Professional Documents
Culture Documents
Στη μίνι σειρά «Τα Ρόδα της Ερήμου», που κυκλοφόρησαν πριν από δύο
χρόνια περίπου, διηγήθηκα τις περιπέτειες δύο νεαρών Αγγλίδων στην
παραμυθένια Αραβία του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για τη λαίδη Σίλια και τη
λαίδη Κασσάνδρα, τις μεγαλύτερες κόρες ενός διακεκριμένου Βρετανού
διπλωμάτη, του λόρδου Άρμστρονγκ. Οι αδελφές Άρμστρονγκ ήταν
συνολικά πέντε, και εξαρχής ήθελα κάποια στιγμή να γράψω τις ιστορίες
και των άλλων τριών.
Πάντα φανταζόμουν την Κρέσι ως τη σοβαρή, βιβλιοφάγο αδελφή (επειδή
είμαι η μεγαλύτερη από τέσσερις αδελφές, ξέρω πόσο εύκολα μπαίνουν
αυτές οι ταμπέλες!). Σε μια εποχή που όχι μόνο αποθάρρυναν αλλά και
αποδοκίμαζαν το να έχει μια γυναίκα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά αν
ήταν κοπέλα σε ηλικία γάμου, η Κρέσι είναι μια διανοούμενη που νιώθει
μεγάλη ανασφάλεια για την εμφάνισή της. Ο Τζοβάνι είναι ένας
μελαγχολικός και θανάσιμα γοητευτικός Ιταλός καλλιτέχνης, πραγματικά
ταλαντούχος, με σκοτεινό και επαίσχυντο παρελθόν. Δεν είναι καθόλου
σίγουρο ότι μπορούν να ταιριάζουν, αλλά είναι μοιραίο ανάμεσά τους να
γεννηθεί ένα ισχυρό πάθος.
Η ιστορία της Κρέσι και του Τζοβάνι κάνει αναφορές σε πολλά φαινομενικά
αντικρουόμενα ζεύγη -αλήθεια και ομορφιά, επιστήμη και τέχνη, λογική
και ένστικτο, καθήκον και ελευθερία- όμως κανένα από αυτά δεν είναι το
θέμα της. Το θέμα της είναι δυο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους που
τους ενώνει ένας ακατανίκητος δεσμός και οι οποίοι, στην προσπάθειά
τους να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους, ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον.
Υπάρχει κάτι πιο ρομαντικό από αυτό;
Σκοπεύω να ολοκληρώσω τον κύκλο των αδελφών Άρμστρονγκ τους δύο
επόμενους μήνες, με τις ιστορίες της Κάρολ και της Κορντίλια. Προς το
παρόν ελπίζω να απολαύσετε την ερωτική περιπέτεια της Κρέσι.
Marguerite Kaye
Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ TO ΜΟΝΤΕΛΟ TOY
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
The Beauty Within
© 2013 Marguerite Kaye
© 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν
συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.
ISSN 1108-4324
Η Κρέσι είχε αποφασίσει να πάει τους αδερφούς της έναν περίπατο στο
πάρκο της έπαυλης, μια που ο ήλιος είχε καταδεχτεί επιτέλους να
εμφανιστεί. Η Μπέλα ήταν πάλι αδιάθετη και απαιτούσε να βρίσκεται η
Τζέινι συνεχώς δίπλα της για να την ησυχάζει. Η Κρέσι χαιρόταν που είχε μια
δικαιολογία για να μην ποζάρει για τον Τζοβάνι. Χρειαζόταν λίγο χρόνο για
να σκεφτεί.
Το γρασίδι ήταν νοτισμένο και τα δέντρα μόλις που είχαν πετάξει
φυλλαράκια, μα ο ουρανός ήταν γαλανός. Ο Φρέντι και ο Τζορτζ είχαν
παρατήσει τους κρίκους τους και κάθονταν στην όχθη του μικρού ρέματος,
ψάχνοντας για βατράχια μέσα στα νερά και τις καλαμιές. Οι μεγαλύτεροι
αδερφοί της είχαν τρέξει μπροστά μέσα στα δέντρα, απορροφημένοι από
κάποιο δικό τους παιχνίδι. Οι φούστες της Κρέσι ήταν λασπωμένες, και τα
μαλλιά της μπερδεμένα, γιατί είχε βγει έξω χωρίς καπέλο, ελπίζοντας
μάταια ότι ο αέρας θα καθάριζε το συνονθύλευμα των συναισθημάτων στο
μυαλό της. Καθισμένη πάνω σε ένα μαντρότοιχο, πρόσεχε τους διδύμους
και ήταν ήσυχη πως οι δύο μεγαλύτεροι δεν είχαν πάθει τίποτε, όσο τους
άκουγε να φωνάζουν μεταξύ τους.
Ασφαλώς είχε χάσει τα λογικά της σήμερα το πρωί στην πινακοθήκη. Πώς
συνέβη; Δε θυμόταν καν ποιος είχε κάνει την πρώτη κίνηση, μόνο πως της
είχε φανεί αναπόφευκτο, πως της ήταν αδύνατον ν’ αντισταθεί -λόγια που
αυτή, μια μαθηματικός που ακολουθούσε πάντα τη λογική, δε θα έπρεπε
να σκέφτεται καν, πόσω μάλλον να τα κάνει πράξη. Ποτέ μα ποτέ δεν
πίστευε ότι θα φερόταν τόσο εξωφρενικά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε χάσει έτσι
τον αυτοέλεγχό της. Όταν έκανε έρωτα με τον Τζάιλς, το είχε κάνει
εσκεμμένα. Μα όταν φίλησε τον Τζοβάνι, το είχε κάνει εντελώς αυθόρμητα.
Το λάθος ήταν δικό της. Εκείνη έφταιγε που είχε πλάσει στο μυαλό της
σκανδαλιστικές εικόνες με τον Τζοβάνι γυμνό, να ποζάρει με ένα ακόντιο,
ντυμένο μονάχα με έναν κοντό χιτώνα. Εκείνη έφταιγε που σκεφτόταν
συνεχώς πόσο τέλειο ήταν το πρόσωπό του, πόσο άψογη ήταν η σωματική
του διάπλαση. Εκείνη έφταιγε που δε συνειδητοποίησε ότι ο θαυμασμός
της και η αισθητική ανάλυση που του έκανε είχαν μεταμορφωθεί σε
σαρκική επιθυμία. Σε ενστικτώδη, ζωώδη σαρκική επιθυμία. Θα έπρεπε,
ειλικρινά, να ντρέπεται.
Ο αέρας τής ανακάτεψε τα μαλλιά και η Κρέσι παραμέρισε μια ατίθαση
μπούκλα από τα μάτια της. Η κίνησή της της θύμισε ότι αυτό είχε κάνει και
ο Τζοβάνι προτού τη φιλήσει. Ή προτού του ριχτεί και τον αναγκάσει να τη
φιλήσει. Κι εκείνος όμως δεν είχε αντισταθεί. Και γιατί να αντιστεκόταν,
εφόσον σίγουρα θα ήταν συνηθισμένος να του ορμούν οι γυναίκες; Και
τώρα φερόταν κι η ίδια σαν μια τέτοια γυναίκα, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι
δεν ήταν, ούτε θα ήταν ποτέ, γιατί δεν είχε τα θέλγητρα που απαιτούνταν
για ένα επιτυχημένο ξελόγιασμα.
Τότε γιατί, λοιπόν, την είχε φιλήσει, και μάλιστα σαν να την ποθούσε όσο
τον ποθούσε κι εκείνη; Η Κρέσι πήδησε από το μαντρότοιχο και
προχώρησε προς τους διδύμους, που είχαν σταματήσει ν’ αναζητούν
βατράχια κι έτρεχαν να βρουν τώρα τους μεγαλύτερους αδερφούς τους,
θέλοντας να παίξουν μαζί τους, αν και σίγουρα οι άλλοι δε θα τους έπαιζαν.
«Πάμε να δούμε τα προβατάκια», τους είπε και, απλώνοντας τα χέρια της
στα παιδιά, τα οδήγησε προς τον απέναντι αγρό, όπου χοροπηδούσαν
προβατάκια σαν μικρά μάλλινα συννεφάκια, ενώ οι μητέρες τους έβοσκαν
μακάρια το καταπράσινο χορτάρι.
Η Κρέσι βοήθησε τον Φρέντι και τον Τζορτζ να ανέβουν στον τοίχο,
κρατώντας τους από τη μέση. Στην πέρα γωνιά του αγρού ένα μαύρο
προβατάκι στεκόταν μόνο του. Δε βέλαζε, αλλά παρακολουθούσε τα άλλα
που έπαιζαν, χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να πάει κοντά τους. Θα ήταν
πολύ εύκολο να δει τον εαυτό της ως το μαύρο πρόβατο της οικογένειας,
όμως έτσι ακριβώς ένιωθε. Ακόμη κι αν ο Τζοβάνι δε συμφωνούσε και ήταν
αποφασισμένος ν’ ανακαλύψει το μυστηριακό πρόσωπο που ισχυριζόταν
πως ήταν στην πραγματικότητα η Κρέσι. Η Κρέσι που ήθελε να ζωγραφίσει
εκείνος.
Και γι’ αυτό, φυσικά, την είχε φιλήσει, σκέφτηκε με θλίψη. Ο Τζοβάνι
ήθελε να την ταράξει, να την κάνει να αντιδράσει. Ήταν απλώς η μέθοδός
του, να την ξεσηκώσει για να ενσωματώσει την αντίδρασή της στον πίνακά
του. Και αναμφίβολα ήταν μια μέθοδος που είχε χρησιμοποιήσει πολλές
φορές, και εξίσου αναμφίβολα ήταν μια πολύ επιτυχημένη μέθοδος, γιατί
ποια γυναίκα θα μπορούσε να αρνηθεί τα φιλιά ενός τόσο ακαταμάχητου
άντρα;
Καλύτερα θα ήταν να προσποιηθεί πως δε συνέβη. Δε θα υπέθαλπε τον
εγωισμό του -αν κι εκείνος δεν έδειχνε να επιθυμεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως,
ο Τζοβάνι αποδοκίμαζε συνεχώς την εμφάνισή του, τώρα που το
σκεφτόταν η Κρέσι.
Κατεβάζοντας τους διδύμους από τον τοίχο, φώναξε τον Χάρι και τον
Τζέιμς να έρθουν και κίνησε για το σπίτι. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και
άγγιξε τα χείλη της με τα δάχτυλά της. Ήταν ένα επαγγελματικό φιλί, και
τα κίνητρα του Τζοβάνι καθαρά καλλιτεχνικά, ωστόσο ήταν πιο λάγνο από
οτιδήποτε είχε φανταστεί ποτέ. Επαγγελματικό ή μη, δε γινόταν να
προσποιηθεί πως δεν το είχε απολαύσει. Τρανή απόδειξη η αντίδρασή της.
Πώς να το αρνηθεί, όταν για όλα βασιζόταν σε αποδείξεις.
***
Η Κρέσι μπήκε ανήσυχα στο ατελιέ της σοφίτας. Μια βδομάδα τώρα
πόζαρε κάθε μέρα, ενώ ο Τζοβάνι έφτιαχνε το πορτραίτο της χωρίς να λέει
πολλά, και μόλις που την πρόσεχε, ίσα ίσα για να διορθώσει τη στάση της
ή να της εξηγήσει κάποια τεχνική λεπτομέρεια. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους
ήταν τεταμένη, κλειστοφοβική. Δεν την άφηνε να δει το πορτραίτο. Μόνο
όταν τελειώσει, είχε επιμείνει, αν και είπε ότι σημείωνε πρόοδο. Δεν είχε
αναφερθεί ούτε μια φορά στο φιλί τους. Και ευτυχώς, επαναλάμβανε
συνέχεια η Κρέσι στον εαυτό της, γιατί ούτε η ίδια είχε πρόθεση να το
αναφέρει. Ήταν ζωγράφος, κι εκείνη το μοντέλο του. Αυτό το δωμάτιο και
αυτή η κατάσταση δεν αντιπροσώπευαν πραγματική οικειότητα, αλλά μια
μορφή καλλιτεχνικής έντασης. Ναι, αυτό ήταν, αποφάσισε, ικανοποιημένη
που το είχε εξηγήσει πλέον λογικά.
Τράβηξε προς τα πάνω το ντεκολτέ του φορέματος της, προσπαθώντας
μάταια να καλύψει περισσότερο το στήθος της. Χτες ο Τζοβάνι της είχε
υπενθυμίσει ότι την ήθελε να ποζάρει με κάτι πιο αποκαλυπτικό. Σήμερα
εκείνη φορούσε μια βραδινή τουαλέτα και αισθανόταν τρομερά
εκτεθειμένη. Ίσως επειδή ήταν ακόμη μέρα και το βαθυκόκκινο βελούδινο
φόρεμα, με το χαμηλό ντεκολτέ και τα φουσκωτά κοντά μανίκια, άφηνε
ακάλυπτη περισσότερη σάρκα απ’ ό,τι ήταν συνηθισμένη η Κρέσι. Το
φόρεμα ανήκε κάποτε στη μητέρα της και είχε το παλιομοδίτικο σχέδιο
που είχε γίνει δημοφιλές από τη σύζυγο του αυτοκράτορα Ναπολέοντα,
την Ιωσηφίνα. Η μικρή αραχνοΰφαντη μαύρη εσάρπα που είχε στους
ώμους, κεντημένη με χρυσές πούλιες, του έδινε μια λάγνα όψη. Με τον
κορσέ της πολύ πιο σφιγμένο απ’ ό,τι συνήθως, τα στήθη της ήταν υπερ-
βολικά εμφανή, κατά την γνώμη της, και οι θηλές της μόλις που
καλύπτονταν. Όταν είχε κοιταχτεί για πρώτη φορά στον καθρέφτη, είχε
μείνει έκπληκτη από την αλλαγή που αντίκρισε στον εαυτό της, αλλά και
επειδή δεν είχε σκεφτεί άλλοτε τη μητέρα της σαν γυναίκα που θα
φορούσε μια τουαλέτα τόσο εμφανώς σχεδιασμένη για να ξελογιάζει.
Η προσπάθειά της να φτιάξει αναλόγως τα μαλλιά της δεν ήταν ιδιαίτερα
επιτυχημένη. Επειδή δεν ήθελε ν’ αρχίσει τα κουτσομπολιά το προσωπικό,
είχε διώξει την υπηρέτριά της μόλις της έδεσε τον κορσέ. Ήθελε να φτιάξει
έναν κότσο σε αρχαιοελληνικό στυλ, που θα ταίριαζε όμορφα με το
φόρεμα, άλλα κάτι είχε πάει δυστυχώς στραβά. Πολύ στραβά, σκέφτηκε
αποκαρδιωμένη καθώς έπιασε την κόμμωσή της και της έμειναν στα χέρια
κάμποσα τσιμπιδάκια, που επιχειρούσε να τα ξαναβάλει στα μαλλιά της
όταν έφτασε ο Τζοβάνι.
Εκείνος σταμάτησε έκπληκτος στο κατώφλι και την κοιτούσε. Η Κρέσι
παραλίγο να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της, μα κατάφερε να
συγκρατηθεί. «Είπες πως ήθελες να φορέσω κάτι πιο... μα δεν είχα τίποτε
δικό μου. Ασφαλώς και έχω βραδινές τουαλέτες, αλλά παρ’ όλο που είμαι
είκοσι έξι ετών, θεωρούμαι ακόμη κορίτσι για το νυφοπάζαρο, οπότε...
οπότε δανείστηκα αυτό εδώ. Ήταν της μητέρας μου, αλλά, αν δεν είναι
κατάλληλο, θα...» Κόμπιασε και κοκκίνισε, καθώς εκείνος εξακολουθούσε
να την κοιτάζει βουβά. «Θα πάω να φορέσω κάτι άλλο».
«Όχι! Κρεσίντα, είναι περφέκτο. Σέι μπελίσιμα».
«Είναι πολύ όμορφη τουαλέτα, θα συμφωνήσω. Νομίζω ότι η μόδα, όταν
ήταν νέα η μαμά...»
«Όχι η τουαλέτα, εσύ». Ο Τζοβάνι χαμογέλασε. «Αν και τα μαλλιά σου...
μου επιτρέπεις;»
Εκείνη στάθηκε ακίνητη, χωρίς να τολμά καν να ανασάνει, καθώς ο
Τζοβάνι διόρθωνε στα γρήγορα τις πεσμένες μπούκλες της. Μύριζε φρέσκο
σαπούνι και νέφτι. Το σαγόνι του ήταν λιγάκι γαλαζωπό από τα ελαφρώς
αξύριστα γένια του. Γιατί ήταν τόσο... κι αυτή γιατί αντιδρούσε τόσο...
«Ορίστε! Τώρα είναι έξοχα».
Την έσπρωξε μαλακά πίσω στην καρέκλα, διόρθωσε τις πτυχές του
φορέματος της, κι έπειτα αποσύρθηκε πίσω από το καβαλέτο του και
τράβηξε το σεντόνι που σκέπαζε τον καμβά. Τι στην ευχή περίμενε εκείνη;
Ότι θα έπεφτε στα πόδια της ή ότι θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του; Ή ότι
θα έχωνε το κεφάλι του μέσα στον ιδιαίτερα εντυπωσιακό κόρφο της; Τα
αξύριστα γένια του θα της γρατζουνούσαν το δέρμα. Το ντεκολτέ της
τουαλέτας της μαμάς ήταν τόσο χαμηλό, που η παραμικρή κίνηση θα
εξέθετε τις θηλές της στα χείλη του. Άραγε θα χρησιμοποιούσε τη γλώσσα
του; «Ω Θεέ μου».
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι, όχι. Τίποτα».
«Είναι άβολο το φόρεμα;»
«Όχι. Απλώς είναι λίγο... όχι».
«Θα πρέπει να έχεις παρόμοια σιλουέτα με τη μητέρα σου. Εφαρμόζει
τέλεια πάνω σου».
«Αλήθεια;» Η Κρέσι κοιτάχτηκε με αμφιβολία.
«Της μοιάζεις κιόλας, αν είναι ακριβές το πορτραίτο της στην
πινακοθήκη».
«Με κολακεύεις σήμερα. Θα με ζωγραφίσεις να κοκκινίζω με τα
κομπλιμέντα σου;»
Ο Τζοβάνι άφησε κάτω το πινέλο του. «Νομίζεις ότι τα κομπλιμέντα μου
είναι επαγγελματικό τέχνασμα;»
Η Κρέσι ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχει σημασία εφόσον φέρνουν
αποτέλεσμα, σωστά;»
Θυμός άστραψε στα μάτια του, μα ο Τζοβάνι γρήγορα τον κατέπνιξε και
φρόντισε να συγκεντρωθεί στην παλέτα του. Η Κρέσι συγκρατήθηκε να
μην αρχίσει να μαδάει τα δάχτυλά της, άλλη μια συνήθεια που
προσπαθούσε να κόψει από τότε που της την είχε επισημάνει ο Τζοβάνι.
«Είναι ωραίος;» τον ρώτησε. «Ο πίνακας, εννοώ. Είσαι ευχαριστημένος;»
Της έγνεψε καταφατικά. «Σι. Είμαι ικανοποιημένος. Είναι όπως έλεγα ότι
θα είναι. Θα τελειώσει πολύ σύντομα ώστε να ξεκινήσω το δεύτερο
πορτραίτο».
«Αποφάσισες πώς θα με απεικονίσεις;»
«Σε σκέφτηκα σαν την Αμαζόνα Πενθεσίλεια, μια που είναι το ψευδώνυμό
σου, αλλά μια πολεμίστρια βασίλισσα θα απεικονιζόταν παραδοσιακά με
το στήθος της γυμνό...»
«Με αυτό το φόρεμα αισθάνομαι σαν να είναι σχεδόν γυμνό το στήθος
μου. Αγγίζει τα όρια της απρέπειας». Πολύ αργά, συνειδητοποίησε ότι του
είχε τραβήξει την προσοχή στον κόρφο της, και τα μάτια του ήταν τώρα
στυλωμένα εκεί με μια έκφραση που μόνο ενδιαφέρον ζωγράφου δεν
έδειχνε. Την ίδια έκφραση είχε ο Τζοβάνι και όταν την είχε φιλήσει. Την
έκανε να νιώσει ό,τι και τότε, μια καυτή, απροσδιόριστη προσμονή. Μια
δίψα. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη πως είμαι πολεμίστρια βασίλισσα»,
έσπευσε να πει, ντροπιασμένη από την τροπή που είχαν πάρει οι σκέψεις
της. «Δεν έχω καν το θάρρος να τα βάλω με τον πατέρα μου, πόσω μάλλον
με τον Αχιλλέα».
«Αδικείς τον εαυτό σου! Την πρώτη φορά που σε συνάντησα, τα είχες
βάλει με τον πατέρα σου. Θυμάμαι πολύ έντονα το προκλητικό σου ύφος
όταν μπήκα στο δωμάτιο. Και παρά τις προσπάθειές του να σε παντρέψει,
όπως μου έχεις πει, εσύ παραμένεις πεισματικά ανύπαντρη».
«Είμαι ανύπαντρη επειδή δε με έχουν ζητήσει σε γάμο». Αν εξαιρέσουμε μια
δυο όψιμες προτάσεις γάμου που έγιναν με εξαναγκασμό, δηλαδή.
«Υπερεκτιμάς τα θέλγητρά μου, όπως σου έχω επισημάνει πολλές φορές».
«Κι εσύ είσαι αποφασισμένη να κρίνεις τον εαυτό σου χειρότερα κι από
τον πατέρα σου, όπως σου έχω εγώ επισημάνει πολλές φορές. Αν το
ήθελες, δεν αμφιβάλλω ότι θα είχαν ζητήσει το χέρι σου αρκετοί από τους
υποψήφιους γαμπρούς που είχε κατά νου ο λόρδος Άρμστρονγκ. Θα έβαζα,
μάλιστα, στοίχημα ότι δεν υπήρξες καθόλου συμβιβαστική. Ποια είναι η
αλήθεια, Κρέσι; Γιατί δεν έχεις παντρευτεί; Ποιος είναι ο άντρας που
ανέφερε η μητριά σου; Κάποιος που σου ράγισε την καρδιά;»
Πρόσεχε τι εύχεσαι, Κρέσι Άρμστρονγκ! Καλά να πάθει που έλπιζε να σπάσει
ο Τζοβάνι τη σιωπή του. «Κι εσύ;» του ανταπάντησε. «Είσαι παντρεμένος;
Έχεις ερωτευτεί ποτέ;»
«Όχι, και όχι. Και μιλούσαμε για σένα».
«Εγώ δε μιλούσα για κανέναν».
«Τώρα κάνεις σαν τους μικρούς σου αδερφούς». 0 Τζοβάνι γέλασε. «Τι ο
μέσο κον λε σπάλε αλ μούρο. Δε σου αρέσει να σε κολλάνε στον τοίχο, ε;»
«Δεν... δε μ’ έχεις κολλήσει στον τοίχο. Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον
για τον Τζάιλς Πέιτον;»
«Δε μ’ ενδιαφέρει αυτός, αλλά η επίδρασή του πάνω σου. Θέλω να σε
καταλάβω καλύτερα, τώρα που έχει ολοκληρωθεί σχεδόν το πρώτο
πορτραίτο και ό,τι μάθω για σένα δε θα θολώσει την καθαρότητα της
εικόνας. Κατάλαβες;»
«Ώστε αυτό... αυτή η ανάκριση... είναι άλλη μία από τις μεθόδους σου;»
«Για όνομα του Θεού!» Ο Τζοβάνι πέταξε το πινέλο του στο καβαλέτο κι
αυτό αναπήδησε πάνω στο ξύλο κι έπεσε στο πάτωμα. «Έχεις μια γυναίκα
κρυμμένη μέσα σου, μια φλογερή, πνευματώδη, ενδιαφέρουσα γυναίκα.
Την είδα, την άγγιξα, τη φίλησα. Αλλά αρνείσαι να παραδεχτείς την ύπαρξή
της, πόσω μάλλον να την αφήσεις ελεύθερη».
Έσκυψε να μαζέψει το πινέλο του. Ισιώνοντας ξανά το κορμί του,
διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά της. «Πιστεύεις πως δε σε
βλέπει κανείς, ωστόσο θέλεις να σε δουν. Θέλεις να μάθει ο κόσμος ότι δεν
είσαι απλώς μια καθαρόαιμη αριστοκράτισσα, ότι αξίζεις περισσότερο.
Μπορώ να σε βοηθήσω, να δείξω αυτό το πρόσωπο, αλλά μόνο αν μ’
αφήσεις να το δω».
Η Κρέσι ήταν έτοιμη να το αρνηθεί αμέσως, μα συγκρατήθηκε και
ανάγκασε τον εαυτό της να αναλογιστεί τα λόγια του. «Δε θέλω να
απεικονίσεις τις αδυναμίες μου, τα παλιά μου λάθη και τις αδιακρισίες», του
είπε με δυσκολία. «Ό,τι συνέβη με τον Τζάιλς, συνέβη επειδή ήμουν πολύ
νέα και αφελής και... δεν ξέρω, είχα μια λαχτάρα να ευχαριστώ τους
άλλους. Αλλά δεν είμαι πλέον έτσι, Τζοβάνι».
«Τότε δείξε μου τον πραγματικό εαυτό σου. Φαντάσου αυτό το ατελιέ σαν
εξομολογητήριο. Μας δεσμεύει ένας ιερός όρκος εχεμύθειας. Ό,τι ειπωθεί
εδώ, θα παραμείνει εδώ. Έχεις το λόγο μου».
«Και τι θα γίνει αν εξομολογηθώ; Δυστυχώς δεν μπορείς να μου δώσεις
άφεση αμαρτιών». Δεν είχε την πρόθεση να πάρει τόσο αμυντική στάση, μα
δεν της άρεσε η τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε
κανέναν για τον Τζάιλς. Δεν άντεχε καλά καλά να τον σκέφτεται.
«Προσφέρεσαι να παίξεις όχι μόνο το ζωγράφο αλλά και τον ιερέα;»
Ο Τζοβάνι σφίχτηκε. «Δεν παίζω το ζωγράφο».
«Δεν είμαι μόνο εγώ που δε μου αρέσει να με κολλούν στον τοίχο», του
ανταπάντησε η Κρέσι, αρπάζοντας την ευκαιρία να πάρει το αίμα της πίσω,
γιατί την είχε πειράξει εκείνο το σχόλιο. «Παίζεις το ζωγράφο, εσύ ο ίδιος
το παραδέχτηκες. Αυτός εκεί ο καμβάς δεν είναι πορτραίτο, αλλά μια
άσκηση αισθητικής. Έχεις εκπληκτικό ταλέντο από τη φύση σου, το είδα
στα σκίτσα που έκανες για τους αδερφούς μου, αλλά αρνείσαι να το
χρησιμοποιήσεις και ζωγραφίζεις μόνο ό,τι θέλει να δει ο κόσμος. Θα
μπορούσες να είσαι ζωγράφος, αλλά προτιμάς να παίζεις το ζωγράφο».
Ήθελε μονάχα ν’ αποφύγει τις ερωτήσεις του, ωστόσο για μια στιγμή
αισθάνθηκε πως το παρατράβηξε. Τα χείλη του έσφιξαν και τα μάτια του
άστραψαν απειλητικά, μα καθώς τον κοιτούσε, ο θυμός του υποχώρησε,
σαν ανυπάκουο λαγωνικό που γυρνά υποταγμένο στο αφεντικό του. Ο
Τζοβάνι έσυρε τα δάχτυλα ανάμεσα στα κοντά μαλλιά του, έτριψε τα μάτια
του και χαμογέλασε αχνά. «Έχεις δίκιο. Εκεί έχω βασίσει τη σταδιοδρομία
μου. Και πλέον δε μου αρκεί».
Τράβηξε νευρικά το λαιμοδέτη του, στραβώνοντας τον τέλειο κόμπο, και
κάθισε σ’ ένα παμπάλαιο μπαούλο λοξά απέναντι της, σηκώνοντας ένα
σύννεφο σκόνης που κόλλησε στο μαύρο παντελόνι του. Ήταν η πρώτη
φορά που τον έβλεπε η Κρέσι ατημέλητο, η πρώτη φορά που τον έβλεπε με
μια έκφραση απογυμνωμένη, μπερδεμένη. Η πρώτη φορά που τον έβλεπε
ευάλωτο. Είχε ακουμπήσει το πιγούνι στα χέρια του και τους αγκώνες
στους μηρούς του.
Η Κρέσι στριφογύρισε μία από τις πούλιες στην εσάρπα της, μέχρι που
ξηλώθηκε το νήμα που τη συγκρατούσε. «Φοβάμαι», ομολόγησε τελικά.
«Φοβάμαι ότι το πρόσωπο που θα ζωγραφίσεις θα είναι ένα αξιολύπητο,
άσχημο πλάσμα».
Η πούλια τής έμεινε στο χέρι, αφήνοντας μια τρυπούλα στο
αραχνοΰφαντο ύφασμα. Η Κρέσι την κοίταξε, γιατί δεν άντεχε να κοιτάξει
τον Τζοβάνι. «Δεν καταλαβαίνεις. Πώς να καταλάβεις, άλλωστε. Σίγουρα δε
δυσκολεύτηκες ποτέ να προσελκύσεις μια γυναίκα, αλλά...»
Το σκληρό γέλιο του τη διέκοψε, αναγκάζοντάς τη να σηκώσει το βλέμμα
της. «Αυτό», της είπε, δείχνοντας το πρόσωπό του, «πιστεύεις πως είναι
πλεονέκτημα; Νομίζεις ότι μου αρέσει να με κολακεύουν και να με
κανακεύουν; Νομίζεις ότι μου αρέσει που αυτό το τέλειο προφίλ είναι το
μόνο πράγμα που βλέπει ο κόσμος;»
«Γι’ αυτό δε μας συναναστρέφεσαι, την Μπέλα κι εμένα; Γι’ αυτό
γευματίζεις μόνος σου και...»
«Κοιμάμαι μόνος μου. Πάντα. Από τότε που... ανέκαθεν. Ορίστε, τώρα
σου εξομολογούμαι εγώ». Ο Τζοβάνι σηκώθηκε όρθιος, την έπιασε από το
χέρι και τη σήκωσε μαζί του. «Από τη στιγμή που σε γνώρισα, είδα κάτι
διαφορετικό σ’ εσένα, Κρέσι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ξέρω ότι, αν
δεν το ζωγραφίσω, θα το μετανιώνω μια ζωή. Και για να σε ζωγραφίσω,
πρέπει να σε μάθω. Με καταλαβαίνεις;»
Η Κρέσι αισθανόταν πολύ έντονα το σώμα του, το δέρμα του, τα χείλη
του, πόσο κοντά της ήταν, και εξίσου έντονα συνειδητοποιούσε ότι της είχε
εκμυστηρευτεί, σ’ εκείνη, πράγματα που δεν είχε πει σε κανέναν άλλο.
Ήταν μια ευαίσθητη πλευρά του και ακόμη πιο ελκυστική, της ερχόταν να
τον σφίξει στην αγκαλιά της, να τον φιλήσει και να τον ικετεύσει να της πει
κι άλλα, να της τα πει όλα. Του όφειλε όμως την ίδια ειλικρίνεια και γι’ αυτό
έπρεπε να πάρει κουράγιο.
«Πολύ καλά, θα σου πω την αλήθεια, εφόσον σου είναι απαραίτητη». Η
Κρέσι τραβήχτηκε από κοντά του και πήγε στο φεγγίτη, απ’ όπου κοίταξε
αφηρημένα τη θέα έξω. «Ήμουν στην τρίτη μου Σεζόν. Ό,τι κι αν πιστεύεις,
Τζοβάνι, είχα βάλει τα δυνατά μου να φανώ... δεκτική... στους άντρες που
μου παρουσίαζε ο πατέρας μου. Μα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ήμουν πολύ
αδέξια και, όταν δε δενόταν η γλώσσα μου κόμπος, οι πιθανοί μνηστήρες
μου έπλητταν θανάσιμα μαζί μου, γιατί τους μιλούσα συνεχώς για τις
μελέτες μου. Η Μπέλα έχει δίκιο, ξέρεις... κανένας άντρας δεν αντέχει τις
διανοούμενες».
«Κανένας άντρας από τους γνωστούς του πατέρα σου ίσως», είπε
σαρκαστικά ο Τζοβάνι. «Το οποίο λέει πολλά για το ποιόν του λόρδου
Άρμστρονγκ».
Η Κρέσι χαμογέλασε αχνά. «Σ’ ευχαριστώ. Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν
αλλάζουν. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα, τόσο περισσότερο φαίνεται πως
τρόμαζα τους υποψήφιους γαμπρούς, και άρχισα ν’ απελπίζομαι. Πρέπει να
καταλάβεις πως από μικρή με έμαθαν ν’ αποδέχομαι όχι μόνο ότι είναι
καθήκον μου ο γάμος, αλλά και ότι δεν έχω άλλες επιλογές. Τότε, δεν ανα-
λογίστηκα καν κάποια εναλλακτική λύση. Έπρεπε να βρω γαμπρό. Οπότε,
όταν εμφανίστηκε ο Τζάιλς και έδειξε μια στάλα ενδιαφέρον για μένα αντί
για την οικογένειά μου, κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου πως θα γινόταν
καλός σύζυγος.
»Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά νόμιζα ότι με τον καιρό... γιατί έτσι
μου έλεγε η θεία μου η Σοφία, ξέρεις -ότι τη στοργή την αισθάνεσαι σιγά
σιγά. Θα πρέπει να φαινόταν όμως η διστακτικότητά μου, η οποία δεν ήταν
διόλου κολακευτική, γιατί, όταν άρχισα να θεωρώ τον Τζάιλς δικό μου,
εκείνος άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του. Δε θα άντεχα -ή έτσι τουλάχι-
στον πίστευα- να τον χάσω, ενώ είχα ήδη πει στον πατέρα μου ότι θα
ερχόταν να μας επισκεφτεί ο Τζάιλς. Δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου τόσο
περήφανο για μένα. “Μπράβο, κορίτσι μου”, είπε, “πάντα το ήξερα ότι θα
τα κατάφερνες στο τέλος”. Οπότε κι εγώ... ε...» Πήρε μια βαθιά ανάσα κι
έμπηξε τα νύχια στις παλάμες της. «Νόμιζα ότι, αν επέτρεπα στον Τζάιλς να
μου κάνει έρωτα, θα υποχρεωνόταν να με παντρευτεί», ομολόγησε με
πόνο.
Πέρασαν κάμποσες στιγμές. Η Κρέσι κόλλησε το ξαναμμένο μέτωπό της
στο δροσερό τζάμι του παραθύρου. Σέρνοντας το δάχτυλό της πάνω στο
τζάμι, διαπίστωσε με έκπληξη πως ήταν καθαρό και συνειδητοποίησε ότι
θα το είχε καθαρίσει ο Τζοβάνι, ώστε να μπαίνει άπλετο φως στο δωμάτιο.
Ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται, αλλά τώρα που είχε αρχίσει, δε
γινόταν να μην τελειώσει. «Ήταν φριχτό αυτό που έκανα», συνέχισε και
στράφηκε πάλι προς το μέρος του. «Που προσπάθησα να τυλίξω έτσι τον
Τζάιλς, ήταν ντροπή. Ευτυχώς, όμως, η βλακεία μου είχε το αντίθετο
αποτέλεσμα απ’ αυτό που στόχευα. Και, ευτυχώς, κανείς άλλος δεν το
ξέρει», συμπλήρωσε, πασχίζοντας μάταια να χαμογελάσει.
«Θέλεις να πεις ότι δόθηκες σ’ αυτό τον άντρα κι εκείνος σ’ εγκατέλειψε;»
Η κατάπληξή του την έφερε σε αμηχανία. «Όχι, όχι. Ο Τζάιλς ήταν έντιμος
άντρας. Μου έκανε πρόταση γάμου -τουλάχιστον, είπε ότι θα με
παντρευόταν επειδή είχε υποχρέωση να το κάνει-, μα ήξερα πως δεν το
εννοούσε. Ήξερα πως θα ήταν θανατική καταδίκη και για τους δυο μας,
καλύτερα να υπέμενα την πικρή απογοήτευση του πατέρα μου. Είχα
επιτύχει το στόχο μου, μα δεν άντεχα να το δεχτώ».
Η Κρέσι έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Δε θα έβαζε τα κλάματα,
όχι, αλλά η ανάμνηση εκείνης της φριχτής σκηνής με τον Τζάιλς ήταν μια
πληγή που ακόμη της προκαλούσε πολύ πόνο. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα
και κατέπνιξε τη δυστυχία της, μιλώντας αποφασιστικά, με το βλέμμα
στυλωμένο στα παπούτσια της. «Ο καημένος ο Τζάιλς, από μια άποψη ήταν
αφελής σαν εμένα. Προσπάθησα να αστειευτώ στην αρχή... κατά τη
διάρκεια... όταν... στην κρεβατοκάμαρα. Νόμιζα ότι θα νιώθαμε και οι δύο
πιο άνετα έτσι, αλλά φαίνεται πως φέρθηκα σαν ανόητη. Κι όταν αυτό δεν
έφερε αποτέλεσμα, είπα να ζητήσω οδηγίες, μόνο που οι ερωτήσεις μου
έβγαλαν στο φως την απειρία του Τζάιλς και... τα υπόλοιπα μπορείς να τα
φανταστείς, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι μπορείς να φανταστείς κάτι τόσο
φριχτό. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι απέρριψα τη μοναδική
πρόταση γάμου που είχα, και λίγο αργότερα ο Τζάιλς κατατάχτηκε στο
στρατό κι έφυγε. Νομίζω πως ένιωθε ντροπιασμένος από όλο αυτό το
επεισόδιο όσο κι εγώ».
Η Κρέσι σήκωσε με κόπο το βλέμμα της. «Ήταν ένα καλό μάθημα, γιατί
συνειδητοποίησα ότι πολύ απλά δεν είμαι από τις γυναίκες που οι άντρες....
Από τις γυναίκες που ευχαριστιούνται κάτι τέτοιο. Αν μπορούσα να το
αναλύσω λιγότερο και να το νιώσω περισσότερο... αλλά δεν είναι στη φύση
μου. Στη λογική είμαι καλή, στις εικασίες και στις αποδείξεις. Αποφάσισα,
λοιπόν, ότι θα έβρισκα τρόπο να κάνω μοίρα μου τα μαθηματικά αντί για
το γάμο. Με τους μαθηματικούς τύπους ξέρει κανείς πού βρίσκεται».
Όρθωσε τους ώμους της. «Ορίστε, αυτή ήταν όλη η βρόμικη ιστορία. Πάνε
αρκετά χρόνια από τότε», είπε σταθερά. «Το ’χω ξεπεράσει».
«Έτσι νομίζεις!» αναφώνησε ο Τζοβάνι. «Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος.
Αυτό που νομίζω είναι ότι, αν δεν ήταν τόσο δυσάρεστη η εμπειρία, θα είχες
παντρευτεί αυτό τον άντρα, κάνοντας τον πατέρα σου ευτυχισμένο κι
εσένα δυστυχισμένη».
«Γιατί θυμώνεις τόσο;» Η Κρέσι άρχισε ξαφνικά ν’ αγριεύει. Δεν είχε πει
ποτέ σε κανέναν τι είχε συμβεί με τον Τζάιλς. Ήταν σκανδαλώδες και
επαίσχυντο, ωστόσο ο Τζοβάνι είχε γίνει απλώς έξαλλος. «Κατά τη γνώμη
σου, είμαι ούτως ή άλλως δυστυχισμένη. Τουλάχιστον, αν με την
απερίσκεπτη μέθοδό μου είχα καταφέρει ν’ αποκτήσω σύζυγο, θα είχα
πράξει το καθήκον μου».
«Το καθήκον σου! Δεν κάνεις και τίποτε άλλο. Να σου υπενθυμίσω ότι
αυτή τη στιγμή γλιτώνεις τον πατέρα σου από τα έξοδα και τον μπελά να
προσλάβει μια κατά πολύ υποδεέστερη παιδαγωγό. Προσπαθείς, με
μεγάλο προσωπικό κόστος, να κάνεις συντροφιά στη μητριά σου, κάτι που
θα έπρεπε να έκανε εκείνος. Πήρες επίσης τη θέση της μεγάλης σου
αδερφής και φροντίζεις τις δύο μικρότερες -άλλο ένα καθήκον που έχει
αποφύγει ο πατέρας σου- και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σίγουρα θα
υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Δεν έχεις κανέναν λόγο να
μέμφεσαι τον εαυτό σου, Κρέσι, αλλά τι στην ευχή σ’ έπιασε και χάρισες
κάτι τόσο πολύτιμο σ’ έναν άντρα που δεν ήθελες καν να παντρευτείς;
Αυτό δεν το καταλαβαίνω».
Έτσι όπως το έθετε ο Τζοβάνι, η Κρέσι πραγματικά δεν ήξερε. «Σου είπα,
ήμουν απελπισμένη και λαχταρούσα να ευχαριστήσω και τον Τζάιλς και
τον πατέρα μου. Δεν έχεις ιδέα πώς ήταν», του είπε θλιμμένα. «Η Μπέλα
μόλις είχε χαρίσει ένα γιο στον πατέρα μου και ξεκαθάρισε ότι ήθελε να με
δώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, και τότε ο μπαμπάς... θέλω να πω ο
πατέρας μου... θα έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει. Δεν μπορείς να
φανταστείς πόσο σημαντικό είναι για έναν άντρα σαν εκείνον να έχει γιο
και κληρονόμο».
«Το καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά».
«Πώς είναι δυνατόν να το καταλαβαίνεις;» Ένιωσε δάκρυα ν’ αναβλύζουν
από τα μάτια της, ήταν όμως αποφασισμένη να μην κλάψει. Δε θα λυπόταν
τον εαυτό της. Και ούτε ήθελε να τη λυπηθεί ο Τζοβάνι. Έσφιξε τις γροθιές
της. «Πρόσφερα την αγνότητά μου με την ελπίδα μιας πρότασης γάμου».
Τρεμόπαιξε με δύναμη τα βλέφαρά της για να συγκρατήσει τα δάκρυα.
«Ξέρω, και δε χρειάζεται να μου το πεις εσύ, ότι αν το ομολογούσα στον
πατέρα μου, μάλλον θα κατάφερνα ό,τι επιθυμώ πάνω απ’ όλα —να με
αποσύρει από το νυφοπάζαρο. Δε θα άντεχα όμως τη χαιρεκακία του που
φέρθηκα τόσο ανόητα, εγώ που θεωρώ πως είμαι έξυπνη. Ήδη οι πράξεις
μου μου κόστισαν αρκετή αυτοεκτίμηση. Θα ήταν πολύ χειρότερα έτσι».
Καθώς ακούμπησε το κεφάλι της στο φεγγίτη, τα μαλλιά της λύθηκαν
τελικά και χύθηκαν στους γυμνούς ώμους της. Ο Τζοβάνι δε μίλησε. Της
φάνηκε πως είχε πέσει μια βαριά, δυσοίωνη σιωπή. Κατά πάσα
πιθανότητα, θα ήταν αηδιασμένος μαζί της. «Ο ισχυρισμός σου ότι είμαι
δυστυχισμένη ίσως να είναι βάσιμος τελικά», ψιθύρισε η Κρέσι. «Δυστυχώς
όμως δεν ξέρω πώς να βελτιώσω την κατάσταση. Δεν μπορώ να ευχαριστή-
σω τον πατέρα μου παρά μόνο αν παντρευτώ, αλλά δεν είμαι κατάλληλη
για γάμο και ακόμη κι αν ήμουν...» Έριξε πίσω το κεφάλι της με μια διάθεση
ανυπακοής. «Ακόμη κι αν ήμουν, να ξέρεις ότι δε θα παντρευόμουν! Δεν
πρόκειται να δοθώ σ’ έναν άντρα μόνο και μόνο για να μεγαλώσει η
δυναστεία του πατέρα μου. Δε θέλω, και δε θα το κάνω!»
Τα παλαμάκια που άκουσε την έκαναν να σηκώσει το βλέμμα
της. «Μπραβίσιμο! Αυτό είναι πρόοδος».
Η Κρέσι χαμογέλασε αχνά. «Δεν το αισθάνομαι ως πρόοδο». Προχώρησε
προς το μέρος του, με την ουρά της τουαλέτας της να σέρνεται στα
σκονισμένα σανίδια του πατώματος. «Και τώρα που έκανα την
εξομολόγησή μου, θ’ αποφασίσεις την τιμωρία μου και θα μου δώσεις
άφεση αμαρτιών;»
Ο Τζοβάνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και της έπιασε και τα δύο
χέρια. «Έχεις ήδη τιμωρηθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο σου αξίζει. Δεν
πιστεύω ότι διέπραξες κάποιο αμάρτημα, πέρα από το ότι επέτρεψες να σε
κρίνουν οι άλλοι. Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν εκείνοι -ο πατέρας σου, η
μητριά σου, ο βλάκας ο Τζάιλς, ακόμη και οι αδερφές σου. Σημασία έχει
μόνο τι πιστεύεις εσύ».
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω πλέον. Θα ομολογήσω αβίαστα το εξής -είμαι
εντελώς μπερδεμένη».
Ο Τζοβάνι την οδήγησε μαλακά μπροστά στο καβαλέτο. «Ορίστε, κοίτα.
Αυτή είναι η γυναίκα που νόμιζες ότι θα ήθελες να είσαι».
Η Κρέσι ξαφνιάστηκε τόσο πολύ απ’ αυτή την αναπάντεχη αποκάλυψη,
που πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να μπορέσει να συγκεντρωθεί στο
πορτραίτο. Παρ’ όλο που το κάτω μέρος του σώματος ήταν απλώς
σκιαγραφημένο και το φόρεμα θα ζωγραφιζόταν αργότερα, το πρόσωπο,
οι ώμοι και τα χέρια ήταν ολοκληρωμένα. Η Κρέσι απόμεινε να κοιτάζει
άναυδη τη γυναίκα στον καμβά, που ήταν εκείνη, αλλά και δεν ήταν. Όπως
της είχε υποσχεθεί ο Τζοβάνι, έδειχνε όμορφη, πιο γλυκιά και, ναι, με
περισσότερη θηλυκότητα και πιο σαγηνευτική απ’ ό,τι στην
πραγματικότητα. Υπήρχε μια υποψία υπόσχεσης στα μάτια της, μια
υπόνοια φιλιού στα χείλη της. Αυτή η λαίδη Κρεσίντα ήταν από τις γυναίκες
που ένας άντρας θα έδινε μάχη για να παντρευτεί και θα καυχιόταν πως
είχε πλαγιάσει μαζί της.
«Πώς σου φαίνεται;»
Ο τόνος της φωνής του ήταν ασυνήθιστα διατακτικός. Συνει-
δητοποιώντας με κάποια έκπληξη ότι ο Τζοβάνι υπολόγιζε τη γνώμη της, η
Κρέσι ξανακοίταξε το πορτραίτο με περισσότερη προσοχή και
προσπάθησε να το δει αντικειμενικά, να θυμηθεί ακριβώς τους όρους της
πρόκλησης που είχαν θέσει. «Ως απόδειξη για τη θέση μου, είναι σχεδόν
τέλειο. Δημιούργησες ομορφιά χρησιμοποιώντας τους μαθηματικούς
τύπους της φύσης», του είπε τελικά.
«Δε ρώτησα αυτό όμως».
«Το ξέρω». Η Κρέσι κοίταξε τη γυναίκα του πορτραίτου. «Είναι όμορφη,
αλλά δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν εννοώ την όψη της -μου μοιάζει πάρα πολύ,
Τζοβάνι, και η εκτέλεση είναι αριστοτεχνική, όμως...»
«Πες μου πώς σε κάνει να αισθάνεσαι».
«Είναι παράξενο, αλλά μοιάζει να λείπουν κάποια κομμάτια του εαυτού
μου. Αν η τέχνη είναι αλήθεια, τότε αυτό είναι ψέμα. Ίσως όχι μεγάλο ψέμα
αλλά ψεματάκι. Παρέλειψες όλα μου τα ελαττώματα και υπονόησες
χαρακτηριστικά που δεν έχω. Αυτό το πρόσωπο έχει πολύ λίγα στοιχεία
από μένα. Δείχνω ντροπαλή και συμμαζεμένη, όπως θα έλεγε η θεία μου η
Σοφία, μα δεν είμαι τόσο πειθήνια ούτε αναγνωρίζω αυτή την
αυτοπεποίθηση».
«Ναι, δεν είσαι καθόλου έτσι, ωστόσο έχεις φοβερή οξυδέρκεια. Λίγοι
άνθρωποι έχουν τέτοια επίγνωση. Ιδίως όταν πρόκειται για τον εαυτό
τους».
Η Κρέσι έκανε το γύρο του πορτραίτου, ύστερα στάθηκε πάλι μπροστά
του και έσμιξε τα φρύδια της. «Οι αναλογίες, η προοπτική, οι γωνίες, όλα
είναι τέλεια, μα είναι ψέμα. Τα μαθηματικά είναι η απόλυτη αλήθεια, οι
κανόνες τους είναι αδιάψευστοι, ωστόσο εσύ κατάφερες να τους
διαψεύσεις. Δεν καταλαβαίνω. Η ομορφιά δεν είναι από μόνη της αλήθεια,
Τζοβάνι;» Στράφηκε απότομα προς το μέρος του και οι φούστες της
σκάλωσαν στα πόδια του καβαλέτου, που ταρακουνήθηκε
ανησυχητικά. «Δεν είμαι αυτή η γυναίκα. Δε θα ήθελα καν να ήμουν αυτή η
γυναίκα, αυτή η ανόητη, όλο προσποίηση σειρήνα».
«Παρ’ όλο που είναι ακριβώς ο τύπος της συμβιβαστικής και υπάκουης
γυναίκας που ευχόσουν να ήσουν; Αυτή η γυναίκα», είπε με περιφρόνηση ο
Τζοβάνι, «θα είχε παντρευτεί χωρίς κανέναν δισταγμό προκειμένου να
ευχαριστήσει τον πατέρα της».
«Δεν είμαι αυτή η γυναίκα!»
«Όχι, δεν είσαι. Αλλά ούτε είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Σου αρέσει
να πιστεύεις ότι επαναστατείς και υπονομεύεις τους περιορισμούς της
ζωής σου με μικρές χειρονομίες, αλλά ενστικτωδώς εξακολουθείς να
συμβιβάζεσαι και να συμμορφώνεσαι. Αυτός ο πίνακας», είπε με νόημα ο
Τζοβάνι, αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει και πάλι τον καμβά, «δεν είναι πέρα
για πέρα ψέμα».
Η Κρέσι κοίταξε ξανά το πορτραίτο της και ο θυμός της έσβησε, καθώς
συνειδητοποίησε την αλήθεια στα. λόγια του Τζοβάνι, την αλήθεια σ’ αυτό
που είχε ζωγραφίσει. «Γιατί μπορώ να χαμογελώ και να σκοτώνω καθώς
χαμογελώ, να κλαίω με ευχαρίστηση για ό,τι με θλίβει, και να βρέχω τα
μάγουλά μου με ψεύτικα δάκρυα, και ν ’ αλλάζω το πρόσωπό μου για κάθε
περίσταση», απήγγειλε ειρωνικά. «Ριχάρδος ο Τρίτος», πρόσθεσε κι έστρεψε
το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. «Ταιριάζει, προφανώς, αλλά δεν είναι και
τόσο κολακευτικό».
«Ούτε είναι ολόκληρη η αλήθεια. Όταν θα σε ζωγραφίζω ως Πενθεσίλεια,
θα ήθελα να έχεις τα μαλλιά σου λυτά».
«Ώστε αποφάσισες τελικά να με κάνεις Αμαζόνα;»
Πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του. «Είναι αλήθεια πως είσαι πολύ πιο
δυνατή απ’ όσο νομίζεις», της είπε φιλώντας τον καρπό της.
Τα χείλη του ήταν ζεστά και ο σφυγμός της φτερούγισε με το απαλό του
χάδι. «Και έχω την τάση να αυταπατώμαι, αν ισχύει η εκτίμησή σου για το
χαρακτήρα μου», απάντησε η Κρέσι, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει το
άγγιγμά του που την έκανε να αισθάνεται έντονα το σώμα της και πόσο
κοντά της ήταν το δικό του. Η ένταση στην ατμόσφαιρα σημείωσε μια
ανεπαίσθητη αλλαγή, παίρνοντας μια χροιά κινδύνου.
«Ήθελα να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου, όχι χειρότερα.
Γνωρίζω πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί μας με όσους έχουν το ίδιο αίμα μ’
εμάς. Ξέρω πόσο έντονη είναι η επιθυμία να τους ευχαριστήσουμε. Και
ξέρω πόσο δύσκολο είναι να ευχαριστήσουμε ταυτόχρονα και τον εαυτό
μας». Ο Τζοβάνι άγγιξε τα μαλλιά της, γλίστρησε το χέρι του στις ατίθασες
μπούκλες της και το κατέβασε στον ακάλυπτο ώμο της. «Ξέρω πώς είναι
να υποφέρεις κατ’ αυτό τον τρόπο, και ξέρω πώς είναι να ξεφεύγεις».
Το άλλο χέρι του γλίστρησε στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Τα
μάτια του είχαν σκοτεινιάσει από το πάθος και η φωνή του ήταν σιγανή,
την υπνώτιζε. Τα λόγια του έκρυβαν μυστικά, οδυνηρά μυστικά, αλλά της
είχε αποσπάσει τόσο πολύ την προσοχή το άγγιγμά του, το άρωμά του, η
παρουσία του κοντά της, που δεν την ένοιαξε. Η επιδερμίδα της έκαιγε.
Άρχισε να λαχανιάζει και είδε τα στήθη της να τρέμουν μέσα στο ντεκολτέ
του φορέματος της.
Τα δάχτυλά του σύρθηκαν από τον ώμο της στη δαντέλα του ντεκολτέ
της, με ένα χάδι ανάλαφρο και ερεθιστικό. «Είσαι πολύ καλύτερη, πάρα
πολύ καλύτερη απ’ ό,τι νομίζεις, Κρέσι», της ψιθύρισε. Τα χείλη του άγγιξαν
τα δικά της. Ένα ανεπαίσθητο φιλί, μόλις που την ακούμπησαν.
«Πενθεσίλεια, η πολεμίστρια θεά. Πολέμησε για τον εαυτό σου».
Έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να τη φιλά στο ντεκολτέ. Εκείνη
αναστέναξε σιγανά, νιώθοντας τα χείλη και τη γλώσσα του να σπέρνουν
φιλιά επάνω κι ανάμεσα στα στήθη της. Τα χέρια του έπιασαν τους
γλουτούς της και βάλθηκαν να μαλάσσουν τη σάρκα της. Η Κρέσι κόλλησε
πάνω του, φέρνοντας τα στήθη της πιο ψηλά, πιο κοντά του. Τα φουσκωτά
μανίκια της τουαλέτας κύλησαν από τους ώμους της και το φόρεμα
γλίστρησε από τα στήθη της, σαν να ήταν φτιαγμένο για να γλιστρά έτσι
ακριβώς.
«Σέι μπελίσιμα», μουρμούρισε ο Τζοβάνι και πήρε μία από τις σφιχτές, ροζ
θηλές της στο στόμα του. Τη ρούφηξε, και ένα ρίγος ηδονής έκανε την Κρέσι
να σπαρταρήσει πάνω του και να γείρει πίσω στον τοίχο. Εκείνος τη
ρούφηξε ξανά κι έπιασε τα άλλο της στήθος, διεγείροντας τη θηλή με τον
αντίχειρά του. Η κοιλιά της σφίχτηκε και όλοι οι μύες της τεντώθηκαν
υπέροχα. «Σέι μπελίσιμα», ξαναείπε ο Τζοβάνι, κι εκείνη το πίστεψε. Όχι ότι
ήταν όμορφη, αλλά ότι αυτός την έβλεπε έτσι εκείνη τη στιγμή. Η γλώσσα
του χάιδεψε ολόγυρα τη θηλή της, ο αντίχειράς του μιμήθηκε την κίνηση
στο άλλο της στήθος και ένας παράφορος πόθος την πλημμύρισε.
Το χέρι του έσφιξε το γλουτό της και την τράβηξε πάνω του. Η Κρέσι
ένιωσε τη στύση του, σκληρή, στην κοιλιά της. Ήθελε να τον νιώσει πιο
κοντά της, το ήθελε απεγνωσμένα. «Τζοβάνι...» Η φωνή της βγήκε βραχνή.
«Τζοβάνι», του είπε, πιο επίμονα τώρα. Εκείνος φάνηκε απρόθυμος να
σηκώσει το κεφάλι του από τα στήθη της. Ούτε η Κρέσι ήταν πρόθυμη να
χάσει αυτή την επαφή, μόνο που... «Τζοβάνι!»
Τα βλέφαρά του είχαν βαρύνει και τα μάγουλά του ήταν λίγο πιο κόκκινα
απ’ ό,τι συνήθως. Η Κρέσι άγγιξε το σαγόνι του, σέρνοντας την παλάμη της
στα ελαφρώς άγρια γένια του. «Θέλεις να σταματήσω;» τη ρώτησε βραχνά.
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θέλω να με φιλήσεις».
Στα χείλη του σχηματίστηκε το πλέον αισθησιακό χαμόγελο. Το ένα χέρι
του κρατούσε το στήθος της, το άλλο το γλουτό της. «Περ φορτούνα, αυτό
ακριβώς ήθελα να κάνω». Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της κι εκείνη άνοιξε
το στόμα της για να δεχτεί το φιλί του.
Η πόρτα της σοφίτας άνοιξε με πάταγο. «Α, εδώ είστε και οι δύο! Είπα στον
Τζέιμς ότι αυτό είναι το κρυφό σας δωμάτιο, αλλά δε με πίστεψε»,
αναφώνησε ο Χάρι και όρμησε μέσα με ενθουσιασμό. «Πρέπει να του πεις
πως είχα δίκιο, Κρέσι. Πρέπει να του πεις... Κρέσι, πρέπει να έρθεις αμέσως».
«Γιατί; Τι συμβαίνει;»
«Ήρθε ο μπαμπάς».
Κεφάλαιο 5
«Οφείλω να ομολογήσω πως αυτό ήταν ένα πολύ φτωχό δείπνο. Τι έπαθε
η μαγείρισσα και μας έστειλε μονάχα σαλατικά; Θα πρέπει να της μιλήσεις
αυστηρά, αγαπητή μου. Πρέπει να τηρεί κάποια πρότυπα».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ τίναξε τις ουρές του σμόκιν του και κάθισε σε μια
πολυθρόνα κοντά στο τζάκι, απέναντι από τη γυναίκα του. Είχαν
αποσυρθεί στο επίσημο σαλόνι μετά το δείπνο, μια μεγάλη κάμαρα που
είχε να χρησιμοποιηθεί πολλούς μήνες -από την τελευταία επίσκεψη της
Εξοχότητάς του στην εξοχική έπαυλή του, για την ακρίβεια. Ως εκ τούτου,
το δωμάτιο ήταν ψυχρό και μύριζε κλεισούρα. Η Μπέλα, που τώρα τε-
λευταία συνήθιζε να παίρνει ένα ελαφρύ δείπνο νωρίς μαζί με την προγονή
της και σχεδόν αμέσως μετά να αποσύρεται για να ξαπλώσει,
δυσκολευόταν να κρατηθεί ξύπνια. Τυλιγμένη σε μια μεγάλη κασμιρένια
εσάρπα, και νιώθοντας προφανώς τρομερά άβολα μες στη στενή βραδινή
της τουαλέτα, η λαίδη Άρμστρονγκ διαμαρτυρήθηκε αδύναμα. «Αν ξέραμε
ότι θα έρθεις, αγάπη μου, θα είχα φροντίσει να μας φέρουν περισσότερο
και πιο κατάλληλο φαγητό».
«Να είσαι πάντοτε προετοιμασμένη για όλα», είπε ζωηρά ο σύζυγός της,
«να βρίσκεσαι πάντοτε ένα βήμα μπροστά από την αντιπολίτευση και δε
θα αποτύχεις ποτέ».
«Η οικογένειά σου είμαστε, όχι η αντιπολίτευση. Και αν μας είχες
ειδοποιήσει ότι θα ερχόσουν, πατέρα, θα σου είχαμε ετοιμάσει ένα δείπνο
αντάξιο του κύρους σου». Η Κρέσι, που καθόταν μακριά από το τζάκι και
ένιωθε αρκετά την ψύχρα, ήταν επίσης αρκετά εκνευρισμένη. Παρατήρησε
ότι το δέρμα της Μπέλα είχε μία παράξενη ωχρότητα. Τα μάγουλά της ήταν
επίσης αφύσικα κόκκινα, και ήξερε, μια που η μητριά της της το είχε
εκμυστηρευτεί εκείνο το απόγευμα, ότι οι αστράγαλοί της ήταν τόσο
πρησμένοι, που τα πασούμια της την έσφιγγαν τρομερά. «Η Μπέλα είναι
πολύ αδιάθετη αυτό τον καιρό», είπε δηκτικά. «Θα έπρεπε να βρίσκεται στο
κρεβάτι της».
«Ανοησίες. Κάνει καλό στο κυκλοφορικό να βρίσκεται κανείς στο πόδι.
Και πρέπει να ασκείσαι λίγο, Μπέλα, θα είναι καλό και για το παιδί. Είμαι
σίγουρος ότι ο σερ Γκίλμπερτ Μάουντζοϊ δεν εννοούσε να είσαι ξαπλωμένη
όλη μέρα».
«Για την ακρίβεια, ο σερ Γκίλμπερτ είπε ότι η Μπέλα πρέπει να
ξεκουράζεται», είπε και πάλι δηκτικά η Κρέσι.
Ο λόρδος Άρμστρονγκ, που είχε κάνει καριέρα διαστρέφοντας την
αλήθεια όπως τον βόλευε, κούνησε περιφρονητικά το χέρι του.
«Ξεκουράζεται κάμποσες βδομάδες τώρα. Απ’ ό,τι θυμάμαι, γι’ αυτό σε
έστειλα εδώ, Κρεσίντα, για να μπορέσει να ξεκουραστεί η γυναίκα μου.
Απορώ που δε σκέφτηκες να την απαλλάξεις από μερικές απλές δουλειές
του σπιτιού. Όπως το να παραγγείλεις ένα δείπνο της προκοπής».
Μια θυμωμένη απάντηση της ήρθε στα χείλη, μα συγκρατήθηκε. Ήταν η
πιο επιτυχημένη τακτική του πατέρα της να ρίχνει την ευθύνη πάνω της, κι
εκείνη σπάνια δεν τσιμπούσε το δόλωμα. Αυτή τη φορά όμως δε θα το
έκανε. Εκείνος είχε πέρα για πέρα άδικο, αλλά δε θα το παραδεχόταν ποτέ
και η Κρέσι θα έχανε απλώς το χρόνο της, αν προσπαθούσε να τον κάνει να
το παραδεχτεί. Μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα, το να αρνηθεί να την
υποτιμήσει δεν ήταν καμία σπουδαία αντίδραση, ωστόσο το έκανε κι
ένιωσε καλύτερα έτσι. Παίρνοντας παράδειγμα από τον Τζοβάνι, γιατί από
πολλές απόψεις ο πατέρας της παιδιάριζε σαν τους αδερφούς της, δεν
καταδέχτηκε να του απαντήσει καν, απλώς σηκώθηκε όρθια.
«Για πού το ’βαλές;»
«Ίσως να σου διαφεύγει, πατέρα, αλλά ο βασικός λόγος που με έστειλες
εδώ κάτω ήταν για να κάνω την γκουβερνάντα των γιων σου. Πάω να
βεβαιωθώ ότι βρίσκονται στα κρεβάτια τους. Είναι τόσο ζωηρά παιδιά»,
είπε με ένα γλυκό χαμόγελο, «που δυστυχώς δεν ακούνε πάντα την νταντά
τους και πολλές φορές αρνούνται να ξαπλώσουν όταν πρέπει. Μήπως,
τώρα που είσαι εδώ, θα ήθελες ν’ αναλάβεις εσύ αυτό το καθήκον; Απορώ,
μάλιστα, που δε σκέφτηκα να τους διαβάσεις εσύ αντί για μένα ένα
παραμύθι για να κοιμηθούν. Με συγχωρείς. Θα φροντίσω αύριο να μη σου
πάρω τη θέση».
«Δεν έχω χρόνο να διαβάζω παραμύθια», είπε ο λόρδος Άρμστρονγκ,
μισοκλείνοντας τα μάτια του με θυμό. Δεν ήταν συνηθισμένος ν’ ακούει
σαρκασμό μέσα στο σπίτι του, εκτός κι αν προερχόταν από τον ίδιο, μα, αν
δεν το θεωρούσε απίθανο, θα φανταζόταν ότι η Κρεσίντα τον κορόιδευε.
«Η Κρέσι τα καταφέρνει πολύ καλά με τα παιδιά, Χένρι», είπε αδύναμα η
Μπέλα. «Την ακούν πολύ περισσότερο από μένα. Τα καημενούλια,
ανησυχούσα ότι τα παραμελούσα, γιατί πραγματικά αισθάνομαι άσχημα
αυτό τον καιρό, αλλά δείχνουν πολύ ευχαριστημένα με τη μεγάλη τους
αδερφή».
«Ω, σ’ ευχαριστώ, Μπέλα», είπε έκπληκτη η Κρέσι και εισέπραξε ένα
σφιγμένο χαμόγελο.
«Η Κρέσι έχει ενδιαφερθεί πολύ και για μένα, Χένρι», επέμεινε η Μπέλα.
«Έχει αναλάβει όλα τα βάρη του σπιτιού, γιατί κάποιες μέρες αισθάνομαι
μεγάλη αδυναμία. Αυτές οι αναγούλες με εξουθενώνουν».
«Αναγούλες! Μα πρέπει να το έχεις ξεπεράσει πια αυτό το στάδιο. Είσαι
πόσο... πέντε μηνών τώρα;»
«Πράγματι, γιατί την τελευταία φορά που ήρθες ήταν το Νοέμβριο».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ ένιωσε αμήχανα μ’ αυτή την τόσο προσωπική
πληροφορία. «Ανοησίες, αγαπητή μου, δε θυμάσαι καλά. Είμαι σίγουρος...»
«Ήσουν εδώ ανήμερα τα Χριστούγεννα. Έφτασες πάνω στην ώρα για την
εκκλησία, απ’ ό,τι θυμάμαι, και έφυγες μετά το δείπνο. Έχεις να μείνεις εδώ
το βράδυ από το Νοέμβριο. Διόλου παράξενο που οι μικροί, ο Φρέντι κι ο
Τζορτζ, ήταν τόσο αμήχανοι μαζί σου σήμερα το απόγευμα -τους είσαι
ουσιαστικά ξένος».
Γι’ άλλη μια φορά, η Κρέσι κοίταξε έκπληκτη τη μητριά της. Δεν είχε
ξανακούσει την Μπέλα να μιλά έτσι στον λόρδο Άρμστρονγκ. Βλέποντας
την έκφραση του πατέρα της, συνειδητοποίησε ότι είχε ξαφνιαστεί κι
εκείνος όσο και η ίδια, και έκρυψε το χαμόγελό της. Για πρώτη φορά στη
ζωή της, ένιωσε ότι αυτή και η μητριά της έδιναν την ίδια μάχη.
Η Μπέλα φάνηκε πως δεν είχε τελειώσει ακόμη. «Σίγουρα θα θέλεις να
ξαναγνωρίσεις τους γιους σου, τώρα που είσαι εδώ», είπε. «Η Κρέσι θα
χαρεί, φαντάζομαι, να μην κάνει μάθημα ένα πρωινό, αν επιθυμείς να πας
τα παιδιά για ψάρεμα».
Πρώτα η Κρεσίντα τον είχε κοροϊδέψει ευθέως και τώρα η Μπέλα είχε
αποθρασυνθεί. Σίγουρα κάτι συνέβαινε, συλλογίστηκε ο λόρδος
Άρμστρονγκ και δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι το ενέκρινε. «Δε θα ήθελα
να διακόψω τα μαθήματά τους. Εξάλλου, πρέπει να επιστρέψω στο
Λονδίνο σχεδόν αμέσως. Πρέπει να πάω στην Αγία Πετρούπολη μαζί με τον
δούκα, ξέρεις. Ίσως να λείψω μερικούς μήνες. Γι’ αυτό ήρθα, για να
βεβαιωθώ ότι έχουν διευθετηθεί όλα όπως πρέπει προτού αναχωρήσω».
«Α, μάλιστα».
Η Μπέλα μαράθηκε προς στιγμή. Αν δεν την πρόσεχε, η Κρέσι ίσως να μην
είχε διακρίνει την απογοήτευσή της, τόσο γρήγορα χάθηκε από την
έκφρασή της. Η μητριά της είχε πληγωθεί. Δε θα έπρεπε να ξαφνιαστεί
τόσο πολύ η Κρέσι, όμως ξαφνιάστηκε. Η Μπέλα αγαπούσε όντως τον
άντρα της. Και νόμιζε ότι εκείνος είχε έρθει για να τη δει, προφανώς έλπιζε
ότι είχε έρθει επειδή την είχε έγνοια, ενώ ο λόρδος Άρμστρονγκ
ενδιαφερόταν μονάχα να έχουν διευθετηθεί όλα όπως πρέπει! Με φρίκη, η
Κρέσι συνειδητοποίησε τι εννοούσε ο πατέρας της. Θα απουσίαζε όταν
γεννιόταν το παιδί της Μπέλα. Το παιδί του!
Η Κρέσι ξέχασε εντελώς το στρατηγικό της σχέδιο να φανεί αδιάφορη και
δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. «Πατέρα! Δεν πρέπει να φύγεις με τον
Ουέλινγκτον. Είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσει να βρει κάποιον ικανό να σε
αντικαταστήσει. Η Μπέλα σε χρειάζεται εδώ».
«Ορίστε;»
«Κρέσι!» αναφώνησε η Μπέλα.
«Δεν πρόκειται να σ’ το πει η ίδια, γι’ αυτό θα το πω εγώ».
«Κρεσίντα, σε παρακαλώ, μη!»
«Δε θέλει να βρίσκεσαι τόσο μακριά μια τόσο σημαντική στιγμή».
«Χένρι, μην την ακούς. Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω μια χαρά μόνη
μου».
«Δε θα είσαι μόνη σου». Ο λόρδος Άρμστρονγκ σηκώθηκε όρθιος. Σπάνια
φανέρωνε το θυμό του, μα η Κρέσι κατάλαβε, από τη σφιγμένη στάση του,
ότι δυσκολευόταν να κρύψει τα συναισθήματά του. Υπό οποιεσδήποτε
άλλες συνθήκες, θα τη χαροποιούσε η αντίδρασή του, μα τώρα την
απασχολούσε μονάχα να του δείξει πόσο εγωιστική ήταν η συμπεριφορά
του. «Πατέρα, το ξέρω ότι θα είναι μεγάλη θυσία, αλλά σίγουρα η Μπέλα
είναι πιο σημαντική από...»
«Πώς τολμάς! Πώς τολμάς να μου λες τι να κάνω! Πώς τολμάς ν’
αποφασίζεις τι είναι σημαντικό για την Αγγλία και τι δεν είναι!» Ο λόρδος
Άρμστρονγκ έτρεμε από την οργή του. «Σου διαφεύγει, νομίζω, ότι η
σύζυγός μου έχει ήδη γεννήσει τέσσερα γερά αγόρια χωρίς επιπλοκές και
προβλήματα».
«Πατέρα, αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Η Μπέλα είναι πολύ αδιάθετη».
«Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι την κάνεις να
πιστεύει πως είναι χειρότερα απ’ ό,τι είναι. Ο Μάουντζοϊ δεν είχε καμία
ανησυχία όταν την εξέτασε, αλλιώς θα με είχε ενημερώσει. Ούτε η γυναίκα
μου είχε εκφράσει κάποια ανησυχία μέχρι σήμερα, και σίγουρα αυτό έγινε
επειδή την επηρέασες. Ούτε μια φορά δε μου έγραψε πως είχε παράπονα,
έτσι δεν είναι, αγαπητή μου;» ρώτησε ο λόρδος Άρμστρονγκ, γυρνώντας
ξαφνικά στη σύζυγό του, που θαρρείς ότι προσπαθούσε να θάψει τον όγκο
της μέσα στα βάθη της πολυθρόνας της.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, Χένρι. Ξέρω
πόσο σημαντικό είναι...»
«Ορίστε, τα βλέπεις;» δήλωσε ο λόρδος Άρμστρονγκ. Ο θριαμβευτικός του
τόνος, ωστόσο, τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά του. Όταν
ξαναμίλησε, ήταν με τον συνηθισμένο του τόνο και απευθύνθηκε
επιδεικτικά μονάχα στη γυναίκα του. «Παρ’ όλο που δε θέλεις να με
επιβαρύνεις, εγώ ανησυχούσα, αγάπη μου. Και γι’ αυτό κανόνισα να σε
βλέπει ο σερ Γκίλμπερτ κάθε μήνα μέχρι να γεννήσεις. Αν και είναι τρομερά
απασχολημένος, σχεδόν όσο κι εγώ, είχε την ευγένεια να συμφωνήσει να
εγκατασταθεί στην Έπαυλη Κίλελαν για τον τοκετό σου. Βλέπεις πόσο
νοιάζομαι για το παιδί μας».
Για το παιδί μας! Όχι για τη σύζυγό του. Παλιά θα της είχε διαφύγει της
Κρέσι μια τόσο λεπτή διαφορά, αλλά ο Τζοβάνι την είχε βοηθήσει να δει
πολύ διαφορετικά τον κόσμο της. Περίμενε ότι η Μπέλα θα
καθησυχαζόταν, ωστόσο, και η απάντησή της τη βρήκε απροετοίμαστη
όσο και τον λόρδο.
«Όχι!» Η Μπέλα πάσχισε ν’ ανακαθίσει, πετώντας στην άκρη μαξιλάρια
και εσάρπες. «Να μην έρθει. Δεν τον θέλω εδώ».
«Τον σερ Γκίλμπερτ;» Ο λόρδος Άρμστρονγκ την κοίταξε με απορία. «Μα
έχει παραστεί σε όλες τις γέννες σου. Είναι ο καλύτερος στον τομέα του».
«Όχι!» Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, η Μπέλα σηκώθηκε από την
πολυθρόνα της. «Δεν τον θέλω, Χένρι, μ’ ακούς; Θέλω μια μαμή. Θέλω μια
γυναίκα. Δε θέλω να με σκαλίζει και να με ψαχουλεύει αυτός ο άντρας με
τα κρύα του δάχτυλα, και να μου λέει να μη φωνάζω μ’ εκείνον το
σχολαστικό του τόνο: “Ελάτε, λαίδη Άρμστρονγκ, συγκρατηθείτε λίγο. Τις
αγελάδες που γεννάνε στα χωράφια τις ακούτε να μουγκρίζουν τόσο
δυνατά;” Θα ’θελα να τον δω αυτόν να γεννάει τόσο γεροδεμένα αγόρια
σαν τα δικά μου χωρίς να μουγκρίσει. Θα ’θελα να δω πόσο ήρεμος και
ατάραχος θα ήταν, αν τον βασάνιζαν αυτόν με τα φριχτά εργαλεία του. Δεν
τον θέλω. Θα κανονίσω εγώ τα απαραίτητα, Χένρι, μια που δε θα είσαι εδώ,
και δε δέχομαι άλλη κουβέντα γι’ αυτό το ζήτημα. Θα πάω να ξαπλώσω
τώρα. Μια που θα μείνεις τόσο λίγο, δε θα σε απασχολήσω άλλο. Δεν
περιμένω να ξαναϊδωθούμε μέχρι το πρωί».
Με όση αξιοπρέπεια της επέτρεπαν οι παχουλές σάρκες της και οι
πρησμένοι αστράγαλοι μες στα στενά πασούμια της, η Μπέλα έφυγε από
το σαλόνι. Αποσβολωμένη, η Κρέσι αποφάσισε επίσης πως η καλύτερη
τακτική θα ήταν ν’ αποχωρήσει. Ήταν μια επεισοδιακή μέρα και είχε να
σκεφτεί πολλά.
***
Η Κρέσι εξιστόρησε τα γεγονότα του σαλονιού στον Τζοβάνι το επόμενο
πρωί. «Τι χαζή που ήμουν! Ήμουν τόσο χολωμένη με την καημένη την
Μπέλα, που δε συνειδητοποίησα πως ήταν κι αυτή θύμα του εγωισμού του
πατέρα μου όσο οι αδερφές μου κι εγώ. Νοιάζεται πολύ γι’ αυτόν, κι εκείνος
δε νοιάζεται καθόλου για κείνη. Είχες δίκιο», ψιθύρισε, γιατί οι αδερφοί της
ήταν και οι τέσσερις καθισμένοι στο τραπέζι και μελετούσαν -ο Τζορτζ και
ο Φρέντι το αλφαβητάρι τους, ο Τζέιμς και ο Χάρι τη γεωμετρία τους. «Ο
πατέρας μου αδιαφορεί για το τι θέλει η Μπέλα, όσο αδιαφορεί και για το
τι θέλω εγώ. Έπρεπε να ’βλεπες την έκφρασή της χτες το βράδυ, όταν
συνειδητοποίησε ότι εκείνος ήρθε εδώ μονάχα για να βεβαιωθεί ότι θα
είμαστε όλοι φρόνιμοι ενώ θα φύγει καμαρωτός καμαρωτός για τη Ρωσία
με τον Ουέλινγκτον. Πραγματικά τη λυπήθηκα».
Ο Τζοβάνι, που εκείνη τη στιγμή ζωγράφιζε τα χέρια του Φρέντι,
σταμάτησε τη δουλειά του και κοίταξε το αγόρι συνοφρυωμένος. Η
παρουσία της Κρέσι, που βημάτιζε πέρα δώθε, του αποσπούσε την
προσοχή. Είχε φανεί πρακτικό να μετατραπεί η πινακοθήκη σε δωμάτιο
διδασκαλίας, ώστε να διδάσκει η Κρέσι τα παιδιά ενώ εκείνος δούλευε, και
να κάνουν κάπου κάπου ένα διάλειμμα για να κάθονται τα αγόρια στην
επίσημη πόζα τους. Με αυτή τη διευθέτηση, ο Τζοβάνι είχε σημειώσει
εξαιρετική πρόοδο με το πορτραίτο και του έμεναν ελεύθερα τα
απογεύματα για να ζωγραφίζει τον πίνακα της Κρέσι, χωρίς αυτό να έχει
αντίκτυπο στην παραγγελία του. Σήμερα, όμως, δεν μπορούσε να
συγκεντρωθεί.
Η Κρέσι ήταν αλλιώτικη. Θαρρείς πως είχε αλλάξει από τη μια μέρα στην
άλλη. Έχοντας ξεπεράσει την πίκρα της, ο θυμός της για λογαριασμό της
λαίδης Άρμστρονγκ δεν την εξουθένωνε πλέον, αντίθετα είχε μετατραπεί
σε μία θετική, αναζωογονητική δύναμη. Πενθεσίλεια, η πολεμίστρια
βασίλισσα. Δεν υπήρχαν ημίμετρα με την Κρέσι. Τώρα ήταν με το μέρος της
Μπέλα και δε θα χαράμιζε το χρόνο της σε αισθήματα έχθρας για το πώς
της είχε φερθεί η μητριά της στο παρελθόν. Ο Τζοβάνι αναρωτήθηκε για
μια στιγμή πώς θα της φαινόταν της λαίδης Άρμστρονγκ αυτή η αλλαγή.
Απ’ όσα του είχε μεταφέρει η Κρέσι από τη χθεσινοβραδινή συζήτηση,
φαίνεται πως και η λαίδη είχε αρχίσει να αγανακτεί με τη δεσποτική
συμπεριφορά του λόρδου. Όσο απίθανο κι αν ήταν, τελικά μάλλον η Κρέσι
και η Μπέλα θα συμμαχούσαν.
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε με τη σκέψη του. Θα ήθελε να δει την έκβαση της
επανάστασης στην οικογένεια Άρμστρονγκ, την οποία είχε υποκινήσει και
ο ίδιος. Δυστυχώς, αυτό ήταν απίθανο, γιατί η συγκεκριμένη παραγγελία δε
θα του έπαιρνε πάνω από λίγες βδομάδες ακόμη. Ένιωσε έναν οξύ πόνο,
σαν σουβλιά στο στομάχι του. Δεν ήταν τόσο ότι θα του έλειπε η Κρέσι, όσο
ότι ανησυχούσε πως δε θα προλάβαινε να ολοκληρώσει το πορτραίτο της.
Θα έπρεπε να στρωθεί για τα καλά στη δουλειά.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον πίνακα που είχε μπροστά του, για
τον οποίο τον πλήρωνε ο λόρδος Άρμστρονγκ, αλλά τον απασχολούσε
πολύ περισσότερο η αλλαγή στη στάση της Κρέσι απέναντι στον πατέρα
της. Εκείνη πίστευε πως θα ήταν εύκολο να αποβάλει τη συνήθεια της
υπακοής, μα ο Τζοβάνι αμφέβαλλε πολύ γι’ αυτό. Γνώριζε από προσωπική
εμπειρία πως ήταν μια διαρκής και επίμονη συνήθεια, που απαιτούσε
συνεχή επαγρύπνηση για να την καταστείλει κανείς. Το σημαντικό, βέβαια,
ήταν ότι η Κρέσι είχε κάνει μια αρχή.
Του είχε εκμυστηρευτεί ότι η λαίδη Άρμστρονγκ την είχε επαινέσει λιγάκι
το προηγούμενο βράδυ. Η επίδραση που είχε αυτό πάνω της φαινόταν
δυσανάλογη, καθώς στον ίδιο ακούστηκε σαν μία μνησίκακη
φιλοφρόνηση, που δεν την έκανε τόσο για να παινέψει την προγονή της,
όσο για να εκνευρίσει το σύζυγό της.
Πόσα λίγα ήθελε η Κρέσι για να νιώσει χαρούμενη! Ήταν ολοφάνερο ότι
και στους αδερφούς της άρεσε πλέον πολύ να βρίσκονται μαζί της, γιατί δε
διέκοπταν πια κάθε τόσο τη δουλειά του. Συγκεκριμένα, ο Χάρι, που είχε
κλίση στην αριθμητική, είχε εισπράξει την οργή του Τζέιμς επειδή τελείωσε
τις ασκήσεις από το σχολικό βιβλίο της Κρέσι πολύ νωρίτερα από τον
μεγαλύτερο αδερφό του και στη συνέχεια ζήτησε να του δώσουν πιο
δύσκολα προβλήματα. Ο Τζέιμς, ένα αγόρι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση
του αγαπητού μπαμπά του, δεν είχε πάρει καθόλου καλά αυτή την ένδειξη
ανωτερότητας, αλλά η Κρέσι είχε αγνοήσει το ξέσπασμά του, και δεν
υπήρχε καλύτερη τακτική απ’ αυτό.
Μακάρι να μπορούσε κι ο Τζοβάνι να αγνοήσει την Κρέσι, μα αισθανόταν
πολύ έντονα την παρουσία της καθώς εκείνη βημάτιζε ανήσυχα πίσω του,
σταματούσε κάθε τόσο δίπλα στο καβαλέτο του και προλόγιζε το κάθε της
σχόλιο με τη φράση «και κάτι ακόμη» προτού του αφηγηθεί ξανά τη
χτεσινοβραδινή σκηνή ή κάποιο επεισόδιο από το παρελθόν όπου ο πατέ-
ρας της είχε βάλει τις ανάγκες του πάνω από τις ανάγκες των άλλων. Ήταν
άπειρα τα παραδείγματα, ατελείωτα, κι εκείνη τα αποθήκευε προφανώς
ασυναίσθητα στο έξυπνο μυαλουδάκι της, με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Τζοβάνι εγκατέλειψε την προσπάθειά του να ολοκληρώσει τα χέρια του
Φρέντι στο πορτραίτο. Η δεξιοτεχνία του στη σχεδίαση χεριών ήταν ένα
από τα ταλέντα για τα οποία τον εκθείαζαν περισσότερο, μία από τις
τεχνικές που είχε εργαστεί σκληρά για να την τελειοποιήσει, αλλά σήμερα
δεν είχε την κατάλληλη διάθεση. Τελικά, πήρε ένα άλλο πινέλο κι άρχισε να
ζωγραφίζει το πουκάμισο του παιδιού.
«Είναι εκπληκτικό πόσες αποχρώσεις χρησιμοποιείς για να
αναπαραστήσεις κάτι που εμένα μου φαίνεται απλώς λευκό. Βλέποντάς σε
να ζωγραφίζεις, συνειδητοποιώ πόσο ταλέντο έχεις. Δεν το πιστεύω ότι
υπονόησα κάποτε πως είσαι απλώς ένας τεχνίτης».
Η Κρέσι στεκόταν δίπλα στον ώμο του και κοιτούσε τον καμβά. Μία από
τις μπούκλες της γαργαλούσε το μάγουλό του. Μύριζε κιμωλία και
λεβάντα, αλλά και φράουλες, μια γλυκιά μυρωδιά που ο Τζοβάνι κατάλαβε
ότι προερχόταν από το λεκέ της μαρμελάδας στο μανίκι της, απ’ όπου την
είχε πιάσει ένας από τους αδερφούς της. Δεδομένου ότι δεν ήταν από τη
φύση της άνθρωπος που ευχαριστιόταν να την αγγίζουν, η προθυμία της
να παίζει με τους αδερφούς της όταν πάλευαν και, τώρα τελευταία, να τους
αγκαλιάζει ή ακόμη και να τους παρηγορεί πότε πότε μ’ ένα φιλί ήταν άλλη
μια αλλαγή που είχε προσέξει ο Τζοβάνι. Βλαστήμησε σιγανά μέσα απ’ τα
δόντια του. Ζήλευε τώρα για μερικά παιδιάστικα φιλιά; Αυτό ήταν γελοίο.
Χτες όμως, λίγο πριν να ορμήσει ο Χάρι στο δωμάτιο... εκείνο το φιλί είχε
τόσο λίγη σχέση με παρηγοριά, που δεν είχε καταφέρει να το βγάλει στιγμή
από το μυαλό του.
Και τώρα αυτό σκεφτόταν, καθώς οι φούστες της Κρέσι ακούμπησαν στο
παντελόνι του. Τον ρωτούσε για τη φωτοσκίαση. Έπρεπε να βρει κάτι που
θα τον αποσπούσε από τις σκέψεις του. «Ορίστε, βάλε εσύ την επόμενη
χρωστική. Θα σε καθοδηγήσω». Βούτηξε το πινέλο του σε λευκό και της το
έδωσε.
«Τζοβάνι!» Πήρε ένα ύφος λες και της είχε δώσει διαμαντένιο περιδέραιο -
ή, τουλάχιστον, το ύφος που θα έπαιρνε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εκτός
από την Κρέσι, αν της χάριζαν διαμάντια. «Δεν εννοείς... δεν τολμώ. Είδες
το άλογο που προσπάθησα να ζωγραφίσω».
Τον συγκίνησε φοβερά η ευγνωμοσύνη που έλαμψε στο βλέμμα της και ο
γνήσιος θαυμασμός που υπονοούσε η αντίδρασή της· σήμαινε πολλά για
κείνον, γιατί κανείς άλλος, ούτε στην Αγγλία ούτε στην Ιταλία, δεν
καταλάβαινε τα έργα του τόσο καλά. Με πόσο λίγα ευχαριστιόταν η Κρέσι,
και πόσο πολλά της άξιζαν! Αν ήταν δική του και μπορούσε να την ευ-
χαριστήσει...
Κατέπνιξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Η Κρέσι τον κοιτούσε με αβεβαιότητα.
«Βλέπω ότι άλλαξες γνώμη. Δε σε κατηγορώ», του είπε, καταπίνοντας
εμφανώς την απογοήτευσή της.
Ο Τζοβάνι κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι του. «Το ωραίο με τα λάδια
είναι ότι οποιοδήποτε λάθος μπορεί να διορθωθεί, γιατί αργούν πολύ να
στεγνώσουν. Εσύ όμως δε θα κάνεις λάθος. Έλα εδώ».
Την τράβηξε προς τα πίσω, επάνω του, και την κράτησε ακίνητη με το ένα
χέρι του στην καμπύλη του γοφού της -άλλο ένα μέρος του κορμιού της που
τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο τα βράδια-, ενώ με το άλλο χέρι του κάλυψε το
δικό της που κρατούσε το πινέλο. Ο αυχένας της ήταν ζεστός και τόσο
ντελικάτος. Τα δάχτυλά της έτρεμαν κάτω από τα δικά του. Η Κρέσι έκανε
προσπάθειες να μη μαδάει το δέρμα της γύρω από τα νύχια της τώρα
τελευταία. Ο Τζοβάνι δεν την είχε επαινέσει, γιατί ήξερε ότι θα προτιμούσε
να μην το προσέξει εκείνος. «Απαλά», είπε, επιπλήττοντας τόσο εκείνη όσο
και τον εαυτό του. «Απαλές πινελιές, αλλά κράτα το πινέλο σταθερά. Μην
το πιέζεις πολύ. Να, έτσι». Καθοδήγησε το χέρι της στο περίγραμμα ενός
μανικιού πάνω στον καμβά.
«Ζωγραφίζω! Ζωγραφίζω στ’ αλήθεια! Για φαντάσου, σε εκατό χρόνια,
όταν θα κοιτάζει το πορτραίτο κάποιος ειδικός, θα παραξενευτεί μ’ αυτές
τις πινελιές και θα αναρωτηθεί αν επέτρεψες σε κάποιον μαθητευόμενό
σου να ζωγραφίσει μαζί σου».
Τα δάχτυλα της Κρέσι τρεμόπαιξαν και πάλι κάτω από τα δικά του. Ο
Τζοβάνι σκέφτηκε ότι είχε απλώς νευρικότητα. Και το ότι πίεζε τους
υπέροχους γλουτούς της στους μηρούς του, ήταν μονάχα για την
ισορροπία. Το αίμα του όρμησε κατευθείαν στο βουβώνα του και ο Τζοβάνι
πάσχισε να καταπνίξει την αντίδρασή του. Την άκουσε να λαχανιάζει λίγο.
Από το φόβο της μην κάνει κάποιο λάθος, είπε και πάλι στον εαυτό του.
Όχι, δε θα κοιτούσε πάνω απ’ τον ώμο της τα στήθη της που ανε-
βοκατέβαζαν με τις ανάσες της. Τι ευαίσθητα στήθη, με θηλές ρόδινες σαν
τα τριαντάφυλλα που άνθιζαν στους κήπους του Παλάτσο Φαντσίνι. Αντ’
αυτού, προσπάθησε να σκέφτεται τις χρωστικές με τις οποίες θα
δημιουργούσε ολόιδια απόχρωση, αλλά ήταν πολύ αργά. Χωρίς να το θέλει,
το χέρι του είχε γλιστρήσει από το γοφό της στα πλευρά της, ακριβώς κάτω
από το στήθος της. Τρομαγμένος, έκανε να το τραβήξει.
«Μη!» του ψιθύρισε εκείνη βραχνά. «Θέλω να πω», συνέχισε, «μην
κουνηθείς, σε παρακαλώ, γιατί θα μου γλιστρήσει το πινέλο. Δε θα ήθελα
να χαλάσει το πουκάμισο του Φρέντι».
Εκείνος απέφυγε να επισημάνει αυτό που της είχε ήδη πει για τη φύση των
ελαιοχρωμάτων. Το καβαλέτο και ο μεγάλος καμβάς τούς έκρυβαν από τα
αγόρια, οπότε επωφελήθηκε και γλίστρησε τα δάχτυλά του πιο πάνω,
παίρνοντας το στήθος της μέσα στη χούφτα του. Η Κρέσι αναρίγησε. Ο
ανδρισμός του σκλήρυνε. Το πινέλο ταλαντεύτηκε. «Κι άλλο», ψιθύρισε
εκείνη. «Νομίζω πως χρειαζόμαστε κι άλλο χρώμα».
Η παλέτα ήταν σ’ ένα πλαϊνό τραπεζάκι λίγο πιο πέρα. Η Κρέσι έσκυψε, οι
γλουτοί της τρίφτηκαν πάνω του με την κίνησή της, και αυτή τη φορά ο
Τζοβάνι κατάλαβε ότι εκείνη το έκανε επίτηδες, γιατί έστρεψε το κεφάλι
της και τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ήταν σκανταλιάρικο και
αισθησιακό μαζί.
Ύστερα βούτηξε το πινέλο στο χρώμα και κατάφερε να φωλιάσει ακόμη
πιο κοντά του όταν ίσιωσε το κορμί της.
«Μπαμπά, ήρθες να δεις την καινούρια μας τάξη;»
«Μπαμπά, ήρθες να δεις το πορτραίτο μας;»
«Που να πάρει ο διάολος!» αναφώνησε η Κρέσι κάπως δυνατά. Ευτυχώς, οι
καρέκλες που σύρθηκαν πίσω και οι χαρούμενες στριγκλιές των αδερφών
της σκέπασαν τη φωνή της και δεν την άκουσε κανείς άλλος πέρα από τον
Τζοβάνι.
Αυτός πρόλαβε και έπιασε το πινέλο προτού πιτσιλίσει με λευκό χρώμα
τα δρύινα σανίδια του πατώματος της πινακοθήκης. Ήταν έτοιμος να την
καθησυχάσει ότι ο πατέρας της δε θα είχε προσέξει τίποτε ανάρμοστο,
όταν έπιασε το διαπεραστικό βλέμμα του λόρδου Άρμστρονγκ και αμέσως
άλλαξε γνώμη. Τις τελευταίες βδομάδες είχε αρχίσει να θεωρεί αυτό τον
άνθρωπο, τον οποίο είχε συναντήσει μονάχα μία φορά, αδαή και βλάκα.
Είχε ξεχάσει το πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο λόρδος Άρμστρονγκ ήταν
ένας από τους πλέον σεβαστούς διπλωμάτες στην Αγγλία, αν όχι στην
Ευρώπη. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα σημείωνε επιτυχία, αν δεν ήταν
οξυδερκής και παρατηρητικός, κι αν δεν είχε την ικανότητα να εκτιμά με
ακρίβεια τις καταστάσεις. Κρίνοντας από την έκφρασή του, αυτές του οι
ικανότητες του έλεγαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα μάτια του, που ο
Τζοβάνι πρόσεξε θορυβημένος πως ήταν μια θαμπή εκδοχή των ματιών της
Κρέσι, δεν ήταν καρφωμένα στους γιους του αλλά στην κόρη του.
«Γιατί δεν ενημερώθηκα ότι εγκατέλειψες το δωμάτιο διδασκαλίας;»
«Έλα τώρα, πατέρα, αφού δε σου αρέσει να σ’ ενοχλούμε με ασήμαντες
λεπτομέρειες του σπιτιού. Πίστευα ότι θα επιδοκίμαζες μια τέτοια αλλαγή,
καθ’ ότι έτσι μπορώ να διδάσκω και ταυτόχρονα να ζωγραφίζει και ο
Τζοβάνι... ο σινιόρ Ντι Ματέο».
Η Κρέσι ήταν αναψοκοκκινισμένη, αλλά έδειχνε εξαιρετικά ατάραχη.
Μάλιστα, έδινε σχεδόν την εντύπωση ότι διασκέδαζε με την όλη
κατάσταση. Ο Τζοβάνι συγκρότησε ένα χαμόγελο και έκανε μια
ανεπαίσθητη υπόκλιση. «Η λαίδη Κρεσίντα είναι ιδιαιτέρως επινοητική»,
είπε.
Ο λόρδος Άρμστρονγκ μισόκλεισε με καχυποψία τα μάτια του. Ήταν
προφανώς μπερδεμένος, αλλά ευτυχώς ήταν τόσο εδραιωμένη η άποψή
του ότι η κόρη του δεν ήταν επιθυμητή ούτε είχε δικές της επιθυμίες, που
δε σκέφτηκε καν να μπει σε υποψίες. Δεν έκανε καμία προσπάθεια ν’
ανταποδώσει την υπόκλιση του Τζοβάνι και έστρεψε την προσοχή του
στον καμβά. «Χμμ...»
«Ο σινιόρ Ντι Ματέο έχει σημειώσει εξαιρετική πρόοδο, δε νομίζεις,
πατέρα;»
«Το μεγαλύτερο μέρος του καμβά είναι ακόμη κενό».
«Ναι, μα έχει ολοκληρώσει όλα τα πρόσωπα, και τα περισσότερα χέρια.
Αυτά είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία που θέλουν πιο πολύ χρόνο. Η
ομοιότητα είναι καταπληκτική, δε συμφωνείς;» επέμεινε η Κρέσι.
«Ναι, δεν είναι άσχημο», παραδέχτηκε απρόθυμα ο λόρδος Άρμστρονγκ,
«αλλά με τέτοια αμοιβή που ζητά, δε θα περίμενα κάτι λιγότερο». Γύρισε
την πλάτη του στον καμβά αφού τον επιθεώρησε για μια στιγμή μονάχα,
και αγνόησε τους γιους του, που είχαν μαζευτεί τώρα γύρω του και τον
παρακαλούσε ο καθένας τους να συμφωνήσει ότι ο ίδιος ήταν ο πιο πετυχη-
μένος στο πορτραίτο. Σπρώχνοντας αδιακρίτως τα παιδιά του από κοντά
του, γιατί δεν του άρεσε να του πασπατεύουν τα ρούχα, στράφηκε στον
Τζοβάνι. «Έλπιζα ότι θα βρισκόμουν εδώ όταν θα ολοκληρωνόταν το
πορτραίτο, αλλά δεν είναι πλέον εφικτό. Με χρειάζονται στη Ρωσία για
σημαντικά ζητήματα του κράτους».
Όπως κάθε φορά που ανέφερε το επάγγελμά του, ο διπλωμάτης
φούσκωσε το στήθος του. Κορδώνεται σαν παγόνι, σκέφτηκε ο Τζοβάνι.
Δεν είπε τίποτα, ωστόσο, και δεν προσποιήθηκε καν ότι εντυπωσιάστηκε,
αν και κανονικά συνήθιζε να υποθάλπει τη ματαιοδοξία των πελατών του.
«Όταν ολοκληρωθεί το πορτραίτο, ο γραμματέας μου θα σας πληρώσει
τη μισή αμοιβή σας. Καταλαβαίνετε ότι τα υπόλοιπα θα σας δοθούν όταν
επιστρέψω και μπορέσω να αποδεχτώ τον πίνακα».
Ο Τζοβάνι αισθάνθηκε περισσότερο παρά άκουσε τη διαμαρτυρία της
Κρέσι, και τη σταμάτησε μ’ ένα σύντομο νεύμα του κεφαλιού του. Ύστερα
έπιασε το πανί, σκέπασε το καβαλέτο και άρχισε να μαζεύει τα πινέλα του.
«Τι στην ευχή κάνετε;» απαίτησε να μάθει ο λόρδος Άρμστρονγκ.
«Μου δίνετε τη μισή αμοιβή μου, θα σας αφήσω μισό πίνακα. Όταν
επιστρέψετε, και μπορέσετε να τον αποδεχτείτε, θα τον ολοκληρώσω.
Μέχρι τότε, δεν έχω άλλη δουλειά εδώ».
«Μα αυτό είναι παράλογο!»
Ο Τζοβάνι ανασήκωσε τους ώμους του. Απέναντι του, είδε την Κρέσι να
καλύπτει το στόμα της με το χέρι της -είχε καταλάβει την μπλόφα του, κι
έμεινε έκπληκτος που μπορούσε να τον διαβάζει τόσο καλά. Συνέχισε να
μαζεύει τα σύνεργά του.
«Αυτό είναι αντιεπαγγελματικό», διαμαρτυρήθηκε ο λόρδος Άρμστρονγκ.
«Έχουμε συμφωνήσει τους όρους της αμοιβής μου. Και τυχαίνει να
γνωρίζω ότι εσείς... πώς το λέτε... “κινήσατε τα νήματα” για να
προηγηθείτε».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε».
«Ο επόμενος πελάτης μου θα ήταν ο σερ Γκάρεθ Μάκιλροϊ. Ο οποίος με
πληροφόρησε ότι θα παραχωρούσε σ’ εσάς τη θέση του στο πρόγραμμά
μου. Ξέρω ότι επιθυμούσε επειγόντως ένα πορτραίτο της συζύγου του, η
οποία πάσχει από φυματίωση. Ως εκ τούτου, συμπεραίνω ότι σας
χρωστούσε μάλλον μεγάλη χάρη». Ο Τζοβάνι χαμογέλασε αχνά. «Αν όμως
θέλετε να σταματήσουμε, είμαι βέβαιος ότι ο σερ Γκάρεθ θα ευχαριστηθεί
και θ’ ανακουφιστεί ιδιαιτέρως».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ ταράχτηκε και κοίταξε δήθεν την ώρα στο ρολόι
του. «Δεν μπορώ να χάνω το πρωινό μου με παζάρια για έναν πίνακα. Πολύ
καλά, η Κρεσίντα θα εγκρίνει να λάβετε την πλήρη αμοιβή σας όταν
τελειώσετε το πορτραίτο».
«Όχι η λαίδη Άρμστρονγκ;»
Ο λόρδος μισόκλεισε εκνευρισμένος τα μάτια του. Ήταν σίγουρος ότι ο
Τζοβάνι του έδειχνε ασέβεια, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς.
Έκλεισε απότομα το χρυσό ρολόι του και το ξανάβαλε στην τσέπη του. «Η
σύζυγός μου έχει να ασχοληθεί με πιο σημαντικά ζητήματα. Η κόρη μου,
από την άλλη, δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει. Α, καλά που το
θυμήθηκα». Στράφηκε στην Κρέσι. «Σου έχω αφήσει μια λίστα με οδηγίες
για όσο θα λείπω, αλλά θέλω να σου επισημάνω δυο πράγματα ακόμη.
Πρώτον, ο σερ Γκίλμπερτ. Θα πείσεις τη μητριά σου να τον αφήσει να τη
φροντίσει όταν θα έρθει. Όλα τ’ άλλα περί μαμής είναι ανοησίες. Δεύτερον,
η Κορντίλια. Η θεία σου η Σοφία μπορεί, φυσικά, να δεχτεί οποιαδήποτε
καλή πρόταση γάμου όσο θα λείπω. Γνωρίζει τις προτιμήσεις μου».
«Και οι προτιμήσεις της Κορντίλια, πατέρα;»
«Η Κορντίλια θα προτιμήσει όποιον της πει η θεία της. Η Κορντίλια
γνωρίζει το καθήκον της. Και η Σοφία ξέρει πολύ καλά πώς να
παντρολογήσει ένα κορίτσι, δεν υπάρχει καλύτερη», είπε ο λόρδος
Άρμστρονγκ, ξεχνώντας ότι η αδερφή του δεν είχε καταφέρει ν’ αποτρέψει
την Κασσάνδρα από την ανάρμοστη επιλογή της. «Θα την αφήσεις να κάνει
τη δουλειά της και θα αποφύγεις -θα αποφύγεις!- ν’ ανακατευτείς, με ακούς,
Κρεσίντα;»
«Σε ακούω, πατέρα. Δε βλέπω όμως το λόγο για τον οποίο ανησυχείς ότι
μπορεί να επηρεάσω την Κορντίλια, ενώ είσαι τόσο σίγουρος ότι γνωρίζει
το καθήκον της...»
«Το θράσος είναι ένα ελάττωμα που το ανέχεται κανείς στα μικρά παιδιά.
Σε μια γυναίκα της ηλικίας σου δεν ταιριάζει καθόλου. Θα σε αποχαιρετήσω
τώρα, Κρεσίντα, γιατί σκοπεύω να περάσω την υπόλοιπη μέρα με τ’ αγόρια
μου, και πρέπει να φύγω πριν από το δείπνο. Μπορείς να μου γράψεις νέα
της συζύγου μου όταν έρθει ο καιρός της».
Ρίχνοντας ένα αδιάφορο νεύμα στον Τζοβάνι, ο λόρδος Άρμστρονγκ
αποχώρησε μαζί με τους καταχαρούμενους γιους του. «Βάζω στοίχημα ότι
δε θ’ αντέξει την αγγελική συντροφιά τους πάνω από μία ώρα το πολύ και
θα με φωνάξει να τους αναλάβω πάλι εγώ», είπε η Κρέσι.
Ο Τζοβάνι γέλασε στεγνά. «Ελπίζω ότι θα φροντίσεις να μην είσαι
διαθέσιμη, μια που σε έπαυσε με συνοπτικές διαδικασίες».
«Όχι μόνο εμένα. Δεν ήταν καν ευγενικός μαζί σου».
«Μην απολογείσαι για λογαριασμό του. Η γνώμη του δε μ’ ενδιαφέρει
ούτε τόσο δα». Ο Τζοβάνι ένωσε δύο δάχτυλά του μεταξύ τους σε μια
χαρακτηριστική χειρονομία, που στην Κρέσι φάνηκε πολύ... ιταλική.
Ύστερα άρχισε να μαζεύει τα πινέλα του.
«Δε θα συνεχίσεις το πορτραίτο;»
«Δεν έχω πλέον διάθεση για ζωγραφική».
Η Κρέσι έπιασε το πινέλο με το λευκό χρώμα και το έσυρε στη ράχη της
παλάμης της, αφήνοντας ένα αχνό λευκό ίχνος. «Μόνο όταν έχεις
έμπνευση μπορείς να ζωγραφίσεις;»
«Αν ήταν έτσι, δε θα είχα φτιάξει τίποτε την τελευταία δεκαετία. Είχα
πολλά χρόνια να νιώσω έμπνευση για να ζωγραφίσω οτιδήποτε -μέχρι που
γνώρισα εσένα».
«Σε τι διαφέρω τόσο πολύ εγώ;»
«Δεν ξέρω. Είναι ένα μυστήριο, και ίσως σ’ αυτό να βρίσκεται η απάντηση.
Είσαι συναρπαστική, ανεξιχνίαστη και δε μοιάζεις με καμιά άλλη γυναίκα
απ’ όσες έχω γνωρίσει. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, είσαι η μούσα μου».
Η Κρέσι κοκκίνισε. «Αντικείμενο εμμονής; Δε μου ταιριάζει καθόλου».
«Δεν είμαι από κείνους που έχουν εμμονές. Ωστόσο...»
Έπεσε για λίγο σιωπή και η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, όπως όταν
ετοιμάζεται να ξεσπάσει καταιγίδα. Τα λόγια που άφησε ανείπωτα ο
Τζοβάνι είχαν μείνει μετέωρα ανάμεσά τους σαν ώριμα φρούτα που πρέπει
να κοπούν. Η Κρέσι ξεστόμισε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό.
«Μπορώ να σε βοηθήσω σ’ αυτό».
Ο Τζοβάνι την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Με τα πινέλα», του είπε κομπιάζοντας και τα έδειξε με μια αόριστη
χειρονομία. «Θα ήθελες να σε βοηθήσω να καθαρίσεις τα πινέλα;»
Σαστισμένος, ο Τζοβάνι συμφώνησε κι εκείνη τον ακολούθησε στη σκάλα
υπηρεσίας, απ’ όπου κατέβηκαν στον υπόγειο χώρο της λάντζας. Ήταν ένα
δωμάτιο με υγρασία, που δεν το χρησιμοποιούσε πλέον το προσωπικό της
κουζίνας και φωτιζόταν μονάχα από μια λάμπα πετρελαίου. Ο Τζοβάνι
κατευθύνθηκε προς το νεροχύτη ενώ η Κρέσι κοντοστάθηκε και τον κοι-
τούσε, θαυμάζοντας τη λυγερή κορμοστασιά του και τους μυς στα
μπράτσα του, που τεντώνονταν καθώς ξέπλενε τα πινέλα.
Η Κρέσι αισθάνθηκε ξαφνικά νευρικότητα. Ένιωθε σφιγμένη και
ταυτόχρονα αναζωογονημένη, σαν να έβλεπε τον κόσμο εκ νέου, με μια
καθαρότητα σχεδόν επώδυνη. Την έκανε να θέλει να φερθεί ξεδιάντροπα,
για ν’ αναπληρώσει όλα τα χρόνια της υπακοής. Για πρώτη φορά, ένιωθε
καλύτερα και όχι χειρότερα που είχε σηκώσει κεφάλι στον πατέρα της.
Ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση. Από το ύφος του λόρδου Άρμστρονγκ όταν
τους είχε κοιτάξει, εκείνη και τον Τζοβάνι, ήταν φανερό πως είχε καταλάβει
ότι κάτι έτρεχε, αλλά δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η κόρη του, η
υπάκουη, δειλή κορούλα του, θα είχε φερθεί τόσο εξωφρενικά.
«Δώσε μου να δω τα χέρια σου. Είναι λερωμένα με άσπρες μπογιές». Ο
Τζοβάνι την τράβηξε στο νεροχύτη και άρχισε να της καθαρίζει τα χέρια με
ένα στουπί βουτηγμένο σε νέφτι. Την κρατούσε γερά και σταθερά. Παρ’ όλο
που δούλευε όλο το πρωί, τα χέρια του είχαν πάνω τους ελάχιστες πιτσιλιές
από μπογιά. Ήταν πάντοτε περιποιημένος και άψογος. Εκτός από χτες, στη
σοφίτα. Στην ανάμνηση της ηδονής που είχε νιώσει, η Κρέσι ένιωσε ένα
τρέμουλο στην κοιλιά της. Όταν την είχε αγγίξει... Θεέ μου... ο τρόπος που
την είχε αγγίξει. Και ξανά σήμερα το πρωί. Νόμιζε ότι θα έλιωνε. Εκείνος,
αντιθέτως, ήταν τόσο... διεγερμένος, ναι, αυτό ακριβώς. Ένιωσε κόμπους
ιδρώτα στη μέση της. Πάρα πολύ διεγερμένος. Και τον είχε διεγείρει εκείνη.
Το στουπί με το νέφτι είχε αντικατασταθεί από ένα καθαρό πανάκι. Ο
Τζοβάνι της σκούπιζε τα χέρια υπερβολικά αργά. Η Κρέσι τον
παρακολουθούσε, συνεπαρμένη από τα λεπτά μακριά του δάχτυλα που
χάιδευαν το δέρμα της με το πανάκι. Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά
όταν έπιασε το βλέμμα του πάνω της· τα μάτια του φαίνονταν σκοτεινά
στο μισόφωτο, μα δε χωρούσε αμφιβολία ότι έλαμπαν από πόθο. Ο
Τζοβάνι άφησε το πανάκι να πέσει, την τράβηξε κοντά του και άγγιξε το
μέτωπό της, τα μάγουλά της, τα χείλη της, σαν να ζωγράφιζε πάνω της με
τα δάχτυλά του. Ένα ρίγος έξαψης τη διαπέρασε.
Το φιλί του ήταν πιο σκοτεινό ακόμη κι από τα μάτια του και την
παρέσυρε μέσα σε μια ερωτική δίνη συναισθημάτων. Η επιθυμία της
εντάθηκε από μια δίψα που μέχρι τότε δεν ήξερε πως υπήρχε. Μια δίψα
επιτακτική επειδή ήταν καινούρια, μια δίψα παράφορη εξαιτίας της άνομης
φύσης της. Απαγορευμένος καρπός. Εκείνη γι’ αυτόν, αυτός για κείνη. Η
Κρέσι τον άρπαξε από τους γλουτούς και τον φίλησε φλογερά. Στόμα...
γλώσσα... χείλη. Τον ρούφηξε, τον εισέπνευσε, τον καταβρόχθισε.
Κι εκείνος τη φίλησε σαν να μην μπορούσε να τη χορτάσει. Αναστέναξε
δυνατά και την έσφιξε πάνω του τόσο πολύ, που η Κρέσι παραπάτησε και
χτύπησε πάνω σε μια ξύλινη πόρτα χαμηλά στον τοίχο της λάντζας. Το
μάνταλο χώθηκε στη μέση της και την πόνεσε. «Αχ!»
«Ντίο! Κάθε φορά που σε φιλάω, κάτι ή κάποιος μας διακόπτει -τι είναι
αυτό;» Βαριανασαίνοντας, ο Τζοβάνι την τράβηξε από τον τοίχο. «Δεν την
είχα προσέξει άλλη φορά αυτή την πόρτα. Χτύπησες;»
«Όχι». Η Κρέσι έπιασε τα μαλλιά της. Όπως το υποψιαζόταν, ήταν
αναμαλλιασμένη και μερικές τούφες κρέμονταν στα μάγουλά της. Ευτυχώς
που δεν είχε πολύ φως εκεί μέσα. Την τρόμαζε η ένταση του πάθους της
μαζί του. Αν δεν ήταν προσεκτική, ο Τζοβάνι θα τη θεωρούσε μία από
κείνες τις γυναίκες που του ρίχνονταν. Μα αυτό ακριβώς δεν έκανε;
Σαστισμένη, έστρεψε την προσοχή της στην πόρτα. «Πού πάει από δω;»
τον ρώτησε, έχοντας ήδη σηκώσει το μάνταλο.
«Δεν έχω ιδέα».
Ο Τζοβάνι έδειχνε να έχει λαχανιάσει όσο και η ίδια, παρατήρησε
ανακουφισμένη η Κρέσι. Τα μαλλιά του στέκονταν όρθια, ενώ το
πουκάμισό του κρεμόταν έξω από το παντελόνι του. Εκείνη τον είχε κάνει
έτσι; Κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Πέτρινα σκαλοπάτια
εξαφανίζονταν στο σκοτάδι. «Μοιάζει με κελάρι. Θα πρέπει να ανήκει στα
θεμέλια του αρχικού σπιτιού. Δεν είχα ιδέα πως ήταν εδώ».
«Να ρίξουμε μια ματιά;»
Η Κρέσι κοίταξε με αμφιβολία τη μαυρίλα. «Είναι πολύ σκοτεινά εκεί
κάτω».
Ο Τζοβάνι πήρε τη λάμπα πετρελαίου. «Δεν πιστεύω να φοβάσαι;»
Εκείνη τίναξε πίσω το κεφάλι της και τον αγριοκοίταξε προκλητικά, αν
και ήξερε ότι αυτό ακριβώς περίμενε ο Τζοβάνι.
«Θα κατέβω εγώ πρώτος», της είπε. «Εσύ έλα με την ησυχία σου,
φαίνονται επικίνδυνα αυτά τα σκαλιά».
Όχι όσο επικίνδυνα ήταν τα άγνωστα νερά όπου κολυμπούσε ήδη,
σκέφτηκε η Κρέσι και άρχισε να κατεβαίνει προσεχτικά μες στο σκοτάδι.
***
Βρέθηκαν σε ένα διάδρομο που οδηγούσε, όπως το είχε φανταστεί η Κρέσι,
στα κελάρια της αρχικής έπαυλης. Ο Τζοβάνι την κρατούσε κοντά του για
να μη γλιστρήσει, είπε στον εαυτό της, για τον ίδιο λόγο που κι εκείνη είχε
γαντζωθεί στο μπράτσο του.
Υπήρχαν κάμποσες κάμαρες και όλες τους με χαμηλή θολωτή οροφή.
Παραδόξως, είχε ζέστη. «Θα πρέπει να βρισκόμαστε ακριβώς κάτω από την
κουζίνα», ψιθύρισε η Κρέσι.
Γεμάτος περιέργεια, ο Τζοβάνι σήκωσε ψηλά τη λάμπα και επιθεώρησε
την πλίνθινη κατασκευή της οροφής σε σχήμα ψαροκόκαλου. «Η
οικογένεια που έχτισε αυτό το σπίτι θα πρέπει να ήταν πλούσια. Αυτά εδώ
μοιάζουν ρωμαϊκά».
Τα μάτια της Κρέσι έλαμπαν από θαυμασμό. «Δεν είχα ιδέα. Τα
μαθηματικά της αψίδας είναι πολύ ενδιαφέροντα, ξέρεις. Υπάρχει,
μάλιστα, ένα εξαιρετικό σύγγραμμα γι’ αυτό το θέμα από έναν άλλο
συμπατριώτη σου, τον αββά Μασκερόνι. Ο δικός μας Ρόμπερτ Χουκ εξηγεί
τις εξισώσεις που υπάρχουν πίσω από το θόλο του καθεδρικού ναού του
Αγίου Παύλου. Βρήκα τα γραπτά του στη Βασιλική Εταιρεία».
«Στη Βασιλική Εταιρεία; Πώς κατάφερες να εισχωρήσεις σ’ αυτό το
αξιοσέβαστο και αποκλειστικά ανδροκρατούμενο, απ’ όσο ξέρω,
προπύργιο;»
«Εγώ...» Η Κρέσι δίστασε. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Τζοβάνι θα
έβρισκε ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική την ιστορία του κυρίου
Μπράουν, μα ξαφνικά σκέφτηκε πόσο θα τον ενθουσίαζε η ξαφνική
εμφάνιση του κυρίου Μπράουν με σάρκα και οστά. Ήθελε να ζωγραφίσει
την κρυφή Κρέσι -τι καλύτερο από μια ελαιογραφία με τον κύριο Μπράουν;
Ήταν καταπληκτική ιδέα! Κούνησε το κεφάλι της και του χαμογέλασε
αινιγματικά. «Αργότερα», του είπε. «Θα σου πω αργότερα. Έχε μου
εμπιστοσύνη».
«Εμπιστοσύνη. Είναι αλήθεια ότι σου το οφείλω». Στα χείλη του
διαγράφηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν τόσο σπάνιο και γι’ αυτό ακόμη
πιο θελκτικό. Φαινόταν πολύ πιο νέος όταν χαμογελούσε. Και την έκανε να
συνειδητοποιήσει πόσο βλοσυρή ήταν συνήθως η έκφρασή του. Όχι πως ο
Τζοβάνι δεν είχε χιούμορ, αλλά έβλεπε τον κόσμο ακόμη πιο αρνητικά από
την ίδια.
Στέκονταν ανάμεσα σε δύο θολωτές στοές, με μια σειρά από
υποστηρικτικές κολόνες. Ο Τζοβάνι σήκωσε ψηλά τη λάμπα πετρελαίου
και κοίταξε τη λιθοδομή. «Κοίτα εδώ, Κρέσι».
Κρέσι... Κρέσι... Κρέσι... Αναπήδησε τρομαγμένη. Η ηχώ ήταν απόκοσμη,
χτυπούσε στους τοίχους και ξαναγύριζε, σαν να ψιθύριζαν πνεύματα το
όνομά της. «Τζοβάνι», είπε σιγανά και αναφώνησε όλο χαρά ακούγοντας το
αποτέλεσμα.
Ο Τζοβάνι γέλασε. «Είναι στοά ψιθύρων. Εκπληκτικό. Στην εκκλησία της
Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου... ο άνθρωπος
που αποκαλούσα... τέλος πάντων. Ας κάνουμε ένα πείραμα». Αφήνοντας
τη λάμπα στο έδαφος δίπλα στην Κρέσι, προχώρησε στην επόμενη στοά
και κάθισε στις φτέρνες του μες στο σκοτάδι, ακουμπώντας σε μια κολόνα.
«Κρεεε-σί-ντα», ψιθύρισε.
Εκείνη χαχάνισε. «Τζο-βάαα-νι». Περίμενε μέχρι να σβήσει ο αντίλαλος,
που της φάνηκε ότι δε θα σταματούσε ποτέ. «Ντον Τζοβάνι», τερέτισε,
εντελώς φάλτσα, και συνόδευσε το στίχο από την όπερα του Μότσαρτ με
παλαμάκια, παράγοντας μια πολύ ικανοποιητική βροντή. Ανταμείφθηκε με
ένα θορυβώδες αντρικό γέλιο και μια ακόμη πιο φάλτσα απόδοση του
επόμενου στίχου. «Αυτό ήταν φριχτό», του φώναξε.
«Σι. Τώρα ξέρεις και κάτι άλλο για μένα που δεν ξέρει κανείς. Τραγουδάω
σαν γάιδαρος με αιμορροΐδες».
Το γέλιο της αντήχησε κουδουνιστό μέσα στη στοά. Είχε αρχίσει να
συνηθίζει το παράξενο φαινόμενο. Κάθισε κάτω στο έδαφος. Οι ψίθυροι
και το σκοτάδι δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα οικειότητας... κινδύνου...
και έξαψης. «Πες μου και κάτι άλλο», του είπε χαμηλόφωνα.
«Δε μου αρέσουν τα σκυλιά».
«Τα φοβάμαι τα σκυλιά».
«Το αγαπημένο μου τυρί είναι το πεκορίνο».
«Μου αρέσει να τρώω μέλι από την κερήθρα».
«Τα χείλη σου είναι γλυκά σαν μέλι».
«Ω...» Τα λόγια του την έκαναν να ανατριχιάσει. Η στοά με τους ψίθυρους
τόνιζε την ιταλική προφορά του Τζοβάνι. «Πες το μου στα ιταλικά».
«Λε τούε λάμπρα σάνο ντι μιέλε. Έχεις την πιο θελκτική φοντοσκιένα», της
είπε ο Τζοβάνι. «Χτες το βράδυ, ονειρεύτηκα τη φοντοσκιένα σου».
Με την ακουστική του κελαριού, ακούστηκε σαν να της το είχε ψιθυρίσει
στο αυτί, λες και τα λόγια του της είχαν χαϊδέψει το δέρμα. «Φοντο;...»
«Στα γαλλικά λέγεται ντεριέρ. Στη γλώσσα μας...»
«Οπίσθια». Ο Τζοβάνι έβρισκε τα οπίσθιά της θελκτικά. Ήταν
σκανδαλιστικό που της το είπε και η Κρέσι ξετρελάθηκε. «Πες μου», του
ψιθύρισε, μπαίνοντας σε πειρασμό από το σκοτάδι, από την ένταση που
φούντωνε μέσα της, μπαίνοντας σε πειρασμό από τον ίδιο τον πειρασμό.
«Πες μου τι ακριβώς είδες στο όνειρό σου».
Κεφάλαιο 6
Η ερώτησή της αντήχησε μες στον κλειστό χώρο και η Κρέσι άκουσε τον
Τζοβάνι να παίρνει μια κοφτή ανάσα. Με την καρδιά της να βροντοχτυπά,
περίμενε την απάντησή του. Όταν εκείνος μίλησε, σιγανά σαν να
αναστέναζε, τα λόγια του γλίστρησαν πάνω της σαν χάδι. «Στο όνειρό μου,
σε έβλεπα να γδύνεσαι», της είπε. «Το ήξερες ότι σε κοιτούσα. Και καθώς σε
κοιτούσα, άρχισες ν’ αγγίζεις τον εαυτό σου».
Η Κρέσι έγειρε βαριά στον τοίχο του κελαριού. Ήταν κρύος, μα το δέρμα
της έκαιγε. «Πού; Πώς; Τι άγγιζα;»
«Τα στήθη σου στην αρχή. Όταν κατέβασες το κομπινεζόν σου, οι θηλές
σου ήταν σκληρές, ορθωμένες. Όπως όταν τις άγγιξα εχτές. Το θυμάσαι;»
«Ναι». Έκλεισε τα μάτια της. Φαντάστηκε και θυμήθηκε. Τα δάχτυλά του.
Τη γλώσσα του. Τα χείλη του. Γλίστρησε τα δάχτυλά της μέσα από το λαιμό
του φορέματος της και άγγιξε τα στήθη της, τσίμπησε τις θηλές της και τις
χάιδεψε, όπως είχε κάνει κι εκείνος.
«Τις αγγίζεις τώρα, Κρέσι;»
«Ναι». Έσυρε ολόγυρα τους αντίχειρές της όπως είχε κάνει κι εκείνος.
Φαντάστηκε πως ήταν αυτός, τα χέρια του. «Ναι», του είπε και με τον
αντίλαλο η φωνή της ακούστηκε βραχνή, πράγμα που της άρεσε, γιατί την
έκανε να νιώσει σαν γυναίκα που θα ευχαριστιόταν αν την κοιτούσε ένας
άντρας να χαϊδεύεται. Σαν σκανδαλιστική, λάγνα γυναίκα. Ήθελε ν’
ακούσει κι άλλα, κι εκείνος θαρρείς ότι διάβασε τις σκέψεις της.
«Όταν έσκυψες για να βγάλεις τις κάλτσες σου...» Παύση. «Η γραμμή της
ομορφιάς. Ήθελα να σε γευτώ. Να φιλήσω το δέρμα σου ανάμεσα στους
μηρούς σου. Το πλέον απαλό δέρμα. Άγγιξέ το, Κρέσι. Πες μου, είναι το πιο
τρυφερό δέρμα;»
Εκείνη έγειρε πίσω στον τοίχο και ανασήκωσε τις φούστες της. Δε
σκεφτόταν ούτε πού βρισκόταν ούτε τι έκανε, είχε χαθεί στον ερωτικό
κόσμο των αισθήσεων, όπου δε χωρούσαν σκέψεις και αμφιβολίες.
Ανοίγοντας τα δύο μέρη της κιλότας της, γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα
στα πόδια της. «Είναι απαλό», ψιθύρισε. «Πολύ απαλό», του είπε,
χαϊδεύοντας τον εαυτό της, και τα δάχτυλά της εισχώρησαν ακούσια μέσα
της, εκεί όπου αισθανόταν τη μεγαλύτερη ένταση. «Είναι υγρό», ψιθύρισε,
αρχίζοντας ήδη να ξεφεύγει, «καυτό».
Η φωνή του Τζοβάνι είχε βραχνιάσει τώρα. «Σε έκανα να σκύψεις.
Γλίστρησα μέσα σου», της είπε, με τα λόγια του και το όνειρό του να
μιμούνται ό,τι έκανε ήδη εκείνη.
Σχεδόν τον ένιωθε, ένιωθε τη σκληρή στύση του, που σήμερα το πρωί είχε
τριφτεί τόσο επίμονα πάνω της. Ήταν εύκολο να τον φανταστεί μέσα της.
Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάνω στο υγρό, καυτό φύλο της. Ήταν πολύ
σφιχτή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό, αλλά ήταν η πρώτη
φορά που ονειρευόταν, ευχόταν και φαντασιωνόταν ότι την άγγιζε
κάποιος άλλος. «Τζοβάνι! Τζοβάνι! Τζοβάνι!» Χωρίς να το συνειδητοποιήσει
σχεδόν, άρχισε να λέει το όνομά του με ρυθμό, ενώ χαϊδευόταν και
γλιστρούσε τα δάχτυλά της μέσα της, και χαϊδευόταν ξανά -ήταν κάτι
καινούριο και δεν ήθελε να τελειώσει. «Και μετά;» ρώτησε
βαριανασαίνοντας. «Τζοβάνι, τι έγινε μετά;»
«Πιο αργά. Μη βιάζεσαι. Εγώ δεν... βιάστηκα».
«Πιο αργά», επανέλαβε η Κρέσι, αλλά δεν ήθελε πλέον αργά.
«Σφίχτηκες γύρω από τη στύση μου. Ήσουν τόσο σφιχτή».
«Σκληρό. Σφιχτό. Αχ, ναι. Αχ, σε παρακαλώ. Αχ, γλυκέ...» Έφτασε στο
αποκορύφωμα με μια τέτοια ένταση που την αιφνιδίασε, συγκλονίστηκε
ολόκληρη από καυτούς παλμούς που την έκαναν να σπαρταρήσει, να
πετάξει στα ουράνια, να στροβιλιστεί μέσα της, μέχρι που σωριάστηκε,
λαχανιασμένη και ζαλισμένη.
Σιγά σιγά, συνήλθε. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της και είδε τα πόδια της
απλωμένα, τις φούστες της ανεβασμένες, το χέρι της... Κοίταξε μες στο
σκοτάδι, μα ο Τζοβάνι δεν ήταν πουθενά. Δεν είχε έρθει στα κλεφτά πάνω
της, αν και θα μπορούσε. Θα έπρεπε να την έχει κυριεύσει ντροπή, όμως
αισθανόταν μονάχα μια ευδαιμονία -όχι ανακούφιση, αλλά σαν να είχε
μεταβληθεί ο κόσμος της, σαν να είχε αλλάξει το δέρμα της.
Σηκώθηκε, τινάζοντας τις φούστες της, και τον φώναξε διατακτικά, αλλά
δεν πήρε απάντηση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει χαρά ή απογοήτευση.
Τι έλεγε κανείς σε μια τέτοια περίσταση -ευχαριστώ;
Την κυρίευσε μια εντελώς ανάρμοστη και ελαφρώς υστερική επιθυμία να
βάλει τα γέλια, μα συγκρατήθηκε. Καθώς όμως διέσχισε αργά τα κελάρια
και επέστρεψε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη λάντζα, άρχισε να
προβληματίζεται για ό,τι είχε συμβεί και πόσο παράξενο ήταν. Κάθισε στη
βάση της σκάλας και βάλθηκε να μαδά αφηρημένα τον αντίχειρά της με το
νύχι της, μια συνήθεια από την οποία είχε καταφέρει να απαλλαγεί τώρα
τελευταία. Από χτες που είχε αντιμετωπίσει επιτέλους την αλήθεια για τον
εαυτό της, από χτες το βράδυ που είχε ορθώσει το ανάστημά της στον
πατέρα της, από σήμερα το πρωί που ο Τζοβάνι είχε δείξει καθαρά πως την
ποθούσε, όλα τα πράγματα που την απασχολούσαν αόριστα είχαν αρχίσει
να γίνονται συγκεκριμένα. Ερωτήματα που έμεναν αναπάντητα, πόρτες
που έμεναν ερμητικά κλειστές. Ο Τζοβάνι ήθελε να μάθει τα πάντα για
κείνη, μα έλεγε ελάχιστα για τον εαυτό του. Έκρυβε μυστικά μέσα του,
καθώς και πόνο, ήταν σίγουρη.
Φέρνοντας ξανά στο μυαλό της την πρώτη τους συνάντηση, σκέφτηκε τις
στιγμές που εκείνος είχε αποφύγει κάποια ερώτηση, τις στιγμές που είχε
ισχυριστεί ότι καταλάβαινε κάτι, αλλά δεν της εξήγησε πώς. Παρ’ όλο που
ήταν μαθηματικός, η Κρέσι είχε αμελήσει να του ζητήσει αποδείξεις. Παρά
τη δίψα της για γνώση, είχε κάνει πολύ εύκολα πίσω. Ο Τζοβάνι έλεγε πως
ήθελε να την απελευθερώσει, να τη βοηθήσει, αλλά αρνιόταν επίμονα να
της πει το γιατί.
«Να πάρει!» Ο αντίχειράς της είχε ματώσει. Σκέφτηκε πως ο Τζοβάνι της
έδινε μονάχα ό,τι είχε ανάγκη εκείνη και τίποτε περισσότερο. Τον
ευγνωμονούσε, αλλά αισθανόταν και προσβεβλημένη, γιατί, παρ’ όλο που
την είχε βοηθήσει να δει εκ νέου τον κόσμο, παρ’ όλο που την είχε βοηθήσει
να βρει ευχαρίστηση στο ίδιο της το σώμα, είχε παραμείνει
αποστασιοποιημένος ακόμη κι απ’ αυτό.
«Κάτι δεν πάει καλά!» είπε η Κρέσι στη λάμπα πετρελαίου. «Καθόλου
καλά. Τι στο διάβολο κρύβει; Κι όσο για τον ισχυρισμό του ότι δεν
εμπλέκεται με κανέναν και τίποτε για να προστατεύσει την καλλιτεχνική
του ακεραιότητα... τι είναι, κανένας ζωγράφος Σαμψών, που φοβάται μη
χάσει την ικανότητά του να ζωγραφίζει, αν δεν τηρήσει τον όρκο
απομόνωσης που πήρε;» Σηκώθηκε όρθια κι έπιασε τη λάμπα. «Πρέπει να
τον κάνω να φανερώσει τον εαυτό του, ακριβώς όπως έκανε εκείνος μ’
εμένα. Γιατί, αν δεν το κάνω, άκου με που σου λέω», είπε αποφασιστικά
στη λάμπα, «πολύ αμφιβάλλω αν θα γίνει ποτέ ο μεγάλος ζωγράφος που
πιστεύω πως είναι γραφτό του να γίνει».
***
Όταν βρέθηκε μόνος του στο ατελιέ της σοφίτας όπου είχε καταφύγει
βιαστικά, ο Τζοβάνι κοίταξε το πορτραίτο της λαίδης Κρεσίντα και
προσπάθησε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί στις πεζές τεχνικές
λεπτομέρειες της τέχνης του. Φόντο. Βερνίκι. Τα χέρια χρειάζονταν λίγη
δουλειά ακόμη.
Μάταια όμως. Η επίμονη στύση του που απαιτούσε να ανακουφιστεί
αφάνισε κάθε ελπίδα του να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Ποτέ δεν είχε
ποθήσει γυναίκα όσο την Κρέσι. Με καμία από τις πολλές γυναίκες που είχε
κάνει έρωτα, δεν είχε νιώσει την έντονη επαφή που ένιωσε μαζί της. Και
ούτε που την είχε αγγίξει καλά καλά. Αν και το ήθελε. Αχ, πόσο το ήθελε.
Ο Τζοβάνι έστρεψε την πλάτη του στον καμβά. Θα ήταν αδύνατον να
εξηγήσει σε κάποια σαν την Κρέσι την ύπαρξη των άλλων γυναικών στο
παρελθόν του και ιδίως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν
δημιουργηθεί αυτοί οι ερωτικοί δεσμοί. Δεν ήθελε να τον φανταστεί η
Κρέσι έτσι όπως ήταν παλιά. Την ήθελε, την ήθελε πάρα πολύ, αλλά δε θα
κατέστρεφε ό,τι υπήρχε μεταξύ τους. Θα έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να
της εξηγήσει γιατί του ήταν αδύνατον να της κάνει έρωτα. Έναν τρόπο για
να την πείσει, καθώς και τον εαυτό του, χωρίς να τη δηλητηριάσει με
ολόκληρη τη δυσάρεστη αλήθεια.
***
Το επόμενο απόγευμα που πόζαρε με τη βραδινή της τουαλέτα, του φάνηκε
πολύ αφηρημένη. Ευτυχώς που σήμερα ο Τζοβάνι ζωγράφιζε μόνο το
φόρεμά της, γιατί η Κρέσι δεν ήταν σε θέση να παραμείνει σε καμιά πόζα -
στριφογύριζε συνεχώς, τινάζοντας τις βελούδινες και αραχνοΰφαντες
πτυχές του φορέματος πότε από δω και πότε από κει.
«Δεν μπορώ να δουλέψω αν δεν καθίσεις ακίνητη!» Δεν ήθελε να της
μιλήσει έτσι απότομα, μα ήταν εκνευρισμένος από ένα σωρό απωθημένα.
Η Κρέσι πετάχτηκε όρθια. «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ να καθίσω ακίνητη!
Δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Δεν μπορώ να περιμένω
ούτε στιγμή ακόμη χωρίς να ζητήσω μια εξήγηση».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τα πάντα!»
Κάτω από άλλες συνθήκες, ο Τζοβάνι θα είχε γελάσει. Η Κρέσι είχε μια
τάση για συναισθηματικά ξεσπάσματα που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με
την κυριολεκτική και λογική της φύση. Ο τρόπος που έριξε πίσω το κεφάλι
της, κάνοντας τα στήθη της να τρεμουλιάσουν και αναδεικνύοντας τη
γραμμή του λαιμού της... ήταν υπέροχη κάτι τέτοιες στιγμές -αν και ο ίδιος
αμφέβαλλε ότι θα της άρεσε να της το πουν. Και σήμερα, δεν είχε διάθεση
για συναισθηματικές εντάσεις. Χτες παραλίγο να χάσει την αυτοκυριαρχία
του, οπότε δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί περαιτέρω εντάσεις. Μια που είχε
αποφασίσει, πολύ άδικα, πως έφταιγε η Κρέσι γι’ αυτό, κατέφυγε στον
παγερό σαρκασμό, αν και ήξερε ότι δεν της άξιζε. «Πολύ φοβάμαι ότι με
υπερτιμάς. Ακόμη κι εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω τα πάντα».
«Μη με κοροϊδεύεις, Τζοβάνι». Η Κρέσι πλησίασε εκνευρισμένη στο
παράθυρο κι έγειρε πάνω στο πλαίσιο. «Με ξέρεις... πόσο καιρό;»
«Αρκετές εβδομάδες».
«Είναι σχεδόν εφτά από τότε που πρωτογνωριστήκαμε».
«Βλέπω ότι επέστρεψε η μαθηματικός».
Εκείνη αγνόησε την άσκοπη ειρωνεία. «Εφτά εβδομάδες τώρα, φροντίζεις
συνεχώς να μου επισημαίνεις τα λάθη μου. Όχι, μη με διακόψεις, Τζοβάνι,
αυτή τη φορά θα με ακούσεις. Δεν παραπονιέμαι. Το καταλαβαίνω πως
είχες δίκιο. Δεν ήθελα να σ’ ακούσω, μα τελικά σε άκουσα. Δε μου άφησες
περιθώρια να μη σ’ ακούσω».
«Επειδή καταλαβαίνω. Επειδή ξέρω πώς είναι. Επειδή ήθελα να μάθεις
από την εμπειρία μου. Κι επειδή σ’ εσένα, Κρέσι, αναγνώρισα πολλά από
τον εαυτό μου», αναφώνησε ο Τζοβάνι εκνευρισμένος. «Δεν το
κατάλαβες;»
«Πώς θα μπορούσα να το καταλάβω χωρίς να μου το πεις. Δεν το βλέπεις;
Δε γίνεται να μάθω από την πείρα σου, αν δεν τη μοιραστείς μαζί μου. Δεν
μπορώ να δω τις ομοιότητές μας, αν δε μου τις φανερώσεις».
«Δεν έχω ιδέα τι εννοείς».
Εκείνη διέσχισε περήφανα το δωμάτιο, με την ουρά του φορέματος της
να σέρνεται στη σκόνη, βαδίζοντας όσο σαγηνευτικά απαιτούσε η δανεική
της τουαλέτα. Η απότομη αλλαγή στη διάθεσή της τον έκανε επιφυλακτικό
-δεν ήταν πλέον θυμωμένη αλλά μάλλον αποφασισμένη.
«Είναι καιρός να σε γνωρίσω λίγο καλύτερα», του είπε και ήρθε τόσο
κοντά του, που ο Τζοβάνι ταράχτηκε. «Έχουμε εδραιώσει τις δημόσιες
προσωπικότητες και του Τζοβάνι και της Κρεσίντα. Αν θέλεις να δεις την
κρυφή Κρέσι, θα πρέπει να μου φανερώσεις ένα κομμάτι του κρυφού
Τζοβάνι. Quid pro quo -κάτι για κάτι-, όπως θα έλεγαν οι πρόγονοί σου».
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Γιατί δε μιλάς για τον πατέρα σου; Γιατί δε μιλάς για την οικογένειά σου;
Αίμα και ομορφιά. Αυτό είναι το πιστεύω σου. Γιατί έχεις τέτοια εμμονή και
με τα δύο; Γιατί είσαι μόνος σου; Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ κάθε ανθρώπινη
επαφή; Γιατί αγνοείς τις ερωτήσεις μου; Γιατί είσαι κλειστός μαζί μου; Με
βοήθησες να καταλάβω. Να αντικρίσω το μέλλον με ελπίδα αντί για τρόμο.
Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ».
Του έθετε τις ερωτήσεις της με απόλυτη ηρεμία, μα δεν τον ξεγέλασε. Είχε
μια αποφασιστικότητα στο βλέμμα της που τον έκανε πολύ επιφυλακτικό.
«Παραδέχομαι ότι υπήρχαν κάποια πράγματα στο παρελθόν μου, αλλά...
αυτό ακριβώς, είναι στο παρελθόν μου», της είπε.
Η Κρέσι κούνησε το κεφάλι της, όπως το περίμενε ο Τζοβάνι. «Αυτή τη
φορά δε θα με παραπλανήσεις τόσο εύκολα. Κατάλαβες τη δυσαρέσκειά
μου, διέκρινες τη δυστυχία μέσα μου. Καταλαβαίνω τώρα ότι τη διέκρινες
επειδή το ίδιο αισθάνεσαι κι εσύ. Είπες πως είδες πολλά από τον εαυτό σου
σ’ εμένα. Δεν είσαι ευτυχισμένος, Τζοβάνι, έτσι δεν είναι;»
«Κρέσι, αυτά είναι ανοησίες. Δε θα...»
«Ω, για όνομα του Θεού!» Έπαψε να παριστάνει την ήρεμη όσο απότομα
είχε υιοθετήσει αυτό το ύφος, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε
προς το καβαλέτο. «Κοίτα το πορτραίτο! Είναι τέλειο. Είναι ένας εξαίρετος
πίνακας, άριστος από άποψη τεχνικής και με μαθηματική ομορφιά, αλλά
δεν είναι τέχνη. Εσύ ο ίδιος το είπες. Είναι ψυχρός, χωρίς συναίσθημα,
απόλυτα αυτοτελής και σίγουρος για τον εαυτό του. Ακριβώς όπως κι εσύ».
Είχε δίκιο, αλλά κανείς, ούτε καν η Κρέσι, δεν είχε δικαίωμα να κάνει
τέτοια κριτική στην τέχνη του. Ήταν το μόνο πράγμα που σίγουρα θα τον
εξόργιζε στη στιγμή. «Πώς τολμάς να βγάζεις τέτοια συμπεράσματα!»
γρύλισε.
Εκείνη αναπήδησε τρομαγμένη, αλλά δεν απομακρύνθηκε. «Τολμώ
επειδή σε ξέρω. Βγάζω τέτοια συμπεράσματα επειδή ξέρω ότι θα
μπορούσες να είσαι ένας πραγματικά σπουδαίος καλλιτέχνης κι όχι απλώς
ένας τρομερά επιτυχημένος ζωγράφος. Θέλεις να ζωγραφίσεις
συναίσθημα. Θέλεις να αναπαραστήσεις πάθος. Πώς στην ευχή θα το
κάνεις όταν είσαι τόσο... πώς αποκάλεσες εμένα; Κλειστός! Ε, λοιπόν, είσαι
τόσο κλειστός, που δεν αποκλείεται να πάθεις ασφυξία από μόνος σου».
«Δε βγάζω άκρη. Τι σ’ έκανε να τα λες όλα αυτά;»
«Εσύ! Γιατί με φίλησες, Τζοβάνι; Γιατί με αγγίζεις, γιατί με κοιτάς όπως με
κοιτάς; Χτες το βράδυ, σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, με άγγιξες, με φίλησες, εσύ
το ξεκίνησες. Χτες το πρωί, όταν με άφησες να ζωγραφίσω μαζί σου, με
προκάλεσες σκόπιμα να... ξέρεις πολύ καλά. Και μετά, στη στοά των
ψιθύρων. Εσύ τα ξεκίνησες όλα αυτά. Παίζεις κάποιο παιχνίδι, για να μου
δείξεις ότι δεν μπορώ να σου αντισταθώ; Για ν’ αποδείξεις ότι εσύ μπορείς
να μου αντισταθείς;»
«Σταμάτα, Κρέσι! Δεν ξέρεις τι λες».
«Έχεις δίκιο. Από μια άποψη δεν ξέρω, γιατί μ’ έχεις κλειδώσει απέξω.
Αλλά από μια άλλη άποψη... Τζοβάνι, αν μοιάζουμε τόσο πολύ, όπως λες,
δεν μπορείς να μ’ εμπιστευτείς;»
Εκείνος έδειξε να το σκέφτεται. Για λίγα δευτερόλεπτα, πραγματικά
σκέφτηκε να της εκμυστηρευτεί το παρελθόν του. Μα αν το έκανε, θα
έπρεπε να παραδεχτεί ότι η ζωή του, για την οποία είχε μοχθήσει πολύ, δεν
ήταν όσο τέλεια επιθυμούσε. Βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του. Δεν
του έλειπε τίποτε και δεν ήθελε κανέναν. Δεν ήταν ανάγκη να δώσει
εξηγήσεις σε κανέναν! «Αν αφήσεις εδώ το φόρεμα, μπορώ να τελειώσω το
πορτραίτο χωρίς να ποζάρεις άλλο», της είπε βλοσυρά και στράφηκε πάλι
προς το καβαλέτο.
«Δε με χρειάζεσαι καν δηλαδή, έτσι είναι;»
«Έτσι», της απάντησε και, παίρνοντας το πινέλο του, της γύρισε την
πλάτη.
Η Κρέσι βγήκε από τη σοφίτα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ο Τζοβάνι
κάθισε στο πάτωμα κι έβαλε το κεφάλι στα χέρια του. Δεν ήθελε να σκεφτεί
τι του είχε πει, δεν ήθελε να αναλογιστεί τις κατηγορίες της. Χτες το πρωί,
στη στοά των ψιθύρων, είχε καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να
μην υποκύψει στην επιθυμία του να γυρέψει ηδονή στην ηδονή της, να
γυρέψει ηδονή μαζί της. Την ήθελε μ’ έναν τρόπο που δεν πίστευε πως
υπάρχει, ύστερα από όλα τα χρόνια που είχε καταχραστεί τη γοητεία του
και όλα τα επόμενα χρόνια που την είχε απαρνηθεί. Με την Κρέσι θα ήταν
αλλιώς, ήταν σίγουρος, αλλά γι’ αυτό ακριβώς ήταν βέβαιος πως δε θα ήταν
σωστό.
Δε θα ήταν σωστό, παρ’ όλο που κάθε φορά που την άγγιζε ένιωθε το
αντίθετο. Δε θα ήταν σωστό, παρ’ όλο που είχε χάσει τον ύπνο του επειδή
τη σκεφτόταν. Δε θα ήταν διόλου σωστό επειδή δεν του άξιζε η Κρέσι κι
εκείνης σίγουρα δεν της άξιζε να κηλιδωθεί από το παρελθόν του.
Ο Τζοβάνι έτριψε τα μάτια του με τους κόμπους των δαχτύλων του.
Μάλλον θα τον μισούσε τώρα. Και κατά πάσα πιθανότητα δε θα τον άφηνε
να ζωγραφίσει το δεύτερο πορτραίτο. Δε θα γινόταν η μούσα του, γιατί ο
ίδιος δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να νιώσει το πάθος που σιγόκαιγε
ανάμεσά τους. Η Κρέσι όμως δεν καταλάβαινε όπως εκείνος πόσο
επικίνδυνο θα ήταν να αποτινάξει μόνος του τον καλλιτέχνη και να φανεί
ο άνθρωπος.
Χτύπησε τα χέρια του στο πάτωμα απογοητευμένος. Η ζωή του δεν ήταν
τέλεια. Ακόμη και πριν να γνωρίσει την Κρέσι, το αίσθημα της ασφυξίας και
της απογοήτευσης υπήρχε. Και από τη πρώτη στιγμή σχεδόν που την είδε,
είχε νιώσει την ανάγκη να τη ζωγραφίσει. Ήταν μια ακατανίκητη ορμή, πιο
ισχυρή από κάθε άλλη φορά. Έπρεπε να ξαναβρεί τον εαυτό του με αυτό
τον πίνακα, να ξαναβρεί τον καλλιτέχνη που είχε θάψει μέσα στο ζωγράφο
της καλής κοινωνίας. Δε θα το άντεχε αν έμενε κενός ο συγκεκριμένος
καμβάς. Μα ύστερα από τόσα χρόνια εκούσιας απομόνωσης, ανατρίχιαζε
στη σκέψη μόνο να δώσει και την παραμικρή εξήγηση. Έπρεπε να σκεφτεί
πολύ καλά πώς θα επανόρθωνε τη ζημιά που είχε κάνει.
***
Η Κρέσι βημάτιζε πέρα δώθε στο άδειο δωμάτιο διδασκαλίας. Τα αγόρια
ήταν έξω με την Τζέινι. Για δεύτερη συνεχόμενη μέρα είχε κρατηθεί μακριά
από το ατελιέ στη σοφίτα. Αυτές τις δύο μέρες φερόταν με ψυχρή ευγένεια
στον Τζοβάνι κάτω στην πινακοθήκη, ενώ δίδασκε τους αδερφούς της
καθώς εκείνος τους ζωγράφιζε, με την οργή και την απογοήτευση να
εναλλάσσονται μέσα της, επειδή δεν είχε καταφέρει ούτε στο ελάχιστο να
κάμψει την επιφυλακτικότητά του. Δυο μέρες που περίμενε μάταια ότι
εκείνος θα άλλαζε γνώμη ή ότι τουλάχιστον θα της ζητούσε να ποζάρει για
να ολοκληρώσει το πορτραίτο της.
Προσπάθησε να συνεχίσει το γράψιμο του δεύτερου σχολικού βιβλίου
της, λαμβάνοντας υπόψη την πολύτιμη πείρα που είχε αποκτήσει
διδάσκοντας το πρώτο, μα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Να γράψει τη
διατριβή της της ήταν αδύνατον, και ακόμη κι όταν απαντούσε στις
γραπτές ερωτήσεις που είχαν θέσει οι αναγνώστες των άρθρων της, ο νους
της ταξίδευε αλλού.
Στο ντουλάπι όπου αποθήκευε τα βιβλία των παιδιών, τα αβάκια και τις
κιμωλίες, υπήρχαν δυο σφαίρες. Η μία ήταν η υδρόγειος, η άλλη η ουράνια
σφαίρα, δύο όμορφα αντικείμενα κατασκευασμένα από το Κάρι’ς. Εξαιτίας
του ενθουσιασμού της Κρέσι για τα άστρα, η δεύτερη ήταν πολύ πιο
χρησιμοποιημένη από την πρώτη. Έτριψε μια δαχτυλιά με το μανικέτι του
φορέματος της. Έπρεπε οπωσδήποτε να πείσει τον πατέρα της να
επενδύσει σε ένα τηλεσκόπιο. Ίσως αν κατάφερνε τον Τζέιμς να του
γράψει ένα γράμμα...
«Κρεσίντα! Α, εδώ είσαι. Έχω φάει τον κόσμο να σε βρω». Η Μπέλα
όρμησε μέσα στο δωμάτιο διδασκαλίας, με το πρόσωπο κατακόκκινο.
Η Κρέσι οδήγησε τη μητριά της σε μια πολυθρόνα. Η Μπέλα κάθισε βαριά,
κάνοντας αέρα με το γράμμα που κρατούσε στο χέρι της. Ήταν κάτωχρη,
με ιδρωμένο μέτωπο, και έδειχνε έτοιμη να λιποθυμήσει.
«Γιατί δεν έστειλες μια υπηρέτρια να με βρει;» τη ρώτησε η Κρέσι κι
αναρωτήθηκε αν μπορούσε ν’ αφήσει για λίγο την Μπέλα ώστε να ψάξει
για αναληπτικά άλατα.
«Δε γινόταν... ήθελα να δεις... ορίστε, διάβασε».
Η Μπέλα της έδωσε το γράμμα. Μ’ ένα αίσθημα ανησυχίας, η Κρέσι
αναγνώρισε τα αραχνοειδή ορνιθοσκαλίσματα της θείας Σοφίας. «Η
Κορντίλια;»
Η Μπέλα, που είχε συνέλθει κάπως και ανάσαινε πιο ήρεμα τώρα, έγνεψε
καταφατικά.
Η Κρέσι κάθισε στο υπερυψωμένο περβάζι του παραθύρου και διάβασε
την επιστολή της θείας της. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Κορντίλια είχε ανάψει
φωτιές. Ήδη, η θεία Σοφία είχε αναγκαστεί ν’ απορρίψει πέντε εντελώς
ακατάλληλες προτάσεις γάμου. Προσωπικά πιστεύω ότι η Κορντίλια είναι
αποφασισμένη να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες προτάσεις,
έγραφε η θεία Σοφία. Φημολογείται ότι έβαλε μάλιστα το όνομά της στο
βιβλίο στοιχημάτων του Γουάιτ, σε ανταγωνισμό με την κόρη της Βαλέρια
Γουίνγουντ. Το σκάνδαλο από ένα τέτοιο στοίχημα ωχριά μπροστά στην πολύ
ταπεινή καταγωγή της αντιπάλου της. Όλοι ξέρουν πώς ακριβώς απέκτησε η
Βαλέρια Γουίνγουντ το σύζυγό της.
Ακολουθούσαν και χειρότερα. Η τάση της Κορντίλια να κάνει γρήγορα
παρέες είχε ως αποτέλεσα διάφορα μικρά σκάνδαλα, και μάλιστα ένα από
αυτά αφορούσε την παρουσία της σ’ έναν αγώνα πυγμαχίας. Η θεία Σοφία,
ο στυλοβάτης της καλής κοινωνίας, φοβόταν στ’ αλήθεια, απ’ ό,τι
φαινόταν, μην αποσυρθούν οι εγγυητές της Κορντίλια για το Άλμακ’ς. Απ’
όσα άφηνε η θεία της να εννοηθούν, η Κρέσι ανησύχησε πολύ περισσότερο
ότι η αδερφή της μπορεί να έκανε, με τη θέλησή της ή όχι, κανέναν φριχτό
γάμο.
«Απαιτεί να πάω στην πόλη», είπε διστακτικά η Μπέλα. «Λέει ότι δε θα
ευθύνεται εκείνη για τις συνέπειες, αν δεν πάω. Τι να κάνω, Κρεσίντα; Ο
πατέρας σου μόλις τώρα αναχώρησε για τη Ρωσία -γιατί δεν του επέστησε
η Σοφία την προσοχή σ’ αυτά τα ζητήματα;»
Η Κρέσι ξανακοίταξε το γράμμα. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσει τη θεία
της, που ήταν μία από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσαν να
ξεγελάσουν τον λόρδο Άρμστρονγκ. Επομένως, αυτό το γράμμα ήταν
σίγουρα τέχνασμα. «Μήπως», είπε σκεφτική, «η θεία μου επιθυμεί απλώς
ν’ απαλλαγεί από το βάρος του ντεμπούτου της Κορντίλια;»
Η Μπέλα σούφρωσε τα χείλη της. «Η Σοφία υποφέρει από ποδάγρα και
έχει περάσει τα εξήντα, καθ’ ότι είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερη από τον
πατέρα σου, οπότε δε θα με παραξένευε αν δεν ήθελε να κάνει τη συνοδό
-αν σκεφτείς μάλιστα πόσο ζωηρή είναι η Κορντίλια, η οποία, όπως
γνωρίζω από πρώτο χέρι, θα μπορούσε να εξαντλήσει ένα ολόκληρο τάγμα
από συνοδούς».
«Ομολογώ ότι εξακολουθώ να εκπλήσσομαι που η Κορντίλια
εκμεταλλεύτηκε έτσι την κατάσταση».
Η Μπέλα την κοίταξε με σκεπτικισμό. «Αλήθεια; Εμένα όχι».
«Τι εννοείς;»
«Η Κορντίλια δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί έναν άντρα που θα επιλέξει
ο πατέρας σας, όπως δεν ενδιαφερόταν καμιά από σας, εκτός από την
Κάρολαϊν. Και ίσως και η Σίλια -εκείνο τον ανόητο, τον πρώτο της σύζυγο,
αυτόν που πήγε και σκοτώθηκε, τον είχε επιλέξει ο πατέρας σας πιστεύω.
Αλλά όσο για σας τις υπόλοιπες...» Η Μπέλα έκανε μια πλατιά χειρονομία.
«Πρώτα η Κάσι, μετά εσύ, και προφανώς τώρα και η Κορντίλια είναι
αποφασισμένη να αψηφήσει τον καημένο τον πατέρα σας, αν και δεν
καταλαβαίνω γιατί».
Η Κρέσι έμεινε με ανοιχτό το στόμα και η Μπέλα γέλασε νευρικά.
«Νομίζεις ότι επειδή είμαι χοντρή και απεριποίητη δεν προσέχω τίποτα.
Νομίζεις ότι επειδή εσύ είσαι πολύ έξυπνη, εγώ δεν είμαι ικανή να
παρατηρήσω απλά πράγματα. Παρά τα φαινόμενα, βλέπω τι συμβαίνει
μπροστά στη μύτη μου, Κρεσίντα. Έχω καταλάβει, για παράδειγμα, ότι
επιτρέπεις σε αυτόν το γοητευτικό και νοστιμότατο ζωγράφο να σε
ζωγραφίσει. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις».
Η Κρέσι, έμεινε άναυδη, ενώ τα μάγουλά της κοκκίνισαν αμέσως.
Καταντράπηκε, όχι επειδή είχε υποτιμήσει τη μητριά της, αλλά επειδή την
είχε κρίνει τόσο σκληρά και είχε όντως υποθέσει ότι εκτός από χοντρή ήταν
και χαζή. «Δεν ήξερα... δε θέλαμε να... αλήθεια, Μπέλα, απλώς...» ψέλλισε,
κόβοντας τη φράση της μπροστά στο επικριτικό βλέμμα της μητριάς της.
«Ας μιλήσουμε ειλικρινά, Κρεσίντα. Δε θα γίνουμε ποτέ καρδιακές φίλες,
και δε μ’ ενδιαφέρει να σου παραστήσω τη μητέρα, όπως δε σ’ ενδιαφέρει
κι εσένα. Θα με βόλευε πάρα πολύ αν παντρευόσασταν και φεύγατε όλες
σας, γιατί τότε ο πατέρας σας ίσως να έδινε λίγο περισσότερη προσοχή σ’
εμένα και στ’ αγόρια μου. Δε με νοιάζει ποιον θα παντρευτείς και δε δίνω
δεκάρα για το ποιον θα παντρευτεί η Κορντίλια, αρκεί να παντρευτείτε και
οι δύο».
«Κι αν δε θελήσω να βρω σύζυγο;»
Η Μπέλα ανασήκωσε τους ώμους της. «Τότε βρες τρόπο να φύγεις από το
σπίτι μου».
«Θα με υποστήριζες, αν ζητούσα επίδομα από τον πατέρα μου;»
«Αγαπητή μου Κρεσίντα, μπορείς να παίξεις τη διανοούμενη γεροντοκόρη
με την ευχή μου, αλλά σίγουρα ξέρεις πόσο λίγη επιρροή ασκώ στο σύζυγό
μου. Το μόνο που θέλει από μένα είναι γιους. Θα πρέπει να βρεις δικό σου
τρόπο για να τον πείσεις, αν τελικά διαλέξεις αυτόν το δρόμο».
Η Κρέσι εξέτασε τον μαδημένο της αντίχειρα. Αποφασίζοντας πως ήταν
αρκετά ματωμένος, έχωσε το χέρι της κάτω από τις φούστες της. Η
ευθύτητα της μητριάς της την είχε απαλλάξει κάπως από τις ενοχές της,
γιατί κατά βάθος ήξερε πως, ακόμη κι αν επιθυμούσε να επανορθώσει
απέναντι της, δε θα δένονταν ποτέ στ’ αλήθεια. Ανακουφίστηκε που
πίστευε και η Μπέλα το ίδιο, όχι όμως τόσο που να μην αισθάνεται απαίσια
για τη συμπεριφορά της όλα τα χρόνια μετά τον δεύτερο γάμο του πατέρα
της.
Σηκώθηκε όρθια, διπλώνοντας το γράμμα της θείας Σοφίας. «Χαίρομαι
που κάναμε αυτή τη συζήτηση, Μπέλα». Φίλησε τη μητριά της στο
μάγουλο. Το δέρμα της είχε ακόμη λίγη από τη δροσιά της νιότης της. Η
Μπέλα δεν ήταν πάρα πολύ μεγαλύτερή της. Χαμένη κάπου μέσα στα πάχη
και την ανασφάλεια της, θα υπήρχε σίγουρα μια Μπέλα που μετάνιωνε για
το πώς είχε γίνει, που ίσως λαχταρούσε να ξεφύγει, όπως και η Κρέσι. «Φαί-
νεσαι καλύτερα σήμερα», της είπε. «Σου πέρασε η αδιαθεσία;»
«Όχι ιδιαίτερα».
Η Μπέλα έπιασε την κοιλιά της που, όπως παρατήρησε η Κρέσι, δεν ήταν
τόσο διογκωμένη όσο πριν από λίγες μέρες -δεν ήταν όσο πρησμένη θα
έπρεπε. Στις προηγούμενες εγκυμοσύνες της, ήταν τεράστια από την αρχή.
«Το ξέρεις ότι ο πατέρας μου επέμεινε να έρθει ο σερ Γκίλμπερτ
Μάουντζοϊ;»
«Δεν πρόκειται να τον δεχτώ, και ο πατέρας σου δεν είναι εδώ για να μ’
αναγκάσει».
«Μα ίσως... συγχώρησέ με, Μπέλα, γνωρίζω πολύ λίγα γι’ αυτά τα
ζητήματα, αλλά δε θα έπρεπε να μην αισθάνεσαι πλέον τόσο αδιάθετη;»
«Είναι κορίτσι, γι’ αυτό είμαι αδιάθετη. Τα πάντα είναι διαφορετικά με
αυτή την εγκυμοσύνη, και είμαι σίγουρη πως είναι έτσι επειδή είναι
κορίτσι». Η Μπέλα σηκώθηκε με κόπο. «Τι να κάνω μ’ αυτό το γράμμα;»
«Προφανώς δεν μπορείς να πας στην πόλη. Πιστεύω ότι η θεία μου
υπερβάλλει για να σε τσιγκλήσει και να αναλάβεις δράση. Ο πατέρας μου
μόλις τώρα έφυγε από το Λονδίνο. Αν η Κορντίλια φερόταν όντως τόσο
εξωφρενικά, εκείνος θα το είχε μάθει. Θα γράψω στην αδερφή μου και θα
απαιτήσω την αλήθεια. Μέχρι να μου απαντήσει, νομίζω πως είναι
καλύτερα να αγνοήσουμε αυτό το γράμμα».
«Πολύ καλά, αλλά αν στο μεταξύ συμβεί κάτι...»
«Θα αναλάβω εγώ την ευθύνη», είπε η Κρέσι με ένα πικρό χαμόγελο. «Σε
ό,τι αφορά την εύνοια του πατέρα μου, εγώ δεν έχω να χάσω τίποτε, ενώ
εσύ έχεις. Το καταλαβαίνω».
Η Μπέλα συγκατένευσε με ικανοποίηση και βγήκε από το δωμάτιο
διδασκαλίας. Μένοντας μόνη με τις σκέψεις της, η Κρέσι κοίταξε έξω από
το παράθυρο τους αδερφούς της που ψάρευαν από το γεφυράκι. Θα
έγραφε και στην Κάρολ εκτός από την Κορντίλια. Από το γάμο της και μετά,
η Κάρολ είχε κλειστεί στον εαυτό της, επισκεπτόταν σπάνια την Έπαυλη Κί-
λελαν και ακόμη πιο σπάνια το Λονδίνο. Ωστόσο, από τις πέντε αδερφές, η
Κάρολ ήταν αυτή με τη μεγαλύτερη διαίσθηση. Θα είχε ενδιαφέρον να
διαβάσει τη γνώμη της για όσα της είχε αποκαλύψει η Μπέλα.
***
Θα πρέπει να την είχε πάρει ο ύπνος, καθισμένη στο περβάζι του
παράθυρου με το μάγουλό της στο τζάμι, γιατί ξύπνησε απότομα και
αντίκρισε τον Τζοβάνι στην είσοδο του δωματίου διδασκαλίας, με μια πολύ
βλοσυρή έκφραση. Πετάχτηκε όρθια και αυτομάτως έπιασε τα μαλλιά της,
που ήταν πατικωμένα από τη μία πλευρά και εντελώς μπερδεμένα από την
άλλη. «Με τρόμαξες. Τι θέλεις;» του είπε ξερά και εχθρικά, για να αντι-
σταθμίσει τη χαρά που ένιωσε μόλις τον είδε.
«Ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη».
Όπως το περίμενε -ο Τζοβάνι ήθελε να τελειώσει τον πίνακά του και
τίποτε περισσότερο. «Όλα τα πρωτάκουστα σήμερα συμβαίνουν», του είπε
ψυχρά.
Εκείνος μόρφασε. Ως συνήθως, ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα, εκτός από
το λευκό του πουκάμισο και ένα γιλέκο με μπλε και γαλάζιες ρίγες. «Ήμουν
απαράδεκτα αγενής μαζί σου. Έχασα την ψυχραιμία μου. Είπα πράγματα
που δεν έπρεπε... λυπάμαι πολύ, Κρέσι».
«Που σημαίνει: θα μου ποζάρεις, σε παρακαλώ, και πάλι;»
«Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να σου εξηγήσω γιατί είναι τόσο σημαντικό για
μένα να σε ζωγραφίσω», της απάντησε. «Θα με ακούσεις;»
Η Κρέσι αναστέναξε. Ο Τζοβάνι έδειχνε να το έχει μετανιώσει πραγματικά
κι εκείνη χαιρόταν πραγματικά που τον έβλεπε. Η σιωπή ανάμεσά τους τις
τελευταίες δυο μέρες την είχε κάνει να συνειδητοποιήσει πόσες συζητήσεις
είχαν μοιραστεί οι δυο τους. Ένιωθε μόνη χωρίς εκείνον. «Ναι, φυσικά θα
σε ακούσω. Για την ακρίβεια, ύστερα από τις αποδείξεις που έλαβα πριν
από λίγο ότι δεν αντιλαμβάνομαι σωστά και κρίνω επιπόλαια τους άλλους,
θα χαρώ πολύ να σε ακούσω. Όχι, μη με ρωτήσεις, γιατί δε σκοπεύω να σου
το εξηγήσω τώρα». Κάθισε πάλι στο περβάζι και τον κάλεσε να καθίσει
κοντά της, χτυπώντας μαλακά το μαξιλάρι δίπλα της.
Ο Τζοβάνι, ωστόσο, προτίμησε να μείνει όρθιος. Φαινόταν διατακτικός
και όχι όσο ατάραχος ήταν συνήθως. Και τώρα που η Κρέσι τον κοιτούσε
καλύτερα, πράγμα που δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της μετά τον
τσακωμό τους, είδε ότι τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους. «Εργάζεσαι
πολύ σκληρά».
«Καθόλου». Η άρνησή του ήταν αυτόματη, μα συγκρατήθηκε σχεδόν
αμέσως. «Ναι, έτσι είναι. Πολλές φορές εργάζομαι τα βράδια, όταν δεν
μπορώ να κοιμηθώ. Προσπαθούσα... πειραματιζόμουν με μορφές».
«Σ’ ευχαριστώ. Που δε με αψήφησες, εννοώ».
«Παρακαλώ. Ακούω, βλέπεις, αλλά η διάθεση να δώσω εξηγήσεις δε μου
βγαίνει φυσικά».
Η Κρέσι γέλασε. «Ούτε σ’ εμένα, όπως ξέρεις πολύ καλά».
Ο Τζοβάνι κάθισε δίπλα της και της χάρισε ένα από τα σπάνια, αληθινά
του χαμόγελα. «Δεν ήθελα να σου φερθώ τόσο... δεσποτικά. Σίγουρα θα
σου φαινόμουν ώρες ώρες τύραννος σαν τον πατέρα σου, όπως
προσπαθούσα να σου επιβάλω τον τρόπο σκέψης μου».
«Προς Θεού, Τζοβάνι, δε μοιάζεις καθόλου με τον πατέρα μου».
«Με ανακουφίζει τρομερά που το λες, όμως...» Της έπιασε το χέρι και
φίλησε τον καρπό της. «Με συγχωρείς. Ήθελα μονάχα να σε βοηθήσω».
Τα χείλη του είχαν τη συνηθισμένη επίδραση στο σφυγμό της. Μόνο τώρα
που εκείνος ήταν εδώ, και το είχε όντως μετανιώσει, επέτρεψε η Κρέσι στον
εαυτό της να παραδεχτεί πόσο την είχε ταράξει ο τσακωμός τους. «Με
βοήθησες, αλλά τώρα πρέπει να μ’ αφήσεις να βοηθήσω τον εαυτό μου, αν
μπορώ».
«Και να βοηθήσεις κι εμένα, αν θέλεις. Θέλω ν’ αποδείξω ότι μπορώ να
δημιουργήσω κάτι καλύτερο από έναν εξαίρετο πίνακα απλώς, άριστο από
άποψη τεχνικής και με μαθηματική ομορφιά».
«Έτσι είπα;» Η Κρέσι μόρφασε. «Συγνώμη».
«Είναι αλήθεια. Τέτοιους πίνακες ζωγραφίζω, αλλά είμαι ικανός να
φτιάξω κάτι καλύτερο. Με τη βοήθειά σου».
Ο Τζοβάνι άγγιξε το πρόσωπό της, ακολουθώντας με τα δάχτυλά του το
περίγραμμα από το μέτωπο μέχρι το λαιμό της. Της ήταν τόσο οικείο το
άγγιγμά του και φοβόταν πως δε θα το ένιωθε ποτέ ξανά. Το δέρμα της
μυρμήγκιασε, και θυμήθηκε όλες τις άλλες φορές που την είχε αγγίξει
εκείνος. Οι αναμνήσεις έφεραν μαζί τους και μια μελαγχολία, ένα
πρελούδιο της εποχής που ο Τζοβάνι δε θα ήταν πια εδώ, που θα είχε
τελειώσει το πορτραίτο της και που θα είχε τελειώσει και μαζί της. Προς το
παρόν, όμως, εκείνος βρισκόταν ακόμη εδώ κι αυτό της έφτανε. «Πότε θα
ξεκινήσουμε;»
«Είσαι ακόμη διατεθειμένη να μου ποζάρεις, Κρέσι;» Εκείνη γέλασε
βλέποντάς τον να χτυπά παλαμάκια με ενθουσιασμό και να πετάγεται
όρθιος. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε αύριο. Έχω τελειώσει το άλλο
πορτραίτο, το πρώτο, εκτός από το τελικό βερνίκι». Το χαμόγελό του
έσβησε. «Πρώτα όμως πρέπει να σου πω... να σου εξηγήσω κάτι».
Σμίγοντας τα φρύδια του, ο Τζοβάνι άρχισε να περιστρέφει τις σφαίρες
απ’ το Κάρι’ς, όπως είχε κάνει κι εκείνη νωρίτερα, πρώτα τη μία κι έπειτα
την άλλη. «Με ρώτησες γιατί τραβιέμαι πάντα από κοντά σου, γιατί είμαι
τόσο κλειστός, όπως το έθεσες. Ξύπνησες μέσα μου κάτι που νόμιζα πως
είχε πεθάνει, Κρέσι, την επιθυμία να δημιουργήσω, να ζωγραφίσω με την
καρδιά μου. Αναζωπύρωσες το πάθος μου. Και ο λόγος που δεν μπορώ... ο
λόγος που δε θέλω... φοβάμαι. Όχι, τρέμω ότι αν επιτρέψω στον εαυτό μου
να...»
Στριφογύρισε την υδρόγειο σφαίρα με τόση δύναμη, που αυτή
ταρακουνήθηκε στη βάση της, κι ύστερα γύρισε και κοίταξε την Κρέσι
κατάματα. «Φοβάμαι ότι, αν αποκτήσουμε πιο στενές σχέσεις, αν κάνουμε
έρωτα, φοβάμαι ότι θα καταστραφεί η μαγεία ανάμεσά μας. Φοβάμαι ότι
δε θα μπορέσω να σε ζωγραφίσω. Δε θέλω να καταστρέψω αυτό που μόλις
ξαναβρήκα. Με καταλαβαίνεις;»
Η Κρέσι είδε ότι τα λόγια του έβγαιναν αναμφίβολα από την καρδιά του.
Είδε ότι εκείνος τα πίστευε, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Φοβήθηκε να
μιλήσει, μην τυχόν και έλεγε κάτι που δεν έπρεπε. «Σ’ ευχαριστώ. Που μου
εξήγησες. Που μου εμπιστεύτηκες το... σ’ ευχαριστώ».
Ο Τζοβάνι φάνηκε ανακουφισμένος αλλά και προβληματισμένος
ταυτόχρονα. Μήπως της έκρυβε και κάτι άλλο; Συμφώνησε να του ποζάρει
την επόμενη μέρα. Μόνο αργότερα, καθώς έφερνε στο μυαλό της τη
συζήτησή τους ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, θυμήθηκε με
ακρίβεια τα λόγια του και η ευφορία της μετριάστηκε. Δε θέλω να
καταστρέψω αυτό που μόλις ξαναβρήκα.
Κάποτε ο Τζοβάνι είχε άλλη μούσα. Μα φυσικά, και ήταν χαζό και
παράλογο να τη ζηλεύει, όποια κι αν ήταν, εφόσον μάλιστα ήταν προφανές
πως δε βρισκόταν πλέον στη ζωή του. Της είχε κάνει άραγε έρωτα; Σίγουρα.
Την αγαπούσε;
«Αυτό», είπε η Κρέσι στον εαυτό της, αφήνοντας στην άκρη τη
μετάφραση των Ασκήσεων Ολοκληρωτικού Λογισμού του Λεζάντρ, «δε με
αφορά καθόλου». Ωστόσο, όπως διαπίστωνε, η λογική και το συναίσθημα
σπάνια συμβάδιζαν. Η σκέψη ότι ο Τζοβάνι ήταν κάποτε ερωτευμένος την
αρρώσταινε.
***
«Άργησες». Ο Τζοβάνι στεκόταν μπροστά από το καβαλέτο του και ο
σχεδιαστικός του πίνακας ήταν γεμάτος σκίτσα από κάρβουνο, όταν
άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει σιγά σιγά. «Δοκίμαζα μερικές ιδέες, αλλά δεν
είμαι σίγουρος... δε θα περάσεις;» J
Η Κρέσι κοντοστάθηκε στην πόρτα της σοφίτας, σφίγγοντας γύρω της
τον βραδινό μανδύα της μητέρας της. «Έχεις καταλήξει στην Πενθεσίλεια;»
Εκείνος χάραξε εκνευρισμένα κάτι με το κάρβουνό του. Ο λαιμοδέτης του
κρεμόταν σε μια καρέκλα, όπου βρίσκονταν επίσης το σακάκι και το γιλέκο
του. Στο μέτωπό του είχε μια μουτζούρα από κάρβουνο. Η Κρέσι διέκρινε
λίγες τριχούλες μέσα από τον ανοιχτό γιακά του πουκαμίσου του. Ο λαιμός
της στέγνωσε. Το φως στη σοφίτα ήταν έντονο, καθώς οι ακτίνες του ήλιου
έπεφταν πάνω στους φεγγίτες. Μέσα από τις πτυχές του λεπτού
πουκαμίσου του ξεχώριζαν καθαρά οι θηλές του και παρατήρησε ότι οι
τρίχες του στήθους του σχημάτιζαν ένα βέλος προς την κοιλιά του. Δεν
έπρεπε να τον κοιτάζει έτσι, μα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα
της. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι για να τον εμπνεύσει έπρεπε να
κρατήσει τις αποστάσεις της, όμως αυτό που ήθελε ήταν να του σκίσει το
πουκάμισο και να σύρει τα χέρια της στους σκληρούς μυς που σίγουρα
βρίσκονταν από μέσα, να νιώσει τις αγριωπές τρίχες του και το λείο του
δέρμα, τα νεύρα και τους τένοντες να σφίγγονται καθώς θα τον άγγιζε, να
τον ακούσει ν’ αναστενάζει καθώς θα τον φιλούσε. Ήθελε να...
«Κρέσι, θα περάσεις ή όχι; Γιατί φοράς αυτόν το μανδύα;»
Εκείνη έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της. «Είχα μια ιδέα. Είναι
έκπληξη».
Ο Τζοβάνι την κοιτούσε τώρα, έχοντας τραβήξει το βλέμμα του από τον
σχεδιαστικό πίνακα. «Κατά κανόνα, δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Σπάνια
είναι ευχάριστες».
Δεν ήθελε να του δείξει πόσο νευρική ήταν, γιατί θα χαλούσε η εντύπωση.
Η ιδέα έμοιαζε καταπληκτική, όμως τώρα η αποφασιστικότητά της είχε
αρχίσει να κλονίζεται. Μήπως θα φαινόταν ανόητη; Μήπως εκείνος θα την
κορόιδευε; Με δάχτυλα που έτρεμαν, έπιασε την πόρπη και άρχισε να
ξεκουμπώνει το μανδύα. «Γύρνα από την άλλη», τον πρόσταξε. «Μην
κοιτάξεις μέχρι να σου πω». Έριξε το μανδύα στο πάτωμα και φόρεσε στο
κεφάλι της το καπέλο που έκρυβε από κάτω. «Τζοβάνι...»
«Σι;»
«Μπορείς να γυρίσεις τώρα. Θέλω να γνωρίσεις...»
«Την Πενθεσίλεια», μάντεψε εκείνος.
«Τον κύριο Μπράουν». Η Κρέσι έβγαλε το καπέλο της με μια κίνηση που
είχε προβάρει με τις ώρες στον καθρέφτη το προηγούμενο βράδυ, και
έκανε μια υπόκλιση για την οποία ήταν περήφανη.
Εισέπραξε ένα δυνατό, κατάπληκτο γέλιο. «Τι στην ευχή;...»
«Θυμάσαι που με ρώτησες πώς κατάφερα να παρίσταμαι σε συνεδριάσεις
της Βασιλικής Εταιρείας; Ορίστε, λοιπόν...» έκανε μια μικρή περιστροφή και
οι ουρές του σμόκιν της ανέμισαν «...έτσι τα κατάφερα. Είχες δίκιο, δε θα
μου επέτρεπαν την είσοδο ως γυναίκα, όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν τα
επιστημονικά μου επιτεύγματα, αλλά στην εταιρεία δίνουν διαλέξεις ορι-
σμένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής μας κι εγώ κάνω τα πάντα
προκειμένου να τους ακούσω».
Ο Τζοβάνι γέλασε και πάλι. «Ποτέ δεν αμφισβήτησα το πάθος σου για τις
μελέτες σου, αλλά αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Να καταλάβω,
δηλαδή, ότι κυκλοφορούσες στο Λονδίνο ντυμένη μ’ αυτά τα ρούχα; Το
ήξεραν τα σεβαστά μέλη της Βασιλικής Εταιρείας ότι είχε διεισδύσει στο
άδυτό τους μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα; Σίγουρα θα το μάντε-
ψαν, γιατί μου φαίνεσαι πολύ θηλυπρεπής άντρας».
«Αλήθεια; Απ’ όσο ξέρω, δεν αντιλήφθηκαν τη μεταμφίεσή μου. Εκτός
από τον κύριο Μπάμπιτζ, φυσικά. Ένα φίλο, που διευκόλυνε την είσοδό
μου».
«Και ο λόρδος Άρμστρονγκ τον έχει γνωρίσει τον κύριο Μπράουν;»
«Προς Θεού, όχι! Όχι, όχι, δεν πρέπει να το μάθει ποτέ. Κανείς δεν το ξέρει,
παρά μόνο ο κύριος Μπάμπιτζ -και τώρα εσύ».
«Τιμή μου. Και πραγματικά εντυπωσιάστηκα πολύ, Κρέσι. Αλλά γιατί
διέτρεξες τόσο μεγάλο κίνδυνο; Αν σε ανακάλυπταν, οι συνέπειες θα ήταν
καταστροφικές».
«Το ξέρω, αλλά πιο καταστροφικό θα ήταν να μην μπορέσω ποτέ να... Δεν
το καταλαβαίνεις, Τζοβάνι, πόσο καταπιεστικό είναι να είσαι απλώς μια
γυναίκα; Δεν αρνούμαι ότι κάθε φορά που βγαίνουμε έξω στον κόσμο ο
κύριος Μπράουν κι εγώ, αισθάνομαι συνεχώς τρόμο αλλά και τόση... χαρά.
Τόση ελευθερία, με αυτές τις βράκες. Και μια έξαψη, ομολογώ, στη σκέψη
ότι ξεγελώ όλο τον κόσμο. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις;»
«Όχι και τόσο δύσκολο, απ’ όσο σε ξέρω. Είσαι μια αξιόλογη και πολύ
θαρραλέα νεαρή γυναίκα, Κρέσι».
«Νεαρός άντρας, σε παρακαλώ, επί του παρόντος», του απάντησε, με ένα
τίναγμα του κεφαλιού της.
Και πάλι, ο Τζοβάνι γέλασε. «Κύριε Μπράουν, είναι μεγάλη μου
ευχαρίστηση που σας γνωρίζω», είπε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. «Σας
φιλώ το χέρι, κύριε Μπράουν. Είστε, πραγματικά, τέλειος».
Της φίλησε το χέρι, αφήνοντας για μια στιγμή τα χείλη του στην παλάμη
της, για να τραβηχτεί σχεδόν αμέσως με την πρώτη αίσθηση έξαψης που
προέκυψε από την επαφή, και βάλθηκε να επιθεωρεί τη στολή της.
«Λοιπόν;» του είπε η Κρέσι. «Θα με ζωγραφίσεις ως τον άλλο μου εαυτό;»
«Δε θα μπορούσα να σκεφτώ τίποτε καλύτερο. Δείχνεις υπέροχα
ανατρεπτική. Κάτι στα ρούχα σου αναδεικνύει όλες σου τις καμπύλες. Δεν
μπορώ να πιστέψω ότι θα ξεγελιόταν οποιοσδήποτε φυσιολογικός
άντρας. Οι Άγγλοι διανοούμενοί σας μάλλον είναι στραβοί όλοι τους». Όλη
αυτή την ώρα βημάτιζε γύρω της, μα τώρα στάθηκε μπροστά της. «Όχι
έτσι», είπε αποφασιστικά και, τραβώντας τα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά
της, τα έριξε αδιάφορα στο πάτωμα. «Το κόλπο είναι να σε δείξουμε ως
κύριο Μπράουν και Κρέσι ταυτόχρονα». Κι άλλα τσιμπιδάκια πετάχτηκαν
ολόγυρα και τα μαλλιά της ξεχύθηκαν πάνω στο σακάκι της. «Τώρα
φόρεσε πάλι το καπέλο... αλλά έτσι λοξά, κοκέτικα. Ναι. Και το σακάκι έτσι.
Ναι, ναι. Μπράβο και πάλι, Κρέσι... είναι καταπληκτικό».
Ο Τζοβάνι της φίλησε ξανά το χέρι. Η Κρέσι έκλεισε τα μάτια της, για ν’
απολαύσει περισσότερο το άγγιγμα των χειλιών του, και αναρωτήθηκε
πόσο θα άντεχε ακόμη χωρίς να χάσει τον αυτοέλεγχό της. Εκείνος την
έβαλε να σταθεί πάνω σ’ ένα κουτί και άρχισε να βαδίζει γύρω της,
ισιώνοντας τα ρούχα και τα μαλλιά της, τις βράκες και τις μπότες της.
Μύριζε κάρβουνο, νέφτι και λινέλαιο, ελαφριά ιδρώτα, και πάνω απ’ όλα
κάτι χαρακτηριστικά αρρενωπό και πολύ χαρακτηριστικά Τζοβάνι. Να είχε
κι εκείνη το δικό της άρωμα; Για να αποσπάσει την προσοχή της,
αναρωτήθηκε πώς θα ήταν. Κιμωλία σίγουρα. Το σαπούνι της που είχε
οσμή λεβάντας -ωραίο. Μαρμελάδα ή σοκολάτα ή ζάχαρη από κριθάρι,
αναλόγως τι γλυκό είχαν φάει οι αδερφοί της -όχι καλό, μα ούτε και
άσχημο. Τις προάλλες, όμως, ο Φρέντι είχε χύσει πάνω της ένα ολόκληρο
βάζο με νεκρά αβγά βατράχων. Τότε δε μύριζε καθόλου ωραία. Μία από τις
χρωστικές του Τζοβάνι μύριζε κάπως έτσι, τώρα που το σκεφτόταν. Ποιο
χρώμα ήταν;
«Μπορείς να κατέβεις τώρα. Λέω να δοκιμάσουμε μια άλλη πόζα». Ο
Τζοβάνι τράβηξε μια επιχρυσωμένη καρέκλα στο κέντρο του δωματίου.
Ήταν αιγυπτιακού στυλ, από ξύλο τριανταφυλλιάς και μπρούτζο, με
στριφτά σκαλιστά πόδια και μαύρο βελούδινο κάθισμα, ξεθωριασμένο και
βουλιαγμένο.
«Α, τις θυμάμαι αυτές τις καρέκλες. Ήταν μια ολόκληρη σειρά με ασορτί
τραπέζι στη μικρή τραπεζαρία. Η μητέρα μου αγαπούσε καθετί αιγυπτιακό.
Συνήθιζε να λέει ότι θα ήθελε να ήταν η Κλεοπάτρα».
«Η μητέρα σου δε δίνει καθόλου την εντύπωση γυναίκας που θα
παντρευόταν ο πατέρας σου».
«Δε θα το περίμενες, βλέποντάς τον τώρα, αλλά πιστεύω ότι τον πρώτο
καιρό, στην αρχή του γάμου τους... ε, έχεις δει τι φορέματα φορούσε
εκείνη». Η Κρέσι χαχάνισε. «Τουλάχιστον, φαντάζομαι πως τα φορούσε για
τον πατέρα μου. Αχ, τι κάθομαι και λέω, ντροπή μου».
«Μα εύχεσαι να ήταν λιγάκι αλήθεια, ε;»
«Λιγάκι. Θέλω να πω όχι! Για όνομα του Θεού, για τη μητέρα μου μιλάμε,
Τζοβάνι».
«Η μητρότητα δεν προικίζει αυτόματα μια γυναίκα με αρετή».
«Όχι, ασφαλώς όχι. Ίσα ίσα, η μητρότητα προκύπτει συχνά από την
απουσία αρετής», συμφώνησε η Κρέσι, «όμως δεν έχω λόγο να πιστέψω ότι
η μητέρα μου... θέλω να πω, όλες τους μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, οι
αδερφές μου... εκτός από μένα, και... Τζοβάνι! Λες να... Λες να μην είμαι
παιδί του πατέρα μου;»
Δεν το εννοούσε. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Κρέσι δεν
μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι έμοιαζε με τον λόρδο Άρμστρονγκ, ιδίως στα
μάτια, μα τώρα είχε μια ζωηρή διάθεση και, ντυμένη κύριος Μπράουν,
αισθανόταν απελευθερωμένη από τις συνήθεις ευπρέπειες, όλο τόλμη και
σιγουριά. Το είχε πει για ν’ αστειευτεί, όμως το αστείο της είχε πάει κάπως
στραβά. «Τζοβάνι; Τι είπα;» Εκείνος ήταν προηγουμένως όλο χαμόγελα και
εύθυμα πειράγματα, αν και ταυτόχρονα απόλυτα συγκεντρωμένος στη
μεταμφίεσή της και στον πίνακά του. Τώρα το πρόσωπό του είχε
σκοτεινιάσει και είχε σμίξει τα φρύδια του. Είχε πάρει το βλοσυρό του
ύφος.
«Δεν είναι τίποτα».
«Νόμιζα ότι δε θα λέγαμε άλλα ψέματα ο ένας στον άλλο».
«Δε λέω ψέματα».
«Όχι ψέματα, λοιπόν. Αποφεύγεις την αλήθεια. Άσε τις υπεκφυγές. Τι
στην ευχή είπα που σε πείραξε; Δεν το εννοούσα, όταν είπα ότι η μητέρα
μου ίσως ν’ απάτησε τον πατέρα μου».
«Δε με νοιάζει καθόλου τι έκανε ή δεν έκανε η μητέρα σου. Θέλω να
καθίσεις σ’ αυτή την καρέκλα πλαγίως, έτσι».
Η Κρέσι τον άφησε να τη βάλει σε διάφορες στάσεις, σταυρώνοντας
πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο, κοιτάζοντας πρώτα από τη μία
πλευρά κι έπειτα από την άλλη, ακουμπώ- ντας το πιγούνι της στο χέρι της,
πιάνοντας τα χέρια της μεταξύ τους, με καπέλο και χωρίς καπέλο, ενώ όλη
την ώρα προσπαθούσε να επισημάνει σε ποιο σημείο ακριβώς της
συζήτησης είχε ξινίσει το χαμόγελό του. Όχι με την πρώτη αναφορά στη
μητέρα της. Ούτε με τη σκανδαλώδη ιδέα ότι εκείνη μπορεί να είχε
παράνομο ερωτικό δεσμό. Αλλά ύστερα. Κάτι περί μητρότητας. Αυτό ήταν!
«Είπα ότι η μητρότητα προκύπτει συχνά από την απουσία αρετής»,
αναφώνησε. «Εσύ... ήσουν;...»
Ο Τζοβάνι τραβήχτηκε μακριά της. «Μονίμως πρέπει να σκαλίζεις τα
πάντα. Μερικές φορές αισθάνομαι σαν να με έχεις μαδήσει ολόκληρο. Ναι,
αναφερόμουν στη δική μου μητέρα. Τώρα που έλαβες την απάντησή σου,
μπορούμε να συγκεντρωθούμε στην προκειμένη δουλειά;»
«Ναι, μπορούμε», συμφώνησε η Κρέσι. Εν μέρει γιατί ο τόνος του δε
σήκωνε αντιρρήσεις, αλλά κυρίως επειδή είχε καταφέρει να παραβιάσει,
ελαφρώς, τα τείχη που εκείνος είχε υψώσει ολόγυρά του, και δεν ήθελε να
ζορίσει την τύχη της.
«Ο κύριος Μπράουν περιμένει όποτε έχει ευχαρίστηση ο σινιόρ Ντι
Ματέο», είπε η Κρέσι. Που, αν το καλοσκεφτόταν, μάλλον ήταν ατυχής
έκφραση.
Κεφάλαιο 7
Ήταν ιδέα της Κρέσι να φτιάξουν τα αγόρια ένα χαρταετό, επειδή είχε
διαβάσει ότι τους χρησιμοποίησε ο Αμερικανός Βενιαμίν Φραγκλίνος στα
πειράματά του για τη φύση του κεραυνού. Δυστυχώς, ο κύριος Φραγκλίνος
δε θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει τη μέθοδο της κατασκευής τους, και η
Κρέσι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις τεχνικές λεπτομέρειες. Αφού
διέγειρε τη φαντασία των αδερφών της με το χαρταετό, δεν ήξερε πώς να
προχωρήσουν μέχρι που επενέβη ο Τζοβάνι. Με μερικά πρόχειρα σκίτσα,
τους εξήγησε τη μηχανική του χαρταετού κι έστειλε τα τέσσερα αγόρια, με
επικεφαλής τον Τζέιμς, να βρουν τα διάφορα υλικά.
Η Κρέσι έμεινε κατάπληκτη, όταν τους είδε να επιστρέφουν και οι
τέσσερις σε μια ασυνήθιστη αρμονία -μα όταν το σκέφτηκε,
συνειδητοποίησε ότι τσακώνονταν πολύ λιγότερο τον τελευταίο καιρό.
Μόνο όταν είχε έρθει στο σπίτι ο πατέρας τους, είχαν ξαναρχίσει τους
καβγάδες και τον ανταγωνισμό, θέλοντας να κερδίσει ο καθένας τους την
προσοχή του μόνο για τον εαυτό του, κι εκείνος το απολάμβανε σαν
βασιλιάς με τους αυλικούς του. Ο Τζέιμς, ο Χάρι, ο Τζορτζ και ο Φρέντι
αντιμετώπιζαν τον Τζοβάνι όχι σαν βασιλιά τους αλλά σαν στρατηγό τους,
κι έσπευδαν να υπακούσουν σε κάθε του διαταγή και να την εκτελέσουν
όσο καλύτερα μπορούσαν -και χαίρονταν ήσυχα αντί να καυχώνται, όταν
τους επαινούσε. Και ο Τζοβάνι μοίραζε απλόχερα τους επαίνους του, αλλά
δίκαια, όπως και τις επιπλήξεις του.
Σε αντίθεση με τον λόρδο Άρμστρονγκ, που συνήθιζε να κατηγορεί
όποιον τον βόλευε, ή όποιον επέλεγε κάθε φορά για θύμα του. Κάποτε,
όταν η Κρέσι ήταν δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, η Κάρολ είχε σπάσει το
κινέζικο αγαλματάκι που είχε χαρίσει στον πατέρα τους ο Βρετανός
πρέσβης σ’ εκείνη τη μακρινή χώρα, αλλά ο πατέρας τους έστειλε την Κρέσι
στο κρεβάτι της επειδή την ανακάλυψε στο ίδιο δωμάτιο με τα σπασμένα
κομμάτια, παρά τις διαμαρτυρίες της Κάρολ πως έφταιγε η ίδια. Η
Κάρολαϊν, είχε επιμείνει ο πατέρας τους, προσπαθούσε απλώς να
συγκαλύψει την αδεξιότητα της αδερφής της.
Η ανάμνηση ήταν εξαιρετικά ζωηρή. Πολλές τέτοιες αναμνήσεις τής
έρχονταν στο μυαλό τώρα τελευταία, ασήμαντα πράγματα συνήθως,
ξεχασμένα προ πολλού, που την αιφνιδίαζαν με τη ζωηρότητά τους. Τις
είχε άραγε απωθήσει επειδή ήταν πολύ οδυνηρές ή επειδή θα καθιστούσαν
επώδυνες τις προσπάθειές της να συμμορφώνεται; Και τα δύο, μάλλον. Το
παράξενο ήταν ότι δεν της προκαλούσαν πλέον πόνο. Της έφερναν θλίψη,
και συχνά καημό, μα όχι στενοχώρια ή πίκρα. Δεν είχε νόημα να τα βάζει με
το παρελθόν της, και τώρα που άρχιζε να κατανοεί καλύτερα τον εαυτό
της, καταλάβαινε ότι η κάθε ανάμνηση ήταν κομμάτι του εαυτού της και
μπορούσε να τη μετατρέψει σε κάτι περισσότερο θετικό. Ίσως να ήταν της
φαντασίας της, αλλά ένιωθε ότι εξελισσόταν και γινόταν πιο δυνατή.
Οι αδερφοί της είχαν περιφρονήσει τις άτσαλες προσπάθειές της να τους
βοηθήσει να φτιάξουν το χαρταετό, και είχαν ζητήσει τη βοήθεια του
Τζοβάνι. Η Κρέσι είχε φύγει ευχαρίστως από τη μέση και χάρηκε ακόμη
περισσότερο βλέποντας το χαρταετό να παίρνει μορφή υπό την έμπειρη
καθοδήγηση του Τζοβάνι -αν και ο ίδιος έκρυβε τόσο καλά τις προσπάθειές
του, που οι αδερφοί της ήταν πεπεισμένοι ότι το τελικό προϊόν ήταν
αποκλειστικά δικό τους έργο. Ο Τζοβάνι ήταν υπομονετικός και με τη
διακόσμηση του χαρταετού, σκιτσάροντας φανταστικούς κινέζικους
δράκους και πολεμιστές σαμουράι για να τους χρωματίσουν τα αγόρια, και
φροντίζοντας να διορθώνει στα γρήγορα τα παιδικά λάθη τους χωρίς τα
ίδια να το αντιλαμβάνονται.
Ήταν μια μέρα με δυνατό αέρα, ιδανική για το πρώτο πέταγμα. Η Κρέσι
καθόταν στο μαντρότοιχο του αγρού και παρακολουθούσε τον Τζοβάνι να
διδάσκει στους αδερφούς της την τέχνη του πετάγματος του χαρταετού,
άλλο ένα θέμα για το οποίο ήταν ανίδεη. Ο αέρας ανέμιζε το κάτω μέρος
του σμαραγδένιου παλτού της γύρω από τα πόδια της. Δε φορούσε κα-
πέλο, αλλά είχε πιάσει πίσω τα μαλλιά της με μια πράσινη μεταξωτή
κορδέλα, που για την ώρα φαινόταν να τα κρατάει. Το παλτό του Τζοβάνι
ανέμιζε πίσω του και φαίνονταν κάθε τόσο τα μακριά, μυώδη πόδια του,
ντυμένα ως συνήθως με το στενό παντελόνι του. Φορούσε μπότες σήμερα,
μαύρες φυσικά και καλογυαλισμένες, αν και ήταν πιτσιλισμένες τώρα με
λάσπες, πράγμα που δεν έδειχνε να τον πειράζει καθόλου.
Τα παιδιά έπιαναν το χαρταετό ανά δύο -ο Τζέιμς με τον Φρέντι, ο Χάρι με
τον Τζορτζ. «Σειρά σου να τον πετάξεις», είπε ο Τζέιμς, δίνοντας με
προσοχή τον αετό στον μικρότερο αδερφό του. «Να, κράτα τον από τα
ξύλα, ψηλά πάνω από το κεφάλι σου».
«Σαν να είναι μια ωραία πεταλούδα», φώναξε ο Φρέντι στον δίδυμο
αδερφό του ενθουσιασμένος. «Πρέπει να προσέξεις να μην της σκίσεις τα
φτερά, έτσι δεν είναι, Τζο;»
«Μια ωραία πεταλούδα», φώναξε χαρούμενα ο Τζορτζ, «μια ωραία
πεταλούδα μες στον κήπο μας πετά».
«Μια ωραία πεταλούδα, μια ωραία πεταλούδα». Ο Φρέντι χτύπησε
παλαμάκια με ενθουσιασμό και χοροπήδησε πάνω κάτω, πιτσιλώντας τις
μπεζ βράκες του με λάσπες.
«Πρόσεχε, σέρνεται σ’ αυτόν το νερόλακκο». Ο Τζέιμς άρπαξε την ουρά
του αετού, τη μάζεψε προσεχτικά και την έδωσε στον Χάρι. Η Κρέσι
εντυπωσιάστηκε· πριν από λίγες βδομάδες κάτι τόσο ασήμαντο θα είχε
καταλήξει σε καβγά και σπασμένο χαρταετό.
«Έτοιμος, Χάρι;» ρώτησε ο Τζοβάνι.
«Έτοιμος», αποκρίθηκε με σοβαρότητα ο μικρός και πήρε το καρούλι στα
χέρια του σαν να ήταν τα πετράδια του στέμματος.
«Εγώ να τρέξω τώρα, Τζο;» φώναξε ο Τζορτζ.
«Όταν σου πει ο Χάρι. Χάρι, να θυμάσαι ν’ αφήνεις σιγά σιγά το σπάγκο».
Ο Χάρι αυτοσυγκεντρώθηκε σμίγοντας τα φρύδια του και έκανε ό,τι του
είπε ο Τζοβάνι. Ο Τζέιμς, ήδη βετεράνος μιας επιτυχημένης πτήσης και
ανυπομονώντας ως συνήθως να επιδείξει την ανωτερότητά του, πήγε να
φωνάξει οδηγίες, μα ο Τζοβάνι του έκλεισε με το χέρι το στόμα. Ο μικρός
έδειξε να ξαφνιάζεται τόσο πολύ, που η Κρέσι έβαλε τα γέλια. Για μια
στιγμή, φάνηκε έτοιμος να κάνει σκηνή, μα είδε τον Τζοβάνι ν’ ανασηκώνει
το φρύδι του και ηρέμησε αμέσως.
Ο Χάρι έδωσε την εντολή να αμολήσουν τον αετό. Ο Τζορτζ έτρεξε στον
αγρό όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα στρουμπουλά ποδαράκια του.
Δυστυχώς, είχε τόσο πολύ το μυαλό του να καταφέρει να κρατήσει τον
αετό στον αέρα, που στην αρχή πιτσιλίστηκε με υγρή κοπριά αγελάδων κι
έπειτα σκόνταψε σ’ ένα μεγάλο λιθάρι. Παιδί και αετός πετάχτηκαν, ο ένας
κάτω και ο άλλος πάνω. Μια ριπή ανέμου τράβηξε τον αετό ψηλά, και
μάλλον θα είχε σηκώσει και τον Χάρι στον αέρα, αν δεν ορμούσε ο Τζοβάνι
και δεν τον άρπαζε εγκαίρως.
Η Κρέσι έτρεξε στον Τζορτζ, που ήταν πεσμένος στο χορτάρι, αλλά μέχρι
να τον φτάσει, ο μικρός είχε σηκωθεί τρεκλίζοντας. «Απλώς λαχάνιασε
λίγο», τη διαβεβαίωσε με σοβαρότητα ο Φρέντι.
«Και βρομάει. Τι στην ευχή;...»
«Μυρίζω σαν πισινός αγελάδας», ανήγγειλε ο Τζορτζ.
«Πάντα μυρίζεις σαν πισινός αγελάδας», είπε ο Φρέντι με ένα χαχανητό.
«Καλά, άσε... κοίτα!» αναφώνησε ο Τζορτζ. «Πάει πάνω, πάνω ψηλά. Πιο
ψηλά απ’ όσο τον έστειλες εσύ».
«Όχι πιο ψηλά». Ο Φρέντι κοίταξε συνοφρυωμένος το χαρταετό, που
ανέβαινε ψηλά και τα έντονα χρώματα των δράκων και των πολεμιστών
φάνταζαν σαν εξωτικά πετράδια στο φόντο του γαλανού αγγλικού
ουρανού. «Ε, ίσως το ίδιο ψηλά».
Ο Χάρι αγωνιζόταν να κουμαντάρει το χαρταετό, με όλο το σπάγκο
ξετυλιγμένο. Με πρόσωπο κατακόκκινο, τα ξανθά μαλλιά του να
ανεμίζουν, το καπελάκι του στραβά και το πουκάμισό του να κρέμεται έξω
από το παντελόνι του σαν σημαία, έδινε την εντύπωση πως θα
απογειωνόταν και ο ίδιος.
«Ο Χάρι θα πετάξει, ο Χάρι θα πετάξει», άρχισαν να φωνάζουν οι δίδυμοι.
Είχαν πιαστεί απ’ τα χέρια και γυρνούσαν γύρω γύρω, κοιτάζοντας
εκστασιασμένοι τον ουρανό. «Τζο, Τζο, ο Χάρι θα πετάξει».
«Τζοβάνι, μου φαίνεται ότι χρειάζεται λίγη βοήθεια».
«Τι λες, Χάρι; Τον κρατάς;»
Ο Χάρι είπε κάτι που ακούστηκε σαν πνιχτό ναι. Η Κρέσι, που είχε
ανησυχήσει πλέον για τα καλά, διαμαρτυρήθηκε. «Δεν είναι μωρό», είπε ο
Τζέιμς, σπεύδοντας να υπερασπιστεί τον αδερφό του. «Γιατί ανησυχούν
πάντα τόσο πολύ τα κορίτσια, Τζο;»
«Νομίζω ότι η αδερφή σου ζηλεύει. Νομίζω ότι θα ήθελε να πετάξει κι
εκείνη τον αετό, έτσι δεν είναι, Κρέσι;»
Θα το ήθελε. Και ο Τζοβάνι το ήξερε. Μα εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στους
αδερφούς της, ένιωσε ότι δεν έπρεπε να τους χαλάσει τη διασκέδαση. «Δεν
είμαι αρκετά δυνατή», είπε μεγαλόψυχα, αν και πολύ θα ήθελε να πετούσε
τον αετό, με τον Τζοβάνι να στέκεται από πίσω της και να καθοδηγεί το
χέρι της, όπως και όταν την είχε αφήσει να ζωγραφίσει λίγο στον καμβά.
Τραβήχτηκε και πάλι πίσω στο μαντρότοιχο και αρκέστηκε στο ρόλο του
θεατή, παρακολουθώντας έναν πολύ διαφορετικό Τζοβάνι από εκείνον
που γνώριζε, να γελά και να είναι εντελώς άνετος. Ήταν γυμνασμένος,
όπως το είχε φανταστεί, κι έτρεχε στον αγρό με τα παιδιά και το χαρταετό.
Και όταν ο αετός μπλέχτηκε σ’ ένα δέντρο κι εκείνος ανέβασε τον Τζέιμς
στα χαμηλά κλαδιά για να τον ελευθερώσει, η λυγερή κορμοστασιά του
αναδείχτηκε αξιοθαύμαστα.
«Ώστε αυτός είναι ο χαρταετός για τον οποίο έχω ακούσει τόσα και τόσα».
Η Μπέλα, φορώντας ένα βυσσινί παλτό και μία εσάρπα με λαχούρια από
πάνω, προχωρούσε προσεχτικά προς το μέρος της Κρέσι. «Άκουσα τις
τσιρίδες των παιδιών από το παράθυρο του σαλονιού. Δε νομίζω να τα έχω
ξαναδεί να γελούν τόσο πολύ. Κοίτα τον Τζόρτζι, πώς κουνά τα χέρια του.
Και τον Τζέιμς. Δεν είχα προσέξει πόσο ψήλωσε ο Τζέιμς τις τελευταίες
βδομάδες. Πω, πω, του πέφτουν κοντές οι βράκες του».
«Η Τζέινι φάρδυνε αρκετές φορές τα ρούχα του, αλλά φοβάμαι ότι θα τα
σκίσει», είπε η Κρέσι χαμογελώντας.
«Μου φαίνεται ότι μαλώνουν λιγότερο τώρα τελευταία. Ο Χένρι -ο
πατέρας σου- μου είπε πως είναι στη φύση των αγοριών να τσακώνονται
συνεχώς. “Έτσι επιβάλλονται τα αγόρια”, μου είπε. “Ενισχύεται η
ανταγωνιστικότητά τους”, επέμεινε».
Ξαφνιασμένη, όχι τόσο από την ακριβή μίμηση της Μπέλα, όσο από τον
κοροϊδευτικό τόνο της που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την
τρυφερότητα με την οποία είχε μιλήσει για τους γιους της, η Κρέσι
αναγκάστηκε να γελάσει. «Ο πατέρας μου πιστεύει ότι η
ανταγωνιστικότητα είναι μία από τις υπέρτατες αρετές. Για έναν άντρα,
βέβαια».
«Του πατέρα σου του αρέσει ο ανταγωνισμός, αρκεί να είναι σίγουρος ότι
θα κερδίσει. Το εννοούσα αυτό που του είπα, Κρέσι. Έχεις ασκήσει πολύ
καλή επιρροή στους γιους μου».
«Σ’ ευχαριστώ. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, είναι ακόμη πιο
εξαιρετικό κομπλιμέντο όταν προέρχεται από σένα».
Η Μπέλα γέλασε. Δεν ήταν το συνηθισμένο της κουδουνιστό γελάκι, αλλά
ένα κελαρυστό, πολύ κοριτσίστικο γέλιο. «Επειδή σου το λέω απρόθυμα,
εννοείς».
«Επειδή κρίνεις πολύ αυστηρά, θα έλεγα εγώ».
«Δεν υπάρχει διαφορά». Η Μπέλα ακούμπησε τον όγκο της στο
μαντρότοιχο, σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια της. «Πρέπει να πω ότι ο
σινιόρ Ντι Ματέο είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει ποτέ. Όχι
ωραίος, όμορφος. Ομολογώ ότι τον είχα περάσει για ψυχρό, αλλά κανείς
δε θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο βλέποντάς τον έτσι. Είδα τα σκίτσα που
έκανε για τα παιδιά. Τα καταλαβαίνει πολύ καλά. Σε αντίθεση...»
Η φωνή της έσβησε και ξαφνικά η Μπέλα φάνηκε μεγαλύτερη και πολύ
πιο θλιμμένη. Νιώθοντας σαν παρείσακτη, η Κρέσι έστρεψε την προσοχή
της στους άλλους και στο χαρταετό. Ο Τζέιμς βοηθούσε τώρα τον Φρέντι
με το καρούλι, ενώ ο Τζοβάνι στεκόταν με το χέρι του στον ώμο του Χάρι
και γελούσαν με κάποιο αστείο. Δεν είχε ξαναδεί τον Τζοβάνι τόσο
ευδιάθετο.
«Θα γινόταν καλός πατέρας, αν και αμφιβάλλω ότι θα το θελήσει ποτέ».
Η Μπέλα παρακολουθούσε επίσης τον Τζοβάνι. «Παρ’ όλα του τα
θέλγητρα, είναι άντρας που αποφεύγει την επαφή με τους ανθρώπους.
Ωστόσο είναι φανερό πως τα συμπαθεί τ’ αγόρια μου. Ίσως επειδή δεν τον
απειλούν».
«Τι εννοείς;»
«Αναρωτήσου γιατί ένας άντρας που θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε
γυναίκα, αν αληθεύει η φήμη του, επιλέγει να μην έχει καμιά. Όχι επειδή
είναι απ’ αυτούς που τους αρέσουν οι άντρες, αυτό είναι προφανές -αν και
είναι επίσης προφανές ότι άντρες μιας ορισμένης κατηγορίας θα τον
έβρισκαν ιδιαίτερα ελκυστικό». Η Μπέλα χαμογέλασε σφιγμένα όπως το
συνήθιζε. «Μπορεί να ζω αποκομμένη από τον κόσμο, μα κάποτε ζούσα
μέσα στον κόσμο και ακόμη μαθαίνω όλα τα κουτσομπολιά, Κρεσίντα, μην
εκπλήσσεσαι τόσο πολύ».
«Ο Τζο... ο σινιόρ Ντι Ματέο... πιστεύω πως ήταν κάποτε ερωτευμένος».
Η Μπέλα κάγχασε. «Έτσι σου είπε; Αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια. Ή, αν
ήταν ερωτευμένος, μάλλον θα ερωτεύτηκε εκατό φορές κι όχι μία.
Καημένη Κρεσίντα, το αντιλήφθηκα ότι τον είχες συμπαθήσει, αλλά δεν
είχα καταλάβει ότι είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα πράγματα. Άκου τη
συμβουλή μου. Μη δώσεις την καρδιά σου σ’ έναν τέτοιον άντρα. Θα σου
παγώσει τη ζωή, γιατί αυτός ο άντρας δεν έχει καρδιά για να σου δώσει.
Πίστεψέ με, ξέρω απ’ αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, αρκετό καθαρό αέρα
πήρα για φέτος και αρκετή γυμναστική έκανα. Πείνασα. Ελπίζω να έχει
φτιάξει κανένα γλυκό σήμερα η μαγείρισσα».
Και κουνώντας της ελαφρά το χέρι, η Μπέλα άρχισε να διασχίζει πάλι
αργά το λιβάδι. Βλέποντάς τη να απομακρύνεται, η Κρέσι αποφάσισε πως
η Μπέλα έκανε λάθος σε πολλά ζητήματα. Κατ’ αρχάς, ο Τζοβάνι δεν
έμοιαζε σε τίποτε με τον λόρδο Άρμστρονγκ. Η Μπέλα ήταν απλώς
πληγωμένη και επιθυμούσε να ξεσπάσει. Αρκεί να έβλεπες πώς φερόταν ο
Τζοβάνι στον Φρέντι, τον Τζορτζ, τον Τζέιμς και τον Χάρι, για να καταλάβεις
ότι δεν ήταν εγωιστής και εγωκεντρικός σαν τον πατέρα της.
Η Μπέλα απλώς ζήλευε. Και έκανε λάθος και για τον κλειστό χαρακτήρα
του Τζοβάνι. Δε σήμαινε πως ήταν ψυχρός. Αντιθέτως. Είχε πληγωθεί κι
εκείνος πολύ, τόσο πολύ, που είχε χάσει την έμπνευσή του. Και ναι, ίσως η
απόφασή του να εμπορευματοποιήσει το ταλέντο του να ήταν ψυχρή και
συμφεροντολογική, αλλά τι πείραζε; Ήταν ο καλύτερος -και του άξιζε η
αναγνώριση.
Το μεγαλύτερο λάθος όμως της Μπέλα ήταν να νομίζει πως η Κρέσι -η
Κρέσι!- θα μπορούσε ενδεχομένως να φαντάζεται τον εαυτό της
ερωτευμένο με τον Τζοβάνι. Ούτε καν της είχε περάσει από το μυαλό. Ποτέ
δε θα της περνούσε από το μυαλό. Ήταν η έμπνευση που είχε χάσει εκείνος.
Ήταν η μούσα του και ήταν περήφανη γι’ αυτό, την τιμούσε. Και επιπλέον,
τη βοηθούσε να δει από πρώτο χέρι τα λάθη της σχετικά με την τέχνη, τα
μαθηματικά, την ομορφιά και... και όλα τα πράγματα που ήταν σημαντικά,
πολύ σημαντικά, έστω κι αν η ίδια δεν τα έβλεπε.
Η Κρέσι πήδηξε από το μαντρότοιχο κι έτρεξε κοντά στα παιδιά, που
μάζευαν το χαρταετό, αναψοκοκκινισμένα από τις προσπάθειές τους. «Αν
μπορούσες να τους ζωγραφίσεις έτσι», είπε στον Τζοβάνι, «θα ήταν ένας
πίνακας πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι αυτός στην πινακοθήκη».
«Και δυστυχώς, θα είχε πολύ μικρότερη αξία. Θα μπορούσα να τους
σκιτσάρω για τη μητέρα τους, όμως, αν πιστεύεις ότι θα της άρεσε».
«Πιστεύω ότι θα ξετρελαινόταν. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου».
«Στην πραγματικότητα είναι πολύ καλά παιδιά, όταν τα γνωρίσεις».
Ο Τζοβάνι έδωσε το χαρταετό στον Χάρι και, πιάνοντας τον Φρέντι, τον
έβαλε στους ώμους του, προς μεγάλη χαρά του μικρού αγοριού. «Αλογάκι,
ο Τζο είναι αλογάκι», φώναξε χαχανίζοντας. -
Η Κρέσι ξέμεινε πιο πίσω, κοιτάζοντας τον Τζοβάνι που έτρεχε στο λιβάδι
με τον Φρέντι στην πλάτη του. Η Μπέλα είχε δίκιο για ένα πράγμα -θα
γινόταν εξαιρετικός πατέρας. Προς μεγάλη της έκπληξη, την κυρίευσε
ξαφνικά μια θλίψη. Άλλο να σκέφτεται ότι δε θα παντρευόταν ποτέ, κι
άλλο να συνειδητοποιεί αυτά που θα στερούνταν.
***
Ο Τζοβάνι είχε καταλήξει επιτέλους σε μια πόζα. Η Κρέσι καθόταν λοξά
στην αιγυπτιακή καρέκλα, με βράκες και μπότες, το δεξί της πόδι
σταυρωμένο πάνω από το αριστερό, το ένα χέρι ν’ ακουμπά χαλαρά στην
πλάτη της καρέκλας και το άλλο επάνω στο σταυρωμένο της πόδι.
Κοιτούσε ανφάς το ζωγράφο, με το καστόρινο καπέλο της προκλητικά
γερμένο στο ένα της μάτι και τα μαλλιά της ατίθασα και λυτά. Οι ουρές του
σμόκιν της κρέμονταν σχεδόν μέχρι το πάτωμα, το μαντίλι στο λαιμό της
ήταν ατημέλητα δεμένο και το γιλέκο της ξεκούμπωτο.
«Δε μοιάζω καθόλου με άντρα», του είπε, όταν της έδειξε τα
προκαταρκτικά σκίτσα.
«Θέλεις να μοιάζεις;»
Εκείνη στριφογύρισε μια τούφα από τα μαλλιά της στο δάχτυλό της, κάτι
που συνήθιζε τώρα τελευταία για να μην τρώει τα νύχια της. «Έτσι νόμιζα.
Νόμιζα πως ήθελα να ήμουν άντρας».
«Το θυμάμαι που μου το είπες».
«Τώρα όμως δεν ξέρω. Νομίζω πως μου αρέσει αυτό. Είναι...»
«Ανατρεπτικό, ελπίζω. Θέλω να σε δείξω να ξεμυτίζεις μέσα από τη
μεταμφίεσή σου. Έχεις ένα πολύ σκανταλιάρικο χιούμορ και θέλω να το
προβάλω. Θέλω επίσης να δείξω με τα ρούχα σου... δεν είμαι σίγουρος πώς,
αλλά θέλω τα αντρικά σου ρούχα να δείχνουν τη γυναίκα».
Η Κρέσι χαχάνισε. «Ίσως να δημιουργήσεις μια τέτοια εντύπωση, αν
συνδυάσεις τον κύριο Μπράουν με την Πενθεσίλεια».
«Αυτό είναι!» Ο Τζοβάνι έριξε κάτω το κάρβουνό του και άρπαξε την Κρέσι
στην αγκαλιά του. «Είσαι ιδιοφυία!»
Χαμογελώντας σαστισμένη, η Κρέσι προσπάθησε να μην προσέξει πόσο
άμεσα ανταποκρίθηκε το σώμα της στο δικό του. «Πολύ χαίρομαι να με
λένε ιδιοφυία, αλλά δεν έχω ιδέα γιατί κάνεις έτσι. Ένα αστείο είπα».
«Μα όχι, είναι τέλειο. Είναι προκλητικό. Θα είναι...»
Της φίλησε τα ακροδάχτυλα. Η κίνησή του ήταν τόσο θεατρική και τόσο
χαρακτηριστικά ιταλική, και τόσο έξω από το χαρακτήρα του Τζοβάνι, που
η Κρέσι έβαλε τα γέλια. «Δεν καταλαβαίνω. Πώς μπορεί να είναι
προκλητικό; Α!» Μόλις το συνειδητοποίησε, το χαμόγελό της έσβησε.
«Εννοείς ότι θα πρέπει να...»
«Να γυμνώσεις το...»
«Το στήθος μου». Η Κρέσι ξεροκατάπιε. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει.
Σάλιωσε τα χείλη της. Κοίταξε τον Τζοβάνι και είδε πως είχε στυλώσει τα
μάτια του στο στήθος της.
«Έχεις πολύ όμορφα στήθη. Σου το λέω ως καλλιτέχνης, βέβαια»,
πρόσθεσε βιαστικά.
«Αλήθεια;»
«Σι. Μπελίσιμο».
Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, τονίζοντας τα έντονα ζυγωματικά του και
δίνοντας στο πρόσωπό του μια πεινασμένη έκφραση. Την οδήγησε ξανά
στην καρέκλα. «Θα σου δείξω. Μπορεί να γίνει με καλαισθησία». Εκείνη
έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα ενώ της ίσιωνε το σακάκι και το γιλέκο, και
της έλυνε το μαντίλι. Τα δάχτυλά του ήταν κρύα και έτρεμαν ελαφρώς
καθώς ξεκούμπωναν τα έξι μαργαριταρένια κουμπιά στο πουκάμισό της.
Από μέσα η Κρέσι φορούσε μόνο τον κορσέ της. Όταν τα δάχτυλά του
άγγιξαν το δέρμα της, εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα.
Ο Τζοβάνι έλυσε τα κορδόνια. Το χέρι του αιωρήθηκε για μια στιγμή
πάνω από το στήθος της. Οι θηλές της ορθώθηκαν από την προσμονή.
Έτσι όπως ήταν σκυμμένο το κεφάλι του, η Κρέσι είδε ότι τα μαλλιά του
φύτρωναν κυκλικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Και οι δυο τους
τώρα εξέπεμπαν θερμότητα. Το δέρμα της είχε πάρει φωτιά και ιδρώτας
κυλούσε στη βάση της σπονδυλικής της στήλης.
Ο Τζοβάνι σηκώθηκε. «Έπειτα... όταν το ζωγραφίσουμε... τότε θα...»
Η απογοήτευσή της την έκανε να φερθεί παράτολμα. Τράβηξε κάτω τον
κορσέ της και το γυμνό στήθος της στηρίχτηκε στο άνοιγμα του
πουκαμίσου της, εκεί όπου σταματούσαν τα κουμπιά. «Ορίστε, αυτό
εννοούσες;»
Ο Τζοβάνι απόμεινε να κοιτάζει βουβά. Η ρόδινη θηλή της φαινόταν πολύ
πιο σκούρα στο φόντο του λευκού αντρικού πουκαμίσου. Η Κρέσι δεν είχε
προσέξει ποτέ ιδιαίτερα τις θηλές της. Της φάνηκε πως είχε πεταχτεί
αυθάδικα. Ίσιωσε την πλάτη της. Και η ίδια αισθανόταν αυθάδης. Άπλωσε
την παλάμη στο στήθος της, το έκλεισε ελαφρώς στη χούφτα της και
ανατρίχιασε καθώς τα δάχτυλά της ακούμπησαν την ερεθισμένη θηλή της.
Εκείνος έβγαλε μια σφυριχτή ανάσα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.
Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές. Πόθος και μια αίσθηση εξουσίας τον
κυρίευσαν. «Πώς σου φαίνεται, Τζοβάνι;»
«Μου φαίνεται...» Της χάρισε το μυστηριώδες χαμόγελό του, αυτό που
έκανε τα σωθικά της να σφίγγονται. «Μου φαίνεται...» της είπε, «ότι ξέρεις
πολύ καλά πώς μου φαίνεται, λαίδη Κρεσίντα. Ελπίζω μονάχα να μπορέσεις
να παραμείνεις σ’ αυτή την πόζα».
Η Κρέσι δεν ήξερε αν χάρηκε ή αν λυπήθηκε, όταν εκείνος εξαφανίστηκε
πάλι πίσω από το καβαλέτο του κι άρχισε να σκιτσάρει. Αυτή τη φορά δε
σχεδίασε πλέγμα, οι κινήσεις του φαίνονταν πιο ελεύθερες και ήταν πολύ
πιο συγκεντρωμένος, καθώς σκιτσάριζε, μουρμούριζε και διέγραφε ό,τι
είχε ζωγραφίσει, σκίζοντας από τον σχεδιαστικό πίνακα τη μία σελίδα με-
τά την άλλη και πετώντας τες στο πάτωμα.
***
Η Κρέσι ένιωθε σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα, μα ίσως να ήταν
μονάχα μια ώρα, όταν εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε
θριαμβευτικά. «Το πέτυχα!»
Η θηλή της ήταν πλέον σφιγμένη από το κρύο και από τίποτε άλλο. Το
μόνο που ήθελε ήταν να κουνηθεί πριν να παραλύσουν οι μύες της, και να
καλυφθεί. «Μπορώ να δω;»
Δεν περίμενε ότι ο Τζοβάνι θα συμφωνούσε, μα εκείνος της έγνεψε να
πλησιάσει -κι άλλη αλλαγή από το προηγούμενο πορτραίτο. «Λοιπόν;» τη
ρώτησε ανυπόμονα.
Η Κρέσι κούνησε το κεφάλι της έκθαμβη. «Δε χρειάζεται να σ’ το πω εγώ».
«Χρειάζεται, Κρέσι».
«Τζοβάνι, είναι υπέροχο». Κοίταξε τον εαυτό της με ένα πλατύ χαμόγελο·
ήταν σκιτσαρισμένη πρόχειρα με κάρβουνο, μα και πάλι πλήρως
ζωντανεμένη. Σ’ αυτό το πορτραίτο δεν ήταν εμφανής καμία προσεχτική
συμμετρία, αν και έβλεπε ότι οι γωνίες, του προσώπου της ανφάς και του
κορμιού της προφίλ, είχαν επιλεγεί με προσοχή. Περισσότερο όμως της
άρεσαν οι αντιθέσεις. Μια γυναίκα με αντρικό ντύσιμο. Μια αντρική στάση
κι ένα γυναικείο στήθος. Η έκφρασή της, σοβαρή μα και σκανταλιάρικη. Και
η συνολική εντύπωση ήταν παραδόξως αισθησιακή, αν και δε θα μπορούσε
να πει με ποιον τρόπο. Το βλέμμα της ήταν προκλητικό, γεμάτο σιγουριά,
απόλυτα ο εαυτός της, αν και ποτέ δεν είχε δει έτσι τον εαυτό της. «Με... με
μπερδεύει. Δεν ξέρω τι να πω».
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε με μεγάλη ικανοποίηση. «Αυτό ακριβώς είναι.
Δημιουργεί σύγχυση. Είναι ερεθιστικό. Άναρχο. Δεν είναι ούτε το ένα ούτε
το άλλο».
«Δεν... Θέλω να πω, βλέπω ότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες, αλλά μου
φαίνεται ότι παραβίασες σκόπιμα πολλούς».
«Καημένη Κρέσι, τι έχει να πει η θεωρία σου γι’ αυτό τον πίνακα;»
«Πραγματικά δεν έχω ιδέα».
«Θα προετοιμάσω απόψε τον καμβά. Μπορούμε ν’ αρχίσουμε αύριο την
ελαιογραφία. Φτάνει για σήμερα, σίγουρα θα είσαι κουρασμένη».
«Δεν ήμουν εγώ αυτή που έτρεχε όλο το πρωί πέρα δώθε με τέσσερα
ζωηρά αγοράκια. Εσύ πρέπει να είσαι εξαντλημένος».
Ο Τζοβάνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το διασκέδασα, για να πω
την αλήθεια. Είχα ξεχάσει τι ωραία είναι να είσαι μικρός και ανέμελος. Τη
ζηλεύω την αθωότητά τους».
«Καθώς σας έβλεπα όλους σήμερα... Έχω καταφέρει τουλάχιστον ένα από
τα πράγματα που έλπιζα να καταφέρω όσο θα ήμουν εδώ -τους έχω
αγαπήσει γι’ αυτό που είναι κι όχι επειδή είναι αδερφοί μου». Η Κρέσι πήρε
το μανδύα της από το πάτωμα κι άρχισε να στρώνει τις πτυχές του. «Πρέπει
να πάω τώρα να γράψω γράμμα στην Κορντίλια. Το υποσχέθηκα στην
Μπέλα, αλλά ομολογώ πως συνεχώς το ανέβαλλα».
«Γιατί;»
«Η θεία μου η Σοφία έγραψε... ω, είναι περίπλοκο. Δε θα ’θελες να
ξέρεις».
«Κάθισε και πες μου, θέλω να ξέρω. Η Κορντίλια είναι η αδερφή σου που
βρίσκεται στο Λονδίνο, σωστά;»
Ο Τζοβάνι πήρε το μανδύα από τα χέρια της, τον απόθεσε στην αιγυπτιακή
καρέκλα και την οδήγησε μπροστά στο παράθυρο, όπου είχε τοποθετήσει
μια κάπως φθαρμένη σεζλόνγκ για να ξεκουράζεται όταν έκανε διάλειμμα
από τη ζωγραφική του. «Είμαι όλος αυτιά», της είπε, «όπως λέτε εσείς οι
Εγγλέζοι».
Ήταν μια ανακούφιση να του μιλήσει για τις ανησυχίες της και να γελάσει
κιόλας, γιατί η αλήθεια ήταν πως η Κορντίλια μπορεί να φερόταν επιπόλαια
και συχνά πολύ εγωιστικά, αλλά ήταν πάντοτε ευχάριστη συντροφιά,
φρόντιζε να μη θυμώνει ποτέ κανείς μαζί της για πολύ και, πραγματικά,
ορισμένα από τα κατορθώματά της ήταν πολύ κωμικά. «Αν και δεν μπορώ
να φανταστώ γιατί να θέλει να βλέπει δυο άντρες να γρονθοκοπούν ο ένας
τον άλλο», κατέληξε η Κρέσι. «Θα πρέπει να βρω τρόπο να την πείσω ν’
ακούσει τη θεία μας προτού ντροπιαστεί σε όλη την κοινωνία, αν και δεν
έχω ιδέα πώς».
«Απ’ ό,τι είπες, η Κορντίλια θα κάνει ό,τι ακριβώς θέλει, επέμβεις δεν
επέμβεις».
Η Κρέσι χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, και ουσιαστικά τη θαυμάζω γι’ αυτό.
Είναι σαν γάτα η μικρότερη αδερφή μου. Και από το ψηλότερο παράθυρο
να τη ρίξεις, θα προσγειωθεί στα πόδια της».
«Τις αγαπάς πολύ τις αδερφές σου».
«Ναι. Είμαστε όλες πολύ διαφορετικές, αλλά ποτέ δεν αμφέβαλα ότι θα
έτρεχαν να με βοηθήσουν, αν τις χρειαζόμουν. Ίσως επειδή μεγαλώσαμε
χωρίς τη μαμά. Όταν ήμασταν πιο μικρές και μέναμε όλες εδώ στο Κίλελαν,
ήμασταν πολύ δεμένες. Τώρα... ε, ξέρεις πώς είναι τώρα τα πράγματα. Αλλά
δε θα ήθελα να μην τις έχω. Ή τους αδερφούς μου. Δεν μπορώ να
φανταστώ πώς ήταν να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι όπως εσύ».
Ο Τζοβάνι σάλεψε αμήχανα. Είχε συνηθίσει να καταπιέζει την παράξενη
παρόρμησή του ν’ ανοιχτεί στην Κρέσι, υπενθυμίζοντας όπως πάντα στον
εαυτό του ότι το παρελθόν ήταν παρελθόν. Όσο περισσότερο
συγκρατιόταν, όμως, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσε πόσο τον
απομόνωνε η σιωπή του. Δεν ήταν τόσο ότι είχε την επιθυμία να το
κουβεντιάσει, όσο ότι ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα η Κρέσι, ήθελε να
μοιραστεί μαζί της προσωπικές του πλευρές -ήθελε να τον καταλάβει
εκείνη, έστω και λίγο. Κι έτσι όπως κάθονταν άνετα οι δυο τους στο ατελιέ
τους, με το φως της μέρας να σβήνει σιγά σιγά, με την Κρέσι τόσο ήρεμη
δίπλα του και το προσχέδιο του έργου που έλπιζε να αποτελέσει το
καλύτερό του να βρίσκεται πάνω στο καβαλέτο... δε θα του δινόταν
καλύτερη ευκαιρία. Η παρατήρησή της ότι η σχέση τους ήταν εντελώς
μονόπλευρη είχε βρει το στόχο της. Απλώς ο ίδιος είχε αργήσει να το
παραδεχτεί.
«Έχεις πάρει εκείνο το ύφος». Η Κρέσι είχε καταφέρει να συνοφρυωθεί και
να χαμογελάσει ταυτόχρονα. «Το ύφος που μου λέει ότι είπα κάτι που δε
σου αρέσει, και δε θα μου πεις τι».
«Αυτή τη φορά κάνεις λάθος. Θα σου πω. Απλώς... παίρνω κουράγιο».
Η Κρέσι είχε βγάλει τις ψηλές μπότες της, και τώρα μάζεψε τα πόδια της
επάνω στο κάθισμα και στράφηκε ολόκληρη προς το μέρος του. «Τόσο
δυσάρεστο είναι;»
«Έχω οικογένεια, πολλές αδερφές και αδερφούς, αν και με κανέναν τους
δεν υπάρχει πλήρης συγγένεια. Ορισμένους τους γνωρίζω, άλλους όχι, κι
εκείνοι που με ξέρουν δε με αναγνωρίζουν, για τον ίδιο λόγο που δε με
αναγνωρίζει η μητέρα μου και για το λόγο που με έστειλε ο πατέρας μου σε
μια οικογένεια ψαρά να με μεγαλώσει μέχρι που χρειάστηκε κληρονόμο. Ο
βιολογικός μου πατέρας είναι ο κόμης Φαντσίνι. Γόνος μιας πολύ παλιάς και
αφάνταστα πλούσιας οικογένειας, με καταγωγή αμέτρητων γενεών. Είμαι
το μπάσταρδο του κόμη Φαντσίνι. Ο νόθος γιος του».
Η Κρέσι είχε συγκλονιστεί. Γούρλωσε τα μάτια και σκέπασε το στόμα της
με το ένα της χέρι, απλώνοντας το άλλο στο δικό του. Δεν έπρεπε να την
αφήσει να του πιάσει το χέρι, δεν είχε ανάγκη τα λόγια οίκτου που εκείνη
προφανώς προσπαθούσε να καταπιεί, ωστόσο έπλεξε τα δάχτυλά του με
τα δικά της και του άρεσε που το έκανε. Δεν ήταν οίκτος μα συμπόνια -κι
αυτό μπορούσε να το αντέξει.
«Αχ, Τζοβάνι, τι φρίκη!» Τρεμόπαιζε με δύναμη τα βλέφαρά της. «Δεν
μπορώ να διανοηθώ... Ποτέ, μα ποτέ ξανά δε θα παραπονεθώ για την
οικογένειά μου. Πώς να μην πληγωθείς, όταν ευχήθηκα αστειευόμενη να
ήταν κάποιος άλλος ο πατέρας μου. Με συγχωρείς, σου ζητώ συγνώμη.
Είπες ότι ο πατέρας σου -ο πραγματικός σου πατέρας- σε έδωσε για
υιοθεσία;»
«Σι». Ο Τζοβάνι της έσφιξε το χέρι. «Για δώδεκα χρόνια, νόμιζα πως ήμουν
γιος ψαρά. Ο πατέρας μου -ο άνθρωπος που νόμιζα πως ήταν ο πατέρας
μου- ήταν αμόρφωτος άνθρωπος αλλά καλοσυνάτος. Με... Αυτός με πήγε
στη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Θυμάσαι που σου είπα; Την εκκλησία με τη
στοά των ψιθύρων; Και μου έμαθε να κολυμπάω. Και φυσικά να ψαρεύω.
Τα άλλα αγόρια στο χωριό με κορόιδευαν για την εμφάνισή μου».
Μόρφασε και χαστούκισε το μέτωπό του. «Αυτό το πρόσωπο δε μοιάζει
καθόλου με τα πρόσωπα των ανθρώπων που αποκαλούσα μαμά και
μπαμπά, αλλά εγώ ποτέ δεν αμφέβαλλα, κι εκείνοι -οι γονείς μου- ποτέ δεν
είπαν λέξη. Πίστευα ότι με αγαπούσαν».
«Ασφαλώς σ’ αγαπούσαν, Τζοβάνι».
Ήταν σαν ένα βάρος στην καρδιά του αυτή η αλήθεια. Σαν μια βαριά
πέτρα που δεν προσπάθησε ποτέ να τη μετακινήσει, γιατί πώς θα
μπορούσε όταν τα γεγονότα ήταν τόσο ξεκάθαρα; «Με έδωσαν πίσω σ’
αυτόν, Κρέσι. Μικρό παιδί ήμουν και με έδωσαν πίσω αδιαμαρτύρητα».
«Όχι. Είμαι σίγουρη... Αποκλείεται να είναι αλήθεια, Τζοβάνι. Κανένας που
μεγαλώνει ένα παιδί σαν δικό του δε θα το έδινε έτσι απλά. Θα ήταν πολύ
οδυνηρό. Σίγουρα σε γελά η μνήμη σου».
«Ήμουν δώδεκα χρόνων. Το θυμάμαι πολύ καλά, σαν να ήταν χτες.
Θυμάμαι ότι δε με αγκάλιασαν καν όταν ήρθε η άμαξα να με πάρει.
Θυμάμαι ότι η μόνη απάντηση σε όλα μου τα γράμματα ήταν να
σταματήσω να τους γράφω. Ο πατέρας μου -ο βιολογικός μου πατέρας-
μου είπε ότι τους πλήρωνε για να με φροντίζουν». Ο Τζοβάνι ξεροκατάπιε,
μα ο κόμπος δεν έφυγε από το λαιμό του, και η πέτρα στην καρδιά του του
φάνηκε πιο βαριά από ποτέ. Όσες φορές κι αν είχε πει στον εαυτό του πως
δεν είχε σημασία, ήταν αδύνατον να πάψει να νοιάζεται. Έτριψε τα μάτια
του με τόση δύναμη, που κοκκίνισε η όρασή του. Μα δεν ένιωσε καλύτερα.
Η Κρέσι σύρθηκε πιο κοντά του στη σεζλόνγκ και πέρασε το χέρι της γύρω
από τους ώμους του. Του χάιδεψε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να
σπρώξει πίσω από το αυτί του μια ανύπαρκτη τούφα. Το χάδι της τον
παρηγόρησε αφάνταστα. «Μου είπες κάποτε», του είπε απαλά, «πως ό,τι
σκεφτόμαστε και ό,τι νιώθουμε είναι πολύ συχνά δύο διαφορετικά
πράγματα. Είπες ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη λογική και το
ένστικτο. Το θυμάμαι τόσο καλά, γιατί με άγγιξε. Πιστεύεις ότι πρέπει να
μισείς αυτούς τους ανθρώπους που σε έδωσαν. Για δώδεκα χρόνια, όμως,
τα περισσότερα παιδικά σου χρόνια, πίστευες πως ήταν οι γονείς σου. Θα
ήταν αφύσικο να μην τους αγαπάς, ακόμη και αν σε πλήγωναν. Κοίταξέ με,
σε παρακαλώ. Δεν τον εκτιμώ τον πατέρα μου, ούτε τον συμπαθώ, και
κάποιες φορές τον μισώ, αλλά και πάλι τον αγαπώ -και ξέρω πως, όσο κι
αν προσπαθώ, δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ. Σταμάτησα να προσπαθώ
να τον μισήσω. Και ανακουφίστηκα, πίστεψέ με».
Η Κρέσι τον φίλησε στον κρόταφο και ξανάρχισε το ρυθμικό της χάδι.
Ήταν θερμή και απαλή δίπλα του, κι έδειχνε να έχει περισσότερη
θηλυκότητα απ’ ό,τι συνήθως παρά τα αντρικά της ρούχα. Ο Τζοβάνι
επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει πάνω της, μόνο για λίγο. Κι ένιωσε
όμορφα. «Δεν τους μισώ», της είπε. «Ήταν φτωχοί άνθρωποι, τα είχαν
ανάγκη τα χρήματα. Το καταλαβαίνω».
«Ανοησίες». Η Κρέσι σταμάτησε να τον χαϊδεύει κι έφερε το πρόσωπό της
τόσο κοντά στο δικό του, που σχεδόν ακούμπησαν οι μύτες τους. «Τους
αγαπούσες. Προφανώς ήσουν ευτυχισμένος μαζί τους. Και είναι φανερό ότι
σε αγαπούσαν κι εκείνοι -ο πατέρας σου δεν ήταν υποχρεωμένος να σου
μάθει όλα αυτά τα πράγματα, κολύμπι και τα λοιπά. Δεν ήταν υποχρεωμέ-
νος να σε πάει σ’ εκείνη την εκκλησία με τη στοά των ψιθύρων. Νοιάζονταν
για σένα και τους αγαπούσες όπως όλα τα παιδιά αγαπούν τους γονείς
τους. Θα ήταν φριχτό, απίστευτα φριχτό για όλους σας, όταν
αναγκάστηκαν να σε δώσουν. Τουλάχιστον, θα πρέπει να πληγώθηκες. Ο
πραγματικός σου πατέρας είναι προφανώς άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
Αν επιθυμούσε να επιστρέψεις, πολύ αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε κανείς
να τον εμποδίσει. Είμαι σίγουρη ότι δε σε εγκατέλειψαν, Τζοβάνι, αν και
καταλαβαίνω ότι έτσι θα πρέπει να ένιωσες. Καταλαβαίνω γιατί πιστεύεις
ότι τους μισείς».
Οι αλήθειες της Κρέσι πάντοτε ήταν στενόχωρες. Η ικανότητά της να
διακρίνει την ουσία ενός θέματος ήταν ένα από τα πράγματα για τα οποία
τη θαύμαζε, αλλά ήταν επώδυνο, όταν αυτό συνέβαινε με θέματα που
αφορούσαν τον ίδιο. Η διαύγεια της σκέψης της τον έκανε να μην μπορεί ν’
αποφύγει την αλήθεια. Και πόσο χειρότερο θα ήταν αν της έλεγε ολόκληρη
την αλήθεια! Ποτέ! Ο Τζοβάνι την έσπρωξε μαλακά μακριά του. «Δε μισώ
τους γονείς μου», της είπε, και ήταν αλήθεια.
Ήταν σχεδόν σαν να μπορούσε να δει τα γρανάζια του μυαλού της να
γυρίζουν και κατάλαβε πότε ακριβώς αποφάσισε η Κρέσι να μην τον πιέσει
περισσότερο. Για μια στιγμή, αισθάνθηκε ανακουφισμένος. «Τότε μίλησέ
μου για τον πραγματικό σου πατέρα», του είπε εκείνη. «Αυτόν που μισείς».
Ο Τζοβάνι γέλασε βεβιασμένα, μ’ ένα γέλιο απόκοσμο που την έκανε ν’
ανατριχιάσει. «Αίμα. Ο πραγματικός μου πατέρας είναι ο άνθρωπος που
μου έμαθε πόσο σημαντικό είναι το αίμα, η καταγωγή. Γι’ αυτό σε
καταλαβαίνω τόσο καλά. Μοιάζει πάρα πολύ στο χαρακτήρα με τον
πατέρα σου».
Η Κρέσι σύρθηκε πάλι κοντά του στον καναπέ και φώλιασε δίπλα του.
«Πες μου όλη την ιστορία», του είπε και πέρασε το χέρι της γύρω από τους
ώμους του.
Οι μπούκλες της γαργάλησαν το πιγούνι του. «Είναι θλιβερή ιστορία. Απ’
αυτές που κάποιος άλλος θα την είχε μετατρέψει σε παραμύθι. Δεν την έχω
ξαναπεί».
«Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι τα παραμύθια είναι συνήθως τραγικά. Η
Σίλια μας διάβαζε παλιά τη Σταχτοπούτα, ήταν η αγαπημένη ιστορία της
Κάσι. Της άρεσε το ειδύλλιο με το φτωχό, ρακένδυτο κορίτσι που
παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα, αλλά εγώ πάντα σκεφτόμουν ότι η
Σταχτοπούτα θα προτιμούσε να έχει τη μαμά της. Εμείς, βέβαια, δεν είχαμε
τότε κακιά μητριά», πρόσθεσε η Κρέσι μ’ ένα χαμόγελο. «Νομίζω ότι η
Μπέλα θα την παρουσίαζε πολύ διαφορετικά αυτή την ιστορία. Σε διέκοψα
όμως. Συνέχισε, σε παρακαλώ».
Το μυαλό του δεν μπορούσε να λειτουργήσει με την Κρέσι τόσο κοντά
του. Ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά της, έγειρε το κεφάλι του πίσω στη
σεζλόνγκ κι έκλεισε τα μάτια του. «Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε, καθώς
ήταν πιο εύκολο να το δει σαν παραμύθι παρά να το ξαναζήσει, «ήταν ένας
πλούσιος Ιταλός κόμης που τον έλεγαν Φαντσίνι».
Η Κρέσι μετακινήθηκε λίγο στο κάθισμα για να βλέπει καλύτερα το
πρόσωπό του. Όσα της είχε αποκαλύψει μέχρι στιγμής για τα παιδικά του
χρόνια την είχαν συγκλονίσει και καταλάβαινε πλέον πολύ καλά γιατί ο
Τζοβάνι φαινόταν τόσο ψυχρός. Τον είχαν εγκαταλείψει όχι μόνο μία αλλά
δύο φορές -πώς να μην είναι αποφασισμένος να μην τον πληγώσει κανείς
άλλος. Όσο για εκείνη τη γυναίκα που υπήρξε ερωμένη του και μούσα του...
Πώς μπόρεσε να τον πληγώσει ενώ ήξερε... Όχι, δεν ήξερε τίποτα, γιατί ο
Τζοβάνι είπε πως δεν το είχε πει ποτέ σε κανέναν. Η ίδια ήταν ο μόνος
άνθρωπος που εμπιστεύτηκε ο Τζοβάνι, για πρώτη φορά. Κι αυτό σίγουρα
μετρούσε, έστω κι αν δεν την αγαπούσε όπως είχε αγαπήσει την άλλη
γυναίκα. Αν και αυτό δεν είχε καμία σχέση. Δεν ήταν ερωτευμένη με τον
Τζοβάνι. Μόνο που το σκεφτόταν... Όχι, δεν έπρεπε να το σκέφτεται καν!
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν όμως καθώς τον άκουγε, τυλίγοντας τα χέρια
της γύρω της, κυρίως για να μην τα τυλίξει γύρω από τον Τζοβάνι.
Αποκλείεται να ήταν ερωτευμένη με αυτό τον άντρα. Αυτό το παράξενο
συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο, κάτι σαν φως που τρεμόπαιζε στα σκοτεινά
βάθη του μυαλού της, περιμένοντάς τη να στρίψει στη γωνία και να
ανακαλύψει... Όχι, δεν ήταν έρωτας. Και ο πόνος στην καρδιά της ήταν συ-
μπόνια για τα βάσανά του, τίποτε περισσότερο.
«Ο κόμης Φαντσίνι είχε πολύ ευγενική καταγωγή», συνέχισε ο Τζοβάνι,
«από πολλές γενιές γαλαζοαίματων Τοσκανών, και ένας από τους
στενότερους συγγενείς του ήταν ο Μέγας Δούκας της Τοσκάνης. Ο κόμης
έχει ένα παιδί από το γάμο του, ένα πολύ σημαντικό, αρσενικό παιδί, γιο
και κληρονόμο των αχανών κτημάτων και του παλάτσο στη Φλωρεντία. Η
κόμισσα Φαντσίνι γεννάει πολλά ακόμη παιδιά, μα όλα τους πεθαίνουν στη
γέννα ή λίγο αργότερα. Ο κόμης, ένας άντρας με λάγνες ορέξεις, αποκτά
πολλά ακόμη γερά παιδιά από τους παράνομους δεσμούς του, αλλά είναι
όλα τους κορίτσια και επομένως ανάξια». Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια
του. «Όπως βλέπεις», της είπε με ένα πικρό χαμόγελο, «παντού τα ίδια
συμβαίνουν».
Η Κρέσι του άγγιξε φευγαλέα το χέρι, μα δεν είπε τίποτα. Εκείνος έκλεισε
πάλι τα μάτια του κι άρχισε να μιλά σαν να βρισκόταν πολύ μακριά, σαν να
μιλούσε για έναν άλλο κόσμο και άλλους ανθρώπους, που δεν είχαν καμιά
σχέση μαζί του. Το οποίο ήταν απόλυτα κατανοητό. Πόσες φορές δεν είχε
ξεφύγει η ίδια στη φανταστική ζωή του κυρίου Μπράουν; Πόσο έμοιαζαν
οι εμπειρίες τους! Είχαν κάτι που τους συνέδεε, αυτό ήταν. Μόνο αυτό. Η
Κρέσι έστρωσε το γιλέκο της πάνω στο πουκάμισό της. Οι κοινές εμπειρίες
ήταν μία πολύ λογική εξήγηση. Ωστόσο, δεν καταλάβαινε γιατί της
φαινόταν τόσο ελάχιστα πειστική.
«Μια μέρα», έλεγε ο Τζοβάνι, «ο κόμης Φαντσίνι γνώρισε μια κοπέλα, μια
ωραία δεσποινίδα μάλιστα, ευγενικής καταγωγής όπως κι εκείνος, και πολύ
διαφορετική από τις άλλες ερωμένες του. Παρ’ όλο που δεν έπρεπε να την
κορτάρει, καθ’ ότι παντρεμένος, εκείνος το έκανε. Και η Καρλότα, αυτό
ήταν το όνομά της, φαντάστηκε σαν ανόητη πως ήταν ερωτευμένη μαζί
του. Οι γονείς της έλπιζαν να την καλοπαντρέψουν -πάλι αίμα και ομορφιά,
βλέπεις. Οι ελπίδες αυτές γκρεμίστηκαν όταν η Καρλότα έμεινε έγκυος,
αλλά οι γονείς της και ο μέλλοντας πατέρας, ο κόμης Φαντσίνι,
αποσιώπησαν το γεγονός και έτσι απέφυγαν το τρομερό σκάνδαλο. Η
Καρλότα γέννησε στα κρυφά κι έξι μήνες αργότερα την πάντρεψαν,
φαινομενικά παρθένα. Το παιδί -που, δυστυχώς, ήταν αγόρι- το έδωσαν σε
μια άκληρη οικογένεια ταπεινής καταγωγής και η ιστορία τελείωσε. Ή έτσι
νόμιζαν η Καρλότα και ο κόμης Φαντσίνι».
«Και μετά;» ρώτησε η Κρέσι με ένα κακό προαίσθημα. Αυτό το παραμύθι
δεν είχε ευτυχή κατάληξη.
«Και μετά», είπε ο Τζοβάνι παγερά, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί,
«ο μοναδικός νόμιμος γιος του κόμη δυστυχώς πέθανε. Και ο κόμης, για
λόγους σχετικούς με τις λάγνες ορέξεις του που δεν τις συγκρατούσε ποτέ,
ήταν ανίκανος πλέον να κάνει άλλο παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι...»
«Άφησέ με να μαντέψω», είπε μοιρολατρικά η Κρέσι. «Ο κόμης
αποφασίζει ότι ένας νόθος γιος είναι καλύτερος από καθόλου γιο και τον
παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες από τους θετούς γονείς του».
«Ακριβώς». Το χαμόγελο του Τζοβάνι έσβησε, δίνοντας τη θέση του στο
βλοσυρό του ύφος. «Όπως και η Σταχτοπούτα σου, που στα ιταλικά τη λένε
Τσενερέντολα, το φτωχό αγοράκι του ψαρά απέκτησε μεγάλα πλούτη. Του
έφεραν τους καλύτερους δασκάλους, τον έμαθαν να ξιφομαχεί, να συζητά
ευγενικά, να κάνει υποκλίσεις και να τρώει με το στόμα του κλειστό. Τον
έμαθαν να είναι τζέντλεμαν. Μελετούσε σκληρά, θέλοντας πάρα πολύ να
ευχαριστήσει τον πανίσχυρο και τρομακτικό καινούριο πατέρα του, μα ο
κόμης δεν ευχαριστιόταν εύκολα. Απαγόρευσε στον Τζοβάνι κάθε επαφή
με τους ανθρώπους που εξακολουθούσε να θεωρεί πραγματική του
οικογένεια. Το παιδί έτρωγε ξύλο κάθε φορά που ανέφερε τα ονόματά
τους και, όπως είπα, τελικά του δόθηκαν αποδείξεις ότι εκείνοι δεν
επιθυμούσαν να τον δουν. Ήξερε ότι θα έπρεπε να χαίρεται που ζούσε με
τόση πολυτέλεια, μα η αλήθεια ήταν πως αισθανόταν μοναξιά. Ήταν
ακόμη πολύ άξεστος για να εμφανιστεί στην καλή κοινωνία, και δεν του
επέτρεπαν να πιάσει φιλίες με τους υπηρέτες και τους πακτωτές του
πατέρα του. Ενώ προηγουμένως αλώνιζε σε όλο το χωριό και είχε την
ελευθερία της θάλασσας, τώρα ήταν περιορισμένος στην έπαυλη της
οικογένειας. Όσο ωραία κι αν ήταν, ο Τζοβάνι κατέληξε να τη βλέπει σαν
φυλακή».
«Δεν ξέρω τι να πω». Η Κρέσι πάσχιζε να μη βάλει τα κλάματα, κυρίως
επειδή έβλεπε τον Τζοβάνι να μένει απόλυτα απαθής. Ενώ εκείνη ένιωθε...
τι άραγε; Δεν ήξερε ούτε τι να σκεφτεί. Όχι, δεν έπρεπε να επιτρέψει στον
εαυτό της να σκεφτεί ούτε τον Τζοβάνι ούτε τα αισθήματά της για κείνον.
Αγνοώντας την αναταραχή που μαινόταν στην καρδιά της, ο Τζοβάνι
έδιωξε το χέρι της από το μπράτσο του μ’ ένα ανασήκωμα του ώμου του.
«Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Δεν πείνασα ποτέ. Έλαβα άριστη μόρφωση.
Ήμουν ακόμη μπάσταρδο, αλλά ήμουν ένα σχεδόν νόμιμο μπάσταρδο. Ο
πατέρας μου με αναγνώρισε επίσημα και άλλαξε τη διαθήκη του. Θα
έπρεπε να αισθάνομαι προνομιούχος».
«Αλλά;»
«Προσπάθησα, όπως κι εσύ, Κρέσι, να κάνω ό,τι περίμεναν από μένα.
Προσπάθησα να είμαι ευγνώμων, να ανταποδώσω με υπακοή ό,τι μου
πρόσφεραν. Ήμουν δυστυχισμένος».
«Γι’ αυτό και με κατάλαβες;»
«Ακριβώς. Όπως εσύ, κορόιδευα τον εαυτό μου ότι, αν προσπαθούσα
περισσότερο, θα ήθελα ό,τι ήθελε ο πατέρας μου για μένα, αλλά μου ήταν
αδύνατον. Το μόνο δικό μου πράγμα ήταν η τέχνη μου. Ζωγράφιζα προτού
καν μάθω γραφή και ανάγνωση. Όταν εκείνος κατάλαβε πόσο σημαντικό
ήταν για μένα, μου πήρε τις μπογιές μου. Η ζωγραφική, βλέπεις, είναι μία
ενασχόληση για γυναίκες, κάτι που κάνουν οι τεχνίτες -και δεν αρμόζει στο
γιο και κληρονόμο ενός κόμη».
«Όπως δεν αρμόζουν τα μαθηματικά στην κόρη ενός λόρδου», είπε η
Κρέσι. «Τουλάχιστον ο πατέρας μου απλώς με αποθαρρύνει. Δε θα τον
θεωρήσω ποτέ ξανά τύραννο». Ξεδίπλωσε τα πόδια της και κούνησε τα
δάχτυλά τους που είχαν μουδιάσει. «Η μητέρα σου, η Καρλότα, σε
ενθάρρυνε τότε να ζωγραφίζεις;»
Ο Τζοβάνι βλαστήμησε. «Τη συνάντησα μόνο μία φορά. Δεν ήθελε να με
ξέρει. Η υπόληψή της ήταν πολύ πιο σημαντική από τον πρωτότοκό της.
Και όταν ο κόμης Φαντσίνι αποφάσισε να με στείλει στο στρατό για να
ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου, έκανα τελικά την επανάστασή μου. Είπε
ότι θα σταματούσε να με συντηρεί. Του είπα ότι μπορούσα να τραβήξω το
δρόμο μου στη ζωή χωρίς εκείνον. Μου απάντησε ότι θα γυρνούσα με την
ουρά στα σκέλια. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Έχουν περάσει
δεκατέσσερα χρόνια».
Αυτό το τελευταίο κομμάτι της ιστορίας του ο Τζοβάνι το αφηγήθηκε
άτονα, χωρίς καμία προσποίηση αποστασιοποίησης ή αντικειμενικότητας.
Φαινόταν εξαντλημένος, σχεδόν ηττημένος. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν κι
άλλα, πολλά άλλα ακόμη, που δεν της είχε πει, αλλά, αν τον ρωτούσε τώρα,
μάλλον θα μαύριζε εντελώς η διάθεσή του ή θα έπεφτε σε βαθιά
κατάθλιψη.
«Οπότε απαρνήθηκες το αίμα σου κι έβγαλες το ψωμί σου από την
ομορφιά», είπε η Κρέσι.
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο και πετάχτηκε όρθια, τραβώντας τον
μαζί της. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του κι έγειρε το κεφάλι
της στο στήθος του. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά, αργά και σταθερά.
Οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί, είχαν συντονιστεί μαζί του. Δε γινόταν να
κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό της. Αυτή η επιθυμία, αυτή η επίμονη, μεθυ-
στική επιθυμία, θα έπρεπε να το είχε καταλάβει πως δεν ήταν τίποτε άλλο.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, του χάιδεψε τα μαλλιά και,
ανήμπορη να συγκρατηθεί, άρχισε να τον φιλά στο μέτωπο, στα μάτια, στα
έντονα ζυγωματικά του. «Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πάρα πολύ», του
ψιθύριζε ξανά και ξανά. Λυπόταν και για κείνον και για τον εαυτό της.
«Λυπάμαι», του είπε πιέζοντας το κορμί της πάνω στο δικό του, λες κι αν
χωνόταν μέσα του θα έβρισκε παρηγοριά. Έλεγε στον εαυτό της ότι αυτό
ήταν το μόνο που ήθελε, ενώ την ίδια στιγμή τα χέρια της χάιδευαν το
κεφάλι, το λαιμό και τους ώμους του, τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του
και η καρδιά της λαχταρούσε πολύ περισσότερα.
Όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, ένιωσε την αντίστασή του. Έκλεισε τα
μάτια της και σφίχτηκε περισσότερο πάνω του. Τον φίλησε. Του έδινε
μικρά φιλιά για να τον παρηγορήσει και να τον καθησυχάσει, για να
απαλύνει τον πόνο του. Φιλιά στην αρχή απαλά κι έπειτα πιο έντονα, όταν
εκείνος άρχισε να ανταποκρίνεται. Φιλιά που έγιναν ένα φιλί. Τα χείλη της
κόλλησαν σφιχτά στα δικά του, όσο σφιχτά είχαν κολλήσει τα χέρια της, το
σώμα της, πάνω του. Ένιωθε σαν να άνοιγε όλη της την καρδιά με το φιλί
της. Και ήταν αυτό, όχι η αλμυρή γεύση των δακρύων της, που την έκανε να
σταματήσει για να μην προδοθεί.
«Λυπάμαι... Λυπάμαι πάρα πολύ», του είπε και τραβήχτηκε από την
αγκαλιά του. «Αμφιβάλλω αν αισθάνεσαι καλύτερα τώρα που
ξαλάφρωσες. Η δική μου εμπειρία, όσες φορές μ’ έκανες να σου
εξομολογηθώ, είναι ότι αισθάνεσαι μονάχα εξάντληση. Σύντομα όμως θα
νιώσεις καλύτερα, Τζοβάνι, και θα δεις τα πράγματα πιο καθαρά».
Όσο κι αν δεν ήθελε να τον αφήσει, τον γνώριζε αρκετά καλά. Δε θα του
άρεσε να συζητήσουν ή ν’ αναλύσουν τις λεπτομέρειες. Εξάλλου, η Κρέσι
είχε ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη με τις σκέψεις της, χρόνο για να
συμφιλιωθεί με εκείνη τη μία σκέψη. Του άγγιξε το μάγουλο,
συγκλονισμένη από αυτό που ένιωθε και αγωνιώντας τώρα να φύγει
προτού καταρρεύσει. «Θα πλάσεις μια καινούρια ομορφιά εδώ, μ’ εμένα ως
μοντέλο, ναι; Πρέπει να πάω τώρα να γράψω εκείνο το γράμμα στην
αδερφή μου. Σ’ ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκες την ιστορία σου».
Του έδωσε ένα φιλί στο άλλο μάγουλο, ύστερα τυλίχτηκε στο μανδύα της,
έτοιμη να φύγει. Ο Τζοβάνι στεκόταν ακίνητος, με το βλέμμα κενό.
Σφίχτηκε η καρδιά της, βλέποντάς τον έτσι. Τον αγαπούσε τόσο πολύ -
ορίστε, το είπε.
Κεφάλαιο 8
Ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα στην αγγλική ύπαιθρο. Ο ουρανός ήταν
γαλανός, οι δεντροστοιχίες καταπράσινες και φουντωτές, ενώ ανάμεσα
στα δέντρα φύονταν μυρώνια, φικάρια και σιληνές. Στα απάνεμα σημεία
των πέτρινων τοίχων πλάι στο δρόμο φύτρωναν πρίμουλες, σε ζωηρές
κίτρινες συστάδες, οι αγροί ήταν κατάφυτοι από μπλε καμπανούλες ενώ
λευκά προβατάκια χοροπηδούσαν ανάμεσά τους. «Είναι ένα ειδυλλιακό
αγγλικό τοπίο που θα ήθελες να ζωγραφίσεις, αν ήσουν τέτοιου είδους
ζωγράφος», είπε η Κρέσι, ρίχνοντας μια ματιά στον Τζοβάνι, που καθόταν
δίπλα της στο μόνιππο.
«Ευτυχώς δεν είμαι. Τα λουλούδια τα ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι
λουλουδιών», της απάντησε περιφρονητικά.
Η Κρέσι χαμογέλασε. «Δε σου ταιριάζει καθόλου το επίθετο
λουλουδάτος».
Ο Τζοβάνι υποκλίθηκε. «Θα το εκλάβω ως κομπλιμέντο. Πες μου, όμως,
γιατί θέλεις να πάρουμε σήμερα το τσάι μας με τους γείτονές σου;»
«Δε βαρέθηκες να είσαι κλεισμένος στο Κίλελαν;» Στην πραγματικότητα,
την ίδια την είχε πιάσει κλειστοφοβία. Ύστερα από την, κατά πάσα
πιθανότητα, μία και μοναδική φορά που έκανε έρωτα με τον άντρα που
αγαπούσε, αν και τυπικά δεν είχαν κάνει έρωτα, η Κρέσι είχε ανακαλύψει
άλλο ένα παράδειγμα όπου η λογική και το ένστικτο βρίσκονταν σε
πόλεμο.
Δεν είχαν μέλλον οι δυο τους, αυτό ήταν ξεκάθαρο, οπότε ήταν μάταιο να
είναι ερωτευμένη μαζί του και να χάνει το χρόνο της. Μόνο που ήταν
ερωτευμένη μαζί του και δεν μπορούσε να πάψει να είναι. Εκείνος
κρατούσε τις αποστάσεις του, όπως της είχε υποσχεθεί. Κι εκείνη το ίδιο.
Αλλά κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους, οι αποστάσεις
εξαφανίζονταν, γίνονταν μηδενικές με τα βλέμματα που αντάλλαζαν, με
τις εκφράσεις που έσπευδαν να κρύψουν, μερικές φορές απλώς και με τον
τρόπο που μιλούσαν ο ένας στον άλλο. Παρέμενε στην ατμόσφαιρα,
ανομολόγητη μα έντονη, η αναμεταξύ τους έλξη. Ο Τζοβάνι τουλάχιστον
είχε τη ζωγραφική του για να απασχολεί τις σκέψεις του. Η Κρέσι... η Κρέσι
είχε τα νεύρα της τον περισσότερο καιρό. Νόμιζε ότι αν έβγαινε έξω, μακριά
από το ατελιέ και το πορτραίτο, και όλα τα συναφή συναισθήματα και
αναμνήσεις, η ένταση θα χανόταν. Μα ήταν ακόμη παρούσα, καθ’ ότι
εκείνος καθόταν στον πάγκο της άμαξας όσο πιο μακριά της γινόταν και το
χέρι του θαρρείς πως την απέφευγε συνεχώς.
Η Κρέσι έστρεψε πάλι την προσοχή της στο δρόμο, αν και το άλογο ήταν
εξοικειωμένο με τη διαδρομή, μια που η οικονόμος του λόρδου
Άρμστρονγκ ήταν κόρη του μπάτλερ της λαίδης Ίνελαν, που δε χρειαζόταν
παρά να κρατά χαλαρά τα γκέμια και να το ωθεί ελαφρά προς τη σωστή
κατεύθυνση. «Καλά καλά δεν έχεις ξεμυτίσει απ’ την πόρτα από τότε που
ήρθες, εκτός από κείνη τη μέρα που πετάξατε το χαρταετό με τα παιδιά»,
είπε στον Τζοβάνι, που φαινόταν αφηρημένος, χαμένος στα βάθη του
πολυσύνθετου μυαλού του. «Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε ν’ αλλάξεις
παραστάσεις».
«Θ’ αλλάξω παραστάσεις σύντομα, όταν επιστρέψω στο Λονδίνο», της
απάντησε εκείνος κοφτά.
Ανέφερε ολοένα και περισσότερο την αναχώρησή του. Άραγε για να
περιορίσει τις προσδοκίες της ή τις δικές του; αναρωτήθηκε η Κρέσι.
Τουλάχιστον αυτό είχε ένα θετικό αποτέλεσμα. Έκρυβε πλέον εντελώς την
επιθυμία της να του πει πώς ένιωθε. Θα την έπιανε φρίκη αν ο Τζοβάνι
μάντευε πόσο έντονα ήταν τα αισθήματά της για κείνον, οπότε κατέβαλλε
κάθε προσπάθεια για να μην του το δείξει, φλυαρώντας ανόητα για ώρες
κάποιες φορές για τη Σίλια και τη διδασκαλία, παρ’ όλο που ήταν ακόμη
πολύ νωρίς για να έχει φτάσει το γράμμα της στο Α’Κάντιζ, πόσω μάλλον
για να της απαντήσει η αδερφή της. «Έχω να σου ομολογήσω κάτι», είπε
δήθεν χαρούμενα. «Δε δέχτηκα την πρόσκληση για τσάι μόνο και μόνο για
να φύγω λίγο από το Κίλελαν. Είχα κι άλλο κίνητρο».
«Ανησυχητικό μου ακούγεται».
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη, μια ωραία έκπληξη. Μη με βάλεις να σου
πω τι και τη χαλάσω».
«Κρέσι, σου έχω πει ότι δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Είχα αρκετές
εκπλήξεις στη ζωή μου και καμιά τους δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο
ευχάριστη. Γι’ αυτό δεν τις αντέχω».
«Ω, πολύ καλά, λοιπόν». Η Κρέσι αναστέναξε. «Έμαθα από την Μπέλα ότι
ένας από τους καλεσμένους των Ίνελαν είναι κάποιος που ίσως να σ’
ενδιέφερε πολύ να γνωρίσεις».
Ο Τζοβάνι έσμιξε τα φρύδια του. «Γιατί;»
Η Κρέσι δίστασε, αναρωτήθηκε μήπως είχε ενεργήσει λίγο παρορμητικά.
Στο κάτω κάτω, ο Τζοβάνι δεν είχε πει ότι σκόπευε να ζωγραφίσει
οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό το ένα πορτραίτο με την καινούρια
τεχνοτροπία του. Είχε παθιαστεί όμως τόσο μ’ αυτό, που αποκλείεται να
επέστρεφε στους αριστοτεχνικούς πίνακές του, έστω κι αν έβγαζε μ’
αυτούς λεφτά με το τσουβάλι.
«Λέγεται πως είναι κάτι σαν ειδήμονας για τις τελευταίες τάσεις στη
ζωγραφική», του ομολόγησε βιαστικά η Κρέσι. «Σκέφτηκα πως θα ήθελες
ίσως να του μιλήσεις για... για την καινούρια σου... Σκέφτηκα πως θα σου
ήταν χρήσιμο να... να του μιλήσεις», κατέληξε άχρωμα, γιατί το βλοσυρό
ύφος του Τζοβάνι είχε δώσει τη θέση του σε μία κεραυνοβόλα έκφραση.
«Και από πού κι ως πού νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να παίρνεις τέτοιο
θάρρος με τα έργα μου; Στέλνω εγώ τα σχολικά σου βιβλία σε εκδότες και
τους λέω αν θέλουν να τα τυπώσουν; Θα είχα το θράσος να γράψω στην
αδερφή σου στην Αραβία και να της προτείνω να σε διορίσει σ’ ένα από τα
σχολεία της;»
«Δεν είναι όλα τους κανονικά σχολεία. Ορισμένα είναι απλώς μέσα σε
σκηνές. Αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς», του είπε βιαστικά, γιατί ο Τζοβάνι
είχε ένα ύφος λες και ετοιμαζόταν να την πετάξει έξω από την άμαξα. Ή να
πεταχτεί ο ίδιος. «Με συγχωρείς. Δε σκέφτηκα ότι παραπήρα θάρρος.
Σκέφτηκα ότι αν του μιλούσες, και του εξηγούσες...»
«Να του εξηγήσω τι ακριβώς;» Ο Τζοβάνι βλαστήμησε. «Ένα πορτραίτο,
Κρέσι. Ένα πορτραίτο ζωγράφισα -και δεν είναι καν ολοκληρωμένο. Ούτε
εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πώς μου φαίνεται. Εξάλλου, είσαι σίγουρη ότι θα
ήθελες να το δείξω σε όλους ανεξαιρέτως, με δεδομένο το θέμα του; Θέλεις
να σε δει ο κόσμος ντυμένη σαν άντρα και με το στήθος γυμνό;»
«Δεν το σκέφτηκα αυτό».
«Όχι, δε σκέφτηκες τίποτα, έτσι δεν είναι;»
«Μα θα το έκανα, Τζοβάνι», του είπε και ανασυντάχτηκε. «Προκειμένου
να...»
«Να αποκτήσω τα μέσα για να γελοιοποιηθώ για δεύτερη φορά». Ο
Τζοβάνι έβαλε το κεφάλι στα χέρια του.
Το άλογο, που τρόμαξε από τις θυμωμένες φωνές τους και εξέλαβε ως
παρότρυνση το γεγονός ότι η Κρέσι έσφιξε ασυναίσθητα τα γκέμια, άλλαξε
τον ήρεμο βηματισμό του σε τροχασμό, μα οι επιβάτες της άμαξας ούτε που
το πήραν είδηση. «Δεύτερη φορά;» επανέλαβε αργά η Κρέσι. «Τι εννοείς
δεύτερη φορά;» τον ρώτησε και η καρδιά της πάγωσε. Ένιωθε σαν να
πνιγόταν.
«Νομίζεις ότι είχα ανέκαθεν σκοπό να ζωγραφίζω τις τέλειες απεικονίσεις
στις οποίες οφείλω τη φήμη μου;» είπε μελαγχολικά ο Τζοβάνι. «Όταν
ξεκίνησα, πίστευα στην έμπνευση, στη δημιουργικότητα, στην αλήθεια. Και
έτσι ζωγράφιζα, με την καρδιά μου. Μα η έμπνευσή μου με εγκατέλειψε,
όπως σου είπα».
Η Κρέσι ανακατεύτηκε κι έσφιξε καθυστερημένα τα χαλινάρια του
αλόγου, που απαρατήρητο είχε πάρει πάλι θάρρος και είχε κάνει στην άκρη
του δρόμου για να φάει το χορτάρι. «Το θυμάμαι», του είπε με θλίψη, «η
γυναίκα που σου ράγισε την καρδιά».
«Ποια γυναίκα;» Ο Τζοβάνι την κοίταξε αποσβολωμένος. «Νομίζεις ότι μια
γυναίκα... ότι είχα μια ερωμένη...»
«Ήταν η μούσα σου εκείνη η γυναίκα. Κι έπειτα σε άφησε. Κι αυτό σε
τσάκισε και δεν μπορούσες πλέον να ζωγραφίζεις κανονικά χωρίς εκείνη
στη ζωή σου. Μέχρι που γνώρισες εμένα. Και προφανώς», είπε η Κρέσι, που
διαισθάνθηκε τη σύγχυσή του και κοκκίνισε από ντροπή, «έβγαλα εντελώς
λανθασμένο συμπέρασμα. Ω Θεέ μου!»
Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο Τζοβάνι έμοιαζε σαν να φορούσε
ένα σύννεφο καταιγίδας για μανδύα. Απέπνεε ολόκληρος οργή και κάτι πιο
σκοτεινό, πιο επικίνδυνο. Μόνο επιπλέον ερωτήσεις δε θα ήθελε ν’
ακούσει, μα η Κρέσι έπρεπε να τις κάνει. Δε θα τον άφηνε να τη φοβίσει.
Εξάλλου, ό,τι είχε κάνει το είχε κάνει καλοπροαίρετα. Άλλωστε, ο Τζοβάνι
είχε εκπληκτικό ταλέντο, ακόμη κι εκείνη το καταλάβαινε. «Τζοβάνι, τι
εννοούσες δεύτερη φορά;»
Εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα του στο δάπεδο της άμαξας. Το
πρόσωπό του ήταν βλοσυρό, το δέρμα του ωχρό, η παγερή του έκφραση
του αφαιρούσε την ομορφιά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να
μιλάει άτονα. «Όταν έφυγα από το σπίτι του πατέρα μου, πήγα ως
μαθητευόμενος σ’ έναν από τους μεγάλους Ιταλούς ζωγράφους και
διδάχτηκα την τέχνη με την οποία θ’ αποκτούσα τελικά φήμη και
περιουσία. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθούσα να δημιουργήσω και μία δική
μου τεχνοτροπία, κάτι μοναδικό και επαναστατικό. Όταν επιλέχθηκαν
κάποια έργα μου για μια έκθεση, κατενθουσιάστηκα. Οι λεγόμενοι
ειδήμονες της ζωγραφικής ωστόσο τα κατέκριναν. Ήταν μία ταπεινωτική
και μάλιστα δημόσια αποτυχία, και φυσικά υπέπεσε στην αντίληψη του
κόμη Φαντσίνι. Θα γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια. Κανείς δε θ ’ αγοράσει τις
χαριτωμένες μουντζούρες σου. Να μου το θυμάσαι, θα γυρίσεις. Κι εγώ θα
περιμένω. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια όταν έφυγα. Δεν τα ξέχασα
ποτέ -αποτυπώθηκαν στο μυαλό μου. Ήξερα ότι περίμενε υπομονετικά ν’
αποτύχω, αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω να κερδίσει. Τότε ήταν που
αποφάσισα να βγάλω το ψωμί μου ζωγραφίζοντας την ομορφιά και ν’
αψηφήσω την καταγωγή μου, το αίμα μου. Ο πατέρας μου σκότωσε την
έμπνευσή μου, όχι κάποια γυναίκα».
Τα λόγια του της είχαν κόψει την ανάσα. Η Κρέσι μίσησε τον άγνωστο
Ιταλό κόμη που κατέστρεψε αλόγιστα το γιο που τόσο απρόθυμα είχε
αναγνωρίσει και που ήταν αποφασισμένος να υποτάξει στη θέλησή του.
Και εξοργίστηκε με τον Τζοβάνι που ήταν τόσο τυφλός. «Είπες ότι δεν
ήθελες ν’ αφήσεις τον πατέρα σου να κερδίσει. Θυσιάζοντας όμως την
καλλιτεχνική σου ακεραιότητα στο βωμό της εμπορικής σκοπιμότητας,
Τζοβάνι, κάνεις αυτό ακριβώς -τον αφήνεις να κερδίσει. Μου είπες ότι
ζωγράφιζες για ν’ αποδείξεις στον πατέρα σου ότι μπορούσες να πετύχεις
με τους δικούς σου όρους. Μα δεν έχεις πετύχει με τους δικούς σου όρους
αλλά με τους δικούς του. Πότε θα έχεις κερδίσει αρκετά χρήματα ώστε να
απαλλαγείς από κείνον; Πότε θα έχεις φτιάξει αρκετά από τα μαθηματικά
τέλεια πορτραίτα σου ώστε να επιστρέφεις επιτέλους στον πραγματικό
προορισμό σου; Υποθέτω ποτέ».
Ύστερα απ’ αυτό το κατηγορητήριο, για αρκετή ώρα επικράτησε σιωπή.
Η Κρέσι έκλαιγε, τα δάκρυά της την τύφλωναν. Όταν εκείνος επιχείρησε να
της δώσει το μαντίλι του, του έσπρωξε το χέρι, σκούπισε τα μάτια με τα
γάντια της και ψαχούλεψε στο δάπεδο της μικρής άμαξας για να βρει τα
ηνία που τα είχε ρίξει κάτω.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε ο Τζοβάνι καθώς εκείνη προσπάθησε, εντελώς
αδέξια, να στρίψει το άλογο και την άμαξα.
«Θα σε γυρίσω πίσω στο Κίλελαν».
«Όχι».
«Έχεις να τελειώσεις το πορτραίτο των αδερφών μου. Πρέπει να
επιστρέψεις».
«Όχι. Εννοώ μη στρίψεις, Κρέσι. Θέλω να πάμε για κείνο το τσάι».
«Τι;» Η Κρέσι άφησε πάλι τα ηνία να πέσουν από τα χέρια της. Το άλογο,
ένα από τα πλέον ήρεμα ζωντανά υπό κανονικές συνθήκες, χρεμέτισε και
τίναξε το κεφάλι του εκνευρισμένο.
«Έχεις δίκιο», της είπε εκείνος απλά. «Για όλα. Δυστυχώς, έχεις δίκιο. Έχεις
την ικανότητα να παρουσιάζεις τα γεγονότα με μαθηματική ακρίβεια»,
πρόσθεσε μ’ ένα αχνό χαμόγελο. «Αρκετό καιρό τώρα αγνοώ αυτό που
αισθάνομαι». Έκανε μια χειρονομία και ανασήκωσε τους ώμους του,
πράγμα που της φάνηκε πολύ χαρακτηριστικό της ηπειρωτικής Ευρώπης.
«Δεν ξέρω πώς να το πω. Δεν ήμουν δυστυχισμένος, αλλά ήξερα ότι κάτι
δεν πήγαινε καλά. Άρχισα ν’ απεχθάνομαι τον κάθε λευκό καμβά, δεν
μπορούσα να δω τίποτε ενδιαφέρον στους ανθρώπους που ζωγράφιζα,
γιατί είχα σταματήσει να ψάχνω. Ήμουν αλαζόνας, μα έλεγα στον εαυτό
μου πως είχα δικαίωμα να είμαι. Σαν τον πατέρα μου, θα μου πεις».
Η έκφρασή του ήταν βλοσυρή, μπερδεμένη, αβέβαιη. Την κοιτούσε σαν
να είχε εκείνη όλες τις απαντήσεις που ζητούσε. Η Κρέσι συγκλονίστηκε
από την αγάπη της γι’ αυτό τον άντρα. Μια φοβερή τρυφερότητα την
κυρίευσε, μια σφοδρή επιθυμία να τον αγκαλιάσει, να τον προστατεύσει,
να του πει πως όλα θα πήγαιναν καλά, όλα, αν και δεν είχε ιδέα τι εννοούσε
με το όλα. «Τζοβάνι, δε μοιάζεις καθόλου στον πατέρα σου». Μετα-
κινήθηκε πιο κοντά του στο κάθισμα και του έπιασε το χέρι. Μακριά
δάχτυλα, άψογα περιποιημένα νύχια, ούτε ίχνος μπογιάς. Δεν μπόρεσε ν’
αντισταθεί και του έδωσε ένα φευγαλέο φιλί. «Πραγματικά μοιάζουμε
πολύ εσύ κι εγώ. Προσπαθούμε να παίξουμε με τους πατεράδες μας το
παιχνίδι τους και δε συνειδητοποιούμε ότι αυτό που πρέπει ουσιαστικά να
κάνουμε είναι ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτούς. Δε χρειάζεται ν’ αποδείξεις
τίποτε στον κόμη Φαντσίνι, αλλά έχεις ν’ αποδείξεις πολλά στον εαυτό
σου».
Εκείνος γέλασε. «Ορίστε. Με μαθηματική ακρίβεια».
Της άγγιξε το μέτωπο. Εκείνη το κατάλαβε, προτού ακόμη συμβεί, ότι τα
δάχτυλά του θα κατέβαιναν στο μάγουλο, στο λαιμό της. Έκλεισε τα μάτια
της, προσπαθώντας ν’ απομνημονεύσει την αντίδρασή της στο χάδι του -
το δέρμα της μυρμήγκιαζε, οι μύες της σφίγγονταν όλο προσδοκία. Δεν το
άντεχε που κάποτε θα έπρεπε να το φαντάζεται αυτό αντί να το νιώθει.
Όταν τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που
σχεδόν αποτραβήχτηκε. Ο Τζοβάνι ήταν πολύ προσεκτικός θέλοντας να
κρατήσει τις αποστάσεις. Το φιλί του ήταν τρομερά απαλό. Τα χείλη του
μεταξένια. Πήρε το σαγόνι της μέσα στο χέρι του και της χάιδεψε το λαιμό
με τον αντί- χειρά του. Η Κρέσι ήταν έτοιμη να λιώσει στο άγγιγμά του,
έχοντας γλιστρήσει αδέξια τα χέρια της γύρω από το βαρύ πανωφόρι του,
όταν εκείνος αποτραβήχτηκε.
«Γκράτσιε, Κρέσι. Με συγχωρείς που νεύριασα. Αυτό που έκανες...
ήταν... γκράτσιε». Έπιασε τα χαλινάρια και της τα έδωσε. «Θα μου λείψεις
όταν έρθει ο καιρός να φύγω», της είπε, «αλλά στο μέλλον, όταν θα έχω
αμφιβολίες για κάτι, θα λέω στον εαυτό μου, τι θα σκεφτόταν η Κρέσι, και
είμαι σίγουρος ότι θα με καθοδηγείς σωστά. Πώς ονομάζεται αυτός ο
ειδικός που θα πρέπει να εντυπωσιάσω σήμερα; Γκράνβιλ; Σερ Μάγκνους
Τίτμους μήπως;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τ’ όνομά του. Η Μπέλα μου είπα απλώς
πως είναι Ευρωπαίος και ανερχόμενος. Γι’ αυτό σκέφτηκα... αλλά δεν έχει
νόημα να ξαναπούμε τα ίδια».
Η Κρέσι πήρε πάλι τα ηνία και καλόπιασε το άλογο να συνεχίσει πιο ήρεμα
το βηματισμό του προς το κτήμα των Ίνελαν. Για μια στιγμή τής είχε φανεί
ότι το φιλί είχε σηματοδοτήσει ένα σημείο καμπής, γιατί αν ο Τζοβάνι
κατάφερνε επιτέλους να ξεφύγει από τη σκιά του πατέρα του, ίσως να
μπορούσε να βάλει κι εκείνη στη ζωή του. Για λίγα δευτερόλεπτα, της είχε
φανεί ότι με τον καιρό θα τον έκανε ίσως και να την αγαπήσει. Δάγκωσε τα
χείλη της με δύναμη, για να μην αρχίσει να κλαίει σαν ανόητη, και είπε στον
εαυτό της ότι της αρκούσε που τον είχε βοηθήσει, ότι ευτυχώς που δεν είχε
ξεφουρνίσει τα αισθήματά της απομακρύνοντάς τον για πάντα.
***
«Μου φαίνεται ότι η λαίδη Ίνελαν κάλεσε τη μισή κομητεία», είπε η Κρέσι,
επιθεωρώντας το κατάμεστο σαλόνι. «Όσους δε βρίσκονται στο Λονδίνο
για τη Σεζόν, δηλαδή. Ο γιος της, ο σερ Τίμοθι Ίνελαν, μόλις επέστρεψε από
την Ευρώπη για να διεκδικήσει τον τίτλο του, όπως σου είπα. Άργησε,
μάλιστα, καθ’ ότι είναι πάνω από χρόνος που πέθανε ο πατέρας του».
Του έδειξε με ένα νεύμα τον άσωτο υιό. Ο Τζοβάνι είδε έναν άντρα με
γενειάδα, ντυμένο με μακριά ρόμπα και τουρμπάνι, και μ’ ένα σπαθί σε
σχήμα πανσελήνου να κρέμεται από τη μέση του, που αποτελούσε το
επίκεντρο της προσοχής στη μέση της αίθουσας. «Χριστέ μου»,
μουρμούρισε η Κρέσι μ’ ένα πνιχτό γελάκι, «τα ταξίδια του θα πρέπει να
τον οδήγησαν στην Αραβία».
«Τι κινδύνους λες να φοβάται πως θ’ αντιμετωπίσει στο σαλόνι της
μητέρας του;» ρώτησε ο Τζοβάνι, χαμογελώντας επίσης, και κοιτώντας την
Κρέσι μάλλον παρά τον πρίγκιπα της Αραβίας.
«Δολοπλόκες χήρες με κόρες της παντρειάς κατ’ αρχάς», του απάντησε
εκείνη αμέσως. «Ευτυχώς που ο πατέρας μου δεν είναι εδώ. Είμαι σίγουρη
πως δε θα είχε ενδοιασμούς να με ρίξει στο δρόμο του σερ Τίμοθι. «Πάρτε
την, με την ευχή μου, ακόμη κι αν μοιάζετε με Ουίγο»», είπε η Κρέσι,
μιμούμενη το πομπώδες ύφος του πατέρα της. «Αν και στην
πραγματικότητα, ο σερ Τίμοθι μοιάζει περισσότερο μ’ εκείνους τους
παράξενους άντρες που φρουρούν το χαρέμι στο παλάτι της Σίλια. Τους
είδα όταν την επισκέφτηκα. Πολύ τρομακτικοί. Τώρα που το σκέφτομαι, η
Σίλια μου είπε πως ήταν ευνούχοι, όπως απαιτούσε η παράδοση.
Αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο να έχει φτάσει ο θαυμασμός του σερ Τίμοθι
για την Ανατολή».
«Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε η μητέρα του, αν ανακάλυπτε ότι κάνεις
εικασίες για τέτοια ζητήματα στο σαλόνι της ενώ παίρνεις το τσάι σου»,
είπε ο Τζοβάνι. «Έχεις ιδιαίτερα αντισυμβατικό χιούμορ».
«Η θεία Σοφία πάντοτε μου λέει να προσέχω τα λόγια μου».
«Μην το κάνεις ποτέ για λογαριασμό μου».
Ο Τζοβάνι δεν πρόλαβε να πει ότι δεν απέμεναν πολλές μέρες γι’ αυτό,
γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατέφτασε κοντά τους η λαίδη Ίνελαν. Μια
αρχοντική γυναίκα που, σύμφωνα με την Κρέσι, είχε φορέσει ευσυνείδητα
τα μαύρα και τα έβγαλε αμέσως μόλις έκλεισε χρόνος από την ημέρα που
άφησε ο άντρας της ετούτο τον κόσμο, και ήταν παλιά φίλη της αγαπη-
μένης θείας Σοφίας. Τα πρώτα της λόγια, αφού συστήθηκε με τον Τζοβάνι,
ήταν να ρωτήσει για την υγεία της προαναφερθείσας θείας. «Θεωρώ, ξέρεις,
πως έχει εξασθενίσει κάπως η υγεία της», είπε στην Κρέσι. «Παρουσιάζει
στην κοινωνία την αδερφή σου την Κορντίλια, σωστά; Μεγάλη ευθύνη για
μια γυναίκα της ηλικίας της. Μου κάνει εντύπωση που δεν το ανέλαβε η
Μπέλα. Πώς είναι η μητριά σου, παρεμπιπτόντως; Έχω πολύ καιρό να τη
δω».
«Δυστυχώς κι εκείνη αδιάθετη ήταν, αν και είναι λίγο καλύτερα τώρα».
«Μη μου πεις ότι εγκυμονεί πάλι! Το έχει βάλει σκοπό ο πατέρας σου ν’
αποκτήσει από ένα γιο για κάθε κόρη;» ρώτησε η λαίδη Ίνελαν μ’ ένα
πνιχτό γελάκι.
Ο Τζοβάνι το διασκέδασε βλέποντας την Κρέσι να παλεύει ανάμεσα στην
επιθυμία της να συμφωνήσει και να κοροϊδέψει τον πατέρα της, και την
παρόρμησή της να υπερασπιστεί την Μπέλα. Τελικά υπερίσχυσε η εκτίμηση
που είχε αναπτύξει απρόθυμα για τη μητριά της. Χαμογέλασε στην
οικοδέσποινα όσο ψεύτικα της είχε χαμογελάσει κι εκείνη. «Ω, πιστεύω πως
ο πατέρας μου είναι κάτι περισσότερο από ικανοποιημένος με τα τέσσερα
αγόρια του. Έχει και κληρονόμο και κάμποσες εφεδρείες, όπως λένε. Κρίμα
που δεν είναι όλοι τόσο τυχεροί».
Κοίταξε με νόημα τον μοναδικό κληρονόμο της λαίδης Ίνελαν. «Η Μπέλα
εύχεται να κάνει κόρη αυτή τη φορά. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι σύντομα
πάλι στο πόδι και πολύ ευχαρίστως να την επισκεφτείς, αλλά στο μεταξύ
θα της διαβιβάσω τις ευχές σου».
«Αλήθεια, πώς και δεν είσαι στην πόλη με την αδερφή σου, Κρεσίντα; Ο
πατέρας σου σίγουρα θα ανυπομονεί να σε παντρέψει. Έχουν περάσει...
πόσες... οχτώ Σεζόν τώρα;»
«Με χρειάζονται στο Κίλελαν», είπε η Κρέσι, και ο Τζοβάνι πρόσεξε πως
είχε σφίξει τις γροθιές της κάτω από τα μακριά μανίκια του παλτού της.
Δεν είχε ανάγκη την προστασία του, ήταν μια χαρά ικανή να τα βγάλει
πέρα με τη λαίδη Ίνελαν, ωστόσο ο Τζοβάνι στάθηκε λίγο πιο κοντά της.
«Η λαίδη Κρεσίντα έχει αναλάβει τα μαθήματα των αδερφών της μέχρι να
βρει η μητριά της καινούρια γκουβερνάντα», είπε. «Μου ζήτησαν να
φιλοτεχνήσω το πορτραίτο των αγοριών και, χάρη στην εξαιρετική
ικανότητα της λαίδης Κρεσίντα να κουμαντάρει τους αδερφούς της, η δου-
λειά μου έχει καταστεί εκπληκτικά απλή».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Τζοβάνι αγνοούσε επιδεικτικά το
γεγονός ότι η λαίδη Ίνελαν του έριχνε φλογερές λοξές ματιές,
πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες της. Τώρα, είδε με καρτερικότητα ότι το
χαμόγελο που του χάρισε ήταν πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που είχε
χαρίσει στην Κρέσι. «Είστε πολύ φημισμένος, σινιόρ», του είπε. «Είναι
μεγάλη μου τιμή να σας έχω εδώ στο ταπεινό επαρχιακό μου σαλόνι, καθ’
ότι ζείτε κάπως απομονωμένος, απ’ ό,τι γνωρίζω. Πολλοί από τους κα-
λεσμένους μου ανυπομονούν να σας γνωρίσουν».
Πολλές κυρίες, το δίχως άλλο. Είδε ότι και η Κρέσι έκανε την ίδια σκέψη,
καθώς κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα και του χαμογέλασε ειρωνικά για
όλα τα ψευτοντροπαλά βλέμματα θαυμασμού που εισέπραττε εκείνος.
«Αρχίζω να καταλαβαίνω», του ψιθύρισε, «τι εννοείς, όταν λες ότι η
ομορφιά μπορεί να είναι μερικές φορές βάρος. Θέλεις να βρω μια
δικαιολογία και να φύγουμε;»
Ο Τζοβάνι μπήκε σε πειρασμό, αλλά η Κρέσι τον είχε προκαλέσει νωρίτερα
και δεν ήθελε να κάνει πίσω. Δε χρειάζεται ν ’ αποδείξεις τίποτε στον κόμη
Φαντσίνι, αλλά έχεις ν ’ αποδείξεις πολλά στον εαυτό σου. Η Κρέσι είχε δίκιο.
Κάποια στιγμή θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τα προπύργια του καλλι-
τεχνικού κατεστημένου. Γιατί να μην ξεκινήσει με αυτόν το νεοφερμένο; Ο
Τζοβάνι έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι του και στράφηκε στη λαίδη Ίνελαν.
«Έμαθα ότι φιλοξενείτε έναν ειδήμονα της τέχνης μου. Θα είχατε την
καλοσύνη να μου τον συστήσετε;»
«Πράγματι. Ο γιος μου τον γνώρισε στην Ευρώπη και φαίνεται πως έγιναν
πολύ καλοί φίλοι», απάντησε η αρχόντισσα κι έπαψε απρόθυμα να τον
παρατηρεί αδιάκριτα. «Πού... α, να τον, κολλημένος στο πλευρό του γιου
μου όπως πάντα. Είναι όντως πολύ καλοί φίλοι, ξέρετε. Έχουν γίνει
αχώριστοι». Σήκωσε το χέρι της και του έγνεψε.
Ο άντρας, βλέποντας ότι τον καλούσε η λαίδη Ίνελαν, διέσχισε με κομψό
βήμα το σαλόνι προς το μέρος τους. Ο Τζοβάνι τον αναγνώρισε και
ανακατεύτηκε.
«Σινιόρ ντι Ματέο», είπε η λαίδη Ίνελαν, «να σας γνωρίσω τον...»
«Λουίτζι ντι Κάνιο», είπε εκείνος βαριά. «Γνωριζόμαστε ήδη».
«Μπα, μπα. Ο διάσημος Τζοβάνι ντι Ματέο». Το χαμόγελο του Λουίτζι
έσταξε φαρμάκι πολλών χρόνων. «Πολύ... ενδιαφέρον... που σε βρίσκω
εδώ».
Ο Λουίτζι ήταν κάποτε ένας ρωμαλέος νέος, μα τώρα έρεπε προς την
παχυσαρκία. Τα μαλλιά του ήταν ακόμη ξανθά σαν στάχυα, αλλά
υποχωρούσαν από το ψηλό του μέτωπο με ρυθμό για τον οποίο ο ίδιος
προφανώς ντρεπόταν, γι’ αυτό και τα είχε χτενίσει προς τα έξω θέλοντας
να το κρύψει, παρατήρησε ο Τζοβάνι. Ματαιόδοξος και τρομερά
επιτηδευμένος ήταν οι πρώτες εντυπώσεις που έδινε, με τα λεπτά χείλη του
που ήταν ειρωνικά σουφρωμένα και το γελοίο μυτερό γενάκι του. Και τα
ρούχα του ήταν όσο φανταχτερά θα περίμενε κανείς από έναν Ιταλό
καλλιτέχνη. Πράσινο σακάκι, γιλέκο κεντημένο με ροζ τριαντάφυλλα ενώ
ο λαιμοδέτης ήταν δεμένος σ’ έναν τεράστιο φιόγκο. Έμοιαζε με
μεγαλόσωμο παιδί που είχε πρόωρη ανάπτυξη, αν και ο Τζοβάνι δεν
ξεγελάστηκε. Η χειραψία του Λουίτζι ήταν αδύναμη και η παλάμη του
ιδρωμένη, μα τα αχνά γαλανά μάτια του ήταν πονηρά και ψυχρά, σαν
ερπετού.
Όταν ο Λουίτζι έπιασε το χέρι της Κρέσι κάνοντας μια υπόκλιση, ο Τζοβάνι
δεν παρηγορήθηκε που την είδε να προσπαθεί να κρύψει ένα ρίγος. Ένιωθε
ναυτία και ήταν οργισμένος, αλλά περισσότερο με τον εαυτό του παρά με
τον Λουίτζι, εκείνο το εκδικητικό, κακόβουλο πλάσμα από το παρελθόν
του, που σίγουρα δε θ’ αντιστεκόταν στον πειρασμό να προκαλέσει μπε-
λάδες. Και ο Λουίτζι ήταν ικανός για μεγάλους μπελάδες, καθώς είχε
παρατηρήσει το ανερχόμενο άστρο του Τζοβάνι με τη σχολαστική προσοχή
ανθρώπου που το δικό του άστρο πέφτει. Ο Λουίτζι, που ήταν αυθεντία
στο να κρατά κακίες, δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί και σίγουρα θα
πετούσε αρκετά υπονοούμενα ώστε να αποκαλύψει τελικά την αλήθεια με
τον πλέον μιαρό και άκομψο τρόπο. Την αλήθεια που ο Τζοβάνι έπρεπε να
είχε πει ο ίδιος στην Κρέσι.
Ταρακούνησε νοερά τον εαυτό του. Βρίσκονταν σε ένα αγγλικό σαλόνι για
τσάι. Ο Λουίτζι ήταν επίτιμος καλεσμένος. Γιατί να αμαύρωνε την
περίσταση συζητώντας για ένα παρελθόν που δεν τιμούσε κανέναν απ’
τους δυο τους.
Η λογική όμως δεν κατάφερε να κατευνάσει την ανησυχία του, καθώς ο
Λουίτζι άρχισε να επιθεωρεί την Κρέσι από την κορφή ως τα νύχια με ένα
ύφος που έκανε τον Τζοβάνι να αγριέψει. «Λαίδη Κρεσίντα», είπε.
«Γοητευμένος. Θα είστε ασφαλώς το τελευταίο αντικείμενο προσοχής του
Τζοβάνι».
Η Κρέσι ήταν σε επιφυλακή, και με το δίκιο της. Ο Τζοβάνι δε θα
εμπιστευόταν στο ελάχιστο τον Λουίτζι. «Ορίστε;» έκανε εκείνη.
Ο Λουίτζι χαχάνισε. «Για τις ελαιογραφίες του, αγαπητή μου, για τις
ελαιογραφίες του».
«Α, μάλιστα», είπε εκείνη, χωρίς να έχει πειστεί. «Όχι, αυτό το προνόμιο
το έχουν οι αδερφοί μου».
Η Κρέσι είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζοβάνι ήθελε να την
τραβήξει μακριά από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα γύρω από τον Λουίτζι.
Ήθελε να πιάσει αυτόν το γλοιώδη τύπο από το λαιμό και να τον πνίξει.
Ήξερε, με μια σιγουριά που τον αρρώσταινε, ότι έπρεπε να είχε πει στην
Κρέσι όλη την αλήθεια. Ήξερε επίσης ότι η αλήθεια που θα υπαινισσόταν ο
Λουίτζι θα ήταν κατά πολύ χειρότερη από την πραγματική. Έπρεπε να
φύγει από κει. Ωστόσο, εξακολουθούσε να μένει αδρανής, με τη μάταιη
ελπίδα ότι είχε υποτιμήσει τον Ιταλό συνάδελφό του.
«Πώς και γνωρίζεστε με τον σινιόρ Ντι Ματέο;» ρώτησε τώρα η Κρέσι.
«Ο Λουίτζι κι εγώ μαθητεύσαμε στο ίδιο ατελιέ», παρενέβη κοφτά ο
Τζοβάνι.
«Είστε κι εσείς ζωγράφος;» Υπό άλλες συνθήκες, η δυσπιστία στο ύφος
της θα ήταν διασκεδαστική.
«Δυστυχώς», είπε ο Λουίτζι μ’ ένα πικρό χαμόγελο, «διαπίστωσα ότι δεν
είχα αρκετό ταλέντο για να γίνω ζωγράφος, σε αντίθεση με το φίλο μου
τον Τζο από δω. Ωστόσο, αγαπητή λαίδη Κρεσίντα, διαπιστώνω ότι λίγη
πρακτική γνώση είναι πολύ χρήσιμη τώρα που ασχολούμαι με την κριτική
της τέχνης. Ως κριτικός, λοιπόν, οφείλω να ομολογήσω ότι ο φίλος μας από
δω τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Έτσι δεν είναι, Τζο; Ύστερα από εκείνη
την... πανωλεθρία; Ναι, δυστυχώς ήταν όντως πανωλεθρία. Σας το είπε,
λαίδη Κρεσίντα; Μια πολύ ατυχής έκθεση, απ’ ό,τι θυμάμαι...»
«Τα γνωρίζω όλα αυτά», τον διέκοψε η Κρέσι.
Ο Λουίτζι ανασήκωσε τα φρύδια του έκπληκτος. «Ώστε σας το είπε; Πολύ
ενδιαφέρον».
Ήταν η ολοφάνερη αντιπάθειά της που σφράγισε τη μοίρα του Τζοβάνι. Η
Κρέσι ήθελε μονάχα να τον υπερασπιστεί, το ήξερε, μα τα λόγια της είχαν
υπονοήσει μια πολύ στενή σχέση μεταξύ τους. Πάντοτε πίστευε πως ήταν
ψέμα ότι οι άνθρωποι που πνίγονται βλέπουν όλη τη ζωή τους να περνά
σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια τους, μα αυτό ακριβώς του συνέβαινε
τώρα. Είδε μια σειρά από όμορφα πρόσωπα, και από πάνω τους, με ένα
ειρωνικό ύφος, αιωρούνταν ο άσπονδος εχθρός του.
Ο Λουίτζι δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά του που ανακάλυψε, όπως το
δίχως άλλο νόμιζε, έναν παράνομο δεσμό. Μυριζόταν ανέκαθεν τα
σκάνδαλα και σίγουρα δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην επιθυμία του για
εκδίκηση. Ο Τζοβάνι έσφιξε τις γροθιές του, μα δεν έκανε καμία κίνηση.
Κάπου μέσα του είχε παραιτηθεί. Κάπου μέσα του πίστευε πως ήταν άξιος
της μοίρας του. Κάπου μέσα του ευχόταν απεγνωσμένα να μπορούσε να
αναιρέσει το παρελθόν του. Η Κρέσι φαινόταν πολύ ταραγμένη τώρα.
Περίμενε από τον Τζοβάνι να της μιλήσει, να της εξηγήσει. Μα τι να της
εξηγούσε;
Και ο Λουίτζι τον κοιτούσε λοξά, αλλά δε θα του έδινε την ικανοποίηση να
του δείξει πώς ένιωθε. «Πραγματικά με ξαφνιάσατε», έλεγε τώρα εκείνος
στην Κρέσι. «Δεν είναι από τα πράγματα που εκμυστηρεύεται κανείς στον
καθένα. Αν και ίσως να μην είστε ο καθένας. Οι προτιμήσεις του Τζοβάνι
στις γυναίκες, όπως και οι προτιμήσεις του στη ζωγραφική, έχουν αλλάξει
σημαντικά, εάν είναι έτσι», πρόσθεσε με ένα φθονερό χαμόγελο. «Παλιά, ο
Τζο μας ήταν πιο ξακουστός για τις καλλονές με τις οποίες πλάγιαζε παρά
για τους πίνακές του. Πόσο πρόθυμες ήταν εκείνες οι κυρίες να
προσφέρουν το πρόσωπό τους και την περιουσία τους, για να βοηθήσουν
ένα φτωχό ζωγράφο στο δρόμο του προς την επιτυχία. Αν και ασφαλώς,
λαίδη Κρεσίντα, θα τα γνωρίζετε όλα και γι’ αυτή την πλευρά της επιτυχίας
του Τζο μας, μια που σας έχει... ε... εκμυστηρευτεί τόσα πράγματα».
Οι μύες του Τζοβάνι τεντώθηκαν. Όταν τελικά μίλησε, ήταν με ένα
απειλητικό γρύλισμα που δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή του. «Θα σε
προειδοποιήσω μόνο μια φορά, Λουίτζι. Μάζεψε τη μοχθηρή γλώσσα σου,
αλλιώς, ακόμη κι αν είμαστε φιλοξενούμενοι, θα...»
«Θα με γρονθοκοπήσεις για την αναίδειά μου, όπως όταν ήμασταν
μαθητευόμενοι ζωγράφοι». Με ένα βλέμμα όλο κακία, ο Λουίτζι τίναξε
περιφρονητικά το κεφάλι του και στράφηκε στην Κρέσι. «Ο Τζο δεν
ανεχόταν ποτέ τα πειράγματα για τις πολλές φιλενάδες του».
«Ο Τζοβάνι έχει ζωγραφίσει πολλές ωραίες γυναίκες, δεν είναι μυστικό»,
αποκρίθηκε εκείνη. Άτονα, σαν να μην πίστευε τα ίδια της τα λόγια. «Δεν
ξέρω τι υπαινίσσεστε, αλλά...»
Ο Λουίτζι γέλασε, ένα ξερό γελάκι σαν να κουδούνιζαν οι κρύσταλλοι ενός
πολυέλαιου επειδή φυσούσε. «Δεν τις ζωγράφιζε μονάχα, αγαπητή μου.
Πώς νομίζετε ότι ζούσε, εκείνα τα χρόνια που κυνηγούσε τις παραγγελίες;
Παραδέχομαι πως διαθέτει έμφυτο καλλιτεχνικό ταλέντο, μα δε
μεταπήδησε από εκείνη την τραγική έκθεση στα υψηλότερα κλιμάκια της
προσωπογραφίας μέσα σε λίγες μέρες. Ή έστω μήνες. Ο φίλος μας έχει κι
άλλα προσόντα, όπως σίγουρα θα γνωρίζετε. Το ωραίο του πρόσωπο και
το τόσο ελκυστικό σώμα του -ήταν σπουδαία εφόδια εκείνο τον καιρό που
μετά βίας τα έβγαζε πέρα στην καλλιτεχνική του σοφίτα».
«Σταματήστε!» τον παρακάλεσε η Κρέσι. «Σταματήστε να λέτε τέτοιες
κακίες. Τις λέτε μονάχα επειδή ζηλεύετε το ταλέντο του».
Ο Λουίτζι χαμογέλασε προσποιητά. «Α, δεν το αρνούμαι, αγαπητή μου
λαίδη Κρεσίντα. Παλιά, έφτανα μάλιστα στο σημείο να ζηλεύω λίγο και για
προσωπικούς λόγους. Δε μου λείπει η γοητεία ακόμη και τώρα. Όταν
ήμουν νέος... α, θεωρούσα ότι μου άξιζε να με προσέξει ο Τζο όσο κι εκείνες
τις κυρίες, και ο Τζο...»
«Σταματήστε!» Η Κρέσι είχε συγκλονιστεί σαν να είχε αναποδογυρίσει ο
κόσμος της, αν και ο Τζοβάνι ήξερε πως ο δικός του σίγουρα είχε
καταρρεύσει. Σου αξίζει κάτι καλύτερο, της είχε πει. Τώρα εκείνη
καταλάβαινε γιατί. Την είδε να ρίχνει στον Λουίτζι μια περιφρονητική
ματιά κι έπειτα να κοιτάζει τον ίδιο με κάτι σαν απελπισία. Είδε τη λαίδη
Ίνελαν να προχωρά προς το μέρος τους, ενώ πίσω της ακολουθούσε ο γιος
της με το γελοίο του ντύσιμο. Αντιλήφθηκε ακόμη και το βλέμμα που έριξε
ο σερ Τίμοθι στον Λουίτζι ντι Κάνιο -όχι βλέμμα φίλου αλλά εραστή. Είδε
πως και η Κρέσι το κατάλαβε. Θα της άρεσε να κάνει υποθέσεις γι’ αυτό το
βλέμμα στο δρόμο του γυρισμού με την άμαξα. Τώρα όμως μάζεψε τις
ουρές του παλτού της κι έφυγε τρέχοντας για την έξοδο.
Αυτό ήταν. Με ένα άγριο μουγκρητό, ο Τζοβάνι κατέβασε τη γροθιά του
στο αποσβολωμένο πρόσωπο του Λουίτζι.
***
Η Κρέσι είχε φτάσει στην άμαξα, στα μισά του μονοπατιού της έπαυλης
των Ίνελαν, τυφλωμένη σχεδόν από τα δάκρυα, και σκεφτόταν να
παρακινήσει το άλογο να καλπάσει, όσο απίθανο κι αν ήταν να τα
καταφέρει, όταν ο Τζοβάνι την πρόλαβε και πήδησε επάνω στο μόνιππο.
Φαινόταν συγκλονισμένος όσο κι εκείνη. Η Κρέσι έσφιξε την καρδιά της.
Δεν επρόκειτο να τον λυπηθεί. Δε θα μιλούσε. Δε θα έλεγε λέξη. Το μόνο
πράγμα που δεν είχε κάνει ήταν να προδοθεί εντελώς, και δε θα το έκανε
σε καμία περίπτωση τώρα!
«Κρέσι...»
«Δε θέλω να το συζητήσω».
«Σι. Το καταλαβαίνω».
Ο Τζοβάνι σώπασε. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ήταν βαριά λες κι
ετοιμαζόταν να ξεσπάσει καταιγίδα. Η Κρέσι συγκεντρώθηκε απόλυτα στο
δρόμο μπροστά της, αν και δε χρειαζόταν, καθ’ ότι το άλογο προχωρούσε
με τον συνηθισμένο ήρεμο βηματισμό του. Οι πρίμουλες ήταν ακόμη
ολάνθιστες, τα δέντρα ακόμη καταπράσινα και οι καμπανούλες ακόμη
μπλε. Όχι απλώς μπλε. Βαθύ μπλε; Μπα, πολύ σκούρο. Μπλε μαρέν; Όχι,
του έλειπε το ροζ. Λιλά; Πετρόλ; Μπλε του κοβαλτίου; «Ω, για όνομα του
Θεού, δε με νοιάζει!» αναφώνησε.
«Εμένα με νοιάζει».
«Δε μιλούσα για σένα», του πέταξε κοφτά.
«Κρέσι...»
«Πώς μπόρεσες! Πώς μπόρεσες, Τζοβάνι; Πώς μπόρεσες να πουλήσεις τον
εαυτό σου με τέτοιον τρόπο. Δεν είσαι παρά ένας ζιγκολό!»
Εκείνος μόρφασε, αλλά δεν το αρνήθηκε, γεγονός που την έκανε να
νιώσει χειρότερα αντί για καλύτερα. «Την πρώτη φορά που με φίλησες
θυμάμαι που αναρωτήθηκα αν ήταν η μέθοδός σου να ξελογιάζεις. Όταν σε
γνώρισα καλύτερα, ένιωσα άσχημα που το σκέφτηκα». Η Κρέσι επιχείρησε
να καγχάσει περιφρονητικά, μα ακούστηκε σαν να της ξέφυγε ένας αξιολύ-
πητος λυγμός.
«Ποτέ δε σε φίλησα για άλλο λόγο, παρά μόνο επειδή δεν μπορούσα να
σου αντισταθώ».
«Πολύ καλά, Τζοβάνι, μπράβο. Αν δεν κρατούσα τα ηνία, θα σε
χειροκροτούσα. Μου αντιστάθηκες όμως, παρά τις προσπάθειές μου να σου
ριχτώ». Και πόσο εξευτελιστικό ήταν. Τόσες γυναίκες και ο Τζοβάνι έκανε
έρωτα μαζί τους τακτικά και χωρίς να το σκέφτεται! Δεν είχε προσπαθήσει
να αντισταθεί σε όλες αυτές, ωστόσο είχε βάλει τα δυνατά του να
αντισταθεί σ’ εκείνη. «Τι είναι στραβό πάνω μου;» τον ρώτησε, τόσο πληγω-
μένη και θυμωμένη, που δεν την ένοιαξε αν έδινε την αξιολύπητη
εντύπωση ότι ζήλευε. «Γιατί όχι μ’ εμένα;»
Και πάλι εκείνος μόρφασε. Χλόμιασε κιόλας; Θαρρείς και είχε πανιάσει το
πρόσωπό του. Δε θα τον λυπόταν όμως. Ούτε τον εαυτό της θα λυπόταν!
«Και να φανταστείς ότι ζήλεψα, όταν νόμιζα πως είχες κάποτε κι άλλη
γυναίκα ως μούσα», συνέχισε αμείλικτα η Κρέσι, αποφασισμένη να
μετατρέψει το θυμό της σε λυσσασμένη οργή προκειμένου να μην την
πιάσει υστερία. «Τι ανόητη που είμαι! Δεν κατάλαβα πως είχες εκατοντάδες.
Δεν κατάλαβα πως ήμουν απλώς η τελευταία από όλες αυτές. Ποια θα είναι
μετά, άραγε; Η λαίδη Ίνελαν; Λίγο μεγάλη, ίσως, αλλά είναι πολύ πλούσια
και έδειξε πολύ καθαρά ότι ενδιαφέρεται για σένα. Αν και ίσως να έχεις γίνει
πιο ιδιότροπος τώρα που έχεις τόσο μεγάλη ζήτηση».
«Φτάνει!» Ο Τζοβάνι άρπαξε τα ηνία και κατηύθυνε το άλογο στην άκρη
του δρόμου. Στο μηλίγγι του τρεμόπαιζε ο σφυγμός του. «Σου είπα, έχω
χρόνια να πάω με γυναίκα. Δε σου λέω ψέματα, Κρέσι».
«Αλλά προφανώς τσιγκουνεύεσαι την αλήθεια, Τζοβάνι».
«Σι. Έτσι είναι. Όμως ποτέ δε σου είπα ψέματα».
Έτριψε τα μάτια του. Οι ώμοι του είχαν καμπουριάσει. Έβγαλε έναν ήχο
που ακούστηκε σαν στεγνός λυγμός. Έκλαιγε; Η Κρέσι κατέβαλε
υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μην τον αγγίξει. Δεν άντεχε να τον
βλέπει τόσο αποκαρδιωμένο. Μακάρι να μπορούσε να της το εξηγήσει. Να
το μετριάσει. Να το αναιρέσει.
«Δεν ήταν εκατοντάδες, μα ήταν πολλές». Ο Τζοβάνι ανακάθισε και
όρθωσε την πλάτη του. Είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Και δεν απέφευγε
το βλέμμα της. Η Κρέσι διέκρινε μια έντονη αποφασιστικότητα στο
πρόσωπό του. Την είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση άλλη μια φορά. Ήταν η
έκφραση που έλεγε την ωμή αλήθεια. Δεν ήθελε να την ακούσει, μα ήξερε
πως έπρεπε. Έσφιξε τα δάχτυλά της μεταξύ τους.
«Είναι όπως υπαινίχθηκε ο Λουίτζι. Ήμουν απεγνωσμένος, στην αρχή όχι
τόσο επειδή ήθελα να πετύχω, όσο για να διαψεύσω τον πατέρα μου. Θα
έβγαζα χρήματα από τη ζωγραφική μου. Ήξερα πως είχα το ταλέντο, μα
χρειαζόμουν χρόνο και άτομα πρόθυμα να ποζάρουν, και έπρεπε να
είναι...»
«Όμορφα».
«Δε γινόταν ν’ αποκτήσω φήμη παρά μόνο ζωγραφίζοντας την
τελειότητα. Τουλάχιστον, τη φήμη που εγώ ήθελα ν’ αποκτήσω».
«Ξέρω πώς είναι», είπε άτονα η Κρέσι, «δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις».
«Ήταν εύκολο. Πάρα πολύ εύκολο. Με αυτό», είπε ο Τζοβάνι δείχνοντας
το πρόσωπό του, «με αυτό το πρόσωπο, και αυτό το σώμα, ήταν εύκολο.
Ήξερα ότι δεν ήταν σωστό, αλλά μου φαινόταν πολύ χειρότερο να μπω στο
καλούπι που μου είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι
τουλάχιστον έτσι μπορούσα να αξιοποιήσω το ταλέντο μου. Και δεν ήμουν
εντελώς ανήθικος. Έπαιρνα μόνο ό,τι μου πρόσφεραν με προθυμία. Και δεν
έπαιρνα από...» Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές. Όταν ξαναμίλησε, μίλησε
σιγανά, με έναν τόνο αποστροφής για τον εαυτό του. «Εκτός από γυναίκες,
υπήρχαν και άντρες πρόθυμοι να πληρώσουν».
Η Κρέσι τον κοίταξε με φρίκη. «Εννοείς ότι εκείνους... ότι τον Λουίτζι;...»
«Για άλλη μια φορά, υποκλίνομαι στην αντίληψή σου. Όπως κατάλαβες,
δεν είναι άνθρωπος που δέχεται την απόρριψη -κανενός είδους απόρριψη.
Πρέπει να με πιστέψεις, Κρέσι», της είπε με σοβαρότητα, «ποτέ δεν... ποτέ
με άντρες, ούτε με καμιά γυναίκα που ήθελε από μένα κάτι περισσότερο
από μερικά απογεύματα ηδονής. Πλήρωναν υπερβολικά υψηλές τιμές για
τα πορτραίτα τους. Δε ζητούσα τίποτε περισσότερο. Αλλά, δε θα το
αρνηθώ, πουλούσα τον εαυτό μου. Οι παραστάσεις μου -γιατί παραστάσεις
ήταν- ήταν έξοχες, άριστες από άποψη τεχνικής, μα χωρίς συναίσθημα.
Όπως και οι πίνακες που ζωγράφιζα».
«Και όταν τα πορτραίτα σου άρχισαν να έχουν ζήτηση, δε χρειαζόταν
πλέον να πουλάς το κορμί σου, σωστά;» του είπε σφιγμένα η Κρέσι.
«Σωστά. Δε θα προσποιηθώ ότι με αηδίαζε τότε, Κρέσι. Για ποιον νέο
άντρα θα ήταν αγγαρεία να πλαγιάσει με μια όμορφη γυναίκα; Μόνο
αργότερα άρχισα ν’ απεχθάνομαι τον εαυτό μου. Η θυσία, αλλά και ο
εξαγνισμός, προσφέρουν επίσης ευχαρίστηση, μια άλλου είδους
ευχαρίστηση. Μέχρι να σε γνωρίσω, ήταν κι αυτό εύκολο. Από τότε που σε
γνώρισα... αλλά τι νόημα έχει να το συζητήσουμε; Δε θα σε κηλιδώσω με το
άθλιο παρελθόν μου. Σου...»
«Μου αξίζει κάτι καλύτερο», συμπλήρωσε σιγανά η Κρέσι. «Έτσι είπες».
«Και το εννοούσα».
Ο Τζοβάνι έκανε να της πιάσει το χέρι, μα συγκρατήθηκε. Η Κρέσι θα
έπρεπε να χαρεί, αλλά αυτή η απλή αντίδρασή του σχεδόν τη διέλυσε.
Πάντα θα συγκρατιόταν ο Τζοβάνι. Και παρ’ ότι όσα της είχε αποκαλύψει
ήταν τρομερά, το ακόμη πιο τρομερό ήταν ότι εξακολουθούσε να τον
αγαπάει. «Θα μιλήσει ο Λουίτζι;» τον ρώτησε.
«Όχι σύντομα».
«Τι εννοείς;»
«Τελευταία φορά που τον είδα ήταν φαρδύς πλατύς στο χαλί του
σαλονιού της λαίδης Ίνελαν και γύρω του είχε μαζευτεί κόσμος. Νομίζω
πως του έλειπαν κάποια δόντια και είχε, ομολογώ, λίγο αίμα στον γελοίο
του φιόγκο».
Η Κρέσι κάλυψε με το χέρι το στόμα της. «Δεν έπρεπε να το κάνεις», είπε,
αν και στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν είχε
χαρεί.
Ο Τζοβάνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορείς να βγάλεις το παιδί από
το ψαροχώρι, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το ψαροχώρι από το παιδί -ή
κάπως έτσι. Μάλλον προκάλεσα φοβερό σκάνδαλο. Λυπάμαι πολύ».
«Είμαι σίγουρη ότι η λαίδη Ίνελαν θα χάρηκε κατά βάθος. Η κακή φήμη
είναι ό,τι καλύτερο μετά τη δημοτικότητα. Εξάλλου, θα αποδώσουν το
περιστατικό στη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία των Ιταλών καλλιτεχνών.
Τζοβάνι, είσαι σίγουρος ότι ο Λουίτζι δε θα προκαλέσει ζημιά;»
«Έχει να χάσει πολύ περισσότερα από μένα. Η φήμη του είναι ακόμη
σχετικά νέα και ξέρει ότι θα μπορούσα να τον καταστρέψω πολύ εύκολα
αν αποκάλυπτα κάποια πράγματα που γνωρίζω για το δικό του άθλιο
παρελθόν. Ξέρει επίσης πως, αν το κάνει, θα τον καταδιώξω ανελέητα. Αν
και δε με νοιάζει. Δε ζω πλέον έτσι τη ζωή μου, Κρέσι, τέλος. Έχεις δίκιο.
Πρέπει να τραβήξω το δρόμο μου με τους δικούς μου όρους».
Η Κρέσι παρηγορήθηκε ελάχιστα τώρα, μα θα ένιωθε καλύτερα στο
μέλλον. Προς το παρόν, ήταν τρομερά εξαντλημένη. Αισθανόταν σαν να
μην είχε πλέον κόκαλα να τη στηρίζουν. Το μόνο που ήθελε ήταν να χωθεί
στο κρεβάτι της μες στο σκοτάδι και να κλάψει με λυγμούς. Αποφασιστικά,
έπιασε τα ηνία.
«Είναι και κάτι ακόμη». Ο Τζοβάνι άγγιξε το μπράτσο της, αλλά αμέσως
τράβηξε το χέρι του. «Μ’ εσένα ήταν αλλιώς. Θέλω να το ξέρεις. Όταν σου
είπα ότι φοβόμουν το πάθος μεταξύ μας, το εννοούσα. Δε φοβόμουν
απλώς ότι, αν παραδινόμουν στο πάθος μας, θα έχανα την έμπνευσή μου
να σε ζωγραφίσω, φοβόμουν ότι θα σε κατέστρεφα. Δεν έχω ξαναπάει με
γυναίκα που να την ένοιαζε πώς ένιωθα. Όταν με αγγίζεις, είναι σαν να μη
με έχει αγγίξει ποτέ γυναίκα. Πάντα μου ζητάς αποδείξεις. Δεν μπορώ να
σου δώσω καμία, ωστόσο είναι αλήθεια -ήταν διαφορετικά μ’ εσένα. Θα
πρέπει να με πιστέψεις».
Ο λαιμός της έκλεισε από τα δάκρυα, μα ήταν τόσο ταραγμένη που έγνεψε
απλώς καταφατικά και παρότρυνε το άλογο να προχωρήσει. «Σ’ ευχαριστώ
που είσαι τόσο ειλικρινής μαζί μου, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω άλλο γι’
αυτό, Τζοβάνι. Δεν μπορώ».
Ολοκλήρωσαν τη σύντομη διαδρομή σιωπηλά. Η Κρέσι ήταν σφιγμένη,
έβαζε τα δυνατά της να μην καταρρεύσει, μετρούσε τα λεπτά μέχρι να
μείνει μόνη της. Το μόνο που δεν αισθανόταν ήταν αποστροφή. Ρίχνοντάς
του μια κλεφτή ματιά και βλέποντάς τον να κάθεται στητός, με το βλέμμα
του στυλωμένο στο κενό, προφανώς βυθισμένος στο τέλμα των δικών του
σκέψεων και συναισθημάτων, κατάλαβε ότι το μόνο πράγμα που ένιωθε
ήταν αγάπη. Παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, τον αγαπούσε και αποφάσισε ότι
θα τον αγαπούσε για πάντα.
Κεφάλαιο 10