You are on page 1of 231

Gena Showalter

ΑΓΡΙΟ ΦΙΛΙ
Με πολλή χαρά σας παρουσιάζω τη νέα μου σειρά υπερφυσικών ιστοριών ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ
ΚΟΣΜΟΥ, που ξεκίνησε με την Άγρια Νύχτα και συνεχίζεται με το Άγριο Φιλί. Σ’ ένα
απομονωμένο κάστρο της Βουδαπέστης, έξι αθάνατοι πολεμιστές –ο καθένας πιο επικίνδυνα
σαγηνευτικός από τον άλλο– είναι δεμένοι με μια αρχαία κατάρα που κανένας δεν μπορεί να λύσει.
Όταν επιστρέφει ένας ισχυρός εχθρός, θα ταξιδέψουν σε όλο τον κόσμο αναζητώντας ένα ιερό
κειμήλιο των θεών –ένα κειμήλιο που απειλεί να τους καταστρέψει όλους.
Ελάτε μαζί μου σ’ αυτό τον σκοτεινό αισθησιακό κόσμο, όπου τα όρια ανάμεσα στο καλό και στο
κακό είναι δυσδιάκριτα και η πραγματική αγάπη γνωρίζει την πιο μεγάλη δοκιμασία.
Με τις θερμότερες ευχές μου,
Τζίνα Σογουόλτερ
Τίτλος πρωτοτύπου: The Darkest Kiss
Copyright © 2008 by Gena Showalter
© 2011 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας
με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l.
ISBN 978-960-620-280-3
Μετάφραση: Σαμάνθα Κωνσταντέα
Επιμέλεια: Στέλλα Δαπέργολα
Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου,
η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό
ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
DARK MOON – ΤΕΥΧΟΣ 4
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα, Τηλ. 210 3610 218
Η Τζίνα Σογουόλτερ έχει βρεθεί πολλές φορές στη λίστα των best seller των New York Times και
της USA Today με τις «απόλυτα συναρπαστικές» ιστορίες της που «διαβάζονται απνευστί», όπως
σημειώνει η κριτική. Με πάνω από 25 έργα στο ενεργητικό της, έχει αποδείξει το ταλέντο της σε
πολλά διαφορετικά είδη, από το σύγχρονο αισθηματικό μυθιστόρημα μέχρι το εφηβικό. Αλλά το
σήμα κατατεθέν της, το είδος στο οποίο αφήνει ελεύθερη όλη τη φαντασία και τη δημιουργικότητά
της, είναι οι σκοτεινές ιστορίες με υπερφυσικά στοιχεία. Ξεχωριστή θέση στο έργο της κατέχει η
εμπνευσμένη σειρά της «Άρχοντες του Κάτω Κόσμου», που συνάρπασε το αναγνωστικό κοινό τόσο
των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε το ιστολόγιό της,
www.genashowalter.blogspot.com
Στην Κάρεν Μαρί Μόνινγκ. Σ’ ευχαριστώ!
Το ταλέντο σου δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει
και η γενναιοδωρία σου είναι για μένα ευλογία.
Στην Κρέσλι Κόουλ. Αν μπορούσες, θα με άφηνες
ακόμα και να φορέσω το δέρμα σου –και δε θα αναφέρω
τι θα με άφηνες να κάνω στα μάτια σου,
μολονότι θα σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτό– κι έτσι σου οφείλω
παντοτινή ευγνωμοσύνη. Επίσης, συγνώμη που έκλεψα
την τρόμπα του ποδηλάτου σου και κατηγόρησα τον Σλέρπι!
Στη Μάρτζορι Λιου. Επειδή συνεχίζεις ακάθεκτη
και δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο!
Στην Τζιλ Μονρόε. Είσαι αδερφή της καρδιάς μου
–αδερδιά; καρδεφή;– και μόλο που έκλεψες το ξωτικό μου
δεν μπορώ να φανταστώ μια ζωή χωρίς εσένα. Στ’ αλήθεια.
Στην Τρέισι Φάρελ, τη Μάργκο Λίπσουλτς και σε όλους
τους εκπληκτικούς ανθρώπους στην Harlequin Books
που με ευλόγησαν με αμέτρητους τρόπους. Κάνετε όλα
τα όνειρά μου πραγματικότητα! Στη διευθύντρια Δημιουργικού
Κάθλιν Άουντιτ και στη σχεδιάστρια Τζουλιάνα Κολεσόβα:
σας χρωστώ πολλά! Τα χείλη σε τούτο το εξώφυλλο...
Σκέτη ανατριχίλα! Και δεν απορήσατε καν όταν σας μίλησα
για ένα καστανό κι ένα γαλάζιο μάτι.
Μέλη του Low Down, σας ευχαριστώ για την υποστήριξή σας!
Και, Κερένσα Γουίλσον και Ιλέιν Σπένσερ, σας ευχαριστώ
για όσα κάνετε! Είστε και οι δύο καταπληκτικές γυναίκες

Πρόλογος

Ήταν γνωστός ως Σκοτεινός. Μάλαχ χα-Μάετ. Γιάμα. Αζραέλ. Περιπατητής των Σκιών. Μαϊρία.
Βασιλιάς των Νεκρών. Ήταν όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, επειδή ήταν ένας Άρχοντας του Κάτω
Κόσμου.
Πριν από πολύ καιρό είχε ανοίξει το Δαιμονικό, ένα πανίσχυρο κουτί φτιαγμένο από τα οστά
θεάς, ελευθερώνοντας μια ορδή δαιμόνων εναντίον της Γης. Ως τιμωρία για την πράξη του, εκείνος
και οι πολεμιστές που τον βοήθησαν αναγκάστηκαν να φιλοξενήσουν αυτούς τους δαίμονες μέσα
τους, ενώνοντας το φως με το σκοτάδι, την τάξη με το χάος –μέχρι που έχασαν κάθε
χαρακτηριστικό των πειθαρχημένων πολεμιστών που ήταν κάποτε.
Επειδή ο ίδιος είχε ανοίξει το κουτί, είχε επωμιστεί και το δαίμονα του Θανάτου. Υπέθετε πως
επρόκειτο για μια δίκαιη ανάθεση, επειδή η πράξη του παραλίγο να προκαλέσει το ξεκλήρισμα όλου
του κόσμου.
Τώρα του είχε ανατεθεί η ευθύνη της συλλογής ανθρώπινων ψυχών και της συνοδείας τους μέχρι
την τελευταία κατοικία τους –ακόμα κι αν εκείνος δεν ήθελε ν’ αναλάβει αυτή την αποστολή. Δεν
του άρεσε να παίρνει αθώους από τις οικογένειές τους, δε χαιρόταν που συνόδευε τους
καταραμένους στην αιώνια πυρά –αλλά έκανε και τα δυο χωρίς ερωτήσεις ή δισταγμό. Είχε μάθει
γρήγορα πως η αντίσταση έφερνε κάτι χειρότερο από το θάνατο στην πόρτα του. Η αντίσταση
έφερνε μια αγωνία τόσο πλήρη, τόσο ανεξίτηλη, ώστε ακόμα κι οι θεοί έτρεμαν σε τούτη τη σκέψη.
Η υπακοή του σήμαινε πως ήταν μαλθακός; Στοργικός; Τρυφερός; Όχι, καθόλου. Δεν είχε την
πολυτέλεια των αγνότερων συναισθημάτων. Η αγάπη, η συμπόνια και ο οίκτος ήταν εχθροί του
στόχου του.
Ο θυμός όμως; Η οργή; Ναι, μερικές φορές γευόταν αυτά τα συναισθήματα.
Αλίμονο σε όποιον τον ζόριζε πολύ, επειδή από πολεμιστής μπορούσε να γίνει κανονικός
δαίμονας. Ένα κτήνος. Μια μοχθηρή οντότητα που δε θα δίσταζε να τυλίξει τα δάχτυλά της γύρω
από μια ανθρώπινη καρδιά και να σφίξει. Να σφίξει τόσο δυνατά, ώστε κάθε άνθρωπος θα έχανε την
ανάσα του και θα εκλιπαρούσε το γλυκό φιλί του θανάτου που μόνο εκείνος μπορούσε να
προσφέρει.
Α, ναι. Ο πολεμιστής έλεγχε με μεγάλη δυσκολία το δαίμονα. Και αν δεν πρόσεχες, ο δαίμονας
μπορούσε να κατασπαράξει κι εσένα...

Κεφάλαιο 1
Η Άνια, θεά της Αναρχίας, κόρη της Ανομίας και χειρίστρια της αταξίας, στεκόταν στην άκρη μιας
πίστας γεμάτης από κόσμο. Όλοι οι χορευτές ήταν γυναίκες, όμορφες και ημίγυμνες, διαλεγμένες
προσεκτικά από τους Άρχοντες του Κάτω Κόσμου για να εξασφαλίσουν τη βραδινή απόλαυσή τους.
Από και προς αυτές, αμοιβαία.
Σύννεφα καπνού δημιουργούσαν μια ονειρική ομίχλη γύρω τους και λεπτές ακτίνες αστερόφωτου
εκτοξεύονταν από την περιστρεφόμενη μπάλα ντίσκο, φωτίζοντας σχεδόν τα πάντα στο εσωτερικό
του σκοτεινού κλαμπ με αργούς, μεγάλους κύκλους. Με την άκρη του ματιού της, αντίκρισε τους
σφιχτούς γλουτούς ενός αθάνατου να ταξιδεύουν εμπρός-πίσω, εμπρός-πίσω, καθώς εκείνος έκανε
έρωτα σε μια γυναίκα που βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης.
Τέτοια πάρτι μου αρέσουν, σκέφτηκε η Άνια με ένα πονηρό χαμόγελο. Αν και δεν την είχαν
προσκαλέσει.
Αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να με εμποδίσει να έρθω.
Οι Άρχοντες του Κάτω Κόσμου ήταν εξαιρετικοί αθάνατοι πολεμιστές, κυριαρχημένοι από τα
δαιμονικά πνεύματα που κάποτε κατοικούσαν στο Κουτί της Πανδώρας. Και τώρα, μετά από λίγα
ποτήρια σκληρού αλκοόλ και ακόμα πιο σκληρού σεξ, αποχαιρετούσαν τη Βουδαπέστη, την πόλη
που θεωρούσαν πατρίδα τους για εκατοντάδες χρόνια.
Η Άνια ήθελε να πάρει μέρος στο πάρτι. Και με ένα συγκεκριμένο πολεμιστή.
«Ανοίξτε», ψιθύρισε αφού καταπολέμησε την παρόρμηση να φωνάξει «Φωτιά» και να
παρακολουθήσει τους ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι, ουρλιάζοντας υστερικά. Ας αρχίσει το
παιχνίδι.
Ο ακανόνιστος ρυθμός ροκ μουσικής που ταίριαζε με τον ακανόνιστο ρυθμό των χτύπων της
καρδιάς της μούγκριζε από τα ηχεία κι έτσι ήταν αδύνατο να την ακούσουν. Ωστόσο οι θαμώνες
υπάκουσαν και αποδέχτηκαν μια παρόρμηση που πιθανότατα δεν μπορούσαν να αντιληφθούν.
Ένα μονοπάτι άνοιξε αργά... πολύ αργά...
Τελικά, το αντικείμενο του θαυμασμού της εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της. Ανατρίχιασε κι
ένιωσε την καυτή της ανάσα να κόβεται. Ο Λούσιεν. Υπέροχα σημαδεμένος, ακαταμάχητα στωικός
και κυριαρχημένος από το πνεύμα του Θανάτου. Τούτη τη στιγμή καθόταν σε ένα τραπέζι στο βάθος
της αίθουσας και το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο καθώς κοιτούσε τον Ρέγιες, φίλο του και επίσης
αθάνατο.
Τι έλεγαν; Αν ο Λούσιεν ήθελε ο ξενιστής του Πόνου να του φέρει κάποια από τις θνητές
γυναίκες, μια ψεύτικη προειδοποίηση για «φωτιά» θα ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά της. Η
Άνια έσφιξε τα δόντια, έγειρε το κεφάλι στο πλάι, εστίασε την προσοχή της πάνω τους αποκλείοντας
κάθε θόρυβο του περιβάλλοντος και αφουγκράστηκε.
«...και είχε δίκιο. Έλεγξα τις δορυφορικές φωτογραφίες στον υπολογιστή του Τόριν. Οι ναοί
υψώνονται πράγματι μέσα από τη θάλασσα». Ο Ρέγιες άδειασε στο στόμα του το περιεχόμενο του
ασημένιου φλασκιού που κρατούσε. «Ο ένας είναι στην Ελλάδα κι ο άλλος στη Ρώμη και, αν
συνεχίσουν να υψώνονται με τόσο γρήγορο ρυθμό, θα φτάσουν σε αρκετό ύψος αύριο ώστε να
μπορούμε να τους εξερευνήσουμε κάποια στιγμή».
«Γιατί δεν τους έχουν πάρει είδηση οι άνθρωποι;» Ο Λούσιεν έτριψε το σαγόνι του με δυο δυνατά
δάχτυλα –μια κλασική συνήθειά του. «Ο Πάρις παρακολουθεί τους ειδησεογραφικούς σταθμούς,
αλλά δεν είπαν λέξη για το θέμα. Δεν έκαναν ούτε καν μια εικασία».
Ανόητο αγόρι, σκέφτηκε η Άνια, ανακουφισμένη που δεν κουβέντιαζαν για σεξ. Εσύ ξέρεις για
τους ναούς μόνο και μόνο επειδή εγώ ήθελα να μάθεις. Κανένας άλλος δεν επρόκειτο –ή δεν
μπορούσε– να τους δει. Το είχε φροντίσει χρησιμοποιώντας ένα γλυκό πραγματάκι που λεγόταν
χάος –η πιο ισχυρή πηγή δύναμής της. Είχε κρύψει τους ναούς με καταιγίδες ώστε να μην τους
πλησιάσουν οι άνθρωποι, ενώ παράλληλα είχε τροφοδοτήσει τους Άρχοντες με αρκετές
πληροφορίες ώστε να τους τραβήξει μακριά από τη Βουδαπέστη.
Ήθελε ο Λούσιεν να φύγει από την πρωτεύουσα της Ουγγαρίας και από τα παιχνίδια του,
τουλάχιστον για λίγο. Ήταν πιο εύκολο να ελέγξεις ένα συγχυσμένο άνθρωπο.
Ο Ρέγιες αναστέναξε. «Ίσως οι νέοι θεοί να είναι υπεύθυνοι για την ιστορία αυτή. Τις
περισσότερες μέρες είμαι σίγουρος πως μας μισούν και θέλουν να μας καταστρέψουν, μόνο και
μόνο επειδή είμαστε μισοί δαίμονες».
Το πρόσωπο του Λούσιεν παρέμεινε ανέκφραστο. «Δεν έχει σημασία ποιος είναι υπεύθυνος. Θα
ξεκινήσουμε το πρωί, όπως σχεδιάσαμε. Τα χέρια μου ανυπομονούν να εξερευνήσουν κάποιον από
αυτούς τους ναούς».
Ο Ρέγιες πέταξε το φλασκί, άδειο πλέον, στο τραπέζι. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από το
πάνω μέρος μιας καρέκλας κι οι αρθρώσεις του άρχισαν να ασπρίζουν. «Αν είμαστε τυχεροί, θα
βρούμε εκεί το αναθεματισμένο κουτί».
Η Άνια πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της. Το αναθεματισμένο κουτί, δηλαδή το
Δαιμονικό ή Κουτί της Πανδώρας. Φτιαγμένο από τα οστά της θεάς της Καταπίεσης, το κουτί ήταν
αρκετά ισχυρό ώστε να περιέχει δαίμονες τόσο άγριους που ακόμα κι η κόλαση να μην έχει
καταφέρει να τους φυλακίσει. Ήταν επίσης αρκετά δυνατό ώστε να μπορεί να ρουφήξει πίσω τους
δαίμονες από τα σώματα των Αρχόντων, ελευθερώνοντας έτσι τους απρόθυμους ξενιστές τους.
Τώρα αυτοί οι υπέροχα επιθετικοί πολεμιστές εξαρτιόνταν από τα κτήνη για την επιβίωσή τους και,
φυσικά, ήθελαν το κουτί για τον εαυτό τους –προκειμένου να το καταστρέψουν.
Ο Λούσιεν ένευσε και πάλι καταφατικά. «Μην το σκέφτεσαι τώρα· θα έχουμε μπόλικο χρόνο στη
διάθεσή μας αύριο. Απόλαυσε το υπόλοιπο βράδυ. Μη σπαταλάς την ώρα σου με τη βαρετή
παρουσία μου».
Βαρετή; Όχι δα! Η Άνια δεν είχε γνωρίσει άλλον άντρα που να την ερέθιζε τόσο πολύ.
Ο Ρέγιες δίστασε πριν απομακρυνθεί, αφήνοντας τον Λούσιεν μόνο. Καμιά απ’ τις θνητές
γυναίκες δεν τον πλησίαζε. Όλες τον κοιτούσαν όμως. Και μόρφαζαν όταν έβλεπαν τις ουλές του.
Αλλά καμιά δεν ήθελε να κάνει κάτι μαζί του –κι αυτό έσωζε τη ζωή τους.
Είναι καπαρωμένος, σκύλες.
«Πρόσεξέ με», πρόσταξε χαμηλόφωνα η Άνια.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Ο Λούσιεν δεν υπάκουσε.
Αρκετοί θνητοί κοίταξαν προς το μέρος της, υπακούοντας στην εντολή της, αλλά το βλέμμα του
Λούσιεν έμενε καρφωμένο στο άδειο φλασκί μπροστά του, λίγο πιο μελαγχολικό. Και η Άνια
διαπίστωσε, με μεγάλη της απογοήτευση, πως οι αθάνατοι διέθεταν ανοσία απέναντι στις προσταγές
της. Άλλο ένα δώρο των θεών για κείνη.
«Μπάσταρδοι», μουρμούρισε. Φρόντιζαν να της επιβάλλουν όσους περισσότερους περιορισμούς
μπορούσαν. «Κάνετε τα πάντα για να δυσαρεστήσετε την ταπεινή Αναρχία».
Η Άνια δεν είχε αποκτήσει προνόμια στη διάρκεια της παραμονής της στον Όλυμπο. Οι θεές δεν
την είχαν συμπαθήσει ποτέ επειδή υπέθεταν πως ήταν ένα αντίγραφο της «μητέρας της, της πόρνης»
και θα επιχειρούσε να ριχτεί στους άντρες τους. Αντίστοιχα, οι θεοί δεν την είχαν σεβαστεί ποτέ –και
πάλι εξαιτίας της μητέρας της. Φυσικά, οι άντρες την ήθελαν –δηλαδή, μέχρι που σκότωσε τον
πολύτιμο διοικητή της φρουράς τους με αποτέλεσμα να τη χαρακτηρίσουν υπερβολικά επικίνδυνη.
Ηλίθιοι. Στο λοχαγό άξιζε απόλυτα αυτό που είχε πάθει. Του άξιζαν πολύ περισσότερα. Το καθίκι,
είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Αν την είχε αφήσει ήσυχη, θα τον άφηνε κι εκείνη ήσυχο. Αλλά
όοοοχι! Δε μετάνιωνε που είχε ξεριζώσει τη μαύρη καρδιά του από το στήθος του, δε μετάνιωνε
που, στη συνέχεια, την είχε καρφώσει σε ένα κοντάρι, το οποίο είχε στήσει μπροστά από το ναό της
Αφροδίτης. Δε μετάνιωνε καθόλου. Η ελευθερία της επιλογής ήταν πολύτιμη και όσοι
προσπαθούσαν να αφαιρέσουν τη δική της θα ένιωθαν τον οξύ διαπεραστικό πόνο από τα στιλέτα
της.
Επιλογή. Η λέξη αντιλάλησε στο μυαλό της, προσγειώνοντάς την ξανά στο παρόν. Τι στην οργή
έπρεπε να κάνει για να πείσει τον Λούσιεν να την επιλέξει;
«Πρόσεξέ με, Λούσιεν. Σε παρακαλώ».
Για μια ακόμα φορά, εκείνος την αγνόησε.
Η θεά χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. Εδώ και πολλές βδομάδες γινόταν αόρατη και
ακολουθούσε τον Λούσιεν, παρατηρώντας και μελετώντας τον. Και, ναι, ποθώντας τον. Εκείνος δεν
είχε ιδέα πως η Άνια βρισκόταν τόσο κοντά και τον πρόσταζε να κάνει κάθε λογής πονηρά
πράγματα: να γδυθεί, να ευχαριστήσει μόνος του τον εαυτό του, να χαμογελάσει. Εντάξει, το
τελευταίο δεν ήταν πονηρό, αλλά ήθελε να δει το όμορφα παραμορφωμένο πρόσωπό του να
φωτίζεται με χιούμορ όσο ήθελε να δει το γυμνό σώμα του να λάμπει από ερεθισμό.
Αλλά μήπως ο Λούσιεν είχε ικανοποιήσει έστω και αυτή την απλή επιθυμία της; Όχι βέβαια!
Ένα μέρος του εαυτού της ευχόταν να μην τον είχε δει ποτέ, να μην είχε επιτρέψει πριν από
λίγους μήνες στον Κρόνο, το νέο βασιλιά των θεών, να τη μαγέψει με τις ιστορίες του για τους
Άρχοντες. Ίσως εγώ είμαι η ηλίθια.
Ο Κρόνος είχε μόλις δραπετεύσει από τα Τάρταρα, τη φυλακή των αθανάτων που η Άνια γνώριζε
πολύ καλά. Ο ίδιος είχε ήδη αιχμαλωτίσει εκεί το Δία και τους οπαδούς του, καθώς και τους γονείς
της. Όταν η Άνια επέστρεψε για να τους ελευθερώσει, ο Κρόνος την περίμενε και απαίτησε το
μεγαλύτερο θησαυρό της. Εκείνη αρνήθηκε –σιγά μην υποχωρούσε– κι έτσι αυτός προσπάθησε να
την τρομάξει.
Δώσε μου αυτό που θέλω, διαφορετικά θα στείλω τους Άρχοντες του Κάτω Κόσμου εναντίον σου.
Τους έχουν καταλάβει δαίμονες και έχουν μεταμορφωθεί τόσο πολύ σε αιμοδιψή και λαίμαργα ζώα
που δε θα διστάσουν να ξεκολλήσουν την όμορφη σάρκα σου από τα κόκαλά σου. Και τα λοιπά και
τα λοιπά. Λίγο πολύ.
Αλλά αντί να την τρομάξουν, τα λόγια του προκάλεσαν την έκρηξη μιας έξαψης. Και άρχισε να
αναζητεί μόνη τους πολεμιστές. Είχε σκεφτεί να τους νικήσει και να γελάσει κατάμουτρα στον
Κρόνο –λέγοντάς του κατά κάποιον τρόπο «κοίτα τι έκανα τους δαίμονές σου...»
Αλλά μια ματιά στον Λούσιεν ήταν αρκετή για να την κατακτήσει το πάθος. Είχε ξεχάσει τους
λόγους που την είχαν φέρει κοντά τους και είχε φτάσει στο σημείο να βοηθήσει τους, υποτίθεται,
μοχθηρούς πολεμιστές.
Απλώς, οι αντιθέσεις τη δελέαζαν –κι ο Λούσιεν ήταν γεμάτος από αντιθέσεις. Σημαδεμένος μα
όχι καταβεβλημένος, ευγενικός αλλά ανελέητος. Ήταν ένας ήρεμος, κλασικός αθάνατος και καθόλου
αιμοδιψής όπως είχε ισχυριστεί ο Κρόνος. Σύμφωνοι, τον είχε κυριέψει ένα διαβολικό πνεύμα, αλλά
ποτέ δεν ξέφευγε από τον προσωπικό κώδικα τιμής του. Μοίραζε θάνατο κάθε μέρα, κάθε νύχτα,
αλλά πολεμούσε για να ζήσει.
Συναρπαστικό.
Λες και δεν έφτανε αυτό για να κινήσει το ενδιαφέρον της, το άρωμά του –άρωμα λουλουδιών–
την πλημμύριζε με έκφυλες, πονηρές σκέψεις κάθε φορά που τον πλησίαζε. Γιατί; Οποιοσδήποτε
άλλος άντρας μύριζε τριαντάφυλλο θα την έκανε να βάλει τα γέλια. Στην περίπτωση του Λούσιεν,
το στόμα της ανυπομονούσε να τον γευτεί και το δέρμα της ανατρίχιαζε με μια καυτή προσμονή,
λαχταρώντας το άγγιγμά του.
Ακόμα και τώρα, καθώς απλώς τον κοίταζε και φανταζόταν αυτή την ευωδιά να γαργαλάει τη
μύτη της, ένιωθε την ανάγκη να τρίψει τα μπράτσα της για ν’ απαλλαγεί από αυτή την ηλίθια
ανατριχίλα. Αλλά την ίδια στιγμή σκεφτόταν πώς θα ήταν αν εκείνος την έτριβε και τότε τα ηδονικά
ρίγη αρνιόνταν να εξαφανιστούν από το κορμί της.
Θεοί, ήταν απίστευτα αισθησιακός. Είχε τα πιο παρανοϊκά μάτια που είχε δει. Το ένα γαλανό και
το άλλο καστανό –και τα δυο γεμάτα από την πεμπτουσία του πολεμιστή και του δαίμονα. Και οι
ουλές του... Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί, να ονειρευτεί, να ποθήσει ήταν να τις γλείψει. Ήταν
όμορφες, μαρτυρία όλου του πόνου και της δυστυχίας που είχε υπομείνει.
«Γεια σου, κούκλα. Χόρεψε μαζί μου», είπε ξαφνικά ένας από τους πολεμιστές δίπλα της.
Η Άνια συνειδητοποίησε μεμιάς πως επρόκειτο για τον Πάρη και αναγνώρισε την υπόσχεση του
αισθησιασμού στη φωνή του. Πρέπει να είχε τελειώσει το πήδημα μ’ εκείνη τη θνητή που είχε
κολλημένη στον τοίχο και τώρα αναζητούσε κάποιο άλλο πρόθυμο θηλυκό για να κορέσει τον πόθο
του. Αλλά θα έπρεπε να το αναζητήσει αλλού. «Φύγε».
Απτόητος από την έλλειψη ενδιαφέροντός της, ο Πάρις την άρπαξε από τον καρπό. «Θα σου
αρέσει, σου τ’ ορκίζομαι».
Εκείνη τον παραμέρισε με ένα τίναγμα του χεριού της. Ξενιστής της Ακολασίας, ο Πάρις είχε
ευλογηθεί με ένα χλομό, σχεδόν γυαλιστερό δέρμα, μπλε-ελεκτρίκ μάτια και ένα πρόσωπο που θα
ζήλευαν οι άγγελοι –αλλά δεν ήταν ο Λούσιεν και δεν την ενδιέφερε καθόλου.
«Κοντά τα χέρια σου», του ψιθύρισε, «πριν σου τα κόψω».
Εκείνος γέλασε λες και άκουγε κάποιο αστείο, μη γνωρίζοντας ότι η Άνια μπορούσε να κάνει αυτό
–και πολύ περισσότερα. Μπορεί να χειριζόταν την ταπεινή αταξία, αλλά δεν εκτόξευε ποτέ απειλές
που δε σκόπευε να πραγματοποιήσει. Διαφορετικά, θα τη θεωρούσαν αδύναμη –και η Άνια είχε
ορκιστεί πριν από πολύ καιρό να μη φανερώσει την παραμικρή αδυναμία.
Οι εχθροί της θα την εκμεταλλεύονταν στη στιγμή.
Ευτυχώς, ο Πάρις δεν άπλωσε ξανά το χέρι προς το μέρος της. «Για ένα φιλί», είπε βραχνά, «θα
σε άφηνα να κάνεις ό,τι ήθελες στα χέρια μου».
«Τότε θα κόψω και το φαλλό σου». Δεν της άρεσε να διακόπτουν τις φαντασιώσεις της, ιδιαίτερα
αυτή την περίοδο... επειδή σπάνια είχε χρόνο για να τις απολαύσει. Τελευταία, περνούσε τις
περισσότερες ώρες της ζωής της αποφεύγοντας τον Κρόνο. «Θα σου άρεσε;»
Το γέλιο του Πάρη έγινε πιο δυνατό και κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή του Λούσιεν. Το
βλέμμα του υψώθηκε, έμεινε για λίγο πάνω στο φίλο του και μετά καρφώθηκε στα μάτια της Άνια.
Τα γόνατά της σχεδόν λύγισαν. Ω γλυκοί ουρανοί! Ξέχασε εντελώς τον Πάρη, καθώς πάσχιζε να
αναπνεύσει. Μήπως φανταζόταν τη φωτιά που σπίθιζε ξαφνικά στα αταίριαστα μάτια του Λούσιεν;
Μήπως φανταζόταν το άνοιγμα των ρουθουνιών του, μια απόλυτη ένδειξη έξαψης;
Ή τώρα ή ποτέ. Υγραίνοντας τα χείλη της, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια από πάνω του,
υιοθέτησε ένα προκλητικό, λικνιστικό βάδισμα και κίνησε προς το τραπέζι του. Στα μισά της
διαδρομής σταμάτησε και του έκανε νόημα με μια κίνηση του δείκτη να την ακολουθήσει. Ένα
λεπτό αργότερα ο Λούσιεν στεκόταν μπροστά της, λες και τον είχε τραβήξει μια αόρατη αλυσίδα,
ανίκανος ν’ αντισταθεί.
Από κοντά, ο άντρας αυτός έδειχνε τεράστιος: 1,95 εκατοστά μυώνων και κινδύνου. Σκέτος
πειρασμός.
Τα χείλη της τραβήχτηκαν σε ένα αργό χαμόγελο. «Επιτέλους συναντιόμαστε, Ευωδιαστέ».
Η Άνια δεν του έδωσε χρόνο να απαντήσει. Πίεσε τον αριστερό γοφό της στο σκληρό μόριο
ανάμεσα στα πόδια του και έστριψε ερωτικά το κορμί της, προσφέροντας μια θέα των γλουτών της.
Ο γαλάζιος κορσές της μόλις και κρατιόταν πάνω στο κορμί της με λεπτές τιράντες και μια ευχή,
ενώ ήξερε πως η φούστα της στηριζόταν τόσο χαμηλά στη μέση της ώστε δεν κατόρθωνε να κρύψει
το λάστιχο του στρινγκ της. Ουπς!
Οι άντρες, θνητοί και μη, συνήθως έλιωναν όταν έβλεπαν κάτι που δεν έπρεπε να δουν.
Ο Λούσιεν πήρε μια απότομη ανάσα.
Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. Ω γλυκιά προσμονή!
Οι αργές, χαλαρές κινήσεις της ήταν εντελώς παράταιρες με το γοργό ρυθμό της μουσικής, αλλά η
Άνια δε σταμάτησε στιγμή να λικνίζει κυκλικά τους γοφούς της καθώς ύψωνε τα χέρια της πάνω
από το κεφάλι της και μετά τα άφηνε να μπερδευτούν νωχελικά μέσα στην πλούσια μάζα των
κάτασπρων σαν το χιόνι μαλλιών της, να γλιστρήσουν στα μπράτσα της, να χαϊδέψουν την
επιδερμίδα της, ενώ φανταζόταν πως είχε τα δικά του χέρια πάνω της. Οι ρώγες της σκλήρυναν.
«Γιατί με κάλεσες, γυναίκα;» Η φωνή του ήταν σιγανή αλλά πειθαρχημένη, όπως και ο ίδιος ο
πολεμιστής.
Ακούγοντάς τον να μιλά, διαπίστωσε ότι η φωνή του ήταν πιο ερεθιστική από το άγγιγμα
οποιουδήποτε άντρα και το στομάχι της σφίχτηκε. «Ήθελα να χορέψω μαζί σου», ψέλλισε πάνω από
τον ώμο της. «Έγκλημα είναι;»
Δε δίστασε να απαντήσει. «Ναι».
«Ωραία. Πάντα μου άρεσε να παραβιάζω το νόμο».
«Πόσα σε πλήρωσε ο Πάρις για να το κάνεις;» τη ρώτησε μετά από μια παύση σύγχυσης.
«Να πληρώσει εμένα; Δεν είμαστε καλά!» Πισωπάτησε χαμογελώντας, χάιδεψε με τους γλουτούς
της το σώμα του και συνέχισε να χορεύει όσο πιο αισθησιακά μπορούσε. Καλώς όρισες, διέγερση! Η
έξαψή του την έκανε να λιώνει. «Σε τι συνάλλαγμα; Σε οργασμούς;»
Στα όνειρά της, αυτή τη στιγμή ο Λούσιεν την άρπαζε και γλιστρούσε ολόκληρο τον ανδρισμό
του μέσα της. Στην πραγματικότητα όμως, ο Λούσιεν πήδηξε προς τα πίσω, λες κι εκείνη ήταν μια
βόμβα έτοιμη να εκραγεί, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη μισητή απόσταση ανάμεσά τους.
Μια αίσθηση απώλειας την κυρίεψε μεμιάς.
«Μη με αγγίζεις», την πρόσταξε. Πρέπει να είχε βάλει τα δυνατά του για να ακουστεί ήρεμος,
αλλά φαινόταν πολύ νευρικός. Γεμάτος υπερένταση. Περισσότερο υπερένταση παρά ερεθισμό.
Τα μάτια της μισόκλεισαν. Παντού τριγύρω, άνθρωποι παρακολουθούσαν την κουβέντα τους και
την απόρριψη της όμορφης γυναίκας από το σημαδεμένο άντρα. Δε βλέπετε τηλεόραση, τους διέταξε
σιωπηλά με ένα μορφασμό. Κοιτάξτε αλλού!
Ένας ένας, οι άνθρωποι υπάκουσαν. Ωστόσο, οι υπόλοιποι Άρχοντες πλησίασαν και την κοίταξαν
επίμονα. Χωρίς αμφιβολία, ήθελαν να μάθουν ποια ήταν και τι γύρευε εκεί.
Έπρεπε να φερθούν προσεκτικά και η Άνια τους κατανοούσε απόλυτα. Οι Κυνηγοί
εξακολουθούσαν να τους καταδιώκουν –άνθρωποι που είχαν την ανόητη πεποίθηση πως θα
μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ουτοπία ειρήνης και αρμονίας απαλλάσσοντας τον κόσμο από
τους Άρχοντες και τους δαίμονες που κουβαλούσαν μέσα τους.
Αγνόησέ τους. Δεν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου, κορίτσι μου. Έστρεψε την προσοχή της
στον Λούσιεν, γυρίζοντας το κεφάλι προς το μέρος του χωρίς να κάνει ολόκληρη μεταβολή. «Πού
είχαμε μείνει;» τον ρώτησε βραχνά. Άφησε το ακροδάχτυλό της να τρέξει στο λάστιχο του στρινγκ
της και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα του στα αστραφτερά φτερά
του αγγέλου που υπήρχαν στο κέντρο.
«Ετοιμαζόμουν να φύγω», δήλωσε εκείνος πνιχτά.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, τα νύχια της επιμηκύνθηκαν σε μικρές αρπάγες. Σκεφτόταν ακόμα
να την απορρίψει; Σοβαρά;
Είχε εμφανιστεί μπροστά του, μολονότι ήξερε πως οι θεοί θα μπορούσαν να την εντοπίσουν με
απόλυτη ακρίβεια –κάτι που ήταν προτιμότερο να αποφεύγει, επειδή σκόπευαν να τη σκοτώσουν
σαν ψωριάρικο ζώο. Αλλά η Άνια δε θα έφευγε από τούτο το κλαμπ χωρίς κάποια ανταμοιβή.
Με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, λίκνισε ακόμα μια φορά ηδονικά τους γοφούς της και
τα άσπρα μαλλιά της χάιδεψαν το στέρνο του. Δάγκωνε το κάτω χείλος της και πρόβαλε τα στήθη
της. «Μα δε θέλω να φύγεις», μουρμούρισε σουφρώνοντας τα χείλη, κίνηση που είχε προβάρει
αρκετές φορές πριν.
Ο Λούσιεν έκανε άλλο ένα βήμα προς τα πίσω.
«Τι συμβαίνει, γλυκέ μου;» Ανελέητα, η Άνια τον πλησίασε ξανά. «Φοβάσαι ένα κοριτσάκι;»
Τα χείλη του σφίχτηκαν, αλλά δεν απάντησε. Ευτυχώς, ούτε απομακρύνθηκε περισσότερο.
«Φοβάσαι;»
«Δεν έχεις ιδέα τι παιχνίδι παίζεις, γυναίκα».
«Ναι; Εγώ νομίζω πως έχω». Τον μελέτησε με το βλέμμα της από πάνω μέχρι κάτω και έμεινε
ακίνητη, νιώθοντας το θαυμασμό της να ανανεώνεται. Ήταν πραγματικά υπέροχος. Η ντισκομπάλα
έριχνε φώτα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου στο πρόσωπο και στο σώμα του, ένα σώμα τόσο
τέλεια σμιλευμένο που θα μπορούσε να έχει σκαλιστεί σε πέτρα. Φορούσε μαύρο μακό μπλουζάκι
και ξεπλυμένο τζιν που κολλούσαν στο κορμί του, τονίζοντας τους γυμνασμένους μυώνες του.
Είναι δικός μου.
«Είπα, μη με αγγίζεις», πέταξε ο Λούσιεν.
Το βλέμμα της γύρισε στα μάτια του και η Άνια σήκωσε τα χέρια με τις παλάμες προς τα έξω. «Δε
σε αγγίζω, γλυκούλη μου». Αλλά θέλω να σε αγγίξω... Σχεδιάζω να σε αγγίξω... Και θα σε αγγίξω.
«Άλλα λένε τα μάτια σου», παρατήρησε εκείνος ξερά.
«Ναι, επειδή...»
«Θα χορέψω εγώ μαζί σου», τη διέκοψε τότε ένας άλλος πολεμιστής. Ο Πάρις και πάλι.
«Όχι». Η Άνια δεν πήρε τα μάτια της από τον Λούσιεν. Ήθελε εκείνον και μόνο εκείνον. Δεν της
έκανε κανένας άλλος.
«Μπορεί να είναι Δόλωμα», προειδοποίησε ένας άλλος Άρχοντας, πιθανότατα κοιτάζοντάς τη με
καχυποψία. Η Άνια αναγνώρισε τη βαθιά χροιά της φωνής του. Ο Σαβίν, ξενιστής της Αμφιβολίας.
Αν ήταν δυνατόν! Δόλωμα; Λες και θα μπορούσε να παρασύρει κάποιον για λόγους που δε θα
ήταν αποκλειστικά εγωιστικοί. Τα Δολώματα, επειδή ήταν ηλίθιες γυναίκες, αυτοθυσιάζονταν:
στόχος τους ήταν να αποπλανούν Άρχοντες ώστε να αποσπάσουν την προσοχή τους και να
μπορέσουν έτσι οι Κυνηγοί να πλησιάσουν και να τους σκοτώσουν. Και, ειλικρινά, μόνο ηλίθιες θα
ήθελαν να σκοτώσουν τους Άρχοντες αντί να τους απολαύσουν.
«Αμφιβάλλω αν οι Κυνηγοί κατόρθωσαν να ανασυνταχθούν τόσο γρήγορα μετά την πανούκλα»,
είπε ο Ρέγιες.
Α, ναι, η πανούκλα. Ένας από τους Άρχοντες ήταν ξενιστής του δαίμονα της Αρρώστιας. Αν
άγγιζε οποιονδήποτε θνητό, τον μόλυνε με μια τρομερή ασθένεια που εξαπλωνόταν και σκότωνε με
απίστευτη ταχύτητα.
Επειδή το ήξερε, ο Τόριν φορούσε πάντα γάντια και σπάνια έβγαινε από τον πύργο, προτιμώντας
να αυτοεξοριστεί προκειμένου να προστατεύσει τους ανθρώπους από την κατάρα του. Δεν ήταν δικό
του φταίξιμο το γεγονός ότι μια ομάδα Κυνηγών είχε τρυπώσει στον πύργο πριν από λίγες βδομάδες
και είχε κόψει το λαιμό του.
Ο Τόριν είχε επιβιώσει· οι Κυνηγοί όχι.
Δυστυχώς κυκλοφορούσαν πολλοί Κυνηγοί –πάρα πολλοί. Στ’ αλήθεια, έμοιαζαν με μύγες: μια
σκότωνες κι άλλες δυο έπαιρναν τη θέση της. Ακόμα και τώρα, κάπου έξω υπήρχαν Κυνηγοί που
περίμεναν την ευκαιρία για να χτυπήσουν. Οι Άρχοντες έπρεπε να παραμένουν επιφυλακτικοί.
«Κι έπειτα, δε θα μπορούσαν να περάσουν από τα μέτρα ασφαλείας μας», πρόσθεσε ο Ρέγιες κι η
σκληρή φωνή του απέσπασε την Άνια από τις σκέψεις της.
«Όπως δε θα μπορούσαν να μπουν και στον πύργο, αλλά τελικά παραλίγο να σκοτώσουν τον
Τόριν;» παρατήρησε ο Σαβίν.
«Να πάρει ο διάβολος! Πάρη, μείνε εδώ και παρακολούθησέ τη μέχρι να ρίξω μια ματιά τριγύρω.
Σαβίν, έλα μαζί μου». Βήματα, πνιχτές βρισιές.
Γαμώτο. Αν οι πολεμιστές έβρισκαν οποιοδήποτε ίχνος των Κυνηγών έξω, δε θα μπορούσε να
τους πείσει για την αθωότητά της. Ο Λούσιεν δε θα την εμπιστευόταν ποτέ και δε θα ένιωθε ποτέ
χαλαρός κοντά της. Δε θα την άγγιζε ποτέ, παρά μόνο σε έκρηξη θυμού.
Η Άνια δεν άφησε όμως αυτόν το φόβο να φανεί στο πρόσωπό της. «Μπορεί να είδα το πλήθος
και να χώθηκα κι εγώ μέσα», είπε στον Πάρη και σ’ έναν άλλο Άρχοντα που τη μελετούσε
προσεκτικά, και πρόσθεσε ξερά: «Και ίσως μας επιτρέψετε, ο ψηλός από εδώ κι εγώ, να
αποχωρήσουμε μέσα στα επόμενα λεπτά χωρίς να μας διακόψετε. Στα ιδιαίτερα».
Μπορεί να έπιασαν τον υπαινιγμό, αλλά δεν έφυγαν.
Καλά, λοιπόν. Θα έβρισκε έναν τρόπο να τους εξουδετερώσει.
Καθώς άρχιζε για μια ακόμα φορά να λικνίζεται απαλά σύμφωνα με το ρυθμό, κράτησε το
βλέμμα της καρφωμένο στον Λούσιεν και χάιδεψε το στομάχι και την κοιλιά της με τα ακροδάχτυλά
της. Αντικατάστησε τα χέρια μου με τα δικά σου, τον πρόσταξε νοερά.
Φυσικά, εκείνος δεν υπάκουσε. Αλλά τα ρουθούνια του άνοιξαν ξανά μ’ εκείνο τον υπέροχο
τρόπο καθώς τα μάτια του ακολουθούσαν τις κινήσεις των χεριών της. Τον είδε να ξεροκαταπίνει.
«Χόρεψε μαζί μου». Αυτή τη φορά, η Άνια μίλησε δυνατά ελπίζοντας πως εκείνος δε θα την
αγνοούσε τόσο εύκολα. Έγλειψε τα χείλη της και τα ύγρανε.
«Όχι». Βραχνά, με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Σε παρακαλώ».
Τα μάτια του σπίθισαν προκλητικά. Η Άνια συνειδητοποίησε πως δεν το είχε φανταστεί και η
ελπίδα την πλημμύρισε. Αλλά όταν πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα κι ο Λούσιεν δεν άπλωσε το χέρι
για να την αγγίξει, η ελπίδα της μετατράπηκε σε απόγνωση. Ο χρόνος λειτουργούσε πραγματικά ως
εχθρός της. Όσο περισσότερο έμενε εδώ, τόσο μεγάλωναν οι πιθανότητες να την τσακώσουν.
«Δε με βρίσκεις ελκυστική, Ευωδιαστέ;»
Ένας μυώνας συσπάστηκε κάτω από το μάτι του. «Δε με λένε έτσι».
«Πολύ καλά, λοιπόν. Δε με βρίσκεις ελκυστική, λουκουμάκι μου;»
Η σύσπαση επεκτάθηκε στο σαγόνι του. «Δεν έχει σημασία τι σε βρίσκω».
«Δεν απάντησες στην ερώτησή μου», σχολίασε εκείνη μ’ ένα ναζιάρικο ύφος και πάλι.
«Δεν ήθελα να απαντήσω».
Μα την αλήθεια, ήταν εξοργιστικός άνθρωπος. Δοκίμασε κάτι άλλο. Κάτι ωμό.
Μήπως δεν ήμουν ωμή και ξεκάθαρη μέχρι τώρα;
Εντάξει, λοιπόν. Έστριψε και έσκυψε μέχρι το δάπεδο. Η φούστα της ανέβηκε στους μηρούς της
και του πρόσφερε μια καλύτερη θέα του μπλε στρινγκ και των φτερών που εκτείνονταν από το
κέντρο του λάστιχου. Καθώς ανασηκωνόταν, μιμούμενη ταυτόχρονα τις κινήσεις του σεξ, έκανε
έναν αργό κύκλο, ώστε να τον αφήσει να περιεργαστεί επίμονα ολόκληρο το σώμα της.
Εκείνος πήρε μια απότομη ανάσα και όλοι οι μυώνες στο δυνατό σώμα του τεντώθηκαν.
«Μυρίζεις φράουλες και κρέμα». Καθώς μιλούσε, έμοιαζε με αρπακτικό έτοιμο να χιμήξει.
Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σκέφτηκε η Άνια. «Πάω στοίχημα ότι έχω και τη
γεύση τους», είπε. «Θέλεις να δοκιμάσεις;» Πετάρισε τα βλέφαρά της, μολονότι ο Λούσιεν είχε
προφέρει τις λέξεις λες και αυτά τα δυο στοιχεία ήταν φρικτά και δύσοσμα.
Κάτι σαν γρύλισμα ξέφυγε από το λαιμό του και έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος της.
Σήκωσε τα χέρια του για να... την πιάσει; Για να τη χτυπήσει; Τι σήμαινε αυτό;... πριν σταματήσει
και σφίξει τα δάχτυλά του σε γροθιές. Πριν σχολιάσει την οσμή της ήταν απόμακρος, αλλά ίσως με
κάποιο ενδιαφέρον. Τώρα, το μόνο που φαινόταν να τον ενδιαφέρει ήταν να την πνίξει.
«Είσαι τυχερή που δε σε χτυπάω εδώ και τώρα», της είπε επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις της.
Ωστόσο, το χέρι του έπεσε στο πλευρό του.
Η Άνια σταμάτησε να σαλεύει και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, εμβρόντητη. Επειδή μύριζε
σαν φρούτο ήθελε να τη χτυπήσει; Αυτό ήταν... αυτό ήταν απίστευτα απογοητευτικό. Το μυαλό της
προσπαθούσε να σχηματίσει τη λέξη καταστροφικό, αλλά το εμπόδισε. Μόλις που γνώριζε αυτό τον
άνθρωπο. Δεν μπορούσε να της προξενήσει τέτοια ψυχολογική καταστροφή.
Όχι πως προσδοκούσε να πέσει στα πόδια της, αλλά τουλάχιστον περίμενε να ανταποκριθεί
θετικά. Έστω και λίγο.
Οι άντρες τρελαίνονταν για γυναίκες που τους ρίχνονταν. Σωστά; Είχε παρατηρήσει τους θνητούς
για αμέτρητα χρόνια κι έτσι φαινόταν να συμβαίνει πάντα. Αυτή είναι κι η λέξη-κλειδί, κορίτσι μου:
θνητοί. Ο Λούσιεν δεν ήταν ποτέ θνητός.
Γιατί δε με θέλει;
Όσες μέρες τον παρακολουθούσε, δεν είχε κοιτάξει ερωτικά ούτε μια γυναίκα. Φερόταν με
καλοσύνη και σεβασμό στην Άσλιν, την ερωμένη του φίλου του. Φερόταν με τρυφερότητα και
σχεδόν πατρικό ενδιαφέρον στην Καμέο, τη μοναδική γυναίκα-πολεμιστή στον πύργο. Όχι πόθο.
Και δεν προτιμούσε τους άντρες. Η ματιά του δεν κοντοστεκόταν σε αρσενικά με λαχτάρα ή
οποιοδήποτε τρυφερότερο συναίσθημα. Μήπως ήταν ερωτευμένος με μια συγκεκριμένη γυναίκα και
δεν μπορούσε να δει ερωτικά καμιά άλλη; Αν ναι, τότε θα φρόντιζε να βγάλει απ’ τη μέση αυτή τη
στρίγκλα!
Η Άνια πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της και τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές στα
πλευρά της. Καπνός συνέχισε να στροβιλίζεται στην αίθουσα, δημιουργώντας μια ονειρική,
ομιχλώδη ατμόσφαιρα. Οι γυναίκες άρχισαν να συνωστίζονται ξανά στην πίστα προσπαθώντας να
προσελκύσουν και πάλι τους Άρχοντες. Ωστόσο εκείνοι συνέχισαν να παρατηρούν την Άνια,
περιμένοντας την τελική ετυμηγορία για το ποια και τι ήταν.
Ο Λούσιεν δεν είχε κουνήσει ούτε εκατοστό: λες και είχε βγάλει ρίζες σε ολόκληρο το σώμα του.
Η Άνια ήξερε πως έπρεπε να τα παρατήσει και να φύγει πριν την ανακαλύψει ο Κρόνος. Μόνο οι
αδύναμοι τα παρατούν. Πράγματι. Αποφασισμένη, ανασήκωσε το πιγούνι της. Με μια σκέψη και
μόνο, άλλαξε το τραγούδι που ακουγόταν από τα ηχεία. Ο ρυθμός έγινε αμέσως πιο αργός, πιο
απαλός.
Ταυτόχρονα, έδωσε μια σιωπηλή εντολή ώστε η έκφραση του προσώπου της να γίνει πιο απαλή
και τρυφερή και μετά πλησίασε τον Λούσιεν μειώνοντας τη μισητή απόσταση που τους χώριζε.
Άφησε τα δάχτυλά της να ανηφορίσουν στο δυνατό, σκληρό στέρνο του και ανατρίχιασε. Άκου να
μην τον αγγίξει! Τώρα θα μάθαινε κι αυτός! Η Αναρχία δεν ήταν υπάκουο σκυλάκι –εντελώς το
αντίθετο.
Τουλάχιστον ο Λούσιεν δεν τραβήχτηκε.
«Θα χορέψεις μαζί μου», πρότεινε δελεαστικά. «Είναι ο μόνος τρόπος για να με ξεφορτωθείς».
Για να τον ερεθίσει ακόμα περισσότερο, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και δάγκωσε απαλά το
λοβό του αυτιού του.
Ακούστηκε κάτι σαν μουγκρητό από τα βάθη του λαιμού του και, επιτέλους, τα χέρια του
τυλίχτηκαν γύρω της. Στην αρχή νόμιζε ότι σκόπευε να τη σπρώξει μακριά, αλλά μετά την έσφιξε
και την κόλλησε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. Έτσι, πολύ γρήγορα, η Άνια
ένιωσε τη λαχτάρα της να φουντώνει.
«Αφού θέλεις να χορέψουμε, τότε θα χορέψουμε». Αργά, νωχελικά, την έγειρε πρώτα από τη μια
πλευρά και μετά από την άλλη και τα σώματά τους παρέμειναν κολλημένα, ενώ το πιο ευαίσθητο
σημείο της ανατομίας της τριβόταν λίγο πιο πάνω από το γόνατό του. Σπίθες πάθους άναψαν μέσα
της και ταξίδεψαν στις φλέβες της για να μην αφήσουν κανένα σημείο του εαυτού της ανεπηρέαστο.
Μα τους θεούς, ήταν καλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Τα μάτια της έκλεισαν και παραδόθηκε.
Ήταν τεράστιος. Παντού. Οι πλάτες του ήταν τόσο φαρδιές ώστε εκείνη χανόταν στην αγκαλιά του·
το στέρνο του ήταν τόσο μυώδες ώστε σχεδόν την τύλιγε. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα, η ζεστή
ανάσα του χάιδευε το μάγουλό της σαν άγγιγμα εραστή. Τρέμοντας, άφησε τα χέρια της να
ανηφορίσουν στην πλάτη του και βύθισε τα δάχτυλά της στα μαύρα, μεταξωτά μαλλιά του. Ναι. Κι
άλλο.
Ηρέμησε, κορίτσι μου. Ακόμα κι αν την ήθελε όσο τον ήθελε κι εκείνη, δεν μπορούσε να τον
κάνει δικό της. Όχι εντελώς. Σ’ αυτό το θέμα, ήταν τόσο καταραμένη όσο κι εκείνος. Αλλά
μπορούσε να απολαύσει τη στιγμή. Α, ναι, μπορούσε να την απολαύσει πάρα πολύ. Επιτέλους, ο
Λούσιεν ανταποκρινόταν!
Η μύτη του έτριψε το σαγόνι της. «Όλοι οι άντρες σ’ αυτή την αίθουσα σε θέλουν», της είπε
χαμηλόφωνα αλλά τα λόγια του ήταν τόσο απότομα ώστε έκοβαν σαν μαχαίρι. «Γιατί διάλεξες
εμένα;»
«Έτσι», του απάντησε εισπνέοντας τη μυρωδιά των τριαντάφυλλων που ανέδιδε το σώμα του.
«Δεν είναι απάντηση αυτή».
«Δεν ήθελα να απαντήσω», είπε η Άνια, επαναλαμβάνοντας τα λόγια που ο ίδιος είχε πει λίγο
πριν. Οι θηλές της ήταν ακόμα σκληρές, πολύ σκληρές, και καθώς βασανίζονταν χτυπώντας στον
κορσέ της ενίσχυαν τη λαχτάρα της. Το δέρμα της ήταν υπέροχα ευαίσθητο, το μυαλό της
αντιδρούσε ακαριαία σε κάθε κίνηση του Λούσιεν. Είχε βιώσει ποτέ κάποια άλλη στιγμή στη ζωή
της όπου όλα να είναι τόσο ερωτικά; Τόσο... τόσο τέλεια;
Ο Λούσιεν άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της και σχεδόν ξερίζωσε μερικές τρίχες από το κεφάλι της.
«Σου φαίνεται διασκεδαστικό να παίζεις με τον πιο άσχημο άντρα εδώ μέσα;»
«Τον πιο άσχημο;» Όταν την ερέθιζε όσο κανένας άλλος στη ζωή της; «Μα δεν παίζω με τον
Πάρη, καλέ μου».
Η απάντησή της τον έκανε να σταματήσει. Συνοφρυώθηκε και την άφησε. Μετά, κούνησε το
κεφάλι του λες και προσπαθούσε να συνέλθει. «Ξέρω τι είμαι», γρύλισε με μια ανεπαίσθητη χροιά
πικρίας. «Η λέξη άσχημος είναι ευγενική για μένα».
Η Άνια έμεινε ακίνητη, κοιτάζοντας τα πλάνα δίχρωμα μάτια του. Ειλικρινά, δεν είχε ιδέα πόσο
ελκυστικός ήταν; Εξέπεμπε δύναμη και ζωτικότητα. Εξέπεμπε άγρια αρρενωπότητα. Τα πάντα πάνω
του τη μάγευαν.
«Αν ξέρεις τι είσαι, γλυκέ μου, τότε ξέρεις πως είσαι σέξι και υπέροχα απειλητικός». Και τον
ήθελε ακόμα πιο πολύ. Μια ακόμα ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, φτάνοντας μέχρι τα
μέλη της. Άγγιξέ με ξανά.
Ο Λούσιεν την κοίταξε βλοσυρά. «Απειλητικός; Δηλαδή θέλεις να σε πονέσω;»
Του χαμογέλασε αργά. «Μόνο αν μου δώσεις μερικές στον πισινό για παιχνίδι...»
Τα ρουθούνια του άνοιξαν ξανά. «Φαντάζομαι πως οι ουλές μου δε σε ενοχλούν», παρατήρησε
εντελώς ανέκφραστος πια.
«Να με ενοχλούν;» Οι ουλές δε μείωναν τη γοητεία του· αντίθετα, τον έκαναν ακαταμάχητο.
Πιο κοντά... πιο κοντά... Ναι, επαφή. Ω θεοί! Άφησε τα χέρια να γλιστρήσουν στο στήθος του,
απολαμβάνοντας την αίσθηση από τις ρώγες του που σκλήραιναν, νιώθοντας τους μυώνες του να
φουσκώνουν κάτω από τ’ ακροδάχτυλά της. «Με ερεθίζουν».
«Ψεύτρα», της είπε.
«Είμαι μερικές φορές», παραδέχτηκε η Άνια, «αλλά όχι πάνω σ’ αυτό το θέμα». Μελέτησε το
πρόσωπό του. Όπως κι αν απέκτησε τις ουλές του, δε θα ήταν κάτι ευχάριστο. Θα υπέφερε. Πολύ.
Μόλις το συνειδητοποίησε, ξαφνικά θύμωσε τόσο έντονα όσο και μαγεύτηκε ταυτόχρονα. Ποιος τον
είχε πληγώσει και γιατί; Κάποιος ζηλότυπος εραστής;
Όπως έδειχναν τα πράγματα, κάποιος είχε πάρει μια λεπίδα και είχε σκαλίσει τον Λούσιεν λες και
ήταν κολοκύθα και μετά είχε προσπαθήσει να τον συναρμολογήσει ξανά, βάζοντας τα κομμάτια σε
λάθος θέση. Ωστόσο, οι περισσότεροι αθάνατοι γιατρεύονταν γρήγορα, χωρίς να μαρτυρά τίποτε τα
προηγούμενα τραύματά τους. Ακόμα κι αν τον είχαν σκαλίσει, λοιπόν, ο Λούσιεν έπρεπε να έχει
θεραπευτεί.
Άραγε είχε παρόμοιες ουλές και στο υπόλοιπο σώμα του; Τα γόνατά της λύγισαν καθώς ένα νέο
κύμα πάθους την πλημμύρισε. Τον είχε παρακολουθήσει για πολλές βδομάδες, αλλά δεν είχε
καταφέρει να αντικρίσει το σώμα του γυμνό. Με κάποιον τρόπο, ο Λούσιεν κατάφερνε πάντα να
κάνει μπάνιο και να αλλάζει αφού η Άνια είχε φύγει.
Είχε διαισθανθεί την παρουσία της και είχε κρατήσει κρυφό το σώμα του;
«Αν δεν είχα άλλη γνώμη, θα πίστευα πως είσαι Δόλωμα, όπως πιστεύουν οι άντρες μου»,
συνέχισε εκείνος ξερά.
«Και τι είναι εκείνο που σε κάνει να έχεις άλλη γνώμη;»
Ο Λούσιεν ανασήκωσε τα φρύδια του. «Είσαι;»
Έπρεπε να ακολουθήσεις αυτό το μονοπάτι; Αν τον διαβεβαίωνε πως δεν ήταν Δόλωμα, θα ήταν
λες και παραδεχόταν πως ήξερε τι σήμαινε Δόλωμα. Πίστευε πως τον γνώριζε αρκετά καλά για να
διαισθάνεται πως, για κείνον, η αναγνώριση θα εξουδετέρωνε τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν –και τότε
θα ένιωθε υποχρεωμένος να τη σκοτώσει. Και αν η Άνια ισχυριζόταν πως ήταν Δόλωμα, τότε ο
Λούσιεν θα ένιωθε και πάλι υποχρεωμένος να τη σκοτώσει.
Και στις δυο περιπτώσεις, θα έχανε.
«Θέλεις να είμαι;» τον ρώτησε με τον πιο ελκυστικό τόνο της φωνής της. «Επειδή μπορώ να γίνω
ό,τι θέλεις, εραστή».
«Σταμάτα», μούγκρισε εκείνος και η πάντα ήρεμη μάσκα που φορούσε για πρόσωπο χαλάρωσε,
καθώς έχανε τον έλεγχο των χαρακτηριστικών του και, για μια στιγμή, αποκάλυπτε μια απίστευτα
έντονη φλόγα. Πόσο λαχταρούσε αυτή η φλόγα να την κάψει! «Δε μου αρέσει το παιχνίδι που
παίζεις».
«Δεν πρόκειται για παιχνίδι, Ευωδιαστέ. Σου το υπόσχομαι».
«Τι θέλεις από μένα; Και μην τολμήσεις να πεις ψέματα».
Δύσκολη ερώτηση. Ήθελε όλη την αρρενωπότητά του εστιασμένη πάνω της. Ήθελε πολλές ώρες
στη διάθεσή της για να τον γδύσει και να τον εξερευνήσει. Ήθελε κι εκείνος να τη γδύσει και να την
εξερευνήσει. Ήθελε να της χαμογελάσει. Ήθελε τη γλώσσα του στο στόμα της.
Σ’ εκείνο το σημείο, μόνο το τελευταίο φαινόταν εφικτό. Και μόνο αν έκανε ζαβολιά. Ευτυχώς
που η πονηριά ήταν ένα από τα δυνατά της σημεία.
«Θα πάρω ένα φιλί», είπε κοιτάζοντας το απαλό, ροζ στόμα του. «Για την ακρίβεια, επιμένω σε
ένα φιλί».
«Δε βρήκα Κυνηγούς εδώ κοντά», είπε τότε ο Ρέγιες που εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα στον
Λούσιεν.
«Αυτό δε σημαίνει τίποτα», απάντησε ο Σαβίν.
«Αυτή η γυναίκα δεν είναι Κυνηγός και δε δουλεύει για λογαριασμό τους». Η προσοχή του
Λούσιεν δεν αποσπάστηκε στιγμή από πάνω της καθώς έκανε νόημα στο φίλο του να απομακρυνθεί.
«Θέλω να μείνω για λίγο μόνος μαζί της».
Η διαβεβαίωσή του την ξάφνιασε. Και ήθελε να μείνει μόνος μαζί της; Ναι! Μόνο που οι φίλοι
του δεν κούνησαν από τη θέση τους. Ηλίθιοι.
«Δε γνωριζόμαστε», της είπε ο Λούσιεν, συνεχίζοντας τη συζήτησή τους λες και δεν είχε διακοπεί
ποτέ.
«Και λοιπόν; Άγνωστα άτομα τα φτιάχνουν καθημερινά». Έγειρε πίσω την πλάτη της, πιέζοντας
το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της στο σκληρό ανδρισμό του. Μμμμ, σκληρός. Ο Λούσιεν
δεν είχε χάσει τον ερεθισμό του. «Τι κακό μπορεί να κάνει ένα τόσο δα φιλάκι;»
Τα δάχτυλά του πιέστηκαν στην καμπύλη της μέσης της και την κράτησαν ακίνητη. «Και μετά θα
φύγεις;»
Τα λόγια του θα μπορούσαν να την προσβάλουν, αλλά την είχε συνεπάρει τόσο πολύ η απόλαυση
αυτού του απλού αγγίγματος ώστε δεν την ένοιαζε. Όλες οι απολήξεις των νεύρων της ξεκίνησαν
έναν τρελό χορό. Μια παράξενη, υπέροχη ζεστασιά φτερούγισε στο στομάχι της.
«Ναι». Έτσι κι αλλιώς, μόνο αυτό μπορούσε να πάρει από εκείνον, όσο κι αν λαχταρούσε
περισσότερα. Και θα το έπαιρνε με οποιοδήποτε μέσο: με εξαναγκασμό, με βία, με εξαπάτηση. Είχε
βαρεθεί να φαντάζεται τα φιλιά του και ήθελε να τα γευτεί πραγματικά. Έπρεπε να τα γευτεί
πραγματικά. Επιτέλους. Σίγουρα θα ήταν τόσο απολαυστικά όσο τα ονειρευόταν.
«Δεν το καταλαβαίνω», μουρμούρισε ο Λούσιεν με μάτια μισόκλειστα. Μαύρες βλεφαρίδες
έριχναν σκιές πάνω από τα σημαδεμένα μάγουλά του, κάνοντάς τον να φαίνεται περισσότερο
επικίνδυνος από ποτέ.
«Δεν πειράζει. Ούτε εγώ το καταλαβαίνω».
Ο Λούσιεν έσκυψε από πάνω της και η ζεστή, αρωματική ανάσα του έκαψε το δέρμα της. «Τι θα
κερδίσεις με ένα φιλί;»
Τα πάντα. Η προσμονή φούντωνε μέσα της καθώς η γλώσσα της ακολουθούσε το περίγραμμα
των χειλιών της. «Είσαι πάντα τόσο ομιλητικός;»
«Όχι».
«Φίλα τη, Λούσιεν, πριν τη φιλήσω εγώ. Είτε είναι Δόλωμα είτε όχι», φώναξε τότε ο Πάρις μ’ ένα
γέλιο. Όσο καλοκάγαθο κι αν ακουγόταν το γέλιο του, χρωματιζόταν από μια χροιά ατσαλιού.
Ο Λούσιεν συνέχισε να αντιστέκεται. Η Άνια μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπά
δυνατά στα πλευρά του. Μήπως ένιωθε αμηχανία επειδή είχαν θεατές; Κρίμα. Είχε διακινδυνεύσει τα
πάντα για τούτη τη στιγμή και δε θα τον άφηνε να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα.
«Είναι μάταιο», ψέλλισε εκείνος.
«Και λοιπόν; Το μάταιο μπορεί να αποδειχτεί και διασκεδαστικό. Φτάνουν τα λόγια. Τώρα μόνο
πράξεις». Η Άνια τράβηξε το κεφάλι του προς το δικό της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.
Το στόμα του άνοιξε αμέσως και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν, υγρές. Μια έντονη ζέστη τη
διαπέρασε, καθώς τη βομβάρδιζε το εθιστικό άρωμα των τριαντάφυλλων.
Εκείνη πίεσε ακόμα περισσότερο, καθώς τον ήθελε πιο πολύ. Τον ήθελε ολόκληρο. Γλώσσες
φωτιάς τύλιξαν όλο το κορμί της και έτριψε το σώμα της πάνω στον ανδρισμό του, ανίκανη να
συγκρατηθεί. Εκείνος άρπαξε τα μαλλιά της στη χούφτα του κι έσφιξε τη γροθιά του αποσπώντας
τον πλήρη έλεγχο του στόματός της. Έτσι απλά, η Άνια παρασύρθηκε από ένα στρόβιλο πάθους και
δίψας που μόνο ο Λούσιεν μπορούσε να καταλαγιάσει. Είχε διασχίσει τις ουράνιες πύλες χωρίς να
κάνει βήμα.
Κάποιος ζητωκραύγασε. Κάποιος σφύριξε.
Για μια στιγμή, νόμισε πως τα πόδια της δεν πατούσαν στο έδαφος και πως δεν είχε καμιά άγκυρα
που να τη συγκρατεί στη γη. Ένα λεπτό αργότερα, η πλάτη της πίεζε έναν κρύο τοίχο. Οι
ζητωκραυγές είχαν σταματήσει ξαφνικά. Παγερός αέρας άγγιζε το δέρμα της.
Είμαστε έξω; σκέφτηκε. Και το αμέσως επόμενο λεπτό, βογκούσε αδιαφορώντας για το
περιβάλλον και τύλιγε τα πόδια της γύρω από τη μέση του Λούσιεν καθώς η γλώσσα του
κατακτούσε τη δική της. Το ένα του χέρι έσφιγγε δυνατά το γοφό της –θεοί, πόσο της άρεσε!– και το
άλλο βρισκόταν βυθισμένο στα μαλλιά της, ενώ τα δάχτυλά του τυλίγονταν ξανά γύρω από την
πυκνή μάζα τους και τραβούσαν το κεφάλι της στο πλάι για ακόμα πιο βαθιά επαφή.
«Είσαι... είσαι...» ψιθύρισε βραχνά ο Λούσιεν.
«Απεγνωσμένη. Μη μιλάς. Φίλα με κι άλλο».
Ο έλεγχος του εαυτού του εξανεμίστηκε. Η γλώσσα του χώθηκε βαθιά στο στόμα της και τα
δόντια τους συγκρούστηκαν. Πάθος και ερεθισμός άναψαν μια καυτή πυρά ανάμεσά τους,
προκάλεσαν ένα παρανάλωμα που δεν μπορούσε να σβήσει. Η Άνια ένιωθε πραγματικά λες και είχε
πιάσει φωτιά. Λαχταρούσε. Πονούσε. Ο Λούσιεν βρισκόταν παντού γύρω της, είχε γίνει ήδη ένα
κομμάτι του εαυτού της.
Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ.
«Κι άλλο», φώναξε τραχιά ο Λούσιεν και αιχμαλώτισε το στήθος της στην παλάμη του.
«Ναι». Οι θηλές της σκλήρυναν, λαχταρώντας το άγγιγμά του. «Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο».
«Είναι υπέροχο».
«Είναι απίστευτο».
«Άγγιξέ με», μούγκρισε εκείνος.
«Σε αγγίζω».
«Όχι. Εμένα».
Η Άνια κατάλαβε και ο πόθος φούντωσε ακόμα περισσότερο. Ίσως την ήθελε πραγματικά. Στο
κάτω κάτω, λαχταρούσε να νιώσει τα χέρια της στο δέρμα του, πράγμα που σήμαινε ότι λαχταρούσε
κάτι περισσότερο από ένα απλό φιλί.
«Χαρά μου». Με το ένα χέρι, έπιασε το κάτω μέρος της μπλούζας του και την τράβηξε ψηλά. Με
το άλλο, χάιδεψε τους γυμνασμένους μυς του στομαχιού του. Ουλές. Ένιωσε ουλές και ανατρίχιασε,
καθώς ο ιστός που τις κάλυπτε ήταν υπέροχα ζεστός.
Οι μύες του τεντώνονταν με κάθε άγγιγμα κι ο Λούσιεν δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Ναι, έτσι».
Η Άνια παραλίγο να φτάσει σε οργασμό, καθώς η αντίδρασή του ήταν σαν να έριχνε λάδι στη
φωτιά της. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα βογκητό.
Τα δάχτυλά της ακολούθησαν τον κύκλο των θηλών του πριν περάσουν πάνω από τα άκρα τους.
Κάθε φορά που το έκανε, το ευαίσθητο σημείο της ερεθιζόταν λες και άγγιζε μόνη της τον εαυτό
της. «Λατρεύω την αίσθησή σου».
Ο Λούσιεν επέτρεψε στη γλώσσα του να κατηφορίσει στο λαιμό της κι εκείνη άφησε μια πύρινη
γραμμή στο δέρμα της. Τα βλέφαρά της άνοιξαν και σχεδόν ξεφώνισ ε όταν διαπίστωσε πως
βρίσκονταν πράγματι έξω και ακουμπούσαν σε μια σκοτεινή γωνιά στον τοίχο του κλαμπ. Ο
Λούσιεν πρέπει να είχε μεταφέρει και τους δυο τους σαν αστραπή με τη δύναμη της σκέψης. Άτακτο
αγόρι.
Ήταν ο μόνος Άρχοντας που μπορούσε να μεταφερθεί από τη μια τοποθεσία στην άλλη με μια και
μόνη σκέψη –μια ικανότητα που διέθετε και η Άνια. Απλώς, ευχόταν να είχε διακτινίσει και τους δυο
τους σε μια κρεβατοκάμαρα.
Όχι, ανάγκασε τον εαυτό της να προσθέσει, καταπολεμώντας ένα κύμα απόγνωσης. Η
κρεβατοκάμαρα ήταν κακή ιδέα. Κακή, κακή, κακή. Και ήταν κακή κι η ίδια που είχε τολμήσει να τη
σκεφτεί, έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Άλλες γυναίκες θα απολάμβαναν την ηλεκτρισμένη πίεση
της μιας επιδερμίδας πάνω στην άλλη και την πάλη των γυμνών σωμάτων που ανυπομονούσαν να
γνωρίσουν την ολοκλήρωση, αλλά όχι η Άνια. Ποτέ η Άνια.
«Σε θέλω», μουρμούρισε τραχιά ο Λούσιεν.
«Καιρός ήταν», του απάντησε ψιθυριστά.
Ο Λούσιεν ανασήκωσε το κεφάλι του με το φωτοστέφανο των μαύρων μαλλιών και τα δίχρωμα
μάτια του την κοίταξαν έντονα πριν της χαρίσει ένα ακόμα καυτό φιλί. Το φιλί συνεχίστηκε μέχρι
που η Άνια ένιωσε να πνίγεται μέσα του, πρόθυμα και ηδονικά. Αυτό το φιλί αποτυπώθηκε στην ίδια
την ψυχή της, όπου δεν ήταν πια εκείνη, αλλά η γυναίκα του Λούσιεν. Η σκλάβα του Λούσιεν.
Μπορεί να μην τον χόρταινε ποτέ, μπορεί να του επέτρεπε να της κάνει έρωτα εκείνη τη στιγμή –αν
ήταν στο χέρι της δηλαδή... Μα τους θεούς, η πραγματικότητα ήταν πολύ καλύτερη από τη
φαντασίωση.
«Θέλω να σε νιώσω περισσότερο. Χρειάζομαι τα χέρια σου πάνω μου». Άφησε τα πόδια της να
γλιστρήσουν από τη μέση του και στάθηκε ανυπόμονη μπροστά του. Ήταν έτοιμη να απλώσει τα
χέρια στο φερμουάρ του τζιν του για να ελευθερώσει το όργανό του και να τυλίξει τα δάχτυλά της
γύρω από τη σκληρότητά του, όταν άκουσε έναν κοντινό αντίλαλο βημάτων.
Ο Λούσιεν πρέπει να τον είχε ακούσει κι εκείνος, επειδή τα νεύρα του τεντώθηκαν και την άφησε.
Ήταν λαχανιασμένος –το ίδιο κι εκείνη. Τα γόνατά της σχεδόν λύγισαν καθώς τα βλέμματά τους
αντάμωναν κι ο χρόνος πάγωνε για μια στιγμή. Το πάθος εξακολουθούσε να σπιθίζει ανάμεσά τους
σαν βολταϊκό τόξο· η Άνια δε φανταζόταν ποτέ πως ένα φιλί θα μπορούσε να δημιουργήσει τόσο
εκρηκτικά αποτελέσματα.
«Ίσιωσε τα ρούχα σου», την πρόσταξε.
«Μα... μα...» Η Άνια δεν ήταν πρόθυμη να σταματήσει, είτε υπήρχαν θεατές είτε όχι. Αν της έδινε
περιθώριο λίγα δευτερόλεπτα, θα τους διακτίνιζε κάπου αλλού.
«Κάνε ό,τι σου λέω. Τώρα».
Η Άνια συνειδητοποίησε απογοητευμένη ότι δε θα διακτίνιζε κανέναν. Η σκληρή έκφραση του
προσώπου του Λούσιεν μαρτυρούσε πως είχε τελειώσει. Με το φιλί και μ’ εκείνη.
Τράβηξε τα μάτια της από πάνω του, κοίταξε τον εαυτό της. Ο κορσές με τις τιράντες είχε
καταλήξει κάτω από το στήθος της. Δε φορούσε σουτιέν κι έτσι διακρίνονταν οι σκληρές ροζ άκρες
των θηλών της –δυο μικρές ακτίνες μέσα στη νύχτα. Η φούστα της είχε ανέβει στη μέση της,
αποκαλύπτοντας το μπροστινό μέρος του στρινγκ της που είχε σχεδόν εξαφανιστεί.
Έφτιαξε τα ρούχα της, κοκκινίζοντας για πρώτη φορά μετά από εκατοντάδες χρόνια. Γιατί τώρα;
Τι σημασία έχει; Τα χέρια της έτρεμαν –μια αδυναμία που της προκαλούσε ντροπή. Προσπάθησε να
τα προστάξει να ηρεμήσουν, αλλά η μόνη εντολή που ήθελε ν’ ακούσει το σώμα της ήταν να
πηδήξει ξανά στην αγκαλιά του Λούσιεν.
Αρκετοί Άρχοντες έστριψαν στη γωνία, βλοσυροί και σκυθρωποί.
«Μου αρέσει όταν εξαφανίζεσαι έτσι», είπε εκείνος που λεγόταν Γκίντεον και ο εκνευρισμός στη
φωνή του αποκάλυπτε ότι δεν του άρεσε καθόλου. Η Άνια ήξερε πως φιλοξενούσε το πνεύμα του
Ψεύδους κι έτσι δεν μπορούσε να προφέρει ούτε μια αλήθεια.
«Βούλωσέ το», πέταξε ο Ρέγιες. Ο φτωχός, βασανισμένος Ρέγιες, ξενιστής του Πόνου. Του άρεσε
να κόβεται. Μια φορά, μάλιστα, τον είχε δει να πηδά από την κορυφή του πύργου των πολεμιστών
και να απολαμβάνει την αίσθηση των σπασμένων οστών του. «Μπορεί να σου φαίνεται αθώα,
Λούσιεν, αλλά δε φρόντισες να την ψάξεις για κρυμμένα όπλα πριν ρουφήξεις τη γλώσσα της».
«Είμαι σχεδόν γυμνή», του θύμισε η Άνια με αγανάκτηση. Όχι πως την πρόσεξε κανένας. «Ποιο
όπλο θα μπορούσα να κρύβω;» Εντάξει, η αλήθεια ήταν πως έκρυβε μερικά. Σιγά το θέμα... Τα
κορίτσια έπρεπε να προστατεύουν τον εαυτό τους, σωστά;
«Είχα τα πάντα υπό έλεγχο», δήλωσε ο Λούσιεν μ’ εκείνη την ανέκφραστη φωνή του. «Νομίζω
πως μπορώ να τα βγάλω πέρα με μια γυναίκα μόνη, είτε είναι οπλισμένη είτε όχι».
Η Άνια εντυπωσιαζόταν πάντα από την ηρεμία του. Μέχρι τώρα. Τι είχε απογίνει το πάθος του;
Δεν ήταν δίκαιο που είχε συνέλθει τόσο γρήγορα, ενώ εκείνη πάσχιζε ακόμα να βρει το ρυθμό της
ανάσας της. Τα μέλη της δεν είχαν σταματήσει καν να τρέμουν. Και, ακόμα χειρότερα, η καρδιά της
χτυπούσε σαν πολεμικό τύμπανο στο στήθος της.
«Ποια είναι, λοιπόν;» ρώτησε ο Ρέγιες.
«Μπορεί να μην είναι Δόλωμα, αλλά κάτι είναι», είπε ο Πάρις. «Τη διακτίνισες και δεν τη βλέπω
να ουρλιάζει».
Τότε ήταν που τα γεμάτα υποψία μάτια όλων στράφηκαν προς το μέρος της Άνια. Δεν είχε
ξανανιώσει τόσο γυμνή, τόσο ευάλωτη, σε όλους τους αιώνες της ζωής της. Το φιλί του Λούσιεν
άξιζε τον κίνδυνο μιας σύλληψης, αλλά αυτό δε σήμαινε πως έπρεπε να υποστεί και μια ανάκριση.
«Δεν το βουλώνετε, όλοι σας; Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα».
«Δε σε προσκάλεσα εγώ κι ο Ρέγιες μου είπε ότι κανένας από τους καλεσμένους δε σε ξέρει», της
απάντησε ο Πάρις. «Γιατί προσπάθησες να αποπλανήσεις τον Λούσιεν;»
Αφού καμιά άλλη δεν ήθελε να πλησιάσει με τη θέλησή της το σημαδεμένο πολεμιστή, έλεγε το
ύφος του. Αυτό την εκνεύρισε, μολονότι ήξερε πως ο Πάρις δε σκόπευε να πληγώσει ή να
προσβάλει το φίλο του· απλώς εξέφραζε κάτι που όλοι θεωρούσαν δεδομένο.
«Τι σας έπιασε και με περνάτε από ανάκριση τρίτου βαθμού;» ρώτησε η Άνια και τους κοίταξε
όλους βλοσυρά. Όλους, εκτός από τον Λούσιεν· εκείνον τον απέφυγε. Μπορεί να κατέρρεε, αν τα
χαρακτηριστικά του ήταν ακόμα παγερά και ανέκφραστα. «Τον είδα, μου άρεσε κι έτσι τον
διεκδίκησα. Σιγά το πράγμα. Τέλος της ιστορίας».
Όλοι οι Άρχοντες σταύρωσαν τα χέρια στο στήθος τους, δείχνοντας πως δεν την πίστευαν. Η Άνια
συνειδητοποίησε πως είχαν σχηματίσει ένα ημικύκλιο γύρω της, μολονότι δεν τους είχε αντιληφθεί
να κινούνται. Μόλις που κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην κοιτάξει με απόγνωση προς τον
ουρανό.
«Δεν τον θέλεις στ’ αλήθεια», είπε ο Ρέγιες. «Το ξέρουμε όλοι. Πες μας, λοιπόν, τι ακριβώς
θέλεις, πριν σε αναγκάσουμε να το πεις».
Να την αναγκάσουν; Τι ανόητοι που ήταν! Σταύρωσε κι εκείνη τα χέρια της. Πριν από λίγο, είχαν
επευφημήσει τον Λούσιεν που τη φιλούσε –και τώρα ήθελαν να τους αποκαλύψει τους απώτερους
στόχους της; Λες κι ο Λούσιεν δε θα μπορούσε να γοητεύσει ούτε μια γυναίκα τυφλή; «Ήθελα το
πράμα του μέσα μου. Κατάλαβες τώρα, ηλίθιε;»
Ακολούθησε μια σιωπή έκπληξης και σοκ.
Ο Λούσιεν πέρασε μπροστά της, κρύβοντάς την από τους άλλους άντρες. Μήπως την... την
προστάτευε; Πολύ γλυκό. Περιττό, αλλά γλυκό. Ένα μέρος του θυμού της εξανεμίστηκε. Ήθελε να
τον αγκαλιάσει.
«Αφήστε την ήσυχη», είπε τότε ο Λούσιεν. «Δεν παίζει κανένα ρόλο. Είναι ασήμαντη».
Η ευτυχία της Άνια εξαφανίστηκε. Δεν έπαιζε κανένα ρόλο; Ήταν ασήμαντη; Πριν από λίγο
κρατούσε το στήθος της στο χέρι του και έτριβε τον ανδρισμό του ανάμεσα στους μηρούς της. Πώς
τολμούσε να λέει κάτι τέτοιο;
Μια κόκκινη ομίχλη κάλυψε το οπτικό της πεδίο. Έτσι θα έπρεπε να νιώθει και η μητέρα μου.
Σχεδόν όλοι οι άντρες που έκαναν έρωτα με τη Δυσνομία εκτόξευαν προσβολές εναντίον της αφού
ικανοποιούσαν τον πόθο τους. Είσαι εύκολη, της έλεγαν. Δεν αξίζεις για τίποτε άλλο.
Η Άνια ήξερε καλά τη μητέρα της· ήξερε πως η Δυσνομία ήταν θύμα της άνομης φύσης της και
του απλού γεγονότος ότι αναζητούσε την αγάπη. Δεσμευμένοι θεοί, ελεύθεροι θεοί –δεν είχε
σημασία. Αν την ποθούσαν, τους πρόσφερε τον εαυτό της. Ίσως οι πιο σκοτεινές παρορμήσεις της
περιορίζονταν χάρη στις λίγες ώρες που περνούσε στην αγκαλιά των εραστών της, οι οποίοι έδειχναν
να την αποδέχονται και να τη φροντίζουν.
Και γι’ αυτό μετά η προδοσία τους πονούσε περισσότερο. Η Άνια κοίταξε τον Λούσιεν. Περίμενε
να ακούσει πολλά πράγματα από το στόμα του, εκτός από τη λέξη ασήμαντη. Ίσως λόγια όπως είναι
δική μου. Ίσως ακόμα, τη χρειάζομαι. Και σίγουρα τη φράση μην αγγίζετε την περιουσία μου.
Δεν ήθελε την ίδια ζωή που είχε περάσει η μητέρα της, όσο κι αν την αγαπούσε, και πριν από πολύ
καιρό είχε ορκιστεί να μην επιτρέψει να την εκμεταλλευτούν. Αλλά κοίταξέ με τώρα. Εκλιπάρησα
και παρακάλεσα τον Λούσιεν να μου δώσει ένα φιλί –κι όμως, εκείνος με θεώρησε ασήμαντη.
Μπήγοντας ένα δυνατό μουγκρητό διοχέτευσε στα χέρια της όλη τη σημαντική δύναμη, την οργή
και τον πόνο της και έσπρωξε τον Λούσιεν μακριά. Ο άντρας εκτοξεύτηκε σαν σφαίρα και έπεσε
πάνω στον Πάρη. Και οι δυο τους βόγκηξαν δυνατά πριν χωρίσουν.
Όταν ο Λούσιεν κατάφερε να ανακτήσει την ισορροπία του, στράφηκε για να την αντικρίσει. «Δε
χρειάζονται τέτοια».
«Για την ακρίβεια, χρειάζονται πολύ περισσότερα». Η Άνια κίνησε προς το μέρος του με τη
γροθιά υψωμένη. Σύντομα θα τον έκανε να καταπιεί τα τέλεια λευκά δόντια του.
«Άνια», είπε ο Λούσιεν και το όνομά της ακούστηκε σαν μια βραχνή παράκληση. «Σταμάτα».
Η Άνια πάγωσε και το σοκ έκανε την καρδιά της να πάψει να χτυπάει για μια στιγμή. «Ξέρεις ποια
είμαι». Ήταν δήλωση, όχι ερώτηση. «Πώς;» Είχαν μιλήσει μία και μοναδική φορά, πριν από
βδομάδες, αλλά δεν την είχε ξαναδεί στο παρελθόν· η Άνια είχε φροντίσει γι’ αυτό.
«Με παρακολουθούσες. Αναγνώρισα την οσμή σου».
Φράουλες και κρέμα, είχε παρατηρήσει πιο πριν ο Λούσιεν με επικριτικό τόνο. Τα μάτια της
γούρλωσαν. Ηδονή και τρόμος αναμείχθηκαν μέσα της φτάνοντας μέχρι το μεδούλι. Ο Λούσιεν
ήξερε από την αρχή πως τον παρακολουθούσε.
«Γιατί με πέρασες από ανάκριση αν ήξερες ποια ήμουν; Και γιατί, αν ήξερες πως σε
παρακολουθούσα, δε μου ζήτησες να εμφανιστώ;» Οι ερωτήσεις εκτοξεύτηκαν σαν σφαίρες από το
στόμα της.
«Πρώτον», απάντησε ο Λούσιεν, «συνειδητοποίησα ποια ήσουν αφού κάναμε τη συζήτηση για
τους Κυνηγούς. Δεύτερον, δεν ήθελα να σε τρομάξω και να φύγεις πριν μάθω τι ζητούσες».
Σταμάτησε και περίμενε να του απαντήσει. Όταν εκείνη δε μίλησε, πρόσθεσε: «Τι ζητάς;»
«Εγώ... δε...» Να πάρει! Τι να του έλεγε; «Μου χρωστάς μια χάρη! Έσωσα το φίλο σου και σε
ελευθέρωσα από την κατάρα του». Ορίστε. Η λογική και η αλήθεια, με λίγη τύχη, θα απομάκρυναν
τη συζήτηση από τα πραγματικά της κίνητρα.
«Α!» Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά κι οι μύες των ώμων του τεντώθηκαν. «Τώρα όλα φαίνονται
λογικά. Ήρθες για την αμοιβή σου».
«Όχι». Μολονότι κάτι τέτοιο θα έσωζε την υπερηφάνειά της, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν
ήθελε ο Λούσιεν να πιστεύει ότι πρόσφερε τα φιλιά της τόσο εύκολα. «Όχι ακόμα».
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Μα είπες μόλις...»
«Ξέρω τι είπα».
«Γιατί ήρθες, λοιπόν; Γιατί παρακολουθείς κάθε στιγμή της ζωής μου;»
Η Άνια πίεσε τη γλώσσα στον ουρανίσκο της, νιώθοντας την αγανάκτησή της να ανανεώνεται.
Ωστόσο δεν πρόλαβε να απαντήσει, επειδή ο Ρέγιες, ο Πάρις και ο Γκίντεον την πλησίασαν,
βλοσυροί. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να την αρπάξουν και να την κρατήσουν ακίνητη;
Αντί να απαντήσει στον Λούσιεν, γύρισε και πέταξε στους άντρες: «Δε θυμάμαι να σας
προσκάλεσα στη συζήτηση».
«Είσαι η Άνια;» Ο Ρέγιες την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με φανερή αποστροφή.
Αποστροφή; Θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη! Μήπως δεν τον είχε ελευθερώσει από την
κατάρα που τον ανάγκαζε να μαχαιρώνει τον καλύτερο φίλο του κάθε βράδυ; Ναι, που να πάρει η
οργή, εκείνη τον είχε ελευθερώσει. Αλλά η έκφρασή του ήταν μια έκφραση που γνώριζε καλά και
που πάντα την έκανε να βγάζει νύχια. Επειδή, χάρη στο πλούσιο ερωτικό παρελθόν της μητέρας της
και την προσδοκία ότι θα ακολουθούσε τα χνάρια της, όλοι οι Έλληνες θεοί στον Όλυμπο είχαν
επιδείξει την ίδια αποστροφή απέναντί της σε κάθε ευκαιρία.
Στην αρχή, η Άνια είχε πληγωθεί από την υπεροπτική απόρριψή τους. Και για αρκετές
εκατοντάδες χρόνια είχε προσπαθήσει να φανεί καλό κορίτσι: ντυνόταν σαν καλόγρια, μιλούσε μόνο
όταν της απηύθυναν το λόγο και κρατούσε τα μάτια της κατεβασμένα. Με κάποιον τρόπο, είχε
καταφέρει να περιορίσει ακόμα και την απεγνωσμένη ανάγκη της για καταστροφή. Κι όλα αυτά για
να κερδίσει το σεβασμό κάποιων πλασμάτων που θα την αντιμετώπιζαν πάντα λες και ήταν πόρνη.
Μια μοιραία μέρα, όταν γύρισε στο σπίτι από κάποια ανόητη εκπαίδευση θεών, κλαίγοντας επειδή
είχε χαμογελάσει στον Άρη και εκείνη η σκύλα η Άρτεμις την είχε αποκαλέσει τα μα ντε, η
Δυσνομία την τράβηξε παράμερα. Ό,τι κι αν κάνεις, όπως κι αν φερθείς, θα σε κρίνουν άδικα, της
είπε η μητέρα της. Όλοι, όμως, πρέπει να σεβόμαστε την πραγματική φύση μας. Αν φέρεσαι λες και
είσαι κάποια άλλη κι όχι ο εαυτός σου δε θα κερδίσεις τίποτε άλλο εκτός από πόνο και θα δίνεις την
εντύπωση ότι ντρέπεσαι γι’ αυτό που είσαι. Οι άλλοι θα τρέφονται από την ντροπή σου και σύντομα
κι εσύ η ίδια δε θα είσαι κάτι περισσότερο. Άνια, είσαι ένα υπέροχο πλάσμα. Να νιώθεις υπερήφανη
γι’ αυτό που ε, ίσαι, όπως νιώθω κι εγώ.
Από τότε και μετά, η Άνια ντυνόταν όσο αισθησιακά ήθελε, μιλούσε όποτε και όπως ήθελε και
αρνιόταν να ρίξει το βλέμμα της χαμηλά, στα πόδια της, εκτός και αν επιθυμούσε να θαυμάσει τις
γόβες στιλέτο της. Δεν απαρνιόταν πια την ανάγκη της για αταξία. Σύμφωνοι, ήταν ένας τρόπος για
να πει «να πάτε να πηδηχτείτε» σε όσους την είχαν απορρίψει, αλλά το πιο σημαντικό παρέμενε πως
της άρεσε αυτό που ήταν.
Ποτέ δε θα ντρεπόταν ξανά για τον εαυτό της.
«Είναι... είναι ενδιαφέρον που σε βλέπω από κοντά αφού έκανα τόσες έρευνες για σένα τελευταία.
Είσαι κόρη της Δυσνομίας», συνέχισε ο Ρέγιες. «Είσαι η κατώτερη θεά της Αναρχίας».
«Δεν υπάρχει κάτι κατώτερο πάνω μου». Κατώτερος σήμαινε υποδεέστερος, ασήμαντος –κι
εκείνη ήταν το ίδιο σημαντική με τα άλλα, «ανώτερα» πλάσματα, που να πάρει η οργή. Αλλά επειδή
κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της –δηλαδή, εκείνη ήξερε τώρα– την είχαν υποβιβάσει.
«Αλλά ναι, είμαι θεά». Ύψωσε το πιγούνι της χωρίς να φανερώσει το παραμικρό συναίσθημα.
«Τη νύχτα που μας φανερώθηκες και έσωσες τη ζωή της Άσλιν μας είπες πως δεν ήσουν»,
παρατήρησε ο Λούσιεν. «Μας είπες πως ήσουν απλώς αθάνατη».
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της. Μισούσε τόσο πολύ τους θεούς, ώστε σπάνια
χρησιμοποιούσε τον τίτλο της. «Είπα ψέματα. Λέω συχνά ψέματα. Είναι ένα κομμάτι της γοητείας
μου, δε νομίζετε;»
Κανένας δεν απάντησε. Φυσικά.
«Κάποτε ήμαστε πολεμιστές των θεών και ζούσαμε στον ουρανό, όπως πρέπει να ξέρεις»,
συνέχισε ο Ρέγιες λες και η Άνια δεν είχε μιλήσει. «Δε σε θυμάμαι».
«Μπορεί να μην είχα γεννηθεί ακόμα, εξυπνάκια».
Ο εκνευρισμός φάνηκε στα μαύρα μάτια του, αλλά πρόσθεσε ήρεμα: «Όπως είπα πριν, από τότε
που εμφανίστηκες έκανα μια έρευνα για σένα και συγκέντρωσα όσες περισσότερες πληροφορίες
μπορούσα. Πριν από πολύ καιρό, σε φυλάκισαν επειδή δολοφόνησες έναν αθώο άνθρωπο. Περίπου
εκατό χρόνια μετά τη φυλάκισή σου, οι θεοί συμφώνησαν τελικά ποια ήταν η κατάλληλη τιμωρία
για σένα. Ωστόσο, πριν προλάβουν να εφαρμόσουν την απόφασή τους, έκανες κάτι που κανένας
άλλος αθάνατος δεν είχε καταφέρει να κάνει μέχρι τότε. Δραπέτευσες».
Η Άνια δεν προσπάθησε να το αρνηθεί. «Η έρευνά σου είναι σωστή». Στα βασικά σημεία.
«Σύμφωνα με το θρύλο, προσέβαλες το δεσμοφύλακα των Ταρτάρων με κάποιο είδος ασθένειας,
επειδή αμέσως μετά την απόδρασή σου εξασθένισε και έχασε τη μνήμη του. Φρουροί
τοποθετήθηκαν σε όλες τις γωνιές για να ενισχυθεί η ασφάλεια, επειδή οι θεοί φοβούνταν πως η
δύναμη της φυλακής εξαρτιόταν από τη δύναμη του δεσμοφύλακά της. Με το πέρασμα του χρόνου,
οι τοίχοι άρχισαν πράγματι να ραγίζουν και να καταρρέουν, κάτι που τελικά οδήγησε στην
απόδραση των Τιτάνων».
Θα της φόρτωνε κι αυτό; Τα μάτια της μισόκλεισαν. «Το πρόβλημα με τους θρύλους», είπε ξερά,
«είναι πως η αλήθεια συχνά διαστρεβλώνεται για να εξηγηθούν πράγματα που οι θνητοί δεν
μπορούν να καταλάβουν. Είναι περίεργο που εσύ, πρωταγωνιστής τόσων θρύλων, δεν το ξέρεις».
«Κρύφτηκες εδώ, ανάμεσα στους ανθρώπους», συμπλήρωσε ο Ρέγιες, αγνοώντας την. Ξανά.
«Αλλά δε σου άρεσε να ζεις ειρηνικά, ακόμα και τότε. Προκάλεσες πολέμους, έκλεψες όπλα, ακόμα
και πλοία. Προκάλεσες μεγάλες πυρκαγιές και άλλες καταστροφές που, με τη σειρά τους, οδήγησαν
σε μαζικό πανικό και ταραχές ανάμεσα στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να φυλακιστούν
εκατοντάδες άτομα».
Το πρόσωπό της κοκκίνισε. Ναι, τα είχε κάνει όλα αυτά. Όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στη γη,
δεν ήξερε πώς να ελέγχει την επαναστατική φύση της. Οι θεοί μπορούσαν να προστατευτούν από τα
τερτίπια της, αλλά οι άνθρωποι όχι. Και, πέρα από αυτό, ήταν ιδιαίτερα... ναι, ιδιαίτερα θανατηφόρα
μετά από τόσα χρόνια στη φυλακή. Ένα απλό σχόλιο από το στόμα της –δε θα αφήσεις τον αδερφό
σου να σου μιλά μ’ αυτό τον τρόπο, έτσι δεν είναι;– αρκούσε για να ξεσπάσουν αιματηρές διαμάχες
ανάμεσα σε οικογένειες. Μια εμφάνιση στο δικαστήριο –ίσως κάποια γέλια ενάντια στους ηγεμόνες
και την πολιτική τους– αρκούσε για να προσπαθήσουν πιστοί ιππότες να δολοφονήσουν το βασιλιά
τους.
Όσο για τις πυρκαγιές, κάτι μέσα της την είχε σπρώξει να ρίξει «τυχαία» μερικούς πυρσούς και να
παρακολουθήσει τις φλόγες να χορεύουν. Και για τις ληστείες... Δεν είχε καταφέρει να
καταπολεμήσει τη φωνή στο μυαλό της, που την παρότρυνε ψιθυριστά: Πάρ’ τα. Κανένας δε θα το
καταλάβει.
Τελικά, είχε μάθει πως αν ικανοποιούσε την ανάγκη της για αταξία με μικρά πράγματα –
μικροκλοπές, ψεματάκια και κάποιον καβγά στο δρόμο πού και πού–, μπορούσε να αποτρέπει
μεγάλες καταστροφές.
«Έμαθα κι εγώ πράγματα για σένα», του απάντησε χαμηλόφωνα. «Μήπως κάποτε κατέστρεφες
πόλεις και σκότωνες αθώους;»
Τώρα ήταν σειρά του Ρέγιες να κοκκινίσει.
«Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν κάποτε, όπως κι εγώ δεν είμαι πια...» Πριν ολοκληρώσει
την πρόταση, ένας ξαφνικός άνεμος σφύριξε γύρω τους, δυνατός και παγερός. Η Άνια ανοιγόκλεισε
τα μάτια, αλλά η σαστιμάρα της κράτησε μόνο για μια στιγμή. «Να πάρει!» έβρισε γιατί γνώριζε τι
θα ακολουθούσε.
Και οι πολεμιστές πάγωσαν φυσικά, καθώς ο χρόνος σταμάτησε να υπάρχει για κείνους και μια
δύναμη μεγαλύτερη από τη δική τους κυρίευε τον κόσμο γύρω τους. Ακόμα κι ο Λούσιεν, που
παρακολουθούσε προσεκτικά τη συνομιλία της με τον Ρέγιες, μεταμορφώθηκε σε ζωντανή πέτρα.
Δηλαδή, το ίδιο κι εκείνη.
Ω, όχι, όχι, όχι, σκέφτηκε και, με τα λόγια αυτά, τα αόρατα κάγκελα της φυλακής έπεσαν από
πάνω της σαν φύλλα από δέντρο το χειμώνα. Τίποτα και κανένας δε θα μπορούσε να την κρατήσει
αιχμάλωτη. Όχι πια. Ο πατέρας της είχε φροντίσει γι’ αυτό.
Η Άνια πλησίασε τον Λούσιεν θέλοντας να τον ελευθερώσει –δεν μπορούσε να καταλάβει το
γιατί, μετά από όσα είχε πει για κείνη–, αλλά ο άνεμος εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε
εμφανιστεί. Το στόμα της στέγνωσε και η καρδιά της άρχισε να χορεύει ένα ασταθές ταγκό μέσα στο
στήθος της. Από στιγμή σε στιγμή θα κατέφτανε ο Κρόνος, που είχε καταλάβει το θρόνο του
ουρανού μόλις πριν από λίγους μήνες, φέρνοντας καινούριους κανόνες, καινούριες επιθυμίες και
καινούριες τιμωρίες.
Την είχε εντοπίσει.
Υπέροχα. Καθώς ένα λαμπερό μπλε φως εμφανιζόταν μπροστά της, διώχνοντας το σκοτάδι και
βουίζοντας από απεριόριστη δύναμη, η Άνια διακτινίστηκε αλλού. Με μια αίσθηση θλίψης που δεν
είχε κανένα λόγο να νιώθει, άφησε τον Λούσιεν πίσω της –αλλά πήρε μαζί της τη γεύση και την
ανάμνηση του φιλιού τους.

Κεφάλαιο 2
Μια μαύρη ομίχλη είχε τυλίξει τον Λούσιεν κλειδώνοντας το μυαλό του σε μία και μοναδική σκέψη:
Άνια.
Παρακολουθούσε μια συζήτησή της και πάσχιζε να ξεχάσει πόσο τέλεια είχε ταιριάξει πάνω του,
πόσο καυτή ήταν η λαχτάρα του για κείνη και πώς, μέσα στα λίγα λεπτά που βρισκόταν στην
αγκαλιά του, εκείνος ήταν πρόθυμος να προδώσει όλους τους γνωστούς του για να ξεκλέψει ακόμα
λίγο χρόνο μαζί της.
Ποτέ ένα φιλί δεν τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ. Ο δαίμονάς του είχε κυριολεκτικά αναστενάξει
με ικανοποίηση μέσα στο μυαλό του. Δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο και δεν καταλάβαινε
γιατί είχε συμβεί απόψε.
Κάτι δεν πρέπει να πήγαινε καλά μαζί του.
Διαφορετικά, γιατί ένιωθε πως πέθαινε όταν έλεγε πως η Άνια δε σήμαινε τίποτα; Αλλά έπρεπε να
το πει, για το καλό της και για το καλό του. Μια τόσο μεγάλη ανάγκη ήταν επικίνδυνη. Και η
ομολογία της ήταν θανάσιμη για τον περιβόητο αυτοέλεγχό του.
Αυτοέλεγχο. Θα ξεφυσούσε περιφρονητικά, αν μπορούσε να σαλέψει. Ήταν φανερό πως δεν είχε
κανέναν έλεγχο κοντά σ’ εκείνη τη γυναίκα.
Γιατί είχε προσποιηθεί πως τον ήθελε; Γιατί τον είχε φιλήσει λες και πίστευε πως θα πέθαινε χωρίς
τη γλώσσα του; Οι γυναίκες, πολύ απλά, δεν τον ποθούσαν. Όχι πια. Το ήξερε καλύτερα από τον
καθένα. Κι όμως, η Άνια τον είχε εκλιπαρήσει για περισσότερα.
Και τώρα δεν μπορούσε να βγάλει την εικόνα της από το μυαλό του. Ήταν ψηλή, στο τέλειο
ύψος, με ένα τέλειο πρόσωπο νεράιδας και τέλειο, φιλημένο από τον ήλιο κρεμώδες δέρμα, λείο και
γυαλιστερό, απίστευτα ερωτικό. Φαντάστηκε τον εαυτό του να αγγίζει κάθε σπιθαμή αυτού του
προσώπου με τη γλώσσα του.
Το στήθος της είχε σχεδόν πεταχτεί έξω από το γαλάζιο κορσέ της και οι ατέλειωτοι, υπέροχοι
μηροί της αναδεικνύονταν χάρη στο μαύρο μίνι της που συνοδευόταν από μαύρες ψηλοτάκουνες
μπότες.
Τα μαλλιά της ήταν τόσο λευκά ώστε έμοιαζαν με χιονοθύελλα καθώς έπεφταν σαν κύματα στην
πλάτη της. Τα μάτια της ήταν πελώρια κι είχαν το ίδιο γαλάζιο χρώμα με τον κορσέ της.
Ανασηκωμένη μυτούλα. Σαρκώδη κόκκινα χείλη, φτιαγμένα για ρούφηγμα. Ίσια, λευκά δόντια.
Ακτινοβολούσε πονηριά και ηδονή, η αστραφτερή υλοποίηση κάθε αντρικής φαντασίωσης.
Για την ακρίβεια, δεν είχε κατορθώσει να τη βγάλει από τη σκέψη του από τότε που είχε
εμφανιστεί στη ζωή τους πριν από βδομάδες για να σώσει την Άσλιν. Τότε δεν είχε αποκαλύψει τη
σαγηνευτική ομορφιά της, αλλά η μυρωδιά της –η μυρωδιά της φράουλας– τον είχε σημαδέψει
μέχρι τα βάθη της ψυχής του.
Και τώρα που την είχε γευτεί, ο Λούσιεν ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά στο στήθος του
και την ανάσα του να καίει στο λαιμό του. Βίωνε το ίδιο συναίσθημα που τον πλημμύριζε κάθε φορά
που έβλεπε μαζί τους φίλους του, τον Μάντοξ και την Άσλιν, να χαϊδεύονται και να
σφιχταγκαλιάζονται, θαρρείς και φοβούνταν να αφήσουν ο ένας τον άλλο.
Απρόσμενα, η ομίχλη διαλύθηκε ελευθερώνοντας επιτέλους το μυαλό και το σώμα του. Ο
Λούσιεν διαπίστωσε πως βρισκόταν ακόμα έξω. Η Άνια είχε χαθεί και οι φίλοι του φαίνονταν σαν
μαρμαρωμένοι γύρω του. Τα μάτια του μισόκλεισαν καθώς σήκωνε το χέρι και τύλιγε τα δάχτυλά
του γύρω από ένα μαχαίρι που βρισκόταν στη θήκη πίσω από την πλάτη του. Τι συνέβαινε;
«Ρέγιες;» Καμιά αντίδραση –ούτε καν το πετάρισμα ενός βλεφάρου. «Γκίντεον; Πάρη;»
Τίποτα.
Ξαφνικά ξεχώρισε κάποια κίνηση στις σκιές. Ο Λούσιεν τράβηξε αργά το όπλο, περιμένοντας,
έτοιμος να κάνει ό,τι ήταν απαραίτητο –ενώ μια σκέψη περνούσε από το μυαλό του. Η Άνια θα
μπορούσε να πάρει τα μαχαίρια του και να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του κι εκείνος δε θα το
έπαιρνε καν είδηση. Δε θα τον ένοιαζε καν. Ήταν εντελώς απορροφημένος από εκείνη. Αλλά δεν τα
είχε πάρει –πράγμα που σήμαινε ότι στ’ αλήθεια δεν ήθελε να του κάνει κακό.
Γιατί με πλησίασε; απόρησε για ακόμα μια φορά.
«Γεια σου, Θάνατε», ακούστηκε τότε μια αντρική, βαριά φωνή. Κανένας δεν εμφανίστηκε, αλλά
το μαχαίρι αποσπάστηκε από το χέρι του Λούσιεν και εκτινάχτηκε στο έδαφος. «Ξέρεις ποιος είμαι;»
Μολονότι η έκφραση του Λούσιεν δεν άλλαξε, ο φόβος κύλησε μέσα του καταβροχθίζοντας τα
πάντα στο διάβα του. Δεν είχε ξανακούσει τη φωνή, αλλά ήξερε σε ποιον ανήκε. Βαθιά μέσα του,
ήξερε. «Άρχοντα Τιτάνα», αναφώνησε. Πριν από λίγο καιρό, ο Λούσιεν θα καλοδεχόταν ένα
κάλεσμα από το συγκεκριμένο θεό. Τώρα, ήξερε πως μπορεί να άκουγε τα χειρότερα από το στόμα
του.
Ο Έρον, ο ξενιστής του δαίμονα της Οργής, είχε απαντήσει σε ένα τέτοιο κάλεσμα πριν από ένα
μήνα. Οι Τιτάνες τον είχαν προστάξει να σκοτώσει τέσσερις θνητούς –τέσσερις γυναίκες– χωρίς να
αποκαλύψουν το γιατί. Ο Έρον είχε αρνηθεί και τώρα βρισκόταν, χωρίς τη θέλησή του φυσικά,
τρόφιμος στα μπουντρούμια των Αρχόντων, απειλή για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Και η δίψα
για αίμα κυρίευε τον πολεμιστή κάθε λεπτό κάθε μέρας.
Ο Λούσιεν δεν άντεχε να ξέρει πως ο φίλος του είχε καταντήσει σε ζωώδη κατάσταση –και,
ακόμα περισσότερο, δεν άντεχε να ξέρει ότι, παρά τη δύναμή του, δεν μπορούσε να κάνει το
παραμικρό για να τον βοηθήσει. Κι όλα αυτά εξαιτίας αυτού του πλάσματος που είχε αρχίσει να
παίρνει μορφή μπροστά του.
«Σε τι οφείλω τούτη την... την τιμή;» ρώτησε.
Ρευστός σαν υγρό, ο Κρόνος εμφανίστηκε σε μια ακτίνα κεχριμπαρένιου φεγγαρόφωτου. Είχε
πυκνά ασημένια μαλλιά και γενειάδα στο ίδιο χρώμα. Ένας μακρύς λινός χιτώνας κάλυπτε το
ψηλόλιγνο σώμα του, τόσο τέλεια υφασμένος που θα μπορούσε να είναι από μετάξι. Τα μάτια του
έμοιαζαν με σκοτεινές, απύθμενες λίμνες.
Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το μαύρο Δρεπάνι του Θανάτου, ένα όπλο που ο Λούσιεν θα
ήθελε πολύ να αρπάξει και να χρησιμοποιήσει εναντίον του άκαρδου θεού, επειδή μπορούσε να
κόψει το κεφάλι ενός αθανάτου μέσα σε μια και μόνο στιγμή. Ως ενσάρκωση του Θανάτου, το
Δρεπάνι έπρεπε φυσιολογικά να ανήκει σ’ εκείνον, αλλά είχε εξαφανιστεί με τη φυλάκιση του
Κρόνου. Ο Λούσιεν αναρωτήθηκε πώς είχε καταφέρει ο Κρόνος να το βρει –και αν θα κατάφερνε να
βρει το ίδιο εύκολα το Κουτί της Πανδώρας.
«Δε μου αρέσει ο τόνος της φωνής σου», απάντησε τελικά ο βασιλιάς των θεών, παραπλανητικά
ήρεμος. Ήταν μια χροιά που ο Λούσιεν την ήξερε πολύ καλά, επειδή τη χρησιμοποιούσε ο ίδιος
κάθε φορά που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά του.
«Ζητώ συγνώμη». Μπάσταρδε. Παρά το όπλο στο χέρι του, ο Κρόνος δε φαινόταν αρκετά
ισχυρός ώστε να δραπετεύσει από τα Τάρταρα και να ανατρέψει τον προηγούμενο βασιλιά, το Δία.
Αλλά τα είχε καταφέρει. Με βιαιότητα και πανουργία, αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία
πως δεν έπρεπε να του πηγαίνεις κόντρα.
«Γνώρισες την ατίθαση και άφαντη Άνια». Γλυκιά σαν ψίθυρος, η φωνή του θεού ταξίδεψε στη
νύχτα, αλλά ήταν ένα δόρυ εξουσίας τόσο ισχυρό ώστε θα μπορούσε να ξεκάνει μια ολόκληρη
στρατιά.
Ο φόβος του Λούσιεν εκατονταπλασιάστηκε. «Ναι, τη γνώρισα».
«Τη φίλησες».
Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές –από έξαψη με την ανάμνηση, από οργή επειδή αυτό το
μισητό πλάσμα είχε παρακολουθήσει εκείνη τη στιγμή του πάθους. Ήρεμα. «Ναι».
Ο Κρόνος γλίστρησε προς το μέρος του, αθόρυβος όσο η νύχτα. «Με κάποιον τρόπο κατάφερε να
μου ξεφύγει για πολλές βδομάδες, αλλά αντίθετα αναζήτησε εσένα. Ποιος λες να είναι ο λόγος;»
«Ειλικρινά, δεν ξέρω». Και όντως δεν ήξερε. Η προσοχή που του είχε αφιερώσει φαινόταν ακόμα
παράλογη. Σίγουρα εκείνα τα καυτά φιλιά θα ήταν προσποιητά. Κι όμως, είχε καταφέρει να κάψει
εκείνον, το σώμα, την ψυχή του και το δαίμονά του.
«Δεν έχει σημασία». Ο Κρόνος έφτασε μπροστά του και σταμάτησε για να τον κοιτάξει κατάματα.
Ανέδιδε ακόμα και μια μυρωδιά εξουσίας. «Τώρα θα τη σκοτώσεις».
Στο άκουσμα αυτής της εντολής, ο Θάνατος τράνταξε το κελί του στο μυαλό του Λούσιεν όπου
βρισκόταν φυλακισμένος, αλλά ο Λούσιεν δεν ήταν σίγουρος αν ο δαίμονας το είχε κάνει από
ανυπομονησία ή από δυσφορία. «Θα τη σκοτώσω;»
«Ακούγεσαι ξαφνιασμένος». Ο θεός σταμάτησε τελικά να κοιτάζει κατάματα τον Λούσιεν και τον
προσπέρασε λες και θεωρούσε πως είχε λήξει πλέον η συζήτηση.
Μολονότι επρόκειτο για ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα, ο Λούσιεν τινάχτηκε πίσω κι έπεσε κάτω λες
και τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, με τους μυς του να συσπώνται και τα πνευμόνια του να
ισοπεδώνονται. Όταν σηκώθηκε, πασχίζοντας να ξαναβρεί την ανάσα του, στράφηκε απότομα. Ο
Κρόνος ήδη απομακρυνόταν στο σκοτάδι και σύντομα θα εξαφανιζόταν.
«Αν επιτρέπεται», φώναξε, «μπορώ να ρωτήσω γιατί θέλεις να... να πεθάνει;»
«Είναι η Αναρχία και δημιουργεί προβλήματα σε όλους όσοι τη γνωρίζουν», απάντησε ο θεός
χωρίς καν να στραφεί. «Αυτός και μόνο ο λόγος αρκεί. Θα έπρεπε να με ευχαριστήσεις γι’ αυτή την
τιμή».
Να τον ευχαριστήσει; Ο Λούσιεν έσφιξε τα δόντια για να συγκρατήσει τα λόγια που λαχταρούσαν
να βγουν από το στόμα του. Τώρα ήθελε να κόψει το κεφάλι του θεού περισσότερο από πριν.
Ωστόσο έμεινε στη θέση του, επειδή ήξερε πόσο άγρια θα ήταν τα αντίποινα των θεών. Εκείνος, ο
Ρέγιες κι ο Μάντοξ είχαν μόλις απαλλαγεί από μια αρχαία κατάρα, όπου ο Ρέγιες αναγκαζόταν να
μαχαιρώνει τον Μάντοξ κάθε βράδυ και ο Λούσιεν αναγκαζόταν να συνοδεύει την ψυχή του νεκρού
πολεμιστή μέχρι τον Άδη.
Οι Έλληνες θεοί τούς είχαν καταραστεί όταν ο Μάντοξ είχε σκοτώσει άθελά του την Πανδώρα.
Πόσο χειρότερη θα ήταν η τιμωρία των Τιτάνων αν ο Λούσιεν δολοφονούσε το βασιλιά τους;
Μολονότι ο ίδιος αδιαφορούσε για το τι θα του έκαναν, φοβόταν για τους φίλους του. Είχαν ήδη
υποφέρει περισσότερα μαρτύρια απ’ όσα υπέφεραν οι άνθρωποι σε εκατό ζωές.
Ωστόσο, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του, που είπε: «Δε θέλω να αναλάβω αυτή την
πράξη». Δε θα το κάνω. Υποψιαζόταν πως η καταστροφή της όμορφης Άνια θα ήταν από μόνη της
μια κατάρα.
Δεν είδε τον Κρόνο να κινείται, αλλά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα ο θεός βρισκόταν
ακριβώς μπροστά του. Εκείνα τα λαμπερά, απόκοσμα μάτια διαπέρασαν τον Λούσιεν σαν ξίφος
καθώς το χέρι του εκτεινόταν, με το Δρεπάνι να αιωρείται μπροστά από το λαιμό του Ρέγιες. «Όσος
χρόνος κι αν περάσει, πολεμιστή, ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνεις, θα μου φέρεις το άψυχο σώμα της.
Αν δεν υπακούσεις στην εντολή μου, εσύ κι όσοι αγαπάς θα υποφέρουν».
Ο θεός τυλίχτηκε σε ένα εκτυφλωτικό γαλαζοπράσινο φως και εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο
είχε εμφανιστεί. Ο κόσμος άρχισε να κινείται ξανά, λες και δεν είχε σταματήσει ποτέ. Ο Λούσιεν
δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ένα τίναγμα του καρπού του Κρόνου θα ήταν αρκετό για να πάρει το
κεφάλι του Ρέγιες.
«Τι στην οργή;» μούγκρισε ο Ρέγιες ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. «Πού πήγε η Άνια;»
«Εδώ ήταν». Ο Πάρις έκανε μια ολόκληρη στροφή γύρω από τον άξονά του, χτενίζοντας με το
βλέμμα την περιοχή και σφίγγοντας το στιλέτο του.
Εσύ κι όσοι αγαπάς θα υποφέρουν, είχε πει ο βασιλιάς των θεών. Δεν επρόκειτο για κούφια λόγια,
αλλά για αλήθεια. Ο Λούσιεν έσφιξε τις γροθιές του και κατάπιε έναν κόμπο χολής. «Ας γυρίσουμε
μέσα για να απολαύσουμε το υπόλοιπο βράδυ», κατάφερε να ψελλίσει. Χρειαζόταν χρόνο για να
σκεφτεί.
«Ε, μια στιγμή», άρχισε ο Πάρις.
«Όχι», επέμεινε ο Λούσιεν κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θα μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό
το θέμα».
Τον κοίταξαν για αρκετά δευτερόλεπτα, σιωπηλοί. Τελικά, ο καθένας ένευσε καταφατικά. Ο
Λούσιεν δεν ανέφερε την επίσκεψη του θεού ή την εξαφάνιση της Άνια καθώς τους προσπερνούσε.
Δεν ανέφερε τον Κρόνο και τη θεά καθώς έμπαιναν στο κλαμπ. Και εξακολούθησε να μην τους
αναφέρει καθώς οι άντρες σκόρπισαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, κοιτάζοντάς τον με περιέργεια
πριν εξαφανιστούν.
Ωστόσο, όταν ο Ρέγιες έκανε να τον προσπεράσει, άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.
Ο άντρας τον κοίταξε απορημένος.
Ο Λούσιεν έδειξε με το κεφάλι το τραπέζι στο πίσω μέρος της αίθουσας, όπου καθόταν λίγο πριν.
Ο άλλος ένευσε, τον ακολούθησε και κάθισαν.
«Ακούω», του είπε ο Ρέγιες, ξαπλώνοντας στον καναπέ του και κοιτάζοντας την πίστα τόσο
ανέμελα λες και συζητούσαν αδιάφορα για τον καιρό.
«Έκανες μια έρευνα για την Άνια. Ποιον σκότωσε για να την καταδικάσουν σε φυλάκιση; Γιατί
τον σκότωσε;»
Η μουσική ήταν ένας έντονος, σχεδόν κοροϊδευτικός ρυθμός στο βάθος. Ντισκομπάλες έριχναν
τις αντανακλάσεις τους στο μπρούντζινο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια του Ρέγιες. Ο πολεμιστής
ανασήκωσε τους ώμους. «Οι πάπυροι που διάβασα δεν ανέφεραν το γιατί... Μόνο το όνομα του
θύματος. Αίας».
«Τον θυμάμαι». Ο Λούσιεν δεν είχε συμπαθήσει ποτέ αυτό το υπεροπτικό κάθαρμα. «Πιθανότατα
να του άξιζε».
«Όταν τον σκότωσε, ήταν διοικητής της Φρουράς των Αθανάτων. Μαντεύω πως η Άνια
προκάλεσε κάποια καταστροφή, ο Αίας πήγε να τη συλλάβει και αρπάχτηκαν».
Ο Λούσιεν ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια. Ο ψηλομύτης, εγωκεντρικός Αίας είχε πάρει τη
θέση του; Πριν ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας, ο Λούσιεν ήταν διοικητής της φρουράς, τηρητής της
ειρήνης και προστάτης του βασιλιά των θεών. Ωστόσο, μόλις είχε μπει ο δαίμονας μέσα του, δεν
είχε θεωρηθεί κατάλληλος πλέον και έτσι του είχε αφαιρεθεί αυτό το αξίωμα. Στη συνέχεια, εκείνος
και οι πολεμιστές που τον είχαν βοηθήσει να κλέψει το κουτί είχαν εξοριστεί για πάντα από τον
ουρανό.
«Αναρωτιέμαι μήπως σχεδιάζει να σκοτώσει στη συνέχεια εσένα», είπε ξαφνικά ο Ρέγιες.
Ίσως, μολονότι της είχε δοθεί η ευκαιρία να τον σκοτώσει απόψε και δεν την είχε εκμεταλλευτεί.
Πάντως δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως θα του άξιζε. Όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά στη γη,
εκείνος κι οι φίλοι του δεν είχαν προκαλέσει τίποτε άλλο από σκοτάδι και καταστροφή, πόνο και
δυστυχία. Δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους δαίμονές τους και είχαν σκοτώσει αδιάκριτα, είχαν
διαλύσει σπίτια και οικογένειες, είχαν φέρει λιμό και ασθένειες.
Όταν έμαθε να τιθασσεύει το πιο απειλητικό μισό του εαυτού του, ήταν πολύ αργά. Οι Κυνηγοί
είχαν ήδη σχηματιστεί και είχαν αρχίσει να τους καταδιώκουν. Εκείνη την εποχή δεν τους
κατηγορούσε –πίστευε μάλιστα ότι του άξιζε η οργή τους. Μετά, οι Κυνηγοί σκότωσαν τον
Μπέιντεν, τον ξενιστή του δαίμονα της Δυσπιστίας και αδελφοποιτό του Λούσιεν. Η απώλεια τον
τσάκισε, τον συγκλόνισε μέχρι τα βάθη της ψυχής του.
Η διάθεσή του να κατανοήσει τη λογική των Κυνηγών δεν είχε πια σημασία κι έτσι βοήθησε στην
εκτέλεση των υπευθύνων. Μετά λαχτάρησε την ειρήνη. Τη γλυκιά γαλήνη. Ωστόσο, μερικοί
πολεμιστές είχαν διαφορετική γνώμη· ήθελαν την καταστροφή όλων των Κυνηγών.
Έτσι, ο Λούσιεν και πέντε άλλοι πολεμιστές εγκαταστάθηκαν στη Βουδαπέστη, όπου έζησαν
χωρίς πολέμους για εκατοντάδες χρόνια. Πριν από λίγες βδομάδες, οι υπόλοιποι έξι Άρχοντες, όσοι
είχαν απομείνει, έφτασαν στην πόλη, καταδιώκοντας τους Κυνηγούς που ήταν αποφασισμένοι να
απαλλάξουν μια για πάντα τον κόσμο από τον Λούσιεν και τους άντρες του. Έτσι απλά, η παλιά
διαμάχη ξέσπασε ξανά. Αυτή τη φορά δεν μπορούσαν να ξεφύγουν –και ένα μέρος του εαυτού του
δεν ήθελε πια να ξεφύγει. Δε θα μπορούσαν να βρουν τη γαλήνη μέχρι να εξαλείψουν τους
Κυνηγούς.
«Τι άλλο έμαθες για την Άνια;» ρώτησε τον Ρέγιες.
Ο πολεμιστής ανασήκωσε τους ώμους. «Όπως είπα όταν βρισκόμαστε έξω, είναι η μοναχοκόρη
της Δυσνομίας».
«Της Δυσνομίας;» Ο Λούσιεν έτριψε με δυο δάχτυλα το σαγόνι του. «Δεν τη θυμάμαι».
«Είναι η θεά της Ανομίας και η πιο μισητή αθάνατη ανάμεσα στους Έλληνες θεούς. Κοιμόταν με
όλα τα αρσενικά, χωρίς να ενδιαφέρεται αν ήταν παντρεμένα ή όχι. Κανένας δε γνωρίζει ποιος είναι
στην πραγματικότητα ο πατέρας της Άνια».
«Δεν υπάρχουν υποψίες;»
«Πώς να υπάρχουν, αφού η μητέρα της κοιμόταν με αρκετούς διαφορετικούς εραστές κάθε
μέρα;»
Η σκέψη πως η Άνια μπορεί να ακολουθούσε το δρόμο της μητέρας της και να πλάγιαζε με
πολλούς άντρες εξόργισε τον Λούσιεν. Δεν ήθελε να τη θέλει, αλλά την ήθελε –και μάλιστα πάρα
πολύ. Δηλαδή, πριν. Πραγματικά, είχε προσπαθήσει να της αντισταθεί. Και θα της αντιστεκόταν –
μέχρι που συνειδητοποίησε ποια ήταν και κατάλαβε πως ήταν αθάνατη. , Δεν μπορεί να πεθάνει,
σκέφτηκε. Αντίθετα απ’ ό,τι θα μπορούσε να συμβεί με μια θνητή γυναίκα, ο θάνατος δε θα την
κλέψει από μένα αν γίνουμε ζευγάρι. Δε θα χρειαστεί ποτέ να πάρω την ψυχή της.
Τι ανόητος που ήταν. Έπρεπε να ήξερε καλύτερα. Ήταν ο Θάνατος. Οποιοσδήποτε μπορούσε να
πεθάνει. Ο ίδιος, οι φίλοι του. Μια θεά. Έβλεπε πιο πολλές απώλειες μέσα σε μια μέρα απ’ όσες
έβλεπαν οι περισσότεροι σε μια ολόκληρη ζωή.
«Ξαφνιάστηκα από το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα κατόρθωσε να γεννήσει μια κόρη που
μοιάζει τόσο πολύ με άγγελο», σχολίασε ο Ρέγιες. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η όμορφη Άνια
είναι τόσο κακή».
Το φιλί της ήταν πράγματι αμαρτωλό. Υπέροχα αμαρτωλό. Αλλά η γυναίκα που κράτησε στην
αγκαλιά του δε φαινόταν κακή. Γλυκιά, ναι. Διασκεδαστική, σίγουρα. Και, όσο κι αν τον τάραζε η
διαπίστωση, ευάλωτη και με μια υπέροχη λαχτάρα. Για κείνον.
Γιατί τον είχε φιλήσει; συλλογίστηκε για μια φορά ακόμα. Η ερώτηση και η έλλειψη απάντησης
τον βασάνισαν. Γιατί είχε χορέψει για κείνον; Μαζί του; Ήθελε κάτι από εκείνον; Ή μήπως αυτός
αποτελούσε απλώς μια πρόκληση για κείνη; Κάποιος που θα μπορούσε να αποπλανήσει και να
σκλαβώσει –και μετά να τον παρατήσει για κάποιον άλλο πιο ελκυστικό, γελώντας με την ευπιστία
του ασχημομούρη;
Το αίμα του Λούσιεν πάγωσε με τη σκέψη και μόνο. Μη σκέφτεσαι έτσι, το μόνο που θα
καταφέρεις θα είναι να βασανίσεις τον εαυτό σου. Τι έπρεπε να σκέφτεται, λοιπόν; Το θάνατό της;
Μεγαλοδύναμοι θεοί, δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να το κάνει.
Επειδή η Άνια τον είχε βοηθήσει πριν από τόσες βδομάδες, τώρα της χρωστούσε χάρη. Πώς ήταν
δυνατό να σκοτώσει μια γυναίκα που της χρωστούσε χάρη; Πώς μπορούσε να σκοτώσει μια γυναίκα
που είχε γευτεί; Ξανά; Πίεσε δυνατά τα γόνατά του προσπαθώντας να δαμάσει το σκοτεινό ποτάμι
που κυλούσε ξαφνικά μέσα του.
«Τι άλλο ξέρεις για κείνη; Σίγουρα κάτι περισσότερο θα υπάρχει».
Άλλη μια φορά, ο Ρέγιες ανασήκωσε τους ώμους του. «Η Άνια είναι καταραμένη με κάποιον
τρόπο, αλλά δεν ξέρω ποια κατάρα τη βαραίνει».
Καταραμένη; Η αποκάλυψη τον σοκάρισε και τον εξόργισε. Η Άνια υπέφερε σε τούτη την
κατάρα; Και γιατί ενδιαφερόταν; «Έμαθες ποιος την καταράστηκε;»
«Η Θέμις, η θεά της Δικαιοσύνης. Ανήκει στους Τιτάνες, μολονότι τους πρόδωσε για να βοηθήσει
τους Έλληνες θεούς όταν διεκδίκησαν τον επουράνιο θρόνο».
Ο Λούσιεν θυμόταν τη θεά, μολονότι η εικόνα στο μυαλό του ήταν θολή. Ψηλή, μελαχρινή και
λεπτή. Αριστοκρατικό πρόσωπο και χέρια με λεπτά κόκαλα που σάλευαν διαρκώς καθώς μιλούσε.
Μερικές μέρες ήταν τρυφερή, άλλες ανυπόφορα σκληρή. «Τι θυμάσαι από τη Θέμιδα;»
«Μόνο πως ήταν σύζυγος του Ταρτάρου, του δεσμοφύλακα».
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Ίσως καταράστηκε την Άνια για να την τιμωρήσει επειδή είχε κάνει
κακό στον Τάρταρο προκειμένου να δραπετεύσει».
Ο Ρέγιες κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν το χρονοδιάγραμμα των παπύρων είναι σωστό, η
κατάρα εκτοξεύτηκε πριν από τη φυλάκιση της Άνια». Πλατάγισε τη γλώσσα στον ουρανίσκο του.
«Ίσως η Άνια να είναι ακριβώς όπως και η μητέρα της. Ίσως κοιμήθηκε με τον Τάρταρο και
εξόργισε τη θεά. Αυτός δεν είναι ο λόγος που οι περισσότερες γυναίκες μισούν τις άλλες γυναίκες;»
Η υποψία δεν άρεσε καθόλου στον Λούσιεν. Έτριψε το πρόσωπό του και οι ουλές ήταν τόσο
πρησμένες που έγδαραν την παλάμη του. Μήπως είχαν γδάρει και την Άνια; σκέφτηκε ξαφνικά.
Κάτω από τον κατεστραμμένο ιστό, τα μάγουλά του κοκκίνισαν από τρόμο. Πρέπει να είχε
συνηθίσει σε ένα λείο, τέλειο δέρμα κοντά στους άλλους άντρες της και εκείνον θα τον θυμόταν ως
τον άσχημο πολεμιστή που είχε ερεθίσει την όμορφη επιδερμίδα της.
Ο Ρέγιες άφησε το ακροδάχτυλό του να τρέξει πάνω από ένα άδειο ποτήρι στο τραπέζι. «Δε μου
αρέσει που της χρωστάμε χάρη. Δε μου αρέσει που ήρθε στο κλαμπ. Όπως είπα και πριν, η Άνια
αφήνει πίσω της καταστροφή και χάος, όπου κι αν πάει».
«Κι εμείς αφήνουμε πίσω μας καταστροφή και χάος όπου κι αν πάμε».
«Κάποτε ναι, αλλά ποτέ δεν το απολαμβάναμε. Η Άνια χαμογελούσε καθώς σε αποπλανούσε». Ο
Ρέγιες μόρφασε. «Είδα τον τρόπο που την κοιτούσες. Όπως κοίταζα εγώ την Ντανίκα».
Την Ντανίκα. Μια από τις γυναίκες που ο Έρον είχε πάρει εντολή να σκοτώσει. Ο Λούσιεν
υποψιαζόταν πως ο Ρέγιες την ήθελε περισσότερο και από την ίδια του την αναπνοή, την ίδια του τη
ζωή, αλλά αναγκάστηκε να την αφήσει να φύγει ελπίζοντας πως έτσι θα την έσωζε από τη βιαιότητα
των θεών. Ο Λούσιεν πίστευε πως ο πολεμιστής είχε μετανιώσει για την απόφασή του, επειδή ήθελε
να βρίσκεται κοντά της και να την προστατεύει προσωπικά.
Τι θα κάνω; Ο Λούσιεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Να ξεχάσει την Άνια και να αγνοήσει τον Κρόνο,
όπως είχε κάνει ο Έρον. Ωστόσο, όποιος αγνοούσε το βασιλιά των θεών ήταν λες και προσκαλούσε
την τιμωρία –όπως ακριβώς είχε συμβεί με τον Έρον. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να αντέξουν
περισσότερα –ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ισορροπούσαν ήδη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Αν
συνέβαινε κάτι ακόμα θα έπεφταν: θα παραδίνονταν στους δαίμονές τους και θα σταματούσαν να
αντιστέκονται στη συνεχή παρόρμηση να καταστρέψουν.
Αναστέναξε. Καταραμένοι θεοί. Η θεϊκή εντολή είχε φτάσει στη χειρότερη στιγμή. Το Κουτί της
Πανδώρας βρισκόταν κάπου κρυμμένο, απειλή για την ίδια την υπόστασή του. Αν το έβρισκε
κάποιος Κυνηγός πριν από τον ίδιο, ο δαίμονας θα έβγαινε από μέσα του και θα τον σκότωνε, επειδή
πολεμιστής και δαίμονας ήταν άρρηκτα δεμένοι.
Μολονότι ο Λούσιεν δε νοιαζόταν τόσο πολύ για τη δική του ζωή, δεν μπορούσε να αφήσει τους
αδερφούς του να πάθουν κακό. Ένιωθε υπεύθυνος για κείνους. Αν δεν είχε ανοίξει το κουτί
προσπαθώντας να πάρει εκδίκηση για το θιγμένο εγωισμό του επειδή δεν είχε επιλεγεί εκείνος για να
το προστατεύει, οι άντρες του δε θα αναγκάζονταν να στεγάζουν δαίμονες στο ίδιο τους το σώμα.
Δεν μπορούσε να καταστρέψει τη ζωή τους –ζωή που κάποτε απολάμβαναν ως επίλεκτοι πολεμιστές
των Ελλήνων θεών. Ευδιάθετοι, ανέμελοι. Ακόμα κι ευτυχισμένοι.
Αναστέναξε ξανά. Για να προστατεύσει τους φίλους του από περισσότερο πόνο, θα αναγκαζόταν
να σκοτώσει την Άνια όπως τον είχαν προστάξει. Πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να αναζητήσει τη
θεά. Πράγμα που σήμαινε ότι θα βρισκόταν ξανά κοντά της.
Η σκέψη πως θα την έβλεπε ξανά, πως θα μύριζε τη φράουλα στο σώμα της, πως θα χάιδευε το
απαλό δέρμα της τον σκανδάλιζε και τον βασάνιζε συνάμα. Ακόμα και πριν από αιώνες, όταν είχε
ερωτευτεί βαθιά μια θνητή που λεγόταν Μαράια κι εκείνη είχε ανταποδώσει την αγάπη του, δεν τη
λαχταρούσε όπως λαχταρούσε τώρα την Άνια. Ήταν ένας καυτός πόνος που απλωνόταν σε κάθε
σπιθαμή του σώματός του και αρνιόταν να καταλαγιάσει.
Η Μαράια... η γλυκιά, αθώα Μαράια, η γυναίκα στην οποία είχε προσφέρει την καρδιά του μόλις
έμαθε να ελέγχει το δαίμονά του. Στο μεταξύ, ζούσε στη γη εκατό –ή μήπως διακόσια;– χρόνια· ο
χρόνος φαινόταν σχεδόν ανύπαρκτος και κάθε μέρα έμοιαζε όπως όλες οι προηγούμενες. Μετά
γνώρισε τη Μαράια κι η ζωή του άρχισε να αποκτά κάποιο νόημα. Λαχταρούσε κάτι καλό, κάτι αγνό
για να διώξει το σκοτάδι.
Ήταν η λιακάδα στα μεσάνυχτά του, ένα λαμπερό κερί στο ανελέητο σκοτάδι και ήλπιζε πως θα
περνούσε μια αιωνιότητα λατρεύοντάς την. Αλλά πολύ σύντομα τη χτύπησε η ασθένεια. Ο Θάνατος
μάντεψε αμέσως πως δε θα επιζούσε. Ο Λούσιεν έπρεπε να πάρει την ψυχή της εκείνη τη στιγμή,
αλλά ήταν αδύνατο να υποχρεώσει τον εαυτό του να το κάνει.
Για πολλές βδομάδες, η αρρώστια κατέτρωγε το σώμα της, καταστρέφοντάς τη σιγά σιγά. Όσο
περισσότερο περίμενε, ελπίζοντας πως θα γιατρευόταν, τόσο περισσότερο υπέφερε. Κοντά στο
τέλος, η Μαράια τον εκλιπαρούσε, έκλαιγε, ούρλιαζε αποζητώντας το θάνατο. Με την καρδιά
ραγισμένη, ξέροντας πως δε θα βρίσκονταν ποτέ ξανά μαζί, ο Λούσιεν έσπασε τελικά και εκτέλεσε
το καθήκον του.
Εκείνη ήταν η νύχτα που απέκτησε και τις ουλές του.
Ο Λούσιεν είχε χαράξει ο ίδιος τον εαυτό του σε λουρίδες, χρησιμοποιώντας μια δηλητηριασμένη
λεπίδα· κάθε φορά που οι πληγές προσπαθούσαν να κλείσουν, κοβόταν ξανά. Και ξανά. Μέχρι που
έκαψε το δέρμα του τόσο ώστε να μην μπορεί να αναγεννηθεί. Πάνω στη θλίψη του, το έκανε
ελπίζοντας πως καμιά γυναίκα δε θα τον πλησίαζε ξανά και δε θα χρειαζόταν να υποφέρει για μια
ακόμα φορά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.
Δεν είχε μετανιώσει ποτέ για την πράξη του. Μέχρι τώρα. Είχε καταστρέψει κάθε ελπίδα να γίνει
ένας από τους άντρες που η Άνια θα λαχταρούσε πραγματικά. Συνοφρυώθηκε. Γιατί σκεφτόταν έτσι;
Η Άνια έπρεπε να πεθάνει. Ο πόθος, από τη δική της ή τη δική του πλευρά, απλώς θα μπέρδευε τα
πράγματα. Δηλαδή, θα τα μπέρδευε ακόμα περισσότερο.
Για μια ακόμα φορά, η εικόνα της Άνια χαράχτηκε στο μυαλό του, κυριαρχώντας στις σκέψεις
του. Το πρόσωπό της ήταν μια αισθησιακή γιορτή και το σώμα της ένα σεξουαλικό όνειρο. Ως
άντρας, ούρλιαζε με οργή στη σκέψη ότι θα την κατέστρεφε. Ως αθάνατος πολεμιστής... ναι, και
πάλι ούρλιαζε.
Ίσως κατάφερνε να πείσει τον Κρόνο να ανακαλέσει την εντολή του. Ίσως... Ο Λούσιεν
ξεφύσησε. Όχι. Δε θα γινόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν προσπαθούσε να διαπραγματευτεί με τον Κρόνο
θα έκανε μεγαλύτερη ανοησία από το αν προσπαθούσε να τον αγνοήσει. Ο βασιλιάς των θεών θα
τον πρόσταζε να κάνει κάτι ακόμα χειρότερο.
! Να πάρει! Γιατί ήθελε ο Κρόνος να πεθάνει η Άνια; Τι είχε κάνει;
Μήπως τον είχε παρατήσει για κάποιον άλλο;
Ο Λούσιεν αγνόησε την ομίχλη της ζήλιας και της ιδιοκτησίας που θόλωσε τα μάτια του.
Αγνόησε τις λέξεις δική μου που αντηχούσαν στ’ αυτιά του.
«Περιμένω», είπε ο Ρέγιες, διακόπτοντας τις σκέψεις του.
Ο Λούσιεν ανοιγόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να συνέλθει. «Για ποιο πράγμα;»
«Για να μου πεις τι έγινε έξω».
«Τίποτα δεν έγινε», είπε ο Λούσιεν και μίσησε τον εαυτό του για την ανάγκη να πει ψέματα.
Ο Ρέγιες κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τα χείλη σου είναι ακόμα κόκκινα και πρησμένα από
τα φιλιά της. Τα μαλλιά σου είναι σηκωμένα σε καρφάκια γύρω από το κεφάλι σου, στα σημεία
όπου η Άνια βύθισε τα δάχτυλά της. Πέρασες μπροστά της όταν θέλαμε να την αντιμετωπίσουμε και
μετά εξαφανίστηκε εντελώς. Τίποτα δεν έγινε; Βρες κάτι άλλο».
Ο Ρέγιες είχε αρκετές σκοτούρες –δε χρειαζόταν να κουβαλά και το φορτίο του Λούσιεν. «Πες
στους άλλους ότι θα τους συναντήσω στην Ελλάδα. Δε θα ταξιδέψω μαζί τους, όπως σχεδιάζαμε».
«Τι;» Ο Ρέγιες συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Με πρόσταξαν να πάρω μια ψυχή», είπε μόνο ο Λούσιεν.
«Να πάρεις μια ψυχή; Όχι απλώς να τη συνοδεύσεις στον ουρανό ή στον Άδη; Δεν καταλαβαίνω».
Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά. «Δε χρειάζεται να καταλάβεις».
«Ξέρεις πως δε μου αρέσει καθόλου όταν γίνεσαι αινιγματικός. Πες μου ποιον και γιατί».
«Τι σημασία έχει; Οι ψυχές είναι ψυχές και το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, όποιος κι αν είναι ο
λόγος. Θάνατος». Ο Λούσιεν χτύπησε τον ώμο του Ρέγιες και σηκώθηκε. Πριν προλάβει ο
πολεμιστής να προφέρει άλλη λέξη, ο Λούσιεν βγήκε από το κλαμπ και δε σταμάτησε παρά μόνο
όταν έφτασε στο σημείο όπου είχε φιλήσει –και χάσει– την Άνια.
Σε μια γωνιά του μυαλού του μπορούσε σχεδόν να την ακούσει να βογκά. Μπορούσε σχεδόν να
νιώσει τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη του και τους γοφούς της να κινούνται ρυθμικά πάνω
στον ερεθισμένο ανδρισμό του. Και ο ερεθισμός αυτός δεν είχε υποχωρήσει, παρά τα όσα είχαν
συμβεί.
Η ανάγκη εξακολουθούσε να τον κυριεύει, αλλά την παραμέρισε και έκλεισε το δεξί μάτι του.
Επιθεωρώντας την περιοχή με το γαλάζιο μάτι του –το μάτι της νόησης, του πνεύματος–, είδε ένα
ουράνιο τόξο από λαμπερά, αιθέρια χρώματα. Με αυτά τα χρώματα μπορούσε να ερμηνεύσει κάθε
πράξη που είχε σημειωθεί εδώ, κάθε συναίσθημα που είχαν βιώσει οι επισκέπτες της συγκεκριμένης
περιοχής. Μερικές φορές μπορούσε ακόμα να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιος είχε κάνει τι.
Το είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν κι έτσι δε δυσκολεύτηκε να ξεδιαλύνει μέσα στην
ομίχλη τα σημάδια της τελευταίας «δραστηριότητας». Εκεί, στον πρόσφατα κατασκευασμένο και
βαμμένο τοίχο του καινούριου κτίσματος υπήρχαν αστραφτερά αστέρια πάθους.
Το φιλί.
Σε αυτό το πνευματικό βασίλειο, το πάθος της Άνια εμφανιζόταν με ένα λαμπερό ροζ χρώμα.
Ήταν πραγματικό κι όχι προσποιητό, όπως είχε υποθέσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Εκείνη η ροζ
γραμμή άστραφτε με μια λάμψη που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Δηλαδή τον είχε ποθήσει
πραγματικά; Ένα πλάσμα τόσο τέλειο σωματικά τον είχε βρει αντάξιο της επιθυμίας του; Φαινόταν
αδύνατο κι όμως η απόδειξη έλαμπε μπροστά του σαν μονοπάτι προς τη σωτηρία στο κέντρο μιας
καταιγίδας.
Το στομάχι του σφίχτηκε και η ζέστη τον τύλιξε. Το στόμα του γέμισε σάλια λαχταρώντας μια
ακόμα γεύση της Άνια. Το στήθος του τον πονούσε –ένας διαπεραστικός πόνος που έδειχνε την
ανάγκη του. Πόσο ήθελε να κρατήσει ξανά εκείνα τα στήθη στα χέρια του και να νιώσει τις θηλές
τους να σκληραίνουν, καθώς θα τρίβονταν πάνω στις παλάμες του! Πόσο ήθελε να βυθίσει τα
δάχτυλά του στην υγρή σπηλιά ανάμεσα στους μηρούς της, με αργές στην αρχή και μετά πιο
γρήγορες παλινδρομικές κινήσεις! Η Άνια θα έφτανε σε οργασμό κι ίσως να εκλιπαρούσε για
περισσότερη ηδονή. Ο Λούσιεν βόγκηξε.
Πρέπει να πεθάνει από το χέρι σου. Μην το ξεχνάς.
Λες και μπορούσε να το ξεχάσει! Έσφιξε τις γροθιές του. «Πού πήγες;» μουρμούρισε,
ακολουθώντας τις σπίθες στο σημείο όπου είχε σταθεί η Άνια όταν τον έσπρωξε μακριά. Ένα μπλε
χρώμα αναβόσβησε μπροστά του. Θλίψη. Η Άνια είχε νιώσει θλίψη; Επειδή είχε πει ότι ήταν
ασήμαντη; Μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, τον κατέκλυσαν οι τύψεις.
Μελέτησε πιο προσεκτικά τα χρώματα. Ανάμεσα στο μπλε υπήρχαν πινελιές από έντονο, λαμπερό
κόκκινο. Οργή. Πρέπει να είχε πληγώσει τα συναισθήματά της, προκαλώντας το θυμό της. Οι τύψεις
έγιναν ακόμα πιο έντονες. Το μόνο που μπορούσε να πει για να υπερασπίσει τον εαυτό του ήταν πως
νόμιζε ότι η Άνια έπαιζε μαζί του, ότι δεν τον ήθελε πραγματικά. Δεν είχε σκεφτεί πως μπορεί να την
ενδιέφερε αν την ήθελε ή όχι.
Αυτό τον ξάφνιασε πραγματικά.
Καθώς συνέχιζε να ξεχωρίζει τα χρώματα, βρήκε μια πολύ αχνή ένδειξη λευκού. Φόβος. Κάτι την
είχε τρομάξει. Τι; Είχε διαισθανθεί τον Κρόνο; Τον είχε δει; Ήξερε πως θα ανακοίνωνε τη θανατική
καταδίκη της;
Ο Λούσιεν ένιωσε απαίσια επειδή η Άνια φοβόταν.
Όλοι οι μύες του κορμιού του τεντώθηκαν καθώς ακολουθούσε την αχνή γραμμή του λευκού.
Καθώς προχωρούσε, επέτρεψε στο σώμα του να ενωθεί με το δαίμονα του Θανάτου και να γίνει
πνεύμα, μια μεσονύκτια ομίχλη που μπορούσε να μεταφερθεί από το ένα μέρος στο άλλο μέσα σε
κλάσματα του δευτερολέπτου.
Διαπίστωσε με έκπληξη πως η ψυχική οντότητα της Άνια οδηγούσε στον πύργο του –και, πιο
συγκεκριμένα, στην κρεβατοκάμαρά του. Ήταν φανερό πως δεν είχε μείνει πολύ, αλλά είχε περάσει
από τη μια πλευρά του δωματίου στην άλλη και μετά είχε διακτινιστεί στην...
Στην κρεβατοκάμαρα του Μάντοξ και της Άσλιν. Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε σαστισμένος. Γιατί
εκεί; Το ζευγάρι κοιμόταν αγκαλιασμένο, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα –σίγουρα μετά από έναν
πρόσφατο σεξουαλικό μαραθώνιο.
Ο Λούσιεν προσπάθησε να πνίξει ένα ξαφνικό αίσθημα ζήλιας πριν ακολουθήσει τα ψυχικά ίχνη
της Άνια και βρεθεί...
Σε ένα διαμέρισμα που δεν αναγνώριζε. Το φεγγαρόφωτο τρύπωνε από κενά στα μαύρα
καλύμματα των παραθύρων. Ήταν σκοτεινά. Βρισκόταν, λοιπόν, ακόμα στη Βουδαπέστη; Τα έπιπλα
εδώ ήταν λιγοστά: ένας καφέ, ξεφτισμένος καναπές κολλημένος στον τοίχο, μια πολυθρόνα από
μπαμπού με κομμάτια που είχαν ξεκολλήσει και θα μπορούσαν να καρφώσουν στην πλάτη όποιον
καθόταν εκεί. Δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση ούτε υπολογιστής, μήτε κάποια άλλη από τις σύγχρονες
ανέσεις που είχε συνηθίσει να χρησιμοποιεί ο Λούσιεν με το πέρασμα των χρόνων.
Η κλαγγή μαχαιριών που διασταυρώνονταν αντήχησε από το διπλανό δωμάτιο. Ένας ήχος που
γνώριζε πολύ καλά... Επέτρεψε στον εαυτό του να κινήσει προς τα εκεί, ξέροντας πως όποιος κι αν
βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο δε θα μπορούσε να τον δει.
Έφτασε στο κατώφλι και έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ενώ ρίγη και ανατριχίλα απλώνονταν στο
κορμί του. Η Ντανίκα, η καταδικασμένη γυναίκα που λαχταρούσε ο Ρέγιες, έμπηγε ξανά και ξανά
δυο στιλέτα σε μια κούκλα στο μέγεθος ενός άντρα που κρεμόταν από τον τοίχο. Σε μια κούκλα που
οι διαστάσεις της έδειχναν κάποιο πρόσωπο ανάμεσα στον Ρέγιες και τον Έρον.
«Ήθελες να με απαγάγεις, ε;» μουρμούρισε η Ντανίκα. Ο ιδρώτας κυλούσε στους κροτάφους και
το στήθος της, μουλιάζοντας την γκρίζα φόρμα που κολλούσε στο σώμα της. Η μακριά, ξανθή
αλογοουρά της είχε κολλήσει κι εκείνη στο σβέρκο της. Για να ιδρώσει τόσο πολύ σε ένα κρύο
διαμέρισμα, πρέπει να ασκούνταν για πολλές ώρες.
Γιατί είχε έρθει εδώ η Άνια; Η Ντανίκα κρυβόταν. Η προσωρινή απελευθέρωσή της ήταν ο μόνος
τρόπος για να προσφέρουν στη θνητή γυναίκα κάποιο είδος ζωής πριν την κυνηγήσει ο Έρον
καβάλα στα φτερά της Οργής, όπως είχαν προστάξει οι θεοί. Γιατί σίγουρα θα την κυνηγούσε· ήταν
θέμα χρόνου πριν δραπετεύσει ο Έρον από το μπουντρούμι. Κανένας πολεμιστής δεν μπορούσε να
του αφαιρέσει περισσότερη ελευθερία ακινητοποιώντας τον με το μόνο πράγμα που είχε τη δύναμη
πραγματικά να τον κρατήσει: άρρηκτα δεσμά σφυρηλατημένα από τους θεούς. Ναι, λοιπόν, αργά ή
γρήγορα ο Έρον θα το έσκαζε.
Ο Λούσιεν μπήκε στον πειρασμό να αποκαλύψει την παρουσία του και να μιλήσει με την
Ντανίκα, αλλά δεν το έκανε. Η νεαρή γυναίκα δεν είχε καλές αναμνήσεις από εκείνον και δε θα ήταν
πρόθυμη να τον βοηθήσει να βρει την Άνια. Έτριψε με δυο δάχτυλα το σαγόνι του. Όποιος κι αν
ήταν ο σκοπός της θεάς της Αναρχίας, ήταν φανερό πως είχε αποκτήσει ένα ενδιαφέρον για όλα τα
πράγματα του Κάτω Κόσμου.
Απόρησε περισσότερο από πριν.
Δεν υπήρχαν απαντήσεις εδώ, μόνο περισσότερες ερωτήσεις –κι έτσι δε σπατάλησε ούτε ένα
λεπτό. Ακολούθησε τα φωτεινά ίχνη της Άνια που τώρα είχαν αποκτήσει ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα
–ο θυμός φούντωνε ξανά– και βρέθηκε να διακτινίζεται σε...
Σ’ ένα πρατήριο βενζίνης και συγκεκριμένα στο μικρό μαγαζί με είδη πρώτης ανάγκης που
στεγαζόταν εκεί. Αν θυμόταν καλά, οι θνητοί το αποκαλούσαν μίνι μάρκετ.
Συνοφρυώθηκε. Κατάλαβε πως δε βρισκόταν πια στη Βουδαπέστη, επειδή ο ήλιος έλαμπε έντονα
μέσα από τα παράθυρα του καταστήματος. Πολλοί άνθρωποι τριγύριζαν εδώ κι εκεί, πληρώνοντας
για τη βενζίνη που είχαν βάλει στα οχήματά τους και αγοράζοντας έτοιμα συσκευασμένα τρόφιμα.
Αθέατος, ο Λούσιεν βγήκε έξω. Μια ορδή από κίτρινα αυτοκίνητα έτρεχαν σε έναν κοντινό δρόμο
και θνητοί πηγαινοέρχονταν στα πολυσύχναστα πεζοδρόμια. Βρήκε ένα σκιερό σοκάκι και ξαναπήρε
τη γνώριμη μορφή του χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση. Η περιέργεια τον οδήγησε πίσω στο
κατάστημα. Ένα καμπανάκι ήχησε πάνω από την πόρτα.
Μια γυναίκα άφησε ένα πνιχτό επιφώνημα μόλις τον αντίκρισε και μετά κοίταξε αλλού όσο πιο
γρήγορα μπορούσε. Ένα παιδί τον έδειξε και η μητέρα του το μάλωσε. Όλοι απομακρύνθηκαν από
κοντά του, ανοίγοντας δρόμο όσο περισσότερο μπορούσαν χωρίς να φανούν αγενείς. Μια ουρά
οδηγούσε στο ταμείο και την προσπέρασε χωρίς να ζητήσει συγνώμη.
Κανένας δε διαμαρτυρήθηκε.
Ο ταμίας ήταν ένας έφηβος που έμοιαζε πολύ με τον Γκίντεον. Μπλε μαλλιά, πίρσινγκ, τατουάζ.
Ωστόσο, δε διέθετε την άγρια όψη του φίλου του καθώς μασούσε την τσίχλα του και μετατόπιζε
χρήματα στο συρτάρι του. Μια γρήγορη ματιά στην ταμπελίτσα στο πουκάμισο του νεαρού αρκούσε
για να μάθει το όνομά του.
«Ντένις, μήπως πρόσεξες μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και κοντή μαύρη φούστα...»
«Και σχεδόν ανύπαρκτο γαλάζιο μπουστάκι; Πώς να μην την προσέξω, διάβολε;» ολοκλήρωσε ο
Ντένις καθώς έκλεινε το συρτάρι του ταμείου. Ο Λούσιεν αναγνώρισε την προφορά. Βρισκόταν στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Τα μάτια του νεαρού υψώθηκαν και έμεινε εντελώς ακίνητος, αντικρίζοντας το
σημαδεμένο άντρα. Ξεροκατάπιε. «Ε, ναι». Η φωνή του έτρεμε. «Την πρόσεξα. Μπορώ να ρωτήσω
το γιατί;»
Τρία συναισθήματα σχηματίστηκαν στο μυαλό του Λούσιεν, κανένα ευπρόσδεκτο: ζήλια που
ένας άλλος άντρας είχε απολαύσει το θέαμα που πρόσφερε η Άνια, ενθουσιασμός επειδή βρισκόταν
στα ίχνη της και τρόμος ακριβώς επειδή βρισκόταν στα ίχνη της και κοντά στην ανακάλυψή της.
«Μίλησε με κάποιον;»
Ο νεαρός έκανε ένα βήμα πίσω και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι».
«Αγόρασε κάτι;»
Ακολούθησε βαριά παύση, θαρρείς και ο ταμίας φοβόταν πως η απάντησή του θα προκαλούσε
οργή στον Λούσιεν. «Περίπου».
Περίπου; Όταν ο Ντένις δε διευκρίνισε, ο Λούσιεν έτριξε τα δόντια του και είπε: «Τι αγόρασε
περίπου;»
«Για... γιατί σε ενδιαφέρει; Θέλω να πω, μήπως είσαι μπάτσος ή κάτι τέτοιο; Πρώην σύζυγος,
μήπως;»
Ο Λούσιεν πίεσε τον ουρανίσκο του με τη γλώσσα. Ήρεμος, μείνε ήρεμος. Κάρφωσε το βλέμμα
του στον θνητό που είχε αρχίσει να χλομιάζει και τον κοίταξε κατάματα, επίμονα, για μερικά
δευτερόλεπτα. Η μυρωδιά των τριαντάφυλλων άρχισε να αναδίδεται από το σώμα του βαραίνοντας
την ατμόσφαιρα.
Ο Ντένις ξεροκατάπιε πάλι, αλλά τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν.
«Σου έκανα μια ερώτηση», του είπε χαμηλόφωνα ο Λούσιεν, «και τώρα θα απαντήσεις. Τι
αγόρασε η γυναίκα;»
«Τρία γλειφιτζούρια με φράουλα και κρέμα», ήρθε η απάντηση από τον νεαρό που φαινόταν σαν
υπνωτισμένος. «Αλλά δεν τα αγόρασε. Απλώς τα άρπαξε και βγήκε. Δεν προσπάθησα να τη
σταματήσω, σου τ’ ορκίζομαι».
«Δείξε μου τα γλειφιτζούρια».
Ενώ οι πελάτες μουρμούριζαν και διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση –μέχρι που ο Λούσιεν
τους κοίταξε βλοσυρά κι όλοι έσπευσαν να σωπάσουν– ο Ντένις άφησε το ταμείο και τον οδήγησε
στο διάδρομο με τα ζαχαρωτά. Του έδειξε ένα μισοάδειο κουτί με γλειφιτζούρια.
Ο Λούσιεν έχωσε δύο στην τσέπη χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του να τα μυρίσει μολονότι το
ήθελε πάρα πολύ και έβγαλε αρκετά χαρτονομίσματα. Λάθος νόμισμα, αλλά ήταν προτιμότερο να
δώσει κάτι στον νεαρό αντί για τίποτα. «Πόσο κάνουν;»
«Κερασμένα». Ο Ντένις σήκωσε τα χέρια ψηλά σε προσποιητή ένδειξη φιλίας.
Ο Λούσιεν ήθελε να αναγκάσει τον νεαρό να πάρει τα χρήματα, αλλά δεν ήταν φρόνιμο να
προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη σκηνή. Τελικά, έχωσε ξανά τα χαρτονομίσματα στην τσέπη του.
«Γύρισε στο ταμείο σου», είπε και μετά έκανε μεταβολή για να επιθεωρήσει αργά το υπόλοιπο
κατάστημα. Σε πνευματικό επίπεδο, υπήρχαν δισεκατομμύρια χρωμάτων. Η ανάλυσή τους
αποδείχτηκε κουραστική, αλλά κανένας δεν τόλμησε να τον ενοχλήσει και τελικά κατόρθωσε να
εντοπίσει τη μοναδική ψυχική παρουσία της Άνια.
Το αίμα του ζεστάθηκε.
Όλα πάνω της, ακόμα και η στιγμιαία ομίχλη που άφηνε πίσω της, τον τραβούσαν, τον καλούσαν.
Και, αν δεν πρόσεχε, θα τον παγίδευαν. Ήταν τόσο... τόσο συναρπαστική. Ένα όμορφο αίνιγμα.
Ο Λούσιεν άφησε το κατάστημα και γύρισε στο ερημικό σοκάκι, όπου εξαφανίστηκε ξανά στον
κόσμο των πνευμάτων. Διακτινίστηκε στην επόμενη τοποθεσία της Άνια...
Και τη βρήκε σε ένα πάρκο. Επιτέλους.
Καθώς την κοίταζε, ο διαπεραστικός πόνος επέστρεψε στο στήθος του και ξαφνικά δυσκολεύτηκε
να αναπνεύσει. Αυτή τη στιγμή η Άνια φαινόταν γαλήνια και δεν έμοιαζε καθόλου με την
ξελογιάστρα στο κλαμπ. Καθόταν σε μια κούνια και λικνιζόταν εμπρός-πίσω, ενώ ο ήλιος
δημιουργούσε ένα χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.
Φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της· ο κρόταφός της ακουμπούσε στην αλυσίδα που στήριζε την
κούνια στη ράγα. Τα μεταξωτά, ασημένια μαλλιά της έπεφταν σαν καταρράκτης στα μπράτσα της,
περνώντας μπροστά από το κουκλίστικο πρόσωπό της κάθε λίγο, καθώς φυσούσε ο αέρας.
Τον πλημμύρισε μια σχεδόν ακαταμάχητη παρόρμηση να την πάρει στην αγκαλιά του και απλώς
να την κρατήσει εκεί.
Άραγε υπήρχε άλλη γυναίκα περισσότερο ευάλωτη από εκείνη; Άραγε υπήρχε άλλη γυναίκα
περισσότερο μόνη από εκείνη; Έγλειψε ένα από τα γλειφιτζούρια που είχε κλέψει· η ροζ άκρη της
γλώσσας της βγήκε και περικύκλωσε το ροδαλό ζαχαρωτό. Ο ανδρισμός του σκλήρυνε αμέσως.
Όχι. Ξέχασέ τα αυτά. Αλλά η εντολή δεν κατάφερε να μειώσει την επιθυμία του.
Όσος χρόνος κι αν περάσει, ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνεις, θα μου φέρεις το άψυχο σώμα της, του
είχε ανακοινώσει ο Κρόνος. Αν δεν υπακούσεις στην εντολή μου, εσύ κι όσοι αγαπάς θα υποφέρουν.
Ο Λούσιεν ένιωσε το θυμό να ξεπηδά από μέσα του, αλλά τον περιόρισε αμέσως. Όχι θυμός.
Ήταν ο Θάνατος. Και αυτή τη στιγμή, δεν είχε άλλο σκοπό. Το συναίσθημα απλώς θα τον
δυσκόλευε –το ήξερε πολύ καλά.
Όσος χρόνος κι αν περάσει. Η φωνή του Κρόνου αντήχησε για μια ακόμα φορά στο μυαλό του.
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, ο Λούσιεν αναλογίστηκε την πιθανότητα να αφήσει να
περάσουν αιώνες. Μια αιωνιότητα. Ξέρεις τι συμβαίνει όταν διστάζεις. Όσοι έχουν προοριστεί να
πεθάνουν υποφέρουν μια πολύ χειρότερη μοίρα από εκείνη που είχε προγραμματιστεί αρχικά. Κάν’
το! Διαφορετικά θα υποφέρουν κι οι φίλοι σου μια πολύ χειρότερη μοίρα.
Αποφασισμένος, ο Λούσιεν πήρε ξανά τη γνώριμη μορφή του και προχώρησε προς το μέρος της.
Χαλίκια έτριξαν κάτω από τις μπότες του και το πρόσωπο της Άνια υψώθηκε απότομα. Τα βλέμματά
τους αντάμωσαν. Τα σχεδόν κρυστάλλινα μάτια της γούρλωσαν και γέμισαν με τόσο έντονη ζέστη
και λαχτάρα που τον τσουρούφλισαν.
Το στόμα της έμεινε ανοιχτό από την έκπληξη, καθώς άφηνε την κούνια και σηκωνόταν.
«Λούσιεν».
Η γλυκύτητα της φωνής της αναμείχθηκε με τη μυρωδιά φράουλας και κρέμας που ανέδιδε.
Καθώς οι μύες του τεντώνονταν ερωτικά, η αποφασιστικότητά του λύγισε. Και πάλι. Μείνε δυνατός,
που να πάρει η οργή!
Χωρίς να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο που διέτρεχε, η Άνια έμεινε στη θέση της, εξακολουθώντας
να τον κοιτάζει κάτω από τις πυκνές βλεφαρίδες της. «Πώς με βρήκες;»
«Δεν είσαι το μόνο πλάσμα που μπορεί να εντοπίσει έναν αθάνατο», της είπε δίνοντάς της μόνο
τη μισή απάντηση.
Η ματιά της ταξίδεψε στο σώμα του, τόσο καυτή ώστε ο Λούσιεν νόμισε πως τον έγδυνε με τη
σκέψη. Οι γυναίκες δεν τον κοιτούσαν ποτέ έτσι. Όχι πια. Κι όμως, αυτή εδώ τον κοιτούσε σαν να
ήθελε... Δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να ελέγξει τις αντιδράσεις του. Ο ανδρισμός του
σκλήραινε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε.
«Ήρθες, λοιπόν, να τελειώσεις ό,τι ξεκινήσαμε, Ευωδιαστέ... έτσι δεν είναι;» Η Άνια ακουγόταν
ανυπόμονη.
«Όχι, δεν ήρθα γι’ αυτόν το σκοπό». Μιλούσε τονίζοντας κάθε λέξη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Πρέπει να κάνεις αυτή την πράξη.
Τα πλούσια κόκκινα χείλη της σούφρωσαν σε ένα μορφασμό. «Τότε γιατί...» Πήρε μια απότομη
ανάσα και ακούμπησε το ένα χέρι στο γοφό της. «Ήρθες για να με προσβάλεις κι άλλο; Επειδή
πρέπει να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να το ανεχτώ. Δεν είμαι ασήμαντη!»
Α, ναι, την είχε πληγώσει και τώρα που το γνώριζε, ένιωθε και πάλι τύψεις. Ήταν ανόητο να τις
νιώθει αφού είχε πάει ως εκεί για να της προκαλέσει ανεπανόρθωτο κακό –αλλά το συναίσθημα ήταν
τόσο δυνατό ώστε δεν μπορούσε να το καταπολεμήσει. Ωστόσο, επανέλαβε, «Δεν ήρθα γι’ αυτόν το
σκοπό», και αυτή τη φορά πρόσθεσε, «Λυπάμαι, Άνια, αλλά ήρθα για να σε σκοτώσω».

Κεφάλαιο 3
Ήρθα για να σε σκοτώσω.
Τα λόγια αντήχησαν στο μυαλό της Άνια, μια ζοφερή υπόσχεση που δεν μπορούσε να
καταλαγιάσει. Ο Λούσιεν δεν αστειευόταν ποτέ –αυτό το ήξερε καλά. Τον είχε παρακολουθήσει
όλες αυτές τις βδομάδες χωρίς να αντικρίσει ούτε ένα χαμόγελο, χωρίς να ακούσει από τα υπέροχα
χείλη του κάτι που έκρυβε έστω και μια υποψία χιούμορ. Ακόμα περισσότερο, το πνεύμα του
Θανάτου ακτινοβολούσε τώρα μέσα από το σώμα του και μια σκελετώδης μάσκα έλαμπε κάτω από
το δέρμα του.
Η μυρωδιά των τριαντάφυλλων έγινε πιο βαριά, σχεδόν υπνωτιστική, καλώντας τη να κάνει
οτιδήποτε την πρόσταζε ο Λούσιεν. Ακόμα και να πεθάνει.
Η καρδιά της σπαρτάρισε στο στήθος της. Τον είχε ξαναδεί να παίρνει ψυχή· ήταν ένα μακάβρια
όμορφο θέαμα, ένα θέαμα που δεν περίμενε ποτέ να δει από κοντά. Στο κάτω κάτω, ήταν αθάνατη.
Αλλά ήξερε καλύτερα από τους περισσότερους ότι ακόμα κι οι αθάνατοι μπορούσαν να σκοτωθούν.
Τη νύχτα που είχε κόψει την καρδιά του διοικητή της φρουράς, τερματίζοντας την άθλια ύπαρξή
του μια για πάντα, η έννοια της θνησιμότητας είχε γίνει ξεκάθαρη. Φυσικά, είχε γίνει ακόμα πιο
ξεκάθαρη μετά τη σύλληψη και τη φυλάκισή της, όσο οι θεοί προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι θα
την κάνουν.
Κάθε μέρα στο κελί της, τα κάγκελα φαίνονταν να σφίγγονται γύρω της και οι κραυγές και τα
βογκητά των άλλων κρατουμένων έδειχναν να δυναμώνουν ακόμα περισσότερο. Ίσως οι κραυγές να
ήταν δικές της. Η αδυναμία να ικανοποιήσει την ανάγκη της για πρόκληση αταξίας την πονούσε
αφόρητα.
Είχε συνειδητοποιήσει ότι η ζωή, ακόμα και για έναν αθάνατο, μπορούσε να καταστραφεί και να
τελειώσει πολύ γρήγορα. Και είχε αποφασίσει να πολεμήσει για τη δική της, τότε και πάντα, ό,τι κι
αν συνέβαινε. Κανένας δε θα αφαιρούσε ξανά την ελευθερία της, σωματικά ή συναισθηματικά.
Οι θεοί είχαν άλλη άποψη. Τελικά, αποφάσισαν να την κάνουν σκλάβα του σεξ για τους
πολεμιστές τους. Ταιριαστή τιμωρία, είχαν πει. Είχε σκοτώσει το διοικητή τους –τώρα θα
παρηγορούσε τους άντρες του.
Κάτι τέτοιο θα την κατέστρεφε –στο μυαλό, στο σώμα και στην ψυχή της. Η αποφασιστικότητά
της μπορεί να λύγιζε. Αλλά ο πατέρας της είχε έρθει και την είχε σώσει, αδιαφορώντας για τα
αντίποινα που θα αντιμετώπιζε. Για μια φορά ακόμα, η Άνια ήταν ελεύθερη. Για μια φορά ακόμα,
της δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσει την ευτυχία που πάντα λαχταρούσε.
Και τώρα ο Λούσιεν, ο άντρας που ποθούσε, ο άντρας που είχε φιλήσει, ήθελε να τη σκοτώσει, να
πάρει τα πάντα από εκείνη; Χίλια διαφορετικά συναισθήματα άνθισαν μέσα της και δεν ήταν
σίγουρη σε ποιο έπρεπε να εστιάσει πρώτα την προσοχή της. Στην οργή; Στη σύγχυση; Στην οδύνη
επειδή την πλήγωνε;
«Γιατί θέλεις να μου κάνεις κακό;» ρώτησε.
«Δε θέλω να σου κάνω κακό. Πρέπει να σου κάνω κακό. Φαίνεται πως είσαι πολύ επικίνδυνη για
να κυκλοφορείς ελεύθερα».
Πόσο την πόνεσαν αυτά τα λόγια! Άλλο να την επικρίνει ολόκληρος ο Όλυμπος –είχε συνηθίσει
σε κάτι τέτοιο. Αλλά για κάποιο λόγο, παρά τα όσα είχαν συμβεί, η γνώμη του Λούσιεν είχε
τεράστια σημασία για κείνη.
«Πώς με βρήκες;» επανέλαβε.
Ούτε μια υποψία συναισθήματος δεν άγγιξε την παγερή του έκφραση. «Δεν έχει σημασία».
«Θα μπορούσα να εξαφανιστώ πριν καν το καταλάβεις».
«Αν το σκάσεις, θα σε βρω ξανά. Όπου κι αν πας, πάντα θα σε βρίσκω».
Ελκυστικό και τρομακτικό συνάμα. «Γιατί δε μου επιτίθεσαι, λοιπόν; Γιατί δεν ξεμπερδεύεις μαζί
μου εδώ και τώρα, ώστε να μη χρειαστεί να με καταδιώξεις ξανά;»
Ο Λούσιεν ανασήκωσε το πιγούνι του, σφίγγοντας με πείσμα τα δόντια. «Θα το κάνω, αλ λά θέλω
πρώτα να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου».
Η Άνια έβαλε τα δυνατά της για να φερθεί φυσιολογικά και ακούμπησε στην αλυσίδα της
κούνιας. «Δεν ξέρω αν πρέπει να κολακευτώ ή να προσβληθώ, γλυκέ μου. Η ατίθαση μικρή Άνια
φιλά τόσο άσχημα που η σκέψη ότι έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα σου σε πλημμυρίζει με αηδία
και δεν μπορείς να το ξεχάσεις;» Ακουγόταν τόσο αδιάφορη όσο φαινόταν –δηλαδή, έτσι ήλπιζε–,
αλλά έτρεμε μέσα της.
Πώς κατάφερνε να την επηρεάζει τόσο πολύ η παρουσία του; Και, ακόμα χειρότερα, τώρα που
είχε γνωρίσει τη γεύση του, την αίσθηση του σώματός του καθώς πίεζε το δικό της και την αίσθηση
των χεριών του που την κρατούσαν και την τραβούσαν πιο κοντά, οι αντιδράσεις της απέναντί του
είχαν γίνει ακόμα πιο έντονες.
Λαχταρούσε περισσότερα. Ίσως είναι καιρός να επισκεφτώ κάποιο θεραπευτή.
«Είμαι σίγουρος πως ξέρεις πόσο ωραία είναι τα φιλιά σου». Κάποια πικρία ξεχώριζε στα λόγια
του.
«Το κάνεις να ακούγεται λες και είναι έγκλημα».
«Είναι».
Τα βλέφαρα της Άνια μισόκλεισαν και σχημάτισαν μικροσκοπικές σχισμές. Ζούσε αμέτρητα
χρόνια· και δεν τα είχε περάσει σαν καλόγρια, αλλά ούτε και σαν σεξουαλικά λυσσασμένη κι
αχαλίνωτη. Και δε θα μπορούσε να είναι, αφού ακόμα και πριν από την κατάρα είχε γνωρίσει τον
πόνο της συκοφαντίας.
Ωστόσο, όπως όλοι, η Άνια λαχταρούσε το θαυμασμό και την τρυφερότητα. Της άρεσε ο τρόπος
που την κοιτούσαν οι άντρες και συχνά έμενε ξύπνια στο κρεβάτι, λαχταρώντας τη σεξουαλική
σχέση που δεν μπορούσε να επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να γνωρίσει.
«Άνια, μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο τρόπο».
«Τι, να φιληθούμε ξανά;»
Ο Λούσιεν ξεροκατάπιε με δυσκολία. «Να ρυθμίσουμε το θάνατό σου».
Μην του δώσεις λαβή, μην αντιδράσεις. Οι καλοί πολεμιστές χρησιμοποιούσαν πάντα τα
συναισθήματα των αντιπάλων εναντίον τους και ο Λούσιεν ήταν πολύ καλός πολεμιστής. Αλλά το
ίδιο κι εκείνη. «Πες μου ξανά γιατί θέλεις να με σκοτώσεις, γλυκέ μου. Το έχω ξεχάσει».
Ένας μυώνας συσπάστηκε κάτω από το μάτι του. «Σου είπα πως δε θέλω να σε σκοτώσω, αλλά οι
θεοί με πρόσταξαν να το κάνω».
Και κανένας, ούτε καν οι Άρχοντες του Κάτω Κόσμου, δεν τολμούσε να δείξει ανυπακοή στους
θεούς –διαφορετικά, οι συνέπειες θα ήταν τρομακτικές. Ο φόβος έσφιξε το στομάχι της. Ωστόσο,
έπρεπε να παραδεχτεί πως χαιρόταν που ο Λούσιεν δεν είχε έρθει πρόθυμα να τη σκοτώσει.
«Όλοι οι θεοί ή μόνο ένας;» ρώτησε, μολονότι ήξερε ήδη την απάντηση.
«Μόνο ένας. Ο Κρόνος».
«Ο μπάσταρδος ο βασιλιάς», είπε εκείνη. Ελπίζω να με ακούς, άπληστε δειλέ.
Ο Λούσιεν μόρφασε, αποδεικνύοντας πως φοβόταν πραγματικά την οργή του θεού. Και ήταν
λογικό. Ο Κρόνος πρέπει να μην είχε πάει σχολείο τη μέρα που εξηγούσαν τι σήμαινε η λέξη οίκτος.
Αμέσως μόλις ο Τιτάνας δραπέτευσε από την επουράνια φυλακή του, κατέκτησε γρήγορα και
βίαια τους Έλληνες θεούς και φυλάκισε τους επιζώντες. Τότε ήταν που η Άνια επέστρεψε στον
ουρανό και ελευθέρωσε μερικούς. Τότε ήταν επίσης που ο Κρόνος την έπιασε και τη φυλάκισε
απαιτώντας το μεγαλύτερο θησαυρό της σε αντάλλαγμα για την ελευθερία της. Αλλά πριν προλάβει
να την τιμωρήσει για την άρνησή της, εκείνη δραπέτευσε. Πρώτος πόντος για την Ομάδα Άνια. Λίγο
μετά, τη βρήκε για δεύτερη φορά και την απείλησε με τους Άρχοντες. Τώρα εκείνη κι ο Λούσιεν
βρίσκονταν εδώ και ετοιμάζονταν να δώσουν μια μάχη κυριολεκτικά ζωής και θανάτου. Πρώτος
πόντος για την Ομάδα Κρόνος.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να υπακούσεις έναν τόσο μοχθηρό θεό;» τον ρώτησε εκείνη.
Τα μάτια του Λούσιεν αντάμωσαν τα δικά της και τη μάγεψαν, λυγίζοντας την αποφασιστικότητά
της. «Πρέπει. Ό,τι κι αν πεις, δεν πρόκειται να με κάνεις να εγκαταλείψω την αποστολή μου».
Η Άνια ανασήκωσε το ένα της φρύδι, προσπαθώντας να φανεί γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Θέλεις να
βάλουμε ένα στοίχημα;»
«Όχι, γιατί έτσι θα αποκτούσες φρούδες ελπίδες». Μια απαλή αύρα τούς τύλιξε και τούφες
μαύρων μαλλιών χάιδεψαν το πρόσωπό του. Τις φυλάκισε πίσω από τ’ αυτιά του, μη επιτρέποντας
σε τίποτα να διαταράξει τον αόρατο ομφάλιο λώρο ανάμεσά τους.
Με αυτή την κίνηση, τόνισε περισσότερο τα μαύρα τόξα των φρυδιών του, τη δυνατή κλίση της
μύτης του και το σκληρό περίγραμμα των σημαδεμένων ζυγωματικών του. Αλλά εκείνα που την
τραβούσαν συνέχεια ήταν τα μάτια του. Η καφέ ίριδα φαινόταν να την αιχμαλωτίζει, ενώ η γαλάζια
ίριδα στριφογύριζε, παρασύροντάς την όλο και πιο βαθιά σε έναν κόσμο όπου μόνο εκείνος υπήρχε.
Υπάκουσέ με. Υποτάξου.
Τα λόγια ακούστηκαν ψιθυριστά στο μυαλό της.
Τα δόντια της σφίχτηκαν και όλοι οι μύες του κορμιού της τα μιμήθηκαν. Ήξερε, ήξερε, τι
προσπαθούσε να κάνει ο Λούσιεν. Να την υπνωτίσει, να της επιβάλει μια κατάσταση ηρεμίας και να
την αναγκάσει να αποδεχτεί πρόθυμα το θανατηφόρο χτύπημά του.
Όχι! Όχι αυτή την ηρεμία! Αν είχε καλλιεργήσει μια ικανότητα στη διάρκεια των αιώνων, αυτή
ήταν πώς να αντιστέκεται στους άντρες, ειδικά από τότε που έτρεχαν ξοπίσω της. Και τώρα, η Άνια
κούνησε το κεφάλι της και ξέφυγε από την υπνωτιστική του δύναμη. ! !Ορίστε! Τα κατάφερα!
Μην του δώσεις λαβή, μην αντιδράσεις, θύμισε στον εαυτό της. Κατέβασε τα μάτια στο τεράστιο
στέρνο του και σκέφτηκε τι θα έκανε, ενώ ταυτόχρονα ρουφούσε το αγαπημένο γλειφιτζούρι της.
«Μου χρωστάς μια χάρη, Ευωδιαστέ, και τώρα ζητώ να μου την ανταποδώσεις. Δε θα με
σκοτώσεις».
«Ξέρεις ότι πρέπει», ψέλλισε εκείνος μετά από μια βασανιστική παύση. Τα νεύρα του
τεντώθηκαν, λες και ατσάλωνε τον εαυτό του. «Ζήτησέ μου να μην πονέσεις –αυτό μπορώ να το
κάνω. Ζήτησέ μου να σε φιλήσω πριν πάρω την ψυχή σου –κι αυτό μπορώ να το κάνω».
«Λυπάμαι, καλέ μου, αλλά επιμένω πως δε θέλω να με σκοτώσεις. Και, αν χρειάζεσαι
υπενθύμιση, σου είχα πει πριν από λίγες βδομάδες ότι εγώ θα σε σκότωνα αν προσπαθούσες να
ξεφύγεις από την υποχρέωση που είχες απέναντί μου».
Μια ακόμα παύση –τούτη τη φορά πιο βαριά, πιο παρατεταμένη. Ο Λούσιεν βύθισε τα δάχτυλα
στα μαλλιά του και η αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Γιατί θέλει ο Κρόνος να πεθάνεις;»
«Πήρες ήδη την απάντηση. Είμαι υπερβολικά ατίθαση». Κάθισε ξανά στην κούνια και άφησε το
ένα χέρι να κατέβει αργά, κρυφά, στην μπότα της, όπου τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από τη
λαβή του στιλέτου το οποίο βρισκόταν εκεί. Μπορεί αυτός ο άντρας να την τρέλαινε από λαχτάρα,
παρά την αποστολή του, αλλά δε θα έπεφτε χωρίς μάχη.
«Δεν πιστεύω πως αυτός είναι ο μοναδικός λόγος», είπε ο Λούσιεν.
«Ίσως προσπάθησε να με κάνει δική του κι εγώ αρνήθηκα». Ψέμα. Ωστόσο, αρνιόταν να
παραδεχτεί την αλήθεια.
Κάποιο συναίσθημα φάνηκε τελικά να επικρατεί στα χαρακτηριστικά του Λούσιεν, αλλά η Άνια
δεν ήξερε πώς να το ερμηνεύσει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως φαινόταν κάτι σκληρό και
ανυποχώρητο. «Ίσως ήταν εραστής σου και τον παράτησες. Ίσως τον απάτησες με κάποιον άλλο.
Ίσως τον ερέθισες επίτηδες και μετά τον άφησες, κάνοντάς τον να νιώσει ηλίθιος».
Τα μάτια της μισόκλεισαν για ακόμα μια φορά και εστιάστηκαν πάνω του, διαπεραστικά σαν
λεπίδα. Η Άνια σηκώθηκε, κρύβοντας το μαχαίρι στην πλάτη της. «Πολύ αγενές αυτό που είπες. Λες
και θα έφτανα ποτέ στο σημείο να φερθώ τόσο ποταπά ώστε να ερεθίσω έναν άντρα που δε μ’
ενδιαφέρει».
Ο Λούσιεν μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε λες και έλεγε: «Ερέθισες εμένα».
Η Άνια συνοφρυώθηκε, καθώς ο θυμός φούντωνε μέσα της. «Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις,
αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεσαι πληγωμένος».
«Είσαι η Αναρχία. Αμφιβάλλω αν σε απασχολούν τα συναισθήματα των άλλων».
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα», του πέταξε.
«Ξέρω πως χορεύεις λες και κάνεις σεξ και ξέρω πως έχεις τη γεύση της κατάκτησης κάθε άντρα».
Να τον πάρει η οργή. Τα λόγια και μόνο ήταν αρκετά για να την ερεθίσουν. Σε συνδυασμό με τη
βραχνή, πλούσια σαν κρασί φωνή του, εξανέμιζαν το θυμό της και την έκαναν ξαφνικά έτοιμη να
πέσει στην αγκαλιά του. «Ζητώ συγνώμη, δεν είσαι αγενής. Είσαι διαβολικός», είπε αντί να το
παραδεχτεί. Τι σήμαινε άραγε το γεγονός πως τώρα τον έβρισκε ακόμα πιο ακαταμάχητο;
«Όπως και να ’χει, είναι αλήθεια». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι καθώς τη μελετούσε. Μολονότι
είχε φορέσει ξανά εκείνη την ανέκφραστη μάσκα, υπήρχε μια άσπρη, καυτή, επικίνδυνη αύρα γύρω
του. «Είσαι πάντα τόσο προκλητική με όσους τραβούν την προσοχή σου;»
Δεν υπήρχε επικριτική διάθεση στα λόγια του, αλλά το σχόλιο την ενόχλησε. Μπορούσε να
θυμηθεί αρκετούς θεούς να κάνουν την ίδια ερώτηση στη μητέρα της, όπως μπορούσε να θυμηθεί
την έκφραση του πόνου στα μάτια της μάνας της κάθε φορά που κάποιος εραστής άφηνε να εννοηθεί
πως δεν ήταν αρκετά καλή για κείνον. Ο Λούσιεν θα πλήρωνε γι’ αυτό.
Η Άνια άφησε τη γλώσσα της να τρέξει πάνω από το στρογγυλό άκρο του γλειφιτζουριού,
απολαμβάνοντας τη φρουτώδη γεύση σε μια προσποιητή επίδειξη αδιαφορίας. Στο μεταξύ, τα
κρυμμένα δάχτυλά της σφίχτηκαν γύρω από τη λαβή του στιλέτου· τα νύχια της έφτασαν στο δέρμα
και μπήχτηκαν βαθιά.
«Και τι έγινε αν είμαι;» ρώτησε τελικά. «Οι περισσότεροι άντρες είναι προκλητικοί και τους
επαινούν... τους θεωρούν θεούς του σεξ».
Ο Λούσιεν αγνόησε το σχόλιό της. Προφανώς οι Άρχοντες τα κατάφερναν μια χαρά στο σεξ.
«Πριν εγώ...» Πίεσε τα χείλη και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Πρέπει να είχε αλλάξει γνώμη γι’
αυτό που σκόπευε να της πει, επειδή δεν τέλειωσε την πρότασή του. «Εξήγησέ μου κάτι». Και,
θαρρείς και συνειδητοποιούσε πως, διαφορετικά, δε θα έπαιρνε απαντήσεις από εκείνη, πρόσθεσε:
«Σε παρακαλώ».
Η Άνια τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας ναζιάρικα τα βλέφαρά της. «Τα πάντα για σένα, κούκλε
μου».
«Πες μου την αλήθεια. Γιατί με φίλησες; Θα μπορούσες να πάρεις τον Πάρη, τον Ρέγιες, τον
Γκίντεον ή οποιονδήποτε άλλο από τους υπόλοιπους. Κανένας δε θα έφερνε αντίρρηση –αντίθετα,
θα σε ήθελαν κι εκείνοι».
Πρώτα, γκρρρ! Αντίθετα, θα σε ήθελαν κι εκείνοι, επανέλαβε κοροϊδευτικά η Άνια από μέσα της.
Αντίθετα μ’ εκείνον δηλαδή, που δε θα την ήθελε ποτέ. Δεν ήταν χαλάκι για να την πατήσουν, που
να πάρει η οργή. Δεύτερον, γιατί δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι απλώς ποθούσε εκείνον
και κανέναν άλλο;
Αποφάσισε πως ίσως ήταν καλύτερα που ο Λούσιεν νόμιζε ότι του είχε δείξει ένα ψεύτικο πάθος.
Τουλάχιστον έτσι θα έσωζε τον εγωισμό της, αφού δε σήμαινε τίποτα για κείνον και δεν την ήθελε.
Ηλίθιε.
«Ίσως ήξερα πως ο καλός μας ο Κρόνος θα σε έβαζε να με σκοτώσεις και ήλπιζα να σε
αποπλανήσω ώστε να μην μπορέσεις να τον υπακούσεις». Ορίστε. Πώς θα του φαινόταν κάτι τέτοιο;
Μόλις άκουσε τα λόγια της, η αποδοχή φώτισε τα τραχιά, άγρια χαρακτηριστικά του. «Επιτέλους,
κάτι ακούγεται λογικό», είπε με μια σχεδόν ανεπαίσθητη χροιά απογοήτευσης.
Ή μήπως εκείνη είχε διακρίνει την απογοήτευση επειδή ήθελε να τη διακρίνει; Στο κάτω κάτω,
αυτός ο άντρας είχε έρθει για να τη σκοτώσει. Δεν ήταν δυνατό να βιώνει πιο τρυφερά
συναισθήματα.
Υποτάξου σ’ εμένα.
Γαμώτο. Είχε κοιτάξει το πρόσωπό του και είχε υπνωτιστεί για μια φορά ακόμα. Το γαλάζιο μάτι
του στροβιλιζόταν ακόμα και το καστανό ήταν τόσο πλούσιο και βαθύ ώστε θα πνιγόταν πρόθυμα
μέσα του. Το στομάχι της σφίχτηκε.
Όχι, όχι, όχι! Γύμνωσε τα δόντια της και τράβηξε αλλού το βλέμμα της. Πλήγωσέ τον για να τον
καθυστερήσεις και μετά φύγε. Ήταν μια σκέψη που την έβρισκε απόλυτα σύμφωνη. Ο Λούσιεν ήταν
αθάνατος και θα θεραπευόταν εύκολα. Αλλά, που να πάρει, η ίδια δεν ένιωθε έτοιμη να τον αφήσει.
Δεν είχε μιλήσει με κανέναν εδώ και βδομάδες· ήταν αφοσιωμένη στην παρακολούθησή του, στην
παρατήρησή του. Στη λαχτάρα που ένιωθε για κείνον.
Δεν έχει σημασία τι θέλεις. Χτύπησέ τον πριν εκείνος χτυπήσει εσένα.
«Τελευταία ευκαιρία να μου ανταποδώσεις τη χάρη που μου χρωστάς!» του είπε. «Προστάτεψέ με
από τον Κρόνο».
«Λυπάμαι».
«Εντάξει, λοιπόν. Τώρα που ξεκαθαρίσαμε την κατάσταση», είπε η Άνια χρησιμοποιώντας την πιο
γλυκιά φωνή της, «ας ξεκινήσει το πάρτι». Έγλειψε το γλειφιτζούρι και μετατόπισε το βάρος της
αριστερά, κάνοντας τη φούστα της να υψωθεί δεξιά και τραβώντας το βλέμμα του στο γυμνό δέρμα
της, όπως ακριβώς ήλπιζε.
Η φευγαλέα σπίθα του πόθου φώτισε τα μάτια του –ενός πόθου που ο Λούσιεν δεν μπόρεσε να
κρύψει. Πολύ αργά. Εκείνη εκτόξευσε το στιλέτο.
Το ασημένιο μέταλλο ταξίδεψε στον αέρα και καρφώθηκε στην καρδιά του πριν καν ο Λούσιεν
προλάβει να μαντέψει τις προθέσεις της. Σπασμοί τράνταξαν το σώμα του και τα μάτια του
γούρλωσαν.
«Με κάρφωσες», μουρμούρισε λες και δυσκολευόταν να το πιστέψει. Μορφάζοντας, τράβηξε το
ματωμένο πλέον εγχειρίδιο από το στήθος του και έτριψε την πληγή. Μετά κοίταξε τα υγρά, άλικα
δάχτυλά του. Ο θυμός ξεπέρασε το ξάφνιασμα.
«Μπορείς να κρατήσεις το στιλέτο για αναμνηστικό». Η Άνια του έστειλε ένα φιλί και
διακτινίστηκε σε ένα παγόβουνο της Ανταρκτικής. Ήξερε πως θα την ακολουθούσε και ήθελε να τον
κάνει να υποφέρει. Ο παγωμένος αέρας τη χαστούκισε αμέσως, διαπερνώντας τα λεπτά ρούχα της.
Διαπέρασε το δέρμα, διαπέρασε τους μυς της και έφτασε μέχρι το κόκαλο. Τα δόντια της χτύπησαν
σαν καστανιέτες.
Πιγκουίνοι την προσπέρασαν, πασχίζοντας να απομακρυνθούν από κοντά της. Νερό
στροβιλιζόταν και φουρτούνιαζε παντού τριγύρω της. Αμέτρητα χιλιόμετρα νύχτας υποδέχτηκαν τα
μάτια της και το μοναδικό φως προερχόταν από τις χρυσές ακτίνες του φεγγαρόφωτου που
αντικατοπτρίζονταν στους παγετώνες.
Αν ήταν θνητή, θα είχε πεθάνει από το κρύο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Επειδή ήταν θεά, η Άνια
ένιωθε απλώς... απαίσια. «Αλλά αξίζει τον κόπο», μουρμούρισε και η ανάσα της σχημάτισε μια
πυκνή ομίχλη μπροστά στο πρόσωπό της. Αν εκείνη ένιωθε απαίσια, πόσο χειρότερα θα ένιωθε ο
τραυματισμένος Λούσιεν όταν θα...
Και ο Λούσιεν πήρε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια της, τόσο ξεκάθαρα όσο αν έλαμπε ο
ήλιος.
Έκανε ένα μορφασμό γυμνώνοντας τα τέλεια λευκά δόντια του. Είχε βγάλει το μπλουζάκι του κι
η Άνια διαπίστωσε πως σειρές από γυμνασμένους μυώνες κάλυπταν το στομάχι του. Δεν είχε
καθόλου τρίχες στο στήθος. Το δέρμα του είχε το χρώμα του μελιού, λείο στη μια πλευρά, σαν
βελούδο πάνω από ατσάλι, ανώμαλο και σημαδεμένο στην άλλη. Κι οι δυο πλευρές την καλούσαν
τόσο πολύ να τις αγγίξει με τη γλώσσα της ώστε το στόμα της γέμισε σάλια.
Οι θηλές του ήταν μικροσκοπικές, καφέ και σκληρές σαν κεφαλή βέλους. Θα προκαλούσαν μια
υπέροχη αίσθηση κάτω από τη γλώσσα της. Το στήθος του ήταν λερωμένο από αίμα και μια μακριά
πληγή ξεχώριζε στο δέρμα ακριβώς πάνω από την καρδιά του. Ο ιστός είχε αρχίσει ήδη να
θεραπεύεται.
Έτσι όπως τον έβλεπε, ματωμένο από τη μάχη, οργισμένο και έτοιμο για περισσότερα, η Άνια
ένιωσε να ερεθίζεται. Τα γόνατά της, τα ανόητα γόνατά της, εξασθένισαν και πάλι, έτοιμα να
λυγίσουν. Μισείς την αδυναμία. Αλλά ένιωθε όμορφα, που να πάρει η οργή. Άραγε ο Λούσιεν θα
την επηρέαζε πάντα με τον ίδιο τρόπο;
Ανόητο κορίτσι.
Όταν τον χτύπησε ο άνεμος, η Άνια ήξερε πως εκείνος δοκίμαζε μια οδυνηρή εμπειρία, όπου το
αίμα και το οξυγόνο πάγωναν μέσα του. «Άνια», μούγκρισε.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Ευωδιαστέ». Δεν έχασε ούτε στιγμή· χρησιμοποιώντας όλη της τη
δύναμη, τον έριξε στο νερό.
Θα μπορούσε να την αρπάξει για να σταματήσει την πτώση του, αλλά δεν το έκανε. Επέτρεψε
στον εαυτό του να παραπατήσει προς τα πίσω, αντί να την πάρει μαζί του. Πόσο... πόσο γλυκό.
Μπάσταρδε! Δεν είχε κανένα δικαίωμα να φέρεται γλυκά τώρα.
Ο Λούσιεν άφησε ένα επιφώνημα όταν έπεσε. Ήταν ένας ήχος οργής, σοκ και μαρτυρίου από το
παγωμένο νερό. Λίγες σταγόνες πιτσίλισαν το δέρμα της κι ήταν η σειρά της να ξεφωνίσει από το
κρύο.
«Άνια!» φώναξε ο Λούσιεν όταν βγήκε στην επιφάνεια.
«Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστήσεις για το μπάνιο. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω,
αφού μάτωσα το στήθος σου, ήταν να σε βοηθήσω να το ξεπλύνεις. Γεια χαρά!»
«Μη φύγεις», βιάστηκε να πει εκείνος. «Σε παρακαλώ».
Επειδή δεν μπορούσε να αδιαφορήσει, η Άνια κοντοστάθηκε. «Γιατί να μη φύγω;»
Αντί να διακτινιστεί μέχρι το παγόβουνο, ο Λούσιεν κολύμπησε στο παγωμένο νερό, κοιτάζοντάς
τη βλοσυρά. «Δε σε συμφέρει να με θυμώσεις». Ένα σύννεφο μετακινήθηκε και πιο πυκνές χρυσές
ακτίνες ξεχύθηκαν από το σκοτεινό ουρανό για να τον αγκαλιάσουν.
«Γιατί, τι θα πάθω; Θα γίνεις πράσινο τέρας; Λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, Ευωδιαστέ, αλλά
κάτι τέτοια με ξεσηκώνουν ακόμα περισσότερο. Ελπίζω να απολαύσεις την απόψυξη». Γελώντας,
κούνησε το χέρι της σε αποχαιρετισμό και διακτινίστηκε στην αγαπημένη της ιδιωτική παραλία, στη
Χαβάη.
Η ζεστασιά και η λιακάδα την τύλιξαν αμέσως, λιώνοντας το στρώμα του πάγου που είχε
σχηματιστεί στο δέρμα της. Συνήθως, όταν ερχόταν εδώ γδυνόταν και ξάπλωνε στην άμμο,
απολαμβάνοντας τη γαλήνη. Μερικές φορές κλεινόταν στο σπίτι, τετρακόσια μέτρα πιο ψηλά και
περιστοιχισμένο από τεράστιους φοίνικες, όπου χουζούρευε και παρακολουθούσε ταινίες.
Αυτή τη φορά όμως, έμεινε στην παραλία και συνέχισε να φορά τα ρούχα της. Άφησε το
γλειφιτζούρι να πέσει και έβγαλε δύο ακόμα στιλέτα από τις μπότες της. Τα κράτησε στα πλευρά της
και περίμενε.
Ένα λεπτό αργότερα, ο σκυθρωπός Λούσιεν εμφανίστηκε στο οπτικό της πεδίο, τρέμοντας από το
κρύο. Τα χείλη του ήταν μπλε και σφιγμένα από τη δυσφορία. Τα μαλλιά του είχαν παγώσει γύρω
από το κεφάλι του και το δέρμα του γυάλιζε από την κρυσταλλιασμένη υγρασία.
«Ευχαριστώ. Για την παραλία», ψέλλισε ανάμεσα από τα δόντια του που χτυπούσαν μεταξύ τους.
«Πώς στην οργή με ακολουθείς;» τον ρώτησε, υψώνοντας το πιγούνι της και ανταποδίδοντας το
βλοσυρό βλέμμα του.
Τελικά, για κάποιο λόγο, ο Λούσιεν αποφάσισε να απαντήσει. «Αφήνεις ίχνη ενέργειας όπου κι αν
πας κι εγώ απλώς τα ακολουθώ. Αν δεν είχες εμφανιστεί σ’ εκείνο το κλαμπ, δε θα μπορούσα ποτέ
να σε εντοπίσω».
Υπέροχα. Τώρα δε θα μπορούσε να του ξεφύγει ποτέ. Ηλίθιες παρορμήσεις, που την είχαν
σπρώξει να χορέψει μαζί του! Έπρεπε να είχε μείνει στις σκιές. Πρέπει να μοιάζω περισσότερο απ’
όσο νόμιζα με τη μητέρα μου. «Δεν πρόκειται να σε διευκολύνω», τον πληροφόρησε.
Ο Λούσιεν έχασε ένα μέρος του θυμού του και τα χείλη του συσπάστηκαν στην υποψία ενός
χαμόγελου. «Το υποψιαζόμουν».
Πώς τολμούσε να φανερώνει μια ακαταμάχητη αίσθηση χιούμορ τώρα, κάτι που μαλάκωνε το
πρόσωπό του και τον έκανε να φαίνεται πιο σέξι; Πού είχε πάει η καλή του διάθεση χτες ή προχτές;
«Σου το είπα και πριν, αλλά θα σου το ξαναπώ», μουρμούρισε ο Λούσιεν. «Δε θέλω να σου κάνω
κακό».
«Εντάξει, λοιπόν». Η Άνια κούνησε με απόγνωση το κεφάλι της και τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά
χόρεψαν γύρω από τους ώμους της. «Τότε δεν πειράζει. Εμπρός, σκότωσέ με». Σαρκασμός έσταζε
από κάθε της λέξη.
«Άνια...»
«Σιωπή. Σου φέρθηκα πολύ καλά, βοήθησα εσένα και τους φίλους σου... και μου το ανταποδίδεις
μ’ αυτό τον τρόπο;»
Ένας μυς συσπάστηκε κάτω από το μάτι του. Μήπως είχε θίξει κάποιο ευαίσθητο σημείο;
«Αν μπορούσα να αλλάξω τις συνθήκες, θα το έκανα. Θα...»
«Έχεις επιλογή. Μπορείς να φύγεις».
«Δεν μπορώ».
«Όπως αγαπάς, Ευωδιαστέ. Αλλά ας ξεμπερδεύουμε, εντάξει; Όλες αυτές οι συζητήσεις μού
προκαλούν πονοκέφαλο».
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή θα με αφήσεις να πάρω την ψυχή σου;»
«Όχι, γαμώτο. Νόμιζα πως το είχα δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα σε πολεμήσω μέχρι θανάτου. Του
δικού σου θανάτου, σε περίπτωση που χρειάζεσαι ακόμα περισσότερη διευκρίνιση. Εδώ και τώρα.
Έχω ξανασκοτώσει αθάνατο –δε θα με δυσκολέψει καθόλου να το επαναλάβω».
«Ναι, ο Ρέγιες ανέφερε τον Αίαντα». Ο Λούσιεν δεν κινήθηκε προς το μέρος της. «Γιατί τον
σκότωσες;»
Η Άνια ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους της. Μέσα της, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου γαλήνια. Η
ανάμνηση της αναμέτρησής της με τον Αίαντα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Το τι θα μπορούσε να
γίνει, το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει, εξακολουθούσε να τη βασανίζει μερικές φορές. «Ήθελε να
με πηδήξει, αλλά εγώ δεν ήθελα. Αποφάσισε να το κάνει, ανεξάρτητα από τη δική μου θέληση, κι
έτσι αποφάσισα κι εγώ πως θα του πήγαινε μια τρύπα στο στήθος».
Ο Λούσιεν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Ελπίζω να τον πόνεσες».
Τα μάτια της γούρλωσαν. Μια στιγμή. Ένας αθάνατος –και μάλιστα ένας πρώην διοικητής της
φρουράς– χαιρόταν που είχε σκοτώσει έναν επίλεκτο πολεμιστή; Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι
τέτοιο. Η επίγνωση ζέστανε το σώμα της και βάλθηκε να επηρεάζει άμεσα ό,τι άγγιζε. Επιτέλους
κάποιος –και μάλιστα ένας ξένος– έπαιρνε το μέρος της.
« , Σίγουρα πόνεσε», κατάφερε να πει, παραμερίζοντας με κάποιον τρόπο τον ξαφνικό κόμπο που
είχε σχηματιστεί στο λαιμό της.
Τα χέρια του Λούσιεν σχημάτισαν γροθιές. Γιατί; Αλλά η Άνια σκέφτηκε πως δεν είχε σημασία.
Ήταν απλώς περήφανη που το είχε προσέξει, επειδή σήμαινε πως δεν κοιτούσε εκείνα τα απόκοσμα
μάτια σαν ερωτευμένη πιτσιρίκα.
«Δεν είναι απαραίτητο να γίνει έτσι», είπε εκείνος με ανέκφραστη φωνή.
«Το είπες και πριν, αλλά τέντωσε τ’ αυτιά σου· ναι, είναι απαραίτητο να γίνει έτσι. Δεν πρόκειται
να γονατίσω και να σου προσφέρω το κεφάλι μου μόνο και μόνο επειδή ένας καινούριος θεός κάνει
κουμάντο και δεν του αρέσει πώς κάνω εγώ τις δουλειές μου. Δε θα υποκύψω επειδή το μεγάλο
αφεντικό είναι άπληστο και θέλει να με κλέψει».
Τα μάτια του Λούσιεν μισόκλεισαν. «Τι θέλει να κλέψει από σένα;»
Η Άνια σούφρωσε τα χείλη της. Να πάρει η οργή την ασυγκράτητη τη γλώσσα της! Φυσικά, ο
Λούσιεν είχε εστιάσει την προσοχή του στην τελευταία πρότασή της. «Μην ακούς εμένα. Λέω ένα
σωρό κουταμάρες όταν είμαι τρομαγμένη. Θυμάσαι που σου είπα ότι μου αρέσει να λέω ψέματα;»
«Πάω στοίχημα ότι δε φοβάσαι ούτε εμένα ούτε κάτι άλλο και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως και
τώρα λες ψέματα». Δεν της έδωσε την ευκαιρία να απαντήσει. «Δηλαδή δεν απέρριψες ερωτικά τον
Κρόνο ούτε τον απάτησες;»
«Τι σημασία έχει;» Η Άνια στριφογύρισε την άκρη μιας μπούκλας, φροντίζοντας η μύτη του
στιλέτου της να λάμψει στον ήλιο. «Θα αλλάξει αυτό που σχεδιάζεις να μου κάνεις;»
«Όχι».
«Τότε δε βλέπω το λόγο να απαντήσω». Αν ο Λούσιεν δεν ήθελε να υποχωρήσει καθόλου, δε θα
υποχωρούσε ούτε εκείνη.
Έτριψε το πρόσωπό του και, ξαφνικά, έδειχνε εντελώς εξαντλημένος. «Μπορώ να σου δώσω
καμιά μέρα διορία για να αποχαιρετήσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα».
«Α, τι γλυκός που είσαι», του πέταξε ειρωνικά η Άνια. Αλλά ο σαρκασμός της δεν κράτησε πολύ.
Σκέφτηκε τα λιγοστά αγαπημένα της πρόσωπα κι ένας πόνος έσφιξε το στήθος της. Η μητέρα της. Ο
πατέρας της. Ο Γουίλιαμ, ο μοναδικός φίλος της. Αν ο Λούσιεν κατάφερνε να τη νικήσει,
πιθανότατα δε θα μάθαιναν ποτέ τι της είχε συμβεί. Μπορεί να την αναζητούσαν, να ανησυχούσαν.
«Φέρεσαι με την ίδια ευγένεια σε όλα τα θύματά σου;» Μη σκέφτεσαι έτσι. Δεν είσαι θύμα και δεν
πρόκειται να γίνεις.
«Όχι», απάντησε εκείνος και πάλι.
«Δηλαδή είμαι απλώς ένα τυχερό κορίτσι;»
Τα σαρκώδη χείλη του σφίχτηκαν για μια ακόμα φορά με δυσφορία. Όσο σημαδεμένα κι αν ήταν
τα μάγουλά του, τίποτα δεν μπορούσε να μειώσει την ομορφιά εκείνων των χειλιών. Ίσως επειδή
ήξερε πόσο απαλά ήταν στην πραγματικότητα. Ίσως επειδή την είχαν σημαδέψει μέχρι τα βάθη της
ψυχής της και θα μετέφερε για πάντα το αποτύπωμά τους.
«Ναι», είπε τελικά ο Λούσιεν.
«Θα απορρίψω την τόσο γενναιόδωρη προσφορά σου, κούκλε. Προσωπικά, νομίζω ότι προτιμώ
να σε σκοτώσω τώρα παρά να περιμένω. Βλέπεις, η παρουσία σου έχει αρχίσει να με ενοχλεί».
Τα νεύρα του τεντώθηκαν κι αν βρισκόταν κάποιος άλλος στη θέση αυτού του (σχεδόν)
αναίσθητου πολεμιστή –όπως τουλάχιστον είχε αποδείξει ότι ήταν–, η Άνια θα υποψιαζόταν πως τον
είχε πληγώσει. «Τώρα ποιος είναι αγενής;» τη ρώτησε κοφτά.
Νόμιζε πως αναφερόταν στο σημαδεμένο πρόσωπό του; Τι ανόητος. Ωστόσο, αν του απαντούσε,
η Άνια θα άνοιγε νέο θέμα συζήτησης κι έτσι αρκέστηκε να πει: «Πώς θα το κάνουμε, λοιπόν;»
Στριφογύρισε τα στιλέτα της, τα έπιασε από τις λαβές και τους άλλαξε θέσεις –από το αριστερό στο
δεξί χέρι και το αντίστροφο.
Την κοίταξε νικημένος, λες και θα προτιμούσε οτιδήποτε άλλο στον κόσμο εκτός από αυτή την
αναπόφευκτη αναμέτρηση. «Απλώς να θυμάσαι ότι εσύ το επέλεξες, όχι εγώ».
«Εσύ με ακολούθησες, γλυκούλη. Εσύ το επέλεξες».
Μόλις είχε προλάβει να τελειώσει την πρότασή της όταν ο Λούσιεν πήρε σάρκα και οστά πέντε
πόντους μακριά από το πρόσωπό της, με αποτέλεσμα η μία μύτη σχεδόν να αγγίζει την άλλη. Η Άνια
πήρε μια απότομη ανάσα και μύρισε τα τριαντάφυλλα στο σώμα του. Εκείνος άρπαξε το ένα στιλέτο
από το χέρι της και κινήθηκε γρήγορα για να αρπάξει και το άλλο.
Η πρώτη ενέργεια την είχε πιάσει στον ύπνο, αλλά ήταν έτοιμη για τη δεύτερη. Διακτινίστηκε
μισό μέτρο πίσω του και πέτυχε το κρανίο του με μια δυνατή κλοτσιά. Δεν ήξερε γιατί απλώς δεν
τον μαχαίρωνε στην πλάτη.
Ο Λούσιεν παραπάτησε προς τα εμπρός, διατήρησε την ισορροπία του και έκανε απότομα
μεταβολή για να την αντικρίσει με μάτια μισόκλειστα.
«Σε έχω δει να σκοτώνεις», τον πληροφόρησε εκείνη, προσπαθώντας να μη δείξει ότι της είχε
προκαλέσει εντύπωση η σκηνή. «Ξέρω τις κινήσεις σου. Δε θα με σκοτώσεις εύκολα».
Διακτινίστηκε πίσω του ξανά, αλλά ο Λούσιεν είχε μάθει τώρα το κόλπο και στριφογύρισε,
περνώντας το ένα χέρι γύρω από τη μέση της αμέσως μόλις την είδε να παίρνει μορφή και άρπαξε
επιδέξια το δεύτερο στιλέτο από το άλλο χέρι της.
Η Άνια σχεδόν βόγκηξε με τη μεθυστική αίσθηση της επιστροφής στην αγκαλιά του και η βίαιη
κίνηση φάνηκε να κάνει ακόμα πιο έντονο τον ερεθισμό της. Έμεινε κολλημένη πάνω του πολύ
περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, απολαμβάνοντας την αίσθηση του... του σκληρού ανδρισμού του;
Α, ναι, ναι! Ώστε απολάμβανε κι εκείνος την αναμέτρησή τους; Ενδιαφέρον. Ερεθιστικό. Και
απόλυτα υπέροχο.
«Πόσο δυνατός είναι ο μικρός μου Λούσιεν! Σχεδόν λυπάμαι που αναγκάζομαι να πολεμήσω
βρόμικα», πρόσθεσε πριν τον χτυπήσει με το γόνατο ανάμεσα στα πόδια.
Ο Λούσιεν διπλώθηκε στα δύο, ουρλιάζοντας.
Ένα γέλιο ξέφυγε από το στόμα της καθώς διακτινιζόταν λίγα μέτρα μακριά. «Η κακή, άτακτη
Άνια θα φερόταν πολύ πιο τρυφερά στη συγκεκριμένη περιοχή της ανατομίας σου αν την
αναζητούσες για διαφορετικό σκοπό».
«Για τελευταία φορά, γυναίκα, δε θέλω να σου κάνω κακό», μούγκρισε ο Λούσιεν ανάμεσα από
σφιγμένα δόντια. «Είμαι αναγκασμένος».
Η Άνια κοίταξε τα νύχια της και χασμουρήθηκε. «Θα πολεμήσεις ή όχι; Έχω αρχίσει να βαριέμαι.
Ή μήπως είσαι πάντα τόσο αδύναμος;»
Ίσως δεν έπρεπε να τον κοροϊδέψει. Όταν ανάβεις φωτιά, μπορεί να καείς. Ένα λεπτό αργότερα ο
Λούσιεν πήρε τη γνώριμη μορφή του μπροστά της, κλότσησε τους αστραγάλους της και την έριξε
κάτω. Η πλάτη της συγκρούστηκε δυνατά με το έδαφος και η αναπνοή εγκατέλειψε τα πνευμόνια
της, με αποτέλεσμα για μια στιγμή να μην έχει παροχή οξυγόνου και να νιώσει ζαλάδα.
Στη συνέχεια, το βάρος του την κάρφωσε καταγής. Τα χέρια της ήταν ελεύθερα όμως κι έτσι
έσφιξε τη γροθιά της και τον χτύπησε στη μύτη. Το κεφάλι του τινάχτηκε στο πλάι καθώς ο χόνδρος
έσπαζε και το αίμα άρχιζε να τρέχει. Αλλά ο χόνδρος επανήλθε μέσα σε δευτερόλεπτα και η
αιμορραγία σταμάτησε.
Ο Λούσιεν την κοίταξε βλοσυρά. «Πολέμησε σαν κορίτσι, που να πάρει η ευχή», είπε ανάμεσα σε
κοφτές ανάσες, προσπαθώντας να πιάσει τους καρπούς της. Και μετά, τελικά, τους έπιασε.
Έτσι απλά, είχε καταφέρει να την ακινητοποιήσει. Ο Αίας την είχε κρατήσει με τον ίδιο τρόπο,
αλλά μόνο για μια στιγμή· η Άνια είχε καταφέρει να τον απωθήσει αρκετά γρήγορα. Αλλά ήταν
αδύνατο να μετακινήσει τον Λούσιεν, όσο κι αν προσπαθούσε. Κι όμως, αυτή τη φορά δεν την
πλημμύριζε η ίδια δολοφονική διάθεση –αντίθετα, ερεθιζόταν. «Με πονάς», είπε ψέματα.
Ο Λούσιεν έκανε το λάθος να αφήσει τους καρπούς της. Η Άνια τον χτύπησε ξανά, αυτή τη φορά
στο μάτι. Το κόκαλο της κόγχης ράγισε και το μάτι άρχισε να πρήζεται. Η Άνια γέλασε. Το
πρησμένο μάτι άρχισε να μαυρίζει. Η Άνια γέλασε ακόμα πιο δυνατά. Το πρησμένο, μαυρισμένο
μάτι άρχισε να θεραπεύεται. Η Άνια κατσούφιασε.
«Δεν πρόκειται να διακτινιστείς ξανά», της πέταξε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της κι
εκείνη η μυρωδιά των τριαντάφυλλων θόλωνε το μυαλό της, παροτρύνοντάς τη να χαλαρώσει, να
μείνει ακίνητη στη θέση της και να μην του αντισταθεί άλλο.
Χαλάρωσε, λοιπόν, στο έδαφος κι έγλειψε τα χείλη της. Ο Λούσιεν δεν ήταν ο μόνος που
μπορούσε να παίξει το παιχνίδι της αποπλάνησης. Διαβεβαίωσε όμως τον εαυτό της ότι δε θα το
έκανε επειδή ήταν απολαυστικό, αλλά επειδή έπρεπε. «Όχι, δεν πρόκειται να διακτινιστώ. Είμαι
πολύ απασχολημένη τώρα· φαντάζομαι τους μηρούς μου γύρω από τη μέση σου».
Οι κόρες των ματιών του μεγάλωσαν και βόγκηξε. «Σταμάτα, σε προστάζω».
«Τι να σταματήσω;» τον ρώτησε αθώα.
«Σταμάτα να λες τέτοια πράγματα. Και σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι».
«Εννοείς, λες και πρόκειται να σε φάω για βραδινό;»
Ο Λούσιεν ένευσε απότομα.
«Δεν μπορώ», του απάντησε χαμογελώντας αργά.
«Μπορείς και θα το κάνεις».
«Όταν σταματήσεις κι εσύ να φαίνεσαι τόσο νόστιμος, τότε θα υπακούσω». Αλλά καθώς του
έδινε υποσχέσεις, το μυαλό της δούλευε με χίλιες στροφές. Αναρχία, είσαι πολεμίστρια. Έχεις
αναμετρηθεί με αθάνατους δυνατότερους από το Θάνατο. Είναι καιρός να κόψεις τα παιχνίδια.
Κατάφερε τελικά, με πολύ κόπο, να ξεφύγει από την ερωτική έλξη του Λούσιεν, βασίστηκε στο
ένστικτο που την είχε διατηρήσει ζωντανή στις πιο σκοτεινές μέρες της ύπαρξής της και
διακτινίστηκε πίσω του. Χωρίς το σώμα της να τον στηρίζει, ο Λούσιεν έπεσε μπρούμυτα στην
άμμο.
Έτσι πρέπει να γίνει. Καθώς ο Λούσιεν ανασηκωνόταν φτύνοντας, τον κλότσησε και τον έστειλε
ξανά στο έδαφος. Μετά, πήδηξε πάνω του, κάθισε στους γοφούς του και τύλιξε τα δάχτυλά της
γύρω από το σαγόνι του για να στρίψει και να σπάσει το σβέρκο του.
Αλλά κι εκείνος διακτινίστηκε με τη σειρά του, για να εμφανιστεί μπροστά σε ένα φοίνικα αρκετά
μέτρα μακριά της. Τα γόνατά της λύγισαν πριν προλάβει να σηκωθεί. Ο Λούσιεν δεν έκανε καμιά
κίνηση προς το μέρος της. Λαχανιάζοντας, η Άνια τίναξε την άμμο από τα γόνατά της. Η απαλή
αύρα ήταν γεμάτη από αταίριαστα γαλήνια αρώματα –καρύδες και θαλασσινό νερό. Και
τριαντάφυλλα. Παραλίγο να τον σκοτώσω, σκέφτηκε, ταραγμένη.
«Έτσι όπως πάμε, κανένας από τους δυο μας δεν πρόκειται να νικήσει», παρατήρησε ο Λούσιεν.
Η Άνια φόρεσε ένα υπεροπτικό χαμόγελο. «Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις; Κερδίζω, και με
άνεση μάλιστα, και το ξέρεις».
Ο Λούσιεν χτύπησε με τη γροθιά του τον κορμό του δέντρου, ρίχνοντας αρκετά κόκκινα φρούτα
στο έδαφος. «Πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος. Κάτι πρέπει να βρούμε για να αποτρέψουμε
το θάνατό σου».
Τα έντονα λόγια του την έκαναν να ανατριχιάσει· η ξαφνική προθυμία του να τη σώσει έκανε την
καρδιά της να πονέσει. Αναστέναξε. Ο τύπος μπορούσε να τη στείλει από τη μια άκρη του
συναισθηματικού φάσματος στην άλλη μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. «Αν σκέφτεσαι να απευθύνεις
έκκληση στον Κρόνο, ξέχασέ το. Δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη και θα σε τιμωρήσει επειδή το
αποπειράθηκες».
Εκείνος άνοιξε τα χέρια, η προσωποποίηση ενός απεγνωσμένου άντρα. «Γιατί δεν μπορεί να σε
σκοτώσει ο ίδιος;»
«Θα πρέπει να τον ρωτήσεις». Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της, λες και δεν ήξερε την
απάντηση.
«Άνια», είπε ο Λούσιεν, σαν προειδοποίηση. «Πες μου».
«Όχι».
«Άνια!»
«Όχι!» Θα μπορούσε να διακτινιστεί μέχρι τα στιλέτα της, αλλά δεν το έκανε. Θα μπορούσε να
διακτινιστεί μέχρι εκείνον, αλλά ούτε αυτό έκανε. Αντίθετα περίμενε, περίεργη να διαπιστώσει τι θα
έκανε ή τι θα έλεγε στη συνέχεια ο πολεμιστής.
Εκείνος ξεφύσησε, μιμούμενος το δικό της αναστεναγμό, καθώς τα χέρια έπεφταν ξανά στα
πλευρά του. «Τι θα κάνουμε, λοιπόν;»
«Έρωτα, μήπως;» του πρότεινε τολμηρά. Η πρόταση ήταν πείραγμα, πρόκληση –και μισούσε τον
εαυτό της επειδή ήξερε πως, αν της πρόσφερε την ευκαιρία, θα πήγαινε μαζί του χωρίς να το σκεφτεί
για δεύτερη φορά. Είμαι αξιοθρήνητη.
Ο Λούσιεν χλόμιασε λες και τον είχε χτυπήσει.
Εκνευρισμένη, η Άνια πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της. Τόσο αποκρουστική τού ήταν
η σκέψη πως θα τη φιλούσε ξανά; «Γιατί με μισείς;» άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει πριν προλάβει
να συγκρατηθεί. Να πάρει! Ακουγόταν να ντρέπεται, λες κι η γυναίκα μέσα της δεν άξιζε ν’
αγαπηθεί. Συγνώμη, μαμά. Η Δυσνομία την είχε μάθει να σκέφτεται διαφορετικά.
«Δε σε μισώ», παραδέχτηκε χαμηλόφωνα ο Λούσιεν.
«Αλήθεια; Φαίνεσαι έτοιμος να κάνεις εμετό με τη σκέψη και μόνο ότι θα με αγγίξεις».
Ένα άκεφο χαμόγελο υποδέχτηκε τα λόγια της –για να εξαφανιστεί την επόμενη στιγμή. Η Άνια
σχεδόν έπεσε στο έδαφος με δέος. Επιτέλους, ένα πραγματικό χαμόγελο από τα χείλη του. Έπρεπε
να ξέρει πως θα ήταν εντυπωσιακό, δελεαστικό. Εθιστικό. Ήδη λαχταρούσε άλλο ένα. Το χαμόγελό
του έμοιαζε λαμπερό σαν τον ήλιο.
«Ναι; Τότε πώς γίνεται να είμαι ερεθισμένος;» είπε ο Λούσιεν με έναν τόνο φωνής τόσο ξερό όσο
η έκφρασή του.
Εντάξει. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Στην αρχή ένα χαμόγελο και τώρα πείραγμα. Το αίμα της
ζεστάθηκε και οι θηλές της σκλήρυναν (ξανά). «Οι άντρες δε χρειάζεται να συμπαθούν μια γυναίκα
για να τη θέλουν». Ο Λούσιεν άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά τον έκοψε. «Μην κάνεις
τον κόπο, εντάξει; Δε θέλω ν’ ακούσω την απάντησή σου». Ήξερε καλά πως θα κατέστρεφε την
όμορφη ατμόσφαιρα. «Μείνε εκεί και δείξε την ομορφιά σου μέχρι να σκεφτώ».
«Προσπαθείς να με προκαλέσεις επίτηδες, έτσι δεν είναι;»
Ναι, αυτό ακριβώς έκανε. Ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους της. Τον είχαν προστάξει να τη σκοτώσει.
Κάθε φορά που τον προκαλούσε, πιθανότατα έκανε τα πράγματα λίγο πιο εύκολα για κείνον. Αλλά
δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Εκείνο το χαμόγελο...
«Δεν έχεις καμιά απάντηση για μένα;»
«Καμιά που να θέλω να μοιραστώ μαζί σου». Γιατί έπρεπε να φαίνεται τόσο σέξι, έτσι όπως
στεκόταν εκεί; Ο ήλιος φερόταν σαν ερωμένη του, τον χάιδευε, έπλεκε ένα αγγελικό φωτοστέφανο
γύρω από το κεφάλι του. Ναι, αγγελικό. Εκείνη τη στιγμή ήταν ένας έκπτωτος άγγελος που έκανε
την καρδιά της να χτυπά δυνατά και το στομάχι της να φτερουγίζει.
Γιατί δεν μπορούσαν να είναι απλώς άντρας και γυναίκα;
Γιατί δεν μπορούσε να τη θέλει όπως τον ήθελε κι εκείνη;
Γιατί δεν μπορούσε το πάθος της για κείνον να εξανεμιστεί, τώρα που ήθελε να τη βγάλει από τη
μέση για πάντα;
«Με δυσκολεύεις».
«Δε θέλεις να παραβιάσεις τους κανόνες για μένα;» τον ρώτησε, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα.
«Δε θα μου κάνεις αυτή τη μικρή, την τόση δα χάρη; Μου χρωστάς».
«Όχι, δεν μπορώ».
Δεν είχε καν διστάσει πριν απαντήσει και αυτό την εκνεύρισε. Το λιγότερο που μπορούσε να
κάνει ήταν να αφιερώσει λίγα λεπτά για να το σκεφτεί. Μπάσταρδε. Η Άνια έκανε ένα μορφασμό.
«Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία για να συμφωνήσεις. Μετά, θα είμαστε πάτσι και δε θα χρωστά
τίποτα ο ένας στον άλλο».
«Λυπάμαι, αλλά πρέπει να αρνηθώ ξανά».
Εντάξει. Αυτό σήμαινε πως υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να βάλει ένα τέλος σε τούτη την
παραφροσύνη.
Τελικά, η Άνια διακτινίστηκε, αλλά μέχρι τα στιλέτα της. Διακτινίστηκε μέχρι εκείνον. Τα μάτια
του γούρλωσαν από έκπληξη καθώς την είδε να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του. Με τη λαβή προς
το μέρος του, τον χτύπησε δυνατά στο λαιμό, στριφογύρισε ενώ εκείνος πάσχιζε να αναπνεύσει και
κατέβασε τη λαβή του άλλου στιλέτου στον κρόταφό του, για να τον ρίξει αναίσθητο.
Επαφή.
Μόνο που ο Λούσιεν δεν έπεσε αναίσθητος. Γονάτισε βογκώντας, αλλά διατήρησε τις αισθήσεις
του. Δεν είχε σημασία. Έτσι κι αλλιώς, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Απογοητευμένη που τα
πράγματα είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο, η Άνια στριφογύρισε τα στιλέτα στις παλάμες της έτσι
που οι αιχμηρές μύτες τους να τον αντικρίζουν.
Τα χέρια της έτρεμαν καθώς κοιτούσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του. Όλα μέσα της ούρλιαζαν
να μην το κάνει, αλλά έστρεψε τις λεπίδες αντικριστά. Λίγοι τρόποι υπήρχαν για να σκοτώσεις
οριστικά έναν αθάνατο και ο αποκεφαλισμός ήταν ένας από δαύτους. Κάν’ το... Δεν υπάρχει άλλος
τρόπος... Είχε ήδη ακουμπήσει τις λεπίδες στο λαιμό του και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να φέρει
με δύναμη κοντά τους καρπούς της. Κάν’ το πριν διακτινιστεί!
Ω θεοί, ω θεοί, ω θεοί. Το έκανε. Κίνησε τα χέρια της για να κόψει το κεφάλι του. Αλλά αντί για
σάρκα, οι λεπίδες της συνάντησαν αέρα.
Ο Λούσιεν είχε διακτινιστεί!
Η απόγνωση και η ανακούφιση πολέμησαν η μία την άλλη για να αποκτήσουν κυριαρχία μέσα
της. Ωστόσο, πριν προλάβει να νικήσει μία από τις δύο, δυνατά δάχτυλα που θύμιζαν μέγκενη
έσφιξαν τους ώμους της και την έστριψαν εκατόν ογδόντα μοίρες. Καυτά χείλη κόλλησαν στο
στόμα της, ανοίγοντάς το και κλέβοντας την ανάσα της.
Η γλώσσα του Λούσιεν αναζήτησε τη δική της σε ένα φιλί γεμάτο πάθος που θα στοίχειωνε τη
ζωή της, είτε ήταν ξύπνια είτε κοιμόταν για χιλιάδες χρόνια. Είτε ζούσε είτε πέθαινε. Ήταν
ευδαιμονία και αγωνία. Ήταν ουράνια και Άδης!
«Λούσιεν». Η Άνια βόγκηξε και άπλωσε τα χέρια προς το μέρος του, πετώντας τα όπλα της πάνω
στη βιασύνη να νιώσει το δέρμα του κάτω από τις παλάμες της.
«Μην πεις άλλη λέξη. Φίλησέ με όπως πριν».
Το πάθος του την ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο. Φαίνεται πως δεν ήταν αρκετό το γεγονός πως
είχε χορέψει μαζί του και του είχε ριχτεί ξεδιάντροπα. Φαίνεται πως έπρεπε να αποπειραθεί να τον
σκοτώσει για να τον ερεθίσει αρκετά ώστε να της επιτεθεί.
Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και την τράβηξαν στη ζεστασιά του κορμιού του.
Η κίνηση έφερε κοντά τον ερεθισμένο ανδρισμό του με το υγρό σημείο της ανατομίας ανάμεσα
στους μηρούς της και βόγκηξαν μαζί με έκσταση.
Η Άνια ήθελε να πηδήξει πάνω του και να τον καταβροχθίσει ολόκληρο, αλλά προτίμησε να
πιάσει το κεφάλι του, να αρπάξει τα μαλλιά του και να τον στρίψει έτσι που το φιλί να γίνει
περισσότερο βαθύ και έντονο. Ένα μέρος του εαυτού της υποψιαζόταν πως ο Λούσιεν φερόταν έτσι
για να αποσπάσει την προσοχή της, αλλά δεν προσπάθησε να σφίξει το λαιμό της. Αντίθετα, η
γλώσσα του συνέχισε τις εξερευνήσεις στο στόμα της λες και δεν μπορούσε να σταματήσει.
Οι ρώγες της ήταν τόσο σκληρές ώστε πρέπει να ήταν εξίσου κοφτερές με τα στιλέτα της –που ο
Λούσιεν κλότσησε μακριά με τα τελευταία υπολείμματα κοινής λογικής που του είχαν απομείνει.
«Λούσιεν», ψέλλισε η Άνια με ένα ακόμα βογκητό, θέλοντας να τον προστάξει να αφαιρέσει τον
κορσέ της. Δέρμα με δέρμα. Λαχταρούσε να το νιώσει. Ήταν ανόητη, πολύ ανόητη που επέτρεπε
επαφή του κορμιού της με το δικό του, αλλά εκείνη τη στιγμή το ήθελε περισσότερο απ’ όσο ήθελε
την ελευθερία. «Λούσιεν, το μπουστάκι μου».
Αυτή τη φορά, η φωνή της φάνηκε να τον αποσπά από τα μάγια που τον είχαν κυριεύσει.
Τραβήχτηκε απότομα και, χωρίς το δικό του στήριγμα, η Άνια σχεδόν έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε ενώ ανακτούσε την ισορροπία της.
«Δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά αυτή τη στιγμή». Λαχανιάζοντας, ο Λούσιεν έκανε ένα βήμα
πίσω. «Πρέπει να απομακρυνθώ από κοντά σου».
Μια λάμψη θυμού ξεχώρισε στα μάτια του, μια λάμψη που ήταν σκοτεινή, βίαιη και απόλυτα
απειλητική. Ένα ρίγος φόβου απλώθηκε κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της. Φόβου και, ακόμα πιο
βαθιά, σεξουαλικής επιθυμίας.
Τι στην ευχή με έχει πιάσει;
Της είχε πει να μην τον θυμώσει ποτέ, επειδή αν τον θύμωνε θα συνέβαιναν πολύ άσχημα
πράγματα. Λοιπόν, έλεγε αλήθεια. Για κάποιο λόγο τον είχε θυμώσει κι είχε σταματήσει να τη φιλά.
Τίποτα δεν ήταν χειρότερο από αυτό.
«Θα με αφήσεις έτσι; Χωρίς καν να μου προσφέρεις έναν οργασμό;» Ωχ. Σκόπευε η φωνή της να
ακουστεί κοροϊδευτική, αλλά ακουγόταν γεμάτη ανάγκη και παράπονο. Και ξέπνοη.
Η λάμψη έγινε ακόμα πιο σκοτεινή. «Θα ιδωθούμε ξανά, Άνια. Σύντομα». Και μ’ αυτή την
απειλητική υπόσχεση, εξαφανίστηκε.

Κεφάλαιο 4
Ο Λούσιεν ένιωθε σαν χαμένος καθώς συνόδευε τρεις ανθρώπινες ψυχές στον ουρανό αργότερα
εκείνο το βράδυ. Παρέμενε χαμένος καθώς οι φιλντισένιες πύλες άνοιγαν διάπλατα,
αποκαλύπτοντας χρυσούς δρόμους και διακοσμημένους με πετράδια αψιδωτούς φανοστάτες που
κρέμονταν σαν διαμαντένια σύννεφα. Ασπροντυμένοι άγγελοι πλαισίωναν τις οδούς, ψέλνοντας μια
μελωδική υποδοχή ενώ τα άσπρα φτερά τους απλώνονταν με κομψότητα και μεγαλοπρέπεια πίσω
τους.
Μόλις οι ψυχές διέσχισαν το κατώφλι των ουρανών, οι πύλες έκλεισαν αφήνοντάς τον έξω.
Ακολούθησε απόλυτη σιωπή.
Εξακολουθούσε να νιώθει σαν χαμένος.
Συνήθως η ομορφιά και η γαλήνη που συναντούσε εδώ τον πλημμύριζαν με ζήλια και δυσφορία,
επειδή δε θα του επέτρεπαν ποτέ να περάσει μέσα. Απόψε, όμως, δεν τον ένοιαζε. Η Άνια
καταλάμβανε όλους τους διαδρόμους του μυαλού του· δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει μαζί της.
Ο Λούσιεν διακτινίστηκε στα δωμάτιά του στη Βουδαπέστη και το σώμα του πήρε μορφή όταν
έφτασε στα πόδια του κρεβατιού. Έμεινε ακίνητος, βυθισμένος σε σκέψεις και χαοτικά
συναισθήματα που φυσιολογικά δεν έπρεπε να αισθάνεται. Στο θέμα του Θανάτου, ήξερε πολύ καλά
τις συνέπειες του δισταγμού. Απόψε όμως, όχι μόνο είχε διστάσει, αλλά παραλίγο να κάνει έρωτα με
το υποψήφιο θύμα του. Έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα της, τη χάιδεψε. Είχε την ευκαιρία να την
αποτελειώσει και αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνει, γαμώτο. Να την αποτελειώσει.
«Είμαι ηλίθιος», μουρμούρισε.
Η Άνια του επιτέθηκε με πρόθεση να τον σκοτώσει. Εκείνος, όμως, την έστριψε προς το μέρος
του, είδε τον τρόπο που άνοιγαν τα άλικα χείλη της σε ένα επιφώνημα, ένιωσε τη ζεστή ανάσα της
στο δέρμα του, μύρισε φράουλες και κρέμα, άκουσε το δαίμονά του να μουρμουρίζει με
ικανοποίηση –και τον κυρίευσε το πιο καταλυτικό κύμα πόθου που είχε γνωρίσει στη ζωή του.
Πώς ήταν δυνατό να θέλει την Άνια περισσότερο από τη Μαράια, μια γυναίκα που είχε αγαπήσει;
Πώς;
Η Άνια παραλίγο να τον σκοτώσει, αλλά την ίδια στιγμή εκείνος σκέφτηκε: Δεν μπορώ να
πεθάνω χωρίς να γευτώ άλλο ένα φιλί της. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Μόνο τα χείλη της. Το
σώμα της. Εκείνη.
Τον χρησιμοποιούσε για να γλιτώσει από τον Κρόνο. Σχεδόν το είχε παραδεχτεί, κάτι που έκανε
τον πόθο του Λούσιεν να φαίνεται ακόμα πιο αδικαιολόγητος. Αλλά η Άνια δε φάνηκε να ενοχλείται
από το φιλί του –αντίθετα, φάνηκε να το απολαμβάνει και να λαχταρά ακόμα περισσότερα.
«Να πάρει η οργή», μούγκρισε και κάνοντας μερικά βήματα μπροστά χτύπησε τη γροθιά του στον
τοίχο. Η πέτρα ράγισε αμέσως και η σκόνη τινάχτηκε γύρω του, θολώνοντας το οπτικό του πεδίο.
Ένιωσε όμορφα κι έτσι έριξε μια δεύτερη γροθιά, νιώθοντας τις αρθρώσεις του να ανοίγουν και να
πονούν. Χαλάρωσε. Τώρα.
Ο θυμός του δε θα έβγαζε τίποτα καλό.
Ξεφύσησε αργά καθώς έκανε μεταβολή και επιθεωρούσε το υπνοδωμάτιό του. Ξαφνιασμένος,
συνειδητοποίησε πως είχε ήδη χαράξει. Με τόσους διακτινισμούς, είχε χάσει την επαφή με τις
διαφορετικές ζώνες ώρας. Ο ήλιος ξεχυνόταν από το μοναδικό παράθυρο της αίθουσας. Εκτός από
τον Μάντοξ και τον Τόριν, όλοι οι πολεμιστές έπρεπε να έχουν φύγει για τους αντίστοιχους
προορισμούς τους στην Ελλάδα και τη Ρώμη. Πρέπει να κάνω κι εγώ το ίδιο. Μπορώ να
ξεμπερδέψω με την Άνια αργότερα, όταν δε θα παραπατώ από τη γεύση της και την αίσθησή της.
Πλησίασε την ντουλάπα του και στο δρόμο πρόσεξε τρία βάζα πάνω στο κομό του. Το καθένα
ήταν πλημμυρισμένο από λευκά, χειμωνιάτικα λουλούδια που ανέδιδαν μια μυρωδιά μελιού. Δε
βρίσκονταν εκεί το περασμένο βράδυ, πράγμα που σήμαινε ότι η Άσλιν είχε περάσει από εκεί το ίδιο
πρωί. Η γλυκιά, τρυφερή Άσλιν πρέπει να τα είχε φέρει για να φωτίσει λίγο τη μέρα του, αλλά η θέα
τους προκάλεσε ένα δήγμα θλίψης που διαπέρασε το στήθος του.
Η Μαράια συνήθιζε να μαζεύει λουλούδια και να τα πλέκει στα μαλλιά της.
Η πόρτα του άνοιξε ξαφνικά και η Άσλιν μπήκε βιαστικά, με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο
όμορφο πρόσωπό της. Ο Μάντοξ, όπως πάντα, βρισκόταν ακριβώς από πίσω της –μια μορφή γεμάτη
μαύρη απειλή και θανατηφόρα χάρη. Κρατούσε δυο λεπίδες, έτοιμες για επίθεση.
«Όλα καλά;» τον ρώτησε εκείνη όταν τον αντίκρισε μόνο του. Τα ανοιχτόχρωμα καστανά μαλλιά
έπεφταν στους ώμους και στα μπράτσα της. Τα δάχτυλα και των δυο χεριών ήταν πλεγμένα σε μια
στάση ανησυχίας. Για κείνον; «Περπατούσαμε στο διάδρομο και ακούσαμε έναν κρότο».
«Όλα είναι μια χαρά», τη διαβεβαίωσε, αλλά διατήρησε την προσοχή του εστιασμένη στον
Μάντοξ, που τα βιολετί μάτια του ήταν μισόκλειστα. Πάρ’ την από εδώ, πρόσταξε σιωπηλά, μη
θέλοντας να πληγώσει απευθείας τα συναισθήματα της Άσλιν. Δεν είμαι ο συνηθισμένος εαυτός μου.
Ο Λούσιεν λίγο ήθελε ακόμα για να χάσει κάθε υπόλειμμα από το θρυλικό αυτοέλεγχό του. Η
υπερένταση έπρεπε να διακρίνεται σε κάθε ρυτίδα του προσώπου του.
Ο Μάντοξ κατάλαβε κι ένευσε καταφατικά. «Άσλιν». Ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο της.
«Ο Λούσιεν ετοιμάζεται για το ταξίδι του μέχρι το ναό. Ας τον αφήσουμε».
Η Άσλιν δεν παραμέρισε το χέρι του πολεμιστή –αντίθετα, στηρίχτηκε πάνω του. Αλλά αρνήθηκε
να υποχωρήσει. Κοίταξε τον Λούσιεν από πάνω μέχρι κάτω προσεκτικά, εξεταστικά. «Δε μου
φαίνεσαι τόσο καλά».
«Όχι, είμαι», είπε ψέματα ο Λούσιεν. Πόσα μπορούσε να αποκαλύψει; Έσκυψε, έπιασε τον
ταξιδιωτικό του σάκο και τον άφησε στο κρεβάτι.
«Το χέρι σου αιμορραγεί και τα κόκαλά σου είναι... Θεέ μου». Συνοφρυωμένη, η Άσλιν άπλωσε
το χέρι της.
Ο Μάντοξ έπιασε τον καρπό της και την εμπόδισε. Ήταν ξενιστής της Βίας, αλλά φερόταν πολύ
τρυφερά σε τούτη τη γυναίκα –τόσο προστατευτικά, τόσο κυριαρχικά ώστε ήταν σχεδόν κωμικό.
«Μάντοξ», τον μάλωσε με τρυφερότητα και ελαφριά αγανάκτηση εκείνη. «Θέλω απλώς να δω
πόσο άσχημα είναι τα τραύματά του. Μπορεί να χρειαστεί να βάλουμε το χέρι του σε γύψο».
«Ο Λούσιεν θα θεραπευτεί κι εσύ χρειάζεσαι ξεκούραση».
«Ξεκούραση, ξεκούραση, ξεκούραση. Έγκυος τεσσάρων εβδομάδων είμαι, όχι άρρωστη».
Το περήφανο ζευγάρι είχε ανακοινώσει την ευχάριστη είδηση πριν από λίγες μέρες. Τότε και
τώρα, ο Λούσιεν αισθανόταν χαρά για κείνους, αλλά επίσης αναρωτιόταν πώς θα ήταν το παιδί ενός
πολεμιστή κυριαρχημένου από δαίμονα και μιας θνητής με ασυνήθιστες δυνάμεις. Μισός δαίμονας;
Ολόκληρος δαίμονας; Ολόκληρος θνητός; Κάποτε αναρωτιόταν πώς θα έβγαινε ένα δικό του παιδί.
Δικό του και της Μαράια. Αλλά μετά εκείνη πέθανε πριν καν αποφασίσουν να αρχίσουν τις
προσπάθειες για να συλλάβει.
«Ο άντρας σου έχει δίκιο», είπε. «Είμαι εντάξει».
Η Άσλιν εξέπεμπε αποφασιστικότητα και τα μεγάλα καστανά μάτια της δεν τον άφησαν στιγμή.
Μπορεί να είχε τρυφερή καρδιά, αλλά ήταν επίσης απίστευτα ξεροκέφαλη.
Είχε μεγαλώσει σε ένα επιστημονικό εργαστήριο, είχε σπουδάσει και την είχαν χρησιμοποιήσει
για μια μοναδική ικανότητα που μόλις είχε μάθει να ελέγχει. Όπου κι αν βρισκόταν, η Άσλιν
μπορούσε ν’ ακούσει κάθε συζήτηση που είχε διεξαχθεί εκεί, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει.
Ωστόσο, δεν μπορούσε ν’ ακούσει παλιές συζητήσεις ανάμεσα σ’ εκείνον και τους άλλους
αθάνατους, κάτι που έπρεπε να την εκνευρίζει όταν αναζητούσε εξηγήσεις που οι ίδιοι δεν ήθελαν να
της δώσουν.
«Ακούστηκε πως κάτι έγινε ανάμεσα σ’ εσένα και μια γυναίκα στο κλαμπ», συνέχισε η Άσλιν
ανοιγοκλείνοντας αθώα τα μάτια της. «Ποια είναι;»
«Καμιά». Μόνο που ήταν το νέο επίκεντρο του κόσμου του. Η Άνια, η όμορφη Άνια. Τα χέρια του
σφίχτηκαν σε γροθιές στα πλευρά του. Ακόμα και το όνομά της τον ερέθιζε, κάνοντας το αίμα του
να βράζει και το σώμα του να ετοιμάζεται για σεξ. Δεν είναι για σένα. «Οι πολεμιστές δε θα έπρεπε
να κουτσομπολεύουν».
Εκείνος κι η Άνια έπρεπε να φαίνονται πολύ αστείοι μαζί. Εκείνη αποτελούσε το πρότυπο της
ελκυστικής θηλυκότητας. Εκείνος ήταν ένα άσχημο πλάσμα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να μη
φαντάζεται το χέρι του χωμένο στα μαλλιά της και τους γοφούς του να κολλούν στους δικούς της
και να αρχίζουν ρυθμικές κινήσεις. Δυνατές, γρήγορες. Τρυφερές, αργές.
Όμορφη, μούγκρισε ξαφνικά ο Θάνατος.
Ο Λούσιεν ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια. Συνήθως ο δαίμονας παρέμενε μια παρόρμηση
κι όχι μια φωνή· αποτελούσε πάντα κομμάτι του εαυτού του, αλλά ένα απόμακρο κομμάτι. Δεν
ήξερε γιατί είχε μιλήσει τώρα, αλλά έπιασε τον εαυτό του να απαντά: Ναι, είναι. Την είχε δει
τέσσερις φορές. Της είχε μιλήσει τέσσερις φορές. Τις τελευταίες βδομάδες τη μύριζε συνέχεια. Είχε
ήδη αποτυπωθεί στα κύτταρά του –στις σκέψεις του, στις επιθυμίες του, στους στόχους του–
περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ακόμα και από την αγαπημένη του Μαράια.
Τη θέλεις. Ο Θάνατος ξανά.
Ναι.
Έχει ωραία γεύση. Πάρ’ την πριν τη σκοτώσουμε.
Όχι! Τη στιγμή που ούρλιαζε τη λέξη στο μυαλό του, ένιωσε το δαίμονα να τον τραβά, να
προσπαθεί να τον αναγκάσει να βρει την Άνια.
Στύλωσε τα πόδια του στο δάπεδο. Όχι ακόμα.
«Λούσιεν», είπε η Άσλιν, τραβώντας και πάλι την προσοχή του προς το μέρος της. Η πίεση μέσα
του χαλάρωσε. «Εγώ δεν είμαι πολεμίστρια κι έτσι μπορώ να κουτσομπολεύω. Τη φίλησες. Όλοι
είπαν πως σε είδαν να...»
«Είμαι μια χαρά και η γυναίκα δεν είχε καμιά σημασία», είπε ψέματα. Θεοί, κι άλλο ψέμα.
Συνήθως απεχθανόταν τα ψέματα. Άπλωσε το χέρι για να σφίξει φιλικά τη μύτη της Άσλιν, άκουσε
τον Μάντοξ να γρυλίζει και άφησε το χέρι του να πέσει. Ο Μάντοξ δεν ήθελε να αγγίζει κανένας
άλλος τη γυναίκα του. Ποτέ. Και, για πρώτη φορά, ο Λούσιεν τον καταλάβαινε. Δεν άντεχε τη
σκέψη πως άλλοι άντρες θα άγγιζαν την Άνια.
Ηλίθιε. Αυτή η γυναίκα τον χειριζόταν με ένα χαμόγελο στο τέλειο πρόσωπό της κι ο Λούσιεν
ήταν πρόθυμος να στοιχηματίσει πως, όπως και η μητέρα της, πρέπει να είχε γνωρίσει λεγεώνες
εραστών. Δεν ήξερε αν είχε χρησιμοποιήσει αυτούς τους εραστές για ηδονή ή για εξουσία και,
φυσιολογικά, δε θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει.
Κι αν αποπλανούσε κάποιον άλλο άντρα αυτή τη στιγμή, προσπαθώντας να εξασφαλίσει
προστασία από τον Λούσιεν;
Ένα μουγκρητό βγήκε από το στόμα του και βρέθηκε να κάνει μεταβολή για να αντιμετωπίσει
ξανά τον τοίχο, ρίχνοντας απανωτές γροθιές στην πέτρα και αδιαφορώντας για τον πόνο στις
αρθρώσεις του. Με την άκρη του ματιού του, είδε τον Μάντοξ να συγκρατεί την Άσλιν, που
ετοιμαζόταν να τον σταματήσει.
Τι κάνεις; Η Άνια μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της. Δε χρειάζεται άντρες για να την
προστατεύσουν.
Ίσως ήταν μόνη στην παραλία και ένιωθε την ίδια ανάγκη και σύγχυση με τον ίδιο. Η σκέψη
μαλάκωσε την ένταση του θυμού του, μολονότι παράλληλα τον ερέθιζε. Αλλά όσο κι αν ήθελε να το
πιστέψει, ήξερε πως μια τέτοια γυναίκα δε θα λαχταρούσε ποτέ ένα σημαδεμένο άντρα όπως εκείνος.
Όχι πραγματικά. Όσο καυτά κι αν ήταν τα φιλιά της. Πόσες είχαν στρέψει το πρόσωπό τους αλλού
όλους αυτούς τους αιώνες; Πόσες είχαν μορφάσει με αποστροφή όταν τις πλησίαζε;
Αμέτρητες.
Και έτσι ακριβώς ήθελε να γίνεται. Τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Βαθιά εισπνοή, αργή εκπνοή. «Πώς είναι ο Τόριν;» ρώτησε, αλλάζοντας θέμα καθώς πλησίαζε το
κρεβάτι. «Δε μου αρέσει το γεγονός ότι θεραπεύεται πολύ αργά».
Η Άσλιν παραμέρισε τον Μάντοξ και ο μεγαλόσωμος πολεμιστής έκανε ένα μορφασμό, αλλά την
άφησε. «Νομίζω ότι βρήκα γιατί δε θεραπεύεται τόσο γρήγορα όσο εσείς οι υπόλοιποι. Είναι η
Αρρώστια, σωστά; Λοιπόν, πιστεύω ότι τα κύτταρά του έχουν επηρεαστεί από την ασθένεια και
πρέπει να πολεμήσουν όχι μόνο την πληγή αλλά και τον ιό. Πάντως θεραπεύεται, έστω και αργά.
Τώρα τρώει μόνος του».
«Ωραία. Αυτό είναι πολύ καλό». Ο Λούσιεν εξακολουθούσε να νιώθει τύψεις για την επίθεση
εναντίον του Τόριν. Έπρεπε να ήταν εκεί. Έπρεπε να είχε διαισθανθεί τον πόνο του Τόριν.
Αν οι Κυνηγοί που είχαν τρυπώσει στον πύργο δεν είχαν αγγίξει το δέρμα του Τόριν, κάτι που
είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθούν από ασθένεια και να εξασθενίσουν οι δυνάμεις τους, ο Τόριν
θα πέθαινε. Ο Λούσιεν νόμιζε πως είχε πάρει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, επειδή θα προτιμούσε να κόψουν το δικό του λαιμό παρά το λαιμό των φίλων του.
Ωστόσο, οι συνηθισμένες προφυλάξεις του είχαν αποδειχτεί ανεπαρκείς.
«Και πού είναι ο Έρον;»
«Να...» Η Άσλιν δίστασε και αναστέναξε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Δεν είναι πολύ καλά».
«Η λαχτάρα για αίμα είναι τόσο μεγάλη ώστε άρχισε να ξεσκίζει τον εαυτό του με τα νύχια του»,
του εξήγησε βαριά ο Μάντοξ. «Ό,τι κι αν πω, δεν καταφέρνει να διαπεράσει τις σκοτεινές σκέψεις
του».
Ο Λούσιεν έτριψε το σβέρκο του. «Εσείς οι δυο θα είστε εντάξει μόνοι σας;»
«Ναι». Ο Μάντοξ τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της Άσλιν. «Ο Τόριν μπορεί να επιθεωρεί
τη γύρω περιοχή με τους υπολογιστές του και τώρα που απαλλάχτηκα από την κατάρα του
καθημερινού θανάτου μου», είπε τραβώντας κοντά τη γυναίκα του, «μπορώ να αφιερώσω το χρόνο
μου στην προστασία και την άμυνα του πύργου ή στην αγορά των προμηθειών που χρειαζόμαστε».
Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά. «Ωραία. Θα σας ενημερώσω για όσα θα βρούμε». Κρέμασε το
σάκο στον ώμο του. «Άσλιν, σ’ ευχαριστώ για τα λουλούδια». Χωρίς άλλη λέξη, διακτινίστηκε στην
Ελλάδα, στις Κυκλάδες.
Ασημένιοι πέτρινοι τοίχοι διαδέχτηκαν τον άσπρο σοβά. Το σπίτι που είχε ήδη αγοράσει και
επιπλώσει ήταν ανοιχτό και ευάερο, με ψηλές άσπρες κολόνες και αραχνοΰφαντες άσπρες κουρτίνες
στα παράθυρα.
Άφησε το σακβουαγιάζ του και πλησίασε το πιο κοντινό μπαλκόνι που έβλεπε στα πιο καθαρά
νερά που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Η θάλασσα ήταν λεία, χωρίς το παραμικρό κύμα –ούτε καν
μια ρυτίδωση. Ο ήλιος έλαμπε όμορφα –ήταν ήδη μεσημέρι– και πλούσιοι καταπράσινοι θάμνοι με
ζωηρόχρωμα κόκκινα λουλούδια πλαισίωναν τις άκρες του κτιρίου.
Ίσως εκείνος κι οι άλλοι πολεμιστές έπρεπε να έχουν προτιμήσει την Αθήνα ή την Κρήτη για να
βρίσκονται πιο κοντά στον αρχαίο ναό που σκόπευαν να εξερευνήσουν, αλλά στα νησιά
εξασφάλιζαν καλύτερα την ανωνυμία τους. Λιγότεροι τουρίστες και ακόμα λιγότεροι ντόπιοι.
«Όσο πιο λίγοι, τόσο πιο καλά», μουρμούρισε.
Δε θυμόταν πολλά πράγματα από το διάστημα που είχε περάσει εδώ, πριν από χιλιάδες χρόνια, κι
έτσι δεν μπορούσε να συγκρίνει το τότε με το τώρα. Εκείνες οι μέρες ήταν σκοτεινές, γεμάτες
κραυγές, πόνο και πράξεις τόσο απαίσιες ώστε δεν ήθελε καν να τις θυμάται.
Τώρα είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος.
Κι όμως, ένιωθε λες και ήταν έτοιμος να διαπράξει την πιο απαίσια πράξη του μέχρι τώρα: να
σκοτώσει την Άνια. Μη σκέφτεσαι το θάνατό της. Όχι τώρα.
Τι έπρεπε να σκέφτεται, λοιπόν; είπε με το νου του εστιάζοντας το βλέμμα του στα κρυστάλλινα
νερά. Αν του άρεσε ή όχι η θέα; Έτριψε αναστενάζοντας το σαγόνι του –και διαπίστωσε πως ήταν
πραγματικά περίεργος. Εκείνη δε θα ήταν;
Δεν έχει σημασία. Δεν πρέπει να επιτρέψεις να έχει σημασία. Εστίασε την προσοχή του αριστερά
–μη σκέφτεσαι την Άνια– και θαύμασε το καινούριο θέαμα: σμαραγδένια βουνά πασπαλισμένα με
λευκό και βιολετί χρώμα. Σίγουρα αυτό ήταν το μεγαλύτερο δημιούργημα των θεών.
Όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν η ίδια η Άνια.
Έτριξε τα δόντια. Τι έπρεπε να κάνει για να τη σβήσει από το μυαλό του; Ήξερε τι ήθελε να κάνει:
να τη γδύσει εκεί, στο μπαλκόνι, και να κολλήσει το γυμνό σώμα της στο σιδερένιο κιγκλίδωμα, με
τον ήλιο να χαϊδεύει το δέρμα της όπως λαχταρούσε να το χαϊδέψει ο ίδιος. Θα την άγγιζε τόσο
μεθυστικά, ώστε δε θα την ένοιαζε πια το σημαδεμένο πρόσωπό του. Θα την έκανε να φτάσει σε
οργασμό ξανά και ξανά, ξεφωνίζοντας το όνομά του. Και θα ζητούσε κι άλλο. Θα ήταν τόσο
ανυπόμονη, τόσο παθιασμένη, ώστε θα ξεχνούσε κάθε άλλον άντρα που είχε κοιμηθεί μαζί του και
θα σκεφτόταν μόνο τον Λούσιεν. Θα λαχταρούσε μόνο τον Λούσιεν.
Οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο ήταν τόσο λιγοστές όσο και οι πιθανότητες να επιστρέψει το
πρόσωπο του Λούσιεν στην προηγούμενη κατάστασή του, πριν αρχίσει να το χαράζει. Όχι πως
ήθελε να επιστρέψει· είχε κερδίσει την καθεμιά απ’ τις ουλές του. Τώρα αποτελούσαν ένα κομμάτι
του εαυτού του, μια μόνιμη υπενθύμιση ότι η αγάπη μιας γυναίκας σήμαινε πόνο και δυστυχία.
Και δε χρειαζόταν ποτέ περισσότερο την υπενθύμιση απ’ όσο τώρα.
Αποφάσισε πως δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το θάνατο της Άνια. Θα τον
στοίχειωνε μέχρι να καταφέρει να βρει μια λύση. Ξεμπέρδευε. Πώς έπρεπε να τη σκοτώσει; Δεν
ήθελε να την πονέσει, άρα έπρεπε να βρει κάτι γρήγορο. Πότε έπρεπε να το κάνει; Τη νύχτα, ενώ
κοιμόταν; Το στομάχι του πλημμύρισε οξύ. Τι ακριβώς θα έκαναν οι Τιτάνες αν αποτύγχανε; Όπως ο
Έρον, μήπως τρελαινόταν κι εκείνος από τη δίψα για αιματοχυσία; Μήπως οι φίλοι του πέθαιναν
ένας-ένας; Η οργή φούντωσε μέσα του στη σκέψη αυτή.
Ο Λούσιεν έβγαλε ένα από τα γλειφιτζούρια που είχε ακόμα στην τσέπη του, άνοιξε το
περιτύλιγμα και το μύρισε. Άμεση ερωτική επιθυμία παραγκώνισε το θυμό του, καθώς η μυρωδιά
της φράουλας γέμιζε τα ρουθούνια του. Γιατί είχε κάνει κάτι τόσο ανόητο; Ο θυμός γύρισε, αλλά
τώρα στρεφόταν εναντίον του εαυτού του.
Μορφάζοντας, εκτόξευσε το γλειφιτζούρι μακριά πάνω από το κιγκλίδωμα και άκουσε έναν
παφλασμό καθώς έπεφτε στη θάλασσα. Ρυτιδώσεις τάραξαν εκείνη τη λεία γαλήνη.
Πίσω του, μια πόρτα άνοιξε και έκλεισε. Αντρικές φωνές και πειραχτικό γέλιο έφτασαν ξαφνικά
στ’ αυτιά του. Ο Λούσιεν στράφηκε, αδιάφορος. Αντίκρισε τον Πάρη, ψηλό, χλομό και τέλειο, να
εκπέμπει σεξουαλική ικανοποίηση. Ο πολεμιστής είχε μόλις κάνει έρωτα με κάποια –αυτό ήταν
ξεκάθαρο.
Δίπλα του βρισκόταν ο Αμούν –σιωπηλός, σκοτεινός, γεμάτος ανείπωτα μυστικά.
Ο Στράιντερ, που το ανελέητα χαριτωμένο πρόσωπό του έλαμπε από χιούμορ, χτυπούσε φιλικά
τον Γκίντεον στον ώμο. «Το ξέρεις πως ζηλεύεις τώρα», έλεγε.
«Μη μισείς το μεγαλύτερο παίκτη», είπε ο Πάρις με ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο. «Δε φταίω εγώ
αν και οι δυο αεροσυνοδοί ήθελαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μου στη διάρκεια της πτήσης».
Ο Λούσιεν μπήκε στο ευρύχωρο σπίτι και ο ζεστός αέρας αντικαταστάθηκε από ψυχρό.
«Πληρώσαμε για ιδιωτικό τζετ, όχι για ιδιωτικό πορνείο του Πάρη».
Και οι τέσσερις άντρες τράβηξαν τα όπλα τους καθώς η φωνή του διέκοπτε τα καλοκάγαθα
πειράγματά τους. Αμέσως μόλις συνειδητοποίησαν ποιος είχε μιλήσει, χαλάρωσαν –μέχρι που
χαμογέλασαν.
«Η λέξη ιδιωτικό είναι λάθος», εξήγησε ο Στράιντερ, ενώ τα γαλανά του μάτια σπίθιζαν. «Το
έκαναν μπροστά σε όλους. Και δε διαμαρτύρομαι· η ταινία ήταν χάλια κι έτσι η παράστασή τους με
διασκέδασε περισσότερο».
Ο Λούσιεν έστρεψε με απόγνωση τα μάτια προς τον ουρανό, βάζοντας τα δυνατά του για να μη
φανεί πως ζήλευε. «Ρίξτε μια ματιά τριγύρω και διαλέξτε κρεβάτι». Επειδή μπορούσε να
διακτινιστεί, ήταν ο μόνος που είχε έρθει ξανά εδώ. Δεν είχε διαλέξει ακόμα δωμάτιο, επειδή ήθελε
να προσφέρει στους άλλους τη δυνατότητα της πρώτης επιλογής. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να
κοιμηθεί σε όποιον χώρο απέμενε.
Οι άντρες άφησαν τους ταξιδιωτικούς τους σάκους και επιθεώρησαν το σπίτι.
«Ωραίο», σχολίασε ο Πάρις αφού διάλεξε το δωμάτιο στο πίσω μέρος. «Θα αρέσει πολύ στα
κορίτσια».
«Χάλια είναι», είπε ο Γκίντεον, αλλά όλοι τον αγνόησαν όπως συνήθως· ό,τι έβγαινε από το
στόμα του ήταν ψέμα. Είχε διαλέξει το δωμάτιο που βρισκόταν πιο κοντά στην εξώπορτα.
«Πόση ώρα ήσουν εδώ;» ρώτησε ο Στράιντερ τον Λούσιεν καθώς γύριζε στο σαλόνι.
«Λίγα λεπτά, μόνο».
«Πώς είναι δυνατό;» Ο Στράιντερ κι ο Λούσιεν είχαν βρεθεί ξανά μόλις πριν από ένα μήνα. Ο
Στράιντερ ανήκε στην ομάδα που είχε παραμείνει στην Ελλάδα για να πολεμήσει τους Κυνηγούς
όταν οι άντρες του Λούσιεν αναχώρησαν για τη Βουδαπέστη. Από τότε είχαν περάσει εκατοντάδες
χρόνια και μόλις τώρα άρχιζαν να γνωρίζονται ξανά. «Δεν έφυγες πριν από εμάς και σίγουρα δεν
πέταξες μαζί μας».
Ο Πάρις πέρασε το χέρι του πάνω από την τεράστια έκταση των ώμων του Λούσιεν. «Ο φίλος
μου από εδώ έκανε κάτι που λέγεται διακτινισμός». Εξήγησε πως ο Λούσιεν μπορούσε να μπει στον
κόσμο των πνευμάτων και να ταξιδέψει από το ένα σημείο στο άλλο μέσα σε κλάσματα του
δευτερολέπτου. «Το έμαθε λίγα χρόνια μετά την άφιξή μας στη Βουδαπέστη».
Πιο πριν, δεν έλεγχε αρκετά το δαίμονά του ώστε να γνωρίσει και αυτή την ιδιότητά του.
Ο Στράιντερ ένευσε καταφατικά, φανερά εντυπωσιασμένος. «Φοβερό κόλπο. Αλλά γιατί δε μας
διακτίνισες όλους;»
Και πάλι, ο Πάρις απάντησε για λογαριασμό του. «Την τελευταία φορά που το δοκίμασε, φίλε
μου, ο Ρέγιες έκανε εμετό στο πουκάμισό του. Δεν έχω ξαναγελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου.
Ωστόσο ο Λούσιεν δεν έχει αίσθηση του χιούμορ και ορκίστηκε να μη μας ξαναπάρει ποτέ μαζί
του».
«Άραγε γιατί δεν ανέφερες πως όταν ήρθε η σειρά σου λιποθύμησες;» τον ρώτησε ξερά ο
Λούσιεν.
Ο Στράιντερ γέλασε κοφτά. «Όχι, γαμώτο! Λιποθύμησες; Τι μωρό! Μα τον Πλούτωνα, για
κοιτάξτε τη θέα», πρόσθεσε χωρίς να σταματήσει, βλέποντας το μπαλκόνι. «Μου θυμίζει τον
Όλυμπο».
«Ε!» είπε ο Πάρις, κοιτάζοντας τον Λούσιεν συνοφρυωμένος. «Σου είπα πως είχα χτυπήσει το
κεφάλι μου στα μισά του διακτινισμού».
«Και πάλι μωρό είσαι», πέταξε ο Στράιντερ πάνω από τον ώμο του. Στήριξε τα μπράτσα του στην
κουπαστή του μπαλκονιού και κοίταξε κάτω. «Όσες φορές κι αν βλέπω αυτό το μέρος, είναι σαν να
το αντικρίζω για πρώτη φορά».
Αλλά ο Πάρις δεν ήθελε να παρατήσει το θέμα. «Ας δούμε τη δική σου αντίδραση στο
διακτινισμό, Ήττα. Πάω στοίχημα πως...»
«Σταματήστε», τους διέκοψε ο Λούσιεν, υψώνοντας το χέρι του. Ο Πάρις ήξερε πως δεν έπρεπε
να προκαλέσει τον Στράιντερ. Όποτε ο ξενιστής της Ήττας συμμετείχε σε οποιαδήποτε αναμέτρηση
–με μαχαίρια, γροθιές ή ακόμα και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια που του άρεσε να παίζει με το Xbox
του Πάρη–, έχανε πάντα με έντονο, τρομερό πόνο. «Έχουμε δουλειά μπροστά μας».
«Η δουλειά είναι χάλια», είπε ο Γκίντεον.
Ο Λούσιεν τον αγνόησε. «Πρέπει να ασφαλίσουμε καλύτερα το κτίριο, σε περίπτωση που κάποιοι
Κυνηγοί κατόρθωσαν να μας ακολουθήσουν. Μετά, θα ετοιμαστούμε για την αυριανή μας έξοδο».
Η πρώτη αποστολή ολοκληρώθηκε σε μια ώρα, με την τοποθέτηση αισθητήρων στα παράθυρα
και γύρω από το κτίριο. Όταν ξαναμπήκαν στο σαλόνι, ήταν ιδρωμένοι.
«Έβαλα τον Τόριν να ψάξει μερικά πράγματα πριν φύγουμε», είπε ο Πάρις, βγάζοντας όπλα από
τις μπότες του και αφήνοντάς τα στο πιο κοντινό τραπέζι. «Πιστεύει πως ο ναός που θα
ερευνήσουμε είναι ο Ναός του Πανθέου. Τον έχετε ακουστά;»
Ο Λούσιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η Άνια δεν είχε αναφέρει ονόματα. Η Άνια... Άφησε
τη γλώσσα του να ταξιδέψει πάνω από τα δόντια του, νιώθοντας το αίμα του να ζεσταίνεται. Από
ερεθισμό για τούτη τη γυναίκα, από οργή για το θεό που την ήθελε νεκρή.
«Τι λέτε να βρούμε;» ρώτησε ο Στράιντερ σκεφτικός καθώς κοιτούσε τον Λούσιεν. «Και γιατί
μου δίνεις την εντύπωση πως τούτη τη στιγμή είσαι έτοιμος για φόνο; Τις τελευταίες βδομάδες, η
μοναδική έκφραση στο πρόσωπό σου ήταν η έκφραση της ανίας. Και μόλις ανέφερα τους ναούς,
έγινες δαίμονας».
Οι άλλοι στράφηκαν για να αντικρίσουν τον Λούσιεν και φάνηκαν να ξαφνιάζονται από την
έκφρασή του. «Ελπίζω να βρούμε το κουτί», είπε ο Λούσιεν, αδιαφορώντας για την άλλη ερώτηση.
«Ή τουλάχιστον κάποιο στοιχείο για το πού βρίσκεται». Δυστυχώς, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την
Άνια όσο θα έψαχνε. Την Άνια . Τη φαντάστηκε να πολεμά εναντίον του. Να πεθαίνει. Τη
φαντάστηκε νεκρή.
«Γαμώτο. Τα μάτια του είναι κόκκινα. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι», μουρμούρισε ο Πάρις.
«Θυμάμαι πώς ήταν την εποχή των δαιμόνων –και, σας βεβαιώ, δεν ήταν καθόλου ευχάριστο»,
είπε ο Στράιντερ. «Μήπως πρέπει... δεν ξέρω. Να τον αλυσοδέσουμε, ας πούμε;»
«Ναι, θα το διασκεδάσουμε πολύ», είπε ο Γκίντεον.
«Δώστε μου ένα λεπτό και θα είμαι μια χαρά». Πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, ο Λούσιεν
διακτινίστηκε πίσω στην Ανταρκτική και ξαναπήρε τη γνώριμη μορφή του στο παγωμένο νερό.
Πήρε μια απότομη ανάσα, νιώθοντας να παγώνει μέχρι το κόκαλο. Ωστόσο, το νερό βοήθησε να
μειωθεί η ένταση του θυμού του –μολονότι δεν κατάφερε να μειώσει και τον πόθο του για τη
γυναίκα που τελευταία μονοπωλούσε τις σκέψεις του.
Είχε αρχίσει να πιστεύει πως τίποτα δε θα μπορούσε να τον μειώσει.

Κεφάλαιο 5
Η Άνια έμεινε μακριά από τον Λούσιεν για είκοσι τέσσερις ώρες. Στο τέλος, έβραζε σχεδόν από το
θυμό της κι αναρωτιόταν συνέχεια αν εκείνος θα εμφανιζόταν ξανά. Κάθε ανεξήγητος θόρυβος την
έκανε να αναπηδά. Την έκανε να παίρνει κοφτές ανάσες. Έκανε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά.
Έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στο παραλιακό της σπίτι, προσπάθησε να παρακολουθήσει μια ταινία
αλλά δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τον τίτλο του DVD και μετά κλειδώθηκε στο αγαπημένο της
δωμάτιο. Στο δωμάτιο των θησαυρών της. Συνήθως απολάμβανε να περιεργάζεται ξανά τα
πράγματα που είχε κλέψει στο πέρασμα των αιώνων. Απόψε, δεν ένιωσε καμιά χαρά.
Τυλίχτηκε με τα κοσμήματα της βασίλισσας Ελισάβετ και έπαιξε βελάκια με το στιλέτο του
βασιλιά Γεωργίου Ε΄. Ήπιε χυμό με φράουλες και ακτινίδιο από ένα επισκοπικό δισκοπότηρο και
ζωγράφισε ένα μουστάκι στην αυθεντική Μόνα Λίζα. Επειδή είχε περάσει κάποιο χρόνο με τον
Λεονάρντο ντα Βίντσι, ήξερε πως δε θα τον πείραζε.
Αναρωτήθηκε τι θα σκεφτόταν ο Λούσιεν για τους θησαυρούς της. Άραγε θα πισωπατούσε
τρομοκρατημένος από την αστραφτερή θάλασσα των κλοπιμαίων που θ’ απλωνόταν μπροστά του;
Μάλλον. Μερικές φορές, ήταν εντελώς συντηρητικός. Αλλά μπορεί και να την καταλάβαινε –ή
τουλάχιστον έτσι ήθελε να ελπίζει η Άνια. Ίσως, αφού είχε πολεμήσει τόσους αιώνες το δαίμονά
του, να είχε συνειδητοποιήσει πως η κλοπή ήταν ο δικός της τρόπος για να προστατεύσει τους
ανθρώπους από τη σκοτεινότερη πλευρά της φύσης της. Εντάξει, συν το γεγονός ότι της άρεσαν τα
όμορφα πράγματα.
Η Άνια αναστέναξε και γύρισε στη γυαλιστερή άμμο της παραλίας. Δεν πρόκειται να έρθει,
σκέφτηκε με απογοήτευση καθώς κοιτούσε τα μαγευτικά κύματα του ωκεανού. Ο ήλιος είχε δύσει
πριν από πολλή ώρα, είχε ανατείλει ξανά και, τέλος, είχε δύσει και πάλι. Τώρα, το βιολετί και το
κεχριμπαρί χρώμα ξεχώριζαν στον ορίζοντα και αντικατοπτρίζονταν στα γαλαζοπράσινα νερά. Η
άμμος έτριζε κάτω από τα γυμνά πόδια της, ενώ οι καρύδες και οι ορχιδέες έκαναν τον αέρα να
μοσχοβολά.
Εδώ είχε πολεμήσει τον Λούσιεν, εδώ τον είχε φιλήσει –η πιο ευχάριστη αναμέτρηση που
γνώρισε εδώ και εκατοντάδες χρόνια–, γι’ αυτό δεν της άρεσε καθόλου που εκείνος είχε φύγει.
Μήπως ήταν ανόητη που τον νοσταλγούσε;
«Μάλλον», μουρμούρισε, τινάζοντας άμμο με μια απότομη κίνηση του αστραγάλου της.
Πριν από λίγο είχε φορέσει ένα μικροσκοπικό πράσινο μπικίνι με φιόγκους δεξιά κι αριστερά
στους γοφούς της. Αν ο Λούσιεν επέστρεφε όπως περίμενε, μπορεί το ένα από τα δυο στήθη της να
ξέφευγε «τυχαία» από το σουτιέν της. Εκείνος θα άρχιζε να ιδρώνει, η αναμέτρηση θα μετατρεπόταν
σε ερωτική σκηνή και θα φιλιόντουσαν ξανά.
Θα αγγίζονταν ξανά.
Αναστέναξε. Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Η απαλή αύρα φύσηξε κι έριξε μια τούφα
ανοιχτόχρωμων μαλλιών στα μάτια της. Εκείνη την παγίδευσε πίσω από το αυτί της και αναστέναξε.
Άραγε τι να έκανε τώρα ο Λούσιεν; Τη νοσταλγούσε; Έστω και λίγο;
Μήπως σχεδίαζε τον καλύτερο τρόπο για να τη σκοτώσει, ακόμα και τώρα;
Ο μπάσταρδος, πιθανότατα ήταν χαρούμενος που βρισκόταν μακριά της. «Και δε μου αρέσει
καθόλου».
Τα μάτια της μισόκλεισαν καθώς τα χέρια της σφίγγονταν σε γροθιές. Αν ο Λούσιεν δεν ερχόταν
να τη βρει, τότε θα πήγαινε εκείνη να τον αναζητήσει.
Οι Κυνηγοί είχαν φτάσει πριν από εκείνους στο Ναό του Πανθέου.
Το μικροσκοπικό νησί είχε αρχίσει να υψώνεται από τη θάλασσα μόλις πριν από λίγες βδομάδες
και μέχρι τώρα ο υπόλοιπος κόσμος δε φαινόταν να γνωρίζει την ύπαρξή του –ούτε καν με τους
δορυφόρους και όλες τις άλλες τεχνολογίες. Επομένως, ούτε οι Κυνηγοί θα έπρεπε να τη γνωρίζουν.
Ποιος τους το είχε πει, λοιπόν;
Όσα ήξερε ο Λούσιεν τα ήξερε χάρη στην Άνια. Όταν η θεά είχε βοηθήσει τον Μάντοξ, τους
βοήθησε όλους αποκαλύπτοντας την τοποθεσία των ερειπίων και εξηγώντας την πρόθεση των νέων
θεών: να επιστρέψουν τον κόσμο στην παλιά εποχή της λατρείας και των αιματηρών θυσιών. Μήπως
όμως το είχε πει και στους Κυνηγούς;
Ίσως, για να τον εκδικηθεί. Στο κάτω κάτω, είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει.
Και δεν έχω δει χειρότερη προσπάθεια. Θα έπρεπε να ντρέπομαι.
Έσφιξε εκνευρισμένος τα δόντια. Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για να τη σκέφτομαι.
Ποια στιγμή είναι κατάλληλη, λοιπόν;
Αργότερα.
Μπορούσε σχεδόν να ακούσει το Θάνατο να χειροκροτεί ευτυχισμένος στο μυαλό του και δεν
πίστευε πως το έκανε επειδή ο δαίμονας ανυπομονούσε να πάρει την ψυχή της Άνια. Δεν
καταλάβαινε γιατί ο δαίμονας ήθελε να τη δει, αλλά δεν είχε χρόνο τώρα για να το αναλύσει.
Οι Κυνηγοί είχαν κατασκηνώσει στη γύρω βλάστηση και έπρεπε να βγουν γρήγορα και
αποτελεσματικά από τη μέση. Κάποτε είχε γυρίσει την πλάτη του σ’ αυτό τον πόλεμο. Κάποτε, αλλά
όχι τώρα. Ό,τι προσπαθούσαν οι Κυνηγοί, όποια κίνηση κι αν έκαναν, είχε ως στόχο να βλάψει και
να καταστρέψει τους φίλους του.
Ο Λούσιεν δεν τους είχε προσέξει εκείνο το πρωί, όταν διακτινίστηκε στο νησί για να ρίξει μια
πρώτη ματιά τριγύρω πριν φέρει και τους άλλους εδώ. Αλλά η αλήθεια ήταν πως είχε μείνει για λίγα
λεπτά μονάχα· ο Θάνατος άρχισε να τον τραβά –μια ψυχική έλξη που γινόταν συχνά σωματική αν
αντιστεκόταν για πολύ.
Κατέληξε να περάσει τη μέρα οδηγώντας τον έναν άνθρωπο πίσω από τον άλλο στον τελικό
προορισμό τους και επέστρεψε με το λυκόφως, καταφέρνοντας επιτέλους να ερευνήσει την περιοχή
όπως ήθελε για να βεβαιωθεί πως όντως ήταν ασφαλής για τους άλλους.
Τότε αντίκρισε τους Κυνηγούς. Ταράχτηκε πολύ –και παρέμενε ταραγμένος. Όχι μόνο επειδή
είχαν φτάσει πριν από εκείνον στο ναό, αλλά επίσης επειδή είχαν ανασυντάξει τόσο γρήγορα τις
δυνάμεις τους μετά την επιδημία. Η αποφασιστικότητά τους ήταν μεγαλύτερη απ’ όση νόμιζε.
Μόλις πριν από λίγο, είχαν αφήσει τα ερείπια και είχαν επιστρέψει στην κατασκήνωσή τους. Την
έκρυβαν πολύ καλά, χρησιμοποιώντας φύλλα για στέγη και σήραγγες που είτε είχαν σκάψει είτε
είχαν βρει έτοιμες ως καταφύγιο.
Πόσο καιρό βρίσκονταν εδώ; Όποια κι αν ήταν η απάντηση, ο Λούσιεν ήξερε ήδη τι σχεδίαζαν.
«Θα τους σκοτώσουμε όλους», άκουσε έναν από δαύτους να λέει καθώς περπατούσαν. Ο
Λούσιεν βρισκόταν στον κόσμο των πνευμάτων κι έτσι δεν τον είχαν δει.
«Φρόντισε να υποφέρουν πρώτα», του απάντησε γελώντας μοχθηρά ένας άλλος.
«Όταν κλειδώσουμε ξανά τους δαίμονες, λέω να φορέσω ένα δόντι από τους ξενιστές τους σαν
μενταγιόν. Κάθε φορά που αναπνέουν και στέλνουν τη διαβολική πνοή τους στον κόσμο, κάποιο
γνωστό ή αγαπητό μου άτομο αντιμετωπίζει αρρώστια ή δυστυχία και βαρέθηκα πια. Αν τους είχαν
καθαρίσει πριν από χρόνια, η Μέριλίν μου δε θα πέθαινε από καρκίνο. Θα ήταν ακόμα εδώ, το
ξέρω».
«Ο κόσμος δε θα μπορέσει να ορθοποδήσει αν δεν εξαφανιστούν όλοι. Μπορεί να ξεγέλασαν
τους κατοίκους της Βουδαπέστης και να νομίζουν πως είναι άγγελοι, αλλά η ιστορία απέδειξε το
αντίθετο. Είδατε το πορτραίτο του Θανάτου στην αρχαία Αθήνα;» Ο Κυνηγός ανατρίχιασε. «Ούτε
ένας δε σώθηκε».
Απόκλεισε τα λόγια του. Ήταν φανερό πως αναζητούσαν το κουτί –μπορεί μάλιστα να είχαν ήδη
βρει κάποιο ίχνος του. Μισούσε το γεγονός ότι το ήθελαν, αλλά ήξερε το γιατί. Αφού τον σκότωσαν,
ο Μπέιντεν, ο δαίμονας της Δυσπιστίας, είχε αναπηδήσει από το άψυχο σώμα του και ακόμα και
τώρα περιδιάβαινε τη Γη, περισσότερο τρελός και καταστροφικός από πριν.
Τότε ήταν που οι Κυνηγοί συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τους Άρχοντες
και τους δαίμονές τους μαζί. Και έτσι, για να απαλλάξουν τον κόσμο και από τους δυο, έπρεπε να
συλλάβουν και να αχρηστεύσουν τους Άρχοντες και στη συνέχεια να φυλακίσουν ξανά τους
δαίμονες στο κουτί. Αν, δηλαδή, το έβρισκαν.
Ο χρόνος ήταν μεγαλύτερος εχθρός απ’ όσο συνήθως. Ο Λούσιεν διακτινίστηκε πίσω στους
πολεμιστές που παρακολουθούσαν μια ταινία στο νοικιασμένο σπίτι και τον περίμεναν.
«Επιτέλους», είπε ο Στράιντερ καθώς τον αντίκρισε. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ».
«Κυνηγοί», ανήγγειλε ο Λούσιεν και οι φίλοι του ανακάθισαν αμέσως.
Ο Πάρις πετάχτηκε όρθιος, βγάζοντας σαν αστραπή τα όπλα του. «Πόσοι;»
«Μέτρησα δεκατρείς στο έδαφος. Μπορεί να είναι περισσότεροι στις σήραγγές τους και να
πηγαινοέρχονται. Επειδή δεν μπορώ να παρακολουθήσω πάνω από μια τοποθεσία κάθε φορά,
μπορεί να κάνω λάθος στο μέτρημα».
Ο Αμούν τράβηξε ένα ημιαυτόματο όπλο από τη ζώνη του παντελονιού του και έλεγξε το
γεμιστήρα.
«Δε θα γίνει κανένα λουτρό αίματος απόψε», είπε ο Γκίντεον χαμογελώντας.
Αντί να πάρουν ένα σκάφος, όπως είχαν σχεδιάσει αρχικά, ο Λούσιεν τους διακτίνισε όλους στο
νησί, έναν-έναν, για να κερδίσουν χρόνο. Όλοι διασκέδασαν όταν ο Πάρις λιποθύμησε στη διάρκεια
του ταξιδιού και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να τον συνεφέρουν. Ο Στράιντερ αντιμετώπισε τον
πρώτο του διακτινισμό με άνεση, χαμογελώντας σε όλη τη διάρκεια του δευτερολέπτου που
χρειάστηκε για να μεταφερθεί από τη μια τοποθεσία στην άλλη. Ο Αμούν δε φανέρωσε την
παραμικρή αντίδραση. Όπως είχε κάνει κάποτε και ο Ρέγιες, ο Γκίντεον άδειασε το στομάχι του –
αλλά συνήλθε γρήγορα.
Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Λούσιεν μπορούσε να νιώσει τα μάτια της Άνια πάνω του. Το κάψιμο
που έφτανε μέχρι τα βάθη της ψυχής του είχε επιστρέψει κι ένιωθε εντελώς γυμνός. Ακόμα κι ο
Θάνατος αναστέναξε με ικανοποίηση.
Ξέροντας πως βρισκόταν κοντά του, ο Λούσιεν ένιωσε τους μυς του να τεντώνονται από την
υπερένταση. Όχι επειδή νόμιζε πως θα του ριχνόταν –το περίμενε, αν και δεν το φοβόταν–, αλλά
επειδή δεν μπορούσε να ξεχάσει την αίσθησή της στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τον
τρόπο που βογκούσε όταν η ζεστή άκρη της γλώσσας του ταξίδευε στο λαιμό της. Τον τρόπο που
σκλήρυναν οι θηλές της, εκλιπαρώντας το στόμα του. Τον τρόπο που άνοιξαν οι μηροί της,
καλωσορίζοντάς τον στα μοναδικά ουράνια που μπορούσε να γνωρίσει ένα πλάσμα όπως εκείνος.
Εκείνη τη στιγμή, ο Λούσιεν ήθελε να φύγει από το νησί. Την ήθελε γυμνή και στο κρεβάτι του.
Ήθελε τα χέρια του στο σώμα της και τα χέρια της στο σώμα του. Ήθελε το στόμα του ανάμεσα
στους μηρούς της και το στόμα της στο ανδρισμό του. Απλώς... απλώς ήθελε.
Και δεν μπορούσε να έχει.
Συγκεντρώσου! Σκυφτός στο φεγγαρόφωτο και στις πυκνές φυλλωσιές, με το νερό να τρέχει
παντού τριγύρω, μουρμούρισε: «Μην επέμβεις».
«Τι;» ρώτησε παραξενεμένος ο Στράιντερ καθώς έσκυβε δίπλα του.
«Τίποτα». Το φεγγάρι είχε σκαρφαλώσει ψηλά, στολισμένο με χρυσές λουρίδες, και χάιδευε την
άμμο και τη βλάστηση. Έντομα τιτίβιζαν ευτυχισμένα. Θα μπορούσε να εξοντώσει τους Κυνηγούς
μόνος του. Θα μπορούσε απλώς να διακτινιστεί στις σήραγγές τους και να τους επιτεθεί, αλλά δεν
ήθελε να διακινδυνεύσει να προλάβει να το σκάσει κάποιος.
«Είσαι σίγουρος πως είναι Κυνηγοί;» ρώτησε ο Πάρις, στηριγμένος στις φτέρνες του στην άλλη
πλευρά του Λούσιεν.
«Ναι, είδα τα σημάδια τους». Κάθε Κυνηγός είχε χαραγμένο το σύμβολο της αιωνιότητας στον
καρπό του. «Αιωνιότητα Χωρίς Κακό» ήταν το σύνθημά τους.
Ο Λούσιεν δε θεωρούσε τον εαυτό του εντελώς κακό. Κάποτε ναι, ήταν. Ο δαίμονάς του τον
ανάγκαζε διαρκώς να αφαιρεί ζωές, όχι απλώς ψυχές –κι εκείνος υπάκουε. Με χαρά του. Αλλά όχι
πια. Ευτυχώς, είχε δαμάσει την επιθυμία να σκοτώνει. Τώρα πολεμούσε μόνο για την ειρήνη και για
τη δική τους προστασία.
Η θλίψη τον πλημμύρισε καθώς συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να έχει τίποτα περισσότερο
κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Αν ήταν ένας απλός θνητός, θα είχε παντρευτεί πριν από πολύ
καιρό. Εκείνος κι η Μαράια θα σκάρωναν μια ντουζίνα παιδιά. Θα περνούσε τις μέρες του
φροντίζοντας την οικογένειά του και τις νύχτες του κάνοντας έρωτα με τη γυναίκα του. Κι όταν
πέθαινε, θα ήταν ευπρόσδεκτος στον παράδεισο.
Αλλά δεν τον έπλασαν για να απολαμβάνει τη ζωή. Τον έπλασαν για να προστατεύει το βασιλιά
των θεών και να υπερασπίζεται τον ουρανό. Και μετά, όταν ενώθηκε με το δαίμονα, έχασε ακόμα κι
αυτό. Σου άξιζε. Ξέρεις καλά πως σου άξιζε.
«Μπορεί να είναι παγίδα», πέταξε ο Στράιντερ τραβώντας την προσοχή του.
«Δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία μου ούτε φαίνονταν να προετοιμάζονται για μάχη».
Ο Πάρις έσφιξε τη λαβή ενός στιλέτου. «Πώς θα το κάνουμε;»
«Θα περικυκλώσουμε την κατασκήνωσή τους. Με το σύνθημά μου θα επιτεθούμε αθόρυβα στις
σήραγγες και θα τους κλειδώσουμε μέσα χωρίς να τους αφήσουμε δυνατότητα απόδρασης.
Υπάρχουν τέσσερις είσοδοι –το ήλεγξα πιο πριν. Πάρη, μαζί με τον Στράιντερ θα αναλάβετε τη
δυτική είσοδο. Γκίντεον, την ανατολική. Αμούν, τη βορινή. Εγώ θα αναλάβω τη νότια».
Όλοι ένευσαν καταφατικά και υπάκουσαν σιωπηλά.
«Α, τι γλέντι! Μάχη!» Η Άνια γέλασε χαμηλόφωνα καθώς εμφανιζόταν ξαφνικά δίπλα στον
Λούσιεν. Ήταν κι εκείνη σκυφτή, σε στάση πολεμιστή.
Η μυρωδιά της φράουλας και της κρέμας τον τύλιξε αμέσως. Το αίμα του άρχισε να βράζει.
«Ήσυχα», μούγκρισε και αρνήθηκε να την κοιτάξει –διαφορετικά, μπορεί να έχανε τον έλεγχο του
εαυτού του.
«Δε θα μου επιτεθείς;» τον ρώτησε κι ο Λούσιεν θα ορκιζόταν πως είχε σουφρώσει τα χείλη της
καθώς του μιλούσε.
«Τώρα δεν έχω χρόνο για σένα». Οι λέξεις προορίζονταν να έχουν τη δύναμη της προσβολής,
αλλά βγήκαν από το στόμα του στάζοντας απογοήτευση αντί για περιφρόνηση. «Μπορούμε να
αναμετρηθούμε αργότερα».
«Με παραμελείς και δε μου αρέσει».
«Θα έπρεπε να νιώθεις ευγνωμοσύνη που σε παραμελώ».
«Μην κολακεύεις τον εαυτό σου». Δεν έφυγε βιαστικά, όπως σχεδόν περίμενε ο Λούσιεν.
Αντίθετα, τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. «Μπορώ να σε βοηθήσω να πολεμήσεις τους
Κυνηγούς; Μπορώ; Μπορώ; Σε παρακαλώ».
«Όχι. Μη μιλάς». Αν οι πολεμιστές τον άκουσαν από τις θέσεις τους, δεν αντέδρασαν. Μόλις που
μπορούσε να τους ξεχωρίσει στους θάμνους· διακρίνονταν μόνο οι κορυφές των κεφαλιών τους,
καθώς περίμεναν το σινιάλο του.
«Μα είμαι έμπειρη πολεμίστρια».
«Το ξέρω», της απάντησε ξερά. Το στήθος του εξακολουθούσε να τον πονά στο σημείο όπου τον
είχε μαχαιρώσει. Θα έπρεπε να απαγορεύεται με νόμο να είναι τόσο αιμοδιψής μια γυναίκα με τη
δική της ομορφιά. Κι εκείνος δε θα έπρεπε να βρίσκει τη δίψα της για αίμα τόσο ελκυστική. «Εσύ
είπες στους Κυνηγούς για το ναό;»
«Όχι. Για ποιο λόγο να τους βοηθήσω;»
«Για να με σκοτώσουν και να γλιτώσεις από μένα».
«Δε σε φοβάμαι καθόλου», είπε απλώς η Άνια.
Ας τον έσωζαν οι θεοί... Πάντα έτσι ήταν οι γυναίκες; «Τι γυρεύεις εδώ, Άνια; Σε άφησα επειδή
χρειαζόμουν χώρο. Χρόνο. Ζήτησα πολλά;»
«Ναι». Η Άνια μετατοπίστηκε στο γρασίδι, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο. «Απλώς... Απλώς
δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου. Μου έλειψες».
Το άκουσμα αυτής της δήλωσης ήταν μια σχεδόν οδυνηρή εμπειρία. Έλεγε ψέματα; «Άνια...»
«Όχι, όχι, μην πεις τίποτα... απλώς θα με θυμώσεις και τότε θα συμβούν άσχημα πράγματα. Ω
θεοί μου», πρόσθεσε μ’ ένα σιγανό γέλιο. «Ακούστηκα σαν εσένα. Κοίτα, άφησέ με να βοηθήσω.
Δεν πρόκειται να μπλέξω στα πόδια σας, σου τ’ ορκίζομαι. Στην τιμή των προσκόπων. Στην τιμή
των μαγισσών. Ή σε όποια άλλη τιμή ή υπόσχεση θέλεις».
Μια απαλή αύρα ποτισμένη με ιώδιο της θάλασσας τους αγκάλιασε και μια τούφα από τα μαλλιά
της χάιδεψε το μάγουλό του. Ο Λούσιεν βίωσε έναν άμεσο και ανεπιθύμητο ερεθισμό καθώς την
έδιωχνε απότομα από πάνω του. «Σου είπα να μη μιλάς. Πρέπει να μελετήσω την περιοχή». Όχι πως
μπορούσε να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την Άνια, καθώς τα μαλλιά της συνέχιζαν
να τον χαϊδεύουν. «Και, για το όνομα των θεών, κάνε κάτι με τα μαλλιά σου».
«Να τα κόψω;»
«Να τα ξυρίσεις». Μελαγχολώντας, σκέφτηκε πως ακόμα κι αυτό δε θα την έκανε λιγότερο
θελκτική. Συγκεντρώσου! θύμισε στον εαυτό του. Οι Κυνηγοί βρίσκονταν μέσα στις σήραγγες πάνω
από μια ώρα. Είχαν χρόνο να βολευτούν και να χαλαρώσουν. Δεν υπήρχε καμιά κίνηση γύρω από τις
εισόδους –ούτε η παραμικρή ένδειξη ύπαρξης κάποιου φρουρού.
«Αλήθεια;» ρώτησε η Άνια, ξαφνιασμένη. «Θέλεις να τα ξυρίσω όπως εκείνος ο σέξι πολέμαρχος,
ο Βιν Ντίζελ;»
Ποιος ήταν ο Βιν Ντίζελ; Και γιατί ο Λούσιεν ήθελε ξαφνικά να τον σκοτώσει; Ο Λούσιεν ένευσε
καταφατικά. «Ναι».
«Αν το κάνω, θα με αφήσεις να βοηθήσω απόψε;»
Υπήρχε τόση ανυπομονησία στη φωνή της, ώστε ο Λούσιεν υποψιάστηκε πως θα το έκανε
πραγματικά, πως θα ξύριζε γουλί το κεφάλι της. Ήταν φανερό πως τα μαλλιά της δε σήμαιναν
τίποτα για κείνη. Η απόλυτη απουσία ματαιοδοξίας τον ξάφνιασε.
Γιατί τώρα του φαινόταν ακόμα πιο αγαπητή;
«Όχι», της είπε τελικά.
«Είσαι ανυπόφορος», μουρμούρισε εκείνη. «Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Έχω ήδη διακτινιστεί σ’ εκείνες
τις σήραγγες και φαίνεται πως οι Κυνηγοί βρίσκονται εδώ αρκετό καιρό. Μέχρι που έχουν πιάσει
αιχμαλώτους».
Όλοι οι μύες του σώματός του τεντώθηκαν. «Πρώτον: μπήκες εκεί μέσα χωρίς την άδειά μου
βάζοντας σε κίνδυνο τον εαυτό σου και τον αντικειμενικό σκοπό μου;»
«Άκου, γλύκα». Ο θυμός χρωμάτιζε τώρα τη φωνή της. «Παρά τις απόψεις σου, είμαι μια ισχυρή
οντότητα και εγώ επιλέγω αν θα βάλω σε κίνδυνο τον εαυτό μου ή όχι. Κι έπειτα, θα έπρεπε να
χαίρεσαι που μπήκα μέσα. Αν με έπιαναν, θα σε γλίτωναν από τον κόπο να μου πάρεις το κεφάλι».
«Δεύτερον», συνέχισε ο Λούσιεν λες και δεν τον είχε διακόψει. Μόλις που μπορούσε να βγάλει
τα λόγια από το στόμα του, επειδή ο λαιμός του ήταν πολύ σφιγμένος. «Έχουν αιχμαλώτους;»
«Μμμμ. Δύο».
Τελικά, την κοίταξε –και το μετάνιωσε αμέσως. Φορούσε μια άσπρη αραχνοΰφαντη εσθήτα,
κεντημένη παντού, και ήταν ακόμα πιο όμορφη απ’ όσο τη θυμόταν. Με το χρυσό φεγγαρόφωτο να
τη στεφανώνει και τα σμαραγδένια φυτά να την πλαισιώνουν, έμοιαζε με αρχαία βασίλισσα που είχε
ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού.
Το μεγαλύτερο μέρος των άσπρων μαλλιών της ήταν στερεωμένα στην κορυφή του κεφαλιού της
και τα υπόλοιπα κρέμονταν, λαχταρώντας το άγγιγμά του. Αισθάνθηκε τον πόθο να τον χτυπάει με
δύναμη και να τον κυριεύει. «Ποιοι είναι;» ανάγκασε τον εαυτό του να ρωτήσει.
«Δεν έχεις να πεις κάτι για την εμφάνισή μου;»
«Όχι». Τώρα που σε κοιτάζω, είναι λες και μου παραχωρήθηκε τελικά το δικαίωμα να μπω στις
ουράνιες πύλες. Το στήθος του σφίχτηκε και η καρδιά του κόντεψε να σταματήσει.
«Αλήθεια, γιατί κάνω τον κόπο;» ρώτησε η Άνια, μορφάζοντας. «Θα μπορούσα να ζυγίζω
τετρακόσια κιλά, να μυρίζω σαν υπόνομος και να φορώ τσουβάλια αντί για ρούχα –και είμαι
σίγουρη πως θα έβλεπα την ίδια αντίδραση από σένα».
«Οι αιχμάλωτοι», της θύμισε κοφτά.
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της και το αραχνοΰφαντο υλικό της εσθήτας γλίστρησε από τον
έναν, αποκαλύπτοντας ατέλειωτα εκατοστά αλαβάστρινου δέρματος. Μήπως... Μα τους ουράνιους
θεούς, αυτό ήταν. Μπορούσε να διακρίνει το πλούσιο περίγραμμα του στήθους της. Ήθελε τόσο
πολύ να το γευτεί, ώστε τα δόντια του τον πόνεσαν από το σφίξιμο.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε. «Άνθρωποι είναι».
Ο Λούσιεν μπήκε στον πειρασμό να προσφέρει στον Κρόνο τη δική του ψυχή, αρκεί εκείνος με
τη σειρά του να της χάριζε τη ζωή και να επέτρεπε στον Λούσιεν να τη δοκιμάσει με τη γλώσσα του.
Μια σύντομη, απλή δοκιμή αρκούσε. Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο. Σε παρακαλώ. «Και;»
Τα σαρκώδη χείλη της τραβήχτηκαν σ’ ένα αργό χαμόγελο. «Είναι άνθρωποι που μπορεί να έχουν
τις γνώσεις που θέλεις. Αλλά μη με ρωτήσεις τίποτε άλλο, επειδή δεν πρόκειται να σου πω. Δε
σχολίασες καν το φόρεμά μου και μπήκα σε μεγάλο κόπο για να το κλέψω».
«Η κλοπή είναι απαράδεκτη. Αλλά... αλλά είναι ωραίο». Και λίγα έλεγε. Ήταν υπέροχο πάνω της
–και θα φαινόταν ακόμα πιο υπέροχο στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς του. Τι ανόητη σκέψη.
«Ξέρουν για το Κουτί της Πανδώρας;»
«Σου είπα πως δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα περισσότερο», του πέταξε. «Δεν έπρεπε να
μου πεις πως είναι ωραίο. Έπρεπε να μου πεις να το βγάλω επειδή είμαι πιο όμορφη χωρίς αυτό.
Λούσιεν, ορκίζομαι στους θεούς πως θέλω λίγο ακόμα για να σε παρατήσω. Πολύ λίγο ακόμα!»
Μην την ακούς. Πήγαινε στοίχημα πως οι αιχμάλωτοι ήξεραν κάτι για το κουτί. Ναι, αυτό ήταν
ένα πολύ πιο ασφαλές θέμα. Για ποιον άλλο λόγο θα τους αιχμαλώτιζαν οι Κυνηγοί; Τα μάτια του
μισόκλεισαν καθώς μελετούσε τις σήραγγες. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τη ζωή των
αιχμαλώτων. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήθελε να προστατεύσει αθώες ζωές· ήθελε να αποκτήσει και τις
γνώσεις που διέθεταν.
«Είσαι πολύ εκνευριστικός! Προτιμώ να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις ξανά, παρά να με αγνοείς
έτσι».
Αναστενάζοντας, ο Λούσιεν μελέτησε τη βλάστηση τριγύρω. Οι πολεμιστές περίμεναν ακόμα το
σύνθημά του και πιθανότατα απορούσαν γιατί καθυστερούσε. Χωρίς να πει λέξη στην Άνια
διακτινίστηκε κοντά στον Πάρη και τον Στράιντερ, τους είπε να προσέξουν τους ανθρώπους
αιχμαλώτους που υπήρχαν στις σήραγγες και πρόσθεσε πως χρειαζόταν λίγα λεπτά ακόμα. Μετά,
επανέλαβε τη διαδικασία με τον Αμούν και τον Γκίντεον. Εκτός από τον συνήθως αμίλητο Αμούν,
οι πολεμιστές συμφώνησαν με ένα μουρμουρητό.
Στη συνέχεια, ο Λούσιεν διακτινίστηκε πίσω στην Άνια. Για την ακρίβεια, πήρε σάρκα και οστά
πάνω της, προσπαθώντας να μην απολαύσει την αίσθηση του ζεστού κορμιού της που πίεζε το δικό
του ή την καμπύλη του στήθους της στο στέρνο του καθώς την έριχνε στο έδαφος. Θα μπορούσες
να προσγειωθείς δίπλα της. Ναι, θα μπορούσε –αλλά δεν ήθελε. Τουλάχιστον έτσι εξασφάλιζε ότι δε
θα μπορούσε να το σκάσει –δηλαδή, αυτή ήταν η δικαιολογία που είπε στον εαυτό του.
«Α, είσαι πολύ πονηρός, παλιο...» Η φωνή της έσβησε και βόγκηξε με απόλαυση. Τα μάτια της
μισόκλεισαν και οι βλεφαρίδες της έριξαν αιχμηρές σκιές στα μάγουλά της. «Θέλεις να το
κάνουμε;»
Ναι. «Όχι. Περίμενε εδώ». Διακτινίστηκε στην κρεβατοκάμαρά του στη Βουδαπέστη, ενώ το δικό
της επιφώνημα αγανάκτησης αντηχούσε ακόμα στ’ αυτιά του. Στη διάρκεια της φαινομενικά
ατέλειωτης περιόδου της θανατηφόρας κατάρας του Μάντοξ, είχαν αναγκαστεί να τον αλυσοδένουν
στο κρεβάτι του κάθε βράδυ για να αποτρέψουν μια έκρηξη ανεξέλεγκτης βίας· σ’ εκείνα τα
τελευταία λεπτά, ο Μάντοξ έχανε τον έλεγχο του εαυτού του και οι φίλοι του κινδύνευαν.
Ο Μάντοξ ήθελε να καταστραφούν τα δεσμά μετά την άρση της κατάρας του, αλλά όσο κι αν
προσπαθούσαν, ήταν αδύνατο να λιώσουν ή να σπάσουν τις κατασκευασμένες από τους θεούς
αλυσίδες. Μη μπορώντας να τις ξεφορτωθούν και επειδή δεν ήθελαν να ακινητοποιήσουν μ’ αυτές
τον Έρον, ενώ παράλληλα φοβούνταν πως μπορεί να έπεφταν στα χέρια Κυνηγών που θα τις
χρησιμοποιούσαν εναντίον κάποιου Άρχοντα, ο Λούσιεν αποφάσισε να τις αποθηκεύσει στο
υπνοδωμάτιό του.
Και τώρα, τις έβγαλε από την ντουλάπα, έβαλε το κλειδί στην τσέπη του και έκλεισε τα δυο άκρα
γύρω από τους παραστάτες του κρεβατιού του, αφήνοντας τα άλλα δυο άκρα ανοιχτά και έτοιμα.
Αποφασισμένος, διακτινίστηκε πίσω στην Άνια. Δεν είχε σαλέψει και, για μια φορά ακόμα, ο
Λούσιεν έπεσε πάνω της.
Όταν εκείνη συνειδητοποίησε πως είχε επιστρέψει, τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και
άφησε τη ζεστή γλώσσα της να ταξιδέψει στο λαιμό του. «Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που σ’ έκανε
επιτέλους πιο εκδηλωτικό, αλλά εγκρίνω απόλυτα».
Ο ανδρισμός του φούσκωσε και σκλήρυνε, κάνοντάς τον να νιώσει πως είχε πιάσει φωτιά.
Ξαφνικά, η ανυπομονησία τον πλημμύρισε και την ήθελε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η
γυναίκα που λαχταρούσε και που τώρα σκεφτόταν συνέχεια τριβόταν ερωτικά πάνω του και τα χέρια
της ταξίδευαν παντού στο σώμα του, ανυπομονώντας να γευτεί περισσότερα –όπως κι εκείνος
άλλωστε.
Ένα φιλί. Ένα και τέρμα.
Ο Λούσιεν δεν ήξερε αν το είχε σκεφτεί ή αν το είχε πει ο δαίμονας. Ήξερε μόνο πως, αν φιλούσε
την Άνια, δε θα μπορούσε να σταματήσει. Όπως είχε αποδειχτεί, ερεθιζόταν περισσότερο φιλώντας
αυτή τη γυναίκα παρά κάνοντας έρωτα μαζί της. Ακόμα κι αν ο τόπος και ο χρόνος ήταν κατάλληλοι,
ήξερε πως δεν έπρεπε να απολαμβάνει μια γυναίκα που σε λίγο θα αναγκαζόταν να σκοτώσει. Μην
αφήσεις την ιστορία να επαναληφθεί. Δώσε ένα τέλος.
«Λούσιεν», μουρμούρισε βραχνά η Άνια. «Φίλησέ με».
«Σύντομα», της υποσχέθηκε, και ήταν αλήθεια. Όσο διεστραμμένο κι αν ήταν, όσο κι αν ήξερε
πως δεν έπρεπε να το κάνει, όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να μην το κάνει, δε θα
μπορούσε να καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα παρά μόνο αφού γευόταν ξανά τα χείλη της.
Ενώ εξακολουθούσε να παραμένει πάνω της, διακτίνισε τον εαυτό του και εκείνη στο δωμάτιό
του και στο κρεβάτι του. Όταν το ψυχρό στρώμα άγγιξε την πλάτη της Άνια, εκείνος σήκωσε ψηλά
τα χέρια της και τα κλείδωσε στις άκρες των αλυσίδων. Κλικ.
Η Άνια δε διαμαρτυρήθηκε όπως περίμενε.
Αντίθετα κοίταξε τριγύρω και μουρμούρισε: «Μμμμ, η κρεβατοκάμαρά σου. Ήθελα πάρα πολύ
μια πρόσκληση». Χαμογελώντας, ύψωσε το κάτω μέρος του κορμιού της για να το πιέσει στη
λεκάνη του –φιλεύσπλαχνοι θεοί– και φύσηξε στο αυτί του. Ο υπέροχος ήχος αναμείχθηκε με το
επιδοκιμαστικό μουρμουρητό του δαίμονα. «Είναι κάποιο καινούριο σεξουαλικό παιχνίδι;»
Δάγκωσε το λοβό του αυτιού του. «Δεν πρόκειται να πω λέξη πουθενά, σ’ το υπόσχομαι».
Ο ανδρισμός του έγινε ακόμα πιο σκληρός και η ηδονή, μια απίστευτη ηδονή, διαπέρασε το δέρμα
του, τους μυώνες του. Μια ανατριχίλα απλώθηκε στο κορμί του, γεμάτη ζέστη και πείνα. Και πάλι το
αίμα του έβρασε... θα έβαζε στοίχημα πως βρισκόταν στα πρόθυρα κοχλασμού –αν είχε κάποιος τη
δυνατότητα να κάνει μια τέτοιου είδους μέτρηση. Κυλούσε σαν λάβα στις φλέβες του και σημάδευε
κάθε σπιθαμή του κορμιού του με λαχτάρα. Το στόμα του άνοιγε, έτοιμο να την απολαύσει με το
φιλί που της είχε υποσχεθεί –που είχε υποσχεθεί και στους δυο τους–, αλλά για μια φορά ακόμα
κατάφερε να σταματήσει τον εαυτό του.
Καμιά επαφή. Κανένα φιλί. Όχι ακόμα. Πρώτα έπρεπε να σκοτώσει τους Κυνηγούς.
Και δε θα την ερωτευόταν. Ούτε θα ζητούσε περισσότερα. Αργά ή γρήγορα, η Άνια θα πέθαινε.
Αν γινόταν εραστής και δήμιος της συνάμα, θα ήταν τόσο κατάπτυστος όσο κι ο δαίμονας μέσα του.
«Δε θα παίξεις μαζί μου;» τον ρώτησε μ’ εκείνη τη βραχνή φωνή. «Δε θα με φιλήσεις; Σύντομα
σημαίνει πολύ γρήγορα, τώρα».
«Άνια...» Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Το απίστευτο βάρος του κορμιού του την κάρφωνε στο
κρεβάτι και τα πόδια της άνοιξαν περισσότερο, κάνοντάς τον να βυθιστεί πιο πολύ. Ήταν ακόμα
απίστευτα ερεθισμένος και ο ανδρισμός του, που να πάρει η οργή, τριβόταν πάνω της λες και είχε
δική του βούληση, ενώ τα ρούχα τους έκαναν ακόμα πιο έντονο τον ηλεκτρισμό ανάμεσά τους.
Η Άνια δάγκωσε απαλά το λαιμό του και σφίχτηκε πάνω του, εντείνοντας την επαφή. Ο Λούσιεν
άρπαξε τους γοφούς της για να την κρατήσει ακίνητη και αυτή η πράξη τού κόστισε ακριβά.
Αναγκάστηκε να σφίξει τα δόντια του για να συγκρατήσει το ορμητικό κύμα της καυτής λαχτάρας.
«Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι», μουρμούρισε ξέπνοα η Άνια. «Υπάρχουν κανόνες;»
«Μόνο ένας», κατάφερε να ψελλίσει ο Λούσιεν ανάμεσα από τα σφιγμένα σαγόνια του.
«Πες μου». Τα γόνατά της έτριβαν τα πλευρά του προσκαλώντας τον να πιέσει περισσότερο.
«Ο μοναδικός κανόνας...» Σήκωσε τα χέρια του και χούφτωσε το πρόσωπό της, ενώ οι αντίχειρες
χάιδευαν το βελούδινο δέρμα. Μακάρι να μπορούσε να μείνει εδώ για πάντα. Ή μακάρι να
μπορούσε να την απολαύσει έστω και για λίγο. «Ο μοναδικός κανόνας είναι πως εσύ θα μείνεις
εδώ».
«Μμμμ, μου αρέσει να παραβιάζω τους καν... Τι;» Η Άνια τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Εννοείς
πως θα μείνω εδώ μαζί σου, σωστά;»
«Όχι». Ο Λούσιεν σηκώθηκε από το κρεβάτι, διακόπτοντας κάθε επαφή μαζί της. Το σώμα του
διαμαρτυρήθηκε ουρλιάζοντας· ο δαίμονάς του τον έβρισε. Από όλα τα εγκλήματα του Λούσιεν, η
εγκατάλειψη της Άνια με τούτο τον τρόπο φαινόταν το χειρότερο.
Εκείνη συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Λούσιεν; Τι...» Προσπάθησε να σηκώσει τα χέρια
της, αλλά δεν μπορούσε. Τα μισόκλειστα μάτια της κοίταξαν τους παραστάτες του κρεβατιού,
προσπάθησε ξανά να τραβήξει τα δεσμά της και μετά το βλέμμα της στράφηκε και πάλι προς το
μέρος του. «Δεν καταλαβαίνω».
«Η μόνη ηδονή που θα γνωρίσεις σε τούτο το κρεβάτι είναι η ηδονή που θα προσφέρεις στον
εαυτό σου». Για την ώρα.
Θεοί, μη σκέφτεσαι έτσι.
«Δεν έχω αντίρρηση, αλλά αν θέλεις να με παρακολουθήσεις να προσφέρω ηδονή στον εαυτό μου
θα πρέπει να βγάλεις τις αλυσίδες».
Και πάλι, δεν ήταν η αντίδραση που περίμενε· ήθελε να βογκήξει. Η Άνια... να φέρνει τα χέρια
ανάμεσα στους μηρούς της... να τρίβει το ευαίσθητο σημείο της... να φτάνει σε οργασμό. Αν η
σκέψη και μόνο ήταν απίστευτα ερωτική και έκανε τα γόνατά του να λυγίζουν, πώς θα αντιδρούσε
αν παρακολουθούσε στ’ αλήθεια μια τέτοια σκηνή;
«Μείνε εδώ», είπε πνιχτά, «και μη μιλάς. Θα γυρίσω, έχεις το λόγο μου».
«Θα γυρίσεις;» Τώρα τα μάτια της γούρλωσαν. «Πού θα πας; Και ελπίζω να πεις ότι θα πας για να
φέρεις ένα κολάρο με καρφιά... γιατί αν δε θέλεις να γίνω σκλάβα σου, θα το μετανιώσεις».
«Θα γυρίσω στο ναό. Θα είμαι πίσω αμέσως μόλις νικήσουμε τους Κυνηγούς».
Ένα πνιχτό επιφώνημα ξέφυγε από τα χείλη της. Ίσως υπήρχε και κάποιο ίχνος πληγωμένου
εγωισμού σ’ αυτό, αλλά ο Λούσιεν δεν ήθελε να το αναλύσει. «Μπορώ να διακτινιστώ μαζί σου. Οι
αλυσίδες δεν πρόκειται να με κρατήσουν».
«Αυτές θα σε κρατήσουν. Κατασκευάστηκαν ειδικά για αθάνατους».
Πέρασε ένα δευτερόλεπτο. Κι άλλο ένα.
Η Άνια τον κοίταξε με τα χείλη σφιγμένα. Ο Λούσιεν προτιμούσε πολύ περισσότερο εκείνα τα
χείλη απαλά –και παντού στο σώμα του. Αλλά κάθε ελπίδα για κάτι τέτοιο είχε καταστραφεί από τις
πράξεις του –δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Είπε στον εαυτό του πως έτσι ήταν καλύτερα, αλλά
δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα κύμα πίκρας και μεταμέλειας.
«Θέλεις να πεις ότι δεν μπορώ να διακτινιστώ;» τον ρώτησε η Άνια ανάμεσα από σφιγμένα
δόντια.
«Αυτό ακριβώς θέλω να πω».
«Και θα μ’ αφήσεις έτσι;»
«Ναι. Κάθισε φρόνιμα», της σύστησε και την άφησε για να φτάσει στο σημείο ακριβώς απ’ όπου
είχε φύγει.
Αμέσως μόλις τον περιστοίχισε η πλούσια βλάστηση, οι τύψεις και η λαχτάρα τον πλημμύρισαν.
Τύψεις επειδή την είχε αφήσει αβοήθητη. Λαχτάρα επειδή... ναι, επειδή θυμόταν καλά πώς είχε
νιώσει πάνω της, στο κρεβάτι του. Ήταν κάτι απερίγραπτα υπέροχο.
Κι εκείνη φαινόταν να τον θέλει. Μέχρι που ο Λούσιεν τα είχε τινάξει όλα στον αέρα.
Τι θα έκανε με την Άνια; Αυτή η γυναίκα κόντευε να τον τρελάνει.
Πιθανότατα αυτή τη στιγμή τον μισούσε. Δε θα τον συγχωρούσε ποτέ. Δε θα... Η Άνια
εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του και του έριξε μια γροθιά στο μάτι.
«Μπάσταρδε», μούγκρισε.
Η έκπληξη κι ο πόνος τον άφησαν εμβρόντητο καθώς την κοιτούσε. Διάβολε, είχε πέσει έξω.
Υποψιαζόταν πως του είχε σπάσει το κόκαλο, επειδή το ένιωθε να πρήζεται. «Πώς ελευθερώθηκες;»
«Έχω τους τρόπους μου».
«Πώς;» επέμεινε εκείνος.
«Κανένας δεν μπορεί να με κλειδώσει, εντάξει; Όσα δεσμά κι αν χρησιμοποιήσεις, είναι αδύνατο
να περιοριστώ. Κι αν ξανακάνεις ποτέ κάτι τέτοιο...» Τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές. «Η
ελευθερία είναι το παν. Εσύ το ξέρεις περισσότερο από πολλούς, αφού είσαι αναγκασμένος να
φιλοξενείς ένα δαίμονα. Αναγκαζόσουν ακόμα και να παίρνεις την ψυχή του φίλου σου κάθε βράδυ
για πολλούς αιώνες –μια υποχρέωση από την οποία σε βοήθησα να απαλλαγείς. Το ξέχασες; Και
τώρα προσπαθείς εσύ να αφαιρέσεις τη δική μου ελευθερία. Είναι απίστευτο! Θα μπορούσα να σε
κόψω στη μέση με τα νύχια μου».
Είναι καλύτερα έτσι –θυμάσαι τι έλεγες; «Οι αλυσίδες χρησιμοποιήθηκαν σε θεούς και δεν
αχρηστεύτηκαν ποτέ. Μόνο το κλειδί μπορεί να τις ανοίξει και το έχω στην τσέπη μου».
«Σιγά το πράγμα, κάθαρμα. Σου είπα πως είμαι ισχυρή –δε φταίω εγώ που δε με άκουσες. Τώρα
θα σε βοηθήσω να πολεμήσεις τους Κυνηγούς και θα είσαι τυχερός αν δεν αστοχήσω τυχαία
επίτηδες και σκοτώσω εσένα. Για την ακρίβεια, λέω να μη σε περιμένω». Έριξε μια ματιά στις
σήραγγες και μέτρησε με το δάχτυλο. «Θα σε δω... στη δεύτερη εκεί κάτω, γλύκα. Εκεί βρισκόταν ο
μεγαλύτερος και μοχθηρότερος Κυνηγός την τελευταία φορά που κοίταξα. Θα προσποιηθώ απλώς
πως είναι εσύ και θα καρφώσω την πλάτη του στον τοίχο».
Η Άνια εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως αφήνοντας πίσω της ένα σύννεφο από φράουλες, κρέμα και
οργή. Να πάρει! Ο Λούσιεν άφησε ένα σφύριγμα και πήδηξε μπροστά. Οι ανυπόμονοι πλέον
πολεμιστές ξεχύθηκαν λες και τους είχαν κόψει τα λουριά τους.
Σιωπηλοί, παραμέρισαν με κλοτσιές φύλλα και κλαράκια. Όταν ο Λούσιεν έφτασε στη δεύτερη
σήραγγα, του Γκίντεον, παραμέρισε την πρόχειρη οροφή και πήδηξε μέσα, μη θέλοντας να
διακτινιστεί για να μην τρομάξει τους άντρες του. Ο Γκίντεον συνοφρυώθηκε αλλά δε σχολίασε το
θέμα καθώς τον ακολουθούσε κάτω. Κι οι δυο είχαν τα όπλα τους υψωμένα και έτοιμα.
Ακούστηκε ένα μουγκρητό. Μια κραυγή. Τα νεύρα του Λούσιεν τεντώθηκαν. Χτένισε με το
βλέμμα το χώρο, αλλά... διάβολε, δεν έβλεπε την Άνια, ούτε έβλεπε...
Κυνηγοί. Εκεί. Δύο, πέρα στη γωνία. Ο ένας χτυπούσε έναν ηλικιωμένο άντρα και ο άλλος
κρατούσε ακίνητο έναν άλλο, μεσόκοπο. Κι οι δυο αιχμάλωτοι παρακαλούσαν τους Κυνηγούς να
σταματήσουν.
«Πες μου όσα θέλω να μάθω», είπε ο Κυνηγός και η ήρεμη φωνή του ερχόταν σε αντίθεση με τη
βία των πράξεών του. «Μόνο τότε θα σταματήσει ο πόνος. Δε χρειάζεται να κάνεις κάτι παραπάνω».
«Βαρέθηκα να κάνουμε τόσο κόπο για το τίποτα», πρόσθεσε ο άλλος Κυνηγός –πιο ψηλός και πιο
μυώδης– καθώς κλοτσούσε τον ηλικιωμένο άντρα στο στομάχι.
Ακούστηκε ένας πνιχτός, ανατριχιαστικός ήχος. «Σταματήστε. Σταματήστε! Δεν ξέρει τίποτε
άλλο!» φώναξε τότε ο νεότερος άντρας.
«Ξέρει. Πρέπει να ξέρει. Πείτε μας, διαφορετικά θα πεθάνετε. Δεν έχετε άλλες επιλογές».
Ο μυώδης Κυνηγός έκανε ένα βήμα μπροστά και έσκυψε πάνω από τα πρόσωπα των αιχμαλώτων.
«Αν διαλέξετε το θάνατο, δε θα είναι γρήγορος και καλός, καταλάβατε; Θα σας διαμελίσουμε,
κομμάτι-κομμάτι».
«Αφήστε ήσυχο τον πατέρα μου». Ο νεότερος αγκάλιασε τον ηλικιωμένο, προστατεύοντάς τον με
το σώμα του. «Σας ορκίζομαι πως σας είπαμε όλα όσα ξέρουμε. Αφήστε μας να φύγουμε, σας
παρακαλώ».
«Δε μας τα είπατε όλα. Προστατεύετε τους δαίμονες... μπορεί μάλιστα να συνεργάζεστε μαζί
τους».
Λες και περίμενε τον ερχομό του Λούσιεν, η Άνια εμφανίστηκε τότε δίπλα στο μυώδη Κυνηγό
και απλώς έκοψε το λαιμό του πριν εκείνος αντιληφθεί καν την παρουσία της. Το σώμα του έπεσε
σαν άδειο σακί στο έδαφος κι η Άνια χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο στον Λούσιεν, σαν να ήθελε να
του πει: «Κοίτα τι έκανα».
Είχε σκοτώσει μόλις έναν άντρα βίαια, εν ψυχρώ, και είχε λεκιαστεί από το αίμα του. Βλέποντάς
τη να χαμογελά για την πράξη της, ο Λούσιεν ένιωσε ολόκληρο τον κόσμο του να κλονίζεται. Η
Άνια ήταν ένας ελκυστικός, όμορφος άγγελος· αλλά ήταν επίσης ένας φονιάς, όπως εκείνος.
Μολονότι η εικόνα της τον μάγεψε όπως συνήθως, ο Λούσιεν κατάφερε να εκτοξεύσει δύο
στιλέτα εναντίον του δεύτερου Κυνηγού. Το ένα καρφώθηκε στο λαιμό του, το δεύτερο στο μηρό
του. Και τα δυο σημεία μπορούσαν να σκοτώσουν και, αντί να διαλέξει, αποφάσισε πως δύο ήταν
προτιμότερα από ένα. Για καλό και για κακό. Δεν του άρεσε το γεγονός ότι η Άνια βρισκόταν πολύ
κοντά στο κέντρο της δράσης –είτε ήταν αθάνατη είτε όχι. Μπορούσε να πληγωθεί –και η σκέψη
πως κάποιος από τους Κυνηγούς θα την άγγιζε γεννούσε μια βαθιά οργή μέσα του.
«Πίσω σου!» φώναξε ξαφνικά η Άνια.
Ο Λούσιαν στράφηκε, αλλά όχι έγκαιρα. Ένας Κυνηγός ήταν κρυμμένος στις σκιές και του χίμηξε
αθόρυβα. Συγκρούστηκαν και κυλίστηκαν στο έδαφος, ενώ μια λεπίδα πλησίαζε αργά το λαιμό του
Λούσιεν. Ο Κυνηγός δεν έμοιαζε να ανησυχεί που θα τον σκότωνε και θα ελευθέρωνε το δαίμονά
του με καταστροφικές συνέπειες για τον κόσμο. Φαινόταν πως είχε χάσει τα λογικά του και πως το
μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να σκοτώσει.
«Δαιμονόσπορε!» του πέταξε ο αντίπαλός του, λες και τον έφτυνε. «Περίμενα πολύ καιρό τούτη
τη μέρα».
Ο Λούσιεν διακτινίστηκε, κάνοντας τον Κυνηγό να πέσει βαριά στο έδαφος. Αιμορραγώντας,
επανεμφανίστηκε πίσω από τον πεσμένο άντρα, άπλωσε τα χέρια και τσάκισε το σβέρκο του.
Ταυτόχρονα, η Άνια πήρε μορφή δίπλα του και κάρφωσε τον Κυνηγό στο στήθος.
Ο Λούσιεν ανασηκώθηκε λαχανιασμένος και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλοι;»
«Σκότωσα ήδη δύο και δεν έχω δει τους υπόλοιπους». Η Άνια σκούπισε τα ματωμένα χέρια στην
εσθήτα της και οι άλικοι λεκέδες ήρθαν σε έντονη αντίθεση με το άσπιλο λευκό.
Και πάλι, η εικόνα της ήταν περισσότερο ερωτική ακόμα και από τη στιγμή που την είχε ξαπλώσει
στο κρεβάτι του. Μια καλλονή που φαινόταν εύθραυστη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν
θανατηφόρα και θαρραλέα. Μια πριγκίπισσα-πολεμίστρια. Φαινόταν κι εκείνη να εντυπωσιάζεται
από τις αντιδράσεις του, καθώς το βλέμμα της γλιστρούσε λαίμαργα στο σώμα του.
«Καλό σημάδι», του είπε.
Ο Λούσιεν γύρισε αλλού, πριν η Άνια προλάβει να διακρίνει τα σημάδια του ερεθισμού του, και
μελέτησε το περιβάλλον τους. Οι Κυνηγοί είχαν διαλέξει σοφά το συγκεκριμένο κρησφύγετο και το
είχαν οχυρώσει αποτελεσματικά. Υπήρχαν πολλά δωμάτια και διάδρομοι, και ξύλινες δοκοί
στήριζαν τους χωμάτινους, λασπωμένους τοίχους. Στο πίσω μέρος βρισκόταν ένα τραπέζι όπου
στοιβάζονταν σωροί κονσερβών με τρόφιμα και ξύλα για τη φωτιά.
Με την άκρη του ματιού του, είδε την Άνια να σκύβει μπροστά στους αιχμαλώτους, που είχαν
τραβηχτεί όσο πιο μακριά μπορούσαν, ίσως επειδή φοβούνταν πως ο άγγελος-εκδικητής θα έκανε
κακό και σ’ εκείνους. «Μην ανησυχείτε», τους καθησύχασε. «Μου αρέσει να σκοτώνω μόνο
κακούς. Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μένα. Θα σας βγάλουμε από εδώ».
Τι τρυφερότητα! Ακόμα κι ο Λούσιεν γοητεύτηκε.
Από κάποιο διάδρομο άκουσε ένα μουγκρητό, ένα γδούπο και μετά μια διαπεραστική κραυγή
πόνου. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ανθρώπινα ουρλιαχτά ακούστηκαν από τον άλλο διάδρομο –
ουρλιαχτά που κόπηκαν απότομα. Ο Λούσιεν πήδηξε μπροστά από την Άνια, έτοιμος να πολεμήσει
αν εμφανιζόταν κάποιος.
Μετά, ο Πάρις ξεπήδησε από ένα δωμάτιο, με το πρόσωπο κομμένο και μελανιασμένο, κι ο
Λούσιεν χαλάρωσε. «Οι δυο δικοί μου είναι νεκροί», ανακοίνωσε περήφανα –αν και λίγο αδύναμα–
ο πολεμιστής.
Ο Αμούν εμφανίστηκε από την άλλη πλευρά, με τα μάγουλα βαμμένα από το αίμα. Δε μίλησε –δε
μιλούσε ποτέ–, αλλά ένευσε καταφατικά. Είχε εξουδετερώσει και τους δικούς του στόχους.
Ο Στράιντερ κι ο Γκίντεον βρίσκονταν πίσω του, χαμογελώντας κι οι δυο. «Σκότωσα τρεις», είπε
ο Στράιντερ κι ο Λούσιεν πρόσεξε πως κούτσαινε. «Έφαγα μια μαχαιριά στο μηρό, αλλά η νίκη είναι
δική μας».
«Εγώ δεν τα κατάφερα», δήλωσε υπεροπτικά ο Γκίντεον.
«Φαντάζομαι πως οι σπηλιές συνδέονται μεταξύ τους», είπε ο Πάρις. Ρυτίδες άγχους αμαύρωναν
τώρα το υπερβολικά τέλειο πρόσωπό του. Η μάχη πρέπει να είχε εξαντλήσει τις τελευταίες δυνάμεις
του. Συνήθως τέτοια ώρα είχε κάνει έρωτα τουλάχιστον σε δυο γυναίκες –χρειαζόταν τουλάχιστον
δυο γυναίκες για να ικανοποιήσει το δαίμονά του–, αλλά η Ακολασία δεν είχε πάει με γυναίκα μετά
από το αεροπορικό ταξίδι της προηγουμένης.
Η Άνια άφησε τους αιχμαλώτους και πλησίασε τον Λούσιεν, τραβώντας όλα τα μάτια πάνω της.
Κι οι τρεις άντρες πήραν μια κοφτή ανάσα –δέους; Ερεθισμού; Έκπληξης;
«Γιατί είναι αυτή εδώ, που να πάρει;» απόρησε ο Στράιντερ. «Και γιατί μια κατώτερη θεά πολεμά
τους Κυν...»
«Ε! Δεν είμαι κατώτερη!» διαμαρτυρήθηκε η Άνια, χτυπώντας το πόδι της στο έδαφος.
Ο Λούσιεν δεν είχε την ευκαιρία να απαντήσει· ο Θάνατος τον τράβηξε επίμονα, σχεδόν οδυνηρά,
καθώς η ανάγκη του να συγκεντρώσει τις ψυχές ήταν πιο έντονη απ’ όσο συνήθως. Ο Θάνατος
επίσης κλαψούριζε στο μυαλό του, μπερδεμένος, επειδή ήθελε να μείνει δίπλα στην όμορφη Άνια το
ίδιο επίμονα όσο ήθελε και να φύγει.
Ποια δύναμη ασκούσε εκείνη πάνω σ’ αυτό το πλάσμα; Πώς την ασκούσε;
«Θα γυρίσω», είπε. Άφησε τον εαυτό του να οδηγηθεί από τον υλικό κόσμο στον πνευματικό. Θα
μπορούσε να αφήσει πίσω το σώμα του, αλλά δεν ήθελε να βαρύνει τους πολεμιστές με την ευθύνη
της προστασίας του. Οι φίλοι του, ακόμα κι η Άνια, έσβησαν σιγά-σιγά από τα μάτια του.
Έβλεπε μόνο τους Κυνηγούς ξαπλωμένους στο έδαφος, ο καθένας απ’ αυτούς αιματοβαμμένος
και νεκρός. Μέσα στα σχεδόν άψυχα σώματά τους τα πνεύματα αναδεύονταν καθώς τον περίμεναν.
«Άνια», φώναξε. Δεν ήθελε να την αφήσει μόνη με τους άλλους πολεμιστές. Κανένας δεν ήξερε τι
μπορεί να προσπαθούσαν να κάνουν –ιδιαίτερα ο Πάρις.
Εκείνη δεν εμφανίστηκε. Τον είχε ακολουθήσει ξανά σε τούτο τον κόσμο –το ήξερε επειδή είχε
νιώσει την παρουσία της. Γιατί όχι τώρα; Μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της. Έχεις δει την απόδειξη
με τα ίδια σου τα μάτια.
Γρήγορα! Ο Λούσιεν δεν ήταν υπεύθυνος για όλες τις ψυχές στη γη. Σε πολλές επιτρεπόταν να
παραμείνουν και να περιδιαβαίνουν αθέατες τον κόσμο. Πίστευε πως θα τρελαινόταν αν
αναγκαζόταν να περνά όλη τη ζωή του σε τούτο το πνευματικό βασίλειο χωρίς να κάνει τίποτε άλλο
εκτός από το να ταξιδεύει αδιάκοπα ανάμεσα στη γη και τον άλλο κόσμο. Ήδη αποτελούσε μεγάλο
βάρος η ευθύνη όσων είχε ήδη αποφασιστεί ο τελευταίος τόπος ανάπαυσής τους.
Πάντα ένιωθε, βαθιά μέσα του, πού έπρεπε να συνοδεύει τις ψυχές. Μερικές φορές έβλεπε ακόμα
και τις τελευταίες στιγμές στη ζωή των ατόμων –ακόμα κι όταν αυτές χρωματίζονταν είτε από
αηδιαστική σκληρότητα είτε από αλάθητη τρυφερότητα.
Ο Λούσιεν αναστέναξε και μελέτησε τους στόχους του. Μια μαύρη αύρα περικύκλωνε τον
καθένα, αποκαλύπτοντας τη διεφθαρμένη φύση τους. Αυτοί οι άνθρωποι σύντομα θα καίγονταν
στην αιώνια πυρά. Δεν ξαφνιαζόταν· μολονότι μερικοί Κυνηγοί έφταναν στις ουράνιες πύλες, ήξερε
πως αυτοί εδώ προορίζονταν γι’ αλλού. Ήταν εξαιρετικά φανατικοί και είχαν βασανίσει αθώους για
να αποσπάσουν απαντήσεις.
«Αυτή είναι η ειρήνη που αναζητούσατε;» Ο Λούσιεν έφερε την αιθέρια ύπαρξή του κοντά στο
πρώτο πτώμα. Ανοίγοντας τα χέρια και τεντώνοντας τα δάχτυλα, χώθηκε στο εσωτερικό του
στήθους του Κυνηγού. Όταν ένιωσε ένα παγωμένο αντικείμενο, έκλεισε τα δάχτυλα.
Το πνεύμα συνειδητοποίησε πως είχε παγιδευτεί και άρχισε να αντιστέκεται καθώς ο Λούσιεν το
αποσπούσε από το σώμα. Τα μάτια τους αντάμωσαν κι ο Λούσιεν ήξερε πως τα δικά του έλαμπαν με
γαλάζιες-καφέ φλόγες.
«Όχι!» ούρλιαξε το πνεύμα. «Όχι. Άφησέ με να μείνω εδώ».
Οι αμαρτίες αυτού του ανθρώπου παρήλασαν ξαφνικά στη συναίσθηση του δαίμονα και, στη
συνέχεια, του Λούσιεν. Όπως είχε ήδη αποδείξει, αυτός ο άντρας θεωρούσε τον εαυτό του υπεράνω
του νόμου και έσφαζε όλους όσοι στέκονταν εμπόδιο στο δρόμο του –άντρες, γυναίκες, παιδιά–, κι
όλα αυτά στο όνομα ενός καλύτερου κόσμου.
Μπάσταρδε.
Εξακολουθώντας να κρατάει σφιχτά το πνεύμα που διαμαρτυρόταν, διακτινίστηκε στην είσοδο
της κόλασης. Όχι του Άδη –αυτός ο ζοφερός κάτω κόσμος προοριζόταν για κείνους στους οποίους
δεν άξιζαν ούτε τα μαρτύρια της κόλασης ούτε η απόλαυση του παραδείσου. Αυτός ο άνθρωπος
όμως άξιζε τις φλόγες. Μολονότι οι πύλες του βάραθρου με την πυρά ήταν κλειστές, ο Λούσιεν
μπορούσε να νιώσει την έντονη ζέστη που εκτοξευόταν, μπορούσε ν’ ακούσει τη συμφωνία των
ουρλιαχτών βασανισμένων ψυχών και τα δαιμονικά γέλια. Τα πειράγματα. Η αποπνικτική μυρωδιά
του θείου απλωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή.
Έφερνε εδώ τον Μάντοξ κάθε νύχτα για χιλιάδες χρόνια, μισώντας τον εαυτό του και ελπίζοντας
να βρει κάτι για να ανακουφίσει το μαρτύριο του φίλου του –μολονότι ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτα.
Μέχρι που εμφανίστηκε η Άνια. Όπως της άρεσε να του θυμίζει, εκείνη τους είχε σώσει.
«Σε παρακαλώ!» φώναξε το πνεύμα. «Λυπάμαι για...»
«Μην μπαίνεις στον κόπο», το διέκοψε ξερά ο Λούσιεν. Με το πέρασμα των χρόνων, είχε
ακούσει κάθε πιθανή και απίθανη ικεσία από απεγνωσμένες ψυχές. Τίποτα δεν τον άγγιζε.
Τι θα κάνεις αν σε εκλιπαρήσει η Άνια; Τι θα κάνεις τότε;
Ξαφνικά, ο Λούσιεν ήθελε να κάνει εμετό, να σκοτώσει τη σκέψη πως θα έφερνε εδώ ένα τόσο
όμορφο πλάσμα. Όποιο κι αν ήταν το κρίμα της, αμφέβαλλε αν της άξιζε να καεί, να λιώσει η σάρκα
της και να πέσει από το υπέροχο σώμα της –για να αναγεννιέται και να λιώνει ξανά στους αιώνες των
αιώνων.
Ίσως όταν πέθαινε να της επέτρεπαν να περάσει στα ουράνια.
Τουλάχιστον μπορούσε να προσευχηθεί γι’ αυτό.
«Σε παρακαλώ», ούρλιαξε το πνεύμα του Κυνηγού καθώς δυο χοντροί βράχοι άνοιγαν πάνω από
το βάραθρο. Πορτοκαλιές-χρυσές φλόγες πετάχτηκαν ψηλά και η μυρωδιά του θειαφιού έγινε ακόμα
πιο διαπεραστική καθώς αναμειγνυόταν με την οσμή των καμένων μαλλιών και των σάπιων ιστών.
Η αντίσταση του πνεύματος έγινε πιο έντονη.
Όταν ο Λούσιεν είδε δαιμονικά χέρια γεμάτα λέπια να ξεπροβάλλουν από τις φλόγες, όταν
άκουσε τα πειράγματα να γίνονται ανυπόμονα, μοχθηρά γέλια, πέταξε μέσα το πνεύμα. Τα φολιδωτά
άκρα το έπιασαν και το τράβηξαν κάτω. Ακούστηκε μια κραυγή γεμάτη τόσο πόνο που ήταν
εκκωφαντική και μετά οι βράχοι έκλεισαν.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που κρατούσε τους δαίμονες μέσα –ήξερε μόνο ότι κάτι τους εμπόδιζε να
βγουν. Κάτι που δεν είχε τη δύναμη όμως να δεσμεύσει το δαίμονα που ο ίδιος έκρυβε μέσα του –
και γι’ αυτό δεν είχε επιστρέψει στην κόλαση μετά την απόδρασή του από το Κουτί της Πανδώρας.
Χάρη σ’ εσένα.
Αν δεν είχες ανοίξει το κουτί, μπορεί να μη γνώριζες ποτέ την Άνια . Και έτσι θα ήταν καλύτερα,
βιάστηκε να πει στον εαυτό του, μολονότι μια ξαφνική αίσθηση ολοκλήρωσης διέψευσε τη σκέψη
του. Δεν έπρεπε να τον είχαν προστάξει να της κάνει κακό.
Επανέλαβε το ταξίδι για κάθε νεκρό Κυνηγό και, όταν τέλειωσε, άνοιξε τα μάτια και βρέθηκε ξανά
στο υλικό βασίλειο. Τα τοιχώματα της σπηλιάς έκλειναν γύρω του, μαύρα και απωθητικά. Υπήρχε
σιωπή, αλλά δεν έπαιρνε όρκο ότι η ησυχία ήταν προτιμότερη από τις κραυγές του Κάτω Κόσμου.
Το μυαλό του ήθελε να καλύψει κάθε δευτερόλεπτο με σκέψεις της Άνια.
Τον είχε μαγέψει.
Και, όπως πρόσεξε, είχε εξαφανιστεί. Η απογοήτευση τον τύλιξε.
Επειδή καταλάβαιναν τι συνέβαινε, οι άντρες του είχαν συνεχίσει τις δουλειές τους και είχαν
φροντίσει τους αθώους. Εκτός αν το είχε κάνει η Άνια πριν φύγει. Πού είχε πάει άραγε;
«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Πάρις σε έναν από τους αιχμαλώτους. «Για ποιο λόγο;»
«Για τεχνουργήματα», ψέλλισε ο γέρος ανάμεσα από τα πρησμένα του χείλη. «Ανεκτίμητα, θεϊκά,
πανίσχυρα. Το καθένα απ’ αυτά φέρνει όποιον το κρατά πιο κοντά στο Κουτί της Πανδώρας και τον
βοηθά να το ανακτήσει».
Το Κουτί της Πανδώρας . Λόγια που απέσπασαν την απόλυτη προσοχή του. Ο Λούσιεν πλησίασε
την ομάδα. «Πώς θα μας βοηθήσουν τα τεχνουργήματα να βρούμε το κουτί;»
Ο Αμούν στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε, αλλά έστρεψε το κεφάλι του όταν μίλησε ο
Λούσιεν. Ο Στράιντερ έριξε μια ματιά προς το μέρος του, μουρμουρίζοντας: «Χαίρομαι που σε
έχουμε ξανά μαζί μας».
«Η γυναίκα;»
«Ακόμα εδώ είναι», απάντησε ο Γκίντεον, που σήμαινε ότι είχε πραγματικά φύγει.
Ο Λούσιεν πλησίασε τον Αμούν και περίμενε να του εξηγήσει κάποιος.
«Εξαφανίστηκε ακριβώς μετά από σένα», είπε ο Στράιντερ. «Γιατί ξεφυτρώνει κάθε λίγο;»
Ο Λούσιεν δεν απάντησε, επειδή δεν ήξερε τι ήταν εκείνο που παρακινούσε πραγματικά την Άνια.
Μου έλειψες, είχε πει. Έλεγε αλήθεια; Δεν ήξερε. Ήταν τόσο μυστηριώδης όσο και όμορφη. «Ποιοι
είναι αυτοί οι άνθρωποι και πώς θα μας βοηθήσουν τα τεχνουργήματα να βρούμε το κουτί;»
Ο Στράιντερ ανασήκωσε τους ώμους με την απότομη αλλαγή θέματος. «Είναι θνητοί που
αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μελέτη της μυθολογίας. Και δεν ξέρω... είναι η απάντηση για τη δεύτερη
ερώτηση».
«Μπορούμε να γυρίσουμε στο σπίτι;» ρώτησε ο νεότερος άντρας. Τα καστανά μάτια του ήταν
υγρά. «Σας παρακαλώ».
«Σύντομα», του υποσχέθηκε ήρεμα ο Λούσιεν. «Απλώς, θέλουμε να μάθουμε τι είπατε στους
Κυνηγούς».
«Ποιους κυνηγούς;» ρώτησαν κι οι δυο μαζί.
«Στους άντρες που σας αιχμαλώτισαν».
«Καθάρματα», πέταξε ο νεότερος. «Σχεδιάζετε να μας σκοτώσετε αφού σας πούμε;»
«Όχι», του απάντησε ο Στράιντερ γελώντας. «Για ρίξε μια ματιά σ’ εσένα και σ’ εμένα. Δε
συνηθίζω να σκοτώνω ανήμπορους ανθρώπους».
Ο γέρος ξεροκατάπιε κι άνοιξε το στόμα του.
«Μη μιλήσεις», του σύστησε ο γιος του.
«Μην ανησυχείς, θα τους πω». Ο μεγαλύτερος σε ηλικία αιχμάλωτος πήρε μια βαθιά ανάσα
ανάμεσα από τα κομμένα και ματωμένα χείλη του. «Σύμφωνα με τους αρχαίους θρύλους, υπάρχουν
τέσσερα τεχνουργήματα. Ο Παντεπόπτης Οφθαλμός, ο Μανδύας της Αφάνειας, το Κλουβί του
Καταναγκασμού και η Ράβδος του Διαχωρισμού».
Δύο από αυτά ξυπνούσαν μια μακρινή ανάμνηση στον Λούσιεν και τον έκαναν να χαίρεται. Τα
άλλα δύο ήταν άγνωστα και τον έκαναν να απορεί. Αλλά αυτό που τον αγανακτούσε περισσότερο
ήταν η ειρωνεία της κατάστασης. Αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν δίκιο, ήξεραν περισσότερα για τον
κόσμο όπου κάποτε κατοικούσε απ’ όσα ήξερε ο ίδιος, αν και πρώην στρατιώτης των θεών.
«Μίλησέ μου γι’ αυτά. Σε παρακαλώ».
Ο άντρας συνέχισε, με το φόβο να σκιάζει τα μάτια του: «Μερικοί θρύλοι λένε πως και τα
τέσσερα ανήκαν στον Κρόνο, ενώ άλλοι λένε πως το καθένα ανήκε σε διαφορετικό Τιτάνα. Οι
περισσότερες αναφορές συμφωνούν πως, όταν ο Δίας νίκησε τον Κρόνο, τα σκόρπισε σε όλο τον
κόσμο για να αποτρέψει τη χρήση τους στο μέλλον από τον πρώην βασιλιά των θεών, αν κατάφερνε
κάποτε να δραπετεύσει από τη φυλακή του. Επειδή μια προφητεία έλεγε πως οι Τιτάνες θα
κατέστρεφαν τελικά τους Έλληνες θεούς για πάντα».
Τότε γιατί ο Δίας δεν είχε σκοτώσει τον Κρόνο αντί να τον φυλακίσει; Και γιατί ο Κρόνος δεν είχε
σκοτώσει το Δία μετά την απόδρασή του; Γιατί προτίμησε να τον φυλακίσει; Άντε να βγάλεις άκρη
με τους θεούς. Ο Λούσιεν σκέφτηκε πως δε θα τους καταλάβαινε ποτέ, ακόμα κι αν αφιέρωνε
χρόνια στη μελέτη τους όπως είχαν κάνει αυτοί οι θνητοί. «Τι άλλο ξέρετε για τα τέσσερα
τεχνουργήματα;»
Ο νεότερος άντρας ανασήκωσε τους ώμους του, συνεχίζοντας την ιστορία: «Ο Παντεπόπτης
Οφθαλμός εξασφαλίζει εικόνες του άλλου κόσμου, φωτίζοντας το σωστό μονοπάτι. Ο Μανδύας
κρύβει αυτόν που τον φορά από αδιάκριτα μάτια. Η Ράβδος μπορεί να χωρίζει τα νερά του ωκεανού,
μολονότι είναι κάτι που αμφισβητείται, και το Κλουβί αιχμαλωτίζει όποιον κλειδώνεται μέσα του.
Όπως είπαμε πιο πριν, και τα τέσσερα είναι απαραίτητα για να βρεθεί και να αποκτηθεί το κουτί –
τουλάχιστον σύμφωνα με το θρύλο–, αλλά δεν ξέρουμε το γιατί».
«Και πού βρίσκονται τώρα αυτά τα τεχνουργήματα;» βιάστηκε να ρωτήσει ο Πάρις. Όλοι οι
πολεμιστές συγκεντρώθηκαν γύρω από τους δυο θνητούς, περιμένοντας την απάντησή τους.
Ο γέρος αναστέναξε καθώς έκανε ένα βήμα πίσω, θαρρείς και φοβόταν πως οι άντρες θα
εξοργίζονταν με τα επόμενα λόγια του. «Και πάλι, δεν ξέρουμε». Γέλασε πικρόχολα. «Τα
αναζητούμε εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δε βρήκαμε την παραμικρή ένδειξη ότι υπάρχουν
πραγματικά».
«Γι’ αυτό μας έφεραν εδώ εκείνα τα καθάρματα», πρόσθεσε ο νεότερος. «Για να τους
βοηθήσουμε να εντοπίσουν στοιχεία».
«Βρήκαν κάτι;» ρώτησε ο Λούσιεν.
«Όχι». Ο νεαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Και κάθε μέρα που περνούσε εκνευρίζονταν
όλο και περισσότερο. Έχουν βάλει άντρες παντού, σε όλο τον κόσμο, να ψάχνουν. Μολονότι θα
ήθελα πολύ να συμβαίνει το αντίθετο, αμφιβάλλω αν τα τεχνουργήματα υπάρχουν στην
πραγματικότητα. Αν υπήρχαν, θα τα είχαμε βρει μέχρι τώρα».
Ο Λούσιεν ήξερε πως οι Κυνηγοί βρίσκονταν παντού, αλλά δεν είχε ακούσει για τα
τεχνουργήματα. Ουσιαστικά, το λάθος ήταν δικό του. Για ολόκληρους αιώνες είχε αποκοπεί
σκόπιμα από τον κόσμο, αποφασισμένος να ζήσει μόνος στον πύργο του, καθώς ο ουρανός
αποτελούσε μια μακρινή, πικρή ανάμνηση. Ποτέ ξανά.
Ο Κρόνος έπρεπε να θέλει πίσω τα τεχνουργήματα. Απεγνωσμένα. Ίσως ο Λούσιεν μπορούσε να
εκμεταλλευτεί το συγκεκριμένο γεγονός προς όφελός του. Σημείωσε στο μυαλό του να επισκεφθεί
τον Σαβίν και τους πολεμιστές στη Ρώμη για να τους ειδοποιήσει. «Μόνο αυτά ξέρετε;» ρώτησε
τους θνητούς.
Κι οι δυο ένευσαν επιφυλακτικά.
«Είμαστε ευγνώμονες για τις πληροφορίες. Και τώρα θα σας πάω στο σπίτι σας», δήλωσε
τυλίγοντας τα δάχτυλά του γύρω από έναν καρπό του καθενός.
«Το σπίτι μας είναι στην Αθήνα», είπε ο νεότερος άντρας με φωνή που έτρεμε από την ελπίδα.
«Μένουμε μαζί και μπορούμε να γυρίσουμε χωρίς βοήθεια».
Δάκρυα ανακούφισης κύλησαν στα μάγουλα του γέρου.
«Σας ευχαριστούμε. Είστε... είστε από εκείνους; Τους αθάνατους; Σε είδα να εξαφανίζεσαι λίγο
πριν».
«Δώσε μου τη διεύθυνση», συνέχισε ο Λούσιεν, προσποιούμενος ότι δεν είχε ακούσει την
ερώτηση. «Θα σας πάω εκεί».
Όταν ο γέρος τού είπε με δέος στα μάτια, εκείνος τους διακτίνισε ως εκεί.
Και ξαφνιάστηκε βλέποντας πως η Άνια περίμενε στο σπίτι τους· έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στο
λιτό αλλά άνετο σαλόνι. Κανένα συναίσθημα δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό της όταν τον είδε.
«Θα σβήσω τη μνήμη τους», είπε η Άνια κι η φωνή της ακουγόταν και πάλι χωρίς συναίσθημα.
«Δε θα θυμούνται τίποτα από τους Κυνηγούς και από τους Άρχοντες».
Μολονότι ο Λούσιεν δεν το ήθελε, ενθουσιάστηκε μόλις την αντίκρισε κι ένιωσε ευγνωμοσύνη
όταν διαπίστωσε πως σχεδίαζε ακόμα να τον βοηθήσει. Ωστόσο, διακτινίστηκε πίσω στο νησί χωρίς
να προφέρει λέξη. Η μία λέξη θα οδηγούσε στην άλλη και τελικά σε μια παράκληση –φίλησέ με,
άγγιξέ με, σε παρακαλώ–, και τότε ο Λούσιεν θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον Κρόνο. Δε θα
σκοτώσω εκείνη, θα σκοτώσω εσένα. Επειδή εκείνη τη στιγμή ο Λούσιεν δεν ενδιαφερόταν για τις
κατάρες που θα εκτόξευε ο Κρόνος εναντίον του ίδιου και των φίλων του. Δεν ενδιαφερόταν αν ο
βασιλιάς των θεών θα τον έκανε να υποφέρει για πάντα.
Χωρίς την Άνια, θα υπέφερε έτσι κι αλλιώς.

Κεφάλαιο 6
«Να ξυρίσω, λέει, το κεφάλι μου!» μουρμούρισε η Άνια, σκυθρωπή. Πώς θα αντιδρούσε ο Λούσιεν
αν το ξύριζε πραγματικά; Αν εμφανιζόταν μπροστά του φαλακρή; Πιθανότατα να την αποκαλούσε
«άσχημη» και «εύπιστη» και θα της αντιστεκόταν ακόμα περισσότερο. «Ηλίθιε».
Κι όμως, ανόητη όπως ήταν, της έλειπε.
Όταν ο Λούσιεν πέρασε στον κόσμο των πνευμάτων για να συνοδεύσει εκείνες τις ψυχές μέχρι
την κόλαση, η Άνια διακτινίστηκε στο σπίτι των θνητών γνωρίζοντας πως κι εκείνος θα έφτανε
σύντομα. Μόλις τον είδε, παραλίγο να πέσει στην αγκαλιά του, νιώθοντας ανακούφιση που ήταν
υγιής και αρτιμελής: το πρόσωπο και ο λαιμός του θεραπεύονταν ήδη. Είχε καταφέρει να
συγκρατηθεί και, παράλληλα, να συγκρατήσει τα συναισθήματά της.
Στη συνέχεια η Άνια επέστρεψε στην ακτή της στη Χαβάη, αλλά ένιωθε τον πόνο της απόρριψης
μέχρι το μεδούλι. Τώρα περπατούσε δίπλα στο νερό, τινάζοντας αστραφτερή άμμο προς κάθε
κατεύθυνση, ενώ τα μαλλιά της κρέμονταν στην πλάτη της, υγρά και κατσαρά. Ο ήλιος έκαιγε,
χαϊδεύοντας το δέρμα της. Κύματα τύλιγαν και αγκάλιαζαν την ξανθή άμμο και την έπαιρναν μαζί
τους –κι όλα τα συναισθήματα που είχε παραγκωνίσει προσωρινά τύλιγαν και αγκάλιαζαν τώρα
εκείνη, απειλώντας να την παρασύρουν με την ίδια αποφασιστικότητα.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να τον βοηθήσω».
Και τι είχε κερδίσει για τη γενναιοδωρία της; Ο Λούσιεν προσποιήθηκε πως την ήθελε, την
αλυσόδεσε στο κρεβάτι του –και μετά εξαφανίστηκε. Αυτό εξακολουθούσε να την πονά. Τον ήθελε
απεγνωσμένα κι εκείνος δεν έβλεπε την ώρα να απομακρυνθεί από κοντά της. «Είμαι εντελώς
ηλίθια».
Γιατί δεν μπορούσε να τον ξεχάσει;
Κανένας άντρας δεν την είχε επηρεάσει τόσο πολύ και, παρά την κατάρα της, είχε γνωρίσει
πολλούς. Όλοι ήταν θνητοί, διασκεδαστικοί για όσο της πρόσφεραν τις φιλοφρονήσεις που η Άνια
λαχταρούσε τόσο πολύ από τους θεούς –αλλά τους περισσότερους τους είχε ξεχάσει πολύ γρήγορα.
Οι πιο σημαντικοί είχαν γίνει φίλοι της, μολονότι είχε αρνηθεί να κοιμηθεί μαζί τους.
Ένας-ένας, είχαν πεθάνει. Μολονότι η φιλία τους δεν ήταν στενή, ο χαμός τους την πλήγωσε και η
θνητότητά τους ήταν μια αδυναμία που μισούσε. Τώρα πια δεν έκανε παρέα με θνητούς και μερικά
βράδια ένιωθε τόση μοναξιά ώστε κοιμόταν με το αρκουδάκι που είχε κλέψει από τα εγκαίνια ενός
μεγάλου καταστήματος παιχνιδιών.
Με τον Λούσιεν δεν ένιωθε μοναξιά, αλλά έξαψη. Κάθε στιγμή μαζί του ήταν μια έκπληξη. Κι
εκείνος δεν ήθελε καμιά σχέση μαζί της.
Γκρρρρ! Από τώρα και μετά, θα έμενε μακριά του και θα τον έκανε να την αναζητήσει εκείνος.
Έτσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή θα ερχόταν, αν αποφάσιζε να υπακούσει στον Κρόνο. Ωστόσο η
υπομονή δεν αποτελούσε ποτέ τη μεγαλύτερη αρετή της και, παρά την απόφασή της, όσο περνούσε
η μέρα συνειδητοποιούσε πως λαχταρούσε να τον ξαναδεί.
«Δεν είμαι εντελώς ηλίθια. Είμαι αδιόρθωτα ηλίθια».
Παρακολουθώντας τον Λούσιεν να πολεμά, είχε νιώσει πως ήταν το πιο σέξι πλάσμα που είχε δει
στη ζωή της. Διέθετε θανατηφόρα δύναμη και ήταν ο Θάνατος προσωποποιημένος –γρήγορος και
αποτελεσματικός, καθώς εκτόξευε εκείνα τα στιλέτα. Τα αταίριαστα μάτια του είχαν λάμψει με την
υπόσχεση της αιώνιας καταδίκης –κάτι που η Άνια είχε βρει ακαταμάχητο.
Και εξακολουθούσε να νιώθει το ίδιο.
Της άρεσε να πολεμά μαζί του. Απολάμβανε τη συντροφιά του κι ένιωθε ανία όταν χώριζαν.
Ειλικρινά, όλα αυτά ήταν παράλογα. Ο Λούσιεν φαινόταν τόσο σκυθρωπός που, κανονικά, έπρεπε
να είναι πληκτικός. Κι όμως τη διασκέδαζε, την προκαλούσε και την έκανε να αισθάνεται ζωντανή.
Περίεργο, αφού φιλοξενούσε μέσα του το Θάνατο.
Άραγε ένιωθε κάτι για κείνη; Οτιδήποτε άλλο πέρα από δυσφορία και εκνευρισμό; Αν ναι, τότε το
έκρυβε πολύ καλά. Εκτός από τις στιγμές που τη φιλούσε· τότε γινόταν ένας εντελώς διαφορετικός
άντρας. Φλογερός και τρυφερός, λίγο ανεξέλεγκτος. Τη φιλούσε με ολόκληρο το σώμα του, την
πλημμύριζε με πόθο κι εκείνο το άρωμα των τριαντάφυλλων.
«Ποιον πάω να κοροϊδέψω; Θα γυρίσω κοντά του».
Ο Κρόνος είχε διαλέξει σοφά τον εκτελεστή της. Δεν μπορούσε να μείνει μακριά του, δεν ήθελε
να μείνει εκείνος μακριά της και μπορεί να τον άφηνε ξανά να προσπαθήσει να τη σκοτώσει μόνο
και μόνο για ένα του φιλί.
«Μπορεί να το διασκεδάσω», μουρμούρισε και διακτινίστηκε.

Η μυρωδιά της φράουλας ήταν εκείνη που ειδοποίησε αρχικά τον Λούσιεν για την παρουσία της
Άνια όταν ο πολεμιστής πήρε σάρκα και οστά στο ελληνικό νησί μετά τη συνοδεία μερικών ψυχών
στον άλλο κόσμο. Είχε σημειωθεί ένα τροχαίο δυστύχημα στις Ηνωμένες Πολιτείες· ένας
μεθυσμένος οδηγός είχε πέσει πάνω σε λεωφορείο που μετέφερε μια χαρούμενη ομάδα πιστών σε
μια εκκλησιαστική εκδήλωση –όλοι τους είχαν πεθάνει.
Τι κρίμα. Ευτυχώς, τα συναισθήματά του ήταν τόσο πολύ μουδιασμένα ώστε ακόμα και τα νεκρά
παιδιά δεν κατόρθωναν να τον επηρεάσουν. Δεν έπρεπε να επιτρέψει κάτι τέτοιο· αντιμετώπιζε
τόσους θανάτους ώστε, αν τον επηρέαζαν, θα γινόταν ράκος.
Είσαι ράκος ακόμα και τώρα, επειδή σκέφτεσαι την Άνια.
Η σκέψη προερχόταν από εκείνον, αλλά ο δαίμονάς του αντέδρασε αμέσως.
Χρειάζεσαι κι άλλο φιλί.
Ο Λούσιεν δεν ξαφνιάστηκε τούτη τη φορά. Κάθε φορά που πλησίαζε εκείνη η γυναίκα, ο
Θάνατος μουρμούριζε με ενθουσιασμό σαν ανυπόμονο γατάκι –ένα φαινόμενο που εξακολουθούσε
να μην κατανοεί. Γιατί τη θέλεις; Δεν άντεχε τη σκέψη πως κάποιος άλλος, ακόμα κι ο δαίμονας, τη
λαχταρούσε όσο κι εκείνος.
Έχει εξαίσια γεύση.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.
Όλο και περισσότερο, ο Λούσιεν μπορούσε να νιώσει την οργή του Κρόνου να στρέφεται
εναντίον του. Ήταν ένα κάψιμο στο στομάχι, ένας στρόβιλος στην ψυχή του. Ο βασιλιάς των θεών
δε θα περίμενε για πολύ ακόμα και σύντομα θα τον καταριόταν, αν δεν κατάφερνε να υλοποιήσει το
θέλημά του. Ή θα καταριόταν τους φίλους του.
Ωστόσο, η σκέψη και μόνο πως θα έβλεπε ξανά την Άνια άναβε μια ανεξήγητη φωτιά μέσα του,
παραμερίζοντας τη σκέψη τόσο του θανάτου της όσο και της τιμωρίας του. Μετά από εκείνη τη μάχη
με τους Κυνηγούς, πριν από δυο μέρες, δεν την είχε πλησιάσει κι εκείνη δεν είχε εμφανιστεί
μπροστά του. Του έλειπε τόσο, όσο ισχυριζόταν και η ίδια ότι της έλειπε.
Ο Λούσιεν ερεύνησε το Ναό του Πανθέου για να εντοπίσει κάποιο ίχνος της. Είδε κίονες
καλυμμένους με λειχήνες, είδε σωρούς από σπασμένες πέτρες και κοιλώματα με κρυστάλλινα νερά.
Πουθενά η Άνια.
Πολλές φορές την είχε φανταστεί εδώ. Στο μυαλό του, οι κίονες ήταν κάτασπροι και
αστραφτεροί, με πλούσιο σμαραγδένιο κισσό και εξασφάλιζαν το τέλειο φόντο για την εξωτική
ομορφιά της. Στο μυαλό του, τα κοιλώματα γίνονταν λιμνούλες όπου η Άνια συνήθιζε να παίζει.
Γυμνή.
«Άνια», φώναξε.
Καμιά απάντηση.
Περίμενε αρκετά δευτερόλεπτα και μετά φώναξε ξανά το όνομά της.
Και πάλι, καμιά απάντηση.
«Ξέρω πως είσαι εδώ».
Τίποτα. Τι παιχνίδι έπαιζε τώρα;
Προσπάθησε να μη συνοφρυωθεί, έσκυψε πάνω από ένα σωρό άμμου και μετατόπισε τους
κόκκους. Αν δεν μπορούσε να την πείσει να εμφανιστεί, τουλάχιστον μπορούσε να αναζητήσει
ενδείξεις της ύπαρξης των τεσσάρων τεχνουργημάτων.
Κάτι απαλό χάιδεψε τότε την ωμοπλάτη του και η μυρωδιά της φράουλας έγινε πιο έντονη,
πλημμυρίζοντας τα ρουθούνια του και ερεθίζοντάς τον· δε γύρισε, δεν αποκάλυψε τα συναισθήματά
του. Τουλάχιστον εξωτερικά· μέσα του, έτρεμε.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Άνια καθώς, επιτέλους, εμφανιζόταν.
Ο Λούσιεν αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται από τη λαχτάρα κι εστίασε το βλέμμα του
πάνω της. Μεγαλοδύναμοι θεοί! Τα ρούχα της... Ξεροκατάπιε. Η Άνια ακουμπούσε σε έναν από τους
πανύψηλους λευκούς κίονες. Πέτρες που κατέρρεαν και μαρμάρινοι τοίχοι εκτείνονταν γύρω της και
περίτεχνα μοτίβα πλαισίωναν το τέλειο αγγελικό πρόσωπό της. Τούφες μαλλιών τη χάιδευαν κι ο
Λούσιεν βίωσε μια στιγμιαία έκρηξη ζήλιας.
Ήθελε τα δικά του δάχτυλα να τη χαϊδεύουν.
Φορούσε μια διάφανη άσπρη εσθήτα –πόσες δεκάδες είχε στην γκαρνταρόμπα της;– που κάλυπτε
μόνο τον έναν ώμο, αφήνοντας τον άλλο ελεύθερο στα φιλιά του ήλιου. Μια πλεχτή χρυσή ζώνη
τυλιγόταν στη μέση της και αγκάλιαζε τις καμπύλες της. Ένα σκίσιμο εκτεινόταν σε ολόκληρο το
μήκος του μηρού της και αποκάλυπτε ατέλειωτους πόντους λείου, κρεμώδους δέρματος καθώς και
την υποψία ενός λευκού σλιπ.
Ξαφνικά, ο Λούσιεν δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Με τον ήλιο ακριβώς πίσω της, μπορούσε να
διακρίνει το περίγραμμα των θηλών της, που είχαν επίσης το χρώμα της φράουλας.
Φράουλα. Μια λέξη που θα συνδύαζε για πάντα με την Άνια.
Κάν’ τη να φύγει. Είναι ένας αντιπερισπασμός που δεν πρέπει να ανεχτείς.
Κάν’ τη να μείνει! μούγκρισε ο δαίμονας.
Μακάρι να μπορούσε. «Έχουν μείνει μόνο λίγες ώρες πριν πέσει το σκοτάδι, γι’ αυτό...» Η φωνή
του ακούστηκε βραχνή.
Στα γαλανά βάθη των ματιών της φάνηκε μια περίεργη λάμψη. Ο Λούσιεν μάντεψε πως την
πλήγωνε. «Γι’ αυτό... πάρε δρόμο; Αυτό θέλεις να μου πεις;»
«Ναι». Εκείνος στράφηκε αλλού –έτσι είναι καλύτερα, το ξέρεις– και σήκωσε μια ακόμα χούφτα
άμμου.
Φίλησέ τη. Φίλησεφίλησεφίλησε.
Έσφιξε τα δόντια του.
Πέρασε μια στιγμή απόλυτης σιωπής. «Χμμμ. Δεν κάνεις καθόλου φρόνιμα που μου προσφέρεις
την πλάτη σου», του πέταξε εκείνη μετά από λίγο.
«Οι άλλοι πολεμιστές βρίσκονται εδώ κοντά». Είχαν σκορπίσει παντού στο νησί, αρκετά κοντά
για να τον ακούσουν αλλά όχι τόσο ώστε να αντιμετωπίσουν μια άμεση απειλή. «Θα αφήσω
εκείνους ν’ ανησυχούν για τα νώτα μου», είπε ψέματα ο Λούσιεν. Η αλήθεια ήταν πως δεν
μπορούσε να την αντικρίσει ξανά· ξυπνούσε κάθε λογής συναισθήματα μέσα του. Συναισθήματα
που θα προτιμούσε να μην έχει.
«Καλά, λοιπόν. Δε θα μου χιμήξεις ή κάτι τέτοιο; Είμαι νούμερο ένα στη λίστα των υποψήφιων
για εκτέλεση, έτσι δεν είναι;»
«Αργότερα. Τώρα έχω δουλειά». Την ένιωσε να μετατοπίζεται και άκουσε μια πέτρα να πέφτει.
Ήθελε να κοιτάξει, αλλά δεν το έκανε. Αν της έριχνε άλλη μια ματιά, μπορεί να μην τραβούσε ποτέ
το βλέμμα του από πάνω της. Μπορεί να της χιμούσε, όπως είχε πει η ίδια, αλλά όχι για να τη
σκοτώσει. Θα τη φιλούσε, όπως ακριβώς λαχταρούσε ο Θάνατος. Ξανά και ξανά. Μέχρι να
εξαφανιστούν τα ρούχα τους και να ενωθεί μαζί της.
Εκείνη τη στιγμή, το σώμα του ήταν τόσο ερεθισμένο που νόμιζε πως θα σκάσει.
«Λούσιεν», φώναξε ο Πάρις πίσω από τον απέναντι τοίχο του ναού κι η φωνή του ακούστηκε
φορτισμένη από υπερένταση.
Ο Λούσιεν ανασηκώθηκε, αλλά και πάλι δεν αντίκρισε την Άνια. «Ναι;»
«Μυρίζομαι γυναίκα. Τη δική σου γυναίκα».
«Μείνε εκεί που είσαι». Δεν ήθελε οι άλλοι να τη δουν έτσι. «Όλοι σας. Συνεχίστε να ψάχνετε
μήπως βρείτε κάτι που θα μας στείλει στη σωστή κατεύθυνση».
Ο Πάρις μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στα δόντια του. «Τυχεράκια», τον πείραξε ο Στράιντερ. Ο
Αμούν κι ο Γκίντεον δεν απάντησαν.
«Φαίνεται πως, τελικά, δε θα ανησυχούν για τα νώτα σου», παρατήρησε η Άνια και η φωνή της δε
φανέρωνε το παραμικρό συναίσθημα.
Δεν του άρεσε καθόλου όταν γινόταν τόσο ανεξιχνίαστη· φοβόταν πως το έκανε για να
προστατευτεί από τον πόνο. Πόνο που προκαλούσε ο ίδιος.
«Δηλαδή ψάχνετε τεχνουργήματα, ε;»
«Μην προσποιείσαι την ανυποψίαστη. Εσύ μας έστειλες εδώ». Ο Λούσιεν έσκυψε ξανά και
μετακίνησε μια μεγάλη ασημένια πέτρα, βρίσκοντας βότσαλα και ένα νεκρό μύδι από κάτω. Έσφιξε
τα δόντια, νιώθοντας ανυπόμονος και λίγο ανόητος. Ποιος πολεμιστής έπαιζε με την άμμο;
«Αυτός ο ναός ήταν θαμμένος κάτω από τη θάλασσα για χιλιάδες χρόνια», τον πληροφόρησε η
Άνια. «Το θαλασσινό νερό πρέπει να παρέσυρε έτσι κι αλλιώς κάθε στοιχείο του παρελθόντος».
«Ίσως έχει μείνει κάτι». Έπρεπε να το πιστέψει.
«Νόμιζα πως η ακριβή σας η Άσλιν σου είπε πως η Λερναία Ύδρα φρουρούσε το κουτί»,
μουρμούρισε η Άνια και αυτή τη φορά η φωνή της ακούστηκε κοροϊδευτική.
Ναι, η Άσλιν πράγματι είχε ακούσει κάτι για τη Λερναία Ύδρα στα ταξίδια της με το Διεθνές
Ινστιτούτο Παραψυχολογίας. Αλλά γιατί η Άνια είχε μιλήσει κοροϊδευτικά για κείνη; Κάποτε
βοηθούσε την Άσλιν και φαινόταν να τη συμπαθεί. Δεν έχει σημασία.
Σύμφωνα με πολλές πηγές, η Λερναία Ύδρα είχε πολλά κεφάλια και δηλητηριώδη αναπνοή.
Όπως ανέφερε ο θρύλος, ο Ηρακλής την είχε σκοτώσει στη λίμνη Λέρνα, αλλά η Άσλιν ισχυριζόταν
πως την είχαν ξαναδεί με το πέρασμα των χρόνων, πάντα σε διαφορετική τοποθεσία –στην Αρκτική,
στην Αίγυπτο, στην Αφρική, στη Σκοτία, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι άνθρωποι την
αποκαλούσαν Νέσι, Μεγαλοπόδαρο και ένα σωρό άλλα ονόματα. Μόνο οι θνητοί είχαν την
ικανότητα να μη βλέπουν κάτι που βρισκόταν κάτω από τη μύτη τους.
Ένα μέρος του Λούσιεν ήθελε να εγκαταλείψει αυτόν το ναό και να ψάξει σε κάποια από αυτές τις
τοποθεσίες –επειδή, αν κατάφερνε να βρει τη Λερναία Ύδρα, ίσως κατάφερνε να βρει και το κουτί.
Ίσως κατάφερνε να το καταστρέψει τελικά και να εμποδίσει τους Κυνηγούς –ακόμα και τους θεούς–
να παγιδεύσουν τους δαίμονες και να σκοτώσουν εκείνον και τους άλλους Άρχοντες.
Ωστόσο, η περιέργεια τον κράτησε εκεί. Οι Τιτάνες είχαν βγάλει για κάποιο λόγο αυτόν το ναό
από τα βάθη της θάλασσας. Ναι, σχεδίαζαν να επιστρέψουν τους ανθρώπους στα χρόνια της
λατρείας και των θυσιών, αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα. Έπρεπε να υπάρχει· για ποιον άλλο λόγο οι
Κυνηγοί έψαχναν με τόση μανία;
«Μου αρέσουν τα κυνήγια των θησαυρών», μουρμούρισε η Άνια αποσπώντας ξανά την προσοχή
του. «Είναι πολύ συναρπαστικά».
«Δε θέλω να μας βοηθήσεις».
Μια παύση. Και μετά, απρόσμενα, η Άνια βρέθηκε να στέκεται δίπλα του και τα μαλλιά της να
χαϊδεύουν το γυμνό του μπράτσο. Είχε βγάλει την μπλούζα του πριν από μια ώρα, επειδή ο ήλιος
ήταν πολύ λαμπερός και πολύ καυτός. Ο ιδρώτας κυλούσε στους γυμνασμένους μυς του στομαχιού
του και έκανε τα μαλλιά του να κολλούν στο δέρμα του. Αναγκάστηκε να σφίξει τα δόντια του για
να συγκρατηθεί, επειδή η επαφή μαζί της –ακόμα κι αυτή η ανεπαίσθητη επαφή– τον ερέθιζε
απίστευτα.
«Γιατί δε θέλεις να σας βοηθήσω;» τον ρώτησε εκείνη κι ένα παράπονο ξεχώριζε στη βραχνή
φωνή της. Είχε σουφρώσει ναζιάρικα τα χείλη της. Θεοί, πόσο αγαπούσε αυτό το σούφρωμα των
χειλιών της! «Μέχρι τώρα, έχω αποδείξει πως είμαι ανεκτίμητη».
Ο Λούσιεν, ο ανόητος, τόλμησε τελικά να ρίξει μια ματιά προς το μέρος της. Είδε πρώτα το σλιπ
της κι αναγκάστηκε να καταπιεί ένα κύμα πόθου. Ανάγκασε το βλέμμα του να συνεχίσει την
ανηφορική πορεία του και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν αντάμωσε τα δικά της μάτια. Ήταν πολύ
όμορφη. Σηκώθηκε και τα αναθεματισμένα τα πόδια του έτρεμαν.
Η ματιά της έπεσε αμέσως στο στήθος του, στο τατουάζ της μαύρης πεταλούδας που απλωνόταν
στο στέρνο και στον ώμο του. Ο Λούσιεν ξεροκατάπιε πάλι κι αναγκάστηκε να κοιτάξει μακριά. Η
Άνια εξέπεμπε έναν πόθο ανάλογο με τον δικό του –δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Μέχρι
που άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει, αλλά συγκρατήθηκε και το κατέβασε.
Κάν’ το. Άγγιξέ με . Είχαν περάσει πολλές μέρες από την τελευταία φορά που είχε νιώσει τη φωτιά
των ακροδάχτυλών της.
Αλλά εκείνη δεν τον άγγιξε. «Είναι όμορφη», παρατήρησε δείχνοντας την πεταλούδα.
«Ευχαριστώ». Η απογοήτευση τον πλημμύρισε όταν η Άνια δεν άπλωσε ξανά το χέρι της, αλλά
ήξερε πως αυτό ήταν προτιμότερο. «Τη μισώ», παραδέχτηκε.
«Αλήθεια; Γιατί;»
«Είναι το σημάδι του δαίμονα. Όταν χώθηκε ο Θάνατος στο σώμα μου, το τατουάζ εμφανίστηκε
αυτόματα».
«Λοιπόν, σε πληροφορώ ότι τραβάει τα κορίτσια σαν μαγνήτης. Μπορεί να κάνω κι εγώ τατουάζ.
Ένα στιλέτο ή ακόμα και αγγελικά φτερά. Α, το βρήκα. Θα κάνω κι εγώ μια ίδια πεταλούδα. Θα
είμαστε σαν δίδυμοι!»
Η Άνια με τατουάζ. Ένα σχέδιο που τις γραμμές του σκίτσου θα ακολουθούσε με τη γλώσσα του.
Ξεροκατάπιε. Άγγιξέ με. Σε παρακαλώ, άγγιξέ με. «Για να απαντήσω στην προηγούμενη ερώτησή
σου, δε θέλω να μας βοηθήσεις επειδή θα αποσπάσεις την προσοχή μας από το στόχο μας», είπε
περισσότερο έντονα απ’ όσο ήθελε. Ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο
εκτός από τη μυρωδιά της και την ομορφιά της κάθε φορά που τον πλησίαζε. «Λυπάμαι».
Τα μάτια της στράφηκαν απότομα στα δικά του. «Δε λυπάσαι καθόλου, αλλά καλά να πάθεις»,
του απάντησε ξερά και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Τώρα δε θα σου πω πού βρίσκεται το
κουτί».
Την επόμενη στιγμή, τα δάχτυλά του έσφιγγαν το μπράτσο της. «Ξέρεις πού βρίσκεται;»
Η Άνια έπιασε τους καρπούς του και τους έσφιξε. Όχι για να τον απωθήσει, αλλά για να τον
κρατήσει εκεί. «Αν ήξερα, θα σταματούσες τις προσπάθειες να με σκοτώσεις;»
«Όχι».
Κάνοντας ένα μορφασμό, η Άνια χτύπησε το πόδι της στο έδαφος –μια ενέργεια που έκανε τα
στήθη της να χοροπηδήσουν απαλά πάνω στο μπράτσο του. «Δεν ξέρω καν γιατί χάνω την ώρα μου
μαζί σου».
«Το έχεις ξαναπεί».
«Είναι τόσο σημαντικό ώστε αξίζει να το πω δυο φορές».
Ο Λούσιεν αναστέναξε. «Άνια, γιατί είσαι εδώ;»
Η έκφρασή της έγινε πεισματάρικη. «Δε σε αφορά, Ευωδιαστέ».
«Προσπαθείς να με καλοπιάσεις έτσι;»
Τα βλέφαρά της έκλεισαν σαν κουρτίνες μπροστά από παράθυρο, αλλά ο Λούσιεν μπορούσε να
διακρίνει τη γαλάζια φωτιά που έκαιγε μέσα στα μάτια της από τις λεπτές σπίθες του άσβεστου
συναισθήματος. «Είσαι σκέτος μπελάς, το ξέρεις;»
Δεν μπορούσε άλλο να συγκρατηθεί –έτσι θα γινόταν πάντα;– και την τράβηξε πάνω του, έτσι που
η μύτη της άγγιξε τη δική του. Δεν είχε νιώσει ποτέ πριν τόσο ανίκανος να διατηρήσει τον έλεγχο
του εαυτού του –μετά από εκείνη την πρώτη περίοδο με το δαίμονα. Οι θηλές της Άνια βασάνισαν
υπέροχα το στήθος του. «Το ίδιο κι εσύ. Κοντεύεις να με τρελάνεις».
«Κουταμάρες. Εσύ κοντεύεις να με τρελάνεις».
Ο Λούσιεν την τράνταξε κι εκείνη έβγαλε ένα απρόσμενο επιφώνημα, χάνοντας κάθε ίχνος θυμού.
Βόγκηξε. Ναι, βόγκηξε! «Μμμμ, πρέπει να είναι η τυχερή μου μέρα. Ερεθίστηκες και πάλι».
Τα ρουθούνια του φούσκωσαν και ο πόθος ζέστανε το αίμα του. Δηλαδή, το ζέστανε ακόμα
περισσότερο. Συγκεντρώσου. «Τι ξέρεις για το κουτί, Άνια;» Το είχε αναφέρει, έτσι δ εν ήταν; Δεν
μπορούσε να θυμηθεί. Θυμόταν μόνο τη γεύση της, καυτή και παράφορη.
Η υπέροχη μικρή γλώσσα της ξεπρόβαλε και ακολούθησε το περίγραμμα των χειλιών της.
«Πρέπει να ομολογήσω κάτι. Δεν ξέρω πού είναι, αλλά ξέρω πως δε θα το βρείτε ποτέ».
Κανένα συναίσθημα. Κανένα αναθεματισμένο συναίσθημα. «Γιατί;»
«Ακόμα κι οι θεοί δεν ξέρουν πού είναι. Αν ήξεραν, θα το είχαν βρει και θα το είχαν
χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα».
Ναι, αυτό ήταν λογικό. «Τι άλλο ξέρεις;»
Η Άνια πρόβαλε το γοφό της, τον έτριψε απαλά πάνω του και βόγκηξε. «Όταν οι Τιτάνες νίκησαν
τους Έλληνες θεούς –δηλαδή, όταν νίκησαν τους περισσότερους Έλληνες θεούς–, μερικοί ξέφυγαν.
Ακολούθησε ένα άσχημο παιχνίδι με βασανιστήρια και ανακρίσεις. Ο Κρόνος και η παρέα του
θέλουν πίσω τα τεχνουργήματα. Ο Δίας του είπε τι απέγιναν κι ο Κρόνος άρχισε μάταια να τα
αναζητεί».
Ο Λούσιεν έτριξε τα δόντια για να αντέξει τα ηδονικά συναισθήματα που άνθιζαν μέσα του με την
επαφή της Άνια. «Γιατί τα θέλει ο Κρόνος;»
«Έχω μια καλύτερη ερώτηση: Ποιος δε θα τα ήθελε; Είναι μεγάλη πηγή δύναμης κι αν πέσουν
στα χέρια των εχθρών του, ο καλός μας ο Κρόνος μπορεί να ηττηθεί ξανά. Αλλά αν τα πάρει στα
χέρια του, τότε θα έχει εξασφαλισμένη μια αιώνια επιτυχία».
«Μα πώς οδηγούν τα τεχνουργήματα στο κουτί; Και γιατί το θέλουν οι θεοί; Φιλοξενεί δαίμονες,
τίποτα περισσότερο».
«Λάθος. Για σκέψου. Το κουτί είναι κατασκευασμένο από τα οστά της θεάς της Καταπίεσης και
μπορεί να ρουφήξει το πνεύμα οποιασδήποτε οντότητας. Αφού τα Τάρταρα διαλύθηκαν και ο
Κρόνος αναγκάζεται να χρησιμοποιεί τους στρατιώτες του για να παραμείνουν οι Έλληνες θεοί
κλειδωμένοι στα μπουντρούμια του, το κουτί μπορεί να αποτελέσει την τέλεια λύση –μια φυλακή
για τους εχθρούς του και τους δαίμονές σας. Υπάρχει καλύτερη εκδίκηση; Οι θεοί που του
προκάλεσαν τόσους μπελάδες κλειδωμένοι μαζί με τους δαίμονες που προκάλεσαν σε εκείνους
τόσους μπελάδες».
Για μια στιγμή, μια κόκκινη ομίχλη κάλυψε το οπτικό πεδίο του Λούσιεν. Ο Θάνατος είχε
υποφέρει χίλια χρόνια περιορισμού σ’ εκείνο το καταραμένο κουτί, μια υποτιθέμενη ύπαρξη
ουσιαστικά ανύπαρκτη... Υπήρχαν ουρλιαχτά, πάρα πολλά ουρλιαχτά. Υπήρχε σκοτάδι, πάρα πολύ
σκοτάδι. Ο δαίμονας δε θα έμπαινε ξανά με τη θέλησή του εκεί μέσα. Ο Θάνατος θα προτιμούσε να
σκοτώσει τον Λούσιεν –ήταν σίγουρος γι’ αυτό.
«Φαίνεσαι έτοιμος για μάχη, Ευωδιαστέ. Θέλεις να πολεμήσεις μαζί μου; Ε; Σε παρακαλώ;»
Ηρέμησε. Άφησε τα μπράτσα της και προσπάθησε να κάνει πίσω. Αν την πολεμούσε... αν την
κάρφωνε στο έδαφος... αν έχωνε τη γλώσσα του... Ηρέμησε! Η Άνια διατήρησε τη λαβή της στους
καρπούς του, μη θέλοντας να τον αφήσει να ξεμακρύνει.
«Γιατί ο Κρόνος δε σκοτώνει τους Έλληνες θεούς για να ξεμπερδεύει;»
«Έχεις περάσει κάποιο χρόνο με τους θεούς, έτσι δεν είναι;»
«Πριν από πολύ καιρό».
Απρόσμενα, η Άνια τον άφησε ελεύθερο. Κανένας απ’ τους δυο τους δεν απομακρύνθηκε
περισσότερο. Αντίθετα, πλησίασαν πιο κοντά ο ένας τον άλλο. «Μπορείς να πεις ότι έχουν πάθος με
τη διασκέδαση –και ότι ζουν με βάση έναν κώδικα εκδίκησης. Αν ο Δίας πεθάνει, δε θα υποφέρει
όσο υπέφερε ο Κρόνος. Κι ο Κρόνος δε θα έχει κανέναν προκειμένου να καυχιέται για τις νίκες του.
Αν φύγει ο Δίας από τη μέση, δε θα έχει κανέναν για να τον χλευάζει, να τον προκαλεί. Η αιωνιότητα
θα είναι ανιαρή, χωρίς την παραμικρή έκπληξη στον ορίζοντα».
«Γιατί δεν έχει έρθει εδώ ο Κρόνος για να ψάξει;»
Η Άνια χαμογέλασε. «Γιατί να έρθει; Αφού εσείς κάνετε όλη τη βαριά δουλειά για λογαριασμό
του».
Πράγμα που σήμαινε ότι ο θεός δε θα ήθελε να πεθάνουν ο Λούσιεν και οι άλλοι πολεμιστές.
Πράγμα που, με τη σειρά του, σήμαινε πως ο Λούσιεν είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή του για να
σκεφτεί τι θα έκανε με την Άνια. Ξαφνικά, ήθελε να χαμογελάσει όπως χαμογελούσε κι εκείνη. Το
μόνο πράγμα που κατέστρεφε τη σπίθα της ευτυχίας στο στήθος του ήταν το γεγονός πως ο Κρόνος
θα άρπαζε όσα τεχνουργήματα θα έβρισκε ο ίδιος. Εκτός, φυσικά, αν έβρισκε κάποιον τρόπο για να
τα κρύψει.
«Πώς οδηγούν στο κουτί το Κλουβί και η Ράβδος, ο Οφθαλμός και ο Μανδύας;» τη ρώτησε.
«Αυτό δεν το ξέρω». Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της, τρίβοντας τον έναν πάνω στο σώμα
του.
Ο Λούσιεν δάγκωσε το μάγουλό του κι ο Θάνατος αναστέναξε. Η ηδονή του αγγίγματος –ακόμα
κι ενός τόσο αθώου αγγίγματος– τον τάραξε μέχρι τα βάθη της ψυχής του.
«Ίσως λειτουργούν ως κλειδί ή χάρτης και στέλνουν τον ερευνητή στη σωστή κατεύθυνση»,
απάντησε ξέπνοα η Άνια. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε εσύ κι εγώ;»
Το άγγιγμα πρέπει να είχε επηρεάσει και την ίδια.
«Δεν ξέρω».
Τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν και τα μάτια της έλαμψαν. «Τι θέλεις να κάνεις;»
Ανάγκασε τον εαυτό του να πει, «Να συνεχίσω την έρευνα στο ναό», ενώ στην πραγματικότητα
ήθελε να εκλιπαρήσει ένα φιλί της. Πόσο ζήλευε ξαφνικά τον Γκίντεον, που ύφαινε ψέματα με τόσο
ξεχωριστή μαεστρία! Χωρίς δυσκολία, χωρίς τύψεις.
Με μάτια μισόκλειστα, η Άνια έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Λούσιεν ένιωσε έρημος μακριά της και
άκουσε το δαίμονα να γρυλίζει στο μυαλό του.
«Με χρησιμοποίησες για να αποσπάσεις πληροφορίες, ε; Με ξεσήκωνες, με κοίταζες λες και με
ήθελες στ’ αλήθεια, αλλά το έκανες μόνο και μόνο για να μάθεις όσα ήξερα».
«Ναι», είπε ψέματα ο Λούσιεν.
Το πρόσωπό της συννέφιασε.
Ο Λούσιεν γεύτηκε άλλο ένα κύμα ντροπής. Έπρεπε να σταματήσει να της φέρεται σκληρά.
Μπορεί να ήταν ακόλαστη όσο ο Πάρις και πιθανότατα –μάλλον σίγουρα– τον χρησιμοποιούσε για
δικό της όφελος, μολονότι τον κατηγορούσε πως έκανε κι εκείνος το ίδιο. Αλλά ήταν γλυκιά,
διασκεδαστική και προκλητική.
«Με απορρίπτεις, λοιπόν. Σύμφωνοι», είπε εκείνη, τινάζοντας τα μαλλιά της πάνω από τον ώμο
της. «Πιστεύεις πως είσαι καλύτερος από μένα. Εντάξει. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είσαι. Κάθεσαι με τα
χέρια σταυρωμένα ενώ οι θεοί κινούν τα νήματά σου. Εγώ, τουλάχιστον, προσπαθώ να τους
πολεμήσω».
«Άνια...»
Αλλά εκείνη δεν είχε τελειώσει. «Τι θα κάνεις όταν ο φιλαράκος σου ο Έρον το σκάσει από το
μπουντρούμι του και σφάξει την Ντανίκα και την οικογένειά της; Θα καθίσεις και πάλι με τα χέρια
σταυρωμένα; Όταν συνέλθει, η ζωή του θα έχει καταστραφεί για πάντα από τις πράξεις του –κι εσύ
θα τον έχεις βοηθήσει σ’ αυτό. Θα έχεις πάει τις ψυχές τους στον άλλο κόσμο, μολονότι οι ζωές
τους θα έχουν διακοπεί πρόωρα».
Ο Λούσιεν συνειδητοποίησε πως είχε δίκιο –και μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό. Τι είδους
άνθρωπος ήταν; Σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν μαριονέτα του Κρόνου. Δεν αντιστάθηκε στο θεό,
όπως θα έκανε ένας πολεμιστής, δεν προσπάθησε να κόψει με κάποιον τρόπο αυτά τα
αναθεματισμένα τα νήματα.
«Ίσως οι γυναίκες να μην είναι αθώες», είπε ξέροντας πως ήταν ψέμα. Απλώς δεν ήξερε τι άλλο
να πει. «Ίσως υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος που η Ντανίκα και η οικογένειά της έχουν επιλεγεί
για εξόντωση».
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Υπάρχει πράγματι λόγος που τις διάλεξαν».
«Πες μου». Ήταν πιο εύκολο να σκέφτεται τους θνητούς, παρά τον εαυτό του και την αποτυχία
του.
«Βρες το μόνος σου, ανόητε. Νομίζω πως σου είπα αρκετά».
Ο Λούσιεν της γύρισε την πλάτη. Είχε διακρίνει το ψέμα στα μάτια της· η Άνια δεν ήξερε. Αλλά
ήταν φανερό πως την είχε πληγώσει και εκείνος ήθελε να την παρηγορήσει, μολονότι δεν είχε
κανένα δικαίωμα να το κάνει. «Τουλάχιστον πες μου αν χάνω την ώρα μου αναζητώντας
κατευθύνσεις εδώ πέρα». Δεν του χρωστούσε τίποτα, αλλά δεν μπορούσε και να μην τη ρωτήσει.
Για κάμποση ώρα η Άνια δε μίλησε. Ο Λούσιεν αμφέβαλλε αν είχε σαλέψει, επειδή δεν άκουσε
κανένα θόρυβο. «Δε χάνεις την ώρα σου εδώ».
«Ευχαριστώ. Τι...»
«Φτάνει. Όχι άλλες ερωτήσεις. Δε θα σου πω τι πρέπει να αναζητήσεις και δε θα σου πω πώς να
το βρεις. Μολονότι το ευχαριστώ ήταν μεγάλη υποχώρηση εκ μέρους σου». Ο σαρκασμός έσταζε
από τη φωνή της, αν και τα λόγια της –ευτυχώς– δεν ακούστηκαν ιδιαίτερα ψυχρά.
«Χαίρομαι που το είδες έτσι», είπε ο Λούσιεν, ελπίζοντας να φτιάξει τη διάθεσή της με ένα
πείραγμα.
Η Άνια πέρασε μπροστά του. Η έκφρασή της είχε χαλαρώσει ξανά καθώς ακουμπούσε σ’ έναν
άλλο κίονα. «Μην ξεχνάμε τις συνήθειές μας», του είπε. «Πόσος καιρός θα περάσει πριν αρχίσεις
ξανά τις προσπάθειες για να με δολοφονήσεις;»
Να τη δολοφονήσει. Ένας αιχμηρός πόνος διαπέρασε το στήθος του. Σκέφτηκε πως αυτό ακριβώς
θα της έκανε: θα τη δολοφονούσε. Ντροπιασμένος, έσκυψε και συνέχισε τη μάταιη αναζήτησή του
ανάμεσα στις πέτρες και την άμμο. «Δεν ξέρω».
«Ο καλός ο Κρόνος δε θα τσαντιστεί αν περιμένεις πάρα πολύ;»
«Δε μου έδωσε προθεσμία».
«Μήπως μπορούμε να το συζητήσουμε ξανά σε εκατό χρόνια, ας πούμε;»
Ο Λούσιεν ξεφύσησε περιφρονητικά, αν και συνειδητοποιούσε πως ήταν σειρά της να φτιάξει τη
δική του διάθεση με ένα πείραγμα.
«Δηλαδή δε γίνεται με τίποτα; Έχεις κλείσει πολλά ραντεβού;»
«Κάτι τέτοιο», μουρμούρισε ο Λούσιεν.
«Αύριο, μήπως; Είσαι ελεύθερος;»
«Είμαι κλεισμένος για τις επόμενες βδομάδες».
«Και δεν μπορείς να στριμώξεις στο πρόγραμμά σου μια αναμέτρηση μαζί μου;» Ακουγόταν
σχεδόν ανυπόμονη.
Για σένα, τα πάντα. «Λυπάμαι».
«Έχω αρχίσει να πιστεύω πως δεν έχεις πάρει στα σοβαρά το φόνο μου».
«Αντίθετα, τον έχω πάρει πολύ στα σοβαρά». Δυστυχώς. «Μην ανησυχείς».
Η Άνια αναστέναξε θλιμμένα. «Μήπως καταφέρεις να βρεις λίγο χρόνο για σεξ; Αυτό μπορείς να
το κάνεις;»
Μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό του: η Άνια, αλυσοδεμένη στο κρεβάτι του, με τους μηρούς
ανοιχτούς και το πιο ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της φανερά υγρό. Ο ανδρισμός του σκλήρυνε.
Ξανά. «Λυπάμαι, αλλά ούτε γι’ αυτό έχω χρόνο».
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους λες και δεν την ένοιαζε, αλλά εκείνος διάβασε στα μάτια της πως
ένιωθε πληγωμένη. Κοίταξε τα σαντάλια που φορούσε και κλότσησε μια πέτρα. «Μην ξαφνιαστείς
αν σε πλησιάσω αθόρυβα και πάρω το κεφάλι σου».
«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση».
«Χαρά μου. Γαμώτο!» φώναξε ξαφνικά η Άνια.
Τα νεύρα του τεντώθηκαν και άπλωσε το χέρι στο όπλο του. «Τι συμβαίνει;»
«Κοίταξα τα πόδια μου».
Ο Λούσιεν χαλάρωσε. «Κι είναι κακό;»
«Είναι τρομερό! Το χειρότερο απ’ όλα. Δεν κοιτάζω ποτέ τα πόδια μου».
Το βλέμμα του ταξίδεψε στα δάχτυλα των ποδιών της· τα νύχια ήταν βαμμένα με ένα έντονο
κόκκινο χρώμα. «Εγώ τα βρίσκω υπέροχα». Δεν της έδωσε χρόνο να απαντήσει και πρόσθεσε με
μάγουλα κατακόκκινα: «Ίσως τελικά βρω λίγο χρόνο για να σε πλησιάσω εγώ αθόρυβα».
Ένα αργό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της, συνοδευόμενο από μια έκφραση τρυφερότητας.
«Είσαι πολύ χαριτωμένος, αν νομίζεις πως διαθέτεις πραγματικά αυτή τη δυνατότητα».
Ο Λούσιεν αναγκάστηκε να σφίξει τα χείλη για να μην ανταποδώσει το χαμόγελο. Η
συγκεκριμένη γυναίκα όχι μόνο τον ερέθιζε, αλλά και τον διασκέδαζε.
«Ίσως να αναζητήσω κι εγώ εκείνα τα τεχνουργήματα», την άκουσε να λέει σαν σκέψη της
στιγμής. «Αν τα βρω, μπορεί να σε κλειδώσω στο κλουβί... και τότε θα αναγκαστείς να μου φερθείς
ευγενικά».
Πριν προλάβει να βρει κάποια απάντηση, η Άνια χαμογέλασε ξανά, τον χαιρέτησε κουνώντας τα
δάχτυλα και εξαφανίστηκε.

Κεφάλαιο 7
Την επόμενη εβδομάδα, η Άνια ακολουθούσε κάθε βήμα του Λούσιεν –όταν, δηλαδή, δεν έκλεβε
σπρωγμένη από την ανάγκη να διατηρήσει τα λογικά της. Τον ακολουθούσε ακόμα κι όταν
συνόδευε ψυχές, μολονότι απεχθανόταν τις επισκέψεις στην κόλαση. Απεχθανόταν τη ζέστη, τη
μυρωδιά, τα πειράγματα και τους χλευασμούς που έβγαιναν από τη σκοτεινή αλλά φλογισμένη
άβυσσο του βάραθρου. Ο Λούσιεν προσπαθούσε πάντα να δείξει ότι δεν επηρεαζόταν από όλα αυτά,
αλλά η Άνια μπορούσε να διακρίνει την ανησυχία στα μάτια του κι αυτό την έθλιβε πολύ. Είχε δει
ό,τι χειρότερο μπορούσε να προσφέρει ο κόσμος ξανά και ξανά και έπρεπε να γίνει αναίσθητος και
ψυχρός, αν ήθελε να επιβιώσει.
Τώρα ήθελε ο Λούσιεν να δει ό,τι καλύτερο υπήρχε· τώρα ήθελε να τον κάνει να αισθανθεί.
Είπε στον εαυτό της ότι τα ήθελε όλα αυτά επειδή θα ήταν διασκεδαστικό να δει τον πρίγκιπα της
ζοφερότητας και της απελπισίας να επιτρέψει να μπει λίγο φως στη ζωή του. Δεν το έψαξε πιο βαθιά,
επειδή φοβόταν αυτό που θα ανακάλυπτε κάτω από τη βολική εξήγηση.
Αναστέναξε, γιατί ήξερε ότι θα έπρεπε να είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για τον Λούσιεν πριν από
μέρες. Τουλάχιστον έπρεπε να του επιτεθεί ή να τον παρασύρει μακριά από το ναό για μια
αναμέτρηση. Ωστόσο, υποψιαζόταν πως ο Λούσιεν δε θα σήκωνε ούτε δάχτυλο εναντίον της και
ήξερε πως θα αρνιόταν να την ακολουθήσει. Έτσι, παρέμεινε αόρατη και συνέχισε να τον
παρακολουθεί από κοντά. Κι έπειτα, ό,τι μάθαινε ο Λούσιεν για τα τεχνουργήματα το μάθαινε κι
εκείνη.
Αφού του είχε πει πως τα αναζητούσε κι η ίδια, συνειδητοποίησε πως πραγματικά τα ήθελε. Μόλις
αποκτούσε ένα από αυτά, θα έκανε τον Λούσιεν να την εκλιπαρήσει για να το πάρει. Μεγαλοδύναμοι
θεοί, πόσο θα απολάμβανε την έκφραση του προσώπου του! Ιδιαίτερα όταν θα αδιαφορούσε για τις
παρακλήσεις του και θα διαπραγματευόταν με τον Κρόνο. Ένα τεχνούργημα με αντάλλαγμα τη ζωή
της.
«Φύγε, Άνια», ψιθύρισε ο Λούσιεν.
Δεν μπορούσε να τη δει, αλλά του έβγαλε τη γλώσσα έτσι κι αλλιώς. Ήταν τα μοναδικά λόγια που
της είχε απευθύνει όλη τη βδομάδα. Αν τα πρόφερε ξανά, σκεφτόταν να πάρει τη γνώριμη μορφή
της και να τον χαστουκίσει –και μετά να εξαφανιστεί γρήγορα.
«Μιλάω σοβαρά».
Ο Λούσιεν το καταλάβαινε πάντα όταν έφτανε κοντά του. Κάποτε της είχε πει ότι τη μύριζε. Είχε
χαρεί, επειδή αυτό σήμαινε πως αντιλαμβανόταν την παρουσία της. Εξακολουθούσε να χαίρεται,
αλλά, να πάρει η οργή, δεν μπορούσε να τον ξαφνιάσει.
Αυτή την ώρα, ο πολεμιστής στεκόταν στο Ναό του Πανθέου και κοιτούσε τους γυμνούς,
ραγισμένους τοίχους με έντονη περιέργεια. Εκείνος κι οι άλλοι Άρχοντες πήγαιναν εκεί κάθε μέρα
και η αποφασιστικότητά τους ήταν εντυπωσιακή, ιδιαίτερα επειδή δεν είχαν βρει τίποτα μέχρι τώρα.
Πώς να μην τον θέλω τόσο πολύ;
Ήταν ανόητο και επικίνδυνο να μείνει στο πλευρό του Λούσιεν· το μόνο που κέρδιζε ήταν πως ο
πόθος της για κείνον γινόταν πιο έντονος. Βλέποντας το τατουάζ της πεταλούδας στο στήθος του σε
τακτική βάση, είχε αρχίσει να σκαρώνει κάθε λογής φαντασιώσεις στο μυαλό της. Όπως: έβλεπε τον
εαυτό της να περνά ώρες γλείφοντάς το. Όπως: έβλεπε τον εαυτό της να παίρνει τον ανδρισμό του
Λούσιεν στο στόμα της ενώ χάιδευε το τατουάζ του. Όπως: να απλώνει πάνω του λιωμένη σοκολάτα
και να την τρώει για επιδόρπιο.
Αν του πρότεινε κάτι από όλα αυτά, ο Λούσιεν πιθανότατα θα τη μαχαίρωνε. Δεν είχε γνωρίσει
άντρα με μεγαλύτερη ανασφάλεια για την εμφάνισή του και με μεγαλύτερη οργή όταν μια γυναίκα
προσπαθούσε να του εκφράσει τον πόθο της. Πώς ήταν δυνατό να μη βλέπουν άλλες γυναίκες πόσο
ακαταμάχητα σέξι ήταν; Πόσο δυνατός και σκληροτράχηλος; Πόσο ερέθιζε τα γυναικεία ένστικτα σε
όλα τα επίπεδα;
Ο Λούσιεν έσκυψε και για μια φορά ακόμα μετακίνησε πέτρες και άμμο, αναζητώντας ένας θεός
ήξερε τι. Η λιακάδα τον χάιδεψε με λατρεία, η σκύλα. Είναι δικός μου.
«Φύγε, Άνια», επανέλαβε ο Λούσιεν.
Γκρρρ! Η Άνια πήρε μορφή, αλλά αντί να τον χαστουκίσει κάθισε σε ένα βράχο δίπλα του. Είχε
βγάλει ξανά το μπλουζάκι του και το δέρμα του έκαιγε ελαφρά, κομμένο και μωλωπισμένο.
Δεν την αντίκρισε. «Είπα, φύγε».
«Θαρρείς πως θα υπακούσω; Δεν είσαι μπαμπάς μου. Εκτός αν θέλεις να γίνεις –επειδή ήμουν
κακό, άτακτο κορίτσι και χρειάζομαι μερικές ξυλιές στον ποπό».
Ένα βογκητό πόνου ξέφυγε από τα χείλη του. «Άνια, σε παρακαλώ». Ιδρώτας κυλούσε στη
ραχοκοκαλιά του, τονίζοντας μερικές ουλές που βρίσκονταν σκορπισμένες εκεί.
Η Άνια άπλωσε το χέρι για να τις χαϊδέψει, αλλά πάγωσε όταν ένας από τους άλλους πολεμιστές
φώναξε: «Λούσιεν. Η γυναίκα σου...»
Ο Πάρις ήταν αυτός που μιλούσε. Η φωνή του ήταν γεμάτη υπερένταση, ακόμα περισσότερο από
πριν. Δεν μπορούσε να βρει γυναίκες εδώ πέρα, ψέματα; Το φουκαρά. Χωρίς σεξ, ο Πάρις
εξασθενούσε. Αν μπορούσε να φέρει ένα θηλυκό μαζί του για να ικανοποιεί τις ανάγκες του, όλα θα
πήγαιναν καλά στον κόσμο του –αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί δυο φορές με την ίδια γυναίκα. Η
Ακολασία, ο αχαλίνωτος δαίμονας που φιλοξενούσε μέσα του, δεν τον άφηνε.
Η Άνια ήξερε πόσο υπέφερε κάποιος με σεξουαλική κατάρα και τον συμπονούσε. Μολονότι η
δική της κατάρα ήταν η αντίθετη της δικής του και την εμπόδιζε να ολοκληρώσει τη σεξουαλική
επαφή κι οι δυο κατάρες καθόριζαν τις πράξεις τους και παραβίαζαν την ελεύθερη βούλησή τους.
Χάλια...
Τίποτα δεν μπορεί να με δέσει, εκτός από την κατάρα, σκέφτηκε σκυθρωπή. Την είχαν καταραστεί
πριν αποκτήσει την ικανότητα να ξεφεύγει από κάθε περιορισμό κι έτσι η κατάρα ήταν ήδη ένα
κομμάτι του εαυτού της. Δεν υπήρχε τρόπος να δραπετεύσει.
Το βλέμμα της γύρισε στον Λούσιεν κι οι ώμοι της καμπούριασαν. Μολονότι ήθελε τα πράγματα
να είναι πολύ διαφορετικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
«Μείνε εκεί που είσαι», φώναξε ο Λούσιεν στον Πάρη. «Είναι δική μου ευθύνη».
Δική του ευθύνη; Η Άνια δεν ήξερε αν έπρεπε να το πάρει ως φιλοφρόνηση ή ως προσβολή.
«Γιατί δεν αφήνεις τους φίλους σου να έρθουν εδώ και να παίξουν μαζί μας;»
Ο Λούσιεν έριξε μια ματιά προς το μέρος της και τράβηξε αμέσως το βλέμμα του. Ωστόσο, αυτή
η ματιά ήταν αρκετή για να νιώσει η Άνια την υγρασία ανάμεσα στους μηρούς της. Το στομάχι της
φτερούγισε και το δέρμα της λαχτάρησε την επαφή του. Ήταν σκέτος μαγνήτης του σεξ, ιδρωμένος,
σκονισμένος, αρρενωπός. Τι νοστιμιά!
«Τι φοράς;» τη ρώτησε βραχνά.
«Στολή υπηρέτριας. Ξέρεις, για να σε βοηθήσω να ξεσκονίσεις».
Ο Λούσιεν έβρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. «Όπως πριν», την πληροφόρησε, «οι φίλοι μου
είναι πέρα από τη μάντρα και θα μείνουν εκεί, δουλεύοντας. Δε χρειάζονται αντιπερισπασμούς».
Πόσες φορές ακόμα θα της έλεγε πως τη θεωρούσε... αντιπερισπασμό; Η Άνια κοίταξε τη
θρυμματισμένη πέτρα που κρατούσε στις παλάμες του κι αναστέναξε. Ίσως, αν του έδειχνε πόσο
χρήσιμη ήταν, να τη θεωρούσε κάτι περισσότερο. «Θυμάμαι αυτό το μέρος στις δόξες του. Πριν
μεταφερθεί στη γη, εγώ και άλλες θεότητες διδασκόμαστε εδώ. Μαθαίναμε πώς να ελέγχουμε τις
δυνάμεις μας, πώς να φερόμαστε σωστά και τα λοιπά και τα λοιπά».
Ο Λούσιεν δεν μπόρεσε να κρύψει το ενδιαφέρον που χρωμάτισε το πρόσωπό του. «Εμένα δε
μου επέτρεπαν ποτέ να μπαίνω μέσα», ομολόγησε. «Πηγαίναμε όπου πήγαινε ο Δίας –κι εκείνος δεν
ήθελε να περνά το χρόνο του εδώ».
Η συνοδεία εκείνου του βλαμμένου πρέπει να ήταν μαρτύριο. «Κρίμα που ο ναός καταστράφηκε
τόσο πολύ. Μπορεί να σου άρεσε».
«Πώς ήταν στις δόξες του;» ρώτησε ο Λούσιεν, αφήνοντας την πέτρα και παίρνοντας μια άλλη
χούφτα άμμου. Σήκωνε κάθε βότσαλο στο φως, το στριφογύριζε στα δάχτυλά του προσπαθώντας να
εντοπίσει κάποιο σημάδι και μετά το πετούσε πάνω από τον ώμο του.
«Πανύψηλα αγάλματα τον περικύκλωναν ολόκληρο. Ο κισσός σκαρφάλωνε στους τοίχους και
διαμάντια, σμαράγδια, ζαφείρια και ρουμπίνια άστραφταν από τα δάπεδα. Είμαι βέβαιη πως ο
ματαιόδοξος Κρόνος θα τα αρπάξει όλα μόλις εκείνος και η παρέα του εδραιώσουν την εξουσία
τους».
Ο Λούσιεν ξεφύσησε περιφρονητικά. Άθελά της, η Άνια απόλαυσε τον ήχο. Το χιούμορ του ήταν
κάτι σαν αφροδισιακό και εκείνη το είχε προκαλέσει.
«Τι άλλο;»
«Για να δούμε». Χτύπησε το πιγούνι της με ένα γαλάζιο νύχι. «Κάθε πόρτα πλαισιωνόταν από
δυο λευκούς κίονες. Λέγονταν κίονες δύναμης».
«Και πόσα δωμάτια υπήρχαν;»
Η Άνια άφησε το μυαλό της να επιστρέψει στις μέρες που είχε περάσει εκεί. Μολονότι της άρεσε
η ομορφιά του ναού, απεχθανόταν τα πλάσματα που υπήρχαν εκεί μέσα. Πόσες φορές δεν είχαν
παραπονεθεί οι μαθητευόμενες θεές στο δάσκαλό τους για κείνη; «Γιατί σπουδάζει αυτή εδώ; Δεν
είναι δική μας. Το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί φασαρίες». Και πόσες φορές την είχαν
χλευάσει οι νέοι θεοί; «Δεν ξέρω γιατί κάνει τον κόπο να φοράει μανδύες. Όλοι ξέρουν πως τον
περισσότερο χρόνο δε φορά τίποτα».
Η Άνια παραμέρισε τις προσβολές που την είχαν πληγώσει τόσο πολύ εκείνα τα χρόνια. «Υπήρχε
φυσικά η κεντρική αίθουσα του βωμού, όπου βρισκόμαστε τώρα. Υπήρχε μια αίθουσα
συγκεντρώσεων όπου πλένονταν και συγκεντρώνονταν οι πιστοί πριν από τις θυσίες. Μετά, ο
εσωτερικός θάλαμος και τα καταλύματα των ιερέων».
Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά, λες και ρουφούσε κάθε λέξη της. «Πες μου κι άλλα για την
αίθουσα του βωμού».
«Αν ταξιδεύαμε πίσω στο χρόνο, θα βλέπαμε ένα λευκό μαρμάρινο τραπέζι μπροστά σου και θα
υπήρχαν τοιχογραφίες παντού τριγύρω», του απάντησε η Άνια πρόθυμη να τον βοηθήσει. «Θεοί,
ήταν απίθανες τοιχογραφίες. Θέλω να ανακαινίσω ένα από τα διαμερίσματά μου και σκέφτομαι να
φτιάξω τα ίδια φρέσκο ώστε να...»
«Τοιχογραφίες; Τι έδειχναν οι τοιχογραφίες;» ρώτησε ο Λούσιεν, διακόπτοντάς την.
Ανασηκώθηκε και την κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο ανυπομονησία.
Μα το Δία! Αν ήξερε πως αρκούσε να μιλήσει για βαρετούς ναούς προκειμένου να εξασφαλίσει
την πλήρη προσοχή του, θα το είχε κάνει πριν από πολλές μέρες.
«Λοιπόν;» επέμεινε ο Λούσιεν.
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους, προσποιούμενη μια αδιαφορία που, ξαφνικά, δεν ένιωθε πια.
«Απεικόνιζαν θεϊκές πράξεις γεμάτες δύναμη, νίκες και τέτοια. Ακόμα και λίγες ήττες».
Τα μάτια του σπίθισαν. «Και το κουτί ήταν εδώ, Άνια;»
«Όχι, λυπάμαι». Δεν της άρεσε καθόλου που τον απογοήτευε.
Ο Λούσιεν έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι. Η Άνια τον πλησίασε, θέλοντας να τον αγγίξει,
αλλά σταμάτησε στα μισά, μη ξέροντας ποια θα ήταν η αντίδρασή του. Από τόσο κοντά, μπορούσε
να διακρίνει ακόμα περισσότερο χώμα απ’ όσο νόμιζε στο στήθος και στα μπράτσα του κι η καρδιά
της χτύπησε ξέφρενα. Το στόμα της γέμισε σάλια με το θέαμα. Το τατουάζ της πεταλούδας
φαινόταν να δονείται λες... λες και ήταν ζωντανή.
«Τι είδους σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό σου;» ρώτησε ο Λούσιεν.
«Πονηρές».
Το καστανό μάτι του σκούρυνε και το γαλάζιο μάτι του στροβιλίστηκε. Και τα δυο καρφώθηκαν
στη μικροσκοπική στολή της –μαύρη με άσπρη δαντέλα– και οι κόρες τους μεγάλωσαν. «Σου
αρέσει να με βασανίζεις, έτσι δεν είναι;»
Η Άνια έφερε το δείκτη και τον αντίχειρα κοντά και είπε: «Τόσο δα. Αλλά μην ανησυχείς, δεν
είναι προσωπικό. Απλώς, συνηθίζω να βασανίζω τους άντρες που θέλουν να με σκοτώσουν».
Μια λαμπερή ακτίνα φωτός διαπέρασε ένα σύννεφο –σύννεφο; Μια τόσο ζεστή μέρα; Μήπως
εκείνη το είχε καλέσει τυχαία; Δε σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει· δεν μπορούσε. Η ακτίνα είχε
πέσει στο πρόσωπό του, φωτίζοντας τις ουλές του και ρίχνοντας σκιές κάτω από τα μάτια του.
Εκείνη τη στιγμή, φαινόταν απίστευτα κακός και διαβολικός. Φαινόταν λες και προερχόταν από
άλλο κόσμο. Φαινόταν διεστραμμένος.
Φαινόταν υπέροχος.
Η καρδιά της χτύπησε ακόμα πιο δυνατά και νόμιζε πως οι ρώγες της την πονούσαν. Άπλωσε το
χέρι για να με αγγίξεις. Σε παρακαλώ.
Αλλά εκείνος δεν υπάκουσε.
Αναγκάστηκε να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Ήταν ανόητο να τον θέλει έτσι. Όχι
επειδή ήταν καταραμένη, αλλά επειδή εκείνος δεν ήθελε καμιά σχέση μαζί της. Αλλά δεν πειράζει να
τον γλείψω λίγο για να περάσει η ώρα.
Εκτός αν, στην πορεία, τον ερωτευόταν. Αυτό θα ήταν πρόβλημα. Μεγάλο πρόβλημα. Ήδη η
ένταση του πόθου της την έκανε να ζαλίζεται. Αν γινόταν ακόμα μεγαλύτερη...
«Άνια», είπε τότε ο Λούσιεν, αποσπώντας την από τις σκέψεις της.
«Τι;» Δεν τον αντίκρισε, αλλά έβγαλε ένα γλειφιτζούρι φράουλας από τον κρίκο της ζώνης της, το
ξετύλιξε και άφησε την άκρη της γλώσσας της να ταξιδέψει πάνω από την κορυφή του. Ένα αχνό
βογκητό απόλαυσης ξέφυγε από τα χείλη της. Εξαίσιο. Είχε ανακαλύψει τα γλειφιτζούρια πριν από
χρόνια, όταν ένας από τους θνητούς φίλους της είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Από τότε, ήταν το
αγαπημένο της σνακ παρηγοριάς.
Ο Λούσιεν βρέθηκε ακριβώς μπροστά της ένα δευτερόλεπτο αργότερα –η Άνια είχε αρχίσει να το
απεχθάνεται– και άρπαξε το γλειφιτζούρι από το χέρι της. Τα μάτια της γούρλωσαν όταν τον είδε να
το πετά στο έδαφος.
«Ε! Τρελάθηκες;»
Ο Λούσιεν έκανε ένα μορφασμό. «Μην τρως αυτά τα πράγματα μπροστά μου».
«Γιατί;» Η Άνια σήκωσε ψηλά τα χέρια της, μπερδεμένη.
«Έτσι», της απάντησε ξερά.
Η μυρωδιά των λουλουδιών γινόταν πιο έντονη· αναδιδόταν από το σώμα του και αγκάλιαζε
σφιχτά το δικό της. «Αν θέλεις γλειφιτζούρι, μπορείς την επόμενη φορά να μου ζητήσεις, γαμώτο».
«Δε θέλω».
«Τότε...»
«Τέρμα τα λόγια. Πρέπει να δουλέψω». Την άφησε με μια απότομη μεταβολή και γύρισε στο
σωρό της άμμου.
Αλλά αφού η Άνια πρόλαβε να δει τις φλόγες που θέριευαν στα μάτια του.
Μη τολμώντας να ελπίσει, η Άνια τον μελέτησε πιο προσεκτικά. Οι ώμοι του ήταν αλύγιστοι και η
πλάτη του ολόισια, λες και πολεμούσε τον πόθο. Για κείνη;
Ένας πιο καυτός, πιο βαθύς ερεθισμός άνθισε μέσα της. Ίσως, όπως εκείνη, να μην εννοούσε τα
μισά απ’ όσα έλεγε. Ίσως να τη λαχταρούσε πραγματικά.
Δεν μπορούσε να τον ρωτήσει· θα το αρνιόταν. Αλλά αυτό την έκανε να αναρωτηθεί το γιατί.
Γιατί δεν ήθελε ο Λούσιεν να ξέρει πως τη λαχταρούσε; Γιατί δεν ήθελε να τη λαχταρά; Ήταν
φανερό πως τη θεωρούσε εύκολη –αλλά τότε γιατί δεν την είχε κάνει δική του, όπως τόσες άλλες
χιλιάδες αντρών, τουλάχιστον κατά την άποψή του; Και τι θα έκανε αν μάθαινε πως η
πραγματικότητα απείχε έτη φωτός από τη φαντασία;
«Χάνεις την ώρα σου σ’ εκείνη την άμμο», του πέταξε ανέμελα, αποφασίζοντας τελικά να τον
βοηθήσει για να της ξαναδώσει σημασία. Έλα εδώ να με φιλήσεις.
«Τέρμα τα λόγια».
«Εσύ γιατί μιλάς;»
«Εξαφανίσου».
«Κάνε με να εξαφανιστώ». Σε παρακαλώ. Θέλε με όσο σε θέλω κι εγώ. Μη με αφήσεις να κάνω
λάθος για τους δυο μας.
Εκείνος δεν απάντησε.
Η απόγνωση την έπνιξε και κάθισε βαριά στον πιο κοντινό βράχο. «Θέλω τα τεχνουργήματα όσο
κι εσύ», μουρμούρισε, «και η ψυχρή συμπεριφορά σου δε βοηθά το στόχο μας».
Αυτό τράβηξε την προσοχή του. Διακτινίστηκε κοντά της τόσο απότομα, ώστε η Άνια έχασε την
ισορροπία της και έπεσε από το βράχο στο έδαφος. Ο αέρας εγκατέλειψε τα πνευμόνια της, καθώς το
μεγάλο βάρος του την ακινητοποίησε ξαφνικά.
Σημείωση προς τον εαυτό μου: Να αναφέρεις τα τεχνουργήματα πιο συχνά. Μολονότι η στολή της
ήταν στενή, κατάφερε να ανοίξει τα πόδια της και να τον υποδεχτεί στο λίκνο του κορμιού της. Η
άμεση ηδονή την πλημμύρισε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
«Γιατί τα θέλεις;»
«Για δύναμη, ανόητε, για τι άλλο;» Ήταν η δύναμη που της πρόσφεραν, τα ατού στις
διαπραγματεύσεις –αλλά ο Λούσιεν δε χρειαζόταν να το ξέρει.
«Νόμιζα πως είχαμε καλύψει αυτό το θέμα», της είπε κι η φωνή του έσπασε. «Δε θα έχεις καμιά
σχέση με τα τεχνουργήματα».
«Τότε έπρεπε να με σκοτώσεις». Τον κοίταξε γλείφοντας τα χείλη της. Όπως πάντα, της έκλεβε
την ανάσα. «Αποφάσισα πως τα θέλω –και μάλιστα πάρα πολύ».
Ο Λούσιεν γρύλισε. «Όχι, νομίζω πως θέλεις να πεθάνεις. Με προκαλείς επίτηδες, ενώ εγώ σου
προσφέρω χρόνο για να απολαύσεις τις τελευταίες μέρες της ζωής σου».
«Τι γλυκός που είσαι», μουρμούρισε η Άνια. Ωστόσο, δεν προσπάθησε να τον σπρώξει από πάνω
της. Αντίθετα, τύλιξε τα χέρια της πίσω από το σβέρκο του. «Απλώς προσπαθώ να επιβιώσω,
εραστή. Και, παράλληλα, να διασκεδάσω λίγο».
Τα ρουθούνια του άνοιξαν, λες και θυμόταν κάτι δυσάρεστο. Ένας μυώνας συσπάστηκε στο
σαγόνι του, κάνοντας τις ουλές να διακρίνονται πιο έντονα. Το στόμα της γέμισε σάλια. Ήθελε να
τις αγγίξει με τη γλώσσα της. «Δεν πρόκειται να σωθείς προσποιούμενη πως έχουμε τον ίδιο
στόχο».
Α, είχαν γυρίσει πάλι εκεί, ε; Να πάρει ο διάβολος, λες ένα μικρό ψεματάκι και σε κυνηγά για
πάντα. «Τότε γιατί δε με σκότωσες; Και μη μου ξαναπείς βλακείες ότι με αφήνεις να απολαύσω τις
τελευταίες μέρες της ζωής μου. Δεν προσφέρεις την ίδια πολυτέλεια σε άλλες ψυχές».
Μια βαριά παύση. Η έκφραση του προσώπου του συννέφιασε. «Ίσως σε λυπήθηκα επειδή ξέρεις
κάτι, κάτι που θα με βοηθήσει να βρω τα τεχνουργήματα και, επομένως, το κουτί. Πες μου».
«Αν ήξερα κάτι, θα τα είχα ήδη βρει, ανόητε».
«Τότε μου είσαι άχρηστη». Ο Λούσιεν τραβήχτηκε λίγο πίσω και σήκωσε τη γροθιά του, λες και
σκόπευε να τη χτυπήσει.
Την τελευταία βδομάδα, τον είχε παρακολουθήσει να κάνει πολλές φορές την ίδια κίνηση. Ήξερε
πως δε θα τη χτυπούσε, αλλά θα έχωνε ένα άυλο χέρι μέσα της για να ξεριζώσει το πνεύμα της,
αφήνοντας το σώμα της ένα ανήμπορο κουφάρι.
Είχε τη διάθεση να χτυπήσει, να πονέσει τον εαυτό της επειδή τον είχε χλευάσει. Απλώς ήθελα
λίγο χρόνο μαζί του, παραπονέθηκε μέσα της. Ειλικρινά, μόνο αυτό μπορούσε να σκεφτεί τελευταία.
Το μόνο πράγμα που την έκανε να θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι το πρωί. Δηλαδή, αυτό και τα
φιλιά του.
«Δεν ξέρω πού βρίσκονται τα τεχνουργήματα», είπε βιαστικά, «αλλά μπορώ να σου μάθω
περισσότερα πράγματα για το ναό. Πώς σου φαίνεται;»
Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά, θαρρείς και περίμενε ν’ ακούσει κάτι τέτοιο από το στόμα της.
«Συνέχισε».
Μήπως την εκμεταλλευόταν; Πονηρό κάθαρμα. Κι όμως, η επίγνωση ότι μπορεί να την είχε
ξεγελάσει έκανε τον ερεθισμό της μεγαλύτερο. Σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να την ξεγελάσει πια.
Η Άνια έκανε μασάζ στους ώμους του, γδέρνοντάς τους λίγο. Δεν της είπε να σταματήσει. Η
αναπνοή του έγινε πιο ακανόνιστη, πιο κοφτή. Τα μάτια της κατηφόρισαν από το πρόσωπό του,
καθώς το γυμνό στήθος του τη μαγνήτιζε και η ζέστη του σώματός του την τύλιγε. Θα μπορούσα να
μείνω έτσι για πάντα.
«Άνια», βόγκηξε εκείνος. Και καθώς τα δάχτυλά της μάλαζαν τη σάρκα του, τα μάτια του
έκλεισαν σε ένδειξη παράδοσης.
«Τι λέγαμε;» τον ρώτησε.
«Για... για το ναό», ψέλλισε ο Λούσιεν με δυσκολία. «Ναι, για το ναό».
«Θα σου πω ένα μυστικό για τον εαυτό μου και για όλους τους θεούς που διέσχισαν αυτές τις
αίθουσες», ψιθύρισε η Άνια.
«Σε ακούω. Μη σταματάς».
Η Άνια έκανε το άγγιγμα πιο δυνατό, αφήνοντας τα δάχτυλά της να γλιστρήσουν στην πλάτη του.
Προς τους γλουτούς του. «Οι περισσότερες δυνάμεις μας εξαρτώνται από κάτι που λέγεται δράση
και αντίδραση. Οι άνθρωποι δρουν κι εμείς είμαστε ελεύθεροι να αντιδράσουμε. Να τους
βοηθήσουμε. Ή να τους κάνουμε κακό, ανάλογα με την περίσταση. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν
μπορούσα να βοηθήσω τον Μάντοξ και την Άσλιν μέχρι να κάνουν κάτι για να λύσουν τα χέρια μου
–τρόπος του λέγειν, δηλαδή».
Τα βλέφαρα του Λούσιεν άνοιξαν. Η ηδονή διακρινόταν στα βάθη του καστανού και του
γαλάζιου ματιού του. «Πρέπει να είναι ένα προσεκτικά φυλαγμένο μυστικό, επειδή δεν το ήξερα».
Μια παύση. «Ο Μάντοξ κι η Άσλιν έπρεπε να θυσιάσουν ο καθένας από κάτι για να εξασφαλίσουν
τη βοήθειά σου».
«Ναι». Η Άνια του χαμογέλασε πλατιά. «Τώρα σκέφτεσαι σαν θεός».
«Άρα, για να μάθω όσα θέλω να μάθω, πρέπει να θυσιάσω κι εγώ κάτι». Ένευσε καταφατικά κι
έπειτα άπλωσε το χέρι πίσω του για να πιάσει τον έναν καρπό της. Τον έφερε μπροστά και απόθεσε
την παλάμη της στο στήθος της, αλλά εκείνος δεν τραβήχτηκε, δε διέκοψε την επαφή. Αντίθετα,
ακολούθησε με τα δάχτυλά του το περίγραμμα των δικών της δαχτύλων.
Ένα ζεστό μυρμήγκιασμα απλώθηκε στο σώμα της.
Ο Λούσιεν ήταν ερεθισμένος· μπορούσε να νιώσει τον τεράστιο ανδρισμό του ανάμεσα στους
μηρούς της. Δεν ήταν ο πρώτος άντρας που ξάπλωνε πάνω της, αλλά σίγουρα ήταν ο μεγαλύτερος.
Ο πιο σέξι. Και ο πιο συναρπαστικός. Λόγω της κατάρας της, ήταν επίσης ο πρώτος άντρας που
ήθελε πραγματικά εκεί.
Επιτέλους, μπορούσε να ερμηνεύσει τα λόγια της Θέμιδoς.
Η Άνια γύριζε στο σπίτι τρέχοντας, κλαίγοντας ξανά μετά από μια λογομαχία με κάποιον
υπεροπτικό νεαρό θεό, και είχε πέσει πάνω της. Η Θέμις της είχε ρίξει μια ματιά και παραλίγο να
λιποθυμήσει από το σοκ και να σωριαστεί κάτω. Μη μπορώντας να καταλάβει το γιατί, η Άνια είχε
βιαστεί τότε να απομακρυνθεί. Την επόμενη μέρα, η Θέμις είχε εμφανιστεί στο κατώφλι της.
«Αποπλάνησες το σύζυγό μου», άκουσε τη θεά της Δικαιοσύνης να φωνάζει στη μητέρα της.
Η Δυσνομία είχε υψώσει το πιγούνι της και είχε ισιώσει τους ώμους της, αλλά δεν πρόφερε ούτε
μια λέξη για να υπερασπίσει τον εαυτό της.
«Η κόρη σου είναι φτυστή ο σύζυγός μου. Είναι παιδί του. Το αρνείσαι;»
«Όχι, δεν το αρνούμαι».
Η Άνια είχε ταραχτεί μέχρι τα βάθη της ψυχής της. Πάντα αναρωτιόταν ποιος ήταν ο πατέρας της
και τώρα που μάθαινε ότι ο πανίσχυρος δεσμοφύλακας Τάρταρος ήταν υπεύθυνος για τη γέννησή
της, ενθουσιαζόταν –τώρα κανένας δε θα μπορούσε να τη λέει κατώτερη θεά–, αλλά και θύμωνε.
Γιατί την είχε αγνοήσει όλα αυτά τα χρόνια;
«Ήξερες πως ήταν δεσμευμένος», φώναξε η Θέμις, «αλλά κοιμήθηκες μαζί του. Επειδή λοιπόν
γέννησες το νόθο παιδί του, θα τιμωρηθείς. Η δικαιοσύνη είναι δική μου».
Ο τρόμος πάνιασε το όμορφο πρόσωπο της Δυσνομίας. «Είμαι αυτή που γεννήθηκα και
προορίστηκα να είμαι», είπε.
«Αυτό δε συγχωρεί τις πράξεις σου. Από τώρα και στο εξής θα αρρωσταίνεις κάθε φορά που θα
δέχεσαι έναν άντρα στο σώμα σου και δε θα μπορείς να σηκώνεσαι από το κρεβάτι για πολλές
μέρες. Ποτέ πια δε θα κερδίζεις την προτίμηση των αντρών χωρίς αντίτιμο. Έτσι είπα και έτσι θα
γίνει».
Κλαίγοντας, η μητέρα της έπεσε στα γόνατα.
«Όσο για σένα», είπε η Θέμις και κοίταξε με μισόκλειστα μάτια την Άνια, που, τρέμοντας,
κοιτούσε κρυφά από μια γωνιά.
«Όχι!» φώναξε η Δυσνομία, προσπαθώντας να σηκωθεί. «Άφησέ την ήσυχη, είναι αθώα».
Η θεά συνέχισε ανελέητα: «Αθώα; Δε νομίζω. Είναι κόρη σου –αυτό το έγκλημα αρκεί. Κάποια
μέρα θα ποθήσεις έναν άντρα, Αναρχία, και θα σε ποθήσει κι εκείνος. Τίποτα δε θα σε ενδιαφέρει
περισσότερο από το να βρεθείς μόνη μαζί του. Δε θα σε νοιάζει ποιος είναι, τι είναι ή σε ποια ανήκει.
Θα τον πάρεις. Όπως ακριβώς η μητέρα σου, θα τον πάρεις».
«Κι εσύ θα πεθάνεις μόνη επειδή είσαι κακή και φθονερή», της πέταξε η Άνια, χωρίς να μπορεί να
φανταστεί πως θα ένιωθε έτσι για κάποιον από τους θεούς που την κορόιδευαν –πόσο μάλλον να
δεχτεί στο κρεβάτι της τα απομεινάρια μιας άλλης γυναίκας.
«Δε θα έχεις την ευκαιρία να ακολουθήσεις τα ακόλαστα βήματα της μητέρας σου. Αν επιτρέψεις
σε έναν άντρα να μπει στο σώμα σου, τότε θα δεθείς μαζί του για πάντα. Θα ζεις γι’ αυτόν και μόνο
γι’ αυτόν. Η ηδονή του θα είναι δική σου ηδονή. Ο πόνος του, πόνος σου. Αν σε απορρίψει και
αποκτήσει άλλη ερωμένη, θα νιώσεις το μαρτύριο της απώλειάς του, αλλά δε θα μπορείς να τον
αφήσεις. Αν πεθάνει, δε θα συνέλθεις ποτέ από τη θλίψη. Η κληρονομιά της μητέρας σου τελειώνει
σήμερα. Έτσι είπα κι έτσι θα γίνει».
Οι ίδιες οι λέξεις είχαν τυλιχτεί γύρω της και κόντευαν να την πνίξουν. Είχαν τρυπώσει στο δέρμα
της, είχαν διαπεράσει τα κόκαλά της και είχαν φτάσει μέχρι την ψυχή της, ένα καυτό μαρκάρισμα
που δεν είχε καταφέρει ποτέ να αποτινάξει. Για πολλές βδομάδες μετά περπατούσε σαν
υπνωτισμένη, καθώς το διπλό σοκ –του πατέρα της που ήταν παντρεμένος με άλλη και της κατάρας
που θα τη βάραινε για πάντα– ήταν τόσο μεγάλο που δυσκολευόταν να το αντέξει.
Καθώς η ταραχή και η έκπληξη υποχωρούσαν, άρχισε να μισεί τον πατέρα της επειδή αρνήθηκε
την ύπαρξή της και όλους τους άντρες επειδή ήξερε τι θα της έκαναν αν δεν πρόσεχε. Κι ήταν
φοβισμένη –πολύ φοβισμένη.
Όταν η μητέρα της την έστειλε για να πάρει μαθήματα πολεμικής τέχνης, ελπίζοντας πως θα τη
βοηθούσαν να προστατεύσει τον εαυτό της τώρα που διακυβεύονταν τόσα πολλά, η Άνια
αντιμέτωπισε αυτά τα μαθήματα με μεγάλη σοβαρότητα. Καθώς η δύναμή της αυξανόταν, το μίσος
κι ο φόβος της υποχωρούσαν. Αλλά όχι η αποφασιστικότητά της να μείνει μόνη.
Όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κατάρα, δεν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να
προσφέρει σε άντρα τόσο μεγάλη δύναμη πάνω της. Η έλλειψη της ελευθερίας της, όταν οι θεοί τη
φυλάκισαν στο μπουντρούμι του πατέρα της, είχε ενισχύσει την αποφασιστικότητά της.
Μέχρι τώρα.
Τώρα ήθελε να γνωρίσει την ευδαιμονία των πιο αδιάκριτων χαδιών του Λούσιεν. Ήθελε να τον
νιώσει μέσα της. Βαθιά. Με τους γοφούς του να κινούνται ρυθμικά. Ήξερε πως θα τα ήθελε όλα
αυτά είτε ήταν δεσμευμένος είτε όχι.
Η σκέψη και μόνο πως θα τον έπαιρνε αύξησε την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της και την ένιωσε
να νοτίζει το σλιπ της. Η επιδερμίδα της τσιτώθηκε, θαρρείς και ήταν πολύ στενή για να χωρέσει το
σώμα της, και δεν μπόρεσε να σταματήσει τους μηρούς της που τρίβονταν πάνω-κάτω στους δικούς
του. Ελευθερία, θύμισε στον εαυτό της. Δεν υπήρχε τίποτα πιο σπουδαίο.
Οι άνθρωποι με τους οποίους είχε διαλέξει να κάνει έρωτα όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν μπει ποτέ
μέσα της. Ο Αίας, ο Διοικητής της Φρουράς των Αθανάτων, τη φίλησε και τη χάιδεψε, αλλά όταν
εκείνη του ζήτησε να σταματήσει, την αποκάλεσε «ανάφτρα» και «πόρνη» –ο μπάσταρδος, δεν
καταλάβαινε καν πως ήταν σχήμα οξύμωρο– και την κάρφωσε κάτω, αποφασισμένος να την κάνει
δική του.
Την έβρισε, έσχισε τα ρούχα της, άνοιξε τα δικά του. Ο φόβος την πλημμύρισε. Ούρλιαξε,
απαίτησε να την αφήσει. Κι εκείνος γέλασε. Η Άνια δεν μπορούσε να διακτινιστεί, επειδή δεν είχε
μάθει ακόμα αυτή την ικανότητα· δεν της την είχε προσφέρει ο πατέρας της –το μοναδικό δώρο που
της είχε κάνει. Πολέμησε με όλες τις δυνάμεις της και τελικά κατόρθωσε να του καταφέρει το
τελειωτικό πλήγμα, όπως ακριβώς την είχαν διδάξει.
Η Άνια δεν είχε μετανιώσει ποτέ για τις πράξεις της. Ούτε τότε που σάπιζε στη φυλακή. Κανένας
δεν μπορούσε να πάρει ό,τι της ανήκε. Κανένας.
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Λούσιαν με φωνή βραχνή από... από ερεθισμό;
Γιατί να μην του πει την αλήθεια; «Εσένα. Το σεξ. Την κλοπή. Έναν άλλο άντρα».
«Εραστή σου;» τη ρώτησε και η φωνή του έγινε βαριά.
Ζήλευε; «Κάτι τέτοιο».
Τα μάτια του μισόκλεισαν.
«Η σκέψη πως ήμουν με άλλον άντρα σε γεμίζει οργή, Ευωδιαστέ;»
«Όχι βέβαια», γάβγισε εκείνος, αφήνοντας την αγκαλιά της για να σηκωθεί.
Μια αίσθηση απώλειας την έκανε να μορφάσει λες και πονούσε. Σηκώθηκε απρόθυμα και τίναξε
την άμμο από τις δικτυωτές νάιλον κάλτσες της. Είναι καλύτερα έτσι, είπε στον εαυτό της. Λίγο
έλειψε να δοθείς σ’ έναν άντρα που μπορεί να μη σε θέλει καν. Σε έναν άντρα που σίγουρα θέλει να
σε σκοτώσει.
«Ας γυρίσουμε στην προηγούμενη συζήτηση. Η Άσλιν αναγκάστηκε να θυσιαστεί για να σώσει
τον Μάντοξ», είπε ξερά ο Λούσιεν. Γύρισε στο δωμάτιο όπου ήταν κάποτε η αίθουσα του βωμού
και μελέτησε τον ανοιχτό χώρο. «Τι μπορώ εγώ να θυσιάσω;»
«Λούσιεν», φώναξε ο Στράιντερ. «Πρέπει να φάμε κάτι».
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμα», απάντησε. Δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. «Άνια; Θυσία;»
«Με ρωτάς αν γίνονταν εδώ θυσίες;» Είχε χάσει τον ειρμό της συζήτησης, επειδή την
απασχολούσαν πολύ οι δικές της δυστυχισμένες σκέψεις. «Ναι. Λοιπόν;»
«Αιματηρές θυσίες;»
«Ναι». Πού ήθελε να καταλήξει; «Όταν ο ναός μεταφέρθηκε στη γη, εδώ γίνονταν αιματηρές
θυσίες».
«Και τι ακριβώς θυσίαζαν οι πιστοί που έρχονταν εδώ; Τι έκαναν να αιμορραγεί;»
Η Άνια άφησε ξανά το μυαλό της να επιστρέψει σ’ εκείνη την εποχή. Ακόμα κι εκείνη λατρευόταν
από θνητούς. Σήμερα όλοι τούς αγνοούσαν, θεωρώντας τους ανύπαρκτα πλάσματα των μύθων και
των θρύλων. Δεν την ενοχλούσε καθόλου, αντίθετα με τους άλλους θεούς· εκείνη απολάμβανε την
ανωνυμία της.
«Θυσίαζαν μέλη της οικογένειάς τους», απάντησε τελικά, ενώ το στομάχι της δενόταν κόμπος. Ω,
πόσο το μισούσε! Ένας ακόμα λόγος που χαιρόταν επειδή τα παλιά χρόνια ήταν... ναι, ήταν παλιά.
«Συνήθως διάλεγαν αθώους. Παρθένες. Έκοβαν το λαιμό τους και παρακολουθούσαν να πεθαίνουν
από αιμορραγία».
Ο Λούσιεν χλόμιασε. «Αυτό αναμένεται εδώ; Αυτό χρειάζεται;»
«Όχι πάντα. Με , ρικές φορές, το αίμα που προσφερόταν πρόθυμα από άτομα που βρίσκονταν σε
ανάγκη θεωρούνταν μεγαλύτερη θυσία από τη σφαγή κάποιου άλλου και συνήθως γινόταν
αποδεκτή. Ωστόσο, κανένας δεν ήθελε να το κάνει· θα έπρεπε να κάνει κακό στον εαυτό του κι έτσι
οι περισσότεροι προτιμούσαν να πετσοκόψουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο και να το
αποκαλέσουν... ευγενική πράξη».
Ένα μέρος του χρώματος επέστρεψε στο πρόσωπό του. Έβγαλε ένα μαχαίρι από την μπότα του κι
η λεπίδα σφύριξε καθώς γλιστρούσε στο δέρμα.
Η Άνια έκανε πίσω, απλώνοντας τα χέρια με τις παλάμες προς τα έξω. «Μη μου πεις ότι τώρα
σκέφτεσαι να με θυσιάσεις!»
«Δεν είσαι ούτε παρθένα ούτε αγαπημένο μου πρόσωπο», μουρμούρισε εκείνος.
Τρίζοντας τα δόντια, η Άνια σταμάτησε απότομα και στύλωσε τα πόδια της στο έδαφος.
Κάθαρμα. Δεν είχε ιδέα για το πρώτο και δε χρειαζόταν υπενθύμιση για το δεύτερο. Ήταν ανάγκη να
το υπογραμμίσει πάλι; «Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι με τις προσβολές σου, Ευωδιαστέ. Σήμερα σε
βοήθησα. Την περασμένη βδομάδα σε βοήθησα. Πριν από ένα μήνα σε βοήθησα».
Ο Λούσιεν αναστέναξε με μεταμέλεια. «Έχεις δίκιο. Ζητώ συγνώμη. Ήταν αγενές και δεν
πρόκειται να το ξαναπώ».
«Εντάξει... σωστά». Δεν περίμενε από τον Λούσιεν να ζητήσει συγνώμη και τώρα αισθανόταν
σαστισμένη. «Τι εννοείς...» Τα λόγια κόπηκαν απότομα καθώς εκείνος έκοβε πρώτα τον αριστερό
καρπό του και μετά το δεξιό. Ταραγμένη, η Άνια έτρεξε κοντά του. «Λούσιεν, είσαι τρελός; Εντελώς
τρελός;» Ήξερε πως δε θα πέθαινε, αλλά και πάλι...
«Θα δούμε». Οι πληγές ήταν μεγάλες και βαθιές.
Οι δικοί της καρποί πονούσαν σε ένδειξη συμπόνιας. Ναι, κάποτε τον είχε μαχαιρώσει, αλλά
τώρα, τούτη τη στιγμή, δεν άντεχε να τον βλέπει λαβωμένο. Άρπαξε το χέρι του και κόλλησε τον
έναν καρπό του στο σώμα της, ελπίζοντας να σταματήσει τη ροή του άλικου υγρού με τη στολή της.
Λίγο αίμα έσταξε πάνω της και μετά έπεσε στο έδαφος.
Αμέσως μόλις άγγιξε την άμμο, ο Λούσιεν άφησε ένα μουγκρητό και έπεσε στα γόνατα. Η
ανησυχία της διπλασιάστηκε. «Λούσιεν, τι συμβαίνει;» Ήταν αθάνατος και δεν μπορούσε να
σκοτωθεί με φυσιολογικά μέσα, αλλά και πάλι ανησυχούσε για λογαριασμό του. Μπορεί να τον
είχαν καταραστεί. Μπορεί να...
Ο Λούσιεν μούγκρισε ξανά και έπιασε το στομάχι του.
«Λούσιεν! Πες μου τι συμβαίνει!»
Τα βλέφαρά του ήταν σφιχτά κλεισμένα και, λαχανιάζοντας, τα άνοιξε αργά. Και οι δυο ίριδες των
ματιών του είχαν γίνει ξαφνικά γαλάζιες. Απόκοσμες, κρυσταλλικές, περιστρέφονταν σαν
ανεμοστρόβιλος. Σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν και τραβήχτηκε από κοντά της σαν
υπνωτισμένος. Προχώρησε προς το μοναδικό τοίχο του ναού που είχε απομείνει.
«Το βλέπω», είπε.
Η ανακούφιση έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Έβλεπε κάποιο όραμα. Τα παλιά χρόνια, όταν
κάποια θυσία ευχαριστούσε τους θεούς ή ακόμα τον ίδιο το ναό, εκείνος που πρόσφερε τη θυσία
εξασφάλιζε κάποια ανταμοιβή. Η Άνια σκέφτηκε πως ίσως ο ναός χαιρόταν που τον
χρησιμοποιούσαν ξανά. «Τι βλέπεις;» Χρειάστηκε να αναγκάσει τα χέρια της να μείνουν στα πλευρά
της, επειδή ήθελε απεγνωσμένα να τον αγκαλιάσει.
«Ίσως βρήκα κάτι», φώναξε εκείνος, αγνοώντας την.
Και οι τέσσερις πολεμιστές έτρεξαν κοντά του, προσπερνώντας κίονες σαν άγγελοι-εκδικητές.
Την είδαν και έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η στολή της Γαλλίδας υπηρέτριας που φορούσε ήταν
αποκαλυπτική και προοριζόταν αποκλειστικά για τα μάτια του Λούσιεν. Ωστόσο, δε διακτινίστηκε
αλλού για να αλλάξει. Δεν ήθελε να χάσει ούτε μια στιγμή.
Οι άντρες δεν της μίλησαν, μολονότι ο Πάρις έγλειψε τα χείλη του με προσμονή, λες και η Άνια
ήταν ένα πλούσιο γεύμα που είχε ετοιμαστεί ειδικά για κείνον. Εκείνη έστρεψε με απόγνωση τα
μάτια της προς τον ουρανό. Θα μπορούσε να τον πειράξει, αλλά φοβόταν μήπως ο Πάρις έπαιρνε το
πείραγμα στα σοβαρά.
«Γιατί αιμορραγείς;» ρώτησε ο Στράιντερ, τραβώντας ένα στιλέτο. Στράφηκε και κοίταξε
βλοσυρά την Άνια. «Και τι στα κομμάτια φοράει του λόγου της;»
Η Άνια τον κοίταξε εχθρικά.
«Δε θα αγγίξετε καθόλου τη γυναίκα», δήλωσε ξερά ο Λούσιεν, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον
τοίχο. «Είναι δική μου».
Δική μου, είχε πει. Χαμογελώντας, χάρισε σε κάθε Άρχοντα ένα χαιρετισμό κουνώντας ανάλαφρα
τα δάχτυλά της. «Το ακούσατε; Είμαι δική του, άρα μπορείτε να φάτε χώμα, όλοι σας».
Ο Λούσιεν μουρμούρισε: «Κι εσύ, Άνια, καλά θα κάνεις να κρατήσεις τα χέρια σου κοντά, αν δε
θέλεις να τα χάσεις».
«Ποιος θα μου τα κόψει; Θαρρείς πως τα φιλαράκια σου μπορούν να με νικήσουν;» τον ρώτησε,
χωρίς να ξέρει αν είχε ακούσει καλά ή όχι. Ο Λούσιεν δεν απάντησε.
Καθώς οι Άρχοντες συγκεντρώνονταν γύρω από τον Λούσιεν, η Άνια άνοιξε δρόμο με τους
αγκώνες και βρέθηκε στον κύκλο τους. Και, ναι, βούτηξε μερικά στιλέτα στη διάρκεια της
διαδικασίας. Θεοί, πόσο όμορφα ένιωθε! Δεν το έκανε συχνά τελευταία· ο Λούσιεν είχε
μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της. Η κλοπή κατάφερνε πάντα να καταπραΰνει τα επαναστατικά
συναισθήματά της, να επιβραδύνει το ρυθμό της καρδιάς της και να επουλώνει το φαινομενικά
αδιάκοπο πόνο στο στομάχι της. Οι πολεμιστές δεν είχαν αντιληφθεί την κλοπή, διαφορετικά ήταν
σίγουρη πως θα ρίχνονταν εναντίον της. Προς το παρόν, την άφησαν ανάμεσά τους χωρίς να
σχολιάσουν.
Τι είχε βρει ο Λούσιεν; Τι κοιτούσε;
Ο Λούσιεν άνοιξε τα χέρια, σπρώχνοντας όλους πίσω του και κοιτάζοντας τον τοίχο για μια φορά
ακόμα.
«Λούσιεν;» ψέλλισε ο Στράιντερ φανερά μπερδεμένος. Η Άνια τον μελέτησε με την άκρη του
ματιού της. Είχε γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά κι ήταν ψηλός, μυώδης και ηλιοκαμένος. Τα
χαρακτηριστικά του ήταν τραχιά και διέθετε μια πονηρή αίσθηση του χιούμορ, κάτι που η Άνια
φυσιολογικά προτιμούσε.
Γιατί δεν την είχε προσελκύσει εκείνος;
«Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Πάρις. Η ανυπομονησία και ο ενθουσιασμός ηλέκτριζαν την ομάδα.
«Είναι ωραίο πράγμα να περιμένεις», αποφάνθηκε ο Γκίντεον κοιτάζοντας βλοσυρά.
«Θυμάστε τι μας είπαν οι δυο θνητοί ερευνητές για το Δία και τα τεχνουργήματα;» τους ρώτησε ο
Λούσιεν.
Ακολούθησε ένα μουρμουρητό με καταφατικά λόγια.
«Βασικά, είχαν δίκιο. Αναζητώ μια τοιχογραφία που φαίνεται να είναι ζωντανή. Οι εικόνες
μετατοπίζονται, αποκαλύπτοντας τη μια λεπτομέρεια πίσω από την άλλη. Αφού ο Δίας φυλάκισε
τους Τιτάνες, πρόσταξε τη Λερναία Ύδρα να κρυφτεί και να προστατεύσει τα πολύτιμα
τεχνουργήματά τους. Η Ύδρα μοιράστηκε σε τέσσερα τρομερά πλάσματα που σκόρπισαν και κάθε
πλάσμα προστάτευε από ένα κειμήλιο».
«Ω θεοί», είπε η Άνια. «Αν η Λερναία Ύδρα φρουρεί τα τεχνουργήματα, έχετε μπλέξει άσχημα.
Είναι φοβερό πλάσμα. Δυο κεφάλια σ’ ένα φιδίσιο σώμα –δηλαδή οχτώ κεφάλια σε τέσσερα
σώματα, αν είναι σωστό το όραμα του Λούσιεν, και τα κεφάλια διψούν για αίμα».
«Κάθε ερπετό έπρεπε να κρυφτεί για πάντα και να μην αποκαλύψει ποτέ την τοποθεσία του –ούτε
καν στους θεούς», συνέχισε ο Λούσιεν.
Ο Στράιντερ ξεφύσησε. «Τότε σε τι μας βοηθά αυτό;»
Ερασιτέχνες. «Βλέπεις σύμβολα;» τον ρώτησε τότε η Άνια.
Παύση. Συνοφρύωμα. «Ναι».
«Τι είναι; Ο Δίας μπορεί να μην ήθελε οι άλλοι θεοί να μάθουν την τοποθεσία τους, αλλά σίγουρα
θα φρόντισε εκείνος να μπορεί να τα ξαναβρεί αν χρειαζόταν. Στις μέρες της δόξας του, όταν έκλεβε
ό,τι ήθελε από όποιον θεό το χρειαζόταν –είναι το μόνο πράγμα που θαύμαζα σε δαύτον–, συνήθιζε
να το κρύβει μέχρι να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις χρησιμοποιώντας σύμβολα-οράματα σαν
χάρτες θησαυρού. Και φρόντιζε να αλλάζουν τα σύμβολα, αν το αντικείμενο μεταφερόταν για
κάποιο λόγο αλλού».
Ο Λούσιεν δε στράφηκε προς το μέρος της, αλλά είπε: «Μας είπες πως αποκάλυψε στον Κρόνο τι
είχαν απογίνει. Είπες πως ο Κρόνος τα έψαξε, αλλά δεν τα βρήκε».
«Και περίμενες να πει ο Δίας την αλήθεια; Εχθροί είναι, αν θυμάσαι. Μίλησέ μου για τα σύμβολα,
λοιπόν!»
Ο Λούσιεν έσφιξε τα υπέροχα χείλη του, αρνούμενος να απαντήσει.
«Πολύ καλά, μη μου πεις. Θα φύγω από την περιοχή και θα σου δώσω την ευκαιρία να μιλήσεις
στα αγόρια σου. Δεν πρόκειται να παραμείνω εδώ, αόρατη, για να στήσω αυτί». Του χαμογέλασε,
περιμένοντας.
Ο Λούσιεν γρύλισε.
«Ειλικρινά, αφού ξέρεις ότι αργά ή γρήγορα θα το μάθω, πάψε να σπαταλάς το χρόνο μας. Κι
έπειτα, θα σε γλιτώσω από αρκετές σπαζοκεφαλιές, αφού θα σε βοηθήσω να ερμηνεύσεις τα
σύμβολα. Χρειάζεσαι τη βοήθειά μου –και πάλι. Παραδέξου το».
«Πολύ καλά, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου». Ο Λούσιεν έτριψε με δυο δάχτυλα το σαγόνι του,
φανερά απρόθυμος. «Το πρώτο σύμβολο είναι δυο γραμμές που συγκλίνουν προς τα κάτω, με μια
κυρτή γραμμή να τις ενώνει».
«Νότια Αφρική», απάντησε η Άνια χωρίς δισταγμό.
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Πάρις, φανερά πιο καταβεβλημένος από πριν. Την πλησίασε και
τσίμπησε το γλουτό της.
Η Άνια χτύπησε με δύναμη το χέρι του και απομακρύνθηκε. «Είμαι πιο έξυπνη από σένα»,
δήλωσε υπεροπτικά. «Γι’ αυτό το ξέρω».
Ο Πάρις έσφιξε σχεδόν απεγνωσμένα τον καρπό της. Δεν ήταν σίγουρη τι σχεδίαζε να κάνει μαζί
της. Αν συνέχιζε, τότε θα... Ο Λούσιεν εμφανίστηκε ανάμεσά τους και τους χώρισε απότομα.
Και ο Λούσιεν γρύλιζε στο φίλο του, τον πολεμιστή.
«Πολύ καλά». Ο Πάρις αναστέναξε και έκανε πίσω. «Πήρα το μήνυμα. Δεν έχει χεράκια και
τέτοια». Σταμάτησε και κοίταξε τη μέση του. «Γαμώτο! Χάθηκε το στιλέτο μου».
Οι άλλοι Άρχοντες κοίταξαν μια τον Λούσιεν και μια την Άνια, λες και περίμεναν οδηγίες.
«Τι έγινε;» ρώτησε τελικά εκείνη. «Πιστεύετε πως εγώ το πήρα;»
«Και το δικό μου χάθηκε», συμπλήρωσε ο Στράιντερ, χαμογελώντας, «αλλά μπορείς να το
κρατήσεις και να με σκέφτεσαι όποτε το χρησιμοποιείς».
Το χαμόγελο την ξάφνιασε κι έπιασε τον εαυτό της να του το ανταποδίδει –μέχρι που ο Λούσιεν
γρύλισε και σ’ εκείνον. Η Άνια κοίταξε με απόγνωση ψηλά, μολονότι μέσα της ένιωθε ευχαρίστηση.
«Γύρισε στη δουλειά σου, παλικάρι μου», είπε. «Ξέρω πως μισείς τους αντιπερισπασμούς».
Ευτυχώς, το γρύλισμα σταμάτησε. «Το δεύτερο σύμβολο», είπε ο Λούσιεν, τραβώντας και πάλι
την προσοχή όλων στον τοίχο, «είναι μια μοναδική, τεθλασμένη γραμμή».
«Αυτή είναι η Αρκτική. Α!» πρόσθεσε, φέρνοντας το χέρι στην καρδιά της. «Αυτά τα παγωμένα
κλίματα θα φέρουν πίσω αναμνήσεις του πρώτου ραντεβού μας. Τότε που έκανες μια όμορφη,
αναζωογονητική βουτιά στα δροσερά νερά και σε παρακολουθούσα από τον παγετώνα. Θυμάσαι;»
Δεν του έδωσε την ευκαιρία να απαντήσει. «Ίσως είναι σημάδι πως πρέπει να μείνουμε ζευγάρι για
πάντα. Δεν πιστεύεις πως είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για μια αγκαλίτσα;»
Ο Λούσιεν έσφιξε τα χείλη του. «Το τρίτο είναι μια οριζόντια, καμπυλωτή γραμμή από την οποία
ξεφυτρώνει μια παρόμοια γραμμή».
Η Άνια πήρε την απάντησή του ως «όχι» στην πρότασή της. «Αυτές είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες».
«Το τελευταίο σύμβολο είναι μια ίσια γραμμή που κυρτώνει στο κάτω μέρος, σχεδόν σαν μύτη
μαχαίρας».
«Αίγυπτος», είπε η Άνια. Μετά, χαμογέλασε και χτύπησε τα χέρια της. «Ξέρεις τι σημαίνουν όλα
αυτά, έτσι δεν είναι; Κι άλλα ταξίδια κι άλλα κυνήγια θησαυρών! Πού θα πάμε πρώτα; Πού; Πού;
Πού;»
«Πώς ξέρεις όλες αυτές τις τοποθεσίες;» ρώτησε ο Λούσιεν, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση του
Πάρη καθώς, τελικά, στρεφόταν για να την αντικρίσει. Τα μάτια του είχαν ακόμα εκείνο το
απόκοσμο γαλανό χρώμα.
«Ίσως ο Δίας πήγαινε εδώ κι εκεί κι έλεγε σε όλους τι σήμαιναν».
«Πώς το ξέρεις;» επέμεινε ο Λούσιεν.
Η μητέρα της ήταν ερωμένη του Δία εκείνη την περίοδο και είχε κρυφακούσει μερικά κρατικά
μυστικά, αλλά εκείνο το συγκεκριμένο ήταν κάτι που η Δυσνομία δεν μπορούσε να αποκαλύψει
ελεύθερα. «Δε σας είπα πως είμαι έξυπνη;»
«Και πώς ξέρουμε ότι μπορούμε να σ’ εμπιστευτούμε;» επέμεινε ο Πάρις, με τα χέρια στους
γοφούς.
Ο Λούσιεν άρπαξε το μπράτσο της και το έσφιξε, αναγκάζοντάς τη να τον αντικρίσει. «Δεν
πρόκειται να έρθεις μαζί μας, Άνια. Βγάλε αμέσως αυτή τη σκέψη από το μυαλό σου».
Αλήθεια; «Προσπάθησε να με εμποδίσεις. Σε προκαλώ».
«Ξέρεις ότι μπορώ να σε εμποδίσω».
Η Άνια ανασήκωσε τα φρύδια της χωρίς να κλονιστεί καθόλου η αυτοπεποίθησή της. «Ξέρω;
Στέκομαι ακόμα εδώ, ζωντανή, σώα και αβλαβής... σωστά;»
Ήταν η φαντασία της ή μήπως πράγματι έβγαινε καπνός από τα ρουθούνια του και μια μυρωδιά
θειαφιού απλωνόταν στην ατμόσφαιρα; Εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε πολύ με τον προσωπικό της
δαιμονικό δράκο. Τι γλυκό! Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τα γρανάζια που περιστρέφονταν
μανιασμένα στο κεφάλι του καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει. Όταν νευρίαζε ήταν κάτι παραπάνω
από σέξι. «Παραδέξου το. Δε θα μάθαινες ποτέ τι σήμαιναν τα σύμβολα χωρίς εμένα. Με
χρειάζεσαι».
«Μπορεί να λες ψέματα», είπε εκείνος, επαναλαμβάνοντας τις υποψίες του Πάρη.
«Τότε χάσε χρόνο ψάχνοντας ξανά. Τι με νοιάζει; Μπορώ να βρω τις Ύδρες, ενώ εσύ θα
παιδεύεσαι σ’ έναν υπολογιστή. Θα συγκεντρώσω τα τεχνουργήματα και θα βρω το κουτί –και θα
το κάνω πριν εσύ κι η Ομάδα της Τεστοστερόνης σου προλάβετε να αγοράσετε αεροπορικό
εισιτήριο».
Κι οι τέσσερις πολεμιστές γρύλισαν.
«Τι έγινε; Έθιξα κάποιο ευαίσθητο θέμα;» τους ρώτησε, η προσωποποίηση της αθωότητας.
«Θα χωρίσουμε», είπε ο Λούσιεν χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την Άνια. «Πάρη, εσύ κι ο
Γκίντεον θα πάτε στην Αμερική».
Ο Πάρις κοίταξε με απόγνωση τον ουρανό. «Ω θεοί. Γιατί μου φορτώνεις το Ψεύδος;»
«Μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή, περισσότεροι άνθρωποι. Είναι προτιμότερο να ψάχνουν δυο
πολεμιστές εκεί», του εξήγησε ο Λούσιεν. «Στράιντερ, εσύ θα πας στη Νότια Αφρική κι εσύ, Αμούν,
στην Αίγυπτο». Κοίταξε την Άνια. «Εγώ θα πάω στην Αρκτική».
«Δεν παίρνεις καλύτερα ένα παλτό μαζί σου;» του πρότεινε εξυπηρετικά η Άνια.
Τα μάτια του Λούσιεν μισόκλεισαν. Με δυσκολία συγκρατήθηκε η Άνια για να μην του στείλει
ένα φιλί.
«Θα πάρω τον Σαβίν στο κινητό», είπε ο Στράιντερ, «και θα του πω τι βρήκαμε. Ποιος ξέρει;
Μπορεί να ανακαλύψει κάτι ακόμα στο ρωμαϊκό ναό».
«Άνια, ξέρεις κάτι για εκείνη την τοποθεσία;» ρώτησε ο Λούσιεν.
«Μόνο πως λεγόταν Ναός των Ακατονόμαστων».
«Των Ακατονόμαστων; Τους έχω ακουστά», είπε ο Γκίντεον.
Πράγμα που σήμαινε, φυσικά, ότι δεν είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτούς. Η σκέψη και μόνο του ναού
την έκανε να ανατριχιάσει. «Οι γονείς απειλούσαν τα άτακτα παιδιά τους ότι θα τα έστελναν για
τιμωρία σ’ εκείνο το καταδικασμένο μέρος. Ίσως επειδή ακούγονταν πάντα ουρλιαχτά πίσω από
τους τοίχους του».
«Ποιοι είναι οι Ακατονόμαστοι;»
«Δεν τους έχω δει ποτέ, φρόντισα να μην πλησιάσω. Και, όπως δηλώνει και το όνομα, σπάνια
αναφέρονταν πέρα από τις περιστασιακές γονικές απειλές».
Ο Λούσιεν αναστέναξε. «Τηλεφώνησε στον Σαβίν, αν θέλεις», είπε στον Στράιντερ, «αλλά εγώ
λογαριάζω να διακτινιστώ μέχρι τη Ρώμη και να του το πω προσωπικά. Θα ρίξω και μια ματιά στο
ναό, όσο θα είμαι εκεί. Το αίμα μου λειτούργησε εδώ ως καταλύτης –ίσως να λειτουργήσει κι εκεί
με τον ίδιο τρόπο».
Η ελπίδα πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Η Άνια ήξερε πως βρίσκονταν τόσο κοντά στην επιτυχία
όσο ποτέ άλλοτε.
«Από πού θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε όταν φτάσουμε στους προορισμούς μας;» ρώτησε ο Πάρις.
«Τούτη τη στιγμή, το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να πάω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπες
κι εσύ, είναι τεράστιο μέρος –με πολλές γυναίκες», πρόσθεσε λες και το σκεφτόταν εκείνη τη
στιγμή. Τα χείλη του τραβήχτηκαν σ’ ένα αργό χαμόγελο και η υπερένταση στο πρόσωπό του
φάνηκε να χαλαρώνει με την προοπτική της φρέσκιας σάρκας.
«Πού πρέπει να κοιτάξουν;» ρώτησε ο Λούσιεν την Άνια.
Και πάλι, όλοι στράφηκαν προς το μέρος της.
Τη μια στιγμή ήθελαν τη βοήθειά της, την άλλη δεν την ήθελαν, μετά την ήθελαν ξανά. «Τι
συμβαίνει; Εγώ είμαι απλώς μια ανόητη, ενοχλητική κατώτερη θεά. Κανένας δε με χρειάζεται.
Κανένας δε με θέλει. Κανένας δε...»
«Μπορείς να έρθεις μαζί μου», πέταξε ο Λούσιεν.
Α, τι ενθουσιασμός! Εκνευρισμένη, η Άνια άφησε τη γλώσσα της να ταξιδέψει πάνω από τα
δόντια της. Ωστόσο, οι απαιτήσεις και τα γρυλίσματά του ήταν καλύτερα από όλες εκείνες τις
βδομάδες της παγερής αυτοσυγκράτησης. Ίσως έπρεπε να τον ζορίσει λίγο περισσότερο. «Συγνώμη,
τι είπες;» Έφερε το ένα χέρι στο αυτί της, σχηματίζοντας χωνί. «Δε σε άκουσα καλά».
«Μπορείς να έρθεις μαζί μου», επανέλαβε εκείνος δυνατά. Πολύ σκυθρωπός.
Τώρα η Άνια σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. Συνέχισε να τον ζορίζεις έτσι και μπορεί να σου
ριχτεί. Μακάρι, μακάρι, μακάρι. «Θα προσπαθείς να με σκοτώσεις;»
«Ξέρεις ότι πρέπει, αλλά θα σε ειδοποιήσω έγκαιρα πριν το κάνω».
Έτσι κι αλλιώς, η Άνια δεν ήθελε να σταματήσει. «Δίκαιο». Αυτή η μέρα δε θα μπορούσε να
εξελιχθεί καλύτερα. Σύντομα θα ταξίδευε μόνη μαζί του και πιθανότατα θα πάλευε μαζί του. Η
προοπτική δεν έπρεπε να την ενθουσιάζει τόσο, αλλά, αντίθετα, την ενθουσίαζε. Ήθελε να της δοθεί
η ευκαιρία για να γαλουχήσει τον πόθο που είχε διακρίνει μέσα του λίγο πριν –μολονότι ήταν
επικίνδυνο. «Δέχομαι».
«Πού πρέπει να ψάξουμε;» επανέλαβε ο Πάρις.
«Δεν ξέρω όλες τις απαντήσεις». Αν συνέχιζε έτσι, σύντομα οι άντρες θα τη σέβονταν μόνο για το
μυαλό της. Τι δυστυχία!
«Άνια», την προειδοποίησε ο Λούσιεν.
«Τι εννοείς... Άνια; Δεν τις ξέρω! Ζητήστε από την Άσλιν να εντοπίσει φήμες για τεράστια,
άσχημα τέρατα. Πρέπει να αναφέρονται στη Λερναία Ύδρα. Α, και της αρέσει το νερό. Ίσως, λοιπόν,
πρέπει να εντοπίσει φήμες για τεράστια, άσχημα τέρατα που έχουν θεαθεί κοντά σε νερό».
Οι άντρες ένευσαν καταφατικά και, για μια φορά ακόμα, την ξέχασαν καθώς κουβέντιαζαν μεταξύ
τους για τις προμήθειες που θα χρειάζονταν, για την ημέρα αναχώρησής τους και τα λοιπά και τα
λοιπά.
Η Άνια πλησίασε τον Λούσιεν κι άφησε το ακροδάχτυλό της να κατηφορίσει στο στέρνο του.
«Θα διασκεδάσουμε πολύ, εσύ κι εγώ».
Ο Λούσιεν έλεγε στον Στράιντερ όσα ήξερε για τη Νότια Αφρική, αλλά τα λόγια του έσβησαν. Με
τα μάτια να πετούν φλόγες, στράφηκε απότομα προς το μέρος της. Η Άνια δεν έμεινε για να
διαπιστώσει τι ήθελε να πει ή να κάνει. Του έστειλε ένα φιλί κι εξαφανίστηκε.

Κεφάλαιο 8

Καθώς αγόραζε προμήθειες που θα χρειαζόταν για το ταξίδι του –διακόπτοντας τα ψώνια για να
πάρει δεκαοχτώ ψυχές και να τις συνοδεύσει στην τελευταία κατοικία τους– ο Λούσιεν δεν ένιωθε
το καυτό βλέμμα της Άνια πάνω του ούτε μύριζε το μαγευτικό φραουλένιο άρωμά της.
Πού ήταν; Τι έκανε;
Με ποιον το έκανε;
Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές με τόση δύναμη που οι αρθρώσεις τους άσπρισαν.
Του έλειπε περισσότερο από ποτέ. Είχε συνηθίσει την παρουσία της και τίποτα δε φαινόταν
σωστό όταν έλειπε. Κι έπειτα, ανησυχούσε για κείνη. Μήπως ο Κρόνος είχε βαρεθεί τις χλιαρές
απόπειρες του Λούσιεν να τη σκοτώσει και είχε αποφασίσει να καταστρέψει μόνος του την Άνια;
Τα νύχια του μπήχτηκαν στις παλάμες του, βγάζοντας αίμα. Είναι μια χαρά. Ο Κρόνος δεν είχε
καταφέρει να τη σκοτώσει κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε αναθέσει αυτό το έργο στον Λούσιεν. Η
Άνια ήταν ασφαλής από το βασιλιά των θεών.
Αλλά ο χρόνος κυλά...
Ο Λούσιεν περίμενε πως ο μπάσταρδος θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή και θα τον
τιμωρούσε για την αποτυχία του. Ωστόσο, η τιμωρία είχε αρχίσει να τον απασχολεί όλο και
λιγότερο.
Ήθελε να περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της και σε λίγο η επιθυμία του θα γινόταν
πραγματικότητα. Κρίμα που δε θα πήγαιναν στη Χαβάη. Αλλά ο Λούσιεν ήξερε πως εκείνη θα τον
ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε κι έτσι είχε διαλέξει την Αρκτική, το μοναδικό μέρος που πίστευε
–ήλπιζε– ότι θα κατάφερνε να παγώσει τη λαχτάρα του για κείνη.
Επειδή μπορεί να του έλειπε, αλλά πάνω απ’ όλα την ποθούσε. Πάρα πολύ.
Ο πόθος του είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε πάθος· τελευταία, το μόνο που σκεφτόταν ήταν
πότε θα την έγδυνε. Πότε η γλώσσα του θα έπαιζε ανάμεσα στους μηρούς της, προσφέροντάς της
ηδονή με κάθε τρόπο που μπορούσε να επινοήσει η φαντασία –και με μερικούς που δεν μπορούσε.
Σκεφτόταν το πρόσωπό της τη στιγμή που θα έφτανε σε οργασμό. Σκεφτόταν πώς θα άρπαζε τα
μαλλιά της καθώς εκείνη θα φυλάκιζε τον ανδρισμό του στα χείλη της. Ναι, κόντευε να τρελαθεί
μαζί της.
Ακόμα και τώρα, έτρεμε. Έτρεμε σαν αναθεματισμένος θνητός.
Το παραμελημένο για αμέτρητα χρόνια σώμα του κυριολεκτικά έκλαιγε για την Άνια κάθε φορά
που τον πλησίαζε. Η προσπάθεια να απομακρυνθεί από κοντά της γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Και
η προσπάθεια να αποθαρρύνει το φλερτ της ήταν ακόμα δυσκολότερη.
Πάψε να σκέφτεσαι και τέλειωσε τα ψώνια, πρόσταξε τον εαυτό του καθώς διέσχιζε τους
πλακόστρωτους δρόμους της πόλης. Είχε διακτινιστεί από το νησί στην Αθήνα και το φως του ήλιου
έλουζε την πλάση. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ, πριν από αιώνες, πτώματα βρίσκονταν
σκορπισμένα στους δρόμους και το αίμα έρεε σαν άλικο ποτάμι.
Έσπρωξε την εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Ο αέρας ήταν καθαρός και μύριζε
θάλασσα. Έπρεπε να απολαύσει αυτό τον ήπιο καιρό όσο μπορούσε. Πολύ σύντομα θα ένιωθε τον
παγωμένο αέρα της Αρκτικής. Με την Άνια.
Να πάρει η οργή! Τι έπρεπε να κάνει για να την εξορκίσει από το μυαλό του για πάντα;
Αποφασισμένος, σημείωσε στο μυαλό του όσα χρειαζόταν. Μπουφάν. Μπότες. Θερμικά ρούχα.
Χοντρές κάλτσες. Και γάντια. Θα μπορούσε να διακτινιστεί στη Βουδαπέστη και να τα μαζέψει όλα
εκεί, αλλά τα αντικείμενα που είχε στην γκαρνταρόμπα του προορίζονταν για συνηθισμένους, έστω
και βαριούς, χειμώνες. Η Αρκτική ήταν άλλη υπόθεση: θα έπρεπε να αντέξει σε παγερούς ανέμους
και σε χιόνι που εκτεινόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ίσως η τύχη να ήταν με το μέρος του και
να έβρισκε γρήγορα τη Λερναία Ύδρα. Τηλεφώνησε στον Μάντοξ και του είπε να ζητήσει από τον
Τόριν να αναζητήσει κάθε πιθανή αναφορά για εντοπισμό τεράτων με προτίμηση στο υγρό στοιχείο.
Τι έκανε άραγε η Άνια;
Αυτή τη φορά δεν προσπάθησε καν να εμποδίσει τις σκέψεις. Ήταν φανερό πως δεν είχε νόημα να
αντιστέκεται. Άνια. Στην Αρκτική. Μόνη μαζί του. Ίσως τελικά, αν έβρισκαν γρήγορα την Ύδρα, να
μην ήταν και τόσο καλό...
Την τελευταία φορά που βρίσκονταν μαζί στο κρύο, εκείνη τον είχε σπρώξει στα παγωμένα νερά.
Η ανάμνηση δεν έπρεπε να τον κάνει να χαμογελά, αλλά χαμογέλασε. Η Άνια στεκόταν σ’ εκείνο
τον παγετώνα και τον περίμενε –και μετά τον έσπρωξε με όλη τη δύναμή της· ήταν μια όμορφη και
δυσάρεστη εμπειρία συνάμα.
Κι εκείνη είχε βάλει τα γέλια –ένας μελωδικός ήχος πραγματικής διασκέδασης. Μεθυστικός και
ελκυστικός. Ήθελε να τον ακούσει ξανά.
Θεοί, θαύμαζε το κουράγιο και την επιμονή της. Οποιαδήποτε άλλη θα έτρεμε στη σκέψη και
μόνο ότι ο Θάνατος την κυνηγούσε.
Πού είναι; συλλογίστηκε ξανά. Μήπως τελικά τον είχε βαρεθεί;
Καθώς προσπερνούσε ένα γωνιακό κατάστημα, χτύπησε τις γροθιές του στον τοίχο. Η πέτρα
έγδαρε το δέρμα του. Είτε τον είχε βαρεθεί είτε όχι, σύντομα θα την είχε αποκλειστικά δική του,
μακριά από τους άλλους πολεμιστές. Ήλπιζε πως θα μάθαινε περισσότερα από εκείνη. Ήλπιζε πως
θα την εμπόδιζε να μάθει περισσότερα από εκείνον.
Ήλπιζε πως θα κατάφερνε να κάνει το καθήκον του.
Τα βήματά του έγιναν πιο αργά και ανάγκασε τον εαυτό του να ρίξει μια ματιά τριγύρω.
Σμαραγδένια δέντρα πλαισίωναν τα περισσότερα κτίρια καθώς υψώνονταν πάνω από το κεφάλι του,
ρίχνοντας σκιές. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στους δρόμους –απαγορεύονταν στο ιστορικό κέντρο της
πόλης– κι έτσι οι άνθρωποι πήγαιναν με τα πόδια στον προορισμό τους.
Πλανόδιοι πωλητές κατέκλυζαν τις άκρες των δρόμων πουλώντας τα πάντα –από φρούτα και
λαχανικά μέχρι αραχνοΰφαντα μαντίλια και πόμολα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα τον κρατούσε ζεστό
στην Αρκτική.
«Δε θα βρεις εδώ αυτά που χρειάζεσαι», ακούστηκε τότε η φωνή της Άνια, καθώς εκείνη βρέθηκε
ξαφνικά να περπατάει δίπλα του.
Το αίμα του ζεστάθηκε αμέσως καθώς κοιτούσε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν είχε
παρατηρήσει την απρόσμενη εμφάνισή της. Οι μόνοι άνθρωποι που την κοιτούσαν ήταν άντρες και
δεν ήξερε αν την κοιτούσαν με έκπληξη ή απλώς με πόθο.
Ήταν πιο όμορφη από ποτέ.
Τα άσπρα μαλλιά της ήταν δεμένα στη βάση του αυχένα της σε μια πολύπλοκη πλεξούδα και μια
ροζ κορδέλα σχημάτιζε ημικύκλιο πάνω από τ’ αυτιά της. Φορούσε ένα μπουφάν με γούνα και
μπότες ψηλές μέχρι το γόνατο που είχαν ασορτί γούνα.
«Πού ήσουν;» τη ρώτησε κι η ερώτηση ήταν πιο απότομη απ’ όσο σκόπευε. Επιτέλους ήταν μαζί
του –και μόνο αυτό έπρεπε να έχει σημασία. Είναι εδώ, εκεί όπου ανήκει, πρόσθεσε το μυαλό του κι
ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. Όταν είναι δίπλα μου, μπορώ να την προστατεύω από μπελάδες. Τίποτα
περισσότερο.
«Α...» έκανε εκείνη κουνώντας αόριστα το χέρι της. «Εδώ κι εκεί».
Μήπως ήταν με άλλον άντρα; Τα δόντια του σφίχτηκαν. Ήταν προτιμότερο να μην αφήνει το
μυαλό του να σκέφτεται τέτοια πράγματα κι έτσι άλλαξε θέμα. «Γιατί ντύθηκες έτσι;» Εκείνος
φορούσε ένα μαύρο λινό μακό μπλουζάκι και παντελόνι –και ίδρωνε.
«Επειδή θα πάμε στην Ελβετία, ανόητε, και κάνει κρύο εκεί. Φοράς ελάχιστα ρούχα, αν θέλεις να
μάθεις».
«Άνια, δεν...»
«Υπάρχει διαφορά μόνο μιας ώρας», συνέχισε διακόπτοντάς τον. «Είναι, λοιπόν, η πιο τέλεια
στιγμή για να κάνουμε ψώνια στη Ζυρίχη».
Ο Λούσιεν αναστέναξε. «Γιατί πρέπει να πάμε μέχρι τη Ζυρίχη για να ψωνίσουμε;» Να
ψωνίσουμε. Εμείς. Σε πρώτο πληθυντικό! Αλίμονο! Τι σκέψη! Έπρεπε να σκέφτεται τους δυο τους
σαν δυο ξεχωριστές μονάδες. Ποτέ σαν ζευγάρι· ήταν πολύ επικίνδυνο.
«Επειδή εκεί έχει χιόνι και μου πάνε τα άσπρα. Όποιος φτάσει τελευταίος έχασε!»
Η Άνια εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω της ένα ίχνος από τη φραουλένια μυρωδιά της. Νιώθοντας
έρημος χωρίς εκείνη, ο Λούσιεν μελέτησε το πλήθος για δεύτερη φορά. Κατάλαβε πως αρκετοί είχαν
παρατηρήσει την εξαφάνισή της, επειδή μερικοί είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Οι κάτοικοι της Βουδαπέστης ήξεραν πως εκείνος κι οι άλλοι ήταν διαφορετικοί –αν και δεν
ήξεραν πόσο διαφορετικοί– και, βασικά, τους άφηναν ήσυχους, μέχρι που τους προστάτευαν κιόλας.
Ίσως επειδή οι πολεμιστές έριχναν πάρα πολλά χρήματα στην κοινότητα. Ίσως επειδή οι άνθρωποι
φοβούνταν τι θα συνέβαινε αν δεν το έκαναν.
Κι όμως. Από τότε που είχε εγκαταλείψει την αρχαία Ελλάδα και τις καταστροφές που είχε
προκαλέσει, φρόντιζε να μην αφήνει τους θνητούς να βλέπουν τις ικανότητές του. Δεν ήθελε να
κυκλοφορούν φήμες για την παρουσία του. Δεν ήθελε τα μέσα ενημέρωσης των ανθρώπων να
καταδιώκουν τον ίδιο και τους άλλους και σίγουρα δεν ήθελε περισσότερους Κυνηγούς στο κατόπι
του.
Αλλά, μολονότι τα ήξερε όλα αυτά, δεν προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί στην Άνια· απλώς
εξαφανίστηκε κι εκείνος. Με λίγη τύχη, οι μάρτυρες θα νόμιζαν πως είχαν φανταστεί ολόκληρο το
επεισόδιο. Μέσα του υπήρχε μια παρόρμηση που τον έσπρωχνε να βρίσκεται μαζί της. Δεν
μπορούσε να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Η καρδιά του δεν είχε σταματήσει να χτυπά
δυνατά από τη στιγμή που εκείνη είχε πάρει μορφή δίπλα του.
Ένιωθε περισσότερο νευρικός μαζί της παρά με οποιονδήποτε άλλο. Είχε χάσει την παροιμιώδη
γαλήνη του –όχι πως είχε εκραγεί μπροστά της, δόξα τοις θεοίς– και δεν είχε καμιά δουλειά να δεθεί
περισσότερο μαζί της, αφού τον είχαν διατάξει να τη σκοτώσει. Κι όμως, φαινόταν αδύνατο να
συγκρατηθεί.
Τα φωτεινά ίχνη της οδηγούσαν πράγματι στη Ζυρίχη. Είχε περάσει από εδώ μια δυο φορές
μαζεύοντας ψυχές, αλλά δεν είχε κατορθώσει να μείνει περισσότερο ή να εξερευνήσει την περιοχή.
Το ίδιο ίσχυε για κάθε χώρα που είχε επισκεφθεί: συγκέντρωνε ψυχές, τις συνόδευε στον ουρανό ή
στην κόλαση και γύριζε στο σπίτι κοντά στα μεσάνυχτα για να ανταποκριθεί στο καθήκον που του
επέβαλλε η κατάρα του Μάντοξ. Αυτή ήταν η ζωή του για πολλούς αιώνες. Μέσα στο μήνα που
ακολούθησε μετά την εξουδετέρωση της κατάρας, οι πολεμιστές ήταν τόσο απασχολημένοι στην
αναζήτηση του Κουτιού της Πανδώρας, ώστε ο Λούσιεν δεν κατάφερε να ταξιδέψει μόνος του. Όχι
πως το ήθελε, τουλάχιστον τότε· οι Κυνηγοί αναζητούσαν την καταστροφή, οι φίλοι του
αναζητούσαν την ειρήνη.
Προσευχόταν μόνο να μην αναγκαζόταν να πάρει κι άλλη ψυχή εκείνη τη μέρα. Ήθελε να περάσει
λίγο χρόνο με την Άνια χωρίς διακοπές και αναποδιές.
Ανόητε. Μπορεί να είναι παγίδα. Μπορεί η Άνια να σχεδιάζει να σου κάνει κακό.
Τη βρήκε να στέκεται σε μια γυαλιστερή ξύλινη βεράντα, με τις ακτίνες του ήλιου να την
αγκαλιάζουν. Παγωμένος αέρας στροβιλιζόταν ανάμεσά τους. Πίσω της βρισκόταν το μαγευτικό
θέαμα χιονισμένων βουνών.
Τον αντίκριζε και βόστρυχοι έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς άνοιγε τα χέρια της. «Πώς σου
φαίνεται;»
«Υπέροχο». Και ήταν.
Ένα αργό, σχεδόν διστακτικό, σίγουρα ευάλωτο χαμόγελο ανασήκωσε τις άκρες του όμορφου
στόματός της. Τον κοίταξε. «Κι εγώ έτσι πιστεύω», συμφώνησε.
Εννοούσε εκείνον; Τα λόγια της, αντί να τον μαγέψουν, να τον ηρεμήσουν ή να τον ερεθίσουν –
επειδή πιθανότατα αυτός ήταν ο στόχος της–, το μόνο που κατάφεραν ήταν να τον εξοργίσουν. Την
ήθελε περισσότερο απ’ όσο ήθελε να πάρει την επόμενη ανάσα του κι εκείνη έπαιζε με τα
συναισθήματά του λες και ήταν χορδές βιολιού. Τα νεύρα τεντώθηκαν σε ολόκληρο το σώμα του.
Πάλι τα ίδια, σκέφτηκε. Την αφήνεις να κινεί τα νήματα των συναισθημάτων σου. Την αφήνεις να
σε επηρεάζει. «Ας ξεμπερδεύουμε», είπε ξερά.
Αργά, η Άνια έχασε το χαμόγελό της. «Να ξεμπερδεύουμε; Πώς καταφέρνεις και καταστρέφεις
κάθε όμορφη στιγμή; Λοιπόν, δε θα σε αφήσω να με επηρεάσεις. Έχεις φάει για μεσημέρι;»
«Όχι».
«Πρώτα, λοιπόν, θα φάμε και μετά θα ψωνίσουμε».
«Άνια, νομίζω πως...»
Αλλά εκείνη τον προσπέρασε λες και δεν είχε μιλήσει και διέσχισε μια ανοιχτή αψιδωτή πύλη που
οδηγούσε σ’ ένα ευρύχωρο διαμέρισμα –γιατί όχι έπαυλη;– με έντονα χρώματα και αισθησιακή
πολυτέλεια. Μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, εκείνος την ακολούθησε.
«Φαντάζομαι πως είναι δικό σου», της είπε. «Περίμενα κάτι μεγαλύτερο».
«Έχω σπίτια παντού και δε χρειάζομαι περισσότερο χώρο. Έτσι είναι πιο... πιο ζεστά και οικεία».
Στο κέντρο του σαλονιού υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι φορτωμένο με τρόφιμα και η Άνια
κάθισε σε ένα από τα βιολετί μαξιλάρια που βρίσκονταν μπροστά του. «Είχα πολύ καιρό να έρθω σε
τούτο το σπίτι επειδή φοβόμουν ξέρεις ποιον».
«Τον Κρόνο;»
Η Άνια ένευσε καταφατικά κι άρχισε να γεμίζει δυο πιάτα με... Ο Λούσιεν μύρισε τον αέρα και
διαπίστωσε πως ήταν κοτόπιτα, φρεσκοψημένο ψωμί και αχνιστά λαχανικά. Δεν ήταν το
πλουσιοπάροχο γεύμα που περίμενε να προτιμά μια θεά.
«Κάθισε», του πρότεινε χωρίς να τον κοιτάξει. Έφαγε μια μπουκιά και τα μάτια της σφάλισαν με
απόλαυση.
Ο Λούσιεν υπάκουσε, νιώθοντας το στήθος του να πονά από την οικογενειακή σκηνή και την
απόλαυση που εξασφάλιζε η Άνια από μια τόσο απλή πράξη. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, δεν ήταν
ποτέ με μια γυναίκα πάνω από λίγους μήνες –δηλαδή όσο έζησε με τη Μαράια πριν πεθάνει– κι έτσι
δεν είχε βιώσει ποτέ κάτι έστω και έμμεσα οικογενειακό. Εκτός αν υπολόγιζες τις άκαρπες
προσπάθειες του Πάρη να μαγειρέψει –κι αυτές ο Λούσιεν δεν τις μετρούσε καθόλου.
Η Μαράια. Νεκρή. Αλλά τώρα που τη σκεφτόταν δε βίωνε τα συνηθισμένα συναισθήματα
δυσφορίας, τύψεων και θυμού. Μήπως τελικά οι πληγές, μετά από τόσο καιρό, άρχιζαν να
επουλώνονται; Κάθε μέρα που περνούσε τη σκεφτόταν όλο και λιγότερο –κάτι που ήταν
απελευθερωτικό αλλά και θλιβερό συνάμα.
Ο Θάνατος δεν είχε ενδιαφερθεί για κείνη, μολονότι η Μαράια ήταν κάποτε τα πάντα για τον
Λούσιεν.
Άραγε ο Θάνατος θα θρηνούσε το χαμό της Άνια;
Υποψιαζόταν πως ναι. Ακόμα και τώρα, ο δαίμονας αναστέναζε με αγαλλίαση.
«Δε μου είπες ποτέ τον πραγματικό λόγο που θέλει ο Κρόνος να σε βγάλει από τη μέση».
Η Άνια ήπιε μια γουλιά από ένα ποτήρι γεμάτο με σκούρο, πλούσιο σε αρώματα και γεύση κρασί
και τον κοίταξε πάνω από το χείλος του. «Λάθος. Σου είπα πως έχω κάτι που θέλει».
«Το σώμα σου;» Τα λόγια ξέφυγαν από το στόμα του πριν προλάβει να τα εμποδίσει.
«Κατά τη γνώμη σου, αυτό το προσφέρω στον καθένα». Μια χροιά πίκρας διακρινόταν στη φωνή
της. «Θα φας ή απλώς θα κάθεσαι και θα με κοιτάς;»
Με το στομάχι του να γουργουρίζει ξαφνικά, ο Λούσιεν έφαγε μια μπουκιά πίτας. Ήταν ζουμερή
και τέλεια μαγειρεμένη. «Εσύ την έφτιαξες;» Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να δουλεύει σε μια
κουζίνα.
«Όχι, θεοί! Την έκλεψα».
Η αηδία στο αγγελικό πρόσωπό της ήταν κωμική και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Την
έκλεψες;»
«Ναι». Η Άνια κοίταξε τα χείλη του και τα γαλανά μάτια της φωτίστηκαν. «Μου αρέσει όταν
χαμογελάς».
Ο Λούσιεν κατάπιε στα γρήγορα την μπουκιά του. «Ο Κρόνος», της θύμισε, προσπαθώντας να
σταματήσει τις σκέψεις που μπορεί να σχηματίζονταν στο μυαλό της –σκέψεις που θα του έφερναν
αμηχανία. «Γιατί δε σε αναζητεί για να σε σκοτώσει μόνος του; Τώρα κυκλοφορείς ανοιχτά –είμαι
σίγουρος πως έχει καταφέρει να εντοπίσει την τοποθεσία σου».
«Είναι ένας θεός-μυστήριο. Κανένας δεν ξέρει γιατί κάνει όσα κάνει».
«Και δεν μπορείς να μαντέψεις;»
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της. «Είναι ηλίθιος. Αυτό μπορώ να μαντέψω».
Τα νεύρα του Λούσιεν τεντώθηκαν, καθώς περίμενε να πέσει κάποιος κεραυνός. Πέρασαν αρκετά
λεπτά πριν καταφέρει να χαλαρώσει. «Είναι κάτι που θέλει. Πες μου τι θέλει, σε παρακαλώ. Και, για
τ’ όνομα των θεών, Άνια, δώσε μου για πρώτη φορά μια ξεκάθαρη απάντηση».
«Για πρώτη φορά;» Η Άνια κούνησε με απόγνωση το κεφάλι της. «Σου δίνω συνέχεια ξεκάθαρες
απαντήσεις».
«Άλλη μια φορά, λοιπόν», διόρθωσε ο Λούσιεν, αναστενάζοντας.
Τον κοίταξε κάμποση ώρα, αμίλητη κι ασάλευτη. «Αφού θέλεις την αλήθεια, θα σου την πω, αλλά
η πληροφορία θα σου στοιχίσει. Θα διαπραγματευτούμε. Μια ερώτηση εσύ, μια ερώτηση εγώ», είπε
τελικά.
«Έγινε. Τι θέλει ο Κρόνος από σένα;»
«Έχω ένα... ένα... να πάρει, Λούσιεν! Έχω ένα κλειδί, εντάξει; Χάρηκες τώρα;»
«Ναι, χάρηκα. Ορίστε, λοιπόν. Απαντήσαμε κι οι δυο σε μια ερώτηση».
«Δεν απαντήσαμε σε... Να σε πάρει η οργή! Σε ρώτησα, έτσι δεν είναι; Χάρηκες τώρα; Ένας
πόντος για σένα».
«Έχεις ένα κλειδί», είπε ο Λούσιεν. «Τι ανοίγει αυτό το κλειδί;»
«Αυτό δε θα σ’ το πω». Η Άνια δάγκωσε άλλο ένα κομμάτι πίτας, μάσησε και κατάπιε.
«Τι ανοίγει;»
«Δεν απαντώ σε άλλες ερωτήσεις σου», δήλωσε ξερά εκείνη. «Δεν παίζεις τίμια».
Ο Λούσιεν δε σχολίασε την αίσθηση της τιμιότητάς της, αλλά συνέχισε το παιχνίδι. «Γιατί δεν
του το δίνεις;»
«Επειδή είναι δικό μου», πέταξε η Άνια. Άφησε το πιρούνι της, που έπεσε μ’ ένα κροτάλισμα στο
πιάτο της. «Και τώρα βούλωσέ το πριν σε διακτινίσω σ’ ένα λάκκο με κροκόδειλους. Καταστρέφεις
το γεύμα που χρειάστηκα ώρες για να το μαγειρέψω».
«Είπες πως το έκλεψες».
«Είπα ψέματα».
«Το κλειδί δε θα έχει κανένα νόημα όταν πεθάνεις», της θύμισε επειδή δεν ήθελε να κλείσει το
θέμα· διακυβεύονταν πάρα πολλά.
«Να πας να πηδηχτείς, Θάνατε».
Ο Λούσιεν συνειδητοποίησε ότι τον φώναζε Θάνατο μόνο όταν ήταν θυμωμένη. Διαφορετικά, τον
αποκαλούσε γλύκα, γλυκούλη, κούκλο και Ευωδιαστό. Και εραστή, πρόσθεσε το μυαλό του. Τα
προτιμούσε όλα. Εκτός από το «Ευωδιαστός», τα ονόματα τον έκαναν να αισθάνεται άντρας. Όχι
αθάνατος, όχι καταραμένος πολεμιστής. Όχι άσχημος. Κι όχι κάποιος που, τελικά, θα τη σκότωνε.
Συνοφρυώθηκε. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είσαι πρόθυμη να πεθάνεις για ένα απλό κλειδί».
«Δεν είναι ένα απλό κλειδί... και δεν είναι απαραίτητο να με σκοτώσεις».
«Πρέπει».
«Τέλος πάντων». Η Άνια άδειασε το ποτήρι της. «Απάντησα σε μερικές ερωτήσεις σου...
απάντησε, λοιπόν, κι εσύ σε μερικές δικές μου».
«Πολύ καλά». Ο Λούσιεν κάρφωσε με το πιρούνι του ένα φασολάκι. «Τι θέλεις να μάθεις;»
Η Άνια στήριξε τους αγκώνες της στο τραπέζι και ακούμπησε το πιγούνι της στις ανεστραμμένες
παλάμες της. «Έχεις παρακούσει ποτέ σε διαταγή από τους θεούς;»
«Όχι, αλλά δε μου είχαν ζητήσει να κάνω κάτι μέχρι που οι Τιτάνες άρπαξαν, κατέκτησαν τον
ουρανό. Οι Έλληνες θεοί μάς είχαν αφήσει ήσυχους αφού έριξαν εκείνη τη θανατική κατάρα στον
Μάντοξ».
«Προσπάθησες τουλάχιστον να παρακούσεις τους Τιτάνες;»
«Και πάλι, όχι. Όχι προσωπικά. Αλλά ο Έρον αρνήθηκε να σκοτώσει εκείνες τις τέσσερις
γυναίκες και είδες τα αποτελέσματα: τον κυρίευσε το πάθος για αιματοχυσία και τώρα θέλει να
σκοτώσει τους πάντες –ακόμα και τους φίλους του. Ίσως ακόμα και τον εαυτό του... ν’
αυτοκτονήσει. Αναγκαστήκαμε να τον κλειδώσουμε και να του στερήσουμε περισσότερη ελευθερία
απ’ όση στερηθήκαμε όλοι όταν μας καταράστηκαν οι θεοί και μας φόρτωσαν με τους δαίμονές μας.
Είναι κάτι που είχαμε ορκιστεί να μην κάνουμε ποτέ ο ένας στον άλλο».
«Καταλαβαίνω», μουρμούρισε η Άνια ξαφνικά χαμένη σε σκέψεις. «Η απώλεια της ελευθερίας
είναι μια τιμωρία χειρότερη από το θάνατο».
«Πράγματι». Ο Λούσιεν τη μελέτησε, ξαφνιασμένος από αυτό που έβλεπε. Δεν είχε ξαναδεί αυτή
την παιχνιδιάρα γυναίκα τόσο σοβαρή. Πρέπει να θυμήθηκε την εποχή που την είχαν κλείσει στη
φυλακή και ίσως βασανίσει. Τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές. «Πόσο καιρό ήσουν φυλακισμένη;»
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους. «Μου φάνηκε λες και ήμουν αιχμάλωτη για πάντα. Πιστεύω πως
οι αρχαίοι πάπυροι λένε για εκατό χρόνια, αλλά εμένα μου φάνηκαν μάλλον διακόσια».
Ήταν φανερό πως προσπαθούσε να ακουστεί θαρραλέα. Δεν τα κατάφερε. «Τι έκανες όσο ήσουν
φυλακή;»
«Σκεφτόμουν, έκοβα βόλτες πάνω-κάτω, πονούσα. Μιλούσα με τον τύπο που βρισκόταν στο
διπλανό κελί. Ήταν λίγο ψηλομύτης, αλλά το προτιμούσα από τη σιωπή». Η Άνια αναστέναξε.
«Πολέμησες ποτέ με το δαίμονα του Θανάτου;»
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε, σαστισμένος. Καλύτερα σαστισμένος παρά εξοργισμένος για τα δεινά
της. «Τι εννοείς; Αν τον πολέμησα σωματικά;»
«Όχι. Ξέρω πως δεν μπορεί να αφήσει το σώμα σου, εκτός αν πεθάνεις ή τον απορροφήσουν με
κάποιον τρόπο. Ξέρω πως έχει παγιδευτεί μέσα σου και πως εσείς οι δυο είστε ένας. Αλλά
αντιστάθηκες ποτέ στην επιθυμία του να πάρει μια ψυχή;»
Όλα τα νεύρα του τεντώθηκαν. Δεν ήταν ένα θέμα που συνήθιζε να συζητάει. Ωστόσο, η Άνια είχε
αποκαλύψει ένα μέρος του μυστικού της –και όφειλε να της το ανταποδώσει. «Ναι».
«Και;» Τον κοίταξε πιο έντονα και τα μάτια της έμοιαζαν με ακτίνες λέιζερ καθώς εστιάζονταν
πάνω του. «Τι έγινε;»
Κανένας από τους πολεμιστές δεν ήξερε πως κάποτε ήταν ερωτευμένος· κανένας δεν ήξερε πως
είχε παρακολουθήσει την αγαπημένη του να αργοπεθαίνει και το κορμί της να σαπίζει. «Αν δε
συνοδεύσω μια ψυχή, το υλικό σώμα της υποφέρει απίστευτη αγωνία –περισσότερη απ’ όση πρέπει
να υποφέρει οποιοσδήποτε άνθρωπος. Περισσότερη απ’ όση σχεδίαζε η Μοίρα».
«Έθιξα κάποιο ευαίσθητο νεύρο, έτσι δεν είναι; Ένας μυώνας συσπάται κάτω από το μάτι σου».
Αντί να τον πιέσει για περισσότερες πληροφορίες, έφαγε σιωπηλή το υπόλοιπο γεύμα της.
Καθώς την παρακολουθούσε, οι σκοτεινές αναμνήσεις που είχαν ξυπνήσει οι ερωτήσεις της
υποχώρησαν για να αντικατασταθούν από τον πόθο. Πάρ’ την . Οι λέξεις ακούστηκαν ψιθυριστές
στο μυαλό του. Ίσως επειδή κάθε κίνηση που έκανε η Άνια ήταν περισσότερο αισθησιακή από την
προηγούμενη. Κάν’ της έρωτα.
Όχι. Δεν είσαι τέρας. Τουλάχιστον, όχι πια . Θα περνούσε λίγο χρόνο μαζί της, αλλά τίποτα
περισσότερο.
Όταν η Άνια τέλειωσε το φαγητό της, σηκώθηκε. «Θέλεις να χαϊδευτούμε λίγο ή να πάμε
κατευθείαν για ψώνια;»
Δεν είχε βγάλει το μπεζ μπουφάν της και φαινόταν ξαναμμένη. Ακόμα περισσότερο, φαινόταν
λαχταριστή. Και ο Λούσιεν ήθελε να τη ζεστάνει κι άλλο! «Ψώνια», ψέλλισε με δυσκολία, αλλά δε
σηκώθηκε.
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους, λες και δεν είχε σημασία η απάντησή του, κι αυτό τον εκνεύρισε.
Ο εκνευρισμός τον θύμωσε. Κι ο θυμός τον ενόχλησε. Κανονικά, δεν έπρεπε να νιώθει το
παραμικρό.
«Μπορείς να αφήσεις τα όπλα σου εδώ», είπε η Άνια μ’ ένα πειρακτικό χαμόγελο. «Οι Κυνηγοί
δεν έρχονται ποτέ εδώ. Η Ελβετία είναι ουδέτερη χώρα και τα λοιπά».
«Δε βγάζω ποτέ τα όπλα μου. Ποτέ».
Η ματιά της ταξίδεψε στο σώμα του από πάνω μέχρι κάτω, σαν χάδι. «Ούτε καν για να κάνεις
ντους;»
Ο ανδρισμός του σκλήρυνε καθώς τη φανταζόταν στο ντους μαζί του, με το νερό να τρέχει στο
γυμνό σώμα της. «Ούτε καν».
«Τι βάρβαρο!» Η Άνια δάγκωσε το κάτω χείλος της και έκανε το γύρο του τραπεζιού, σκύβοντας
για να ψιθυρίσει στο αυτί του: «Αλλά είναι κάτι που θα ήθελα να το δω με τα μάτια μου».
Μια αδέσποτη τούφα από τα μαλλιά της χάιδεψε το μάγουλό του και τα μάτια του έκλεισαν
αυτόματα με έκσταση. Το αίμα του έπιασε ξαφνικά φωτιά που κόντεψε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αντί να τη φιλήσει, όπως ήθελε τόσο απεγνωσμένα –ανόητα,
επικίνδυνα... υπέροχα–, βρήκε με κάποιον τρόπο τη δύναμη να σηκωθεί και να ξεμακρύνει από
κοντά της.
«Είσαι πραγματικά μοναδικός στο να καταστρέφεις κάθε ωραία ατμόσφαιρα».
«Άνια...»
«Όχι, ούτε λέξη. Πάμε να φύγουμε», τον διέκοψε κι η φωνή της έσπασε λίγο.
Ο Λούσιεν ένιωσε ντροπή συνειδητοποιώντας πως τα πόδια του έτρεμαν. Ήταν τόσο ερεθισμένος,
ώστε ο ανδρισμός του τον πονούσε. Με ένα απλό άγγιγμα θα ολοκλήρωνε.
Η Άνια δεν κοίταξε πίσω καθώς έφτανε στην εξώπορτα. Την άνοιξε και βγήκε από το διαμέρισμα,
περιμένοντας από τον Λούσιεν να την ακολουθήσει. Εκείνος χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για
να εισπνεύσει και να εκπνεύσει, αφήνοντας τον κρύο αέρα να τον ηρεμήσει.
Όλοι οι μυώνες του σώματός του είχαν τεντωθεί, γεμάτοι ανάγκη και λαχτάρα για κείνη. Μόνο για
κείνη. Ακόμα κι ο δαίμονας φαινόταν να την ποθεί· δεν αναστέναζε πια, αλλά μούγκριζε
πεινασμένα.
Σκέψου τα τεχνουργήματα, το κουτί. Σκέψου τους Κυνηγούς. Σκέψου το νεκρό σώμα της Άνια στην
αγκαλιά σου.
Αυτό τον συνέφερε.
Ένας θυμωμένος ψίθυρος τον προσπέρασε ξαφνικά. «Περιμένω, Θάνατε».
Ο Κρόνος.
Το αίμα του Λούσιεν πάγωσε εντελώς. Τελικά, ο βασιλιάς των θεών είχε επιστρέψει. Γιατί εδώ;
Γιατί τώρα; Επειδή η υπομονή του έχει εξαντληθεί. Ο Κρόνος δεν είχε όμως τη γνώριμη φιγούρα. Τι
έκανε;
«Με απογοήτευσες, Θάνατε. Με απογοήτευσες ξανά και ξανά».
«Λυπάμαι».
«Ψεύτη!»
Η βροντή της λέξης παραλίγο να τρυπήσει τα τύμπανα των αυτιών του.
«Δε θα υποφέρεις εσύ για την αποτυχία σου», πρόσθεσε χαμηλόφωνα ο θεός. «Οι φίλοι σου θα
υποφέρουν. Θα ξεκινήσω με τον Πάρη –θα τον στείλω σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχουν γυναίκες.
Θα τον εμποδίσω να φύγει και θα γελώ καθώς θα τον βλέπω να εξασθενεί. Θα γελώ όταν
αναγκαστεί να στραφεί σε άλλους άντρες για να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Και όταν ξεμπερδέψω
μαζί του, θα συνεχίσω με τον Ρέγιες».
Πολέμησέ τον, όπως κάνει η Άνια. «Δηλαδή θα τους σκοτώσεις; Θα ελευθερώσεις τους δαίμονές
τους και θα τους αφήσεις να καταστρέψουν μυριάδες ανθρώπους στη γη; Κανένας θνητός δε θα
γονατίζει πια μπροστά σου μόλις οι δαίμονες αρχίσουν να σκορπίζουν το χάος».
«Ίσως ο Δίας να μην μπορούσε να προστατεύσει τους ανθρώπους από τους δαίμονές σας, αλλά
εγώ μπορώ. Θέλεις να ακούσεις τι θα κάνω στον Ρέγιες;»
Πολέμησε! «Είμαι σίγουρος πως δε θα τον εμποδίσεις να κάνει κακό στον εαυτό του. Ίσως να τον
πλημμυρίσεις με τόση ηδονή που δε θα μπορεί να αντέξει».
«Τολμάς να με χλευάζεις;»
«Όχι. Ούτε θέλω να κάνω αυτό που με πρόσταξες να κάνω».
«Αυτό το γνωρίζω, Θάνατε. Βαρέθηκα να περιμένω. Ποιος από τους δυο μας λες να βγει νικητής
και να πάρει αυτό που θέλει;»
«Κι αν...» Ο Λούσιεν έσφιξε τα χείλη. Έπρεπε να το κάνει; Ναι, αποφάσισε μια στιγμή αργότερα.
Έπρεπε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. «Η Άνια έχει κάτι που θέλεις. Κι αν το πάρω για σένα;»
Ακολούθησε ηλεκτρισμένη υπερένταση για αρκετά δευτερόλεπτα.
Μετά, πιο ήρεμα, ο Κρόνος απάντησε: «Θα σου επιτρέψω να προσπαθήσεις. Αν αποτύχεις, θα
μου φέρεις το πτώμα της. Αν αποτύχεις και σ’ αυτό, δε θα είμαι τόσο επιεικής. Θα κάνω όσα
δήλωσα και ακόμα περισσότερα. Και θα σε αναγκάσω να τα παρακολουθείς ενώ θα τα κάνω. Και
τώρα φύγε!»
Μια δυνατή ριπή αέρα έσπρωξε τον Λούσιεν μπροστά. Πνίγοντας ένα γρύλισμα, ανασηκώθηκε
και ακολούθησε το δρόμο που είχε πάρει η Άνια. Τη βρήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, σώα και
αβλαβή, μολονότι ο Κρόνος βρισκόταν κοντά. Έπρεπε να της πάρει το κλειδί. Τούτη τη στιγμή, ήταν
ο μοναδικός τρόπος που ήξερε για να τη σώσει. Αν αποτύγχανε...
Το στομάχι του σφίχτηκε σε έναν οδυνηρό κόμπο. Δε θα αποτύγχανε.
Άφησε το βλέμμα του να χτενίσει το κτίριο. Στη γωνιά υπήρχε ένα τεράστιο, αναμμένο τζάκι.
Δίπλα, δυο άντρες πίσω από ένα γραφείο κοιτούσαν επιδοκιμαστικά την Άνια. Ο Λούσιεν μόρφασε
βλοσυρά. Κι εκείνη, επειδή δεν είχε αντιληφθεί τους θνητούς ή αδιαφορούσε για την παρουσία τους,
χτύπησε ανυπόμονα το πόδι της και παρατήρησε προσεκτικά τα ζωηρόχρωμα ροζ νύχια της.
Χτες ήταν κόκκινα. Ή όχι; Ίσως ήταν μπλε. Τα άλλαζε κάθε μέρα, σχεδόν τόσο συχνά όσο άλλαζε
διαθέσεις.
Ο Λούσιεν γρύλισε στους άντρες καθώς τους προσπερνούσε, γιατί δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Πονούσε τόσο ώστε αδιαφορούσε για τις συνέπειες. Τόσο πολύ, ώστε δε νοιαζόταν για το γεγονός
πως, αν αισθανόταν κατακτητικά για μια γυναίκα όπως η Άνια, δε θα κέρδιζε τίποτε άλλο εκτός από
δυστυχία.
Δεν είναι δική σου και δεν μπορεί ποτέ να γίνει δική σου. Ακόμα κι αν δεν είχε σημασία
οτιδήποτε άλλο, η κλοπή του πολύτιμου κλειδιού της θα επισφράγιζε τούτο το γεγονός.
Δε μίλησε καθώς την προσπέρασε, αλλά εκείνη βιάστηκε να τον ακολουθήσει. Μπορούσε να
νιώσει τη ζεστασιά του σώματός της και να μυρίσει το άρωμα της φράουλας που τη συνόδευε.
Συνειδητοποίησε πως ήταν τα δυο αγαπημένα του πράγματα· ο κόσμος του δε θα ήταν ο ίδιος χωρίς
αυτά.
«Τι θέλεις να αγοράσεις πρώτα;» τον ρώτησε η Άνια, χωρίς να αντιλαμβάνεται τις σκέψεις και την
ταραχή του.
Ο Λούσιεν άνοιξε το στόμα του για να ρωτήσει για το κλειδί, αλλά τα λόγια αρνήθηκαν να
σχηματιστούν. Πιο πριν, η Άνια είχε τερματίσει τη συζήτηση αμέσως μόλις είχε αναφερθεί το κλειδί.
Θα έπρεπε να την καλοπιάσει πρώτα και να κερδίσει ένα μέρος της εμπιστοσύνης της.
«Ας ξεκινήσουμε με ένα μπουφάν», πρότεινε. Μολονότι ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, ο κρύος
άνεμος τον περόνιαζε.
«Πάμε για μπουφάν, λοιπόν. Ξέρω το τέλειο μέρος». Η Άνια έπλεξε τα δάχτυλά τους και τον
τράβηξε αριστερά.
Το ένστικτο απαιτούσε από τον Λούσιεν να τραβηχτεί. Δεν το έκανε. Αντίθετα, έσφιξε τη λαβή
του και ευχήθηκε να μπορούσε να την κρατήσει έτσι για πάντα. Η Άνια πήρε μια απότομη ανάσα και
του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο κοιτάζοντάς τον πάνω από τον ώμο της. Ο Θάνατος στριμώχτηκε
στους διαδρόμους του μυαλού του, απλώνοντας το χέρι προς το μέρος της, θέλοντας να την αγγίξει
κι εκείνος.
Η Άνια τον οδήγησε σε ένα δρόμο καλυμμένο με πάγο. Αυτοκίνητα προσπερνούσαν και
άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στα χιονισμένα πεζοδρόμια ή μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά. Παντού
τριγύρω υπήρχαν επιβλητικά βουνά. Οι θεοί είχαν πραγματικά ξεπεράσει τον εαυτό τους με αυτό το
συναρπαστικό τοπίο.
Ήταν λες και βρισκόταν στον ουρανό.
«Εδώ». Η Άνια τον τράβηξε σε ένα κατάστημα που λεγόταν Μάχεν Τέεγκεμπακ.
«Ζεστά Μάφιν;» μετέφρασε ο Λούσιεν, καθώς είχε μάθει πολλές γλώσσες όλους αυτούς τους
αιώνες. «Μόλις φάγαμε. Και νόμιζα πως θα αγοράζαμε μπουφάν».
Η Άνια γέλασε. «Δεν είναι φούρνος, εραστή, αλλά μπουτίκ». Μέσα υπήρχαν μπουφάν, γάντια,
σκούφοι κι όλα τα πράγματα που θα χρειαζόταν για να διατηρήσει υψηλή τη θερμοκρασία στο σώμα
του. «Μην ανησυχείς καθόλου, η Άνια θα σε ντύσει όπως πρέπει».
Με ένα ακόμα χαρούμενο γέλιο, η Άνια διέσχισε το κατάστημα, εκτοξεύοντας μπουφάν με
διάφορα χρώματα προς το μέρος του. «Αυτό εδώ ταιριάζει με τα μάτια σου. Δηλαδή, με το ένα μάτι
σου». Παύση. «Αυτό θα πηγαίνει πολύ στο δέρμα σου». Παύση. «Μμμμ, οι τσέπες αυτού εδώ
προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στο καινούριο αγαπημένο μέρος μου». Παύση. «Α, τέλεια! Για
κοίταξε αυτό». Σήκωσε την αντρική έκδοση του δικού της μπουφάν πριν την πετάξει στα χέρια του.
«Θα είμαστε σαν δίδυμοι ενώ θα σκαρφαλώνουμε σε παγετώνες».
Αν ο Λούσιεν δεν έβρισκε το κλειδί, η Άνια δε θα ταξίδευε πουθενά μαζί του. Καθώς ήταν
εγωιστής, η σκέψη τον απογοήτευσε. «Χρειάζομαι μόνο ένα μπουφάν. Ποιο λες να...»
Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον ταμία, η Άνια έχωσε δυο μεγάλα μάλλινα γάντια στο μπουφάν
της.
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε, σίγουρος πως δεν είχε δει καλά. «Τι κάνεις;»
«Κλέβω». Υπήρχε τόση απόλαυση στη φωνή της ώστε θύμιζε σχεδόν σεξουαλική ηδονή.
Μια ανατριχίλα απλώθηκε στη σπονδυλική στήλη του. «Δηλαδή δεν αστειευόσουν για το φαγητό.
Έχεις οικονομικές δυσκολίες;»
«Το αντίθετο, είμαι ματσωμένη». Η Άνια ακούμπησε τα χέρια στους γοφούς της και τον κοίταξε
βλοσυρά. «Μη μου πεις ότι ο μεγάλος κακός δαίμονας ταράχτηκε... γιατί δε θα έπρεπε. Θα πληρώσω
κάποια άλλη μέρα, Αδελφή του Ελέους. Ίσως».
«Γύρισε πίσω τα γάντια, Άνια». Έτσι θα την καλοπιάσω; Έσφιξε τα δόντια. Όχι, δεν ήταν ο πιο
κατάλληλος τρόπος, αλλά αρνήθηκε να υποχωρήσει.
«Όχι».
«Πολύ καλά, θα τα αγοράσω». Ο Λούσιεν άφησε τα μπουφάν που του είχε πετάξει η Άνια, έπιασε
το μπράτσο της με το ένα χέρι και πήρε τα γάντια με το άλλο. Η παλάμη του άγγιξε το πλευρό του
στήθους της και, ξεροκαταπίνοντας, αγνόησε τη φλόγα που απλωνόταν μέσα του και σήκωσε όσα
ρούχα χρειαζόταν, πλησίασε το ταμείο και πλήρωσε με τα χαρτονομίσματα που του είχε δώσει πιο
πριν ο Πάρις.
Καθώς πλησίαζαν την πόρτα, η Άνια έβραζε δίπλα του. «Πρέπει να το κάνω, εντάξει;»
Η ένταση της δήλωσης τον ξάφνιασε. «Γιατί;»
«Εσύ έχεις τις παρορμήσεις σου κι εγώ έχω τις δικές μου. Μπορώ είτε να κάψω το μαγαζί είτε να
σουφρώσω ένα φτηνό ζευγάρι γάντια».
Ο Λούσιεν κατάλαβε· έπρεπε να πολεμά με το δικό της δαίμονα, με μια σκοτεινή φύση που ήθελε
να ελέγχει. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν κάτι τέτοιο. «Συγνώμη που σου τα πήρα».
Μια παύση. Ένα πνιχτό: «Κανένα πρόβλημα».
Κουβαλώντας τα ψώνια τους, ο Λούσιεν βγήκε από το κτίριο και στάθηκε στο πεζοδρόμιο,
περιμένοντας την Άνια. Ο παγωμένος αέρας τον τύλιξε, αλλά δεν έβγαλε το μπουφάν από την
τσάντα. Το δέρμα του ήταν ακόμα φλογισμένο από την παρουσία της Άνια.
Την ήθελε ξανά δίπλα του και η επιθυμία δεν είχε καμιά σχέση με την εξασφάλιση του κλειδιού.
Πέρασε ένα λεπτό, αλλά η Άνια δε βγήκε από το κατάστημα. Τι έκανε; Στράφηκε και ετοιμάστηκε να
ξαναμπεί στην μπουτίκ.
Ωστόσο, η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή και η Άνια εμφανίστηκε. Τα χείλη της ήταν τραβηγμένα
σ’ ένα πονηρό χαμόγελο και το δέρμα του ζεστάθηκε έναν ακόμα βαθμό.
«Μπορεί να χρειαστεί να σκάψω στον πάγο καθώς θα ψάχνω το τεχνούργημα», της είπε.
«Χρειάζομαι τα κατάλληλα εργαλεία. Πού θα τα βρω;»
«Μπρρρ. Το σκάψιμο δε θα είναι καθόλου διασκεδαστικό».
«Ο στόχος του ταξιδιού δεν είναι η διασκέδαση».
«Συντηρητικέ». Έχωσε το χέρι στην τσέπη του μπουφάν της και έβγαλε δυο μαύρα γάντια. Έκοψε
τις ετικέτες με τα δόντια της και μετά, κοιτάζοντάς τον κατάματα, τα φόρεσε.
«Τα έκλεψες;»
«Αυτό είναι που μ’ αρέσει σ’ εσένα, γλυκούλη. Είσαι πολύ παρατηρητικός».
Ο Λούσιεν κούνησε με απόγνωση το κεφάλι του, αλλά ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη του.
Προχώρησε βιαστικά, αναγκάζοντάς την είτε να τον ακολουθήσει είτε να μείνει πίσω. «Πες μου γιατί
πρέπει να κλέψεις, προκειμένου να εμποδίσεις τον εαυτό σου να κάψει ένα κτίριο. Έκανες κάποιες
νύξεις, αλλά θα ήθελα να το ακούσω ξεκάθαρα».
Η Άνια τον έφτασε και περπάτησε δίπλα του. «Θυμάσαι εκείνους τους πολέμους που ανέφερε ο
Ρέγιες στο κλαμπ; Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Εγώ τους ξεκίνησα. Όταν περπάτησα για πρώτη φορά
ανάμεσα σε θνητούς, η ανάγκη του χάους με είχε τρελάνει και κάθε κίνησή μου φαινόταν να τους
προκαλεί μεγαλύτερη οργή. Εννοώ μεταξύ τους, όχι εναντίον μου. Και, ακόμα χειρότερα, δεν
μπορούσα καν να κοιτάξω έναν πυρσό χωρίς να τον αναποδογυρίσω. Μερικές φορές δεν
καταλάβαινα καν ότι το έκανα, μέχρι που οι φλόγες χόρευαν στα πόδια μου κι οι άνθρωποι
ούρλιαζαν. Και εκείνες οι κραυγές... ω θεοί, εκείνες οι κραυγές». Αναστέναξε ονειροπόλα. «Ήταν
τόσο υπέροχες στ’ αυτιά μου... τα χάιδευαν με την ίδια απόλαυση που θα ένιωθα αν έτρωγα παγωτό.
Ήθελα να τις ακούω όλο και περισσότερο. Χρειαζόμουν να τις ακούω».
«Αναρχία σημαίνει έλλειψη νόμων. Ίσως, βαθιά μέσα σου, εκείνες οι κραυγές αντιπροσώπευαν το
χάος που χρειάζεται η φύση σου».
«Πράγματι», παραδέχτηκε η Άνια και τα μάτια της γούρλωσαν.
«Ο δαίμονας μέσα μου είναι ο Θάνατος. Για πάρα πολύ καιρό λαχταρούσα την απουσία ζωής κι
έκανα τα πάντα για να ικανοποιήσω την ανάγκη μου».
«Με καταλαβαίνεις πραγματικά». Κούνησε το κεφάλι της, λίγο ξαφνιασμένη. Μια τούφα μαλλιών
έπεσε στο πρόσωπό της και την αιχμαλώτισε πίσω από το αυτί της. «Μια μέρα ετοιμαζόμουν να
κόψω την αλυσίδα ενός πολυέλαιου, μόνο και μόνο για ν’ ακούσω τα κρύσταλλα να θρυμματίζονται
και τους ανθρώπους να ουρλιάζουν, όταν πέρασε μια γυναίκα. Φορούσε ένα δαχτυλίδι με διαμάντι
που άστραφτε στο φως, πιο λαμπερό από τον πολυέλαιο. Θεοί, πόσο ήθελα εκείνο το διαμάντι! Την
ακολούθησα και το έκλεψα. Μόλις το πέρασα στο δάχτυλό μου, η ανάγκη για καταστροφή μέσα
μου καταλάγιασε αρκετά. Από τότε κλέβω για να περιορίσω τις επιπτώσεις της ανάγκης μου».
Ο Λούσιεν απόμεινε σιωπηλός για λίγο. «Μπορείς να κλέβεις από μένα όποτε θέλεις». Δυστυχώς,
φοβόταν πως ο ίδιος θα έκλεβε από εκείνη. Περισσότερο από ποτέ, δεν ήθελε να αφαιρέσει τη ζωή
της. Όπως εκείνος, η Άνια θα μπορούσε να γίνει ένας πραγματικός εφιάλτης, αλλά προσπαθούσε να
γίνει κάτι άλλο. Κάτι καλύτερο.
Η Άνια του χαμογέλασε. «Ευχαριστώ».
Το στήθος του άρχισε να πονά. Το κλειδί. Ρώτησέ τη για το κλειδί . «Πέρασες πολύ χρόνο στην
Αρκτική;» άκουσε ωστόσο τον εαυτό του να ρωτά.
«Λίγο. Α, θα περάσουμε πολύ ωραία! Δηλαδή, εκτός από το σκάψιμο». Χτύπησε με ενθουσιασμό
τα χέρια της. «Μόνοι οι δυο μας, αγκαλιασμένοι για να ζεσταθούμε, χωρίς έγνοιες για τους
Κυνηγούς. Αμφιβάλλω αν κάποιος θνητός θα μπορούσε να επιβιώσει για πολύ σε τέτοιο κρύο. Έλα
τώρα, δε θέλω να περπατήσω άλλο. Είναι χάσιμο χρόνου». Και την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε.
Ο Λούσιεν την ακολούθησε χωρίς δισταγμό...
Και έφτασε στην Ελλάδα. Στο νησί, στο νοικιασμένο σπίτι του. Άφησε τις τσάντες με τα ψώνια
του. Δεν έβλεπε ούτε διαισθανόταν άλλους πολεμιστές γύρω του. Πιθανότατα συγκέντρωναν ακόμα
προμήθειες.
Η Άνια καθόταν στον κρεμ δερμάτινο καναπέ λες και δεν την απασχολούσε καμιά έγνοια στον
κόσμο. Αναστενάζοντας ευδαιμονικά, έβγαλε τα κλεμμένα της γάντια και τις μπότες της και
αποκάλυψε τις ψηλές άσπρες κάλτσες της. Έπειτα πέταξε το μπουφάν της – και αποκάλυψε ένα
άσπρο δαντελωτό σουτιέν.
Τα μάτια του κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Αυτά φορούσες όλη τη μέρα;»
Η Άνια χαμογέλασε πονηρά. «Ναι. Σου αρέσει;»
Ο ανδρισμός του ερεθίστηκε. Ξανά. Τούτη τη φορά έγινε πιο σκληρός, πιο καυτός. Η Άνια ήταν
τώρα πιο σέξι από τότε που φορούσε τη στολή της υπηρέτριας –και τότε του είχε κόψει την ανάσα.
Ευτυχώς που δεν ήξερε πόσο λίγα ρούχα φορούσε από κάτω. Μπορεί να σκότωνε όλους όσοι την
κοιτούσαν και μετά να της ριχνόταν εκεί, στο χιόνι.
Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Το στομάχι της ήταν επίπεδο και είχε το
χρώμα της κρέμας, ο αφαλός της ήταν μια αισθησιακή οπτική απόλαυση. Τα στήθη της ήταν
πλούσια και σφιχτά, οι ροζ θηλές μόλις που διακρίνονταν πίσω από το αραχνοΰφαντο ύφασμα, αλλά
έβλεπε πως ήταν απίστευτα σκληρές. Οι κάλτσες κολλούσαν στα πόδια της σαν δεύτερο δέρμα.
«Λοιπόν, σου αρέσει;» επανέλαβε η Άνια και τεντώθηκε. «Μπορούσες να τα δεις όλα αυτά πριν
και ακόμα περισσότερα, αλλά ήσουν πολύ απασχολημένος και ξεροκέφαλος και δεν πρόσεξες
τίποτα. Μη γίνεις πάλι ξεροκέφαλος».
«Άνια, είσαι πανέμορφη».
«Τότε έλα να με φιλήσεις», τον παρακάλεσε βραχνά.
«Δεν μπορώ», είπε ο Λούσιεν, ακόμα πιο βραχνά.
«Γιατί δεν μπορείς;» Άφησε ένα δάχτυλο να κατηφορίσει στην κοιλιά της και να κάνει κύκλους
γύρω από τον αφαλό της. «Δε σου ζήτησα να μου κάνεις έρωτα. Απλώς φίλησέ με και άγγιξέ με
λίγο. Και σε πληροφορώ πως αυτή είναι η τελευταία φορά που θα σου προσφέρω τον εαυτό μου. Με
απορρίπτεις συνέχεια κι η αυτοπεποίθησή μου έχει αρχίσει να κλονίζεται».
Ένα μουγκρητό αντήχησε στο μυαλό του. Δε θα την άγγιζε; Δε θα τη φιλούσε; «Γιατί δεν
μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από χάδια και φιλιά;»
«Έτσι». Η Άνια σταύρωσε τα χέρια, πιέζοντας το στήθος της.
Μεγαλοδύναμοι θεοί. «Απάντησέ μου».
«Γιατί να σου απαντήσω; Εσύ σπάνια μου απαντάς». Και πάλι, άφησε το δάχτυλό της να τρέξει
στο στομάχι της.
Η ματιά του ακολούθησε το χέρι της και κατέβασε με δυσκολία έναν κόμπο που είχε σχηματιστεί
στο λαιμό του. Δινόταν ελεύθερα σε άλλους άντρες, αλλά όχι σ’ εκείνον. Συνειδητοποίησε τι
σήμαιναν τα λόγια της και έτριξε τα δόντια. Σ’ εκείνον επέτρεπε μόνο να τη φιλήσει· δεν του άξιζε
τίποτε άλλο.
Ήθελε να τη μισήσει, αλλά δεν ευθυνόταν κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο· είχε χαράξει
σκόπιμα το δέρμα του, ώστε να μην τον θέλουν οι γυναίκες. Και μολονότι ήταν φανερό πως η Άνια
δεν τον έβρισκε καθόλου ελκυστικό, εκείνος πάσχιζε να σώσει τη ζωή της. «Άνια, πρέπει να
συζητήσουμε για κάτι».
«Τι πράγμα; Για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα σου;»
«Για το κλειδί. Δώσε μου το κλειδί που ψάχνει ο Κρόνος και θα κάνω ό,τι θέλεις, θα σε φιλήσω
όπως θέλεις».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Όχι, γαμώτο. Δε σε θέλω τόσο πολύ».
Ο Λούσιεν το ήξερε, αλλά ακούγοντάς το από το στόμα της πόνεσε ακόμα περισσότερο. «Αν μου
δώσεις το κλειδί, θα γλιτώσεις τη ζωή σου».
«Χωρίς το κλειδί, η ζωή μου δεν αξίζει τίποτα. Και τώρα δε θέλω να μιλήσουμε άλλο για το
κλειδί. Θέλω να μιλήσουμε για μας».
«Δεν υπάρχει “μας” μέχρι να μου δώσεις το κλειδί».
«Το κλειδί είναι δικό μου», του φώναξε, «και δε θα σου το δώσω ποτέ. Κατάλαβες; Ποτέ!
Προτιμώ να πεθάνω».
«Θα πεθάνεις πραγματικά αν δεν το δώσεις. Άνια, με αναγκάζεις να το κάνω».
«Τι να κάνεις; Σχεδιάζεις να το κλέψεις;»
Εκείνος δεν απάντησε.
«Αν προσπαθήσεις, θα το μετανιώσεις».
Καμιά απάντηση και πάλι.
«Ξέχασε το κλειδί! Μέχρι τώρα, διασκεδάζαμε... και τώρα θα μπορούσαμε να διασκεδάσουμε
ακόμα περισσότερο».
«Ο Κρόνος εμφανίστηκε μπροστά μου και απείλησε τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Δεν έχω άλλο
χρόνο, Άνια. Πρέπει να του πάω το κλειδί ή εσένα. Προτιμώ να του πάω το κλειδί».
Ένα νεύρο στο λαιμό της άρχισε να πάλλεται. «Πότε εμφανίστηκε μπροστά σου;»
«Πριν πάμε για ψώνια», παραδέχτηκε ο Λούσιεν.
«Α, γι’ αυτό ήρθες τόσο εύκολα. Σκέφτηκες να με καλοπιάσεις για να σου δώσω το κλειδί».
Γέλασε πικρόχολα. «Εκτός αν νόμιζες πως θα αποκάλυπτα κατά λάθος το μέρος που βρίσκεται για
να το κλέψεις. Ευτυχώς που έχεις ηθικές αρχές!»
«Τι θα γίνει; Εσύ ή το κλειδί;»
«Εγώ». Η Άνια σήκωσε το πιγούνι της. «Σου είπα πως δεν πρόκειται να παραδώσω το κλειδί».
«Άνια», άρχισε ο Λούσιεν, μισώντας τον εαυτό του. Μισώντας τον Κρόνο. Μισώντας ακόμα και
τη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει. Η Άνια τον έκανε να αισθάνεται. Τώρα, περισσότερο από
πριν, τα συναισθήματα ήταν εχθρός του. «Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά».
«Λούσιεν, δεν μπορώ να το παραδώσω». Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. «Δεν μπορώ».
Αυτά τα δάκρυα... «Γιατί;»
«Απλώς, δεν μπορώ. Δε θα το κάνω».
Άρα, δεν είχε να της πει τίποτε άλλο. Κάν’ το. Τέλειωσέ το. Είναι ώρα . «Λοιπόν, σε προειδοποιώ.
Θα φροντίσω να γίνουν όλα γρήγορα. Πρώτα θα σε σκοτώσω και μετά θα πάρω την ψυχή σου».
Διακτινίστηκε κοντά της και τα πόδια του πέρασαν πάνω από τους γοφούς της. Τα στιλέτα του ήταν
τραβηγμένα και υψωμένα, έτοιμα να χτυπήσουν.
Τα δακρυσμένα μάτια έγιναν πελώρια από το σοκ.
«Συγνώμη», είπε ο Λούσιεν και χτύπησε.

Κεφάλαιο 9
Ο Πάρις διέσχιζε τους πλακόστρωτους δρόμους της Αθήνας καθώς ο ήλιος έλαμπε χρυσός και
λαμπερός. Ο αέρας ήταν γαλήνιος, ειρηνικός και τα ξασπρισμένα ερείπια της αρχαίας εποχής
επιβλητικά.
Κανονικά, έπρεπε να προετοιμάζεται για το ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δε
συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Αναζητούσε μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα, που θα τον δεχόταν. Αλλά ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι
αν έλεγε, οι γυναίκες της Ελλάδας δεν αντιδρούσαν απέναντί του όπως οι γυναίκες της Βουδαπέστης
–ή όπως οι γυναίκες οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Η εμφάνισή του δεν είχε αλλάξει. Ήταν απίστευτα ωραίος και
ελκυστικός. Η συμπεριφορά του δεν είχε αλλάξει. Ήταν το πιο γοητευτικό άτομο που γνώριζε.
Τίποτα πάνω του δεν είχε αλλάξει –κι όμως, πριν ταξιδέψει εδώ αρκούσε να κοιτάξει μια γυναίκα για
να τη δει να γδύνεται και να ετοιμάζεται να τον ευχαριστήσει. Εδώ, τίποτα. Απολύτως.
Οι γυναίκες κάθε ηλικίας, μεγέθους και χρώματος τον αντιμετώπιζαν σαν λεπρό.
Δυστυχώς, σ’ αυτή τη φάση το μόνο που χρειαζόταν ήταν πέντε λεπτά και δυο ανοιχτά πόδια.
Χωρίς σεξ, εξασθενούσε. Γινόταν ευάλωτος και ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του από
τους Κυνηγούς και τις άγριες επιθέσεις τους.
Αν ήταν δυνατό, θα είχε διαλέξει μία και μόνη γυναίκα, θα την είχε παντρευτεί και θα την έπαιρνε
μαζί του παντού, απολαμβάνοντας εκείνη και μόνο εκείνη. Αλλά πέρα από το εμπόδιο της
θνησιμότητας αυτής της γυναίκας, ο δαίμονας μέσα του δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο: μόλις
κοιμόταν με ένα θηλυκό, ήταν αδύνατο να ερεθιστεί ξανά μαζί της –όσο κι αν το ήθελε.
Αυτός ήταν ο λόγος που είχε σταματήσει να διεκδικεί οτιδήποτε άλλο πέρα από μια βραδιά. Για
να μείνει ζωντανός, θα έπρεπε να απατά καθημερινά τη σύζυγό του –και αρνιόταν να κάνει κάτι
τέτοιο.
Ας με κοιτάξει κάποια, ας με θελήσει κάποια. Αν δεν κατάφερνε να βρει μια γυναίκα... Τα
πράγματα που θα αναγκαζόταν να κάνει τον αηδίαζαν.
Όχι βιασμό, σε παρακαλώ, όχι βιασμό –αλλά ο δαίμονας δεν είχε προτίμηση σε συγκεκριμένο
φύλο. Ο Πάρις είχε· ο Πάρις ήθελε μόνο γυναίκες. Το στομάχι του σφίχτηκε καθώς αναμνήσεις
προσπαθούσαν να σχηματιστούν στο μυαλό του. Μισητές αναμνήσεις. Έτριξε τα δόντια, σε μια
προσπάθεια να τις εμποδίσει.
Βρες μια πόρνη, πρότεινε η Ακολασία, που χρειαζόταν σεξ όσο κι εκείνος.
Προσπάθησα. Είναι λες και κρύβονται από μένα. Η αλήθεια ήταν πως ο Πάρις προτιμούσε τις
πόρνες. Και τα δύο μέρη κέρδιζαν κάτι από τη συμφωνία και η ερωμένη του δεν έφευγε με
προσδοκίες για ένα νέο ραντεβού.
Μια καστανομάλλα διέσχισε το πεζοδρόμιο απέναντί του. Γυναίκα. Την είχε μυρίσει πριν τη δει
και γύρισε το κεφάλι του για να ρουφήξει περισσότερο το γλυκό γυναικείο άρωμά της. Αυτή αρκεί.
Βρισκόταν στα μισά της απόστασης που τους χώριζε πριν συνειδητοποιήσει ότι περπατούσε προς
το μέρος της. «Με συγχωρείτε», φώναξε όταν την έφτασε, και η απόγνωση χρωμάτιζε τη φωνή του.
Το βλέμμα της στράφηκε προς το μέρος του. Ο θαυμασμός για την ομορφιά του φάνηκε στα
μάτια της, αλλά τίποτα περισσότερο. Κανένας μαγνητισμός που θύμιζε ύπνωση, κανένας πόθος. Από
κοντά, μπορούσε να διακρίνει άσπρες τρίχες στα μαλλιά της και ρυτίδες γύρω από τα μάτια της.
Δεν είχε σημασία. Το στόμα του είχε ήδη γεμίσει σάλια για κείνη.
«Ναι;» τον ρώτησε στα αγγλικά με βαριά προφορά, αλλά συνέχισε να περπατά.
Συνήθως σταματούσαν, καθώς ανυπομονούσαν ήδη να τον αγγίξουν. Τι έκανε τις Ελληνίδες
διαφορετικές; «Θέλετε να...» Γαμώτο. Δεν μπορούσε να της ζητήσει να κοιμηθεί μαζί του,
τουλάχιστον από την αρχή. Πιθανότατα θα αρνιόταν. «Θέλετε να φάμε μαζί;»
«Όχι, ευχαριστώ. Έφαγα ήδη», του είπε, άνοιξε το βήμα της και απομακρύνθηκε.
Ο Πάρις σταμάτησε απότομα, αποσβολωμένος, ταραγμένος. Εκνευρισμένος. Τι στο διάβολο
συνέβαινε;
Μήπως ήταν δουλειά των θεών; Κοίταξε βλοσυρά τον ουρανό. Μπάσταρδοι. Ήταν σίγουρος πως
δε θα δίσταζαν να το κάνουν. Αλλά γιατί; Ήθελαν να βρουν τα τεχνουργήματά τους, σωστά; Εκείνος
κι οι άλλοι πολεμιστές ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα τους.
«Δεν έκανα τίποτα εναντίον σας», φώναξε.
Αλλά καθώς μιλούσε, μια σκοτεινή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Ο Μάντοξ –η Βία– είχε
παρατηρήσει μια αλλαγή στον εαυτό του: γινόταν πιο άγριος, πιο ανεξέλεγκτος, λίγο πριν γνωρίσει
την Άσλιν, τον έρωτα της ζωής του. Ο Λούσιεν φαινόταν να βιώνει ένα παρόμοιο φαινόμενο με την
Άνια –όχι πως ο στωικός Θάνατος θα το παραδεχόταν ποτέ.
Αν ο Πάρις τολμούσε έστω να το αναφέρει, υποψιαζόταν πως ο καινούριος Λούσιεν θα τον
σκότωνε σε μια έκρηξη οργής –μιας οργής που σπάνια αποκάλυπτε στο παρελθόν.
Μεγαλοδύναμοι θεοί. Μήπως έχω σειρά;
Όχι. Όχι, όχι, όχι. Επειδή ο Πάρις δεν μπορούσε να μείνει με μια γυναίκα, προσευχόταν να μη
γνώριζε ποτέ μια γυναίκα που θα ερωτευόταν. Για την ακρίβεια, αν συναντούσε μια καλλονή που το
όνομά της άρχιζε από Α –πρώτα η Άσλιν και μετά η Άνια– θα το έβαζε στα πόδια. Όχι, αποκλείεται.
Εκείνος δε θα την πατούσε.
Μια ξανθή τον προσπέρασε, κρατώντας δυο χαρτοσακούλες απ’ όπου αναδυόταν η μυρωδιά του
φρεσκοψημένου ψωμιού. Συνήλθε απότομα και κίνησε ξοπίσω της. «Επιτρέψτε μου να σας
βοηθήσω με τα ψώνια σας», είπε. Θεοί, ακουγόταν απελπισμένος.
«Όχι, ευχαριστώ». Η ξανθή γυναίκα δεν έριξε καν μια ματιά προς το μέρος του και συνέχισε να
προχωρά.
Και πάλι, ο Πάρις σταμάτησε απότομα. Να πάρει η οργή! Τι θα έκανε; Αν χρειαζόταν να γυρίσει
στη Βουδαπέστη, δε θα δίσταζε. Ή μπορεί να αναζητούσε τον Λούσιεν για να τον διακτινίσει εκεί –
έτσι θα έφτανε πιο γρήγορα. Ανάθεμα τα τεχνουργήματα και το Κουτί της Πανδώρας. Δεν μπορούσε
να...
Άλλη μια ξανθή τον προσπέρασε.
Άλλη μια απόρριψη ακολούθησε.
Άλλη μια καστανομάλλα.
Άλλη μια απόρριψη.
Μια ώρα αργότερα, το σώμα του ήταν σκληρό και ζεστό και –γαμώτο– εξακολουθούσε να
εξασθενεί. Τα χέρια του έτρεμαν και μπορούσε να νιώσει την ανάγκη για σεξ να τροφοδοτεί κάθε
του κύτταρο –κι αυτός ήταν ο λόγος που, όταν κάποιος έπεσε πάνω του από πίσω, παραπάτησε και
παραλίγο να πέσει φαρδύς πλατύς στο δρόμο πριν προλάβει να συγκρατηθεί.
«Με συγχωρείτε», είπε μια γυναικεία φωνή.
Μια ανατριχίλα απλώθηκε στο σώμα του με τη βαριά χροιά της. Στράφηκε αργά, καθώς φοβόταν
πως αν γύριζε πολύ γρήγορα θα το έσκαζε όπως οι άλλες. Πρώτα πρόσεξε ότι κάποια χαρτιά
βρίσκονταν σκορπισμένα γύρω από τα πόδια της και μετά πως είχε σκύψει για να τα σηκώσει.
«Καλά να πάθω, αφού διάβαζα και περπατούσα ταυτόχρονα», μουρμούρισε η γυναίκα.
«Χαίρομαι που διαβάζατε», είπε ο Πάρις, σκύβοντας για να τη βοηθήσει. «Χαίρομαι που
γνωριστήκαμε έστω και έτσι».
Τα βλέφαρά της υψώθηκαν και το βλέμμα της αντάμωσε το δικό του. Πήρε μια απότομη ανάσα.
Ερωτικής διάθεσης; Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ας είναι ερωτική διάθεση.
Ήταν άσχημη, με μελιά μάτια, δέρμα γεμάτο φακίδες και κυματιστά καστανά μαλλιά που έπεφταν
στους ώμους της. Τα μάτια της ήταν πολύ μεγάλα για το πρόσωπό της και τα χείλη της τόσο
σαρκώδη που φαίνονταν πρησμένα. Αλλά υπήρχε κάτι το ελκυστικό πάνω της. Κάτι που ανάγκασε
το βλέμμα του να παραμείνει στο πρόσωπό της, να χαζέψει τα χαρακτηριστικά του και να τα
απολαύσει. Ίσως κάποιος κρυμμένος αισθησιασμός. Ένα πονηρό παιχνίδισμα σ’ εκείνα τα μελιά
μάτια.
Οι ήρεμες ασχημούλες έκαναν πάντα το πιο άγριο σεξ.
«Το όνομά σας δεν αρχίζει από Α, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ξαφνικά καχύποπτος.
Συνοφρυώθηκε παραξενεμένη, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Με λένε Σιένα –
μολονότι είμαι σίγουρη πως δε θα σας ενδιαφέρει».
«Με ενδιαφέρει», της απάντησε βραχνά. Δεν έβλεπε την ώρα να τη γδύσει.
Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα και έστρεψε βιαστικά την προσοχή της στα χαρτιά.
«Είστε... Αμερικανίδα;» τη ρώτησε καθώς της έδινε όσα είχε μαζέψει.
«Ναι. Κάνω διακοπές στην Ελλάδα για να τελειώσω το γραπτό μου. Αλλά δεν μπορώ να
καταλάβω από την προφορά σας τη δική σας καταγωγή».
«Ούγγρος», απάντησε ο Πάρις. Δηλαδή, είχε ζήσει στη Βουδαπέστη αρκετούς αιώνες ώστε να
διεκδικεί την εθνικότητα. Άλλαξε βιαστικά θέμα, γυρίζοντας σ’ εκείνη. «Δ ηλαδή είστε
συγγραφέας;»
«Ναι. Δηλαδή, ελπίζω να γίνω. Όχι, δεν το λέω σωστά. Είμαι συγγραφέας, αλλά δεν έχω
δημοσιεύσει τίποτα ακόμα». Τακτοποιώντας τα χαρτιά της, δάγκωσε το πλούσιο κάτω χείλος της.
«Συγνώμη για τη φλυαρία –είναι συνήθειά μου. Απλώς, όταν το παρακάνω, πείτε μου να το
βουλώσω».
«Αντίθετα, θα ήθελα ν’ ακούσω περισσότερα». Η ανακούφιση τον πλημμύριζε, τόσο δυνατή όσο
το πιο πλούσιο κρασί με μια δόση από νέκταρ. Επιτέλους, μια γυναίκα που δεν έσπευδε να
ξεμακρύνει από κοντά του λες και πετούσε δηλητήριο.
Κοκκινίζοντας ξανά, η γυναίκα έσπρωξε μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της.
Ο Πάρις παρακολούθησε την κίνηση και, σε αντίδραση, ο ανδρισμός του σκλήρυνε. Τα χέρια της
ήταν υπέροχα, ίσως τα πιο αισθησιακά που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Απαλά, λεπτεπίλεπτα, με
άσπρα, τετράγωνα νύχια. Μια χοντρή ασημένια αλυσίδα περικύκλωνε τον επίσης υπέροχο καρπό
της. Φορούσε τρία δαχτυλίδια. Τα δύο ήταν απλά, ασημένια και πάλι, και το τρίτο ήταν ένα μεγάλο
χρυσό.
Παντρεμένη;
Δεν του άρεσε η σκέψη, αλλά δε θα τον πτοούσε κιόλας. Φαντάστηκε εκείνα τα χέρια στο σώμα
του και παραλίγο να φτάσει σε ολοκλήρωση.
Έπρεπε να την κάνει δική του.
Μπορεί να είναι Δόλωμα. Η σκέψη σχηματίστηκε από συνήθεια στο μυαλό του, επειδή ήταν κάτι
που τον απασχολούσε διαρκώς. Τη μελέτησε πιο προσεκτικά. Οι φακίδες απλώνονταν σε ολόκληρο
το πρόσωπό της και τα χείλη της ήταν τόσο μεγάλα που φαίνονταν σχεδόν παραμορφωμένα.
Αποφάσισε πως, πιθανότατα, δεν ήταν Δόλωμα· τα Δολώματα ήταν συνήθως υπέροχα πλάσματα.
Όπως η Άσλιν. Όπως η Άνια. Η Σιένα δεν ήταν υπέροχη –κάθε άλλο. Ωστόσο, θα διατηρούσε την
επιφυλακτικότητά του.
Πρέπει να την πάρουμε. Τώρα! μούγκρισε ο δαίμονας.
Σύντομα... σύντομα.
«Το λες από ευγένεια», μουρμούρισε η Σιένα, σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσά τους. Σηκώθηκε και
έχωσε τα χειρόγραφα κάτω από τη μασχάλη της. Ήταν πολύ αδύνατη και δεν είχε σχεδόν καθόλου
στήθος.
Ο Πάρις σηκώθηκε κι αυτός και διαπίστωσε πως του άρεσε το γεγονός ότι ήταν μικροσκοπική σε
σχέση μ’ εκείνον. «Όχι, καθόλου. Δηλαδή είμαι ευγενικός, αλλά δε λέω ψέματα. Θέλω να μάθω τα
πάντα για σένα».
«Αλήθεια;» τον ρώτησε με ελπίδα.
«Ορκίζομαι».
Τα ρούχα της δεν την κολάκευαν καθόλου, σκούρα μπλε και πολύ φαρδιά. Αναρωτήθηκε αν από
κάτω φορούσε σέξι εσώρουχα. Θα ήθελε πολύ να τη δει με σμαραγδένια, δαντελωτά εσώρουχα.
«Θέλεις... θέλεις να πιούμε έναν καφέ;» ρώτησε διστακτικά η Σιένα.
«Ναι». Ναι, θεοί, ναι.
Η Σιένα χαμογέλασε αργά. «Πού;»
Τούτο το χαμόγελο τον άγγιξε μέχρι την ψυχή του. Ένιωσε την ακτινοβολία του σαν γροθιά στο
στομάχι. «Όπου κι αν πας, θα σ’ ακολουθήσω». Ήταν ήδη ερεθισμένος, αλλά τώρα ένιωσε να
ανανεώνεται. Θα τη γοήτευε, θα την κολάκευε και μετά θα της χάριζε τον καλύτερο οργασμό της
ζωής της. Και έπειτα θα χώριζαν φιλικά.
Εκείνη θα είχε την ανάμνηση μιας νύχτας που θα τη διατηρούσε για χρόνια κι εκείνος θα
αναπλήρωνε τις δυνάμεις του –τουλάχιστον μέχρι το τέλος της μέρας. Ήταν μια δίκαιη ανταλλαγή.
«Έλα», είπε. «Κάτι θα βρούμε». Σύντομα.
Περπάτησαν στο πεζοδρόμιο πλάι-πλάι. Οι αισθήσεις του συντονίστηκαν περισσότερο πάνω της.
Μύριζε σαπούνι και... ναι, αγριολούλουδα. Ποιες ήταν οι πιο κρυφές φαντασιώσεις της;
«Υπάρχει ένα καφενείο στη γωνία», είπε η Σιένα.
«Τέλεια». Ένα ρίγος απλώθηκε στο σώμα του. Αδυναμία ή πόθος; Δεν ήξερε και δεν
ενδιαφερόταν. Σκέψου κάτι άλλο. «Ποιο είναι το θέμα του βιβλίου σου;»
«Μπα». Η Σιένα έκανε μια κίνηση αδιαφορίας. «Δε θα σ’ ενδιαφέρει και ντρέπομαι να σου πω».
«Δηλαδή γράφεις ρομαντικό μυθιστόρημα;»
Τα μάτια της γούρλωσαν και τον κοίταξε. «Πώς το κατάλαβες;»
«Από τύχη». Ήξερε καλά τις γυναίκες, μολονότι δεν μπορούσε να πλησιάσει καμιά περισσότερο
από μια απλή σαρκική επαφή. Αν και οι πιο πολλές λάτρευαν καθετί ρομαντικό, έκρυβαν τα
ρομαντικά μυθιστορήματά τους λες και ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να ντρέπονται. Δεν ήταν
δυνατό να ξέρουν ότι εκείνος τα διάβαζε. Για την ακρίβεια, του άρεσαν πολύ και θα ήθελε ένα
ευτυχισμένο τέλος για τον εαυτό του.
Αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν ένα ουτοπικό όνειρο.
Τελικά, έστριψαν στη γωνιά και αντίκρισαν το καφενείο. Στρογγυλά τραπεζάκια και καρέκλες με
ψηλή πλάτη βρίσκονταν παρατεταγμένα μπροστά σ’ ένα μεγάλο γυάλινο παράθυρο. Ένα τραπεζάκι
ήταν άδειο κι έτσι κάθισαν βιαστικά.
«Πόσο καιρό είσαι στην Ελλάδα;» τον ρώτησε η Σιένα, αφήνοντας τις σελίδες και την τσάντα της
στα γόνατά της.
«Κάτι παραπάνω από μια βδομάδα, αλλά δούλευα».
«Α, τι κρίμα. Φαντάζομαι πως δε θα πρόλαβες να δεις τα αξιοθέατα, ε;» Στήριξε τους αγκώνες της
στο τραπέζι και τον κοίταξε σαν μαγεμένη. «Έχεις έρθει μόνος ή με γκρουπ;»
Αγνοώντας την ερώτησή της, ο Πάρις είπε: «Αυτή τη στιγμή βλέπω το ωραιότερο αξιοθέατο».
Εντάξει, αγόρι μου, είναι πολύ γλυκανάλατο, ακόμα και για σένα. Μην παίρνεις τόση φόρα.
Η Σιένα κοκκίνισε ακόμα μια φορά και οι φακίδες σχημάτισαν μια όμορφη αντίθεση στο δέρμα
της. Ο ανδρισμός του αναπήδησε αμέσως.
Μια σερβιτόρα έφτασε και έδωσαν τις παραγγελίες τους. Ο Πάρις ξαφνιάστηκε όταν η συνοδός
του –πώς είπε ότι την έλεγαν;– παρήγγειλε δυνατό καφέ χωρίς ζάχαρη. Ήταν πρόθυμος να
στοιχηματίσει πως θα ζητούσε κάτι γλυκό. Παρήγγειλε ένα διπλό εσπρέσο για κείνον.
Όταν έφτασαν οι καφέδες λίγα λεπτά αργότερα, ο Πάρις έστρεψε ξανά την προσοχή του στη
Φακιδομύτη. Συνειδητοποίησε πως με κάθε δευτερόλεπτο που κυλούσε γινόταν πιο ελκυστική.
Κάτω από τις φακίδες, το δέρμα της είχε μια σκούρα απόχρωση μαργαριταριού και τα μάτια της
φαίνονταν τώρα περισσότερο πράσινα παρά μελιά.
«Ευχαριστώ για τον καφέ», είπε η γυναίκα, πίνοντας μια γουλιά. Άπλωσε το ελεύθερο χέρι της για
να χτυπήσει φιλικά τα δάχτυλά του. Τη στιγμή της επαφής, μια ζεστή, μεθυστική ανατριχίλα
ταξίδεψε στο μπράτσο του –τόσο απρόσμενη και τόσο υπέροχη όσο και εκείνη. Γιατί τώρα έτσι την
έβλεπε.
Η γυναίκα πήρε μια απότομη ανάσα κι εκείνος έπνιξε ένα βογκητό.
«Χαρά μου», απάντησε, νιώθοντας τον πόθο του να μεγαλώνει... να μεγαλώνει... Μήπως ήταν
πολύ νωρίς για να κάνει κάποια κίνηση; Μήπως θα το έβαζε στα πόδια;
«Λοιπόν, δε μου είπες. Τι κάνεις στην Ελλάδα;» Η γυναίκα τράβηξε το χέρι της, αλλά κοίταξε το
δικό του λες και είχε κάτι παράξενο.
«Είχα τη διάθεση να ταξιδέψω», της απάντησε. Μια στιγμή. Κάτι είχε αναφέρει για δουλειά πριν
από λίγο. «Για δουλειές. Είμαι... είμαι φωτομοντέλο». Ήταν ένα ψέμα που είχε χρησιμοποιήσει
πολλές φορές στο παρελθόν.
«Α!» είπε εκείνη, φανερά αφηρημένη. Συνοφρυώθηκε και, απλώνοντας το χέρι, άγγιξε ξανά τα
δάχτυλά του. Ίσως τώρα να ήταν μια καλή στιγμή για να κάνει την κίνησή του, τελικά.
«Μου αρέσει η αίσθηση της επιδερμίδας σου».
Μετατοπίζοντας νευρικά το σώμα της στην καρέκλα, εκείνη κοίταξε αλλού. «Ευχαριστώ».
Αργά, πολύ αργά, ο Πάρις έπιασε το χέρι της και το έφερε στο στόμα του για να φιλήσει απαλά το
εσωτερικό μέρος του καρπού της. Κάτι σαν ηλεκτρισμός σπίθισε ανάμεσά τους και τώρα ήταν
συνεχής –και τόσο ερωτικός που ήταν πρόθυμος να την εκλιπαρήσει να κοιμηθεί μαζί του.
Όταν εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, έγλειψε τη φλέβα της.
Με μια ακόμα κοφτή ανάσα, η γυναίκα τράβηξε το χέρι της. Όχι με δυσφορία, αλλά με ξάφνιασμα
που οφειλόταν στη... στην ευχαρίστηση; Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την έκφραση του προσώπου
της. Και δεν μπορούσε να την αφήσει. Το άγγιγμά της ήταν σαν ρεύμα που διαπερνούσε το κορμί
του και τον κάρφωνε στη θέση του, αιχμαλωτίζοντάς τον με τις εκκενώσεις του.
«Δεν κάνω ποτέ κάτι τέτοια», είπε εκείνη, αναπνέοντας με δυσκολία. «Ποτέ δεν πίνω καφέ με
αγνώστους ούτε τους αφήνω να με φιλήσουν. Ιδιαίτερα με φωτομοντέλα».
«Μα δε σε φίλησα».
«Εεε... ναι. Εντάξει. Απλώς εννοούσα... τέλος πάντων, εννοούσα τον καρπό μου. Φίλησες τον
καρπό μου».
«Θα ήθελα να φιλήσω κι εσένα». Την κοίταξε εκστατικά. «Να σε φιλήσω πραγματικά».
«Γιατί; Μη με παρεξηγήσεις», βιάστηκε να προσθέσει. «Χαίρομαι. Αλλά γιατί εμένα;»
«Είσαι μια ποθητή γυναίκα».
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ». Η φωνή του ακουγόταν βραχνή από τον ερεθισμό. «Δε νιώθεις το βουητό της
λαχτάρας μου;»
«Δε... δεν...» Η γυναίκα δάγκωσε πάλι το κάτω χείλος της. Νευρικό τικ;
Ήταν ένα αξιαγάπητο τικ, αλλά ήθελε να δαγκώσει εκείνος το χείλος της.
«Δεν ξέρω τι να πω», ψέλλισε εκείνη. Έσυρε ένα ακροδάχτυλο στο στόμα της κι ο Πάρις
φαντάστηκε και τη γλώσσα του εκεί.
«Να πεις ναι».
«Μα είμαστε άγνωστοι».
«Δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε άγνωστοι». Θεοί, δεν έβλεπε την ώρα να τη γευτεί. Ολόκληρη.
«Θα μπορούσαμε... να, θα μπορούσαμε να πάμε στο ξενοδοχείο μου», του πρότεινε εκείνη
ντροπαλά. «Αν, δηλαδή, το θέλεις. Μπορούμε να πιούμε κάτι –εννοώ κάτι πιο δυνατό από τον καφέ.
Αλλά δεν προτείνω τίποτα περισσότερο, αν δεν το θέλεις κι εσύ. Ω, να πάρει, είμαι πολύ νευρική.
Συγνώμη».
«Ας πάμε κάπου που θα είναι καινούριο και για τους δυο μας». Δεν έμπαινε ποτέ σε καταλύματα
θνητών· είχε κάνει αυτό το λάθος μόνο μια φορά. Και δεν μπορούσε να την πάει στο προσωρινό
καινούριο σπίτι του· κάτι τέτοιο θα έβαζε σε κίνδυνο τους άλλους πολεμιστές, σε περίπτωση που
τον ακολουθούσαν Κυνηγοί. Το μόνο που έμενε ήταν να πιάσει ένα δωμάτιο ξενοδοχείου ο ίδιος.
«Κάπου κοντά».
«Δε... δεν...» ψέλλισε ξανά η γυναίκα.
Ο Πάρις ανασηκώθηκε, έσκυψε προς το μέρος της και κόλλησε το στόμα του στο δικό της.
Εκείνη άνοιξε αμέσως τα χείλη της χωρίς να διαμαρτυρηθεί και ο Πάρις άφησε τη γλώσσα του να
τρυπώσει ανάμεσά τους. Η γεύση της ήταν καλύτερη απ’ ό,τι φανταζόταν. Μέντα και λεμόνι, καφές
και απόλυτο πάθος. Ήδη μια ένεση δύναμης εμπότισε το σώμα του.
Πώς θα ήταν άραγε η γεύση ανάμεσα στους μηρούς της;
«Ε... εντάξει», είπε εκείνη λαχανιασμένη όταν ο Πάρις τραβήχτηκε. Οι θηλές της ήταν σκληρές.
«Να πιάσουμε δωμάτιο;»
Θα άφηνε τη γλώσσα του να γράψει κύκλους γύρω από εκείνες τις θηλές πριν τις ρουφήξει. Θα
την έκανε να ριγήσει από πόθο ενώ θα την ικανοποιούσε πρώτα με τα δάχτυλά του και μετά θα την
έκανε να ξεφωνίσει καθώς θα έμπαινε μέσα της. Θα περνούσε πολλές ώρες απολαμβάνοντας το
κορμί της.
Με ένα βογκητό, ο Πάρις σηκώθηκε και έπιασε το χέρι της. Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, καθώς τη
βοηθούσε να σηκωθεί. Άφησε αρκετά χαρτονομίσματα στο τραπέζι.
«Από εδώ», είπε.
Συνέχισαν να πιάνονται από το χέρι καθώς διέσχιζαν βιαστικά το πεζοδρόμιο και ο Πάρις
ευχήθηκε για μια φορά ακόμα να μπορούσε να διακτινιστεί όπως ο Λούσιεν. Δεν ήταν σίγουρος
πόσο θα μπορούσε να περιμένει ακόμα πριν πάρει τούτη τη γυναίκα. Φυσικά, μόλις περνούσε το
πάθος θα έχανε την έλξη της, αλλά μέχρι τότε...
«Περίμενε», είπε ξαφνικά εκείνη.
Ο Πάρις συνειδητοποίησε πως λαχάνιαζε και σχεδόν φώναξε: «Όχι». Την τράβηξε σε ένα σοκάκι.
Τον πλημμύριζε απόγνωση, τρομερή απόγνωση. Η περιοχή ήταν λουσμένη στο φως, αλλά
τουλάχιστον ήταν κάπως απομονωμένοι.
«Ναι», είπε, πιέζοντας την πλάτη της στον τοίχο. Η μπλε φούστα της είχε ένα σκίσιμο σε κάθε
πλευρά που αποκάλυπτε μια έκταση λείου δέρματος.
«Δεν ξέρω καν το όνομά σου». Δεν τον έσπρωξε μακριά, όπως φοβόταν, αλλά τον κοιτούσε με
μια καταλυτική λαχτάρα καθώς τύλιγε τα χέρια της πίσω από το σβέρκο του.
Γύρισα, σκέφτηκε ο Πάρις και μουρμούρισε: «Πάρη. Με λένε Πάρη». Μετά, τη φίλησε κλέβοντάς
της την ανάσα.
Εκείνη βόγκηξε κι ο Πάρις κατάπιε τον ήχο. Τα πόδια της άνοιξαν και ο ερεθισμένος ανδρισμός
του πίεσε το γλυκύτερο σημείο του σώματός της για να τριφτεί πάνω της, σε μια μίμηση της
ερωτικής πράξης. Ήταν σειρά του να βογκήξει.
Τέλεια.
Η γυναίκα μάλαξε την πλάτη του και τα νύχια της μπήχτηκαν στο ύφασμα της μπλούζας του, ενώ
οι γλώσσες τους μονομαχούσαν. Όταν φυλάκισε το στήθος της στην παλάμη του το φιλί έγινε πιο
βαθύ και το πάθος εξελίχθηκε σε ένα παλιρροϊκό κύμα.
Χρειάζομαι επαφή δέρμα με δέρμα. Έχωσε το χέρι κάτω από την μπλούζα της –λείο δέρμα, τι
υπέροχο δέρμα!–, το άφησε να ανηφορίσει στο σφιχτό στομάχι της –εκείνη ανατρίχιασε– και
φυλάκισε ξανά το στήθος της.
Δε φορούσε σουτιέν κι ο Πάρις πήρε μια γεύση από το δέρμα που λαχταρούσε. Γλυκείς,
ελεήμονες ουρανοί! Τα στήθη της ήταν μικρά, αλλά με τέλειες θηλές. Τσίμπησε απαλά μία και την
έστριψε ανάμεσα στα λαίμαργα δάχτυλά του, απολαμβάνοντας την αίσθηση. Η γυναίκα πίεσε τους
γοφούς της στους δικούς του, χαϊδεύοντας τον ανδρισμό του.
«Τι γλυκιά που είσαι», μουρμούρισε ο Πάρις.
«Πάρη», είπε εκείνη, λαχανιάζοντας.
«Θέλω να μπω μέσα σου».
«Λυ... λυπάμαι».
Τα χείλη του κύλησαν στο μάγουλό της, στο σαγόνι της. Δεν ήταν δυνατό να λυπάται που θα του
δινόταν. Θα τη φρόντιζε πολύ καλά. Θα τον θυμόταν με ένα χαμόγελο μέχρι το τέλος της ζωής της.
«Γιατί;»
«Γι’ αυτό», είπε η γυναίκα. Δεν ακουγόταν πια ξέπνοη ή ερεθισμένη. Ακουγόταν αποφασισμένη.
Ένας διαπεραστικός πόνος βελόνας τσίμπησε το λαιμό του. Τραβήχτηκε σαστισμένος και
παραπάτησε. Ένιωσε έναν παράξενο λήθαργο να απλώνεται μέσα του, κάνοντας τα γόνατά του να
τρέμουν. «Τι... γιατί...» Η φωνή του ήταν αδύναμη. Λάθος.
Το πρόσωπό της ήταν λες και κολυμπούσε μπροστά του, αλλά μπορούσε να διακρίνει ότι
φορούσε μια ανέκφραστη μάσκα. Οι φακίδες της έγιναν θολές. Την παρακολούθησε να κλείνει το
πάνω μέρος του χοντρού χρυσού δαχτυλιδιού της, κρύβοντας ξανά την ακίδα στο εσωτερικό του.
«Το κακό πρέπει να ξεριζωθεί», του είπε ξερά.
Ήταν Δόλωμα, τελικά, σκέφτηκε ο Πάρις και μετά ο κόσμος του μαύρισε.

Ο Ρέγιες καθόταν στη σκιερή γωνιά ενός ιταλικού μπαρ με γυμνές χορεύτριες και σκεφτόταν πως τα
μπαρ ήταν ίδια σε όλες τις χώρες. Είχε έρθει στη Ρώμη για να αναζητήσει το Κουτί της Πανδώρας,
αλλά δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί και το μόνο που είχε κατορθώσει ήταν να εκνευρίσει την
ομάδα του, αντί να τη βοηθήσει.
Τελικά, οι συνεργάτες του του είχαν πει να φύγει, να ηρεμήσει και μετά να επιστρέψει στα ερείπια
των Ακατονόμαστων.
Έτσι ο Ρέγιες κάθισε κόβοντας το χέρι του κάτω από το τραπέζι για να μη δει κανένας τι έκανε.
Κυριαρχημένος από το πνεύμα του Πόνου, χρειαζόταν να νιώθει τούτη την ανυπόφορη αγωνία σε
καθημερινή βάση. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να τον ηρεμήσει.
Ειδικά τώρα, όταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Ντανίκα.
Πού βρισκόταν; Ήταν καλά; Τον μισούσε ή περνούσε τις νύχτες βλέποντάς τον στα όνειρά της,
όπως την έβλεπε κι εκείνος στα δικά του;
Η εικόνα της σχηματίστηκε ξανά στο μυαλό του. Ξανθή, μικροκαμωμένη, αγγελική. Αισθησιακή,
γενναία, γεμάτη πάθος. Δηλαδή, φανταζόταν πως θα ήταν γεμάτη πάθος. Δεν την είχε φιλήσει ακόμα
–πόσο μάλλον να την αγγίξει ή να τη γδύσει.
Αλλά ήθελε να το κάνει. Θεοί, το ήθελε πολύ.
Έπρεπε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του –κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει εδώ. Αλλά οι
τέσσερις γυμνές γυναίκες στη σκηνή, μολονότι ήταν όμορφες, δεν μπορούσαν να αποσπάσουν την
προσοχή του. Δεν είχε καν ερεθιστεί. Και δεν ερεθιζόταν ποτέ αν δε σκεφτόταν την Ντανίκα.
Ήθελε με όλη του την ψυχή να την εντοπίσει, να την προστατεύσει... να την αγαπήσει. Αλλά δεν
μπορούσε. Παρά τα προσωρινά δεσμά του, ο Έρον θα τη σκότωνε κάποια μέρα, υπακούοντας στην
εντολή των Τιτάνων. Και ο Ρέγιες δεν ήθελε να μπλέξει μαζί της, αφού ήξερε πως θα την έχανε.
Επειδή κανένας δεν μπορούσε να σταματήσει τον Έρον –εκτός αν ο Ρέγιες τον σκότωνε ή
καταδίκαζε το φίλο του σε μια μαρτυρική ζωή.
Δυστυχώς, ο Ρέγιες δεν ήταν τόσο εγωιστής. Ο Έρον ήταν σαν αδερφός του. Ένας πολεμιστής
που είχε σταθεί στο πλευρό του και είχε καλύψει την πλάτη του Ρέγιες, σκοτώνοντας Κυνηγούς.
Είχαν αιμορραγήσει μαζί. Είχαν σώσει ο ένας τον άλλο. Πώς θα τα ξεχνούσε όλα αυτά για μια
γυναίκα, για μια στιγμιαία ηδονή... Δάγκωσε το μάγουλό του.
Το μαχαίρι μπήχτηκε βαθιά στον καρπό του, κόβοντας μια φλέβα. Ένιωσε το ζεστό ρυάκι του
αίματος να κυλά στο χέρι του. Ωστόσο η πληγή έκλεισε αμέσως, καθώς οι ιστοί θεραπεύονταν
αυτόματα.
Άνοιξε ένα ακόμα αυλάκι και μόρφασε. Αναστέναξε από τη γλυκιά απόλαυση.
«Να καθίσω στα γόνατά σου;» τον ρώτησε μια χορεύτρια στα ιταλικά.
«Όχι», απάντησε εκείνος, πιο σκληρά απ’ όσο σκόπευε. Άλλος ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα
χείλη του, τούτη τη φορά χωρίς την παραμικρή ανακούφιση. Δεν έκανε κανένα καλό στον εαυτό του
μένοντας εδώ. Όχι μόνο δεν ηρεμούσε, αλλά γινόταν όλο και πιο νευρικός.
«Είσαι σίγουρος;» Η χορεύτρια χούφτωσε τα στήθη της. «Θα σε κάνω να νιώσεις πολύ όμορφα».
Μόνο μια φορά είχε νιώσει όμορφα από τότε που είχε φορτωθεί το δαίμονα του Πόνου –όταν είχε
αντικρίσει την Ντανίκα. Ο πόνος εκείνης της ευχαρίστησης ήταν... ναι, ήταν εθιστικός. Όπως
έδειχναν τα πράγματα, τίποτα δεν μπορούσε να τον αντικαταστήσει. «Είμαι σίγουρος. Άφησέ με
ήσυχο».
Η χορεύτρια έκανε μεταβολή με ένα μορφασμό.
Ο Ρέγιες έτριψε το πρόσωπό του. Σίγουρα κάτι θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει την
Ντανίκα. Δεν μπορούσε καν να αντέξει στη σκέψη πως θα έσβηνε η λαμπερή ζωή της. Ήταν
υπερβολικά οδυνηρό, ακόμα και για κείνον.
Ίσως μπορούσε να εκλιπαρήσει τους θεούς και να τους ζητήσει να ανακαλέσουν την απόφασή
τους και να απαλλάξουν την Οργή –τον Έρον– από την εντολή να σκοτώσει την Ντανίκα.
Ίσως υπήρχε τελικά ελπίδα, σκέφτηκε καθώς ακουμπούσε στην πλάτη της καρέκλας του,
νιώθοντας κάποια γαλήνη για πρώτη φορά μετά από βδομάδες. Θα χρειαζόταν κάτι για να
διαπραγματευτεί, κάτι που ήθελαν. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τους Τιτάνες, που δεν ήταν πολύ
καιρό στην εξουσία. Τι λαχταρούσαν; Και πώς μπορούσε να το εξασφαλίσει;

Ο Έρον βρισκόταν σκυμμένος στη γωνιά του κελιού, με το σώμα χτυπημένο και ματωμένο από τις
πολλές εκρήξεις θυμού. Αλλά ο πόνος δεν τον ενοχλούσε· αντίθετα, τον δυνάμωνε.
Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε.
Έπρεπε να δραπετεύσει από αυτή τη φυλακή. Φυλακισμένος στο ίδιο μου το σπίτι. Η δίψα για
αίμα τον κρατούσε στη λαβή της και τον έσφιγγε, τον έσφιγγε... τόσο πολύ, ώστε έβλεπε τον κόσμο
μέσα από μια κόκκινη ομίχλη. Δεν μπορούσε να φάει χωρίς να φανταστεί το μαχαίρι του να κόβει το
λαιμό της Ντανίκα –και μετά της αδερφής της, της μητέρας της, της γιαγιάς της. Δεν μπορούσε να
αναπνεύσει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε να σαλέψει χωρίς να το φαντάζεται. Σκότωσε.
Για πολύ καιρό, ήλπιζε και προσευχόταν να χάσει την επιθυμία του να σκοτώσει. Αλλά κάθε
μέρα, η παρόρμηση γινόταν πιο έντονη. Οι φίλοι του δεν τον επισκέπτονταν πια, παρά μόνο για να
σπρώξουν ένα δίσκο με φαγητό στο κελί του· ήταν λες και τον είχαν ξεγράψει από τη ζωή τους.
Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε. Έπρεπε να βγει από τούτο το μπουντρούμι. Έπρεπε να καταστρέψει
–και τότε η επιθυμία θα εξαφανιζόταν. Το ήξερε. Και ναι, μπορούσε σχεδόν να γευτεί εκείνους τους
θανάτους στο στόμα του. Ναι, έπρεπε να δραπετεύσει.
Τέρμα η αναμονή. Τέρμα οι ελπίδες για γαλήνη. Θα έκανε αυτό που χρειαζόταν, αυτό που τον
είχαν διατάξει.
Κοίταξε τα κάγκελα κι ένα σχέδιο άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Χαμογέλασε.
Σύντομα...

Κεφάλαιο 10
Η Άνια δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Λούσιεν είχε μόλις προσπαθήσει να τη σκοτώσει. Να τη
σκοτώσει πραγματικά, όχι σαν παιχνίδι. Ναι, η Άνια ήξερε πως τον είχαν διατάξει να το κάνει. Ναι,
ισχυριζόταν πως ήθελε να υπακούσει στην εντολή. Και ναι, το είχε προσπαθήσει ξανά.
Αλλά οι προηγούμενες προσπάθειές του ήταν χλιαρές. Αυτή εδώ δεν ήταν· σκόπευε πραγματικά
να τη σκοτώσει. Οριστικά, χωρίς αναβολές. Αν δεν είχε διακτινιστεί από τον καναπέ όπου καθόταν,
τώρα το κεφάλι της θα είχε εγκαταλείψει το σώμα της. Και αυτή τη στιγμή ο Λούσιεν την
κυνηγούσε, αποφασισμένος να τη δολοφονήσει.
Αισθανόταν πληγωμένη. Ο θυμός την πλημμύρισε καθώς διακτινιζόταν από το ένα σημείο στο
άλλο, προσπαθώντας να ξεφύγει. Σήμερα είχε ψωνίσει μαζί του κι είχε γελάσει μαζί του. Του μίλησε
για το κλειδί. Για πρώτη φορά φαινόταν να του αρέσει η παρουσία της –και να την απολαμβάνει!
Ακόμα περισσότερο, υποσχέθηκε να την πάει στην Αρκτική μαζί του.
Και μετά προσπάθησε να τη σκοτώσει.
Η ένταση του θυμού της πολλαπλασιάστηκε και ο πόνος έγινε πιο έντονος. Πώς τολμούσε! Ήταν
τρυφερή και καλή μαζί του.
Λοιπόν, σκέφτηκε με μισόκλειστα μάτια, η συμπεριφορά της θα άλλαζε. Οι ρόλοι θα
αντιστρέφονταν· εκείνη θα τον σκότωνε. Τέρμα ο πόθος της γι’ αυτόν. Τέρμα τα φιλιά και οι
φαντασιώσεις όπου τον έβλεπε μέσα της. Βράζοντας, διακτινίστηκε στο διαμέρισμά της στην
Ελβετία και, βιαστικά, άλλαξε ρούχα φορώντας ένα μακό μπλουζάκι και ένα μαύρο κολλητό
παντελόνι που δε θα λέκιαζε εύκολα από το αίμα του Λούσιεν και δε θα της θύμιζε στο μέλλον τι
είχε αναγκαστεί να του κάνει. Μετά, διακτινίστηκε σε άλλα δυο μέρη, συγκεντρώνοντας όπλα.
Μόλις εξοπλίστηκε με μαχαίρια, εκτοξευόμενα μεταλλικά αστέρια και ένα πιστόλι ηλεκτρικών
εκκενώσεων Τέιζερ, γύρισε στο σπίτι του στις Κυκλάδες. Δε θα τον σκότωνε απλά, θα διασκέδαζε
ψήνοντάς τον πριν τον κόψει φέτες σαν χοιρομέρι.
Αλλά ο Λούσιεν είχε εξαφανιστεί. Η Άνια ήξερε πως εξακολουθούσε να την αναζητεί.
Σύντομα θα εμφανιζόταν ξανά.
Πήρε στάση μάχης, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στα πλευρά της. Περιμένοντας...
ανυπόμονα...
Ο Λούσιεν έφτασε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα. Τα υπέροχα σημαδεμένα
χαρακτηριστικά του ήταν εντελώς ανέκφραστα. Βλέποντάς τον, θυμήθηκε κάτι που ήθελε να του
κάνει και χαμογέλασε μοχθηρά. Η εκδίκηση θα ήταν γλυκιά.
«Άνια».
Αντί να του επιτεθεί, εκείνη διακτινίστηκε στο δωμάτιό του στη Βουδαπέστη. Πήρε τις αλυσίδες
που είχε χρησιμοποιήσει εναντίον της, διακτινίστηκε σ’ εκείνο τον παγετώνα στην Ανταρκτική και
τις τύλιξε γύρω από τη μέση της σαν ζώνη.
«Μπάσταρδε», πέταξε καθώς ο παγερός αέρας έκανε το δέρμα της να ανατριχιάζει. Ο Λούσιεν δεν
ήξερε πως ήταν η μοναδική αθάνατη που καμιά αλυσίδα δεν μπορούσε να κρατήσει, καμιά φυλακή
δεν μπορούσε να περιορίσει. Χάρη στον πατέρα της, που της είχε χαρίσει το Κλειδί των Πάντων,
μπορούσε να δραπετεύσει από κάθε μέρος, οποιαδήποτε στιγμή. Μπορούσε να δραπετεύσει από τα
πάντα –εκτός από την κατάρα της.
Δεν πρόκειται να το παραδώσω.
Αν παρέδιδε το κλειδί, θα ήταν σαν να χάραζε την πορεία της πτώσης της –και το ήξερε καλά. Ο
πατέρας της ήξερε πως θα εξασθενούσε όταν της το έδινε, αλλά το είχε κάνει. Για να την
αποζημιώσει για την απουσία του στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, για να αποδείξει πως την
αγαπούσε πραγματικά.
Και η Άνια τον είχε παρακολουθήσει με τρόμο να καταρρέει. Τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, ήταν
ένα κουφάρι του παλιού εαυτού του. Δε θυμόταν ποιος ήταν, δε θυμόταν τι είχε κάνει στη διάρκεια
της μεγάλης ζωής του, δε θυμόταν πως είχε σύζυγο. Μόλις που μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό
του –και επειδή η Άνια είχε αφήσει τη Θέμιδα να σαπίζει στη φυλακή, η μητέρα της φρόντιζε τις
ανάγκες του.
Ωστόσο, η Άνια ήθελε να πιστεύει πως κι οι δυο ήταν ευτυχισμένοι. Η Δυσνομία επειδή είχε έναν
άντρα που τη χρειαζόταν και δεν την απεχθανόταν. Ο Τάρταρος επειδή είχε απαλλαγεί από τα δεσμά
της φυλακής και της σκύλας της γυναίκας του.
Αυτό δε σήμαινε πως η Άνια ήταν πρόθυμη να υποβαθμίσει τη θυσία του πατέρα της,
χρησιμοποιώντας τη ως διαπραγματευτικό όπλο στον πόλεμο εναντίον του Κρόνου, με αποτέλεσμα
να χάσει όσα είχε κερδίσει. Αν έδινε το κλειδί, θα γινόταν ξανά ευάλωτη. Οι δυνάμεις της θα
εξανεμίζονταν. Οι αναμνήσεις της θα διαγράφονταν. Η ικανότητά της να δραπετεύσει από κάθε
περιοριστικό μέσο θα εξαφανιζόταν.
Ανάθεμα τον Κρόνο! Ευχόταν ο βασιλιάς των θεών να μην είχε μάθει ποτέ για το κλειδί, αλλά
μάντεψε πως είχε δει τον Τάρταρο –που είχε προικιστεί μ’ αυτό στα παιδικά του χρόνια– να της το
δίνει. Στο κάτω κάτω, βρίσκονταν κλεισμένοι στην ίδια φυλακή, άρα ακουγόταν λογικό. Κι αν δεν
το είχε χρησιμοποιήσει για να ελευθερώσει τους γονείς της όταν ο Κρόνος τους κλείδωσε στη
φυλακή, ο θεός πιθανότατα να το είχε ξεχάσει. Αλλά η Άνια το είχε χρησιμοποιήσει –και τώρα είχαν
φτάσει σε τούτο το σημείο.
«Κυνηγός και κυνηγημένος», μουρμούρισε.
Βασικά, ο Κρόνος ήθελε το κλειδί για να την εμποδίσει να το χρησιμοποιήσει ξανά εναντίον του.
Είχε προσπαθήσει να του πει ότι οι άλλοι θεοί δεν την ενδιέφεραν και δε θα επέστρεφε στη φυλακή
για να τους ελευθερώσει. Αλλά, δύσπιστος όπως ήταν από τη φύση του, δεν την είχε πιστέψει. Και η
αλήθεια ήταν πως είχε φερθεί έξυπνα που δεν την είχε πιστέψει· αν κλείδωνε ξανά τους γονείς της,
φυσικά η Άνια θα επέστρεφε στη φυλακή και θα τους ελευθέρωνε.
Ο Λούσιεν εμφανίστηκε μπροστά της, βλοσυρός. «Άνια;» Εκείνη δεν πτοήθηκε.
«Είσαι έτοιμος να διασκεδάσουμε;» Δεν του έδωσε χρόνο για να απαντήσει. Με τις αλυσίδες να
προσθέτουν σημαντικό βάρος στο σώμα της, διακτινίστηκε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της Νέας
Υόρκης –με την ελπίδα πως ο Λούσιεν θα εμφανιζόταν και θα τον πατούσε κάποιο αυτοκίνητο–,
μετά σε ένα γκέι μπαρ στην Ιταλία –με την ελπίδα πως θα τον χούφτωναν– και μετά σε ένα
ζωολογικό κήπο στην Οκλαχόμα –με την ελπίδα πως τα κόπρανα του ελέφαντα ήταν φρέσκα.
«Εύχομαι να το απολαύσεις», μουρμούρισε με χαιρεκακία.
Η Άνια διακτινίστηκε για μια τελευταία φορά στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει: στο σπίτι του
στην Ελλάδα. Ο Λούσιεν συνέχιζε να ακολουθεί τα ίχνη της. Σαν αστραπή, έκρυψε τις αλυσίδες
κάτω από το κρεβάτι και ετοίμασε το Τέιζέρ της.
Όταν ανασηκώθηκε, ο Λούσιεν βρισκόταν εκεί, ακριβώς μπροστά της. Ένιωσε να της κόβεται η
ανάσα. Ήταν ακόμα βλοσυρός, με τα δόντια γυμνά και κοφτερά. Ο Θάνατος έλαμπε στα μάτια του.
Είχε ένα κόψιμο που αιμορραγούσε στο πόδι και μύριζε ακαθαρσίες.
Η Άνια στράβωσε τη μύτη της. «Πάτησες κάτι;» ρώτησε αθώα.
«Αυτό δε με πείραξε». Έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος της. «Αυτό που με πείραξε ήταν
που με χτύπησε ταξί και μετά που προσγειώθηκα στα γόνατα ενός γυμνού άντρα. Ερεθισμένου,
Άνια. Είχε στύση».
Η Άνια χαμογέλασε –δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
«Και τώρα», συνέχισε ο Λούσιεν με οργισμένη φωνή, «μπορείς να μου πεις γιατί διακτινίστηκες
στο δωμάτιό μου στη Βουδαπέστη;»
«Όχι, δεν μπορώ». Με ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο, σήκωσε το χέρι και του έριξε μια ηλεκτρική
εκκένωση με το Τέιζερ.
Ολόκληρο το σώμα του τραντάχτηκε και η έκφρασή του πάγωσε, με ανάμεικτα συναισθήματα
οργής και αγωνίας. Η Άνια σταμάτησε μόνο όταν το τελευταίο βολτ εγκατέλειψε το όπλο.
«Άνια!» μούγκρισε ο Λούσιεν.
Φροντίζοντας να μην επιτρέψει στην έκφρασή της να την προδώσει, η Άνια έβγαλε δυο μεταλλικά
αστέρια με ασημένιες ακίδες και τα εκτόξευσε προς το μέρος του. Το σφύριγμα που έβγαλαν καθώς
έσκιζαν τον αέρα ήταν η μοναδική προειδοποίηση πριν καρφωθούν στην καρδιά του.
Ο Λούσιεν μούγκρισε ξανά. «Πάλι στην καρδιά; Πού είναι η ευρηματικότητά σου;» Μόρφασε
καθώς τα ξεκάρφωνε και τα δόντια του σφίχτηκαν με πείσμα καθώς τα πετούσε στο πάτωμα. «Δε
χρειάζεται να προκαλέσουμε ακαταστασία, Άνια».
«Χρειάζεται και παραχρειάζεται». Του πέταξε άλλο ένα αστέρι.
Ο Λούσιεν έσκυψε και οι λεπίδες ταξίδεψαν πάνω από τον ώμο του. Μετά, έκανε άλλο ένα βήμα
προς το μέρος της. Γενναίος άντρας. «Γιατί δε δίνεις στον Κρόνο το κλειδί;»
«Γιατί τα βάζεις μαζί μου κι όχι με τον Κρόνο;» τον ρώτησε. «Γιατί διάλεξες να σώσεις τους
φίλους σου κι όχι εμένα;»
Ω θεοί! Είχε πει πραγματικά κάτι τέτοιο; Είχε κλαψουρίσει έτσι μπροστά του; Έγινε κατακόκκινη.
Φυσικά και είχε διαλέξει τους φίλους του. Μπορεί να ευχόταν το αντίθετο –ακόμα και τη νύχτα που
η Άσλιν είχε θυσιαστεί για τον Μάντοξ, η Άνια ονειρευόταν τον Λούσιεν να κάνει το ίδιο για κείνη–,
αλλά έτσι ήταν τα πράγματα. Οι ερωμένες, είτε είχαν κάνει την πράξη είτε όχι, έρχονταν και
έφευγαν. Οι φίλοι έμεναν για πάντα.
Ο Λούσιεν σταμάτησε. «Άνια, μπορεί να με ξεχάσεις αύριο. Γιατί να διακινδυνεύσω τα πιο
αγαπημένα μου πρόσωπα για λίγες μέρες μαζί σου;»
Επειδή το αξίζω, που να πάρει η ευχή! Ανόητα, εγωιστικά, θα ήθελε ν’ ακούσει πως ο Λούσιεν θα
έκανε τα πάντα για κείνη, όσο λίγο ή πολύ κι αν βρίσκονταν μαζί. Τιμωρία. Κόλαση. Βασανιστήρια.
Και τα τρία μαζί. «Θα σε βοηθούσα να βρεις τα τεχνουργήματα. Θα σε βοηθούσα να πολεμήσεις τη
Λερναία Ύδρα. Θα σε βοηθούσα να βρεις το αναθεματισμένο Κουτί της Πανδώρας».
Οι ώμοι του καμπούριασαν λίγο. «Το ξέρω».
Ο πόνος της έγινε μεγαλύτερος. Προτιμούσε να τη σκοτώσει, παρά, πρώτον, να διακινδυνεύσει να
τη γνωρίσει καλύτερα κι ίσως να τη δει να τον εγκαταλείπει μια μέρα και, δεύτερον, να εξασφαλίσει
τη βοήθειά της για ένα αντικείμενο που λαχταρούσε όσο τίποτε άλλο.
Με ένα μουγκρητό η Άνια εκτόξευσε ακόμα ένα αστέρι. Ο Λούσιεν δεν ήταν αρκετά γρήγορος
τούτη τη φορά και μπήχτηκε στον ήδη τραυματισμένο μηρό του.
«Άνια, που να πάρει!» Το τράβηξε και το πέταξε μακριά, μολονότι θα μπορούσε να το ρίξει
εναντίον της. «Ηρέμησε».
«Να ηρεμήσω; Σοβαρά μιλάς;»
«Ναι».
Ηλίθιε. «Αν θέλεις να με σκοτώσεις, θα πρέπει να ιδρώσεις».
«Πολύ καλά». Με μάτια μισόκλειστα, ο Λούσιεν άφησε τα μακριά πόδια του να καλύψουν την
απόσταση ανάμεσά τους.
Η Άνια διακτινίστηκε στο σαλόνι, αλλά ο Λούσιεν την ακολούθησε αμέσως. Η Άνια
στριφογύρισε και πήδηξε προς τα πίσω, βάζοντας ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους. Εκείνος απλώς το
σήκωσε και το πέταξε μακριά. Το τζάμι έσπασε με την πρόσκρουση, εκτοξεύοντας θραύσματα
παντού στο δωμάτιο. Τα ξύλινα πόδια ράγισαν.
Γιατί, γιατί, γιατί η ένταση της αποφασιστικότητας και της δύναμής του την ερέθιζε τόσο πολύ;
Ειδικά τώρα; Αλλά δεν έπρεπε να επιτρέψει στον ερεθισμό να την επηρεάσει. Από την αρχή, ο
Λούσιεν το μόνο που έκανε ήταν να την προσβάλλει, να διαλύει τις ελπίδες της και να αγνοεί τα
συναισθήματά της. Του άξιζε κάθε πόνος που θα του προκαλούσε η Άνια.
«Αν πρόκειται να πολεμήσουμε, ας πολεμήσουμε έντιμα», της πρότεινε και μετά εξαφανίστηκε.
Η Άνια δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί πού είχε πάει.
Εμφανίστηκε μια στιγμή αργότερα, κρατώντας δυο ξίφη. Πέταξε ένα προς το μέρος της κι η Άνια
το έπιασε από τη λαβή. Ήταν βαρύ, αλλά δεν είχε πρόβλημα· ήταν πολύ πιο δυνατή απ’ όσο
φαινόταν.
«Δεν υπάρχει καμιά διασκέδαση στην τιμιότητα», τον πληροφόρησε, περιστρέφοντας με άνεση το
βαρύ μεταλλικό όπλο.
«Δοκίμασέ την, μπορεί να ξαφνιαστείς».
«Ειλικρινά, θέλεις να ξιφομαχήσεις με ένα κορίτσι;» Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της όσο πιο
επικριτική μπορούσε για να του προκαλέσει ντροπή, μολονότι η έξαψη φούντωνε μέσα της. Άραγε
μπορούσε να τη νικήσει;
«Δεν είσαι αυτό που λέμε κλασικό κορίτσι, άρα ναι. Θέλω να ξιφομαχήσω μαζί σου».
«Θα το πάρω ως κομπλιμέντο, Ευωδιαστέ».
«Κομπλιμέντο ήταν».
Ο Λούσιεν της επιτέθηκε το επόμενο δευτερόλεπτο. Η Άνια ύψωσε το ξίφος της για να
αποκρούσει το χτύπημα και μέταλλο κροτάλισε πάνω σε μέταλλο. Η δύναμη του Λούσιεν ήταν τόση
που η Άνια παραπάτησε. Ο Λούσιεν συνέχισε την επίθεση, σπρώχνοντάς την προς τα πίσω με
γρήγορα και αδιάκοπα χτυπήματα. Ωστόσο, η Άνια κατόρθωσε να στρίψει στο πλάι, να προτείνει το
οπλισμένο χέρι της και να τρυπήσει το μπλουζάκι του. Α, ναι, η λεπίδα πήρε και λίγη σάρκα.
Αίμα διαπέρασε το βαμβακερό ύφασμα, μουλιάζοντάς το πάνω από το στομάχι του. Η ροή
σταμάτησε αμέσως και η πληγή, όπως μάντεψε η Άνια, έκλεισε το ίδιο γρήγορα. Ανάθεμα στους
αθάνατους πολεμιστές και την υπερφυσική θεραπεία τους! Επειδή ήταν σχεδιασμένοι για μάχη,
γιατρεύονταν πιο γρήγορα ακόμα κι απ’ τους θεούς.
«Τύχη», είπε ο Λούσιεν.
«Ταλέντο». Εκτόξευσε ένα βάζο γεμάτο κρίνους προς το μέρος του και το είδε να θρυμματίζεται
στο στήθος του. Άλικες σταγόνες εμφανίστηκαν, για να ενωθούν με τον ιδρώτα που έσταζε από τους
κροτάφους του.
«Θα δούμε».
«Μήπως πρέπει να ανησυχούμε για τυχόν επισκέπτες;» ρώτησε η Άνια, στρίβοντας στο πλάι
καθώς ο Λούσιεν πηδούσε προς το μέρος της.
«Διάλεξα το σπίτι ειδικά επειδή βρίσκεται σε απομονωμένο σημείο. Και, επιπλέον, πληρώνουμε
πολύ ακριβά για να μας αγνοούν, ό,τι κι αν ακουστεί». Πήδηξε προς τα πίσω για να σώσει το
στομάχι του από την επίθεσή της.
«Τι έξυπνος που είσαι!» Η Άνια έσκυψε, σημαδεύοντας τους αστραγάλους του. Θα ήταν
διασκεδαστικό να τον δει να κουτσαίνει.
Δυστυχώς, ο Λούσιεν πρόλαβε και έκανε πίσω. Άρχισαν ένα χορό με επιθέσεις, άμυνες,
αντεπιθέσεις και υποχωρήσεις, διασχίζοντας ολόκληρο το σπίτι. Κλανκ. Κάτι έπεσε στο δάπεδο και
έσπασε. Κλανκ. Κάτι άλλο το ακολούθησε.
Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, ο τριθέσιος κι ο διθέσιος καναπές είχαν καταστραφεί, όπως και κάθε
διακοσμητικό στοιχείο –ακόμα κι η τηλεόραση. Κουρτίνες σκίστηκαν και τρύπες άνοιξαν στους
τοίχους. Αν συνέχιζαν έτσι, οι Αρχές θα έφταναν οπωσδήποτε. Η Άνια ήταν λαχανιασμένη κι είχε
αρχίσει να κουράζεται, αλλά κατάφερε να τραυματίσει τον Λούσιεν στο μπράτσο, στη γάμπα και
ξανά στο στομάχι.
Εκείνος είχε καταφέρει να μην την αγγίξει καθόλου.
Όχι, λάθος. Η μύτη του ξίφους του έκοψε τον αριστερό της ώμο, με αποτέλεσμα ν’ ανοίξει το
μπλουζάκι και να αποκαλυφθεί η δαντέλα του σουτιέν της. Η πληγή την έτσουξε.
«Με έκοψες», είπε κοιτάζοντάς τον με στόμα ανοιχτό.
«Συγνώμη». Και φαινόταν να λυπάται πραγματικά.
Η Άνια γρύλισε σαν αρπακτικό που ετοιμαζόταν να χιμήξει στο βραδινό του. «Σε λίγο θα λυπάσαι
πραγματικά!» Τράβηξε ένα στιλέτο και κάρφωσε το μηρό του.
Επαφή.
«Ωχ!»
Τέλειωσέ το. Υπήρχε μόνο ένας σίγουρος τρόπος για να το κάνει. Στριφογύρισε καθώς
προσπαθούσε να τον χτυπήσει και τον ανάγκασε να στρίψει και να πισωπατήσει προς την
κρεβατοκάμαρα. Ήταν δυνατός –πιο δυνατός από εκείνη, όπως έπρεπε να παραδεχτεί η Άνια, επειδή
ήξερε πως τραβιόταν πίσω κάθε φορά που η λεπίδα του κόντευε να την αγγίξει. Δεν ήξερε γιατί το
έκανε, αφού είχε αποφασίσει τελικά να τη σκοτώσει.
«Δεν ξέρω γιατί έχασα τόσο χρόνο μαζί σου», του είπε ανάμεσα σε επιθέσεις και σε άμυνες. «Δεν
ξέρω γιατί σε βοήθησα».
«Το ίδιο κι εγώ». Τα κάτασπρα δόντια του γυμνώθηκαν σε έναν ακόμα μορφασμό.
«Ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα το κόλπο της μεμψιμοιρίας σου. Είναι πολύ παλιό, γλυκούλη».
«Δεν υπάρχει κανένα κόλπο», πέταξε εκείνος.
«Εμένα μου λες;» Στριφογυρίζοντας, τίναξε τη γροθιά της προς το μέρος του. Επαφή. «Έχεις
σημάδια. Και λοιπόν; Αυτό δε σημαίνει πως όλες οι γυναίκες σε βρίσκουν άσχημο».
Όταν προσπάθησε να τον χτυπήσει ξανά, ο Λούσιεν απομάκρυνε τον καρπό της. «Δεν μπορεί να
με βρίσκεις χαριτωμένο και άρα δεν μπορεί να με θέλεις. Τουλάχιστον όχι πραγματικά. Μέχρι που
το παραδέχτηκες, αν θυμάσαι».
«Ο κόσμος λέει και ψέματα πού και πού, ανόητε. Νομίζω ότι ανέφερα πως εγώ προσωπικά τα λέω
σε τακτική βάση».
Ο Λούσιεν έμεινε ακίνητος, λαχανιάζοντας. Τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη. Και ελπίδα,
μήπως; «Είπες ψέματα για το λόγο που σε έκανε να μείνεις μαζί μου;»
«Δεν έχει σημασία πια. Τώρα σε μισώ πέρα για πέρα». Πέταξε το ξίφος της και τον έσπρωξε. «Θα
με σκότωνες».
Ο Λούσιεν παραπάτησε προς τα πίσω και τελικά πέρασε το κατώφλι της κρεβατοκάμαρας. Πέταξε
κι εκείνος το ξίφος του, που έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα. «Από την αρχή έπρεπε να σε σκοτώσω.
Δεν έκρυψα τις προθέσεις μου».
«Ναι, αλλά δεν το έλεγες σοβαρά». Όταν εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση προς το μέρος της, η
Άνια τον έσπρωξε ξανά. Ο Λούσιεν παραπάτησε και πάλι. «Θα έπαιρνες πραγματικά την ψυχή μου;»
Τα γόνατά του χτύπησαν στην άκρη του κρεβατιού. «Ναι. Όχι. Δεν ξέρω. Με βασανίζεις όσο δε
με έχει βασανίσει κανένας άλλος και αλλάζω διαρκώς τις αποφάσεις μου για σένα».
Η Άνια τον έσπρωξε πάλι και τα γόνατά του λύγισαν. Καθώς οι γλουτοί του προσγειώνονταν στο
στρώμα, η Άνια έπεσε στο στομάχι του, τον χτύπησε στο στήθος με τον ώμο της και το οξυγόνο
εγκατέλειψε τα πνευμόνια του.
«Άνια», κατάφερε να προφέρει.
«Όχι, δε θα σ’ αφήσω να μιλήσεις άλλο».
«Δε με μισείς», είπε εκείνος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα είχε αιχμαλωτίσει τους καρπούς της και
την έφερνε πάνω του για να ενώσει το στόμα του με το δικό της. Η ζεστή γλώσσα του γλίστρησε
στο στόμα της όπως το ξίφος του είχε γλιστρήσει στο σώμα της, μόνο που τούτο το όπλο ήταν πιο
επικίνδυνο.
Γλυκοί κεραυνοί, σκέφτηκε η Άνια, λίγο ζαλισμένη. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε πώς να φιλά –και
τον άφησε να εισβάλει στο στόμα της ακόμα περισσότερο, ηλεκτρίζοντάς την. Οι ρώγες της
σκλήρυναν και εκείνη η αναθεματισμένη υγρασία σχηματίστηκε ανάμεσα στους μηρούς της. Κάθε
κύτταρο του κορμιού της φάνηκε να αφυπνίζεται.
Υποτίθεται πως δεν τον ποθείς πια.
Μα δεν περίμενα πως θα με φιλούσε.
Άρπαξε την αλυσίδα. Τώρα!
Καθώς οι γλώσσες τους μονομαχούσαν, η Άνια ανάγκασε τον εαυτό της να αναλάβει δράση.
Αλλά αντί ν’ αρπάξει τις αλυσίδες, άρπαξε τον Λούσιεν και έσφιξε το κεφάλι του τόσο δυνατά που
τα νύχια της έγδαραν το κρανίο του. Μια τέτοια λαβή θα μπορούσε να σκοτώσει ένα ανθρώπινο
πλάσμα, αλλά ο Λούσιεν φαινόταν να το απολαμβάνει και ο ανδρισμός του είχε σκληρύνει κάτω
από το σώμα της.
Λίγα λεπτά παιχνιδιού και μετά θα τον κλειδώσω.
Απλώς... απλώς είχε μια απίθανη γεύση –καλύτερη απ’ όσο θυμόταν. Άντρας και μαύρος πυρετός,
δύναμη και τριαντάφυλλα. Το άγγιγμά του ήταν μεθυστικό, καθώς τα χέρια του μάλαζαν τους
γλουτούς της όσο εκείνη έτριβε τον ερεθισμένο ανδρισμό του ανάμεσα στα πόδια της. Αν συνέχιζε
έτσι, θα έφτανε σε οργασμό. Τότε συνέχισε. Παρακάλεσέ τον να σου δώσει περισσότερα.
Θεοί, πόσο μισούσε την κατάρα της!
Και μισούσε τον εαυτό της επειδή περνούσε έστω απ’ το μυαλό της η σκέψη να την αψηφήσει.
Δεν υπάρχει περίπτωση να θέλεις να μείνεις δεμένη με τούτο τον άνθρωπο για πάντα. Δεν είναι
δυνατό να μη θέλεις να αγαπήσεις άλλον, να μη θέλεις να φιλήσεις, να αγγίξεις ή έστω να
ονειρευτείς άλλον. Γιατί, λοιπόν, την ενθουσίαζε μια τέτοια προοπτική; Γιατί ήθελε να χαμογελάσει
με τη σκέψη ότι θα περνούσε μια αιωνιότητα με τον Λούσιεν; Ότι η καρδιά της θα ανήκε για πάντα
σ’ εκείνον, ακόμα κι αν εκείνος τη βαριόταν;
Μην το σκέφτεσαι τώρα. Πέρασε πάνω από τη μέση του Λούσιεν, πιέζοντας τον ανδρισμό του πιο
κοντά... ακόμα πιο κοντά... βρίσκοντας το σημείο ακριβώς που χρειαζόταν ανακούφιση. Ξεφώνισε
εκστατικά, καθώς όλο το κορμί της φαινόταν να τραγουδά.
«Βγάλε τα ρούχα σου», την πρόσταξε ο Λούσιεν. «Θέλω να νιώσω το δέρμα σου».
Ναι, ναι. «Όχι». Η κοινή λογική μίλησε για λογαριασμό της. Ο πόθος της για τον Λούσιεν δε θα
άλλαζε το τέλος εκείνης της νύχτας: ο Λούσιεν θα βρισκόταν αλυσοδεμένος στο κρεβάτι και στο
έλεός της. Θα τον τιμωρούσε που είχε προσπαθήσει να πάρει το κεφάλι της.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορείς να τον χαρείς λίγο ακόμα και να βγάλεις κάποιο ρουχαλάκι. Τα
χέρια της σχημάτισαν γροθιές στο στήθος του ξαπλωμένου άντρα. Προφανώς ο Λούσιεν δεν ήταν ο
μόνος που άλλαζε διαρκώς αποφάσεις.
«Σε θέλω, εντάξει;» της είπε. «Δεν μπορώ πια να το αρνηθώ. Θέλω να ξέρεις ότι δε θα
προσπαθήσω να σε σκοτώσω στη διάρκεια της πράξης. Έχεις το λόγο μου».
Αλλά στη φωνή του διακρίνονταν ντροπή και τύψεις.
«Θα με πηδήξεις τώρα και θα με σκοτώσεις αργότερα, ε;» ρώτησε εκείνη, αλλά δεν ένιωσε να
προσβάλλεται, μολονότι θα έπρεπε. «Λοιπόν, μπορείς να βγάλεις εσύ τα ρούχα σου». Ω, τι
απόλαυση για τα μάτια της. «Τα δικά μου θα μείνουν στη θέση τους».
Ο Λούσιεν έμεινε εντελώς ακίνητος. Την κοίταξε και το πάθος εγκατέλειψε το πρόσωπό του,
αφήνοντας πίσω εκείνη την ανέκφραστη μάσκα που η Άνια μισούσε τόσο πολύ.
Κι εκείνη κόντεψε να κλάψει. Δεν ήθελε να τελειώσουν ποτέ τα προκαταρκτικά.
«Γιατί εσύ δε θέλεις να γδυθείς για μένα;»
«Γιατί μιλάμε; Δε σου είπα πως δε σου επιτρέπω να μιλάς άλλο;» παρατήρησε η Άνια, πιέζοντας
το σώμα της στο δικό του και χώνοντας ξανά τη γλώσσα της ανάμεσα στα χείλη του. Δεν ήθελε να
του πει την αλήθεια, αλλά ούτε ήθελε να πει ψέματα. Όχι για κάτι τέτοιο. Προτιμούσε να τον χαρεί.
Ο Λούσιεν ανταπέδωσε το πάθος της για λίγα ακόμα λεπτά, με τα χέρια του να κατηφορίζουν
στην πλάτη της. Η απόγνωση διακρινόταν στο φιλί του. Μια απόγνωση που ήταν σίγουρη ότι
κρυβόταν και στο δικό της φιλί. Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ· ήθελε να μείνει στην αγκαλιά του για
πάντα. Αλλά, τελικά, ο Λούσιεν χούφτωσε το πιγούνι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
Η υπερένταση διακρινόταν στο στόμα του. «Με έκανες να πιστέψω ότι δε σε ενοχλούν οι ουλές
μου», ψιθύρισε.
«Δε μ’ ενοχλούν», απάντησε εκείνη, το ίδιο σιγανά.
«Άνια, αν υπάρχει κάποια στιγμή που πρέπει να μου πεις την αλήθεια, αυτή η στιγμή είναι τώρα.
Σε παρακαλώ».
«Δε μ’ ενοχλούν!»
Τα μάτια του μισόκλεισαν και τα βλέφαρά του τη σημάδεψαν σαν λόγχες. Ξαφνικά, μια μοχθηρή
λάμψη σπίθισε στη γαλάζια και στην καφέ ίριδα, σαν να είχε αναλάβει τον έλεγχο ο δαίμονας του
Θανάτου. Ο Λούσιεν έπιασε τους γοφούς της και την κατέβασε από πάνω του.
Σαστισμένη, η Άνια κούρνιασε στην άκρη του κρεβατιού.
«Με θέλεις, αλλά δε θέλεις να βγάλεις τα ρούχα σου για μένα», είπε. Ουσιαστικά, γρύλισε.
«Νομίζω πως, τελικά, δε με θέλεις».
«Σε θέλω».
Κοιτάζοντάς την, ο Λούσιεν άνοιξε το κουμπί του τζιν του.
Η Άνια τράβηξε τα μάτια της από το πρόσωπό του και παρακολούθησε την κίνηση των δαχτύλων
του. Η ανάσα κόπηκε στα πνευμόνια της. Τι έκανε; Γδυνόταν για κείνη, όπως του είχε ζητήσει; Μα
γιατί να το κάνει, αφού...
Το φερμουάρ κατέβηκε.
Η Άνια έμεινε με το στόμα ανοιχτό, καθώς ο ερεθισμένος ανδρισμός του πεταγόταν ελεύθερος.
Τεράστιος, μακρύς, έτοιμος, γυαλιστερός στην άκρη του. Η γλώσσα της βγήκε αυθόρμητα από το
στόμα της. Μήπως της έτρεχαν τα σάλια;
«Με θέλεις», επανέλαβε ξερά ο Λούσιεν. «Λοιπόν, τώρα θα πρέπει να το αποδείξεις».
«Τ-τι;» Ήταν πολύ μεγάλος.
«Απόδειξέ το. Πάρε με στο στόμα σου».
Με τούτη την απρόσμενα τολμηρή προσταγή, το βλέμμα της γύρισε στο πρόσωπό του. Ο θυμός
διακρινόταν στα χαρακτηριστικά του, καθώς και κάποια αποδοκιμασία για τον εαυτό του. Τα
μάγουλά του είχαν κοκκινίσει από την ντροπή. Περίμενε πως η Άνια θα μόρφαζε περιφρονητικά και
θα έφευγε; Νόμιζε πως θα της έδινε ένα μάθημα επειδή είχε παίξει μαζί του;
«Τι πρόβλημα έχεις; Δε με θέλεις;» τη ρώτησε χλευαστικά ο Λούσιεν. «Δεν έχεις διάθεση να
κάνεις τίποτα περισσότερο από το να με φιλήσεις;»
Α, ναι. Σίγουρα περίμενε πως η Άνια θα έφευγε. Δεν είχε ξανακάνει τούτη την πράξη στο
παρελθόν, επειδή τη θεωρούσε πολύ ταπεινωτική και πολύ οικεία σε σχέση με την κατάρα της. Με
τον Λούσιεν, ωστόσο, η σκέψη και μόνο την ερέθιζε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως η ευχαρίστησή
του θα ήταν κάτι πολύ όμορφο.
«Αυτή θα ήταν η τιμωρία μου επειδή προσπάθησα να σε σκοτώσω ή μια ακόμα προσπάθεια να με
καλοπιάσεις;» ρώτησε ο Λούσιεν πριν προλάβει εκείνη να απαντήσει. «Έτσι κι αλλιώς, ξέρουμε κι οι
δυο πως δε σχεδίαζες να προχωρήσεις περισσότερο. Η σκληρότητά σου με ξαφνιάζει».
Σκληρότητα; Τη στιγμή που τον ήθελε τόσο πολύ; Όταν ένα κομμάτι του εαυτού της λαχταρούσε
να ξεχάσει την κατάρα της και να περάσει μια αιωνιότητα στην αγκαλιά του; «Ξέρω πώς να
παραμείνω ζωντανή και δε χρειάζεται να σε καλοπιάνω. Δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σου –νομίζω
πως το δήλωσα ήδη. Και, εσύ ειδικά, δεν πρέπει καν να μιλάς για σκληρότητα».
«Καθυστερείς», είπε ο Λούσιεν. «Εμπρός, πάρε με...»
Νόμιζε πως φερόταν σκληρά και πως την πίεζε για να την αναγκάσει να φύγει. Δεν την ήξερε
καθόλου. Η αλήθεια ήταν πως δε θα το περίμενε ποτέ, αλλά η Άνια ήθελε πραγματικά να το κάνει.
Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της όχι μόνο το ήθελε, αλλά το λαχταρούσε.
Αργά σύρθηκε προς το μέρος του μέχρι που τα χείλη της έφτασαν στο ύψος του ανδρισμού του.
Απόλυτη ησυχία φάνηκε να πέφτει ξαφνικά στο δωμάτιο. «Άνια, δε...»
«Δεν το κάνω για να αποδείξω οτιδήποτε», τον πληροφόρησε βραχνά. «Το κάνω επειδή δεν
μπορώ να συγκρατηθώ. Πρέπει να το κάνω. Η γεύση σου... Πρέπει να μάθω... Δεν μπορεί να είναι
τόσο γλυκιά όσο τη φαντάζομαι». Και με τούτα τα λόγια τον δέχτηκε απόλυτα... Το συναίσθημα
ήταν πολύ παράξενο, αλλά της άρεσε.
Εκείνος βόγκηξε από ηδονή και ο ήχος απλώθηκε στο δέρμα της σαν χάδι. Τα χέρια του
βυθίστηκαν στα μαλλιά της. «Άνια. Μη. Δεν έπρεπε να σου ζητήσω... Άνια».
Εκείνη άρχισε να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της, όπως είχε δει στις πονηρές ταινίες που
παρακολουθούσε μερικές φορές.
«Δε χρειάζεται... δε χρειάζεται... Ω θεοί. Άνια, μη σταματάς. Σε παρακαλώ, μη σταματάς».
Από την προσταγή στην ικεσία. Η Άνια απόλαυσε τη δύναμή της –μια δύναμη που πήγαζε από
την ανάγκη που του είχε προκαλέσει. Μια ανάγκη που πλημμύριζε κι εκείνη, πολλαπλασιάζοντας και
τη δική της ηδονή.
Συνέχισε να κινεί το κεφάλι της πάνω-κάτω. Η γλώσσα της στριφογύριζε διαρκώς, χαϊδεύοντας
ό,τι άγγιζε. Τον χούφτωσε κι εκείνος ανασήκωσε τη λεκάνη του, στέλνοντας τον ανδρισμό του
ακόμα πιο βαθιά μέσα της, ενώ όλοι οι μυώνες του ήταν τεντωμένοι. Η Άνια μπορούσε να νιώσει το
πάθος στο αίμα του και ήθελε περισσότερα. Έπρεπε να πάρει περισσότερα.
«Άλλαξα γνώμη. Άνια, σταμάτησε. Σταμάτησε!»
Ανελέητα, η Άνια συνέχισε να ανεβοκατεβάζει τα χείλη της, να τον γδέρνει απαλά με τα δόντια
της. Αντιμετώπισε τον ανδρισμό του σαν ένα από τα αγαπημένα της γλειφιτζούρια –μόνο που η
γεύση του της άρεσε περισσότερο. Τόσος πόθος... ω, τόσος πόθος.
Είχε ερεθιστεί για κείνη και μόνο για κείνη.
«Σταμάτησε, γιατί θα... Άνια!» Φώναξε δυνατά το όνομά της καθώς έφτανε στην ολοκλήρωση,
πλημμυρίζοντάς τη.
Η Άνια τον γεύτηκε, ξέροντας ενστικτωδώς ότι θα του άρεσε πολύ. Καθώς εκείνη ανασηκωνόταν,
ρίγη ηδονής συνέχιζαν να απλώνονται στο κορμί του· τα μάτια του ήταν κλειστά και το στόμα του
ανοιχτό, σε μια έκφραση απόλυτης έκστασης. Εγώ το έκανα, σκέφτηκε με υπερηφάνεια η Άνια.
Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο δυνατή και ποτέ δεν είχε αντικρίσει πιο ερωτικό θέαμα.
Καθώς η δική της ανάγκη έφτανε σ’ ένα καινούριο επίπεδο, πέρασε τα πόδια της πάνω από τους
γοφούς του. Ήταν τόσο υγρή ώστε το σλιπ της είχε μουσκέψει.
Τα βλέφαρά του άνοιξαν αργά και την κοίταξε παραζαλισμένος από την απόλαυση. «Άνια... Δεν
ήταν απαραίτητο να το κάνεις».
«Ήθελα να το κάνω», του είπε. «Και σε θέλω. Μην το αμφισβητήσεις ποτέ ξανά».
Η τρυφερότητα φώτιζε το πρόσωπό του. «Τότε τι κρατάς κρυφό από μένα; Γιατί δεν μπορώ να σε
γδύσω;»
Αυτή η τρυφερότητα... Ένιωσε απόλυτα ευάλωτη, επειδή κανένας άλλος εκτός από τη μητέρα της
και τον πατέρα της δεν την είχε κοιτάξει έτσι. Λες και ήταν πολύτιμη. Λες και ήταν θησαυρός. Η
καρδιά της Άνια αναπήδησε στο στήθος της.
Ο Λούσιεν άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το μάγουλό της. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε.
«Γιατί, Άνια; Προσπάθησα να σου αντισταθώ από τη στιγμή που μύρισα για πρώτη φορά τη
μυρωδιά σου –τη μυρωδιά της φράουλας», είπε. «Όπως καταλαβαίνεις καλά, δεν τα κατάφερα».
Ακόμα και τώρα, ο ανδρισμός του μεγάλωνε ξανά, σκλήραινε με νέο πάθος. Τα μάτια της
γούρλωσαν και προσπάθησε πάρα πολύ να μη νιώσει περισσότερο τρυφερά απέναντί του. Αν όσα
έλεγε ήταν αλήθεια, την ήθελε από την αρχή και προσπαθούσε να καταπνίξει τα συναισθήματά του.
Κάθε σκληρή λέξη, κάθε άκαρδη πράξη ήταν ένα μέσο για να την κρατήσει σε απόσταση.
Είχε υπαινιχθεί κάτι τέτοιο και πιο παλιά. Τώρα, με το σώμα του κάτω από το δικό της...
Αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα την πλημμύρισαν και δεν ήξερε τι να κάνει μαζί του.
Γαμώτο. Αυτή η εξέλιξη έμπλεκε περισσότερο τα πράγματα, επειδή η βάση του προσποιητού, έστω,
θυμού της είχε εξανεμιστεί.
Ωστόσο, δε θα σταματούσε τις προσπάθειες να τη σκοτώσει. Δε θα το έκανε. Εκτός αν την
προτιμούσε απ’ όλα τα άλλα «αγαπημένα του πρόσωπα». Ήταν πολύ εγωιστικό εκ μέρους της που
του το είχε ζητήσει, αφού δεν είχε τίποτα να του προσφέρει σαν αντάλλαγμα.
«Άνια».
«Τι;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, επικεντρώνοντας την προσοχή της στον Λούσιεν.
Τα χείλη του συσπάστηκαν. «Συγκεντρώσου».
«Ω, συγνώμη. Είπες κάτι;»
Ο Λούσιεν ανασήκωσε τους γοφούς του, τρίβοντας τον ερεθισμένο ανδρισμό του πάνω στο πιο
ευαίσθητο σημείο της ανατομίας της. «Σε ρώτησα γιατί δε θέλεις να βγάλεις τα ρούχα σου. Είσαι κι
εσύ σημαδεμένη;»
Το δέρμα της μυρμήγκιασε. «Όχι». Τουλάχιστον, όχι σωματικά.
«Δε θα με ενοχλήσει αν είσαι, σου τ’ ορκίζομαι. Θα φιλήσω τα σημάδια σου για να νιώσεις
καλύτερα», της υποσχέθηκε βραχνά.
Το στομάχι της σφίχτηκε. Τι υπέροχος άντρας. Ακούμπησε τις παλάμες στο στήθος του κι ένιωσε
το δυνατό χτύπο της καρδιάς του πάνω από το κουρελιασμένο μπλουζάκι του. Αποφάσισε πως θα
του το έλεγε. Μετά απ’ όσα είχαν περάσει, είχε το δικαίωμα να μάθει.
«Είμαι καταραμένη», παραδέχτηκε τελικά. Αν αντιδρούσε άσχημα, ίσως κατάφερνε κι εκείνη να
τον απορρίψει. Ίσως το πάθος της να υποχωρούσε.
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Έχεις κι εσύ δαίμονα μέσα σου;»
«Όχι, η δική μου κατάρα είναι μια συνηθισμένη, απλή κατάρα».
«Α, ναι. Ο Ρέγιες ανέφερε μια κατάρα, αλλά δεν ήξερε τι ήταν».
«Επειδή ελάχιστοι το ξέρουν κι εκείνοι κρύβονται για να μην τους κλείσει στη φυλακή ο Κρόνος.
Φυσικά κι εκείνη που μου έριξε την κατάρα το ξέρει, αλλά τώρα η ψυχρή σκύλα βρίσκεται πίσω από
κάγκελα».
«Ποια σε καταράστηκε και γιατί;» Ο θυμός ξεχώριζε στη φωνή του, λες και ήθελε να σκοτώσει
όποια το είχε κάνει. «Ο Ρέγιες είπε πως μπορεί να ήταν η Θέμις».
Το στομάχι της σφίχτηκε ξανά. «Ακριβώς. Η μητέρα μου και ο Τάρταρος, ο σύζυγος της Θέμιδος,
τα έφτιαξαν και εννιά μήνες αργότερα γεννήθηκα εγώ. Η Θέμις δεν το ήξερε· το κατάλαβε όταν με
είδε, επειδή είμαι το θηλυκό αντίγραφο του πατέρα μου».
«Θυμάμαι τον Τάρταρο», είπε ο Λούσιεν. «Του πήγαινα κρατούμενους. Ήταν έντιμος άνθρωπος,
ακόμα και γοητευτικός, αλλά δεν ήθελα να τον γδύσω».
«Ο Λούσιεν μόλις έκανε ένα αστείο». Η Άνια χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Όταν
η Θέμις συνειδητοποίησε τι είχε γίνει, τρελάθηκε. Κατάλαβα τις πλήρεις συνέπειες της κατάρας της
μέρες αργότερα, όταν συνήλθα κάπως. Θεοί, ήθελα να της κόψω το κεφάλι».
Ο πόθος σπίθισε στα μάτια του Λούσιεν για μια μόνο στιγμή· την επόμενη είχε χαθεί, αλλά δεν
υπήρχε αμφιβολία για το πέρασμά του. «Δεν ξέρω γιατί ερεθίζομαι όταν σ’ ακούω να μιλάς έτσι».
Η Άνια πίστευε πως ήξερε το γιατί. Ο Λούσιεν ήταν ο Θάνατος. Έβλεπε διαφθορά και ανθρώπινες
αδυναμίες σε καθημερινή βάση. Εκείνη ήταν μια γυναίκα που πλήρωνε τον καθένα με το ίδιο
νόμισμα. Ήταν δυνατή. Αποφασιστική –κι αυτή πρέπει να ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή για κείνον.
Τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε –επειδή αυτή ακριβώς ήταν και ήθελε πολύ να τη συμπαθήσει ο Λούσιεν
για το χαρακτήρα της.
«Μίλησέ μου για την κατάρα». Το βλέμμα του κατηφόρισε στη ζώνη του παντελονιού της και τα
δάχτυλά του το ακολούθησαν σύντομα, για να συρθούν στο μήκος του πάνω μέρους.
Γλυκέ ουρανέ. Εντάξει, πες τα όλα. «Αν επιτρέψω ποτέ σε έναν άντρα να διεισδύσει μέσα μου, θα
δεθώ μαζί του για πάντα. Κανένας άλλος άντρας δε θα με ενδιαφέρει».
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε ξανά. «Αυτό είναι...»
«Είναι τρομερό, να ξέρω ότι θα χάσω την ελεύθερη βούλησή μου για έναν άντρα». Μόνο που, με
τον Λούσιεν, η σκέψη δεν ήταν τόσο τρομακτική. «Ποτέ δε θα μπορώ να τον αφήσω, ό,τι κι αν μου
κάνει. Αν ερωτευτεί μια άλλη γυναίκα, το μόνο που θα μπορώ να κάνω θα είναι να τον βλέπω και να
τον λαχταρώ χωρίς ανταπόκριση».
Όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο περισσότερο ο Λούσιεν εξέπεμπε συμπόνια. «Για πολύ καιρό, η
βούλησή μου ήταν συνδεδεμένη με τη βούληση του Θανάτου. Έκανα ό,τι ήθελε, ανίκανος να τον
εμποδίσω».
«Δηλαδή ξέρεις πόσο άσχημο είναι, σωστά;»
«Ναι. Και γι’ αυτό δε θα σου επέβαλλα ποτέ τη βούλησή μου –ιδιαίτερα σε κάτι τέτοιο». Έγλειψε
τα χείλη του, αφήνοντας μια γυαλιστερή επίστρωση υγρασίας που η Άνια ήθελε να γευτεί. «Δηλαδή
δεν έχεις ποτέ κάνει...»
«Όχι», μουρμούρισε εκείνη, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.
Ο Λούσιεν έμεινε ακίνητος και σιωπηλός για κάμποση ώρα, κοιτάζοντάς την. Η Άνια δεν ήξερε τι
σκεφτόταν· το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, ανεξιχνίαστο.
«Σε έκρινα άδικα και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι. Άνια...» είπε τελικά. Ό,τι κι αν
σκόπευε να πει, φάνηκε ν’ αλλάζει γνώμη. Ακολούθησε μια παύση και μετά: «Έχεις φτάσει ποτέ σε
οργασμό;» Η φωνή του ήταν βραχνή, σαν να μιλούσε με δυσκολία.
Η Άνια δεν ήξερε τι αντίδραση περίμενε από εκείνον, αλλά σίγουρα τα λόγια του την ξάφνιασαν.
Ζητούσε συγνώμη; Απίστευτο. «Μόνο... μόνη μου», παραδέχτηκε χωρίς ντροπή. «Δεν είμαι βέβαιη
αν τα δάχτυλα θεωρούνται διείσδυση κι έτσι δεν άφησα κανέναν άντρα κάτω από τη μέση».
«Με εμπιστεύεσαι ότι δε θα μπω μέσα σου;»
«Δεν... Ίσως». Ανόητο κορίτσι. Δεν έπρεπε να τον εμπιστεύεσαι καθόλου.
Μια έντονη φωτιά φώτισε ξαφνικά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Λούσιεν. «Άνια, βγάλε
τα ρούχα σου για μένα. Δεν πρόκειται να μπω μέσα σου, το ορκίζομαι. Αλλά θέλω να σε αγγίξω.
Παντού. Πρέπει να σε αγγίξω».
Ο Λούσιεν εξαφανίστηκε πριν προλάβει να απαντήσει. Χάνοντας το στήριγμά της, η Άνια έπεσε
μπρούμυτα στο κρεβάτι με ένα επιφώνημα. Γύρισε ανάσκελα, μορφάζοντας. Αυτό ήταν το πιο...
Ο Λούσιεν επανεμφανίστηκε πάνω της. Και ήταν γυμνός.
Η Άνια πήρε μια απότομη ανάσα και περίμενε πως θα προσπαθούσε να μπει μέσα της, όπως είχε
κάνει ο Αίας. Ακολούθησε μια στιγμή πανικού, αλλά τα δευτερόλεπτα κύλησαν κι ο Λούσιεν δεν
έκανε τίποτα. Σιγά σιγά, ο πανικός πέρασε κι η Άνια χαλάρωσε. Την ίδια στιγμή, συνειδητοποίησε
πως η αίσθηση του βάρους του ήταν υπέροχη και το άγγιγμα του γυμνού δέρματός του πραγματικός
πειρασμός.
«Άφησέ με», της είπε.
«Δε... δεν...» Το στόμα της γέμισε σάλια. Τι όμορφα θα ήταν αν μπορούσε να εξασφαλίσει
απόλαυση χωρίς να φοβάται τις συνέπειες!
«Άφησέ με να σε πάρω με όποιον τρόπο μπορώ χωρίς να μπω μέσα σου», είπε ο Λούσιεν,
χαϊδεύοντας με τη μύτη το λαιμό της. «Σε παρακαλώ. Θέλω να σε γευτώ».
Από όλους τους άντρες που δεν έπρεπε να εμπιστευτεί, ο Λούσιεν ήταν στην κορυφή. Αλλά, θεοί,
πόσο ήθελε το στόμα του πάνω στο δικό της! Πόσο ήθελε να βιώσει επιτέλους οργασμό με έναν
άντρα. Με τούτο τον άντρα. Μόνο με τούτο τον άντρα.
Παίρνοντας την απόφασή της, διακτινίστηκε στο πλευρό του κρεβατιού. Γδύθηκε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε, με το βλέμμα του Λούσιεν καυτό πάνω της, και μετά γύρισε δίπλα του. Τώρα ο
Λούσιεν είχε ξαπλώσει ανάσκελα και της πρόσφερε την πλήρη θέα του κορμιού του. Ουλές
εκτείνονταν από το πρόσωπό του μέχρι το δεξί του πόδι.
Το φως της οροφής έλαμπε έντονα, χαϊδεύοντας το δέρμα του –και υπήρχε μεγάλη έκταση για να
χαϊδέψει. Βελούδινο δέρμα απλωνόταν πάνω από σκληρό ατσάλι. Δεν είχε καθόλου τρίχες στο
στήθος και ελάχιστες στα πόδια. Το τατουάζ της μαύρης πεταλούδας τη μαγνήτισε και πάλι και
φάνηκε να πάλλεται μπροστά στα μάτια της, σαν να επιζητούσε το άγγιγμά της.
Η Άνια άπλωσε το χέρι, αφήνοντας τα ακροδάχτυλά της να τρέξουν στο περίγραμμα της
πεταλούδας, όπως ήθελε να κάνει από την πρώτη στιγμή που την είχε αντικρίσει. Η ζέστη την έκαψε.
Ο Λούσιεν πρέπει να την ένιωσε κι εκείνος, επειδή κύρτωσε την πλάτη του με ένα βογκητό.
«Ήθελα να το κάνω εδώ και πολύ καιρό», του ομολόγησε.
«Κι εγώ ήθελα να το κάνεις».
Ακολουθώντας τις ανώμαλες μαύρες γραμμές, τον ρώτησε: «Πώς απέκτησες τις ουλές;»
«Σκάλισα το κορμί μου με δηλητηριασμένη λεπίδα», παραδέχτηκε εκείνος με ελάχιστο δισταγμό,
«και μετά του έβαλα φωτιά. Όταν θεραπεύτηκα, το έκανα ξανά. Και ξανά».
Θεοί! Ο πόνος που πρέπει να είχε δοκιμάσει... «Ήσουν αποφασισμένος να πεθάνεις;»
«Ίσως στην αρχή. Η γυναίκα που αγαπούσα είχε πεθάνει και εγώ ήμουν εκείνος που συνόδευσε
την ψυχή της στον ουρανό».
Ήταν ερωτευμένος; Αυτή η σκέψη δεν άρεσε καθόλου στην Άνια, αλλά ακόμα περισσότερο δεν
της άρεσε πως είχε υποφέρει. «Λυπάμαι πολύ που την έχασες».
Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Όταν συνειδητοποίησα ότι θα ζούσα, προσευχήθηκα να μην
έφευγαν οι ουλές. Κάποιος πρέπει να εισάκουσε την προσευχή μου –δεν ξέρω ποιος– επειδή, τελικά,
τα σημάδια σταμάτησαν να θεραπεύονται».
Ήταν το είδος της προσευχής που μπορεί να εισάκουγε η μητέρα της, επειδή η σωματική ατέλεια
αψηφούσε τη φυσική τάξη των αθανάτων. «Γιατί προσευχήθηκες για κάτι τέτοιο; Δε διαμαρτύρομαι
–απλώς, είμαι περίεργη να μάθω».
«Ήθελα οι ουλές να παραμείνουν ώστε οι γυναίκες να με αποστρέφονται και να μην κινδυνεύσω
ποτέ ξανά να ερωτευτώ. Τις ήθελα ώστε να θυμάμαι πάντα να κάνω τη δουλειά μου και να μη
διστάζω ποτέ».
«Εγώ δε σε αποστράφηκα, όμως».
«Πράγματι, δε με αποστράφηκες».
«Έκανες λάθος, λοιπόν».
«Ναι. Χαίρομαι γι’ αυτό».
Το ίδιο κι εκείνη. Η Άνια γύρισε στις μελέτες της. Ο ανδρισμός του ήταν τεράστιος. Παχύς και
τέλειος, όπως πριν. Είναι δικός μου, σκέφτηκε.
«Έλα εδώ», είπε ο Λούσιεν κι η φωνή του ήταν βραχνή από τον ερεθισμό.
Είναι η τελευταία ευκαιρία σου να αντισταθείς.
Τρέμοντας, σύρθηκε στο σώμα του –τόσο καυτό και τόσο ανυπόμονο. Ήταν γυμνή και υγρή και
πέρασε πάνω από τον ανδρισμό του. Κι οι δυο πήραν μια απότομη ανάσα ηδονής. Καταπληκτικό. Ω
θεοί, ποια άλλα υπέροχα πράγματα είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια;
«Πιο κοντά», μουρμούρισε ο Λούσιεν.
Η Άνια έσκυψε περισσότερο. Όταν τα στήθη της πίεσαν το στέρνο του, τα χείλη τους ενώθηκαν
σ’ ένα καυτό φιλί. Ο Λούσιεν τη γύρισε ανάσκελα και πέρασε από πάνω της. Και πάλι, η Άνια βίωσε
μια στιγμή πανικού, νομίζοντας πως θα αθετούσε το λόγο του, αλλά εκείνος απλώς στόλισε με φιλιά
το στήθος της, χαράζοντας ένα υγρό μονοπάτι μέχρι τις ρώγες της.
Η ζεστή γλώσσα του έγραψε έναν κύκλο γύρω τους, κάνοντάς τη ν’ ανατριχιάσει. Μετά, φύσηξε
τη δροσερή αναπνοή του πάνω τους, με αποτέλεσμα να σκληρύνουν ακόμα περισσότερο. Έπειτα τις
πήρε στο στόμα του, μια μια, προσφέροντας ηδονή που έφτασε μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξής της.
Ήταν το πιο ερεθιστικό πράγμα που είχε δοκιμάσει από... Ναι, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η Άνια σφάδαζε από ηδονή –τραβούσε τα μαλλιά του, κύρτωνε τους γοφούς
της, ζητώντας περισσότερα. «Λούσιεν», ψέλλισε λαχανιασμένη.
«Δεν έχω προσφέρει απόλαυση σε γυναίκα για αμέτρητα χρόνια», είπε εκείνος με σπασμένη
φωνή. «Πες μου αν κάνω κάτι λάθος. Κάτι που δε σου αρέσει».
«Μου αρέσει. Μου αρέσει, σ’ τ’ ορκίζομαι!»
Τα φιλιά του επεκτάθηκαν στο στομάχι της, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το σημείο
ανάμεσα στα πόδια της. «Λούσιεν», είπε ξανά η Άνια. Σταμάτησέ τον. Όχι, μην τον αφήσεις να
σταματήσει. Κι άλλο. Κι άλλο! Όχι, όχι άλλο. «Λούσιεν». Έσφιξε τα γόνατά της.
«Δε θα διεισδύσω –ούτε καν με τη γλώσσα μου. Απλώς, θα σε γλείψω».
Ω θεοί. Τα πόδια της άνοιξαν σαν να είχαν δική τους βούληση και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα
για να τα εμποδίσει. Αν δεν έφτανε γρήγορα σε οργασμό, θα πέθαινε. Θα έπιανε φωτιά. Ήθελε κάτι,
οτιδήποτε, για να τερματίσει το μαρτύριο.
Ίσως αυτός ήταν ο στόχος του. Να τη σκοτώσει με ηδονή. Αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου.
Ο Λούσιεν έπιασε τα γόνατά της και τα άνοιξε ακόμα περισσότερο, σπρώχνοντάς τα ψηλά και
κάνοντάς τη όσο πιο ευάλωτη μπορούσε να γίνει μια γυναίκα. Αν προσπαθήσει να σπρώξει ένα
δάχτυλο μέσα σου, ετοιμάσου να διακτινιστείς.
Αποφάσισε πως αν τον άφηνε... μπορεί επίσης να πέθαινε.
Κι έπειτα, ξέχασε τη συμβουλή της αμέσως μόλις την άγγιξε η γλώσσα του. Η ηδονή ήταν τόσο
έντονη, ώστε ξεφώνισε. Ήταν τόσο απρόσμενο, τόσο πραγματικό, τόσο υπέροχο, ώστε άρπαξε το
κεφάλι του και το πίεσε ξανά πάνω της όταν εκείνος προσπάθησε να τραβηχτεί –πιθανότατα για να
ρωτήσει αν της άρεσε. Τίποτα, σε όλους τους αιώνες της ύπαρξής της, δεν ήταν τόσο μαγευτικό.
«Κι άλλο;» τη ρώτησε.
«Κι άλλο. Σε παρακαλώ».
«Έχεις απίστευτη γεύση. Απίστευτα όμορφη. Δε χορταίνω». Έγλειψε, ρούφηξε, τη βασάνισε και
έπαιξε μαζί της –και της άρεσαν όλα. Ανασήκωσε τους γοφούς της στο πρόσωπό του, αφήνοντάς
τον να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του στα πιο ευαίσθητα σημεία της μέχρι που έκλαιγε σχεδόν από
την ανάγκη.
Εκείνη τη στιγμή, θα έδινε στον Λούσιεν οτιδήποτε της ζητούσε –αλλά εκείνος δε ζήτησε τίποτα
περισσότερο εκτός από την απόλαυσή της. Της πρόσφερε, της πρόσφερε, της πρόσφερε –
υγραίνοντας, δαγκώνοντας απαλά, πιέζοντας με τη γλώσσα. Ήταν τα ουράνια, τόσο απολαυστικά
και θαυμάσια ουράνια ώστε η Άνια δε θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Και μετά, ολόκληρο το σώμα της απλώς εξερράγη.
Η ηδονή τη διαπέρασε με τη δύναμη σφαίρας, αγγίζοντας σημεία του εαυτού της που δεν ήξερε
καν ότι υπήρχαν. Άστρα έλαμψαν μπροστά στα μάτια της και το πνεύμα της μπορεί να είχε
εγκαταλείψει το σώμα της για να ταξιδέψει ψηλά. Ποιος άλλος εκτός από το Θάνατο θα μπορούσε
να προκαλέσει ένα τέτοιο συναίσθημα; Η Άνια ένιωσε το σώμα της μια να τεντώνεται και μια να
χαλαρώνει, στον πιο έντονο οργασμό της ζωής της. Άρχισε να παραμιλά ακατάληπτα κι ίσως να
φώναξε το όνομα του Λούσιεν.
Όταν κατέρρευσε στο στρώμα, ο Λούσιεν της είπε, «Δεν τελειώσαμε. Δεν πλησιάσαμε καν» –και
μετά η γλώσσα του δημιούργησε επιδέξια τις προϋποθέσεις ενός ακόμα οργασμού, που την έστειλε
στον ουρανό για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
«Λούσιεν, Λούσιεν, Λούσιεν». Μια ευλογία. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ο σωτήρας της. Ήταν
ελεύθερη. Ευλογημένα ελεύθερη.
Όταν τα τελευταία ρίγη καταλάγιασαν, νόμισε πως το σώμα της δεν είχε οστά. Ήταν χορτάτη και
απίστευτα ικανοποιημένη. Θα μπορούσε να είχε βυθίσει τα δάχτυλά του μέσα της κι εκείνη δε θα
ήταν σε θέση να τον σταματήσει. Δε θα την ένοιαζε καν. Αλλά ο Λούσιεν έπεσε στο πλάι και την
έφερε από πάνω του, κρατώντας την υπόσχεσή του.
«Ακόμα δεν τελειώσαμε;» τον ρώτησε, λαχανιάζοντας και κοιτάζοντας τα λαμπερά μάτια του.
Έπρεπε να βάλει σύντομα ένα τέλος σε τούτη την ιστορία, έπρεπε να σκεφτεί τι θα έκανε μαζί του –
επειδή ένιωθε να μαλακώνει απέναντί του. Δεν μπορούσε να θέλει κάτι που δε θα αποκτούσε ποτέ.
Δεν μπορούσε να θέλει κάτι που ούτε εκείνος ούτε εκείνη μπορούσαν να δώσουν ο ένας στον άλλο.
Ωστόσο, της ήταν αδύνατο να σαλέψει, ακόμα κι αν απειλούσαν τη ζωή της.
«Όχι», της είπε. «Ακόμα δεν τελειώσαμε».

Κεφάλαιο 11
Αμέτρητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του Λούσιεν. Η Άνια τον ήθελε. Τον ήθελε
πραγματικά. Τον είχε πάρει στο στόμα της, είχε καταπιεί τον καρπό της ολοκλήρωσής του. Και δεν
είχε φανεί να αηδιάζει από τις ουλές του. Αντίθετα, φαινόταν να τον θαυμάζει.
Παρέμενε ταραγμένος –το ίδιο κι ο Θάνατος. Ο δαίμονας δεν είχε σταματήσει ακόμα να
αναστενάζει με απόλαυση.
Ο Λούσιεν δεν περίμενε πως η Άνια θα τον άγγιζε με τα χείλη της· περίμενε ότι θα έφευγε
απότομα. Περίμενε ότι θα ήταν τα πάντα, εκτός από παρθένα. Το γεγονός ότι αυτή η αισθησιακή,
θαρραλέα, έξυπνη γυναίκα δεν είχε πάει ποτέ με άντρα...
Ουσιαστικά, την είχε αποκαλέσει πόρνη, αλλά ήταν αγνή σαν φρέσκο χιόνι. Οι τύψεις τον
πλημμύρισαν. Η κατάρα της ήταν πραγματικά απαίσια –ιδιαίτερα για μια ανεξάρτητη γυναίκα όπως η
Άνια. Για μια θεά, μάλιστα, που το μαρτύριό της δε θα τέλειωνε σε εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια,
αλλά θα συνεχιζόταν για όλη την αιωνιότητα.
Πόσο καλά ήξερε τι σήμαινε αιώνια καταδίκη!
Πώς ήταν δυνατό να προστάξει ο Κρόνος το θάνατο μιας τόσο πολύτιμης γυναίκας; Πώς ήταν
δυνατό να τη σκοτώσει ο Λούσιεν, ακόμα και με την απειλή των συνεπειών εναντίον των φίλων του;
Συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε. Δεν ήθελε ποτέ να ερωτευτεί ξανά, αλλά να που συνέβαινε.
Και τούτη τη φορά, η σχέση θα μπορούσε να είναι τέλεια: η Άνια ήταν αθάνατη, όπως εκείνος –αλλά
δεν ήθελε να παραδώσει το κλειδί της, ό,τι κι αν ήταν, κι ο Κρόνος δε θα απέσυρε τη θανατική
καταδίκη της χωρίς το κλειδί. Έτσι, η σχέση δεν ήταν τέλεια –αντίθετα, ήταν εφιάλτης. Κι όμως, ο
Λούσιεν την είχε ερωτευτεί.
Τον καταλάβαινε, τον διασκέδαζε, ακόμα και τον συμπαθούσε. Σίγουρα φαινόταν να τον ποθεί. Η
Άνια ήταν όλα όσα δεν ήταν ο Λούσιεν –και ένιωθε ευλογημένος γι’ αυτό.
Ίσως η ιστορία να μην ήταν απαραίτητο να καταλήξει σε εφιάλτη. Αν της έκλεβε το κλειδί... Θα
θύμωνε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ο θυμός ήταν προτιμότερος από το θάνατο.
Πού το φυλούσε; Αμφέβαλλε αν το άφηνε ποτέ από τα μάτια της, αλλά δεν είχε δει τίποτα που να
θυμίζει κλειδί στο γυμνό σώμα της. Μήπως το είχε ασφαλίσει σε κάποιο από τα παλιά σπίτια της;
Κανένας δεν ήξερε πότε θα εμφανιζόταν ξανά ο Κρόνος –γι’ αυτό ο Λούσιεν έπρεπε να δράσει
γρήγορα.
«Σειρά σου και πάλι», ψιθύρισε η Άνια στο αυτί του. Εμφανίστηκε από πάνω του σαν σειρήνα
στο γαλάζιο του ωκεανού, με τα άσπρα μαλλιά να κυλούν στους ώμους της σε μια αισθησιακή
ακαταστασία. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο και ροδαλό από την ικανοποίηση, τα χείλη της
κόκκινα και πρησμένα από τα φιλιά του.
Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του τόσο συναρπαστικό θέαμα και κάθε σκέψη για το κλειδί
εξαφανίστηκε.
«Δεν είναι απαραίτητο», της είπε, αλλά ήθελε να το κάνει. Απεγνωσμένα. Είχε αμελήσει τόσους
αιώνες το σώμα του και η ηδονή που εξασφάλιζε μαζί της ήταν εκρηκτική. «Με φρόντισες πιο πριν».
«Αρκετά πιο πριν –και είσαι έτοιμος για το δεύτερο γύρο. Κι έπειτα, μου αρέσει να σε φροντίζω».
Τα χείλη της κύρτωσαν σ’ ένα αργό, πονηρό χαμόγελο. «Δε σε χορταίνω».
«Ούτε εγώ σε χορταίνω». Χάιδεψε μια μπούκλα μαλλιών που έπεφτε στο μάγουλό της. «Τι
ανόητος που ήμουν, αφού προσπαθούσα να σε διώξω!»
«Ναι, ανόητος. Αλλά μην ανησυχείς, θα σε τιμωρήσω γι’ αυτό. Θα σε δείρω με τη γλώσσα μου
όπως δε σε έχουν ξαναδείρει στη ζωή σου». Γέμισε με φιλιά το μάγουλο και το λαιμό του,
φροντίζοντας ιδιαίτερα τις ουλές του με τη γλώσσα και τα δόντια της.
Τι απίστευτο πλάσμα, σκέφτηκε. Ο ανδρισμός του ήταν πιο σκληρός από κάθε άλλη φορά,
γεμάτος ανάγκη. Αντί να τον χορτάσει, μια γεύση της ήταν αρκετή για να τον ξεκάνει. Είχε εθιστεί
στην Άνια. Στη ζεστασιά της. Στην απαλότητά της. Μια γεύση τον έκανε να θέλει κι άλλη, κι άλλη,
κι άλλη.
Μπορεί να μην τη χόρταινε ποτέ.
Στο παρελθόν, ήταν πιο εύκολο να μην κάνει σεξ, παρά να διακινδυνεύσει κάποιο τρυφερό
συναίσθημα και να αναρωτιέται πότε θα έβλεπε την ερωμένη του να πεθαίνει. Αυτή τη φορά, ήξερε
πως δε θα πέθαινε.
Η Άνια τον συνάρπαζε, όπως κι ο Θάνατος. Το πνεύμα και η επιμονή της της πρόσφεραν το
απαραίτητο θάρρος για να τον αντιμετωπίσει, ενώ οποιαδήποτε άλλη θα το έβαζε στα πόδια
ουρλιάζοντας. Όχι λόγω της εμφάνισής του, όχι επειδή τον είχε κυριεύσει ένας δαίμονας, ούτε καν
επειδή σκόπευε να τη σκοτώσει –αλλά λόγω των προσβολών που είχε εκτοξεύσει εναντίον της.
Προσβολών που δεν άξιζαν στην Άνια.
«Συγνώμη», άρχισε, παίζοντας με τα μαλλιά της. Την ίδια στιγμή, ένιωσε το πρώτο τράβηγμα του
Θανάτου και άκουσε ένα μουγκρητό. Ο Λούσιεν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο δαίμονας ένιωθε την έλξη
ψυχών που τον χρειάζονταν και εξοργιζόταν με τη σκέψη πως θα άφηνε το κρεβάτι. «Σου το είπα
και πριν, αλλά όσες φορές κι αν το πω, φοβάμαι πως δε θα είναι αρκετές».
«Γιατί ζητάς συγνώμη;» Η ζεστή άκρη της γλώσσας της Άνια έκανε κύκλους γύρω από τον αφαλό
του.
Ο Λούσιεν προσπάθησε ν’ αντισταθεί, προσπάθησε να αποκλείσει το δαίμονα. «Σου φέρθηκα
σκληρά όταν σου άξιζε μονάχα τρυφερότητα». Ο ανδρισμός του την αναζητούσε. Λύγισε τα γόνατα
και βύθισε τις φτέρνες του στο στρώμα. Τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω του και βόγκηξε. Γλυκιά
φωτιά. Δεν...
Ένιωσε ένα ακόμα τράβηγμα από το Θάνατο –πιο δυνατό, πιο αποφασιστικό. Σχεδόν μούγκριζε
πια κι ήταν ένας ήχος που θα μπερδευόταν με τα απεγνωσμένα ουρλιαχτά του δαίμονα. Θα κάνουμε
γρήγορα. Ήταν η πρώτη φορά που αναγκάστηκε να παρακινήσει το Θάνατο.
Μείνε.
Θα είναι εδώ όταν γυρίσουμε.
Γρήγορα!
«Πρέπει να σ’ αφήσω. Μη φύγεις». Ο Λούσιεν ανακάθισε και φίλησε βιαστικά την Άνια στο
στόμα. «Σε παρακαλώ, μη φύγεις».
Και μ’ αυτά τα λόγια, άφησε το σώμα του να γίνει ομίχλη και να βυθιστεί στον κόσμο των
πνευμάτων. Ο Θάνατος φαινόταν να περπατά ανυπόμονα στους διαδρόμους του μυαλού του, αλλά
τον οδήγησε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Αίμα έβαφε τους τοίχους. Αίμα και άλλα πράγματα που δεν
ήθελε να μελετήσει.
Δυο σώματα κείτονταν στο δάπεδο, ενός άντρα και μιας γυναίκας. Ο άντρας, όπως έμαθε αμέσως
ο Λούσιεν χάρη στο δαίμονά του, υποψιαζόταν λανθασμένα ότι η γυναίκα τον απατούσε· την είχε
πυροβολήσει και μετά είχε στρέψει το όπλο εναντίον του.
Μπάσταρδε, σκέφτηκε και μετά έμεινε ακίνητος. Μήπως γι’ αυτό ακριβώς δεν είχε κατηγορήσει
την Άνια; Μορφάζοντας, ο Λούσιεν έχωσε ένα άυλο χέρι πρώτα στο σώμα του άντρα και τράβηξε
έξω το πνεύμα του, μη προσπαθώντας καν να φερθεί ευγενικά.
Το πνεύμα αντιστάθηκε στη λαβή του Λούσιεν και ούρλιαξε όταν αντίκρισε τα μάτια του.
Σαλεύοντας πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν, ο Λούσιεν διακτινίστηκε
στην κόλαση και κυριολεκτικά εκτόξευσε το πνεύμα στο εσωτερικό της. Γύρισε στο δωμάτιο και
πήρε το πνεύμα της γυναίκας πιο απαλά.
Εκείνη τον είδε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γυμνός», είπε, κοιτάζοντάς τον. «Είμαι... είμαι στον
παράδεισο;»
Έπρεπε να ντυθεί πρώτα. «Όχι ακόμα». Τα πνεύματα προσπαθούσαν συχνά να του μιλήσουν,
αλλά σπάνια απαντούσε. Τώρα η αντίδρασή του ήταν αυτόματη. «Σύντομα. Οι άγγελοι είναι πολύ
πιο όμορφοι από μένα». Τη συνόδευσε στον ουρανό το ίδιο γρήγορα, έτοιμος να επιστρέψει στο
δικό του παράδεισο.
Δεν ήταν σίγουρος πόση ώρα είχε καθυστερήσει, αλλά διακτινίστηκε πίσω στο σπίτι της Ελλάδας
και πήρε μορφή. Επιτέλους, ο Θάνατος ησύχασε. Η Άνια βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα. Με το
ένα χέρι έτριβε τα στήθη της, ενώ το άλλο βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της και δυο δάχτυλα
μπαινόβγαιναν μέσα της.
Βογκούσε, ροδαλή και ιδρωμένη.
Για μια φορά ακόμα, ο Λούσιεν πήρε φωτιά και αισθάνθηκε να φλέγεται καθώς έπεφτε πάνω της,
νιώθοντας ζήλια επειδή δεν ήταν εκείνος μέσα της. Με το πρώτο άγγιγμα, εκείνος κι ο δαίμονας
αναστέναξαν μαζί. Εδώ ανήκαν.
Τα μάτια της άνοιξαν και χαμογέλασε αισθησιακά. «Δεν μπορούσα να περιμένω».
Ο Λούσιεν την αγκάλιασε. «Χαίρομαι. Μου άρεσε να σε βλέπω».
«Μμμμ, είσαι πολύ δυνατός», τον επαίνεσε. «Πολύ αποφασισμένος. Γιατί δε σε χορταίνω;»
Τα μάτια της αντάμωσαν τα δικά του για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κι ο Λούσιεν ένιωσε σαν
τον πιο ωραίο άντρα που είχε περπατήσει ποτέ στη Γη. Τα υπέροχα μάτια της φανέρωναν απίστευτο
πάθος και θαυμασμό.
«Με ξαφνιάζεις», της είπε, χαϊδεύοντας το μάγουλό της. Η τρυφερότητα τον πλημμύρισε. Είχε
θάψει τόσο καιρό τα πιο όμορφα συναισθήματά του, ώστε δεν ήξερε πώς να τα χειριστεί. Αλλά ήταν
πρόθυμος να δοκιμάσει. Για την Άνια.
«Περίμενε...» Η Άνια κατηφόρισε στο σώμα του, έσκυψε το κεφάλι και τα σαρκώδη χείλη της
άνοιξαν για μια φορά ακόμα πάνω του και βάλθηκε να τον γευτεί.
Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν τύψεις για να θολώνουν το πάθος του. Δεν την είχε αναγκάσει να το
κάνει· τον ήθελε πραγματικά –και αυτή η επίγνωση τον έκανε να ζαλίζεται. Οι φλόγες απλώνονταν
μέχρι την ψυχή του καθώς ύψωνε τους γοφούς του, αναζητώντας περισσότερη από εκείνη τη
θαυμάσια υγρασία.
«Είναι πολύ ζεστό», σχολίασε η Άνια. Τα δόντια της ταξίδεψαν απαλά, ζεσταίνοντάς τον ακόμα
περισσότερο.
«Άνια». Τα δάχτυλά του τσαλάκωσαν τα σκεπάσματα.
Το ένα χέρι της τον φυλάκισε και το άλλο ανηφόρισε ψηλά στο στήθος του για να τσιμπήσει
απαλά μια θηλή. Σε όλο αυτό το διάστημα, συνέχισε να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της. Σύντομα ο
Λούσιεν σφάδαζε, ξεχνώντας όλα τα άλλα εκτός από την ηδονή.
Σχεδόν δεν μπορούσε ν’ αντέξει.
Ήταν σίγουρος πως ο Θάνατος θα πέθαινε όταν έφτανε στην ολοκλήρωση αυτή τη φορά. Σίγουρα
θα...
Κάπου στο βάθος του μυαλού του, άκουσε το χτύπημα μιας πόρτας και μια βαθιά, βαρύτονη
φωνή να μουρμουρίζει για την καταστροφή που αντίκριζε ο ιδιοκτήτης της στο σαλόνι.
Το θεϊκό στόμα της Άνια σταμάτησε να σαλεύει. Ο Λούσιεν σχεδόν μούγκρισε, σχεδόν έβρισε,
σχεδόν έκανε κομμάτια όλο το κρεβάτι. Πού είναι η περίφημη ηρεμία σου; Λαχάνιαζε, ίδρωνε.
Πονούσε. Ο δαίμονας είχε αρχίσει να ουρλιάζει ξανά.
«Λούσιεν», είπε η Άνια. Ήταν ξέπνοη.
Ο Λούσιεν πάσχισε να ελέγξει το σώμα του, το μυαλό του, τραβώντας όσο πιο γρήγορα
μπορούσε αέρα στα πνευμόνια του. Το αίμα έτρεχε βιαστικά στις φλέβες των αυτιών του. Ο πόθος
εξακολουθούσε να ρίχνει δυνατές γροθιές μέσα του. Έπρεπε να φτάσει στην ολοκλήρωση. Έπρεπε
να κάνει την Άνια γυναίκα του, ξανά και ξανά.
«Λούσιεν», επανέλαβε εκείνη καθώς η φωνή γινόταν πιο δυνατή.
«Τι στο διάβολο έγινε εδώ μέσα;» άκουσε τον Στράιντερ να γρυλίζει. Βήματα πλησίασαν.
«Ήττα», μούγκρισε ο Λούσιεν, «μην μπεις στην κρεβατοκάμαρά μου. Χρειάζομαι ένα λεπτό».
«Χρειαζόμαστε ένα λεπτό», φώναξε η Άνια.
Τα βήματα σταμάτησαν. «Θα περιμένω ένα λεπτό και μετά θα μπω».
Ο Λούσιεν προσπάθησε ν’ ανακαθίσει, καθώς παγερό ατσάλι έκλεινε γύρω από τον καρπό του.
Συνοφρυωμένος, κοίταξε δίπλα. Η Άνια τον είχε κλειδώσει στο κρεβάτι.
«Άνια», είπε. «Παιχνίδι;»
«Όχι».
Μια παύση. Ένας μυώνας φούσκωσε κάτω από το μάτι του. «Οι αλυσίδες δεν μπορούν να με
κρατήσουν».
«Αυτές μπορούν». Η Άνια πήδηξε από το κρεβάτι και έτρεξε στην ντουλάπα, κατεβάζοντας ένα
πουκάμισο και ένα παντελόνι από τις κρεμάστρες. «Λυπάμαι, γλυκέ μου, αλλά δεν έχουμε τελειώσει
την κουβέντα μας και δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις μέχρι να την τελειώσουμε».
Ο Λούσιεν τράβηξε την αλυσίδα. Το ατσάλι κροτάλισε, αλλά δεν έσπασε. Η απόγνωση άρχισε να
ανθίζει μέσα του. Προσπάθησε να διακτινιστεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Τώρα γινόταν ξεκάθαρος ο
λόγος που η Άνια είχε επισκεφθεί το δωμάτιό του στη Βουδαπέστη. Είχε πάρει τις αλυσίδες των
θεών. «Λύσε με. Τώρα».
Τον κοίταξε με μια υποψία θλίψης στα μάτια. «Δεν έχω το κλειδί».
«Είναι στο παντελόνι μου. Σ’ εκείνο», είπε δείχνοντας το δάπεδο της ντουλάπας με το ελεύθερο
χέρι του. Ήταν τόσο απορροφημένος μαζί της, ώστε είχε ξεχάσει ν’ αφήσει το κλειδί στη
Βουδαπέστη με τις αλυσίδες κι έτσι το κουβαλούσε μαζί του.
Η Άνια το έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού. «Αυτό είναι;»
«Ναι».
Κράτησε το μικρό μεταλλικό κλειδί στην παλάμη της. Μικροσκοπικά σκοτεινά σύννεφα
σχηματίζονταν γύρω του και ένα περιορισμένο φύσημα ανέμου φαινόταν να στροβιλίζεται ακριβώς
από πάνω του. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, τα σύννεφα εξαφανίστηκαν και ο άνεμος έσβησε. Το
κλειδί εξαφανίστηκε. Η Άνια έτριψε θριαμβευτικά τα χέρια της, σαν να συνέχαιρε τον εαυτό της για
μια εξαιρετική δουλειά.
«Άνια!» φώναξε ο Λούσιεν. «Τι έκανες; Πού είναι το κλειδί;»
«Λούσιεν;» φώναξε ο Στράιντερ, ανήσυχος.
«Όχι ακόμα», του απάντησε.
«Μην ανησυχείς», είπε η Άνια. «Δεν είσαι ανήμπορος. Το μικρό κλειδί που θέλει ο μικρός μας ο
Κρόνος είναι το Κλειδί των Πάντων, αυτό που μπορεί να ξεκλειδώσει τα πάντα. Ακόμα κι αυτές».
Έδειξε τις αλυσίδες.
«Απόδειξέ το. Ξεκλείδωσέ με. Τώρα!»
«Λυπάμαι, γλυκούλη, αλλά χρειάζεσαι λίγο χρόνο με τον εαυτό σου και είμαι τόσο καλή που σου
προσφέρω αυτόν το χρόνο».
«Άνια!» Ήταν γυμνός και αναμφισβήτητα ερεθισμένος. Μακάρι να μπορούσε να εξαφανιστεί ο
ερεθισμός του με το θυμό, αλλά πού τέτοια τύχη. «Είχαμε ανακωχή».
«Γι’ αυτό είσαι αλυσοδεμένος κι όχι νεκρός». Κανονικά ντυμένη τώρα, πλησίασε το κρεβάτι. Τα
ρούχα του ήταν πολύ μεγάλα για κείνη, αλλά δεν την είχε ξαναδεί περισσότερο όμορφη.
Τινάχτηκε προς το μέρος της, ελπίζοντας να την αρπάξει από τη μέση, αλλά εκείνη τον απέφυγε
με ένα γέλιο. «Σου αξίζει και το ξέρεις. Δέξου την τιμωρία σαν καλό αγόρι».
«Άνια», είπε ξανά, προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμος. Δεν τα κατάφερε. Αν η φωνή του ήταν
ξίφος, θα την είχε κομματιάσει.
Μένοντας μακριά από το χέρι του, η Άνια έπιασε την άκρη της κουβέρτας και την πέταξε πάνω
από το σκληρό ανδρισμό του. «Ορίστε, μπορείς να προστατεύσεις τη σεμνότητά σου».
Ακόμα και τότε την ήθελε. Κύματα μαλλιών σάλευαν πλαισιώνοντας το κεφάλι της και κοιτούσε
την κουβέρτα με λαχτάρα, σαν να ήθελε εκείνη να τυλιχτεί γύρω του.
«Άνια...»
«Ξεφορτώσου την Ήττα και θα γυρίσω». Και με τούτα τα λόγια εξαφανίστηκε.
Το κεφάλι του έπεσε στο μαξιλάρι. «Να πάρει η οργή!» Χτύπησε το ελεύθερο χέρι του στο
προσκέφαλο πίσω του.
Ο Στράιντερ χίμηξε στο δωμάτιο με τις δυο λεπίδες υψωμένες. «Είτε είσαι έτοιμος είτε όχι,
έρχομαι», είπε. Έριξε μια ματιά στο κατεστραμμένο δωμάτιο και μετά στις αλυσίδες. «Τι στα
κομμάτια έγινε; Ολόκληρο το σπίτι έχει τα χάλια του».
«Κρύψε τα όπλα σου», είπε ο Λούσιεν. «Η Άνια κι εγώ είχαμε ένα μικρό καβγαδάκι».
Κάθε ανησυχία εγκατέλειψε τα σκληρά χαρακτηριστικά του Στράιντερ. «Και μετά αποφάσισες να
παίξεις το σκλάβο σε σεξουαλικό παιχνίδι; Μου αρέσει». Γέλασε. «Δεν ήξερα πως γουστάρεις κάτι
τέτοια».
«Βούλωσέ το και φύγε από δω. Η Άνια δεν πρόκειται να γυρίσει αν δε φύγεις».
«Όχι, γαμώτο, δεν πάω πουθενά». Ο Στράιντερ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Πρώτον, θέλω
να δω τα πυροτεχνήματα. Δεύτερον, δε θα σε αφήσω αβοήθητο. Μπορεί να μη βρισκόμαστε σε
επαφή για λίγους αιώνες, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τώρα θα σε παρατήσω στην τύχη σου».
Ο Λούσιεν τον κλότσησε στο στήθος, στέλνοντάς τον στο πάτωμα. «Στράιντερ!» Σκέπασε το
πρόσωπό του με το ελεύθερο χέρι του. «Θεοί, είναι ταπεινωτικό». Αν τον είχαν βρει ο Ρέγιες ή ο
Πάρις, τα πράγματα δε θα ήταν τόσο άσχημα.
«Θέλεις ποπκόρν ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Στράιντερ καθώς σηκωνόταν χαμογελώντας.
«Θέλω να φύγεις».
«Μπα, δε νομίζω».
«Δεν είμαι αβοήθητος. Και δεν πρόκειται να μου κάνει κακό. Θα μπορούσε ήδη να με βλάψει,
αλλά δεν το έκανε».
Μια παύση. Ένας αναστεναγμός. «Πολύ καλά». Ο Στράιντερ βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Λούσιεν νόμιζε πως ο πολεμιστής θα έβγαινε από το σπίτι, αλλά ο Στράιντερ γύρισε λίγα λεπτά
αργότερα κρατώντας ένα μικρό μαύρο κινητό τηλέφωνο.
«Αυτό το μαραφέτι έχει κάμερα και μπορεί να στείλει e-mail». Ανασηκώνοντας τα φρύδια,
τράβηξε μερικές φωτογραφίες του Λούσιεν στο κρεβάτι, φροντίζοντας να συμπεριλάβει τις
αλυσίδες.
«Σταμάτα», μούγκρισε ο Λούσιεν.
«Μπα, δε νομίζω και πάλι. Και τώρα κάνε έρωτα με το φακό για μένα. Ωραία, ωραία. Το
αγριεμένο βλέμμα είναι πολύ σέξι. Μόλις τράβηξα μερικά αθάνατα στιγμιότυπα για το άλμπουμ
μας».
Ο Λούσιεν τον κοίταξε βλοσυρά. «Μερικοί άντρες φοβούνται την οργή μου».
«Λυπάμαι που σου το θυμίζω, Θάνατε, αλλά δε νομίζω να σε φοβηθούν όταν σε δουν
αλυσοδεμένο σε ένα κρεβάτι, με μια κουβέρτα να σχηματίζει αντίσκηνο πάνω από τη λεκάνη σου».
Τα μάγουλα του Λούσιεν βάφτηκαν κόκκινα. «Θα μου το πληρώσεις. Το ξέρεις καλά, έτσι δεν
είναι;»
Ο Στράιντερ σοβάρεψε ξαφνικά. «Μη με προκαλείς. Ξέρεις πως είμαι ξενιστής της Ήττας και θα
έκανα τα πάντα –θα σκότωνα ακόμα και τη μητέρα μου, αν είχα μάνα– για να κερδίσω μια
αναμέτρηση. Δε θα σταματήσω αν δεν το πετύχω».
Ο Λούσιεν πέταξε ένα μαξιλάρι προς το μέρος του. «Τότε παράτησε το κινητό και πάρε δρόμο».
Χαμογελώντας ξανά, ο Στράιντερ τελικά υπάκουσε. Δηλαδή, στη μια εντολή: έχωσε το κινητό
στην τσέπη του. «Αλήθεια, έχεις δει τον Πάρη;»
«Όχι, γιατί;»
«Έφυγε πιο νωρίς για να κάνει κάτι ψώνια κι από τότε δεν τον έχω ξαναδεί».
«Πρέπει να είναι με γυναίκα. Ή με γυναίκες. Μην ανησυχείς για δαύτον. Τον ξέρω καλά και είμαι
σίγουρος πως θα θέλει να είναι σε άψογη φόρμα πριν αρχίσει την έρευνα –κάτι που σημαίνει ότι
μπορεί να είναι λίγες μέρες πίσω μας. Τελευταία χρειαζόταν το σεξ περισσότερο απ’ όσο συνήθως».
«Φαίνεται πως δεν ήταν ο μόνος», δήλωσε ο Στράιντερ, κοιτάζοντάς τον πειρακτικά. «Ο Γκίντεον
θα εκνευριζόταν πολύ αν ο Πάρις έφευγε χωρίς εκείνον. Τέλος πάντων, θ’ αφήσω τα παιδιά να τα
βρουν. Πρέπει να προλάβω την πτήση για τη Νότια Αφρική. Ανυπομονώ να αρχίσω την αναζήτηση
της μικρής δεσποινίδας Ύδρας και των θησαυρών που κρύβει».
«Επικοινώνησες με τον Σαβίν;»
«Α, ναι, είναι ενθουσιασμένος. Λέει πως δεν είχαν καμιά τύχη στο Ναό των Ακατονόμαστων,
μολονότι έκαναν αρκετές αιματηρές θυσίες, αλλά διαισθάνεται πως κάτι υπάρχει εκεί και δε θέλει να
φύγει».
«Ωραία». Με λίγη τύχη, κάποιος μπορεί να έβρισκε κάτι όσο το δυνατό νωρίτερα. «Δεν πρόλαβα
να διακτινιστώ για να τον επισκεφθώ». Το μυαλό του ήταν απορροφημένο με την Άνια.
Το τηλέφωνο του Στράιντερ άφησε ένα μελωδικό ήχο. Ο πολεμιστής το έβγαλε και το άνοιξε,
χαμογελώντας. «Μια και ανέφερες τον Σαβίν, του είχα στείλει με e-mail τη φωτογραφία σου και
απάντησε. Πιστεύει ότι σου πάει πολύ αυτή η στάση. Λέει πως πρέπει να ποζάρεις πιο συχνά».
Ο Λούσιεν έπεσε στο μαξιλάρι, χτυπώντας το κεφάλι του στο ξύλο του κρεβατιού. Οι αλυσίδες
κροτάλισαν. «Πάρε δρόμο. Η Άνια κι εγώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια κατάσταση».
«Είσαι πολύ τυχερός, φίλε μου. Θα ήθελα κι εγώ να ξεκαθαρίσω μια κατάσταση μ’ εκείνη την
κουκλίτσα».
Τα μάτια του Λούσιεν μισόκλεισαν και η οργή τον πλημμύρισε. «Μη μιλάς έτσι για κείνη».
Ο Στράιντερ ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια, αλλά δεν επέμεινε. «Θα μείνω κοντά μέχρι να
βεβαιωθώ πως έχεις ελευθερωθεί. Θα τα ξαναπούμε, Θάνατε. Καλή διασκέδαση». Βγήκε από το
δωμάτιο και μετά από το σπίτι και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω του.
«Τώρα είμαι μόνος», φώναξε ο Λούσιεν.
Καμιά απάντηση.
«Άνια».
Τίποτα.
Περίμενε αρκετά λεπτά ακόμα και μετά φώναξε ξανά το όνομά της. Και πάλι, δεν πήρε απάντηση.
Να πάρει η οργή! Έπαιζε μαζί του; Τον τιμωρούσε;
Ή μήπως είχε πάθει κάτι;
Μια τρομακτική εικόνα σχηματίστηκε ξαφνικά στο μυαλό του, τόσο ζωντανή που τον έλουσε
κρύος ιδρώτας. Η Άνια στεκόταν στο κέντρο του διαμερίσματός της στη Ζυρίχη κι ο Κρόνος έσκυβε
από πάνω της. Είχαν ξεκινήσει μια λογομαχία που θα κατέληγε σε θάνατο.
Ο δαίμονας του Λούσιεν γρύλισε κι ο Λούσιεν άρχισε να υποψιάζεται πως η εικόνα ήταν
πραγματική. Ήταν πολύ λεπτομερής για να είναι φανταστική –μέχρι που έβλεπε μια σταγόνα ιδρώτα
στον κρόταφό της. Τι έλεγαν οι δυο τους; Δεν μπορούσε ν’ ακούσει κι ο πανικός τον κυρίευσε.
Μήπως ο Κρόνος είχε αποφασίσει να τη σκοτώσει μόνος του; Ο Λούσιεν πάλεψε ακόμα πιο
απεγνωσμένα για να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, αλλά οι αλυσίδες δεν έσπασαν.
«Άνια!»

Κεφάλαιο 12
«Θέλω το Κλείδι των Πάντων, Άνια».
Με τα νεύρα τεντωμένα από την ξαφνική εισβολή, η Άνια αντίκρισε τη Νέμεσή της με την καρδιά
να χορεύει ξέφρενα στο στήθος της. Βρισκόταν μπροστά της, πολύ κοντά και πολύ πραγματικός. Ο
Κρόνος, ο νέος βασιλιάς των θεών. Ένας ανελέητος μπάσταρδος –και ο τύπος που είχε προστάξει
τον Λούσιεν να την κυνηγήσει και να τη σφάξει σαν ζώο.
«Κι εγώ θέλω μια αιωνιότητα γαλήνης», απάντησε, «αλλά δεν παίρνουμε πάντα αυτό που
θέλουμε, σωστά;»
Τα δόντια του έτριξαν.
Η Άνια είχε έρθει εδώ για να αλλάξει ρούχα, κάτι που είχε κάνει πριν από λίγο για να
μεταμορφωθεί ξανά σε σέξι θηλυκό. Ευτυχώς, ο Κρόνος δεν είχε πάρει μορφή τότε· δεν ήθελε να τη
βλέπει γυμνή κανένας άλλος άντρας εκτός από τον Λούσιεν.
Τον Λούσιεν.
Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της για κείνον, ώστε δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ο
Κρόνος βρισκόταν στο διαμέρισμά της στη Ζυρίχη παρά μόνο όταν τον άκουσε να μιλά. Πρώτη
φορά της συνέβαινε κάτι τέτοιο· συνήθως ήξερε. Συνήθως διαισθανόταν τον κίνδυνο και το έσκαζε.
Θα μπορούσε να διακτινιστεί ακόμα και εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν το έκανε. Ξαφνικά, ήθελε ν’
ακούσει τι είχε να πει ο μεγαλόσωμος μπαμπουίνος. Μήπως σκόπευε να της διαμαρτυρηθεί για τον
Λούσιεν;
«Το κλειδί», πέταξε ο Κρόνος. «Δώσε μού το».
«Τα έχουμε ξαναπεί, μικρέ μου αφέντη. Η απάντησή μου δεν άλλαξε».
Ο Κρόνος έκανε έναν κύκλο γύρω της κοιτάζοντάς τη βλοσυρά –τόσο κοντά, ώστε η πυκνή
ασημένια γενειάδα του γαργάλησε το πιγούνι της. Η μακριά άσπρη τήβεννος που φορούσε χάιδεψε
τα πόδια της και η μυρωδιά της αμβροσίας την τύλιξε. Το σώμα του εξέπεμπε αστείρευτη δύναμη.
Οι Έλληνες θεοί ήταν κι εκείνοι δυνατοί. Ο Δίας με τους κεραυνούς του κι η Ήρα με το
ζηλόφθονο πάθος της για εκδίκηση. Αλλά αυτό το πλάσμα τούς είχε νικήσει σαν να ήταν ασήμαντες
μύγες και δε θα δίσταζε να το επαναλάβει μαζί της.
Απρόσμενα, ο Κρόνος ανασηκώθηκε και το πρόσωπό του ηρέμησε. «Έχω δει τις δοσοληψίες σου
με το Θάνατο».
«Και λοιπόν;» ρώτησε η Άνια, προσπαθώντας να μη φανερώσει τον παραμικρό φόβο. Ποιες
δοσοληψίες είχε παρακολουθήσει; Η σκέψη πως μπορεί να τους είχε δει στην κρεβατοκάμαρα του
Λούσιεν την αηδίαζε. «Τι εννοείς;»
«Σου αρέσει».
«Ξανά, και λοιπόν; Πολλοί άντρες μου αρέσουν». Σε παρακαλώ, ας μην καταλάβει το ψέμα μου.
«Δώσε μου πρόθυμα το Κλειδί των Πάντων και θα τον κάνω σκλάβο σου. Θα είναι δικός σου για
να τον κάνεις ό,τι θέλεις, σε όλη την αιωνιότητα».
Α, ήταν πολύ δελεαστικό. Ο Κρόνος πιθανότατα δεν είχε ιδέα πόσο μεγάλο ήταν το δώρο που
πρόσφερε. Επιτέλους, θα βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με έναν άντρα. Θα είχε τον Λούσιεν όσο τον
ήθελε και θα του ζητούσε απλά να κάνει οτιδήποτε, ξέροντας πως εκείνος θα υπάκουε. Αλλά είχε
περάσει πολλούς αιώνες πολεμώντας για να γλιτώσει η ίδια από μια τέτοια μοίρα. Δεν ήθελε να την
επιβάλει σε κάποιον άλλο, ιδιαίτερα σε έναν άντρα τόσο περήφανο όσο ο Λούσιεν. Επιπλέον, ήταν
ήδη δεσμευμένος με το δαίμονά του. Επιπλέον, είχε μόλις απαλλαγεί από τη θανατική κατάρα του
Μάντοξ. Θα ήταν εγκληματικό να αφαιρέσει ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι από την ελευθερία του.
«Όχι, λυπάμαι. Θα τον είχα βαρεθεί μέσα σε μια βδομάδα. Αυτή τη στιγμή, οι προσπάθειές του να
με σκοτώσει είναι διασκεδαστικές και μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματά του, αλλά...»
Ανασήκωσε τους ώμους σαν να είχε ήδη βαρεθεί. «Γιατί δεν προσπαθείς εσύ να μου πάρεις το
κλειδί;» Ανοιγόκλεισε αθώα τα βλέφαρά της. «Γιατί δε με σκοτώνεις εσύ;»
Το πρόσωπό του έγινε ξανά βλοσυρό. «Θα σου άρεσε πολύ, έτσι δεν είναι;»
«Ίσως λιγουλάκι». Με τούτο το πείραγμα, άκουσε τη φωνή του πατέρα της στο μυαλό της σαν να
της μιλούσε μόλις χτες, μολονότι από τότε είχαν περάσει αμέτρητα χρόνια. Οι άντρες θα
προσπαθήσουν να σε σκοτώσουν γι’ αυτό που θα σου δώσω, επειδή θα νομίζουν λανθασμένα ότι
μόνο έτσι μπορούν να το κερδίσουν από σένα.
Να με σκοτώσουν; Για ποιο λόγο; Δεν καταλαβαίνω. Είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της. Δεν
έχει σημασία. Μη μου δώσεις αυτό που θέλεις να μου δώσεις, ό,τι κι αν είναι. Δε θέλω κι άλλους
άντρες να με κυνηγούν. Απλώς ελευθέρωσέ με.
Και να διακινδυνεύσω να σε βρουν και να σε φυλακίσουν ξανά; Όχι. Σύντομα θα καταλάβεις πως
η αξία του κλειδιού ξεπερνά τους κινδύνους που το συνοδεύουν. Δε θα δεσμευτείς ποτέ ξανά στη ζωή
σου. Θα είσαι ελεύθερη να ταξιδεύεις όπου θέλεις με μια σκέψη και μόνο. Θα είσαι ελεύθερη.
Πάντα.
Κλειδί; Πατέρα...
Άκουσέ με. Αν μπορέσουν να σε σκοτώσουν, θα το πάρουν, αλλά εκείνος που θα καταφέρει το
θανάσιμο πλήγμα θα παραμείνει ανίσχυρος μέχρι το τέλος της ζωής του. Γι’ αυτόν το λόγο, πολλοί
θα σε αφήσουν ήσυχη. Μερικοί, ωστόσο, θα ξεχάσουν τις συνέπειες πάνω στη δίψα τους να ελέγξουν
τη δύναμη του κλειδιού.
Με ακούς; την είχε μαλώσει, τραντάζοντάς τη. Να είσαι πάντα σε επιφυλακή. Για να παραμείνει
δυνατός ο παραλήπτης του, πρέπει να του το προσφέρεις με τη θέλησή σου. Επειδή το κλειδί είναι
ζωντανό, είναι ένα μέρος του εαυτού σου και απορροφά κομμάτια σου που θα μεταφερθούν σε
όποιον το παραδώσεις. Κατάλαβες τώρα;
Όχι!
Μόλις το πάρεις, μην το δώσεις ποτέ. Είναι δικό σου, το δώρο μου σ’ εσένα. Μια απόδειξη της
αγάπης μου.
Με μάτια δακρυσμένα, είχε ανοίξει το στόμα της για να ρωτήσει αν εκείνος θα γινόταν αδύναμος
προσφέροντάς της το μυστηριώδες κλειδί, αλλά αυτός είχε ήδη πάρει την πρωτοβουλία· και είχε ήδη
αρχίσει να εξασθενεί.
«Δε θα το χρησιμοποιήσω εναντίον σου», είπε τώρα στον Κρόνο. «Δηλαδή, όχι ξανά».
«Όπως παρατήρησες και πριν, τα έχουμε ξαναπεί. Θα το χρησιμοποιήσεις».
«Μόνο για τους γονείς μου. Πράγμα που σημαίνει, μόνο αν τους συλλάβεις ξανά».
«Δεν πιστεύω στο λόγο σου. Είσαι γνωστή ψεύτρα».
Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό –και δεν μπορούσε να τον διαψεύσει, γιατί θα έλεγε ψέματα.
«Κοίτα, ξέρουμε κι οι δυο ότι θέλεις ο Λούσιεν να με σκοτώσει –κάτι που σημαίνει ότι εκείνος θα
γίνει ανήμπορος, ενώ εσύ θα διατηρήσεις τη δύναμή σου. Το κλειδί θα μπορεί να ανήκει στον
καθένα, αλλά εκείνος θα είναι πολύ αδύναμος για να το διεκδικήσει, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο
για σένα. Μπορώ να του το πω –και τότε θα σου πει να πας να πηδηχτείς».
«Δεν το πιστεύεις, διαφορετικά θα του το είχες πει ήδη».
Μπορεί. Μπορεί και όχι. Η Άνια υποψιαζόταν πως δεν το είχε πει στον Λούσιεν όχι επειδή
φοβόταν αυτό που θα έκανε στον Κρόνο, αλλά επειδή φοβόταν αυτό που θα έκανε σ’ εκείνη. Όπως
να την παρατήσει για πάντα. Κι έπειτα, μήπως θα την πίστευε; Πιθανότατα θα νόμιζε πως το είχε
βγάλει από το μυαλό της για να του ρίξει στάχτη στα μάτια.
«Ξέρουμε κι οι δυο ότι αυτό δε θα τον εμποδίσει να με υπακούσει», είπε ο Κρόνος. «Αγαπά
υπερβολικά τους πολεμιστές του και δε θέλει να τους δει να υποφέρουν –ακόμα κι αν πρέπει να
πληρώσει εκείνος το τίμημα της ελευθερίας τους».
«Γιατί λοιπόν δεν έχει υπακούσει ακόμα στην εντολή σου;»
«Επειδή τον μάγεψες».
Μακάρι να ήταν τόσο τυχερή! Η Άνια αναστέναξε –ένας ήχος ανάμεσα στην απόγνωση και στην
ανάμνηση της ηδονής. Λούσιεν... Ακόμα και τώρα βρισκόταν στο κρεβάτι. Γυμνός. Την ήθελε
ακόμα;
Ο πόθος του ήταν ένα όμορφο συναίσθημα κι εκείνη ανυπομονούσε να τον ικανοποιήσει ξανά. Να
τον γευτεί ξανά. Θα έφτανε κι εκείνη σε οργασμό μαζί του, επειδή η σκέψη και μόνο πως θα τον
γευόταν και πάλι έκανε τα γόνατά της να τρέμουν.
Προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο, τίναξε τα μαλλιά της πάνω από τον ώμο της και κοίταξε τον
Κρόνο. Ήταν καιρός να βγάλει τον Λούσιεν από το μυαλό της. «Η απόκτηση του κλειδιού μπορεί να
κάνει ξανά τα Τάρταρα απόρθητο φρούριο και να διατηρήσει τους Έλληνες θεούς φυλακισμένους
μέσα τους για πάντα –ώστε να μη δραπετεύσουν όπως δραπέτευσες εσύ. Αλλά πού είναι η
διασκέδαση σε όλα αυτά; Πού είναι η περιπέτεια;»
«Έχασα κάθε αίσθηση περιπέτειας πριν από πολλά χρόνια». Ο Κρόνος έκανε μια κίνηση
αδιαφορίας. «Δεν πρόκειται να ανατραπώ ξανά. Δε θα επιτρέψω στους Έλληνες θεούς να
δραπετεύσουν και δε θα επιτρέψω σ’ εσένα να τους βοηθήσεις. Για να εξασφαλίσω τη συνεχιζόμενη
βασιλεία μου, χρειάζομαι το κλειδί».
«Κοίτα, δεν είσαι ο μόνος με προβλήματα. Με κυνηγούν σε καθημερινή βάση, αν θυμάσαι. Αν
σου παραδώσω το κλειδί θα χάσω τη δύναμή μου, τις ικανότητές μου, τις αναμνήσεις μου –ίσως
ακόμα και την ελευθερία μου. Αν με κλείσεις ξανά στη φυλακή, δε θα μπορέσω να δραπετεύσω».
«Στο παρελθόν, σου πρόσφερα την προστασία μου. Και πάντα την απέρριπτες».
«Και θα συνεχίσω να την απορρίπτω». Μπορεί ο Κρόνος να άλλαζε γνώμη. Μπορεί να απαιτούσε
κι άλλα ανταλλάγματα από εκείνη για να συνεχίσει να την προστατεύει. Μπορεί να την ξεχνούσε
εντελώς.
«Πες μου τι θέλεις, λοιπόν, και θα γίνει. Δεν είναι απαραίτητο να τελειώσουν τα πράγματα
άσχημα για σένα».
«Τίποτα δε θέλω». Τα πράγματα ήταν τέλεια για κείνη τώρα πια. Κανένας δεν μπορούσε να τη
δεσμεύσει και κανένας δεν μπορούσε να τη σκοτώσει χωρίς σοβαρές συνέπειες. Είχε ένα αγόρι –ή
κάτι σαν αγόρι, τέλος πάντων– που την έκανε να πετά στα ουράνια, ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να
σφραγίσουν τη συμφωνία. Γιατί να τα εγκαταλείψει όλα αυτά;
Κι έπειτα, ό,τι ήθελε μπορούσε να το αποκτήσει μόνη της. Και είχε πράγματι ένα σχέδιο για να
ξεφορτωθεί τον Κρόνο: τα τεχνουργήματα που αναζητούσαν οι Άρχοντες. Ο Κρόνος τα ήθελε πίσω.
Ήταν η πηγή της δύναμής του και, όπως ήξερε καλά, ο Κρόνος λάτρευε τη δύναμή του.
Μόλις τα αποκτούσε –και τα χρησιμοποιούσε για να βρει το Κουτί της Πανδώρας–, θα τα
αντάλλασσε με τον όρκο της προστασίας. Ακόμα κι από τον ίδιο. Για τον εαυτό της και για τον
Λούσιεν. Και, το πιο ωραίο, θα είχε ακόμα το κλειδί.
Η Άνια μελέτησε τα νύχια της. «Και τώρα, σε πειράζει να την κάνω; Η συζήτησή μας είναι βαρετή
και έχω να κάνω ένα σωρό πράγματα».
Τα μάτια του Κρόνου μισόκλεισαν. «Κάποια μέρα στο κοντινό μέλλον θα μάθω τι χρειάζεται να
κάνω για να σε ταπεινώσω. Θα μάθω τι πρέπει να κάνω για να σε συντρίψω. Και όταν φτάσει εκείνη
η μέρα, θα εύχεσαι να μου είχες δώσει το κλειδί σήμερα».
Και ο θεός εξαφανίστηκε σε μια μελοδραματική αστραπή εκτυφλωτικού γαλάζιου φωτός. Η Άνια
παραπάτησε προς τα πίσω, καθώς τα πόδια της δυσκολεύονταν ξαφνικά να την κρατήσουν. Έτριψε
το πρόσωπό της, νιώθοντας τα πρώτα ρίγη του άγχους. Δεν ήταν έξυπνο να ανταγωνιστεί το βασιλιά
των θεών, αλλά η φύση της δεν της επέτρεπε να δειλιάζει ή να υπακούει.
Θα μάθω τι πρέπει να κάνω για να σε συντρίψω, είχε πει, κι η Άνια τον πίστευε. Το μόνο που είχε
να κάνει ο Κρόνος ήταν να απειλήσει πως θα κατέστρεφε τον Λούσιεν –και τότε η Άνια φοβόταν
πως θα του έδινε τα πάντα. Ίσως ακόμα και το κλειδί. Δεν μπορούσε να αφήσει τον Κρόνο να
καταλάβει τι σήμαινε ο Λούσιεν για κείνη –ότι οι μέρες και οι νύχτες της ήταν γεμάτες από τη σκέψη
του.
Συνειδητοποίησε ότι ο Κρόνος πρέπει να είχε υποψιαστεί κάτι. Διαφορετικά, γιατί της είχε
προσφέρει την αιώνια αφοσίωση του Λούσιεν;
Γαμώτο, σκέφτηκε. Θα έπρεπε να κάνει κάτι για να παραπλανήσει το μεγάλο αφεντικό. Μήπως τα
κατάφερνε αγνοώντας τον Λούσιεν –όσο οδυνηρό κι αν ακουγόταν; Ή μήπως ο Κρόνος διέκρινε τη
λαχτάρα στο πρόσωπό της, το μαρτύριο στα μάτια της; Μα τον Άδη, μήπως δεν μπορούσε η ίδια να
μείνει μακριά από τον Λούσιεν; Μέχρι τώρα, πάντως, δεν τα είχε καταφέρει.
Αποφάσισε πως δε θα ήταν ιδιαίτερα φρόνιμο να μείνει μακριά· θα έβρισκε τα τεχνουργήματα πιο
γρήγορα δουλεύοντας μαζί του παρά εναντίον του. Η ανακούφιση και η ανάγκη την πλημμύρισαν.
Θα είμαι πάλι μαζί του.
Ναι, θα είσαι μαζί του –αλλά δεν πρέπει να δείξεις στον Κρόνο πόσο πολύ σε ενδιαφέρει.
Συνοφρυώθηκε και η ανακούφισή της εξανεμίστηκε. Αυτό σήμαινε ότι δε θα χαιρόταν άλλο τη
σωματική ηδονή;
Η απάντηση ήταν δύσκολη. Θα μπορούσε να τον φιλά, επειδή είχε φιλήσει κι άλλους. Ωστόσο,
οτιδήποτε περισσότερο θα αποτελούσε μια απόδειξη πόσο πολύτιμος ήταν ο Λούσιεν για κείνη. Οι
ώμοι της καμπούριασαν. Θα πρέπει να φέρομαι επιπόλαια, όπως συνήθως, και να διατηρώ τα
πράγματα ανάλαφρα. Τέρμα τα αγγίγματα, τέρμα οι επαφές δέρμα με δέρμα.
«Ανάθεμα τον Κρόνο», μουρμούρισε για να καλύψει τα ξαφνικά δάκρυά της.

Ο Λούσιεν είχε φτάσει σε σημείο παροξυσμού από την οργή που φούντωνε μέσα του.
Είχε συμβεί μόνο μια φορά στο παρελθόν –μια παρατεταμένη οργή που είχε κρατήσει αρκετές
μέρες μετά το θάνατο της Μαράια και που είχε ορκιστεί να μην επιτρέψει να συμβεί ποτέ ξανά. Η
καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη. Αλλά καθώς παρακολουθούσε την Άνια με τον Κρόνο, δεν είχε
κατορθώσει να εμποδίσει τον εαυτό του να βυθιστεί στη σκοτεινή θάλασσα του θυμού.
Τώρα το κόκκινο χρώμα έλαμπε πίσω από τα μάτια του κι ένας κρύος ιδρώτας κάλυπτε το δέρμα
του. Ο Θάνατος μούγκριζε σαν λυσσασμένη μέγαιρα στο μυαλό του. Η ανάσα του ήταν τόσο ζεστή
ώστε έμοιαζε με φωτιά καθώς έβγαινε από τη μύτη του. Ήταν περισσότερο δαίμονας παρά
άνθρωπος και το σκοτάδι επηρέαζε κάθε του σκέψη.
Είχε ήδη κομματιάσει το κρεβάτι, ελευθερώνοντας την αλυσίδα από το προσκέφαλο αλλά όχι από
τον εαυτό του. Μετά, είχε χαράξει ένα μονοπάτι καταστροφής σε ολόκληρο το σπίτι. Επειδή η
αλυσίδα ήταν ακόμα δεμένη στον καρπό του, δεν μπορούσε να διακτινιστεί –αλλά δεν είχε σημασία·
ήταν πολύ απασχολημένος με το θυμό του. Ήταν πολύ απασχολημένος με εικόνες θανάτου, αίματος
και δολοφονιών. Αν κάποιος από τους άλλους πολεμιστές έμπαινε στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή, θα
του ριχνόταν· δε θα μπορούσε να συγκρατηθεί. Και δε θα τον ενδιέφερε καθόλου.
Ο Κρόνος θα μπορούσε να σκοτώσει την Άνια κι ο Λούσιεν θα ήταν αδύνατο να τη βοηθήσει. Δεν
είχε καταφέρει να βοηθήσει τη Μαράια και οι τύψεις τον βασάνιζαν από τότε. Η Άνια, όμως...
Μούγκρισε δυνατά και μακρόσυρτα.
«Μπορείς να μου τα εξηγήσεις όλα αυτά;» ρώτησε μια γυναίκα όταν ηρέμησε.
Ακούγοντας τη φωνή, στριφογύρισε με ένα γρύλισμα. Είδε το περίγραμμα μιας λεπτής γυναικείας
σιλουέτας. Άσπρα μαλλιά. Λεπτεπίλεπτοι ώμοι. Έσφιξε ένα ξίφος στο χέρι του. Σκότωσε, σκότωσε,
σκότωσε.
Μορφάζοντας, χίμηξε προς το μέρος της.
Εκείνη πισωπάτησε. «Λούσιεν;»
Σηκώνοντας το ξίφος ψηλά πάνω από το κεφάλι του, το στριφογύρισε απειλητικά. ΣΚΟΤΩΣΕ. Η
μύτη κατέβηκε, σημαδεύοντας το λαιμό της γυναίκας. Πρέπει να είχε μετακινηθεί, επειδή το ξίφος
πέτυχε το πάτωμα αντί για σάρκα. Ο Λούσιεν μούγκρισε.
Μια στιγμή αργότερα, κάτι χτύπησε απαλά τον ώμο του από πίσω.
Έκανε απότομα μεταβολή. Μια γροθιά συγκρούστηκε με τη μύτη του. Το κεφάλι του τινάχτηκε
στο πλάι και ζεστό υγρό κύλησε στα χείλη και στο πιγούνι του.
«Καλά θα κάνεις να ηρεμήσεις, Θάνατε, διαφορ ετικά θα με θυμώσεις».
Ο Λούσιεν σήκωσε ξανά το ξίφος, αλλά κάποιος το τίναξε μακριά. Μουγκρίζοντας ξανά, πήδηξε
μπροστά και άρπαξε τη γυναίκα. Την τράνταξε, θέλοντας να την τσακίσει στα δυο.
«Λούσιεν», είπε εκείνη και τούτη τη φορά η φωνή της ηρεμούσε, υπνώτιζε. «Λούσιεν, ειλικρινά,
δεν είμαι πάνινη κούκλα. Ηρέμησε και πες μου τι συμβαίνει».
Τελικά, κάποιο ίχνος συναίσθησης σχηματίστηκε στο μυαλό του και ο άντρας έτρεξε μπροστά
από το δαίμονα. Το δέρμα της αιχμάλωτής του ήταν ζεστό –κι αναγνώρισε τούτη τη ζεστασιά.
Μύριζε φράουλες και κρέμα –κι αναγνώρισε το άρωμα.
«Πες στη μικρή Άνια τι συμβαίνει στο χοντρό το κεφάλι σου», τον πείραξε εκείνη. Απαλά χέρια
χάιδεψαν τα μάγουλά του. «Σε παρακαλώ... κι αν έχεις την καλοσύνη».
Η Άνια.
Το όνομα αντήχησε στο μυαλό του, διαλύοντας την κόκκινη ομίχλη και επιτρέποντας να περάσει
φως. Ανοιγόκλεισε τα μάτια κι ένα τέλειο ξωτικό εμφανίστηκε μπροστά του. Κάτασπρα σαν χιόνι
μαλλιά. Λαμπερά γαλάζια μάτια. Ροζ μάγουλα.
«Άνια;»
«Εδώ είμαι, εραστή».
Μεγαλοδύναμοι θεοί. Ο Λούσιεν κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο και είδε την καταστροφή και το
αίμα. Το δικό του αίμα. Θυμήθηκε πως είχε κόψει τα χέρια του όταν είχε γρονθοκοπήσει τους
τοίχους. Η μεταμέλεια τον κυρίευσε.
Όχι πάλι.
«Σε πλήγωσα;» Έστρεψε την προσοχή του στη γυναίκα που βρισκόταν στην αγκαλιά του και τη
μελέτησε έντονα. Το δέρμα της ήταν απαλό και ροδαλό, καθόλου μωλωπισμένο, και τα μάτια της
έλαμπαν. Φορούσε ένα κολλητό μαύρο μακό μπλουζάκι και επίσης κολλητό μαύρο παντελόνι·
κανένα ρούχο δεν ήταν σκισμένο. Γυαλιστερά μαύρα γοβάκια τύλιγαν τα πόδια της, ανοιχτά
μπροστά έτσι ώστε να διακρίνονται τα μαυροβαμμένα νύχια.
«Σε πλήγωσα;» επανέλαβε.
«Θα σε ένοιαζε;» τον ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι. «Εννοώ πως στο παρελθόν ήθελες
να με πληγώσεις –και ακόμα περισσότερο».
Ο Λούσιεν σούφρωσε τα χείλη. Δεν μπορούσε να την αφήσει να καταλάβει πόσο πολύ είχε
αρχίσει να τη θαυμάζει. Πόσο πολύ είχε αρχίσει να τη χρειάζεται. Νομίζω πως η γλώσσα σου πάνω
στο ευαίσθητο σημείο της της είπε πολλά. Αλλά θα ομολογούσε τα συναισθήματά του μόνο όταν
έκλεβε το κλειδί της, με αποτέλεσμα η ζωή της να είναι πια ασφαλής.
«Δεν έχει σημασία», είπε ανέμελα η Άνια. «Δε θα με ένοιαζε η απάντηση, έτσι κι αλλιώς». Του
γύρισε την πλάτη, πλησίασε τον καναπέ που είχε κομματιάσει και κάθισε στο κουρελιασμένο
μπράτσο του. «Αλήθεια, τι σ’ έπιασε; Δεν έχω ξαναδεί πιο δαιμονική επίδειξη. Τα μάτια σου ήταν
κόκκινα». Ανατρίχιασε. «Με τρόμαξες –και όχι ευχάριστα».
«Σου είπα κάποτε να μη με θυμώσεις». Θεοί, δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε ταξιδέψει τόσο
μακριά προς τη σκοτεινή πλευρά της φύσης του. Ήταν πάντα πολύ προσεκτικός. Ωστόσο, η σκέψη
πως η Άνια θα μπορούσε να είχε πάθει κακό... Αναγκάστηκε να πνίξει ένα ακόμα μουγκρητό.
Ο Λούσιεν παραδέχτηκε τελικά στον εαυτό του ότι δε θα μπορούσε ποτέ να τη σκοτώσει. Ούτε
καν στην αρχή. Ήταν αηδιαστικό πόσο προστατευτικά ένιωθε απέναντί της. Τα είχε κάνει μούσκεμα
όσο κι ο Μάντοξ. «Τι θέλεις από μένα, Άνια; Γιατί γύρισες;»
«Πρώτα, για να κάνω αυτό». Τον πλησίασε, έπιασε τον καρπό του και τον τράβηξε σε μια ακτίνα
φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο. Με το άλλο της χέρι, πέρασε την παλάμη πάνω από το
μέταλλο.
Μια έντονη ακτινοβολία στο χρώμα του κεχριμπαριού ξέφυγε ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Ο
Λούσιεν ένιωσε ζεστασιά, είδε τον κρίκο της αλυσίδας να ανοίγει και την άκουσε να πέφτει στο
δάπεδο.
«Το Κλειδί των Πάντων;» ρώτησε, εντυπωσιασμένος.
«Ναι». Η Άνια άφησε το χέρι της να πέσει. «Θα μου πεις τι σε θύμωσε τόσο;»
«Σε είδα να μιλάς με τον Κρόνο».
«Τι! Με είδες; Πώς;»
«Δεν ξέρω πώς, αλλά σε είδα... στο μυαλό μου. Τι είπε;»
Η Άνια ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ήθελε το κλειδί».
Το καταραμένο κλειδί! «Πες μου γιατί είναι ένα φως που βγαίνει από μέσα σου». Περίμενε να δει
ένα μεταλλικό κλειδί.
«Όχι. Αυτό που θα σου πω είναι ότι, αν με σκοτώσεις, το κλειδί θα εξαντλήσει τη δύναμή σου.
Ορίστε, τώρα ξέρεις. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κρόνος θέλει να κάνεις τη βρόμικη δουλειά για
λογαριασμό του. Και πριν πεις οτιδήποτε, δε σχεδίαζα να σ’ το αποκαλύψω επειδή, πρώτον, δεν είχα
καμιά πρόθεση να πεθάνω και, δεύτερον, θα νόμιζες πως έλεγα ψέματα για να σε κρατήσω μακριά.
Αλλά τώρα ξέρεις –και δεν μπορείς να πεις ότι δε σε προειδοποίησα».
Δε θα τη σκότωνε, άρα η προειδοποίηση ήταν περιττή. «Πώς θα πάρει ο Κρόνος το κλειδί, αφού
βρίσκεται μέσα σου;»
«Ξέρεις ήδη. Θα με σκοτώσεις, θα εξασθενίσεις, θα εμφανιστεί και θα το αρπάξει από το φτωχό
άψυχο σώμα μου».
«Δηλαδή πρέπει να πεθάνεις για να το πάρει κάποιος άλλος;»
«Όχι. Μπορώ να το προσφέρω με τη θέλησή μου».
«Τότε δώσε του το κλειδί, γυναίκα!»
«Αν του το δώσω, θα εξασθενίσω εγώ. Μόνιμα. Και, ακόμα χειρότερα, δε θα μπορώ να
διακτινίζομαι. Κατάλαβες τώρα;»
Α, ναι. Ξαφνικά καταλάβαινε και κόντεψε να κάνει εμετό. Δεν μπορούσε να κλέψει το κλειδί της
χωρίς να τη σκοτώσει κι εκείνη δεν μπορούσε να το δώσει στον Κρόνο χωρίς να αποδυναμωθεί
εντελώς. Άρα, ο Λούσιεν δεν είχε κανένα διαπραγματευτικό μέσο για να προστατεύσει τη ζωή της
Άνια. Τι θα έκανε;
Μη γνωρίζοντας την αναταραχή που επικρατούσε μέσα του, η Άνια έριξε μια ματιά τριγύρω στο
δωμάτιο. «Πάνω στον παροξυσμό σου, μήπως κατέστρεψες όλα τα εφόδιά μας για την Αρκτική;»
«Ναι».
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποτε σε θεωρούσα απίστευτα συγκρατημένο άτομο. Ειλικρινά,
πρέπει να μάθεις τι σημαίνει πειθαρχία. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι».
«Ντρέπομαι».
«Ωραία».
Σκέψου το κλειδί αργότερα, όταν θα είσαι μόνος και δε θα σε κυριεύουν οι οσμές της φράουλας
και της καταστροφής. «Πριν φύγεις, είπες πως ήθελες να κουβεντιάσεις κάτι μαζί μου. Τι πράγμα;»
«Το ξέχασα».
Ο Λούσιεν αμφέβαλλε αν το είχε ξεχάσει –η Άνια δεν ξεχνούσε τίποτα–, αλλά το άφησε να
περάσει χωρίς να το σχολιάσει. «Γύρισες για να περάσουμε λίγες ακόμα ώρες στο κρεβάτι;»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν πολύ χαριτωμένα. «Ήρθα να πάρω τα πράγματά μου επειδή είμαι
έτοιμη να ξεκινήσω την αναζήτηση των τεχνουργημάτων. Στο κάτω κάτω, έχω βαρεθεί και η
περιπέτεια φαίνεται υπέροχα επικίνδυνη. Θα είναι απολαυστικό να διασχίζω το χιόνι αναζητώντας
ένα αρχαίο κειμήλιο».
Υπήρχε κάτι στα μάτια της –ίσως μια υπερβολικά έντονη λάμψη. Ίσως μια προσποιητή άνεση.
Και πάλι, δεν έλεγε την αλήθεια. «Με άφηνες για να με βρει ο Στράιντερ γυμνό και αλυσοδεμένο
στο κρεβάτι», είπε για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Ίσως τότε να του έλεγε την αλήθεια. «Δε σε
έχω ευχαριστήσει ακόμα, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, δε με έχεις ευχαριστήσει». Χαμογέλασε αργά και τούτη τη φορά η διασκέδασή της ήταν
αληθινή. «Του άρεσε;»
«Μάλλον, γιατί έβγαλε φωτογραφίες». Ο Λούσιεν ένιωσε να παγώνει από ντροπή καθώς το
θυμόταν.
Η Άνια γέλασε αυθόρμητα κι ο ήχος του γέλιου της ήταν μαγικός. Το δέρμα του ανατρίχιασε κι
ένιωσε σαν να είχε κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο.
«Τι ήθελες να συζητήσουμε;» ρώτησε απαλά. «Πες μου την αλήθεια».
Το χαμόγελό της έσβησε. «Ήθελα να σου πω... Ήθελα να σου πω... Δεν είμαι σίγουρη αν μου
αρέσει η στάση σου».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Απλώς δεν ξέρω. Μην είσαι τόσο γλυκός μαζί μου. Μου φέρνει ναυτία».
«Ναυτία;»
«Τώρα έγινες ηχώ; Ναι, ναυτία. Θεοί, δεν καταλαβαίνει τίποτα;»
Ο Λούσιεν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και την κοίταξε μπερδεμένος. «Γιατί φέρεσαι έτσι;
Ξεχνάς πως με παρακαλούσες να συνεχίσω να σε ερεθίζω με τη γλώσσα μου;»
Η ανάσα της κόπηκε κι έκανε πίσω. Μόνο ένα βήμα, αλλά δεν του άρεσε καθόλου. «Απλά,
κατάλαβα πως ήταν λάθος», είπε.
Τι συνέβαινε εδώ; «Δε με εμπιστεύεσαι πια;»
«Όχι».
«Γιατί; Θα μπορούσα να μπω μέσα σου τότε και το ξέρουμε κι οι δυο. Αλλά δεν το έκανα. Και
νομίζω πως επίσης ξέρουμε κι οι δυο ότι ήσουν έτοιμη να μου ζητήσεις περισσότερα».
Τον κοίταξε βλοσυρή. «Έπαιζα μαζί σου. Προσποιόμουν».
Την κοίταξε κι εκείνος βλοσυρός. «Θα πιστέψω πολλά πράγματα για σένα, γλυκούλα, αλλά όχι
αυτό. Όχι πια».
«Είναι το πιο θλιβερό πράγμα που έχω ακούσει». Η Άνια τίναξε ένα χνούδι από τον ώμο της.
«Μη με κάνεις να αποδείξω τα λόγια μου».
«Να πας να πηδηχτείς». Άλλο ένα τίναγμα χνουδιού. Ο Λούσιεν πρόσεξε ότι το χέρι της έτρεμε.
«Θα σου άρεσε πολύ, έτσι δεν είναι; Αν σε πηδούσα».
Εγκαταλείποντας την ανέμελη βιτρίνα της, η Άνια τον χαστούκισε με δύναμη. «Πρώτον, δεν
πρέπει να μιλάς έτσι. Και, δεύτερον, μη με αναγκάζεις να λέω το αυτονόητο. Είναι φανερό πως...
πως σε λυπήθηκα». Τα τελευταία λόγια ήταν σπασμένα και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ένας μυώνας συσπάστηκε στο σαγόνι του. Μπορούσε να νιώσει την παρόρμηση να την πληγώσει
να φουντώνει ξανά μέσα του. Μια καυτή, λαίμαργη παρόρμηση που εκλιπαρούσε για μια ευκαιρία
να κάνει περισσότερη ζημιά. Να καταστρέψει. Θα ήθελε πολύ να πει στον εαυτό του πως η Άνια
έλεγε ψέματα –είχε νιώσει την ηδονή της, τη χαρά της με το άγγιγμά του–, αλλά οι παλιές
ανασφάλειες δύσκολα έσβηναν.
Ήταν όμορφη και θα μπορούσε να διαλέξει όποιον όμορφο άντρα ήθελε. Ίσως να τον λαχταρούσε
πιο πριν επειδή ήθελε να διαπιστώσει πώς ήταν το σεξ με έναν άσχημο άντρα. Τώρα δεν τον
λαχταρούσε πια και πίστευε πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τον παρατήσει.
«Δεν πρόκειται να προσπαθήσω ξανά να σε σκοτώσω, γι’ αυτό μπορείς να σταματήσεις τις
απόπειρες να με καλοπιάσεις», της είπε.
«Τι τυχερή που είμαι», μουρμούρισε εκείνη και κοίταξε αλλού. Το δέρμα της ήταν
αναψοκοκκινισμένο από τις τύψεις.
«Απλά ξέρε πως αν με χτυπήσεις ξανά, θα σε χτυπήσω κι εγώ», είπε ψέματα. Δε θα μπορούσε
ποτέ να της κάνει κακό και το ήξερε.
«Μακάρι», είπε βελούδινα εκείνη, αλλάζοντας τακτική.
Ο θυμός του πολλαπλασιάστηκε. «Μείνε εδώ ή γύρισε στο σπίτι σου –το ίδιο μου κάνει. Εγώ,
πάντως, θα αγοράσω νέες προμήθειες –και θέλω να το κάνω μόνος».
Οι ώμοι της ίσιωσαν και το πιγούνι της ανασηκώθηκε. «Θα έρθω μαζί σου, είτε σου αρέσει είτε
όχι».
«Όχι, δε θα έρθεις». Ο Λούσιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Προς το παρόν, έχω τελειώσει
μαζί σου».
Η Άνια ύγρανε με τη γλώσσα τα χείλη της. «Σε πληροφορώ ότι ξέρω κάποιον που ζει στη
Γροιλανδία και μπορεί να μας προσφέρει όσα χρειαζόμαστε. Θα διακτινιστούμε στο σπίτι του, θα
δανειστούμε ό,τι θέλουμε και θα πάμε στην Αρκτική».
Κάποιον. Η λέξη εισέβαλε στο μυαλό του Λούσιεν, προκαλώντας μια θύελλα ζήλιας. «Ποιος
είναι; Και γιατί με έσυρες πριν στην Ελβετία, αντί να πάμε κατευθείαν σ’ εκείνον;»
«Είναι φίλος μου και δε σε πήγα κατευθείαν σ’ εκείνον επειδή ήθελα να δεις το... Ήθελα να
ψωνίσουμε μαζί και πίστευα πως είχαμε μπόλικο χρόνο στη διάθεσή μας», είπε η Άνια, κλοτσώντας
ένα θραύσμα γυαλιού στο πάτωμα. «Να πάρει η οργή! Πάλι κοιτάζω τα πόδια μου».
«Τότε σταμάτησε να τα κοιτάζεις». Πίστευε πως τότε είχαν μπόλικο χρόνο στη διάθεσή τους –
πράγμα που σήμαινε ότι τώρα δεν το πίστευε πια. Γιατί; «Σε απείλησε ο Κρόνος;» Αμέσως μόλις
πρόφερε αυτά τα λόγια, άρχισε να καταλαβαίνει τη συμπεριφορά της Άνια.
Η Άνια έκανε μεταβολή, με πλάτη αλύγιστη. «Λες και με νοιάζουν οι απειλές αυτού του
μπάσταρδου».
Α, ναι. Ο Κρόνος την είχε απειλήσει πραγματικά. «Τι σου είπε;»
«Σταμάτα. Σταμάτα, εντάξει; Ο Κρόνος δε μου είπε τίποτα σημαντικό. Κι έπειτα, ό,τι συμβαίνει
ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ έναν άλλο άντρα δε σε αφορά, εντάξει; Λοιπόν, θέλεις να επισκεφθούμε
τον Γουίλιαμ ή όχι;»
«Όχι. Δε θέλω να μάθει κανένας τι αναζητούμε. Πες μου τι σου είπε ο Κρόνος».
«Ο Γουίλιαμ δε θα πάρει καν είδηση ότι περάσαμε. Σ’ το υπόσχομαι. Και, που να πάρει η οργή, ο
Κρόνος δε μου είπε τίποτα».
«Δηλαδή σκοπεύεις να κλέψεις τα πράγματα που χρειαζόμαστε απ’ αυτόν τον Γουίλιαμ;»
«Ναι. Λοιπόν, είσαι έτοιμος ή όχι;» τον ρώτησε παγερά.
Ο Λούσιεν τη μελέτησε. Η γυναίκα μπροστά του δεν ήταν η γυναίκα που είχε φιλήσει και γευτεί
λίγο πριν. Ήταν πιο σκληρή, πιο απόμακρη. Δεν του άρεσε, αλλά δεν ήξερε πώς να φέρει πίσω την
παλιά Άνια.
Ευχήθηκε να είχε τη δύναμη να προκαλέσει το βασιλιά των θεών εδώ και τώρα. Ευχήθηκε να είχε
τη δύναμη να αφήσει την Άνια για πάντα. Τον έπαιζε στο μικρό δαχτυλάκι της. Αλλά, αντίθετα με
όσα είχε πει πριν από λίγα λεπτά, δεν ήθελε να είναι μόνος. Δεν ήθελε να είναι χωρίς εκείνη.
Λες και διαισθανόταν την υποταγή του, η Άνια στράφηκε προς το μέρος του και του κούνησε το
χέρι. Ήταν χλομή, με μάτια θλιμμένα αλλά χείλη χαμογελαστά. «Θα σε περιμένω εκεί, Ευωδιαστέ».
Ο Λούσιεν δεν την ακολούθησε αμέσως. Πήρε τα στιλέτα και το Γκλοκ του, έριξε μια ματιά στο
γεμιστήρα και είδε πως όλες οι σφαίρες ήταν στη θέση τους. Ένας θεός ήξερε ποιος ήταν αυτός ο
μυστηριώδης Γουίλιαμ. Αλλά η αλήθεια ήταν πως η ταυτότητά του δεν είχε καμιά σημασία· ο
Λούσιεν τον μισούσε ήδη.
Ίσως, όσο βρισκόταν στη Γροιλανδία, ο Θάνατος να τον καλούσε για να πάρει την ψυχή του.
Μπορούσε να ελπίζει, σωστά;
Και μετά, σαν να περίμενε τούτη την ατάκα, ο Θάνατος τον κάλεσε πραγματικά. Δυστυχώς,
έπρεπε να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες κι έτσι κανένας από τους δυο τους δεν ήταν ευτυχισμένος.
Ο Λούσιεν αναστέναξε. Φόρεσε βιαστικά όλα τα όπλα του και εξαϋλώθηκε. Η Άνια κι ο
μυστηριώδης άντρας της θα έπρεπε να περιμένουν.

Πόσο καιρό μπορώ να συνεχίσω έτσι; συλλογίστηκε η Άνια, σκυθρωπή. Η έκφραση στο πρόσωπο
του Λούσιεν, όταν ισχυριζόταν πως τον είχε λυπηθεί, παραλίγο να τη σκοτώσει.
Λίγο έλειψε να κλάψει –και ακόμα είχε τη διάθεση. Χρησιμοποιώντας τα τεχνάσματα του
Κρόνου, είχε διαπιστώσει ποια ήταν η αδυναμία του και την είχε εκμεταλλευτεί. Αν δεν μπορείς να
του αντισταθείς, θα πρέπει να κάνεις εκείνον να αντισταθεί σ’ εσένα.
Αντί να πάρει μορφή μέσα στο σπίτι του Γουίλιαμ, διακτινίστηκε στην μπροστινή βεράντα του
και περίμενε τον Λούσιεν. Παγερός αέρας χαστούκισε αμέσως το ουσιαστικά ολόγυμνο δέρμα της.
Μια ανατριχίλα απλώθηκε στο κορμί της. Έπρεπε να αλλάξεις, ανόητη. Αλλά ανυπομονούσε να
ξεφύγει από τον Λούσιεν, έστω και για λίγο, πριν διαπιστώσει πως όσα του έλεγε ήταν ψέματα.
Πέρασε ένα λεπτό και μετά άλλο ένα. Ο Λούσιεν παρέμεινε –δυστυχώς– άφαντος. Αν έμενε κι
άλλο εδώ έξω, τα χείλη της θα βάφονταν μπλε, γαμώτο, κι ήταν ένα χρώμα που δεν της πήγαινε.
Πού ήταν; Δεν μπορούσε να ακολουθήσει την ενέργειά του όπως είχε ακολουθήσει εκείνος τη δική
της –κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Μήπως το είχε παρακάνει μαζί του; Μήπως είχε αποφασίσει να
μην έρθει; Μήπως είχε αποφασίσει να πάει μόνος του;
Ναι, αυτό είχε γίνει. Είχε πάει μόνος του. Ω, το αναθεματισμένο τέρας!
Τι περίμενες; Του φέρθηκες πολύ σκληρά.
Δε γινόταν διαφορετικά.
Πριν επαναστατήσει η λίμπιντό της, ο Λούσιεν εμφανίστηκε τελικά· προσγειώθηκε δίπλα της. Η
Άνια δεν τον είδε, αλλά τον ένιωσε. Ολόκληρο το σώμα της χαλάρωσε αυτόματα. Μην κοιτάξεις,
μην κοιτάξεις. Αν έριχνε έστω και ένα βλέμμα στα αταίριαστα μάτια του, μπορεί να έπεφτε στην
αγκαλιά του και να ζητούσε συγνώμη κλαίγοντας.
Η παραμονή στη στάση και στη θέση που βρισκόταν ήταν ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που
είχε κάνει στη ζωή της. Αλλά μετά από τον τρόπο που του είχε φερθεί, ο Λούσιεν μπορεί να
χαιρόταν για την αυτοσυγκράτησή της.
«Γιατί άργησες τόσο;» τον ρώτησε, βάζοντας τα δυνατά της για να κρατήσει τη μομφή μακριά απ’
τη φωνή της.
«Έχω ευθύνες, Άνια». Ο τόνος της φωνής του ήταν ουδέτερος, όπως και ο δικός της.
Ήταν ακόμα θυμωμένος μαζί της, ε; Έτσι ήταν καλύτερα για όλους –αλλά πόσο ήθελε να μην
ήταν! «Δηλαδή ο Θάνατος σε πήρε στο κινητό;» Παρά την ευθυμία της, γεύτηκε ένα κύμα
συμπόνιας. «Πόσες ψυχές έπρεπε να πάρεις τούτη τη φορά;»
«Δώδεκα».
Δεν της άρεσε καθόλου που είχε πάει μόνος. Μολονότι προσπαθούσε να αποστασιοποιείται κάθε
φορά που συνόδευε ψυχές, δεν την ξεγελούσε. Πιθανότατα είχε ρυτίδες άγχους γύρω από τα μάτια
και το στόμα του. Μην κοιτάξεις! Μη μπορώντας να συγκρατηθεί, άπλωσε το χέρι και έσφιξε το
δικό του. Εκείνος δεν τραβήχτηκε, αλλά έφερε το χέρι της στα χείλη του.
Ένα ζεστό μυρμήγκιασμα την αγκάλιασε και έλιωσε. Πώς μπορούσε να της φέρεται τρυφερά μετά
από αυτά που του είχε πει; Θεοί, ήθελε να κλοτσήσει τον εαυτό της. Του άξιζαν πολύ περισσότερα
απ’ όσα ήταν σε θέση να του δώσει. Ακόμα κι αν μπορούσε να σταματήσει να προσποιείται την
αδιάφορη, θα παρέμενε μια ερωμένη που δε θα μπορούσε καν να κάνει κανονικό έρωτα μαζί του.
Ας ξεμπερδεύουμε. «Αποφάσισα να μιλήσουμε με τον Γουίλιαμ, αντί να τον κλέψουμε». Αρκετές
σκοτούρες είχε ο Λούσιεν. «Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να αποκαλύψει τα μυστικά σου».
Παίρνοντας μια ανάσα, χτύπησε την ψηλή, αψιδωτή δίφυλλη πόρτα πριν προλάβει ο Λούσιεν να
διαμαρτυρηθεί. Κόκκινα και μαύρα φίδια ήταν σκαλισμένα σε ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Άλλα τόσα. Καμιά απάντηση. Η Άνια χτύπησε ξανά, πιο δυνατά
τούτη τη φορά.
«Ωραίο σπίτι», παρατήρησε ο Λούσιεν. Τουλάχιστον δεν την έψελνε που τον ανάγκαζε να
γνωρίσει τον Γουίλιαμ.
«Πράγματι». Το σπίτι σχημάτιζε ημικύκλιο γύρω από ένα γκαζόν καλυμμένο με χιόνι. «Έτσι το
ήθελε ο Γουίλι, ο εγωιστής».
Ένα φως άναψε στη βεράντα, διώχνοντας τις σκιές. Μια πόρτα άνοιξε και το σκοτεινό, όμορφο
κεφάλι του Γουίλιαμ εμφανίστηκε στο άνοιγμα.
«Άνια;»
Η Άνια άκουσε τον Λούσιεν να βγάζει ένα σιγανό, απειλητικό γρύλισμα καθώς ο ημίγυμνος
πολεμιστής έβγαινε έξω και την αγκάλιαζε σφιχτά. «Γεια σου, άγγελε», είπε η Άνια. «Μπορούμε να
περάσουμε; Κοντεύει να πέσει η μύτη μας από το κρύο εδώ έξω».
«Να φοράς περισσότερα ρούχα την επόμενη φορά», πέταξε ο Λούσιεν πίσω της.
Ο Γουίλιαμ παρέμεινε στη θέση του και έριξε μια ματιά γεμάτη περιέργεια προς το μέρος του.
Μετά, ανασήκωσε τα φρύδια κοιτάζοντας ερωτηματικά την Άνια.
«Η γεύση που προτιμώ αυτή τη βδομάδα», εξήγησε η Άνια, μισώντας τον εαυτό της. Ο Λούσιεν
ήταν πολύ περισσότερο από αυτό, αλλά δεν τολμούσε να το παραδεχτεί φωναχτά. «Φαίνεσαι μια
χαρά, γλυκέ μου». Και πράγματι φαινόταν. Ήταν ψηλός και απίστευτα χαριτωμένος, με
μυστικιστικά σύμβολα χαραγμένα στο γυμνό στήθος του.
Και, ακόμα περισσότερο, εξέπεμπε σεξ. Ωμό, βρόμικο, αχαλίνωτο σεξ, κι αυτός ήταν ο λόγος που
είχε καταδικαστεί σε ισόβια φυλάκιση –δηλαδή φυλάκιση μιας αιωνιότητας– στα Τάρταρα. Είχε
προσφέρει ηδονή στην Ήρα και σε μερικές χιλιάδες άλλων γυναικών –κι όταν η Ήρα είχε μάθει για
τις άλλες χιλιάδες... ε, τότε είχαν πέσει κεφάλια.
Τούτη τη στιγμή, το παντελόνι του Γουίλιαμ ήταν ανοιχτό, σαν να το είχε φορέσει βιαστικά. Ήταν
φανερό πως δεν εξέπεμπε μόνο σεξ· έκανε σεξ.
«Φαίνομαι μια χαρά; Μόνο μια χαρά;» Ο Γουίλιαμ γέλασε. «Ποτέ δε φαινόμουν καλύτερα και το
ξέρω. Ελάτε μέσα να ζεσταθείτε». Παραμέρισε για να τους αφήσει να περάσουν.
Η Άνια τον προσπέρασε κι ο Λούσιεν την ακολούθησε από κοντά. «Λούσι, από δω ο Γουίλι.
Είναι σεξουαλικά διεστραμμένος και πέρασε λίγο χρόνο στο κελί που βρισκόταν δίπλα στο δικό
μου, πριν πληρώσει κάποιος ανόητος το ποσό της εγγύησής του και τον αποφυλακίσει. Σίγουρα
κάποια γυναίκα. Μόλις βγήκε ο Γουίλιαμ, με ξέχασε εντελώς και δεν πλήρωσε το ποσό της δικής
μου εγγύησης».
«Δεν υπήρχε εγγύηση για σένα».
«Δικαιολογίες, δικαιολογίες. Πάντα φρόντιζες τον εαυτούλη σου και κανέναν άλλο. Γουίλι, από
δω ο Λούσι. Είναι δικός μου».
Όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει, η Άνια βόγκηξε. Η ομολογία είχε ξεφύγει αυθόρμητα από τα
χείλη της. Με το στομάχι δεμένο σε κόμπο, στράφηκε για να δει την αντίδραση του Λούσιεν. Τα
χαρακτηριστικά του ήταν ανέκφραστα και κοιτούσε τον Γουίλιαμ.
«Με λένε Λούσιεν, όχι Λούσι».
«Εμένα με λένε Γουίλιαμ, αλλά μπορείς να με φωνάζεις Σέξι. Έτσι με φωνάζουν όλοι».
Πέρα απ’ αυτό, οι δυο άντρες αγνόησαν εντελώς ο ένας τον άλλο.
«Εντάξει, βλέπω μια μικρή αμηχανία», είπε η Άνια, λες και δεν την ένοιαζε. «Πείτε κάτι, σας
παρακαλώ».
«Ήσουν ποτέ... πώς το είπε η Άνια; Η γεύση της για μια βδομάδα;» ρώτησε ο Λούσιεν.
Ο Γουίλιαμ ξεφύσησε. «Μακάρι να ήμουν. Προσπάθησα, αλλά δεν είχα τύχη».
Ο Λούσιεν την κοίταξε, ζητώντας επιβεβαίωση, κι εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. Θα έπρεπε
να αγκαλιάσει τον Γουίλιαμ, αλλά ήταν αδύνατο να αγγίξει τόσο οικεία οποιονδήποτε άλλο εκτός
από τον Λούσιεν. «Πράγματι, δεν είναι ο τύπος μου». Πρόσθεσε ξερά: «Δεν προσπάθησε ποτέ να με
σκοτώσει».
Ο Λούσιεν την κοίταξε βλοσυρά.
«Αυτό είναι το μυστικό;» Ο Γουίλιαμ γέλασε. «Αν είναι έτσι, τότε μετά χαράς να...»
«Μην την αγγίξεις», πέταξε ο Λούσιεν.
Η Άνια ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένη τα μάτια. Δυο φωνές είχαν βγει από τα χείλη του Λούσιεν. Και
οι δυο ήταν επικίνδυνες· και οι δυο κουβαλούσαν την απειλή του θανάτου. Μήπως είχε ακούσει
μόλις το δαίμονά του; Ανατρίχιασε από ερεθισμό. Ήδη δυσκολευόταν να αντισταθεί σ’ αυτό τον
άντρα όταν την απειλούσε με ένα ξίφος –αλλά όταν φερόταν τόσο προστατευτικά απέναντί της, ήταν
σαν να της έκανε έρωτα.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν –μεγαλοδύναμοι θεοί!
«Λοιπόν, τι γυρεύεις εδώ;» ρώτησε ο Γουίλιαμ.
«Γουίλιαμ!» φώναξε ξαφνικά μια γυναίκα, τραβώντας την προσοχή όλων.
«Ακόμα περιμένουμε», παραπονέθηκε μια άλλη.
Η Άνια κοίταξε χαμογελαστή το χαριτωμένο άντρα. «Τώρα πάμε με δύο μαζί;»
Εκείνος ανασήκωσε ντροπαλά τους ώμους του. «Δεν μπορούσα να αποφασίσω ποια ήθελα
περισσότερο κι έτσι προτίμησα και τις δυο».
«Τι γενναιοδωρία!» Η ματιά της ανηφόρισε στη σκάλα πίσω του και σταμάτησε σε δυο γυναίκες
ντυμένες με ρόμπες στο κεφαλόσκαλο. Κοιτούσαν κάτω με τα μαλλιά εντελώς αναστατωμένα και το
δέρμα αναψοκοκκινισμένο. Μακάρι να ήμουν στη θέση τους με τον Λούσιεν. «Λοιπόν, μην τις
αφήνεις να περιμένουν».
«Βολευτείτε σαν στο σπίτι σας», της πρότεινε ο Γουίλιαμ. Έκανε να τη φιλήσει στο μάγουλο,
αλλά τραβήχτηκε βιαστικά όταν γρύλισε ο Λούσιεν. «Θα τα πούμε το πρωί, Άνια Αγαπούλα».
«Αγαπούλα;» πέταξε ο Λούσιεν.
Ο Γουίλιαμ βιάστηκε να απομακρυνθεί και σήκωσε ψηλά τα χέρια, αλλά χαμογελούσε. «Ένα
πείραγμα ήταν, τίποτα περισσότερο».
«Πρέπει να δανειστούμε μερικά πράγματα», φώναξε η Άνια, τραβώντας την προσοχή του. «Γι’
αυτό βρισκόμαστε εδώ –όχι ότι δε μου αρέσει να σε επισκέπτομαι, φυσικά».
«Ξαφνιάζομαι που δεν έκλεψες ό,τι χρειαζόσουν».
«Θα το έκανα», είπε η Άνια, δείχνοντας με τον αντίχειρα τον Λούσιεν, «αλλά ο λεβέντης από δω
για κάποιο λόγο δε συμφωνεί με τις κλοπές».
«Όχι πια», είπε ο Λούσιεν. «Μπορείς να κλέψεις όσο θέλεις –το χρειάζεσαι».
«Θα πρέπει να το συνηθίσει, αν μείνει κι άλλο μαζί σου. Θα τα πούμε αργότερα». Ο Γουίλιαμ
στράφηκε προς τα σκαλιά κι άρχισε να τα ανεβαίνει δυο-δυο.
«Α, Γουίλι, μια μικρή διευκρίνιση», φώναξε η Άνια, σταματώντας τον και πάλι. «Με κυνηγούν οι
θεοί και...» Σταμάτησε για πιο δραματική ατμόσφαιρα. «...και ο δαίμονας του Θανάτου. Τώρα που
ήρθα εδώ μπορεί να έφερα πόλεμο και χάος στο κατώφλι σου. Σε πειράζει;»
«Κανένα πρόβλημα. Τι είναι μια επίσκεψη από την Άνια χωρίς λίγο χάος;» Αγκάλιασε τις
γυναίκες από τη μέση και χάιδεψε τους γλουτούς τους. «Θα μιλήσουμε κι άλλο το πρωί, εντάξει;»
Οι γυναίκες χαχάνισαν. Ναι, χαχάνισαν –ένας ήχος που αηδίαζε την Άνια. Μπορεί να μιλούσε σαν
φοιτήτρια, αλλά δε θα έφτανε ποτέ στο επίπεδο του χαχανίσματος. Και μετά οι τρεις τους
εξαφανίστηκαν στη γωνιά κι η Άνια τους ξέχασε εντελώς.
«Λοιπόν, άκουσες τι είπε», μουρμούρισε, γυρίζοντας προς το μέρος του Λούσιεν. «Πρέπει να
νιώσουμε σαν στο σπίτι μας. Ας αρχίσουμε να αρπάζουμε ό,τι χρειαζόμαστε».
Ο Λούσιεν την κοίταξε βλοσυρά και μετά κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε και την
κόλλησε στον τοίχο. Την κοιτούσε τόσο έντονα, ώστε η Άνια έχασε την προσποιητή άνεσή της. «Τι
συμβαίνει;»
«Το μόνο πράγμα που θα κάνουμε είναι να τελειώσουμε αυτό που ξεκινήσαμε».

Κεφάλαιο 13

Θα τη σημάδευε.
Τη στιγμή που ο Λούσιεν είχε δει τον Γουίλιαμ το Γόη να απλώνει τα χέρια του στην Άνια, μια
καταλυτική ανάγκη τον είχε πλημμυρίσει· ήθελε να τη σημαδέψει με κάποιον τρόπο που να
φανέρωνε σε όσους την κοιτούσαν ότι ανήκε σε κάποιον άλλο.
Η ανάγκη ήταν πιο έντονη ακόμα κι από την οργή του. Η ανάγκη ήταν πιο δυνατή ακόμα κι από
την επιθυμία του να ξαπλώσει τούτη τη γυναίκα στο κρεβάτι του. Όλα μέσα του, ακόμα κι ο
δαίμονας, ούρλιαζαν δική μου.
Μια φράση που είχε χρησιμοποιήσει κι εκείνη για να τον περιγράψει. Αν ήταν μόνοι όταν το είχε
πει, θα την είχε ρίξει στο πιο κοντινό κρεβάτι και θα απαιτούσε να επαναλάβει τη φράση ξανά και
ξανά.
Πρώτη φορά του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ούτε καν με τη Μαράια δε φερόταν τόσο εκρηκτικά. Την
αγαπούσε, αλλά τα συναισθήματά του απέναντί της ήταν γαλήνια. Τρυφερά. Αυτό που ένιωθε για
την Άνια ήταν σίγουρα τρυφερό, αλλά παράλληλα τόσο ανεξέλεγκτο όσο μια μεσονύκτια θύελλα.
Ωστόσο, όσο άγριος κι αν ένιωθε ο Λούσιεν, ο δαίμονάς του δεν ήταν ποτέ πιο ήρεμος. Με
κάποιον τρόπο, η Άνια είχε γαληνέψει το θηρίο. Το άκουσμα της φωνής της, η μυρωδιά της
γλυκύτητάς της... Ακόμα και τώρα, ο Θάνατος αναστέναζε με αγαλλίαση.
«Να τ-τελειώσουμε;» ψέλλισε η Άνια. Ακούμπησε τις παλάμες της στο στήθος του. Δεν τον
έσπρωξε, αλλά ούτε τον καλοδέχτηκε. Τα μάτια της ήταν πελώρια, λαμπερά. «Τι εννοείς;»
«Ξέρεις τι εννοώ». Πάνω από το κεφάλι του, μπορούσε ν’ ακούσει εκείνες τις γυναίκες να
χαχανίζουν. Μπορούμε ν’ ακούσει τον Γουίλιαμ να γρυλίζει παιχνιδιάρικα. «Με άφησες ερεθισμένο
και τώρα θα με ανακουφίσεις».
Τα μάτια της γούρλωσαν ακόμα περισσότερο και οι μαύρες βλεφαρίδες τους ήταν τόσο μακριές
ώστε δημιουργούσαν εκείνες τις όμορφες σκιές στα μάγουλά της. «Μα νόμιζα πως είχαμε τελειώσει
μ’ όλα αυτά. Σου είπα πως δε σε θέλω. Και νόμιζα πως δε με θέλεις επειδή... επειδή εγώ... ξέρεις».
Κοίταξε αλλού, πάνω από τον ώμο του. «Επειδή σε λυπόμουν και τα λοιπά».
«Λάθος νόμιζες». Δε θα έμπαινε μέσα της –δεν μπορούσε να αφαιρέσει την ελευθερία της, όσο
θυμωμένος κι αν ήταν μαζί της–, αλλά θα την έκανε δική του με όλους τους άλλους τρόπους.
«Μπορούμε να το κάνουμε εδώ, ή μπορούμε να το κάνουμε στο δωμάτιό μου στη Βουδαπέστη. Η
επιλογή είναι δική σου».
«Μα... μα...» Η Άνια συνέχισε να αντιστέκεται. «Τι ήταν αυτό που σε έκανε να έρθεις σε τέτοια
διάθεση; Ο Γουίλιαμ;»
«Διάλεξε», γάβγισε ο Λούσιεν. Χτύπησε με τις παλάμες του τον τοίχο πίσω της, δίπλα στους
κροτάφους της, και οι δονήσεις έκαναν τα δυο πορτραίτα που βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της
να αναπηδήσουν.
Η Άνια ανατρίχιασε και ύγρανε τα χείλη της.
Ο Λούσιεν στάθηκε μπροστά της και ήρθαν μύτη με μύτη. Οι ανάσες τους ανακατεύτηκαν κι ο
Λούσιεν κατέβασε τη δική της στα πνευμόνια του. Μύριζε ακόμα φράουλες και κρέμα, μολονότι δεν
την είχε δει να κρατά γλειφιτζούρι. Τα μάτια του γύρισαν στα δικά της.
«Λούσιεν».
Δεν τον είχε φωνάξει γλυκούλη ή άγγελο, ή έστω το πιο πρόσφατο –Λούσι. Ήταν ένα βήμα προς
τη σωστή κατεύθυνση. Υποψιαζόταν πως η Άνια υιοθετούσε ένα ανόητο υποκοριστικό για όσους
ήθελε να κρατήσει σε απόσταση.
Δε θα υπήρχε καμιά απόσταση ανάμεσά τους. Όχι πια.
«Διάλεξε, Άνια». Αν δεν τον ήθελε, θα μπορούσε να διακτινιστεί μακριά. Κι έπειτα, διέκρινε πόθο
και έξαψη στην έκφρασή της –δυο συναισθήματα που ενίσχυαν το δικό του πόθο και τη δική του
έξαψη. «Δε μ’ ενδιαφέρουν οι λόγοι που δε με θέλεις. Δε μ’ ενδιαφέρει που δε σε θέλω».
Η Άνια ξεροκατάπιε. «Μα... μα... δεν πρέπει να το κάνουμε».
«Γιατί;»
«Έτσι».
«Δεν αρκεί. Θα το κάνουμε. Διάλεξε».
«Μα δε θέλω».
Ο Λούσιεν ήξερε πως ήθελε να προφέρει τα λόγια σαν κατηγορηματική δήλωση, αλλά δεν τα
κατάφερε. «Γιατί;» τη ρώτησε ξανά.
Δαγκώνοντας τώρα το κάτω χείλος της, η Άνια έφερε το βλέμμα της στο στόμα του. Ο ανδρισμός
του αντέδρασε αναπηδώντας. Μπορούσε να μαντέψει τι φανταζόταν η Άνια. Ένα ακόμα χάδι της
γλώσσας του στο πιο απόκρυφό της σημείο και ένα απαλό δάγκωμα με τα δόντια του.
«Επειδή θα συμβούν άσχημα πράγματα αν το κάνουμε», ψιθύρισε η Άνια.
«Όπως;» Το μόνο άσχημο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ήταν άλλη μια μέρα χωρίς τούτη τη
γυναίκα γυμνή κάτω από το κορμί του.
Πέρασε μια αιωνιότητα. «Δε θέλω να το κουβεντιάσω».
«Έχεις δίκιο, η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για κουβέντες. Εδώ ή στη Βουδαπέστη;»
Άλλο ένα πέρασμα της ροζ γλώσσας της. Ο Λούσιεν αποφάσισε πως την επόμενη φορά που αυτή
η γλώσσα θα έβγαινε από το στόμα της, θα έμπαινε στο δικό του. Χωρίς εξαιρέσεις.
Η Άνια ξεροκατάπιε πάλι και ψιθύρισε: «Εδώ». Έπεσε στην αγκαλιά του και τα χείλη της
κόλλησαν στα δικά του.
Ναι, θεοί, ναι. Επιτέλους. Καθώς οι γλώσσες τους μονομαχούσαν και η γεύση της πλημμύριζε το
στόμα του, ένιωσε σαν να έχανε το βάρος του και να πετούσε στον αέρα. Μετά, τα πόδια του
άγγιξαν ένα συμπαγές δάπεδο. Άνοιξε τα μάτια και βρέθηκε σε μια ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα. Ένας
κρυστάλλινος πολυέλαιος κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του και έριχνε ακτίνες απαλού φωτός. Οι
τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τοιχογραφίες λουλουδιών και αναρριχητικών φυτών που η καθεμιά ήταν
μια πολύχρωμη οπτική απόλαυση.
Το κρεβάτι ήταν τεράστιο, με μαύρα μεταξωτά σεντόνια που δεν έβλεπε την ώρα να πιέσει την
Άνια πάνω τους. Υπήρχαν ξύλινα σεντούκια, ακόμα κι ένας γαλήνιος πέτρινος καταρράκτης στην
απέναντι γωνία. Ήταν σίγουρα όμορφο μέρος, αλλά ξαφνικά μπήκε στον πειρασμό να διακτινίσει
την Άνια κάπου αλλού. Κάπου που δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του ο όμορφος Γουίλιαμ.
Φέρνοντας τα χέρια του κάτω από τους γλουτούς της Άνια, τη σήκωσε ψηλά. Τα πόδια της
δέθηκαν αυτόματα γύρω από τη μέση του, τοποθετώντας το νέο επίκεντρο του σύμπαντός του πολύ
κοντά στον ανδρισμό του. Τρίφτηκε πάνω της, μια πράξη τόσο αναγκαία όσο και η αναπνοή.
Βογκώντας, η Άνια δάγκωσε το κάτω χείλος της κι ο Λούσιεν ένιωσε να τη διαπερνά μια
ανατριχίλα. «Κι άλλο», του ψιθύρισε.
Ο Λούσιεν το έκανε ξανά.
Η Άνια δάγκωσε ξανά το χείλος της και ανατρίχιασε.
Ο Λούσιεν άρπαξε το κάτω μέρος της μπλούζας της και την πέρασε πάνω από το κεφάλι της.
Εκείνα τα υπέροχα μαλλιά κύλησαν στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα γαλάζιο σουτιέν και η
θέα του τον υπνώτισε.
Το πάνω μέρος του στήθους της ανασηκώθηκε, προσκαλώντας τον. Ήταν όμορφο, τόσο
όμορφο... Ωστόσο, αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή του δεν ήταν το στήθος της·
στιλέτα υπήρχαν σε κάθε πόντο ορατού δέρματος. Μερικά στηρίζονταν στις τιράντες του σουτιέν.
Άλλα ήταν στερεωμένα με ταινία. Ο Λούσιεν δεν ήξερε το γιατί, αλλά ήξερε πως του άρεσε. Πολύ.
Χρειάστηκε κάποια λεπτά, αλλά τελικά πέταξε και το τελευταίο στο πάτωμα.
Ξέμπλεξε τα πόδια της από τη μέση του και την άφησε να πατήσει στο δάπεδο. Η Άνια ξεφώνισε
σε ένδειξη διαμαρτυρίας και τα γόνατά της λύγισαν. Φίλησε το λαιμό της. Η ηδονή φώτισε το
όμορφο πρόσωπό της καθώς το κεφάλι της έπεφτε πίσω και χούφτωσε τα στήθη της σαν να τον
προσκαλούσε. Ο Λούσιεν έπεσε στα γόνατα και τα δάχτυλά του γαντζώθηκαν στη μέση του
παντελονιού της.
Έπρεπε να διαπιστώσει αν το σλιπ ήταν ασορτί με το σουτιέν της.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το κολλητό παντελόνι βρισκόταν πεσμένο στους αστραγάλους της
και ο Λούσιεν διαπίστωσε πως στιλέτα και ατσάλινα αστέρια βρίσκονταν στερεωμένα στα πόδια της.
«Ήξερα πως ήσουν οπλισμένη, αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ». Η Άνια ακούμπησε το ένα χέρι στον
ώμο του και σήκωσε ένα-ένα τα πόδια της, αφήνοντας το παντελόνι της στο πάτωμα, ενώ εκείνος
την αφόπλιζε.
«Σου αρέσει;» τον ρώτησε όταν τέλειωσε.
Το σλιπ ήταν μικροσκοπικό, μια λεπτή λουρίδα αστραφτερού γαλάζιου υλικού που ταίριαζε
απόλυτα με το σουτιέν της. Ξεροκατάπιε. «Μου αρέσει». Η φωνή του ήταν βραχνή, σπασμένη.
«Σειρά σου», του είπε και κάποια νευρικότητα διακρινόταν στη φωνή της.
Νευρικότητα; Από την Άνια; Σηκώθηκε αργά. Καθώς την κοιτούσε, έβλεπε μια περήφανη,
όμορφη γυναίκα που εξέπεμπε τρυφερότητα και χαρά. Κι όμως, κάποτε του είχε πει πως δεν την
ενδιέφερε. Το ίδιο της είχε πει κι εκείνος. Δεν το εννοούσε και προσευχόταν το ίδιο να ίσχυε και για
κείνη.
Ήξερε ποιον έπρεπε να κατηγορήσει γι’ αυτό κι ορκίστηκε πως ο Κρόνος θα πλήρωνε.
Μη επιτρέποντας στον εαυτό του να καταστρέψει την όμορφη στιγμή με σκοτεινές σκέψεις, ο
Λούσιεν τις έσπρωξε στο βάθος του μυαλού του και χάιδεψε με ένα ακροδάχτυλο την καμπύλη του
λεπτεπίλεπτου σαγονιού της Άνια. Θα φροντίσω αυτή τη γυναίκα. Θα βρω έναν τρόπο για να κλέψω
το Κλειδί των Πάντων χωρίς να προκαλέσω κακό σε κανέναν από τους δυο μας ή θα την κρύψω από
τον Κρόνο. Μετά, θα περάσω τις μέρες μου κάνοντάς την ευτυχισμένη.
«Είσαι πολύ όμορφη», της είπε.
«Ευχαριστώ. Γδύσου».
Θεοί, ήθελε να μπει μέσα της –έπρεπε να μπει μέσα της σύντομα, τώρα, για πάντα–, αλλά
αρνιόταν να στερήσει την ελευθερία της, αναγκάζοντάς τη να μείνει μαζί του. Άφησε το χέρι του να
πέσει πριν σχηματίσουν τα δάχτυλά του λαβή. Όσο θα αναζητούσε κάθε πιθανό τρόπο για να κλέψει
το Κλειδί των Πάντων χωρίς αρνητικές συνέπειες, θα έπρεπε να βρει παράλληλα έναν τρόπο για να
εξαλείψει την κατάρα της Άνια.
«Λοιπόν;» τον παρότρυνε.
Ο Λούσιεν έφερε τα χέρια στην πλάτη, έπιασε το μπλουζάκι του και το τράβηξε πάνω από το
κεφάλι του. Πριν το βγάλει εντελώς, τα χέρια της βρέθηκαν στο στήθος του και τον απάλλασσαν
από τα δικά του όπλα. «Νομίζω ότι εσύ είχες περισσότερα όπλα από μένα». Τα πέταξε στο πάτωμα
και το μέταλλο κροτάλισε πάνω σε μέταλλο. Όταν αφαιρέθηκε και το τελευταίο στιλέτο, τα δάχτυλά
της ταξίδεψαν στο δέρμα του χαϊδεύοντας τις θηλές του, το τατουάζ του.
Το στομάχι του σφίχτηκε και ο ανδρισμός του σκλήρυνε. Η ζέστη απλωνόταν σε όλο του το
σώμα με απίστευτη ταχύτητα. Τρελαινόταν όταν τον άγγιζε. Τον έκανε να νιώθει σαν θεός –
παντοδύναμος, ανίκητος. Ποθητός.
«Είσαι πολύ δυνατός», τον επαίνεσε η Άνια. «Μου αρέσει που υπέφερες και επιβίωσες. Αυτό
σημαίνει πως είμαι κακό κορίτσι;»
Ο Λούσιεν φυλάκισε τα μάγουλά της στις παλάμες του. «Τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει κακό
κορίτσι».
«Ούτε αυτό;» Κατέβασε το παντελόνι του, πετώντας στην πορεία όλα τα όπλα του.
Όταν έμεινε εντελώς γυμνός, η Άνια κοίταξε το τατουάζ της πεταλούδας, αφήνοντας τα δάχτυλά
της να τρέξουν στις τεθλασμένες άκρες της κι αναστενάζοντας κάθε λίγο. Το δέρμα υψώθηκε κάτω
από το άγγιγμά της, καυτό.
Η Άνια άφησε ένα επιφώνημα έξαψης. «Είναι ζωντανή;»
«Μέχρι τώρα, δεν το πίστευα. Σ’ εκείνο το σημείο μπήκε ο δαίμονας μέσα μου, όπως ξέρεις, αλλά
δεν το έχει ξανακάνει ποτέ».
«Πρέπει να με συμπαθεί».
«Αυτό είναι γεγονός».
«Καλό παιδί», ψιθύρισε η Άνια και φίλησε την πεταλούδα. Για μια ακόμα φορά, υψώθηκε για να
την υποδεχτεί, μυρμηγκιάζοντας τα ακροδάχτυλά της.
Ο Λούσιεν δεν ήταν σίγουρος γιατί οι θεοί είχαν διαλέξει πεταλούδες ως εξωτερικά σημάδια του
δαίμονα. Ίσως έφταιγε το Φαινόμενο της Πεταλούδας. Μια υπενθύμιση ότι το απλό
ανεβοκατέβασμα ενός φτερού –ή, στην περίπτωση των πολεμιστών, μια απλή ανόητη απόφαση–
αρκούσε για να μετατρέψει ολόκληρη την υφή της πραγματικότητας. Όποια κι αν ήταν η λογική,
πάντα μισούσε αυτό το σημάδι. Γιατί όχι ένα όπλο ή ένα κέρατο δαίμονα; Κάτι που έλεγε... ναι, που
έλεγε Είμαι Άντρας.
Ο Λούσιεν είχε αρκετές ανασφάλειες –δε χρειαζόταν περισσότερες.
Η Άνια έπεσε στα γόνατα και φίλησε ανάλαφρα τον αφαλό του, ακριβώς στο κάτω άκρο ενός
φτερού. Μετά, η ζεστή γλώσσα της ξεπρόβαλε και ακολούθησε το περίγραμμα του τατουάζ.
Ηλεκτρικές εκκενώσεις απλώθηκαν στις φλέβες του, στα όργανά του, ακόμα και στα κόκαλά του.
Άφησε το κεφάλι του να πέσει πίσω με μικρά μουγκρητά ηδονής. Χάιδευε την κορυφή του
κεφαλιού της, παροτρύνοντάς τη να συνεχίσει, αντί να τη βοηθήσει για να σηκωθεί.
«Πόσες γυναίκες έχουν λατρέψει αυτό το υπέροχο σώμα;» του ψιθύρισε. Ένα δευτερόλεπτο
αργότερα, τα νύχια της σέρνονταν στο μηρό του.
«Όχι πολλές», παραδέχτηκε. Η Μαράια ένιωθε έξαψη μαζί του, αλλά παράλληλα τον φοβόταν
λίγο.
Δεν την είχε κατηγορήσει γι’ αυτόν το φόβο. Την είχε γνωρίσει μόλις ένα δυο αιώνες μετά την
κατάληψή του από το δαίμονα, όταν είχε μόλις μάθει να τον ελέγχει, κι ήταν ακόμα λίγο βίαιος.
Ωστόσο ήταν επίσης ένας γοητευτικός άντρας, ικανός να προσφέρει ηδονή σε οποιαδήποτε γυναίκα.
Η Μαράια του είχε ρίξει μια ματιά και είχε αποφασίσει πως ήταν εκείνος που αναζητούσε· το ίδιο
είχε αποφασίσει κι ο Λούσιεν, επειδή η Μαράια αντιπροσώπευε την τρυφερότητα που πάντα
λαχταρούσε. Είχαν κάνει έρωτα αμέσως· εκείνη ήταν χήρα –και ευτυχισμένη που είχε έναν
πολεμιστή για να ικανοποιεί τις ανάγκες της και να την προστατεύει.
Αλλά μολονότι λαχταρούσε την προστασία του –οι λαφυραγωγοί, οι μισθοφόροι και η πανούκλα
αποτελούσαν τις μεγαλύτερες απειλές εκείνα τα χρόνια–, η Μαράια φοβόταν τη σκοτεινή πλευρά
του, φοβόταν πως θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή του εναντίον της. Ήταν πάντα επιφυλακτικός και
πρόσεχε κάθε πράξη και κάθε λέξη του. Με την Άνια, ο Λούσιεν είχε την ελευθερία να λειτουργεί
αυθόρμητα, επειδή εκείνη φαινόταν να απολαμβάνει τη δύναμή του και να γοητεύεται από την
υποβόσκουσα βία του.
«Θα προσποιηθώ ότι είμαι η πρώτη», του είπε. Τα μάτια της υψώθηκαν και αναζήτησαν τα δικά
του, γεμάτα έξαψη. «Εντάξει;»
«Είσαι πράγματι η πρώτη –τουλάχιστον σε ό,τι έχει σημασία».
Η Άνια χαμογέλασε με ευχαρίστηση. «Πόσος καιρός πέρασε για σένα, Λούσιεν; Εννοώ, από την
τελευταία φορά που πήγες με γυναίκα;»
«Χιλιάδες χρόνια», παραδέχτηκε εκείνος χωρίς ντροπή.
Τώρα τα μάτια της γούρλωσαν. «Σίγουρα θα αστειεύεσαι».
Ο Λούσιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν αστειεύομαι καθόλου».
«Μα... μα γιατί στερήθηκες εθελοντικά το σεξ; Δεν είσαι καταραμένος σ’ αυτό τον τομέα. Μη με
παρεξηγήσεις, δε διαμαρτύρομαι. Νομίζω ότι σε συμπαθώ ακόμα περισσότερο, ξέροντας ότι το
στερήθηκες όπως κι εγώ».
«Κι εγώ σε συμπαθώ».
«Γιατί όμως αρνήθηκες στο σώμα σου τις ανάγκες του;»
«Είμαι ο Θάνατος, Άνια. Μια καλύτερη ερώτηση είναι, γιατί επιτρέπω στον εαυτό μου να κάνει
έρωτα με μια γυναίκα, αφού ίσως αναγκαστώ κάποια μέρα να πάρω την ψυχή της;»
«Αλήθεια, γιατί μου κάνεις έρωτα;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
Έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, θαυμάζοντας το γεγονός ότι κάθε τούφα έμοιαζε με
μεταξωτή κορδέλα. «Επειδή δεν μπορώ να σου αντισταθώ».
Η Άνια ακούμπησε πάνω του και φίλησε την παλάμη του. «Ούτε εγώ μπορώ να σου αντισταθώ –
και χαίρομαι γι’ αυτό».
«Το ίδιο κι εγώ», της είπε. Η Άνια άξιζε την αναμονή τόσων αιώνων. Καμιά άλλη γυναίκα δεν
μπορούσε να συγκριθεί μαζί της.
«Νομίζω πως η αναμονή τέλειωσε και για τους δυο μας». Χωρίς να πάρει το βλέμμα της από
πάνω του, η Άνια υψώθηκε σαν Σελήνη στον ουρανό και πισωπάτησε μέχρι το κρεβάτι. Όταν τα
πόδια της άγγιξαν το στρώμα, κάθισε και σύρθηκε προς τα πίσω, με το σουτιέν και το σλιπ να
λάμπουν στο λιγοστό φως.
Μόλις βρέθηκε στο κέντρο του κρεβατιού, σταμάτησε και στηρίχτηκε στους αγκώνες της.
Τα πόδια της άνοιξαν... άνοιξαν... άνοιξαν, αποκαλύπτοντας την καρδιά της ύπαρξής της. Ο
Λούσιεν νόμισε πως η δική του καρδιά θα σταματούσε, καθώς έπινε με το βλέμμα την ομορφιά της.
Ήταν μια τέλεια εικόνα ήλιου και κρέμας, με έναν αφαλό που ήθελε να γευτεί. Η κοιλιά της ήταν
επίπεδη, οι μηροί της καλλίγραμμοι.
Τρέμοντας, ο Λούσιεν πλησίασε το κρεβάτι. Δεν είχε... Σταμάτησε απότομα και συνοφρυώθηκε.
Έβρισε. Ο Θάνατος ούρλιαξε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Άνια, καθώς συνοφρυωνόταν κι εκείνη.
«Ψυχές. Το μισώ όταν συμβαίνει σε κάτι τέτοιες στιγμές». Δυσκολευόταν να μιλήσει, επειδή ο
δαίμονας μούγκριζε στο μυαλό του.
«Λούσιεν...»
«Μη σαλέψεις, σε παρακαλώ». Εξαφανίστηκε, αφήνοντας το πνεύμα του να ακολουθήσει όποια
κατεύθυνση πρόσταζε ο δαίμονας. Υπήρχαν δυο ψυχές στην Κίνα που έπρεπε να ταξιδέψουν· τα
σώματά τους είχαν καταστραφεί από δηλητήριο.
Η μία προοριζόταν για τον ουρανό, η άλλη για την κόλαση. Η μια, φυσικά, τον ακολούθησε
πρόθυμα. Η άλλη πολέμησε και ούρλιαξε. Ο Λούσιεν είχε εξαγριωθεί που είχε αφήσει την Άνια και
παραλίγο να λιώσει την ψυχή με τις γροθιές του. Ο Θάνατος μούγκριζε σε όλο αυτό το διάστημα.
Τελικά, έχοντας τελειώσει τη δουλειά τους, μπορούσαν να επιστρέψουν.
Βλέποντας την Άνια, ο Λούσιεν αναστέναξε με ικανοποίηση. Ο Θάνατος ηρέμησε.
Δε χάιδευε τον εαυτό της τούτη τη φορά, αλλά τον περίμενε. Ο Λούσιεν μπορούσε να διακρίνει
ότι, μέσα από το σουτιέν, οι θηλές της ήταν σκληρές. Τα πόδια της παρέμεναν ανοιχτά και μπορούσε
να ξεχωρίσει την υγρασία που νότιζε το σλιπ.
Όταν τον είδε, η Άνια χαμογέλασε αργά. «Δεν ήθελα να τελειώσω χωρίς εσένα».
«Χαίρομαι». Ο Λούσιεν ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Η Άνια τον σταμάτησε φέρνοντας το ένα πόδι στο στομάχι του, πριν περάσει από πάνω της.
«Νομίζω ότι πρέπει να ορίσουμε μερικούς βασικούς κανόνες».
«Όχι κανόνες». Σήκωσε το πόδι της και φίλησε την καμάρα της πατούσας της.
Η Άνια έπεσε πίσω και πήρε μια απότομη ανάσα. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα κοιτάζω ευχαρίστως τα
πόδια μου».
Ο Λούσιεν έγλειψε την καμάρα.
«Ένας. Ένας κανόνας, λοιπόν». Η γλώσσα του βγήκε ξανά, ταξιδεύοντας πάνω από το μεγάλο
δάχτυλό της. Το δέρμα της ανατρίχιασε. «Ω θεοί», φώναξε. «Κανένας δε μου το έχει κάνει αυτό.
Ποιος θα περίμενε ότι μια τέτοια επαφή θα ήταν ευχάριστη; Ναι, ναι!»
Ένα κύμα κτητικότητας τον κυρίευσε. Το πάθος που διάβαζε στο πρόσωπό της θα τον κυνηγούσε
για πάντα, επειδή ήταν αγνό και ανόθευτο, χωρίς αναστολές. «Ποιος κανόνας; Συμφώνησα ήδη ότι
δε θα μπω μέσα σου».
«Όχι αυτό», είπε εκείνη, ανασηκώνοντας τους γοφούς της. «Γλείψε με ξανά».
Ο Λούσιεν υπάκουσε.
Η Άνια βόγκηξε.
«Ποιος κανόνας;»
«Α, ναι. Ο κανόνας μου». Έβγαλε το σουτιέν της και το πέταξε μακριά, για να προσγειωθεί πάνω
στο σωρό των στιλέτων. Οι ρώγες της ήταν μικρά ροζ κεράσια, προορισμένα για τη γλώσσα του.
Σφίγγοντας τα στήθη της, η Άνια ψέλλισε: «Κανένας από μας δε θα φύγει από τούτο το κρεβάτι
μέχρι να ικανοποιηθούμε και οι δυο μας. Αυτός είναι ο κανόνας μου».
Το τελευταίο πράγμα που περίμενε ν’ ακούσει ήταν αυτό. Το στομάχι του σφίχτηκε από κάτι που
αρνιόταν να κατονομάσει. «Συμφωνώ. Αρκεί κι εσύ να συμφωνήσεις σε ένα δικό μου κανόνα».
«Ποιον κανόνα;» τον ρώτησε καχύποπτα.
«Εδώ, σε τούτο το κρεβάτι, δε θα υπάρχουν καβγάδες». Ρούφηξε το μεγάλο δάχτυλό της στο
στόμα του, στριφογυρίζοντας τη γλώσσα του πάνω από την άκρη. «Μόνο έκσταση».
Τα δάχτυλά της έσφιξαν τα σεντόνια. «Συμφωνώ. Συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ!»
Ο Λούσιεν κατέβασε βιαστικά το σλιπ της και ξάπλωσε πάνω της. Ο ανδρισμός του ήταν ζεστός,
αλλά ο θηλυκός πυρήνας της ήταν ακόμα πιο ζεστός καθώς τον άφηνε να γλιστρήσει πάνω από
εκείνο το σημείο, φροντίζοντας να μην μπει μέσα της.
Η Άνια δεν υποχώρησε –αντίθετα, τον άφησε. «Ποτέ δεν έχω βρεθεί τόσο κοντά με έναν άντρα».
«Ούτε εγώ».
Ένα απαλό, κοφτό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της. «Γιατί σε εμπιστεύομαι; Θα έπρεπε να το
σκάζω με την πρώτη ευκαιρία –ειδικά από σένα».
Χλόμιασε όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει κι ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Τι συμβαίνει;»
Η αποφασιστικότητα ζωγραφίστηκε στα χαρακτηριστικά της καθώς τον κοιτούσε. «Τίποτα δε
συμβαίνει. Απλώς, δε σε εμπιστεύομαι. Αυτό ήθελα να πω. Επειδή, ειλικρινά, δε σημαίνεις τίποτα
για μένα πέρα από μερικές ευχάριστες στιγμές. Και γιατί σταμάτησες, γαμώτο; Δε σου έδωσα την
άδεια να σταματήσεις».
Είχε μιλήσει δυνατά, σκληρά, σχεδόν εκτοξεύοντας τις λέξεις. Τι έκανε; Ο Λούσιεν μπορεί να την
είχε πιστέψει χτες, ακόμα και πριν από μια ώρα, αλλά όχι τώρα. Δε θα την πίστευε όσο βρισκόταν
γυμνή από κάτω του, με το σώμα υγρό από τον πόθο της για κείνον.
Δεν είχε κοιμηθεί με τον Γουίλιαμ, ούτε είχε αφήσει το γοητευτικό άντρα να την αγγίξει
σεξουαλικά με οποιονδήποτε τρόπο. Κάλυπτε τις ανάγκες της με τον Λούσιεν και τον εμπιστευόταν
ότι δε θα έπαιρνε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να του δώσει. Ναι, λοιπόν. Ο Λούσιεν ήξερε πως
δεν εννοούσε όσα του είχε πει.
Ο Κρόνος, σκέφτηκε ξανά ο Λούσιεν, τρίζοντας τα δόντια. Αλλά ο Λούσιεν δεν την προκάλεσε
να του πει την αλήθεια· όχι τώρα. Μάντευε πως η Άνια τον εμπιστευόταν και πως ήξερε ότι δε θα
της έκανε κακό –αλλά πίστευε πως αν φερόταν έτσι θα τον βοηθούσε.
Σκύβοντας σιωπηλός, χούφτωσε το πιγούνι της και έστρεψε το κεφάλι της για ένα φιλί. Ένα βαθύ,
κατακτητικό φιλί. Στην αρχή, η Άνια δεν αντέδρασε –δεν προσπάθησε καν να τραβηχτεί. Μετά, η
γλώσσα της συνάντησε δοκιμαστικά τη δική του –απαλά, γλυκά. Την άκουσε να βογκά και τα
δάχτυλά της έσφιξαν τα μαλλιά του.
Καθώς απολάμβανε τη γεύση της φράουλας, τον πλημμύρισε μια αίσθηση βιασύνης. Σημάδεψέ
την. Άφησε το σαγόνι της και φυλάκισε το στήθος της. Δική μου.
Σημάδεψέ τη. Ναι, ναι. Δική μου. Έφερε τα χείλη του στο κέντρο του λαιμού της και ρούφηξε.
Ρούφηξε ξανά και ξανά. Η Άνια σφάδαζε χωρίς να απομακρύνεται· τα χέρια της έμειναν στα μαλλιά
του και τον κράτησε αιχμάλωτό της. Μια σειρά από κοφτές αναπνοές ξέφυγε από το στόμα της κι
ένιωσε τη θηλή της να ραμφίζει δυνατά την παλάμη του.
Όταν τελικά ο Λούσιεν σήκωσε το κεφάλι του, είδε πως υπήρχε μια μεγάλη πιπιλιά στο λαιμό της
που ήδη γινόταν μοβ. Η ικανοποίηση άνθισε μέσα του. «Την τελευταία φορά που ήμαστε μαζί δεν
αφιέρωσα πολύ χρόνο στα στήθη σου».
«Πράγματι». Τα νύχια της πέρασαν ανυπόμονα πάνω από το κεφάλι του κι ο Λούσιεν κατάλαβε
πως ήταν το ίδιο φλογισμένη και διψασμένη όσο εκείνος, χαμένη ήδη στη δίνη του πάθους. Τώρα
πια, δεν προσπαθούσε να τον αποθαρρύνει.
«Πρέπει να αποκαταστήσω τα πράγματα». Χαμηλώνοντας ξανά το κεφάλι, δοκίμασε πρώτα τη
μια θηλή και μετά την άλλη.
«Λούσιεν», ψέλλισε η Άνια.
«Μου αρέσει όταν προφέρεις το όνομά μου».
«Κι άλλο, Λούσιεν. Σε παρακαλώ, κι άλλο».
Ρουφώντας τις θηλές της, αφήνοντας τη γλώσσα του να γράψει κύκλους γύρω τους, το χέρι του
κατηφόρισε στο κορμί της. Τα πόδια της άνοιξαν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Ένα επιφώνημα ξέφυγε από τα χείλη της όταν το ακροδάχτυλό του βρήκε την κλειτορίδα της.
«Όχι... όχι διείσδυση... αλλά ίσως...»
«Ξέρω. Δεν πρέπει να τα βυθίσω μέσα, όσο πιο βαθιά μπορώ. Δεν πρέπει να σε αγγίξω μέχρι την
ψυχή σου. Δεν μπορούμε να γίνουμε ένα, αντί να είμαστε δύο. Δε θα νιώσω τα εσωτερικά
τοιχώματά σου να σφίγγονται γύρω μου».
Η Άνια έσφιξε τους ώμους του και τα νύχια της ήταν αιχμηρά. Το κεφάλι της τιναζόταν αριστερά-
δεξιά, σαν να φανταζόταν όλα όσα της είχε πει. Τα βλέφαρά της έκλεισαν σφιχτά και τα άσπρα
δόντια της βασάνισαν το κάτω χείλος της.
Γλυκέ ουρανέ, ήταν τόσο υγρή που είχε μουσκέψει το χέρι του.
«Μισώ την κατάρα μου», είπε βραχνά η Άνια.
«Κι εγώ τη μισώ. Μισώ τη δική μου κατάρα. Αλλά αν αυτή με έφερε κοντά σου, τότε θα αντέξω
και τις δυο κατάρες μέχρι το τέλος της αιωνιότητας». Την έτριψε, γράφοντας γρήγορους κύκλους,
και συνέχισε πιο αργά όταν διαπίστωσε πως η Άνια βρισκόταν κοντά στον οργασμό. Την άφησε να
ηρεμήσει και μετά επιτάχυνε ξανά το ρυθμό.
Μόνο όταν εκείνη κόντευε να τρελαθεί, ξεφωνίζοντας με τη δύναμη της ανάγκης της, φωνάζοντας
το όνομά του, παρακαλώντας, εκλιπαρώντας με απόγνωση, της πρόσφερε την ολοκλήρωση που
χρειαζόταν. Το κορμί της τινάχτηκε ολόκληρο. Τα δάχτυλά της μπήχτηκαν στο σώμα του με τόση
δύναμη ώστε, αν ήταν άνθρωπος, τα κόκαλά του θα έσπαζαν.
Όλο αυτό το διάστημα, ο Λούσιεν παρακολουθούσε το πρόσωπό της. Τον τρόπο που άνοιγαν τα
χείλη της και η ανάσα της γινόταν κοφτή. Τον τρόπο που η υπέροχη ηδονή και η απόλυτη
ικανοποίηση κάλυπταν κάθε άλλη έκφραση. Τον τρόπο που τα βλέφαρά της άνοιγαν εκστατικά, λες
και έβλεπε άστρα γύρω της.
Όταν έμεινε ακίνητη, ο Λούσιεν ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος της, ακούγοντας την καρδιά
της να χτυπά δυνατά. Το δέρμα της είχε γίνει ολισθηρό από τον ιδρώτα και το πάθος. Κι ο ίδιος ήταν
έτοιμος να εκραγεί, αλλά δεν ήθελε να καταστρέψει τούτη τη στιγμή.
Η Άνια τον γύρισε ανάσκελα, ωστόσο, και του χαμογέλασε. «Και τώρα θα σου δείξω πόσο κακό
κορίτσι μπορώ να γίνω». Άπλωσε το χέρι ανάμεσα στα πόδια της, νότισε τα δάχτυλά της με τους
χυμούς της και μετά έπιασε τον ανδρισμό του.
Άρχισε να ανεβοκατεβάζει το χέρι της σε μια υγρή λαβή που τον τρέλαινε. Ξαπλώνοντας, άρπαξε
το προσκέφαλο και προσπάθησε να παραμείνει ακίνητος. Είχε ερεθιστεί πολλές φορές μέσα στην
τελευταία βδομάδα και τώρα το σώμα του σχεδόν έκλαιγε από ανακούφιση καθώς η Άνια του χάριζε
ηδονή.
Τα δάχτυλά της γλιστρούσαν πάνω από τον ανδρισμό του με κάθε κίνηση προς τα πάνω,
σφίγγοντας και παίζοντας. «Άνια», ψέλλισε εκείνος λαχανιασμένος.
«Μμμμ, κατάλαβα τι εννοείς για το όνομα». Καθώς μιλούσε, το άλλο της χέρι τον χάιδευε
χαμηλά. «Μου αρέσει. Πες ξανά το δικό μου».
«Άνια, θα... θα...»
«Κάν’ το. Φτάσε σε ολοκλήρωση για μένα. Θέλω να το δω».
Ο Λούσιεν ανασήκωσε τη λεκάνη του. «Μη σταματάς. Μη σταματάς».
«Δε θα σταματήσω. Δώσε μου αυτό που θέλω», μουρμούρισε τρυφερά. Το χέρι της κατέβηκε
τόσο χαμηλά ώστε δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο την απόλαυση.
Τεντώθηκε και το ζεστό υγρό εκτοξεύτηκε από τον ανδρισμό του στους μυώνες της κοιλιάς του.
Βόγκηξε, ξανά και ξανά και ξανά: «Άνια!»
«Κι άλλο». Το χέρι της συνέχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει. «Όλο. Κάθε σταγόνα».
Οι μυώνες του τεντώνονταν και χαλάρωναν, τεντώνονταν και χαλάρωναν. Οι γοφοί του είχαν
σηκωθεί όσο πιο ψηλά μπορούσαν από το κρεβάτι και οι φτέρνες του βυθίζονταν στο στρώμα. Το
θεωρούσε αδύνατο, αλλά ολοκλήρωσε ξανά καθώς το μυαλό του χανόταν σε μια μαύρη τρύπα
ηδονής που τον ρουφούσε με αλλεπάλληλα κύματα απόλαυσης.
«Είναι ωραίο... πολύ ωραίο», μουρμούρισε.
Τελικά, εξαντλημένος, κατέρρευσε στο στρώμα. Η Άνια τον καθάρισε με μια πετσέτα πριν
σκαρφαλώσει πάνω του και κουρνιάσει στο πλευρό του. Την αγκάλιασε, κρατώντας την αιχμάλωτη
στο κορμί του. Ρώτησέ τη για το κλειδί.
Όχι. Όχι τώρα.
Μια ολόκληρη ζωή είναι πιο σημαντική από μια απλή στιγμή.
Πράγματι. Άνοιξε το στόμα του για να της ζητήσει να του πει για το κλειδί, αλλά τα λόγια
αρνήθηκαν να σχηματιστούν καθώς το κορμί της κολλούσε περισσότερο πάνω στο δικό του. Η Άνια
έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε με ικανοποίηση.
Όχι, τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τούτη τη στιγμή. Λίγο αργότερα είχε αποκοιμηθεί μ’ ένα
χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Δεν πέρασε ούτε μια μέρα και έπεσα ήδη στο κρεβάτι μαζί του, σκέφτηκε η Άνια καθώς βολευόταν
καλύτερα στο σώμα του Λούσιεν ενώ εκείνος κοιμόταν.
Είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, είχε προσπαθήσει να τον κρατήσει σε απόσταση –αλλά εκείνος
ήταν πολύ τρυφερός, κατακτητικός και ακαταμάχητος, που να πάρει η ευχή. Η ζήλια του για τον
Γουίλιαμ... Θεοί, θα μπορούσε να φτάσει σε οργασμό παρακολουθώντας απλά τον Λούσιεν να
προσπαθεί να συγκρατήσει την οργή του.
Είχε προσπαθήσει να προσποιηθεί ότι ο Λούσιεν δε σήμαινε τίποτα για κείνη, λέγοντας τρομερά
πράγματα που είχε βγάλει με το ζόρι από το στόμα της, μόνο και μόνο επειδή ο Κρόνος ο
Ηδονοβλεψίας μπορεί να τους παρακολουθούσε, αλλά δεν είχε καταφέρει να απομακρυνθεί όταν ο
Λούσιεν της είχε ζητήσει να διαλέξει τον τόπο που θα έκαναν έρωτα.
Μετά από όσα είχαν γίνει σε τούτο το κρεβάτι, δεν ήξερε πια τι να κάνει με τον Κρόνο ή πώς να
τον παραπλανήσει σχετικά με τα πραγματικά συναισθήματά της για τον Λούσιεν. Τώρα πια, δεν
υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί ό,τι αισθανόταν. Ένα κομμάτι του εαυτού της χαιρόταν· δεν
μπορούσε να πληγώσει ξανά τον Λούσιεν –απλά, δεν μπορούσε. Την περασμένη βδομάδα είχε γίνει
κάτι σημαντικό για κείνη –ένας άντρας που ήθελε να λατρεύει.
Ο Λούσιεν αναδεύτηκε στην αγκαλιά της μουρμουρίζοντας, πριν ανασηκωθεί απότομα και
συνοφρυωθεί.
Η Άνια συνοφρυώθηκε κι εκείνη. «Τι συμβαίνει;»
«Με καλούν», μουρμούρισε εκείνος νυσταγμένα.
Δεν περίμενε την απάντησή της· απλά εξαφανίστηκε. Ο πανικός την πλημμύρισε όταν, μετά από
μισή ώρα, ο Λούσιεν δεν είχε γυρίσει ακόμα. Τον είχαν καλέσει ψυχές ή ο Κρόνος; Μήπως έπρεπε
να τον αναζητήσει; Αλλά από πού θα ξεκινούσε να ψάχνει, που να πάρει;
Ξαφνικά ο Λούσιεν εμφανίστηκε, σώος και αβλαβής, και κουλουριάστηκε δίπλα της. Η υπέροχη
ζεστασιά του την πλημμύρισε καθώς έκλεινε τα μάτια και αναστέναζε. «Ανόητες ψυχές»,
μουρμούρισε. Δεν ακουγόταν πια νυσταγμένος· ακουγόταν θλιμμένος. Και λίγο αναστατωμένος.
«Γιατί αντιστέκονται;»
Ανακουφισμένη, η Άνια χαλάρωσε πάνω του και σχημάτισε με το δάχτυλο καρδιές στο στήθος
του. Τις ελάχιστες φορές που τον είχε δει να αναλαμβάνει τα καθήκοντα συνοδού ψυχών, είχε
τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά. Ήθελε πολύ να μάθει τι ήταν εκείνο που τον είχε κρατήσει μακριά για
τόση ώρα απόψε –και τώρα μπορούσε να μαντέψει. Οι νεκροί ήταν πάρα πολλοί. «Προειδοποίησέ με
την επόμενη φορά και θα έρθω μαζί σου».
Άνοιξε τα μάτια του για να τη μελετήσει. «Γιατί θέλεις να επισκεφθείς την κόλαση;»
Για να μη χρειάζεται να μεταφέρεις το βάρος μόνος σου, σκέφτηκε η Άνια, αλλά είπε απλά:
«Μπορεί να είναι διασκεδαστικό».
«Σε διαβεβαιώνω πως δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό». Χάιδεψε το μπράτσο της κι η Άνια είδε
ένα κόψιμο που επουλωνόταν στον καρπό του.
Μήπως τον είχε τραυματίσει κάποιο από τα πνεύματα; Αν ναι, ήταν τυχερό που είχε ήδη πεθάνει.
«Απλώς πάρε με, εντάξει; Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ, με κερασάκι στην κορυφή. Θέλω να
έρθω».
Η παλάμη του αναπαύτηκε στο στήθος της και φίλησε το σημάδι που είχε αφήσει στο λαιμό της.
«Να σε πάρω. Μμμμ, μου αρέσει η έκφραση». Ο ανδρισμός του φούσκωσε και πίεσε το ευαίσθητο
σημείο της.
Βογκώντας, η Άνια άνοιξε τα πόδια της. «Δεν εννοούσα αυτό, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που
σκέφτεσαι».
Εκείνος γέλασε και συνέχισε να της χαρίζει ηδονή, οδηγώντας τη σε έναν ακόμα οργασμό. Μόνο
αργότερα η Άνια συνειδητοποίησε ότι ο Λούσιεν δεν της είχε απαντήσει.

Κεφάλαιο 14
Ο Πάρις άνοιξε αργά τα βλέφαρά του. Ήταν βαριά, σαν να τα κρατούσαν κλειστά τεράστια βράχια.
Το στόμα του ήταν στεγνό και στυφό, σαν να είχε πεθάνει κάτι μέσα του, και το δέρμα του τον
έτρωγε. Οι αστράγαλοι και οι καρποί του ήταν περικυκλωμένοι από κάτι κρύο και βαρύ.
Τι στην οργή τον είχε πιάσει; Πού βρισκόταν; Δε θυμόταν να είχε συμφωνήσει να παίξει
σαδομαζοχιστικά παιχνίδια με την... τέλος πάντων, όπως κι αν την έλεγαν.
«Ωραία, ξύπνησες επιτέλους».
Αναγνώρισε εκείνη τη γλυκιά, αθώα φωνή, αλλά δεν μπορούσε να την ταιριάξει με κάποιο
πρόσωπο. Συνοφρυώθηκε. Άσπρα φώτα αναβόσβηναν μπροστά του και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα
καθώς τα μάτια του δάκρυζαν. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως είχε φιλήσει μια
γυναίκα. Τα ζεστά, μελιά μάτια της και τα καστανά μαλλιά της σχηματίστηκαν επιτέλους στη μνήμη
του. Φακίδες, ένα μάλλον άσχημο πρόσωπο.
Φιλούσε τούτη τη γυναίκα –πώς την έλεγαν;– και μετά είχε πέσει ξερός. Σωστά;
«Πάρη», είπε εκείνη και τώρα η φωνή της θύμιζε ατσάλι. Ξαφνικά, καθόταν στα κότσια της
μπροστά του.
Το άσχημο πρόσωπο που θυμόταν βρισκόταν τώρα μπροστά στα μάτια του. Έτριψε με ένα χέρι
που έτρεμε το πρόσωπό του, προσπαθώντας να προσανατολιστεί καλύτερα. Αλυσίδες κροτάλισαν,
τραβώντας το μπράτσο του. Μήπως η γυναίκα... Μπα, δεν ήταν δυνατό. Δεν είχε τη δύναμη να τον
ρίξει αναίσθητο.
Πρέπει να τους είχαν επιτεθεί Κυνηγοί.
«Μας κλείδωσαν;» Η φωνή του ήταν σπασμένη. Μια πυκνή ομίχλη σκέπαζε το μυαλό του και
δυσκολευόταν να τη διαλύσει. Είχε περάσει πολύ καιρό χωρίς σεξ –κι αυτό εξηγούσε την αδυναμία
του και το γεγονός ότι τον είχαν εξουδετερώσει.
«Εγώ σε κλείδωσα», του είπε εκείνη, αναστενάζοντας.
Τι έκανε, λέει; Παρά την ομίχλη στο μυαλό του, της αφιέρωσε ολόκληρη την προσοχή του. Τα
μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε μια συντηρητική κοτσίδα. Οι φακίδες της καλύπτονταν με
μακιγιάζ και τα μάτια της μεγέθυναν χοντρά γυαλιά μυωπίας.
Εκείνη τη στιγμή, ο ανδρισμός του σκλήρυνε λαχταρώντας τη. «Γιατί με κλείδωσες;»
«Δεν μπορείς να μαντέψεις;» Η γυναίκα άπλωσε το χέρι και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι,
μελετώντας το λαιμό του. Το δάχτυλό της άγγιξε ένα πονεμένο σημείο. Ο Πάρις μάντεψε πως ήταν
τρύπημα βελόνας –και η απάντηση στην ερώτησή της σχηματίστηκε αυτόματα.
«Είσαι εχθρός μου». Μολονότι το αίμα του πάγωσε, όλα τα κύτταρά του αναπήδησαν με το
άγγιγμά της, λαχταρώντας περισσότερα. Αλλά εκείνη δε φαινόταν να ερεθίζεται καθόλου από την
παρουσία του. Η συμπεριφορά της ήταν καθαρά επαγγελματική.
«Ναι. Η πληγή δε θεραπεύεται», είπε η γυναίκα συνοφρυωμένη. «Δεν ήθελα να σε καρφώσω τόσο
δυνατά. Γι’ αυτό και μόνο, συγνώμη».
Συγνώμη; Μη χειρότερα. Μπορούσε να θυμηθεί το φιλί τους. Τη ζεστή μικρή γλώσσα της στο
στόμα του... τα στήθη της στα χέρια του, μικρά αλλά ευαίσθητα... και ένα διαπεραστικό πόνο. Τα
μάτια του μισόκλεισαν καθώς την κοιτούσε. «Με ξεγέλασες. Έπαιξες θέατρο».
Και πάλι: «Ναι».
«Γιατί; Και μη μου πεις πως είσαι Δόλωμα. Δεν είσαι αρκετά όμορφη». Το είπε μόνο και μόνο για
να φανεί σκληρός.
Τα μάγουλά της έγιναν σκούρα κόκκινα, με αποτέλεσμα να γίνει από άσχημη όμορφη,
διαψεύδοντας τα λόγια του. «Όχι, δεν είμαι Δόλωμα. Ή, μάλλον, δε θα ήμουν Δόλωμα για κανέναν
άλλο πολεμιστή εκτός από σένα. Εσύ, όμως, δε νοιάζεσαι ποια πηδάς –έτσι δεν είναι, Ακολασία;»
Κάθε λέξη χρωματιζόταν από αηδία.
Η ματιά του την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Προφανώς, όχι».
Το χρώμα στα μάγουλά της έγινε πιο βαθύ και ο ανδρισμός του μεγάλωσε μερικούς ακόμα
πόντους. Ηρέμησε, αγόρι μου.
«Δε φοβάσαι πως θα σου κάνω κακό;» τη ρώτησε απαλά.
«Όχι». Η γυναίκα ανασήκωσε τα φρύδια της. «Δεν έχεις τη δύναμη –το φρόντισα».
Μην της πας κόντρα, ηλίθιε. Αποπλάνησέ την, πάρε πίσω τη δύναμή σου και κοπάνα την.
Ανάγκασε το πρόσωπό του να μαλακώσει και την κοίταξε με πάθος. Δυστυχώς, δε χρειαζόταν να
προσποιηθεί το πάθος. «Σου άρεσε όσο ήσουν στην αγκαλιά μου. Παραδέξου το. Ξέρω τις γυναίκες
και ξέρω το πάθος. Είχες φλογιστεί ολόκληρη για μένα».
«Βούλωσέ το», πέταξε εκείνη.
Συναίσθημα. Έξοχα. «Θέλεις να το κάνουμε πριν έρθουν οι φίλοι σου;»
Η γυναίκα έτριξε τα δόντια της και ανασηκώθηκε, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσά τους.
Χωρίς εκείνη μπροστά του να αποσπά την προσοχή του, ο Πάρις μπόρεσε να μελετήσει το δωμάτιο.
Ή μάλλον τη φυλακή. Χώμα αντί για δάπεδο, καγκελόφραχτα παράθυρα.
Ξεφύσησε με δυσφορία –μια δυσφορία που προοριζόταν αποκλειστικά για τον εαυτό του. Έπρεπε
να ξέρει καλύτερα. Είχε μάθει να κινείται προσεκτικά, αλλά είχε φερθεί απρόσεκτα και ηλίθια.
Ουσιαστικά, είχε φορέσει ένα φιόγκο σαν δώρο και είχε παραδώσει τον εαυτό του στους Κυνηγούς
με μια ευχαριστήρια κάρτα. Πόσο θα γελούσαν μαζί του οι άλλοι πολεμιστές όταν το μάθαιναν!
«Δηλαδή είσαι Κυνηγός, ε;»
«Αν με τη λέξη Κυνηγός εννοείς φρουρός όλων όσων είναι καλά, δίκαια και τίμια, τότε ναι».
Αρνούμενη να τον κοιτάξει, έβγαλε το ρολόι της και του έδειξε το τατουάζ με το σύμβολο του
απείρου που ήταν χαραγμένο από κάτω. «Με συνάρπαζαν οι δαίμονες και τα διαβολικά εγκλήματά
τους σε όλη τη ζωή μου· αγόραζα συνέχεια βιβλία για δαύτους, παρακολουθούσα συνέδρια και
σεμινάρια. Αυτοί οι άνθρωποι με προσέγγισαν πριν από ένα χρόνο περίπου και μου ζήτησαν να
ενταχθώ στην οργάνωσή τους. Είπα ναι και δεν το μετάνιωσα ποτέ».
Το σύμβολο έπρεπε να τον αηδιάζει· πάντα του προκαλούσε μια τέτοια αντίδραση στο παρελθόν.
Τούτη τη φορά, η γλώσσα του λαχταρούσε να ακολουθήσει το μισητό σχήμα. «Και τι ελπίζεις να
κάνεις μαζί μου;» τη ρώτησε. Δεν είχε πανικοβληθεί. Ακόμα. Πριν από εκατοντάδες χρόνια, μερικοί
Κυνηγοί τον είχαν στριμώξει –αλλά είχε καταφέρει να ξεφύγει με λίγα μόνο τραύματα.
Τούτη τη φορά θα συνέβαινε το ίδιο· θα το φρόντιζε προσωπικά.
«Θα σε κάνουμε πειραματόζωο. Θα σε παρατηρήσουμε. Θα σε χρησιμοποιήσουμε σαν δόλωμα
για να πιάσουμε κι άλλους δαίμονες. Και μετά θα βγάλουμε το δαίμονά σου όταν βρούμε το Κουτί
της Πανδώρας, θα σε σκοτώσουμε και θα παγιδεύσουμε το τέρας μέσα του». Για μια ακόμα φορά,
μιλούσε πολύ απλά, σαν να συζητούσαν τι θα έτρωγαν για βραδινό.
Ο Πάρις συνοφρυώθηκε. «Αυτό είναι όλο;»
«Για την ώρα».
«Τότε μπορείς να με σκοτώσεις, γλυκιά μου. Οι φίλοι μου δεν πρόκειται να παραδοθούν για να
σώσουν εμένα». Αντίθετα, θα σκότωναν όλους σε τούτο το κτίριο.
«Θα το δούμε –έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η γυναίκα, επιθετικά.
Σταμάτησε να της πηγαίνεις κόντρα. Έπρεπε να φλερτάρει αυτή την εχθρά –με οποιοδήποτε μέσο.
Μόλις ολοκλήρωνε μέσα της, θα είχε τη δύναμη να σκοτώσει όποιον στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο
του. Ακόμα κι εκείνη. Σκύλα.
Γιατί δεν του είχαν δώσει το πνεύμα της Βίας, όπως στον Μάντοξ; Δε θα χρειαζόταν να βασιστεί
σε τίποτε άλλο εκτός από το θυμό για να αποκτήσει δύναμη. Ανάθεμα το δαίμονα της Ακολασίας.
Σκέτος μπελάς ήταν.
Λίγες φορές, πάνω στην απόγνωσή του, ο δαίμονας τον είχε αναγκάσει να στραφεί σε... Μην το
σκέφτεσαι. Όχι τώρα, όχι όταν πρέπει να είσαι ερεθισμένος. «Αγάπη μου», είπε, χρησιμοποιώντας
την πιο γλυκιά φωνή του, «συγνώμη αν πλήγωσα τα συναισθήματά σου πριν από λίγο. Ήμουν
θυμωμένος και ξέσπασα πάνω σου». Φρόντισε να μαλακώσει ξανά την έκφρασή του, αφήνοντας τα
βλέφαρά του να κατέβουν και τα χείλη του να χαλαρώσουν, σαν να ετοιμαζόταν για ένα φιλί.
Εκείνη ίσιωσε με τα χέρια τα άχαρα μαλλιά της και κοίταξε τα άσπρα παπούτσια του τένις που
φορούσε. «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Είσαι σκλάβος της διαβολικής φύσης σου».
Είχε πει πως ήταν Κυνηγός μόνο για ένα χρόνο. Ήταν μωρό, αφελής. Οποιαδήποτε άλλη Κυνηγός
θα είχε καταλάβει τι πήγαινε να κάνει και θα τον είχε αφήσει μόνο. Θα τον καταριόταν, θα τον
χαστούκιζε. Σίγουρα δε θα άφηνε να φανεί πόσο ευάλωτη ήταν.
«Πιστεύω πως είσαι όμορφη», της είπε. Δυστυχώς, ήταν αλήθεια.
«Λες ψέματα».
«Όχι. Λίγο πριν έλεγα ψέματα, όταν σε είπα άσχημη. Σε ήθελα από την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Φανταζόμουν το γυμνό σώμα σου στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι σου ριγμένο πίσω και τα χέρια
σου... ω, αυτά τα χέρια...» Η ματιά του τα αναζήτησε. Ναι. Ήταν τόσο λεία και τέλεια όσο τα
θυμόταν. «Τα χέρια σου αναζητούσαν τη ζεστασιά και την υγρασία ανάμ εσα στους μηρούς σου, μη
μπορώντας να με περιμένουν άλλο».
Καθώς μιλούσε, πρόβαλλε τις εικόνες στο μυαλό της. Αυτό ήταν το μοναδικό πλεονέκτημα του
δαίμονα· μπορούσε να ακολουθήσει τους τονισμούς της φωνής του και να μπει στο μυαλό των
θνητών, δείχνοντας στις ακροάτριες αυτό ακριβώς που περιέγραφε ο Πάρις.
Τις περισσότερες φορές, δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει τούτο το χάρισμα. Μετά, οι τύψεις τον
λύγιζαν. Έκανε τους ανθρώπους να λαχταρούν κάτι που φυσιολογικά δε θα λαχταρούσαν, όπως
ακριβώς του είχε κάνει ο δαίμονας. Αλλά τούτη η γυναίκα ήταν Κυνηγός και δε χρειαζόταν να νιώθει
άσχημα.
«Μη... μη μιλάς έτσι», του ψιθύρισε. Ένα ρίγος απλώθηκε στο κορμί της.
«Όταν πλησιάζεις τον οργασμό, θα σε αγγίξω με τη γλώσσα μου, ακριβώς ανάμεσα στα πόδια
σου. Θα ξεφωνίσεις το όνομά μου».
Η ανάσα της έγινε ακανόνιστη· οι θηλές της σκλήρυναν κάτω από το πουκάμισο –ένα λευκό
πουκάμισο που δεν κατάφερνε να κρύψει τη δαντέλα του σουτιέν της. Ένα απρόσμενο δείγμα
θηλυκότητας, αφού ήταν ντυμένη σαν σεξουαλικά στερημένη γεροντοκόρη. Γιατί;
Φορούσε φαρδύ μαύρο παντελόνι που δεν την κολάκευε καθόλου και τα παπούτσια του τένις
ήταν απλά και αντρικά.
«Θα μπω μέσα σου μέχρι τη ρίζα και μετά θα γυρίσω ανάσκελα και θα περάσεις από πάνω μου».
«Μη λες τέτοια», τον μάλωσε ξέπνοη. Τράβηξε το γιακά του πουκαμίσου της. «Είσαι ο διάβολος
και... και...»
«Και ένας άντρας που λαχταρά το άγγιγμά σου». Ήταν πολλά πράγματα, αλλά δεν ήταν διάβολος.
Δε σκότωνε αδιάκριτα, δε βίαζε. Εκείνος κι οι φίλοι του άφηναν χρήματα στη Βουδαπέστη,
ενισχύοντας την οικονομία της, και πρόσφεραν τρόφιμα στους άπορους. Αυτό κάτι σήμαινε, σωστά;
Οι Κυνηγοί ήταν διαβολικοί, που έβλεπαν τον κόσμο άσπρο ή μαύρο για να δικαιολογήσουν την
ανελέητη αναζήτηση της «Ουτοπίας», διαλύοντας κάθε άνθρωπο που στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο
τους.
Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία.
«Τώρα σε φαντάζομαι γυμνή», είπε, αναγκάζοντας τον εαυτό του να συνεχίσει. «Το δέρμα σου
είναι αναψοκοκκινισμένο, οι θηλές σου σκληρές, η υγρασία στάζει ανάμεσα στα πόδια σου».
Με ένα επιφώνημα, η γυναίκα έκλεισε τα μάτια. «Σ-σταμάτα. Σε παρακαλώ».
«Λαχταράς το άγγιγμα ενός άντρα, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;» Πώς στα κομμάτια την έλεγαν;
Δε θυμόταν ποτέ ονόματα. Μπορούσε να κάνει έρωτα με κάθε γυναίκα μόνο μια φορά κι έτσι δεν
είχε νόημα να θυμάται ονόματα. Κι έπειτα, δεν ήθελε να φωνάξει μια γυναίκα με λάθος όνομα πάνω
στο αποκορύφωμα του πάθους. Οι γυναίκες συνήθιζαν να προσβάλλονται με κάτι τέτοια. «Έλα εδώ.
Άφησέ με να σου δώσω αυτό που χρειάζεσαι».
«Δεν είναι σωστό», ψιθύρισε εκείνη, αλλά τον πλησίασε περισσότερο.
Το τράτο στις αλυσίδες του ήταν ελάχιστο κι έτσι δεν μπορούσε να απλώσει το χέρι. Θα έπρεπε
να την πείσει να κάνει εκείνη όλη τη δουλειά. «Έχω ερεθιστεί από σένα. Ο ανδρισμός μου είναι
σκληρός για σένα. Μόνο για σένα».
Το δέρμα της ανατρίχιασε.
Καθώς ο ερεθισμός μαλάκωνε το πρόσωπό της, ήταν σχεδόν όμορφη. Οι βλεφαρίδες της ήταν
μακριές, οι πιο μακριές που είχε δει στη ζωή του, πυκνές και απλωμένες σαν ουρά παγονιού. «Πιάσε
τα στήθη σου για μένα. Αναζητούν ένα άγγιγμα».
Σαν υπνωτισμένη, η γυναίκα σήκωσε τα χέρια και έκανε ό,τι την είχε προστάξει. Άλλο ένα
επιφώνημα δραπέτευσε από το λαιμό της. «Ω Θεέ μου».
«Μπράβο. Πολύ όμορφα».
«Δε... δε...»
Μην της προσφέρεις χρόνο να σκεφτεί. Αλλά όσο την παρακολουθούσε, έχανε την
αυτοσυγκέντρωσή του. «Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου και χώσε μέσα το χέρι σου για μένα. Και
κάτω από το σλιπ σου. Άγγιξε το τρυφερό σου λουλουδάκι... Άπλωσε την υγρασία σου τριγύρω».
Η γυναίκα άρχισε να κάνει ό,τι ζητούσε, αλλά πάγωσε με το χέρι πάνω από την επίπεδη κοιλιά
της. «Δεν μπορώ. Δεν πρέπει».
«Μπορείς και πρέπει. Το θέλεις –ξέρεις ότι το θέλεις. Θα νιώσεις πολύ όμορφα».
«Όχι, δεν...» Η γυναίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ο τρόμος φάνηκε στα μάτια της, σαν
να ήθελε λίγα δευτερόλεπτα για να ξεφύγει από την επίδρασή του.
Η σύγχυση και το σοκ τον τάραξαν. Κανονικά, δεν έπρεπε να είναι σε θέση να του αντισταθεί.
«Έλα, η κλειτορίδα σου λαχταρά το άγγιγμά σου, γλυκιά μου. Αλλά αν δε θέλεις να αγγίξεις τον
εαυτό σου, έλα πιο κοντά και θα σε φιλήσω εκεί ακριβώς. Θα σε φιλήσω μέχρι να ξεφωνίσεις».
Η γυναίκα περπατούσε προς το μέρος του πριν προλάβει να προφέρει την τελευταία λέξη. Ο
Πάρις ξεφύσησε με ανακούφιση. Είχε... σχεδόν... φτάσει... «Λίγο ακόμα, γλυκιά μου. Λίγο πιο
κοντά».
Ωστόσο, λίγο πριν τον φτάσει και πριν προλάβει ο Πάρις να κατεβάσει το παντελόνι της και να
βυθίσει τη γλώσσα του μέσα της –όπου θα αρνιόταν να της προσφέρει οργασμό αν δεν καθόταν
πάνω του–, η γυναίκα πάγωσε ξανά.
«Με λες συνέχεια γλυκιά μου και γλυκιά μου».
«Επειδή είσαι πραγματικά γλυκιά. Δεν μπορώ να σε φτάσω έτσι», είπε, προσπαθώντας να μην
κλαψουρίσει. «Λίγο ακόμα», επανέλαβε. «Σε χρειάζομαι πάρα πολύ».
«Πώς με λένε;» Τώρα δεν ακουγόταν τόσο ξέπνοη.
Ο Πάρις έσφιξε τα δόντια κι ο πανικός τον πλημμύρισε. «Τι σημασία έχει ένα όνομα; Με θέλεις
και σε θέλω».
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε και έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν ξέρεις καν το όνομά μου και θέλεις να
κοιμηθείς μαζί μου;»
«Δε θα κοιμόμουν μαζί σου».
«Μου είπαν να μη σε εμπιστευτώ. Μου είπαν να μη σε πλησιάσω».
Ο πανικός του γιγαντώθηκε κι οι ελπίδες του εξανεμίστηκαν. «Γλυκιά μου, ας...»
«Βούλωσέ το!» Μορφάζοντας, η γυναίκα έτριψε τους κροτάφους της. «Δεν ξέρω πώς το έκανες,
πώς με υποβίβασες έτσι, και τούτη τη στιγμή δε με νοιάζει καθόλου. Αλλά μην τολμήσεις να το
ξανακάνεις –ποτέ, ακούς;–, διαφορετικά δε θα περιμένω να βρούμε το κουτί πριν σε σκοτώσω».
Ξεμάκρυνε βιαστικά, άνοιξε τη σιδερόφραχτη πόρτα και την έκλεισε με δύναμη πίσω της,
κλειδώνοντάς τον μέσα. Μόνο.
Για να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο. Γαμώτο.

Ο Μάντοξ μετέφερε ένα δίσκο με φαγητό στο μπουντρούμι. Δεν του άρεσε καθόλου που ο Έρον
έπρεπε να παραμένει περιορισμένος, αλλά όπως οι άλλοι πολεμιστές δεν είχε άλλη λύση. Ο Έρον
ήταν κάποτε ένας από τους πιο δυναμικούς συντρόφους του. Εκρηκτικός αλλά αφοσιωμένος, πότε
αυστηρά συγκρατημένος όπως ο Λούσιεν και πότε ευέξαπτος όπως ήταν κάποτε ο Μάντοξ.
Ο Μάντοξ γέλασε καθώς θυμόταν. Εκείνος κι ο Έρον μονομαχούσαν για εξάσκηση και
περνούσαν πολλές ώρες βελτιώνοντας τις επιδόσεις τους. Όταν ο Μάντοξ είχε χάσει τον έλεγχο του
δαίμονά του, ο Έρον ήταν εκείνος που τον είχε βοηθήσει να τον περιορίσει. Και τώρα ο Έρον ήταν
μια σκιά του παλιού εαυτού του. Άγριος, ανελέητος, γεμάτος μίσος.
Αν ελευθερωνόταν ο Έρον, θα σκότωνε τέσσερις αθώες γυναίκες, όπως τον είχαν προστάξει οι
θεοί. Κι αν σκότωνε αυτές τις γυναίκες, δε θα συνερχόταν ποτέ από το πάθος του αίματος που θα
τον καταλάμβανε. Ο Έρον ήξερε από την αρχή ότι η αφαίρεση αθώων ζωών θα τον έσπρωχνε πέρα
από το χείλος του γκρεμού.
Ο Μάντοξ ήξερε πολύ καλά τούτο το συναίσθημα.
Είχε σκοτώσει την Πανδώρα λίγα δευτερόλεπτα μετά την κυρίευση του σώματός του από το
δαίμονα της Βίας. Και είχε περάσει αμέτρητους αιώνες πληρώνοντας γι’ αυτό, πεθαίνοντας κάθε
βράδυ με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει εκείνη: τον μαχαίρωναν στο στομάχι έξι βασανιστικές
φορές. Μόνο που, αντίθετα με τη φτωχή την Πανδώρα, εκείνος πάντα ξυπνούσε το επόμενο πρωί,
ξέροντας ότι έπρεπε να πεθάνει ξανά.
Αλλά η Άσλιν τον είχε σώσει σε διαφορετικά επίπεδα, προσφέροντάς του ένα λόγο για να ζήσει.
Τώρα, η πολύτιμη γυναίκα του ήταν έγκυος στο παιδί του.
Όπως πάντα, η σκέψη έκανε την καρδιά του να τραγουδήσει και το στομάχι του να φτερουγίσει.
Άραγε τι είδους πατέρας θα γινόταν; Αγαπούσε ήδη το μωρό, ήξερε πως θα το προστάτευε ακόμα κι
αν χρειαζόταν να θυσιάσει τη ζωή του ή να τα βάλει με ολόκληρη την κόλαση.
Ήθελε την ίδια αίσθηση οικογένειας για τον Έρον. Αγάπη, συγχώρεση. Ελευθερία. Κι όμως,
αυτός ο άνθρωπος είχε κυριαρχηθεί απόλυτα από το πάθος της αιματοχυσίας. Ήταν αδύνατο να
εμπιστεύονται την παρουσία του κοντά στους πολεμιστές, στους φίλους και αδερφούς του –πόσο
μάλλον κοντά σε μια γυναίκα. Ο Μάντοξ δεν ήξερε λοιπόν πώς θα έβρισκε μια γυναίκα για να τον
δαμάσει.
Έγειρε απορημένος το κεφάλι του στο πλάι καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του μπουντρουμιού. Δεν
ακουγόταν κροτάλισμα αλυσίδων στα κάγκελα. Για πρώτη φορά μετά από βδομάδες, δεν
αντηχούσαν βρισιές στους τοίχους. Όλα ήταν απόκοσμα σιωπηλά. Άφησε το δίσκο στο πάτωμα και
πλησίασε βιαστικά.
Όταν έφτασε στο κελί του Έρον, ο Μάντοξ γεύτηκε ένα δήγμα ωμού φόβου. Τα κάγκελα είχαν
ανοίξει, λυγισμένα από μια τεράστια δύναμη.
Και ο Έρον είχε χαθεί.

Αναλαμβάνοντας καθήκοντα φρουρού, ο Ρέγιες περιπολούσε στη γεμάτη λειχήνες περίμετρο του
υπερβολικά ήσυχου, απωθητικού ρωμαϊκού ναού καθώς οι φίλοι του αναζητούσαν στοιχεία για τους
Ακατονόμαστους. Επειδή ο Λούσιεν και οι άλλοι ήξεραν από πού έπρεπε να ξεκινήσουν την
αναζήτηση των τεχνουργημάτων, οι άντρες του Σαβίν προσπαθούσαν τώρα να συγκεντρώσουν
πληροφορίες για τους Τιτάνες. Για τις αδυναμίες τους. Για τους εχθρούς τους.
Μολονότι ο ναός ήταν βυθισμένος στη θάλασσα, το αίμα εξακολουθούσε να λεκιάζει τους
τοίχους που είχαν απομείνει –τοίχους φτιαγμένους από ανθρώπινα οστά. Μέχρι τώρα, οι πολεμιστές
δεν είχαν βρει τίποτα. Δεν είχε λειτουργήσει καμιά προσπάθειά τους –ούτε καν όταν έκοψαν το
σώμα τους και έσταξαν φρέσκο αίμα στο βωμό. Ο Ρέγιες αναρωτήθηκε για εκατοστή φορά τι
ακριβώς συνέβαινε σε τούτο το ναό στη διάρκεια της χρυσής εποχής του. Μερικές φορές θα
ορκιζόταν πως άκουγε ουρλιαχτά που μετέφερε η αύρα.
Ο Λούσιεν είχε εμφανιστεί πριν από λίγο, περισσότερο χαλαρός και ικανοποιημένος από κάθε
άλλη φορά που τον είχε δει ο Ρέγιες. Μέχρι που φαινόταν ευτυχισμένος. Τι είχε προκαλέσει τούτη
την αλλαγή; Ό,τι κι αν ήταν, έκανε τον Ρέγιες να ζηλεύει. Να ζηλεύει και να χαίρεται για το φίλο του.
Ωστόσο, ακόμα κι η ευτυχισμένη διάθεση του Λούσιεν δεν είχε φέρει αποτελέσματα· δεν είχαν
κανένα όραμα, κανένα στοιχείο. Και ο Ρέγιες είχε βαρεθεί τις μάταιες αναζητήσεις, τις ανεδαφικές
ελπίδες, την αποτυχία.
Εκείνο το πρωί, η είδηση των ναών είχε μεταδοθεί από τους τηλεοπτικούς σταθμούς όλου του
κόσμου. Δεν ήταν σίγουρος γιατί η παρουσία τους δεν παρέμενε κρυφή· ήξερε μόνο ότι σύντομα θα
έφταναν άνθρωποι –Κυνηγοί, τουρίστες, θησαυροθήρες και ερευνητές. Ο χρόνος ήταν περισσότερο
πολύτιμος από ποτέ.
«Να πάρει», μούγκρισε ο Ρέγιες. Αποφάσισε πως χρειαζόταν πόνο, διαφορετικά θα λύγιζε και θα
σκότωνε κάποιον. Κάποιον θνητό, έναν πολεμιστή. Δεν είχε σημασία. «Θα είμαι κοντά», είπε στον
Σαβίν καθώς τον προσπερνούσε. «Φώναξε αν με χρειαστείς».
Ο Σαβίν δεν προσπάθησε να τον σταματήσει· ήξερε πως δεν έπρεπε να το κάνει.
Ο Ρέγιες είχε βγάλει ήδη ένα μαχαίρι όταν έφτασε στο δάσος γύρω από το ναό. Ακούμπησε στο
πιο κοντινό δέντρο, ένα με κόκκινα φύλλα που έκαναν τα κλαδιά να φαίνονται σαν να
αιμορραγούσαν, και άρχισε να χαράζει σχήματα Χ στο μπράτσο του. Με τις βαθιές τομές και το
χύσιμο αίματος, πραγματικού αίματος, ένα μέρος του θυμού του καταλάγιασε.
Αν σε έβλεπε τώρα η Ντανίκα...
Ξεφύσησε ειρωνικά. Η Ντανίκα τον μισούσε ήδη. Αν τον έβλεπε έτσι, δε θα μπορούσε να νιώσει
μεγαλύτερη αποστροφή εναντίον του, αφού τα αρνητικά συναισθήματά της ήταν ήδη απύθμενα.
Το κινητό τηλέφωνο βούισε στην τσέπη του και άφησε έναν αναστεναγμό απόγνωσης. Του το είχε
δώσει ο Σαβίν πριν από λίγες βδομάδες. Ο Ρέγιες δεν ήταν σίγουρος αν του άρεσε –μερικές φορές,
οι άνθρωποι έπρεπε να μένουν μόνοι, χωρίς καμιά επαφή–, αλλά το είχε κρατήσει, σε περίπτωση που
συνέβαινε κάτι.
Μουγκρίζοντας, το έβγαλε και το άνοιξε. «Τι συμβαίνει;»
«Ο Έρον δραπέτευσε», είπε ο Μάντοξ χωρίς προλόγους.
Τα πάντα μέσα στον Ρέγιες ούρλιαξαν «όχι!» Γεμάτα άρνηση. Γεμάτα διαμαρτυρία. Γεμάτα οργή.
Ήξερε πως τούτη η μέρα θα έφτανε κάποτε –απλά, δεν περίμενε να φτάσει τόσο γρήγορα. Έπρεπε
να καταπιείς την αγάπη σου γι’ αυτόν και να τον αλυσοδέσεις. «Πότε;»
«Τον είδα για τελευταία φορά πριν από δώδεκα ώρες».
Ως Οργή, ο Έρον θα μπορούσε να βρει την Ντανίκα, όπου κι αν κρυβόταν. Θα τη μυριζόταν και
θα χρησιμοποιούσε τα φτερά του για να τη φτάσει γρήγορα. «Θα τον βρω», είπε ο Ρέγιες.
Πριν κλείσει, ο Μάντοξ πρόσθεσε: «Ο Τόριν με έβαλε να ρίχνω ένα είδος ουσίας εντοπισμού στο
φαγητό του Έρον, για καλό και για κακό. Θα σου στείλει ένα e-mail στο κινητό σου με τις
συντεταγμένες που χρειάζεσαι. Τηλεφωνώ πρώτα σ’ εσένα για να σε ενημερώσω, επειδή... ξέρεις.
Φέρε μόνο το φίλο μας πίσω. Ζωντανό».
Ο Ρέγιες δεν απάντησε. Δεν μπορούσε. Αν αποτύγχανε, η Ντανίκα θα πέθαινε.
Αν δεν ήταν ήδη νεκρή.

Κεφάλαιο 15
«Ωραία πιπιλιά», είπε ο Γουίλιαμ στο πρωινό την άλλη μέρα, όταν αντίκρισε το λαιμό της Άνια.
Δεν κοκκινίζω, δεν κοκκινίζω. Κι όμως, ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε. Να πάρει η οργή τον
Λούσιεν και το υπέροχο στόμα του. Και, μια που μιλούσε για το υπέροχο στόμα του Λούσιεν, ο
πολεμιστής το είχε χρησιμοποιήσει για να αποσπάσει από εκείνη πληροφορίες σχετικά με το Κλειδί
των Πάντων εκείνο το πρωί.
Η Άνια ήξερε πως αναζητούσε κάποιον τρόπο για να της το πάρει χωρίς να καταστρέψει κάποιον
από τους δυο τους, ώστε να τη γλιτώσει από το βασιλιά των θεών. Είχε αρχίσει να ρουφά τις θηλές
της αμέσως μετά τις ερωτήσεις του κι εκείνη δεν ήθελε να σταματήσει. Τελικά, του είχε πει ότι το
κλειδί ήταν άρρηκτα δεμένο μαζί της, στην ψυχή και στο σώμα, και ήταν ένα κομμάτι του εαυτού
της όπως ο δαίμονάς του ήταν ένα κομμάτι του δικού του εαυτού. Αυτός ήταν ο λόγος που
εξασθενούσε όποιος το παρέδιδε· έδινε ταυτόχρονα ένα μέρος του εαυτού του. Είχε δει την
απογοήτευση να σκιάζει τα μάτια του Λούσιεν κι αυτό είχε ξυπνήσει κάτι τρυφερό μέσα της.
Εκείνος, ειδικά, θα καταλάβαινε πόσους κινδύνους συμπεριλάμβανε η απώλεια ενός ζωτικού μέρους
του εαυτού σου.
Αναστέναξε. Τούτη τη στιγμή, εκείνη, ο Λούσιεν κι ο Γουίλιαμ κάθονταν σ’ ένα μικρό στρογγυλό
τραπέζι· αβγά, μπέικον και τηγανίτες βρίσκονταν απλωμένα σε ολόκληρη την επιφάνειά του. Ο
αέρας ήταν γλυκός, με τη μυρωδιά της θάλασσας, και το φαγητό ήταν τέλεια μαγειρεμένο.
Αφού φόρεσε μια άσπρη ολόσωμη φόρμα από κασμίρι, η Άνια είχε διακτινιστεί στο αγαπημένο
της εστιατόριο στην Ατλάντα, είχε παραγγείλει το τσιμπούσι και είχε γυρίσει πίσω. Και ναι,
προσποιήθηκε ότι το είχε μαγειρέψει η ίδια. Επειδή ήταν πολεμιστές, οι άντρες δεν την είχαν
επαινέσει ακόμα για τις προσπάθειές της, κάτι που ήταν εντελώς απαράδεκτο. Πίστευαν πως είχε
μοχθήσει για να βγάλει όλα αυτά τα πιάτα, αλλά δεν της είχαν πει ούτε ευχαριστώ. Καθάρματα!
Καθόταν ανάμεσά τους. Ο Λούσιεν παρακολουθούσε αυστηρά τον Γουίλιαμ και γρύλιζε κάθε
φορά που ο Γόης άπλωνε το χέρι προς το μέρος της. Η διάθεση κυριαρχίας που επιδείκνυε ήταν
πραγματικά χαριτωμένη. Πώς να μην περάσει ολόκληρη τη νύχτα στην αγκαλιά του, ανίκανη να
αναγκάσει τον εαυτό της να τον αφήσει; Την έκανε να νιώθει ποθητή –και ασφαλής. Δεν είχε
ξαναπεράσει μια ολόκληρη νύχτα με έναν άντρα και δεν ήξερε πως υπήρχε μια αξιαγάπητη –και
εθιστική– αίσθηση ασφάλειας πέρα από την καταλυτική σωματική ευχαρίστηση.
«Σου είπα να κρατήσεις τα χέρια σου...» Τα λόγια του Λούσιεν έσβησαν κι η Άνια ένιωσε τα
νεύρα του να τεντώνονται.
Η Άνια στράφηκε προς το μέρος του. Και τα δυο μάτια του είχαν γίνει γαλάζια. Άρπαξε το
μπράτσο του· φαίνεται πως είχε έρθει η στιγμή να συλλέξουν μαζί ψυχές.
«Πρέπει να φύγω», της είπε.
«Θα με πάρεις μαζί σου. Το ξέχασες;»
Ο Λούσιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα μείνεις εδώ».
«Μη με κάνεις να γίνω αόρατη και να σε ακολουθήσω χωρίς την άδειά σου».
«Όπως παλιά». Μια δήλωση ήττας. «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έκανες».
Η Άνια ανασήκωσε τους ώμους της. «Ξέχασες ότι είμαι η Αναρχία; Δεν υπακούω στους νόμους
της φύσης –ή σε οποιουσδήποτε άλλους νόμους».
«Μα τι κουβεντιάζετε;» ρώτησε ο Γουίλιαμ.
Η Άνια τον αγνόησε. Πρώτον, επειδή ήξερε πως η απάντηση δε θα άρεσε καθόλου στον Γουίλιαμ
και, δεύτερον, επειδή ήξερε πως ο Λούσιεν θα εξαφανιζόταν αμέσως μόλις έστρεφε την προσοχή
της κάπου αλλού. «Αν με αφήσεις πίσω, θα καθίσω στα γόνατα του Γουίλιαμ μέχρι να γυρίσεις».
Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε, ξεχνώντας την περιέργειά του. «Άφησέ την πίσω, φίλε μου. Θα τη
φροντίσω με ξεχωριστή προσοχή».
Ο Λούσιεν γύμνωσε τα δόντια του σε έναν άγριο μορφασμό, αλλά έδεσε τα δάχτυλά του με τα
δάχτυλα της Άνια. «Πολύ καλά. Πάμε».
Και εξαφανίστηκε, παίρνοντας την Άνια μαζί του. Μπήκαν στον κόσμο των πνευμάτων κι όλα
έγιναν ένα κολάζ έντονων φώτων και χρωμάτων. Ο Λούσιεν πέταξε γοργά σε ένα απανθρακωμένο
κατάστημα που τα ερείπιά του κάπνιζαν ακόμα. Ρίχνοντας μια ματιά στα γύρω ασπροκόκκινα κτίρια
με τις μυτερές κορυφές και τις κυρτές στέγες, η Άνια συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν στη Σαγκάη.
Μπορούσε σχεδόν να μυρίσει τα φαγητά που πουλούσαν στην υπαίθρια αγορά των δρόμων.
Αρκετά σώματα κείτονταν στο καμένο δάπεδο. Χωρίς να την αφήσει από τα δάχτυλά του, ο
Λούσιεν πλησίασε το πρώτο που βρισκόταν πιο κοντά και έχωσε το χέρι στο στήθος του.
Εμφανίστηκε ένα πνεύμα που πάλευε, πασχίζοντας να ξεφύγει από τη λαβή του Λούσιεν.
Την επόμενη στιγμή, οι τρεις τους ισορροπούσαν δίπλα στις πύλες της κόλασης και η ζέστη
σχεδόν έλιωνε τη σάρκα τους. Η Άνια ανατρίχιασε ακούγοντας τις κραυγές, τις βασανισμένες φωνές.
Άραγε εδώ θα κατέληγε κι η ίδια αν ο Κρόνος κατάφερνε να τη βγάλει από τη μέση; Η σκέψη και
μόνο της προκαλούσε ναυτία.
«Έβαλε σκόπιμα τη φωτιά», εξήγησε ο Λούσιεν ανάμεσα από σφιγμένα δόντια.
Το θέμα δεν αφορά σ’ εσένα τούτη τη στιγμή, αλλά στον Λούσιεν . Άφησε το χέρι του και πέρασε
πίσω του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση του και προσφέροντάς του παρηγοριά –σαν να
ήθελε να του θυμίσει ότι δεν ήταν μόνος. Οι μυώνες του ήταν τεντωμένοι, αλλά σταδιακά
χαλάρωσαν.
Δυο μεγάλοι βράχοι παραμέρισαν, αποκαλύπτοντας ένα φαρδύ χάσμα. Πολλά ζευγάρια
φολιδωτών χεριών σηκώθηκαν ψηλά κι ο Λούσιεν πέταξε το πνεύμα που πάλευε προς το μέρος
τους. Ακούστηκε ένα διαβολικό γέλιο και, αμέσως μετά, ανατριχιαστικά ουρλιαχτά.
Ο Λούσιεν παρακολουθούσε τούτη την τρομακτική σκηνή πολλές φορές κάθε μέρα. Η Άνια
φίλησε το αυτί του, τραβώντας την προσοχή του μακριά από τις φλόγες. «Πολλοί άνθρωποι
πεθαίνουν κάθε λεπτό, κάθε ώρα. Γιατί δεν τους συνοδεύεις όλους;»
«Ορισμένοι παραμένουν για να πλανιούνται στη Γη, μερικοί ξαναγεννιούνται και έχουν την
ευκαιρία να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή. Νομίζω ότι μερικούς τους συνοδεύουν άγγελοι».
Α, έπρεπε να το ξέρει. Είχε συναντήσει κι εκείνη μερικούς αγγέλους με το πέρασμα των χρόνων.
Όμορφα πλάσματα, αν και λίγο υπεροπτικά. «Οι ψυχές που συνοδεύονται από σένα είναι πιο
τυχερές. Είσαι έτοιμος για τους υπόλοιπους;»
Ο Λούσιεν ένευσε καταφατικά και φαινόταν λιγότερο αγχωμένος.
Οι άλλοι δυο άνθρωποι πρέπει να ήταν καλά παιδιά, επειδή πήγαν στον παράδεισο. Όπως πάντα,
οι φιλντισένιες πύλες έκαναν την Άνια να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Άστραφταν από διαμάντια και
υπνώτιζαν με το βουητό δύναμης που εξέπεμπαν. Πίσω τους, μια χορωδία από χερουβείμ έψελνε κι
οι γαλήνιες φωνές τους κατάφερναν να γοητεύουν όλες τις αισθήσεις. Απίστευτο.
Εδώ θέλω να έρθω, αν πεθάνω ποτέ.
Πότε ήσουν καλή;
Μα είμαι καλή. Μερικές φορές.
«Ευχαριστώ, Άνια. Που ήρθες μαζί μου. Που με παρηγόρησες».
«Χαρά μου». Μαζί με τον Λούσιεν, η Άνια πήρε τη γνώριμη μορφή της ξανά στην κουζίνα του
Γουίλιαμ. Ο Γόης καθόταν ακόμα στο τραπέζι, αλλά το βλέμμα της Άνια ήταν κολλημένο στον
εραστή της. Ο Λούσιεν την παρακολουθούσε κι εκείνος και τα μάτια του σπίθιζαν. Θερμότητα, δέος
και εκτίμηση.
«Και πού πήγατε;» ρώτησε ο Γουίλιαμ.
«Πουθενά». Η Άνια στράφηκε προς το μέρος του Γουίλιαμ, καθώς το βλέμμα του Λούσιεν την
έκανε να αναδεύεται στο κάθισμά της. «Λοιπόν, πού βρίσκονται οι γυναίκες σου σήμερα το πρωί;»
«Κοιμούνται. Τα βαμπίρ δεν κυκλοφορούν το πρωί».
Τα μάτια του Λούσιεν γούρλωσαν. Πρέπει να μην είχε συναντήσει βαμπίρ στη ζωή του.
«Βαμπίρ;» Η Άνια κοίταξε προσεκτικά τον Γουίλιαμ, αλλά δεν είδε σημάδια από δόντια πουθενά.
«Φαντάζομαι πως μιλούσες μεταφορικά».
«Μπα, με δάγκωσαν, αλλά όχι σε μέρος που φαίνεται. Αντίθετα μ’ εσένα», πρόσθεσε κοιτάζοντας
χαμογελαστός το λαιμό της.
Ο Λούσιεν, που έπινε το χυμό του, κόντεψε να πνιγεί. Χαμογελώντας, η Άνια τον χτύπησε στην
πλάτη. «Νομίζω πως τον σοκάρισες».
«Αδύνατο», είπε ο Γουίλιαμ, μελετώντας τον Λούσιεν. «Μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τους δυο
σας να το κάνετε σαν κουνέλια. Με ξαφνιάσατε πολύ –αλλά ομολογώ πως το χάρηκα ιδιαίτερα όταν
αυτή η μικρούλα κατώτερη θεά εκλιπάρησε να το ξανακάνετε».
«Ευχαριστώ», είπε ο Λούσιεν όταν σταμάτησε να βήχει, αλλά υπήρχε μια χροιά προειδοποίησης
στη φωνή του.
«Δεν είμαι κατώτερη, πορνόγερε!»
Κλείνοντας το μάτι, ο Γουίλιαμ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. «Λοιπόν, τι τρέχει;
Ξέρεις ότι μου αρέσουν πολύ οι επισκέψεις σου, Άνια, αλλά γιατί βρίσκεσαι εδώ και γιατί σε κυνηγά
ο δαίμονας του Θανάτου;»
Η Άνια άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει, αλλά ο Λούσιεν ακούμπησε το ένα χέρι στο
μπράτσο της. Όταν τον κοίταξε, εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν πρόκειται να αποκαλύψω μυστικά, Ευωδιαστέ».
«Α, μυστικά! Τρελαίνομαι!» Ο Γουίλιαμ χτύπησε τα χέρια του.
Η Άνια ήθελε πολύ να τα αποκαλύψει –δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Δεν κρατούσε ποτέ μυστικά
τρίτων –διαφορετικά, δεν είχε πλάκα. Ωστόσο, παρέμεινε αμίλητη· για τον Λούσιεν θα έκανε τα
πάντα. Σ’ αυτή τη φάση, δεν ξαφνιαζόταν καθόλου που ακόμα κι η άτακτη πλευρά του χαρακτήρα
της ήθελε να τον εντυπωσιάσει.
«Θέλουμε απλά να μας δανείσεις μερικά πράγματα», είπε ο Λούσιεν.
«Όπως;»
«Για την ακρίβεια», είπε η Άνια, «θέλαμε να γίνεις ο οδηγός μας στον αρκτικό κύκλο».
«Άνια», την προειδοποίησε ο Λούσιεν.
«Πάντως εγώ θέλω. Ζει τόσο κοντά, ώστε περνά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του εκεί. Ξέρει τη
διάταξη της περιοχής –και δεν αποκάλυψα το μυστικό μας, έτσι δεν είναι;»
«Γιατί θέλετε να μπείτε στον αρκτικό κύκλο;» Ο Γουίλιαμ ανατρίχιασε. «Κάνει τρομερό κρύο –το
ξέρω από πρώτο χέρι».
«Κάνω διακοπές κι ήθελα να χαζέψω μερικούς παγετώνες», απάντησε εκείνη ανέμελα.
«Μισείς τον πάγο. Περνάς τον περισσότερο χρόνο σου στη Χαβάη».
«Θα τα καταφέρουμε μια χαρά χωρίς οδηγό», τους διέκοψε ο Λούσιεν. «Αρκεί να μας δανείσεις
ρούχα, κουβέρτες και χιονοπέδιλα».
«Έτσι κι αλλιώς, δε θα σας πάω στην Αρκτική», είπε ο Γουίλιαμ, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι
του. «Μόλις γύρισα από ένα ταξίδι εκεί και χρειάζομαι ξεκούραση και ζεστασιά».
Ο Λούσιεν ανασήκωσε τους ώμους, σαν να μην τον ενδιέφερε. «Τότε είμαστε σύμφωνοι. Η Άνια
κι εγώ θα πάμε μόνοι».
«Καθόλου!» Η Άνια χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι, τραντάζοντας τα πιάτα. «Ο Γουίλι θα μας
οδηγήσει όπου θέλουμε να πάμε και θα το κάνει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Έτσι θα
γλιτώσουμε χρόνο και θα είναι χρήσιμος στρατιώτης, σε περίπτωση που έχουμε φασαρίες μ’ εκείνη
που ξέρεις. Με τη Λερναία Ύδρα», πρόσθεσε δραματικά.
«Θέλετε να τα βάλετε με τη Λερναία Ύδρα;» Ο Γουίλιαμ χλόμιασε. «Δεν την πλησιάζω καν, τη
σκύλα! Την έχασα πριν από λίγα χρόνια και δε λυπήθηκα καθόλου».
«Δεν περίμενα να γνωρίσω γυναίκα που δε θέλεις να πηδήξεις». Η Άνια κάρφωσε μια τηγανίτα με
το πιρούνι της. Την έφερε στο στόμα της, λέγοντας: «Για να πω την αλήθεια, δεν περίμενα να
γνωρίσεις εσύ γυναίκα που δε θέλεις να πηδήξεις. Και, τώρα που το ανέφερες, πού ακριβώς
συνάντησες την Ύδρα; Και πώς ξέφυγες ζωντανός;»
«Την είδα δυο φορές –και τις δυο σε διαφορετικά μέρη στους πάγους. Και ξέφυγα ζωντανός μόνο
και μόνο επειδή δεν άντεχε να χαλάσει το θεσπέσιο πρόσωπό μου –αλλά λίγο έλειψε», μουρμούρισε
ο Γουίλιαμ.
«Καλό αυτό», είπε ο Λούσιεν, νεύοντας καταφατικά.
Η Άνια ήξερε πως αναφερόταν στις εμφανίσεις της Λερναίας Ύδρας και ότι πιθανότατα ευχόταν ο
Γουίλιαμ να μην είχε γλιτώσει από τα νύχια της. Κι εκείνη δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον
ενθουσιασμό της, αλλά δεν είχε τελειώσει με τις ερωτήσεις της. «Αλήθεια, γιατί πηγαίνεις στην
Αρκτική;» ρώτησε. «Δε μου είπες ποτέ».
«Βρίσκεται αρκετά κοντά στο σπίτι μου κι οι αθάνατοι προσπαθούν να κρυφτούν εκεί για μια
αιφνιδιαστική επίθεση. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρος αν έρχονταν για την Ύδρα ή για μένα –
έχουμε κι οι δυο εχθρούς–, αλλά μετά από λίγο έπαψα να ενδιαφέρομαι. Κυνηγώ όσους
ξεφυτρώνουν εκεί πέρα».
«Ποιοι είναι οι εχθροί σου;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Άνια.
«Έχω... έχω ένα μικρό πρόβλημα, επειδή προτιμώ τις δεσμευμένες γυναίκες», είπε ο Γουίλιαμ,
«κι οι σύζυγοί τους θέλουν να μου κόψουν το λαρύγγι».
«Φρόντισε να μείνεις μακριά απ’ την Άνια», γρύλισε ο Λούσιεν.
Τι γλυκός άντρας, σκέφτηκε η Άνια, χαμογελώντας και χαϊδεύοντας το χέρι του. Ο Λούσιεν
άπλωσε το άλλο του χέρι κάτω από το τραπέζι και έσφιξε δυνατά το γόνατό της –προσταγή να μην
πει τίποτα περισσότερο. Αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. «Τελευταία φορά που θα σου ζητήσω
ευγενικά να μας οδηγήσεις», είπε στον Γουίλιαμ.
Στρέφοντας με απόγνωση τα μάτια προς τον ουρανό, ο πολεμιστής έσπρωξε μακριά το άδειο
πιάτο του, ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Λυπάμαι,
αλλά η απάντησή μου παραμένει “όχι”».
«Πολύ καλά, λοιπόν». Η Άνια ακούμπησε κι εκείνη στην πλάτη της καρέκλας της. Πάντα θαύμαζε
τούτο το δωμάτιο. Θολωτές οροφές, πάγκος κουζίνας από γρανίτη, μοντέρνες συσκευές, καλάθια με
φρούτα που κρέμονταν από γάντζους στον τοίχο. Ο Γουίλιαμ θα το κατέστρεφε σε μια έκρηξη
οργής όταν ξεμπέρδευε μαζί του; «Ίσως τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σου αποκαλύψω
ότι έχω το βιβλίο σου».
Ο Γουίλιαμ πάγωσε –η ακινησία ενός αρπακτικού. «Δεν το έχεις. Δεν μπορεί να το έχεις. Το είδα
σήμερα το πρωί πριν κατέβω για να φάω». Η βία ξεχώριζε στα μάτια του.
Ο Λούσιεν σήκωσε την Άνια και την κάθισε στα γόνατά του. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της
στην καμπύλη του λαιμού του. Δε χρειαζόταν προστασία, αλλά εκτιμούσε το ενδιαφέρον του.
«Ξανασκέψου το», είπε.
«Άνια», της πέταξε ο Γουίλιαμ. «Δεν το έχεις εσύ –εγώ το έχω. Το είδα σήμερα το πρωί».
«Πρόσεξε τον τόνο της φωνής σου», του πέταξε ο Λούσιεν.
«Είδες ένα αντίγραφο», εξήγησε η Άνια.
«Λες ψέματα». Ο πολεμιστής έσκυψε προς το μέρος της κι οι κόρες των ματιών του είχαν γίνει
πελώριες.
Ο Λούσιεν σηκώθηκε αμέσως όρθιος, σπρώχνοντάς την πίσω του. Ηρέμησε, φτωχή καρδιά μου.
«Σου είπα να προσέχεις τον τόνο της φωνής σου».
Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε από το τραπέζι· η καρέκλα του σύρθηκε με θόρυβο πίσω και έπεσε στον
πάγκο της κουζίνας. «Αν έχει εξαφανιστεί...» Απομακρύνθηκε βιαστικά από την κουζίνα, σε ένα
σύννεφο κόκκινης οργής.
«Γαμώτο. Έφυγε χωρίς να καταστρέψει το δωμάτιο. Έλα, δεν πρέπει να το χάσουμε». Η Άνια
έπιασε τον Λούσιεν από το χέρι, αφήνοντας ένα πνιχτό επιφώνημα καθώς ένιωσε μια ηλεκτρική
εκκένωση με την επαφή.
Τώρα ήξερε τι μπορούσαν να της κάνουν εκείνα τα άτακτα δάχτυλα...
Τρέμοντας, τον τράβηξε ξοπίσω από τον Γουίλιαμ, ακολουθώντας την ίδια πορεία που είχε πάρει
ο πολεμιστής. Ο διάδρομος ήταν καλά φωτισμένος, με χρυσούς γλόμπους που τρεμόπαιζαν.
Λουρίδες από πολύχρωμη δαντέλα κάλυπταν τις λάμπες, ρίχνοντας αποχρώσεις του ουράνιου τόξου
στους τοίχους. Ήταν έργο των γυναικών-βαμπίρ; Μήπως προσπαθούσαν να δημιουργήσουν
οικογενειακή ατμόσφαιρα για τον πολεμιστή;
Δεν υπήρχαν πίνακες ή όπλα στους τοίχους, όπως συνήθως. Ωστόσο, η Άνια έβαζε στοίχημα ότι ο
Γουίλιαμ τα είχε αφαιρέσει χτες το βράδυ, αφού είχε ικανοποιήσει τα βαμπίρ του. Ήξερε καλά την
αδυναμία της Άνια για σούφρωμα –αλλά είχε αργήσει πολύ για να σώσει το πολύτιμο βιβλίο του. Ο
ανόητος, είχε βάλει μια από τις μάγισσές του να ρίξει ξόρκι στην κλειδωμένη θήκη του βιβλίου πριν
από πολύ καιρό. Ένα ξόρκι που η Άνια είχε σπάσει με το κλειδί της.
«Τι είναι αυτό το βιβλίο που ανέφερε;» ρώτησε ο Λούσιεν, προχωρώντας στο πλευρό της. «Και
γιατί το έκλεψες;»
«Είναι ένα βιβλίο με αρχαίες προφητείες των θεών. Και ναι, το πήρα. Ο Γούλιαμ έπρεπε να είχε
φερθεί έξυπνα και να το είχε μελετήσει λίγες φορές όλους αυτούς τους αιώνες, αλλά φοβόταν πως
θα έκανε περισσότερο κακό στη μοίρα του παρά καλό». Η Άνια έστριψε σε μια γωνία και αντίκρισαν
μπροστά τους σκαλιά. Μα τους θεούς, αυτό το σπίτι ήταν τεράστιο. Η Άνια δεν είχε συνηθίσει να το
διασχίζει περπατώντας· συνήθως διακτινιζόταν.
«Βλέπεις, μια από τις προφητείες αφορά στον Γουίλιαμ. Γράφτηκε την εποχή που τον έκλεισαν
φυλακή, αν θυμάμαι καλά. Κάτι που έχει σχέση με μια γυναίκα. Φυσικά, πάντα υπάρχει μια γυναίκα.
Τέλος πάντων, η προφητεία του είναι κρυπτογραφημένη, σαν γρίφος, και κάπου στο βιβλίο υπάρχει
ο κωδικός της αποκρυπτογράφησης, όπου αναφέρεται πώς μπορεί να σώσει τον εαυτό του».
«Άνια! Πώς τόλμησες, γαμώτο;» φώναξε ο Γουίλιαμ. Το οργισμένο μουγκρητό του αντήχησε
στους τοίχους.
«Φαίνεται πως βρήκε το πλαστό βιβλίο».
«Θα προσπαθήσει να σου κάνει κακό;»
Η Άνια χαμογέλασε. «Όχι όσο έχω το πολύτιμό του». Πρόφερε τις τελευταίες λέξεις με δαιμονική
φωνή.
Ο Λούσιεν απλά κούνησε με απόγνωση το κεφάλι του.
Έστριψαν σε μια ακόμα γωνιά και βρέθηκαν ξαφνικά στη βιβλιοθήκη. Ο Γουίλιαμ κρατούσε το
αντίγραφο που είχε φτιάξει η Άνια. Την πρώτη φορά που τον είχε επισκεφθεί εδώ, είχε προσπαθήσει
να τσακωθεί μαζί του –είχε ανάγκη να τσακωθεί μαζί του. Ένας από τους θνητούς συνοδούς της είχε
πεθάνει και η ανάγκη της για αταξία είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Ο Γουίλιαμ ήταν πολύ βολεμένος για
να της κάνει το χατίρι και είχε ισχυριστεί πως ήταν περισσότερο εραστής παρά πολεμιστής. Ωστόσο,
της είχε προσφέρει σεξ –κι εκείνη είχε περάσει μερικές ώρες ανατρέποντας αντικείμενα και
καταστρέφοντας τζάμια.
Μετά, είχε προσέξει το βιβλίο με την ελκυστική θήκη του. Κατακόκκινα ρουμπίνια βρίσκονταν
βυθισμένα στο εξώφυλλο και στη ράχη του. Την είχαν καλέσει, σαν τραγούδι σειρήνας. Επειδή
ήξερε τι σήμαινε το βιβλίο για κείνον, η κλοπή του ήταν ακόμα πιο γλυκιά –όπως παραδεχόταν η
Άνια με ντροπή της. Ωστόσο, μάντευε πως δε θα τον παρηγορούσε καθόλου αν του αποκάλυπτε πως
ένιωθε τώρα λίγη ντροπή.
«Το εξώφυλλο φαίνεται ίδιο, αλλά οι σελίδες είναι κενές», μούγκρισε ο Γουίλιαμ.
Η Άνια άνοιξε τα χέρια της. «Συγνώμη, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ».
«Κάποιος έπρεπε να σε είχε δέσει πριν από πολύ καιρό».
«Λες και θα μπορούσε», μουρμούρισε εκείνη.
«Γιατί σε συμπαθώ; Γιατί σου επιτρέπω πάντα να επιστρέφεις; Εσύ και το αναθεματισμένο το
κλειδί σου είστε σκέτος μπελάς. Δώσε μου πίσω το βιβλίο, Άνια!»
«Πώς γίνεται και ξέρουν όλοι για τούτο το κλειδί, ενώ εγώ δεν το είχα ακούσει ποτέ;»
διαμαρτυρήθηκε ο Λούσιεν, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά.
«Γιατί δεν της παίρνεις απλά το κλειδί;» πρότεινε ο Γουίλιαμ στον Λούσιεν με ένα μοχθηρό
χαμόγελο.
«Βούλωσέ το, Γουίλι!» Η Άνια χτύπησε το πόδι της στο δάπεδο και χτένισε με τα δάχτυλα τα
μαλλιά της. «Ξέρει ήδη».
«Τα πάντα;»
«Ναι». Δηλαδή, περίπου.
Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε. «Ψεύτρα. Λοιπόν, Λούσι», είπε, πετώντας το άδειο βιβλίο στο έδαφος
και χτυπώντας τα χέρια. «Ήξερες πως αν σου δώσει το κλειδί θα σου δώσει παράλληλα όλες τις
αναμνήσεις της; Θα μάθεις τα πάντα για κείνη. Κάθε αμαρτία της, κάθε έγκλημά της, κάθε άντρα που
την άγγιξε ποτέ. Ακόμα καλύτερα, θα μάθεις πού βρίσκεται κάθε δευτερόλεπτο της μέρας. Δε θα
μπορέσει να κρυφτεί ποτέ από σένα».
Ο Λούσιεν της έριξε μια επιφυλακτική ματιά. «Είναι αλήθεια;»
Η Άνια ένευσε απρόθυμα. «Όλα αυτά είναι μέρος της γοητείας του Κλειδιού των Πάντων».
«Ποιος σου έδωσε το κλειδί;» τη ρώτησε ο Λούσιεν. «Γιατί σου φόρτωσε ένα τόσο μεγάλο
βάρος;»
Ο Γουίλιαμ ανέλαβε να απαντήσει εκείνος. «Ο αγαπημένος μπαμπάς της της το έδωσε, όταν οι
θεοί αποφάσισαν τελικά ποια θα ήταν η τιμωρία της για τη δολοφονία του διοικητή της φρουράς
τους. Θα γινόταν μια αθάνατη σκλάβα του σεξ. Ταιριαστό, δε νομίζεις; Ο Τάρταρος, ωστόσο, ήξερε
την κατάρα της και ήξερε τι θα σήμαινε μια τέτοια τιμωρία για κείνη. Έτσι, παρενέβη για πρώτη
φορά μετά από μια ζωή αμέλειας, προκειμένου να το παίξει σωτήρας.
»Γιατί θαρρείς ότι έπεσε τελικά η αθάνατη φυλακή; Πώς λες να δραπέτευσαν τελικά οι Τιτάνες;
Χωρίς το κλειδί που βρισκόταν μέσα του, τόσο ο Τάρταρος όσο και τα Τάρταρα θα εξασθενούσαν.
Τελικά, και τα δυο κατέρρευσαν μαζί».
Αλήθεια –όλα αυτά ήταν αλήθεια. Όταν είχε αποδεχτεί το κλειδί μέσα της, είχε παραλάβει μερικές
από τις αναμνήσεις του πατέρα της και είχε διαπιστώσει ότι γνώριζε πάντα πού βρισκόταν. Ακόμα
και τώρα, αρκούσε να τον σκεφτεί για να μάθει πού ήταν.
Έτσι είχε καταλάβει πως ο Κρόνος τον είχε φυλακίσει.
Η Άνια είχε γυρίσει στον Όλυμπο, σε ένα μέρος που είχε ορκιστεί ότι δε θα επισκεπτόταν ποτέ
ξανά. Ναι, από τύψεις, επειδή ήξερε πόσα είχε εγκαταλείψει ο πατέρας της για το χατίρι της. Και από
αγάπη, επειδή μέσα από τις αναμνήσεις του είχε μάθει ότι ο Τάρταρος δε γνώριζε την ύπαρξή της και
την πληροφορήθηκε μόνο όταν η Θέμις αποκάλυψε την αλήθεια. Από εκείνη τη στιγμή και μετά,
ήθελε να γίνει ένα κομμάτι της ζωής της, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει χωρίς να εξοργίσει
περισσότερο τη σύζυγο που είχε προδώσει και χωρίς να ταπεινώσει ακόμα πιο πολύ την ερωμένη
που ήδη υπέφερε για μια νύχτα παρόρμησης που είχαν μοιραστεί.
Όταν της επιτέθηκε ο Αίας, ο Τάρταρος ήθελε να ξεριζώσει τη δική του καρδιά, επειδή δεν ήταν
στο πλευρό της. Κι όταν την είχαν φυλακίσει, η Άνια τον θεωρούσε προστάτη της· της έδινε
επιπλέον κουβέρτες και τρόφιμα –μέχρι που ανακοινώθηκε η ποινή της και ο Τάρταρος έπρεπε να
διαλέξει ανάμεσα στη δική του ζωή και στη δική της.
Σπρώχνοντας τις αναμνήσεις στο πίσω μέρος του μυαλού της, εστίασε την προσοχή της στον
Λούσιεν. Η έκφρασή του παρέμενε ουδέτερη και ανεξιχνίαστη, με έναν τρόπο που απεχθανόταν.
Ποιες σκέψεις σχηματίζονταν στο μυαλό του;
Ο Γουίλιαμ χτύπησε ξανά τα χέρια, σαν να ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από το έργο του.
«Θέλεις οδηγό; Τον έχεις. Αλλά μετά θέλω το βιβλίο μου».
Η Άνια ένευσε καταφατικά, μη νιώθοντας τόσο περήφανη όσο θα έπρεπε.
«Τότε ελάτε να ετοιμάσουμε τις προμήθειές μας. Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε για να
ξεμπερδέψουμε μια ώρα αρχύτερα». Ο Γουίλιαμ βγήκε από το δωμάτιο, σφυρίζοντας σιγανά.
Η Άνια ήξερε πως η ηρεμία του ήταν παραπλανητική. Με τα νεύρα τεντωμένα, χτύπησε ανάλαφρα
τον ώμο του Λούσιεν. «Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι;»
Μια έκφραση ήττας εμφανίστηκε στα αταίριαστα μάτια του. «Όσο χρόνο κι αν ψάχνω, όσες
προσπάθειες κι αν κάνω, δε θα βρω τρόπο για να σου πάρω το κλειδί χωρίς να σου κάνω κακό, έτσι
δεν είναι;»
Η Άνια ξεροκατάπιε. «Έτσι ακριβώς».
«Κι αν ο Κρόνος καταφέρει να το αποκτήσει, δε θα μπορέσεις να κρυφτείς ποτέ από εκείνον».
«Ακριβώς», είπε πάλι η Άνια, κοιτάζοντας τα πόδια της. Γαμώτο, έπρεπε να σταματήσει να
κοιτάζει τα πόδια της! Κοίταξε τον Λούσιεν πίσω από τις πυκνές βλεφαρίδες της. Η αβεβαιότητα την
πλημμύρισε καθώς κάλυπτε την απόσταση που τους χώριζε. «Μήπως αυτό άλλαξε τα πράγματα
ανάμεσά μας; Μήπως θέλεις να χωρίσουμε;»
Τα χέρια που της είχαν προσφέρει τόση ηδονή το περασμένο βράδυ έπιασαν το σαγόνι της και
ανασήκωσαν το κεφάλι της. «Κατάλαβε μια και καλή πως είμαι εδώ και πως είμαι δικός σου. Δεν
πρόκειται να σε εγκαταλείψω».
Ω, αυτός ο άντρας... Τα χείλη τους συναντήθηκαν απαλά, πολύ απαλά –ένα φευγαλέο χάδι που,
για την ώρα, της αρκούσε.
«Πιο δυνατά», πρόσταξε.
Οι γλώσσες τους ενώθηκαν και μονομάχησαν καθώς έπινε ο ένας τον άλλο. Τώρα ο Λούσιεν
ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η Άνια δε θα χρησιμοποιούσε το κλειδί για να διαπραγματευτεί
με τον Κρόνο –αλλά εξακολουθούσε να τη θέλει. Δεν μπορούσε να εξαφανίσει την κατάρα της,
αλλά την ήθελε ακόμα. Η Άνια ένιωθε χαρά και ανακούφιση –και επηρεάστηκε περισσότερο από τη
μαγεία του. Είναι δικός μου.
Αν κάποια άλλη γυναίκα σκεφτόταν κάποτε –οποτεδήποτε– να τον πάρει από εκείνη, η Άνια ήξερε
αρκετά καλά τον εαυτό της για να πιστεύει ότι θα τη σκότωνε, τη σκύλα. Εν ψυχρώ. Με οδυνηρό
τρόπο. Τώρα, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς εκείνον. Ναι, είναι δικός μου. Τα δάχτυλά
της βυθίστηκαν στα μεταξωτά μαλλιά του και πίεσε τη λεκάνη της στον ερεθισμένο ανδρισμό του.
Δικός μου.
Αλλά καθώς σχηματιζόταν αυτή η σκέψη στο μυαλό της, ένα βροντερό γέλιο αντήχησε τριγύρω
τους.
Η Άνια ένιωσε τα σωθικά της να ανακατεύονται. Το νευρικό σύστημά της πέρασε σε κατάσταση
επιφυλακής κι η καρδιά της άρχισε να χτυπά ακανόνιστα. Ιδρώτας σχηματίστηκε στις παλάμες της.
Δεν τραβήχτηκε από τον Λούσιεν, αλλά διέκοψε το φιλί και τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα. Όχι.
Όχι τώρα.
Τα νεύρα του είχαν τεντωθεί. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και στα βάθη τους διακρινόταν
εκείνη η οργή που η Άνια είχε γνωρίσει μόνο εκείνη τη φορά στην Ελλάδα. Δεν είχε δει κανέναν
άλλο περισσότερο οργισμένο στη ζωή της. Έδινε την εντύπωση πως θα σκότωνε ευχαρίστως τους
πάντες γύρω του. Εκτός από εκείνη. Τα χέρια του ήταν ακόμα τρυφερά γύρω από τη μέση της.
«Ο Κρόνος», είπε ξερά ο Λούσιεν. Ασώματος· μόνο εκείνη η απαίσια φωνή.
Με το στόμα στεγνό, η Άνια ένευσε καταφατικά. «Τι θέλεις, ω Παντοδύναμε;»
Ο θεός γέλασε ξανά. «Τούτη τη στιγμή, μου αρκεί να σε πληροφορήσω ότι ανακάλυψα τον
καλύτερο τρόπο για να σε κάνω να υποκύψεις, Αναρχία».
Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα του Λούσιεν. «Βασιλιά μου, η γυναίκα είναι απλά...»
«Σιωπή, Θάνατε. Για μια ακόμα φορά απέτυχες να κάνεις τη δουλειά σου και βαρέθηκα να
περιμένω. Σφάξ’ την. Εδώ, αμέσως».
Το βλέμμα του Λούσιεν στράφηκε προς το μέρος της Άνια. Οι μυώνες του έμοιαζαν με πέτρα. Η
θερμότητα σταμάτησε να εκπέμπεται από το σώμα του, για να τη διαδεχτεί μια παγερή
αποφασιστικότητα.
Η Άνια δεν ήθελε να πεθάνει, αλλά ούτε ήθελε να τιμωρηθεί ο Λούσιεν για λογαριασμό της. Αν
απλά έμενε μακριά του, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα συνέβαινε. Ναι, τίποτα. Ούτε τα φιλιά, ούτε τα
αγγίγματα, ούτε... ο έρωτας;
Όχι, δεν μπορούσε να τον ερωτευτεί. Η αγάπη θα την κατέστρεφε, θα τη φυλάκιζε σαν να
βρισκόταν πάλι σε ένα σιδερόφραχτο κελί. Απλά δώσε στον Κρόνο το κλειδί.
Δεν μπορώ. Θα έχανε τα πάντα. Την ανεξαρτησία της, τις δυνάμεις της, τις αναμνήσεις της.
Μπορεί να ξεχνούσε ακόμα και την κατάρα της και να κοιμόταν με κάποιον, με αποτέλεσμα να δεθεί
άθελά της μαζί του για όλη την αιωνιότητα. Θεοί, τι θα έκανε;
«Δεν μπορώ να της κάνω κακό», είπε ο Λούσιεν, ανασηκώνοντας περήφανα το πιγούνι του. Η
φωνή του, ωστόσο, ήταν βασανισμένη.
«Το περίμενα. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι οι Έλληνες θεοί βασίζονταν κάποτε πάνω σου για
την προστασία τους». Μια σιωπή γεμάτη υπερένταση. «Άκουσέ με. Θα εξασθενίζεις καθημερινά
μέχρι τη μέρα που θα μου δώσεις το κλειδί».
«Τι;» ψέλλισε η Άνια.
«Στην αρχή, νόμιζα πως η αγάπη του πολεμιστή για τους φίλους του θα τον ανάγκαζε να
εκτελέσει την αποστολή του, αλλά τώρα ξέρω. Αυτός που χρειαζόταν κίνητρο, Άνια, ήσουν εσύ –
από την αρχή».
Η Άνια πάσχισε να βρει μια κατάλληλη απάντηση, ενώ ο τρόμος την πλημμύριζε. «Κρόνε...»
«Έχω δει πώς είσαι μαζί του. Δεν είναι απλά ένα παιχνίδι για σένα, όπως ισχυρίστηκες, αλλά ένα
πολύ σημαντικό πλάσμα. Και τώρα θα πρέπει να αποφασίσεις τι έχει μεγαλύτερη αξία για σένα –
εκείνος ή το κλειδί». Ο Κρόνος γέλασε, σαν να βρισκόταν ήδη η νίκη στα χέρια του. «Μπορείς ν’
ακούσεις το ρολόι να χτυπά; Εγώ μπορώ».
Και μετά ακολούθησε απόλυτη σιωπή.
Η Άνια ήξερε πως ο Κρόνος είχε φύγει, επειδή το σιγανό βουητό ισχύος που συνόδευε πάντα τις
επισκέψεις του είχε σταματήσει. Η ανάσα της έγινε κοφτή και μόλις που μπορούσε να κατεβάσει
αρκετό οξυγόνο στα πνευμόνια της. Να χάσει τον Λούσιεν; Ποτέ!
«Μην πεις λέξη», γρύλισε ο Λούσιεν, αρνούμενος να την κοιτάξει. «Η ανακάλυψη των
τεχνουργημάτων είναι τώρα πιο σημαντική από κάθε άλλη φορά. Αποτελούν πηγή δύναμης και
μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Θα συγκεντρώσουμε προμήθειες, όπως σχεδιάζαμε, και θα
ξεκινήσουμε».
«Μα...»
Ο Λούσιεν απομακρύνθηκε, αφήνοντάς τη μόνη στη βιβλιοθήκη.
Ω θεοί. Τι στην οργή θα έκανε;

Κεφάλαιο 16

Τι στον Άδη θα έκανε; αναρωτήθηκε ο Λούσιεν.


Αγαπούσε την Άνια –τώρα, μπορούσε να το παραδεχτεί. Το ήξερε με μια ένταση που έφτανε
μέχρι τα βάθη της ψυχής του και δεν μπορούσε πια να το αρνηθεί. Την αγαπούσε. Δεν είχε
κατορθώσει να τη σκοτώσει και δεν άντεχε τη σκέψη πως θα ήταν για πάντα δεμένη με τον Κρόνο
και πως ο βασιλιάς των θεών θα μπορούσε να τη βρει οπουδήποτε. Ούτε άντεχε στη σκέψη πως θα
ήταν ανήμπορη και εξασθενημένη. Επειδή, τώρα πλέον, η Άνια σήμαινε για κείνον κάτι περισσότερο
από την ίδια τη ζωή του.
Της άρεσε να κλέβει, έλεγε συχνά ψέματα, σκότωνε χωρίς μεταμέλεια, ήταν επικηρυγμένη, δεν
μπορούσε να κάνει έρωτα –αλλά τη λάτρευε περισσότερο απ’ όσο είχε λατρέψει τη Μαράια. Δεν
πίστευε πως ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, αλλά η Άνια ήταν το άλλο του μισό –το καλύτερο μισό. Τον
έκανε να αισθάνεται ολοκληρωμένος, ατόφιος, σαν ένας άνθρωπος χωρίς δαίμονα. Και, ακόμα
περισσότερο, τον έκανε να αισθάνεται ελκυστικός άντρας.
Του πρόσφερε ένα λόγο να ζει, εξανέμιζε τον πόνο του, το παρελθόν του και –όταν τον φιλούσε–
τις ανασφάλειές του. Η αίσθηση του χιούμορ της τον διασκέδαζε, οι πράξεις της τον κέντριζαν.
Απλά και μόνο η παρουσία της του πρόσφερε περισσότερη ευχαρίστηση απ’ όση είχε νιώσει
κάνοντας σεξ με οποιαδήποτε γυναίκα.
Ήξερε μόνο έναν τρόπο για να τη σώσει τώρα. Έπρεπε να βρει ένα τεχνούργημα το συντομότερο
δυνατό και να προσευχηθεί ότι ο Κρόνος το ήθελε περισσότερο από το κλειδί. Θα αντάλλασσε
πρόθυρα το τεχνούργημα για τη ζωή της Άνια και ας πήγαινε στα κομμάτια το Κουτί της Πανδώρας.
Τώρα πια, μετά από όσα είχε μάθει, ο Λούσιεν δε θα άφηνε ποτέ την Πανδώρα να παραδώσει το
κλειδί της. Θα έχανε τις δυνάμεις της, τις αναμνήσεις της, την ελευθερία που τόσο πολύ εκτιμούσε.
Τη ζωή της; Χωρίς τη δυνατότητα να διακτινίζεται, θα ήταν ευάλωτη σε κάθε είδους επιθέσεις. Θα
ήταν αβοήθητη. Παγιδευμένη. Αν κάποιος άντρας αποφάσιζε να τη σκλαβώσει κάνοντας κανονικά
έρωτα μαζί της, η Άνια δε θα μπορούσε να εξαφανιστεί ή να πολεμήσει για να ελευθερωθεί.
Μουγκρίζοντας, ο Λούσιεν χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας όπου είχε
κοιμηθεί το περασμένο βράδυ με την Άνια. Με την όμορφη, την αστραφτερή, την αδάμαστη Άνια. Ο
τοίχος ράγισε και αίμα κύλησε από το κομμένο δέρμα του χεριού του.
Η Άνια ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε προσπεράσει τις ουλές του και είχε δει τον άντρα που
υπήρχε πίσω τους. Δίπλα της, πίστευε πως μπορούσε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο και δεν
ήθελε να τελειώσει αυτό το συναίσθημα. Όταν την έσφιγγε στην αγκαλιά του, γευόταν τη
μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του. Τίποτε άλλο δε συγκρινόταν μ’ αυτό. Τίποτε άλλο δεν πλησίαζε
καν.
Ο Λούσιεν έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι που πονούσε. Πονούσε; Ναι. Δεν είχε θεραπευτεί
αμέσως και παρέμενε κομμένο. Σκούροι μπλε και μοβ μώλωπες σχηματίζονταν πάνω από τις
αρθρώσεις του.
Θα εξασθενίσεις, τον είχε προειδοποιήσει ο Κρόνος.
Ο Λούσιεν γέλασε. Ό,τι κι αν έκανε, όποιο μονοπάτι κι αν ακολουθούσε, θα εξασθενούσε.
«Θα το βρούμε», είπε χαμηλόφωνα η Άνια.
Ο Λούσιεν έκανε απότομα μεταβολή. Η Άνια ακουμπούσε στην κάσα της πόρτας, ένα λευκό
όραμα. Παλτό από πυκνή άσπρη γούνα, κολλητό άσπρο σλιπ. Μπότες με λευκή γούνα που
σκαρφάλωναν στα υπέροχα πόδια της. Άσπρα μαλλιά που χύνονταν στους ώμους και στο στήθος
της. Η καρδιά του έχασε ένα χτύπο.
Κρατούσε έναν μπόγο από άσπρα ρούχα. «Ήξερες ήδη πως ο Κρόνος με είχε πλησιάσει χτες.
Λοιπόν, είχες δίκιο. Με απείλησε και γι’ αυτό σου φέρθηκα τόσο προσβλητικά. Δεν ήθελα να ξέρει
ότι εγώ... ότι...» Ξεροκατάπιε.
«Σ’ αγαπώ, Άνια», ομολόγησε βραχνά ο Λούσιεν. «Σ’ αγαπώ και δεν μπορώ να σου κάνω κακό.
Κατάλαβες;»
Το στόμα της άνοιξε και τα ρούχα έπεσαν από τα χέρια της. «Λούσιεν, εγώ... εγώ...»
«Δε χρειάζεται να το πεις κι εσύ. Σ’ έχω μάθει, Άνια. Είσαι ατίθαση και ελεύθερη και η σκέψη
πως μπορεί να αγαπήσεις έναν άντρα σε τρομοκρατεί».
Η Άνια κοίταξε τα πόδια της. Για πρώτη φορά, δε μάλωσε τον εαυτό της για τούτη την πράξη. Ο
Λούσιεν χάρηκε. Ήθελε να νιώθει άνετα κάνοντας τα πάντα μαζί του –ακόμα κι αυτό.
«Νιώθω για σένα όπως δεν έχω νιώσει για κανέναν άλλο», είπε χαμηλόφωνα η Άνια, «και είμαι
ευτυχισμένη όταν βρίσκομαι μαζί σου. Γιατί νομίζεις πως έμεινα κοντά σου, όταν εσύ έκανες τα
πάντα για να με ξεφορτωθείς; Αλλά η αγάπη...» Ξεροκατάπιε άλλη μια φορά και κούνησε αρνητικά
το κεφάλι της. «Πέρασα ολόκληρη τη ζωή μου προσπαθώντας να κρατήσω τους άντρες σε
απόσταση. Εσύ, ωστόσο, κατάφερες να πλησιάσεις την καρδιά μου –αλλά δεν μπορώ να σε
αγαπήσω». Πρόφερε τα τελευταία λόγια με μια ανάσα αγωνίας.
«Το ξέρω». Θα ένιωθε υποχρεωμένη να εγκαταλείψει την ελευθερία της, αν παραδεχόταν ότι τον
αγαπούσε. Δεν μπορούσε να της ζητήσει κάτι τέτοιο. Όχι τώρα.
«Ήμουν μόνη πάρα πολύ καιρό», είπε η Άνια μ’ ένα γέλιο απόγνωσης. «Δεν μπορώ ν’ αφήσω τον
εαυτό μου στη φροντίδα κάποιου άλλου».
«Το ξέρω», είπε ξανά ο Λούσιεν.
«Απλά... απλά ξέρω ότι δε θέλω να πάθεις κακό. Χρειάζομαι... χρειάζομαι χρόνο για να σκεφτώ».
Σύμφωνα με τον Κρόνο, ο Λούσιεν δεν είχε πολύ χρόνο. Σύντομα. Το ρολόι χτυπά. Ο Λούσιεν θα
αναζητούσε τη Λερναία Ύδρα στο χρόνο που του απόμενε. Αν δεν κατάφερνε να τη βρει, αν δεν
κατάφερνε να κερδίσει το τεχνούργημα, δε θα μπορούσε να πολεμήσει τη μοίρα του –όπως
συνειδητοποιούσε μόλις εκείνη τη στιγμή. Η αλήθεια ήταν πως το είχε ήδη αποδεχτεί· δεν μπορούσε
να κάνει κακό στην Άνια και δεν μπορούσε να επιτρέψει στον Κρόνο να πάρει το κλειδί. Αν έπρεπε
να πεθάνει για να εξασφαλίσει την προστασία της, θα πέθαινε.
Αγαπούσε τόσο την Άνια, ώστε θα πρόσφερε πρόθυμα τη ζωή του με αντάλλαγμα τη δική της.
Χωρίς δισταγμό, χωρίς επιφυλάξεις.
Δεν είχε καταφέρει να δώσει τη ζωή του για τη Μαράια, αλλά ήθελε να το κάνει· το ευχόταν
όλους αυτούς τους αιώνες. Μέχρι τώρα. Τώρα χαιρόταν που είχε επιβιώσει. Ζούσε και πέθαινε για
την Άνια. Τώρα πια, δε θα μετάνιωνε για το παρελθόν· δε θα περνούσε άλλη μια χιλιετία
λαχταρώντας κάτι που δεν μπορούσε να αποκτήσει.
Θα απολάμβανε την Άνια όσο καιρό μπορούσαν να μείνουν μαζί.
«Γιατί νιώθω τόσες τύψεις;» ψιθύρισε η Άνια και η ντροπή διακρινόταν στη φωνή της. «Σαν να
έπρεπε να δώσω στον Κρόνο το κλειδί;»
Υπήρχε μόνο μια απάντηση: τον αγαπούσε πραγματικά. Η καρδιά του φούσκωσε από χαρά και
υπερηφάνεια. Κι αυτό αρκούσε γι’ αυτόν· ήξερε πως η Άνια τον αγαπούσε, μολονότι δεν μπορούσε
να προφέρει τις λέξεις. «Δε θα του το δώσεις. Υποσχέσου. Υποσχέσου μου ότι δε θα το δώσεις
ποτέ».
Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Πέρασαν αρκετές στιγμές σιωπής.
«Υποσχέσου μου, Άνια. Χάρισέ μου λίγη γαλήνη».
Οι βλεφαρίδες της ήταν μαύρες και αιχμηρές, σχηματίζοντας μια βεντάλια σκιάς κάτω από τα
γαλανά μάτια της. Τελικά, η Άνια είπε: «Σ’ το υπόσχομαι». Μετά, γέλασε χωρίς χιούμορ. «Υπέροχα.
Τώρα αισθάνομαι περισσότερες τύψεις».
Ο Λούσιεν άπλωσε το χέρι και χάιδεψε μπούκλες μεταξωτών μαλλιών ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Δεν πρέπει να νιώθεις έτσι».
«Πώς πρέπει να νιώθω, λοιπόν;» Η Άνια ρούφηξε τη μύτη της.
«Έλα εδώ», της είπε, τραβώντας απαλά τις μπούκλες.
Καθώς εκείνη πλησίαζε προς το μέρος του, το βλέμμα της έπεσε στο χέρι του. Έπιασε τον καρπό
του, γύρισε ανάποδα την παλάμη του και συνοφρυώθηκε. «Χτύπησες».
«Μια γρατζουνιά είναι, τίποτα περισσότερο».
Η Άνια έφερε το χέρι στα χείλη της και φίλησε ανάλαφρα την πληγή. «Καημένο μωρό μου. Δε
θέλω να σε βλέπω να υποφέρεις».
Ηλεκτρικές εκκενώσεις απλώθηκαν στο μπράτσο του, καυτές και πεινασμένες. Α, ναι, σίγουρα
αγαπούσε τούτη τη γυναίκα. Οι ματιές τους αντάμωσαν. «Θα κοβόμουν ευχαρίστως σε φέτες, αρκεί
να με φρόντιζες».
«Λες να το κάνει; Λες να εξασθενίσεις;» ψιθύρισε η Άνια με σπασμένη φωνή, μολονότι ήξεραν
ήδη την απάντηση. «Είσαι πολύ δυνατός. Έχεις απέραντη ενεργητικότητα».
«Δε θα έχω κανένα πρόβλημα», απάντησε εκείνος ψέματα.
«Ίσως πρέπει να μιλήσω με τον Κρόνο».
Ο Λούσιεν, ανυποχώρητος, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ούτε αυτό θα κάνεις. Μπορεί να
επιβάλει κάτι χειρότερο».
Η θλίψη άγγιζε κάθε γωνιά και κάθε πτυχή του προσώπου της· παρέμεινε σιωπηλή.
«Σου είπα ότι θα βρούμε το τεχνούργημα».
«Θα έρθετε, τέλος πάντων;» φώναξε ο Γουίλιαμ με φανερό εκνευρισμό.
«Σε ένα λεπτό!» απάντησε η Άνια χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον Λούσιεν. «Πρέπει να
ντυθείς. Δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορείς σαν γλειφιτζούρι, σωστά;»
«Όχι πάλι». Είχε περάσει τα τελευταία δευτερόλεπτα απομνημονεύοντας το πρόσωπό της,
ρουφώντας την εικόνα της και χαράζοντας την ουσία της σε κάθε κύτταρό του. Σε όλο αυτό το
διάστημα η Άνια χάιδευε το μάγουλό του· ήταν φανερό πως ούτε εκείνη ήθελε να βγει από το
δωμάτιο.
«Άφησα τον εξοπλισμό σου στο πάτωμα», του είπε.
Εκείνος γέλασε. «Το ξέρω. Είδα να σου πέφτουν όλα». Τη φίλησε απαλά. «Θα τα πούμε κάτω».
«Ευωδιαστέ, δε...»
«Μην πεις λέξη, γλυκιά μου. Θα βρούμε έναν τρόπο για να τα βγάλουμε πέρα».
Ένα δάκρυ ξεχύθηκε τελικά και κατηφόρισε στο μάγουλό της. «Γλυκιά μου. Με είπες γλυκιά
μου». Και εξαφανίστηκε, χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να απαντήσει.
Αλλά ο Λούσιεν δεν πίστευε πως είχε φύγει αμέσως, επειδή μπορούσε ακόμα να μυρίσει
φράουλες και να νιώσει το βλέμμα της καυτό πάνω του. Μετά, το δέρμα πάνω από την καρδιά του
μυρμήγκιασε, σαν να είχε ζωγραφίσει η Άνια ένα Χ με το ακροδάχτυλό της.

Ένας σκυθρωπός Γουίλιαμ είχε αρνηθεί να επιτρέψει στον Λούσιεν να τον διακτινίσει. Αντίθετα,
είχε νοικιάσει ελικόπτερο για να τους μεταφέρει στις ακτές της Γροιλανδίας, όπου τα βουνά
συναντούσαν τον πάγο και όπου πολλοί άνθρωποι είχαν πεθάνει, ξεχασμένοι και μόνοι. Το
σιδερένιο πουλί δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο κι ο Λούσιεν χαιρόταν γι’ αυτό. Ήθελε
να βγει από την ιπτάμενη παγίδα. Ο αέρας ήταν τόσο παγερός που η μηχανή έβηχε κάθε λίγο, με την
απειλή να παγώσει.
Θα μπορούσε να διακτινιστεί πριν πέσει στο έδαφος κι έτσι η σκέψη της συντριβής δεν τον
ενοχλούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν το γεγονός πως δεν είχε τον έλεγχο. Πως το στομάχι του
είχε ανέβει στο λαιμό του. Πως οι τελευταίες αναμνήσεις της Άνια από εκείνον μπορεί να ήταν η
εικόνα του Λούσιεν διπλωμένου στα δύο να κάνει εμετό.
Παραλίγο να φιλήσει το χιονισμένο έδαφος όταν τελικά κατέβηκε από το ελικόπτερο.
Τρία οχήματα χιονιού τους περίμεναν ήδη, μαζί με προμήθειες από τρόφιμα και νερό. Ο Γουίλιαμ
είχε φροντίσει τα πάντα, μολονότι ο Λούσιεν δεν τον εμπιστευόταν. Προτίμησε το έδαφος,
παραμένοντας συνέχεια ανάμεσα στον πολεμιστή και την Άνια.
Μπήκαν στα οχήματα και αντάλλαξε την έλλειψη ελέγχου με μια αίσθηση ανεπιθύμητης
απομόνωσης. Ένας ωκεανός χιονιού τους περικύκλωνε. Όμορφος, απίστευτα γραφικός, αλλά
θανατηφόρος. Έτσι ένιωθε ο δαίμονάς του μέσα στο Κουτί της Πανδώρας; Μόνο που αντί για το
απέραντο λευκό ήταν καταδικασμένος στο αιώνιο σκοτάδι;
«Μπορούμε να διακτινίσουμε όλα αυτά όπου τα χρειαζόμαστε», μουρμούρισε η Άνια, ρίχνοντας
μια ματιά στο σακίδιο πίσω της. Η ανάσα της δημιουργούσε ομίχλη γύρω από το πρόσωπό της. «Δε
βλέπω γιατί πρέπει να μεταφέρω συνέχεια το βάρος του και να το νιώθω να με χτυπά με δύναμη
κάθε φορά που θα πέφτω σε κάποια εξοχή του εδάφους».
«Συμφωνώ», είπε ο Λούσιεν.
«Εγώ καθόλου», πέταξε ο Γουίλιαμ. «Και είναι φανερό πως με χρειάζεστε –άρα, ή θα γίνουν όλα
όπως λέω εγώ, ή δε θα γίνουν καθόλου».
Η Άνια του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη κι ο Λούσιεν χαμογέλασε με τη συμπεριφορά της. Ήταν
πολύ προτιμότερη από τη συμπεριφορά της βασανισμένης γυναίκας που είχε δει λίγο πριν στην
κρεβατοκάμαρά τους.
Ο άνεμος ήταν παγερός –τόσο διαπεραστικός και τσουχτερός, ώστε κατάφερνε να περνά μέσα
από τη θερμική στολή του και να φτάνει μέχρι το κόκαλο. Μπορούσε ήδη να νιώσει το αίμα του να
παγώνει, σαν να έχυνε κάποιος πάγο κατευθείαν στις φλέβες του.
«Πρέπει να σκαρφαλώσουμε στην πιο ψηλή κορυφή», είπε στον Γουίλιαμ. Είχε ελέγξει τον
τηλεφωνητή του πριν φύγουν από το σπίτι και, φυσικά, είχε χάσει το τηλεφώνημα του Τόριν ενώ
εκείνος κι η Άνια... ναι, έπαιζαν. Ο φίλος του είχε αφήσει ένα μήνυμα, λέγοντας πως εκείνος κι η
Άσλιν είχαν ερευνήσει την περιοχή, αλλά δεν είχαν βρει πρόσφατες αναφορές θέασης της Λερναίας
Ύδρας ή οποιουδήποτε άλλου τέρατος. Όπως έδειχναν τα πράγματα, ελάχιστοι άνθρωποι ταξίδευαν
εδώ. Ο Τόριν τους είχε συμβουλεύσει πως το καλύτερο μέρος για να ψάξουν ήταν η πιο επικίνδυνη
περιοχή του αρκτικού κύκλου. Όσο λιγότερες επισκέψεις ανθρώπων σημειώνονταν εκεί, τόσο πιο
ιδανικό θα ήταν το μέρος για να κρυφτεί ένα πλάσμα.
«Αυτή είναι, λοιπόν», είπε ο Γουίλιαμ, δείχνοντας κατευθείαν μπροστά. «Και μην προσπαθήσετε
να διακτινιστείτε, αφήνοντάς με πίσω. Δε θα φτάσετε στην κορυφή χωρίς εμένα, επειδή άφησα
κάποια... δωράκια στο δρόμο για τους απρόσκλητους επισκέπτες μου». Σταμάτησε και έγειρε το
κεφάλι του στο πλάι. «Για την ακρίβεια, βγάλτε γενικά το διακτινισμό από το μυαλό σας. Ίσως
έπρεπε να σας το πω πιο πριν, αλλά να, με εκνευρίζετε. Εγώ δεν μπορώ να μεταφερθώ με
διακτινισμό πουθενά».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» τον ρώτησε ο Λούσιεν.
«Πίστεψέ με, εντάξει; Όποιος προσπαθήσει να με πάρει μαζί του σε διακτινισμό θα κάνει κακό σ’
εμένα και στον ίδιο. Έκανα το λάθος να ταράξω τον κόσμο της Ήρας κι έτσι ο Δίας φρόντισε καμιά
θεά να μην μπορεί να με διακτινίσει μακριά για να με γλιτώσει. Οι ζηλιάρηδες σύζυγοι είναι ηλίθιοι.
Μετά, η Ήρα ανακάλυψε πως τάραζα τον κόσμο κι άλλων θεών κι έτσι με έχωσε στο μπουντρούμι
δίπλα στο κελί της Άνια. Μερικές γυναίκες είναι σκέτος μπελάς». Ο Γουίλιαμ φόρεσε ένα κράνος
στο κεφάλι του και τους έδειξε με νοήματα να κάνουν το ίδιο.
Ο Λούσιεν πήρε το κράνος της Άνια και το εξέτασε προσεκτικά πριν της επιτρέψει να το φορέσει.
Εκείνη του χάρισε ένα κρυφό χαμόγελο πριν το βάλει στο κεφάλι της. Τα ρουθούνια, τα πνευμόνια
και το στήθος του πονούσαν πριν φορέσει το δικό του. Η ανάσα της Άνια πλημμύρισε ξαφνικά τ’
αυτιά του. Συνειδητοποίησε ότι το κράνος περιλάμβανε μικροφωνική εγκατάσταση ώστε να
μπορούν να επικοινωνούν καθώς θα ταξίδευαν. Η ανθρώπινη τεχνολογία ήταν μερικές φορές
ευλογία.
«Έχει πλάκα», σχολίασε η Άνια.
Ήταν σαν να ψιθύριζε κατευθείαν στο αυτί του και το αίμα του ζεστάθηκε επιτέλους, λιώνοντας
τον πάγο.
Ο Γουίλιαμ έβαλε μπροστά το όχημά του και ξεκίνησε. Ο Λούσιεν κι η Άνια ακολούθησαν λίγα
μέτρα πιο πίσω.
«Ίσως τώρα είναι η πιο καλή στιγμή για να σας ενημερώσω ότι μια ομάδα αντρών μπήκε στον
κύκλο πριν από τρεις μέρες», είπε ο Γουίλιαμ στα ακουστικά τους. «Αμφιβάλλω αν αναζητούν
εμένα».
Ο Λούσιεν δε χρειαζόταν να δει το πρόσωπό του για να καταλάβει ότι ο πολεμιστής χαμογελούσε
με απόλαυση. «Πώς το ξέρεις;»
«Είναι άνθρωποι. Δεν κάνω τίποτα με θνητές».
«Μήπως είναι Κυνηγοί;» ρώτησε η Άνια. Μέσα από τη μάσκα, ο Λούσιεν μπορούσε να διακρίνει
τα μάτια της να λάμπουν με περιέργεια.
«Το πιθανότερο», απάντησε ο Λούσιεν. Αλλά πώς ήξεραν ότι βρίσκονταν εδώ; Πριν
εξολοθρευτούν στο ναό, οι Κυνηγοί είχαν γκρινιάξει για την έλλειψη επιτυχίας τους.
Ίσως ο Κρόνος τους τροφοδοτούσε με πληροφορίες τη στιγμή που τις μάθαιναν κι οι πολεμιστές.
Τα μάτια του μισόκλεισαν με οργή. Ήταν το πιο λογικό –και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο για τους
πολεμιστές.
«Πού είναι τώρα;» ρώτησε.
«Ίσως είναι νεκροί». Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του. «Ίσως είναι στο βουνό».
«Νόμιζα πως είχες εγκαταστήσει συσκευές παρακολούθησης για να προστατεύεσαι από τους
ζηλιάρηδες συζύγους», παρατήρησε η Άνια. «Έπρεπε να ξέρεις».
«Ίσως αχρήστευσαν τις κάμερές μου».
Ίσως, ίσως, ίσως.
Η Άνια έπιασε μια χούφτα χιονιού και την πέταξε στον πολεμιστή, πετυχαίνοντας την πλάτη του.
«Δε μου αρέσει καθόλου η συμπεριφορά σου. Άλλαξέ τη, διαφορετικά μπορεί να μη σου δώσω
πίσω το βιβλίο σου».
Ο Γουίλιαμ συνέχισε το δρόμο του χωρίς να απαντήσει, σαν να ένιωθε πως η επίπληξη του άξιζε.
Χιόνι και πάγος τινάζονταν από τις αλυσίδες και τους τροχούς του οχήματός του, θολώνοντας το
οπτικό τους πεδίο. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα και είχε υιοθετήσει στάση αρπακτικού, λες και
περίμενε επίθεση από στιγμή σε στιγμή.
Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά –κι ο Λούσιεν μπορούσε μόνο να μαντέψει τι ήταν. Δυστυχώς,
καμιά από τις εικασίες του δεν περιλάμβανε αισιοδοξία.

Ο χρόνος κυλούσε αργά, σε σύγκριση με την αίσθηση του κινδύνου που επικρατούσε μέσα της.
Κινδύνου και πόνου: οι γλουτοί της Άνια πονούσαν πολύ. Η βαριά τσάντα που ήταν στερεωμένη
στο τετράτροχο όχημά της τη χτυπούσε πραγματικά σ’ εκείνη την περιοχή, όπως ακριβώς είχε
υποψιαστεί. Θεοί, δεν της άρεσε καθόλου. Δεν της άρεσε που δεν ήξερε την καλύτερη μέθοδο
αντιμετώπισης της κατάστασης, δεν της άρεσε που δεν μπορούσε να μαντέψει τι τους περίμενε. Το
μόνο που ήξερε ήταν πως ο Λούσιεν ήταν το καλύτερο πράγμα που της είχε συμβεί, πως ο Γουίλιαμ
σίγουρα έκρυβε κάτι και πως αισθανόταν απαίσια.
Και αν... όταν ο Λούσιεν άρχιζε να εξασθενεί –χάρη σ’ εμένα, σκέφτηκε με τύψεις–, δε θα
μπορούσε να πολεμήσει την Ύδρα, ακόμα κι αν την έβρισκαν, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε ακόμα
μεγαλύτερο κίνδυνο. Πολλά αν. Αλλά η Άνια δεν άντεχε τη σκέψη ότι ο Λούσιεν μπορεί να πάθαινε
κακό. Την αγαπούσε. Το είχε παραδεχτεί χωρίς ντροπή, χωρίς δισταγμό –και το εννοούσε.
Τρυφερότητα και χαρά είχαν συνοδεύσει την ερωτική εξομολόγησή του, ζεσταίνοντας το σώμα και
την ψυχή της. Αγαπούσε τη γυναίκα, την Άνια, όπως ήταν κι όχι τη γυναίκα που ήθελε ο Λούσιεν να
είναι.
Έπρεπε να βρουν τη Λερναία Ύδρα –ήταν απαραίτητο. Κάποτε, η Άνια σκεφτόταν να
χρησιμοποιήσει τα τεχνουργήματα προκειμένου να διαπραγματευτεί για τη ζωή της. Τώρα, ήξερε ότι
δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Λούσιεν. Αντίθετα, θα τα χρησιμοποιούσε προκειμένου να
διαπραγματευτεί για τη δική του ζωή.
Ο Κρόνος θα συνέχιζε να την κυνηγά, φυσικά, επειδή δε θα σταματούσε ποτέ να θέλει το κλειδί.
Εκτός αν τον σκότωνε, που δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα. Σούφρωσε τα χείλη και σκέφτηκε ότι
μπορεί να το δοκίμαζε. Στο κάτω κάτω, υπήρχε καλύτερο άτομο για να σκοτώσει ένα βασιλιά από
την Αναρχία;
Ο Λούσιεν θα θύμωνε αν μάθαινε τι σκεφτόταν. Δε θα ήθελε να διακινδυνεύσει για το χατίρι του.
Για το χατίρι τους. Αλλά εκείνη προτιμούσε να αντιμετωπίσει το θυμό του, παρά να τον
παρακολουθήσει να πεθαίνει αργά και οδυνηρά.
Όλο αυτό έχει αρχίσει να θυμίζει αγάπη.
Έδιωξε τη σκέψη πριν προλάβει να απλωθεί και να ριζώσει. Αν παραδεχόταν ότι τον αγαπούσε, δε
θα μπορούσε να αντισταθεί και θα έκανε κανονικά έρωτα μαζί του –μολονότι λίγο έλειψε να το
κάνει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ωστόσο, αν του παραδιδόταν ολότελα κι εκείνος πέθαινε, θα
την κατέτρωγε αιώνια θλίψη και θα ήταν για πάντα δεσμευμένη με ένα νεκρό. Ούτε το Κλειδί των
Πάντων δε θα μπορούσε να σπάσει τούτο το δεσμό.
Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Το σώμα της μούδιασε. Όχι. Όχι, όχι, όχι. Ποτέ. Δεν πρόκειται να
πεθάνει. Μη σκέφτεσαι έτσι. Θα κάνεις ό,τι μπορείς για να τον σώσεις. Κι έπειτα, υποψιαζόταν πως
θα την κατέτρωγε η αιώνια θλίψη έτσι κι αλλιώς.
Ήθελε να απλώσει το χέρι και να πιάσει το δικό του. Ήθελε να πηδήξει από το όχημά της και να
καθίσει στα γόνατά του. Ήθελε να νιώσει τα χέρια του γύρω της να τη σφίγγουν στην αγκαλιά του.
Αλλά δεν το έκανε· η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη και διακυβεύονταν πολλά.
Αργότερα, υποσχέθηκε στον εαυτό της.
Καθώς συνέχιζαν τη διαδρομή στο χιόνι, δεν εντόπισε κανένα ίχνος ανθρώπινης εισβολής –
κανένα σημάδι από πόδια ή λάστιχα οχήματος. Ίσως οι Κυνηγοί να είχαν ήδη γυρίσει πίσω.
Τουλάχιστον έτσι ήθελε να ελπίζει· δεν ήθελε αυτά τα άτομα να πλησιάσουν τον Λούσιεν.
«Παγιδευμένα σύρματα μπροστά», τους προειδοποίησε ξαφνικά ο Γουίλιαμ. «Ακολουθήστε με
και μη βγείτε από τη διαδρομή που θα σας δείξω».
Εκείνη κι ο Λούσιεν έκοψαν ταχύτητα και πέρασαν πίσω από τον πολεμιστή σε μια ευθεία
γραμμή. Η Άνια μπήκε στη μέση κι ο Λούσιεν προτίμησε την οπισθοφυλακή. Σαν γνήσιος
προστάτης της.
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε τον Γουίλιαμ.
«Εγώ τα έβαλα», μουρμούρισε εκείνος. «Πρέπει να προστατεύομαι, αφού αθάνατοι προσπαθούν
διαρκώς να μου τη φέρουν πισώπλατα».
Ίσως οι Κυνηγοί να μην είχαν γυρίσει πίσω. Ίσως να είχαν σκοτωθεί. «Έχεις κι άλλα παιχνιδάκια
τριγύρω;»
«Α, βέβαια», απάντησε εκείνος, χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις.
«Σαν τι;» ρώτησε ο Λούσιεν.
Η Άνια μπορούσε να ξεχωρίσει την υπερένταση στη φωνή του. Ανησυχεί για μένα –τι γλυκός που
είναι! Και πάλι, ήθελε να πηδήξει στην αγκαλιά του.
«Βόμβες, δηλητηριασμένα βατόμουρα, σπηλιές πάγου», είπε ο Γουίλιαμ. «Ξέρεις, όλα αυτά που
βλέπεις στις ταινίες Β΄ διαλογής».
«Ωραία», είπε η Άνια. Αλλά το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη της με τη σκέψη όλης
αυτής της πανουργίας έσβησε, καθώς μια νέα σκέψη περνούσε από το μυαλό της: Κι αν οι Κυνηγοί
μάς έχουν στήσει παγίδα;

Κεφάλαιο 17
Συνάντησαν τους Κυνηγούς τρεις μέρες αργότερα, στα μισά του βουνού.
Ο Λούσιεν θα έπρεπε να χαίρεται· δεν του άρεσε τίποτα περισσότερο από το να σκοτώνει
εκείνους τους αποπροσανατολισμένους ζηλωτές. Δηλαδή, με την εξαίρεση της Άνια· εκείνη του
άρεσε περισσότερο από μια καλή μάχη. Τούτη τη φορά, ωστόσο, δεν ένιωσε χαρά. Δεν ένιωσε καμιά
έξαψη.
Ήταν αδύναμος και εξασθενούσε όλο και περισσότερο.
Εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν σίγουρος αν θα κέρδιζε σε μια αναμέτρηση με ποντίκι –πόσο μάλλον
με έναν αποφασισμένο Κυνηγό.
Ήξερε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά δεν περίμενε να συμβεί τόσο γρήγορα. Αν οι μέρες δεν
ήταν τόσο δύσκολες και οι νύχτες τόσο παγερές, ίσως η δύναμή του να διαρκούσε περισσότερο.
Αλλά είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα οχήματά τους χτες, επειδή η κλίση ήταν πολύ απότομη.
Τώρα βασίζονταν σε πιολέ· σκαρφάλωναν για αρκετές ώρες κάθε φορά και ξεκουράζονταν μόνο
όταν ήταν απολύτως απαραίτητο. Έτρωγαν ένα γεύμα την ημέρα –ουσιαστικά, δε χρειάζονταν
περισσότερο. Σούπα κονσέρβας που ζέσταιναν ελάχιστα. Η Άνια θα μπορούσε να διακτινιστεί, αλλά
ο Λούσιεν υποψιαζόταν πως δεν ήθελε να τον αφήσει.
Κάθε νύχτα εκείνος, η Άνια κι ο Γουίλιαμ σταματούσαν και έστηναν την κατασκήνωσή τους. Η
Άνια άναβε φωτιά κι οι τρεις τους κάθονταν κοντά ο ένας στον άλλο κάτω από μια τέντα για να
ζεσταθούν. Ο Λούσιεν δεν κοιμόταν ποτέ· έμενε ξύπνιος και φρουρούσε την Άνια, απολαμβάνοντας
κάθε στιγμή που βρίσκονταν μαζί. Καθώς η θνητότητα σίμωνε όλο και περισσότερο, δεν ήθελε να
χάσει ούτε δευτερόλεπτο. Του άρεσε να την κρατά πάνω του, νιώθοντας τη μυρωδιά της φράουλας
να τον τυλίγει.
Τόσο ο Γουίλιαμ –κακό αυτό– όσο και η Άνια –καλό αυτό– φαίνονταν να τα βγάζουν πέρα μια
χαρά, αλλά εκείνος μόλις που μπορούσε πια να σηκώσει το σακίδιό του. Έτρεμε συνεχώς και είχε
πέσει μπρούμυτα μερικές φορές.
Όπως τώρα.
Τα χέρια της Άνια τυλίχτηκαν ξαφνικά γύρω του και τον κράτησαν σταθερό. «Όλα θα πάνε μια
χαρά μόλις φτάσουμε στην κορυφή», του είπε. «Θα δεις».
Ο τρόμος τον συγκλόνισε. Ήταν τόσο αδύναμος, ώστε δεν μπορούσε πια να διακτινίζεται. Ο
δαίμονας είχε προσπαθήσει να τον τραβήξει μερικές φορές στον κόσμο των πνευμάτων, αλλά δεν τα
είχε καταφέρει και έκανε διαρκώς φασαρία στο κεφάλι του, γδέρνοντας με τα νύχια τις πύλες της
συναίσθησής του και κοντεύοντας να τον τρελάνει.
Ο Θάνατος δεν μπορούσε να τον αφήσει και να ταξιδέψει στις ψυχές μόνος, επειδή πολεμιστής
και πνεύμα ήταν άρρηκτα δεμένοι και δεν μπορούσαν να επιβιώσουν χωριστά. Δηλαδή, ο Θάνατος
μπορούσε να επιβιώσει, αλλά όχι ευτυχισμένα και όχι χωρίς άμεσες συνέπειες, όπως είχε
προσπαθήσει να πει ο Λούσιεν στον Κρόνο.
Η μύτη της μπότας του Λούσιεν χτύπησε ένα εξόγκωμα πάγου και παραπάτησε ξανά. Η λαβή της
Άνια έγινε πιο δυνατή και κατόρθωσε να διατηρήσει την ισορροπία του. Να πάρει η οργή! Ο Κρόνος
δεν είχε υπερβάλει. Έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, ο Λούσιεν θα είχε πεθάνει μέσα σε μια
βδομάδα.
«Ίσως πρέπει να τον αφήσουμε εδώ και να συνεχίσουμε μόνοι», πρότεινε ο Γουίλιαμ.
«Όχι!» φώναξαν η Άνια κι ο Λούσιεν μαζί. Ο Λούσιεν δεν ήθελε η Άνια να συνεχίσει χωρίς
εκείνον· εξακολουθούσε να μην εμπιστεύεται τον Γουίλιαμ.
«Μας καθυστερείς, Θάνατε», είπε ξερά ο Γουίλιαμ. «Είμαι έτοιμος να γυρίσω σπίτι, στις
ρουφήχτρες μου και στο βιβλίο μου».
Θάνατε, είχε πει ο πολεμιστής. Ούτε εκείνος ούτε η Άνια είχαν πει στον Γουίλιαμ ότι ο Λούσιεν
ήταν ξενιστής του πνεύματος του Θανάτου –μόνο πως καταδίωκε την Άνια. Ποιος του το είχε πει,
λοιπόν;
«Άφησέ τον ήσυχο», του πέταξε η Άνια ενώ σταματούσε, αναγκάζοντας τον Γουίλιαμ να κάνει το
ίδιο. Κοιτάζοντάς τον βλοσυρά, άρχισε ένα παρατεταμένο λογύδριο, όπου είπε στον πολεμιστή –
μεταξύ άλλων– ότι άξιζε να του χώσουν μια καυτή βέργα εκεί που ήξερε.
Ο Λούσιεν υποψιαζόταν πως η Άνια το έκανε για να του δώσει την ευκαιρία να ξαποστάσει.
Προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του, στήριξε το ένα χέρι στην παγωμένη πλαγιά του βουνού.
Αυτό που απεχθανόταν περισσότερο στην αδυναμία του ήταν πως δεν μπορούσε να προστατεύσει τη
γυναίκα του. Αν δεν...
Ξαφνικά, συνοφρυωμένος, συνειδητοποίησε πως κοιτούσε αποτυπώματα ποδιών.
Τα νεύρα του τεντώθηκαν. «Άνια, σώπα!»
Η Άνια στράφηκε προς το μέρος του και η απορία σκοτείνιασε τα μάτια της. Είχε πολλές μέρες να
της μιλήσει έτσι. Ήταν πολύ τρυφερός μαζί της και της φερόταν σαν να τη θεωρούσε έναν πολύτιμο
θησαυρό. Αλλά η ασφάλειά της ήταν πιο σημαντική από τα συναισθήματά της.
«Δε φαντάζομαι να άκουσα σωστά. Μου είπες να...»
«Κυνηγοί», εξήγησε ο Λούσιεν, δείχνοντας το έδαφος. Έβγαλε ένα στιλέτο από τη μέση του.
Η Άνια κι ο Γουίλιαμ έφτασαν αμέσως στο πλευρό του, κοιτάζοντας το χιόνι.
«Τα αποτυπώματα σταματούν σε τούτη την πλαγιά». Η Άνια συνοφρυώθηκε και πίεσε τον πάγο.
«Δεν υπάρχουν βήματα που απομακρύνονται. Πολύ αλλόκοτο. Αδύνατο, θα έλεγα».
«Δεν περίμενα να φτάσουν μέχρι εδώ», είπε ο Γουίλιαμ ενώ συνοφρυωνόταν κι εκείνος.
Ο Λούσιεν έβγαλε άλλο ένα στιλέτο, τούτη τη φορά από την μπότα του. Παραλίγο να του πέσει·
φαινόταν πολύ βαρύ.
«Πρέπει να υπάρχει μια πόρτα που οδηγεί στο εσωτερικό του βουνού», μουρμούρισε η Άνια,
σκύβοντας και αναζητώντας αυλάκια με τα γαντοφορεμένα χέρια της.
Ο Λούσιεν χαμογέλασε· του άρεσε που η Άνια δεν το έσκαγε από τον κίνδυνο, αλλά αντίθετα τον
αναζητούσε. Ωστόσο, παράλληλα, τον τρόμαζε· τούτη η γυναίκα έπρεπε να φροντίζεται. Να
λατρεύεται. Να προστατεύεται. Δεν έπρεπε να είναι αναγκασμένη να πολεμά για οτιδήποτε· έπρεπε
να της προσφέρεται αυτόματα ό,τι χρειαζόταν.
«Το βρήκα!» Χαμογελώντας, η Άνια πίεσε έναν κρυσταλλικό βράχο στη μέση της αριστερής
πλευράς και ένα τμήμα της παγωμένης πλαγιάς παραμέρισε, αποκαλύπτοντας ένα σκοτεινό κατώφλι.
«Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι τέτοιο χωρίς να το ξέρω;» Ο Γουίλιαμ κουνούσε με απορία το
κεφάλι του. «Ξέρω πως κάποιοι είχαν μπει στον αρκτικό κύκλο, αλλά τους παρακολούθησα να
πεθαίνουν. Σωστά; Έτσι κι αλλιώς, πώς μπόρεσαν να στήσουν κατασκήνωση, γαμώτο;» Ασημένιες
λεπίδες με τριπλές ακίδες ξεπρόβαλαν από τα μανίκια του μπουφάν του και τις έσφιξε λαίμαργα.
«Δεν ξέρω πόσοι είναι, αλλά θα τους σκοτώσω όλους. Οι προθέσεις τους δεν είναι αγνές· μπορεί να
τους πλήρωσαν για να με ξεκάνουν».
«Λίγο αργά θυμήθηκες να εξοργιστείς», είπε η Άνια. «Πρέπει να παραδεχτείς πως ήταν καλή ιδέα
να έρθουμε εδώ –και δε θα ερχόσουν αν δεν έκλεβα το βιβλίο σου. Μπορείς να με ευχαριστήσεις με
τριαντάφυλλα».
Ο Γουίλιαμ ξεφύσησε ειρωνικά. «Τώρα μας υποχρέωσες».
Η Άνια στράφηκε με ανησυχία προς το μέρος του Λούσιεν. «Ευωδιαστέ, περίμενε εδώ για να
βεβαιωθείς ότι δε θα έρθει κάποιος άλλος για να τρυπώσει μέσα. Θα γυρίσουμε σε λίγο και...»
Ο Λούσιεν γρύλισε, νιώθοντας την ντροπή του να γίνεται πιο έντονη. Το γεγονός ότι η Άνια
πίστευε τόσο ελάχιστα στις ικανότητές του... Όχι, ήξερε πως δεν ήταν αλήθεια. Απλά, η Άνια
ανησυχούσε γι’ αυτόν. Έβλεπε την αδυναμία του και δεν ήθελε να πάθει μεγαλύτερο κακό.
Ο Λούσιεν ήξερε πως ήταν εύθραυστος, αλλά ήθελε να συνειδητοποιήσει η Άνια πως δε θα
επέτρεπε ποτέ να της συμβεί το παραμικρό –όποια κι αν ήταν η κατάσταση του σώματός του.
Απλά, θα έπρεπε να της το δείξει.
«Θα μπω μέσα», είπε αποφασιστικά.
«Λούσιεν, είσαι...»
«Μια χαρά. Είμαι μια χαρά». Έβγαλε τον άσπρο σκούφο από το κεφάλι του και τον πέταξε στο
έδαφος. Δεν ήθελε να παρεμποδίζει τίποτα την ακοή ή την όρασή του. «Θα μπούμε μέσα με τον
Γουίλιαμ μπροστά», είπε, αναλαμβάνοντας την αρχηγία, «εσένα στη μέση κι εμένα τελευταίο».
Έτσι, η Άνια θα είχε κάλυψη τόσο από μπροστά όσο κι από πίσω.
Για μια στιγμή, η Άνια έδωσε την εντύπωση πως θα διαφωνούσε. Μετά, σούφρωσε τα χείλη της
και ένευσε καταφατικά. «Σύμφωνοι».
«Έχεις όπλο;» τη ρώτησε.
«Μόνο λίγα στιλέτα». Έσφιγγε ήδη τρία, όπως πρόσεξε ο Λούσιεν με υπερηφάνεια. Δεν την είχε
δει να τα βγάζει.
«Ωραία. Έτσι μπράβο».
«Πάμε», είπε ο Γουίλιαμ, ανυπόμονος. «Όσο περισσότερο χρόνο σπαταλάμε εδώ έξω, τόσο
περισσότερο χρόνο τούς προσφέρουμε για να προετοιμαστούν». Τους παραμέρισε και μπήκε στο
σκοτεινό στόμιο της σπηλιάς, με την αποφασιστικότητα να διακρίνεται στη στάση του σώματός του.
Η Άνια έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα του Λούσιεν και ξεκίνησε. Ο Λούσιεν την ακολούθησε
αμέσως. Τα μάτια του εξοικειώθηκαν γρήγορα στο μισοσκόταδο και είδε τα παγωμένα τοιχώματα
που είχαν καλυφθεί με λάσπη για να περιορίσουν το φως. Δεν υπήρχε ούτε σταγόνα νερού· έκανε
τρομερό κρύο και κάθε σταγόνα πρέπει να μετατρεπόταν σε πάγο πριν φτάσει στο έδαφος. Ωστόσο,
άκουγε το σφύριγμα του ανέμου.
Ανέμου; Τέντωσε τ’ αυτιά του. Όχι, δεν ήταν άνεμος –όπως αποφάσισε μετά από λίγα
δευτερόλεπτα. Ήταν ο ήχος φωνών.
«...δεν έχουμε βρει το παραμικρό και ψάχνουμε εδώ και μέρες», είπε μια αντρική φωνή.
«Ο γέρος είπε πως εδώ ήταν».
Ο γέρος; Ο μυθολόγος;
«Είμαστε κοντά, το νιώθω». Μια άλλη φωνή που ακουγόταν πιο σκληρή, πιο αποφασιστική.
«Αν μείνουμε πολύ περισσότερο εδώ πέρα, θα πεθάνουμε». Μια ακόμα φωνή.
Άρα, υπήρχαν τουλάχιστον τρεις Κυνηγοί.
«Δεν μπορούμε να σταματήσουμε». Μια τέταρτη φωνή που ακουγόταν πιο θυμωμένη από τις
υπόλοιπες. «Οι δαίμονες πρέπει να καταστραφούν. Κοιτάξτε τι έκαναν στους κατοίκους της
Βουδαπέστης· η πανούκλα σκότωσε εκατοντάδες –ανάμεσά τους και πολλοί δικοί μας».
«Οι άλλοι έμαθαν τίποτα από τον αιχμάλωτο;»
Αιχμάλωτος; Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. Ποιον είχαν πιάσει; Κάποιον Άρχοντα; Ή μήπως άλλους
ανθρώπους;
«Ούτε λέξη».
Οι φωνές πλησίαζαν περισσότερο και γίνονταν πιο δυνατές. Το σκοτάδι παραχωρούσε τη θέση
του στο φως, καθώς η λάσπη αραίωνε. Ο Λούσιεν έσφιξε περισσότερο τα στιλέτα.
«Να πάρει ο διάβολος!» φώναξε κάποιος. «Κι αν αυτή η Λερναία Ύδρα δεν είναι τίποτα
περισσότερο από μύθος; Κι αν το ηλίθιο κειμήλιο δεν υπάρχει; Κι αν δεν υπάρχει τίποτα εδώ και
φτάσαμε σε τούτο το καταραμένο μέρος για το τίποτα;»
«Μη μιλάς έτσι».
Ο Γουίλιαμ σταμάτησε σε μια γωνιά και σήκωσε το χέρι του. Η Άνια σταμάτησε κι εκείνη κι ο
Λούσιεν κόντεψε να πέσει πάνω της, καθώς οι μπότες του γλιστρούσαν στον πάγο και ο
συντονισμός του δεν ήταν ο καλύτερος. Η Άνια άπλωσε πίσω τα χέρια της, κρατώντας τα στιλέτα
της έτσι ώστε να μην τον κόψει, και τον κράτησε όρθιο.
Τα μάγουλά του βάφτηκαν κόκκινα από περισσότερη ντροπή. Και, όχι απροσδόκητα, από
ερεθισμό. Όπου κι αν τον άγγιζε, όπου κι αν βρίσκονταν, όποιος κίνδυνος κι αν παραμόνευε, ένιωθε
τις ίδιες ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ένιωθε να καίγεται. Ένιωθε να ζει.
«Το Κλουβί του Καταναγκασμού είναι εδώ», είπε μια ακόμα φωνή. «Πρέπει να βρίσκεται εδώ».
Το Κλουβί του Καταναγκασμού . Οι λέξεις αντήχησαν στο μυαλό του και τις ακολούθησε γρήγορα
μια άλλη: σκλαβιά. Στα ερείπια, ο μυθολόγος τού είχε μιλήσει για ένα κλουβί που μπορούσε να
σκλαβώσει όποιον φυλακιζόταν μέσα του.
Η Άνια του έριξε μια ματιά γεμάτη έξαψη πάνω από τον ώμο της. Είμαστε κοντά! Σχημάτισε τις
λέξεις με τα χείλη, χωρίς να τις προφέρει.
Εκείνος ένευσε καταφατικά και κοίταξε τον Γουίλιαμ, που είχε κατσουφιάσει.
«Αν πιστέψουμε τους μυθολόγους, δεν μπορούμε να φτάσουμε το κουτί αν δεν έχουμε και τα
τέσσερα τεχνουργήματα», είπε ένας από τους Κυνηγούς. «Αυτό σημαίνει πως δε θα φύγουμε από
τον αρκτικό κύκλο αν δε βρούμε το αναθεματισμένο το κλουβί».
Ο Γουίλιαμ σήκωσε το ένα δάχτυλο του χεριού του.
Ο Λούσιεν δεν ήταν σίγουρος αν αυτό σήμαινε «περιμένετε» ή «επίθεση από τα δεξιά». Είχε
πολεμήσει μόνο με τους συντρόφους του πολεμιστές και βρίσκονταν μαζί τόσο καιρό ώστε
συνήθως διαισθανόταν ο ένας τις προθέσεις του άλλου.
Όταν ο αθάνατος σήκωσε και δεύτερο δάχτυλο, ο Λούσιεν κατάλαβε. Φαίνεται πως στον
Γουίλιαμ δεν άρεσε καθόλου το γεγονός πως άνθρωποι είχαν εισβάλει στην «περιοχή του». Ο
Λούσιεν πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκρατήθηκε με δυσκολία για να μην τραβήξει την Άνια πίσω
του. Αν το έκανε, μπορεί να δυσφορούσε επειδή θα νόμιζε πως τη θεωρούσε αδύναμη. Κι έπειτα, η
Άνια μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της εναντίον οποιουδήποτε –το είχε αποδείξει πολλές
φορές μέχρι τώρα.
Τρία.
Ο Γουίλιαμ χίμηξε μπροστά, υψώνοντας τις λεπίδες. Η Άνια τον ακολούθησε. Τα γόνατα του
Λούσιεν σχεδόν λύγισαν καθώς πάσχιζε να τους μιμηθεί. Ναι, η Άνια μπορούσε να υπερασπιστεί
τον εαυτό της, αλλά ήταν ακόμα άντρας της και θα έκανε ό,τι μπορούσε.
Ένα εκκωφαντικό μουγκρητό ακούστηκε από το στόμα του Γουίλιαμ και οι Κυνηγοί πήδηξαν
όρθιοι. Ο πάγος ράγισε στο κέντρο. Ακούστηκε μια φωνή, μια κραυγή τρόμου και οργής επειδή τους
είχαν ανακαλύψει. Χιμώντας μπροστά, ο Λούσιεν μέτρησε οχτώ ανθρώπους.
Ο Γουίλιαμ κάρφωσε γρήγορα τρεις, τον έναν πίσω από τον άλλο. Η κίνηση ήταν επιδέξια, ένας
θανατηφόρος χορός, καθώς οι λεπίδες του ταξίδευαν εμπρός-πίσω και αριστερά-δεξιά με χάρη. Η
Άνια σκότωσε δύο: διακτινίστηκε στον πρώτο και έκοψε το λαιμό του, και μετά διακτινίστηκε σε
έναν άλλο πριν καν καταλάβει ο θνητός τι συνέβαινε.
Μια σφαίρα σφύριξε δίπλα από τον ώμο του Λούσιεν –αρκετά κοντά για να γδάρει το δέρμα του.
Ο χώρος ήταν περιορισμένος κι ο Λούσιεν έκλεινε τη μοναδική έξοδο. Καθώς δύο έτρεχαν προς το
μέρος του, φωνάζοντας «Δαίμονα» –με προφανή σκοπό να τον ρίξουν κάτω και να δραπετεύσουν–,
στριφογύρισε και κάρφωσε, στριφογύρισε και κάρφωσε ξανά. Κι οι δυο Κυνηγοί έπεσαν στο δάπεδο
και το αίμα σχημάτισε λίμνη γύρω τους.
Κάποιος κατάφερε να ρίξει άλλον έναν πυροβολισμό και τούτη η σφαίρα δεν τον έγδαρε απλά·
καρφώθηκε στο στομάχι του. Παρά τον πόνο, ο Λούσιεν δεν έπεσε. Έμεινε στη θέση του –για την
Άνια.
Μια φωτιά έκαιγε στο κέντρο του χώρου, τριζοβολώντας και εκπέμποντας υπέροχη ζεστασιά.
Ένας απ’ τους Κυνηγούς άρπαξε ένα φλεγόμενο κούτσουρο και το χρησιμοποίησε σαν ρόπαλο
εναντίον της Άνια. Εκείνη πήδηξε στο πλάι και απέφυγε το χτύπημα, αλλά μια φλόγα γράπωσε το
μπουφάν της, καίγοντας το ύφασμα και ίσως τσουρουφλίζοντας το λεπτεπίλεπτο δέρμα της.
Η Άνια ξεφώνισε με οργή.
Μια κόκκινη ομίχλη πλημμύρισε το οπτικό πεδίο του Λούσιεν και μια λέξη πλημμύρισε το μυαλό
του: Σκότωσε. Χίμηξε μπροστά, χωρίς να νιώθει πια τον πόνο στο στομάχι του. Σκότωσε. Σκότωσε!
Έπιασε το λαιμό του Κυνηγού ανάμεσα στα χέρια του, χωρίς να νοιάζεται που ο θνητός τον
χτυπούσε, ή που οι φλόγες έγλειφαν τα ρούχα και τη σάρκα του.
Έστριψε με όλη του τη δύναμη.
Κόκαλα έσπασαν κι ο άντρας έμεινε ακίνητος. Το κούτσουρο έπεσε από το ξαφνικά χαλαρό χέρι
του Κυνηγού, μολονότι η φωτιά εξακολουθούσε να τυλίγει τον Λούσιεν. Ήθελε να σκοτώσει τον
άντρα ξανά και ξανά. Μέχρι που άφησε το πτώμα του και βύθισε το στιλέτο στην καρδιά του μία,
δύο, τρεις φορές.
«Δική μου», μούγκρισε. «Μην αγγίζεις ό,τι είναι δικό μου».
Κι άλλους. Σκότωσε κι άλλους. Στράφηκε προς τους Κυνηγούς που είχαν απομείνει –για να
διαπιστώσει ότι δεν είχε απομείνει κανένας. Ήταν νεκροί, όλοι τους. Ο Λούσιεν λαχάνιαζε καθώς τα
μάτια του εστιάζονταν στον Γουίλιαμ, που ήταν καλυμμένος με αίμα και έσκυβε πάνω από ένα
πτώμα για να το ψάξει. Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε.
«Λούσιεν, έχεις πιάσει φωτιά!»
Η φωνή της Άνια διαπέρασε το μυαλό του, σκορπίζοντας τη φρενίτιδα του θανάτου, και ηρέμησε.
Η Άνια ήταν καλά. Απείραχτη. Ζωντανή. Πήρε μια ανάσα για να ηρεμήσει καθώς απαλά χέρια
περνούσαν πάνω από τους ώμους του, σβήνοντας τις φλόγες. «Εδώ είμαι, μωρό μου. Εδώ είμαι».
Τα γόνατά του λύγισαν, καθώς η αδυναμία τον πλημμύριζε ξανά. Έπεσε στο έδαφος και το κρύο
τον περόνιασε.
«Θα γίνεις μια χαρά, εραστή», συνέχισε να τον κανακεύει η Άνια. «Θα γίνεις μια χαρά. Πες το.
Πες μου ότι θα γίνεις μια χαρά».
«Εντάξει». Ο Λούσιεν ένιωθε το κάψιμο βαθιά μέσα του. Είχε ξανανιώσει έτσι, όταν είχε
αυτοπυρποληθεί από θλίψη για τη Μαράια. Τότε είχε κλάψει, αλλά τώρα χαμογελούσε. Η Άνια ήταν
μαζί του. Το σκοτάδι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν στο οπτικό πεδίο του, καθώς η κόκκινη ομίχλη
είχε χαθεί εντελώς.
«Λούσιεν».
Άνια. Η γλυκιά του Άνια. Συνειδητοποίησε ότι δε χρειαζόταν να φοβάται τις εκρήξεις θυμού του
όταν βρισκόταν μαζί της. Μπορούσε να αφήσει εντελώς ελεύθερα τα συναισθήματά του. Το γεγονός
ότι βρισκόταν κοντά της κατάφερνε πάντα να ηρεμεί το δαίμονα και τις δικές του σκοτεινές σκέψεις
με έναν τρόπο που κανένας και τίποτε άλλο δεν είχε καταφέρει στο παρελθόν.
«Κλείσε τα μάτια σου, μωρό μου. Θα τα φροντίσω όλα».
Τα βλέφαρά του υπάκουσαν μόνα τους. Μείνε ξύπνιος. Μην αφήσεις την Άνια μόνη με τον
Γουίλιαμ.
«Κοιμήσου».
Για μια ακόμα φορά, ήταν αδύνατο να μην υπακούσει.

Η Άνια κοίταξε τον Λούσιεν καθώς κοιμόταν.


«Μπορεί να μη βγάλει καν τη νύχτα», είπε ο Γουίλιαμ ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους ενώ
συνέχιζε να ψάχνει τα πτώματα των Κυνηγών. Η Άνια δεν ήξερε τι προσπαθούσε να βρει.
Παραλίγο να διακτινιστεί δίπλα του και να τον μαχαιρώσει. Μόνο η ανάγκη να βρίσκεται κοντά
στον Λούσιεν την κράτησε στη θέση της και έσωσε τη ζωή του Γουίλιαμ. «Μη μιλάς έτσι. Θα γίνει
μια χαρά».
«Αλήθεια, τι τον έπιασε; Υποτίθεται πως είναι αθάνατος. Κάθε φορά που τον κοιτάζω μου
φαίνεται πιο εξασθενημένος».
«Ο κωλο-Κρόνος τον καταράστηκε». Μου αξίζει ένας αργός και οδυνηρός θάνατος που επέτρεψα
να φτάσουν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο. Σ’ εμένα, όχι στον Λούσιεν. Δεν άντεχε να τον βλέπει
έτσι.
«Γιατί;»
«Επειδή ο βασιλιάς των θεών είναι κάθαρμα. Γι’ αυτό».
Ο Γουίλιαμ κοίταξε μια εκείνη και μια τον Λούσιεν, πριν επιστρέψει το βλέμμα του στην Άνια.
«Αν ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα στον Μεγάλο και θα τον εκλιπαρούσα. Διαφορετικά, ο δικός
σου θα φάει χώμα μέχρι το τέλος της αιωνιότητας».
«Σου είπα να μη μιλάς έτσι», του πέταξε η Άνια. Κοίταξε τον Λούσιεν και θυμήθηκε τον τρόπο
που είχε χιμήξει για να την υπερασπιστεί. Κι όλα αυτά επειδή είχε καεί λίγο –από μια φλόγα που δεν
είχε φτάσει καν στο δέρμα της. Η καρδιά της αναπήδησε. Είχε εκραγεί για κείνη –και η ίδια τον
άφηνε να υποφέρει.
Η ανάσα του ήταν βαριά, το δέρμα του μαυρισμένο από τη φωτιά. Τι είδος γυναίκας είμαι; Είδος
απαράδεκτης γυναίκας. Δεν άξιζε τούτο τον άντρα και την πολύτιμη αγάπη του. Αλλά ακόμα κι έτσι,
δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνον.
Τον αγαπούσε.
Ορίστε, τελικά το είχε παραδεχτεί. Ο Λούσιεν σήμαινε τα πάντα για κείνη και δεν μπορούσε να
φανταστεί ούτε μια στιγμή της ζωής της χωρίς αυτόν. Δεν ήθελε να φανταστεί μια στιγμή της ζωής
της χωρίς αυτόν. Ήταν χαρά και πάθος. Ήταν πολύπλοκος και έντιμος, γλυκός και τρυφερός –και το
κομμάτι του εαυτού της που πάντα έλειπε.
Θα έδινε το κλειδί στον Κρόνο εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αλλά ήξερε πως αν το έκανε θα έχανε
τον Λούσιεν. Δε θα τον θυμόταν και χρειαζόταν την ανάμνησή του. Ο Λούσιεν ήταν περισσότερο
κομμάτι του εαυτού της από το κλειδί.
Θα έκανε έρωτα μαζί του. Πρόθυμα. Χωρίς δισταγμό. Τα μάτια της γούρλωσαν μόλις
συνειδητοποίησε τι σκεφτόταν. Ναι. Αυτό ακριβώς θα έκανε. Ίσως αν δενόταν μαζί του να του
πρόσφερε ένα μέρος της δικής της δύναμης, με αποτέλεσμα να ενωθούν σωματικά και ψυχικά.
Ακόμα και η πιο μικρή ελπίδα την έκανε να ξεπεράσει το φόβο της κατάρας της.
Τούτη τη στιγμή ο Λούσιεν ήταν αναίσθητος, γεμάτος αίμα, μώλωπες και μαυρισμένο δέρμα.
Ένας Κυνηγός είχε καταφέρει να κόψει το μπράτσο του και να τον πυροβολήσει στο στομάχι –και
κανένα τραύμα δε θεραπευόταν. Και τα δυο έσταζαν αίμα πάνω στον πάγο.
«Θα τον πάω πίσω στο σπίτι σου», είπε στον Γουίλιαμ. «Η αναζήτηση της Λερναίας Ύδρας θα
πρέπει να αναβληθεί μέχρι να γιατρευτούν οι πληγές του».
«Όχι, γαμώτο». Ο πολεμιστής ανασηκώθηκε απότομα και την κοίταξε βλοσυρά. «Δεν είσαι πια
ευπρόσδεκτη στο σπίτι μου».
«Τότε θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διακτινιστείς μέχρι το σπίτι σου και να με πετάξεις έξω,
επειδή θα πάω –είτε με την άδειά σου είτε όχι».
«Θα σε εκδικηθώ!»
«Μην ξεχνάς ποια έχει το βιβλίο σου –και πως δε θα με πείραζε καθόλου να το πετάξω σε μια
όμορφη φωτιά», τον προειδοποίησε η Άνια ενώ ξάπλωνε δίπλα στον Λούσιεν. Τύλιξε τα χέρια της
γύρω του, κρατώντας τον όσο το δυνατό πιο σφιχτά.
«Μήπως μπορώ να το ξεχάσω;» μουρμούρισε ο Γουίλιαμ. «Πολύ καλά. Πήγαινε στο σπίτι μου.
Τα βαμπίρ θα ρίξουν μια ματιά στις πληγές του και θα τον φάνε για βραδινό. Αλλά μπορεί να βρω
και την Ύδρα όσο θα λείπεις. Ίσως τη δωροδοκήσω για να σε φάει και να φτύσει τα κόκαλά σου».
«Μόνο γι’ αυτό που είπες, θα σκίσω δέκα σελίδες από το βιβλίο πριν σ’ το επιστρέψω». Η Άνια
διακτινίστηκε με τον κοιμισμένο Λούσιεν στη ζεστή κρεβατοκάμαρα που είχαν μοιραστεί μόλις πριν
από λίγες μέρες, τον απόθεσε ανάσκελα κι άρχισε να κόβει τα ρούχα από το τραυματισμένο του
σώμα.

Κεφάλαιο 18
Ο Πάρις κοίταξε τους καλυμμένους με προστατευτικό υλικό άσπρους τοίχους. Τα μάτια του ήταν
θολά και το μυαλό του ομιχλώδες. Ήξερε πως τον είχαν γδύσει και τον είχαν δέσει σε ένα τραπέζι.
Ήξερε πως δεν είχε κάνει σεξ εδώ και πολλές μέρες, αλλά δεν είχε καν τη δύναμη να σηκώσει πια το
κεφάλι του. Τον είχαν ψηλαφήσει, τον είχαν μελετήσει εδώ κι εκεί, μέχρι που οι Κυνηγοί είχαν φέρει
μια ξανθή για να τον ερεθίσει και να διαπιστώσουν πώς λειτουργούσε ο δαίμονας –αλλά ο Πάρις δεν
τα είχε καταφέρει.
Ήταν κάτι που είχε συμβεί μόνο μια φορά στο παρελθόν.
Πριν από πολύ καιρό, αμέσως μετά την εισβολή του δαίμονα στο σώμα του, είχε φτάσει σε τέτοιο
σημείο απόγνωσης. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο αδυναμίας. Ήταν θανάσιμη απειλή για τις θνητές
γυναίκες και έτσι είχε αναγκαστεί να δεχτεί το πρώτο άτομο πρόθυμο να κάνει έρωτα μαζί του –έναν
άντρα.
Είχε ορκιστεί να μην επιτρέψει ποτέ ξανά να συμβεί κάτι τέτοιο.
Δεν ήθελε έναν άντρα Κυνηγό για να του προσφέρει δύναμη. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η
καστανομάλλα με τις φακίδες. Η Σιένα. Είχε θυμηθεί τελικά το όνομά της και τώρα ήταν
αποτυπωμένο σε όλα τα κύτταρά του. Αν δεν μπορούσε να έχει εκείνη, τότε προτιμούσε να πεθάνει.
Με κάποιον τρόπο και για λόγους που δεν καταλάβαινε –ή ίσως δεν ήθελε να καταλάβει–, αυτή η
γυναίκα είχε γοητεύσει το δαίμονά του.
Καμιά άλλη δεν μπορούσε να πάρει τη θέση της.
Γιατί; Η μικρή Σιένα του είχε πει ψέματα, τον είχε προδώσει, τον είχε ναρκώσει και τον είχε
κλειδώσει σε κελί –αλλά και πάλι ήθελε να κάνει σεξ μαζί της. Την ήθελε υγρή για κείνον και μόνο
για κείνον. Ήθελε να ακούσει το όνομά του να βγαίνει από τα χείλη της και ήθελε να δει την ηδονή
να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.
Μετά, ήθελε ο δαίμονας να τη σκλαβώσει, να την κάνει τόσο ξέφρενη από τον πόθο γι’ αυτόν
ώστε να κάνει ό,τι της ζητούσε. Να τον ακολουθεί όπου πήγαινε. Ακόμα και να τον εκλιπαρεί για ένα
ακόμα άγγιγμα. Φυσικά εκείνος θα αρνιόταν, αφού δε θα μπορούσε να την πάρει ξανά. Κι έτσι η
Σιένα θα υπέφερε από τη λαχτάρα της κι εκείνος θα γελούσε.
Μπορεί ακόμα και να πηδούσε μια άλλη γυναίκα μπροστά της.
Η σκέψη και μόνο τον έκανε να χαμογελάσει. Ο Πάρις ήθελε η Σιένα να υποφέρει όσο υπέφερε
τώρα εκείνος. Ποτέ δεν είχε θελήσει ή μισήσει μια γυναίκα περισσότερο –και τα δύο αυτά
συναισθήματα γίνονταν πιο έντονα κάθε στιγμή που περνούσε σε τούτο το άσπρο δωμάτιο.
Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει για να γίνει το όνειρό του πραγματικότητα ήταν να πείσει τους
Κυνηγούς να τη στείλουν κοντά του. Πώς, όμως; Δεν μπορούσε να βρει την απάντηση.
«Και τώρα τι θα τον κάνουμε;» ρώτησε κάποιος.
Ο Πάρις έκλεισε τα μάτια του· τα βλέφαρά του ήταν τόσο βαριά που δεν μπορούσε πια να τα
κρατήσει ανοιχτά. Μια παρέλαση γιατρών είχε περάσει από το δωμάτιο, αλλά είχε προσπεράσει το
στάδιο όπου ενδιαφερόταν ποιος έφευγε και ποιος ερχόταν.
«Έτσι όπως πάμε, θα είναι νεκρός σε λίγες μέρες. Τότε θα μας είναι άχρηστος κι ο δαίμονας θα
βγει από μέσα του, τρομοκρατώντας τον κόσμο. Κάναμε ήδη μια φορά αυτό το λάθος –δεν
μπορούμε να επιτρέψουμε να συμβεί ξανά. Κανείς δεν ξέρει ποιες καταστροφές μπορεί να
προκαλέσει η Ακολασία. Βιασμούς, διάλυση όλων των γάμων στον κόσμο, αύξηση αφροδισίων
νοσημάτων και αύξηση στις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στους εφήβους».
«Τουλάχιστον πρέπει να τον κρατήσουμε ζωντανό μέχρι να βρούμε τον τρόπο να περιορίσουμε το
δαίμονά του».
Μια παύση και, μετά, ένας αναστεναγμός. «Η Σιένα είναι η μόνη με την οποία μίλησε και το
μοναδικό άτομο με το οποίο αντέδρασε».
Η εικόνα της Σιένα σχηματίστηκε στο μυαλό του. Ακατάστατα μαλλιά, άσχημα χαρακτηριστικά.
Χλομό δέρμα γεμάτο φακίδες. Ένα σώμα τόσο λεπτό ώστε σχεδόν δεν είχε στήθος. Ο ανδρισμός
του συσπάστηκε, όμως, φανερώνοντας τις πρώτες ενδείξεις ζωής μετά από πολλές μέρες. Λεπτά
χέρια... απαλά χείλη... παντού στο σώμα του.
«Το είδατε αυτό;» παρατήρησε ένας άντρας. «Σιένα».
Ο ανδρισμός του κινήθηκε ξανά.
«Πηγαίνετε να τη φέρετε. Τώρα».
«Είσαι σίγουρος; Η Σιένα είναι...»
«Πηγαίνετε να τη φέρετε».
Βήματα απομακρύνθηκαν. Μια πόρτα σύρθηκε.
Θα του έφερναν τη Σιένα; Θα την έβαζαν να τον πάρει στο στόμα της ή να τον αφήσει να μπει στο
σώμα της; Και στις δυο περιπτώσεις... Σχεδόν χαμογέλασε. Δεν είχε χρειαστεί να πει το παραμικρό.
Του έδιναν εύκολα και απλά αυτό που ήθελε, σε συσκευασία δώρου με ένα φιόγκο στην κορυφή.
Ίσως είχε χρησιμοποιήσει το δώρο της προβολής σκέψεων για να αγγίξει το μυαλό τους και δεν το
είχε καταλάβει. Ίσως ο πόθος του για τη Σιένα να ήταν τόσο δυνατός.
Άραγε εκείνη θα το έκανε μαζί του ή θα αρνιόταν;
Όχι, σκέφτηκε, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Η έξαψη ξεπέρασε την κούρασή του. Δε θα την άφηνε
να αρνηθεί. Ό,τι κι αν χρειαζόταν να κάνει, ό,τι κι αν χρειαζόταν να πει θα το έκανε και θα το έλεγε
για να γίνει δική του.
Μετά, θα δραπέτευε –και θα την έπαιρνε μαζί του. Μέχρι τώρα, δεν ήταν εκδικητικός τύπος.
Αγαπούσε τις γυναίκες· ήταν το οξυγόνο του. Για τη Σιένα, ωστόσο, θα έκανε μια εξαίρεση. Θα...
Το σκοτάδι πλημμύρισε το μυαλό του, διακόπτοντας τις σκέψεις του.
Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί, επειδή όταν συνήλθε ζεστά ακροδάχτυλα ταξίδευαν στο στήθος του,
προκαλώντας ηλεκτρικές εκκενώσεις που απλώνονταν στο σώμα του.
«Γεια σου, Πάρη», άκουσε, και τα λόγια, από μόνα τους, του πρόσφεραν περισσότερη
ευχαρίστηση και δύναμη απ’ όση είχε βιώσει εδώ και πολλές μέρες.
Δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει. Ήξερε μόνο πως όταν άνοιξε τα μάτια του, η Σιένα έσκυβε
από πάνω του με την αβεβαιότητα φανερή στα μελιά μάτια της. Είχε βγάλει τα γυαλιά της. Το
δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο, όχι πολύ φωτεινό όπως συνήθως, και περιστοίχιζε το σώμα της με
σκιές.
Αλλά μπορούσε να διακρίνει πως ήταν ντυμένη όπως και πριν: φαρδιά, άχαρα ρούχα και μαλλιά
τραβηγμένα σ’ ένα σφιχτό κότσο. Φαινόταν τόσο ευάλωτη που ήθελε να την εκμεταλλευτεί πέρα για
πέρα.
Η Σιένα τράβηξε τα δάχτυλά της απότομα και τα έδεσε μαζί με φανερή αμηχανία.
«Ήρθες να μου προσφέρεις ηδονή;» τη ρώτησε κοροϊδευτικά πριν προλάβει να συγκρατηθεί.
Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα και κοίταξε αλλού. «Αν προτιμάς κάποια άλλη, μπορώ να
φύγω».
«Μου κάνεις», της είπε και ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Ευχήθηκε τα λόγια του να την
πλήγωναν. Ευχήθηκε να πονούσε για πολύ, πάρα πολύ καιρό. «Καταλαβαίνεις πως σε κάνουν πόρνη
τους, έτσι δεν είναι; Πηδάς έναν άντρα για τους φίλους σου, για ένα σκοπό, ακόμα και για χρήματα,
μια και είμαι σίγουρος ότι περιλαμβάνεσαι στη μισθοδοσία τους». Βούλωσέ το! Μην τη διώχνεις.
Η Σιένα έσφιξε τα χείλη και τον κοίταξε ξανά· ό,τι κι αν διάβασε στην έκφρασή του έκανε το ήδη
λευκό πρόσωπό της να χλομιάσει ακόμα περισσότερο. Για μια ακόμα φορά, χαμήλωσε τα μάτια.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, άρχισε να οπισθοχωρεί. «Δε θα ερχόμουν αν δεν ένιωθα έλξη για σένα».
«Μια Κυνηγός νιώθει έλξη για έναν Άρχοντα. Τι λυπηρό για σένα».
Ακολούθησε βαριά παύση.
Βούλωσέ το, άνθρωπέ μου, πριν την αναγκάσεις να φύγει! Χρειάζεσαι το σώμα της, όχι το θυμό
της –δηλαδή, όχι ακόμα. «Συγνώμη», ανάγκασε τον εαυτό του να πει. «Σιένα».
Το σοκ έκανε τα χείλη της να ανοίξουν. Πήρε μια απότομη ανάσα και το βλέμμα της γύρισε στο
πρόσωπό του, για να μείνει εκεί. «Ξέρεις το όνομά μου».
«Φυσικά. Όπως εσύ, νιώθω κι εγώ έλξη για σένα. Παρά όλα τ’ άλλα». Δυστυχώς, δεν ήταν
ψέματα. Ηλίθιε δαίμονα!
Η Σιένα έτρεμε καθώς άλλαζε κατεύθυνση και τον πλησίαζε. Υπήρχε πραγματικός πόθος στα
μελιά μάτια της, όπως την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει. Ο Πάρις μπορούσε να νιώσει τον
ανδρισμό του να σκληραίνει και να σηκώνεται για κείνη. Λίγο εκδικητικός ακόμα, προσπάθησε να
τον εμποδίσει. Η κατάσταση ήταν επικίνδυνη, αλλά χρειαζόταν τη Σιένα.
Η γυναίκα έφτασε στο κρεβάτι του, σταμάτησε και ύγρανε με τη γλώσσα τα χείλη της.
«Λύσε τις αλυσίδες μου», είπε βραχνά ο Πάρις.
«Μου είπαν να μην το κάνω», απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα.
«Μας παρακολουθούν;»
Η Σιένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τους ζήτησα να κλείσουν τις κάμερες και
συμφώνησαν».
Ο Πάρις δεν μπόρεσε να μην ξανασκεφτεί πως ήταν πολύ αφελής. Αποκλειόταν οι Κυνηγοί να
έχαναν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ένα πλάσμα όπως εκείνος σε δράση. Σίγουρα
παρακολουθούσαν. Δεν του άρεσε η σκέψη πως θα έβλεπαν τη Σιένα να τον ευχαριστεί, αλλά δε
γινόταν διαφορετικά.
«Τότε λύσε με. Δε θα το μάθουν ποτέ».
«Δε... δεν μπορώ».
Τουλάχιστον άξιζε η προσπάθεια. «Τι περιμένεις, λοιπόν, Σιένα; Ας τελειώσουμε αυτό που
ξεκινήσαμε στο καφενείο».

Ο Ρέγιες δε χρειαζόταν τις συντεταγμένες για να εντοπίσει τον Έρον· αρκούσε να ακολουθήσει τη
γραμμή των πτωμάτων. Ο θάνατος κι η καταστροφή συνόδευαν την Οργή όπου κι αν ταξίδευε κι
αυτό έθλιβε τον Ρέγιες, επειδή ήξερε πως αν ο Έρον ήταν στα λογικά του θα αηδίαζε με τον εαυτό
του.
Όπως αηδιάζω εγώ με τον δικό μου.
Για πολλά χρόνια, ο Ρέγιες ισορροπούσε πάνω από την ηθική κατάρρευση, μισώντας τον εαυτό
του για τα πράγματα που έπρεπε να κάνει προκειμένου να ικανοποιήσει το δαίμονά του. Σκότωνε
αθώους, βασάνιζε, κατέστρεφε ολόκληρες πόλεις. Ωστόσο, αυτό ήταν το χειρότερο: να ακολουθεί
το φίλο του, έναν άνθρωπο που αγαπούσε σαν αδερφό. Έναν άνθρωπο που κάποτε τον είχε
βοηθήσει να μάθει να ελέγχει το τέρας μέσα του. Επειδή... Ο Ρέγιες κατάπιε χολή. Επειδή είχε
αποφασίσει να σκοτώσει το δαιμονισμένο πολεμιστή.
Είμαι περισσότερο δαίμονας παρά άνθρωπος, αφού σχεδιάζω να κάνω κάτι τέτοιο, σκέφτηκε
βλοσυρός –αλλά δεν άλλαξε γνώμη. Ήξερε πως τα πράγματα θα έφταναν σ’ αυτό το σημείο και θα
έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στον Έρον και στην Ντανίκα. Πάντα πίστευε πως θα διάλεγε το φίλο
του –αλλά τώρα, που έπρεπε να πάρει μια απόφαση, κατάλαβε πως έλεγε ψέματα στον εαυτό του
από την αρχή.
Δεν άντεχε στη σκέψη πως η Ντανίκα θα πάθαινε κακό. Η Ντανίκα ήταν το μόνο πράγμα στον
κόσμο που του πρόσφερε ευχαρίστηση, μολονότι δεν τον είχε αγγίξει ποτέ. Δεν του άξιζε μια τέτοια
γυναίκα· έτσι κι αλλιώς, το πιθανότερο ήταν πως δε θα τον ήθελε –αλλά θα την έσωζε.
Γρήγορα. Βρες τη, φτάσε κοντά της.
Πώς; ούρλιαξε σχεδόν. Ο Ρέγιες βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεκριμένα στη Νέα
Υόρκη, και το σήμα του Έρον ηχούσε από το κινητό του λες κι ο πολεμιστής πετούσε πάνω από το
κεφάλι του. Αλλά ο Ρέγιες δεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε. Κανένα φτερούγισμα, κανένα ζωώδες
μουγκρητό.
Όλη τη μέρα, οι ειδησεογραφικοί σταθμοί μετέδιδαν ρεπορτάζ ανεξήγητων και βίαιων θανάτων,
πτωμάτων ξεσκισμένων από νύχια και δόντια που δεν ανήκαν σε άνθρωπο. Τώρα ο Ρέγιες στεκόταν
σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, με τα κλάξον των αυτοκινήτων να στριγκλίζουν πίσω του και τους
ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στο συνωστισμένο πεζοδρόμιο δίπλα του.
Ο Έρον την είχε ήδη βρει; Μήπως επιτέλους κοιμόταν, χαλαρός και γαλήνιος μετά από ένα μήνα
διαρκούς δίψας για αίμα;
Ο Ρέγιες αντιστάθηκε με δυσκολία στη διάθεσή του να αρπάξει ένα θνητό και να τον
ταρακουνήσει, να απαιτήσει, να μουγκρίσει.
Ένα σώμα έπεσε ξαφνικά από το νυχτερινό ουρανό, για να τσακιστεί στο έδαφος μπροστά του.
Ένας άντρας. Ένας θνητός. Ματωμένος. Νεκρός. Κάμποσοι τριγύρω ξεφώνισαν. Μερικοί
ούρλιαξαν. Με τους μυώνες τεντωμένους, ο Ρέγιες σήκωσε τα μάτια του ψηλά. Τελικά, αντίκρισε
τον Έρον που του χαμογελούσε προκλητικά, ανεβοκατεβάζοντας μανιασμένα τα φτερά του καθώς
πλησίαζε ένα συγκεκριμένο κτίριο.
Ο Ρέγιες κοίταξε κατάματα το φίλο του –το στόχο του– και άρχισε να τρέχει.

Έχω τη δύναμη να σκοτώσω;


Η Ντανίκα Φορντ κοίταξε τον εαυτό της στον ξεθωριασμένο και ραγισμένο καθρέφτη του
μπάνιου. Κάποτε θεωρούσε τον εαυτό της καλλιτέχνη, ζωγράφο όμορφων –κυρίως– πραγμάτων.
Όλα όσα κοιτούσε ήταν αντικείμενο απεικόνισης στην τέχνη της. Άνθρωποι: το στρίψιμο ενός
καρπού, η κομψή καμπύλη μιας πλάτης. Ζώα: ευκαμψία και χάρη. Λουλούδια: λεπτεπίλεπτα πέταλα
και αισθησιακά χρώματα.
Τώρα, θεωρούσε τον εαυτό της πολεμιστή. Ένα άτομο που αγωνιζόταν για να επιβιώσει.
Μια –πήρε μια απότομη ανάσα– δολοφόνο.
Δε γινόταν διαφορετικά.
Πριν από έναν περίπου μήνα, την είχαν απαγάγει ενώ έκανε διακοπές στη Βουδαπέστη και την
είχαν κρατήσει όμηρο έξι μυώδεις γίγαντες που ήθελαν να τη σκοτώσουν. Αλλά δεν το είχαν κάνει·
δεν την είχαν βλάψει καν –αλλά εκείνη δεν είχε ξανανιώσει τόσο ανήμπορη, τόσο απεγνωσμένη. Και
αρνιόταν να νιώσει ξανά έτσι.
Όχι, ποτέ.
Εκείνοι οι γίγαντες την κυνηγούσαν ξανά· το ήξερε. Κι αυτός ήταν ο λόγος που άλλαζε τοποθεσία
κάθε τέσσερις ή πέντε μέρες. Όπου κι αν έμενε, ωστόσο, έβρισκε κάποιον για να της διδάξει
αυτοάμυνα. Εκπαιδευόταν επίσης στα μαχαίρια, στα πυροβόλα όπλα, σε οτιδήποτε μπορούσε να
βρει.
Σήμερα, ο τελευταίος εκπαιδευτής της την είχε ρίξει στο δάπεδο και της είχε πει ότι δε διέθετε τα
ένστικτα του δολοφόνου που ήταν απαραίτητα για να επιβιώσει σε μια κατάσταση ζωής και θανάτου.
Ζεστά δάκρυα κυλούσαν τώρα στα μάγουλά της και χτύπησε τη γροθιά της στο γυαλί. Ο
καθρέφτης τραντάχτηκε, αλλά δεν έσπασε. Τόσο αδύναμη είμαι; Ίσως ο εκπαιδευτής να είχε δίκιο –
και δεν ήξερε ούτε τα μισά. Ένας από τους απαγωγείς, ο Ρέγιες, εξακολουθούσε να στοιχειώνει τα
όνειρά της. Δεν ήθελε να του κάνει κακό· ήταν σκοτεινός, αισθησιακός άντρας. Ήθελε να τον
φιλήσει, να μάθει τελικά τη γεύση του, να νιώσει τελικά τα δυνατά μπράτσα του γύρω της.
Τον ονειρευόταν κάθε βράδυ.
«Είμαι άρρωστη».
Μπήκε στη μικροσκοπική κρεβατοκάμαρα του νοικιασμένου σπιτιού, έπεσε στο στρώμα και
σήκωσε το καρτοκινητό της. Κάποτε ζούσε σε ένα όμορφο, μεσοαστικό διαμέρισμα, ικανοποιημένη
από τη ζωή της, βολεμένη. Τώρα μετακόμιζε από αποθήκες σε μοτέλ και από μοτέλ σε χαρτονένιες
παράγκες και σε αυτοκίνητα, φτωχή και τρομαγμένη, κοιτάζοντας διαρκώς πάνω από τον ώμο της.
Καθώς χρειαζόταν κάποια διαβεβαίωση, κάποια γαλήνη, οτιδήποτε, σχημάτισε τον αριθμό του
καρτοκινητού της μητέρας της. Ολόκληρη η οικογένειά της κρυβόταν –οι τέσσερις γυναίκες είχαν
χωρίσει για να δυσκολέψουν την έρευνα των εχθρών τους–, αλλά είχαν αφήσει τους καινούριους
αριθμούς τους σε φίλους και φρόντιζαν να μιλούν καθημερινά.
Η μητέρα της απάντησε με τον τρίτο ήχο κλήσης –και η Ντανίκα άκουσε ένα λυγμό που έφερε
αμέσως χολή στο στόμα της. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε βιαστικά.
«Η γιαγιά σου... είναι... είναι... ω Θεέ μου».
Ήταν νεκρή. Η γιαγιά της ήταν νεκρή. «Δολοφονήθηκε;» κατάφερε να πει.
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να τη βρω, ούτε μου τηλεφώνησε. Φαίνεται σαν να εξαφανίστηκε για
πάντα. Ανησυχούσα πολύ για σένα». Η μητέρα της έπνιξε έναν ακόμα λυγμό.
Αν η Ντανίκα ήταν όρθια, θα κατέρρεε. Η οργή την πλημμύρισε, σκοτεινιάζοντας το οπτικό της
πεδίο. Οργή και ένα παράξενο μούδιασμα, σαν να βρισκόταν στα μισά ενός ονείρου και έπρεπε απλά
να ξυπνήσει. Να ξυπνήσει για να διαπιστώσει πως όλα ήταν εντάξει.
«Πρέπει να κρυφτείς, μωρό μου. Σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να χάσω κι εσένα».
Τζάμια θρυμματίστηκαν σε ένα άλλο δωμάτιο.
Η Ντανίκα άφησε ένα επιφώνημα και συνήλθε από την οργή και το μούδιασμα, ενώ η καρδιά της
έχανε ένα χτύπο.
«Τι έγινε;» ρώτησε η μητέρα της.
«Νομίζω πως με βρήκαν», ψιθύρισε η Ντανίκα με τρεμουλιαστή φωνή. «Κρύψου, μαμά. Όπου κι
αν είσαι, φύγε και κρύψου. Σ’ αγαπώ». Πολεμώντας την παράλυση που προκαλούσε ο τρόμος,
άφησε το τηλέφωνο και σηκώθηκε. Ω Θεέ μου. Η γιαγιά της ήταν πιθανότατα νεκρή και τώρα είχαν
βρει κι εκείνη. Άοπλη. Ήξερες πως δεν έπρεπε να μείνεις άοπλη. Σκέψου, σκέψου! Με τα πόδια να
τρέμουν και το στομάχι να ανακατεύεται, έτρεξε πίσω στο μπάνιο και άπλωσε το χέρι στο ξυραφάκι
που φυλούσε στο νιπτήρα.
Μέσα από την ανοιχτή πόρτα, μπορούσε να δει έναν ψηλό, μυώδη άντρα να διασχίζει το
διάδρομο, με τα φτερά του να ξύνουν τους τοίχους σαν δάχτυλα σε μαυροπίνακα. Παραλίγο να
λιποθυμήσει. Ο Έρον. Ο Έρον την είχε βρει. Τον θυμόταν καλά. Θυμόταν τα βίαια τατουάζ του, τη
διαπεραστική ματιά του. Αν ο Ρέγιες μονοπωλούσε τα όνειρά της, ο Έρον μονοπωλούσε τους
εφιάλτες της. Δεν ήταν άνθρωπος, μπορούσε να πετάξει όπως οι μυθικοί δράκοι και ήταν τόσο
άγριος και θανατηφόρος όσο οι πιο άγριοι και θανατηφόροι πολεμιστές των θρύλων.
Σταμάτησε μπροστά στο κατώφλι του μπάνιου και μύρισε τον αέρα. Το αίμα είχε πιτσιλίσει το
πρόσωπό του και είχε λεκιάσει τα χέρια του. Το αίμα της γιαγιάς της;
Κάνε κάτι! Η Ντανίκα ξάφνιασε τον εαυτό της· χίμηξε εναντίον του, σημαδεύοντας με το
ξυραφάκι το λαιμό του. Δεν είχε ένστικτα δολοφόνου; Σημάδεψε τη σφαγίτιδα φλέβα του. Αν δεν
κατάφερνε να τον σκοτώσει, θα ήταν ελεύθερος να επιτεθεί στη μητέρα και στην αδερφή της –και
δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Επαφή. Φρέσκο αίμα χύθηκε αμέσως από την πληγή.
Ο πολεμιστής δεν έπεσε. Δεν έπεσε, γαμώτο!
Στράφηκε προς το μέρος της, πιάνοντας την πληγή του και γρυλίζοντας. Κόκκινες φλόγες
τρεμόπαιζαν στα μάτια του και τα δόντια του είχαν επιμηκυνθεί και ανοιγόκλειναν πεινασμένα.
Η Ντανίκα κρατούσε το ξυραφάκι που τώρα έσταζε αίμα. «Θέλεις κι άλλο; Μπάσταρδε!» φώναξε.
«Έλα να το πάρεις!»
«Σκότωσε», μούγκρισε εκείνος. Άρπαξε τα μαλλιά της και την τράβηξε προς το μέρος του.
Η μύτη της συγκρούστηκε με το στήθος του. Μια κραυγή έφτασε στο λαιμό της, αλλά τη
συγκράτησε. Πρώτος κανόνας της μάχης: διατήρησε την ψυχραιμία σου.
Άφησε τα πόδια της να λυγίσουν και ο Έρον έχασε τη λαβή στα μαλλιά της, καθώς αρκετές
τούφες ξεριζώνονταν. Η Ντανίκα κύλησε ανάσκελα, κύρτωσε το σώμα της και κλότσησε δυνατά με
τις πατούσες το στομάχι του. Εκείνος παραπάτησε προς τα πίσω και σκόνταψε στο τραπεζάκι του
σαλονιού. Ξύλο και γυαλί κομματιάστηκαν καθώς έπεφτε.
Πάντα σημάδευε το λαιμό, είπε ο εκπαιδευτής στο μυαλό της. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να
τους αχρηστεύσεις. Με μάτια μισόκλειστα, η Ντανίκα σηκώθηκε στα γόνατα, κάλυψε την απόσταση
που τους χώριζε και τον χτύπησε στο λαιμό –εκεί ακριβώς που τον είχε κόψει–, ανοίγοντας
περισσότερο την πληγή.
Η οργή φούντωσε σε σημείο απόγνωσης μέσα της και τον χτύπησε ξανά.
Ο Έρον μούγκρισε κοιτάζοντάς τη και τα δόντια του ήταν τόσο κοφτερά που γυάλιζαν.
«Σκότωσε. Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε».
«Να πας να πηδηχτείς». Κι άλλη γροθιά στην πληγή. Θεέ μου, μπορούσε να διακρίνει το
περίγραμμα ενός... ενός πλάσματος κάτω από το πρόσωπό του. Ενός επικίνδυνου, διαβολικού
πλάσματος. Ενός σκελετού, ενός δαίμονα. Γρύλιζε προς το μέρος της, μια οστέινη μάσκα μίσους και
σκοταδιού.
«Σκότωσε».
Προσπάθησε να τον χτυπήσει ξανά, αλλά άρπαξε το χέρι της κι έσφιξε. Αυτό ήταν –ένα απλό
σφίξιμο, αλλά η Ντανίκα ένιωσε κάποια κόκαλα να σπάζουν. Μια κραυγή πόνου ξέφυγε από τα
χείλη της.
Και μετά, με την άκρη του ματιού της, είδε τον Ρέγιες να ορμά από την εξώπορτα στο δωμάτιο.
Ήταν ένα θολό περίγραμμα με μαύρα μαλλιά, σκοτεινό δέρμα και σκοτεινά, οργισμένα μάτια. Τα
στιλέτα του ήταν υψωμένα και λαχάνιαζε, ιδρωμένος.
«Ρέγιες!» φώναξε η Ντανίκα καθώς ο Έρον σηκωνόταν, αναγκάζοντάς τη να ξαπλώσει ανάσκελα
καθώς συνέχιζε να σφίγγει το χέρι της. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να τραγουδήσει με
ανακούφιση. Ένα άλλο μέρος ήθελε να το σκάσει.
Δεν μπορείς να βασιστείς πάνω του. Βοήθησε να σε απαγάγουν.
Εκείνος την είδε και πάγωσε. «Ντανίκα». Πρόφερε το όνομά της με τόσο δέος, που η καρδιά της
χτύπησε πιο δυνατά.
Σκέψου τη μητέρα σου. Την αδερφή σου. Λύγισε τη μέση της προς τα πίσω και κλότσησε τον
Έρον στο σαγόνι. Επιτέλους, ο πολεμιστής άφησε το χέρι της. Θεέ μου, τι πόνος! Τα δάχτυλά της
ήταν χαλαρά· δεν μπορούσε να τα κουνήσει και οι αρθρώσεις είχαν ήδη πρηστεί σαν να είχε χώσει
μπαλάκια του γκολφ κάτω από το δέρμα της.
Ο Έρον τη χτύπησε με την ανάστροφη του χεριού και η Ντανίκα έπεσε στο πλάι, ενώ ο πόνος
απλωνόταν σε ολόκληρο το σώμα της. Τα δόντια της κροτάλισαν· το μυαλό της πότε μούδιαζε και
πότε συνερχόταν. Ο Ρέγιες ούρλιαξε και επιτέθηκε. Οι δυο άντρες κύλησαν στο δάπεδο σαν μια
μπερδεμένη μάζα δίπλα της. Ο Έρον χρησιμοποίησε τα νύχια και τα δόντια του, ο Ρέγιες τα στιλέτα
του. Μούγκριζαν, έβριζαν, γρύλιζαν.
Ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σε μια προσπάθεια να προσανατολιστεί, η Ντανίκα κατάφερε να
σηκωθεί. Παραπάτησε και παραλίγο ν’ αδειάσει το στομάχι της.
«Τρέξε», της φώναξε ο Ρέγιες.
Η Ντανίκα υπάκουσε με δυσκολία και κατάφερε να αναπτύξει ταχύτητα μόνο όταν βγήκε στο
διάδρομο της πολυκατοικίας. Δεν ήξερε γιατί τη βοηθούσε ο Ρέγιες. Θα πέθαινε στο διαμέρισμά της;
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της καθώς έτρεχε.

Κεφάλαιο 19
Τα μέρη του δέρματος του Λούσιεν που δεν είχαν καεί ήταν μπλε ή είχαν βαφτεί κόκκινα. Και
μολονότι είχε καεί σαν κλαράκι σε τζάκι, έτρεμε από το κρύο.
Ανήσυχη, η Άνια πρόσταξε να ανάψει φωτιά στην εστία. Οι φλόγες αγκάλιασαν αμέσως τα
κούτσουρα, τριζοβολώντας. Κύματα ζέστης απλώθηκαν στο ευρύχωρο δωμάτιο, αλλά τα ρίγη του
Λούσιεν φάνηκαν να πολλαπλασιάζονται. Μην πανικοβάλλεσαι. Μείνε ήρεμη. Τουλάχιστον τα
βαμπίρ δεν είχαν εμφανιστεί καθόλου.
Δεν είχε νιώσει ποτέ περισσότερο ανήμπορη στη ζωή της. Ούτε στη φυλακή, ούτε καν με έναν
αποφασισμένο Αίαντα πάνω από το σώμα της.
Γδύθηκε βιαστικά, έβγαλε τις μπότες με τα καρφιά και ξάπλωσε πάνω στο τραυματισμένο σώμα
του Λούσιεν, αφήνοντας τα χέρια της να ταξιδέψουν παντού πάνω του για να τον ζεστάνουν. Όταν
άγγιξε το τραύμα της σφαίρας, ο λαιμός της σφίχτηκε. Ήξερε πως ήταν εκεί, αλλά ήλπιζε πως στο
μεταξύ θα είχε γιατρευτεί. Αλλά χάρη στον Κρόνο και σ’ εκείνη, παρέμενε ανοιχτό.
Άφησε το κρεβάτι, έπιασε το μπλουζάκι της, το έσκισε στα δυο και μετά γύρισε στο κρεβάτι και
έδεσε την πληγή του Λούσιεν. «Έλα, Ευωδιαστέ. Προσπάθησε να ζεσταθείς για μένα».
Καμιά αντίδραση.
Ο Λούσιεν έμοιαζε με ένα κομμάτι μαύρου πάγου. Το γεγονός και μόνο ότι βρισκόταν κοντά της
έκανε τις θηλές της να σκληραίνουν σαν πέτρες και το δέρμα της να μυρμηγκιάζει. Και, για πρώτη
φορά, δεν ήταν συμπτώματα ερεθισμού. Τράβηξε τα σκεπάσματα γύρω τους για να διατηρήσει τη
ζέστη και μετά πέρασε την επόμενη ώρα μιλώντας του, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την
προσοχή τους και να ηρεμήσει και τους δυο τους.
«Πρέπει να γίνεις καλά. Η ζωή θα ήταν εντελώς βαρετή χωρίς εσένα. Και, μωρό μου, άσχημα
πράγματα συμβαίνουν όταν βαριέμαι. Σου είπα για τότε που ντύθηκα σαν έφηβη και
παρακολούθησα μαθήματα λυκείου για λίγους μήνες; Κόντευα να πεθάνω από πλήξη για πολλές
δεκαετίες και μετά μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Γιατί να μην κάνω όλες τις σκανδαλιές του
σχολείου; Τσακωμοί για το φαγητό, καβγάδες, ενεργοποίηση του συστήματος πυρόσβεσης στο χορό
των αποφοίτων».
Σταμάτησε, ελπίζοντας σε κάποια αντίδραση. Τίποτα.
«Αλλά τότε δεν ήμουν πολύ άτακτη», συνέχισε. «Θα αισθανόσουν περήφανος για μένα. Ένας
ηλίθιος αθλητής άφησε έγκυο μια ομορφούλα και χαζούλα μαθήτρια που τον λάτρευε σαν θεό και
μετά την είπε πόρνη, τσούλα και βλαμμένη –ξέρεις, όλα τα κολακευτικά ονόματα που εκτοξεύουν οι
άντρες στις γυναίκες. Τέλος πάντων, κάποτε είχα ορκιστεί να μην ξαναρίξω κατάρα σε άλλον. Αλλά
στην περίπτωσή του δεν κρατήθηκα και τον καταράστηκα να έχει μόνιμη στύση. Ό,τι κι αν έκανε,
ήταν αδύνατο να του πέσει».
Το σώμα του Λούσιεν άρχισε να χαλαρώνει τελικά, τα ρίγη σταμάτησαν και ένας ήχος που
έμοιαζε με γέλιο ξέφυγε από το στόμα του.
Παίρνοντας θάρρος, η Άνια συνέχισε: «Κάποτε πήγα σε ένα μπαλ μασκέ μεταμφιεσμένη σε
διάβολο. Μπορεί να μην ακούγεται σπουδαίο, αλλά τότε ήταν το 1819 και σε πληροφορώ ότι
προκάλεσα μεγάλη αίσθηση. Όταν ζήτησα από κάποιο βαρόνο να μου πουλήσει την ψυχή του,
προσπάθησε να με καρφώσει με το μαχαίρι του βούτυρου».
Ο Λούσιεν βόγκηξε. «Άνια».
«Εδώ είμαι, αγάπη». Φίλησε το σαγόνι του, συνεχίζοντας να τον χαϊδεύει. Τώρα, ωστόσο, δεν είχε
για μοναδικό στόχο να τον ζεστάνει· έπρεπε να ξυπνήσει τον πόθο του, επειδή χρειαζόταν τη
συνεργασία του γι’ αυτό που θα έκανε στη συνέχεια.
«Πού βρισκόμαστε;» Ο Λούσιεν κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο με μάτια θολά.
Η Άνια δεν ήθελε να τον αφήσει να σκέφτεται. Δεν ήθελε να καταλάβει πού βρίσκονταν, δεν
ήθελε να θυμηθεί όσα είχαν συμβεί στη σπηλιά και δεν ήθελε να σκέφτεται το μέλλον. Ήταν πολύ
έντιμος και, αν ανακτούσε πλήρως τις αισθήσεις του, μπορεί να την έσπρωχνε μακριά. Θα
προτιμούσε να διατηρήσει η Άνια την ελευθερία της, αντί να δεθεί για πάντα μαζί του –μολονότι
έτσι μπορεί να αποκτούσε τη δύναμη που χρειαζόταν.
«Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε στο αυτί του κι η ζεστή ανάσα της ήταν σαν χάδι. «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ.
Και δεν αντέχω τη σκέψη ότι παραλίγο... παραλίγο να σε χάσω».
«Άνια, μα τους θεούς! Δεν περίμενα ν’ ακούσω ποτέ απ’ το στόμα σου τούτα τα λόγια». Τα χέρια
του την αγκάλιασαν και την τράβηξαν όσο μπορούσαν πιο κοντά του. Όταν το κεφάλι της σύρθηκε
στο πονεμένο δέρμα του, ο Λούσιεν ξεφύσησε απότομα.
«Συγνώμη». Η Άνια ξάπλωσε δίπλα του. «Συγνώμη».
«Πες το ξανά».
Η Άνια ήξερε τι ήθελε. «Σ’ αγαπώ, Λούσιεν, και θέλω να είμαι μαζί σου. Με κάθε τρόπο που
μπορείς να φανταστείς». Ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στον αγκώνα της και τον κοίταξε.
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Αν και αδύναμος, ο ανδρισμός του σκλήρυνε πάνω στο μηρό της, συμπαγής και περήφανος. Ναι,
καταλάβαινε. «Άνια...»
Η Άνια κόλλησε το στόμα της στο δικό του για να μην τον αφήσει να διαμαρτυρηθεί. Η γλώσσα
της χάιδεψε τη δική του, απολαμβάνοντας τη γεύση της. «Μμμμ», βόγκηξε. Τα δυνατά δάχτυλά της
τύλιξαν τον ανδρισμό του και χάιδεψαν κι εκείνον.
Ήταν σειρά του να βογκήξει.
«Πονάς;»
«Νιώθω υπέροχα». Έσφιξε τους γλουτούς της και την τράβηξε πάλι πάνω του, καθώς ένα μέρος
της ενέργειάς της μεταφερόταν ήδη στο σώμα του. Η μεθυστική μυρωδιά των τριαντάφυλλων τύλιξε
το δωμάτιο. Μετά, ξαφνικά, σταμάτησε και τα δάχτυλά του έγιναν μέγκενες στους γοφούς της.
«Όχι, Άνια. Δεν μπορούμε να το κάνουμε».
«Μπορούμε και θα το κάνουμε». Πίεσε ελαφρά με τα δάχτυλά της την κορυφή του ανδρισμού
του κι εκείνος απόλαυσε το ερεθιστικό συναίσθημα. «Είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, θα σε
πάρω μέσα μου. Απόψε».
Με τα δόντια γυμνά, ο Λούσιεν κύρτωσε τη μέση του, πιέζοντας τον ανδρισμό του στην παλάμη
της. «Δεν μπορώ. Δεν πρέπει για σένα».
«Εγώ θα αποφασίσω τι πρέπει και τι δεν πρέπει για μένα». Δάγκωσε ανάλαφρα το λοβό του
αυτιού του. «Μη με κάνεις να σε εκλιπαρήσω. Μη με κάνεις να σε παρακαλέσω να μπεις μέσα μου,
βαθιά και δυνατά. Σε παρακαλώ, μη...»
«Άνια!» βόγκηξε εκείνος. Το χέρι του βυθίστηκε στα μαλλιά της και την τράβηξε κοντά του για
ένα ακόμα καυτό φιλί. «Μην εκλιπαρείς. Μη σταματάς».
Οι γλώσσες τους μονομάχησαν, τα δόντια τους ήρθαν σε επαφή και η Άνια έτριψε το σώμα της
στο δικό του, παραμερίζοντας για πρώτη φορά στη ζωή της τη σκέψη ότι μπορεί να έμπαινε μέσα
της. Το ήθελε. Απεγνωσμένα.
Η ανάγκη την πλημμύρισε. Η ανάγκη για τούτο τον άντρα και για κανέναν άλλο. Ήταν μια
σκοτεινή δίψα μέσα της, σαρκική και άγρια, σχεδόν χαοτική και οπωσδήποτε υπέροχη. «Θέλω να
είμαι μαζί σου για πάντα».
«Ναι, ναι. Ναι!» Ανάμεσα στα λόγια, ο Λούσιεν δάγκωνε πεταχτά τα χείλη της. «Αλλά δε θα
κάνουμε κανονικά έρωτα».
Προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά η Άνια τον έσπρωξε πίσω. «Ναι, θα κάνουμε κανονικά έρωτα.
Άφησέ με να κάνω εγώ όλη τη δουλειά, εραστή. Εσύ συγκέντρωσε απλά τις προσπάθειές σου να
ανακτήσεις τις δυνάμεις σου».
Τα μάτια του την κοίταξαν γεμάτα πάθος. «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είσαι εσύ. Χρειάζομαι
τη θηλή σου στο στόμα μου».
«Και θα την έχεις». Η Άνια ανασηκώθηκε και του πρόσφερε αυτό που ήθελε. Ο Λούσιεν τη
ρούφηξε, αφήνοντας τη ζεστή γλώσσα του να περάσει πάνω από τη σκληρή κορυφή της. Η Άνια
ένιωσε τη δύναμη του ρουφήγματος ανάμεσα στους μηρούς της, ένιωσε την υγρασία να
συγκεντρώνεται εκεί σαν υγρή φωτιά.
«Άφησέ με να σε γευτώ». Τα δάχτυλά του γλίστρησαν ανάμεσα στα πόδια της κι η Άνια
ανατρίχιασε. «Εκεί ακριβώς».
Ενώ το πιο ευαίσθητο σημείο της λαχταρούσε περισσότερη προσοχή, η Άνια ανέβηκε πιο ψηλά
και πέρασε τους μηρούς της αριστερά και δεξιά από το κεφάλι του. Η γλώσσα του την άγγιξε κι η
Άνια έγειρε την πλάτη της προς τα πίσω. Οι απολήξεις όλων των νεύρων της μέθυσαν από την
απόλαυση. Κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες της τραγουδούσε.
«Σκύψε μπροστά, γλυκιά μου. Θέλω να χρησιμοποιήσω και το δάχτυλό μου, αλλά δε θα το κάνω.
Θα...»
«Θα το κάνεις».
Ο Λούσιεν σταμάτησε και την έσφιξε δυνατά. «Πες μου ξανά ότι είσαι σίγουρη. Μετά από αυτό,
δεν υπάρχει επιστροφή».
«Είμαι σίγουρη», είπε εκείνη καθώς υπάκουε στην εντολή του, θέλοντας ό,τι ήθελε κι εκείνος.
Ανασήκωσε τους γλουτούς της, ακούμπησε τους αγκώνες της στο προσκέφαλο και ο Λούσιεν
έσπρωξε ένα ολόκληρο δάχτυλο μέσα της. Η Άνια δεν ένιωσε την κατάρα να πραγματοποιείται,
αλλά παραλίγο να ολοκληρώσει. Ξεφώνισε. Η αίσθηση πως ένας άντρας γινόταν κομμάτι του
εαυτού της, έστω και τόσο λίγο, ενώ ταυτόχρονα το στόμα του της χάριζε ηδονή, ήταν ό,τι πιο
ερωτικό είχε γνωρίσει στη ζωή της. «Ω θεοί».
«Σου αρέσει;»
«Με τρελαίνει».
«Κι άλλο;»
«Ναι, σε παρακαλώ».
Άλλο ένα δάχτυλο αντάμωσε το πρώτο, ανοίγοντας περισσότερο τη δίοδο. Η γλώσσα του δε
σταμάτησε στιγμή να παίζει με το τρυφερό της σημείο. Η παρακμή. Η μαγεία. Οι γοφοί της σάλευαν
με δική τους βούληση. Δε θα μπορούσε να τους σταματήσει, ακόμα κι αν κινδύνευε η ίδια η ζωή
της. Την είχε ευχαριστήσει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά αυτό... αυτό ήταν...
«Λούσιεν, Λούσιεν», μουρμούρισε. Το κεφάλι της έπεσε πίσω και τα μαλλιά της γαργάλησαν την
πλάτη της. «Σ’ αγαπώ. Πάρα πολύ».
«Μπορείς να με πάρεις; Ολόκληρο;»
«Ναι, σε παρακαλώ». Ένα επιφώνημα ευδαιμονίας γλίστρησε από τα χείλη της. Μια ηλεκτρισμένη
ανατριχίλα απλώθηκε στο κορμί της.
«Πρέπει να μπω μέσα σου». Η φωνή του ήταν τραχιά, βραχνή. «Μέχρι τις ρίζες». Τραβήχτηκε και
την έσπρωξε απαλά για να κατέβει.
Η Άνια θρήνησε την απώλεια των σκανδαλιστικών δαχτύλων του, μέχρι που η κορυφή του βρήκε
το άνοιγμα ανάμεσα στους μηρούς της. Τα χέρια του έσφιξαν τους γοφούς της, κρατώντας τη
σταθερή. Τον κοίταξε και τα μαλλιά της ήταν ένα ανοιχτόχρωμο παραπέτασμα γύρω τους.
«Είσαι δική μου», της είπε κοιτάζοντάς τη. Χάιδεψε το μάγουλό της.
«Πάντα».
«Σ’ αγαπώ».
«Σ’ αγαπώ πάρα πολύ». Της φαινόταν τόσο όμορφος! Παρά τα κοψίματα και τους μώλωπες της
μάχης, παρά την αδυναμία του, ο πόθος τον είχε αναζωογονήσει. Πόθος για κείνη.
«Είσαι σίγουρη πως το θέλεις;»
«Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο». Και το ήθελε, πράγματι. Ανήκε σε τούτο τον άντρα τώρα και
για πάντα.
«Δική μου», είπε ο Λούσιεν και με μια κίνηση μπήκε μέσα της.
Ένα άσπρο φως εξερράγη ανάμεσά τους –ισχυρό, με μια σχεδόν εκτυφλωτική ένταση. Η Άνια
ξεφώνισε καθώς η κατάρα της ολοκληρωνόταν –ένας ήχος που αναμείχθηκε με το βογκητό του
Λούσιεν. Ένιωσε σαν ένα κομμάτι της ψυχής της να ξεριζωνόταν από βαθιά μέσα της για να
αντικατασταθεί από... ένα κομμάτι του Λούσιεν;
Ναι, ναι, του Λούσιεν. Σκοτεινό, άγριο. Υπέροχο, θαυμαστό. Αναστενάζοντας στο μυαλό της.
Ένιωσε επίσης ένα διαπεραστικό πόνο ανάμεσα στους μηρούς της, αλλά ήταν κάτι φευγαλέο –και
μετά, ο Λούσιεν βρισκόταν βαθιά, πολύ βαθιά μέσα της κι εκείνη τον καβαλούσε. Αργά στην αρχή,
απολαμβάνοντας κάθε καινούρια αίσθηση. Μετά πιο γρήγορα, πιο γρήγορα...
«Ωραία;» κατάφερε να ψελλίσει βραχνά ο Λούσιεν.
«Μη σταματάς. Μη σταματάς!»
«Ποτέ».
Η Άνια έδεσε τα δάχτυλά τους και κόλλησε τα χέρια τους ψηλά πάνω από το κεφάλι του,
σκύβοντας και παίρνοντας την ανάσα του για να γίνει ακόμα περισσότερο κομμάτι του εαυτού της.
Κάνοντάς τον κομμάτι του εαυτού της. Το σεξ ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν –
και η αλήθεια ήταν πως είχε φανταστεί ένα σωρό πράγματα– επειδή είχε γίνει με τον Λούσιεν.
Χαίρομαι που περίμενα. Χαίρομαι πολύ.
Η προσφορά του εαυτού της σ’ εκείνον δεν ήταν κατάρα, αλλά ευλογία.
«Άξιζε να περιμένω», του είπε και μετά έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του.
Οι γλώσσες τους σάλεψαν σε συγχρονισμό με το κάτω μέρος του σώματός τους, σε μια
παλινδρομική κίνηση πάνω-κάτω. Η ηδονή αυξανόταν μέσα της, έντονη και καταλυτική. Ήταν
μεγάλος, ατόφιος και σκληρός. Και εντελώς δικός της.
Σχεδόν έφτασα. Ήταν υπέροχα, υπέροχα. Ένα κομμάτι παράδεισου στη γη που πάντα
λαχταρούσε. Τώρα ένιωθε ολοκληρωμένη, όχι πια άδεια. Ήταν μέρος μιας ενότητας πολύ
μεγαλύτερης από τον εαυτό της, καθώς ο Λούσιεν σάλευε μέσα της. «Λούσιεν», φώναξε καθώς
έφτανε ξαφνικά στον οργασμό.
Όλα μέσα της διαλύθηκαν, καθώς τη συγκλόνιζε σύγκορμη ο πιο έντονος οργασμός της ζωής της.
Ανατρίχιασε και οι μυώνες της έκλεισαν απολαυστικά, σφίγγοντας τον ανδρισμό του.
Και καθώς τα εσωτερικά τοιχώματά της τον πίεζαν, ο Λούσιεν έφτασε κι εκείνος στην
ολοκλήρωση μέσα της. «Άνια!» βόγκηξε. «Δική μου Άνια». Σήκωσε τους γοφούς του, μπαίνοντας
όσο πιο ψηλά κι όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα της.
Άλλος ένας οργασμός εξερράγη και την παρέσυρε, κάνοντάς τη να χάσει τα λογικά της για μερικά
δευτερόλεπτα, για μια αιωνιότητα, πλημμυρίζοντάς τη με ικανοποίηση, θρίαμβο και χαρά. Ο
Λούσιεν ήταν δικός της, πραγματικά δικός της, κι εκείνη ήταν δική του.
Είχαν δεθεί για πάντα –κι η Άνια χαιρόταν γι’ αυτό.
Καθώς οι σπασμοί υποχωρούσαν και έπεφτε εξουθενωμένη πάνω του, μια μοναδική σκέψη
σχηματίστηκε στο μυαλό της: το δέρμα του δεν ήταν πια μαύρο και μπλε, αλλά ηλιοκαμένο και
υγιές.
Η Άνια χαμογελούσε καθώς την έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του.

Ο Λούσιεν κοιμόταν και ξυπνούσε για αρκετές ώρες. Η κοιμισμένη, ικανοποιημένη Άνια δεν
απομακρύνθηκε στιγμή από το πλευρό του, ακόμα κι όταν ο Θάνατος τον κάλεσε στο βασίλειο των
πνευμάτων. Ο Λούσιεν πήρε την Άνια μαζί του, κουλουριασμένη στην αγκαλιά του. Εκείνη δεν
ξύπνησε, μολονότι είχε καταφέρει να παραμείνει όρθια μαζί του σαν άγκυρά του. Σκέφτηκε πως η
Άνια φαινόταν πραγματικά χαλαρή, ίσως για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια, χωρίς να
ανησυχεί πια για επίθεση, σύλληψη ή βιασμό –και, επιτέλους, αναπλήρωνε το χαμένο της ύπνο.
Τούτη τη στιγμή είχαν γυρίσει στο κρεβάτι και το ένα χέρι του χούφτωνε το στήθος της, ενώ το
άλλο ήταν περασμένο πάνω από το στομάχι της. Για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν εντελώς
ικανοποιημένος, εντελώς γαληνεμένος. Ήθελε να μείνει εδώ για πάντα. Να την κρατήσει στην
αγκαλιά του για πάντα. Για να την προστατεύσει, ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από τα
δύο.
Σχεδίαζε να επικοινωνήσει με τους άλλους πολεμιστές, να τους μιλήσει για την Άνια και να τους
ζητήσει να τη φροντίσουν σε περίπτωση που δεν κατόρθωνε να βρει έγκαιρα το Κλουβί του
Καταναγκασμού. Πόσο μισούσε τούτες τις λέξεις! Δεν κατόρθωνε. Αυτό σήμαινε πως ο Κρόνος
εξακολουθούσε να ασκεί εξουσία πάνω του. Αυτό σήμαινε πως μπορούσε να πεθάνει. Κάτι που ήταν
προετοιμασμένος και πρόθυμος να κάνει, μολονότι δεν ήθελε η Άνια να τον θρηνεί παντοτινά.
«Πρέπει να γυρίσουμε στο βουνό», είπε και τα λόγια του αντήχησαν στο δωμάτιο.
Το στήθος του Λούσιεν σφίχτηκε καθώς η Άνια βογκούσε και τα βλέφαρά της άνοιγαν αργά. «Όχι
ακόμα», μουρμούρισε. Η φωνή της ήταν βραχνή και αισθησιακή από τον ύπνο.
«Πρέπει. Κανένας δεν ξέρει τι κάνει ο Γουίλιαμ εκεί πέρα. Έχεις το βιβλίο του και πρέπει να
αναζητεί κάποιον τρόπο για να σε βλάψει».
Ζαλισμένη και νυσταγμένη, η Άνια ανακάθισε και τα μεταξωτά μαλλιά έπεσαν στους γυμνούς
ώμους της. Θεοί, πόσο την αγαπούσε! Για το χατίρι της, θα έπρεπε να τη σπρώξει μακριά. Δεν
έπρεπε να μπει μέσα της –αλλά δεν μπορούσε να κάνει τον εαυτό του να μετανιώσει. Η Άνια του
είχε δοθεί ελεύθερα, ολοκληρωτικά.
«Έχεις δίκιο, κανένας δεν ξέρει τι σκαρώνει». Η Άνια τεντώθηκε σαν ικανοποιημένη γάτα. Έτσι
όπως βρίσκονταν θαμμένοι κάτω από τα βαριά σκεπάσματα, το δέρμα τους καλυπτόταν με ιδρώτα κι
η Άνια γλίστρησε πάνω του. «Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε βραχνά.
«Καλύτερα. Η σφαίρα τινάχτηκε έξω και η τρύπα έκλεισε». Χάιδεψε το μάγουλό της. «Σ’
ευχαριστώ για το διπλό δώρο της αγάπης και του κορμιού σου».
«Α, δεν κάνει τίποτα».
«Μετάνιωσες;» Κι αν είχε δεθεί και με το δαίμονά του; Θεοί! Η σκέψη τον τρομοκρατούσε.
«Όχι βέβαια!» Η Άνια γύρισε μπρούμυτα, δίπλωσε τα χέρια και ακούμπησε το μάγουλό της στον
καρπό της. Τον κοίταξε και τα βάθη των γαλάζιων ματιών της φανέρωναν περισσότερη αγάπη απ’
όση είχε αντικρίσει ο Λούσιεν μέχρι τότε. «Είμαι... πώς να το περιγράψω; Τρελά ευτυχισμένη.
Νιώθω απίστευτα, υπέροχα, σαν να είμαι βασίλισσα του κόσμου. Αλλά ξέρω τι σκέφτεσαι και
μπορείς να σταματήσεις. Ο δαίμονάς σου δε με χορταίνει και έχω αδυναμία στα κακά αγόρια. Είσαι
σίγουρος πως δεν έχουμε χρόνο για έναν ακόμα γύρο; Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα τρίο –εγώ,
εσύ κι ο δαίμονας».
Πώς είχε γίνει και ήταν τόσο ευλογημένος; «Δεν έχω καμιά αμφιβολία».
Μουτρωμένη, η Άνια σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ντυθεί. «Λοιπόν, στο μέλλον πρέπει να το
κάνουμε τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα».
«Όχι, δε συμφωνώ καθόλου. Πρέπει να το κάνουμε τέσσερις φορές τη μέρα».
Η δήλωση απέσπασε ένα πνιχτό γέλιο της.
Ο Λούσιεν ανασηκώθηκε. «Έχεις δει ποτέ το Κλουβί του Καταναγκασμού;»
Καθώς εκείνη φορούσε το παντελόνι της –σίγουρα ήταν έγκλημα να κρύβει τόσο όμορφα πόδια–
του είπε: «Όχι, αλλά αν θυμάμαι σωστά τα μαθήματα ιστορίας, ο Κρόνος έβαλε τον Ήφαιστο, το
σιδηρουργό, να το κατασκευάσει για λογαριασμό του επειδή είχε ακούσει φήμες για μια επικείμενη
εξέγερση και ήλπιζε να αποσπάσει σχέδια μάχης και αλήθειες από τα πλάσματα που θα έχωνε εκεί
μέσα».
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε καθώς σκεφτόταν τα λόγια της. «Ένα τέτοιο αντικείμενο δε φαίνεται
να εξυπηρετεί ιδιαίτερα την αναζήτηση του Κουτιού της Πανδώρας».
«Όποιος κλειδώνεται στο κλουβί εξαναγκάζεται να υπακούσει στις εντολές του ιδιοκτήτη του.
Υποθέτω πως πρέπει να παγιδεύσουμε κάποιον μέσα του και να τον προστάξουμε να μας πει κάτι.
Ίσως την ίδια τη Λερναία Ύδρα».
Ο Λούσιεν το σκέφτηκε για μια στιγμή και συνοφρυώθηκε. «Αν ήσουν κλειδωμένη στο κλουβί κι
ο ιδιοκτήτης του σε πρόσταζε να αυτοκτονήσεις...»
«Πρώτα απ’ όλα, κανένας δεν μπορεί να με κλειδώσει οπουδήποτε, επειδή έχω...» Χλόμιασε κι οι
τύψεις πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ο Λούσιεν δεν ήθελε να νιώθει η Άνια ενοχές επειδή είχε κρατήσει το κλειδί. «Άνια».
«Ναι», πρόσθεσε εκείνη με πολύ λιγότερο ενθουσιασμό. «Ναι, χωρίς το κλειδί θα αναγκαζόμουν
να αυτοκτονήσω –δε θα μπορούσα να αντισταθώ».
Τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές πάνω στα σκεπάσματα. Δεν του άρεσε αυτό το κλουβί. Και του
άρεσε ακόμα λιγότερο η πιθανότητα να περνούσε στα χέρια του Κρόνου. Αλλά τι άλλο μπορούσε να
χρησιμοποιήσει, προκειμένου να διαπραγματευτεί για τη ζωή της Άνια;
Η Άνια του χαμογέλασε, λίγο θλιμμένα, σαν να διαισθανόταν την ταραχή του. Ναι, τη
διαισθανόταν –όπως συνειδητοποίησε μια στιγμή αργότερα, επειδή εκείνος μπορούσε ξαφνικά να
νιώσει το δικό της φόβο ότι δεν ήταν τόσο υγιής όσο είχε φανεί χτες το βράδυ.
Η ένωσή τους πρέπει να τους είχε επιτρέψει να αντιλαμβάνονται ο ένας τα συναισθήματα του
άλλου. Επιπλέον, νόμιζε πως, αν προσπαθούσε, θα μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη της.
«Πάμε να τους τσακίσουμε, σέξι», του είπε με προσποιητή ευθυμία, λίγο πριν διακτινιστεί.
Τα νεύρα του τεντώθηκαν. «Άνια;» Πού είχε πάει; Και γιατί είχε φύγει; «Άνια!»
Ενώ ντυνόταν για να την εντοπίσει, η Άνια εμφανίστηκε ξανά. Κρατούσε έναν μπόγο με ρούχα
που πέταξε προς το μέρος του. «Ξέρω πού φυλά ο Γουίλιαμ τα όπλα του. Θέλεις μερικά;»
Ο Λούσιεν χαλάρωσε και ένευσε καταφατικά.
Η Άνια ανοιγόκλεισε τα μάτια, κοιτάζοντάς τον ξαφνιασμένη. «Αλήθεια; Θα κλέψουμε».
Οι άκρες του στόματός του τραβήχτηκαν σε ένα χαμόγελο. «Διαπίστωσα ότι δε με πειράζει τόσο
πολύ».
«Έτσι μπράβο, Ευωδιαστέ!» Του χαμογέλασε ξανά και κάθε ίχνος θλίψης είχε εξαφανιστεί από το
πρόσωπό της. Για μια ακόμα φορά, ο Λούσιεν ένιωσε σαν να είχε κατακτήσει τον κόσμο. «Πρέπει
να ομολογήσω ότι η αποδόμηση της εκπαίδευσής σου πάει μια χαρά».
«Επειδή η δασκάλα μου είναι μια δυνατή και γενναία γυναίκα κι εγώ είμαι πρόθυμος να κάνω τα
πάντα για να την ευχαριστήσω». Ντύθηκε βιαστικά και στάθηκε δίπλα της, μισώντας ακόμα και τη
μικρή απόσταση που τους χώριζε. «Σημαίνει τα πάντα για μένα και η ευτυχία της είναι η ευτυχία
μου».
Με έκφραση ξαφνικά σοβαρή, η Άνια σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και απόθεσε ένα
απαλό φιλί στα χείλη του. «Μην ανησυχείς, εραστή. Όλα θα πάνε μια χαρά».
Μια τέτοια διαβεβαίωση τον τρόμαζε, επειδή ήξερε πως σήμαινε ότι η Άνια σχεδίαζε κάτι. Κάτι
που ήταν εγγυημένο πως θα τον έσωζε. Κάτι ανόητο και παράτολμο –όπως η παράδοση του
Κλειδιού των Πάντων. Η Άνια θα εξασθενούσε, όπως εκείνος. Θα έχανε τις δυνάμεις της και θα
γινόταν ευάλωτη, παγιδευμένη. Σχεδόν επέτρεψε στον εαυτό του να μπει στο μυαλό της και να
διαβάσει τις σκέψεις της, αλλά σταμάτησε. Η Άνια είχε πρόθυμα δεθεί μαζί του και δεν μπορούσε να
προδώσει την εμπιστοσύνη της. Δε θα προσπαθούσε να την ελέγξει, όπως ήταν ο στόχος της
κατάρας.
«Άνια», είπε, πιάνοντας τους ώμους της και κουνώντας τη. «Μου υποσχέθηκες ότι ποτέ δε θα...»
«Πάμε να πάρουμε τα όπλα», τον διέκοψε εκείνη με ένα ακόμα από εκείνα τα υπερβολικά
λαμπερά χαμόγελά της. Μια στιγμή αργότερα είχε εξαφανιστεί, αφήνοντάς τον να πιάνει τον αέρα.

Κεφάλαιο 20
Η Άνια έδειξε στον Λούσιεν πού φυλούσε ο Γουίλιαμ τα όπλα του και πήραν μαζί μια χατζάρα, ένα
μικρό τσεκούρι και αρκετά στιλέτα στολισμένα με πετράδια. Σε όλο αυτό το διάστημα, η Άνια
φλυαρούσε σταθερά, ώστε να μην του δώσει την ευκαιρία να αναφέρει ξανά το Κλειδί των Πάντων.
Όταν τέλειωσαν, η Άνια πήρε μορφή στη σπηλιά όπου είχαν αφήσει τον πολεμιστή κι ο Λούσιεν την
ακολούθησε με διαφορά δευτερολέπτου.
Μολονότι η Άνια φορούσε θερμική στολή και το μπουφάν της, ο παγερός αέρας τής επιτέθηκε
αμέσως. Θεοί, είχε συνηθίσει τη ζεστασιά και το σώμα της δεν ήταν πια προετοιμασμένο για το
κρύο. Ανατρίχιασε και κοίταξε τον Λούσιεν. Το χρώμα του ήταν καλύτερο και τώρα μπορούσε να
σταθεί χωρίς να χάνει την ισορροπία του, αλλά υπήρχαν σκιές κάτω από τα μάτια του και γραμμές
άγχους γύρω από το στόμα του.
Ακόμα δε λειτουργούσε με πλήρη δύναμη κι αυτό την ανησυχούσε. Επιπλέον, πίστευε πως θα
πέθαινε. Πιο πριν, είχε ακούσει τούτη τη σκέψη να αντιλαλεί στο μυαλό του. Παραλίγο να ξεσπάσει
σε κλάματα, σαν αξιοθρήνητη θνητή.
«Η σπηλιά είναι άδεια», παρατήρησε ο Λούσιεν με φανερό σοκ.
Όχι μόνο ήταν άδεια, αλλά ήταν καθαρή –σαν να μην είχε περάσει ποτέ κανένας από εδώ. Σαν να
μην είχαν σημειωθεί μάχη και θάνατοι. Ο φόβος την πλημμύρισε για να αναμειχθεί με τα ακόμα
νωπά συναισθήματά της. «Πού λες να πήγε ο Γουίλιαμ;»
«Είτε γυρίζει στο σπίτι του, είτε συνέχισε το δρόμο για την κορυφή».
«Για να δούμε, λοιπόν, αν βρίσκεται στην κορυφή». Έβγαλε τη μάσκα που είχε χώσει στην τσέπη
της και τη φόρεσε. Μετά, διακτινίστηκε στην κορυφή του βουνού και για μια στιγμή σάστισε από
την ξαφνική αλλαγή στη θερμοκρασία και στο φως. Η σπηλιά ήταν ψυχρή, αλλά εδώ... εδώ το κρύο
ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Πάγος σχηματίστηκε στη μύτη και στα πνευμόνια της και το αίμα της
φάνηκε να πήζει. Ο άνεμος ούρλιαζε, κόβοντας το δέρμα της σαν να την τσιμπούσαν χιλιάδες
πευκοβελόνες. Μόλις που διακρινόταν ένα ίχνος χρυσού φεγγαρόφωτου καθώς έβαφε τις οδοντωτές
οροσειρές με μια αιθέρια απόχρωση.
Ο Λούσιεν... Συνειδητοποίησε ότι ο Λούσιεν δεν είχε φτάσει ακόμα.
Συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας τριγύρω. Δεν έβλεπε πουθενά ούτε τον Γουίλιαμ. Τη στιγμή που
ετοιμαζόταν να διακτινιστεί πίσω στη σπηλιά, ο Λούσιεν εμφανίστηκε τελικά. Φορούσε τη μάσκα
του, αλλά μπορούσε να νιώσει την κούρασή του.
Γαμώτο. «Τέρμα οι διακτινισμοί για σένα», του είπε αποφασιστικά. Η προσπάθεια εξαντλούσε τη
λιγοστή ενέργεια που είχε καταφέρει να του μεταδώσει.
«Θα κάνω ό,τι πρέπει να γίνει», της απάντησε, με την ίδια αποφασιστικότητα.
«Λούσιεν, που να πάρει η οργή!» Της ήταν περισσότερο σημαντικός από οτιδήποτε άλλο στον
κόσμο. Θα μπορούσε να προσφέρει το Κλειδί των Πάντων στον Κρόνο εκείνη ακριβώς τη στιγμή·
θα έκανε τα πάντα για να σώσει τον άνθρωπό της, αλλά δεν εμπιστευόταν το κάθαρμα. Μόλις ο
βασιλιάς των θεών έβαζε στο χέρι το κλειδί, μπορεί να σκότωνε τον Λούσιεν μόνο και μόνο για να
τον εκδικηθεί επειδή τον είχε κάνει να περιμένει.
Έπρεπε να προσέξει πολύ πώς θα χειριζόταν το θέμα.
Το καινούριο σχέδιό της ήταν απλό: θα εντόπιζαν το κλουβί και μετά θα έβρισκε κάποιον τρόπο
για να κρύψει εκείνη και τον Λούσιεν. Ο Λούσιεν το ήθελε κι έτσι θα το έπαιρνε –τελεία και παύλα.
Δε θα έδινε το κλουβί στον Κρόνο σαν αντάλλαγμα, επειδή μπορεί να το χρησιμοποιούσε για να
βρει το Κουτί της Πανδώρας και να κάνει κακό στον Λούσιεν. Όχι, θα έδινε το κλειδί σαν
αντάλλαγμα, όπως ήθελε ο γερο-ηλίθιος. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Ήταν θέμα χρόνου.
Έτριψε το στομάχι της για να διώξει τον ξαφνικό πόνο.
«Εξακολουθώ να μη βλέπω τον Γουίλιαμ», είπε ο Λούσιεν, αποσπώντας την από τις σκέψεις της.
«Εδώ είμαι», μούγκρισε μια φωνή.
Η Άνια στράφηκε και είδε τη μύτη ενός ασημένιου πιολέ που κρατούσε ένα γαντοφορεμένο χέρι
να καρφώνεται στον πάγο, στην άκρη της κορυφής. Ο Γουίλιαμ εμφανίστηκε με ολόκληρο το
πρόσωπο καλυμμένο από άσπρη μάσκα. Εκτός από τα μάτια του· εκείνα φαίνονταν να λάμπουν
έντονα, ένα μπλε τόσο βαθύ όσο του ωκεανού.
«Λίγη βοήθεια;» τους πέταξε.
Ο Λούσιεν έσκυψε και άρπαξε τον καρπό του. Ίσως η Άνια δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι, αλλά
προτιμούσε ο Γουίλιαμ να πέσει στο κενό, παρά να διατρέξει ο Λούσιεν τον κίνδυνο να πέσει. Η
Άνια πέρασε πίσω από τον εραστή της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του, κρατώντας τον
σταθερά. Έσυραν μαζί το μυώδες σώμα του Γουίλιαμ στο μικρό πλάτωμα της κορυφής.
Ο πολεμιστής σηκώθηκε, τινάζοντας χιόνι από τους ώμους του. Μετά, έσκυψε και στηρίχτηκε στα
γόνατά του, προσπαθώντας να κατεβάσει οξυγόνο στα πνευμόνια του. «Πέρασαν χρόνια από την
τελευταία φορά που το έκανα».
«Ίσως πρέπει να μάθεις να διακτινίζεσαι», δήλωσε η Άνια.
Ακόμα σκυμμένος, ο Γουίλιαμ άπλωσε το χέρι και την έσπρωξε.
Η Άνια γέλασε.
Ο Γουίλιαμ γρύλισε.
«Ξαφνιάζομαι διαπιστώνοντας ότι δε γύρισες σπίτι», σχολίασε η Άνια.
«Για να σου δώσω κι άλλες αφορμές να κάψεις το βιβλίο μου ή να σκίσεις τις σελίδες του;» Ο
Γουίλιαμ ανασηκώθηκε και μελέτησε το ατέλειωτο χιόνι γύρω τους. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι,
δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από αλλεπάλληλες στρώσεις λευκού, ενώ μικροί ανεμοστρόβιλοι
παρασέρνονταν από τον αέρα σαν ασημόσκονη στην αχνή ανταύγεια του φεγγαριού. Μετά, η
προσοχή του στράφηκε προς τον Λούσιεν. «Φαίνεσαι καλά, αν σκεφτούμε τους πρόσφατους
τραυματισμούς σου».
«Πού θα μπορούσε να κρυφτεί ένα τέρας σε τόσο χιόνι;» ρώτησε ο Λούσιεν, αγνοώντας τη
φιλοφρόνηση.
«Μπορεί να είναι χαμαιλέοντας», πρότεινε η Άνια. «Μπορεί να έχει το χρώμα του χιονιού και
τούτη τη στιγμή να στεκόμαστε πάνω της».
Όλοι κοίταξαν κάτω. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και τίποτα δεν έγινε. Όλοι αναστέναξαν με
απογοήτευση.
Ο Γουίλιαμ εστίασε το βλέμμα του στην Άνια, άνοιξε το στόμα του και το έκλεισε. Βλέποντας το
όπλο που ήταν στερεωμένο στην πλάτη της, με τη λαβή να ξεπροβάλλει πάνω από τον ώμο της,
τύπου σαμουράι, συνοφρυώθηκε. «Ωραίο ξίφος», είπε ξερά.
«Ευχαριστώ».
«Είναι ένα από τα αγαπημένα μου».
«Αν είσαι καλός μαζί μου, θα σου το γυρίσω σε κάνα δυο χρόνια».
«Πόσο μεγαλόψυχη είσαι!»
«Το ξέρω. Λοιπόν, νομίζω πως μιλούσαμε για την Ύδρα».
Ο Γουίλιαμ δίστασε και μελέτησε ξανά την περιοχή. «Πού πάμε τώρα;»
«Από εδώ», είπε ο Λούσιεν και τους έκανε νόημα να προχωρήσουν.
Η Άνια έπνιξε ένα βογκητό, αλλά ξεκίνησε. «Μη μου πεις ότι θα κάνουμε ένα σωρό χιλιόμετρα με
τα πόδια».
«Παραμείνετε σε επιφυλακή», τους συμβούλευσε ο Λούσιεν και οι τρεις τους περπάτησαν για
αρκετές ώρες.
Στην αρχή, η Άνια αισθανόταν σαν ένα κομμάτι πάγου που χοροπηδούσε σε ένα ποτήρι σόδας.
Μετά, ολόκληρο το σώμα της μούδιασε. Θεωρητικά, έτσι τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα, αλλά
δεν ήταν. Όταν κινούσε τα χέρια και τα πόδια της, ένιωθε σαν να κινούσε κούτσουρα βάρους
χιλιάδων κιλών.
«Θύμισέ μου γιατί σε συμπαθώ», είπε ο Γουίλιαμ, σπάζοντας τη σιωπή. «Θύμισέ μου γιατί σε
καλωσορίζω στο σπίτι μου ξανά και ξανά, μολονότι ξέρω ότι θα ακολουθήσουν μπελάδες. Επειδή
τούτη τη στιγμή δε θυμάμαι καθόλου».
«Την καλωσορίζεις επειδή φέρνει μαζί της την έξαψη και το πάθος όπου κι αν πηγαίνει»,
απάντησε ο Λούσιεν.
Α! Η Άνια ένιωσε να λιώνει μέσα της και μια ξαφνική ζεστασιά παραμέρισε το μούδιασμα.
Χάιδεψε τον ώμο του, χαμογελώντας. Ο Λούσιεν άντεχε ακόμα. Δεν είχε παραπατήσει ούτε μια
φορά, μολονότι τα πόδια του πρέπει να ήταν σαν μολύβια και ο Θάνατος έκανε τρομερή φασαρία
στο κεφάλι του, απαιτώντας να συλλέξει ψυχές –ενώ παράλληλα ήθελε να μείνει μαζί της.
Η Άνια αποφάσισε πως ήταν υπέροχο το γεγονός ότι μπορούσε να διαβάσει τόσο εύκολα τη
σκέψη του. Κι η γνώση πως ο γλυκός, μικρός δαίμονας αναστέναζε για κείνη ήταν μεθυστική. Δυο
κακά αγόρια στην τιμή ενός. Τι καλύτερο περίμενε; Ωστόσο, δεν της άρεσε καθόλου όταν ο Λούσιεν
υπέφερε. Σύντομα, ορκίστηκε. Σύντομα θα τελειώσουν όλα.
Ο Λούσιεν άπλωσε το χέρι και έσφιξε τα δάχτυλά της, σαν να διαισθανόταν το σχέδιό της να
επικοινωνήσει με τον Κρόνο. Εντάξει. Ίσως αυτή η ανάγνωση της σκέψης να μην ήταν τόσο
υπέροχη, τελικά. Τι θα έκανε αν ο Λούσιεν προσπαθούσε να την εμποδίσει;
«Ξέρει κανένας τι είναι η Λερναία Ύδρα;» τον ρώτησε για να αποσπάσει την προσοχή του. «Καλή
πολεμίστρια;»
«Είναι ανίκητη και κάθε φορά που κόβεις το κεφάλι της ένα άλλο ξεφυτρώνει στη θέση του». Ο
Γουίλιαμ αναστέναξε, λίγο παραγκωνισμένος. «Άνια, πιστεύεις ειλικρινά ότι μπορεί να νικήσεις ένα
τέτοιο πλάσμα; Είσαι δυνατή, αλλά όχι τόσο δυνατή».
Ένα από τα καρφιά στις μπότες του Λούσιεν πέτυχε έναν όγκο πάγου που αρνήθηκε να σπάσει
και παραπάτησε. Επειδή εξασθενούσε ξανά, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν μπορέσει να
ανακτήσει την ισορροπία του. Η Άνια δεν ήθελε να νομίσει ο Γουίλιαμ ότι ο Λούσιεν δεν ήταν
ετοιμοπόλεμος κι έτσι ανάγκασε τα χέρια της να παραμείνουν στα πλευρά της, αντί να τα απλώσει
για να τον βοηθήσει.
«Τι έπαθες πάλι;» ρώτησε ο Γουίλιαμ τον Λούσιεν. «Μήπως σε εξάντλησε η Άνια;»
Η Άνια χτύπησε το χέρι του. «Μη μιλάς έτσι για τον Λούσιεν. Εκείνος με εξάντλησε».
«Ωχ!» διαμαρτυρήθηκε ο Γουίλιαμ. «Με πόνεσες. Είσαι πιο δυνατή απ’ όσο νομίζεις».
«Αλήθεια; Νόμιζα πως δεν είμαι τόσο δυνατή».
«Λοιπόν;» επέμεινε ο Γουίλιαμ, κοιτάζοντας τον Λούσιεν. Η Άνια ήξερε ότι το έκανε για να την
πικάρει. «Τι έπαθες;»
Ο Λούσιεν ανασήκωσε τους ώμους. «Αν ο εχθρός νομίσει πως είμαι εξασθενημένος, θα με
υποτιμήσει».
Ο Γουίλιαμ το σκέφτηκε για αρκετά δευτερόλεπτα και μετά ένευσε καταφατικά. «Πράγματι. Αλλά
δε βλέπω εχθρούς τριγύρω».
«Ο χρόνος θα δείξει», είπε ο Λούσιεν.
Η Άνια ένιωσε ένα κύμα υπερηφάνειας. Αυτό είναι το αγόρι μου.
Άλλη μια παγωμένη ριπή ανέμου τους μαστίγωσε. «Τι έκανες τα πτώματα των Κυνηγών;» ρώτησε
ο Λούσιεν τον Γουίλιαμ.
«Τα φρόντισα», ήταν η ξερή απάντηση. «Μόνο αυτό έχει σημασία».
Η Άνια είχε απολαύσει τη μάχη και την εξόντωσή τους. Ήλπιζαν να βλάψουν και τελικά να
σκοτώσουν τον Λούσιεν, κι όποιος ήθελε να βλάψει τον Λούσιεν ήταν τώρα και δικός της εχθρός.
Θα σκότωνε χωρίς δισταγμό. Χωρίς αποστροφή. Χωρίς οίκτο.
«Γιατί έκανες τον κόπο;» Κομμάτια πάγου τινάχτηκαν από τη μύτη της μπότας του Λούσιεν και
κόλλησαν στα πόδια του.
Ακολούθησε ένας στιγμιαίος δισταγμός, καθώς ο Γουίλιαμ σήκωνε τη μάσκα του και τίναζε τον
πάγο από τα χείλη του. Αχνός σχηματίστηκε γύρω από το πρόσωπό του. «Αν τους έβρισκε κάποιος,
οι άνθρωποι θα πλημμύριζαν τούτα τα βουνά για να διερευνήσουν τις συνθήκες του θανάτου τους».
«Έξυπνο», είπε η Άνια. «Θεοί, πού στον Άδη είναι η Ύδρα; Δε βλέπω πουθενά αποτυπώματα
ποδιών κι έχω αρχίσει να σκέφτομαι μήπως ήρθαμε σε λάθος μέρος και το τέρας έφυγε από την
Αρκτική. Αν είναι έτσι, τότε θα νιώσω πολύ χαζή».
Ο Λούσιεν σήκωσε τη μάσκα του, σήκωσε και τη δική της και απόθεσε ένα βιαστικό φιλί στα
χείλη της. Μετά, αποφάσισε πως δεν ήταν αρκετό και άφησε το στόμα του να τρυγήσει το δικό της,
ακολουθώντας το περίγραμμα των χειλιών της με τη γλώσσα του. Η αισθησιακή μυρωδιά του
πλημμύρισε τη μύτη της και τη γέμισε με πάθος. «Δεν είσαι χαζή».
«Αηδία!» Ο Γουίλιαμ προσποιήθηκε πως έκανε εμετό. «Πολύ αηδιαστικό!» Μετά, την κοίταξε με
στόμα ανοιχτό. «Δέθηκες μαζί του, έτσι δεν είναι; Παραδόθηκες στην κατάρα σου. Γι’ αυτόν.
Γιατί;»
«Η αγάπη δεν είναι αηδιαστική –και δεν πρόκειται να πω τίποτα περισσότερο». Με λύπη της,
άφησε τον Λούσιεν, ίσιωσε τη μάσκα της και χτύπησε ξανά το μπράτσο του Γουίλιαμ. «Περίμενε να
έρθει η σειρά σου. Ελπίζω η αδερφή-ψυχή σου να σε τρελάνει και να μη θέλει να σε βλέπει στα
μάτια της».
«Πού τέτοια τύχη!»
«Θα δούμε», είπε αινιγματικά η Άνια.
Ο Γουίλιαμ σταμάτησε απότομα και τα μάτια του κυριολεκτικά σπίθισαν πίσω από τα διαφανή
προστατευτικά ματιών. «Τι ξέρεις; Άκουσες κάτι; Τι άκουσες, Άνια;»
Χαμογελώντας από μέσα της, η Άνια σκέφτηκε πως δεν ήταν σωστό να τον πειράζει έτσι.
Απέφευγε την αγάπη χάρη στην προφητεία που κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το
κεφάλι του. Δεν της είχε πει ποτέ τι ακριβώς προέβλεπε η προφητεία και η Άνια δεν είχε υπομονή να
αποκωδικοποιήσει το μυστικιστικό βιβλίο με τους αρχαίους στίχους και τις δυσοίωνες
προειδοποιήσεις.
«Δεν άκουσα τίποτα», παραδέχτηκε. Πριν από μια βδομάδα, θα έλεγε ψέματα και θα ισχυριζόταν
πως ήξερε κάτι. Θα τον ανάγκαζε να εκλιπαρήσει, ζητώντας πληροφορίες –κάτι που θα την
ευχαριστούσε πολύ.
Ο Λούσιεν πρέπει να ασκούσε αρνητική επίδραση πάνω της. Αν συνέχιζε έτσι, σε λίγο θα
σταματούσε να κλέβει. Ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στις άκρες των χειλιών της. Πιθανότατα θα ήταν
πολύ απασχολημένη κάνοντας σεξ και δε θα είχε χρόνο για κλοπές –άρα, ήταν μια δίκαιη
ανταλλαγή.
«Είσαι φριχτή». Ο Γουίλιαμ αναστέναξε και ξεκίνησε πάλι.
Μολονότι η Άνια ένιωθε κουρασμένη και κουραζόταν όλο και περισσότερο με κάθε λεπτό που
περνούσε, κατάφερε να ακολουθήσει το ρυθμό του. Σύντομα παραπατούσε σε κάθε όγκο πάγου που
συναντούσε στο δρόμο της. «Πόσο θα ψάξουμε ακόμα;» Βόγκηξε. «Όχι πως θέλω να τα παρατήσω
–εντελώς το αντίθετο. Απλά, αναρωτιέμαι».
Ο Λούσιεν τύλιξε τα χέρια του γύρω της, προσφέροντάς της παρηγοριά, ζεστασιά και αγάπη. Τα
πόδια της την πονούσαν, το κρύο την είχε περονιάσει και, ναι, ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να
τελειώσει τούτη η νύχτα ώστε να μείνει μόνη μαζί του, να ευχαριστήσει το σώμα του και –μετά τον
έρωτα– να σκεφτεί ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να χειριστεί τον Κρόνο. Αλλά όταν ο
Λούσιεν βρισκόταν κοντά της όπως τώρα, ξεχνούσε όλα τα κακά. Το μόνο που είχε σημασία ήταν
να βρουν εκείνο το ηλίθιο κλουβί.
Ξαφνικά, ο Γουίλιαμ στύλωσε τα πόδια του στο έδαφος. Η Άνια συνειδητοποίησε τι είχε κάνει
όταν έριξε μια ματιά πλάι της και συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια εκεί. Εκείνη κι ο Λούσιεν
αντάλλαξαν μια ματιά πριν γυρίσουν πίσω.
«Τι στον Άδη είναι αυτό;» μουρμούρισε ο Γουίλιαμ. Είχε χλομιάσει.
«Πού;» Η Άνια μελέτησε τη γύρω περιοχή, παρατηρώντας πως όλα φαίνονταν ίδια. «Δε βλέπω
τίποτα».
«Εκεί», είπε ο Λούσιεν, με την έξαψη να ξεχωρίζει στη φωνή του, καθώς έδειχνε.
Η Άνια ακολούθησε το δάχτυλό του. Στην αρχή έβλεπε μόνο λουρίδες χιονιού που χόρευαν.
Μετά, καθώς το κεχριμπαρί φεγγαρόφωτο έκανε τις άσπρες νιφάδες να αστράφτουν, παρατήρησε το
γυαλιστερό περίγραμμα μιας θολωτής... πόρτας; Με κάποιον τρόπο, ο αέρας ήταν πιο πυκνός εκεί,
σαν ένα διαφανές νερό που ρυτίδωνε.
Βγάζοντας μια κραυγή θριάμβου, η Άνια αγκάλιασε τον Λούσιεν. «Αυτό είναι. Αυτό πρέπει να
είναι! Πού λες να οδηγεί;»
«Ίσως να μην είναι τίποτα», είπε ο Λούσιεν.
Το κεφάλι του Γουίλιαμ έπεσε πίσω και κοίταξε ψηλά το σκοτεινό ουρανό. Προσευχόταν; «Ίσως
πρέπει να γυρίσουμε πίσω».
«Όχι, γαμώτο!» είπε η Άνια, αφήνοντας τον Λούσιεν και κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Γουίλι, ή
προχώρησε ή παραμέρισε. Θα μπούμε μέσα».

Κεφάλαιο 21
Ο Πάρις είχε νιώσει σοκ όταν είδε τη Σιένα να γδύνεται πραγματικά. Δεν είχε χρειαστεί τίποτα
περισσότερο για να φουσκώσει ο ανδρισμός του από αίμα και πόθο· αρκούσε η θέα του γυμνού
κορμιού της. Ήταν πολύ λεπτή, όπως υποψιαζόταν, με μικρά στήθη που διέθεταν, ωστόσο, τις πιο
όμορφες θηλές που είχε δει στη ζωή του. Ροζ, σφιχτές, φτιαγμένες για πιπίλισμα.
Είχε νιώσει μεγαλύτερο σοκ όταν η Σιένα είχε ανέβει στο τραπέζι και τον είχε καβαλήσει. Και το
σοκ είχε συνεχιστεί όταν είχε γλιστρήσει στο σκληρό ανδρισμό του χωρίς προετοιμασίες, χωρίς
προκαταρκτικά, και το δροσερό όργανό της τον είχε καταπιεί ολόκληρο.
Κι όμως, ποτέ στο παρελθόν μια γυναίκα δεν ήταν τόσο υγρή ή τόσο έτοιμη για όσα είχε να της
προσφέρει. Καθώς η Σιένα ανεβοκατέβαινε στο μόριό του, εκείνος βογκούσε, βογκούσε, βογκούσε.
Μισούσε τις αλυσίδες του, επειδή δεν μπορούσε να χαϊδέψει τα στήθη της. Μισούσε τις αλυσίδες
του επειδή δεν μπορούσε να την αγγίξει εκεί που λαχταρούσε.
Πάνω απ’ όλα, μισούσε τις αλυσίδες του επειδή δεν μπορούσε να τραβήξει κοντά του το μικρό,
άσχημο πρόσωπό της για να το γευτεί με το στόμα, τα δόντια και τη γλώσσα του.
Αλλά δεν έχει σημασία, σκέφτηκε τώρα. Σύντομα θα μπορούσε να την τιμωρήσει όπως της άξιζε.
Η Σιένα είχε ολοκληρώσει γρήγορα, φτάνοντας σε οργασμό με μια έκρηξη που τον ξάφνιασε. Και
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Πάρις γευόταν κι ο ίδιος μια ολοκλήρωση που τον συγκλόνιζε μέχρι
τα βάθη της ψυχής του –μαζί με μια γενναία δόση ταπείνωσης. Ποτέ δεν είχε φτάσει τόσο γρήγορα
σε οργασμό. Δε θα έπρεπε να σε νοιάζει, είπε στον εαυτό του, επειδή αυτό που δεν μπορούσε να
ξέρει κανένας από τους δεσμοφύλακές του ήταν πως, με κάθε παλινδρομική κίνηση της Σιένα,
ένιωθε τις δυνάμεις του να επιστρέφουν. Ένιωθε τον εαυτό του να δυναμώνει όλο και περισσότερο.
Τούτη τη στιγμή, η Σιένα είχε πέσει στο στήθος του, λαχανιάζοντας και απόλυτα ικανοποιημένη,
σιωπηλή, με το σώμα λουσμένο στον ιδρώτα. Κάν’ το. Έφτασε η στιγμή . Με μάτια μισόκλειστα,
τράβηξε απότομα. Οι αλυσίδες γύρω από τους καρπούς και τους αστραγάλους του έσπασαν,
ελευθερώνοντάς τον. Μετά από τόσες ανεπιτυχείς προσπάθειες, ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας πόσο
εύκολο ήταν.
Με το κλινκ, η Σιένα ανασηκώθηκε απότομα. Τα μαλλιά της είχαν λυθεί και έπεφταν σε καστανές
μπούκλες γύρω από το πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και ευάλωτα, το δέρμα της
αναψοκοκκινισμένο. Πριν προλάβει να τον αφήσει, την άρπαξε από τη μέση και πήδηξε από το
τραπέζι, κρατώντας την κάτω από τη μασχάλη του σαν ένα σακί πατάτες.
Ένας συναγερμός ήχησε αμέσως.
Ναι, οι Κυνηγοί παρακολουθούσαν. Έσκυψε και σήκωσε το πουκάμισο της Σιένα, περνώντας το
πάνω από το κεφάλι της. «Ντύσου».
«Πάρη», ψέλλισε εκείνη, πασχίζοντας να ελευθερωθεί. «Μην το κάνεις, σε παρακαλώ». Τώρα πια,
δεν ακουγόταν όπως η ψυχρή προδότρια που τον είχε ναρκώσει. Ακουγόταν σαν μια γυναίκα που
είχε μόλις γευτεί τον καλύτερο οργασμό της ζωής της και φοβόταν για τη ζωή του εραστή της.
Ήταν σπουδαία ηθοποιός.
«Καλά θα κάνεις να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, γυναίκα». Δεν έκανε τον κόπο να ντυθεί ο
ίδιος, καθώς πλησίαζε την πόρτα του κελιού. «Διαφορετικά, θα σου κάνω κακό –και με πολύ μεγάλη
χαρά μου».
«Αν προσπαθήσεις να δραπετεύσεις, μπορεί να ξεχάσουν τους κινδύνους απελευθέρωσης του
δαίμονά σου και να σε σκοτώσουν!»
«Λες και σε νοιάζει! Και είναι ελεύθεροι να προσπαθήσουν». Ευχόταν να το έκαναν. Δε θα
έβλαπτε τη Σιένα –τουλάχιστον ακόμα–, αλλά ήθελε να κάνει κακό σε κάποιον για να
απελευθερώσει ένα μέρος της υπερέντασης μέσα του. Και πού θα έβρισκε καλύτερο κάποιον από
έναν Κυνηγό;
Κάποιο είδος σκόνης άρχισε να πέφτει από την οροφή, γεμίζοντας το κελί με ομίχλη. Δεν τον
επηρέασε –απλά έκανε τα μάτια του να δακρύσουν λίγο–, αλλά η Σιένα άρχισε να βήχει. «Πώς
ανοίγει η πόρτα;»
Η γυναίκα ανέφερε κάποιο είδος κωδικού. Ο Πάρις πληκτρολόγησε τους αριθμούς σε ένα μικρό,
φωτεινό κουτί στερεωμένο στον τοίχο και η πόρτα άνοιξε. Φώτα άναψαν ξαφνικά, διώχνοντας τις
σκιές.
Ο Πάρις συνέχισε να σφίγγει το ζωντανό πακέτο πάνω του καθώς έβγαινε στο διάδρομο. Τοίχοι
ντυμένοι με κόκκινο βελούδο τον περιστοίχισαν· γυμνά άσπρα αγάλματα τον κοιτούσαν από
μαρμάρινα βάθρα.
Βρισκόταν σε καθεδρικό ναό; Σοβαρά;
Δεν είχε χρόνο να απορήσει για το περιβάλλον του. Μια διμοιρία Κυνηγών έτρεξε προς το μέρος
του, πυροβολώντας χωρίς δισταγμό. Δηλαδή δεν ήθελαν πια να τον κρατήσουν ζωντανό, ε;
Συνειδητοποίησε ότι χρησιμοποιούσαν σιγαστήρες· ίσως ανησυχούσαν για το θόρυβο, πράγμα που
σήμαινε ότι δεν ήθελαν να προσελκύσουν πλήθος. Άρα, βρίσκονταν σε κάποια πυκνοκατοικημένη
περιοχή.
Ο δαίμονας μέσα του γρύλισε οργισμένος, μετατοπίζοντάς τον γρήγορα και εύκολα μακριά από
τη γραμμή του πυρός. Η Σιένα αναπηδούσε στο πλευρό του και κάποια στιγμή ένα επιφώνημα
ξέφυγε από το στόμα της –αλλά αυτός ήταν ο μόνος θόρυβος που έβγαλε. Και, ακόμα καλύτερα,
σταμάτησε να του αντιστέκεται.
Χιμώντας μπροστά, κλότσησε δυο κυνηγούς στο στομάχι και τους έστειλε να συγκρουστούν με
ένα γλυπτό της Παρθένου Μαρίας. Το γλυπτό κλυδωνίστηκε στο βάθρο του και ένας Κυνηγός
άφησε το ημιαυτόματό του να πέσει από τα χέρια του. Ο Πάρις το άρπαξε με το ελεύθερο χέρι του
και άρχισε να πυροβολεί, συνεχίζοντας το δρόμο του με αστραπιαία ταχύτητα.
Έστριψε σε μια γωνιά, βρήκε κι άλλους Κυνηγούς και συνέχισε να πυροβολεί. Κι άλλες σφαίρες
έπεσαν προς το μέρος του, αλλά έσκυψε και τις απέφυγε. Μόνο τρεις κατάφεραν να τον γδάρουν.
Όταν του τέλειωσαν οι σφαίρες, πέταξε το όπλο και άρπαξε ένα άλλο. Τα πτώματα σωριάζονταν
δεξιά κι αριστερά. Έστριψε σε μια ακόμα γωνιά και τα στήθη της Σιένα χάιδεψαν το δέρμα του.
Ένιωσε... όχι, δεν ήταν δυνατό. Μόλις την είχε πάρει. Δεν ήταν δυνατό να ερεθίζεται ξανά. Όχι από
εκείνη. Αλλά το αίμα άρχισε να γεμίζει και να σκληραίνει τον ανδρισμό του.
Ποτέ, σε όλες αυτές τις χιλιετίες, δεν είχε ποθήσει μια γυναίκα για δεύτερη φορά. Δεν ήταν καν
βέβαιος τι θα συνέβαινε αν παραδιδόταν στην παρόρμηση. Ο δαίμονας μέσα του θα τρελαινόταν;
«Προς τα πού πάμε;» ρώτησε τη Σιένα όταν έφτασε σε μια διασταύρωση του διαδρόμου.
«Αριστερά», ψέλλισε εκείνη.
«Αν λες ψέματα...»
«Δε λέω».
Ο Πάρις έστριψε αριστερά και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μια ψηλή, αψιδωτή
δίφυλλη πόρτα εμφανίστηκε μπροστά του και τρεις Κυνηγοί ξεπρόβαλαν από το άνοιγμά της.
Ύψωσαν τα όπλα και τον σημάδεψαν αποφασιστικά. Προσπάθησε να τους πυροβολήσει, αλλά είχε
χρησιμοποιήσει όλες τις σφαίρες του.
Έσκυψε και πήδηξε, φωνάζοντας στη Σιένα: «Κρατήσου».
Εκείνη υπάκουσε, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Ο Πάρις έπεσε στο έδαφος, η
Σιένα αναπήδησε και έπεσαν μαζί στους Κυνηγούς, ρίχνοντάς τους σαν κορύνες σε αίθουσα
μπόουλινγκ.
Όσο ήταν ακόμα πεσμένοι, άρπαξε ένα ακόμα όπλο και τους πυροβόλησε στο κεφάλι. Αίμα και
μυαλά εκτοξεύτηκαν παντού. Η Σιένα κλαψούρισε, αλλά δε μίλησε. Ο Πάρις βίωσε κάποιες τύψεις
επειδή η Σιένα είχε παρακολουθήσει την πιο βίαιη πλευρά του, αλλά γρήγορα τις παραμέρισε· δεν
είχε πια σημασία η γνώμη της για το άτομό του.
Διέσχισε το κατώφλι και βρέθηκε έξω. Ο ζεστός νυχτερινός αέρας ήταν γλυκός, αθώος.
Κοιτάζοντας τριγύρω, συνειδητοποίησε πως βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα και πως το μέρος που
τον είχαν φυλακίσει ήταν πράγματι καθεδρικός ναός. Άνθρωποι στέκονταν στα σκαλιά, κοιτάζοντας
με στόμα ανοιχτό το γυμνό, αιματοβαμμένο κορμί του και μουρμουρίζοντας για τη φασαρία.
Κάπου μακριά, μπορούσε ν’ ακούσει το ουρλιαχτό μιας σειρήνας.
Με γρήγορα βήματα, έφτασε στο πλευρό του κτίσματος και χώθηκε σε ένα σκοτεινό σοκάκι. Η
Σιένα βόγκηξε· ήταν ένας ήχος γεμάτος πόνο. Η ματιά του την αναζήτησε. Ήταν χαλαρή σαν πάνινη
κούκλα.
«Κοίταξέ με».
Η Σιένα έστρεψε το κεφάλι της αργά κι ο Πάρις διαπίστωσε ότι τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει
από δάκρυα που δεν είχε χύσει και τα χαρακτηριστικά της ήταν γεμάτα άγχος. Ένιωσε κάτι ζεστό να
τρέχει στο μηρό του και συνοφρυώθηκε.
Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν μόνοι, την άφησε κάτω και την περιεργάστηκε προσεκτικά. Είχε
καταφέρει να περάσει τα χέρια της στα μανίκια του πουκαμίσου και το ύφασμα κολλούσε στους
γοφούς της.
Το στήθος του σφίχτηκε. Η Σιένα αιμορραγούσε ακατάσχετα και ένας φαρδύς άλικος κύκλος
απλωνόταν ήδη πάνω από το στομάχι της.
Την είχαν πυροβολήσει.
«Σιένα», είπε, ταραγμένος με έναν τρόπο που δεν καταλάβαινε. Δεν έπρεπε να νοιάζεται. Σκόπευε
να την τιμωρήσει. Σκόπευε να την πληγώσει.
«Πάρη», ψέλλισε η γυναίκα. «Έπρεπε... να σε... σκοτώσω».
Σαν τα λόγια να είχαν εξαντλήσει τις τελευταίες δυνάμεις της, το κεφάλι της έγειρε στο πλάι.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Μόλις ένα κλάσμα του
δευτερολέπτου αργότερα, ήταν νεκρή.

Ο Λούσιεν άρπαξε το μπράτσο της Άνια και τη σταμάτησε πριν περάσει μέσα από εκείνο το πυκνό,
κυματιστό τμήμα αέρα. Τον κοίταξε με περιέργεια κι εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Εσύ πρώτος», είπε στον Γουίλιαμ, σε περίπτωση που μπορεί να έπεφταν σε παγίδα.
Στην αρχή, ο πολεμιστής δεν αντέδρασε. Μετά, όμως, τα μάτια του μισόκλεισαν και ανασήκωσε
τους ώμους. «Πολύ καλά, θα μπω εγώ πρώτος». Χωρίς άλλη λέξη, ο Γουίλιαμ τους προσπέρασε και
μπήκε στη λαμπερή ρυτίδωση.
Εξαφανίστηκε σαν να μην είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο βουνό.
Μεγαλοδύναμοι θεοί! Ήταν πράγματι ένα κατώφλι. Ο Λούσιεν γεύτηκε μια στιγμή χαράς. Τελικά,
μπορεί να έβρισκαν το Κλουβί του Καταναγμασμού. Με τούτη τη σκέψη, η χαρά του μετριάστηκε
από φόβο. Για να κερδίσουν το κλουβί, μπορεί να αναγκάζονταν να πολεμήσουν την παντοδύναμη
Λερναία Ύδρα. Από την αρχή περίμενε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά ποτέ η πιθανότητα δε
φαινόταν τόσο αληθινή.
«Μετά από μένα», είπε ο Λούσιεν στην Άνια και ξεκίνησε πριν προλάβει εκείνη να
διαμαρτυρηθεί. «Να είσαι έτοιμη για μάχη». Έσφιγγε ένα στιλέτο σε κάθε χέρι, λίγο αβέβαιος και
πολύ αδύναμος, μολονότι αρνιόταν να παραδεχτεί είτε το ένα είτε το άλλο.
Δεν ήξερε τι ακριβώς θα ένιωθε, αλλά το αποτέλεσμα τον ξάφνιασε. Οι ρυτιδώσεις ήταν
ανάλαφρες και διαφανείς σαν αέρας. Δε βίωσε καμιά αίσθηση αιώρησης, καμιά ζαλάδα. Τη μια
στιγμή περιστοιχιζόταν από χιόνι και πάγο και την επόμενη βρισκόταν στον παράδεισο.
Ο θερμός αέρας κυκλοφορούσε γύρω του, ζεσταίνοντάς τον, λιώνοντας τις νιφάδες του χιονιού
πάνω του και κάνοντάς τον να ιδρώνει.
«Μα τους θεούς!» ψέλλισε η Άνια πίσω του. Σταμάτησε δίπλα του, γραπώνοντας το ξίφος που
είχε κλέψει από τον Γουίλιαμ. «Είναι απίστευτο! Ποιος θα φανταζόταν ότι υπάρχει ένα τέτοιο μέρος
σε τούτα τα βουνά;»
Ο Γουίλιαμ ήταν... πού ήταν; Ο Λούσιεν κοίταξε τριγύρω στο τροπικό νησί. Αντίκρισε πλούσια,
καταπράσινα δέντρα και όμορφα λουλούδια κάθε χρώματος. Η μυρωδιά από καρύδες και ανανάδες
χρωμάτιζε τον αέρα, σχεδόν μεθυστική. Σίγουρα υπνωτιστική. Σαγηνευτική. Συνοφρυώθηκε
σαστισμένος, καθώς οι μυώνες του χαλάρωναν με δική τους βούληση.
Έκανες κάτι. Τι; Η απάντηση: Γουίλιαμ, όπως θυμήθηκε ξαφνικά. Το γρασίδι σκαρφάλωνε μέχρι
τα γόνατα του Λούσιεν. Συνέχισε να ψάχνει, καταπολεμώντας τη ραθυμία που απλωνόταν μέσα του.
Εκεί! Ο Γουίλιαμ ακουμπούσε σε έναν τεράστιο ασημένιο βράχο στο βάθος αριστερά.
Είχε βγάλει το μπουφάν, το σκούφο και τα γάντια του. Δεν κρατούσε όπλο, αλλά είχε σταυρώσει
τα χέρια στο στήθος του. Η αποφασιστικότητα διακρινόταν στο πρόσωπό του, μολονότι έβαζε τα
δυνατά του για να φανεί αδιάφορος.
Ο Λούσιεν έβγαλε τη μάσκα και το μπουφάν του και τα άφησε να πέσουν, επειδή δεν ήθελε να
τον παρεμποδίζει ο όγκος τους. Αρκετά αργός ήταν ήδη, με την κατάρα του Κρόνου να βαραίνει
τους ώμους του.
Η Άνια αφαίρεσε τα εξωτερικά ρούχα της, μένοντας με ένα κολλητό άσπρο μακό μπλουζάκι και
καυτό σορτσάκι που σταματούσε ακριβώς κάτω από την καμπύλη των γλουτών της. Παρά την
κατάστασή του, ο Λούσιεν ένιωσε να ερεθίζεται αμέσως.
«Εδώ πρέπει να κάνουμε το μήνα του μέλιτος», είπε η Άνια. Γελώντας, προχώρησε και χόρεψε
ανάμεσα στα λουλούδια που τα απαλά πέταλά τους χάιδευαν το δέρμα της όπως εκείνος ήθελε να το
χαϊδέψει. «Δε βλέπω κανένα ίχνος του τέρατός μας. Εσύ βλέπεις; Και σε νοιάζει; Δεν έχω
ξανανιώσει τόσο όμορφα».
«Όχι, δεν το βλέπω». Παρακολουθώντας την, ο Λούσιεν ένιωσε τα χείλη του να τραβιούνται σε
ένα χαμόγελο. Είναι συναρπαστική, σκέφτηκε. Είναι δική μου. Και αν κατάφερναν να κερδίσουν το
κλουβί, μπορεί να ζούσε και να την κρατούσε.
Ξαφνικά η Άνια σταμάτησε, πήρε μια απότομη ανάσα και έδειξε. «Λούσιεν, κοίτα, κοίτα, κοίτα!»
είπε με έξαψη. «Το Κλουβί του Καταναγκασμού».
Ο Λούσιεν αντίκρισε μια κρυστάλλινη λίμνη που απλωνόταν μπροστά της. Πράγματι, ένα κλουβί
που φαινόταν πολύ συνηθισμένο αναπαυόταν σε ένα βράχο στην άλλη πλευρά. Ο Λούσιεν δεν
μπόρεσε να μη σκεφτεί πως ήταν μάλλον απλό για θεϊκό κατασκεύασμα. Αλλά εκείνα τα
γυαλισμένα κάγκελα ήταν αρκετά ψηλά για να φιλοξενήσουν έναν άνθρωπο και το κλουβί ήταν
αρκετά φαρδύ ώστε να μπορεί να ξαπλώνει ο άνθρωπος χωρίς να αγγίζει την άλλη πλευρά.
Αναρωτήθηκε ποιον έπρεπε να κλειδώσει εκεί μέσα, προκειμένου να μάθει για το Κουτί της
Πανδώρας. Η Άνια είχε σκεφτεί την Ύδρα.
«Δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο περίμενα», παρατήρησε η Άνια, αντηχώντας τις σκέψεις του
Λούσιεν.
«Πράγματι».
«Η Ύδρα θα μας ευχαριστήσει που θα το πάρουμε».
Η Λερναία Ύδρα. Θα έπρεπε ν’ ανησυχεί για κείνη, σωστά; «Πρόσεχε», είπε ο Λούσιεν,
προσπαθώντας να αναγκάσει το σώμα του να ετοιμαστεί για μάχη. «Το τέρας μπορεί να βρίσκεται
κοντά».
Αδιάφορος, ο Γουίλιαμ έκανε μερικά βήματα μπροστά, κόβοντας στο δρόμο του τις κορυφές του
ψηλού γρασιδιού. «Υποσχέθηκες ότι θα μου έδινες πίσω το βιβλίο αν σε έφερνα εδώ», είπε στην
Άνια. «Και, όπως βλέπεις, σε έφερα».
«Ναι, το υποσχέθηκα και, ναι, με έφερες. Αμέσως μόλις γυρίσουμε, θα πάρεις το βιβλίο σου –
έχεις το λόγο μου».
Ένα κύμα ζαλάδας αγκάλιασε τον Λούσιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά έτσι η ζαλάδα του
αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Όταν σκέφτηκε να σταματήσει να αναπνέει ήταν πολύ αργά· είχε
σχεδόν αχρηστευτεί. Τι τον είχε πιάσει;
«Λυπάμαι», άκουσε ο Λούσιεν τον Γουίλιαμ να λέει –και μετά, ένα ξίφος έκοψε τη μέση του
Λούσιεν, διαπερνώντας δέρμα, όργανα, ακόμα και οστά. Κάθε σημείο επαφής έκαιγε σαν φωτιά,
καθώς ο πολεμιστής έστριβε το ξίφος, κόβοντας ακόμα πιο βαθιά. «Ήλπιζα πως δε θα φτάναμε σ’
αυτό το σημείο».
Αν ήταν στα καλά του, ο Λούσιεν θα είχε δει την κίνηση του ξίφους και θα είχε διακτινιστεί πριν
τον αγγίξει η λεπίδα. Θα γιατρευόταν. Αλλά στην κατάσταση που βρισκόταν, δεν μπορούσε να
σαλέψει. Δεν τον ενδιέφερε να σαλέψει. Ένιωσε τη λιγοστή ενέργεια που του είχε απομείνει να
εξανεμίζεται. Μετά, τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε στο έδαφος. Μήπως ο Γουίλιαμ
ασκούσε πάνω του κάποιο είδος υπερφυσικής δύναμης;
Η Άνια.
Την άκουσε να ξεφωνίζει –μια ανατριχιαστική κραυγή οργής και πόνου, μίσους και φόβου.
Ξαφνικά, άρχισε να ενδιαφέρεται.
«Κάθαρμα!»
«Ο Κρόνος εμφανίστηκε μπροστά μου ενώ μάζευες τα πράγματά σας για την Αρκτική, Άνια»,
φώναξε ο Γουίλιαμ. «Απείλησε να με σκοτώσει αν δε σκότωνα εσάς τους δυο μόλις ανακαλύπταμε
το κλουβί. Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά με ανάγκασες. Λυπάμαι, λυπάμαι ειλικρινά. Πρέπει να
πιστέψεις πως...»
«Θα σε σκοτώσω, προδότη!»
Το ξίφος τραβήχτηκε από το σώμα του Λούσιεν και μαύροι ιστοί αραχνών απλώθηκαν στα μάτια
του, περιορίζοντας την όρασή του. Αλλά κατόρθωσε να δει την Άνια να κρατά το ξίφος της, με το
πρόσωπό της μαύρο από την οργή. Είδε τον Γουίλιαμ να μονομαχεί μαζί της, αποφασισμένος.
Θα πολεμούσαν μέχρι το θάνατο.
«Όχι!» φώναξε. Δεν μπορούσε να αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο. Δε θα την άφηνε να μονομαχήσει
με τον πολεμιστή. «Όχι!»
«Ξεκουράσου, μωρό μου, και γίνε καλά», φώναξε πνιχτά η Άνια. Η ανακούφιση μεταδόθηκε από
το μυαλό της στο σώμα του. Νόμιζε πως ήταν ήδη νεκρός. «Θα τιμωρήσω τον Γουίλιαμ για
λογαριασμό σου».
«Δε θέλω να σου κάνω κακό», άρχισε ο Γουίλιαμ.
Κάποτε της το είπα κι εγώ, σκέφτηκε ο Λούσιεν, ζαλισμένος.
«Αλλά σύμφωνα με τον Κρόνο, πρέπει να το κάνεις. Έτσι δεν είναι; Ακόμα ενδιαφέρεσαι για το
τομάρι σου πάνω απ’ όλα, όπως φαίνεται. Αλλά δεν ανησυχώ· ένας νεκρός δεν μπορεί να κάνει
κακό σε κανέναν». Έγλειψε τα χείλη της, σαν να γευόταν ήδη το θάνατο του Γουίλιαμ. «Έπρεπε να
μου πεις τι ήθελε ο Κρόνος να κάνεις». Έγραψε κύκλους γύρω του, σαν αρπακτικό. «Θα
μπορούσαμε να αναζητήσουμε κάποιον τρόπο για να τον σταματήσουμε».
«Αν υπήρχε τρόπος για να τον σταματήσεις, θα το είχες ήδη κάνει».
«Πώς μπόρεσες; Πώς, γαμώτο; Τον αγαπώ».
«Το ξέρω. Και λυπάμαι ειλικρινά».
Ο Λούσιεν προσπάθησε να σηκωθεί, μολονότι το σώμα του αιμορραγούσε όλο και περισσότερο,
συνεχίζοντας να εξαντλεί τις δυνάμεις του. Είσαι πολεμιστής. Φρόντισε να φερθείς σαν πολεμιστής.
Για την Άνια . Αντλώντας ενέργεια από ένα απόθεμα που δεν ήξερε ότι διέθετε –το απόθεμα της
Άνια, όπως συνειδητοποιούσε–, κατάφερε τελικά να σταθεί στα πόδια του.
Κανένας δεν τον πρόσεξε. Η Άνια ύψωσε το ξίφος της.
Ο Γουίλιαμ ύψωσε κι εκείνος το δικό του.
Ένας εκκωφαντικός μεταλλικός ήχος ακούστηκε από το νερό και η Άνια στράφηκε, καθώς ο
θόρυβος αποσπούσε την προσοχή της. Τότε ήταν που ο Γουίλιαμ χίμηξε μπροστά, σημαδεύοντας το
κεφάλι της.
Κλανγκ.
Η Άνια απέκρουσε το όπλο του με το δικό της κι οι δυο τους ξεκίνησαν ένα θανάσιμο χορό
επίθεσης και υποχώρησης, με τα ξίφη να σκίζουν τον αέρα. Σε όλο αυτό το διάστημα, ένα δικέφαλο
τέρας υψωνόταν από τη λίμνη, μισό γυναίκα και μισό φίδι. Πιο μικρά φίδια αναδεύονταν πάνω από
το κεφάλι της σφυρίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τα σαγόνια τους. Το καθένα, όπως και η ίδια η
Ύδρα, είχε μακριά, κοφτερά δόντια που θύμιζαν μικρά στιλέτα.
Κρατώντας το στομάχι του με το ένα χέρι και ένα από τα δικά του στιλέτα με το άλλο, ο Λούσιεν
προχώρησε παραπατώντας για να πολεμήσει με το κτήνος.

Κεφάλαιο 22
Η Άνια πολέμησε τον Γουίλιαμ με όλη την οργή που φούντωνε μέσα της. Πώς είχε τολμήσει να
επιτεθεί στον Λούσιεν; Πώς είχε τολμήσει να κάνει κακό στον άντρα που αγαπούσε; Όταν είχε δει
τον Λούσιεν να πέφτει, όταν είχε δει το αίμα να απλώνεται στο στομάχι του, ένα κομμάτι του εαυτού
της είχε μαραθεί κι είχε πεθάνει.
Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Και δεν πρόκειται να ζήσω χωρίς αυτόν.
«Δεν μπορείς να μας νικήσεις και τους δυο», είπε ο Γουίλιαμ, λαχανιασμένος.
«Περίμενε και θα δεις». Η Άνια έσκυψε και επιτέθηκε, και είδε την άκρη του ξίφους της να σκίζει
το μηρό του.
Εκείνος ούρλιαξε, καθώς το αίμα έβαφε το παντελόνι του.
Η Άνια τον άφησε να τη στριμώξει σε ένα βράχο κι έπειτα πήδηξε στην κορυφή του χωρίς να
γυρίσει. Χωρίς διακοπή, πήδηξε ξανά κάτω –στρίβοντας στον αέρα για να αλλάξει κατεύθυνση.
Όταν έφτασε στο έδαφος έχασε προσωρινά την ισορροπία της καθώς ο Γουίλιαμ έπεφτε πάνω της,
αλλά κατάφερε να αποκρούσει την επίθεσή του και να κολλήσει εκείνον στο βράχο, παγιδεύοντάς
τον.
Ακούστηκε ένα ακόμα από εκείνα τα τρομακτικά μουγκρητά.
Η Άνια ήθελε να κοιτάξει, αλλά δεν μπορούσε. Ο Γουίλιαμ ήταν έμπειρος πολεμιστής και θα
εκμεταλλευόταν οποιονδήποτε αντιπερισπασμό. Ξανά. Εμπιστεύσου τον Λούσιεν. Είναι κι εκείνος
πολεμιστής. Ναι, ήταν πολεμιστής μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Δικός της πολεμιστής. Ήταν ο
Θάνατος· μπορούσε να νικήσει τη Λερναία Ύδρα, όσο αδύναμος ή λαβωμένος κι αν ήταν. Σε
παρακαλώ, άφησέ τον να τη νικήσει.
«Άνια», είπε λαχανιάζοντας ο Γουίλιαμ, προσπαθώντας να χτυπήσει το ξίφος της για να το
εκτοξεύσει απ’ το χέρι της.
Εκείνη τον απέφυγε εύκολα και πρόσεξε πως οι κινήσεις του ήταν πιο αργές από πριν. Ωραία. Είχε
αρχίσει να κουράζεται και, πιθανότατα, θα έκανε κάποια ανοησία από στιγμή σε στιγμή. Όπως τώρα
–προσπάθησε να τη χτυπήσει χαμηλά κι εκείνη πήδηξε πάνω από τη λεπίδα και κλότσησε την
παλάμη του. Τα δάχτυλά του άνοιξαν και το όπλο του έπεσε στο έδαφος.
Η Άνια χαμογέλασε αργά καθώς η λεπίδα της σημάδευε το λαιμό του. «Δεν έπρεπε να παίξεις
μαζί μου». Με την άκρη του ματιού της, είδε τον Λούσιεν να πλησιάζει το τέρας με το στιλέτο
υψωμένο. Ένα από τα κεφάλια της Ύδρας χαμήλωσε για να τον δαγκώσει, αλλά εκείνος πήδηξε
μακριά και το στιλέτο του κατέβηκε καθώς έπεφτε, μαχαιρώνοντας το θηρίο.
Το κεφάλι της Ύδρας έπεσε στο έδαφος.
Το τέρας σφύριξε και τεντώθηκε και ένα άλλο κεφάλι αναδύθηκε γρήγορα από την ανοιχτή,
ματωμένη τρύπα. Και, ακόμα χειρότερα, εκείνο που είχε πέσει στο έδαφος δεν είχε πεθάνει.
Προσπάθησε να στρίψει προς το μέρος του Λούσιεν και να δαγκώσει τη γάμπα του.
«Πάμε να φύγουμε, εσύ κι εγώ», μουρμούρισε ο Γουίλιαμ ενώ έστριβε στο πλάι και
προσπαθούσε να αρπάξει το πόδι της Άνια. «Πριν γίνουμε μεζεδάκι».
Η Άνια στριφογύρισε –τελείωνε, τελείωνε– και έβγαλε άλλο ένα στιλέτο από την μπότα της. Το
εκτόξευσε την ίδια στιγμή που κατέβαζε το ξίφος της.
Ο Γουίλιαμ ήταν έτοιμος να ξαναπάρει το ξίφος του, όταν η μυτερή ακίδα καρφώθηκε στον ώμο
του, ρίχνοντάς τον προς τα πίσω. Η Άνια δεν έκοψε ταχύτητα αλλά συνέχισε να στρίβει... να στρίβει
–για να τον καρφώσει στο στομάχι, όπως ακριβώς είχε κάνει στον Λούσιεν.
Το σοκ χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Κοίταξε τη μέση του και ψέλλισε, γεμάτος πόνο: «Κέρ...
κέρδισες».
«Πάντα». Μουγκρίζοντας, η Άνια έσπρωξε πιο δυνατά· το ξίφος βγήκε από το πίσω μέρος του
κορμιού του Γουίλιαμ και μπήχτηκε στο βράχο, αιχμαλωτίζοντας τον πολεμιστή.
«Άνια», βόγκηξε και τα χαρακτηριστικά του παραμορφώθηκαν από την αγωνία.
«Ελπίζω να καταλαβαίνεις πόσο τυχερός είσαι. Δε θα κόψω το κεφάλι σου, ούτε θα ξεριζώσω την
καρδιά σου. Όχι σήμερα. Θα θεραπευτείς από τούτο το τραύμα και θα σε επισκεφθώ ξανά και ξανά,
μέχρι να υποφέρεις αρκετά. Και τότε θα σε σκοτώσω».
Τον άφησε κι άρχισε να τρέχει προς τη Λερναία Ύδρα για να βοηθήσει τον Λούσιεν. Δεν ένιωσε
καμιά ανακούφιση που είχε νικήσει τον Γουίλιαμ· μέχρι τώρα πραγματικά τον συμπαθούσε. Αλλά ο
Λούσιεν κινδύνευε και μόνο αυτό είχε σημασία.
Στο δρόμο, τράβηξε το τελευταίο στιλέτο από την μπότα της. Είδε πως ο Λούσιεν κρατούσε τη
μέση του και πως το αίμα εξακολουθούσε να χύνεται από την πληγή του. Είχε καταφέρει να
καταστρέψει το κομμένο κεφάλι που κυλούσε προς το μέρος του και να κόψει ένα άλλο –που τώρα
κυλούσε εκείνο για να του επιτεθεί. Ένα ακόμα κεφάλι είχε ξεπηδήσει στη θέση του κομμένου και
τώρα προσπαθούσε να τον δαγκώσει. Κι όμως, εξακολουθούσε να παραμένει όρθιος και να πολεμά.
Δεν είχε ξαναδεί πιο εντυπωσιακό θέαμα. Αδύναμος; Όχι, αυτός ο άνθρωπος ήταν απίστευτα
δυνατός.
Εκείνη, αν είχε τραυματιστεί έτσι, θα έπεφτε και δε θα σηκωνόταν. Αν δεν ήταν ήδη ερωτευμένη
μαζί του, εκείνη τη στιγμή θα του πρόσφερε την καρδιά της. Ακόμα και στην τελευταία του ανάσα, ο
Λούσιεν θα την προστάτευε και θα την υπερασπιζόταν. Τελευταία του ανάσα. Όχι. Ω, όχι.
Με την καρδιά να χτυπά δυνατά, πλησίασε στο πλευρό του και χτύπησε το κεφάλι που κυλούσε.
«Πώς θα σκοτώσουμε αυτό το πλάσμα;»
«Σημάδεψε τα μάτια». Ο Λούσιεν προσπάθησε να πετύχει την Ύδρα τη στιγμή που εκείνη τον
χτυπούσε με την ουρά της. Κύλησε στο έδαφος, αλλά σηκώθηκε αμέσως. «Είναι ο μοναδικός
τρόπος που βρήκα για να καταστρέφω τα κεφάλια».
Η Άνια πήδηξε πάνω στο κομμένο κεφάλι και τα μικροσκοπικά φίδια του δάγκωσαν τους μηρούς
της. Κάθε δάγκωμα πονούσε σαν τις φωτιές της κόλασης, αλλά η Άνια δεν πτοήθηκε. Βύθισε τη
λεπίδα της σε μια κόγχη ματιού. Το κεφάλι τινάχτηκε απότομα και τα μικροσκοπικά φίδια
τεντώθηκαν πριν χαλαρώσουν εντελώς.
Αίμα κύλησε στα πόδια της καθώς σηκωνόταν. Η Λερναία Ύδρα πολεμούσε με τον Λούσιεν και
ο μακρύς λαιμός της σάρωνε τα πόδια του για να τον αναγκάσει να χάσει την ισορροπία του. Το
σώμα του χτύπησε ξανά στο έδαφος, ο αέρας εγκατέλειψε τα πνευμόνια του και βόγκηξε.
«Λούσιεν!» Η Άνια διακτινίστηκε στο πλευρό του και έσκυψε.
«Καλά είμαι», είπε εκείνος και σηκώθηκε παραπατώντας.
Έτσι όπως ήταν απασχολημένη η Άνια, η Λερναία Ύδρα κατάφερε να καρφώσει τα δόντια της
στο μπράτσο της. Η Άνια ούρλιαξε, καθώς ο πόνος ήταν σχεδόν εκτυφλωτικός. Μαύρα αστέρια
αναβόσβησαν στο οπτικό πεδίο της και μια φωτιά έκαψε το αίμα της. Ήταν δηλητήριο; Δηλητήριο
φιδιού;
Μείνε δυνατή. Αλλά τα πόδια της έτρεμαν και λύγιζαν, ανίκανα να αντέξουν το βάρος της. Και
μετά ο Λούσιεν βρέθηκε στο πλευρό της, καρφώνοντας το μάτι του κεφαλιού. Το πλάσμα ούρλιαξε
–ένας απαίσιος ήχος που κόντεψε να σπάσει τα τύμπανα των αυτιών της–, πριν πέσει στο έδαφος
νεκρό.
Όπως πριν, ένα ακόμα κεφάλι πήρε αμέσως τη θέση του προηγούμενου.
Η Άνια κλυδωνίστηκε, πασχίζοντας να παραμείνει όρθια. Ο λήθαργος την έπαιρνε στη μεθυστική
αγκαλιά του.
«Μείνε ξύπνια, γλυκιά μου», ψιθύρισε ο Λούσιεν στο αυτί της, προσφέροντάς της ζεστασιά και
δύναμη. «Έχω μια ιδέα, αλλά δε θα τα καταφέρω χωρίς εσένα. Θέλω να κόψεις το κεφάλι της και να
το καυτηριάσεις ενώ εγώ θα την απασχολώ. Θα τα καταφέρεις;»
«Λούσιεν... Ναι, ναι, θα τα καταφέρω». Τα πάντα για τον Λούσιεν. Η Άνια ίσιωσε την πλάτη και
τους ώμους της. Το οπτικό της πεδίο καθάριζε αργά με κάθε μετρημένη ανάσα που εισέπνεε και
εξέπνεε και διαπίστωσε ότι και τα δυο μάτια του Λούσιεν ήταν γαλάζια. Τη φίλησε και μετά το
σώμα του εξαϋλώθηκε, εξαφανίστηκε –και επέστρεψε.
Ο Λούσιεν συνοφρυώθηκε. «Δεν είμαι αρκετά δυνατός για να πάρω το σώμα μου. Θα πρέπει να
χρησιμοποιήσω μόνο το πνεύμα μου».
Το κορμί του έπεσε αναίσθητο, αλλά συνδεδεμένη όπως ήταν μαζί του, η Άνια είδε το πνεύμα του
να αποσπάται από το σώμα. Πέταξε μέχρι το πλάσμα –που δεν μπορούσε να δει το πνεύμα του και
πρέπει να σκεφτόταν πως το ακίνητο σώμα του ήταν ήδη νεκρό. Έτσι, η Λερναία Ύδρα αφοσίωσε
την προσοχή της και το μένος της στην Άνια. Η Άνια ανάγκασε τον εαυτό της να προχωρήσει
μπροστά.
Η σκύλα είναι δική μου!

Κεφάλαιο 23
Ο Λούσιεν απόθεσε το πνεύμα του στην πλάτη του πλάσματος. Η Λερναία Ύδρα δεν του έδωσε
καμιά σημασία, καθώς η προσοχή της ήταν στραμμένη αποκλειστικά στην Άνια –που ήταν
πιτσιλισμένη με αίμα, κομμένη και μωλωπισμένη και θύμιζε Αμαζόνα πρόθυμη να κάνει τα πάντα
για να κερδίσει μια μάχη.
Ο Λούσιεν έχωσε ένα άυλο χέρι στο σώμα της Ύδρας και άρπαξε το πνεύμα της. Εκείνη
μούγκρισε κι ο Λούσιεν ήξερε πως τα αυτιά του θα μάτωναν αν είχε υλική υπόσταση. Πανικόβλητο,
το τέρας χίμηξε εναντίον της Άνια, αλλά ο Λούσιεν τράβηξε ξανά το πνεύμα της Λερναίας Ύδρας,
κρατώντας τη στη θέση της.
Επειδή το σώμα της ήταν ζωντανό, ήξερε πως αυτό που της έκανε την πονούσε. Ούρλιαξε ξανά,
αλλά παρέμεινε στο ίδιο σημείο, σαν να ήταν δεμένη. Η Άνια πήδηξε, όλο και πιο ψηλά, και έκοψε
βιαστικά ένα από τα κεφάλια του πλάσματος. Καθώς κυλούσε στο έδαφος και η Ύδρα ξεφώνιζε,
φλόγες αναπήδησαν στο κέντρο της παλάμης της Άνια. Έχωσε τούτη τη φωτιά στην πληγή τη
στιγμή που σχηματιζόταν ένα ακόμα κεφάλι.
Πορτοκαλί-χρυσές φλόγες έλιωσαν το δέρμα, το έκαψαν, το κατέστρεψαν και καυτηρίασαν την
πληγή. Σπασμοί απλώθηκαν στο σώμα της Λερναίας Ύδρας και το θηρίο τινάχτηκε οργισμένο. Έξω
φρενών τώρα, χρησιμοποίησε τις τελευταίες δυνάμεις της σε μια προσπάθεια να λιώσει την Άνια. Ο
Λούσιεν συνέχισε να κρατά σταθερά το πνεύμα του κτήνους, καθώς η γυναίκα του παραμέριζε για
να γλιτώσει και κατέβαζε ξανά το ξίφος της.
Επαφή.
Το δεύτερο κεφάλι έπεσε. Η Άνια δημιούργησε κι άλλη φωτιά και έκαψε την πληγή, μολονότι δύο
από τα μικρά φίδια δάγκωναν το μπράτσο της. Μόρφασε, αλλά διατήρησε τη φλόγα στη θέση της.
Μουγκρίζοντας, το πλάσμα ατόνισε και έπεσε στο νερό. Ο ήχος εκείνου του τελευταίου μουγκρητού
συνέχισε να αντιλαλεί μέχρι που τελικά έσβησε.
Ο Λούσιεν έμεινε για λίγο εκεί, γεμάτος δέος. Τα είχαν καταφέρει. Είχαν κερδίσει!
Η Άνια πήδηξε στο έδαφος, λαχανιασμένη αλλά χαμογελαστή. Ο Λούσιεν πέταξε κι εκείνος πίσω
και προσπάθησε να μπει στο σώμα του –αλλά ήταν λες κι ένα αόρατο πεδίο χώριζε τον πνευματικό
από τον υλικό κόσμο. Συνοφρυώθηκε και προσπάθησε ξανά. Απέτυχε ξανά.
Γιατί δεν μπορούσε να μπει;
Είσαι υπερβολικά αδύναμος. Η σκέψη σχηματίστηκε απότομα στο μυαλό του. Ναι, ήταν
αδύναμος, αλλά έπρεπε να είναι σε θέση να μπει. Αν δεν μπορούσε... Μορφάζοντας τώρα, έκανε μια
τελευταία προσπάθεια να γλιστρήσει στο σώμα του. Τίποτα.
Μπορούσε μόνο να αιωρείται στον κόσμο των πνευμάτων, ανήμπορος. Έριξε μια ματιά πέρα στην
Άνια. Την είδε να γονατίζει σε έναν κύκλο γρασιδιού δίπλα στο σώμα του.
«Γύρισε πίσω», του είπε, κοιτάζοντας ψηλά το πνεύμα του. Του χάρισε ένα κουρασμένο
χαμόγελο. «Θα φροντίσω τις πληγές σου».
Ο Λούσιεν δοκίμασε πάλι –δοκίμασε πραγματικά πολύ. Ήθελε να την αγγίξει τουλάχιστον άλλη
μια φορά, τούτη τη γυναίκα που του είχε προσφέρει μέσα σε λίγες βδομάδες περισσότερη ευτυχία
απ’ όση είχε γευτεί μέσα σε χιλιάδες χρόνια. Αλλά παρέμεινε στον κόσμο των πνευμάτων.
«Λούσιεν», φώναξε η Άνια και η ανησυχία ξεχώριζε στη φωνή της. «Δεν είναι αστείο. Γύρισε στο
σώμα σου!»
«Δεν μπορώ».
Πέρασε μια στιγμή, πριν η Άνια αντιδράσει κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. Τα
χαρακτηριστικά της ήταν γεμάτα πανικό και δυσπιστία. «Μπορείς».
«Άνια...» Ήταν καλύτερα έτσι. Το είχε καταλάβει πριν από μέρες και τώρα το ήξερε με
βεβαιότητα. Το σώμα του θα πέθαινε κι ο Κρόνος δε θα μπορούσε να την απειλήσει ξανά. Η Άνια θα
ήταν ελεύθερη και το κλειδί θα παρέμενε δικό της και μόνο δικό της.
«Μην τα παρατάς», του είπε, κουνώντας και πάλι αρνητικά το κεφάλι της. Ένας λυγμός ανέβηκε
στο λαιμό της. «Συνέχισε να προσπαθείς».
«Άνια...»
«Δε θα πεθάνεις. Μ’ ακούς;» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα καθώς τον κοιτούσε. «Δε θα
πεθάνεις», μουρμούρισε με σπασμένη φωνή. «Δε θα σε αφήσω. Γουίλιαμ, βοήθησέ με!» φώναξε,
ξεχνώντας το θυμό της για τον πρώην φίλο της –αλλά ο πολεμιστής είχε χάσει τις αισθήσεις του. Η
Άνια άρχισε να χτυπά το στήθος του Λούσιεν, προσπαθώντας να αναγκάσει την καρδιά του να
χτυπήσει ξανά.
«Άνια, σε παρακαλώ». Δεν άντεχε να τη βλέπει έτσι. Πέταξε κοντά της και προσπάθησε να
βυθίσει τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, αλλά το μόνο πράγμα που ένιωσε ήταν η ζεστασιά του
αέρα. «Σ’ αγαπώ».
Καθώς μιλούσε, ο Θάνατος μούγκρισε με πολύ μεγαλύτερο θυμό και πόνο από την Ύδρα. Ο
Λούσιεν ένιωσε ξαφνικά να καίγεται, σαν να έπαιρναν φωτιά τα σωθικά του. Άρχισε κι εκείνος να
μουγκρίζει. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, σαν να κοβόταν στα δυο.
Θεοί! Συνειδητοποίησε ότι άντρας και δαίμονας χώριζαν. Γίνονταν δύο διαφορετικές οντότητες.
«Λούσιεν, τι συμβαίνει;» φώναξε η Άνια, σταματώντας να χαϊδεύει το ασάλευτο κορμί του. «Θα
γίνεις καλά. Θα δώσω στον Κρόνο το Κλειδί των Πάντων. Θα γίνεις καλά», επανέλαβε.
Ο Λούσιεν ήθελε να απαντήσει, ήθελε να της πει να μείνει μακριά από τον Κρόνο, αλλά το
κάψιμο έγινε πιο έντονο και τα λόγια έλιωσαν στο λαιμό του. Αν εκείνος κι ο Θάνατος χώριζαν
εντελώς, ο Λούσιεν θα πέθαινε πραγματικά, όπως ο Μπέιντεν. Έτσι δεν ήταν;
«Θα τα φροντίσω όλα». Η Άνια εξαφανίστηκε. Πριν πανικοβληθεί ο Λούσιεν, η Άνια γύρισε στο
ματωμένο κύκλο του γρασιδιού δίπλα στο σώμα του. Τα μάτια της ήταν σαν φωτεινές λιμνούλες.
«Πες μου τι σου συμβαίνει. Άφησέ με να βοηθήσω».
Καταπολεμώντας τον πόνο, προσπαθώντας να κρατήσει το Θάνατο, ο Λούσιεν άπλωσε ξανά το
χέρι. Για μια ακόμα φορά, τα δάχτυλά του πέρασαν από μέσα της σαν δάχτυλα φαντάσματος. Τώρα
τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της και το θέαμα τον τσάκισε. «Σ’ αγαπώ», κατάφερε τελικά να
πει.
«Κρόνε!» φώναξε η Άνια.
«Σταμάτα». Ο Λούσιεν διπλώθηκε στα δυο. Από στιγμή σε στιγμή, ο Θάνατος θα ελευθερωνόταν
εντελώς. Ήταν περίεργο· είχε περάσει τόσους αιώνες ελπίζοντας σε μια ζωή χωρίς το δαίμονα και
τώρα προσπαθούσαν κι οι δυο να κρατηθούν ο ένας από τον άλλο με τη λιγοστή δύναμη που τους
είχε απομείνει.
«Κρόνε!»
Ο Λούσιεν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει ξανά, αλλά κανένας ήχος δε βγήκε από τα χείλη
του. Ο τελευταίος κρίκος που τον έδενε με το Θάνατο έσπασε και όλα μαύρισαν.

Η Άνια έκανε εμετό τη στιγμή που εξαφανίστηκε το πνεύμα του Λούσιεν. Όταν άδειασε εντελώς το
στομάχι της, ούρλιαξε ξανά το όνομα του Κρόνου. «Είμαι έτοιμη να διαπραγματευτώ. Με ακούς;
Είμαι έτοιμη».
Όπως πάντα, ο Κρόνος εμφανίστηκε με μια εκτυφλωτική λάμψη. Η Άνια ανοιγόκλεισε τα μάτια
και σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν. Το πνεύμα του Λούσιεν παρέμενε άφαντο. Άφαντο! Ω θεοί.
Είχε δει τη σκελετώδη εικόνα του Θανάτου να αποσπάται από το πνεύμα του, ουρλιάζοντας –ω Άδη,
εκείνο το ουρλιαχτό– πριν εξαφανιστεί επίσης. Σε παρακαλώ, ας μην είναι πολύ αργά.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αναστρέψει το χρόνο, αλλά δεν τα κατάφερε. Το είχε κάνει
μια φορά στο παρελθόν, για τον Μάντοξ και την Άσλιν. Γιατί δεν μπορούσε να το κάνει τώρα; Γιατί;
«Ακούω», είπε ο Κρόνος και τον ένιωσε να κυλά προς το μέρος της, με την άσπρη τήβεννο να
χαϊδεύει το πυκνό γρασίδι.
Η Άνια τον κοίταξε και η όρασή της ήταν θολή από τα δάκρυα. «Το κλειδί είναι δικό σου. Σου το
δίνω πρόθυμα, αρκεί να ορκιστείς ότι θα φέρεις τον Λούσιεν πίσω στη ζωή και θα μας αφήσεις και
τους δυο ήσυχους».
«Θέλω και το κλουβί. Πού το κρύψατε;»
Καταπολεμώντας την ανυπομονησία της, την αίσθηση της απώλειας και του πανικού, η Άνια
κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μπορείς να το αποκτήσεις. Αυτό ανήκει στον Λούσιεν. Θα
πάρεις μόνο το κλειδί».
«Θέλεις να πεθάνει ο εραστής σου;»
«Αν πεθάνει, δε θα πάρεις ποτέ το κλειδί!» Με τα δάκρυα να κυλούν ελεύθερα, έφερε τα χέρια της
κάτω από το κεφάλι του Λούσιεν και το σήκωσε. Απόθεσε ένα απαλό φιλί στα χείλη του. Σ’ αγαπώ.
Θα τα διορθώσω όλα. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ας διορθωθούν όλα.
«Αν καθυστερήσεις κι άλλο, ούτε εγώ δε θα μπορέσω να τον φέρω πίσω», δήλωσε σκληρά ο
Κρόνος. «Έτσι αδύναμος που ήταν, χρειάστηκε να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να τον ενώσω
ξανά με το δαίμονα και διατηρήσω για λίγο ακόμα τον Λούσιεν στη ζωή. Χωρίς το κλειδί, θα τους
χωρίσω ξανά με μεγάλη μου ευχαρίστηση».
Μολονότι η Άνια γεύτηκε την ελπίδα ότι ο Λούσιεν μπορούσε πραγματικά να σωθεί, τα
μισόκλειστα μάτια της κοίταξαν το θεό. «Δε θα υποχωρήσω. Μπορείς να πάρεις το κλειδί, αλλά το
κλουβί ανήκει στον Λούσιεν. Κάποτε μου είπες να διαλέξω –τον Λούσιεν ή το κλειδί. Τώρα θα σου
προσφέρω την ίδια επιλογή. Είναι σωστό. Είναι δίκαιο. Και δεν πρόκειται να λυγίσω».
Ο Κρόνος την αντίκρισε μορφάζοντας. Η Άνια δεν ήξερε τι περνούσε από το μυαλό του, αλλά
τελικά τον είδε να νεύει καταφατικά, σαν να διαισθανόταν το ανυποχώρητο της αποφασιστικότητάς
της. Εκτός αν ήξερε από την αρχή πως έτσι θα ήταν τα πράγματα και απλά ήλπιζε για κάτι
περισσότερο. «Πολύ καλά».
«Συμφωνήσαμε, λοιπόν. Η ζωή του Λούσιεν για το κλειδί». Έπαιρνε ένα μεγάλο ρίσκο·
εμπιστευόταν ένα πλάσμα που μισούσε και που πιθανότατα τη μισούσε το ίδιο. «Αν μετά από αυτό
πάρεις το κλουβί από μας, οι αθάνατοι σε όλο τον κόσμο θα μάθουν την ατιμία σου. Οι Άρχοντες
του Κάτω Κόσμου θα στραφούν εναντίον σου και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ελευθερώσουν
τους Έλληνες θεούς. Θα ακολουθήσει πόλεμος σε μια περίοδο που το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι
η γαλήνη. Ξέρω πως θεωρείς τον εαυτό σου ανίκητο και δυνατότερο από τους απλούς αθάνατους
πολεμιστές, αλλά ξέρεις κάτι; Κάποτε νικήθηκες –και μπορείς να νικηθείς ξανά».
Ο Κρόνος απόμεινε σιωπηλός καθώς σήκωνε τα χέρια του ψηλά στον αέρα. Ένα δευτερόλεπτο
αργότερα, βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο του Λούσιεν στη Βουδαπέστη. Ο Λούσιεν ήταν
ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι η Άνια μπορούσε να διακρίνει το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. Ήταν
γυμνός κι οι πληγές του είχαν εξαφανιστεί. Το δέρμα του ήταν υγιές κι ηλιοκαμένο κι η Άνια
μπορούσε να διαισθανθεί το δαίμονα κουρνιασμένο μέσα του.
Ο Κρόνος στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι.
Χωρίς λέξη, η Άνια διακτινίστηκε στην κρυψώνα της μητέρας και του πατέρα της –σ’ ένα νησί
κοντά στο σπίτι της Άνια στη Χαβάη. Η Δυσνομία στεκόταν μπροστά στο κλουβί και το κοιτούσε
συνοφρυωμένη.
«Συγνώμη, μαμά, αλλά τελικά δε χρειάζεται να το προσέχεις για λογαριασμό μου».
Η όμορφη Δυσνομία άφησε ένα επιφώνημα με την ξαφνική φωνή και τα μαύρα μαλλιά της
κυμάτισαν στους ώμους της. Χαμογέλασε όταν συνειδητοποίησε πως η φωνή ανήκε στην Άνια.
«Γεια σου, αγάπη μου».
«Ξέρω τι σκέφτεσαι. Δυο επισκέψεις σε μια μέρα, αφού ορκίστηκα να μείνω μακριά σας για να μη
βρουν οι Τιτάνες τα ίχνη σας. Αλλά είστε ακόμα ασφαλείς –γι’ αυτό μην ανησυχείτε, εντάξει;» Η
Άνια φίλησε το απαλό μάγουλό της. «Πες στον μπαμπά χαιρετισμούς από μένα και θα σας
επισκεφθώ ξανά σύντομα. Το υπόσχομαι», είπε και, πιάνοντας το τεχνούργημα, διακτινίστηκε πίσω
στον Λούσιεν.
Ο Κρόνος στεκόταν στο σημείο ακριβώς όπου τον είχε αφήσει.
Η Άνια τοποθέτησε το Κλουβί του Καταναγκασμού στον απέναντι τοίχο. Έπρεπε να παραδεχτεί
ότι ξαφνιάστηκε όταν ο Κρόνος απλά ανασήκωσε τα φρύδια κοιτάζοντάς το, αντί να προσπαθήσει
να το αρπάξει.
«Κράτησα το λόγο που σου έδωσα», της είπε.
Τώρα θα κρατούσε κι εκείνη τον δικό της. Ξαφνικά νευρική, η Άνια φίλησε τον κοιμισμένο
Λούσιεν και διακτινίστηκε στο εσωτερικό του κλουβιού. «Είμαι έτοιμη», είπε, πιάνοντας τα
κάγκελα.
Ο θεός ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος και σαστισμένος τα μάτια. «Θέλεις να κλειδωθείς εκεί μέσα;
Χωρίς το Κλειδί των Πάντων, δε θα μπορείς να δραπετεύσεις και όποιος μπει σε τούτο το δωμάτιο
θα μπορεί να σε προστάζει χωρίς να είσαι σε θέση να αρνηθείς».
«Το ξέρω». Αλλά έτσι, αν ξεχνούσε τον Λούσιεν μόλις το κλειδί εγκατέλειπε το σώμα της, δε θα
μπορούσε να φύγει μακριά του και να του κάνει κακό λόγω του δεσίματος που υπήρχε ανάμεσά
τους. Ο Λούσιεν θα είχε το χρόνο να κερδίσει ξανά την καρδιά της. «Τον αγαπώ».
Ο Κρόνος χάιδεψε απορημένος τη γενειάδα του. «Καταπληκτικό. Και απρόσμενο από μια γυναίκα
όπως εσύ».
Η Άνια άφησε το «μια γυναίκα όπως εσύ» ασχολίαστο. Η αγάπη της για τον Λούσιεν ήταν το
καλύτερο πράγμα που της είχε συμβεί και θα έκανε τα πάντα για κείνον. «Ας ξεμπερδεύουμε».
Ξεροκατάπιε, ξεφύσησε και μετά πρόφερε τα απαραίτητα λόγια: «Εγώ, η Άνια, γνωστή στους αιώνες
ως Αναρχία, προσφέρω εθελοντικά στον Κρόνο, βασιλιά των θεών, το Κλειδί των Πάντων. Το κάνω
πρόθυμα και χωρίς επιφυλάξεις».
Γεμάτος προσμονή, ο Κρόνος άπλωσε ένα άυλο χέρι μέσα της, όπως είχε δει η Άνια τον Λούσιεν
να κάνει με νεκρούς τόσες φορές. Το στήθος της έκαιγε... έκαιγε... Ένας διαπεραστικός πόνος την
πλημμύρισε καθώς τραβούσε πίσω το χέρι του και μετά, ένα έντονο πορτοκαλί φως λαμπύρισε στην
παλάμη του. Τα γόνατα της Άνια λύγισαν και έπεσε στο δάπεδο του κλουβιού. Κλείνοντας τα μάτια,
ο Κρόνος έφερε το φως πάνω από την καρδιά του.
Το χαμόγελο ικανοποίησης που χαράχτηκε στο πρόσωπό του ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε
η Άνια πριν μαυρίσει ολόκληρος ο κόσμος της.

«Άφησέ με να βγω!»
Ο Λούσιεν δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του τόσο ανήμπορος. Απλά, δεν ήξερε τι να κάνει. Η
Άνια ήταν κλειδωμένη στο Κλουβί του Καταναγκασμού εδώ και τέσσερις μέρες. Παρά το δέσιμό
τους, δεν είχε ιδέα ποιος ήταν. Διέθετε μόνο τις αναμνήσεις της περιόδου πριν από την αποδοχή του
κλειδιού στο σώμα της. Του ζητούσε διαρκώς να την ελευθερώσει, αλλά εκείνος δεν το έκανε. Δεν
μπορούσε. Η Άνια θα έφευγε –ίσως ακόμα και να προσπαθούσε να τον σκοτώσει.
Τον είχε απειλήσει αρκετές φορές και μπορούσε να διαισθανθεί τα συναισθήματά της –ήξερε,
λοιπόν, ότι το εννοούσε. Κι εκείνη μπορούσε να διαισθανθεί τα συναισθήματά του και τον ρωτούσε
καθημερινά γιατί την αγαπούσε. Τον ρωτούσε πάντα σαστισμένη, σαν να ήταν άγνωστοι και να
έπρεπε να την αντιμετωπίζει με αποστροφή. Σίγουρα φαινόταν να αντιμετωπίζει εκείνον με
αποστροφή.
Σαν αλυσοδεμένο, πεινασμένο ζώο, ο Λούσιεν έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην κρεβατοκάμαρα. Η
Άνια είχε παραδώσει το Κλειδί των Πάντων για κείνον. Δεν του άρεσε καθόλου που το είχε κάνει και
ήθελε να τη δείρει και να την αγκαλιάσει ταυτόχρονα. Είχε χάσει τις αναμνήσεις της, αλλά
τουλάχιστον δεν είχε χάσει τη δύναμή της. Ήθελε να πιστεύει πως αυτό οφειλόταν στο δέσιμό τους.
Κάποτε του είχε προσφέρει δύναμη και τώρα ο Λούσιεν της το ανταπέδιδε.
Μακάρι να μπορούσε να την κάνει να τον θυμηθεί.
«Άφησέ με να βγω!» του φώναξε. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με κρατάς εδώ. Πώς με
μετακίνησες από τα Τάρταρα χωρίς να το καταλάβω;»
Ο Λούσιεν σταμάτησε και την κοίταξε, νιώθοντας το στήθος του να σφίγγεται. Ναι, δεν του άρεσε
που είχε παραδώσει το κλειδί για κείνον, αλλά δεν του άρεσε ακόμα περισσότερο να τη βλέπει να
υποφέρει. «Άνια, είμαστε δεμένοι. Γιατί δε με θυμάσαι;»
«Μπάσταρδε». Η Άνια άπλωσε το χέρι ανάμεσα από τα κάγκελα και γρατζούνισε το στήθος του,
βγάζοντας αίμα. «Έλα κοντά μου για να μάθεις τι σημαίνει πόνος. Κατάλαβες; Ο διοικητής της
φρουράς ήταν πιο μεγαλόσωμος από σένα και τον σκότωσα χωρίς δισταγμό».
Ο Λούσιεν κάθισε στο δάπεδο μπροστά από τα κάγκελα, καθώς θυμόταν τα γεγονότα των
τελευταίων ημερών. Όταν είχε ξυπνήσει στην κρεβατοκάμαρά του ζωντανός, για μια ακόμα φορά
ενωμένος με το Θάνατο, είχε νιώσει απερίγραπτη χαρά. Μετά, είχε δει την Άνια να κοιμάται στο
κλουβί. Όταν είχε ξυπνήσει, τον είχε κοιτάξει σαν να ήταν ξένος. Τον είχε βρίσει. Τον είχε μισήσει.
Τίποτα δε θα πήγαινε σωστά;
Ήταν σαν να είχε πέσει κατάρα σε όλους τους πολεμιστές. Είχε μάθει πως ο Πάρις είχε γυρίσει
από την Ελλάδα σαν σκιά του παλιού εαυτού του, αλλά επειδή αρνιόταν να μιλήσει κανένας δεν
ήξερε τι είχε συμβεί. Ο πολεμιστής θα έφευγε σύντομα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να
συνεργαστεί με τον Γκίντεον όπως είχαν σχεδιάσει, αλλά ο Λούσιεν δεν μπορούσε να μη νιώθει
τύψεις επειδή εκείνος είχε πει στους άλλους να μην ανησυχούν για τον Πάρη. Με την καθυστέρηση
και εκείνο το κυνηγημένο βλέμμα, ήταν φανερό πως κάτι είχε πάει στραβά.
Ο Έρον κι ο Ρέγιες βρίσκονταν κι εκείνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι κανένας δεν είχε
μιλήσει μαζί τους και δεν ήξερε τι συνέβαινε. Κάτι που σήμαινε ότι κανένας δεν ήξερε τι είχε συμβεί
στην Ντανίκα και την οικογένειά της. Ο Λούσιεν αναστέναξε. Οι άλλοι πολεμιστές αναζητούσαν
ακόμα ενδείξεις των άλλων Λερναίων Υδρών. Μέχρι τώρα, δεν είχαν σταθεί τυχεροί.
Ο Λούσιεν έπρεπε να ήταν έξω και να ψάχνει μαζί τους. Ή τουλάχιστον έπρεπε να βοηθά τον
Πάρη για να συνέλθει από ό,τι του είχε συμβεί. Έτσι γινόταν πάντα· συνέβαινε κάτι κι ο Λούσιεν το
έφτιαχνε όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει την Άνια. Δεν ήθελε να την
αφήσει· ήταν η ζωή του.
Δυστυχώς, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούτε εκείνη μπορούσε να φτιάξει.
Η Άνια δε θυμόταν ούτε τον Μάντοξ ούτε την Άσλιν, μολονότι οι δυο τους την επισκέπτονταν
κάθε μέρα για να την ευχαριστήσουν για όσα είχε κάνει γι’ αυτούς. Η Άνια τους άκουγε, φαινόταν
να μαλακώνει για μερικά δευτερόλεπτα –αλλά οι αναμνήσεις δεν έλεγαν να επιστρέψουν. Της είχε
δώσει ακόμα και τα γλειφιτζούρια που αγαπούσε τόσο πολύ, χωρίς αποτέλεσμα. Τι άλλο μπορούσε
να κάνει;
«Σ’ αγαπώ», της είπε.
«Λοιπόν, εγώ σε μισώ. Άφησέ με να φύγω!» Τα κάγκελα τραντάχτηκαν καθώς τα ταρακουνούσε.
Ο Λούσιεν έχωσε το πρόσωπο στα χέρια του. «Δε θα με θυμηθείς, ό,τι κι αν κάνω. Έτσι δεν
είναι;»
«Να πας να πηδηχτείς». Η Άνια τίναξε τη γροθιά της ανάμεσα από τα κάγκελα και τον πέτυχε στο
πίσω μέρος του κρανίου του. «Δεν πρόκειται να γίνω σκλάβα σου. Μ’ ακούς; Δεν είμαι σκλάβα
κανενός».
Με βαριά καρδιά –και θέλοντας να πεθάνει ξανά– ο Λούσιεν σηκώθηκε και ξεκλείδωσε την πόρτα
του κλουβιού.
Στην αρχή, η Άνια απλά στάθηκε και τον κοίταξε. «Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος; Γιατί με
ελευθερώνεις;»
«Δεν αντέχω να σε βλέπω φυλακισμένη».
«Γιατί;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, κουνώντας με απορία το κεφάλι της και διατηρώντας μια
όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση από εκείνον, η Άνια βγήκε από το κλουβί και τον κοίταξε με
μάτια μισόκλειστα. «Τι μου συμβαίνει; Γιατί πονώ με τη σκέψη ότι θα φύγω;»
Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του και τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του. Δεν
ήλπιζε. Όχι ακόμα. «Είμαι ο σύντροφός σου, η αδερφή-ψυχή σου».
«Δεν έχω σύντροφο». Η Άνια κίνησε προς το μέρος του με την οργή να ξεχωρίζει στα διάφανα
μάτια της. Στο δρόμο, άρπαξε ένα από τα στιλέτα που ο Λούσιεν είχε αφήσει στο κομοδίνο. «Θα το
πληρώσεις που με κλείδωσες».
Βλέποντάς την έτσι, μια ανάμνηση σχηματίστηκε στο μυαλό του. Κάποτε είχε σταθεί μπροστά
του ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και του είχε μιλήσει για το κλουβί. Όποιος ήταν μέσα έπρεπε να κάνει
ό,τι του έλεγε ο ιδιοκτήτης του κλουβιού.
Ακόμα και να αυτοκτονήσει; την είχε ρωτήσει.
Ναι, είχε απαντήσει εκείνη.
Ουσιαστικά, ήταν πολύ απλό. Μορφάζοντας, η Άνια του χίμηξε. Φροντίζοντας να μην της κάνει
κακό και ελπίζοντας για πρώτη φορά μετά από μέρες, ο Λούσιεν τίναξε τη λεπίδα από το χέρι της
και την άρπαξε. Διακτινίστηκε μαζί της στο κλουβί και μετά διακτινίστηκε έξω μόνος του, πριν
καταλάβει η Άνια τι συνέβαινε.
Η Άνια ούρλιαξε καθώς ο Λούσιεν κλείδωνε την πόρτα. «Θα σε σκοτώσω γι’ αυτό που έκανες! Τι
λογής σαδιστικά παιχνίδια παίζεις;» Η ματιά της καρφώθηκε στο τατουάζ του που παλλόταν με
εναλλασσόμενο κόκκινο και μαύρο χρώμα. Η Άνια ανοιγόκλεισε τα μάτια σαν υπνωτισμένη κι
έχασε ένα μέρος της οργής της. «Όμορφη».
Ίσως θυμόταν. Με την ελπίδα να πολλαπλασιάζεται, ο Λούσιεν άρπαξε τα κάγκελα και την
κοίταξε. «Κάθισε, Άνια».
Εκείνη κάθισε βαριά και τον κοίταξε βλοσυρά, με τη δυσφορία να επιστρέφει στα μάτια της. Ήταν
αποτελεσματικό. Άνοιξε το στόμα της για να του φωνάξει, αλλά της είπε: «Μη μιλάς, Άνια».
Τα χείλη της ενώθηκαν. Η δυσφορία έγινε απόλυτη οργή.
Αν αποτύγχανε κι αυτό...
«Θυμήσου με, Άνια. Θυμήσου τις μέρες που περάσαμε μαζί. Σε προστάζω να θυμηθείς».
Τα βλέφαρά της έκλεισαν σφιχτά κι ένα επιφώνημα ξέφυγε από τα χείλη της. Τα χαρακτηριστικά
της συσπάστηκαν, σαν να πονούσε. Έπεσε ανάσκελα και κουλουριάστηκε σε μια μπάλα, κρατώντας
τους κροτάφους της.
«Άνια!» φώναξε ο Λούσιεν, ανήσυχος, και ανοίγοντας την πόρτα έσκυψε δίπλα της.
Πέρασε κάμποση ώρα καθώς εκείνη σφάδαζε, βογκούσε και έβριζε, πιάνοντας το κεφάλι της. Τι
της έκανα; Αυτή η γυναίκα είχε εγκαταλείψει τα πάντα για κείνον.
Ωστόσο, τελικά, η Άνια έμεινε ακίνητη. Ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα κάλυπτε το δέρμα της. Οι
σκιές σχημάτιζαν μισοφέγγαρα κάτω από τα μάτια της.
«Λυπάμαι πολύ, γλυκιά μου. Θα σε αφήσω να φύγεις, αλλά μην περιμένεις πως θα σε ξεχάσω.
Είμαστε δεμένοι για πάντα. Θα σε ακολουθώ και θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε κερδίσω. Να ξέρεις,
λοιπόν, ότι θα με βλέπεις συχνά. Σε αγαπώ πάρα πολύ για να σ’ αφήσω να φύγεις».
«Μήπως νομίζεις ότι θα σε αφήσω εγώ να φύγεις; Είσαι δικός μου. Κι εγώ σ’ αγαπώ,
Ευωδιαστέ». Τα βλέφαρά της άνοιξαν και τα μάτια της έλαμπαν ξαφνικά από αγάπη. «Θεοί, πόσο
χαίρομαι που ζεις!»
Η ευτυχία που τον πλημμύρισε ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Λούσιεν έτρεμε καθώς την έσφιγγε στο
στήθος του. «Άνια, γλυκιά μου Άνια».
«Σ’ αγαπώ πάρα πολύ», του είπε.
Ο Λούσιεν ακούμπησε το πρόσωπό του στο λαιμό της, ρουφώντας τη μυρωδιά της φράουλας.
«Ευχαριστώ τους θεούς, Άνια. Πέθαινα μέσα μου κάθε φορά που με κοιτούσες σαν να ήμουν
άγνωστος».
Η Άνια τον φίλησε και τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του. «Νόμιζα πως σε είχα χάσει».
«Εγκατέλειψες τα πάντα για μένα».
«Επειδή είσαι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου».
Ο Λούσιεν την έσφιξε δυνατά και διακτινίστηκε στο κρεβάτι, κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά
του. Με κάποιο μέσο, με κάποια μέθοδο, θα έβρισκε τον τρόπο για να αποκαταστήσει τις δυνάμεις
της. Ίσως αν την έβαζε ξανά στο κλουβί και την πρόσταζε να ανακτήσει τις δυνάμεις της... Αν όχι...
«Θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου για να σε ξεπληρώσω».
Χαμογελώντας, η Άνια τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. «Αυτό σχεδίαζα κι εγώ. Και
τώρα ενημέρωσέ με για όσα έχουν συμβεί στο μεταξύ».
Ο Λούσιεν χαμογέλασε κι εκείνος. Ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη ζωή του.
Της είπε όσα ήξερε για τους φίλους του. «Ο Γουίλιαμ κατάφερε να φύγει από το βουνό και
θεραπεύτηκε. Μας ακολούθησε εδώ και θέλει το βιβλίο του. Δεν του επέτρεψα να μπει στο κάστρο,
αλλά μου τηλεφωνεί κάθε μέρα».
Τα μάτια της μισόκλεισαν. «Θα του δώσω το βιβλίο, όπως του υποσχέθηκα. Αργότερα. Ίσως
σκίσω πρώτα μερικές σελίδες, αλλά ατυχήματα συμβαίνουν καθημερινά».
«Ζήτησε συγνώμη αμέτρητες φορές και η μεταμέλειά του φαίνεται ειλικρινής. Βασικά, θέλω να
φύγει και δεν πρόκειται να φύγει αν δε μιλήσει μαζί σου».
«Αργότερα. Τούτη τη στιγμή θα μου κάνεις έρωτα».
Το χαμόγελο του Λούσιεν έγινε πιο πλατύ καθώς την έγδυνε αργά, απολαμβάνοντας το θέαμα
που πρόσφεραν στα μάτια του οι λαχταριστές καμπύλες και το κρεμώδες δέρμα της. «Θα με
παντρευτείς, έτσι δεν είναι;»
«Σίγουρα».
«Ωραία. Ξέρω ένα τέλειο μέρος για το μήνα του μέλιτός μας».
«Τον παράδεισο όπου παραλίγο να πεθάνεις;» Τα δάχτυλά της αφαιρούσαν ανυπόμονα τα ρούχα
του.
«Όχι, ο παράδεισος βρίσκεται εδώ». Γλίστρησε δυο δάχτυλα βαθιά μέσα της.
Βογκώντας, η Άνια τον διευκόλυνε υψώνοντας τη λεκάνη της. «Τότε πού;»
«Υπάρχουν τρία ακόμα τεχνουργήματα που πρέπει να βρούμε. Οι περισσότεροι πολεμιστές τα
αναζητούν ήδη –εκτός από τον Ρέγιες, που αναζητεί τον Έρον και την Ντανίκα». Τα δάχτυλά του
ξεκίνησαν μια παλινδρομική κίνηση. «Είσαι έτοιμη για ένα ακόμα κυνήγι θησαυρού;»
«Πάντα». Η Άνια τον γύρισε ανάσκελα και κάθισε πάνω στον ανδρισμό του. Βόγκηξαν μαζί με τη
μεθυστική ηδονή που τους πλημμύριζε. «Αλλά έχω ήδη βρει το μοναδικό θησαυρό που χρειάζομαι
πραγματικά. Και μια που μιλήσαμε για θησαυρούς, τι θα κάνουμε το κλουβί;»
«Κράτησέ το. Τώρα που με θυμήθηκες, θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω για να σου κάνω
ορισμένα πράγματα μέσα του».
«Μμμμ, μου αρέσει πολύ. Κι ίσως αργότερα προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τον πατέρα μου να
ανακτήσει τη δική του μνήμη. Αξίζει λίγη ευτυχία σ’ εκείνον και στη μητέρα μου μετά απ’ όσα
έχουν υποστεί».
«Ευγενική ιδέα».
«Τέρμα οι κουβέντες. Νομίζω πως είχες κάποια σχέδια για μένα...»
Ο Λούσιεν χαμογελούσε ευτυχισμένος καθώς άρχισε να οδηγεί και τους δυο σε έναν από τους πιο
απολαυστικούς οργασμούς που είχαν γνωρίσει μαζί μέχρι τότε.

Άρχοντες του Κάτω Κόσμου

Κατάλογος Χαρακτήρων και Όρων


Αμούν – ξενιστής του δαίμονα των Μυστικών
Άνια – (κατώτερη) θεά της Αναρχίας
Άρχοντες του Κάτω Κόσμου – πολεμιστές εξόριστοι από τους Έλληνες θεούς. Τώρα είναι ξενιστές
δαιμόνων
Άσλιν Ντάροου – θνητή με υπερφυσικές ικανότητες
Γκίντεον – ξενιστής του Ψεύδους
Γουίλιαμ – αθάνατος, φίλος της Άνια
Δαιμονικό – το Κουτί της Πανδώρας
Δίας – βασιλιάς των Ελλήνων θεών
Δυσνομία – Ελληνίδα, θεά της Ανομίας
Έλληνες – πρώην παντοδύναμοι θεοί του Ολύμπου και τώρα έγκλειστοι, φυλακισμένοι στα
Τάρταρα
Έρον – ξενιστής της Οργής
Ήρα – βασίλισσα των Ελλήνων θεών
Θέμις – Τιτάν, θεά της Δικαιοσύνης
Καμέο – ξενιστής της Δυστυχίας. Η μόνη γυναίκα πολεμιστής
Κέιν – ξενιστής του Ολέθρου
Κλουβί του Καταναγκασμού – θεϊκό δημιούργημα, με τη δύναμη να κρατάει αιχμάλωτο
οποιονδήποτε παγιδευτεί στο εσωτερικό του
Κρόνος – βασιλιάς των Τιτάνων
Κυνηγοί – θανάσιμοι εχθροί των Αρχόντων του Κάτω Κόσμου
Λούσιεν – ξενιστής του Θανάτου. Αρχηγός των πολεμιστών της Βουδαπέστης
Μάλορι Φορντ – γιαγιά της Ντανίκα
Μανδύας της Αφάνειας – θεϊκό δημιούργημα, με τη δύναμη να προστατεύει όποιον ενδύεται με
αυτόν από τα αδιάκριτα μάτια
Μάντοξ – ξενιστής της Βίας
Μπέιντεν – ξενιστής της Δυσπιστίας (δε ζει πια)
Ντανίκα Φορντ – θνητή, στόχος των Τιτάνων
Παντεπόπτης Οφθαλμός – θεϊκό δημιούργημα, με τη δύναμη να βλέπει τι συμβαίνει στα Ουράνια
και στον Άδη
Πανδώρα – πολεμίστρια, άλλοτε φύλακας του Δαιμονικού (δε ζει πια)
Πάρις – ξενιστής της Ακολασίας
Ράβδος του Διαχωρισμού – θεϊκό δημιούργημα, με άγνωστη δύναμη
Ρέγιες – ξενιστής του Πόνου
Σαβίν – ξενιστής της Αμφιβολίας. Αρχηγός των Ελλήνων πολεμιστών
Σιένα Μπλάκστοουν – κυνηγός
Στράιντερ – ξενιστής της Ήττας
Τάρταρα – η φυλακή των αθανάτων στον Όλυμπο
Τάρταρος – Έλληνας θεός του Εγκλεισμού
Τζίντζερ Φορντ – αδερφή της Ντανίκα
Τιτάνες – οι σημερινοί άρχοντες του Ολύμπου
Τόριν – ξενιστής της Αρρώστιας
Ύδρα – φίδι με πολλά κεφάλια και δηλητηριώδη δόντια
Φρέντερικ Μάκιντος, δόκτωρ – αντιπρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Παραψυχολογίας

You might also like