο η παρουσία μου».
Βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήλπιζε, αλλά δεν
το περίμενε ν’ ακούσει τον πατέρα του να του φωνάζει να επιστρέψει.
Τ’ αυτιά του άγγιζε μόνο ο ήχος της σιωπής.
Κεφάλαιο 7

Ο Ντρου ένιωσε ανακούφιση όταν το πρώτο φως της αυγής μπήκε στην
κάμαρά του και μπορούσε πλέον να σηκωθεί. Δεν είχε κοιμηθεί καλά· ο
ύπνος του αναστατωνόταν από όνειρα. Αφού έκανε επιφυλακτικά μερικές
δοκιμαστικές κινήσεις με το μπράτσο του, αποφάσισε να αφήσει τον αορ-
τήρα. Ο καινούργιος επίδεσμος που του έβαλε ο Στίντσκομ ήταν πολύ πιο
λεπτός και μπόρεσε εύκολα να φορέσει το σακάκι πάνω από το πουκάμι-
σό του. Ο σκούρος λεκές από το αίμα διακρινόταν ακόμα στο μανίκι του
σακακιού του. Θα έπρεπε να βολευτεί μ’ αυτό μέχρι να φτάσει στο Μπαθ.
Εκεί θα αγόραζε καινούργια ρούχα, πριν επιστρέψει στη Γαλλία.
Κι ύστερα τι; Ο Ντρου στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας το
είδωλό του. Ήταν ανόητος που γύρισε στην Αγγλία, γιατί αυτό τον έκανε
να λαχταρά μια ζωή που δεν μπορούσε να έχει.
«Γιατί όχι;» αναρωτήθηκε δυνατά. «Θα μπορούσα να ζήσω στην Αγγλία
σαν Άντριου Μπάστιον. Να αγοράσω ένα μικρό κτήμα, μακριά από δω.
Στον Βορρά ίσως, όπου δε με γνωρίζει κανείς».
Αυτή η σκέψη ήταν ευχάριστη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Μια τέτοια ζωή
δε θα του επέτρεπε να ησυχάσει. Θα ανησυχούσε διαρκώς μήπως τον α-
ναγνωρίσουν, θα φοβόταν κάθε φορά που θα του χτυπούσαν την πόρτα.
Όχι, θα επέστρεφε στην Ευρώπη. Ίσως όχι στο Παρίσι, όμως υπήρχαν κι
άλλες πόλεις, περιουσίες που θα μπορούσε να κερδίσει, κυρίες που θα
μπορούσε να γοητεύσει.
Ξαφνικά, η ζωή που γνώριζε με τον Χάρι δεν του φαινόταν πια ιδιαίτερα
δελεαστική.
«Μεγάλη ατυχία αυτό, σερ», μονολόγησε θυμωμένα. Έφτιαξε τη δαντέ-
λα στα πέτα και στο γιακά του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Γιατί είναι
η μόνη ζωή που έχεις πλέον».
Μ’ αυτά τα λόγια γύρισε και πήγε προς την πόρτα, αποφασισμένος να
περπατήσει λίγο για να ηρεμήσει.
***
Η Ελίς ξύπνησε από τον ήλιο που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Τεντώθηκε
και έμεινε ακίνητη για λίγο, καθώς αναρωτιόταν γιατί η διάθεσή της ήταν
τόσο άσχημη. Κάτι βάραινε την καρδιά της, ένα σοβαρό πρόβλημα που
σκεφτόταν συνεχώς το προηγούμενο βράδυ. Το φως του πρωινού ήλιου
δεν της πρόσφερε καμία ανακούφιση. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φό-
ρεσε το κίτρινο πρωινό φόρεμα που ανήκε στη μητέρα του Ντρου.
Του Ντρου. Ήταν κι αυτός μέρος του προβλήματος. Το άλλο μέρος ήταν
ο Γουίλιαμ.
Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, αλλά αυτό δε βοήθησε. Φοβόταν ότι το
κεφάλι της θα εκραγεί με όλα αυτά που σκεφτόταν. Στο Σκάρμπορο θα
έκανε μια μεγάλη βόλτα στην ακτή για να καθαρίσει το μυαλό της, όμως
εκεί δεν υπήρχε ακτή. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο παραμελημένος
κήπος ήταν η επόμενη καλύτερη επιλογή. Πήρε το σάλι της και βγήκε έξω.
Το κτήμα του Χάρτκομ ήταν μεγάλο. Είδε τον Τζεντ να δουλεύει στον
κήπο της κουζίνας και γύρισε γρήγορα από την άλλη, πέρα από τους θά-
μνους, σε αυτό που ήταν κάποτε ο ροδόκηπος. Οι τριανταφυλλιές είχαν
μείνει πολλά χρόνια αφρόντιστες και πλέον απλώνονταν παντού. Μόνο το
φαρδύτερο μονοπάτι του ήταν προσβάσιμο και άρχισε να το ακολουθεί,
κρατώντας τη φούστα της μαζεμένη για να αποφεύγει τα αγκάθια. Στρι-
μώχτηκε ανάμεσα σε δύο τεράστιες τριανταφυλλιές για να περάσει και
βρέθηκε στο δυτικό άκρο του κήπου. Μπροστά της βρισκόταν ο ψηλός
μαντρότοιχος και, πίσω του, τα δέντρα του γειτονικού δάσους, που ήταν
πυκνά και ψηλά. Ωστόσο, λίγο πιο πέρα, μπροστά από το εξωτερικό τεί-
χος, βρισκόταν ένα μικρό περίπτερο σε στυλ παλλαδιανού ναού, με μια
σειρά από πτυχωτές κολόνες που στήριζαν το αέτωμα της οροφής του.
Ο πρωινός ήλιος βρισκόταν ήδη αρκετά ψηλά και οι αχτίδες του έλουζαν
το περίπτερο. Ήταν φανερό ότι ο σοβάς του ήταν ραγισμένος και σε κά-
ποια σημεία είχε πέσει, όμως ο χώρος εξέπεμπε μια θλιμμένη κομψότητα
που τραβούσε την Ελίς έτσι όπως ήταν η διάθεσή της. Πλησίασε περισσό-
τερο για να το δει καλύτερα. Ήταν ένα κτίσμα χωρίς ιδιαίτερο βάθος, κλει-
στό από τις τρεις πλευρές και χωρίς διακόσμηση, με εξαίρεση έναν φαρδύ
μαρμάρινο πάγκο στον πίσω τοίχο του. Η Ελίς κάθισε βαριά και κοίταξε
έξω. Σε άλλες, καλύτερες εποχές, η θέα από το περίπτερο θα πρέπει να
ήταν πολύ όμορφη, όμως οι θάμνοι ήταν παραμελημένοι και τα λουλούδια
που κάποτε θα γέμιζαν τα παρτέρια πνίγονταν πλέον από τα αγριόχορτα.
Το θέαμα ήταν πολύ θλιβερό αλλά απίστευτα γαλήνιο, κι έτσι επέτρεψε
στον εαυτό της να σκεφτεί και πάλι όσα την προβλημάτιζαν στη διάρκεια
της νύχτας. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να φέρει στο μυαλό
της τη μορφή του Γουίλιαμ, μα της ήταν αδύνατον. Θυμόταν ότι τον είχε
βρει εξαιρετικά όμορφο με τα κλασικά χαρακτηριστικά του, τις απαλές
καμπύλες των φρυδιών του και τα τρυφερά, καστανά μάτια του, που τότε
σκεφτόταν ότι ήταν τα πιο όμορφα που είχε δει ποτέ. Τώρα όμως η μόνη
μορφή που μπορούσε να φέρει στο νου της ήταν εκείνη του Ντρου. Το λε-
πτό του πρόσωπο με τα ίσια, σκούρα φρύδια, τα διαπεραστικά μάτια του
που είχαν το χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού.
Ήξερε ότι αγαπούσε τον Γουίλιαμ, όμως ο αρραβωνιαστικός της ήταν
πια μια μακρινή, θολή φιγούρα, ενώ ο Ντρου μια ζωντανή, αρρενωπή πα-
ρουσία που, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, την έκανε να τρέμει όταν τον σκε-
φτόταν. Όταν βρισκόταν κοντά του, ήθελε ν’ απλώσει το χέρι της και να
τον αγγίξει, να νιώσει και πάλι το φιλί του, να ξαναζήσει εκείνες τις υπέρο-
χες αισθήσεις που την έκαναν να αισθάνεται τόσο ζωντανή. Τύλιξε τα χέ-
ρια γύρω από τα μπράτσα της.
Άραγε θα με αναστάτωνε το ίδιο και ο Γουίλιαμ αν ήταν εδώ; Στα χρόνια
που πέρασαν από τότε που έχω να τον δω, έγινα γυναίκα.
Έσφιξε πιο πολύ τα χέρια γύρω της και θυμήθηκε τα αυστηρά λόγια του
Ντρου εκείνο το βράδυ που είχε πάει στο χορό των μεταμφιεσμένων.
Μπορεί να ήταν πολύ αθώα για εκείνον, όμως ο Ντρου ήταν ένας άσωτος,
συνηθισμένος να διασκεδάζει με έμπειρες γυναίκες. Ο Γουίλιαμ δε θα ήταν
έτσι. Ένιωσε να την πνίγουν οι αμφιβολίες. Ίσως και να ήταν. Στο κάτω
κάτω, κι εκείνος θα είχε αλλάξει τα τρία τελευταία χρόνια.
Άκουσε βήματα πάνω στα πεσμένα φύλλα και άνοιξε τα μάτια της. Η
καρδιά της σκίρτησε ελαφρώς όταν αντίκρισε μπροστά της τον Ντρου.
«Ω, εγώ...» Για μια στιγμή έχασε τα λόγια της. «Βγήκα να πάρω λίγο κα-
θαρό αέρα. Ελπίζω να μη σε πειράζει».
«Όχι, γιατί να με πειράζει. Κι εγώ έκανα έναν περίπατο στο δάσος». Ο
Ντρου την κοίταξε ερωτηματικά. «Συμβαίνει κάτι;»
«Ο... όχι, όχι ακριβώς».
Ο Ντρου κάθισε στο παγκάκι και το βλέμμα της στάθηκε στο μυώδη μη-
ρό του, που βρισκόταν τόσο κοντά στον δικό της. Τους χώριζαν μόλις με-
ρικά εκατοστά κι ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει.
«Πες μου», είπε ο Ντρου τρυφερά.
Όταν εκείνη δεν απάντησε, της έπιασε το χέρι.
«Ήσουν αρκετά καλή ώστε να με ακούσεις χτες. Το λιγότερο που μπορώ
να κάνω είναι να σε ακούσω κι εγώ, τώρα που δείχνεις τόσο προβληματι-
σμένη». Ένιωσε τα δάχτυλά της να κινούνται νευρικά μέσα στην παλάμη
του και συνέχισε. «Πες μου τι συμβαίνει, Ελίς. Δεν είμαι μόνο κηδεμόνας
σου, είμαι και φίλος σου, το ξέρεις αυτό».
Φίλος; Ναι, η Ελίς το πίστευε. Και ο Ντρου την καταλάβαινε, περισσότε-
ρο από κάθε άλλον που είχε γνωρίσει ποτέ.
«Φοβάμαι», του είπε τελικά. «Έχουμε τόσα χρόνια να βρεθούμε με τον
Γουίλιαμ. Τι θα γίνει αν δεν του αρέσω πια;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μην του αρέσεις».
«Είπες ότι είμαι ένα παιδί που παίζει γυναικεία παιχνίδια», σχολίασε η Ε-
λίς και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Τι θα γίνει αν ο Γουίλιαμ περιμένει -αν
θέλει- μια γυναίκα; Αν τον απογοητεύσω;» Κοίταξε τον Ντρου στα μάτια.
«Όλα αυτά θα πρέπει να σου φαίνονται πολύ ανόητα».
Εκείνος άγγιξε με το δείκτη του τα χείλη της.
«Καθόλου ανόητα», της είπε με σοβαρό ύφος.
Τα γαλάζια μάτια του είχαν σκοτεινιάσει και ήταν σαν να την καλούσαν.
Με έναν αναστεναγμό, έγειρε πάνω του.
«Ω, Ντρου, πώς θα πρέπει να συμπεριφέρομαι μαζί του;»
«Θα πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, Ελίς. Θα τον μαγέψεις, πίστεψέ με».
Τα λόγια του ήταν τόσο τρυφερά ώστε η Ελίς ανασήκωσε το κεφάλι κι
έγειρε πιο κοντά του. Ένα υπέροχο μούδιασμα απλωνόταν σε όλο της το
κορμί. Ένιωθε τόσο άνετα καθισμένη εκεί με τον Ντρου, αν και τα λόγια
του δεν την είχαν καθησυχάσει απόλυτα.
«Όμως αυτό δεν ισχύει μ’ εσένα», του είπε ψιθυριστά, ανίκανη να τρα-
βήξει το βλέμμα της από τα γοητευτικά του μάτια. «Εσένα δε σε έχω μα-
γέψει».
«Όχι;»
Η Ελίς δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί. Τον κοιτούσε, με τα χείλη μισά-
νοιχτα, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα υγραίνει με τη
γλώσσα της. Είδε τα μάτια του Ντρου να διαστέλλονται και κάτι να λάμπει
στα βάθη τους. Το βλέμμα του την έκανε να νιώσει ξαφνικά την πιο έντονη
ανυπομονησία, την ίδια στιγμή που τα δάχτυλά του της χάιδευαν το μά-
γουλο και τα χείλη του ενώνονταν με τα δικά της.
Η Ελίς έκλεισε τα μάτια της. Το φιλί του ήταν απίστευτα τρυφερό. Καθό-
ταν ακίνητη, με τις αισθήσεις της να αναστατώνονται. Ο Ντρου μετακινή-
θηκε ελαφρά, πέρασε το γερό χέρι του γύρω της και βάθυνε το φιλί του.
Εκείνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό βογκητό. Τύλιξε τα μπρά-
τσα της στο λαιμό του και, ξαφνικά, ανταποκρινόταν στο φιλί του. Όταν η
γλώσσα του ενώθηκε με τη δική της, ένα καυτό κύμα έξαψης την κυρίευ-
σε. Πίεσε το σώμα της πάνω του και δεν αντιστάθηκε όταν ο Ντρου την
ξάπλωσε στο παγκάκι. Ένιωθε το γυμνασμένο, αρρενωπό κορμί του να
πιέζει με το βάρος του το δικό της. Συνέχισε να τη φιλάει, ενώ τα δάχτυλά
του γλιστρούσαν κάτω από τη δαντέλα του γιακά της και χάιδευαν το λαι-
μό της και την απαλή καμπύλη του μπούστου της. Τα στήθη της τεντώθη-
καν στο άγγιγμά του σαν να αποζητούσαν περισσότερα, κι εκείνος τους
έκανε τη χάρη. Τα ελευθέρωσε τρυφερά από τον χαλαρά δεμένο κορσέ
της, χάιδεψε πρώτα τη μία ρώγα της, ύστερα την άλλη, κι-εκείνη σχεδόν
λιποθύμησε από την ηδονή. Όταν τελικά την απελευθέρωσε από το φλο-
γερό φιλί του, η Ελίς έριξε πίσω το κεφάλι και κύρτωσε το κορμί σαν να
του το πρόσφερε. Τα χείλη του ταξίδεψαν στο λαιμό της κι ύστερα φίλη-
σαν τη μία ορθωμένη ρώγα της, ενώ τα δάχτυλά του χάιδευαν την άλλη,
ξυπνώντας της τις πιο υπέροχες αισθήσεις. Από τα χείλη της ξέφυγε μια
μικρή κραυγή, όμως η ηδονή είχε μόλις ξεκινήσει. Τα χείλη του Ντρου ενώ-
θηκαν και πάλι με τα δικά της και ξάπλωσε πλάι της ενώ της ανασήκωνε
τις φούστες. Ένιωσε τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τη γυμνή επιδερμίδα
του ποδιού της, αργά, τρυφερά, κυκλικά, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα,
μέχρι που έφτασαν στην ένωση των μηρών της. Το αίμα σφυροκοπούσε
στις φλέβες της, ένιωθε λες και τα κόκαλά της έλιωναν στο άγγιγμά του.
Ήταν σαν λουλούδι που άνοιγε τα πέταλά του για εκείνον. Ο πόθος φού-
ντωσε ασυγκράτητος μέσα της. Οι μηροί της άνοιξαν σαν να είχαν δική
τους θέληση, η λεκάνη της ανασηκώθηκε καθώς του πρόσφερε την ίδια
της την ψυχή.
Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της όταν τα δάχτυλά του βυθίστηκαν
μέσα της. Ξαφνιάστηκε από το κύμα της ηδονής που προκάλεσε το άγγιγ-
μά του. Το χέρι του Ντρου κάλυπτε την ένωση των μηρών της κι εκείνη
ανασήκωνε τη λεκάνη της, ένιωθε το κορμί της να συγκλονίζεται από
σπασμούς που της στερούσαν ολοκληρωτικά τον έλεγχο. Αφέθηκε στην
αγκαλιά του, με τα μάτια ερμητικά κλειστά, ενώ τα δάχτυλά του συνέχιζαν
να τη χαϊδεύουν, να της χαρίζουν ηδονή. Ήξερε ότι αυτή η αίσθηση σύντο-
μα θα την απογείωνε, κι όταν φοβήθηκε ότι θα λιποθυμούσε από τα χάδια
του, έφτασε επιτέλους στην κορύφωση.
***
Ο Ντρου την κρατούσε σφιχτά, νιώθοντας υπέροχα που την είχε οδηγή-
σει στην κορύφωση. Η Ελίς έγειρε πίσω το κεφάλι της και φώναξε το όνο-
μά του, κρατώντας τον κι αυτή σφιχτά για μια στιγμή έκστασης προτού
καταρρεύσει. Ο πόνος στο αριστερό του μπράτσο του θύμισε ότι ήταν
τραυματισμένος και γέλασε με τον εαυτό του. Ήταν τόσο αποφασισμένος
να χαρίσει στην Ελίς την ηδονή, ώστε το ξέχασε. Ξέχασε τα πάντα όταν ε-
κείνη τον κοίταξε μ’ εκείνα τα σκούρα καστανά, εκφραστικά της μάτια,
σαν να τον προκαλούσε να της δείξει πώς ακριβώς ήταν ο έρωτας. Τρομε-
ρά ερεθισμένος από την αρχή, εκείνος ήταν πολύ έμπειρος εραστής, μα η
Ελίς παρθένα. Γι’ αυτό ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν χαλαρή και έτοιμη για
εκείνον. Το πάθος της φούντωσε το δικό του, αλλά δε θα την πίεζε.
«Ω, Ντρου, δεν ήξερα, δε φανταζόμουν ποτέ...»
Ο Ντρου γέλασε σιγανά και τη φίλησε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τε-
λευταία φορά που μια γυναίκα τον είχε αναστατώσει έτσι. Την κράτησε
πιο σφιχτά, νιώθοντας ξαφνικά να κυριεύεται από τα συναισθήματά του·
όχι μόνο από πόθο, αλλά και από μια έντονη παρόρμηση να αγαπάει και
να προστατεύει την Ελίς για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Την κρατούσε κο-
ντά του, γνωρίζοντας καλά ότι σε μερικές στιγμές θα μπορούσε να την ε-
ρεθίσει και πάλι και ότι αυτή τη φορά θα την έκανε δική του. Και θα την
έκανε σύζυγό του.
Δεν είναι δική σου και ούτε μπορεί να γίνει ποτέ!
Η φωνή μέσα στο μυαλό του ήταν δυνατή και έντονα αποδοκιμαστική,
τόσο που τον ανάγκασε να επιστρέψει απότομα στην πραγματικότητα.
Με ποιο δικαίωμα θα την έκλεβε από τον αρραβωνιαστικό της, όταν δεν
είχε τίποτα να της προσφέρει; Αν την έκανε σύζυγό του, θα την καταδίκα-
ζε να περιφέρεται μαζί του στην Ευρώπη. Ή θα μπορούσε να την εγκατα-
στήσει σε κάποιο σπίτι εκεί στην Αγγλία, όπως είχε κάνει ο Χάρι με τη μη-
τέρα της. Τότε όμως τα παιδιά τους... Μια έντονη λαχτάρα τον κυρίευσε
όταν σκέφτηκε την Ελίς να φέρνει στον κόσμο το παιδί του! Τα παιδιά
τους δε θα είχαν αναμνήσεις από τον πατέρα τους, όπως δεν είχε ούτε ε-
κείνη από τον δικό της. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο απ’ όλα. Ο Χάρι
ήταν τυχοδιώκτης· εκείνον τον βάραινε ένα πολύ χειρότερο αδίκημα. Ή-
ταν στιγματισμένος σαν προδότης και όποια γυναίκα είχε σχέση μαζί του
θα διασυρόταν, θα γινόταν απόβλητη.
Μόνο για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να εγκατασταθεί σέ μια
ήσυχη γωνιά της χώρας και να φτιάξει το σπιτικό του με ψεύτικο όνομα.
Ήταν αρκετά άσχημο που θα έπρεπε να κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον
ώμο του. Δεν μπορούσε να επιβάλει το ίδιο και στην Ελίς. Και στο ελάχιστο
διάστημα που χρειάστηκε για να κάνει αυτές τις σκέψεις, κατάλαβε ότι δε
θα μπορούσε να καταδικάσει την Ελίς σε μια τέτοια ζωή. Έπρεπε να στα-
ματήσει. Άμεσα.
Επιστράτευσε κάθε ικμάδα της θέλησής του και πίεσε τον εαυτό του να
τραβηχτεί μακριά της, ώστε να ξαναβρεί τον έλεγχο του ερεθισμένου του
κορμιού.
«Ντρου;»
Άκουσε την αβεβαιότητα στη φωνή της και μόρφασε όταν τον άγγιξε
στον ώμο. Το μπράτσο του είχε αρχίσει να πονάει. Θα του άξιζε και με το
παραπάνω αν αιμορραγούσε ξανά. Ένας δαίμονας του ψιθύριζε να κάνει
την Ελίς δική του και να αδιαφορήσει για τις συνέπειες. Στο κάτω κάτω,
του πρόσφερε πρόθυμα τον εαυτό της.
Πρόθυμα, ναι, όμως η Ελίς ήταν αθώα. Και ήταν στο χέρι του να την
προστατεύσει από μια ζωή στην οποία θα μετάνιωνε συνεχώς γι’ αυτό που
είχε κάνει.
«Χαίρομαι που σε ικανοποίησα, μαντάμ», της είπε έχοντας την πλάτη
του γυρισμένη προς το μέρος της. «Τώρα έχεις κάποια ιδέα για την ευτυχία
που σε περιμένει στην αγκαλιά του συζύγου σου».
«Δε... δε σε καταλαβαίνω».
«Ανησυχούσες ότι ο Ρέβερσον θα απογοητευόταν από σένα». Ο Ντρου
έκλεισε τα μάτια. Έπρεπε να μιλήσει ψυχρά, λογικά. «Μόλις αποδείξαμε
ότι διαθέτεις αρκετό πάθος ώστε να ικανοποιήσεις κάθε άντρα».
Ο αναστεναγμός της σχεδόν διέλυσε την αποφασιστικότητά του.
«Δε θέλω κανέναν άλλον άντρα, όχι τώρα. Ντρου...»
Ο Ντρου πετάχτηκε όρθιος. Πήγε κι ακούμπησε σε μια κολόνα όσο πιο
αδιάφορα μπορούσε. Δεν τολμούσε να γυρίσει να την κοιτάξει. Όχι ακόμα.
«Μη γίνεσαι κουραστική, Ελίς. Ξέρεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ τί-
ποτε ανάμεσά μας. Εσύ θα παντρευτείς τον Γουίλιαμ Ρέβερσον κι εγώ θα
πρέπει να επιστρέψω στην Ευρώπη».
«Όμως δεν ξέρω αν θέλω να παντρευτώ τον Γουίλιαμ».
«Σκέφτεσαι ότι η οικογένειά του ίσως να μη θέλει να σε αποδεχτεί;» ρώ-
τησε ο Ντρου, παρεξηγώντας επίτηδες τα λεγόμενά της. «Ως κηδεμόνας
σου, θα συζητήσω εκτενώς το θέμα με το λόρδο Γουίτλγουντ και θα κάνω
ό,τι μπορώ ώστε να διασφαλίσω την ευτυχία σου πριν σε παραδώσω στη
φροντίδα του».
«Αυτό είναι;» ρώτησε η Ελίς και ο Ντρου διέκρινε την ελπίδα στον τόνο
της φωνής της. «Πιστεύεις ότι ως κηδεμόνας μου δε θα έπρεπε να ήσουν
εδώ, μαζί μου; Αύριο είναι η γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Μετά δε θα
είσαι πλέον κηδεμόνας μου».
«Ναι, ευτυχώς, για να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου». Ο Ντρου άφησε
το βλέμμα του να πλανηθεί στον παραμελημένο κήπο, κάνοντας τη σκέψη
ότι έδειχνε τόσο ζοφερός και αφιλόξενος όσο η ζωή που φανταζόταν για
τον εαυτό του. Για μια στιγμή ένιωσε την αποφασιστικότητά του να υπο-
χωρεί και, μαζί, την ανάγκη να εξηγήσει. «Δεν έχω τη δυνατότητα να εγκα-
τασταθώ μόνιμα κάπου. Πρέπει να ταξιδεύω συνεχώς. Δεν είναι μια ζωή
που θα σου ταίριαζε, αγαπητή μου».
«Εννοείς ότι δε θα σε βόλευε να με κάνεις μέρος της».
«Αν προτιμάς να το διατυπώσεις έτσι», συμφώνησε ο Ντρου με ύφος
σαν να βαριόταν.
«Δε σου ζητάω να... να με αγαπήσεις κι εσύ».
Ω, αν είναι δυνατόν, σκέφτηκε ο Ντρου. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα.
Γύρισε, μαζεύοντας το κουράγιο του ώστε να την αντικρίσει.
«Φυσικά και όχι. Εξωφρενικό». Ο Ντρου συνέχισε, δημιουργώντας αδυ-
σώπητα ένα χάσμα ανάμεσά τους, υπερβολικά μεγάλο για να γεφυρωθεί.
«Δεν μπορώ να ξέρω πόσο σύντομα θα βαριόμουν μαζί σου. Υπήρξαν πολ-
λές γυναίκες στη ζωή μου, Ελίς. Φυσικά, ως κόρη του Χάρι είσαι ξεχωριστή,
όμως...»
«Όμως όχι αρκετά ξεχωριστή».
Ω, μακάρι να ήξερε εκείνη!
«Σου το έχω ξαναπεί, αγαπητή μου, δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεσαι
έναν άσωτο».
Η Ελίς τον κοιτούσε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της κι ο Ντρου έ-
στρεψε το βλέμμα του αλλού, ανίκανος να αντέξει τη θλίψη στα μάτια της.
Ήταν σαν να τον επέπληττε, αλλά όχι τόσο όσο επέπληττε ο ίδιος τον ε-
αυτό του που άφησε τα πράγματα να προχωρήσουν τόσο πολύ. Τίναξε τη
σκόνη από το παντελόνι του, ενώ συνέχιζε με προσποιητή αδιαφορία.
«Να χαίρεσαι που σε άφησα παρθένα. Η απόλαυση της αλλαγής αυτής
της κατάστασης είναι κάτι που μπορείς να μοιραστείς με το σύζυγό σου».
Προτού καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του, από τα χείλη της ακού-
στηκε ένας σιγανός λυγμός. Κι ύστερα έφυγε.
Κεφάλαιο 8

Ο Ντρου δεν κινήθηκε μέχρι που τα βήματα της Ελίς έσβησαν στο χαλι-
κόστρωτο μονοπάτι και στον κήπο απλώθηκε και πάλι σιωπή. Ταλαντεύ-
τηκε ελαφρά και ακούμπησε το γερό χέρι του στην κοντινότερη κολόνα
για να στηριχτεί. Το μπράτσο του πονούσε απίστευτα, όμως αυτό δε συ-
γκρινόταν με τον πόνο που ένιωθε μέσα του. Με ένα μουγκρητό, γύρισε
και χτύπησε με τη γροθιά του την κολόνα.
«Ω, Χάρι, γιατί σε άφησα να με πείσεις να κάνω κάτι τέτοιο;»
Του απάντησε η σιωπή. Περίμενε για λίγο ακόμα κι ύστερα άρχισε να
περπατά αργά προς το σπίτι. Την επομένη δε θα ήταν πλέον κηδεμόνας
της Ελίς. Θα τη συνόδευε στο Μπαθ και, αν έκρινε ότι ο υποκόμης ήταν έ-
ντιμος άνθρωπος, θα την άφηνε στη φροντίδα του. Αν όχι, θα νοίκιαζε μια
άμαξα και θα γύριζε την Ελίς στη θεία της στο Σκάρμπορο. Σε κάθε περί-
πτωση, δε θα ξανάβλεπε ποτέ την Ελίς Σάλφορντ.
***
Ο Ντρου, αφού έκανε μια βόλτα στον κήπο για να καθαρίσει το μυαλό
του και να ξαναβρεί σε κάποιο βαθμό την αυτοκυριαρχία του, πήρε το
δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Όταν έφτασε στη βεράντα, άκουσε
κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Γύρισε και είδε τον Τζεντ να προχωρά
βιαστικός προς το μέρος του.
«Αφέντη Άντριου, σας ψάχνει ο σερ Έντουαρντ, σερ. Είναι στο γραφείο
του και είπε να σας στείλω σ’ εκείνον αμέσως μόλις κατάφερνα να σας
βρω».
«Πολύ καλά, Τζεντ, πηγαίνω αμέσως».
Η διάθεση του Ντρου χάλασε ακόμα περισσότερο καθώς διέσχιζε το
σπίτι. Αναρωτιόταν τι μπορεί να συνέβη. Μήπως ο πατέρας του ήθελε πάλι
να του τα ψάλει; Πιθανότατα, αφού τον είχε αναστατώσει το προηγούμε-
νο βράδυ. Ίσιωσε τους ώμους, χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Ο σερ Έ-
ντουαρντ εργαζόταν στο γραφείο του, αλλά σηκώθηκε όταν τον είδε να
μπαίνει. Ήταν συνοφρυωμένος, πράγμα που δεν ήταν καλός οιωνός. Ο
Ντρου ένιωσε τα νεύρα του, που ήταν ήδη τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν.
«Αν έστειλες να με βρουν για να με ρωτήσεις για πόσο ακόμα θα είσαι
αναγκασμένος να υπομένεις την παρουσία μου», είπε κοφτά, «σου το είπα
χτες το βράδυ. Θα φύγουμε το πρωί. Η μις Σάλφορντ ήταν που επέμενε να
μείνουμε ακόμα μία μέρα. Αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα ήδη φύγει απ’ το
Χάρτκομ».
«Η μνήμη μου είναι μια χαρά, που να σε πάρει. Γνωρίζω καλά τα σχέδιά
σου. Ήθελα να σε δω». Ο σερ Έντουαρντ έκανε μια παύση, σαν να διάλεγε
τα λόγια του. Πήγε στο τζάκι και έριξε ένα ακόμα κούτσουρο στη φωτιά.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω». Ίσιωσε τους ώμους και γύρισε προς
το μέρος του. «Μη στέκεσαι έτσι και με αγριοκοιτάζεις, νεαρέ, κάθισε. Αλ-
λά, πριν το κάνεις, ίσως θα έπρεπε να βάλεις και για τους δυο μας ένα πο-
τήρι κρασί. Μπορεί να το χρειαστούμε μέχρι να τελειώσω αυτό που έχω να
σου πω».
Ο Ντρου αναρωτήθηκε αν άκουσε καλά αυτά τα τελευταία λόγια που
μουρμούρισε ο πατέρας του, όμως δε μίλησε. Πήγε απλώς στον μπουφέ
όπου βρίσκονταν η καράφα και τα ποτήρια. Γέμισε δύο και επέστρεψε.
«Λοιπόν;»
Έδωσε το ένα ποτήρι στον πατέρα του και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Ο
σερ Έντουαρντ έμεινε για μια στιγμή μισογυρισμένος, σαν να δίσταζε να
επιστρέψει στο γραφείο του. Ύστερα, με έναν αναστεναγμό, κάθισε απέ-
ναντι από τον Ντρου, ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και τον κοίταξε
πάνω από το χείλος του ποτηριού του.
«Μεγάλωσες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα».
Αυτό ήταν τόσο απρόσμενο, ώστε ο Ντρου συγκρατήθηκε να μη γελά-
σει.
«Ήμουν δεκαπέντε όταν έφυγα απ’ το Χάρτκομ. Παιδί. Τώρα είμαι είκοσι
έξι».
«Κι εξίσου θερμοκέφαλος».
Ο Ντρου έβαλε τα δυνατά του να μην εκνευριστεί.
«Πίστεψέ με, σερ, δεν είμαι ο απερίσκεπτος, αθώος νεαρός που έφυγε
από εδώ πριν από δέκα χρόνια. Αυτό είναι κάτι που επίσης σου είπα χτες
το βράδυ. Μετανιώνω οικτρά για ό,τι έκανα».
«Κι εγώ μετανιώνω που δεν ήρθα να σε πάρω πίσω στο σπίτι αμέσως
μόλις άκουσα ότι ο Νέος Μνηστήρας βρισκόταν στη Σκωτία».
Η παραδοχή του πατέρα του ξάφνιασε τον Ντρου και δεν μπορούσε να
σκεφτεί κάτι να πει. Στο γραφείο απλώθηκε σιωπή.
«Ήταν τρέλα να συνδέσεις την τύχη σου με την τύχη του Στιούαρτ», είπε
τελικά ο σερ Έντουαρντ.
«Δεν τον ακολούθησα στο Παρίσι. Σου έγραψα για να σου το πω...»
«Έκαψα τα γράμματά σου», τον διέκοψε ο σερ Έντουαρντ. «Δεν τα διά-
βασα ποτέ. Έδωσα εντολή το όνομά σου να μην αναφερθεί ποτέ ξανά σ’
αυτό το σπίτι. Δεν ήσουν πλέον γιος μου. Σε έβγαλα από τη διαθήκη μου».
«Τότε, τιμωρήθηκα και με το παραπάνω για την ανοησία μου».
Ο σερ Έντουαρντ συνέχισε σαν ο Ντρου να μην είχε μιλήσει.
«Υπάρχουν όμως τα κτήματα της οικογένειας και δεν είχα τη δυνατότη-
τα να σε αποκληρώσω από αυτά. Τώρα που πέθανε ο Σάιμον, εσύ θα κλη-
ρονομήσεις το Χάρτκομ».
«Χα! Δε μου ακούγεται και πολύ καλό, αφού δεν μπορώ να επιστρέψω
στην Αγγλία με το όνομά μου».
«Αυτό δεν ισχύει».
«Φυσικά και ισχύει», απάντησε ο Ντρου με πικρία. «Ξέχασες ότι είμαι
προδότης και επικηρυγμένος;»
«Δεν ξέχασα τίποτα!» Ο σερ Έντουαρντ σηκώθηκε και πήγε στον μπου-
φέ. Πήρε την καράφα, πλησίασε τον Ντρου, του ξαναγέμισε το ποτήρι κι
ύστερα γέμισε και το δικό του.
«Η μητέρα σου δε σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί», είπε. Κάθισε ξανά και
κράτησε το ποτήρι ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το βλέμμα καρφωμένο
στο βαθυκόκκινο περιεχόμενό του. «Ήταν η μόνη φορά που με παράκου-
σε. Μέχρι που πέθανε, έγραφε σε όποιον είχε επιρροή, εξαγόραζε χάρες,
παρακαλούσε όποιον θεωρούσε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει».
«Νόμιζα ότι ήταν σοβαρά άρρωστη».
«Όχι τότε1. Ήσουν γιος της και ήταν αποφασισμένη να μη σε εγκαταλεί-
ψει». Ο σερ Έντουαρντ κοίταξε τον Ντρου κι έπειτα απέστρεψε και πάλι
το βλέμμα του. «Δεν το είχαμε πει ποτέ σ’ εσένα ή στον Σάιμον, όμως η
μητέρα σου είχε αδύναμη καρδιά. Τα νέα απ’ τη Σκωτία τη συγκλόνισαν,
φυσικά, αλλά όχι τόσο άσχημα όσο σου είπα τότε. Ήμουν πολύ θυμωμέ-
νος όταν σου έγραφα. Ήθελα να υποφέρεις, να πιστέψεις ότι κατέρρευσε
εξαιτίας σου, αλλά δεν ήταν έτσι. Ήταν τόσο αποφασισμένη να σου εξα-
σφαλίσει χάρη, ώστε δεν επέτρεπε στον εαυτό της να λυγίσει, τουλάχι-
στον για πολύ καιρό. Πάλεψε σκληρά για σένα, όμως αυτό της κόστισε.
Όταν έφτασε η ειδοποίηση ότι σου δόθηκε χάρη, η μητέρα σου ήταν ετοι-
μοθάνατη. Της τη διάβασα και, μέχρι να βραδιάσει, πέθανε».
Ο Ντρου πάγωσε.
«Γιατί δεν έμαθα ποτέ γι’ αυτή τη χάρη;»
«Την αγαπούσα, αλλά εκείνη νοιαζόταν μόνο για σένα».
«Κι έτσι δε μου το είπες».
Ο ηλικιωμένος άντρας έσκυψε το κεφάλι. Ο Ντρου τον κοιτούσε. Ήταν
τόσο πολλά τα συναισθήματα που φούντωναν μέσα του, ώστε του ήταν
αδύνατον να βρει κάποια λογική.
«Δε μου το είπες», επανέλαβε με φωνή θανάσιμα σιγανή. «Μου δόθηκε
χάρη τέσσερα χρόνια πριν κι εσύ δε μου το είπες. Θα μπορούσα να είχα ε-
πιστρέψει στην Αγγλία, να συνέχιζα τη ζωή μου. Και με άφησες να πιστεύω
ότι εγώ ευθυνόμουν για το θάνατο της μητέρας μου».
«Εσύ ευθυνόσουν. Έδωσε αγώνα για τέσσερα χρόνια, θέλοντας μόνο να
μάθει ότι ήσουν ασφαλής. Κι ύστερα, έχασε κάθε επιθυμία να ζήσει».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε. «Μα η κυρία Πάρφιτ, ο Τζεντ πιστεύουν ακόμα
ότι κινδυνεύω».
«Δεν το είπα σε κανέναν. Όταν ήρθε η ειδοποίηση, μίλησα στη μητέρα
σου αλλά σε κανέναν άλλον. Το νέο την έκανε τόσο ευτυχισμένη». Η έκ-
φραση του σερ Έντουαρντ γέμισε πόνο. «Πόσο σε ζήλεψα».
Ο Ντρου τον κοίταξε.
«Ζήλεψες; Εμένα;»
Ο πατέρας του έθαψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.
«Ναι! Ω, η μητέρα σου με αγαπούσε -και τον Σάιμον, φυσικά-, όμως αφο-
σιώθηκε τόσο στην προσπάθεια να σου εξασφαλίσει χάρη». Ο σερ Έντου-
αρντ χαμήλωσε τους ώμους και αναστέναξε βαθιά. «Ίσως δεν έπρεπε να
κατηγορήσω εσένα γι’ αυτό. Πολύ πιθανόν να ήταν ο αγώνας της για σένα
που την κράτησε κοντά μου για τόσο καιρό».
«Είμαι βέβαιος ότι θα έκανε το ίδιο για οποιονδήποτε από μας», είπε αρ-
γόσυρτα ο Ντρου, ενώ σκεφτόταν όλα όσα είχε μάθει. «Μα γιατί δεν ά-
κουσα τίποτα για όλα αυτά; Θα πρέπει να έγινε κάποια ανακοίνωση».
«Ίσως στο Λονδίνο, όμως εγώ δεν έκανα καμιά προσπάθεια να μαθευτεί
ότι σου δόθηκε χάρη. Δε δημοσίευσα καμία ανακοίνωση στην τοπική εφη-
μερίδα, δεν προσέλαβα κανέναν κήρυκα, δεν ανάρτησα καμία ανακοίνωση
στην πλατεία του χωριού. Το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν ο θά-
νατος της γυναίκας μου».
«Όμως σίγουρα ο Τζένκινς, ο δικηγόρος μου, θα πρέπει να...»
«Ναι, το ήξερε, αλλά του απαγόρευσα να σου γράψει. Έχει οδηγίες να
μην επικοινωνήσει μαζί σου παρά μόνο αφού πεθάνω».
Ο Ντρου έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. «Θα πρέπει να με μισείς πάρα
πολύ», είπε τελικά.
Ο σερ Έντουαρντ σήκωσε το κεφάλι και, για πρώτη φορά, ο Ντρου είδε
τη θλίψη στο βλέμμα του.
«Εκείνη την εποχή, ναι. Σε κατηγορούσα που μου τη στέρησες».
«Το ξέρω. Μου το έγραψες». Ο Ντρου κράτησε την ανάσα του. «Και τώ-
ρα;»
«Τώρα; Δεν ξέρω. Είσαι ο κληρονόμος του Χάρτκομ ή, τουλάχιστον, ό,τι
έχει απομείνει απ’ αυτό».
Στο γραφείο απλώθηκε σιωπή. Ο σερ Έντουαρντ ανακάθισε και πέρασε
τα δάχτυλα μέσα απ’ τα λευκά μαλλιά του. Σηκώθηκε αργά, γύρισε και
κοίταξε τον Ντρου.
«Αν δεν είναι πολύ αργά», είπε, «θέλω να σου πω ότι λυπάμαι που σου
έκρυψα την αλήθεια και να σε ρωτήσω αν μπορείς να με συγχωρήσεις».
Ο Ντρου σηκώθηκε. Όταν είχε φύγει από το Χάρτκομ, δέκα χρόνια πριν,
ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τον πατέρα του. Τώρα είχαν το ίδιο ύψος
και τον κοιτούσε στα μάτια. Τα μάτια του πατέρα του ήταν γαλανά, όπως
τα δικά του, αλλά ξέθωρα λόγω ηλικίας. Δεν είδε θυμό σ’ αυτά, μόνο πόνο,
θλίψη και αγωνία. Και, κάτω απ’ όλα αυτά, μοναξιά.
Η δική του πικρία χάθηκε μεμιάς.
«Εσύ μπορείς να με συγχωρήσεις, πατέρα, που δημιούργησα τόσα προ-
βλήματα στην οικογένεια; Αν ναι, θα ήθελα να γυρίσω στο σπίτι. Θα ήθελα
να σε βοηθήσω να ξαναφτιάξεις το Χάρτκομ».
Τα μάτια του σερ Έντουαρντ βούρκωσαν. Άπλωσε το χέρι του. «Γύρισε
σπίτι. Καλώς ήλθες, αγόρι μου».
Έσφιξαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν. Ο Ντρου ένιωσε έναν κόμπο να
του κλείνει το λαιμό. Το σπίτι του. Μπορούσε να επιστρέψει στο Χάρτκομ
ως ο κληρονόμος του, να επενδύσει την περιουσία που είχε φτιάξει στο
κτήμα, και ίσως να αγόραζε και πάλι μερικά από τα εδάφη που είχαν χά-
σει.
«Θα χρειαστεί να δεις τους λογαριασμούς», είπε ο σερ Έντουαρντ σαν να
είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Θα πρέπει να καθίσουμε μαζί και να συζη-
τήσουμε τι πρέπει να γίνει».
«Φυσικά. Θα το κάνουμε αμέσως μόλις επιστρέψω απ’ το Μπαθ».
«Α, ναι. Η μις Σάλφορντ πρέπει να παραδοθεί στον αρραβωνιαστικό
της».
Έπρεπε άραγε να γίνει αυτό; Ο Ντρου θυμήθηκε με πόσο πάθος αφέθη-
κε η Ελίς στο φιλί του, πόσο σωστό του φάνηκε να την κρατάει στην α-
γκαλιά του. Την πλήγωσε, την έδιωξε, όμως της είχε εξηγήσει ότι προσπα-
θούσε να την προστατεύσει...
«Υπέροχη λαίδη η μις Σάλφορντ». Ο σερ Έντουαρντ ξαναγέμιζε τα πο-
τήρια τους. «Μου τα έψαλε που σε αποκλήρωσα, μου έδειξε τι έχανα εξαι-
τίας της καταραμένης περηφάνιας μου».
Ο Ντρου σήκωσε το βλέμμα του. «Άρα λοιπόν ξέρει;»
«Ότι πήρες χάρη; Όχι, αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι δεν έπρεπε
να χάσουμε ο ένας τον άλλον». Ο σερ Έντουαρντ χαμογέλασε. «Της οφεί-
λουμε πολλά».
Ο Ντρου ένευσε. Στο μυαλό του γεννιόταν ένα σχέδιο. Ίσως να μην ήταν
πολύ αργά. Θα έπρεπε να πάνε στο Μπαθ, φυσικά, αλλά τώρα μπορούσε
να της πει ότι υπήρχε μια εναλλακτική λύση αν, τελικά, διαπίστωνε ότι δεν
αγαπούσε τον Γουίλιαμ Ρέβερσον.
***
Ο Ντρου τελείωσε το κρασί του, αποχαιρέτησε τον πατέρα του και πήγε
να βρει την Ελίς. Πήγε πρώτα στην κάμαρά της, όμως δεν πήρε απάντηση
όταν χτύπησε την πόρτα. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Ήταν άραγε πιθα-
νόν η Ελίς να βρισκόταν ακόμα έξω, να τριγυρνούσε στον κήπο βυθισμένη
στην απογοήτευση; Τι κάθαρμα που ήταν να την πληγώσει τόσο, έστω κι
αν θεωρούσε ότι ήταν σωστό να την προστατεύσει, να γίνει απρόσιτος γι’
αυτήν. Θα έπρεπε να τη βρει, και γρήγορα μάλιστα, για να διορθώσει τη
ζημιά. Αν μπορούσε!
Είδε τον Τζεντ να επιστρέφει από τον κήπο και τον ρώτησε αν είχε δει
τη μις Σάλφορντ.
«Όχι, αφέντη Ντρου, θα πρέπει να είναι στην κουζίνα με την κυρία Πάρ-
φιτ».
Ο Ντρου πήγε στην κουζίνα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και στο διάδρομο
ακούγονταν φωνές. Και γέλια. Σταμάτησε και κρύφτηκε στις σκιές. Σίγου-
ρα αυτή που γελούσε ήταν η Ελίς. Το γέλιο της ήταν χαρούμενο, σαν να
μην είχε καμία έγνοια στον κόσμο.
***
Η Ελίς, μετά τη συνάντηση με τον Ντρου στο περίπτερο, ήταν μπερδε-
μένη, απογοητευμένη. Έφυγε μακριά του, με δάκρυα να κυλούν στο πρό-
σωπό της. Ο κήπος ήταν τόσο αφρόντιστος, ζούγκλα παντού, και δεν είχε
ιδέα πού πήγαινε, απλώς ακολουθούσε ένα μονοπάτι που ήταν ακόμα
προσβάσιμο. Τελικά βρέθηκε σε έναν μικρό, περιτοιχισμένο κήπο, που
μπορεί κάποτε να ήταν γεμάτος λουλούδια. Τώρα ήταν κατάφυτος από
αγριόχορτα, όμως πήγε και κάθισε βαριά σε ένα ξύλινο παγκάκι σε μια γω-
νιά, για να ξεπεράσει την απογοήτευσή της.
Ο Ντρου της ξυπνούσε τόσο υπέροχα συναισθήματα, ζωντάνευε το
κορμί της. Έφτασε πολύ κοντά στο να του πει σ’ αγαπώ ενώ τη φιλούσε
και τη χάιδευε. Μέχρι που της ήταν αδύνατον να πει οτιδήποτε άλλο, κα-
θώς τα κύματα ηδονής της έκοβαν την ανάσα. Έπειτα ήταν σοκαρισμένη,
εξαντλημένη και κάπως τρομαγμένη από την εμπειρία.
Τότε ο Ντρου κατέστρεψε αυτή την πρωτόγνωρη ευτυχία της με ένα και
μόνο χτύπημα.
Δεν την είχε φιλήσει από αγάπη, αλλά από πόθο. Της το είπε. Ήταν τόσο
έμπειρος, ώστε εκείνη δεν κατάλαβε τη διαφορά και ανταποκρίθηκε, πα-
ραδόθηκε ολοκληρωτικά, ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει την καρ-
διά και το κορμί της, αλλά όπως φαινόταν εκείνος δεν ήθελε τίποτα απ’ τα
δύο. Και περίμενε από εκείνη να τον ευχαριστήσει επειδή τη σκέφτηκε και
την άφησε παρθένα.
Έψαξε για το μαντίλι της και σκούπισε τα μάτια της. Ώστε λοιπόν έτσι
νιώθει μια γυναίκα όταν την αποπλανεί ένας άσωτος. Ω, ίσως να μην της
στέρησε εντελώς την αρετή της, όμως κατέστρεψε πλήρως την ευτυχία
της. Πώς θα μπορούσε να δοθεί σε οποιονδήποτε άλλον άντρα;
«Ω, μη γίνεσαι τόσο αδύναμη». Φύσηξε τη μύτη της αποφασιστικά. «Έ-
χεις ακόμα τον Γουίλιαμ και, σίγουρα, θα είναι καλό που πηγαίνεις κοντά
του λίγο μεγαλύτερη και λίγο πιο ώριμη».
Θυμόταν τον Ντρου να την αγκαλιάζει σφιχτά, τα χείλη του να ενώνο-
νται με τα δικά της, κι ο πόθος φούντωσε και πάλι ασυγκράτητος μέσα
της. Πώς θα μπορούσε ν’ αντέξει τώρα το άγγιγμα οποιουδήποτε άλλου
άντρα;
Έδιωξε θυμωμένα αυτή τη σκέψη και επιστράτευσε την περηφάνια της.
Δεν ήταν καμιά καλομαθημένη δεσποσύνη που θα βυθιζόταν στην από-
γνωση. Ο πατέρας της ήταν ένας τυχοδιώκτης που, ενώ την αγαπούσε, την
άφησε και έφυγε για να ζήσει τη ζωή του. Προσπάθησε να θυμηθεί αυτό
που είχε πει ο Ντρου για τον πατέρα της. Ότι γελούσε όταν αντιμετώπιζε
δυσκολίες. Λοιπόν, το ίδιο θα έκανε κι εκείνη. Ίσως να μη γελούσε, όμως
δε θα έκλαιγε άλλο.
«Πρέπει να συνέλθεις, Ελίς Σάλφορντ». Σηκώθηκε, έστρωσε τη βαριά
φούστα της κι έφτιαξε τη δαντέλα στους ώμους της. «Δεν είσαι η πρώτη
που ξελογιάζεται από έναν άσωτο και δε θα είσαι η τελευταία».
Γύρισε στο σπίτι και μπήκε από την πόρτα του κήπου. Καθώς περνούσε
από την κουζίνα, κοντοστάθηκε και κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα. Η κυ-
ρία Πάρφιτ καθόταν στο τραπέζι, που ήταν γεμάτο λαχανικά.
«Ω, σε παρακαλώ, μη σηκώνεσαι», είπε βιαστικά, όταν την είδε η οικο-
νόμος. «Μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν έχω φάει ακόμα πρωινό και...»
«Δεν πρέπει να μείνετε νηστική! Αν πάτε στη μικρή τραπεζαρία, αγαπη-
τή μου, θα σας ετοιμάσω κάτι και θα σας το φέρω».
«Ω, όχι, θα προτιμούσα να μην καθίσω στην τραπεζαρία του πρωινού».
Η Ελίς σκούπισε ένα δάκρυ. «Είμαι κάπως στεναχωρημένη και θα προτι-
μούσα να μη δω τον σερ Έντουαρντ...»
«Ω, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, μις. Έφαγε το πρωινό του πριν μια
ώρα και πήγε στο γραφείο του. Έστειλε τον Τζεντ να βρει τον αφέντη Ά-
ντριου, έτσι δε χρειάζεται ν’ ανησυχείτε ότι θα συναντήσετε κάποιον».
«Θέλω μόνο λίγο τσάι και ίσως λίγο ψωμί με βούτυρο». Η Ελίς μπήκε
στην κουζίνα. «Σε παρακαλώ, μη σταματήσεις τη δουλειά σου για χάρη
μου. Αν μου πεις πού θα βρω τα απαραίτητα, θα ετοιμάσω εγώ το πρωινό
μου. Για να είμαι ειλικρινής, θα το προτιμούσα και...» πρόσθεσε, καθώς δεν
είχε καμιά επιθυμία να διακινδυνεύσει να πέσει πάνω στον Ντρου ή στον
σερ Έντουαρντ εκείνη τη στιγμή «...θα μου άρεσε πολύ να καθίσω εδώ,
μαζί σου, αν μπορώ».
«Αν αυτό θέλετε, ευχαρίστως. Θα με χαροποιήσει η συντροφιά σας». Η
κυρία Πάρφιτ της χαμογέλασε πλατιά.
Η Ελίς, ακολουθώντας τις οδηγίες της οικονόμου, έβαλε τη χύτρα στα
κάρβουνα, έφερε την ασημένια τσαγιέρα και το κουτί με το τσάι στο τρα-
πέζι ώστε η κυρία Πάρφιτ να το ανοίξει με ένα από τα κλειδιά που κρέμο-
νταν στην αλυσίδα που είχε περασμένη στη μέση της.
«Θα πιείς κι εσύ ένα τσάι μαζί μου, κυρία Πάρφιτ;»
«Σας ευχαριστώ πολύ, μις Σάλφορντ, θα ήταν χαρά μου, φτάνει να μη
σας πειράζει να συνεχίσω στο μεταξύ να ετοιμάζω τα λαχανικά. Θα είναι
όπως τον παλιό καιρό, μις, όταν ζούσε η κυρία και πίναμε συχνά τσάι μαζί.
Όχι εδώ, φυσικά, αλλά στο προσωπικό της καθιστικό. Τότε είχαμε πολύ
προσωπικό και με καλούσε να πιώ μαζί της τσάι και να συζητήσουμε για
το μενού, τα λουλούδια και τα υπόλοιπα καθημερινά μικροπράγματα που
απαιτεί η φροντίδα ενός σπιτιού. Όλα άλλαξαν όταν αποβιβάστηκε ο
Στιούαρτ στη Σκωτία. Η καρδιά της κυρίας ράγισε όταν ο αφέντης Άντριου
αναγκάστηκε να το σκάσει από τη χώρα. Μετά απ’ αυτό, άφησε τη διεύ-
θυνση του σπιτιού σ’ εμένα. Ήταν πολύ απασχολημένη με άλλα πράγμα-
τα».
«Νόμιζα ότι ήταν άρρωστη όταν ο κύριος Κάσλμεϊν έφυγε απ’ την Αγ-
γλία».
«Όχι, μις, όχι ακόμα. Φυσικά, έμεινε μερικές μέρες στο κρεβάτι, αλλά έ-
πειτα περνούσε τις μέρες της βοηθώντας τον σερ Έντουαρντ. Βλέπετε, εί-
χαν χάσει κάποια από τα κτήματα και αναγκάστηκαν να πουλήσουν άλλα,
ώστε να πληρώσουν τα πρόστιμα. Ήταν μαύρες μέρες, όμως η κυρία δεν
το έβαλε ποτέ κάτω. Βέβαια, χρειάστηκε να κάνουμε περικοπές, αλλά τα
καταφέραμε, και η λαίδη μου έγραφε συνεχώς γράμματα, ελπίζοντας πά-
ντα ότι θα κατάφερνε να φέρει τον αφέντη Άντριου στο σπίτι. Όμως αυτό
δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ύστερα αρρώστησε πολύ και, όταν πέθανε, ο
σερ Έντουαρντ και ο αφέντης Σάιμον με άφησαν ευχαρίστως να διευθύνω
το σπίτι όπως ήθελα εγώ. Πράγμα που έκανα, όχι και τόσο άσχημα, έστω
κι αν το λέω μόνο εγώ».
«Σίγουρα όμως θα είχες περισσότερη βοήθεια τότε».
«Ναι. Μόνο όταν πέθανε ο αφέντης Σάιμον ο σερ Έντουαρντ κλείστηκε
στον εαυτό του. Έδιωξε όλο το προσωπικό, εκτός από τον Τζεντ, τον Στί-
ντσκομ και μένα. Νομίζω ότι θα έδιωχνε και μας αν μπορούσε, αλλά, όπως
του είπα τότε, “Πού θα μπορούσαμε να πάμε στην ηλικία μας;” Κι έτσι μας
άφησε να μείνουμε». Η κυρία Πάρφιτ έκανε μια παύση όταν η Ελίς πήγε να
φέρει το ψωμί. «Μπορεί ο σερ Έντουαρντ να γκρινιάζει, όμως τα πηγαί-
νουμε όλοι αρκετά καλά μεταξύ μας πλέον».
Η Ελίς ετοίμασε το τσάι και γέμισε δύο φλιτζάνια. Ακούμπησε το ένα δί-
πλα στην κυρία Πάρφιτ κι ύστερα πήρε το άλλο και μια φέτα ψωμί με βού-
τυρο και πήγε στην απέναντι άκρη του τραπεζιού, όπου θα μπορούσε να
καθίσει και να μιλάει μαζί της χωρίς να την εμποδίζει.
Ήπιε μια γουλιά. Η κουζίνα ήταν ζεστή και η κυρία Πάρφιτ είχε μια τόσο
μητρική παρουσία, ώστε η Ελίς άρχισε να χαλαρώνει και η θλίψη να υπο-
χωρεί από την καρδιά της.
«Χωρίς αμφιβολία θα έχετε ενθουσιαστεί στη σκέψη ότι θα ξαναδείτε
τον αρραβωνιαστικό σας», είπε η οικονόμος ενώ την παρακολουθούσε να
κόβει το ψωμί της σε κομμάτια μέσα στο πιάτο της.
«Ναι».
Η Ελίς δε θα έλεγε ακριβώς ότι ήταν ενθουσιασμένη, όμως δεν ήθελε να
το σκέφτεται εκείνη τη στιγμή.
«Είναι γιος υποκόμη, σωστά;» ρώτησε η κυρία Πάρφιτ, που συνέχιζε να
καθαρίζει τα λαχανικά με την επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει έπειτα από
τόσα χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά. «Αν δε σας πειράζει που ρωτάω».
Η Ελίς συνειδητοποίησε ότι η οικονόμος δε ρωτούσε από κακεντρεχή
περιέργεια. Η καλοσυνάτη γυναίκα προσπαθούσε να της φτιάξει το κέφι,
κάνοντάς τη να σκεφτεί πιο χαρούμενα πράγματα. Χωρίς να αντιληφθεί
πώς ακριβώς συνέβη αυτό, έπιασε τον εαυτό της να λέει στην κυρία Πάρ-
φιτ τα πάντα για τον αρραβώνα της με τον Γουίλιαμ.
«Θα πρέπει να με αγαπάει πάρα πολύ, δε νομίζεις;» ρώτησε όταν τελεί-
ωσε. «Σίγουρα δε θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να πείσει τον πατέρα του να με
δεχτεί ως σύζυγό του. Στο κάτω κάτω, όταν κανονίστηκε ο αρραβώνας
δεν είχα καθόλου χρήματα και, παρόλο που η καταγωγή μου είναι αξιο-
πρεπής, είμαι βέβαιη ότι ο υποκόμης θα προτιμούσε να παντρέψει το γιο
του με κάποια κοπέλα από πιο σπουδαία οικογένεια».
Σκέφτηκε πάλι την επίθεση στην άμαξά τους. Θα έφτανε άραγε σε αυτό
το σημείο ένας αξιοσέβαστος ευγενής για να αποτρέψει έναν γάμο; Αυτή η
σκέψη δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα όσο θεωρούσε τον Ντρου φίλο της.
Τώρα, έχοντας αντιληφθεί από πρώτο χέρι πόσο άσωτος ήταν, ένιωθε πο-
λύ πιο ευάλωτη.
«Ο νεαρός θα πρέπει να είναι τρελά ερωτευμένος», είπε η κυρία Πάρφιτ
με την καλοσυνάτη φωνή της. «Είπατε όμως ότι έχετε χρόνια να τον δεί-
τε;»
«Φοβάμαι ότι γι’ αυτό ευθύνεται ο πατέρας του». Η Ελίς έκανε μια παύ-
ση. «Ίσως ο υποκόμης προτιμάει να μην παντρευτούμε, αλλά αν ο Γουί-
λιαμ εξακολουθεί να το θέλει θα πρέπει να το κάνουμε, δε συμφωνείς;»
Τα τελευταία λαχανικά μπήκαν σε ένα μεγάλο τηγάνι και η οικονόμος
άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι.
«Φυσικά, αν αγαπιέστε». Η κυρία Πάρφιτ σκούπισε τα μάτια με την άκρη
της ποδιάς της. «Ω, τι ρομαντικά που ακούγονται όλα αυτά. Ορκίζομαι πως
όταν εμφανιστήκατε εδώ τις προάλλες με τον αφέντη Άντριου σκέφτηκα
ότι οι δυο σας θα γινόσασταν υπέροχο ζευγάρι, όμως...»
«Ω, αν είναι δυνατόν, όχι».
Η Ελίς πίεσε τον εαυτό της να γελάσει στο άκουσμα αυτής της ανόητης
ιδέας. Η νευρικότητά της σε συνδυασμό με τη δυστυχία της έγιναν αιτία να
γελάσει πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευε.
Ορίστε, είσαι στ’ αλήθεια κόρη τον πατέρα σου. Μπορείς να γελάς μπροστά
στις δυσκολίες.
«Ο κύριος Κάσλμεϊν είναι απλώς κηδεμόνας μου. Ο πατέρας μου κανόνι-
σε το γάμο μου χρόνια πριν και είναι ο ιδανικός γάμος για μένα». Η Ελίς έ-
κανε μια παύση κι ύστερα συνέχισε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό
της. «Νομίζω ότι οι όροι του γαμήλιου συμφωνητικού είναι πολύ γενναιό-
δωροι».
Και θα είναι καλύτερα να έχω έναν σύζυγο που να με αγαπάει παρά κά-
ποιον που δε θα μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη μου.
Η Ελίς κοίταξε το φλιτζάνι της. Ο Ντρου της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν την
αγαπούσε, όμως εκείνη δε θα δυσανασχετούσε. Όχι φανερά, τουλάχιστον.
Κανείς δε έπρεπε να μάθει ότι της είχε κλέψει την καρδιά ένας άσωτος. Το
πρωί θα έφευγε από το Χάρτκομ με το κεφάλι ψηλά.
«Βλέπεις λοιπόν, κυρία Πάρφιτ, ανυπομονώ να φτάσω αύριο στο Μπαθ
και να δω τον αγαπημένο μου Γουίλιαμ», είπε χαρούμενα. «Σκοπεύω να γί-
νω η καλύτερη, η πιο τρυφερή σύζυγος που υπήρξε ποτέ».
***
Τα λόγια της έφτασαν στ’ αυτιά του Ντρου, που κρυβόταν στις σκιές του
διαδρόμου. Το γεγονός ότι η Ελίς μπορούσε να μιλάει τόσο χαρούμενα, να
γελάει έτσι, μαρτυρούσε προφανώς ότι τα φιλιά του δεν ήταν τόσο σημα-
ντικά για εκείνη όσο είχε υποθέσει. Και γιατί να ήταν; Την πρώτη φορά
που την είδε, φλέρταρε αδιάντροπα. Έμοιαζε τόσο στον πατέρα της. Αγα-
πούσε εύκολα, αλλά ξεχνούσε εξίσου εύκολα. Έσφιξε τις γροθιές του, ενώ
προσπαθούσε να συγκρατήσει την πικρία και την απογοήτευσή του.
Ακούμπησε στον τοίχο. Ξαφνικά, ένιωθε κουρασμένος και αποκαρδιω-
μένος. Κοίταξε γύρω του το σκοτεινό διάδρομο, πρόσεξε τα σημάδια της
παραμέλησης, τους ραγισμένους σοβάδες στο ταβάνι, τις φθαρμένες πλά-
κες του δαπέδου. Θα έπρεπε να χαιρόταν που η Ελίς έπαιρνε την κατά-
σταση τόσο καλά. Στο κάτω κάτω, τι θα μπορούσε να της προσφέρει εκεί-
νος; Παρότι ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσει τη ζωή του και ήταν ο κλη-
ρονόμος του Χάρτκομ, το σπίτι και το κτήμα ήταν σε τόσο άσχημη κατά-
σταση που θα χρειάζονταν όλα τα χρήματά του και πολλά χρόνια για να
διορθωθούν. Η ζωή που μπορούσε να της προσφέρει δεν ήταν δυνατόν να
συγκριθεί με τη ζωή που θα είχε ως νύφη ενός υποκόμη.
Ωστόσο του ήταν αδύνατον να ξεχάσει τον πόνο που είδε στην έκφρασή
της όταν έφυγε από το περίπτερο. Ίσως να είχε αγγίξει την καρδιά της και
να προσπαθούσε να φανεί γενναία. Αν ήταν έτσι, με ποιο δικαίωμα θα έ-
φερνε και πάλι τα πάνω κάτω στον κόσμο της; Και επιπλέον, ακόμα κι αν
η Ελίς μπορούσε να συγχωρήσει την ανόητη συμπεριφορά του, ακόμα κι
αν κατάφερνε να την πείσει ότι ήταν ειλικρινής, ποιο θα μπορούσε να ή-
ταν το αποτέλεσμα αν αποφάσιζε να ενώσει την τύχη της μαζί του; Χρόνια
σκληρής δουλειάς ώστε να μπει το Χάρτκομ σε τάξη. Θυμήθηκε κάτι που
του είχε πει κάποτε ο Χάρι. «Τίποτα δεν καταστρέφει την αγάπη όσο οι
δυσκολίες της καθημερινότητας. Οι γυναίκες λατρεύουν το ρομαντισμό,
αγόρι μου, όχι την πραγματική ζωή».
Επέστρεψε αργά στο γραφείο. Ο πατέρας του ήταν ακόμα εκεί, έγραφε,
όμως υπήρχε κάτι διαφορετικό στη στάση του. Καθόταν λίγο πιο στητός,
είχε έναν αέρα αποφασιστικότητας και, όταν σήκωσε το βλέμμα του, οι
σκιές χάθηκαν από το βλέμμα του. Μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω
του.
«Έχεις πει σε κανέναν για τη χάρη;»
«Όχι ακόμα, όμως γράφω τώρα στον Τζένκινς».
«Θα προτιμούσα να μην κάναμε καμία ανακοίνωση μέχρι να επιστρέψω
από το Μπαθ».
Ο σερ Έντουαρντ άφησε την πένα του.
«Θα περίμενα να θέλεις να το μάθουν όλοι το συντομότερο δυνατόν. Ει-
δικά η μις Σάλφορντ, αφού γνωρίζει ήδη την αληθινή σου ταυτότητα».
Ο Ντρου αδυνατούσε να κοιτάξει στα μάτια τον πατέρα του, που τον
παρατηρούσε απορημένος. Έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο και
άρχισε να παρακολουθεί τα γκρίζα σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό.
«Δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτήν. Αύριο ενηλικιώνεται. Δε θα είναι πλέ-
ον δική μου ευθύνη».
«Και είσαι ικανοποιημένος που θα παντρευτεί τον Ρέβερσον;»
«Αν είναι αυτή η επιλογή της».
«Πιστεύεις ότι θα ήταν αυτή η επιλογή της αν ήξερε ότι είσαι ελεύθερος
άνθρωπος; Όχι, μη με κοιτάζεις συνοφρυωμένος, νεαρέ, έχω δει πώς σε
κοιτάζει. Είναι ήδη σχεδόν ερωτευμένη μαζί σου».
«Της αξίζει κάτι καλύτερο».
«Και δεν έχει δικαίωμα να αποφασίσει η ίδια ποιο είναι αυτό;»
Ο Ντρου άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο γραφείο. Πέρασε τα δά-
χτυλα μέσα από τα μαλλιά του.
«Μεγάλωσε σε προστατευμένο περιβάλλον, είναι καλομαθημένη και έ-
χει τόσο υψηλές προσδοκίες. Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν αρραβωνια-
σμένη με τον Ρέβερσον, που είναι εξαιρετικός γαμπρός. Θα κινείται σε βα-
σιλικούς κύκλους, θα μπει στην υψηλή κοινωνία κι εκεί θα λάμψει, θα γίνει
το πιο λαμπερό αστέρι. Ποιος είμαι εγώ σε σύγκριση με το γιο ενός υποκό-
μη; Για πόσον καιρό θα ήταν ικανοποιημένη ως σύζυγος ενός απλού βαρο-
νέτου που θα επισκεπτόταν το Λονδίνο μια φορά το χρόνο -ίσως και δύο,
όταν τα οικονομικά θα το επιτρέπουν;»
Ένα μελαγχολικό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του σερ Έντουαρντ.
«Νομίζεις ότι το μέγεθος της περιουσίας σου θα την επηρεάσει περισσό-
τερο απ’ το παρελθόν σου; Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, η λαίδη είναι απόλυτα
ικανή να αντιληφθεί τι θα την κάνει ευτυχισμένη».
«Όχι». Ο Ντρου κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αν αποφασίσει να
μην παντρευτεί τον Ρέβερσον, θα πρέπει να το κάνει με βάση τη λογική.
Όχι επηρεασμένη από ανόητες, ρομαντικές σκέψεις».
«Και αν αποφασίσει να μην τον παντρευτεί; Θα της κάνεις τότε πρόταση
γάμου;»
Η σοκαρισμένη έκφραση της Ελίς ήρθε και πάλι στο μυαλό του Ντρου.
Είχε δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους. Η σύντομη χαρά
που ένιωσε όταν ο πατέρας του του είπε για τη χάρη που του δόθηκε εξα-
νεμίστηκε, μαζί με τη βραχύβια αισιοδοξία ότι ίσως και να κατάφερνε να
κερδίσει και πάλι την καρδιά της.
«Άντριου;» επέμεινε ο σερ Έντουαρντ. «Σίγουρα δε θ’ αφήσεις να σε
προσπεράσει αυτή η ευκαιρία να βρεις την ευτυχία».
«Μ ’ ενδιαφέρει μόνο η ευτυχία της λαίδης, όχι η δική μου».
Ο Ντρου κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του. Εκείνος, ύστερα από λίγο,
αναστέναξε.
«Πολύ καλά, θα κρατήσουμε το μυστικό σου για ακόμα μια μέρα, αν αυ-
τό επιθυμείς».
***
Η Ελίς άφησε την κυρία Πάρφιτ στη μαγειρική της και αποσύρθηκε στο
δωμάτιό της. Αφήνοντας πίσω της τη ζεστασιά και την παρήγορη ατμό-
σφαιρα της κουζίνας, η θλίψη την τύλιξε και πάλι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι
άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τελικά αποκοιμήθηκε και δεν ξύπνησε παρά
αργά το απόγευμα. Έμεινε για λίγο ακόμα ξαπλωμένη, προσπαθώντας να
αποφασίσει τι θα έπρεπε να κάνει. Ένα κομμάτι της ήθελε να πάει αμέσως
στο Μπαθ και να αφεθεί στο έλεος της οικογένειας του Γουίλιαμ, όμως ή-
ξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν. Όσο κι αν ήθελε να αποφύγει να ξαναδεί
τον Ντρου, ήταν ο κηδεμόνας της, τουλάχιστον για μία ακόμα μέρα. Ανα-
κάθισε.
«Πρέπει να φέρει σε πέρας την υποχρέωση που ανέλαβε και να με συνο-
δεύσει ως το Μπαθ», μονολόγησε. «Αλλά, απ’ τη στιγμή που θα παραδώ-
σει την κληρονομιά μου, θα μπορεί να φύγει απ’ την πόλη, απ’ την Αγγλία,
και είμαι σίγουρη ότι δε θα με νοιάζει καθόλου».
***
Έμεινε στο δωμάτιό της μέχρι την ώρα του δείπνου, που κατέβηκε φο-
ρώντας τη δανεική τουαλέτα της και με τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν
απλό κότσο. Ο σερ Έντουαρντ περίμενε στο σαλόνι. Πρόσεξε ότι ήταν
κομψότερος απ’ όσο τον είχε δει ποτέ. Φορούσε κοστούμι από καφέ βε-
λούδο και τα λευκά μαλλιά του ήταν χτενισμένα και πιασμένα στον αυχέ-
να με μια κορδέλα. Σηκώθηκε όταν την είδε να μπαίνει.
«Ο γιος μου ανέβηκε πριν λίγο να ετοιμαστεί για το δείπνο, μις Σάλ-
φορντ. Ελπίζω να δεχτείτε να πιείτε ένα ποτήρι κρασί μαζί μου όσο θα τον
περιμένουμε».
«Φυσικά, σερ... και είπατε ο γιος σας; Αυτό σημαίνει ότι συμ-
φιλιωθήκατε;»
Ο σερ Έντουαρντ χαμογέλασε και η Ελίς, για πρώτη φορά, πρόσεξε την
ομοιότητα ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Ντρου. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην
καρδιά της και χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην καταρ-
194 SARAH MALLORY

ρεύσει. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει.


«Χαίρομαι πολύ για σας, ειλικρινά», είπε.
«Και οφείλω να ευχαριστήσω εσάς γι’ αυτό, μις Σάλφορντ». Ο σερ Έ-
ντουαρντ ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. «Πείσατε έναν ξεροκέ-
φαλο γέρο να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Κι όσο για τον Άντριου, αγαπη-
τή μου... Κάποιες φορές γίνεται κι εκείνος εξαιρετικά ξεροκέφαλος».
«Ω, σας παρακαλώ, ας μη μιλήσουμε γι’ αυτόν», διέκοψε τον σερ Έντου-
αρντ η Ελίς και χαμογέλασε χαρούμενα. «Ας μιλήσουμε καλύτερα για το
Μπαθ. Ανυπομονώ να το δω. Αν δεν κάνω λάθος, κανονίσατε να έρθει ά-
μαξα νωρίς αύριο το πρωί για να μας πάει, σωστά;»
«Ναι, απ’ ό,τι κατάλαβα, υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να γίνουν».
«Νομίζω ότι θα πρέπει να υπογραφούν διάφορα έγγραφα κι ύστερα θα
πρέπει να βρούμε το λόρδο Γουίτλγουντ και την οικογένειά του, δε νομίζω
όμως ότι θα είναι δύσκολο αυτό».
«Όχι, αν είναι στο Μπαθ, ο Νας θα το γνωρίζει, αν και δεν πιστεύω πως
απολαμβάνει τον ίδιο σεβασμό με κάποτε. Έχω χρόνια να επισκεφθώ το
Μπαθ, αλλά νομίζω ότι ο Νας έχει αλλάξει πολύ. Θα πρέπει να είναι ογδό-
ντα ετών. Πέρυσι ξεκίνησε στο όνομά του μια συνδρομή ώστε να γράψει
την ιστορία του Μπαθ -πράγμα που δεν περιμένει κανείς να κάνει- όμως
δεν πρέπει να συγκέντρωσε και πολλά χρήματα». Ο σερ Έντουαρντ κού-
νησε το κεφάλι. «Θλιβερό τέλος για έναν άνθρωπο που έκανε τόσο πολλά
για την πόλη. Α, ήρθες, Άντριου».
«Καλησπέρα, πατέρα. Μις Σάλφορντ».
Η Ελίς κράτησε το βλέμμα στραμμένο αλλού και τον χαιρέτησε με ένα
απλό νεύμα. Εκείνος, ακόμα κι αν πρόσεξε την ψυχρότητά της, δεν το έ-
δειξε. Αντίθετα, άρχισε να συζητά με τον πατέρα του. Η Ελίς καθόταν στη-
τή, με το κεφάλι ψηλά, αποφασισμένη να του δείξει ότι κι εκείνη μπορού-
σε να συμπεριφέρεται σαν η συνάντησή τους στο περίπτερο να μη συνέβη
ποτέ. Η μάσκα γλίστρησε μία μόνο φορά από το πρόσωπό της. Ο σερ Έ-
ντουαρντ βγήκε και τους άφησε μόνους. Εκείνη έμεινε ακίνητη σαν άγαλ-
μα στην καρέκλα της, με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά της.
«Ελίς, εγώ...»
«Σας παρακαλώ, μη μου μιλάτε, κύριε Κάσλμεϊν. Δε θέλω να σας βλέπω».
«Και πώς στο καλό θα ταξιδέψουμε μέχρι το Μπαθ μαζί;» ρώτησε ο
Ντρου.
«Αυτό θα έπρεπε να το είχατε σκεφτεί πριν μου συμπεριφερθείτε τόσο
φρικτά σήμερα το πρωί», είπε η Ελίς παγερά.
«Τότε άφησέ με να απολογηθώ...»
«Όχι. Δε θέλω τίποτε άλλο από σας, ποτέ, εκτός απ’ την ελευθερία μου».
Το βλέμμα της θα τσάκιζε και πέτρες. «Θα σας παρακαλούσα να μη μου
απευθύνετε άλλο το λόγο. Κι αφού θα έχετε κάνει το καθήκον σας αύριο,
δε θέλω να σας ξαναδώ».
Η Ελίς έστρεψε αλλού τα μάτια της όταν ο σερ Έντουαρντ επέστρεψε
στην τραπεζαρία κι ο Ντρου δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Πόσο λίγο θα
πρέπει να νοιαζόταν, σκέφτηκε εκείνη, αφού δεν πρόβαλε την παραμικρή
διαμαρτυρία. Έθαψε τον πόνο και την οργή της κι άρχισε να συζητάει με
τον σερ Έντουαρντ σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια στον κόσμο.
Κεφάλαιο 9

Με εξαίρεση μια μικρή έλλειψη φινέτσας, αφού το δείπνο το σέρβιρε η


οικονόμος, εκείνο το βράδυ στο τραπέζι επικρατούσε η επιτομή της πολι-
τισμένης ατμόσφαιρας. Οι συνδαιτυμόνες συζητούσαν για συνηθισμένα
θέματα και η Ελίς έπαιξε το ρόλο της με την άνεση και την ευθυμία έμπει-
ρης ηθοποιού. Απηύθυνε όλα τα σχόλιά της στον σερ Έντουαρντ και απέ-
φευγε να κοιτάζει τον Ντρου, όμως αντιλαμβανόταν και με το παραπάνω
την παρουσία του, σαν έναν μαγνήτη, σαν μια δύναμη στην οποία έπρεπε
να αντιστέκεται συνεχώς. Τα συναισθήματά της ήταν βαθιά αντικρουόμε-
να. Ένα κομμάτι της χαιρόταν που είχε βοηθήσει να συμφιλιωθούν ο
Ντρου με τον πατέρα του, όμως θύμωνε που ο Ντρου, κατά τα φαινόμενα,
μπορούσε ν’ απολαμβάνει το φαγητό του ενώ εκείνη κατάπινε με δυσκο-
λία την κάθε μπουκιά.
Όταν τον άκουσε να συζητά για σοδειές και αγροτικές εργασίες, κυριεύ-
τηκε ξαφνικά από θλίψη γι’ αυτόν και τον πατέρα του, αφού γνώριζε ότι ο
Ντρου δε θα μπορούσε να μείνει στην Αγγλία χωρίς να φοβάται το ενδε-
χόμενο να συλληφθεί. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να μισεί τον
Ντρου για τον τρόπο με τον οποίο της είχε συμπεριφερθεί και, ταυτόχρο-
να, να θέλει να τον δει ευτυχισμένο.
Τον αγαπούσε. Και όσο στριφογύριζε το φαγητό στο πιάτο της, δεν
μπορούσε παρά να ελπίζει ότι η θλίψη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή θα
μειωνόταν όταν οι δρόμοι τους θα χώριζαν.
«Μις Σάλφορντ;»
«Ζητώ συγγνώμη, σερ Έντουαρντ. Τι λέγατε;»
«Ρώτησα απλώς αν θέλατε να δοκιμάσετε λίγο κρασί με ελάφι. Είναι πο-
λύ καλό».
«Όχι... όχι, ευχαριστώ, σερ Έντουαρντ. Προτιμώ να έχω καθαρό μυαλό».
Ο σερ Έντουαρντ της χαμογελούσε με τόση κατανόηση, ώστε ένιωσε τα
μάγουλά της να κοκκινίζουν.
«Είστε κουρασμένη, αγαπητή μου; Το μυαλό σας ταξίδευε αλλού».
Η Ελίς, χωρίς να κοιτάξει καν τον Ντρου, ήξερε ότι την παρακολουθούσε
προσεκτικά.
«Είμαι κάπως κουρασμένη. Με συγχωρείτε, νομίζω ότι θα αποσυρθώ
τώρα. Θέλω να είμαι στις ομορφιές μου αύριο, όταν θα συναντήσω τον
αρραβωνιαστικό μου».
Ένιωσε κάποια ικανοποίηση όταν ο Ντρου άφησε το πιρούνι του με θό-
ρυβο στο πιάτο, όμως έκανε ότι δεν το πρόσεξε. Ο σερ Έντουαρντ σηκώ-
θηκε για να τη βοηθήσει να σηκωθεί κι αυτή.
«Καληνύχτα, σερ, και σας ευχαριστώ για τη γενναιόδωρη φιλοξενία σας.
Δε θα την ξεχάσω».
Ο σερ Έντουαρντ της άνοιξε την πόρτα.
«Κι εγώ δε θα ξεχάσω εσάς, αγαπητή μου».
Έφερε το χέρι της στα χείλη του και το φίλησε. Εκείνη έριξε μια κλεφτή
ματιά στον Ντρου. Είχε σηκωθεί κι εκείνος, όμως δίπλωνε την πετσέτα του
και το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Το σφίξιμο που ένιωθε στην καρ-
διά της όλη μέρα έγινε πιο έντονο. Συγκράτησε έναν αναστεναγμό και έ-
φυγε.
***
Η Ελίς πήρε νωρίς το πρωινό της στην κάμαρά της και κατέβηκε στο χολ
της εισόδου αμέσως μόλις έφτασε η άμαξα, λίγο μετά τις επτά. Ο σερ Έ-
ντουαρντ εμφανίστηκε με την κυρία Πάρφιτ και τον Τζεντ να ακολουθούν.
«Ω, μις», είπε θλιμμένα η οικονόμος και κοκκίνισε. «Ανυπομονείτε να
φύγετε μακριά μας».
«Η κάμαρά μου βλέπει στο δρόμο και κατέβηκα μόλις άκουσα την άμαξα
να φτάνει. Δεν ήθελα να κάνω τον κύριο Κάσλμεϊν να περιμένει».
Ο σερ Έντουαρντ έσμιξε τα φρύδια του.
«Ο κύριος Κάσλμεϊν; Δεν ήσουν τόσο τυπική με το γιο μου».
Η Ελίς ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν.
«Δε θα ήταν σωστό να τον αποκαλώ αλλιώς, εκτός ίσως από κύριο
Μπάστιον, πράγμα που θα πρέπει να θυμάμαι να κάνω στο Μπαθ».
Ο σερ Έντουαρντ την κοίταξε προσεκτικά.
«Μαλώσατε με τον Ντρου;» ρώτησε.
Εκείνη κοκκίνισε ακόμα περισσότερο.
«Δεν είμαστε... φίλοι», είπε και έσπευσε ν’ αλλάξει θέμα. «Άφησα στην
κάμαρά μου τα φορέματα που μου δανείσατε».
«Δε θέλεις να τα πάρεις μαζί σου; Δε θα ήταν σωστό να εμφανιστείς στο
Μπαθ χωρίς ρούχα».
«Αυτό ακριβώς θα κάνω, σερ. Οι κλέφτες μάς πήραν ό,τι είχαμε μαζί μας.
Ο λόρδος Γουίτλγουντ θα πρέπει να το καταλάβει αυτό».
«Όμως θα σου έδινα ευχαρίστως τα ρούχα...»
«Όχι, σερ, ευχαριστώ. Δε θα μπορούσα να τα πάρω».
Η Ελίς δε θα άντεχε να έχει οτιδήποτε που θα της θύμιζε το Χάρτκομ,
εκτός φυσικά από τις πληγές στην καρδιά της.
«Α, ωραία. Είσαι έτοιμη». Ο Ντρου κατέβαινε ανάλαφρα τη σκάλα φο-
ρώντας τα γάντια του. «Σε μια ώρα θα είμαστε στο Μπαθ». Στάθηκε πλάι
της. «Ορεβουάρ, πατέρα».
Ο σερ Έντουαρντ ένευσε.
«Αγόρι μου, πήγαινε να πεις στον αμαξά πού ακριβώς στο Μπαθ θέλετε
να σας πάει. Θα συνοδεύσω εγώ τη μις Σάλφορντ».
Δεν έδειχνε να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από το ότι ο γιος του θα έφευγε
και η Ελίς, όταν την έπιασε αγκαζέ, τον παρακάλεσε να μη χάσει και πάλι
την επαφή του με τον Ντρου.
«Ω, όχι, δεν πρόκειται», απάντησε με άνεση εκείνος.
Ακολούθησαν τους άλλους έξω. Ο Ντρου μιλούσε στον αμαξά, αλλά, ό-
ταν είδε την Ελίς να πλησιάζει, έσπευσε να της ανοίξει την πόρτα της άμα-
ξας.
Ο σερ Έντουαρντ κοντοστάθηκε και στράφηκε προς το μέρος της.
«Θέλω να πάρεις αυτό, για να θυμάσαι την ενηλικίωσή σου». Της έδωσε
ένα μικρό τετράγωνο κουτί. «Μην το κοιτάξεις τώρα, δε θέλω να στέκεσαι
μέσα στο κρύο. Μπορείς να το ανοίξεις στο δρόμο». Έκανε στην άκρη για
να την αγκαλιάσει η κυρία Πάρφιτ. Η Ελίς αποχαιρέτησε τον Τζεντ κι ύστε-
ρα ο σερ Έντουαρντ τη βοήθησε να ανεβεί στην άμαξα. «Και να θυμάσαι,
αγαπητή μου, ότι, αν το Μπαθ χάσει τη γοητεία του ή χρειαστείς ένα κα-
ταφύγιο, θα είσαι πάντα ευπρόσδεκτη στο Χάρτκομ».
«Ευχαριστώ, σερ».
Ο σερ Έντουαρντ στράφηκε στον Ντρου και του έδωσε το χέρι του.
«Ελπίζω η τύχη να σε βοηθήσει στο Μπαθ, αγόρι μου».
«Δε θα μείνω εκεί ούτε λεπτό περισσότερο απ’ όσο χρειαστεί».
Ο Ντρου έσφιξε το χέρι του πατέρα του και ανέβηκε στην άμαξα. Η πόρ-
τα έκλεισε πίσω του και η άμαξα ξεκίνησε. Η Ελίς κούνησε το χέρι στον σερ
Έντουαρντ, την οικονόμο και τον Τζεντ, που τους αποχαιρετούσαν, και
έγειρε πίσω στο κάθισμά της όταν η άμαξα περνούσε τη σκουριασμένη
πύλη κι έβγαινε στον παραμελημένο δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική
λεωφόρο. Κοίταξε το μικρό κουτί που κρατούσε.
«Λοιπόν, θα το ανοίξεις;»
Η Ελίς άνοιξε το κουτί και αντίκρισε ένα μικρό δαχτυλίδι, ακουμπισμένο
σε ένα βελούδινο μαξιλαράκι. Στο κέντρο του έλαμπε ένα μαργαριτάρι,
πλαισιωμένο από μικρά, λαμπερά διαμάντια.
«Ω, είναι υπέροχο», είπε με έναν αναστεναγμό.
Έβγαλε τα γάντια της, φόρεσε το δαχτυλίδι και το έδειξε στον Ντρου.
«Το θυμάμαι αυτό το δαχτυλίδι. Ανήκε στη μητέρα μου», είπε ο Ντρου
χαμηλόφωνα.
«Ω, τότε δεν μπορώ...» Η Ελίς ετοιμάστηκε να το βγάλει, όμως ο Ντρου
τη σταμάτησε.
«Όχι. Ο πατέρας μου ήθελε να το πάρεις. Είναι απόδειξη του πόσο σε ε-
κτιμάει».
«Θα πρέπει να του γράψω και να τον ευχαριστήσω όταν τακτοποιηθώ».
Η Ελίς γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Το δα-
χτυλίδι ήταν ένα υπέροχο δώρο, ευχόταν όμως ο σερ Έντουαρντ να μην
της το είχε κάνει, γιατί τώρα θα της ήταν ακόμα πιο δύσκολο να ξεχάσει
τις τελευταίες μέρες.
***
«Και ο απόλυτος έλεγχος των πάντων περνάει τώρα στη μις Σάλφορντ».
Ο δικηγόρος με τη μαύρη τήβεννο έκανε αυτή τη δήλωση με βαρύ, δυ-
σοίωνο τόνο. Η Ελίς τον παρακολούθησε να ρίχνει άμμο πάνω στα έγγρα-
φα που μόλις είχαν υπογραφεί, ώστε να στεγνώσει το μελάνι, και ύστερα
σηκώθηκε.
«Ευχαριστώ. Θα σας ήμουν υποχρεωμένη αν δεχόσασταν να με εκπρο-
σωπήσατε στο διάστημα της παραμονής μου στο Μπαθ».
«Φυσικά, όμως αφού μπήκατε στον κόπο να με συμβουλευτείτε, οφείλω
να σας πω ότι κατά τη γνώμη μου θα ήταν συνετό να αφήνατε τη διαχεί-
ριση των περιουσιακών σας στοιχείων στα χέρια του κηδεμόνα σας, μέχρι
να μπορέσει να αναλάβει ο σύζυγός σας».
«Ο κύριος Μπάστιον θα φύγει από το Μπαθ αμέσως μετά τη συνάντησή
μας με το λόρδο Γουίτλγουντ», απάντησε εκείνη ψυχρά, πριν ο Ντρου
προλάβει να μιλήσει. «Και είμαι και με το παραπάνω ικανή να φροντίσω
τις υποθέσεις μου».
Ο δικηγόρος ένευσε. Η στάση του μαρτυρούσε τις αμφιβολίες του για τις
ικανότητές της. Η Ελίς δεν έδωσε σημασία. Περίμενε σιωπηλή να της ανοί-
ξει την πόρτα ο Ντρου και βγήκε από το γραφείο.
Ο Ντρου ακολούθησε την Ελίς στη σκάλα και τη βοήθησε να ανεβεί στην
άμαξα που περίμενε. Ύστερα έδωσε οδηγίες στον αμαξά να τους πάει στην
κατοικία του λόρδου Γουίτλγουντ, στην Κουίν Σκουέαρ. Η διαδρομή δεν
ήταν μεγάλη και παρέμειναν βυθισμένοι στη σιωπή, όπως είχαν κάνει και
στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού τους από το Χάρτκομ. Η Ελίς, με εξαί-
ρεση τη χαρά και την έκπληξή της όταν άνοιξε το μικρό κουτί και είδε το
δαχτυλίδι που της πρόσφερε ο πατέρας του, κράτησε μια στάση παγερής
αδιαφορίας απέναντι του κι εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να μα-
λακώσει αυτή τη στάση της. Ήταν αρραβωνιασμένη με τον Γουίλιαμ Ρέ-
βερσον κι εκείνος δεν είχε κανένα δικαίωμα να μπει ανάμεσά τους. Το
κορμί του φλεγόταν από την επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να
γκρεμίσει τα εμπόδια που ύψωσε η Ελίς και να ξυπνήσει το πάθος που ή-
ξερε ότι διέθετε, όμως αν το έκανε θα πρόδιδε περισσότερο την εμπιστο-
σύνη που του είχε δείξει ο Χάρι. Κι ακόμα κι αν την έκανε δική του, θα τον
συγχωρούσε άραγε ποτέ για τη σκληρότητα που έδειξε στο παρελθόν α-
πέναντι της;
Ίσως, αν τον αγαπούσε. Ο πατέρας του έμοιαζε να πιστεύει ότι έτσι ή-
ταν, αλλά πόσο θα διαρκούσε αυτή η αγάπη; Πιθανώς να την έπειθε να γί-
νει σύζυγός του, κι ύστερα τι; Τι θα σκεφτόταν για εκείνον όταν το πάθος
θα ξεθώριαζε και θα βρισκόταν εγκλωβισμένη με έναν σύζυγο με μέτρια
οικονομικά, κληρονόμο ενός κτήματος που αγωνιζόταν να επιβιώσει, όταν
θα μπορούσε να είχε γίνει μέλος μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες
της χώρας; Τότε θα θυμόταν τις παλιές πηγές, τις αδικίες, και η αγάπη θα
έδινε τη θέση της στην πικρία. Θα μετάνιωνε για όλη την υπόλοιπη ζωή
της.
Όχι, ήταν προτιμότερο να τον θεωρεί άσωτο παρά να δει εκείνος την
απογοήτευση στο βλέμμα της.
***
Ο φόβος του Ντρου ότι ο λόρδος Γουίτλγουντ ίσως να μην ήταν στο σπί-
τι του εξαφανίστηκε σύντομα. Η οικογένεια, όπως τους πληροφόρησε έ-
νας ανέκφραστος υπηρέτης, βρισκόταν στο σαλόνι. Τους οδήγησαν σε μια
εντυπωσιακή αίθουσα στον πρώτο όροφο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι
μια ντουζίνα άνθρωποι και συζητούσαν έντονα.
Ω, Θεέ μου, σκέφτηκε ο Ντρου ενώ ακολουθούσε την Ελίς. Δεν είναι μόνο
η οικογένεια. Έχουν και επισκέψεις.
Σιωπή απλώθηκε στο χώρο όταν τους ανήγγειλαν. Όλα τα βλέμματα
στράφηκαν προς το μέρος τους και ο Ντρου σκέφτηκε πόσο κακοντυμέ-
νοι θα πρέπει να έδειχναν με τα ταξιδιωτικά τους ρούχα. Περισσότερο
διαισθάνθηκε παρά είδε την Ελίς να διστάζει, και βρέθηκε αμέσως πλάι
της, πιάνοντάς την αγκαζέ, ώστε να της δείξει πόσο τη στήριζε. Τουλάχι-
στον θα υπήρχαν μάρτυρες ότι παρέδωσε εγκαίρως τη μις Σάλφορντ.
Ένας ηλικιωμένος άντρας με πουδραρισμένη περούκα πλησίασε προς το
μέρος τους. Κούτσαινε ελαφρά και στηριζόταν σ’ ένα μπαστούνι από έβε-
νο. Λευκή δαντέλα στόλιζε τα πέτα και τα μανικέτια του βαθυκόκκινου
βελούδινου σακακιού του. Ο Ντρου μάντεψε ότι ήταν ο υποκόμης. Υπο-
κλίθηκε.
«Λόρδε Γουίτλγουντ, ταπεινός σας υπηρέτης, σερ. Σας έφερα τη μις
Σάλφορντ, πριν περάσει η γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπως ήταν
συμφωνημένο».
«Πράγματι». Ο υποκόμης υποκλίθηκε κι εκείνος. «Είχα αρχίσει να χάνω
τις ελπίδες μου. Ο γραμματέας μου έχασε τα ίχνη σας απ’ όταν φύγατε
από το Μάρλμπορο».
«Δε σκεφτήκατε να στείλετε ανθρώπους να μας βρουν;» ρώτησε ο
Ντρου.
«Όχι. Πιστέψαμε ότι το πιθανότερο ήταν πως είχατε πάει τη μις Σάλ-
φορντ πίσω στο Βορρά».
Ο αδιάφορος τόνος του εξόργισε τον Ντρου, όμως, πριν προλάβει να μι-
λήσει, παρενέβη η Ελίς.
«Ελπίζω ο κύριος Σετλ να είναι καλά», είπε στον υποκόμη. «Ήταν πολύ
άσχημα και αναγκαστήκαμε να φύγουμε χωρίς εκείνον».
«Νομίζω ότι συνήλθε εντελώς και θα χαρεί όταν μάθει πως είστε ασφα-
λής».
«Έφτασε λοιπόν στο Μπαθ;» ρώτησε η Ελίς.
Ο λόρδος Γουίτλγουντ υποκλίθηκε ξανά. «Βρίσκεται κοντά μας εδώ και
μία εβδομάδα».
«Τότε ήταν πιο τυχερός από μας», είπε ο Ντρου. «Εμείς είχαμε την ατυ-
χία να πέσουμε σε ληστές στο δρόμο. Οι ληστές έφυγαν με την άμαξα κι
όλες τις αποσκευές μας και άφησαν εμένα με μια σφαίρα στο μπράτσο».
Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να εκφράζουν την
οργή τους. Ένας τζέντλεμαν με φουσκωμένη περούκα ξέσπασε. «Θεέ μου,
δεν είχατε συνοδεία, σερ;»
«Ταξιδεύαμε ως καλεσμένοι του υποκόμη», απάντησε ο Ντρου, ενώ πα-
ρακολουθούσε προσεκτικά τον υποκόμη. Η έκπληξη και η δυσαρέσκειά
του έμοιαζαν ειλικρινείς.
«Αυτό ήταν αναμφισβήτητα λάθος, το οποίο θα πρέπει να διερευνηθεί»,
είπε ο λόρδος συνοφρυωμένος. «Μπορώ να ρωτήσω πότε έγινε αυτή η ε-
πίθεση;»
«Στις είκοσι μία του μηνός», είπε η Ελίς. «Βρήκαμε καταφύγιο στο... στο
σπίτι κάποιου τζέντλεμαν, μέχρι ο κύριος Μπάστιον να συνέλθει αρκετά
ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει».
Το παγερό βλέμμα του υποκόμη, όταν στράφηκε και πάλι στον Ντρου,
δεν πρόδιδε το παραμικρό.
«Και καταφέρατε να τηρήσετε τη συμφωνία μας και να φέρετε στο γιο
μου τη μέλλουσα σύζυγό του. Σας συγχαίρω. Ξέρω ότι ο Γουίλιαμ θα θέλει
να σας ευχαριστήσει αυτοπροσώπως».
Ο λόρδος Γουίτλγουντ σήκωσε το χέρι και έκανε νόημα στους συγκε-
ντρωμένους πίσω του. Ένας νεαρός άντρας ξεχώρισε από το πλήθος και
το στομάχι του Ντρου δέθηκε κόμπος από την απογοήτευση. Δεν ήταν
παράξενο που η Ελίς θεωρούσε τον εαυτό της ερωτευμένο. Ο Γουίλιαμ Ρέ-
βερσον διέθετε την κλασική ομορφιά και την κορμοστασιά αρχαίου Έλλη-
να θεού.
***
Η Ελίς δεν είχε καταφέρει ως τότε να διακρίνει τον Γουίλιαμ, που τώρα
πρόβαλε από την απέναντι γωνία του σαλονιού. Βλέποντάς τον να πλη-
σιάζει, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Ήταν
τόσο όμορφος όσο τον θυμόταν. Η κομψή περούκα του, το πλατύ του μέ-
τωπο, τα εκφραστικά, καστανά μάτια του, η κλασική μύτη και τα σμιλεμέ-
να χείλη του... Αν μη τι άλλο, ήταν ακόμα πιο όμορφος από την τελευταία
φορά που συναντήθηκαν, τρία χρόνια πριν. Την πλησίαζε με το ίδιο, ανέ-
μελο χαμόγελο που την είχε γοητεύσει από την πρώτη στιγμή.
«Μις Σάλφορντ. Ελίς». Της φίλησε το χέρι. «Είσαι ακόμα πιο όμορφη απ’
όσο σε θυμόμουν. Πώς μπόρεσα να κρατηθώ μακριά σου τόσο καιρό;»
Η Ελίς έμενε σιωπηλή, ξαφνιασμένη, και το μόνο που ήθελε ήταν να τον
ρωτήσει κοφτά Ναι, γιατί το έκανες;
«Όταν δεν ήρθες, σκέφτηκα ότι άλλαξες γνώμη και δεν ήθελες να με
παντρευτείς», συνέχισε ο Γουίλιαμ ενώ την κοιτούσε στα μάτια. «Ήμουν
απογοητευμένος».
«Αλήθεια;» Η Ελίς αναστέναξε. Θα ήταν αδύνατον να μην τη συγκινήσει
ο ασυγκράτητος θαυμασμός του. Ήταν βάλσαμο για την πληγωμένη ψυχή
της.
Η λαίδη Γουίτλγουντ πλησίασε κι εκείνη. Οι πτυχές του υπέροχου φορέ-
ματος της ανέμιζαν πίσω της καθώς παραμέριζε απαλά το γιο της και α-
πευθυνόταν στην Ελίς.
«Ω, αγαπητή μου, τι φρικτή ιστορία. Και χάσατε όλες τις αποσκευές σας,
φτωχό μου παιδί. Όμως θα διασκεδάσουμε πολύ ντύνοντάς σε. Ήσουν
πάντα όμορφη και τώρα έγινες πραγματική καλλονή». Χαμογέλασε στον
Ντρου. «Σας είμαστε πραγματικά υποχρεωμένοι, κύριε Μπάστιον, που φέ-
ρατε την αγαπημένη μας Ελίς στο Μπαθ. Μπορείτε να την αφήσετε στη
φροντίδα μας, θα είναι απόλυτα ασφαλής. Θα σας έλεγα να μείνετε για το
δείπνο, όμως...»
Η φωνή της έσβησε και το βλέμμα της δεν άφησε καμιά αμφιβολία στον
Ντρου ότι η εμφάνισή του ήταν εντελώς ακατάλληλη.
Εκείνος δεν πτοήθηκε.
«Ευχαριστώ, λαίδη μου, μα πριν φύγω θα ήθελα να μιλήσω για λίγο ι-
διαιτέρως με το λόρδο Γουίτλγουντ».
«Είναι στ’ αλήθεια απαραίτητο;» Ο υποκόμης κοίταξε πάνω από τον ώμο
του τους καλεσμένους του, που μουρμούριζαν πίσω του. «Ο δικηγόρος
μου είναι πλήρως εξοικειωμένος με τους όρους του συμφωνητικού. Μπο-
ρείτε να του μιλήσετε το πρωί».
«Θα ήθελα να βεβαιωθώ για κάποια σημεία πριν αφήσω τη μις Σάλ-
φορντ». Η απάντηση του Ντρου ήταν ευγενική αλλά αποφασιστική.
«Πολύ καλά». Ο λόρδος Γουίτλγουντ ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους
και προχώρησε κουτσαίνοντας προς την πόρτα.
«Θα ήθελα να έρθω μαζί σας», είπε η Ελίς. Κι όταν ο υποκόμης έσμιξε τα
φρύδια του, έσπευσε να συνεχίσει: «Σήμερα ενηλικιώθηκα, λόρδε μου. Ο
κύριος Μπάστιον δεν είναι πλέον κηδεμόνας μου, κι αν πρόκειται να ειπω-
θεί κάτι που με αφορά, θα ήθελα να το ακούσω».
Ο Γουίλιαμ άγγιξε το μπράτσο της. «Είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ βα-
ρετά. Θα προτιμούσα να έμενες εδώ, να γνωρίσεις τους φίλους μας».
Όμως η Ελίς δεν κουνήθηκε. Ο Ντρου την είδε να ανασηκώνει πεισμα-
τάρικα το πιγούνι της και δεν ξαφνιάστηκε όταν ο υποκόμης υποχώρησε.
Καθώς έβγαιναν από το σαλόνι, τα μουρμουρητό. και οι εικασίες ξεκίνη-
σαν προτού καν κλείσει η πόρτα πίσω τους. Ο Ντρου ένιωσε βαθιά ικανο-
ποίηση που η άφιξή τους δεν είχε περάσει απαρατήρητη.
***
Ο λόρδος Γουίτλγουντ τους οδήγησε σ’ ένα μικρό γραφείο στο ισόγειο
και ο Ντρου ξεκίνησε χωρίς προλόγους.
«Πρώτον, λόρδε μου, θέλω να ρίξω μια ματιά στο γαμήλιο συμφωνητικό
ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο δικό σας
αντίγραφο και σ’ εκείνο που μου έδωσε ο Χάρι Σάλφορντ».
«Με κατηγορείτε ότι προσπάθησα ν’ αλλάξω το συμφωνητικό;» ρώτησε
ο λόρδος παγερά.
«Φυσικά και όχι», απάντησε ο Ντρου. «Θα πρέπει όμως να εκτιμήσετε το
ενδιαφέρον μου για τα συμφέροντα της μις Σάλφορντ».
Ο υποκόμης ξεκλείδωσε ένα συρτάρι του παλιού, μαονένιου γραφείου κι
έβγαλε μερικά έγγραφα. Τα έδωσε στον Ντρου, που τα διάβασε κι ύστερα
τα επέστρεψε σιωπηλός.
«Να θεωρήσω ότι είστε ικανοποιημένος;» Ο υποκόμης κινήθηκε προς
την πόρτα. «Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο...»
«Όχι ακριβώς».
Ο λόρδος Γουίτλγουντ κοίταξε τον Ντρου, που ανταπέδωσε το βλέμμα
του παγερά. Τελικά ο υποκόμης ένευσε και, απρόθυμα, ζήτησε από τους
καλεσμένους του να καθίσουν.
«Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω για σας, κύριε Μπάστιον;» ρώτησε και
κάθισε κι εκείνος. «Όπως είπε η μις Σάλφορντ, είναι πλέον ενήλικη και α-
ποφασίζει η ίδια για τις υποθέσεις της».
«Σωστά, όμως ήμουν στενός φίλος του μακαρίτη του πατέρα της και
έχω συγκεκριμένες... ευθύνες απέναντι της».
«Φυσικά».
Ο Ντρου σκέφτηκε τα επόμενα λόγια του με προσοχή. Δε θα ήταν εύκο-
λο να μην προσβάλει τον υποκόμη.
«Η θέση της μις Σάλφορντ είναι λεπτή. Είναι μόνη...»
Ο υποκόμης σήκωσε το χέρι του.
«Ο Σετλ μιας ενημέρωσε ότι η κυρία Μάθιους ήταν άρρωστη και ανα-
γκάστηκε να μείνει στο Σκάρμπορο».
«Έσπασε το χέρι της, λόρδε μου», εξήγησε η Ελίς.
«Τότε θα πρέπει να προσλάβουμε μια συνοδό για σας μέχρι να μπορέσει
να έρθει κοντά μας η θεία σας», της είπε ο υποκόμης ευγενικά και έστρεψε
και πάλι το βλέμμα του στον Ντρου. «Υπάρχει τίποτε άλλο;»
Ο Ντρου δίστασε. Η παρουσία της Ελίς δεν του επέτρεπε να είναι τόσο
ειλικρινής όσο θα ήθελε. «Αντιλαμβάνομαι ότι οι όροι του συμφωνητικού
ευνοούν κατά πολύ τη μις Σάλφορντ, ειδικά το ποσό που θα πρέπει να
πληρωθεί σε περίπτωση που ο γιος σας αποφασίσει να μην την παντρευ-
τεί. Στο γράμμα σας αναφέρατε ότι θα θεωρούσατε τη συμφωνία άκυρη
αν η λαίδη δεν ήταν κοντά σας μέχρι τη σημερινή μέρα. Αν δεν ήμουν με τη
μις Σάλφορντ όταν έγινε η επίθεση στην άμαξά της...»
Ο Ντρου δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Ο λόρδος Γουίτλγουντ καθό-
ταν παγωμένος και η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ξεχείλιζε από ένταση.
«Ελπίζω να μην υπονοείτε», είπε ο υποκόμης με φωνή σκληρή σαν α-
τσάλι, «ότι εμπλέκομαι με οποιονδήποτε τρόπο στην επίθεση που δεχτή-
κατε».
«Κάθε άλλο». Η φωνή του Ντρου ήταν ήρεμη αλλά εξίσου σκληρή. «Αν
και δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι, αν είχατε αλλάξει γνώμη για το γάμο,
θα ήταν προς το συμφέρον σας να καθυστερήσουμε να φτάσουμε στο
Μπαθ».
«Πράγματι, όμως δε θα ξέπεφτα στο σημείο να οργανώσω μια ληστεία
για να πετύχω το σκοπό μου».
208

«Αλλά θα φεύγατε απ’ το Λονδίνο για το Μπαθ».


Η λάμψη στο βλέμμα του υποκόμη έδωσε στον Ντρου να καταλάβει ότι
είχε χτυπήσει ένα ευαίσθητο νεύρο, σύντομα όμως ο λόρδος ξαναβρήκε
την ψυχραιμία του και έδειξε το πόδι του.
«Ο γιατρός μου με συμβούλευσε να έρθω στα λουτρά. Για την ποδάγρα
μου».
«Και δεν μπορούσε κάποιος από την οικογένειά σας να μείνει στο Λονδί-
νο για να υποδεχτεί "τη μις Σάλφορντ;»
«Όχι».
Ο Ντρου κράτησε το βλέμμα καρφωμένο στον υποκόμη, η επόμενη α-
νάσα του οποίου βγήκε με ένα σφύριγμα.
«Ομολογώ ότι μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως η μις Σάλφορντ να άλ-
λαζε γνώμη για το γάμο όταν θα έφτανε στο Λονδίνο και δε θα έβρισκε
κανέναν εκεί να την υποδεχτεί, όμως δεν έκανα τίποτα περισσότερο από
το να εκμεταλλευτώ μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Δεν τη δημιούργησα
εγώ».
«Λόρδε μου, αν δεν άλλαξα γνώμη σε ένα διάστημα τριών ετών, θα ήταν
μάλλον απίθανο να το κάνω για μία καθυστέρηση τριών ημερών», είπε η
Ελίς.
Ο λόρδος Γουίτλγουντ ένευσε.
«Όχι, φυσικά και όχι. Ζητώ συγγνώμη, μις Σάλφορντ».
Η Ελίς συνέχισε. «Και δε γνωρίζατε τίποτα για την επίθεση που δεχτή-
καμε;»
Ο Ντρου δε θα μπορούσε να είχε κάνει μια τόσο ευθεία ερώτηση, αλλά
περίμενε ν’ ακούσει την απάντηση. Ο υποκόμης κοίταξε την Ελίς στα μά-
τια.
«Όχι, και δε θα ανεχτώ μια τόσο ατιμωτική συμπεριφορά». Κάθισε πιο
στητός και απευθύνθηκε στον Ντρου. «Ας είμαστε ξεκάθαροι -και δεν έχω
κανένα πρόβλημα να το ακούσει η μις Σάλφορντ αυτό. Ίσως και να μετά-
νιωσα που συμφώνησα να γίνει αυτός ο γάμος. Απ’ την πλευρά του γιου
μου είναι κάθε άλλο παρά ιδανικός, όμως, απ’ τη στιγμή που έβαλα την
υπογραφή μου στο συμφωνητικό, θα την τιμήσω. Η μις Σάλφορντ μπορεί
να είναι βέβαιη ότι θα της συμπεριφερθούν με κάθε ευγένεια και σεβασμό
όσο θα βρίσκεται στο σπίτι μου. Την καλωσορίζω τώρα, σαν κόρη μου».
Ο Ντρου κοιτούσε έντονα τον υποκόμη, άκουγε την κάθε λέξη του, πα-
ρατηρούσε την κάθε χειρονομία του, ήταν έτοιμος για οτιδήποτε θα του
έδινε μια δικαιολογία να τον αμφισβητήσει. Είχε επιβιώσει με τη βοήθεια
της εξυπνάδας του και μόνο, για να καταλαβαίνει πότε του έλεγαν ψέμα-
τα, και ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να πιστέψει ότι ο υποκόμης ήταν
ψεύτης, όμως δεν μπορούσε. Το χειρότερο που ήξερε για το λόρδο Γουίτ-
λγουντ ήταν πως ήταν χαρτοπαίκτης, ένα ελάττωμα πολύ κοινό στους Άγ-
γλους. Ο λόρδος προσπαθούσε να κάνει την Ελίς να μετανιώσει για το γά-
μο, πίστευε όμως ότι ήταν ειλικρινής όταν έλεγε πως δεν ευθυνόταν για
την επίθεση στην άμαξά τους. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο.
«Τότε είμαι ικανοποιημένος και μπορώ ν’ αφήσω τη μις Σάλφορντ στη
φροντίδα σας».
«Σας ευχαριστώ». Ο υποκόμης έγειρε πίσω και έπλεξε τα δάχτυλά του.
«Η κατάσταση της υγείας μου μου επιβάλλει να παραμείνω στο Μπαθ, αλ-
λά, αν θέλω να συμμορφωθώ με τις επιθυμίες του μακαρίτη του Σάλ-
φορντ, ο γάμος θα πρέπει να γίνει στα τέλη του Οκτώβρη. Κατά συνέπεια,
θα πρέπει να κάνουμε τις απαραίτητες προετοιμασίες. Ο γάμος θα γίνει σε
κλειστό κύκλο, αφού η μις Σάλφορντ έχει ακόμα πένθος για τον πατέρα
της. Θα σας ενημερώσουμε για την ακριβή ημερομηνία, σερ, ώστε να μπο-
ρέσετε να παρευρεθείτε...»
«Ο κύριος Μπάστιον δε θα παρευρεθεί», έσπευσε να παρέμβει η Ελίς.
«Θα φύγει απ’ την Αγγλία σχεδόν αμέσως, έτσι δεν είναι, σερ;»
Το βλέμμα της τον προκαλούσε να διαφωνήσει. «Καθησυχάσατε τις α-
νησυχίες μου και τώρα θα σας αφήσω».
Βγήκαν στο διάδρομο τη στιγμή που ο Γουίλιαμ Ρέβερσον κατέβαινε τη
σκάλα.
«Α, μις Σάλφορντ, εδώ είσαι». Κατέβηκε βιαστικά τα τελευταία σκαλο-
πάτια. «Με έστειλε η μητέρα να σε βρω. Η καμαριέρα της ψάχνει να βρει
μερικά φορέματα που θα μπορούσες να φορέσεις, τουλάχιστον μέχρι να
ράψεις δικά σου». Πλησίασε την Ελίς και το χαμόγελό του έκανε τον Ντρου
ν’ ανατριχιάσει. «Θα σε πάω κοντά της και θα σου βρει κάτι να φορέσεις
για το δείπνο». Έπιασε την Ελίς αγκαζέ. «Θα σε πάω τώρα, αν έχετε ολο-
κληρώσει τη συζήτησή σας».
«Ναι», είπε εκείνη χαμηλόφωνα. «Νομίζω ότι ολοκληρώσαμε».
Ο υποκόμης και ο γιος του κοίταξαν τον Ντρου, που κάρφωσε το βλέμ-
μα του στην Ελίς.
«Αν η μις Σάλφορντ δε με χρειάζεται άλλο, θα φύγω», είπε εκείνος. Κα-
μιά απάντηση. Υποκλίθηκε. «Το μόνο που απομένει είναι να ευχηθώ κάθε
ευτυχία για τον επικείμενο γάμο σας, μαντάμ».
Η Ελίς υποκλίθηκε. Το ανέκφραστο πρόσωπο και η ψυχρή συμπεριφορά
της έδιναν στον Ντρου να καταλάβει ότι δεν τον είχε συγχωρήσει και ούτε
θα τον συγχωρούσε ποτέ. Κι ήταν καλύτερα έτσι, αφού επρόκειτο να πα-
ντρευτεί κάποιον άλλον.
Στεκόταν σιωπηλή ανάμεσα στον Γουίλιαμ και στο λόρδο Γουίτλγουντ,
ενώ ο Ντρου έκανε μεταβολή και έφευγε μακριά της.
Φεύγει. Αυτές οι σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό της. Φεύγει και δε
θα τον δω ποτέ ξανά.
Τον παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται, του ζητούσε νοερά να γυρίσει
πίσω, όμως εκείνος συνέχιζε με βήμα σταθερό. Ένας υπηρέτης με λιβρέα
έσπευσε να του ανοίξει την πόρτα και ο Ντρου εξαφανίστηκε στο δρόμο,
αφήνοντάς την πιο μόνη και απογοητευμένη από ποτέ.
Κεφάλαιο 10

«Λοιπόν, αυτό κι αν είναι».


Η δήλωση του λόρδου Γουίτλγουντ δεν προκάλεσε ιδιαίτερες αντιδρά-
σεις. Η οικογένεια έπαιρνε το πρωινό της και ο υποκόμης, σύμφωνα με τη
συνήθειά του, διάβαζε τις εφημερίδες του Λονδίνου ενώ ο γιος, η σύζυγός
του και οι καλεσμένοι τους απολάμβαναν το φαγητό τους. Η Ελίς βρισκό-
ταν στο σπίτι της Κουίν Σκουέαρ μια εβδομάδα τώρα και είχε μάθει καλά
το τελετουργικό. Η λαίδη Γουίτλγουντ ίσως να έκανε κάποια ερώτηση στο
σύζυγό της, όμως δεν ήταν απαραίτητο να αντιδράσει κανένας άλλος, ε-
κτός κι αν τα νέα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Όπως το περίμενε, η λαίδη, που ετοιμαζόταν να πιει τον καφέ της, στα-
μάτησε στη μέση την κίνησή της. «Τι τράβηξε την προσοχή σου, λόρδε
μου;»
«Κάποιος τζέντλεμαν πήρε χάρη για τη συμμετοχή του στην εξέγερση
του ’45».
«Αυτό ήταν όλο;» Η λαίδη Γουίτλγουντ έκανε νόημα σ’ έναν υπηρέτη να
της ξαναγεμίσει το φλιτζάνι. «Δε θα το θεωρούσα ιδιαίτερα σημαντικό».
«Από μόνο του όχι, αγαπητή μου». Ο υποκόμης δίπλωσε την εφημερίδα
και της την έδωσε. «Μόνο που ο συγκεκριμένος τζέντλεμαν κυκλοφορού-
σε με το ψευδώνυμο Μπάστιον».
«Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε ο Γουίλιαμ.
Το πιρούνι της Ελίς έπεσε στο πιάτο της. Η λαίδη Γουίτλγουντ πήρε την
εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει. Η Ελίς ήθελε να της την αρπάξει από τα
χέρια, όμως ήταν υποχρεωμένη να συγκρατήσει την ανυπομονησία της.
«Πώς επηρεάζει αυτό τη μις Σάλφορντ, μπαμπά;»
Τι γλυκός που ήταν ο Γουίλιαμ, ανησυχούσε για εκείνη!
«Καθόλου», απάντησε ο υποκόμης και χαμογέλασε καθησυχαστικά
στην Ελίς. «Κατά τα φαινόμενα, στον Μπάστιον είχε δοθεί χάρη αρκετά
χρόνια πριν, όμως η οικογένεια δε δημοσίευσε επίσημη ανακοίνωση και ο
ίδιος δεν το γνώριζε. Ωστόσο τώρα φαίνεται ότι επέστρεψε στο σπίτι του.
Είναι ο κληρονόμος του Χάρτκομ στην κομητεία του Γκλόστερσιρ και θα
γίνει βαρονέτος όταν πεθάνει ο πατέρας του, ο σερ Έντουαρντ Κάσλμεϊν».
Η λαίδη Γουίτλγουντ χαμογέλασε καλοσυνάτα στην Ελίς.
«Αυτό εξηγεί γιατί ζούσε στο εξωτερικό όταν γνώρισε τον πατέρα σου,
αγαπητή μου. Παρ’ όλα αυτά, χαίρομαι που ο νεαρός είναι και πάλι κοντά
στην οικογένειά του. Αυτό είναι και το σωστό».
Ναι, σκέφτηκε η Ελίς, αυτό ήταν το σωστό, ωστόσο δεν μπορούσε να
κατανοήσει αυτό που είχε μόλις ακούσει. Άραγε γνώριζε ο σερ Έντουαρντ
ότι δόθηκε χάρη στον Ντρου; Θα ήταν αδύνατον να μην το γνωρίζει. Τότε
όμως γιατί δεν είπε κάτι; Και γιατί δεν της είπε τίποτα ο Ντρου;
Σκέφτηκε ότι ο Ντρου δε θα μπορούσε να το γνωρίζει. Σίγουρα όχι πριν
την αφήσει στη φροντίδα του υποκόμη. Ο σερ Έντουαρντ θα πρέπει να
του το κράτησε κρυφό. Άγγιξε τη λεπτή κορδέλα στο λαιμό της απ’ την
οποία κρεμόταν το δαχτυλίδι με το μαργαριτάρι και τα διαμάντια, κρυμ-
μένο ανάμεσα στα στήθη της. Το γεγονός ότι ο σερ Έντουαρντ της έκανε
ένα τόσο πολύτιμο δώρο σήμαινε ότι είχε εξαιρετικά καλή γνώμη για εκεί-
νη, αλλά δεν της είπε ότι ο γιος του πήρε χάρη. Αυτό δεν έβγαζε νόημα.
«Θα στείλω στον κύριο Κάσλμεϊν και στον πατέρα του μια πρόσκληση
για τη δεξίωση που θα δώσουμε στις είκοσι οκτώ του μηνός», δήλωσε η
λαίδη Γουίτλγουντ.
«Δεξίωση;» Η Ελίς σήκωσε το βλέμμα, βγαίνοντας από τις σκέψεις της.
«Μα, λαίδη, έχω πένθος».
«Το γνωρίζω». Η λαίδη Γουίτλγουντ ένευσε. «Όμως η επιθυμία του πα-
τέρα σου ήταν ο γάμος να γίνει την ημερομηνία που είχε συμφωνηθεί. Σου
έγραψε από το νεκροκρέβατό του για να το ξεκαθαρίσει, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, όμως...»
«Τότε, εκπληρώνουμε τις τελευταίες επιθυμίες του κι αυτό είναι πολύ
σημαντικό. Στο γάμο θα φορέσεις μόνο λευκά, κανένα άλλο χρώμα, πράγ-
μα που αρμόζει και με το παραπάνω σε μια νύφη που έχει πένθος. Όμως
στη δεξίωση νομίζω ότι μπορείς να φορέσεις την καινούργια σου γκρίζα
τουαλέτα με τη μαύρη φάσα. Τα μέλη της οικογένειας θα φορούν, φυσικά,
μαύρη κορδέλα στο μανίκι και μαύρες τόκες στα παπούτσια, ως ένδειξη
σεβασμού», είπε η λαίδη και, όταν είδε την Ελίς να σμίγει τα φρύδια της
συνοφρυωμένη, σήκωσε τα χέρια. «Ω, αγαπητή μου, θα είναι μόνο μια μι-
κρή συγκέντρωση, το πολύ με εκατό καλεσμένους...»
«Εκατό!»
«Είναι φυσικό ο γάμος του μικρότερου γιου ενός υποκόμη να συγκε-
ντρώσει μεγάλο ενδιαφέρον», εξήγησε ο λόρδος Γουίτλγουντ.
«Πράγματι», συμφώνησε η λαίδη. «Πώς αλλιώς θα σε γνωρίσουν όλοι;»
«Να υποθέσω ότι θα έρθει και ο Χένρι;» ρώτησε ο Γουίλιαμ.
«Ναι, θα είναι εδώ την επόμενη εβδομάδα, μαζί με τη σύζυγό του». Η
λαίδη Γουίτλγουντ στράφηκε στην Ελίς για να της εξηγήσει. «Ο Χένρι είναι
ο μεγαλύτερος γιος μου και διάδοχος του υποκόμη. Ζει με τη σύζυγό του
στο Κεντ, αλλά μας έγραψε ότι θα έρθουν αμέσως, όταν του είπα τα νέα.
Θα έρθουν επίσης η Ντάφνι, η αδελφή του Γουίλιαμ, με τον Μπέρικ, το σύ-
ζυγό της. Ανυπομονούν όλοι να σε γνωρίσουν».
«Μα μια δεξίωση...» είπε αδύνατα η Ελίς.
«Μις Σάλφορντ, σ’ αυτό το θέμα θα πρέπει να δεχτείς τη συμβουλή
μου». Ο υποκόμης τής χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Η δεξίωση θα δώσει
στον Γουίλιαμ την ευκαιρία να δείξει σε όλους τη μέλλουσα σύζυγό του.
Σωστά, αγόρι μου;»
«Πολύ σωστά, λόρδε μου».
Η Ελίς κοίταξε τον Γουίλιαμ σκεπτική. Η απάντησή του ήταν απολύτως
ευγενική, αλλά της φάνηκε ότι στον τόνο της φωνής του δεν υπήρχε ίχνος
ενθουσιασμού. Αναρωτήθηκε αν έφταιγε η φαντασία της, όμως το χαμό-
γελό του δεν έμοιαζε τόσο ζεστό. Δεν μπορούσε να βρει το παραμικρό ψε-
γάδι στη συμπεριφορά του απέναντι της απ’ όταν έφτασε στο Μπαθ. Τη
συνόδευε παντού και η συμπεριφορά του ήταν απόλυτα σωστή, όμως στις
συναντήσεις τους δεν υπήρχε εκείνη η ευτυχισμένη, ρομαντική ατμόσφαι-
ρα που θυμόταν. Γεγονός που δε θα έπρεπε να την παραξενεύει, σκέφτη-
κε, αφού ήταν και οι δύο μεγαλύτεροι. Δε θα μπορούσε να περιμένει εκεί-
νη η πρώτη έξαψη της γνωριμίας τους να διαρκέσει. Ωστόσο της ήταν αδύ-
νατον να μην αναρωτηθεί αν ο Γουίλιαμ είχε απογοητευτεί από εκείνη.
Σκέφτηκε το προηγούμενο απόγευμα, όταν τη βρήκε μόνη στο καθημε-
ρινό καθιστικό και εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να της κλέψει ένα φι-
λί. Εκείνη αφέθηκε πρόθυμα στην αγκαλιά του και ανταποκρίθηκε, αλλά,
όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, η εμπειρία δεν τη συγκλόνισε καθόλου.
Ω, δεν την απώθησε, όπως το αδέξιο αγκάλιασμα του κυρίου Σκόρτον,
όμως δεν ένιωσε ν’ αναστατώνονται οι αισθήσεις της, δεν υπήρχε καμία
έξαψη. Ο Γουίλιαμ δε φάνηκε να απογοητεύεται. Την έσφιξε στην αγκαλιά
του και γέλασε σιγανά. «Μικρή μου αθώα. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να
σε διδάξω».
Ωστόσο εκείνη φοβόταν ότι στο συγκεκριμένο τομέα δεν ήταν καθόλου
αθώα. Είχε γευτεί τα φλογερά φιλιά του Ντρου. Ο Ντρου της ξύπνησε το
πάθος σε τέτοιο βαθμό που δεν κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό της και
φοβόταν πολύ ότι δε θα ζούσε ποτέ μια τόσο μεθυστική εμπειρία με τον
Γουίλιαμ.
Πίεσε τον εαυτό της να επιστρέφει στο παρόν, τη στιγμή που η λαίδη
Γουίτλγουντ σηκωνόταν από το τραπέζι.
«Τότε το θέμα κανονίστηκε», δήλωσε η λαίδη. «Θα προσθέσω και τον
κύριο Μπάστιον -ή μάλλον τον κύριο Κάσλμεϊν- στη λίστα μου».
«Ίσως να μην έρθει».
Μόνο όταν πρόφερε αυτές τις λέξεις συνειδητοποίησε η Ελίς ότι της είχε
πει δυνατά.
«Να μην έρθει; Αγαπητή μου, πώς θα μπορούσε;» Ο υποκόμης έσμιξε τα
λεπτά φρύδια του. «Εκείνη τη βραδιά θα βρίσκονται εδώ εκπρόσωποι των
πιο αριστοκρατικών οικογενειών της χώρας και η δική μας αναγνώριση θα
επισφραγίσει την επιστροφή του στην καλή κοινωνία. Τι θα μπορούσε να
ήταν καλύτερο γι’ αυτόν;»
Πράγματι, τι; σκέφτηκε η Ελίς θλιμμένα. Ώστε λοιπόν θα έπρεπε να υ-
πομείνει και πάλι την παρουσία του Ντρου. Μα δε θα ελευθερωνόταν ποτέ
από εκείνον;
***
Ο Ντρου σήκωσε το τσεκούρι, το κατέβασε κι άκουσε με ικανοποίηση το
θόρυβο που έκανε καθώς καρφωνόταν στον κορμό του δέντρου. Δούλευε
στο δάσος από τα ξημερώματα, αραίωνε τα δέντρα και καθάριζε τα μονο-
πάτια. Δεν ήταν απαραίτητο, τώρα που προσέλαβαν προσωπικό, όμως
ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του ότι το μπράτσο του ήταν πια καλά.
Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα που πέρασε, το Χάρτκομ έδειχνε πολύ
καλύτερο. Είχε μεταφέρει όλα τα κεφάλαιά του στους τραπεζίτες της οι-
κογένειας και μαζί με τον πατέρα του πήγαν στο δικηγόρο του ώστε να
ξεκινήσουν τις διαδικασίες για να αγοράσουν πάλι κάποια από τα κτήματα
που είχαν πουληθεί. Η μικρή του περιουσία δε θα αρκούσε για να τα αγο-
ράσει όλα, όμως τα τρία αγροκτήματα που νοικιάζονταν και το οικογε-
νειακό δάσος θα ήταν μια αρχή. Και με καλή διαχείριση και σκληρή δου-
λειά, το κτήμα θα άρχιζε να αποφέρει κέρδη σ’ έναν χρόνο περίπου. Σκό-
πευε να εργαστεί σκληρά, αν και ήλπιζε όχι με τον εξαντλητικό ρυθμό που
δούλευε εκείνη τη μέρα, στην προσπάθειά του να μη σκέφτεται την Ελίς
Σάλφορντ.
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που την άφησε στην Κουίν
Σκουέαρ, αλλά η μορφή της ήταν ακόμα ολοζώντανη στο μυαλό του. Επι-
σκέφτηκε το Μπαθ αρκετές φορές από τότε, για δουλειές και για να συ-
μπληρώσει την γκαρνταρόμπα του, όμως φρόντιζε πάντα να αποφεύγει
τα μέρη στα οποία σύχναζε η καλή κοινωνία, από φόβο μήπως συναντού-
σε την Ελίς. Ωστόσο δεν μπορούσε να αποφύγει τα κουτσομπολιά. Κατά
τα φαινόμενα, όλοι στο Μπαθ ασχολούνταν με την όμορφη άγνωστη που
έκλεψε την καρδιά του γιου του λόρδου Γουίτλγουντ. Κυκλοφορούσαν
κάθε είδους ιστορίες. Στο πιλοποιείο άκουσε δύο τζέντλεμαν να συζητούν
για την περιουσία αυτής της καινούργιας κληρονόμου από τα βόρεια, ενώ
κάποιες γυναίκες σ’ έναν πάγκο στην αγορά μιλούσαν για μια ορφανή την
οποία ο εντιμότατος κύριος Ρέβερσον γλίτωσε από τη φτώχεια. Ακόμα και
οι σταβλίτες στο Γουάιτ Χαρτ συζητούσαν γι’ αυτό το θέμα όταν άφησε
εκεί το άλογό του. Ήταν πεπεισμένοι ότι η Ελίς έφτασε στο Μπαθ με χρυ-
σοστολισμένη άμαξα, που την τραβούσαν έξι γκρίζα αριστοκρατικά άτια.
Ωστόσο όλες οι ιστορίες είχαν ένα κοινό στοιχείο. Η νεαρή λαίδη ήταν
μια καλλονή, τόσο όμορφη ώστε επισκίαζε κάθε άλλη γυναίκα στην πόλη.
Και μέχρι τώρα την είχαν δει να φορά μόνο πένθιμα ρούχα- πού να εμφα-
νιζόταν με τα ζωηρόχρωμα φορέματα που πρόσταζε η μόδα τελευταία.
Ο Ντρου έριξε ένα τελευταίο χτύπημα με το τσεκούρι του κι έκανε πίσω
ενώ το δέντρο άρχιζε να πέφτει.
«Μπράβο, Χάρι», μονολόγησε, παρακολουθώντας τον κορμό να πέφτει
στο έδαφος. «Κανόνισες έναν σπουδαίο γάμο για την κόρη σου».
«Με συγχωρείτε, σερ», άκουσε μια φωνή. Γύρισε και είδε τον καινούργιο
νεαρό σταβλίτη να τρέχει προς το μέρος του. «Αυτό μόλις έφτασε για σας».
Ο Ντρου πήρε το φάκελο που του έδωσε ο νεαρός. Ο κομψός γραφικός
χαρακτήρας τού ήταν άγνωστος. Τι μπορεί να ήταν τόσο επείγον ώστε να
στείλουν το σταβλίτη να τον βρει; Τότε το βλέμμα του έπεσε στο βουλο-
κέρι, που ήταν σφραγισμένο με το θυρεό των Γουίτλγουντ. Άνοιξε βιαστι-
κά το φάκελο και βρήκε μέσα μια κάρτα με χρυσαφένιες ακμές.
«Η λαίδη Γουίτλγουντ ζητά να της κάνετε την τιμή...»
Χαμογέλασε. Ώστε λοιπόν είχαν ανακαλύψει την ταυτότητά του! Πράγ-
μα όχι και τόσο δύσκολο, αφού όλοι έμαθαν για το παρελθόν του και για
τη χάρη που του δόθηκε. Θα απέφευγε τις δημόσιες ανακοινώσεις αν μπο-
ρούσε, όμως ο πατέρας του επέμενε ότι ήταν απαραίτητο να μάθουν όλοι
πως κανένα στίγμα δε βάραινε πλέον το αρχαίο όνομα των Κάσλμεϊν. Και
η μέθοδός του απέδωσε, απ’ τη στιγμή που τον προσκαλούσαν να διαβεί
το κατώφλι του υποκόμη ως καλεσμένος.
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είχε καμία σημασία για εκείνον. Η Ελίς
δε νοιαζόταν για το αν έφερε το στίγμα του προδότη. Εκείνος ήταν που
συγκρατήθηκε, που την έπεισε ότι απλώς έπαιζε μαζί της. Δεν το μετάνιω-
νε. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτήν να παντρευτεί τον νεαρό της Άδωνι. Αν
έστω και οι μισές από τις ιστορίες που είχε ακούσει ανταποκρίνονταν στην
πραγματικότητα, το ζευγάρι ήταν τρελά ερωτευμένο. Ευχόταν ότι η Ελίς
δε θα ανακάλυπτε ποτέ με ποιον τρόπο ο πατέρας της της εξασφάλισε έ-
ναν τόσο σπουδαίο γάμο.
«Σερ; Να επιστρέψω με την απάντηση; Σερ;»
Ο Ντρου κοίταξε και πάλι την κάρτα.
«Όχι, Σαμ, δεν υπάρχει βιασύνη».
Πήρε το σακάκι του, έβαλε την κάρτα στην τσέπη και σήκωσε και πάλι
το τσεκούρι. Ίσως να πήγαινε στη δεξίωση, ώστε να βεβαιωθεί ότι η Ελίς
ήταν ευτυχισμένη.
Και ίσως τότε να μπορούσε να την ξεχάσει.
***
Έβρεχε. Μικρά ρυάκια νερού κυλούσαν στο τζάμι του παραθύρου, κρύ-
βοντας τη θέα της Κουίν Σκουέαρ. Η Ελίς ήξερε ότι θα ήταν εύκολο να α-
ποδώσει στον καιρό την κακή της διάθεση, όμως δε συνήθιζε να ξεγελά
τον εαυτό της και γνώριζε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Είχε προσπα-
θήσει, πραγματικά είχε προσπαθήσει. Ακολουθούσε τον τρόπο ζωής της
Κουίν Σκουέαρ, επέτρεπε να την κακομαθαίνει και να την παραχαϊδεύει η
λαίδη Γουίτλγουντ, να την ντύνει όπως άρμοζε σε μια λαίδη στο σπίτι του
υποκόμη, έστω και αν έπρεπε να φορά μουντά χρώματα επειδή είχε πέν-
θος. Όλοι ήταν τόσο καλοί μαζί της και δε γνώριζαν ακόμα ότι είχε ως
προίκα μια μικρή περιουσία. Αποφάσισε να μην τους πει για την κληρονο-
μιά μέχρι να γίνει ο γάμος, θεωρώντας ότι αυτή η πληροφορία θα ήταν ένα
καλό γαμήλιο δώρο για τον Γουίλιαμ.
***
Η θεία Μάθιους στο γράμμα της της έγραφε ότι ήταν απογοητευμένη
γιατί ανέβασε πυρετό και ο δόκτωρ Κάρστερς της απαγόρευσε να ταξιδέ-
ψει για αρκετές εβδομάδες ακόμα. Η Ελίς είχε προτείνει να καθυστερήσουν
το γάμο. Ο λόρδος Γουίτλγουντ όμως της εξήγησε υπομονετικά ότι το
συμφωνητικό που είχαν υπογράψει με τον πατέρα της ήταν ξεκάθαρο. Ο
γάμος έπρεπε να γίνει πριν το τέλος του μηνός.
Έτσι, βρισκόταν τώρα μια βδομάδα προτού παντρευτεί τον Γουίλιαμ και
δεν ένιωθε ούτε ίχνος από την έξαψη που θα έπρεπε να νιώθει μια νεαρή
λαίδη που επρόκειτο να παντρευτεί. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί,
όταν δε φρόντιζε να είναι απασχολημένη, ήταν ο Ντρου Κάσλμεϊν, η αγκα-
λιά και τα φιλιά του. Και μόνο η σκέψη του έκανε την καρδιά της να στα-
ματά, την αναστάτωνε, ξυπνούσε μέσα της μια ασυγκράτητη λαχτάρα.
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι σήμαινε τόσο λίγα για εκείνον, ότι ο Ντρου
δεν αισθάνθηκε αυτόν το δεσμό που τους ένωνε. Αναρωτήθηκε πώς θα
ήταν τα πράγματα αν γνώριζε νωρίτερα πως του δόθηκε χάρη. Άραγε θα
της συμπεριφερόταν διαφορετικά, θα την είχε ίσως ζητήσει σε γάμο;
Πήρε το βλέμμα της από το παράθυρο και τύλιξε γύρω της τα χέρια, σαν
ξαφνικά να κρύωνε. Τώρα ξεγελούσε τον εαυτό της. Ο Ντρου δε νοιαζόταν
για εκείνη, δεν την ήθελε, παρά μόνο για λίγο, σαν να μην ήταν παρά ένα
αντικείμενο πόθου. Θα πρέπει να χαιρόταν που δεν την αποπλάνησε ολο-
κληρωτικά. Και της το είχε πει. Όμως ακόμα κι έτσι την είχε καταστρέψει,
αφού δεν μπορούσε να πάψει να τον σκέφτεται.
«Ω, συγγνώμη, μις, νόμιζα ότι η οικογένεια είχε βγει και ήρθα να καθαρί-
σω».
«Έλα μέσα, Χέτι, εγώ φεύγω».
Η Ελίς έριξε μια τελευταία ματιά στο μεγάλο καθρέφτη, ώστε να ελέγξει
την εμφάνισή της. Η λαίδη Γουίτλγουντ είχε μπει σε μεγάλο κόπο για να
της εξασφαλίσει ντουζίνες από καινούργια ρούχα, όλα κατάλληλα για μια
νεαρή λαίδη σε πένθος, κι εκείνο που διάλεξε εκείνη τη μέρα δεν αποτε-
λούσε εξαίρεση. Ένα γκρίζο μεταξωτό πρωινό φόρεμα, με φάσα από μαύ-
ρη δαντέλα. Αποφάσισε να μη βάλει τη μαύρη ποδιά που πρόσταζε η μό-
δα, όμως φόρεσε ένα ψάθινο μπονέ με καινούργιες μαύρες κορδέλες πάνω
από τον δαντελένιο σκούφο της. Το μοναδικό στολίδι της ήταν το διαμα-
ντένιο δαχτυλίδι που της χάρισε ο Γουίλιαμ στον αρραβώνα τους. Η εμφά-
νισή της ήταν πολύ σοβαρή, δεν είχε τίποτα που θα έδινε στους κατοίκους
του Μπαθ λαβή για κουτσομπολιά.
Ο Γουίλιαμ την περίμενε όταν κατέβηκε στο ισόγειο.
«Ώστε λοιπόν εδώ είσαι. Οι γονείς μου πήγαν στο Αντλιοστάσιο κι εγώ
περίμενα να σε συνοδεύσω. Πηγαίνουμε;»
Η Ελίς χαμογέλασε και τον έπιασε αγκαζέ. Με εξαίρεση το ένα και μονα-
δικό φιλί που της έδωσε από τότε που έφτασε στο Μπαθ, της συμπεριφε-
ρόταν περισσότερο σαν να ήταν καλεσμένη παρά αρραβωνιαστικιά του.
Προσπαθούσε να δείξει κατανόηση. Η στάση του ήταν αναμενόμενη, αφού
είχαν τρία χρόνια να συναντηθούν. Παρόλο που αλληλογραφούσαν, ντρέ-
πονταν ακόμα λίγο ο ένας τον άλλον.
Η βροχή είχε σταματήσει, όμως έκανε κρύο και είχε υγρασία. Αποφάσισε
ότι ο βαρύς ουρανός θα ήταν αρκετός για να χαλάσει τη διάθεση οποιου-
δήποτε. Στο κάτω κάτω, τι είχε εκείνη για να νιώθει κακοδιάθετη; Το μέλ-
λον της, ως κυρία Γουίλιαμ Ρέβερσον, θα ήταν εξασφαλισμένο. Θα απο-
κτούσε υψηλή κοινωνική θέση και θα παντρευόταν τον άντρα που ονει-
ρευόταν από τότε που ήταν δεκαεπτά ετών.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Γουίλιαμ καθώς διέσχιζαν τους πολύβου-
ους δρόμους του Μπαθ με κατεύθυνση το Αντλιοστάσιο. Όταν γνωρίστη-
καν, είχε σκεφτεί ότι ο Γουίλιαμ ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είδε πο-
τέ, και τώρα, στα είκοσι ένα του, η κλασική ομορφιά του ήταν ακόμα πιο
εντυπωσιακή. Το ξανθό χρώμα των μαλλιών του διακρινόταν παρά την
πουδραρισμένη περούκα του και οι μακριές βλεφαρίδες του τόνιζαν τα
εκφραστικά, καστανά του μάτια. Γιατί λοιπόν, όταν γυρνούσε το κεφάλι
του και της χαμογελούσε, τον έβρισκε λιγότερο γοητευτικό; Μήπως επειδή
τον τελευταίο καιρό άρχισαν να της αρέσουν τα πιο σκούρα μαλλιά και τα
γαλάζια μάτια;
Όχι! Αυτό δεν έπρεπε να το σκέφτεται καν.
«Είσαι πολύ σκεπτική», είπε ο Γουίλιαμ. «Συμβαίνει κάτι;»
«Όχι, φυσικά και όχι». Οι αμφιβολίες της ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια.
«Μόνο, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να με παντρευτείς, Γουίλιαμ;»
«Δε θα ήθελα τίποτα περισσότερο στον κόσμο», απάντησε αμέσως εκεί-
νος. «Έχουν όλα συμφωνηθεί, έτσι δεν είναι; Ο πατέρας μου λέει ότι θα
μας δώσει ένα απ’ τα ακίνητά του, ένα μικρό ζεστό σπίτι στο Μπέρκσιρ,
όπου θα μπορέσουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας». Η παλάμη του κά-
λυψε το χέρι της που ακουμπούσε στο μανίκι του. «Λίγες ημέρες ακόμα και
θα είμαστε αντρόγυνο. Ανυπομονώ να σε έχω όλη δική μου».
Η Ελίς θυμήθηκε την υπέροχη έξαψη που ένιωσε όταν πριν τρία χρόνια ο
Γουίλιαμ της ψιθύριζε τέτοια πράγματα στο Σκάρμπορο. Έφτασε ακόμα
και στο σημείο να της κλέψει ένα φιλί, κάτι που είχε θεωρήσει ως το πιο
υπέροχο και συναρπαστικό πράγμα στον κόσμο. Όμως το φιλί που της
έδωσε πρόσφατα στο καθιστικό την άφησε παράξενα ασυγκίνητη, και τώ-
ρα η σκέψη του να την αγκαλιάζει, να τη φιλά με πάθος, να την αγγίζει
όπως την άγγιξε ο Ντρου την έκανε ν’ ανατριχιάζει. Ο Γουίλιαμ, παρεξηγώ-
ντας την αντίδρασή της, γέλασε. «Ανυπομονείς κι εσύ, το ξέρω, όμως θα
πρέπει να κάνουμε υπομονή. Δε θα ήταν σωστό να συμπεριφερθούμε α-
νάρμοστα όσο ζούμε στο σπίτι του πατέρα μου».
«Όχι, φυσικά και όχι».
Όμως τι θα γινόταν όταν θα ήταν παντρεμένοι; Η Ελίς αναρωτιόταν.
Μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι θα μάθαινε να τον αγαπά και πάλι.
***
Η εβδομάδα κυλούσε αργά αλλά αμείλικτα και η Ελίς προσπαθούσε να
νιώσει κάτι διαφορετικό εκτός από φόβο για τον επικείμενο γάμο της. Έ-
κρυβε την ανησυχία της από τους οικοδεσπότες της και παρίστανε τη χα-
ρούμενη όποτε ήταν με κόσμο. Ο λόρδος και η λαίδη Γουίτλγουντ ήταν α-
πίστευτα καλοί μαζί της. Μπορεί να μην ήταν η νύφη που θα επέλεγαν για
το γιο τους, όμως είχαν αποδεχτεί το αναπόφευκτο πολιτισμένα κι εκείνη
αισθανόταν ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Ο γάμος της με τον Γουίλιαμ ήταν ιδα-
νικός, κανονισμένος από τον πατέρα της ώστε να διασφαλίσει το μέλλον
της και ήταν ανάγωγο από μέρους της να νιώθει διαφορετικά. Ανάγωγο
και μάταιο, επέκρινε τον εαυτό της. Μπορεί ο Ντρου να μην ήταν πλέον
επικηρυγμένος, όμως για εκείνη δεν υπήρχε. Δεν την αγαπούσε και ήταν
ένας άσωτος. Ακόμα και αν, από κάποιο θαύμα, κατόρθωνε να τον πα-
ντρευτεί, δε θα πετύχαινε κάτι. Οι έρωτες και οι ίντριγκές του θα την πλή-
γωναν συνεχώς.
***
Η Ελίς ένιωθε ευγνωμοσύνη που οι μέρες της ήταν τόσο γεμάτες. Η ά-
φιξή της στην Κουίν Σκουέαρ χωρίς αποσκευές είχε σκανδαλίσει τη λαίδη
Γουίτλγουντ, που έσπευσε να της δώσει μερικά καινούργια φορέματα και
τη συνόδευσε αναρίθμητες φορές για ψώνια, ώστε να της αγοράσει όλα
όσα θα μπορούσε να χρειαστεί στη νέα της ζωή ως σύζυγος του εντιμότα-
του κυρίου Γουίλιαμ Ρέβερσον. Πακέτα με φορέματα, παπούτσια και ένα
σωρό ακόμα είδη που η σύζυγος του υποκόμη θεωρούσε απαραίτητα για
μία λαίδη έφταναν καθημερινά. Επιπλέον, η ίδια είχε ριχτεί με τα μούτρα
στις ετοιμασίες του γάμου και της δεξίωσης που ήταν κανονισμένη για την
προηγούμενη βραδιά του γάμου.
Επειδή η Ελίς είχε ακόμα πένθος για τον πατέρα της, ο γάμος θα γινόταν
σε πολύ στενό κύκλο. Θα παρευρίσκονταν μόνο μέλη της οικογένειας, και
στην περίπτωση της Ελίς ακόμα κι αυτό ήταν αδύνατον, αφού η μοναδική
συγγενής της, η θεία Μάθιους, συνέχιζε να είναι στο κρεβάτι με σπασμένο
χέρι. Γνωρίζοντας ότι δε θα υπήρχε κανείς να της παρασταθεί, η ευγενική
λαίδη Γουίτλγουντ πρότεινε να καλέσουν τον κύριο Άντριου Κάσλμεϊν στο
γάμο, όμως ο λόρδος Γουίτλγουντ το απέκλεισε, ευγενικά αλλά αποφασι-
στικά.
«Μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός νεαρός και, φυσικά, να του δόθηκε
χάρη», είχε πει, «όμως αυτό δεν αλλάζει το ότι κυκλοφορούσε με ψεύτικο
όνομα. Επίσης, υπάρχουν οι σχέσεις του με τους Ιακωβίτες και δε θα πρέ-
πει να φανεί ότι ανεχόμαστε ιδιαίτερα κάτι τέτοιο».
«Πιθανόν», απάντησε η λαίδη Γουίτλγουντ με ασυνήθιστη αποφασιστι-
κότητα. «Αλλά ήταν ο κηδεμόνας της Ελίς και θα πρέπει να του αναγνωρί-
σουμε ότι την έφερε κοντά μας».
«Τότε θα πρέπει να αρκεστείς στο ότι τον κάλεσες στη δεξίωσή σου, α-
γαπητή μου. Αυτό θα πρέπει να τον βοηθήσει να ξαναμπεί στους κύκλους
του καλού κόσμου».
Η Ελίς έπιασε τον εαυτό της να θυμάται αυτά τα λόγια καθώς έτρωγε
τεμπέλικα το πρωινό της, το πρωί της δεξίωσης. Ήλπιζε ότι ο Ντρου δε θα
παρευρισκόταν στη δεξίωση, όμως, όταν βοηθούσε τη λαίδη Γουίτλγουντ
με την αλληλογραφία της, είχε δει το γράμμα από το Χάρτκομ. «Ο αξιότι-
μος πατέρας μου δεν μπορεί να παρευρεθεί», έγραφε, αλλά οι όποιες ελπί-
δες της πως ούτε ο Ντρου θα ερχόταν στη δεξίωση έσβησαν στην επόμενη
γραμμή, όπου ο ίδιος αποδεχόταν την πρόσκληση με σταθερό, αποφασι-
στικό γραφικό χαρακτήρα. Η θέα και μόνο του ονόματος του έκανε την
καρδιά της να χτυπήσει ακανόνιστα. Ω, πώς θα μπορούσε να τον αντικρί-
σει και πάλι, γνωρίζοντας ότι νοιαζόταν ακόμα γι’ αυτόν;
Θα ήταν καλύτερα, σκέφτηκε, αν ο Γουίλιαμ μπορούσε να παραμείνει
δίπλα της εκείνο το βράδυ. Σίγουρα θα έβρισκε απόλυτα φυσιολογικό το
ότι ήθελε την υποστήριξή του. Θα του έλεγε πως της προκαλούσε νευρι-
κότητα η σκέψη ότι θα γνώριζε τόσους ανθρώπους. Δεν ήταν αλήθεια,
φυσικά. Ήταν κοινωνική και απολάμβανε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, ό-
μως ήξερε ότι δε θα ήταν συνετό να ομολογήσει στον Γουίλιαμ ότι υπήρχε
μόνο ένας από τους καλεσμένους που δε θα ήθελε να συναντήσει.
Έχοντας λύσει αυτό το πρόβλημα, ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε στο
ισόγειο. Το προηγούμενο βράδυ είχε αφήσει το βιβλίο της στο καθημερινό
καθιστικό και θα έπρεπε να το πάρει πριν το μαζέψουν οι υπηρέτες. Μπή-
κε με τη συνηθισμένη της ζωηράδα και βρήκε στο κέντρο του καθιστικού
τον Γουίλιαμ να σφίγγει στην αγκαλιά του μια καμαριέρα.
Τινάχτηκαν μακριά ο ένας από τον άλλον μόλις την άκουσαν, όμως εκεί-
νη πρόλαβε να τους δει να φιλιούνται. Οι αμφιβολίες, η αναποφασιστικό-
τητα, η κατανόησή της για τον Γουίλιαμ στη σκέψη ότι ίσως να τον εξαπα-
τούσε χάθηκαν μπροστά στο τεράστιο κύμα θυμού που την πλημμύρισε.
Παραμέρισε ώστε ν’ αφήσει την καμαριέρα να φύγει βιαστικά, κατακόκκι-
νη από ντροπή. Ύστερα, σιωπηλή και αποφασιστική, έκλεισε την πόρτα.
«Αυτό είναι μια πρώτη γεύση για το τι θα πρέπει να περιμένω ως σύζυ-
γός σου;»
Ο Γουίλιαμ χαμήλωσε το βλέμμα του και την κοίταξε μετανιωμένος. Θύ-
μιζε άτακτο μαθητούδι που τον έπιαναν να κάνει κάποια σκανδαλιά.
«Δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο φιλί. Δεν υπάρχει κάτι κακό σ’ αυτό».
«Φιλί», επανέλαβε η Ελίς και χαμογέλασε σαρκαστικά. «Την παραμονή
του γάμου μας;»
«Έλα τώρα, Ελίς, θα πρέπει να είδες ότι δεν ήταν παρά ένα άκακο φιλί».
Η Ελίς ξέσπασε. «Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν να απολυθεί η
καμαριέρα χωρίς συστάσεις».
«Όχι, εκτός κι αν πεις στη μητέρα μου τι συνέβη εδώ». Ο Γουίλιαμ όρθω-
σε το ανάστημά του. «Είμαι άντρας, Ελίς, και έχω ανάγκες. Απ’ τη στιγμή
που δεν μπορώ να έχω εσένα, θα πρέπει να βρω αλλού παρηγοριά».
«Δεν μπορούσες να περιμένεις ακόμα μία μέρα;» Η Ελίς πήρε μια βαθιά
ανάσα και προσπάθησε να ελέγξει την οργή της. «Όσο δεν ήμασταν μαζί,
ίσως να υπήρχε κάποια δικαιολογία, αλλά όχι τώρα που...»
Ο Γουίλιαμ την κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Δεν μπορεί να έχεις λόγους να παραπονιέσαι για τη συμπεριφορά μου.
Έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου για να σε φροντίζω απ’ όταν ήρθες
στο Μπαθ».
«Νόμιζα ότι το έκανες επειδή το ήθελες».
«Φυσικά και δε θέλω να θεωρηθεί ότι παραμελώ τη μέλλουσα σύζυγό
μου».
«Το κάνεις ν’ ακούγεται σαν δυσάρεστο καθήκον».
«Ε, λοιπόν, είναι».
Η Ελίς σήκωσε περήφανα το πιγούνι της. «Κανείς δε σε αναγκάζει να με
παντρευτείς», είπε παγερά.
«Φυσικά και με αναγκάζουν!» της απάντησε ο Γουίλιαμ. «Νομίζεις ότι θα
σε παντρευόμουν αν δεν ήταν εκείνο το καταραμένο στοίχ...»
Η φωνή του έσβησε και ακολούθησε βαριά σιωπή, με εκείνον να την
κοιτάζει αβέβαια. Η Ελίς ένιωσε ξαφνικά κάπως ζαλισμένη και έπεσε βαριά
στον κοντινότερο καναπέ.
«Στοίχημα; Τι εννοείς;»
Ο Γουίλιαμ κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι της και έθαψε το πρό-
σωπο στις παλάμες του. «Την αλήθεια, Γουίλιαμ, σε παρακαλώ», του είπε η
Ελίς χαμηλόφωνα αλλά αποφασιστικά.
«Έγινε όταν γνωριστήκαμε, πριν από τρία χρόνια στο Σκάρμπορο».
«Θυμάμαι. Μου ζήτησες να σε παντρευτώ».
Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Όσο εμείς χορεύαμε στο σαλόνι, οι πατεράδες μας έπαιζαν χαρτιά. Ο
πατέρας μου έχασε πολλά χρήματα που τα κέρδισε ο δικός σου. Είκοσι χι-
λιάδες λίρες».
«Είκοσι χιλιάδες!»
«Αυτού του είδους τα ποσά είναι συνηθισμένα στα χαρτιά».
Η Ελίς χλόμιασε. «Ω. Είχα ακούσει ότι τα στοιχήματα ήταν μεγάλα στο
Λονδίνο και στο Μπαθ, όμως δε μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό πως
θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στο Σκάρμπορο».
«Γιατί όχι; Είναι λουτρόπολη και, όταν συγκεντρώνονται οι πλούσιοι,
θέλουν να διασκεδάσουν. Ο πατέρας μου μου είπε ότι ο Σάλφορντ ήταν
πρόθυμος να σβήσει το χρέος με αντάλλαγμα το γάμο μας. Ήμουν νέος κι
226 SARAH MALLORY

εσύ πολύ όμορφη». Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους. «Φάνταζε μια ε-


ξαιρετική λύση».
«Ο πατέρας μου δε μου είπε τίποτα για όλα αυτά».
«Γιατί να το κάνει; Ήσουν μόλις δεκαεπτά ετών».
«Το ίδιο κι εσύ!»
«Όμως εσύ είσαι γυναίκα και κανείς δεν περιμένει από σένα να καταλά-
βεις αυτού του είδους τα θέματα».
«Αντίθετα, μου επέτρεψαν να πιστέψω ότι ήσουν ερωτευμένος μαζί
μου».
«Στην αρχή ήμουν. Ξέρεις ότι η συμφωνία ήταν να μην παντρευτούμε
πριν ενηλικιωθώ. Φαινόταν να υπήρχε αρκετός χρόνος για να διασκεδάσω
πριν νοικοκυρευτώ. Τότε, φέτος την άνοιξη, ο πατέρας σου έγραψε στον
δικό μου για να ορίσει την ημερομηνία του γάμου μας κι εγώ κατάλαβα
πως δεν ήθελα να παντρευτώ, όμως ήταν πολύ αργά. Αν έκανα πίσω, το
χρέος θα έπρεπε να πληρωθεί. Άμεσα και ολοκληρωτικά». Ο Γουίλιαμ συ-
νοφρυώθηκε. «Τα κτήματά μας δεν είναι σε καλή κατάσταση. Τα περισσό-
τερα είναι υποθηκευμένα και τα όποια κέρδη χάνονται εξαιτίας του τρό-
που ζωής μας». Κοίταξε θυμωμένα την Ελίς, σαν να περίμενε το επόμενο
σχόλιό της. «Αυτού του είδους τα έξοδα είναι απαραίτητα για κάποιον με
την κοινωνική θέση του πατέρα μου. Κι ύστερα, ήταν τα έξοδα του γάμου
της Ντάφνι με τον Μπέρικ πέρυσι. Ο πατέρας δε θα μπορούσε να σου δώ-
σει τις είκοσι χιλιάδες λίρες για να αποτρέψει το γάμο μας. Κάλεσε το δικη-
γόρο του για να μελετήσουν και πάλι τη συμφωνία, αλλά δεν υπήρχε παρά
μόνο μία, αμυδρή πιθανότητα για να αποφευχθεί ο γάμος. Ο πατέρας έ-
γραψε επιμένοντας να είσαι στο σπίτι μας μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ, αλλιώς το συμφωνητικό θα ήταν άκυρο. Έπειτα μας πήρε όλους
και ήρθαμε στο Μπαθ, με την ελπίδα ότι ίσως να μη μας ακολουθούσες».
«Και η επίθεση στην άμαξά μας;»
«Ορκίζομαι ότι ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτή».
Η Ελίς ένωσε τις παλάμες πάνω στα γόνατά της. Είχε αποφασίσει να πε-
ριμένει και να μην ανακοινώσει στον Γουίλιαμ και στην οικογένειά του ότι
είχε κι εκείνη μια μικρή περιουσία. Την επομένη, όταν θα τον παντρευό-
ταν, η περιουσία της θα ανήκε πλέον στο σύζυγό της. Τώρα η κληρονομιά
της φάνταζε ασήμαντη μπροστά στο ποσό που θα γλίτωνε ο υποκόμης.
«Ώστε λοιπόν πρέπει να παντρευτούμε για να γλιτώσει η οικογένειά σου
απ’ την ατίμωση», είπε αργά.
«Ναι». Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα πρέπει απλώς
να εκμεταλλευτούμε την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούμε».
Η Ελίς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει όταν έφυγε από το καθιστι-
κό. Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι εκείνη έμεινε στην πολυθρόνα της, με τη
σιωπή να τη βαραίνει.
Ώστε λοιπόν ο Γουίλιαμ δεν την αγαπούσε. Αυτή η αποκάλυψη, τόσο
σύντομα μετά την απόρριψη του Ντρου, την έκανε να αναρωτηθεί αν ο
τρόπος που έβλεπε τον κόσμο ήταν πολύ ρομαντικός. Ίσως η αγάπη που
είχε διαβάσει στα βιβλία να μην υπήρχε. Ή μπορεί να ήταν εξαιρετικά σπά-
νια.
Αναστέναξε κι έδιωξε από το μυαλό της αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις.
Ήταν τόσο πολλά αυτά για τα οποία θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη.
Μπορεί εκείνη και ο Γουίλιαμ να μην ήταν ερωτευμένοι, όμως πολλοί γά-
μοι ξεκινούσαν με μια απλή συμπάθεια και ήταν απόλυτα ευτυχισμένοι.
Δεν υπήρχε λόγος να μην ισχύει το ίδιο και για τον δικό τους.
***
Στ’ αυτιά της Ελίς έφτασε η φωνή του μπάτλερ, που ανήγγειλε την άφι-
ξη στο σπίτι του εντιμότατου κυρίου Ρέβερσον και της συζύγου του. Ώστε
λοιπόν ο αδελφός του Γουίλιαμ έφτασε. Θυμήθηκε ότι περίμεναν επίσης
την αδελφή του με το σύζυγό της, όμως εκείνη δεν είχε διάθεση να γνωρί-
σει κανέναν ακόμα κι ανέβηκε στο δωμάτιό της, όπου παρέμεινε μέχρι την
ώρα του δείπνου.
***
Όταν η Ελίς μπήκε στο σαλόνι, βρήκε εκεί όλη την οικογένεια συγκε-
ντρωμένη. Έγιναν οι συστάσεις και όλοι την υποδέχτηκαν ευγενικά, όμως
η αδιαφορία τους της έδωσε να καταλάβει πως όλοι γνώριζαν τους όρους
του γάμου και, κατά συνέπεια, έμεινε κλεισμένη στον εαυτό της όταν πή-
γαν για το δείπνο.
Κεφάλαιο 11

«Λοιπόν, αγαπητή μου, είσαι έτοιμη να γνωρίσεις την αφρόκρεμα της


καλής κοινωνίας του Μπαθ;»
«Είμαι, λαίδη μου».
Η Ελίς στεκόταν ανάμεσα στη σύζυγο του υποκόμη και τον Γουίλιαμ
στην κορυφή της σκάλας. Ήξερε καλά ότι το γκρίζο μεταξωτό της φόρεμα
με τη λευκή δαντέλα στο λαιμό ξεχώριζε ανάμεσα στα ζωηρόχρωμα φο-
ρέματα των καλεσμένων που είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και να γεμί-
ζουν την αίθουσα χορού. Χαμογελούσε ευγενικά καθώς τη σύστηναν
στους διάφορους ευγενείς και τις συζύγους τους και υποκλινόταν σε κάθε
κόμη και τη σύζυγό του. Κάποιους από τους καλεσμένους τούς είχε ξανα-
δεί όταν έβγαινε με τον Γουίλιαμ και προσπαθούσε να αγνοήσει την απο-
ρία στο βλέμμα τους, τους ψιθύρους και τις ερωτήσεις για την καταγωγή
της, την περιουσία της και το πώς κατάφερε να κάνει έναν τόσο καλό γά-
μο. Άκουσε τη λαίδη Γουίτλγουντ να γελά και να απαντάει στο σχόλιο μιας
ηλικιωμένης κυρίας ότι η μις Σάλφορντ ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα,
αλλά εντελώς άγνωστη.
«Ω, είναι απ’ τον Βορρά, αγαπητή μου, αλλά απολύτως αξιοπρεπής. Ο
Γουίλιαμ μαγεύτηκε μαζί της από την πρώτη στιγμή, κι αφού ο Χένρι έχει
ήδη δυο υγιή αγόρια να τον διαδεχτούν, ποιοι είμαστε εμείς να μπούμε ε-
μπόδιο σ’ έναν μεγάλο έρωτα;»
Και έτσι συνεχίστηκε η βραδιά. Βαρονέτοι και τζέντλεμαν, χήρες και κυ-
ρίες ευγενικής καταγωγής. Η Ελίς είχε την αίσθηση ότι στα σαλόνια του
υποκόμη βρισκόταν ολόκληρο το Μπαθ με εξαίρεση έναν άνθρωπο, εκεί-
νον που λαχταρούσε να δει, εκείνον που έτρεμε στη σκέψη ότι θα συνα-
ντούσε. Κι ύστερα τον είδε στο διάδρομο, να δίνει το καπέλο και το μαν-
δύα του σε έναν υπηρέτη. Η καρδιά της σκίρτησε. Ήταν τόσο ψηλός και
κομψός με το καινούργιο του σκούρο μπλε βελούδινο σακάκι με τα αση-
μένια κουμπιά. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια προς το μέρος της, με το βλέμμα
καρφωμένο μπροστά.
«Κύριε Κάσλμεϊν. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που μπορέσατε να έρθετε, σερ».
Η λαίδη Γουίτλγουντ πρόσφερε το χέρι της και η Ελίς είδε τον Ντρου να
υποκλίνεται με εξαιρετική χάρη. Ήταν ένας από τους ελάχιστους άντρες
που δε φορούσε περούκα. Τα μαλλιά του ήταν πιασμένα στον αυχένα με
μια μαύρη κορδέλα και έλαμπαν στο φως των κεριών, μαρτυρώντας το
πόσο υγιής και αρρενωπός ήταν. Η Ελίς κράτησε σφιχτά τη βεντάλια της.
Θυμήθηκε τα δάχτυλά της να βυθίζονται στις μεταξένιες μπούκλες του,
ενώ τα χείλη του πρόσφεραν ανείπωτες ηδονές στο κορμί της. Είχε δίκιο
να τη φοβίζει η σκέψη ότι θα τον ξανάβλεπε.
«Μις Σάλφορντ».
Η φωνή του, βαθιά και απαλή σαν βελούδο, τράβηξε την προσοχή της.
Στεκόταν μπροστά της, ψηλός, με φαρδιές πλάτες, οδυνηρά ελκυστικός,
όμως δεν μπορούσε να γίνει δικός της. Ποτέ. Ήταν ένας άσωτος. Έκλεβε
καρδιές για να περνάει την ώρα του. Όρθωσε θυμωμένα το ανάστημά της,
τον κοίταξε υπεροπτικά και συνέχισε να κρατά σφιχτά τη βεντάλια της. Τα
βλέμματά τους συναντήθηκαν κι ευχήθηκε το δικό της να έδειχνε την υπε-
ροπτική απέχθεια που ήθελε κι όχι τον πόνο που ράγιζε την καρδιά της. Το
δικό του βλέμμα έδειχνε μόνο ότι το διασκέδαζε.
Ο Ντρου έκανε μια μικρή υπόκλιση κι απομακρύνθηκε. Η λαίδη Γουίτ-
λγουντ άγγιξε την Ελίς στο μπράτσο.
«Αγαπητή μου, η υποδοχή σου στον κύριο Κάσλμεϊν ήταν κάθε άλλο πα-
ρά εγκάρδια. Αντιλαμβάνομαι ότι οι αποκαλύψεις για το παρελθόν του μας
σόκαραν όλους, όμως του δόθηκε χάρη και ήταν ο κηδεμόνας σου, Ελίς. Δε
θα ήταν σωστό να θεωρηθεί πως δεν είσαι ευγνώμων για τη φροντίδα που
σου πρόσφερε».
Τα μάγουλα της Ελίς κοκκίνισαν ακούγοντας τη λαίδη Γουίτλγουντ να
την επικρίνει ευγενικά, αλλά δε βρήκε το χρόνο να απαντήσει, καθώς εμ-
φανίστηκαν κι άλλοι καλεσμένοι τους οποίους έπρεπε να υποδεχτούν.
Επιτέλους, τους χαιρέτησαν όλους και η λαίδη Γουίτλγουντ επέτρεψε
στον Γουίλιαμ να συνοδεύσει την Ελίς στο σαλόνι, όπου ο κόσμος ήταν τό-
σος ώστε να αγαλλιάζει η καρδιά κάθε οικοδέσποινας. Οι διπλές πόρτες
που χώριζαν τις αίθουσες των σαλονιών είχαν ανοίξει ώστε να δημιουργη-
θεί μια μεγάλη και οι πολυέλαιοι και τα κεριά στις απλίκες στους τοίχους
έλουζαν το χώρο με το φως τους σαν να ήταν μέρα. Σαν κάποιο διαβολικό
πνεύμα να ήθελε να την πειράξει, είδε αμέσως τον Ντρου. Ήταν ψηλός,
μελαχρινός και ήταν εύκολο να τον αναγνωρίσει. Βρισκόταν στο επίκε-
ντρο μιας ζωηρής συντροφιάς. Οι κύριοι γελούσαν και οι κυρίες ανέμιζαν
τις βεντάλιες τους. Καθώς περνούσαν με τον Γουίλιαμ που τη συνόδευε
πλάι από τον Ντρου και τη συντροφιά του, πρόσεξε ότι τα βλέμματα των
γυναικών ήταν καρφωμένα πάνω του. Αναγνώρισε τις χαρακτηριστικές
χειρονομίες τους ενώ προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του, τον
τρόπο που τον άγγιζαν παιχνιδιάρικα στο μπράτσο, που πετάριζαν τις
βλεφαρίδες τους. Έστρεψε τα μάτια της αλλού, αποφασισμένη να πάψει
να τον σκέφτεται.
Ο Γουίλιαμ την οδηγούσε ανάμεσα στο πλήθος, σταματώντας εδώ κι ε-
κεί για να μιλήσει σε γνωστούς του. Ήταν χαμογελαστός και τρυφερός, η
συμπεριφορά του ένα μείγμα περηφάνιας και ευχαρίστησης καθώς επιδεί-
κνυε τη μέλλουσα σύζυγό του. Η Ελίς άρχισε να χαλαρώνει. Ήταν συνηθι-
σμένη σε τέτοιου είδους κοινωνικές εκδηλώσεις και δεν της ήταν καθόλου
δύσκολο να ανταπεξέλθει. Ο Γουίλιαμ έδειχνε κι εκείνος ευχαριστημένος.
Της χάιδεψε το χέρι. «Κάνουμε καλό ζευγάρι, νομίζω. Θα πρέπει να τα
πάμε πολύ καλά μαζί».
Η Ελίς χαμογέλασε.
«Το ελπίζω».
Ένιωσε την παλάμη του στη μέση της να την τραβά πιο κοντά του, προ-
τού χαμηλώσει το κεφάλι και της μιλήσει ψιθυριστά στο αυτί. «Είσαι ακα-
ταμάχητη απόψε. Μόλις μπορέσεις, διώξε την καμαριέρα σου και θα έρθω
στο δωμάτιό σου».
Στο μυαλό της Ελίς ήρθε η σκηνή της οποίας είχε γίνει μάρτυρας στο κα-
θιστικό και πάγωσε, όμως τι μπορούσε να πει; Τι διαφορά θα είχε αν ό,τι
ήταν να γίνει γινόταν εκείνο το βράδυ ή την επομένη, μετά το γάμο;
Μια μικρή αναστάτωση κοντά στην πόρτα τράβηξε την προσοχή της.
Είχαν έρθει κάποιοι καθυστερημένοι καλεσμένοι, μια ομάδα νεαρών,
κραυγαλέα επιδεικτικών με τις πουδραρισμένες περούκες και τα κεντημέ-
να σακάκια τους. Μπήκαν φωνάζοντας και γελώντας στην αίθουσα, ζητώ-
ντας συγγνώμη από τη λαίδη Γουίτλγουντ για την καθυστέρησή τους.
«Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι νεαροί;» αναρωτήθηκε η Ελίς, που στά-
θηκε στις μύτες των ποδιών της να δει τι συνέβαινε. Γέλασε. «Ορκίζομαι
ότι δεν τους έχω δει στο Αντλιοστάσιο».
«Όχι, είναι φίλοι μου», είπε ο Γουίλιαμ. «Καλύτερα να εξηγήσω στη μη-
τέρα ότι εγώ τους κάλεσα». Δίστασε. «Θα σε πείραζε αν δε σε σύστηνα α-
μέσως; Θα ήθελα να τους μιλήσω πρώτα μόνος».
«Γουίλιαμ, δε μ’ ενοχλεί η καλή τους διάθεση».
«Ενοχλεί όμως εμένα. Δε θα ήθελα να σε κάνουν να κοκκινίσεις». Ο Γουί-
λιαμ την άφησε. «Δώσε μου μερικά λεπτά, αγαπητή μου, όχι περισσότερα,
σου ορκίζομαι».
Τη φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κό-
σμο μέχρι που χάθηκε στο πλήθος.
«Πολύ τρυφερό».
Η Ελίς γύρισε κι αντίκρισε τον Ντρου να στέκεται δίπλα της.
«Μην ειρωνεύεσαι τον Γουίλιαμ, είναι πολύ τρυφερός μαζί μου». Χαμή-
λωσε τους ώμους της και γύρισε από την άλλη.
«Δεν ειρωνεύομαι. Έκανα μια παρατήρηση». Ο Ντρου στάθηκε πλάι της.
«Δική σου ιδέα ήταν να με καλέσετε;»
«Όχι. Η λαίδη Γουίτλγουντ το πρότεινε. Σκέφτηκε ότι θα βοηθούσε το
κύρος σου, αν πρόκειται να παραμείνεις στο Χάρτκομ».
«Τότε της είμαι υποχρεωμένος».
«Γι’ αυτό ήρθες;» ρώτησε η Ελίς, ανίκανη ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να
κάνει την ερώτηση, όπως της ήταν αδύνατον να συγκροτήσει τον μελαγ-
χολικό τόνο της φωνής της. Ήθελε ν’ ακούσει τον Ντρου να της λέει ότι
βρισκόταν εκεί για να δει εκείνη, να βεβαιωθεί ότι ήταν ευτυχισμένη.
«Φυσικά. Αυτή η βραδιά είναι πολύ σημαντική αν θέλω να αποκαταστή-
σω τις διασυνδέσεις μου».
Η μικρή ελπίδα της έσβησε.
«Χαίρομαι. Πώς είναι το μπράτσο σου;»
«Με δυσκολεύει ελάχιστα πλέον».
Δεν τον δυσκόλευε καθόλου όταν την αγκάλιαζε στο περίπτερο. Δεν έ-
πρεπε να το σκέφτεται αυτό. Ανήκε στο παρελθόν.
Η Ελίς ένευσε ελαφρά και απομακρύνθηκε. Θα μπορούσε να γίνει ευτυ-
χισμένη και χωρίς τον Ντρου Κάσλμεϊν. Θα έκανε το καθήκον της απέναντι
στον Γουίλιαμ και θα μάθαινε πώς να είναι ευτυχισμένη. Ο κόσμος στην αί-
θουσα ήταν πλέον ακόμα περισσότερος, όσο κι αν αυτό φάνταζε αδύνα-
τον, κι ο χώρος αντηχούσε από τις συζητήσεις και τα δυνατά γέλια. Η πο-
λυκοσμία έκανε πιο έντονη τη ζέστη από τα κεριά και τα αναμμένα τζάκια.
Η Ελίς έβρισκε την ατμόσφαιρα αποπνικτική και το κεφάλι της άρχιζε να
πονάει.
«Αύριο θα γίνεις κυρία Ρέβερσον».
Η φωνή του Ντρου στο αυτί της την έκανε να τιναχτεί. Την είχε ακολου-
θήσει.
«Ναι».
«Και σε χαροποιεί αυτή η προοπτική;»
Η Ελίς εξοργίστηκε. Πώς τολμούσε να έρχεται εκεί και να της λέει τέτοια
πράγματα;
«Φυσικά». Σήκωσε περήφανα το πιγούνι της και πίεσε τον εαυτό της να
γυρίσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει στα μάτια. «Με τον Γουίλιαμ ταιριά-
ζουμε πολύ».
***
Ευχήσου της βίον ανθόσπαρτον και φύγε, τώρα.
Ο Ντρου αντιλαμβανόταν πόσο συνετή ήταν αυτή η σκέψη, όμως δεν
μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Διέκρινε τη θλίψη πίσω από τα λα-
μπερά καστανά μάτια της Ελίς, την ίδια θλίψη που είχε δει εκείνη τη μέρα
στο περίπτερο. Από τότε στοίχειωνε τα όνειρά του και τον έκανε ν’ αμφι-
σβητεί για το αν είχε δίκιο να τη σπρώξει μακριά του με τόση σκληρότητα.
Αποφάσισε ότι, αν εκείνη είχε αμφιβολίες, δε θα έπρεπε να παντρευτεί τον
Ρέβερσον.
«Ελίς», είπε και την έπιασε αγκαζέ. «Σε παρακαλώ, αν έχεις την καλοσύ-
νη, θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως για λίγο». Την είδε να τον κοιτάζει
θορυβημένη και έσπευσε να συνεχίσει. «Θέλω μόνο να σου μιλήσω, τίποτε
άλλο, έχεις το λόγο μου».
Η Ελίς τον κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα φάνηκε να παίρνει την από-
φασή της. Με ένα ελαφρύ, διακριτικό νεύμα, άρχισε να προχωρά ανάμεσα
στους καλεσμένους. Ο Ντρου την ακολουθούσε σε διακριτική απόσταση.
Ένα παραβάν είχε στηθεί ώστε να κρύβει την είσοδο υπηρεσίας, από την
οποία οι υπηρέτες μπαινόβγαιναν στην αίθουσα. Η Ελίς γλίστρησε πίσω
του και ο Ντρου βρέθηκε σε έναν στενό διάδρομο, στην κορυφή της σκά-
λας υπηρεσίας. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς εκεί και την ακολούθησε σε μια
δεύτερη πόρτα, λίγο πιο πέρα από τη σκάλα.
Η πόρτα οδηγούσε σε ένα μικρό καθιστικό. Ο χώρος φωτιζόταν από με-
ρικά κεριά, όμως η απέριττη επίπλωση μαρτυρούσε ότι η οικογένεια δε
δεχόταν εκεί επισκέψεις. Η Ελίς γύρισε και τον κοίταξε, έχοντας τις παλά-
μες ενωμένες νευρικά μπροστά της. Ο Ντρου πρόσεξε ότι το μπροστινό
μέρος του φορέματος της ήταν στολισμένο με μικρές χάντρες που αντα-
νακλούσαν το φως και έπιασε τον εαυτό του να θυμάται την πρώτη φορά
που την είχε δει. Φορούσε ένα μουντό μαύρο φόρεμα που τόνιζε τα υπέ-
ροχα, σκούρα μάτια και τα στιλπνά, μαύρα μαλλιά της. Από τότε ακόμα τη
θεωρούσε όμορφη.
«Λοιπόν, σερ, τι ήθελες να μου πεις;» Η παγερή φωνή της τον επανέφερε
στο παρόν. «Μην καθυστερείς, σε παρακαλώ, η απουσία μου θα γίνει αι-
σθητή».
«Σου οφείλω μια συγγνώμη», άρχισε να λέει ο Ντρου. «Σου συμπεριφέρ-
θηκα φρικτά».
Το βλέμμα της Ελίς παρέμεινε θυμωμένο.
«Πράγματι, όμως έτσι πήρα ένα πολύτιμο μάθημα». Ο τόνος της ήταν
αδιάφορος και σκληρός. «Κατάλαβα πόσο κοντά έφτασα στο να κατα-
στραφώ. Κι έτσι εκτίμησα όλα όσα έχει να μου προσφέρει ο Γουίλιαμ».
«Σ’ αγαπάει;»
***
Η Ελίς ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Δεν περίμενε μια τέτοια
ευθεία ερώτηση.
«Φυσικά», είπε, και η ματιά της απέφυγε το διαπεραστικό του βλέμμα,
ενώ έδιωχνε από το μυαλό της την εικόνα του Γουίλιαμ με την καμαριέρα.
«Διαφορετικά, γιατί θα με ζητούσε σε γάμο;» ρώτησε και συνέχισε με τόνο
επιθετικό. «Γνωρίζω πλέον την αλήθεια. Γνωρίζω για το στοίχημα και γιατί
επέτρεψε ο υποκόμης να γίνει αυτός ο γάμος. Μου το είπε ο Γουίλιαμ, ώ-
στε να με διαβεβαιώσει ότι δεν είχε καμία σημασία για εκείνον». Θυμήθηκε
τα λόγια της λαίδης Γουίτλγουντ. «Βλέπεις, μαγεύτηκε από μένα από την
πρώτη στιγμή».
«Κι εσύ τον αγαπάς;»
Η Ελίς ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Αυτό ήταν αφόρητο. Ο
Ντρου δεν είχε δικαίωμα να της κάνει τέτοιες ερωτήσεις.
«Ναι. Και τώρα, σε παρακαλώ, άφησέ με να επιστρέψω στη δεξίωση».
Ο Ντρου την έπιασε από το μπράτσο όταν προσπάθησε να περάσει πλάι
του.
«Δε σε πιστεύω. Ο τρόπος που ανταποκρίθηκες στο φιλί μου...»
Η Ελίς σήκωσε περήφανα το κεφάλι της.
«Αυτό δεν ήταν παρά μια... μια ανόητη στιγμή. Παρασύρθηκα από το
πάθος. Δεν είχε καμιά σχέση με την αγάπη».
«Και τι ξέρεις εσύ από αγάπη;» ρώτησε θυμωμένα ο Ντρου. «Νομίζεις ότι
είσαι ερωτευμένη με ένα αγόρι που γνώρισες όταν ήσουν δεκαεπτά ετών
και που δεν ξαναείδες παρά μόλις μερικές εβδομάδες πριν».
«Ξέρω περισσότερα για την αγάπη από σένα», είπε οργισμένα η Ελίς. «Ε-
σύ ξέρεις μόνο από λαγνεία, ξέρεις μόνο πώς να αποπλανείς και να λες
ψέματα». Ελευθέρωσε το χέρι της από τη λαβή του. «Πες μου, ήμουν ακό-
μα στο Χάρτκομ όταν έμαθες ότι σου δόθηκε χάρη;»
«Τι;» Ο Ντρου την κοίταξε σαν η ερώτησή της να τον είχε βρει απροετοί-
μαστο. «Ναι, μου το είπε ο πατέρας μου την προηγουμένη της αναχώ-
ρησής μας».
Τη μέρα που της έκανε έρωτα στο περίπτερο.
«Όμως μου έκρυψες την αλήθεια».
Ο Ντρου έτριψε τα μάτια του. «Τι θα έβγαινε αν σου το είχα πει;»
«Και έπεισες τον σερ Έντουαρντ να μην πει τίποτα;»
«Ναι. Δε θα ήθελα ο πατέρας μου...» Ο Ντρου άνοιξε τα χέρια του. «Δεν
είχε σημασία. Εσύ θα ερχόσουν στο Μπαθ, να παντρευτείς τον Ρέβερσον».
Η Ελίς αναρίγησε, σαν το αίμα στις φλέβες της να πάγωσε..
«Έχεις δίκιο», είπε σφιγμένα. «Θα παντρευτώ τον Γουίλιαμ. Πίστεψες ότι
τα σαρκαστικά λόγια σου εκείνο το πρωί δεν ήταν αρκετά για να καταλά-
βω ότι δε με ήθελες; Ίσως να φοβήθηκες ότι, αν γνώριζα πως δεν ήσουν
πλέον επικηρυγμένος, θα προσκαλούμουν πάνω σου».
«Όχι! Δεν το ήξερα τότε...»
Η Ελίς δεν τον άφησε να συνεχίσει τις διαμαρτυρίες του. «Είσαι αχρείος.
Το μόνο που με χαροποιεί είναι που μετά την αποψινή βραδιά δε θα χρεια-
στεί να σε ξαναδώ». Κάλυψε για μια στιγμή τα μάτια με την παλάμη της.
«Τώρα άφησέ με να επιστρέψω στον αρραβωνιαστικό μου».
«Κι αν σου έλεγα ότι σ’ αγαπώ;»
Τα λόγια του ήταν μαχαιριές στην πληγωμένη καρδιά της. Τι προσπα-
θούσε να κάνει ο Ντρου; Άραγε ήθελε απλώς να την πειράξει, ή μήπως ο
σκοπός του ήταν να την κάνει ερωμένη του, προτού ακόμα παντρευτεί; Τη
δοκίμαζε, έπαιζε μαζί της τολμηρά παιχνίδια, όμως εκείνη δε θα τσιμπού-
σε το δόλωμα. Η θλίψη και η οργή έφτιαχναν ένα πολύ ισχυρό μείγμα, αλ-
λά κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Και όταν μίλησε, η φωνή της
ακούστηκε σταθερή, παγερή και αποφασιστική.
«Σε καταλαβαίνω, δεν πιστεύω όμως να νομίζεις ότι θα με χαροποιούσε
μια τέτοια δήλωση. Είναι ανεπιθύμητη όσο και απροσδόκητη».
Τα μάτια του Ντρου πετούσαν φωτιές κι εκείνη οπισθοχώρησε για να
μην τη φτάνει. Αν την τραβούσε στην αγκαλιά του και τη φιλούσε, θα κα-
ταλάβαινε ότι του έλεγε ψέματα. Τον αγαπούσε με τόση ένταση που τρό-
μαζε. Επιστράτευσε τα τελευταία ίχνη του αυτοελέγχου της.
«Κύριε Κάσλμεϊν, θα σας παρακαλούσα να φύγετε τώρα. Θα ήταν καλύ-
τερα αν δεν ξανασυναντιόμασταν ποτέ».
***
Ο Ντρου την παρακολουθούσε να τραβιέται μακριά του. Είδε το φόβο
στα μάτια της και, σιωπηρά, θύμωσε με τον εαυτό του γιατί είχε φερθεί
σαν ανόητος. Με δεδομένο ότι φημιζόταν για τον τρόπο με τον οποίο α-
ντιμετώπιζε τις καταστάσεις, χειριζόταν τη συγκεκριμένη πολύ άσχημα. Ο
σκοπός του ήταν να της δώσει να καταλάβει με λογικά επιχειρήματα ότι δε
χρειαζόταν να παντρευτεί τον Ρέβερσον, ότι δε χρειαζόταν να παντρευτεί
κανέναν αν δεν ήθελε να το κάνει. Έπειτα σκόπευε να της εκδηλώσει τον
έρωτά του, να της πει ότι η καρδιά του ήταν δική της για πάντα. Αντίθετα,
αποκάλυψε τα συναισθήματά του σαν κανένας ανόητος κι εκείνη είχε α-
ποτραβηχτεί αηδιασμένη. Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει.
«Ελίς, εγώ...»
Η Ελίς γύρισε από την άλλη.
«Απλά φύγε. Για όνομα του Θεού, άφησέ με!»
Η γεμάτη αγωνία, ψιθυριστή φωνή της τον συγκλόνισε. Κατέβασε το χέ-
ρι του.
«Δε θα σου επιβάλω άλλο την παρουσία μου», είπε χαμηλόφωνα. «Σου
εύχομαι κάθε ευτυχία, μις Σάλφορντ, και σου ζητώ να πιστέψεις ότι τώρα
και για πάντα θα είμαι ένας υπάκουος υπηρέτης σου».
***
Η Ελίς άκουσε την πόρτα να κλείνει και κατάλαβε ότι ήταν μόνη.
Δε θα κλάψω.
Μπήκε στον πειρασμό να σωριαστεί σε μια πολυθρόνα και να ξεσπάσει
τη θλίψη της, όμως ήξερε ότι, αν τώρα άρχιζε να κλαίει, ίσως να μην μπο-
ρούσε να σταματήσει. Χωρίς να δώσει στον εαυτό της το χρόνο να σκεφτεί
όσα είχαν μόλις συμβεί, επέστρεψε βιαστικά στη δεξίωση. Η περηφάνια
της δε θα της επέτρεπε να δείξει τη θλίψη της σε μια τέτοια συγκέντρωση
και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει τόσο έντονα που πόνεσαν τα μά-
γουλά της. Η αίθουσα ήταν γεμάτη θόρυβο και κόσμο, όπως την είχε αφή-
σει. Εντόπισε αμέσως τον Ντρου, το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω του,
σαν να το μαγνήτιζε με την παρουσία του. Εκείνος κατευθυνόταν προς την
πόρτα, όμως η πορεία του ήταν αργή, καθώς συνεχώς κοντοστεκόταν,
χαμογελούσε και υποκλινόταν, ανυπόμονος να επιστρέψει στην καλή κοι-
νωνία.
Πήρε το βλέμμα της από πάνω του. Το μέλλον του Ντρου ήταν εξασφα-
λισμένο, όπως και το δικό της. Δε θα τον σκεφτόταν πλέον.
Πότε όμως του είπε ο σερ Έντουαρντ ότι του δόθηκε χάρη; Σίγουρα όχι πριν
με βρει στο περίπτερο.
«Δεν το ήξερα τότε...»
Άγγιξε τους κροτάφους της. Δε θα τον σκεφτόταν. Το πλήθος αραίωσε
κάπως και μπόρεσε να δει τον Γουίλιαμ με τους φίλους του στην άλλη ά-
κρη της αίθουσας. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Η συντροφιά του
στεκόταν μόνη, οι υπόλοιποι καλεσμένοι είχαν τραβηχτεί πιο πέρα και σύ-
ντομα η Ελίς κατάλαβε γιατί. Τα δυνατά γέλια και τα κόκκινα πρόσωπα
των νεαρών μαρτυρούσαν ότι έπιναν πολύ. Ακόμα και ο Γουίλιαμ έδειχνε
κάπως αναψοκοκκινισμένος, κι όταν την είδε, άρχισε να μπερδεύει ύπο-
πτα τα λόγια του.
«Α, να η ντροπαλή μέλλουσα σύζυγός μου. Έλα να γνωρίσεις τους φί-
λους μου, αγαπητή μου. Άλμοντσμπερι, Πεντλ, Γκρίφιν, υποκλιθείτε στη
μις Σάλφορντ».
Οι νεαροί προσπάθησαν να υποκλιθούν, όχι με απόλυτη επιτυχία. Ο κύ-
ριος Άλμοντσμπερι ίσιωσε το κορμί του, έφερε στο μάτι του το μονόκλ
του και την κοίταξε για πολλή ώρα. Ο κύριος Γκρίφιν πλησίασε να της πιά-
σει το χέρι.
«Α, ωραία μου λαίδη! Εί... είναι τιμή μου που σας γνωρίζω επιτέλους».
Η Ελίς τον κοιτούσε ελαφρά συνοφρυωμένη καθώς έσκυβε για να της
φιλήσει το χέρι.
«Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί; Ίσως στο Σκάρμπορο;»
Ο κύριος Γκρίφιν ίσιωσε το σώμα του. Η ανησυχία ήταν φανερή στο
μάλλον μεθυσμένο βλέμμα του. Πράγμα που την έκανε να θορυβηθεί.
«Στο Σκά... Σκάρμπορο; Ω, όχι, μις...»
Η Ελίς τράβηξε το χέρι της.
«Εσύ ήσουν», αναφώνησε. «Ήσουν ένας απ’ τους ληστές που επιτέθη-
καν στην άμαξα».
Κοίταξε έντρομη τον Γουίλιαμ, που άρχισε να διαμαρτύρεται με έντονη
φωνή, όμως οι αντιδράσεις των φίλων του τον διέψευδαν. Η Ελίς κοίταξε
γύρω της. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι συνέχιζαν να τους αγνοούν. Ήταν τό-
σος ο θόρυβος στην αίθουσα, που αμφέβαλλε αν θα μπορούσε κανείς ν’
ακούσει τη συζήτησή τους.
«Σκεφτήκατε ότι θα ήταν καλό αστείο;» ρώτησε με οργισμένη, χαμηλή
φωνή.
«Είπα ότι δε θα παίρναμε γεμάτα πιστόλια», μουρμούρισε ο κύριος Πε-
ντλ.
«Μη μιλάς», είπε κοφτά ο Γουίλιαμ. «Ελίς, η στιγμή δεν είναι κατάλληλη
για να το συζητήσουμε αυτό».
«Ω, και πότε θα πρότεινες να το συζητήσουμε;» ρώτησε εκείνη. «Θέλω
να μάθω ποιος από σας τραυμάτισε τον κύριο Κάσλμεϊν».
Η Ελίς αγριοκοίταξε τη μικρή συντροφιά. Όλοι μετακινήθηκαν νευρικά
στη θέα του αυστηρού της βλέμματος.
«Με λύπη μου θα ομολογήσω ότι ήμουν εγώ», παραδέχτηκε ο κύριος
Πεντλ. «Αλλά μόνο αφού πυροβόλησε τον Άλμοντσμπερι».
«Με σημάδεψε», παραπονέθηκε ο Αλμοντσμπερι και σήκωσε το δεξί χέ-
ρι του ώστε να δείξει μια πληγή που επουλωνόταν στο πλάι της παλάμης
του.
Η Ελίς δεν εντυπωσιάστηκε. «Θα μπορούσες να τον είχες σκοτώσει. Πώς
τόλμησες! Ευτυχώς που ο κύριος Νας διέταξε να μη φοράτε τα σπαθιά σας
στο Μπαθ, γιατί θα έπαιρνα ένα για να σας κάνω κομμάτια».
Ο κύριος Πεντλ χλόμιασε και υποχώρησε στη θέα της οργής της. Εκείνη
στράφηκε προς τον Γουίλιαμ. «Και ο αμαξάς, συμμετείχε κι εκείνος στα
σχέδιά σας; Είπε ότι ο λόρδος Γουίτλγουντ τον πλήρωσε για να μας φέρει
στο Μπαθ».
«Ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό», έσπευσε να ξεκαθαρίσει
ο Γουίλιαμ. «Η ιδέα ήταν αποκλειστικά δική μου. Ήξερα απ’ την αρχή ότι
το σχέδιο του πατέρα μου δε θα είχε αποτέλεσμα. Αν είχες κάνει όλο το
ταξίδι απ’ τον Βορρά, δε θα δίσταζες να κάνεις μερικά χιλιόμετρα ακόμα
για να φτάσεις ως το Μπαθ. Αποφασίσαμε ότι θα έπρεπε να προσπαθή-
σουμε να σε σταματήσουμε».
«Εσύ κι οι φίλοι σου;» Η Ελίς κοίταξε και τους τέσσερις σαρκαστικά.
«Ναι. Είπα στον Σετλ τι θα γινόταν αν μας ακολουθούσες στο Μπαθ».
«Ο Σετλ ήξερε ότι πρόκειται να επιτεθείτε στην άμαξα;» ρώτησε η Ελίς,
σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά της. Αυτό εξηγούσε γιατί ο γραμματέας την
απέφευγε απ’ όταν έφτασε στην Κουίν Σκουέαρ. «Και δεν έκανε τίποτα για
να σας εμποδίσει;»
Ο Γουίλιαμ συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν είχε άλλη επιλογή
από το να το πει στον πατέρα μου, και μου ήταν πάντα υπερβολικά αφο-
σιωμένος για να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Σετλ σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να
σας καθυστερήσει αν παρίστανε τον άρρωστο, όμως ο καταραμένος ο κη-
δεμόνας σου ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα ώστε να μην ακυ-
ρωθεί το συμφωνητικό».
«Και η ανταμοιβή για τον κόπο του ήταν να τραυματιστεί σοβαρά», είπε
η Ελίς, που ένιωθε το θυμό της για τον Ντρου να χάνεται. «Αυτό που έκα-
νες ήταν φρικτό, Γουίλιαμ!»
«Τι σημασία έχει;» ρώτησε ο Γκρίφιν θυμωμένα. «Ο τύπος δεν είναι παρά
ένας προδότης».
«Του έχει δοθεί χάρη», απάντησε θυμωμένα η Ελίς. «Είναι ελεύθερος άν-
θρωπος και πολύ πιο έντιμος από οποιονδήποτε από σας».
Ο Ντρου ήταν με τον πατέρα του όσο εγώ ήμουν στην κουζίνα. Ίσως να έ-
μαθε τότε ότι είχε πάρει χάρη.
«Ήταν ατύχημα, δεν είχαμε σκοπό να πάθει κακό», είπε ο Γουίλιαμ χο-
λωμένα. «Θα κανονίσω να του επιστραφούν οι αποσκευές του, ανώνυμα
φυσικά. Και το πορτοφόλι του».
«Αυτό είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις», του είπε θυμωμένα η
Ελίς. «Μα τι σκεφτόσουν και αποφάσισες να δοκιμάσεις ένα τέτοιο κόλ-
πο;»
Ο Γουίλιαμ συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Σκοπεύαμε απλώς να
σας κρατήσουμε στο σπίτι του Γκρίφιν για καμιά βδομάδα, μέχρι να περά-
σει η γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και να μην ισχύει πια το συμφωνητι-
κό».
Η Ελίς τον κοιτούσε απογοητευμένη.
«Ω, Γουίλιαμ, τόσο πολύ δε θέλεις να με παντρευτείς;»
«Είχα τρία χρόνια να σε δω», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Μου είσαι ά-
γνωστη».
«Μα τα γράμματά σου!»
Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους. «Όσο ο γάμος μας παρέμενε κάτι
αόριστο που θα γινόταν στο μέλλον, μου ήταν εύκολο να σου γράφω. Όσο
όμως πλησίαζε ο καιρός, άρχισα να μετανιώνω για τις βιαστικές μου υπο-
σχέσεις. Ο πατέρας μου δε θα μου επέτρεπε να αρνηθώ το γάμο ή να σου
επιτρέψω με οποιονδήποτε τρόπο να καταλάβεις ότι δεν ήθελα να σε πα-
ντρευτώ».
«Αγαπητή μου, μις Σάλφορντ, ο Ρέβερσον δεν είναι παρά μερικούς μήνες
μεγαλύτερος σας», αναφώνησε ο κύριος Άλμοντσμπερι, σπεύδοντας να
υπερασπιστεί τον φίλο του. «Είναι πολύ νέος για να ξεκινήσει οικογένεια».
«Έχει δίκιο», δήλωσε ο Γουίλιαμ. «Υπάρχουν πολλά που θέλω να κάνω».
«Αλήθεια;» αντέτεινε η Ελίς με τόνο δήθεν γλυκό. «Όπως, για παράδειγ-
μα, το να φιλάς καμαριέρες;»
«Ξέρεις ότι δεν εννοούσα αυτό. Για παράδειγμα, σκόπευα να ταξιδέψω
στην Ευρώπη».
«Δε βλέπω γιατί να μην το κάνεις», του είπε. Και συνέχισε αποφασισμέ-
νη να φαίνεται χαρούμενη. «Ίσως θα πρέπει να πάμε μαζί».
«Αδύνατον».
«Γιατί;» τον ρώτησε. «Θα ήθελα όσο κι εσύ να ταξιδέψω».
«Δεν είμαι ελεύθερος να εγκατασταθώ κάπου. Πρέπει να ταξιδεύω συνε-
χώς».
Η Ελίς θυμήθηκε τα λόγια του Ντρου. Τώρα ήταν σίγουρη ότι ο Ντρου δε
θα μπορούσε να ξέρει πως είχε πάρει χάρη όταν της το είπε αυτό.
«Όταν παντρευτούμε, εσύ θα μένεις στο Μπέρκσιρ με τα παιδιά», δή-
λωσε ο Γουίλιαμ. «Είμαι σίγουρος ότι θα θέλεις μεγάλη οικογένεια, φυσικά
όμως αυτό δε θα σου επιτρέπει να ταξιδεύεις στο εξωτερικό». Σήκωσε το
βλέμμα του. «Αρκετά. Μιλήσαμε υπερβολικά γι’ αυτό το θέμα και ο πατέ-
ρας μου μας καλεί». Της πρόσφερε το χέρι του. «Έλα, Ελίς. Λυπάμαι πολύ
για ό,τι έγινε. Όλοι λυπόμαστε, όμως οι όροι του συμφωνητικού εκπλη-
ρώθηκαν, κι έτσι αύριο θα παντρευτούμε. Και θα πρέπει να το αποδε-
χτούμε».
***
Η Ελίς ήταν υπερβολικά θυμωμένη για να αποδεχτεί οτιδήποτε. Ο σερ
Έντουαρντ θα πρέπει να είπε στον Ντρου πως του έδωσαν χάρη όσο εκεί-
νη βρισκόταν στην κουζίνα με την κυρία Πάρφιτ. Γιατί δεν της το είπε α-
μέσως ο Ντρου; Σίγουρα, αν την αγαπούσε, αυτό θα είχε κάνει. Εκτός κι
αν...
Με το μυαλό της γεμάτο σκέψεις, συνόδευσε τον Γουίλιαμ στο λόρδο
και στη λαίδη Γουίτλγουντ. Κοίταξε γύρω της, όμως δεν είδε πουθενά στην
αίθουσα τον Ντρου. Η λαίδη Γουίτλγουντ πρόσφερε το χέρι της στο γιο της
και η Ελίς στράφηκε στον υποκόμη.
«Λόρδε μου, γνωρίζετε καλά τους όρους του γαμήλιου συμφωνητικού,
έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά, όμως δε νομίζω ότι ο χώρος προσφέρεται για να συζητήσου-
με...»
Η Ελίς τον έκοψε απότομα.
«Και ο Γουίλιαμ δεν μπορεί να αρνηθεί να κάνει αυτόν το γάμο, σωστά;»
«Σωστά. Αν ο γάμος δε γίνει, τότε θα πρέπει να σου καταβληθεί ολόκλη-
ρο το ποσό της οφειλής». Ο υποκόμης κούνησε το κεφάλι του βλοσυρός.
«Ο πατέρας σου έκανε σκληρά παζάρια, μις Σάλφορντ».
Η Ελίς τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Τι θα γινόταν όμως αν αρνιό-
μουν εγώ το γάμο;»
Ο υποκόμης έσμιξε τα φρύδια του. «Εσύ; Μα γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;
Αυτός ο γάμος είναι εξαιρετικός για σένα».
«Ακόμα κι έτσι, ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν αρνιόμουν;»
«Καμία. Με τον πατέρα σου δε σκεφτήκαμε ποτέ αυτό το ενδεχόμενο. Ο
πατέρας σου δεν είχε περιουσία, έτσι δε θα είχε νόημα».
Η Ελίς κοίταξε τον υποκόμη στα μάτια.
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το ποσό για το οποίο συζητάμε είναι σημαντικό.
Είκοσι χιλιάδες λίρες, για να είμαστε ακριβείς».
Ο λόρδος έσμιξε τα φρύδια του.
«Ποιος σου το είπε αυτό;»
«Ξέφυγε του Γουίλιαμ. Ο γάμος μας γίνεται για να ξεπληρωθεί ένα χρέος
στα χαρτιά, έτσι δεν είναι;»
«Νομίζω ότι αυτό θα προτιμούσαμε να μην το αναφέρουμε, αγαπητή
μου».
«Έχετε δίκιο». Η Ελίς χαμογέλασε. «Δε σκοπεύω να το ξανακάνω».
Τραβήχτηκε ελαφρά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ξαφνικά, ο θόρυβος γύ-
ρω τους κόπασε κάπως. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και έκανε μια ανα-
κοίνωση με βροντερή φωνή.
«Λόρδε μου, λαίδη Γουίτλγουντ, αντιλαμβάνομαι την τιμή που μου κά-
νετε, δυστυχώς όμως δεν μπορώ να παντρευτώ το γιο σας». Τώρα γύρω
τους επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
Στράφηκε στον Γουίλιαμ. «Λυπάμαι πολύ, κύριε Ρέβερσον, αν αυτό σας
στεναχωρεί». Έβγαλε το δαχτυλίδι των αρραβώνων με το διαμάντι και του
το έδωσε. Εκείνος άπλωσε αμέσως το χέρι του για να το πάρει. Του χαμο-
γέλασε. «Ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσουμε να γίνουμε φίλοι».
Γύρισε και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την πόρτα. Οι καλεσμένοι πα-
ραμέριζαν σιωπηροί ώστε να την αφήσουν να περάσει. Ο Γουίλιαμ, που
στεκόταν μπερδεμένος κρατώντας το δαχτυλίδι, σήκωσε το βλέμμα του.
«Ελίς, πού πηγαίνεις;» τη ρώτησε.
Εκείνη τον κοίταξε.
«Να βρω την ευτυχία, αν δεν είναι πολύ αργά».
***
Ο θόρυβος από τα πιάτα και τις φωνές όταν ο Ντρου άφησε την Ελίς κι
έφυγε μαρτυρούσε ότι η σκάλα υπηρεσίας ήταν γεμάτη υπηρέτες. Δεν είχε
άλλη επιλογή απ’ το να επιστρέψει στη δεξίωση και να ανοίξει δρόμο ανά-
μεσα στον κόσμο για να φτάσει ως την έξοδο. Στην πορεία τον σταμάτη-
σαν αρκετοί γνωστοί του πατέρα του που περίμεναν να τον συναντήσουν.
Ήθελαν να του ευχηθούν και να ρωτήσουν για την οικογένειά του. Σκέ-
φτηκε με πικρία ότι η πρόθεση του λόρδου Γουίτλγουντ να βοηθήσει στη
αποκατάσταση του καλού ονόματος των Κάσλμεϊν ήταν και με το παρα-
πάνω επιτυχημένη. Το καθήκον επέβαλε να κρύψει τον πόνο και τον ε-
κνευρισμό του και να απαντήσει ευγενικά στον καθέναν από αυτούς.
Στο τέλος, κατάφερε να ξεφύγει. Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και διέ-
ταξε κοφτά να φέρουν την άμαξά του. Ένας υπηρέτης έσπευσε αμέσως να
την καλέσει, όμως οι καλεσμένοι ήταν τόσο πολλοί ώστε ο Ντρου υπο-
πτευόταν πως ο αμαξάς του θα αναγκάστηκε να απομακρυνθεί αρκετά
ώστε να βρει ένα σημείο στο οποίο θα μπορούσε να σταματήσει χωρίς να
κλείνει το δρόμο. Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο διάδρομο, ανυπο-
μονώντας να φύγει προτού κατεβεί κανείς. Μετάνιωσε που είχε πάει στη
δεξίωση. Ο πατέρας του έκανε λάθος για την Ελίς. Ίσως και να τον είχε α-
γαπήσει, αν τη φλέρταρε σωστά, αν της συμπεριφερόταν με σεβασμό.
Ίσως τότε να τον θεωρούσε σοβαρό ανταγωνιστή του Ρέβερσον.
Σκέφτηκε τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίθηκε στα χάδια του στο
περίπτερο, το φλογερό βλέμμα της. Τότε θα μπορούσε να την είχε ζητήσει
σε γάμο. Η Ελίς θα δεχόταν και δε θα ενδιαφερόταν για κανέναν άλλον.
Αντίθετα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την αηδιάσει.
«Ανόητε», μουρμούρισε οργισμένος. «Ηλίθιε».
Ο υπηρέτης που του πήγαινε το καπέλο και το μανδύα του κοντοστά-
θηκε και άρχισε να οπισθοχωρεί.
«Όχι εσύ», είπε ο Ντρου εκνευρισμένος.
Ξαφνικά ακούστηκε θόρυβος από πάνω και η πόρτα του σαλονιού άνοι-
ξε. Την ίδια στιγμή άκουγε με ανακούφιση τον υπηρέτη να αναγγέλλει ότι
η άμαξά του είχε φτάσει. Πήρε το καπέλο και το μανδύα του και κατευ-
θύνθηκε προς την πόρτα. Ήθελε να φύγει από εκείνο το καταραμένο μέ-
ρος χωρίς να μιλήσει σε κανέναν.
***
Οι πυρσοί που έκαιγαν έξω από το σπίτι του υποκόμη φώτιζαν το δρόμο
μέχρι την άμαξα και ο Ντρου μπήκε μέσα νιώθοντας πολύ κουρασμένος.
Θα μπορούσε να πει στον πατέρα του ότι η ατμόσφαιρα στη δεξίωση ήταν
κάτι περισσότερο από εγκάρδια, όμως ο ίδιος δε θεωρούσε τη βραδιά επι-
τυχημένη, αφού θα γυρνούσε στο σπίτι χωρίς την Ελίς.
Βολεύτηκε σε μια γωνιά και έκλεισε τα μάτια, ανυπομονώντας να βρεθεί
στο σπίτι του. Ξαφνικά, η φασαρία έγινε πιο έντονη. Άκουσε την πόρτα να
ανοίγει, ένιωσε την άμαξα να ταλαντεύεται και άκουσε το σφύριγμα ενός
μαστιγίου. Άνοιξε τα μάτια και ένιωσε να του κόβεται η ανάσα.
«Ελίς!» ανακάθισε ξαφνιασμένος. «Τι στο καλό...;»
Η Ελίς κάθισε βαριά απέναντι του ενώ η άμαξα ξεκινούσε. «Χαίρομαι
τόσο που σε πρόλαβα».
Και πριν ο Ντρου προλάβει να απαντήσει, η Ελίς έγειρε μπροστά και τον
χαστούκισε με δύναμη.
Κεφάλαιο 12

«Ντρου Κάσλμεϊν, είσαι ο μεγαλύτερος παλιάνθρωπος που έζησε ποτέ».


Ο Ντρου προσπάθησε να διακρίνει στο χαμηλό φως την εριστική γυναί-
κα που ήταν καθισμένη απέναντι του. Είχαν απομακρυνθεί από την Κουίν
Σκουέαρ, και τώρα το δρόμο τους φώτιζαν μόνο οι ασημένιες αχτίδες του
φεγγαριού. Το εσωτερικό της άμαξας ήταν σκοτεινό.
«Υποθέτω πως ναι», είπε και έτριψε το μάγουλό του. «Δε νομίζω όμως
ότι θα έπρεπε να μου σπάσεις το σαγόνι».
«Θα σου άξιζε αν το είχα κάνει», δήλωσε η Ελίς οργισμένη. «Γιατί μου έ-
κρυψες ότι σου δόθηκε χάρη;»
Ο Ντρου έγειρε πίσω. Ήταν μπερδεμένος, αλλά, βαθιά μέσα του, η καρ-
διά αγαλλίαζε. Η Ελίς ήταν εκεί, στην άμαξα, και κατευθύνονταν στο Χάρ-
τκομ.
Στο σπίτι του.
«Έφευγες για το Μπαθ για να παντρευτείς τον Ρέβερσον», είπε. «Ώστε
να... “γίνεις η καλύτερη, η πιο αξιαγάπητη σύζυγος που έχει υπάρξει ποτέ”.
Αυτά ήταν τα ακριβή σου λόγια».
«Αυτή δεν ήταν και η δική σου πρόθεση όταν με απέρριψες με τόσο φρι-
κτό τρόπο, ώστε να με σπρώξεις στην αγκαλιά του Γουίλιαμ;»
«Τότε δε γνώριζα ότι δεν ήμουν πλέον επικηρυγμένος. Νόμιζα ότι ήμουν
ακόμα παράνομος, αναγκασμένος να τριγυρίζω στο εξωτερικό, χωρίς να
μπορέσω ποτέ να ριζώσω σε ένα μέρος. Δεν μπορούσα να σου επιβάλω
μια τέτοια ζωή».
«Και δε σκέφτηκες καθόλου τι μπορεί να ήθελα εγώ. Όμως αυτά δεν έ-
χουν πλέον σημασία. Κι όταν έμαθες ότι πήρες χάρη, γιατί το κράτησες
κρυφό;»
«Σου είχα δώσει αρκετούς λόγους για να με μισείς. Μπορεί να πήρα χά-
ρη, όμως τι θα μπορούσα να σου προσφέρω σε σύγκριση με τη ζωή που θα
μπορούσες να έχεις με τον Ρέβερσον;»
«Πόσο ανόητα ευγενικό εκ μέρους σου», σχολίασε σαρκαστικά η Ελίς.
«Και τι θα ήθελες να κάνω;» ρώτησε ο Ντρου εκνευρισμένος.
«Να μου επιτρέψεις να αποφασίσω μόνη μου».
Ο Ντρου αναστέναξε.
«Έχεις δίκιο», είπε τελικά. «Λίγο μετά που έφυγες το κατάλαβα και σκό-
πευα να το κάνω απόψε, όμως τα θαλάσσωσα».
«Πράγματι», είπε εκείνη με πικρία.
***
Η Ελίς έγειρε πίσω στο κάθισμά της και περίμενε. Η οργή και η έξαψη
που την έκαναν να φύγει από το σπίτι του λόρδου Γουίτλγουντ και να μπει
στην άμαξα του Ντρου είχαν πια χαθεί. Κυριεύτηκε από αμφιβολίες όταν ο
Ντρου δεν απάντησε. Ίσως να ξανασκέφτηκε τη βιαστική του δήλωση ότι
την αγαπούσε. Ίσως να μην ήθελε να παντρευτεί κάποια που του τα έψελ-
νε έτσι. Και το σκοτάδι στο εσωτερικό της άμαξας δε βοηθούσε. Δεν μπο-
ρούσε να δει το πρόσωπό του. Δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν.
«Δεν πρόκειται να παντρευτώ τον Γουίλιαμ», είπε, όταν δεν άντεχε πλέ-
ον τη σιωπή. «Διέλυσα τον αρραβώνα και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά
αμφιβολία ότι τον εγκατέλειψα. Το χρέος του υποκόμη στον πατέρα μου
ακυρώθηκε».
Η τρομακτική σιωπή συνεχίστηκε.
«Σε παρακαλώ, μη νομίζεις ότι περιμένω από σένα να με παντρευτείς»,
είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί αβέβαιη. «Ο σερ Έντουαρντ μου
πρόσφερε καταφύγιο στο Χάρτκομ και θα το δεχτώ μέχρι να μπορέσω να
επιστρέψω στο Σκάρμπορο. Γι’ αυτό... γι’ αυτό ήθελα να μοιραστούμε την
άμαξά σου, σερ, όχι για άλλο λόγο». Η φωνή της έσβησε. «Και... και δεν εί-
χα χρόνο να πάρω το σάλι μου».
«Αναθεματισμένο σκοτάδι», μουρμούρισε ο Ντρου και κάθισε δίπλα της.
Πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της. «Καλύτερα έτσι, ή μήπως
θα ήθελες το μανδύα μου; Κάπου εδώ είναι».
«Όχι, τώρα είμαι αρκετά ζεστά». Η Ελίς, καθησυχασμένη από το άγγιγμά
του, έγειρε πάνω του και πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του. «Ανα-
κάλυψα ότι ήταν ο Γουίλιαμ με τους φίλους του που λήστεψαν την άμαξά
μας».
«Κάτι είχα υποπτευθεί».
«Δεν είχαν σκοπό να σε πυροβολήσουν. Ήθελαν να με εμποδίσουν να
φτάσω εγκαίρως στο Μπαθ».
«Δε με νοιάζει τι ήθελαν. Θέλεις να τους ζητήσω εξηγήσεις;»
«Όχι». Η Ελίς τον κράτησε στην αγκαλιά της. «Θέλω απλώς να ξεχάσω
τα πάντα. Αν και ίσως εσύ να θέλεις να εκδικηθείς τον κύριο Πεντλ που σε
πυροβόλησε».
«Όχι, όχι, το τραύμα μου έχει πια σχεδόν επουλωθεί. Εξάλλου», πρό-
σθεσε ο Ντρου με χαρούμενη φωνή, «γιατί να το θέλω, όταν μου πρόσφε-
ρε μια τέτοια υπηρεσία;»
«Υποθέτω ότι έχεις δίκιο. Αν δεν είχες πληγωθεί, δε θα πηγαίναμε ποτέ
στο Χάρτκομ. Οι σχέσεις με τον πατέρα σου δε θα είχαν αποκατασταθεί
και δε θα μάθαινες ότι σου δόθηκε χάρη». Ο Ντρου την αγκάλιασε πιο
σφιχτά.
«Και δε θα είχα το χρόνο να ανακαλύψω πόσο πολύ σ’ αγαπώ».
«Ω». Η Ελίς ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. «Ω, μακάρι να ήταν α-
λήθεια αυτό».
«Είναι». Ο Ντρου της ανασήκωσε το πιγούνι κι εκείνη σήκωσε το βλέμμα
της. Το πρόσωπό του δε φαινόταν καθαρά στο σκοτάδι, αλλά ένιωθε τη
φλόγα της ματιάς του. «Αγάπη μου, δεν έζησα μια ήρεμη ζωή. Έκανα λάθη,
αλλά τα πλήρωσα».
«Δε με νοιάζει το παρελθόν σου», έσπευσε να πει η Ελίς.
«Ωστόσο θα πρέπει να σε νοιάζει το μέλλον», της είπε ο Ντρου. «Θα
πρέπει να καταλάβεις τι έχω να σου προσφέρω. Θα χρειαστούν χρόνια για
να ξαναγίνει το Χάρτκομ πραγματικά κερδοφόρο. Και, φυσικά, κάποια
στιγμή θα αποκτήσω τον τίτλο του βαρονέτου, αν και ελπίζω αυτό να γίνει
πολλά χρόνια αργότερα».
«Το ίδιο κι εγώ. Όμως αυτό είναι το μόνο που έχεις να μου προσφέρεις;»
Ο Ντρου την κράτησε πιο σφιχτά.
«Αυτό και την καρδιά μου. Τώρα και για πάντα».
Ένας μικρός λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της Ελίς και πέρασε τα μπρά-
τσα γύρω απ’ το λαιμό του.
«Ω, Ντρου, αυτό ήταν το μόνο που ήθελα ν’ ακούσω από σένα. Σ’ αγαπώ
τόσο πολύ!»
***
Η Ελίς αφέθηκε στο φιλί του Ντρου, αλλά δεν ήταν έτοιμη για την επί-
θεση που δέχτηκαν οι αισθήσεις της. Ήταν αναστατωμένη και πληγωμένη
από τα γεγονότα της βραδιάς, κι όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, δεν
μπόρεσε να συγκρατηθεί. Αυτή τη φορά στο φιλί τους δεν υπήρχε τρυφε-
ρότητα, μόνο φλόγα. Κυριεύτηκε από τον πόθο, από μια απρόσμενα ισχυ-
ρή ανάγκη να της κάνει έρωτα. Ανταποκρίθηκε με πάθος στο φιλί του, η
γλώσσα της ενώθηκε αχόρταγα με τη δική του. Απολάμβανε τις φλογερές,
ερωτικές αισθήσεις που ξυπνούσαν στο κορμί της. Κι όταν ένιωσε τον
Ντρου να τραβιέται πίσω, τον αγκάλιασε σφιχτά, παροτρύνοντάς τον να
συνεχίσει.
«Ω, αγάπη μου». Η φωνή του ήταν σιγανή σαν ψίθυρος, η ανάσα του
χάιδευε την επιδερμίδα της όταν έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να τη φιλά
στο λαιμό. «Σε παρακαλώ, σταμάτησε με τώρα, γιατί, αλλιώς, μόνο με έ-
ναν τρόπο θα σταματήσει αυτό».
«Ποτέ». Η Ελίς έριξε πίσω το κεφάλι της. Η επιδερμίδα της έκαιγε στα
σημεία που την είχαν αγγίξει τα χείλη του. «Το θέλω όσο κι εσύ».
Εκείνη δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’ αυτό. Ήθελε ο Ντρου να ολοκληρώ-
σει αυτό που είχε ξεκινήσει στο περίπτερο. Η άμαξα συνέχιζε το δρόμο
της. Ταλαντευόταν ελαφρά και το αχνό φως του φεγγαριού δημιουργούσε
ένα μαγευτικό περιβάλλον για το σμίξιμό τους. Η παλάμη του ήταν στη
μέση της, ανέβαινε στο μπούστο της, προς το σημείο που ανεβοκατέβαι-
ναν τα στήθη της. Οι ρώγες της σκλήρυναν λαχταρώντας το άγγιγμά του.
Τον κρατούσε σφιχτά, ενώ με το ένα χέρι της ξεκούμπωνε το πουκάμισό
του, θέλοντας απεγνωσμένα να νιώσει την επιδερμίδα του.
Ο Ντρου τραβήχτηκε, απλά και μόνο για να βγάλει το σακάκι του, ενώ
εκείνη έβγαζε το μαντίλι από το λαιμό της και το πετούσε στο πάτωμα της
άμαξας. Όταν ο Ντρου άπλωσε και πάλι τα χέρια του προς το μέρος της,
εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του και στο φλογερό φιλί του. Ένιωθε να
ζαλίζεται, σχεδόν να λιποθυμά από την ηδονή που της χάριζε. Δεν αντι-
στάθηκε όταν την ξάπλωσε στο κάθισμα και παραμέρισε τις βαριές φού-
στες της. Ανταπέδιδε τα φιλιά του, του χάιδευε τα μαλλιά, απολάμβανε τη
μεταξένια αίσθησή τους. Ένα ρίγος τη διαπέρασε όταν ένιωσε τα δάχτυλά
του στο μηρό της. Έλιωνε ολόκληρη και ανασήκωσε τη λεκάνη της για να
παραδοθεί στα διερευνητικά χάδια του. Ξαφνικά το χέρι του βρέθηκε στην
ένωση των μηρών της. Από τα χείλη της ακούστηκε ένα βογκητό και τινά-
χτηκε νευρικά καθώς τα δάχτυλά του χάιδευαν και εξερευνούσαν το κορμί
της. Οι αισθήσεις της αναστατώνονταν. Τα δικά της χέρια ανέβηκαν στη
μέση του και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Κάτω από το λε-
πτό ύφασμα ένιωθε τον ερεθισμένο ανδρισμό του, κι αυτή η αίσθηση της
έκοψε την ανάσα. Δεν είχε ιδέα από αυτά, αλλά η φλόγα του πάθους άνα-
βε μέσα της, συνδυασμένη με μια απίστευτα έντονη ανάγκη για ικανοποί-
ηση.
«Σε θέλω, Ντρου», ψιθύρισε. «Σε θέλω τώρα».
Ο Ντρου παραμέρισε τα δάχτυλά της κι εκείνη έγειρε πίσω στο κάθισμα
της άμαξας. Άπλωσε το χέρι της, τον τράβηξε προς το μέρος της και τον
φίλησε με πάθος. Τα μεσοφόρια της είχαν μπλεχτεί ανάμεσά τους, όμως
δεν τους έδινε σημασία, όπως δεν έδινε σημασία ούτε στον παγωμένο αέ-
ρα που χάιδευε τα γυμνά μέλη της. Κύρτωσε το κορμί της τρέμοντας από
πόθο. Οι παλάμες του γλίστρησαν κάτω από τους γλουτούς της και την
ανασήκωσαν προς το μέρος του. Από τα χείλη της ακούστηκε ένα σιγανό
βογκητό όταν τον ένιωσε ανάμεσα στους μηρούς της. Ήταν πολύ κοντά
στο να βυθιστεί μέσα της κι εκείνη ανασήκωσε λίγο ακόμα τη λεκάνη της,
προσκαλώντας τον να γίνει ένα μαζί της. Ένιωσε την ανάσα της να κόβε-
ται κατά την είσοδό του. Ήταν ένας πόνος ασήμαντος, τον οποίο σύντομα
ξέχασε.
Οι αισθήσεις της απογειώθηκαν. Το κορμί της έτρεμε. Είχε χάσει εντελώς
τον έλεγχο. Ήταν έτοιμη να βυθιστεί στην έκσταση. Αγκάλιασε τον Ντρου
σφιχτά την ίδια στιγμή που κύματα ηδονής άρχιζαν να τη συγκλονίζουν
όλο και πιο έντονα. Τα κορμιά τους κινούνταν σαν ένα. Ελευθέρωσε τα
χείλη της και πρόφερε με ένα βογκητό το όνομά του, ενώ εκείνος βυθιζό-
ταν περισσότερο μέσα της, οδηγώντας τη στα ουράνια, στην άβυσσο. Έ-
νιωθε σαν να είχε πέσει από έναν ψηλό γκρεμό και να αιωρούνταν για μια
σύντομη, υπέροχη στιγμή. Αισθάνθηκε τον Ντρου να τελειώνει και άκουσε
τη θριαμβευτική κραυγή του πριν ο κόσμος χαθεί εντελώς γύρω της.
***
Το κορμί του Ντρου ήταν βαρύ πάνω της καθώς η άμαξα ταλαντευόταν
απαλά. Επιτέλους, ένιωθε γαληνεμένη. Ολοκληρωμένη. Έμεινε ακίνητη,
απολαμβάνοντας τη στιγμή. Στάθηκε αδύνατον να συγκρατήσει έναν α-
ναστεναγμό όταν εκείνος τραβήχτηκε μακριά της.
«Ο κύβος ερρίφθη, αγαπητή μου. Τώρα θα πρέπει να παντρευτούμε, και
μάλιστα το συντομότερο δυνατόν».
Η Ελίς ανακάθισε και έστρωσε προσεκτικά τη φούστα της.
«Αυτό είναι που θέλεις; Πραγματικά;»
Ακόμα και τώρα, της ήταν δύσκολο να το αποδεχτεί. Δεν είχε καμιά αμ-
φιβολία ότι την αγαπούσε με τον δικό του τρόπο, όμως ο Ντρου ήταν πά-
νω απ’ όλα έντιμος. Είχε βάλει τα δυνατά του να την εμποδίσει να τον ε-
ρωτευτεί, αποφασισμένος να μην της δημιουργήσει ελπίδες που δε θα
μπορούσε να εκπληρώσει. Ήταν πρόθυμη να αναλάβει κάθε ευθύνη για
ό,τι είχε μόλις συμβεί. Στο κάτω κάτω, εκείνη ρίχτηκε στην αγκαλιά του,
τον παρακάλεσε να της κάνει έρωτα κι εκείνος το έκανε. Δε θα απαιτούσε
τίποτα περισσότερο απ’ αυτόν. Είχε χρήματα. Θα μπορούσε να επιστρέψει
στη θεία της στα βόρεια και να ζήσει μια μοναχική ζωή, αλλά θα θυμόταν
για πάντα εκείνη τη στιγμή.
«Δεν είσαι πια παρθένα», είπε ο Ντρου. «Πήρα αυτό που σου είπα ότι α-
νήκε δικαιωματικά στο σύζυγό σου. Κατά συνέπεια, εγώ θα πρέπει τώρα
να γίνω ο σύζυγός σου».
«Δε θα απαιτήσω να με παντρευτείς».
Η Ελίς έσκυψε να πάρει το μαντίλι της, και το δαχτυλίδι της έπεσε από
το λαιμό της. Ο Ντρου άπλωσε το χέρι και το έπιασε. Με μια γρήγορη, επι-
δέξια κίνηση το τράβηξε, κόβοντας τη λεπτή κορδέλα απ’ όπου κρεμόταν.
«Όμως θα το απαιτήσω εγώ, αν με θέλεις». Ο Ντρου γονάτισε στο δάπε-
δο της άμαξας. «Θα με παντρευτείς, πολυαγαπημένη Ελίς; Θα εμπιστευθείς
αυτόν το γεμάτο ελαττώματα, ανόητο άντρα αρκετά ώστε να τον αφήσεις
να σε κάνει ευτυχισμένη;» Έπιασε το αριστερό χέρι της και της φόρεσε το
δαχτυλίδι στο τρίτο της δάχτυλο. «Ο πατέρας μου κατάλαβε την αξία σου.
Αυτό είναι το δαχτυλίδι της μητέρας μου, αυτό που της έδωσε όταν δέχτη-
κε να τον παντρευτεί. Θα το φορέσεις τώρα σαν σύμβολο του αρραβώνα
μας, μέχρι να σου αγοράσω ένα δικό σου;»
Η Ελίς ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. «Ω, Ντρου, δε χρειάζομαι
κανένα άλλο σύμβολο, αν θέλεις πραγματικά να με παντρευτείς».
«Μπορείς να αμφιβάλλεις γι’ αυτό;»
Έσκυψε και τη φίλησε. Όταν την άφησε, κάθισε πλάι της και την τράβη-
ξε και πάλι στην αγκαλιά του. Αναστέναξε.
«Προειδοποίησα τον πατέρα σου τι θα γινόταν αν μ’ έκανε κηδεμόνα
σου».
«Με εμπιστεύθηκε στη φροντίδα σου», είπε χαμηλόφωνα η Ελίς. «Εμπι-
στεύθηκε την εντιμότητά σου, πράγμα που ήταν αναμφισβήτητα πολύ
κουραστικό, αφού σε εμπόδιζε να μου αποκαλύψεις τον έρωτά σου».
«Την εντιμότητα ενός ασώτου», αντέτεινε ο Ντρου με πικρία.
Η Ελίς τραβήχτηκε και άρχισε να τον χαϊδεύει τρυφερά στο μάγουλο.
«Αυτό είναι που σε κάνει αυτό που είσαι, Ντρου Κάσλμεϊν. Η εντιμότητα
της μίας και μοναδικής μου πραγματικής αγάπης».

You might also like