Professional Documents
Culture Documents
νύχτα καρναβαλιού
Θα μπορούσε να μείνει έτσι να τη φιλάει μέρες ολόκληρες. Τα
χείλια της μύριζαν άνοιξη, το σώμα της αναριγούσε στα μπράτσα
του. η καυτή της ανάσα περνούσε απ' το στόμα της στο στόμα του.
κι ήταν τέτοια η ανταπόκρισή της στο φιλί του. που για λίγα λεπτά
ξέχασε τα πάντα, απολύτως τα πάντα, πέρα απ' το κορίτσι που
έτρεμε στην αγκαλιά του, και το τι του έκανε με το σώμα της.
νύχτα καρναβαλιού
στεφάνι γουέμπ
Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΒΕΛΙΝ ΓΕΡΑΡΔΟΥ
COSM OBOOKS
ΑΘΗΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ακόμα και μακριά απ’ τις λεωφόρους όπου ξετυλίγονταν οι
μεγαλόπρεπες, εντυπωσιακές “ντεσφίλες”, ακόμα και στις κορυφές
των λόφων που πλαισίωναν την πόλη, στα πιο απομονωμένα της
σημεία, στα κλειστά σαλόνια των επαύλεων και στην καρδιά των
ιδιωτικών πάρκων, ήταν αδύνατο να το αποφύγεις: ο βαθύς,
υπνωτιστικός ήχος των τυμπάνων, διείσδυε παντού αλύπητα,
κουβαλώντας μαζί του το ρυθμό της σάμπας, το χτύπο της καρδιάς
μιας ολόκληρης πόλης, που παραδινόταν χωρίς αντίσταση στο
ξεφάντωμα.
Για τον Τζεντ Σέιμουρ δεν ήταν καν η πρώτη φορά. Του είχε τύχει
και στο παρελθόν, να περάσει το καρναβάλι στη βραζιλιάνικη
πρωτεύουσα. Είχε ξανακούσει τα “σούρντος” να χτυπούν
μέρανύχτα ακατάπαυστα, ξεσηκώνοντας την πόλη.
Είχε ανακατευτεί κι άλλες φορές με το πολύβουο, μασκαρεμένο,
ασυγκράτητο πλήθος που ξεχυνόταν στους δρόμους από
κάθε κατεύθυνση, απ’τις πλούσιες συνοικίες και τις φαβέλες
στους λόφους, απ’ τις μεσοαστικές συνοικίες και τα πανάκριβα
ξενοδοχεία στην Κοπακαμπάνα. Είχε παρακολουθήσει τις
μεγάλες και τις μικρές "ντεσφίλες”, τις παρελάσεις στις αβενίντας.
Και κάθε φορά, είχε αφεθεί να γευτεί ως το τέλος την τρέλα, την
υστερία και το παραλήρημα ενός καρναβαλιού, που ήταν
χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη στιγμή στη ζωή αυτής της
μοναδικής πόλης.
Σ' αυτό ίσως έφταιγε η κοινωνική ζωή στο Ρίο. Ποτέ δεν
μπορούσες να ησυχάσεις σ’ αυτή την πόλη. Ακόμα και μόνος του,
όπως ήταν κι αυτή τη φορά, δεν είχε καταφέρει ν' αποφύγει
τις ατέλειωτες κοσμικές εκδηλώσεις, τα γεύματα, τις δεξιώσεις,
τα πάρτι, τα μπαλ μασκέ που δίνονταν συνέχεια αυτές τις
μέρες, και όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που είχαν φορτωθεί
στο πρόγραμμά του.
Κι ο αχός της πόλης έφτανε τώρα πιο καθαρά στ’ αυτιά του,
μπλεγμένος αξεχώριστα με τον ήχο των “σούρντος”. Αυτή
δεν είναι καν διονυσιακή γιορτή, σκέφτηκε σχεδόν αφηρημένα.
Είναι μαύρη μαγεία, Καντονμπλέ, Ουμπάντα... Όπως όλα άλλωστε
στη Βραζιλία. Καμιά σχέση με τα ευρωπαϊκά καρναβάλια. Εδώ
πρόκειται για μια ατέλειωτη τελετουργία που αποβλέπει μόνο σ’
ένα τελικό μυστηριακό παραλήρημα. Σαν τις τελετές του Βουντού.
«Πονάς;»
«Εντάξει λοιπόν, όχι στο νοσοκομείο. Στο γιατρό σου τότε δεν
έχεις κάποιο γιατρό δικό σου, που να τον εμπιστεύεσαι;» Της
μιλούσε μαλακά, πειστικά, όπως θα μιλούσε σ’ ένα μωρό, σκέφτηκε
διασκεδάζοντας λίγο. Ένα μωρό που, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει,
είχε ύψος τουλάχιστον ένα κι εβδομηνταπέντε, και σώμα θεάς.
Έβαλε μπροστά, βγήκε απ’ το γκαράζ, και πήρε μηχανικά την
κατεύθυνση προς τη Σάντα Τερέζα, μέσα απ’ τα απόμερα δρομάκια
που δεν ήταν κλειστά στην κυκλοφορία. «Θα πρέπει όμως να με
καθοδηγήσεις», πρόσθεσε σε λίγο. «Προτιμάς να σε πάω σπίτι
πρώτα;»
«Γιατί όχι;»
Ο Τζεντ δε μίλησε για λίγο. Δεν ήξερε πού και με ποιους έμενε η
κοπέλα, αλλά οπωσδήποτε θα υπήρχε σε κάθε περίπτωση
πρόβλημα. Δεν είχε μείνει κυριολεκτικά τίποτε πάνω της,
εκτός από ένα κουρελιασμένο σλιπάκι που μόλις κάλυπτε τα
απολύτως αναγκαία. Θα μπορούσαν ίσως να δοθούν εξηγήσεις,
αλλά αυτές πιθανόν να χειροτέρευαν τα πράγματα. Σε καμιά
γυναίκα δεν είναι εύκολο να δηλώσει απόπειρα βιασμού. Αν πάλι
έμενε απλά σε κάποιο ξενοδοχείο, μπορούσε να καταλάβει
απόλυτα τους ενδοιασμούς της. Ακόμα και μια βραδιά
καρναβαλιού, το να επιστρέψεις με αδαμιαία περιβολή σ’ ένα
ξενοδοχείο γεμάτο κόσμο, ήταν κάτι που μάλλον ξέφευγε απ’ τα
όρια. Κι εδώ δεν επρόκειτο για κάποια Βραζιλιάνα τροτέζα, αλλά
για μια σχετικά πουριτανή Αγγλιδούλα, ξένη στη χώρα, ίσωςίσως
και φιλοξενούμενη.
Η μόνη της αντίδραση στα λόγια του, άλλωστε, ήταν ένα φρέσκο
κύμα λυγμών.
Και καθώς την ανέβαζε απ’ την εσωτερική σκάλα στο σπίτι, και το
κεφάλι της έγερνε μ’ εγκατάλειψη στο στέρνο του,
συνειδητοποίησε πως η έξαψη που είχε νιώσει στις πολύβουες
αβενίντας δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς μέσα του. Το σώμα του
ήταν ακόμα οδυνηρά ζωντανεμένο, απαιτητικό, ξαναμμένο,
ερεθισμένο, όχι μόνο μ' όλες τις θύμησες των γυμνών κορμιών
που λυγιόντουσαν στους ρυθμούς της σάμπας, αλλά προπαντός με
το απαλό, θηλυκό σώμα που κουβαλούσε τώρα στα μπράτσα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μ ετά από καμιά ώρα, η Ραβέλ είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως.
Το μυαλό της καθάριζε, όσο υποχωρούσε η θύμηση εκείνης της
φριχτής εμπειρίας, και μαζί ο αλόγιστος τρόμος της πως θα
μπορούσε να επαναληφθεί, με πρωταγωνιστή τον άντρα που την
είχε φέρει ως εδώ. Είχαν συμβεί τόσα εκείνη την ημέρα, το μυαλό
της ήταν μουδιασμένο ακόμα, η καρδιά της βαριά από την αγωνία,
το σώμα της πονούσε παντού - δεν υπήρχε σημείο που να μην έχει
μελανιές. Αλλά όσο ο τρόμος υποχωρούσε τόσο φούντωνε η οργή
της γι’ αυτό που είχε γίνει, κι η ευγνωμοσύνη της για τον άγνωστο
που την είχε γλιτώσει απ’ τα χέρια του Κάρλος, κι απ' την τρέλα
αυτού του καρναβαλιού, που τώρα ένιωθε να το μισεί όσο τίποτα
στον κόσμο.
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο σωτήρας της, κι ούτε και την ένοιαζε.
Μ έσα σ' αυτές τις δυο ώρες που την είχε μαζί του, είχε καταφέρει
να της εμπνεύσει μια εμπιστοσύνη που ήταν
ίσως κακοτοποθετημένη (κανένας άντρας τελικά δεν άξιζε την
αμέριστη εμπιστοσύνη καμιάς γυναίκας), αλλά που, για την ώρα,
η ίδια την είχε απόλυτα ανάγκη.
Έλπιζε μόνο να μην την περίμενε πίσω στο ξενοδοχείο της. Αν τον
ξανάβλεπε μπροστά της, θα πέθαινε σίγουρα απ’ το φόβο της, πριν
καν προλάβει να βάλει τις φωνές.
Παρολίγο θα είχε πεθάνει απ’ το φόβο της απόψε, όχι τόσο πριν,
όσο μετά, όταν είχε συνέλθει απ’ τη λιποθυμία της, κι είχε δει
εκείνο το άγνωστο αντρικό πρόσωπο να σκύβει από πάνω
της. Κατά κάποιο τρόπο, το γεγονός ότι της είχε μιλήσει στ’
αγγλικά, την είχε συγκρατήσει. Το πιο φριχτό απ’ όλα, ήταν να σου
συμβαίνουν αυτά σε μια ξένη χώρα, ανάμεσα σε άγνωστους κι
αδιάφορους ανθρώπους, σε μια νύχτα κυριολεκτικής
παραφροσύνης, όπου κανείς δεν έδειχνε να νοιάζεται για τίποτα.
Κι αυτή να μην μπορεί καν να συνεννοηθεί στοιχειωδώς στα
πορτογαλικά.
Αλλά ο άγνωστος της είχε μιλήσει στ’ αγγλικά, απαλά και ήρεμα, κι
ο τρόμος της είχε υποχωρήσει. Μ ’ ένα ρίγος αναρωτήθηκε τι θα
είχε απογίνει, αν αυτός δεν είχε πέσει πάνω τους, κι αν δεν είχε
ενδιαφερθεί αρκετά για να τη βοηθήσει. Σίγουρα θα ήταν ακόμα
εκεί κάτω, σ’ ένα πεζοδρόμιο, μισοπεθαμένη ή κι ολότελα
πεθαμένη, κτηνώδικα βιασμένη σε κάθε περίπτωση, κι αφημένη
στο έλεος του κάθε αλήτη που θα περνούσε.
Αντί γι’ αυτό, κάποιος την είχε φέρει σε τούτο το εκπληκτικό σπίτι,
σ’ ένα τεράστιο, ονειρικό υπνοδωμάτιο, μ’ ένα εξίσου ονειρικό
συνεχόμενο μπάνιο, και την είχε βοηθήσει όσο γινόταν.
Την είχε τυλίξει σ’ ένα μπουρνούζι, πολύ μεγάλο ακόμα και για
κείνη, με το ατέλειωτο ύψος της. Της είχε ετοιμάσει το μπάνιο, και
την είχε βοηθήσει να μπει στην μπανιέρα. Της είχε φέρει μετά και
ρούχα να φορέσει - μια μπλούζα και μια φούστα, απλά, αλλά
εμφανώς σινιέ και πανάκριβα. Δεν τον είχε ρωτήσει σε ποιαν
ανήκαν - δεν ήταν άλλωστε ακόμα σε κατάσταση ν’ ανοίξει
κουβέντα. Στη συνέχεια, της είχε φτιάξει καφέ, και της τον είχε
φέρει στο υπνοδωμάτιο, μαζί με δυο σάντουιτς που ακόμα δεν τα
είχε φάει. Μ έσα στη ζαλάδα της είχε συνειδητοποιήσει πως, συν
τοις άλλοις, ο άντρας της είχε παραχωρήσει και το υπνοδωμάτιό
του.
Ήταν ένας Άγγλος που βρισκόταν στο Ρίο για δουλειές, της είχε
πει. Δεν ήξερε απολύτως τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν, ούτε καν το όνομά
του. Αλλά αυτό που ήξερε στα σίγουρα, ήταν πως επρόκειτο για
τον πιο εντυπωσιακό άντρα που είχε συναντήσει σ’ όλα τα
εικοσιπέντε χρόνια της ζωής της. Κι αυτή ήταν μια εντελώς
αντικειμενική εκτίμηση, που δεν είχε καμιά σχέση με το γεγονός
ότι του χρωστούσε πιθανότατα και την ίδια τη ζωή της.
Κι έτσι είχε φτάσει να κάνει μια βόλτα στο Ρίο, μια ζεστή βραδιά
του Μ άρτη, και να γυρίζει πίσω ξαναμμένος σαν δεκαπεντάρης.
Τόση ώρα δούλευε, κι ο μισός του εαυτός ήταν πίσω στο κρεβάτι
του, αγκαλιά με την άγνωστη που είχε ψαρέψει απ' το δρόμο. Κι
όχι μόνο επειδή αυτή ειδικά η γυναίκα ήταν όμορφη κι αισθησιακή.
Πολύ φοβόταν πως, οποιαδήποτε κι αν ήταν εκείνη τη στιγμή στη
θέση της, με εξαίρεση βέβαια κάποια χοντρή και βρομιάρα
Βραζιλιάνα, απ' αυτές που πούλαγαν όσοόσο το κορμί τους στις πιο
άθλιες συνοικίες της πόλης, θα του ξύπναγε τις ίδιες ασυγκράτητες
σεξουαλικές ορέξεις.
Δεν έφταιγε το κορίτσι, μ' όλη της την ομορφιά, αν εκείνος είχε
καταντήσει να έχει ονειρώξεις.
«Στα πλευρά κυρίως. Αλλά είμαι πολύ καλύτερα. Και - και δεν
ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, κύριε...»
Η αλήθεια όμως ήταν πως δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Την είχε
ποθήσει, τον κολάκευε ίσως να κυκλοφορεί μαζί της... Την
επιδείκνυε σαν όμορφο και απόλυτα άψυχο αντικείμενο, και
ικανοποιόταν βαθιά όταν έβλεπε άλλους άντρες να τη
φλερτάρουν. Αν ήταν διαφορετική η ίδια, θα της ζητούσε ίσως και
να εκδίδεται προς όφελος του. Όλα πια θα τα Περίμενε απ’ αυτόν
η Ραβέλ.
Την είχε λούσει με τα χειρότερα λόγια όταν τον είχε πιάσει με την
άλλη γυναίκα. «Χρυσό μου, εσύ δε δικαιούσαι να μιλάς», της είχε
πει σαρκαστικά. «Δεν είσαι παρά μια φτηνή κοκοτίτσα. Απ’ τα
καμπαρέ σε μάζεψα, θυμήσου. Φαντάζομαι τι κομπόδεμα θα έχεις
μετά από τόσα χρόνια "δουλειάς”. Και λυπάμαι που τόσο καιρό δε
σε έστειλα να δουλεύεις και για λογαριασμό μου. Θα μου είχε
μείνει τουλάχιστον κάτι ουσιαστικό απ' τη σχέση μας. Έτσι που
έχουν τα πράγματα, δε νομίζω ότι έχεις άλλα δικαιώματα πάνω
μου. Άντε χάσου λοιπόν, και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου. Εμείς οι
δυο τελειώσαμε οριστικά, το έπιασες; Δε θέλω άλλες παρτίδες με
βρομιάρες που έχουν μόνο απαιτήσεις, και δεν προσφέρουν
τίποτα».
Και φυσικά, αγωνία για το πώς θα τα κατάφερνε από κει και πέρα,
τουλάχιστον οικονομικά. Έπρεπε πάσει θυσία να βρει τρόπο να
γυρίσει στην Ευρώπη, και πριν απ’ αυτό, έπρεπε να βρει τρόπο να
πληρώσει το ξενοδοχείο, τουλάχιστον για την τελευταία βδομάδα,
που ο Νεντ, φεύγοντας, την είχε αφήσει απλήρωτη.
Και μετά της είχε πει, «δεν μπορώ να σε βλέπω τόσο ντάουν. Έλα,
ξέχνα για λίγο τη στεναχώρια σου, και πάμε να το διασκεδάσουμε.
Το καρναβάλι είναι για να γελάμε. Πάμε να δούμε την παρέλαση,
εντάξει; Να φάμε και κάτι».
τον Κάρλος.
Στο ίδιο σημείο κατέληγαν τελικά όλα. Για τον Νεντ ήταν μια
φτηνή καμπαρετζού, επειδή όταν την είχε γνωρίσει, ήταν μια απ’
τις γυμνόστηθες χορεύτριες ενός παρισινού καμπαρέ. Για τον
Κάρλος ήταν μια πόρνη, επειδή συζούσε τόσο καιρό μ’ έναν άντρα
που δεν ήταν νόμιμος σύζυγός της, κι επειδή είχε δεχτεί να βγει
για μια βόλτα μαζί του. Εδώ και χρόνια, δε θυμόταν άντρα που να
μην την είχε αντιμετωπίσει τελικά κάπως έτσι.
Ακόμα κι όταν δε χόρευε με ακάλυπτο το στήθος.
Όλα πάνω του φώναζαν ότι ήταν, ή θεωρούσε ότι ήταν, μερικά
σκαλοπάτια πάνω απ' τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Και για
την ώρα τουλάχιστον, την παρατηρούσε με την ίδια
ψυχρή απάθεια που θα παρατηρούσε κι ένα ενδιαφέρον έντομο.
Την είχε σώσει απ’ τα χέρια του Κάρλος, αλλά ήταν φανερό ότι
δεν το είχε κάνει από ανθρώπινη συμπόνια, απλά και μόνο από μια
ψυχρή αίσθηση υποχρέωσης απέναντι σε μια συμπατριώτισσά του.
Τα μάτια του δεν έδειχναν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κι απ’ ό,
τι θυμόταν η Ραβέλ, δεν είχαν καν σταθεί με ίχνος ενδιαφέροντος
στο γυμνό κορμί της, όσο την κουβαλούσε στο σπίτι του, ή όταν
την είχε βοηθήσει να μπει στο μπάνιο, και σε μια φάση εκείνη είχε
βρεθεί στιγμιαία χωρίς ούτε ένα κουρέλι πάνω της.
Δεν είχε ξαναδεί ποτέ γαλάζιο σαν το γαλάζιο των ματιών της,
σκεφτόταν ο Τζεντ όσο την άκουγε να μιλάει. Ήταν στ’ αλήθεια
Αλλά η ίδια δεν ήταν ποτέ εύκολη. Όλο αυτό το ενδιαφέρον την
ενοχλούσε μάλλον παρά την κολάκευε, και συχνά γινόταν πολύ
απότομη όταν έπρεπε ν’ αποκρούσει κάποιον. Οι ενοχλήσεις απ’
τους αρσενικούς την έκαναν να κλείνεται στον εαυτό της, αντί να
ξεθαρρεύει και να τις παίρνει σαν δεδομένο, κι ήταν πολύ
επιφυλακτική στις σχέσεις της. Δεν είχε άλλωστε και τόσες πολλές
στο ενεργητικό της. Δυο άντρες όλοι κι όλοι πριν απ’ τον Νεντ, κι
ένα παιδικό φλερτ που δε μέτραγε, μιας και δεν είχε προχωρήσει
ποτέ πέρα από μερικά φιλιά. Η ερωτική της ζωή, τελικά, δεν
παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ τη ζωή μια νοικοκυρούλας
που είχε παντρευτεί αμέσως μετά το σχολείο, κι είχε κάνει και δυο
παιδιά.
Κι όμως, είχε χορέψει και στο θέατρο, και σε σοβαρά κέντρα - και
στο κάτωκάτω, είχε ξεκινήσει απ’το κλασικό μπαλέτο. Θα είχε
κάνει ίσως καριέρα σ’ αυτό το χώρο, γιατί ο χορός ήταν
ο μεγαλύτερος και σταθερότερος έρωτας της ζωής της, πραγματικό
πάθος, μια ανάγκη ζωής. Αλλά προς μεγάλη της θλίψη,
είχε κληρονομήσει το ύψος του πατέρα της. Στα δεκάξι της
ήταν κιόλας ένα κι ογδόντα, υπερβολικά ψηλή για το μπαλέτο.
Δεν της έμεναν παρά τα ελαφρότερα είδη.
Ύστερα είχε χάσει και τους δυο γονείς της, μέσα σε διάστημα
λίγων μηνών, και δεν της είχε μείνει παρά μόνο ο χορός - κι
η Μ άριον.
Καμιά φορά καθόταν και σκεφτόταν την αδερφή της και το χάσμα
που τις χώριζε μόνιμα, κι αναρωτιόταν πώς θα ήταν τα πράγματα
ανάμεσά τους, αν η μητέρα της δεν είχε κάνει τόσα λάθη στη ζωή
της. Πώς θα ήταν να έχει μια αδερφή που θα ήταν και φίλη της,
που θα στεκόταν στο πλευρό της όταν θα είχε την ανάγκη της, και
που δε θα την έβλεπε αφ’ υψηλού και με περιφρόνηση, σαν να
ήταν κάποιο κατώτερο, κι ελαφρά απωθητικό είδος ανθρώπου.
«Και στο κάτωκάτω, τι σημασία έχει η δική μου δουλειά; Δεν την
κάνω καν στην Αγγλία!»
«Δε λέω ότι είσαι. Λέω τι θα πουν όλοι οι άλλοι. Δεν έχω καμιά
διάθεση για τέτοιου είδους αντιπολίτευση, όπως καταλαβαίνεις».
«Και τι προτείνεις;» έκανε σαρκαστικά η Ραβέλ. «Να με
προσλάβεις εσύ για να πάψω να χορεύω στα καμπαρέ, εκδίδοντας
συγχρόνως το φτηνό κορμί μου;»
Την είχε ξαναδεί δυο φορές μετά απ’ αυτό, και τις δύο στο Παρίσι.
Στο μεταξύ, η Μ άριον τα είχε καταφέρει - είχε εκλεγεί στην
εκλογική της περιφέρεια, κι είχε έτσι γίνει η νεότερη
ποτέ βουλευτίνα στην ιστορία της Αγγλίας. Ύστερα παντρεύτηκε
έναν άντρα όπως τον ήθελε - τόσο πλούσιο, που να ξοδεύει χωρίς
να τα μετράει, κι απ’ ό, τι συμπέραινε η Ραβέλ, που δεν είχε καμιά
αντίρρηση να ξοδεύει αλόγιστα για να στηρίζει την καριέρα της
γυναίκας του.
Για όλ’ αυτά, η Ραβέλ δεν ήξερε παρά μόνο όσα μάθαινε απ’ τις
εφημερίδες. Δεν είχε καν ιδέα πού έμενε τώρα η αδερφή της. Μ ια
φορά στις τόσες που θα της τηλεφωνούσε η Μ άριον για να μάθει
τυπικά τα νέα της, της μιλούσε το πολύ καναδυο λεπτά, και
απαξίωνε να της μιλήσει για τον εαυτό της. Δεν την είχε καλέσει
ποτέ στο σπίτι της, δεν την είχε καλέσει καν στο γάμο της. Αν δεν
της ξέφευγε μια φορά να πει «ο άντρας μου», η Ραβέλ δε
θα έπαιρνε ποτέ χαμπάρι ότι είχε παντρευτεί η αδερφή της.
Και φυσικά, παρόλο που είχε πάρει τον λεφτά που ονειρευόταν,
δεν της είχε προτείνει ποτέ να τη βοηθήσει οικονομικά. Όχι πως η
Ραβέλ θα δεχόταν κάτι τέτοιο απ’ την αδερφή της, απλά και μόνο
αυτό έδινε το στίγμα των σχέσεών τους. Ήταν δυο ξένες, που
είχαν απλά μοιραστεί την ίδια μητέρα. Δεν είχαν κανένα άλλο
κοινό σημείο, ούτε καν στην εμφάνιση. Η Ραβέλ ήταν φτυστή ο
πατέρας της, και ποτέ κανείς δε θα τις έπαιρνε για αδερφές.
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’ αυτό», της είπε ξερά, αλλά δεν
έδειχνε ενοχλημένος, μόνο σαν να τον βασάνιζε
κάποιο πρόβλημα. «Αυτό το “Ατλάντικο” - τι είδους ξενοδοχείο
είναι; Γιατί έμεινες εκεί;»
Ένας στεναγμός της ξέφυγε. Πήρε βαθιά ανάσα, και του τα είπε
όλα. Για τον Νεντ, για τη Βραζιλιάνα του, για το πώς την είχε
αφήσει μόνη κι έρημη στο ξενοδοχείο, για τον Κάρλος και τον
ξενοδόχο, και για το διαβατήριό της που ήταν κλειδωμένο στην
κάσα του.
Δεν του είπε όμως ούτε για τους φόβους της, ούτε για το γεγονός
ότι δεν είχε πια παρά ελάχιστα χρήματα, που δε θα της έφταναν
ούτε για να πληρώσει το ξενοδοχείο. Του είπε μ’ όλη της την
πειστικότητα, πως περίμενε ένα έμβασμα που θα έφτανε σε λίγες
μέρες.
αυτός στράφηκε απότομα προς το μέρος της, και γι' άλλη μια φορά
τα μάτια τους συναντήθηκαν κι έμειναν έτσι βυθισμένα. Μ ια
διαφορετική ένταση πλημμύρισε ξαφνικά το χώρο, τόσο απτή και
χαρακτηριστική, που θα ταν αδύνατο να ξεγελαστεί
ο οποιοσδήποτε: μια τόσο ωμή, απροκάλυπτη και βίαιη
σεξουαλικότητα, που η Ραβέλ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
Δεν είχε ιδέα πώς της είχε συμβεί αυτό, ή πότε. Πιθανότατα απ'
την πρώτη στιγμή. Όταν είχε ανοίξει τα μάτια στο αυτοκίνητο, κι
είχε δει αυτό το υπέροχα αντρίκιο πρόσωπο να γέρνει από πάνω
της, με τα μάτια του ν’ αστράφτουν σαν υγρό χρυσάφι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ως εκείνη τη στιγμή, ο Τζεντ ήταν σίγουρος, τίποτα δεν είχε
συμβεί. Υπήρχε αναμφίβολα μια έλξη, αλλά ίσως να
οφειλόταν περισσότερο στη δική του αποχή απ’ το σεξ και στους
αλύπητους ρυθμούς του καρναβαλιού, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Εντελώς απρόσωπα, χρειαζόταν μια γυναίκα, για τον
απλούστατο λόγο ότι δεν είχε κοιμηθεί με καμία επί έναν
ολόκληρο μήνα. Το κορίτσι δε σήμαινε τίποτα γι' αυτόν. Μ όνο ένα
όμορφο σώμα.
Έτσι κι αλλιώς, δεν τό 'χε στο πρόγραμμα να πλαγιάσει μαζί της.
Δεν ήθελε παραπέρα μπλεξίματα. Δεν είχε καν προφυλακτικά στο
σπίτι.
Και ξαφνικά την είχε κοιτάξει, και κάτι είχε συμβεί βαθιά μέσα του,
κάποιο φράγμα είχε σπάσει, κάποια αντίσταση είχε κολλήσει, κι
ένα τρομαχτικό βουνό πόθου έσκασε θαρρείς στα σωθικά του,
ελευθερώνοντας ένα ηφαίστειο επιθυμίας.
Δεν τα κατάφερε.
*
Δεν της είχε ξανασυμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Της φαινόταν ότι θα
τρελαινόταν απ’ την ανάγκη. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κι ούτε κι
ήθελε. Μ ε κάθε λεπτό που περνούσε, σκεφτόταν ότι στο επόμενο
θ' άνοιγε η πόρτα, κι αυτός θα ’ρχόταν να ξαπλωσει δίπλα της.
Και μετά, φυσικά, θα έλεγε κι αυτός πως δεν ήταν παρά μια πόρνη
που κοιμόταν με τον πρώτο τυχόντα. Κι ίσως να είχε δίκιο. Μ ια
γυναίκα έπρεπε να είναι πολύ πορωμένη για να νιώθει τέτοια
ανάγκη για έρωτα, μετά από εκείνη τη φοβερή εμπειρία με τον
Κάρλος.
Είχε αντέξει όμως τη νύχτα, και το πρωί ήταν πάντα πιο εύκολο.
Στο γραφείο του, την έβαλε να καθίσει σε μια απ’ τις βαθιές
πολυθρόνες, πήρε απ’ το συρτάρι ένα πακέτο τυλιγμένο σε μπεζ
χαρτί, και της το έτεινε.
«Ας μην το συζητάμε άλλο», είπε ο Τζεντ. «Δεν ήταν τίποτε, στ’
αλήθεια. Τα πράγματά σου είναι στο αυτοκίνητό μου, με
την ευκαιρία».
Της είπε αργόσυρτα: «Αυτά τα “έξοδα”, για μένα δεν είναι ούτε
σταγόνα στον ωκεανό, πίστεψέ με. Και δε μ’ ενδιαφέρει πότε θα
μπορέσεις να μου τα επιστρέφεις. Δεν το έκανα γι’ αυτό, μόνο για
την ευχαρίστηση να βοηθήσω. Δεν είχα άλλο τρόπο. Δε θέλω να
επέμβω περισσότερο στη ζωή και στις υποθέσεις σου, αλλά
τουλάχιστον αυτό το λίγο, πρέπει να το δεχτείς. Δεν το κάνω από
υποχρέωση, μόνο επειδή το θέλω».
Μ ’ ένα κοφτό βογγητό πάθους, την έκλεισε στα μπράτσα του, και
πριν καλάκαλά συνειδητοποιήσει τι έκανε, τα χείλια του άρπαξαν
πεινασμένα τα χείλια της, η γλώσσα του χώθηκε βαθιά στο στόμα
της, κι αφέθηκε να βυθιστεί σε μια καυτερή, αστραφτερή, απόλυτα
βασανιστική θάλασσα ασυγκράτητης επιθυμίας.
μπράτσα του, η καυτή της ανάσα περνούσε απ’ το στόμα της στο
στόμα του, κι ήταν τέτοια η ανταπόκρισή της στο φιλί του, που για
λίγα λεπτά κυριολεκτικά ξέχασε τα πάντα, απολύτως τα πάντα,
πέρα απ' το κορίτσι που έτρεμε στην αγκαλιά του, και το τι του
έκανε με το σώμα της.
«Ναι - αλλά πώς; Δεν έχω ούτε μια διεύθυνση - δεν ξέρω ούτε το
όνομά σου!» Αυτό το τελευταίο με έκπληξη, σαν να
το συνειδητοποιούσε μόλις εκείνη τη στιγμή.
«Και - τα χρήματα;»
Στράφηκε και της χαμογέλασε μ’ όλη του την άνεση. «Κάποια μέρα
θα τα επιστρέψεις», της ξανάπε, κι ύστερα πρόσθεσε: «Φτάσαμε».
Γι' άλλη μια φορά, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, κι η
ένταση ανάμεσά τους φούντωσε κι έγινε αφόρητη. Της είπε σιγανά:
«Ούτε εγώ, Ραβέλ. Δε θα μπορούσα ούτε εγώ να σε ξεχάσω. Αλλά,
όπως βλέπεις, αυτό δεν έχει και τόση σημασία».
Δεν του ζήτησε καμιά εξήγηση. Δεν είπαν τίποτ' άλλο, ούτε καν
αντίο. Ο Τζεντ την περίμενε μέχρι που μπήκε στη μεγαλόπρεπη
είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου, αλλά αυτή δε γύρισε να τον
ξανακοιτάξει. Έμεινε για λίγο ακόμα αναποφάσιστος, ύστερα πήρε
αργά το δρόμο για το σπίτι. Τον περίμενε ένα σωρό δουλειά στον
κομπιούτερ, κι είχε και δύο ραντεβού το βράδυ. Αν προλάβαινε να
κοιμηθεί έστω και δυο ώρες, μπορεί να συνερχόταν κάπως.
Ο νους της ήταν όλος στον άντρα που είχε μόλις φύγει, κι ήταν
τόσο απασχολημένη να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της,
που σχεδόν δεν έδωσε καμία σημασία στο πακετάκι. Μ όνο όταν
είχε πια ανέβει στο δωμάτιό της με την υπέροχη θέα στην πλαζ,
συνειδητοποίησε ότι το κρατούσε ακόμα. Το άνοιξε σχεδόν
μηχανικά, χωρίς μεγάλη περιέργεια, πεισμένη κατά κάποιον τρόπο
προκαταβολικά πως θα επρόκειτο για ενημερωτικό υλικό του
ξενοδοχείου.
Δε θυμόταν καν πώς ήταν η πρόσοψη της βίλας του. Υπήρχε ένας
τοίχος, θυμόταν αμυδρά. Ένας τοίχος και μια ψηλή
καγκελόπορτα... Τίποτε περισσότερο. Ούτε δρόμος, ούτε
αριθμός, ούτε καν ποιο ήταν, ή κατά πού έπεφτε εκείνο το
προάστιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Αυτή τη χρονιά, δε θα την ξέχναγε ποτέ, σκεφτόταν η Ραβέλ τη
μέρα που έβγαινε απ’ το νοσοκομείο. Δεν ήταν φυσιολογικό. Πώς
ήταν δυνατό να συμβαίνουν όλα τα κακά μαζεμένα;
Για μια φορά, δεν είχε πραγματικά καμιά άλλη επιλογή πέρα από τη
Μ άριον.
*
Και μέσα σ’ όλα, πάνω απ’ όλα, εκείνος ο άντρας που δεν ήξερε
ούτε το όνομά του.
Αντί γι’ αυτό, όμως, της είπε ψυχρά: «Όπως και νά ’χει το πράγμα,
είσαι η μόνη αδερφή που έχω. Εγώ δεν μπορώ να έρθω τώρα δα
στο Παρίσι. Θα τα καταφέρεις μόνη σου;»
«Το αεροπλάνο;»
Είχε φυσικά και τα εκατομμύρια του άντρα της σαν ενίσχυση. Από
κάτι ελάχιστα που της είχε πει μια φορά η Μ άριον, η Ραβέλ είχε
σχηματίσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για χρήμα με ουρά, αλλά
ότι η αδερφή της, για καθαρά πρακτικούς λόγους, απόφευγε να
κάνει προκλητική επίδειξη του πλούτου της. Της
«Δεν έχει καμιά σημασία τι τύπος είναι, μη λες ανοησίες. Όπως και
νά ’χει, δε θα σε φάει. Κι αν τύχει να τον συναντήσεις, φυσικά, δε
θα τολμήσεις να πεις λέξη για το παρελθόν σου! Δεν έχει την
παραμικρή απολύτως ιδέα».
«Δε νομίζω», είπε μετά από έναν εμφανή δισταγμό. «Δεν έτυχε να
το συζητήσουμε. Αυτό όμως διορθώνεται εύκολα».
Αλλά καθώς πετούσε απ' το Παρίσι στο Λονδίνο, η ψυχή της ήταν
γεμάτη αβεβαιότητα κι ανησυχία, κι ήξερε πως, στους επόμενους
τουλάχιστον μήνες, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Η Μ άριον δεν
την αγαπούσε, δεν τη συμπαθούσε καν, και είναι πάντα βαρύ να
δέχεσαι τη βοήθεια που προσφέρει κάποιος από σκέτη υποχρέωση
και τίποτ’ άλλο. Οι δυο τους δεν ταίριαζαν σε τίποτα, δεν είχαν τις
ίδιες καταβολές, ούτε κοινά βιώματα. Το περιβάλλον της αδερφής
της θα ήταν σίγουρα σοφιστικέ, σνομπ, υπερεκζητημένο, υψηλού
επιπέδου, και από μια τάξη όπου η ίδια δε θα μπορούσε ν’ ανήκει
ποτέ. Δε θα ήταν παρά ένα ενοχλητικό βάρος για τη Μ άριον, και
ίσως μάλιστα να την έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση - κι η Ραβέλ
σιχαινόταν να είναι βάρος σε οποιονδήποτε.
Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή της θα άλλαζε τόσο ριζικά, που
φοβόταν ότι δε θα τα κατάφερνε ποτέ να προσαρμοστεί στη νέα
πραγματικότητα. Έπρεπε να μάθει να διαβιώνει απ' την αρχή, σ’
ένα περιβάλλον ολότελα ξένο, με ανθρώπους που ποιος ήξερε τι
απαιτήσεις θα είχαν από κείνη. Χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτε
ουσιαστικό ν’ ασχολείται, χαμένη σ’ ένα άγνωστο σπίτι, με
συγγενείς που της ήταν ουσιαστικά άγνωστοι, μακριά απ’ τους
όποιους φίλους της, κι όλ’ αυτά, σε μιαν άγνωστη πόλη.
Και φυσικά, φυσικά, εκείνον τον άντρα που δεν είχε μάθει ποτέ τ'
όνομά του.
Πέρασε απ' τον έλεγχο, και κοίταξε γύρω της σαν χαμένη.
Αναρωτιόταν κατά πού έπεφταν οι πληροφορίες, όταν άκουσε το
όνομά της απ' τα μεγάφωνα.
Δεν μπορεί, είπε το μυαλό της. Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί να
ξανασυναντιόσαστε, έτσι τυχαία, στην έξοδο ενός αεροδρομίου. Δε
γίνεται να είναι εκείνος. Είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας σου,
επειδή θα ήθελες τόσο πολύ να είναι όντως εκείνος.
Τον ακολούθησε σαν αυτόματο. Δεν είχε ιδέα πώς την κράταγαν
ακόμα τα πόδια της, πού πήγαινε, πώς και γιατί, και πότε. Βρέθηκε
να κάθεται στο μπροστινό κάθισμα ενός αυτοκινήτου, μ’ αυτόν
δίπλα της. Στα πορτοκαλιά φώτα του δρόμου, έμοιαζε ολόκληρος
χρυσαφένιος. Την κοίταζε, απαθής κι απόμακρος, με τα χέρια
χαλαρά στο τιμόνι. Του αντιγύρισε το βλέμμα, άλαλη, ολότελα
χαμένη, ανίκανη ακόμα και να σκεφτεί.
Του είπε αχνά: «Δεν ξέρω τι... τι σου περνάει απ' το μυαλό. Αλλά
πίστεψέ με, δε θα είχα ποτέ την πρόθεση να μιλήσω σε
κάποιον τρίτο για... για εκείνη τη νύχτα. Πόσο μάλλον στη γυναίκα
σου». Στη γυναίκα σου. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που δεν είχε
θελήσει τότε να επωφεληθεί. Θά 'πρεπε να το είχε φανταστεί,
αλλά δεν είχε δει βέρα στο δάχτυλό του, κι η μόνη ένδειξη, ήταν
τα ρούχα που της είχε δώσει να φορέσει. Τα ρούχα της αδερφής
της.
«Το θέμα είναι», της είπε τελικά, «ότι ναι μεν δε συνέβη τίποτα
στο Ρίο, αλλά υπήρξαν όλες οι προϋποθέσεις για να συμβεί. Το
ήθελες κι εσύ, τουλάχιστον αυτό με άφησες να εννοήσω. Και
δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι στο μεταξύ άλλαξαν τα πράγματα».
«Δεν είμαι πια στην ηλικία για περιπέτειες, και παίρνω το γάμο μου
πολύ στα σοβαρά. Αγαπώ τη γυναίκα μου, την εκτιμώ και τη
θαυμάζω. Και δεν έχω καμιά διάθεση να διακινδυνεύσω τη σχέση
μου μαζί της. Αυτό πάνωκάτω είναι η ουσία του πράγματος, κι αν
αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλ’ αυτά, είναι μόνο επειδή συνέβη
εκείνο το κάτι μεταξύ μας, και δε θά 'θελα να φανταστείς ότι θα
μπορούσε να ξανασυμβεί».
Κάπως έτσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Έφαγαν μαζί εκείνο το βράδυ, οι δυο τους μόνοι, αντίκρυ ο ένας
στον άλλον, στο τεράστιο τραπέζι με τα πορσελάνινα σερβίτσια και
τα κρυστάλλινα ποτήρια, με τα λουλούδια στο κέντρο, και τα κεριά
που τρεμόσβηναν κάτω απ’ το φως των πολυελαίων. Ήταν το
είδος της διακόσμησης που άρεσε στη Μ άριον, και που ο Τζεντ το
δεχόταν απλά και μόνο για να μην την κακοκαρδίσει, όπως
δεχόταν τις ασήκωτες, μπροκάρ κουρτίνες στα παράθυρα, την
πανάκριβη επίπλωση που θύμιζε μουσείο, και τις βαριές
ελαιογραφίες στους τοίχους.
Είχε πάθει στ' αλήθεια σοκ όταν του είχε μιλήσει γι' αυτήν η
Μ άριον. Δεν υπήρχε περίπτωση να πρόκειται για συνωνυμία. Ήδη
το Ραβέλ ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο όνομα, κι όλα τ’
άλλα στοιχεία ταίριαζαν. Έπρεπε να το πάρει απόφαση, πως η
νεαρή του κουνιάδα που θα 'ρχόταν να μείνει μαζί τους μέχρι ν’
αναρρώσει, ήταν εκείνη η μοναδική γυναίκα που, στα τρία χρόνια
του γάμου του, τον είχε κάνει να νιώσει ανασφαλής κι ευάλωτος.
Αλλά φυσικά, δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για την αδερφή της.
Εκεί, η κουβέντα φάνηκε να παίρνει τέλος. Για λίγο δεν της είπε
τίποτα, ύστερα, απότομα, τη ρώτησε χωρίς προεισαγωγές: «Γιατί
δέχτηκες να χορεύεις σε καμπαρέ;»
«Όχι».
«Όχι», της είπε σταθερά. «Το βλέπεις κι εσύ, δεν είν’ έτσι; Δεν
υπήρχε καμιά προοπτική. Για δυο λόγους: όχι μόνο επειδή θέλω τη
γυναίκα μου και μόνο, αλλά κι επειδή πρέπει να είμαι εξαιρετικά
προσεκτικός. Είμαι δυστυχώς πασίγνωστος. Κι αν μαθευόταν κάτι
τέτοιο για μένα, θα γινόταν θέμα στα σκανδαλοθηρικά έντυπα. Θα
ήταν χτύπημα και για τη Μ άριον, και για την καριέρα της. Κι η
αδερφή σου φοβάται το σκάνδαλο περισσότερο απ’ οτιδήποτε
άλλο. Σωστή μονομανία της έχει γίνει». Ανασήκωσε τους ώμους.
«Έχει δίκιο, φυσικά. Αυτή τη στιγμή είναι το ανερχόμενο αστέρι.
Θα ήταν λαυράκι για μερικούς δημοσιογράφους ν’ ανακαλύψουν
κάποιο σκάνδαλο που να την αφορά, έμμεσα ή άμεσα. Το κοινό
λατρεύει τη λάσπη που ρίχνεται στους προνομιούχους».
«Το ξέρω», είπε η Ραβέλ. «Γι' αυτό δεν ήθελε να ξέρει κανείς για
μένα. Ούτε εσύ».
«Το μπαλέτο;»
«Και τώρα;»
Η Ραβέλ στέναξε βαθιά. «Δεν ξέρω. Μ ετά από κάνα χρόνο, ίσως...
Αλλά ίσως και όχι. Ίσως και ποτέ πια...» Χαμήλωσε το βλέμμα, και
βάλθηκε να κοιτάζει τα παπούτσια της. «Δεν ξέρω στ' αλήθεια αν
θα μπορέσω να ξεπεράσω κάτι τέτοιο... Ο χορός ήταν πάντα το πιο
σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Ακόμα και το καμπαρέ, ήταν
καλύτερο από το καθόλου. Και — και δεν είναι αλήθεια ότι τα
κορίτσια που χορεύουν στο καμπαρέ είναι... είναι όλες εύκολες».
Η φωνή της πνιγόταν, αλλά θα το έλεγε, ακόμα κι αν ήταν το
τελευταίο πράγμα που θα της επιτρεπόταν να πει. «Δεν έχει καμιά
σημασία αν χορεύεις γυμνόστηθη ή όχι. Για μας, ήταν η δουλειά
μας. Δεν το κάναμε για να επιδειχτούμε, ή για να ερεθίσουμε τους
άντρες. Μ ας πλήρωναν γι' αυτό, κι ήμασταν επαγγελματίες. Δεν
κάναμε κονσομασιόν, απλά χορεύαμε, κι ύστερα ντυνόμασταν και
γυρίζαμε στα σπίτια μας. Δεν είχαμε καμιά επαφή με τους πελάτες,
εκτός αν το θέλαμε. Αυτό ήταν όλο».
Την πήγε ως την πόρτα του δωματίου της, και περίμενε μέχρι να
μπει εκείνη μέσα. Ύστερα έφυγε, ψυχρός, αδιάφορος, και πολύ
ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
Ειδικά τώρα.
Δεν υπήρχε καν σύγκριση ανάμεσα στις δυο τους. Δίπλα στην
εκπληκτική γυναίκα που είχε παντρευτεί, η Ραβέλ Τρέγκαρον δε
θα έδειχνε ποτέ, παρά μόνο αυτό που ήταν: μια χορευτριούλα του
καμπαρέ, χωρίς μυαλό, χωρίς μόρφωση, χωρίς προσωπικότητα,
χωρίς έστω μια φιλοδοξία, πέρα απ’ το να συνεχίσει να χορεύει με
το στήθος έξω και τα μπουτάκια ψηλά.
Σαν από θαύμα τον είχε ξαναβρεί, για ν' ανακαλύψει ότι τον είχε
χάσει τελεσίδικα. Όχι βέβαια πως αυτό την εμπόδιζε πια να έχει
φαντασιώσεις. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν ότι συνέχιζε έτσι κι
αλλιώς να τον ονειρεύεται με τον ίδιο τρόπο, να φαντάζεται ότι
αυτός ερχόταν μες στη νύχτα να ξαπλώσει δίπλα της, κι από κει ν’
αφήνεται σ' ένα τρελό παιχνίδι φαντασίας και καταπιεσμένων
επιθυμιών.
Κάτι πρέπει να είχε αλλάξει πολύ ριζικά τις σχέσεις τους, για - να
συμβαίνει αυτό τώρα.
Η Μ άριον παράτησε την αναπαυτική της πολυθρόνα, σηκώθηκε,
και βάλθηκε να βηματίζει στο δωμάτιο, με το ποτήρι στο χέρι.
Μ ιλούσε χωρίς να κοιτάζει τη Ραβέλ, αλλά τουλάχιστον μιλούσε.
Για θέματα που μέχρι τότε ήταν ταμπού ανάμεσά τους.
Η Ραβέλ δεν είπε τίποτα. Έβραζε απ’ την οργή, αλλά οι ζητιάνοι
δεν έχουν περιθώρια να οργίζονται κι από πάνω.
«Ωραία», είπε η αδερφή της. «Θα σου κόψω μιαν επιταγή, και
κοίτα να διαχειρίζεσαι τα λεφτά σου με σύνεση. Μ ην αρχίσεις τα
σούρταφέρτα, και τα φας όλα σε μια βδομάδα».
Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η συζήτηση που είχε την πρώτη μέρα με
την αδερφή της.
«Ω, Θεέ μου, μου έλειψες», του ψιθύρισε λίγο βραχνά. «Πες μου
τα δικά σου... Πώς πέρασες όλες αυτές τις μέρες;»
«Μ άριον, ειλικρινά...»
«Ήμουνα σκληρή μαζί της. Νιώθω τύψεις τώρα γι’ αυτό. Στο
κάτωκάτω, δε φταίει η Ραβέλ αν η μητέρα της...»
«Όχι, βέβαια. Αλλά δεν παύει να είναι αδερφή μου. Δεν μπορώ πια
να νίπτω τας χείρας μου. Το πού θα καταλήξει, με αφορά κι εμένα
κατά κάποιον τρόπο».
«Νόμιζα πως οι γονείς της πέθαναν όταν ήταν στα είκοσι. Και
επιμένω ότι αντιμετωπίζεις το θέμα με υπερβολική ευαισθησία».
«Δεν μπορώ να σου πω. Καμιά άλλη φορά, ίσως... Για μένα
πραγματικά ήταν αβαρία να τη φέρω εδώ. Αν ποτέ μαθευτεί τι »
Κόπηκε, δαγκώθηκε, και μετά είπε σιγανά: «Ας μην το συζητάμε
άλλο. Μ ’ ενοχλεί να το σκέφτομαι». Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω
απ’ το λαιμό του, και του πρότεινε τα χείλια της.
Και τελικά έκαναν έρωτα, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δυο
μήνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ο Τζεντ μπορούσε να καταλάβει τις αντιδράσεις της Μ άριον
απέναντι στη Ραβέλ. Θεωρούσε ότι ήταν φυσικό να νιώθει η
γυναίκα του κάποιες ενοχές, που είχε αφήσει την αδερφή της τόσα
χρόνια στην τύχη της. Κατά τη γνώμη του, όλα αυτά ήταν λίγο
υπερβολικά, αλλά μπορούσε να τα καταλάβει.
Η Μ άριον δεν ήταν μια γυναίκα σαν τις άλλες. Είχε πολύ υψηλή
αίσθηση καθήκοντος, ποτέ δεν παραμελούσε τις κάθε λογής
υποχρεώσεις της, ποτέ δεν επέτρεπε στον εαυτό της αδυναμίες, κι
ούτε ήταν ο τύπος που κοιτούσε να απαλλαχτεί από κάποιο
καθήκον. Τόσα χρόνια, είχε αφεθεί να μεταφέρει τα απωθημένα
της για τη μητέρα της στην αδερφή της, κι αυτό ήταν κάτι που
τώρα ο εαυτός της δεν μπορούσε να της το συγχωρήσει.
Η Μ άριον έκανε σαν να της είχε γίνει έμμονη ιδέα η αδερφή της,
κι όσο για τον ίδιον...
Φυσικά, αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο. Ήξερε από την αρχή ότι η
Μ άριον ήταν πολύ λιγότερο σεξουαλική απ’ όσο ο ίδιος, ότι στη
ζωή της, το σεξ ερχόταν τρίτο και καταϊδρωμένο, και κάπουκάπου,
του περνούσε απ’ το μυαλό πως η γυναίκα του ήταν ολότελα
ψυχρή. Τα κατάφερναν ωστόσο να επιβιώνουν κι έτσι, ο έρωτός
τους επιζούσε, ίσως επειδή βασιζόταν σε πολύ βαθύτερα πράγματα
απ’ ό, τι το σεξ.
Θα μπορούσε να την είχε πάρει εκατό φορές από κείνη την πρώτη
νύχτα.
Δεν είχε τίποτα να σκοτώσει την ώρα της, πέρα από καμιά βόλτα,
τα βιβλία και την τηλεόραση. Και τίποτε απ' αυτά δεν ήταν ικανό
να διώξει τη σκέψη του Τζεντ απ' το μυαλό της.
Ο άντρας των ονείρων σου, της είπε πικρά ο εαυτός της. Δεν
παρακαλούσες συνέχεια να τον ξαναβρείς μια μέρα; Ε, να που τον
βρήκες. Μ ην έχεις και παράπονο από πάνω.
Σηκώθηκε, έσβησε την τηλεόραση, και μπήκε στο συνεχόμενο
μπάνιο για να πάρει το παυσίπονο της. Είχε επισκεφτεί τον ειδικό
ορθοπεδικό όπου την είχε στείλει η Μ άριον, κι είχε νιώσει σαν να
ξεναγεννιόταν όταν αυτός τη βεβαίωσε ότι ο τραυματισμός της δε
θα της άφηνε μόνιμη βλάβη. Σ’ ένα χρόνο, αν όλα πήγαιναν καλά,
θα μπορούσε να ξαναδουλέψει.
Απ' όλους τους άντρες στον κόσμο, αυτηνής της είχε τύχει να
συναντήσει και να ερωτευτεί τον πιο ακατάλληλο απ’ όλους. Και
γιατί όχι, δηλαδή. Μ ε τέτοια ατυχία που την έδερνε τα τελευταία
χρόνια, έπρεπε να το περιμένει πως θα της συνέβαινε κι αυτό.
Άνοιξε μαλακά την πόρτα, και στάθηκε στο άνοιγμα. Στο αμυδρό
φως του διαδρόμου, διέκρινε καθαρά το σχήμα του κοιμισμένου
σώματος κάτω απ’ την κουβέρτα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, και
προχώρησε ως το κρεβάτι.
Το αίμα βούιζε στους κροτάφους του, κι όπως κάποτε στο Ρίο, ένα
ηφαίστειο επιθυμίας έσκαγε στα βάθη του κορμιού του, ζαλίζοντάς
τον με την έντασή του. Μ ’ ενα βαθύ βογγητό, την τράβηξε στα
μπράτσα του, και σκύβοντας, πήρε βίαια τα χείλια της στα δικά
του, καταβροχθίζοντάς τα σε μια έκρηξη πάθους, που όμοια της δε
θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ του. Ο αντρισμός του έκαιγε ανάμεσα
στα πόδια του, και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, για να νιώσει
την επαφή της απαλής της σάρκας πάνω στο ερεθισμένο του
όργανο. Ο γοφός της πίεσε το υπερευαίσθητο σημείο, και του
ξέφυγε ένα ακόμα βογγητό απόλαυσης. Ρίγη συντάραξαν το σώμα
του, και την έσφιξε ακόμα περισσότερο, κι ακόμα περισσότερο, σαν
νά ’θελε να τη λιώσει πάνω του.
Κι αν για μια στιγμή στην αρχή είχε φοβηθεί κάποια αρνητική της
αντίδραση, η ανταπόκρισή της έδιωξε κάθε αμφιβολία απ’ το
μυαλό του. Τα μπράτσα της είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό του,
το σώμα της έκαιγε κι έτρεμε στην αγκαλιά του, τα χείλια της
ρουφούσαν αχόρταγα το φιλί του, η γλώσσα της
χώθηκε πεινασμένα στο στόμα του, υποχωρώνας πάλι το ίδιο
πρόθυμα για ν’ αφήσει χώρο για τη δική του. Βαθιά, ρυθμικά,
εξερεύνησε το καυτό της στόμα, κοντανασαίνοντας απ’ την ένταση
της διέγερσης, ξέροντας πως δεν του είχε ξανατύχει ποτέ να
νιώσει κάτι παρόμοιο, με καμιά απ’ τις γυναίκες που είχε γνωρίσει
και ποθήσει.
Δεν του είπε λέξη - ίσως δεν είχε τίποτε να πει, ίσως πάλι να μην
μπορούσε ούτε εκείνη να μιλήσει. Η ανάσα της έβγαινε σπασμένη,
σαν τη δική του, το δέρμα της ριγούσε, το σώμα της ερχόταν
σπασμωδικά να κολλήσει στο δικό του, πιέζοντας τον αντρισμό
του σε κάθε του κίνηση. Ο Τζεντ ανασηκώθηκε, τόσο ζαλισμένος,
που σχεδόν έχασε την ισορροπία του, και πέταξε πέρα τη ρόμπα
που φορούσε. Ξάπλωσε δίπλα της, και την τράβηξε γι’ άλλη μια
φορά βαριανασαίνοντας στην αγκαλιά του.
«Αν ήξερες πόσο σε θέλω», της είπε με κόπο. «Αν μόνο μπορούσες
να φανταστείς...»
«Κι εγώ», του αποκρίθηκε πνιχτά. «Από τότε... Δεν έπαψα στιγμή
να σε θέλω. Δεν ξέρω πώς άντεξα όλον αυτό τον καιρό...»
«Ναι... ω, ναι...»
Μ ετά, την κοίταξε με κάτι σαν έκπληξη, έτσι που χαλάρωνε στην
αγκαλιά του, και σκέφτηκε, για δες, ακόμα μου
φαίνεται πανέμορφη κι επιθυμητή σαν αμαρτία.
Τον ξάφνιασε αυτή η διαπίστωση. Δεν του συνέβαινε συχνά για
την ακρίβεια δεν του είχε συμβεί παρά μόνο με τη Μ άριον. Όλες
οι άλλες πριν απ' αυτήν, έπαυαν να είναι ωραίες κι επιθυμητές, για
τουλάχιστον μια ώρα μετά την ερωτική πράξη.
Η μόνη ενοχή που ένιωθε για την ώρα, ήταν ότι δεν ένιωθε
καθόλου ένοχος. Σαν να είχε πάρει κάτι που ήταν δικαιωματικά
δικό του, που του το χρωστούσε η μοίρα, και κανείς δε θα
μπορούσε να του το αμφισβητήσει. Ούτε καν η Μ άριον.
Η ταπεινοσύνη της του έφερε έναν ξαφνικό κόμπο στο λαιμό. Την
κοίταξε καταπρόσωπο, και σαν να την έβλεπε ξαφνικά μ' άλλα
μάτια, δεν είδε καν πόσο όμορφη ήταν, ούτε πόσο πρόδιναν τα
χαρακτηριστικά της την ερωτική απόλαυση. Ξαφνικά, θά ‘θελε να
μπορούσε να δει το ανθρώπινο ον από μέσα.
Το χλομό της πρόσωπο έκανε κάτι να σκιρτάει μέσα του, κάτι που
δεν του άρεσε καθόλου.
«Εντάξει».
«Εντάξει».
Της έστρεψε την πλάτη και πήγε για την πόρτα. Ένας βουβός
θυμός έβραζε μέσα του, και βγήκε απ’ το δωμάτιο χωρίς
να προσθέσει λέξη, ούτε καν ένα “ευχαριστώ”, ή ένα “συγνώμη”.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η Ραβέλ έμεινε για κάμποση ώρα να κοιτάζει την πόρτα που είχε
κλείσει πίσω του, πολεμώντας απελπισμένα να συγκρατήσει τα
δάκρυα της ταπείνωσης και της απελπισίας που ανέβαιναν στα
μάτια της. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε παραπατώντας σχεδόν στο
μπάνιο, έκανε ένα ντους, κι όταν ξαναγύρισε στο κρεβάτι της,
έσβησε το φως και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από κάθε
σκέψη, και να κοιμηθεί.
Σαν να είχε μόλις φτάσει στο τέρμα ενός μακριού δρόμου, που την
οδηγούσε, χρόνια τώρα, στην αναζήτηση ενός μοναδικού άντρα
στον κόσμο.
Δεν είχε ζήσει ποτέ στο παρελθόν τίποτε εντονότερο ή πιο
εκστατικό από εκείνο το ξέφρενο, βίαιο, σχεδόν
πρωτόγονο σμίξιμό τους. Δεν υπήρχε καμιά παρόμοια εμπειρία στο
παρελθόν της, για να μπορέσει έστω να κάνει συγκρίσεις. Δεν
είχαν κάνει απλά έρωτα. Είχαν σμίξει σε όλα τα επίπεδα, βαθιά και
αξεχώριστα, επί μια ολόκληρη πυρετική ώρα τέλειας
υπέρβασης του κόσμου γύρω τους και του εαυτού τους.
Γι' αυτό ίσως ήταν μετά τόσο τραυματική η προσγείωση στην πεζή
πραγματικότητα.
Της το είχε πει ξεκάθαρα: επειδή δεν είχε την ευχέρεια να κάνει
όσο θα ήθελε έρωτα με τη γυναίκα που αγαπούσε, την είχε
χρησιμοποιήσει σαν άψυχο, διαθέσιμο δοχείο ηδονής.
Και λοιπόν; Σαν τι περίμενες; ρώτησε πικρά τον εαυτό της. Ήδη,
και μόνο αυτό που έγινε ήταν φοβερό. Πόσο μάλλον
κάτι περισσότερο... Μ ε τι μούτρα θα ξαναντίκριζε τη Μ άριον,
αναρωτήθηκε πικρά. Μ πορεί να μην ήταν η καλύτερη αδερφή
του κόσμου, αλλά αυτό δεν έκανε λιγότερο βαριά την προδοσία.
Ο Τζεντ είχε δίκιο, τελικά. Έπρεπε να φύγει από κει μέσα, με κάθε
τρόπο. Είτε στο Γιορκσάιρ, μόνη με τη Μ άριον, είτε άφραγκη κι
άνεργη στο Παρίσι, θα ήταν καλύτερα απ’ ό, τι σ’ αυτό το σπίτι,
όπου κυριαρχούσε η βασανιστική παρουσία του Τζεντ Σέιμουρ.
Μ ’ ένα πνιχτό λυγμό, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, και του
πρόσφερε τα χείλια της. Η καρδιά της σπαρταρούσε στο στήθος
της, το κεφάλι της γύριζε, κι άρχισε να νιώθει σαν μεθυσμένη, και
σαν να έβγαινε απ’ το σώμα της για να μπει κατευθείαν στο δικό
του. «Ω, Τζεντ», μουρμούρισε με κόπο, αλλά το φιλί του έπνιξε τα
λόγια της. Η γλώσσα του ταξίδεψε βαθιά στο στόμα της, το γέμισε
ολόκληρο με την πληρότητά της. Μ ισολιπόθυμη, η Ραβέλ
κρεμάστηκε πίσω, βαριανασαίνοντας, κι αυτός έγειρε από πάνω
της και συνέχισε να τη φιλάει άγρια κι αχόρταγα στο πρόσωπο, στα
χείλια, στο λαιμό, στο γυμνό της στήθος.
Τώρα δα, έκανε σαν να μην την είχε αγγίξει ποτέ του. Η ανάσα
του έβγαινε κομμένη, οι δυνατοί μυώνες τρεμούλιαζαν, το
υπέροχα αντρίκιο σώμα του ερχόταν να κολλήσει με
απαιτητικό ρυθμό στο δικό της, ο φαλλός του έκαιγε ανάμεσα στις
Παλάμες της.
Την έκοψε κάπου στα μισά, την τράβηξε πάνω του, και την
ανάγκασε να μείνει ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα. Τα μπράτσα
του έμοιαζαν ατσάλινα, αλλά το δέρμα του αναριγούσε, κι
οι μυώνες του τρεμούλιαζαν απ’ την υπερένταση. Έμοιαζε να
μην μπορεί καν ν' αναπνεύσει.
Η ανάσα του έφτανε ακόμα επίπεδη, σπασμένη στ’ αυτιά της. «Για
μια στιγμή», είπε πνιχτά ο άντρας, «για μια στιγμή νόμισα ότι θα
πέθαινα».
Η Ραβέλ έκρυψε το κεφάλι της στο γούβωμα του ώμου του, και
δεν είπε λέξη. Η δική της άποψη, άλλωστε, δε φαινόταν να τον
ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Μ όνο την πλευρά του κοιτούσε, τις δικές
του ενοχές, τις δικές του αβεβαιότητες, τα δικά του αδιέξοδα. Δε
μιλούσε σ’ εκείνην, μιλούσε στον εαυτό του και στο σώμα της.
Την έσπρωξε λίγο πίσω, και την κοίταξε αμίλητος. Τα δάχτυλά του
έπαιζαν με τη ρόγα της, στριφογυρίζοντάς την ανάμεσά τους, σαν
να ψαχούλευαν μηχανικά μια χάντρα. Ύστερα τη ρώτησε πνιχτά:
«Μ ε θέλεις στ’ αλήθεια; Κι εσύ το ίδιο;»
μισή ώρα να σου κάνω έρωτα μ' όλους τους πιθανούς και
απίθανους τρόπους... Δεν ξέρω πότε θα μου περάσει αυτή η τρέλα.
Αύριο μπορεί νά ’χω ξαναβρεί τα λογικά μου, αλλά τώρα δα,
δε θέλω να φύγεις. Το καταλαβαίνεις;» Την κοίταζε κατάματα,
βαριανασαίνοντας, με το πρόσωπο συσπασμένο. Το χέρι του
σφίχτηκε αθέλητα γύρω απ’ τη ρόγα της, πονώντας την.
Του είπε με κόπο: «Το θέλω συνέχεια. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει
κι εμένα... Το ξέρεις πως το θέλω».
Λίγο αργότερα, όταν είχε ξαναβρεί κάπως την ανάσα του και τη
διαύγειά του, της είπε ψιθυριστά, χαϊδεύοντας συγχρόνως με τα
χείλια του το ροδαλό της αυτί: «Συχώρεσέ με... Ξέρω πόσο
δύσκολο είναι και για σένα. Λέω πράγματα που μπορεί να
σε πληγώνουν, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τα πω. Δεν ξέρω
γιατί έπρεπε να μπλεχτούμε τόσο άσχημα οι δυο μας, αλλά,
μωρό μου, τίποτε δεν άλλαξε στο μεταξύ... Το σεξ είναι σημαντικό
για μένα, αλλά υπάρχουν κι άλλα, εξίσου σημαντικά - αν όχι και
περισσότερο... Είναι ίσως σκληρό αυτό που λέω, αλλά το
ξέρεις πως δεν μπορώ να σου προσφέρω απολύτως τίποτα
περισσότερο... Η Μ άριον μετράει πολύ για μένα. Κι αν νομίζεις
πως όλα αυτά είναι απαράδεκτα, αν νομίζεις πως πρέπει να
σταματήσουμε εδώ...» Είσαι τρελός, είπε στον εαυτό του. Τι πας
και της λες τώρα; Αφού το ξέρεις πια πως δε θα μπορούσες ποτέ
και για κανένα λόγο να σταματήσεις τώρα...
Κι ούτε που τον ένοιαζε πια και τόσο πολύ, στο κάτωκάτω.
Κοιμήθηκε τρεις ολόκληρες ώρες, αλλά αυτό δεν τον βοήθησε και
πολύ με τα συμβούλιά του εκείνη τη μέρα. Το μυαλό του
ήταν σχετικά καθαρό, αλλά έτρεχε σε εντελώς άλλα πράγματα απ’
τις δουλειές. Ήταν κι αυτό μια πρωτόγνωρη εμπειρία, γιατί απ’
όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ πριν,
ούτε όταν είχε πρωτογνωρίσει κι είχε ερωτευτεί τρελά τη Μ άριον,
να σκέφτεται μια γυναίκα στη διάρκεια ενός συμβουλίου.
Και τώρα, ολόκληρη την ημέρα, έπιανε τον εαυτό του να ξεφεύγει,
να πλανιέται ώρες πίσω, να ξαναζεί κάθε λεπτό της περασμένης
νύχτας - την ένταση της επιθυμίας του, τη σφοδρότητα της
απόλαυσης, την ανταπόκριση της Ραβέλ, το στητό της στήθος, τις
ροδαλές της ρόγες που έμοιαζαν με σκληρές χάντρες ανάμεσα στα
χείλια του.... Την απαλή καμπύλη των γοφών της, τα ατέλειωτα
πόδια της που άνοιγαν κι ανέβαιναν να τυλιχτούν γύρω απ’ τη
μέση του, τη γεύση της σάρκας της, τους σκληρούς μυώνες που
πάλλονταν ρυθμικά γύρω απ' τον φαλλό του, τα εβένινα μαλλιά
που σέρνονταν σαν μαύρη κουρτίνα πάνω στο σώμα του...
Όχι, ο γάμος του δεν κινδύνευε από κάποια δική του αταξία.
Μ πορούσε να ξεχωρίσει το σεξ απ’ τις υπόλοιπες ανάγκες του, να
το στριμώξει σε κάποια γωνιά της ζωής του, απ’ όπου δε
θα μπορούσε να τον απειλήσει με κανένα τρόπο. Μ πορούσε να
αγαπάει και να σέβεται τη γυναίκα του, και συγχρόνως,
κάποιες στιγμές, να πλαγιάζει με την αδερφή της, μόνο και μόνο
για να εκτονωθεί σεξουαλικά. Και φυσικά, αυτό θα έφερνε κάποια
αισθητή χαλάρωση στις σχέσεις του με τη Μ άριον. Δε θα είχε
πια κανένα λόγο να την πιέζει να του κάνει τα κέφια, όταν η ίδια
δε θα τό ’θελε. Θα έπαυε να νιώθει ριγμένος και ενοχλημένος με
τη στάση της. Τελικά, η Ραβέλ μπορεί να ωφελούσε το γάμο του.
Όλα αυτά ήταν πολύ λογικά και πολύ συμφέροντα, αλλά δεν
έπαυαν να συνιστού ν την πιο ανέντιμη λύση. Αν είχε ακόμα
λίγη αξιοπρέπεια και εντιμότητα, έπρεπε να βρει τη δύναμη να
σταματήσει επιτόπου αυτή την επαίσχυντη ιστορία.
Έπεσε πάνω της σαν να μην είχε ξαναπάει σ' όλη του τη ζωή με
γυναίκα, βαριανασαίνοντας, βογγώντας, πίνοντας αχόρταγα τα
χείλια της, με τον φαλλό του πότε μέσα, πότε έξω απ’ το κορμί της,
χωρίς πολλά λόγια, βίαιος ξαφνικά και μετά απρόσμενα τρυφερός,
και βιαστικός σαν να μην κρατιόταν πια καθόλου. Μ πήκε μέσα της
και βάλθηκε να κουνιέται μ’ όλη του τη δύναμη, ξυπνώντας της
ατέλειωτα ποτάμια ηδονής. Της το έκανε όρθιος, καθιστός,
ξαπλωμένος, όλη την ώρα αχόρταγος και παθιασμένος,
χρησιμοποιώντας το κορμί της με κάθε πιθανό τρόπο, μέχρι που
πια έπεσε εξουθενωμένος πάνω της, τρέμοντας ακόμα απ' τα ρίγη
της ηδονής.
Δεν πίστευε ποτέ πως θα ’ρχόταν κάποια στιγμή στη ζωή της, που
θα ένιωθε σαν απλό εξάρτημα ενός άντρα. Αλλά ίσως τελικά αυτό
να ήταν ο πραγματικός, αυθεντικός, βαθύς έρωτας, κι εκείνη τον
ένιωθε για πρώτη και μοναδική φορά σ’ όλη του την πληρότητα.
Την έσφιξε μ’ ένα βαθύ στεναγμό στην αγκαλιά του. «Αχ, Ραβέλ,
Ραβέλ», μουρμούρισε βραχνά. «Απόψε δεν είχα σκοπό να έρθω»,
είπε τελικά. «Είχα αποφασίσει να το σταματήσω εδώ».
«Μ ετά», της είπε μ' ένα πικρό γέλιο, «βρέθηκα ν’ ανοίγω την
πόρτα σου. Έτσι, σαν υπνοβάτης. Ξαφνικά ανακάλυψα πως
σου άνοιγα την πόρτα, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, και
χωρίς να έχω καν χτυπήσει πρώτα».
Όχι για τίποτ' άλλο, αλλά επειδή η παρουσία της εκεί, θα απέκλειε
τις νυχτερινές του εξορμήσεις στο δωμάτιο της αδερφής της.
Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, που δεν του είχε δοθεί ο καιρός να
προσαρμοστεί. Τώρα καθόταν και συζητούσε με τη Μ άριον, για
θέματα μάλιστα που τον ενδιέφεραν άμεσα και καυτά, κι
αναρωτιόταν μάταια γιατί δεν μπορούσε καν να πείσει το
μυαλό του να παρακολουθήσει τη συζήτηση.
'Οταν είδε ότι τον Περίμενε ακόμα, η καρδιά του βούλιαξε στο
στήθος του. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω, προσπαθώντας
να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν μια εξαιρετικά επιθυμητή
γυναίκα, κι ότι ο ίδιος δεν την είχε απολαύσει ποτέ του όσο θα
ήθελε.
Ξάπλωσε ωστόσο δίπλα της, την πήρε στην αγκαλιά του, και τη
φίλησε απαλά στα χείλια. Η Μ άριον τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα.
«Ω, αγάπη μου», μουρμούρισε παθιάρικα. «Μ ου έλειψες τόσο...»
Πιστός στο καθήκον, της χάιδεψε απαλά το στήθος. Όταν όμως
επιχείρησε να τραβήξει το νυχτικό για να της φιλήσει τις ρόγες, η
Μ άριον τραβήχτηκε πέρα, και για μεγάλη του ανακούφιση, του
δήλωσε ότι ήταν πτώμα στην κούραση, κι αν δεν τον πείραζε, να
το ανέβαλαν για την επομένη.
Της είπε ότι τον πείραζε, έκανε ακόμα μιαδυο προσπάθειες, έτσι,
για να μην της αφήσει την παραμικρή αμφιβολία, και
μετά επιτέλους ήταν ελεύθερος να παραιτηθεί, να βολευτεί στη
γωνιά του και να ονειρευτεί τη ρόδινη σάρκα της Ραβέλ
Τρέγκαρον.
Από εκείνη τη μακρινή νύχτα στο Ρίο, είχε σχηματίσει γνώμη για
κείνην, και τώρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε φτάσει στο
σημείο να αμφιβάλλει.
Πώς διάβολο είχε καρφωθεί στη Μ άριον η ιδέα ότι η αδερφή της
έκανε έκλυτη ζωή; Γιατί τελικά, αυτό έβγαινε απ’ τα λόγια της.
Ήταν πανέξυπνη γυναίκα, δεν ήταν δυνατόν να τυφλώνει σε
τέτοιο σημείο ο πουριτανισμός της την κρίση της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Η Μ άριον έδινε πάρτι, και φυσικά η Ραβέλ δεν παρευρισκόταν. Ο
Τζεντ δεν την είχε δει σχεδόν καθόλου από χτες το βράδυ, που
είχε γυρίσει απ' το ΧονγκΚονγκ, μόνο για λίγο στο φαγητό, κι είχε
κάθε ευχέρεια να συνειδητοποιήσει πόσο αβάσταχτη ήταν η
έλλειψή της.
Χτύπησε απαλά την πόρτα, και χώθηκε στο δωμάτιο, πριν καν
ακούσει την απάντησή της.
«Δε με νοιάζει. Για τ' όνομα του Θεού, δεν το βλέπεις ότι δε δίνω
δεκάρα; Μ ε θέλεις κι εσύ; Πες μου...»
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απ’ την ευτυχία. Κρεμάστηκε απ'
το λαιμό του, προσφέροντάς του τα χείλια της, το σώμα της, την
ψυχή της ολόκληρη. «Πάρε με... Δε με νοιάζει ούτ' εμένα. Δεν
ξέρω πώς έζησα αυτές τις μέρες...»
Την πέταξε στο κρεβάτι, και την πήρε βίαια, πνίγοντας τα βογγητά
της με το στόμα του. Ήταν τόσο ξαναμμένος, που δεν κράτησε
πάνω από πέντε λεπτά.
Πέντε λεπτά ήταν αρκετά και για κείνην. Μ αζί του, θα της
αρκούσαν και πέντε δευτερόλεπτα. Έφτανε να την αγγίξει, να τη
φιλήσει, να τη σφίξει επάνω του... Έφτανε να τον δει, για να είναι
ολότελα έτοιμη για τον έρωτά του.
«Μ ωρό μου, Ραβέλ, μωρό μου... Δεν ξέρω πώς άντεξα όλες αυτές
τις μέρες. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο πέρα από σένα...
Σε φανταζόμουνα μ’ όλους τους τρόπους. Δεν μπορείς να
διανοηθείς πόσες παραλλαγές φαντάστηκα. Θα τις κάνουμε όλες,
στο υπόσχομαι... Θα κάνουμε έρωτα δέκα φορές την ημέρα. Μ ε
όλους τους πιθανούς τρόπους... Τι λες κι εσύ;»
«Θεέ μου, ήταν κόλαση μακριά σου... Τι έκανες μόνη σου όλες
αυτές τις μέρες;»
«Μ ε σκεφτόσουνα καθόλου;»
Τον κοίταξε κατάπληκτη. Να παίζει μαζί του; Ήταν τρελό και που
το σκεφτόταν. Και γιατί, γιατί επέμενε τόσο να την ακούσει να λέει
κάτι, που θα έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα και για τους δυο
τους;
Της πήρε το πρόσωπο στα χέρια του, και την κοίταξε βαθιά στα
μάτια. Της είπε πνιχτά: «Δεν ξέρω πια τι μου συμβαίνει, αλλά ξέρω
ότι μου συμβαίνει κάτι που δεν το είχα υπολογίσει, και που τώρα
με τρομάζει. Η ζωή μου ολόκληρη ανατρέπεται, Ραβέλ, και δε μου
καίγεται καρφί γι' αυτό. Και θέλω να σ’ ακούσω να μου το λες...»
Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως δεν υπήρχε καμιά περίπτωση
να τον έχει ποτέ δικό της. Όλη της η αγάπη δε θα έφτανε για να
τον αποκτήσει. Το μόνο που μπορούσε να έχει, ήταν μερικές
κλεμμένες νύχτες, κι αυτές για πόσο; Δεν άντεχε ούτε να
σκέφτεται το μετά.
Της πήρε απαλά το χέρι στο δικό του. «Κι εσύ. Αμφέβαλλες;» Αχ,
Ραβέλ, Ραβέλ...
Κι όμως, την αγαπάω, σκέφτηκε σαν χαμένος. Έχω ζήσει μαζί της
τρία χρόνια. Δεν μπορώ να τα διαγράψω έτσι, με μια
μονοκονδυλιά, επειδή μπήκε ξαφνικά το σεξ στη ζωή μου!
Ή μήπως μπορούσε;
Παρακολουθούσε τη Μ άριον που κινιόταν με ασύγκριτη άνεση
ανάμεσα στους διακεκριμένους καλεσμένους της, και με κάθε
λεπτό που περνούσε, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο, ότι
αυτά που τον είχαν θαμπώσει κάποτε επάνω της, έμοιαζαν να
έχουν χάσει τη λάμψη τους, να έχουν ξεθωριάσει απελπιστικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω. Ποτέ δε θα μπορέσω... Όσο το
κάνουμε, τόσο περισσότερο το θέλω...»
«Έλα... έλα, μωρό μου, πιο γρήγορα τώρα...» Πιο γρήγορα, και πιο
γρήγορα, με τις πνιχτές της φωνούλες στ’ αυτιά του... Μ έσα της,
βαθιά μέσα της, κι ακόμα πιο βαθιά, όσο δε γινόταν άλλο. Ποτέ δε
θα το ξεπερνούσε. Ποτέ.
Κι η έκρηξη της ηδονής, κάθε φορά με την ίδια ένταση καιτην ίδια
πληρότητα... Και μετά, τα κεφάλια τους δίπλαδίπλα στο μαξιλάρι, η
ανάσα της στο αυτί του, το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση της...
«Ναι, Τζεντ...»
«Πώς ήταν;»
Δεν είχε την παραμικρή υποψία για το τι γινόταν πίσω απ’ την
πλάτη της. Ο κόσμος της θα κατέρρεε αν το μάθαινε. Κι όσο
για διαζύγιο... Αυτό θα ήταν η χαριστική βολή. Αυτό που
περισσότερο φοβόταν η Μ άριον στη ζωή της - το σκάνδαλο. Ένα
σκάνδαλο απόλυτα συνδεδεμένο με το όνομά της. Η ίδια
θεωρούσε το διαζύγιο σαν το χειρότερο πλήγμα για την καριέρα
ενός πολιτικού. Δε γινόταν να της κάνει τέτοιο κακό. Ποτέ δε θα
τα κατάφερνε να τ’ αποφασίσει.
Διαζύγιο! Δεν του είχε ξαναπεράσει ποτέ αυτή η ιδέα απ’ το μυαλό.
Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να έφτασα ως εκεί! Να
διαλύσω το σπίτι μου, να συντρίψω τη Μ άριον - γιατί; Επειδή έτσι,
στα καλά καθούμενα, με έπιασε σεξουαλικό αμόκ;
Ασυναίσθητα, είχε αρχίσει να της μιλάει για τον εαυτό του, να της
ανοίγει την καρδιά του, όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ
στη Μ άριον. Ήταν τόσο παράξενο να μην το έχει αντιληφθεί
τόσα χρόνια, αλλά ήταν γεγονός: με τη γυναίκα του, που πάντα
πίστευε ότι είχε πνευματική επαφή, ήταν πάντα
κλεισμένος, κουμπωμένος, απρόθυμος κατά κάποιον τρόπο να της
εξωτερικεύσει τις πιο μύχιες του σκέψεις.
Δεν είχε νιώσει ποτέ τη Μ άριον πραγματικά δική του. Δεν είχε
ποτέ αισθανθεί ότι το κορμί της του δινόταν, ότι δεχόταν
ανεπιφύλακτα το δικό του, ότι γίνονταν ένα σε μια στιγμή
τελειωτικής έκστασης, ότι μετά το ταξίδι της ανακάλυψης,
έφταναν στο σημείο της ταύτισης.
Όλα αυτά που ένιωθε τώρα με τη Ραβέλ, δεν τα είχε νιώσει ποτέ
με τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί, και είχε παντρευτεί για να την
έχει δική του για πάντα.
Και κατ’ επέκταση, ένιωθε ότι με τον ίδιο τρόπο του ανήκε και η
ψυχή της, πως το είναι της παραδινόταν στις εξερευνήσειςτου,
πρόθυμο και να πάρει, και να προσφέρει.
«Μ όνο αυτό;»
«Σ’ αγαπώ. Είσαι όλη μου η ζωή, Τζεντ. Δεν υπάρχει τίποτε πέρα
από σένα... Θες να στο λέω συνέχεια; Εμένα δε με πειράζει».
Κι επειδή ένιωθε τόσο ένοχος, γινόταν όλο και πιο διαχυτικός και
πιο τρυφερός μαζί της. Η Μ άριον έμοιαζε να πλέει σε πελάγη
ευτυχίας. Τον αγαπούσε, του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Το
υποκριτικό του φέρσιμο ενίσχυε αυτή της την εμπιστοσύνη.
Ντιπρέ και Λεκλέρκ. Ξανάφερνε στο νου του την αναφορά τους,
λέξη προς λέξη. «Αψογου διαγωγής, παρά το επάγγελμά της...
Τρεις δεσμοί κάποιας διάρκειας... Καμιά ένδειξη έκλυτης ζωής...
Καμιά ένδειξη ότι τη συντηρούσε ποτέ κάποιος άντρας...»
Πίσω απ' την υποκριτική της παράσταση, είχε διακρίνει μια τέτοια
άβυσσο μίσους, που η καρδιά του είχε παγώσει ολότελα.
Ήταν τόσο σοκαρισμένος, που εκείνη τη νύχτα αγνόησε για μια και
μοναδική φορά τη βασανιστική λαχτάρα του για τη Ραβέλ,
κι έμεινε με τις ώρες άγρυπνος στο κρεβάτι, δίπλα στην κοιμισμένη
Μ άριον, ν' ακούει την ήρεμη ανάσα της, και να σκέφτεται, όχι τις
ώρες του έρωτά του με τη Ραβέλ Τρέγκαρον, αλλά την άγνωστη
που συζούσε μαζί του τρία χρόνια τώρα.
Και φυσικά, υπήρχε πάντα εκείνο το φράγμα που τους χώριζε στις
πιο ιδιωτικές τους στιγμές, η απόλυτη έλλειψη επαφής στο σεξ,
γιατί τώρα πια ήξερε, μπορούσε να κοιτάξει πίσω και
να διαπιστώσει με ευχέρεια, ότι όλα αυτά τα χρόνια, ο έρωτάς
του δε σήμαινε τίποτα για τη Μ άριον. Ούτε καν μια κοινή
σωματική ικανοποίηση. Δε συμμετείχε, δε μοιραζόταν τίποτα μαζί
του. Υποκρινόταν ότι το απολάμβανε, για να μην του
δημιουργήσει προβλήματα, ή, πολύ πιθανότερο, για να αποφύγει
τις παραπέρα προσπάθειες από μέρους του να την ικανοποιήσει,
τραβώντας σε μάκρος τη διαδικασία.
Είχε βάλει από μόνος του τον εαυτό του στη θέση του
κατηγορούμενου, και τώρα ένιωθε μόνιμα τόσο ένοχος, που είχε
την τάση να συγχωρεί τα πάντα στη Μ άριον, να δικαιολογεί
τα πάντα, να είναι διπλά καλός και ανεκτικός μαζί της, για να
μην τον τύπτει ακόμα περισσότερο η συνείδησή του.
Ένιωθε τώρα οίκτο γι' αυτήν, και μαζί κάποιο φόβο. Αλλά η πρώτη
και πιο σημαντική του έγνοια ήταν, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, η
Ραβέλ, κι η σκέψη που τον απασχολούσε, ήταν πως έπρεπε με
κάθε τρόπο να την προστατεύσει απ’ το τυφλό μίσος της αδερφής
της.
Τελικά, είχαν πάει μόνο μια φορά ως εκεί, για δυο μέρες. Η ζωή
τους είχε καταντήσει ένα αγχώδες μαγγανοπήγαδο, μ’ εκείνην να
τρέχει με λύσσα πίσω απ’ την καριέρα της, κι εκείνον να φορτώνει
με όλο και περισσότερη δουλειά το πρόγραμμά του, για να γεμίζει
τα κενά της απουσίας της. Και μέσα σ’ αυτό το στρόβιλο
δραστηριοτήτων, είχε χαθεί σιγάσιγά και το νόημα της ζωής τους,
και η ουσία του γάμου τους.
Τώρα, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του γραφείου του, ένιωθε να
αποστασιοποιείται παράδοξα απ’ τη δίνη της καθημερινότητάς
τους. Η Μ άριον βρισκόταν στη Βουλή, το σπίτι αυτή την ώρα
ήταν ήσυχο, κι εκείνος, καθισμένος μπροστά στο δίσκο με τον
καφέ και τα κουλουράκια που του είχε σερβίρει πριν λίγο με όλους
τους τύπους ο μπάτλερ του, προσπαθούσε να βρει κάποια άκρη στο
μπέρδεμα που είχε γίνει η ζωή του.
Λίγο αργότερα, η Ραβέλ ξαναγύρισε, απ’ την άλλη μεριά της αλέας.
Ο σκύλος την ακολουθούσε υπάκουα, φτιάχνοντας μαζί της μια
υπέροχη εικόνα: το φίνο ζώο κι η πανέμορφη κοπέλα, ψηλή,
λεπτή, με τα εβένινα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Ένα
κορίτσι που προσπαθούσε να επιβιώσει μ’ όση περισσότερη
αξιοπρέπεια γινόταν, που αποδεχόταν με κουράγιο τις αναποδιές
και μ’ ευγνωμοσύνη τις λιγοστές της χαρές, χωρίς ν' απαιτεί τίποτε
παραπάνω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Το ψιχάλισμα μεταθαλλόταν γοργά σε μπόρα όταν η Ραθέλ,
τραβώντας αποφασιστικά το σκύλο, χώθηκε απ’ την πίσω
πόρτα στο σπίτι. Τίναξε τα υγρά της μαλλιά, περίπου όπως τίναζε
κι ο σκύλος το βρεγμένο του τρίχωμα, γέλασε λίγο με τον
παραλληλισμό, κι έβγαλε το μπουφάν της. Κρατώντας το στο
μπράτσο, τράβηξε για το δωμάτιό της. Αλλά καθώς διέσχιζε το
χολ, ήρθε να τη συναντήσει ο μπάτλερ.
Το ίδιο πάθαινε κάθε φορά που τον έβλεπε - ακόμα κι όταν απλά
άκουγε τη φωνή του. Τα γόνατά της κόβονταν, η καρδιά της έχανε
χτύπους, την έπιανε μια αλλοπρόσαλλη ταραχή, σαν
να βρίσκονταν στο στάδιο του φλερτ οι δυο τους. Κι όμως,
πήγαιναν τώρα τέσσερις μήνες που τραβούσε αυτή η ιστορία.
Μ ια παγερή σκιά φόβου πέρασε απ’ την καρδιά της. Αλλά όταν
μπήκε στο γραφείο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, ο φόβος
διαλύθηκε μονομιάς. Ο Τζεντ ήρθε προς το μέρος της, με το
ιδιότυπο, νωχελικό, σχεδόν επικίνδυνο βάδισμά του, την πήρε
χωρίς λέξη στην αγκαλιά του, και τα χείλια του βάλθηκαν να
καταβροχθίζουν αχόρταγα τα χείλια της. Όταν την άφησε,
βαριανασαίνοντας, τον ρώτησε πνιχτά: «Γιατί εδώ, Τζεντ; Μ ε
ανησύχησες...»
«Ναι». Ένιωθε άβολα εκεί μέσα, όχι επειδή το δωμάτιο ήταν τόσο
πιο αντρίκιο, αυστηρό και λιτό απ’ όσο το υπόλοιπο σπίτι, αλλά
γιατί, όπως ο καθένας που κρύβει κάποιο ένοχο μυστικό, είχε την
εντύπωση πως τώρα όλο το προσωπικό θ' ασχολιόταν μαζί τους,
πως θα είχαν ξαφνιαστεί εξίσου μ' εκείνην για την αδικαιολόγητη
παρουσία της εκεί μέσα, και θα έβγαζαν τα ανάλογα συμπεράσματα.
Του είπε. Για το πλήγμα που είχε δεχτεί η Μ άριον, για τη στάση
της απέναντι στη Λέσλι, για την αγωνία και τον πόνο της μητέρας
τους όλα τα χρόνια που δεν είχε καμιά επαφή με τη μεγάλη της
κόρη. «Φρόντιζε όμως πάντα να μαθαίνει νέα της», κατέληξε.
«Ήταν περήφανη για τη Μ άριον. Δεν είχαν συναντηθεί πάνω από
δυοτρεις φορές σ’ αυτά τα χρόνια, κι ακόμα και τότε, η Μ άριον
είχε αρνηθεί να της μιλήσει. Ήρθε όμως στην κηδεία». Δεν του
ανέφερε τα υπόλοιπα.
«Δε μου μίλαγε ποτέ γι’ αυτήν. Σαν να μην υπήρχε. Ούτε για τον
πατέρα μου, άλλωστε». Δεν καταλάβαινε γιατί ο Τζεντ ασχολιόταν
ξαφνικά μ' αυτό το θέμα, ούτε γιατί είχε αυτό το ύφος - κλειστό,
απόμακρο, και σαν να τον απασχολούσε κάτι πολύ διαφορετικό απ’
τις απαντήσεις της.
«Εσύ πώς θα χαρακτήριζες τις σχέσεις σας; Όχι μόνο τότε, αλλά
και τώρα».
«Όχι...»
«Δεν μπορώ να κρατηθώ λεπτό μαζί σου...» Της φίλαγε τις ρόγες,
πιπιλώντας τις σαν να ήταν καραμέλες. «Είναι μαρτύριο να πρέπει
να περιμένω, να ξενυχτάω, να σε φαντάζομαι...» Κατέβασε το
φερμουάρ του, και τη βοήθησε να χώσει το χέρι της στο άνοιγμα.
Μ ’ ένα βογγητό απόλαυσης, γλίστρησε πιο κάτω στον καναπέ,
τραβώντας την από πάνω του. Η ανάσα του κοβόταν, κι ήταν τόσο
φουντωμένος, που απ’ την πείρα της μαζί του, η Ραβέλ ήταν
σίγουρη πως τίποτα πια δε θα μπορούσε να τον σταματήσει, ούτε
ακόμα και κάποια πιθανή εμφάνιση του μπάτλερ στην πόρτα.
Όταν έκαναν έρωτα, δεν τους ένοιαζε πια τίποτα. Ήταν ένας
σίφουνας πάθους, που δεν έλεγε να κοπάσει.
«Έλα», του είπε ξέπνοα. «Έλα...» Βρισκόταν τώρα από πάνω της,
παλεύοντας πυρετικά με το παντελόνι του, το παντελόνι της, τα
εσώρουχά τους που έμπαιναν συνέχεια στη μέση. «Θα σε πάρω
έτσι», της είπε κοντανασαίνοντας. «Έτσι...» Της τράβηξε το
παντελόνι, και το άφησε να κρέμεται απ’ το ένα μπατζάκι. Της
τράβηξε και το σλιπ με τον ίδιο τρόπο. Έσκυψε και τη φίλησε
ανάμεσα στα πόδια, περνώντας ξαναμμένος τη γλώσσα του πάνω
απ' το πιο ευαίσθητο της σημείο. Αλλά ήταν πολύ αναμμένος για
να ασχοληθεί στα σοβαρά με τα παιχνιδάκια. Της σήκωσε ψηλά το
ένα πόδι, και μ’ ένα βαθύ βογγητό, χώθηκε μέσα της. «Μ η... μη
φωνάξεις», της είπε ξέπνοα, και της έκλεισε το στόμα με τα χείλια
του. Βάλθηκε να πηγαινοέρχεται μ’ ορμή
μέσα της, στον ίδιο βίαιο ρυθμό που την ξετρέλαινε κάθε φορά, κι
η λεκάνη της ακολουθούσε πιστά τις κινήσεις του, ανεβαίνοντας
για να συναντήσει και να κολλήσει στο σώμα του. Πνιχτοί ήχοι
έρωτα και ηδονής γέμισαν το δωμάτιο, κι ανάμεσά τους, ψιθυριστά
λόγια πάθους.
«Πώς το νιώθεις;»
«Μ ωρό μου... ναι, τώρα. Τώρα... Έλα - μαζί μου... Ω, Θεέ μου,
τώρα...»
Τα χείλια του σάλεψαν στην αρχή μιας λέξης, αλλά δεν πρόλαβε
να την προφέρει. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνέβη αυτό που
ήταν σίγουρος ότι δε γινόταν να συμβεί: άρχισε ν’ ανοίγει η πόρτα.
Πίσω απ’ το βαρύ της ξύλο, δεν είχαν ακούσει κανέναν ήχο. Αλλά
τώρα, απ’ το άνοιγμα, αντηχούσε ήδη μια γνωστή, ραφινάτη,
ξένοιαστη φωνή, που έλεγε το όνομά του. «Τζεντ, αγάπη μου, δεν
»
Φόρεσε και την μπλούζα της, και σωριάστηκε σαν άδειο σακί στον
καναπέ. Έτρεμε τώρα σπασμωδικά, το κεφάλι της γύριζε, της
φάνηκε ότι θα λιποθυμούσε.
Χρειάστηκε να μαζέψει όλες της τις δυνάμεις για να βγει από κει
μέσα, και να φτάσει εξουθενωμένη ως το δωμάτιό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ο Τζεντ ανέβηκε τέσσερατέσσερα τα σκαλοπάτια ως το πάνω
πάτωμα. Ενστικτώδικα, ήξερε πού θα είχε καταφύγει η Μ άριον
όχι στο υπνοδωμάτιό τους, αλλά στη δική της κρεβατοκάμαρα,
εκεί που μπορούσε ν' απομονώνεται σε κάθε περίπτωση που ήταν
στρεσαρισμένη.
Την είχε φωνάξει στο γραφείο του, ακριβώς για να αποφύγει τον
πειρασμό να της κάνει έρωτα. Ήθελε μόνο να
συζητήσουν, ψύχραιμα και συγκρατημένα, για να μπορέσει να βρει
κάποια άκρη σχετικά με τις αντιδράσεις της Μ άριον. Αλλά ούτε το
ψυχρό, αντιερωτικό περιβάλλον του γραφείου του, μπορούσε
πια να επιδράσει κατευναστικά στις ορμές του. Έχανε
κυριολεκτικά το μυαλό του όσο ήταν μαζί της, όπου και νά ταν, σε
οποιαδήποτε ώρα.
Αλλά είχε συμβεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Τους είχε πιάσει
η ίδια, να το κάνουν μέραμεσημέρι, μέσα στο ίδιο της το σπίτι, και
δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία, κανένα ευγενικό πρόσχημα, καμιά
υπεκφυγή που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Δεν ήξερε καν τι
θα είχε ν’ αντιμετωπίσει, ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς θα
αντιδρούσε η Μ άριον. Το μόνο που ήξερε, ήταν ότι ακόμα και
τώρα, δεν ήθελε να την πληγώσει. Θα έδινε οτιδήποτε για να
μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο, και να την απαλλάξει απ’ την
τραυματική αποκάλυψη.
Ο Τζεντ έκανε δυο βήματα προς το μέρος της. Ξαφνικά, δεν είχε
ιδέα πώς ν' αρχίσει. Είχε ως εκείνη τη στιγμή την
αόριστη εντύπωση πως θα την έβρισκε να κλαίει απαρηγόρητα,
πεσμένη στο κρεβάτι ή κλειδωμένη στο μπάνιο, ή έστω, έξαλλη απ’
την οργή. Περίμενε δάκρυα και κατηγορίες, οργή, απελπισία,
απειλές ίσως. Η ηρεμία της ανέτρεπε όλα του τα προγνωστικά.
«Ναι - για την ώρα». Πήγε στην ντουλάπα της, και θάλθηκε να
ψάχνει για κάτι πιο πρόχειρο απ’ αυτό που φορούσε. «Λυπάμαι
που ήρθαμε όλοι σε τέτοια αμηχανία, αλλά φαντάζομαι μπορούμε
να το ξεπεράσουμε με λίγη καλή θέληση».
Βρέθηκε κοντά της μ’ ένα πήδημα. «Τι στο διάβολο μου λες τόση
ώρα;» Την είχε αρπάξει απ' τους ώμους, σχεδόν την
ταρακουνούσε, αντιδρώντας βίαια στο γεγονός ότι δεν την
καταλάβαινε, του ήταν αδύνατο να την ψυχολογήσει, κι ότι εκείνη
δεν του άφηνε ούτε το περιθώριο να της ζητήσει συγνώμη.
Την κοίταζε τώρα σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. «Το πιστεύεις
αυτό που λες;»
«Και βέβαια».
Την κοίταζε σαν να μην την είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, και
ξαφνικά κάποιο φως άστραψε στο μυαλό του, και είπε ξερά,
κόβοντάς τη στα μισά: «Το ήξερες, και το δεχόσουνα. Αλλά
όχι μόνο αυτό. Το περίμενες κιόλας. Απ’ την αρχή - έτσι δεν είναι,
Μ άριον; Περίμενες πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, αργά ή
γρήγορα. Ήξερες ότι θα χρειαζόμουνα και κάποια άλλη γυναίκα.
Σωστά τα λέω;»
«Γι' αυτό το λόγο την έφερες εδώ, έτσι δεν είναι; Όχι για να της
προσφέρεις βοήθεια. Απλά και μόνο για να μου τη ρίξεις στα
πόδια. Έτσι δεν είναι; Λέγε!»
«Τζεντ, για τ’ όνομα του Θεού, χάνεις κάθε έλεγχο!». Ξέφυγε απ'
το σφίξιμό του, και βάλθηκε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο.
«Γιατί προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ένοχη;»
Και ξαφνικά, η οργή του ξεθύμανε με την ίδια ταχύτητα που είχε
φουντώσει. Έμεινε να την κοιτάζει μ’ απάθεια, σαν να την έβλεπε
για πρώτη φορά, και απλά να την εκτιμούσε πρόχειρα με το μάτι.
«Κάθισε», της είπε ήρεμα. «Ας το συζητήσουμε, εντάξει; Δε γίνεται
τώρα να τ’ αφήσουμε στα μισά».
«Όχι», του είπε ήρεμα, σαν να συζητούσαν για τον καιρό. « Ήξερα
ότι επρόκειτο μόνο για ένα είδος... εκτόνωσης. Δεν είχε καμιά
σχέση μ' εσένα κι εμένα, ή με τα αισθήματά μας. Θα μ’ ενοχλούσε
πολύ περισσότερο αν κατέληγες να δημιουργήσεις κάποιον πιο
ουσιώδη δεσμό. Κι αν μαθευόταν, φυσικά».
«Αγάπη μου», του είπε με κάτι σαν απελπισία, «μην κάνεις ότι δεν
καταλαβαίνεις... Φοβόμουνα - φοβόμουνα τόσο πολύ ότι θα με
έβρισκες ανεπαρκή... Έτρεμα στην σκέψη ότι μπορεί να έψαχνες
για κάτι άλλο, και μετά να βρισκόσουνα μπλεγμένος στα σοβαρά.
Τζεντ, αγάπη μου, δε θα το άντεχα να δημιουργήσεις δεσμό με
κάποια άλλη γυναίκα. Δε θα το άντεχα να έρθεις μια μέρα και να
μου πεις, “αγαπώ κάποιαν άλλη, και χωρίζουμε”. Ξέρω πόσο
εύκολα μπορεί να εξελιχτεί μια σεξουαλική σχέση σε κάτι πιο »
πώς κάνουν οι άντρες για να κοιμηθούν μαζί της. Τους έχω δει να
την κοιτάζουν. Σαν πεινασμένοι κάνουν. Έχει αυτόν τον φτηνό,
πρόστυχο τύπο που ξεσηκώνει. Υπολόγισα πως - πως δε θα σου
ήταν δύσκολο να τη βρεις ελκυστική για κάτι τέτοιο. Κι υπέθεσα
ότι δε θα σου έλεγε όχι».
«Πώς έτσι;»
Του πέταξε βίαια, σφυριχτά σχεδόν: «Δεν είναι παρά μια φτηνή
πόρνη. Γιατί να πει όχι σ' εσένα; Δεν είχε τίποτα να χάσει, κι όλο
και κάτι θα κέρδιζε, σίγουρα!»
Του είπε εκνευρισμένη: «Φυσικά και όχι. Μ ’ αυτή την πόρνη; Για
τ’ όνομα του Θεού, Τζεντ, ας σοβαρευτούμε λίγο. Κανείς ποτέ δεν
πήρε τη Ραβέλ στα σοβαρά, αν θες να μάθεις. Σαν βρόμικο ρούχο
την πετούσαν οι άντρες από πάνω τους», παρατήρησε χαιρέκακα.
«Μ πορεί να τη θέλουν όλοι στο κρεβάτι τους, αλλά κανείς ποτέ δε
θέλησε να την κρατήσει. Κι εσύ, αγάπη μου, είσαι πολύ
εκλεκτικός. Τι παραπάνω να ζητούσες από ένα ηλίθιο, ανεγκέφαλο
πορνίδιο; Ξέρω καλά ποιο είδος γυναίκας σου αρέσει, κι η Ραβέλ
οπωσδήποτε δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος». Σηκώθηκε απότομα,
αποφασισμένη να δώσει τέλος σ’ αυτή την “κακόγουστη”, όπως
την είχε χαρακτηρίσει, συζήτηση. «Ξέρω για ποιο πράγμα τη
θέλεις, και ειλικρινά, σε κατανοώ απόλυτα. Μ πορείς να συνεχίσεις
μαζί της, για όσο θέλεις. Από μένα, δε θα έχεις καμιά ανάμιξη σ’
αυτό το θέμα. Θα είμαι εξαιρετικά διακριτική, και δεν πρόκειται να
το αναφέρω ξανά. Κι ούτε θα επηρεαστεί η δική μας σχέση απ’
αυτό το γεγονός, νά ’σαι σίγουρος. Σ’ αγαπώ, Τζεντ, και »
Το χέρι της προσγειώθηκε βίαια στο μάγουλό του, και για λίγα
δευτερόλεπτα, έμεινε να τον κοιτάζει βαριανασαίνοντας, με
τα μάτια να πετάνε σπίθες οργής - και τρέλας. Ύστερα κατέρρευσε
απότομα, σωριάστηκε στο κρεβάτι, και βάλθηκε να κλαίει
με λυγμούς. «Δεν καταλαβαίνεις», έλεγε μέσ’ από τ’
αναφιλητά της. «Δεν μπορείς να καταλάβεις... Δε θέλω σεξ. Δε
θέλω! Ποτέ δεν ήθελα. Δε μ’ ενδιαφέρει... Δε μ’ αρέσουν καν οι
άντρες...»
Για να μην την πληγώσει, του είχε περάσει απ’ το μυαλό ακόμα κι η
σκέψη να θυσιάσει τη Ραβέλ.
καριέρα μου;»
Της είπε ψυχρά, λύνοντας τα μπράτσα της απ' τη μέση του: «Θα
επιβιώσεις μια χαρά, Μ άριον, κι εσύ κι η καριέρα σου. Κι ούτε
θα σου κόψω εντελώς την επιχορήγηση, μη φοβάσαι. Θα
φροντίσω να μην ξεμείνεις από ρευστό στο μέλλον. Δε σ' αγαπώ
πια, αλλά κάποτε σ' αγαπούσα, κι αυτό για μένα μετράει ακόμα».
Στράφηκε, ίσα για να της πετάξει ξερά: «Να βρω τη Ραβέλ, και να
την πάρω από δω μέσα».
Έτρεξε και τον άρπαξε απ’ το μπράτσο, προσπαθώντας μ' όλες της
τις δυνάμεις να τον τρβήξει πίσω. «Τζεντ, όχι, όχι! Δεν είναι
δυνατόν! Δε θέλεις στ’ αλήθεια να μ' αφήσεις... Για χάρη της; Δεν
μπορεί να το εννοείς!»
«Μ άριον», της είπε ξερά, πολύ κοντά στα όρια της υπομονής του,
«θα σου πω κάτι, κι αν θέλεις πίστεψέ το - δικό σου θέμα. Μ έχρι
που μπήκα εδώ μέσα, ήμουνα διατεθειμένος να κάνω τούμπες για
να με συγχωρήσεις. Ήμουνα σε κατάσταση σοκ, όχι επειδή με είχες
πιάσει επ’ αυτοφώρω, ούτε επειδή φοβόμουνα τις αντιδράσεις σου,
αλλά επειδή σκεφτόμουνα πόσο σε είχα πληγώσει, κι η καρδιά μου
μάτωνε για σένα. Αντιμετώπιζα ακόμα και την προοπτική να
διακόψω με τη Ραβέλ για χάρη σου ακόμα κι αυτό, αφού θέλεις να
το μάθεις. Μ ου πέρασε ακόμα κι αυτό απ' το νου. Και για να
καταλάβεις πόσο μεγάλη θα ήταν αυτή η θυσία, αρκεί να σου πω
ότι δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα όσο την αδερφή σου. Είμαι
τρελός για κείνην, Μ άριον, κι όχι μόνο σεξουαλικά. Είμαι τρελός
απ’ τη μέρα που την πρωτοείδα, πριν ένα χρόνο, στο Ρίο - δεν το
ήξερες αυτό, βέβαια, και τώρα δεν έχω όρεξη για εξηγήσεις».
Σταμάτησε, πήρε βαθιά ανάσα, και πρόσθεσε ξερά πριν βγει απ’ την
πόρτα: «Τώρα ξέρω πως τίποτε δε θ’ άξιζε αυτή τη θυσία. Θα
χωρίσουμε και θα την παντρευτώ, Μ άριον, ακόμα κι αν σε πιάνει
από μια υστερική κρίση την ημέρα. Αλλά για την ώρα, μ’
ενδιαφέρει να την απομακρύνω από σένα. Όχι μόνο για να μπορώ
να περνάω μαζί της κάθε λεπτό της κάθε μέρας, αλλά κι επειδή η
παρουσία σου μου φέρνει μια πολύ δυσάρεστη ναυτία».
Λίγο πιο κάτω στο διάδρομο, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της
Ραβέλ, και πριν την ανοίξει, πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας
απεγνωσμένα να ηρεμήσει. Μ ωρό μου, σκέφτηκε, αγάπη μου, πώς
θα μπορούσα ποτέ να παραιτηθώ από σένα;
Την αγαπούσε με μια πληρότητα που τον εκστασίαζε, και μαζί τον
τρομοκρατούσε με την έντασή της. Κι ως τότε δεν της το είχε πει
ούτε μια φορά, ακόμα κι όταν το έλεγε ο ίδιος στον εαυτό του.
Θα της το έλεγε τώρα. Θα της το έλεγε σ’ όλη τους τη ζωή από κει
και πέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Απ’ την πρώτη κιόλας πρόβα, η Ραβέλ άρχισε να φοβάται πως δε
θα τα κατάφερνε. Η μέση της πονούσε πάλι φοβερά. Τον τελευταίο
καιρό, δεν την είχε πειράξει καθόλου, κι αυτό την είχε ξεγελάσει.
Άρκεσε όμως να σηκώσει το πόδι λίγο πιο ψηλά απ’
το συνηθισμένο, για να νιώσει έναν πόνο σαν σφάχτη στην
πλάτη. Σφίγγοντας τα δόντια, είχε συνεχίσει πεισματικά, αλλά
φυσικά, η απόδοσή της ήταν επιεικώς απαράδεκτη.
Έτσι, στη δεύτερη πρόβα πονούσε λιγότερο, αλλά είχε ένα τέτοιο
γενικό χάλι, που πάλι η απόδοσή της ήταν απαράδεκτη. Έχανε το
ρυθμό, έχανε τα βήματά της. Το κεφάλι της ήταν τόσο θολό, που
δεν άκουγε ούτε τις οδηγίες του χορογράφου. Το μόνο που ήθελε,
ήταν να πέσει ξέπνοη σε μια γωνιά, και να κλείσει τα μάτια.
Και στο μεταξύ, μπορεί να βρισκόταν στη θέση να ψάχνει και για
καινούρια δουλειά.
Κι ύστερα, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανακάλυψε ότι ήταν και
έγκυος.
Γύρισε σωστό ράκος στο διαμέρισμα, έπεσε σαν σακί στο κρεβάτι,
και βάλθηκε να κοιτάζει τον τοίχο απέναντί της. Και τώρα,
σκεφτόταν, τώρα τι κάνουμε;
Δεν μπορούσε.
σαν άδειο σακί στο παρκέτο, ανάμεσα στα πόδια που τινάζονταν
και στους γοφούς που λυγιόνταν στο ρυθμό του κανκαν.
Τώρα την κοίταζε να χορεύει ανάμεσα στ’ άλλα κορίτσια, και του
φαινόταν ότι η καρδιά του θα έσπαγε από αγάπη, κι απ’ τη λαχτάρα
του να ορμήσει και να την πάρει στην αγκαλιά του.
«Έγκυος θά ’ναι», είπε μια απ’ τις κοπέλες στα γαλλικά, δίπλα του,
αλλά την αγνόησε, όπως αγνοούσε κι όλους τους υπόλοιπους γύρω
του. Κι όπως μια φορά στο Ρίο, πέρασε τα μπράτσα του κάτω απ’
το σώμα της Ραβέλ, την ανασήκωσε και την κράτησε σφιγμένη
πάνω στο στήθος του. Τράβηξε προς την πόρτα σχεδόν στα τυφλά,
με τα μάτια καρφωμένα στο χλομό πρόσωπο του κοριτσιού,
ελπίζοντας ότι θα την έβλεπε ν’ ανοίγει τα μάτια, κι αδιαφορώντας
εντελώς για τον τύπο που προσπαθούσε να του κλείσει το δρόμο.
«Ε, κύριος, τι νομίζεις ότι κάνεις; Πού πας; Άσ’ την κοπέλα
κάτω!»
Τα πόδια του έτρεμαν, όχι από το βάρος της Ραβέλ - ποτέ δεν του
είχε φανεί ελαφρότερη - αλλά απ’ την αγωνία. Κάθισε σε μια
καρέκλα δίπλα στην έξοδο, κρατώντας την συνέχεια σφιχτά στην
αγκαλιά του, παρακολουθώντας το ρυθμό της ανάσας της, το
χρώμα που επέστρεφε λίγολίγο στο πρόσωπό της. Ένιωθε, χωρίς
στην ουσία να τους βλέπει, τους ανθρώπους γύρω τους. Πίσω
στην πίστα, τα κορίτσια είχαν σταματήσει, και παρακολουθούσαν
με περιέργεια.
Κάποια καινούρια φωνή του είπε, «με συγχωρείτε, κύριε, αλλά δεν
μπορείτε να πάρετε έτσι το κορίτσι! Ποιος είστε, τέλος πάντων,
και τι θέλετε; Πώς μπήκατε εδώ μέσα;»
Ο Τζεντ σήκωσε τα μάτια, και του είπε παγερά: «Δικό σου είναι το
μαγαζί;» Κι όταν ο άλλος έγνεψε ναι με το κεφάλι, εκείνος
συνέχισε με τον ίδιο πολικό τόνο: «Είμαι ο Τζεντ Σέιμουρ, κι αυτή
εδώ είναι η γυναίκα μου. Δεν έχω ιδέα τι της κάνατε και τη φέρατε
σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά δε νομίζω πως θα δυσκολευόμουνα
πολύ να το ανακαλύψω. Φαντάζομαι δεν έχεις διάθεση για
φασαρίες - ή κάνω λάθος;»
Κανείς δεν τόλμησε να του πει κουβέντα από κει και πέρα.
Κάποιος είπε μόνο να φέρουν γρήγορα νερό για την κοπέλα, και
ένα ποτό για τον κύριο Σέιμουρ.
«Βάλ' τα στην τσέπη μου», του είπε ο Τζεντ, χωρίς να πάρει λεπτό
τα μάτια του απ’ το πρόσωπο της Ραβέλ. Κάποιος είπε, «το νερό,
κύριε», αλλά τον αγνόησε. «Τζεντ», είπε αδύναμα η κοπέλα, «ω,
Τζεντ... τι κάνεις εδώ;»
Μ ια αρχή χαμόγελου φάνηκε και στα δικά του χείλια. «Δεν ξέρεις;
Φροντίζω τα συμφέροντά μου. Ήρθα να δω πώς θα πάρω πίσω όσα
έχω επενδύσει σε σένα».
Όλη του όμως η οργή έσβησε όταν την έβαλε πάλι στη Μ ερσεντές,
και στράφηκε να την κοιτάξει. Το χρώμα της τώρα είχε ζωηρέψει,
και στα μάτια της καθρεφτίζονταν πράγματα που έκαναν την
καρδιά του να λιώνει κυριολεκτικά στο στήθος του. Κι έτσι, αντί
να της βάλει τις φωνές, ή ακόμα και να της δώσει εκείνο το γερό
χέρι ξύλο που σκεφτόταν, την τράβηξε μ’ ένα βαθύ στεναγμό στην
αγκαλιά του, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, κι είπε
πνιχτά: «Δεν είχες σκοπό να μου το πεις, έτσι δεν είναι;»
«Είσαι τρελή;» τη ρώτησε πνιχτά. «Τι είναι αυτά που μου λες;»
«Κάνε μου τη χάρη», της είπε κοφτά, «κάνε μου τώρα τη χάρη να
μην ξαναπείς λέξη μέχρι να πάμε στο ξενοδοχείο μου. Κι εκεί, νά
σαι σίγουρη, θα βρούμε χωρίς δυσκολία ποιος έχει
ποια υποχρέωση».
«Ούτε εγώ». Έφερε το λεπτό της χέρι στα χείλια του. «Κι ούτε θα
υπήρχε καμιά περίπτωση ποτέ να το ξεπεράσω. Είμαι τρελός για
σένα, όσο ήμουνα πάντα. Από εκείνη τη νύχτα στο Ρίο». Ύστερα
ένιωσε πως αυτό δεν ήταν αρκετό, κι είπε σιγανά: «Είμαι τρελός
από έρωτα. Σ’ αγαπώ περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, Ραβέλ.
Είναι τόσο απλό - δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου. Να γιατί ήρθα».
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι μου πέρασε απ’ το νου. Δεν μπορώ να σου
εξηγήσω πώς ένιωσα... Σαν να μη μ’ ενδιέφερε πια τίποτα, ούτε η
μέση μου, ούτε το μωρό, ούτε αν θα ξανάτρωγα από κει και πέρα...
Δε γινόταν να ζήσω χωρίς εσένα. Δε γινόταν να το ξεπεράσω. Θα
κάνω ό, τι θέλεις εσύ, Τζεντ... Αν με θέλεις ακόμα, αν έρχεσαι
πότεπότε να με βλέπεις, θα είναι εντάξει για μένα. Φτάνει μόνο να
έχω μια ελπίδα... Δε θα σου φέρω δυσκολίες, δε θα έχω καμιά
απαίτηση. Κι όσο για το μωρό, στ’ ορκίζομαι, θα το ρίξω αμέσως.
Ποτέ δε θα μου περνούσε καν απ’ το μυαλό να σε μπλέξω σε κάτι
τέτοιο. Δεν ήθελα να το μάθεις ήταν ατυχία που βρισκόσουνα εκεί
όταν...»
«Είσαι τρελή», της είπε μ’ ένα πνιχτό βογγητό. «Τι στο διάβολο
μου λες τόση ώρα; Δεν κατάλαβες τίποτα - ή δε θέλεις να
καταλάβεις;»
Της είπε βραχνά: «Αν τολμάς, ρίξ’ το. Αλλά δε θα ευθύνομαι μετά
εγώ για τις συνέπειες».
«Τη λυπάμαι», είπε αχνά η Ραβέλ. «Της έκανα μεγάλο κακό, ενώ
εκείνη είχε σπεύσει να με βοηθήσει...»
«Αυτό ας το συζητήσουμε κάποια άλλη φορά», της είπε κοφτά,
αλλά ο τόνος του μαλάκωσε όταν την κοίταξε στα μάτια. «Μ η
μετανιώνεις, εντάξει;»
«Στο Ρίο;»
«Αν πεινάς πολύ», βόγγηξε στ' αυτί της ο Τζεντ, κι είχε αρχίσει
κιόλας να κουνιέται ρυθμικά μέσα της, «αν όντως πεινάς πολύ»,
και τα χέρια του βρέθηκαν, το ένα στο στήθος της και το άλλο στο
ευαίσθητό της σημείο, «μπορώ σε κάθε στιγμή να το βγάλω πάλι...»
Της το έκανε για λίγο έτσι, ύστερα την έφερε από κάτω κι έγειρε
από πάνω της, για να μπορεί να της το κάνει κοιτάζοντάς την στα
μάτια. Μ πήκε μέσα της, κι εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη
μέση του, και τα μπράτσα της γύρω απ' το λαιμό του. Η ίδια
θάλασσα πόθου, αγάπης, παράδοσης, αναδευόταν στα βαθυγάλανα
μάτια της, καθώς αυτός έμπαινε κι έβγαινε ρυθμικά μες στο κορμί
της. «Αγάπα με», της έλεγε πνιχτά. «Αγάπα με, Ραβέλ, αγάπα με...
Μ ε το κορμί σου, με την ψυχή σου, μ’ όλο σου το είναι...»
«Σ’ αγαπώ», του ψιθύριζε μέσ’ απ’ τα βογγητά της. «Για πάντα...
Τώρα, πάντα, πάντα, ωωω...»
Πήρε γι’ άλλη μια φορά το σώμα της και το έφερε αβίαστα στο
αποκορύφωμα. Τέλειωσε στην αγκαλιά της, μισό λεπτό μετά από
κείνην, προφέροντας βραχνά το όνομά της, κοιτάζοντάς την στα
μάτια, πίνοντας απ’τα βάθη τους την ψυχή της ολόκληρη, ατόφια,
ολόγυμνη, και δική του.
ΤΕΛΟΣ