Professional Documents
Culture Documents
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η Α. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
wvw.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου: Never Trust a Rebel
© 2016 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κα-
τόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.
ISSN 1108-4324
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 387
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα
Made and printed in Greece
Πρόλογος
Παρίσι, 1756
Η Ελίς, που θυμόταν τα σκληρά λόγια του σερ Έντουαρντ, δεν είχε καμιά
διάθεση να δειπνήσει με τον οικοδεσπότη τους. Η κυρία Πάρφιτ, που δεν
ήθελε να την αφήσει στην κάμαρα, της είπε ότι θα πήγαινε εκείνη να καθί-
σει με τον Άντριου όταν θα τελείωνε τις δουλειές της στην κουζίνα, όμως η
Ελίς ήταν ανένδοτη και, επιτέλους, η οικονόμος έφυγε, αφού της υποσχέ-
θηκε να της πάει έναν δίσκο όταν θα ετοιμαζόταν το φαγητό.
«Και θα σας ετοιμάσω τη διπλανή κάμαρα για να κοιμηθείτε εκεί απόψε,
αντί σε κάποιον απ’ τους ξενώνες. Έτσι, θα μπορέσετε να ξαπλώσετε όταν
θελήσετε και δε θα χρειαστεί να με αναζητήσετε για να σας δείξω το δω-
μάτιό σας».
Η οικονόμος έφυγε βιαστική και η Ελίς έμεινε μόνη με τον Ντρου. Ηρέ-
μησε κάπως κι ένιωθε ότι ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχε για να ξεκουρα-
στεί απ’ όταν έφυγαν από το Μάρλμπορο. Ήταν όλα πολύ ήσυχα, σχεδόν
αφύσικα. Μάζεψε τα ρούχα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και τα-
κτοποίησε το δωμάτιο, ρίχνοντας συχνά ανήσυχες ματιές στον Ντρου, που
εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια. Η κυρία Πάρφιτ της πήγε το δείπνο
της σε έναν δίσκο και λίγο αργότερα επέστρεψε για να πάρει τα άδεια πιά-
τα. Κοίταξε τον Ντρου που ήταν ξαπλωμένος ακίνητος στο κρεβάτι, τον
άγγιξε για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πυρετό, κι αφού ψιθύρισε μερικά κα-
θησυχαστικά λόγια στην Ελίς, έφυγε με την υπόσχεση ότι θα περνούσε
ξανά να δει τον Ντρου πριν ξαπλώσει.
Η Ελίς, αφού έμεινε και πάλι μόνη, τράβηξε μια πολυθρόνα δίπλα στο
κρεβάτι και κάθισε. Στήριξε τους αγκώνες της στην άκρη του κρεβατιού
και κοίταξε τον Ντρου.
Ήταν ακουμπισμένος σε ένα βουνό από μαξιλάρια, πάντα ακίνητος, με
εξαίρεση το στέρνο του που ανεβοκατέβαινε στο σταθερό ρυθμό της ανα-
πνοής του. Η επιδερμίδα στο πρόσωπο και στους ώμους του φάνταζε η-
λιοκαμένη στο φόντο του λευκού σεντονιού και έδειχνε νεότερος, σχεδόν
έφηβος με τα μακριά μαλλιά του να πέφτουν στο μέτωπό του. Όμως δεν
υπήρχε τίποτα το εφηβικό στο σώμα του. Είχε προσπαθήσει να μην κοι-
τάζει όσο βοηθούσε την κυρία Πάρφιτ να τον γδύσει, αλλά θα ήταν αδύ-
νατον να αγνοήσει τα μυώδη μέλη του, τους φαρδιούς ώμους και την επί-
πεδη, γυμνασμένη κοιλιά του. Το σώμα του είχε και ουλές. Έντονες ουλές
από σπαθί ή μαχαίρι και, όταν τον είχε ανασηκώσει, είχε νιώσει κάποιες
και στους ώμους του. Ίσως από μαστίγιο; Κοίταξε το καθαρό, χωρίς σημά-
δια πρόσωπό του κι αναρωτήθηκε τι να έκανε τα δέκα τελευταία χρόνια,
πώς να ζούσε.
Δε με ξέρεις.
Τα λόγια του ήρθαν στο μυαλό της καθώς οι σκιές πύκνωναν και τα κε-
ριά σιγόσβηναν στα κηροπήγια. Δεν τον ήξερε, αλλά ακόμα κι αν η καρδιά
του ήταν μαύρη σαν την άβυσσο και είχε διαπράξει ένα σωρό κακές πρά-
ξεις, στη σχέση του μαζί της ήταν ειλικρινής και έντιμος. Είχε ρισκάρει τη
ζωή του για χάρη της.
Ο Ντρου κινήθηκε κι εκείνη αμέσως πετάχτηκε. Ακούμπησε τη ράχη της
παλάμης της στο μέτωπό του και ευχαρίστησε τα ουράνια όταν διαπίστω-
σε ότι δεν είχε πυρετό. Ο Ντρου δεν άνοιξε τα μάτια, όμως της έσπρωξε το
χέρι σαν να ήταν κάποιο ενοχλητικό έντομο. Η Ελίς πήρε το κύπελλο και
το ακούμπησε στα χείλη του.
«Έλα, πιες λίγο απ’ αυτό. Είναι κριθαρόνερο και θα σε τονώσει». Ευχή-
θηκε να ήταν λάβδανο, όμως η κυρία Πάρφιτ της είχε πει ότι δεν υπήρχε
καθόλου στο σπίτι.
Ο Ντρου ανασήκωσε το κεφάλι και ήπιε μερικές γουλιές. Τα μάτια του
παρέμειναν κλειστά, σαν να ήταν εξαντλημένος, κι ύστερα έπεσε και πάλι
πίσω στα μαξιλάρια. Η Ελίς ακούμπησε το κύπελλο στο κομοδίνο και κά-
θισε στην πολυθρόνα της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα προτού έρθει ο
γιατρός.
«Ελίς».
Ο Ντρου είχε προφέρει το όνομά της σιγανά, σαν ψίθυρο. Δεν ήταν καν
σίγουρη ότι τον είχε πράγματι ακούσει.
«Εδώ είμαι», του είπε. Έπιασε το γερό του χέρι και το κράτησε σφιχτά.
«Είμαστε ασφαλείς».
Εκείνος της έσφιξε τα δάχτυλα. Πολύ αδύναμα, αλλά για κάποιο λόγο
αυτή του η αντίδραση την καθησύχασε απίστευτα.
***
Όταν η Ελίς ξύπνησε, η κάμαρα ήταν λουσμένη από το χρυσαφένιο φως
του πρωινού ήλιου. Ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και κρατούσε ακό-
μα το χέρι του Ντρου. Ανακάθισε βιαστικά και ανοιγόκλεισε τα μάτια, μέ-
χρι να συνηθίσουν στο φως. Όταν προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, ο
Ντρου το κράτησε πιο σφιχτά. Ήταν ξύπνιος και την κοιτούσε.
«Πέρασες όλη τη νύχτα εδώ;»
«Αποκοιμήθηκα». Το βλέμμα του ήταν παράξενα ανησυχητικό και η Ελίς
ένιωσε μια έξαψη να την κυριεύει στη σκέψη ότι βρισκόταν τόσο κοντά
του, ότι του κρατούσε το χέρι σαν να ήταν... φίλοι. Εραστές.
***
Ο Ντρου ένιωθε τον έντονο πόνο στο αριστερό του χέρι. Θυμόταν πολύ
αόριστα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Θυμόταν την έκρηξη
του πόνου όταν η σφαίρα τον χτύπησε στον ώμο, την αγωνιώδη πορεία
τους στο δάσος και τον τρόμο στην έκφραση του πατέρα του. Όλα τα άλ-
λα ήταν θολά, μπερδεμένα, ένα συνονθύλευμα σύγχυσης και πόνου.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τώρα ήταν ξαπλωμένος σε μια γνώριμη κάμαρα
και η Ελίς του κρατούσε το χέρι. Τα δάχτυλά του κρατούσαν σφιχτά τα δι-
κά της και, για κάποιον ακατανόητο λόγο, είχε την αίσθηση ότι ήταν πολύ
σημαντικό να μην την αφήσει να φύγει. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και η
Ελίς σηκώθηκε από την πολυθρόνα που βρισκόταν πλάι στο κρεβάτι. Της
άφησε απρόθυμα το χέρι, ενώ στ’ αυτιά του έφτανε μια χαρούμενη φωνή
που τον γυρνούσε πίσω, στα παιδικά του χρόνια.
«Αφέντη Άντριου, ήρθε ο δόκτωρ Χαλ να σας δει».
Η κυρία Πάρφιτ μπήκε στην κάμαρα με τις μαύρες φούστες της να θροΐ-
ζουν, μεγαλόσωμη και παχουλή όπως πάντα. Με εξαίρεση ότι τα μαλλιά
της είχαν γκριζάρει λίγο περισσότερο, ήταν ίδια με τότε που τον αποχαι-
ρετούσε όταν έφευγε απ’ το Χάρτκομ, τόσα χρόνια πριν. Η κυρία Πάρφιτ
περίμενε ότι σε έναν μήνα θα τον έβλεπε να επιστρέφει, όμως είχαν περά-
σει δέκα χρόνια κι εκείνος δε θα έπρεπε να βρισκόταν εκεί. Ο πατέρας του
δεν τον ήθελε εκεί.
Έδιωξε αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό του, σήκωσε το
βλέμμα και κοίταξε τον ψηλό άντρα με το μουστάκι, τη μαύρη ρεντιγκότα
και το πλατύγυρο καπέλο που ακολουθούσε την κυρία Πάρφιτ. Ο γιατρός
τον γνώριζε όλη του τη ζωή, τον φρόντιζε όταν ως παιδί αρρώσταινε ή
χτυπούσε και η οικονόμος, πολύ συνετά, δεν είχε προσπαθήσει να του
κρύψει ποιος θα ήταν ο ασθενής του. Ούτε η οικονόμος του ούτε ο γιατρός
θα τον πρόδιδαν, ο Ντρου ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως τι είδους υποδοχή
θα έπρεπε να αναμένει απ’ το γιατρό; Περίμενε επιφυλακτικά ν’ ακούσει τι
θα έλεγε ο δόκτωρ Χαλ.
«Λοιπόν, διαβολάκο, τι έκανες πάλι;»
Ο Ντρου ξανάγινε αμέσως δώδεκα ετών, που είχε πέσει από ένα δέντρο
και είχε σπάσει το πόδι του. Χαλάρωσε και κατάφερε να χαμογελάσει.
«Σας σήκωσα απ’ το κρεβάτι την πιο ακατάλληλη ώρα, σερ, αυτό είναι
το μόνο βέβαιο».
«Μόλις γύρισε ο Τζεντ τον έστειλα να φέρει το δόκτορα Χαλ», είπε η κυ-
ρία Πάρφιτ και ένωσε τις παλάμες στη λευκή ποδιά της. «Όχι ότι ο γιατρός
καθυστέρησε στιγμή όταν του είπε ο Τζεντ ποιος βρισκόταν εδώ με μια
σφαίρα στο μπράτσο. Και δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως μάθει κανείς
ότι είσαι εδώ, αφέντη Άντριου, γιατί ούτε εγώ ούτε ο Τζεντ πρόκειται να
πούμε το παραμικρό σε οποιονδήποτε έξω απ’ αυτό το σπίτι».
Η αφοσίωσή τους συγκίνησε τόσο τον Ντρου, ώστε δε βρήκε τίποτα να
πει. Σιωπηλός, κοίταξε και πάλι το δόκτορα Χαλ, που έβγαζε ήδη το σακά-
κι του.
«Ώστε σε χτύπησε σφαίρα αυτή τη φορά, έτσι; Λοιπόν, άφησέ με να σου
ρίξω μια ματιά κι ύστερα καλά θα κάνουμε να τη βγάλουμε».
«Θα σας βοηθήσω», είπε η Ελίς.
«Δεν πρόκειται». Ο Ντρου την αγριοκοίταξε. «Θα πας να ξεκουραστείς
λιγάκι».
«Χρειάζομαι κάποιον να με βοηθήσει», δήλωσε ο γιατρός ενώ ανασήκω-
νε τα μανίκια του. «Και η μις Πάρφιτ δεν άντεχε ποτέ τη θέα του αίματος».
«Αυτό είναι αλήθεια, σερ», συμφώνησε η οικονόμος. «Το περισσότερο
που μπορώ ν’ αντέξω είναι να ετοιμάσω ένα κουνέλι ή έναν φασιανό για
το δείπνο, αλλά όταν πρόκειται γι’ ανθρώπους...» Η κυρία Πάρφιτ αναρί-
γησε.
«Και ο σερ Έντουαρντ θα ζητήσει σύντομα το πρωινό του», πρόσθεσε
χαρούμενα ο δόκτωρ Χαλ. «Πηγαίνετε λοιπόν, κυρία Πάρφιτ, κι αφήστε το
θέμα σ’ εμένα. Τώρα, μις, θα χρειαστούμε ζεστό νερό και καθαρούς επιδέ-
σμους -α, και μπράντι νομίζω, για τον ασθενή. Και κάτι για να δαγκώνει».
***
Στη διάρκεια της επόμενης ώρας η Ελίς ακολουθούσε τις οδηγίες του
γιατρού. Δεν τολμούσε να κοιτάξει όταν άρχισε να βγάζει τη σφαίρα και δε
λυπήθηκε όταν ο Ντρου λιποθύμησε, γιατί η θέα του παραμορφωμένου
από τον πόνο προσώπου του την έκανε να θέλει να ουρλιάζει. Όσο ο δό-
κτωρ Χαλ του επίδενε και πάλι το μπράτσο, εκείνη άρχισε να καθαρίζει.
Χαιρόταν που η κυρία Πάρφιτ είχε προτείνει ο Ντρου να μείνει σε μια κά-
μαρα του ισογείου, γιατί, αφού δεν υπήρχε κανείς να τη βοηθήσει, θα ήταν
αναγκασμένη να πηγαινοέρχεται συνεχώς στην κουζίνα για να φέρνει νε-
ρό. Ο Τζεντ, ο υπηρέτης, δε φαινόταν πουθενά και σκέφτηκε ότι θα ανα-
πλήρωνε τον ύπνο του, ενώ η κυρία ΓΙάρφιτ ήταν απασχολημένη με τη
φροντίδα του σερ Έντουαρντ, τη βαθιά φωνή του οποίου άκουγε κάθε
φορά που περνούσε από τη μικρή τραπεζαρία.
Η οικονόμος έκανε την εμφάνισή της στην κάμαρα του Ντρου ακριβώς
τη στιγμή που ο δόκτωρ Χαλ φορούσε τη ρεντιγκότα του.
«Α, κυρία Πάρφιτ, μήπως θα ήθελε ο σερ Έντουαρντ να του πω πώς εί-
ναι ο γιος του πριν φύγω;»
Η Ελίς, για πρώτη φορά από τότε που πάτησε το πόδι της στο Χάρτκομ,
είδε την ηλικιωμένη οικονόμο να νιώθει άβολα. Απέφευγε να κοιτάξει το
γιατρό στα μάτια και έσφιγγε νευρικά την ποδιά της ενώ απαντούσε.
«Ο κύριος είναι πολύ απασχολημένος για να σας δει σήμερα, σερ, όμως
αν έχετε κάποιο μήνυμα θα του το μεταφέρω εγώ αργότερα».
«Πολύ απασχολημένος, ε;» Ο δόκτωρ Χαλ συνοφρυώθηκε ελαφρά κι
ύστερα ανασήκωσε τους ώμους. «Λοιπόν, έκανα ό,τι μπορούσα. Η σφαίρα
βγήκε και καθάρισα την πληγή, όμως μόνο ο χρόνος θα δείξει πώς θα θε-
ραπευτεί. Θα σας αφήσω λίγο λάβδανο για τον πόνο. Ίσως να κάνει πυρε-
τό για μερικές μέρες, αλλά αυτό ξέρετε πώς να το αντιμετωπίσετε».
«Ω, ναι, γιατρέ». Η οικονόμος έδειχνε πως ξαναβρήκε το κέφι της. «Τώρα
που περιποιηθήκατε την πληγή, θα είναι εύκολο να φροντίσω τον αφέντη
Άντριου».
«Ωραία. Και έδειξα στη νεαρή λαίδη πώς να επιδέσει και πάλι την πληγή
του αν χρειαστεί, έτσι δεν είναι, μις...»
«Πράγματι, και ήταν χαρά μου να βοηθήσω», συμφώνησε η Ελίς χαμογε-
λώντας και αγνοώντας την προσπάθειά του να μάθει το όνομά της.
«Τέλεια, τέλεια». Ο γιατρός πήρε την τσάντα του. «Θα περάσω και πάλι
σε δυο μέρες να δω πώς πηγαίνει. Δε χρειάζεται να με συνοδεύσετε έξω,
ξέρω το δρόμο».
Με ένα τελευταίο, χαρούμενο χαμόγελο έφυγε, και οι δυο γυναίκες απέ-
μειναν να κοιτάζουν τον Ντρου, που ήταν ξαπλωμένος ακίνητος στο κρε-
βάτι.
«Είναι πολύ χλομός», είπε η Ελίς.
«Πράγμα αναμενόμενο», είπε η μις Πάρφιτ, που άρχισε να ισιώνει τα
σκεπάσματα και να τακτοποιεί το δωμάτιο. «Είμαι σίγουρη ότι θ’ αργήσει
να ξυπνήσει, γι’ αυτό καλά θα κάνετε να πάτε να κοιμηθείτε λιγάκι, γλυκιά
μου. Εκτός κι αν προτιμάτε να έρθετε στην κουζίνα και να σας βρω κάτι να
φάτε».
Η Ελίς χαμογέλασε. «Μάλλον θα κοιμηθώ».
«Σας έχω ετοιμάσει έναν ξενώνα πάνω, μις, θα σας δείξω πού είναι...»
«Αν δε σας πειράζει, θα προτιμούσα να κοιμηθώ στο ράντζο που μου
ετοιμάσατε χτες το βράδυ», είπε η Ελίς. «Έτσι, αν ο Ντρ... αν ο κύριος
Κάσλμεϊν ξυπνήσει, θα μπορέσω να τον ακούσω».
«Μα δε με πειράζει να έρχομαι εγώ να βλέπω τι κάνει...»
«Όμως εσείς έχετε τη δουλειά σας και δε θα μπορούσα να κοιμηθώ καλά
αν ήμουν πολύ μακριά».
Η ευγενική αποφασιστικότητα της Ελίς επικράτησε και ξάπλωσε στο μι-
κρό, διπλανό δωμάτιο, όμως η ξεκούραση της δεν κράτησε πολύ. Όταν η
επίδραση του μπράντι πέρασε, ο Ντρου έγινε ανήσυχος. Τα μουρμουρητά
του την ξύπνησαν και βρισκόταν ήδη στο προσκεφάλι του όταν οι νευρι-
κές κινήσεις του έγιναν αιτία να μετακινήσει το πληγωμένο χέρι του και να
ουρλιάζει από τον πόνο.
Ακούμπησε το μπουκάλι με το λάβδανο στα ξεραμένα χείλη του και του
έδωσε να πιει λίγο. Ύστερα του σκούπισε το μέτωπο με μια πετσέτα βου-
τηγμένη σε νερό με λεβάντα που είχε ετοιμάσει η οικονόμος. Ο πυρετός
του ανέβαινε και, αργά το απόγευμα, αναγκάστηκε να φωνάξει την κυρία
Πάρφιτ να τη βοηθήσει, αφού ο Ντρου φαινόταν ιδιαίτερα κλονισμένος.
***
Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας η Ελίς και η κυρία Πάρφιτ έμεναν εναλ-
λάξ στο προσκεφάλι του και μόνο η εμπειρία της ηλικιωμένης οικονόμου
συγκράτησε την Ελίς και δεν πήγε να βρει τον Τζεντ για να τον παρακαλέ-
σει να πάει να φέρει και πάλι το γιατρό. Η κυρία Πάρφιτ τη διαβεβαίωνε
ότι δεν είχε λόγο να φοβάται, ότι ο πυρετός του Ντρου δεν ήταν υψηλός
και ότι θα έκανε τον κύκλο του. Εκείνη δεν μπορούσε να ησυχάσει, όμως
το πρωί ο Ντρου ήταν πράγματι λίγο πιο ήρεμος. Εξαιτίας της ανησυχίας
του η πληγή του είχε ανοίξει ξανά στη διάρκεια της νύχτας και η Ελίς ανα-
ρωτιόταν ανήσυχη πόσο αίμα είχε περιθώριο να χάσει.
***
Η Ελίς πέρασε τη μέρα καθισμένη στο προσκεφάλι του Ντρου, του
σκούπιζε το μέτωπο και του έδινε να πιει μικρές ποσότητες νερού. Η κυρία
Πάρφιτ δεν της πρότεινε καν να τον αφήσει και της πήγε και πάλι το δεί-
πνο της σε δίσκο. Εκείνη την ευχαρίστησε και έφαγε στην κάμαρα του
Ντρου. Όσο η νύχτα προχωρούσε, εκείνος έδειχνε πράγματι να κοιμόταν
ήρεμα, κι έτσι η Ελίς σηκώθηκε να πάει τα πιάτα στην κουζίνα, ώστε να
μην κουράσει κι άλλο την οικονόμο.
«Ευχαριστώ, αγαπητή μου». Η κυρία Πάρφιτ βρισκόταν στο τραπέζι της
κουζίνας. Μπροστά της είχε μια μεγάλη λεκάνη και τα μπράτσα της ήταν
λευκά από το αλεύρι ως τους αγκώνες. «Ετοιμάζω ψωμί για το πρωί. Αν
έχετε την καλοσύνη λοιπόν, πηγαίνετε τα πιάτα στο νεροχύτη. Θα τα
φροντίσει αργότερα ο Τζεντ».
«Το σπίτι είναι τόσο μεγάλο. Δεν έχετε κανέναν άλλο να σας βοηθάει;» Η
Ελίς κοίταξε γύρω της. Όλο το σπίτι έδειχνε παραμελημένο, κι ακόμα κι
εκεί, στην κουζίνα, τα τηγάνια στα ψηλότερα ράφια έδειχναν να είχαν
χρόνια να χρησιμοποιηθούν.
Η οικονόμος τής χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Τα καταφέρνουμε. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για τον κύριο και τα τελευ-
ταία χρόνια έγινε κάτι σαν ερημίτης, ειδικά μετά το θάνατο του αφέντη
Σάιμον».
«Σάιμον;»
«Του μεγαλύτερου γιου του. Πέθανε σ’ ένα ατύχημα με το άλογο, πριν
δυο χρόνια. Από τότε ο κύριος έκλεισε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού
και έδιωξε το προσωπικό. Δε δέχεται ποτέ επισκέψεις, κι έτσι εγώ και ο
Τζεντ καταφέρνουμε να τον φροντίζουμε αρκετά καλά». Η κυρία Πάρφιτ
χαμογέλασε χαρούμενα και, αφού ξανάρχισε να ζυμώνει το ψωμί, η Ελίς
αποφάσισε να επιστρέφει στην κάμαρα του Ντρου.
Καθώς διέσχιζε το διάδρομο είδε ότι η πόρτα της τραπεζαρίας ήταν α-
νοιχτή κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της. Ο σερ Έντουαρντ ήταν καθι-
σμένος μόνος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι. Τα πιάτα είχαν
μαζευτεί και το φως από το κηροπήγιο αντανακλούσε στην καράφα και
στο ποτήρι με το κρασί που βρίσκονταν μπροστά του. Η Ελίς κοντοστάθη-
κε κι ύστερα χτύπησε απαλά την ανοιχτή πόρτα.
«Σκέφτηκα ότι ίσως θέλατε να μάθετε για την κατάσταση της υγείας του
γιου σας», είπε χαμηλόφωνα.
Ο σερ Έντουαρντ σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
«Δεν έχω γιο».
«Πολύ καλά, τότε, του ασθενούς στον οποίο επιτρέψατε να βρει κατα-
φύγιο στο σπίτι σας. Είχε υψηλό πυρετό απ’ όταν ο δόκτωρ Χαλ αφαίρεσε
τη σφαίρα, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα χαρείτε μαθαίνοντας πως δείχνει
κάπως καλύτερα απόψε».
Οι σκιές ήταν πολύ πυκνές για να διακρίνει την έκφρασή του, όμως δεν
κουνήθηκε, κι εκείνη ύστερα από λίγο ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε
να φύγει.
«Σ’ ευχαριστώ».
Η Ελίς κοίταξε πίσω της κι αναρωτήθηκε αν ο σερ Έντουαρντ της είχε
πράγματι μιλήσει ή αν της έπαιζε κάποιο παιχνίδι η φαντασία της. Ο πατέ-
ρας του Ντρου ξαναγέμιζε το ποτήρι του με χέρι που έτρεμε ελαφρά.
«Πες στην Πάρφιτ ότι μπορεί να ξανακαλέσει τον Χαλ αν θεωρήσει ότι
χρειάζεται. Και μπορεί να του πει πως θα πληρώσω εγώ».
Η Ελίς δεν ήξερε αν έπρεπε να δείξει ευγνωμοσύνη για τη γενναιοδωρία
του ή οργή για την αδιαφορία του προς το γιο του. Τελικά, απλώς ένευσε
καταφατικά και άρχισε να απομακρύνεται.
«Μη φεύγεις», είπε ο σερ Έντουαρντ κι εκείνη γύρισε προς το μέρος του.
«Ακόμα δε μου έχεις πει το όνομά σου».
Η Ελίς τον κοίταξε για μερικές, ατελείωτες στιγμές. Παρά τις διαβεβαιώ-
σεις του πως θα πλήρωνε την αμοιβή του γιατρού, ακόμα δεν τον εμπι-
στευόταν ότι θα φρόντιζε τον Ντρου. Χαμογέλασε αδύναμα.
«Όχι», είπε χαμηλόφωνα. «Δε σας το έχω πει».
Και με μια ελαφριά υπόκλιση, γύρισε και έφυγε.
***
Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ο Ντρου όταν ξύπνησε ήταν ότι
το φως δεν ενοχλούσε πλέον τα μάτια του. Το δεύτερο ότι βρισκόταν στο
Χάρτκομ, αλλά όχι στην κάμαρά του. Αναγνώρισε το δωμάτιο. Ήταν ένας
από τους μικρούς ξενώνες του ισογείου, όμως τι στο καλό έκανε εκεί;
Προσπαθούσε ακόμα να βρει την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, όταν η
πόρτα άνοιξε και μπήκε η κυρία Πάρφιτ.
«Λοιπόν, αφέντη Άντριου, ξυπνήσατε επιτέλους. Καλό αυτό. Μήπως θα
θέλατε κάτι να φάτε;»
«Δεν πεινάω», ψέλλισε εκείνος και συνοφρυώθηκε από την προσπάθεια.
«Διψάω».
Η κυρία Πάρφιτ πλησίασε το κρεβάτι. «Πιείτε λίγο νερό, λοιπόν, κι εγώ
θα σας βρω κάτι πιο θρεπτικό. Ίσως ένα κύπελλο μπίρα».
«Εξαιρετική ιδέα». Ο Ντρου μόρφασε ελαφρά όταν η οικονόμος τον βο-
ήθησε ν’ ανακαθίσει και έβαλε ακόμα ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη
του.
Ο Ντρου ήπιε από το κύπελλο που του έβαλε η κυρία Πάρφιτ στα χείλη.
Το δροσερό νερό ανακούφισε τον ξεραμένο λαιμό του και τον βοήθησε να
συγκεντρώσει τις σκέψεις του.
«Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;»
«Ο Θεός να σας έχει καλά, αφέντη Άντριου, σχεδόν απ’ όταν σας έβγαλε
ο δόκτωρ Χαλ τη σφαίρα από το μπράτσο, άρα τέσσερις ολόκληρες ημέ-
ρες».
«Τι πράγμα!» Ο Ντρου έβαλε τα δυνατά του να θυμηθεί. «Και η λαίδη που
ήταν μαζί μου... Πήγε στο Μπαθ;»
«Όχι βέβαια, σερ. Σας φρόντιζε μέρα νύχτα. Θα ήταν εδώ τώρα, αν δεν
είχα επιμείνει να πάει μια βόλτα στον κήπο. Δεν ήθελε καθόλου να σας
αφήσει, όμως της είπα ότι δε θα σας πρόσφερε τίποτε αν αρρώσταινε κι
εκείνη, κι έτσι την έστειλα να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Όμως μη φοβάστε,
δε θα αργήσει να γυρίσει, είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Με φρόντιζε;» Ο Ντρου έτριψε με το γερό χέρι του το πιγούνι. «Με ξύ-
ριζε κιόλας;»
«Όχι. Όχι ότι δε θα το προσπαθούσε, όμως έπεισε τον Στίντσκομ να το
κάνει». Η κυρία Πάρφιτ γέλασε χαρούμενα. «Ξέρει πολύ καλά πώς να κάνει
αυτό που θέλει».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε.
«Είναι μια λαίδη. Δε θα έπρεπε να με φροντίζει εκείνη».
Η οικονόμος έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε.
«Και δηλαδή ποιος άλλος θα σας φρόντιζε; Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα,
όμως έχω μόνο δυο χέρια και πρέπει να φροντίζω το σπίτι και τον σερ Έ-
ντουαρντ. Κι αφού ο κύριος αρνείται να προσλάβει άλλο προσωπικό, νιώ-
θω ευγνωμοσύνη που η νεαρή λαίδη καταδέχτηκε να με βοηθήσει».
«Ναι, φυσικά. Ζητώ συγνώμη, κυρία Πάρφιτ. Ο ερχομός μου εδώ σας
πρόσθεσε επιπλέον δουλειά».
«Δεν πρέπει να κάνετε τέτοιες σκέψεις, αφέντη Άντριου. Πού θα έπρεπε
να πάτε στη δύσκολη στιγμή σας, αν όχι στο παλιό σας σπίτι;» Η κυρία
Πάρφιτ άφησε το κύπελλο, ίσιωσε το κορμί της και του χαμογέλασε πλα-
τιά. «Τώρα θα πάω να ετοιμάσω το πρωινό σας και θα επιστρέψω αμέσως
μόλις μπορέσω».
Έφυγε βιαστική και ο Ντρου έμεινε και πάλι μόνος. Έγειρε πίσω το κε-
φάλι και έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να θυμηθεί τα γεγονότα που
τους οδήγησαν στο Χάρτκομ. Όμως, όσο περισσότερο προσπαθούσε, τό-
σο μπερδευόταν. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και κοίταξε προς τα εκεί,
περιμένοντας να δει την Ελίς να μπαίνει. Όμως ξαφνιάστηκε όταν αντίκρι-
σε τον πατέρα του να στέκεται στο κατώφλι.
Θυμόταν αμυδρά ότι τον είχε δει στην πόρτα όταν έφτασαν με την Ελίς
στο Χάρτκομ. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες, θολές. Θυμόταν μόνο,
αόριστα, μια σκυφτή σιλουέτα με λευκά μαλλιά: Τώρα εκμεταλλεύτηκε
την ευκαιρία να κοιτάξει καλύτερα τον πατέρα του και σοκαρίστηκε έντο-
να από το πόσο είχε γεράσει. Δέκα χρόνια πριν ο σερ Έντουαρντ ήταν ένας
ψηλός, περήφανος άντρας στην ακμή του. Τώρα το πρόσωπό του ήταν
ρυτιδιασμένο κι η πλάτη του σκυφτή, σαν να είχε υποφέρει πολύ. Φορού-
σε πάντα πουδραρισμένη περούκα στο ξυρισμένο κεφάλι του, όμως τώρα
τα λευκά μαλλιά του πλαισίωναν ακατάστατα το πρόσωπό του.
Και για όλα αυτά φταίω εγώ.
«Η Πάρφιτ είπε ότι ξύπνησες». Ο σερ Έντουαρντ μπήκε στην κάμαρα.
«Πώς είσαι;»
Ο τόνος του ήταν ψυχρός, κακόκεφος. Ο Ντρου σκέφτηκε με πικρία ότι
θα ήταν ανόητος αν περίμενε κάτι διαφορετικό.
«Πολύ αδύναμος», απάντησε κοφτά. «Πόσο έχει ο μήνας;»
«Είκοσι έξι».
«Κιόλας;» Ο Ντρου ανακάθισε κι ύστερα ξάπλωσε ξανά, νιώθοντας τη
σουβλιά του πόνου στο αριστερό του μπράτσο. «Και όλον αυτό τον καιρό
με φρόντιζε η Ελίς;»
«Έτσι τη λένε;» Ο σερ Έντουαρντ έσμιξε ελαφρά τα πυκνά φρύδια του.
«Ναι. Εκείνη σε φρόντιζε. Συνεχώς».
«Μα δεν είναι υπηρέτρια», διαμαρτυρήθηκε ο Ντρου. «Δε θα έπρεπε να
το είχες επιτρέψει».
«Εμφανιστήκατε χωρίς υπηρέτες και χωρίς αποσκευές. Πώς θα μπορού-
σα να ξέρω ότι δεν ήταν απλώς η...» Ο σερ Έντουαρντ σταμάτησε και κοκ-
κίνισε ελαφρά, όταν αντίκρισε το θυμωμένο βλέμμα του Ντρου. «Δεν υ-
πήρχε κανένας άλλος να σε φροντίσει», είπε απολογητικά. «Η Πάρφιτ έκα-
νε ό,τι μπορούσε, όμως δε γινόταν να μένει μαζί σου μέρα νύχτα».
«Τότε, θα έπρεπε να με είχατε αφήσει μόνο», είπε κοφτά ο Ντρου. «Δε
θα έπρεπε να της επιτρέψεις να παραμείνει εδώ».
«Ω, και τι νομίζεις ότι θα έπρεπε να είχα κάνει μαζί της;» ρώτησε ο σερ
Έντουαρντ κι έγινε κατακόκκινος. «Αρνιόταν να φύγει από δίπλα σου».
«Σου είπα ότι την πήγαινα στο Μπαθ, ότι θα έπρεπε να την είχες στείλει
εκεί, στην οικογένεια του αρραβωνιαστικού της».
«Αρνήθηκε να φύγει αν δε βεβαιωνόταν πρώτα ότι διέφυγες κάθε κίν-
δυνο».
Ο Ντρου ρουθούνισε θυμωμένα.
«Θα μπορούσες να την αναγκάσεις να φύγει».
Ο σερ Έντουαρντ μουρμούρισε κάτι νευριασμένος.
«Κι αφού δε μου έλεγε το όνομά της, ούτε το όνομα του αρ-
ραβωνιαστικού της, τι θα ήθελες να κάνω; Να την παρατήσω στην πόρτα
του αββαείου του Μπαθ;» ρώτησε ο σερ Έντουαρντ αγριεμένος. «Αυτή η
γυναίκα δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Μας έκανε όλους άνω κάτω».
Αγριοκοίταξε τον Ντρου, που ένιωσε τα χείλη του να χαμογελούν, κι ύ-
στερα, αφού προσπάθησε λίγο, έβαλε τα γέλια.
«Ναι», είπε. «Διαθέτει σπάνιο ταλέντο σ’ αυτό, το παραδέχομαι».
«Ναι, γέλα εσύ», μούγκρισε ο πατέρας του. «Ούτε που φαντάζεσαι σε τι
φασαρίες μας έβαλες».
Η διάθεση του Ντρου χάλασε και πάλι. Ξέχασε κάθε επιθυμία του να γε-
λάσει.
«Ω, νομίζω ότι ξέρω. Εγώ...»
Σταμάτησε όταν άκουσε βιαστικά βήματα στο διάδρομο. Την επόμενη
στιγμή μπήκε στην κάμαρα η Ελίς. Το σακάκι του ταξιδιωτικού της φορέ-
ματος ήταν ξεκούμπωτο, τα μαλλιά της ανακατεμένα και τα μάγουλά της
αναψοκοκκινισμένα με τον πιο γοητευτικό τρόπο. Βλέποντας τον σερ Έ-
ντουαρντ, σταμάτησε.
«Ω, ζητώ συγγνώμη». Έκανε μια βιαστική υπόκλιση. «Άκουσα θόρυβο
και φοβήθηκα...»
«Σκεφτήκατε ότι ο ασθενής σας έχει παραισθήσεις;» γάβγισε ο σερ Έ-
ντουαρντ. «Όχι, ξαναβρήκε επιτέλους τις αισθήσεις του κι ελπίζω ότι σύ-
ντομα θα μπορέσετε να τον πάρετε απ’ αυτό το σπίτι».
Μ’ αυτά τα λόγια έφυγε, αφήνοντας την Ελίς να κοιτάζει με αβεβαιότη-
τα τον Ντρου.
«Ζητώ συγγνώμη», είπε εκείνη και πάλι. «Λυπάμαι αν διέκοψα τη...»
Ο Ντρου σήκωσε το χέρι του.
«Δε διέκοψες τίποτα, εκτός από έναν πιθανό καβγά», είπε κοφτά. «Πά-
ντα έτσι ήταν η σχέση μας».
«Δε σε έδιωξε από το Χάρτκομ».
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα το έκανε αν μπορούσε».
«Ντρου, είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος και υποφέρει πολύ».
«Κι εγώ όχι;» ρώτησε ο Ντρου. Άδειασε τα πνευμόνια του και σήκωσε το
χέρι του. «Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι, συγχώρησε με».
«Ευχαρίστως». Η Ελίς πήγε κοντά του και τον κοίταξε ανήσυχη στα μά-
τια. «Ήξερες για τον αδελφό σου;» ρώτησε τρυφερά. «Γνώριζες ότι πέθα-
νε;»
«Ο Σάιμον; Όχι». Αυτό το νέο τον συγκλόνισε. Κοίταξε την Ελίς ενώ το
στομάχι του σφίχτηκε. «Πότε έγινε αυτό;»
«Πριν από δυο χρόνια. Είχε ένα ατύχημα με το άλογο. Μου το είπε η κυ-
ρία Πάρφιτ».
Ο Ντρου έκλεισε τα μάτια. Τα δάχτυλα του γερού χεριού του έκλεισαν
γύρω απ’ τα σκεπάσματα τόσο σφιχτά που οι κόμπο τους άσπρισαν.
«Όχι, δεν το ήξερα», είπε ξανά ο Ντρου και συνέχισε με πικρία. «Είχα
χρόνια να λάβω νέα απ’ το Χάρτκομ».
«Λυπάμαι πολύ». Η Ελίς κάλυψε το χέρι του με το δικό της. «Ίσως τώρα
καταλαβαίνεις κάπως τη δυστυχία του πατέρα σου».
Ω, ναι. Ο Ντρου την καταλάβαινε. Και ο ίδιος ήταν η αιτία για το μεγαλύ-
τερο μέρος της. Ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα συμφιλιωνόταν έστω με τον
Σάιμον, όμως τώρα αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Με κάποια προσπάθεια,
ξανάφερε τις σκέψεις του στο παρόν και άνοιξε και πάλι τα μάτια του.
«Δεν υπάρχει λόγος να μένεις κι εσύ εδώ». Ο Ντρου τράβηξε το χέρι του
και πίεσε τον εαυτό του να αντέξει την αίσθηση της απώλειας. «Θα έπρεπε
να ζητήσεις απ’ τον πατέρα μου να σε συνοδεύσει στο λόρδο Γουίτλγουντ
στο Μπαθ».
«Πώς θα μπορούσα να φύγω, όταν δεν υπήρχε κανείς να σε φροντίσει;»
«Εύκολα. Δεν ήταν δική σου δουλειά να με φροντίσεις».
«Κάποιος έπρεπε να το κάνει και να βοηθήσει την κυρία Πάρφιτ να σε
βάλει στο κρεβάτι. Τη βοήθησα να σε πλύνει και να σου φορέσει τη νυχτι-
κιά σου, αν και αποφάσισα να μην προσπαθήσω να σε ξυρίσω».
Η λάμψη στο βλέμμα της και το σκανταλιάρικο χαμόγελό της κατάφερε
να διώξει τις θλιβερές σκέψεις από το μυαλό του Ντρου, έστω και για λίγο.
Χαμογέλασε.
«Τρέμω όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσες να είχες κάνει με ένα ξυράφι
στα χέρια. Πιστεύω ότι αυτή την υπηρεσία μού την πρόσφερε ο βαλές του
πατέρα μου».
«Ναι. Ο σερ Έντουαρντ ήταν κάπως απρόθυμος να το επιτρέψει αρχικά,
αλλά, όταν κατάλαβε ότι ήμουν διατεθειμένη να σε ξυρίσω η ίδια, υποχώ-
ρησε και διέταξε τον Στίντσκομ να με βοηθήσει».
«Ευτυχώς γι’ αυτό!»
«Το ξέρω». Η Ελίς γέλασε. «Νομίζω ότι φοβήθηκε πως θα σου έκοβα το
λαιμό, πράγμα πολύ πιθανόν φυσικά, αφού δεν έχω ξυρίσει ποτέ κανέ-
ναν».
«Δε θα έπρεπε να είχες κάνει τίποτα για μένα». Ο Ντρου συνοφρυώθηκε
συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης. «Έχουμε μόνο τρεις
μέρες για να σε πάμε στο λόρδο Γουίτλγουντ. Και αν εγώ δεν είμαι αρκετά
καλά, θα πρέπει να πας μόνη. Μπορούμε να βρούμε κάποια καμαριέρα απ’
το χωριό για να σε συνοδεύσει κι εγώ θα γράψω ένα γράμμα, στο οποίο θα
εξηγώ...»
«Είναι απαραίτητο αυτό;» τον ρώτησε η Ελίς ξαφνιασμένη. «Δε θα μπο-
ρούσαμε να γράψουμε τώρα στον υποκόμη, να του πούμε ότι θα καθυ-
στερήσουμε;»
Ο Ντρου κούνησε το κεφάλι. «Ο λόρδος Γουίτλγουντ ήταν πολύ συγκε-
κριμένος στο γράμμα του. Θα πρέπει να βρίσκεσαι στο σπίτι του μέχρι τη
γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Αν όχι, ο γάμος θα ακυρωθεί».
Είδε το πρόσωπο της Ελίς να χλομιάζει και λυπήθηκε γι’ αυτό, όμως το
σωστό ήταν να γνωρίζει την αλήθεια. Η Ελίς έσφιγγε και ξέσφιγγε τις πα-
λάμες της για μερικές στιγμές ενώ σκεφτόταν τα λόγια του.
«Αυτό μου το έχεις ξαναπεί», είπε τελικά. «Νο... νομίζεις ότι ο λόρδος
Γουίτλγουντ θα προτιμούσε να μην παντρευτώ τον Γουίλιαμ;»
«Φοβάμαι πως ναι».
«Και γι’ αυτό έλειπαν οικογενειακώς απ’ το Λονδίνο όταν φτάσαμε; Ο
υποκόμης ήλπιζε ότι μπορεί να μη συνέχιζα το ταξίδι;»
Ο Ντρου ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως δεν το είπε. Αντίθετα, παρακο-
λούθησε τα συναισθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο στο πρόσωπό
της. «Ελίς», είπε τελικά, «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να παντρευτείς τον νεα-
ρό Ρέβερσον;»
«Μα φυσικά», απάντησε αμέσως εκείνη. «Κι εκείνος θέλει να με πα-
ντρευτεί. Έχω τα γράμματά του. Μ’ αγαπάει».
«Έχετε τρία χρόνια να δείτε ο ένας τον άλλον».
«Και κανείς μας δεν έχει μετανιώσει», είπε η Ελίς. «Αυτό αποδεικνύει τη
δύναμη της αγάπης μας, έτσι δεν είναι;»
Ο Ντρου την κοίταξε σιωπηλός, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν θα
έπρεπε να της πει ότι αυτό δεν αποδείκνυε απολύτως τίποτε, όμως, αφού
εκείνη τη στιγμή μπήκε η κυρία Πάρφιτ με το πρωινό του, αποφάσισε να
σωπάσει. Στο κάτω κάτω, αυτόν το γάμο τον είχε κανονίσει ο Χάρι κι εκεί-
νος απλώς εκπλήρωνε την επιθυμία του φίλου του. Στην πραγματικότητα,
δεν ήταν δική του δουλειά. Ωστόσο, όταν κάθισε να απολαύσει το πρώτο
του γεύμα μετά από μέρες, κατάλαβε ότι η συνείδησή του δεν τον άφηνε
να ησυχάσει.
Κεφάλαιο 6
Μια επίσκεψη του δόκτορα Χαλ επιβεβαίωσε ότι η ανάρρωση του Ντρου
προχωρούσε καλά. Ο γιατρός τού επέτρεψε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι για
μερικές ώρες εκείνη την ημέρα και το επόμενο πρωί ανακοίνωσε την πρό-
θεσή του να καθίσει στο τραπέζι με τον πατέρα του και την Ελίς. Αρνήθηκε
να επιτρέψει στην Ελίς να τον βοηθήσει να ντυθεί, επισημαίνοντας ότι,
αφού ο βαλές του πατέρα του τον ξύριζε κάθε πρωί, θα μπορούσε να τον
βοηθήσει και να ντυθεί. Ο Στίντσκομ τον ξάφνιασε που δεν έφερε αντιρ-
ρήσεις και που παραδέχτηκε ότι ο σερ Έντουαρντ του έδωσε εντολή να
τον βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε.
Έτσι, αργά το απόγευμα, ο Ντρου βγήκε τελικά από την κάμαρά του. Η
κυρία Πάρφιτ είχε καθαρίσει το σακάκι του όσο καλύτερα μπορούσε και
είχε μαντάρει την τρύπα από τη σφαίρα, όμως ο επίδεσμος στο μπράτσο
του Ντρου ήταν πολύ παχύς για να του επιτρέψει να το φορέσει, κι έτσι
εμφανίστηκε με το γιλέκο του και ένα δανεικό πουκάμισο που του βρήκε ο
Στίντσκομ, έχοντας το πληγωμένο μπράτσο του περασμένο σε αορτήρα.
Κι αφού ήταν η πρώτη του έξοδος, ο βαλές επέμεινε να τον συνοδεύσει
στο σαλόνι. Ο σερ Έντουαρντ ήταν ήδη εκεί, καθισμένος στη μια πλευρά
του τζακιού. Ο Ντρου μπήκε και άκουσε τον Στίντσκομ να κλείνει σιγανά
την πόρτα πίσω του. Ήταν μόνος με τον πατέρα του.
«Ώστε σηκώθηκες, τελικά».
Ψυχρός χαιρετισμός, αλλά ο Ντρου δεν περίμενε τίποτα περισσότερο.
«Ναι. Και σε μερικές μέρες θα φύγω απ’ το σπίτι σου».
Ο ηλικιωμένος άντρας δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήγε στον μπουφέ και γέ-
μισε με κρασί δυο ποτήρια.
«Θα σου κανονίσω άμαξα, αλλά τίποτα περισσότερο».
«Δεν περιμένω τίποτα περισσότερο από σένα. Όταν θα είμαι στο Μπαθ,
θα μπορέσω να πάρω χρήματα από την τράπεζα», είπε ο Ντρου και συνέ-
χισε με πικρία. «Μην ανησυχείς, οι τραπεζίτες μου με γνωρίζουν σαν Μπά-
στιον, δεν υπάρχει κίνδυνος να με συνδέσει κάποιος μ’ εσένα».
«Αυτό δε με απασχολεί».
Ο σερ Έντουαρντ έδωσε στον Ντρου το ένα ποτήρι και κάθισε ξανά,
κοιτάζοντας μελαγχολικά τη φωτιά στο τζάκι. Ο Ντρου απέμεινε να τον
κοιτάζει για λίγο κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του.
«Ω, τι στο καλό!» Ύψωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά σου, σερ».
Ο πατέρας του τον κοίταξε. «Περιμένεις να ανταποδώσω την πρόποση;»
«Όχι. Όμως σου είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία σου».
Ο πατέρας του κοίταξε συνοφρυωμένος το ποτήρι του.
«Μου κόστισες πολλά», μουρμούρισε. «Τα πρόστιμα, τα κτήματα που
μου κατέσχεσαν, η ταπείνωση της οικογένειας. Ακόμα και ο θάνατος της
μητέρας σου».
«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω;» αντέτεινε ο Ντρου. Οι τύψεις και η πικρία
έσφιγγαν την καρδιά του.
«Ποτέ δε συγχώρησε τον εαυτό της που σ’ έστειλε να μείνεις με τον α-
δελφό της. Ήταν πεπεισμένη ότι για όλα έφταιγε εκείνος, ότι εκείνος σε
έπεισε να κάνεις όσα έκανες, αλλά εγώ ξέρω ότι δεν ήταν έτσι. Ήσουν πά-
ντα ατίθασος».
«Ήμουν δεκαπέντε ετών. Ατίθασος ναι, αλλά ακόμα παιδί, πατέρα».
Ο σερ Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος του και κάγχασε σαρκαστικά.
«Μη με λες έτσι! Δε σε αναγνωρίζω σαν γιο μου».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη, καθώς τα λόγια του σερ Έντουαρντ τον πλή-
γωσαν. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό», είπε χαμηλόφωνα ύστερα λίγο.
Ο σερ Έντουαρντ κατέβασε τους ώμους και γύρισε πάλι προς το τζάκι,
κι έτσι κάθισαν σιωπηλοί μέχρι που η πόρτα άνοιξε ξανά και εμφανίστηκε
η Ελίς, με τα μεταξωτά της φορέματα να θροΐζουν. Οι δυο άντρες σηκώ-
θηκαν αμέσως, όμως ο Ντρου δεν πίστευε στα μάτια του. Το πράσινο τα-
ξιδιωτικό της σύνολο είχε χαθεί. Η Ελίς φορούσε ένα σατέν φόρεμα με μια
λευκή καπιτονέ φαρδιά φούστα και ήταν συγκλονιστική.
«Αναρωτιέσαι πώς γίνεται να έχω άλλο φόρεμα, όταν η άμαξα με όλες
τις αποσκευές μας κλάπηκε», είπε η Ελίς ερμηνεύοντας σωστά το απορη-
μένο βλέμμα του. «Ο σερ Έντουαρντ έδωσε στην κυρία Πάρφιτ την άδεια
να ψάξει να μου βρει κάποιο απ’ τα φορέματα της μητέρας σου». Χαμογέ-
λασε ντροπαλά. «Το διόρθωσα, ώστε να έχω κάτι να γεμίζω το χρόνο μου
όσο ήμουν στο προσκεφάλι σου».
«Σου πηγαίνει πολύ», απάντησε ο Ντρου, με την ελπίδα ότι η έκφρασή
του δε θα πρόδιδε τον πόθο που ένιωθε για το όμορφο πλάσμα που έβλε-
πε μπροστά του.
Δε φορούσε μαντίλι στους ώμους, υπήρχε μόνο η ανοιχτόχρωμη δαντέ-
λα του σεμνού ντεκολτέ της. Το φως των κεριών έκανε τα στιλπνά μαλλιά
της να λάμπουν. Μια τούφα έπεφτε στον έναν ώμο της, τονίζοντας την
αψεγάδιαστη, λευκή επιδερμίδα της. Το κεντημένο μπούστο της τράβηξε
το βλέμμα του στη λεπτή μέση της και φαντάστηκε τον εαυτό του να την
αγκαλιάζει και να την τραβάει πάνω του. Η Ελίς θα γελούσε κι εκείνος θα
έσκυβε για να κλέψει ένα φιλί από τα κερασένια χείλη της. Τα είχε ήδη
γευτεί και θυμόταν πόσο γλυκά ήταν...
Έδιωξε βιαστικά αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και στράφηκε
στον πατέρα του.
«Τώρα μπορώ να επανορθώσω για τους κακούς τρόπους μου και να σας
συστήσω και επισήμως. Σερ, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη μις Ελίς
Σάλφορντ. Η μις Σάλφορντ είναι κόρη ενός καλού μου φίλου. Όταν πέθα-
νε, την άφησε στη δική μου φροντίδα».
Η Ελίς έκανε μια βαθιά, γεμάτη σεβασμό υπόκλιση.
«Σερ Έντουαρντ, ελπίζω να με συγχωρήσετε που σας έκρυβα το όνομά
μου τόσον καιρό».
«Είμαι σίγουρος ότι θα είχες τους λόγους σου», είπε ο σερ Έντουαρντ
κοφτά. Της πρόσφερε μια πολυθρόνα και κάθισαν και οι τρεις μπροστά
στο τζάκι, βυθισμένοι σε μια αμήχανη σιωπή. Ο σερ Έντουαρντ καθάρισε
το λαιμό του. «Απόλαυσες την πρωινή βόλτα σου, μις Σάλφορντ;»
«Ναι, σερ, ευχαριστώ».
«Οι κήποι έχουν μείνει αφρόντιστοι πλέον. Ήταν το βασίλειο της συζύ-
γου μου και μετά το θάνατό της δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί τους. Δεν υ-
πήρχαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες».
Ο σερ Έντουαρντ κοίταξε θυμωμένα τον Ντρου, που δεν μπόρεσε ν’ α-
ντισταθεί στον πειρασμό να κάνει κι εκείνος τα παράπονά του.
«Γιατί δε με πληροφόρησες για το θάνατο του Σάιμον;»
«Δεν πίστευα ότι θα σ’ ενδιέφερε».
«Δε θα μ’ ενδιέφερε; Αν είναι δυνατόν, ήταν αδελφός μου!»
«Ναι, κρίμα που δεν το σκέφτηκες αυτό πριν γίνεις προδότης και βάλεις
σε κίνδυνο την κληρονομιά του».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη του, αποφασισμένος να μην απαντήσει, κι αυτή
που έσπασε τη σιωπή ήταν η Ελίς. Γύρισε προς τον σερ Έντουαρντ.
«Θα πρέπει να σας λείπει πολύ, σερ. Η κυρία Πάρφιτ είπε ότι χάθηκε σε
ένα ατύχημα με το άλογο».
Ο Ντρου μάζεψε το κουράγιο του έτοιμος να την υπερασπιστεί αν ο πα-
τέρας του της μιλούσε απότομα, όμως δε χρειάστηκε.
«Ναι, έτσι έγινε», απάντησε ο σερ Έντουαρντ. «Συνέβη πριν από δυο
χρόνια, τέτοια εποχή. Ο Σάιμον είχε αγοράσει ένα καινούργιο άλογο, ό-
μορφο ζώο αλλά με βίαιο χαρακτήρα». Κοίταξε τον Ντρου. «Ποτέ δεν είχε
τον δικό σου τρόπο με τα άλογα. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να το δαμάσει,
όμως το πίεσε, το πήρε πολύ γρήγορα στο κυνήγι. Το άλογο τον πέταξε
κάτω στον πρώτο φράχτη. Του έσπασε το λαιμό».
«Λυπάμαι πολύ», είπε η Ελίς χαμηλόφωνα. «Και από τότε ζείτε μόνος
εδώ;»
Ο ηλικιωμένος άντρας σήκωσε το βλέμμα του. «Μου αρέσει να είμαι μό-
νος μου», είπε επιθετικά. Σηκώθηκε. «Το δείπνο θα έχει πλέον σερβιριστεί.
Ας πηγαίνουμε».
***
Η ατμόσφαιρα στην τραπεζαρία ήταν χαρακτηριστικά ψυχρή, όμως αυ-
τό δεν είχε καμία σχέση με τον καιρό, που ήταν καλός και η Ελίς δε χρεια-
ζόταν το σάλι που είχε πάρει μαζί της. Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και τα παρά-
θυρα ήταν ανοιχτά ώστε να μπαίνει ο ήλιος και χαιρόταν που άκουγε τα
χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών απ’ τον κήπο, καθώς της επέτρεπαν
να σκέφτεται και κάτι άλλο εκτός από τη γεμάτη ένταση σιωπή. Όταν το
δείπνο τελείωσε, η Ελίς σηκώθηκε για ν’ αφήσει τους άντρες μόνους, μα ο
Ντρου την ακολούθησε και της πρότεινε να κάνουν μαζί έναν περίπατο
στον κήπο. Ξαφνιάστηκε, αλλά δέχτηκε με χαρά. Καθώς διέσχιζαν το διά-
δρομο, ο Ντρου της εξήγησε τους λόγους της πρόσκλησής του.
«Δε θα ανεχτώ άλλο την αποδοκιμασία του», είπε. «Δεν έχει μαλακώσει
καθόλου. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι, αν μπορούσε, θα φόρτωνε σ’ εμέ-
να το ατύχημα του Σάιμον». Έκανε μια παύση και έτριψε τα μάτια του.
«Συγχώρησέ με, Ελίς. Δε θέλω να σε επηρεάσω με την κακή μου διάθεση,
όμως χρειαζόμουν μια δικαιολογία για να τον αφήσω μόνο του. Θα πάω
να ξαπλώσω...»
«Όχι». Η Ελίς τον έπιασε αγκαζέ. «Δεν είναι αργά, και θα σου κάνει καλό
να βγεις για λίγο έξω. Έλα μαζί μου, μπορούμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα
απ’ τον κήπο».
Στην αρχή σκέφτηκε ότι ο Ντρου θα αρνιόταν, όμως εκείνος ανασήκωσε
τους ώμους και βγήκε στον κήπο μαζί της. Η περιοχή με τους θάμνους ή-
ταν τόσο αφρόντιστη ώστε δε γινόταν να περπατήσουν εκεί, όμως η Ελίς
ακολούθησε τα χαλικόστρωτα μονοπάτια που είχε πάρει νωρίτερα εκείνη
τη μέρα και δεν ήταν ακόμα αδιάβατα. Περπατούσαν μαζί, χωρίς να αγγί-
ζονται, αλλά η παρουσία του Ντρου πλάι της την αναστάτωνε. Σχεδόν έ-
νιωθε την έντασή του, το θυμό του, που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει.
«Αυτός ο κήπος θα ήταν τόσο όμορφος με λίγη φροντίδα», σχολίασε σε
μια προσπάθεια να κάνει τον Ντρου να ξεχαστεί. «Νομίζω ότι τώρα υπάρ-
χει μόνο ένας κηπουρός και περνάει όλον το χρόνο του φροντίζοντας τις
ορχιδέες και τον κήπο της κουζίνας».
«Ναι».
Η Ελίς σήκωσε το βλέμμα της. Η έκφραση του Ντρου ήταν θυμωμένη, το
βλέμμα του σκοτεινό.
«Ευθύνεσαι κι εσύ γι’ αυτό;»
«Φυσικά».
«Γιατί;»
«Οι πράξεις μου είχαν ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των κτημά-
των του πατέρα μου να κατασχεθεί από το Στέμμα. Σίγουρα θα επιβλήθη-
καν πρόστιμα και, επιπλέον, μην ξεχνάμε την ταπείνωση για το ότι στην
οικογένεια υπήρξε ένας προδότης. Ο πατέρας μου πλήρωσε ακριβά για την
προδοσία μου. Θα ήταν απαραίτητο να γίνουν οικονομίες».
Η Ελίς τον έπιασε αγκαζέ και του έσφιξε ελαφρά τα μπράτσο.
«Δε θα μου πεις τι συνέβη;» ρώτησε τρυφερά.
«Δεν υπάρχει τίποτα να σου πω. Το ’45 συντάχθηκα με τον Νέο Μνηστή-
ρα, τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ, που διεκδικούσε το θρόνο. Ηττήθηκε,
και έτσι όλοι οι υποστηρικτές του θεωρήθηκαν προδότες. Η οικογένειά
μου ήταν πολύ τυχερή που δεν έχασε τα πάντα εξαιτίας μου».
«Μα δεν ήσουν παρά ένα παιδί».
«Θεωρήθηκε ότι ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να αντιλαμβάνομαι τι έ-
κανα. Ότι στήριξα τους επαναστάτες στην προσπάθειά τους να διώξουν
το βασιλιά Γεώργιο από τον αγγλικό θρόνο. Κι αυτό ήταν προδοσία».
Κατέβηκαν μερικά σκαλοπάτια και βρέθηκαν ν’ ακολουθούν ένα άλλο
μονοπάτι. Η Ελίς κοίταξε πίσω τους. Είχαν πλέον απομακρυνθεί αρκετά
από το σπίτι.
«Θα ήθελα πολύ ν’ ακούσω την ιστορία σου», είπε, κι όταν τον είδε να
διστάζει, συνέχισε χαμογελώντας. «Ο πατέρας μου θα πρέπει να διέκρινε
κάτι καλό σ’ εσένα για να σε διορίσει κηδεμόνα μου».
«Ήταν ο μόνος που είχε αυτή τη γνώμη».
Συνέχισαν να προχωρούν και η Ελίς παρέμεινε σιωπηλή. Λίγο αργότερα
ανταμείφθηκε, όταν ο Ντρου άρχισε να μιλάει.
«Είχα μόλις γίνει δεκαπέντε ετών και πήγα βόρεια, στο Στράθμορ, να
μείνω με το θείο μου, τον αδελφό της μητέρας μου. Υποτίθεται ότι η επί-
σκεψή μου θα ήταν σύντομη, ότι θα έμενα εκεί έναν μήνα το πολύ κι ύ-
στερα θα επέστρεφα στις σπουδές μου. Ωστόσο, όσο ήμουν εκεί, μαθεύ-
τηκε ότι ο πρίγκιπας είχε αποβιβαστεί στη Σκωτία. Ο θείος μου ήταν πάντα
Ιακωβίτης, η οικογένειά του είχε εμπλακεί στην εξέγερση του ‘15, όταν έ-
χασαν όλους τους τίτλους τους και μόλις που κατάφεραν να γλιτώσουν τη
ζωή τους.
»Ήταν δύσκολες εποχές για την οικογένεια της μητέρας μου. Την έστει-
λαν να μείνει σε φίλους στην Υόρκη, με την ελπίδα πως έτσι ίσως να γλί-
τωνε από το στίγμα ότι ανήκε σε οικογένεια προδοτών. Εκεί τη γνώρισε ο
πατέρας μου και ερωτεύτηκαν. Την παντρεύτηκε και την έφερε εδώ, στο
Χάρτκομ. Παρά τις αντιρρήσεις του, η μητέρα μου διατήρησε επαφή με την
οικογένειά της και μάλιστα τον έπεισε να επιτρέψει στον Σάιμον και σ’ ε-
μένα να επισκεπτόμαστε πού και πού τους δικούς της. Θεωρούσε ότι δε θα
μπορούσε να συμβεί κάτι κακό, η ίδια δεν είχε καμιά συμπάθεια στους Ια-
κωβίτες και δεν πίστευε ότι διατρέχαμε τον κίνδυνο να πειστούμε απ’ τα
φανατικά παραληρήματα του αδελφού της για έναν σκοπό που εκείνη
θεωρούσε χαμένο. Είχε δίκιο μόνο κατά το ήμισυ. Ο Σάιμον ήταν μελε-
τηρός, λογικός και σπιτόγατος. Εγώ ήμουν πάντα πιο ανήσυχος, αποζη-
τούσα τις περιπέτειες και βαριόμουν τα βιβλία και τα μαθήματα». Έκανε
μια μικρή παύση, σαν να τον απασχολούσε κάτι. «Πώς μπόρεσε να κάνει
την ανοησία να καβαλήσει ένα άλογο μισοδαμασμένο;»
«Ο σερ Έντουαρντ είπε ότι δεν είχε τον δικό σου τρόπο με τα άλογα».
«Ακόμα κι έτσι... Εκείνος υποτίθεται ότι ήταν ο έξυπνος».
«Ήσασταν πολύ δεμένοι;»
«Αρκετά, μέχρι την τελευταία μου επίσκεψη στη Σκωτία. Από τότε δεν
είχα ξανά νέα του». Ο Ντρου χαμογέλασε μελαγχολικά. «Όταν κηρύχτηκα
προδότης, ο πατέρας μου μου έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο μου έλεγε ότι
είχε απαγορεύσει στον Σάιμον κάθε επικοινωνία μαζί μου. Ήμουν απόβλη-
τος, δε θεωρούμουν πλέον μέλος της οικογένειας. Ποτέ δεν το πίστεψα
απόλυτα. Ταξίδευα συνεχώς, όμως έγραφα στο Χάρτκομ όποτε μπορούσα,
ώστε να ενημερώνω την οικογένειά μου πού θα μπορούσε να με βρει. Έ-
λαβα μόνο ένα γράμμα. Ήταν απ’ τον πατέρα μου, τέσσερα χρόνια πριν.
Με πληροφορούσε ότι η μητέρα μου πέθανε. Ότι την είχα σκοτώσει εγώ».
Η Ελίς σταμάτησε. «Ω, Ντρου».
«Μη σπαταλάς τον οίκτο σου σ’ εμένα, μαντάμ. Μην ξεχνάς ότι είμαι έ-
νας προδότης».
Ο Ντρου απομάκρυνε το χέρι της από το μπράτσο του και στεκόταν α-
κίνητος σαν άγαλμα. Το πρόσωπό του ήταν μια παγωμένη μάσκα και η Ε-
λίς αναρίγησε, δεν ήξερε πώς να τον πλησιάσει. Μετά από λίγο του μίλησε
με μια τρυφερότητα στη φωνή της.
«Καλύτερα να προχωρήσουμε, αν δε θέλουμε να παγώσουμε».
«Ναι, φυσικά».
Συνέχισαν τον περίπατό τους. Οι σκιές πύκνωναν γύρω τους καθώς ο ή-
λιος χαμήλωνε στον ορίζοντα.
«Πώς πέθανε;» ρώτησε η Ελίς.
«Της ράγισα την καρδιά».
«Δεν το πιστεύω αυτό».
Ο Ντρου ανασήκωσε τους ώμους.
«Ο πατέρας μου μου είπε ότι έπαθε αποπληξία όταν έμαθε πως με είχαν
επικηρύξει. Δε συνήλθε ποτέ».
Η Ελίς, που δεν ήξερε τι να πει για να τον παρηγορήσει, τον έπιασε και
πάλι αγκαζέ.
«Θα ήθελα να μάθω τι σου συνέβη το ’45, Ντρου, αν αντέχεις να μου
πεις».
«Δεν μπορεί να θέλεις πραγματικά ν’ ακούσεις μια τέτοια δυσάρεστη ι-
στορία».
«Θέλω», τον διαβεβαίωσε. «Και κάποιες φορές το να μιλάει κανείς βοη-
θάει να κλείσουν οι παλιές πληγές του».
«Όχι οι δικές μου».
«Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ακούσω την ιστορία σου».
«Πολύ καλά». Ο Ντρου έκανε μια παύση, σαν να προσπαθούσε ν’ απο-
φασίσει από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει. «Το καλοκαίρι του ’45 ο Σάιμον
ετοιμαζόταν να φύγει για την Οξφόρδη, έτσι πήγα στο Στράθμορ μόνος.
Θα πρέπει να σου εξηγήσω ότι η υποστήριξη της οικογένειας της μητέρας
μου στους Ιακωβίτες ήταν ένα θέμα που δε συζητιόταν ποτέ στο Χάρτκομ.
Η μητέρα μου δεν υποστήριζε πλέον τους Ιακωβίτες και ο πατέρας μου ή-
ταν θερμός υποστηρικτής του οίκου του Ανόβερου. Το ότι μας επέτρεπε να
επισκεπτόμαστε το Στράθμορ μαρτυρά με τον καλύτερο τρόπο το πόσο
αγαπούσε τη μητέρα μου. Όποτε πηγαίναμε εκεί, ο θείος μου ήταν κάτι
περισσότερο από πρόθυμος να μας διηγείται τα τολμηρά κατορθώματα
των προγόνων του και το πόσο αφοσιωμένοι ήταν στους Στιούαρτ. Ήταν
ιστορίες τιμής, του αγώνα για έναν ευγενικό σκοπό, ακριβώς το είδος των
ιστοριών που θα ξυπνούσε τη φαντασία ενός αγοριού που αποζητούσε
την περιπέτεια. Όταν ο πρίγκιπας αποβιβάστηκε στη Σκωτία και ο θείος
μου έφυγε για να ενωθεί με τις δυνάμεις του, πήγα μαζί του».
Ένα μικρό σύννεφο πέρασε μπροστά από τον ήλιο που έδυε και, για μια
στιγμή, σκοτείνιασε. Η Ελίς τύλιξε το σάλι της λίγο πιο σφιχτά γύρω από
τους ώμους της και περίμενε υπομονετικά τον Ντρου να συνεχίσει.
«Η πραγματικότητα της εξέγερσης ήταν πολύ διαφορετική απ' το ευγε-
νικό εγχείρημα που ονειρευόμουν. Ω, υπήρξαν πολλές ηρωικές πράξεις, ει-
δικά τις πρώτες μέρες, όταν η επιτυχία ερχόταν εύκολα, αλλά έγινα επίσης
μάρτυρας ανόητης κακοδιαχείρισης και ιδιοτέλειας από τους υποστηρι-
κτές του πρίγκιπα. Τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο απ’
τη στιγμή που ο στρατός επέστρεψε στο Ντέρμπι. Υπήρχαν μικρές αψιμα-
χίες μακριά στο Βορρά και κάποιες σποραδικές νίκες, όμως οι άντρες είχαν
αποκαρδιωθεί και έχασαν το ηθικό τους. Εγώ πληγώθηκα στο Φάλκερκ
Μιούερ και δεν ακολούθησα τον πρίγκιπα στο Καλόντεν, όπου πέθανε ο
θείος μου μαζί με τόσους άλλους. Ήταν μια αιματηρή, πικρή ήττα και η κυ-
βέρνηση ήταν αποφασισμένη να συντρίψει ολοκληρωτικά τους επανα-
στάτες.
»Εγώ είχα διακριθεί σε προηγούμενες μάχες, όμως αυτό λειτούργησε
εναντίον μου και ανακάλυψα ότι με επικήρυξαν. Άρχισα να κρύβομαι και,
τελικά, με τη βοήθεια της οικογένειας της μητέρας μου, διέφυγα στην η-
πειρωτική Ευρώπη». Ο Ντρου έκανε μια παύση και, όταν η Ελίς σήκωσε το
βλέμμα της, είδε ότι τα χείλη του είχαν γίνει μια λεπτή λευκή γραμμή. «Ο
Κάρολος και οι υποστηρικτές του είχαν ήδη επιστρέψει στη Γαλλία, όμως
κάθε σκέψη να ενωθώ μαζί τους γρήγορα απορρίφθηκε. Ήμουν ένας
φτωχοδιάβολος, αποκηρυγμένος απ’ τον πατέρα μου. Στο τελευταίο μή-
νυμα που έλαβα από εκείνον πριν φύγω απ’ τη Σκωτία μου έγραφε ότι οι
πράξεις μου είχαν πληγώσει τόσο βαθιά τη μητέρα μου ώστε κανείς δεν
περίμενε ότι θα ζούσε. Έτσι, έφτασα στη Γαλλία χωρίς χρήματα ή διασυν-
δέσεις -ήμουν απλώς ακόμα ένα βάρος. Δεν ήμουν ούτε δεκάξι ετών, μόνος
και μακριά απ’ το σπίτι μου. Άλλαξα το όνομά μου και έκανα ό,τι μπορού-
σα για να επιβιώσω».
Ο Ντρου σταμάτησε. Η Ελίς δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει τις μαύρες
μέρες που θα πρέπει να ακολούθησαν. Σκέφτηκε τις ουλές και τα σημάδια
που είχε δει στο σώμα του και αναρίγησε.
«Έγινες μισθοφόρος».
«Ναι».
«Ήσουν τυχερός που γλίτωσες τη ζωή σου», είπε η Ελίς και έσπευσε να
συνεχίσει. «Ίσως να μη συμφωνείς, όμως εγώ χαίρομαι γι’ αυτό. Ήσουν
πραγματικός φίλος του πατέρα μου· το απέδειξες με τη συμπεριφορά σου
απέναντι μου».
«Μη με ηρωοποιείς, Ελίς, δεν είμαι ήρωας».
Το βλέμμα του ήταν ταραγμένο. Η Ελίς τον κοίταξε στα μάτια και του
χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο.
«Το ξέρω αυτό, ανόητε. Όμως ξέρω επίσης ότι μπορώ να σου εμπιστευ-
τώ τη ζωή μου».
«Μόνο μέχρι τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αγαπητή μου. Κατό-
πιν...»
Κάτι έλαμψε στο βλέμμα του Ντρου, κάνοντας την ανάσα της να σταμα-
τήσει.
«Κατόπιν;» τον παρότρυνε να συνεχίσει.
Είδε τη λάμψη να χάνεται από το βλέμμα του. Εκείνος γέλασε μελαγχο-
λικά, της χτύπησε το χέρι και την ανάγκασε να προχωρήσει πλάι του.
«Κατόπιν», είπε ανέμελα, «δε θα αποτελείς πλέον δική μου ευθύνη».
Η Ελίς τον συνόδευε σιωπηλή. Δεν εννοούσε αυτό ο Ντρου, ήταν σίγου-
ρη. Το βλέμμα του είχε αφήσει να εννοηθεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Κά-
τι που εκείνη θεώρησε ανησυχητικό, ίσως και λίγο τρομακτικό. Σίγουρα η
ξαφνική έξαψη που την κυρίευσε, ο τρόπος με τον οποίο ήθελε να βρεθεί
στην αγκαλιά του ήταν συναισθήματα που μια γυναίκα θα μπορούσε να
νιώσει μόνο για το σύζυγό της. Για τον εραστή της.
Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Προφανώς
οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στο ότι ένιωθε μοναξιά και της έλειπε
ο Γουίλιαμ, όμως αυτό δε θα ίσχυε για πολύ ακόμα. Σύντομα θα ήταν μαζί.
Τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Λίγες ημέρες ακόμα και δε θα έβλεπε
ποτέ ξανά τον Ντρου. Αλλά αυτό το ήξερε από την αρχή, σωστά; Και δεν
είχε περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε που ανυπομονούσε να φτάσει
εκείνη η μέρα. Είχε αλλάξει και, ξαφνικά, φοβόταν να σκεφτεί το πόσο
πολύ.
«Φυσικά», είπε, προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμη. «Κατόπιν δε θα
χρειάζεται να με φροντίζεις εσύ, έτσι δεν είναι; Θα έχω τον Γουίλιαμ να το
κάνει».
Ο Ντρου έμεινε για λίγο σιωπηλός πριν απαντήσει.
«Φυσικά». Ξανάρχισαν τον περίπατό τους. «Προτείνω να ξεκινήσουμε
αύριο για το Μπαθ».
«Ο δόκτωρ Χαλ είπε ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς για μερικές ακόμα
ημέρες».
«Μείναμε αρκετά εδώ».
«Μα μόλις σήμερα βγήκες απ’ το δωμάτιό σου. Δεν είσαι ακόμα αρκετά
δυνατός για να ταξιδέψεις».
«Νόμιζα ότι θα ανυπομονούσες να φτάσεις στην καινούργια σου οικογέ-
νεια», δήλωσε ο Ντρου, σαν να την προκαλούσε να τον διαψεύσει.
«Ανυπομονώ», έσπευσε να απαντήσει και αρνήθηκε να σκεφτεί βαθύτε-
ρα το θέμα. Νοιαζόταν μόνο για την υγεία του Ντρου, έτσι δεν ήταν; «Σί-
γουρα όμως μπορούμε να περιμένουμε μερικές μέρες μέχρι να αναρρώ-
σεις, δε συμφωνείς;»
«Ο πατέρας μου δε θα είχε την ίδια γνώμη. Αν μπορούσε, δε θα με άφηνε
να μείνω ούτε μια ώρα παραπάνω».
Η Ελίς ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται όταν άκουσε την πικρία στη
φωνή του.
«Δεν είναι αλήθεια αυτό», του είπε. «Ο σερ Έντουαρντ επέμενε να κα-
λούν το δόκτορα Χαλ για να σε φροντίζει όσο συχνά χρειαζόταν».
«Μόνο επειδή δε θέλει την ντροπή που θα του έφερνε ο θάνατός μου
εδώ».
«Ντρου!»
«Μη θυμώνεις, αγαπητή μου. Δεν περίμενα κάτι άλλο. Αν δεν ήσουν εσύ,
θα με είχε ήδη πετάξει έξω».
«Δεν το πιστεύω αυτό. Ό,τι κι αν έκανες, παραμένεις γιος του».
«Είπε κάτι τέτοιο;»
«Όχι, όμως...»
Ο Ντρου δεν την άφησε να συνεχίσει. «Δεν μπορείς να διορθώσεις τα
πάντα, Ελίς», είπε ανυπόμονα. «Μην ξεχνάς ότι είμαι επικηρυγμένος. Δε θα
έπρεπε να ήμουν καν στην Αγγλία».
«Τότε θα πάω μόνη μου στο Μπαθ, όπως συζητήσαμε».
«Όχι, αυτή η συζήτηση έγινε όταν πίστευα ότι δε θα ήμουν σε θέση να σε
συνοδεύσω. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Υποσχέθηκα στον πατέρα σου ότι θα
σε παρέδιδα ασφαλή στον υποκόμη. Εξάλλου, θέλω να βεβαιωθώ πως το
συμφωνητικό του γάμου θα είναι εντάξει».
«Μα μετά τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δε θα είσαι πλέον κηδεμό-
νας μου. Αυτό θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ».
«Ναι, φυσικά και θα μπορούσες, αλλά θέλω να εξετάσω προσεκτικά το
συμφωνητικό».
«Δεν εμπιστεύεσαι το λόρδο Γουίτλγουντ;»
«Λειτουργώ ως εκπρόσωπος του πατέρα σου. Θα ήθελε να βεβαιωθώ ότι
όλα έχουν τακτοποιηθεί προς όφελος σου. Στο κάτω κάτω, θα προσφέ-
ρεις στο σύζυγό σου μια σεβαστή περιουσία».
Η Ελίς ούτε που πρόσεξε τα σχόλιά του. «Μα δε θα είναι επικίνδυνο για
σένα να πας στο Μπαθ;»
«Όχι ιδιαίτερα, εκτός κι αν αποκαλύψεις το αληθινό μου όνομα».
Η Ελίς του έσφιξε το χέρι.
«Δε θα σε πρόδιδα ποτέ, Ντρου».
Εκείνος κάλυψε με την παλάμη του το χέρι της, που ακουμπούσε στο
μανίκι του δανεικού του πουκαμίσου.
«Όχι, δε νομίζω ότι θα έκανες κάτι τέτοιο, όμως θα πρέπει να καταλά-
βεις πως όσο πιο γρήγορα σε πάω στο Μπαθ, τόσο το καλύτερο».
Η Ελίς το καταλάβαινε, αλλά η σκέψη της μεγάλης αλλαγής που θα συ-
νέβαινε στη ζωή της ήταν, επίσης, κάπως τρομακτική.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα πρέπει να ξεκουραστείς όσο το δυνα-
τόν περισσότερο και ότι μπορούμε να περιμένουμε άλλες είκοσι τέσσερις
ώρες. Αν φύγουμε νωρίς το πρωί της γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, θα
είμαστε στο Μπαθ πριν το μεσημέρι. Σε παρακαλώ, κάνε μου αυτή τη χά-
ρη».
Ο Ντρου αναστέναξε. «Πολύ καλά, ακόμα μια μέρα, όμως δεν μπορούμε
να καθυστερήσουμε άλλο».
«Δεν μπορούμε;» Η Ελίς τον κοίταξε. «Πιστεύεις πραγματικά ότι ο υπο-
κόμης θα ακυρώσει το γάμο αν δε βρίσκομαι στο σπίτι του τη μέρα της
γιορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ;»
«Ναι».
«Και... και πιστεύεις ότι ο υποκόμης μπορεί να θέλει τόσο πολύ να απο-
φύγει το γάμο ώστε να προσπαθούσε να εμποδίσει την άφιξή μου στο
Μπαθ;»
«Τι σε κάνει να λες κάτι τέτοιο;»
Η Ελίς δεν απάντησε αμέσως.
«Σκεφτόμουν», είπε τελικά, «τη διατύπωση στο γράμμα του λόρδου Γου-
ίτλγουντ και το ότι έφυγε με την οικογένειά του απ’ το Λονδίνο πριν φτά-
σουμε εμείς. Επίσης, είναι και οι συνθήκες της επίθεσης στην άμαξά μας».
«Ταξιδεύαμε σε έναν δρόμο στον οποίο είναι γνωστό ότι υπάρχουν λη-
στές».
Ο τόνος του Ντρου ήταν επιφυλακτικός και η Ελίς κατάλαβε ότι είχε κι
εκείνος τις υποψίες του. Συνέχισε σκεπτική: «Δε σου φαίνεται παράξενο
που ο κύριος Σετλ αρρώστησε και μας άφησε να συνεχίσουμε μόνοι;»
«Ναι, αυτό ήταν λίγο παράξενο, αλλά δεν αποδεικνύει τίποτα».
«Όμως υπάρχουν κι άλλα, Ντρου. Θυμάσαι τι φώναξε ο αμαξάς στους
ληστές; “Υποσχεθήκατε ότι δε θα υπάρξουν πυροβολισμοί” ή κάτι ανάλο-
γο. Δεν τον άκουσες;»
«Όχι, θα πρέπει να το φαντάστηκες».
«Όχι, σου ορκίζομαι. Το σκεφτόμουν συνεχώς. Στην αρχή δεν έβγαζε
νόημα, αλλά ύστερα θυμήθηκα ότι ο αμαξάς και ο φρουρός είχαν σταλεί
από το Μπαθ για να μας συναντήσουν. Και όταν μου είπες πως ο υποκό-
μης σού έστειλε ένα τελεσίγραφο, σκέφτηκα ότι ίσως να κανόνισε να κα-
θυστερήσει η άμαξα».
«Όλα αυτά είναι απλώς ευφάνταστες ανοησίες».
«Αν είναι έτσι, γιατί οι ληστές επέτρεψαν στον αμαξά να φύγει χωρίς να
τον αγγίξουν;»
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε. «Έτσι έγινε; Εγώ είχα μόλις δεχτεί τη σφαίρα
στον ώμο και ομολογώ ότι δεν πρόσεχα και πολλά».
Η Ελίς ένευσε. «Ναι, έτσι έγινε. Και οι ληστές φάνηκαν να ξαφνιάζονται
όταν τους πυροβόλησες».
«Όχι τόσο ώστε να μην πυροβολήσουν κι αυτοί».
«Το καταλαβαίνω, όμως...» Η Ελίς ύγρανε τα χείλη της. «Σκέψου το ενδε-
χόμενο ο κύριος Σετλ να γνώριζε αυτή τη συνομωσία. Κι αν όταν αποφά-
σισες να με συνοδεύσεις στο Μπαθ πανικοβλήθηκε και προσποιήθηκε τον
άρρωστο, ώστε να μην αποκαλυφθεί;» Είδε τον Ντρου να προβληματίζε-
ται και έσπευσε να συνεχίσει. «Ω, δε νομίζω ότι σκόπευαν να με σκοτώ-
σουν. Ίσως ήθελαν απλώς να με τρομάξουν, για να γυρίσω στο Σκάρμπο-
ρο».
«Ακούγεται πολύ τραβηγμένο, Ελίς».
«Το ξέρω, αλλά συμφωνήσαμε ότι ο υποκόμης δε θέλει να παντρευτώ
το γιο του».
«Ίσως, όμως...»
«Είναι πιθανό, δεν είναι;»
«Ναι, είναι πιθανό».
«Ω, πώς μπορεί να είναι τόσο σκληρός όταν ο Γουίλιαμ το θέλει όσο κι
εγώ;»
«Είσαι σίγουρη ότι αυτό θέλει ο Ρέβερσον, Ελίς;»
«Φυσικά». Η Ελίς γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Έχω τα γράμματά
του, στα οποία το δηλώνει».
***
Ο Ντρου δεν απάντησε αμέσως. Αν η Ελίς είχε ακούσει σωστά τον αμα-
ξά, η ιστορία έκρυβε πράγματι κάποιο μυστήριο, όμως δεν ήταν τόσο βέ-
βαιος όσο η Ελίς ότι ο Γουίλιαμ Ρέβερσον ήταν εντελώς αθώος. Κι αν δεν
ήταν, τι κακό θα μπορούσε να προκύψει εάν αναγκαζόταν να παντρευτεί;
Έδιωξε βιαστικά αυτές τις σκέψεις. Ο Χάρι δεν ήταν κανένας ανόητος.
Θα πρέπει να είχε βεβαιωθεί ότι η κόρη του θα ήταν ευτυχισμένη όταν κα-
νόνιζε αυτόν το γάμο. Επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία ζωής για την
Ελίς. Θα παντρευόταν έναν ευγενή και δε θα της έλειπε τίποτα, ποτέ ξανά.
Ωστόσο ήταν αποφασισμένος να συναντήσει τον υποκόμη και να σχη-
ματίσει τη δική του γνώμη προτού εγκαταλείψει την Ελίς στη μοίρα της.
***
Σκοτείνιαζε ήδη όταν επέστρεψαν στο σπίτι και η Ελίς χρειάστηκε τη
βοήθεια ενός κεριού για να φτάσει μέχρι την κάμαρά της. Δεν ξάπλωσε
αμέσως. Έβγαλε τα γράμματα που της είχε στείλει ο Γουίλιαμ. Ευτυχώς τα
είχε βάλει στη μεγάλη εσωτερική τσέπη του ταξιδιωτικού της φορέματος
όταν ξεκίνησαν, αντί μέσα στο μπαούλο της, που το έκλεψαν μαζί με την
άμαξα και τα υπόλοιπα υπάρχοντά της.
Έλυσε την πράσινη κορδέλα με την οποία ήταν δεμένα τα γράμματα.
Ήταν μόλις μια ντουζίνα, πολύ λιγότερα απ’ όσα του έγραψε εκείνη, όμως
ο Γουίλιαμ της είχε πει ότι δεν ήταν τύπος που συνήθιζε να αλληλογραφεί.
Τα ξαναδιάβασε όλα. Δεν ήταν υπερβολικά εγκάρδια, αλλά ούτε περιείχαν
κάτι που θα την έκανε να σκεφτεί ότι είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε
πλέον να την παντρευτεί. Έκλεισε τα μάτια με έναν αναστεναγμό και κρά-
τησε τα γράμματα σφιχτά στο στήθος της, στο ύψος της καρδιάς της.
Μπορεί ο υποκόμης να έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τους
κρατήσει χώρια, αλλά ήταν πεπεισμένη ότι ο Γουίλιαμ ήταν ειλικρινής.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη μορφή του, όμως της ήταν α-
δύνατον. Το μόνο που κατάφερε ήταν να δει με τα μάτια της φαντασίας
της το βλοσυρό πρόσωπο του Ντρου. Σκέφτηκε ότι αυτό ήταν αναμενό-
μενο. Δε σήμαινε πως αγαπούσε λιγότερο τον Γουίλιαμ, μόνο ότι ανησυ-
χούσε για τον Ντρου. Ευχήθηκε να έλυναν με τον πατέρα του τις διαφορές
τους. Άρχισε να μαζεύει αργά τα γράμματα. Ο Ντρου της είχε πει ότι δεν
μπορούσε να διορθώσει τα πάντα, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να προ-
σπαθήσει.
***
Η Ελίς βρήκε τον σερ Έντουαρντ στο μικρό σαλόνι. Είχε τραβήξει την
πολυθρόνα του κοντά στο τζάκι, που ήταν έτοιμο να σβήσει, και στο τρα-
πεζάκι δίπλα του υπήρχαν μια καράφα και ένα ποτήρι με κρασί. Σήκωσε
το βλέμμα όταν την άκουσε να μπαίνει και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Μις Σάλφορντ. Συμβαίνει κάτι;»
«Όχι, σερ, ήρθα να σας μιλήσω».
Ο σερ Έντουαρντ της έδειξε την πολυθρόνα που βρισκόταν απέναντι
του στο τζάκι.
«Τι θέλετε να μου πείτε;»
«Αφορά τον Άντριου. Παρακαλώ, ακούστε με». Ύψωσε το χέρι της όταν
ο σερ Έντουαρντ ετοιμάστηκε να ξανασηκωθεί. «Γνωρίζετε τίποτα για τη
ζωή του τα τελευταία δέκα χρόνια;»
«Όχι». Ο σερ Έντουαρντ κάθισε και πάλι συνοφρυωμένος. «Και ούτε θέ-
λω να μάθω».
«Ήταν πολύ μικρός όταν έφυγε από το Χάρτκομ, σερ».
«Έκανε τις επιλογές του. Θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες».
«Κι αυτό έκανε. Όταν έφτασε στη Γαλλία, δεν είχε ούτε χρήματα ούτε
φίλους, έτσι έγινε μισθοφόρος, πολεμούσε για λογαριασμό ξένων στρα-
τών. Τότε γνώρισε τον πατέρα μου και κέρδιζαν το ψωμί τους στις χαρτο-
παικτικές λέσχες της Ευρώπης».
«Χα!» Ο σερ Έντουαρντ έσμιξε τα λευκά φρύδια του. «Καθάρματα κι οι
δυο τους».
Η Ελίς ανασήκωσε τους ώμους. «Πολύ πιθανόν, όμως ο Άντριου με δια-
βεβαιώνει ότι κέρδιζαν τίμια και ότι φρόντιζαν να μην καταστρέφουν κα-
νέναν».
«Εσείς μπορείτε να το πιστεύετε αυτό, μαντάμ, όμως εμένα επιτρέψτε
μου να αμφιβάλλω. Ωστόσο δεν αλλάζει το ότι πρόδωσε τη χώρα του».
«Ήταν παιδί, ένα νεαρό αγόρι που επηρεαζόταν εύκολα, και παρασύρ-
θηκε από γεγονότα που δεν μπορούσε να κατανοήσει».
«Σας έστειλε να με παρακαλέσετε για λογαριασμό του;»
«Δε γνωρίζει ότι βρίσκομαι εδώ, σερ Έντουαρντ. Πιστεύει ότι οι δυο σας
δε θα μπορέσετε ποτέ να συμφιλιωθείτε».
«Και έχει δίκιο».
Η Ελίς χαμογέλασε. «Αν είναι έτσι, γιατί τον δεχτήκατε στο σπίτι σας και
γιατί επιτρέψατε στην κυρία Πάρφιτ να τον φροντίσει;»
«Κάθε χριστιανός το ίδιο θα έκανε».
«Αλήθεια; Εγώ νόμιζα ότι ήταν μάλλον η πράξη ενός ανθρώπου που
νοιάζεται ακόμα για το γιο του».
Ο σερ Έντουαρντ την αγριοκοίταξε. «Θα σας συμβούλευα να μην ανα-
κατεύεστε σε ό,τι δε σας αφορά».
«Μα με αφορά, σερ Έντουαρντ. Ο πατέρας μου όρισε τον Ντρου κηδε-
μόνα μου επειδή γνώριζε ότι ήταν ένας πραγματικός και έντιμος φίλος. Και
ο Ντρου το έχει αποδείξει. Διακινδύνευσε να συλληφθεί με τον ερχομό του
στην Αγγλία προκειμένου να με παραδώσει στο λόρδο Γουίτλγουντ. Πλη-
γώθηκε προστατεύοντάς με από τους ληστές. Το σωστό είναι να προ-
σπαθήσω κι εγώ να τον βοηθήσω. Θα μείνουμε μόνο μια μέρα ακόμα εδώ,
ύστερα σκοπεύει να φύγει από το Χάρτκομ και να μην επιστρέψει ποτέ.
Σας ικετεύω να συμφιλιωθείτε μαζί του».
«Ποτέ».
«Σερ Έντουαρντ...»
«Όχι!» Ο σερ Έντουαρντ γύρισε στην πολυθρόνα του, έτσι ώστε να μη
βλέπει την Ελίς. «Αν αυτά ήταν όλα όσα είχατε να μου πείτε, καλύτερα να
φύγετε, μαντάμ, γιατί δεν πρόκειται ν’ αλλάξω γνώμη. Φύγετε. Φύγετε,
που να σας πάρει!»
Η Ελίς σηκώθηκε.
«Ξέρω ότι ο Ντρου είναι έντιμος άνθρωπος, σερ Έντουαρντ. Θα πρέπει
να είστε περήφανος που έχετε έναν τέτοιο γιο. Θα σήμαινε πολλά για εκεί-
νον αν μπορούσατε να τον αναγνωρίσετε», είπε και, όταν ο σερ Έντου-
αρντ δε μίλησε, συνέχισε χαμηλόφωνα: «Ο πατέρας μου ήταν ένας ανήσυ-
χος άνθρωπος που γυρνούσε την Ευρώπη και επιβίωνε χάρη στην εξυπνά-
δα του. Όταν πέθανε, μου άφησε χρήματα αλλά ελάχιστες αναμνήσεις
από τον ίδιο. Όσο ζούσε η μητέρα μου φρόντιζε να ζούμε άνετα, όμως μας
επισκεπτόταν σπάνια. Αυτό που με θλίβει περισσότερο απ’ όλα είναι ότι
δε γνώρισα ποτέ πραγματικά τον πατέρα μου. Εσείς έχετε την ευκαιρία να
συμφιλιωθείτε με τον Άντριου. Σας ικετεύω να το κάνετε, σερ, και να εκ-
μεταλλευτείτε το χρόνο που σας απομένει για να τον περάσετε μαζί».
Προχώρησε προς την πόρτα, όπου και σταμάτησε. Γύρισε και μίλησε στην
άκαμπτη πλάτη του σερ Έντουαρντ. «Σας ικετεύω, σερ, μην περιμένετε
μέχρι να είναι πολύ αργά».
***
Το κερί στην κάμαρα του Ντρου τρεμόσβηνε κι εκείνος άφησε στην ά-
κρη το βιβλίο του. Θα έπρεπε να κοιμηθεί, όμως ήταν πολύ ανήσυχος. Ση-
κώθηκε από το κρεβάτι, πήρε ένα καινούργιο κερί, το άναψε από τη φλό-
γα του παλιού και το έβαλε στο κηροπήγιο. Οι σκέψεις του γυρνούσαν συ-
νεχώς στην Ελίς Σάλφορντ. Την ήθελε, δεν μπορούσε- να το αρνηθεί. Τον
είχε μαγέψει και όχι μόνο με την ομορφιά της. Είχε τη δύναμη να κατευνά-
ζει την οργή του. Ο περίπατος που έκανε μαζί της στον κήπο, η αίσθηση
της πλάι του, άμβλυνε τον πόνο από τις αναμνήσεις που της διηγούνταν,
αναμνήσεις που δεν μοιράστηκε ποτέ με κανέναν, ούτε καν με τον Χάρι.
Και ούτε εκείνος της ήταν αδιάφορος, θα ορκιζόταν γι’ αυτό. Όμως αυτό
σήμαινε ότι ήταν ακόμα πιο σημαντικό να μην κάνει τίποτα που θα την
πλήγωνε.
Δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτα εκτός από ένα ατιμασμένο ό-
νομα και μια ζωή συνεχών περιπλανήσεων. Δεν μπορούσε ούτε καν να ι-
σχυριστεί ότι ένιωθε ζήλο για να επιστρέψουν οι Στιούαρτ στο θρόνο. Είχε
ακολουθήσει το θείο του στη μάχη παρασυρμένος από τη νεανική επιθυ-
μία του για περιπέτειες, αλλά δεν πίστεψε ποτέ πραγματικά στο σκοπό
των Στιούαρτ, πράγμα που έκανε τις πράξεις του ακόμα πιο αξιοκατάκρι-
τες. Δημιούργησε τόσα προβλήματα στην οικογένειά του μόνο και μόνο
εξαιτίας της νεανικής του ανοησίας.
Στριφογύρισε ανήσυχος στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για
το παρελθόν, μπορούσε όμως, ως έντιμος άνθρωπος, να τηρήσει την υπό-
σχεση που είχε δώσει στον Χάρι. Θα φρόντιζε η Ελίς να φτάσει στον μέλ-
λοντα σύζυγό της ασφαλής.
Η σκέψη του γαμήλιου συμφωνητικού τον έκανε να συνοφρυωθεί. Οι
όροι του ήταν αδιαπραγμάτευτοι, το ήξερε αυτό, και ήταν ευνοϊκοί για την
Ελίς. Προτού αποποιούνταν την κηδεμονία της, θα βεβαιωνόταν ότι αυτοί
οι όροι δεν είχαν αλλάξει. Ο Χάρι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να
διασφαλίσει την ευτυχία της κόρης του, όμως, ακόμα κι αν η Ελίς διατη-
ρούσε κάποια οικονομική ανεξαρτησία, θα ήταν παντρεμένη με τον Γουί-
λιαμ Ρέβερσον. Άραγε αυτό θα την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη; Αυτά
σκεφτόταν όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο σημαντική ήταν για ε-
κείνον η ευτυχία της Ελίς.
Ένα σιγανό γρατζούνισμα στην πόρτα τράβηξε την προσοχή του.
«Στίντσκομ! Τι κάνεις εδώ;»
Ο βαλές του πατέρα του στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με μια στοί-
βα λευκές πετσέτες στα χέρια.
«Ο σερ Έντουαρντ σκέφτηκε ότι ίσως ο επίδεσμός σας χρειαζόταν αλ-
λαγή, σερ».
«Μα κοντεύουν μεσάνυχτα». Ο Ντρου σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Αφού
ήρθες, καλύτερα να μπεις. Έτσι δε θα χρειαστεί να το κάνεις το πρωί».
Ο άντρας περίμενε υπομονετικά μέχρι ο Ντρου να βγάλει το πουκάμισό
του κι ύστερα άρχισε να ξετυλίγει τον παλιό επίδεσμο.
«Ο σερ Έντουαρντ δεν κοιμάται καλά, αφέντη Άντριου».
«Και λοιπόν;»
Ο Ντρου σφίχτηκε καθώς έβγαινε ο επίδεσμος, όμως ο πόνος ήταν ελά-
χιστος. Η πληγή ήταν καθαρή και επουλωνόταν καλά.
«Αν δε βάλεις χοντρό επίδεσμο, θα μπορέσω αύριο να φορέσω το σακά-
κι μου», είπε στο βαλέ.
«Μάλιστα, σερ». Ο Στίντσκομ άρχισε να τυλίγει στο μπράτσο του Ντρου
έναν καθαρό επίδεσμο. «Όμως, αφέντη Άντριου, αν μου επιτρέπετε να
προτείνω κάτι...»
«Λοιπόν;»
«Ο σερ Έντουαρντ δεν έχει ξαπλώσει ακόμα. Όταν τον άφησα, βημάτι-
ζε νευρικά στην κάμαρά του».
Ο Ντρου γέλασε μελαγχολικά. «Άρα δε νομίζω ότι θα μ’ ευχαριστούσε
αν τον ενοχλούσα».
«Αυτό είναι το θέμα, σερ. Νομίζω ότι θα χαιρόταν αν σας έβλεπε».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε.
«Αλήθεια;»
Ο Στίντσκομ στερέωσε τον επίδεσμο, αποφεύγοντας να κοιτάξει τον
Ντρου στα μάτια.
«Έτσι νομίζω, αφέντη Άντριου. Νομίζω ότι κάτι τον προβληματίζει».
Ο Ντρου ξαναφόρεσε το πουκάμισό του και επέτρεψε στον υπηρέτη να
ξαναδέσει τον αορτήρα του προτού τον διώξει. Έσμιξε τα φρύδια. Δεν υ-
πήρχε περίπτωση να πάει στον πατέρα του. Το αποτέλεσμα δε θα μπο-
ρούσε παρά να ήταν ένας ακόμα καβγάς. Υπήρχαν πολλά που τους χώρι-
ζαν. Υπερβολικά πολλά, που δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν. Άρχισε να
βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο κι ύστερα πήρε το βιβλίο του και ξά-
πλωσε ξανά, όμως οι λέξεις χόρευαν μπροστά στα μάτια του και δεν έβγα-
ζαν νόημα.
«Που να πάρει».
Ο Στίντσκομ δε θα είχε πάει να τον βρει αν δεν ανησυχούσε σοβαρά για
τον αφέντη του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τις μπότες του και
βγήκε.
Κάτω από την πόρτα της κάμαρας του σερ Έντουαρντ ξέφευγε μια λε-
πτή δέσμη φωτός. Ο Ντρου χτύπησε και άκουσε τον πατέρα του να του
λέει κοφτά να περάσει. Ο σερ Έντουαρντ ήταν καθισμένος μπροστά στο
τζάκι, στο περβάζι του οποίου έκαιγε ένα μοναχικό κερί.
«Τι στο καλό σε φέρνει εδώ;»
Η υποδοχή του ήταν τόσο απότομη όσο περίμενε ο Ντρου. Συγκράτησε
μια εξίσου κοφτή απάντηση.
«Είδα το φως κάτω από την πόρτα σου».
«Και λοιπόν; Δεν μπορεί πια ένας άνθρωπος να κάθεται στο δωμάτιό
του χωρίς να τον ενοχλούν;»
«Συμβαίνει τίποτα, σερ; Μπορώ να βοηθήσω;»
Ο σερ Έντουαρντ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και σηκώ-
θηκε.
«Φυσικά και συμβαίνει κάτι. Και όχι, δεν μπορείς να βοηθήσεις, αφού
εσύ είσαι η πηγή όλων των κακών». Ο Ντρου περίμενε σιωπηλός, ενώ ο
σερ Έντουαρντ κινήθηκε προς το παράθυρο. «Σκεφτόμουν τη μητέρα
σου», είπε τελικά, με το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτάδι. «Και τον Σάιμον.
Έχουν χαθεί και οι δύο».
«Λυπάμαι πολύ, πατ... σερ».
«Κι έτσι πρέπει».
Ο Ντρου έσφιξε τα χείλη του. Κακώς πήγε να βρει τον πατέρα του, αλλά
τώρα που βρισκόταν εκεί θα έλεγε όσα είχε να πει.
«Δε βλέπω κανένα λόγο για να με πιστέψεις, όμως μετανιώνω βαθιά για
ό,τι έκανα το ’45. Αν δεν ήμουν τόσο νέος, τόσο ανόητος, θα είχα επιστρέ-
ψει στην Αγγλία και θα το συζητούσα μαζί σου πριν κάνω ένα τόσο απερί-
σκεπτο βήμα».
«Ξέρεις ότι θα σου απαγόρευα να στηρίξεις τους επαναστάτες, κι εσύ,
όπως πάντα, θα το έκανες, παρά τις εντολές μου».
«Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να σε είχα ακούσει».
Ο σερ Έντουαρντ γέλασε ειρωνικά.
«Θα ήταν η πρώτη φορά».
Έμειναν για αρκετή ώρα σιωπηλοί. Ο Ντρου άκουγε το τριζοβόλημα της
φωτιάς, τα τριξίματα του παλιού σπιτιού που ησύχαζε μέσα στη νύχτα.
Δεν έπρεπε να είχε πάει στον πατέρα του. Ήταν έτοιμος να τον καληνυ-
χτίσει, όταν ο σερ Έντουαρντ μίλησε ξανά.
«Είσαι θερμοκέφαλος σαν εμένα. Η μητέρα σου πάντα το έλεγε αυτό.
Και πεισματάρης».
«Ακόμα ένα χαρακτηριστικό που κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου».
Ο σερ Έντουαρντ γύρισε προς το μέρος του με ένα μουγκρητό. «Μην
κατηγορείς εμένα για τις ατυχίες σου».
«Δεν το κάνω», αντέτεινε ο Ντρου. «Δεν κατηγορώ κανέναν εκτός από
τον εαυτό μου». Γύρισε απ’ την άλλη και αναστέναξε απογοητευμένος.
«Ήμουν ανόητος που ήρθα εδώ απόψε. Κάτι που έσπασε δεν μπορεί να
ξανακολλήσει». Πήγε προς την πόρτα. «Ακόμα μια μέρα, σερ, και ύστερα
δε θα σε βαρύνει άλλο η παρουσία μου».
Βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήλπιζε, αλλά δεν
το περίμενε ν’ ακούσει τον πατέρα του να του φωνάζει να επιστρέψει.
Τ’ αυτιά του άγγιζε μόνο ο ήχος της σιωπής.
Κεφάλαιο 7
Ο Ντρου ένιωσε ανακούφιση όταν το πρώτο φως της αυγής μπήκε στην
κάμαρά του και μπορούσε πλέον να σηκωθεί. Δεν είχε κοιμηθεί καλά· ο
ύπνος του αναστατωνόταν από όνειρα. Αφού έκανε επιφυλακτικά μερικές
δοκιμαστικές κινήσεις με το μπράτσο του, αποφάσισε να αφήσει τον αορ-
τήρα. Ο καινούργιος επίδεσμος που του έβαλε ο Στίντσκομ ήταν πολύ πιο
λεπτός και μπόρεσε εύκολα να φορέσει το σακάκι πάνω από το πουκάμι-
σό του. Ο σκούρος λεκές από το αίμα διακρινόταν ακόμα στο μανίκι του
σακακιού του. Θα έπρεπε να βολευτεί μ’ αυτό μέχρι να φτάσει στο Μπαθ.
Εκεί θα αγόραζε καινούργια ρούχα, πριν επιστρέψει στη Γαλλία.
Κι ύστερα τι; Ο Ντρου στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας το
είδωλό του. Ήταν ανόητος που γύρισε στην Αγγλία, γιατί αυτό τον έκανε
να λαχταρά μια ζωή που δεν μπορούσε να έχει.
«Γιατί όχι;» αναρωτήθηκε δυνατά. «Θα μπορούσα να ζήσω στην Αγγλία
σαν Άντριου Μπάστιον. Να αγοράσω ένα μικρό κτήμα, μακριά από δω.
Στον Βορρά ίσως, όπου δε με γνωρίζει κανείς».
Αυτή η σκέψη ήταν ευχάριστη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Μια τέτοια ζωή
δε θα του επέτρεπε να ησυχάσει. Θα ανησυχούσε διαρκώς μήπως τον α-
ναγνωρίσουν, θα φοβόταν κάθε φορά που θα του χτυπούσαν την πόρτα.
Όχι, θα επέστρεφε στην Ευρώπη. Ίσως όχι στο Παρίσι, όμως υπήρχαν κι
άλλες πόλεις, περιουσίες που θα μπορούσε να κερδίσει, κυρίες που θα
μπορούσε να γοητεύσει.
Ξαφνικά, η ζωή που γνώριζε με τον Χάρι δεν του φαινόταν πια ιδιαίτερα
δελεαστική.
«Μεγάλη ατυχία αυτό, σερ», μονολόγησε θυμωμένα. Έφτιαξε τη δαντέ-
λα στα πέτα και στο γιακά του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Γιατί είναι
η μόνη ζωή που έχεις πλέον».
Μ’ αυτά τα λόγια γύρισε και πήγε προς την πόρτα, αποφασισμένος να
περπατήσει λίγο για να ηρεμήσει.
***
Η Ελίς ξύπνησε από τον ήλιο που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Τεντώθηκε
και έμεινε ακίνητη για λίγο, καθώς αναρωτιόταν γιατί η διάθεσή της ήταν
τόσο άσχημη. Κάτι βάραινε την καρδιά της, ένα σοβαρό πρόβλημα που
σκεφτόταν συνεχώς το προηγούμενο βράδυ. Το φως του πρωινού ήλιου
δεν της πρόσφερε καμία ανακούφιση. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φό-
ρεσε το κίτρινο πρωινό φόρεμα που ανήκε στη μητέρα του Ντρου.
Του Ντρου. Ήταν κι αυτός μέρος του προβλήματος. Το άλλο μέρος ήταν
ο Γουίλιαμ.
Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, αλλά αυτό δε βοήθησε. Φοβόταν ότι το
κεφάλι της θα εκραγεί με όλα αυτά που σκεφτόταν. Στο Σκάρμπορο θα
έκανε μια μεγάλη βόλτα στην ακτή για να καθαρίσει το μυαλό της, όμως
εκεί δεν υπήρχε ακτή. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο παραμελημένος
κήπος ήταν η επόμενη καλύτερη επιλογή. Πήρε το σάλι της και βγήκε έξω.
Το κτήμα του Χάρτκομ ήταν μεγάλο. Είδε τον Τζεντ να δουλεύει στον
κήπο της κουζίνας και γύρισε γρήγορα από την άλλη, πέρα από τους θά-
μνους, σε αυτό που ήταν κάποτε ο ροδόκηπος. Οι τριανταφυλλιές είχαν
μείνει πολλά χρόνια αφρόντιστες και πλέον απλώνονταν παντού. Μόνο το
φαρδύτερο μονοπάτι του ήταν προσβάσιμο και άρχισε να το ακολουθεί,
κρατώντας τη φούστα της μαζεμένη για να αποφεύγει τα αγκάθια. Στρι-
μώχτηκε ανάμεσα σε δύο τεράστιες τριανταφυλλιές για να περάσει και
βρέθηκε στο δυτικό άκρο του κήπου. Μπροστά της βρισκόταν ο ψηλός
μαντρότοιχος και, πίσω του, τα δέντρα του γειτονικού δάσους, που ήταν
πυκνά και ψηλά. Ωστόσο, λίγο πιο πέρα, μπροστά από το εξωτερικό τεί-
χος, βρισκόταν ένα μικρό περίπτερο σε στυλ παλλαδιανού ναού, με μια
σειρά από πτυχωτές κολόνες που στήριζαν το αέτωμα της οροφής του.
Ο πρωινός ήλιος βρισκόταν ήδη αρκετά ψηλά και οι αχτίδες του έλουζαν
το περίπτερο. Ήταν φανερό ότι ο σοβάς του ήταν ραγισμένος και σε κά-
ποια σημεία είχε πέσει, όμως ο χώρος εξέπεμπε μια θλιμμένη κομψότητα
που τραβούσε την Ελίς έτσι όπως ήταν η διάθεσή της. Πλησίασε περισσό-
τερο για να το δει καλύτερα. Ήταν ένα κτίσμα χωρίς ιδιαίτερο βάθος, κλει-
στό από τις τρεις πλευρές και χωρίς διακόσμηση, με εξαίρεση έναν φαρδύ
μαρμάρινο πάγκο στον πίσω τοίχο του. Η Ελίς κάθισε βαριά και κοίταξε
έξω. Σε άλλες, καλύτερες εποχές, η θέα από το περίπτερο θα πρέπει να
ήταν πολύ όμορφη, όμως οι θάμνοι ήταν παραμελημένοι και τα λουλούδια
που κάποτε θα γέμιζαν τα παρτέρια πνίγονταν πλέον από τα αγριόχορτα.
Το θέαμα ήταν πολύ θλιβερό αλλά απίστευτα γαλήνιο, κι έτσι επέτρεψε
στον εαυτό της να σκεφτεί και πάλι όσα την προβλημάτιζαν στη διάρκεια
της νύχτας. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να φέρει στο μυαλό
της τη μορφή του Γουίλιαμ, μα της ήταν αδύνατον. Θυμόταν ότι τον είχε
βρει εξαιρετικά όμορφο με τα κλασικά χαρακτηριστικά του, τις απαλές
καμπύλες των φρυδιών του και τα τρυφερά, καστανά μάτια του, που τότε
σκεφτόταν ότι ήταν τα πιο όμορφα που είχε δει ποτέ. Τώρα όμως η μόνη
μορφή που μπορούσε να φέρει στο νου της ήταν εκείνη του Ντρου. Το λε-
πτό του πρόσωπο με τα ίσια, σκούρα φρύδια, τα διαπεραστικά μάτια του
που είχαν το χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού.
Ήξερε ότι αγαπούσε τον Γουίλιαμ, όμως ο αρραβωνιαστικός της ήταν
πια μια μακρινή, θολή φιγούρα, ενώ ο Ντρου μια ζωντανή, αρρενωπή πα-
ρουσία που, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, την έκανε να τρέμει όταν τον σκε-
φτόταν. Όταν βρισκόταν κοντά του, ήθελε ν’ απλώσει το χέρι της και να
τον αγγίξει, να νιώσει και πάλι το φιλί του, να ξαναζήσει εκείνες τις υπέρο-
χες αισθήσεις που την έκαναν να αισθάνεται τόσο ζωντανή. Τύλιξε τα χέ-
ρια γύρω από τα μπράτσα της.
Άραγε θα με αναστάτωνε το ίδιο και ο Γουίλιαμ αν ήταν εδώ; Στα χρόνια
που πέρασαν από τότε που έχω να τον δω, έγινα γυναίκα.
Έσφιξε πιο πολύ τα χέρια γύρω της και θυμήθηκε τα αυστηρά λόγια του
Ντρου εκείνο το βράδυ που είχε πάει στο χορό των μεταμφιεσμένων.
Μπορεί να ήταν πολύ αθώα για εκείνον, όμως ο Ντρου ήταν ένας άσωτος,
συνηθισμένος να διασκεδάζει με έμπειρες γυναίκες. Ο Γουίλιαμ δε θα ήταν
έτσι. Ένιωσε να την πνίγουν οι αμφιβολίες. Ίσως και να ήταν. Στο κάτω
κάτω, κι εκείνος θα είχε αλλάξει τα τρία τελευταία χρόνια.
Άκουσε βήματα πάνω στα πεσμένα φύλλα και άνοιξε τα μάτια της. Η
καρδιά της σκίρτησε ελαφρώς όταν αντίκρισε μπροστά της τον Ντρου.
«Ω, εγώ...» Για μια στιγμή έχασε τα λόγια της. «Βγήκα να πάρω λίγο κα-
θαρό αέρα. Ελπίζω να μη σε πειράζει».
«Όχι, γιατί να με πειράζει. Κι εγώ έκανα έναν περίπατο στο δάσος». Ο
Ντρου την κοίταξε ερωτηματικά. «Συμβαίνει κάτι;»
«Ο... όχι, όχι ακριβώς».
Ο Ντρου κάθισε στο παγκάκι και το βλέμμα της στάθηκε στο μυώδη μη-
ρό του, που βρισκόταν τόσο κοντά στον δικό της. Τους χώριζαν μόλις με-
ρικά εκατοστά κι ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει.
«Πες μου», είπε ο Ντρου τρυφερά.
Όταν εκείνη δεν απάντησε, της έπιασε το χέρι.
«Ήσουν αρκετά καλή ώστε να με ακούσεις χτες. Το λιγότερο που μπορώ
να κάνω είναι να σε ακούσω κι εγώ, τώρα που δείχνεις τόσο προβληματι-
σμένη». Ένιωσε τα δάχτυλά της να κινούνται νευρικά μέσα στην παλάμη
του και συνέχισε. «Πες μου τι συμβαίνει, Ελίς. Δεν είμαι μόνο κηδεμόνας
σου, είμαι και φίλος σου, το ξέρεις αυτό».
Φίλος; Ναι, η Ελίς το πίστευε. Και ο Ντρου την καταλάβαινε, περισσότε-
ρο από κάθε άλλον που είχε γνωρίσει ποτέ.
«Φοβάμαι», του είπε τελικά. «Έχουμε τόσα χρόνια να βρεθούμε με τον
Γουίλιαμ. Τι θα γίνει αν δεν του αρέσω πια;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να μην του αρέσεις».
«Είπες ότι είμαι ένα παιδί που παίζει γυναικεία παιχνίδια», σχολίασε η Ε-
λίς και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Τι θα γίνει αν ο Γουίλιαμ περιμένει -αν
θέλει- μια γυναίκα; Αν τον απογοητεύσω;» Κοίταξε τον Ντρου στα μάτια.
«Όλα αυτά θα πρέπει να σου φαίνονται πολύ ανόητα».
Εκείνος άγγιξε με το δείκτη του τα χείλη της.
«Καθόλου ανόητα», της είπε με σοβαρό ύφος.
Τα γαλάζια μάτια του είχαν σκοτεινιάσει και ήταν σαν να την καλούσαν.
Με έναν αναστεναγμό, έγειρε πάνω του.
«Ω, Ντρου, πώς θα πρέπει να συμπεριφέρομαι μαζί του;»
«Θα πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, Ελίς. Θα τον μαγέψεις, πίστεψέ με».
Τα λόγια του ήταν τόσο τρυφερά ώστε η Ελίς ανασήκωσε το κεφάλι κι
έγειρε πιο κοντά του. Ένα υπέροχο μούδιασμα απλωνόταν σε όλο της το
κορμί. Ένιωθε τόσο άνετα καθισμένη εκεί με τον Ντρου, αν και τα λόγια
του δεν την είχαν καθησυχάσει απόλυτα.
«Όμως αυτό δεν ισχύει μ’ εσένα», του είπε ψιθυριστά, ανίκανη να τρα-
βήξει το βλέμμα της από τα γοητευτικά του μάτια. «Εσένα δε σε έχω μα-
γέψει».
«Όχι;»
Η Ελίς δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί. Τον κοιτούσε, με τα χείλη μισά-
νοιχτα, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα υγραίνει με τη
γλώσσα της. Είδε τα μάτια του Ντρου να διαστέλλονται και κάτι να λάμπει
στα βάθη τους. Το βλέμμα του την έκανε να νιώσει ξαφνικά την πιο έντονη
ανυπομονησία, την ίδια στιγμή που τα δάχτυλά του της χάιδευαν το μά-
γουλο και τα χείλη του ενώνονταν με τα δικά της.
Η Ελίς έκλεισε τα μάτια της. Το φιλί του ήταν απίστευτα τρυφερό. Καθό-
ταν ακίνητη, με τις αισθήσεις της να αναστατώνονται. Ο Ντρου μετακινή-
θηκε ελαφρά, πέρασε το γερό χέρι του γύρω της και βάθυνε το φιλί του.
Εκείνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό βογκητό. Τύλιξε τα μπρά-
τσα της στο λαιμό του και, ξαφνικά, ανταποκρινόταν στο φιλί του. Όταν η
γλώσσα του ενώθηκε με τη δική της, ένα καυτό κύμα έξαψης την κυρίευ-
σε. Πίεσε το σώμα της πάνω του και δεν αντιστάθηκε όταν ο Ντρου την
ξάπλωσε στο παγκάκι. Ένιωθε το γυμνασμένο, αρρενωπό κορμί του να
πιέζει με το βάρος του το δικό της. Συνέχισε να τη φιλάει, ενώ τα δάχτυλά
του γλιστρούσαν κάτω από τη δαντέλα του γιακά της και χάιδευαν το λαι-
μό της και την απαλή καμπύλη του μπούστου της. Τα στήθη της τεντώθη-
καν στο άγγιγμά του σαν να αποζητούσαν περισσότερα, κι εκείνος τους
έκανε τη χάρη. Τα ελευθέρωσε τρυφερά από τον χαλαρά δεμένο κορσέ
της, χάιδεψε πρώτα τη μία ρώγα της, ύστερα την άλλη, κι-εκείνη σχεδόν
λιποθύμησε από την ηδονή. Όταν τελικά την απελευθέρωσε από το φλο-
γερό φιλί του, η Ελίς έριξε πίσω το κεφάλι και κύρτωσε το κορμί σαν να
του το πρόσφερε. Τα χείλη του ταξίδεψαν στο λαιμό της κι ύστερα φίλη-
σαν τη μία ορθωμένη ρώγα της, ενώ τα δάχτυλά του χάιδευαν την άλλη,
ξυπνώντας της τις πιο υπέροχες αισθήσεις. Από τα χείλη της ξέφυγε μια
μικρή κραυγή, όμως η ηδονή είχε μόλις ξεκινήσει. Τα χείλη του Ντρου ενώ-
θηκαν και πάλι με τα δικά της και ξάπλωσε πλάι της ενώ της ανασήκωνε
τις φούστες. Ένιωσε τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τη γυμνή επιδερμίδα
του ποδιού της, αργά, τρυφερά, κυκλικά, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα,
μέχρι που έφτασαν στην ένωση των μηρών της. Το αίμα σφυροκοπούσε
στις φλέβες της, ένιωθε λες και τα κόκαλά της έλιωναν στο άγγιγμά του.
Ήταν σαν λουλούδι που άνοιγε τα πέταλά του για εκείνον. Ο πόθος φού-
ντωσε ασυγκράτητος μέσα της. Οι μηροί της άνοιξαν σαν να είχαν δική
τους θέληση, η λεκάνη της ανασηκώθηκε καθώς του πρόσφερε την ίδια
της την ψυχή.
Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της όταν τα δάχτυλά του βυθίστηκαν
μέσα της. Ξαφνιάστηκε από το κύμα της ηδονής που προκάλεσε το άγγιγ-
μά του. Το χέρι του Ντρου κάλυπτε την ένωση των μηρών της κι εκείνη
ανασήκωνε τη λεκάνη της, ένιωθε το κορμί της να συγκλονίζεται από
σπασμούς που της στερούσαν ολοκληρωτικά τον έλεγχο. Αφέθηκε στην
αγκαλιά του, με τα μάτια ερμητικά κλειστά, ενώ τα δάχτυλά του συνέχιζαν
να τη χαϊδεύουν, να της χαρίζουν ηδονή. Ήξερε ότι αυτή η αίσθηση σύντο-
μα θα την απογείωνε, κι όταν φοβήθηκε ότι θα λιποθυμούσε από τα χάδια
του, έφτασε επιτέλους στην κορύφωση.
***
Ο Ντρου την κρατούσε σφιχτά, νιώθοντας υπέροχα που την είχε οδηγή-
σει στην κορύφωση. Η Ελίς έγειρε πίσω το κεφάλι της και φώναξε το όνο-
μά του, κρατώντας τον κι αυτή σφιχτά για μια στιγμή έκστασης προτού
καταρρεύσει. Ο πόνος στο αριστερό του μπράτσο του θύμισε ότι ήταν
τραυματισμένος και γέλασε με τον εαυτό του. Ήταν τόσο αποφασισμένος
να χαρίσει στην Ελίς την ηδονή, ώστε το ξέχασε. Ξέχασε τα πάντα όταν ε-
κείνη τον κοίταξε μ’ εκείνα τα σκούρα καστανά, εκφραστικά της μάτια,
σαν να τον προκαλούσε να της δείξει πώς ακριβώς ήταν ο έρωτας. Τρομε-
ρά ερεθισμένος από την αρχή, εκείνος ήταν πολύ έμπειρος εραστής, μα η
Ελίς παρθένα. Γι’ αυτό ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν χαλαρή και έτοιμη για
εκείνον. Το πάθος της φούντωσε το δικό του, αλλά δε θα την πίεζε.
«Ω, Ντρου, δεν ήξερα, δε φανταζόμουν ποτέ...»
Ο Ντρου γέλασε σιγανά και τη φίλησε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τε-
λευταία φορά που μια γυναίκα τον είχε αναστατώσει έτσι. Την κράτησε
πιο σφιχτά, νιώθοντας ξαφνικά να κυριεύεται από τα συναισθήματά του·
όχι μόνο από πόθο, αλλά και από μια έντονη παρόρμηση να αγαπάει και
να προστατεύει την Ελίς για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Την κρατούσε κο-
ντά του, γνωρίζοντας καλά ότι σε μερικές στιγμές θα μπορούσε να την ε-
ρεθίσει και πάλι και ότι αυτή τη φορά θα την έκανε δική του. Και θα την
έκανε σύζυγό του.
Δεν είναι δική σου και ούτε μπορεί να γίνει ποτέ!
Η φωνή μέσα στο μυαλό του ήταν δυνατή και έντονα αποδοκιμαστική,
τόσο που τον ανάγκασε να επιστρέψει απότομα στην πραγματικότητα.
Με ποιο δικαίωμα θα την έκλεβε από τον αρραβωνιαστικό της, όταν δεν
είχε τίποτα να της προσφέρει; Αν την έκανε σύζυγό του, θα την καταδίκα-
ζε να περιφέρεται μαζί του στην Ευρώπη. Ή θα μπορούσε να την εγκατα-
στήσει σε κάποιο σπίτι εκεί στην Αγγλία, όπως είχε κάνει ο Χάρι με τη μη-
τέρα της. Τότε όμως τα παιδιά τους... Μια έντονη λαχτάρα τον κυρίευσε
όταν σκέφτηκε την Ελίς να φέρνει στον κόσμο το παιδί του! Τα παιδιά
τους δε θα είχαν αναμνήσεις από τον πατέρα τους, όπως δεν είχε ούτε ε-
κείνη από τον δικό της. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο απ’ όλα. Ο Χάρι
ήταν τυχοδιώκτης· εκείνον τον βάραινε ένα πολύ χειρότερο αδίκημα. Ή-
ταν στιγματισμένος σαν προδότης και όποια γυναίκα είχε σχέση μαζί του
θα διασυρόταν, θα γινόταν απόβλητη.
Μόνο για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να εγκατασταθεί σέ μια
ήσυχη γωνιά της χώρας και να φτιάξει το σπιτικό του με ψεύτικο όνομα.
Ήταν αρκετά άσχημο που θα έπρεπε να κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον
ώμο του. Δεν μπορούσε να επιβάλει το ίδιο και στην Ελίς. Και στο ελάχιστο
διάστημα που χρειάστηκε για να κάνει αυτές τις σκέψεις, κατάλαβε ότι δε
θα μπορούσε να καταδικάσει την Ελίς σε μια τέτοια ζωή. Έπρεπε να στα-
ματήσει. Άμεσα.
Επιστράτευσε κάθε ικμάδα της θέλησής του και πίεσε τον εαυτό του να
τραβηχτεί μακριά της, ώστε να ξαναβρεί τον έλεγχο του ερεθισμένου του
κορμιού.
«Ντρου;»
Άκουσε την αβεβαιότητα στη φωνή της και μόρφασε όταν τον άγγιξε
στον ώμο. Το μπράτσο του είχε αρχίσει να πονάει. Θα του άξιζε και με το
παραπάνω αν αιμορραγούσε ξανά. Ένας δαίμονας του ψιθύριζε να κάνει
την Ελίς δική του και να αδιαφορήσει για τις συνέπειες. Στο κάτω κάτω,
του πρόσφερε πρόθυμα τον εαυτό της.
Πρόθυμα, ναι, όμως η Ελίς ήταν αθώα. Και ήταν στο χέρι του να την
προστατεύσει από μια ζωή στην οποία θα μετάνιωνε συνεχώς γι’ αυτό που
είχε κάνει.
«Χαίρομαι που σε ικανοποίησα, μαντάμ», της είπε έχοντας την πλάτη
του γυρισμένη προς το μέρος της. «Τώρα έχεις κάποια ιδέα για την ευτυχία
που σε περιμένει στην αγκαλιά του συζύγου σου».
«Δε... δε σε καταλαβαίνω».
«Ανησυχούσες ότι ο Ρέβερσον θα απογοητευόταν από σένα». Ο Ντρου
έκλεισε τα μάτια. Έπρεπε να μιλήσει ψυχρά, λογικά. «Μόλις αποδείξαμε
ότι διαθέτεις αρκετό πάθος ώστε να ικανοποιήσεις κάθε άντρα».
Ο αναστεναγμός της σχεδόν διέλυσε την αποφασιστικότητά του.
«Δε θέλω κανέναν άλλον άντρα, όχι τώρα. Ντρου...»
Ο Ντρου πετάχτηκε όρθιος. Πήγε κι ακούμπησε σε μια κολόνα όσο πιο
αδιάφορα μπορούσε. Δεν τολμούσε να γυρίσει να την κοιτάξει. Όχι ακόμα.
«Μη γίνεσαι κουραστική, Ελίς. Ξέρεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ τί-
ποτε ανάμεσά μας. Εσύ θα παντρευτείς τον Γουίλιαμ Ρέβερσον κι εγώ θα
πρέπει να επιστρέψω στην Ευρώπη».
«Όμως δεν ξέρω αν θέλω να παντρευτώ τον Γουίλιαμ».
«Σκέφτεσαι ότι η οικογένειά του ίσως να μη θέλει να σε αποδεχτεί;» ρώ-
τησε ο Ντρου, παρεξηγώντας επίτηδες τα λεγόμενά της. «Ως κηδεμόνας
σου, θα συζητήσω εκτενώς το θέμα με το λόρδο Γουίτλγουντ και θα κάνω
ό,τι μπορώ ώστε να διασφαλίσω την ευτυχία σου πριν σε παραδώσω στη
φροντίδα του».
«Αυτό είναι;» ρώτησε η Ελίς και ο Ντρου διέκρινε την ελπίδα στον τόνο
της φωνής της. «Πιστεύεις ότι ως κηδεμόνας μου δε θα έπρεπε να ήσουν
εδώ, μαζί μου; Αύριο είναι η γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Μετά δε θα
είσαι πλέον κηδεμόνας μου».
«Ναι, ευτυχώς, για να μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου». Ο Ντρου άφησε
το βλέμμα του να πλανηθεί στον παραμελημένο κήπο, κάνοντας τη σκέψη
ότι έδειχνε τόσο ζοφερός και αφιλόξενος όσο η ζωή που φανταζόταν για
τον εαυτό του. Για μια στιγμή ένιωσε την αποφασιστικότητά του να υπο-
χωρεί και, μαζί, την ανάγκη να εξηγήσει. «Δεν έχω τη δυνατότητα να εγκα-
τασταθώ μόνιμα κάπου. Πρέπει να ταξιδεύω συνεχώς. Δεν είναι μια ζωή
που θα σου ταίριαζε, αγαπητή μου».
«Εννοείς ότι δε θα σε βόλευε να με κάνεις μέρος της».
«Αν προτιμάς να το διατυπώσεις έτσι», συμφώνησε ο Ντρου με ύφος
σαν να βαριόταν.
«Δε σου ζητάω να... να με αγαπήσεις κι εσύ».
Ω, αν είναι δυνατόν, σκέφτηκε ο Ντρου. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα.
Γύρισε, μαζεύοντας το κουράγιο του ώστε να την αντικρίσει.
«Φυσικά και όχι. Εξωφρενικό». Ο Ντρου συνέχισε, δημιουργώντας αδυ-
σώπητα ένα χάσμα ανάμεσά τους, υπερβολικά μεγάλο για να γεφυρωθεί.
«Δεν μπορώ να ξέρω πόσο σύντομα θα βαριόμουν μαζί σου. Υπήρξαν πολ-
λές γυναίκες στη ζωή μου, Ελίς. Φυσικά, ως κόρη του Χάρι είσαι ξεχωριστή,
όμως...»
«Όμως όχι αρκετά ξεχωριστή».
Ω, μακάρι να ήξερε εκείνη!
«Σου το έχω ξαναπεί, αγαπητή μου, δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεσαι
έναν άσωτο».
Η Ελίς τον κοιτούσε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της κι ο Ντρου έ-
στρεψε το βλέμμα του αλλού, ανίκανος να αντέξει τη θλίψη στα μάτια της.
Ήταν σαν να τον επέπληττε, αλλά όχι τόσο όσο επέπληττε ο ίδιος τον ε-
αυτό του που άφησε τα πράγματα να προχωρήσουν τόσο πολύ. Τίναξε τη
σκόνη από το παντελόνι του, ενώ συνέχιζε με προσποιητή αδιαφορία.
«Να χαίρεσαι που σε άφησα παρθένα. Η απόλαυση της αλλαγής αυτής
της κατάστασης είναι κάτι που μπορείς να μοιραστείς με το σύζυγό σου».
Προτού καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του, από τα χείλη της ακού-
στηκε ένας σιγανός λυγμός. Κι ύστερα έφυγε.
Κεφάλαιο 8
Ο Ντρου δεν κινήθηκε μέχρι που τα βήματα της Ελίς έσβησαν στο χαλι-
κόστρωτο μονοπάτι και στον κήπο απλώθηκε και πάλι σιωπή. Ταλαντεύ-
τηκε ελαφρά και ακούμπησε το γερό χέρι του στην κοντινότερη κολόνα
για να στηριχτεί. Το μπράτσο του πονούσε απίστευτα, όμως αυτό δε συ-
γκρινόταν με τον πόνο που ένιωθε μέσα του. Με ένα μουγκρητό, γύρισε
και χτύπησε με τη γροθιά του την κολόνα.
«Ω, Χάρι, γιατί σε άφησα να με πείσεις να κάνω κάτι τέτοιο;»
Του απάντησε η σιωπή. Περίμενε για λίγο ακόμα κι ύστερα άρχισε να
περπατά αργά προς το σπίτι. Την επομένη δε θα ήταν πλέον κηδεμόνας
της Ελίς. Θα τη συνόδευε στο Μπαθ και, αν έκρινε ότι ο υποκόμης ήταν έ-
ντιμος άνθρωπος, θα την άφηνε στη φροντίδα του. Αν όχι, θα νοίκιαζε μια
άμαξα και θα γύριζε την Ελίς στη θεία της στο Σκάρμπορο. Σε κάθε περί-
πτωση, δε θα ξανάβλεπε ποτέ την Ελίς Σάλφορντ.
***
Ο Ντρου, αφού έκανε μια βόλτα στον κήπο για να καθαρίσει το μυαλό
του και να ξαναβρεί σε κάποιο βαθμό την αυτοκυριαρχία του, πήρε το
δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Όταν έφτασε στη βεράντα, άκουσε
κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Γύρισε και είδε τον Τζεντ να προχωρά
βιαστικός προς το μέρος του.
«Αφέντη Άντριου, σας ψάχνει ο σερ Έντουαρντ, σερ. Είναι στο γραφείο
του και είπε να σας στείλω σ’ εκείνον αμέσως μόλις κατάφερνα να σας
βρω».
«Πολύ καλά, Τζεντ, πηγαίνω αμέσως».
Η διάθεση του Ντρου χάλασε ακόμα περισσότερο καθώς διέσχιζε το
σπίτι. Αναρωτιόταν τι μπορεί να συνέβη. Μήπως ο πατέρας του ήθελε πάλι
να του τα ψάλει; Πιθανότατα, αφού τον είχε αναστατώσει το προηγούμε-
νο βράδυ. Ίσιωσε τους ώμους, χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Ο σερ Έ-
ντουαρντ εργαζόταν στο γραφείο του, αλλά σηκώθηκε όταν τον είδε να
μπαίνει. Ήταν συνοφρυωμένος, πράγμα που δεν ήταν καλός οιωνός. Ο
Ντρου ένιωσε τα νεύρα του, που ήταν ήδη τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν.
«Αν έστειλες να με βρουν για να με ρωτήσεις για πόσο ακόμα θα είσαι
αναγκασμένος να υπομένεις την παρουσία μου», είπε κοφτά, «σου το είπα
χτες το βράδυ. Θα φύγουμε το πρωί. Η μις Σάλφορντ ήταν που επέμενε να
μείνουμε ακόμα μία μέρα. Αν ήταν στο χέρι μου, θα είχα ήδη φύγει απ’ το
Χάρτκομ».
«Η μνήμη μου είναι μια χαρά, που να σε πάρει. Γνωρίζω καλά τα σχέδιά
σου. Ήθελα να σε δω». Ο σερ Έντουαρντ έκανε μια παύση, σαν να διάλεγε
τα λόγια του. Πήγε στο τζάκι και έριξε ένα ακόμα κούτσουρο στη φωτιά.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω». Ίσιωσε τους ώμους και γύρισε προς
το μέρος του. «Μη στέκεσαι έτσι και με αγριοκοιτάζεις, νεαρέ, κάθισε. Αλ-
λά, πριν το κάνεις, ίσως θα έπρεπε να βάλεις και για τους δυο μας ένα πο-
τήρι κρασί. Μπορεί να το χρειαστούμε μέχρι να τελειώσω αυτό που έχω να
σου πω».
Ο Ντρου αναρωτήθηκε αν άκουσε καλά αυτά τα τελευταία λόγια που
μουρμούρισε ο πατέρας του, όμως δε μίλησε. Πήγε απλώς στον μπουφέ
όπου βρίσκονταν η καράφα και τα ποτήρια. Γέμισε δύο και επέστρεψε.
«Λοιπόν;»
Έδωσε το ένα ποτήρι στον πατέρα του και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Ο
σερ Έντουαρντ έμεινε για μια στιγμή μισογυρισμένος, σαν να δίσταζε να
επιστρέψει στο γραφείο του. Ύστερα, με έναν αναστεναγμό, κάθισε απέ-
ναντι από τον Ντρου, ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και τον κοίταξε
πάνω από το χείλος του ποτηριού του.
«Μεγάλωσες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα».
Αυτό ήταν τόσο απρόσμενο, ώστε ο Ντρου συγκρατήθηκε να μη γελά-
σει.
«Ήμουν δεκαπέντε όταν έφυγα απ’ το Χάρτκομ. Παιδί. Τώρα είμαι είκοσι
έξι».
«Κι εξίσου θερμοκέφαλος».
Ο Ντρου έβαλε τα δυνατά του να μην εκνευριστεί.
«Πίστεψέ με, σερ, δεν είμαι ο απερίσκεπτος, αθώος νεαρός που έφυγε
από εδώ πριν από δέκα χρόνια. Αυτό είναι κάτι που επίσης σου είπα χτες
το βράδυ. Μετανιώνω οικτρά για ό,τι έκανα».
«Κι εγώ μετανιώνω που δεν ήρθα να σε πάρω πίσω στο σπίτι αμέσως
μόλις άκουσα ότι ο Νέος Μνηστήρας βρισκόταν στη Σκωτία».
Η παραδοχή του πατέρα του ξάφνιασε τον Ντρου και δεν μπορούσε να
σκεφτεί κάτι να πει. Στο γραφείο απλώθηκε σιωπή.
«Ήταν τρέλα να συνδέσεις την τύχη σου με την τύχη του Στιούαρτ», είπε
τελικά ο σερ Έντουαρντ.
«Δεν τον ακολούθησα στο Παρίσι. Σου έγραψα για να σου το πω...»
«Έκαψα τα γράμματά σου», τον διέκοψε ο σερ Έντουαρντ. «Δεν τα διά-
βασα ποτέ. Έδωσα εντολή το όνομά σου να μην αναφερθεί ποτέ ξανά σ’
αυτό το σπίτι. Δεν ήσουν πλέον γιος μου. Σε έβγαλα από τη διαθήκη μου».
«Τότε, τιμωρήθηκα και με το παραπάνω για την ανοησία μου».
Ο σερ Έντουαρντ συνέχισε σαν ο Ντρου να μην είχε μιλήσει.
«Υπάρχουν όμως τα κτήματα της οικογένειας και δεν είχα τη δυνατότη-
τα να σε αποκληρώσω από αυτά. Τώρα που πέθανε ο Σάιμον, εσύ θα κλη-
ρονομήσεις το Χάρτκομ».
«Χα! Δε μου ακούγεται και πολύ καλό, αφού δεν μπορώ να επιστρέψω
στην Αγγλία με το όνομά μου».
«Αυτό δεν ισχύει».
«Φυσικά και ισχύει», απάντησε ο Ντρου με πικρία. «Ξέχασες ότι είμαι
προδότης και επικηρυγμένος;»
«Δεν ξέχασα τίποτα!» Ο σερ Έντουαρντ σηκώθηκε και πήγε στον μπου-
φέ. Πήρε την καράφα, πλησίασε τον Ντρου, του ξαναγέμισε το ποτήρι κι
ύστερα γέμισε και το δικό του.
«Η μητέρα σου δε σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί», είπε. Κάθισε ξανά και
κράτησε το ποτήρι ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το βλέμμα καρφωμένο
στο βαθυκόκκινο περιεχόμενό του. «Ήταν η μόνη φορά που με παράκου-
σε. Μέχρι που πέθανε, έγραφε σε όποιον είχε επιρροή, εξαγόραζε χάρες,
παρακαλούσε όποιον θεωρούσε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει».
«Νόμιζα ότι ήταν σοβαρά άρρωστη».
«Όχι τότε1. Ήσουν γιος της και ήταν αποφασισμένη να μη σε εγκαταλεί-
ψει». Ο σερ Έντουαρντ κοίταξε τον Ντρου κι έπειτα απέστρεψε και πάλι
το βλέμμα του. «Δεν το είχαμε πει ποτέ σ’ εσένα ή στον Σάιμον, όμως η
μητέρα σου είχε αδύναμη καρδιά. Τα νέα απ’ τη Σκωτία τη συγκλόνισαν,
φυσικά, αλλά όχι τόσο άσχημα όσο σου είπα τότε. Ήμουν πολύ θυμωμέ-
νος όταν σου έγραφα. Ήθελα να υποφέρεις, να πιστέψεις ότι κατέρρευσε
εξαιτίας σου, αλλά δεν ήταν έτσι. Ήταν τόσο αποφασισμένη να σου εξα-
σφαλίσει χάρη, ώστε δεν επέτρεπε στον εαυτό της να λυγίσει, τουλάχι-
στον για πολύ καιρό. Πάλεψε σκληρά για σένα, όμως αυτό της κόστισε.
Όταν έφτασε η ειδοποίηση ότι σου δόθηκε χάρη, η μητέρα σου ήταν ετοι-
μοθάνατη. Της τη διάβασα και, μέχρι να βραδιάσει, πέθανε».
Ο Ντρου πάγωσε.
«Γιατί δεν έμαθα ποτέ γι’ αυτή τη χάρη;»
«Την αγαπούσα, αλλά εκείνη νοιαζόταν μόνο για σένα».
«Κι έτσι δε μου το είπες».
Ο ηλικιωμένος άντρας έσκυψε το κεφάλι. Ο Ντρου τον κοιτούσε. Ήταν
τόσο πολλά τα συναισθήματα που φούντωναν μέσα του, ώστε του ήταν
αδύνατον να βρει κάποια λογική.
«Δε μου το είπες», επανέλαβε με φωνή θανάσιμα σιγανή. «Μου δόθηκε
χάρη τέσσερα χρόνια πριν κι εσύ δε μου το είπες. Θα μπορούσα να είχα ε-
πιστρέψει στην Αγγλία, να συνέχιζα τη ζωή μου. Και με άφησες να πιστεύω
ότι εγώ ευθυνόμουν για το θάνατο της μητέρας μου».
«Εσύ ευθυνόσουν. Έδωσε αγώνα για τέσσερα χρόνια, θέλοντας μόνο να
μάθει ότι ήσουν ασφαλής. Κι ύστερα, έχασε κάθε επιθυμία να ζήσει».
Ο Ντρου συνοφρυώθηκε. «Μα η κυρία Πάρφιτ, ο Τζεντ πιστεύουν ακόμα
ότι κινδυνεύω».
«Δεν το είπα σε κανέναν. Όταν ήρθε η ειδοποίηση, μίλησα στη μητέρα
σου αλλά σε κανέναν άλλον. Το νέο την έκανε τόσο ευτυχισμένη». Η έκ-
φραση του σερ Έντουαρντ γέμισε πόνο. «Πόσο σε ζήλεψα».
Ο Ντρου τον κοίταξε.
«Ζήλεψες; Εμένα;»
Ο πατέρας του έθαψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.
«Ναι! Ω, η μητέρα σου με αγαπούσε -και τον Σάιμον, φυσικά-, όμως αφο-
σιώθηκε τόσο στην προσπάθεια να σου εξασφαλίσει χάρη». Ο σερ Έντου-
αρντ χαμήλωσε τους ώμους και αναστέναξε βαθιά. «Ίσως δεν έπρεπε να
κατηγορήσω εσένα γι’ αυτό. Πολύ πιθανόν να ήταν ο αγώνας της για σένα
που την κράτησε κοντά μου για τόσο καιρό».
«Είμαι βέβαιος ότι θα έκανε το ίδιο για οποιονδήποτε από μας», είπε αρ-
γόσυρτα ο Ντρου, ενώ σκεφτόταν όλα όσα είχε μάθει. «Μα γιατί δεν ά-
κουσα τίποτα για όλα αυτά; Θα πρέπει να έγινε κάποια ανακοίνωση».
«Ίσως στο Λονδίνο, όμως εγώ δεν έκανα καμιά προσπάθεια να μαθευτεί
ότι σου δόθηκε χάρη. Δε δημοσίευσα καμία ανακοίνωση στην τοπική εφη-
μερίδα, δεν προσέλαβα κανέναν κήρυκα, δεν ανάρτησα καμία ανακοίνωση
στην πλατεία του χωριού. Το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν ο θά-
νατος της γυναίκας μου».
«Όμως σίγουρα ο Τζένκινς, ο δικηγόρος μου, θα πρέπει να...»
«Ναι, το ήξερε, αλλά του απαγόρευσα να σου γράψει. Έχει οδηγίες να
μην επικοινωνήσει μαζί σου παρά μόνο αφού πεθάνω».
Ο Ντρου έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. «Θα πρέπει να με μισείς πάρα
πολύ», είπε τελικά.
Ο σερ Έντουαρντ σήκωσε το κεφάλι και, για πρώτη φορά, ο Ντρου είδε
τη θλίψη στο βλέμμα του.
«Εκείνη την εποχή, ναι. Σε κατηγορούσα που μου τη στέρησες».
«Το ξέρω. Μου το έγραψες». Ο Ντρου κράτησε την ανάσα του. «Και τώ-
ρα;»
«Τώρα; Δεν ξέρω. Είσαι ο κληρονόμος του Χάρτκομ ή, τουλάχιστον, ό,τι
έχει απομείνει απ’ αυτό».
Στο γραφείο απλώθηκε σιωπή. Ο σερ Έντουαρντ ανακάθισε και πέρασε
τα δάχτυλα μέσα απ’ τα λευκά μαλλιά του. Σηκώθηκε αργά, γύρισε και
κοίταξε τον Ντρου.
«Αν δεν είναι πολύ αργά», είπε, «θέλω να σου πω ότι λυπάμαι που σου
έκρυψα την αλήθεια και να σε ρωτήσω αν μπορείς να με συγχωρήσεις».
Ο Ντρου σηκώθηκε. Όταν είχε φύγει από το Χάρτκομ, δέκα χρόνια πριν,
ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τον πατέρα του. Τώρα είχαν το ίδιο ύψος
και τον κοιτούσε στα μάτια. Τα μάτια του πατέρα του ήταν γαλανά, όπως
τα δικά του, αλλά ξέθωρα λόγω ηλικίας. Δεν είδε θυμό σ’ αυτά, μόνο πόνο,
θλίψη και αγωνία. Και, κάτω απ’ όλα αυτά, μοναξιά.
Η δική του πικρία χάθηκε μεμιάς.
«Εσύ μπορείς να με συγχωρήσεις, πατέρα, που δημιούργησα τόσα προ-
βλήματα στην οικογένεια; Αν ναι, θα ήθελα να γυρίσω στο σπίτι. Θα ήθελα
να σε βοηθήσω να ξαναφτιάξεις το Χάρτκομ».
Τα μάτια του σερ Έντουαρντ βούρκωσαν. Άπλωσε το χέρι του. «Γύρισε
σπίτι. Καλώς ήλθες, αγόρι μου».
Έσφιξαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν. Ο Ντρου ένιωσε έναν κόμπο να
του κλείνει το λαιμό. Το σπίτι του. Μπορούσε να επιστρέψει στο Χάρτκομ
ως ο κληρονόμος του, να επενδύσει την περιουσία που είχε φτιάξει στο
κτήμα, και ίσως να αγόραζε και πάλι μερικά από τα εδάφη που είχαν χά-
σει.
«Θα χρειαστεί να δεις τους λογαριασμούς», είπε ο σερ Έντουαρντ σαν να
είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Θα πρέπει να καθίσουμε μαζί και να συζη-
τήσουμε τι πρέπει να γίνει».
«Φυσικά. Θα το κάνουμε αμέσως μόλις επιστρέψω απ’ το Μπαθ».
«Α, ναι. Η μις Σάλφορντ πρέπει να παραδοθεί στον αρραβωνιαστικό
της».
Έπρεπε άραγε να γίνει αυτό; Ο Ντρου θυμήθηκε με πόσο πάθος αφέθη-
κε η Ελίς στο φιλί του, πόσο σωστό του φάνηκε να την κρατάει στην α-
γκαλιά του. Την πλήγωσε, την έδιωξε, όμως της είχε εξηγήσει ότι προσπα-
θούσε να την προστατεύσει...
«Υπέροχη λαίδη η μις Σάλφορντ». Ο σερ Έντουαρντ ξαναγέμιζε τα πο-
τήρια τους. «Μου τα έψαλε που σε αποκλήρωσα, μου έδειξε τι έχανα εξαι-
τίας της καταραμένης περηφάνιας μου».
Ο Ντρου σήκωσε το βλέμμα του. «Άρα λοιπόν ξέρει;»
«Ότι πήρες χάρη; Όχι, αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι δεν έπρεπε
να χάσουμε ο ένας τον άλλον». Ο σερ Έντουαρντ χαμογέλασε. «Της οφεί-
λουμε πολλά».
Ο Ντρου ένευσε. Στο μυαλό του γεννιόταν ένα σχέδιο. Ίσως να μην ήταν
πολύ αργά. Θα έπρεπε να πάνε στο Μπαθ, φυσικά, αλλά τώρα μπορούσε
να της πει ότι υπήρχε μια εναλλακτική λύση αν, τελικά, διαπίστωνε ότι δεν
αγαπούσε τον Γουίλιαμ Ρέβερσον.
***
Ο Ντρου τελείωσε το κρασί του, αποχαιρέτησε τον πατέρα του και πήγε
να βρει την Ελίς. Πήγε πρώτα στην κάμαρά της, όμως δεν πήρε απάντηση
όταν χτύπησε την πόρτα. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Ήταν άραγε πιθα-
νόν η Ελίς να βρισκόταν ακόμα έξω, να τριγυρνούσε στον κήπο βυθισμένη
στην απογοήτευση; Τι κάθαρμα που ήταν να την πληγώσει τόσο, έστω κι
αν θεωρούσε ότι ήταν σωστό να την προστατεύσει, να γίνει απρόσιτος γι’
αυτήν. Θα έπρεπε να τη βρει, και γρήγορα μάλιστα, για να διορθώσει τη
ζημιά. Αν μπορούσε!
Είδε τον Τζεντ να επιστρέφει από τον κήπο και τον ρώτησε αν είχε δει
τη μις Σάλφορντ.
«Όχι, αφέντη Ντρου, θα πρέπει να είναι στην κουζίνα με την κυρία Πάρ-
φιτ».
Ο Ντρου πήγε στην κουζίνα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και στο διάδρομο
ακούγονταν φωνές. Και γέλια. Σταμάτησε και κρύφτηκε στις σκιές. Σίγου-
ρα αυτή που γελούσε ήταν η Ελίς. Το γέλιο της ήταν χαρούμενο, σαν να
μην είχε καμία έγνοια στον κόσμο.
***
Η Ελίς, μετά τη συνάντηση με τον Ντρου στο περίπτερο, ήταν μπερδε-
μένη, απογοητευμένη. Έφυγε μακριά του, με δάκρυα να κυλούν στο πρό-
σωπό της. Ο κήπος ήταν τόσο αφρόντιστος, ζούγκλα παντού, και δεν είχε
ιδέα πού πήγαινε, απλώς ακολουθούσε ένα μονοπάτι που ήταν ακόμα
προσβάσιμο. Τελικά βρέθηκε σε έναν μικρό, περιτοιχισμένο κήπο, που
μπορεί κάποτε να ήταν γεμάτος λουλούδια. Τώρα ήταν κατάφυτος από
αγριόχορτα, όμως πήγε και κάθισε βαριά σε ένα ξύλινο παγκάκι σε μια γω-
νιά, για να ξεπεράσει την απογοήτευσή της.
Ο Ντρου της ξυπνούσε τόσο υπέροχα συναισθήματα, ζωντάνευε το
κορμί της. Έφτασε πολύ κοντά στο να του πει σ’ αγαπώ ενώ τη φιλούσε
και τη χάιδευε. Μέχρι που της ήταν αδύνατον να πει οτιδήποτε άλλο, κα-
θώς τα κύματα ηδονής της έκοβαν την ανάσα. Έπειτα ήταν σοκαρισμένη,
εξαντλημένη και κάπως τρομαγμένη από την εμπειρία.
Τότε ο Ντρου κατέστρεψε αυτή την πρωτόγνωρη ευτυχία της με ένα και
μόνο χτύπημα.
Δεν την είχε φιλήσει από αγάπη, αλλά από πόθο. Της το είπε. Ήταν τόσο
έμπειρος, ώστε εκείνη δεν κατάλαβε τη διαφορά και ανταποκρίθηκε, πα-
ραδόθηκε ολοκληρωτικά, ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει την καρ-
διά και το κορμί της, αλλά όπως φαινόταν εκείνος δεν ήθελε τίποτα απ’ τα
δύο. Και περίμενε από εκείνη να τον ευχαριστήσει επειδή τη σκέφτηκε και
την άφησε παρθένα.
Έψαξε για το μαντίλι της και σκούπισε τα μάτια της. Ώστε λοιπόν έτσι
νιώθει μια γυναίκα όταν την αποπλανεί ένας άσωτος. Ω, ίσως να μην της
στέρησε εντελώς την αρετή της, όμως κατέστρεψε πλήρως την ευτυχία
της. Πώς θα μπορούσε να δοθεί σε οποιονδήποτε άλλον άντρα;
«Ω, μη γίνεσαι τόσο αδύναμη». Φύσηξε τη μύτη της αποφασιστικά. «Έ-
χεις ακόμα τον Γουίλιαμ και, σίγουρα, θα είναι καλό που πηγαίνεις κοντά
του λίγο μεγαλύτερη και λίγο πιο ώριμη».
Θυμόταν τον Ντρου να την αγκαλιάζει σφιχτά, τα χείλη του να ενώνο-
νται με τα δικά της, κι ο πόθος φούντωσε και πάλι ασυγκράτητος μέσα
της. Πώς θα μπορούσε ν’ αντέξει τώρα το άγγιγμα οποιουδήποτε άλλου
άντρα;
Έδιωξε θυμωμένα αυτή τη σκέψη και επιστράτευσε την περηφάνια της.
Δεν ήταν καμιά καλομαθημένη δεσποσύνη που θα βυθιζόταν στην από-
γνωση. Ο πατέρας της ήταν ένας τυχοδιώκτης που, ενώ την αγαπούσε, την
άφησε και έφυγε για να ζήσει τη ζωή του. Προσπάθησε να θυμηθεί αυτό
που είχε πει ο Ντρου για τον πατέρα της. Ότι γελούσε όταν αντιμετώπιζε
δυσκολίες. Λοιπόν, το ίδιο θα έκανε κι εκείνη. Ίσως να μη γελούσε, όμως
δε θα έκλαιγε άλλο.
«Πρέπει να συνέλθεις, Ελίς Σάλφορντ». Σηκώθηκε, έστρωσε τη βαριά
φούστα της κι έφτιαξε τη δαντέλα στους ώμους της. «Δεν είσαι η πρώτη
που ξελογιάζεται από έναν άσωτο και δε θα είσαι η τελευταία».
Γύρισε στο σπίτι και μπήκε από την πόρτα του κήπου. Καθώς περνούσε
από την κουζίνα, κοντοστάθηκε και κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα. Η κυ-
ρία Πάρφιτ καθόταν στο τραπέζι, που ήταν γεμάτο λαχανικά.
«Ω, σε παρακαλώ, μη σηκώνεσαι», είπε βιαστικά, όταν την είδε η οικο-
νόμος. «Μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν έχω φάει ακόμα πρωινό και...»
«Δεν πρέπει να μείνετε νηστική! Αν πάτε στη μικρή τραπεζαρία, αγαπη-
τή μου, θα σας ετοιμάσω κάτι και θα σας το φέρω».
«Ω, όχι, θα προτιμούσα να μην καθίσω στην τραπεζαρία του πρωινού».
Η Ελίς σκούπισε ένα δάκρυ. «Είμαι κάπως στεναχωρημένη και θα προτι-
μούσα να μη δω τον σερ Έντουαρντ...»
«Ω, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, μις. Έφαγε το πρωινό του πριν μια
ώρα και πήγε στο γραφείο του. Έστειλε τον Τζεντ να βρει τον αφέντη Ά-
ντριου, έτσι δε χρειάζεται ν’ ανησυχείτε ότι θα συναντήσετε κάποιον».
«Θέλω μόνο λίγο τσάι και ίσως λίγο ψωμί με βούτυρο». Η Ελίς μπήκε
στην κουζίνα. «Σε παρακαλώ, μη σταματήσεις τη δουλειά σου για χάρη
μου. Αν μου πεις πού θα βρω τα απαραίτητα, θα ετοιμάσω εγώ το πρωινό
μου. Για να είμαι ειλικρινής, θα το προτιμούσα και...» πρόσθεσε, καθώς δεν
είχε καμιά επιθυμία να διακινδυνεύσει να πέσει πάνω στον Ντρου ή στον
σερ Έντουαρντ εκείνη τη στιγμή «...θα μου άρεσε πολύ να καθίσω εδώ,
μαζί σου, αν μπορώ».
«Αν αυτό θέλετε, ευχαρίστως. Θα με χαροποιήσει η συντροφιά σας». Η
κυρία Πάρφιτ της χαμογέλασε πλατιά.
Η Ελίς, ακολουθώντας τις οδηγίες της οικονόμου, έβαλε τη χύτρα στα
κάρβουνα, έφερε την ασημένια τσαγιέρα και το κουτί με το τσάι στο τρα-
πέζι ώστε η κυρία Πάρφιτ να το ανοίξει με ένα από τα κλειδιά που κρέμο-
νταν στην αλυσίδα που είχε περασμένη στη μέση της.
«Θα πιείς κι εσύ ένα τσάι μαζί μου, κυρία Πάρφιτ;»
«Σας ευχαριστώ πολύ, μις Σάλφορντ, θα ήταν χαρά μου, φτάνει να μη
σας πειράζει να συνεχίσω στο μεταξύ να ετοιμάζω τα λαχανικά. Θα είναι
όπως τον παλιό καιρό, μις, όταν ζούσε η κυρία και πίναμε συχνά τσάι μαζί.
Όχι εδώ, φυσικά, αλλά στο προσωπικό της καθιστικό. Τότε είχαμε πολύ
προσωπικό και με καλούσε να πιώ μαζί της τσάι και να συζητήσουμε για
το μενού, τα λουλούδια και τα υπόλοιπα καθημερινά μικροπράγματα που
απαιτεί η φροντίδα ενός σπιτιού. Όλα άλλαξαν όταν αποβιβάστηκε ο
Στιούαρτ στη Σκωτία. Η καρδιά της κυρίας ράγισε όταν ο αφέντης Άντριου
αναγκάστηκε να το σκάσει από τη χώρα. Μετά απ’ αυτό, άφησε τη διεύ-
θυνση του σπιτιού σ’ εμένα. Ήταν πολύ απασχολημένη με άλλα πράγμα-
τα».
«Νόμιζα ότι ήταν άρρωστη όταν ο κύριος Κάσλμεϊν έφυγε απ’ την Αγ-
γλία».
«Όχι, μις, όχι ακόμα. Φυσικά, έμεινε μερικές μέρες στο κρεβάτι, αλλά έ-
πειτα περνούσε τις μέρες της βοηθώντας τον σερ Έντουαρντ. Βλέπετε, εί-
χαν χάσει κάποια από τα κτήματα και αναγκάστηκαν να πουλήσουν άλλα,
ώστε να πληρώσουν τα πρόστιμα. Ήταν μαύρες μέρες, όμως η κυρία δεν
το έβαλε ποτέ κάτω. Βέβαια, χρειάστηκε να κάνουμε περικοπές, αλλά τα
καταφέραμε, και η λαίδη μου έγραφε συνεχώς γράμματα, ελπίζοντας πά-
ντα ότι θα κατάφερνε να φέρει τον αφέντη Άντριου στο σπίτι. Όμως αυτό
δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ύστερα αρρώστησε πολύ και, όταν πέθανε, ο
σερ Έντουαρντ και ο αφέντης Σάιμον με άφησαν ευχαρίστως να διευθύνω
το σπίτι όπως ήθελα εγώ. Πράγμα που έκανα, όχι και τόσο άσχημα, έστω
κι αν το λέω μόνο εγώ».
«Σίγουρα όμως θα είχες περισσότερη βοήθεια τότε».
«Ναι. Μόνο όταν πέθανε ο αφέντης Σάιμον ο σερ Έντουαρντ κλείστηκε
στον εαυτό του. Έδιωξε όλο το προσωπικό, εκτός από τον Τζεντ, τον Στί-
ντσκομ και μένα. Νομίζω ότι θα έδιωχνε και μας αν μπορούσε, αλλά, όπως
του είπα τότε, “Πού θα μπορούσαμε να πάμε στην ηλικία μας;” Κι έτσι μας
άφησε να μείνουμε». Η κυρία Πάρφιτ έκανε μια παύση όταν η Ελίς πήγε να
φέρει το ψωμί. «Μπορεί ο σερ Έντουαρντ να γκρινιάζει, όμως τα πηγαί-
νουμε όλοι αρκετά καλά μεταξύ μας πλέον».
Η Ελίς ετοίμασε το τσάι και γέμισε δύο φλιτζάνια. Ακούμπησε το ένα δί-
πλα στην κυρία Πάρφιτ κι ύστερα πήρε το άλλο και μια φέτα ψωμί με βού-
τυρο και πήγε στην απέναντι άκρη του τραπεζιού, όπου θα μπορούσε να
καθίσει και να μιλάει μαζί της χωρίς να την εμποδίζει.
Ήπιε μια γουλιά. Η κουζίνα ήταν ζεστή και η κυρία Πάρφιτ είχε μια τόσο
μητρική παρουσία, ώστε η Ελίς άρχισε να χαλαρώνει και η θλίψη να υπο-
χωρεί από την καρδιά της.
«Χωρίς αμφιβολία θα έχετε ενθουσιαστεί στη σκέψη ότι θα ξαναδείτε
τον αρραβωνιαστικό σας», είπε η οικονόμος ενώ την παρακολουθούσε να
κόβει το ψωμί της σε κομμάτια μέσα στο πιάτο της.
«Ναι».
Η Ελίς δε θα έλεγε ακριβώς ότι ήταν ενθουσιασμένη, όμως δεν ήθελε να
το σκέφτεται εκείνη τη στιγμή.
«Είναι γιος υποκόμη, σωστά;» ρώτησε η κυρία Πάρφιτ, που συνέχιζε να
καθαρίζει τα λαχανικά με την επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει έπειτα από
τόσα χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά. «Αν δε σας πειράζει που ρωτάω».
Η Ελίς συνειδητοποίησε ότι η οικονόμος δε ρωτούσε από κακεντρεχή
περιέργεια. Η καλοσυνάτη γυναίκα προσπαθούσε να της φτιάξει το κέφι,
κάνοντάς τη να σκεφτεί πιο χαρούμενα πράγματα. Χωρίς να αντιληφθεί
πώς ακριβώς συνέβη αυτό, έπιασε τον εαυτό της να λέει στην κυρία Πάρ-
φιτ τα πάντα για τον αρραβώνα της με τον Γουίλιαμ.
«Θα πρέπει να με αγαπάει πάρα πολύ, δε νομίζεις;» ρώτησε όταν τελεί-
ωσε. «Σίγουρα δε θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να πείσει τον πατέρα του να με
δεχτεί ως σύζυγό του. Στο κάτω κάτω, όταν κανονίστηκε ο αρραβώνας
δεν είχα καθόλου χρήματα και, παρόλο που η καταγωγή μου είναι αξιο-
πρεπής, είμαι βέβαιη ότι ο υποκόμης θα προτιμούσε να παντρέψει το γιο
του με κάποια κοπέλα από πιο σπουδαία οικογένεια».
Σκέφτηκε πάλι την επίθεση στην άμαξά τους. Θα έφτανε άραγε σε αυτό
το σημείο ένας αξιοσέβαστος ευγενής για να αποτρέψει έναν γάμο; Αυτή η
σκέψη δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα όσο θεωρούσε τον Ντρου φίλο της.
Τώρα, έχοντας αντιληφθεί από πρώτο χέρι πόσο άσωτος ήταν, ένιωθε πο-
λύ πιο ευάλωτη.
«Ο νεαρός θα πρέπει να είναι τρελά ερωτευμένος», είπε η κυρία Πάρφιτ
με την καλοσυνάτη φωνή της. «Είπατε όμως ότι έχετε χρόνια να τον δεί-
τε;»
«Φοβάμαι ότι γι’ αυτό ευθύνεται ο πατέρας του». Η Ελίς έκανε μια παύ-
ση. «Ίσως ο υποκόμης προτιμάει να μην παντρευτούμε, αλλά αν ο Γουί-
λιαμ εξακολουθεί να το θέλει θα πρέπει να το κάνουμε, δε συμφωνείς;»
Τα τελευταία λαχανικά μπήκαν σε ένα μεγάλο τηγάνι και η οικονόμος
άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι.
«Φυσικά, αν αγαπιέστε». Η κυρία Πάρφιτ σκούπισε τα μάτια με την άκρη
της ποδιάς της. «Ω, τι ρομαντικά που ακούγονται όλα αυτά. Ορκίζομαι πως
όταν εμφανιστήκατε εδώ τις προάλλες με τον αφέντη Άντριου σκέφτηκα
ότι οι δυο σας θα γινόσασταν υπέροχο ζευγάρι, όμως...»
«Ω, αν είναι δυνατόν, όχι».
Η Ελίς πίεσε τον εαυτό της να γελάσει στο άκουσμα αυτής της ανόητης
ιδέας. Η νευρικότητά της σε συνδυασμό με τη δυστυχία της έγιναν αιτία να
γελάσει πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευε.
Ορίστε, είσαι στ’ αλήθεια κόρη τον πατέρα σου. Μπορείς να γελάς μπροστά
στις δυσκολίες.
«Ο κύριος Κάσλμεϊν είναι απλώς κηδεμόνας μου. Ο πατέρας μου κανόνι-
σε το γάμο μου χρόνια πριν και είναι ο ιδανικός γάμος για μένα». Η Ελίς έ-
κανε μια παύση κι ύστερα συνέχισε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό
της. «Νομίζω ότι οι όροι του γαμήλιου συμφωνητικού είναι πολύ γενναιό-
δωροι».
Και θα είναι καλύτερα να έχω έναν σύζυγο που να με αγαπάει παρά κά-
ποιον που δε θα μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη μου.
Η Ελίς κοίταξε το φλιτζάνι της. Ο Ντρου της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν την
αγαπούσε, όμως εκείνη δε θα δυσανασχετούσε. Όχι φανερά, τουλάχιστον.
Κανείς δε έπρεπε να μάθει ότι της είχε κλέψει την καρδιά ένας άσωτος. Το
πρωί θα έφευγε από το Χάρτκομ με το κεφάλι ψηλά.
«Βλέπεις λοιπόν, κυρία Πάρφιτ, ανυπομονώ να φτάσω αύριο στο Μπαθ
και να δω τον αγαπημένο μου Γουίλιαμ», είπε χαρούμενα. «Σκοπεύω να γί-
νω η καλύτερη, η πιο τρυφερή σύζυγος που υπήρξε ποτέ».
***
Τα λόγια της έφτασαν στ’ αυτιά του Ντρου, που κρυβόταν στις σκιές του
διαδρόμου. Το γεγονός ότι η Ελίς μπορούσε να μιλάει τόσο χαρούμενα, να
γελάει έτσι, μαρτυρούσε προφανώς ότι τα φιλιά του δεν ήταν τόσο σημα-
ντικά για εκείνη όσο είχε υποθέσει. Και γιατί να ήταν; Την πρώτη φορά
που την είδε, φλέρταρε αδιάντροπα. Έμοιαζε τόσο στον πατέρα της. Αγα-
πούσε εύκολα, αλλά ξεχνούσε εξίσου εύκολα. Έσφιξε τις γροθιές του, ενώ
προσπαθούσε να συγκρατήσει την πικρία και την απογοήτευσή του.
Ακούμπησε στον τοίχο. Ξαφνικά, ένιωθε κουρασμένος και αποκαρδιω-
μένος. Κοίταξε γύρω του το σκοτεινό διάδρομο, πρόσεξε τα σημάδια της
παραμέλησης, τους ραγισμένους σοβάδες στο ταβάνι, τις φθαρμένες πλά-
κες του δαπέδου. Θα έπρεπε να χαιρόταν που η Ελίς έπαιρνε την κατά-
σταση τόσο καλά. Στο κάτω κάτω, τι θα μπορούσε να της προσφέρει εκεί-
νος; Παρότι ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσει τη ζωή του και ήταν ο κλη-
ρονόμος του Χάρτκομ, το σπίτι και το κτήμα ήταν σε τόσο άσχημη κατά-
σταση που θα χρειάζονταν όλα τα χρήματά του και πολλά χρόνια για να
διορθωθούν. Η ζωή που μπορούσε να της προσφέρει δεν ήταν δυνατόν να
συγκριθεί με τη ζωή που θα είχε ως νύφη ενός υποκόμη.
Ωστόσο του ήταν αδύνατον να ξεχάσει τον πόνο που είδε στην έκφρασή
της όταν έφυγε από το περίπτερο. Ίσως να είχε αγγίξει την καρδιά της και
να προσπαθούσε να φανεί γενναία. Αν ήταν έτσι, με ποιο δικαίωμα θα έ-
φερνε και πάλι τα πάνω κάτω στον κόσμο της; Και επιπλέον, ακόμα κι αν
η Ελίς μπορούσε να συγχωρήσει την ανόητη συμπεριφορά του, ακόμα κι
αν κατάφερνε να την πείσει ότι ήταν ειλικρινής, ποιο θα μπορούσε να ή-
ταν το αποτέλεσμα αν αποφάσιζε να ενώσει την τύχη της μαζί του; Χρόνια
σκληρής δουλειάς ώστε να μπει το Χάρτκομ σε τάξη. Θυμήθηκε κάτι που
του είχε πει κάποτε ο Χάρι. «Τίποτα δεν καταστρέφει την αγάπη όσο οι
δυσκολίες της καθημερινότητας. Οι γυναίκες λατρεύουν το ρομαντισμό,
αγόρι μου, όχι την πραγματική ζωή».
Επέστρεψε αργά στο γραφείο. Ο πατέρας του ήταν ακόμα εκεί, έγραφε,
όμως υπήρχε κάτι διαφορετικό στη στάση του. Καθόταν λίγο πιο στητός,
είχε έναν αέρα αποφασιστικότητας και, όταν σήκωσε το βλέμμα του, οι
σκιές χάθηκαν από το βλέμμα του. Μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω
του.
«Έχεις πει σε κανέναν για τη χάρη;»
«Όχι ακόμα, όμως γράφω τώρα στον Τζένκινς».
«Θα προτιμούσα να μην κάναμε καμία ανακοίνωση μέχρι να επιστρέψω
από το Μπαθ».
Ο σερ Έντουαρντ άφησε την πένα του.
«Θα περίμενα να θέλεις να το μάθουν όλοι το συντομότερο δυνατόν. Ει-
δικά η μις Σάλφορντ, αφού γνωρίζει ήδη την αληθινή σου ταυτότητα».
Ο Ντρου αδυνατούσε να κοιτάξει στα μάτια τον πατέρα του, που τον
παρατηρούσε απορημένος. Έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο και
άρχισε να παρακολουθεί τα γκρίζα σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό.
«Δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτήν. Αύριο ενηλικιώνεται. Δε θα είναι πλέ-
ον δική μου ευθύνη».
«Και είσαι ικανοποιημένος που θα παντρευτεί τον Ρέβερσον;»
«Αν είναι αυτή η επιλογή της».
«Πιστεύεις ότι θα ήταν αυτή η επιλογή της αν ήξερε ότι είσαι ελεύθερος
άνθρωπος; Όχι, μη με κοιτάζεις συνοφρυωμένος, νεαρέ, έχω δει πώς σε
κοιτάζει. Είναι ήδη σχεδόν ερωτευμένη μαζί σου».
«Της αξίζει κάτι καλύτερο».
«Και δεν έχει δικαίωμα να αποφασίσει η ίδια ποιο είναι αυτό;»
Ο Ντρου άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο γραφείο. Πέρασε τα δά-
χτυλα μέσα από τα μαλλιά του.
«Μεγάλωσε σε προστατευμένο περιβάλλον, είναι καλομαθημένη και έ-
χει τόσο υψηλές προσδοκίες. Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν αρραβωνια-
σμένη με τον Ρέβερσον, που είναι εξαιρετικός γαμπρός. Θα κινείται σε βα-
σιλικούς κύκλους, θα μπει στην υψηλή κοινωνία κι εκεί θα λάμψει, θα γίνει
το πιο λαμπερό αστέρι. Ποιος είμαι εγώ σε σύγκριση με το γιο ενός υποκό-
μη; Για πόσον καιρό θα ήταν ικανοποιημένη ως σύζυγος ενός απλού βαρο-
νέτου που θα επισκεπτόταν το Λονδίνο μια φορά το χρόνο -ίσως και δύο,
όταν τα οικονομικά θα το επιτρέπουν;»
Ένα μελαγχολικό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του σερ Έντουαρντ.
«Νομίζεις ότι το μέγεθος της περιουσίας σου θα την επηρεάσει περισσό-
τερο απ’ το παρελθόν σου; Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, η λαίδη είναι απόλυτα
ικανή να αντιληφθεί τι θα την κάνει ευτυχισμένη».
«Όχι». Ο Ντρου κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αν αποφασίσει να
μην παντρευτεί τον Ρέβερσον, θα πρέπει να το κάνει με βάση τη λογική.
Όχι επηρεασμένη από ανόητες, ρομαντικές σκέψεις».
«Και αν αποφασίσει να μην τον παντρευτεί; Θα της κάνεις τότε πρόταση
γάμου;»
Η σοκαρισμένη έκφραση της Ελίς ήρθε και πάλι στο μυαλό του Ντρου.
Είχε δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους. Η σύντομη χαρά
που ένιωσε όταν ο πατέρας του του είπε για τη χάρη που του δόθηκε εξα-
νεμίστηκε, μαζί με τη βραχύβια αισιοδοξία ότι ίσως και να κατάφερνε να
κερδίσει και πάλι την καρδιά της.
«Άντριου;» επέμεινε ο σερ Έντουαρντ. «Σίγουρα δε θ’ αφήσεις να σε
προσπεράσει αυτή η ευκαιρία να βρεις την ευτυχία».
«Μ ’ ενδιαφέρει μόνο η ευτυχία της λαίδης, όχι η δική μου».
Ο Ντρου κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του. Εκείνος, ύστερα από λίγο,
αναστέναξε.
«Πολύ καλά, θα κρατήσουμε το μυστικό σου για ακόμα μια μέρα, αν αυ-
τό επιθυμείς».
***
Η Ελίς άφησε την κυρία Πάρφιτ στη μαγειρική της και αποσύρθηκε στο
δωμάτιό της. Αφήνοντας πίσω της τη ζεστασιά και την παρήγορη ατμό-
σφαιρα της κουζίνας, η θλίψη την τύλιξε και πάλι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι
άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τελικά αποκοιμήθηκε και δεν ξύπνησε παρά
αργά το απόγευμα. Έμεινε για λίγο ακόμα ξαπλωμένη, προσπαθώντας να
αποφασίσει τι θα έπρεπε να κάνει. Ένα κομμάτι της ήθελε να πάει αμέσως
στο Μπαθ και να αφεθεί στο έλεος της οικογένειας του Γουίλιαμ, όμως ή-
ξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν. Όσο κι αν ήθελε να αποφύγει να ξαναδεί
τον Ντρου, ήταν ο κηδεμόνας της, τουλάχιστον για μία ακόμα μέρα. Ανα-
κάθισε.
«Πρέπει να φέρει σε πέρας την υποχρέωση που ανέλαβε και να με συνο-
δεύσει ως το Μπαθ», μονολόγησε. «Αλλά, απ’ τη στιγμή που θα παραδώ-
σει την κληρονομιά μου, θα μπορεί να φύγει απ’ την πόλη, απ’ την Αγγλία,
και είμαι σίγουρη ότι δε θα με νοιάζει καθόλου».
***
Έμεινε στο δωμάτιό της μέχρι την ώρα του δείπνου, που κατέβηκε φο-
ρώντας τη δανεική τουαλέτα της και με τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν
απλό κότσο. Ο σερ Έντουαρντ περίμενε στο σαλόνι. Πρόσεξε ότι ήταν
κομψότερος απ’ όσο τον είχε δει ποτέ. Φορούσε κοστούμι από καφέ βε-
λούδο και τα λευκά μαλλιά του ήταν χτενισμένα και πιασμένα στον αυχέ-
να με μια κορδέλα. Σηκώθηκε όταν την είδε να μπαίνει.
«Ο γιος μου ανέβηκε πριν λίγο να ετοιμαστεί για το δείπνο, μις Σάλ-
φορντ. Ελπίζω να δεχτείτε να πιείτε ένα ποτήρι κρασί μαζί μου όσο θα τον
περιμένουμε».
«Φυσικά, σερ... και είπατε ο γιος σας; Αυτό σημαίνει ότι συμ-
φιλιωθήκατε;»
Ο σερ Έντουαρντ χαμογέλασε και η Ελίς, για πρώτη φορά, πρόσεξε την
ομοιότητα ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Ντρου. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην
καρδιά της και χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην καταρ-
194 SARAH MALLORY