You are on page 1of 274

Tango

Η ένταση της επιθυμίας, ο ίλιγγος των αισθήσεων, η έκστάση του


έρωτα, σε μια σύγχρονη, συναρπαστική σειρά για σας που έχετε
βαρεθεί τις ανούσιες ιστορίες αγάπης.

Το πάθος στη ζωή σας

νύχτα καρναβαλιού
Θα μπορούσε να μείνει έτσι να τη φιλάει μέρες ολόκληρες. Τα
χείλια της μύριζαν άνοιξη, το σώμα της αναριγούσε στα μπράτσα
του. η καυτή της ανάσα περνούσε απ' το στόμα της στο στόμα του.
κι ήταν τέτοια η ανταπόκρισή της στο φιλί του. που για λίγα λεπτά
ξέχασε τα πάντα, απολύτως τα πάντα, πέρα απ' το κορίτσι που
έτρεμε στην αγκαλιά του, και το τι του έκανε με το σώμα της.

Τα πάντα μπορούν να συμβούν μια νύχτα καρναβαλιού στο Ρίο,


αλλά όταν ο Τζεντ Σέιμουρ έσωσε εκείνο το άγνωστο κορίτσι απ'
τα χέρια ενός κτηνώδους βιαστή, δεν είχε καμιά διάθεση για
παραπέρα μπλεξίματα - δε θα είχε, ακόμα κι αν ήταν ελεύθερος να
μπλέξει. Δεν είχε σημασία αν η άγνωστη ήταν το ωραιότερο
πλάσμα που είχε δει ποτέ του. αν τώρα βρισκόταν στο κρεβάτι του,
κι αν αναστάτωνε τις αισθήσεις του όσο καμιά άλλη γυναίκα μέχρι
τότε. Μ ια νύχτα ήταν, θα περνούσε, και το πρωί οι δρόμοι τους θα
χώριζαν πάλι, και δε θα συναντιόντουσαν ποτέ ξανά στο μέλλον.

Όλ' αυτά τα ήξερε καλά κι η Ραβέλ Τρέγκαρον - η στάση του δεν


άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. Τους είχε ενώσει μια τυχαία
συγκυρία, μια νύχτα μαγείας και τρέλας, που δεν είχε καταλήξει
πουθενά. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον ξαναδεί, αλλά δε θα
ξεχνούσε ποτέ εκείνον τον υπέροχο άντρα που την είχε σώσει
κάποτε στο Ρίο. και που δεν της είχε πει ούτε το όνομά του.

Κανείς απ' τους δυο τους δεν μπορούσε να φανταστεί, εκείνη τη


νύχτα του καρναβαλιού, ότι οι δρόμοι τους είχαν ήδη μπλεχτεί
αξεχώριστα, κι ότι η μοίρα τους οδηγούσε σ' ένα οδυνηρό
αδιέξοδο, σ' ένα παιχνίδι έρωτα, πάθους και προδοσίας...

νύχτα καρναβαλιού
στεφάνι γουέμπ
Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΒΕΛΙΝ ΓΕΡΑΡΔΟΥ

COSM OBOOKS

ΑΘΗΝΑ

ΝΥΧΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: A NIGHT


IN RIO COPYRIGHT: STEPHANIE WEBB 1991 COPYRIGHT
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ
COSM OBOOKS ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ 5 176 72 ΚΑΛΛΙΘΕΑ Τηλ.
95.84.594 - 95.92.914

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή αναδημοσίευση των βιβήίων με το


σήμα COSM OBOOKS LTD ή μέρους αυτών χωρίς τη γραπτή
άδεια του εκδότη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ακόμα και μακριά απ’ τις λεωφόρους όπου ξετυλίγονταν οι
μεγαλόπρεπες, εντυπωσιακές “ντεσφίλες”, ακόμα και στις κορυφές
των λόφων που πλαισίωναν την πόλη, στα πιο απομονωμένα της
σημεία, στα κλειστά σαλόνια των επαύλεων και στην καρδιά των
ιδιωτικών πάρκων, ήταν αδύνατο να το αποφύγεις: ο βαθύς,
υπνωτιστικός ήχος των τυμπάνων, διείσδυε παντού αλύπητα,
κουβαλώντας μαζί του το ρυθμό της σάμπας, το χτύπο της καρδιάς
μιας ολόκληρης πόλης, που παραδινόταν χωρίς αντίσταση στο
ξεφάντωμα.

Στ' αλήθεια, δε γινόταν να ξεφύγεις από μια νύχτα καρναβαλιού


στο Ρίο.

Για τον Τζεντ Σέιμουρ δεν ήταν καν η πρώτη φορά. Του είχε τύχει
και στο παρελθόν, να περάσει το καρναβάλι στη βραζιλιάνικη
πρωτεύουσα. Είχε ξανακούσει τα “σούρντος” να χτυπούν
μέρανύχτα ακατάπαυστα, ξεσηκώνοντας την πόλη.
Είχε ανακατευτεί κι άλλες φορές με το πολύβουο, μασκαρεμένο,
ασυγκράτητο πλήθος που ξεχυνόταν στους δρόμους από
κάθε κατεύθυνση, απ’τις πλούσιες συνοικίες και τις φαβέλες
στους λόφους, απ’ τις μεσοαστικές συνοικίες και τα πανάκριβα
ξενοδοχεία στην Κοπακαμπάνα. Είχε παρακολουθήσει τις
μεγάλες και τις μικρές "ντεσφίλες”, τις παρελάσεις στις αβενίντας.
Και κάθε φορά, είχε αφεθεί να γευτεί ως το τέλος την τρέλα, την
υστερία και το παραλήρημα ενός καρναβαλιού, που ήταν
χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη στιγμή στη ζωή αυτής της
μοναδικής πόλης.

Κανονικά, θα έπρεπε να έχει τη δύναμη ν’ αγνοήσει το κάλεσμα


των τυμπάνων. Κι επιπλέον, ήταν πνιγμένος στη δουλειά. Πάνω
στο μαονένιο γραφείο του, τα χαρτιά σχημάτιζαν σωρούς

που είχαν αρχίσει να γίνονται απειλητικοί με το ύψος τους.


Σχέδια, προσχέδια, λογαριασμοί, υπομνήματα, πλάνα κατασκευών,
χειρόγραφες σημειώσεις των γραμματέων του, υπουργικές
αποφάσεις και αντίγραφα νόμων, τροπολογιών ή νομοσχεδίων,
αναφορές των οικονομικών του συμβούλων, προτάσεις μηχανικών
και οικολόγων... Μ όνο που τα έβλεπε, του ’ρχόταν ζαλάδα. Και
είχε μόνο δύο μέρες για να τα μελετήσει και να τα αξιολογήσει. Σε
οχτώ μέρες έπρεπε να βρίσκεται πίσω στην Αγγλία, έχοντας στο
μεταξύ δώσει τις οριστικές κατευθυντήριες γραμμές για την
κατασκευή του φράγματος στο Ροζάριο.
Όσο ικανά κι αν ήταν τα στελέχη της εταιρίας του, που δούλευαν
δυο χρόνια τώρα πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο, την τελική γραμμή,
αναπόφευκτα, θα την έδινε μόνο εκείνος. Δεκαπέντε μέρες τώρα
ασχολιόταν με το θέμα, ανάμεσα σε συναντήσεις με αρμόδιους, με
υπουργούς, τοπικούς παράγοντες, και τους υπόλοιπους
συνεργαζόμενους επιχειρηματίες. Κι ακόμα δεν είχε καταφέρει να
έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του πράγματος.

Σ' αυτό ίσως έφταιγε η κοινωνική ζωή στο Ρίο. Ποτέ δεν
μπορούσες να ησυχάσεις σ’ αυτή την πόλη. Ακόμα και μόνος του,
όπως ήταν κι αυτή τη φορά, δεν είχε καταφέρει ν' αποφύγει
τις ατέλειωτες κοσμικές εκδηλώσεις, τα γεύματα, τις δεξιώσεις,
τα πάρτι, τα μπαλ μασκέ που δίνονταν συνέχεια αυτές τις
μέρες, και όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που είχαν φορτωθεί
στο πρόγραμμά του.

Απόψε είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να τελειώσει οπωσδήποτε με το


υλικό που είχε συσσωρευτεί στο γραφείο του. Θα έριχνε μια ματιά
στα επουσιώδη, και θα μελετούσε πιο επισταμένα τα σημαντικά
έγγραφα. Ο γραμματέας του είχε περάσει όλα τα στοιχεία στον
κομπιούτερ, κι έτσι ο ίδιος θα μπορούσε την επομένη να καθίσει με
την ησυχία του και να κάνει μια τελευταία, συγκριτική ανάλυση.
Την Τρίτη θα έπρεπε να πάει να ρίξει μια τελευταία ματιά στο
Ροζάριο, και την Πέμπτη θα προέδρευε στο καθοριστικό
συμβούλιο, όπου, φυσιολογικά, θα έπρεπε να δοθεί το τελικό οκέι.
Παρασκευή και Σάββατο, μερικές ακόμα επαφές, κυρίως με τον
αρμόδιο υπουργό, για ένα τελευταίο τσεκάρισμα. Και την επόμενη
Κυριακή, στο Γκαλεάο για το αεροπλάνο του... Θα τα κατάφερνε.

Αν μάλιστα σταματούσαν αυτά τα καταραμένα τύμπανα, αν


μπορούσε ν’ αποτοξινωθεί έστω και για λίγο απ’ το ρυθμό
της σάμπας, που ερχόταν θαρρείς απ’ όλες τις κατευθύνσεις
και χτυπούσε αλύπητα πάνω στους τοίχους της έπαυλής του
στη Σάντα Τερέζα...

Ήταν στ’ αλήθεια δύσκολο να ξεφύγεις απ' το καρναβάλι στο Ρίο.

Μ ' ένα βαθύ στεναγμό, σήκωσε το κεφάλι, τεντώθηκε ηδονικά, κι


άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω απ' τον κρυστάλλινο τοίχο
του γραφείου του, στα αρυτίδωτα νερά της πισίνας, στην πυκνή
βλάστηση του πάρκου, στις μαβιές σκιές του δειλινού, που ποτέ
δεν προλάβαινες να το χαρείς, γιατί ήταν τόσο σύντομο. Σε
ελάχιστα λεπτά, η νύχτα θα έπεφτε, βαριά και βελούδινη, στον
κόσμο γύρω του. Και τότε ο ήχος των τυμπάνων θα γινόταν
κυριολεκτικά ακατανίκητος. Το ήξερε από πείρα πόσο ξελογιάστρα
μπορούσε να γίνει μια νύχτα καρναβαλιού στο Ρίο.

Είναι τρελοί αυτοί οι Βραζιλιάνοι, σκέφτηκε μ’ ένα αθέλητο


χαμόγελο. Δες τους, στ’ αλήθεια - ακραία φτώχεια και
ακραία εξαθλίωση, ακραίος πλούτος και ακραία εκμετάλλευση,
τρομαχτικό εξωτερικό και εσωτερικό χρέος, ένας πληθωρισμός
που καλπάζει, μια γενικότερη πολιτική αστάθεια, ένα σωρό
τομείς της ζωής που χωλαίνουν απελπιστικά, μια παγιωμένη
δυσχέρεια στην ανάπτυξη, ρυθμοί χελώνας στο δημόσιο
μηχανισμό, κοινωνική αδικία, αναλφαβητισμός, οικολογικές
καταστροφές που προκαλούν το δέος, κι αυτοί - αυτοί προτιμούν
να βγαίνουν να χορεύουν στους δρόμους. Να πίνουν, να
ερωτεύονται για μια νύχτα, και τελικά να σκοτώνονται στα
στενοσόκακα. Αν γινόταν, θ’ ανακήρυσσαν τη σάμπα σε θεό τους.
Αν περνούσε απ' το χέρι τους, το καρναβάλι θα κράταγε όλο το
χρόνο.

Πάλι καλά που κρατούσε μόνο τέσσερις μέρες.

Σηκώθηκε βαριεστημένος, και τράβηξε για την κουζίνα. Το


τεράστιο σπίτι ήταν εντελώς άδειο - φυσικά, πώς θα
μπορούσε ποτέ να πείσει το προσωπικό να μείνει μέσα την
Κυριακή του καρναβαλιού; Θα προτιμούσαν όλοι χίλιες φορές την
απόλυση, από μια τέτοια αβάσταχτη στέρηση.

Ας φτιάξω έναν καφέ, σκέφτηκε πειστικά, και μετά συνεχίζω. Να


ξυπνήσω λίγο. Βράδιασε πια κι ακόμα παλεύω.

Αλλά αντί να γυρίσει με τον καφέ στο γραφείο του, προτίμησε να


βγει να τον πιει στη μοσχομυριστή βεράντα.

Ο κήπος ήταν ήσυχος, αν και ο φύλακας δεν είχε φύγει, και τα


σκυλιά ήταν ελεύθερα να τριγυρνάνε. Ο Τζεντ ανάσανε βαθιά το
μεθυστικό αέρα της καλοκαιρινής νύχτας. Έκανε ζέστη, πολύ
έντονη μετά το αιρκοντίσιον. Η ζέστη του έφερνε έξαψη.
Τα αρώματα των λουλουδιών επίσής. Ήταν βαριά, εξωτικά,
σχεδόν αποχαυνωτικά έτσι που πλανιόνταν ασήκωτα στο ζεστό
αέρα. Δε θύμιζαν σε τίποτα τις φρέσκιες μυρωδιές ενός
εγγλέζικου κήπου το καλοκαίρι.

Κι ο αχός της πόλης έφτανε τώρα πιο καθαρά στ’ αυτιά του,
μπλεγμένος αξεχώριστα με τον ήχο των “σούρντος”. Αυτή
δεν είναι καν διονυσιακή γιορτή, σκέφτηκε σχεδόν αφηρημένα.
Είναι μαύρη μαγεία, Καντονμπλέ, Ουμπάντα... Όπως όλα άλλωστε
στη Βραζιλία. Καμιά σχέση με τα ευρωπαϊκά καρναβάλια. Εδώ
πρόκειται για μια ατέλειωτη τελετουργία που αποβλέπει μόνο σ’
ένα τελικό μυστηριακό παραλήρημα. Σαν τις τελετές του Βουντού.

Έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει απόφαση να γυρίσει στα χαρτιά


του.

Μ ικρά φωτάκια άναψαν αυτόματα στον κήπο, σαν να τον


προσκαλούσαν να σεργιανίσει στα μισοσκότεινα δρομάκια του. Ο
ήχος των τυμπάνων τον μεθούσε.

Αντιστάθηκε για τρία ακόμα λεπτά. Ύστερα παράτησε τον αγώνα,


πήρε το πορτοφόλι του, και κατέβηκε να βρει το αυτοκίνητό του.

Θα μπορούσε να είχε αποδεχτεί κι εκείνη τη βραδιά μια


πρόσκληση για κάποιο απ' τα αναρίθμητα σοφιστικέ πάρτι που
δίνονταν σ' ολόκληρη την πόλη, κι όπου τουλάχιστον θα
μπορούσε να πιει συζητώντας. Κι αντί γι’ αυτό, είχε προτιμήσει να
ασχοληθεί με τη δουλειά του, ξέροντας πολύ καλά πως στο τέλος
θα κατέληγε να στριμώχνεται, μόνος κι άγνωστος μέσα στο
πλήθος, πασχίζοντας κι αυτός να δει τις φημισμένες σχολές
της σάμπας, που τελικά δε θα τις έβλεπε λόγω του
συνωστισμού. Γύρω του γινόταν πανδαιμόνιο. Ατέλειωτες ομάδες
από “σαμπίστας” πηγαινοέρχονταν στις παρυφές της επίσημης
παρέλασης, ορχήστρες, αλλοπρόσαλλα χορευτικά σχήματα,
παρέες μασκοφορεμένων, κορίτσια με αστραφτερές στολές,
βασίλισσες για λίγες μόνο νύχτες, κι άλλα κορίτσια με σχεδόν
καθόλου στολές, ντυμένες μόνο με τα αστραφτερά μελαμψά τους
δέρματα, και την εκτυφλωτική ομορφιά των φιδίσιων κορμιών
τους. Αφέθηκε να παρασυρθεί απ' αυτό το ανεξέλεγκτο πλήθος,
αγνοώντας, με κάποια προσπάθεια εννοείται, τις απανωτές
προκλήσεις απ' τα σώματα που κόλλαγαν συνέχεια στο δικό του, κι
απ’ τα φλογερά βλέμματα και τα εκθαμβωτικά χαμόγελα γύρω του.

Ήταν η ίδια υστερία όπως κάθε φορά, μια πόλη σε κατάσταση


ξέφρενης έξαψης, μια πόλη εφτά εκατομμυρίων ανθρώπων
που ήθελαν να πιουν, να χορέψουν, και να κάνουν έρωτα,
συχνάπυκνά πάνω στα πεζοδρόμια στους παράδρομους,
αδιαφορώντας για το ποιος κυλιόταν με ποιαν ακριβώς δίπλα τους.
Μ ια μάζα από ιδρωμένα, γυαλιστερά, ερεθισμένα σώματα, που
λυγιάνταν ασταμάτητα στο ρυθμό της σάμπας, όρθια ή ξαπλωμένα,
τη στιγμή που έσμιγαν και τη στιγμή που τέλειωναν, και τη στιγμή
που χώριζαν για να συνεχίσουν παρακάτω, πιθανότατα με κάποιον
άλλον.

Πολλοί απ’ αυτούς θα πέρναγαν τη νύχτα κοιμισμένοι σε κάποιο


κατώφλι πόρτας, αγκαλιά με τον πρόσκαιρο σύντροφό τους της
μιας νύχτας.

Ο ρυθμός της σάμπας διαπερνούσε και το δικό του σώμα, αργά κι


ανελέητα, φέρνοντάς του εκείνη τη γνωστή, αλλά πάντα
εκπληκτική διέγερση, ένα ατέλειωτο ρίγος που άρχιζε απ’
τις πατούσες του κι ανέβαινε θαρρείς μέχρι τον πυρήνα του
μυαλού του.

Ώρες αργότερα, και μετά από κάμποσο πιοτό και κάμποσο


αγγίγματα από γυμνά, πεινασμένα σώματα, συνειδητοποίησε πως
αν δε γύριζε τώρα σπίτι, ήταν πολύ πιθανό να βρεθεί σε λίγο κι
αυτός να κυλιέται σε κάποιο παρκάκι με την επόμενη άγνωστη που
θα τον προκαλούσε. Ο πυρετός του καρναβαλιού είχε περάσει
ατόφιος και στο δικό του σώμα, και το μυαλό του ήταν ασφυκτικά
γεμάτο από ερωτικές εικόνες. Έπρεπε να επιστρατεύει όλη του τη
θέληση για ν’ αντισταθεί στον αβάσταχτο, γυμνό ερωτισμό της
ατμόσφαιρας.

Είχε πολλούς λόγους να μη θέλει να παρασυρθεί, αλλά ακόμα κι


αν δεν είχε, πάλι δε θα διακινδύνευε ποτέ να πλαγιάσει με κάποιαν
άγνωστη που θα μπορούσε μια χαρά να είναι φορέας του Έιτζ. Δεν
είχε μαζί του προφυλακτικά, κι ούτε θα ήξερε πού να βρει εκείνη
την ώρα, και σ’ εκείνο το μέρος όπου τίποτα πια δε λειτουργούσε
με τη λογική της καθημερινής ζωής.

Καλύτερα όμως έτσι.


Ανασήκωσε τους ώμους, διέταξε το σώμα του να αγνοήσει την
πρόκληση και το μυαλό του να επιστρέφει στη δουλειά που τον
Περίμενε στο σπίτι, και τράβηξε, ελαφρά ζαλισμένος αλλά όχι τόσο
που να τον ανησυχεί, για το γκαράζ όπου είχε αφήσει την
Τζάγκουαρ. Ήταν αρκετά μακριά από κει που βρισκόταν, αλλά δεν
υπήρχε άλλο μέσο, οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από κόσμο, οι
συγκοινωνίες φυσικά δε λειτουργούσαν, τουλάχιστον στο κέντρο
της πόλης, και όσο για άλλο όχημα, ούτε λόγος.

Για ν’ αποφύγει το στριμωξίδι, χώθηκε στα στενά, στις παρυφές


του ξέφρενου πανηγυριού, και θάλθηκε να βαδίζει όσο πιο
γρήγορα γινόταν, προσέχοντας συγχρόνως για κάθε είδους
κακοτοπιά που θα μπορούσε να του τύχει. Το καρναβάλι δεν ήταν
μόνο χορός, ξεφάντωμα και έρωτας. Όλων των ειδών τα
κακοποιό στοιχεία αμολιόντουσαν κάτι τέτοιες νύχτες στην πόλη.
Κάποιος σε σκούνταγε, κι ανακάλυπτες ξαφνικά ότι σου έλειπε το
πορτοφόλι. Κάποιος περνούσε δίπλα σου, και μπορούσες να
βρεθείς χωρίς κανένα λόγο με σκισμένο το μπράτσο από μαχαιριά.
Μ πορούσες επίσης να πάθεις και πολύ χειρότερα, όπως
πιστοποιούσε κάθε φορά το αστυνομικό δελτίο. Να πέσεις κάτω
και να μην ξανασηκωθείς ποτέ, για παράδειγμα.

Άφησε πολύ πίσω του την Αβενίντα Μ πράνκο, με το κεφάλι τώρα


πιο καθαρό, κι είχε ξεζαλιστεί πια εντελώς όταν έφτασε στον
απόμερο και κακοφωτισμένο δρόμο του γκαράζ. Απόψε, παρά την
προχωρημένη ώρα, υπήρχε κι εκεί κίνηση, αλλά όχι τόση που να
εμπνέει ασφάλεια. Ο Τζεντ προχώρησε σταθερά, με τα χέρια στις
τσέπες και τα μάτια στο δρόμο μπροστά του, νιώθοντας ένα
μίνιμουμ σιγουριάς απ’ το γεγονός ότι, στις
περισσότερες περιπτώσεις, το ύψος του και το φάρδος των ώμων
του αρκούσαν για ν' αποθαρρύνουν τον μέσο καβγατζή.

Και θα είχε φτάσει χωρίς κανένα απρόοπτο ως το γκαράζ στο


βάθος του δρόμου αν, πενήντα μέτρα πριν τη φωτισμένη
είσοδο, δεν είχε ακούσει εκείνη τη σύντομη, πνιχτή και ολότελα
απελπισμένη έκκληση για βοήθεια.

Σταμάτησε απότομα, και κάθε είδους ερωτική ή άλλη σκέψη


έσβησε απ' το μυαλό του. Ακόμα κι αν ήξερε στα σίγουρα ότι
επρόκειτο για παγίδα, πάλι θα είχε σταματήσει. Γιατί, μέσα σ'
εκείνη την ξετρελαμένη, ασυγκράτητη πόλη που τραγουδούσε,
χόρευε κι ερωτευόταν στα πορτογαλικά, η πνιγμένη γυναικεία
φωνή είχε φωνάξει «βοήθεια» στ’ αγγλικά.

Το σύμπλεγμα πάλευε πίσω από ένα παρκαρισμένο ημιφορτηγό. Η


γυναίκα προσπαθούσε εμφανώς ν’αντισταθεί, προσπαθούσε ίσως
και να ξαναφωνάξει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ο άντρας τής είχε
σκίσει τα ρούχα, αφήνοντάς την σχεδόν γυμνή, και ήταν
φως φανάρι τι προσπαθούσε να κάνει. Μ ε το ένα χέρι τής έκλεινε
το στόμα, ενώ με το άλλο τη χούφτιαζε χτηνώδικα, χτυπώντας
την ενδιάμεσα με λύσσα. Την είχε στριμώξει μ’ όλο του το βάρος
κόντρα στον τοίχο, κι αυτή, παρά τη λυσσαλέα της προσπάθεια ν’
αμυνθεί, ήταν αδύνατον να τον σπρώξει πίσω. Κάπου ίσως να
την έπνιγε και το χέρι που της σφράγιζε το στόμα, γιατί ακόμα και
στο σκοτάδι, τα μάτια της έδειχναν αφύσικα γουρλωμένα. Τη
στιγμή που το βλέμμα του Τζεντ έπεσε πάνω τους, ο άντρας
σήκωνε το πόδι για να της δώσει κλοτσιά. Η γυναίκα κατέρρευσε,
παρασέρνοντάς τον κι αυτόν μαζί της. Βρέθηκαν κι οι δυο
σωριασμένοι στο πεζοδρόμιο, με τον άντρα να της κλείνει ακόμα
το στόμα, προσπαθώντας συγχρόνως να κατεβάσει το παντελόνι
του.

Ο Τζεντ όρμησε, χωρίς να διστάσει λεπτό. Σε άλλη περίπτωση,

ίσως θα το σκεφτόταν πριν ανακατευτεί. Αλλά η γυναίκα είχε


φωνάξει στ’ αγγλικά, στο αμυδρό φως το δέρμα της φάνταζε
κατάλευκο, και τώρα ήταν σωριασμένη σαν άψυχη στο
πεζοδρόμιο, ενώ το κτήνος από πάνω της προσπαθούσε να τη
βιάσει, χωρίς να σταματάει λεπτό να τη χτυπάει αδιακρίτως σε
κάθε σημείο του κορμιού της.

Αυτό δεν ήταν μια εσωτερική βραζιλιάνικη υπόθεση, που δε θα


τον αφορούσε ίσως καθόλου. Η γυναίκα ήταν ξένη,
Αμερικανίδα ίσως, ή πιθανότατα Αγγλίδα, και ο άντρας
αναμφισβήτητα Νοτιοαμερικάνος. Κι έτσι δεν του έμενε παρά να
ορμήσει, χωρίς μάλιστα να κάτσει να το σκεφτεί ούτε τόσο δα.

Ο αγώνας ήταν φυσικά άνισος. Μ ε το ένα κι ενενηνταπέντε του


και με τους μυς που είχε αποκτήσει μετά από τόσα χρόνια
άσκησης, με τα ατέλειωτα μαθήματα καράτε στο ενεργητικό του,
και με το ξεκάθαρο, γρήγορο σαν αστραπή μυαλό που τον είχε
καθιερώσει στην πιάτσα σαν τον “μεγάλο Σέιμουρ”, ο Τζεντ είχε
ήδη σκανδαλώδη πλεονεκτήματα με το μέρος του. Ο άλλος ήταν
πιο κοντός, και λιγότερο ογκώδης. Επιπλέον, βρισκόταν σε
κατάσταση απόλυτης απώλειας ελέγχου, τόσο, που έτσι κι αλλιώς
δε θα προλάβαινε να βιάσει ουσιαστικά τη γυναίκα. Τη στιγμή που
ο Τζεντ τον άρπαζε απ’ το γιακά, εκείνος τέλειωνε κιόλας,
σπαρταρώντας, πάνω στη λευκή κοιλιά της, με τις παλάμες του να
συνθλίβουν κτηνώδικα το εκτεθειμένο της στήθος.

Δεν πρόλαβε καν να καταλάβει τι συνέθαινε - πρέπει άλλωστε να


ήταν και πιωμένος. Ο Τζεντ τον ανασήκωσε σαν φτερό, κι όταν
τέλειωσε μαζί του, υπολόγισε πως ο τύπος θα χρειαζόταν
τουλάχιστον τρεις βδομάδες μέχρι να μπορέσει να
ξαναχρησιμοποιήσει τα κάθε λογής εργαλεία του. Τώρα ήταν
κουβαριασμένος σ’ έναν παθητικό σωρό στην άκρη του
πεζοδρομίου, σκουπίζοντας μηχανικά το αίμα που έτρεχε απ’ τη
σπασμένη του μύτη, και ολολύζοντας σαν πληγωμένο σκυλί. Ο
Τζεντ τον παραμέρισε με το πόδι, κι έσκυψε πάνω απ’ τη γυναίκα.

Ήταν ακίνητη, με τα μάτια κλειστά. Δε φαινόταν καν ν’ ανασαίνει,


και για μια στιγμή ο Τζεντ φοβήθηκε πως είχε μείνει στον τόπο.
Αλλά καθώς έσκυβε από πάνω της, την άκουσε να στενάζει
ελαφρά. Ο Τζεντ έσπρωξε πίσω τα μαλλιά που έπεφταν στο
πρόσωπό της, τη σκούντησε απαλά, την ανασήκωσε λίγο, της
μίλησε ήρεμα στ’ αγγλικά, αλλά η γυναίκα δε φάνηκε να
συνέρχεται. Ήταν σε κακή κατάσταση, χρειαζόταν ίσως
εσπευσμένα γιατρό... Και δεν μπορούσε να την αφήσει εκεί, γυμνή
και χτυπημένη, σ’ ένα πεζοδρόμιο του Ρίο, τη νύχτα της Κυριακής
του καρναβαλιού.

Το μόνο που πραγματικά ήθελε εκείνη τη στιγμή, ήταν να γυρίσει


στο σπίτι του, να κάνει ένα μπάνιο και να πιει έναν δυνατό καφέ,
ν’ αποτοξινωθεί απ’ το καρναβάλι και να συνεχίσει τη δουλειά του.
Δεν είχε απολύτως καμιά διάθεση να μπλέξει περισσότερο μ’ αυτή
τη βρόμικη ιστορία, με γιατρούς, νοσοκομεία, αστυνομίες ίσως,
ενδεχομένως και δικαστήρια. Το τελευταίο πράγμα που του
χρειαζόταν τώρα δα, ήταν να βρεθεί στη θέση του μάρτυρα
κατηγορίας, ή ακόμα και του κατηγορούμενου - όλα μπορούσες να
τα περιμένεις σε τέτοιες υποθέσεις.

Κι ούτε είχε καμιά διάθεση να περιθάλψει ο ίδιος μια άγνωστη


γυναίκα, που θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε και να έχει
κάνει οτιδήποτε, και επίσης να του φορτωθεί άσχημα και να του
δημιουργήσει άλλες ιστορίες. Δεν είχε τα περιθώρια για
τέτοιες πολυτέλειες, και οπωσδήποτε, την παραμικρή τάση για
μπλεξίματα με θηλυκά.

Αλλά δε θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει έτσι εν ψυχρώ έναν


άνθρωπο σ’ αυτά τα χάλια. Κανείς άλλος, έτσι κι αλλιώς, δε θα
σκοτιζόταν. Κανείς δεν είχε δώσει σημασία στο μικρό επεισόδιο,
που ήταν άλλωστε κοινοτοπία σε κάτι τέτοιες μέρες. Μ ε εξήντα κι
εβδομήντα νεκρούς στο λογαριασμό, ένας βιασμός πάνω ή κάτω
δεν έκανε καμιά διαφορά.

Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έτσι σκέπασε όπωςόπως το κορμί της


γυναίκας με τα υπολείμματα των ρούχων της, την ανασήκωσε στα
μπράτσα του, και τράβηξε όσο πιο γρήγορα γινόταν για το γκαράζ,
με την αόριστη ιδέα ότι θα μπορούσε ίσως να την αφήσει εκεί, σε
κάπως πιο σχετική ασφάλεια απ’ ό, τι στη μέση του δρόμου, και να
ζητήσει απ’ το φύλακα του γκαράζ να ειδοποιήσει για ασθενοφόρο,
ή την αστυνομία.

Η γυναίκα ήταν ακόμα αναίσθητη, το κεφάλι της έγερνε σαν


παράλυτο στο στέρνο του, σκεπασμένο με τα πυκνά μαλλιά
που έπεφταν σαν εβένινο πέπλο πάνω του. Ο υπεύθυνος του
γκαράζ τον κοίταξε αδιάφορα καθώς έμπαινε, σαν να του
συνέβαινε κάθε μέρα να βλέπει τους πελάτες του να έρχονται
κουβαλώντας γυμνές και αναίσθητες γυναίκες στα μπράτσα τους.
Κανείς δεν προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει, ούτε κανείς
έσπευσε να σηκωθεί από κει που καθόταν, εκτός από ένα
νεαρό που τράβηξε ανόρεχτα ν’ ανοίξει την πόρτα της Τζάγκουαρ.
Κι εκείνη τη στιγμή, καθώς ο Τζεντ έσκυβε για ν’ αφήσει μαλακά
τη γυναίκα στο κάθισμα του αυτοκινήτου του, το κεφάλι της έγειρε
πίσω, τα μαλλιά της έπεσαν στο πλάι, κι είδε πως δεν επρόκειτο
καν για γυναίκα, αλλά για ένα κορίτσι που μετά βίας έδειχνε
δεκαοχτώ χρόνων.

Στράφηκε και κοίταξε τον βαριεστημένο νεαρό δίπλα του, και


καθώς έβγαζε να του δώσει το καθιερωμένο πουρμπουάρ,
αποφάσισε αστραπιαία πως δεν άξιζε καν τον κόπο να του εξηγήσει
ή να ζητήσει τη συμπαράστασή του, πως τα πορτογαλικά του, όσο
κι αν του επέτρεπαν να συνεννοείται χοντρικά, δε θα αρκούσαν
για να πείσουν τον άλλον, και πως ο ίδιος δε θα καταλάβαινε σε
καμιά περίπτωση την οποιαδήποτε διάλεκτο, ή τη βαριά προφορά,
ή και την αργκό των γκαραζιέρηδων, και εν πάσει περιπτώσει, θα
ήταν γελοίο να λέει συνέχεια "πώς είπατε”, "δεν κατάλαβα",
"παρακαλώ το ξαναλέτε”, σε κάποιον που έδειχνε εμφανώς ότι δεν
έδινε δεκάρα αν υπήρχε ένα κορίτσι στην Τζάγκουαρ, αν ήταν
γυμνό, κακοποιημένο, ή και εντελώς νεκρό.

Ένα μπουλούκι μασκαράδων μπήκε εκείνη τη στιγμή στο γκαράζ,


φωνάζοντας, γελώντας, τραγουδώντας μεθυσμένα, και
αποσπώντας απόλυτα την προσοχή των άλλων. Ο Τζεντ στέναξε
βαθιά, μπήκε στην Τζάγκουαρ, έκλεισε την πόρτα, κι έγειρε πάνω
απ’ την κοπέλα, που ήταν ακόμα σωριασμένη στο κάθισμα δίπλα
του. Αναρωτήθηκε πού θα ήταν καλύτερα να την πήγαινε, κι αν
θυμόταν ποιο ήταν το κοντινότερο νοσοκομείο.

Γνώριζε το κέντρο της πόλης, αλλά η πρόσβαση προς τα εκεί ήταν


για την ώρα κλειστή. Ένα γιατρό... Ήξερε κάμποσους γιατρούς, θα
μπορούσε να δοκιμάσει να τους τηλεφωνήσει...

Η κοπέλα στέναξε, σάλεψε, κι άνοιξε τα μάτια. Μ ια σύσπαση


τρόμου διαπέρασε τα χαρακτηριστικά της, το στόμα της μισάνοιξε
σαν για να ουρλιάξει. Τα χείλια της ήταν πρησμένα, και σ' ένα
σημείο είχαν ματώσει. Στο ένα της μάγουλο, φαίνονταν ακόμα τα
σημάδια από χαστούκι. Αντί να φωνάξει, έβγαλε ένα βαθύ βογγητό
πόνου.

«Ήρεμα», είπε ο Τζεντ. «Είναι εντάξει τώρα. Τέλειωσε. Είσαι


ασφαλής, και θα σε πάω στο νοσοκομείο, αν θέλεις, ή σε
κάποιο γιατρό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχείς. Τον
πρόλαβα πριν σου κάνει κακό. Είναι όλα εντάξει τώρα, και σε λίγο
θα βρίσκεσαι ασφαλής στο σπίτι σου».

«Θεέ μου», έκανε πνιχτά η κοπέλα. Προσπάθησε ν’ανασηκωθεί, κι


έπεσε πάλι αδύναμη πίσω στο κάθισμα.

«Πονάς;»

«Ναι». Η φωνή της ήταν ένας αδύναμος ψίθυρος, τα μάτια της


έκλειναν πάλι. Πάει, θα ξαναλιποθυμήσει, σκέφτηκε ο Τζεντ.

«Πού; Στο κεφάλι;»

«Όχι... Στα πλευρά... Παντού. Πού - πού είμαι τώρα;» Μ ια σαφής


απόχρωση πανικού αντήχησε στη φωνή της, και προσπάθησε γι’
άλλη μια φορά ν’ ανασηκωθεί και να κοιτάξει γύρω της.

«Στο αυτοκίνητό μου. Μ ην ανησυχείς, είσαι απόλυτα ασφαλής.


Θα σε πάω όπου νομίζεις καλύτερα εσύ».

«Ω», έκανε πνιχτά η κοπέλα, κι αυτή τη φορά τα κατάφερε ν'

ανασηκωθεί και να τον κοιτάξει με τα μάτια ορθάνοιχτα. Όχι, δεν


ήταν δεκαοχτώ, σκέφτηκε ο Τζεντ, αντιγυρίζοντάς της σταθερά το
βλέμμα. Πιο κοντά στα εικοσιπέντε, οπωσδήποτε. Και πιθανότατα,
το ωραιότερο πλάσμα που είχε δει ποτέ του.

Ακόμα και με τα τρομαγμένα της μάτια, με τα πρησμένα της χείλια


και με τα μαλλιά μπλεγμένα, βουτηγμένα στον ιδρώτα και
κολλημένα στους κροτάφους, ήταν όμορφη μέχρι απελπισίας. Για
μια στιγμή, του είχε κοπεί η ανάσα - και δεν ήταν ασυνήθιστος ο
ίδιος στις ωραίες γυναίκες.

Απόστρεψε το βλέμμα απ' τις βαθυγάλανες λίμνες των ματιών της,


κι είπε μαλακά: «Αν νιώθεις καλύτερα, κι αν το κεφάλι σου είναι
εντάξει, τα υπόλοιπα δεν πρέπει να είναι σοβαρά. Μ ερικοί γεροί
μώλωπες μόνο, φαντάζομαι, αλλιώς θα πονούσες φοβερά. Είσαι
σίγουρη ότι δε ζαλίζεσαι; Πρέπει να χτύπησες στο κεφάλι όταν
έπεσες κάτω - θυμάσαι ότι έπεσες;»

«Ναι», είπε αχνά η κοπέλα.

«Πώς είναι τώρα το κεφάλι σου;»

«Σσχεδόν καλά...», Ξαφνικά είχε αρχίσει να τρέμει ασυγκράτητα.


Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' το σχεδόν ακάλυπτο κορμί της,
ψαχουλεύοντας μηχανικά τα κουρέλια που είχαν μείνει απ’ τα
ρούχα της. «Κκαλά» ξανάπε, και θάλθηκε να κλαίει ασυγκράτητα.

«Ήρεμα», είπε ο Τζεντ. «Δεν υπάρχει λόγος να κλαις τώρα».


«Ττα ρρούχα μου», έκανε η κοπέλα ανάμεσα στους λυγμούς της.

«Αυτό είναι το λιγότερο σοβαρό απ’ όλα», την καθησύχασε με μια


υποψία χαμόγελου στα χείλια. «Τι λες, πάμε να βρούμε ένα γιατρό
τώρα;»

«Όόχι», ψέλλισε η κοπέλα. «Είμαι μια χχαρά...»

«Μ πορεί να έχεις πάθει καμιά διάσειση. Σε χτύπησε. Λιποθύμησες.


Καλύτερα να σε δει κάποιος πριν γυρίσεις σπίτι».

«Όόχι», του είπε απελπισμένη, και ξανάρχισε να κλαίει. «Όόχι στο


ννοσοκομείο...»

«Εντάξει λοιπόν, όχι στο νοσοκομείο. Στο γιατρό σου τότε δεν
έχεις κάποιο γιατρό δικό σου, που να τον εμπιστεύεσαι;» Της
μιλούσε μαλακά, πειστικά, όπως θα μιλούσε σ’ ένα μωρό, σκέφτηκε
διασκεδάζοντας λίγο. Ένα μωρό που, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει,
είχε ύψος τουλάχιστον ένα κι εβδομηνταπέντε, και σώμα θεάς.
Έβαλε μπροστά, βγήκε απ’ το γκαράζ, και πήρε μηχανικά την
κατεύθυνση προς τη Σάντα Τερέζα, μέσα απ’ τα απόμερα δρομάκια
που δεν ήταν κλειστά στην κυκλοφορία. «Θα πρέπει όμως να με
καθοδηγήσεις», πρόσθεσε σε λίγο. «Προτιμάς να σε πάω σπίτι
πρώτα;»

Δεν του απάντησε. Είχε κουβαριαστεί στο κάθισμά της, κι έκλαιγε


ασταμάτητα, με τα χέρια σφιγμένα γύρω της κι όλο το σώμα να
τρέμει σπασμωδικά. Τα μαλλιά της έπεφταν πάλι σαν εβένινη
κουρτίνα μπροστά, κρύβοντας το εξαίσιο πρόσωπο που τον είχε
κοιτάξει πριν λίγο.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η υπομονή του θα είχε


εξαντληθεί από ώρα. Ήταν κουρασμένος, βιαζόταν να γυρίσει σπίτι
του, και οπωσδήποτε, μια γυναίκα σε κατάσταση ακόμα σοκ, που
έκλαιγε ασταμάτητα στο διπλανό κάθισμα του αυτοκινήτου του,
δεν ήταν αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ιδανική διασκέδαση. Το να
μην παίρνει και καμιά απάντηση στις ερωτήσεις του, ήταν σαφώς
το αποκορύφωμα.

Αλλά κατά κάποιον τρόπο, δεν μπορούσε να ενοχληθεί. Άθελά


του, τα μάτια του στρέφονταν κάθε λίγο και λιγάκι προς το μέρος
της, για να σκαλώσουν στιγμιαία στα γυμνά της πόδια, στις
ατέλειωτες γάμπες της, στο στήθος της που εκείνη προσπαθούσε
τόσο απελπισμένα να καλύψει, στην απαλή γραμμή της κοιλιάς και
των γοφών της. «Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχω ιδέα κατά πού να σε
πάω», της είπε μαλακά. «Και δε νομίζω ότι είναι λύση να
περάσουμε την υπόλοιπη νύχτα στο αυτοκίνητο. Θα βοηθήσει αν
μου πεις τη διεύθυνσή σου, και πώς πάνε ως εκεί».

«Δδεν μπορώ», έκανε απελπισμένα η κοπέλα.

«Γιατί όχι;»

«Ττα ρρούχα μου». Ένα καινούριο κύμα λυγμών την έπνιξε.

Ο Τζεντ δε μίλησε για λίγο. Δεν ήξερε πού και με ποιους έμενε η
κοπέλα, αλλά οπωσδήποτε θα υπήρχε σε κάθε περίπτωση
πρόβλημα. Δεν είχε μείνει κυριολεκτικά τίποτε πάνω της,
εκτός από ένα κουρελιασμένο σλιπάκι που μόλις κάλυπτε τα
απολύτως αναγκαία. Θα μπορούσαν ίσως να δοθούν εξηγήσεις,
αλλά αυτές πιθανόν να χειροτέρευαν τα πράγματα. Σε καμιά
γυναίκα δεν είναι εύκολο να δηλώσει απόπειρα βιασμού. Αν πάλι
έμενε απλά σε κάποιο ξενοδοχείο, μπορούσε να καταλάβει
απόλυτα τους ενδοιασμούς της. Ακόμα και μια βραδιά
καρναβαλιού, το να επιστρέψεις με αδαμιαία περιβολή σ’ ένα
ξενοδοχείο γεμάτο κόσμο, ήταν κάτι που μάλλον ξέφευγε απ’ τα
όρια. Κι εδώ δεν επρόκειτο για κάποια Βραζιλιάνα τροτέζα, αλλά
για μια σχετικά πουριτανή Αγγλιδούλα, ξένη στη χώρα, ίσωςίσως
και φιλοξενούμενη.

Κι ο ίδιος δε φόραγε καν σακάκι για να της το δανείσει.

«Τότε τι προτείνεις;» ρώτησε τελικά, νιώθοντας ότι μπλεκόταν


όλο και περισσότερο σε κάτι όπου δε θα έπρεπε για κανένα λόγο
να μπλεχτεί. «Εγώ πάντως επιμένω για το γιατρό». Ακόμα κι αυτό
θα ήταν πρόβλημα. Είχε μια σαφή εντύπωση ότι η κοπέλα δε

θα τα κατάφερνε να βγει απ' το αυτοκίνητο και να περπατήσει


χωρίς βοήθεια. Κι ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό
του να την πηγαίνει σηκωτή, μια γυμνή και κακοποιημένη γυναίκα,
σε οποιονδήποτε με επίσημη ιδιότητα και ανάλογη περιέργεια.

Η μόνη της αντίδραση στα λόγια του, άλλωστε, ήταν ένα φρέσκο
κύμα λυγμών.

«Οκέι, λοιπόν», είπε ο Τζεντ. Ήταν το τελευταίο πράγμα που


ήθελε, αλλά δεν έβλεπε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. «Πάμε τότε
στο σπίτι μου. Δεν είμαστε μακριά τώρα πια», (πώς να ήταν, προς
τα εκεί οδηγούσε τόση ώρα), «κι εκεί θα σου δώσω ρούχα, και θα
μπορέσεις να συνέλθεις λίγο. Αν χρειαστεί, μπορούμε να
φωνάξουμε και το γιατρό μου. Σύμφωνοι;»

Σήκωσε το κεφάλι, ίσα για να τον κοιτάξει με τα πελώρια,


τρομαγμένα της μάτια. Είχε υποστεί ένα τραυματικό σοκ, ήταν
χτυπημένη, γυμνή, ευάλωτη κι εκτεθειμένη κάτω απ' τα μάτια του.
Ήταν φυσικό να νιώθει σαν τρομοκρατημένο, παγιδευμένο αγρίμι.

«Δε χρειάζεται φαντάζομαι να σου πω ότι είμαι Άγγλος - θα το


έχεις καταλάβει ήδη. Είσαι κι εσύ, υποθέτω, αν κρίνω απ’
την προφορά σου. Είμαστε συμπατριώτες σε μια ξένη χώρα, και
έχω ηθική υποχρέωση να σε βοηθήσω στην προκείμενη
περίπτωση. Δεν έχεις κανένα λόγο να φοβάσαι το παραμικρό από
μέρους μου. Είμαι ένας σοβαρός και νομοταγής πολίτης, και δε
βρίσκομαι στο Ρίο για διασκέδαση - μόνο για δουλειές, και πολύ
επείγουσες μάλιστα. Το προσωπικό στο σπίτι δυστυχώς λείπει
απόψε, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Ίσως μάλιστα έτσι να
είναι καλύτερα για σένα, αφού δε θέλεις να σε δει κανείς σ’ αυτή
την κατάσταση. Υπάρχει ωστόσο φύλακας, κι έτσι δε θα είσαι
εντελώς μόνη και απομονωμένη μαζί μου, αν φυσικά φοβάσαι
μήπως επαναληφθεί το αποψινό», κατέληξε με κάποια ειρωνεία.
«Δδε φφοβάμαι», ψιθύρισε αδύναμα το κορίτσι, κάνοντας μια
ηρωική προσπάθεια να το πιστέψει κι η ίδια. «Αλλά...» Δάκρυα
βάλθηκαν να κυλάνε πάλι απ’ τα μάτια της, και γι’ άλλη μια φορά
σωριάστηκε στη γωνιά του καθίσματος, με τα χέρια σφιχτά δεμένα
γύρω της. Σ’ όλη την υπόλοιπη διαδρομή, ο Τζεντ την άκουγε που
έκλαιγε πνιχτά.

Άνοιξε την πόρτα του κήπου με το τηλεκοντρόλ, πέρασε μπροστά


απ’ τις κάμερες ασφαλείας, ευχαριστημένος που το κεφάλι της
κοπέλας δεν εξείχε αρκετά ώστε να διαπιστώσει κι ο φύλακας ότι
είχε κάποιον μαζί του, ανέβηκε χωρίς να βιάζεται την αλέα, και
κατέβηκε στο γκαράζ. Έσβησε τη μηχανή, βγήκε απ’
το αυτοκίνητο, και έκανε το γύρο για να της ανοίξει την πόρτα.
«Εδώ είμαστε», είπε ανάλαφρα. «Θα τα καταφέρεις μόνη σου;»

Αλλά ήταν φανερό ότι δε θα τα κατάφερνε. Έτρεμε τόσο πολύ,


που ήταν αδύνατο έστω να σταθεί όρθια. Έβγαλε τα μακριά της
πόδια απ’ το αυτοκίνητο, χωρίς να πάψει να κρύβει όπωςόπως με
τα χέρια το γυμνό της στήθος, κι έμεινε εκεί, να τον κοιτάζει
απελπισμένη.

«Εντάξει», είπε ο Τζεντ. «Το έκανα και προηγουμένως, άλλωστε.


Άλλη μια φορά, δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν απ' τους δυο
μας». Της χαμογέλασε ουδέτερα, προσπαθώντας να δώσει μια
ανάλαφρη χροιά στην όλη υπόθεση. Τώρα δεν του έλειπε πια παρά
να έχει στα χέρια του μια υστερική καλλονή, και να προσπαθεί να
την πείσει, κι εκείνη κι όλους τους άλλους, ότι δεν ήταν ο
επόμενος βιαστής της ημέρας.

Όταν έσκυψε για να τη σηκώσει στα μπράτσα του, εκείνη


προσπάθησε να του ξεφύγει. «Ειείμαι πολύ ββαριά», έκανε
απελπισμένη, πολύ κοντά πάλι στα δάκρυα. «Σας παρακαλώ, μη...»

Της χαμογέλασε αβίαστα. «Ανοησίες. Είσαι ελαφριά σαν πούπουλο


- το διαπίστωσα πριν τρία τέταρτα. Πώς λες έφτασες ως το
αυτοκίνητό μου;» Δεν ήταν ακριβώς ελαφριά σαν πούπουλο, γιατί
μπορεί ναι μεν να ήταν πολύ λεπτή, ήταν όμως και πολύ ψηλή, κι
είχε όλες τις απαραίτητες καμπύλες στα απαραίτητα σημεία. Δεν
ήταν το ελαφρότερο πράγμα που θα μπορούσε να σηκώσει εκείνη
τη στιγμή, αλλά ήταν χωρίς αμφιβολία το πιο ζεστό και το πιο
αρωματισμένο. Η σάρκα της ήταν κρουστή κάτω απ' τις παλάμες
του, το δέρμα της σαν ακριβό μετάξι. Το σώμα της ανέδινε μια
μυρωδιά που του ήταν οικεία: όχι τη μυρωδιά των εγγλέζικων
κήπων, αλλά την εξωτική, απόλυτα ερεθιστική μυρωδιά μιας
νύχτας καρναβαλιού στο Ρίο.

Και καθώς την ανέβαζε απ’ την εσωτερική σκάλα στο σπίτι, και το
κεφάλι της έγερνε μ’ εγκατάλειψη στο στέρνο του,
συνειδητοποίησε πως η έξαψη που είχε νιώσει στις πολύβουες
αβενίντας δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς μέσα του. Το σώμα του
ήταν ακόμα οδυνηρά ζωντανεμένο, απαιτητικό, ξαναμμένο,
ερεθισμένο, όχι μόνο μ' όλες τις θύμησες των γυμνών κορμιών
που λυγιόντουσαν στους ρυθμούς της σάμπας, αλλά προπαντός με
το απαλό, θηλυκό σώμα που κουβαλούσε τώρα στα μπράτσα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μ ετά από καμιά ώρα, η Ραβέλ είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως.
Το μυαλό της καθάριζε, όσο υποχωρούσε η θύμηση εκείνης της
φριχτής εμπειρίας, και μαζί ο αλόγιστος τρόμος της πως θα
μπορούσε να επαναληφθεί, με πρωταγωνιστή τον άντρα που την
είχε φέρει ως εδώ. Είχαν συμβεί τόσα εκείνη την ημέρα, το μυαλό
της ήταν μουδιασμένο ακόμα, η καρδιά της βαριά από την αγωνία,
το σώμα της πονούσε παντού - δεν υπήρχε σημείο που να μην έχει
μελανιές. Αλλά όσο ο τρόμος υποχωρούσε τόσο φούντωνε η οργή
της γι’ αυτό που είχε γίνει, κι η ευγνωμοσύνη της για τον άγνωστο
που την είχε γλιτώσει απ’ τα χέρια του Κάρλος, κι απ' την τρέλα
αυτού του καρναβαλιού, που τώρα ένιωθε να το μισεί όσο τίποτα
στον κόσμο.

Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο σωτήρας της, κι ούτε και την ένοιαζε.
Μ έσα σ' αυτές τις δυο ώρες που την είχε μαζί του, είχε καταφέρει
να της εμπνεύσει μια εμπιστοσύνη που ήταν
ίσως κακοτοποθετημένη (κανένας άντρας τελικά δεν άξιζε την
αμέριστη εμπιστοσύνη καμιάς γυναίκας), αλλά που, για την ώρα,
η ίδια την είχε απόλυτα ανάγκη.

Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, κι έκλεισε εξουθενωμένη τα μάτια.


Ένιωθε κυριολεκτικά πτώμα - ίσως να είχε πάθει και κάποια
διάσειση, όπως φοβόταν ο άγνωστος σωτήρας της. Τα πλευρά της
πόναγαν τρομερά, το ίδιο και το στήθος της. Το κτήνος, σκέφτηκε
φουρτουνιασμένη. Θεέ μου, πώς ήμουνα αρκετά τρελή να βγω
μαζί του μια τέτοια νύχτα;

«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο», της είχε πει ο άντρας, αλλά


παρά την εξάντληση και το χάλι της, ο ύπνος δεν ερχόταν.
Ξανάφερε στο νου της εκείνη τη στιγμή του αλόγιστου τρόμου,
όταν ο Κάρλος είχε πέσει σαν κτήνος επάνω της, και μετά, το

σοκ, τα χτυπήματα, τον πανικό όταν συνειδητοποίησε πως εκείνος


ήταν αποφασισμένος να πετύχει το σκοπό του, ακόμα κι αν θα
έπρεπε να τη σκοτώσει πρώτα γι’ αυτό. Ήταν βέβαια πιωμένος,
αλλά αυτό δεν έφτανε για να δικαιολογήσει κάτι
τέτοιο. Αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει, και πού να ήταν τώρα ο
παρολίγο βιαστής της.

Έλπιζε μόνο να μην την περίμενε πίσω στο ξενοδοχείο της. Αν τον
ξανάβλεπε μπροστά της, θα πέθαινε σίγουρα απ’ το φόβο της, πριν
καν προλάβει να βάλει τις φωνές.

Παρολίγο θα είχε πεθάνει απ’ το φόβο της απόψε, όχι τόσο πριν,
όσο μετά, όταν είχε συνέλθει απ’ τη λιποθυμία της, κι είχε δει
εκείνο το άγνωστο αντρικό πρόσωπο να σκύβει από πάνω
της. Κατά κάποιο τρόπο, το γεγονός ότι της είχε μιλήσει στ’
αγγλικά, την είχε συγκρατήσει. Το πιο φριχτό απ’ όλα, ήταν να σου
συμβαίνουν αυτά σε μια ξένη χώρα, ανάμεσα σε άγνωστους κι
αδιάφορους ανθρώπους, σε μια νύχτα κυριολεκτικής
παραφροσύνης, όπου κανείς δεν έδειχνε να νοιάζεται για τίποτα.
Κι αυτή να μην μπορεί καν να συνεννοηθεί στοιχειωδώς στα
πορτογαλικά.

Αλλά ο άγνωστος της είχε μιλήσει στ’ αγγλικά, απαλά και ήρεμα, κι
ο τρόμος της είχε υποχωρήσει. Μ ’ ένα ρίγος αναρωτήθηκε τι θα
είχε απογίνει, αν αυτός δεν είχε πέσει πάνω τους, κι αν δεν είχε
ενδιαφερθεί αρκετά για να τη βοηθήσει. Σίγουρα θα ήταν ακόμα
εκεί κάτω, σ’ ένα πεζοδρόμιο, μισοπεθαμένη ή κι ολότελα
πεθαμένη, κτηνώδικα βιασμένη σε κάθε περίπτωση, κι αφημένη
στο έλεος του κάθε αλήτη που θα περνούσε.

Αντί γι’ αυτό, κάποιος την είχε φέρει σε τούτο το εκπληκτικό σπίτι,
σ’ ένα τεράστιο, ονειρικό υπνοδωμάτιο, μ’ ένα εξίσου ονειρικό
συνεχόμενο μπάνιο, και την είχε βοηθήσει όσο γινόταν.

Την είχε τυλίξει σ’ ένα μπουρνούζι, πολύ μεγάλο ακόμα και για
κείνη, με το ατέλειωτο ύψος της. Της είχε ετοιμάσει το μπάνιο, και
την είχε βοηθήσει να μπει στην μπανιέρα. Της είχε φέρει μετά και
ρούχα να φορέσει - μια μπλούζα και μια φούστα, απλά, αλλά
εμφανώς σινιέ και πανάκριβα. Δεν τον είχε ρωτήσει σε ποιαν
ανήκαν - δεν ήταν άλλωστε ακόμα σε κατάσταση ν’ ανοίξει
κουβέντα. Στη συνέχεια, της είχε φτιάξει καφέ, και της τον είχε
φέρει στο υπνοδωμάτιο, μαζί με δυο σάντουιτς που ακόμα δεν τα
είχε φάει. Μ έσα στη ζαλάδα της είχε συνειδητοποιήσει πως, συν
τοις άλλοις, ο άντρας της είχε παραχωρήσει και το υπνοδωμάτιό
του.
Ήταν ένας Άγγλος που βρισκόταν στο Ρίο για δουλειές, της είχε
πει. Δεν ήξερε απολύτως τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν, ούτε καν το όνομά
του. Αλλά αυτό που ήξερε στα σίγουρα, ήταν πως επρόκειτο για
τον πιο εντυπωσιακό άντρα που είχε συναντήσει σ’ όλα τα
εικοσιπέντε χρόνια της ζωής της. Κι αυτή ήταν μια εντελώς
αντικειμενική εκτίμηση, που δεν είχε καμιά σχέση με το γεγονός
ότι του χρωστούσε πιθανότατα και την ίδια τη ζωή της.

Κάμποση ώρα αργότερα, ο Τζεντ άφησε τα χαρτιά του κι έτριψε


κουρασμένα τα μάτια του. Είχε καταφέρει να ξεμπερδέψει με τον
μεγαλύτερο όγκο της δουλειάς, και τα λίγα πράγματα που είχαν
μείνει, μπορούσε να τ’ αφήσει για αύριο. Όσον αφορούσε τον ίδιο,
η Κυριακή είχε τελειώσει, βαθιά μέσα στη Δευτέρα. Ήταν,
παρατήρησε μ' έκπληξη, ήδη τρεις και μισή το πρωί.

Τεντώθηκε, σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, κι έβγαλε ένα


σάντουιτς απ' το ψυγείο. Το έφαγε χωρίς πολλή όρεξη,
κοιτάζοντας απ’ την τζαμαρία τον φωτισμένο κήπο. Απ’ την
καρδιά της πόλης, ο ήχος των τυμπάνων συνέχιζε να φτάνει
ασταμάτητα στ' αυτιά του. Παρ’ όλη του την κούραση, δεν ένιωθε
νύστα. Οι σκέψεις του στρέφονταν από μόνες τους στο κρεβάτι
του, αλλά όχι επειδή θα ήθελε να ξαπλώσει ο ίδιος.

Για την ώρα, άλλωστε, το κρεβάτι του ήταν κατειλημμένο. Κι η


εικόνα που στριφογύριζε στο μυαλό του, δεν είχε καμιά σχέση με
τον ύπνο.

Την είχε αφήσει ξαπλωμένη στο τεράστιο κρεβάτι, τυλιγμένη


ακόμα στο μπουρνούζι του, και της είχε πει να προσπαθήσει
να κοιμηθεί λίγο. Τώρα έπρεπε ν’ αποφασίσει στα γρήγορα τι
θα την έκανε. Είχε συνέλθει κάπως, το λογικότερο θα ήταν να
την ξυπνήσει και να την πάει πίσω στο σπίτι της. Το προσωπικό
πιθανότατα δε θα ’ρχόταν ούτε την επομένη - πολύ αμφέβαλλε αν
θα τους ξανάβλεπε μέχρι την Τετάρτη, όταν θα είχε τελειώσει πια
οριστικά το καρναβάλι. Αλλά πάλι, ποτέ δεν ήξερες. Μ πορεί
να τους έπιανε το φιλότιμο, και νά ’ρχονταν για καμιάδυο ώρες
το πρωί.

Δεν είχε καμιά όρεξη να βρουν μια γυναίκα να κοιμάται στο


κρεβάτι του. Και τι γυναίκα, μάλιστα. Άντε να πείσεις και τον πιο
καλόπιστο ότι δεν έτρεχε τίποτα, με μια τέτοια καλλονή απλωμένη
σ’ όλο της το μεγαλείο στο σατέν κάλυμμα.

Και άντε μάλιστα να τον πείσεις, τη στιγμή που δεν αισθάνεσαι


ούτε ο ίδιος απόλυτα καθαρή τη συνείδησή σου.

Αυτή η σκέψη του φάνηκε παράδοξη. Καθαρή τη συνείδησή του;


Μ α δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα, κι ούτε επρόκειτο να κάνει.
Δεν ήταν έγκλημα να βρίσκει μια γυναίκα ερεθιστική.
Στο κάτωκάτω, η τελευταία φορά που είχε κάνει έρωτα, ήταν
πριν πάνω από μήνα. Η σεξουαλική του ζωή τελικά είχε τα χάλια
της... Πώς διάβολο κατάντησε έτσι η ζωή μας, αναρωτήθηκε πικρά.
Δουλειές, ευθύνες, πίεση αβάσταχτη πολλές φορές, άγχος,
τρέξιμο, ο χρόνος δε φτάνει ποτέ για όλα όσα πρέπει να κάνεις...

Η ουσία ήταν πως δεν είχε κλείσει ακόμα τα σαράντα, και


σεξουαλικά λειτουργούσε σαν εξηντάρης. Κι όχι από έλλειψη
διάθεσης, οπωσδήποτε. Μ όνο και μόνο επειδή, πολύ απλά,
σε κάποια στιγμή είχε συνειδητοποιήσει ποιο πράγμα μέτραγε
περισσότερο στη ζωή του. Ήταν συνεπής με τον εαυτό του έκτοτε.
Είχε υποσχεθεί πέντε πράγματα, και τα τηρούσε, όχι μόνο επειδή
τα είχε υποσχεθεί, αλλά κι επειδή για κανένα λόγο δε θα διάλεγε
συνειδητά να πληγώσει με μια άσκεφτη πράξη του.

Δεν έφταιγε κανείς αν η σεξουαλική του ζωή χώλαινε αισθητά


τώρα τελευταία, μόνο οι περιστάσεις. Τα ωράρια, οι αποστάσεις...
Το στρες και οι απουσίες.

Κι έτσι είχε φτάσει να κάνει μια βόλτα στο Ρίο, μια ζεστή βραδιά
του Μ άρτη, και να γυρίζει πίσω ξαναμμένος σαν δεκαπεντάρης.
Τόση ώρα δούλευε, κι ο μισός του εαυτός ήταν πίσω στο κρεβάτι
του, αγκαλιά με την άγνωστη που είχε ψαρέψει απ' το δρόμο. Κι
όχι μόνο επειδή αυτή ειδικά η γυναίκα ήταν όμορφη κι αισθησιακή.
Πολύ φοβόταν πως, οποιαδήποτε κι αν ήταν εκείνη τη στιγμή στη
θέση της, με εξαίρεση βέβαια κάποια χοντρή και βρομιάρα
Βραζιλιάνα, απ' αυτές που πούλαγαν όσοόσο το κορμί τους στις πιο
άθλιες συνοικίες της πόλης, θα του ξύπναγε τις ίδιες ασυγκράτητες
σεξουαλικές ορέξεις.
Δεν έφταιγε το κορίτσι, μ' όλη της την ομορφιά, αν εκείνος είχε
καταντήσει να έχει ονειρώξεις.

Κι όλες αυτές οι σκέψεις δεν οδηγούσαν πουθενά. Την Κυριακή


θα γύριζε πίσω στο σπίτι του, και το πρόβλημά του θα λυνόταν
ίσως την ίδια κιόλας μέρα.

Μ ια βδομάδα μπορούσε να κάνει υπομονή, οπωσδήποτε. Χώρια


που δεν είχε προφυλακτικά ούτε στο σπίτι.

Η Ραβέλ άνοιξε απότομα τα μάτια, περνώντας αυτόματα απ' τον


ύπνο στο ξύπνιο. Πριν προλάβει ν' αναρωτηθεί τι την είχε
ξυπνήσει, τα μάτια της έπεσαν στην πόρτα, και τον είδε.

Στεκόταν στο άνοιγμα, πανύψηλος, τεράστιος, με τους φαρδιούς


του ώμους και τα μακριά, καλοφτιαγμένα του πόδια, τόσο
εντυπωσιακός, που για μια στιγμή ξέχασε ν’ ανασάνει.
Ανασηκώθηκε λίγο, στηριγμένη στον αγκώνα της, και τον κοίταξε
ερωτηματικά.

«Ήρθα να δω πώς είσαι», είπε ήρεμα ο άντρας, κι έκανε δυο


βήματα στο δωμάτιο.

«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ», είπε σιγανά η κοπέλα. «Κοιμή

θηκα λίγο... Νιώθω μια χαρά τώρα».


«Πονάς ακόμα;»

«Στα πλευρά κυρίως. Αλλά είμαι πολύ καλύτερα. Και - και δεν
ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, κύριε...»

Ο τόνος της ήταν τόσο εμφανώς ερωτηματικός, που κάθε άλλος


άντρας θα έσπευδε να συστηθεί επί τόπου. Αντί γι’ αυτό, ο
άγνωστος κοίταξε το δίσκο δίπλα στο κρεβάτι, και
παρατήρησε ουδέτερα: «Δεν έφαγες όμως τίποτα».

«Δεν - δεν πεινάω καθόλου», είπε αμήχανα η Ραβέλ.

«Και είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να σε δει κάποιος γιατρός;»

Η κοπέλα γέλασε αδύναμα. «Ω, όχι, είμαι πολύ καλύτερα τώρα.


Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη
μου για όσα κάνατε... Και λυπάμαι που σας έβαλα σε τόσο κόπο».

«Ανοησίες», είπε αδιάφορα ο άντρας, κι ήρθε να καθίσει στην


πολυθρόνα κοντά στο κρεβάτι. Έμοιαζε τόσο δυνατός,
τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και για οτιδήποτε άλλο,
άλλωστε, και τόσο μεγαλόπρεπος... Είχε ωραιότατα, πυκνά,
ελαφρά σπαστά καστανά μαλλιά, με διάσπαρτες χρυσαφιές
ανταύγειες. Το πρόσωπό του ήταν αδρό, προκλητικά αντρίκιο,
κατά κάποιο τρόπο ακατανίκητο. Τραβούσε το βλέμμα της σαν
μαγνήτης. Τετράγωνο, δυνατό σαγόνι, ίσια μύτη, καλοφτιαγμένα,
αισθησιακά χείλια... Και μάτια που το χρώμα τους έπαιζε ανάμεσα
στο κεχριμπαρί και στο σκούρο χρυσό.
Σταύρωσε τα πόδια στους αστραγάλους, κι έμεινε να την κοιτάζει
για λίγο μ’ απάθεια. Για μεγάλη της ενόχληση, η Ραβέλ ένιωσε το
αίμα ν' ανεβαίνει καυτό στα μάγουλά της κάτω απ’ το βλέμμα του.

«Δεν έκανα τίποτε», είπε τελικά ο άντρας. Η φωνή του ήταν


βαθιά, αντρίκια κι αργόσυρτη, η προφορά του ραφινάτη, ανθρώπου
καλλιεργημένου και κοσμοπολίτη. Επέτεινε την αίσθηση σιγουριάς
που ένιωθε μαζί του, και συγχρόνως της δημιουργούσε μια
παράλογη αίσθηση ανασφάλειας, που όμως πήγαζε κατευθείαν από
μέσα της, και δεν είχε άμεση σχέση μ’ εκείνον.

«Ο καθένας το ίδιο θα έκανε στη θέση μου», συνέχισε ο άντρας.


«Και χαίρομαι ειλικρινά που πρόλαβα το χειρότερο».

«Τι... τι απογίνε ο Κάρλος;» ρώτησε δειλά η Ραβέλ.

Ο άντρας ανασήκωσε ελαφρά τα φρύδια. «Ο Κάρλος; Κάπου θα


γλείφει τις πληγές του, φαντάζομαι. Πολύ φοβάμαι ότι τελικά
έφαγε το ξύλο της χρονιάς του. Ίσως θα έπρεπε να είχα
συγκρατηθεί περισσότερο, αλλά ο βιασμός είναι ένα από εκείνα
τα πράγματα που δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα». Κι
ύστερα ρώτησε απότομα: «Πώς στο καλό άφησες τα πράγματα να
φτάσουν σ’ αυτό το σημείο; Δε φαίνεσαι από κείνες τις κοπέλες

που δε διαλέγουν τις παρέες τους».

Το πρόσωπό της φούντωσε γι’ άλλη μια φορά. «Πώς θα μπορούσα


να το φανταστώ;» έκανε ξεροκαταπίνοντας. «Τον γνώριζα αρκετό
καιρό, κι ήταν πάντα τόσο ευγενικός και γλυκομίλητος... Δεν είχα
ξαναβγεί μαζί του», πρόσθεσε με κόπο. «Εχτές το βράδυ μου
πρότεινε να πάμε κάπου να διασκεδάσουμε λίγο να δούμε την
παρέλαση του Καρνάβαλου. Ήμουνα - ήμουνα πολύ μόνη και
στεναχωρημένη...» Τι περισσότερο να πει; Πως μετά από δυο
χρόνια δεσμού, ο Νεντ την είχε εγκαταλείψει εν ψυχρώ, όταν τον
είχε πιάσει στο κρεβάτι μ’ εκείνη την εξωτική Βραζιλιάνα; Δεν είχε
κανένα λόγο να επεκταθεί. Ο άντρας απέναντι της αδιαφορούσε
εμφανώς για τα δικά της προβλήματα. Κουβέντα μόνο έκανε,
ευγενική, αδιάφορη συζήτηση.

«Δέχτηκα μόνο και μόνο για να ξεπεράσω τη μελαγχολία μου»,


συνέχισε σιγανά. «Μ ένω στο "Ατλάντικο” - δε θα το ξέρετε,
φαντάζομαι. Είναι ένα απόκεντρο ξενοδοχείο, όχι πολύ ακριβό,
αλλά καλούτσικο. Ο Κάρλος ήταν ανιψιός του ξενοδόχου. Τον
είχα συνέχεια στα πόδια μου, αλλά φαινόταν τόσο κύριος... Δε θα
μπορούσα ποτέ να το φανταστώ...»

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. Τα χρυσαφιά του μάτια την


περιεργάζονταν ανέκφραστα, κι ωστόσο, το βλέμμα του της
προκαλούσε μια αδικαιολόγητη αμηχανία.

«Στην αρχή ήταν όλα πολύ διασκεδαστικά. Ήπιαμε αρκετά,


φαντάζομαι - εκείνος περισσότερο. Ύστερα μου είπε πως
είχε ξεμείνει από λεφτά, κι αν δεν είχα αντίρρηση, να πεταχτούμε
ως το διαμέρισμά του να βρει ρευστό. Έκανα τη βλακεία να
συμφωνήσω - αλλά ειλικρινά, ως εκείνη τη στιγμή δε μου είχε καν
πιάσει το χέρι... Δε θα μπορούσα ποτέ να υποψιαστώ τη
συνέχεια...»

Η συνέχεια ήταν πως ο Κάρλος την είχε βάλει σ’ εκείνο το


διαμέρισμα, που ήταν σαφώς γκαρσονιέρα για ειδική χρήση, και
της είχε ριχτεί με τον πιο ωμό τρόπο, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες
της, τη μανιασμένη της αντίσταση, και τελικά τις απελπισμένες της
κραυγές για βοήθεια.

«Σε κάποια φάση, τα κατάφερα να φτάσω ως την πόρτα», είπε,


κοντανασαίνοντας καθώς ξαναζούσε με τη φαντασία της τον τρόμο
που είχε περάσει. «Βγήκα στο δρόμο, κι αυτός με ακολούθησε. Δεν
ήξερε πια τι έκανε, ήταν κυριολεκτικά έξαλλος, αγνώριστος. Μ ε
πρόφτασε εκεί που μας βρήκατε... Έπεσε πάνω μου σαν κτήνος.
Δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί του. Δε μου είχε ξανατύχει
ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή μου... Εννοώ, το ξύλο. Από έναν
πιωμένο άντρα μπορώ να περιμένω ίσως κάποια σεξουαλική
επίθεση, αλλά αυτό - αυτό ήταν το κάτι άλλο. Μ ου έδινε γροθιές
και κλοτσιές... όπου έβρισκε. Φοβήθηκα

ότι θα με σκότωνε. Και με έβριζε συγχρόνως χυδαία. Ύστερα πήγε


να με πνίξει».

«Το πρόσεξα», παρατήρησε ψυχρά ο άντρας. «Κι έχω μια


εντύπωση πως θ' αργήσει πολύ να ξαναεπιδοθεί στο αγαπημένο του
σπορ. Έλα, ηρέμησε τώρα... Μ ην το σκέφτεσαι άλλο».

«Τρέμω τη στιγμή που θα τον ξαναδώ στο ξενοδοχείο», είπε


πνιχτά η Ραβέλ. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε βίαια, τα δάκρυα
έκαιγαν πάλι πίσω απ' τα βλέφαρά της. Της είχαν συμβεί τόσα
πολλά σ' αυτές τις τρεις μέρες... Μ ετά από δυο χρόνια δεσμού, ο
Νεντ την είχε πετάξει σαν βρόμικο ρούχο, κι είχε φύγει με μιαν
άλλη - και με όλο το κομπόδεμα. Ήταν μόνη σε μια άγνωστη χώρα,
και αμφέβαλλε αν τα λεφτά της θα της έφταναν έστω για να
πληρώσει το ξενοδοχείο. Κι ο Κάρλος, που της είχε υποσχεθεί να
τη βοηθήσει σε οτιδήποτε, είχε αποπειραθεί να τη βιάσει
χτηνώδικα, και τελικά την είχε σπάσει και στο ξύλο...

Τώρα μόνο συνειδητοποιούσε σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόταν.

Είχε αφήσει τη δουλειά της στο Παρίσι, κι είχε ακολουθήσει τον


Νεντ στη Βραζιλία, βασιζόμενη μόνο στο λόγο του ότι
θα παντρεύονταν με πρώτη ευκαιρία. Τώρα αναρωτιόταν πώς
είχε σταθεί τόσο ηλίθια... Της είχε δώσει αρκετές αφορμές και
στο παρελθόν. Στο βάθος, το ήξερε πάντα πως ο Νεντ την
απατούσε οποτεδήποτε του δινόταν η ευκαιρία. Μ όνο που μέχρι
προχτές, δεν τον είχε ποτέ πιάσει στο κρεβάτι με κάποιαν άλλη. Η
σχέση τους τσουλούσε τόσον καιρό, μόνο και μόνο επειδή,
εντελώς τυχαία, τα πράγματα δεν είχαν έρθει ποτέ σε οριακό
σημείο.

Η αλήθεια όμως ήταν πως δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Την είχε
ποθήσει, τον κολάκευε ίσως να κυκλοφορεί μαζί της... Την
επιδείκνυε σαν όμορφο και απόλυτα άψυχο αντικείμενο, και
ικανοποιόταν βαθιά όταν έβλεπε άλλους άντρες να τη
φλερτάρουν. Αν ήταν διαφορετική η ίδια, θα της ζητούσε ίσως και
να εκδίδεται προς όφελος του. Όλα πια θα τα Περίμενε απ’ αυτόν
η Ραβέλ.

Την είχε λούσει με τα χειρότερα λόγια όταν τον είχε πιάσει με την
άλλη γυναίκα. «Χρυσό μου, εσύ δε δικαιούσαι να μιλάς», της είχε
πει σαρκαστικά. «Δεν είσαι παρά μια φτηνή κοκοτίτσα. Απ’ τα
καμπαρέ σε μάζεψα, θυμήσου. Φαντάζομαι τι κομπόδεμα θα έχεις
μετά από τόσα χρόνια "δουλειάς”. Και λυπάμαι που τόσο καιρό δε
σε έστειλα να δουλεύεις και για λογαριασμό μου. Θα μου είχε
μείνει τουλάχιστον κάτι ουσιαστικό απ' τη σχέση μας. Έτσι που
έχουν τα πράγματα, δε νομίζω ότι έχεις άλλα δικαιώματα πάνω
μου. Άντε χάσου λοιπόν, και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου. Εμείς οι
δυο τελειώσαμε οριστικά, το έπιασες; Δε θέλω άλλες παρτίδες με
βρομιάρες που έχουν μόνο απαιτήσεις, και δεν προσφέρουν
τίποτα».

Κι όταν η Ραβέλ είχε σηκώσει το πανιασμένο της πρόσωπο και τον


είχε ρωτήσει ξεψυχισμένα, «κι εγώ τι θα κάνω τώρα;» αυτός είχε
ανασηκώσει τους ώμους και της είχε πετάξει ξερά: «Τράβα στην
Αβενίντα Μ πράνκο και βρες πελάτες. Μ ε το σώμα που διαθέτεις,
μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να χαθείς. Θα τα κονομήσεις χοντρά».

Την είχε αφήσει να τον κοιτάζει σαν πετρωμένη, μισοπεθαμένη απ’


το σοκ, κι είχε φύγει να πάει να βρει την ερωμένη του.

Η χυδαιότητά του, πάντως, την είχε ωφελήσει τελικά. Αν είχαν


χωρίσει με καλύτερο τρόπο, τώρα θα ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό
της και θα έκλαιγε πικρά για το τέλος της αγάπης τους. Έτσι που
είχαν έρθει τα πράγματα, κάτι μέσα της είχε σπάσει οριστικά, και
τώρα, ακόμα κι αν αυτός γύριζε και της έπεφτε στα πόδια, δε θα
έκανε τον κόπο ούτε να τον φτύσει.

Μ έσα σε λίγη ώρα, το κεφάλαιο Νεντ είχε κλείσει οριστικά, και το


μόνο που ένιωθε, ήταν αφόρητη πίκρα για τη δική της ηλιθιότητα,
για την αφέλεια και την ευπιστία της, και για τα δυο χρόνια που
είχε χάσει μαζί του.

Και φυσικά, αγωνία για το πώς θα τα κατάφερνε από κει και πέρα,
τουλάχιστον οικονομικά. Έπρεπε πάσει θυσία να βρει τρόπο να
γυρίσει στην Ευρώπη, και πριν απ’ αυτό, έπρεπε να βρει τρόπο να
πληρώσει το ξενοδοχείο, τουλάχιστον για την τελευταία βδομάδα,
που ο Νεντ, φεύγοντας, την είχε αφήσει απλήρωτη.

Εκεί επάνω είχε εμφανιστεί ο Κάρλος, που την τριγύριζε μήνες


τώρα. Την είχε πείσει να του εκμυστηρευτεί το πρόβλημά της, και
της είχε υποσχεθεί πως θα τα κανόνιζε με το θείο του, και πως θα
της δάνειζε κιόλας όσα λεφτά θα της χρειάζονταν από κει και
πέρα. «Ξέρω πως θα μου τα επιστρέψεις μέχρι τελευταία δεκάρα»,
της είχε δηλώσει, συγκινώντας την βαθιά με την εμπιστοσύνη που
της έδειχνε, «ακόμα κι αν φύγεις και δεν ξαναγυρίσεις ποτέ. Είσαι
τέτοιος τύπος, κι εγώ ξέρω να κρίνω τους ανθρώπους».

Και μετά της είχε πει, «δεν μπορώ να σε βλέπω τόσο ντάουν. Έλα,
ξέχνα για λίγο τη στεναχώρια σου, και πάμε να το διασκεδάσουμε.
Το καρναβάλι είναι για να γελάμε. Πάμε να δούμε την παρέλαση,
εντάξει; Να φάμε και κάτι».

Τον είχε ακολουθήσει ξαλαφρωμένη, σίγουρη πως από κει και


πέρα, τα πράγματα θα πήγαιναν μια χαρά. Η σκέψη ότι
κάποιος άγνωστος την εμπιστευόταν απόλυτα κι ήταν πρόθυμος να
τη βοηθήσει, ήταν σωστό βάλσαμο σ’ εκείνες τις φοβερές ώρες που
περνούσε. Η καρδιά της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη για

τον Κάρλος.

Και μετά αυτός είχε πέσει σαν κτήνος επάνω της.

«Ηλίθιο πορνίδιο», της είχε πετάξει με λύσσα, όταν την είχε


προλάβει στην απελπισμένη της φυγή, κάτω στο δρόμο,
«πού φαντάστηκες ότι πας; Μ πας και θαρρείς ότι τζάμπα σε τάισα
και σε πότισα απόψε; Ή ότι θα μου τα μασήσεις χωρίς
αντάλλαγμα; Τα λεφτά μου δεν τα πετάω έτσι εγώ σε τσούλες σαν
εσένα!»

Στο ίδιο σημείο κατέληγαν τελικά όλα. Για τον Νεντ ήταν μια
φτηνή καμπαρετζού, επειδή όταν την είχε γνωρίσει, ήταν μια απ’
τις γυμνόστηθες χορεύτριες ενός παρισινού καμπαρέ. Για τον
Κάρλος ήταν μια πόρνη, επειδή συζούσε τόσο καιρό μ’ έναν άντρα
που δεν ήταν νόμιμος σύζυγός της, κι επειδή είχε δεχτεί να βγει
για μια βόλτα μαζί του. Εδώ και χρόνια, δε θυμόταν άντρα που να
μην την είχε αντιμετωπίσει τελικά κάπως έτσι.
Ακόμα κι όταν δε χόρευε με ακάλυπτο το στήθος.

Μ όνο αυτός ο ψυχρός, απόλυτα συγκρατημένος άντρας απέναντί


της, έμοιαζε να τη βλέπει με διαφορετικό βλέμμα απ’ ό, τι οι άλλοι.
Αλλά φυσικά, ήταν φανερό ότι ανήκε σε εντελώς άλλη τάξη απ’ ό,
τι ο οποιοσδήποτε Νεντ κι ο οποιοσδήποτε Κάρλος. Κι όχι μόνο
για το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά πλούσιος.

Όλα πάνω του φώναζαν ότι ήταν, ή θεωρούσε ότι ήταν, μερικά
σκαλοπάτια πάνω απ' τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Και για
την ώρα τουλάχιστον, την παρατηρούσε με την ίδια
ψυχρή απάθεια που θα παρατηρούσε κι ένα ενδιαφέρον έντομο.

Την είχε σώσει απ’ τα χέρια του Κάρλος, αλλά ήταν φανερό ότι
δεν το είχε κάνει από ανθρώπινη συμπόνια, απλά και μόνο από μια
ψυχρή αίσθηση υποχρέωσης απέναντι σε μια συμπατριώτισσά του.
Τα μάτια του δεν έδειχναν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κι απ’ ό,
τι θυμόταν η Ραβέλ, δεν είχαν καν σταθεί με ίχνος ενδιαφέροντος
στο γυμνό κορμί της, όσο την κουβαλούσε στο σπίτι του, ή όταν
την είχε βοηθήσει να μπει στο μπάνιο, και σε μια φάση εκείνη είχε
βρεθεί στιγμιαία χωρίς ούτε ένα κουρέλι πάνω της.

Για μια γυναίκα που τουλάχιστον τα τελευταία οχτώ χρόνια της


ζωής της είχε πάντα ν’ αντιμετωπίσει καυτά, λάγνα βλέμματα
πόθου απ’ τους περισσότερους άντρες γύρω της, αυτή του η
στάση θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετικά καλόδεχτη εμπειρία.

Αλλά κατά κάποιο τρόπο, δεν ήταν.


*

Δεν είχε ξαναδεί ποτέ γαλάζιο σαν το γαλάζιο των ματιών της,
σκεφτόταν ο Τζεντ όσο την άκουγε να μιλάει. Ήταν στ’ αλήθεια

πανέμορφη. Πανέμορφη κι αισθησιακή σαν τροπικό λουλούδι.

Τα μαλλιά της είχαν στεγνώσει εντελώς, κι έπεφταν σαν βαρύς,


βελούδινος χείμαρος στην πλάτη της, πλαισιώνοντας το υπέροχο
πρόσωπό της, κι αναδεικνύοντας μαγευτικά τη λευκότητα της
επιδερμίδας της και το έντονο χρώμα των ματιών της. Το δέρμα
της θύμιζε καμέλια, τα ρόδινα χείλια της μισάνοιγαν σαν
μπουμπούκι τριαντάφυλλου. Κι απ’ το μυαλό του, εδώ και λίγη
ώρα, περνούσε και ξαναπερνούσε με ενοχλητική επιμονή, η σκέψη
ότι δεν υπήρχε ούτε ένα προφυλακτικό στο σπίτι.

Τι διάβολο έπαθα, αναρωτήθηκε εκνευρισμένος. Δεν είναι


δυνατόν να μ’ επηρέασε τόσο πολύ το καρναβάλι... Αφού έτσι
κι αλλιώς δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω κάτι τέτοιο. Αφού
ουσιαστικά δεν το θέλω, όπως ουσιαστικά δε θέλω ούτε αυτό
το κορίτσι, όσο κι αν κόβει την ανάσα η ομορφιά της.

Την άφησε να μιλάει. Η φωνή της ήταν σαν χάδι. Απαλή,


ευχάριστη, σχεδόν τραγουδιστή. Μ ια ολότελα θηλυκή φωνή,
γλυκιά και καλλιεργημένη, και του άρεσε να την ακούει να
επιπλέει στο χώρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της η Ραβέλ, οι άντρες της
έδειχναν πάντα υπερβολικό ενδιαφέρον, κι όχι μόνο. Οι
περισσότεροι προχωρούσαν και σε πολύ πιο ουσιαστικές
εκδηλώσεις, ή τουλάχιστον, προσπαθούσαν το κατά δύναμη.

Αλλά η ίδια δεν ήταν ποτέ εύκολη. Όλο αυτό το ενδιαφέρον την
ενοχλούσε μάλλον παρά την κολάκευε, και συχνά γινόταν πολύ
απότομη όταν έπρεπε ν’ αποκρούσει κάποιον. Οι ενοχλήσεις απ’
τους αρσενικούς την έκαναν να κλείνεται στον εαυτό της, αντί να
ξεθαρρεύει και να τις παίρνει σαν δεδομένο, κι ήταν πολύ
επιφυλακτική στις σχέσεις της. Δεν είχε άλλωστε και τόσες πολλές
στο ενεργητικό της. Δυο άντρες όλοι κι όλοι πριν απ’ τον Νεντ, κι
ένα παιδικό φλερτ που δε μέτραγε, μιας και δεν είχε προχωρήσει
ποτέ πέρα από μερικά φιλιά. Η ερωτική της ζωή, τελικά, δεν
παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ τη ζωή μια νοικοκυρούλας
που είχε παντρευτεί αμέσως μετά το σχολείο, κι είχε κάνει και δυο
παιδιά.

Είχε δυο δεσμούς που είχαν αποτύχει, και δε θα μπορούσε ούτε


καν να υπολογίσει τα μοναχικά βράδια που είχε
περάσει ενδιάμεσα, κλεισμένη μόνη της στο σπίτι, όταν θα
μπορούσε να γυρνάει στα μπαρ ή στα πάρτι. Μ ετά είχε ερωτευτεί
τον Νεντ, και είχε ζήσει μαζί του δυο χρόνια, πράγμα που
συνέβαινε σε εκατομμύρια κοπέλες στον κόσμο. Δεν είχε άλλες
περιπέτειες ενδιάμεσα, ούτε ποτέ τής είχε συμβεί να απατήσει το
φίλο της. Η συμπεριφορά της ήταν πάντα άψογη, και ήταν
τουλάχιστον απαράδεκτο να την κρίνουν οι άνθρωποι σαν
"ελαφριά”, επειδή έβγαζε το ψωμί της χορεύοντας σε μιούζικχολς,
ή καμιά φορά σε καμπαρέ.

Στο κάτωκάτω, χορεύτρια ήταν, δεν έκανε κονσομασιόν.

Δεν έκανε καν παρέα με τα κυκλώματα που κινιόντουσαν στον


επαγγελματικό της χώρο. Ακόμα κι ο Νεντ, δεν είχε καμιά σχέση
μ’ αυτούς τους χώρους. “Επιχειρηματίας”, είχε δηλώσει στην αρχή
της γνωριμίας τους. Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης ήταν τελικά, κι
η Ραβέλ δε θα συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της τη βλακεία που
είχε κάνει να ξοδέψει για χάρη του όλες της τις οικονομίες. Τότε
τον αγαπούσε, είχε πιστέψει στις ικανότητές του, είχε πεισθεί πως
του χρειαζόταν μόνο κάποια βοήθεια για να ορθοποδήσει.

Επί μήνες ζούσε κυριολεκτικά σε βάρος της, και της πούλαγε τα


πιο απίθανα παραμύθια. Ύστερα, ευτυχώς γι’ αυτόν, είχε πετύχει
την ευκαιρία της ζωής του: κάποιος απ' τους πάμπολλους φίλους
του, του είχε αναθέσει το υποκατάστημα της επιχείρησής του στο
Ρίο. Η Ραβέλ δεν είχε ιδέα πώς τον είχε πείσει ο Νεντ να τον
εμπιστευτεί. Η αλήθεια όμως ήταν πως στους τρίτους έδινε πάντα
την εντύπωση ότι ήταν εξαιρετικά ικανός, κι ότι φυσούσε το
παραδάκι.

Τα λεφτά της, δηλαδή.


Ζήτημα αν της είχε αφήσει χίλια φράγκα στο λογαριασμό της στο
Παρίσι. Κι ήταν τώρα και χωρίς δουλειά. Ο Θεός μόνο ήξερε τι θα
έβρισκε γυρίζοντας πίσω. Το πιθανότερο, θ’ αναγκαζόταν να
καταφύγει πάλι στο μπαλέτο κάποιου καμπαρέ, κι εκεί
υποχρεωτικά θα έβγαινε γυμνόστηθη, κι όλοι θα έλεγαν πάλι
ότι δεν ήταν παρά μια καμπαρετζού, μια γυναίκα τουλάχιστον
ελαφρών ηθών, και πιθανότατα πόρνη, πολυτελείας ή και όχι.
Οι άντρες θα της έκαναν προτάσεις εν ψυχρώ, και θα
ρώταγαν πόσο χρέωνε τη βραδιά.

Κι όμως, είχε χορέψει και στο θέατρο, και σε σοβαρά κέντρα - και
στο κάτωκάτω, είχε ξεκινήσει απ’το κλασικό μπαλέτο. Θα είχε
κάνει ίσως καριέρα σ’ αυτό το χώρο, γιατί ο χορός ήταν
ο μεγαλύτερος και σταθερότερος έρωτας της ζωής της, πραγματικό
πάθος, μια ανάγκη ζωής. Αλλά προς μεγάλη της θλίψη,
είχε κληρονομήσει το ύψος του πατέρα της. Στα δεκάξι της
ήταν κιόλας ένα κι ογδόντα, υπερβολικά ψηλή για το μπαλέτο.
Δεν της έμεναν παρά τα ελαφρότερα είδη.

Οι δικοί της δεν είχαν συμφωνήσει με τις επιλογές της, ειδικά η


μητέρα της, γιατί ο πατέρας της, σαν καλλιτέχνης κι αυτός (ήταν
βιολιστής), είχε μεγαλύτερη κατανόηση. Αλλά η Ραβέλ ήξερε πως
δε θα μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο στη ζωή της πέρα απ’ το να
χορεύει. Δεν υπήρχε άλλη καριέρα γι’ αυτήν, και δεν την ένοιαζε
καν αν θα ξέπεφτε έστω στο καμπαρέ. Όχι πως η ίδια το θεωρούσε
ξεπεσμό, αλλά οι παραστάσεις δεν ήταν απαιτήσεων, και
οποιαδήποτε μέτρια χορευτριούλα θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Αλλά τα καμπαρέ ήταν οι βασικοί χώροι όπου μπορούσε να βρει
δουλειά μια κοπέλα με το δικό της ανάστημα. Εκεί τις ξεδιάλεγαν
με βάση ακριβώς την εμφάνισή τους. Τα κορίτσια όλα έπρεπε να
είναι εντυπωσιακά όμορφα, με τέλεια και καλοταιριασμένα κορμιά,
και με το ίδιο μεγάλο ύψος. Τα μπαλέτα των θεάτρων και του
μιούζικχολ δεν είχαν τόσο ψηλές χορεύτριες, κι εκείνη ανάμεσά
τους θα ξεχώριζε σαν τη μύγα στο γάλα.

Όπως και να 'χε, έπρεπε κάπως να ζήσει, κι ήθελε να ζήσει


χορεύοντας. Ακόμα κι η μητέρα της το είχε καταλάβει τελικά
αυτό.

Ύστερα είχε χάσει και τους δυο γονείς της, μέσα σε διάστημα
λίγων μηνών, και δεν της είχε μείνει παρά μόνο ο χορός - κι
η Μ άριον.

Καμιά φορά καθόταν και σκεφτόταν την αδερφή της και το χάσμα
που τις χώριζε μόνιμα, κι αναρωτιόταν πώς θα ήταν τα πράγματα
ανάμεσά τους, αν η μητέρα της δεν είχε κάνει τόσα λάθη στη ζωή
της. Πώς θα ήταν να έχει μια αδερφή που θα ήταν και φίλη της,
που θα στεκόταν στο πλευρό της όταν θα είχε την ανάγκη της, και
που δε θα την έβλεπε αφ’ υψηλού και με περιφρόνηση, σαν να
ήταν κάποιο κατώτερο, κι ελαφρά απωθητικό είδος ανθρώπου.

Πώς θα ήταν να έχει κάποιον πραγματικά δικό της άνθρωπο σ’


αυτόν τον σκληρό, εχθρικό κόσμο.
Κι όμως, η ίδια ένιωθε μια παράδοξη στοργή για τη Μ άριον, κι
επιπλέον μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό. Και την
ενοχλούσε φοβερά το ότι η αδερφή της δεν είχε καμιά απολύτως
εκτίμηση για κείνη.

Θα ’θελε να μπορούσε να τη βλέπει κάπουκάπου, να της ανοίγει


την καρδιά της, να συζητάνε ίσως και για τη μητέρα τους. Αλλά
είχε να δει τη Μ άριον τέσσερα ολόκληρα χρόνια, κι η μόνη τους
επαφή όλον αυτό τον καιρό, ήταν κάποιο σποραδικό τηλεφώνημα,
και μερικές χριστουγεννιάτικες κάρτες.

Αλλά ακόμα κι αν την έβλεπε συχνότερα, κι είχαν καλές σχέσεις


μεταξύ τους, πολύ αμφέβαλλε αν θα συζητούσαν ποτέ για τη
μητέρα τους. Για τη Μ άριον, η Λέσλι Πάρκερ είχε πάψει να
υπάρχει από τη στιγμή που την είχε εγκαταλείψει, κι είχε φύγει
με τον εραστή της. Κι όσο για τη μικρή ετεροθαλή αδερφή που
είχε αποκτήσει λίγο αργότερα, δε χρησίμευε παρά για να της
θυμίζει, ότι η δική της μητέρα είχε δώσει την αγάπη της σε μια
άλλη κόρη.

Η Λέσλι Μ πέρστιν ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, που είχε


παντρευτεί έναν πολύ εύπορο άντρα. Απ’ όσο μπορούσε να
συμπεράνει η Ραβέλ, η μητέρα της είχε κάνει την επιλογή της από
σκέτο συμφέρον. Δεν είχε αγαπήσει ποτέ τον Νάιτζελ Πάρκερ, του
είχε όμως χαρίσει ένα παιδί, κι είχε μείνει πιστή, μέχρι τη στιγμή
που ο έρωτας μπήκε σαν σίφουνας στη ζωή της, στο πρόσωπο του
Νιλ Τρέγκαρον, που ήταν νέος, εξαιρετικά γοητευτικός, και σε
σύγκριση με τον άντρα της, σχεδόν άπορος.

Ήταν απλοί φίλοι στην αρχή, κι η Λέσλι είχε κάνει υπεράνθρωπες


προσπάθειες να πνίξει τα αισθήματά της. Δεν ήταν εύκολο,
ωστόσο, γιατί το ίδιο σφοδρά ήταν και τα αισθήματα του Νιλ.
«Το παλέψαμε όσο γινόταν», της είχε εκυστηρευτεί κάποτε η
μητέρα της, «αλλά ήταν πιο δυνατό από μας. Αν μπορούσα να το
αποφύγω, δε θα το έκανα ποτέ, αν όχι για τον Νάιτζελ,
τουλάχιστον για χάρη της Μ άριον. Αλλά δε γινόταν ν’ αντιδράσω.
Για μήνες δεν είχε συμβεί τίποτα, και μετά βρεθήκαμε σε κείνο το
κοντσέρτο, κι έπαιζαν το “Μ πολερό” του Ραβέλ. Σε κάποια
στιγμή, ο Νιλ άπλωσε και μου έπιασε το χέρι. Και δε θα το
πιστέψεις, αλλά αυτό έφτανε. Εκεί συνειδητοποίησα πως δεν
υπήρχε πια κανένας τρόπος να ζήσω μακριά του, και πως όλη η
υπόλοιπη ζωή μου θα πήγαινε χαμένη αν δε συνέχιζε να μου
κρατάει το χέρι για πάντα».

Εκείνο το καθοριστικό “Μ πολερό”, δεν είχε δώσει μόνο αργότερα


στην κόρη τους το όνομά της, αλλά είχε στερήσει οριστικά τη
Μ άριον απ' τη μητέρα της. Η Λέσλι είχε επιχειρήσει να την
κρατήσει η ίδια, τελικά όμως δεν τα είχε καταφέρει. Η Μ άριον
είχε μείνει με τον πατέρα της, περισσότερο από δική της επιλογή,
παρά απ’ οτιδήποτε άλλο. Ήταν τότε οχτώ χρόνων, αλλά είχε
πολύ συγκεκριμένες απόψεις για το καθετί. Δεν είχε ποτέ
συγχωρήσει τη μητέρα της γι' αυτό που είχε κάνει, κι ήταν ζήτημα
αν την είχε συναντήσει τρεις φορές μετά απ’ αυτό. Είχε πάει
πάντως στην κηδεία της, κι εκεί, παρόλο που δεν είχε ανταλλάξει
ούτε λέξη με τον Νιλ, είχε ωστόσο συγκατατεθεί ν’ ασχοληθεί με
τη μικρότερη αδερφή της.

Ως τότε, οι δυο τους βλέπονταν πολύ συχνότερα απ’ όσο η


Μ άριον με τη Λέσλι. Η Μ άριον σνομπάριζε καταφανώς τη Ραβέλ,
αλλά δεν την απέρριπτε και ολότελα. Η Ραθέλ θαύμαζε
ανεπιφύλακτα την αδερφή της, που την έβρισκε υπέροχη απ’ άκρη
σ’ άκρη. Η Μ άριον ήταν όμορφη κοπέλα, σχεδόν πιστό αντίγραφο
της Λέσλι, ξανθιά όπως κι η μητέρα της, με έναν αιθέριο τύπο που
ξεγελούσε όσους δεν την ήξεραν. Στο βάθος ήταν σκληρή σαν
ατσάλι, σκληρή κι αποφασισμένη. Υπερβολικά φιλόδοξη, με
μεγάλες ικανότητες και ευφυΐα πολύ πάνω απ’ τον μέσο όρο, είχε
ήδη δύο πτυχία στο ενεργητικό της, και προχωρούσε ακάθεκτα
για μεγάλη καριέρα, σ' ένα χώρο όπου ήταν ελάχιστες οι νέες και
όμορφες γυναίκες: την πολιτική.

Είχε πιάσει λοιπόν τη Ραβέλ, και της είχε δηλώσει χωρίς


πολλάπολλά προσχήματα: «Κοίτα, χρυσό μου, θα σου μιλήσω
ειλικρινά, γιατί έχω στ' αλήθεια μεγάλο πρόβλημα μ' εσένα. Είσαι
αδερφή μου, και αυτό δεν μπορώ να το αγνοήσω. Ο πατέρας σου
μου είναι εντελώς αδιάφορος, αλλά εσύ είσαι συγγενής μου, και
μάλιστα η μοναδική που μου απόμεινε. Δε μεγαλώσαμε μαζί, αλλά
οπωσδήποτε γνωριζόμαστε κάπως, και νιώθω ότι έχω κάποια
υποχρέωση απέναντι σου. Αν ποτέ με χρειαστείς, θα βοηθήσω όσο
περνάει απ' το χέρι μου. Αλλά διαφωνώ απόλυτα με το είδος της
δουλειάς που κάνεις, και θεωρώ ότι θα είναι ζημιά για μένα να
μαθευτεί ότι η αδερφή μου δουλεύει στα καμπαρέ».
Η Ραβέλ είχε μείνει άναυδη. «Μ α δε δουλεύω στα καμπαρέ», της
αντιγύρισε. «Είμαι χορεύτρια».

«Χορεύτρια του καμπαρέ», είπε ψυχρά η Μ άριον.

«Και στο κάτωκάτω, τι σημασία έχει η δική μου δουλειά; Δεν την
κάνω καν στην Αγγλία!»

«Ευτυχώς», παρατήρησε ξερά η Μ άριον. «Για την ώρα, φυσικά,


κανείς δεν ασχολείται με την προσωπική μου ζωή ή την οικογένειά
μου, αλλά δε στο κρύβω, πολύ σύντομα θα βγω ενεργά
στην πολιτική. Κι αν πετύχω το στόχο μου να εκλεγώ βουλευτής,
δε θέλω να υπάρχει καμιά τέτοια σκιά στον περίγυρό μου».

«Τι στο καλό εννοείς;» έκανε η Ραβέλ, μπουρινιασμένη. «Για ποια


σκιά λες; Το τι δουλειά κάνω εγώ, είναι αποκλειστικά δικός μου
λογαριασμός!»

«Κοριτσάκι μου, δεν κατάλαβες», είπε παγερά η Μ άριον. «Θα


ήταν αποκλειστικά δικός σου λογαριασμός, αν ήταν μια αξιοπρεπής
δουλειά σαν τις άλλες. Το να έχω όμως μια αδερφή ελαφρών
ηθών, αφορά άμεσα κι εμένα».

«Ελαφρών ηθών», είχε επαναλάβει σαν χαζή η Ραβέλ.

«Δε λέω ότι είσαι. Λέω τι θα πουν όλοι οι άλλοι. Δεν έχω καμιά
διάθεση για τέτοιου είδους αντιπολίτευση, όπως καταλαβαίνεις».
«Και τι προτείνεις;» έκανε σαρκαστικά η Ραβέλ. «Να με
προσλάβεις εσύ για να πάψω να χορεύω στα καμπαρέ, εκδίδοντας
συγχρόνως το φτηνό κορμί μου;»

«Αν είχα την οικονομική ευχέρεια, θα στο πρότεινα κι αυτό», είπε


ψυχρά η Μ άριον. «Αλλά για την ώρα, δεν την έχω. Τα χρήματά
μου πάνε σε πιο σοβαρούς σκοπούς, και πάλι δε φτάνουν. Μ έχρι
να βρω έναν πλούσιο άντρα που θα μπορεί να ξοδεύει χωρίς να τα
μετράει, δεν μπορώ να σε βοηθήσω οικονομικά, αυτό πρέπει να το
έχεις υπόψη σου».

«Δε σου ζήτησα να με βοηθήσεις οικονομικά», έκανε η Ραβέλ

μέσ’ απ’ τα σφιγμένα της δόντια.

«Ακόμα καλύτερα. Κι ούτε εγώ θα σου ζητήσω τίποτα - εκτός από


ένα πράγμα: Ζεις στο Παρίσι, και φαντάζομαι δεν έχεις κανένα
λόγο να γυρίσεις στην Αγγλία και να συνεχίσεις εκεί την... καριέρα
σου. Όσο είσαι διακριτική και μακριά απ’το δικό μου ζωτικό χώρο,
δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα οι δυο μας. Σε συμπαθώ κατά τα
άλλα, και στο κάτωκάτω, είσαι αδερφή μου. Αλλά δε θα ανεχτώ
την παραμικρή σκιά σκανδάλου γύρω απ’ το όνομά μου».

Η Ραβέλ έκανε μήνες να συνέλθει απ’ αυτή την εξήγηση. Τελικά


όμως το χώνεψε κι αυτό, συχώρεσε την αδερφή της, κι οι σχέσεις
τους επανήλθαν σε ένα λογικό επίπεδο.

Την είχε ξαναδεί δυο φορές μετά απ’ αυτό, και τις δύο στο Παρίσι.
Στο μεταξύ, η Μ άριον τα είχε καταφέρει - είχε εκλεγεί στην
εκλογική της περιφέρεια, κι είχε έτσι γίνει η νεότερη
ποτέ βουλευτίνα στην ιστορία της Αγγλίας. Ύστερα παντρεύτηκε
έναν άντρα όπως τον ήθελε - τόσο πλούσιο, που να ξοδεύει χωρίς
να τα μετράει, κι απ’ ό, τι συμπέραινε η Ραβέλ, που δεν είχε καμιά
αντίρρηση να ξοδεύει αλόγιστα για να στηρίζει την καριέρα της
γυναίκας του.

Για όλ’ αυτά, η Ραβέλ δεν ήξερε παρά μόνο όσα μάθαινε απ’ τις
εφημερίδες. Δεν είχε καν ιδέα πού έμενε τώρα η αδερφή της. Μ ια
φορά στις τόσες που θα της τηλεφωνούσε η Μ άριον για να μάθει
τυπικά τα νέα της, της μιλούσε το πολύ καναδυο λεπτά, και
απαξίωνε να της μιλήσει για τον εαυτό της. Δεν την είχε καλέσει
ποτέ στο σπίτι της, δεν την είχε καλέσει καν στο γάμο της. Αν δεν
της ξέφευγε μια φορά να πει «ο άντρας μου», η Ραβέλ δε
θα έπαιρνε ποτέ χαμπάρι ότι είχε παντρευτεί η αδερφή της.

Και φυσικά, παρόλο που είχε πάρει τον λεφτά που ονειρευόταν,
δεν της είχε προτείνει ποτέ να τη βοηθήσει οικονομικά. Όχι πως η
Ραβέλ θα δεχόταν κάτι τέτοιο απ’ την αδερφή της, απλά και μόνο
αυτό έδινε το στίγμα των σχέσεών τους. Ήταν δυο ξένες, που
είχαν απλά μοιραστεί την ίδια μητέρα. Δεν είχαν κανένα άλλο
κοινό σημείο, ούτε καν στην εμφάνιση. Η Ραβέλ ήταν φτυστή ο
πατέρας της, και ποτέ κανείς δε θα τις έπαιρνε για αδερφές.

Κι ωστόσο, η Ραβέλ συνέχιζε να θαυμάζει απεριόριστα την αδερφή


της, και κάπου βαθιά μέσα της να έχει πάντα την αίσθηση ότι, αν
ποτέ βρισκόταν πραγματικά σε πολύ μεγάλη ανάγκη, υπήρχε
κάποιος άνθρωπος στον κόσμο που δε θα της γύριζε την πλάτη.

Μ πορεί να ήταν βλακεία της να το πιστεύει, αλλά ένιωθε ένα


μίνιμουμ σιγουριάς στη σκέψη ότι υπήρχε η Μ άριον, κι ότι κάποτε
της είχε πει «αν βρεθείς σε ανάγκη, θα κάνω ό, τι περνάει

απ' το χέρι μου για να σε βοηθήσω».

Και τώρα ακόμα, που βρισκόταν σε δραματική κατάσταση, μόνη κι


άφραγκη στο Ρίο, της έμενε μια τελευταία ελπίδα: η Μ άριον.

Ήξερε πως αν τελικά χρειαζόταν να καταφύγει εκεί, θα ένιωθε πως


έφτασε στο όριο του εξευτελισμού. Αλλά θα της τα επέστρεφε τα
λεφτά, σίγουρα θα της τα επέστρεφε. Θα έπιανε δουλειά αμέσως
μόλις γύριζε στο Παρίσι, και θα ταχτοποιούσε τις υποχρεώσεις
της...

«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο άντρας, κι η Ραβέλ σήκωσε τα μάτια και


τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε
αφαιρεθεί. Μ ια ατέλειωτη σιωπή είχε πέσει ανάμεσά τους τόση
ώρα.

Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Όλα αυτά», είπε αχνά. «Τον


Κάρλος, το ξενοδοχείο... Φοβάμαι να επιστρέφω εκεί, και δεν έχω
πού αλλού να πάω».
«Υπάρχουν κι άλλα ξενοδοχεία», είπε ο άντρας. «Μ έχρι να
μπορέσει ο Κάρλος σου να ξαναπαρουσιαστεί στην κοινωνία, θα
έχεις μετακομίσει και θα έχει χάσει οριστικά τα ίχνη σου».

Η Ραβέλ δαγκώθηκε. Δε γινόταν να του εξηγήσει γιατί δεν


μπορούσε να μετακομίσει, κι ότι αν δεν ταχτοποιούσε το
λογαριασμο της, δε θα της επέτρεπαν ποτέ να πάρει τα
πράγματά της, και τα χαρτιά της που τα άφηνε για φύλαξη στο
χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. Ήδη, από χτες την κοίταζαν με
μισό μάτι. Αν τους ζητούσε το διαβατήριό της, θα τους
έμπαιναν ψύλλοι στ’ αυτιά. Είχαν όλοι τους πληροφορηθεί ότι ο
Νεντ δεν έμενε πια μαζί της, κι ήταν φως φανάρι ότι δεν
επρόκειτο πια ούτε να πληρώσει το λογαριασμό, ούτε καν για τη
βδομάδα που είχε λήξει.

«Τι τρέχει;» Η φωνή του ήταν επιτακτική, γεμάτη ένταση.

«Θα... θα το φροντίσω», είπε μουδιασμένα η Ραβέλ. «Αύριο θα


κοιτάξω για κάτι άλλο».

«Ξέρεις πώς να κινηθείς; Πόσον καιρό είσαι στο Ρίο;»

«Τρείς μήνες. Φαντάζομαι κάπως θα... θα τα καταφέρω. Μ ην


ανησυχείτε για μένα, ξέρω πια τα κατατόπια».

«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’ αυτό», της είπε ξερά, αλλά δεν
έδειχνε ενοχλημένος, μόνο σαν να τον βασάνιζε
κάποιο πρόβλημα. «Αυτό το “Ατλάντικο” - τι είδους ξενοδοχείο
είναι; Γιατί έμεινες εκεί;»

«Δεν είναι κακό», έκανε αδύναμα η Ραβέλ, και τα μάγουλά της


έγιναν κατακόκκινα. Ήξερε τι του περνούσε απ’ το μυαλό, κι ίσως
είχε δίκιο. Ότι δέχονταν ζευγάρια, ήταν γεγονός. Εκείνη, όμως,
εκτός απ' τον Κάρλος, δεν την είχε ενοχλήσει ως τότε κανένας
άλλος.

Ίσως βέβαια επειδή ήταν κι ο Νεντ εκεί.

Ίσως δεν είχε ιδέα τι θα γινόταν από κει και πέρα.

Και ξαφνικά, μια φοβερή σκέψη της πέρασε απ' το μυαλό: κι αν ο


ξενοδόχος της πρότεινε να βρει τα λεφτά που του χρωστούσε, με
το γνωστό και δοκιμασμένο τρόπο; Αν της έστελνε πελάτες στο
δωμάτιο; Ποιος της εγγυόταν ότι θα τα κατάφερνε να τους
αποφύγει; Η εμπειρία της με τον Κάρλος δεν προοιώνιζε τίποτε
καλό.

Το πρόσωπό της πάνιασε σ’ αυτή τη σκέψη. Χριστέ μου, σκέφτηκε,


δε θα το αντέξω... Φαντάσου λέει να κοιμάμαι και να ’ρθει κάποιος
να ξαπλώσει δίπλα μου... Πώς θα αντισταθώ; Δε θα του κάνει
καθόλου κόπο να με βιάσει κι εκείνος, και με τις ευλογίες του
ξενοδοχείου, μάλιστα.

Αθέλητα, έφερε τα χέρια κι έκρυψε το πρόσωπό της. Ένας


αλόγιστος τρόμος την πλημμύριζε στη ζοφερή προοπτική που
ανοιγόταν μπροστά της. Οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο ζωντανές
κι όλο και πιο φριχτές στο μυαλό της, και της φάνηκε ότ θα
ξαναλιποθυμούσε απ’ τη φρίκη και τον πανικό.

Αν σκόπευαν να της κάνουν κάτι τέτοιο, κανείς δε θα μπορούσε


να τη σώσει, ούτε η Μ άριον, ούτε η αστυνομία, ούτε βέβαια αυτός
ο άντρας που την είχε σώσει εντελώς τυχαία χτες το βράδυ, και
που οπωσδήποτε δεν έδινε δεκάρα για το τι θα έκανε αυτή από κει
και πέρα. «Ίσως», έκανε αχνά, «ίσως θα πρέπει να πάω στο
προξενείο...» Τα λόγια βγήκαν μηχανικά απ’ τα χείλια της,
προδίνοντας τον πανικό της, κι εκείνος το έπιασε.

Ξαφνικά, βρέθηκε να κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι. Της τράβηξε


απαλά τα χέρια απ’ το πρόσωπό της, και την ανάγκασε να τον
κοιτάξει στα μάτια. Καθόταν πολύ κοντά της, το διακριτικό άρωμα
της κολόνιας του την τύλιγε παρηγορητικά. Τα χρυσαφιά του μάτια
βυθίστηκαν στα δικά της, αιχμαλωτίζοντάς τα για μερικά
ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Έμεινε να τον κοιτάζει σαν χαζή, με την
καρδιά να βροντοχτυπάει στο στήθος της, και με μια σκέψη να
σκάει σαν βεγγαλικό στο μυαλό της: Θεέ μου, τι άντρας που είναι...

Έμοιαζε με γρανίτινο βράχο που ακτινοβολούσε δύναμη και


κύρος. Κι ήταν τόσο κοντά της... Αν αφηνόταν να φωλιάσει
στα μπράτσα του, δε θα υπήρχε πια τίποτε να την απειλήσει.

Ήταν ο πιο επιθυμητός άντρας που είχε ποτέ συναντήσει. Κι όχι


μόνο επειδή ήταν τόσο εντυπωσιακά ελκυστικός, αλλά προπαντός
επειδή η δύναμη που ανάδινε, την είχε τυλίξει απ’ την αρχή σαν
πανίσχυρο κύμα. Τα μάτια του βυθίζονταν αλύπητα στα βάθη της
ψυχής της, και εντελώς ανεξήγητα, όλες οι θλιβερές σκέψεις
έσβησαν και χάθηκαν μονομιάς. Ασυναίσθητα, το κορμί της έγειρε
προς το δικό του, τα χείλια της μισάνοιξαν, η επιδερμίδα της
ρίγησε σαν να τη φυσούσε δυνατός αέρας.

Έκλεισε τα μάτια, κοντανασαίνοντας. Αλλά εκείνος δεν τη φίλησε.


Δεν την πήρε καν στα μπράτσα του. Της είπε μόνο απλά: «Δε θα
’ταν καλύτερα να μου πεις τι συμβαίνει; Ίσως μπορώ να προτείνω
κάποια λύση».

Ένας στεναγμός της ξέφυγε. Πήρε βαθιά ανάσα, και του τα είπε
όλα. Για τον Νεντ, για τη Βραζιλιάνα του, για το πώς την είχε
αφήσει μόνη κι έρημη στο ξενοδοχείο, για τον Κάρλος και τον
ξενοδόχο, και για το διαβατήριό της που ήταν κλειδωμένο στην
κάσα του.

Δεν του είπε όμως ούτε για τους φόβους της, ούτε για το γεγονός
ότι δεν είχε πια παρά ελάχιστα χρήματα, που δε θα της έφταναν
ούτε για να πληρώσει το ξενοδοχείο. Του είπε μ’ όλη της την
πειστικότητα, πως περίμενε ένα έμβασμα που θα έφτανε σε λίγες
μέρες.

«Κι έτσι, μέχρι τότε, θα πρέπει να μείνω εκεί», κατέληξε όσο


μπορούσε πιο ξένοιαστα. «Το ξενοδοχείο δεν είναι κακό. Κανείς
δε μ’ έχει ενοχλήσει ποτέ. Είναι καθαρό, ήσυχο και αξιοπρεπές. Κι
ούτε φαντάζομαι θα ξανατολμήσει να μ’ ενοχλήσει ο Κάρλος. Αν
πάλι μ’ ενοχλήσει, φαντάζομαι μπορώ να καταφύγω στην
αστυνομία. Ή στο προξενείο μας. Αλλωστε, μόλις πάρω τα λεφτά,
θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου». Δεν είχε πια ούτε σπίτι, αλλά αυτό
θεώρησε ότι δε χρειαζόταν να του το ανακοινώσει.

Την κοιτούσε συνέχεια σκεφτικός, εντελώς ανέκφραστος. Ύστερα,


σηκώθηκε κι έκανε λίγα βήματα στο δωμάτιο. Τα μάτια της τον
ακολουθούσαν ανήσυχα. Έλπιζε ότι τον είχε πείσει, αλλά δεν ήταν
κι εντελώς σίγουρη, και το τελευταίο πράγμα που θα 'θελε, ήταν να
τη θεωρήσει αυτός ζητιάνα. Θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να
του δώσει την εντύπωση ότι του φορτωνόταν.

Ο άντρας πήγε ως την τεράστια μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη


βεράντα. Η τζαμαρία έπιανε όλο τον τοίχο, αλλά τώρα
ήταν κλειστή, για ν’ αποδίδει το αιρκοντίσιον. Για λίγο στάθηκε
εκεί, κοιτάζοντας μέσ’ απ’ τις κουρτίνες τον φωτισμένο κήπο.
Δεν είπε λέξη.

Μ ε κάθε λεπτό που περνούσε, οι χτύποι της καρδιάς της


επιταχύνονταν. Η ταραχή της φούντωνε, κι άρχισε να νιώθει
φριχτά, όλο και πιο σίγουρη ότι είχε ταπεινωθεί ολότελα στα μάτια
του, κι ότι αυτός είχε εκλάβει τις εκμυστηρεύσεις της
σαν προσπάθεια να του αποσπάσει κάποια βοήθεια.

Όταν πια της φάνηκε ότι θα ξεφώνιζε απ’ την υπερένταση,

αυτός στράφηκε απότομα προς το μέρος της, και γι' άλλη μια φορά
τα μάτια τους συναντήθηκαν κι έμειναν έτσι βυθισμένα. Μ ια
διαφορετική ένταση πλημμύρισε ξαφνικά το χώρο, τόσο απτή και
χαρακτηριστική, που θα ταν αδύνατο να ξεγελαστεί
ο οποιοσδήποτε: μια τόσο ωμή, απροκάλυπτη και βίαιη
σεξουαλικότητα, που η Ραβέλ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.

Σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη διαπέρασε το μήνυμα, κι ένιωσε τα


γόνατά της να κόβονται. Τον θέλω, σκέφτηκε πανικόβλητη. Θεέ
μου, τον θέλω, τον θέλω όσο κανέναν άλλον, όσο ποτέ
πριν κανέναν άλλον άντρα στον κόσμο... Ό, τι κι αν μου ζητούσε,
θα το έκανα για χάρη του.

Δεν είχε ιδέα πώς της είχε συμβεί αυτό, ή πότε. Πιθανότατα απ'
την πρώτη στιγμή. Όταν είχε ανοίξει τα μάτια στο αυτοκίνητο, κι
είχε δει αυτό το υπέροχα αντρίκιο πρόσωπο να γέρνει από πάνω
της, με τα μάτια του ν’ αστράφτουν σαν υγρό χρυσάφι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ως εκείνη τη στιγμή, ο Τζεντ ήταν σίγουρος, τίποτα δεν είχε
συμβεί. Υπήρχε αναμφίβολα μια έλξη, αλλά ίσως να
οφειλόταν περισσότερο στη δική του αποχή απ’ το σεξ και στους
αλύπητους ρυθμούς του καρναβαλιού, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Εντελώς απρόσωπα, χρειαζόταν μια γυναίκα, για τον
απλούστατο λόγο ότι δεν είχε κοιμηθεί με καμία επί έναν
ολόκληρο μήνα. Το κορίτσι δε σήμαινε τίποτα γι' αυτόν. Μ όνο ένα
όμορφο σώμα.
Έτσι κι αλλιώς, δεν τό 'χε στο πρόγραμμα να πλαγιάσει μαζί της.
Δεν ήθελε παραπέρα μπλεξίματα. Δεν είχε καν προφυλακτικά στο
σπίτι.

Την είχε χαζέψει λίγο, εντυπωσιασμένος απ’τη ζεστή, λίγο


εξωτική, κι απόλυτα αισθησιακή ομορφιά της, κι αυτό ήταν όλο.
Δεν είχε καν σκοπό ν’ αρνηθεί πως η θέα του γυμνού κορμιού της
τον είχε ερεθίσει. Αλλά, σιγά τώρα, και τι ήταν ένα ακόμα γυμνό
σώμα μέσα στα χιλιάδες άλλα που λυγιόνταν ξεδιάντροπα στους
δρόμους του Καρνάβαλου;

Αν πια του γινόταν τόσο επιτακτική η ανάγκη, θα προτιμούσε


χίλιες φορές να κοιμηθεί με μιαν επαγγελματία, που θα ήξερε τι να
του δώσει και τι να ζητήσει, και που ούτε θα τον έμπλεκε, ούτε θα
τον εξέθετε, ούτε θα προσπαθούσε εκ των υστέρων να τον μπλέξει
ή να τον εκθέσει. Που προπαντός δε θα του δημιουργούσε κανένα
ηθικό ή συναισθηματικό πρόβλημα, σε καμιά περίπτωση.

Μ έχρι εκείνη τη στιγμή.

Και ξαφνικά την είχε κοιτάξει, και κάτι είχε συμβεί βαθιά μέσα του,
κάποιο φράγμα είχε σπάσει, κάποια αντίσταση είχε κολλήσει, κι
ένα τρομαχτικό βουνό πόθου έσκασε θαρρείς στα σωθικά του,
ελευθερώνοντας ένα ηφαίστειο επιθυμίας.

Όχι οποιασδήποτε επιθυμίας. Εδώ επρόκειτο για πολύ


συγκεκριμένο πράγμα: δεν επιθυμούσε πια δέκα λεπτά εκτόνωσης
απ’ την αποχή, αλλά αυτό το υπέροχο, ζεστό και μυρωδάτο σώμα,
αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτά τα μάτια κι αυτά τα χείλια,
μ’ αυτά τα μαλλιά και μ’ αυτή τη φωνή, και με το δειλό χαμόγελο
που ήταν τόσο σπάνιο, και γι’ αυτό ακόμα πιο μαγευτικό. Ήθελε
αυτή την κοπέλα και μόνο αυτήν, και του φαινόταν ότι θα
τρελαινόταν αν δεν την αποκτούσε.

Μ ε ή χωρίς προφυλακτικό, αδιάφορο.

Αν έπρεπε ν’ αντισταθεί, έπρεπε ν’ αντισταθεί τώρα. Ένα λεπτό


ακόμα μαζί της, και το κακό θα γινόταν, αναπόφευκτα και
αμετάκλητα.

Επιστράτευσε όλη του τη θέληση για να τραβήξει τα μάτια του απ’


τα δικά της, και να πει ουδέτερα: «Νομίζω πως θα σου έκανε καλό
να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Εγώ έχω κάτι δουλειές να τελειώσω.
Μ όλις ξεμπερδέψω, θα έρθω να σε ξυπνήσω και να φύγουμε.
Εντάξει;»

Της ξέφυγε ένας βαθύς στεναγμός, σαν να συνερχόταν μόλις από


ένα όνειρο. «Εντάξει», του αποκρίθηκε αχνά.

Της χαμογέλασε συγκρατημένα πριν βγει απ’ το δωμάτιο. Οι


παλάμες του είχαν ιδρώσει απ’ την υπερένταση. Τράβηξε
σκεφτικός για το γραφείο του, κι όση ώρα ασχολιόταν με τις
υποθέσεις του, προσπάθησε να την αποκλείσει εντελώς απ’ το
μυαλό του.

Δεν τα κατάφερε.
*

Κι έτσι, δεν είχε γίνει τίποτα. Η Ραβέλ δεν μπορούσε να καταλάβει


τι είχε συμβεί κι είχε πιστέψει, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, ότι
εκείνος θα τη φιλούσε. Δεν της είχε δώσει καμιά ένδειξη ότι τον
ενδιέφερε σαν γυναίκα. Το μόνο που είχε κάνει, ήταν να της πιάσει
τα χέρια για να τ’ απομακρύνει απ’ το πρόσωπό της.

Τι γελοία που ήταν. Παντού και πάντα τα έκανε θάλασσα.


Βρισκόταν στην τραγικότερη θέση της ζωής της, ο Νεντ την είχε
εγκαταλείψει, ο Κάρλος, που μέχρι πριν λίγες ώρες ήταν η
μοναδική της ελπίδα, την είχε κακοποιήσει, δεν είχε ιδέα τι θα
της ξημέρωνε η επόμενη μέρα και τι θα της επιφύλασσε η
επόμενη νύχτα, ήταν μόνη κι αβοήθητη σ’ έναν ξένο κι εχθρικό
τόπο, κι η μόνη της πιθανότητα να βρει τη Μ άριον, ήταν μέσω του
πολιτικού της γραφείου. Δεν είχε άλλο τηλέφωνο της αδερφής
της, και πολύ αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να τη βρει κι έτσι.
Οπωσδήποτε, δε θα ήταν δυνατόν να της αφήσει κάποιο μήνυμα
που θα δημιουργούσε ερωτηματικά. Ό, τι κι αν έλεγε, θα έπρεπε
να είναι αρκετά ουδέτερο για να μη δώσει λαβή, και κανείς δεν
της εγγυόταν ότι η Μ άριον θα το έβρισκε απαραίτητο να έρθει σ’
επαφή μαζί της.

Δεν είχε πού αλλού να πάει πέρα από εκείνο το ζοφερό


ξενοδοχείο, όπου θά 'θελε, αν ήταν δυνατόν, να μην ξαναπατήσει
ποτέ στη ζωή της. Χώρια η άλλη φρίκη, ότι μπορεί να την
Περίμενε ακόμα κι ο Κάρλος εκεί πέρα, έστω και
ξυλοδαρμένος... Άσε που μπορεί, μετά απ’ όλ’ αυτά, να μην της
επέτρεπαν καν να μπει μέσα...

Όχι πως θα ήταν χειρότερο αυτό απ’ το να τη δεχτούν. Οι πιο


τρομαχτικές σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό της - ιστορίες που είχε
διαβάσει ή ακούσει, εμπόριο λευκής σαρκός, γυναίκες που τις
φόρτωναν σαν τα ζώα για τα χαρέμια της Μ έσης Ανατολής... Δεν
υπήρχε κανείς να νοιάζεται για κείνην. Αν χάνονταν τα ίχνη της,
κανείς δε θ’ ασχολιόταν να τα ξαναβρεί.

Κι αν ήθελε η Μ άριον να της τηλεφωνήσει, σε ποιο τηλέφωνο θα


την έβρισκε; Μ όνο σ’ εκείνο το φριχτό μέρος, φυσικά.

Εκτός αν μπορούσε να βρει κάποια βοήθεια στο προξενείο. Να


δηλώσει ότι είχε χάσει το διαβατήριο και τα λεφτά της, κι ότι...

Κι αν ο ξενοδόχος πήγαινε στην αστυνομία να την καταγγείλει ότι


του χρωστούσε λεφτά; Μ πορεί να κατέληγε και σε καμιά φυλακή
με τα ψέματά της, για τα χαμένα διαβατήρια και τις άλλες
ανοησίες.

Όλα αυτά τα φοβερά της συνέβαιναν, κι εκείνη, αντί να προσπαθεί


να βρει μια λογική λύση στο πρόβλημά της, στριφογύριζε
ξαναμμένη στα φίνα σεντόνια, μουρμουρίζοντας σαν αλλοπαρμένη,
αχ, γύρνα πίσω, γύρνα πίσω και πάρε με... Σε θέλω.

Δεν της είχε ξανασυμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Της φαινόταν ότι θα
τρελαινόταν απ’ την ανάγκη. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κι ούτε κι
ήθελε. Μ ε κάθε λεπτό που περνούσε, σκεφτόταν ότι στο επόμενο
θ' άνοιγε η πόρτα, κι αυτός θα ’ρχόταν να ξαπλωσει δίπλα της.

Αν ερχόταν, θα του παραδινόταν χωρίς όρους.

Και μετά, φυσικά, θα έλεγε κι αυτός πως δεν ήταν παρά μια πόρνη
που κοιμόταν με τον πρώτο τυχόντα. Κι ίσως να είχε δίκιο. Μ ια
γυναίκα έπρεπε να είναι πολύ πορωμένη για να νιώθει τέτοια
ανάγκη για έρωτα, μετά από εκείνη τη φοβερή εμπειρία με τον
Κάρλος.

Δεν μπορούσε πια να καταλάβει τον εαυτό της. Περίμενε για


πολλή ώρα, με την ψυχή στο στόμα, στήνοντας τ’ αυτί για
να πιάσει τον πιθανό ήχο των βημάτων του απ’ έξω. Αλλά
αυτός δεν ξανάρθε, και τελικά, εξουθενωμένη, αποκοιμήθηκε.

Όταν την ξύπνησε, ήταν περασμένες δέκα. Η κοπέλα κοιμόταν


τόσο βαθιά, που χρειάστηκε να τη σκουντήσει δυοτρεις
φορές μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια της.

Βλέποντάς τον να σκύβει από πάνω της, ανασηκώθηκε απότομα,


έβγαλε ένα αθέλητο βογγητό πόνου, και τον κοίταξε μ' ορθάνοιχτα
τα μάτια. «Θεέ μου - τι έγινε;» Το φως έμπαινε άπλετο απ’ την
μπαλκονόπορτα. «Μ ε πήρε ο ύπνος;»

«Είναι περασμένες δέκα. Σε άφησα να κοιμηθείς λίγο παραπάνω.


Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλά», του είπε μ’ ένα μικρό μορφασμό. «Τι έγινε;»

«Τίποτε ιδιαίτερο». Της χαμογέλασε συγκρατημένα. «Είμαστε


ακόμα μόνοι, κι αν πας τώρα στο μπάνιο, βγαίνοντας θα βρεις
έτοιμο και το πρωινό. Ελπίζω να ξεκουράστηκες κάπως».

«Ω, ναι. Κοιμήθηκα βαθιά». Κρατούσε γύρω της το σεντόνι, αλλά


δε φορούσε τίποτε από κάτω, κι η αρχή του στήθους της ήταν
ακάλυπτη. Ο Τζεντ προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν
έβλεπε τίποτε.

Το πρόσωπό της ήταν φρέσκο σαν ανοιξιάτικο μπουμπούκι. Όλα


τα ίχνη της ταλαιπωρίας είχαν εξαφανιστεί σαν από μαγεία, κι ήταν
εκτυφλωτικά όμορφη στο φως του πρωινού. Ο ίδιος δεν είχε
κοιμηθεί παρά μόνο μια ώρα, κι ένιωθε κομμένος και δύσθυμος.
Παρ’ όλ’ αυτά, η θέα της τα κατάφερε και πάλι να ξυπνήσει ρίγη
πόθου στα σωθικά του.

Είχε αντέξει όμως τη νύχτα, και το πρωί ήταν πάντα πιο εύκολο.

Πήραν το πρωινό τους στη μικρή τραπεζαρία δίπλα στην κουζίνα,


ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες όση ώρα έτρωγαν. Όταν
τέλειωσαν, της είπε ουδέτερα: «Θέλεις να έρθεις για λίγο στο
γραφείο μου; Θα τα πούμε πιο ήσυχα».

« Να μαζέψω πρώτα τα πιάτα», έκανε λίγο αμήχανα η κοπέλα.

«Δεν υπάρχει λόγος. Στη μία θα επιστρέψει η οικονόμος. Και θα


προτιμούσα να έχουμε φύγει ως τότε».

Τον ακολούθησε πειθήνια. Σήμερα που ήταν σχεδόν εντάξει, οι


κινήσεις της είχαν μια ρευστότητα που τον εντυπωσιασε.
Μ ια χάρη αέρινη, ένα λίκνισμα που ράπιζε κυριολεκτικά τις ήδη
ξαναμμένες του αισθήσεις.

Στο γραφείο του, την έβαλε να καθίσει σε μια απ’ τις βαθιές
πολυθρόνες, πήρε απ’ το συρτάρι ένα πακέτο τυλιγμένο σε μπεζ
χαρτί, και της το έτεινε.

Τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.

«Άνοιξέ το», την παρότρυνε μαλακά.

Παρακολουθούσε την έκφρασή της όσο το άνοιγε. Η κατάπληξη


στο πρόσωπό της όταν σήκωσε πάλι τα μάτια να τον κοιτάξει, θα
ήταν πολύ διασκεδαστική σε κάθε άλλη περίπτωση, αν αυτό το
πρόσωπο δεν του έφερνε μόνιμα ρίγη αναστάτωσης.

«Μ α - πώς;» έκανε σαν χαμένη. Ξανακοίταξε το περιεχόμενο του


πακέτου, ύστερα πάλι αυτόν. Έμοιαζε να μην πιστεύει στα μάτια
της.

«Στο έφερα», της είπε απλά.

«Δεν είναι δυνατόν», έκανε ξεψυχισμένα η κοπέλα. «Μ α γιατί;


Γιατί να μπείτε σε - σε τόσον κόπο; Θεέ μου - πληρώσατε κιόλας!»
Κρατούσε την απόδειξη σαν να κρατούσε τουλάχιστον
χειροβομβίδα. «Ω, μα γιατί; Ω, ευχαριστώ, ευχαριστώ, αλλά δεν
έπρεπε... Δεν ξέρω καν πόσο σύντομα μπορώ να σας τα
επιστρέφω... Ίσως μου πάρει πάνω από δυο μήνες... Δεν ξέρω πώς
» Τα είχε κυριολεκτικά χαμένα, μπέρδευε τα λόγια της, το
πρόσωπό της είχε φουντώσει, το υπέροχο στήθος της
ανεβοκατέβαινε βίαια. «Δεν έπρεπε - δεν »

«Ας μην το συζητάμε άλλο», είπε ο Τζεντ. «Δεν ήταν τίποτε, στ’
αλήθεια. Τα πράγματά σου είναι στο αυτοκίνητό μου, με
την ευκαιρία».

«Τα - τα πράγματά μου», επανέλαβε σαν ηχώ η κοπέλα. «Τα


πράγματά μου;»

«Τους έβαλα να τα μαζέψουν», έκανε διασκεδάζοντας ο Τζεντ.


Είχε κάνει κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα - ανάμεσα στ’ άλλα, να
τους τρομοκρατήσει λιγάκι, έτσι, για να βγάλει το άχτι του για τον
Κάρλος πάνω στον θείο του. Όταν έφυγε από κει, μόνο που δεν
του είχαν στρώσει κόκκινα χαλιά για να περάσει.

«Και κάτι άλλο», συνέχισε απτόητος. «Σου έχω κλείσει δωμάτιο


στο “Μ ερίντιεν”, στην Κοπακαμπάνα. Δε θα έχεις κανένα
πρόβλημα - είναι πληρωμένο για ένα μήνα. Μ πορείς να μείνεις
όσο θέλεις, να φύγεις όποτε θέλεις. Σε περιμένουν, κι είναι όλα
τακτοποιημένα. Θα σε πάω ως εκεί τώρα, αν είσαι έτοιμη να
φύγουμε».
Το πρόσωπό της δεν ήταν πια φουντωμένο. Ξαφνικά είχε
πανιάσει.

Του είπε αχνά: «Δεν μπμπορώ να το δεχτώ. Μ ου είναι αδύνατο.


Δε θα μπορέσω να σας επιστρέφω αυτά τα χρήματα σε κάποιο
λογικό διάστημα. Δεν ξξέρω καν πότε θα βρω δουλειά... Σας
ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά, αλλά ειλικρινά, δεν μπορώ να
δεχτώ ττόσα έξοδα...» Είχε σηκωθεί όρθια, κι έδειχνε πάλι να
κλονίζεται, όπως χτες το βράδυ. «Σας παρακαλώ, καταλάβετέ
με...»

Της είπε αργόσυρτα: «Αυτά τα “έξοδα”, για μένα δεν είναι ούτε
σταγόνα στον ωκεανό, πίστεψέ με. Και δε μ’ ενδιαφέρει πότε θα
μπορέσεις να μου τα επιστρέφεις. Δεν το έκανα γι’ αυτό, μόνο για
την ευχαρίστηση να βοηθήσω. Δεν είχα άλλο τρόπο. Δε θέλω να
επέμβω περισσότερο στη ζωή και στις υποθέσεις σου, αλλά
τουλάχιστον αυτό το λίγο, πρέπει να το δεχτείς. Δεν το κάνω από
υποχρέωση, μόνο επειδή το θέλω».

Τον κοίταζε σταθερά στα μάτια. Ύστερα ρώτησε αχνά: «Γιατί;»

Μ ια υποψία χαμόγελου ανασήκωσε τη γωνιά των χειλιών του.


«Θέλεις στ’ αλήθεια να σου απαντήσω;»

Του έγνεψε ναι με το κεφάλι.

Ο Τζεντ ανασήκωσε τους ώμους. «Αν θέλεις τόσο να το ακούσεις,


καμιά αντίρρηση. Επειδή χτες το βράδυ ένιωσα κάτι που είχα
χρόνια να το νιώσω για μια γυναίκα. Πως αν δε σου έκανα έρωτα,
θα τρελαινόμουν απ’ την ανάγκη. Για σένα ειδικά, και μόνο για
σένα. Δε φτάνει αυτό;»

Η έκφρασή της ήταν εξαιρετικά αποκαλυπτική. Το πρόσωπό της


έμοιαζε μ’ ανοιχτό βιβλίο, μπορούσε σχεδόν να διαβάσει
τις σκέψεις της επάνω του. Υπέροχο πλάσμα, σκέφτηκε με
κάποια πίκρα. Τι κρίμα που δεν μπορούσαν να έρθουν διαφορετικά
τα πράγματα.

Τα βαθυγάλανα μάτια της ήταν γεμάτα σκιές. Τον ρώτησε


αδύναμα: «Τότε - γιατί...;»

Ο Τζεντ γέλασε. «Αυτό είναι άλλο θέμα. Τι λες - να φεύγουμε


τώρα;» Ο ίδιος δεν είχε καμιά διάθεση να φύγουν, αλλά
είχε στείλει τον φύλακα σε κάποια δουλειά, κι ήθελε να τη
βγάλει απ’ το σπίτι πριν αυτός γυρίσει. Άσε που σε λίγο θα 'ρχόταν
κι η οικονόμος του.

«Ναι», έκανε μηχανικά η κοπέλα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει


πια τίποτα, να μην έχει ιδέα πώς ν’ αντιδράσει. Ο Τζεντ πήρε το
πορτοφόλι του, και τράβηξε για την πόρτα. «Έλα».

Τον πλησίασε αργά, σαν αυτόματο. Ακόμα τον κοιτούσε σαν να


μην είχε ξαναδεί ποτέ άνθρωπο στη ζωή της, ή σαν να ήταν αυτός
κάποιο σπάνιο δείγμα που είχε πέσει από άλλον πλανήτη. Τα χείλια
της έτρεμαν ανεπαίσθητα.
Κι ύστερα, πριν αυτός προλάβει ν' αντιδράσει, είχε τυλίξει τα
μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό του, το απαλό, ζεστό της
σώμα ήρθε και κόλλησε στο σώμα του, ανασηκώθηκε στις μύτες
των ποδιών, και τα χείλια της άγγιξαν καυτά τα δικά του.

Μ ’ ένα κοφτό βογγητό πάθους, την έκλεισε στα μπράτσα του, και
πριν καλάκαλά συνειδητοποιήσει τι έκανε, τα χείλια του άρπαξαν
πεινασμένα τα χείλια της, η γλώσσα του χώθηκε βαθιά στο στόμα
της, κι αφέθηκε να βυθιστεί σε μια καυτερή, αστραφτερή, απόλυτα
βασανιστική θάλασσα ασυγκράτητης επιθυμίας.

Θα μπορούσε να μείνει έτσι να τη φιλάει μέρες ολόκληρες. Τα


χείλια της μύριζαν άνοιξη, το σώμα της αναριγούσε στα

μπράτσα του, η καυτή της ανάσα περνούσε απ’ το στόμα της στο
στόμα του, κι ήταν τέτοια η ανταπόκρισή της στο φιλί του, που για
λίγα λεπτά κυριολεκτικά ξέχασε τα πάντα, απολύτως τα πάντα,
πέρα απ' το κορίτσι που έτρεμε στην αγκαλιά του, και το τι του
έκανε με το σώμα της.

Όταν τα κατάφερε να την αφήσει, τρόμαξε να ξαναβρεί τη φωνή


του. Της είπε βραχνά: «Τώρα - γιατί αυτό; Δε ζήτησα
ανταλλάγματα».

Τον κοίταζε σαν υπνωτισμένη, βαριανασαίνοντας. Ύστερα είπε


αδύναμα: «Δεν ήταν αντάλλαγμα. Ήταν μόνο επειδή χτες τη
νύχτα, έμεινα ξάγρυπνη και παρακαλούσα να γυρίσεις και να με
πάρεις».
«Θεέ μου», έκανε ο Τζεντ, ξεροκαταπίνοντας. Μ ια ανεξέλεγκτη
φουρτούνα είχε ξεσηκωθεί μέσα του, και δεν είχε ιδέα πώς θα τα
κατάφερνε να τη συγκρατήσει. Της είπε πνιχτά: «Θα προτιμούσα
να μην το είχα ακούσει αυτό».

Της γύρισε απότομα την πλάτη, και βγήκε απ’ το γραφείο, μ’


εκείνην να τον ακολουθεί αμίλητη. Κι ούτε του ξαναμίλησε μέχρι
που πήραν την Αβενίντα κατά μήκος της Κοπακαμπάνα,
με κατεύθυνση το “Μ ερίντιεν”. Ο Τζεντ οδηγούσε
προσπαθώντας ν’ αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο στο δρόμο,
όταν την άκουσε να του λέει: «Πέρα όμως από οτιδήποτε άλλο,
αυτά τα λεφτά πρέπει να σου τα επιστρέψω. Αν όχι τώρα,
τουλάχιστον κάπου στο μέλλον».

«Κάπου στο μέλλον, τότε», είπε ουδέτερα ο Τζεντ.

«Ναι - αλλά πώς; Δεν έχω ούτε μια διεύθυνση - δεν ξέρω ούτε το
όνομά σου!» Αυτό το τελευταίο με έκπληξη, σαν να
το συνειδητοποιούσε μόλις εκείνη τη στιγμή.

Ο Τζεντ έκοψε ταχύτητα. Δεν ξέρω ούτε τ’όνομά σου... Εκείνος


ήξερε τώρα πια το δικό της, ήξερε σχεδόν τα πάντα, πόσων
χρόνων ήταν, τι δουλειά έκανε, ακόμα και ποια ήταν η τελευταία
της διεύθυνση. Κι ήξερε επίσης πως έτσι κι αλλιώς όλα αυτά τα
στοιχεία θα του ήταν άχρηστα, πως δεν έπρεπε να επιχειρήσει για
κανένα λόγο να την ξαναβρεί, πως έπρεπε να ξεχάσει ακόμα κι
αυτό το υπέροχο “Ραβέλ”, που της πήγαινε σαν γάντι. Μ ετά από
εκείνο το φιλί, δεν είχε τα περιθώρια να διακινδυνεύσει οτιδήποτε
περισσότερο μ’ αυτή τη χορευτριούλα, που το άγγιγμά της
μπορούσε να του κάνει τέτοια πράγματα.

Εκείνο το φιλί τον είχε κυριολεκτικά πανικοβάλει.

Ακόμα αναρωτιόταν τι βαθιές αλλαγές είχαν συντελεστεί μέσα του


όλον αυτόν τον καιρό, και πόσο καθοριστικές μπορεί να γίνονταν
στο μέλλον. Γιατί μόνο κάποια πολύ καθοριστική αλλαγή θα
μπορούσε να δικαιολογήσει όλη εκείνη την ένταση, εκείνο το
τυφλό παραλήρημα που είχε νιώσει καθώς φιλούσε μια άγνωστη,
αδιάφορη ως τότε γυναίκα.

Δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει περισσότερο.

«Κάποια μέρα θα το μάθεις», είπε αόριστα, κι η καρδιά του


σφίχτηκε στη σκέψη πως πιθανότατα δε θά 'φτανε ποτέ αυτή η
μέρα.

«Και - τα χρήματα;»

Στράφηκε και της χαμογέλασε μ’ όλη του την άνεση. «Κάποια μέρα
θα τα επιστρέψεις», της ξανάπε, κι ύστερα πρόσθεσε: «Φτάσαμε».

Τον κοίταζε ακόμα, αμίλητη, μπερδεμένη, απελπισμένη, ανίκανη


να βρει τρόπο να διαπεράσει την αδιαλλαξία του. Ύστερα τα χείλια
της τρεμούλιασαν, και ρώτησε πνιχτά: «Υπάρχει περίπτωση να σε
ξαναδώ;»
Το χέρι του ανέβηκε και στάθηκε στα μαλλιά της. Τα δάχτυλά του
γλίστρησαν απαλά πάνω τους, σ' ένα χάδι που μεταφέρθηκε στο
μάγουλό της, κι από κει στα μισάνοιχτα, σαρκώδη χείλια της. Της
είπε μαλακά, χωρίς να πιστεύει ούτε μια λέξη: «Ποιος ξερει;
Ακόμα κι αυτό μπορεί να συμβεί, και να με ξαναδείς κάποια μέρα.
Θα με θυμάσαι άραγε ως τότε;»

Του είπε πνιχτά: «Δε θα μπορούσα ποτέ να σε ξεχάσω».

Γι' άλλη μια φορά, τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, κι η
ένταση ανάμεσά τους φούντωσε κι έγινε αφόρητη. Της είπε σιγανά:
«Ούτε εγώ, Ραβέλ. Δε θα μπορούσα ούτε εγώ να σε ξεχάσω. Αλλά,
όπως βλέπεις, αυτό δεν έχει και τόση σημασία».

Δεν του ζήτησε καμιά εξήγηση. Δεν είπαν τίποτ' άλλο, ούτε καν
αντίο. Ο Τζεντ την περίμενε μέχρι που μπήκε στη μεγαλόπρεπη
είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου, αλλά αυτή δε γύρισε να τον
ξανακοιτάξει. Έμεινε για λίγο ακόμα αναποφάσιστος, ύστερα πήρε
αργά το δρόμο για το σπίτι. Τον περίμενε ένα σωρό δουλειά στον
κομπιούτερ, κι είχε και δύο ραντεβού το βράδυ. Αν προλάβαινε να
κοιμηθεί έστω και δυο ώρες, μπορεί να συνερχόταν κάπως.

Προσπάθησε να εστιάσει τη σκέψη του σε οτιδήποτε άλλο εκτός


απ' την Ραβέλ Τρέγκαρον - στην κίνηση του δρόμου, στα τύμπανα
που συνέχιζαν να ξεσηκώνουν την πόλη, στους μασκαράδες, στο
φράγμα, στο Ροζάριο, στον υπουργό που θα συναντούσε την
Παρασκευή. Αλλά σ' όλο το δρόμο, δε σκεφτόταν παρά μόνο το
πόσο πικρές ήταν πάντα οι χαμένες ευκαιρίες.

Στη ρεσεψιόν την περίμεναν όλο χαμόγελα, σαν να ήταν η πιο


παλιά και καλή τους πελάτισσα. Η Ραβέλ, που δεν είχε ιδέα
πώς κρατούσε τόση ώρα τα δάκρυά της, πήρε το κλειδί της, και
μαζί μ' αυτό, ένα καλοτυλιγμένο πακέτο που της έτεινε ο
υπάλληλος. «Και αυτό για σας, μις Τρέγκαρον, αν έχετε την
καλοσύνη».

Ο νους της ήταν όλος στον άντρα που είχε μόλις φύγει, κι ήταν
τόσο απασχολημένη να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της,
που σχεδόν δεν έδωσε καμία σημασία στο πακετάκι. Μ όνο όταν
είχε πια ανέβει στο δωμάτιό της με την υπέροχη θέα στην πλαζ,
συνειδητοποίησε ότι το κρατούσε ακόμα. Το άνοιξε σχεδόν
μηχανικά, χωρίς μεγάλη περιέργεια, πεισμένη κατά κάποιον τρόπο
προκαταβολικά πως θα επρόκειτο για ενημερωτικό υλικό του
ξενοδοχείου.

Αλλά δεν ήταν ενημερωτικό υλικό. Ήταν ένα πάκο


χαρτονομίσματα, μεγάλης μάλιστα αξίας. Έμεινε ξερή, να τα
κοιτάζει σαν ηλίθια, ξέροντας πολύ καλά ποιος της τα είχε αφήσει,
και γιατί.

Μ ε την καρδιά να σφίγγεται από ένα μίγμα παράλογου πανικού και


απελπισίας, συνειδητοποίησε ότι εκείνος την είχε ψυχολογήσει
πολύ καλά - αν της είχε αφήσει απλά μια επιταγή, δε θα πήγαινε
ποτέ να την εξαργυρώσει. Κι έτσι της τα είχε αφήσει σε ρευστό,
που πέρα απ’ το να το κάνει χαρτοπόλεμο και να το πετάξει στην
τουαλέτα, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το αποφύγει. Ούτε καν να
του το επιστρέψει, γιατί τώρα μόνο συνειδητοποιούσε πως, μέσα σ’
αυτή την απέραντη πόλη, δε θα είχε κανένα τρόπο να ξαναβρεί το
σπίτι του. Δεν ήξερε καν κατά πού έπεφτε. Χτες τη νύχτα που την
είχε πάει ως εκεί, δεν ήταν σε θέση να δει το παραμικρό. Και
σήμερα το πρωί, ήταν τόσο αναστατωμένη, που δεν είχε προσέξει
ούτε ένα δρόμο, ούτε ένα κτίριο, ούτε μια διασταύρωση σ’ όλη τη
διαδρομή.

Δε θυμόταν καν πώς ήταν η πρόσοψη της βίλας του. Υπήρχε ένας
τοίχος, θυμόταν αμυδρά. Ένας τοίχος και μια ψηλή
καγκελόπορτα... Τίποτε περισσότερο. Ούτε δρόμος, ούτε
αριθμός, ούτε καν ποιο ήταν, ή κατά πού έπεφτε εκείνο το
προάστιο.

Θα μπορούσε να ψάχνει ένα χρόνο, και να μην το ξαναβρεί ποτέ.


Θα μπορούσε να περάσει εκατό φορές μπροστά απ’ το σπίτι του,
και να μην το αναγνωρίσει.

Δεν ήξερε τη διεύθυνσή του, δεν ήξερε πόσο ακόμα θα έμενε


εκείνος στο Ρίο, δεν ήξερε τι δουλειά έκανε, δεν ήξερε καν
αν αυτό το σπίτι ήταν δικό του, ή αν απλώς το νοίκιαζε με το
μήνα.

Δεν ήξερε ούτε το μικρό του όνομα.


Στη λαοθάλασσα μιας πόλης όπως το Ρίο, οι δυο τους ήταν σαν
σταγόνες που είχαν χωριστεί για πάντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Αυτή τη χρονιά, δε θα την ξέχναγε ποτέ, σκεφτόταν η Ραβέλ τη
μέρα που έβγαινε απ’ το νοσοκομείο. Δεν ήταν φυσιολογικό. Πώς
ήταν δυνατό να συμβαίνουν όλα τα κακά μαζεμένα;

Κι όμως, να που συνέβαιναν. Το ένα μετά το άλλο, το ένα


χειρότερο απ’ το άλλο...

Κι ούτε που βελτιώθηκαν καθόλου τα πράγματα στις μέρες που


ακολούθησαν.

Έμενε προσωρινά στο διαμέρισμα μιας συναδέλφου της, που όμως


δε θα μπορούσε να το κρατάει επ' άπειρον. Η κοπέλα ήταν αρκετά
ευγενική ώστε να της παραχωρήσει ένα δωμάτιο τώρα που
βρισκόταν σε τόσο μεγάλη ανάγκη, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος για
να καταχραστεί η Ραβέλ την καλοσύνη της.

Και τώρα τι κάνουμε; αναρωτιόταν συνέχεια πυρετικά, ξέροντας


πως δεν υπήρχε πια παρά μόνο μια διέξοδος, κι αυτή όχι χίλια τα
εκατό σίγουρη.

Για μια φορά, δεν είχε πραγματικά καμιά άλλη επιλογή πέρα από τη
Μ άριον.
*

Ήταν χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, και χωρίς σπίτι. Επιπλέον,


πράγμα που ήταν και το χειρότερο απ’ όλα, δε θα μπορούσε
να ξαναδουλέψει πριν περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος, και
τότε πάλι δε θά ’ταν σίγουρο.

Υπήρχε μάλιστα και μια πιθανότητα να μην μπορέσει να


ξαναχορέψει ποτέ της.

Γυρίζοντας απ' τη Βραζιλία (δεν είχε κλείσει τελικά το μήνα είχε


φύγει μάλιστα πριν τελειώσει η πρώτη βδομάδα), έπιασε την πρώτη
δουλειά που βρήκε - ένα κέντρο δεύτερης διαλογής, που πλήρωνε
μέτρια, αλλά που τουλάχιστον φαινόταν σίγουρο. Και δεν είχε
προλάβει καν να εμφανιστεί μια φορά. Στις πρόβες είχε πέσει
επάνω της μια άλλη κοπέλα, κι είχαν κυλήσει κι οι δυο κάτω απ’
την υπερυψωμένη πίστα. Η άλλη κοπέλα δεν είχε πάθει τίποτα η
Ραβέλ είχε χτυπήσει, και άσχημα μάλιστα, στη μέση. Είχε
προσγειωθεί με την πλάτη πάνω σ' ένα σκαμνάκι που βρισκόταν
αφημένο εκεί πέρα, κι είχε λιποθυμήσει απ' το φοβερό πόνο.

Τώρα, μήνες μετά, έπαιρνε ακόμα τεράστιες ποσότητες


παυσίπονων, κι έτρωγε τα τελευταία υπολείμματα της
αποζημίωσης.

Ευτυχώς τουλάχιστον που ο γιατρός της είχε επιτρέψει να βγάλει


τον κορσέ.
Της είχαν πει όλοι πόσο τυχερή ήταν που δεν είχε μείνει
παράλυτη. Άλλοι της έλεγαν πως θα μπορούσε και να είχε
σκοτωθεί εντελώς. Η Ραβέλ θα προτιμούσε το δεύτερο απ’ το
πρώτο.

Αλλά ούτε αυτό ήταν παρηγοριά βέβαια στην κατάστασή της. Το


γεγονός ότι ίσως να μην μπορούσε να ξαναχορέψει ποτέ πια, την
τρέλαινε.

Και καθόταν και σκεφτόταν, σ’ όλες εκείνες τις ατέλειωτες ώρες


της απραξίας, πώς είχε έρθει η ζωή της έτσι το πάνωκάτω, μέσα σε
λιγότερο από ένα χρόνο, και πόσο είχαν αλλάξει τα πάντα σ’ ένα
τόσο σύντομο διάστημα. Πρώτα ο Νεντ, η Βραζιλία, ο χωρισμός
μετά από δυο ολόκληρα χρόνια... Και μετά αυτό.

Και μέσα σ’ όλα, πάνω απ’ όλα, εκείνος ο άντρας που δεν ήξερε
ούτε το όνομά του.

Δε θα τον ξεχνούσε ποτέ, σκεφτόταν καμιά φορά, κι αυτό της


φαινόταν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Πώς θα γινόταν ποτέ να
τον ξεχάσει; Δεν ήταν άλλωστε απ’ τους άντρες που θα μπορούσε
να τους βγάλει κανείς έτσι εύκολα απ’ το μυαλό του. Εκείνες οι
λίγες ώρες που είχε περάσει μαζί του, έμοιαζαν τώρα με ολόκληρη
ζωή.

Και τα παράλογα, βίαια κι ακατανόητα συναισθήματα που είχαν


ξεσηκωθεί τότε μέσα της, δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν.
Τον ονειρευόταν ακόμα με την ίδια ένταση, είχε ακόμα
ολοζώντανη τη μορφή του στο μυαλό της. Έκλεινε τα μάτια και
ξαναζούσε εκείνο το μοναδικό φιλί που της είχε δώσει, τρέμοντας
κάθε φορά από την ίδια αναστάτωση και ανάγκη. Τον φανταζόταν
να έρχεται εντελώς απρόσμενα, να μπαίνει απ’ την πόρτα, και να
της λέει: «Στο είχα πει ότι θα με ξανάβλεπες μια μέρα». Και μετά
να την παίρνει στα μπράτσα του και να λιώνει μαζί της.

Τον είχε επιθυμήσει με τόση συσσωρευμένη σφοδρότητα μέσα σε


τόσο μικρό διάστημα, που αυτή η επιθυμία είχε σφραγίσει όλη της
την ύπαρξη. Εκείνες οι λίγες ώρες, το φιλί τους, τα λόγια που
είχαν ανταλλάξει, είχαν αποκτήσει μια βαρύτητα εντελώς
δυσανάλογη με τη σημασία τους. Είχαν μεταβληθεί σε καθοριστικό
σημείο για τη ζωή της, σε σημείο αναφοράς. Καθόριζαν τώρα από
μόνα τους το πριν και το μετά, και φυσικά και το ποτέ, γιατί ακόμα
κι όταν ονειρευόταν καταστάσεις, η Ραβέλ δεν είχε
ψευδαισθήσεις.

Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να τον ξανασυναντήσει στο μέλλον,


το ήξερε καλά. Αλλά καμιά φορά κάνει καλό να ονειρεύεσαι, ιδίως
όταν έχεις τόσο ζωτικό πρόβλημα επιβίωσης, κι όλα γύρω σου
φαντάζουν πιο μαύρα κι απ’ το μαύρο.

Στο τηλέφωνο, η φωνή της Μ άριον ήταν ψυχρή κι ελαφρά


ενοχλημένη. «Τι στο καλό συμβαίνει, Ραβέλ; Ξέρεις ότι είμαι
πνιγμένη αυτόν τον καιρό, δεν έχω ευκαιρίες να σου τηλεφωνάω.
Θα σ’ έπαιρνα κάποια απ’ αυτές τις μέρες, δεν ήταν ανάγκη να με
ξεσηκώνεις. Εν πάσει περιπτώσει, τι τρέχει;»

Η Ραβέλ της είπε.

Κι αν πίστευε ότι η αδελφή της θα έβλεπε το πράγμα με κάποια


συμπάθεια, είχε πέσει γι’ άλλη μια φορά έξω. Για τη Μ άριον, αυτή
ήταν μια θεόσταλτη ευκαιρία να κάνει λίγο κήρυγμα στο μαύρο
πρόβατο της οικογενείας. «Κάποτε στο είχα πει, αν θυμάμαι καλά»,
της δήλωσε ψυχρά. «Αν είχες λίγο μυαλό, θα είχες βρει κάποια
καλύτερη δουλειά όλ’ αυτά τα χρόνια. Ορίστε τώρα τα
αποτελέσματα. Αλλά αρνιόσουνα να το δεις λογικά. Θα μπορούσες
να είχες σπουδάσει κάτι σοβαρό, να είχες βολευτεί σε κάποια
μόνιμη και αξιοπρεπή θέση... Τέλος πάντων, δεν έχεις επίδομα
ανεργίας;»

«Όχι», είπε η Ραβέλ. «Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δε με


κάλυπτε. Πήρα μόνο την αποζημίωση».

«Και τώρα, φυσικά, δεν έχεις φράγκο». Ακολούθησε μια μικρή


σιωπή, κι η Ραβέλ ήταν έτοιμη να κλείσει το τηλέφωνο, για να μην
ακούσει τη μισητή ερώτηση: «Λοιπόν, θέλεις τώρα τίποτε από
μένα;»

Η Μ άριον ήταν ικανή για όλα.

Αντί γι’ αυτό, όμως, της είπε ψυχρά: «Όπως και νά ’χει το πράγμα,
είσαι η μόνη αδερφή που έχω. Εγώ δεν μπορώ να έρθω τώρα δα
στο Παρίσι. Θα τα καταφέρεις μόνη σου;»

«Ναι», έκανε πνιγμένα η Ραβέλ. «Φαντάζομαι ναι... Θα κοιτάξω να


βρω κάτι, οτιδήποτε... Απλά, συμβαίνει ότι - ότι πονάει ακόμα
πάρα πολύ η μέση μου, και »

«Αυτό δε φαντάζομαι να σ’ εμποδίσει να μαζέψεις τα πράγματά


σου. Έχεις αρκετά λεφτά για να πάρεις το αεροπλάνο;»

«Το αεροπλάνο;»

«Φυσικά. Αν πονάει η μέση σου, καλύτερα να μην ταξιδέψεις με


τρένο. Κι αν δεν έχεις λεφτά, ή αν πρέπει να τακτοποιήσεις τίποτε
λογαριασμούς, πες μου το ποσόν, να σου στείλω μια επιταγή».

«Εννοείς - εννοείς ότι... ότι με θέλεις εκεί;» έκανε η Ραβέλ, μην


πιστεύοντας στ’ αυτιά της.

Μ πορούσε να φανταστεί το ύφος της Μ άριον - ψυχρό, σίγουρο κι


αποφασισμένο. «Φυσικά. Δε βλέπω να έχω άλλη λύση. Θα έρθεις
να μείνεις μαζί μας, με έναν όρο όμως: τέρμα τα καμπαρέ, τέρμα τα
καταγώγια. Δε θα συζητάς καν για το παρελθόν σου όσο θα είσαι
στην Αγγλία. Απαιτώ να μη μάθει ποτέ κανείς τι έκανες όλα αυτά
τα χρόνια. Το κατάλαβες;»

«Ναι, Μ άριον, φυσικά». Ένας κόμπος της στάθηκε στο λαιμό,


αλλά υπέθεσε, και πολύ σωστά, πως κάποιος στην κατάστασή της,
δεν είχε τα περιθώρια για πολυτέλειες όπως το κλάμα.

«Από δω και πέρα θα είσαι υπόδειγμα. Θ’ αρχίσεις να φέρεσαι σαν


κυρία, και θα συνεχίσεις να φέρεσαι σαν κυρία, αν θέλεις να
μείνεις εδώ. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι, Μ άριον». Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της, και


έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αφήσει τη Μ άριον να το
μαντέψει.

«Έχω την εντύπωση ότι δεν έχεις ακόμα καταλάβει τι ακριβώς


συμβαίνει εδώ. Έχω πολύ μεγάλους στόχους, Ραβέλ, κι όλοι
συμφωνούν πως, αν συνεχίσω έτσι, θα τους έχω πετύχει πριν απ’
τα πενήντα. Υποθέτω καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αναφέρομαι στην
κορφή, στην απόλυτη κορφή».

«Ααλήθεια;» έκανε χαζά η Ραβέλ, που μπορούσε να καταλάβει


πολύ καλά πού αναφερόταν η αδερφή της. Μ πορούσε επίσης πολύ
καλά να φανταστεί τη Μ άριον στο ρόλο της επόμενης “Σιδηράς
Κυρίας". Γιατί όχι; Δεν ήταν λιγότερο ικανή απ’ τη Θάτσερ. Ήταν
πασίγνωστη στο κοινό, εξαιρετικά δημοφιλής ίσως επειδή ήταν
τόσο νέα και τόσο ωραία — και είχε σημαντική θέση στο κόμμα.
Τώρα κυνηγούσε κάποιο υφυπουργείο, και τελικά θα το έπαιρνε κι
αυτό. Ήταν μόνο τριαντατεσσάρων χρόνων, μέχρι τα πενήντα είχε
άφθονο χρόνο για ν’ ανέβει όλα τα σκαλιά ως την κορφή.

Είχε φυσικά και τα εκατομμύρια του άντρα της σαν ενίσχυση. Από
κάτι ελάχιστα που της είχε πει μια φορά η Μ άριον, η Ραβέλ είχε
σχηματίσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για χρήμα με ουρά, αλλά
ότι η αδερφή της, για καθαρά πρακτικούς λόγους, απόφευγε να
κάνει προκλητική επίδειξη του πλούτου της. Της

είχε πει: «Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί σ’ αυτά τα θέματα,


ξέρεις. Γι’ αυτό δε μετακινούμαι με ιδιωτικό αεροπλάνο, πράγμα
που κάπου μ’ εκνευρίζει, αλλά τελικά δε γίνεται να το αποφύγω».
Αλλά αν αυτό ήταν όλος ο λόγος του εκνευρισμού της, η Ραβέλ
δεν μπορούσε να νιώσει καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση. Ιδίως όταν η
ίδια μετρούσε τα ψιλά για το λεωφορείο.

«Οπότε», είπε η Μ άριον, «θα σε ξαναπάρω σε δυο μέρες να μου


πεις για πότε είναι η πτήση σου. Το πιθανότερο είναι πως θα
στείλω κάποιον να σε πάρει απ’ το αεροδρόμιο - εγώ θα είμαι στο
Γιορκσάιρ. Θα μου είναι μάλλον αδύνατο να κατέβω στο Λονδίνο.
Θα ειδωθούμε όμως αργότερα».

«Πού - πού μένεις;» έκανε δειλά η Ραβέλ.

«Στο Λονδίνο, κυρίως, και στο Γιορκσάιρ, φυσικά. Πρέπει να είμαι


κοντά στους ψηφοφόρους μου».

«Θα είναι - κι ο άντρας σου εκεί;»

«Δεν ξέρω πού ακριβώς θα είναι ο άντρας μου, αλλά αυτό δε


χρειάζεται να σ’ απασχολεί».

«Δεν τον ξέρω καθόλου», τόλμησε η Ραβέλ. «Δε θα νιώθω άνετα


μαζί του... Τι τύπος είναι;»

«Δεν έχει καμιά σημασία τι τύπος είναι, μη λες ανοησίες. Όπως και
νά ’χει, δε θα σε φάει. Κι αν τύχει να τον συναντήσεις, φυσικά, δε
θα τολμήσεις να πεις λέξη για το παρελθόν σου! Δεν έχει την
παραμικρή απολύτως ιδέα».

«Τουλάχιστον, ξέρει ότι υπάρχω;» έκανε πικρά η Ραβέλ, κι είχε


την ευχαρίστηση να φέρει, για πρώτη και τελευταία ίσως φορά, τη
Μ άριον σε στιγμιαία αμηχανία.

«Δε νομίζω», είπε μετά από έναν εμφανή δισταγμό. «Δεν έτυχε να
το συζητήσουμε. Αυτό όμως διορθώνεται εύκολα».

«Ναι», είπε πικρά η Ραβέλ. «Ναι, φαντάζομαι διορθώνεται».

«Μ είναμε σύμφωνες, λοιπόν; Σε δυο μέρες, εντάξει;» Η Μ άριον


δε θα καθόταν ποτέ να χολοσκάσει για τα πληγωμένα αισθήματα
της αδερφής της. Ίσως μάλιστα, κατά τη γνώμη της, οι γυναίκες
ελευθερίων ηθών να μην είχαν καν αισθήματα που μπορούσαν να
πληγωθούν.

Τώρα μισούσε τη σκέψη να πάει να μείνει μαζί της, αλλά καθώς


δεν υπήρχε καμιά άλλη λύση, ακόμα και το μίσος ήταν πια μια
περιττή πολυτέλεια.

«Εντάξει», είπε παθητικά. «Μ είναμε σύμφωνες. Θα ξέρω να σου


πω σε δυο μέρες».
*

Θα έπρεπε να νιώθει ανακούφιση και βαθιά ευγνωμοσύνη για την


απρόσμενη λύση στο πρόβλημά της, αλλά η προοπτική να πάει να
μείνει με τη Μ άριον, της φαινόταν όλο και πιο απωθητική με κάθε
μέρα που περνούσε. Προσπάθησε να παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι
δεν υπήρχε καμιά άλλη εναλλακτική λύση, κι ότι δε θα ήταν για
πάντα. Μ όλις ξαναστεκόταν στα πόδια της, θα γύριζε στο Παρίσι
και θα έπιανε δουλειά. Οπουδήποτε, οποιαδήποτε δουλειά, φτάνει
να έπαυε να είναι φόρτωμα στην αδερφή της, και να μπορούσε να
ξαναχορέψει.

Αλλά καθώς πετούσε απ' το Παρίσι στο Λονδίνο, η ψυχή της ήταν
γεμάτη αβεβαιότητα κι ανησυχία, κι ήξερε πως, στους επόμενους
τουλάχιστον μήνες, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Η Μ άριον δεν
την αγαπούσε, δεν τη συμπαθούσε καν, και είναι πάντα βαρύ να
δέχεσαι τη βοήθεια που προσφέρει κάποιος από σκέτη υποχρέωση
και τίποτ’ άλλο. Οι δυο τους δεν ταίριαζαν σε τίποτα, δεν είχαν τις
ίδιες καταβολές, ούτε κοινά βιώματα. Το περιβάλλον της αδερφής
της θα ήταν σίγουρα σοφιστικέ, σνομπ, υπερεκζητημένο, υψηλού
επιπέδου, και από μια τάξη όπου η ίδια δε θα μπορούσε ν’ ανήκει
ποτέ. Δε θα ήταν παρά ένα ενοχλητικό βάρος για τη Μ άριον, και
ίσως μάλιστα να την έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση - κι η Ραβέλ
σιχαινόταν να είναι βάρος σε οποιονδήποτε.

Κι ύστερα, δε θα ήταν τουλάχιστον μόνη με την αδερφή της.


Υπήρχε δυστυχώς κι ένας σύζυγος, που μέχρι προχτές δε γνώριζε
καν την ύπαρξη της ετεροθαλούς κουνιάδας του. Ο Θεός μόνο
ήξερε πώς θα είχε αισθανθεί αυτός ο άνθρωπος μαθαίνοντας για
κείνην.

Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή της θα άλλαζε τόσο ριζικά, που
φοβόταν ότι δε θα τα κατάφερνε ποτέ να προσαρμοστεί στη νέα
πραγματικότητα. Έπρεπε να μάθει να διαβιώνει απ' την αρχή, σ’
ένα περιβάλλον ολότελα ξένο, με ανθρώπους που ποιος ήξερε τι
απαιτήσεις θα είχαν από κείνη. Χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτε
ουσιαστικό ν’ ασχολείται, χαμένη σ’ ένα άγνωστο σπίτι, με
συγγενείς που της ήταν ουσιαστικά άγνωστοι, μακριά απ’ τους
όποιους φίλους της, κι όλ’ αυτά, σε μιαν άγνωστη πόλη.

Είχε γεννηθεί κι η ίδια στο Λονδίνο, αλλά δεν ήταν ούτε


δεκατεσσάρων χρόνων όταν ο πατέρας της είχε βρει δουλειά στο
Παρίσι, κι η οικογένεια είχε εγκατασταθεί οριστικά στη
Γαλλία. Βέβαια, η Ραβέλ τουλάχιστον δεν είχε ξεκόψει εντελώς
απ’ την πατρίδα της. Κάποιες σποραδικές επισκέψεις, που της
έδιναν την ευκαιρία να συναντηθεί και με την αδερφή της,
διατηρούσαν την επαφή, αλλά όχι τόσο που να νιώθει στο
Λονδίνο σαν στο σπίτι της. Περισσότερο σαν τουρίστρια ένιωθε
εκεί, και κάποιοι συγγενείς της που υπήρχαν ακόμα, της ήταν
ολότελα ξένοι, και δεν έμεναν καν στο Λονδίνο.

Αλλά και πάλι, αυτό δε θα την ενοχλούσε καθόλου, αν η στάση


της Μ άριον ήταν κάπως πιο θερμή. Στο κάτωκάτω, όταν ο Νεντ
της το είχε ζητήσει, είχε δεχτεί να τα εγκαταλείψει όλα και να πάει
να εγκασταθεί στη Βραζιλία. Δεν είχε σημασία το πού και το πώς,
σημασία είχαν οι άνθρωποι, κι αυτό ήταν τώρα που τη φόβιζε
τόσο.

Η Μ άριον την είχε αφήσει να εννοήσει ξεκάθαρα πώς την


αντιμετώπιζε, και με τι διάθεση είχε προσφερθεί να βοηθήσει. Δεν
είχε αφήσει κανένα περιθώριο για αυταπάτες, κι η Ραβέλ,
στο βάθος έδινε δίκιο στην αδερφή της.

Ο Θεός μόνο ήξερε τι τραύμα είχε υποστεί η Μ άριον όταν την


είχε εγκαταλείψει η μητέρα της. Δεν την είχε συγχωρήσει ποτέ, κι
ήταν ίσως φυσικό να μεταφέρει την πίκρα και τα απωθημένα της
στη Ραβέλ.

Κι επειδή στο βάθος η Ραβέλ δικαιολογούσε την αδερφή της και


κατανοούσε την αντιπαλότητα που της έδειχνε, είχε συνέχεια μια
αόριστη αίσθηση ενοχής απέναντι της, που ήταν αδύνατο να την
ξεπεράσει, και που την έφερνε πάντα στο ρόλο του θύματος.

Στ' αλήθεια, δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβγαζε πέρα με τη Μ άριον.


Θα ήταν τόσο πιο απλό αν η αδερφή της είχε απλά περιοριστεί να
της στείλει μια επιταγή. Μ ε μια τέτοια υποχρέωση, θα μπορούσε
να τα βγάλει πέρα. Θα δούλευε, θα ξοφλούσε κάποτε το χρέος
της... Δε θα την ένοιαζε να στερηθεί για να ξεχρεώσει. Ποτέ δεν
είχε ζήσει πλούσια. Οι γονείς της δεν είχαν οικονομική άνεση, με
μόνο το μισθό ενός μουσικού να μπαίνει στο σπίτι. Η ίδια δούλευε
όπου έβρισκε, καμιά φορά με καλά λεφτά, άλλοτε με ψίχουλα. Κι
επί δυο χρόνια, μοιραζόταν τα πάντα με τον Νεντ, και ποτέ δεν
της είχε κακοφανεί.

Δεν την τρόμαζε η φτώχεια. Την τρόμαζε η έλλειψη κάθε


αισθήματος στη φωνή της Μ άριον.

Ήταν οχτώ το βράδυ όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο της, ένα


σκοτεινό, υγρό λονδρέζικο βράδυ. Είχε μπει κιόλας ο Οκτώβρης
με τις ομίχλες και τις βροχές του, κι άθελά της, η Ραβέλ
ξαναθυμήθηκε μελαγχολικά εκείνους τους λαμπερούς μήνες στο
Ρίο, μια νύχτα καρναβαλιού στις αρχές του Μ άρτη, τα μεθυστικά
αρώματα που πλανιόνταν στο χλιαρό αέρα, τα άστρα που έλαμπαν
στο βελούδινο ουρανό, τα φώτα μιας πόλης που υπήρχε μόνο για
να ξεφαντώνει.

Και φυσικά, φυσικά, εκείνον τον άντρα που δεν είχε μάθει ποτέ τ'
όνομά του.

Ήταν ανόητο μετά τόσο καιρό, αλλά τα δάκρυα έτσουζαν πάλι


πίσω απ' τα βλέφαρά της. Το θλιβερό ψιλόβροχο, το κατάφωτο,
απρόσωπο αεροδρόμιο, ο πόνος στη μέση της, η μοναξιά κι η
ανησυχία της, η σκέψη της Μ άριον, όλα μπλέκονταν σ' ένα πυκνό
κουβάρι απελπισίας, που στο κέντρο του είχε την εικόνα του
άντρα με τα κεχριμπαρένια μάτια.

Εκείνη τη στιγμή, αν είχε αρκετά λεφτά πάνω της, θα πήγαινε


κατευθείαν να βγάλει ένα εισιτήριο επιστροφής για το
Παρίσι. Αλλά δεν είχε, κι έτσι ξεροκατάπιε, έσφιξε τα δόντια, είπε
αποφασιστικά στον εαυτό της, «έλα, μη γίνεσαι γελοία τώρα»,
είπε επίσης, «θα περάσει κι αυτό», αποχαιρέτησε νοερά την
ανάμνηση που είχε αναδυθεί απ' τα βάθη του μυαλού της, και
τράβηξε να μαζέψει τις αποσκευές της.

Η Μ άριον της είχε πει ότι θα έστελνε κάποιον να την παραλάβει.


Τον σοφέρ της, ίσως, ή κάποιον άλλον του προσωπικού. Δεν είχε
σημασία - φτάνει να 'ρχόταν.

Πέρασε απ' τον έλεγχο, και κοίταξε γύρω της σαν χαμένη.
Αναρωτιόταν κατά πού έπεφταν οι πληροφορίες, όταν άκουσε το
όνομά της απ' τα μεγάφωνα.

Δόξα τω Θεώ, τουλάχιστον δε με ξέχασαν κι ολότελα, σκέφτηκε


ανακουφισμένη.

Τράβηξε για την έξοδο που της είχαν υποδείξει, σπρώχνοντας με


κόπο το καρότσι με τις δυο βαλίτσες της και ψάχνοντας με τα
μάτια για να δει κάποια ταμπελίτσα με τ’ όνομά της, ή κάποιον
αρμόδιο του αεροδρομίου. Στην έξοδο υπήρχαν κάμποσοι
άνθρωποι, αλλά κανένα ενδεικτικό σημάδι ότι κάποιος απ’ αυτούς
περίμενε τη Ραβέλ Τρέγκαρον. Ούτε μέσα απ' τις πόρτες, ούτε απ’
έξω.

Πέρασε την τζαμόπορτα, και βγήκε δισταχτικά στο ψυχρό βράδυ,


κοιτάζοντας συνέχεια γύρω της και πίσω της, με την καρδιά πάλι
σφιγμένη απ' την ανησυχία.

Ήταν νύχτα πια, ο βρεγμένος δρόμος αντανακλούσε τα φώτα,


ζαλίζοντάς την. Αυτοκίνητα σταματούσαν, το ένα μετά το άλλο,
στην άκρη του δρόμου. Κι απ' το πεζοδρόμιο, ερχόταν προς το
μέρος της μια σιλουέτα, που για μια στιγμή το μυαλό της αρνήθηκε
να την αναγνωρίσει, τόσο απίθανη ήταν η παρουσία της εκείνη την
ώρα, σ’ εκείνο το μέρος, έξω από κάθε φαντασίωσή της.

Δεν μπορεί, είπε το μυαλό της. Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί να
ξανασυναντιόσαστε, έτσι τυχαία, στην έξοδο ενός αεροδρομίου. Δε
γίνεται να είναι εκείνος. Είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας σου,
επειδή θα ήθελες τόσο πολύ να είναι όντως εκείνος.

Αλλά δεν μπορούσε να υπάρχει άλλος άντρας που να κινείται με


τον ίδιο τρόπο, έτσι νωχελικά και σίγουρα, παρά το ύψος και τον
όγκο του, δεν μπορεί να υπήρχε άλλος άντρας μ’ αυτή την κοψιά
και μ’ αυτό το φάρδος στους ώμους, μ' αυτά τα πόδια κι αυτά τα
πυκνά σκουροκάστανα μαλλιά, και με τα ίδια χρυσαφένια μάτια.

Έμεινε να τον κοιτάζει σαν μαρμαρωμένη, με τα γόνατα να


κόβονται και την καρδιά να χτυπάει ξετρελαμένη στο στήθος της.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει, κι όμως ήταν αλήθεια. Μ ετά από
τόσους μήνες, σ’ ολόκληρο τον απέραντο κόσμο, είχαν
ξαναδιασταυρωθεί οι δρόμοι τους, έστω και παροδικά, έστω
και φευγαλέα, σε μια στιγμή που εκείνη ερχόταν κι εκείνος
προφανώς έφευγε.
Πέντε μέτρα τους χώριζαν τώρα, και το πρόσωπό του ήταν
κλειστό κι απόμακρο. Τρία μέτρα, δύο... Θα μου μιλήσει;
αναρωτήθηκε η Ραβέλ με την ψυχή στο στόμα. Αχ, ας μου πει
έστω μια καλησπέρα - έτσι, σαν επίλογο...

Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα. Της είπε ήρεμα: «Καλησπέρα,


Ραβέλ. Αυτές είναι οι αποσκευές σου;»

Τον κοίταζε σαν χαμένη, ανίκανη να μιλήσει. Το αίμα κόχλαζε


στους κροτάφους της. Κούνησε μόνο μηχανικά το κεφάλι,
κι αυτός πήρε τις δυο βαλίτσες, μία σε κάθε χέρι. «Τότε ας
φεύγουμε», είπε ήσυχα. «Έλα».

Τον ακολούθησε σαν αυτόματο. Δεν είχε ιδέα πώς την κράταγαν
ακόμα τα πόδια της, πού πήγαινε, πώς και γιατί, και πότε. Βρέθηκε
να κάθεται στο μπροστινό κάθισμα ενός αυτοκινήτου, μ’ αυτόν
δίπλα της. Στα πορτοκαλιά φώτα του δρόμου, έμοιαζε ολόκληρος
χρυσαφένιος. Την κοίταζε, απαθής κι απόμακρος, με τα χέρια
χαλαρά στο τιμόνι. Του αντιγύρισε το βλέμμα, άλαλη, ολότελα
χαμένη, ανίκανη ακόμα και να σκεφτεί.

«Καλωσόρισες», της είπε ήρεμα. «Δεν έχουμε συστηθεί, έτσι δεν


είναι; Είμαι ο Τζεντ Σέιμουρ, ο γαμπρός σου». Κι ύστερα πρόσθεσε
αργόσυρτα: «Στο είχα πει, θυμάσαι; Να που βγήκε αλήθεια».

Είχε βγει αλήθεια, κι ήταν το χειρότερο σοκ που θα μπορούσε να


υποστεί σ’ αυτές τις συνθήκες. Και δεν είχε αρκετό χρόνο για να
το χωνέψει, να το συνειδητοποιήσει και να προσαρμοστεί. Όλα
γίνονταν τόσο γρήγορα, της ήταν αδύνατον να τα
παρακολουθήσει. Της ήταν αδύνατον να το πιστέψει. Το
μυαλό της γύριζε, τα σαγόνια της σφίγγονταν σπασμωδικά.

Είχαν απομακρυνθεί στο μεταξύ απ’ το αεροδρόμιο, αλλά λίγο πιο


κάτω, ο Τζεντ παρκάρισε σε μιαν άκρη, έσβησε τη μηχανή, και
στράφηκε να την κοιτάξει. «Η Μ άριον είναι στο Γιορκσάιρ», είπε
ήρεμα. «Θα μπορούσα να είχα στείλει τον σοφέρ, αλλά προτίμησα
να έρθω ο ίδιος. Σκέφτηκα πως έτσι θα ήταν πιο εύκολο. Θα μας
δινόταν λίγος χρόνος σε ουδέτερο έδαφος». Κι ύστερα πρόσθεσε:
«Ήταν και για μένα σοκ, ξέρεις. Όταν μου είπε για σένα η γυναίκα
μου».

Η Ραβέλ σήκωσε επιτέλους το κεφάλι και τον κοίταξε. Τα σωθικά


της τρεμούλιαζαν ακόμα μέσα της, και μια βαθιά, ατέλειωτη θλίψη
αναδυόταν σαν πυκνή ομίχλη απ' τα βάθη του είναι της. Γιατί, γιατί
έπρεπε να είναι αυτός; αναρωτιόταν ασταμάτητα μια φωνή στο
μυαλό της.

Η ερώτηση ήταν σκέτη αγωνία.

Του είπε αχνά: «Δεν ξέρω τι... τι σου περνάει απ' το μυαλό. Αλλά
πίστεψέ με, δε θα είχα ποτέ την πρόθεση να μιλήσω σε
κάποιον τρίτο για... για εκείνη τη νύχτα. Πόσο μάλλον στη γυναίκα
σου». Στη γυναίκα σου. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που δεν είχε
θελήσει τότε να επωφεληθεί. Θά 'πρεπε να το είχε φανταστεί,
αλλά δεν είχε δει βέρα στο δάχτυλό του, κι η μόνη ένδειξη, ήταν
τα ρούχα που της είχε δώσει να φορέσει. Τα ρούχα της αδερφής
της.

Αχ, Θεέ μου, θά ταν καλύτερα να μην τον είχα ξανασυναντήσει


ποτέ μου...

«Άλλωστε, δε συνέβη τίποτα», συνέχισε ηρωικά, πνίγοντας


όπωςόπως την απελπισία που την πλημμύριζε.

«Όχι, δε συνέβη», συμφώνησε ήρεμα ο άντρας. «Δεν είν’ αυτό που


με απασχολεί. Δε μου πέρασε καν απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσες
να πεις κάτι στην αδερφή σου». Μ ια υποψία χαμόγελου έπαιξε
φευγαλέα στα χείλια του. «Ξέρω να ψυχολογώ τους ανθρώπους.
Σ’ εσένα θα είχα σε κάθε περίπτωση εμπιστοσύνη».

«Ευχαριστώ», είπε αχνά η Ραβέλ. «Τότε δεν... δεν υπάρχει


πρόβλημα».

Τα δάχτυλά του χτυπούσαν ρυθμικά στο τιμόνι, κι αυτή ήταν η


μόνη ένδειξη νευρικότητας από μέρους του. Κατά τα άλλα, έμοιαζε
εξαιρετικά ήρεμος, απόμακρος κι αδιάφορος, σαν να συζητούσαν
για κάποιον άλλον.

«Δεν είναι απόλυτα σωστό αυτό», της είπε τελικά. «Υπάρχει


κάποιο πρόβλημα, και θα είναι ανόητο να το αγνοήσω. Δεν
έχει σχέση με τη Μ άριον, αλλά μ’ εσένα».
«Αν - αν δε με θέλεις εδώ, μπορώ να φύγω», έκανε τρέμοντας η
Ραβέλ. «Αν νιώθεις ότι... ότι δεν »

«Μ η λες ανοησίες», την έκοψε ξερά. «Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα.


Άλλο ήθελα να πω». Ό, τι κι αν ήταν αυτό που ήθελε να πει, του
ήταν απ’ ό, τι φαινόταν δύσκολο να το εκφράσει. Μ εσολάβησε μια
αρκετά μακριά σιωπή, φορτωμένη ασφυχτικά με αμηχανία.

«Το θέμα είναι», της είπε τελικά, «ότι ναι μεν δε συνέβη τίποτα
στο Ρίο, αλλά υπήρξαν όλες οι προϋποθέσεις για να συμβεί. Το
ήθελες κι εσύ, τουλάχιστον αυτό με άφησες να εννοήσω. Και
δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι στο μεταξύ άλλαξαν τα πράγματα».

Η Ραβέλ δεν τόλμησε να ισχυριστεί ότι είχαν αλλάξει.

«Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου», συνέχισε ο άντρας μ’ έναν


αθέλητο στεναγμό. «Παντρεύτηκα την αδερφή σου επειδή ήμουνα
ερωτευμένος μαζί της, κι επειδή θεώρησα ότι ήταν η πιο
ενδιαφέρουσα γυναίκα που είχα συναντήσει ποτέ μου. Ως τότε
είχα πολλές - αμέτρητες περιπέτειες. Μ ε τη Μ άριον, ήταν η
πρώτη φορά που θέλησα πραγματικά να στήσω σπιτικό,
να μοιραστώ τα πάντα, και... να είμαι απόλυτα πιστός σε μια
γυναίκα. Ήμουν αποφασισμένος να τηρήσω όλους τους όρκους
που έδωσα στην εκκλησία, και είμαι ακόμα».

«Καταλαβαίνω», πρόφερε με κόπο η Ραβέλ.

«Δεν είμαι πια στην ηλικία για περιπέτειες, και παίρνω το γάμο μου
πολύ στα σοβαρά. Αγαπώ τη γυναίκα μου, την εκτιμώ και τη
θαυμάζω. Και δεν έχω καμιά διάθεση να διακινδυνεύσω τη σχέση
μου μαζί της. Αυτό πάνωκάτω είναι η ουσία του πράγματος, κι αν
αναρωτιέσαι γιατί στα λέω όλ’ αυτά, είναι μόνο επειδή συνέβη
εκείνο το κάτι μεταξύ μας, και δε θά 'θελα να φανταστείς ότι θα
μπορούσε να ξανασυμβεί».

«Δε - φαντάστηκα τίποτε τέτοιο», τραύλισε η Ραβέλ. Ένιωθε το


κορμί της να παγώνει, τα μέλη της να μην την υπακούνε. Ω, Θεέ
μου, όχι, όχι κι αυτό... Τι φαντάστηκε, ότι θα του ριχνόμουνα εν
ψυχρώ μέσα στο ίδιο το σπίτι της αδερφής μου;

«Ακόμα καλύτερα», έκανε ψυχρά ο άντρας. «Δε θά 'θελα να


βρεθεί κανένας απ’ τους δυο μας σε δύσκολη θέση. Είσαι
μια διαβολεμένα ελκυστική γυναίκα, και δεν είναι δύσκολο για
έναν άντρα να αντιδράσει... θετικά απέναντι σου. Αλλά μπορείς να
είσαι σίγουρη, πως ακόμα και μια τέτοια αντίδραση από μέρους μου
δε θα σήμαινε τίποτα, σε καμιά περίπτωση. Θά Όελα να μην
υπάρχουν τέτοιες σκιές μεταξύ μας, και να γίνουμε φίλοι. Θα
περνάμε, απ’ ό, τι καταλαβαίνω, αρκετό καιρό μαζί. Η Μ άριον δε
σε θέλει στο Γιορκσάιρ, κι εγώ είμαι υποχρεωμένος να περνάω τον
περισσότερο χρόνο μου στο Λονδίνο, τουλάχιστον όταν βρίσκομαι
στην Αγγλία. Θα συναντιόμαστε συχνά, όπως αντιλαμβάνεσαι, και
δε θά Όελα να υπάρξει έδαφος για παρανοήσεις ή αμηχανίες
ανάμεσά μας. Ελπίζω να καταλαβαίνεις το πνεύμα μου».

«Καταλαβαίνω», έκανε αδύναμα η Ραβέλ. Αν καταλάβαινε; Ποτέ


της δεν είχε καταλάβει καλύτερα. Μ ε τον δικό του, απείρως πιο
πολιτισμένο τρόπο, της είχε πει περίπου ό, τι της είχε πει και ο
Νεντ στο Ρίο: Κορίτσι μου, ξέρω ότι είσαι μια φτηνή καμπαρετζού,
ικανή ακόμα και να ριχτείς στον άντρα της αδερφής σου. Και ναι
μεν είσαι καλή για ένα πήδημα, αλλά εγώ προσωπικά δεν κοιμάμαι
με τσουλάκια, όταν έχω μια γυναίκα σαν τη Μ άριον...

Κάπως έτσι.

Έμεινε να τον κοιτάζει με τα μάτια θολά από τα δάκρυα που


κρατούσε τόση ώρα με τα χίλια ζόρια. Ήταν υπέροχος απ' άκρη σ’
άκρη, απ' το σκληρό του πρόσωπο μέχρι τις άκρες των μακριών
ποδιών του. Ένας άντρας φτιαγμένος για να δίνει τροφή σε
κοριτσίστικα όνειρα. Την είχε σώσει μια νύχτα στο Ρίο, και την
είχε κρατήσει το άλλο πρωί στην αγκαλιά του, ίσα για να της δώσει
ένα φιλί, που η ανάμνησή του δονούσε ακόμα τα σωθικά της. Του
ήταν υποχρεωμένη ως το λαιμό, και δε θα έβγαζε ποτέ αυτή την
υποχρέωση, ακόμα κι αν έβρισκε τα λεφτά που της είχε δώσει, κι
αυτός δεχόταν να τα πάρει. Και το χειρότερο, τον ήθελε ακόμα με
την ίδια ένταση, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τόσος καιρός από
κείνη τη νύχτα, που παρακαλούσε στο σκοτάδι να γυρίσει και να
την πάρει.

Κι αυτός ήταν ο άντρας της αδερφής της, και την αντιμετώπιζε


σαν κάποιο φτηνό τσουλί που θα μπορούσε να του δημιουργήσει
όλων των ειδών τα προβλήματα.
Άκούσε τη φωνή του σαν από μακριά. «Μ ην κλαις», είπε σιγανά ο
άντρας.

«Κλαίω;» έκανε ανόητα η Ραβέλ, και σκούπισε μηχανικά ένα


δάκρυ.

«Αν σε πλήγωσα, ζητώ συγνώμη. Έπρεπε όμως να στα πω».

«Καταλαβαίνω». Δεν είχε καν την πολυτέλεια να είναι περήφανη.


Περήφανος μπορούσε να είναι κάποιος, που είχε τουλάχιστον
αρκετά για το εισιτήριο της επιστροφής.

«Πίστεψέ με, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα...» Η φωνή του έσβησε,


κι η σιωπή έπεσε πάλι ασήκωτη ανάμεσά τους. «Αν ήταν αλλιώς τα
πράγματα», είπε τελικά, «θα δεχόμουνα μ’ ευχαρίστηση την...
προσφορά σου».

Η Ραβέλ δεν είπε τίποτα. Ο άντρας έβαλε πάλι μπροστά, και


βγήκαν στο δρόμο. Τραβούσαν για έξω απ’ το Λονδίνο, προς
τη σκοτεινή, βρεγμένη εξοχή, που μύριζε φθινόπωρο και
μελαγχολία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Έφαγαν μαζί εκείνο το βράδυ, οι δυο τους μόνοι, αντίκρυ ο ένας
στον άλλον, στο τεράστιο τραπέζι με τα πορσελάνινα σερβίτσια και
τα κρυστάλλινα ποτήρια, με τα λουλούδια στο κέντρο, και τα κεριά
που τρεμόσβηναν κάτω απ’ το φως των πολυελαίων. Ήταν το
είδος της διακόσμησης που άρεσε στη Μ άριον, και που ο Τζεντ το
δεχόταν απλά και μόνο για να μην την κακοκαρδίσει, όπως
δεχόταν τις ασήκωτες, μπροκάρ κουρτίνες στα παράθυρα, την
πανάκριβη επίπλωση που θύμιζε μουσείο, και τις βαριές
ελαιογραφίες στους τοίχους.

Τα δικά του γούστα ήταν πολύ πιο λιτά, οπωσδήποτε. Κάπου


ένιωθε ξένος σ’ αυτό το τεράστιο αρχοντικό, κι ακόμα
περισσότερο όταν έλειπε η Μ άριον. Χωρίς αυτήν, το σπίτι
έμοιαζε βαρύ κι αφιλόξενο. Όταν βρισκόταν κι η γυναίκα του εκεί,
κατά κάποιον τρόπο το περιβάλλον ζωντάνευε και δενόταν μαζί
της. Ήταν το στιλ ακριβώς που της ταίριαζε, έκφραζε κατά
κάποιο τρόπο την προσωπικότητά της, και τότε δεν ξένιζε και τόσο
πολύ, σαν να μεταβαλλόταν αυτόματα στο κατάλληλο κάδρο
για έναν συγκεκριμένο πίνακα.

Τώρα δα, έμοιαζε ακριβώς το αντίθετο: ένα βαρύ, χρυσοποίκιλτο


και σκαλιστό πλαίσιο, γύρω από μιαν ανάλαφρη ακουαρέλα σε ροζ
και γαλάζιο.

Ροζ και γαλάζιο ήταν το κορίτσι απέναντί του.

Δεν ταίριαζε στο χώρο, κι ούτε ο χώρος της ταίριαζε. Αν έπρεπε


να φανταστεί το ιδανικό περιβάλλον για κείνην, δε θα
δυσκολευόταν και πολύ ν’ αποφασίσει: λευκό. Απαλές λευκές
μοκέτες, με κάποια υποψία γαλάζιου ίσως στη λευκότητά τους,
λιτοί χώροι με εβένινα έπιπλα, τεράστιες τζαμαρίες με λευκά,
αέρινα στόρια, κι ανάμεσά τους να διακρίνεται το πράσινο
του κήπου και το γαλάζιο του νερού.

Όπως στο υπνοδωμάτιό του στο Ρίο.

Ήταν αδύνατο να αποδιώξει την εικόνα που στριφογύριζε επίμονα


στο μυαλό του: το μεγάλο κρεβάτι, και πάνω στο λευκό σατέν, ένα
κορίτσι με υπέροχο σώμα, τυλιγμένο στο μπουρνούζι του.

Τώρα το κορίτσι καθόταν απέναντι του, κι έκανε ηρωικές


προσπάθειες να δείξει ότι έτρωγε με όρεξη. Το πρόσωπό της ήταν
ακόμα λίγο χλομό, κι ήταν μια ιδέα πιο αδύνατη απ’ ό, τι τότε, στο
Ρίο. Υπήρχε μια αόριστη αίσθηση κακοπέρασης και ταλαιπωρίας
επάνω της, αλλά ήταν φυσικό, μετά απ’ όσα θα είχε τραβήξει με τη
μέση της. Έδειχνε παθητική, κατά κάποιο τρόπο

παραιτημένη. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τραβηγμένα, κι


ολόκληρη η στάση της απόπνεε κούραση κι ανησυχία.

Αυτό βέβαια δεν την εμπόδιζε να είναι ακόμα το ωραιότερο


πλάσμα που είχε δει ποτέ του. Τα μάτια του έπιναν ασυναίσθητα
την ομορφιά της, όσο το μυαλό του γύριζε επίμονα σε εικόνες που
δε θά 'πρεπε για κανένα λόγο να τον απασχολούν τώρα πια: το
σώμα της σχεδόν γυμνό στην αγκαλιά του, καθώς την κουβαλούσε
στις σκάλες... Το στητό της στήθος κόντρα στο δικό του, το άρωμα
της σάρκας της, θηλυκό κι απόλυτα μεθυστικό, τα μαύρα μαλλιά
που μισοκάλυπταν το πρόσωπό της... Τι του είχε κάνει η μικρή
μάγισσα εκείνη τη νύχτα; Είχαν περάσει μήνες από τότε. Θά 'πρεπε
να το είχε πια ξεπεράσει.

Ίσως να είχε συμβεί κι αυτό, αν της είχε κάνει έρωτα εκείνο το


βράδυ. Αλλά αυτό θα έκανε τώρα από κάθε άλλη άποψη χειρότερα
τα πράγματα μεταξύ τους.

Είχε πάθει στ' αλήθεια σοκ όταν του είχε μιλήσει γι' αυτήν η
Μ άριον. Δεν υπήρχε περίπτωση να πρόκειται για συνωνυμία. Ήδη
το Ραβέλ ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο όνομα, κι όλα τ’
άλλα στοιχεία ταίριαζαν. Έπρεπε να το πάρει απόφαση, πως η
νεαρή του κουνιάδα που θα 'ρχόταν να μείνει μαζί τους μέχρι ν’
αναρρώσει, ήταν εκείνη η μοναδική γυναίκα που, στα τρία χρόνια
του γάμου του, τον είχε κάνει να νιώσει ανασφαλής κι ευάλωτος.

Αλλά τώρα πια δε βρίσκονταν στο Ρίο, εκατοντάδες χιλιόμετρα


μακριά απ' τη Μ άριον, μόνοι μια νύχτα καρναβαλιού, με τα
“σούρντος” να στέλνουν ατέλειωτα ερωτικά μηνύματα στο μυαλό
τους. Τώρα βρίσκονταν στην ψυχρή, φθινοπωρινή Αγγλία, η
Μ άριον θα επέστρεφε όπου νά 'ταν, κι έτσι κι αλλιώς, θα του ήταν
δύσκολο να παρασυρθεί μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, που ήταν
αποκλειστικά δικό της, και καθόλου δικό του.

Μ ετά το δείπνο, βρέθηκαν να πίνουν καφέ σ’ ένα δωμάτιο που η


Ραβέλ δε θα τολμούσε ποτέ να το ονομάσει “καθιστικό”. Όπως και
το υπόλοιπο σπίτι, ήταν κι αυτό βαρύ και παραφορτωμένο, με
υπέροχα κομμάτια αντίκες, με πανάκριβα κάδρα στους τοίχους, και
με κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. Η Ραβέλ δεν είχε ιδέα ότι τα
γούστα της αδερφής της έφερναν τόσο πολύ προς το μπαρόκ.

Αλλά φυσικά, δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για την αδερφή της.

Η Μ άριον δεν είχε καν τηλεφωνήσει για να μάθει αν είχε έρθει η


Ραβέλ, κι αυτό έδινε το μέτρο του ενδιαφέροντός της για κείνην.
Η Ραβέλ ένιωθε σαν χαμένη σ’ αυτό το ξένο, βαρύ περιβάλλον, κι
έτσι δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να ακολουθεί χωρίς αντίρρηση
τον οικοδεσπότη της. Όταν της είχε πει, «ας πιούμε έναν καφέ να
ρελαξάρουμε λιγάκι», δεν τόλμησε να του πει ότι η ίδια θα
προτιμούσε να ανέβει και να κλειστεί στο δωμάτιό της.

Α, θα ήταν μαρτύριο η συμβίωση μαζί του. Δε γινόταν να το


αντέξει.

Το σπίτι ήταν ένα τεράστιο αρχοντικό μέσα σε πάρκο, κι ήταν


γεμάτο προσωπικό. Αλλά τώρα, στο εντυπωσιακό σαλόνι
που περνιόταν για καθιστικό, ήταν πάλι ολομόναχη μαζί του.
Ο μπάτλερ είχε αφήσει τον καφέ, κι είχε φύγει.

Τον είχε σερβίρει ο ίδιος ο Τζεντ. «Προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται


αυθύπαρκτος», της είχε πει μ’ ένα χαμόγελο, όταν εκείνη πρότεινε
δειλά να σερβίρει.

Έμοιαζε τώρα πολύ πιο χαλαρωμένος απ’ όσο μέσα στο


αυτοκίνητο, σαν να είχε τακτοποιήσει ένα δύσκολο πρόβλημα, και
να είχε βγάλει ένα βάρος από πάνω του.

«Σπάνια βρίσκομαι στο σπίτι τα βράδια», της είπε ουδέτερα, αλλά


η Ραβέλ δεν είχε αμφιβολίες για το πού αποσκοπούσε
η πληροφορία. «Απόψε, φυσικά, δε θα μπορούσα να λείψω. Η
αδερφή σου είναι στ’ αλήθεια πολύ απασχολημένη. Της ήταν
αδύνατο να είναι εδώ για να σε υποδεχτεί».

Έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας του, με το φλιτζάνι στο χέρι,


και τα μάτια καρφωμένα κάπου στον τοίχο απέναντί του. «Δεν
είχα ιδέα για όλ’ αυτά», είπε σε λίγο. «Ήξερα αόριστα ότι οι γονείς
της Μ άριον είχαν χωρίσει, αλλά τίποτα για το πώς και το γιατί. Δε
θα την πίεζα ποτέ να μου μιλήσει για κάτι που δε θα ήθελε κι η
ίδια, κι είχα αντιληφθεί ότι αυτό το θέμα ήταν ταμπού. Δεν της
αρέσει καθόλου να μιλάει για τη μητέρα της».

«Το ξέρω», είπε πνιχτά η Ραβέλ. «Η μητέρα μου έκανε πολλά


λάθη... Δεν μπορώ να μη δικαιολογήσω τη Μ άριον. Δεν ήμασταν
ποτέ πολύ συνδεδεμένες, αλλά λίγοπολύ, μπορώ να την
καταλάβω».

«Αυτό είναι επίτευγμα», είπε ο άντρας μ' ένα απρόσμενο


χαμόγελο. «Εγώ δε θα μπορούσα να ισχυριστώ το ίδιο».

Τον κοίταξε ερωτηματικά, όχι τόσο από περιέργεια, όσο γιατί


έβρισκε κάποια ανακούφιση σ’ αυτή την ευγενική,
απρόσωπη συζήτηση, και ήθελε να την παρατείνει. Δεν είχαν δα
και πολλά άλλα θέματα προς συζήτηση. Θα βρίσκονταν σε φριχτή
αμηχανία, αν δεν υπήρχε και το θέμα "Μ άριον”.

Τουλάχιστον έτσι μπορούσε να περάσει ανώδυνα η ώρα μέχρι να


πάνε για ύπνο, και ν’ αποφύγουν οποιεσδήποτε αναφορές στο Ρίο.

Το χαμόγελό του ήταν υπέροχο, κυριολεκτικά εκθαμβωτικό.


«Ακριβώς αυτό. Δεν την καταλαβαίνω, κι ίσως γι’ αυτό τη βρίσκω
ακατανίκητη. Είναι καταπληκτική γυναίκα η αδερφή σου».

«Ναι», είπε η Ραβέλ. «Πάντα τη θαύμαζα, από τότε που την


πρωτοσυνάντησα».

Εκεί, η κουβέντα φάνηκε να παίρνει τέλος. Για λίγο δεν της είπε
τίποτα, ύστερα, απότομα, τη ρώτησε χωρίς προεισαγωγές: «Γιατί
δέχτηκες να χορεύεις σε καμπαρέ;»

Η Ραβέλ έμεινε με το φλιτζάνι στον αέρα. Ξεροκατάπιε, μια, δυο,


τρεις φορές, και τελικά κατάφερε ν’ αρθρώσει: «Πού πού το ξέρεις
αυτό;»

Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Φρόντισα να το μάθω».

«Απ’ τη Μ άριον;» Η αδερφή της της είχε πει να μην αναφέρει


τίποτα. Και μετά της τα είχε βγάλει όλα στη φόρα!

«Όχι».

Τον κοίταζε άναυδη. «Τότε... πώς;» ρώτησε τελικά.


Τα’ μάτια του βρήκαν και συνάντησαν τα δικά της. «Μ ετά το Ρίο.
Κατά κάποιον τρόπο, ένιωσα ότι ήθελα να μάθω κάτι περισσότερο
για σένα. Δεν ήταν δύσκολο, ξέρεις. Και προς Θεού,
μη φανταστείς ότι έβαλα να σε παρακολουθήσουν. Δυοτρεις
ερωτήσεις μόνο έκανα, στα κατάλληλα πρόσωπα».

«Γιγιατί;» τραύλισε η Ραβέλ.

Της είπε ουδέτερα: «Δεν ξέρω. Μ η με ρωτάς. Δε θα μπορούσα να


σου πω το γιατί. Ίσως επειδή είχα την αόριστη ιδέα ότι θα
μπορούσαμε κάποτε να ξανασυναντηθούμε».

Έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια.

«Τότε», της είπε αργόσυρτα. «Μ ετά... το ξέχασα εντελώς. Δεν


είχε πια νόημα».

«Όχι;» έκανε σαν χαμένη η Ραβέλ.

«Όχι», της είπε σταθερά. «Το βλέπεις κι εσύ, δεν είν’ έτσι; Δεν
υπήρχε καμιά προοπτική. Για δυο λόγους: όχι μόνο επειδή θέλω τη
γυναίκα μου και μόνο, αλλά κι επειδή πρέπει να είμαι εξαιρετικά
προσεκτικός. Είμαι δυστυχώς πασίγνωστος. Κι αν μαθευόταν κάτι
τέτοιο για μένα, θα γινόταν θέμα στα σκανδαλοθηρικά έντυπα. Θα
ήταν χτύπημα και για τη Μ άριον, και για την καριέρα της. Κι η
αδερφή σου φοβάται το σκάνδαλο περισσότερο απ’ οτιδήποτε
άλλο. Σωστή μονομανία της έχει γίνει». Ανασήκωσε τους ώμους.
«Έχει δίκιο, φυσικά. Αυτή τη στιγμή είναι το ανερχόμενο αστέρι.
Θα ήταν λαυράκι για μερικούς δημοσιογράφους ν’ ανακαλύψουν
κάποιο σκάνδαλο που να την αφορά, έμμεσα ή άμεσα. Το κοινό
λατρεύει τη λάσπη που ρίχνεται στους προνομιούχους».

«Το ξέρω», είπε η Ραβέλ. «Γι' αυτό δεν ήθελε να ξέρει κανείς για
μένα. Ούτε εσύ».

«Δε θα της ανέφερα τίποτα, έτσι κι αλλιώς. Αλλά γιατί το έκανες;»

«Έπρεπε κάπως να ζήσω», είπε αχνά η κοπέλα. «Κι έπρεπε κάπου


να χορεύω».

«Το μπαλέτο;»

«Ήμουν πολύ ψηλή. Ένα κι ογδονταδύο. Το μπαλέτο


αποκλειόταν».

«Και τώρα;»

Η Ραβέλ στέναξε βαθιά. «Δεν ξέρω. Μ ετά από κάνα χρόνο, ίσως...
Αλλά ίσως και όχι. Ίσως και ποτέ πια...» Χαμήλωσε το βλέμμα, και
βάλθηκε να κοιτάζει τα παπούτσια της. «Δεν ξέρω στ' αλήθεια αν
θα μπορέσω να ξεπεράσω κάτι τέτοιο... Ο χορός ήταν πάντα το πιο
σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Ακόμα και το καμπαρέ, ήταν
καλύτερο από το καθόλου. Και — και δεν είναι αλήθεια ότι τα
κορίτσια που χορεύουν στο καμπαρέ είναι... είναι όλες εύκολες».
Η φωνή της πνιγόταν, αλλά θα το έλεγε, ακόμα κι αν ήταν το
τελευταίο πράγμα που θα της επιτρεπόταν να πει. «Δεν έχει καμιά
σημασία αν χορεύεις γυμνόστηθη ή όχι. Για μας, ήταν η δουλειά
μας. Δεν το κάναμε για να επιδειχτούμε, ή για να ερεθίσουμε τους
άντρες. Μ ας πλήρωναν γι' αυτό, κι ήμασταν επαγγελματίες. Δεν
κάναμε κονσομασιόν, απλά χορεύαμε, κι ύστερα ντυνόμασταν και
γυρίζαμε στα σπίτια μας. Δεν είχαμε καμιά επαφή με τους πελάτες,
εκτός αν το θέλαμε. Αυτό ήταν όλο».

«Μ άλιστα», είπε ο Τζεντ. «Αλλά εμένα ακόμα δε μου αρέσει η


ιδέα».

Του είπε πικρά: «Έχει καμιά σημασία;»

«Όχι», της αποκρίθηκε κουρασμένα. «Σίγουρα όχι. Γιατί να έχει;»


Κι ύστερα ρώτησε: «Πώς τα έβγαλες πέρα στο Ρίο;»

Τα μάγουλά της φούντωσαν. «Δεν έπρεπε να... να μου αφήσεις


εκείνα τα χρήματα. Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά για όσα
έκανες για μένα, αλλά - αλλά... πώς θα μπορέσω να στα
επιστρέψω;»

Εκείνος γέλασε. Άφησε το φλιτζάνι του, σηκώθηκε, και την


κοίταξε από ψηλά. «Ποιος ξέρει;» της είπε ανάλαφρα. «Τώρα που
άρχισαν να πραγματοποιούνται τ’ απραγματοποίητα, μπορεί ακόμα
και να σου δοθεί η δυνατότητα να μου τα επιστρέψεις στο μέλλον.
Κάπως έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει τότε;» Της άπλωσε το χέρι, κι
η Ραβέλ το πήρε σαν αυτόματο. Την τράβηξε να σταθεί όρθια, και
βρέθηκαν να κοιτάζονται στα μάτια, από απόσταση μόνο είκοσι
πόντων.
«Ας πάμε τώρα για ύπνο», είπε ο Τζεντ. «Αύριο έχω μια πολύ
φορτωμένη μέρα. Προσπάθησε να ταχτοποιηθείς όσο καλύτερα
μπορείς, κι αν θέλεις οτιδήποτε, ζήτα το απ’ το προσωπικό. Θέλω
ειλικρινά να νιώσεις σαν στο σπίτι σου. Τώρα που ξεκαθαρίσαμε
ορισμένα πράγματα, δε θα υπάρξει κανένα πρόβλημα στο μέλλον».

Την πήγε ως την πόρτα του δωματίου της, και περίμενε μέχρι να
μπει εκείνη μέσα. Ύστερα έφυγε, ψυχρός, αδιάφορος, και πολύ
ικανοποιημένος με τον εαυτό του.

Στο δωμάτιό του, ο Τζεντ γδύθηκε, μπήκε στο συνεχόμενο μπάνιο,


έκανε ένα ντους στα γρήγορα, και μετά ξάπλωσε κι έσβησε το φως.
Έμεινε μ’ ανοιχτά τα μάτια στο σκοτάδι, να κοιτάζει παντού και
πουθενά, νιώθοντας ξαφνικά οδυνηρά άδεια τη θέση δίπλα του στο
διπλό κρεβάτι.

Γιατί έπρεπε να λείπει η Μ άριον, ειδικά αυτές τις μέρες;

Κι ύστερα σκέφτηκε, και σαν τι θα άλλαζε αν ήταν εδώ; Απολύτως


τίποτα. Δε θα τολμούσα καν ν’ απλώσω το χέρι να τη χαϊδέψω, για
να μη διακινδυνεύσω ν’ ακούσω μιαν ολότελα ξερή άρνηση.

Χώρια που ήταν πολύ απίθανο ότι θα του δινόταν έστω η


ευκαιρία. Όταν η Μ άριον ήταν πολύ αγχωμένη, ή όταν είχε την
επομένη πολύ σημαντικές επαφές, ή όταν την έπιανε
πονοκέφαλος, όταν είχε δουλέψει πάρα πολύ κι όταν ήταν
αδιάθετη (κι αυτό συνήθως κρατούσε οχτώ μέρες), προτιμούσε να
κοιμάται μόνη της, στο ιδιαίτερό της υπνοδωμάτιο.

Κι έτσι, κατέληγαν να κάνουν έρωτα μια φορά στους δυο μήνες,


ίσως και αραιότερα. Ιδίως όταν συνέβαινε να λείπει κι εκείνος, και
να μη συμπίπτουν οι απουσίες τους. Του συνέβαινε όλο και πιο
συχνά τώρα τελευταία να επιστρέφει από ένα ταξίδι, και να
μαθαίνει ότι το ίδιο πρωί είχε φύγει η γυναίκα του.

Σιγάσιγά, θα ξεχνούσε ότι ήταν παντρεμένος.

Κι όμως, σκεφτόταν τώρα στο σκοτάδι, αγαπιόμαστε. Δεν υπάρχει


καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Μ ’ αγαπάει κι εκείνη όσο την αγαπάω κι
εγώ. Μ ’ αγαπάει και με χρειάζεται, και όταν σπανίως συμβεί να
συμπέσουν οι ανάγκες μας, με θέλει και σαν άντρα.

Ο ίδιος δεν ήθελε να την πιέσει περισσότερο. Ήξερε σε τι στρες


ζούσε η γυναίκα του, ήξερε τι στόχους είχε στη ζωή της, κι επειδή
την αγαπούσε και ήταν περήφανος για κείνην, δε θα έκανε ποτέ
κάτι που θα της μεγάλωνε το στρες, ή που θα την εμπόδιζε, έστω
και ελάχιστα, να κυνηγήσει τους στόχους της. Αλλά ήταν στ’
αλήθεια δύσκολα τα πράγματα.

Ειδικά τώρα.

Η νύχτα ήταν κακός σύμβουλος, ιδίως όταν, δυο πόρτες


παραπέρα, κοιμόταν μόνη της η Ραβέλ Τρέγκαρον, κι όταν αυτός
είχε να κάνει έρωτα ενάμιση μήνα.
Τι διάβολο, δεν τον είχαν πάρει τα γεράματα. Ήταν τριανταεννιά
χρόνων, και γερός σαν ταύρος. Ήταν φυσικό να είναι συνέχεια
εκεί ο νους του. Είχε κι αυτός προβλήματα άγχους, ήταν κι αυτός
πνιγμένος στη δουλειά, είχε κι αυτός ατέλειωτες ευθύνες. Αλλά
δεν έβλεπε να επηρεάζεται απ' όλα αυτά η σεξουαλικότητά του. Θα
μπορούσε να κάνει έρωτα στη γυναίκα του κάθε μέρα, ακόμα και
δυο φορές την ημέρα, κι αυτό δε θα τον εμπόδιζε να διεκπεραιώνει
παράλληλα και τις υποθέσεις του, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερο
κέφι.

Τώρα καθόταν μόνος στο σκοτάδι, κι ονειρευόταν, όχι τη Μ άριον,


αλλά το λευκό, τρυφερό σώμα της αδερφής της.

Από προχτές που του το είχε πει η Μ άριον, ήξερε πως θα


περνούσε δύσκολες στιγμές μ’ εκείνην στο σπίτι. Δε γινόταν να
ξεχάσει πώς είχε νιώσει στο Ρίο. Τώρα, στο Λονδίνο, ανακάλυπτε
ότι μπορούσε ακόμα να νιώθει το ίδιο, την ίδια τυφλή ανάγκη, την
ίδια αχαλίνωτη επιθυμία. Και την ίδια βασανιστική πεποίθηση ότι
δεν έπρεπε για κανένα λόγο να υποκύψει.

Θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να είχε υποκύψει στο Ρίο. Τότε θα


το έκανε απλά με κάποιαν άγνωστη που είχε μαζέψει απ’ το δρόμο.
Αλλά δεν ήταν δυνατόν, για κανένα λόγο, να το κάνει με την
αδερφή της ίδιας του της γυναίκας, μέσα στο ίδιο του το σπίτι.

Δεν υπήρχε καν σύγκριση ανάμεσα στις δυο τους. Δίπλα στην
εκπληκτική γυναίκα που είχε παντρευτεί, η Ραβέλ Τρέγκαρον δε
θα έδειχνε ποτέ, παρά μόνο αυτό που ήταν: μια χορευτριούλα του
καμπαρέ, χωρίς μυαλό, χωρίς μόρφωση, χωρίς προσωπικότητα,
χωρίς έστω μια φιλοδοξία, πέρα απ’ το να συνεχίσει να χορεύει με
το στήθος έξω και τα μπουτάκια ψηλά.

Θα μπορούσε να πλαγιάσει δίπλα της, να εκτονωθεί μέσα σ’ εκείνο


το υπέροχο σώμα τής, και μετά δε θα είχε απολύτως τίποτα να
συζητήσει μαζί της, ούτε καν τα κοινά πράγματα της καθημερινής
ζωής, πόσο μάλλον τα θέματα που συνήθως κουβέντιαζε με τη
γυναίκα του.

Αλλά τουλάχιστον να μπορούσε να εκτονωθεί...

Έπρεπε να της το είχε κάνει εκείνη τη νύχτα στο Ρίο. Αν είχε


κοιμηθεί τότε μαζί της, δε θα είχε μείνει αυτή η καυτή ανάγκη μέσα
του, ούτε η αίσθηση ότι είχε χάσει, από σκέτη βλακεία,
μια πρωτόγνωρη σε ένταση σεξουαλική εμπειρία.

Όταν επέστρεψε η Μ άριον, η Ραβέλ είχε καταφέρει να ξαναβρεί


τον εαυτό της, να προσαρμοστεί σ’ αυτό το τεράστιο, και μάλλον
αφιλόξενο σπίτι, και να συνηθίσει κάπως στη σκέψη ότι ο Τζεντ
ήταν άντρας της αδερφής της, ότι την ίδια δεν την ήθελε καθόλου,
κι ότι ακόμα κι αν την ήθελε, δε θα μπορούσε ποτέ

να υπάρξει κάτι ανάμεσά τους.


Σ' αυτό, φυσικά, είχε βοηθήσει κι η δική του στάση. Τον είχε δει
ελάχιστα στη βδομάδα που είχε μεσολαβήσει. Κάθε φορά εκείνος
ήταν ευγενικός, φιλικός ίσως, και ψυχρός σαν πάγος.

Και φυσικά, ήταν καλύτερα έτσι. Τη βοηθούσε να το πάρει


απόφαση, πως ο άντρας που την είχε συγκινήσει κάποτε τόσο
βαθιά, ο άντρας των φαντασιώσεών της, της ήταν απόλυτα
απαγορευμένος.

Σαν από θαύμα τον είχε ξαναβρεί, για ν' ανακαλύψει ότι τον είχε
χάσει τελεσίδικα. Όχι βέβαια πως αυτό την εμπόδιζε πια να έχει
φαντασιώσεις. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν ότι συνέχιζε έτσι κι
αλλιώς να τον ονειρεύεται με τον ίδιο τρόπο, να φαντάζεται ότι
αυτός ερχόταν μες στη νύχτα να ξαπλώσει δίπλα της, κι από κει ν’
αφήνεται σ' ένα τρελό παιχνίδι φαντασίας και καταπιεσμένων
επιθυμιών.

Δεν υπήρχε τίποτα να μην το κάνουν στις φαντασιώσεις της. Κι αν


μη τι άλλο, αυτές οι φαντασιώσεις έκαναν την επιθυμία της για
κείνον να φουντώνει σαν πυρκαγιά. Στη ζωή της ολόκληρη, δε
θυμόταν να είχε νιώσει τίποτα που να πλησίαζε έστω αυτό το
σεξουαλικό αμόκ.

Το πράγμα είχε αρχίσει να μοιάζει πολύ με εφιάλτη, τόσο, που


ένιωσε σχεδόν ανακούφιση βλέποντας τη Μ άριον. Είχε την
αόριστη ελπίδα πως η άφιξη της αδερφής της θα έκανε το
ταραγμένο της υποσυνείδητο να συμμαζευτεί, και να σταματήσει
τα παιχνίδια.

Η Μ άριον ήταν όπως ακριβώς τη θυμόταν, όμορφη, ψυχρή,


ντυμένη μ' ένα πανάκριβο, άψογο σύνολο γραφείου,
καλοχτενισμένη και τέλεια μακιγιαρισμένη. Μ όνο που τώρα είχε
και κάτι άλλο - έναν αέρα κύρους και εξουσίας, που
ακτινοβολούσε σαν αύρα γύρω της. Είχε φέρει και τον γραμματέα
της μαζί, και μόνο αργά το βράδυ μπόρεσε η Ραβέλ να μείνει μόνη
μαζί της.

«Ωραία», είπε η Μ άριον, παίρνοντας το ποτό της, και


ξαπλώνοντας σε μιαν αναπαυτική πολυθρόνα. «Ευκαιρία να τα
πούμε λιγάκι. Στάσου να σε δω μια στιγμή». Τα μάτια της την
περιεργάστηκαν ψυχρά από πάνω μέχρι κάτω. «Μ ια χαρά
φαίνεσαι. Πονάει ακόμα η μέση σου;»

«Ναι», είπε η Ραβέλ. «Παίρνω συνέχεια παυσίπονα». Ένιωθε όπως


πάντα, την ίδια αμηχανία και αόριστη ενοχή απέναντι στην αδερφή
της. Ποτέ δε θα τα κατάφερνε να την αντιμετωπίσει σαν ίσος προς
ίσον.

«Καλά», είπε η Μ άριον. «Αύριο, θύμησέ μου να σου κλείσω


ραντεβού μ’ έναν ειδικό της Χάρλεϊ Στριτ. Κάτι φαντάζομαι
θα ξέρει περισσότερο απ’ τα γιατρουδάκια που σε κουράριζαν.

Πώς τα πέρασες αυτές τις μέρες;»

«Ωραία», είπε η Ραβέλ. «Μ όνο που δεν είχα τι να κάνω. Δεν


περνάν οι ώρες».

«Καλύτερα. Σου δίνεται η ευκαιρία να ξεκουράσεις τη μέση σου.


Αργότερα θα δούμε τι μπορείς να κάνεις... Πώς τα πήγες με τον
Τζεντ;»

«Μ ια χαρά», έκανε η Ραβέλ, ελπίζοντας ότι η αναφορά του


ονόματος του δε θα την έκανε να κοκκινίσει προδοτικά. «Δεν τον
έχω δει και πολύ... Την πρώτη μέρα μόνο φάγαμε μαζί».

«Είναι πολύ απασχολημένος», είπε η Μ άριον, και μια υποψία


ψυχρού χαμόγελου φάνηκε στα χείλια της. «Πώς τον βρίσκεις;»

«Είναι πολύ... ευγενικός», είπε η Ραβέλ. «Δεν μπορώ να κρίνω


παραπέρα. Δεν τον ξέρω καθόλου».

Το χαμόγελο της Μ άριον πλάτυνε. «Είναι καταπληκτικός τύπος.


Ο τέλειος σύζυγος, θα έλεγα. Ήμουνα τυχερή σ' αυτόν τον τομέα».

«Ναι», έκανε με κόπο η Ραβέλ. «Το φαντάζομαι».

«Δε φαντάζεσαι τίποτα», γέλασε η Μ άριον, κι η Ραβέλ έμεινε μ’


ανοιχτό το στόμα, γιατί η ίδια, τουλάχιστον, δε θυμόταν να είχε
δει ποτέ την αδερφή της να γελάει έτσι ξένοιαστα. Κι ούτε ποτέ
είχε ακούσει τη Μ άριον να της κάνει εκμυστηρεύσεις.

Κάτι πρέπει να είχε αλλάξει πολύ ριζικά τις σχέσεις τους, για - να
συμβαίνει αυτό τώρα.
Η Μ άριον παράτησε την αναπαυτική της πολυθρόνα, σηκώθηκε,
και βάλθηκε να βηματίζει στο δωμάτιο, με το ποτήρι στο χέρι.
Μ ιλούσε χωρίς να κοιτάζει τη Ραβέλ, αλλά τουλάχιστον μιλούσε.
Για θέματα που μέχρι τότε ήταν ταμπού ανάμεσά τους.

«Είμαι πολύ ευχαριστημένη απ’ το γάμο μου, ξέρεις. Θεωρώ ότι


ήταν η μεγαλύτερή μου επιτυχία ως τώρα».

«Πρέπει να είναι πολύ πλούσιος», παρατήρησε δειλά η Ραβέλ.

«Δεν ξέρει ούτ’ εκείνος πόσες πολυεθνικές ελέγχει», είπε


ανάλαφρα η Μ άριον. Έμοιαζε ξαναμμένη, τα μάτια της γυάλιζαν.
«Κάθε τόσο πέφτει στην αντίληψή μου και κάτι καινούριο.
Αλλά αυτό δεν είναι το σημαντικότερο. Το σημαντικό είναι ότι μ’
αγαπάει, με καταλαβαίνει, και μπορεί να προσαρμοστεί στο
ρυθμό της ζωής μου».

«Κι εσύ;» τόλμησε να ρωτήσει η Ραβέλ, ξεθαρρεύοντας απ’ την


ασυνήθιστη διάθεση της αδερφής της.

«Εγώ τον λατρεύω. Ταιριάζουμε απόλυτα οι δυο μας. Έχουμε


ταυτότητα απόψεων, ταυτότητα στόχων... και μεγάλη κατανόηση.
Συμπληρώνουμε τέλεια ο ένας τον άλλον. Δεν τα βρίσκεις όλ’
αυτά κάθε μέρα σ’ ένα γάμο, ξέρεις».

«Όχι», είπε η Ραβέλ. «Σίγουρα όχι».

«Τελικά, ο γάμος κάνει καλό», δήλωσε η Μ άριον, κι ήρθε να


καθίσει πάλι στην πολυθρόνα. «Ίσως βρω κάποιον να παντρέψω κι
εσένα. Το σκέφτηκα σοβαρά αυτές τις μέρες».

«Α, όχι», έκανε η Ραβέλ ενοχλημένη. «Δεν έχω διάθεση να


παντρευτώ, τουλάχιστον όχι τώρα».

«Εξαιτίας του Νεντ;» είπε περιφρονητικά η Μ άριον. «Ήταν


αναμενόμενο ότι θα έμπλεκες με κάποιο κάθαρμα, τελικά. Σε
συμβουλεύω να το ξεπεράσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και
να πάψεις να σκέφτεσαι σαν εργάτρια».

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».

«Τα κριτήριά σου, χρυσό μου. Τα κριτήριά σου είναι της


κατώτερης υποστάθμης. Θα πρέπει κάποτε να πάψεις να διαλέγεις
τους άντρες με κριτήριο τη δύναμη των μπράτσων τους, και τη
λειτουργικότητα του πέους τους. Λυπάμαι που γίνομαι έτσι ωμή,
αλλά οι δεσμοί σου μέχρι τώρα, ήταν άστα να πάνε. Δεν έφταιγες
ίσως εσύ, αλλά το περιβάλλον σου. Σίγουρα θα σου ήταν
δύσκολο να βρεις κάτι καλύτερο στους κύκλους που κινιόσουν».

Η Ραβέλ δεν είπε τίποτα. Έβραζε απ’ την οργή, αλλά οι ζητιάνοι
δεν έχουν περιθώρια να οργίζονται κι από πάνω.

«Μ πορείς να μείνεις μαζί μας όσο θέλεις», συνέχισε ανελέητα η


Μ άριον. «Και σ' αυτό το διάστημα, προσπάθησε ν' αποκτήσεις
κάποιο λούστρο, κάποια φινέτσα. Εγώ προτίθεμαι να σου δώσω
όλες τις ευκαιρίες. Εσύ κοίτα να τις εκμεταλλευτείς. Είναι ίσως η
τελευταία σου ευκαιρία να ξεφύγεις απ’ τη λάσπη, και να κάνεις
κάτι καλύτερο στη ζωή σου. Εγώ προσωπικά, δε θα έχω κανένα
όφελος απ' αυτό. Μ όνο για σένα νοιάζομαι, επειδή έτυχε να είσαι
αδερφή μου. Και μη με κοιτάς έτσι ξινισμένα. Η αλήθεια συχνά
τσούζει, αλλά έτσι τσούζει και το ιώδιο. Και για να πάμε σε κάτι
πιο πρακτικό, έχεις επάνω σου καθόλου ρευστό;»

«Κάτι λίγα», ομολόγησε η Ραβέλ, και θά 'θελε να γινόταν ν’


ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Αν η Μ άριον νόμιζε ότι
μπορούσε να την ταπεινώνει επειδή βρισκόταν σε τόσο μεγάλη
ανάγκη...

Αν η Μ άριον νόμιζε ότι μπορούσε να την ταπεινώνει, θα το έκανε


σε κάθε ευκαιρία.

«Ωραία», είπε η αδερφή της. «Θα σου κόψω μιαν επιταγή, και
κοίτα να διαχειρίζεσαι τα λεφτά σου με σύνεση. Μ ην αρχίσεις τα
σούρταφέρτα, και τα φας όλα σε μια βδομάδα».

«Τα σούρταφέρτα;» έκανε αγανακτισμένη η Ραβέλ. «Μ α δε


βγαίνω καν απ' το σπίτι!»

«Ακόμα καλύτερα», είπε η Μ άριον. «Έτσι θα είμαι κι εγώ ήσυχη.


Όταν τελειώσουν, πες μου. Δεν είναι σωστό να γυρνάς απένταρη».

«Σ’ ευχαριστώ», είπε αποφασιστικά η Ραβέλ, «αλλά ειλικρινά,

με κάνεις να νιώθω άσχημα. Δεν μπορώ να πληρώνομαι κι από


πάνω, και μάλιστα χωρίς να προσφέρω την παραμικρή υπηρεσία.
Θα προτιμούσα να μου έβρισκες κάτι να κάνω - κάποια δουλειά
στο σπίτι, ή και έξω απ' το σπίτι».

«Μ η γίνεσαι ανόητη», είπε ξερά η Μ άριον. «Ήρθες εδώ για ν’


αναρρώσεις, όχι για να ξεπατωθείς στη δουλειά. Αργότερα, όταν
θα νιώθεις καλύτερα, θα δούμε τι μπορεί να γίνει».

«Και στο μεταξύ - τι θα κάνω; Θα πεθάνω απ’ την ανία!»

«Και βέβαια δε θα πεθάνεις. Πήγαινε κάνε καμιά βόλτα,


ασχολήσου με τον κήπο, αν στο επιτρέπει η μέση σου, διάβαζε
κανένα βιβλίο, βλέπε τηλεόραση - δεν ξέρω, όλο και κάτι θα βρεις
να κάνεις. Κάτσε και γράψε παραμύθια. Κάνε παρέα στον Τζεντ
είναι πολύ μόνος. Εγώ, δυστυχώς, είμαι μόνιμα πνιγμένη ως το
λαιμό. Ή πήγαινε το σκύλο βόλτα. Δεν ξέρω, συνεννοήσου με το
προσωπικό, και τράβα πλένε τα πιάτα στην κουζίνα, τι να σου πω».

«Εντάξει», είπε μ’ ένα στεναγμό η Ραβέλ. «Κάτι θα βρω να κάνω».

«Καλά, θα μιλήσω στον Τζεντ γι’ αυτό. Να σε στείλει σε κανένα


θέατρο, οπουδήποτε... Εγώ δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου,
δυστυχώς, αλλά ο Τζεντ μπορεί να αναθέσει σε κάποια γραμματέα
του »

«Όχι βέβαια», είπε μισοπνιγμένη η Ραβέλ. «Αν είναι δυνατόν! Δεν


τον ξέρω καθόλου τον άνθρωπο, δεν έχω την απαίτηση
να αναλάβει και την ψυχαγωγία μου!»
«Καλά, θα δούμε», είπε η Μ άριον. «Αν νομίζεις ότι μπορείς να
οδηγήσεις κάπως λογικά, μπορώ να σου παραχωρήσω την Άλφα
Ρομέο. Κι αν την τσουγκρίσεις και πουθενά, δεν πειράζει.
Σε αχρηστία την έχουμε, έτσι κι αλλιώς. Συνεννοήσου όμως
πρώτα με τον κηπουρό, γιατί καμιά φορά την παίρνει εκείνος».

Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η συζήτηση που είχε την πρώτη μέρα με
την αδερφή της.

Το βράδυ, όταν γύρισε ο Τζεντ, βρήκε τη Μ άριον να τον


περιμένει στην κρεβατοκάμαρά τους. Μ ισοξαπλωμένη στο
κρεβάτι, διάβαζε κάτι έγγραφα. Φορούσε ένα υπέροχο μεταξωτό
νυχτικό, και του φάνηκε πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Είχε
κοντύνει λίγο τα μαλλιά της, κι είχε αλλάξει χτένισμα. Τα
γαλάζια της μάτια έλαμψαν όταν τον είδε. Παράτησε τα χαρτιά που
κρατούσε, και του άπλωσε τα μπράτσα. «Ω, αγάπη μου»,
μουρμούρισε γλυκά, «επιτέλους...»

Ο Τζεντ γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι, και την τράβηξε στην


αγκαλιά του. Καθώς την έσφιγγε πάνω του, το άρωμά της
πλημμύρισε τα ρουθούνια του. «Μ μμ... μυρίζεις υπέροχα».

«Σου έλειψα καθόλου;»

Τη φίλησε ατέλειωτα στα χείλια. «Μ έτραγα τα δευτερόλεπτα».


Την ξαναφίλησε, και ξανά και ξανά. Σταμάτησε μόνο όταν
συνειδητοποίησε πως η Μ άριον προσπαθούσε τόση ώρα να
τον σπρώξει πίσω.

«Τι τρέχει;» τη ρώτησε θολά. «Πάλι δε θέλεις;»

«Για τ’ όνομα του Θεού, σαν αγριεμένος ταύρος κάνεις», γέλασε η


Μ άριον. «Δεν πρόλαβα ούτε να σου πω καλησπέρα. Κάτσε δυο
λεπτά να σε δω - έλα, ξάπλωσε εδώ δίπλα να τα πούμε λίγο... Έχω
τόσα να σου πω! Όχι, μη γδύνεσαι. Έλα όπως είσαι, θέλω μόνο να
συζητήσουμε... Τι έπαθες απόψε;»

«Έχω να σε δω δέκα μέρες», της παραπονέθηκε. «Έχουμε_να


κάνουμε έρωτα κοντά δυο μήνες. Τι άλλο θέλεις να πάθω;»
Ξάπλωσε όμως δίπλα της με τα ρούχα, όπως του το είχε ζητήσει, κι
εκείνη χώθηκε, χαδιάρα σαν γάτα, στην αγκαλιά του.

«Ω, Θεέ μου, μου έλειψες», του ψιθύρισε λίγο βραχνά. «Πες μου
τα δικά σου... Πώς πέρασες όλες αυτές τις μέρες;»

Βάλθηκε να τη φιλάει στο αυτί. «Απαίσια. Γιατί έπρεπε να λείπεις


δέκα μέρες;»

«Δε θα ξαναλείψω τόσες μέρες μαζεμένες, στο υπόσχομαι... Πώς


βρίσκεις τη Ραβέλ;»

Ξαφνικά, σαν με το μαχαίρι, του κόπηκε εντελώς η διάθεση για


φιλιά και χάδια. Έκανε λίγο πίσω, νιώθοντας με κατάπληξη ότι
ήταν θυμωμένος, και οχι μόνο απλά θυμωμένος, έξαλλος ήταν μαζί
της, που του είχε φέρει αυτό το πλάσμα μες στο σπίτι του, και με
τη Ραβέλ, επειδή ήταν αυτή που ήταν, και με τη μοίρα που απ’ όλες
τις γυναίκες στον κόσμο, είχε διαλέξει αυτήν ειδικά για να την
κάνει κουνιάδα του.

Μ ια βδομάδα τώρα ζούσε σ’ έναν εφιάλτη σεξουαλικής ανάγκης,


με τον πειρασμό να κοιμάται μόλις δυο δωμάτια πιο πέρα, κι απόψε
που επιτέλους είχε γυρίσει η Μ άριον, δεν ήθελε σεξ, ήθελε
κουβέντα. Και μάλιστα για κείνην.

Του ’ρχόταν να ξεφωνίσει απ’ την αγανάκτηση.

«Μ ια χαρά», είπε συγκρατημένα. «Δεν την έχω δει και πολύ».

«Θα στρώσει», είπε με πεποίθηση η Μ άριον. «Για την ώρα είναι


ολότελα ακατέργαστη. Αν τη φροντίσουμε, έχει πιθανότητες να
εξελιχτεί θετικά. Δε συμφωνείς;»

«Κοίτα, Μ άριον, για τ’ όνομα του Θεού, δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου


η εξέλιξη της Ραβέλ τώρα δα. Άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει...»

«Ναι, αλλά εμένα μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η Ραβέλ», έκανε


ανάλαφρα η Μ άριον. «Είναι αδερφή μου, και πολύ φοβάμαι ότι
την παραμέλησα αισχρά όλ’ αυτά τα χρόνια. Αν την είχα φροντίσει
περισσότερο...»

«Μ άριον, ειλικρινά...»
«Ήμουνα σκληρή μαζί της. Νιώθω τύψεις τώρα γι’ αυτό. Στο
κάτωκάτω, δε φταίει η Ραβέλ αν η μητέρα της...»

Ο Τζεντ παραιτήθηκε απ’ την προσπάθεια, έγειρε στην πλάτη του


κρεβατιού, και σταύρωσε τα μπράτσα πίσω απ’ το κεφάλι.

«Θέλω να τη βοηθήσω. Θέλω να τη βοηθήσουμε κι οι δυο. Θα


είσαι ανεκτικός μαζί της, αγάπη μου; Η φουκαριάρα, έχει περάσει
διά πυράς και σιδήρου. Κι απόψε της μίλησα λιγάκι απότομα...
Ίσως δε φταίει κι αυτή για ό, τι είναι. Το περιβάλλον που
μεγάλωσε...» Η φωνή της έσβησε, αφήνοντας πίσω όλα τα
υπονοούμενα που ήθελε ν’ αφήσει. «Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια δεν
ξέρω αν μπορώ να καταφέρω τίποτα μαζί της. Κι αυτό το θέμα
με βασανίζει».

Καταπίνοντας όπωςόπως την ενόχλησή του, της είπε ξερά: «Δεν


υπάρχει λόγος να βασανίζεσαι. Εμένα μου φαίνεται μια χαρά
κοπέλα. Κι άλλωστε, είναι εντελώς ενήλικη, και οπωσδήποτε, όχι
δική σου ευθύνη».

«Όχι, βέβαια. Αλλά δεν παύει να είναι αδερφή μου. Δεν μπορώ πια
να νίπτω τας χείρας μου. Το πού θα καταλήξει, με αφορά κι εμένα
κατά κάποιον τρόπο».

«Όπως νομίζεις», της είπε βαριεστημένα, πνίγοντας ένα


χασμουρητό. «Μ πορώ να γδυθώ τώρα;»

«Μ ια στιγμή, Τζεντ, αγάπη μου. Πιστεύεις ότι δε θα μας είναι


βάρος; Δε θά ’θελα να έχεις αντιρρήσεις...»

Το πόσες αντιρρήσεις είχε, μόνο αυτός το ήξερε. Αντί όμως να της


τις εκφράσει, προτίμησε να πει: «Δε διαφωνώ ποτέ με ό, τι κάνεις,
το ξέρεις. Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου. Ωστόσο, δεν είναι
πάντα συνετό να προσπαθείς να παρέμβεις τόσο δραστικά στη ζωή
ενός άλλου ατόμου, και μάλιστα στην ηλικία της αδερφής σου. Δε
θα ήταν καλύτερα για κείνην να βρει μόνη το δρόμο της;» Μ ακριά
απ'το σπίτι μας, παρολίγο να προσθέσει.

«Το σκέφτηκα κι έτσι», είπε η Μ άριον, κοιτάζοντάς τον με τα


γαλάζια της μάτια όλο αγγελική ανωτερότητα. «Όμως, αγάπη μου,
η Ραβέλ δε μου έχει δώσει ως τώρα πολλά δείγματα ότι διαθέτει
ευθυκρισία. Θά ’θελα, αν είναι δυνατόν, να την εμποδίσω να κάνει
περισσότερα λάθη».

«Αν νομίζεις ότι μπορείς...»

«Θα προσπαθήσω. Ήθελα μόνο να είμαι σίγουρη για σένα. Αν σ’


ενοχλεί η ιδέα, αν τη βρίσκεις φορτική...»

«Σε βεβαιώ πως όχι».

«Τότε - θα είσαι καλός μαζί της; Θά ’θελα αν γίνεται να της


αφιερώνεις λίγο χρόνο... Δυστυχώς, δεν έχει ζήσει ποτέ σε
φυσιολογικές συνθήκες στη ζωή της. Οι γονείς της πέθαναν όταν
ήταν ακόμα πολύ νέα, κι έκτοτε είναι ολομόναχη. Σαν άγριο χόρτο
μεγάλωσε. Ζει χωρίς τη φροντίδα μιας πραγματικής οικογένειας, κι
αυτό νομίζω είναι η ρίζα του κακού».

«Νόμιζα πως οι γονείς της πέθαναν όταν ήταν στα είκοσι. Και
επιμένω ότι αντιμετωπίζεις το θέμα με υπερβολική ευαισθησία».

«Στα είκοσι, ναι», παραδέχτηκε η Μ άριον. «Αλλά, αγάπη μου, στα


είκοσι είναι κανείς πολύ νέος όταν είναι εντελώς ανώριμος. Η
Ραβέλ είναι ακόμα παιδί - οι αντιδράσεις της είναι παιδαριώδεις, κι
ας είναι τώρα πια στα εικοσιπέντε. Και δεν είμαι υπερευαίσθητη.
Ανησυχώ για το μέλλον της, και νιώθω τύψεις για το παρελθόν
της, αυτό είναι όλο».

«Μ ιλάς για το παρελθόν της, σαν να πρόκειται για κάτι εντελώς


σκοτεινό. Γιατί;»

«Δεν μπορώ να σου πω. Καμιά άλλη φορά, ίσως... Για μένα
πραγματικά ήταν αβαρία να τη φέρω εδώ. Αν ποτέ μαθευτεί τι »
Κόπηκε, δαγκώθηκε, και μετά είπε σιγανά: «Ας μην το συζητάμε
άλλο. Μ ’ ενοχλεί να το σκέφτομαι». Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω
απ’ το λαιμό του, και του πρότεινε τα χείλια της.

Και τελικά έκαναν έρωτα, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δυο
μήνες.

Ήταν χαδιάρα, παθιάρα και εκδηλωτική, όσο λίγες φορές στην


κοινή τους ζωή. Αλλά την ώρα που τέλειωνε μέσα της, μ’ ένα σοκ,
ο Τζεντ συνειδητοποίησε, ξαφνικά κι απρόσμενα, δύο πράγματα:
ότι η γυναίκα του υποκρινόταν τον οργασμό της, κι ότι ο ίδιος είχε
τελειώσει με τη σκέψη στο στήθος της Ραβέλ, και στην απαλή
καμπύλη της κοιλιάς της.

Λίγο ακόμα, μάλιστα, και θα είχε φωνάξει τη Μ άριον με το όνομα


της αδερφής της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ο Τζεντ μπορούσε να καταλάβει τις αντιδράσεις της Μ άριον
απέναντι στη Ραβέλ. Θεωρούσε ότι ήταν φυσικό να νιώθει η
γυναίκα του κάποιες ενοχές, που είχε αφήσει την αδερφή της τόσα
χρόνια στην τύχη της. Κατά τη γνώμη του, όλα αυτά ήταν λίγο
υπερβολικά, αλλά μπορούσε να τα καταλάβει.

Η Μ άριον δεν ήταν μια γυναίκα σαν τις άλλες. Είχε πολύ υψηλή
αίσθηση καθήκοντος, ποτέ δεν παραμελούσε τις κάθε λογής
υποχρεώσεις της, ποτέ δεν επέτρεπε στον εαυτό της αδυναμίες, κι
ούτε ήταν ο τύπος που κοιτούσε να απαλλαχτεί από κάποιο
καθήκον. Τόσα χρόνια, είχε αφεθεί να μεταφέρει τα απωθημένα
της για τη μητέρα της στην αδερφή της, κι αυτό ήταν κάτι που
τώρα ο εαυτός της δεν μπορούσε να της το συγχωρήσει.

Είχε φτάσει να βρεθεί η Ραβέλ σε πραγματικά μεγάλη ανάγκη, για


να ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση τύψεων μέσα της. Η
αδιαφορία της μέχρι τότε, θα πρέπει να της φαινόταν τώρα σαν μια
απαράδεκτη αδυναμία, κι ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για
να επανορθώσει. Ξαφνικά, η Ραβέλ έτεινε να πάρει μια
δυσανάλογα σημαντική θέση στη ζωή της, σαν να βιαζόταν η
Μ άριον να της προσφέρει όλα όσα δεν της είχε δώσει ποτέ ως
τώρα.

Κατά την άποψη του Τζεντ, ασχολιόταν υπερβολικά πολύ με την


αδερφή της, κι αναφερόταν υπερβολικά συχνά σ' αυτήν. Αλλά
μπορούσε να το καταλάβει.

Όπως μπορούσε να καταλάβει και την απέχθειά της για το είδος


δουλειάς που έκανε η Ραβέλ για να ζήσει. Για την
υπερσυντηρητική, εξαιρετικά καθώς πρέπει σύζυγό του, το να
χορεύεις σε καμπαρέ, πρέπει να ήταν το έσχατο σημείο της
κατάπτωσης. Για την ανερχόμενη πολιτικό με τις τεράστιες
φιλοδοξίες, μπορεί ενδεχόμενα να ήταν κι ένας κίνδυνος, αν και ο
ίδιος πολύ αμφέβαλλε γι’ αυτό. Αν, ωστόσο, η Μ άριον το έβλεπε
έτσι, εκείνος δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει.

Δεν ήταν όμως αυτό που τον προβλημάτιζε. Συζητώντας κάθε


φορά μαζί της, έμενε με την εντύπωση ότι η Μ άριον αναφερόταν
σε κάτι πολύ περισσότερο απ’ το επάγγελμα της Ραβέλ. Αυτό που
μάντευε ο ίδιος, ήταν κάτι πολύ σκοτεινότερο, πολύ πιο ποταπό,
απ’ το να χορεύει μια κοπέλα γυμνόστηθη.

Κι ήταν σίγουρος ότι η Μ άριον δε θα του έλεγε ποτέ τι ήταν αυτό


στο παρελθόν της Ραβέλ, που την έκανε τώρα να νιώθει τόσες
τύψεις.

Το θέμα φυσικά, δεν τον αφορούσε καθόλου. Γιατί θα έπρεπε να


τον ενδιαφέρει τον ίδιο αν η Ραβέλ ήταν, ή είχε υπάρξειπόρνη, αν
είχε δουλέψει σε οίκο ανοχής, αν είχε εγκλειστεί σε
αναμορφωτήριο, ή αν είχε καταδικαστεί για εμπόριο ναρκωτικών;

Κι όμως τον ενδιέφερε, κι όχι μόνο επειδή αφορούσε έμμεσα τη


Μ άριον. Τον ενδιέφερε άμεσα, ζωτικά, και που να τον έπαιρνε,
δεν μπορούσε καν να το αποδόσει σε απλή περιέργεια.

Τώρα, καθώς πετούσε με το τζετ του για Νέα Υόρκη, αντί να


ασχολείται με τις σημαντικές επαφές που θα είχε την
επομένη, ασχολιόταν συνέχεια με ένα κορίτσι, που δε σήμαινε
τίποτα για κείνον.

Η Ραθέλ, τελικά, τα είχε καταφέρει ν’ αναστατώσει τη ζωή τους.


Και μάλιστα, χωρίς να κάνει τίποτα η ίδια για να το πετύχει.

Η παρουσία της ανάμεσά τους αρκούσε.

Η Μ άριον έκανε σαν να της είχε γίνει έμμονη ιδέα η αδερφή της,
κι όσο για τον ίδιον...

Προσπαθούσε όσο μπορούσε να την αποφεύγει, να μην τη


σκέφτεται όσο ήταν δυνατόν, να λείπει απ’ το σπίτι όσο
περισσότερο γινόταν, αλλά τίποτε δε φαινόταν να ωφελεί. Η
σκέψη της τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του, και ειδικά τις νύχτες.
Είτε κοιμόταν μόνος, είτε με τη Μ άριον.

Είχε σοκαριστεί την πρώτη φορά, είχε σοκαριστεί και τη δεύτερη,


κι ευτυχώς, δεν του δόθηκε η ευκαιρία να σοκαριστεί και μια
τρίτη. Το γεγονός ότι πρώτη φορά στη ζωή του έκανε έρωτα στη
γυναίκα του και σκεφτόταν μιαν άλλη γυναίκα, τον εξόργιζε βαθιά,
και επίσης, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τον
τρομοκρατούσε. Ίσως γιατί στο βάθος ξυπνούσε μέσα του ο φόβος
ότι, αν συνεχιζόταν αυτό, θα έφτανε μια μέρα που δε θα ήθελε πια
ο ίδιος να κάνει έρωτα με τη Μ άριον.

Κάτι σίγουρα δεν πήγαινε καθόλου καλά με το γάμο του, και


φοβόταν τη στιγμή που θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει
κατά πρόσωπο.

Φυσικά, αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο. Ήξερε από την αρχή ότι η
Μ άριον ήταν πολύ λιγότερο σεξουαλική απ’ όσο ο ίδιος, ότι στη
ζωή της, το σεξ ερχόταν τρίτο και καταϊδρωμένο, και κάπουκάπου,
του περνούσε απ’ το μυαλό πως η γυναίκα του ήταν ολότελα
ψυχρή. Τα κατάφερναν ωστόσο να επιβιώνουν κι έτσι, ο έρωτός
τους επιζούσε, ίσως επειδή βασιζόταν σε πολύ βαθύτερα πράγματα
απ’ ό, τι το σεξ.

Όσο κι αν έπασχε η σεξουαλική τους ζωή, ο ίδιος ήταν


αποφασισμένος να μην την απατήσει ποτέ, να μην την πληγώσει
ποτέ, κι ούτε να την πιέσει να του κάνει τα κέφια. Ήταν η γυναίκα
του, και την αγαπούσε έτσι όπως ήταν. Εκτιμούσε και σεβόταν την
προσωπικότητά της, τη δύναμη του χαρακτήρα της, το κοφτερό,
αντρίκιο μυαλό της, τις απεριόριστες ικανότητές της. Υπήρχε μια
βαθιά πνευματική και ψυχική επαφή ανάμεσά τους, που τίποτε δεν
μπορούσε να την κλονίσει, ούτε οι μέτριες επιδόσεις της Μ άριον
στο κρεβάτι, ούτε οι δικές του, ανεξέλεγκτες αντιδράσεις απέναντι
στην αδερφή της.

Αν και τώρα τελευταία, είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει σοβαρά γι' αυτό


το τελευταίο.

Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την επιθυμία του για τη Ραβέλ. Ό, τι


κι αν έκανε, όσο κι αν την απέφευγε, όσα κρύα ντους κι αν έκανε
πριν πέσει στο κρεβάτι, η εικόνα της θα 'ρχόταν επίμονα και
πιεστικά στο μυαλό του, και το σώμα του θα άναβε και
θα σκλήραινε άθελά του. Την ποθούσε αρρωστημένα, κι ο
χρόνος δεν έκανε τίποτε για να αμβλύνει τον πόθο του.

Τώρα είχε φτάσει στο σημείο να κάνει έρωτα με τη γυναίκα του,


και να τραβιέται από μέσα της ανικανοποίητος
ουσιαστικά, ανήσυχος, και καταπιεσμένος. Και δε βοηθούσε
καθόλου το γεγονός ότι η Μ άριον, παρ' όλες τις προσπάθειές της
να φανεί πειστική, ήταν σαφές ότι υποκρινόταν.

Ο Τζεντ αναρωτήθηκε πόσες φορές και στο παρελθόν την είχε


αφήσει ανικανοποίητη, ξεγελασμένος απ' τους επίπλαστους
οργασμούς της. Και πώς δεν του είχε περάσει ποτέ ως τότε απ' το
μυαλό, ότι η γυναίκα του μπορεί να υποκρινόταν για να
τον ευχαριστήσει.

Ίσως επειδή ο ίδιος δεν ήταν γυναίκα, και δεν μπορούσε να


καταλάβει τη νοοτροπία της. Δε γινόταν να το χωνέψει πώς
μια γυναίκα μπορούσε να μένει ανικανοποίητη, και να το
αποδέχεται χωρίς αντίρρηση, υποκρινόμενη απλά για να μην
ανησυχήσει ο εραστής της, και χωρίς να καθίσει ποτέ να το
κουβεντιάσει μαζί του για να βρουν μια λύση στο πρόβλημα.

Ήταν εντελώς αδιανόητο.

Αλλά, φυσικά, με τη Μ άριον δε συζητούσαν ποτέ για το σεξ.

Το έκαναν, κι αυτό ήταν όλο.

Τώρα θα του ήταν εξαιρετικά δύσκολο και του ίδιου ν’ ανοίξει


συζήτηση μαζί της γι' αυτό το θέμα, και μάλιστα να την αφήσει να
εννοήσει ότι είχε καταλάβει την προσποίησή της.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να προσπαθήσει, με τακτ


και λεπτότητα, να δοκιμάσει άλλες μεθόδους, οτιδήποτε θα
αντλούσε απ’ τη δική του πείρα, για να βρει αυτό το κάτι που θα
την ικανοποιούσε κι εκείνην. Αλλιώς, τα πράγματα θα
χειροτέρευαν συνέχεια μεταξύ τους. Ήταν φανερό άλλωστε, ότι η
απροθυμία της Μ άριον για το σεξ, οφειλόταν σε μεγάλο
βαθμό στην έλλειψη της τελειωτικής ευχαρίστησης. Δεν είχε
τολμήσει να του μιλήσει γι’ αυτό, επειδή ήταν κάπως πουριτανή, ή
επειδή δεν ήθελε να τον θίξει, αλλά τώρα μπορούσε να φανταστεί
την απογοήτευσή της, που είχε εξελιχθεί τελικά σε άδιαφορία, ή
ίσως και σε πλήρη ψυχρότητα.

Κι αυτός ο ηλίθιος δεν το είχε μαντέψει ποτέ. Ένιωθε τώρα


ένοχος και ενοχλημένος, και με τη Μ άριον, και με τον εαυτό του.
Είχε παντρευτεί μια ξεχωριστή γυναίκα, με σκοπό να στήσει ένα
ξεχωριστό γάμο, και ξαφνικά ανακάλυπτε πως ο γάμος του έπασχε
τραγικά, τουλάχιστον στο πιο βασικό του σημείο.

Η Μ άριον ψυχρή κι αδιάφορη, εκείνος στερημένος κι


ανικανοποίητος, και μες στη μέση, η Ραβέλ Τρέγκαρον,
προσωποποίηση του αισθησιασμού και του ερωτισμού, μια συνεχής
πρόκληση στις ξαναμμένες του αισθήσεις.

Και εύκολη, αν έπαιρνε στα σοβαρά τα υπονοούμενα της Μ άριον.


Κανένα προφανώς πρόβλημα από εκείνη την πλευρά. Πιθανότατα,
δε θά ’χε παρά ν’ απλώσει το χέρι για να την πάρει, και δε
χρειαζόταν τα υπονοούμενα της γυναίκας του για να καταλήξει σ’
αυτό το συμπέρασμα. Έφτανε να κοιτάξει τη Ραβέλ στα μάτια.

Το ήθελε κι εκείνη εξίσου, δεν μπορούσε να του κρυφτεί. Όσο


δύσκολο ήταν να ψυχολογήσει τη Μ άριον, τόσο εύκολο του ήταν
να διαβάσει την ψυχή της Ραβέλ. Τα πάντα καθρεφτίζονταν στα
μάτια της - μια σεξουαλικότητα που τον χτυπούσε κάθε φορά σαν
καμτσικιά, μια θάλασσα πόθου, μια συνεχής πρόκληση που δε
γινόταν να τη συγκαλύψει. Και οπωσδήποτε, κανένας ηθικός ή
άλλος ενδοιασμός.

Θα μπορούσε να την είχε πάρει εκατό φορές από κείνη την πρώτη
νύχτα.

Και μετά, φυσικά, θα ήταν η καταστροφή. Μ έσα στο ίδιο του το


σπίτι... Ακόμα κι αν δεν τον πρόδινε η Ραβέλ, η Μ άριον θα
το μάντευε από χίλιες δυο ενδείξεις. Και δε θα του το συγχωρούσε
ποτέ.

Μ όνο αν έφευγε η Ραβέλ απ’τη μέση, θα ησύχαζε τελικά. Τότε θα


μπορούσε ίσως να μαζέψει τα κουρέλια της σεξουαλικής του ζωής,
και να προσπαθήσει να δημιουργήσει απ’ την αρχή κάτι αξιόλογο
με τη Μ άριον. Μ όλις γύριζε απ’ τη Νέα Υόρκη, θα κοίταζε να
ξεφορτωθεί με εύσχημο τρόπο τη νεαρή του κουνιάδα. Δεν ήξερε
πώς θα το έφερνε στη Μ άριον, αλλά κάτι θα έβρισκε ως τότε. Ας
την έπαιρνε μαζί της στο Γιορκσάιρ, στο κάτωκάτω. Πιο χρήσιμη
θα της ήταν εκεί πέρα, και θα την επέβλεπε και καλύτερα. Χώρια
που θα είχαν περισσότερο καιρό μόνες οι δυο τους, για να
γνωριστούν απ’ την αρχή και να δεθούν μεταξύ τους.

Δεν ήταν άσχημο σαν πρόσχημα. Θα το φρόντιζε αμέσως μόλις


γύριζε απ’ τη Νέα Υόρκη.

Αλλά πριν επιστρέψει στην Αγγλία, προτίμησε να περάσει απ’ το


Παρίσι, και να μείνει εκεί μια νύχτα. Χρειάστηκε να συντομέψει γι’
αυτό την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, πράγμα που
φόρτωσε εξοντωτικά το ήδη βαρύ του πρόγραμμα, γιατί έπρεπε να
είναι πίσω στο Λονδίνο σε συγκεκριμένη ημερομηνία.

Αλλά δε γινόταν να το αποφύγει. Δεν ήθελε να το φροντίσει αυτό


απ’ την Αγγλία, διακινδυνεύοντας να εκτεθεί ίσως. Στο Παρίσι
μπορούσε να δράσει πολύ πιο διακριτικά μόνος του, και δε
δυσκολεύτηκε όντως καθόλου να βρει ένα σοβαρό
γραφείο ιδιωτικών ερευνών, και να τους αναθέσει την υπόθεση.

Η Ραβέλ δεν ένιωσε καμιά ανακούφιση όταν ξανάφυγε η Μ άριον.


Μ πορεί η αδερφή της να ήταν μόνιμα καυστική απέναντί της,
να πετούσε τα καρφιά με όλη της την άνεση, το ένα μετά το άλλο,
και να φρόντιζε σε κάθε ευκαιρία να της υπενθυμίζει το
“αμαρτωλό παρελθόν” της, αλλά τουλάχιστον, όσο ήταν εκεί η
Μ άριον, μειώνονταν οι πιθανότητες να βρεθεί μόνη της με τον
Τζεντ.

Τώρα, το σπίτι έμοιαζε ξαφνικά πολύ άδειο, πολύ σιωπηλό,


εντελώς απρόσωπο. Τις μέρες που είχαν προηγηθεί, τα
πάντα έμοιαζαν να κινούνται σ’ έναν πυρετώδη ρυθμό. Κόσμος
έμπαινε κι έβγαινε, τα τηλέφωνα χτυπούσαν σχεδόν ασταμάτητα,
το μεσημέρι, το απόγευμα και το βράδυ είχαν μόνιμα καλεσμένους.
Η Ραβέλ, ακόμα κι αν δεν της είχε πετάξει τις σπόντες της η
Μ άριον, πάλι δε θα είχε καμιά διάθεση να συμμετάσχει
στην κοινωνική ζωή της αδερφής της. Την πονούσε άλλωστε
μόνιμα η μέση της, κι αυτό θα ήταν ένα καλό πρόσχημα για ν’
αποφεύγει να συναντήσει τους συνεργάτες ή τους φίλους της
αδερφής της.

Έτσι κι αλλιώς, όμως, η Μ άριον είχε φροντίσει να της το ξεκόψει


έγκαιρα.
Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε να μπορεί ν’ αποφεύγει τους
κάθε λογής ανθρώπους που κυκλοφορούσαν εκεί. Φυσικά δε θα
ήταν δυνατό να περάσει εντελώς απαρατήρητη, κι αναγκαστικά
είχε συναντήσει σ’ αυτό το διάστημα μερικούς επισκέπτες. Η
Μ άριον τη σύστηνε με άψογη ευγένεια σαν αδελφή της, αλλά την
αποθάρρυνε με τον τρόπο της για οτιδήποτε παραπέρα.

Τώρα όμως όλα είχαν ηρεμήσει. Μ αζί με τη Μ άριον, είχαν φύγει


όλοι οι συνεργάτες της, ο γραμματέας της, και τα σκυλιά της.
Και μιας κι έλειπε κι ο Τζεντ, το σπίτι ήταν όλο στη διάθεσή της.

Κι εκείνη πέθαινε από ανία.

Δεν είχε τίποτα να σκοτώσει την ώρα της, πέρα από καμιά βόλτα,
τα βιβλία και την τηλεόραση. Και τίποτε απ' αυτά δεν ήταν ικανό
να διώξει τη σκέψη του Τζεντ απ' το μυαλό της.

Αυτή η συγκατοίκηση είχε εξελιχτεί τελικά σε σωστό εφιάλτη.

Γιατί δεν μπορώ να τον βγάλω απ' το μυαλό μου, αναρωτιόταν


απελπισμένη. Το ότι δεν υπήρχε ποτέ καμιά προοπτική για
μας τους δυο, θα έπρεπε να φτάνει. Θα έπρεπε να το είχα πάρει
απόφαση από την πρώτη στιγμή.

Αλλά δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση. Οι μέρες περνούσαν,


είχε κλείσει κιόλας ένα μήνα στο σπίτι του, κι ακόμα σκεφτόταν
πώς θα ήταν αν εκείνος δεν ήταν άντρας της αδερφής της, κι αν
την ήθελε έστω στο ένα δέκατο απ' όσο τον ήθελε εκείνη.
*

Ήταν βράδυ όταν έφτασε ο Τζεντ σπίτι. Κοίταξε το ρολόι του


μπαίνοντας, κι ευχήθηκε να είχε ήδη πάει η Ραβέλ για ύπνο. Δεν
ήθελε να τη δει απόψε, ούτε από μακριά. Είχε πάρει την απόφασή
του να την απομακρύνει από το σπίτι του, κι ήξερε ότι αν τη
συναντούσε, θα ένιωθε παράλογα ένοχος απέναντί της. Και δεν
του άρεσε καθόλου να νιώθει ένοχος.

Ήταν γελοίο, βέβαια, γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιά υποχρέωση


απέναντι της. Κι ούτε ήταν λογικό να διακινδυνεύει την
ψυχική του γαλήνη, για χάρη μιας κατά τα άλλα αδιάφορης και
ασήμαντης κοπελίτσας, που μπορεί να ήταν και επαγγελματίας του
είδους, όπως άφηνε να εννοηθεί η Μ άριον.

Άμα ήθελε επαγγελματία, μπορούσε να τη βρει κι έξω απ’το σπίτι


του.

Τώρα ένιωθε δυνατός κι αποφασισμένος. Λίγες μέρες μακριά απ'


αυτή τη νοσηρή ατμόσφαιρα, του είχαν επιτρέψει να ξαναβρεί τη
διαύγειά του, και να βάλει τα πράγματα στις σωστές τους
διαστάσεις. Ήταν τουλάχιστον γελοίο να δίνει τόση σήμασία στη
σχετική έλξη που ασκούσε πάνω του ένα ωραίο σώμα, όταν
μάλιστα στο βάθος ήξερε ότι δεν ήταν μόνο το ωραίο σώμα που
τον αναστάτωνε. Ουσιαστικά, δεν επρόκειτο καν για τη Ραβέλ
Τρέγκαρον, αλλά μόνο για τη θύμηση μιας φορτισμένης
με ερωτισμό νύχτας καρναβαλιού, οι ρυθμοί της σάμπας, τα
αρώματα των λουλουδιών, η δική του διέγερση όταν είχε αναδυθεί
από μια θάλασσα μισόγυμνα κορμιά, κι είχε πέσει πάνω της.

Αυτά του θύμιζε η Ραβέλ και τον αναστάτωνε. Αν την είχε


πρωτοσυναντήσει εδώ, στο Λονδίνο, πιθανότατα δε θα είχε νιώσει
το παραμικρό.

Κι ευτυχώς, απόψε δε φαινόταν πουθενά.

Μ ε μια βαθιά αίσθηση ανακούφισης, τσίμπησε κάτι στα πρόχειρα,


και πήγε για ύπνο.

Απ’ το δωμάτιό της, η Ραβέλ είχε ακούσει το αυτοκίνητό του, και


μετά τη φωνή του, καθώς μιλούσε στον μπάτλερ. Κάθε φορά που
άκουγε τη φωνή του, η καρδιά της χοροπηδούσε στο στήθος της.
Έμεινε ακίνητη ν’ αφουγκράζεται, αλλά δεν άκουσε τίποτ’ άλλο,
μόνο αργότερα, τα ανάλαφρα βήματά του στις σκάλες.

Κι έτσι λοιπόν, το μαρτύριο ξανάρχιζε. Ο Τζεντ ήταν σπίτι, δυο


δωμάτια πιο πέρα, ψυχρός, αδιάφορος, και για πάντα δεμένος με
την αδερφή της.

Ο άντρας των ονείρων σου, της είπε πικρά ο εαυτός της. Δεν
παρακαλούσες συνέχεια να τον ξαναβρείς μια μέρα; Ε, να που τον
βρήκες. Μ ην έχεις και παράπονο από πάνω.
Σηκώθηκε, έσβησε την τηλεόραση, και μπήκε στο συνεχόμενο
μπάνιο για να πάρει το παυσίπονο της. Είχε επισκεφτεί τον ειδικό
ορθοπεδικό όπου την είχε στείλει η Μ άριον, κι είχε νιώσει σαν να
ξεναγεννιόταν όταν αυτός τη βεβαίωσε ότι ο τραυματισμός της δε
θα της άφηνε μόνιμη βλάβη. Σ’ ένα χρόνο, αν όλα πήγαιναν καλά,
θα μπορούσε να ξαναδουλέψει.

Ήταν κι αυτό κάτι.

Γύρισε στο κρεβάτι της, ξάπλωσε, κι έσβησε το φως. Στο σκοτάδι,


αφέθηκε να βυθιστεί γι’ άλλη μια φορά στις θλιβερές της σκέψεις,
σ’ όλες της τις αποτυχίες μέχρι τώρα, στο αναποδογύρισμα της
ζωής της, στην αδερφή της, στον Τζεντ...

Ο Τζεντ τελικά ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Στ’ αλήθεια, τίποτε


χειρότερο δε θα μπορούσε να της έχει συμβεί, και τώρα τό ’ξερε,
αυτός ο άντρας δεν αναστάτωνε απλά τις αισθήσεις της, δεν ήταν
μόνο ότι τον έβρισκε ακατανίκητα αρρενωπό κι επιθυμητό, κι ότι
θα έδινε τα πάντα, ακόμα και το χορό, για να μπορεί να τον έχει
στο κρεβάτι της.

Ήταν βαθιά κι αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί του, ίσως μάλιστα από


κείνη τη μια και μοναδική νύχτα στο Ρίο, βαθιά ερωτευμένη μ'
έναν άντρα που δεν την ήθελε, που ήταν παντρεμένος με την
αδερφή της, και που λάτρευε τη γυναίκα του.

Απ' όλους τους άντρες στον κόσμο, αυτηνής της είχε τύχει να
συναντήσει και να ερωτευτεί τον πιο ακατάλληλο απ’ όλους. Και
γιατί όχι, δηλαδή. Μ ε τέτοια ατυχία που την έδερνε τα τελευταία
χρόνια, έπρεπε να το περιμένει πως θα της συνέβαινε κι αυτό.

Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της, κι έτρεχαν ακόμα όταν την


πήρε ο ύπνος.

Ο Τζεντ ξύπνησε, ξαφνικά, απότομα, κι εντελώς αδικαιολόγητα.


Όταν άναψε το φως και κοίταξε το ρολόι του, είδε πως ήταν τρεις
το πρωί.

Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά ήταν αδύνατο. Ένιωθε τόσο


ξύπνιος, σαν να είχε κοιμηθεί δέκα ώρες. Μ ισή ώρα αργότερα,
παράτησε την προσπάθεια, σηκώθηκε, έβαλε μια ρόμπα, και
κατέβηκε στο γραφείο του.

Το σπίτι ήταν σιωπηλό και ζεστό. Ψαχούλεψε λίγο τα χαρτιά του,


ανακάλυψε πως δεν είχε καμιά όρεξη να τα κοιτάξει
πιο προσεχτικά, κι έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτάζοντας
αφηρημένος τις κουρτίνες που έκλειναν το παράθυρο.

Βγήκε απ' το γραφείο, κι ανέβηκε πάλι αργά τις σκάλες για το


δωμάτιό του. Και καθώς τις ανέβαινε, ήξερε με απόλυτη
καθαρότητα ότι δεν πήγαινε στο δωμάτιό του, ότι δε θα μπορούσε
να περάσει ούτε πέντε λεπτά παραπάνω σ' εκείνο το τεράστιο,
άδειο δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι.
Δεν προσπάθησε καν ν’ αντιδράσει - ήξερε πως θα ήταν ολότελα
μάταιο. Το πολεμούσε ένα μήνα τώρα, και ξαφνικά απόψε, στις
τρεις το πρωί, κάτι είχε σπάσει εντελώς μέσα του, ο εαυτός του
είχε αποδεχτεί την ήττα, κι είχε ξυπνήσει. Δεν υπήρχε πια τρόπος
να κάνει πίσω.

Άνοιξε μαλακά την πόρτα, και στάθηκε στο άνοιγμα. Στο αμυδρό
φως του διαδρόμου, διέκρινε καθαρά το σχήμα του κοιμισμένου
σώματος κάτω απ’ την κουβέρτα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, και
προχώρησε ως το κρεβάτι.

Μ ε το που άναψε το πορτατίφ, η κοπέλα σάλεψε μ’ έναν ελαφρύ


στεναγμό. Ο Τζεντ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κι απόμεινε
να την κοιτάζει.

Η Ραβέλ άνοιξε τα μάτια και τα κάρφωσε στα δικά του. Τα χείλια


της τρεμούλιασαν ανεπαίσθητα, κι αυτός έβαλε πάνω τους το
δάχτυλό του, σαν για να την εμποδίσει να φωνάξει. «Εγώ είμαι»,
της ψιθύρισε, και ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος με το πόσο
είχε δυσκολευτεί να μιλήσει. Ο λαιμός του σφιγγόταν, ο
σφυγμός του παλάβωνε. Όταν η κοπέλα ανασηκώθηκε νευρικά στο
κρεβάτι, τραβώντας την κουβέρτα πάνω στο γυμνό κορμί της,
το χέρι του πήγε σαν από μόνο του και την τράβηξε προς την
αντίθετη κατεύθυνση, ξεγυμνώνοντας το στήθος της.

Στο ημίφως, οι μαστοί της ήταν ρόδινοι, στητοί, στρογγυλοί και


γεμάτοι - ένα ποίημα ομορφιάς, όπως κι όλο το υπόλοιπο σώμα
της. Η θέα τους λειτούργησε σαν ηλεκτροσόκ πάνω
του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν έβγαινε κανένας ήχος απ’
το σφιγμένο του λαιμό. Η κοπέλα τον κοιτούσε με τα μάτια
ορθάνοιχτα, βαριανασαίνοντας. Ήθελε να της πει κάτι - έπρεπε
να της πει κάτι, οτιδήποτε, έστω μια ηλίθια παρατήρηση. Αλλά
δεν μπορούσε.

Το αίμα βούιζε στους κροτάφους του, κι όπως κάποτε στο Ρίο, ένα
ηφαίστειο επιθυμίας έσκαγε στα βάθη του κορμιού του, ζαλίζοντάς
τον με την έντασή του. Μ ’ ενα βαθύ βογγητό, την τράβηξε στα
μπράτσα του, και σκύβοντας, πήρε βίαια τα χείλια της στα δικά
του, καταβροχθίζοντάς τα σε μια έκρηξη πάθους, που όμοια της δε
θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ του. Ο αντρισμός του έκαιγε ανάμεσα
στα πόδια του, και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, για να νιώσει
την επαφή της απαλής της σάρκας πάνω στο ερεθισμένο του
όργανο. Ο γοφός της πίεσε το υπερευαίσθητο σημείο, και του
ξέφυγε ένα ακόμα βογγητό απόλαυσης. Ρίγη συντάραξαν το σώμα
του, και την έσφιξε ακόμα περισσότερο, κι ακόμα περισσότερο, σαν
νά ’θελε να τη λιώσει πάνω του.

Κι αν για μια στιγμή στην αρχή είχε φοβηθεί κάποια αρνητική της
αντίδραση, η ανταπόκρισή της έδιωξε κάθε αμφιβολία απ’ το
μυαλό του. Τα μπράτσα της είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό του,
το σώμα της έκαιγε κι έτρεμε στην αγκαλιά του, τα χείλια της
ρουφούσαν αχόρταγα το φιλί του, η γλώσσα της
χώθηκε πεινασμένα στο στόμα του, υποχωρώνας πάλι το ίδιο
πρόθυμα για ν’ αφήσει χώρο για τη δική του. Βαθιά, ρυθμικά,
εξερεύνησε το καυτό της στόμα, κοντανασαίνοντας απ’ την ένταση
της διέγερσης, ξέροντας πως δεν του είχε ξανατύχει ποτέ να
νιώσει κάτι παρόμοιο, με καμιά απ’ τις γυναίκες που είχε γνωρίσει
και ποθήσει.

Αυτό ήταν κάτι τόσο μοναδικό κι απρόσμενο, που θά 'θελε να το


παρατείνει όσο περισσότερο γινόταν, καθυστερώντας,
απολαμβάνοντάς το σταγόνασταγόνα, βασανίζοντας κι εκείνην και
τον εαυτό του, όσο πιο πολύ θ’ άντεχε. Δεν ήξερε όμως για πόσο
θα τα κατάφερνε.

Βογγώντας πνιχτά, άφησε τα χείλια της, τράβηξε ολότελα την


κουβέρτα για ν' αποκαλύψει το εξαίσιο σώμα της, πήρε το στήθος
της στις παλάμες του, και βάλθηκε να της φιλάει ρουφηχτά τις
ρόγες. Κοφτοί λυγμοί πόθου της ξέφευγαν, και το σώμα της
συστρεφόταν σπασμωδικά στο κρεβάτι. Έβαλε τις παλάμες της στα
μαλλιά του, σπρώχνοντας το κεφάλι του ακόμα περισσότερο πάνω
στο στήθος της, σαν να Περίμενε απ’ αυτόν να ρουφήξει ολόκληρο
τον μαστό της στο στόμα του.

Δεν του είπε λέξη - ίσως δεν είχε τίποτε να πει, ίσως πάλι να μην
μπορούσε ούτε εκείνη να μιλήσει. Η ανάσα της έβγαινε σπασμένη,
σαν τη δική του, το δέρμα της ριγούσε, το σώμα της ερχόταν
σπασμωδικά να κολλήσει στο δικό του, πιέζοντας τον αντρισμό
του σε κάθε του κίνηση. Ο Τζεντ ανασηκώθηκε, τόσο ζαλισμένος,
που σχεδόν έχασε την ισορροπία του, και πέταξε πέρα τη ρόμπα
που φορούσε. Ξάπλωσε δίπλα της, και την τράβηξε γι’ άλλη μια
φορά βαριανασαίνοντας στην αγκαλιά του.

Τα κορμιά τους έσμιξαν απ’ άκρη σ’ άκρη, καυτά και πεινασμένα,


τα πόδια της μπλέχτηκαν με τα δικά του, κι οι παλάμες της
θάλθηκαν να σέρνονται παθιασμένα πάνω στους σκληρούς μυώνες
του κορμιού του.

Δε θ' αντέξω για πολύ ακόμα, σκέφτηκε θολά ο Τζεντ, ρουφώντας


γι’ άλλη μια φορά τα χείλια της, στέλνοντας τη γλώσσα του στο
βάθος του στόματός της, και τυλίγοντας τους μαστούς της με τις
παλάμες του. Μ ε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η διέγερσή
του έφτανε σε καινούρια, όλο και πιο ασύλληπτα ύψη. Όταν η
παλάμη της χώθηκε ανάμεσά τους και τον χάιδεψε στον καυτό του
φαλλό, το σώμα του συσπάστηκε βίαια, και του ξέφυγε μια βραχνή
κραυγή αγωνίας.

Τα χείλια του έπνιξαν το πρόσωπό της στα φιλιά, ρούφηξαν τις


πνιχτές κραυγές απ’ τα χείλια της, κατέβηκαν στο λαιμό και στους
ώμους της, χάιδεψαν το στήθος της και της ρούφηξαν γι’ άλλη μια
φορά τις ρόγες. Την κρατούσε σταθερά απ’ τους γοφούς, κι άφησε
το στόμα του να πλανηθεί στο στομάχι και στην κοιλιά της, κι από
κει στο εβένινο τρίγωνο ανάμεσα στα πόδια της. Μ ’ ένα βαθύ
βογγητό αχόρταγου πάθους, έχωσε τη γλώσσα του ανάμεσα στο
απαλό, μετάξινο τρίχωμα, κι αφέθηκε ν’ ανακαλύψει λαίμαργα τη
γεύση της γυναικείας της φύσης.

Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τη μέση του, το κορμί της


σπαρτάρησε, ξετρελαμένο. Κάτω απ’ τη γλώσσα του, περνούσαν
απανωτά ρίγη απόλαυσης. Ήταν μουσκεμένη, και μύριζε άνοιξη
και βατόμουρο. Θά ’θελε να τη φάει, να την καταπιεί ολόκληρη,
να κρατήσει τη γεύση της μέσα του για πάντα. Πόσον καιρό,
σκεφτόταν πυρετικά, χωρίς να πάψει λεφτό να σέρνει τη γλώσσα
του πάνω στο υγρό της δέρμα, πόσον καιρό τώρα ήθελα να το
κάνω αυτό;

Τόσον καιρό, που τώρα σχεδόν δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι


το έκανε.

Τα πνιχτά της βογγητά τον ερέθιζαν ακόμα περισσότερο τόσο


πολύ, που σε κάθε δέκατο δευτερολέπτου φοβόταν ότι δε θα
άντεχε ούτε ένα δέκατο δευτερολέπτου παραπάνω. Οι ρυθμικές
κινήσεις της λεκάνης της πρόδιναν ότι ήταν πια πολύ κοντά στην
τελειωτική ηδονή. Την κράτησε σφιχτά καρφωμένη στο κρεβάτι, κι
άφησε τη γλώσσα του να παίξει μ' όλες τις κρυφές πτυχές του
κορμιού της, βαθιά, κι ακόμα πιο βαθιά, και μετά πιο ψηλά,
γύρωγύρω, στο πλάι, από πάνω... Έκλεισε τα χείλια του γύρω απ’
το ευαίσθητο της σημείο, και το ρούφηξε απαλά, ρυθμικά,
τρέμοντας ολόκληρος απ’ τη διέγερση, παρακαλώντας ν’ αντέξει
λίγο ακόμα, ίσα για να νιώσει την απόλαυσή της κάτω απ’ τα χείλια
του. Η γλώσσα του ένιωσε τα ρίγη να μεταβάλλονται σε σπασμούς,
το σώμα της τινάχτηκε βίαια από κάτω του, και της ξέφυγε μια
πνιχτή, αργόσυρτη κραυγή πάθους, μια σειρά κοφτοί λυγμοί,
δυνατά ρίγη που διαπερνούσαν το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη, και
μετά η κοφτή, σπασμένη της ανάσα, ένας ερεθιστικός επίλογος σ'
αυτή την πρώτη φάση.

Ανασηκώθηκε, σύρθηκε προς το μέρος της, και την κοίταξε στα


μάτια. Του αντιγύρισε το βλέμμα ξεροκαταπίνοντας, ύστερα
άπλωσε τα μπράτσα για να τον τραβήξει πάνω της.

Το δυνατό του σώμα βρέθηκε να γέρνει στο δικό της, ο φαλλός


του άγγιξε καυτός την κοιλιά της, τα χείλια του βρήκαν και
ρούφηξαν γι' άλλη μια φορά τα χείλια της. Σαν να μην είχε νιώσει
μόλις πριν λίγο την απόλαυση, του ανταπόδωσε το φιλί με
απίστευτο πάθος, ρουφώντας και δαγκώνοντας τη γλώσσα
του, κλαίγοντας σχεδόν απ' την ανάγκη, με τα πόδια σφιχτά
δεμένα γύρω απ’ τη μέση του, και τα χέρια να ψάχνουν πυρετικά
για τον αντρισμό του.

Τον άγγιξε, τον χάιδεψε, προσπαθώντας να τον φέρει προς το


μέρος της, βογγώντας συνέχεια με μια αγωνιώδη επιθυμία. Θεέ
μου, σκέφτηκε ο Τζεντ, είμαι τρελός γι’ αυτήν, στ’
αλήθεια τρελός... Τι μου έχει κάνει; Τι μου έκανε εκείνη τη νύχτα
της μαύρης μαγείας;

Έκανε λίγο πίσω, και την κοίταξε κοντανασαίνοντας. Και ξαφνικά,


ένιωσε πως αυτή η πράξη είχε πάψει να γίνεται απρόσωπα, σε μια
στιγμή πιεστικής ανάγκης, πως δεν ήθελε πια μόνο να απολαύσει
το κορμί της, αλλά πως κατά κάποιο τρόπο έπρεπε να υποτάξει και
την ψυχή της, να τη σύρει μαζί του μέχρι το πιο βαθύ σημείο της
απόλαυσης, να μοιραστεί μαζί της την ερωτική έκσταση - όχι μόνο
με το σώμα, αλλά και με κάθε μόριο του είναι του.

«Αν ήξερες πόσο σε θέλω», της είπε με κόπο. «Αν μόνο μπορούσες
να φανταστείς...»

«Κι εγώ», του αποκρίθηκε πνιχτά. «Από τότε... Δεν έπαψα στιγμή
να σε θέλω. Δεν ξέρω πώς άντεξα όλον αυτό τον καιρό...»

Την έσφιξε παράφορα στην αγκαλιά του, συνθλίβοντας τα χείλια


της με τα χείλια του, και το σώμα της με το βάρος του δικού του.
«Είσαι τόσο όμορφη, τόσο επιθυμητή... Τι θα σου κάνω τώρα;
Ξέρεις;»

«Ω, ναι, ναι, ναι... Έλα τώρα...»

«Πες μου πόσο το θέλεις».

«Τρελά. Μ η με βασανίζεις άλλο...»

«Δε σου έφτασε το προηγούμενο;»

«Όχι», του αποκρίθηκε μ’ έναν κοφτό λυγμό. «Θέλω να σε νιώσω


μέσα μου... Έλα...»

«Τώρα», της είπε βραχνά. «Τώρα... Μ παίνω».

Γλίστρησε επιτέλους μέσα της, κι οι καυτοί της μυώνες έκλεισαν


γύρω απ' τον σκληρό του φαλλό σαν γλυκιά παγίδα. Μ ’ ένα
αργόσυρτο βογγητό έκστασης, χώθηκε βαθιά στη σκοτεινιά των
σπλάχνων της, απολαμβάνοντας κάθε χιλιοστό της ηδονικής του
πορείας. «Βαθιά», μουρμούρισε βαριανασαίνοντας. «Βαθιάβαθιά...
Έτσι. Το νιώθεις τώρα; Σ’ αρέσει;»

«Ναι... ω, ναι...»

«Πες μου τι σου κάνω...»

Του είπε. Μ ε την ανάσα να βγαίνει σαν λυγμός, συνέχισε να του


λέει όλα τα υπέροχα, ερεθιστικά πράγματα που ήθελε πάντα ν’
ακούει από μια γυναίκα - πόσο σκληρός ήταν, και πόσο το
απολάμβανε, και πόσο τη γέμιζε μέχρι την πιο βαθιά γωνιά του
κορμιού της. Και της είπε κι αυτός άλλα τόσα,
σπρώχνοντας ρυθμικά και δυνατά το φαλλό του μέσα της, σ’ ένα
κρεσέντο ηδονής που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο
ψηλά, μέχρι το αποκορύφωμα.

Αχόρταγα, βίαια φιλιά, πνιχτές κραυγές απόλαυσης, οι δυνατοί


σπασμοί της ηδονής, τα σώματά τους ιδρωμένα, ξαναμμένα, να
παλεύουν να μαζέψουν και την τελευταία σταγόνα ευχαρίστησης,
κι επιτέλους, εκείνη η ατέλειωτη ανακούφιση, η σκέψη πως τελικά
το είχε κάνει, την είχε πάρει, είχε κυλιστεί μαζί της σ’ ένα κρεβάτι,
κι είχε κατακτήσει αυτό το σώμα που ονειρευόταν μήνες τώρα.

Μ ετά, την κοίταξε με κάτι σαν έκπληξη, έτσι που χαλάρωνε στην
αγκαλιά του, και σκέφτηκε, για δες, ακόμα μου
φαίνεται πανέμορφη κι επιθυμητή σαν αμαρτία.
Τον ξάφνιασε αυτή η διαπίστωση. Δεν του συνέβαινε συχνά για
την ακρίβεια δεν του είχε συμβεί παρά μόνο με τη Μ άριον. Όλες
οι άλλες πριν απ' αυτήν, έπαυαν να είναι ωραίες κι επιθυμητές, για
τουλάχιστον μια ώρα μετά την ερωτική πράξη.

Την κράτησε μαλακά στα μπράτσα του, με το κεφάλι της γερμένο


στο στήθος του, με την ανάσα της να ξαναπαίρνει το φυσιολογικό
ρυθμό της. Τα χείλια του άγγιξαν σαν από μόνα τους τα μαλλιά
της, κι αυτή χαμογέλασε αχνά.

Τη ρώτησε ψιθυριστά: «Πώς αισθάνεσαι;»

«Εσύ;» του αντιγύρισε.

Δε θά ’ξερε να της πει. Αισθανόταν παραζαλισμένος, ακόμα λίγο


χαμένος απ’ την ένταση της εμπειρίας που είχαν μοιραστεί,
εξαντλημένος και συγχρόνως φρέσκος όσο ποτέ. Είχε
την εντύπωση πως αν το επιχειρούσε, θα μπορούσε να
ξαναρχίσει κι εκείνη ακόμα τη στιγμή.

Και συγχρόνως ένιωθε μπερδεμένος, ένοχος, ταραγμένος κι


ανήσυχος. Η σκέψη της Μ άριον πέρασε καυτερή απ' το
μυαλό του, κι έκλεισε τα μάτια μ’ έναν αθέλητο μορφασμό πόνου.

Κι αμέσως μετά συνειδητοποίησε πως ο πόνος ήταν περαστικός,


πως τελικά η σκέψη της Μ άριον ερχόταν κι έφευγε, χωρίς ν'
αφήνει την παραμικρή σφραγίδα στο μυαλό του.
Χριστέ μου, τι μου συμβαίνει, αναρωτήθηκε απελπισμένος. Είναι
δυνατόν να είχε τόση σημασία μια ώρα έρωτα; Είναι δυνατόν να σ’
αλλοτριώνει τόσο το πάθος;

Η μόνη ενοχή που ένιωθε για την ώρα, ήταν ότι δεν ένιωθε
καθόλου ένοχος. Σαν να είχε πάρει κάτι που ήταν δικαιωματικά
δικό του, που του το χρωστούσε η μοίρα, και κανείς δε θα
μπορούσε να του το αμφισβητήσει. Ούτε καν η Μ άριον.

Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μ' εμένα...

Κοίταξε πάλι το πρόσωπο της Ραβέλ, τα υπέροχα βαθυγάλανα


μάτια, τα ερεθισμένα της χείλια, τις σκιές που είχε αποτυπώσει ο
έρωτας στα χαρακτηριστικά της. «Δεν ξέρω», απάντησε στην
ερώτησή της. «Το ήθελα τόσον καιρό τώρα, και τόσο έντονα, που
φαντάζομαι θα πρέπει να το δω σαν κάτι το εντελώς
αναπόφευκτο...» Σαν ένα ατύχημα, μια συμφορά που ξεφεύγει από
έλεγχο, συμπλήρωσε νοερά μέσα του. «Ίσως δεν έπρεπε να το είχα
κάνει», συνέχισε αχνά, «κι ίσως θα έπρεπε να με είχες
σταματήσει... Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να ξαναγίνει. Το
καταλαβαίνεις αυτό, δεν είν’ έτσι;»

«Ναι», ψιθύρισε η Ραβέλ. Έκλεισε τα μάτια και στέναξε βαθιά.

«Απόψε... δεν άντεχα άλλο», είπε ο Τζεντ πνιγμένα.

«Καταλαβαίνω», είπε αδύναμα η Ραβέλ. «Ξέρω. Δεν - δε


φαντάστηκα τίποτ' άλλο... Ξέρω ποια είναι τα αισθήματά σου
για τη Μ άριον. Ξέρω πως ήταν λάθος αυτό που έγινε, και δεν
έχω την απαίτηση να ξαναγίνει... Κι αυτή η μία φορά μου φτάνει
εμένα. Δε θέλω τίποτ’ άλλο».

Η ταπεινοσύνη της του έφερε έναν ξαφνικό κόμπο στο λαιμό. Την
κοίταξε καταπρόσωπο, και σαν να την έβλεπε ξαφνικά μ' άλλα
μάτια, δεν είδε καν πόσο όμορφη ήταν, ούτε πόσο πρόδιναν τα
χαρακτηριστικά της την ερωτική απόλαυση. Ξαφνικά, θά ‘θελε να
μπορούσε να δει το ανθρώπινο ον από μέσα.

Θεέ μου, τι έκανα απόψε, ξαναρώτησε πυρετικά το άπειρο. Τι


ασκούς του Αιόλου άνοιξα, με μια και μόνο άσκεφτη πράξη;

Τη ρώτησε απότομα: «Τι ήθελες από μένα; Τι περίμενες;»

«Τίποτα», του αποκρίθηκε κουρασμένα.

«Ήθελες όμως κάτι. Το φώναζες σε κάθε στιγμή, με κάθε βλέμμα.


Τι;»

«Δεν έχει σημασία», είπε αχνά η Ραβέλ.

«Μ ια νύχτα έρωτα; Δυο, τρεις νύχτες; Ή τίποτ’ άλλο; Πες μου!»

Τα χείλια της τρεμούλιασαν. «Μ ια νύχτα έρωτα», αποκρίθηκε


ξεψυχισμένα.

Την άφησε απότομα και σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθε ξαφνικά


παράλογα εκνευρισμένος, σαν κάπου να είχαν διαψευστεί
οι προσδοκίες του.

Της είπε κοφτά: «Θα έχεις ίσως παρατηρήσει, ότι οι υποχρεώσεις


μας δεν επιτρέπουν σ’ εμένα και στη Μ άριον να είμαστε συνέχεια
μαζί. Αυτό καμιά φορά δημιουργεί υπερεντάσεις... Από πλευράς
μου, δηλαδή. Δεν το λέω για να δικαιολογηθώ, απλά για να
καταλάβεις πώς έχουν τα πράγματα. Ίσως να έχω και περισσότερες
ανάγκες απ’ τον μέσο όρο... Η ουσία είναι ότι δυστυχώς, απόψε
βρέθηκα σε μια απ’ αυτές τις επείγουσες καταστάσεις». Γιατί της τα
λέω τώρα αυτά, αναρωτήθηκε κουρασμένα. Μ όνο και μόνο για να
την ταπεινώσω και να την πληγώσω ακόμα περισσότερο;

Το χλομό της πρόσωπο έκανε κάτι να σκιρτάει μέσα του, κάτι που
δεν του άρεσε καθόλου.

«Μ α ναι, το καταλαβαίνω», είπε αχνά η Ραβέλ. «Σε παρακαλώ,


μην προσπαθείς να δικαιολογηθείς άλλο. Ήταν κάτι που το θέλαμε
κι οι δυο, από εκείνη τη νύχτα στο Ρίο, φαντάζομαι. Αφού έτυχε
να βρεθούμε στο ίδιο σπίτι, ήταν ίσως αναπόφευκτο να συμβεί
κάποτε...»

«Δεν πρέπει να ξανασυμβεί», της πέταξε μέσ’ απ' τα σφιγμένα του


δόντια.

«Εντάξει».

«Δε φτάνει το εντάξει. Δε φτάνει να το λέμε. Προσπάθησε να


καταλάβεις, Ραβέλ... Δεν έχω πια εμπιστοσύνη στον εαυτό μου».
Σταμάτησε, πήρε βαθιά ανάσα, και το είπε: «Θέλω να φύγεις από
δω μέσα. Θέλω να πας στο σπίτι στο Γιορκσάιρ».

Είδε το αίμα να φεύγει αργά απ’ τα μάγουλά της. Τα χείλια της


πάνιασαν. Δεν είπε τίποτα.

«Θα το συζητούσα με τη Μ άριον αυτό, αλλά τελικά θα είναι


καλύτερα αν το ζητήσεις μόνη σου. Θα το κάνεις;»

Του είπε πνιχτά: «Θα το κάνω αν το θέλεις».

Μ ’ ένα βαθύ στεναγμό, πήρε τη ρόμπα του απ’ το πάτωμα, και τη


φόρεσε με νευρικές κινήσεις. «Το θέλω».

«Εντάξει».

Της έστρεψε την πλάτη και πήγε για την πόρτα. Ένας βουβός
θυμός έβραζε μέσα του, και βγήκε απ’ το δωμάτιο χωρίς
να προσθέσει λέξη, ούτε καν ένα “ευχαριστώ”, ή ένα “συγνώμη”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η Ραβέλ έμεινε για κάμποση ώρα να κοιτάζει την πόρτα που είχε
κλείσει πίσω του, πολεμώντας απελπισμένα να συγκρατήσει τα
δάκρυα της ταπείνωσης και της απελπισίας που ανέβαιναν στα
μάτια της. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε παραπατώντας σχεδόν στο
μπάνιο, έκανε ένα ντους, κι όταν ξαναγύρισε στο κρεβάτι της,
έσβησε το φως και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από κάθε
σκέψη, και να κοιμηθεί.

Αλλά φυσικά, δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να ξανακοιμηθεί


εκείνο το βράδυ.

Η εναγώνια επιθυμία που τη βασάνιζε μήνες τώρα, είχε ίσως


ικανοποιηθεί προσωρινά, μέσα σε μια εκστατική ώρα έρωτα. Αλλά
αυτό είχε κάνει κατά κάποιον τρόπο ακόμα χειρότερα
τα πράγματα.

Δεν μπορούσε ακόμα να ξεπεράσει την κατάπληξη, εκείνη την


έκλυση της λαμπερής κι ανόθευτης έκστασης που είχε νιώσει,
ανοίγοντας τα μάτια και βλέποντάς τον να γέρνει, ωραίος σαν
αρχαίος θεός, δυνατός και κυριαρχικός, από πάνω της. Η πιο
αγωνιώδης φαντασίωσή της πραγματοποιόταν σε μια θύελλα
πάθους, μια εμπειρία που τίποτα δε θα μπορούσε να την έχει
προετοιμάσει για την έντασή της. Δεν είχε καιρό ούτε για
ενδοιασμούς, ούτε για τύψεις. Η ψυχή της όλη σαν να έβγαινε από
μέσα της και να πήγαινε κοντά του, σε μια πράξη απόλυτης
παράδοσης. Δεν την ένοιαζε τίποτα, δεν μπορούσε να σκεφτεί
τίποτα, μόνο το πόσο τον ήθελε, πόσο δίκιά του ήταν, και πόσο
τον είχε ανάγκη για να συνεχίσει να επιβιώνει.

Σαν να είχε μόλις φτάσει στο τέρμα ενός μακριού δρόμου, που την
οδηγούσε, χρόνια τώρα, στην αναζήτηση ενός μοναδικού άντρα
στον κόσμο.
Δεν είχε ζήσει ποτέ στο παρελθόν τίποτε εντονότερο ή πιο
εκστατικό από εκείνο το ξέφρενο, βίαιο, σχεδόν
πρωτόγονο σμίξιμό τους. Δεν υπήρχε καμιά παρόμοια εμπειρία στο
παρελθόν της, για να μπορέσει έστω να κάνει συγκρίσεις. Δεν
είχαν κάνει απλά έρωτα. Είχαν σμίξει σε όλα τα επίπεδα, βαθιά και
αξεχώριστα, επί μια ολόκληρη πυρετική ώρα τέλειας
υπέρβασης του κόσμου γύρω τους και του εαυτού τους.

Τουλάχιστον, αυτό ίσχυε για κείνην. Ο Τζεντ Σέιμουρ είχε έρθει


να τη βρει, κι είχε μπει κατευθείαν στα βάθη της ψυχής της.

Δεν είχε ξαναζήσει ποτέ της τέτοια πληρότητα, τέτοιες


ανεπανάληπτες στιγμές απόλαυσης. Λες και το κορμί και το μυαλό
της είχαν φτιαχτεί ειδικά για το κορμί και το μυαλό αυτού
του άντρα, λες και ήταν απόλυτα συντονισμένη μαζί του, σε
όλες τις βαθμίδες της ύπαρξης.

Εκείνη τη στιγμή του ξεσπάσματος, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, ούτε


καν η Μ άριον. Ήταν μόνοι οι δυο τους σ’ έναν έρημο κόσμο, το
υπέροχο, δυνατό κορμί του έπαιρνε πεινασμένα το δικό της, η
ύπαρξή του κατακτούσε ολοκληρωτικά τη δική της, και τίποτ’
άλλο δεν είχε σημασία.

Γι' αυτό ίσως ήταν μετά τόσο τραυματική η προσγείωση στην πεζή
πραγματικότητα.

Μ ετά είχαν ορμήσει όλα ανάμεσά τους, η Μ άριον, οι ενοχές, η


απιθανότητα των όσων είχαν συμβεί, η πικρή γνώση ότι δεν
υπήρχε καμιά διέξοδος για κείνη, η δική του αδιαφορία, η απαίτησή
του να την απομακρύνει...

Της το είχε πει ξεκάθαρα: επειδή δεν είχε την ευχέρεια να κάνει
όσο θα ήθελε έρωτα με τη γυναίκα που αγαπούσε, την είχε
χρησιμοποιήσει σαν άψυχο, διαθέσιμο δοχείο ηδονής.

Το ήξερε φυσικά κι η ίδια πως κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, αλλά


ήταν τόσο σκληρό να τ’ ακούς να στο πετάνε κατάμουτρα.

Και λοιπόν; Σαν τι περίμενες; ρώτησε πικρά τον εαυτό της. Ήδη,
και μόνο αυτό που έγινε ήταν φοβερό. Πόσο μάλλον
κάτι περισσότερο... Μ ε τι μούτρα θα ξαναντίκριζε τη Μ άριον,
αναρωτήθηκε πικρά. Μ πορεί να μην ήταν η καλύτερη αδερφή
του κόσμου, αλλά αυτό δεν έκανε λιγότερο βαριά την προδοσία.

Παρά την ψυχρότητα που υπήρχε πάντα ανάμεσά τους, η Μ άριον


είχε σπεύσει να τη βοηθήσει στη μεγάλη της ανάγκη. Κι εκείνη της
το είχε ανταποδώσει μ’ αυτόν τον τρόπο...

Αν ο Τζεντ είχε κάποια δικαιολογία, η ίδια δεν είχε καμία. Ούτε


καν τα παθιασμένα, ασυγκράτητα αισθήματά της για κείνον.

Κι ούτε ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να το ξεπεράσει από κει και


πέρα. Πώς μπορούσε κανείς να συνεχίσει να ζει φυσιολογικά μετά
από μια τέτοια εμπειρία, ξέροντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να
επαναληφθεί, κι ότι ακόμα κι αν επαναλαμβανόταν, θα ήταν
ολότελα μάταιη;
Τώρα θά ’θελε να μην είχε υπάρξει ποτέ αυτή η νύχτα. Πόσο
καλύτερα ήταν όλα μέχρι απόψε το βράδυ, σκέφτηκε απελπισμένη.
Όσο βασανιστική κι αν ήταν η επιθυμία της για κείνον, δεν
μπορούσε να συγκριθεί με την αγωνία που ζούσε τώρα.

Ο Τζεντ είχε δίκιο, τελικά. Έπρεπε να φύγει από κει μέσα, με κάθε
τρόπο. Είτε στο Γιορκσάιρ, μόνη με τη Μ άριον, είτε άφραγκη κι
άνεργη στο Παρίσι, θα ήταν καλύτερα απ’ ό, τι σ’ αυτό το σπίτι,
όπου κυριαρχούσε η βασανιστική παρουσία του Τζεντ Σέιμουρ.

Μ ια ώρα αργότερα, ήταν ακόμα ξύπνια, και στριφογύριζε στο


κρεβάτι, χωρίς να βρίσκει καμιά ανάπαυση. Ήταν ξύπνια
όταν άνοιξε η πόρτα της, κι ο Τζεντ μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο,
με τα μάτια σκοτεινά και τα χείλια σφιγμένα.

Ανασηκώθηκε στον αγκώνα της κι έμεινε να τον κοιτάζει άλαλη.


Η καρδιά της έκανε τούμπες στο στήθος της. Το δωμάτιο γέμισε
ασφυχτικά απ’ την παρουσία του, σαν να το πλημμύριζε μια
αόρατη ακτινοβολία. Της ήρθε κυριολεκτικά ζάλη, και δεν κάθισε
καν ν’ αναρωτηθεί γιατί είχε ξανάρθει εκείνος.

Ο άντρας πλησίασε στο κρεβάτι, και στάθηκε όρθιος να την


κοιτάζει. Το πρόσωπό του έδειχνε ξαφνικά αφύσικα χλομό
και τραβηγμένο.

Ύστερα, μ’ ένα πνιγμένο βογγητό, την άρπαξε απ’ τα μπράτσα και


την τράβηξε βίαια στην αγκαλιά του. «Σε θέλω, Ραβέλ, σε θέλω...
Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Σε θέλω πάλι...»

Μ ’ ένα πνιχτό λυγμό, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, και του
πρόσφερε τα χείλια της. Η καρδιά της σπαρταρούσε στο στήθος
της, το κεφάλι της γύριζε, κι άρχισε να νιώθει σαν μεθυσμένη, και
σαν να έβγαινε απ’ το σώμα της για να μπει κατευθείαν στο δικό
του. «Ω, Τζεντ», μουρμούρισε με κόπο, αλλά το φιλί του έπνιξε τα
λόγια της. Η γλώσσα του ταξίδεψε βαθιά στο στόμα της, το γέμισε
ολόκληρο με την πληρότητά της. Μ ισολιπόθυμη, η Ραβέλ
κρεμάστηκε πίσω, βαριανασαίνοντας, κι αυτός έγειρε από πάνω
της και συνέχισε να τη φιλάει άγρια κι αχόρταγα στο πρόσωπο, στα
χείλια, στο λαιμό, στο γυμνό της στήθος.

«Τι μου έχεις κάνει; Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι... Δε θα σε


χορτάσω ποτέ. Για τ’ όνομα του Θεού, τι μου συμβαίνει;» Οι
παλάμες του πηγαινοέρχονταν το ίδιο αχόρταγα στο κορμί
της, χουφτιάζοντας λαίμαργα, χαϊδεύοντας, τραβώντας τη
σάρκα της προς το μέρος του. Η λεκάνη της άγγιξε το σκληρό,
τεράστιο φαλλό του. Κυλίστηκαν στο κρεβάτι, με μιαν ορμή που
θα δικαιολογιόταν αν ήταν αυτή η πρώτη φορά, ή αν είχαν
μεσολαβήσει κάμποσες ώρες ενδιάμεσα.

Τώρα δα, έκανε σαν να μην την είχε αγγίξει ποτέ του. Η ανάσα
του έβγαινε κομμένη, οι δυνατοί μυώνες τρεμούλιαζαν, το
υπέροχα αντρίκιο σώμα του ερχόταν να κολλήσει με
απαιτητικό ρυθμό στο δικό της, ο φαλλός του έκαιγε ανάμεσα στις
Παλάμες της.

Τον φίλησε αχόρταγα, ρουφώντας τον σαν να ήταν φτιαγμένος απ’


το πιο γλυκόπιοτο κρασί, νιώθοντας τα ρίγη του στο στόμα της,
πίνοντας αχόρταγα τη γεύση και τη μυρωδιά του. Αυτός βογγούσε,
κρατώντας της ασυναίσθητα το κεφάλι κολλημένο πάνω του. Η
γλώσσα της έπαιζε με τη μεταξένια σάρκα του, καλύπτοντας όλο
του το μήκος, προκαλώντας του ασυγκράτητα ρίγη απόλαυσης.

Την έκοψε κάπου στα μισά, την τράβηξε πάνω του, και την
ανάγκασε να μείνει ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα. Τα μπράτσα
του έμοιαζαν ατσάλινα, αλλά το δέρμα του αναριγούσε, κι
οι μυώνες του τρεμούλιαζαν απ’ την υπερένταση. Έμοιαζε να
μην μπορεί καν ν' αναπνεύσει.

«Μ ισό λεπτό», της είπε ξέπνοα. «Περίμενε λίγο...» Τα μάτια του


άνοιξαν και συνάντησαν τα δικά της. Ένα πνιχτό βογγητό του
ξέφυγε, κι είπε σβησμένα: «Κάτσε πάνω μου... Πάρτο μέσα σου.
Τώρα...»

Το πρόσωπό του συσπάστηκε όταν ο φαλλός του συνάντησε την


είσοδο του κορμιού της. Μ ε μια πνιχτή κραυγή απόλαυσης, η
Ραβέλ άφησε την αντρίκια δύναμή του να γλιστρήσει όσο
πιο βαθιά γινόταν μέσα της. Τον πήρε ολόκληρο, παρά το
μέγεθός του, κι αυτόματα, οι γυμνασμένοι της μυώνες σφίχτηκαν
ηδονικά γύρω του, σ’ ένα ρυθμικό, καυτό χάδι που φάνηκε να τον
ξετρελαίνει ολότελα.
«Συνέχισε», της είπε ξεροκαταπίνοντας. «Κάν’ το πάλι... Θεέ μου,
πόσο το ήθελα... Έτσι, έτσι, ναι... Ραβέλ, δεν έχω ιδέα τι μου
συμβαίνει...»

«Ούτε εγώ», έκανε η κοπέλα βαριανασαίνοντας. « Είμαι τρελή για


σένα... Θεέ μου, είναι υπέροχο. Δεν ήξερα πως θα ήταν έτσι...»

Την τράβηξε προς το μέρος του, και τη φίλησε δαγκώνοντάς της


άγρια τα χείλια. Οι παλάμες του έσφιξαν τους γοφούς
της, αναγκάζοντάς την να πάρει έναν πιο γρήγορο ρυθμό.
Ύστερα γλίστρησαν ως ψηλά στο στήθος της, και το στόμα του
άρπαξε με λαχτάρα τη μια της ρόγα. «Είσαι υπέροχη», της ψιθύριζε
καθώς τα χείλια του έπαιζαν παθιασμένα απ' τον ένα μαστό
στον άλλο. «Τόσο όμορφη... Σε θέλω σαν κολασμένος. Ποτέ δεν
είχα άλλο πλάσμα σαν εσένα... Συνέχισε, μωρό μου, μη
σταματάς... Είναι πολύ κοντά τώρα... Αλλά πρώτα εσύ, πρώτα
εσύ...»

«Δε θ’ αργήσω», έκανε πνιγμένα η Ραβέλ. Δε γινόταν, και νά


'θελε, ν’ αργήσει. Δεν μπορούσε να το καθυστερήσει άλλο, παρόλο
που της είχε αφήσει όλη την πρωτοβουλία. Το σώμα της κάλπαζε
ακάθεκτο προς το αποκορύφωμα, και καθώς τα δόντια του
μπήγονταν απαλά στην τρυφερή περιοχή γύρω απ' τη ρόγα της,
κάτι σαν ήλιος άστραψε στο μυαλό της, κι οι πρώτοι
βαθιοί σπασμοί δόνησαν τα σωθικά της.

«Μ αζί - τώρα», βόγγηξε ο άντρας, και την ξαναδάγκωσε. Το κορμί


του σπαρτάρησε στα βάθη του δικού της, πολλαπλασιάζοντας τα
έντονα ρίγη της ηδονής. Μ πήκε και βγήκε μ’ όλη του τη δύναμη
στο καυτό της σώμα, ξανά, ξανά και ξανά, φτάνοντας τόσο βαθιά,
που σχεδόν την πονούσε, και μια αργόσυρτη κραυγή του ξέφυγε κι
έσμιξε με τους κοφτούς λυγμούς που έβγαιναν απ’ το στόμα της.
Ύστερα η έκσταση καταλάγιασε σιγάσιγά, τα τελευταία ρίγη
έσβησαν, αφήνοντας μέσα της κάτι σαν γλυκιά πληγή που έσταζε
ηδονή, και βρέθηκε να ξαπλώνει σ’ όλο το μήκος του κορμιού του,
σφιχτά κλεισμένη στα μπράτσα του.

Η ανάσα του έφτανε ακόμα επίπεδη, σπασμένη στ’ αυτιά της. «Για
μια στιγμή», είπε πνιχτά ο άντρας, «για μια στιγμή νόμισα ότι θα
πέθαινα».

Μ ετά από λίγο, σηκώθηκε με κόπο και τράβηξε σχεδόν


σκουντουφλώντας για το μπάνιο. Η Ραβέλ άκουσε το νερό που
έτρεχε, κι όταν αυτός ξαναγύρισε κοντά της, με τα μαλλιά ακόμα
υγρά απ’ το ντους, η ώρα ήταν κιόλας πέντε το πρωί. Στάθηκε σαν
αφηρημένος από πάνω της, με τη σκέψη φανερά κάπου αλλού, κι η
Ραβέλ, κοιτάζοντας το κουρασμένο, τραβηγμένο του πρόσωπο,
ένιωσε ένα κύμα απελπισμένης λαχτάρας και αγάπης να
γιγαντώνεται μέσα της. Άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε στο
μπράτσο.

Μ ’ ένα στεναγμό, ο άντρας έκατσε βαρύς στο κρεβάτι δίπλα της,


σπρώχνοντας μηχανικά πίσω τα μαλλιά που έπεφταν, ακόμα
βρεγμένα, στο μέτωπό του. Της είπε σιγανά: «Είναι δυνατότερο
από μένα. Δε μ’ αρέσει, αλλά δε γίνεται τίποτα πάνω σ’ αυτό. Δεν
μπορώ να το ξεπεράσω».

Η Ραβέλ έγειρε πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Ούτε μια λέξη


τρυφερότητας, σκέφτηκε με πίκρα, ούτε μια ένδειξη ότι βλέπει
τουλάχιστον και τη δική μου πλευρά... Σαν να μην έχω εγώ ψυχή,
να μην έχω αισθήματα, ενοχές, αναστολές, φόβους... Σαν

να είμαι η πρώτη γυναίκα του δρόμου.

Και μήπως δεν ήταν; Μ ια πόρνη ίσως θα το σκεφτόταν πριν το


κάνει με το γαμπρό της.

Ένιωσε την παλάμη του στα μαλλιά της. Τα δάχτυλά του


μπλέχτηκαν με ένα εβένινο τσουλούφι, το τράβηξαν
ελαφρά. Ασυναίσθητα, το τράβηγμα έγινε πιο βίαιο, την πόνεσε.
Της είπε πικρά: «Θά 'θελα να σε μισώ γι’ αυτό που μου έχεις
κάνει... Αλλά για την ώρα, δεν μπορώ ούτε να σε μισήσω».

Του είπε πνιχτά: «Αν φταίω μόνο εγώ, μίσησέ με».

Το χέρι του ξεσφίχτηκε απ’ τα μαλλιά της. Μ ’ ένα βαθύ στεναγμό,


έγειρε από πάνω της και φίλησε ανάλαφρα τα ερεθισμένα,
προκλητικά της χείλια. «Όχι», ψιθύρισε βραχνά. «Δε φταις μόνο
εσύ, σίγουρα... Αλλά αν δεν ήσουνα εσύ, δε θα είχε γίνει ποτέ. Γι’
αυτό νά ’σαι σίγουρη...» Την ξαναφίλησε, πιο βαθιά αυτή τη φορά,
για πολλή ώρα, τραβώντας την απ’ τους ώμους για νά ’ρθει να
κολλήσει επάνω του. Το χέρι του χώθηκε κάτω απ’ τα
σκεπάσματα, ψαχούλεψε ηδονικά το μεστό της στήθος. «Νόμιζα
πως είχα ηρεμήσει... Νύσταζα κιόλας. Είπα, τώρα θα κοιμηθώ, κι
όταν ξυπνήσω, δε θα τη θέλω πια καθόλου... Και μετά
συνειδητοποίησα πως, αν δεν ερχόμουν να στο ξανακάνω, η νύχτα
δε θα περνούσε με τίποτα. Είναι σαν τρέλα... Σαν να μού ’χεις
κάνει μάγια. Δε θυμάμαι να ήθελα ποτέ έτσι καμιά γυναίκα... Πώς
θα μου περάσει;»

Η Ραβέλ έκρυψε το κεφάλι της στο γούβωμα του ώμου του, και
δεν είπε λέξη. Η δική της άποψη, άλλωστε, δε φαινόταν να τον
ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Μ όνο την πλευρά του κοιτούσε, τις δικές
του ενοχές, τις δικές του αβεβαιότητες, τα δικά του αδιέξοδα. Δε
μιλούσε σ’ εκείνην, μιλούσε στον εαυτό του και στο σώμα της.

Αλλά αυτό δε μείωνε σε τίποτα τη σφοδρότητα των δικών της


αισθημάτων.

Την έσπρωξε λίγο πίσω, και την κοίταξε αμίλητος. Τα δάχτυλά του
έπαιζαν με τη ρόγα της, στριφογυρίζοντάς την ανάμεσά τους, σαν
να ψαχούλευαν μηχανικά μια χάντρα. Ύστερα τη ρώτησε πνιχτά:
«Μ ε θέλεις στ’ αλήθεια; Κι εσύ το ίδιο;»

Του κούνησε αχνά το κεφάλι.

«Τι θα κάνουμε, Ραβέλ;» την ξαναρώτησε σιγανά, σαν αφηρημένα.


«Έχεις ιδέα πώς μπλέξαμε απόψε;» Κι ύστερα πρόσθεσε απότομα,
σαν να τον πονούσε αυτή η ομολογία: «Δε θέλω να φύγεις. Δε
θέλω να πας στο Γιορκσάιρ. Θέλω να σ’ έχω εδώ σε κάθε λεπτό
της ημέρας, και να σου κάνω έρωτα. Τώρα, όταν ξημερώσει, το
μεσημέρι, το βράδυ πάλι... Αν περνούσε απ’ το χέρι μου, θα σε
κλείδωνα σ’ αυτό το δωμάτιο, και θα ’ρχόμουνα κάθε

μισή ώρα να σου κάνω έρωτα μ' όλους τους πιθανούς και
απίθανους τρόπους... Δεν ξέρω πότε θα μου περάσει αυτή η τρέλα.
Αύριο μπορεί νά ’χω ξαναβρεί τα λογικά μου, αλλά τώρα δα,
δε θέλω να φύγεις. Το καταλαβαίνεις;» Την κοίταζε κατάματα,
βαριανασαίνοντας, με το πρόσωπο συσπασμένο. Το χέρι του
σφίχτηκε αθέλητα γύρω απ’ τη ρόγα της, πονώντας την.

«Καταλαβαίνω», μουρμούρισε μ’ ένα βογγητό η Ραβέλ. «Ούτ’ εγώ


θέλω να φύγω... Θέλω να είμαι εκεί που είσαι κι εσύ, σε κάθε
στιγμή της ζωής μου...»

«Γιατί;» τη ρώτησε πνιχτά. «Πες μου γιατί».

«Δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου», είπε η Ραβέλ. «Γι' αυτό».

«Επειδή κάνουμε καλό κρεβάτι οι δυο μας;» Η κοπέλα δεν


μπορούσε να καταλάβει γιατί υπήρχε τόση αγωνία στη φωνή του.
Του κούνησε απλά το κεφάλι.

Του ξέφυγε ένας βαθύς στεναγμός, τραβήχτηκε πίσω, και ξάπλωσε


διαγώνια στο κρεβάτι της. «Ω, Θεέ μου», έκανε πνιχτά. «Γιατί
έπρεπε να μου τύχει εμένα κάτι τέτοιο;» Κι ύστερα πρόσθεσε
βραχνά: «Έλα κοντά μου. Χάιδεψέ με πάλι. Φίλησέ με... Έτσι...
Άγγιξέ με, Ραβέλ, άγγιξέ με... Άναψέ με. Θέλω να σε ξαναπάρω. Το
θέλεις κι εσύ, δεν είν’ έτσι;»

Του είπε με κόπο: «Το θέλω συνέχεια. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει
κι εμένα... Το ξέρεις πως το θέλω».

«Είσαι υπέροχη», της μουρμούρισε κοντανασαίνοντας, κι αφέθηκε


στο απαλό χάδι των χειλιών της πάνω στον αντρισμό του. Οι
παλάμες του σφίγγονταν σπασμωδικά γύρω απ’ τα σεντόνια καθώς,
για μεγάλη έκπληξη της Ραβέλ, το χαλαρό του όργανο άρχισε πάλι
ν’ ανταποκρίνεται στο φιλί της, να σκληραίνει και να πάλλεται
κατακτητικά.

Όταν αυτός ανασηκώθηκε και την τράβηξε κοντά του, ήταν κι οι


δυο τους ξαναμμένοι όσο και πριν τρεις ώρες. Την
κράτησε τρέμοντας κόντρα στο ατσάλινο στέρνο του, κι είπε μ’
ένα βιασμένο γέλιο: «Είδες πώς μ’ έκανες πάλι; Ούτε εγώ δεν το
πίστευα ότι θα τα κατάφερνες. Ήθελα μόνο να δοκιμάσω, έτσι
για να δω τι θα γινόταν». Τη φίλησε με λάγνο πάθος, ύστερα την
ανάγκασε να γονατίσει στο κρεβάτι, στάθηκε πίσω της, και
την πήρε με απρόσμενη βιαιότητα.

Καθώς ο φαλλός του μπηγόταν κτητικά μέσα της, η Ραβέλ έβγαλε


μιαν αθέλητη κραυγή πόνου, που όμως δε φάνηκε να τον συγκινεί
ιδιαίτερα. Συνέχισε να χώνεται με δύναμη μέσα
της, συνταράζοντας τα σπλάχνα της, μέχρι που ο πόνος και η
ηδονή μπλέχτηκαν κι έγιναν ένα. Τα χέρια του χούφτωναν τους
μαστούς της, τα δόντια του μπήγονταν στον ώμο της. Ο
ρυθμός του επιταχύνθηκε, το σώμα της σπαρτάρησε απ’ την
ηδονή, και τελικά, μ’ ένα αργόσυρτο βογγητό απόλαυσης, τέλειωσε
κι εκείνος γι’ άλλη μια φορά, τραβώντας την σπασμωδικά πάνω
του, σαν να μην του έφτανε τόσο βαθιά που βρισκόταν μέσα
της, σαν να προσπαθούσε ν’ ανοίξει κάποιον καινούριο, δικό
του δρόμο στα σωθικά της.

Την κοίταξε μετά θολά, σαστίζοντας κι ο ίδιος με τις επιδόσεις του.


Ήξερε πως θα μπορούσε άνετα να καταταχτεί στους θερμούς
άντρες, αλλά όσο θυμόταν, κάτι τέτοιο δεν του είχε ξανασυμβεί,
μετά τουλάχιστον τα εικοσιπέντε. Τρεις φορές σε μια νύχτα, και
μάλιστα με τόσο μικρή απόσταση μεταξύ τους, και με τέτοια
ένταση, ξέφευγε εντελώς απ’ τις προδιαγραφές ενός άντρα στα
τριανταεννιά. Ένιωσε ανόητα περήφανος για τον εαυτό του, κι η
καρδιά του γέμισε ξαφνική ευγνωμοσύνη γι' αυτό το κορίτσι, που
τον έκανε ν’ αντιδράει σαν εικοσάρης.

Της χαμογέλασε με κάποια προσπάθεια, και χωρίς λέξη, την


τράβηξε να φωλιάσει στην αγκαλιά του.

Λίγο αργότερα, όταν είχε ξαναβρεί κάπως την ανάσα του και τη
διαύγειά του, της είπε ψιθυριστά, χαϊδεύοντας συγχρόνως με τα
χείλια του το ροδαλό της αυτί: «Συχώρεσέ με... Ξέρω πόσο
δύσκολο είναι και για σένα. Λέω πράγματα που μπορεί να
σε πληγώνουν, αλλά είμαι υποχρεωμένος να τα πω. Δεν ξέρω
γιατί έπρεπε να μπλεχτούμε τόσο άσχημα οι δυο μας, αλλά,
μωρό μου, τίποτε δεν άλλαξε στο μεταξύ... Το σεξ είναι σημαντικό
για μένα, αλλά υπάρχουν κι άλλα, εξίσου σημαντικά - αν όχι και
περισσότερο... Είναι ίσως σκληρό αυτό που λέω, αλλά το
ξέρεις πως δεν μπορώ να σου προσφέρω απολύτως τίποτα
περισσότερο... Η Μ άριον μετράει πολύ για μένα. Κι αν νομίζεις
πως όλα αυτά είναι απαράδεκτα, αν νομίζεις πως πρέπει να
σταματήσουμε εδώ...» Είσαι τρελός, είπε στον εαυτό του. Τι πας
και της λες τώρα; Αφού το ξέρεις πια πως δε θα μπορούσες ποτέ
και για κανένα λόγο να σταματήσεις τώρα...

«Δε ζήτησα απολύτως τίποτα περισσότερο», είπε πνιγμένα η


Ραβέλ. «Δε θα ζητήσω ποτέ. Η απόφαση είναι δική σου,
Τζεντ. Νιώθω κι εγώ φριχτά μ' όλα αυτά, με τη Μ άριον, με... με
όλα, αλλά ακόμα κι αν τό 'θελα, δε θα μπορούσα να σου πω όχι».

«Γιατί;» τη ρώτησε κοφτά, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος τι απάντηση


προσπαθούσε να ψαρέψει. Την κρατούσε στην αγκαλιά του, το
κορμί της ήταν ζεστό και παραδομένο, και ειλικρινά, δε θά ’πρεπε
να τον αφορούν καθόλου τα κίνητρά της, αλλά να που τον
αφορούσαν, και πολύ μάλιστα.

«Επειδή δε μου έχει ξανασυμβεί ποτέ να νιώσω έτσι για έναν


άντρα», του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα.
«Πώς έτσι, δηλαδή;» Τα χείλια του γλίστρησαν στο μάγουλό της,
ψάχνοντας για_τα χείλια της.

«Έτσι... έντονα. Ξέρεις τι εννοώ».

«Ποτέ; Ποτέ πριν;»

«Ποτέ. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση στο παρελθόν...»

«Μ έσα σε πόσες συνολικά περιπτώσεις;» Δαγκώθηκε αμέσως


μόλις το ξεστόμισε, και τά ’βάλε με τον εαυτό του για τις
βλακώδεις ερωτήσεις του. «Όχι, μη μου πεις», έκανε κοφτά.
«Δε θέλω να μάθω... Δεν έχει σημασία». Την άφησε απότομα,
ανακάθισε στο κρεβάτι, και ψάρεψε απ' το πάτωμα τη ρόμπα
του. «Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ λίγο», είπε κουρασμένα. «Έχω
απανωτά συμβούλια σήμερα... Δε θα μπορώ να συγκεντρωθώ». Αν
δεν είχε τα συμβούλια, ήταν σίγουρος, δε θα έβγαινε καν απ’ το
σπίτι... Θα περνούσε όλη την υπόλοιπη νύχτα, κι όλη την επόμενη
μέρα στο δωμάτιό της, διακινδυνεύοντας να τον πάρουν χαμπάρι
οι άνθρωποι του προσωπικού, να τον πιάσει στα πράσσα η
Μ άριον, αν ξαφνικά της κατέβαινε να έρθει απροειδοποίητα,
γενικά διακινδυνεύοντας τα πάντα, ακόμα και το Έιτζ...

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε με κάποιο σοκ, ότι όλη αυτήν


την επεισοδιακή νύχτα, δεν του είχε περάσει ούτε για μια στιγμή
απ’ το μυαλό να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό.

Δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό, επειδή το υποσυνείδητό του


είχε σταθμίσει τα πράγματα, κι είχε αποφασίσει ποιο ήταν το πιο
επείγον.

Τώρα κοίταξε την κοπέλα στο κρεβάτι, έχοντας απόλυτη


συναίσθηση πως εκείνη τη νύχτα την ήθελε τόσο, που κι αν ακόμα
υποψιαζόταν στα σοβαρά ότι ήταν φορέας, πάλι αμφέβαλλε αν θα
είχε σταματήσει.

Δεν της είπε τίποτα. Θα ’ταν άλλωστε γελοίο να ρωτήσει, έτσι


απλά, «μήπως είσαι φορέας του Έιτζ;»

Κι ούτε που τον ένοιαζε πια και τόσο πολύ, στο κάτωκάτω.

Κοιμήθηκε τρεις ολόκληρες ώρες, αλλά αυτό δεν τον βοήθησε και
πολύ με τα συμβούλιά του εκείνη τη μέρα. Το μυαλό του
ήταν σχετικά καθαρό, αλλά έτρεχε σε εντελώς άλλα πράγματα απ’
τις δουλειές. Ήταν κι αυτό μια πρωτόγνωρη εμπειρία, γιατί απ’
όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ πριν,
ούτε όταν είχε πρωτογνωρίσει κι είχε ερωτευτεί τρελά τη Μ άριον,
να σκέφτεται μια γυναίκα στη διάρκεια ενός συμβουλίου.

Και τώρα, ολόκληρη την ημέρα, έπιανε τον εαυτό του να ξεφεύγει,
να πλανιέται ώρες πίσω, να ξαναζεί κάθε λεπτό της περασμένης
νύχτας - την ένταση της επιθυμίας του, τη σφοδρότητα της
απόλαυσης, την ανταπόκριση της Ραβέλ, το στητό της στήθος, τις
ροδαλές της ρόγες που έμοιαζαν με σκληρές χάντρες ανάμεσα στα
χείλια του.... Την απαλή καμπύλη των γοφών της, τα ατέλειωτα
πόδια της που άνοιγαν κι ανέβαιναν να τυλιχτούν γύρω απ’ τη
μέση του, τη γεύση της σάρκας της, τους σκληρούς μυώνες που
πάλλονταν ρυθμικά γύρω απ' τον φαλλό του, τα εβένινα μαλλιά
που σέρνονταν σαν μαύρη κουρτίνα πάνω στο σώμα του...

Τα σαρκώδη χείλια και το πώς είχαν κλείσει γύρω του, ρουφώντας


με αυθεντική απόλαυση, λαίμαργα, αχόρταγα, τον αντρισμό του...
Τις κραυγές της όταν τέλειωνε. Το συσπασμένο της πρόσωπο, το
στόμα της που άνοιγε, τα μάτια της που έκλειναν, το στήθος της
που ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά τη στιγμή της ηδονής. Τις βαθιές
συσπάσεις της κοιλιάς της, την απίστευτη απόλαυση τού να
τελειώνει βαθιά μέσα της.

Κι ήταν συνέχεια ερεθισμένος.

Αργότερα, τον κατέκλυσαν οι τύψεις, και μαζί ένας τυφλός θυμός


για τη Μ άριον και για τον εαυτό του. Αν η γυναίκα του ήταν
κάπως πιο πρόθυμη στο σεξ, αν έστω και μια φορά είχε
ανταποκριθεί στο μισό απ’ όσο η Ραβέλ, αν του είχε κάνει έστω το
ένα δέκατο απ’ ό, τι του είχαν κάνει χτες το βράδυ τα χείλια της
αδερφής της, δε θα ένιωθε τόσο πεινασμένος, και δε θα ήταν τόσο
ευάλωτος.

Αν ο ίδιος ήταν λιγότερο θερμός, αν δεν είχε τόσο έντονες και


συχνές ανάγκες, δε θα είχε πέσει θύμα αυτής της μικρής μάγισσας
με τα μαύρα μαλλιά και τα βαθυγάλανα μάτια, που τώρα προφανώς
τον περίμενε στο σπίτι, με την ίδια ακόρεστη επιθυμία για το κορμί
του.

Μ έχρι το απόγευμα, είχε ξεπεράσει κι αυτό το στάδιο, κι είχε


βυθιστεί σε μια βαθιά αγωνία.

Ήξερε πως δεν υπήρχε παρά μόνο μια εναλλακτική λύση να το


σταματήσει τώρα που ακόμα ήταν στην αρχή. Αυτό του έλεγε η
εντιμότητα κι η λογική του. Αγαπούσε τη γυναίκα του, ήταν η
γυναίκα που είχε διαλέξει συνειδητά για σύντροφο της ζωής του, η
γυναίκα που θαύμαζε ανεπιφύλακτα κι εκτιμούσε άλλο τόσο, και
για κανένα λόγο δεν ήθελε να την εξαπατήσει ή, ακόμα χειρότερα,
να την πληγώσει. Δεν μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο, μέσα στο
ίδιο της το σπίτι, με την ίδια της την αδερφή.

που η Μ άριον της είχε τόσο μεγαλόψυχα δώσει καταφύγιο...

Το πράγμα δε σήκωνε κουβέντα. Και δεν μπορούσε να


συμφωνήσει μ’ εκείνη τη φωνή στο μυαλό του, που του έλεγε
συνέχεια, πιεστικά, «μην είσαι ανόητος. Αφού δεν μπορούσες να
κάνεις διαφορετικά, γιατί να μην εκμεταλλευτείς την περίπτωση; Η
κοπέλα είναι διαθέσιμη και υπερπρόθυμη να λύσει το πρόβλημά
σου. Ήσυχα και ωραία, μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, χωρίς να
χρειαστεί να τρέχεις έξω, και να κινδυνεύεις να γίνεις θέμα στις
εφημερίδες. Κι εκείνη δεν πρόκειται ποτέ να σε προδόσει... Δεν
έχει δεκάρα τσακιστή, δεν έχει πού να πάει, δε θα το διακινδύνευε
ποτέ να την πετάξει η αδερφή της στο δρόμο. Κανένας κίνδυνος
από κει, κανένα μπλέξιμο. Δεν είσαι καν τίποτα σημαντικό γι’
αυτήν - ο Θεός μόνο ξέρει πόσους άλλους έχει “εξυπηρετήσει” στη
ζωή της... Όλα ωραία και ταχτικά, κι όσο πιο πολύ την
απολαμβάνεις, τόσο πιο γρήγορα θα τη χορτάσεις. Και στο μεταξύ,
θα πάψεις να νιώθεις συνέχεια ανικανοποίητος και αγχωμένος, και
θα πάψεις να φορτίζεις τις σχέσεις σου με τη Μ άριον...»

Ίσως να ήταν κι έτσι τα πράγματα. Ίσως τελικά αυτή η περιπέτεια


να ωφελούσε το γάμο του. Ίσως ήταν ανόητο να νιώθει τόσο
ένοχος και τόσο ανήσυχος, λες και έκανε κάτι που έθετε σε άμεσο
κίνδυνο τη σχέση του με τη γυναίκα του.

Τίποτε δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σχέση του με τη


Μ άριον. Μ όνο μια άμεση αποκάλυψη. Αλλά αυτό ήταν
μάλλον απίθανο να συμθεί. Ιδίως αν ο ίδιος πρόσεχε να μην
προδοθεί κι ήταν αρκετά έξυπνος για να μπορεί να καλύπτει κάτι
τέτοια ανόητα παραστρατήματα.

Όχι, ο γάμος του δεν κινδύνευε από κάποια δική του αταξία.
Μ πορούσε να ξεχωρίσει το σεξ απ’ τις υπόλοιπες ανάγκες του, να
το στριμώξει σε κάποια γωνιά της ζωής του, απ’ όπου δε
θα μπορούσε να τον απειλήσει με κανένα τρόπο. Μ πορούσε να
αγαπάει και να σέβεται τη γυναίκα του, και συγχρόνως,
κάποιες στιγμές, να πλαγιάζει με την αδερφή της, μόνο και μόνο
για να εκτονωθεί σεξουαλικά. Και φυσικά, αυτό θα έφερνε κάποια
αισθητή χαλάρωση στις σχέσεις του με τη Μ άριον. Δε θα είχε
πια κανένα λόγο να την πιέζει να του κάνει τα κέφια, όταν η ίδια
δε θα τό ’θελε. Θα έπαυε να νιώθει ριγμένος και ενοχλημένος με
τη στάση της. Τελικά, η Ραβέλ μπορεί να ωφελούσε το γάμο του.

Όλα αυτά ήταν πολύ λογικά και πολύ συμφέροντα, αλλά δεν
έπαυαν να συνιστού ν την πιο ανέντιμη λύση. Αν είχε ακόμα
λίγη αξιοπρέπεια και εντιμότητα, έπρεπε να βρει τη δύναμη να
σταματήσει επιτόπου αυτή την επαίσχυντη ιστορία.

Μ έχρι να γυρίσει εκείνο το βράδυ στο σπίτι, είχε πάρει την


απόφασή του. Θα το σταματούσε εκεί. Για κανένα λόγο δεν έπρεπε
να ξανακάνει έρωτα στη Ραβέλ Τρέγκαρον. Και κάπου στο μέλλον,
όταν πια αυτή θα είχε φύγει πάλι οριστικά απ’ τη ζωή του, θα
εκμυστηρευόταν στη Μ άριον τη μικρή του παρασπονδία. Δεν
ήθελε να υπάρχουν τέτοιες σκιές στο γάμο τους, ούτε τέτοιες
δυσάρεστες ενοχές στα βάθη του μυαλού του.

Ήξερε πόσο απόλυτη ήταν η Μ άριον, πόσο αυστηρές αρχές είχε,


και πόσο θα την πλήγωνε να μάθει κάτι τέτοιο. Αλλά ήξερε επίσης
ότι θα εκτιμούσε την ευθύτητά του, και τελικά θα
τον συγχωρούσε.

Ήταν πολύ ευχαριστημένος που εκείνο το βράδυ ήταν καλεσμένος


σ’ ένα δείπνο. Αυτό σήμαινε πως δε θα χρειαζόταν να δει τη
Ραβέλ, και ν’ αλλάξει γνώμη.

Γύρισε σπίτι κατάκοπος, και πήγε αμέσως για ύπνο. Αν αντέξω κι


αυτή τη βδομάδα, σκεφτόταν, μετά θα λείψω δεκαπέντε μέρες στη
Βραζιλία, μετά έχω τις επαφές στο ΧονγκΚονγκ, μέχρι να γυρίσω
θα μου προκύψει η Νέα Υόρκη ή η Ζυρίχη - ζήτημα αν θα μείνω
στο σπίτι αρκετά για να ξαναπαρασυρθώ. Και πριν το
καλοκαταλάβω, η μικρή θα έχει φύγει.

Γδύθηκε μηχανικά, με τη σκέψη όλη στο πρόγραμμά του για τους


υπόλοιπους μήνες. Ταξίδευε πάντα πολύ, συχνά σε ταξίδιααστραπή
της μιας ή των δύο ημερών, αλλά φρόντιζε να μένει όσο
περισσότερο γινόταν στο σπίτι, αλλιώς δε θα έβλεπε ποτέ τη
Μ άριογ στη ζωή του.

Τώρα αναρωτιόταν πώς μπορούσε ν’ απλώσει το πρόγραμμά του,


ώστε να μη μένει καθόλου στο σπίτι.

Κι ύστερα συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα είχε γδυθεί, είχε κάνει


μπάνιο, και τώρα ήταν έξω στο διάδρομο, και άνοιγε την πόρτα της
Ραβέλ.

Απ’ το άνοιγμα της πόρτας, ο Τζεντ Σέιμουρ την κοίταζε με μια


ολότελα χαμένη έκφραση στο πρόσωπο. Η Ραβέλ ανασηκώθηκε
στον αγκώνα, τρέμοντας απ’ την επιθυμία και την ανακούφιση.
Ήταν πια πολύ αργά, κι είχε πειστεί πως εκείνος δε θα ’ρχόταν
απόψε— ίσως μάλιστα να μην ξαναρχόταν ποτέ πια.

«Ήρθες», είπε αδύναμα. «Δε σε Περίμενα πια...»


«Ήρθα», έκανε βραχνά κι ο άντρας. Σαν να ξυπνούσε από ένα
όνειρο, έκλεισε πίσω του την πόρτα, την κλείδωσε, και προχώρησε
προς το κρεβάτι. Αχ, αγάπη μου, ζωή μου, σκέφτηκε η
Ραβέλ, καθώς ανασηκωνόταν για να τον τραβήξει στην αγκαλιά
της.

Έπεσε πάνω της σαν να μην είχε ξαναπάει σ' όλη του τη ζωή με
γυναίκα, βαριανασαίνοντας, βογγώντας, πίνοντας αχόρταγα τα
χείλια της, με τον φαλλό του πότε μέσα, πότε έξω απ’ το κορμί της,
χωρίς πολλά λόγια, βίαιος ξαφνικά και μετά απρόσμενα τρυφερός,
και βιαστικός σαν να μην κρατιόταν πια καθόλου. Μ πήκε μέσα της
και βάλθηκε να κουνιέται μ’ όλη του τη δύναμη, ξυπνώντας της
ατέλειωτα ποτάμια ηδονής. Της το έκανε όρθιος, καθιστός,
ξαπλωμένος, όλη την ώρα αχόρταγος και παθιασμένος,
χρησιμοποιώντας το κορμί της με κάθε πιθανό τρόπο, μέχρι που
πια έπεσε εξουθενωμένος πάνω της, τρέμοντας ακόμα απ' τα ρίγη
της ηδονής.

Μ ετά, τον πήρε ο ύπνος. Η Ραβέλ έμεινε να κοιτάζει το σκληρό


του πρόσωπο, τόσο όμορφο, τόσο αντρίκιο πάνω στο μαξιλάρι της,
τα σκούρα του μαλλιά, το τετράγωνο σαγόνι, τα αισθησιακά του
χείλια που ακόμα είχαν τη μυρωδιά της. Δεν τολμούσε ούτε να
κουνηθεί, για να μην τον ξυπνήσει και καταστρέφει τη μαγεία
εκείνης της στιγμής, που αυτός κοιμόταν στο κρεβάτι της, σαν να
ανήκε δικαιωματικά στον μικρό, ασήμαντο κόσμο της Ραβέλ
Τρέγκαρον.
Θεέ μου, πώς μπλέξαμε έτσι κι οι δυο μας, αναρωτήθηκε πυρετικά.
Και τι θ’ απογίνω εγώ όταν αυτός αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα να
ξεπλέξουμε;

Δεν πίστευε ποτέ πως θα ’ρχόταν κάποια στιγμή στη ζωή της, που
θα ένιωθε σαν απλό εξάρτημα ενός άντρα. Αλλά ίσως τελικά αυτό
να ήταν ο πραγματικός, αυθεντικός, βαθύς έρωτας, κι εκείνη τον
ένιωθε για πρώτη και μοναδική φορά σ’ όλη του την πληρότητα.

Ο Τζεντ σάλεψε ελαφρά, άνοιξε τα μάτια, και την κοίταξε


νυσταγμένα. Το χέρι του σφίχτηκε ακόμα περισσότερο γύρω της,
και της είπε σιγανά: «Μ η με κοιτάς έτσι. Μ ε κάνεις να πονάω».

«Πώς έτσι;» ρώτησε αχνά η Ραβέλ. Ξαφνικά είχε την εντύπωση


πως ο σκληρός, σίγουρος, κυριαρχικός Τζεντ Σέιμουρ, έλιωνε κι
έσβηνε κάτω απ’ τα μάτια της, αφήνοντας στη θέση του έναν
άντρα απόλυτα ευάλωτο.

«Ετσι. Σαν να είμαι... κάτι πολύ σπέσιαλ».

Του είπε βραχνά: «Είσαι».

«Γιατί;» Πάντα αυτό το γιατί, σκέφτηκε η Ραβέλ. Λες και τον


ενδιέφερε στ’ αλήθεια...

«Για μένα είσαι κάτι... πολύ σημαντικό», του είπε πνιγμένα.

Την έσφιξε μ’ ένα βαθύ στεναγμό στην αγκαλιά του. «Αχ, Ραβέλ,
Ραβέλ», μουρμούρισε βραχνά. «Απόψε δεν είχα σκοπό να έρθω»,
είπε τελικά. «Είχα αποφασίσει να το σταματήσω εδώ».

«Και μετά - τι έγινε;» τον ρώτησε αδύναμα.

«Μ ετά», της είπε μ' ένα πικρό γέλιο, «βρέθηκα ν’ ανοίγω την
πόρτα σου. Έτσι, σαν υπνοβάτης. Ξαφνικά ανακάλυψα πως
σου άνοιγα την πόρτα, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, και
χωρίς να έχω καν χτυπήσει πρώτα».

«Δεν περίμενα να χτυπήσεις», του είπε μ’ ένα αδύναμο χαμόγελο,


κι η απάντησή της τον έκανε να τραβηχτεί πίσω, και να την
κοιτάξει με στενεμένα μάτια. Της είπε σκληρά: «Είσαι στ'αλήθεια
τόσο υποταγμένη, ή το κάνεις επίτηδες, για να με αποτρελάνεις;»

Δεν του αποκρίθηκε. Την τράνταξε ελαφρά απ’ τους ώμους, κι η


Ραβέλ μάντεψε το θυμό που φούντωνε μέσα του, αν και
δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον γεννούσε. «Γιατί μου το
κάνεις αυτό;» Την έφερε από κάτω, και βρέθηκε από πάνω της,
συνθλίβοντάς την με το βάρος του, με τα μάτια να πετάνε
φλόγες οργής, με τα δάχτυλά του να χώνονται αλύπητα στους
ώμους της. «Ποια είσαι, Ραβέλ Τρέγκαρον; Τι είσαι; Τι μου έκανες
εκείνη τη νύχτα; Τι στο διάβολο μου κάνεις κάθε νύχτα από τότε;»
Τη φίλησε, τόσο άγρια, που την πλήγωσε. Της δάγκωσε τα χείλια,
το λαιμό, τους ώμους, το στήθος. Μ πήκε μέσα της, δυνατός όσο
και πριν λίγο, και της έκανε έρωτα με μια φοβερή βιαιότητα, σαν
να τη μισούσε.
Κι ήταν υπέροχο.

Όταν τέλειωσε, της γύρισε την πλάτη, έκρυψε το πρόσωπό του με


το μπράτσο του, κι είπε πνιχτά: «Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει.
Πρέπει να έχω τρελαθεί. Δεν ήθελα να σε πληγώσω».

Του είπε αχνά: «Μ ου άρεσε».

«Είσαι τρελή», της αντιγύρισε σπασμένα. «Κι εγώ ακόμα πιο


τρελός από σένα. Χριστέ μου, πού θα πάει αυτό; Γιατί στο διάβολο
δεν μπορείς να μου πεις ούτε ένα όχι; Σε πόνεσα πριν, έτσι δεν
είναι; Γιατί δε μου είπες, σταμάτα;»

«Γιατί δεν ήθελα να σταματήσεις».

«Δεν καταλαβαίνεις τι λες», της είπε μ’ ένα βογγητό. «Δεν έχεις


ιδέα πού μας πάνε όλ' αυτά... Ούτε εγώ έχω, αλλά μπορώ να κάνω
μερικές πολύ βάσιμες υποθέσεις!»

Ο λαιμός της σφιγγόταν επικίνδυνα. Συγκρατώντας όπωςόπως τα


δάκρυά της, του είπε αδύναμα: «Θα μπορούσες να μου κάνεις
οτιδήποτε, Τζεντ. Σ’ εσένα θα συγχωρούσα τα πάντα».

Την άρπαξε πάλι απ’ τους ώμους, τρέμοντας σύγκορμος. «Γ ιατί;


Γιατί μου τα λες αυτά; Σ’ αρέσει να παίζεις με τη φωτιά;»

«Ίσως», είπε σβησμένα η Ραβέλ. «Αλλά δεν μπορώ να κάνω


αλλιώς. Και δεν μπορώ να σου εξηγήσω το γιατί. Δε θά 'χε νόημα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Δεκαπέντε μέρες στη Βραζιλία, θα έπρεπε να ήταν αρκετές για να
ξεφύγει κάπως απ’ τη Ραβέλ Τρέγκαρον, και όλη την απαράδεκτη
κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αλλά
απ’ ό, τι φαινόταν, δεν ήταν.

Δεκαπέντε μέρες, ανάμεσα στα συμβούλια, τις συναντήσεις, τα


ραντεβού και τις επισκέψεις στο εργοτάξιο του Ροζάριο, μετρούσε
ασυναίσθητα τα λεπτά μέχρι να γυρίσει στο σπίτι, να χωθεί στο
ζεστό της κρεβάτι, και να την πάρει στην αγκαλιά του. Τα σπλάχνα
του πονούσαν στη θύμησή της.

Ήταν απίστευτο αυτό που του συνέβαινε. Σαν να μην είχε


γνωρίσει ποτέ πριν άλλη γυναίκα, σαν να είχε μόλις χτες ξυπνήσει
η σεξουαλικότητά του, και να είχε γίνει ξαφνικά το επίκεντρο της
ζωής του.

Γυρίζοντας πίσω, ανακάλυψε με φρίκη πως, μαζί με την ανείπωτη


λαχτάρα του να κάνει έρωτα στη Ραβέλ, ένιωθε και μια βαθιά
ενόχληση που θα έβρισκε τη Μ άριον στο σπίτι.

Όχι για τίποτ' άλλο, αλλά επειδή η παρουσία της εκεί, θα απέκλειε
τις νυχτερινές του εξορμήσεις στο δωμάτιο της αδερφής της.

Υπήρχαν ωστόσο και τα πρωινά, και τα μεσημέρια, και τ


απογεύματα... Όχι βέβαια στο σπίτι. Εκεί θα ήταν φοβερά
παρακινδυνευμένο. Μ πορούσε όμως πάντα να αγοράσει ένα
διακριτικό διαμέρισμα, κάπου στα περίχωρα, και να τη συναντάει
εκεί όποτε θα του έκανε κέφι, για όσο θα του έκανε κέφι...

Κι ύστερα σκέφτηκε, λοιπόν, είσαι εντελώς τρελός. Αν μαθευτεί


ποτέ κάτι τέτοιο, η Μ άριον δε θα σου το συγχωρέσει ποτέ - όχι
τόσο για το θέμα της απιστίας, όσο για το πράγμα που φοβάται
περισσότερο στη ζωή της: το σκάνδαλο.

Αλλά η σκέψη πως θα έπρεπε να περιμένει, ο Θεός μόνο ήξερε


πόσες μέρες ακόμα, για να ξανακοιμηθεί με τη Ραβέλ, κι ότι στο
μεταξύ θα έπρεπε να ξαναφύγει, και μετά πάλι να συμπέσει με τη
Μ άριον, και μετά πάλι να ξαναφύγει, τον τρέλαινε.

Δεκαπέντε μέρες τώρα, ήταν συνέχεια αναμμένος, συνέχεια


νευρικός κι ανικανοποίητος, συνέχεια πεινασμένος για σεξ, σαν να
ήταν δεκαπέντε χρόνων, και στερημένος. Ή σαν ναρκομανής που
δεν πήρε τη δόση του.

Θεέ μου, τι μου συμβαίνει, αναρωτήθηκε γι’ άλλη μια φορά,


απελπισμένος. Γιατί, που να πάρει, δε λέει να μου περάσει; Μ ετά
από τόσες φορές που το έκανα μαζί της, θα έπρεπε να την
είχα βαρεθεί για τα καλά πια.

Κι αντί να τη βαρεθεί, συνέβαινε το εντελώς αντίθετο: για πρώτη


φορά εδώ και τρία χρόνια, δεν ένιωθε την παραμικρή λαχτάρα να
ξαναβρεθεί με τη γυναίκα του.

Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, που δεν του είχε δοθεί ο καιρός να
προσαρμοστεί. Τώρα καθόταν και συζητούσε με τη Μ άριον, για
θέματα μάλιστα που τον ενδιέφεραν άμεσα και καυτά, κι
αναρωτιόταν μάταια γιατί δεν μπορούσε καν να πείσει το
μυαλό του να παρακολουθήσει τη συζήτηση.

«Κι επειδή το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί οπωσδήποτε», κατέληξε η


Μ άριον, «καλό θα είναι να πάρεις έγκαιρα τα μέτρα σου».

Ήταν όμορφη όπως πάντα, λεπτή, υπέρκομψη με τον ψυχρό,


αριστοκρατικό της τρόπο, χαλαρωμένη κι ευχάριστη, πανέξυπνη κι
ενημερωμένη, εξαίρετη συζητήτρια, με τα δύο της πτυχία και το
κύρος της θέσης της, μια γυναίκα στο εκατομμύριο, ακριβώς όπως
το είχε σκεφτεί όταν την είχε πρωτογνωρίσει. Την αγαπούσε
πάντα, ήταν περήφανος που την είχε αποκτήσει, αλλά τώρα δα,
δεν είχε να κάνει με το μυαλό του, αλλά με τα πιο βίαια και
πιεστικά του ένστικτα. Κι η παρουσία της Μ άριον δεν του
προκαλούσε παρά μόνο ενόχληση.

Κι ακόμα χειρότερα - η προοπτική να κοιμηθεί μαζί της, και να


έχει αυτή όρεξη για έρωτα, τον έκανε ν’ ανατριχιάζει
προκαταβολικά.

Είχε μια εντύπωση πως δε θα τα κατάφερνε να της κάνει το


παραμικρό, ακόμα κι αν αυτή έπεφτε επάνω του με
πεινασμένο πάθος.
Κι ωστόσο, θα έπρεπε να δείξει ότι το επεδίωκε, γιατί έτσι φερόταν
πάντα στο παρελθόν, και γιατί η Μ άριον ήταν πολύ έξυπνη, κι
ήταν πιθανό κάθε αλλαγή στη συμπεριφορά του να της χτυπούσε
καμπανάκια.

Όταν ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρά τους, γδύθηκε ανόρεχτα στο


μπάνιο, έκανε ένα ντους, και καθυστέρησε όσο γινόταν
περισσότερο, με την ελπίδα ότι η Μ άριον θα είχε
αποκοιμηθεί μέχρι να πάει να ξαπλώσει δίπλα της.

'Οταν είδε ότι τον Περίμενε ακόμα, η καρδιά του βούλιαξε στο
στήθος του. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω, προσπαθώντας
να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν μια εξαιρετικά επιθυμητή
γυναίκα, κι ότι ο ίδιος δεν την είχε απολαύσει ποτέ του όσο θα
ήθελε.

Αλλά ο εαυτός του δεν πειθόταν. Ξαφνικά, η αιθέρια,


αριστοκρατική ομορφιά της, του φαινόταν άψυχη και αδιάφορη.
Το βλέμμα της δεν έφερνε το παραμικρό ρίγος πόθου στα
σωθικά του. Το αποκαλυπτικό άνοιγμα του νυχτικού της, δεν είχε
καμιά δύναμη να τον διεγείρει. Όσον αφορούσε το σεξ με τη
γυναίκα του, για την ώρα τουλάχιστον, θα μπορούσε να θεωρηθεί
κλινικά νεκρός.

Ξάπλωσε ωστόσο δίπλα της, την πήρε στην αγκαλιά του, και τη
φίλησε απαλά στα χείλια. Η Μ άριον τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα.
«Ω, αγάπη μου», μουρμούρισε παθιάρικα. «Μ ου έλειψες τόσο...»
Πιστός στο καθήκον, της χάιδεψε απαλά το στήθος. Όταν όμως
επιχείρησε να τραβήξει το νυχτικό για να της φιλήσει τις ρόγες, η
Μ άριον τραβήχτηκε πέρα, και για μεγάλη του ανακούφιση, του
δήλωσε ότι ήταν πτώμα στην κούραση, κι αν δεν τον πείραζε, να
το ανέβαλαν για την επομένη.

Της είπε ότι τον πείραζε, έκανε ακόμα μιαδυο προσπάθειες, έτσι,
για να μην της αφήσει την παραμικρή αμφιβολία, και
μετά επιτέλους ήταν ελεύθερος να παραιτηθεί, να βολευτεί στη
γωνιά του και να ονειρευτεί τη ρόδινη σάρκα της Ραβέλ
Τρέγκαρον.

Στο γραφείο του, τον περίμενε ένας φάκελος με τη φίρμα “Ντιπρέ


και Λεκλέρκ”. Ήταν μια εμπιστευτική, άκρως προσωπική
αναφορά, που έσπευσε να την ανοίξει, πριν αγγίξει οποιονδήποτε
άλλο φάκελο. Τη διάβασε σχεδόν μονορούφι, κι ύστερα την
ξαναδιάβασε απ' την αρχή, με την ησυχία του.

Ραβέλ Τρέγκαρον. Εικοσιπέντε χρόνων, χορεύτρια. Οι γονείς, Νιλ


και Λέσλι Τρέγκαρον, Άγγλοι στην υπηκοότητα, κάτοικοι
Παρισιού κ. λπ, κ. λπ. Όλο το παρελθόν της, απλωμένο μπροστά
στα μάτια του, με τη σφραγίδα της πιο έγκυρης γαλλικής φίρμας.

Είχε τελειώσει αγγλόφωνο λύκειο, αλλα μιλούσε απταιστα και τα


γαλλικά - φυσικά. Είχε σπουδάσει επιπλέον κλασικό μπαλέτο. Οι
γονείς όχι ιδιαίτερα εύποροι, αλλά αξιοπρεπείς. Περιβάλλον
άψογο, απ’ όλες τις απόψεις, με μοναδική σκιά, αν μπορούσε
κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι, τον πρώτο γάμο της μητέρας. Είχε
αναγκαστεί να δουλέψει τελειώνοντας το σχολείο, για καθαρά
βιοποριστικούς λόγους, που έγιναν οξύτεροι μετά το θάνατο των
γονέων.

Ακολουθούσε κατάλογος των τόπων εργασίας: θέατρα,


μιούζικχολ, καμπαρέ... Δεν τον ένοιαζε και τόσο αυτό. Άλλα τον
ενδιέφεραν.

Ζωή γενικά μέτρια και συντηρητική. Τρεις δεσμοί κάποιας


διάρκειας - ονόματα, λεπτομέρειες. Τίποτε ιδιαίτερο,
τίποτε ασυνήθιστο. Μ ε τον τελευταίο, είχε φύγει για τη Βραζιλία.
Τα ήξερε κι αυτά.

Δεν υπήρχε αναφορά ή ένδειξη για έκλυτη ζωή. Μ ια μέτρια


κοπέλα όπως χιλιάδες άλλες, χωρίς μπλεξίματα, χωρίς
αμφισβητίσιμες παρέες (πλην του τελευταίου στη σειρά). Οι
ερωτηθέντες βεβαίωναν ότι επρόκειτο για ένα πολύ ήσυχο,
ευγενικό και τίμιο κορίτσι. Δεν είχε αφήσει χρέη, δεν είχε μπλέξει
ποτέ με βρόμικες ιστορίες. Λευκό ποινικό μητρώο. Καμιά ένδειξη
ότι έκανε ποτέ στο παρελθόν χρήση ναρκωτικών. Καμιά
ένδειξη ότι τη συντηρούσε ποτέ κάποιος άντρας. Μ άλλον το
αντίθετο είχε συμβεί σε κάποια περίπτωση. Αγαπητή σε όλους,
ήσυχη, αξιοπρεπής. Τυπική στις υποχρεώσεις της, σωστή
επαγγελματίας, και οπωσδήποτε, αρκετά αυστηρών ηθών.
Ο Τζεντ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα, και πήρε μια ατέλειωτη,
βαθιά ανάσα ανακούφισης. Κι όμως, σκέφτηκε, και ντράπηκε με
τον εαυτό του που είχε καταφύγει σ’ αυτό το μέσον, θα έπρεπε να
ήμουνα απόλυτα σίγουρος για κείνην... Δεν υπήρξε ποτέ ούτε μια
περίπτωση στο παρελθόν, που να έχω πέσει έξω στην κρίση μου
για κάποιον.

Από εκείνη τη μακρινή νύχτα στο Ρίο, είχε σχηματίσει γνώμη για
κείνην, και τώρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε φτάσει στο
σημείο να αμφιβάλλει.

Έφταιγε φυσικά η Μ άριον και τα υπονοούμενά της, σκέφτηκε


συνοφρυωμένος. Λες και ήταν πια έγκλημα για μια κοπέλα να
χορεύει με ακάλυπτο το στήθος. Στην εποχή μας, μάλιστα, που το
γυμνό κρέας ήταν είδος εν αφθονία. Αυτό δεν τη μετέβαλλε
αυτόματα σε πόρνη, ούτε καν σε εύκολη.

Πώς διάβολο είχε καρφωθεί στη Μ άριον η ιδέα ότι η αδερφή της
έκανε έκλυτη ζωή; Γιατί τελικά, αυτό έβγαινε απ’ τα λόγια της.
Ήταν πανέξυπνη γυναίκα, δεν ήταν δυνατόν να τυφλώνει σε
τέτοιο σημείο ο πουριτανισμός της την κρίση της.

Και μιλούσε με μια σιγουριά, μια βεβαιότητα, σαν να ήξερε από


πρώτο χέρι όλα τα σκοτεινά μυστικά της αδερφής της. Πώς είχε
βγάλει τόσα συμπεράσματα; Κάποιος ίσως της είχε μιλήσει, την
είχε γεμίσει ψέματα... Ίσως με μοναδικό σκοπό να την αποξενώσει
απ’ τη Ραβέλ. Ποιος όμως, και γιατί; Και πώς τον είχε πιστέψει
τόσο αβασάνιστα η Μ άριον;

Θα το ανακαλύψω κι αυτό κάποτε, σκέφτηκε αποφασιστικά. Έριξε


την αναφορά των “Ντιπρέ και Λεκλέρκ” στο καλάθι, και της
έβαλε φωτιά. Όταν τα χαρτιά κάηκαν εντελώς, άνοιξε
το αιρκοντίσιον στο φουλ, και χτύπησε για τη γραμματέα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Η Μ άριον έδινε πάρτι, και φυσικά η Ραβέλ δεν παρευρισκόταν. Ο
Τζεντ δεν την είχε δει σχεδόν καθόλου από χτες το βράδυ, που
είχε γυρίσει απ' το ΧονγκΚονγκ, μόνο για λίγο στο φαγητό, κι είχε
κάθε ευχέρεια να συνειδητοποιήσει πόσο αβάσταχτη ήταν η
έλλειψή της.

Καθώς συζητούσε για αδιάφορα θέματα με τους καλεσμένους τους,


προσπαθώντας απεγνωσμένα να δείξει ότι διασκέδαζε, ανακάλυψε
ξαφνικά πως δε θα άντεχε ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Του
πήρε πέντε λεπτά να ξεγλιστρήσει απαρατήρητος απ’ το σαλόνι,
και ν’ ανέβει σαν κλέφτης τη σκάλα.

Αν με δουν τώρα, πάω χαμένος, σκέφτηκε, διασκεδάζοντας


αόριστα με τη γελοιότητα του πράγματος. Σαν κλέφτης στο
ίδιο του το σπίτι... Αλλά δεν είχε σημασία. Ακόμα και να τον
έπιαναν, δε θα είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.

Το προσωπικό άλλωστε ήταν απασχολημένο στο ισόγειο. Το


πρώτο πάτωμα ήταν σιωπηλό, ήσυχο, κι η παχιά μοκέτα
στο διάδρομο έπνιγε τον ήχο των βημάτων του.

Χτύπησε απαλά την πόρτα, και χώθηκε στο δωμάτιο, πριν καν
ακούσει την απάντησή της.

Κι ήταν πάλι μαζί της, σ’ αυτό το δωμάτιο όπου έπαιρναν σάρκα


και οστά όλες του οι φαντασιώσεις, κι επιτέλους, μπορούσε πάλι
να την αρπάξει στην αγκαλιά του, και να πνίξει το πρόσωπό της
στα φιλιά.

«Ω, Τζεντ, Τζεντ», έκανε ξεψυχισμένα η Ραβέλ. «Ω, Τζεντ, δε σε

Περίμενα... Δεν έπρεπε να έρθεις. Αν σε δούνε, αν...»

«Μ η», την έκοψε βραχνά, και την ξαναφίλησε. «Μ η λες τίποτα...


Δε γινόταν ν' αντέξω ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Σε θέλω, σε
θέλω, σε θέλω σαν τρελός... Αυτές οι μέρες ήταν σωστός
εφιάλτης». Την έγδυνε κιόλας, με πυρετικές κινήσεις, κι αυτή
προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον σταματήσει.

«Όχι τώρα, αγάπη μου, όχι τώρα... Αν μας πιάσουν - αν σε ζητήσει


η Μ άριον...»

«Δε με νοιάζει. Για τ' όνομα του Θεού, δεν το βλέπεις ότι δε δίνω
δεκάρα; Μ ε θέλεις κι εσύ; Πες μου...»
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απ’ την ευτυχία. Κρεμάστηκε απ'
το λαιμό του, προσφέροντάς του τα χείλια της, το σώμα της, την
ψυχή της ολόκληρη. «Πάρε με... Δε με νοιάζει ούτ' εμένα. Δεν
ξέρω πώς έζησα αυτές τις μέρες...»

Την πέταξε στο κρεβάτι, και την πήρε βίαια, πνίγοντας τα βογγητά
της με το στόμα του. Ήταν τόσο ξαναμμένος, που δεν κράτησε
πάνω από πέντε λεπτά.

Πέντε λεπτά ήταν αρκετά και για κείνην. Μ αζί του, θα της
αρκούσαν και πέντε δευτερόλεπτα. Έφτανε να την αγγίξει, να τη
φιλήσει, να τη σφίξει επάνω του... Έφτανε να τον δει, για να είναι
ολότελα έτοιμη για τον έρωτά του.

Έμεινε πεσμένος επάνω της, βαριανασαίνοντας, κι όταν


τραβήχτηκε, δε σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο, αλλά την κράτησε
σφιχτά πάνω του, και συνέχισε να τη φιλάει παθιασμένα σ’ όλο της
το πρόσωπο. Η καρδιά του έπαιρνε σιγάσιγά το φυσιολογικό της
ρυθμό, το πρόσωπό του χαλάρωνε. Της χαμογέλασε, αβίαστα και
τρυφερά. «Ραβέλ...»

«Ναι, Τζεντ...» Του αντιγύρισε το χαμόγελο, μεθυσμένη απ’ την


ευτυχία.

Την έσφιξε παράφορα πάνω του, την ξαναφίλησε, την ξανάσφιξε,


μουρμουρίζοντας συνέχεια το όνομά της. «Σου έλειψα στ’
αλήθεια;»
«Δε θα μπορούσα ποτέ να σου πω πόσο... Ω, Τζεντ, ω, αγάπη
μου...»

«Μ ωρό μου, Ραβέλ, μωρό μου... Δεν ξέρω πώς άντεξα όλες αυτές
τις μέρες. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο πέρα από σένα...
Σε φανταζόμουνα μ’ όλους τους τρόπους. Δεν μπορείς να
διανοηθείς πόσες παραλλαγές φαντάστηκα. Θα τις κάνουμε όλες,
στο υπόσχομαι... Θα κάνουμε έρωτα δέκα φορές την ημέρα. Μ ε
όλους τους πιθανούς τρόπους... Τι λες κι εσύ;»

«Ό, τι θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ...»

«Θεέ μου, ήταν κόλαση μακριά σου... Τι έκανες μόνη σου όλες
αυτές τις μέρες;»

«Δεν ήμουνα μόνη. Ήταν εδώ κι η Μ άριον».

«Μ ε σκεφτόσουνα καθόλου;»

«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο πέρα από σένα, Τζεντ, το


ξέρεις...»

«Γιατί; Επειδή τη βρίσκουμε σεξουαλικά οι δυο μας;»

«Όχι», του είπε αχνά. «Όχι μόνο γι' αυτό».

«Τότε γιατί;» Την έσφιγγε πάνω του σαν να ήθελε να κολλήσει


αξεχώριστα μαζί της. «Πες μου...»
«Ξέρεις γιατί...»

«Όχι, δεν ξέρω. Και θέλω να τ’ ακούσω».

«Τζεντ, όχι, όχι... Μ η με πιέζεις».

«Μ ην παίζεις μαζί μου, Ραβέλ, σε παρακαλώ».

Τον κοίταξε κατάπληκτη. Να παίζει μαζί του; Ήταν τρελό και που
το σκεφτόταν. Και γιατί, γιατί επέμενε τόσο να την ακούσει να λέει
κάτι, που θα έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα και για τους δυο
τους;

Δεν ήταν χίλιες φορές καλύτερα να συνεχίσουν σ’ αυτό το


απρόσωπο, καθαρά σαρκικό στιλ, χωρίς περιττές εκμυστηρεύσεις;
Τι τον είχε πιάσει απόψε;

Της πήρε το πρόσωπο στα χέρια του, και την κοίταξε βαθιά στα
μάτια. Της είπε πνιχτά: «Δεν ξέρω πια τι μου συμβαίνει, αλλά ξέρω
ότι μου συμβαίνει κάτι που δεν το είχα υπολογίσει, και που τώρα
με τρομάζει. Η ζωή μου ολόκληρη ανατρέπεται, Ραβέλ, και δε μου
καίγεται καρφί γι' αυτό. Και θέλω να σ’ ακούσω να μου το λες...»

Του ψιθύρισε τρέμοντας: «Σ’ αγαπώ, Τζεντ. Σ’ αγαπώ περισσότερο


απ’ τη ζωή μου... Πρέπει να το ήξερες καλύτερα κι από μένα αυτό.
Και δε χρειάζεται να το πάρεις πολύ στα σοβαρά δε σημαίνει ότι
έχω απαι »
«Σταμάτα», της είπε βραχνά. «Σταμάτα. Μ ην πεις τίποτ’ άλλο...»
Έκλεισε τα μάτια, εξουθενωμένος, τραβώντας τη συγχρόνως στην
αγκαλιά του. «Μ ωρό μου», ψιθύρισε πνιχτά, «αχ, μωρό μου...» Τη
φίλησε ατέλειωτα, με απελπισμένο πάθος. «Τα κάναμε θάλασσα,
μωρό μου, το κατάλαβες;» Σκούπισε με τα χείλια του τα δάκρυα
που πλημμύριζαν τα μάτια της. «Συγχώρεσέ με... Δεν το ήθελα,
δεν μπορούσα να το φανταστώ... Πίστευα πως θα ήταν έτσι απλό
και για σένα, μια σεξουαλική περιπέτεια χωρίς προεκτάσεις. Έκανα
λάθος».

«Δ δεν πειράζει», τραύλισε η Ραβέλ. «Το ήθελα κι εγώ το ίδιο... Δε


φταις εσύ».

«Αν φταίω; Μ ην το ψάχνεις». Ανασηκώθηκε, την τράβηξε


ν’ανακαθίσει στο κρεβάτι. Την κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Η
Ραβέλ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά το λεπτό του μάγουλο.
Ένα μικρό χαμόγελο έπαιξε στα χείλια του. «Μ ’ αγγίζεις κι
ανάβω αυτόματα», της ψιθύρισε. «Αν δε θέλεις να συνεχίσουμε,
καλύτερα να απομακρυνθείς λίγο».

«Καλύτερα, ναι», έκανε η Ραβέλ με κόπο, σκουπίζοντας ένα


τελευταίο δάκρυ. «Πρέπει να κατέβεις τώρα κάτω, Τζεντ,
πριν αρχίσουν να σε ψάχνουν».

Της είπε βραχνά: «Σου είπα πριν ότι δε μ’ ενδιαφέρει. Αν στο


ξαναπώ τώρα, θα το πιστέψεις;»

Του αντιγύρισε ήρεμα: «Η Μ άριον δε θα στο συγχωρούσε ποτέ,


αγάπη μου. Το ξέρεις».

Για λίγο ακόμα έμεινε να την κοιτάζει με την ίδια


αναποφασιστικότητα στα μάτια, ύστερα σηκώθηκε κουρασμένα,
και βάλθηκε να ντύνεται. Μ πήκε για λίγο στο μπάνιο, κι όταν
επέστρεψε, πλυμένος και χτενισμένος, της είπε ήρεμα: «Μ ου είπες
πριν ότι δε χρειαζόταν να το πάρω πολύ στα σοβαρά... Το
εννοούσες αυτό;»

«Ναι», είπε τρέμοντας η Ραβέλ. «Δεν το θέλω, αλλά πιστεύω ότι


θα είναι καλύτερα έτσι και για τους δυο μας... Δε θά 'θελα να σου
δημιουργήσω περισσότερες ενοχές...»

Την πήρε μαλακά στην αγκαλιά του, κοιτάζοντάς την με τα βαθιά,


μελιά του μάτια γεμάτα σκιές. Της είπε σιγανά: «Θα σ’ ονειρεύομαι
όλη νύχτα απόψε... Και κάποια άλλη φορά, θα συζητήσουμε για το
τι πρέπει να παίρνω στα σοβαρά, και τι όχι. Καληνύχτα, μωρό
μου...» Την άφησε να στέκεται στη μέση του δωματίου, σαν
παραζαλισμένη.

Ύστερα, η μαγεία ξέφτισε πάλι σιγάσιγά, κι όλη της η έκσταση


μεταβλήθηκε σε αβάσταχτη απελπισία. Τι σημασία είχε κι αν ο
Τζεντ της είχε μιλήσει έτσι απόψε, αν ξαφνικά έδειχνε να
υπολογίζει και τα δικά της αισθήματα;

Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως δεν υπήρχε καμιά περίπτωση
να τον έχει ποτέ δικό της. Όλη της η αγάπη δε θα έφτανε για να
τον αποκτήσει. Το μόνο που μπορούσε να έχει, ήταν μερικές
κλεμμένες νύχτες, κι αυτές για πόσο; Δεν άντεχε ούτε να
σκέφτεται το μετά.

Αν περνούσε απ’ το χέρι της, θα έμενε σ’ όλη της τη ζωή σ’ αυτό


το σπίτι, θα ανεχόταν αδιαμαρτύρητα το φαρμάκι που έχυνε η
Μ άριον, θα περνούσε όλα της τα βράδια κλεισμένη σε τούτο το
δωμάτιο, όσο οι άλλοι θα διασκέδαζαν στα σαλόνια, θα καθάριζε
ευχαρίστως τις σκάλες και θα έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα,
φτάνει μόνο να ήξερε πως κάπουκάπου, κάποιες μοναχικές του
νύχτες, ο Τζεντ θα ’ρχοταν να τη βρει στο σκοτάδι.

«Σ’ έχασα», του είπε η Μ άριον με το λαμπερό της χαμόγελο. «Πού


ήσουνα, αγάπη μου;»

«Μ ε πείραξε ξαφνικά το στομάχι μου», είπε μ’ απάθεια ο Τζεντ.


«Τι γίνεται εδώ - όλα εντάξει;»

«Όπως βλέπεις. Γιατί σε πείραξε το στομάχι σου;»

«Ανακάτεψα φαντάζομαι τα ποτά, γι’ αυτό. Τώρα είμαι εντάξει».

«Μ ου φαίνεσαι λίγο χλομός. Δεν προτιμάς να πας να ξαπλώσεις;»

«Δε θα ήταν σωστό να μείνεις μόνη».

«Αγάπη μου, κανείς δε θα το παρεξηγήσει αν πρόκειται για μια


αδιαθεσία».

«Είμαι μια χαρά τώρα, μην ανησυχείς».


«Όπως νομίζεις, αλλά σε παρακαλώ, μην πιεις άλλο απόψε...»

«Εντάξει, αγάπη μου. Δε θα πιω άλλο, στο υπόσχομαι. Μ ην


ασχολείσαι άλλο μαζί μου».

Του χαμογέλασε με λατρεία. «Πώς μπορώ να μην ασχολούμαι μαζί


σου; Είσαι πάντα το επίκεντρο της ζωής μου... Κι εγώ;»

Της πήρε απαλά το χέρι στο δικό του. «Κι εσύ. Αμφέβαλλες;» Αχ,
Ραβέλ, Ραβέλ...

«Όχι», του είπε με ειλικρίνεια. «Ποτέ δε θα μπορούσα ν’


αμφιβάλλω για σένα, Τζεντ. Σε ξέρω πια πολύ καλά, αγάπη μου».
Κι ύστερα, ψιθυριστά: «Είσαι υπέροχος. Σε λατρεύω».

«Φλερτάρεις το σύζυγό σου;» είπε κάποιος απ’ τους καλεσμένους


πίσω τους.

«Πότεπότε», έκανε γελώντας η Μ άριον. «Για να μην ξεχνιέται».

«Μ πορεί κανείς να ξεχαστεί με μια γυναίκα σαν τη δική μου;»


παρατήρησε μ’ ένα χαμόγελο ο Τζεντ. Η απάτη, τα ψέματα,
οι τύψεις... Φρίκη.

Κι όμως, την αγαπάω, σκέφτηκε σαν χαμένος. Έχω ζήσει μαζί της
τρία χρόνια. Δεν μπορώ να τα διαγράψω έτσι, με μια
μονοκονδυλιά, επειδή μπήκε ξαφνικά το σεξ στη ζωή μου!

Ή μήπως μπορούσε;
Παρακολουθούσε τη Μ άριον που κινιόταν με ασύγκριτη άνεση
ανάμεσα στους διακεκριμένους καλεσμένους της, και με κάθε
λεπτό που περνούσε, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο, ότι
αυτά που τον είχαν θαμπώσει κάποτε επάνω της, έμοιαζαν να
έχουν χάσει τη λάμψη τους, να έχουν ξεθωριάσει απελπιστικά.

Είχε σκεφτεί κάποτε πως δεν ήταν δυνατόν να συγκρίνει τη


Μ άριον με τη Ραβέλ. Τώρα σκεφτόταν πώς ήταν δυνατόν
να συγκρίνει ποτέ εκείνο το υπέροχο, θερμό, ολόγλυκο
πλάσμα που κρατούσε πριν λίγα λεπτά στην αγκαλιά του, με τούτη
την εξεζητημένη, σίγουρη, ψυχρή γυναίκα, που γύριζε από
παρέα σε παρέα κι έκανε τέλειες δημόσιες σχέσεις, προωθώντας
σε κάθε λεπτό και με κάθε τρόπο την καριέρα της.

Η καριέρα της τελικά ήταν η μεγαλύτερη αγάπη της Μ άριον.


Έκανε έρωτα με τις φιλοδοξίες της, δεν της περίσσευαν δυνάμεις
και για το σύζυγό της.

Κι αυτός, που κάποτε θα έδινε οτιδήποτε για νά 'ρθει μια μόνο


φορά η Μ άριον και να τον αποπλανήσει, τώρα δεν ένιωθε
παρά μόνο ανακούφιση που, όπως πάντα μετά από κάποιο πάρτι,
η γυναίκα του θα ήταν κουρασμένη και θα είχε πονοκέφαλο,
και θα προτιμούσε να κοιμηθεί μόνη της στο δικό της δωμάτιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω. Ποτέ δε θα μπορέσω... Όσο το
κάνουμε, τόσο περισσότερο το θέλω...»

«Κι εγώ, Τζεντ, κι εγώ...»

«Το ξέρω». Της χαμογέλασε, χαϊδεύοντας με τα χείλια του το


πρόσωπό της. Αν το ήξερε; Δεν υπήρχε τίποτα που να το
ήξερε καλύτερα απ’ αυτό. Το σώμα της έλιωνε στο κάθε άγγιγμά
του. Ποτέ πριν δεν είχε ξανανιώσει τέτοια ένταση πόθου σε
γυναίκα. Και δεν υπήρχε τίποτε πιο αφροδισιακό, απ' το να ξέρει
πως μια γυναίκα τον ήθελε με τέτοιο πάθος.

Θα έπρεπε να νιώθει κορεσμένος, μπουχτισμένος από σεξ. Πέντε


μέρες τώρα έλειπε πάλι η Μ άριον, και σ' αυτές τις πέντε μέρες,
του φαινόταν πως το είχε κάνει περισσότερες φορές απ’ όσο
συνολικά στα τρία χρόνια του γάμου του. Κι αντί να
νιώθει χορτασμένος, ένιωθε όλο και πιο αχόρταγος.

Τώρα πια, είχε αρχίσει να γίνεται και πολύ απρόσεχτος. Πήγαινε


να τη βρει σε κάθε στιγμή που του το επέτρεπε η δουλειά του. Δεν
ήξερε τι γνώμη είχε σχηματίσει το προσωπικό γι’ αυτά τα
ατέλειωτα πήγαιν’ έλα στο σπίτι, και μάλιστα στις πιο
αλλοπρόσαλλες ώρες, κι ούτε άλλωστε τον ένοιαζε. Το μόνο που
τον ένοιαζε, ήταν η Ραβέλ κι οι ώρες που περνούσε μαζί της. Θα
έφευγε για το Μ πουένοςΆιρες μεθαύριο, και δυστυχώς
δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του. Κι είχε μια αίσθηση ότι
δρούσε σαν να προσπαθούσε να χωρέσει σ’ αυτές τις λίγες
ενδιάμεσες μέρες, όλο το σεξ που θα του έλειπε μακριά της.
Ήταν μέσα της, κι αργοσάλευε κοιτώντας την στα μάτια. Υπήρχε
μια τέτοια φωτιά πόθου στα βάθη τους, που δε χρειαζόταν να του
κάνει τίποτ’ άλλο για να φτάσει η διέγερσή του σε αφόρητα ύψη.

«Όπου νά ναι», της είπε βραχνά. «Όπου νά ’ναι τώρα... Θα


τελειώσουμε μαζί;»

«Ναι», βόγγηξε η κοπέλα. «Αχ, ναι, αγάπη μου...»

«Έλα... έλα, μωρό μου, πιο γρήγορα τώρα...» Πιο γρήγορα, και πιο
γρήγορα, με τις πνιχτές της φωνούλες στ’ αυτιά του... Μ έσα της,
βαθιά μέσα της, κι ακόμα πιο βαθιά, όσο δε γινόταν άλλο. Ποτέ δε
θα το ξεπερνούσε. Ποτέ.

Κι η έκρηξη της ηδονής, κάθε φορά με την ίδια ένταση καιτην ίδια
πληρότητα... Και μετά, τα κεφάλια τους δίπλαδίπλα στο μαξιλάρι, η
ανάσα της στο αυτί του, το μπράτσο του γύρω απ’ τη μέση της...

Καμιά ώρα θα πέσουμε ξεροί και θα μας μαζεύουν, σκέφτηκε


εξουθενωμένος, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του. Την
τράβηξε να έρθει πιο κοντά του. «Ραβέλ;»

«Ναι, Τζεντ...»

«Πώς ήταν;»

«Υπέροχο...» Του χαμογέλασε αχνά. «Δεν μπορώ ούτε το δάχτυλό


μου να κουνήσω τώρα...»
«Ούτ’ εγώ», της ψιθύρισε χαμογελώντας, κι ένιωσε να τον
πλημμυρίζει μια εντελώς παράλογη ευφορία, που ήταν ζωντανός,
που μπορούσε να κάνει έρωτα μ’ αυτόν τον τρόπο, και που ήταν
μισοπεθαμένος απ’ την εξάντληση, στην αγκαλιά της.

Χριστέ μου, σκέφτηκε, πάει, τρελάθηκα.

Η ζωή του είχε έρθει το πάνωκάτω, ο γάμος του κατέρρεε


αργάαργά γύρω του, οι ενοχές του πολλαπλασιάζονταν, περνούσε
τις ώρες του υποκρινόμενος στη Μ άριον κι
αποζητώντας απελπισμένα τη Ραβέλ, και επιπλέον κινδύνευε να
προδοθεί σε κάθε στιγμή και να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Κι αντί να νιώθει πανικό, ένιωθε ευφορία.

Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε απ’ αυτά όσο ήταν με τη Ραβέλ,


αλλά κάθε φορά, οι ίδιες σκέψεις γύριζαν μ’ επιμονή στο μυαλό
του. Το ψέμα, η απάτη, οι τύψεις... Η Μ άριον, και τι θα σήμαινε γι’
αυτήν μια τέτοια αποκάλυψη... Και μόνο αυτή η σκέψη, θα έπρεπε
να φτάνει για να συγκρατεί τις ορμές του.

Δεν ήθελε να την πληγώσει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η Μ άριον


τον αγαπούσε. Και τον χρειαζόταν ακόμα με τον ίδιο τρόπο, και για
κείνην προσωπικά, και για την καριέρα της.

Δεν είχε την παραμικρή υποψία για το τι γινόταν πίσω απ’ την
πλάτη της. Ο κόσμος της θα κατέρρεε αν το μάθαινε. Κι όσο
για διαζύγιο... Αυτό θα ήταν η χαριστική βολή. Αυτό που
περισσότερο φοβόταν η Μ άριον στη ζωή της - το σκάνδαλο. Ένα
σκάνδαλο απόλυτα συνδεδεμένο με το όνομά της. Η ίδια
θεωρούσε το διαζύγιο σαν το χειρότερο πλήγμα για την καριέρα
ενός πολιτικού. Δε γινόταν να της κάνει τέτοιο κακό. Ποτέ δε θα
τα κατάφερνε να τ’ αποφασίσει.

Και ξαφνικά, συνειδητοποίησε πανικόβλητος τι σκεφτόταν τόση


ώρα, κι η ανάσα του κόπηκε.

Διαζύγιο! Δεν του είχε ξαναπεράσει ποτέ αυτή η ιδέα απ’ το μυαλό.
Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να έφτασα ως εκεί! Να
διαλύσω το σπίτι μου, να συντρίψω τη Μ άριον - γιατί; Επειδή έτσι,
στα καλά καθούμενα, με έπιασε σεξουαλικό αμόκ;

Κοίταξε τη Ραβέλ που μισοκοιμόταν στην αγκαλιά του, με το


υπέροχο πρόσωπό της γαλήνιο και τα μετάξινα μαλλιά της
απλωμένα σαν βεντάλια στο μαξιλάρι, και ξαφνικά του φάνηκε ότι
θα έσπαγε η καρδιά του απ’ τα αλλοπρόσαλλα συναισθήματα που
τον πλημμύριζαν στη θέα της. Σεξουαλικό αμόκ; σκέφτηκε πικρά.
Όχι, δεν πρόκειται απλά για σεξουαλικό αμόκ. Το ξέρω. Το ήξερα
απ’ την πρώτη στιγμή. Γι' αυτό δεν ήθελα ούτε να διακινδυνεύσω
να την αγγίξω...

Τη φίλησε βαθιά στο στόμα. Η καρδιά του πονούσε απ' το σφίξιμο.


«Καμιά μέρα θα σε φάω ολόκληρη», της ψιθύρισε βραχνά.
«Υπέροχο πλάσμα... Αν σε κατάπινα, δε θα χρειαζόταν πια να
φεύγω και να σ’ αφήνω πίσω».
«Σ' αγαπώ», του μουρμούρισε θολά. «Κι αν είναι να με φας, ξεκίνα
τώρα...»

Την πρώτη φορά, είχε έρθει να της κάνει έρωτα, αποφασισμένος


να την αντιμετωπίσει σαν άψυχο αντικείμενο. Δεν της είχε πει
ούτε μια λέξη - το είχε θεωρήσει ολότελα περιττό. Τώρα
δε χόρταινε να της μιλάει. Κι όχι μόνο για το σεξ.

Ασυναίσθητα, είχε αρχίσει να της μιλάει για τον εαυτό του, να της
ανοίγει την καρδιά του, όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ
στη Μ άριον. Ήταν τόσο παράξενο να μην το έχει αντιληφθεί
τόσα χρόνια, αλλά ήταν γεγονός: με τη γυναίκα του, που πάντα
πίστευε ότι είχε πνευματική επαφή, ήταν πάντα
κλεισμένος, κουμπωμένος, απρόθυμος κατά κάποιον τρόπο να της
εξωτερικεύσει τις πιο μύχιες του σκέψεις.

Ήταν σαν να φοβόταν μήπως μιλώντας της, της αποκάλυπτε


κάποια του αδυναμία. Κάτι που θα την έκανε να υποψιαστεί ότι ο
μεγαλόπρεπος σύζυγός της δεν ήταν απόλυτα τέλειος.

Τελικά, αυτή η υποτιθέμενη επαφή που είχε με τη Μ άριον, ήταν


μια μεγάλη μπάφα. Και δεν το είχε συνειδητοποιήσει παρά μόνο
τώρα, όταν μιλούσε στη Ραβέλ, και το βλέμμα στα μάτια της τον
έκανε να θέλει να της πει κι άλλα τόσα.

Κι όλα, φυσικά, ξεκινούσαν απ' το σεξ. Κακά τα ψέματα, δεν


μπορούσε να υπάρξει πνευματική ταύτιση στο ζευγάρι, αν
δε συνυπήρχε και η σωματική.

Δεν είχε νιώσει ποτέ τη Μ άριον πραγματικά δική του. Δεν είχε
ποτέ αισθανθεί ότι το κορμί της του δινόταν, ότι δεχόταν
ανεπιφύλακτα το δικό του, ότι γίνονταν ένα σε μια στιγμή
τελειωτικής έκστασης, ότι μετά το ταξίδι της ανακάλυψης,
έφταναν στο σημείο της ταύτισης.

Όλα αυτά που ένιωθε τώρα με τη Ραβέλ, δεν τα είχε νιώσει ποτέ
με τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί, και είχε παντρευτεί για να την
έχει δική του για πάντα.

Τώρα κρατούσε τη Ραβέλ στην αγκαλιά του, κι ένιωθε ότι ήταν


δική του, ότι το σώμα της ήταν μια προέκταση του εαυτού του, κι
ότι θα μπορούσε να της κάνει οτιδήποτε του έκανε κέφι εκείνου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ταυτίζονται οι επιθυμίες τους.

Και κατ’ επέκταση, ένιωθε ότι με τον ίδιο τρόπο του ανήκε και η
ψυχή της, πως το είναι της παραδινόταν στις εξερευνήσειςτου,
πρόθυμο και να πάρει, και να προσφέρει.

Τώρα, της μιλούσε συνέχεια. Για τα πάντα.

Και δεν ήταν καθόλου χαζή. Μ πορεί να μην είχε τη φοβερή


μόρφωση της Μ άριον, αλλά διέθετε ένα καθάριο, ευέλικτο μυαλό,
μια τεράστια προσαρμοστικότητα, και τις πιο υγιείς αντιδράσεις.
Ήταν απόλαυση να συζητάει μαζί της - κάτι περισσότερο από
απόλαυση: τώρα πια, ήταν ανάγκη.

Της χάιδεψε απαλά τα χείλια με το δάχτυλό του. Άγγιξε το


χαμόγελό της, τα κατάλευκα δόντια της, την άκρη της
γλώσσας της. «Τι τρέχει;» ρώτησε πειραχτικά.

«Σε θέλω σε κάθε λεπτό της ημέρας», του αποκρίθηκε


κοντανασαίνοντας.

«Μ όνο αυτό;»

«Σ’ αγαπώ. Είσαι όλη μου η ζωή, Τζεντ. Δεν υπάρχει τίποτε πέρα
από σένα... Θες να στο λέω συνέχεια; Εμένα δε με πειράζει».

«Θέλω», της είπε βραχνά, γλιστρώντας το χέρι του στην υγρή


περιοχή ανάμεσα στα πόδια της. Κι ύστερα είπε: «Είμαι τρελός για
σένα. Ποτέ δε θα πάψω να είμαι... Και μπορείς να βγάλεις
απ' αυτό, ό, τι συμπέρασμα σε βολεύει».

Δεν έπρεπε ούτε να το διανοείται να χωρίσει απ’ τη Μ άριον. Αυτά


τα πράγματα δε γίνονταν, απλά δε γίνονταν, τελεία και παύλα.

Αν μη τι άλλο, δεν του έκανε καρδιά να της βλάψει την καριέρα.

Κι επειδή ένιωθε τόσο ένοχος, γινόταν όλο και πιο διαχυτικός και
πιο τρυφερός μαζί της. Η Μ άριον έμοιαζε να πλέει σε πελάγη
ευτυχίας. Τον αγαπούσε, του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Το
υποκριτικό του φέρσιμο ενίσχυε αυτή της την εμπιστοσύνη.

Κι εκείνος ν’ ανατριχιάζει στη σκέψη ότι μπορεί να χρειαζόταν


καμιά μέρα να της κάνει έρωτα.

Δε θα τα κατάφερνε. Τώρα ήταν σίγουρος πως δε θα τα


κατάφερνε, ούτε κι αν έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν τη Ραβέλ
όλη την ώρα.

Κι ήταν μεγάλη ανακούφιση να διαπιστώνει κάθε φορά, ότι η


Μ άριον μόνο στο σεξ δεν είχε το μυαλό της. Ήταν τόσο
στρεσαρισμένη εκείνο τον καιρό, που ακόμα και τα άχρωμα
φιλιά του την ενοχλούσαν.

Γυρίζοντας απ’ το Μ πουένοςΆιρες, τη βρήκε πάλι στο σπίτι,


πράγμα που του χάλασε αυτόματα το κέφι. Λαχταρούσε τόσο να
πάρει τη Ραβέλ στην αγκαλιά του, που ξέχασε όλους του τους
ενδοιασμούς κι όλες τις στοιχειώδεις προφυλάξεις, και βάλθηκε να
υπολογίζει πώς θα τα κατάφερνε να στείλει τη Μ άριον να κοιμηθεί
στο άλλο δωμάτιο, για να μπορέσει εκείνος να πάει ανενόχλητος
να βρει την αδερφή της.

Αλλά εκείνο το βράδυ, η Μ άριον δεν έδειξε καμιά διάθεση να


κοιμηθεί μόνη της. Είχε τόσα πολλά να του πει, άλλωστε. Έμειναν
να συζητάνε με τις ώρες πάνω στο τεράστιο διπλό κρεβάτι, κι
αυτός χασμουριόταν διακριτικά πίσω απ’το χέρι του, πράγμα που
οπωσδήποτε δεν πτόησε καθόλου τη Μ άριον.
Κι όταν είχε εξαντλήσει όλα τα θέματα που άπτονταν της καριέρας
της, ήρθε σ’ ένα άλλο αγαπημένο της θέμα - τη Ραβέλ.

«Υπάρχει κάποιος», του είπε σκεφτικά, «που θα ήταν καλή


περίπτωση για κείνη. Καλό παιδί, και αρκετά εύπορος. Λιγάκι
αφελής, ίσως, αλλά ακόμα καλύτερα έτσι».

Τη ρώτησε παγερά: «Τι εννοείς, ακόμα καλύτερα έτσι;»

«Εννοώ, καλύτερα που είναι λίγο αφελής». Ήταν ξαπλωμένη πίσω


στα μαξιλάρια, και τα λεπτά της δάχτυλα έπαιζαν αφηρημένα με τις
ξανθές της μπούκλες. «Δεν ξέρω αν έχεις αντιληφθεί, Τζεντ, πόσο
με απασχολεί το μέλλον της Ραβέλ... Θά ’θελα να τη δω
παντρεμένη και νοικοκυρεμένη. Είναι ευκαιρία τώρα που
βρίσκεται μαζί μας, γιατί αν ξαναρχίσει τα δικά της, ο Θεός μόνο
ξέρει πού θα μπλέξει πάλι. Αυτός που σου λέω, είναι εξαιρετική
περίπτωση».

«Τι σχέση έχει αυτό με την αφέλεια;» ρώτησε ξανά ο Τζεντ.

Η Μ άριον στέναξε βαθιά. «Δεν καταλαβαίνεις; Αγάπη μου, ένας


άντρας με πείρα της ζωής, θα ήταν πολύ επιφυλακτικός σ' αυτή την
περίπτωση».

«Μ άριον», είπε αποφασιστικά ο Τζεντ, «πάει καιρός τώρα που μου


πετάς συνέχεια υπονοούμενα για την αδερφή σου, χωρίς να μου
εξηγείς τι εννοείς. Μ ου κάνεις τη χάρη να με διαφωτίσεις ως προς
αυτό το σημείο, για να μη νιώθω ο ηλίθιος της ιστορίας;»
Τα μάγουλά της φούντωσαν. «Προτιμώ να μη μιλήσω γι’αυτό».

«Κι εγώ προτιμώ να μιλήσεις», είπε στεγνά ο Τζεντ. «Τι συμβαίνει


με τη Ραβέλ, και φοβάσαι τις επιφυλάξεις των υποψήφιων
γαμπρών;»

Του είπε χαμηλώνοντας τα μάτια, με τα μάγουλα πάντα


φλογισμένα: «Τζεντ, αυτό το θέμα αφορά μόνο την αδερφή μου κι
εμένα, εν μέρει. Κι ούτε χρειάζεται φαντάζομαι να στο πω με λόγια
για να καταλάβεις».

«Λάθος φαντάζεσαι. Τι τρέχει; Τι έχει κάνει η Ραβέλ και σε φέρνει


τώρα σε τόση αμηχανία;» Δεν τον ενδιέφερε ούτε τόσο δα τι
υπονοούσε η Μ άριον, ήθελε μόνο να μπορέσει να φτάσει στην
καρδιά του πράγματος, και να διαπιστώσει ποιος της είχε βάλει
αυτές τις ιδέες στο μυαλό. Περίμενε ν’ ακούσει κάτι για
τα καμπαρέ και τις γυμνόστηθες εμφανίσεις, έναν μικρό
φιλιππικό της Μ άριον ενάντια στην ξεδιαντροπιά της αδερφής
της, και όλα τα πιθανά συμπεράσματα που θα είχε βγάλει απ’
αυτήν.

«Έκανε... πολύ άταχτη ζωή», είπε σιγανά η Μ άριον.

«Τι εννοείς, άταχτη;»

«Κοίτα, Τζεντ, το ξέρεις ότι με θλίβει να μιλάω γι’ αυτό... Άταχτη,


τέλος πάντων, δεν καταλαβαίνεις;»
«Εννοείς ότι ήταν ελαφρών ηθών;»

«Εννοώ... εννοώ τα πάντα! Μ η με πιέζεις. Δεν είναι ευχάριστο για


μένα αυτό το θέμα».

«Απαιτώ να μου πεις».

«Εντάξει. Να... Τζεντ, μα δεν καταλαβαίνεις; Και τι δεν έκανε!


Ζούσε εντελώς... εντελώς αλήτικα, αν θες να μάθεις!»

«Εκδιδόταν; Δούλευε σε οίκο ανοχής; Τι απ’ αυτά;»

«Όλα», έκανε βαριανασαίνοντας η Μ άριον, και τα μάτια της είχαν


γεμίσει ξαφνικά δάκρυα. «Και τι δεν έκανε, Τζεντ...» Η φωνή της
φαινόταν να κόβεται απ’ την ταραχή, έμοιαζε αναστατωμένη, και
γι’ άλλη μια φορά αναρωτήθηκε ο Τζεντ με κατάπληξη, ποιος να
της είχε πει όλα αυτά τα παραμύθια, και για ποιο λόγο.

Είδε τη Μ άριον να σηκώνεται και να κάνει μερικές βόλτες στο


δωμάτιο, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας νευρικά τα χέρια. «Η ίδια η
αδερφή μου», έκανε τελικά, μισοπνιγμένη. «Έπαθα σοκ όταν τα
έμαθα. Η αδερφή μου να πουλάει το κορμί της κατ’ αυτόν τον
τρόπο... Μ έχρι φυλακή έχει πάει. Και δε θέλω να μιλήσω άλλο γι’
αυτό. Μ ε αναστατώνει φοβερά αυτή η υπόθεση».

Τη ρώτησε μαλακά, αποφασισμένος να φτάσει ως το τέρμα: «Εσύ


πώς τα έμαθες όλα αυτά; Στα είπε η ίδια;»
«Όχι», είπε η Μ άριον γυρίζοντάς του την πλάτη, και πνίγοντας
εμφανώς ένα λυγμό. «Φυσικά και δε θα μου τα έλεγε η ίδια. Τα
έμαθα μόνη μου. Δεν την είχα αφήσει κι εντελώς στην τύχη της,
ξέρεις. Ενδιαφερόμουνα γι’ αυτήν, κι ήθελα να ενημερώνομαι για
τις κινήσεις της. Και - και κατέφυγα σε... σε ένα γραφείο
ερευνών... Ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά δεν υπήρχε άλλος
τρόπος...»

«Σ’ ένα γραφείο ερευνών;» έκανε ο Τζεντ σαν χαμένος. «Και


αυτοί σε ενημέρωσαν;»

«Ναι. Έλεγξαν εξονυχιστικά την περίπτωση, και... και φυσικά, μου


έστειλαν μια αναφορά. Περιεκτικότατη, αν θέλεις να μάθεις».

«Κι εσύ τους πίστεψες; Έτσι αβασάνιστα; Δεν αναρωτήθηκες


μήπως είχε γίνει λάθος;»

Γύρισε να τον κοιτάξει, και τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα στα


δάκρυα. «Αποκλείεται να είχε γίνει λάθος. Δεν ήταν όποιο κι
όποιο γραφείο ερευνών, ήταν η σοβαρότερη φίρμα της Γαλλίας. Δε
γινόταν ν’ αμφισβητήσω τα στοιχεία».

«Η σοβαρότερη φίρμα της Γαλλίας», επανέλαβε σαν αυτόματο ο


Τζεντ. «Για ποια φίρμα μιλάς;»

«Δε θα τους ξέρεις», είπε ρουφώντας τη μύτη της η Μ άριον.


«Αλλά πίστεψέ με, πρόκειται για πολύ σοβαρούς
ανθρώπους. Μ πορείς να πληροφορηθείς γι' αυτούς, αν νομίζεις ότι
υπερβάλλω. “Ντιπρέ και Λεκλέρκ” τους λένε, κι όποιον και να
ρωτήσεις, θα σου πει ότι είναι οι καλύτεροι».

«Ντιπρέ και Λεκλέρκ», έκανε με κόπο ο Τζεντ. Κι ύστερα είπε


ήρεμα: «Δε χρειάζεται να ρωτήσω. Για να το λες εσύ, έτσι θα είναι.
Είμαι σίγουρος ότι δεν υπερβάλλεις. Απόλυτα σίγουρος.
Ας αφήσουμε τώρα αυτό το θέμα».

Ντιπρέ και Λεκλέρκ. Ξανάφερνε στο νου του την αναφορά τους,
λέξη προς λέξη. «Αψογου διαγωγής, παρά το επάγγελμά της...
Τρεις δεσμοί κάποιας διάρκειας... Καμιά ένδειξη έκλυτης ζωής...
Καμιά ένδειξη ότι τη συντηρούσε ποτέ κάποιος άντρας...»

Και τώρα αυτό.

Δε χρειαζόταν να καταφύγει πάλι στους “Ντιπρέ και Λεκλέρκ" για


να διαπιστώσει αν τους είχε όντως αναθέσει μια τέτοια έρευνα η
γυναίκα του, και τι της είχαν αναφέρει. Θα ήταν ολότελα περιττό.
Δε χρειαζόταν αποδείξεις για να πειστεί ότι η Μ άριον ψευδόταν,
και με τον αισχρότερο μάλιστα τρόπο.

Μ ε μια υποκριτική δεινότητα που τον άφηνε κυριολεκτικά


άναυδο.

Το γιατί ψευδόταν, ήταν εντελώς άλλο θέμα.


Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε τι χάος έκρυβε η ψυχή της
γυναίκας του. Και το ότι ουδέποτε μέχρι τότε είχε υποψιαστεί κάτι
τέτοιο, δεν ήταν βέβαια προς τιμήν του.

Πάντα της είχε εμπιστοσύνη, την πίστευε ανεπιφύλακτα, τη


θεωρούσε ξεχωριστό και ανώτερο άτομο. Τη σεβόταν και την
εκτιμούσε όσο καμιά άλλη γυναίκα στον κόσμο.

Και τώρα, ξαφνικά, αυτό.

Πίσω απ' την υποκριτική της παράσταση, είχε διακρίνει μια τέτοια
άβυσσο μίσους, που η καρδιά του είχε παγώσει ολότελα.

Ήταν τρομαχτική όλη αυτή η μαυρίλα. Κι ακόμα πιο τρομαχτικό,


να ξέρει πως επί τρία χρόνια ζούσε αρμονικά μ' αυτή τη γυναίκα,
και ποτέ δεν είχε μαντέψει τίποτα.

Ήταν τόσο σοκαρισμένος, που εκείνη τη νύχτα αγνόησε για μια και
μοναδική φορά τη βασανιστική λαχτάρα του για τη Ραβέλ,
κι έμεινε με τις ώρες άγρυπνος στο κρεβάτι, δίπλα στην κοιμισμένη
Μ άριον, ν' ακούει την ήρεμη ανάσα της, και να σκέφτεται, όχι τις
ώρες του έρωτά του με τη Ραβέλ Τρέγκαρον, αλλά την άγνωστη
που συζούσε μαζί του τρία χρόνια τώρα.

Γιατί τώρα συνειδητοποιούσε πόσο άγνωστη του ήταν πάντα η


Μ άριον - όχι μόνο άγνωστη, μα και ξένη. Ποτέ δεν τα είχε
καταφέρει να την ψυχολογήσει σε βάθος, ποτέ δεν μπορούσε
να είναι σίγουρος για το τι σκεφτόταν στην κάθε στιγμή και πώς
αισθανόταν. Υποτίθεται ότι συζητούσαν τα πάντα μεταξύ
τους, αλλά στην ουσία υπήρχε πάντα η αίσθηση ότι τους χώριζε
ένας αόρατος τοίχος. Τώρα καταλάβαινε το γιατί: επειδή ακόμα κι
όταν του άνοιγε φαινομενικά την καρδιά της, η Μ άριον κρυβόταν
και υποκρινόταν, παρουσιάζοντας σ’ όλους τους τρίτους μια
εικόνα, που δεν αντιστοιχούσε απόλυτα με τον πραγματικό της
εαυτό.

Και φυσικά, υπήρχε πάντα εκείνο το φράγμα που τους χώριζε στις
πιο ιδιωτικές τους στιγμές, η απόλυτη έλλειψη επαφής στο σεξ,
γιατί τώρα πια ήξερε, μπορούσε να κοιτάξει πίσω και
να διαπιστώσει με ευχέρεια, ότι όλα αυτά τα χρόνια, ο έρωτάς
του δε σήμαινε τίποτα για τη Μ άριον. Ούτε καν μια κοινή
σωματική ικανοποίηση. Δε συμμετείχε, δε μοιραζόταν τίποτα μαζί
του. Υποκρινόταν ότι το απολάμβανε, για να μην του
δημιουργήσει προβλήματα, ή, πολύ πιθανότερο, για να αποφύγει
τις παραπέρα προσπάθειες από μέρους του να την ικανοποιήσει,
τραβώντας σε μάκρος τη διαδικασία.

Ακόμα κι αυτό, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Τον είχε


παντρευτεί, και φαινόταν να είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του.
Πώς ήταν δυνατό να μην επιδιώκει κι αυτή με κάθε τρόπο, ένα
μίνιμουμ σεξουαλικής αρμονίας στο γάμο τους;

Αλλά ακόμα κι αυτό τώρα τον άφηνε αδιάφορο. Το πρόβλημά του


όλο επικεντρωνόταν γύρω απ’ τις σχέσεις της με την αδερφή της,
απ’ αυτό το τυφλό μίσος που του είχε αποκαλυφθεί μέσα σε μια
στιγμή εκείνο το βράδυ, μαζί με την ποιότητα της υποκριτικής της,
και με τον αριστοτεχνικό τρόπο που έστηνε τα παραμύθια της.

Γιατί χτυπούσε μ’ αυτό το βρόμικο τρόπο την αδερφή της; Γιατί να


φτιάχνει τέτοιες καταστάσεις σε βάρος της; Επειδή απλά έπρεπε
κάπως να εκφράσει το μίσος της, ή για άλλους, πιο σκοτεινούς
σκοπούς, που τους ήξερε μόνο η ίδια;

Ήθελε να είναι δίκαιος με τους γύρω του, και ειδικά με μια


γυναίκα που ο ίδιος θεωρούσε ότι την έθιγε απόλυτα η
συμπεριφορά του. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει έτσι εύκολα το
γεγονός ότι ήταν σύζυγός της, ότι είχε δώσει όρκους όσον
αφορούσε την ίδια και την κοινή τους ζωή, ότι μαζί της τον έδενε
ένα σοβαρότατο κοινωνικό συμβόλαιο. Είχε υποχρεώσεις
απέναντί της, που τις είχε αναλάβει εθελοντικά, και δεν μπορούσε
να τις ξεχάσει απ' τη μια στιγμή στην άλλη.

Είχε βάλει από μόνος του τον εαυτό του στη θέση του
κατηγορούμενου, και τώρα ένιωθε μόνιμα τόσο ένοχος, που είχε
την τάση να συγχωρεί τα πάντα στη Μ άριον, να δικαιολογεί
τα πάντα, να είναι διπλά καλός και ανεκτικός μαζί της, για να
μην τον τύπτει ακόμα περισσότερο η συνείδησή του.

Έτσι και τώρα προσπάθησε να της βρει ελαφρυντικά. Δεν είχε


σαφή αντίληψη του τι ακριβώς είχε συμβεί με τη μητέρα της, αλλά
υποψιαζόταν πως από κει ξεκινούσε όλο το κακό. Η Ραβέλ ήταν
απλά ο αποδέκτης των απωθημένων της Μ άριον για τη μητέρα
τους.

Ο Θεός μόνο ήξερε τι πληγές κουβαλούσε η γυναίκα του απ’ το


παρελθόν, τι ζημιά είχε προκληθεί στον ψυχισμό της. Κι αυτός δεν
είχε μαντέψει ποτέ τίποτα, δεν είχε καν μια ένδειξη απ' όπου να
μπορεί να πιαστεί για να προσπαθήσει να τη βοηθήσει.

Ένιωθε τώρα οίκτο γι' αυτήν, και μαζί κάποιο φόβο. Αλλά η πρώτη
και πιο σημαντική του έγνοια ήταν, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, η
Ραβέλ, κι η σκέψη που τον απασχολούσε, ήταν πως έπρεπε με
κάθε τρόπο να την προστατεύσει απ’ το τυφλό μίσος της αδερφής
της.

Το πρωί ένιωθε τόσο χάλια, που αποφάσισε ν’ αναβάλει τα πάντα,


και να μείνει στο σπίτι. Είχε πολλές κι επείγουσες υποχρεώσεις,
αλλά δε θα χάλαγε δα κι ο κόσμος αν μια μέρα έδινε άδεια στον
εαυτό του. Κλείστηκε στο γραφείο του, στο πίσω μέρος του
σπιτιού, κι έμεινε ν’ αναλογίζεται, κοιτάζοντας το μελαγχολικό
χειμωνιάτικο πάρκο γύρω απ’ το σπίτι, πώς θα ήταν αν μπορούσε
να ξεφύγει για τα καλά απ’ όλ’ αυτά, και να πάει να περάσει λίγες
γαλήνιες μέρες στο σπίτι του στη Μ αρτινίκα. Το είχε αγοράσει με
την προοπτική να ξεφεύγει μαζί με τη Μ άριον, Οποτε θα τους
δινόταν η ευκαιρία, για μερικές μέρες παραδεισένιας ξεκούρασης.

Τελικά, είχαν πάει μόνο μια φορά ως εκεί, για δυο μέρες. Η ζωή
τους είχε καταντήσει ένα αγχώδες μαγγανοπήγαδο, μ’ εκείνην να
τρέχει με λύσσα πίσω απ’ την καριέρα της, κι εκείνον να φορτώνει
με όλο και περισσότερη δουλειά το πρόγραμμά του, για να γεμίζει
τα κενά της απουσίας της. Και μέσα σ’ αυτό το στρόβιλο
δραστηριοτήτων, είχε χαθεί σιγάσιγά και το νόημα της ζωής τους,
και η ουσία του γάμου τους.

Τώρα, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του γραφείου του, ένιωθε να
αποστασιοποιείται παράδοξα απ’ τη δίνη της καθημερινότητάς
τους. Η Μ άριον βρισκόταν στη Βουλή, το σπίτι αυτή την ώρα
ήταν ήσυχο, κι εκείνος, καθισμένος μπροστά στο δίσκο με τον
καφέ και τα κουλουράκια που του είχε σερβίρει πριν λίγο με όλους
τους τύπους ο μπάτλερ του, προσπαθούσε να βρει κάποια άκρη στο
μπέρδεμα που είχε γίνει η ζωή του.

Σε λίγο, απ’ το ανοιχτό παράθυρο, είδε τη Ραβέλ να βγαίνει στον


κήπο. Δε θα είχε ιδέα ότι εκείνος ήταν ακόμα στο σπίτι, σκέφτηκε
μ’ ένα χαμόγελο. Είχε βγάλει βόλτα το υπέροχο αφγανιστάν της
Μ άριον, όπως έβγαζε και τα υπόλοιπα σκυλιά της γυναίκας του,
κάθε φορά που αυτή και τα σκυλιά της βρίσκονταν στο σπίτι. Ήταν
πάντα πρόθυμη να κάνει οποιαδήποτε δουλειά θα της ανέθετε
κάποιος απ’το σπίτι, σταθερά αποφασισμένη να παρέχει κάτι
έναντι της φιλοξενίας. Ο Τζεντ ήξερε πόσο της κόστιζε το ότι δεν
μπορούσε να βοηθήσει πιο ουσιαστικά. Της ήταν βαρύ να δέχεται
παθητικά την κάθε είδους φιλανθρωπία.

Την παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε στην αλέα, πίσω απ’τα


πυκνά δέντρα. Είχε ακόμα μια δυσκαμψία στο περπάτημα, κι
έπαιρνε ακόμα παυσίπονα για να αντέχει τους πόνους στη
μέση της. Αυτό πάντως δεν την εμπόδιζε να κατεβαίνει συχνά
στον κήπο και να βοηθάει τον κηπουρό, έτσι, για να νιώθει ότι
γινόταν χρήσιμη σε κάτι.

Λίγο αργότερα, η Ραβέλ ξαναγύρισε, απ’ την άλλη μεριά της αλέας.
Ο σκύλος την ακολουθούσε υπάκουα, φτιάχνοντας μαζί της μια
υπέροχη εικόνα: το φίνο ζώο κι η πανέμορφη κοπέλα, ψηλή,
λεπτή, με τα εβένινα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν στον άνεμο. Ένα
κορίτσι που προσπαθούσε να επιβιώσει μ’ όση περισσότερη
αξιοπρέπεια γινόταν, που αποδεχόταν με κουράγιο τις αναποδιές
και μ’ ευγνωμοσύνη τις λιγοστές της χαρές, χωρίς ν' απαιτεί τίποτε
παραπάνω.

Δεν του είχε ζητήσει ποτέ το παραμικρό. Κι εκείνος, που είχε τη


δυνατότητα να της προσφέρει τα πάντα, δεν μπορούσε να της
δώσει ούτε μια ολόκληρη νύχτα απ’ τη ζωή του. Μ όνο
κομματιαστές ώρες, κλεμμένες κι αυτές, ψίχουλα απ’ το γλυκό
που έτρωγε χορταστικά η Μ άριον.

Ήταν ένα βαρύ χειμωνιάτικο πρωινό. Την είδε να κοιτάζει τον


ουρανό, τη στιγμή που άρχιζε να ψιχαλίζει, ύστερα να τραβάει το
σκύλο για να γυρίσουν στο σπίτι. Η καρδιά του σφίχτηκε καθώς το
γνώριμο ρίγος διαπερνούσε τα σωθικά του. Το γυμνό αντικείμενο
του πόθου, σκέφτηκε άσχετα. Η ερωμένη μου. Όχι, όχι αυτό... Το
κορίτσι μου. Το κορίτσι μου, η αγάπη μου...
Και δε θα μπορούσε ποτέ να την πάρει ούτε για δυο μέρες στη
Μ αρτινίκα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Το ψιχάλισμα μεταθαλλόταν γοργά σε μπόρα όταν η Ραθέλ,
τραβώντας αποφασιστικά το σκύλο, χώθηκε απ’ την πίσω
πόρτα στο σπίτι. Τίναξε τα υγρά της μαλλιά, περίπου όπως τίναζε
κι ο σκύλος το βρεγμένο του τρίχωμα, γέλασε λίγο με τον
παραλληλισμό, κι έβγαλε το μπουφάν της. Κρατώντας το στο
μπράτσο, τράβηξε για το δωμάτιό της. Αλλά καθώς διέσχιζε το
χολ, ήρθε να τη συναντήσει ο μπάτλερ.

«Μ ις Τρέγκαρον, σας ζήτησε ο κύριος Σέιμουρ. Στο γραφείο του,


παρακαλώ».

Η καρδιά της γοργοχτύπησε στο στήθος της. «Είναι... στο σπίτι ο


κύριος Σέιμουρ;»

Ο μπάτλερ της χαμογέλασε ελαφρά. «Ναι, δεν πήγε στη δουλειά


σήμερα. Ο καιρός δεν ήταν και τόσο ευχάριστος».

«Όχι», συμφώνησε η Ραθέλ, αντιγυρίζοντάς του το χαμόγελο. Τα


πήγαινε καλά με το προσωπικό, κι όλοι της έδειχναν συμπάθεια,
ακόμα κι αυτός ο ατσάκιστος μπάτλερ. «Μ άλλον δυσάρεστος, θα
έλεγα». Προχώρησε προς το γραφείο του Τζεντ, αργά, για να μη
μαντέψει ο μπάτλερ τη λαχτάρα της, κι επίσης επειδή δεν ένιωθε
και τόσο σταθερά τα πόδια της εκείνη τη στιγμή·

Το ίδιο πάθαινε κάθε φορά που τον έβλεπε - ακόμα κι όταν απλά
άκουγε τη φωνή του. Τα γόνατά της κόβονταν, η καρδιά της έχανε
χτύπους, την έπιανε μια αλλοπρόσαλλη ταραχή, σαν
να βρίσκονταν στο στάδιο του φλερτ οι δυο τους. Κι όμως,
πήγαιναν τώρα τέσσερις μήνες που τραβούσε αυτή η ιστορία.

Τέσσερις μήνες, κι ακόμα της ήταν αδύνατο να συνηθίσει στην


έκσταση που ήταν η παρουσία του, στο ζεστό κύμα της επιθυμίας
που της άναβαν τα βλέμματά του, στην ευτυχία της αγκαλιάς του.
Δεν είχε σημασία αν ήταν μια κλεμμένη, κρυφή και ένοχη ευτυχία.
Το μόνο που είχε σημασία ήταν να τον έχει, έστω κι έτσι, έστω και
για λίγο, έστω και μόνο για ένα μήνα ακόμα.

Γιατί έμεινε σήμερα στο σπίτι; αναρωτήθηκε, ανήσυχη για κείνον.


Και γιατί άραγε είχε θελήσει να τη δει στο γραφείο του; Ήταν κάτι
που δεν είχε ξανασυμβεί. Όταν ήθελε να τη δει, πήγαινε απλά να
τη βρει στο δωμάτιό της.

Μ ια παγερή σκιά φόβου πέρασε απ’ την καρδιά της. Αλλά όταν
μπήκε στο γραφείο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, ο φόβος
διαλύθηκε μονομιάς. Ο Τζεντ ήρθε προς το μέρος της, με το
ιδιότυπο, νωχελικό, σχεδόν επικίνδυνο βάδισμά του, την πήρε
χωρίς λέξη στην αγκαλιά του, και τα χείλια του βάλθηκαν να
καταβροχθίζουν αχόρταγα τα χείλια της. Όταν την άφησε,
βαριανασαίνοντας, τον ρώτησε πνιχτά: «Γιατί εδώ, Τζεντ; Μ ε
ανησύχησες...»

Της είπε ξεροκαταπίνοντας: «Ήθελα να συζητήσουμε λίγο. Και το


κρεβάτι σου δεν είναι το πιο ιδανικό μέρος γι' αυτό...» Της
χαμογέλασε με κόπο, τραβώντας την προς τον καναπέ. «Έλα,
κάθισε. Θέλεις καφέ;»

«Ναι». Ένιωθε άβολα εκεί μέσα, όχι επειδή το δωμάτιο ήταν τόσο
πιο αντρίκιο, αυστηρό και λιτό απ’ όσο το υπόλοιπο σπίτι, αλλά
γιατί, όπως ο καθένας που κρύβει κάποιο ένοχο μυστικό, είχε την
εντύπωση πως τώρα όλο το προσωπικό θ' ασχολιόταν μαζί τους,
πως θα είχαν ξαφνιαστεί εξίσου μ' εκείνην για την αδικαιολόγητη
παρουσία της εκεί μέσα, και θα έβγαζαν τα ανάλογα συμπεράσματα.

Δε θα το άντεχε να φτάσει κάποιος αποκαλυπτικός ψίθυρος στ’


αυτιά της Μ άριον.

Ο Τζεντ κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ, κι έμεινε να την


κοιτάζει με τα μάτια γεμάτα σκιές. «Μ ε κάνεις να τα χάνω»,
είπε μ’ ένα νευρικό γελάκι η Ραβέλ. «Τι... ήθελες να
συζητήσουμε;»

Της είπε αργά: «Ποιες ήταν οι σχέσεις της Μ άριον με τη μητέρα


σας;»

Η Ραβέλ τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Απ’ όσο ξέρω, δεν είχαν


καθόλου σχέσεις. Η Μ άριον έδειχνε να την έχει διαγράψει απ’ τη
ζωή της».
«Κι η μητέρα σου; Πες μου, Ραβέλ... Θέλω να μάθω το πώς και το
γιατί».

Του είπε. Για το πλήγμα που είχε δεχτεί η Μ άριον, για τη στάση
της απέναντι στη Λέσλι, για την αγωνία και τον πόνο της μητέρας
τους όλα τα χρόνια που δεν είχε καμιά επαφή με τη μεγάλη της
κόρη. «Φρόντιζε όμως πάντα να μαθαίνει νέα της», κατέληξε.
«Ήταν περήφανη για τη Μ άριον. Δεν είχαν συναντηθεί πάνω από
δυοτρεις φορές σ’ αυτά τα χρόνια, κι ακόμα και τότε, η Μ άριον
είχε αρνηθεί να της μιλήσει. Ήρθε όμως στην κηδεία». Δεν του
ανέφερε τα υπόλοιπα.

«Εσείς οι δυο όμως βλεπόσασταν κάπουκάπου, δεν είν’ έτσι; Τι


σου έλεγε για τη μητέρα σας;»

«Δε μου μίλαγε ποτέ γι’ αυτήν. Σαν να μην υπήρχε. Ούτε για τον
πατέρα μου, άλλωστε». Δεν καταλάβαινε γιατί ο Τζεντ ασχολιόταν
ξαφνικά μ' αυτό το θέμα, ούτε γιατί είχε αυτό το ύφος - κλειστό,
απόμακρο, και σαν να τον απασχολούσε κάτι πολύ διαφορετικό απ’
τις απαντήσεις της.

«Πώς σου φερόταν τότε η Μ άριον;»

Η Ραβέλ ανασήκωσε τους ώμους. «Καλά, σε γενικές γραμμές. Δεν


ήταν ποτέ ιδιαίτερα διαχυτική, ούτε όμως κι εχθρική. Δε νομίζω
ότι με συμπαθούσε και πολύ, αλλά τη δικαιολογούσα γι’ αυτό.
Ποτέ ωστόσο δε μου φέρθηκε άσχημα». Δε χρειαζόταν να του
μιλήσει για τις κακίες της Μ άριον, για τις προσβολές,
τις ταπεινώσεις, τα καρφιά σε βάρος της... Έφτανε που έκλεβε
ξεδιάντροπα τον άντρα της αδερφής της, δε χρειαζόταν να
την κακολογεί κι από πάνω.

«Εσύ πώς θα χαρακτήριζες τις σχέσεις σας; Όχι μόνο τότε, αλλά
και τώρα».

«Δεν καταλαβαίνω γιατί ρωτάς», έκανε άβολα η Ραβέλ, «αλλά θα


τις χαρακτήριζα... σχέσεις ανοχής. Δεν ήμασταν δεμένες οι δυο
μας, ζούσαμε μακριά, ένα εντελώς διαφορετικό είδος ζωής. Δεν
είχαμε κανένα κοινό σημείο. Και... και πάντα ενοχλούσε τη
Μ άριον η δουλειά που έκανα. Αυτό ήταν το μοναδικό σημείο
τριβής, αλλά την καταλάβαινα. Για μια γυναίκα στη θέση της,
οπωσδήποτε δεν είναι ευχάριστο να »

«Σου έκανε παρατηρήσεις για τη ζωή σου;»

«Ναι», είπε επιφυλακτικά η Ραβέλ. «Μ ου έλεγε να βρω κάποια


σοβαρή δουλειά - αυτό που την πείραζε πάντα ήταν το
καμπαρέ. Αν χόρευα σε μπαλέτο, φαντάζομαι δε θα είχε
αντιρρήσεις. Αλλά την ενοχλούσε φοβερά η σκέψη ότι χόρευα
πότεπότε γυμνόστηθη, και είχε δίκιο, νομίζω. Κι εγώ στη θέση της
έτσι θα ένιωθα».

«Τίποτ’ άλλο; Δεν την ενοχλούσε η προσωπική σου ζωή - οι


σχέσεις σου;»

Η Ραβέλ γέλασε κουρασμένα. «Δε νομίζω ότι ενδιαφερόταν για


την προσωπική μου ζωή και για τις σχέσεις μου. Δεν
ήξερε άλλωστε τίποτα σχετικά. Δεν ασχολιόταν και τόσο πολύ
μαζί μου... Κοίτα, δε θέλω να πω ότι ήταν εντελώς αδιάφορη.
Κρατούσε την επαφή, και μου είχε πει να βασίζομαι σ’ εκείνην σε

κάθε περίπτωση ανάγκης. Κι όταν τη χρειάστηκα, έσπευσε να


βοηθήσει...» Ένα κύμα τύψεων την πλημμύρισε ξαφνικά, κι
ο λαιμός της σφίχτηκε. «Αυτό - αυτό δε θα έπρεπε να το είχα
ξεχάσει έτσι εύκολα...»

Της είπε βραχνά: «Μ ετάνιωσες κιόλας;»

Του χαμογέλασε με κόπο. «Όχι. Ποτέ δε θα μετανιώσω, το ξέρεις.


Αλλά δε γίνεται και να μη νιώθω ένοχη... Δε θα συγχωρήσω ποτέ
τον εαυτό μου αν πληγωθεί η Μ άριον εξαιτίας μου κι ας μην
είμαστε οι καλύτερες αδερφές στον κόσμο...»

Η έκφρασή του ήταν αξεδιάλυτη. Δεν μπορούσε να μαντέψει τι


σκεφτόταν αυτός τόση ώρα, ούτε γιατί την είχε φέρει στο γραφείο
του για να τη ρωτήσει για τις σχέσεις της με την αδερφή της.

Της είπε αργόσυρτα: «Έλα πιο κοντά... Έτσι». Την τράβηξε να


καθίσει πάνω του, και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. Της
ψιθύρισε: «Θέλω να σε κρατάω έτσι συνέχεια. Θέλω να σ’ αγγίζω,
να σε κοιτάζω, να σε χαϊδεύω όλη μέρα... Όταν είσαι έστω και μισό
μέτρο μακριά μου, πονάει η καρδιά μου».

Του χαμογέλασε αδύναμα, προσπαθώντας να αγνοήσει το βάρος


που της πλάκωνε την καρδιά. Άνοιξε τα χείλια για να δεχτεί τη
γλυκιά επίθεση της γλώσσας του. Κάτω απ’ τη σάρκα της, ο
αντρισμός του σκλήραινε πάλι, ανεπαίσθητα στην αρχή, κι ύστερα
πιο γρήγορα, μέχρι που έγινε πάλι τεράστιος και σκληρός σαν
πέτρα. Τρίφτηκε πάνω του μ’ ένα λυγμό ηδονής, και το πρόσωπό
του συσπάστηκε απ’ την ευχαρίστηση. Τη φίλησε πάλι αχόρταγα
στο στόμα, στέλνοντας τη γλώσσα του όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα
της, χαϊδεύοντας συγχρόνως και με τα δυο χέρια τους γλουτούς
της. «Ω, Τζεντ», μουρμούρισε η Ραβέλ, ξεροκαταπίνοντας.

«Πώς γίνεται να σε θέλω τόσο πολύ;» τη ρώτησε βραχνά. «Κάθε


μέρα και περισσότερο;»

«Κι εγώ το ίδιο...»

«Έχεις καμιά ιδέα τι συμβαίνει;»

«Όχι», του ψιθύρισε, φιλώντας τον στο λαιμό, απόλυτα


παραδομένη στη φουρτούνα που ξεσήκωνε μέσα της το κάθε
άγγιγμά του.

«Όχι; Καμιά ιδέα; Τίποτε απολύτως;»

«Όχι...»

Τα φιλιά του της έφερναν κυριολεκτικά σκοτοδίνη. Μ έσ' απ' τη


ζαλάδα της, του είπε θολά: «Αν έρθει κανείς... Ω, Τζεντ,
πάμε πάνω...»
«Κανείς δεν μπαίνει εδώ μέσα, αν δεν τον καλέσω εγώ», της
αντιγύρισε βαριανασαίνοντας. «Και όχι, δεν πάμε επάνω... Δε

χρειάζεται να μας δει το μισό σπίτι να μπαίνουμε στο δωμάτιό


σου». Της φιλούσε τώρα το λαιμό, της ξεγύμνωνε τους ώμους.

«Μ ας είδαν να μπαίνουμε εδώ».

«Εδώ είναι γραφείο, όχι υπνοδωμάτιο», της αντιγύρισε,


χαμογελώντας της με κόπο. «Και σε θέλω... Βλέπεις πόσο;»

«Ναι», του είπε βραχνά, και τρίφτηκε ηδονικά πάνω του.

«Πιάσε με... Δες πώς μ’ έκανες... Θέλω να σε πάρω - τώρα, εδώ...,


Ραβέλ, αχ, Ραβέλ...» Της είχε βγάλει την μπλούζα, της είχε
ξεγυμνώσει το στήθος, και τώρα το χάιδευε με τις παλάμες του.
«Δε χορταίνω να σε κοιτάζω...»

«Ούτ' εγώ, Τζεντ...» Λάτρευε το σώμα του, με τις φαρδιές πλάτες


και τους ατσάλινους μυώνες, με τους στενούς του γοφούς και τα
μακριά του πόδια. Λάτρευε τα μπράτσα του, τα δάχτυλά του, το
επίπεδο στομάχι του, τον μεγαλόπρεπο αντρισμό του. «Θεέ μου,
πόσο σε θέλω...»

«Δεν μπορώ να κρατηθώ λεπτό μαζί σου...» Της φίλαγε τις ρόγες,
πιπιλώντας τις σαν να ήταν καραμέλες. «Είναι μαρτύριο να πρέπει
να περιμένω, να ξενυχτάω, να σε φαντάζομαι...» Κατέβασε το
φερμουάρ του, και τη βοήθησε να χώσει το χέρι της στο άνοιγμα.
Μ ’ ένα βογγητό απόλαυσης, γλίστρησε πιο κάτω στον καναπέ,
τραβώντας την από πάνω του. Η ανάσα του κοβόταν, κι ήταν τόσο
φουντωμένος, που απ’ την πείρα της μαζί του, η Ραβέλ ήταν
σίγουρη πως τίποτα πια δε θα μπορούσε να τον σταματήσει, ούτε
ακόμα και κάποια πιθανή εμφάνιση του μπάτλερ στην πόρτα.

Όταν έκαναν έρωτα, δεν τους ένοιαζε πια τίποτα. Ήταν ένας
σίφουνας πάθους, που δεν έλεγε να κοπάσει.

Κυλίστηκαν στον καναπέ βαριανασαίνοντας και βογγώντας,


ρουφώντας ο ένας τα χείλια του άλλου, και ψαχουλεύοντας
αχόρταγα μέσα απ’ τα ρούχα. «Δε θ’ αντέξω άλλο», της είπε
πνιχτά. «Δε βαστιέμαι. Ούτε λεπτό παραπάνω».

«Έλα», του είπε ξέπνοα. «Έλα...» Βρισκόταν τώρα από πάνω της,
παλεύοντας πυρετικά με το παντελόνι του, το παντελόνι της, τα
εσώρουχά τους που έμπαιναν συνέχεια στη μέση. «Θα σε πάρω
έτσι», της είπε κοντανασαίνοντας. «Έτσι...» Της τράβηξε το
παντελόνι, και το άφησε να κρέμεται απ’ το ένα μπατζάκι. Της
τράβηξε και το σλιπ με τον ίδιο τρόπο. Έσκυψε και τη φίλησε
ανάμεσα στα πόδια, περνώντας ξαναμμένος τη γλώσσα του πάνω
απ' το πιο ευαίσθητο της σημείο. Αλλά ήταν πολύ αναμμένος για
να ασχοληθεί στα σοβαρά με τα παιχνιδάκια. Της σήκωσε ψηλά το
ένα πόδι, και μ’ ένα βαθύ βογγητό, χώθηκε μέσα της. «Μ η... μη
φωνάξεις», της είπε ξέπνοα, και της έκλεισε το στόμα με τα χείλια
του. Βάλθηκε να πηγαινοέρχεται μ’ ορμή
μέσα της, στον ίδιο βίαιο ρυθμό που την ξετρέλαινε κάθε φορά, κι
η λεκάνη της ακολουθούσε πιστά τις κινήσεις του, ανεβαίνοντας
για να συναντήσει και να κολλήσει στο σώμα του. Πνιχτοί ήχοι
έρωτα και ηδονής γέμισαν το δωμάτιο, κι ανάμεσά τους, ψιθυριστά
λόγια πάθους.

«Πώς το νιώθεις;»

«Τέλειο... Τέλειο... Συνέχισε, αγάπη μου, συνέχισε...»

«Σε θέλω, μωρό μου, σε θέλω... Θα τελειώσουμε μαζί;»

«Ναι, αγάπη μου, ω, ναι, ναι, ναι...»

«Πες μου πότε... Αγάπη μου, μωρό μου, ομορφιά μου... Τι θα


κάνουμε; Χριστέ μου, τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα; Είμαι
τρελός, τρελός, τρελός για σένα...» Και με κάθε λέξη, ο φαλλός
του να μπήγεται βαθιά στα σωθικά της. Οι μυώνες της κοιλιάς της
έκλειναν με δύναμη γύρω του, σαν νά ’θελαν να τον
ρουφήξουν ολοκληρωτικά στα βάθη τους. Η ηδονή ερχόταν
ασυγκράτητη.

«Τώρα, Τζεντ, τώρα...»

«Μ ωρό μου... ναι, τώρα. Τώρα... Έλα - μαζί μου... Ω, Θεέ μου,
τώρα...»

Τα κορμιά τους ενώθηκαν στους σπασμούς της απόλαυσης, τα


χείλια τους ενώθηκαν, τα βογγητά τους πνίγηκαν στο βαθύ φιλί
τους. Η ένταση υποχώρησε σιγάσιγά, ο άντρας ανασήκωσε το
κεφάλι, και χωρίς να βγει από μέσα της, της χαμογέλασε αχνά.
«Εντάξει; Πρόλαβες;»

Του κούνησε αδύναμα το κεφάλι. Τη φίλησε γι' άλλη μια φορά,


παθιασμένα. «Μ ικρή μάγισσα. Αν μπορούσα, δε θα σ’ άφηνα λεπτό
από κοντά μου. Σ’ ένα κρεβάτι θα περνάγαμε τις υπόλοιπες μέρες
της ζωής μας, νά ’σαι σίγουρη».

«Αλλά δεν μπορείς», του είπε σιγανά, κι είδε το πρόσωπό του να


συσπάται ασυναίσθητα.

«Σωστά. Δεν μπορώ, αλλά θά ’θελα να μπορούσα». Μ ε την άκρη


της γλώσσας του, της γαργάλησε το αυτί. «Δεν ξέρεις πώς νιώθω
όταν στο κάνω... Είναι τέλειο. Και μετά, πώς αισθάνομαι, μωρό
μου...» Την ξαναφίλησε, ακόμα γερμένος πάνω της, και με το
βάρος του να τη συνθλίβει σχεδόν σ' εκείνον τον άβολο καναπέ,
που δεν τους χώραγε καν στο μήκος. Το είχε διαπιστώσει κι
εκείνος, γιατί της είπε μ’ ένα πνιχτό γέλιο, προσπαθώντας
να μαζέψει τα ατέλειωτα πόδια του: «Τι παιδιά θα κάναμε οι
δυο μας... Μ ακρυνάρια». Την κοίταξε ξαφνικά κατάματα,
στηριγμένος στους αγκώνες του, και τη ρώτησε απρόσμενα: «Θά
'θελες;»

«Τι πράγμα;» τον ρώτησε σαν χαμένη, κι η καρδιά της πήγε να


σπάσει στο στήθος της.
«Να κάναμε παιδιά οι δυο μας».

«Μ ακρυνάρια;» τον ρώτησε μ’ ένα αχνό χαμόγελο.

«Απ' όλα τα είδη», της απάντησε ανάλαφρα.

«Ναι», του ψιθύρισε πνιχτά. «Θα τό 'θελα όσο τίποτε άλλο... αν


γινόταν».

Τα χείλια του σάλεψαν στην αρχή μιας λέξης, αλλά δεν πρόλαβε
να την προφέρει. Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνέβη αυτό που
ήταν σίγουρος ότι δε γινόταν να συμβεί: άρχισε ν’ ανοίγει η πόρτα.

Πίσω απ’ το βαρύ της ξύλο, δεν είχαν ακούσει κανέναν ήχο. Αλλά
τώρα, απ’ το άνοιγμα, αντηχούσε ήδη μια γνωστή, ραφινάτη,
ξένοιαστη φωνή, που έλεγε το όνομά του. «Τζεντ, αγάπη μου, δεν
»

Και πίσω απ’ τη φωνή, η σιλουέτα της Μ άριον στην πόρτα.

Για λίγα εφιαλτικά δευτερόλεπτα, η σκηνή φάνηκε να παγώνει στο


χρόνο: στην πόρτα η Μ άριον, με το ένα χέρι ακόμα στο πόμολο
και με το χαμόγελο που δεν είχε προλάβει να σβήσει στα χείλια,
και στον καναπέ το προδοτικό σύμπλεγμα: η Ραβέλ, μισόγυμνη, με
το στήθος όλο έξω και το παντελόνι της να κρέμεται απ’ το ένα
πόδι, κι από πάνω της ο Τζεντ, χωμένος ακόμα μέσα της, με τα
μαλλιά αναστατωμένα, το μέτωπο ιδρωμένο, και το παντελόνι του
στα γόνατα.

Ακόμα κι ένας τυφλός θα καταλάβαινε τι είχε συμβεί, κι η Μ άριον


δεν ήταν τυφλή.

Το χαμόγελο έσβησε αργά απ’ τα χείλια της, κι ύστερα, χωρίς να


πει λέξη, στράφηκε, βγήκε απ’ το δωμάτιο, κι έκλεισε πίσω της την
πόρτα.

Ο Τζεντ τινάχτηκε πάνω, τράβηξε πυρετικά το παντελόνι του,


τράβηξε τη Ραβέλ να ανακαθίσει στον καναπέ, και της είπε κοφτά:
«Ντύσου. Συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά σου. Πήγαινε επάνω, και μην
ανακατευτείς καθόλου». Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, το πρόσωπό
του σφιγμένο κι απαγορευτικό, ξαφνικά ξένο, σχεδόν αγνώριστο.

Η Ραβέλ ντύθηκε σαν αυτόματο. Τα χέρια της έτρεμαν


σπασμωδικά, τα πόδια της κόβονταν. Όπως συμβαίνει πάντα σε
στιγμές σοκ, δεν είχε προλάβει ακόμα να συνειδητοποιήσει σ’ όλη
του την έκταση το τι είχε συμβεί, ούτε να υπολογίσει το τι θα
γινόταν από κει και πέρα.

Το μόνο που είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα, μέσα σε ελάχιστα


δευτερόλεπτα, πριν ακόμα της πει ο Τζεντ «ντύσου», ήταν πως η
ιστορία τους τέλειωνε εκεί, οριστικά και αμετάκλητα, στον καναπέ
του γραφείου του, μια χειμωνιάτικη μέρα που δεν είχε σταματήσει
να ψιχαλίζει.
Πριν ακόμα καταφέρει να τραβήξει ψηλά το σλιπάκι της, οΤζεντ
είχε βγει απ' το δωμάτιο. Δεν της είχε πει λέξη παραπάνω, δεν της
είχε ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Η βαριά πόρτα κάλυψε τον ήχο των
βημάτων του, αλλά η Ραβέλ δεν είχε αμφιβολία για το πού είχε
πάει.

Βιαζόταν να προλάβει τη Μ άριον, και να προσπαθήσει να της


εξηγήσει.

Φόρεσε και την μπλούζα της, και σωριάστηκε σαν άδειο σακί στον
καναπέ. Έτρεμε τώρα σπασμωδικά, το κεφάλι της γύριζε, της
φάνηκε ότι θα λιποθυμούσε.

Χρειάστηκε να μαζέψει όλες της τις δυνάμεις για να βγει από κει
μέσα, και να φτάσει εξουθενωμένη ως το δωμάτιό της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ο Τζεντ ανέβηκε τέσσερατέσσερα τα σκαλοπάτια ως το πάνω
πάτωμα. Ενστικτώδικα, ήξερε πού θα είχε καταφύγει η Μ άριον
όχι στο υπνοδωμάτιό τους, αλλά στη δική της κρεβατοκάμαρα,
εκεί που μπορούσε ν' απομονώνεται σε κάθε περίπτωση που ήταν
στρεσαρισμένη.

Ήταν ακόμα σοκαρισμένος, κι ακόμα αναρωτιόταν ανόητα πώς


είχε αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς δεν είχε υπολογίσει την
πολύ ακραία πιθανότητα να φύγει η Μ άριον πριν της ώρας της απ’
τη συνεδρίαση της Βουλής. Αλλά φυσικά, δεν μπορούσε να
σκεφτεί τίποτ' άλλο όσο ήταν με τη Ραβέλ... Μ όνο την επιθυμία
του, και τη δική της.

Την είχε φωνάξει στο γραφείο του, ακριβώς για να αποφύγει τον
πειρασμό να της κάνει έρωτα. Ήθελε μόνο να
συζητήσουν, ψύχραιμα και συγκρατημένα, για να μπορέσει να βρει
κάποια άκρη σχετικά με τις αντιδράσεις της Μ άριον. Αλλά ούτε το
ψυχρό, αντιερωτικό περιβάλλον του γραφείου του, μπορούσε
πια να επιδράσει κατευναστικά στις ορμές του. Έχανε
κυριολεκτικά το μυαλό του όσο ήταν μαζί της, όπου και νά ταν, σε
οποιαδήποτε ώρα.

Και τώρα, να. Τέσσερις μήνες διπλής ζωής, εξαπάτησης,


βασανιστικής επιθυμίας, τύψεων και αναποφασιστικότητας,
έφταναν στην αναπόφευκτη κορύφωση. Πώς είχε φανταστεί ότι θα
μπορούσε να κρατήσει επάπειρον μια τόσο ανώμαλη κατάσταση;
Αργά ή γρήγορα, τα πράγματα θα έφταναν εκεί, έστω και με
λιγότερο δραματικό τρόπο. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα

τους υποψιαζόταν, πιθανότατα η ίδια η Μ άριον, ορμώμενη απ' το


γεγονός πως, εδώ και τέσσερις μήνες, ο σύζυγός της δεν έδειχνε
την παραμικρή διάθεση να κάνει έρωτα μαζί της.

Αλλά είχε συμβεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Τους είχε πιάσει
η ίδια, να το κάνουν μέραμεσημέρι, μέσα στο ίδιο της το σπίτι, και
δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία, κανένα ευγενικό πρόσχημα, καμιά
υπεκφυγή που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Δεν ήξερε καν τι
θα είχε ν’ αντιμετωπίσει, ούτε μπορούσε να φανταστεί πώς θα
αντιδρούσε η Μ άριον. Το μόνο που ήξερε, ήταν ότι ακόμα και
τώρα, δεν ήθελε να την πληγώσει. Θα έδινε οτιδήποτε για να
μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο, και να την απαλλάξει απ’ την
τραυματική αποκάλυψη.

Τώρα έτρεχε να τη βρει, με την επιτακτική σκέψη πως έπρεπε με


κάθε θυσία να προσπαθήσει να μαζέψει τα κουρέλια του γάμου
του, να της μιλήσει με ειλικρίνεια, να προσπαθήσει να της δώσει
να καταλάβει. Να εξηγήσει το πώς και το γιατί, και να ζητήσει
συγνώμη.

Και μετά - τι; Να παραιτηθεί απ’ τη Ραβέλ;

Στάθηκε μπροστά στην πόρτα της γυναίκας του,


κοντανασαίνοντας, με την καρδιά παγωμένη. Ακόμα κι αν τα
έβρισκε κάπου με τη Μ άριον, εκείνη το λιγότερο που θα
απαιτούσε, θα ήταν να διακόψει αυτός με την αδερφή της. Να
φύγει η Ραβέλ αμέσως απ’ το σπίτι. Να φύγει κι απ’ την Αγγλία,
πιθανότατα.

Η σκέψη τον χτύπησε σαν καμτσικιά, το πρόσωπό του συσπάστηκε


σ’ ένα μορφασμό οδύνης. Δε γίνεται, σκέφτηκε επαναστατώντας σ’
αυτήν την προοπτική. Αυτό δεν μπορεί να γίνει.

Ακόμα κι έτσι σοκαρισμένος που ήταν, με το νου του όλο στην


οδύνη της Μ άριον και στις δικές του ενοχές, ήξερε στα σίγουρα,
χωρίς πιθανότητα αμφιβολίας, πως δε γινόταν να παραιτηθεί έτσι
απλά απ’ αυτήν τη σεξουαλική πληρότητα, απ’ τα ύψη της ηδονής
όπου τον οδηγούσε το κορμί της Ραβέλ, απ’ τον τυφώνα επιθυμίας
που τον σάρωνε όταν την άγγιζε, απ’ τις ανάγκες του και την
ικανοποίησή τους.

Ακόμα κι αν η Μ άριον άλλαζε ριζικά, και μεταβαλλόταν στην πιο


λάγνα και παθιάρα σύζυγο, πάλι δε θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει
τη Ραβέλ στη ζωή του. Αλλά αυτό ήταν ένα πρόβλημα που θα είχε
τα περιθώρια να το λύσει κι αργότερα. Τώρα προείχε η Μ άριον, οι
σχέσεις τους, το αδιέξοδο που είχε γίνει ο κάποτε υποτιθέμενα
τέλειος γάμος τους.

Η Μ άριον καθόταν μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας της,


και βούρτσιζε ήρεμα τα μαλλιά της. Όταν τον είδε ν’ ανοίγει την
πόρτα πίσω της, στράφηκε ήσυχα και είπε συγκρατημένα: «Κλείσε
την πόρτα, Τζεντ. Δε θέλω να μας ακούσουν».

Ο Τζεντ έκανε δυο βήματα προς το μέρος της. Ξαφνικά, δεν είχε
ιδέα πώς ν' αρχίσει. Είχε ως εκείνη τη στιγμή την
αόριστη εντύπωση πως θα την έβρισκε να κλαίει απαρηγόρητα,
πεσμένη στο κρεβάτι ή κλειδωμένη στο μπάνιο, ή έστω, έξαλλη απ’
την οργή. Περίμενε δάκρυα και κατηγορίες, οργή, απελπισία,
απειλές ίσως. Η ηρεμία της ανέτρεπε όλα του τα προγνωστικά.

Κι όμως, απ' τη Μ άριον θα έπρεπε να το περιμένει. Ποτέ δε θα


επέτρεπε στον εαυτό της να φερθεί υστερικά, σαν την
πρώτη απατημένη γυναικούλα κατώτερης τάξης.

Της είπε ουδέτερα: «Θά Όελα να το συζητήσουμε ήρεμα. Το ξέρω


ότι δεν υπάρχει δικαιολογία, ξέρω πόσο βαρύ είναι, αλλά »

Η Μ άριον σηκώθηκε από κει που καθόταν, και στράφηκε να τον


αντιμετωπίσει. Το πρόσωπό της ήταν ολότελα ανέκφραστο, τα
μάτια της αξεδιάλυτα. Του είπε μαλακά: «Θα προτιμούσα όχι,
Τζεντ. Ειλικρινά, δε βλέπω σε τι θα μπορούσε να εξυπηρετήσει
τώρα δα μια τέτοια συζήτηση. Ας το αφήσουμε για την ώρα,
εντάξει; Συνέβη κάτι που μας έφερε όλους σε πολύ δύσκολη θέση,
αλλά φαντάζομαι μπορούμε να το ξεπεράσουμε πολιτισμένα».

«Έτσι το βλέπεις;» έκανε ο Τζεντ, σαστισμένος. Δεν το Περίμενε


αυτό. Οτιδήποτε άλλο, ναι. Αυτή την ήρεμη, αβίαστη επίδειξη
ανωτερότητας, όχι. Τον αφόπλιζε εντελώς, τον έκανε να χάνει τα
νερά του. Να νιώθει διπλά ένοχος.

«Έτσι», είπε σταθερά η Μ άριον. «Δεν έχουμε προβλήματα μεταξύ


μας, και δε βλέπω γιατί πρέπει να δημιουργήσουμε πρόβλημα για
κάτι τόσο... τόσο ασήμαντο, αν το θέλεις. Δεν έπρεπε να είχα μπει
έτσι απροειδοποίητα στο γραφείο σου, αυτό είν’ όλο. Έφυγα νωρίς
απ’ τη Βουλή, κι όταν έφτασα σπίτι, ο Τζάρβις μου είπε ότι δεν
είχες φύγει. Ανησύχησα για σένα, επειδή ήξερα ότι είχες σήμερα το
ραντεβού με τον εκπρόσωπο της “Κόντεκον”. Δε θα σε είχα
ενοχλήσει σε καμιά άλλη περίπτωση».
Έμεινε να την κοιτάζει με στενεμένα μάτια, προσπαθώντας να
καταλάβει, να μπει στον τρόπο που σκεφτόταν, να διαπιστώσει ως
ποιο σημείο ήταν ειλικρινής αυτή η πολιτισμένη αντιμετώπιση, ή
κατά πόσον ήταν προσωρινό αποτέλεσμα του σοκ που είχε
μουδιάσει και τον ίδιον. «Αυτό έχεις μόνο να πεις;» ρώτησε
αργόσυρτα.

«Ναι - για την ώρα». Πήγε στην ντουλάπα της, και θάλθηκε να
ψάχνει για κάτι πιο πρόχειρο απ’ αυτό που φορούσε. «Λυπάμαι
που ήρθαμε όλοι σε τέτοια αμηχανία, αλλά φαντάζομαι μπορούμε
να το ξεπεράσουμε με λίγη καλή θέληση».

«Λυπάσαι», έκανε σαν χαμένος ο Τζεντ.

«Τι άλλο θέλεις να πω; Δεν το είχα προγραμματίσει, ούτε το


επεδίωκα. Πίστεψέ με, ποτέ δε θα διάλεγα να σε φέρω σε
τόσο δύσκολη θέση. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι κι εσύ θα
μπορούσες να είσαι πιο διακριτικός». Στράφηκε να τον
κοιτάξει, κρατώντας ένα παντελόνι κι ένα πουλόβερ στα χέρια.
«Θα μπορούσε να ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου», κατέληξε
ήρεμα. «Θα μπορούσε να ήταν ο Τζάρθις, ή κάποιος άλλος απ’ το
προσωπικό. Και τότε, τι;» Πέρασε από μπροστά του, και βάλθηκε
να ντύνεται με την ησυχία της. «Θα γινόμασταν περίγελως
στους υπηρέτες. Ούτε καν το σκέφτηκες αυτό. Και μη μου πεις ότι
η πόρτα του γραφείου σου δεν κλειδώνει, γιατί δεν το θεωρώ
σοβαρή δικαιολογία. Δε θα σου πω καν ότι θα μπορούσαμε να
είχαμε φτιάξει έγκαιρα την κλειδαριά. Θα σου πω απλά, ότι
υπάρχουν ένα σωρό άλλα δωμάτια που κλειδώνουν».

«Μ άριον», άρχισε ο Τζεντ, και μετά σταμάτησε, ανίκανος να βρει


πώς να συνεχίσει. Ένιωθε τα χείλια του δύσκαμπτα, το σαγόνι του
να σφίγγεται σπασμωδικά. Το πρόσωπό του, ήταν σίγουρος, πρέπει
να είχε χάσει όλο του το χρώμα.

«Κοίτα, μην το πάρεις σαν επίκριση, αλλά ειλικρινά, θα


προτιμούσα να ήσουνα πιο προσεκτικός. Τα εν οίκω μη εν δήμω,
Τζεντ, αλλά ό, τι έγινε έγινε, και εν πάσει περιπτώσει, δεν
μπορούμε τώρα ν’ αφήσουμε αυτή την κακόγουστη συζήτηση;»

Βρέθηκε κοντά της μ’ ένα πήδημα. «Τι στο διάβολο μου λες τόση
ώρα;» Την είχε αρπάξει απ' τους ώμους, σχεδόν την
ταρακουνούσε, αντιδρώντας βίαια στο γεγονός ότι δεν την
καταλάβαινε, του ήταν αδύνατο να την ψυχολογήσει, κι ότι εκείνη
δεν του άφηνε ούτε το περιθώριο να της ζητήσει συγνώμη.

«Μ ε πονάς, αγάπη μου», έκανε μ’ ένα μορφασμό η Μ άριον.

Την άφησε απότομα, σφίγγοντας ασυναίσθητα σε γροθιές τα


δάχτυλα που είχαν χωθεί ανελέητα στη σάρκα της. Προσπάθησε
απεγνωσμένα να βρει την ψυχραιμία του, να καταλάβει.
Είπε κοφτά: «Δε δικαιούμαι να απαιτήσω τίποτα σ’ αυτή τη
συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά ειλικρινά, Μ άριον, θα σου ήμουν
ευγνώμων αν μου εξηγούσες κι εμένα πού το πας όλη αυτή την
ώρα. Συνέβη κάτι, εντάξει; Το ξέρω και το ξέρεις. Δεν μπορούμε
να κλείσουμε τα μάτια σ’ αυτό. Δεν είναι καλύτερα να το
αντιμετωπίσουμε μια και καλή, και να ξεμπερδεύουμε; Είμαστε κι
οι δυο αρκετά πολιτισμένοι ώστε να συζητήσουμε ήρεμα. Δε
βλέπεις κι εσύ ότι δεν ωφελεί να το αναβάλουμε για αύριο;»

Τον κοίταξε κατάματα, σταθερά και ήρεμα. «Δεν καταλαβαίνεις,


Τζεντ. Δε θέλω να το αναβάλουμε για αύριο. Θέλω να το
ξεχάσουμε εντελώς, να μην το ξανασυζητήσουμε. Θεωρώ ότι δεν
αξίζει τον κόπο. Δε σε κατακρίνω, δε θέλω να σε κάνω να νιώθεις
ένοχος. Ό, τι έγινε έγινε, στο είπα. Γιατί να το σκαλίζουμε τώρα;

«Επειδή δε γίνεται να ζούμε μ' αυτό ανάμεσά μας, Μ άριον», της


αντιγύρισε μαλακά, σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να
βρει κάποια στοιχειώδη επαφή. «Επειδή ξέρω ότι σε πλήγωσα, και
θέλω απλά να σου ζητήσω συγνώμη. Γιατί δε μου δίνεις καν αυτή
την ευκαιρία;»

Η Μ άριον χαμογέλασε αχνά. «Αν θέλεις να ζητήσεις συγνώμη,


είναι εντάξει. Αλλά ειλικρινά, δεν αξίζει τον κόπο».

«Δε σε καταλαβαίνω», της είπε μ' απελπισία. «Ειλικρινά, δε σε


καταλαβαίνω καθόλου. Αν θεωρείς ότι πρέπει να φωνάξεις, να με
κατηγορήσεις, να κλάψεις, θα το δεχτώ. Δεν είσαι υποχρεωμένη
να το παίρνεις τόσο πολιτισμένα. Πίστεψέ με, Μ άριον,
εγώ λυπάμαι περισσότερο από σένα. Αν μπορούσα να το
αποφύγω, δε θα το έκανα ποτέ. Το πάλεψα όσο γινόταν, αλλά »

«Τζεντ», του είπε γλυκά, πηγαίνοντας κοντά του. «Ω, Τζεντ...»


Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό του, αγνοώντας την
ασυναίσθητη κίνησή του να την αποφύγει. «Αγάπη μου, άλλαξε
τίποτα μεταξύ μας;»

Έμεινε να την κοιτάζει σαν χαμένος. Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει


ούτε ναι, ούτε όχι. Ακόμα και νά ’βρίσκε το κουράγιο να της πει
“ναι”, δε θα τα κατάφερνε ν’ αρθρώσει λέξη.

«Αγάπη μου», συνέχισε γλυκά η Μ άριον, «το θέμα είναι


ασήμαντο, κι εγώ είμαι πρακτική γυναίκα. Δε θα μπορούσα αλλιώς
να είμαι πολιτικός. Ξέρω τα κίνητρά σου, και ξέρω πώς και
γιατί κατέφυγες εκεί. Δεν είμαι ανόητη. Ο γάμος μας δεν
κινδυνεύει από κάτι τέτοιο, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Κι αν είναι έτσι
καλύτερα για σένα - αν αυτό σε βοηθάει κατά οποιονδήποτε τρόπο,
γιατί να σου δημιουργήσω προβλήματα; Όσο είσαι διακριτικός »

Την έσπρωξε απότομα πίσω, κι έμεινε να την κοιτάζει, άναυδος.

«Δεν υπάρχει λόγος να συγχύζεσαι», παρατήρησε ήρεμα η


Μ άριον. «Δεν ξέρω γιατί επιμένεις να νιώθεις ένοχος, αλλά αν το
έχεις τόση ανάγκη, δέχομαι ανεπιφύλακτα τη συγνώμη
σου. Ηρέμησες τώρα;»

Της είπε παγερά: «Όχι, και δεν πρόκειται να ηρεμήσω αν δεν


ξεκαθαρίσουμε αυτό το ζήτημα σε βάθος, Μ άριον».

«Σου είπα, δεν υπάρχει λόγος να »

«Δεν υπάρχει λόγος; Τι διάβολο, γυρίζεις σπίτι και με πιάνεις στα


πράσσα με - με την αδερφή σου, και μετά μου λες ότι δεν υπάρχει
λόγος...;» Ήξερε ότι ήταν τουλάχιστον γελοίο να νιώθει εκείνος
θιγμένος και έξαλλος, αντί για τη Μ άριον. Αλλά ήταν πια
αδύνατον να το ελέγξει. Μ ια ολότελα παράλογη οργή φούντωνε
μέσα του, γεννημένη απ' την αίσθηση ότι βρισκόταν σε απόλυτη
ανικανότητα να καταλάβει τη στάση της γυναίκας του, και γι’ αυτό,
χωρίς κανέναν άσο στο χέρι.

Δεν του άρεσε καθόλου να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση.

«Ας μη μεγαλοποιούμε τα πράγματα», είπε η Μ άριον,


ανασηκώνοντας τους ώμους. «Στο είπα, δεν το θεωρώ κάτι τόσο
τρομερό. Πώς πρέπει να στο πω για να σε πείσω;»

Της είπε, αργά κι επικίνδυνα: «Εννοείς ότι... ότι στ' αλήθεια δε σε


πείραξε;»

Η Μ άριον στέναξε βαθιά. «Μ ια τόσο ασήμαντη παρασπονδία;


Όχι, Τζεντ, δε με πείραξε. Ειλικρινά».

Την κοίταζε τώρα σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. «Το πιστεύεις
αυτό που λες;»

«Και βέβαια».

«Μ ε βρήκες να πηδάω την αδερφή σου», της πέταξε σκληρά,


διαλέγοντας επίτηδες την πρόστυχη λέξη, αντί για κάποιον
ευφημισμό, «και μου λες ότι δε σ' ενδιαφέρει;»
«Ναι».

Θα έπρεπε κανονικά να νιώθει ανακουφισμένος, απαλλαγμένος


από κάθε ενοχή. Αλλά το μόνο του συναίσθημα εκείνη τη στιγμή,
ήταν κατάπληξη που έφτανε σε επίπεδα σοκ, και τυφλή οργή.

«Και φαντάζομαι», της πέταξε μέσ’ απ’ τα σφιγμένα του δόντια,


«πως θα συνεχίσεις να το βρίσκεις ασήμαντο και φυσιολογικό,
ακόμα κι αν σου πω ότι αυτό συμβαίνει μήνες τώρα!»

Την είδε να δαγκώνει αμήχανα το κάτω της χείλος. Αμηχανία,


σκέφτηκε κατάπληκτος, μόνο αμηχανία. Ούτε οργή, ούτε
σοκ, ούτε πόνος.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δε σοκάρεσαι με τίποτα, έτσι δεν


είναι;» της πέταξε πικρά. «Κι όμως, είναι αλήθεια. Έχω σχέσεις
μαζί της εδώ και τέσσερις μήνες!»

«Το ήξερα», είπε σιγανά η Μ άριον. «Δεν είμαι ηλίθια, Τζεντ.


Φυσικά το ήξερα. Δεν ήθελα να σου μιλήσω γι’ αυτό, εφόσον
έβλεπα ότι δεν επηρέαζε τις δικές μας σχέσεις. Από μια
άποψη, μάλιστα, τις βοηθούσε, αυτό πρέπει να το παραδεχτείς κι
εσύ!»

«Από ποια άποψη;» τη ρώτησε πνιγμένα, όταν κατάφερε να


ξανακλείσει το στόμα του. Πάει, πρέπει να έχω τρελαθεί,
σκεφτόταν πυρετικά. Δεν είναι δυνατόν να συμμετέχω σε μια
τέτοια συζήτηση. Δεν είναι δυνατόν ν’ ακούω αυτά τα
συγκεκριμένα λόγια απ’ το στόμα της.

Η Μ άριον ανασήκωσε τους ώμους. «Αφού επιμένεις, αγάπη μου,


ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δε θέλω να σε φέρω σε
μεγαλύτερη αμηχανία, στ’ ορκίζομαι, αλλά ίσως τελικά να νιώσεις
καλύτερα έτσι... Η αλήθεια είναι πως έφυγε κάμποση ένταση απ’
τις σχέσεις μας, δε νομίζεις κι εσύ; Τζεντ, παραδέξου το, είσαι
υπερσεξουαλικός τύπος. Δε φαντάζομαι να το αρνηθείς αυτό;»

«Υπερσεξουαλικός...;» έκανε ο Τζεντ σαν αυτόματο.

«Αγάπη μου, δε σε κατηγορώ γι’ αυτό! Προσπάθησε να με


καταλάβεις. Σ’ αγαπώ, σε διάλεξα για άντρα μου... Δεν έπαψα
στιγμή να σε χρειάζομαι όσο και την πρώτη μέρα. Αλλά - που να
πάρει, αφού το ξέρεις ότι δεν μπορούσα να παρακολουθήσω
το δικό σου ρυθμό. Είχες πάντα υπερβολικές απαιτήσεις!»

«Υπερβολικές απαιτήσεις», επανέλαβε μηχανικά ο Τζεντ. Δεν


είναι δυνατόν, έλεγε το μυαλό του. Δεν μπορεί να συμβαίνει στ'
αλήθεια αυτή η συζήτηση.

«Αφού επιμένεις να μιλήσουμε γι’ αυτό, ας είμαστε τουλάχιστον


ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Είχες πάντα υπερβολικές ανάγκες, κι
εγώ δεν μπορούσα να τις καλύψω. Δε σε μέμφομαι γι’ αυτό, αλλά
πρέπει κι εσύ να με καταλάβεις. Η πίεση της ζωής μου δεν μου
επέτρεπε τόσες πολυτέλειες. Κι εσύ είχες την τάση να γίνεσαι
πιεστικός».
«Πιεστικός», έκανε ο Τζεντ σαν αυτόματο.

«Μ ε κυνηγούσες από κρεβάτι σε κρεβάτι», δήλωσε η Μ άριον μ’


όλη της την άνεση. «Κι ήσουνα πάντα στρεσαρισμένος κι
ανικανοποίητος. Νομίζω ότι αυτό βελτιώθηκε αρκετά τώρα
τελευταία, δεν είν’ έτσι; Η διαφορά είναι καταφανής. Είσαι τόσο
πιο ήρεμος αυτόν τον καιρό... Έπαψες να κάνεις σαν μανιακός
του σεξ. Κατά κάποιο τρόπο, αρχίζουμε πια και βρίσκουμε μιαν
άλλη διάσταση στο γάμο μας. Νομίζω πως ποτέ δεν ήμασταν πιο
κοντά, απ' όσο αυτούς τους τελευταίους μήνες, τι λες κι εσύ;»

«Μ άριον», της είπε παγερά, τρέμοντας από μια εσωτερική


φουρτούνα που ήταν μίγμα από οργή, αγανάκτηση και σιχαμάρα,
«έχεις ιδέα τι κάθεσαι και μου λες τόση ώρα; Ή μήπως εγώ δεν
κατάλαβα καλά;»

«Τζεντ, προσπάθησε να είσαι ειλικρινής μαζί μου!» Ξαφνικά,


άρχισε να δείχνει ανήσυχη. «Αρνείσαι ότι βελτιώθηκαν οι σχέσεις
μας; Είδες πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν σ’ αυτό το διάστημα... Σαν
να εξαφανίστηκε ο μοναδικός λόγος έντασης ανάμεσά μας. Γιατί
δεν το παραδέχεσαι; Όταν κάποιος εκτονώνεται κανονικά, μπορεί
να »

Την κοίταζε σαν να μην την είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, και
ξαφνικά κάποιο φως άστραψε στο μυαλό του, και είπε ξερά,
κόβοντάς τη στα μισά: «Το ήξερες, και το δεχόσουνα. Αλλά
όχι μόνο αυτό. Το περίμενες κιόλας. Απ’ την αρχή - έτσι δεν είναι,
Μ άριον; Περίμενες πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, αργά ή
γρήγορα. Ήξερες ότι θα χρειαζόμουνα και κάποια άλλη γυναίκα.
Σωστά τα λέω;»

Την είδε να δαγκώνει πάλι το κάτω της χείλος. Τα μάτια της


έμοιαζαν ξαφνικά ανίκανα να συναντήσουν τα δικά του. «Σ’
αγαπώ, Τζεντ... Θέλω να είσαι πάντα ευχαριστημένος».

«Γι' αυτό το λόγο την έφερες εδώ, έτσι δεν είναι; Όχι για να της
προσφέρεις βοήθεια. Απλά και μόνο για να μου τη ρίξεις στα
πόδια. Έτσι δεν είναι; Λέγε!»

«Υπερβολές», έκανε η Μ άριον.

Τη σκούντηξε βάναυσα. «Υπερβολές; Τολμάς εσύ να μιλάς για


υπερβολές; Μ προς, λέγε! Γι' αυτό έφερες τη Ραβέλ στο σπίτι;
Επειδή ήξερες πως, αργά ή γρήγορα, θα κατέφευγα σ’ εκείνην για -
για να ικανοποιήσω τις υπερσεξουαλικές μου ανάγκες; Πες μου,
που να σε πάρει! Έτσι δεν το σκέφτηκες; Έτσι δεν το σχεδίασες;»
Την άρπαξε απ’ τα μπράτσα, ταρακουνώντας την για να την
αναγκάσει να τον κοιτάξει.

«Τζεντ, για τ’ όνομα του Θεού, χάνεις κάθε έλεγχο!». Ξέφυγε απ'
το σφίξιμό του, και βάλθηκε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο.
«Γιατί προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ένοχη;»

«Πες μου την αλήθεια, Μ άριον. Αλλιώς, στ' ορκίζομαι, θα φύγω


αμέσως τώρα!»
Τα μάτια της ορθάνοιξαν, γέμισαν πανικό. «Τζεντ, για τ’ όνομα του
Θεού... Ας μην το κάνουμε ζήτημα. Εντάξει, αφού το θέλεις... Ας
πούμε πως το σκέφτηκα κι έτσι! Ικανοποιήθηκες τώρα;»

Και ξαφνικά, η οργή του ξεθύμανε με την ίδια ταχύτητα που είχε
φουντώσει. Έμεινε να την κοιτάζει μ’ απάθεια, σαν να την έβλεπε
για πρώτη φορά, και απλά να την εκτιμούσε πρόχειρα με το μάτι.
«Κάθισε», της είπε ήρεμα. «Ας το συζητήσουμε, εντάξει; Δε γίνεται
τώρα να τ’ αφήσουμε στα μισά».

Η Μ άριον κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σταυρώνοντας τα


πόδια. Ο Τζεντ κάθισε απέναντι της. Το μυαλό του ήταν
ξαφνικά πεντακάθαρο, τέλεια δεκτικό, σαν να είχε ξεφύγει απ’ όλα
τα αδιέξοδα σε μια και μόνη στιγμή αποκάλυψης. Σαν να το είχε
ξεπλύνει εκείνο το φοβερό ξέσπασμα οργής στο πέρασμά του.

«Ας το συζητήσουμε», ξανάπε αργόσυρτα. «Δεν έχει πια νόημα να


κρυβόμαστε. Έφερες τη Ραβέλ στο σπίτι, την έριξες κυριολεκτικά
στην αγκαλιά μου, μόνο και μόνο για να απαλλαχτείς εσύ απ’ τις
υπερβολικές μου απαιτήσεις. Για να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας,
έστω», διόρθωσε, βλέποντας το μορφασμό στο πρόσωπό της. «Για
πες μου στ’ αλήθεια, Μ άριον, δε σ’ ενοχλούσε καθόλου η ιδέα ότι
κοιμόμουνα και με κάποιαν άλλην, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι;»

«Όχι», του είπε ήρεμα, σαν να συζητούσαν για τον καιρό. « Ήξερα
ότι επρόκειτο μόνο για ένα είδος... εκτόνωσης. Δεν είχε καμιά
σχέση μ' εσένα κι εμένα, ή με τα αισθήματά μας. Θα μ’ ενοχλούσε
πολύ περισσότερο αν κατέληγες να δημιουργήσεις κάποιον πιο
ουσιώδη δεσμό. Κι αν μαθευόταν, φυσικά».

«Ώστε αυτό ήταν», έκανε ευγενικά ο Τζεντ. «Φυσικά, τώρα


καταλαβαίνω. Οι πιθανότητες να μαθευτεί
ελαχιστοποιούνταν. Φυσικά. Δεν ήμουνα αναγκασμένος να τρέχω
σε ξενοδοχεία ή γκαρσονιέρες. Ούτε καν σε οίκους ανοχής. Ποιος
θα μπορούσε να με πιάσει επαυτοφώρω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;
Δεν επρόκειτο καν για κάποια καμαριέρα, αλλά για την ίδια την
αδερφή σου. Πρόσωπο υπεράνω υποψίας. Όλα ωραία, ταχτικά
και διακριτικά. Σωστά τα λέω;»

«Τζεντ», του είπε νευρικά, «μην παίρνεις αυτό το ύφος... Στο


κάτωκάτω, σε βόλευε κι εσένα. Ήσουνα ευχαριστημένος με
το διακανονισμό - αρνείσαι ότι ήσουνα ευχαριστημένος; Ήταν
η ιδανική λύση στο πρόβλημά μας!»

«Φυσικά, η ιδανική λύση. Το τέλειο ιψενικό τρίγωνο, και τόσο


εξυπηρετικό... Εγώ ικανοποιημένος, εσύ ήσυχη απ’ όλες τις
απόψεις. Κι ο γάμος μας, πιο θωρακισμένος παρά ποτέ!»

«Αγάπη μου», του είπε με κάτι σαν απελπισία, «μην κάνεις ότι δεν
καταλαβαίνεις... Φοβόμουνα - φοβόμουνα τόσο πολύ ότι θα με
έβρισκες ανεπαρκή... Έτρεμα στην σκέψη ότι μπορεί να έψαχνες
για κάτι άλλο, και μετά να βρισκόσουνα μπλεγμένος στα σοβαρά.
Τζεντ, αγάπη μου, δε θα το άντεχα να δημιουργήσεις δεσμό με
κάποια άλλη γυναίκα. Δε θα το άντεχα να έρθεις μια μέρα και να
μου πεις, “αγαπώ κάποιαν άλλη, και χωρίζουμε”. Ξέρω πόσο
εύκολα μπορεί να εξελιχτεί μια σεξουαλική σχέση σε κάτι πιο »

«Γλυκιά μου», την έκοψε μελιστάλαχτα, «έχεις απόλυτο δίκιο. Το


είδες πολύ σωστά το πράγμα. Θα ήταν αβάσταχτο να σου πω,
“αγαπώ κάποιαν άλλην". Κι ακόμα πιο αβάσταχτο να με πιάσουν
επί τω έργω, και να με κάνουν πρωτοσέλιδο τα σκανδαλοθηρικά
έντυπα. Ή, ακόμα χειρότερα, να σου προκύψει ένα διαζύγιο
καταμεσίς στην περίλαμπρη καριέρα σου. Όλα αυτά τα
καταλαβαίνω περίφημα. Ένα μόνο δεν καταλαβαίνω - πώς ήσουνα
τόσο σίγουρη ότι θα ευοδωνόταν το σχέδιό σου; Ότι θα έβρισκα,
ας πούμε, τη Ραβέλ αρκετά καλή για κανένα σποραδικό
πηδηματάκι; Θα μπορούσε μια χαρά να μην είναι ο τύπος μου ή
εγώ ο δικός της. Θα μπορούσε μια χαρά να μην υποκύψει εκείνη.
Ποιος σου εγγυόταν το αντίθετο;»

Μ ια έκφραση μίσους κι απέραντης περιφρόνησης παραμόρφωσε τα


χαρακτηριστικά της. «Δεν είμαι ηλίθια, Τζεντ. Ξέρω

πώς κάνουν οι άντρες για να κοιμηθούν μαζί της. Τους έχω δει να
την κοιτάζουν. Σαν πεινασμένοι κάνουν. Έχει αυτόν τον φτηνό,
πρόστυχο τύπο που ξεσηκώνει. Υπολόγισα πως - πως δε θα σου
ήταν δύσκολο να τη βρεις ελκυστική για κάτι τέτοιο. Κι υπέθεσα
ότι δε θα σου έλεγε όχι».

«Πώς έτσι;»

Του πέταξε βίαια, σφυριχτά σχεδόν: «Δεν είναι παρά μια φτηνή
πόρνη. Γιατί να πει όχι σ' εσένα; Δεν είχε τίποτα να χάσει, κι όλο
και κάτι θα κέρδιζε, σίγουρα!»

«Σίγουρα. Γιατί να μην πουλήσει και σ’ εμένα το κορμί της, έτσι,


Μ άριον; Ήμουνα σαφώς πιο ευκατάστατος απ' τους
συνηθισμένους της πελάτες. Σ’ ευχαριστώ κιόλας που φρόντισες
να μ' ενημερώσεις έγκαιρα για το ποιόν της. Έτσι, για να μην
έχω καμιά αμφιβολία ότι αν επιχειρούσα, θα δεχόταν χωρίς
αντίρρηση. Καλόν ήταν να ξέρω με τι είχα να κάνω. Για να μη
γίνει κανένα λάθος και της φερθώ με σεβασμό, φαντάζομαι.
Ήθελες να μου δώσεις ακριβώς όσο σπρώξιμο χρειαζόμουνα, έτσι
δεν είναι, γλυκιά μου;»

«Τι θες να πεις;» Έμοιαζε ξαφνικά να περνάει στην αντεπίθεση.


«Μ ε κατακρίνεις επειδή σε πληροφόρησα για το ποιόν της; Νόμιζα
πως θά 'θελες να ξέρεις με ποιαν είχες να κάνεις!»

«Χωρίς αμφιβολία», συμφώνησε ο Τζεντ μελιστάλαχτα. «Αυτό το


μικρό τσουλί, όπως και να το κάνεις, ξεγελάει. Για πες μου κάτι
ακόμα, Μ άριον - δε σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι
θα μπορούσα να δω τη σχέση μου με τη Ραβέλ κάπως... ας
πούμε, σοβαρότερα;»

Του είπε εκνευρισμένη: «Φυσικά και όχι. Μ ’ αυτή την πόρνη; Για
τ’ όνομα του Θεού, Τζεντ, ας σοβαρευτούμε λίγο. Κανείς ποτέ δεν
πήρε τη Ραβέλ στα σοβαρά, αν θες να μάθεις. Σαν βρόμικο ρούχο
την πετούσαν οι άντρες από πάνω τους», παρατήρησε χαιρέκακα.
«Μ πορεί να τη θέλουν όλοι στο κρεβάτι τους, αλλά κανείς ποτέ δε
θέλησε να την κρατήσει. Κι εσύ, αγάπη μου, είσαι πολύ
εκλεκτικός. Τι παραπάνω να ζητούσες από ένα ηλίθιο, ανεγκέφαλο
πορνίδιο; Ξέρω καλά ποιο είδος γυναίκας σου αρέσει, κι η Ραβέλ
οπωσδήποτε δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος». Σηκώθηκε απότομα,
αποφασισμένη να δώσει τέλος σ’ αυτή την “κακόγουστη”, όπως
την είχε χαρακτηρίσει, συζήτηση. «Ξέρω για ποιο πράγμα τη
θέλεις, και ειλικρινά, σε κατανοώ απόλυτα. Μ πορείς να συνεχίσεις
μαζί της, για όσο θέλεις. Από μένα, δε θα έχεις καμιά ανάμιξη σ’
αυτό το θέμα. Θα είμαι εξαιρετικά διακριτική, και δεν πρόκειται να
το αναφέρω ξανά. Κι ούτε θα επηρεαστεί η δική μας σχέση απ’
αυτό το γεγονός, νά ’σαι σίγουρος. Σ’ αγαπώ, Τζεντ, και »

«Μ ' αγαπάς», είπε πνιχτά ο Τζεντ, και τινάχτηκε πάνω. Αυτή τη


φορά, την άρπαξε και την ταρακούνησε μ’ όλη του τη δύναμη.
«Μ ετά απ' όλ’ αυτά - τολμάς να μου λες ότι μ’ αγαπάς; Που να σε
πάρει - είσαι τόσο ηλίθια; Λες τη Ραβέλ ανεγκέφαλη, μα εσύ σπας
όλα τα ρεκόρ κρετινισμού! Μ ' αγαπάς, όταν είσαι πρόθυμη να μου
πλασάρεις μιαν άλλη γυναίκα, μόνο και μόνο για να πάψω να σ'
ενοχλώ με τις σεξουαλικές μου προτάσεις; Είσαι γυναίκα μου,
πανάθεμά σε! Ήσουνα γυναίκα μου. Μ ε πήρες και για το σεξ, όπως
με πήρες και για όλα τ’ άλλα! Ή τουλάχιστον, έτσι θα φανταζόταν
ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Κι έρχεσαι τώρα και μου λες ότι
μ' αγαπάς! Ποτέ δεν ήθελες τον έρωτά μου. Ποτέ δεν το
ευχαριστήθηκες σ’ όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί; Γιατί, που να σε
πάρει; Τόσο απωθητικός σου είμαι; Τι τρέχει μαζί σου; Γιατί
απορρίπτεις το σεξ; Γιατί με παντρεύτηκες, που να σε πάρει;»
Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της όταν του είπε πνιχτά: «Σ’
αγαπώ, Τζεντ... Σε παντρεύτηκα επειδή σ’ αγαπούσα. Σ’ αγαπώ και
σε χρειάζομαι, όσο με χρειάζεσαι κι εσύ. Γιατί θυμώνεις τώρα;»

Την άφησε, αποκαμωμένος. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω, χωρίς


καν να εκπλήσσεται από το γεγονός ότι δεν ένιωθε πια ούτε οίκτο
για κείνην. «Δεν ήθελες ποτέ τον έρωτά μου. Μ ε πήρες για έναν
και μοναδικό λόγο, Μ άριον - για τα λεφτά μου. Για να προωθήσεις
την καριέρα σου. Για να έχεις ένα κορόιδο που θα πλήρωνε την
αναρρίχησή σου στην κορφή. Σου ήμουνα τόσο απωθητικός, που
προτιμούσες να έχω ερωμένη, απ’ το να ενοχλώ εσένα. Είσαι
άρρωστη, Μ άριον, πραγματικά άρρωστη. Δεν αγαπάς παρά μόνο
τον εαυτό σου - και την πολιτική. Κι όσο για το σεξ, δεν έχω ιδέα
βέβαια πού το βρίσκεις, αλλά μπορώ να προβάλλω μερικές βάσιμες
υποθέσεις. Μ ε ποιον το κάνεις, αγάπη μου - με τον γραμματέα
σου; Μ ε τους σκύλους σου; Ή μόνη σου;»

Το χέρι της προσγειώθηκε βίαια στο μάγουλό του, και για λίγα
δευτερόλεπτα, έμεινε να τον κοιτάζει βαριανασαίνοντας, με
τα μάτια να πετάνε σπίθες οργής - και τρέλας. Ύστερα κατέρρευσε
απότομα, σωριάστηκε στο κρεβάτι, και βάλθηκε να κλαίει
με λυγμούς. «Δεν καταλαβαίνεις», έλεγε μέσ’ από τ’
αναφιλητά της. «Δεν μπορείς να καταλάβεις... Δε θέλω σεξ. Δε
θέλω! Ποτέ δεν ήθελα. Δε μ’ ενδιαφέρει... Δε μ’ αρέσουν καν οι
άντρες...»

Την κοίταζε αμίλητος, περιμένοντας υπομονετικά να περάσει το


ξέσπασμά της. Το κλάμα της τον άφηνε ολότελα
ασυγκίνητο. Λυπόταν που της είχε μιλήσει τόσο χυδαία, κι απ’ την
άλλη χαιρόταν που την είχε φέρει έτσι στο σημείο που ήθελε -
στην τελική αποκάλυψη και παραδοχή.

«Δε μ' αρέσουν οι άντρες», έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της η


Μ άριον. «Ποτέ δε μου άρεσαν... Αλλά εσένα σ’ αγαπώ, Τζεντ, στ’
αλήθεια σ’ αγαπώ... Σε έχω ανάγκη».

«Ναι», της είπε κουρασμένα, «Ξέρω». Τον είχε ανάγκη - και


βέβαια τον είχε ανάγκη. Όχι σαν σύζυγο, βέβαια. Δε χρειαζόταν
σύζυγο η Μ άριον, αλλά χρηματοδότη. Ενδεχομένως
και ψυχαναλυτή.

Δεν ήξερε πόσο οφειλόταν αυτή η αρρωστημένη κατάσταση στο


παιδικό της τραύμα, όταν την είχε εγκαταλείψει η μητέρα της, κι
ούτε τον ενδιέφερε στο ελάχιστο. Μ ια υποψία οίκτου γεννιόταν
τώρα μέσα του, αλλά και πάλι, όχι τόσο καθοριστική, που να τον
πείσει ότι άξιζε να θυσιάσει ολόκληρη τη ζωή του γι’ αυτήν την
υστερικά φιλόδοξη και ψυχρή αριβίστρια. Αν η Μ άριον ήταν
διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να φτάσει στην κορφή, αν
γουστάριζε να πηγαίνει με γυναίκες για να τη βρίσκει σεξουαλικά,
αν ήταν ψυχρή σαν παγοκολόνα με το σύζυγό της, τον ίδιο δεν
τον αφορούσε πια καθόλου.

Τον είχε χρησιμοποιήσει ξεδιάντροπα, τον είχε ξεγελάσει με την


υποκριτική της δεινότητα, τον είχε ταπεινώσει όσο ποτέ πριν
κανείς. Κι εκείνος της τα είχε δώσει όλα - την αγάπη του, την
εκτίμησή του, το σεβασμό του, τα λεφτά του - όσα λεφτά της έκανε
κέφι.

Για να μην την πληγώσει, του είχε περάσει απ’ το μυαλό ακόμα κι η
σκέψη να θυσιάσει τη Ραβέλ.

«Γιατί να μπω στο γραφείο σου σήμερα;» ολόλυζε η Μ άριον. «Αν


δεν είχα γυρίσει απρόοπτα, κι αν είχα πάει κατευθείαν στο δωμάτιό
μου, τίποτα δε θα είχε συμβεί...»

«Τίποτα δε συνέβη», έκανε ξερά ο Τζεντ. «Αλλά όπως


καταλαβαίνεις, δεν είναι δυνατόν πια να συνεχίσουμε να ζούμε
μαζί».

Το κλάμα τής κόπηκε με το μαχαίρι. Σήκωσε το λουσμένο στα


δάκρυα πρόσωπό της, και ρώτησε τρέμοντας: «Γιατί;
Εξαιτίας αυτής της... της πόρνης;»

«Ναι, Μ άριον», της είπε κουρασμένα.

«Μ α αφού στο είπα - δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνεις μαζί της! Καθόλου


δε μ’ ενδιαφέρει! Κράτα την όσο θέλεις, όπου θέλεις, φτάνει μόνο
να »

«Κόφτο, Μ άριον», της είπε ξερά. «Χωρίζουμε».

«Χωρίζουμε;» Το στόμα της ανοιγόκλεισε, σαν να προσπαθούσε να


πάρει ανάσα. «Τζεντ, δεν είναι δυνατόν να... Μ ’ αγαπάς και σ’
αγαπώ, έτσι δεν είναι; Γιατί τώρα λες τέτοια πράγματα; Τζεντ, αχ,
Τζεντ...» Πήδηξε απ’ το κρεβάτι, και προσπάθησε να τον
αγκαλιάσει. «Αγάπη μου, τι άλλαξε; Δεν είναι δυνατόν να θέλεις
να χωρίσουμε για κάτι τόσο γελοίο! Κι εγώ τι θα γίνω; Η

καριέρα μου;»

Της είπε ψυχρά, λύνοντας τα μπράτσα της απ' τη μέση του: «Θα
επιβιώσεις μια χαρά, Μ άριον, κι εσύ κι η καριέρα σου. Κι ούτε
θα σου κόψω εντελώς την επιχορήγηση, μη φοβάσαι. Θα
φροντίσω να μην ξεμείνεις από ρευστό στο μέλλον. Δε σ' αγαπώ
πια, αλλά κάποτε σ' αγαπούσα, κι αυτό για μένα μετράει ακόμα».

«Δεν είναι δυνατόν», έκανε πνιγμένα η Μ άριον. «Τζεντ, αγάπη


μου, ποτέ δε θα βρεις άλλην σαν εμένα! Σκέψου το λίγο, Τζεντ -
θα πάρω όπου νά 'ναι το υφυπουργείο... Κάποτε θα
γίνω πρωθυπουργός, Τζεντ - όλοι το λένε. Αγάπη μου, σκέψου τι
θα σημαίνει αυτό για σένα! Σκέψου τη δύναμη, το κύρος, το
όφελος, αν το θέλεις έτσι!»

Την έσπρωξε πάλι πίσω, νιώθοντας ξαφνικά έντονη ναυτία.


«Φαντάζομαι, εκεί ποντάριζες πάντα, Μ άριον. Σου
προσφέρω τώρα, θα μου το ανταποδώσεις στο μέλλον.... Φοβερό
κίνητρο για να μείνουμε μαζί, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Ο
ιδανικός γάμος. Έχεις δίκιο, ποτέ δε θα βρω άλλην σαν εσένα,
αλλά δε νομίζω ότι θα το πάρω και κατάκαρδα αυτό». Της έστρεψε
απότομα την πλάτη, και τράβηξε για την πόρτα.

«Τζεντ - Τζεντ, πού πας;»

Στράφηκε, ίσα για να της πετάξει ξερά: «Να βρω τη Ραβέλ, και να
την πάρω από δω μέσα».

Έτρεξε και τον άρπαξε απ’ το μπράτσο, προσπαθώντας μ' όλες της
τις δυνάμεις να τον τρβήξει πίσω. «Τζεντ, όχι, όχι! Δεν είναι
δυνατόν! Δε θέλεις στ’ αλήθεια να μ' αφήσεις... Για χάρη της; Δεν
μπορεί να το εννοείς!»

«Μ άριον», της είπε ξερά, πολύ κοντά στα όρια της υπομονής του,
«θα σου πω κάτι, κι αν θέλεις πίστεψέ το - δικό σου θέμα. Μ έχρι
που μπήκα εδώ μέσα, ήμουνα διατεθειμένος να κάνω τούμπες για
να με συγχωρήσεις. Ήμουνα σε κατάσταση σοκ, όχι επειδή με είχες
πιάσει επ’ αυτοφώρω, ούτε επειδή φοβόμουνα τις αντιδράσεις σου,
αλλά επειδή σκεφτόμουνα πόσο σε είχα πληγώσει, κι η καρδιά μου
μάτωνε για σένα. Αντιμετώπιζα ακόμα και την προοπτική να
διακόψω με τη Ραβέλ για χάρη σου ακόμα κι αυτό, αφού θέλεις να
το μάθεις. Μ ου πέρασε ακόμα κι αυτό απ' το νου. Και για να
καταλάβεις πόσο μεγάλη θα ήταν αυτή η θυσία, αρκεί να σου πω
ότι δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα όσο την αδερφή σου. Είμαι
τρελός για κείνην, Μ άριον, κι όχι μόνο σεξουαλικά. Είμαι τρελός
απ’ τη μέρα που την πρωτοείδα, πριν ένα χρόνο, στο Ρίο - δεν το
ήξερες αυτό, βέβαια, και τώρα δεν έχω όρεξη για εξηγήσεις».

«Αυτή - αυτή η πόρνη», έκανε ξεψυχισμένα η Μ άριον, αλλά ο


Τζεντ αγνόησε εντελώς τα λόγια της.

«Την αγαπώ - τόσο πολύ, που μου είναι αδύνατο να φανταστώ τη


ζωή χωρίς εκείνη. Κι ωστόσο, για χάρη σου, και για χάρη των
όρκων που δώσαμε στην εκκλησία, μπήκα εδώ μέσα
και σκεφτόμουνα πώς θα τα κατάφερνα να παραιτηθώ απ’
αυτήν, αν μου το ζητούσες. Να παραιτηθώ απ' αυτήν, Μ άριον. Να
παραιτηθώ απ’ το πάθος, απ’ τον έρωτα, απ’ την απόλαυση, απ’
την αίσθηση ότι μια γυναίκα μου δίνει ανεπιφύλακτα το κορμί
και την ψυχή της. Να παραιτηθώ απ’ το σώμα της, να πάψω να
την αγγίζω, να πάψω να τη φιλάω, να πάψω να την ακούω να μου
λέει πόσο μ’ αγαπάει, και πόσο με θέλει σαν άντρα... Κι όλ’ αυτά,
για να μην πληγώσω εσένα».

Σταμάτησε, πήρε βαθιά ανάσα, και πρόσθεσε ξερά πριν βγει απ’ την
πόρτα: «Τώρα ξέρω πως τίποτε δε θ’ άξιζε αυτή τη θυσία. Θα
χωρίσουμε και θα την παντρευτώ, Μ άριον, ακόμα κι αν σε πιάνει
από μια υστερική κρίση την ημέρα. Αλλά για την ώρα, μ’
ενδιαφέρει να την απομακρύνω από σένα. Όχι μόνο για να μπορώ
να περνάω μαζί της κάθε λεπτό της κάθε μέρας, αλλά κι επειδή η
παρουσία σου μου φέρνει μια πολύ δυσάρεστη ναυτία».

Λίγο πιο κάτω στο διάδρομο, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της
Ραβέλ, και πριν την ανοίξει, πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας
απεγνωσμένα να ηρεμήσει. Μ ωρό μου, σκέφτηκε, αγάπη μου, πώς
θα μπορούσα ποτέ να παραιτηθώ από σένα;
Την αγαπούσε με μια πληρότητα που τον εκστασίαζε, και μαζί τον
τρομοκρατούσε με την έντασή της. Κι ως τότε δεν της το είχε πει
ούτε μια φορά, ακόμα κι όταν το έλεγε ο ίδιος στον εαυτό του.

Θα της το έλεγε τώρα. Θα της το έλεγε σ’ όλη τους τη ζωή από κει
και πέρα.

Έστριψε το πόμολο, και μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει.


«Ραβέλ;» έκανε ερωτηματικά, και μετά πήγε να κοιτάξει στο
συνεχόμενο μπάνιο.

Αλλά ήταν κι αυτό εξίσου άδειο, οι ντουλάπες της ήταν άδειες, οι


βαλίτσες της έλειπαν, η Ραβέλ δεν ήταν πουθενά στο σπίτι, κι ούτε
κανείς την είχε δει να φεύγει. Στην έρευνα που έγινε, ανακάλυψαν
ότι έλειπε η παλιά Άλφα Ρομέο απ’ το γκαράζ, αλλά πριν ακόμα
προλάβει να μπει ο Τζεντ στο αυτοκίνητό του για να ορμήσει στο
αεροδρόμιο (ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη
τη στιγμή), ήρθε ο μπάτλερ να του πει πως μόλις είχε τηλεφωνήσει
η μις Τρέγκαρον, και είχε αφήσει μήνυμα για τον κύριο Σέιμουρ.

Έφευγε για το Παρίσι, είχε πει μόνο, και είχε αναγκαστεί να


δανειστεί την Άλφα Ρομέο. Και μετά του είχε δώσει τα στοιχεία
του

γκαράζ όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητο, και ζητούσε συγνώμη που


θα τους έβαζε στον κόπο να στείλουν κάποιον να το πάρει.

Ο Τζεντ οδήγησε σαν τρελός ως το αεροδρόμιο, αγνοώντας


εντελώς το όριο ταχύτητας, και διακινδυνεύοντας σε κάθε στιγμή
να τον σταματήσουν για επικίνδυνη οδήγηση. Αλλά όταν έφτασε
στο αεροδρόμιο, η απογευματινή πτήση για το Παρίσι είχε μόλις
αναχωρήσει, και το μόνο που βγήκε απ’ την τρελή του κούρσα ως
εκεί, ήταν να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι, πως στους επιβάτες
είχε προστεθεί την τελευταία στιγμή η μις Ραβέλ Τρέγκαρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Απ’ την πρώτη κιόλας πρόβα, η Ραβέλ άρχισε να φοβάται πως δε
θα τα κατάφερνε. Η μέση της πονούσε πάλι φοβερά. Τον τελευταίο
καιρό, δεν την είχε πειράξει καθόλου, κι αυτό την είχε ξεγελάσει.
Άρκεσε όμως να σηκώσει το πόδι λίγο πιο ψηλά απ’
το συνηθισμένο, για να νιώσει έναν πόνο σαν σφάχτη στην
πλάτη. Σφίγγοντας τα δόντια, είχε συνεχίσει πεισματικά, αλλά
φυσικά, η απόδοσή της ήταν επιεικώς απαράδεκτη.

Κι όμως, η χορογραφία ήταν πάρα πολύ απλή. Οι μόνες απαιτήσεις


που είχε, ήταν να τινάζουν πότεπότε οι κοπέλες ψηλά τα πόδια
τους, στα βήματα περίπου του κανκαν.

Γυρίζοντας σπίτι μετά την πρόβα, η Ραβέλ βογγούσε απ’ τους


πόνους. Αναγκάστηκε να σταματήσει στο πρώτο φαρμακείο για να
προμηθευτεί παυσίπονα, αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα ειδικά
παυσίπονα που της είχε συστήσει παλιά ο γιατρός. Δεν της τα
έδιναν χωρίς συνταγή, επειδή περιείχαν ναρκωτικές ουσίες, κι
αυτά που είχε βρει δεν ήταν αρκετά δυνατά. Έπρεπε να παίρνει
διπλή και τριπλή δόση για να κάνουν δουλειά, κι όλη την
ώρα ένιωθε παραζαλισμένη, ξεθεωμένη και νυσταγμένη.

Έτσι, στη δεύτερη πρόβα πονούσε λιγότερο, αλλά είχε ένα τέτοιο
γενικό χάλι, που πάλι η απόδοσή της ήταν απαράδεκτη. Έχανε το
ρυθμό, έχανε τα βήματά της. Το κεφάλι της ήταν τόσο θολό, που
δεν άκουγε ούτε τις οδηγίες του χορογράφου. Το μόνο που ήθελε,
ήταν να πέσει ξέπνοη σε μια γωνιά, και να κλείσει τα μάτια.

Ο χορογράφος την έβγαλε τέσσερις φορές απ’ τη γραμμή για να


της κάνει παρατηρήσεις. Την τελευταία φορά, το ύφος του

της είπε σαφώς, ότι θα ήταν όντως η τελευταία.

Και δεν μπορούσε να τη χάσει αυτή τη δουλειά. Ήταν ήδη πολύ


τυχερή που την είχε βρει, στα μισά της σεζόν. Δεν υπήρχε
περίπτωση να βρεθεί άλλη, τουλάχιστον έτσι απλή, και η ίδια
θα ήταν αδύνατο να τα βγάλει πέρα σε μια χορογραφία με
μεγαλύτερες απαιτήσεις. Η εμφάνισή της, το ήξερε, ήταν ένα
σοβαρό πλεονέκτημα, ειδικά στο καμπαρέ, αλλά όχι κι όταν δεν
μπορούσε καθόλου να χορέψει. Ωραίες χορεύτριες ήθελαν οι
άνθρωποι, όχι απλά ωραίες σανίδες.

Έτσι, έσφιξε τα δόντια και συνέχισε, αποφασισμένη να τα βγάλει


πέρα, όσο κι αν πονούσε ή αν νύσταζε, ή ακόμα κι αν πέθαινε
πάνω στη σκηνή, στην προσπάθειά της να τινάξει αρκετά ψηλά τα
πόδια.
Εκείνη τη νύχτα, δεν έκλεισε μάτι απ' τους πόνους. Αλλά στην
τρίτη πρόβα έκανε τόσο υπεράνθρωπες προσπάθειες να τα
καταφέρει, που ακόμα κι ο χορογράφος έπαψε να της
ρίχνει δολοφονικά βλέμματα κάθε δύο λεπτά.

Οι πόνοι ωστόσο γίνονταν όλο και πιο αβάσταχτοι, και τελικά


αναγκάστηκε να πάει στο γιατρό, που της έδωσε συνταγή
για δυνατότερα παυσίπονα, και της σύστησε απόλυτη ανάπαυση για
τουλάχιστον μια βδομάδα.

Απόλυτη ανάπαυση, σκεφτόταν πικρά η Ραβέλ, γυρίζοντας με το


λεωφορείο στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με μια συνάδελφο,
περιστασιακά κι αυτό. Η συμφωνία τους ήταν μόνο για δυο μήνες,
μετά, υποτίθεται, θα πληρωνόταν και θα έψαχνε για δικό της σπίτι.

Και στο μεταξύ, μπορεί να βρισκόταν στη θέση να ψάχνει και για
καινούρια δουλειά.

Δε θα μπορούσε να της συμβεί τίποτε χειρότερο τώρα δα. Της


έμεναν ακόμα λίγα απ’ τα λεφτά που της είχε δώσει η Μ άριον,
παρόλο που είχε πληρώσει απ’ αυτά και το εισιτήριο της
επιστροφής. Θα αρκούσαν ίσως να καλύψουν το μήνα, αν
έκανε πολλή οικονομία και μάθαινε να τρώει σαν σπουργίτι. Αλλά
μετά, έπρεπε με κάθε θυσία να τα επιστρέψει στη Μ άριον. Της είχε
πάρει, έστω και για λίγο, τον άντρα, δεν μπορούσε να της φάει και
τα λεφτά της αποπάνω.

Στο σκοτεινό, έρημο διαμέρισμα, σωριάστηκε στο κρεβάτι κι


έκλαψε μέχρι που πια δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει.

Αχ, Τζεντ, σκεφτόταν, ποτέ, ποτέ δε θα μπορέσω να το


ξεπεράσω...

Δε μετάνιωνε λεπτό για ό, τι είχε συμβεί ανάμεσά τους. Ήταν το


ωραιότερο δώρο που της είχε κάνει ως τότε η ζωή, αλλά το είχε
πληρώσει τόσο ακριβά... Κι ακόμα δεν μπορούσε να ξεχάσει τη
φρίκη εκείνης της πόρτας, με τη σιλουέτα της Μ άριον στο άνοιγμά
της. Πώς της είχε ξεπληρώσει τη βοήθειά της... Ποτέ δε θα
συγχωρούσε τον εαυτό της για τον πόνο που είχε προκαλέσει στη
Μ άριον.

Αλλά ακόμα κι αυτό, θα μπορούσε να το ξεπεράσει με τον καιρό,


αν δεν ήταν ο Τζεντ, η ανάμνησή του καυτή μέσα της, η έλλειψή
του σ' όλα τα επίπεδα, η πληγή που συνέχεια αιμορραγούσε στην
καρδιά της, η αβάσταχτη σκέψη ότι αυτή τη φορά δεν υπήρχε στ'
αλήθεια κανένας τρόπος να ξαναδιασταυρωθούν οι δρόμοι τους.

Έπρεπε να μάθει κάπως να ζει μ’ αυτή τη βεβαιότητα, όπως έπρεπε


να μάθει να χορεύει με τους πόνους στη μέση της, γιατί αλλιώς, κι
αν στο μεταξύ δεν είχε πεθάνει από απελπισία, θα πέθαινε
οπωσδήποτε απ’ την πείνα.

Κι ύστερα, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανακάλυψε ότι ήταν και
έγκυος.

Γύρισε σωστό ράκος στο διαμέρισμα, έπεσε σαν σακί στο κρεβάτι,
και βάλθηκε να κοιτάζει τον τοίχο απέναντί της. Και τώρα,
σκεφτόταν, τώρα τι κάνουμε;

Αν το άφηνε, δε θα προλάβαινε να δουλέψει ούτε δυο μήνες.

Η κοιλιά της θα μεγάλωνε, και θα ήταν αδύνατο έστω να


εμφανιστεί με το υποτυπώδες κοστουμάκι της, πόσο μάλλον να
χορέψει κιόλας.

Άντε, τρεις μήνες το πολύ, επειδή τώρα δα ήταν τόσο αδύνατη, κι


ίσως να μην έδειχνε αμέσως η στρογγυλάδα. Αν μάλιστα συνέχιζε
να τρώει όπως έτρωγε τώρα τελευταία...

Έπρεπε να το ρίξει. Δεν υπήρχε άλλη λύση.

Αλλά δεν μπορούσε να τ’ αποφασίσει. Ήταν το παιδί του Τζεντ, το


μόνο πράγμα που της είχε μείνει απ' τον έρωτά τους, το μόνο που
θα είχε ποτέ απ’ αυτόν, και δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει να το
σκοτώσει.

Δεν μπορούσε.

Συνέχισε να πηγαίνει στις πρόβες, και τώρα δεν πονούσε μόνο,


ζαλιζόταν κιόλας. Μ έχρι που, σε κάποια φάση, συνειδητοποίησε
πως το σόου πιθανότατα θα άρχιζε χωρίς εκείνην, και πως είχε
φτάσει πια στα πιο απύθμενα βάθη της απελπισίας.

Δεν μπορούσε να χορέψει, δεν μπορούσε να κρατήσει το παιδί του


Τζεντ, δεν μπορούσε ούτε να το ρίξει, και προπαντός, δεν
μπορούσε πια να ζήσει χωρίς τον Τζεντ Σέιμουρ. Δεν είχε νόημα
ν’ αγωνίζεται άλλο.

Κι έτσι, στα μισά της προτελευταίας πρόβας, παραιτήθηκε


ολότελα. Αντί να τινάξει ψηλά το πόδι, κουνώντας τους γοφούς
της, αφέθηκε να γλιστρήσει, απαλάαπαλά, και να σωριαστεί

σαν άδειο σακί στο παρκέτο, ανάμεσα στα πόδια που τινάζονταν
και στους γοφούς που λυγιόνταν στο ρυθμό του κανκαν.

Ο Τζεντ μπήκε στο μισοσκότεινο κέντρο, κι έμεινε για λίγο


ακίνητος στην είσοδο, κοιτάζοντας με την καρδιά να γοργοχτυπάει
τη φωτισμένη πίστα. Ο άντρας που τον είχε πάει ως εκεί (είχε
πάρει ένα τεράστιο φιλοδώρημα για να τον βάλει μέσα), είχε
εξαφανιστεί διακριτικά. Δεν ήταν ωστόσο μόνος στο μαγαζί.
Υπήρχαν εκεί όλοι οι συντελεστές του σόου, και στην πίστα, κάτω
απ' τους προβολείς, έκανε πρόβα ένα μπαλέτο από νεαρές,
μισόγυμνες κοπέλες.

Τελικά, οι Ντιπρέ και Λεκλέρκ είχαν κάνει καλή δουλειά. Σ'


ολόκληρο το Παρίσι, είχαν εντοπίσει σχετικά γρήγορα τη Ραβέλ
Τρέγκαρον.

Τώρα την κοίταζε να χορεύει ανάμεσα στ’ άλλα κορίτσια, και του
φαινόταν ότι η καρδιά του θα έσπαγε από αγάπη, κι απ’ τη λαχτάρα
του να ορμήσει και να την πάρει στην αγκαλιά του.

Δεν όρμησε, ωστόσο. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η πρόβα


και ν’ ανάψουν όλα τα φώτα. Λίγα λεπτά ακόμα, σκεφτόταν, και
μετά θα έχουμε μπροστά μας όλη μας τη ζωή... Δε θα την
ξαναφήσω ποτέ να φύγει από κοντά μου. Ποτέ. Ούτε για μια μέρα.
Δε γίνεται να ξαναζήσω αυτό το μαρτύριο. Την επόμενη φορά δε
θα το αντέξω.

Δεν τολμούσε καν να διανοηθεί πόσο την αγαπούσε. Είχε την


εντύπωση πως, αν καθόταν ποτέ να συνειδητοποιήσει το μέγεθος
και την ένταση των αισθημάτων του, θα πανικοβαλόταν.

Έμεινε να την κοιτάζει, σφιγμένος απ’ την υπερένταση,


παρατηρώντας πόσο πιο αδύνατη και εύθραυστη έδειχνε τώρα,
απολαμβάνοντας γι’ άλλη μια φορά την ομορφιά της - ξεχώριζε με
την πρώτη ματιά ανάμεσα στ’ άλλα κορίτσια - και με την ξαφνική
σκέψη ότι πρέπει να πονούσε ακόμα η μέση της, αλλιώς δεν
εξηγιόταν αυτή η παράδοξη δυσκαμψία, αυτή η αιφνίδια απώλεια
του ρυθμού και του χρόνου, η επιβράδυνση στην κίνηση, σαν να
είχε περάσει ξαφνικά, αυτή μόνο απ’ τις άλλες κοπέλες, σε
σλόουμόσιον.

Στο επόμενο δέκατο δευτερολέπτου, συνειδητοποίησε τι


συνέβαινε και τινάχτηκε μπροστά, ορμώντας προς την πίστα για να
προλάβει να την αρπάξει, τη στιγμή κιόλας που η
Ραβέλ Τρέγκαρον σωριαζόταν στο παρκέτο σαν σπασμένο
λουλούδι.

Στο σχετικό χάος που ακολούθησε, με τις κοπέλες του μπαλέτου


να σταματάνε η μια μετά την άλλη γύρω της, με το χορογράφο να
φωνάζει δυνατά, χειρονομώντας, και με τους υπόλοιπους που
βρίσκονταν στην αίθουσα να πλησιάζουν με περιέργεια στην πίστα,
ο Τζεντ πέρασε, σπρώχνοντας με δύναμη όποιον έμπαινε στο
δρόμο του, κι έσκυψε πάνω απ’ το ακίνητο σώμα της, με την ψυχή
στο στόμα.

Τρέμοντας απ’ την αγωνία, έψαξε πυρετικά για το σφυγμό της, με


το μπράτσο του περασμένο κάτω απ’ το κεφάλι της, κι ίσα που
αντιλήφθηκε ότι κάποιος έσκυβε δίπλα του κρατώντας μια
βρεγμένη πετσέτα. Πήρε το υγρό πανί και της σκούπισε το μέτωπο.
Η Ραβέλ στέναξε αχνά, χωρίς όμως ν' ανοίξει τα μάτια.

«Έγκυος θά ’ναι», είπε μια απ’ τις κοπέλες στα γαλλικά, δίπλα του,
αλλά την αγνόησε, όπως αγνοούσε κι όλους τους υπόλοιπους γύρω
του. Κι όπως μια φορά στο Ρίο, πέρασε τα μπράτσα του κάτω απ’
το σώμα της Ραβέλ, την ανασήκωσε και την κράτησε σφιγμένη
πάνω στο στήθος του. Τράβηξε προς την πόρτα σχεδόν στα τυφλά,
με τα μάτια καρφωμένα στο χλομό πρόσωπο του κοριτσιού,
ελπίζοντας ότι θα την έβλεπε ν’ ανοίγει τα μάτια, κι αδιαφορώντας
εντελώς για τον τύπο που προσπαθούσε να του κλείσει το δρόμο.

«Ε, κύριος, τι νομίζεις ότι κάνεις; Πού πας; Άσ’ την κοπέλα
κάτω!»

Του είπε παγερά: «Φύγε από μπροστά μου», κι όταν ο Τζεντ


Σέιμουρ μιλούσε μ’ αυτόν τον τόνο, θα έπρεπε να είναι
κανείς πολύ θαρραλέος για να τον αγνοήσει. Τώρα ο άντρας
έτρεχε από πίσω του, και προς το μέρος του ερχόταν ο θυρωρός,
σαν να προσπαθούσαν οι δυο τους να τον περικυκλώσουν πριν
τους φύγει. Στο θυρωρό, ο Τζεντ πέταξε ξερά: «Πάρε τα κλειδιά
απ’ την τσέπη μου, και πήγαινε φέρε το αυτοκίνητό μου απ’ το
στενό. Μ ια μαύρη σπορ Μ ερσεντές είναι». Κι επειδή πίσω απ’
τα λόγια του υπήρχε όλο το κύρος και η πειθώ της
πραγματικής δύναμης, ο θυρωρός δεν κάθισε να το σκεφτεί ούτε
λεπτό.

Τα πόδια του έτρεμαν, όχι από το βάρος της Ραβέλ - ποτέ δεν του
είχε φανεί ελαφρότερη - αλλά απ’ την αγωνία. Κάθισε σε μια
καρέκλα δίπλα στην έξοδο, κρατώντας την συνέχεια σφιχτά στην
αγκαλιά του, παρακολουθώντας το ρυθμό της ανάσας της, το
χρώμα που επέστρεφε λίγολίγο στο πρόσωπό της. Ένιωθε, χωρίς
στην ουσία να τους βλέπει, τους ανθρώπους γύρω τους. Πίσω
στην πίστα, τα κορίτσια είχαν σταματήσει, και παρακολουθούσαν
με περιέργεια.

Κάποια καινούρια φωνή του είπε, «με συγχωρείτε, κύριε, αλλά δεν
μπορείτε να πάρετε έτσι το κορίτσι! Ποιος είστε, τέλος πάντων,
και τι θέλετε; Πώς μπήκατε εδώ μέσα;»
Ο Τζεντ σήκωσε τα μάτια, και του είπε παγερά: «Δικό σου είναι το
μαγαζί;» Κι όταν ο άλλος έγνεψε ναι με το κεφάλι, εκείνος
συνέχισε με τον ίδιο πολικό τόνο: «Είμαι ο Τζεντ Σέιμουρ, κι αυτή
εδώ είναι η γυναίκα μου. Δεν έχω ιδέα τι της κάνατε και τη φέρατε
σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά δε νομίζω πως θα δυσκολευόμουνα
πολύ να το ανακαλύψω. Φαντάζομαι δεν έχεις διάθεση για
φασαρίες - ή κάνω λάθος;»

Κανείς δεν τόλμησε να του πει κουβέντα από κει και πέρα.
Κάποιος είπε μόνο να φέρουν γρήγορα νερό για την κοπέλα, και
ένα ποτό για τον κύριο Σέιμουρ.

Αλλά ο Τζεντ δεν τους άκουσε. Στην αγκαλιά του, η Ραβέλ


σάλεψε ελαφρά, οι μακριές μαύρες της βλεφαρίδες τρεμόπαιξαν,
και σιγάσιγά, άνοιξε τα μάτια. Για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζε
θολά, ύστερα μουρμούρισε, σαν σε όνειρο: «Τζεντ... ω, Τζεντ, πού
βρισκόμαστε;»

«Κάπου που είμαστε μαζί», της είπε μαλακά, κι ένα μεθυστικό


κύμα ανακούφισης τον τύλιξε, ζαλίζοντάς τον σχεδόν. Δεν ήξερε
τι τρελές υποθέσεις είχε κάνει ως εκείνη τη στιγμή, δεν τολμούσε
καν να τις ομολογήσει στον εαυτό του, αλλά είχε στ’ αλήθεια
τρομοκρατηθεί απ’ τη λιποθυμία της. Τα πάντα είχαν περάσει
εκείνη τη στιγμή απ’ το μυαλό του - κρίση σκωληκοειδίτιδας,
εξάντληση απ’ την πείνα, υπερβολική δόση βαρβιτουρικών...
ακόμα και ανακοπή καρδιάς.
Τώρα τα μάτια της βυθίζονταν στα δικά του, θολά ακόμα κι
απόμακρα, η ανάσα της ήταν πάλι φυσιολογική, το χρώμα είχε
γυρίσει στο πρόσωπό της, και κάτι σαν υποψία χαμόγελου
αχνοφαινόταν στα χείλια της. Δίπλα του, ο θυρωρός του
έτεινε πίσω τα κλειδιά του. «Εντάξει το αμάξι, κύριε».

«Βάλ' τα στην τσέπη μου», του είπε ο Τζεντ, χωρίς να πάρει λεπτό
τα μάτια του απ’ το πρόσωπο της Ραβέλ. Κάποιος είπε, «το νερό,
κύριε», αλλά τον αγνόησε. «Τζεντ», είπε αδύναμα η κοπέλα, «ω,
Τζεντ... τι κάνεις εδώ;»

Μ ια αρχή χαμόγελου φάνηκε και στα δικά του χείλια. «Δεν ξέρεις;
Φροντίζω τα συμφέροντά μου. Ήρθα να δω πώς θα πάρω πίσω όσα
έχω επενδύσει σε σένα».

Στο νοσοκομείο όπου την πήγε, ο γιατρός τον βεβαίωσε ότι η


λιποθυμία της είχε προέλθει προφανώς από ένα συνδυασμό άδειου
στομαχιού, κούρασης, πόνου, και κάποιας φυσιολογικής ζαλάδας.

«Φυσιολογικής ζαλάδας;» έκανε ο Τζεντ, απορημένος, κι ο γιατρός


χαμογέλασε.

«Δεν το ξέρατε, ε; Η κυρία έκλεισε το δεύτερο μήνα. Όλα


φυσιολογικά, πάντως, μην ανησυχείτε. Καλόν όμως θα ήταν να
προσέχει περισσότερο αυτές τις ναυτίες. Είναι απόλυτη ανάγκη να
συνεχίσει να χορεύει;»
«Όχι», είπε ο Τζεντ, τρίζοντας ενδόμυχα τα δόντια απ’ το κακό
του. «Δε νομίζω ότι υφίσταται καμιά τέτοια ανάγκη, και θα το
ταχτοποιήσω αυτό το θέμα χωρίς καθυστέρηση». Ύστερα μάζεψε
τη Ραβέλ, που φορούσε ακόμα εκείνο το γελοίο κοστούμι με τα
φτερά στο βρακάκι και με το υποτυπώδες σουτιέν, της φόρεσε πάλι
το σακάκι του, και την πήγε σχεδόν σηκωτή στο αυτοκίνητο. Θα
τη σκοτώσω, σκεφτόταν βράζοντας απ’ την οργή. Δύο μηνών - κι
αντί να έρθει σ’ εμένα, πήγαινε και χόρευε σ’ εκείνο το καταγώγιο,
με κίνδυνο να πέσει να τσακιστεί, ή να κάνει καμιά ζημιά στο
μωρό, ή ακόμα και να το χάσει ολότελα. Κι ούτε καν έτρωγε
κανονικά, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Αδειανό στομάχι, είχε
πει ο γιατρός, αλλά δε χρειαζόταν να του το πει κάποιος, για να
αντιληφθεί και μόνος του τι είχε προκαλέσει αυτό το βαθούλωμα
στα μάγουλά της, τις σκιές κάτω απ’ τα μάτια, τα παΐδια της που
πετάγονταν, σαν να λιμοκτονούσε.

Ο Θεός μόνο ήξερε πόσον καιρό είχε να φάει σαν άνθρωπος.


Μ έσα σε ένα μήνα είχε μείνει η μισή, τα μπράτσα της έμοιαζαν με
υποσιτισμένου παιδιού, τα μπούτια της, για πρώτη φορά όσο τη
θυμόταν, έκαναν κενό μεταξύ τους. Αν μπορούσε, θα τη γύριζε
μπρούμυτα, και θα της έριχνε στον πισινό το ξύλο της χρονιάς της.

Όλη του όμως η οργή έσβησε όταν την έβαλε πάλι στη Μ ερσεντές,
και στράφηκε να την κοιτάξει. Το χρώμα της τώρα είχε ζωηρέψει,
και στα μάτια της καθρεφτίζονταν πράγματα που έκαναν την
καρδιά του να λιώνει κυριολεκτικά στο στήθος του. Κι έτσι, αντί
να της βάλει τις φωνές, ή ακόμα και να της δώσει εκείνο το γερό
χέρι ξύλο που σκεφτόταν, την τράβηξε μ’ ένα βαθύ στεναγμό στην
αγκαλιά του, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, κι είπε
πνιχτά: «Δεν είχες σκοπό να μου το πεις, έτσι δεν είναι;»

«Τζεντ», του ψιθύρισε αδύναμα, «σε παρακαλώ, Τζεντ, μην το


παίρνεις τόσο στα σοβαρά... Ειλικρινά, μπορώ να βρω μια λύση και
μόνη μου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπλεχτείς εσύ σ' αυτό...
Πίστεψέ με, δε θεωρώ »

«Είσαι τρελή;» τη ρώτησε πνιχτά. «Τι είναι αυτά που μου λες;»

«Δεν είχα σκοπό να σου δημιουργήσω προβλήματα. Δεν έχεις


καμιά υποχρέωση »

«Κάνε μου τη χάρη», της είπε κοφτά, «κάνε μου τώρα τη χάρη να
μην ξαναπείς λέξη μέχρι να πάμε στο ξενοδοχείο μου. Κι εκεί, νά
σαι σίγουρη, θα βρούμε χωρίς δυσκολία ποιος έχει
ποια υποχρέωση».

Στο ξενοδοχείο του, την πέρασε μπροστά απ’ τη ρεσεψιόν, χωρίς


να δίνει δεκάρα για το τι θα σκέφτονταν οι υπάλληλοι βλέποντάς
τον να επιστρέφει μ' ένα κατάχλομο, εμφανώς ταλαιπωρημένο
κορίτσι, που φορούσε ένα ανεκδιήγητο σύνολο από φτερά,
διχτυωτές κάλτσες, τακούνια δέκα πόντων, και αντρικό σακάκι
του Καρντέν. Είχε μια σουίτα στον τελευταίο όροφο, κι εκεί την
έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, τη σκέπασε προσεχτικά, κι έκατσε
δίπλα της, παίρνοντας το χέρι της στο δικό του.

Τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα. «Ω, Τζεντ»,


μουρμούρισε αδύναμα, «δεν ήθελα να το μάθεις...» Μ ετά είπε:
«Πώς με βρήκες;» Και μετά είπε: «Ω, Τζεντ, γιατί ήρθες;
Προσπαθούσα να το ξεπεράσω...»

Τη ρώτησε πνιχτά: «Το ξεπέρασες;»

Του κούνησε αρνητικά το κεφάλι, πνιγμένη στα δάκρυα.

«Ούτε εγώ». Έφερε το λεπτό της χέρι στα χείλια του. «Κι ούτε θα
υπήρχε καμιά περίπτωση ποτέ να το ξεπεράσω. Είμαι τρελός για
σένα, όσο ήμουνα πάντα. Από εκείνη τη νύχτα στο Ρίο». Ύστερα
ένιωσε πως αυτό δεν ήταν αρκετό, κι είπε σιγανά: «Είμαι τρελός
από έρωτα. Σ’ αγαπώ περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, Ραβέλ.
Είναι τόσο απλό - δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου. Να γιατί ήρθα».

Του άπλωσε βουβή τα μπράτσα, κι αυτός την τράβηξε ολόκληρη


στην αγκαλιά του. Για λίγο έκλαιγε αμίλητη στα μπράτσα του,
ύστερα είπε ανάμεσα στους λυγμούς της: «Ούτε εγώ μπορώ να
ζήσω μακριά σου. Σήμερα είχα φτάσει στο τέλος... Δε μ’ ένοιαζε
πια τίποτα. Τόσες μέρες πάλευα, έσφιγγα τα δόντια, έλεγα εντάξει,
κάπως θα τα βγάλω πέρα... Σήμερα κατάλαβα ότι δε μ’ έπαιρνε
άλλο. Δε μ’ ένοιαζε πια τίποτα, ούτε η δουλειά, ούτε πώς θα τα
κατάφερνα, ούτε τίποτα. Δεν είχα ιδέα τι θα γινόταν από κει και
πέρα, δε μ’ ένοιαζε πια. Έκλεισα τα μάτια κι είπα, αυτό είναι.
Παραιτούμαι. Δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι».
Της είπε πνιχτά: «Ελπίζω να μη σου πέρασε απ’ το νου να κάνεις
καμιά ανοησία».

«Ειλικρινά δεν ξέρω τι μου πέρασε απ’ το νου. Δεν μπορώ να σου
εξηγήσω πώς ένιωσα... Σαν να μη μ’ ενδιέφερε πια τίποτα, ούτε η
μέση μου, ούτε το μωρό, ούτε αν θα ξανάτρωγα από κει και πέρα...
Δε γινόταν να ζήσω χωρίς εσένα. Δε γινόταν να το ξεπεράσω. Θα
κάνω ό, τι θέλεις εσύ, Τζεντ... Αν με θέλεις ακόμα, αν έρχεσαι
πότεπότε να με βλέπεις, θα είναι εντάξει για μένα. Φτάνει μόνο να
έχω μια ελπίδα... Δε θα σου φέρω δυσκολίες, δε θα έχω καμιά
απαίτηση. Κι όσο για το μωρό, στ’ ορκίζομαι, θα το ρίξω αμέσως.
Ποτέ δε θα μου περνούσε καν απ’ το μυαλό να σε μπλέξω σε κάτι
τέτοιο. Δεν ήθελα να το μάθεις ήταν ατυχία που βρισκόσουνα εκεί
όταν...»

«Είσαι τρελή», της είπε μ’ ένα πνιχτό βογγητό. «Τι στο διάβολο
μου λες τόση ώρα; Δεν κατάλαβες τίποτα - ή δε θέλεις να
καταλάβεις;»

Οι λυγμοί τής ξέσκιζαν το στήθος, όταν κατάφερε να ψελλίσει με


κόπο: «Ξέρω τι κακό έκανα ήδη στις σχέσεις σου με τη Μ άριον.
Δε θέλω, ειλικρινά δε θέλω να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο... Δεν έχεις
καμιά υποχρέωση απέναντι μου - εγώ σου χρωστάω τα πάντα. Αν
θέλεις να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, να μην υπάρξει το παραμικρό
πρόβλημα στο μέλλον, θα το ρίξω αύριο κιόλας».

Της είπε βραχνά: «Αν τολμάς, ρίξ’ το. Αλλά δε θα ευθύνομαι μετά
εγώ για τις συνέπειες».

«Δεν είχα σκοπό...» Και μετά, σαν να διαπέρασαν τα λόγια του τη


σύγχυση που επικρατούσε στο μυαλό της, σταμάτησε με κομμένη
την ανάσα. «Τζεντ;» έκανε ερωτηματικά.

«Δεν κατάλαβες τίποτα», της είπε μ’ ένα βαθύ στεναγμό, και τη


φίλησε επιτέλους αχόρταγα, παθιασμένα, βαθιά στα χείλια. Όταν
την άφησε, ξέπνοος, της είπε πνιχτά: «Τίποτα. Προσπαθώ να σου
δώσω να καταλάβεις, κι εσύ έχεις πιαστεί από μια ηλίθια ιδέα, και
την πιπιλάς σαν καραμέλα. Ηρέμησε τώρα και άκουσέ με, γιατί δεν
έχω διάθεση να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια: Δε θα σ’ αφήσω
για κανένα λόγο να ρίξεις το παιδί μας. Σε λίγο καιρό θα βγει το
διαζύγιό μου, και μόλις βγει, σε μισή ώρα θα έχουμε παντρευτεί οι
δυο μας. Μ η με ρωτάς τι και πώς, δεν έχω όρεξη να μιλήσω γι’
αυτό τώρα. Και μη φαντάζεσαι ότι εσύ ήσουν η αιτία - το
πολύπολύ να πεις ότι ήσουν η αφορμή. Δεν έχει πια σημασία. Το
μόνο που θέλω να καταλάβεις μια για πάντα, είναι ότι σ’ αγαπώ
περισσότερο κι απ’ την ίδια τη ζωή μου, κι αν μ’ αγαπάς κι εσύ
λιγάκι, σκοπεύω να μη σε ξαναφήσω λεπτό από κοντά μου. Εσένα,
το μωρό, τα μωρά - τέλος πάντων, όσα μωρά μας κατέβει να
κάνουμε. Συνεννοηθήκαμε τώρα;»

«Τζεντ», έκανε σαν χαμένη η Ραβέλ. Δεν μπορούσε προφανώς να


πει τίποτ’ άλλο, γιατί συνέχισε να λέει τ’ όνομά του ακόμα κι όταν
την έβαλε κάτω, κι επιτέλους, επιτέλους, της έκανε έρωτα με
απερίγραπτη πείνα, σαν να μην είχε ξαναπάει ποτέ με γυναίκα στη
ζωή του. Όταν τέλειωσε, έγειρε στο πλάι για να μην τη συνθλίβει
με το βάρος του, και χωρίς να βγει απ’ τη ζέστα του

κορμιού της, της ξανάπε αχνά: «Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε;»

Το χαμόγελό της ήταν το γλυκύτερο πράγμα που είχε δει εδώ κι


ένα μήνα. Τα μάτια της τον κοίταζαν αποχαυνωμένα, βαριά από
έρωτα κι επιθυμία. Της πήρε το πρόσωπο στα χέρια του, κι είπε
σπασμένα: «Είσαι όλη μου η ζωή, Ραβέλ. Το τέρμα του δρόμου, ο
παράδεισός μου... Είσαι το κορίτσι μου, η αγάπη μου, η γυναίκα
μου, το άλλο μου μισό. Δεν υπάρχει πια τίποτε που να μπορεί να
μας χωρίσει». Ήταν σαν βάλσαμο να βλέπει αυτό το ολόλαμπρο
φως της ευτυχίας στα μάτια της. Ύστερα, σαν να πέρασε μια σκιά
απ’ τα καταγάλανα βάθη τους, και τον ρώτησε σιγανά: «Κι η
Μ άριον; Τι θ' απογίνει;»

«Η Μ άριον θα είναι μια χαρά», την ενημέρωσε κοφτά. «Της


άφησα το σπίτι στο Λονδίνο, το σπίτι στο Γιορκσάιρ, μετοχές όλων
των ειδών, κι ένα τεράστιο λογαριασμό στην τράπεζα. Μ ου
κόστισε τελικά πολύ περισσότερο απ’ όσο αξίζει, αλλά θεώρησα ότι
ήταν ένας καλός τρόπος να την παρηγορήσω για το χωρισμό μας.
Και τουλάχιστον την τελευταία φορά που την είδα,
όταν καταλήξαμε στο διακανονισμό, δεν έδειχνε καθόλου
απαρηγόρητη».

«Τη λυπάμαι», είπε αχνά η Ραβέλ. «Της έκανα μεγάλο κακό, ενώ
εκείνη είχε σπεύσει να με βοηθήσει...»
«Αυτό ας το συζητήσουμε κάποια άλλη φορά», της είπε κοφτά,
αλλά ο τόνος του μαλάκωσε όταν την κοίταξε στα μάτια. «Μ η
μετανιώνεις, εντάξει;»

«Δε μετανιώνω», είπε με κόπο η Ραβέλ. «Δε μετανιώνω καθόλου,


κι αυτό είναι απαίσιο εκ μέρους μου - δεν είναι; Αλλά σ’ αγαπώ
τόσο πολύ, Τζεντ, τόσο, τόσο πολύ, που δε θα μετάνιωνα ποτέ για
τίποτα μαζί σου...»

Της είπε τρυφερά: «Δε θα σου αφήσω ποτέ περιθώρια να


μετανιώσεις. Θέλω να είμαστε μαζί, κι ευτυχισμένοι. Θέλω ν’
αγαπιόμαστε έτσι για πάντα. Θέλω να συνεχίσεις να μου δίνεσαι μ’
αυτόν τον τρόπο, να μπαίνω μέσα σου και ν’ απολαμβάνω
κάθε πόντο του κορμιού σου, να τελειώνω μαζί σου και να
ξαναρχίζω μετά από δέκα λεπτά. Κι όλη την ώρα, να νιώθω ότι εσύ
κι εγώ αγαπιόμαστε τόσο, που έχουμε γίνει ένα. Πως δε
χρειάζονται πια λόγια μεταξύ μας, πως φτάνει ένα άγγιγμα, ένα
φιλί, μια πράξη έρωτα... Όταν στο κάνω, θέλω να το νιώθεις σαν
την υπέρτατη έκφραση αγάπης... Και θα στο κάνω τόσο συχνά
από δω και πέρα, που θα με παρακαλάς να σταματήσω».

«Μ ην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό», του αντιγύρισε ευτυχισμένη,


κι αναδεύτηκε σαν γάτα. Τράβηξε από πάνω του τα σκεπάσματα,
για να τον κοιτάξει με την ησυχία της. «Θεέ μου, τι όμορφος που
είσαι», είπε βραχνά. «Το σώμα σου - αχ, Τζεντ,

πόσο όμορφο είναι το σώμα σου... Ήθελα τόσο να το δω μια φορά


στο φως της μέρας...»

«Δες το τώρα», της αποκρίθηκε με κόπο. Ήξερε για πού


κατευθύνονταν τα χείλια της, κι ήξερε επίσης πόση ώρα θα του
έπαιρνε για να ξαναγίνει στητός για χάρη της. Ήξερε πόσο γρήγορα
θα τον άναβαν τα χείλια, τα χέρια της, τα βογγητά της. Ήξερε
πόσο βαθιά θα ήταν η ηδονή και για τους δυο τους, όταν θα τη
γύριζε μπρούμμυτα και θα την έπαιρνε από πίσω, σφυροκοπώντας
τα σπλάχνα της με την πρωτόγονη ορμή του, μ’ όλη τη δύναμη του
ορθωμένου του φαλλού, κι όλη την ξέφρενη επιθυμία που θέριευε
μέσα του. Είχε ξαναδεί το πρόσωπό της να συσπάται απ' την
ηδονή, το σώμα της να συστρέφεται σπασμωδικά όσο την κάρφωνε
το δικό του πάνω στο κρεβάτι. Αλλά δεν την είχε ξανακούσει ποτέ
μέχρι τότε να φωνάζει έτσι ελεύθερα στο ξέσπασμά της, για μια
φορά χωρίς το φόβο πως κάποιος θα μπορούσε να τους ακούσει.
Ήπιε τα λόγια του πάθους της σαν να ήταν το γλυκύτερο ερωτικό
ελιξήριο, κι ύστερα έκλεισε τα μάτια, κι αφέθηκε βογγώντας πνιχτά
στους σπασμούς της ηδονής.

«Σ’ αγαπώ», του ψιθύριζε η Ραβέλ, φιλώντας τον παθιασμένα σ’


όλο του το πρόσωπο. «Σ’ αγαπώ, άντρα μου, αγαπημένε μου, σ’
αγαπώ... Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα για σένα, Τζεντ...»

«Και το χορό;» τη ρώτησε με κόπο, βαριανασαίνοντας ακόμα απ’


την ερωτική έκσταση.

«Πρώτ’ απ’ όλα», του αποκρίθηκε σταθερά. «Δεν υπάρχει πια


άλλη αγάπη στη ζωή μου, εκτός από σένα και το... το
μακρυνάρι μας».

Τον πήραν τα γέλια. «Εγώ ένα κι ενενηνταπέντε, εσύ ένα κι


ογδονταδύο... Πόσο λες να φτάσει; Δύο και δέκα;»

«Πολύ πιθανόν», είπε γελώντας η Ραβέλ. Πότε την είχε


ξανακούσει να γελάει τόσο ξένοιαστα, αναρωτήθηκε με την καρδιά
του να σφίγγεται από ένα παράφορο κύμα αγάπης. «Μ πορεί όμως
και παραπάνω. Κι αν είναι αγόρι, πάει καλά, αν όμως
είναι κορίτσι;»

«Αυτό θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα


σοβαρότητα», είπε ο Τζεντ, πνιγμένος στα γέλια. «Αλλά μέχρι να
μας προκύψει, τι λες, να πεταχτούμε στο Ρίο;»

«Στο Ρίο;»

«Πρέπει να πάω να ρίξω μια ματιά σ’ εκείνο το ταλαίπωρο το


φράγμα. Κάπου κόλλησαν πάλι οι εργασίες - κάπου κολλάνε κάθε
δέκα μέρες, που να τους πάρει. Μ ετά όμως - μετά, μωρό μου,
μπορώ να ξεκλέψω πέντε ολόκληρες μέρες. Κι έλεγα
να πεταγόμασταν μέχρι τη Μ αρτινίκα. Έχω ένα σπίτι εκεί —
ένα σπίτι που θα σου ταιριάζει απόλυτα. Αν σ’ αρέσει, θα το
κρατήσουμε. Αν δε σ' αρέσει, θα βρούμε κάτι άλλο».

«Ω, Τζεντ», έκανε η Ραβέλ. «Ω, Τζεντ... Γιατί είσαι τόσο


υπέροχος μαζί μου;»
«Επειδή είσαι η ζωή μου», της είπε σιγανά. «Και μετά, φυσικά, θα
πρέπει να ψάξουμε και για κάποια μόνιμη κατοικία... Μ έσα, έξω απ'
το Λονδίνο - εσύ θα μου πεις πού. Θα διαλέξεις ό, τι θέλεις, όπου
θέλεις - όσα και όποτε θέλεις».

«Δε θέλω παρά μόνο εσένα... Τίποτε περισσότερο».

Τη φίλησε αχόρταγα. Ύστερα έκανε πίσω, προσπάθησε να πάρει


βαθιά ανάσα και να ηρεμήσει. «Έλεγα λοιπόν να φεύγαμε απόψε,
αλλά στο μεταξύ σκέφτηκα πως ίσως θα ήταν πιο φρόνιμο να σε
ταΐσω πρώτα, πριν αρχίσω να σε περιφέρω στην υφήλιο. Αν φας
τρία γεύματα σήμερα, κι άλλα δύο αύριο μέχρι το μεσημέρι, θα
σταθείς αρκετά στα πόδια σου για να φύγουμε το απογευματάκι;»

«Τζεντ, αγαπημένε μου», του είπε βραχνά, «πώς υπολογίζεις να με


ταΐσεις, αν δε σταματήσουμε να το κάνουμε κάθε μισή ώρα; Δεν
έχουμε αρκετό χρόνο ενδιάμεσα. Δεν προλαβαίνουμε ούτε να
πλυθούμε!»

«Τώρα δα δεν το κάνουμε», της δήλωσε με αξιοπρέπεια. «Όχι, όχι


ακριβώς, αλλά... είναι εντελώς έτοιμο για να το κάνουμε πάλι».
Μ ε το χέρι της, άγγιξε χαϊδευτικά το επίμαχο σημείο.

«Αγνόησέ το», της είπε μ’ ένα βαθύ στεναγμό, φέρνοντας αθέλητα


τη λεκάνη του προς τους γλουτούς της. «Πες πως δεν το είδες...
Ας υποκριθούμε πως δεν υπάρχει, εντάξει;»

«Όχι», είπε πνιχτά η Ραβέλ. «Δε γίνεται να υποκριθούμε πως δεν


υπάρχει, όταν... όταν - ω, Θεέ μου, όταν... το - βάζεις εκεί...»

«Αν πεινάς πολύ», βόγγηξε στ' αυτί της ο Τζεντ, κι είχε αρχίσει
κιόλας να κουνιέται ρυθμικά μέσα της, «αν όντως πεινάς πολύ»,
και τα χέρια του βρέθηκαν, το ένα στο στήθος της και το άλλο στο
ευαίσθητό της σημείο, «μπορώ σε κάθε στιγμή να το βγάλω πάλι...»

Μ ’ ένα βογγητό πάθους, η Ραβέλ έσπρωξε με δύναμη το σώμα της


προς το μέρος του, παίρνοντάς τον ολόκληρο στα σωθικά της.
Μ ια πνιχτή κραυγή της ξέφυγε, το σώμα της τρεμούλιασε απ' την
ηδονική αίσθηση.

«Δεν πεινώ», μουρμούρισε βραχνά, κι έγινε μια μπαλίτσα στην


αγκαλιά του, μια μπαλίτσα που τον ρουφούσε αχόρταγα μέσα της,
στο ρυθμό ακριβώς που ήθελε να της επιβάλει.

Της το έκανε για λίγο έτσι, ύστερα την έφερε από κάτω κι έγειρε
από πάνω της, για να μπορεί να της το κάνει κοιτάζοντάς την στα
μάτια. Μ πήκε μέσα της, κι εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη
μέση του, και τα μπράτσα της γύρω απ' το λαιμό του. Η ίδια
θάλασσα πόθου, αγάπης, παράδοσης, αναδευόταν στα βαθυγάλανα
μάτια της, καθώς αυτός έμπαινε κι έβγαινε ρυθμικά μες στο κορμί
της. «Αγάπα με», της έλεγε πνιχτά. «Αγάπα με, Ραβέλ, αγάπα με...
Μ ε το κορμί σου, με την ψυχή σου, μ’ όλο σου το είναι...»

«Σ’ αγαπώ», του ψιθύριζε μέσ’ απ’ τα βογγητά της. «Για πάντα...
Τώρα, πάντα, πάντα, ωωω...»
Πήρε γι’ άλλη μια φορά το σώμα της και το έφερε αβίαστα στο
αποκορύφωμα. Τέλειωσε στην αγκαλιά της, μισό λεπτό μετά από
κείνην, προφέροντας βραχνά το όνομά της, κοιτάζοντάς την στα
μάτια, πίνοντας απ’τα βάθη τους την ψυχή της ολόκληρη, ατόφια,
ολόγυμνη, και δική του.

ΤΕΛΟΣ

You might also like