You are on page 1of 198

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Στη μίνι σειρά «Τα Ρόδα της Ερήμου», που κυκλοφόρησαν πριν από δύο
χρόνια περίπου, διηγήθηκα τις περιπέτειες δύο νεαρών Αγγλίδων στην
παραμυθένια Αραβία του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για τη λαίδη Σίλια και τη
λαίδη Κασσάνδρα, τις μεγαλύτερες κόρες ενός διακεκριμένου Βρετανού
διπλωμάτη, του λόρδου Άρμστρονγκ. Οι αδελφές Άρμστρονγκ ήταν
συνολικά πέντε, και εξαρχής ήθελα κάποια στιγμή να γράψω τις ιστορίες
και των άλλων τριών.
Πάντα φανταζόμουν την Κρέσι ως τη σοβαρή, βιβλιοφάγο αδελφή (επειδή
είμαι η μεγαλύτερη από τέσσερις αδελφές, ξέρω πόσο εύκολα μπαίνουν
αυτές οι ταμπέλες!). Σε μια εποχή που όχι μόνο αποθάρρυναν αλλά και
αποδοκίμαζαν το να έχει μια γυναίκα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά αν
ήταν κοπέλα σε ηλικία γάμου, η Κρέσι είναι μια διανοούμενη που νιώθει
μεγάλη ανασφάλεια για την εμφάνισή της. Ο Τζοβάνι είναι ένας
μελαγχολικός και θανάσιμα γοητευτικός Ιταλός καλλιτέχνης, πραγματικά
ταλαντούχος, με σκοτεινό και επαίσχυντο παρελθόν. Δεν είναι καθόλου
σίγουρο ότι μπορούν να ταιριάζουν, αλλά είναι μοιραίο ανάμεσά τους να
γεννηθεί ένα ισχυρό πάθος.
Η ιστορία της Κρέσι και του Τζοβάνι κάνει αναφορές σε πολλά φαινομενικά
αντικρουόμενα ζεύγη -αλήθεια και ομορφιά, επιστήμη και τέχνη, λογική
και ένστικτο, καθήκον και ελευθερία- όμως κανένα από αυτά δεν είναι το
θέμα της. Το θέμα της είναι δυο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους που
τους ενώνει ένας ακατανίκητος δεσμός και οι οποίοι, στην προσπάθειά
τους να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους, ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον.
Υπάρχει κάτι πιο ρομαντικό από αυτό;
Σκοπεύω να ολοκληρώσω τον κύκλο των αδελφών Άρμστρονγκ τους δύο
επόμενους μήνες, με τις ιστορίες της Κάρολ και της Κορντίλια. Προς το
παρόν ελπίζω να απολαύσετε την ερωτική περιπέτεια της Κρέσι.
Marguerite Kaye
Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ TO ΜΟΝΤΕΛΟ TOY

Μετάφραση: Βασιλική Βούρου

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438,210 3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
The Beauty Within
© 2013 Marguerite Kaye
© 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν
συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.

Το λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα


ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών εταιρειών
της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας.
Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin
Books S.A. All rights reserved.
Μετάφραση: Βασιλική Βούρου
Επιμέλεια: Έλενα Γιαννούλα
Διόρθωση: Ρήγας Καραλής

Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι


τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας του
συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα,
τοποθεσίες, ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή


περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με
οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης
ή άλλον- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το
Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

ISSN 1108-4324

ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 337


Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
Πρόλογος

«Ω, μα είναι καταπληκτικό! Θαυμάσιο!» Ο σερ Ρόμνι Κερν έτριψε με


ενθουσιασμό τα χέρια του, με τα χοντρά σαν λουκάνικα δάχτυλα,
κοιτάζοντας τον καμβά που μόλις του είχαν αποκαλύψει. «Υπέροχο
πραγματικά! Θα έλεγα ότι με απέδωσε εξαιρετικά. Τι λες κι εσύ, αγάπη
μου;»
«Όντως, χρυσέ μου», συμφώνησε η καλοσυνάτη λαίδη του. «Θα έλεγε
κανείς ότι σε έκανε ακόμη πιο όμορφο και αρρενωπό απ’ ό,τι είσαι με
σάρκα και οστά -αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο».
Η σάρκα και τα οστά δεν έλειπαν από τον σερ Ρόμνι Κερν, του έλειπε
ωστόσο η μετριοφροσύνη. Ως εκ τούτου, το κοκκίνισμα στο ήδη ροδαλό
και στρουμπουλό πρόσωπό του οφειλόταν μάλλον στην υπερβολική
κατανάλωση πόρτο το προηγούμενο βράδυ. Η λαίδη Κερν στράφηκε προς
το ζωγράφο που είχε φιλοτεχνήσει το πορτραίτο του συζύγου της και οι
κορσέδες της έτριξαν ανησυχητικά. «Έχετε φοβερό ταλέντο, σινιόρ,
πραγματικά είστε αντάξιος της φήμης σας», του είπε με ένα ανόητο γελάκι,
πεταρίζοντας ζωηρά τις βλεφαρίδες της.
Ήταν ολοφάνερα τσιμπημένη μαζί του και μάλιστα το έδειχνε μπροστά
στον άντρα της. Μα, καλά, δεν ντρεπόταν καθόλου; Ο Τζοβάνι ντι Ματέο
αναστέναξε. Γιατί επέμεναν να τον κορτάρουν οι γυναίκες μιας κάποιας
ηλικίας; Για την ακρίβεια, γιατί το θεωρούσαν απαραίτητο να του ρίχνονται
οι γυναίκες όλων των ηλικιών; Έκανε μια ελαφριά υπόκλιση,
ανυπομονώντας να φύγει. «Είμαι τόσο καλός όσο και το μοντέλο μου,
μιλαίδη».
Τον ανησυχούσε το γεγονός ότι ξεφούρνιζε τα ψέματα με τέτοια ευκολία.
Ο βαρονέτος, ένας τραχύς άντρας που τα ενδιαφέροντά του άρχιζαν και
τελείωναν στην καλλιέργεια του λυκίσκου, του είχε μεταδώσει, κατά τη
διάρκεια αρκετών συναντήσεων, τις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις για τη
συγκομιδή ενώ πόζαρε με τον Πλούτο των Εθνών, του Άνταμ Σμιθ, στα
χέρια του -έναν τόμο που παραδέχτηκε ευθέως ότι δεν τον είχε καν ανοίξει,
πόσω μάλλον διαβάσει. Η βιβλιοθήκη που είχε αποτελέσει το φόντο για το
πορτραίτο είχε αγοραστεί μαζικά και, ο Τζοβάνι θα έβαζε στοίχημα γι’
αυτό, είχε παραμείνει ανέγγιχτη μετά την εγκατάστασή της στο
μεγαλοπρεπές σπίτι -το οποίο επίσης είχε αποκτηθεί πρόσφατα, αφότου
είχε γίνει λόρδος ο σερ Ρόμνι.
Ο Τζοβάνι κοίταξε τον καμβά με το κριτικό βλέμμα που δε διέθεταν οι
πελάτες του. Από άποψη τεχνικής, το πορτραίτο ήταν άριστο: το φως, οι
γωνίες, η ακριβής τοποθέτηση του υποκειμένου μέσα στη σύνθεση, με τον
σερ Ρόμνι να ποζάρει με τρόπο που να ελαχιστοποιεί την πλούσια
περιφέρειά του, τονίζοντας το αδύνατο προφίλ του· όλα ήταν άψογα.
Εξαιρετική ομοιότητα, έλεγαν οι πελάτες του. Πάντοτε αυτό έλεγαν, και
πράγματι έτσι ήταν, από την άποψη ότι απεικόνιζε τον βαρονέτο όπως
ακριβώς ήθελε ο ίδιος να τον βλέπουν οι άλλοι.
Η δουλειά του Τζοβάνι ήταν να δημιουργεί την ψευδαίσθηση κύρους ή
πλούτου, αισθησιασμού ή αθωότητας, γοητείας ή ευφυΐας, όποιον
συνδυασμό επιθυμούσε το μοντέλο του. Ομορφιά -κατά κάποιον τρόπο.
Αυτή την ωραιοποιημένη, εξιδανικευμένη απεικόνιση αναζητούσαν οι
πελάτες του σ’ έναν πίνακα με την υπογραφή του. Ήταν αυτό για το οποίο
φημιζόταν και ήταν περιζήτητος, κι ωστόσο στο ζενίθ της επιτυχίας του,
δέκα χρόνια αφότου είχε φτάσει στην Αγγλία, τη χώρα που είχε κάνει σπίτι
του, ο Τζοβάνι κοίταξε με αποστροφή τον πίνακα κι ένιωσε αποτυχημένος.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ένας λευκός καμβάς τον γέμιζε με
ενθουσιασμό. Κάποτε, όταν τελείωνε ένα έργο του, ένιωθε χαρά, όχι
απελπισία και κούραση. Τέχνη και σεξ. Εκείνη την εποχή τιμούσε το ένα με
το άλλο. Ψευδαισθήσεις και τα δύο, σαν αυτές που ζωγράφιζε τώρα για να
βγάζει το ψωμί του. Τέχνη και σεξ. Παλιά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα για
κείνον. Τώρα το δεύτερο το είχε εγκαταλείψει ενώ το πρώτο τον έκανε
πλέον να αισθάνεται μια παγωνιά κι ένα κενό μέσα του.
«Λοιπόν, σινιόρ, ορίστε τα... ε... απαραίτητα». Ο σερ Ρόμνι έδωσε στον
Τζοβάνι ένα δερμάτινο πουγκί σαν εγκληματίας που λαδώνει έναν αυτόπτη
μάρτυρα.
«Γκράτσιε». Εκείνος έβαλε την αμοιβή στην τσέπη του σακακιού του. Του
φαινόταν αστείο που πάρα πολλοί από τους πελάτες του έβρισκαν
δυσάρεστη τη διαδικασία της πληρωμής για το πορτραίτο τους, μη
θέλοντας να κάνουν τη σύνδεση μεταξύ τέχνης και εμπορίου, καθώς η
ομορφιά δεν μπορούσε ασφαλώς να εκτιμηθεί.
Ο Τζοβάνι αρνήθηκε το κομψό ποτήρι με κρασί Μαδέρα που του
πρόσφερε με ενθουσιασμό η λαίδη Κερν, έσφιξε το χέρι του σερ Ρόμνι και
αποχαιρέτησε το ζευγάρι. Είχε ένα ραντεβού στο Λονδίνο την επομένη για
άλλο ένα πορτραίτο που έπρεπε να φιλοτεχνήσει. Άλλος ένας λευκός
καμβάς που περίμενε να καλυφθεί από χρώμα, άλλο ένα εγώ που ζητούσε
ικανοποίηση. Κι άλλο ένα πουγκί με χρυσάφι για να βάλει στο σεντούκι του,
υπενθύμισε στον εαυτό του, και αυτό ήταν που είχε σημασία τελικά.
Ποτέ ξανά, ακόμη κι αν ζούσε μέχρι τα εκατό, δε θα βασιζόταν σε κανέναν
άλλο πέρα από τον εαυτό του. Ποτέ ξανά δε θ’ αναγκαζόταν να υποκύψει
στις επιθυμίες των άλλων, να διαμορφώσει το χαρακτήρα του έτσι όπως οι
άλλοι θα ήθελαν. Δε θα γινόταν ο κληρονόμος του πατέρα του. Δε θα
γινόταν το παιχνιδάκι καμιάς γυναίκας. Ή κάποιου άντρα -γιατί υπήρχαν
αρκετοί άντρες πλούσιοι και διεφθαρμένοι, που συνήθιζαν να
αυτοαποκαλούνται χρηματοδότες, μα που ενδιαφέρονταν περισσότερο
για το σώμα ενός ζωγράφου παρά για τα έργα του. Η απάντησή του σε
αυτές τις προτάσεις ήταν πάντοτε σύντομη και περιεκτική -ένα στιλέτο στο
λαιμό- και πάντοτε είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ποτέ ξανά. Αν έπρεπε να εκπορνεύσει κάτι για να διατηρήσει την
πολύτιμη ανεξαρτησία του, ας εκπόρνευε την τέχνη του και τίποτε άλλο.
***
Η αίθουσα που είχε νοικιάσει για τη βραδιά η Αστρονομική Εταιρεία του
Λονδίνου στο Λίνκολν’ς Ινν Φιλντς ήταν ήδη γεμάτη με κόσμο, όταν ο
νεαρός άντρας γλίστρησε αθόρυβα στο κάθισμά του, θέλοντας να περάσει
απαρατήρητος. Οι συναντήσεις αυτού του ευρυμαθούς οργανισμού
αστρονόμων και μαθηματικών δεν ήταν ανοιχτές στο κοινό, μα εκείνος
εξασφάλισε τη συμμετοχή του ως προσκεκλημένος ενός μέλους, του
Τσαρλς Μπάμπιτζ. Επρόκειτο αρχικά για μία οικογενειακή γνωριμία -η
σύζυγος του κυρίου Μπάμπιτζ, η Τζορτζιάνα, ήταν μακρινή ξαδέρφη του
κυρίου Μπράουν, το όνομα με το οποίο πήγαινε σε τέτοιες εκδηλώσεις ο
νεαρός τζέντλεμαν-, αλλά το κοινό πάθος τους για τα μαθηματικά είχε
μετατρέψει αυτή τη γνωριμία σε μία κάπως ασυνήθιστη, ίσως και ανατρε-
πτική να έλεγαν κάποιοι, φιλία.
Απόψε, ο πρόεδρος της εταιρείας, Τζον Χέρσελ, παρουσίαζε τη διατριβή
του για τους διπλούς αστέρες, η οποία του είχε χαρίσει πρόσφατα ένα
χρυσό μετάλλιο. Παρ’ όλο που ο νεαρός κύριος Μπράουν δεν
ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό τον τομέα, κυρίως επειδή δεν είχε δικό του
τηλεσκόπιο, κρατούσε σημειώσεις επιμελώς. Δεν είχε εγκαταλείψει
άλλωστε την ελπίδα να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει ένα τέτοιο
όργανο, τονίζοντας τα εκπαιδευτικά οφέλη που θα μπορούσαν να
αποκομίσουν από την ενατένιση των άστρων τα νεανικά μυαλά, δηλαδή
τα μικρότερα αδέρφια του στα οποία ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη
αδυναμία. Εκτός αυτού, η αφαιρετική μέθοδος του κυρίου Χέρσελ, που
βασιζόταν στη λογική και στην επαναλαμβανόμενη παρατήρηση, ήταν μία
τεχνική κοινή σε όλες τις φυσικές φιλοσοφίες, συμπεριλαμβανομένου και
του ιδιαίτερου τομέα ενδιαφέροντος του κυρίου Μπράουν.
Η αίθουσα ήταν αποπνικτική και φωτιζόταν αμυδρά από τα κεριά που
τρεμόφεγγαν στους επενδυμένους τοίχους. Καθώς προχωρούσε η διάλεξη,
οι παριστάμενοι ξεκούμπωναν τα σακάκια τους και η στάθμη στις καράφες
κατέβαινε. Ο πάλαι ποτέ κύριος Μπράουν, ωστόσο, δεν ήπιε γουλιά κρασί,
ούτε έβγαλε το καπέλο του, ούτε βέβαια ξεκούμπωσε τα κοκάλινα κουμπιά
της τεράστιας ρεντιγκότας του. Ήταν πολύ πιο νεαρής ηλικίας από τα
υπόλοιπα μέλη, κρίνοντας από το παρουσιαστικό του, με μάγουλα απαλά
που μάλλον δεν τα είχε αγγίξει ξυράφι. Τα μαλλιά του, ό,τι φαινόταν από
αυτά, ήταν σκούρα καστανά, με μπούκλες δαχτυλίδια, που πραγματικά
του προσέδιδαν μια κάπως ατημέλητη εμφάνιση. Τα μάτια του είχαν ένα
έντονο μπλε χρώμα, σαν το χρώμα της θάλασσας το καλοκαίρι. Σε
απόσταση μεταξύ τους και με μαύρες βλεφαρίδες, αν τα παρατηρούσε
κανείς από κοντά, θα διέκρινε μια υποψία λάμψης μέσα τους, σαν να
γελούσε μόνος του με κάποιο δικό του αστείο. Είτε επειδή ήταν
επιφυλακτικός ή επειδή είχε κάποιο άλλο κίνητρο, ο κύριος Μπράουν
φρόντισε να μην επιτρέπει καμία τέτοια στενή παρακολούθηση. Ήταν
σκυμμένος πάνω από το σημειωματάριό του, απέφευγε να κοιτάξει
κάποιον στα μάτια, μασούσε το κάτω χείλι του και σκίαζε το πρόσωπό του
με το χέρι του.
Τα δάχτυλά του, με τα οποία κρατούσε το μολύβι, ήταν λεπτοκαμωμένα,
αν και τα νύχια ήταν άσχημα δαγκωμένα και το δέρμα γύρω τους
ξεφλουδισμένο κι ερεθισμένο. Οι βαριές πτυχώσεις της σκουρόχρωμης
ρεντικότας του τόνιζαν περισσότερο το αδύνατο σώμα του. Φαινόταν σαν
να μην είχε σωστή ανάπτυξη ή σαν να μην τρεφόταν επαρκώς, όπως
συνέβαινε συχνά με τους φιλομαθείς νέους οι οποίοι αμελούσαν τη δια-
τροφή τους. Και στην Αστρονομική Εταιρεία ήταν συνηθισμένοι τέτοιου
είδους νέοι.
Μόλις τελείωσε η διάλεξη, τα επακόλουθα χειροκροτήματα και οι
δεκάδες ερωτήσεις και απαντήσεις, ο κύριος Μπράουν σηκώθηκε όρθιος
και τυλίχτηκε με έναν φαρδύ μαύρο μανδύα που τον έκανε να φαίνεται
ακόμη πιο μικροκαμωμένος. Όταν τον ρώτησαν ευγενικά αν του άρεσε η
διάλεξη του προέδρου, έγνεψε καταφατικά, αλλά δε μίλησε, σπεύδοντας
να βγει από την αίθουσα πριν από τον υπόλοιπο κόσμο. Κατέβηκε βιαστικά
τα σκαλιά και πέρασε την έξοδο του Λίνκολν’ς Ινν Φιλντς. Οι κήποι
απέναντι από το δρόμο ήταν βυθισμένοι στη σιωπή και είχαν κάτι το
δυσοίωνο. Η λογική του του έλεγε ότι τα σκοτεινά σχήματα των δέντρων
ήταν απλώς δέντρα, ωστόσο του φαίνονταν απειλητικά. «Φέρσου σαν
άντρας», μουρμούρισε στον εαυτό του. Τα λόγια του τον έκαναν να
χαμογελάσει κι έδιωξαν αμέσως το φόβο του.
Τα γύρω κτίρια, άλλοτε μεγαλόπρεπα αρχοντικά, είχαν γίνει πλέον όλα
σχεδόν δικηγορικά γραφεία. Παρ’ όλο που ήταν δέκα η ώρα το βράδυ,
αρκετά παράθυρα είχαν ακόμη φως. Στο πλησιέστερο υπόγειο φαινόταν η
σκιά ενός υπαλλήλου που καθόταν σκυφτός στο γραφείο του.
Συνειδητοποιώντας το προχωρημένο της ώρας και αγνοώντας
αποφασιστικά τους κινδύνους που κάθε λογικός άνθρωπος θα ήξερε ότι
καραδοκούσαν στην περιοχή, ο νεαρός τζέντλεμαν προχώρησε γύρω από
το Κόβεντ Γκάρντεν και τράβηξε για τη Ντρούρι Λέιν. Θα ήταν εύκολο να
βρει μια άμαξα εδώ, μα ο προορισμός του ήταν σχετικά κοντά και,
επιπλέον, δεν επιθυμούσε να επισπεύσει την άφιξή του. Με το κεφάλι
σκυφτό και το γείσο του καπέλου του πάνω από το πρόσωπό του,
προσπέρασε τους οίκους ανοχής και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Αποφεύγοντας τη συντομότερη διαδρομή μέσω της Όξφορντ Στρητ, πήρε
τους καθωσπρέπει δρόμους του Μπλούμσμπερι, όπου επέτρεψε στον
εαυτό του να επιβραδύνει το βήμα του.
Καθώς πλησίαζε στο μεγάλο αρχοντικό του λόρδου Χένρι Άρμστρονγκ,
κάτι στον κύριο Μπράουν άλλαξε αισθητά. Η λάμψη χάθηκε από τα μάτια
του, οι ώμοι του κύρτωσαν σαν να κλεινόταν στον εαυτό του. Επιβράδυνε
κι άλλο το βήμα του. Κατά τη διάρκεια της διάλεξης που είχε
παρακολουθήσει, είχε νιώσει μία περίεργη έξαψη και μία έντονη
πνευματική διέγερση. Κοιτάζοντας τα ψηλά παράθυρα του σαλονιού στον
πρώτο όροφο, αυτή η αίσθηση έσβησε. Όσο κι αν πάλεψε, δεν μπόρεσε να
καταπνίξει το αίσθημα της θλίψης που τον τύλιξε. Δεν ανήκε εδώ κι ας ήταν
αυτό το σπίτι του.
Πίσω από τις κλειστές κουρτίνες στο παράθυρο του ισογείου που
βρισκόταν αριστερά της πόρτας έφεγγε το φως των κεριών. Ο λόρδος
Άρμστρονγκ, ένας διακεκριμένος διπλωμάτης πολλών χρόνων που είχε
διατηρήσει τη θέση του και είχε αυξήσει την επιρροή του στη νεοεκλεγείσα
κυβέρνηση του Δούκα του Ουέλινγκτον, εργαζόταν στη βιβλιοθήκη του. Με
βαριά καρδιά, ο νεαρός τζέντλεμαν γύρισε το κλειδί του στην κλειδαριά και
διέσχισε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε το χολ.
«Κρεσίντα, εσύ είσαι;» αντήχησε η βροντερή φωνή.
Η εντιμότατη λαίδη Κρεσίντα Άρμστρονγκ σταμάτησε απότομα, με το ένα
πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, και βλαστήμησε μέσα απ’ τα
δόντια της με τρόπο που δεν ταίριαζε καθόλου σε μια κυρία. «Ναι, πατέρα,
εγώ είμαι. Καληνύχτα, πατέρα», του φώναξε και, ανεβαίνοντας τα σκαλιά,
έτρεξε να βρει καταφύγιο στην κρεβατοκάμαρά της προτού την
ανακαλύψουν.
Κεφάλαιο 1

Λονδίνο - Μάρτιος 1828


Το ρολόι κάτω στο χολ σήμανε μεσημέρι. Έχοντας περάσει σχεδόν όλο το
πρωινό γράφοντας και ξαναγράφοντας ένα άρθρο που διατύπωνε τα
βασικά στοιχεία της θεωρίας της για τα μαθηματικά της ομορφιάς, έτσι
ώστε να γίνει εύκολα κατανοητό από τους αναγνώστες του περιοδικού Το
Καλειδοσκόπιο, η Κρέσι κοίταζε τώρα θλιμμένα το είδωλό της στον ψηλό
καθρέφτη. Αν είχε καλέσει εγκαίρως την υπηρέτριά της, ίσως οι ατίθασες
μπούκλες της να μην έμοιαζαν τώρα με φωλιά πουλιού, μα ήταν πλέον
πολύ αργά. Το πρωινό φόρεμα από καφέ βαμβακερό ύφασμα, με κρεμ και
σκούρα πορτοκαλιά σχέδια και μπλε σατέν κορδέλα στο τελείωμα, ήταν
από τα αγαπημένα της. Τα μανίκια, σε αντίθεση με την τρέχουσα μόδα, δεν
ήταν πολύ φουσκωτά και έφταναν σχεδόν μέχρι τα δάχτυλά της, κρύβο-
ντας το μελάνι που είχε βάψει τα χέρια της. Η φούστα, επίσης σε αντίθεση
με τη μόδα, δεν είχε ακριβώς το σχήμα καμπάνας και το στρίφωμα ήταν
στολισμένο με ένα μόνο βολάν. Στόχος της ήταν να δείχνει σοβαρή και
μελαγχολική. Η Κρέσι μόρφασε. Αυτό που είχε καταφέρει ήταν να δείχνει
άχρωμη και άχαρη. «Ως συνήθως», μουρμούρισε, ανασηκώνοντας τους
ώμους και στρέφοντας την πλάτη στο είδωλό της.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα, οπλίστηκε με κουράγιο για την επικείμενη
συνάντηση. Για όποιον λόγο κι αν είχε ζητήσει να της μιλήσει ο πατέρας της,
σίγουρα δε θα ήταν ευχάριστη εμπειρία. «Φέρσου σαν άντρας», είπε στον
εαυτό της, θροΐζοντας προκλητικά τις φούστες της καθώς χτυπούσε την
πόρτα της βιβλιοθήκης. Αφού έκανε μια βιαστική υπόκλιση, κάθισε σε μια
πολυθρόνα μπροστά στο επιβλητικό γραφείο από ξύλο καρυδιάς.
«Πατέρα...»
Ο λόρδος Χένρι Άρμστρονγκ, όμορφος ακόμη στα πενήντα πέντε του, τη
χαιρέτησε μ’ ένα κοφτό νεύμα. «Α, ήρθες, Κρεσίντα. Έλαβα γράμμα από τη
μητριά σου σήμερα το πρωί. Δέχομαι συγχαρητήρια. Ο σερ Γκίλμπερτ
Μάουντζοϊ επιβεβαίωσε ότι η κοιλιά της μεγαλώνει».
«Πάλι;» Η Μπέλα είχε γεννήσει ήδη τέσσερα αγόρια μέσα σε οχτώ χρόνια,
σίγουρα δε χρειαζόταν να κάνει κι άλλα -και, εκτός αυτού, η Κρέσι υπέθετε
ότι ο πατέρας της δεν ήταν πλέον σε ηλικία για τέτοια πράγματα.
Σούφρωσε τη μύτη της. Όχι πως ήθελε να σκέφτεται τον πατέρα της και
την Μπέλα να κάνουν τέτοια πράγματα. Πρόσεξε ότι εκείνος την κοιτούσε
και προσπάθησε να πάρει μια πιο χαρούμενη έκφραση.
«Κι άλλο ετεροθαλές αδερφάκι. Πολύ... χαίρομαι. Μια αδερφή θα ήταν πολύ
ευχάριστη αλλαγή, σωστά;»
Ο λόρδος Άρμστρονγκ χτύπησε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο
στυπόχαρτο και αγριοκοίταξε την κόρη του. «Θα ήθελα να ελπίζω ότι θα
είχε την καλοσύνη να μου κάνει άλλον ένα γιο. Χρήσιμες και οι κόρες, αλλά
οι γιοι είναι που διασφαλίζουν τη θέση της οικογένειας στην κοινωνία».
Μιλούσε λες και τα παιδιά του ήταν πιόνια σε σκακιέρα, σκέφτηκε με
πίκρα η Κρέσι, αν και προτίμησε να μην το πει. Ήξερε αρκετά καλά τον
πατέρα της κι αυτή ήταν μια απλή εισαγωγή. Όποτε ήθελε να της μιλήσει,
ήταν γιατί κάτι ήθελε από κείνη. Στο κάτω κάτω, οι κόρες ήταν χρήσιμες!
«Στο θέμα μας τώρα», είπε ο λόρδος Άρμστρονγκ, χαρίζοντάς της το
καλοσυνάτο χαμόγελο που είχε αποτρέψει δεκάδες διπλωματικά
επεισόδια και είχε κατευνάσει εκατοντάδες αυλικούς και αξιωματούχους
σε όλη την Ευρώπη. Με την κόρη του, είχε μάλλον το αντίθετο
αποτέλεσμα. Ό,τι κι αν ήταν έτοιμος να της πει, δε θα της άρεσε. «Η μητριά
σου δεν έχει τη συνήθη καλή υγεία της. Ο καλός μας σερ Γκίλμπερτ την
περιόρισε στο κρεβάτι. Κι αυτό είναι ακόμη πιο άβολο γιατί, με την Μπέλα
αδιάθετη, το ντεμπούτο της Κορντίλια θα πρέπει ν’ αναβληθεί».
Το βεβιασμένο χαμόγελο της Κρέσι έσβησε. «Αχ, όχι! Πολύ θα
στενοχωρηθεί η Κορντίλια, μετρούσε τις μέρες. Δε γίνεται να πάρει η θεία
Σοφία τη θέση της Μπέλα γι’ αυτή τη Σεζόν;»
«Η θεία σου είναι έκτακτη γυναίκα και με έχει στηρίξει τρομερά όλα αυτά
τα χρόνια, αλλά δεν είναι πια νέα. Μακάρι το ζήτημα να ήταν μόνο η
Κορντίλια. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι την αδερφή σου θα τη δώσουμε
γρήγορα, γιατί είναι μια μικρή καλλονή. Τον Μπάρτσεστερ έχω στο νου μου
για κείνη, να ξέρεις, έχει εξαιρετικές γνωριμίες. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι
μόνο η Κορντίλια. Πρέπει να σκεφτούμε ότι κι εσύ είσαι ανύπαντρη. Ήθελα
να σας συνοδεύσει και τις δύο η Μπέλα αυτή τη Σεζόν. Δε γίνεται να το
αναβάλλεις επ’ αόριστον, Κρεσίντα».
Ο παλαίμαχος διπλωμάτης κοίταξε με νόημα την κόρη του, η οποία την
ίδια στιγμή αναρωτιόταν αν ο πατέρας της είχε ιδέα τι τον περίμενε έτσι
και προσπαθούσε να πιέσει την Κορντίλια να παντρευτεί έναν άντρα, του
οποίου η αστραφτερή οδοντοστοιχία, αν αλήθευαν οι φήμες, υπήρχε στο
στόμα του μόνο επειδή είχε αφαιρεθεί από τα ούλα ενός από τους
πακτωτές του. «Αν η φιλοδοξία σου για την Κορντίλια είναι ο λόρδος
Μπάρτσεστερ», είπε η Κρέσι, κρατώντας το βλέμμα χαμηλωμένο στα
ενωμένα χέρια της, «τότε ας ελπίσουμε ότι θα είναι περισσότερο
ερωτευμένος μαζί της απ’ όσο ήταν μ’ εμένα».
«Χμμ...» Ο λόρδος Άρμστρονγκ χτύπησε πάλι νευρικά τα δάχτυλά του στο
γραφείο. «Σ’ αυτό έχεις κάποιο δίκιο, Κρεσίντα».
«Ναι;» είπε επιφυλακτικά η Κρέσι. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κανενός
είδους έπαινο από τον πατέρα της.
«Πράγματι. Είσαι είκοσι οχτώ χρόνων πλέον».
«Είκοσι έξι».
«Δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι έχεις κατατρομάξει κάθε κατάλληλο
γαμπρό που σου έχω φέρει, και είναι γεγονός ότι σκοπεύω να κατευθύνω
ορισμένους απ’ αυτούς στην αδερφή σου. Και δε θα θέλουν να στέκεσαι
δίπλα της σαν φάντασμα, όταν θα το κάνω. Όπως ανέφερα
προηγουμένως, η θεία σου η Σοφία είναι πολύ προχωρημένης ηλικίας για
να παρουσιάσει επαρκώς δύο κορίτσια σε μία Σεζόν, οπότε θα πρέπει να
επιλέξω. Την Κορντίλια μάλλον θα την ξεπετάξουμε πολύ γρήγορα. Τις
φιλοδοξίες μου για σένα πιστεύω πως πρέπει να τις αναβάλω προσωρινά.
Όχι, μην παριστάνεις ότι απογοητεύτηκες, κόρη μου», πρόσθεσε καυστικά
ο λόρδος Άρμστρονγκ. «Άσε τα κροκοδείλια δάκρυα, σε παρακαλώ».
Η Κρέσι έσφιξε τις γροθιές της. Με τα χρόνια, είχε αποφασίσει να μη
δείχνει στον πατέρα της πόσο εύκολα την πλήγωνε. Την εκνεύριζε
ιδιαίτερα που εκείνος είχε ακόμη την ικανότητα να το κάνει. Τον
καταλάβαινε πολύ καλά, ωστόσο οι υπαινιγμοί του, όσο αναμενόμενοι κι
αν ήταν, πάντοτε την πλήγωναν. Από καιρό είχε πάψει να πιστεύει ότι
εκείνος θα την καταλάβαινε ποτέ, πόσω μάλλον ότι θα την εκτιμούσε,
αλλά κατά κάποιον τρόπο ένιωθε υποχρεωμένη να συνεχίζει να
προσπαθεί. Γιατί της ήταν τόσο δύσκολο να προσαρμόσει τα
συναισθήματά της στην αντίληψή της; Αναστέναξε. Μάλλον επειδή ήταν ο
πατέρας της και τον αγαπούσε. Αν και ήταν πολύ δύσκολο να τον
συμπαθεί.
Ο λόρδος Άρμστρονγκ κοίταξε συνοφρυωμένος το γράμμα της συζύγου
του. «Μη νομίζεις όμως ότι τη γλίτωσες εντελώς. Έχω άλλο ένα επείγον
πρόβλημα στο οποίο μπορείς να με βοηθήσεις. Η αναθεματισμένη η
γκουβερνάντα των αγοριών εγκατέλειψε τη θέση της. Ο Τζέιμς έβαλε στο
κρεβάτι της μια κύστη γουρουνιού γεμάτη νερό, κι αυτή σηκώθηκε κι έφυγε
χωρίς να πει κουβέντα». Ο διπλωμάτης γέλασε κοφτά. «Έχει μοιάσει στον
πατέρα του ο νεαρός Τζέιμς. Κι εμείς κάναμε το ίδιο αστείο στο Χάροου
όταν ήμουν μικρός».
«Ο Τζέιμς», είπε με πάθος η Κρέσι, «δεν είναι ζωηρός, αλλά εντελώς
κακομαθημένος. Κι επιπλέον, ό,τι κάνει ο Τζέιμς, ο Χάρι το αντιγράφει».
Έπρεπε να το περιμένει ότι η συζήτηση θα κατέληγε στους λατρεμένους
γιους του πατέρα της. Τους αγαπούσε τους ετεροθαλείς αδερφούς της,
έστω κι αν ήταν εντελώς κακομαθημένοι, μα η αποκλειστική ενασχόληση
του πατέρα της μαζί τους την εκνεύριζε.
«Η ουσία του θέματος είναι ότι η γυναίκα μου προφανώς δεν είναι σε θέση
να βρει γρήγορα καινούρια γκουβερνάντα, κι εγώ εννοείται πως έχω ν’
ασχοληθώ με πολλά σημαντικά ζητήματα του κράτους. Ο Ουέλινγκτον
στηρίζεται απόλυτα σ’ εμένα, να ξέρεις». Η Κρέσι ήξερε πως αυτή ήταν μια
ψευδαίσθηση, μα θα έπαιρνε όρκο πως ο πατέρας της φούσκωσε από
περηφάνια καθώς έκανε αυτή τη δήλωση. «Ωστόσο δεν πρέπει να διακοπεί
η εκπαίδευση των αγοριών μου», συνέχισε. «Έχω σπουδαία σχέδια για
όλους τους. Το σκέφτηκα πολύ και θεωρώ ότι η λύση είναι προφανής».
«Ναι;» είπε με αμφιβολία η Κρέσι.
«Ασφαλώς. Εσύ, Κρεσίντα, θα γίνεις η γκουβερνάντα των γιων μου. Έτσι,
η Κορντίλια θα μπορέσει να κάνει το ντεμπούτο της αυτή τη Σεζόν όπως το
σχεδιάζαμε. Κι εσύ, παίρνοντας τη θέση της παιδαγωγού, απομακρύνεσαι
από το πεδίο της Κορντίλια και, αντί να είσαι βάρος, θα χρησιμοποιήσεις το
μυαλό σου για το οποίο είσαι τόσο περήφανη. Δεν πρέπει να διακιν-
δυνεύσει η εκπαίδευση των γιων μου. Αν είμαστε τυχεροί, ίσως ακόμη και
να παντρευτεί η Κορντίλια μέχρι το φθινόπωρο. Και επιπλέον, με το να
βρίσκεσαι στην Έπαυλη Κίλελαν όσο είναι αδιάθετη η Μπέλα, θα έχεις την
ευκαιρία ν’ αναπτύξεις μια πιο θετική σχέση με τη μητριά σου». Ο λόρδος
Άρμστρονγκ χαμογέλασε στην κόρη του. «Πιστεύω ότι βρήκα την πιο
αρμονική και ικανοποιητική λύση σε μία δυνάμει δύσκολη κατάσταση. Και
γι’ αυτό, υποθέτω, ο Ουέλινγκτον εκτιμά τόσο πολύ τις διπλωματικές μου
ικανότητες».
Οι σκέψεις της Κρέσι, ωστόσο, μόνο διπλωματικές δεν ήταν. Μια που είχε
βρεθεί αναμφίβολα προ τελεσμένου γεγονότος, ήθελε ενστικτωδώς να
βρει έναν τρόπο να σαμποτάρει τα προσεκτικά οργανωμένα σχέδια του
πατέρα της. Ενώ όμως άνοιγε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί,
σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ίσως ν’ αντιστρέφει την κατάσταση προς
όφελος της.
«Θέλεις να παίξω το ρόλο της γκουβερνάντας;» Το μυαλό της δούλευε
πυρετωδώς. Τ’ αδέρφια της ήταν δύσκολα παιδιά, μα, αν κατάφερνε να
διδάξει στον Τζέιμς και στον Χάρι τους κανόνες της γεωμετρίας
χρησιμοποιώντας το εγχειρίδιο που είχε γράψει, θα μπορούσε να δώσει
στους εκδότες της την απόδειξη που χρειάζονταν για να δεσμευτούν για
την έκδοσή του. Οι Φρέιγουερθ και Υιός είχαν δείξει μεγάλο ενθουσιασμό
όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τα γραφεία τους, και την είχαν
διαβεβαιώσει για τη διακριτικότητά τους. Ο εκδοτικός οίκος, της είχε πει ο
κύριος Φρέιγουερθ, είχε αρκετές γυναίκες συγγραφείς που επιθυμούσαν,
για διάφορους λόγους, να παραμείνουν ανώνυμες. Οι πρακτικές αποδείξεις
που θα αποκτούσε η Κρέσι διδάσκοντας τους αδερφούς της σίγουρα θα τον
έπειθαν ότι το βιβλίο της θα είχε εμπορικότητα, σωστά; Η πώλησή του θα
ήταν το πρώτο βήμα προς την οικονομική της ανεξαρτησία, η οποία με τη
σειρά της αποτελούσε το πρώτο βήμα προς την ελευθερία. Και ποιος ξέρει,
αν τα κατάφερνε με τα λατρεμένα του αγόρια καλύτερα από όλες τις άλλες
γκουβερνάντες, ίσως να κέρδιζε τελικά την επιδοκιμασία του πατέρα της.
Αν και αυτό, παραδέχτηκε η Κρέσι, ήταν μάλλον απίθανο.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι, αν δεχόταν την πρότασή του, δε θα
περνούσε για έβδομη φορά μια Σεζόν στο ράφι, ενώ ο πατέρας της θα
κατέστρωνε σχέδια συμμαχιών. Μέχρι στιγμής, το μόνο που δεν είχε κάνει
ήταν να βάλει αγγελία στο πρωτοσέλιδο της Μόρνινγκ Πόστ δίπλα σ’ εκείνες
για διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά ποιος ξέρει τι θα έκανε αν απελπιζόταν
εντελώς. Μια κόρη, χωρίς εμφάνιση αλλά με εξαιρετική καταγωγή και
διπλωματικές διασυνδέσεις, προσφέρεται σε φιλόδοξο άντρα αποδεκτής
γενεαλογίας και πολιτικών βλέψεων. Κατά προτίμηση Τόρι, χωρίς να
αποκλείονται και οι Ουίγοι. Όχι έμποροι ή χασομέρηδες.
Τώρα που το σκεφτόταν, δεν ήταν διόλου απίθανο, καθώς, όπως
επισήμαινε μονίμως ο λόρδος Άρμστρονγκ, η Κρέσι δε είχε ούτε τη χάρη
ούτε την ομορφιά των αδερφών της. Το ότι ήταν η έξυπνη αδερφή δεν την
παρηγορούσε, όταν σκεφτόταν πόσο ανόητα είχε φερθεί σ’ εκείνο το
φιάσκο της τρίτης Σεζόν της, προσφέροντας το μόνο εμπορεύσιμο αγαθό
της στον Τζάιλς Πέιτον και δείχνοντας έτσι πόσο απελπισμένη ήταν -η
Κρέσι ανατρίχιασε. Ακόμη και τώρα, η ανάμνηση την έκανε να νιώθει
ντροπή. Ήταν σκέτη καταστροφή από κάθε άποψη εκτός από μία -η
υπόληψή της, αν όχι ο παρθενικός της υμένας, είχε μείνει ανέπαφη, γιατί ο
πρώην εραστής της και μελλοντικός σύζυγός της είχε αναλάβει μία
επείγουσα αποστολή λίγο αργότερα, αφήνοντάς τη ν’ αντιμετωπίσει μόνη
της τα δυσάρεστα γεγονότα.
Σε πιο πρόσφατες Σεζόν, ο πατέρας της είχε κάνει απεγνωσμένες
προσπάθειες να την παντρέψει, αλλά ποτέ δεν είχε καταφύγει σε
εμφανέστατους χειρισμούς. Νόμιζε ότι τώρα την κατεύθυνε με τους
χειρισμούς του, μα αν η Κρέσι κρατούσε κλειστά τα χαρτιά της, ίσως
κατάφερνε να αντιστρέφει τα σχέδιά του προς όφελος της. Ένα ευχάριστο
συναίσθημα απλώθηκε μέσα της. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν
αυτοϊκανοποίηση ή μια αίσθηση δύναμης, αλλά της άρεσε. «Πολύ καλά,
πατέρα, θα κάνω ό,τι μου ζητάς και θα γίνω η γκουβερνάντα των αγοριών».
Φρόντισε να φανεί συγκρατημένη, γιατί θα ήταν λάθος τακτικής να
υπαινιχθεί ότι επιθυμούσε να κάνει ό,τι της έλεγε. Φάνηκε ότι μάλλον είχε
πετύχει τον κατάλληλο τόνο απρόθυμης συμμόρφωσης, γιατί ο λόρδος
Άρμστρονγκ συγκατένευσε κοφτά. «Φυσικά, θα χρειαστούν έναν κανονικό
δάσκαλο προτού πάνε στο Χάροου, αλλά στο μεταξύ, για τα στοιχειώδη
μαθηματικά, λατινικά και ελληνικά, πιστεύω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω
σου».
«Στοιχειώδη!»
Ο λόρδος Άρμστρονγκ, βλέποντας ότι το σχόλιό του είχε πετύχει το στόχο
του, χαμογέλασε. «Αντιλαμβάνομαι, Κρεσίντα, ότι θεωρείς την ευρυμάθειά
σου ανώτερη από ό,τι χρειάζονται οι γιοι μου. Εγώ φταίω, που δε σου
χαλούσα κανένα χατίρι», είπε με ειλικρίνεια. «Έπρεπε να είχα βάλει ένα
τέλος σ’ αυτές τις μελέτες σου εδώ και πολύ καιρό. Βλέπω ότι έχουν πάρει
τα μυαλά σου αέρα για την ευφυΐα σου. Διόλου παράξενο που δε σου κάνει
κανένας άντρας».
Ήταν αλήθεια; Ήταν φαντασμένη;
«Του χρόνου», συνέχισε ανένδοτος ο λόρδος Άρμστρονγκ, «που θα ’χει
φύγει από τα χέρια μου η Κορντίλια, θα περιμένω να αποδεχτείς την πρώτη
πρόταση γάμου που θα σου κανονίσω. Είναι καθήκον σου, και περιμένω
από σένα να το τιμήσεις. Ήμουν σαφής;»
Ανέκαθεν της ήταν απολύτως σαφές ότι, ως κόρη, ως γυναίκα γενικώς,
σκοπός της ήταν να υπηρετεί, αλλά ποτέ άλλοτε ο πατέρας της δεν το είχε
θέσει τόσο ξεκάθαρα και κατηγορηματικά.
«Κρεσίντα, σου έκανα μια ερώτηση. Ήμουν σαφής;»
Εκείνη δίστασε, παλινδρομώντας ανάμεσα στον πικρό πόνο και στην
ανίσχυρη οργή. Σιωπηλά, υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι φέτος θα έβρισκε
έναν τρόπο, έναν οποιονδήποτε τρόπο, να του πει την επαίσχυντη αλήθεια
για τα παιδιαρίσματά της με τον Τζάιλς, τοποθετώντας μόνιμα τον εαυτό
της στο ράφι, και, κυρίως, να επιβληθεί ως εντελώς ανεξάρτητη γυναίκα. Η
Κρέσι αγριοκοίταξε τον πατέρα της. «Ήσουν σαφέστατος».
«Θαυμάσια», αποκρίθηκε ο λόρδος Άρμστρονγκ με μια εξοργιστική
ηρεμία. «Σε άλλο θέμα τώρα. Α...» σώπασε ακούγοντας το χτύπημα στην
πόρτα του γραφείου του που προανήγγειλε την είσοδο του μπάτλερ
«...αυτός πρέπει να είναι».
«Ο σινιόρ Ντι Ματέο σας περιμένει όποτε έχετε ευχαρίστηση», είπε άτονα
ο μπάτλερ.
«Ο ζωγράφος», ενημέρωσε αδιάφορα ο λόρδος Άρμστρονγκ την κόρη
του, λες και ήταν το πλέον προφανές πράγμα στον κόσμο. «Θα απαλλάξεις
τη μητριά σου και από αυτό το βάρος, Κρεσίντα».
***
Φαίνεται πως είχε φτάσει πάνω σε κάποια λογομαχία, γιατί η ατμόσφαιρα
στο γραφείο ήταν πολύ τεταμένη καθώς ο Τζοβάνι έμπαινε στο δωμάτιο
πίσω από τον εύσωμο μπάτλερ του λόρδου Άρμστρονγκ. Ο υπηρέτης, που
είτε δεν είχε αντιληφθεί την ένταση είτε επειδή, όπως οι περισσότεροι
Άγγλοι υπηρέτες, ήταν εκπαιδευμένος να δίνει τέτοια εντύπωση, ανήγγειλε
την άφιξή του και αποχώρησε, αφήνοντας τον Τζοβάνι μόνο του με τους
δύο αντίμαχους. Ο ένας ήταν προφανώς ο λόρδος Άρμστρονγκ, ο πελάτης
του. Η άλλη, μια γυναίκα που το πρόσωπό της το έκρυβαν πυκνές ατίθασες
μπούκλες, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα προκλητικά στο στήθος της.
Ο Τζοβάνι ένιωσε έντονα τον εκνευρισμό που σιγόβραζε μέσα της και
μάντεψε επίσης, από τον τρόπο που εκείνη έβαλε το χέρι στο μέτωπό της,
ότι προσπαθούσε να κρύψει την αδυναμία της. Η ικανότητά της να
επιβάλλεται τόσο πολύ στα συναισθήματά της του κέντρισε το
ενδιαφέρον, γιατί κάτι τέτοιο απαιτούσε εξάσκηση χρόνων, όπως θα
μπορούσε να βεβαιώσει και ο ίδιος. Όποια κι αν ήταν, δεν ήταν μια κλασική
ανόητη Αγγλιδούλα.
Ο Τζοβάνι έκανε μια υπόκλιση, όχι βαθιά, απλώς τυπική, καθώς ένα από
τα πλεονεκτήματα της επιτυχίας του ήταν ότι δε χρειαζόταν πλέον να
υποκρίνεται τον υποτακτικό. Όπως το συνήθιζε, το ντύσιμό του ήταν
σοβαρό, ακόμη και αυστηρό. Η φαρδιά ρεντιγκότα του με τα μεγάλα πέτα
θα ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, αν ήταν σε οποιοδήποτε άλλο χρώμα
εκτός από το μαύρο. Ομοίως, το μέχρι ψηλά κουμπωμένο γιλέκο του, το
παντελόνι ιππασίας και τα καλογυαλισμένα παπούτσια του με ας
τετράγωνες μύτες ήταν όλα κατάμαυρα, με αποτέλεσμα να φαίνονται
αστραφτερά λευκά τα βολάν του άψογου πουκαμίσου του και ο
προσεχτικά δεμένος λαιμοδέτης. Τον διασκέδαζε να δημιουργεί μια
εμφάνιση που ερχόταν σε τόσο έντονη αντίθεση με την επιδεικτική και
φανταχτερή προσωπικότητα που περίμεναν τα γαλαζοαίματα μοντέλα
του από έναν πασίγνωστο καλλιτέχνη -και μάλιστα Ιταλό. Έδινε την
εντύπωση ότι πενθούσε. Και υπήρχαν φορές, τελευταία, που έτσι ακριβώς
ένιωθε.
«Σινιόρ Ντι Ματέο...» Ο λόρδος Άρμστρονγκ έκανε μια ακόμη πιο τυπική
υπόκλιση. «Να σας παρουσιάσω την κόρη μου, τη λαίδη Κρεσίντα».
Εκείνη έριξε στον πατέρα της ένα φαρμακερό βλέμμα κι αυτός
χαμογέλασε λίγο. Ό,τι κι αν είχε συμβεί μεταξύ τους θα πρέπει να ήταν η
τελευταία από τις αψιμαχίες μιας ζωής, συμπέρανε ο Τζοβάνι. Υποκλίθηκε
ξανά, με λίγο περισσότερη ειλικρίνεια αυτή τη φορά. Κοιτάζοντας τα μάτια
της, που ήταν καταγάλανα σαν τη Μεσόγειο το καλοκαίρι, είδε πως
έλαμπαν υπερβολικά, σαν να ήταν βουρκωμένα. «Μιλαίδη...»
Η Κρεσίντα δεν υποκλίθηκε, αλλά του πρότεινε το χέρι της για χειραψία,
σαν τζέντλεμαν. «Πώς είστε, σινιόρ». Η χειραψία της ήταν σταθερή, αν και
τα νύχια της ήταν σε άθλια κατάσταση, μασημένα ως το κρέας και το δέρμα
ολόγυρά τους ματωμένο. Η φωνή της ακούστηκε ευχάριστη στ’ αυτιά του,
πρόφερε τα φωνήεντα κοφτά και καθαρά. Από τα ζωηρά μάτια της, κάτω
από το έντονα συνοφρυωμένο της μέτωπο, του δόθηκε η εντύπωση
μεγάλης ευφυΐας, αν και όχι ομορφιάς. Πράγματι, το άσχημο φόρεμά της, η
καμπουριαστή στάση που πήρε όπως κάθισε, καθιστούσαν φανερό ότι τη
χαρακτήριζε η έλλειψη χάρης. Παρ’ όλα αυτά όμως -ή ίσως εξαιτίας όλων
αυτών- το πρόσωπό της του φάνηκε ενδιαφέρον.
Εκείνη θα ήταν το μοντέλο του; Στη σκέψη αυτή, το ενδιαφέρον του
κεντρίστηκε για μια στιγμή· όμως, όχι, του είχαν αναθέσει ένα πορτραίτο
παιδιών και η λαίδη Κρεσίντα σίγουρα δεν ήταν πλέον παιδί. Κρίμα, γιατί θα
του άρεσε να απεικονίσει τη ζωντάνια που κρυβόταν πίσω από την πίκρα
της. Δεν ήταν καμιά κουφιοκέφαλη καλλονή των σαλονιών, ούτε έδειχνε
να επιθυμεί να την αναπαραστήσουν έτσι. Ο Τζοβάνι βλαστήμησε μέσα του
το παράδοξο που συνέβαινε -τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα ήταν λιγότερο
πρόθυμα να ποζάρουν, ενώ τα πιο όμορφα ήταν αυτά που ο ίδιος δεν ήταν
πρόθυμος να αναπαραστήσει. Αμέσως όμως υπενθύμισε στον εαυτό του
ότι η ομορφιά ήταν η δουλειά του, κάτι που θα έπρεπε να θυμάται συνεχώς.
«Καθίστε, καθίστε». Ο λόρδος Άρμστρονγκ τον οδήγησε σε μια καρέκλα
και ξανακάθισε και ο ίδιος πίσω από το γραφείο του, παρατηρώντας τον
διαπεραστικά. «Επιθυμώ να φτιάξετε ένα πορτραίτο των αγοριών μου. Ο
Τζέιμς είναι οχτώ χρόνων, ο Χάρι έξι και οι δίδυμοι, ο Τζορτζ και ο
Φρέντερικ, είναι πέντε».
«Τεσσάρων», παρενέβη η κόρη.
Ο πατέρας της αγνόησε το σχόλιό της, κουνώντας αδιάφορα το χέρι του.
«Ακόμη με κοντά παντελόνια είναι, αυτό έχει σημασία. Θα τους
ζωγραφίσετε όλους μαζί».
Ο Τζοβάνι παρατήρησε πως αυτό ήταν μάλλον εντολή παρά ερώτηση.
«Και τη μητέρα;» ρώτησε. «Έτσι συνηθίζεται...»
«Προς Θεού, όχι. Η Μπέλα δεν είναι... όχι, όχι, δεν επιθυμώ να
ζωγραφίσετε τη γυναίκα μου».
«Την αδερφή τους, τότε;» ρώτησε ο Τζοβάνι, γυρνώντας προς τη λαίδη
Κρεσίντα.
«Μόνο τα αγόρια. Θέλω να συλλάβετε τη γοητεία τους», είπε ο λόρδος,
κοιτάζοντας δηκτικά την κόρη του, που προφανώς θεωρούσε ότι δε
διέθετε καμιά γοητεία.
Ο Τζοβάνι έπνιξε έναν αναστεναγμό. Άλλη μια βαρετή αναπαράσταση
αγγελικών παιδιών. Τους γιους, μα όχι την κόρη. Η αγγλική αριστοκρατία
δε διέφερε από την ιταλική ως προς αυτές τις αντιλήψεις. Θα έπρεπε να
φτιάξει ένα ωραίο και εξιδανικευμένο πορτραίτο που δε θα είχε καμιά
αλήθεια, ώστε να εκτεθούν οι νόμιμοι καρποί του λόρδου Άρμστρονγκ
στην οικογενειακή πινακοθήκη για τις μελλοντικές γενιές. Η καρδιά του
βούλιαξε. «Επιθυμείτε να παρουσιάσω τους γιους σας γοητευτικούς»,
επανέλαβε μοιρολατρικά.
«Είναι γοητευτικοί». Ο λόρδος Άρμστρονγκ συνοφρυώθηκε.
«Καθωσπρέπει αρρενωπά αγόρια, να έχετε υπόψη σας. Θέλω να το δείξετε
κι αυτό, όχι σάχλες. Τώρα, ως προς τη σύνθεση...»
«Μπορείτε ν’ αφήσετε σ’ εμένα αυτή την απόφαση». Μπορεί να ήταν
αναγκασμένος να ζωγραφίζει εικόνες που δεν είχαν σχέση με την
πραγματικότητα, αλλά η φήμη του του επέτρεπε τουλάχιστον να έχει τον
έλεγχο ως ένα βαθμό. Όπως ακριβώς το περίμενε ο Τζοβάνι, ο λόρδος
έδειξε να δυσαρεστείται. «Μπορείτε να έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη στην
επιλογή μου. Φαντάζομαι πως έχετε δει τα έργα μου, μιλόρδε».
«Δεν τα έχω δει προσωπικά, μα έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια.
Διαφορετικά δε θα σας είχα καλέσει εδώ».
Αυτό ήταν πρωτοφανές. Απέναντι του είδε τη λαίδη Κρεσίντα να έχει
πάρει μια έκφραση φρίκης, δείχνοντας εξίσου έκπληκτη.
«Δεν καταλαβαίνω τι σημασία έχει που δε γνωρίζω τα έργα σας», συνέχισε
ο λόρδος Άρμστρονγκ, κοιτώντας με αποδοκιμασία την κόρη του. «Ως
διπλωμάτης, οφείλω να δείχνω εμπιστοσύνη συνεχώς στα λόγια των
άλλων. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην Αίγυπτο ή στη Λισαβόνα ή στη
Μαδρίτη, δεν γίνεται να τρέξω εκεί αυτοπροσώπως. Αναρωτιέμαι ποιος
είναι ο καλύτερος άνθρωπος για να λύσει το πρόβλημα και του αναθέτω τη
δουλειά. Το ίδιο και με το πορτραίτο. Ρώτησα κόσμο, ζήτησα τις συμβουλές
ειδικών. Όλοι μου έδωσαν εξαιρετικές συστάσεις για τον σινιόρ Ντι Ματέο.
Για την ακρίβεια», είπε και στράφηκε στον Τζοβάνι, «μου είπαν πως είστε ο
καλύτερος. Μήπως με παραπληροφόρησαν;»
«Σίγουρα η ζήτηση των πορτραίτων μου ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό με
τον οποίο μπορώ να τα φτιάχνω», αποκρίθηκε ο Τζοβάνι. Αυτό ήταν
αλήθεια, και θα έπρεπε να τον ικανοποιεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τον
ικανοποιούσε, παρ’ όλο που δεν απαντούσε ουσιαστικά στην ερώτηση του
λόρδου Άρμστρονγκ. Η επιτυχία του ήταν τέτοια που θα μπορούσε να
διεκδικήσει πολύ υψηλή αμοιβή για τα πορτραίτα του, έστω κι αν αυτή η
επιτυχία δεν του πρόσφερε την αίσθηση της ελευθερίας, αλλά μιας
φυλακής που είχε φτιάξει ο ίδιος. Και κάτι άλλο που είχε ανακαλύψει
πρόσφατα ο Τζοβάνι ήταν ότι η επιτυχία έμοιαζε δίκοπο μαχαίρι. Η φήμη
και τα πλούτη, ενώ από τη μια εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία του, από την
άλλη περιόριζαν πολύ τη δημιουργικότητά του. Ήταν ένα τίμημα που άξιζε
να το πληρώσει, έλεγε καθημερινά στον εαυτό του -παρ’ όλο που ένιωθε
την έμπνευσή του να εξαφανίζεται ολοένα και πιο γρήγορα με κάθε πίνακα
που του ανέθεταν.
Ο καινούριος του πελάτης, ωστόσο, έδειξε να ικανοποιείται από την
απάντησή του. Για το λόρδο Άρμστρονγκ ήταν αρκετό να κατέχει ό,τι
επιθυμούσαν οι άλλοι, το ίδιο και για τους περισσότερους ανθρώπους της
τάξης του.
Ο λόρδος σηκώθηκε όρθιος. «Τότε είμαστε σύμφωνοι». Του άπλωσε το
χέρι του, και ο Τζοβάνι σηκώθηκε επίσης και του το έσφιξε. «Ο γραμματέας
μου θα αναλάβει τις... εμπορικές λεπτομέρειες. Ανυπομονώ να δω το
τελικό προϊόν. Και τώρα θα πρέπει να με συγχωρήσετε, γιατί με περιμένουν
στο Άσπλι Χάουζ. Είναι πιθανό να πρέπει να συνοδεύσω τον Ουέλινγκτον
στο ταξίδι του στην Αγία Πετρούπολη. Μπελάς, αλλά τι να κάνεις όταν σε
καλεί η χώρα σου! Θα σας αφήσω με την κόρη μου, σινιόρ. Θα επιβλέπει
τους αδερφούς της ενώ θα ποζάρουν. Για ό,τι χρειαστείτε, θα σας
εξυπηρετήσει η Κρεσίντα, μια που η λαίδη Άρμστρονγκ, η σύζυγός μου,
είναι αδιάθετη προς το παρόν».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ αποχαιρέτησε την κόρη του με ένα κοφτό νεύμα
και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, με την ικανοποίηση ότι είχε καταφέρει
να λύσει μεμιάς όλα τα οικογενειακά του προβλήματα και μπορούσε να
στρέψει πλέον όλη του την προσοχή στη θέση που θα έπαιρνε απέναντι
στο πολύ πιο σημαντικό και εξαιρετικά δύσκολο ζήτημα της ελληνικής
ανεξαρτησίας, ώστε να μη δυσαρεστήσει ούτε τους Τούρκους ούτε τους
Ρώσους.
***
Όταν έμεινε μόνη της με το ζωγράφο, η Κρεσίντα τον παρατήρησε
προσεκτικά για πρώτη φορά. Ήταν τόσο προσηλωμένη στην προσπάθειά
της να μη χάσει την ψυχραιμία της, που μέχρι στιγμής είχε προσέξει απλώς
ότι ο σινιόρ Ντι Ματέο δεν ήταν διόλου ντυμένος σαν παγόνι, όπως
περίμενε, ότι ήταν νεότερος απ’ ό,τι είχε υποθέσει ακούγοντας γι’ αυτόν,
και ότι τα αγγλικά του ήταν άριστα. Αυτό όμως που τη συγκλόνισε τώρα
ήταν η εντυπωσιακή ομορφιά του. Δεν ήταν απλώς ευπαρουσίαστος, αλλά
διέθετε έναν τόσο αιθέριο μαγνητισμό και μια τόσο τέλεια σωματική
διάπλαση, που την έκαναν ν’ αναρωτιέται σχεδόν αν ήταν πραγματικός ή
όχι.
Συνειδητοποιώντας ότι τον κοιτούσε αδιάκριτα, η Κρεσίντα έκανε μια
νοερή απογραφή, σε μια προσπάθεια να συνέλθει από την ταραχή της.
Ψηλά ζυγωματικά και ψηλό μέτωπο, με κοντοκουρεμένα κατάμαυρα
μαλλιά να σκιαγραφούν το κομψό σχήμα του κεφαλιού του. Τα μάτια του
ήταν σκούρα καστανά, με πυκνές μαύρες βλεφαρίδες. Το πρόσωπό του είχε
κλασικές αναλογίες, αν και ήταν αμυδρά σκυθρωπό. Τα μάγουλά του
διαγράφονταν έντονα και τονίζονταν από τα λακκάκια πιο κάτω. Είχε
ωραία μύτη -σχεδόν τέλεια, για την ακρίβεια. Και το στόμα του! Αυτό το
στόμα χαραμιζόταν σε άντρα: σαρκώδη χείλη, φοβερά αισθησιακά,
σμιλευτά, ενώ ταυτόχρονα είχαν μια ελαφριά κλίση προς τα πάνω, σαν να
ήταν έτοιμος να χαμογελάσει, και μαλάκωναν λίγο τη βλοσυρή του
έκφραση. Ακόμη και χωρίς να μετρήσει γωνίες, η Κρέσι κατάλαβε ότι
κοιτούσε την ενσάρκωση μιας τέλειας μαθηματικής ομορφιάς. Ένα
πρόσωπο που θα μπορούσε να γίνει μήλο της Έριδος για χιλιάδες
γυναικείες καρδιές, σκέφτηκε κυνικά. Αλλά ήταν και η επιτομή της θεωρίας
της. Και σ’ αυτή τη σκέψη, ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει.
Γινόταν αγενής, όμως, κρίνοντας από το βλέμμα που της ανταπέδιδε ο
σινιόρ Ντι Ματέο. Υπεροπτικό και ταυτόχρονα κουρασμένο και
μοιρολατρικό- προφανώς ήταν συνηθισμένος να τον κοιτάζουν αδιάκριτα.
Διόλου παράξενο, και ακόμη πιο αναμενόμενη ήταν η αδιαφορία του
απέναντι της, καθ’ ότι είχε ζωγραφίσει μερικές ξακουστές καλλονές. Σε
αντίθεση με τον πατέρα της, η Κρέσι είχε μελετήσει αρκετά από τα έργα
του σινιόρ Ντι Ματέο κατά την έρευνά της για τη διατριβή της. Όπως και ο
ίδιος, οι πίνακές του είχαν τέλειες αναλογίες και κλασική ομορφιά.
Παραήταν τέλειοι, θα έλεγε κανείς. Τα μοντέλα του απεικονίζονταν άψογα
και κολακευτικά. Στα λίγα πορτραίτα που είχε καταφέρει να δει, τα
πρόσωπα προσαρμόζονταν με παρόμοιους τρόπους σε ένα ιδεώδες, και το
αποτέλεσμα ήταν μια πολύ πετυχημένη ομοιότητα, αλλά και η
διαμόρφωση των ατομικών χαρακτηριστικών σύμφωνα με ένα πρότυπο
ομορφιάς. Κι αυτή ακριβώς ήταν η βάση της θεωρίας που είχε αναπτύξει η
Κρέσι. Η ομορφιά μπορούσε να απλοποιηθεί σε μια σειρά από
μαθηματικούς κανόνες. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δει από πρώτο χέρι
πώς δημιουργούσε τα έργα του ο διάσημος ζωγράφος σινιόρ Ντι Ματέο.
Ένας διάσημος ζωγράφος που τώρα χτυπούσε ανυπόμονα τα δάχτυλά
του στο γραφείο του πατέρα της. Η Κρέσι ένιωσε να κοκκινίζει από ντροπή.
Πόσο αγενή θα τη θεωρούσε! «Πιστεύω να έχετε στο μυαλό σας μια
κολακευτική σύνθεση, σινιόρ. Όπως σίγουρα θα προσέξατε, ο πατέρας μου
έχει μεγάλη αδυναμία στους γιους του».
«Στα γοητευτικά αγόρια του».
Είχε ο τόνος του μια υποψία ειρωνείας; Να κορόιδευε άραγε αυτός ο
ζωγράφος τον πελάτη του; «Είναι πολύ όμορφα», παραδέχτηκε η Κρέσι,
«αλλά σίγουρα δεν είναι γοητευτικά. Να ξέρετε, μάλιστα, ότι τους αρέσουν
ιδιαίτερα οι φάρσες. Η γκουβερνάντα τους έφυγε ξαφνικά τώρα τελευταία
ύστερα από μια τέτοια φάρσα, και γι’ αυτό θα πάρω εγώ τη θέση της, μια
που φημίζονται για...»
«Εσείς!»
Η Κρέσι σφίχτηκε. «Όπως πληροφόρησα ήδη τον πατέρα μου, είμαι
απόλυτα ικανή να διδάξω στοιχειώδη μαθηματικά».
«Δεν εννοούσα αυτό. Απλώς σε λίγο αρχίζει η φετινή Σεζόν και
φανταζόμουν ότι θα είχατε να παρευρεθείτε σε κοσμικές συγκεντρώσεις...
Σας ζητώ συγνώμη όμως, δεν είναι κάτι που με αφορά».
«Έχω ήδη ζήσει αυτή την εμπειρία για αρκετές Σεζόν, σινιόρ, και δεν έχω
τη διάθεση να υποστώ άλλη μία. Είμαι είκοσι έξι ετών και δεν είμαι πλέον
για χορούς και συγκεντρώσεις. Όχι ότι ήμουν ποτέ... αλλά δεν έχει
σημασία».
«Δεν επιθυμείτε, επομένως, να βρείτε σύζυγο;»
Η ερώτηση ήταν τρομερά αυθάδικη, όχι όμως και ο τόνος της φωνής του.
Ωστόσο, η Κρέσι ένιωσε την ανάγκη να ξεσπάσει κάπου, τώρα που το
πραγματικό αντικείμενο της οργής της είχε αποχωρήσει. «Σε ορισμένες
γυναίκες δεν ταιριάζει ο γάμος. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είμαι
κι εγώ μία απ’ αυτές». Πράγμα που δεν ήταν εντελώς ψέμα, αλλά μάλλον
σαν να έβλεπες την αλήθεια μέσα από ένα πρίσμα. «Βέβαια, μέχρι να γίνω
τουλάχιστον τριάντα και να προσεύχομαι όλη μέρα, ο πατέρας μου δεν
πρόκειται να το δεχτεί. Φέτος είχε την καλοσύνη να με απαλλάξει μονάχα
για να μη μειώσω τις πιθανότητες της μικρότερης αδερφής μου να βρει
έναν εξαιρετικό γαμπρό. Μόλις αρραβωνιαστεί εκείνη, θα με βγάλει πάλι
στο νυφοπάζαρο. Ο ρόλος μου ως γκουβερνάντας είναι απλώς
προσωρινός».
Η ευθύτητά της τον είχε προφανώς αιφνιδιάσει. Ακόμη και η ίδια είχε
ξαφνιαστεί με τον εαυτό της. Το τέλειο μέτωπό του συνοφρυώθηκε
ελαφρώς και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στα υπερβολικά τέλεια χείλη
του. Γελούσε μαζί της; Η Κρέσι όρθωσε το ανάστημά της. «Δεν είχα την
πρόθεση να σας διασκεδάσω, σινιόρ».
«Δε μου φάνηκε αστείο, απλώς... ενδιαφέρον. Δεν έχω ξαναγνωρίσει
δεσποινίδα τόσο αποφασισμένη να καυχηθεί για το γεγονός ότι είναι
ανύπαντρη, καθώς και για το ότι καταλαβαίνει περισσότερα από...
τα στοιχειώδη μαθηματικά».
Την κορόιδευε! «Ε, λοιπόν, τώρα τη γνωρίσατε». Η αγανάκτηση και η οργή
έκαναν την Κρέσι απρεπή. «Και καταλαβαίνω πολύ περισσότερα από τα
στοιχειώδη, αν θέλετε να ξέρετε. Μάλιστα, έχουν εκδοθεί αρκετά άρθρα
μου πάνω στο θέμα, και έχω γράψει και κριτική για το βιβλίο του κυρίου
Λάρντνερ, Διατριβή περί Επίπεδης και Σφαιρικής Τριγωνομετρίας. Έχω
γράψει επίσης ένα εγχειρίδιο γεωμετρίας για παιδιά, που ένας αξιόλογος
εκδότης έχει ενδιαφερθεί να τυπώσει, και αυτή τη στιγμή γράφω μία
διατριβή για τα μαθηματικά στην τέχνη».
Ορίστε! Η Κρέσι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. Δεν είχε σκοπό να τα
ξεφουρνίσει όλα αυτά. Και τώρα που το έκανε, περίμενε να γελάσει ο
σινιόρ Ντι Ματέο, αλλά εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του και χαμογέλασε,
όχι με συγκατάβαση αλλά μάλλον με έκπληξη. Το χαμόγελό του της έκοψε
την ανάσα, γιατί μεταμόρφωσε την ομορφιά υπεροπτικού αγάλματος που
διέθετε σε κάτι πολύ πιο ανθρώπινο.
«Ώστε είστε συγγραφέας».
«Με το ψευδώνυμο Πενθεσίλεια». Η Κρέσι μόλις είχε προδώσει άλλο ένα
μεγάλο μυστικό της χωρίς να το θέλει. Τι είχε αυτός ο άντρας; Την έκανε ν’
αποκαλύπτει τις πιο μύχιες σκέψεις της σαν φλύαρο παιδάκι.
«Πενθεσίλεια. Μια Αμαζόνα ονομαστή για τη σοφία της. Σας... ταιριάζει
πολύ».
«Ναι, ναι, αλλά θα σας παρακαλούσα να είστε διακριτικός. Αν το μάθει ο
πατέρας μου...» Η Κρέσι πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Σινιόρ, πρέπει να
καταλάβετε ότι στη θέση μου... θέλω να πω, ο πατέρας μου πιστεύει πως η
κλίση μου στα μαθηματικά είναι επιζήμια για τη φιλοδοξία του να με
παντρέψει, και οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό λέει και η δική μου εμπειρία
γενικά. Οι άντρες δεν εκτιμούν την ευφυΐα στις συζύγους τους».
Το χαμόγελο του σινιόρ Ντι Ματέο έγινε τώρα κυνικό και τα καστανά του
μάτια απόμακρα, σαν να θυμόταν κάτι δυσάρεστο. «Το αίμα και η ομορφιά
κυβερνούν τα πάντα, σινιορίνα», της είπε. «Έτσι είναι ο κόσμος».
Ήταν μια μικρή σκληρή φράση, που συνόψιζε ό,τι ακριβώς πίστευε και η
ίδια η Κρέσι. Η ομορφιά ήταν η δουλειά αυτού του άντρα, αλλά
αναρωτήθηκε τι να γνώριζε εκείνος για το βάρος της γενεαλογίας. Πώς θα
μπορούσε όμως να του θέσει μια τόσο προσωπική ερώτηση χωρίς να τον
προσβάλει;
Εκείνος έβαλε τέλος στις προσπάθειές της με μια δική του ερώτηση. «Αν
μελετάτε τη σχέση μαθηματικών και τέχνης, ασφαλώς θα έχετε διαβάσει
το καθοριστικό έργο του Ιταλού συμπατριώτη μου. Αναφέρομαι στο De
Divina Proportione, του Πατσόλι».
Ευχαριστημένη από το γεγονός ότι δεν ήταν ο τύπος του άντρα που
θεωρούσε ότι λόγω του φύλου της δε θα καταλάβαινε ένα τόσο λόγιο έργο,
παρατήρησε ταυτόχρονα πόσο ωραίος ακουγόταν ο τίτλος του βιβλίου
όταν τον πρόφερε ένας Ιταλός. «Το έχετε διαβάσει;» ρώτησε ανόητα, αφού
προφανώς εκείνος το είχε διαβάσει.
«Είναι κλασικό κείμενο. Συμφωνείτε με αυτό που υποστηρίζει, ότι δηλαδή
η ομορφιά μπορεί να σκιαγραφηθεί βάσει των κανόνων της συμμετρίας;»
«Και των αναλογιών. Δεν είναι αυτοί οι βασικοί κανόνες κάθε τέχνης;»
Ο σινιόρ Ντι Ματέο άρχισε να περιφέρεται ανήσυχα στο δωμάτιο και
έσμιξε τα φρύδια του. «Αν η ζωγραφική ήταν απλώς θέμα σωστής
προοπτικής και αναλογιών, ο καθένας θα μπορούσε να είναι ζωγράφος».
«Πώς μάθατε να ζωγραφίζετε τόσο καλά;» του ανταπάντησε η Κρέσι.
«Μελετώντας τους μεγάλους ζωγράφους, στα ατελιέ άλλων ζωγράφων
ως μαθητευόμενος, με εξάσκηση».
«Επομένως είναι θέμα τεχνικής, την οποία μπορεί να εξελίξει κάποιος
μαθαίνοντας τους κανόνες. Αυτό ακριβώς που έλεγα».
«Κι εγώ έλεγα ότι η τέχνη δεν είναι απλώς τεχνική». Ο τόνος του ήταν
θυμωμένος τώρα.
«Δεν καταλαβαίνω τι είπα και σας εκνεύρισα, σινιόρ. Φιλοφρόνηση σας
έκανα. Ο πρωταρχικός σκοπός της τέχνης είναι να εξωραΐζει, σωστά; Και
για να εξωραΐζει πρέπει να είναι ωραία. Και για να είναι ωραία, θα πρέπει να
είναι σύμφωνη με αυτό που γνωρίζουμε ότι είναι ωραίο -τους
μαθηματικούς κανόνες της συμμετρίας και των αναλογιών που βλέπουμε
στη φύση, όπως μας έχει δείξει ο συμπατριώτης σας σινιόρ Φιμπονάτσι. Για
να θεωρείστε ο καλύτερος, όχι μόνο θα πρέπει να έχετε καλλιεργήσει στην
εντέλεια τις τεχνικές ικανότητες του σχεδιαστή, αλλά να κατέχετε
προφανώς και αυτούς τους βασικούς κανόνες».
«Επομένως ζωγραφίζω μηχανικά, αυτό μου λέτε;»
«Λέω πως είστε αυθεντία στους κανόνες της φύσης».
«Ωστόσο η φύση έπλασε κι εσάς, μιλαίδη, και δεν ανταποκρίνεστε σε
αυτούς τους κανόνες. Σύμφωνα με τα συμπεράσματά σας, δε θεωρείτε ότι
είστε όμορφη».
Τα σκληρά του λόγια τα ένιωσε σαν χαστούκι. Είχε απορροφηθεί τόσο
πολύ αναλύοντας τη θεωρία της, που χωρίς να το θέλει τον είχε προσβάλει,
και η απάντησή του, να στρέψει την έλλειψη χάρης της εναντίον της, την
πόνεσε περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Η λάμψη της πνευματικής
διέγερσης έσβησε από τα μάτια της, και η Κρέσι γκρεμίστηκε απότομα στη
σκληρή πραγματικότητα. Ο σινιόρ Ντι Ματέο είχε μια εμφάνιση που έκανε
τις γυναίκες να χάνουν τη σύνεσή τους, αν και κατά πάσα πιθανότητα την
έχαναν σε σαρκικό και όχι σε πνευματικό επίπεδο. «Το γνωρίζω πολύ καλά,
σινιόρ, ότι δεν είμαι όμορφη».
«Παντού υπάρχει ομορφιά, αν ξέρει κανείς πώς -και πού- να κοιτάξει».
Στεκόταν πολύ κοντά της. Η Κρέσι αισθανόταν πολύ έντονα τη
μελαγχολία στη φυσική του παρουσία. Σηκώθηκε όρθια, σκοπεύοντας να
τον σπρώξει παράμερα, μα εκείνος την έπιασε από το μπράτσο. Τα
δάχτυλά του ήταν μακριά, ηλιοκαμένα και χωρίς μπογιές, πρόσεξε
αφηρημένα η Κρέσι. Το κεφάλι της μόλις που έφτανε στους φαρδιούς του
ώμους. Από τόσο κοντά, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τη δύναμη που
έκρυβε το ευλύγιστο κορμί του. Άρχισε να ανασαίνει κοφτά κι ένιωσε να
φλέγεται από την αμηχανία. Είχε παραβιαστεί κάθε όριο ευπρέπειας. «Τι
κάνετε; Αφήστε με αμέσως».
Εκείνος την αγνόησε, ανασηκώνοντας με τα δάχτυλά του το πιγούνι της
και υποχρεώνοντάς τη να συναντήσει το διαπεραστικό του βλέμμα. Η
Κρέσι θα μπορούσε να του ξεφύγει αρκετά εύκολα, ωστόσο δεν το
σκέφτηκε καν. «Είναι αλήθεια», είπε εκείνος απαλά, «ότι η μύτη σας δεν
είναι απόλυτα ευθεία και επομένως χαλάει τη συμμετρία του προφίλ σας».
Τον αγριοκοίταξε. «Το γνωρίζω πολύ καλά».
«Και τα μάτια σας. Η απόσταση μεταξύ τους είναι πάρα πολύ μεγάλη κι
έτσι δε βρίσκονται σε αναλογία με το στόμα σας, σύμφωνα με τον
Πατσόλι».
Το μακρύ δάχτυλό του σύρθηκε στη γραμμή των χειλιών της. Τα μάτια του
χρύσιζαν στις άκρες. Οι βλεφαρίδες του ήταν μαύρες και πυκνές. Το
άγγιγμά του επηρέαζε παράξενα τα σωθικά της. Της δημιουργούσε ταραχή.
Νευρικότητα. Τη φλέρταρε; Αποκλείεται. Απλώς την τιμωρούσε για την
ακούσια προσβολή της. «Και τ’ αυτιά μου δεν είναι ευθυγραμμισμένα με τη
μύτη μου, η αναλογία ανάμεσα στο πιγούνι και το μέτωπό μου δεν είναι η
σωστή», είπε η Κρέσι, με μια αμεριμνησία που σίγουρα δεν ένιωθε. «Όσο
για το στόμα μου...»
«Όσο για το στόμα σας...»
Ο σινιόρ Ντι Ματέο έσυρε το δάχτυλό του στο κάτω χείλι της κι εκείνη
ένιωσε την παράλογη επιθυμία να τον γευτεί. Ο Τζοβάνι γρύλισε κάτι στα
ιταλικά. Τα δάχτυλά του απλώθηκαν στο σαγόνι της κι έσκυψε το κεφάλι
του προς το μέρος της. Θα τη φιλούσε.
Η καρδιά της βροντοχτύπησε. Στ’ αλήθεια θα τη φιλούσε. Οι μύες στις
γάμπες της τεντώθηκαν για να το βάλει στα πόδια, ωστόσο δε σάλεψε. Τα
δάχτυλά του γλίστρησαν στο σαγόνι της και μπερδεύτηκαν στα μαλλιά της.
Εκείνη τον κοιτούσε, προτρέποντας τον εαυτό της να ξεφύγει, ενώ την ίδια
στιγμή ένα άλλο μέρος του εγκεφάλου της ένιωθε γοητευμένο, υπνω-
τισμένο, από αυτό το απόλυτα συμμετρικό πρόσωπο. Ας με φιλήσει,
σκέφτηκε. Ας με φιλήσει, αν τολμά!
Τα χείλη του σταμάτησαν για μια στιγμή κοντά στα δικά της, σαν
προμήνυμα για το τι θα επακολουθούσε, τι θα γινόταν αν απελευθέρωνε
ό,τι συγκρατούσε. Ο χρόνος ήταν αρκετός για να ξαναβρεί η Κρέσι τα
λογικά της.
Τραβήχτηκε απότομα από κοντά του. «Πώς τολμάτε;» Ούτε στην ίδια δε
φάνηκε πειστικός ο τόνος της. Πάσχιζε να ανασάνει και έλπιζε να μην είχαν
κοκκινίσει πολύ τα μάγουλά της από την ντροπή. Το θράσος του! Ήταν
τρομερά ελκυστικός και προφανώς το ήξερε. Επίσης, ήταν Ιταλός. Όλοι
ήξεραν ότι οι Ιταλοί δεν μπορούν να ελέγξουν τα πάθη τους. Τελικά, δεν
ήταν και τόσο στερεότυπη έκφραση όσο νόμιζε.
«Και για να επιστρέψουμε σ’ αυτό που λέγατε, σινιόρ, παραδέχομαι ότι το
στόμα μου είναι πάρα πολύ μεγάλο για να θεωρηθεί όμορφο», είπε η Κρέσι,
ανακουφισμένη που η φωνή της ακούστηκε σχεδόν ατάραχη.
«Η ομορφιά, λαίδη Κρεσίντα, δεν είναι αποκλειστικά θέμα συμμετρίας. Το
στόμα σας είναι πολύ όμορφο, κατά την ταπεινή μου άποψη».
Ο Τζοβάνι ντι Ματέο δεν έδειχνε καθόλου αναστατωμένος. «Δεν έπρεπε
να με φιλήσετε», του είπε η Κρέσι.
«Δε σας φίλησα. Κι εσείς δεν έπρεπε να μιλήσετε τόσο δηκτικά για τα έργα
μου, εφόσον μάλιστα δεν τα έχετε δει ποτέ».
«Μη νομίζετε ότι είμαι αδαής σαν τον πατέρα μου. Τα έχω μελετήσει, και
δε μίλησα δηκτικά! Απλώς επισήμανα ότι εσείς... ότι η ζωγραφική... ότι η
κάθε τέχνη...»
«Μπορεί να οριοθετηθεί από ένα σύνολο αρχών και κανόνων. Άκουσα τι
είπατε». Αλλά, παρ’ όλο που σούφρωσε τα χείλη του, ο Τζοβάνι είχε τη
φριχτή υποψία ότι αυτή η εντελώς ασυνήθιστη γυναίκα είχε καταφέρει με
κάποιον τρόπο να φτάσει στη ρίζα της δυσαρέσκειάς του. Τον πρώτο
καιρό, όταν ζωγράφιζε απλώς για τη χαρά της δημιουργίας, διοχέτευε στην
τέχνη του την απτή σύνδεση του καμβά, του πινέλου και της παλέτας με το
αίμα, το δέρμα και τα οστά, ζωγραφίζοντας με την καρδιά του και όχι με
το μυαλό. Και δεν είχε κερδίσει τίποτε παρά μόνο κοροϊδίες από τους
λεγάμενους ειδικούς. Αφελές. Πολύ συναισθηματικό. Στερείται πειθαρχίας
και φινέτσας. Τα λόγια τους είχαν χαραχτεί στην καρδιά του. Έτσι κι εκείνος
ακόνισε τη δεξιοτεχνία του και αφάνισε κάθε συναίσθημα από τα έργα του.
Στα δικά του μάτια έμοιαζαν άψυχα, ωστόσο έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή.
Οι ειδικοί τα εκθείαζαν, οι επώνυμοι και ισχυροί τού έδιναν παραγγελίες -
κι ο ίδιος επέλεξε να μην απογοητεύσει κανέναν τους. Τώρα έκανε μια
υπόκλιση. «Ήταν πολύ ευχάριστη η συζήτησή μας, λαίδη Κρεσίντα, αλλά
πρέπει να πάω και να συνεχίσω μια πιο πεζή εργασία, την απεικόνιση του
τωρινού πελάτη μου. Καλή σας ημέρα».
Της έπιασε το χέρι και το έφερε στα χείλη του. Καθώς φιλούσε τα
ακροδάχτυλά της, αισθάνθηκε μια ανατριχίλα σε όλο του το κορμί, που τον
ξάφνιασε. Και, αν έκρινε από τη σοκαρισμένη έκφραση της λαίδης, δεν
ήταν ο μόνος που την αισθάνθηκε.
Κεφάλαιο 2

Ο Τζοβάνι πήδηξε από το μόνιππο καθώς αυτό σταματούσε μπροστά στην


Έπαυλη Κίλελαν, την εξοχική κατοικία της οικογένειας Άρμστρονγκ, και
σήκωσε το χέρι του αρνούμενος την προσφορά του υπηρέτη που τον
περίμενε για να τον συνοδεύσει μέχρι την είσοδο. Είχε ταξιδέψει ως το
Σάσεξ με την ταχυδρομική άμαξα, και στο πανδοχείο που ήταν ο
πλησιέστερος σταθμός της τον περίμενε ο αμαξάς του λόρδου
Άρμστρονγκ. Ήταν μια κρύα μα φωτεινή μέρα, με τα σύννεφα να τρέχουν
στον αχνογάλανο ουρανό σπρωγμένα από το ελαφρύ μαρτιάτικο αεράκι.
Τυλίγοντας το σακάκι πιο σφιχτά γύρω του, ο Τζοβάνι χτύπησε τα πόδια
του στο έδαφος για να τονώσει την κυκλοφορία του αίματος. Θαύμαζε
πολλά πράγματα στην Αγγλία, όχι όμως και τον καιρό της.
Η εντυπωσιακή κατοικία του λόρδου Άρμστρονγκ ήταν χτισμένη με
γκρίζο ψαμμίτη, σε κλασικό στυλ. Το τετραώροφο κεντρικό κτίριο
πλαισιωνόταν από δύο πτέρυγες, δεξιά κι αριστερά, ενώ την πρόσοψή του,
μπροστά στην οποία είχε σταματήσει το μόνιππο, ασχήμιζε -κατά την
άποψη του Τζοβάνι— η περιττή προσθήκη ενός πολύ μεταγενέστερου
ημικυκλικού εξώστη. Περιφραγμένο από ψηλούς θάμνους, το σπίτι έδειχνε
ζοφερό και μάλλον αποκρουστικό.
Θέλοντας να ξεμουδιάσει ύστερα από το μακρύ ταξίδι προτού αναγγείλει
την παρουσία του, ο Τζοβάνι ακολούθησε το κεντρικό μονοπάτι,
προσπερνώντας έναν περιφραγμένο κήπο και τα κτίσματα των στάβλων,
και ανακάλυψε μια θέα στο μπροστινό μέρος του σπιτιού εντελώς
διαφορετική και πολύ πιο ευχάριστη στο μάτι. Από το σημείο εκείνο
ξεκινούσε μία έκταση με περιποιημένο γρασίδι, πλαισιωμένη από
ζωηρόχρωμους νάρκισσους, η οποία μέσα από φαρδιά πέτρινα σκαλοπά-
τια κατέληγε σ’ ένα ρυάκι με βοτσαλωτή κοίτη που κελάρυζε προς ένα
νερόμυλο. Στην απέναντι όχθη του υπήρχαν λιβάδια που χωρίζονταν
συμμετρικά από δεντροστοιχίες. Παρ’ όλο που το ρουστίκ γεφυράκι
φαινόταν προσποιητά παραδοσιακό, ο Τζοβάνι γοητεύτηκε απ’ αυτό το
τόσο αγγλικό τοπίο.
«Πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα αυτού που ο ποιητής Μπλέικ
αποκαλεί πράσινη και ευχάριστη γη της Αγγλίας, δε νομίζετε;»
Ο Τζοβάνι αναπήδησε, καθώς η φράση ακούστηκε από κάποιον που
βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Με το κελάρυσμα του νερού πάνω στα
βότσαλα, δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει. «Λαίδη Κρεσίντα... Αυτό
ακριβώς σκεφτόμουν, αν και δυστυχώς δε γνωρίζω τον ποιητή. Εκτός...
μήπως εννοείτε τον Γουίλιαμ Μπλέικ, το ζωγράφο;»
«Είναι πιο γνωστός για τους στίχους του παρά για την τέχνη του».
«Θα τον μάθουν και για την τέχνη του. Έχω δει κάποιους από τους πίνακές
του και είναι...» Ο Τζοβάνι πάσχισε να βρει την κατάλληλη αγγλική λέξη για
να περιγράφει τις φανταστικές ζωγραφιές και τις υδατογραφίες που
θαρρείς ότι πετάγονταν μέσα από το χαρτί. «Καταπληκτικοί»,
συμβιβάστηκε τελικά με μια λέξη που δεν τον ικανοποιούσε καθόλου.
«Τους θεωρώ πολύ ωραίους, αλλά σίγουρα δε θα πληρούσαν τα
μαθηματικά σας κριτήρια».
«Και αυτό εδώ;» Του έδειξε με μια χειρονομία το τοπίο. «Το θεωρείται κι
αυτό ωραίο;»
«Υποθέτω πως ο πατέρας σας επένδυσε πολλά χρήματα για να το κάνει
ωραίο. Αυτό το γεφυράκι... αποκλείεται να είναι όσο παλιό δείχνει».
«Υπάρχει κι ένα έντεχνα κατασκευασμένο ερείπιο στους κήπους και,
έχετε δίκιο, κανένα από τα δύο δεν είναι μεγαλύτερης ηλικίας από μένα».
Είχαν περάσει πάνω από δυο βδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση
στο Λονδίνο. Στο μεταξύ, ο Τζοβάνι είχε θυμηθεί πολλές φορές τη
συζήτησή τους, καθώς και το παραλίγον φιλί τους. Ήταν ανοησία να πάρει
τόσο θάρρος με την κόρη του ανθρώπου που πλήρωνε την παραγγελία
του, και μάλιστα ενός ανθρώπου με τέτοια επιρροή. Δεν μπορούσε να
καταλάβει γιατί είχε φερθεί τόσο αλαζονικά. Οι προσπάθειές του να
αναπλάσει τα χαρακτηριστικά της λαίδης Κρεσίντα με κάρβουνο πάνω στο
χαρτί τον' είχαν αφήσει εντελώς ανικανοποίητο. Δεν είχε καταφέρει να
συλλάβει την ακαθόριστη ιδιότητά της που του είχε κεντρίσει το
ενδιαφέρον. Τώρα, καθώς εκείνη στεκόταν μπροστά του, με τις ακτίνες
του ήλιου πίσω της να περιβάλλουν σαν φωτοστέφανο τις ατίθασες
μπούκλες της, και με τις σκοτεινές σκιές κάτω από τα καταγάλανα μάτια
της να της προσδίδουν μια ντελικάτη, ταλαιπωρημένη όψη, ο Τζοβάνι
έβλεπε ότι δεν ήταν τα χαρακτηριστικά της, αλλά κάτι πιο σύνθετό που τον
έλκυε. Αυτό τον προβλημάτισε, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η γοητεία
της ήταν αρκετά στοιχειώδης και ήθελε να αναπαραστήσει αυτή την
ακαθόριστη ιδιότητά της σε ελαιογραφία.
«Φαίνεστε κουρασμένη», της είπε, λέγοντας φωναχτά τις σκέψεις του.
«Οι αδερφοί μου είναι... ζωηροί», αποκρίθηκε η Κρέσι. Εξαντλητικοί θα
έπρεπε να πει, αλλά δεν ήθελε να ακουστεί ηττοπαθής. Την είχε κουράσει
να επιβλέπει επί δυο βδομάδες τέσσερα σκανταλιάρικα αγοράκια -γιατί οι
δίδυμοι, αν και δε συμπεριλαμβάνονταν επισήμως στα μαθήματά της,
επέμεναν να βρίσκονται συνεχώς μαζί με τους αδερφούς τους. Προτού
αναλάβει την ευθύνη τους, δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα παράπονα της
Μπέλα ότι τα αγόρια την εξουθένωναν. Παιδιά ήταν απλώς -το μόνο που
χρειάζονταν ήταν επαρκή πνευματική διέγερση και σωματική άσκηση,
σκεφτόταν τότε η Κρέσι. Πλέον είχε συνειδητοποιήσει ότι η περιφρόνησή
της βασιζόταν σε μακάρια άγνοια.
Νιώθοντας λοιπόν ενοχές, περνούσε τα βράδια της προσπαθώντας να
γνωριστεί καλύτερα με τη μητριά της. Μια μητριά που της έδειχνε
ξεκάθαρα ότι δεχόταν τη συντροφιά της μονάχα επειδή δεν είχε άλλη,
καθώς η Κορντίλια είχε αναχωρήσει εσπευσμένα για το Λονδίνο, μια μέρα
μετά την άφιξη της Κρέσι στο Κίλελαν, από φόβο μην αλλάξουν γνώμη ο
λόρδος Άρμστρονγκ και η θεία Σοφία για το επικείμενο ντεμπούτο της. Η
Κρέσι ήταν για πρώτη φορά μόνη στο σπίτι χωρίς καμία από τις αδερφές
της για συντροφιά. Γινόταν κακόκεφη και ευέξαπτη με τα αγόρια, πράγμα
που με τη σειρά του την έκανε να θυμώνει με τον εαυτό της, γιατί ήθελε όχι
μόνο να αγαπά τους αδερφούς της, αλλά και να τους συμπαθεί.
Προσπαθούσε να μην τους κατηγορεί που ήταν εντελώς απείθαρχοι. Κάθε
πρωί έλεγε στον εαυτό της ότι έπρεπε απλώς να προσπαθήσει
περισσότερο. «Φοβάμαι ότι υποτίμησα την προσπάθεια που χρειάζεται για
να κρατά κανείς απασχολημένα τόσο δραστήρια παιδιά», είπε,
χαμογελώντας αχνά στο ζωγράφο. «Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι η
διδασκαλία θα είναι η ανταμοιβή αυτής της προσπάθειας. Τουλάχιστον...
έτσι ελπίζω».
Ο Τζοβάνι την κοίταξε σκεφτικός. «Θα πρέπει να απαιτήσετε μία καλή
αμοιβή από τον πατέρα σας. Νομίζω ότι θα ανταμειφθείτε επαρκώς αν το
κάνετε, μόνο και μόνο από την αντίδρασή του».
«Θεέ μου, θα έφριττε», αναφώνησε η Κρέσι. «Η αλήθεια είναι ότι το κάνω
για δικούς μου λόγους, όχι απλώς για να εξυπηρετήσω τον πατέρα μου».
«Για ποιους λόγους;»
«Δε σας αφορά, σινιόρ Ντι Ματέο. Δεν τον πολυσυμπαθείτε τον πατέρα
μου, έτσι δεν είναι;»
«Μου θυμίζει κάποιον που αντιπαθώ πολύ».
«Ποιον;»
«Δε σας αφορά, λαίδη Κρεσίντα».
«Ωραία μου τη φέρατε, σινιόρ».
«Ούτε εσείς τον πολυσυμπαθείτε τον πατέρα σας, έτσι δεν είναι;»
«Δε θα έπρεπε να το ρωτάτε. Κι εγώ θα έπρεπε να μπορώ να σας
απαντήσω θετικά». Η Κρέσι μόρφασε. «Του αρέσει να μου κάνει τη ζωή
δύσκολη -κι εγώ τη δική του, για να είμαι ειλικρινής».
Η έκφρασή της -ένα μείγμα ενοχής και ευθυμίας- ήταν αξιολάτρευτη. Ο
αέρας τίναξε μια μακριά τούφα μπροστά στο πρόσωπό της και, χωρίς να
το σκεφτεί, ο Τζοβάνι έκανε μια κίνηση να την παραμερίσει την ίδια στιγμή
μ’ εκείνη. Η γαντοφορεμένη παλάμη του σκέπασε τα δάχτυλά της. Η
επαφή τον συγκλόνισε, όπως όταν της είχε φιλήσει το χέρι, και από την
έκφρασή της φάνηκε ότι είχε νιώσει κι εκείνη το ίδιο. Τα μάτια της άνοιξαν
διάπλατα, έτρεμε. Ο ήλιος θάμπωσε τα μάτια της και η στιγμή χάθηκε.
Η Κρέσι τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το κορμί της, νιώθοντας και
πάλι τον άνεμο. Είχε βγει έξω χωρίς ούτε μια εσάρπα. «Καλύτερα να πάμε
μέσα», είπε και, κάνοντας μεταβολή, παραπάτησε, όχι μόνο επειδή ο αέρας
μπέρδεψε το φόρεμα στα πόδια της, αλλά και από την ταραχή που της είχε
προκαλέσει το άγγιγμα του Τζοβάνι ντι Ματέο. Δεν αντιδρούσε συνήθως
έτσι, αλλά αυτός ο άντρας την έκανε να αντιλαμβάνεται έντονα το σώμα
της, και το δικό του. Δεν ήθελε να δει εκείνος την επίδραση που είχε πάνω
της, αν και ήταν σίγουρη ότι προκαλούσε την ίδια επίδραση σε κάθε
γυναίκα που συναντούσε. «Θα σας πάω τώρα να γνωρίσετε τους αδερφούς
μου. Η μητριά μου δε θέλει να τους αφήνω πολλή ώρα με την νταντά».
«Ας περιμένουν λίγο ακόμη. Θα ήθελα να δω για λίγο το σπίτι, ώστε να
βρω ένα κατάλληλο μέρος για να στήσω το καβαλέτο μου. Δε φαντάζομαι
να έχει αντίρρηση η λαίδη Άρμστρονγκ να με βοηθήσετε; Κι εσείς, λαίδη
Κρεσίντα, δε φαντάζομαι να προτιμάτε τη συντροφιά των αδερφών σας
από τη δική μου, παρ’ όλο που φαίνεται να διαφωνούμε σχεδόν στα
πάντα».
Η Κρέσι δεν μπόρεσε να μη γελάσει, και το γέλιο της διέλυσε την αμηχανία
της. «Ύστερα από το πρωινό που πέρασα στο δωμάτιο διδασκαλίας, σας
βεβαιώ ότι θα προτιμούσα οποιαδήποτε συντροφιά αντί των αδερφών
μου, ακόμη και τη δική σας. Ελάτε, ακολουθήστε με».
***
Η πινακοθήκη με τα πορτραίτα εκτεινόταν σε ολόκληρο τον δεύτερο
όροφο. Από τα παράθυρα που έβλεπαν στους παραδοσιακούς κήπους
έμπαινε άπλετο φως. Οι πίνακες κρέμονταν με αυστηρή γενεαλογική
ακολουθία στον μακρύ απέναντι τοίχο. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να θέλατε να
στήσετε εδώ το ατελιέ σας», είπε η Κρέσι.
Ο Τζοβάνι συγκατένευσε με επιδοκιμασία. «Έχει καλό φως».
«Το κίτρινο σαλόνι και το δωμάτιο μουσικής είναι πίσω από αυτές τις
πόρτες, αλλά κανένα από τα δύο δε χρησιμοποιούμε ιδιαίτερα, γιατί η
Μπέλα, η μητριά μου, προτιμά το μικρότερο σαλόνι στον κάτω όροφο. Και
από τότε που έφυγε από το σπίτι η Κάσι -η Κασσάνδρα, η δεύτερη αδερφή
μου- πριν από μερικά χρόνια, δε νομίζω ότι έχει αγγίξει κανείς το πιάνο,
οπότε δε θα σας ενοχλήσει και κανείς».
«Εκτός από τα μοντέλα μου».
«Πράγματι. Δεν ξέρω πώς προτιμάτε να εργάζεστε, αν θα πρέπει να
κάθονται ακίνητοι με τις ώρες, αλλά...»
«Θα ήταν μάλλον αδύνατον, αλλά ούτως ή άλλως δεν είναι απαραίτητο».
«Ευτυχώς. Αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να τους δέσω τελικά στις
καρέκλες τους. Για να πω την αλήθεια, έχω αναρωτηθεί αν πρέπει να κάνω
αυτό ακριβώς για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους. Έλπιζα ότι το
εγχειρίδιο που έγραψα...» Η Κρέσι σώπασε, τράβηξε μηχανικά την μπούκλα
που είχε καταφέρει να μπλέξει γύρω από δάχτυλό της, και πίεσε τον εαυτό
της να χαμογελάσει ευδιάθετα. «Μα ασφαλώς δε σας ενδιαφέρουν τα βά-
σανά μου ως γκουβερνάντας, σινιόρ. Ας δούμε τους πίνακες».
Παρ’ όλο που η αποφασιστικότητά της να επωμιστεί την ευθύνη για τις
ελλείψεις των αδερφών της του κέντρισε το ενδιαφέρον, υπήρχε κάτι στον
τόνο της φωνής της που προειδοποίησε τον Τζοβάνι να μην επιμείνει σ’
αυτό το θέμα. Την άφησε να τον οδηγήσει από πορτραίτο σε πορτραίτο
ακούγοντάς τη να του παραθέτει το πολυσύνθετο και πολύκλαδο
οικογενειακό δέντρο των Άρμστρονγκ, και απολάμβανε τις διακυμάνσεις
της φωνής της, έχοντας την ευκαιρία να μελετήσει, όχι τους καμβάδες,
αλλά το πρόσωπό της καθώς του μιλούσε ζωηρά για τα διάφορα μέλη της
οικογένειάς της. Υπήρχε κάτι βαθιά μέσα της που ο Τζοβάνι λαχταρούσε να
το ανασύρει, να το συλλάβει στον καμβά. Ήταν σίγουρος ότι πίσω από το
προσωπείο της επιστημονικής αποστασιοποίησης και των
συγκρατημένων συναισθημάτων υπήρχε πάθος. Εν ολίγοις, η λαίδη θα
αποτελούσε ιδιαίτερα συναρπαστικό μοντέλο.
Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ζωγραφίσει το πορτραίτο της. Όχι έναν
από τους εξιδανικευμένους τρόπους που είχε μελετήσει, αλλά έναν πιο
αληθινό. Νόμιζε πως η επιθυμία να ζωγραφίζει με την καρδιά του είχε
πεθάνει μέσα του, αλλά φαινόταν τελικά πως βρισκόταν απλώς σε
ύπνωση. Η λαίδη Κρεσίντα Άρμστρονγκ, όσο απίθανο κι αν έμοιαζε, είχε
ξυπνήσει την έμπνευσή του.
Δεν αρκούσαν όμως οι δελεαστικές αναλαμπές και οι απλές εντυπώσεις
του κρυμμένου εαυτού της -θα έπρεπε να αναπτυχθεί κάποια οικειότητα
ανάμεσά τους. Για να τη ζωγραφίσει, έπρεπε να τη γνωρίσει -να γνωρίσει
την καρδιά της και το μυαλό της, και σίγουρα όχι το σώμα της. Αυτές οι
εποχές είχαν περάσει.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το σώμα της. Καθώς
εκείνη προχώρησε στον επόμενο πίνακα, ο Τζοβάνι παρατήρησε πώς το
φως του ήλιου, που έμπαινε χορεύοντας από τα μακρόστενα παράθυρα,
πλαισίωνε το λευκό φόρεμά της. Ήταν ένα φόρεμα απλά ραμμένο, από
βαμβακερό ύφασμα, με ψηλό κλειστό λαιμό. Τα μανίκια ήταν φαρδιά
στους ώμους, σύμφωνα με τη μόδα, και στένευαν στους καρπούς, ενώ το
στρίφωμα ήταν στολισμένο με βαμβακερή δαντέλα. Με μάτι έμπειρου
σχεδιαστή, πρόσεξε με επιδοκιμασία ότι η γραμμή του φορέματος
αναδείκνυε τη σιλουέτα της -τη λεπτή μέση, τα πλούσια στήθη, τις
καμπύλες των γοφών της. Σε αυτό το φως, φαινόταν καθαρά το σχήμα
των ποδιών της που διαγράφονταν μέσα από τα μεσοφόρια της. Μία από
τις κάλτσες της ήταν ζαρωμένη στον αστράγαλο. Η ζώνη στη μέση της ήταν
λοξά δεμένη κόμπο αντί για φιόγκο, και το πρώτο κουμπί ψηλά στο λαιμό
της ήταν ξεκούμπωτο. Δεν είχε προσωπική υπηρέτρια, υπέθεσε ο Τζοβάνι,
και ασφαλώς δεν είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη. Από βιασύνη ή από
αδιαφορία; Και από τα δύο, σκέφτηκε, αν και πιο πολύ μάλλον από
αδιαφορία.
Την ακολούθησε στον επόμενο πίνακα, αλλά η χαριτωμένη στρογγυλάδα
της φοντοσκιένα της και το δελεαστικό σχήμα των ποδιών της του
απέσπασαν την προσοχή. Ήθελε να ισιώσει τις ζάρες στην κάλτσα της. Οι
ντελικάτοι γυναικείοι αστράγαλοι είχαν κάτι που ανέκαθεν έβρισκε
ερωτικό. Και η καμπύλη της γάμπας. Η τρυφερή σάρκα στους μηρούς μιας
γυναίκας. Από το ελάχιστο που είχε νιώσει τα χείλη της, μπορούσε να
φανταστεί πόσο απαλή θα ήταν και η υπόλοιπη.
Ο Τζοβάνι βλαστήμησε μέσ’ απ’ τα δόντια του. Σεξ και τέχνη. Η επιθυμία
του και για τα δύο ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση μέχρι που τη γνώρισε.
Το να τη ζωγραφίσει ήταν ίσως εφικτό, όσο για το άλλο... Ήταν απόλυτα
ικανοποιημένος με την εργένικη, στερημένη ζωή του, απαλλαγμένος από
σωματικές ανάγκες και από την ανάγκη άλλων σωμάτων.
«Αυτή είναι η λαίδη Σοφία, αδερφή του πατέρα μου», έλεγε η λαίδη
Κρεσίντα. «Η θεία μου η Σοφία είναι... χμ, έχω την εντύπωση ότι δεν
ακούσατε λέξη απ’ αυτά που είπα».
Στέκονταν μπροστά στο πορτραίτο μιας αυστηρής γυναίκας, που έμοιαζε
εκπληκτικά με καμήλα που υποφέρει από τυμπανισμό. «Γκέινσμπρο», είπε
ο Τζοβάνι, αναγνωρίζοντας αμέσως το ύφος του ζωγράφου. «Λέγατε για τη
θεία σας».
«Τι σκεφτόσασταν, αλήθεια;»
«Υπάρχει πίνακας μ’ εσάς σ’ αυτή τη συλλογή;»
«Ένας μόνο. Είναι ένα ομαδικό πορτραίτο με τις αδερφές μου».
«Για δείξτε μου».
Ο πίνακας ήταν αναρτημένος ανάμεσα σε δύο πόρτες, με το χειρότερο
φως. Του Λόρενς, αν και όχι από τα καλύτερά του έργα. Ήταν πέντε
κοπέλες: οι δύο μεγαλύτερες κάθονταν σε ένα τραπέζι ραπτικής και οι τρεις
μικρότερες στα πόδια τους, παίζοντας με κουβαρίστρες. «Αυτή είναι η
Σίλια», είπε η λαίδη Κρεσίντα, δείχνοντας τη μεγαλύτερη, μια λυγερή
κοπέλα με σοβαρή έκφραση, που είχε προστατευτικά το χέρι της στο
κεφάλι της μικρότερης. «Δίπλα της είναι η Κάσι. Όπως βλέπετε, είναι η
καλλονή της οικογένειας. Η Κορντίλια, η μικρή μου αδερφή που κάνει το
ντεμπούτο της αυτή τη Σεζόν, της μοιάζει πολύ. Πλάι της είναι η Κάρολαϊν,
και αυτή είμαι εγώ, η παράταιρη».
Ο Τζοβάνι συγκατένευσε. «Έχετε πολύ διαφορετικά χρώματα. Σε τι ηλικία
ήσασταν όταν φιλοτεχνήθηκε ο πίνακας;»
«Δεν ξέρω, έντεκα ή δώδεκα, νομίζω. Έγινε προτού παντρευτεί η Σίλια και
φύγει από το σπίτι».
«Μου κάνει εντύπωση που δεν είναι και η μητέρα σας στον πίνακα. Ο
Λόρενς συνήθως συμπεριλαμβάνει και τη μητέρα σε μια τέτοια σύνθεση».
«Πέθανε λίγο καιρό αφότου γεννήθηκε η Κορντίλια. Η Σίλια ήταν σαν
μητέρα μας», είπε η λαίδη Κρεσίντα με καημό, αγγίζοντας τη μορφή της
αδερφής της. «Έχω να τη δω δέκα χρόνια σχεδόν. Και την Κάσι οχτώ».
«Δε σας επισκέπτονται, ή εσείς εκείνες;»
«Η Αραβία είναι πολύ μακριά, σινιόρ». Διαισθανόμενη τη σύγχυσή του, η
λαίδη Κρεσίντα έσπευσε να του εξηγήσει. «Η Σίλια παντρεύτηκε έναν από
τους διπλωματικούς προστατευόμενους του πατέρα μου. Βρίσκονταν
στην Αραβία, τους είχε στείλει για μια αποστολή ο Βρετανός πρέσβης στην
Αίγυπτο, όταν ο σύζυγος της Σίλια δολοφονήθηκε από εξεγερμένους
αυτόχθονες. Το θυμάμαι πολύ καλά, μάθαμε τα νέα εδώ, στο Κίλελαν. Μας
είπαν ότι τη Σίλια την κρατούσαν αιχμάλωτη σε ένα χαρέμι. Ο πατέρας μου,
η Κάσι και η θεία Σοφία πήγαν στην Αραβία για να την ελευθερώσουν, αλλά
ανακάλυψαν ότι δεν ήθελε να φύγει. Ευτυχώς για τη Σίλια, αποδείχτηκε ότι
ο πρίγκιπάς της από την έρημο είχε τεράστια επιρροή και αμύθητα πλούτη,
κι έτσι ο πατέρας μου του την παρέδωσε ευχαρίστως».
«Και η άλλη σας αδερφή... Κάσι, δεν είπατε;»
«Όταν γλίτωσε από μια ατυχή γνωριμία μ’ έναν ποιητή, ο πατέρας μας,
για να την τιμωρήσει, την έστειλε να μείνει με τη Σίλια. Θα έπρεπε να ξέρει
ότι η Κάσι, ρομαντική από τη φύση της, θα ερωτευόταν τρελά την εξωτική
Ανατολή. Όταν έμαθε πως είχε χάσει και δεύτερη κόρη από έναν πρίγκιπα
της ερήμου, έγινε έξαλλος. Αλλά κι αυτός ο πρίγκιπας είχε τελικά
εξαιρετικές διπλωματικές διασυνδέσεις και ήταν επίσης πολύ
γενναιόδωρος με τα πλούτη του, οπότε ο πατέρας μου αποφάσισε
μεγαλόψυχα να συμβιβαστεί με την ιδέα».
«Πολύ συναρπαστική ιστορία για μια τόσο αγγλική οικογένεια», είπε
κάπως ειρωνικά ο Τζοβάνι.
Εκείνη γέλασε. «Πράγματι! Ο πατέρας μου αποφάσισε ότι δύο σεΐχηδες,
όση επιρροή κι αν έχουν, είναι υπεραρκετοί για μια οικογένεια. Νομίζω πως
φοβάται ότι, αν τις επισκεφτεί κάποια από μας, θα έχει την ίδια μοίρα,
οπότε πρέπει να αρκεστούμε στην ανταλλαγή επιστολών».
«Και είναι ευτυχισμένες οι αδερφές σας;»
«Α, ναι, πολύ ευτυχισμένες. Έχουν τώρα και δικές τους οικογένειες». Η
λαίδη Κρεσίντα κοίταξε με αγάπη το πορτραίτο. «Μόνο γι’ αυτό αντέχω την
απουσία τους, επειδή ξέρω πόσο ευτυχισμένες είναι. Μου λείπουν
τρομερά».
«Μα δεν είστε μόνη σας. Έχετε τη μητριά σας».
«Είναι φανερό πως δεν έχετε γνωρίσει την Μπέλα. Ο πατέρας μου την
παντρεύτηκε λίγο μετά το γάμο της Σίλια. Μάλλον φαντάστηκε ότι η
Μπέλα θ’ αναλάμβανε το ρόλο της Σίλια και θα φρόντιζε εμάς τις τρεις
μικρότερες, καθώς και ότι θα του χάριζε έναν κληρονόμο, αλλά η Μπέλα...
Η Μπέλα τα έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Και, αφότου γεννήθηκε ο Τζέιμς,
το ίδιο και ο πατέρας μου. Ενδιαφέρεται μονάχα για τους αρσενικούς
κληρονόμους του».
«Δυστυχώς, έτσι είναι ο κόσμος, λαίδη Κρεσίντα».
«Κρέσι. Σας παρακαλώ να με λέτε Κρέσι, γιατί κανείς άλλος εδώ δε με
φωνάζει έτσι από τότε που παντρεύτηκε η Κάρολ και η Κορντίλια πήγε στο
Λονδίνο. Είμαι η τελευταία που απόμεινε από τις αδερφές Άρμστρονγκ»,
του είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Αρκετά σας κούρασα όμως με την
ιστορία της οικογένειάς μου».
«Για μένα είναι κρίμα που δεν υπάρχουν άλλα πορτραίτα σας. Μπορώ να
σας ζητήσω... θα θέλατε... θα ήθελα να σας ζωγραφίσω, λαίδη... Κρέσι».
«Να ζωγραφίσετε εμένα! Γιατί στην ευχή θα θέλατε κάτι τέτοιο;»
Η έκφρασή της λίγο έλειψε να τον κάνει να γελάσει, ωστόσο η ένδειξη
χαμηλής αυτοεκτίμησης που υπήρχε στην αντίδρασή της τον θύμωσε. «Θα
είναι μια μαθηματική άσκηση», της απάντησε, με μια ξαφνική έμπνευση.
«Θα ζωγραφίσω ένα πορτραίτο σύμφωνα με τους κανόνες σας κι ένα άλλο
σύμφωνα με τους δικούς μου».
«Δύο πορτραίτα!»
«Σι, δύο». Μία εξιδανικευμένη λαίδη Κρεσίντα και την πραγματική. Για
πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, ο Τζοβάνι ένιωσε τη χαρακτηριστική
έξαψη της σιγουριάς. Άρχισε να αναδεύει μέσα του η καταπιεσμένη
φιλοδοξία. Παρ’ όλο που ακόμη δεν είχε ιδέα πώς θα ήταν το δεύτερο
πορτραίτο του, ήξερε τουλάχιστον ότι θα ήταν δικό του. Ότι θα το
ζωγράφιζε με την καρδιά του. «Δύο», επανέλαβε αποφασιστικά ο Τζοβά-
νι. «Θέση και αντίθεση. Μήπως δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να σας
δώσω τις αποδείξεις που χρειάζεστε για τη θεωρία σας... ή τις αποδείξεις
που την αντικρούουν;» πρόσθεσε προκλητικά, και εσκεμμένα.
«Θέση και αντίθεση». Κούνησε με σοβαρότητα το κεφάλι της.
«Ενδιαφέρουσα άποψη, μόνο που δεν έχω τα μέσα για να σας πληρώσω».
«Δεν είναι παραγγελία για να ζητήσω αμοιβή. Είναι ένα πείραμα».
«Πείραμα».
Το χαμόγελό της του έλεγε πως είχε διαλέξει την κατάλληλη λέξη.
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι θα πρέπει να μένουμε αρκετές ώρες μόνοι μας.
Δεν μπορώ να εργαστώ, αν αποσπάται η προσοχή μου ή με διακόπτουν»,
πρόσθεσε βιαστικά, συνειδητοποιώντας πόσο διφορούμενη ακουγόταν η
πρότασή του. «Θα πρέπει να βρείτε έναν τρόπο να απαλλάσσεστε από τους
αδερφούς σας για κάποιες ώρες».
«Μακάρι να μπορούσα ν’ απαλλαγώ εντελώς απ’ αυτούς». Η Κρέσι
κάλυψε το στόμα με την παλάμη της. «Δεν το εννοώ, βέβαια. Θα βρω
κάποιον τρόπο, αλλά θα ήταν φρόνιμο, πιστεύω, το πείραμά μας να μείνει
μεταξύ μας, σινιόρ». Χαμογέλασε. «Εσείς κι εγώ ξέρουμε ότι διεξάγουμε
έρευνα στο όνομα της επιστήμης, αλλά δε νομίζω ότι η Μπέλα θα το δει
έτσι, αν είμαστε κλεισμένοι κάπου οι δυο μας, με ένα καβαλέτο μόνο για
συντροφιά».
***
Ως Μπέλα Φρόμπισερ, η λαίδη Άρμστρονγκ ήταν μια καμπυλόγραμμη
κοπέλα όταν πρωτογνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της, με «άριστους
γοφούς για γέννα», όπως έλεγε η αδερφή του, η λαίδη Σοφία. Αυτοί οι
γοφοί είχαν γεννήσει μέχρι στιγμής τέσσερα παιδιά, όλα τους γερά αγόρια,
και όπως το υπόλοιπο σώμα της Μπέλα έδειχναν τώρα ταλαιπωρημένοι. Η
φυσική της νωθρότητα, σε συνδυασμό με ένα σύζυγο που δεν
προσπαθούσε ιδιαίτερα να κρύψει την αδιαφορία του για κάθε της πλευρά
πέρα από την ικανότητά της να γεννοβολάει, την έκανε να τρώει όσα γλυκά
λαχταρούσε η ψυχή της. Οι καμπύλες της ήταν πλέον άφθονες και
τρεμούλιαζαν ανησυχητικά μέσα από τις φούστες της, καθώς η κατάστασή
της την είχε αναγκάσει ν’ αποχωριστεί τους κορσέδες της. Αν και μόλις
τριάντα πέντε χρόνων, η Μπέλα φαινόταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη,
ντυμένη όπως ήταν με ένα πολύπτυχο βαθυκόκκινο απογευματινό
φόρεμα, στολισμένο με πλούσιες δαντέλες που δεν κολάκευαν καθόλου
την ανοιχτή επιδερμίδα της. Βουλιαγμένο μες στις εκτάσεις του λίπους, ίσα
που ξεχώριζε ένα χαριτωμένο πρόσωπο με δυο λαμπερά καστανά μάτια.
Αν και ποτέ δεν είχε τη φιλοδοξία να καλλιεργήσει το πνεύμα της, η
Μπέλα χαιρόταν να την αποκαλούν εύθυμη και ήταν πάντοτε εξαιρετικά
κοινωνική, μέχρι που ο σύζυγός της της ξεκαθάρισε πως του γινόταν βάρος
με την πολιτική ασχετοσύνη της. Με συνοπτικές διαδικασίες, εκείνος την
αντικατέστησε στην κεφαλή του τραπεζιού, κατά την παράθεση επίσημων
δείπνων σε πολιτικά πρόσωπα, με την αδερφή του και, αφού φρόντισε να
την καταστήσει έγκυο, την έστειλε στην εξοχή. Εδώ είχε παραμείνει η
Μπέλα, γεννώντας κάθε τόσο γερά αγόρια Αρμστρονγκ, και η μόνη της
χαρά ήταν οι γιοι της. Αν και ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε τον
άντρα της, ευχόταν να είναι κόρη το επόμενο παιδί, γιατί σίγουρα της άξιζε
μια τέτοια παρηγοριά, ένα κορίτσι που θα έδινε στη μαμά της τη στοργή
που λαχταρούσε.
Απογοητευμένη από τις αρχές σχεδόν του γάμου της και ανήμπορη να το
εκφράσει στον υπεύθυνο για την απογοήτευσή της, η Μπέλα είχε στρέψει
την οργή της στις κόρες του, πράγμα καθόλου δύσκολο μια που αυτές
έδειχναν φανερά ότι τη θεωρούσαν σφετερίστρια. Η κακία της της είχε
γίνει πλέον συνήθεια, που δε σκεφτόταν καν να την κόψει. Ούσα έγκυος
και πρησμένη, μες στη μοναξιά και την πλήξη, δεν ήταν διόλου παράξενο,
λοιπόν, που ο Τζοβάνι, με την εκπληκτική αρρενωπή ομορφιά του, που την
τόνιζε η αυστηρή μαύρη ενδυμασία του, της φάνηκε σαν δώρο από τους
θεούς που πίστευε ότι την είχαν εγκαταλείψει.
«Λαίδη Άρμοστρονγκ, είναι τιμή και χαρά μου που σας γνωρίζω», της είπε,
σκύβοντας πάνω από το παχύ χέρι της με τα δαχτυλίδια, ενώ εκείνη ήταν
ξαπλωμένη στη σεζλόνγκ.
Η Μπέλα χαμογέλασε ξέπνοα. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της τέτοιο θεϊκό
δείγμα ανδρισμού. «Από τη γοητευτική προφορά σας καταλαβαίνω πως
είστε Ιταλός».
«Από την Τοσκάνη», είπε κοφτά η Κρέσι, ανεξήγητα ενοχλημένη από την
εξαιρετική επίδραση που είχε ο Τζοβάνι στη μητριά της. Κάθισε σε μια
καρέκλα απέναντι και κοίταξε επικριτικά την ξαπλωμένη μορφή της λαίδης
Άρμστρονγκ. «Αισθάνεσαι πάλι αδιάθετη; Μήπως να σε αφήσουμε να
πάρεις μόνη σου το τσάι σου;»
Κοκκινίζοντας, η Μπέλα παραμέρισε τη μαλακή κασμιρένια εσάρπα που
κάλυπτε τα γόνατά της και ανασηκώθηκε με κόπο. «Σ’ ευχαριστώ,
Κρεσίντα. Είμαι αρκετά καλά για να σερβίρω στον σινιόρ Ντι Ματέο ένα
φλιτζάνι τσάι. Γάλα ή λεμόνι, σινιόρ; Τίποτα; Α, μάλλον εσείς οι Ιταλοί δεν
πίνετε πολύ τσάι. Είναι μια αγγλική συνήθεια που ομολογώ ότι μου αρέσει
πολύ. Κέικ; Ω, αν δε θέλετε, θα πρέπει να φάω εγώ το κομμάτι σας, αλλιώς
θα προσβληθεί η μαγείρισσα, γιατί η Κρεσίντα, ξέρετε, δεν τρώει γλυκά.
Ίσως, αν έτρωγε, να βελτιωνόταν κάπως το ταμπεραμέντο της. Η προγονή
μου είναι πολύ σοβαρή, όπως σίγουρα θα έχετε ήδη καταλάβει, σινιόρ. Η
Κρεσίντα δεν μπορεί ν’ απολαύσει κάτι τόσο επιπόλαιο όσο ένα κέικ. Θα
γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι έχει αναλάβει προς το παρόν ως γκουβερνάντα
τους δύο από τους γιους μου. Τον Τζέιμς και τον Χάρι. Θα πρέπει να μάθετε
περισσότερα γι’ αυτούς, φαντάζομαι, αν θέλετε ν’ αποδώσετε σωστά τα
αγγελούδια μου». Σταματώντας επιτέλους για να πάρει ανάσα, χαμογέλασε
και έβαλε στο στόμα της πάνω από μισή φέτα κέικ με μαρμελάδα.
«Ο λόρδος Άρμστρονγκ με πληροφόρησε ότι οι γιοι του είναι γοητευτικά
παιδιά», είπε ο Τζοβάνι, μες στη σιωπή που την έσπαγε μονάχα το
μασούλημα της οικοδέσποινάς του. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και
καταβρόχθισε άλλες τρεις μπουκιές κέικ. Υπνωτισμένος από την
ικανότητά της να βάζει τόσο μεγάλες μπουκιές σε ένα σχετικά μικρό
στόμα, ο Τζοβάνι έχασε προς στιγμήν τα λόγια του.
Τινάζοντας τα ψίχουλα από τα δάχτυλά της, η Μπέλα άρχισε πάλι να μιλά,
αυτή τη φορά εκθειάζοντας τις πολλές και ποικίλες χάρες των λατρεμένων
της αγοριών. «Τρελαίνονται να κάνουν αστεία, επίσης», είπε γλυκά. «Η
Κρεσίντα ισχυρίζεται πως είναι απείθαρχοι, μα εγώ της λέω ότι είναι απλώς
ζήτημα εκτίμησης». Χαμογέλασε με κακία στην προγονή της. «Δε γίνεται να
μεταδώσει κανείς με το ζόρι πολλές βαρετές γνώσεις σε τόσο έξυπνα
παιδιά. Μια τέτοια μέθοδος διδασκαλίας είναι πολύ καλή για μικρά
κορίτσια, αλλά για αγόρια ζωηρά σαν τα δικά μου... α, δε μου αρέσει να
κριτικάρω, αλλά πιστεύω πως ήταν λάθος που δεν προσλάβαμε μια
γκουβερνάντα με τα κατάλληλα προσόντα για να αντικαταστήσει την
αγαπητή δεσποινίδα Μίτσαμ».
«Η αγαπητή δεσποινίς Μίτσαμ έφυγε επειδή δεν άντεχε άλλο την
υποτιθέμενη ζωηράδα των αδερφών μου», παρενέβη η Κρέσι.
«Ω, ανοησίες! Γιατί βλέπεις πάντα τόσο αρνητικά όλα όσα κάνουν οι
αδερφοί σου; Η δεσποινίς Μίτσαμ έφυγε επειδή ένιωθε πως δεν ήταν σε
θέση να διδάξει τόσο έξυπνα παιδιά. “Εύχομαι διακαώς να λάβουν ό,τι τους
αξίζει”, μου είπε όταν έφυγε και συμφωνώ απολύτως. Για να είμαι απόλυτα
ειλικρινής, δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο πατέρας σου αναθέτοντάς σου έναν
τέτοιο ρόλο, Κρεσίντα. Αν και μάλλον το ζήτημα είναι ότι δεν ήξερε τι ρόλο
να σου αναθέσει, μια που είσαι ολοφάνερα ακατάλληλη να παίξεις τη
σύζυγο. Ύστερα από... πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που σε παρουσίασα
στην κοινωνία;»
«Έξι».
Η Μπέλα κούνησε το κεφάλι της στον Τζοβάνι. «Έξι χρόνια και, παρ’ όλες
τις προσπάθειες που κάναμε κι εγώ κι ο πατέρας της, δεν κατάφερε να βρει
ένα σύζυγο», είπε γλυκά. «Δε μου αρέσει να καυχιέμαι, αλλά η Κάρολαϊν
έφυγε πολύ εύκολα από τα χέρια μου, και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η
Κορντίλια θα δοθεί ακόμη πιο γρήγορα. Δεν έχετε γνωρίσει τις αδερφές της
Κρεσίντα, αλλά δυστυχώς δεν έχει την ομορφιά τους. Ακόμη και η Σίλια, η
μεγαλύτερη, που ζει στην Αραβία, έχει τα θέλγητρά της, παρ’ όλο που η
καλλονή ήταν ανέκαθεν η Κασσάνδρα. Φαντάζομαι πως είναι αναμενόμενο
να βγει άχαρη η μία αδερφή στις πέντε. Αν δεν ήταν τόσο δήθεν
διανοούμενη, πιστεύω πως όλο και κάτι θα είχα κάνει μ’ αυτήν». Η Μπέλα
ανασήκωσε τους ώμους της και χαμογέλασε πάλι γλυκά στον Τζοβάνι.
«Αλλά τους τρόμαξε όλους».
Για να μη δώσει την εντύπωση μικρού παιδιού που κάνει μούτρα, η Κρέσι
προσπάθησε να μην την αγριοκοιτάξει. Τα λόγια της μητριάς της έμοιαζαν
τόσο πολύ μ’ εκείνα του πατέρα της, που για μια στιγμή ήταν σίγουρη ότι
αυτός και η Μπέλα συνωμοτούσαν για να τη μειώσουν. Αν και η Μπέλα δεν
είχε πει κάτι καινούριο, ούτε κάτι που να μην το είχε ήδη ξεφουρνίσει η
Κρέσι στον Τζοβάνι από την πρώτη τους συνάντηση, ήταν ενοχλητικό να
πρέπει ν’ ακούει να κρίνουν με τέτοιον τρόπο το χαρακτήρα της. Όσο για
το τι θα σκεφτόταν ο Τζοβάνι για τους απαίσιους τρόπους της Μπέλα, δεν
ήθελε καν να το διανοηθεί.
Άφησε απότομα κάτω το φλιτζάνι της, αποφασισμένη να στρέψει τη
συζήτηση στο ζήτημα του πορτραίτου, μα η Μπέλα, που είχε
αναζωογονηθεί με ένα κορνέ κρέμας, δεν είχε τελειώσει. «Τώρα θυμήθηκα!
Υπήρξε ένας άντρας που ο πατέρας σου κι εγώ πιστεύαμε ότι θα σου
ταίριαζε. Πώς τον έλεγαν, Κρεσίντα; Ξανθά μαλλιά, συνεσταλμένος,
ένας έξυπνος νέος. Έδειχνες ξετρελαμένη μαζί του. Θυμάμαι που έλεγα
στον πατέρα σου, αυτόν σίγουρα θα τον τυλίξει. Μας είχες πει, μάλιστα, ότι
θα ερχόταν να μας επισκεφτεί, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Είχε αναλάβει μια
αποστολή λίγο αργότερα, τώρα που το σκέφτομαι. Έλα τώρα, θα πρέπει
να τον θυμάσαι, δε σε έπνιγαν δα και οι μνηστήρες! Αχ, πώς τον έλεγαν;»
Η Κρέσι άρχισε να αναψοκοκκινίζει. Σκέψου κάτι κρύο, είπε στον εαυτό
της. Πάγο. Χιόνι. Μάταια όμως. Η μέση της άρχισε να ιδρώνει. Επειδή η ίδια
είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της να μην τον σκεφτεί ποτέ ξανά, πίστευε ότι
θα τον ξεχνούσε και η Μπέλα...
«Τζάιλς!» αναφώνησε η Μπέλα. «Τζάιλς Πέιτον».
«Μπέλα, είμαι σίγουρη ότι ο σινιόρ Ντι Ματέο...»
«Ήταν αρκετά εμφανίσιμος, άπαξ και συνήθιζες τη συστολή του. Ο
σύζυγός μου πίστευε ότι θα ταίριαζαν. Δεν κάνει συχνά λάθος, αλλά σε
αυτή την περίσταση... είναι γεγονός ότι στους άντρες δεν αρέσουν οι
έξυπνες γυναίκες. Η πρώτη σύζυγος του άντρα μου, η Κάθριν, είχε τη φήμη
διανοούμενης και δείτε πώς κατέληξε -με πέντε κόρες, και πέθανε ενώ η
τελευταία ήταν ακόμη με φασκιές. Όταν ζήτησε το χέρι μου ο λόρδος
Άρμστρονγκ, μου είπε ότι αυτό που τον προσέλκυσε σ’ εμένα ήταν που
ήμουν εντελώς διαφορετική από την πρώτη του σύζυγο, και το θεώρησα
μεγάλο κομπλιμέντο. Όχι, στους άντρες δεν αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες.
Σίγουρα θα συμφωνείτε, σινιόρ».
Παίρνοντας χαρωπά άλλο ένα γλύκισμα, η Μπέλα κοίταξε ερωτηματικά
τον Τζοβάνι, αλλά, προτού προλάβει εκείνος να μιλήσει, η Κρέσι σηκώθηκε
όρθια. «Ο σινιόρ Ντι Ματέο ήρθε εδώ για να ζωγραφίσει το πορτραίτο των
αδερφών μου, Μπέλα, όχι για να συζητήσει τι θεωρεί ελκυστικό σε μια
γυναίκα». Ξεροκατάπιε. «Με συγχωρείς. Κι εσείς, σινιόρ Ντι Ματέο. Έχω
πονοκέφαλο και με κάνει να ξεχνάω τους καλούς μου τρόπους».
«Ελπίζω να μη σκοπεύεις ν’ αποσυρθείς στο δωμάτιό σου, Κρεσίντα. Ο
Τζέιμς και ο Χάρι...»
«Γνωρίζω πολύ καλά τα καθήκοντά μου, ευχαριστώ».
«Αν επιθυμείς, ωστόσο, να μην παρευρεθείς στο δείπνο, είμαι σίγουρη ότι
ο σινιόρ Ντι Ματέο κι εγώ θα τα καταφέρουμε μια χαρά χωρίς τη
συντροφιά σου».
«Δεν αμφιβάλλω», μουρμούρισε η Κρέσι, θέλοντας μονάχα να φύγει
προτού χάσει εντελώς την ψυχραιμία της ή ξεσπάσει σε κλάματα. Ένιωθε
έτοιμη και για τα δύο και ήταν αποφασισμένη να μη δώσει στην Μπέλα την
ικανοποίηση να δει πόσο την είχε ταράξει.
Καθώς όμως έκανε μεταβολή για να φύγει, ο Τζοβάνι σηκώθηκε όρθιος.
«Οφείλω να σας ενημερώσω ότι κάνετε λάθος σε μερικά σημεία, λαίδη
Άρμστρονγκ», είπε κοφτά. «Πρώτον, υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι άντρες,
κι εγώ ανάμεσά τους, που τους ευχαριστεί πολύ η συντροφιά μιας έξυπνης
γυναίκας, και, δεύτερον, δυστυχώς προτιμώ να δειπνώ μόνος μου όταν
εργάζομαι. Και τώρα να με συγχωρείτε, αλλά θα ήθελα να με συστήσει η
γκουβερνάντα στα παιδιά».
Με ένα πολύ ιταλικό χτύπημα των τακουνιών του μεταξύ τους και μια
πολύ ελαφριά υπόκλιση, ο Τζοβάνι έπιασε την Κρέσι από το μπράτσο και
την τράβηξε μαζί του έξω από το σαλόνι.
***
«Λαίδη Κρεσίντα... Κρέσι... Σταματήστε. Τα παιδιά μπορούν να περιμένουν
λίγο ακόμη. Εσείς τρέμετε». Ανοίγοντας μια πόρτα στην τύχη, ο Τζοβάνι την
οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο, που προφανώς δεν το χρησιμοποιούσαν
πλέον, καθώς μύριζε κλεισούρα και τα παντζούρια ήταν κλειστά. «Ελάτε,
καθίστε εδώ. Δεν εκπλήσσομαι που έχετε ταραχτεί τόσο. Το φαρμάκι της
μητριάς σας το ξεπερνά μονάχα η ικανότητά της να καταβροχθίζει γλυκά».
Προς μεγάλη του ανακούφιση, η Κρέσι γέλασε. «Οι αδερφές μου κι εγώ τη
βλέπαμε παλιά σαν την κακιά μητριά των παραμυθιών. Δεν ξέρω γιατί μας
μισεί τόσο πολύ -αν και ο πατέρας μου έχει δίκιο, δεν της έχουμε δώσει
λόγους να μας αγαπήσει».
«Πέντε κόρες, όλες πιο έξυπνες απ’ αυτήν και όλες πολύ πιο όμορφες...»
«Τέσσερις πιο όμορφες».
«Για να συνεχίσουμε την παρομοίωση με τα παραμύθια, γιατί είστε τόσο
αποφασισμένη να θεωρείτε τον εαυτό σας την άσχημη αδερφή;»
Η Κρέσι ανασήκωσε τους ώμους της. «Γιατί είναι αλήθεια. Γιατί έτσι ήταν
πάντοτε. Έχετε αδέρφια;»
«Όχι». Τουλάχιστον, κανένα που να γνωρίζει την ύπαρξή του, πράγμα που
ήταν το ίδιο. «Γιατί ρωτάτε;»
«Αναρωτιόμουν αν όλες οι οικογένειες είναι ίδιες. Στη δική μου, ο πατέρας
μου μας έβαλε ταμπέλες σχεδόν από τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Η Σίλια
είναι η διπλωμάτης, η Κάσι η όμορφη, η Κάρολαϊν η φιλότιμη που πάντοτε
μπορείς να βασιστείς πάνω της, η Κορντίλια η γοητευτική κι εγώ... εγώ είμαι
η άχαρη. Περιστασιακά χαρακτηρίζομαι και έξυπνη, αλλά, πιστέψτε με, ο
πατέρας μου το λέει μονάχα ως προσβολή. Δεν μπορεί να μας δει πέρα από
τους χαρακτηρισμούς του, ούτε καν τη Σίλια, για την οποία ήταν πάρα πολύ
περήφανος επειδή του ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμη».
Ο Τζοβάνι έσμιξε τα φρύδια του. «Μα κάνει ακριβώς το ίδιο στη μητριά
σας. Την έχει μόνο για να γεννοβολάει. Διόλου παράξενο που αισθάνεται
κατώτερη, και διόλου παράξενο που το κρύβει, προσπαθώντας πάντα να
σας βάζει στη θέση σας. Είναι άξεστη και ξεδιάντροπη, και νιώθει μοναξιά,
οπότε ξεσπά σ’ εσάς και τις αδερφές σας. Δε δικαιολογείται, αλλά είναι
κατανοητό».
«Δεν είχα σκεφτεί... Ω, δεν ξέρω, ίσως να έχετε δίκιο, αλλά αυτή τη στιγμή
δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα επιεικής μαζί της».
Η Κρέσι σκάλιζε ένα πετσάκι στο μικρό της δαχτυλάκι και τώρα άρχισε να
ματώνει. Χωρίς να το σκεφτεί, ο Τζοβάνι της σήκωσε το χέρι και σφούγγισε
το αίμα με το ακροδάχτυλό του για να μη στάξει στο φόρεμά της. Ύστερα
έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη του και έγλειψε το αίμα. Εκείνη δεν έβγαλε
άχνα, δεν έκανε καμιά κίνηση, μόνο τον κοιτούσε με τα καταγάλανα μάτια
της. Του θύμιζαν τις φορές που πήγαιναν για ψάρεμα νωρίς το πρωί στην
πατρίδα του όταν ήταν μικρός, με τη θάλασσα να λαμποκοπά και τη βάρκα
του πατέρα του να λικνίζεται στα κύματα. Του ανθρώπου που νόμιζε πως
ήταν ο πατέρας του.
Καθώς είχε στο χέρι του τον λεπτό καρπό της, τα χείλη του έκλεισαν γύρω
από το δάχτυλό της και το πιπίλισε μαλακά. Αφήνοντας αργά το δάχτυλό
της να γλιστρήσει έξω από το στόμα του, έσυρε τη γλώσσα του στην
παλάμη της και χάιδεψε με τα χείλη του τον αντίχειρά της. Ξαφνικά, ο
πόθος του φούντωσε και το αίμα του όρμησε κατευθείαν στο βουβώνα
του, αιφνιδιάζοντάς τον. Τι στην ευχή έκανε;
Πετάχτηκε όρθιος και έκλεισε το σακάκι του, για να κρύψει πόσο
ολοφάνερα ξαναμμένος ήταν. «Προσπαθούσα να μην... με συγχωρείτε, δεν
έπρεπε να φερθώ τόσο... ανάρμοστα», είπε κοφτά. Έπρεπε να τον είχε
σταματήσει! Γιατί δεν τον σταμάτησε; Γιατί, για κείνη, δεν ήταν παρά μια
ενστικτώδης πράξη καλοσύνης για να μη λερωθεί το φόρεμά της. Και αυτό
ήταν μόνο. Η διέγερσή του ήταν απλώς ενστικτώδης. Στην πραγματικότητα
δεν την ποθούσε. Καθόλου.
«Ήταν κουραστική μέρα», είπε ο Τζοβάνι, μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο. «Με την
άδειά σας, θα ήθελα να γνωρίσω τώρα τα μοντέλα μου και μετά θα στήσω
το ατελιέ μου. Και θα δειπνήσω εκεί, αν έχετε την καλοσύνη να μου
στείλετε φαγητό».
«Δε θα αλλάξετε γνώμη και να δειπνήσετε μαζί μας;»
Τον κοίταξε με τόση στενοχώρια, που ο Τζοβάνι παραλίγο να υποκύψει.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του με αποφασιστικότητα. «Σας είπα, όταν
εργάζομαι, δε θέλω να αποσπάται η προσοχή μου. Πρέπει να είμαι
συγκεντρωμένος».
«Ναι, ασφαλώς. Σας καταλαβαίνω απόλυτα», είπε η Κρέσι και σηκώθηκε
όρθια. «Και το να με ζωγραφίσετε, θα αποσπάσει επίσης την προσοχή σας.
Καλύτερα να εγκαταλείψουμε το μικρό μας πείραμα».
«Όχι!» Την έπιασε από το μπράτσο καθώς εκείνη στράφηκε προς την
πόρτα. «Θέλω να σε ζωγραφίσω, Κρέσι. Το έχω ανάγκη να σε ζωγραφίσω.
Για να σου αποδείξω ότι κάνεις λάθος, θέλω να πω», πρόσθεσε. «Για να σου
αποδείξω ότι η ζωγραφική δεν είναι απλώς μερικοί κανόνες, ότι η ομορφιά
είναι υποκειμενική για τον καλλιτέχνη». Ακολούθησε το σχήμα του
προσώπου της με το δάχτυλό του, από το συνοφρυωμένο της μέτωπο ως
το απαλό μάγουλό της κι από κει στο πιγούνι της. «Θα με βοηθήσεις να το
κάνω;»
Τον κοίταξε με βλέμμα ανεξιχνίαστο κι ύστερα τον ξάφνιασε μ’ ένα
χαμόγελο. «Ω, πολύ αμφιβάλλω ότι θα μπορέσετε να με κάνετε όμορφη.
Θα βάλω, μάλιστα, τα δυνατά μου να μην το καταφέρετε, γιατί πρέπει να
σας πω ότι η θεωρία μου εξαρτάται απ’ αυτό».
Κεφάλαιο 3

Η Κρέσι στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου διδασκαλίας στον


τελευταίο όροφο του σπιτιού και κοιτούσε αφηρημένα τον Τζέιμς και τον
Χάρι που προσπαθούσαν να λύσουν τα προβλήματα αριθμητικής. Οι
δίδυμοι, ο Τζορτζ και ο Φρέντερικ, κάθονταν στο διπλανό θρανίο και ήταν
απασχολημένοι με τις χρωματιστές κιμωλίες τους. Επικρατούσε μια
ασυνήθιστη σιωπή. Για πρώτη φορά και τα τέσσερα αγόρια ήταν φρόνιμα,
μια που τους είχε δοθεί η υπόσχεση ότι θα έπαιρναν το απογευματινό τους
τσάι μαζί με τη μαμά τους, αν ήταν υπάκουοι. Στη γωνιά του δωματίου, με
ένα μεγάλο μπλοκ ιχνογραφίας ισορροπημένο στο γόνατό του, ο Τζοβάνι
έκανε τα προκαταρκτικά σκίτσα για το πορτραίτο τους. Τα μοντέλα του
τον αγνοούσαν, μα όχι και η αδερφή τους.
Φαινόταν απόλυτα απορροφημένος στη δουλειά του, σκέφτηκε η Κρέσι.
Δεν την άφηνε να κοιτάξει τα σχέδια, οπότε κι εκείνη κοιτούσε αυτόν,
πράγμα διόλου δυσάρεστο -ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφος, κι ακόμη
περισσότερο τώρα που η συνοφρυωμένη του έκφραση αμαύρωνε το
τέλειο προφίλ του, δίνοντας έμφαση στα λάγνα χαρακτηριστικά του. Αυτό,
μαζί με τα έντονα ζυγωματικά του και το τετράγωνο σαγόνι του, που
έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με τα σαρκώδη χείλη του και τις πυκνές
μεταξένιες βλεφαρίδες, καθιστούσαν τη σχεδόν θηλυκή ομορφιά του
αναμφίβολα αρρενωπή.
Τα δάχτυλά του ήταν μακριά και κομψά, και δεν είχαν λερωθεί σχεδόν
καθόλου από το κάρβουνο που κρατούσε. Τα δικά της χέρια ήταν γεμάτα
σκόνη κιμωλίας και το φόρεμά της τσαλακωμένο και βρόμικο στο σημείο
που το είχε πιάσει ο Χάρι. Όσο για τα μαλλιά της, θα ήταν δίχως άλλο
ανακατωμένα όπως συνήθως. Τα ρούχα του Τζοβάνι, από την άλλη, ήταν
άψογα. Είχε βγάλει το σακάκι του και είχε ανασηκώσει τα μανίκια του
πουκαμίσου του απολύτως συμμετρικά. Αδύνατον να τον φανταστεί
ατημέλητο. Οι βραχίονές του, νευρώδεις περισσότερο παρά μυώδεις, ήταν
ηλιοκαμένοι και καλύπτονταν από μεταξένιες μαύρες τρίχες. Ήταν
περισσότερο λυγερόκορμος παρά γεροδεμένος. Σαν αιλουροειδές; Όχι, δεν
ήταν η σωστή λέξη. Έμοιαζε με αρπακτικό, και παρ’ όλο που η όψη του είχε
κάτι έμφυτα αισθησιακό, είχε ταυτόχρονα και κάτι σκληρό, σαν διαμάντι.
Αν δεν ήταν τόσο μεγάλο κλισέ, η Κρέσι θα έμπαινε στον πειρασμό να τον
χαρακτηρίσει διαβολικό.
Τον παρατηρούσε καθώς εκείνος μελετούσε τα αγόρια. Το βλέμμα του
ήταν ψυχρό, αναλυτικό, σχεδόν απόμακρο. Τα κοιτούσε σαν να ήταν
αντικείμενα παρά άνθρωποι. Οι αδερφοί της, όταν τους είχε συστήσει στον
Τζοβάνι, ήταν άτακτοι και έκαναν φιγούρα, προσπαθώντας να του
τραβήξουν την προσοχή. Η απόλυτη αδιαφορία του για τα καμώματά τους
τους είχε σαστίσει, τόσο συνηθισμένοι ήταν να τους παραχαϊδεύουν και να
τους κακομαθαίνουν, τέτοια σιγουριά είχαν πως αποτελούσαν το
επίκεντρο του σύμπαντος. Η Κρέσι είχε δαγκώσει τα χείλη της για να μη
βάλει τα γέλια. Οι αδερφοί της δεν είχαν μάθει να τους αγνοούν. Θα έπρεπε
να θυμάται στο μέλλον πόσο αποτελεσματική τακτική ήταν.
Έστρεψε το βλέμμα της στη θέα έξω από το παράθυρο. Σήμερα το
απόγευμα είχαν συμφωνήσει ότι ο Τζοβάνι θα ξεκινούσε το πορτραίτο της.
Τη θέση πρώτα, της είχε πει, μια εξιδανικευμένη λαίδη Κρεσίντα. Πώς το
είχε περιγράφει; Μια τέλεια εκδοχή του προσώπου που παρουσίαζε εκείνη
στον κόσμο. Δεν ήταν σίγουρη τι εννοούσε ο Τζοβάνι, μα ένιωθε άβολα με
την ιδέα ότι εκείνος μπορούσε να δει ό,τι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να
δουν οι άλλοι. Να διαισθανόταν άραγε και την απογοήτευσή της; Ή, Θεός
φυλάξοι, την κρυφή ντροπή της σχετικά με τον Τζάιλς; Να τη θεωρούσε
άραγε δυστυχισμένη; Ήταν δυστυχισμένη; Για όνομα του Θεού, ένας
πίνακας ήταν μόνο, δε χρειαζόταν να αγωνιά έτσι!
Ο Τζοβάνι είχε ξεχωρίσει μία από τις σοφίτες για ατελιέ τους, που την
πλημμύριζε το φως από τους φεγγίτες μέχρι αργά το απόγευμα και όπου
θα ήταν μόνοι τους και δε θα τους ενοχλούσε το υπηρετικό προσωπικό. Για
να έχει ελεύθερο χρόνο, η Κρέσι είχε προσφερθεί να προσέχει και τα
τέσσερα αγόρια κάθε πρωί, αφήνοντάς τα στη φύλαξη της Τζέινι, της
νταντάς, τα απογεύματα που η Μπέλα συνήθως κοιμόταν μετά το τσάι της.
Αργότερα εκείνη τη μέρα, ο Τζοβάνι θα ξεκινούσε τη διαδικασία
μεταμόρφωσης της Κρέσι σ’ αυτό που είχε εκείνη αποδείξει,
ζωγραφίζοντάς τη σύμφωνα με τους μαθηματικούς κανόνες που είχε
μελετήσει και αναπαριστώντας το θεώρημά της σε καμβά. Η ελαιογραφία
της θα ήταν μια λαμπερή εκδοχή του πραγματικού της εαυτού. Και ο
δεύτερος πίνακας, που θα απεικόνιζε τον άλλο της εαυτό, την κρυφή Κρέσι,
θα ήταν το ταίρι του. Πώς θα απεικόνιζε άραγε ο Τζοβάνι αυτή την πλευρά
της, την Κρέσι που πίστευε ότι εκείνη έκρυβε βαθιά μέσα της; Και θα είχαν
καμία σχέση με την ίδια είτε η μία είτε ή άλλη εκδοχή της; Θα ήταν οι
πίνακες ή το αντικείμενό τους όμορφα, σύμφωνα με την άποψη του
δημιουργού τους; Τόσο πολύ είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα των
πορτραίτων, ώστε τα είχε σκεφτεί μονάχα θεωρητικά. Κάποιος όμως -
ποιος ήταν άραγε;- είχε ισχυριστεί ότι ο καλλιτέχνης μπορούσε να δει μέσα
στην ψυχή. Ο Τζοβάνι σίγουρα θα γνώριζε την απάντηση, αλλά δε θα τον
ρωτούσε. Δεν ήθελε να δει κανείς μέσα στην ψυχή της. Αν και δεν πίστευε
πως ήταν αλήθεια.
Γυρνώντας την πλάτη της στο παράθυρο, συνάντησε το σταθερό του
βλέμμα. Πόση ώρα την κοιτούσε; Το χέρι του έτρεχε στο χαρτί,
αναπαριστώντας ό,τι έβλεπε, αναπαριστώντας την ίδια, όχι τους αδερφούς
της. Το χέρι του κινούνταν, μα το βλέμμα του όχι. Η ένταση της ματιάς του
δημιουργούσε την αίσθηση πως ήταν μόνοι τους μέσα στο δωμάτιο
διδασκαλίας. Η Κρέσι έπιασε ασυναίσθητα τα μαλλιά της. Δεν της άρεσε να
την κοιτάζουν έτσι. Ένιωθε... όχι σαν να ήταν γυμνή, αλλά σαν να την είχαν
γδύσει. Κανείς δεν την κοιτούσε έτσι, τόσο διαπεραστικά.
Η Κρέσι ξερόβηξε κοιτώντας επιδεικτικά το ρολόι στον τοίχο. «Τζέιμς,
Χάρι, για να δω πώς τα πάτε με τα προβλήματά σας». Ρίχνοντας μια ματιά
στον Τζοβάνι, είδε ότι εκείνος είχε περάσει σε μια νέα κόλλα χαρτί και
σκιτσάριζε και πάλι τα αγόρια. Να την είχε φανταστεί την επαφή μεταξύ
τους; Μόνο τώρα που είχε χαθεί αυτή η επαφή, πρόσεξε ότι η καρδιά της
σφυροκοπούσε και το στόμα της ήταν στεγνό.
Τι ανοησίες σκεφτόταν! Ο Τζοβάνι ήταν καλλιτέχνης κι εκείνη το μοντέλο
του, αυτό ήταν όλο. Απλώς την ανέλυε και μελετούσε τα χαρακτηριστικά
της, όπως θα μελετούσε ένας επιστήμονας κάποιο δείγμα. Άντρες ωραίοι
σαν τον Τζοβάνι ντι Ματέο δεν ενδιαφέρονταν για γυναίκες άχαρες σαν την
Κρέσι Άρμστρονγκ, και η Κρέσι καλά θα έκανε να το θυμάται αυτό.
***
Στη σοφίτα ήταν ζεστά, καθώς ο απογευματινός ήλιος είχε θερμάνει το
ανάερο δωμάτιο. Κόκκοι σκόνης αιωρούνταν και στροβιλίζονταν στις
ηλιαχτίδες. Ο Τζοβάνι έβγαλε το σακάκι του και ανασκουμπώθηκε.
Μπροστά του, ένας λευκός καμβάς ήταν στημένος στο καβαλέτο του. Στην
άλλη μεριά του δωματίου, ποζάροντας αδέξια πάνω σε μια κόκκινη
βελούδινη καρέκλα, καθόταν η Κρέσι. Εκείνος είχε ανακαλύψει την καρέ-
κλα σε ένα άλλο από τον κυκεώνα των δωματίων της σοφίτας και του είχε
φανεί ιδανικό σύμβολο για τη σύνθεσή του. Ήταν επίσημη και λειτουργική,
ωστόσο αισθησιακή, κάπως σαν τη γυναίκα που καθόταν άβολα πάνω της.
Ο Τζοβάνι της χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Έχετε πάρει μια έκφραση σαν
να είστε η βασίλισσα της Γαλλίας καθ’ οδόν προς την γκιλοτίνα. Θα
αναπαραστήσω τη μορφή σας, δε θα σας κόψω το κεφάλι».
Εκείνη γέλασε, μα το γέλιο της ήταν τυπικό. «Αν αναπαραστήσετε τη
μορφή μου, εσείς θα χάσετε, σινιόρ. Είμαι...»
«Αν μου υπενθυμίσετε γι’ άλλη μια φορά ότι δεν είστε όμορφη, σινιορίνα,
θα μπω στον πειρασμό να σας το κόψω το κεφάλι». Ο Τζοβάνι αναστέναξε
εκνευρισμένος. Παρ’ όλο που ήξερε πώς ακριβώς ήθελε να τη ζωγραφίσει,
δεν μπορούσε να ξεκινήσει, γιατί εκείνη ήταν πολύ τσιτωμένη. «Ελάτε εδώ,
να σας εξηγήσω λίγο τη διαδικασία».
Αντικατέστησε τον καμβά με τον σχεδιαστικό του πίνακα και έβαλε
επάνω μια μεγάλη κόλλα χαρτί. Η Κρέσι πλησίασε επιφυλακτικά, λες και
κινδύνευε να δεχτεί επίθεση από την κενή σελίδα. Όλο το πρωί ήταν
μαζεμένη, με μια αμυντική διάθεση. «Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε», της
είπε και την τράβηξε πιο κοντά.
«Δε φοβάμαι».
Σούφρωσε τα χείλη της και σταύρωσε τα χέρια. Είχε κλειστεί στον εαυτό
της. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο απρόθυμο μοντέλο», είπε ο Τζοβάνι. «Σίγουρα
δε φοβάστε μήπως σας κλέψω την ψυχή;»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
Τον αγριοκοίταζε τώρα, κι αυτό δεν ήταν διόλου καλό σημάδι. «Λένε ότι
ένας πίνακας αντανακλά την ψυχή σαν καθρέφτης. Με την απεικόνιση της
μορφής σας, υποστηρίζουν κάποιοι, είναι σαν να παραδίδετε την ψυχή σας.
Για αστείο το είπα, Κρέσι. Μια μαθηματικός σαν εσένα αποκλείεται να πι-
στεύει τέτοιες ανοησίες».
Εκείνη κοίταξε το λευκό χαρτί, σμίγοντας τα φρύδια της. «Ο Χόλμπαϊν
ήταν; Ο καλλιτέχνης που ζωγράφιζε την ψυχή στα μάτια, εννοώ. Ο
Χόλμπαϊν ήταν; Δεν μπορούσα να τον θυμηθώ προηγουμένως, στο
δωμάτιο διδασκαλίας».
«Ο Χανς Χόλμπαϊν ο Νεότερος. Αυτό φοβάσαι; Ότι δε θα σου κλέψω την
ψυχή, αλλά θα δω μέσα της;»
«Ασφαλώς όχι. Δεν ξέρω καν γιατί το ανέφερα». Μετακινήθηκε λίγο για
να συνέλθει και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Η διαδικασία. Είπατε ότι θα μου
την εξηγούσατε».
Τα περισσότερα μοντέλα του, ιδίως οι γυναίκες, ήταν έτοιμα να
ξεγυμνώσουν την ψυχή τους μπροστά του, προτού προσφερθούν να
ξεγυμνώσουν το κορμί τους. Η Κρέσι, από την άλλη, έδειχνε αποφασισμένη
να μην αποκαλύψει τίποτε από τον εαυτό της. Είχε ορθώσει γύρω της
τείχη, μα ο Τζοβάνι την είχε μάθει πλέον αρκετά καλά και ήξερε πώς να τα
αποφύγει. Πήρε ένα κομμάτι κάρβουνο και στράφηκε προς τον
σχεδιαστικό πίνακα.
«Πρώτα, χωρίζω τον καμβά σε ίσα μέρη, έτσι». Σχεδίασε ένα πλέγμα. «Σε
θέλω στο κέντρο ακριβώς του πίνακα, έτσι ώστε αυτή εδώ η γραμμή να
τέμνει το πρόσωπό σου και να διατρέχει το σώμα σου κάτω από τη μέση,
ευθυγραμμίζοντας το προφίλ και τα χέρια σου, που προσδιορίζουν το ένα
από τα τρία τρίτα στα οποία θα χωριστεί το πορτραίτο... έτσι -βλέπεις που
ήδη διαμορφώνονται κάθετα οι αναλογίες;»
Τράβηξε το βλέμμα του από τα σχήματα που είχε σκιτσάρει με κάρβουνο
και είδε ότι η Κρέσι κοιτούσε μπερδεμένη. «Το σώμα και οι στάσεις που
μπορεί να πάρει έχουν μια συμμετρία που είναι φυσικά ευχάριστη. Αν
πλέξεις τα χέρια σου έτσι... βλέπεις αυτή τη γραμμή;»
Ο Τζοβάνι έσυρε το δάχτυλό του από την κορυφή του κεφαλιού της ως τη
μύτη και το στόμα της. Συνέχισε, αγνοώντας τα απαλά της χείλη, στο
πιγούνι της, μέχρι το σημείο που το δέρμα της εξαφανιζόταν μέσα στο
λαιμό του φορέματος της. Μια που υπήρχε το εμπόδιο του υφάσματος, δεν
ήταν διόλου ανάρμοστο να ολοκληρώσει την επίδειξή του, είπε στον εαυτό
του, διαγράφοντας ελαφρά με το δάχτυλό του την κοιλάδα ανάμεσα στα
στήθη της, την απαλή καμπύλη της κοιλιάς της, και καταλήγοντας στα
χέρια της. «Αυτή η γραμμή...» Ξερόβηξε, προσπαθώντας να απομακρυνθεί.
«Αυτή η γραμμή...» στράφηκε και πάλι στο χαρτί πάνω στο καβαλέτο και
έπιασε το κάρβουνο «...είναι ο άξονας για το πορτραίτο. Και οι αγκώνες σου
θα αποτελέσουν τα ευρύτερα σημεία, δημιουργώντας έτσι ένα τρίγωνο».
Προς μεγάλη του ανακούφιση, η Κρέσι είχε σμίξει τα φρύδια της και ήταν
προσηλωμένη στον σχεδιαστικό πίνακα, χωρίς να έχει αντιληφθεί
φαινομενικά τον τρόπο που αντιδρούσε το σώμα του μπροστά στο δικό
της. Ήταν επειδή ο Τζοβάνι συνήθιζε ν’ αποφεύγει την επαφή με
ανθρώπους, αυτό ήταν όλο. Μια ενστικτώδης αντίδραση, η οποία δε θα
επαναλαμβανόταν, γιατί δε θα την άγγιζε ξανά. Όχι αν δεν ήταν εντελώς
απαραίτητο.
«Πάντα τόσο ακριβής είστε όταν προσχεδιάζετε ένα πορτραίτο;» τον
ρώτησε. «Αυτό το πλέγμα θα το σχεδιάσετε και στον καμβά;»
«Σι. Και θα σκιτσάρω τα βασικά σχήματα, όπως σου έδειξα». Ο Τζοβάνι την
οδήγησε πάλι στην καρέκλα και την παρότρυνε να του κάνει ερωτήσεις,
ανακουφισμένος που οι τεχνικές λεπτομέρειες της τέχνης του, οι
χρωστικές που προτιμούσε, η συνταγή από ελαιοχρώματα και συνδετικά
υλικά που χρησιμοποιούσε για να φτιάχνει τις μπογιές του, δεν
αποσπούσαν μόνο τη δική της προσοχή αλλά και τη δική του, ώστε να
πάψει να τη βλέπει ως γυναίκα και τον εαυτό του ως άντρα, πράγμα που
δεν είχε θέση στο ατελιέ του.
Το πρόσωπο της Κρέσι, που ήταν μάλλον άχαρο όταν έμενε ανέκφραστο,
μεταμορφωνόταν όταν ζωήρευε. Την τροφοδοτούσε με δεδομένα, την
ενθάρρυνε να εκφραστεί με ερωτήσεις για λεπτομέρειες της θεωρίας της
και σκιτσάριζε γρήγορα, προσπαθώντας να την αναπαραστήσει με
κάρβουνο, και όταν το πέτυχε, αντικατέστησε το χαρτί με τον καμβά του
και την έβαλε να πάρει άλλη πόζα. Το έκανε στα γρήγορα, για να μη θυμηθεί
εκείνη το σκοπό για τον οποίο βρίσκονταν εκεί και την πιάσουν πάλι οι
συστολές της.
«Πες μου κι άλλα για το βιβλίο που χρησιμοποιείς για τη διδασκαλία των
αδερφών σου», της είπε καθώς άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο πλέγμα.
«Είναι εισαγωγή στη γεωμετρία για παιδιά. Ελπίζω ότι, αν έχω αποδείξεις
για την πρακτική εφαρμογή του, θα μπορέσω να πείσω τον εκδότη μου να
το τυπώσει. Προς το παρόν, δε θέλει να το κάνει με δικά του έξοδα κι εγώ
δεν έχω τους πόρους για να το χρηματοδοτήσω η ίδια. Δυστυχώς, μέχρι
σήμερα οι αδερφοί μου δεν έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το
μάθημα».
«Μου φαίνεται ότι, έτσι όπως έχουν ανατραφεί οι αδερφοί σου, μόνο για
τον εαυτό τους ενδιαφέρονται».
Η Κρέσι χαμογέλασε. «Πολύ άσχημο να κάνει κανείς τέτοια σκέψη, αλλά
δυστυχώς έτσι είναι. Με εξαίρεση τον πατέρα μου, δε νοιάζονται για
κανενός τη γνώμη πέρα από τη δική τους».
«Και ο πατέρας σου δε νοιάζεται για κανέναν πέρα από κείνους λες;»
«Αίμα και ομορφιά», είπε η Κρέσι με ένα στραβό χαμόγελο. «Δικά σας
λόγια, σινιόρ, και ταιριάζουν πολύ. Εσάς ο πατέρας σας... ζει ακόμη; Θα
πρέπει να είναι πολύ περήφανος για σας και την επιτυχία σας».
«Περήφανος! Ο πατέρας μου πιστεύει...» Ο Τζοβάνι πήρε μια βαθιά ανάσα
και ξέσφιξε τις γροθιές του, ξαφνιασμένος από την έντονη αντίδρασή του.
Δεν τον σκεφτόταν ποτέ τον πατέρα του. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Δεν
είχε έναν πατέρα που να του άξιζε να λέγεται έτσι. «Αυτό που ξέρω εγώ,
από πικρή πείρα, είναι ότι, ακόμη κι αν κατευνάσεις τον πατέρα σου
κάνοντας ό,τι επιθυμεί, θα το θεωρήσει μονάχα δικαίωμά του, ότι του το
οφείλεις. Δεν μπορείς να κάνεις έναν τέτοιο άνθρωπο περήφανο για σένα,
Κρέσι. Και το να προσπαθήσεις, μόνο θλίψη θα σου φέρει».
«Δεν είμαι θλιμμένη. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να προσπαθήσω. Δεν
είμαι σαν εσάς, ελεύθερη να κάνω ό,τι μ’ ευχαριστεί, δεν έχω τα μέσα να
είμαι ανεξάρτητη, και το ένα ταλέντο που έχω δεν μπορεί να με
συντηρήσει».
Είχε σταυρώσει πάλι τα χέρια στο στήθος της, αγκαλιάζοντας σφιχτά τον
εαυτό της, και τα μάτια της ήταν υγρά, η έκφρασή της θλιμμένη. Αν ήξερε
ο πατέρας της πόσο δυστυχισμένη ήταν... αλλά αυτό ακριβώς δεν ήταν το
θέμα; Τον λόρδο Άρμστρονγκ δεν τον ένοιαζε, όπως δεν ένοιαζε και τον
δικό του πατέρα, τον κόμη Φαντσίνι, τι δυστυχία επέβαλλαν στα παιδιά
τους στο όνομα της γενεαλογίας τους. Βλέποντάς την έτσι, και ξέροντας
ότι εκείνη θα υπέφερε όσο προσπαθούσε να κάνει ό,τι θεωρούσε πρέπον,
ο Τζοβάνι έγινε έξω φρενών. «Γιατί τους κάνεις τα χατίρια; Στον πατέρα
σου, στη γυναίκα του, στους γιους του! Γιατί τους επιτρέπεις να σε
τσαλαπατούν;»
«Πώς τολμάτε! Δεν έχετε το δικαίωμα!...»
Η Κρέσι πετάχτηκε από την καρέκλα της κι έκανε να τον σπρώξει για να
περάσει, μα ο Τζοβάνι την άρπαξε από τα μπράτσα, θέλοντας να την
ταρακουνήσει λίγο και να τη λογικέψει. Οι ατίθασες μπούκλες της λύθηκαν
από τον χαλαρό τους κότσο. «Δεν προσπαθώ να σε πληγώσω, Κρέσι», της
είπε, πιο μαλακά τώρα. «Αντιθέτως. Προσπαθώ να σε
βοηθήσω. Είσαι δυστυχισμένη και θα δυστυχήσεις περισσότερο όσο
προσπαθείς να ευχαριστήσεις τον πατέρα σου. Πίστεψέ με».
«Γιατί να σας πιστέψω;»
Είχε δίκιο -γιατί να τον ακούσει, εφόσον εκείνος δεν ήταν σε θέση να της
εξηγήσει; Ο Τζοβάνι κούνησε το κεφάλι του. «Είπα πάρα πολλά. Ήθελα
απλώς ν’ ανακαλύψω το πρόσωπο που επιθυμώ να ζωγραφίσω. Το
πρόσωπο που είσαι, τη γυναίκα εδώ μέσα...» της άγγιξε το μέτωπο «...και
εδώ...» έβαλε την παλάμη του στην καρδιά της «...αυτήν επιθυμώ ν’
ανακαλύψω».
Εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα. «Ίσως ν’ απογοητευτείτε από αυτό που θα
βρείτε».
«Αμφιβάλλω». Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, τι εκπληκτικό χρώμα που
είχαν! Το κυανό του κοβαλτίου, το λουλακί, το πρωσικό μπλε, καμία απ’
αυτές τις χρωστικές δε θα απέδιδε ακριβώς την απόχρωσή τους. Από πού
κι ως πού τού είχε φανεί άχαρο το πρόσωπό της; Τι να σκεφτόταν τώρα
εκείνη, έτσι που τον κοιτούσε;
Ντίο! Τράβηξε απότομα το χέρι του από το στήθος της κι έκανε ένα βήμα
πίσω. «Μι ντισπιάτσε. Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να... μα υπάρχουν τόσα
συναισθήματα μέσα σου που αγωνιούν ν’ ακουστούν... Αποκλείεται ν’
απογοητευτώ από ό,τι βρω μέσα σου».
Η Κρέσι αναψοκοκκίνισε· προφανώς δεν ήταν συνηθισμένη σε
κομπλιμέντα, πόσω μάλλον σε ένα τόσο παράξενο κομπλιμέντο.
«Ευχαριστώ», του είπε αμήχανα. «Καλύτερα να σταματήσουμε για σήμερα.
Πρέπει να πάω να δω πώς είναι η Μπέλα».
Και προτού προλάβει να της απαντήσει, έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.
Ο Τζοβάνι κάθισε στην καρέκλα της, έλυσε το λαιμοδέτη του κι έκλεισε τα
μάτια. Ο ίδιος έφταιγε, που ανέφερε τον πατέρα του πάνω στη συζήτηση,
μα ήταν αδύνατον να αγνοήσει πόσο παρόμοια ήταν η θέση τους.
Δεκατέσσερα χρόνια είχαν περάσει από τότε που διασταυρώθηκε ο
δρόμος του με του κόμη Φαντσίνι. Ακόμη θυμόταν με μια οδυνηρή διαύγεια
την τελευταία τους συνάντηση στο παλάτσο στη Φλωρεντία.
Τσακώνονταν, και οι φωνές τους αντηχούσαν μες στη μαρμάρινη κάμαρα.
Κι έπειτα έφυγε, διασχίζοντας την αυλή, και τα βήματά του ακούγονταν
εκκωφαντικά. Η παγερή οργή του κόμη μετατράπηκε σε περιφρόνηση και
απειλές, όταν συνειδητοποίησε ότι ο γιος του δε θα υπέκυπτε στη θέλησή
του.
Θα γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια. Κανείς δε θ’ αγοράσει τις χαριτωμένες
μουντζούρες σου. Να το θυμάσαι, θα γυρίσεις. Κι εγώ θα περιμένω.
Ο Τζοβάνι έτριψε τα μάτια με τους κόμπους των δαχτύλων του. Να
περίμενε άραγε ακόμη ο κόμης; Να είχε φτάσει στ’ αυτιά του η φήμη του
Τζοβάνι; Βλαστήμησε και σηκώθηκε όρθιος. Δεν τον ένοιαζε. Γιατί να τον
νοιάξει!
***
Η Κρέσι κοντοστάθηκε στην πόρτα στο βάθος της πινακοθήκης και
κοιτούσε τον Τζοβάνι που εργαζόταν, που μετρούσε προσεχτικά λάδι από
ένα γυάλινο μπουκάλι προτού το αναμίξει με τις χρωστικές στην παλέτα
του. Η ξύλινη θήκη που έμοιαζε με βαλιτσάκι για φάρμακα, όπου φύλαγε
τα διάφορα έλαια και συνδετικά υλικά, βρισκόταν ανοιχτή πάνω στο
τραπέζι δίπλα του. Όπως το συνήθιζε όταν εργαζόταν, είχε βγάλει το
σακάκι του και είχε ανασηκώσει τα μανίκια του ολόλευκου πουκαμίσου
του. Το γιλέκο του ήταν γκρίζο σήμερα και η σατέν πλάτη ήταν τσιτωμένη
στους ώμους του, αναδεικνύοντας τη λεπτή κορμοστασιά του. Όπως
πάντα, όταν τον έβλεπε, της έκανε εντύπωση πόσο τέλεια ήταν η διάπλασή
του, και όπως πάντα, υπενθύμισε στον εαυτό της ότι η αντίδρασή της ήταν
καθαρά αισθητική.
Το βλέμμα της κατηφόρισε στην ελαφριά καμπύλη των γλουτών του που
διαγράφονταν μέσα από το μαύρο παντελόνι. Ήταν εκπληκτικά
καλλίγραμμος. Είχε το σώμα αθλητή, όπως εκείνα στα αρχαία ελληνικά
αγάλματα. Ακοντιστή, ίσως; Θα της άρεσε να τον δει να ποζάρει με ένα
ακόντιο, με τους μυς σφιγμένους, όλο χάρη. Θα της άρεσε να μπορούσε να
τον αναπαραστήσει σε μια τέτοια πόζα -μόνο και μόνο ως παράδειγμα
τέλειας συμμετρίας. Είχε σώμα που θα αναδεικνυόταν περισσότερο γυμνό
παρά ντυμένο. Σε αντίθεση με το δικό της.
Η Κρέσι έπιασε τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Ο Τζάιλς, ο μόνος
άντρας που είχε δει γυμνό, της είχε φανεί γελοίος και λίγο απειλητικός, έτσι
όπως κρατούσε τον ανδρισμό του με μια παράξενη περηφάνια. Είχε
προσβληθεί που εκείνη δεν μπόρεσε να κρύψει... τι ένιωθε; Ανησυχία. Και
μια ελαφριά υστερία, καθώς ήταν ανήμπορη να συμβιβάσει το πόσο φοβε-
ρό ήταν αυτό που θα έκανε με την αδεξιότητα της ίδιας της πράξης. Και
ήταν και οι δύο αδέξιοι. Ο Τζάιλς δεν ήταν όσο έμπειρος είχε υπαινιχθεί. Δεν
του άρεσαν οι ερωτήσεις της, το είχε πάρει στραβά όταν του ζήτησε να της
δώσει οδηγίες, της είχε πει πως ήταν πολύ αναλυτική, και ότι δεν είχε
θηλυκότητα. Αυτό την είχε πληγώσει. Ακόμη την πλήγωνε.
Σε γενικές γραμμές, ήταν μια αξιοθρήνητη εμπειρία και για τους δυο τους.
Εκ των υστέρων, μάλιστα, η Κρέσι είχε την εντύπωση ότι ο Τζάιλς θα ήταν
πιο ευχαριστημένος, αν εκείνη είχε ξαπλώσει απλώς ανάσκελα, χωρίς να
λέει τίποτα, ενώ ο ίδιος θα έπαιρνε την αγνότητά της. Κι αυτό ακριβώς
έκανε τελικά η Κρέσι. Όμως εκείνος έμεινε τόσο ανικανοποίητος, που, αν
του το επέτρεπε ο εγωισμός του, θα είχε αποφασίσει επιτόπου ότι μια
φορά ήταν αρκετή. Πράγμα που αποφάσισε η ίδια για τον εαυτό της,
εντέλει.
Αν και δεν αμφέβαλλε πως ήταν κυρίως δικό της το φταίξιμο, καθ’ ότι είχε
άφθονες αποδείξεις ότι δεν ήταν από τις γυναίκες που επιθυμούσαν οι
άντρες, η Κρέσι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Τζοβάνι θα ήταν αδέξιος
σαν τον Τζάιλς στην ίδια περίσταση. Τα καλλιτεχνικά του δάχτυλα
αποκλείεται να μην είχαν δεξιοτεχνία. Και το στόμα του, τα σαρκώδη χείλη
του, το σχήμα που είχαν. Τις προάλλες, στην πρώτη τους συνάντηση για το
πορτραίτο, ήταν σίγουρη ότι εκείνος θα τη φιλούσε. Στη δεύτερη
συνάντησή τους, ήταν ακόμη πιο σίγουρη, μα αυτός πάλι δεν τη φίλησε,
και από τότε της μιλούσε σχεδόν απότομα. Φερόταν σαν ανόητο
κοριτσάκι, που άφηνε τη φαντασία της να καλπάζει, που φανταζόταν τον
Τζοβάνι γυμνό, να την αγγίζει έτσι όπως δεν την είχε αγγίξει ποτέ ο Τζάιλς,
έτσι όπως δεν την είχε αγγίξει κανένας άντρας.
«Κρέσι...»
Αναπήδησε τρομαγμένη. Άνοιξε τα μάτια της και τράβηξε ένοχα το χέρι
από το στήθος της. «Τζοβάνι...»
Εκείνος χαμογέλασε. «Μου αρέσει ο τρόπος που προφέρεις το όνομά
μου».
Είχε κοκκινίσει! Θεέ μου, ευτυχώς που κανείς, ούτε καν ο πιο φημισμένος
ζωγράφος πορτραίτων στον κόσμο, δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις
της. Παρ’ όλα αυτά, δεν τόλμησε να τον κοιτάξει. «Ήρθα να σας πω ότι τα
αγόρια... θα έρθουν σε δυο λεπτά, αν είστε έτοιμος».
Εκείνος έδειξε με μια χειρονομία το καβαλέτο και την παλέτα όπου είχε
ήδη αναμίξει τα ελαιοχρώματα. «Όπως βλέπεις, είμαι πανέτοιμος».
«Ήταν πολύ άτακτοι σήμερα. Δεν ξέρω αν θα είναι πρόθυμοι να καθίσουν
ήσυχοι για πολλή ώρα». Στύλωσε το βλέμμα της στο επάνω κουμπί του
γιλέκου του. «Θα τους δωροδοκούσα με ζαχαρωτά, αν είχα».
«Δε χρειάζεται».
«Χρειάζεται, δεν έχετε ιδέα...»
Εκείνος χαμογέλασε και παραμέρισε με το δάχτυλό του μια ατίθαση
τούφα από το μέτωπό της. «Έχε μου εμπιστοσύνη».
Μόλις που την άγγιξε, ωστόσο η Κρέσι αναπήδησε τρομαγμένη, γιατί τον
ένιωσε πολύ έντονα, κι ακόμη περισσότερο ύστερα από τις σκανδαλιστικές
σκέψεις που είχε κάνει πριν από λίγο. «Θα πάω να... αν είστε έτοιμος, θα...»
Δε χρειάστηκε όμως. Μια δυνατή φωνή, ένα ποδοβολητό από τέσσερα
ζευγάρια πόδια, η ήπια επίπληξη της νταντάς να μην τρέχουν, που την
αγνόησαν εντελώς, και τα τέσσερα αγόρια κατέφτασαν με ανακατωμένα
ξανθά μαλλιά, απατηλά αγγελικά πρόσωπα και στρουμπουλά χέρια και
πόδια. Η Τζέινι, με τη σκούφια της στραβή και μελάνια στην ποδιά της,
έκανε ταλαιπωρημένη μια υπόκλιση. «Με συγχωρείτε, μιλαίδη, αλλά με το
που τους αφήσατε μόνους μαζί μου, έκαναν σαν αγρίμια. Ο Χάρι έσπασε το
αβάκιο του Τζέιμς και ο Φρέντι άρπαξε το μελανοδοχείο, και όταν
προσπάθησα να του το πάρω...»
«Μη ζητάς συγνώμη, Τζέινι, δεν έφταιγες εσύ».
«Και μ’ αυτή τη βροχή, που κλείστηκαν μέσα, χειρότερα είναι, μιλαίδη.
Μακάρι να έβγαινε ο ήλιος, θα τους αφήναμε να τρέξουν λίγο και να
εκτονωθούν. Με συγχωρείτε τώρα, θα πάω ν’ αλλάξω την ποδιά μου. Έχει
γίνει χάλια».
«Λοιπόν», είπε ο Τζοβάνι, όταν η νταντά έφυγε κουνώντας με
αποδοκιμασία το κεφάλι της για τη λερωμένη στολή της, «επινόησα ένα
παιχνίδι για να παίξουν τα παιδιά».
«Παιχνίδι;» είπε η Κρέσι. «Μα νόμιζα ότι θα θέλατε να καθίσουν ακίνητοι
για το πορτραίτο τους».
«Θα πρέπει να καθίσουν για το παιχνίδι. Έχε μου εμπιστοσύνη, Κρέσι».
«Όλο αυτό μου λέτε».
«Και σήμερα θα σου το αποδείξω». Ο Τζοβάνι χτύπησε παλαμάκια για να
τραβήξει την προσοχή των αγοριών, και όταν αυτό δεν έφερε κανένα
αποτέλεσμα στους δίδυμους που τσακώνονταν, τους χώρισε, σηκώνοντας
τον καθένα τους στον αέρα από το καβάλο των μπεζ βαμβακερών
παντελονιών τους. Ο Φρέντι και ο Τζορτζ έμειναν τόσο έκπληκτοι, που
σώπασαν. Βλέποντάς τον να προχωρά προς το τραπέζι, κουβαλώντας με
άνεση τα παιδιά στον αέρα, η Κρέσι δυσκολεύτηκε να μην εντυπωσιαστεί.
Τι άλλο έριχναν συνήθως τα αγάλματα των αρχαίων Ελλήνων αθλητών;
Δίσκο. Ναι, θα έβαζε στοίχημα ότι ο Τζοβάνι θα ήταν και σ’ αυτό επιδέξιος.
Ντυμένος μονάχα με έναν από κείνους τους κοντούς χιτώνες που έφταναν
μόνο ως την αρχή των μηρών. Όταν θα ορμούσε για να κάνει τη ρίψη, το
ύφασμα θα κυμάτιζε, αποκαλύπτοντας...
«Κρέσι...»
Για δεύτερη φορά εκείνο το πρωί, η Κρέσι αναπήδησε τρομαγμένη και
κοκκίνισε.
«Κι εσύ», είπε ο Τζοβάνι, τραβώντας μία από τις καρέκλες του τραπεζιού.
Τα αγόρια κάθονταν ήδη και την κοιτούσαν με προσμονή.
«Εγώ;»
«Θα παίξεις κι εσύ το παιχνίδι, Κρέσι. Θα καθίσεις δίπλα μου, γιατί είμαι ο
μεγαλύτερος», είπε ο Τζέιμς, ρίχνοντας ένα υπεροπτικό βλέμμα στον Χάρι.
«Θέλω την Κρέσι να καθίσει δίπλα μου, γιατί είμαι ο αγαπημένος της
μαμάς», απάντησε ο Χάρι, που τσιγκλήθηκε αμέσως.
«Δεν είσαι εσύ! Εγώ είμαι ο αγαπημένος της, γιατί είμαι ο κληρονόμος του
μπαμπά και κάποτε θα γίνω ο λόρδος Άρμστρονγκ». Ο Τζέιμς φούσκωσε
το στήθος του, θυμίζοντας τρομακτικά τον πατέρα του. «Ο μπαμπάς
λέει...»
«Θέλετε να παίξετε το παιχνίδι ή όχι;»
Ο Τζοβάνι δεν ύψωσε τη φωνή του, ωστόσο τράβηξε αμέσως την προσοχή
και των τεσσάρων αγοριών. Δεν τους μίλησε με ύφος θυμωμένο ή
εκνευρισμένο αλλά... βαριεστημένο; Η Κρέσι έκρυψε το χαμόγελό της πίσω
απ’ τις παλάμες της. Αδιαφορία, αυτό ήταν το κλειδί. Οι αδερφοί της
κρέμονταν από τα χείλη του καθώς εκείνος τους έδινε φύλλα χαρτιού και
κομμάτια κάρβουνου, και τους εξηγούσε τους κανόνες αυτού του
παιχνιδιού ζωγραφικής. Τον κοιτούσαν και οι τέσσερις με στόμα
ορθάνοιχτο και μάτια όλο προσμονή. Μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι ο
Τζοβάνι είχε πάψει να μιλάει και την κοιτούσε, η Κρέσι κατάλαβε ότι έπρεπε
να παίξει κι εκείνη. «Δεν ξέρω να ζωγραφίζω», είπε αμήχανα.
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε. «Ο καθένας μπορεί να ζωγραφίσει. Είναι απλώς
ζήτημα αναλογιών -εσύ η ίδια μου το είπες».
«Αυτό είναι άδικο. Υπάρχει διαφορά από τη θεωρία στην πράξη».
«Ενδιαφέρον. Με το που σου προτείνω να δοκιμάσεις τη θεωρία σου,
αρχίζεις τις δικαιολογίες. Δε σου αρέσουν οι προκλήσεις, ε; Όχι, μην το
αρνηθείς -έχεις ήδη σταυρώσει τα χέρια σου. Όπου να ’ναι θα με
αγριοκοιτάξεις κιόλας».
«Όχι. Δεν είμαι τόσο προβλέψιμη», του απάντησε και τον αγριοκοίταξε.
«Έτσι κάνει η Κρέσι όταν τη μαλώνουν», πετάχτηκε ο Τζέιμς. «Και όταν
της μιλάει η μαμά. Και ο μπαμπάς».
«Όχι βέβαια! Έτσι κάνω;» Η Κρέσι στράφηκε με φρίκη στους αδερφούς
της. Όταν και ο Τζέιμς και ο Χάρι έγνεψαν καταφατικά, έκανε ένα
μορφασμό και ξεσταύρωσε επιδεικτικά τα χέρια της. «Είναι μεγάλη αγένεια
εκ μέρους μου, παιδιά. Ελπίζω να μην ακολουθήσετε το παράδειγμά μου».
Ο Τζέιμς ανασήκωσε τους ώμους του. «Η μαμά κι ο μπαμπάς δε θυμώνουν
ποτέ μαζί μας. Θα παίξεις το παιχνίδι ή όχι;»
«Περιμένεις όντως να ζωγραφίσω ένα άλογο;» Η Κρέσι κοίταξε ικετευτικά
τον Τζοβάνι.
«Περιμένω να προσπαθήσεις να ζωγραφίσεις ένα άλογο», της απάντησε.
«Αν θα τα καταφέρεις ή όχι... αυτό θα το κρίνω όταν θα τελειώσετε όλοι.
Θα υπάρξει βραβείο για την καλύτερη προσπάθεια. Στο μεταξύ, εγώ θα
συνεχίσω τη δουλειά μου».
Τράβηξε προς το μέρος του τον καμβά, όπου είχε αρχίσει να παίρνει
σχήμα το πορτραίτο των αγοριών, πήρε τα πινέλα του και άρχισε να
ζωγραφίζει. Και τα τέσσερα αγόρια έκαναν το ίδιο και προσηλώθηκαν στις
ζωγραφιές τους. Η Κρέσι κοίταξε με τρόμο το λευκό χαρτί της. Δεν
μπορούσε καν να θυμηθεί πώς ήταν ένα άλογο, αυτό το τόσο γνώριμο ζώο.
Σηκώνοντας τα μάτια της, αντίκρισε το σαρδόνιο βλέμμα του Τζοβάνι και
ξανάπιασε βιαστικά το κάρβουνό της. Ήταν ζήτημα αναλογιών, που να
πάρει η ευχή! Έσμιξε τα φρύδια της και άρχισε να τραβά διστακτικά
γραμμές στο χαρτί.
***
Ύστερα από καμιά ώρα και κάμποσες αποτυχημένες προσπάθειες, το ζώο
που αντίκριζε μπροστά της δεν είχε την παραμικρή σχέση με άλογο. Στην
αρχή είχε επιχειρήσει να το ζωγραφίσει στο πλάι, φτιάχνοντας τελικά κάτι
που έμοιαζε μάλλον με ιπποπόταμο με ξυλοπόδαρα. Το άλογο που είχε
ζωγραφίσει να καλπάζει, βρισκόταν στον αέρα, κάνοντας ένα αδύνατο
ακροβατικό άλμα, που δημιουργούσε την εντύπωση ότι του τραβούσαν το
κάθε του πόδι προς ένα διαφορετικό σημείο του ορίζοντα. Το άλλο άλογο,
που ήταν σηκωμένο στα πισινά του πόδια, έμοιαζε με σκυλάκι σαλονιού
εκπαιδευμένο να παρακαλάει για το φαγητό του, και αφού αποφάσισε
πως ίσως τα πόδια να ήταν το πρόβλημα, αποπειράθηκε να φτιάξει ένα
άλογο που καθόταν στο έδαφος, με τα πόδια του διπλωμένα κάτω από το
κορμί του. Αυτό θύμιζε κάτι μεταξύ γάτας και πρόβατου.
Η τελική της προσπάθεια ήταν ένα πρόσωπο αλόγου, ανφάς. Αυτό το
σχέδιο είχε χαρακτήρα, δε χωρούσε αμφιβολία. Με το χαμόγελο όλο
δόντια και τα μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες, το άλογο έμοιαζε πολύ με
τη θεία της Σοφία, που με τη σειρά της έμοιαζε πολύ μ’ εκείνες τις καμήλες
που είχε καβαλήσει η Κρέσι τη μοναδική φορά που είχε πάει στην Αραβία.
«Οι καμήλες είναι κάτι σαν άλογα», είπε στον Τζοβάνι καθώς εκείνος
εξέταζε το αριστούργημά της. Στα χείλη του παιχνίδισε ένα χαμόγελο κι
εκείνη πίεσε τον εαυτό της να μη σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της. Ποτέ
ξανά δε θα σταύρωνε τα χέρια στο στήθος της. «Αν είχα κάνει μαθήματα...»
Σταμάτησε, γιατί ξαφνικά θυμήθηκε πως είχε κάνει. Όταν ζούσε η μαμά
της, είχαν ένα ζωγράφο που είχε κοπιάσει μάταια να βελτιώσει τις
καλλιτεχνικές της ικανότητες. «Ω, εντάξει, το παραδέχομαι, δεν είναι
απλώς ζήτημα εφαρμογής κανόνων. Δεν έχω καθόλου ταλέντο.
Ευχαριστήθηκες τώρα;»
«Το άλογο της Κρέσι μοιάζει με τη θεία Σοφία», είπε ο Χάρι. «Κοίτα, Τζέιμς».
Εκείνη έσπευσε να πάρει τη ζωγραφιά από τους αδερφούς της. Μόνο αυτό
της έλειπε, να φτάσει στα χέρια του πατέρα της. Ή, ακόμη χειρότερα, στα
χέρια της θείας της. «Ξεχάστε τη ζωγραφιά μου, μια που δε νίκησα
προφανώς. Για ελάτε να κρίνουμε τις δικές σας προσπάθειες».
Ο Φρέντι και ο Τζορτζ είχαν φτιάξει μια σειρά από στρογγυλές μάζες με
γραμμές, το ίδιο σχήμα που έκαναν σχεδόν για τα πάντα. Αντί να τα
απορρίψει, όμως, ο Τζοβάνι αφιέρωσε χρόνο να τα επαινέσει όλα και να
βρει καλά στοιχεία στο καθένα, δηλώνοντας τελικά πως ήταν όλα τόσο
καλά, που ήταν όλοι τους νικητές, μια που ο καθένας τους ήταν καλύτερος
με τον δικό του τρόπο. Τόσο ανταγωνιστικά παιδιά δε δέχονταν συνήθως
μια τέτοια απόφαση, μα και πάλι η Κρέσι εξεπλάγη που εκείνα όχι μόνο
συμμορφώθηκαν, αλλά ένιωσαν και περήφανα και, το κυριότερο, έπαψαν
να τσακώνονται. Το βραβείο τους ήταν ένα πορτραίτο για τον καθένα τους,
σκιτσαρισμένο με σβελτάδα, που ήταν και κωμικό και εξαιρετικά ακριβές.
Λίγες γραμμές με το κάρβουνο και ο Τζοβάνι είχε αναπαραστήσει τον Τζέιμς
ως βασιλιά, τον Χάρι ως στρατηγό, τον Φρέντι ως θηριοδαμαστή με
μαστίγιο και τον Τζορτζ με τις γροθιές υψωμένες, ως πυγμάχο.
Η Κρέσι νόμιζε ότι ο Τζοβάνι δεν πρόσεχε καν τις φλυαρίες και τους
κομπασμούς των αδερφών της, καθώς τους ζωγράφιζε στο δωμάτιο
διδασκαλίας και στο πρόχειρο ατελιέ του. Έκανε όμως λάθος, γιατί εκείνος
τους είχε αναπαραστήσει όλους έτσι ακριβώς όπως ήθελαν να τους
βλέπουν. Σκύβοντας πάνω από τον ώμο του Χάρι, κοίταξε το σκίτσο και
θαύμασε τη δεξιοτεχνία του Τζοβάνι, αν και οι γελοιογραφίες δεν έμοιαζαν
καθόλου με το προσεχτικά φτιαγμένο πορτραίτο που ξεπρόβαλλε σιγά
σιγά στον καμβά. Αυτά τα σκίτσα με τους αδερφούς της ήταν
σκανταλιάρικα, ασυμβίβαστα, όλο κίνηση και χιούμορ. Για πρώτη φορά,
είχε μια υπόνοια των εξαιρετικών ικανοτήτων του Τζοβάνι. Οι ζωγραφιές
δεν ακολουθούσαν κανόνες, δεν είχαν προσεχτικές αναλογίες, μόνο μια
ολοζώντανη εικόνα. Ο θαυμασμός της έδωσε τη θέση του σε μια αίσθηση
ανησυχίας. Ο Τζοβάνι έβλεπε πάρα πολλά. Τι θα έβλεπε μέσα της, που
εκείνη θα ήθελε να το κρατήσει κρυφό;
Αφού έστειλε τα αγόρια στο δωμάτιό τους για το μεσημεριανό τους
γεύμα, η Κρέσι πήγε και στάθηκε δίπλα στον Τζοβάνι, μπροστά από το
πορτραίτο. Εδώ δεν υπήρχε κανένα από τα ανεπαίσθητα ανατρεπτικά
χαρακτηριστικά των σκίτσων με το κάρβουνο. Αυτός ο πίνακας θα ήταν
όπως ακριβώς είχε ζητήσει ο πατέρας της, θα αναδείκνυε μονάχα τις
καλύτερες πλευρές των γιων του. «Εκείνες οι ζωγραφιές, που τις έκανες
μέσα σε λίγες στιγμές, έχουν περισσότερη αλήθεια από αυτό τον καμβά
που φτιάχνεις με τόση σχολαστικότητα».
«Αλλά ο πίνακας έχει περισσότερη ομορφιά, σωστά;»
«Δηλαδή είναι ψέμα, αυτό εννοείς;»
Ο Τζοβάνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι η αλήθεια του πατέρα σου.
Και της μητριάς σου. Είναι αυτό που θέλουν να δουν οι άνθρωποι, αυτό που
βλέπει ο περισσότερος κόσμος, γιατί δε βλέπουν τίποτα πέρα από την
πρώτη εντύπωση».
«Εσύ όμως το βλέπεις, Τζοβάνι. Γιατί δεν το ζωγραφίζεις;»
Εκείνος χαμογέλασε πικρά. «Γιατί είναι πιο κερδοφόρο να πουλάς
ψέματα. Θα ζωγραφίσω όμως την αλήθεια, όταν θα ζωγραφίσω εσένα για
δεύτερη φορά. Θα συνεχίσουμε με το πρώτο πορτραίτο σήμερα το
απόγευμα, ναι;»
«Το πορτραίτο που θα αποδείξει τον ισχυρισμό μου, ο οποίος είναι ένα
ψέμα. Τι συμπεράσματα θα βγάλω άραγε για τη θέση μου;» Η Κρέσι πήρε
ένα από τα πινέλα με τρίχες ζιμπελίνας από το ανοιχτό κουτί πάνω στο
τραπέζι και χάιδεψε με το απαλό βουρτσάκι τη ράχη της παλάμης της. «Τα
κατάφερες πολύ καλά με τους αδερφούς μου σήμερα. Σε λαμβάνουν
σοβαρά υπόψη, ενώ εμένα δε με ακούν ποτέ».
«Έτσι νομίζεις; Κι όμως, τσακώθηκαν για το προνόμιο να καθίσουν δίπλα
σου για να ζωγραφίσουν. Σταμάτα να τους βλέπεις σαν γιους του πατέρα
σου. Δεν είναι ανταγωνιστές σου -μικρά αγόρια είναι απλώς».
«Μακάρι να είχα γεννηθεί αγόρι».
«Πιστεύεις ότι ο λόρδος Άρμστρονγκ δε θα χειραγωγήσει τους γιους του
όπως τις κόρες του;»
«Δε θα τους αναγκάσει να παντρευτούν».
«Ούτε εσένα μπορεί να σε αναγκάσει».
«Μπορεί να μου κάνει τη ζωή αφόρητη».
Ο Τζοβάνι έπιασε την μπούκλα που επέμενε να κρέμεται στο μέτωπό της,
και γι’ άλλη μια φορά την έσπρωξε μαλακά στη θέση της. «Εσύ το κάνεις;
Προσπαθείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι, εύχεσαι να ήσουν κάτι που δεν
είσαι».
Το χέρι του ήταν ακόμη στον αυχένα της. Το δέρμα της ανατρίχιασε με το
άγγιγμά του. Τον αισθανόταν πολύ έντονα, ένιωθε την παρουσία του κοντά
της με έναν τρόπο που τη σάστιζε. «Μακάρι να μην επέμενες πως είμαι
δυστυχισμένη, Τζοβάνι».
Εκείνος την αγνόησε. «Σήμερα το απόγευμα, όταν θα ποζάρεις για μένα,
θέλω να φορέσεις κάτι διαφορετικό. Κάτι με ντεκολτέ. Είτε το αποδέχεσαι
είτε όχι, είσαι γυναίκα, όχι άντρας, και θέλω να σε ζωγραφίσω ως γυναίκα.
Άλλο ένα πράγμα που κρύβεις κάτω από τα φριχτά φορέματα που
επιλέγεις», της είπε, σέρνοντας απαλά τα δάχτυλά του στο λαιμό της και
πάνω στα στήθη της.
Της κόπηκε η ανάσα καθώς την άγγιζε, και η θηλή της σφίχτηκε όταν
πέρασαν από πάνω της τα δάχτυλά του. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, έκανε
ένα βήμα πιο κοντά του, με την επιθυμία να νιώσει τη χούφτα του γύρω
από το στήθος της, να ικανοποιήσει ο Τζοβάνι τη λαχτάρα που την είχε
κυριεύσει εδώ και μέρες. Δεν είχε να κάνει με αισθητική, το ήξερε. Ήταν
κάτι καθαρά σαρκικό.
«Καμπύλες», είπε εκείνος και το χέρι του έπιασε το στήθος της όπως
έλπιζε η Κρέσι. «Έχεις τις πλέον θελκτικές καμπύλες. Το ξέρεις ότι αυτό
αποκαλούσε γραμμή της ομορφιάς ο Άγγλος ζωγράφος Χόγκαρθ;» Τα
δάχτυλά του γλίστρησαν πιο χαμηλά, κάτω από το στήθος της, ως τη μέση
της και πιο πίσω, στην καμπύλη των γλουτών της, και ξαφνικά την
τράβηξαν με δύναμη πάνω του. «Εσύ, Κρέσι, έχεις την πλέον όμορφη
γραμμή».
Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει. Εκείνη έτρεμε, και αυτή τη φορά δεν
αμφέβαλλε καθόλου ότι θα τη φιλούσε. Ούτε είχε καμιά αμφιβολία για το
τι ήθελε η ίδια. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και πρόταξε το στόμα
της προς το μέρος του.
Μια δίνη, μια σκοτεινή και επικίνδυνη δίνη την τύλιξε καθώς τα χείλη του
συνάντησαν τα δικά της, όχι μαλακά αλλά με πάθος, σε ένα άγριο,
διψασμένο φιλί, που την πλημμύρισε με έναν καυτό, μεθυστικό πόθο. Τα
δάχτυλά του έσφιξαν τους γλουτούς της, τραβώντας την πάνω στους
σκληρούς μυς των μηρών του, ενώ η γλώσσα του γλίστρησε τρυφερά μέσα
στο στόμα της και την άναψε ολόκληρη. Η Κρέσι κόλλησε πάνω του και
έστρεψε λοξά το στόμα της για να τον γευτεί καλύτερα, άνοιξε αλόγιστα τα
χείλη της και ανταποκρίθηκε στο φιλί του, δαμασμένα όσο κι εκείνος. Ήταν
σαν δύο δεμένα αγριόσκυλα που μόλις ελευθερώθηκαν, ήθελαν να
κατασπαράξουν τα πάντα - τόσο καταπιεσμένο πάθος είχε απελευθερωθεί,
που της ήταν αδύνατον να το πιστέψει.
Ένιωθε τον σκληρό ανδρισμό του να πιέζει την κοιλιά της. Ούτε που
σκέφτηκε πως ήταν γελοίο, ούτε που σκέφτηκε εκείνη την άλλη φορά που
κοιτούσε με αναλυτικό ενδιαφέρον τον Τζάιλς· αυτό που ήθελε από τον
Τζοβάνι ήταν κάτι άγριο και ασυγκράτητο. Άκουσε τον εαυτό της να
κλαψουρίζει, καθώς ένα από τα χέρια του άφησε τους γλουτούς της, κι
έπειτα ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από μέσα της καθώς εκείνος έπια-
σε το στήθος της και χάιδεψε τη θηλή της, διεγείροντάς τη. Τη φίλησε
ακόμη πιο φλογερά, την έσπρωξε πίσω και την ανασήκωσε, ανεβάζοντάς
την πάνω στο τραπέζι. Εκείνη τον άρπαξε, άνοιξε τα πόδια της και τον
τράβηξε ανάμεσά τους, χάνοντας την υπομονή της με τις φαρδιές πτυχές
του φορέματος της, λαχταρώντας να τον νιώσει πιο κοντά της. Ξαναμμένη
και υγρή από τον πόθο, άπλωσε το χέρι της στη στύση του.
Ο Τζοβάνι βόγκηξε καθώς τα δάχτυλά της τον χάιδεψαν πάνω από το
μάλλινο παντελόνι του. Συνέχισε να τον χαϊδεύει ενώ εκείνος μουρμούρισε
κάτι στα ιταλικά και έσκυψε από πάνω της πιέζοντάς την περισσότερο
πάνω στο τραπέζι. Η Κρέσι μύρισε το λινέλαιο από την παλέτα. Κάτι έπεσε
με κρότο στο πάτωμα. Ο Τζοβάνι βλαστήμησε άγρια και την άφησε τόσο
απότομα, που η Κρέσι έπεσε πίσω και το κεφάλι της χτύπησε στο βάζο με
τα πινέλα του.
Ο θόρυβος τους επανέφερε και τους δύο στα λογικά τους. Η Κρέσι
σηκώθηκε άρον άρον από το τραπέζι και τίναξε τις φούστες της,
κατακόκκινη. «Πρέπει να φύγω», μουρμούρισε. Εκείνος προσπάθησε να τη
σταματήσει, μα αυτή του ξέφυγε και τράπηκε σε φυγή, με τις μουσελίνες
της να θροΐζουν.
Ο Τζοβάνι τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε βαριά, ϊνφέρνο! Τι είχε αυτή η
γυναίκα και τον τραβούσε τόσο πολύ; Ήταν ανασφαλής και κλειστή, και
επιπλέον ήταν δηκτική, δύσκολη και τρομερά ισχυρογνώμων. Ωστόσο τον
ερέθιζε όσο καμιά άλλη γυναίκα.
Για χρόνια είχε αποδεχτεί τη σεξουαλική στέρηση χωρίς ιδιαίτερη
προσπάθεια. Γιατί τον έκανε η Κρέσι να ξεχνά την αυτοσυγκράτησή του;
Δεν έπρεπε να τη φιλήσει. Δεν έπρεπε να την αγγίξει καν. Ωστόσο, όταν το
έκανε... είχε πάρει αμέσως φωτιά, είχε λαμπαδιάσει σαν ξεραμένο δάσος.
Το ένστικτό του δεν τον είχε γελάσει. Πίσω από το παγερό προσωπείο της
σιγόκαιγε ένα φλογερό πάθος. Και μόνο που σκεφτόταν την ανταπόκρισή
της, τα χείλη της κολλημένα στα δικά του, τα χέρια της να τον αγγίζουν, να
τον χαϊδεύουν... Ντίο, είχε διεγερθεί. Λίγα λεπτά ακόμη και θα είχαν...
«Όχι!» Η μοναχική ζωή ήταν η δύναμή του, ο θεμέλιος λίθος της επιτυχίας
του. Μπέρδευε την επιθυμία του να τη ζωγραφίσει με την επιθυμία του να
της κάνει έρωτα. Ήταν ένας απόηχος, ένα κατάλοιπο από το παρελθόν,
τότε που η τέχνη και το σεξ μπλέκονταν αξεδιάλυτα. Την ποθούσε τόσο
πολύ λόγω της ακαταμάχητης επιθυμίας του να την απαθανατίσει.
Ωστόσο, αυτή που ήθελε να ζωγραφίσει ήταν η Κρέσι που τον φίλησε. Αυτή
είχε ανάγκη να ζωγραφίσει, με ένα πάθος όμοιο με το πάθος που του είχε
ξυπνήσει εκείνη. Να της δείξει τον εαυτό της, και να τον καθρεφτίσει στην
τέχνη του. Την αληθινή του τέχνη. Να ζωγραφίσει με την καρδιά του. Αυτό
ήταν που ήθελε πιο παθιασμένα απ’ όλα.
Ο Τζοβάνι πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να μαζεύει την παλέτα, τα πινέλα
και τα μαχαίρια του για να τα καθαρίσει. Έπρεπε να ολοκληρώσει το πρώτο
πορτραίτο χωρίς να εκτεθεί περισσότερο. Έπρεπε να αποστασιοποιηθεί
από τη διαδικασία και να ζωγραφίσει τη λαίδη Κρεσίντα με ακρίβεια, όπως
κάθε άλλη παραγγελία του. Το φριχτό σκίτσο της ήταν στο τραπέζι μπρο-
στά του. Πεπεισμένος σχεδόν πως είχε βρει μια καλή εξήγηση για το
φοβερό του ολίσθημα, ο Τζοβάνι το δίπλωσε και το έχωσε στην τσέπη του
παντελονιού του.
Κεφάλαιο 4

Η Κρέσι είχε αποφασίσει να πάει τους αδερφούς της έναν περίπατο στο
πάρκο της έπαυλης, μια που ο ήλιος είχε καταδεχτεί επιτέλους να
εμφανιστεί. Η Μπέλα ήταν πάλι αδιάθετη και απαιτούσε να βρίσκεται η
Τζέινι συνεχώς δίπλα της για να την ησυχάζει. Η Κρέσι χαιρόταν που είχε μια
δικαιολογία για να μην ποζάρει για τον Τζοβάνι. Χρειαζόταν λίγο χρόνο για
να σκεφτεί.
Το γρασίδι ήταν νοτισμένο και τα δέντρα μόλις που είχαν πετάξει
φυλλαράκια, μα ο ουρανός ήταν γαλανός. Ο Φρέντι και ο Τζορτζ είχαν
παρατήσει τους κρίκους τους και κάθονταν στην όχθη του μικρού ρέματος,
ψάχνοντας για βατράχια μέσα στα νερά και τις καλαμιές. Οι μεγαλύτεροι
αδερφοί της είχαν τρέξει μπροστά μέσα στα δέντρα, απορροφημένοι από
κάποιο δικό τους παιχνίδι. Οι φούστες της Κρέσι ήταν λασπωμένες, και τα
μαλλιά της μπερδεμένα, γιατί είχε βγει έξω χωρίς καπέλο, ελπίζοντας
μάταια ότι ο αέρας θα καθάριζε το συνονθύλευμα των συναισθημάτων στο
μυαλό της. Καθισμένη πάνω σε ένα μαντρότοιχο, πρόσεχε τους διδύμους
και ήταν ήσυχη πως οι δύο μεγαλύτεροι δεν είχαν πάθει τίποτε, όσο τους
άκουγε να φωνάζουν μεταξύ τους.
Ασφαλώς είχε χάσει τα λογικά της σήμερα το πρωί στην πινακοθήκη. Πώς
συνέβη; Δε θυμόταν καν ποιος είχε κάνει την πρώτη κίνηση, μόνο πως της
είχε φανεί αναπόφευκτο, πως της ήταν αδύνατον ν’ αντισταθεί -λόγια που
αυτή, μια μαθηματικός που ακολουθούσε πάντα τη λογική, δε θα έπρεπε
να σκέφτεται καν, πόσω μάλλον να τα κάνει πράξη. Ποτέ μα ποτέ δεν
πίστευε ότι θα φερόταν τόσο εξωφρενικά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε χάσει έτσι
τον αυτοέλεγχό της. Όταν έκανε έρωτα με τον Τζάιλς, το είχε κάνει
εσκεμμένα. Μα όταν φίλησε τον Τζοβάνι, το είχε κάνει εντελώς αυθόρμητα.
Το λάθος ήταν δικό της. Εκείνη έφταιγε που είχε πλάσει στο μυαλό της
σκανδαλιστικές εικόνες με τον Τζοβάνι γυμνό, να ποζάρει με ένα ακόντιο,
ντυμένο μονάχα με έναν κοντό χιτώνα. Εκείνη έφταιγε που σκεφτόταν
συνεχώς πόσο τέλειο ήταν το πρόσωπό του, πόσο άψογη ήταν η σωματική
του διάπλαση. Εκείνη έφταιγε που δε συνειδητοποίησε ότι ο θαυμασμός
της και η αισθητική ανάλυση που του έκανε είχαν μεταμορφωθεί σε
σαρκική επιθυμία. Σε ενστικτώδη, ζωώδη σαρκική επιθυμία. Θα έπρεπε,
ειλικρινά, να ντρέπεται.
Ο αέρας τής ανακάτεψε τα μαλλιά και η Κρέσι παραμέρισε μια ατίθαση
μπούκλα από τα μάτια της. Η κίνησή της της θύμισε ότι αυτό είχε κάνει και
ο Τζοβάνι προτού τη φιλήσει. Ή προτού του ριχτεί και τον αναγκάσει να τη
φιλήσει. Κι εκείνος όμως δεν είχε αντισταθεί. Και γιατί να αντιστεκόταν,
εφόσον σίγουρα θα ήταν συνηθισμένος να του ορμούν οι γυναίκες; Και
τώρα φερόταν κι η ίδια σαν μια τέτοια γυναίκα, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι
δεν ήταν, ούτε θα ήταν ποτέ, γιατί δεν είχε τα θέλγητρα που απαιτούνταν
για ένα επιτυχημένο ξελόγιασμα.
Τότε γιατί, λοιπόν, την είχε φιλήσει, και μάλιστα σαν να την ποθούσε όσο
τον ποθούσε κι εκείνη; Η Κρέσι πήδησε από το μαντρότοιχο και
προχώρησε προς τους διδύμους, που είχαν σταματήσει ν’ αναζητούν
βατράχια κι έτρεχαν να βρουν τώρα τους μεγαλύτερους αδερφούς τους,
θέλοντας να παίξουν μαζί τους, αν και σίγουρα οι άλλοι δε θα τους έπαιζαν.
«Πάμε να δούμε τα προβατάκια», τους είπε και, απλώνοντας τα χέρια της
στα παιδιά, τα οδήγησε προς τον απέναντι αγρό, όπου χοροπηδούσαν
προβατάκια σαν μικρά μάλλινα συννεφάκια, ενώ οι μητέρες τους έβοσκαν
μακάρια το καταπράσινο χορτάρι.
Η Κρέσι βοήθησε τον Φρέντι και τον Τζορτζ να ανέβουν στον τοίχο,
κρατώντας τους από τη μέση. Στην πέρα γωνιά του αγρού ένα μαύρο
προβατάκι στεκόταν μόνο του. Δε βέλαζε, αλλά παρακολουθούσε τα άλλα
που έπαιζαν, χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να πάει κοντά τους. Θα ήταν
πολύ εύκολο να δει τον εαυτό της ως το μαύρο πρόβατο της οικογένειας,
όμως έτσι ακριβώς ένιωθε. Ακόμη κι αν ο Τζοβάνι δε συμφωνούσε και ήταν
αποφασισμένος ν’ ανακαλύψει το μυστηριακό πρόσωπο που ισχυριζόταν
πως ήταν στην πραγματικότητα η Κρέσι. Η Κρέσι που ήθελε να ζωγραφίσει
εκείνος.
Και γι’ αυτό, φυσικά, την είχε φιλήσει, σκέφτηκε με θλίψη. Ο Τζοβάνι
ήθελε να την ταράξει, να την κάνει να αντιδράσει. Ήταν απλώς η μέθοδός
του, να την ξεσηκώσει για να ενσωματώσει την αντίδρασή της στον πίνακά
του. Και αναμφίβολα ήταν μια μέθοδος που είχε χρησιμοποιήσει πολλές
φορές, και εξίσου αναμφίβολα ήταν μια πολύ επιτυχημένη μέθοδος, γιατί
ποια γυναίκα θα μπορούσε να αρνηθεί τα φιλιά ενός τόσο ακαταμάχητου
άντρα;
Καλύτερα θα ήταν να προσποιηθεί πως δε συνέβη. Δε θα υπέθαλπε τον
εγωισμό του -αν κι εκείνος δεν έδειχνε να επιθυμεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως,
ο Τζοβάνι αποδοκίμαζε συνεχώς την εμφάνισή του, τώρα που το
σκεφτόταν η Κρέσι.
Κατεβάζοντας τους διδύμους από τον τοίχο, φώναξε τον Χάρι και τον
Τζέιμς να έρθουν και κίνησε για το σπίτι. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και
άγγιξε τα χείλη της με τα δάχτυλά της. Ήταν ένα επαγγελματικό φιλί, και
τα κίνητρα του Τζοβάνι καθαρά καλλιτεχνικά, ωστόσο ήταν πιο λάγνο από
οτιδήποτε είχε φανταστεί ποτέ. Επαγγελματικό ή μη, δε γινόταν να
προσποιηθεί πως δεν το είχε απολαύσει. Τρανή απόδειξη η αντίδρασή της.
Πώς να το αρνηθεί, όταν για όλα βασιζόταν σε αποδείξεις.
***
Η Κρέσι μπήκε ανήσυχα στο ατελιέ της σοφίτας. Μια βδομάδα τώρα
πόζαρε κάθε μέρα, ενώ ο Τζοβάνι έφτιαχνε το πορτραίτο της χωρίς να λέει
πολλά, και μόλις που την πρόσεχε, ίσα ίσα για να διορθώσει τη στάση της
ή να της εξηγήσει κάποια τεχνική λεπτομέρεια. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους
ήταν τεταμένη, κλειστοφοβική. Δεν την άφηνε να δει το πορτραίτο. Μόνο
όταν τελειώσει, είχε επιμείνει, αν και είπε ότι σημείωνε πρόοδο. Δεν είχε
αναφερθεί ούτε μια φορά στο φιλί τους. Και ευτυχώς, επαναλάμβανε
συνέχεια η Κρέσι στον εαυτό της, γιατί ούτε η ίδια είχε πρόθεση να το
αναφέρει. Ήταν ζωγράφος, κι εκείνη το μοντέλο του. Αυτό το δωμάτιο και
αυτή η κατάσταση δεν αντιπροσώπευαν πραγματική οικειότητα, αλλά μια
μορφή καλλιτεχνικής έντασης. Ναι, αυτό ήταν, αποφάσισε, ικανοποιημένη
που το είχε εξηγήσει πλέον λογικά.
Τράβηξε προς τα πάνω το ντεκολτέ του φορέματος της, προσπαθώντας
μάταια να καλύψει περισσότερο το στήθος της. Χτες ο Τζοβάνι της είχε
υπενθυμίσει ότι την ήθελε να ποζάρει με κάτι πιο αποκαλυπτικό. Σήμερα
εκείνη φορούσε μια βραδινή τουαλέτα και αισθανόταν τρομερά
εκτεθειμένη. Ίσως επειδή ήταν ακόμη μέρα και το βαθυκόκκινο βελούδινο
φόρεμα, με το χαμηλό ντεκολτέ και τα φουσκωτά κοντά μανίκια, άφηνε
ακάλυπτη περισσότερη σάρκα απ’ ό,τι ήταν συνηθισμένη η Κρέσι. Το
φόρεμα ανήκε κάποτε στη μητέρα της και είχε το παλιομοδίτικο σχέδιο
που είχε γίνει δημοφιλές από τη σύζυγο του αυτοκράτορα Ναπολέοντα,
την Ιωσηφίνα. Η μικρή αραχνοΰφαντη μαύρη εσάρπα που είχε στους
ώμους, κεντημένη με χρυσές πούλιες, του έδινε μια λάγνα όψη. Με τον
κορσέ της πολύ πιο σφιγμένο απ’ ό,τι συνήθως, τα στήθη της ήταν υπερ-
βολικά εμφανή, κατά την γνώμη της, και οι θηλές της μόλις που
καλύπτονταν. Όταν είχε κοιταχτεί για πρώτη φορά στον καθρέφτη, είχε
μείνει έκπληκτη από την αλλαγή που αντίκρισε στον εαυτό της, αλλά και
επειδή δεν είχε σκεφτεί άλλοτε τη μητέρα της σαν γυναίκα που θα
φορούσε μια τουαλέτα τόσο εμφανώς σχεδιασμένη για να ξελογιάζει.
Η προσπάθειά της να φτιάξει αναλόγως τα μαλλιά της δεν ήταν ιδιαίτερα
επιτυχημένη. Επειδή δεν ήθελε ν’ αρχίσει τα κουτσομπολιά το προσωπικό,
είχε διώξει την υπηρέτριά της μόλις της έδεσε τον κορσέ. Ήθελε να φτιάξει
έναν κότσο σε αρχαιοελληνικό στυλ, που θα ταίριαζε όμορφα με το
φόρεμα, άλλα κάτι είχε πάει δυστυχώς στραβά. Πολύ στραβά, σκέφτηκε
αποκαρδιωμένη καθώς έπιασε την κόμμωσή της και της έμειναν στα χέρια
κάμποσα τσιμπιδάκια, που επιχειρούσε να τα ξαναβάλει στα μαλλιά της
όταν έφτασε ο Τζοβάνι.
Εκείνος σταμάτησε έκπληκτος στο κατώφλι και την κοιτούσε. Η Κρέσι
παραλίγο να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της, μα κατάφερε να
συγκρατηθεί. «Είπες πως ήθελες να φορέσω κάτι πιο... μα δεν είχα τίποτε
δικό μου. Ασφαλώς και έχω βραδινές τουαλέτες, αλλά παρ’ όλο που είμαι
είκοσι έξι ετών, θεωρούμαι ακόμη κορίτσι για το νυφοπάζαρο, οπότε...
οπότε δανείστηκα αυτό εδώ. Ήταν της μητέρας μου, αλλά, αν δεν είναι
κατάλληλο, θα...» Κόμπιασε και κοκκίνισε, καθώς εκείνος εξακολουθούσε
να την κοιτάζει βουβά. «Θα πάω να φορέσω κάτι άλλο».
«Όχι! Κρεσίντα, είναι περφέκτο. Σέι μπελίσιμα».
«Είναι πολύ όμορφη τουαλέτα, θα συμφωνήσω. Νομίζω ότι η μόδα, όταν
ήταν νέα η μαμά...»
«Όχι η τουαλέτα, εσύ». Ο Τζοβάνι χαμογέλασε. «Αν και τα μαλλιά σου...
μου επιτρέπεις;»
Εκείνη στάθηκε ακίνητη, χωρίς να τολμά καν να ανασάνει, καθώς ο
Τζοβάνι διόρθωνε στα γρήγορα τις πεσμένες μπούκλες της. Μύριζε φρέσκο
σαπούνι και νέφτι. Το σαγόνι του ήταν λιγάκι γαλαζωπό από τα ελαφρώς
αξύριστα γένια του. Γιατί ήταν τόσο... κι αυτή γιατί αντιδρούσε τόσο...
«Ορίστε! Τώρα είναι έξοχα».
Την έσπρωξε μαλακά πίσω στην καρέκλα, διόρθωσε τις πτυχές του
φορέματος της, κι έπειτα αποσύρθηκε πίσω από το καβαλέτο του και
τράβηξε το σεντόνι που σκέπαζε τον καμβά. Τι στην ευχή περίμενε εκείνη;
Ότι θα έπεφτε στα πόδια της ή ότι θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του; Ή ότι
θα έχωνε το κεφάλι του μέσα στον ιδιαίτερα εντυπωσιακό κόρφο της; Τα
αξύριστα γένια του θα της γρατζουνούσαν το δέρμα. Το ντεκολτέ της
τουαλέτας της μαμάς ήταν τόσο χαμηλό, που η παραμικρή κίνηση θα
εξέθετε τις θηλές της στα χείλη του. Άραγε θα χρησιμοποιούσε τη γλώσσα
του; «Ω Θεέ μου».
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι, όχι. Τίποτα».
«Είναι άβολο το φόρεμα;»
«Όχι. Απλώς είναι λίγο... όχι».
«Θα πρέπει να έχεις παρόμοια σιλουέτα με τη μητέρα σου. Εφαρμόζει
τέλεια πάνω σου».
«Αλήθεια;» Η Κρέσι κοιτάχτηκε με αμφιβολία.
«Της μοιάζεις κιόλας, αν είναι ακριβές το πορτραίτο της στην
πινακοθήκη».
«Με κολακεύεις σήμερα. Θα με ζωγραφίσεις να κοκκινίζω με τα
κομπλιμέντα σου;»
Ο Τζοβάνι άφησε κάτω το πινέλο του. «Νομίζεις ότι τα κομπλιμέντα μου
είναι επαγγελματικό τέχνασμα;»
Η Κρέσι ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχει σημασία εφόσον φέρνουν
αποτέλεσμα, σωστά;»
Θυμός άστραψε στα μάτια του, μα ο Τζοβάνι γρήγορα τον κατέπνιξε και
φρόντισε να συγκεντρωθεί στην παλέτα του. Η Κρέσι συγκρατήθηκε να
μην αρχίσει να μαδάει τα δάχτυλά της, άλλη μια συνήθεια που
προσπαθούσε να κόψει από τότε που της την είχε επισημάνει ο Τζοβάνι.
«Είναι ωραίος;» τον ρώτησε. «Ο πίνακας, εννοώ. Είσαι ευχαριστημένος;»
Της έγνεψε καταφατικά. «Σι. Είμαι ικανοποιημένος. Είναι όπως έλεγα ότι
θα είναι. Θα τελειώσει πολύ σύντομα ώστε να ξεκινήσω το δεύτερο
πορτραίτο».
«Αποφάσισες πώς θα με απεικονίσεις;»
«Σε σκέφτηκα σαν την Αμαζόνα Πενθεσίλεια, μια που είναι το ψευδώνυμό
σου, αλλά μια πολεμίστρια βασίλισσα θα απεικονιζόταν παραδοσιακά με
το στήθος της γυμνό...»
«Με αυτό το φόρεμα αισθάνομαι σαν να είναι σχεδόν γυμνό το στήθος
μου. Αγγίζει τα όρια της απρέπειας». Πολύ αργά, συνειδητοποίησε ότι του
είχε τραβήξει την προσοχή στον κόρφο της, και τα μάτια του ήταν τώρα
στυλωμένα εκεί με μια έκφραση που μόνο ενδιαφέρον ζωγράφου δεν
έδειχνε. Την ίδια έκφραση είχε ο Τζοβάνι και όταν την είχε φιλήσει. Την
έκανε να νιώσει ό,τι και τότε, μια καυτή, απροσδιόριστη προσμονή. Μια
δίψα. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη πως είμαι πολεμίστρια βασίλισσα»,
έσπευσε να πει, ντροπιασμένη από την τροπή που είχαν πάρει οι σκέψεις
της. «Δεν έχω καν το θάρρος να τα βάλω με τον πατέρα μου, πόσω μάλλον
με τον Αχιλλέα».
«Αδικείς τον εαυτό σου! Την πρώτη φορά που σε συνάντησα, τα είχες
βάλει με τον πατέρα σου. Θυμάμαι πολύ έντονα το προκλητικό σου ύφος
όταν μπήκα στο δωμάτιο. Και παρά τις προσπάθειές του να σε παντρέψει,
όπως μου έχεις πει, εσύ παραμένεις πεισματικά ανύπαντρη».
«Είμαι ανύπαντρη επειδή δε με έχουν ζητήσει σε γάμο». Αν εξαιρέσουμε μια
δυο όψιμες προτάσεις γάμου που έγιναν με εξαναγκασμό, δηλαδή.
«Υπερεκτιμάς τα θέλγητρά μου, όπως σου έχω επισημάνει πολλές φορές».
«Κι εσύ είσαι αποφασισμένη να κρίνεις τον εαυτό σου χειρότερα κι από
τον πατέρα σου, όπως σου έχω εγώ επισημάνει πολλές φορές. Αν το
ήθελες, δεν αμφιβάλλω ότι θα είχαν ζητήσει το χέρι σου αρκετοί από τους
υποψήφιους γαμπρούς που είχε κατά νου ο λόρδος Άρμστρονγκ. Θα έβαζα,
μάλιστα, στοίχημα ότι δεν υπήρξες καθόλου συμβιβαστική. Ποια είναι η
αλήθεια, Κρέσι; Γιατί δεν έχεις παντρευτεί; Ποιος είναι ο άντρας που
ανέφερε η μητριά σου; Κάποιος που σου ράγισε την καρδιά;»
Πρόσεχε τι εύχεσαι, Κρέσι Άρμστρονγκ! Καλά να πάθει που έλπιζε να σπάσει
ο Τζοβάνι τη σιωπή του. «Κι εσύ;» του ανταπάντησε. «Είσαι παντρεμένος;
Έχεις ερωτευτεί ποτέ;»
«Όχι, και όχι. Και μιλούσαμε για σένα».
«Εγώ δε μιλούσα για κανέναν».
«Τώρα κάνεις σαν τους μικρούς σου αδερφούς». 0 Τζοβάνι γέλασε. «Τι ο
μέσο κον λε σπάλε αλ μούρο. Δε σου αρέσει να σε κολλάνε στον τοίχο, ε;»
«Δεν... δε μ’ έχεις κολλήσει στον τοίχο. Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον
για τον Τζάιλς Πέιτον;»
«Δε μ’ ενδιαφέρει αυτός, αλλά η επίδρασή του πάνω σου. Θέλω να σε
καταλάβω καλύτερα, τώρα που έχει ολοκληρωθεί σχεδόν το πρώτο
πορτραίτο και ό,τι μάθω για σένα δε θα θολώσει την καθαρότητα της
εικόνας. Κατάλαβες;»
«Ώστε αυτό... αυτή η ανάκριση... είναι άλλη μία από τις μεθόδους σου;»
«Για όνομα του Θεού!» Ο Τζοβάνι πέταξε το πινέλο του στο καβαλέτο κι
αυτό αναπήδησε πάνω στο ξύλο κι έπεσε στο πάτωμα. «Έχεις μια γυναίκα
κρυμμένη μέσα σου, μια φλογερή, πνευματώδη, ενδιαφέρουσα γυναίκα.
Την είδα, την άγγιξα, τη φίλησα. Αλλά αρνείσαι να παραδεχτείς την ύπαρξή
της, πόσω μάλλον να την αφήσεις ελεύθερη».
Έσκυψε να μαζέψει το πινέλο του. Ισιώνοντας ξανά το κορμί του,
διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά της. «Πιστεύεις πως δε σε
βλέπει κανείς, ωστόσο θέλεις να σε δουν. Θέλεις να μάθει ο κόσμος ότι δεν
είσαι απλώς μια καθαρόαιμη αριστοκράτισσα, ότι αξίζεις περισσότερο.
Μπορώ να σε βοηθήσω, να δείξω αυτό το πρόσωπο, αλλά μόνο αν μ’
αφήσεις να το δω».
Η Κρέσι ήταν έτοιμη να το αρνηθεί αμέσως, μα συγκρατήθηκε και
ανάγκασε τον εαυτό της να αναλογιστεί τα λόγια του. «Δε θέλω να
απεικονίσεις τις αδυναμίες μου, τα παλιά μου λάθη και τις αδιακρισίες», του
είπε με δυσκολία. «Ό,τι συνέβη με τον Τζάιλς, συνέβη επειδή ήμουν πολύ
νέα και αφελής και... δεν ξέρω, είχα μια λαχτάρα να ευχαριστώ τους
άλλους. Αλλά δεν είμαι πλέον έτσι, Τζοβάνι».
«Τότε δείξε μου τον πραγματικό εαυτό σου. Φαντάσου αυτό το ατελιέ σαν
εξομολογητήριο. Μας δεσμεύει ένας ιερός όρκος εχεμύθειας. Ό,τι ειπωθεί
εδώ, θα παραμείνει εδώ. Έχεις το λόγο μου».
«Και τι θα γίνει αν εξομολογηθώ; Δυστυχώς δεν μπορείς να μου δώσεις
άφεση αμαρτιών». Δεν είχε την πρόθεση να πάρει τόσο αμυντική στάση, μα
δεν της άρεσε η τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε
κανέναν για τον Τζάιλς. Δεν άντεχε καλά καλά να τον σκέφτεται.
«Προσφέρεσαι να παίξεις όχι μόνο το ζωγράφο αλλά και τον ιερέα;»
Ο Τζοβάνι σφίχτηκε. «Δεν παίζω το ζωγράφο».
«Δεν είμαι μόνο εγώ που δε μου αρέσει να με κολλούν στον τοίχο», του
ανταπάντησε η Κρέσι, αρπάζοντας την ευκαιρία να πάρει το αίμα της πίσω,
γιατί την είχε πειράξει εκείνο το σχόλιο. «Παίζεις το ζωγράφο, εσύ ο ίδιος
το παραδέχτηκες. Αυτός εκεί ο καμβάς δεν είναι πορτραίτο, αλλά μια
άσκηση αισθητικής. Έχεις εκπληκτικό ταλέντο από τη φύση σου, το είδα
στα σκίτσα που έκανες για τους αδερφούς μου, αλλά αρνείσαι να το
χρησιμοποιήσεις και ζωγραφίζεις μόνο ό,τι θέλει να δει ο κόσμος. Θα
μπορούσες να είσαι ζωγράφος, αλλά προτιμάς να παίζεις το ζωγράφο».
Ήθελε μονάχα ν’ αποφύγει τις ερωτήσεις του, ωστόσο για μια στιγμή
αισθάνθηκε πως το παρατράβηξε. Τα χείλη του έσφιξαν και τα μάτια του
άστραψαν απειλητικά, μα καθώς τον κοιτούσε, ο θυμός του υποχώρησε,
σαν ανυπάκουο λαγωνικό που γυρνά υποταγμένο στο αφεντικό του. Ο
Τζοβάνι έσυρε τα δάχτυλα ανάμεσα στα κοντά μαλλιά του, έτριψε τα μάτια
του και χαμογέλασε αχνά. «Έχεις δίκιο. Εκεί έχω βασίσει τη σταδιοδρομία
μου. Και πλέον δε μου αρκεί».
Τράβηξε νευρικά το λαιμοδέτη του, στραβώνοντας τον τέλειο κόμπο, και
κάθισε σ’ ένα παμπάλαιο μπαούλο λοξά απέναντι της, σηκώνοντας ένα
σύννεφο σκόνης που κόλλησε στο μαύρο παντελόνι του. Ήταν η πρώτη
φορά που τον έβλεπε η Κρέσι ατημέλητο, η πρώτη φορά που τον έβλεπε με
μια έκφραση απογυμνωμένη, μπερδεμένη. Η πρώτη φορά που τον έβλεπε
ευάλωτο. Είχε ακουμπήσει το πιγούνι στα χέρια του και τους αγκώνες
στους μηρούς του.
Η Κρέσι στριφογύρισε μία από τις πούλιες στην εσάρπα της, μέχρι που
ξηλώθηκε το νήμα που τη συγκρατούσε. «Φοβάμαι», ομολόγησε τελικά.
«Φοβάμαι ότι το πρόσωπο που θα ζωγραφίσεις θα είναι ένα αξιολύπητο,
άσχημο πλάσμα».
Η πούλια τής έμεινε στο χέρι, αφήνοντας μια τρυπούλα στο
αραχνοΰφαντο ύφασμα. Η Κρέσι την κοίταξε, γιατί δεν άντεχε να κοιτάξει
τον Τζοβάνι. «Δεν καταλαβαίνεις. Πώς να καταλάβεις, άλλωστε. Σίγουρα δε
δυσκολεύτηκες ποτέ να προσελκύσεις μια γυναίκα, αλλά...»
Το σκληρό γέλιο του τη διέκοψε, αναγκάζοντάς τη να σηκώσει το βλέμμα
της. «Αυτό», της είπε, δείχνοντας το πρόσωπό του, «πιστεύεις πως είναι
πλεονέκτημα; Νομίζεις ότι μου αρέσει να με κολακεύουν και να με
κανακεύουν; Νομίζεις ότι μου αρέσει που αυτό το τέλειο προφίλ είναι το
μόνο πράγμα που βλέπει ο κόσμος;»
«Γι’ αυτό δε μας συναναστρέφεσαι, την Μπέλα κι εμένα; Γι’ αυτό
γευματίζεις μόνος σου και...»
«Κοιμάμαι μόνος μου. Πάντα. Από τότε που... ανέκαθεν. Ορίστε, τώρα
σου εξομολογούμαι εγώ». Ο Τζοβάνι σηκώθηκε όρθιος, την έπιασε από το
χέρι και τη σήκωσε μαζί του. «Από τη στιγμή που σε γνώρισα, είδα κάτι
διαφορετικό σ’ εσένα, Κρέσι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ξέρω ότι, αν
δεν το ζωγραφίσω, θα το μετανιώνω μια ζωή. Και για να σε ζωγραφίσω,
πρέπει να σε μάθω. Με καταλαβαίνεις;»
Η Κρέσι αισθανόταν πολύ έντονα το σώμα του, το δέρμα του, τα χείλη
του, πόσο κοντά της ήταν, και εξίσου έντονα συνειδητοποιούσε ότι της είχε
εκμυστηρευτεί, σ’ εκείνη, πράγματα που δεν είχε πει σε κανέναν άλλο.
Ήταν μια ευαίσθητη πλευρά του και ακόμη πιο ελκυστική, της ερχόταν να
τον σφίξει στην αγκαλιά της, να τον φιλήσει και να τον ικετεύσει να της πει
κι άλλα, να της τα πει όλα. Του όφειλε όμως την ίδια ειλικρίνεια και γι’ αυτό
έπρεπε να πάρει κουράγιο.
«Πολύ καλά, θα σου πω την αλήθεια, εφόσον σου είναι απαραίτητη». Η
Κρέσι τραβήχτηκε από κοντά του και πήγε στο φεγγίτη, απ’ όπου κοίταξε
αφηρημένα τη θέα έξω. «Ήμουν στην τρίτη μου Σεζόν. Ό,τι κι αν πιστεύεις,
Τζοβάνι, είχα βάλει τα δυνατά μου να φανώ... δεκτική... στους άντρες που
μου παρουσίαζε ο πατέρας μου. Μα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ήμουν πολύ
αδέξια και, όταν δε δενόταν η γλώσσα μου κόμπος, οι πιθανοί μνηστήρες
μου έπλητταν θανάσιμα μαζί μου, γιατί τους μιλούσα συνεχώς για τις
μελέτες μου. Η Μπέλα έχει δίκιο, ξέρεις... κανένας άντρας δεν αντέχει τις
διανοούμενες».
«Κανένας άντρας από τους γνωστούς του πατέρα σου ίσως», είπε
σαρκαστικά ο Τζοβάνι. «Το οποίο λέει πολλά για το ποιόν του λόρδου
Άρμστρονγκ».
Η Κρέσι χαμογέλασε αχνά. «Σ’ ευχαριστώ. Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν
αλλάζουν. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα, τόσο περισσότερο φαίνεται πως
τρόμαζα τους υποψήφιους γαμπρούς, και άρχισα ν’ απελπίζομαι. Πρέπει να
καταλάβεις πως από μικρή με έμαθαν ν’ αποδέχομαι όχι μόνο ότι είναι
καθήκον μου ο γάμος, αλλά και ότι δεν έχω άλλες επιλογές. Τότε, δεν ανα-
λογίστηκα καν κάποια εναλλακτική λύση. Έπρεπε να βρω γαμπρό. Οπότε,
όταν εμφανίστηκε ο Τζάιλς και έδειξε μια στάλα ενδιαφέρον για μένα αντί
για την οικογένειά μου, κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου πως θα γινόταν
καλός σύζυγος.
»Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά νόμιζα ότι με τον καιρό... γιατί έτσι
μου έλεγε η θεία μου η Σοφία, ξέρεις -ότι τη στοργή την αισθάνεσαι σιγά
σιγά. Θα πρέπει να φαινόταν όμως η διστακτικότητά μου, η οποία δεν ήταν
διόλου κολακευτική, γιατί, όταν άρχισα να θεωρώ τον Τζάιλς δικό μου,
εκείνος άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του. Δε θα άντεχα -ή έτσι τουλάχι-
στον πίστευα- να τον χάσω, ενώ είχα ήδη πει στον πατέρα μου ότι θα
ερχόταν να μας επισκεφτεί ο Τζάιλς. Δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου τόσο
περήφανο για μένα. “Μπράβο, κορίτσι μου”, είπε, “πάντα το ήξερα ότι θα
τα κατάφερνες στο τέλος”. Οπότε κι εγώ... ε...» Πήρε μια βαθιά ανάσα κι
έμπηξε τα νύχια στις παλάμες της. «Νόμιζα ότι, αν επέτρεπα στον Τζάιλς να
μου κάνει έρωτα, θα υποχρεωνόταν να με παντρευτεί», ομολόγησε με
πόνο.
Πέρασαν κάμποσες στιγμές. Η Κρέσι κόλλησε το ξαναμμένο μέτωπό της
στο δροσερό τζάμι του παραθύρου. Σέρνοντας το δάχτυλό της πάνω στο
τζάμι, διαπίστωσε με έκπληξη πως ήταν καθαρό και συνειδητοποίησε ότι
θα το είχε καθαρίσει ο Τζοβάνι, ώστε να μπαίνει άπλετο φως στο δωμάτιο.
Ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται, αλλά τώρα που είχε αρχίσει, δε
γινόταν να μην τελειώσει. «Ήταν φριχτό αυτό που έκανα», συνέχισε και
στράφηκε πάλι προς το μέρος του. «Που προσπάθησα να τυλίξω έτσι τον
Τζάιλς, ήταν ντροπή. Ευτυχώς, όμως, η βλακεία μου είχε το αντίθετο
αποτέλεσμα απ’ αυτό που στόχευα. Και, ευτυχώς, κανείς άλλος δεν το
ξέρει», συμπλήρωσε, πασχίζοντας μάταια να χαμογελάσει.
«Θέλεις να πεις ότι δόθηκες σ’ αυτό τον άντρα κι εκείνος σ’ εγκατέλειψε;»
Η κατάπληξή του την έφερε σε αμηχανία. «Όχι, όχι. Ο Τζάιλς ήταν έντιμος
άντρας. Μου έκανε πρόταση γάμου -τουλάχιστον, είπε ότι θα με
παντρευόταν επειδή είχε υποχρέωση να το κάνει-, μα ήξερα πως δεν το
εννοούσε. Ήξερα πως θα ήταν θανατική καταδίκη και για τους δυο μας,
καλύτερα να υπέμενα την πικρή απογοήτευση του πατέρα μου. Είχα
επιτύχει το στόχο μου, μα δεν άντεχα να το δεχτώ».
Η Κρέσι έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Δε θα έβαζε τα κλάματα,
όχι, αλλά η ανάμνηση εκείνης της φριχτής σκηνής με τον Τζάιλς ήταν μια
πληγή που ακόμη της προκαλούσε πολύ πόνο. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα
και κατέπνιξε τη δυστυχία της, μιλώντας αποφασιστικά, με το βλέμμα
στυλωμένο στα παπούτσια της. «Ο καημένος ο Τζάιλς, από μια άποψη ήταν
αφελής σαν εμένα. Προσπάθησα να αστειευτώ στην αρχή... κατά τη
διάρκεια... όταν... στην κρεβατοκάμαρα. Νόμιζα ότι θα νιώθαμε και οι δύο
πιο άνετα έτσι, αλλά φαίνεται πως φέρθηκα σαν ανόητη. Κι όταν αυτό δεν
έφερε αποτέλεσμα, είπα να ζητήσω οδηγίες, μόνο που οι ερωτήσεις μου
έβγαλαν στο φως την απειρία του Τζάιλς και... τα υπόλοιπα μπορείς να τα
φανταστείς, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι μπορείς να φανταστείς κάτι τόσο
φριχτό. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι απέρριψα τη μοναδική
πρόταση γάμου που είχα, και λίγο αργότερα ο Τζάιλς κατατάχτηκε στο
στρατό κι έφυγε. Νομίζω πως ένιωθε ντροπιασμένος από όλο αυτό το
επεισόδιο όσο κι εγώ».
Η Κρέσι σήκωσε με κόπο το βλέμμα της. «Ήταν ένα καλό μάθημα, γιατί
συνειδητοποίησα ότι πολύ απλά δεν είμαι από τις γυναίκες που οι άντρες....
Από τις γυναίκες που ευχαριστιούνται κάτι τέτοιο. Αν μπορούσα να το
αναλύσω λιγότερο και να το νιώσω περισσότερο... αλλά δεν είναι στη φύση
μου. Στη λογική είμαι καλή, στις εικασίες και στις αποδείξεις. Αποφάσισα,
λοιπόν, ότι θα έβρισκα τρόπο να κάνω μοίρα μου τα μαθηματικά αντί για
το γάμο. Με τους μαθηματικούς τύπους ξέρει κανείς πού βρίσκεται».
Όρθωσε τους ώμους της. «Ορίστε, αυτή ήταν όλη η βρόμικη ιστορία. Πάνε
αρκετά χρόνια από τότε», είπε σταθερά. «Το ’χω ξεπεράσει».
«Έτσι νομίζεις!» αναφώνησε ο Τζοβάνι. «Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος.
Αυτό που νομίζω είναι ότι, αν δεν ήταν τόσο δυσάρεστη η εμπειρία, θα είχες
παντρευτεί αυτό τον άντρα, κάνοντας τον πατέρα σου ευτυχισμένο κι
εσένα δυστυχισμένη».
«Γιατί θυμώνεις τόσο;» Η Κρέσι άρχισε ξαφνικά ν’ αγριεύει. Δεν είχε πει
ποτέ σε κανέναν τι είχε συμβεί με τον Τζάιλς. Ήταν σκανδαλώδες και
επαίσχυντο, ωστόσο ο Τζοβάνι είχε γίνει απλώς έξαλλος. «Κατά τη γνώμη
σου, είμαι ούτως ή άλλως δυστυχισμένη. Τουλάχιστον, αν με την
απερίσκεπτη μέθοδό μου είχα καταφέρει ν’ αποκτήσω σύζυγο, θα είχα
πράξει το καθήκον μου».
«Το καθήκον σου! Δεν κάνεις και τίποτε άλλο. Να σου υπενθυμίσω ότι
αυτή τη στιγμή γλιτώνεις τον πατέρα σου από τα έξοδα και τον μπελά να
προσλάβει μια κατά πολύ υποδεέστερη παιδαγωγό. Προσπαθείς, με
μεγάλο προσωπικό κόστος, να κάνεις συντροφιά στη μητριά σου, κάτι που
θα έπρεπε να έκανε εκείνος. Πήρες επίσης τη θέση της μεγάλης σου
αδερφής και φροντίζεις τις δύο μικρότερες -άλλο ένα καθήκον που έχει
αποφύγει ο πατέρας σου- και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σίγουρα θα
υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Δεν έχεις κανέναν λόγο να
μέμφεσαι τον εαυτό σου, Κρέσι, αλλά τι στην ευχή σ’ έπιασε και χάρισες
κάτι τόσο πολύτιμο σ’ έναν άντρα που δεν ήθελες καν να παντρευτείς;
Αυτό δεν το καταλαβαίνω».
Έτσι όπως το έθετε ο Τζοβάνι, η Κρέσι πραγματικά δεν ήξερε. «Σου είπα,
ήμουν απελπισμένη και λαχταρούσα να ευχαριστήσω και τον Τζάιλς και
τον πατέρα μου. Δεν έχεις ιδέα πώς ήταν», του είπε θλιμμένα. «Η Μπέλα
μόλις είχε χαρίσει ένα γιο στον πατέρα μου και ξεκαθάρισε ότι ήθελε να με
δώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, και τότε ο μπαμπάς... θέλω να πω ο
πατέρας μου... θα έκανε τα πάντα για να την ευχαριστήσει. Δεν μπορείς να
φανταστείς πόσο σημαντικό είναι για έναν άντρα σαν εκείνον να έχει γιο
και κληρονόμο».
«Το καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά».
«Πώς είναι δυνατόν να το καταλαβαίνεις;» Ένιωσε δάκρυα ν’ αναβλύζουν
από τα μάτια της, ήταν όμως αποφασισμένη να μην κλάψει. Δε θα λυπόταν
τον εαυτό της. Και ούτε ήθελε να τη λυπηθεί ο Τζοβάνι. Έσφιξε τις γροθιές
της. «Πρόσφερα την αγνότητά μου με την ελπίδα μιας πρότασης γάμου».
Τρεμόπαιξε με δύναμη τα βλέφαρά της για να συγκρατήσει τα δάκρυα.
«Ξέρω, και δε χρειάζεται να μου το πεις εσύ, ότι αν το ομολογούσα στον
πατέρα μου, μάλλον θα κατάφερνα ό,τι επιθυμώ πάνω απ’ όλα —να με
αποσύρει από το νυφοπάζαρο. Δε θα άντεχα όμως τη χαιρεκακία του που
φέρθηκα τόσο ανόητα, εγώ που θεωρώ πως είμαι έξυπνη. Ήδη οι πράξεις
μου μου κόστισαν αρκετή αυτοεκτίμηση. Θα ήταν πολύ χειρότερα έτσι».
Καθώς ακούμπησε το κεφάλι της στο φεγγίτη, τα μαλλιά της λύθηκαν
τελικά και χύθηκαν στους γυμνούς ώμους της. Ο Τζοβάνι δε μίλησε. Της
φάνηκε πως είχε πέσει μια βαριά, δυσοίωνη σιωπή. Κατά πάσα
πιθανότητα, θα ήταν αηδιασμένος μαζί της. «Ο ισχυρισμός σου ότι είμαι
δυστυχισμένη ίσως να είναι βάσιμος τελικά», ψιθύρισε η Κρέσι. «Δυστυχώς
όμως δεν ξέρω πώς να βελτιώσω την κατάσταση. Δεν μπορώ να ευχαριστή-
σω τον πατέρα μου παρά μόνο αν παντρευτώ, αλλά δεν είμαι κατάλληλη
για γάμο και ακόμη κι αν ήμουν...» Έριξε πίσω το κεφάλι της με μια διάθεση
ανυπακοής. «Ακόμη κι αν ήμουν, να ξέρεις ότι δε θα παντρευόμουν! Δεν
πρόκειται να δοθώ σ’ έναν άντρα μόνο και μόνο για να μεγαλώσει η
δυναστεία του πατέρα μου. Δε θέλω, και δε θα το κάνω!»
Τα παλαμάκια που άκουσε την έκαναν να σηκώσει το βλέμμα
της. «Μπραβίσιμο! Αυτό είναι πρόοδος».
Η Κρέσι χαμογέλασε αχνά. «Δεν το αισθάνομαι ως πρόοδο». Προχώρησε
προς το μέρος του, με την ουρά της τουαλέτας της να σέρνεται στα
σκονισμένα σανίδια του πατώματος. «Και τώρα που έκανα την
εξομολόγησή μου, θ’ αποφασίσεις την τιμωρία μου και θα μου δώσεις
άφεση αμαρτιών;»
Ο Τζοβάνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και της έπιασε και τα δύο
χέρια. «Έχεις ήδη τιμωρηθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο σου αξίζει. Δεν
πιστεύω ότι διέπραξες κάποιο αμάρτημα, πέρα από το ότι επέτρεψες να σε
κρίνουν οι άλλοι. Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν εκείνοι -ο πατέρας σου, η
μητριά σου, ο βλάκας ο Τζάιλς, ακόμη και οι αδερφές σου. Σημασία έχει
μόνο τι πιστεύεις εσύ».
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω πλέον. Θα ομολογήσω αβίαστα το εξής -είμαι
εντελώς μπερδεμένη».
Ο Τζοβάνι την οδήγησε μαλακά μπροστά στο καβαλέτο. «Ορίστε, κοίτα.
Αυτή είναι η γυναίκα που νόμιζες ότι θα ήθελες να είσαι».
Η Κρέσι ξαφνιάστηκε τόσο πολύ απ’ αυτή την αναπάντεχη αποκάλυψη,
που πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να μπορέσει να συγκεντρωθεί στο
πορτραίτο. Παρ’ όλο που το κάτω μέρος του σώματος ήταν απλώς
σκιαγραφημένο και το φόρεμα θα ζωγραφιζόταν αργότερα, το πρόσωπο,
οι ώμοι και τα χέρια ήταν ολοκληρωμένα. Η Κρέσι απόμεινε να κοιτάζει
άναυδη τη γυναίκα στον καμβά, που ήταν εκείνη, αλλά και δεν ήταν. Όπως
της είχε υποσχεθεί ο Τζοβάνι, έδειχνε όμορφη, πιο γλυκιά και, ναι, με
περισσότερη θηλυκότητα και πιο σαγηνευτική απ’ ό,τι στην
πραγματικότητα. Υπήρχε μια υποψία υπόσχεσης στα μάτια της, μια
υπόνοια φιλιού στα χείλη της. Αυτή η λαίδη Κρεσίντα ήταν από τις γυναίκες
που ένας άντρας θα έδινε μάχη για να παντρευτεί και θα καυχιόταν πως
είχε πλαγιάσει μαζί της.
«Πώς σου φαίνεται;»
Ο τόνος της φωνής του ήταν ασυνήθιστα διατακτικός. Συνει-
δητοποιώντας με κάποια έκπληξη ότι ο Τζοβάνι υπολόγιζε τη γνώμη της, η
Κρέσι ξανακοίταξε το πορτραίτο με περισσότερη προσοχή και
προσπάθησε να το δει αντικειμενικά, να θυμηθεί ακριβώς τους όρους της
πρόκλησης που είχαν θέσει. «Ως απόδειξη για τη θέση μου, είναι σχεδόν
τέλειο. Δημιούργησες ομορφιά χρησιμοποιώντας τους μαθηματικούς
τύπους της φύσης», του είπε τελικά.
«Δε ρώτησα αυτό όμως».
«Το ξέρω». Η Κρέσι κοίταξε τη γυναίκα του πορτραίτου. «Είναι όμορφη,
αλλά δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν εννοώ την όψη της -μου μοιάζει πάρα πολύ,
Τζοβάνι, και η εκτέλεση είναι αριστοτεχνική, όμως...»
«Πες μου πώς σε κάνει να αισθάνεσαι».
«Είναι παράξενο, αλλά μοιάζει να λείπουν κάποια κομμάτια του εαυτού
μου. Αν η τέχνη είναι αλήθεια, τότε αυτό είναι ψέμα. Ίσως όχι μεγάλο ψέμα
αλλά ψεματάκι. Παρέλειψες όλα μου τα ελαττώματα και υπονόησες
χαρακτηριστικά που δεν έχω. Αυτό το πρόσωπο έχει πολύ λίγα στοιχεία
από μένα. Δείχνω ντροπαλή και συμμαζεμένη, όπως θα έλεγε η θεία μου η
Σοφία, μα δεν είμαι τόσο πειθήνια ούτε αναγνωρίζω αυτή την
αυτοπεποίθηση».
«Ναι, δεν είσαι καθόλου έτσι, ωστόσο έχεις φοβερή οξυδέρκεια. Λίγοι
άνθρωποι έχουν τέτοια επίγνωση. Ιδίως όταν πρόκειται για τον εαυτό
τους».
Η Κρέσι έκανε το γύρο του πορτραίτου, ύστερα στάθηκε πάλι μπροστά
του και έσμιξε τα φρύδια της. «Οι αναλογίες, η προοπτική, οι γωνίες, όλα
είναι τέλεια, μα είναι ψέμα. Τα μαθηματικά είναι η απόλυτη αλήθεια, οι
κανόνες τους είναι αδιάψευστοι, ωστόσο εσύ κατάφερες να τους
διαψεύσεις. Δεν καταλαβαίνω. Η ομορφιά δεν είναι από μόνη της αλήθεια,
Τζοβάνι;» Στράφηκε απότομα προς το μέρος του και οι φούστες της
σκάλωσαν στα πόδια του καβαλέτου, που ταρακουνήθηκε
ανησυχητικά. «Δεν είμαι αυτή η γυναίκα. Δε θα ήθελα καν να ήμουν αυτή η
γυναίκα, αυτή η ανόητη, όλο προσποίηση σειρήνα».
«Παρ’ όλο που είναι ακριβώς ο τύπος της συμβιβαστικής και υπάκουης
γυναίκας που ευχόσουν να ήσουν; Αυτή η γυναίκα», είπε με περιφρόνηση ο
Τζοβάνι, «θα είχε παντρευτεί χωρίς κανέναν δισταγμό προκειμένου να
ευχαριστήσει τον πατέρα της».
«Δεν είμαι αυτή η γυναίκα!»
«Όχι, δεν είσαι. Αλλά ούτε είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Σου αρέσει
να πιστεύεις ότι επαναστατείς και υπονομεύεις τους περιορισμούς της
ζωής σου με μικρές χειρονομίες, αλλά ενστικτωδώς εξακολουθείς να
συμβιβάζεσαι και να συμμορφώνεσαι. Αυτός ο πίνακας», είπε με νόημα ο
Τζοβάνι, αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει και πάλι τον καμβά, «δεν είναι πέρα
για πέρα ψέμα».
Η Κρέσι κοίταξε ξανά το πορτραίτο της και ο θυμός της έσβησε, καθώς
συνειδητοποίησε την αλήθεια στα. λόγια του Τζοβάνι, την αλήθεια σ’ αυτό
που είχε ζωγραφίσει. «Γιατί μπορώ να χαμογελώ και να σκοτώνω καθώς
χαμογελώ, να κλαίω με ευχαρίστηση για ό,τι με θλίβει, και να βρέχω τα
μάγουλά μου με ψεύτικα δάκρυα, και ν ’ αλλάζω το πρόσωπό μου για κάθε
περίσταση», απήγγειλε ειρωνικά. «Ριχάρδος ο Τρίτος», πρόσθεσε κι έστρεψε
το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. «Ταιριάζει, προφανώς, αλλά δεν είναι και
τόσο κολακευτικό».
«Ούτε είναι ολόκληρη η αλήθεια. Όταν θα σε ζωγραφίζω ως Πενθεσίλεια,
θα ήθελα να έχεις τα μαλλιά σου λυτά».
«Ώστε αποφάσισες τελικά να με κάνεις Αμαζόνα;»
Πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του. «Είναι αλήθεια πως είσαι πολύ πιο
δυνατή απ’ όσο νομίζεις», της είπε φιλώντας τον καρπό της.
Τα χείλη του ήταν ζεστά και ο σφυγμός της φτερούγισε με το απαλό του
χάδι. «Και έχω την τάση να αυταπατώμαι, αν ισχύει η εκτίμησή σου για το
χαρακτήρα μου», απάντησε η Κρέσι, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει το
άγγιγμά του που την έκανε να αισθάνεται έντονα το σώμα της και πόσο
κοντά της ήταν το δικό του. Η ένταση στην ατμόσφαιρα σημείωσε μια
ανεπαίσθητη αλλαγή, παίρνοντας μια χροιά κινδύνου.
«Ήθελα να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου, όχι χειρότερα.
Γνωρίζω πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί μας με όσους έχουν το ίδιο αίμα μ’
εμάς. Ξέρω πόσο έντονη είναι η επιθυμία να τους ευχαριστήσουμε. Και
ξέρω πόσο δύσκολο είναι να ευχαριστήσουμε ταυτόχρονα και τον εαυτό
μας». Ο Τζοβάνι άγγιξε τα μαλλιά της, γλίστρησε το χέρι του στις ατίθασες
μπούκλες της και το κατέβασε στον ακάλυπτο ώμο της. «Ξέρω πώς είναι
να υποφέρεις κατ’ αυτό τον τρόπο, και ξέρω πώς είναι να ξεφεύγεις».
Το άλλο χέρι του γλίστρησε στη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Τα
μάτια του είχαν σκοτεινιάσει από το πάθος και η φωνή του ήταν σιγανή,
την υπνώτιζε. Τα λόγια του έκρυβαν μυστικά, οδυνηρά μυστικά, αλλά της
είχε αποσπάσει τόσο πολύ την προσοχή το άγγιγμά του, το άρωμά του, η
παρουσία του κοντά της, που δεν την ένοιαξε. Η επιδερμίδα της έκαιγε.
Άρχισε να λαχανιάζει και είδε τα στήθη της να τρέμουν μέσα στο ντεκολτέ
του φορέματος της.
Τα δάχτυλά του σύρθηκαν από τον ώμο της στη δαντέλα του ντεκολτέ
της, με ένα χάδι ανάλαφρο και ερεθιστικό. «Είσαι πολύ καλύτερη, πάρα
πολύ καλύτερη απ’ ό,τι νομίζεις, Κρέσι», της ψιθύρισε. Τα χείλη του άγγιξαν
τα δικά της. Ένα ανεπαίσθητο φιλί, μόλις που την ακούμπησαν.
«Πενθεσίλεια, η πολεμίστρια θεά. Πολέμησε για τον εαυτό σου».
Έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να τη φιλά στο ντεκολτέ. Εκείνη
αναστέναξε σιγανά, νιώθοντας τα χείλη και τη γλώσσα του να σπέρνουν
φιλιά επάνω κι ανάμεσα στα στήθη της. Τα χέρια του έπιασαν τους
γλουτούς της και βάλθηκαν να μαλάσσουν τη σάρκα της. Η Κρέσι κόλλησε
πάνω του, φέρνοντας τα στήθη της πιο ψηλά, πιο κοντά του. Τα φουσκωτά
μανίκια της τουαλέτας κύλησαν από τους ώμους της και το φόρεμα
γλίστρησε από τα στήθη της, σαν να ήταν φτιαγμένο για να γλιστρά έτσι
ακριβώς.
«Σέι μπελίσιμα», μουρμούρισε ο Τζοβάνι και πήρε μία από τις σφιχτές, ροζ
θηλές της στο στόμα του. Τη ρούφηξε, και ένα ρίγος ηδονής έκανε την Κρέσι
να σπαρταρήσει πάνω του και να γείρει πίσω στον τοίχο. Εκείνος τη
ρούφηξε ξανά κι έπιασε τα άλλο της στήθος, διεγείροντας τη θηλή με τον
αντίχειρά του. Η κοιλιά της σφίχτηκε και όλοι οι μύες της τεντώθηκαν
υπέροχα. «Σέι μπελίσιμα», ξαναείπε ο Τζοβάνι, κι εκείνη το πίστεψε. Όχι ότι
ήταν όμορφη, αλλά ότι αυτός την έβλεπε έτσι εκείνη τη στιγμή. Η γλώσσα
του χάιδεψε ολόγυρα τη θηλή της, ο αντίχειράς του μιμήθηκε την κίνηση
στο άλλο της στήθος και ένας παράφορος πόθος την πλημμύρισε.
Το χέρι του έσφιξε το γλουτό της και την τράβηξε πάνω του. Η Κρέσι
ένιωσε τη στύση του, σκληρή, στην κοιλιά της. Ήθελε να τον νιώσει πιο
κοντά της, το ήθελε απεγνωσμένα. «Τζοβάνι...» Η φωνή της βγήκε βραχνή.
«Τζοβάνι», του είπε, πιο επίμονα τώρα. Εκείνος φάνηκε απρόθυμος να
σηκώσει το κεφάλι του από τα στήθη της. Ούτε η Κρέσι ήταν πρόθυμη να
χάσει αυτή την επαφή, μόνο που... «Τζοβάνι!»
Τα βλέφαρά του είχαν βαρύνει και τα μάγουλά του ήταν λίγο πιο κόκκινα
απ’ ό,τι συνήθως. Η Κρέσι άγγιξε το σαγόνι του, σέρνοντας την παλάμη της
στα ελαφρώς άγρια γένια του. «Θέλεις να σταματήσω;» τη ρώτησε βραχνά.
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θέλω να με φιλήσεις».
Στα χείλη του σχηματίστηκε το πλέον αισθησιακό χαμόγελο. Το ένα χέρι
του κρατούσε το στήθος της, το άλλο το γλουτό της. «Περ φορτούνα, αυτό
ακριβώς ήθελα να κάνω». Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της κι εκείνη άνοιξε
το στόμα της για να δεχτεί το φιλί του.
Η πόρτα της σοφίτας άνοιξε με πάταγο. «Α, εδώ είστε και οι δύο! Είπα στον
Τζέιμς ότι αυτό είναι το κρυφό σας δωμάτιο, αλλά δε με πίστεψε»,
αναφώνησε ο Χάρι και όρμησε μέσα με ενθουσιασμό. «Πρέπει να του πεις
πως είχα δίκιο, Κρέσι. Πρέπει να του πεις... Κρέσι, πρέπει να έρθεις αμέσως».
«Γιατί; Τι συμβαίνει;»
«Ήρθε ο μπαμπάς».
Κεφάλαιο 5

«Οφείλω να ομολογήσω πως αυτό ήταν ένα πολύ φτωχό δείπνο. Τι έπαθε
η μαγείρισσα και μας έστειλε μονάχα σαλατικά; Θα πρέπει να της μιλήσεις
αυστηρά, αγαπητή μου. Πρέπει να τηρεί κάποια πρότυπα».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ τίναξε τις ουρές του σμόκιν του και κάθισε σε μια
πολυθρόνα κοντά στο τζάκι, απέναντι από τη γυναίκα του. Είχαν
αποσυρθεί στο επίσημο σαλόνι μετά το δείπνο, μια μεγάλη κάμαρα που
είχε να χρησιμοποιηθεί πολλούς μήνες -από την τελευταία επίσκεψη της
Εξοχότητάς του στην εξοχική έπαυλή του, για την ακρίβεια. Ως εκ τούτου,
το δωμάτιο ήταν ψυχρό και μύριζε κλεισούρα. Η Μπέλα, που τώρα τε-
λευταία συνήθιζε να παίρνει ένα ελαφρύ δείπνο νωρίς μαζί με την προγονή
της και σχεδόν αμέσως μετά να αποσύρεται για να ξαπλώσει,
δυσκολευόταν να κρατηθεί ξύπνια. Τυλιγμένη σε μια μεγάλη κασμιρένια
εσάρπα, και νιώθοντας προφανώς τρομερά άβολα μες στη στενή βραδινή
της τουαλέτα, η λαίδη Άρμστρονγκ διαμαρτυρήθηκε αδύναμα. «Αν ξέραμε
ότι θα έρθεις, αγάπη μου, θα είχα φροντίσει να μας φέρουν περισσότερο
και πιο κατάλληλο φαγητό».
«Να είσαι πάντοτε προετοιμασμένη για όλα», είπε ζωηρά ο σύζυγός της,
«να βρίσκεσαι πάντοτε ένα βήμα μπροστά από την αντιπολίτευση και δε
θα αποτύχεις ποτέ».
«Η οικογένειά σου είμαστε, όχι η αντιπολίτευση. Και αν μας είχες
ειδοποιήσει ότι θα ερχόσουν, πατέρα, θα σου είχαμε ετοιμάσει ένα δείπνο
αντάξιο του κύρους σου». Η Κρέσι, που καθόταν μακριά από το τζάκι και
ένιωθε αρκετά την ψύχρα, ήταν επίσης αρκετά εκνευρισμένη. Παρατήρησε
ότι το δέρμα της Μπέλα είχε μία παράξενη ωχρότητα. Τα μάγουλά της ήταν
επίσης αφύσικα κόκκινα, και ήξερε, μια που η μητριά της της το είχε
εκμυστηρευτεί εκείνο το απόγευμα, ότι οι αστράγαλοί της ήταν τόσο
πρησμένοι, που τα πασούμια της την έσφιγγαν τρομερά. «Η Μπέλα είναι
πολύ αδιάθετη αυτό τον καιρό», είπε δηκτικά. «Θα έπρεπε να βρίσκεται στο
κρεβάτι της».
«Ανοησίες. Κάνει καλό στο κυκλοφορικό να βρίσκεται κανείς στο πόδι.
Και πρέπει να ασκείσαι λίγο, Μπέλα, θα είναι καλό και για το παιδί. Είμαι
σίγουρος ότι ο σερ Γκίλμπερτ Μάουντζοϊ δεν εννοούσε να είσαι ξαπλωμένη
όλη μέρα».
«Για την ακρίβεια, ο σερ Γκίλμπερτ είπε ότι η Μπέλα πρέπει να
ξεκουράζεται», είπε και πάλι δηκτικά η Κρέσι.
Ο λόρδος Άρμστρονγκ, που είχε κάνει καριέρα διαστρέφοντας την
αλήθεια όπως τον βόλευε, κούνησε περιφρονητικά το χέρι του.
«Ξεκουράζεται κάμποσες βδομάδες τώρα. Απ’ ό,τι θυμάμαι, γι’ αυτό σε
έστειλα εδώ, Κρεσίντα, για να μπορέσει να ξεκουραστεί η γυναίκα μου.
Απορώ που δε σκέφτηκες να την απαλλάξεις από μερικές απλές δουλειές
του σπιτιού. Όπως το να παραγγείλεις ένα δείπνο της προκοπής».
Μια θυμωμένη απάντηση της ήρθε στα χείλη, μα συγκρατήθηκε. Ήταν η
πιο επιτυχημένη τακτική του πατέρα της να ρίχνει την ευθύνη πάνω της, κι
εκείνη σπάνια δεν τσιμπούσε το δόλωμα. Αυτή τη φορά όμως δε θα το
έκανε. Εκείνος είχε πέρα για πέρα άδικο, αλλά δε θα το παραδεχόταν ποτέ
και η Κρέσι θα έχανε απλώς το χρόνο της, αν προσπαθούσε να τον κάνει να
το παραδεχτεί. Μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα, το να αρνηθεί να την
υποτιμήσει δεν ήταν καμία σπουδαία αντίδραση, ωστόσο το έκανε κι
ένιωσε καλύτερα έτσι. Παίρνοντας παράδειγμα από τον Τζοβάνι, γιατί από
πολλές απόψεις ο πατέρας της παιδιάριζε σαν τους αδερφούς της, δεν
καταδέχτηκε να του απαντήσει καν, απλώς σηκώθηκε όρθια.
«Για πού το ’βαλές;»
«Ίσως να σου διαφεύγει, πατέρα, αλλά ο βασικός λόγος που με έστειλες
εδώ κάτω ήταν για να κάνω την γκουβερνάντα των γιων σου. Πάω να
βεβαιωθώ ότι βρίσκονται στα κρεβάτια τους. Είναι τόσο ζωηρά παιδιά»,
είπε με ένα γλυκό χαμόγελο, «που δυστυχώς δεν ακούνε πάντα την νταντά
τους και πολλές φορές αρνούνται να ξαπλώσουν όταν πρέπει. Μήπως,
τώρα που είσαι εδώ, θα ήθελες ν’ αναλάβεις εσύ αυτό το καθήκον; Απορώ,
μάλιστα, που δε σκέφτηκα να τους διαβάσεις εσύ αντί για μένα ένα
παραμύθι για να κοιμηθούν. Με συγχωρείς. Θα φροντίσω αύριο να μη σου
πάρω τη θέση».
«Δεν έχω χρόνο να διαβάζω παραμύθια», είπε ο λόρδος Άρμστρονγκ,
μισοκλείνοντας τα μάτια του με θυμό. Δεν ήταν συνηθισμένος ν’ ακούει
σαρκασμό μέσα στο σπίτι του, εκτός κι αν προερχόταν από τον ίδιο, μα, αν
δεν το θεωρούσε απίθανο, θα φανταζόταν ότι η Κρεσίντα τον κορόιδευε.
«Η Κρέσι τα καταφέρνει πολύ καλά με τα παιδιά, Χένρι», είπε αδύναμα η
Μπέλα. «Την ακούν πολύ περισσότερο από μένα. Τα καημενούλια,
ανησυχούσα ότι τα παραμελούσα, γιατί πραγματικά αισθάνομαι άσχημα
αυτό τον καιρό, αλλά δείχνουν πολύ ευχαριστημένα με τη μεγάλη τους
αδερφή».
«Ω, σ’ ευχαριστώ, Μπέλα», είπε έκπληκτη η Κρέσι και εισέπραξε ένα
σφιγμένο χαμόγελο.
«Η Κρέσι έχει ενδιαφερθεί πολύ και για μένα, Χένρι», επέμεινε η Μπέλα.
«Έχει αναλάβει όλα τα βάρη του σπιτιού, γιατί κάποιες μέρες αισθάνομαι
μεγάλη αδυναμία. Αυτές οι αναγούλες με εξουθενώνουν».
«Αναγούλες! Μα πρέπει να το έχεις ξεπεράσει πια αυτό το στάδιο. Είσαι
πόσο... πέντε μηνών τώρα;»
«Πράγματι, γιατί την τελευταία φορά που ήρθες ήταν το Νοέμβριο».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ ένιωσε αμήχανα μ’ αυτή την τόσο προσωπική
πληροφορία. «Ανοησίες, αγαπητή μου, δε θυμάσαι καλά. Είμαι σίγουρος...»
«Ήσουν εδώ ανήμερα τα Χριστούγεννα. Έφτασες πάνω στην ώρα για την
εκκλησία, απ’ ό,τι θυμάμαι, και έφυγες μετά το δείπνο. Έχεις να μείνεις εδώ
το βράδυ από το Νοέμβριο. Διόλου παράξενο που οι μικροί, ο Φρέντι κι ο
Τζορτζ, ήταν τόσο αμήχανοι μαζί σου σήμερα το απόγευμα -τους είσαι
ουσιαστικά ξένος».
Γι’ άλλη μια φορά, η Κρέσι κοίταξε έκπληκτη τη μητριά της. Δεν είχε
ξανακούσει την Μπέλα να μιλά έτσι στον λόρδο Άρμστρονγκ. Βλέποντας
την έκφραση του πατέρα της, συνειδητοποίησε ότι είχε ξαφνιαστεί κι
εκείνος όσο και η ίδια, και έκρυψε το χαμόγελό της. Για πρώτη φορά στη
ζωή της, ένιωσε ότι αυτή και η μητριά της έδιναν την ίδια μάχη.
Η Μπέλα φάνηκε πως δεν είχε τελειώσει ακόμη. «Σίγουρα θα θέλεις να
ξαναγνωρίσεις τους γιους σου, τώρα που είσαι εδώ», είπε. «Η Κρέσι θα
χαρεί, φαντάζομαι, να μην κάνει μάθημα ένα πρωινό, αν επιθυμείς να πας
τα παιδιά για ψάρεμα».
Πρώτα η Κρεσίντα τον είχε κοροϊδέψει ευθέως και τώρα η Μπέλα είχε
αποθρασυνθεί. Σίγουρα κάτι συνέβαινε, συλλογίστηκε ο λόρδος
Άρμστρονγκ και δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι το ενέκρινε. «Δε θα ήθελα
να διακόψω τα μαθήματά τους. Εξάλλου, πρέπει να επιστρέψω στο
Λονδίνο σχεδόν αμέσως. Πρέπει να πάω στην Αγία Πετρούπολη μαζί με τον
δούκα, ξέρεις. Ίσως να λείψω μερικούς μήνες. Γι’ αυτό ήρθα, για να
βεβαιωθώ ότι έχουν διευθετηθεί όλα όπως πρέπει προτού αναχωρήσω».
«Α, μάλιστα».
Η Μπέλα μαράθηκε προς στιγμή. Αν δεν την πρόσεχε, η Κρέσι ίσως να μην
είχε διακρίνει την απογοήτευσή της, τόσο γρήγορα χάθηκε από την
έκφρασή της. Η μητριά της είχε πληγωθεί. Δε θα έπρεπε να ξαφνιαστεί
τόσο πολύ η Κρέσι, όμως ξαφνιάστηκε. Η Μπέλα αγαπούσε όντως τον
άντρα της. Και νόμιζε ότι εκείνος είχε έρθει για να τη δει, προφανώς έλπιζε
ότι είχε έρθει επειδή την είχε έγνοια, ενώ ο λόρδος Άρμστρονγκ
ενδιαφερόταν μονάχα να έχουν διευθετηθεί όλα όπως πρέπει! Με φρίκη, η
Κρέσι συνειδητοποίησε τι εννοούσε ο πατέρας της. Θα απουσίαζε όταν
γεννιόταν το παιδί της Μπέλα. Το παιδί του!
Η Κρέσι ξέχασε εντελώς το στρατηγικό της σχέδιο να φανεί αδιάφορη και
δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. «Πατέρα! Δεν πρέπει να φύγεις με τον
Ουέλινγκτον. Είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσει να βρει κάποιον ικανό να σε
αντικαταστήσει. Η Μπέλα σε χρειάζεται εδώ».
«Ορίστε;»
«Κρέσι!» αναφώνησε η Μπέλα.
«Δεν πρόκειται να σ’ το πει η ίδια, γι’ αυτό θα το πω εγώ».
«Κρεσίντα, σε παρακαλώ, μη!»
«Δε θέλει να βρίσκεσαι τόσο μακριά μια τόσο σημαντική στιγμή».
«Χένρι, μην την ακούς. Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω μια χαρά μόνη
μου».
«Δε θα είσαι μόνη σου». Ο λόρδος Άρμστρονγκ σηκώθηκε όρθιος. Σπάνια
φανέρωνε το θυμό του, μα η Κρέσι κατάλαβε, από τη σφιγμένη στάση του,
ότι δυσκολευόταν να κρύψει τα συναισθήματά του. Υπό οποιεσδήποτε
άλλες συνθήκες, θα τη χαροποιούσε η αντίδρασή του, μα τώρα την
απασχολούσε μονάχα να του δείξει πόσο εγωιστική ήταν η συμπεριφορά
του. «Πατέρα, το ξέρω ότι θα είναι μεγάλη θυσία, αλλά σίγουρα η Μπέλα
είναι πιο σημαντική από...»
«Πώς τολμάς! Πώς τολμάς να μου λες τι να κάνω! Πώς τολμάς ν’
αποφασίζεις τι είναι σημαντικό για την Αγγλία και τι δεν είναι!» Ο λόρδος
Άρμστρονγκ έτρεμε από την οργή του. «Σου διαφεύγει, νομίζω, ότι η
σύζυγός μου έχει ήδη γεννήσει τέσσερα γερά αγόρια χωρίς επιπλοκές και
προβλήματα».
«Πατέρα, αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Η Μπέλα είναι πολύ αδιάθετη».
«Και ποιος φταίει γι’ αυτό; Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι την κάνεις να
πιστεύει πως είναι χειρότερα απ’ ό,τι είναι. Ο Μάουντζοϊ δεν είχε καμία
ανησυχία όταν την εξέτασε, αλλιώς θα με είχε ενημερώσει. Ούτε η γυναίκα
μου είχε εκφράσει κάποια ανησυχία μέχρι σήμερα, και σίγουρα αυτό έγινε
επειδή την επηρέασες. Ούτε μια φορά δε μου έγραψε πως είχε παράπονα,
έτσι δεν είναι, αγαπητή μου;» ρώτησε ο λόρδος Άρμστρονγκ, γυρνώντας
ξαφνικά στη σύζυγό του, που θαρρείς ότι προσπαθούσε να θάψει τον όγκο
της μέσα στα βάθη της πολυθρόνας της.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, Χένρι. Ξέρω
πόσο σημαντικό είναι...»
«Ορίστε, τα βλέπεις;» δήλωσε ο λόρδος Άρμστρονγκ. Ο θριαμβευτικός του
τόνος, ωστόσο, τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά του. Όταν
ξαναμίλησε, ήταν με τον συνηθισμένο του τόνο και απευθύνθηκε
επιδεικτικά μονάχα στη γυναίκα του. «Παρ’ όλο που δε θέλεις να με
επιβαρύνεις, εγώ ανησυχούσα, αγάπη μου. Και γι’ αυτό κανόνισα να σε
βλέπει ο σερ Γκίλμπερτ κάθε μήνα μέχρι να γεννήσεις. Αν και είναι τρομερά
απασχολημένος, σχεδόν όσο κι εγώ, είχε την ευγένεια να συμφωνήσει να
εγκατασταθεί στην Έπαυλη Κίλελαν για τον τοκετό σου. Βλέπεις πόσο
νοιάζομαι για το παιδί μας».
Για το παιδί μας! Όχι για τη σύζυγό του. Παλιά θα της είχε διαφύγει της
Κρέσι μια τόσο λεπτή διαφορά, αλλά ο Τζοβάνι την είχε βοηθήσει να δει
πολύ διαφορετικά τον κόσμο της. Περίμενε ότι η Μπέλα θα
καθησυχαζόταν, ωστόσο, και η απάντησή της τη βρήκε απροετοίμαστη
όσο και τον λόρδο.
«Όχι!» Η Μπέλα πάσχισε ν’ ανακαθίσει, πετώντας στην άκρη μαξιλάρια
και εσάρπες. «Να μην έρθει. Δεν τον θέλω εδώ».
«Τον σερ Γκίλμπερτ;» Ο λόρδος Άρμστρονγκ την κοίταξε με απορία. «Μα
έχει παραστεί σε όλες τις γέννες σου. Είναι ο καλύτερος στον τομέα του».
«Όχι!» Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, η Μπέλα σηκώθηκε από την
πολυθρόνα της. «Δεν τον θέλω, Χένρι, μ’ ακούς; Θέλω μια μαμή. Θέλω μια
γυναίκα. Δε θέλω να με σκαλίζει και να με ψαχουλεύει αυτός ο άντρας με
τα κρύα του δάχτυλα, και να μου λέει να μη φωνάζω μ’ εκείνον το
σχολαστικό του τόνο: “Ελάτε, λαίδη Άρμστρονγκ, συγκρατηθείτε λίγο. Τις
αγελάδες που γεννάνε στα χωράφια τις ακούτε να μουγκρίζουν τόσο
δυνατά;” Θα ’θελα να τον δω αυτόν να γεννάει τόσο γεροδεμένα αγόρια
σαν τα δικά μου χωρίς να μουγκρίσει. Θα ’θελα να δω πόσο ήρεμος και
ατάραχος θα ήταν, αν τον βασάνιζαν αυτόν με τα φριχτά εργαλεία του. Δεν
τον θέλω. Θα κανονίσω εγώ τα απαραίτητα, Χένρι, μια που δε θα είσαι εδώ,
και δε δέχομαι άλλη κουβέντα γι’ αυτό το ζήτημα. Θα πάω να ξαπλώσω
τώρα. Μια που θα μείνεις τόσο λίγο, δε θα σε απασχολήσω άλλο. Δεν
περιμένω να ξαναϊδωθούμε μέχρι το πρωί».
Με όση αξιοπρέπεια της επέτρεπαν οι παχουλές σάρκες της και οι
πρησμένοι αστράγαλοι μες στα στενά πασούμια της, η Μπέλα έφυγε από
το σαλόνι. Αποσβολωμένη, η Κρέσι αποφάσισε επίσης πως η καλύτερη
τακτική θα ήταν ν’ αποχωρήσει. Ήταν μια επεισοδιακή μέρα και είχε να
σκεφτεί πολλά.
***
Η Κρέσι εξιστόρησε τα γεγονότα του σαλονιού στον Τζοβάνι το επόμενο
πρωί. «Τι χαζή που ήμουν! Ήμουν τόσο χολωμένη με την καημένη την
Μπέλα, που δε συνειδητοποίησα πως ήταν κι αυτή θύμα του εγωισμού του
πατέρα μου όσο οι αδερφές μου κι εγώ. Νοιάζεται πολύ γι’ αυτόν, κι εκείνος
δε νοιάζεται καθόλου για κείνη. Είχες δίκιο», ψιθύρισε, γιατί οι αδερφοί της
ήταν και οι τέσσερις καθισμένοι στο τραπέζι και μελετούσαν -ο Τζορτζ και
ο Φρέντι το αλφαβητάρι τους, ο Τζέιμς και ο Χάρι τη γεωμετρία τους. «Ο
πατέρας μου αδιαφορεί για το τι θέλει η Μπέλα, όσο αδιαφορεί και για το
τι θέλω εγώ. Έπρεπε να ’βλεπες την έκφρασή της χτες το βράδυ, όταν
συνειδητοποίησε ότι εκείνος ήρθε εδώ μονάχα για να βεβαιωθεί ότι θα
είμαστε όλοι φρόνιμοι ενώ θα φύγει καμαρωτός καμαρωτός για τη Ρωσία
με τον Ουέλινγκτον. Πραγματικά τη λυπήθηκα».
Ο Τζοβάνι, που εκείνη τη στιγμή ζωγράφιζε τα χέρια του Φρέντι,
σταμάτησε τη δουλειά του και κοίταξε το αγόρι συνοφρυωμένος. Η
παρουσία της Κρέσι, που βημάτιζε πέρα δώθε, του αποσπούσε την
προσοχή. Είχε φανεί πρακτικό να μετατραπεί η πινακοθήκη σε δωμάτιο
διδασκαλίας, ώστε να διδάσκει η Κρέσι τα παιδιά ενώ εκείνος δούλευε, και
να κάνουν κάπου κάπου ένα διάλειμμα για να κάθονται τα αγόρια στην
επίσημη πόζα τους. Με αυτή τη διευθέτηση, ο Τζοβάνι είχε σημειώσει
εξαιρετική πρόοδο με το πορτραίτο και του έμεναν ελεύθερα τα
απογεύματα για να ζωγραφίζει τον πίνακα της Κρέσι, χωρίς αυτό να έχει
αντίκτυπο στην παραγγελία του. Σήμερα, όμως, δεν μπορούσε να
συγκεντρωθεί.
Η Κρέσι ήταν αλλιώτικη. Θαρρείς πως είχε αλλάξει από τη μια μέρα στην
άλλη. Έχοντας ξεπεράσει την πίκρα της, ο θυμός της για λογαριασμό της
λαίδης Άρμστρονγκ δεν την εξουθένωνε πλέον, αντίθετα είχε μετατραπεί
σε μία θετική, αναζωογονητική δύναμη. Πενθεσίλεια, η πολεμίστρια
βασίλισσα. Δεν υπήρχαν ημίμετρα με την Κρέσι. Τώρα ήταν με το μέρος της
Μπέλα και δε θα χαράμιζε το χρόνο της σε αισθήματα έχθρας για το πώς
της είχε φερθεί η μητριά της στο παρελθόν. Ο Τζοβάνι αναρωτήθηκε για
μια στιγμή πώς θα της φαινόταν της λαίδης Άρμστρονγκ αυτή η αλλαγή.
Απ’ όσα του είχε μεταφέρει η Κρέσι από τη χθεσινοβραδινή συζήτηση,
φαίνεται πως και η λαίδη είχε αρχίσει να αγανακτεί με τη δεσποτική
συμπεριφορά του λόρδου. Όσο απίθανο κι αν ήταν, τελικά μάλλον η Κρέσι
και η Μπέλα θα συμμαχούσαν.
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε με τη σκέψη του. Θα ήθελε να δει την έκβαση της
επανάστασης στην οικογένεια Άρμστρονγκ, την οποία είχε υποκινήσει και
ο ίδιος. Δυστυχώς, αυτό ήταν απίθανο, γιατί η συγκεκριμένη παραγγελία δε
θα του έπαιρνε πάνω από λίγες βδομάδες ακόμη. Ένιωσε έναν οξύ πόνο,
σαν σουβλιά στο στομάχι του. Δεν ήταν τόσο ότι θα του έλειπε η Κρέσι, όσο
ότι ανησυχούσε πως δε θα προλάβαινε να ολοκληρώσει το πορτραίτο της.
Θα έπρεπε να στρωθεί για τα καλά στη δουλειά.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον πίνακα που είχε μπροστά του, για
τον οποίο τον πλήρωνε ο λόρδος Άρμστρονγκ, αλλά τον απασχολούσε
πολύ περισσότερο η αλλαγή στη στάση της Κρέσι απέναντι στον πατέρα
της. Εκείνη πίστευε πως θα ήταν εύκολο να αποβάλει τη συνήθεια της
υπακοής, μα ο Τζοβάνι αμφέβαλλε πολύ γι’ αυτό. Γνώριζε από προσωπική
εμπειρία πως ήταν μια διαρκής και επίμονη συνήθεια, που απαιτούσε
συνεχή επαγρύπνηση για να την καταστείλει κανείς. Το σημαντικό, βέβαια,
ήταν ότι η Κρέσι είχε κάνει μια αρχή.
Του είχε εκμυστηρευτεί ότι η λαίδη Άρμστρονγκ την είχε επαινέσει λιγάκι
το προηγούμενο βράδυ. Η επίδραση που είχε αυτό πάνω της φαινόταν
δυσανάλογη, καθώς στον ίδιο ακούστηκε σαν μία μνησίκακη
φιλοφρόνηση, που δεν την έκανε τόσο για να παινέψει την προγονή της,
όσο για να εκνευρίσει το σύζυγό της.
Πόσα λίγα ήθελε η Κρέσι για να νιώσει χαρούμενη! Ήταν ολοφάνερο ότι
και στους αδερφούς της άρεσε πλέον πολύ να βρίσκονται μαζί της, γιατί δε
διέκοπταν πια κάθε τόσο τη δουλειά του. Συγκεκριμένα, ο Χάρι, που είχε
κλίση στην αριθμητική, είχε εισπράξει την οργή του Τζέιμς επειδή τελείωσε
τις ασκήσεις από το σχολικό βιβλίο της Κρέσι πολύ νωρίτερα από τον
μεγαλύτερο αδερφό του και στη συνέχεια ζήτησε να του δώσουν πιο
δύσκολα προβλήματα. Ο Τζέιμς, ένα αγόρι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση
του αγαπητού μπαμπά του, δεν είχε πάρει καθόλου καλά αυτή την ένδειξη
ανωτερότητας, αλλά η Κρέσι είχε αγνοήσει το ξέσπασμά του, και δεν
υπήρχε καλύτερη τακτική απ’ αυτό.
Μακάρι να μπορούσε κι ο Τζοβάνι να αγνοήσει την Κρέσι, μα αισθανόταν
πολύ έντονα την παρουσία της καθώς εκείνη βημάτιζε ανήσυχα πίσω του,
σταματούσε κάθε τόσο δίπλα στο καβαλέτο του και προλόγιζε το κάθε της
σχόλιο με τη φράση «και κάτι ακόμη» προτού του αφηγηθεί ξανά τη
χτεσινοβραδινή σκηνή ή κάποιο επεισόδιο από το παρελθόν όπου ο πατέ-
ρας της είχε βάλει τις ανάγκες του πάνω από τις ανάγκες των άλλων. Ήταν
άπειρα τα παραδείγματα, ατελείωτα, κι εκείνη τα αποθήκευε προφανώς
ασυναίσθητα στο έξυπνο μυαλουδάκι της, με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Τζοβάνι εγκατέλειψε την προσπάθειά του να ολοκληρώσει τα χέρια του
Φρέντι στο πορτραίτο. Η δεξιοτεχνία του στη σχεδίαση χεριών ήταν ένα
από τα ταλέντα για τα οποία τον εκθείαζαν περισσότερο, μία από τις
τεχνικές που είχε εργαστεί σκληρά για να την τελειοποιήσει, αλλά σήμερα
δεν είχε την κατάλληλη διάθεση. Τελικά, πήρε ένα άλλο πινέλο κι άρχισε να
ζωγραφίζει το πουκάμισο του παιδιού.
«Είναι εκπληκτικό πόσες αποχρώσεις χρησιμοποιείς για να
αναπαραστήσεις κάτι που εμένα μου φαίνεται απλώς λευκό. Βλέποντάς σε
να ζωγραφίζεις, συνειδητοποιώ πόσο ταλέντο έχεις. Δεν το πιστεύω ότι
υπονόησα κάποτε πως είσαι απλώς ένας τεχνίτης».
Η Κρέσι στεκόταν δίπλα στον ώμο του και κοιτούσε τον καμβά. Μία από
τις μπούκλες της γαργαλούσε το μάγουλό του. Μύριζε κιμωλία και
λεβάντα, αλλά και φράουλες, μια γλυκιά μυρωδιά που ο Τζοβάνι κατάλαβε
ότι προερχόταν από το λεκέ της μαρμελάδας στο μανίκι της, απ’ όπου την
είχε πιάσει ένας από τους αδερφούς της. Δεδομένου ότι δεν ήταν από τη
φύση της άνθρωπος που ευχαριστιόταν να την αγγίζουν, η προθυμία της
να παίζει με τους αδερφούς της όταν πάλευαν και, τώρα τελευταία, να τους
αγκαλιάζει ή ακόμη και να τους παρηγορεί πότε πότε μ’ ένα φιλί ήταν άλλη
μια αλλαγή που είχε προσέξει ο Τζοβάνι. Βλαστήμησε σιγανά μέσα απ’ τα
δόντια του. Ζήλευε τώρα για μερικά παιδιάστικα φιλιά; Αυτό ήταν γελοίο.
Χτες όμως, λίγο πριν να ορμήσει ο Χάρι στο δωμάτιο... εκείνο το φιλί είχε
τόσο λίγη σχέση με παρηγοριά, που δεν είχε καταφέρει να το βγάλει στιγμή
από το μυαλό του.
Και τώρα αυτό σκεφτόταν, καθώς οι φούστες της Κρέσι ακούμπησαν στο
παντελόνι του. Τον ρωτούσε για τη φωτοσκίαση. Έπρεπε να βρει κάτι που
θα τον αποσπούσε από τις σκέψεις του. «Ορίστε, βάλε εσύ την επόμενη
χρωστική. Θα σε καθοδηγήσω». Βούτηξε το πινέλο του σε λευκό και της το
έδωσε.
«Τζοβάνι!» Πήρε ένα ύφος λες και της είχε δώσει διαμαντένιο περιδέραιο -
ή, τουλάχιστον, το ύφος που θα έπαιρνε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εκτός
από την Κρέσι, αν της χάριζαν διαμάντια. «Δεν εννοείς... δεν τολμώ. Είδες
το άλογο που προσπάθησα να ζωγραφίσω».
Τον συγκίνησε φοβερά η ευγνωμοσύνη που έλαμψε στο βλέμμα της και ο
γνήσιος θαυμασμός που υπονοούσε η αντίδρασή της· σήμαινε πολλά για
κείνον, γιατί κανείς άλλος, ούτε στην Αγγλία ούτε στην Ιταλία, δεν
καταλάβαινε τα έργα του τόσο καλά. Με πόσο λίγα ευχαριστιόταν η Κρέσι,
και πόσο πολλά της άξιζαν! Αν ήταν δική του και μπορούσε να την ευ-
χαριστήσει...
Κατέπνιξε αμέσως αυτή τη σκέψη. Η Κρέσι τον κοιτούσε με αβεβαιότητα.
«Βλέπω ότι άλλαξες γνώμη. Δε σε κατηγορώ», του είπε, καταπίνοντας
εμφανώς την απογοήτευσή της.
Ο Τζοβάνι κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι του. «Το ωραίο με τα λάδια
είναι ότι οποιοδήποτε λάθος μπορεί να διορθωθεί, γιατί αργούν πολύ να
στεγνώσουν. Εσύ όμως δε θα κάνεις λάθος. Έλα εδώ».
Την τράβηξε προς τα πίσω, επάνω του, και την κράτησε ακίνητη με το ένα
χέρι του στην καμπύλη του γοφού της -άλλο ένα μέρος του κορμιού της που
τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο τα βράδια-, ενώ με το άλλο χέρι του κάλυψε το
δικό της που κρατούσε το πινέλο. Ο αυχένας της ήταν ζεστός και τόσο
ντελικάτος. Τα δάχτυλά της έτρεμαν κάτω από τα δικά του. Η Κρέσι έκανε
προσπάθειες να μη μαδάει το δέρμα της γύρω από τα νύχια της τώρα
τελευταία. Ο Τζοβάνι δεν την είχε επαινέσει, γιατί ήξερε ότι θα προτιμούσε
να μην το προσέξει εκείνος. «Απαλά», είπε, επιπλήττοντας τόσο εκείνη όσο
και τον εαυτό του. «Απαλές πινελιές, αλλά κράτα το πινέλο σταθερά. Μην
το πιέζεις πολύ. Να, έτσι». Καθοδήγησε το χέρι της στο περίγραμμα ενός
μανικιού πάνω στον καμβά.
«Ζωγραφίζω! Ζωγραφίζω στ’ αλήθεια! Για φαντάσου, σε εκατό χρόνια,
όταν θα κοιτάζει το πορτραίτο κάποιος ειδικός, θα παραξενευτεί μ’ αυτές
τις πινελιές και θα αναρωτηθεί αν επέτρεψες σε κάποιον μαθητευόμενό
σου να ζωγραφίσει μαζί σου».
Τα δάχτυλα της Κρέσι τρεμόπαιξαν και πάλι κάτω από τα δικά του. Ο
Τζοβάνι σκέφτηκε ότι είχε απλώς νευρικότητα. Και το ότι πίεζε τους
υπέροχους γλουτούς της στους μηρούς του, ήταν μονάχα για την
ισορροπία. Το αίμα του όρμησε κατευθείαν στο βουβώνα του και ο Τζοβάνι
πάσχισε να καταπνίξει την αντίδρασή του. Την άκουσε να λαχανιάζει λίγο.
Από το φόβο της μην κάνει κάποιο λάθος, είπε και πάλι στον εαυτό του.
Όχι, δε θα κοιτούσε πάνω απ’ τον ώμο της τα στήθη της που ανε-
βοκατέβαζαν με τις ανάσες της. Τι ευαίσθητα στήθη, με θηλές ρόδινες σαν
τα τριαντάφυλλα που άνθιζαν στους κήπους του Παλάτσο Φαντσίνι. Αντ’
αυτού, προσπάθησε να σκέφτεται τις χρωστικές με τις οποίες θα
δημιουργούσε ολόιδια απόχρωση, αλλά ήταν πολύ αργά. Χωρίς να το θέλει,
το χέρι του είχε γλιστρήσει από το γοφό της στα πλευρά της, ακριβώς κάτω
από το στήθος της. Τρομαγμένος, έκανε να το τραβήξει.
«Μη!» του ψιθύρισε εκείνη βραχνά. «Θέλω να πω», συνέχισε, «μην
κουνηθείς, σε παρακαλώ, γιατί θα μου γλιστρήσει το πινέλο. Δε θα ήθελα
να χαλάσει το πουκάμισο του Φρέντι».
Εκείνος απέφυγε να επισημάνει αυτό που της είχε ήδη πει για τη φύση των
ελαιοχρωμάτων. Το καβαλέτο και ο μεγάλος καμβάς τούς έκρυβαν από τα
αγόρια, οπότε επωφελήθηκε και γλίστρησε τα δάχτυλά του πιο πάνω,
παίρνοντας το στήθος της μέσα στη χούφτα του. Η Κρέσι αναρίγησε. Ο
ανδρισμός του σκλήρυνε. Το πινέλο ταλαντεύτηκε. «Κι άλλο», ψιθύρισε
εκείνη. «Νομίζω πως χρειαζόμαστε κι άλλο χρώμα».
Η παλέτα ήταν σ’ ένα πλαϊνό τραπεζάκι λίγο πιο πέρα. Η Κρέσι έσκυψε, οι
γλουτοί της τρίφτηκαν πάνω του με την κίνησή της, και αυτή τη φορά ο
Τζοβάνι κατάλαβε ότι εκείνη το έκανε επίτηδες, γιατί έστρεψε το κεφάλι
της και τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ήταν σκανταλιάρικο και
αισθησιακό μαζί.
Ύστερα βούτηξε το πινέλο στο χρώμα και κατάφερε να φωλιάσει ακόμη
πιο κοντά του όταν ίσιωσε το κορμί της.
«Μπαμπά, ήρθες να δεις την καινούρια μας τάξη;»
«Μπαμπά, ήρθες να δεις το πορτραίτο μας;»
«Που να πάρει ο διάολος!» αναφώνησε η Κρέσι κάπως δυνατά. Ευτυχώς, οι
καρέκλες που σύρθηκαν πίσω και οι χαρούμενες στριγκλιές των αδερφών
της σκέπασαν τη φωνή της και δεν την άκουσε κανείς άλλος πέρα από τον
Τζοβάνι.
Αυτός πρόλαβε και έπιασε το πινέλο προτού πιτσιλίσει με λευκό χρώμα
τα δρύινα σανίδια του πατώματος της πινακοθήκης. Ήταν έτοιμος να την
καθησυχάσει ότι ο πατέρας της δε θα είχε προσέξει τίποτε ανάρμοστο,
όταν έπιασε το διαπεραστικό βλέμμα του λόρδου Άρμστρονγκ και αμέσως
άλλαξε γνώμη. Τις τελευταίες βδομάδες είχε αρχίσει να θεωρεί αυτό τον
άνθρωπο, τον οποίο είχε συναντήσει μονάχα μία φορά, αδαή και βλάκα.
Είχε ξεχάσει το πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο λόρδος Άρμστρονγκ ήταν
ένας από τους πλέον σεβαστούς διπλωμάτες στην Αγγλία, αν όχι στην
Ευρώπη. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα σημείωνε επιτυχία, αν δεν ήταν
οξυδερκής και παρατηρητικός, κι αν δεν είχε την ικανότητα να εκτιμά με
ακρίβεια τις καταστάσεις. Κρίνοντας από την έκφρασή του, αυτές του οι
ικανότητες του έλεγαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα μάτια του, που ο
Τζοβάνι πρόσεξε θορυβημένος πως ήταν μια θαμπή εκδοχή των ματιών της
Κρέσι, δεν ήταν καρφωμένα στους γιους του αλλά στην κόρη του.
«Γιατί δεν ενημερώθηκα ότι εγκατέλειψες το δωμάτιο διδασκαλίας;»
«Έλα τώρα, πατέρα, αφού δε σου αρέσει να σ’ ενοχλούμε με ασήμαντες
λεπτομέρειες του σπιτιού. Πίστευα ότι θα επιδοκίμαζες μια τέτοια αλλαγή,
καθ’ ότι έτσι μπορώ να διδάσκω και ταυτόχρονα να ζωγραφίζει και ο
Τζοβάνι... ο σινιόρ Ντι Ματέο».
Η Κρέσι ήταν αναψοκοκκινισμένη, αλλά έδειχνε εξαιρετικά ατάραχη.
Μάλιστα, έδινε σχεδόν την εντύπωση ότι διασκέδαζε με την όλη
κατάσταση. Ο Τζοβάνι συγκρότησε ένα χαμόγελο και έκανε μια
ανεπαίσθητη υπόκλιση. «Η λαίδη Κρεσίντα είναι ιδιαιτέρως επινοητική»,
είπε.
Ο λόρδος Άρμστρονγκ μισόκλεισε με καχυποψία τα μάτια του. Ήταν
προφανώς μπερδεμένος, αλλά ευτυχώς ήταν τόσο εδραιωμένη η άποψή
του ότι η κόρη του δεν ήταν επιθυμητή ούτε είχε δικές της επιθυμίες, που
δε σκέφτηκε καν να μπει σε υποψίες. Δεν έκανε καμία προσπάθεια ν’
ανταποδώσει την υπόκλιση του Τζοβάνι και έστρεψε την προσοχή του
στον καμβά. «Χμμ...»
«Ο σινιόρ Ντι Ματέο έχει σημειώσει εξαιρετική πρόοδο, δε νομίζεις,
πατέρα;»
«Το μεγαλύτερο μέρος του καμβά είναι ακόμη κενό».
«Ναι, μα έχει ολοκληρώσει όλα τα πρόσωπα, και τα περισσότερα χέρια.
Αυτά είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία που θέλουν πιο πολύ χρόνο. Η
ομοιότητα είναι καταπληκτική, δε συμφωνείς;» επέμεινε η Κρέσι.
«Ναι, δεν είναι άσχημο», παραδέχτηκε απρόθυμα ο λόρδος Άρμστρονγκ,
«αλλά με τέτοια αμοιβή που ζητά, δε θα περίμενα κάτι λιγότερο». Γύρισε
την πλάτη του στον καμβά αφού τον επιθεώρησε για μια στιγμή μονάχα,
και αγνόησε τους γιους του, που είχαν μαζευτεί τώρα γύρω του και τον
παρακαλούσε ο καθένας τους να συμφωνήσει ότι ο ίδιος ήταν ο πιο πετυχη-
μένος στο πορτραίτο. Σπρώχνοντας αδιακρίτως τα παιδιά του από κοντά
του, γιατί δεν του άρεσε να του πασπατεύουν τα ρούχα, στράφηκε στον
Τζοβάνι. «Έλπιζα ότι θα βρισκόμουν εδώ όταν θα ολοκληρωνόταν το
πορτραίτο, αλλά δεν είναι πλέον εφικτό. Με χρειάζονται στη Ρωσία για
σημαντικά ζητήματα του κράτους».
Όπως κάθε φορά που ανέφερε το επάγγελμά του, ο διπλωμάτης
φούσκωσε το στήθος του. Κορδώνεται σαν παγόνι, σκέφτηκε ο Τζοβάνι.
Δεν είπε τίποτα, ωστόσο, και δεν προσποιήθηκε καν ότι εντυπωσιάστηκε,
αν και κανονικά συνήθιζε να υποθάλπει τη ματαιοδοξία των πελατών του.
«Όταν ολοκληρωθεί το πορτραίτο, ο γραμματέας μου θα σας πληρώσει
τη μισή αμοιβή σας. Καταλαβαίνετε ότι τα υπόλοιπα θα σας δοθούν όταν
επιστρέψω και μπορέσω να αποδεχτώ τον πίνακα».
Ο Τζοβάνι αισθάνθηκε περισσότερο παρά άκουσε τη διαμαρτυρία της
Κρέσι, και τη σταμάτησε μ’ ένα σύντομο νεύμα του κεφαλιού του. Ύστερα
έπιασε το πανί, σκέπασε το καβαλέτο και άρχισε να μαζεύει τα πινέλα του.
«Τι στην ευχή κάνετε;» απαίτησε να μάθει ο λόρδος Άρμστρονγκ.
«Μου δίνετε τη μισή αμοιβή μου, θα σας αφήσω μισό πίνακα. Όταν
επιστρέψετε, και μπορέσετε να τον αποδεχτείτε, θα τον ολοκληρώσω.
Μέχρι τότε, δεν έχω άλλη δουλειά εδώ».
«Μα αυτό είναι παράλογο!»
Ο Τζοβάνι ανασήκωσε τους ώμους του. Απέναντι του, είδε την Κρέσι να
καλύπτει το στόμα της με το χέρι της -είχε καταλάβει την μπλόφα του, κι
έμεινε έκπληκτος που μπορούσε να τον διαβάζει τόσο καλά. Συνέχισε να
μαζεύει τα σύνεργά του.
«Αυτό είναι αντιεπαγγελματικό», διαμαρτυρήθηκε ο λόρδος Άρμστρονγκ.
«Έχουμε συμφωνήσει τους όρους της αμοιβής μου. Και τυχαίνει να
γνωρίζω ότι εσείς... πώς το λέτε... “κινήσατε τα νήματα” για να
προηγηθείτε».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε».
«Ο επόμενος πελάτης μου θα ήταν ο σερ Γκάρεθ Μάκιλροϊ. Ο οποίος με
πληροφόρησε ότι θα παραχωρούσε σ’ εσάς τη θέση του στο πρόγραμμά
μου. Ξέρω ότι επιθυμούσε επειγόντως ένα πορτραίτο της συζύγου του, η
οποία πάσχει από φυματίωση. Ως εκ τούτου, συμπεραίνω ότι σας
χρωστούσε μάλλον μεγάλη χάρη». Ο Τζοβάνι χαμογέλασε αχνά. «Αν όμως
θέλετε να σταματήσουμε, είμαι βέβαιος ότι ο σερ Γκάρεθ θα ευχαριστηθεί
και θ’ ανακουφιστεί ιδιαιτέρως».
Ο λόρδος Άρμστρονγκ ταράχτηκε και κοίταξε δήθεν την ώρα στο ρολόι
του. «Δεν μπορώ να χάνω το πρωινό μου με παζάρια για έναν πίνακα. Πολύ
καλά, η Κρεσίντα θα εγκρίνει να λάβετε την πλήρη αμοιβή σας όταν
τελειώσετε το πορτραίτο».
«Όχι η λαίδη Άρμστρονγκ;»
Ο λόρδος μισόκλεισε εκνευρισμένος τα μάτια του. Ήταν σίγουρος ότι ο
Τζοβάνι του έδειχνε ασέβεια, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς.
Έκλεισε απότομα το χρυσό ρολόι του και το ξανάβαλε στην τσέπη του. «Η
σύζυγός μου έχει να ασχοληθεί με πιο σημαντικά ζητήματα. Η κόρη μου,
από την άλλη, δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει. Α, καλά που το
θυμήθηκα». Στράφηκε στην Κρέσι. «Σου έχω αφήσει μια λίστα με οδηγίες
για όσο θα λείπω, αλλά θέλω να σου επισημάνω δυο πράγματα ακόμη.
Πρώτον, ο σερ Γκίλμπερτ. Θα πείσεις τη μητριά σου να τον αφήσει να τη
φροντίσει όταν θα έρθει. Όλα τ’ άλλα περί μαμής είναι ανοησίες. Δεύτερον,
η Κορντίλια. Η θεία σου η Σοφία μπορεί, φυσικά, να δεχτεί οποιαδήποτε
καλή πρόταση γάμου όσο θα λείπω. Γνωρίζει τις προτιμήσεις μου».
«Και οι προτιμήσεις της Κορντίλια, πατέρα;»
«Η Κορντίλια θα προτιμήσει όποιον της πει η θεία της. Η Κορντίλια
γνωρίζει το καθήκον της. Και η Σοφία ξέρει πολύ καλά πώς να
παντρολογήσει ένα κορίτσι, δεν υπάρχει καλύτερη», είπε ο λόρδος
Άρμστρονγκ, ξεχνώντας ότι η αδερφή του δεν είχε καταφέρει ν’ αποτρέψει
την Κασσάνδρα από την ανάρμοστη επιλογή της. «Θα την αφήσεις να κάνει
τη δουλειά της και θα αποφύγεις -θα αποφύγεις!- ν’ ανακατευτείς, με ακούς,
Κρεσίντα;»
«Σε ακούω, πατέρα. Δε βλέπω όμως το λόγο για τον οποίο ανησυχείς ότι
μπορεί να επηρεάσω την Κορντίλια, ενώ είσαι τόσο σίγουρος ότι γνωρίζει
το καθήκον της...»
«Το θράσος είναι ένα ελάττωμα που το ανέχεται κανείς στα μικρά παιδιά.
Σε μια γυναίκα της ηλικίας σου δεν ταιριάζει καθόλου. Θα σε αποχαιρετήσω
τώρα, Κρεσίντα, γιατί σκοπεύω να περάσω την υπόλοιπη μέρα με τ’ αγόρια
μου, και πρέπει να φύγω πριν από το δείπνο. Μπορείς να μου γράψεις νέα
της συζύγου μου όταν έρθει ο καιρός της».
Ρίχνοντας ένα αδιάφορο νεύμα στον Τζοβάνι, ο λόρδος Άρμστρονγκ
αποχώρησε μαζί με τους καταχαρούμενους γιους του. «Βάζω στοίχημα ότι
δε θ’ αντέξει την αγγελική συντροφιά τους πάνω από μία ώρα το πολύ και
θα με φωνάξει να τους αναλάβω πάλι εγώ», είπε η Κρέσι.
Ο Τζοβάνι γέλασε στεγνά. «Ελπίζω ότι θα φροντίσεις να μην είσαι
διαθέσιμη, μια που σε έπαυσε με συνοπτικές διαδικασίες».
«Όχι μόνο εμένα. Δεν ήταν καν ευγενικός μαζί σου».
«Μην απολογείσαι για λογαριασμό του. Η γνώμη του δε μ’ ενδιαφέρει
ούτε τόσο δα». Ο Τζοβάνι ένωσε δύο δάχτυλά του μεταξύ τους σε μια
χαρακτηριστική χειρονομία, που στην Κρέσι φάνηκε πολύ... ιταλική.
Ύστερα άρχισε να μαζεύει τα πινέλα του.
«Δε θα συνεχίσεις το πορτραίτο;»
«Δεν έχω πλέον διάθεση για ζωγραφική».
Η Κρέσι έπιασε το πινέλο με το λευκό χρώμα και το έσυρε στη ράχη της
παλάμης της, αφήνοντας ένα αχνό λευκό ίχνος. «Μόνο όταν έχεις
έμπνευση μπορείς να ζωγραφίσεις;»
«Αν ήταν έτσι, δε θα είχα φτιάξει τίποτε την τελευταία δεκαετία. Είχα
πολλά χρόνια να νιώσω έμπνευση για να ζωγραφίσω οτιδήποτε -μέχρι που
γνώρισα εσένα».
«Σε τι διαφέρω τόσο πολύ εγώ;»
«Δεν ξέρω. Είναι ένα μυστήριο, και ίσως σ’ αυτό να βρίσκεται η απάντηση.
Είσαι συναρπαστική, ανεξιχνίαστη και δε μοιάζεις με καμιά άλλη γυναίκα
απ’ όσες έχω γνωρίσει. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, είσαι η μούσα μου».
Η Κρέσι κοκκίνισε. «Αντικείμενο εμμονής; Δε μου ταιριάζει καθόλου».
«Δεν είμαι από κείνους που έχουν εμμονές. Ωστόσο...»
Έπεσε για λίγο σιωπή και η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, όπως όταν
ετοιμάζεται να ξεσπάσει καταιγίδα. Τα λόγια που άφησε ανείπωτα ο
Τζοβάνι είχαν μείνει μετέωρα ανάμεσά τους σαν ώριμα φρούτα που πρέπει
να κοπούν. Η Κρέσι ξεστόμισε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό.
«Μπορώ να σε βοηθήσω σ’ αυτό».
Ο Τζοβάνι την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Με τα πινέλα», του είπε κομπιάζοντας και τα έδειξε με μια αόριστη
χειρονομία. «Θα ήθελες να σε βοηθήσω να καθαρίσεις τα πινέλα;»
Σαστισμένος, ο Τζοβάνι συμφώνησε κι εκείνη τον ακολούθησε στη σκάλα
υπηρεσίας, απ’ όπου κατέβηκαν στον υπόγειο χώρο της λάντζας. Ήταν ένα
δωμάτιο με υγρασία, που δεν το χρησιμοποιούσε πλέον το προσωπικό της
κουζίνας και φωτιζόταν μονάχα από μια λάμπα πετρελαίου. Ο Τζοβάνι
κατευθύνθηκε προς το νεροχύτη ενώ η Κρέσι κοντοστάθηκε και τον κοι-
τούσε, θαυμάζοντας τη λυγερή κορμοστασιά του και τους μυς στα
μπράτσα του, που τεντώνονταν καθώς ξέπλενε τα πινέλα.
Η Κρέσι αισθάνθηκε ξαφνικά νευρικότητα. Ένιωθε σφιγμένη και
ταυτόχρονα αναζωογονημένη, σαν να έβλεπε τον κόσμο εκ νέου, με μια
καθαρότητα σχεδόν επώδυνη. Την έκανε να θέλει να φερθεί ξεδιάντροπα,
για ν’ αναπληρώσει όλα τα χρόνια της υπακοής. Για πρώτη φορά, ένιωθε
καλύτερα και όχι χειρότερα που είχε σηκώσει κεφάλι στον πατέρα της.
Ήταν γεμάτη αυτοπεποίθηση. Από το ύφος του λόρδου Άρμστρονγκ όταν
τους είχε κοιτάξει, εκείνη και τον Τζοβάνι, ήταν φανερό πως είχε καταλάβει
ότι κάτι έτρεχε, αλλά δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η κόρη του, η
υπάκουη, δειλή κορούλα του, θα είχε φερθεί τόσο εξωφρενικά.
«Δώσε μου να δω τα χέρια σου. Είναι λερωμένα με άσπρες μπογιές». Ο
Τζοβάνι την τράβηξε στο νεροχύτη και άρχισε να της καθαρίζει τα χέρια με
ένα στουπί βουτηγμένο σε νέφτι. Την κρατούσε γερά και σταθερά. Παρ’ όλο
που δούλευε όλο το πρωί, τα χέρια του είχαν πάνω τους ελάχιστες πιτσιλιές
από μπογιά. Ήταν πάντοτε περιποιημένος και άψογος. Εκτός από χτες, στη
σοφίτα. Στην ανάμνηση της ηδονής που είχε νιώσει, η Κρέσι ένιωσε ένα
τρέμουλο στην κοιλιά της. Όταν την είχε αγγίξει... Θεέ μου... ο τρόπος που
την είχε αγγίξει. Και ξανά σήμερα το πρωί. Νόμιζε ότι θα έλιωνε. Εκείνος,
αντιθέτως, ήταν τόσο... διεγερμένος, ναι, αυτό ακριβώς. Ένιωσε κόμπους
ιδρώτα στη μέση της. Πάρα πολύ διεγερμένος. Και τον είχε διεγείρει εκείνη.
Το στουπί με το νέφτι είχε αντικατασταθεί από ένα καθαρό πανάκι. Ο
Τζοβάνι της σκούπιζε τα χέρια υπερβολικά αργά. Η Κρέσι τον
παρακολουθούσε, συνεπαρμένη από τα λεπτά μακριά του δάχτυλα που
χάιδευαν το δέρμα της με το πανάκι. Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά
όταν έπιασε το βλέμμα του πάνω της· τα μάτια του φαίνονταν σκοτεινά
στο μισόφωτο, μα δε χωρούσε αμφιβολία ότι έλαμπαν από πόθο. Ο
Τζοβάνι άφησε το πανάκι να πέσει, την τράβηξε κοντά του και άγγιξε το
μέτωπό της, τα μάγουλά της, τα χείλη της, σαν να ζωγράφιζε πάνω της με
τα δάχτυλά του. Ένα ρίγος έξαψης τη διαπέρασε.
Το φιλί του ήταν πιο σκοτεινό ακόμη κι από τα μάτια του και την
παρέσυρε μέσα σε μια ερωτική δίνη συναισθημάτων. Η επιθυμία της
εντάθηκε από μια δίψα που μέχρι τότε δεν ήξερε πως υπήρχε. Μια δίψα
επιτακτική επειδή ήταν καινούρια, μια δίψα παράφορη εξαιτίας της άνομης
φύσης της. Απαγορευμένος καρπός. Εκείνη γι’ αυτόν, αυτός για κείνη. Η
Κρέσι τον άρπαξε από τους γλουτούς και τον φίλησε φλογερά. Στόμα...
γλώσσα... χείλη. Τον ρούφηξε, τον εισέπνευσε, τον καταβρόχθισε.
Κι εκείνος τη φίλησε σαν να μην μπορούσε να τη χορτάσει. Αναστέναξε
δυνατά και την έσφιξε πάνω του τόσο πολύ, που η Κρέσι παραπάτησε και
χτύπησε πάνω σε μια ξύλινη πόρτα χαμηλά στον τοίχο της λάντζας. Το
μάνταλο χώθηκε στη μέση της και την πόνεσε. «Αχ!»
«Ντίο! Κάθε φορά που σε φιλάω, κάτι ή κάποιος μας διακόπτει -τι είναι
αυτό;» Βαριανασαίνοντας, ο Τζοβάνι την τράβηξε από τον τοίχο. «Δεν την
είχα προσέξει άλλη φορά αυτή την πόρτα. Χτύπησες;»
«Όχι». Η Κρέσι έπιασε τα μαλλιά της. Όπως το υποψιαζόταν, ήταν
αναμαλλιασμένη και μερικές τούφες κρέμονταν στα μάγουλά της. Ευτυχώς
που δεν είχε πολύ φως εκεί μέσα. Την τρόμαζε η ένταση του πάθους της
μαζί του. Αν δεν ήταν προσεκτική, ο Τζοβάνι θα τη θεωρούσε μία από
κείνες τις γυναίκες που του ρίχνονταν. Μα αυτό ακριβώς δεν έκανε;
Σαστισμένη, έστρεψε την προσοχή της στην πόρτα. «Πού πάει από δω;»
τον ρώτησε, έχοντας ήδη σηκώσει το μάνταλο.
«Δεν έχω ιδέα».
Ο Τζοβάνι έδειχνε να έχει λαχανιάσει όσο και η ίδια, παρατήρησε
ανακουφισμένη η Κρέσι. Τα μαλλιά του στέκονταν όρθια, ενώ το
πουκάμισό του κρεμόταν έξω από το παντελόνι του. Εκείνη τον είχε κάνει
έτσι; Κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Πέτρινα σκαλοπάτια
εξαφανίζονταν στο σκοτάδι. «Μοιάζει με κελάρι. Θα πρέπει να ανήκει στα
θεμέλια του αρχικού σπιτιού. Δεν είχα ιδέα πως ήταν εδώ».
«Να ρίξουμε μια ματιά;»
Η Κρέσι κοίταξε με αμφιβολία τη μαυρίλα. «Είναι πολύ σκοτεινά εκεί
κάτω».
Ο Τζοβάνι πήρε τη λάμπα πετρελαίου. «Δεν πιστεύω να φοβάσαι;»
Εκείνη τίναξε πίσω το κεφάλι της και τον αγριοκοίταξε προκλητικά, αν
και ήξερε ότι αυτό ακριβώς περίμενε ο Τζοβάνι.
«Θα κατέβω εγώ πρώτος», της είπε. «Εσύ έλα με την ησυχία σου,
φαίνονται επικίνδυνα αυτά τα σκαλιά».
Όχι όσο επικίνδυνα ήταν τα άγνωστα νερά όπου κολυμπούσε ήδη,
σκέφτηκε η Κρέσι και άρχισε να κατεβαίνει προσεχτικά μες στο σκοτάδι.
***
Βρέθηκαν σε ένα διάδρομο που οδηγούσε, όπως το είχε φανταστεί η Κρέσι,
στα κελάρια της αρχικής έπαυλης. Ο Τζοβάνι την κρατούσε κοντά του για
να μη γλιστρήσει, είπε στον εαυτό της, για τον ίδιο λόγο που κι εκείνη είχε
γαντζωθεί στο μπράτσο του.
Υπήρχαν κάμποσες κάμαρες και όλες τους με χαμηλή θολωτή οροφή.
Παραδόξως, είχε ζέστη. «Θα πρέπει να βρισκόμαστε ακριβώς κάτω από την
κουζίνα», ψιθύρισε η Κρέσι.
Γεμάτος περιέργεια, ο Τζοβάνι σήκωσε ψηλά τη λάμπα και επιθεώρησε
την πλίνθινη κατασκευή της οροφής σε σχήμα ψαροκόκαλου. «Η
οικογένεια που έχτισε αυτό το σπίτι θα πρέπει να ήταν πλούσια. Αυτά εδώ
μοιάζουν ρωμαϊκά».
Τα μάτια της Κρέσι έλαμπαν από θαυμασμό. «Δεν είχα ιδέα. Τα
μαθηματικά της αψίδας είναι πολύ ενδιαφέροντα, ξέρεις. Υπάρχει,
μάλιστα, ένα εξαιρετικό σύγγραμμα γι’ αυτό το θέμα από έναν άλλο
συμπατριώτη σου, τον αββά Μασκερόνι. Ο δικός μας Ρόμπερτ Χουκ εξηγεί
τις εξισώσεις που υπάρχουν πίσω από το θόλο του καθεδρικού ναού του
Αγίου Παύλου. Βρήκα τα γραπτά του στη Βασιλική Εταιρεία».
«Στη Βασιλική Εταιρεία; Πώς κατάφερες να εισχωρήσεις σ’ αυτό το
αξιοσέβαστο και αποκλειστικά ανδροκρατούμενο, απ’ όσο ξέρω,
προπύργιο;»
«Εγώ...» Η Κρέσι δίστασε. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Τζοβάνι θα
έβρισκε ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική την ιστορία του κυρίου
Μπράουν, μα ξαφνικά σκέφτηκε πόσο θα τον ενθουσίαζε η ξαφνική
εμφάνιση του κυρίου Μπράουν με σάρκα και οστά. Ήθελε να ζωγραφίσει
την κρυφή Κρέσι -τι καλύτερο από μια ελαιογραφία με τον κύριο Μπράουν;
Ήταν καταπληκτική ιδέα! Κούνησε το κεφάλι της και του χαμογέλασε
αινιγματικά. «Αργότερα», του είπε. «Θα σου πω αργότερα. Έχε μου
εμπιστοσύνη».
«Εμπιστοσύνη. Είναι αλήθεια ότι σου το οφείλω». Στα χείλη του
διαγράφηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν τόσο σπάνιο και γι’ αυτό ακόμη
πιο θελκτικό. Φαινόταν πολύ πιο νέος όταν χαμογελούσε. Και την έκανε να
συνειδητοποιήσει πόσο βλοσυρή ήταν συνήθως η έκφρασή του. Όχι πως ο
Τζοβάνι δεν είχε χιούμορ, αλλά έβλεπε τον κόσμο ακόμη πιο αρνητικά από
την ίδια.
Στέκονταν ανάμεσα σε δύο θολωτές στοές, με μια σειρά από
υποστηρικτικές κολόνες. Ο Τζοβάνι σήκωσε ψηλά τη λάμπα πετρελαίου
και κοίταξε τη λιθοδομή. «Κοίτα εδώ, Κρέσι».
Κρέσι... Κρέσι... Κρέσι... Αναπήδησε τρομαγμένη. Η ηχώ ήταν απόκοσμη,
χτυπούσε στους τοίχους και ξαναγύριζε, σαν να ψιθύριζαν πνεύματα το
όνομά της. «Τζοβάνι», είπε σιγανά και αναφώνησε όλο χαρά ακούγοντας το
αποτέλεσμα.
Ο Τζοβάνι γέλασε. «Είναι στοά ψιθύρων. Εκπληκτικό. Στην εκκλησία της
Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου... ο άνθρωπος
που αποκαλούσα... τέλος πάντων. Ας κάνουμε ένα πείραμα». Αφήνοντας
τη λάμπα στο έδαφος δίπλα στην Κρέσι, προχώρησε στην επόμενη στοά
και κάθισε στις φτέρνες του μες στο σκοτάδι, ακουμπώντας σε μια κολόνα.
«Κρεεε-σί-ντα», ψιθύρισε.
Εκείνη χαχάνισε. «Τζο-βάαα-νι». Περίμενε μέχρι να σβήσει ο αντίλαλος,
που της φάνηκε ότι δε θα σταματούσε ποτέ. «Ντον Τζοβάνι», τερέτισε,
εντελώς φάλτσα, και συνόδευσε το στίχο από την όπερα του Μότσαρτ με
παλαμάκια, παράγοντας μια πολύ ικανοποιητική βροντή. Ανταμείφθηκε με
ένα θορυβώδες αντρικό γέλιο και μια ακόμη πιο φάλτσα απόδοση του
επόμενου στίχου. «Αυτό ήταν φριχτό», του φώναξε.
«Σι. Τώρα ξέρεις και κάτι άλλο για μένα που δεν ξέρει κανείς. Τραγουδάω
σαν γάιδαρος με αιμορροΐδες».
Το γέλιο της αντήχησε κουδουνιστό μέσα στη στοά. Είχε αρχίσει να
συνηθίζει το παράξενο φαινόμενο. Κάθισε κάτω στο έδαφος. Οι ψίθυροι
και το σκοτάδι δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα οικειότητας... κινδύνου...
και έξαψης. «Πες μου και κάτι άλλο», του είπε χαμηλόφωνα.
«Δε μου αρέσουν τα σκυλιά».
«Τα φοβάμαι τα σκυλιά».
«Το αγαπημένο μου τυρί είναι το πεκορίνο».
«Μου αρέσει να τρώω μέλι από την κερήθρα».
«Τα χείλη σου είναι γλυκά σαν μέλι».
«Ω...» Τα λόγια του την έκαναν να ανατριχιάσει. Η στοά με τους ψίθυρους
τόνιζε την ιταλική προφορά του Τζοβάνι. «Πες το μου στα ιταλικά».
«Λε τούε λάμπρα σάνο ντι μιέλε. Έχεις την πιο θελκτική φοντοσκιένα», της
είπε ο Τζοβάνι. «Χτες το βράδυ, ονειρεύτηκα τη φοντοσκιένα σου».
Με την ακουστική του κελαριού, ακούστηκε σαν να της το είχε ψιθυρίσει
στο αυτί, λες και τα λόγια του της είχαν χαϊδέψει το δέρμα. «Φοντο;...»
«Στα γαλλικά λέγεται ντεριέρ. Στη γλώσσα μας...»
«Οπίσθια». Ο Τζοβάνι έβρισκε τα οπίσθιά της θελκτικά. Ήταν
σκανδαλιστικό που της το είπε και η Κρέσι ξετρελάθηκε. «Πες μου», του
ψιθύρισε, μπαίνοντας σε πειρασμό από το σκοτάδι, από την ένταση που
φούντωνε μέσα της, μπαίνοντας σε πειρασμό από τον ίδιο τον πειρασμό.
«Πες μου τι ακριβώς είδες στο όνειρό σου».
Κεφάλαιο 6

Η ερώτησή της αντήχησε μες στον κλειστό χώρο και η Κρέσι άκουσε τον
Τζοβάνι να παίρνει μια κοφτή ανάσα. Με την καρδιά της να βροντοχτυπά,
περίμενε την απάντησή του. Όταν εκείνος μίλησε, σιγανά σαν να
αναστέναζε, τα λόγια του γλίστρησαν πάνω της σαν χάδι. «Στο όνειρό μου,
σε έβλεπα να γδύνεσαι», της είπε. «Το ήξερες ότι σε κοιτούσα. Και καθώς σε
κοιτούσα, άρχισες ν’ αγγίζεις τον εαυτό σου».
Η Κρέσι έγειρε βαριά στον τοίχο του κελαριού. Ήταν κρύος, μα το δέρμα
της έκαιγε. «Πού; Πώς; Τι άγγιζα;»
«Τα στήθη σου στην αρχή. Όταν κατέβασες το κομπινεζόν σου, οι θηλές
σου ήταν σκληρές, ορθωμένες. Όπως όταν τις άγγιξα εχτές. Το θυμάσαι;»
«Ναι». Έκλεισε τα μάτια της. Φαντάστηκε και θυμήθηκε. Τα δάχτυλά του.
Τη γλώσσα του. Τα χείλη του. Γλίστρησε τα δάχτυλά της μέσα από το λαιμό
του φορέματος της και άγγιξε τα στήθη της, τσίμπησε τις θηλές της και τις
χάιδεψε, όπως είχε κάνει κι εκείνος.
«Τις αγγίζεις τώρα, Κρέσι;»
«Ναι». Έσυρε ολόγυρα τους αντίχειρές της όπως είχε κάνει κι εκείνος.
Φαντάστηκε πως ήταν αυτός, τα χέρια του. «Ναι», του είπε και με τον
αντίλαλο η φωνή της ακούστηκε βραχνή, πράγμα που της άρεσε, γιατί την
έκανε να νιώσει σαν γυναίκα που θα ευχαριστιόταν αν την κοιτούσε ένας
άντρας να χαϊδεύεται. Σαν σκανδαλιστική, λάγνα γυναίκα. Ήθελε ν’
ακούσει κι άλλα, κι εκείνος θαρρείς ότι διάβασε τις σκέψεις της.
«Όταν έσκυψες για να βγάλεις τις κάλτσες σου...» Παύση. «Η γραμμή της
ομορφιάς. Ήθελα να σε γευτώ. Να φιλήσω το δέρμα σου ανάμεσα στους
μηρούς σου. Το πλέον απαλό δέρμα. Άγγιξέ το, Κρέσι. Πες μου, είναι το πιο
τρυφερό δέρμα;»
Εκείνη έγειρε πίσω στον τοίχο και ανασήκωσε τις φούστες της. Δε
σκεφτόταν ούτε πού βρισκόταν ούτε τι έκανε, είχε χαθεί στον ερωτικό
κόσμο των αισθήσεων, όπου δε χωρούσαν σκέψεις και αμφιβολίες.
Ανοίγοντας τα δύο μέρη της κιλότας της, γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα
στα πόδια της. «Είναι απαλό», ψιθύρισε. «Πολύ απαλό», του είπε,
χαϊδεύοντας τον εαυτό της, και τα δάχτυλά της εισχώρησαν ακούσια μέσα
της, εκεί όπου αισθανόταν τη μεγαλύτερη ένταση. «Είναι υγρό», ψιθύρισε,
αρχίζοντας ήδη να ξεφεύγει, «καυτό».
Η φωνή του Τζοβάνι είχε βραχνιάσει τώρα. «Σε έκανα να σκύψεις.
Γλίστρησα μέσα σου», της είπε, με τα λόγια του και το όνειρό του να
μιμούνται ό,τι έκανε ήδη εκείνη.
Σχεδόν τον ένιωθε, ένιωθε τη σκληρή στύση του, που σήμερα το πρωί είχε
τριφτεί τόσο επίμονα πάνω της. Ήταν εύκολο να τον φανταστεί μέσα της.
Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάνω στο υγρό, καυτό φύλο της. Ήταν πολύ
σφιχτή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό, αλλά ήταν η πρώτη
φορά που ονειρευόταν, ευχόταν και φαντασιωνόταν ότι την άγγιζε
κάποιος άλλος. «Τζοβάνι! Τζοβάνι! Τζοβάνι!» Χωρίς να το συνειδητοποιήσει
σχεδόν, άρχισε να λέει το όνομά του με ρυθμό, ενώ χαϊδευόταν και
γλιστρούσε τα δάχτυλά της μέσα της, και χαϊδευόταν ξανά -ήταν κάτι
καινούριο και δεν ήθελε να τελειώσει. «Και μετά;» ρώτησε
βαριανασαίνοντας. «Τζοβάνι, τι έγινε μετά;»
«Πιο αργά. Μη βιάζεσαι. Εγώ δεν... βιάστηκα».
«Πιο αργά», επανέλαβε η Κρέσι, αλλά δεν ήθελε πλέον αργά.
«Σφίχτηκες γύρω από τη στύση μου. Ήσουν τόσο σφιχτή».
«Σκληρό. Σφιχτό. Αχ, ναι. Αχ, σε παρακαλώ. Αχ, γλυκέ...» Έφτασε στο
αποκορύφωμα με μια τέτοια ένταση που την αιφνιδίασε, συγκλονίστηκε
ολόκληρη από καυτούς παλμούς που την έκαναν να σπαρταρήσει, να
πετάξει στα ουράνια, να στροβιλιστεί μέσα της, μέχρι που σωριάστηκε,
λαχανιασμένη και ζαλισμένη.
Σιγά σιγά, συνήλθε. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της και είδε τα πόδια της
απλωμένα, τις φούστες της ανεβασμένες, το χέρι της... Κοίταξε μες στο
σκοτάδι, μα ο Τζοβάνι δεν ήταν πουθενά. Δεν είχε έρθει στα κλεφτά πάνω
της, αν και θα μπορούσε. Θα έπρεπε να την έχει κυριεύσει ντροπή, όμως
αισθανόταν μονάχα μια ευδαιμονία -όχι ανακούφιση, αλλά σαν να είχε
μεταβληθεί ο κόσμος της, σαν να είχε αλλάξει το δέρμα της.
Σηκώθηκε, τινάζοντας τις φούστες της, και τον φώναξε διατακτικά, αλλά
δεν πήρε απάντηση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει χαρά ή απογοήτευση.
Τι έλεγε κανείς σε μια τέτοια περίσταση -ευχαριστώ;
Την κυρίευσε μια εντελώς ανάρμοστη και ελαφρώς υστερική επιθυμία να
βάλει τα γέλια, μα συγκρατήθηκε. Καθώς όμως διέσχισε αργά τα κελάρια
και επέστρεψε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη λάντζα, άρχισε να
προβληματίζεται για ό,τι είχε συμβεί και πόσο παράξενο ήταν. Κάθισε στη
βάση της σκάλας και βάλθηκε να μαδά αφηρημένα τον αντίχειρά της με το
νύχι της, μια συνήθεια από την οποία είχε καταφέρει να απαλλαγεί τώρα
τελευταία. Από χτες που είχε αντιμετωπίσει επιτέλους την αλήθεια για τον
εαυτό της, από χτες το βράδυ που είχε ορθώσει το ανάστημά της στον
πατέρα της, από σήμερα το πρωί που ο Τζοβάνι είχε δείξει καθαρά πως την
ποθούσε, όλα τα πράγματα που την απασχολούσαν αόριστα είχαν αρχίσει
να γίνονται συγκεκριμένα. Ερωτήματα που έμεναν αναπάντητα, πόρτες
που έμεναν ερμητικά κλειστές. Ο Τζοβάνι ήθελε να μάθει τα πάντα για
κείνη, μα έλεγε ελάχιστα για τον εαυτό του. Έκρυβε μυστικά μέσα του,
καθώς και πόνο, ήταν σίγουρη.
Φέρνοντας ξανά στο μυαλό της την πρώτη τους συνάντηση, σκέφτηκε τις
στιγμές που εκείνος είχε αποφύγει κάποια ερώτηση, τις στιγμές που είχε
ισχυριστεί ότι καταλάβαινε κάτι, αλλά δεν της εξήγησε πώς. Παρ’ όλο που
ήταν μαθηματικός, η Κρέσι είχε αμελήσει να του ζητήσει αποδείξεις. Παρά
τη δίψα της για γνώση, είχε κάνει πολύ εύκολα πίσω. Ο Τζοβάνι έλεγε πως
ήθελε να την απελευθερώσει, να τη βοηθήσει, αλλά αρνιόταν επίμονα να
της πει το γιατί.
«Να πάρει!» Ο αντίχειράς της είχε ματώσει. Σκέφτηκε πως ο Τζοβάνι της
έδινε μονάχα ό,τι είχε ανάγκη εκείνη και τίποτε περισσότερο. Τον
ευγνωμονούσε, αλλά αισθανόταν και προσβεβλημένη, γιατί, παρ’ όλο που
την είχε βοηθήσει να δει εκ νέου τον κόσμο, παρ’ όλο που την είχε βοηθήσει
να βρει ευχαρίστηση στο ίδιο της το σώμα, είχε παραμείνει
αποστασιοποιημένος ακόμη κι απ’ αυτό.
«Κάτι δεν πάει καλά!» είπε η Κρέσι στη λάμπα πετρελαίου. «Καθόλου
καλά. Τι στο διάβολο κρύβει; Κι όσο για τον ισχυρισμό του ότι δεν
εμπλέκεται με κανέναν και τίποτε για να προστατεύσει την καλλιτεχνική
του ακεραιότητα... τι είναι, κανένας ζωγράφος Σαμψών, που φοβάται μη
χάσει την ικανότητά του να ζωγραφίζει, αν δεν τηρήσει τον όρκο
απομόνωσης που πήρε;» Σηκώθηκε όρθια κι έπιασε τη λάμπα. «Πρέπει να
τον κάνω να φανερώσει τον εαυτό του, ακριβώς όπως έκανε εκείνος μ’
εμένα. Γιατί, αν δεν το κάνω, άκου με που σου λέω», είπε αποφασιστικά
στη λάμπα, «πολύ αμφιβάλλω αν θα γίνει ποτέ ο μεγάλος ζωγράφος που
πιστεύω πως είναι γραφτό του να γίνει».
***
Όταν βρέθηκε μόνος του στο ατελιέ της σοφίτας όπου είχε καταφύγει
βιαστικά, ο Τζοβάνι κοίταξε το πορτραίτο της λαίδης Κρεσίντα και
προσπάθησε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί στις πεζές τεχνικές
λεπτομέρειες της τέχνης του. Φόντο. Βερνίκι. Τα χέρια χρειάζονταν λίγη
δουλειά ακόμη.
Μάταια όμως. Η επίμονη στύση του που απαιτούσε να ανακουφιστεί
αφάνισε κάθε ελπίδα του να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Ποτέ δεν είχε
ποθήσει γυναίκα όσο την Κρέσι. Με καμία από τις πολλές γυναίκες που είχε
κάνει έρωτα, δεν είχε νιώσει την έντονη επαφή που ένιωσε μαζί της. Και
ούτε που την είχε αγγίξει καλά καλά. Αν και το ήθελε. Αχ, πόσο το ήθελε.
Ο Τζοβάνι έστρεψε την πλάτη του στον καμβά. Θα ήταν αδύνατον να
εξηγήσει σε κάποια σαν την Κρέσι την ύπαρξη των άλλων γυναικών στο
παρελθόν του και ιδίως τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν
δημιουργηθεί αυτοί οι ερωτικοί δεσμοί. Δεν ήθελε να τον φανταστεί η
Κρέσι έτσι όπως ήταν παλιά. Την ήθελε, την ήθελε πάρα πολύ, αλλά δε θα
κατέστρεφε ό,τι υπήρχε μεταξύ τους. Θα έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να
της εξηγήσει γιατί του ήταν αδύνατον να της κάνει έρωτα. Έναν τρόπο για
να την πείσει, καθώς και τον εαυτό του, χωρίς να τη δηλητηριάσει με
ολόκληρη τη δυσάρεστη αλήθεια.
***
Το επόμενο απόγευμα που πόζαρε με τη βραδινή της τουαλέτα, του φάνηκε
πολύ αφηρημένη. Ευτυχώς που σήμερα ο Τζοβάνι ζωγράφιζε μόνο το
φόρεμά της, γιατί η Κρέσι δεν ήταν σε θέση να παραμείνει σε καμιά πόζα -
στριφογύριζε συνεχώς, τινάζοντας τις βελούδινες και αραχνοΰφαντες
πτυχές του φορέματος πότε από δω και πότε από κει.
«Δεν μπορώ να δουλέψω αν δεν καθίσεις ακίνητη!» Δεν ήθελε να της
μιλήσει έτσι απότομα, μα ήταν εκνευρισμένος από ένα σωρό απωθημένα.
Η Κρέσι πετάχτηκε όρθια. «Δεν μπορώ! Δεν μπορώ να καθίσω ακίνητη!
Δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Δεν μπορώ να περιμένω
ούτε στιγμή ακόμη χωρίς να ζητήσω μια εξήγηση».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τα πάντα!»
Κάτω από άλλες συνθήκες, ο Τζοβάνι θα είχε γελάσει. Η Κρέσι είχε μια
τάση για συναισθηματικά ξεσπάσματα που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με
την κυριολεκτική και λογική της φύση. Ο τρόπος που έριξε πίσω το κεφάλι
της, κάνοντας τα στήθη της να τρεμουλιάσουν και αναδεικνύοντας τη
γραμμή του λαιμού της... ήταν υπέροχη κάτι τέτοιες στιγμές -αν και ο ίδιος
αμφέβαλλε ότι θα της άρεσε να της το πουν. Και σήμερα, δεν είχε διάθεση
για συναισθηματικές εντάσεις. Χτες παραλίγο να χάσει την αυτοκυριαρχία
του, οπότε δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί περαιτέρω εντάσεις. Μια που είχε
αποφασίσει, πολύ άδικα, πως έφταιγε η Κρέσι γι’ αυτό, κατέφυγε στον
παγερό σαρκασμό, αν και ήξερε ότι δεν της άξιζε. «Πολύ φοβάμαι ότι με
υπερτιμάς. Ακόμη κι εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω τα πάντα».
«Μη με κοροϊδεύεις, Τζοβάνι». Η Κρέσι πλησίασε εκνευρισμένη στο
παράθυρο κι έγειρε πάνω στο πλαίσιο. «Με ξέρεις... πόσο καιρό;»
«Αρκετές εβδομάδες».
«Είναι σχεδόν εφτά από τότε που πρωτογνωριστήκαμε».
«Βλέπω ότι επέστρεψε η μαθηματικός».
Εκείνη αγνόησε την άσκοπη ειρωνεία. «Εφτά εβδομάδες τώρα, φροντίζεις
συνεχώς να μου επισημαίνεις τα λάθη μου. Όχι, μη με διακόψεις, Τζοβάνι,
αυτή τη φορά θα με ακούσεις. Δεν παραπονιέμαι. Το καταλαβαίνω πως
είχες δίκιο. Δεν ήθελα να σ’ ακούσω, μα τελικά σε άκουσα. Δε μου άφησες
περιθώρια να μη σ’ ακούσω».
«Επειδή καταλαβαίνω. Επειδή ξέρω πώς είναι. Επειδή ήθελα να μάθεις
από την εμπειρία μου. Κι επειδή σ’ εσένα, Κρέσι, αναγνώρισα πολλά από
τον εαυτό μου», αναφώνησε ο Τζοβάνι εκνευρισμένος. «Δεν το
κατάλαβες;»
«Πώς θα μπορούσα να το καταλάβω χωρίς να μου το πεις. Δεν το βλέπεις;
Δε γίνεται να μάθω από την πείρα σου, αν δεν τη μοιραστείς μαζί μου. Δεν
μπορώ να δω τις ομοιότητές μας, αν δε μου τις φανερώσεις».
«Δεν έχω ιδέα τι εννοείς».
Εκείνη διέσχισε περήφανα το δωμάτιο, με την ουρά του φορέματος της
να σέρνεται στη σκόνη, βαδίζοντας όσο σαγηνευτικά απαιτούσε η δανεική
της τουαλέτα. Η απότομη αλλαγή στη διάθεσή της τον έκανε επιφυλακτικό
-δεν ήταν πλέον θυμωμένη αλλά μάλλον αποφασισμένη.
«Είναι καιρός να σε γνωρίσω λίγο καλύτερα», του είπε και ήρθε τόσο
κοντά του, που ο Τζοβάνι ταράχτηκε. «Έχουμε εδραιώσει τις δημόσιες
προσωπικότητες και του Τζοβάνι και της Κρεσίντα. Αν θέλεις να δεις την
κρυφή Κρέσι, θα πρέπει να μου φανερώσεις ένα κομμάτι του κρυφού
Τζοβάνι. Quid pro quo -κάτι για κάτι-, όπως θα έλεγαν οι πρόγονοί σου».
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Γιατί δε μιλάς για τον πατέρα σου; Γιατί δε μιλάς για την οικογένειά σου;
Αίμα και ομορφιά. Αυτό είναι το πιστεύω σου. Γιατί έχεις τέτοια εμμονή και
με τα δύο; Γιατί είσαι μόνος σου; Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ κάθε ανθρώπινη
επαφή; Γιατί αγνοείς τις ερωτήσεις μου; Γιατί είσαι κλειστός μαζί μου; Με
βοήθησες να καταλάβω. Να αντικρίσω το μέλλον με ελπίδα αντί για τρόμο.
Θέλω να σε βοηθήσω κι εγώ».
Του έθετε τις ερωτήσεις της με απόλυτη ηρεμία, μα δεν τον ξεγέλασε. Είχε
μια αποφασιστικότητα στο βλέμμα της που τον έκανε πολύ επιφυλακτικό.
«Παραδέχομαι ότι υπήρχαν κάποια πράγματα στο παρελθόν μου, αλλά...
αυτό ακριβώς, είναι στο παρελθόν μου», της είπε.
Η Κρέσι κούνησε το κεφάλι της, όπως το περίμενε ο Τζοβάνι. «Αυτή τη
φορά δε θα με παραπλανήσεις τόσο εύκολα. Κατάλαβες τη δυσαρέσκειά
μου, διέκρινες τη δυστυχία μέσα μου. Καταλαβαίνω τώρα ότι τη διέκρινες
επειδή το ίδιο αισθάνεσαι κι εσύ. Είπες πως είδες πολλά από τον εαυτό σου
σ’ εμένα. Δεν είσαι ευτυχισμένος, Τζοβάνι, έτσι δεν είναι;»
«Κρέσι, αυτά είναι ανοησίες. Δε θα...»
«Ω, για όνομα του Θεού!» Έπαψε να παριστάνει την ήρεμη όσο απότομα
είχε υιοθετήσει αυτό το ύφος, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον τράβηξε
προς το καβαλέτο. «Κοίτα το πορτραίτο! Είναι τέλειο. Είναι ένας εξαίρετος
πίνακας, άριστος από άποψη τεχνικής και με μαθηματική ομορφιά, αλλά
δεν είναι τέχνη. Εσύ ο ίδιος το είπες. Είναι ψυχρός, χωρίς συναίσθημα,
απόλυτα αυτοτελής και σίγουρος για τον εαυτό του. Ακριβώς όπως κι εσύ».
Είχε δίκιο, αλλά κανείς, ούτε καν η Κρέσι, δεν είχε δικαίωμα να κάνει
τέτοια κριτική στην τέχνη του. Ήταν το μόνο πράγμα που σίγουρα θα τον
εξόργιζε στη στιγμή. «Πώς τολμάς να βγάζεις τέτοια συμπεράσματα!»
γρύλισε.
Εκείνη αναπήδησε τρομαγμένη, αλλά δεν απομακρύνθηκε. «Τολμώ
επειδή σε ξέρω. Βγάζω τέτοια συμπεράσματα επειδή ξέρω ότι θα
μπορούσες να είσαι ένας πραγματικά σπουδαίος καλλιτέχνης κι όχι απλώς
ένας τρομερά επιτυχημένος ζωγράφος. Θέλεις να ζωγραφίσεις
συναίσθημα. Θέλεις να αναπαραστήσεις πάθος. Πώς στην ευχή θα το
κάνεις όταν είσαι τόσο... πώς αποκάλεσες εμένα; Κλειστός! Ε, λοιπόν, είσαι
τόσο κλειστός, που δεν αποκλείεται να πάθεις ασφυξία από μόνος σου».
«Δε βγάζω άκρη. Τι σ’ έκανε να τα λες όλα αυτά;»
«Εσύ! Γιατί με φίλησες, Τζοβάνι; Γιατί με αγγίζεις, γιατί με κοιτάς όπως με
κοιτάς; Χτες το βράδυ, σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, με άγγιξες, με φίλησες, εσύ
το ξεκίνησες. Χτες το πρωί, όταν με άφησες να ζωγραφίσω μαζί σου, με
προκάλεσες σκόπιμα να... ξέρεις πολύ καλά. Και μετά, στη στοά των
ψιθύρων. Εσύ τα ξεκίνησες όλα αυτά. Παίζεις κάποιο παιχνίδι, για να μου
δείξεις ότι δεν μπορώ να σου αντισταθώ; Για ν’ αποδείξεις ότι εσύ μπορείς
να μου αντισταθείς;»
«Σταμάτα, Κρέσι! Δεν ξέρεις τι λες».
«Έχεις δίκιο. Από μια άποψη δεν ξέρω, γιατί μ’ έχεις κλειδώσει απέξω.
Αλλά από μια άλλη άποψη... Τζοβάνι, αν μοιάζουμε τόσο πολύ, όπως λες,
δεν μπορείς να μ’ εμπιστευτείς;»
Εκείνος έδειξε να το σκέφτεται. Για λίγα δευτερόλεπτα, πραγματικά
σκέφτηκε να της εκμυστηρευτεί το παρελθόν του. Μα αν το έκανε, θα
έπρεπε να παραδεχτεί ότι η ζωή του, για την οποία είχε μοχθήσει πολύ, δεν
ήταν όσο τέλεια επιθυμούσε. Βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του. Δεν
του έλειπε τίποτε και δεν ήθελε κανέναν. Δεν ήταν ανάγκη να δώσει
εξηγήσεις σε κανέναν! «Αν αφήσεις εδώ το φόρεμα, μπορώ να τελειώσω το
πορτραίτο χωρίς να ποζάρεις άλλο», της είπε βλοσυρά και στράφηκε πάλι
προς το καβαλέτο.
«Δε με χρειάζεσαι καν δηλαδή, έτσι είναι;»
«Έτσι», της απάντησε και, παίρνοντας το πινέλο του, της γύρισε την
πλάτη.
Η Κρέσι βγήκε από τη σοφίτα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ο Τζοβάνι
κάθισε στο πάτωμα κι έβαλε το κεφάλι στα χέρια του. Δεν ήθελε να σκεφτεί
τι του είχε πει, δεν ήθελε να αναλογιστεί τις κατηγορίες της. Χτες το πρωί,
στη στοά των ψιθύρων, είχε καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να
μην υποκύψει στην επιθυμία του να γυρέψει ηδονή στην ηδονή της, να
γυρέψει ηδονή μαζί της. Την ήθελε μ’ έναν τρόπο που δεν πίστευε πως
υπάρχει, ύστερα από όλα τα χρόνια που είχε καταχραστεί τη γοητεία του
και όλα τα επόμενα χρόνια που την είχε απαρνηθεί. Με την Κρέσι θα ήταν
αλλιώς, ήταν σίγουρος, αλλά γι’ αυτό ακριβώς ήταν βέβαιος πως δε θα ήταν
σωστό.
Δε θα ήταν σωστό, παρ’ όλο που κάθε φορά που την άγγιζε ένιωθε το
αντίθετο. Δε θα ήταν σωστό, παρ’ όλο που είχε χάσει τον ύπνο του επειδή
τη σκεφτόταν. Δε θα ήταν διόλου σωστό επειδή δεν του άξιζε η Κρέσι κι
εκείνης σίγουρα δεν της άξιζε να κηλιδωθεί από το παρελθόν του.
Ο Τζοβάνι έτριψε τα μάτια του με τους κόμπους των δαχτύλων του.
Μάλλον θα τον μισούσε τώρα. Και κατά πάσα πιθανότητα δε θα τον άφηνε
να ζωγραφίσει το δεύτερο πορτραίτο. Δε θα γινόταν η μούσα του, γιατί ο
ίδιος δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να νιώσει το πάθος που σιγόκαιγε
ανάμεσά τους. Η Κρέσι όμως δεν καταλάβαινε όπως εκείνος πόσο
επικίνδυνο θα ήταν να αποτινάξει μόνος του τον καλλιτέχνη και να φανεί
ο άνθρωπος.
Χτύπησε τα χέρια του στο πάτωμα απογοητευμένος. Η ζωή του δεν ήταν
τέλεια. Ακόμη και πριν να γνωρίσει την Κρέσι, το αίσθημα της ασφυξίας και
της απογοήτευσης υπήρχε. Και από τη πρώτη στιγμή σχεδόν που την είδε,
είχε νιώσει την ανάγκη να τη ζωγραφίσει. Ήταν μια ακατανίκητη ορμή, πιο
ισχυρή από κάθε άλλη φορά. Έπρεπε να ξαναβρεί τον εαυτό του με αυτό
τον πίνακα, να ξαναβρεί τον καλλιτέχνη που είχε θάψει μέσα στο ζωγράφο
της καλής κοινωνίας. Δε θα το άντεχε αν έμενε κενός ο συγκεκριμένος
καμβάς. Μα ύστερα από τόσα χρόνια εκούσιας απομόνωσης, ανατρίχιαζε
στη σκέψη μόνο να δώσει και την παραμικρή εξήγηση. Έπρεπε να σκεφτεί
πολύ καλά πώς θα επανόρθωνε τη ζημιά που είχε κάνει.
***
Η Κρέσι βημάτιζε πέρα δώθε στο άδειο δωμάτιο διδασκαλίας. Τα αγόρια
ήταν έξω με την Τζέινι. Για δεύτερη συνεχόμενη μέρα είχε κρατηθεί μακριά
από το ατελιέ στη σοφίτα. Αυτές τις δύο μέρες φερόταν με ψυχρή ευγένεια
στον Τζοβάνι κάτω στην πινακοθήκη, ενώ δίδασκε τους αδερφούς της
καθώς εκείνος τους ζωγράφιζε, με την οργή και την απογοήτευση να
εναλλάσσονται μέσα της, επειδή δεν είχε καταφέρει ούτε στο ελάχιστο να
κάμψει την επιφυλακτικότητά του. Δυο μέρες που περίμενε μάταια ότι
εκείνος θα άλλαζε γνώμη ή ότι τουλάχιστον θα της ζητούσε να ποζάρει για
να ολοκληρώσει το πορτραίτο της.
Προσπάθησε να συνεχίσει το γράψιμο του δεύτερου σχολικού βιβλίου
της, λαμβάνοντας υπόψη την πολύτιμη πείρα που είχε αποκτήσει
διδάσκοντας το πρώτο, μα δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Να γράψει τη
διατριβή της της ήταν αδύνατον, και ακόμη κι όταν απαντούσε στις
γραπτές ερωτήσεις που είχαν θέσει οι αναγνώστες των άρθρων της, ο νους
της ταξίδευε αλλού.
Στο ντουλάπι όπου αποθήκευε τα βιβλία των παιδιών, τα αβάκια και τις
κιμωλίες, υπήρχαν δυο σφαίρες. Η μία ήταν η υδρόγειος, η άλλη η ουράνια
σφαίρα, δύο όμορφα αντικείμενα κατασκευασμένα από το Κάρι’ς. Εξαιτίας
του ενθουσιασμού της Κρέσι για τα άστρα, η δεύτερη ήταν πολύ πιο
χρησιμοποιημένη από την πρώτη. Έτριψε μια δαχτυλιά με το μανικέτι του
φορέματος της. Έπρεπε οπωσδήποτε να πείσει τον πατέρα της να
επενδύσει σε ένα τηλεσκόπιο. Ίσως αν κατάφερνε τον Τζέιμς να του
γράψει ένα γράμμα...
«Κρεσίντα! Α, εδώ είσαι. Έχω φάει τον κόσμο να σε βρω». Η Μπέλα
όρμησε μέσα στο δωμάτιο διδασκαλίας, με το πρόσωπο κατακόκκινο.
Η Κρέσι οδήγησε τη μητριά της σε μια πολυθρόνα. Η Μπέλα κάθισε βαριά,
κάνοντας αέρα με το γράμμα που κρατούσε στο χέρι της. Ήταν κάτωχρη,
με ιδρωμένο μέτωπο, και έδειχνε έτοιμη να λιποθυμήσει.
«Γιατί δεν έστειλες μια υπηρέτρια να με βρει;» τη ρώτησε η Κρέσι κι
αναρωτήθηκε αν μπορούσε ν’ αφήσει για λίγο την Μπέλα ώστε να ψάξει
για αναληπτικά άλατα.
«Δε γινόταν... ήθελα να δεις... ορίστε, διάβασε».
Η Μπέλα της έδωσε το γράμμα. Μ’ ένα αίσθημα ανησυχίας, η Κρέσι
αναγνώρισε τα αραχνοειδή ορνιθοσκαλίσματα της θείας Σοφίας. «Η
Κορντίλια;»
Η Μπέλα, που είχε συνέλθει κάπως και ανάσαινε πιο ήρεμα τώρα, έγνεψε
καταφατικά.
Η Κρέσι κάθισε στο υπερυψωμένο περβάζι του παραθύρου και διάβασε
την επιστολή της θείας της. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Κορντίλια είχε ανάψει
φωτιές. Ήδη, η θεία Σοφία είχε αναγκαστεί ν’ απορρίψει πέντε εντελώς
ακατάλληλες προτάσεις γάμου. Προσωπικά πιστεύω ότι η Κορντίλια είναι
αποφασισμένη να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες προτάσεις,
έγραφε η θεία Σοφία. Φημολογείται ότι έβαλε μάλιστα το όνομά της στο
βιβλίο στοιχημάτων του Γουάιτ, σε ανταγωνισμό με την κόρη της Βαλέρια
Γουίνγουντ. Το σκάνδαλο από ένα τέτοιο στοίχημα ωχριά μπροστά στην πολύ
ταπεινή καταγωγή της αντιπάλου της. Όλοι ξέρουν πώς ακριβώς απέκτησε η
Βαλέρια Γουίνγουντ το σύζυγό της.
Ακολουθούσαν και χειρότερα. Η τάση της Κορντίλια να κάνει γρήγορα
παρέες είχε ως αποτέλεσα διάφορα μικρά σκάνδαλα, και μάλιστα ένα από
αυτά αφορούσε την παρουσία της σ’ έναν αγώνα πυγμαχίας. Η θεία Σοφία,
ο στυλοβάτης της καλής κοινωνίας, φοβόταν στ’ αλήθεια, απ’ ό,τι
φαινόταν, μην αποσυρθούν οι εγγυητές της Κορντίλια για το Άλμακ’ς. Απ’
όσα άφηνε η θεία της να εννοηθούν, η Κρέσι ανησύχησε πολύ περισσότερο
ότι η αδερφή της μπορεί να έκανε, με τη θέλησή της ή όχι, κανέναν φριχτό
γάμο.
«Απαιτεί να πάω στην πόλη», είπε διστακτικά η Μπέλα. «Λέει ότι δε θα
ευθύνεται εκείνη για τις συνέπειες, αν δεν πάω. Τι να κάνω, Κρεσίντα; Ο
πατέρας σου μόλις τώρα αναχώρησε για τη Ρωσία -γιατί δεν του επέστησε
η Σοφία την προσοχή σ’ αυτά τα ζητήματα;»
Η Κρέσι ξανακοίταξε το γράμμα. Θα ήταν λάθος να υποτιμήσει τη θεία
της, που ήταν μία από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσαν να
ξεγελάσουν τον λόρδο Άρμστρονγκ. Επομένως, αυτό το γράμμα ήταν
σίγουρα τέχνασμα. «Μήπως», είπε σκεφτική, «η θεία μου επιθυμεί απλώς
ν’ απαλλαγεί από το βάρος του ντεμπούτου της Κορντίλια;»
Η Μπέλα σούφρωσε τα χείλη της. «Η Σοφία υποφέρει από ποδάγρα και
έχει περάσει τα εξήντα, καθ’ ότι είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερη από τον
πατέρα σου, οπότε δε θα με παραξένευε αν δεν ήθελε να κάνει τη συνοδό
-αν σκεφτείς μάλιστα πόσο ζωηρή είναι η Κορντίλια, η οποία, όπως
γνωρίζω από πρώτο χέρι, θα μπορούσε να εξαντλήσει ένα ολόκληρο τάγμα
από συνοδούς».
«Ομολογώ ότι εξακολουθώ να εκπλήσσομαι που η Κορντίλια
εκμεταλλεύτηκε έτσι την κατάσταση».
Η Μπέλα την κοίταξε με σκεπτικισμό. «Αλήθεια; Εμένα όχι».
«Τι εννοείς;»
«Η Κορντίλια δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί έναν άντρα που θα επιλέξει
ο πατέρας σας, όπως δεν ενδιαφερόταν καμιά από σας, εκτός από την
Κάρολαϊν. Και ίσως και η Σίλια -εκείνο τον ανόητο, τον πρώτο της σύζυγο,
αυτόν που πήγε και σκοτώθηκε, τον είχε επιλέξει ο πατέρας σας πιστεύω.
Αλλά όσο για σας τις υπόλοιπες...» Η Μπέλα έκανε μια πλατιά χειρονομία.
«Πρώτα η Κάσι, μετά εσύ, και προφανώς τώρα και η Κορντίλια είναι
αποφασισμένη να αψηφήσει τον καημένο τον πατέρα σας, αν και δεν
καταλαβαίνω γιατί».
Η Κρέσι έμεινε με ανοιχτό το στόμα και η Μπέλα γέλασε νευρικά.
«Νομίζεις ότι επειδή είμαι χοντρή και απεριποίητη δεν προσέχω τίποτα.
Νομίζεις ότι επειδή εσύ είσαι πολύ έξυπνη, εγώ δεν είμαι ικανή να
παρατηρήσω απλά πράγματα. Παρά τα φαινόμενα, βλέπω τι συμβαίνει
μπροστά στη μύτη μου, Κρεσίντα. Έχω καταλάβει, για παράδειγμα, ότι
επιτρέπεις σε αυτόν το γοητευτικό και νοστιμότατο ζωγράφο να σε
ζωγραφίσει. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις».
Η Κρέσι, έμεινε άναυδη, ενώ τα μάγουλά της κοκκίνισαν αμέσως.
Καταντράπηκε, όχι επειδή είχε υποτιμήσει τη μητριά της, αλλά επειδή την
είχε κρίνει τόσο σκληρά και είχε όντως υποθέσει ότι εκτός από χοντρή ήταν
και χαζή. «Δεν ήξερα... δε θέλαμε να... αλήθεια, Μπέλα, απλώς...» ψέλλισε,
κόβοντας τη φράση της μπροστά στο επικριτικό βλέμμα της μητριάς της.
«Ας μιλήσουμε ειλικρινά, Κρεσίντα. Δε θα γίνουμε ποτέ καρδιακές φίλες,
και δε μ’ ενδιαφέρει να σου παραστήσω τη μητέρα, όπως δε σ’ ενδιαφέρει
κι εσένα. Θα με βόλευε πάρα πολύ αν παντρευόσασταν και φεύγατε όλες
σας, γιατί τότε ο πατέρας σας ίσως να έδινε λίγο περισσότερη προσοχή σ’
εμένα και στ’ αγόρια μου. Δε με νοιάζει ποιον θα παντρευτείς και δε δίνω
δεκάρα για το ποιον θα παντρευτεί η Κορντίλια, αρκεί να παντρευτείτε και
οι δύο».
«Κι αν δε θελήσω να βρω σύζυγο;»
Η Μπέλα ανασήκωσε τους ώμους της. «Τότε βρες τρόπο να φύγεις από το
σπίτι μου».
«Θα με υποστήριζες, αν ζητούσα επίδομα από τον πατέρα μου;»
«Αγαπητή μου Κρεσίντα, μπορείς να παίξεις τη διανοούμενη γεροντοκόρη
με την ευχή μου, αλλά σίγουρα ξέρεις πόσο λίγη επιρροή ασκώ στο σύζυγό
μου. Το μόνο που θέλει από μένα είναι γιους. Θα πρέπει να βρεις δικό σου
τρόπο για να τον πείσεις, αν τελικά διαλέξεις αυτόν το δρόμο».
Η Κρέσι εξέτασε τον μαδημένο της αντίχειρα. Αποφασίζοντας πως ήταν
αρκετά ματωμένος, έχωσε το χέρι της κάτω από τις φούστες της. Η
ευθύτητα της μητριάς της την είχε απαλλάξει κάπως από τις ενοχές της,
γιατί κατά βάθος ήξερε πως, ακόμη κι αν επιθυμούσε να επανορθώσει
απέναντι της, δε θα δένονταν ποτέ στ’ αλήθεια. Ανακουφίστηκε που
πίστευε και η Μπέλα το ίδιο, όχι όμως τόσο που να μην αισθάνεται απαίσια
για τη συμπεριφορά της όλα τα χρόνια μετά τον δεύτερο γάμο του πατέρα
της.
Σηκώθηκε όρθια, διπλώνοντας το γράμμα της θείας Σοφίας. «Χαίρομαι
που κάναμε αυτή τη συζήτηση, Μπέλα». Φίλησε τη μητριά της στο
μάγουλο. Το δέρμα της είχε ακόμη λίγη από τη δροσιά της νιότης της. Η
Μπέλα δεν ήταν πάρα πολύ μεγαλύτερή της. Χαμένη κάπου μέσα στα πάχη
και την ανασφάλεια της, θα υπήρχε σίγουρα μια Μπέλα που μετάνιωνε για
το πώς είχε γίνει, που ίσως λαχταρούσε να ξεφύγει, όπως και η Κρέσι. «Φαί-
νεσαι καλύτερα σήμερα», της είπε. «Σου πέρασε η αδιαθεσία;»
«Όχι ιδιαίτερα».
Η Μπέλα έπιασε την κοιλιά της που, όπως παρατήρησε η Κρέσι, δεν ήταν
τόσο διογκωμένη όσο πριν από λίγες μέρες -δεν ήταν όσο πρησμένη θα
έπρεπε. Στις προηγούμενες εγκυμοσύνες της, ήταν τεράστια από την αρχή.
«Το ξέρεις ότι ο πατέρας μου επέμεινε να έρθει ο σερ Γκίλμπερτ
Μάουντζοϊ;»
«Δεν πρόκειται να τον δεχτώ, και ο πατέρας σου δεν είναι εδώ για να μ’
αναγκάσει».
«Μα ίσως... συγχώρησέ με, Μπέλα, γνωρίζω πολύ λίγα γι’ αυτά τα
ζητήματα, αλλά δε θα έπρεπε να μην αισθάνεσαι πλέον τόσο αδιάθετη;»
«Είναι κορίτσι, γι’ αυτό είμαι αδιάθετη. Τα πάντα είναι διαφορετικά με
αυτή την εγκυμοσύνη, και είμαι σίγουρη πως είναι έτσι επειδή είναι
κορίτσι». Η Μπέλα σηκώθηκε με κόπο. «Τι να κάνω μ’ αυτό το γράμμα;»
«Προφανώς δεν μπορείς να πας στην πόλη. Πιστεύω ότι η θεία μου
υπερβάλλει για να σε τσιγκλήσει και να αναλάβεις δράση. Ο πατέρας μου
μόλις τώρα έφυγε από το Λονδίνο. Αν η Κορντίλια φερόταν όντως τόσο
εξωφρενικά, εκείνος θα το είχε μάθει. Θα γράψω στην αδερφή μου και θα
απαιτήσω την αλήθεια. Μέχρι να μου απαντήσει, νομίζω πως είναι
καλύτερα να αγνοήσουμε αυτό το γράμμα».
«Πολύ καλά, αλλά αν στο μεταξύ συμβεί κάτι...»
«Θα αναλάβω εγώ την ευθύνη», είπε η Κρέσι με ένα πικρό χαμόγελο. «Σε
ό,τι αφορά την εύνοια του πατέρα μου, εγώ δεν έχω να χάσω τίποτε, ενώ
εσύ έχεις. Το καταλαβαίνω».
Η Μπέλα συγκατένευσε με ικανοποίηση και βγήκε από το δωμάτιο
διδασκαλίας. Μένοντας μόνη με τις σκέψεις της, η Κρέσι κοίταξε έξω από
το παράθυρο τους αδερφούς της που ψάρευαν από το γεφυράκι. Θα
έγραφε και στην Κάρολ εκτός από την Κορντίλια. Από το γάμο της και μετά,
η Κάρολ είχε κλειστεί στον εαυτό της, επισκεπτόταν σπάνια την Έπαυλη Κί-
λελαν και ακόμη πιο σπάνια το Λονδίνο. Ωστόσο, από τις πέντε αδερφές, η
Κάρολ ήταν αυτή με τη μεγαλύτερη διαίσθηση. Θα είχε ενδιαφέρον να
διαβάσει τη γνώμη της για όσα της είχε αποκαλύψει η Μπέλα.
***
Θα πρέπει να την είχε πάρει ο ύπνος, καθισμένη στο περβάζι του
παράθυρου με το μάγουλό της στο τζάμι, γιατί ξύπνησε απότομα και
αντίκρισε τον Τζοβάνι στην είσοδο του δωματίου διδασκαλίας, με μια πολύ
βλοσυρή έκφραση. Πετάχτηκε όρθια και αυτομάτως έπιασε τα μαλλιά της,
που ήταν πατικωμένα από τη μία πλευρά και εντελώς μπερδεμένα από την
άλλη. «Με τρόμαξες. Τι θέλεις;» του είπε ξερά και εχθρικά, για να αντι-
σταθμίσει τη χαρά που ένιωσε μόλις τον είδε.
«Ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη».
Όπως το περίμενε -ο Τζοβάνι ήθελε να τελειώσει τον πίνακά του και
τίποτε περισσότερο. «Όλα τα πρωτάκουστα σήμερα συμβαίνουν», του είπε
ψυχρά.
Εκείνος μόρφασε. Ως συνήθως, ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα, εκτός από
το λευκό του πουκάμισο και ένα γιλέκο με μπλε και γαλάζιες ρίγες. «Ήμουν
απαράδεκτα αγενής μαζί σου. Έχασα την ψυχραιμία μου. Είπα πράγματα
που δεν έπρεπε... λυπάμαι πολύ, Κρέσι».
«Που σημαίνει: θα μου ποζάρεις, σε παρακαλώ, και πάλι;»
«Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να σου εξηγήσω γιατί είναι τόσο σημαντικό για
μένα να σε ζωγραφίσω», της απάντησε. «Θα με ακούσεις;»
Η Κρέσι αναστέναξε. Ο Τζοβάνι έδειχνε να το έχει μετανιώσει πραγματικά
κι εκείνη χαιρόταν πραγματικά που τον έβλεπε. Η σιωπή ανάμεσά τους τις
τελευταίες δυο μέρες την είχε κάνει να συνειδητοποιήσει πόσες συζητήσεις
είχαν μοιραστεί οι δυο τους. Ένιωθε μόνη χωρίς εκείνον. «Ναι, φυσικά θα
σε ακούσω. Για την ακρίβεια, ύστερα από τις αποδείξεις που έλαβα πριν
από λίγο ότι δεν αντιλαμβάνομαι σωστά και κρίνω επιπόλαια τους άλλους,
θα χαρώ πολύ να σε ακούσω. Όχι, μη με ρωτήσεις, γιατί δε σκοπεύω να σου
το εξηγήσω τώρα». Κάθισε πάλι στο περβάζι και τον κάλεσε να καθίσει
κοντά της, χτυπώντας μαλακά το μαξιλάρι δίπλα της.
Ο Τζοβάνι, ωστόσο, προτίμησε να μείνει όρθιος. Φαινόταν διατακτικός
και όχι όσο ατάραχος ήταν συνήθως. Και τώρα που η Κρέσι τον κοιτούσε
καλύτερα, πράγμα που δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της μετά τον
τσακωμό τους, είδε ότι τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους. «Εργάζεσαι
πολύ σκληρά».
«Καθόλου». Η άρνησή του ήταν αυτόματη, μα συγκρατήθηκε σχεδόν
αμέσως. «Ναι, έτσι είναι. Πολλές φορές εργάζομαι τα βράδια, όταν δεν
μπορώ να κοιμηθώ. Προσπαθούσα... πειραματιζόμουν με μορφές».
«Σ’ ευχαριστώ. Που δε με αψήφησες, εννοώ».
«Παρακαλώ. Ακούω, βλέπεις, αλλά η διάθεση να δώσω εξηγήσεις δε μου
βγαίνει φυσικά».
Η Κρέσι γέλασε. «Ούτε σ’ εμένα, όπως ξέρεις πολύ καλά».
Ο Τζοβάνι κάθισε δίπλα της και της χάρισε ένα από τα σπάνια, αληθινά
του χαμόγελα. «Δεν ήθελα να σου φερθώ τόσο... δεσποτικά. Σίγουρα θα
σου φαινόμουν ώρες ώρες τύραννος σαν τον πατέρα σου, όπως
προσπαθούσα να σου επιβάλω τον τρόπο σκέψης μου».
«Προς Θεού, Τζοβάνι, δε μοιάζεις καθόλου με τον πατέρα μου».
«Με ανακουφίζει τρομερά που το λες, όμως...» Της έπιασε το χέρι και
φίλησε τον καρπό της. «Με συγχωρείς. Ήθελα μονάχα να σε βοηθήσω».
Τα χείλη του είχαν τη συνηθισμένη επίδραση στο σφυγμό της. Μόνο τώρα
που εκείνος ήταν εδώ, και το είχε όντως μετανιώσει, επέτρεψε η Κρέσι στον
εαυτό της να παραδεχτεί πόσο την είχε ταράξει ο τσακωμός τους. «Με
βοήθησες, αλλά τώρα πρέπει να μ’ αφήσεις να βοηθήσω τον εαυτό μου, αν
μπορώ».
«Και να βοηθήσεις κι εμένα, αν θέλεις. Θέλω ν’ αποδείξω ότι μπορώ να
δημιουργήσω κάτι καλύτερο από έναν εξαίρετο πίνακα απλώς, άριστο από
άποψη τεχνικής και με μαθηματική ομορφιά».
«Έτσι είπα;» Η Κρέσι μόρφασε. «Συγνώμη».
«Είναι αλήθεια. Τέτοιους πίνακες ζωγραφίζω, αλλά είμαι ικανός να
φτιάξω κάτι καλύτερο. Με τη βοήθειά σου».
Ο Τζοβάνι άγγιξε το πρόσωπό της, ακολουθώντας με τα δάχτυλά του το
περίγραμμα από το μέτωπο μέχρι το λαιμό της. Της ήταν τόσο οικείο το
άγγιγμά του και φοβόταν πως δε θα το ένιωθε ποτέ ξανά. Το δέρμα της
μυρμήγκιασε, και θυμήθηκε όλες τις άλλες φορές που την είχε αγγίξει
εκείνος. Οι αναμνήσεις έφεραν μαζί τους και μια μελαγχολία, ένα
πρελούδιο της εποχής που ο Τζοβάνι δε θα ήταν πια εδώ, που θα είχε
τελειώσει το πορτραίτο της και που θα είχε τελειώσει και μαζί της. Προς το
παρόν, όμως, εκείνος βρισκόταν ακόμη εδώ κι αυτό της έφτανε. «Πότε θα
ξεκινήσουμε;»
«Είσαι ακόμη διατεθειμένη να μου ποζάρεις, Κρέσι;» Εκείνη γέλασε
βλέποντάς τον να χτυπά παλαμάκια με ενθουσιασμό και να πετάγεται
όρθιος. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε αύριο. Έχω τελειώσει το άλλο
πορτραίτο, το πρώτο, εκτός από το τελικό βερνίκι». Το χαμόγελό του
έσβησε. «Πρώτα όμως πρέπει να σου πω... να σου εξηγήσω κάτι».
Σμίγοντας τα φρύδια του, ο Τζοβάνι άρχισε να περιστρέφει τις σφαίρες
απ’ το Κάρι’ς, όπως είχε κάνει κι εκείνη νωρίτερα, πρώτα τη μία κι έπειτα
την άλλη. «Με ρώτησες γιατί τραβιέμαι πάντα από κοντά σου, γιατί είμαι
τόσο κλειστός, όπως το έθεσες. Ξύπνησες μέσα μου κάτι που νόμιζα πως
είχε πεθάνει, Κρέσι, την επιθυμία να δημιουργήσω, να ζωγραφίσω με την
καρδιά μου. Αναζωπύρωσες το πάθος μου. Και ο λόγος που δεν μπορώ... ο
λόγος που δε θέλω... φοβάμαι. Όχι, τρέμω ότι αν επιτρέψω στον εαυτό μου
να...»
Στριφογύρισε την υδρόγειο σφαίρα με τόση δύναμη, που αυτή
ταρακουνήθηκε στη βάση της, κι ύστερα γύρισε και κοίταξε την Κρέσι
κατάματα. «Φοβάμαι ότι, αν αποκτήσουμε πιο στενές σχέσεις, αν κάνουμε
έρωτα, φοβάμαι ότι θα καταστραφεί η μαγεία ανάμεσά μας. Φοβάμαι ότι
δε θα μπορέσω να σε ζωγραφίσω. Δε θέλω να καταστρέψω αυτό που μόλις
ξαναβρήκα. Με καταλαβαίνεις;»
Η Κρέσι είδε ότι τα λόγια του έβγαιναν αναμφίβολα από την καρδιά του.
Είδε ότι εκείνος τα πίστευε, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Φοβήθηκε να
μιλήσει, μην τυχόν και έλεγε κάτι που δεν έπρεπε. «Σ’ ευχαριστώ. Που μου
εξήγησες. Που μου εμπιστεύτηκες το... σ’ ευχαριστώ».
Ο Τζοβάνι φάνηκε ανακουφισμένος αλλά και προβληματισμένος
ταυτόχρονα. Μήπως της έκρυβε και κάτι άλλο; Συμφώνησε να του ποζάρει
την επόμενη μέρα. Μόνο αργότερα, καθώς έφερνε στο μυαλό της τη
συζήτησή τους ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, θυμήθηκε με
ακρίβεια τα λόγια του και η ευφορία της μετριάστηκε. Δε θέλω να
καταστρέψω αυτό που μόλις ξαναβρήκα.
Κάποτε ο Τζοβάνι είχε άλλη μούσα. Μα φυσικά, και ήταν χαζό και
παράλογο να τη ζηλεύει, όποια κι αν ήταν, εφόσον μάλιστα ήταν προφανές
πως δε βρισκόταν πλέον στη ζωή του. Της είχε κάνει άραγε έρωτα; Σίγουρα.
Την αγαπούσε;
«Αυτό», είπε η Κρέσι στον εαυτό της, αφήνοντας στην άκρη τη
μετάφραση των Ασκήσεων Ολοκληρωτικού Λογισμού του Λεζάντρ, «δε με
αφορά καθόλου». Ωστόσο, όπως διαπίστωνε, η λογική και το συναίσθημα
σπάνια συμβάδιζαν. Η σκέψη ότι ο Τζοβάνι ήταν κάποτε ερωτευμένος την
αρρώσταινε.
***
«Άργησες». Ο Τζοβάνι στεκόταν μπροστά από το καβαλέτο του και ο
σχεδιαστικός του πίνακας ήταν γεμάτος σκίτσα από κάρβουνο, όταν
άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει σιγά σιγά. «Δοκίμαζα μερικές ιδέες, αλλά δεν
είμαι σίγουρος... δε θα περάσεις;» J
Η Κρέσι κοντοστάθηκε στην πόρτα της σοφίτας, σφίγγοντας γύρω της
τον βραδινό μανδύα της μητέρας της. «Έχεις καταλήξει στην Πενθεσίλεια;»
Εκείνος χάραξε εκνευρισμένα κάτι με το κάρβουνό του. Ο λαιμοδέτης του
κρεμόταν σε μια καρέκλα, όπου βρίσκονταν επίσης το σακάκι και το γιλέκο
του. Στο μέτωπό του είχε μια μουτζούρα από κάρβουνο. Η Κρέσι διέκρινε
λίγες τριχούλες μέσα από τον ανοιχτό γιακά του πουκαμίσου του. Ο λαιμός
της στέγνωσε. Το φως στη σοφίτα ήταν έντονο, καθώς οι ακτίνες του ήλιου
έπεφταν πάνω στους φεγγίτες. Μέσα από τις πτυχές του λεπτού
πουκαμίσου του ξεχώριζαν καθαρά οι θηλές του και παρατήρησε ότι οι
τρίχες του στήθους του σχημάτιζαν ένα βέλος προς την κοιλιά του. Δεν
έπρεπε να τον κοιτάζει έτσι, μα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα
της. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι για να τον εμπνεύσει έπρεπε να
κρατήσει τις αποστάσεις της, όμως αυτό που ήθελε ήταν να του σκίσει το
πουκάμισο και να σύρει τα χέρια της στους σκληρούς μυς που σίγουρα
βρίσκονταν από μέσα, να νιώσει τις αγριωπές τρίχες του και το λείο του
δέρμα, τα νεύρα και τους τένοντες να σφίγγονται καθώς θα τον άγγιζε, να
τον ακούσει ν’ αναστενάζει καθώς θα τον φιλούσε. Ήθελε να...
«Κρέσι, θα περάσεις ή όχι; Γιατί φοράς αυτόν το μανδύα;»
Εκείνη έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της. «Είχα μια ιδέα. Είναι
έκπληξη».
Ο Τζοβάνι την κοιτούσε τώρα, έχοντας τραβήξει το βλέμμα του από τον
σχεδιαστικό πίνακα. «Κατά κανόνα, δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Σπάνια
είναι ευχάριστες».
Δεν ήθελε να του δείξει πόσο νευρική ήταν, γιατί θα χαλούσε η εντύπωση.
Η ιδέα έμοιαζε καταπληκτική, όμως τώρα η αποφασιστικότητά της είχε
αρχίσει να κλονίζεται. Μήπως θα φαινόταν ανόητη; Μήπως εκείνος θα την
κορόιδευε; Με δάχτυλα που έτρεμαν, έπιασε την πόρπη και άρχισε να
ξεκουμπώνει το μανδύα. «Γύρνα από την άλλη», τον πρόσταξε. «Μην
κοιτάξεις μέχρι να σου πω». Έριξε το μανδύα στο πάτωμα και φόρεσε στο
κεφάλι της το καπέλο που έκρυβε από κάτω. «Τζοβάνι...»
«Σι;»
«Μπορείς να γυρίσεις τώρα. Θέλω να γνωρίσεις...»
«Την Πενθεσίλεια», μάντεψε εκείνος.
«Τον κύριο Μπράουν». Η Κρέσι έβγαλε το καπέλο της με μια κίνηση που
είχε προβάρει με τις ώρες στον καθρέφτη το προηγούμενο βράδυ, και
έκανε μια υπόκλιση για την οποία ήταν περήφανη.
Εισέπραξε ένα δυνατό, κατάπληκτο γέλιο. «Τι στην ευχή;...»
«Θυμάσαι που με ρώτησες πώς κατάφερα να παρίσταμαι σε συνεδριάσεις
της Βασιλικής Εταιρείας; Ορίστε, λοιπόν...» έκανε μια μικρή περιστροφή και
οι ουρές του σμόκιν της ανέμισαν «...έτσι τα κατάφερα. Είχες δίκιο, δε θα
μου επέτρεπαν την είσοδο ως γυναίκα, όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν τα
επιστημονικά μου επιτεύγματα, αλλά στην εταιρεία δίνουν διαλέξεις ορι-
σμένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής μας κι εγώ κάνω τα πάντα
προκειμένου να τους ακούσω».
Ο Τζοβάνι γέλασε και πάλι. «Ποτέ δεν αμφισβήτησα το πάθος σου για τις
μελέτες σου, αλλά αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Να καταλάβω,
δηλαδή, ότι κυκλοφορούσες στο Λονδίνο ντυμένη μ’ αυτά τα ρούχα; Το
ήξεραν τα σεβαστά μέλη της Βασιλικής Εταιρείας ότι είχε διεισδύσει στο
άδυτό τους μια γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα; Σίγουρα θα το μάντε-
ψαν, γιατί μου φαίνεσαι πολύ θηλυπρεπής άντρας».
«Αλήθεια; Απ’ όσο ξέρω, δεν αντιλήφθηκαν τη μεταμφίεσή μου. Εκτός
από τον κύριο Μπάμπιτζ, φυσικά. Ένα φίλο, που διευκόλυνε την είσοδό
μου».
«Και ο λόρδος Άρμστρονγκ τον έχει γνωρίσει τον κύριο Μπράουν;»
«Προς Θεού, όχι! Όχι, όχι, δεν πρέπει να το μάθει ποτέ. Κανείς δεν το ξέρει,
παρά μόνο ο κύριος Μπάμπιτζ -και τώρα εσύ».
«Τιμή μου. Και πραγματικά εντυπωσιάστηκα πολύ, Κρέσι. Αλλά γιατί
διέτρεξες τόσο μεγάλο κίνδυνο; Αν σε ανακάλυπταν, οι συνέπειες θα ήταν
καταστροφικές».
«Το ξέρω, αλλά πιο καταστροφικό θα ήταν να μην μπορέσω ποτέ να... Δεν
το καταλαβαίνεις, Τζοβάνι, πόσο καταπιεστικό είναι να είσαι απλώς μια
γυναίκα; Δεν αρνούμαι ότι κάθε φορά που βγαίνουμε έξω στον κόσμο ο
κύριος Μπράουν κι εγώ, αισθάνομαι συνεχώς τρόμο αλλά και τόση... χαρά.
Τόση ελευθερία, με αυτές τις βράκες. Και μια έξαψη, ομολογώ, στη σκέψη
ότι ξεγελώ όλο τον κόσμο. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις;»
«Όχι και τόσο δύσκολο, απ’ όσο σε ξέρω. Είσαι μια αξιόλογη και πολύ
θαρραλέα νεαρή γυναίκα, Κρέσι».
«Νεαρός άντρας, σε παρακαλώ, επί του παρόντος», του απάντησε, με ένα
τίναγμα του κεφαλιού της.
Και πάλι, ο Τζοβάνι γέλασε. «Κύριε Μπράουν, είναι μεγάλη μου
ευχαρίστηση που σας γνωρίζω», είπε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. «Σας
φιλώ το χέρι, κύριε Μπράουν. Είστε, πραγματικά, τέλειος».
Της φίλησε το χέρι, αφήνοντας για μια στιγμή τα χείλη του στην παλάμη
της, για να τραβηχτεί σχεδόν αμέσως με την πρώτη αίσθηση έξαψης που
προέκυψε από την επαφή, και βάλθηκε να επιθεωρεί τη στολή της.
«Λοιπόν;» του είπε η Κρέσι. «Θα με ζωγραφίσεις ως τον άλλο μου εαυτό;»
«Δε θα μπορούσα να σκεφτώ τίποτε καλύτερο. Δείχνεις υπέροχα
ανατρεπτική. Κάτι στα ρούχα σου αναδεικνύει όλες σου τις καμπύλες. Δεν
μπορώ να πιστέψω ότι θα ξεγελιόταν οποιοσδήποτε φυσιολογικός
άντρας. Οι Άγγλοι διανοούμενοί σας μάλλον είναι στραβοί όλοι τους». Όλη
αυτή την ώρα βημάτιζε γύρω της, μα τώρα στάθηκε μπροστά της. «Όχι
έτσι», είπε αποφασιστικά και, τραβώντας τα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά
της, τα έριξε αδιάφορα στο πάτωμα. «Το κόλπο είναι να σε δείξουμε ως
κύριο Μπράουν και Κρέσι ταυτόχρονα». Κι άλλα τσιμπιδάκια πετάχτηκαν
ολόγυρα και τα μαλλιά της ξεχύθηκαν πάνω στο σακάκι της. «Τώρα
φόρεσε πάλι το καπέλο... αλλά έτσι λοξά, κοκέτικα. Ναι. Και το σακάκι έτσι.
Ναι, ναι. Μπράβο και πάλι, Κρέσι... είναι καταπληκτικό».
Ο Τζοβάνι της φίλησε ξανά το χέρι. Η Κρέσι έκλεισε τα μάτια της, για ν’
απολαύσει περισσότερο το άγγιγμα των χειλιών του, και αναρωτήθηκε
πόσο θα άντεχε ακόμη χωρίς να χάσει τον αυτοέλεγχό της. Εκείνος την
έβαλε να σταθεί πάνω σ’ ένα κουτί και άρχισε να βαδίζει γύρω της,
ισιώνοντας τα ρούχα και τα μαλλιά της, τις βράκες και τις μπότες της.
Μύριζε κάρβουνο, νέφτι και λινέλαιο, ελαφριά ιδρώτα, και πάνω απ’ όλα
κάτι χαρακτηριστικά αρρενωπό και πολύ χαρακτηριστικά Τζοβάνι. Να είχε
κι εκείνη το δικό της άρωμα; Για να αποσπάσει την προσοχή της,
αναρωτήθηκε πώς θα ήταν. Κιμωλία σίγουρα. Το σαπούνι της που είχε
οσμή λεβάντας -ωραίο. Μαρμελάδα ή σοκολάτα ή ζάχαρη από κριθάρι,
αναλόγως τι γλυκό είχαν φάει οι αδερφοί της -όχι καλό, μα ούτε και
άσχημο. Τις προάλλες, όμως, ο Φρέντι είχε χύσει πάνω της ένα ολόκληρο
βάζο με νεκρά αβγά βατράχων. Τότε δε μύριζε καθόλου ωραία. Μία από τις
χρωστικές του Τζοβάνι μύριζε κάπως έτσι, τώρα που το σκεφτόταν. Ποιο
χρώμα ήταν;
«Μπορείς να κατέβεις τώρα. Λέω να δοκιμάσουμε μια άλλη πόζα». Ο
Τζοβάνι τράβηξε μια επιχρυσωμένη καρέκλα στο κέντρο του δωματίου.
Ήταν αιγυπτιακού στυλ, από ξύλο τριανταφυλλιάς και μπρούτζο, με
στριφτά σκαλιστά πόδια και μαύρο βελούδινο κάθισμα, ξεθωριασμένο και
βουλιαγμένο.
«Α, τις θυμάμαι αυτές τις καρέκλες. Ήταν μια ολόκληρη σειρά με ασορτί
τραπέζι στη μικρή τραπεζαρία. Η μητέρα μου αγαπούσε καθετί αιγυπτιακό.
Συνήθιζε να λέει ότι θα ήθελε να ήταν η Κλεοπάτρα».
«Η μητέρα σου δε δίνει καθόλου την εντύπωση γυναίκας που θα
παντρευόταν ο πατέρας σου».
«Δε θα το περίμενες, βλέποντάς τον τώρα, αλλά πιστεύω ότι τον πρώτο
καιρό, στην αρχή του γάμου τους... ε, έχεις δει τι φορέματα φορούσε
εκείνη». Η Κρέσι χαχάνισε. «Τουλάχιστον, φαντάζομαι πως τα φορούσε για
τον πατέρα μου. Αχ, τι κάθομαι και λέω, ντροπή μου».
«Μα εύχεσαι να ήταν λιγάκι αλήθεια, ε;»
«Λιγάκι. Θέλω να πω όχι! Για όνομα του Θεού, για τη μητέρα μου μιλάμε,
Τζοβάνι».
«Η μητρότητα δεν προικίζει αυτόματα μια γυναίκα με αρετή».
«Όχι, ασφαλώς όχι. Ίσα ίσα, η μητρότητα προκύπτει συχνά από την
απουσία αρετής», συμφώνησε η Κρέσι, «όμως δεν έχω λόγο να πιστέψω ότι
η μητέρα μου... θέλω να πω, όλες τους μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, οι
αδερφές μου... εκτός από μένα, και... Τζοβάνι! Λες να... Λες να μην είμαι
παιδί του πατέρα μου;»
Δεν το εννοούσε. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Κρέσι δεν
μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι έμοιαζε με τον λόρδο Άρμστρονγκ, ιδίως στα
μάτια, μα τώρα είχε μια ζωηρή διάθεση και, ντυμένη κύριος Μπράουν,
αισθανόταν απελευθερωμένη από τις συνήθεις ευπρέπειες, όλο τόλμη και
σιγουριά. Το είχε πει για ν’ αστειευτεί, όμως το αστείο της είχε πάει κάπως
στραβά. «Τζοβάνι; Τι είπα;» Εκείνος ήταν προηγουμένως όλο χαμόγελα και
εύθυμα πειράγματα, αν και ταυτόχρονα απόλυτα συγκεντρωμένος στη
μεταμφίεσή της και στον πίνακά του. Τώρα το πρόσωπό του είχε
σκοτεινιάσει και είχε σμίξει τα φρύδια του. Είχε πάρει το βλοσυρό του
ύφος.
«Δεν είναι τίποτα».
«Νόμιζα ότι δε θα λέγαμε άλλα ψέματα ο ένας στον άλλο».
«Δε λέω ψέματα».
«Όχι ψέματα, λοιπόν. Αποφεύγεις την αλήθεια. Άσε τις υπεκφυγές. Τι
στην ευχή είπα που σε πείραξε; Δεν το εννοούσα, όταν είπα ότι η μητέρα
μου ίσως ν’ απάτησε τον πατέρα μου».
«Δε με νοιάζει καθόλου τι έκανε ή δεν έκανε η μητέρα σου. Θέλω να
καθίσεις σ’ αυτή την καρέκλα πλαγίως, έτσι».
Η Κρέσι τον άφησε να τη βάλει σε διάφορες στάσεις, σταυρώνοντας
πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο, κοιτάζοντας πρώτα από τη μία
πλευρά κι έπειτα από την άλλη, ακουμπώ- ντας το πιγούνι της στο χέρι της,
πιάνοντας τα χέρια της μεταξύ τους, με καπέλο και χωρίς καπέλο, ενώ όλη
την ώρα προσπαθούσε να επισημάνει σε ποιο σημείο ακριβώς της
συζήτησης είχε ξινίσει το χαμόγελό του. Όχι με την πρώτη αναφορά στη
μητέρα της. Ούτε με τη σκανδαλώδη ιδέα ότι εκείνη μπορεί να είχε
παράνομο ερωτικό δεσμό. Αλλά ύστερα. Κάτι περί μητρότητας. Αυτό ήταν!
«Είπα ότι η μητρότητα προκύπτει συχνά από την απουσία αρετής»,
αναφώνησε. «Εσύ... ήσουν;...»
Ο Τζοβάνι τραβήχτηκε μακριά της. «Μονίμως πρέπει να σκαλίζεις τα
πάντα. Μερικές φορές αισθάνομαι σαν να με έχεις μαδήσει ολόκληρο. Ναι,
αναφερόμουν στη δική μου μητέρα. Τώρα που έλαβες την απάντησή σου,
μπορούμε να συγκεντρωθούμε στην προκειμένη δουλειά;»
«Ναι, μπορούμε», συμφώνησε η Κρέσι. Εν μέρει γιατί ο τόνος του δε
σήκωνε αντιρρήσεις, αλλά κυρίως επειδή είχε καταφέρει να παραβιάσει,
ελαφρώς, τα τείχη που εκείνος είχε υψώσει ολόγυρά του, και δεν ήθελε να
ζορίσει την τύχη της.
«Ο κύριος Μπράουν περιμένει όποτε έχει ευχαρίστηση ο σινιόρ Ντι
Ματέο», είπε η Κρέσι. Που, αν το καλοσκεφτόταν, μάλλον ήταν ατυχής
έκφραση.
Κεφάλαιο 7

Ήταν ιδέα της Κρέσι να φτιάξουν τα αγόρια ένα χαρταετό, επειδή είχε
διαβάσει ότι τους χρησιμοποίησε ο Αμερικανός Βενιαμίν Φραγκλίνος στα
πειράματά του για τη φύση του κεραυνού. Δυστυχώς, ο κύριος Φραγκλίνος
δε θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει τη μέθοδο της κατασκευής τους, και η
Κρέσι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις τεχνικές λεπτομέρειες. Αφού
διέγειρε τη φαντασία των αδερφών της με το χαρταετό, δεν ήξερε πώς να
προχωρήσουν μέχρι που επενέβη ο Τζοβάνι. Με μερικά πρόχειρα σκίτσα,
τους εξήγησε τη μηχανική του χαρταετού κι έστειλε τα τέσσερα αγόρια, με
επικεφαλής τον Τζέιμς, να βρουν τα διάφορα υλικά.
Η Κρέσι έμεινε κατάπληκτη, όταν τους είδε να επιστρέφουν και οι
τέσσερις σε μια ασυνήθιστη αρμονία -μα όταν το σκέφτηκε,
συνειδητοποίησε ότι τσακώνονταν πολύ λιγότερο τον τελευταίο καιρό.
Μόνο όταν είχε έρθει στο σπίτι ο πατέρας τους, είχαν ξαναρχίσει τους
καβγάδες και τον ανταγωνισμό, θέλοντας να κερδίσει ο καθένας τους την
προσοχή του μόνο για τον εαυτό του, κι εκείνος το απολάμβανε σαν
βασιλιάς με τους αυλικούς του. Ο Τζέιμς, ο Χάρι, ο Τζορτζ και ο Φρέντι
αντιμετώπιζαν τον Τζοβάνι όχι σαν βασιλιά τους αλλά σαν στρατηγό τους,
κι έσπευδαν να υπακούσουν σε κάθε του διαταγή και να την εκτελέσουν
όσο καλύτερα μπορούσαν -και χαίρονταν ήσυχα αντί να καυχώνται, όταν
τους επαινούσε. Και ο Τζοβάνι μοίραζε απλόχερα τους επαίνους του, αλλά
δίκαια, όπως και τις επιπλήξεις του.
Σε αντίθεση με τον λόρδο Άρμστρονγκ, που συνήθιζε να κατηγορεί
όποιον τον βόλευε, ή όποιον επέλεγε κάθε φορά για θύμα του. Κάποτε,
όταν η Κρέσι ήταν δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, η Κάρολ είχε σπάσει το
κινέζικο αγαλματάκι που είχε χαρίσει στον πατέρα τους ο Βρετανός
πρέσβης σ’ εκείνη τη μακρινή χώρα, αλλά ο πατέρας τους έστειλε την Κρέσι
στο κρεβάτι της επειδή την ανακάλυψε στο ίδιο δωμάτιο με τα σπασμένα
κομμάτια, παρά τις διαμαρτυρίες της Κάρολ πως έφταιγε η ίδια. Η
Κάρολαϊν, είχε επιμείνει ο πατέρας τους, προσπαθούσε απλώς να
συγκαλύψει την αδεξιότητα της αδερφής της.
Η ανάμνηση ήταν εξαιρετικά ζωηρή. Πολλές τέτοιες αναμνήσεις τής
έρχονταν στο μυαλό τώρα τελευταία, ασήμαντα πράγματα συνήθως,
ξεχασμένα προ πολλού, που την αιφνιδίαζαν με τη ζωηρότητά τους. Τις
είχε άραγε απωθήσει επειδή ήταν πολύ οδυνηρές ή επειδή θα καθιστούσαν
επώδυνες τις προσπάθειές της να συμμορφώνεται; Και τα δύο, μάλλον. Το
παράξενο ήταν ότι δεν της προκαλούσαν πλέον πόνο. Της έφερναν θλίψη,
και συχνά καημό, μα όχι στενοχώρια ή πίκρα. Δεν είχε νόημα να τα βάζει με
το παρελθόν της, και τώρα που άρχιζε να κατανοεί καλύτερα τον εαυτό
της, καταλάβαινε ότι η κάθε ανάμνηση ήταν κομμάτι του εαυτού της και
μπορούσε να τη μετατρέψει σε κάτι περισσότερο θετικό. Ίσως να ήταν της
φαντασίας της, αλλά ένιωθε ότι εξελισσόταν και γινόταν πιο δυνατή.
Οι αδερφοί της είχαν περιφρονήσει τις άτσαλες προσπάθειές της να τους
βοηθήσει να φτιάξουν το χαρταετό, και είχαν ζητήσει τη βοήθεια του
Τζοβάνι. Η Κρέσι είχε φύγει ευχαρίστως από τη μέση και χάρηκε ακόμη
περισσότερο βλέποντας το χαρταετό να παίρνει μορφή υπό την έμπειρη
καθοδήγηση του Τζοβάνι -αν και ο ίδιος έκρυβε τόσο καλά τις προσπάθειές
του, που οι αδερφοί της ήταν πεπεισμένοι ότι το τελικό προϊόν ήταν
αποκλειστικά δικό τους έργο. Ο Τζοβάνι ήταν υπομονετικός και με τη
διακόσμηση του χαρταετού, σκιτσάροντας φανταστικούς κινέζικους
δράκους και πολεμιστές σαμουράι για να τους χρωματίσουν τα αγόρια, και
φροντίζοντας να διορθώνει στα γρήγορα τα παιδικά λάθη τους χωρίς τα
ίδια να το αντιλαμβάνονται.
Ήταν μια μέρα με δυνατό αέρα, ιδανική για το πρώτο πέταγμα. Η Κρέσι
καθόταν στο μαντρότοιχο του αγρού και παρακολουθούσε τον Τζοβάνι να
διδάσκει στους αδερφούς της την τέχνη του πετάγματος του χαρταετού,
άλλο ένα θέμα για το οποίο ήταν ανίδεη. Ο αέρας ανέμιζε το κάτω μέρος
του σμαραγδένιου παλτού της γύρω από τα πόδια της. Δε φορούσε κα-
πέλο, αλλά είχε πιάσει πίσω τα μαλλιά της με μια πράσινη μεταξωτή
κορδέλα, που για την ώρα φαινόταν να τα κρατάει. Το παλτό του Τζοβάνι
ανέμιζε πίσω του και φαίνονταν κάθε τόσο τα μακριά, μυώδη πόδια του,
ντυμένα ως συνήθως με το στενό παντελόνι του. Φορούσε μπότες σήμερα,
μαύρες φυσικά και καλογυαλισμένες, αν και ήταν πιτσιλισμένες τώρα με
λάσπες, πράγμα που δεν έδειχνε να τον πειράζει καθόλου.
Τα παιδιά έπιαναν το χαρταετό ανά δύο -ο Τζέιμς με τον Φρέντι, ο Χάρι με
τον Τζορτζ. «Σειρά σου να τον πετάξεις», είπε ο Τζέιμς, δίνοντας με
προσοχή τον αετό στον μικρότερο αδερφό του. «Να, κράτα τον από τα
ξύλα, ψηλά πάνω από το κεφάλι σου».
«Σαν να είναι μια ωραία πεταλούδα», φώναξε ο Φρέντι στον δίδυμο
αδερφό του ενθουσιασμένος. «Πρέπει να προσέξεις να μην της σκίσεις τα
φτερά, έτσι δεν είναι, Τζο;»
«Μια ωραία πεταλούδα», φώναξε χαρούμενα ο Τζορτζ, «μια ωραία
πεταλούδα μες στον κήπο μας πετά».
«Μια ωραία πεταλούδα, μια ωραία πεταλούδα». Ο Φρέντι χτύπησε
παλαμάκια με ενθουσιασμό και χοροπήδησε πάνω κάτω, πιτσιλώντας τις
μπεζ βράκες του με λάσπες.
«Πρόσεχε, σέρνεται σ’ αυτόν το νερόλακκο». Ο Τζέιμς άρπαξε την ουρά
του αετού, τη μάζεψε προσεχτικά και την έδωσε στον Χάρι. Η Κρέσι
εντυπωσιάστηκε· πριν από λίγες βδομάδες κάτι τόσο ασήμαντο θα είχε
καταλήξει σε καβγά και σπασμένο χαρταετό.
«Έτοιμος, Χάρι;» ρώτησε ο Τζοβάνι.
«Έτοιμος», αποκρίθηκε με σοβαρότητα ο μικρός και πήρε το καρούλι στα
χέρια του σαν να ήταν τα πετράδια του στέμματος.
«Εγώ να τρέξω τώρα, Τζο;» φώναξε ο Τζορτζ.
«Όταν σου πει ο Χάρι. Χάρι, να θυμάσαι ν’ αφήνεις σιγά σιγά το σπάγκο».
Ο Χάρι αυτοσυγκεντρώθηκε σμίγοντας τα φρύδια του και έκανε ό,τι του
είπε ο Τζοβάνι. Ο Τζέιμς, ήδη βετεράνος μιας επιτυχημένης πτήσης και
ανυπομονώντας ως συνήθως να επιδείξει την ανωτερότητά του, πήγε να
φωνάξει οδηγίες, μα ο Τζοβάνι του έκλεισε με το χέρι το στόμα. Ο μικρός
έδειξε να ξαφνιάζεται τόσο πολύ, που η Κρέσι έβαλε τα γέλια. Για μια
στιγμή, φάνηκε έτοιμος να κάνει σκηνή, μα είδε τον Τζοβάνι ν’ ανασηκώνει
το φρύδι του και ηρέμησε αμέσως.
Ο Χάρι έδωσε την εντολή να αμολήσουν τον αετό. Ο Τζορτζ έτρεξε στον
αγρό όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα στρουμπουλά ποδαράκια του.
Δυστυχώς, είχε τόσο πολύ το μυαλό του να καταφέρει να κρατήσει τον
αετό στον αέρα, που στην αρχή πιτσιλίστηκε με υγρή κοπριά αγελάδων κι
έπειτα σκόνταψε σ’ ένα μεγάλο λιθάρι. Παιδί και αετός πετάχτηκαν, ο ένας
κάτω και ο άλλος πάνω. Μια ριπή ανέμου τράβηξε τον αετό ψηλά, και
μάλλον θα είχε σηκώσει και τον Χάρι στον αέρα, αν δεν ορμούσε ο Τζοβάνι
και δεν τον άρπαζε εγκαίρως.
Η Κρέσι έτρεξε στον Τζορτζ, που ήταν πεσμένος στο χορτάρι, αλλά μέχρι
να τον φτάσει, ο μικρός είχε σηκωθεί τρεκλίζοντας. «Απλώς λαχάνιασε
λίγο», τη διαβεβαίωσε με σοβαρότητα ο Φρέντι.
«Και βρομάει. Τι στην ευχή;...»
«Μυρίζω σαν πισινός αγελάδας», ανήγγειλε ο Τζορτζ.
«Πάντα μυρίζεις σαν πισινός αγελάδας», είπε ο Φρέντι με ένα χαχανητό.
«Καλά, άσε... κοίτα!» αναφώνησε ο Τζορτζ. «Πάει πάνω, πάνω ψηλά. Πιο
ψηλά απ’ όσο τον έστειλες εσύ».
«Όχι πιο ψηλά». Ο Φρέντι κοίταξε συνοφρυωμένος το χαρταετό, που
ανέβαινε ψηλά και τα έντονα χρώματα των δράκων και των πολεμιστών
φάνταζαν σαν εξωτικά πετράδια στο φόντο του γαλανού αγγλικού
ουρανού. «Ε, ίσως το ίδιο ψηλά».
Ο Χάρι αγωνιζόταν να κουμαντάρει το χαρταετό, με όλο το σπάγκο
ξετυλιγμένο. Με πρόσωπο κατακόκκινο, τα ξανθά μαλλιά του να
ανεμίζουν, το καπελάκι του στραβά και το πουκάμισό του να κρέμεται έξω
από το παντελόνι του σαν σημαία, έδινε την εντύπωση πως θα
απογειωνόταν και ο ίδιος.
«Ο Χάρι θα πετάξει, ο Χάρι θα πετάξει», άρχισαν να φωνάζουν οι δίδυμοι.
Είχαν πιαστεί απ’ τα χέρια και γυρνούσαν γύρω γύρω, κοιτάζοντας
εκστασιασμένοι τον ουρανό. «Τζο, Τζο, ο Χάρι θα πετάξει».
«Τζοβάνι, μου φαίνεται ότι χρειάζεται λίγη βοήθεια».
«Τι λες, Χάρι; Τον κρατάς;»
Ο Χάρι είπε κάτι που ακούστηκε σαν πνιχτό ναι. Η Κρέσι, που είχε
ανησυχήσει πλέον για τα καλά, διαμαρτυρήθηκε. «Δεν είναι μωρό», είπε ο
Τζέιμς, σπεύδοντας να υπερασπιστεί τον αδερφό του. «Γιατί ανησυχούν
πάντα τόσο πολύ τα κορίτσια, Τζο;»
«Νομίζω ότι η αδερφή σου ζηλεύει. Νομίζω ότι θα ήθελε να πετάξει κι
εκείνη τον αετό, έτσι δεν είναι, Κρέσι;»
Θα το ήθελε. Και ο Τζοβάνι το ήξερε. Μα εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στους
αδερφούς της, ένιωσε ότι δεν έπρεπε να τους χαλάσει τη διασκέδαση. «Δεν
είμαι αρκετά δυνατή», είπε μεγαλόψυχα, αν και πολύ θα ήθελε να πετούσε
τον αετό, με τον Τζοβάνι να στέκεται από πίσω της και να καθοδηγεί το
χέρι της, όπως και όταν την είχε αφήσει να ζωγραφίσει λίγο στον καμβά.
Τραβήχτηκε και πάλι πίσω στο μαντρότοιχο και αρκέστηκε στο ρόλο του
θεατή, παρακολουθώντας έναν πολύ διαφορετικό Τζοβάνι από εκείνον
που γνώριζε, να γελά και να είναι εντελώς άνετος. Ήταν γυμνασμένος,
όπως το είχε φανταστεί, κι έτρεχε στον αγρό με τα παιδιά και το χαρταετό.
Και όταν ο αετός μπλέχτηκε σ’ ένα δέντρο κι εκείνος ανέβασε τον Τζέιμς
στα χαμηλά κλαδιά για να τον ελευθερώσει, η λυγερή κορμοστασιά του
αναδείχτηκε αξιοθαύμαστα.
«Ώστε αυτός είναι ο χαρταετός για τον οποίο έχω ακούσει τόσα και τόσα».
Η Μπέλα, φορώντας ένα βυσσινί παλτό και μία εσάρπα με λαχούρια από
πάνω, προχωρούσε προσεχτικά προς το μέρος της Κρέσι. «Άκουσα τις
τσιρίδες των παιδιών από το παράθυρο του σαλονιού. Δε νομίζω να τα έχω
ξαναδεί να γελούν τόσο πολύ. Κοίτα τον Τζόρτζι, πώς κουνά τα χέρια του.
Και τον Τζέιμς. Δεν είχα προσέξει πόσο ψήλωσε ο Τζέιμς τις τελευταίες
βδομάδες. Πω, πω, του πέφτουν κοντές οι βράκες του».
«Η Τζέινι φάρδυνε αρκετές φορές τα ρούχα του, αλλά φοβάμαι ότι θα τα
σκίσει», είπε η Κρέσι χαμογελώντας.
«Μου φαίνεται ότι μαλώνουν λιγότερο τώρα τελευταία. Ο Χένρι -ο
πατέρας σου- μου είπε πως είναι στη φύση των αγοριών να τσακώνονται
συνεχώς. “Έτσι επιβάλλονται τα αγόρια”, μου είπε. “Ενισχύεται η
ανταγωνιστικότητά τους”, επέμεινε».
Ξαφνιασμένη, όχι τόσο από την ακριβή μίμηση της Μπέλα, όσο από τον
κοροϊδευτικό τόνο της που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την
τρυφερότητα με την οποία είχε μιλήσει για τους γιους της, η Κρέσι
αναγκάστηκε να γελάσει. «Ο πατέρας μου πιστεύει ότι η
ανταγωνιστικότητα είναι μία από τις υπέρτατες αρετές. Για έναν άντρα,
βέβαια».
«Του πατέρα σου του αρέσει ο ανταγωνισμός, αρκεί να είναι σίγουρος ότι
θα κερδίσει. Το εννοούσα αυτό που του είπα, Κρέσι. Έχεις ασκήσει πολύ
καλή επιρροή στους γιους μου».
«Σ’ ευχαριστώ. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, είναι ακόμη πιο
εξαιρετικό κομπλιμέντο όταν προέρχεται από σένα».
Η Μπέλα γέλασε. Δεν ήταν το συνηθισμένο της κουδουνιστό γελάκι, αλλά
ένα κελαρυστό, πολύ κοριτσίστικο γέλιο. «Επειδή σου το λέω απρόθυμα,
εννοείς».
«Επειδή κρίνεις πολύ αυστηρά, θα έλεγα εγώ».
«Δεν υπάρχει διαφορά». Η Μπέλα ακούμπησε τον όγκο της στο
μαντρότοιχο, σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια της. «Πρέπει να πω ότι ο
σινιόρ Ντι Ματέο είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει ποτέ. Όχι
ωραίος, όμορφος. Ομολογώ ότι τον είχα περάσει για ψυχρό, αλλά κανείς
δε θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο βλέποντάς τον έτσι. Είδα τα σκίτσα που
έκανε για τα παιδιά. Τα καταλαβαίνει πολύ καλά. Σε αντίθεση...»
Η φωνή της έσβησε και ξαφνικά η Μπέλα φάνηκε μεγαλύτερη και πολύ
πιο θλιμμένη. Νιώθοντας σαν παρείσακτη, η Κρέσι έστρεψε την προσοχή
της στους άλλους και στο χαρταετό. Ο Τζέιμς βοηθούσε τώρα τον Φρέντι
με το καρούλι, ενώ ο Τζοβάνι στεκόταν με το χέρι του στον ώμο του Χάρι
και γελούσαν με κάποιο αστείο. Δεν είχε ξαναδεί τον Τζοβάνι τόσο
ευδιάθετο.
«Θα γινόταν καλός πατέρας, αν και αμφιβάλλω ότι θα το θελήσει ποτέ».
Η Μπέλα παρακολουθούσε επίσης τον Τζοβάνι. «Παρ’ όλα του τα
θέλγητρα, είναι άντρας που αποφεύγει την επαφή με τους ανθρώπους.
Ωστόσο είναι φανερό πως τα συμπαθεί τ’ αγόρια μου. Ίσως επειδή δεν τον
απειλούν».
«Τι εννοείς;»
«Αναρωτήσου γιατί ένας άντρας που θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε
γυναίκα, αν αληθεύει η φήμη του, επιλέγει να μην έχει καμιά. Όχι επειδή
είναι απ’ αυτούς που τους αρέσουν οι άντρες, αυτό είναι προφανές -αν και
είναι επίσης προφανές ότι άντρες μιας ορισμένης κατηγορίας θα τον
έβρισκαν ιδιαίτερα ελκυστικό». Η Μπέλα χαμογέλασε σφιγμένα όπως το
συνήθιζε. «Μπορεί να ζω αποκομμένη από τον κόσμο, μα κάποτε ζούσα
μέσα στον κόσμο και ακόμη μαθαίνω όλα τα κουτσομπολιά, Κρεσίντα, μην
εκπλήσσεσαι τόσο πολύ».
«Ο Τζο... ο σινιόρ Ντι Ματέο... πιστεύω πως ήταν κάποτε ερωτευμένος».
Η Μπέλα κάγχασε. «Έτσι σου είπε; Αμφιβάλλω αν είναι αλήθεια. Ή, αν
ήταν ερωτευμένος, μάλλον θα ερωτεύτηκε εκατό φορές κι όχι μία.
Καημένη Κρεσίντα, το αντιλήφθηκα ότι τον είχες συμπαθήσει, αλλά δεν
είχα καταλάβει ότι είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα πράγματα. Άκου τη
συμβουλή μου. Μη δώσεις την καρδιά σου σ’ έναν τέτοιον άντρα. Θα σου
παγώσει τη ζωή, γιατί αυτός ο άντρας δεν έχει καρδιά για να σου δώσει.
Πίστεψέ με, ξέρω απ’ αυτά τα πράγματα. Λοιπόν, αρκετό καθαρό αέρα
πήρα για φέτος και αρκετή γυμναστική έκανα. Πείνασα. Ελπίζω να έχει
φτιάξει κανένα γλυκό σήμερα η μαγείρισσα».
Και κουνώντας της ελαφρά το χέρι, η Μπέλα άρχισε να διασχίζει πάλι
αργά το λιβάδι. Βλέποντάς τη να απομακρύνεται, η Κρέσι αποφάσισε πως
η Μπέλα έκανε λάθος σε πολλά ζητήματα. Κατ’ αρχάς, ο Τζοβάνι δεν
έμοιαζε σε τίποτε με τον λόρδο Άρμστρονγκ. Η Μπέλα ήταν απλώς
πληγωμένη και επιθυμούσε να ξεσπάσει. Αρκεί να έβλεπες πώς φερόταν ο
Τζοβάνι στον Φρέντι, τον Τζορτζ, τον Τζέιμς και τον Χάρι, για να καταλάβεις
ότι δεν ήταν εγωιστής και εγωκεντρικός σαν τον πατέρα της.
Η Μπέλα απλώς ζήλευε. Και έκανε λάθος και για τον κλειστό χαρακτήρα
του Τζοβάνι. Δε σήμαινε πως ήταν ψυχρός. Αντιθέτως. Είχε πληγωθεί κι
εκείνος πολύ, τόσο πολύ, που είχε χάσει την έμπνευσή του. Και ναι, ίσως η
απόφασή του να εμπορευματοποιήσει το ταλέντο του να ήταν ψυχρή και
συμφεροντολογική, αλλά τι πείραζε; Ήταν ο καλύτερος -και του άξιζε η
αναγνώριση.
Το μεγαλύτερο λάθος όμως της Μπέλα ήταν να νομίζει πως η Κρέσι -η
Κρέσι!- θα μπορούσε ενδεχομένως να φαντάζεται τον εαυτό της
ερωτευμένο με τον Τζοβάνι. Ούτε καν της είχε περάσει από το μυαλό. Ποτέ
δε θα της περνούσε από το μυαλό. Ήταν η έμπνευση που είχε χάσει εκείνος.
Ήταν η μούσα του και ήταν περήφανη γι’ αυτό, την τιμούσε. Και επιπλέον,
τη βοηθούσε να δει από πρώτο χέρι τα λάθη της σχετικά με την τέχνη, τα
μαθηματικά, την ομορφιά και... και όλα τα πράγματα που ήταν σημαντικά,
πολύ σημαντικά, έστω κι αν η ίδια δεν τα έβλεπε.
Η Κρέσι πήδηξε από το μαντρότοιχο κι έτρεξε κοντά στα παιδιά, που
μάζευαν το χαρταετό, αναψοκοκκινισμένα από τις προσπάθειές τους. «Αν
μπορούσες να τους ζωγραφίσεις έτσι», είπε στον Τζοβάνι, «θα ήταν ένας
πίνακας πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι αυτός στην πινακοθήκη».
«Και δυστυχώς, θα είχε πολύ μικρότερη αξία. Θα μπορούσα να τους
σκιτσάρω για τη μητέρα τους, όμως, αν πιστεύεις ότι θα της άρεσε».
«Πιστεύω ότι θα ξετρελαινόταν. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου».
«Στην πραγματικότητα είναι πολύ καλά παιδιά, όταν τα γνωρίσεις».
Ο Τζοβάνι έδωσε το χαρταετό στον Χάρι και, πιάνοντας τον Φρέντι, τον
έβαλε στους ώμους του, προς μεγάλη χαρά του μικρού αγοριού. «Αλογάκι,
ο Τζο είναι αλογάκι», φώναξε χαχανίζοντας. -
Η Κρέσι ξέμεινε πιο πίσω, κοιτάζοντας τον Τζοβάνι που έτρεχε στο λιβάδι
με τον Φρέντι στην πλάτη του. Η Μπέλα είχε δίκιο για ένα πράγμα -θα
γινόταν εξαιρετικός πατέρας. Προς μεγάλη της έκπληξη, την κυρίευσε
ξαφνικά μια θλίψη. Άλλο να σκέφτεται ότι δε θα παντρευόταν ποτέ, κι
άλλο να συνειδητοποιεί αυτά που θα στερούνταν.
***
Ο Τζοβάνι είχε καταλήξει επιτέλους σε μια πόζα. Η Κρέσι καθόταν λοξά
στην αιγυπτιακή καρέκλα, με βράκες και μπότες, το δεξί της πόδι
σταυρωμένο πάνω από το αριστερό, το ένα χέρι ν’ ακουμπά χαλαρά στην
πλάτη της καρέκλας και το άλλο επάνω στο σταυρωμένο της πόδι.
Κοιτούσε ανφάς το ζωγράφο, με το καστόρινο καπέλο της προκλητικά
γερμένο στο ένα της μάτι και τα μαλλιά της ατίθασα και λυτά. Οι ουρές του
σμόκιν της κρέμονταν σχεδόν μέχρι το πάτωμα, το μαντίλι στο λαιμό της
ήταν ατημέλητα δεμένο και το γιλέκο της ξεκούμπωτο.
«Δε μοιάζω καθόλου με άντρα», του είπε, όταν της έδειξε τα
προκαταρκτικά σκίτσα.
«Θέλεις να μοιάζεις;»
Εκείνη στριφογύρισε μια τούφα από τα μαλλιά της στο δάχτυλό της, κάτι
που συνήθιζε τώρα τελευταία για να μην τρώει τα νύχια της. «Έτσι νόμιζα.
Νόμιζα πως ήθελα να ήμουν άντρας».
«Το θυμάμαι που μου το είπες».
«Τώρα όμως δεν ξέρω. Νομίζω πως μου αρέσει αυτό. Είναι...»
«Ανατρεπτικό, ελπίζω. Θέλω να σε δείξω να ξεμυτίζεις μέσα από τη
μεταμφίεσή σου. Έχεις ένα πολύ σκανταλιάρικο χιούμορ και θέλω να το
προβάλω. Θέλω επίσης να δείξω με τα ρούχα σου... δεν είμαι σίγουρος πώς,
αλλά θέλω τα αντρικά σου ρούχα να δείχνουν τη γυναίκα».
Η Κρέσι χαχάνισε. «Ίσως να δημιουργήσεις μια τέτοια εντύπωση, αν
συνδυάσεις τον κύριο Μπράουν με την Πενθεσίλεια».
«Αυτό είναι!» Ο Τζοβάνι έριξε κάτω το κάρβουνό του και άρπαξε την Κρέσι
στην αγκαλιά του. «Είσαι ιδιοφυία!»
Χαμογελώντας σαστισμένη, η Κρέσι προσπάθησε να μην προσέξει πόσο
άμεσα ανταποκρίθηκε το σώμα της στο δικό του. «Πολύ χαίρομαι να με
λένε ιδιοφυία, αλλά δεν έχω ιδέα γιατί κάνεις έτσι. Ένα αστείο είπα».
«Μα όχι, είναι τέλειο. Είναι προκλητικό. Θα είναι...»
Της φίλησε τα ακροδάχτυλα. Η κίνησή του ήταν τόσο θεατρική και τόσο
χαρακτηριστικά ιταλική, και τόσο έξω από το χαρακτήρα του Τζοβάνι, που
η Κρέσι έβαλε τα γέλια. «Δεν καταλαβαίνω. Πώς μπορεί να είναι
προκλητικό; Α!» Μόλις το συνειδητοποίησε, το χαμόγελό της έσβησε.
«Εννοείς ότι θα πρέπει να...»
«Να γυμνώσεις το...»
«Το στήθος μου». Η Κρέσι ξεροκατάπιε. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει.
Σάλιωσε τα χείλη της. Κοίταξε τον Τζοβάνι και είδε πως είχε στυλώσει τα
μάτια του στο στήθος της.
«Έχεις πολύ όμορφα στήθη. Σου το λέω ως καλλιτέχνης, βέβαια»,
πρόσθεσε βιαστικά.
«Αλήθεια;»
«Σι. Μπελίσιμο».
Τα μάγουλά του κοκκίνισαν, τονίζοντας τα έντονα ζυγωματικά του και
δίνοντας στο πρόσωπό του μια πεινασμένη έκφραση. Την οδήγησε ξανά
στην καρέκλα. «Θα σου δείξω. Μπορεί να γίνει με καλαισθησία». Εκείνη
έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα ενώ της ίσιωνε το σακάκι και το γιλέκο, και
της έλυνε το μαντίλι. Τα δάχτυλά του ήταν κρύα και έτρεμαν ελαφρώς
καθώς ξεκούμπωναν τα έξι μαργαριταρένια κουμπιά στο πουκάμισό της.
Από μέσα η Κρέσι φορούσε μόνο τον κορσέ της. Όταν τα δάχτυλά του
άγγιξαν το δέρμα της, εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα.
Ο Τζοβάνι έλυσε τα κορδόνια. Το χέρι του αιωρήθηκε για μια στιγμή
πάνω από το στήθος της. Οι θηλές της ορθώθηκαν από την προσμονή.
Έτσι όπως ήταν σκυμμένο το κεφάλι του, η Κρέσι είδε ότι τα μαλλιά του
φύτρωναν κυκλικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Και οι δυο τους
τώρα εξέπεμπαν θερμότητα. Το δέρμα της είχε πάρει φωτιά και ιδρώτας
κυλούσε στη βάση της σπονδυλικής της στήλης.
Ο Τζοβάνι σηκώθηκε. «Έπειτα... όταν το ζωγραφίσουμε... τότε θα...»
Η απογοήτευσή της την έκανε να φερθεί παράτολμα. Τράβηξε κάτω τον
κορσέ της και το γυμνό στήθος της στηρίχτηκε στο άνοιγμα του
πουκαμίσου της, εκεί όπου σταματούσαν τα κουμπιά. «Ορίστε, αυτό
εννοούσες;»
Ο Τζοβάνι απόμεινε να κοιτάζει βουβά. Η ρόδινη θηλή της φαινόταν πολύ
πιο σκούρα στο φόντο του λευκού αντρικού πουκαμίσου. Η Κρέσι δεν είχε
προσέξει ποτέ ιδιαίτερα τις θηλές της. Της φάνηκε πως είχε πεταχτεί
αυθάδικα. Ίσιωσε την πλάτη της. Και η ίδια αισθανόταν αυθάδης. Άπλωσε
την παλάμη στο στήθος της, το έκλεισε ελαφρώς στη χούφτα της και
ανατρίχιασε καθώς τα δάχτυλά της ακούμπησαν την ερεθισμένη θηλή της.
Εκείνος έβγαλε μια σφυριχτή ανάσα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.
Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές. Πόθος και μια αίσθηση εξουσίας τον
κυρίευσαν. «Πώς σου φαίνεται, Τζοβάνι;»
«Μου φαίνεται...» Της χάρισε το μυστηριώδες χαμόγελό του, αυτό που
έκανε τα σωθικά της να σφίγγονται. «Μου φαίνεται...» της είπε, «ότι ξέρεις
πολύ καλά πώς μου φαίνεται, λαίδη Κρεσίντα. Ελπίζω μονάχα να μπορέσεις
να παραμείνεις σ’ αυτή την πόζα».
Η Κρέσι δεν ήξερε αν χάρηκε ή αν λυπήθηκε, όταν εκείνος εξαφανίστηκε
πάλι πίσω από το καβαλέτο του κι άρχισε να σκιτσάρει. Αυτή τη φορά δε
σχεδίασε πλέγμα, οι κινήσεις του φαίνονταν πιο ελεύθερες και ήταν πολύ
πιο συγκεντρωμένος, καθώς σκιτσάριζε, μουρμούριζε και διέγραφε ό,τι
είχε ζωγραφίσει, σκίζοντας από τον σχεδιαστικό πίνακα τη μία σελίδα με-
τά την άλλη και πετώντας τες στο πάτωμα.
***
Η Κρέσι ένιωθε σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα, μα ίσως να ήταν
μονάχα μια ώρα, όταν εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε
θριαμβευτικά. «Το πέτυχα!»
Η θηλή της ήταν πλέον σφιγμένη από το κρύο και από τίποτε άλλο. Το
μόνο που ήθελε ήταν να κουνηθεί πριν να παραλύσουν οι μύες της, και να
καλυφθεί. «Μπορώ να δω;»
Δεν περίμενε ότι ο Τζοβάνι θα συμφωνούσε, μα εκείνος της έγνεψε να
πλησιάσει -κι άλλη αλλαγή από το προηγούμενο πορτραίτο. «Λοιπόν;» τη
ρώτησε ανυπόμονα.
Η Κρέσι κούνησε το κεφάλι της έκθαμβη. «Δε χρειάζεται να σ’ το πω εγώ».
«Χρειάζεται, Κρέσι».
«Τζοβάνι, είναι υπέροχο». Κοίταξε τον εαυτό της με ένα πλατύ χαμόγελο·
ήταν σκιτσαρισμένη πρόχειρα με κάρβουνο, μα και πάλι πλήρως
ζωντανεμένη. Σ’ αυτό το πορτραίτο δεν ήταν εμφανής καμία προσεχτική
συμμετρία, αν και έβλεπε ότι οι γωνίες, του προσώπου της ανφάς και του
κορμιού της προφίλ, είχαν επιλεγεί με προσοχή. Περισσότερο όμως της
άρεσαν οι αντιθέσεις. Μια γυναίκα με αντρικό ντύσιμο. Μια αντρική στάση
κι ένα γυναικείο στήθος. Η έκφρασή της, σοβαρή μα και σκανταλιάρικη. Και
η συνολική εντύπωση ήταν παραδόξως αισθησιακή, αν και δε θα μπορούσε
να πει με ποιον τρόπο. Το βλέμμα της ήταν προκλητικό, γεμάτο σιγουριά,
απόλυτα ο εαυτός της, αν και ποτέ δεν είχε δει έτσι τον εαυτό της. «Με... με
μπερδεύει. Δεν ξέρω τι να πω».
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε με μεγάλη ικανοποίηση. «Αυτό ακριβώς είναι.
Δημιουργεί σύγχυση. Είναι ερεθιστικό. Άναρχο. Δεν είναι ούτε το ένα ούτε
το άλλο».
«Δεν... Θέλω να πω, βλέπω ότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες, αλλά μου
φαίνεται ότι παραβίασες σκόπιμα πολλούς».
«Καημένη Κρέσι, τι έχει να πει η θεωρία σου γι’ αυτό τον πίνακα;»
«Πραγματικά δεν έχω ιδέα».
«Θα προετοιμάσω απόψε τον καμβά. Μπορούμε ν’ αρχίσουμε αύριο την
ελαιογραφία. Φτάνει για σήμερα, σίγουρα θα είσαι κουρασμένη».
«Δεν ήμουν εγώ αυτή που έτρεχε όλο το πρωί πέρα δώθε με τέσσερα
ζωηρά αγοράκια. Εσύ πρέπει να είσαι εξαντλημένος».
Ο Τζοβάνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το διασκέδασα, για να πω
την αλήθεια. Είχα ξεχάσει τι ωραία είναι να είσαι μικρός και ανέμελος. Τη
ζηλεύω την αθωότητά τους».
«Καθώς σας έβλεπα όλους σήμερα... Έχω καταφέρει τουλάχιστον ένα από
τα πράγματα που έλπιζα να καταφέρω όσο θα ήμουν εδώ -τους έχω
αγαπήσει γι’ αυτό που είναι κι όχι επειδή είναι αδερφοί μου». Η Κρέσι πήρε
το μανδύα της από το πάτωμα κι άρχισε να στρώνει τις πτυχές του. «Πρέπει
να πάω τώρα να γράψω γράμμα στην Κορντίλια. Το υποσχέθηκα στην
Μπέλα, αλλά ομολογώ πως συνεχώς το ανέβαλλα».
«Γιατί;»
«Η θεία μου η Σοφία έγραψε... ω, είναι περίπλοκο. Δε θα ’θελες να
ξέρεις».
«Κάθισε και πες μου, θέλω να ξέρω. Η Κορντίλια είναι η αδερφή σου που
βρίσκεται στο Λονδίνο, σωστά;»
Ο Τζοβάνι πήρε το μανδύα από τα χέρια της, τον απόθεσε στην αιγυπτιακή
καρέκλα και την οδήγησε μπροστά στο παράθυρο, όπου είχε τοποθετήσει
μια κάπως φθαρμένη σεζλόνγκ για να ξεκουράζεται όταν έκανε διάλειμμα
από τη ζωγραφική του. «Είμαι όλος αυτιά», της είπε, «όπως λέτε εσείς οι
Εγγλέζοι».
Ήταν μια ανακούφιση να του μιλήσει για τις ανησυχίες της και να γελάσει
κιόλας, γιατί η αλήθεια ήταν πως η Κορντίλια μπορεί να φερόταν επιπόλαια
και συχνά πολύ εγωιστικά, αλλά ήταν πάντοτε ευχάριστη συντροφιά,
φρόντιζε να μη θυμώνει ποτέ κανείς μαζί της για πολύ και, πραγματικά,
ορισμένα από τα κατορθώματά της ήταν πολύ κωμικά. «Αν και δεν μπορώ
να φανταστώ γιατί να θέλει να βλέπει δυο άντρες να γρονθοκοπούν ο ένας
τον άλλο», κατέληξε η Κρέσι. «Θα πρέπει να βρω τρόπο να την πείσω ν’
ακούσει τη θεία μας προτού ντροπιαστεί σε όλη την κοινωνία, αν και δεν
έχω ιδέα πώς».
«Απ’ ό,τι είπες, η Κορντίλια θα κάνει ό,τι ακριβώς θέλει, επέμβεις δεν
επέμβεις».
Η Κρέσι χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, και ουσιαστικά τη θαυμάζω γι’ αυτό.
Είναι σαν γάτα η μικρότερη αδερφή μου. Και από το ψηλότερο παράθυρο
να τη ρίξεις, θα προσγειωθεί στα πόδια της».
«Τις αγαπάς πολύ τις αδερφές σου».
«Ναι. Είμαστε όλες πολύ διαφορετικές, αλλά ποτέ δεν αμφέβαλα ότι θα
έτρεχαν να με βοηθήσουν, αν τις χρειαζόμουν. Ίσως επειδή μεγαλώσαμε
χωρίς τη μαμά. Όταν ήμασταν πιο μικρές και μέναμε όλες εδώ στο Κίλελαν,
ήμασταν πολύ δεμένες. Τώρα... ε, ξέρεις πώς είναι τώρα τα πράγματα. Αλλά
δε θα ήθελα να μην τις έχω. Ή τους αδερφούς μου. Δεν μπορώ να
φανταστώ πώς ήταν να μεγαλώνεις ως μοναχοπαίδι όπως εσύ».
Ο Τζοβάνι σάλεψε αμήχανα. Είχε συνηθίσει να καταπιέζει την παράξενη
παρόρμησή του ν’ ανοιχτεί στην Κρέσι, υπενθυμίζοντας όπως πάντα στον
εαυτό του ότι το παρελθόν ήταν παρελθόν. Όσο περισσότερο
συγκρατιόταν, όμως, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσε πόσο τον
απομόνωνε η σιωπή του. Δεν ήταν τόσο ότι είχε την επιθυμία να το
κουβεντιάσει, όσο ότι ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα η Κρέσι, ήθελε να
μοιραστεί μαζί της προσωπικές του πλευρές -ήθελε να τον καταλάβει
εκείνη, έστω και λίγο. Κι έτσι όπως κάθονταν άνετα οι δυο τους στο ατελιέ
τους, με το φως της μέρας να σβήνει σιγά σιγά, με την Κρέσι τόσο ήρεμη
δίπλα του και το προσχέδιο του έργου που έλπιζε να αποτελέσει το
καλύτερό του να βρίσκεται πάνω στο καβαλέτο... δε θα του δινόταν
καλύτερη ευκαιρία. Η παρατήρησή της ότι η σχέση τους ήταν εντελώς
μονόπλευρη είχε βρει το στόχο της. Απλώς ο ίδιος είχε αργήσει να το
παραδεχτεί.
«Έχεις πάρει εκείνο το ύφος». Η Κρέσι είχε καταφέρει να συνοφρυωθεί και
να χαμογελάσει ταυτόχρονα. «Το ύφος που μου λέει ότι είπα κάτι που δε
σου αρέσει, και δε θα μου πεις τι».
«Αυτή τη φορά κάνεις λάθος. Θα σου πω. Απλώς... παίρνω κουράγιο».
Η Κρέσι είχε βγάλει τις ψηλές μπότες της, και τώρα μάζεψε τα πόδια της
επάνω στο κάθισμα και στράφηκε ολόκληρη προς το μέρος του. «Τόσο
δυσάρεστο είναι;»
«Έχω οικογένεια, πολλές αδερφές και αδερφούς, αν και με κανέναν τους
δεν υπάρχει πλήρης συγγένεια. Ορισμένους τους γνωρίζω, άλλους όχι, κι
εκείνοι που με ξέρουν δε με αναγνωρίζουν, για τον ίδιο λόγο που δε με
αναγνωρίζει η μητέρα μου και για το λόγο που με έστειλε ο πατέρας μου σε
μια οικογένεια ψαρά να με μεγαλώσει μέχρι που χρειάστηκε κληρονόμο. Ο
βιολογικός μου πατέρας είναι ο κόμης Φαντσίνι. Γόνος μιας πολύ παλιάς και
αφάνταστα πλούσιας οικογένειας, με καταγωγή αμέτρητων γενεών. Είμαι
το μπάσταρδο του κόμη Φαντσίνι. Ο νόθος γιος του».
Η Κρέσι είχε συγκλονιστεί. Γούρλωσε τα μάτια και σκέπασε το στόμα της
με το ένα της χέρι, απλώνοντας το άλλο στο δικό του. Δεν έπρεπε να την
αφήσει να του πιάσει το χέρι, δεν είχε ανάγκη τα λόγια οίκτου που εκείνη
προφανώς προσπαθούσε να καταπιεί, ωστόσο έπλεξε τα δάχτυλά του με
τα δικά της και του άρεσε που το έκανε. Δεν ήταν οίκτος μα συμπόνια -κι
αυτό μπορούσε να το αντέξει.
«Αχ, Τζοβάνι, τι φρίκη!» Τρεμόπαιζε με δύναμη τα βλέφαρά της. «Δεν
μπορώ να διανοηθώ... Ποτέ, μα ποτέ ξανά δε θα παραπονεθώ για την
οικογένειά μου. Πώς να μην πληγωθείς, όταν ευχήθηκα αστειευόμενη να
ήταν κάποιος άλλος ο πατέρας μου. Με συγχωρείς, σου ζητώ συγνώμη.
Είπες ότι ο πατέρας σου -ο πραγματικός σου πατέρας- σε έδωσε για
υιοθεσία;»
«Σι». Ο Τζοβάνι της έσφιξε το χέρι. «Για δώδεκα χρόνια, νόμιζα πως ήμουν
γιος ψαρά. Ο πατέρας μου -ο άνθρωπος που νόμιζα πως ήταν ο πατέρας
μου- ήταν αμόρφωτος άνθρωπος αλλά καλοσυνάτος. Με... Αυτός με πήγε
στη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Θυμάσαι που σου είπα; Την εκκλησία με τη
στοά των ψιθύρων; Και μου έμαθε να κολυμπάω. Και φυσικά να ψαρεύω.
Τα άλλα αγόρια στο χωριό με κορόιδευαν για την εμφάνισή μου».
Μόρφασε και χαστούκισε το μέτωπό του. «Αυτό το πρόσωπο δε μοιάζει
καθόλου με τα πρόσωπα των ανθρώπων που αποκαλούσα μαμά και
μπαμπά, αλλά εγώ ποτέ δεν αμφέβαλλα, κι εκείνοι -οι γονείς μου- ποτέ δεν
είπαν λέξη. Πίστευα ότι με αγαπούσαν».
«Ασφαλώς σ’ αγαπούσαν, Τζοβάνι».
Ήταν σαν ένα βάρος στην καρδιά του αυτή η αλήθεια. Σαν μια βαριά
πέτρα που δεν προσπάθησε ποτέ να τη μετακινήσει, γιατί πώς θα
μπορούσε όταν τα γεγονότα ήταν τόσο ξεκάθαρα; «Με έδωσαν πίσω σ’
αυτόν, Κρέσι. Μικρό παιδί ήμουν και με έδωσαν πίσω αδιαμαρτύρητα».
«Όχι. Είμαι σίγουρη... Αποκλείεται να είναι αλήθεια, Τζοβάνι. Κανένας που
μεγαλώνει ένα παιδί σαν δικό του δε θα το έδινε έτσι απλά. Θα ήταν πολύ
οδυνηρό. Σίγουρα σε γελά η μνήμη σου».
«Ήμουν δώδεκα χρόνων. Το θυμάμαι πολύ καλά, σαν να ήταν χτες.
Θυμάμαι ότι δε με αγκάλιασαν καν όταν ήρθε η άμαξα να με πάρει.
Θυμάμαι ότι η μόνη απάντηση σε όλα μου τα γράμματα ήταν να
σταματήσω να τους γράφω. Ο πατέρας μου -ο βιολογικός μου πατέρας-
μου είπε ότι τους πλήρωνε για να με φροντίζουν». Ο Τζοβάνι ξεροκατάπιε,
μα ο κόμπος δεν έφυγε από το λαιμό του, και η πέτρα στην καρδιά του του
φάνηκε πιο βαριά από ποτέ. Όσες φορές κι αν είχε πει στον εαυτό του πως
δεν είχε σημασία, ήταν αδύνατον να πάψει να νοιάζεται. Έτριψε τα μάτια
του με τόση δύναμη, που κοκκίνισε η όρασή του. Μα δεν ένιωσε καλύτερα.
Η Κρέσι σύρθηκε πιο κοντά του στη σεζλόνγκ και πέρασε το χέρι της γύρω
από τους ώμους του. Του χάιδεψε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να
σπρώξει πίσω από το αυτί του μια ανύπαρκτη τούφα. Το χάδι της τον
παρηγόρησε αφάνταστα. «Μου είπες κάποτε», του είπε απαλά, «πως ό,τι
σκεφτόμαστε και ό,τι νιώθουμε είναι πολύ συχνά δύο διαφορετικά
πράγματα. Είπες ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη λογική και το
ένστικτο. Το θυμάμαι τόσο καλά, γιατί με άγγιξε. Πιστεύεις ότι πρέπει να
μισείς αυτούς τους ανθρώπους που σε έδωσαν. Για δώδεκα χρόνια, όμως,
τα περισσότερα παιδικά σου χρόνια, πίστευες πως ήταν οι γονείς σου. Θα
ήταν αφύσικο να μην τους αγαπάς, ακόμη και αν σε πλήγωναν. Κοίταξέ με,
σε παρακαλώ. Δεν τον εκτιμώ τον πατέρα μου, ούτε τον συμπαθώ, και
κάποιες φορές τον μισώ, αλλά και πάλι τον αγαπώ -και ξέρω πως, όσο κι
αν προσπαθώ, δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ. Σταμάτησα να προσπαθώ
να τον μισήσω. Και ανακουφίστηκα, πίστεψέ με».
Η Κρέσι τον φίλησε στον κρόταφο και ξανάρχισε το ρυθμικό της χάδι.
Ήταν θερμή και απαλή δίπλα του, κι έδειχνε να έχει περισσότερη
θηλυκότητα απ’ ό,τι συνήθως παρά τα αντρικά της ρούχα. Ο Τζοβάνι
επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει πάνω της, μόνο για λίγο. Κι ένιωσε
όμορφα. «Δεν τους μισώ», της είπε. «Ήταν φτωχοί άνθρωποι, τα είχαν
ανάγκη τα χρήματα. Το καταλαβαίνω».
«Ανοησίες». Η Κρέσι σταμάτησε να τον χαϊδεύει κι έφερε το πρόσωπό της
τόσο κοντά στο δικό του, που σχεδόν ακούμπησαν οι μύτες τους. «Τους
αγαπούσες. Προφανώς ήσουν ευτυχισμένος μαζί τους. Και είναι φανερό ότι
σε αγαπούσαν κι εκείνοι -ο πατέρας σου δεν ήταν υποχρεωμένος να σου
μάθει όλα αυτά τα πράγματα, κολύμπι και τα λοιπά. Δεν ήταν υποχρεωμέ-
νος να σε πάει σ’ εκείνη την εκκλησία με τη στοά των ψιθύρων. Νοιάζονταν
για σένα και τους αγαπούσες όπως όλα τα παιδιά αγαπούν τους γονείς
τους. Θα ήταν φριχτό, απίστευτα φριχτό για όλους σας, όταν
αναγκάστηκαν να σε δώσουν. Τουλάχιστον, θα πρέπει να πληγώθηκες. Ο
πραγματικός σου πατέρας είναι προφανώς άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
Αν επιθυμούσε να επιστρέψεις, πολύ αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε κανείς
να τον εμποδίσει. Είμαι σίγουρη ότι δε σε εγκατέλειψαν, Τζοβάνι, αν και
καταλαβαίνω ότι έτσι θα πρέπει να ένιωσες. Καταλαβαίνω γιατί πιστεύεις
ότι τους μισείς».
Οι αλήθειες της Κρέσι πάντοτε ήταν στενόχωρες. Η ικανότητά της να
διακρίνει την ουσία ενός θέματος ήταν ένα από τα πράγματα για τα οποία
τη θαύμαζε, αλλά ήταν επώδυνο, όταν αυτό συνέβαινε με θέματα που
αφορούσαν τον ίδιο. Η διαύγεια της σκέψης της τον έκανε να μην μπορεί ν’
αποφύγει την αλήθεια. Και πόσο χειρότερο θα ήταν αν της έλεγε ολόκληρη
την αλήθεια! Ποτέ! Ο Τζοβάνι την έσπρωξε μαλακά μακριά του. «Δε μισώ
τους γονείς μου», της είπε, και ήταν αλήθεια.
Ήταν σχεδόν σαν να μπορούσε να δει τα γρανάζια του μυαλού της να
γυρίζουν και κατάλαβε πότε ακριβώς αποφάσισε η Κρέσι να μην τον πιέσει
περισσότερο. Για μια στιγμή, αισθάνθηκε ανακουφισμένος. «Τότε μίλησέ
μου για τον πραγματικό σου πατέρα», του είπε εκείνη. «Αυτόν που μισείς».
Ο Τζοβάνι γέλασε βεβιασμένα, μ’ ένα γέλιο απόκοσμο που την έκανε ν’
ανατριχιάσει. «Αίμα. Ο πραγματικός μου πατέρας είναι ο άνθρωπος που
μου έμαθε πόσο σημαντικό είναι το αίμα, η καταγωγή. Γι’ αυτό σε
καταλαβαίνω τόσο καλά. Μοιάζει πάρα πολύ στο χαρακτήρα με τον
πατέρα σου».
Η Κρέσι σύρθηκε πάλι κοντά του στον καναπέ και φώλιασε δίπλα του.
«Πες μου όλη την ιστορία», του είπε και πέρασε το χέρι της γύρω από τους
ώμους του.
Οι μπούκλες της γαργάλησαν το πιγούνι του. «Είναι θλιβερή ιστορία. Απ’
αυτές που κάποιος άλλος θα την είχε μετατρέψει σε παραμύθι. Δεν την έχω
ξαναπεί».
«Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι τα παραμύθια είναι συνήθως τραγικά. Η
Σίλια μας διάβαζε παλιά τη Σταχτοπούτα, ήταν η αγαπημένη ιστορία της
Κάσι. Της άρεσε το ειδύλλιο με το φτωχό, ρακένδυτο κορίτσι που
παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα, αλλά εγώ πάντα σκεφτόμουν ότι η
Σταχτοπούτα θα προτιμούσε να έχει τη μαμά της. Εμείς, βέβαια, δεν είχαμε
τότε κακιά μητριά», πρόσθεσε η Κρέσι μ’ ένα χαμόγελο. «Νομίζω ότι η
Μπέλα θα την παρουσίαζε πολύ διαφορετικά αυτή την ιστορία. Σε διέκοψα
όμως. Συνέχισε, σε παρακαλώ».
Το μυαλό του δεν μπορούσε να λειτουργήσει με την Κρέσι τόσο κοντά
του. Ελευθερώθηκε από το αγκάλιασμά της, έγειρε το κεφάλι του πίσω στη
σεζλόνγκ κι έκλεισε τα μάτια του. «Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε, καθώς
ήταν πιο εύκολο να το δει σαν παραμύθι παρά να το ξαναζήσει, «ήταν ένας
πλούσιος Ιταλός κόμης που τον έλεγαν Φαντσίνι».
Η Κρέσι μετακινήθηκε λίγο στο κάθισμα για να βλέπει καλύτερα το
πρόσωπό του. Όσα της είχε αποκαλύψει μέχρι στιγμής για τα παιδικά του
χρόνια την είχαν συγκλονίσει και καταλάβαινε πλέον πολύ καλά γιατί ο
Τζοβάνι φαινόταν τόσο ψυχρός. Τον είχαν εγκαταλείψει όχι μόνο μία αλλά
δύο φορές -πώς να μην είναι αποφασισμένος να μην τον πληγώσει κανείς
άλλος. Όσο για εκείνη τη γυναίκα που υπήρξε ερωμένη του και μούσα του...
Πώς μπόρεσε να τον πληγώσει ενώ ήξερε... Όχι, δεν ήξερε τίποτα, γιατί ο
Τζοβάνι είπε πως δεν το είχε πει ποτέ σε κανέναν. Η ίδια ήταν ο μόνος
άνθρωπος που εμπιστεύτηκε ο Τζοβάνι, για πρώτη φορά. Κι αυτό σίγουρα
μετρούσε, έστω κι αν δεν την αγαπούσε όπως είχε αγαπήσει την άλλη
γυναίκα. Αν και αυτό δεν είχε καμία σχέση. Δεν ήταν ερωτευμένη με τον
Τζοβάνι. Μόνο που το σκεφτόταν... Όχι, δεν έπρεπε να το σκέφτεται καν!
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν όμως καθώς τον άκουγε, τυλίγοντας τα χέρια
της γύρω της, κυρίως για να μην τα τυλίξει γύρω από τον Τζοβάνι.
Αποκλείεται να ήταν ερωτευμένη με αυτό τον άντρα. Αυτό το παράξενο
συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο, κάτι σαν φως που τρεμόπαιζε στα σκοτεινά
βάθη του μυαλού της, περιμένοντάς τη να στρίψει στη γωνία και να
ανακαλύψει... Όχι, δεν ήταν έρωτας. Και ο πόνος στην καρδιά της ήταν συ-
μπόνια για τα βάσανά του, τίποτε περισσότερο.
«Ο κόμης Φαντσίνι είχε πολύ ευγενική καταγωγή», συνέχισε ο Τζοβάνι,
«από πολλές γενιές γαλαζοαίματων Τοσκανών, και ένας από τους
στενότερους συγγενείς του ήταν ο Μέγας Δούκας της Τοσκάνης. Ο κόμης
έχει ένα παιδί από το γάμο του, ένα πολύ σημαντικό, αρσενικό παιδί, γιο
και κληρονόμο των αχανών κτημάτων και του παλάτσο στη Φλωρεντία. Η
κόμισσα Φαντσίνι γεννάει πολλά ακόμη παιδιά, μα όλα τους πεθαίνουν στη
γέννα ή λίγο αργότερα. Ο κόμης, ένας άντρας με λάγνες ορέξεις, αποκτά
πολλά ακόμη γερά παιδιά από τους παράνομους δεσμούς του, αλλά είναι
όλα τους κορίτσια και επομένως ανάξια». Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια
του. «Όπως βλέπεις», της είπε με ένα πικρό χαμόγελο, «παντού τα ίδια
συμβαίνουν».
Η Κρέσι του άγγιξε φευγαλέα το χέρι, μα δεν είπε τίποτα. Εκείνος έκλεισε
πάλι τα μάτια του κι άρχισε να μιλά σαν να βρισκόταν πολύ μακριά, σαν να
μιλούσε για έναν άλλο κόσμο και άλλους ανθρώπους, που δεν είχαν καμιά
σχέση μαζί του. Το οποίο ήταν απόλυτα κατανοητό. Πόσες φορές δεν είχε
ξεφύγει η ίδια στη φανταστική ζωή του κυρίου Μπράουν; Πόσο έμοιαζαν
οι εμπειρίες τους! Είχαν κάτι που τους συνέδεε, αυτό ήταν. Μόνο αυτό. Η
Κρέσι έστρωσε το γιλέκο της πάνω στο πουκάμισό της. Οι κοινές εμπειρίες
ήταν μία πολύ λογική εξήγηση. Ωστόσο, δεν καταλάβαινε γιατί της
φαινόταν τόσο ελάχιστα πειστική.
«Μια μέρα», έλεγε ο Τζοβάνι, «ο κόμης Φαντσίνι γνώρισε μια κοπέλα, μια
ωραία δεσποινίδα μάλιστα, ευγενικής καταγωγής όπως κι εκείνος, και πολύ
διαφορετική από τις άλλες ερωμένες του. Παρ’ όλο που δεν έπρεπε να την
κορτάρει, καθ’ ότι παντρεμένος, εκείνος το έκανε. Και η Καρλότα, αυτό
ήταν το όνομά της, φαντάστηκε σαν ανόητη πως ήταν ερωτευμένη μαζί
του. Οι γονείς της έλπιζαν να την καλοπαντρέψουν -πάλι αίμα και ομορφιά,
βλέπεις. Οι ελπίδες αυτές γκρεμίστηκαν όταν η Καρλότα έμεινε έγκυος,
αλλά οι γονείς της και ο μέλλοντας πατέρας, ο κόμης Φαντσίνι,
αποσιώπησαν το γεγονός και έτσι απέφυγαν το τρομερό σκάνδαλο. Η
Καρλότα γέννησε στα κρυφά κι έξι μήνες αργότερα την πάντρεψαν,
φαινομενικά παρθένα. Το παιδί -που, δυστυχώς, ήταν αγόρι- το έδωσαν σε
μια άκληρη οικογένεια ταπεινής καταγωγής και η ιστορία τελείωσε. Ή έτσι
νόμιζαν η Καρλότα και ο κόμης Φαντσίνι».
«Και μετά;» ρώτησε η Κρέσι με ένα κακό προαίσθημα. Αυτό το παραμύθι
δεν είχε ευτυχή κατάληξη.
«Και μετά», είπε ο Τζοβάνι παγερά, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί,
«ο μοναδικός νόμιμος γιος του κόμη δυστυχώς πέθανε. Και ο κόμης, για
λόγους σχετικούς με τις λάγνες ορέξεις του που δεν τις συγκρατούσε ποτέ,
ήταν ανίκανος πλέον να κάνει άλλο παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι...»
«Άφησέ με να μαντέψω», είπε μοιρολατρικά η Κρέσι. «Ο κόμης
αποφασίζει ότι ένας νόθος γιος είναι καλύτερος από καθόλου γιο και τον
παίρνει με συνοπτικές διαδικασίες από τους θετούς γονείς του».
«Ακριβώς». Το χαμόγελο του Τζοβάνι έσβησε, δίνοντας τη θέση του στο
βλοσυρό του ύφος. «Όπως και η Σταχτοπούτα σου, που στα ιταλικά τη λένε
Τσενερέντολα, το φτωχό αγοράκι του ψαρά απέκτησε μεγάλα πλούτη. Του
έφεραν τους καλύτερους δασκάλους, τον έμαθαν να ξιφομαχεί, να συζητά
ευγενικά, να κάνει υποκλίσεις και να τρώει με το στόμα του κλειστό. Τον
έμαθαν να είναι τζέντλεμαν. Μελετούσε σκληρά, θέλοντας πάρα πολύ να
ευχαριστήσει τον πανίσχυρο και τρομακτικό καινούριο πατέρα του, μα ο
κόμης δεν ευχαριστιόταν εύκολα. Απαγόρευσε στον Τζοβάνι κάθε επαφή
με τους ανθρώπους που εξακολουθούσε να θεωρεί πραγματική του
οικογένεια. Το παιδί έτρωγε ξύλο κάθε φορά που ανέφερε τα ονόματά
τους και, όπως είπα, τελικά του δόθηκαν αποδείξεις ότι εκείνοι δεν
επιθυμούσαν να τον δουν. Ήξερε ότι θα έπρεπε να χαίρεται που ζούσε με
τόση πολυτέλεια, μα η αλήθεια ήταν πως αισθανόταν μοναξιά. Ήταν
ακόμη πολύ άξεστος για να εμφανιστεί στην καλή κοινωνία, και δεν του
επέτρεπαν να πιάσει φιλίες με τους υπηρέτες και τους πακτωτές του
πατέρα του. Ενώ προηγουμένως αλώνιζε σε όλο το χωριό και είχε την
ελευθερία της θάλασσας, τώρα ήταν περιορισμένος στην έπαυλη της
οικογένειας. Όσο ωραία κι αν ήταν, ο Τζοβάνι κατέληξε να τη βλέπει σαν
φυλακή».
«Δεν ξέρω τι να πω». Η Κρέσι πάσχιζε να μη βάλει τα κλάματα, κυρίως
επειδή έβλεπε τον Τζοβάνι να μένει απόλυτα απαθής. Ενώ εκείνη ένιωθε...
τι άραγε; Δεν ήξερε ούτε τι να σκεφτεί. Όχι, δεν έπρεπε να επιτρέψει στον
εαυτό της να σκεφτεί ούτε τον Τζοβάνι ούτε τα αισθήματά της για κείνον.
Αγνοώντας την αναταραχή που μαινόταν στην καρδιά της, ο Τζοβάνι
έδιωξε το χέρι της από το μπράτσο του μ’ ένα ανασήκωμα του ώμου του.
«Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Δεν πείνασα ποτέ. Έλαβα άριστη μόρφωση.
Ήμουν ακόμη μπάσταρδο, αλλά ήμουν ένα σχεδόν νόμιμο μπάσταρδο. Ο
πατέρας μου με αναγνώρισε επίσημα και άλλαξε τη διαθήκη του. Θα
έπρεπε να αισθάνομαι προνομιούχος».
«Αλλά;»
«Προσπάθησα, όπως κι εσύ, Κρέσι, να κάνω ό,τι περίμεναν από μένα.
Προσπάθησα να είμαι ευγνώμων, να ανταποδώσω με υπακοή ό,τι μου
πρόσφεραν. Ήμουν δυστυχισμένος».
«Γι’ αυτό και με κατάλαβες;»
«Ακριβώς. Όπως εσύ, κορόιδευα τον εαυτό μου ότι, αν προσπαθούσα
περισσότερο, θα ήθελα ό,τι ήθελε ο πατέρας μου για μένα, αλλά μου ήταν
αδύνατον. Το μόνο δικό μου πράγμα ήταν η τέχνη μου. Ζωγράφιζα προτού
καν μάθω γραφή και ανάγνωση. Όταν εκείνος κατάλαβε πόσο σημαντικό
ήταν για μένα, μου πήρε τις μπογιές μου. Η ζωγραφική, βλέπεις, είναι μία
ενασχόληση για γυναίκες, κάτι που κάνουν οι τεχνίτες -και δεν αρμόζει στο
γιο και κληρονόμο ενός κόμη».
«Όπως δεν αρμόζουν τα μαθηματικά στην κόρη ενός λόρδου», είπε η
Κρέσι. «Τουλάχιστον ο πατέρας μου απλώς με αποθαρρύνει. Δε θα τον
θεωρήσω ποτέ ξανά τύραννο». Ξεδίπλωσε τα πόδια της και κούνησε τα
δάχτυλά τους που είχαν μουδιάσει. «Η μητέρα σου, η Καρλότα, σε
ενθάρρυνε τότε να ζωγραφίζεις;»
Ο Τζοβάνι βλαστήμησε. «Τη συνάντησα μόνο μία φορά. Δεν ήθελε να με
ξέρει. Η υπόληψή της ήταν πολύ πιο σημαντική από τον πρωτότοκό της.
Και όταν ο κόμης Φαντσίνι αποφάσισε να με στείλει στο στρατό για να
ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου, έκανα τελικά την επανάστασή μου. Είπε
ότι θα σταματούσε να με συντηρεί. Του είπα ότι μπορούσα να τραβήξω το
δρόμο μου στη ζωή χωρίς εκείνον. Μου απάντησε ότι θα γυρνούσα με την
ουρά στα σκέλια. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε. Έχουν περάσει
δεκατέσσερα χρόνια».
Αυτό το τελευταίο κομμάτι της ιστορίας του ο Τζοβάνι το αφηγήθηκε
άτονα, χωρίς καμία προσποίηση αποστασιοποίησης ή αντικειμενικότητας.
Φαινόταν εξαντλημένος, σχεδόν ηττημένος. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν κι
άλλα, πολλά άλλα ακόμη, που δεν της είχε πει, αλλά, αν τον ρωτούσε τώρα,
μάλλον θα μαύριζε εντελώς η διάθεσή του ή θα έπεφτε σε βαθιά
κατάθλιψη.
«Οπότε απαρνήθηκες το αίμα σου κι έβγαλες το ψωμί σου από την
ομορφιά», είπε η Κρέσι.
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο και πετάχτηκε όρθια, τραβώντας τον
μαζί της. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του κι έγειρε το κεφάλι
της στο στήθος του. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά, αργά και σταθερά.
Οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί, είχαν συντονιστεί μαζί του. Δε γινόταν να
κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό της. Αυτή η επιθυμία, αυτή η επίμονη, μεθυ-
στική επιθυμία, θα έπρεπε να το είχε καταλάβει πως δεν ήταν τίποτε άλλο.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, του χάιδεψε τα μαλλιά και,
ανήμπορη να συγκρατηθεί, άρχισε να τον φιλά στο μέτωπο, στα μάτια, στα
έντονα ζυγωματικά του. «Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πάρα πολύ», του
ψιθύριζε ξανά και ξανά. Λυπόταν και για κείνον και για τον εαυτό της.
«Λυπάμαι», του είπε πιέζοντας το κορμί της πάνω στο δικό του, λες κι αν
χωνόταν μέσα του θα έβρισκε παρηγοριά. Έλεγε στον εαυτό της ότι αυτό
ήταν το μόνο που ήθελε, ενώ την ίδια στιγμή τα χέρια της χάιδευαν το
κεφάλι, το λαιμό και τους ώμους του, τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του
και η καρδιά της λαχταρούσε πολύ περισσότερα.
Όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν, ένιωσε την αντίστασή του. Έκλεισε τα
μάτια της και σφίχτηκε περισσότερο πάνω του. Τον φίλησε. Του έδινε
μικρά φιλιά για να τον παρηγορήσει και να τον καθησυχάσει, για να
απαλύνει τον πόνο του. Φιλιά στην αρχή απαλά κι έπειτα πιο έντονα, όταν
εκείνος άρχισε να ανταποκρίνεται. Φιλιά που έγιναν ένα φιλί. Τα χείλη της
κόλλησαν σφιχτά στα δικά του, όσο σφιχτά είχαν κολλήσει τα χέρια της, το
σώμα της, πάνω του. Ένιωθε σαν να άνοιγε όλη της την καρδιά με το φιλί
της. Και ήταν αυτό, όχι η αλμυρή γεύση των δακρύων της, που την έκανε να
σταματήσει για να μην προδοθεί.
«Λυπάμαι... Λυπάμαι πάρα πολύ», του είπε και τραβήχτηκε από την
αγκαλιά του. «Αμφιβάλλω αν αισθάνεσαι καλύτερα τώρα που
ξαλάφρωσες. Η δική μου εμπειρία, όσες φορές μ’ έκανες να σου
εξομολογηθώ, είναι ότι αισθάνεσαι μονάχα εξάντληση. Σύντομα όμως θα
νιώσεις καλύτερα, Τζοβάνι, και θα δεις τα πράγματα πιο καθαρά».
Όσο κι αν δεν ήθελε να τον αφήσει, τον γνώριζε αρκετά καλά. Δε θα του
άρεσε να συζητήσουν ή ν’ αναλύσουν τις λεπτομέρειες. Εξάλλου, η Κρέσι
είχε ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη με τις σκέψεις της, χρόνο για να
συμφιλιωθεί με εκείνη τη μία σκέψη. Του άγγιξε το μάγουλο,
συγκλονισμένη από αυτό που ένιωθε και αγωνιώντας τώρα να φύγει
προτού καταρρεύσει. «Θα πλάσεις μια καινούρια ομορφιά εδώ, μ’ εμένα ως
μοντέλο, ναι; Πρέπει να πάω τώρα να γράψω εκείνο το γράμμα στην
αδερφή μου. Σ’ ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκες την ιστορία σου».
Του έδωσε ένα φιλί στο άλλο μάγουλο, ύστερα τυλίχτηκε στο μανδύα της,
έτοιμη να φύγει. Ο Τζοβάνι στεκόταν ακίνητος, με το βλέμμα κενό.
Σφίχτηκε η καρδιά της, βλέποντάς τον έτσι. Τον αγαπούσε τόσο πολύ -
ορίστε, το είπε.
Κεφάλαιο 8

«Αρνούμαι κατηγορηματικά να τον δω. Ξεφορτώσου τον, Κρέσι, σε


ικετεύω».
Η Μπέλα άρπαξε παραπονιάρικα την προγονή της από το μανίκι. Το
φόρεμα της Κρέσι ήταν μεταξωτό, ροζ με γκρίζες ρίγες, απλό στρογγυλό
λαιμό, φουσκωτά μανίκια που στένευαν προς τα κάτω μέχρι τους καρπούς,
κι ένα ωραίο σχέδιο με κυματιστά μοτίβα γύρω γύρω στο στρίφωμα. Ήταν
ένα από τα αγαπημένα της, μα τσαλακωνόταν πολύ εύκολα. Προσπάθησε
να τραβήξει από πάνω της τα δάχτυλα της μητριάς της, αλλά η Μπέλα δεν
έλεγε να την αφήσει.
«Ο σερ Γκίλμπερτ έκανε τόσο δρόμο από το Λονδίνο· δες τον τουλάχιστον
για λίγο. Για καλό και για κακό. Πρέπει να σκεφτείς την υγεία του αγέννητου
παιδιού σου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ο καλύτερος στον τομέα του».
«Όχι!» Η Μπέλα πετάχτηκε στην άλλη άκρη του σαλονιού και σωριάστηκε
μελοδραματικά στον καναπέ. «Όχι, όχι, όχι! Το είπα στον πατέρα σου, του
το ξεκαθάρισα. Δε θέλω να με ξαναγγίξει αυτός ο φριχτός άνθρωπος. Τα
δάχτυλά του είναι σαν... σαν παγωμένα ξύλα. Και έχει πολύ μακριά νύχια
για γιατρός. Είναι πολύ αιχμηρά, Κρέσι. Δε φαντάζεσαι πόσο».
Η Κρέσι το φανταζόταν δυστυχώς πολύ καλά, χάρις στη λεπτομερή
περιγραφή της Μπέλα. Αναρίγησε κι έσφιξε τα γόνατά της μεταξύ τους. «Δε
γίνεται να του μιλήσεις απλώς; Να του πεις τα συμπτώματά σου χωρίς να
υποστείς τη δυσάρεστη εμπειρία της εξέτασης; Στο κάτω κάτω, ήσουν πολύ
αδιάθετη».
«Επειδή αυτό το παιδί είναι κορίτσι. Ανακατευόμουν, αυτό είναι όλο».
Η Μπέλα σταύρωσε προστατευτικά τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της.
Την πραγματικά πολύ μικρή κοιλιά της. Για την ακρίβεια, και η ίδια η
Μπέλα, σκέφτηκε η Κρέσι, έδειχνε να έχει ζαρώσει. Μήπως έχανε βάρος;
«Σε παρακαλώ, Κρέσι. Μη με αναγκάσεις να τον δω. Έχει ένα κεφάλι σαν
αβγό. Έχει μονίμως ανασηκωμένο το ένα του φρύδι, κι έτσι όπως με
κοιτάζει... με κάνει να νιώθω σαν να έχω διαπράξει κανένα ειδεχθές
έγκλημα. Και η φωνή του. Ψιθυριστή, μονότονη και ψυχρή, σαν να μιλάει
ένα πτώμα. Ειλικρινά σου μιλάω, το νεκροταφείο θα μπορούσε να είναι το
φυσικό του περιβάλλον. Τον ακούω και νιώθω λες κι εγώ θα καταλήξω εκεί
σύντομα. Όσο για τα χέρια του... όμως σου είπα για τα χέρια του».
Η Μπέλα στριφογύριζε τώρα τα δικά της χέρια με αγωνία. Τα πόδια της,
που δεν ήταν πλέον πρησμένα αλλά μέσα σε γαλάζια σατέν παντοφλάκια,
θαρρείς πως χόρευαν ξέφρενα με μικρά βηματάκια έτσι όπως κουνιόταν
νευρικά, χωρίς να το αντιλαμβάνεται απ’ ό,τι φαινόταν. Μα αν
αντιπαθούσε τόσο πολύ το γιατρό, γιατί του είχε επιτρέψει να παρευρεθεί
και στους τρεις τοκετούς της; Η Κρέσι έστρεψε ειρωνικά τα μάτια της στο
ταβάνι. Η απάντηση ήταν προφανής. Θα πρέπει να είχε επιμείνει ο λόρδος
Άρμστρονγκ. Δεν ήταν σωστό, ωστόσο σκέφτηκε πόσο θα την
ικανοποιούσε να χαλάσει μια φορά τα σχέδια του πατέρα της. Λέγοντας
στον εαυτό της ότι το έκανε μόνο για χάρη της Μπέλα, η Κρέσι της έγνεψε
καταφατικά. «Πολύ καλά. Είμαι σίγουρη πως υπερβάλλεις -αποκλείεται να
είναι ο καημένος τόσο αλλόκοτος όσο τον περιγράφεις-, αλλά θα τον
διώξω. Ομολογώ ότι φαίνεσαι πολύ καλύτερα τις τελευταίες μέρες».
«Μου πέρασαν οι αναγούλες». Η λαίδη Άρμστρονγκ κάθισε στον καναπέ,
αναστενάζοντας όλο ανακούφιση. «Σ’ ευχαριστώ, Κρεσίντα. Πραγματικά
το εκτιμώ πολύ».
Φάνηκε πως το έλεγε από την καρδιά της, και η Κρέσι συγκινήθηκε και
ευχαριστήθηκε μ’ αυτή την τελευταία εξέλιξη στη σχέση τους. Όπως είχε
πει η Μπέλα, δε θα γίνονταν ποτέ καρδιακές φίλες, αλλά υπήρχε μια
ειλικρίνεια και κατανόηση μεταξύ τους, που σήμαινε ότι μπορούσαν να
συνυπάρξουν, αν όχι αρμονικά, τουλάχιστον ειρηνικά. Ακόμη και τα δύο
μεγαλύτερα παιδιά φαίνεται πως είχαν προσέξει ότι είχε λιώσει ο πάγος
στη σχέση τους. Ο Τζέιμς και ο Χάρι σπάνια έκαναν πλέον σαν
κακομαθημένα παλιόπαιδα όταν βρίσκονταν μαζί με τη μητέρα τους και
την Κρέσι, ενώ προηγουμένως συμπεριφέρονταν συνεχώς άσχημα,
επηρεασμένοι από την έχθρα ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Κι ως εκ τούτου,
ο Φρέντι και ο Τζορτζ ακολουθούσαν πλέον το καλό παράδειγμά τους.
Σπάνια ευχόταν πλέον η Κρέσι, όπως όταν πρωτάρχισε να τους διδάσκει,
να μπορούσε να τους δέσει και να τους βάλει φίμωτρο, ή να φύγει
τρέχοντας από το δωμάτιο διδασκαλίας, τραβώντας τα μαλλιά της από τα
νεύρα της. Οι αδερφοί της δε θα γίνονταν ποτέ αγγελούδια, όμως τον
τελευταίο καιρό ήταν σχεδόν πάντα υπάκουοι και μάλιστα συμπαθητικοί.
Υπέθετε, βέβαια, ότι το Χάροου σύντομα θα τους άλλαζε, κρίνοντας από
τον πατέρα της κι εκείνο τον ανυπόφορο φίλο του, τον Μπάνι Φιτζέραλντ.
Σταμάτησε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη στο διάδρομο. Τα μαλλιά της ήταν
χάλια, ως συνήθως. Είχε πάψει να τα μαζεύει επάνω στη διάρκεια της
ημέρας, γιατί έπρεπε να τα λύνει κάθε φορά που πόζαρε για το πορτραίτο
της, οπότε τα μάζευε πίσω με μια κορδέλα. Η σημερινή ήταν σκούρα ροζ
σαν το φόρεμά της. Ο Τζοβάνι έλεγε ότι της ταίριαζε το συγκεκριμένο χρώ-
μα, αλλά να μη φορέσει ποτέ πιο ανοιχτή απόχρωση. Η Κρέσι κατάλαβε τι
εννοούσε εκείνος, όταν είδε πόσο της πήγαινε το φόρεμα, αλλά δεν είχε
ιδέα γιατί όχι πιο ανοιχτή απόχρωση.
Απόμεινε να κοιτάζει το είδωλό της, με την κορδέλα να κρέμεται από τα
δάχτυλά της. Ήταν σχεδόν μια βδομάδα που είχε αρχίσει να ποζάρει για το
πορτραίτο ως κύριος Μπράουν. Σχεδόν μια βδομάδα που ο Τζοβάνι της είχε
μιλήσει για το παρελθόν του. Και σχεδόν μια βδομάδα που είχε
συνειδητοποιήσει πως ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Έλπιζε ότι αυτό το συναίσθημα θα έσβηνε σιγά σιγά, έτσι όπως την είχε
κυριεύσει. Η αγαλλίαση που ένιωθε κάθε φορά που τον κοιτούσε, η
ζεστασιά που την τύλιγε όποτε τον σκεφτόταν, το σφίξιμο στην καρδιά της
όποτε υπενθύμιζε στον εαυτό της ότι όσο κυλούσαν οι μέρες, πλησίαζε ο
καιρός για την αναχώρησή του. Δεν ευχόταν όμως στ’ αλήθεια να σβήσει
αυτό το συναίσθημα, και δεν είχε σβήσει. Αντιθέτως. Κάθε φορά που τον
έβλεπε, δυνάμωνε, θαρρείς και την πλημμύριζε μια λαχτάρα που δεν ήταν
μονάχα σαρκική. Κάθε στιγμή που βρισκόταν μακριά του, ήταν μια στιγμή
χαμένη. Κάθε μικρή λεπτομέρεια που κατάφερνε να του αποσπάσει, τη
φύλαγε σαν θησαυρό και την πρόσθετε σαν ψηφίδα στο μωσαϊκό που θα
ολοκλήρωνε την εικόνα του. Αν και δεν πίστευε ότι θα αποκτούσε ποτέ
ολόκληρη την εικόνα. Δεν υπήρχε χρόνος και, σε κάθε περίπτωση, ο
Τζοβάνι ήταν άνθρωπος που δε θα έδινε ποτέ όλο του τον εαυτό σε
κανέναν. Το ότι της είχε δώσει ήδη τόσο πολλά, πολύ περισσότερα απ’ όσα
είχε δώσει ποτέ σε άλλους, ήταν ένα από τα πράγματα που τη βοηθούσαν
να αντέχει τη σκέψη της απουσίας του.
Τον αγαπούσε. Από μια άποψη, αυτό δεν άλλαζε απολύτως τίποτα. Δεν
είχε νόημα να σκέφτεται οποιοδήποτε μέλλον μαζί του. Ήξερε με
βεβαιότητα ότι ο Τζοβάνι δεν ενδιαφερόταν να κάνει δεσμό, ευλογημένο
από την Εκκλησία ή όχι. Για τις δικές της επιθυμίες δεν ήταν πολύ σίγουρη,
αλλά είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο γάμος, ακόμη και μ’ έναν άντρα
που θα επέλεγε η ίδια και όχι ο πατέρας της, ήταν ένα από τα πράγματα
ενάντια στα οποία εξεγειρόταν σιωπηλά μια ζωή. Δεν ήθελε να γίνει η
σύζυγος κάποιου. Ήθελε να είναι ο εαυτός της. Ακόμη δεν είχε ιδέα τι
σήμαινε αυτό, μα ήξερε ότι τουλάχιστον δε θα χρειαζόταν ν’ αλλάξει το
όνομά της.
Από μια άλλη άποψη, όμως, το ότι ήταν ερωτευμένη άλλαζε τα πάντα. Ο
χρόνος είχε αρχίσει να κυλά παράξενα. Όποτε βρισκόταν με τον Τζοβάνι, ο
χρόνος έτρεχε πιο γρήγορα, οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβει.
Όταν βρισκόταν χώρια του, ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργά, σχεδόν
σταματούσε. Η σχέση μεταξύ έρωτα και χρόνου. Ίσως να μπορούσε να
ασχοληθεί με μια καινούρια θεωρία στις ατελείωτες ημέρες μετά την
αναχώρησή του, σκέφτηκε με μια πικρή ειρωνεία.
Για την ώρα, όλα είχαν αποκτήσει καινούριο νόημα. Έβλεπε και άκουγε τα
πράγματα αλλιώς. Η διάθεσή της μεταπηδούσε από ευφροσύνη σε
απελπισία μέσα σε δευτερόλεπτα. Τα πλέον χαζά πράγματα την έκαναν να
βάζει τα κλάματα. Ή τα γέλια. Βρισκόταν σε μια συνεχή ένταση. Ήθελε τα
πάντα, τα ήθελε διακαώς. Και τον Τζοβάνι. Ήθελε να τον μάθει απέξω κι
ανακατωτά. Τον ήθελε. Τον ήθελε τρομερά. Μα από τότε που είχε ξεκινήσει
εκείνος το δεύτερο πορτραίτο, από τότε που την είχε αποκαλέσει μούσα
του, αρνιόταν κατηγορηματικά να υποκύψει στη φλογερή ένταση που
πυροδοτούσε την κάθε τους επαγγελματική συνάντηση. Δεν έκανε την
πρώτη κίνηση από φόβο μη λύσει τα μάγια. Η Κρέσι ήταν σίγουρη ότι η
χημεία μεταξύ τους μόνο να τα ενισχύει μπορούσε. Επομένως έπρεπε να
κάνει η ίδια την πρώτη κίνηση. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν είχε βρει το
θάρρος.
Ένα ξερό βήξιμο πίσω της έκανε την Κρέσι να αναπηδήσει. «Ο σερ
Γκίλμπερτ Μάουντζοϊ επιθυμεί να ενημερώσω τη λαίδη Άρμστρονγκ ότι
πρέπει να φύγει σε ένα τέταρτο για ένα άλλο επείγον ραντεβού, μιλαίδη»,
είπε ο μπάτλερ του λόρδου Άρμστρονγκ. «Ενημέρωσα την Εξοχότητά της,
μα είπε ότι το ζήτημα είναι στα χέρια σας».
«Σωστά». Η Κρέσι έδεσε βιαστικά τα μαλλιά της με την κορδέλα. «Πάμε,
Μάιερς».
***
«Για να είμαι ειλικρινής, Τζοβάνι, νόμιζα ότι η Μπέλα υπερέβαλλε στην
περιγραφή της για τον σερ Γκίλμπερτ», αναφώνησε η Κρέσι μια ώρα
αργότερα, καθισμένη στο ατελιέ της σοφίτας, «αλλά στην πραγματικότητα
ήταν ακριβής, και κάτι παραπάνω. Μοιάζει όντως με πτώμα. Δεν την
κατηγορώ καθόλου που αποφεύγει την εξέτασή του. Έχει όντως κάτι
δάχτυλα σαν παγωμένα ξύλα. Ανατρίχιασα όταν μου έσφιξε το χέρι. Δεν
μπορώ να διανοηθώ πώς αφήνει οποιαδήποτε έγκυος αυτό το όρθιο
πτώμα να την πλησιάσει».
Ο Τζοβάνι χαμογέλασε πίσω από το καβαλέτο. «Ώστε τον ξαπόστειλες
τον αξιότιμο γιατρό και δε θα ξανάρθει. Τι θα πει άραγε ο λόρδος
Άρμστρονγκ;»
«Ούτε που με νοιάζει», είπε εκνευρισμένα η Κρέσι. «Η Μπέλα έχει απόλυτο
δίκιο. Αν ο πατέρας μου δεν μπαίνει στον κόπο να παρευρεθεί ο ίδιος, δεν
έχει δικαίωμα να δίνει εντολές για τον τοκετό. Στο κάτω κάτω, δε θα
υποστεί αυτός την ταλαιπωρία. Σου φαίνεται πως είναι καλύτερα τώρα η
Μπέλα, Τζοβάνι;»
«Σίγουρα μου φαίνεται πιο αδύνατη. Σταμάτησε να κατεβάζει ένα
ολόκληρο ζαχαροπλαστείο κάθε απόγευμα;»
«Τρώει ελάχιστα πλέον, αλλά νομίζω ότι της κάνει καλό». Η Κρέσι
σώπασε. Της άρεσε να παρακολουθεί τον Τζοβάνι να δουλεύει. Είχε ένα
συνοφρυωμένο ύφος όταν ζωγράφιζε, που δεν έμοιαζε καθόλου με το
βλοσυρό του ύφος. Όταν τον ευχαριστούσε κάτι, χαμογελούσε λοξά και
χτυπούσε τρεις φορές το πινέλο του στην άκρη της παλέτας. Όταν δεν
ήταν ευχαριστημένος, πίεζε το μέτωπό του με τον αντίχειρά του. Για
κάποιον λόγο που γνώριζε μονάχα ο ίδιος, είχε εγκαταλείψει τη συνηθι-
σμένη του αμφίεση και ζωγράφιζε αυτό το πορτραίτο μόνο με το
πουκάμισο, χωρίς γιλέκο ή σακάκι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε κάθε τους
συνάντηση κατάφερνε να λερώσει το πουκάμισό του με μπογιές ή λάδια ή
χρωστικές ή κάρβουνο, και καμιά φορά λίγο απ’ όλα. Όταν του πρότεινε
να φορά ποδιά, εκείνος γέλασε περιφρονητικά. Φαίνεται πως είχε άπειρα
λευκά πουκάμισα άλλωστε, γιατί κάθε πρωί εμφανιζόταν άψογος όπως
πάντα για να ζωγραφίσει τους αδερφούς της. Μόνο εδώ, στο ατελιέ τους
στη σοφίτα, χαλάρωνε τόσο το ντύσιμό του όσο και τη συμπεριφορά του.
***
«Έλαβα γράμμα από την Κορντίλια σήμερα». Η Κρέσι έτριψε το λαιμό της
και τέντωσε τα πόδια της για να ξεμουδιάσει, όταν έκαναν ένα μικρό
διάλειμμα καμιά ώρα αργότερα. «Λέει ότι η θεία Σοφία υπερβάλλει.
Ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει τίποτε περί στοιχήματος για τον αριθμό των
μνηστήρων της και λέει ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάγκη να
κατέβουμε στην πόλη εγώ ή η Μπέλα. Αν δεν είχε κάνει αυτό το τελευταίο
σχόλιο, θα ήμουν κάπως καθησυχασμένη».
Ο Τζοβάνι κοίταξε τον καμβά σμίγοντας τα φρύδια του· προφανώς δεν
ήταν ευχαριστημένος με κάποιο στοιχείο του πίνακα. «Αλλά δεν είσαι;»
Η Κρέσι πήγε και στάθηκε δίπλα του. «Νομίζω ότι η Κορντίλια κάτι
σχεδιάζει. Υποψιάζομαι ότι όλες αυτές οι ανοησίες που έχουν συγχύσει τη
θεία μου είναι τέχνασμα για να της τραβήξουν την προσοχή από τις
πραγματικές αδιακρισίες της Κορντίλια, και νομίζω ότι η Κορντίλια ξέρει
πολύ καλά ότι θα μυριζόμουν κάτι μόλις την έβλεπα. Δεν ξέρω όμως τι να
κάνω».
«Εσύ η ίδια είπες ότι η αδερφή σου θα κάνει ό,τι θέλει, επέμβεις δεν
επέμβεις», είπε αφηρημένα ο Τζοβάνι.
«Ναι, αλλά...»
«Νομίζω πως είναι τα μαλλιά. Δεν μπορώ να συλλάβω τον ακριβή τρόπο
που πέφτουν πάνω από το μάτι σου, σ’ αυτό εδώ το σημείο». Ο Τζοβάνι
παραμέρισε μια μακριά μπούκλα από το μέτωπό της. «Μήπως αν έγερνες
λίγο περισσότερο το κεφάλι σου... έτσι. Ή αν έβαζες τα μαλλιά σου πίσω
από το αυτί σου, ίσως. Στάσου να σου δείξω». Η Κρέσι έμεινε εντελώς
ακίνητη και συγκεντρώθηκε στην αναπνοή της. «Ναι, καλύτερα έτσι», είπε
ο Τζοβάνι. «Αν είχες ίσως ένα μαργαριταρένιο σκουλαρίκι... ναι».
Τα δάχτυλά του ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά της. Ο αντίχειράς του
χάιδευε το λοβό του αυτιού της. Το έκανε άραγε συνειδητά; Έσκυψε προς
το μέρος της και η Κρέσι ένιωσε την ανάσα του. Τα δάχτυλά του χάιδευαν
με υπέροχες κυκλικές κινήσεις το σημείο πίσω από το αυτί της. Ήταν
τυχαίο αυτό το πανάλαφρο χάδι σ’ εκείνο το πολύ ευαίσθητο σημείο;
Σκεφτόταν μονάχα τον πίνακα; Η Κρέσι αποτόλμησε να του ρίξει ένα
βλέμμα. Αντίκρισε μάτια σκοτεινά κι εκείνο το ύφος, το φλογερό. Δεν είχε
επομένως τον πίνακα στο μυαλό του. Η έξαψη αυτή που την κυρίευε πάντα
όποτε ήταν μαζί του κι όποτε τον σκεφτόταν, και που μετριαζόταν
προσωρινά μόνο όταν άγγιζε τον εαυτό της τα βράδια μες στο σκοτάδι
έχοντας εκείνον στο μυαλό της, άρχισε να φουντώνει ξανά.
«Έχω ένα δάκρυ μαργαριτάρι», του είπε.
Εννοούσε σκουλαρίκι, αλλά δεν ακούστηκε σαν να εννοούσε αυτό. Ούτε
ο Τζοβάνι έδειχνε να το εξέλαβε έτσι. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν κι
έκλεισαν. «Έχεις ένα δάκρυ μαργαριτάρι», της είπε απαλά, κάνοντας τις
λέξεις ν’ ακουστούν ακόμη πιο ερωτικές.
Τα χείλη του βρίσκονταν κοντά στο αυτί της. Τα δάχτυλά του
ανεβοκατέβαιναν από το αυτί στο λαιμό της, για να μπλεχτούν τελικά μέσα
στα μαλλιά της. Παρ’ όλο που η Κρέσι είχε κλείσει το πουκάμισό της μόλις
έκαναν διάλειμμα, δεν είχε επαναφέρει τον κορσέ στη θέση του. Το
βαμβακερό ύφασμα του πουκαμίσου τριβόταν τώρα στις θηλές της, που
είχαν ορθωθεί και διογκωθεί.
Ο Τζοβάνι φίλησε το λοβό του αυτιού της, τον πήρε μαλακά μέσα στο
στόμα του και τον ρούφηξε. Ύστερα έγλειψε ολόγυρα το αυτί της, σαν να
το ζωγράφιζε με τη γλώσσα του. Με τον αντίχειρά του χάιδεψε το σφυγμό
στο λαιμό της. Το άλλο χέρι του σύρθηκε γύρω από τη μέση της και την
έπιασε από το γλουτό. Η Κρέσι ήξερε ότι εκείνος θα ξανάβρισκε τα λογικά
του από στιγμή σε στιγμή. Και τότε μάλλον θα έχανε η ίδια το μυαλό της.
Έπρεπε να βρει θάρρος. Γλίστρησε τα χέρια της στη μέση του, σήκωσε το
κεφάλι της και τον φίλησε με πάθος στα χείλη.
Ο Τζοβάνι δεν αντιστάθηκε. Η Κρέσι ανηφόρισε τα χέρια της στην πλάτη
του, ψηλάφισε τους μυς του, ένιωσε το καυτό δέρμα του μέσα από το λινό
του πουκάμισο, και του άνοιξε το στόμα της, παρακαλώντας τον σιωπηλά
να μη σταματήσει.
Και δε σταμάτησε. Το φιλί του ήταν αργό, τρυφερό. Τα χείλη του
κόλλησαν στα δικά της, όχι άγρια και διψασμένα, αλλά σαν να γεύονταν
νέκταρ. Η γλώσσα του έγλειψε αργά το κάτω χείλι της. Η Κρέσι έμπηξε τα
δάχτυλά της στην πλάτη του και πίεσε τα στήθη της πάνω του. Το φιλί του
έγινε πιο έντονο. Τα δάχτυλά του έσφιξαν τους γλουτούς της. Η ανάσα του
χάιδευε ζεστή το πρόσωπό της καθώς τη φιλούσε ξανά και ξανά και ξανά.
Σιγά σιγά, σαν να ξυπνούσε από όνειρο, ο Τζοβάνι σταμάτησε και άρχισε
να τραβιέται από την αγκαλιά της. Η Κρέσι αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει
και τελικά το βρήκε. Γιατί ήταν ίδιοι, εκείνη κι αυτός. Έτσι της είχε πει.
Αδερφές ψυχές. «Σε είδα στο όνειρό μου χτες το βράδυ, Τζοβάνι», του είπε
με έναν αχνό ψίθυρο.
Τα λόγια της ανέκοψαν αμέσως την οπισθοχώρησή του. «Τι ακριβώς είδες
στο όνειρό σου;» τη ρώτησε. Ήταν τα λόγια της, ό,τι του είχε πει στη στοά
των ψιθύρων. Ο Τζοβάνι κατάλαβε. Κι εκείνη έπρεπε τώρα να του μιλήσει
με τα δικά του λόγια. «Σε έβλεπα να γδύνεσαι. Το ήξερες ότι σε κοιτούσα».
Δίστασε. «Εγώ άγγιζα τον εαυτό μου».
Οι κόρες του είχαν διασταλεί. Είχε τραβήξει την απόλυτη προσοχή του.
Δεν κινήθηκε όμως προς το μέρος της. «Κρέσι...»
«Έτσι», του είπε, σπρώχνοντας πίσω το σακάκι και το γιλέκο της, και
γλιστρώντας το χέρι της μέσα από το πουκάμισο για να πιάσει το στήθος
της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε. Είχε ανάψει, αλλά δεν ένιωθε ντροπή.
«Έτσι άγγιζα τον εαυτό μου, Τζοβάνι».
Εκείνος αναστέναξε, σιγανά και βαθιά. Αναστέναξε κι εκείνη καθώς
έσερνε τα δάχτυλά της γύρω από την ερεθισμένη θηλή της. Ο Τζοβάνι
άπλωσε το χέρι του ν’ αγγίξει το στήθος της, μα τελικά το κατέβασε κι
απόμεινε να την κοιτάζει συνεπαρμένος. Της έδινε μια αίσθηση δύναμης
και τη διέγειρε τρομερά, έτσι όπως την κοιτούσε, έτσι όπως τον έκανε να
την κοιτάζει.
«Είδα στο όνειρό μου ότι με έβλεπες», του ψιθύρισε. «Έβγαλες το
πουκάμισό του πάνω από το κεφάλι σου κι έπειτα γύρισες και με κοίταξες.
Και όταν με είδες, με φώναξες. “Βοήθησέ με, Κρέσι”, μου είπες. Και σε
βοήθησα». Άφησε το στήθος της και του τράβηξε το πουκάμισο έξω από
το παντελόνι. Ύστερα γλίστρησε τις παλάμες της στο γυμνό, επιτέλους,
δέρμα του κι εκείνος το τράβηξε από πάνω του και το πέταξε στην άλλη
πλευρά του δωματίου.
Το δέρμα του δεν ήταν μαυρισμένο, μα είχε ένα ωραίο σταρένιο χρώμα.
Οι κοιλιακοί μύες του διαγράφονταν έντονα. Οι μαύρες τρίχες στο θώρακα
σχημάτιζαν μια λεπτή γραμμή από τον αφαλό του προς τα πάνω, όπου
απλώνονταν στο στήθος του. Οι θηλές του ήταν καφετιές. Τον άγγιξε και
έτριψε το μάγουλό της στις τραχιές τρίχες του στήθους του. Μην τον πεις
όμορφο, είπε στον εαυτό της, μην τον πεις. Όμως ήταν. Πολύ όμορφος.
«Τι έγινε μετά, Κρέσι;» τη ρώτησε, βαριανασαίνοντας. Την κοιτούσε σαν
υπνωτισμένος. Θα έκανε ό,τι του ζητούσε, αρκεί να του το ζητούσε. Την
ήθελε, αν και φοβόταν να λύσει τα καλλιτεχνικά μάγια. Ήθελε όμως να τα
λύσει εκείνη. Η Κρέσι το καταλάβαινε από τον τρόπο που την κοιτούσε,
από την ένταση με την οποία ήταν σφιγμένοι όλοι του οι μύες. Και μετά;
Αντίλαλοι στη στοά των ψιθύρων. Έβγαλε το πουκάμισό της πάνω από
το κεφάλι της, μιμούμενη την κίνησή του. «Με άγγιξες εδώ», του είπε και,
πιάνοντάς του τα χέρια, τα έβαλε στα γυμνά στήθη της. «Με άγγιξες».
Την άγγιξε. Όπως είχε ξανακάνει, όπως το είχε φανταστεί η Κρέσι εκείνη
τη μέρα και κάθε βράδυ από τότε. Της έπιασε τα στήθη και έσκυψε και τα
φίλησε διψασμένα. Πιπίλισε με δύναμη την κάθε θηλή της κι έπειτα τη
χάιδεψε ολόγυρα με τη γλώσσα του. Μια φλόγα, πιο ισχυρή από κάθε άλλη
φορά, την τύλιξε ολόκληρη. Όλα τα σημεία του κορμιού της θαρρείς πως
είχαν συνδεθεί μεταξύ τους. Οι θηλές της, τα ακροδάχτυλά της, τα αυτιά
της, τα δάχτυλα των ποδιών της. Ακόμη και οι γάμπες της είχαν
μυρμηγκιάσει. Και μετά;
«Το σημείο με το πιο απαλό δέρμα», του ψιθύρισε. «Ήθελα να βρεις το
σημείο με το πιο απαλό δέρμα».
«Το πιο απαλό», επανέλαβε εκείνος και γλίστρησε το χέρι του μέσα στην
κιλότα της.
Μα ήταν στενή. Βιαστικά η Κρέσι την ξεκούμπωσε. Το χέρι του
παραμέρισε το εσώρουχο και βρήκε τον πυρήνα της. Της ξέφυγε μια πνιχτή
κραυγή. Πώς διέφερε τόσο πολύ το άγγιγμά του από το δικό της; Τον είχε
φανταστεί να την αγγίζει εκεί, αλλά δεν περίμενε ότι θα ήταν έτσι. Την
άγγιζε τόσο ανάλαφρα, σαν να πετάριζε ένα φτερό πάνω στο δέρμα της,
που ωστόσο την έκαιγε.
«Και μετά;» τη ρώτησε βραχνά στο αυτί.
«Ήθελα να μάθω αν ήμασταν το ίδιο», του απάντησε. «Ήθελα να σε
αγγίξω. “Άφησέ με να σε αγγίξω”, σου είπα. Και ξεκούμπωσες το παντελόνι
σου. Πήρες το χέρι μου και με καθοδήγησες, μου έδειξες».
Προσευχήθηκε να το κάνει ο Τζοβάνι, γιατί είχε αρχίσει να χάνει τη
σιγουριά της, και οι προσευχές της ευτυχώς εισακούστηκαν. Της έπιασε το
χέρι και το οδήγησε μέσα στο παντελόνι του. Απαλές τρίχες στο πάνω
μέρος του μηρού του. Ύστερα πιο τραχιές. Όταν η χούφτα της βρέθηκε
γύρω του, το βογκητό του έγινε πιο δυνατό και ανυπόμονο. Ήταν βαρύς.
Ζεστός. Συσπάστηκε μέσα στο χέρι της.
«Κρέσι... Δε νομίζω... Δεν μπορώ να σκεφτώ. Κρέσι, τι έγινε μετά;»
Και μετά; «Δείξε μου», του είπε. «Σου ζήτησα να μου δείξεις πώς να σε
αγγίξω. Και με άγγιξες κι εσύ. Δείξε μου, Τζοβάνι, δείξε μου όπως και στο
όνειρό μου. Δείξε μου πώς να σου κάνω ό,τι μου έκανες στη στοά των
ψιθύρων».
Τον ένιωσε να διστάζει. Την είχε καταλάβει, είχε καταλάβει ότι εκείνη
έπαιζε ένα ερωτικό παιχνίδι. Δεν του αφηγούνταν απλώς ένα όνειρο, αλλά
τον ξελόγιαζε. Ο Τζοβάνι ανασήκωσε το πιγούνι της και την κοίταξε βαθιά
μέσα στα μάτια, διαπεραστικά. Η Κρέσι δεν ήξερε τι είδε εκείνος στο
βλέμμα της, παρά μόνο πως ήταν καθοριστικό. Η αλλαγή ήταν σχεδόν
απτή -ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Τζοβάνι έκανε ό,τι του ζητούσε, τώρα
πήρε εκείνος τον έλεγχο.
Το χαμόγελό του ήταν απόλυτα αισθησιακό. «Στη στοά των ψιθύρων»,
της είπε, «ήθελα να με αγγίξεις όσο ποτέ άλλοτε. Ήθελα να σε άγγιζα κι
εγώ». Τη φιλούσε στο λαιμό τώρα και τα δάχτυλά του χάιδευαν το μηρό
της, ενώ το άλλο του χέρι κατέβαζε σιγά σιγά την κιλότα της. Η Κρέσι είχε
βγάλει τις μπότες της, όταν σταμάτησε να ποζάρει για το πορτραίτο. «Στη
στοά των ψιθύρων, ήθελα να βρεθώ έτσι μαζί σου», είπε ο Τζοβάνι και την
έβαλε να καθίσει στο πάτωμα. Βγάζοντας στα γρήγορα τα παπούτσια του
και τα υπόλοιπα ρούχα του, γονάτισε μπροστά της, ανάμεσα στα
απλωμένα της πόδια, ολόγυμνος.
«Ήθελα να κάνω αυτό». Όταν έσκυψε και τη φίλησε, τα στήθη της
ακούμπησαν στο στέρνο του και ήταν υπέροχη η τριβή, μα δεν της
αρκούσε. Το στόμα του ήταν καυτό, τα φιλιά του γεμάτα πάθος και
αντλούσαν την ένταση από βαθιά μέσα της σαν νερό από πηγάδι. «Είχες
πάρει φωτιά στη στοά των ψιθύρων», της είπε, «ήσουν υγρή, έτσι δεν
είναι;» Τα δάχτυλά του γλίστρησαν αργά μέσα της και της ξέφυγε μια
πνιχτή κραυγή. «Κι εγώ είχα διεγερθεί», είπε ο Τζοβάνι χαμηλόφωνα.
«Νιώσε πόσο είχα διεγερθεί, Κρέσι».
Της έπιασε το χέρι και το τύλιξε γύρω από τον ανδρισμό του. Η Κρέσι
πρόσεξε αμέσως πόσο διαφορετικός ήταν από του Τζάιλς. Πιο σκούρο
δέρμα. Πιο χοντρός. Όταν έκλεισε γύρω του τα δάχτυλά της, τον ένιωσε να
πάλλεται. Όταν ο Τζοβάνι γλίστρησε τα δάχτυλά του πιο βαθιά μέσα της,
εκείνη ξεφώνισε.
Η κραυγή της τους έκανε και τους δυο να χάσουν κάθε αυτοσυγκράτηση.
Ο Τζοβάνι την τράβηξε άγρια πάνω του και άρχισε να τη χαϊδεύει, να
γλιστρά τα δάχτυλά του μέσα της ξανά και ξανά, όπως γλιστρούσε τώρα η
γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η Κρέσι ήξερε ότι έπρεπε να του το
ανταποδώσει, μα δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτε, παρά μόνο να
γαντζωθεί πάνω του καθώς την άγγιζε με τη γλώσσα και τα δάχτυλά του,
στο στόμα και στο φύλο της, οδηγώντας τη σ’ ένα αποκορύφωμα που
ξεπερνούσε τη φαντασία της. Και την ωθούσε ανελέητα προς τα κει μέχρι
που ήρθε σε οργασμό κι ένιωσε σαν να διαλυόταν, κι άρχισε να πάλλεται
γύρω από τα δάχτυλά του και να του δίνει καυτά, παράφορα φιλιά στο
λαιμό, στους ώμους και στο στήθος του. Αυτή τη φορά όμως δεν της
αρκούσε ο δικός της οργασμός. Ήθελε να τον μοιραστεί μαζί του. «Δείξε
μου», επέμεινε, «Τζοβάνι, πες μου τι θέλεις, δείξε μου».
Νόμιζε ότι θα της αντιστεκόταν. Το κατάλαβε από το βλέμμα του ότι
προσπαθούσε. Ύστερα άρχισε να τον χαϊδεύει αδέξια κι εκείνος έκανε τόξο
την πλάτη του και την άρπαξε από τη μέση. «Έτσι;» τον ρώτησε. Ο Τζοβάνι
μουρμούρισε κάτι στα ιταλικά. Κάτι που ακούστηκε σαν ικεσία. Ύστερα τη
φίλησε ξανά, καλύπτοντας το χέρι της με το δικό του για να επιβραδύνει τις
κινήσεις της, να της δείξει πώς να τον κρατά. «Έτσι;» τον ρώτησε ξανά.
Σχεδόν αμέσως τον ένιωσε να σφίγγεται, ένιωσε τον παλμό του αίματος,
και τον άκουσε να βγάζει μια κραυγή καθώς τελείωσε πάνω στο χέρι της,
μια κραυγή οδυνηρή, σαν να είχε απελευθερώσει η Κρέσι τον ίδιο τον
διάβολο.
***
Ο οργασμός του ήταν τόσο γρήγορος και ασυγκράτητος, που τον παρέσυρε
σ’ ένα παράξενο κενό, σ’ έναν κόσμο ασυνήθιστης και υπέροχης
ευδαιμονίας όπου παρέμεινε για αρκετή ώρα. Δεν την είχε ξεχάσει την
αίσθηση, ήταν σίγουρος, αν και είχαν περάσει χρόνια. Ήταν όμως κάτι
διαφορετικό. Εντελώς διαφορετικό. Πέρα από όλα τ’ άλλα, ποτέ στο
παρελθόν δεν είχε δυσκολευτεί να ελέγξει τον οργασμό του, καθ’ ότι οι γυ-
ναίκες με τις οποίες είχε επαφές είχαν απαιτήσεις. Κι εκείνος όχι μόνο
ικανοποιούσε τις απαιτήσεις τους, αλλά τις υπερέβαινε κιόλας.
Το πρόσωπό του ήταν χωμένο στα μαλλιά της Κρέσι. Τα στήθη της ήταν
κολλημένα στο στέρνο του. Ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται γοργά. Η
δική του χτυπούσε βαριά. Έσυρε τα δάχτυλά του στην τέλεια καμπύλη της
ραχοκοκαλιάς της. Στη γραμμή της ομορφιάς. Θα έπρεπε να ντρέπεται που
είχε χάσει τόσο γρήγορα τον αυτοέλεγχό του, που δεν είχε συγκρατηθεί
καθόλου, αλλά δεν ντρεπόταν. Δεν αισθανόταν τίποτε από ό,τι ένιωθε
παλιά -ούτε ανία, ούτε θλίψη, ούτε κανένα κενό μέσα του, ούτε την
παραμικρή αηδία που τον κυρίευε όταν αναγκαζόταν να πουλήσει το κορμί
του για να ζήσει, μέχρι που πέτυχε ως ζωγράφος και δεν ήταν πλέον
απαραίτητο. Είχε γίνει μια συνήθεια, που την εκτελούσε σαν αγγαρεία.
Αυτή τη φορά όμως ήταν αλλιώς, εντελώς διαφορετικά.
Η Κρέσι είχε τα χέρια της τυλιγμένα σφιχτά γύρω από τη μέση του. Η
αλμυρή ευωδιά του έρωτα μπερδευόταν με τη γνώριμη μυρωδιά της,
λεβάντα, κιμωλία και φρεσκάδα. Το πρόσωπό της ακουμπούσε στο στήθος
του. Η ανάσα της του χάιδευε απαλά το δέρμα. Μόνο τώρα του πέρασε από
το μυαλό πόσο τολμηρά είχε φερθεί εκείνη. Δεν ήταν καμιά έμπειρη γυ-
ναίκα που επιζητούσε να διασκεδάσει, ούτε καμιά από κείνες τις γυναίκες
που είχαν μπουχτίσει το σώμα του συζύγου τους και αποζητούσαν
ανακούφιση σε ένα καινούριο αντρικό κορμί. Ήταν όμως αποφασισμένη,
παρά τη λιγοστή πείρα της, να τον ξελογιάσει. Όχι για δική της ευχαρίστηση
αλλά για δική του.
Γι’ αυτό, συνειδητοποίησε ο Τζοβάνι, ήταν κάτι τόσο πολύ διαφορετικό.
Η Κρέσι ήθελε να του προσφέρει ευχαρίστηση. Ευχαριστήθηκε που τον
ευχαριστούσε. Του είχε δοθεί ανιδιοτελώς, τον παρότρυνε να πάρει ό,τι
ήθελε και απαίτησε να της δείξει τι επιθυμούσε. Καμιά γυναίκα δεν το είχε
κάνει αυτό άλλοτε. Μόνο η δική τους ηδονή τις ενδιέφερε. Όμως η Κρέσι
τον ήθελε για τον εαυτό του.
Θαρρείς και του χρειάζονταν κι άλλες αποδείξεις, εκείνη μετακινήθηκε,
ανακάθισε, του χαμογέλασε ντροπαλά και κοκκίνισε καθώς παραμέριζε τα
μαλλιά από το πρόσωπό της. «Ελπίζω να μη σε απογοήτευσα με την
αδεξιότητά μου».
Ο Τζοβάνι μόρφασε. «Μάλλον εγώ, που έχασα τον αυτοέλεγχό μου, σε...
Κρέσι, γιατί το έκανες αυτό;»
«Ήθελα να σου δείξω ότι, αν παραδοθείς στο πάθος, θα γίνεις καλύτερος
ζωγράφος και όχι χειρότερος».
«Δηλαδή το έκανες για να μου αποδείξεις κάτι;»
Η Κρέσι χαμήλωσε το βλέμμα της και τράβηξε αμήχανα τον κορσέ της,
σκεπάζοντας πάλι τα στήθη της. Όταν τον ξανακοίταξε, είχε κοκκινίσει
ακόμη περισσότερο. «Δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος. Ε... μετά τη
στοά των ψιθύρων... είχα ανάγκη να μάθω, Τζοβάνι, ότι δεν ένιωθα μόνο
εγώ... έτσι. Να αποδείξω κάτι και στους δυο μας, υποθέτω».
Η ειλικρίνειά της τον αφόπλισε, κι ένιωσε επίσης αμηχανία, γιατί
διαισθάνθηκε ότι κάτι του έκρυβε. Σηκώθηκε όρθιος, την τράβηξε κι εκείνη
να σηκωθεί, μάζεψε το πουκάμισο και την κιλότα της από το πάτωμα και
φόρεσε βιαστικά το παντελόνι του. Η ευφορία που τον είχε ανεβάσει στα
ουράνια χάθηκε μεμιάς, και προσγειώθηκε απότομα στη γη σαν χαρταετός
όταν πέφτει ξαφνικά ο αέρας. Θυμωμένος με τον εαυτό του που τόλμησε
να σκεφτεί ότι θα έδινε τα πάντα για να κάνει κανονικά έρωτα στην Κρέσι,
που τόλμησε να φανταστεί την ανταπόκρισή της, ο Τζοβάνι άρπαξε το
πουκάμισό του και το πέρασε στα γρήγορα πάνω από το κεφάλι του.
Εκείνη καθόταν ήδη στην αιγυπτιακή καρέκλα και φορούσε τις μπότες της,
με μια έκφραση απελπισίας. Το σφίξιμο στα σωθικά του τον προειδοποίησε
πολύ αργά τι είχε διακινδυνεύσει ο ίδιος. Το γεγονός ότι εκείνη είχε
διακινδυνέψει πολύ περισσότερα, και όλα για χάρη του, τον πλημμύρισε με
τύψεις. Ωστόσο δεν το μετάνιωνε. Δε θα μετάνιωνε γι’ αυτή την αίσθηση
μακαριότητας, έκστασης και ολοκλήρωσης που τον είχε κυριεύσει μετά τον
οργασμό του.
Ντίο, τι εγωκεντρικός που ήταν, τι κάθαρμα! Λες και ήταν δυνατόν να
συμβεί οτιδήποτε μεταξύ τους, με το παρελθόν που είχε. Λες και θα
επέβαλλε ποτέ τον αχρείο εαυτό του σ’ ένα τόσο μοναδικό πλάσμα. Δεν
του άξιζε ούτε φαντασιώσεις να έχει για κείνη. Έπρεπε να θέσει ένα τέλος
στη σχέση τους, χωρίς να την πληγώσει και χωρίς να αποκαλύψει τους
επαίσχυντους λόγους γι’ αυτή την αναγκαιότητα. Δεν είχε να προσφέρει
τίποτα στην Κρέσι πέρα από το πορτραίτο της. Αηδίαζε με τον εαυτό του
μόνο που σκεφτόταν ότι παραλίγο να τη διαφθείρει. Η ιδέα όσων δε
γεύτηκε τον γέμιζε με πίκρα, μα την κατάπιε και γονάτισε μπροστά στην
Κρέσι, πιάνοντας τα χέρια της με τα δικά του. «Δε λέω τίποτα, γιατί δεν
ξέρω τι να πω», της είπε, προσπαθώντας επιτέλους να της μιλήσει με
ευθύτητα όπως της άξιζε. «Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω που ήσουν
τόσο... τόσο γενναία και τόσο... που πήρες τέτοιο ρίσκο... έχεις πολύ
θάρρος».
«Τζοβάνι, δεν έχω...»
«Όχι, άσε με να μιλήσω. Αυτό που έκανες για μένα ήταν υπέροχο, αλλά
δεν πρέπει να ξανασυμβεί. Εγώ φταίω. Όχι, δε θα σ’ αφήσω να πάρεις την
ευθύνη, Κρέσι. Ήξερα πολύ καλά τι έκανα. Μπορούσα να σταματήσω,
αλλά δεν το έκανα -και μην προσποιηθείς ότι πιστεύεις το αντίθετο».
Άγγιξε το μέτωπό της, το απαλό της μάγουλο, τα γλυκά της χείλη που
ήθελε να τα φιλήσει από την πρώτη στιγμή που την είδε. «Παρά την ηλικία
σου, είσαι άδολη. Κι εγώ δεν είμαι. Δεν είναι σωστό να πάρω ό,τι μου
προσφέρεις. Για κανέναν λόγο, και ιδίως όχι για την τέχνη. Δε θα
προσποιηθώ ότι μου είναι εύκολο, αλλά δεν πρόκειται να σε
εκμεταλλευτώ. Σου αξίζει κάτι πολύ καλύτερο από μένα».
«Δε με εκμεταλλεύεσαι».
«Θύμωσες;» τη ρώτησε, απορώντας με τον πεισματάρικο τόνο της.
«Δε θα με πατρονάρεις». Η Κρέσι του έσπρωξε τα χέρια και σηκώθηκε
όρθια. «Δε με εκμεταλλεύτηκες. Αν κάποιος εκμεταλλεύτηκε τον άλλο,
αυτή ήμουν εγώ. Ήθελα να δω πώς θα ήταν, και τώρα ξέρω. Ίσως τώρα
που δώσαμε μια κατάληξη σ’ αυτή... την ένταση ανάμεσά μας, να
μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε στη δουλειά μας. Η οποία είναι, για να σ’
το υπενθυμίσω, η ολοκλήρωση του πειράματος μας».
«Πιστεύεις ότι σε πατρονάριζα; Από πού κι ως πού;» τη ρώτησε ο Τζοβάνι,
πασχίζοντας να καταλάβει την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής της. Πώς ήταν
δυνατόν να έχει παρερμηνεύσει τα λόγια του;
Η Κρέσι πήγε στην αγαπημένη της θέση στο παράθυρο. «Εγώ φταίω. Δε θα
σε αφήσω να πάρεις την ευθύνη. Σου αξίζει κάτι καλύτερο». Κάθισε απότομα
στο περβάζι και σχεδόν αμέσως πετάχτηκε πάλι όρθια. «Είμαι είκοσι έξι
χρόνων. Είμαι έξυπνη και, σε αντίθεση με ό,τι είπες, έχω κάποια πείρα. Ήξε-
ρα πολύ καλά τι έκανα, Τζοβάνι, και αν -λέω αν- αποφάσιζα να το
ξανακάνω, θα ήταν επειδή θα το ήθελα κι όχι επειδή με έχεις ξελογιάσει.
Μπορώ να πάρω μόνη μου αποφάσεις, όπως μου λες δυο μήνες τώρα».
Προχώρησε αποφασιστικά κοντά του και στάθηκε με τα χέρια στη μέση
της, κοιτάζοντάς τον με μάτια που έλαμπαν από θυμό. «Αν ήθελες να έχεις
το κεφάλι σου ήσυχο σε σχέση με τις προσδοκίες μου, αρκούσε να μου το
ζητήσεις».
«Κρέσι, δεν...»
«Κάτω τα χέρια σου!» Τον έσπρωξε στο στήθος με τόση δύναμη, που ο
Τζοβάνι παραπάτησε προς τα πίσω. «Νόμιζες ότι με ένα άγγιγμα από τον
Άδωνι της τέχνης θα έπεφτα στα πόδια σου, όπως σίγουρα έχουν πέσει
εκατοντάδες άλλες γυναίκες; Ή, ακόμη χειρότερα, ότι θα σε ερωτευόμουν
επειδή είμαι η μούσα σου; Ω, μην ανησυχείς, δε μου συνέβη ούτε το ένα ούτε
το άλλο».
Έτριψε τα μάτια της και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες. Τα μαλλιά της
είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Οι ώμοι της είχαν καμπουριάσει. Προφανώς
έβαζε τα δυνατά της να μην κλάψει. Ο Τζοβάνι ήθελε να την αγκαλιάσει,
αλλά υποψιαζόταν πως, αν το έκανε, εκείνη θα τον χαστούκιζε. Ινφέρνο!
Ορίστε τι έπαθε που ήταν ειλικρινής! Η συνείδησή του τον διόρθωσε. Όχι
απόλυτα ειλικρινής. Ούτε κατά διάνοια απόλυτα ειλικρινής, αλλά δε γι-
νόταν να μιάνει τα αυτιά της Κρέσι με τη δυσάρεστη αλήθεια.
Εκείνη είχε παραμερίσει πάλι τα μαλλιά της από το πρόσωπό της ενώ
δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν του άρεσε να τη βλέπει να κλαίει,
γιατί ήξερε πόσο το απεχθανόταν η ίδια. «Κρέσι, σου ορκίζομαι, δεν είχα
πρόθεση να σε στενοχωρήσω. Ήθελα μόνο...»
«Να με προειδοποιήσεις». Ρούφηξε τη μύτη της. «Δε χρειαζόταν, Τζοβάνι.
Έχεις δείξει ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμείς να μοιραστείς τη ζωή σου με καμιά
γυναίκα, και τα δικά μου σχέδια για το μέλλον δε συμπεριλαμβάνουν
κανέναν άντρα», του είπε τινάζοντας το κεφάλι της.
Ήταν γελοίο, αλλά τα λόγια της τον πόνεσαν σαν μαχαιριά. «Έχεις κάνει
σχέδια; Δεν τα ανέφερες».
«Γιατί να τα αναφέρω; Δεν είσαι μέσα στα σχέδιά μου, ούτε επιθυμείς να
είσαι». Η Κρέσι πήρε μια βαθιά ανάσα. Όταν συνέχισε, δεν ήταν πλέον
σκληρός ο τόνος της. Έδειχνε απογοητευμένη. «Με συγχωρείς που σου
μίλησα απότομα, Τζοβάνι. Δε σου είπα τα σχέδιά μου, γιατί δεν είναι
ολοκληρωμένα. Σκέφτομαι να γράψω στην αδερφή μου τη Σίλια στο
Α’Κάντιζ. Έχει καθιερώσει ένα καινούριο σύστημα εκπαίδευσης εκεί, για να
μορφώνονται και τα αγόρια και τα κορίτσια. Προσπαθεί εδώ και καιρό να
αυξήσει τον αριθμό των σχολείων, αλλά δυσκολεύεται να βρει
κατάλληλους δασκάλους. Πιστεύω πως έχω ταλέντο στη διδασκαλία. Μου
αρέσει να διδάσκω και νομίζω ότι στο Α’Κάντιζ η Σίλια θα με άφηνε
ελεύθερη να πειραματιστώ με νέες μεθόδους. Δεν ξέρω τι θα πει, αλλά, αν
ανταποκριθεί θετικά... ε, τότε δε θα εξαρτώμαι πλέον από τον πατέρα μου.
Και ίσως να βρω επιτέλους έναν προορισμό στη ζωή μου».
«Στην Αραβία! Μα είναι στην άλλη άκρη του κόσμου. Δε γίνεται να διδάξεις
εδώ στην Αγγλία;»
«Σε σεμινάρια για κυρίες εννοείς; Δεν ξέρω κέντημα, ξέρεις ότι δε
ζωγραφίζω, και δεν έχω καμιά διάθεση να κάθομαι να τυραννιέμαι για να
καταλάβουν βασική αριθμητική ένα μάτσο κορίτσια που θα την
εφαρμόσουν μονάχα για να υπολογίσουν το ετήσιο εισόδημα του μέλλοντα
συζύγου τους». Η Κρέσι κάλυψε το στόμα με την παλάμη της. «Τώρα εγώ
πατρονάρω άλλες, αλλά ακόμη κι αν υπάρχουν κοπέλες που θέλουν να
μάθουν ό,τι μπορώ να διδάξω, δε θα τους το επιτρέψουν. Στο Α’Κάντιζ, ο
σύζυγος της Σίλια, ο πρίγκιπας Ραμίζ, είναι πολύ προοδευτικός και θέλει το
καλύτερο για όλον το λαό του. Υποστηρίζει την επιθυμία της Σίλια να
μορφώνονται τα κορίτσια στα ίδια μαθήματα με τα αγόρια. Είναι
επαναστατικό, και σε κάποια μέρη του βασιλείου τους έχει συναντήσει
αντίσταση, αλλά... βλέπεις, τι πρόκληση θα ήταν αλλιώς;»
Αυτό που έβλεπε ο Τζοβάνι ήταν ότι τα μάτια της έλαμπαν πάλι από ζήλο.
Κατάλαβε ότι του έλεγε αλήθεια πως δεν τον είχε υπολογίσει στα
μελλοντικά της σχέδια. Ό,τι ακριβώς ήθελε κι εκείνος. Τότε γιατί τον
πόνεσαν τα λόγια της; «Βλέπω πως είναι μια πρόκληση που θα την
ευχαριστηθείς», της είπε σφιγμένα.
Θύμωσε με την αντιδραστικότητά του. Νόμιζε πως είχε καταστρώσει
τέλεια το μέλλον του μέχρι που γνώρισε την Κρέσι. Διέσχισε το δωμάτιο και
πήγε και στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο. Ο κύριος Μπράουν τον κοιτούσε
από τον καμβά, σκανταλιάρης, αισθησιακός και ανατρεπτικός, όπως
ακριβώς ήθελε να τον ζωγραφίσει. Τα χρώματα ήταν ζωηρά και οι πινελιές
εμφανείς, αλλά το ίδιο το πορτραίτο δεν ήταν τόσο σαφές, σου έδινε
μάλλον μια γενική εντύπωση της Κρέσι παρά μια ακριβή απεικόνισή της. Δε
θα πουλιόταν. Ήταν πολύ διαφορετικό. Του φαινόταν καλό και
πρωτότυπο, μα κι άλλες φορές το νόμιζε και είχε κάνει λάθος. Αν ήταν αυτό
το μέλλον του, τότε το μέλλον του θα ήταν ένας αγώνας.
Ένας αγώνας που θα έπρεπε να δώσει μόνος του. Τι ειρωνεία! Μόνος του,
ελεύθερος από απαιτήσεις και υποχρεώσεις, από την ανάγκη να πουλά τον
εαυτό του για την τέχνη του, έτσι ονειρευόταν τον πρώτο καιρό. Μόνος
του. Αυτή η λέξη αποκτούσε διαφορετικό νόημα τώρα που είχε παραδοθεί
στο πάθος. Μόνος του σήμαινε χωρίς την Κρέσι. Μόνος του δε σήμαινε
πλέον ασφάλεια και επιτυχία. Σήμαινε μοναξιά.
Τι βλάκας που ήταν! Θα έπρεπε να χαίρεται που η Κρέσι είχε δικά της
σχέδια. Να χαίρεται που εκείνη επέλεγε η ίδια το μέλλον της, χωρίς να
συμπεριλαμβάνει κι αυτόν στη ζωή της. Ήταν λάθος του να φαντάζεται
πως ό,τι είχε συμβεί μεταξύ τους είχε κάποια βαθύτερη σημασία.
Ικανοποίηση ενός απωθημένου πόθου ήταν, τίποτε περισσότερο. Και η
παράλογη επιθυμία του να της αποκαλύψει όλα του τα μυστικά, να της
εξομολογηθεί τα πάντα —τι στο διάβολο τον είχε πιάσει;
«Εσύ, Τζοβάνι; Τι σχεδιάζεις για το μέλλον;» Η Κρέσι στεκόταν δίπλα του.
Πόσες φορές δεν είχε σταθεί πλάι του, επιθεωρώντας τους καμβάδες του
και λέγοντάς του τη γνώμη της που σχεδόν πάντα αντανακλούσε τη δική
του. Και ακόμη πιο συχνά τον ξάφνιαζε με την οξυδέρκειά της, καθώς είχε
την ικανότητα να διακρίνει τις προθέσεις του μέσα στη ζωγραφική του. Θα
κατάφερνε ν’ αναπτύξει την καινούρια τεχνοτροπία Ντι Ματέο χωρίς
εκείνη; Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
«Θα τελειώσω το πορτραίτο του κυρίου Μπράουν», της είπε κοφτά, «και
μη σε απασχολεί τίποτε άλλο από το μέλλον μου».
Η Κρέσι πήρε το μανδύα της. Ο Τζοβάνι προφανώς δεν την ήθελε άλλο
εκεί και σίγουρα θα ευχόταν να μην είχε συμβεί τίποτε μεταξύ τους. Δε θα
τον άφηνε να της χαλάσει την εμπειρία. Για λίγες υπέροχες στιγμές είχε
γίνει δικός της και μόνο δικός της. Για λίγες υπέροχες στιγμές, η Κρέσι είχε
αφήσει την καρδιά της ελεύθερη και του είχε δοθεί ολόκληρη. Όμως
εκείνος δεν την ήθελε, και θα έπρεπε όντως να χαίρεται τώρα που δεν είχε
προδοθεί. Δεν ήθελε να τον επιβαρύνει και με τη ραγισμένη της καρδιά,
αρκετά πράγματα τον βάραιναν ήδη.
Τυλίχτηκε στο μανδύα και κατάφερε να χαρίσει στον Τζοβάνι ένα
φωτεινό και εντελώς ψεύτικο χαμόγελο. «Πολύ καλά. Μια που δε με
χρειάζεσαι, θα πάω να προχωρήσω τα σχέδιά μου».
Έκλεισε πίσω της την πόρτα της σοφίτας και δάγκωσε με δύναμη τα χείλη
της. Θα έγραφε στον εκδότη της. Ο κύριος Φρέιγουερθ σίγουρα θα
εντυπωσιαζόταν από τα επιτεύγματά της με τους αδερφούς της. Και αν δεν
εντυπωσιαζόταν, η Κρέσι θα έβρισκε άλλον εκδότη. Αυτό, τουλάχιστον,
ήταν κάτι που μπορούσε να ελέγξει. Η ανόητη, αντιδραστική καρδιά της,
πάλι, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Κεφάλαιο 9

Ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα στην αγγλική ύπαιθρο. Ο ουρανός ήταν
γαλανός, οι δεντροστοιχίες καταπράσινες και φουντωτές, ενώ ανάμεσα
στα δέντρα φύονταν μυρώνια, φικάρια και σιληνές. Στα απάνεμα σημεία
των πέτρινων τοίχων πλάι στο δρόμο φύτρωναν πρίμουλες, σε ζωηρές
κίτρινες συστάδες, οι αγροί ήταν κατάφυτοι από μπλε καμπανούλες ενώ
λευκά προβατάκια χοροπηδούσαν ανάμεσά τους. «Είναι ένα ειδυλλιακό
αγγλικό τοπίο που θα ήθελες να ζωγραφίσεις, αν ήσουν τέτοιου είδους
ζωγράφος», είπε η Κρέσι, ρίχνοντας μια ματιά στον Τζοβάνι, που καθόταν
δίπλα της στο μόνιππο.
«Ευτυχώς δεν είμαι. Τα λουλούδια τα ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι
λουλουδιών», της απάντησε περιφρονητικά.
Η Κρέσι χαμογέλασε. «Δε σου ταιριάζει καθόλου το επίθετο
λουλουδάτος».
Ο Τζοβάνι υποκλίθηκε. «Θα το εκλάβω ως κομπλιμέντο. Πες μου, όμως,
γιατί θέλεις να πάρουμε σήμερα το τσάι μας με τους γείτονές σου;»
«Δε βαρέθηκες να είσαι κλεισμένος στο Κίλελαν;» Στην πραγματικότητα,
την ίδια την είχε πιάσει κλειστοφοβία. Ύστερα από την, κατά πάσα
πιθανότητα, μία και μοναδική φορά που έκανε έρωτα με τον άντρα που
αγαπούσε, αν και τυπικά δεν είχαν κάνει έρωτα, η Κρέσι είχε ανακαλύψει
άλλο ένα παράδειγμα όπου η λογική και το ένστικτο βρίσκονταν σε
πόλεμο.
Δεν είχαν μέλλον οι δυο τους, αυτό ήταν ξεκάθαρο, οπότε ήταν μάταιο να
είναι ερωτευμένη μαζί του και να χάνει το χρόνο της. Μόνο που ήταν
ερωτευμένη μαζί του και δεν μπορούσε να πάψει να είναι. Εκείνος
κρατούσε τις αποστάσεις του, όπως της είχε υποσχεθεί. Κι εκείνη το ίδιο.
Αλλά κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους, οι αποστάσεις
εξαφανίζονταν, γίνονταν μηδενικές με τα βλέμματα που αντάλλαζαν, με
τις εκφράσεις που έσπευδαν να κρύψουν, μερικές φορές απλώς και με τον
τρόπο που μιλούσαν ο ένας στον άλλο. Παρέμενε στην ατμόσφαιρα,
ανομολόγητη μα έντονη, η αναμεταξύ τους έλξη. Ο Τζοβάνι τουλάχιστον
είχε τη ζωγραφική του για να απασχολεί τις σκέψεις του. Η Κρέσι... η Κρέσι
είχε τα νεύρα της τον περισσότερο καιρό. Νόμιζε ότι αν έβγαινε έξω, μακριά
από το ατελιέ και το πορτραίτο, και όλα τα συναφή συναισθήματα και
αναμνήσεις, η ένταση θα χανόταν. Μα ήταν ακόμη παρούσα, καθ’ ότι
εκείνος καθόταν στον πάγκο της άμαξας όσο πιο μακριά της γινόταν και το
χέρι του θαρρείς πως την απέφευγε συνεχώς.
Η Κρέσι έστρεψε πάλι την προσοχή της στο δρόμο, αν και το άλογο ήταν
εξοικειωμένο με τη διαδρομή, μια που η οικονόμος του λόρδου
Άρμστρονγκ ήταν κόρη του μπάτλερ της λαίδης Ίνελαν, που δε χρειαζόταν
παρά να κρατά χαλαρά τα γκέμια και να το ωθεί ελαφρά προς τη σωστή
κατεύθυνση. «Καλά καλά δεν έχεις ξεμυτίσει απ’ την πόρτα από τότε που
ήρθες, εκτός από κείνη τη μέρα που πετάξατε το χαρταετό με τα παιδιά»,
είπε στον Τζοβάνι, που φαινόταν αφηρημένος, χαμένος στα βάθη του
πολυσύνθετου μυαλού του. «Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε ν’ αλλάξεις
παραστάσεις».
«Θ’ αλλάξω παραστάσεις σύντομα, όταν επιστρέψω στο Λονδίνο», της
απάντησε εκείνος κοφτά.
Ανέφερε ολοένα και περισσότερο την αναχώρησή του. Άραγε για να
περιορίσει τις προσδοκίες της ή τις δικές του; αναρωτήθηκε η Κρέσι.
Τουλάχιστον αυτό είχε ένα θετικό αποτέλεσμα. Έκρυβε πλέον εντελώς την
επιθυμία της να του πει πώς ένιωθε. Θα την έπιανε φρίκη αν ο Τζοβάνι
μάντευε πόσο έντονα ήταν τα αισθήματά της για κείνον, οπότε κατέβαλλε
κάθε προσπάθεια για να μην του το δείξει, φλυαρώντας ανόητα για ώρες
κάποιες φορές για τη Σίλια και τη διδασκαλία, παρ’ όλο που ήταν ακόμη
πολύ νωρίς για να έχει φτάσει το γράμμα της στο Α’Κάντιζ, πόσω μάλλον
για να της απαντήσει η αδερφή της. «Έχω να σου ομολογήσω κάτι», είπε
δήθεν χαρούμενα. «Δε δέχτηκα την πρόσκληση για τσάι μόνο και μόνο για
να φύγω λίγο από το Κίλελαν. Είχα κι άλλο κίνητρο».
«Ανησυχητικό μου ακούγεται».
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη, μια ωραία έκπληξη. Μη με βάλεις να σου
πω τι και τη χαλάσω».
«Κρέσι, σου έχω πει ότι δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Είχα αρκετές
εκπλήξεις στη ζωή μου και καμιά τους δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο
ευχάριστη. Γι’ αυτό δεν τις αντέχω».
«Ω, πολύ καλά, λοιπόν». Η Κρέσι αναστέναξε. «Έμαθα από την Μπέλα ότι
ένας από τους καλεσμένους των Ίνελαν είναι κάποιος που ίσως να σ’
ενδιέφερε πολύ να γνωρίσεις».
Ο Τζοβάνι έσμιξε τα φρύδια του. «Γιατί;»
Η Κρέσι δίστασε, αναρωτήθηκε μήπως είχε ενεργήσει λίγο παρορμητικά.
Στο κάτω κάτω, ο Τζοβάνι δεν είχε πει ότι σκόπευε να ζωγραφίσει
οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό το ένα πορτραίτο με την καινούρια
τεχνοτροπία του. Είχε παθιαστεί όμως τόσο μ’ αυτό, που αποκλείεται να
επέστρεφε στους αριστοτεχνικούς πίνακές του, έστω κι αν έβγαζε μ’
αυτούς λεφτά με το τσουβάλι.
«Λέγεται πως είναι κάτι σαν ειδήμονας για τις τελευταίες τάσεις στη
ζωγραφική», του ομολόγησε βιαστικά η Κρέσι. «Σκέφτηκα πως θα ήθελες
ίσως να του μιλήσεις για... για την καινούρια σου... Σκέφτηκα πως θα σου
ήταν χρήσιμο να... να του μιλήσεις», κατέληξε άχρωμα, γιατί το βλοσυρό
ύφος του Τζοβάνι είχε δώσει τη θέση του σε μία κεραυνοβόλα έκφραση.
«Και από πού κι ως πού νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να παίρνεις τέτοιο
θάρρος με τα έργα μου; Στέλνω εγώ τα σχολικά σου βιβλία σε εκδότες και
τους λέω αν θέλουν να τα τυπώσουν; Θα είχα το θράσος να γράψω στην
αδερφή σου στην Αραβία και να της προτείνω να σε διορίσει σ’ ένα από τα
σχολεία της;»
«Δεν είναι όλα τους κανονικά σχολεία. Ορισμένα είναι απλώς μέσα σε
σκηνές. Αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς», του είπε βιαστικά, γιατί ο Τζοβάνι
είχε ένα ύφος λες και ετοιμαζόταν να την πετάξει έξω από την άμαξα. Ή να
πεταχτεί ο ίδιος. «Με συγχωρείς. Δε σκέφτηκα ότι παραπήρα θάρρος.
Σκέφτηκα ότι αν του μιλούσες, και του εξηγούσες...»
«Να του εξηγήσω τι ακριβώς;» Ο Τζοβάνι βλαστήμησε. «Ένα πορτραίτο,
Κρέσι. Ένα πορτραίτο ζωγράφισα -και δεν είναι καν ολοκληρωμένο. Ούτε
εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πώς μου φαίνεται. Εξάλλου, είσαι σίγουρη ότι θα
ήθελες να το δείξω σε όλους ανεξαιρέτως, με δεδομένο το θέμα του; Θέλεις
να σε δει ο κόσμος ντυμένη σαν άντρα και με το στήθος γυμνό;»
«Δεν το σκέφτηκα αυτό».
«Όχι, δε σκέφτηκες τίποτα, έτσι δεν είναι;»
«Μα θα το έκανα, Τζοβάνι», του είπε και ανασυντάχτηκε. «Προκειμένου
να...»
«Να αποκτήσω τα μέσα για να γελοιοποιηθώ για δεύτερη φορά». Ο
Τζοβάνι έβαλε το κεφάλι στα χέρια του.
Το άλογο, που τρόμαξε από τις θυμωμένες φωνές τους και εξέλαβε ως
παρότρυνση το γεγονός ότι η Κρέσι έσφιξε ασυναίσθητα τα γκέμια, άλλαξε
τον ήρεμο βηματισμό του σε τροχασμό, μα οι επιβάτες της άμαξας ούτε που
το πήραν είδηση. «Δεύτερη φορά;» επανέλαβε αργά η Κρέσι. «Τι εννοείς
δεύτερη φορά;» τον ρώτησε και η καρδιά της πάγωσε. Ένιωθε σαν να
πνιγόταν.
«Νομίζεις ότι είχα ανέκαθεν σκοπό να ζωγραφίζω τις τέλειες απεικονίσεις
στις οποίες οφείλω τη φήμη μου;» είπε μελαγχολικά ο Τζοβάνι. «Όταν
ξεκίνησα, πίστευα στην έμπνευση, στη δημιουργικότητα, στην αλήθεια. Και
έτσι ζωγράφιζα, με την καρδιά μου. Μα η έμπνευσή μου με εγκατέλειψε,
όπως σου είπα».
Η Κρέσι ανακατεύτηκε κι έσφιξε καθυστερημένα τα χαλινάρια του
αλόγου, που απαρατήρητο είχε πάρει πάλι θάρρος και είχε κάνει στην άκρη
του δρόμου για να φάει το χορτάρι. «Το θυμάμαι», του είπε με θλίψη, «η
γυναίκα που σου ράγισε την καρδιά».
«Ποια γυναίκα;» Ο Τζοβάνι την κοίταξε αποσβολωμένος. «Νομίζεις ότι μια
γυναίκα... ότι είχα μια ερωμένη...»
«Ήταν η μούσα σου εκείνη η γυναίκα. Κι έπειτα σε άφησε. Κι αυτό σε
τσάκισε και δεν μπορούσες πλέον να ζωγραφίζεις κανονικά χωρίς εκείνη
στη ζωή σου. Μέχρι που γνώρισες εμένα. Και προφανώς», είπε η Κρέσι, που
διαισθάνθηκε τη σύγχυσή του και κοκκίνισε από ντροπή, «έβγαλα εντελώς
λανθασμένο συμπέρασμα. Ω Θεέ μου!»
Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο Τζοβάνι έμοιαζε σαν να φορούσε
ένα σύννεφο καταιγίδας για μανδύα. Απέπνεε ολόκληρος οργή και κάτι πιο
σκοτεινό, πιο επικίνδυνο. Μόνο επιπλέον ερωτήσεις δε θα ήθελε ν’
ακούσει, μα η Κρέσι έπρεπε να τις κάνει. Δε θα τον άφηνε να τη φοβίσει.
Εξάλλου, ό,τι είχε κάνει το είχε κάνει καλοπροαίρετα. Άλλωστε, ο Τζοβάνι
είχε εκπληκτικό ταλέντο, ακόμη κι εκείνη το καταλάβαινε. «Τζοβάνι, τι
εννοούσες δεύτερη φορά;»
Εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα του στο δάπεδο της άμαξας. Το
πρόσωπό του ήταν βλοσυρό, το δέρμα του ωχρό, η παγερή του έκφραση
του αφαιρούσε την ομορφιά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να
μιλάει άτονα. «Όταν έφυγα από το σπίτι του πατέρα μου, πήγα ως
μαθητευόμενος σ’ έναν από τους μεγάλους Ιταλούς ζωγράφους και
διδάχτηκα την τέχνη με την οποία θ’ αποκτούσα τελικά φήμη και
περιουσία. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθούσα να δημιουργήσω και μία δική
μου τεχνοτροπία, κάτι μοναδικό και επαναστατικό. Όταν επιλέχθηκαν
κάποια έργα μου για μια έκθεση, κατενθουσιάστηκα. Οι λεγόμενοι
ειδήμονες της ζωγραφικής ωστόσο τα κατέκριναν. Ήταν μία ταπεινωτική
και μάλιστα δημόσια αποτυχία, και φυσικά υπέπεσε στην αντίληψη του
κόμη Φαντσίνι. Θα γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια. Κανείς δε θ ’ αγοράσει τις
χαριτωμένες μουντζούρες σου. Να μου το θυμάσαι, θα γυρίσεις. Κι εγώ θα
περιμένω. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια όταν έφυγα. Δεν τα ξέχασα
ποτέ -αποτυπώθηκαν στο μυαλό μου. Ήξερα ότι περίμενε υπομονετικά ν’
αποτύχω, αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω να κερδίσει. Τότε ήταν που
αποφάσισα να βγάλω το ψωμί μου ζωγραφίζοντας την ομορφιά και ν’
αψηφήσω την καταγωγή μου, το αίμα μου. Ο πατέρας μου σκότωσε την
έμπνευσή μου, όχι κάποια γυναίκα».
Τα λόγια του της είχαν κόψει την ανάσα. Η Κρέσι μίσησε τον άγνωστο
Ιταλό κόμη που κατέστρεψε αλόγιστα το γιο που τόσο απρόθυμα είχε
αναγνωρίσει και που ήταν αποφασισμένος να υποτάξει στη θέλησή του.
Και εξοργίστηκε με τον Τζοβάνι που ήταν τόσο τυφλός. «Είπες ότι δεν
ήθελες ν’ αφήσεις τον πατέρα σου να κερδίσει. Θυσιάζοντας όμως την
καλλιτεχνική σου ακεραιότητα στο βωμό της εμπορικής σκοπιμότητας,
Τζοβάνι, κάνεις αυτό ακριβώς -τον αφήνεις να κερδίσει. Μου είπες ότι
ζωγράφιζες για ν’ αποδείξεις στον πατέρα σου ότι μπορούσες να πετύχεις
με τους δικούς σου όρους. Μα δεν έχεις πετύχει με τους δικούς σου όρους
αλλά με τους δικούς του. Πότε θα έχεις κερδίσει αρκετά χρήματα ώστε να
απαλλαγείς από κείνον; Πότε θα έχεις φτιάξει αρκετά από τα μαθηματικά
τέλεια πορτραίτα σου ώστε να επιστρέφεις επιτέλους στον πραγματικό
προορισμό σου; Υποθέτω ποτέ».
Ύστερα απ’ αυτό το κατηγορητήριο, για αρκετή ώρα επικράτησε σιωπή.
Η Κρέσι έκλαιγε, τα δάκρυά της την τύφλωναν. Όταν εκείνος επιχείρησε να
της δώσει το μαντίλι του, του έσπρωξε το χέρι, σκούπισε τα μάτια με τα
γάντια της και ψαχούλεψε στο δάπεδο της μικρής άμαξας για να βρει τα
ηνία που τα είχε ρίξει κάτω.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε ο Τζοβάνι καθώς εκείνη προσπάθησε, εντελώς
αδέξια, να στρίψει το άλογο και την άμαξα.
«Θα σε γυρίσω πίσω στο Κίλελαν».
«Όχι».
«Έχεις να τελειώσεις το πορτραίτο των αδερφών μου. Πρέπει να
επιστρέψεις».
«Όχι. Εννοώ μη στρίψεις, Κρέσι. Θέλω να πάμε για κείνο το τσάι».
«Τι;» Η Κρέσι άφησε πάλι τα ηνία να πέσουν από τα χέρια της. Το άλογο,
ένα από τα πλέον ήρεμα ζωντανά υπό κανονικές συνθήκες, χρεμέτισε και
τίναξε το κεφάλι του εκνευρισμένο.
«Έχεις δίκιο», της είπε εκείνος απλά. «Για όλα. Δυστυχώς, έχεις δίκιο. Έχεις
την ικανότητα να παρουσιάζεις τα γεγονότα με μαθηματική ακρίβεια»,
πρόσθεσε μ’ ένα αχνό χαμόγελο. «Αρκετό καιρό τώρα αγνοώ αυτό που
αισθάνομαι». Έκανε μια χειρονομία και ανασήκωσε τους ώμους του,
πράγμα που της φάνηκε πολύ χαρακτηριστικό της ηπειρωτικής Ευρώπης.
«Δεν ξέρω πώς να το πω. Δεν ήμουν δυστυχισμένος, αλλά ήξερα ότι κάτι
δεν πήγαινε καλά. Άρχισα ν’ απεχθάνομαι τον κάθε λευκό καμβά, δεν
μπορούσα να δω τίποτε ενδιαφέρον στους ανθρώπους που ζωγράφιζα,
γιατί είχα σταματήσει να ψάχνω. Ήμουν αλαζόνας, μα έλεγα στον εαυτό
μου πως είχα δικαίωμα να είμαι. Σαν τον πατέρα μου, θα μου πεις».
Η έκφρασή του ήταν βλοσυρή, μπερδεμένη, αβέβαιη. Την κοιτούσε σαν
να είχε εκείνη όλες τις απαντήσεις που ζητούσε. Η Κρέσι συγκλονίστηκε
από την αγάπη της γι’ αυτό τον άντρα. Μια φοβερή τρυφερότητα την
κυρίευσε, μια σφοδρή επιθυμία να τον αγκαλιάσει, να τον προστατεύσει,
να του πει πως όλα θα πήγαιναν καλά, όλα, αν και δεν είχε ιδέα τι εννοούσε
με το όλα. «Τζοβάνι, δε μοιάζεις καθόλου στον πατέρα σου». Μετα-
κινήθηκε πιο κοντά του στο κάθισμα και του έπιασε το χέρι. Μακριά
δάχτυλα, άψογα περιποιημένα νύχια, ούτε ίχνος μπογιάς. Δεν μπόρεσε ν’
αντισταθεί και του έδωσε ένα φευγαλέο φιλί. «Πραγματικά μοιάζουμε
πολύ εσύ κι εγώ. Προσπαθούμε να παίξουμε με τους πατεράδες μας το
παιχνίδι τους και δε συνειδητοποιούμε ότι αυτό που πρέπει ουσιαστικά να
κάνουμε είναι ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτούς. Δε χρειάζεται ν’ αποδείξεις
τίποτε στον κόμη Φαντσίνι, αλλά έχεις ν’ αποδείξεις πολλά στον εαυτό
σου».
Εκείνος γέλασε. «Ορίστε. Με μαθηματική ακρίβεια».
Της άγγιξε το μέτωπο. Εκείνη το κατάλαβε, προτού ακόμη συμβεί, ότι τα
δάχτυλά του θα κατέβαιναν στο μάγουλο, στο λαιμό της. Έκλεισε τα μάτια
της, προσπαθώντας ν’ απομνημονεύσει την αντίδρασή της στο χάδι του -
το δέρμα της μυρμήγκιαζε, οι μύες της σφίγγονταν όλο προσδοκία. Δεν το
άντεχε που κάποτε θα έπρεπε να το φαντάζεται αυτό αντί να το νιώθει.
Όταν τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της, ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που
σχεδόν αποτραβήχτηκε. Ο Τζοβάνι ήταν πολύ προσεκτικός θέλοντας να
κρατήσει τις αποστάσεις. Το φιλί του ήταν τρομερά απαλό. Τα χείλη του
μεταξένια. Πήρε το σαγόνι της μέσα στο χέρι του και της χάιδεψε το λαιμό
με τον αντί- χειρά του. Η Κρέσι ήταν έτοιμη να λιώσει στο άγγιγμά του,
έχοντας γλιστρήσει αδέξια τα χέρια της γύρω από το βαρύ πανωφόρι του,
όταν εκείνος αποτραβήχτηκε.
«Γκράτσιε, Κρέσι. Με συγχωρείς που νεύριασα. Αυτό που έκανες...
ήταν... γκράτσιε». Έπιασε τα χαλινάρια και της τα έδωσε. «Θα μου λείψεις
όταν έρθει ο καιρός να φύγω», της είπε, «αλλά στο μέλλον, όταν θα έχω
αμφιβολίες για κάτι, θα λέω στον εαυτό μου, τι θα σκεφτόταν η Κρέσι, και
είμαι σίγουρος ότι θα με καθοδηγείς σωστά. Πώς ονομάζεται αυτός ο
ειδικός που θα πρέπει να εντυπωσιάσω σήμερα; Γκράνβιλ; Σερ Μάγκνους
Τίτμους μήπως;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τ’ όνομά του. Η Μπέλα μου είπα απλώς
πως είναι Ευρωπαίος και ανερχόμενος. Γι’ αυτό σκέφτηκα... αλλά δεν έχει
νόημα να ξαναπούμε τα ίδια».
Η Κρέσι πήρε πάλι τα ηνία και καλόπιασε το άλογο να συνεχίσει πιο ήρεμα
το βηματισμό του προς το κτήμα των Ίνελαν. Για μια στιγμή τής είχε φανεί
ότι το φιλί είχε σηματοδοτήσει ένα σημείο καμπής, γιατί αν ο Τζοβάνι
κατάφερνε επιτέλους να ξεφύγει από τη σκιά του πατέρα του, ίσως να
μπορούσε να βάλει κι εκείνη στη ζωή του. Για λίγα δευτερόλεπτα, της είχε
φανεί ότι με τον καιρό θα τον έκανε ίσως και να την αγαπήσει. Δάγκωσε τα
χείλη της με δύναμη, για να μην αρχίσει να κλαίει σαν ανόητη, και είπε στον
εαυτό της ότι της αρκούσε που τον είχε βοηθήσει, ότι ευτυχώς που δεν είχε
ξεφουρνίσει τα αισθήματά της απομακρύνοντάς τον για πάντα.
***
«Μου φαίνεται ότι η λαίδη Ίνελαν κάλεσε τη μισή κομητεία», είπε η Κρέσι,
επιθεωρώντας το κατάμεστο σαλόνι. «Όσους δε βρίσκονται στο Λονδίνο
για τη Σεζόν, δηλαδή. Ο γιος της, ο σερ Τίμοθι Ίνελαν, μόλις επέστρεψε από
την Ευρώπη για να διεκδικήσει τον τίτλο του, όπως σου είπα. Άργησε,
μάλιστα, καθ’ ότι είναι πάνω από χρόνος που πέθανε ο πατέρας του».
Του έδειξε με ένα νεύμα τον άσωτο υιό. Ο Τζοβάνι είδε έναν άντρα με
γενειάδα, ντυμένο με μακριά ρόμπα και τουρμπάνι, και μ’ ένα σπαθί σε
σχήμα πανσελήνου να κρέμεται από τη μέση του, που αποτελούσε το
επίκεντρο της προσοχής στη μέση της αίθουσας. «Χριστέ μου»,
μουρμούρισε η Κρέσι μ’ ένα πνιχτό γελάκι, «τα ταξίδια του θα πρέπει να
τον οδήγησαν στην Αραβία».
«Τι κινδύνους λες να φοβάται πως θ’ αντιμετωπίσει στο σαλόνι της
μητέρας του;» ρώτησε ο Τζοβάνι, χαμογελώντας επίσης, και κοιτώντας την
Κρέσι μάλλον παρά τον πρίγκιπα της Αραβίας.
«Δολοπλόκες χήρες με κόρες της παντρειάς κατ’ αρχάς», του απάντησε
εκείνη αμέσως. «Ευτυχώς που ο πατέρας μου δεν είναι εδώ. Είμαι σίγουρη
πως δε θα είχε ενδοιασμούς να με ρίξει στο δρόμο του σερ Τίμοθι. «Πάρτε
την, με την ευχή μου, ακόμη κι αν μοιάζετε με Ουίγο»», είπε η Κρέσι,
μιμούμενη το πομπώδες ύφος του πατέρα της. «Αν και στην
πραγματικότητα, ο σερ Τίμοθι μοιάζει περισσότερο μ’ εκείνους τους
παράξενους άντρες που φρουρούν το χαρέμι στο παλάτι της Σίλια. Τους
είδα όταν την επισκέφτηκα. Πολύ τρομακτικοί. Τώρα που το σκέφτομαι, η
Σίλια μου είπε πως ήταν ευνούχοι, όπως απαιτούσε η παράδοση.
Αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο να έχει φτάσει ο θαυμασμός του σερ Τίμοθι
για την Ανατολή».
«Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε η μητέρα του, αν ανακάλυπτε ότι κάνεις
εικασίες για τέτοια ζητήματα στο σαλόνι της ενώ παίρνεις το τσάι σου»,
είπε ο Τζοβάνι. «Έχεις ιδιαίτερα αντισυμβατικό χιούμορ».
«Η θεία Σοφία πάντοτε μου λέει να προσέχω τα λόγια μου».
«Μην το κάνεις ποτέ για λογαριασμό μου».
Ο Τζοβάνι δεν πρόλαβε να πει ότι δεν απέμεναν πολλές μέρες γι’ αυτό,
γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατέφτασε κοντά τους η λαίδη Ίνελαν. Μια
αρχοντική γυναίκα που, σύμφωνα με την Κρέσι, είχε φορέσει ευσυνείδητα
τα μαύρα και τα έβγαλε αμέσως μόλις έκλεισε χρόνος από την ημέρα που
άφησε ο άντρας της ετούτο τον κόσμο, και ήταν παλιά φίλη της αγαπη-
μένης θείας Σοφίας. Τα πρώτα της λόγια, αφού συστήθηκε με τον Τζοβάνι,
ήταν να ρωτήσει για την υγεία της προαναφερθείσας θείας. «Θεωρώ, ξέρεις,
πως έχει εξασθενίσει κάπως η υγεία της», είπε στην Κρέσι. «Παρουσιάζει
στην κοινωνία την αδερφή σου την Κορντίλια, σωστά; Μεγάλη ευθύνη για
μια γυναίκα της ηλικίας της. Μου κάνει εντύπωση που δεν το ανέλαβε η
Μπέλα. Πώς είναι η μητριά σου, παρεμπιπτόντως; Έχω πολύ καιρό να τη
δω».
«Δυστυχώς κι εκείνη αδιάθετη ήταν, αν και είναι λίγο καλύτερα τώρα».
«Μη μου πεις ότι εγκυμονεί πάλι! Το έχει βάλει σκοπό ο πατέρας σου ν’
αποκτήσει από ένα γιο για κάθε κόρη;» ρώτησε η λαίδη Ίνελαν μ’ ένα
πνιχτό γελάκι.
Ο Τζοβάνι το διασκέδασε βλέποντας την Κρέσι να παλεύει ανάμεσα στην
επιθυμία της να συμφωνήσει και να κοροϊδέψει τον πατέρα της, και την
παρόρμησή της να υπερασπιστεί την Μπέλα. Τελικά υπερίσχυσε η εκτίμηση
που είχε αναπτύξει απρόθυμα για τη μητριά της. Χαμογέλασε στην
οικοδέσποινα όσο ψεύτικα της είχε χαμογελάσει κι εκείνη. «Ω, πιστεύω πως
ο πατέρας μου είναι κάτι περισσότερο από ικανοποιημένος με τα τέσσερα
αγόρια του. Έχει και κληρονόμο και κάμποσες εφεδρείες, όπως λένε. Κρίμα
που δεν είναι όλοι τόσο τυχεροί».
Κοίταξε με νόημα τον μοναδικό κληρονόμο της λαίδης Ίνελαν. «Η Μπέλα
εύχεται να κάνει κόρη αυτή τη φορά. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι σύντομα
πάλι στο πόδι και πολύ ευχαρίστως να την επισκεφτείς, αλλά στο μεταξύ
θα της διαβιβάσω τις ευχές σου».
«Αλήθεια, πώς και δεν είσαι στην πόλη με την αδερφή σου, Κρεσίντα; Ο
πατέρας σου σίγουρα θα ανυπομονεί να σε παντρέψει. Έχουν περάσει...
πόσες... οχτώ Σεζόν τώρα;»
«Με χρειάζονται στο Κίλελαν», είπε η Κρέσι, και ο Τζοβάνι πρόσεξε πως
είχε σφίξει τις γροθιές της κάτω από τα μακριά μανίκια του παλτού της.
Δεν είχε ανάγκη την προστασία του, ήταν μια χαρά ικανή να τα βγάλει
πέρα με τη λαίδη Ίνελαν, ωστόσο ο Τζοβάνι στάθηκε λίγο πιο κοντά της.
«Η λαίδη Κρεσίντα έχει αναλάβει τα μαθήματα των αδερφών της μέχρι να
βρει η μητριά της καινούρια γκουβερνάντα», είπε. «Μου ζήτησαν να
φιλοτεχνήσω το πορτραίτο των αγοριών και, χάρη στην εξαιρετική
ικανότητα της λαίδης Κρεσίντα να κουμαντάρει τους αδερφούς της, η δου-
λειά μου έχει καταστεί εκπληκτικά απλή».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Τζοβάνι αγνοούσε επιδεικτικά το
γεγονός ότι η λαίδη Ίνελαν του έριχνε φλογερές λοξές ματιές,
πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες της. Τώρα, είδε με καρτερικότητα ότι το
χαμόγελο που του χάρισε ήταν πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που είχε
χαρίσει στην Κρέσι. «Είστε πολύ φημισμένος, σινιόρ», του είπε. «Είναι
μεγάλη μου τιμή να σας έχω εδώ στο ταπεινό επαρχιακό μου σαλόνι, καθ’
ότι ζείτε κάπως απομονωμένος, απ’ ό,τι γνωρίζω. Πολλοί από τους κα-
λεσμένους μου ανυπομονούν να σας γνωρίσουν».
Πολλές κυρίες, το δίχως άλλο. Είδε ότι και η Κρέσι έκανε την ίδια σκέψη,
καθώς κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα και του χαμογέλασε ειρωνικά για
όλα τα ψευτοντροπαλά βλέμματα θαυμασμού που εισέπραττε εκείνος.
«Αρχίζω να καταλαβαίνω», του ψιθύρισε, «τι εννοείς, όταν λες ότι η
ομορφιά μπορεί να είναι μερικές φορές βάρος. Θέλεις να βρω μια
δικαιολογία και να φύγουμε;»
Ο Τζοβάνι μπήκε σε πειρασμό, αλλά η Κρέσι τον είχε προκαλέσει νωρίτερα
και δεν ήθελε να κάνει πίσω. Δε χρειάζεται ν ’ αποδείξεις τίποτε στον κόμη
Φαντσίνι, αλλά έχεις ν ’ αποδείξεις πολλά στον εαυτό σου. Η Κρέσι είχε δίκιο.
Κάποια στιγμή θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τα προπύργια του καλλι-
τεχνικού κατεστημένου. Γιατί να μην ξεκινήσει με αυτόν το νεοφερμένο; Ο
Τζοβάνι έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι του και στράφηκε στη λαίδη Ίνελαν.
«Έμαθα ότι φιλοξενείτε έναν ειδήμονα της τέχνης μου. Θα είχατε την
καλοσύνη να μου τον συστήσετε;»
«Πράγματι. Ο γιος μου τον γνώρισε στην Ευρώπη και φαίνεται πως έγιναν
πολύ καλοί φίλοι», απάντησε η αρχόντισσα κι έπαψε απρόθυμα να τον
παρατηρεί αδιάκριτα. «Πού... α, να τον, κολλημένος στο πλευρό του γιου
μου όπως πάντα. Είναι όντως πολύ καλοί φίλοι, ξέρετε. Έχουν γίνει
αχώριστοι». Σήκωσε το χέρι της και του έγνεψε.
Ο άντρας, βλέποντας ότι τον καλούσε η λαίδη Ίνελαν, διέσχισε με κομψό
βήμα το σαλόνι προς το μέρος τους. Ο Τζοβάνι τον αναγνώρισε και
ανακατεύτηκε.
«Σινιόρ ντι Ματέο», είπε η λαίδη Ίνελαν, «να σας γνωρίσω τον...»
«Λουίτζι ντι Κάνιο», είπε εκείνος βαριά. «Γνωριζόμαστε ήδη».
«Μπα, μπα. Ο διάσημος Τζοβάνι ντι Ματέο». Το χαμόγελο του Λουίτζι
έσταξε φαρμάκι πολλών χρόνων. «Πολύ... ενδιαφέρον... που σε βρίσκω
εδώ».
Ο Λουίτζι ήταν κάποτε ένας ρωμαλέος νέος, μα τώρα έρεπε προς την
παχυσαρκία. Τα μαλλιά του ήταν ακόμη ξανθά σαν στάχυα, αλλά
υποχωρούσαν από το ψηλό του μέτωπο με ρυθμό για τον οποίο ο ίδιος
προφανώς ντρεπόταν, γι’ αυτό και τα είχε χτενίσει προς τα έξω θέλοντας
να το κρύψει, παρατήρησε ο Τζοβάνι. Ματαιόδοξος και τρομερά
επιτηδευμένος ήταν οι πρώτες εντυπώσεις που έδινε, με τα λεπτά χείλη του
που ήταν ειρωνικά σουφρωμένα και το γελοίο μυτερό γενάκι του. Και τα
ρούχα του ήταν όσο φανταχτερά θα περίμενε κανείς από έναν Ιταλό
καλλιτέχνη. Πράσινο σακάκι, γιλέκο κεντημένο με ροζ τριαντάφυλλα ενώ
ο λαιμοδέτης ήταν δεμένος σ’ έναν τεράστιο φιόγκο. Έμοιαζε με
μεγαλόσωμο παιδί που είχε πρόωρη ανάπτυξη, αν και ο Τζοβάνι δεν
ξεγελάστηκε. Η χειραψία του Λουίτζι ήταν αδύναμη και η παλάμη του
ιδρωμένη, μα τα αχνά γαλανά μάτια του ήταν πονηρά και ψυχρά, σαν
ερπετού.
Όταν ο Λουίτζι έπιασε το χέρι της Κρέσι κάνοντας μια υπόκλιση, ο Τζοβάνι
δεν παρηγορήθηκε που την είδε να προσπαθεί να κρύψει ένα ρίγος. Ένιωθε
ναυτία και ήταν οργισμένος, αλλά περισσότερο με τον εαυτό του παρά με
τον Λουίτζι, εκείνο το εκδικητικό, κακόβουλο πλάσμα από το παρελθόν
του, που σίγουρα δε θ’ αντιστεκόταν στον πειρασμό να προκαλέσει μπε-
λάδες. Και ο Λουίτζι ήταν ικανός για μεγάλους μπελάδες, καθώς είχε
παρατηρήσει το ανερχόμενο άστρο του Τζοβάνι με τη σχολαστική προσοχή
ανθρώπου που το δικό του άστρο πέφτει. Ο Λουίτζι, που ήταν αυθεντία
στο να κρατά κακίες, δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί και σίγουρα θα
πετούσε αρκετά υπονοούμενα ώστε να αποκαλύψει τελικά την αλήθεια με
τον πλέον μιαρό και άκομψο τρόπο. Την αλήθεια που ο Τζοβάνι έπρεπε να
είχε πει ο ίδιος στην Κρέσι.
Ταρακούνησε νοερά τον εαυτό του. Βρίσκονταν σε ένα αγγλικό σαλόνι για
τσάι. Ο Λουίτζι ήταν επίτιμος καλεσμένος. Γιατί να αμαύρωνε την
περίσταση συζητώντας για ένα παρελθόν που δεν τιμούσε κανέναν απ’
τους δυο τους.
Η λογική όμως δεν κατάφερε να κατευνάσει την ανησυχία του, καθώς ο
Λουίτζι άρχισε να επιθεωρεί την Κρέσι από την κορφή ως τα νύχια με ένα
ύφος που έκανε τον Τζοβάνι να αγριέψει. «Λαίδη Κρεσίντα», είπε.
«Γοητευμένος. Θα είστε ασφαλώς το τελευταίο αντικείμενο προσοχής του
Τζοβάνι».
Η Κρέσι ήταν σε επιφυλακή, και με το δίκιο της. Ο Τζοβάνι δε θα
εμπιστευόταν στο ελάχιστο τον Λουίτζι. «Ορίστε;» έκανε εκείνη.
Ο Λουίτζι χαχάνισε. «Για τις ελαιογραφίες του, αγαπητή μου, για τις
ελαιογραφίες του».
«Α, μάλιστα», είπε εκείνη, χωρίς να έχει πειστεί. «Όχι, αυτό το προνόμιο
το έχουν οι αδερφοί μου».
Η Κρέσι είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζοβάνι ήθελε να την
τραβήξει μακριά από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα γύρω από τον Λουίτζι.
Ήθελε να πιάσει αυτόν το γλοιώδη τύπο από το λαιμό και να τον πνίξει.
Ήξερε, με μια σιγουριά που τον αρρώσταινε, ότι έπρεπε να είχε πει στην
Κρέσι όλη την αλήθεια. Ήξερε επίσης ότι η αλήθεια που θα υπαινισσόταν ο
Λουίτζι θα ήταν κατά πολύ χειρότερη από την πραγματική. Έπρεπε να
φύγει από κει. Ωστόσο, εξακολουθούσε να μένει αδρανής, με τη μάταιη
ελπίδα ότι είχε υποτιμήσει τον Ιταλό συνάδελφό του.
«Πώς και γνωρίζεστε με τον σινιόρ Ντι Ματέο;» ρώτησε τώρα η Κρέσι.
«Ο Λουίτζι κι εγώ μαθητεύσαμε στο ίδιο ατελιέ», παρενέβη κοφτά ο
Τζοβάνι.
«Είστε κι εσείς ζωγράφος;» Υπό άλλες συνθήκες, η δυσπιστία στο ύφος
της θα ήταν διασκεδαστική.
«Δυστυχώς», είπε ο Λουίτζι μ’ ένα πικρό χαμόγελο, «διαπίστωσα ότι δεν
είχα αρκετό ταλέντο για να γίνω ζωγράφος, σε αντίθεση με το φίλο μου
τον Τζο από δω. Ωστόσο, αγαπητή λαίδη Κρεσίντα, διαπιστώνω ότι λίγη
πρακτική γνώση είναι πολύ χρήσιμη τώρα που ασχολούμαι με την κριτική
της τέχνης. Ως κριτικός, λοιπόν, οφείλω να ομολογήσω ότι ο φίλος μας από
δω τα έχει καταφέρει πολύ καλά. Έτσι δεν είναι, Τζο; Ύστερα από εκείνη
την... πανωλεθρία; Ναι, δυστυχώς ήταν όντως πανωλεθρία. Σας το είπε,
λαίδη Κρεσίντα; Μια πολύ ατυχής έκθεση, απ’ ό,τι θυμάμαι...»
«Τα γνωρίζω όλα αυτά», τον διέκοψε η Κρέσι.
Ο Λουίτζι ανασήκωσε τα φρύδια του έκπληκτος. «Ώστε σας το είπε; Πολύ
ενδιαφέρον».
Ήταν η ολοφάνερη αντιπάθειά της που σφράγισε τη μοίρα του Τζοβάνι. Η
Κρέσι ήθελε μονάχα να τον υπερασπιστεί, το ήξερε, μα τα λόγια της είχαν
υπονοήσει μια πολύ στενή σχέση μεταξύ τους. Πάντοτε πίστευε πως ήταν
ψέμα ότι οι άνθρωποι που πνίγονται βλέπουν όλη τη ζωή τους να περνά
σαν αστραπή μπροστά από τα μάτια τους, μα αυτό ακριβώς του συνέβαινε
τώρα. Είδε μια σειρά από όμορφα πρόσωπα, και από πάνω τους, με ένα
ειρωνικό ύφος, αιωρούνταν ο άσπονδος εχθρός του.
Ο Λουίτζι δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά του που ανακάλυψε, όπως το
δίχως άλλο νόμιζε, έναν παράνομο δεσμό. Μυριζόταν ανέκαθεν τα
σκάνδαλα και σίγουρα δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην επιθυμία του για
εκδίκηση. Ο Τζοβάνι έσφιξε τις γροθιές του, μα δεν έκανε καμία κίνηση.
Κάπου μέσα του είχε παραιτηθεί. Κάπου μέσα του πίστευε πως ήταν άξιος
της μοίρας του. Κάπου μέσα του ευχόταν απεγνωσμένα να μπορούσε να
αναιρέσει το παρελθόν του. Η Κρέσι φαινόταν πολύ ταραγμένη τώρα.
Περίμενε από τον Τζοβάνι να της μιλήσει, να της εξηγήσει. Μα τι να της
εξηγούσε;
Και ο Λουίτζι τον κοιτούσε λοξά, αλλά δε θα του έδινε την ικανοποίηση να
του δείξει πώς ένιωθε. «Πραγματικά με ξαφνιάσατε», έλεγε τώρα εκείνος
στην Κρέσι. «Δεν είναι από τα πράγματα που εκμυστηρεύεται κανείς στον
καθένα. Αν και ίσως να μην είστε ο καθένας. Οι προτιμήσεις του Τζοβάνι
στις γυναίκες, όπως και οι προτιμήσεις του στη ζωγραφική, έχουν αλλάξει
σημαντικά, εάν είναι έτσι», πρόσθεσε με ένα φθονερό χαμόγελο. «Παλιά, ο
Τζο μας ήταν πιο ξακουστός για τις καλλονές με τις οποίες πλάγιαζε παρά
για τους πίνακές του. Πόσο πρόθυμες ήταν εκείνες οι κυρίες να
προσφέρουν το πρόσωπό τους και την περιουσία τους, για να βοηθήσουν
ένα φτωχό ζωγράφο στο δρόμο του προς την επιτυχία. Αν και ασφαλώς,
λαίδη Κρεσίντα, θα τα γνωρίζετε όλα και γι’ αυτή την πλευρά της επιτυχίας
του Τζο μας, μια που σας έχει... ε... εκμυστηρευτεί τόσα πράγματα».
Οι μύες του Τζοβάνι τεντώθηκαν. Όταν τελικά μίλησε, ήταν με ένα
απειλητικό γρύλισμα που δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή του. «Θα σε
προειδοποιήσω μόνο μια φορά, Λουίτζι. Μάζεψε τη μοχθηρή γλώσσα σου,
αλλιώς, ακόμη κι αν είμαστε φιλοξενούμενοι, θα...»
«Θα με γρονθοκοπήσεις για την αναίδειά μου, όπως όταν ήμασταν
μαθητευόμενοι ζωγράφοι». Με ένα βλέμμα όλο κακία, ο Λουίτζι τίναξε
περιφρονητικά το κεφάλι του και στράφηκε στην Κρέσι. «Ο Τζο δεν
ανεχόταν ποτέ τα πειράγματα για τις πολλές φιλενάδες του».
«Ο Τζοβάνι έχει ζωγραφίσει πολλές ωραίες γυναίκες, δεν είναι μυστικό»,
αποκρίθηκε εκείνη. Άτονα, σαν να μην πίστευε τα ίδια της τα λόγια. «Δεν
ξέρω τι υπαινίσσεστε, αλλά...»
Ο Λουίτζι γέλασε, ένα ξερό γελάκι σαν να κουδούνιζαν οι κρύσταλλοι ενός
πολυέλαιου επειδή φυσούσε. «Δεν τις ζωγράφιζε μονάχα, αγαπητή μου.
Πώς νομίζετε ότι ζούσε, εκείνα τα χρόνια που κυνηγούσε τις παραγγελίες;
Παραδέχομαι πως διαθέτει έμφυτο καλλιτεχνικό ταλέντο, μα δε
μεταπήδησε από εκείνη την τραγική έκθεση στα υψηλότερα κλιμάκια της
προσωπογραφίας μέσα σε λίγες μέρες. Ή έστω μήνες. Ο φίλος μας έχει κι
άλλα προσόντα, όπως σίγουρα θα γνωρίζετε. Το ωραίο του πρόσωπο και
το τόσο ελκυστικό σώμα του -ήταν σπουδαία εφόδια εκείνο τον καιρό που
μετά βίας τα έβγαζε πέρα στην καλλιτεχνική του σοφίτα».
«Σταματήστε!» τον παρακάλεσε η Κρέσι. «Σταματήστε να λέτε τέτοιες
κακίες. Τις λέτε μονάχα επειδή ζηλεύετε το ταλέντο του».
Ο Λουίτζι χαμογέλασε προσποιητά. «Α, δεν το αρνούμαι, αγαπητή μου
λαίδη Κρεσίντα. Παλιά, έφτανα μάλιστα στο σημείο να ζηλεύω λίγο και για
προσωπικούς λόγους. Δε μου λείπει η γοητεία ακόμη και τώρα. Όταν
ήμουν νέος... α, θεωρούσα ότι μου άξιζε να με προσέξει ο Τζο όσο κι εκείνες
τις κυρίες, και ο Τζο...»
«Σταματήστε!» Η Κρέσι είχε συγκλονιστεί σαν να είχε αναποδογυρίσει ο
κόσμος της, αν και ο Τζοβάνι ήξερε πως ο δικός του σίγουρα είχε
καταρρεύσει. Σου αξίζει κάτι καλύτερο, της είχε πει. Τώρα εκείνη
καταλάβαινε γιατί. Την είδε να ρίχνει στον Λουίτζι μια περιφρονητική
ματιά κι έπειτα να κοιτάζει τον ίδιο με κάτι σαν απελπισία. Είδε τη λαίδη
Ίνελαν να προχωρά προς το μέρος τους, ενώ πίσω της ακολουθούσε ο γιος
της με το γελοίο του ντύσιμο. Αντιλήφθηκε ακόμη και το βλέμμα που έριξε
ο σερ Τίμοθι στον Λουίτζι ντι Κάνιο -όχι βλέμμα φίλου αλλά εραστή. Είδε
πως και η Κρέσι το κατάλαβε. Θα της άρεσε να κάνει υποθέσεις γι’ αυτό το
βλέμμα στο δρόμο του γυρισμού με την άμαξα. Τώρα όμως μάζεψε τις
ουρές του παλτού της κι έφυγε τρέχοντας για την έξοδο.
Αυτό ήταν. Με ένα άγριο μουγκρητό, ο Τζοβάνι κατέβασε τη γροθιά του
στο αποσβολωμένο πρόσωπο του Λουίτζι.
***
Η Κρέσι είχε φτάσει στην άμαξα, στα μισά του μονοπατιού της έπαυλης
των Ίνελαν, τυφλωμένη σχεδόν από τα δάκρυα, και σκεφτόταν να
παρακινήσει το άλογο να καλπάσει, όσο απίθανο κι αν ήταν να τα
καταφέρει, όταν ο Τζοβάνι την πρόλαβε και πήδησε επάνω στο μόνιππο.
Φαινόταν συγκλονισμένος όσο κι εκείνη. Η Κρέσι έσφιξε την καρδιά της.
Δεν επρόκειτο να τον λυπηθεί. Δε θα μιλούσε. Δε θα έλεγε λέξη. Το μόνο
πράγμα που δεν είχε κάνει ήταν να προδοθεί εντελώς, και δε θα το έκανε
σε καμία περίπτωση τώρα!
«Κρέσι...»
«Δε θέλω να το συζητήσω».
«Σι. Το καταλαβαίνω».
Ο Τζοβάνι σώπασε. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ήταν βαριά λες κι
ετοιμαζόταν να ξεσπάσει καταιγίδα. Η Κρέσι συγκεντρώθηκε απόλυτα στο
δρόμο μπροστά της, αν και δε χρειαζόταν, καθ’ ότι το άλογο προχωρούσε
με τον συνηθισμένο ήρεμο βηματισμό του. Οι πρίμουλες ήταν ακόμη
ολάνθιστες, τα δέντρα ακόμη καταπράσινα και οι καμπανούλες ακόμη
μπλε. Όχι απλώς μπλε. Βαθύ μπλε; Μπα, πολύ σκούρο. Μπλε μαρέν; Όχι,
του έλειπε το ροζ. Λιλά; Πετρόλ; Μπλε του κοβαλτίου; «Ω, για όνομα του
Θεού, δε με νοιάζει!» αναφώνησε.
«Εμένα με νοιάζει».
«Δε μιλούσα για σένα», του πέταξε κοφτά.
«Κρέσι...»
«Πώς μπόρεσες! Πώς μπόρεσες, Τζοβάνι; Πώς μπόρεσες να πουλήσεις τον
εαυτό σου με τέτοιον τρόπο. Δεν είσαι παρά ένας ζιγκολό!»
Εκείνος μόρφασε, αλλά δεν το αρνήθηκε, γεγονός που την έκανε να
νιώσει χειρότερα αντί για καλύτερα. «Την πρώτη φορά που με φίλησες
θυμάμαι που αναρωτήθηκα αν ήταν η μέθοδός σου να ξελογιάζεις. Όταν σε
γνώρισα καλύτερα, ένιωσα άσχημα που το σκέφτηκα». Η Κρέσι επιχείρησε
να καγχάσει περιφρονητικά, μα ακούστηκε σαν να της ξέφυγε ένας αξιολύ-
πητος λυγμός.
«Ποτέ δε σε φίλησα για άλλο λόγο, παρά μόνο επειδή δεν μπορούσα να
σου αντισταθώ».
«Πολύ καλά, Τζοβάνι, μπράβο. Αν δεν κρατούσα τα ηνία, θα σε
χειροκροτούσα. Μου αντιστάθηκες όμως, παρά τις προσπάθειές μου να σου
ριχτώ». Και πόσο εξευτελιστικό ήταν. Τόσες γυναίκες και ο Τζοβάνι έκανε
έρωτα μαζί τους τακτικά και χωρίς να το σκέφτεται! Δεν είχε προσπαθήσει
να αντισταθεί σε όλες αυτές, ωστόσο είχε βάλει τα δυνατά του να
αντισταθεί σ’ εκείνη. «Τι είναι στραβό πάνω μου;» τον ρώτησε, τόσο πληγω-
μένη και θυμωμένη, που δεν την ένοιαξε αν έδινε την αξιολύπητη
εντύπωση ότι ζήλευε. «Γιατί όχι μ’ εμένα;»
Και πάλι εκείνος μόρφασε. Χλόμιασε κιόλας; Θαρρείς και είχε πανιάσει το
πρόσωπό του. Δε θα τον λυπόταν όμως. Ούτε τον εαυτό της θα λυπόταν!
«Και να φανταστείς ότι ζήλεψα, όταν νόμιζα πως είχες κάποτε κι άλλη
γυναίκα ως μούσα», συνέχισε αμείλικτα η Κρέσι, αποφασισμένη να
μετατρέψει το θυμό της σε λυσσασμένη οργή προκειμένου να μην την
πιάσει υστερία. «Τι ανόητη που είμαι! Δεν κατάλαβα πως είχες εκατοντάδες.
Δεν κατάλαβα πως ήμουν απλώς η τελευταία από όλες αυτές. Ποια θα είναι
μετά, άραγε; Η λαίδη Ίνελαν; Λίγο μεγάλη, ίσως, αλλά είναι πολύ πλούσια
και έδειξε πολύ καθαρά ότι ενδιαφέρεται για σένα. Αν και ίσως να έχεις γίνει
πιο ιδιότροπος τώρα που έχεις τόσο μεγάλη ζήτηση».
«Φτάνει!» Ο Τζοβάνι άρπαξε τα ηνία και κατηύθυνε το άλογο στην άκρη
του δρόμου. Στο μηλίγγι του τρεμόπαιζε ο σφυγμός του. «Σου είπα, έχω
χρόνια να πάω με γυναίκα. Δε σου λέω ψέματα, Κρέσι».
«Αλλά προφανώς τσιγκουνεύεσαι την αλήθεια, Τζοβάνι».
«Σι. Έτσι είναι. Όμως ποτέ δε σου είπα ψέματα».
Έτριψε τα μάτια του. Οι ώμοι του είχαν καμπουριάσει. Έβγαλε έναν ήχο
που ακούστηκε σαν στεγνός λυγμός. Έκλαιγε; Η Κρέσι κατέβαλε
υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μην τον αγγίξει. Δεν άντεχε να τον
βλέπει τόσο αποκαρδιωμένο. Μακάρι να μπορούσε να της το εξηγήσει. Να
το μετριάσει. Να το αναιρέσει.
«Δεν ήταν εκατοντάδες, μα ήταν πολλές». Ο Τζοβάνι ανακάθισε και
όρθωσε την πλάτη του. Είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Και δεν απέφευγε
το βλέμμα της. Η Κρέσι διέκρινε μια έντονη αποφασιστικότητα στο
πρόσωπό του. Την είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση άλλη μια φορά. Ήταν η
έκφραση που έλεγε την ωμή αλήθεια. Δεν ήθελε να την ακούσει, μα ήξερε
πως έπρεπε. Έσφιξε τα δάχτυλά της μεταξύ τους.
«Είναι όπως υπαινίχθηκε ο Λουίτζι. Ήμουν απεγνωσμένος, στην αρχή όχι
τόσο επειδή ήθελα να πετύχω, όσο για να διαψεύσω τον πατέρα μου. Θα
έβγαζα χρήματα από τη ζωγραφική μου. Ήξερα πως είχα το ταλέντο, μα
χρειαζόμουν χρόνο και άτομα πρόθυμα να ποζάρουν, και έπρεπε να
είναι...»
«Όμορφα».
«Δε γινόταν ν’ αποκτήσω φήμη παρά μόνο ζωγραφίζοντας την
τελειότητα. Τουλάχιστον, τη φήμη που εγώ ήθελα ν’ αποκτήσω».
«Ξέρω πώς είναι», είπε άτονα η Κρέσι, «δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις».
«Ήταν εύκολο. Πάρα πολύ εύκολο. Με αυτό», είπε ο Τζοβάνι δείχνοντας
το πρόσωπό του, «με αυτό το πρόσωπο, και αυτό το σώμα, ήταν εύκολο.
Ήξερα ότι δεν ήταν σωστό, αλλά μου φαινόταν πολύ χειρότερο να μπω στο
καλούπι που μου είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι
τουλάχιστον έτσι μπορούσα να αξιοποιήσω το ταλέντο μου. Και δεν ήμουν
εντελώς ανήθικος. Έπαιρνα μόνο ό,τι μου πρόσφεραν με προθυμία. Και δεν
έπαιρνα από...» Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές. Όταν ξαναμίλησε, μίλησε
σιγανά, με έναν τόνο αποστροφής για τον εαυτό του. «Εκτός από γυναίκες,
υπήρχαν και άντρες πρόθυμοι να πληρώσουν».
Η Κρέσι τον κοίταξε με φρίκη. «Εννοείς ότι εκείνους... ότι τον Λουίτζι;...»
«Για άλλη μια φορά, υποκλίνομαι στην αντίληψή σου. Όπως κατάλαβες,
δεν είναι άνθρωπος που δέχεται την απόρριψη -κανενός είδους απόρριψη.
Πρέπει να με πιστέψεις, Κρέσι», της είπε με σοβαρότητα, «ποτέ δεν... ποτέ
με άντρες, ούτε με καμιά γυναίκα που ήθελε από μένα κάτι περισσότερο
από μερικά απογεύματα ηδονής. Πλήρωναν υπερβολικά υψηλές τιμές για
τα πορτραίτα τους. Δε ζητούσα τίποτε περισσότερο. Αλλά, δε θα το
αρνηθώ, πουλούσα τον εαυτό μου. Οι παραστάσεις μου -γιατί παραστάσεις
ήταν- ήταν έξοχες, άριστες από άποψη τεχνικής, μα χωρίς συναίσθημα.
Όπως και οι πίνακες που ζωγράφιζα».
«Και όταν τα πορτραίτα σου άρχισαν να έχουν ζήτηση, δε χρειαζόταν
πλέον να πουλάς το κορμί σου, σωστά;» του είπε σφιγμένα η Κρέσι.
«Σωστά. Δε θα προσποιηθώ ότι με αηδίαζε τότε, Κρέσι. Για ποιον νέο
άντρα θα ήταν αγγαρεία να πλαγιάσει με μια όμορφη γυναίκα; Μόνο
αργότερα άρχισα ν’ απεχθάνομαι τον εαυτό μου. Η θυσία, αλλά και ο
εξαγνισμός, προσφέρουν επίσης ευχαρίστηση, μια άλλου είδους
ευχαρίστηση. Μέχρι να σε γνωρίσω, ήταν κι αυτό εύκολο. Από τότε που σε
γνώρισα... αλλά τι νόημα έχει να το συζητήσουμε; Δε θα σε κηλιδώσω με το
άθλιο παρελθόν μου. Σου...»
«Μου αξίζει κάτι καλύτερο», συμπλήρωσε σιγανά η Κρέσι. «Έτσι είπες».
«Και το εννοούσα».
Ο Τζοβάνι έκανε να της πιάσει το χέρι, μα συγκρατήθηκε. Η Κρέσι θα
έπρεπε να χαρεί, αλλά αυτή η απλή αντίδρασή του σχεδόν τη διέλυσε.
Πάντα θα συγκρατιόταν ο Τζοβάνι. Και παρ’ ότι όσα της είχε αποκαλύψει
ήταν τρομερά, το ακόμη πιο τρομερό ήταν ότι εξακολουθούσε να τον
αγαπάει. «Θα μιλήσει ο Λουίτζι;» τον ρώτησε.
«Όχι σύντομα».
«Τι εννοείς;»
«Τελευταία φορά που τον είδα ήταν φαρδύς πλατύς στο χαλί του
σαλονιού της λαίδης Ίνελαν και γύρω του είχε μαζευτεί κόσμος. Νομίζω
πως του έλειπαν κάποια δόντια και είχε, ομολογώ, λίγο αίμα στον γελοίο
του φιόγκο».
Η Κρέσι κάλυψε με το χέρι το στόμα της. «Δεν έπρεπε να το κάνεις», είπε,
αν και στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν είχε
χαρεί.
Ο Τζοβάνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Μπορείς να βγάλεις το παιδί από
το ψαροχώρι, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το ψαροχώρι από το παιδί -ή
κάπως έτσι. Μάλλον προκάλεσα φοβερό σκάνδαλο. Λυπάμαι πολύ».
«Είμαι σίγουρη ότι η λαίδη Ίνελαν θα χάρηκε κατά βάθος. Η κακή φήμη
είναι ό,τι καλύτερο μετά τη δημοτικότητα. Εξάλλου, θα αποδώσουν το
περιστατικό στη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία των Ιταλών καλλιτεχνών.
Τζοβάνι, είσαι σίγουρος ότι ο Λουίτζι δε θα προκαλέσει ζημιά;»
«Έχει να χάσει πολύ περισσότερα από μένα. Η φήμη του είναι ακόμη
σχετικά νέα και ξέρει ότι θα μπορούσα να τον καταστρέψω πολύ εύκολα
αν αποκάλυπτα κάποια πράγματα που γνωρίζω για το δικό του άθλιο
παρελθόν. Ξέρει επίσης πως, αν το κάνει, θα τον καταδιώξω ανελέητα. Αν
και δε με νοιάζει. Δε ζω πλέον έτσι τη ζωή μου, Κρέσι, τέλος. Έχεις δίκιο.
Πρέπει να τραβήξω το δρόμο μου με τους δικούς μου όρους».
Η Κρέσι παρηγορήθηκε ελάχιστα τώρα, μα θα ένιωθε καλύτερα στο
μέλλον. Προς το παρόν, ήταν τρομερά εξαντλημένη. Αισθανόταν σαν να
μην είχε πλέον κόκαλα να τη στηρίζουν. Το μόνο που ήθελε ήταν να χωθεί
στο κρεβάτι της μες στο σκοτάδι και να κλάψει με λυγμούς. Αποφασιστικά,
έπιασε τα ηνία.
«Είναι και κάτι ακόμη». Ο Τζοβάνι άγγιξε το μπράτσο της, αλλά αμέσως
τράβηξε το χέρι του. «Μ’ εσένα ήταν αλλιώς. Θέλω να το ξέρεις. Όταν σου
είπα ότι φοβόμουν το πάθος μεταξύ μας, το εννοούσα. Δε φοβόμουν
απλώς ότι, αν παραδινόμουν στο πάθος μας, θα έχανα την έμπνευσή μου
να σε ζωγραφίσω, φοβόμουν ότι θα σε κατέστρεφα. Δεν έχω ξαναπάει με
γυναίκα που να την ένοιαζε πώς ένιωθα. Όταν με αγγίζεις, είναι σαν να μη
με έχει αγγίξει ποτέ γυναίκα. Πάντα μου ζητάς αποδείξεις. Δεν μπορώ να
σου δώσω καμία, ωστόσο είναι αλήθεια -ήταν διαφορετικά μ’ εσένα. Θα
πρέπει να με πιστέψεις».
Ο λαιμός της έκλεισε από τα δάκρυα, μα ήταν τόσο ταραγμένη που έγνεψε
απλώς καταφατικά και παρότρυνε το άλογο να προχωρήσει. «Σ’ ευχαριστώ
που είσαι τόσο ειλικρινής μαζί μου, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω άλλο γι’
αυτό, Τζοβάνι. Δεν μπορώ».
Ολοκλήρωσαν τη σύντομη διαδρομή σιωπηλά. Η Κρέσι ήταν σφιγμένη,
έβαζε τα δυνατά της να μην καταρρεύσει, μετρούσε τα λεπτά μέχρι να
μείνει μόνη της. Το μόνο που δεν αισθανόταν ήταν αποστροφή. Ρίχνοντάς
του μια κλεφτή ματιά και βλέποντάς τον να κάθεται στητός, με το βλέμμα
του στυλωμένο στο κενό, προφανώς βυθισμένος στο τέλμα των δικών του
σκέψεων και συναισθημάτων, κατάλαβε ότι το μόνο πράγμα που ένιωθε
ήταν αγάπη. Παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, τον αγαπούσε και αποφάσισε ότι
θα τον αγαπούσε για πάντα.
Κεφάλαιο 10

«Δυστυχώς, η Εξοχότητά της σας ζητά επειγόντως, λαίδη Κρεσίντα. Θέλει


να σας μιλήσει οπωσδήποτε». Με αυτά τα λόγια την υποδέχτηκε ο Μάιερς
και ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε ν’ ακούσει η Κρέσι καθώς
σταμάτησε το μόνιππο μπροστά στην εξώπορτα. «Θα στείλω εγώ την
άμαξα στους στάβλους, μιλαίδη. Η λαίδη Άρμστρονγκ σας περιμένει στο
μικρό σαλόνι».
Η εικόνα της σκοτεινής κρεβατοκάμαράς της όπου θα έβρισκε
καταφύγιο, και από την οποία αντλούσε κουράγιο στα τελευταία μίλια του
γυρισμού, έγινε καπνός. Τι άλλο θα πήγαινε στραβά τούτη την άτυχη μέρα;
Η Κρέσι πήδησε κάτω από το μόνιππο, παραμερίζοντας το χέρι του Τζοβάνι
που πήγε να τη βοηθήσει, και προχώρησε με κουρασμένα βήματα μέσα στο
χολ.
Η Μπέλα ήταν ξαπλωμένη στην αγαπημένη της σεζλόνγκ, με το πτητικό
της άλας στο ένα χέρι και μια δυσοίωνη επιστολή στο άλλο, αλλά μόλις
άνοιξε η Κρέσι την πόρτα έσπευσε να σηκωθεί. «Αυτό έφτασε ως
κατεπείγον, λίγη ώρα αφότου έφυγες για τη λαίδη Ίνελαν», είπε,
κουνώντας το γράμμα στον αέρα. «Ήθελα να στείλει ο Μάιερς κάποιον να
σε φέρει αμέσως, αλλά με έπεισε πως θα ήταν μάταιο, μια που μέχρι να
γυρνούσες θα ήταν αργά για να έφευγες απόψε για το Λονδίνο. Αλλά, αν
περιμένεις μέχρι το πρωί, φοβάμαι ότι θα είναι πάρα πολύ αργά. Σύμφωνα
με αυτό το γράμμα, είναι ήδη πολύ αργά. Σ’ το είπα, Κρεσίντα, σ’ το είπα
ότι θα είχες την ευθύνη αν συνέβαινε κάτι, και τώρα... τι θα κάνουμε; Θα
με σκοτώσει ο πατέρας σου».
Η Κρέσι πήρε το γράμμα, κάθισε σιγά σιγά την Μπέλα ξανά στη σεζλόνγκ
και την έβαλε να μυρίσει το πτητικό άλας. «Είναι εντελώς απίθανο να κάνει
φόνο ο πατέρας μου. Μη γίνεσαι γελοία, Μπέλα, και, σε παρακαλώ, μη σε
πιάνει υστερία. Δεν θα είναι καλό για το μωρό, και αν πάθει κάτι...»
«Κάνεις λάθος. Τούτο το μωρό είναι κορίτσι... τον πατέρα σου δε θα τον
νοιάξει καθόλου αν πάθει κάτι», της απάντησε δηκτικά η Μπέλα, πιάνοντας
την κοιλιά της.
Το οποίο, δυστυχώς, μάλλον ήταν αλήθεια, σκέφτηκε αφηρημένα η Κρέσι
και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι από τη μητριά της. Είχε ήδη προσέξει
ότι ο γραφικός χαρακτήρας ήταν της θείας Σοφίας. Και ύστερα από την
τελευταία επιστολή της Κορντίλια, ήταν ήδη προετοιμασμένη για άσχημα
νέα. Το γεμάτο αγωνία γράμμα της θείας της επιβεβαίωσε τα χειρότερα. Η
Κορντίλια φαίνεται πως είχε κλεφτεί, αν και δεν ήταν σαφές με ποιον και
πόθεν. «Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Το υποψιαζόμουν ότι η Κορντίλια
ξεγελούσε τη θεία μου και όλους τους άλλους με την έξαλλη συμπεριφορά
της», εξήγησε η Κρέσι στην Μπέλα, βλέποντας το ερωτηματικό της ύφος.
«Τέχνασμα ήταν για να συγκαλύψει ένα πολύ πιο σοβαρό παιχνίδι, και φαί-
νεται πως είχα δίκιο. Αν και δεν έχω ιδέα τι περιμένει η θεία μου ότι θα
κάνεις».
«Εγώ;» τσίριξε η Μπέλα και της έπεσε από το χέρι το μπουκαλάκι με το
πτητικό άλας.
«Το γράμμα απευθύνεται σ’ εσένα».
«Κρεσίντα Φλόρενς Άρμστρονγκ, ξέρεις πολύ καλά ότι συμφωνήσαμε...»
«Σταμάτα! Μπέλα, σταμάτα, σε παρακαλώ. Προσπάθησα απλώς να
ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Ένα αστείο είπα».
«Δεν ήταν και τόσο αστείο».
Η Κρέσι έτριψε το μέτωπό της. «Μάλλον πρέπει να πάω στο Λονδίνο και
να δω αν μπορεί να σωθεί η κατάσταση».
«Δε μου φαίνεσαι πολύ καλά, Κρεσίντα. Τι έχεις;»
«Πονάει το κεφάλι μου».
«Ποτέ δε σε πιάνουν πονοκέφαλοι».
«Μπέλα, κουράστηκα πολύ σήμερα και δεν έχω καμία διάθεση να τρέχω
να ψάχνω την Κορντίλια, που μάλλον κρύβεται κάπου κοντά και γελάει με
όλο το χάος που προκάλεσε».
«Πώς ήταν η επίσκεψή σου στη λαίδη Ίνελαν; Γνώρισες αυτό τον άντρα
που ήθελες να συστήσεις στον σινιόρ Ντι Ματέο;»
Η Κρέσι μόρφασε. «Μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω για το απογευματινό
τσάι -πως ήταν αξέχαστο».
«Δεν εκπλήσσομαι», είπε η Μπέλα μ’ ένα πεινασμένο βλέμμα. «Έχω
ακούσει ότι η αρχόντισσα προσέλαβε πρόσφατα, με υψηλό κόστος, ένα
μάγειρα από το Λονδίνο».
«Δεν αναφερόμουν στο φαγητό. Τσακώθηκε ο Τζοβάνι με τον Ιταλό
συνάδελφό του, τον κριτικό τέχνης, για... Δεν έχει σημασία. Σίγουρα θ’
ακούσεις υπερβολές, όταν αρχίσουν να το κουβεντιάζουν οι υπηρέτες,
αλλά να ξέρεις ότι εκείνος προκάλεσε τον Τζοβάνι».
«Δεν μπορώ να πω ότι μένω άναυδη. Ο πατέρας σου λέει ότι οι Λατίνοι,
παρά τους έντονους ισχυρισμούς τους πως αποτελούν την κοιτίδα του
πολιτισμού, είναι οι πιο ταραχοποιοί, απειθάρχητοι και απερίσκεπτοι από
όλους τους λαούς της γης. Λέει ότι θα προτιμούσε να διαπραγματευτεί με
μια ορδή Βέρβερων παρά να κάνει το διαμεσολαβητή σε δυο Ιταλούς που
έχουν διαφορές. Λέει...»
«Η λαίδη Ίνελαν είχε την καλοσύνη να ρωτήσει για σένα», τη διέκοψε η
Κρέσι, που δεν άντεχε ν’ ακούσει ούτε λέξη ακόμη από τις συμβουλές
διπλωματίας του πατέρα της.
«Πώς ήταν ο γιος της;»
«Ας πούμε μόνο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ζητήσει το χέρι μου».
«Ναι, έχει άλλου είδους προτιμήσεις», είπε η Μπέλα με ένα σαρκαστικό
γελάκι. «Το άκουσα κι αυτό».
«Αλήθεια; Χριστέ μου, δεν είχα ιδέα ότι ήσουν τόσο καλά ενημερωμένη»,
είπε δηκτικά η Κρέσι. «Κρίμα που οι γνωριμίες σου δεν μπορούν να μας
δώσουν κάποια ένδειξη για το πού βρίσκεται η αδερφή μου». Χτύπησε το
χέρι στο μέτωπό της. «Με συγχωρείς, δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι».
«Είσαι σίγουρη ότι έχεις πονοκέφαλο; Μήπως παραπήρε θάρρος αυτός ο
άντρας; Σε προειδοποίησα γι’ αυτόν, Κρεσίντα».
«Ναι, και μείνε ήσυχη, Μπέλα, μην έχεις τέτοιους φόβους. Απολύτως
κανέναν».
Η Μπέλα σούφρωσε τα χείλη της, προσέχοντας ότι ράγισε λίγο η φωνή
της προγονής της. «Μου φαίνεται πως προέκυψε πάνω στην ώρα τούτο το
ταξίδι στο Λονδίνο. Θα σου κάνει καλό να φύγεις για λίγο, θα δεις τα
πράγματα πιο καθαρά».
«Υποθέτω πως πρέπει να πάω». Η Κρέσι σηκώθηκε όρθια. Τα πόδια της τα
ένιωσε εκατό κιλά. «Τελικά πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να έφευγα
αμέσως. Έχουν μεγαλώσει οι μέρες. Μπορεί να κάνουμε και τη μισή
διαδρομή μέχρι να νυχτώσει».
Η Μπέλα σηκώθηκε όρθια και ξαφνικά ήταν σαν να είχε συνέλθει
εντελώς, σκέφτηκε άσπλαχνα η Κρέσι. «Θα σε συνοδεύσουν έφιπποι δύο
από τους σταβλίτες, καθώς και ο ιπποκόμος. Θα πάρεις και την υπηρέτριά
σου, φυσικά. Ο Μάιερς θα τα κανονίσει όλα. Θα τον φωνάξω αμέσως».
***
Ούτε μια ώρα αργότερα, η Κρέσι καθόταν στην ταξιδιωτική άμαξα των
Άρμστρονγκ καθ’ οδόν για την πρωτεύουσα. Δεν είχε δει τον Τζοβάνι ούτε
του είχε μιλήσει, ούτε καν για να του εξηγήσει την ξαφνική της αναχώρηση.
Δεν προλάβαινε, άλλωστε, και μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Όταν θα
επέστρεφε, έχοντας ξεκαθαρίσει μέσα της τις σημερινές αποκαλύψεις και
καταφέρνοντας ίσως να σβήσει την αγάπη της για εκείνον, θα μπορούσε να
του ποζάρει ξανά -γιατί ήταν αποφασισμένη να το ολοκληρώσει το
πορτραίτο ο Τζοβάνι. Αλλιώς θα είχαν πάει όλα χαμένα.
***
Ο Τζοβάνι στεκόταν μπροστά στα δύο πορτραίτα της Κρέσι. Θέση και
αντίθεση. Η φανερή και η κρυφή Κρέσι. Ένας πίνακας που αναπαριστούσε
και ένας που ερμήνευε. Ο πρώτος είχε κλασική ομορφιά και ήταν
αριστοτεχνικός -«Η λαίδη Κρεσίντα», που δεν είχε ίχνος από τον πραγματικό
χαρακτήρα της Κρέσι. «Ο κύριος Μπράουν», ο άλλος εαυτός της Κρέσι, ήταν
συνολικά ένα πιο ακατέργαστο έργο. Αυτή η εκδοχή της Κρέσι είχε τη
σφοδρή νοημοσύνη της, το σκανταλιάρικο χιούμορ της και μια υποψία από
τον ερωτισμό της. Αυτή η εκδοχή ήταν ανατρεπτική, μια εικόνα που
πρόθεση είχε να ταράξει το θεατή, μα τώρα που την κοιτούσε, και πάλι δεν
ήταν ακριβώς η Κρέσι που ήθελε να απεικονίσει.
Κάτι έλειπε. Κύρος, σιγουριά. Την αλήθεια της τέχνης, αυτό ήθελε να
ζωγραφίσει, μα τούτος ο πίνακας δεν παρουσίαζε όλη την αλήθεια. Ήταν
ένας πίνακας που μιλούσε όπως και ο ίδιος -με μισές αλήθειες, για να
συγκαλύπτει την πραγματικότητα. Η αλήθεια δεν ήταν μονομερής, ήταν
διμερής. Δεν έδειχνε μόνο την αλήθεια του μοντέλου αλλά και του
ζωγράφου. Το συναίσθημα που έλειπε δεν ήταν της Κρέσι αλλά δικό του.
Δε χωρούσε αμφιβολία. Ο Τζοβάνι κάθισε στα γυμνά σανίδια μπροστά από
τα πορτραίτα και αναστέναξε βαριά, γέρνοντας τόσο απότομα πίσω στον
τοίχο που χτύπησε το κεφάλι του. Μακάρι να το είχε χτυπήσει λίγο πιο
δυνατά και να έχανε τις αισθήσεις του, τότε θα ήταν ευχαριστημένος.
Βλαστήμησε από μέσα του. Ποιον κορόιδευε! Ποτέ δε θα ήταν
ευχαριστημένος. Ούτε με τα έργα του, ούτε με τη ζωή του. Κάτι έλειπε. Και
η αιτία αυτού του κενού ήταν ίδια με το στοιχείο που έλειπε από το
πορτραίτο -η Κρέσι.
Ο Τζοβάνι βλαστήμησε ξανά, αυτή τη φορά στη διάλεκτο των ψαράδων
που ανάμεσά τους είχε μεγαλώσει. Ήταν ερωτευμένος με την Κρέσι. Αυτή
η αλήθεια έλειπε από το πορτραίτο του κυρίου Μπράουν. Δεν είχε
παραδεχτεί ότι την αγαπούσε ενώ ήταν εμφανές στο έργο του. Το κενό
στην καρδιά του, που είχε συνηθίσει να πιστεύει πως δε θα γέμιζε ποτέ,
ξεχείλιζε τώρα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Η Κρέσι είχε εγκατασταθεί εκεί
μέσα.
Τράβηξε τον σχεδιαστικό πίνακα προς το μέρος του και άρχισε να
σκιτσάρει στα γρήγορα. Τα σχήματα έπαιρναν μορφή σχεδόν αυτόβουλα.
Η Κρέσι να γελά. Η Κρέσι να καταπίνει με μανία τα δάκρυά της. Η Κρέσι να
χαμογελά με περηφάνια για κάποιο μικρό επίτευγμα των αδερφών της. Η
Κρέσι να διαβάζει συνοφρυωμένη έναν από τους τόμους των μαθηματικών
της. Η Κρέσι, με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι γερμένο πίσω και την πλάτη
τεντωμένη από έκσταση, να φτάνει σε οργασμό από το χάδι του. Ήθελε να
ζωγραφίσει όλες αυτές τις Κρέσι, το πορτραίτο μιας γυναίκας με όλα τα
στοιχεία που αποτελούσαν την ουσία της, της γυναίκας που αγαπούσε και
που είχε χάσει αμετάκλητα, χάρις σε όλες όσες δεν είχε αγαπήσει πριν από
κείνη.
Μακάρι να μπορούσε να ξαναβρεί την αγνότητά του. Μακάρι να
μπορούσε να αναιρέσει το παρελθόν. Καθώς το χέρι του έτρεχε πάνω σε
ένα άλλο λευκό χαρτί, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η Κρέσι. Ότι το
παρελθόν την καθόριζε ως άνθρωπο. Ολόκληρο το παρελθόν, του είχε πει,
περιγράφοντας κάποιο ασήμαντο περιστατικό που μόλις είχε θυμηθεί -αν
αναιρούσα οτιδήποτε, θα ήμουν άλλος άνθρωπος.
Θα αναιρούσε το παρελθόν του αν μπορούσε; Το χέρι του έμεινε ακίνητο.
Θυμήθηκε ένα καλοκαιρινό πρωινό, με μια θάλασσα γαλανή σαν τα μάτια
της Κρέσι. Ήταν τεσσάρων, ίσως πέντε χρόνων. Θυμήθηκε το ψάρι, ένα
μεγάλο κοκκινόψαρο, πολύ βαρύ για την πετονιά του. Θυμήθηκε πως ήταν
αποφασισμένος να το τραβήξει επάνω στο καΐκι χωρίς τη βοήθεια του
μπαμπά του. Σηκώθηκε για να ζυγιάσει την πετονιά κι έπεσε με τα μούτρα
στη θάλασσα. Θυμήθηκε το νερό να σκεπάζει το κεφάλι του, κι έπειτα δυο
χέρια γύρω του, μια αίσθηση ασφάλειας. Ο μπαμπάς. Τα μαθήματα
κολύμβησης ξεκίνησαν την επόμενη μέρα. Θυμήθηκε τη μαμά να του
χαμογελά με περηφάνια την ημέρα που τον είδε να κολυμπά από το καΐκι
στην ακτή για πρώτη φορά, με τον μπαμπά δίπλα του να έχει πάρει όρκο
πως δε θα τον βοηθούσε.
Ήταν μια απλή ανάμνηση, αλλά ήταν η αλήθεια. Σαν να είχε σπάσει ένα
φράγμα, οι αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό του, με ολοζώντανα
χρώματα, θερμές σαν το ζεστό ήλιο της Τοσκάνης, μικρά, καθημερινά
πράγματα, προ καιρού ξεχασμένα. Ήταν ευτυχισμένος. Τον αγαπούσαν. Και
γι’ αυτό τον είχε πονέσει τόσο πολύ ο αναγκαστικός χωρισμός. Μήπως οι
θετοί γονείς του είχαν κόψει έτσι απότομα κάθε επαφή μαζί του επειδή
διαφορετικά θα ήταν πολύ οδυνηρό γι’ αυτούς; Πολύ αργά πλέον για να
μάθει την αλήθεια. Η τελευταία ανάμνηση, στο χρώμα της σέπιας, ήταν
από την επιστροφή του στο χωριό δίπλα στη θάλασσα, τη χρονιά που
έφυγε οριστικά από την Ιταλία. Είχαν πεθάνει και οι δύο: το καΐκι του
πατέρα του είχε χαθεί σε μια καταιγίδα και η μητέρα του είχε χάσει τη ζωή
της από καρκίνο.
Είχε ξεμείνει από χαρτί. Το φως της μέρας έσβηνε σιγά σιγά, όταν
ακούστηκε ένα διστακτικό χτύπημα στην πόρτα. Ο Τζοβάνι πετάχτηκε
όρθιος, προσπαθώντας να στρώσει τα μαλλιά του με το χέρι του. Η Κρέσι.
Υπενθύμισε στον εαυτό του πως ήταν μάταιο, ωστόσο είχε μια κρυφή
ελπίδα. Μην είσαι χαζός, είπε μέσα του κι έστρεψε προς τον τοίχο τον
σχεδιαστικό πίνακα με τα αποκαλυπτικά σκίτσα. Δεν έπρεπε να τα δει
αυτά η Κρέσι. Έλεγαν κάτι που δεν έπρεπε ποτέ ν’ ακούσει. Μάλλον είχε
έρθει να του πει ότι δε θα πόζαρε για εκείνον ξανά. Έτσι θα έκανε, δε θα
ήθελε ν’ αφήσει εκκρεμότητες μεταξύ τους. Της άρεσε να είναι όλα
ρυθμισμένα και ταχτοποιημένα. Παρ’ όλα αυτά, καθώς έτρεξε βιαστικά
στην πόρτα και έστριψε το κλειδί στην κλειδαριά, η καρδιά του σκίρτησε.
«Ο Χάρι μου είπε ότι θα σας έβρισκα εδώ». Το πρόσωπο της Μπέλα ήταν
αναψοκοκκινισμένο από το ανέβασμα της σκάλας. «Πρέπει να σας μιλήσω,
σινιόρ Ντι Ματέο».
***
Η Μπέλα πέρασε μέσα στο δωμάτιο και σταμάτησε απότομα μπροστά στα
δύο πορτραίτα. Το πρόσωπό της, καθώς κοίταξε πρώτα το ένα και ύστερα
το άλλο, παραδόξως όπως και ο Τζοβάνι πριν από λίγες ώρες, πήρε τόσο
πολλές εκφράσεις που κατάντησε κωμικό. «Γνωρίζει ο άντρας μου γι’ αυτά;
Δεν το πιστεύω ότι παρήγγειλε όντως τέτοιες... τέτοιες εικόνες της κόρης
του».
«Δεν είναι παραγγελία. Τις ζωγραφίζω για δική μου ευχαρίστηση».
Η Μπέλα συγκατένευσε. «Είμαι σίγουρη ότι σας δίνει μεγάλη ευχαρίστηση
η ζωγραφική τους, σινιόρ Ντι Ματέο. Κι αυτό εδώ τι νόημα έχει,
παρακαλώ;» τον ρώτησε, δείχνοντας το ημιτελές πορτραίτο.
Δε γνώριζε τίποτε για τον κύριο Μπράουν, φυσικά, και ο Τζοβάνι δεν
επρόκειτο να τη διαφωτίσει. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Σκέφτηκα ότι
θα ήταν διασκεδαστικό να αναπαραστήσω την Κρέσι -τη λαίδη Κρεσίντα-
ντυμένη σαν άντρα. Με δεδομένο το ενδιαφέρον της για τα μαθηματικά»,
πρόσθεσε ανειλικρινώς.
«Και μάλιστα ημίγυμνο άντρα. Ελπίζω ότι τουλάχιστον κάποια στοιχεία
αυτού του πορτραίτου πηγάζουν από τη ζωηρή φαντασία σας και δεν
αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα, σινιόρ».
«Όπως το λέτε, λαίδη Άρμστρονγκ. Είναι απλώς η καλλιτεχνική ερμηνεία
μου». Μία ακόμη από αυτές τις μισές αλήθειες που η Κρέσι του έλεγε πως
είχε την τάση να λέει, μα σε αυτή την περίπτωση δεν έβρισκε εναλλακτική
λύση.
Απ’ ό,τι φάνηκε, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η Μπέλα σούφρωσε
τα χείλη της, αλλά δεν τον προκάλεσε. «Τι σκοπεύετε να κάνετε μ’ αυτούς
τους καμβάδες; Ο πρώτος, το ομολογώ, είναι πολύ ωραίο κομμάτι. Είμαι
σίγουρη ότι ο λόρδος Άρμστρονγκ θα χαρεί να το προσθέσει στην
οικογενειακή συλλογή, αν του το παρουσιάσετε. Το άλλο όμως... δίνει μια
αίσθηση ασέλγειας. Πραγματικό ή φανταστικό, δεν μπορώ να σας
επιτρέψω να γελοιοποιήσετε δημόσια την προγονή μου».
Ο Τζοβάνι δεν είχε σκοπό να το εκθέσει, δεν είχε σκοπό να το δείξει σε
κανέναν, ό,τι κι αν έλεγε η Κρέσι, μα δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί
εντολές από τη λαίδη Άρμστρονγκ. «Αυτό θα το αποφασίσει η λαίδη
Κρεσίντα», της είπε σφιγμένα. «Για κείνη το ζωγράφισα. Ο πίνακας είναι
δικός της, για να τον κάνει ό,τι επιθυμεί. Θα την αφήσω ν’ αποφασίσει η
ίδια».
«Αυτό δεν μπορεί να γίνει μάλλον».
«Σοβαρά; Και γιατί;»
«Γιατί έφυγε».
«Έφυγε;» επανέλαβε ανόητα ο Τζοβάνι.
«Πήγε στο Λονδίνο. Την κάλεσαν για επείγουσα οικογενειακή υπόθεση».
Η Κρέσι είχε φύγει. Είχε φύγει χωρίς να του το πει. Δε γινόταν να του δείξει
πιο ξεκάθαρα τα αισθήματά της. «Όταν λέτε οικογενειακή υπόθεση,
εννοείτε τη λαίδη Κορντίλια, φαντάζομαι», είπε άτονα.
Η λαίδη Άρμστρονγκ μισόκλεισε τα μάτια της με καχυποψία. «Τι, αν μου
επιτρέπετε, γνωρίζετε ως προς αυτό;»
«Τι; Τίποτα, παρά μόνο ότι η Κρέσι... η λαίδη Κρεσίντα ανησυχούσε ότι η
αδερφή της θα ενεργούσε απερίσκεπτα».
«Κρίμα, λοιπόν, που η Κρεσίντα δεν πήρε και η ίδια τις προφυλάξεις της
για να μας γλιτώσει από μια πολύ στενόχωρη κατάσταση. Φαντάζομαι ότι
μπορώ να βασιστώ στη διακριτικότητά σας, σινιόρ».
«Από κάθε άποψη, μιλαίδη».
«Ας έρθω, λοιπόν, στο λόγο για τον οποίο ανέβηκα ως εδώ πάνω, σινιόρ
Ντι Ματέο. Η Κρεσίντα θα πρέπει να μείνει στο Λονδίνο τουλάχιστον μία
βδομάδα. Παρά την απειρία μου, μου φαίνεται ότι το πορτραίτο των γιων
μου κοντεύει να ολοκληρωθεί. Θα με υποχρεώσετε, αν καταβάλετε κάθε
προσπάθεια για να το τελειώσετε προτού επιστρέψει».
«Επιθυμείτε να φύγω;»
Η λαίδη Άρμστρονγκ έβγαλε ένα πνιχτό γελάκι. «Εσείς οι Ιταλοί, τι
μελοδραματικοί που είστε! Δεν επιθυμώ να σας πετάξω έξω από το σπίτι
μου, απλώς θα ήθελα να ολοκληρώσετε την παραγγελία σας το
συντομότερο δυνατόν».
«Προτού επιστρέψει η Κρέσι».
Η Μπέλα χαμογέλασε με την παραδρομή του. «Πράγματι», είπε, «προτού
επιστρέψει η Κρέσι». Προχώρησε προς την πόρτα για να φύγει και το
χαμόγελό της έσβησε. «Ας πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη,
σινιόρ. Ό,τι κι αν ισχυρίζεται η ίδια, η Κρεσίντα δεν είναι πονηρεμένη
γυναίκα. Εγώ, από την άλλη, είμαι. Υποψιάζομαι εντόνως πως έχετε πάρει
θάρρος. Ο καθένας που θα έβλεπε αυτούς τους πίνακες θα το υποψιαζό-
ταν. Και αρκεί να δει κανείς πώς σας κοιτάζει η Κρεσίντα, να ακούσει πώς
λέει το όνομά σας, για να καταλάβει πως είναι έτοιμη να σας παραδοθεί.
Δεν είμαι η μητέρα της αλλά ούτε η κακιά μητριά, όπως με έχουν
χαρακτηρίσει η ίδια και οι αδερφές της. Δε θέλω να πληγωθεί η Κρεσίντα
περισσότερο απ’ όσο έχει πληγωθεί ήδη, σινιόρ Ντι Ματέο, και αν μείνετε
εδώ, είναι σχεδόν σίγουρο ότι έτσι θα γίνει. Καταλαβαινόμαστε;»
«Πολύ καλά, λαίδη Άρμστρονγκ». Όλη την αλήθεια αυτή τη φορά. Ο
Τζοβάνι συγκατένευσε κοφτά. «Αν σας παρηγορεί, να ξέρετε ότι δεν έχω
καμία πρόθεση να πληγώσω την Κρέσι».
«Δε με παρηγορεί, σινιόρ, γιατί εν μέρει έχει ήδη συμβεί».
Χωρίς να του δώσει χρόνο να της απαντήσει, η Μπέλα βγήκε από το
δωμάτιο όσο ξαφνικά είχε μπει. Με την καρδιά βαριά από τις σκληρές
αλήθειες που είχαν συρρεύσει πάνω του σήμερα, ο Τζοβάνι άναψε δυο
λάμπες πετρελαίου και τις έβαλε στο τραπέζι δίπλα στα καβαλέτα του.
Ύστερα έβγαλε τον καμβά από το ένα, τον αντικατέστησε με τον
σχεδιαστικό πίνακα και εξέτασε τα σκίτσα της Κρέσι. Αργότερα, θα έβαζε
καινούριο καμβά. Αύριο θα ξεκινούσε τον τρίτο πίνακα. Αν δούλευε μέρα
νύχτα, θα μπορούσε να τον ολοκληρώσει και να φύγει προτού επιστρέφει
εκείνη. Ένα τρίπτυχο -η λαίδη Κρεσίντα, ο κύριος Μπράουν και η Κρέσι. Οι
τρεις πλευρές της λαίδης Κρεσίντα, θα το ονόμαζε. Μια ενότητα που
εξέφραζε την ουσία της. Είχε εμπνευστεί τόσο πολύ από την ιδέα, που με
το ζόρι συγκρατήθηκε και δεν άρχισε να ζωγραφίζει αμέσως.
***
Τις ημέρες που ακολούθησαν, τα πρωινά διαδέχονταν τις νύχτες και οι
νύχτες τα πρωινά μέσα σε μια θολούρα. Ο Τζοβάνι δούλευε πυρετωδώς. Το
πορτραίτο των μικρών Άρμστρονγκ ήθελε μόνο τις τελευταίες πινελιές και
λούστρο. Τα παιδιά ήταν μελαγχολικά με την απουσία της Κρέσι. Εκείνος
τα έβγαζε έξω κάθε απόγευμα, να ψαρέψουν, να σκαρφαλώσουν σε
δέντρα και να πετάξουν τους χαρταετούς τους -καθ’ ότι ο καθένας τους
είχε τώρα τον δικό του χαρταετό.
Κάποιες στιγμές, συνήθως αργά τη νύχτα, στεκόταν μπροστά στο τρίτο
μέρος του τρίπτυχού του, με τα μάτια του να τσούζουν από την έλλειψη
ύπνου, και αναρωτιόταν αν θα γινόταν να φτιάξουν μαζί το μέλλον τους.
Καθώς διαμορφωνόταν ο πίνακας, όλα τα επιχειρήματά του ενάντια σ’
αυτό το ενδεχόμενο αποκρυσταλλώθηκαν. Βάλθηκε να τα απαγγέλλει
τότε, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις ανόητες ελπίδες του προτού τον
κυριεύσουν κι αρχίσουν να τον βασανίζουν.
Παρ’ όλο που από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να τη βοηθήσει να
ελευθερωθεί από την τυραννία του πατέρα της, δεν ήταν απάνθρωπος, δεν
ευχόταν να ψυχραθεί η Κρέσι με την οικογένειά της. Ό,τι κι αν της είχε κάνει
ο πατέρας της, εκείνη τον αγαπούσε, και παρ’ όλο που ήταν μια αγάπη που
μάλλον θα δυνάμωνε όσο μεγάλωνε η απόσταση ανάμεσά τους, ο Τζοβάνι
δεν αμφέβαλλε ότι ο διπλωμάτης θα έκανε τα πάντα για να υποφέρει η
κόρη του αν αψηφούσε τόσο επιδεικτικά τις επιθυμίες του και
συναναστρεφόταν το ζωγράφο. Ο λόρδος Άρμστρονγκ θα πάθαινε
αποπληξία, και δίχως άλλο θα έπαιρνε εκδίκηση. Πιθανόν να μη χώριζε τις
αδερφές μεταξύ τους, αλλά θα φρόντιζε ίσως να μην ξαναδεί η Κρέσι τους
αδερφούς της, ούτε το σπίτι της, ούτε τη μυστηριώδη θεία Σοφία που
φαίνεται πως της είχε ιδιαίτερη συμπάθεια.
Οι παλιές ερωμένες του και η κατάχρηση του κορμιού του αποτελούσαν
προφανώς τόσο μεγάλο εμπόδιο, που δεν άξιζε καν να αναφερθεί. Δε θα
ξεχνούσε ποτέ την έκφραση αποστροφής της Κρέσι όταν τον αποκάλεσε
ζιγκολό. Δε θα της φόρτωνε έναν τέτοιον άντρα.
Και εκτός όλων αυτών, η Κρέσι πολύ απλά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Δε μιλούσε σαν ερωτευμένη γυναίκα. Αντιθέτως, μιλούσε σαν μια γυναίκα
που είχε πολύ ξεκάθαρες απόψεις για τη μοίρα της, την οποία ήθελε να την
καθορίσει η ίδια. Βρήκα επιτέλους τον προορισμό μου, του είχε πει. Ήταν
ενθουσιασμένη για το μέλλον -σίγουρα θα ήταν, γιατί όλο γι’ αυτό μιλούσε.
Το μέλλον της ήταν σε μια μακρινή χώρα, μαζί με τις δύο αγαπημένες της
αδερφές. Δε σκεφτόταν να συμπεριλάβει κι εκείνον. Δεν τον αγαπούσε. Και
γιατί να τον αγαπάει;
Ο τρίτος πίνακας είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Δεν είχε ζωγραφίσει ποτέ
ξανά κάτι τέτοιο, οι πινελιές ήταν άγριες και αυθόρμητες. Σε διάφορα
σημεία είχε απλώσει κατευθείαν τη χρωστική πάνω στον καμβά με το
μαχαίρι. Οι γραμμές της φιγούρας έρρεαν η μία μέσα στην άλλη, το ίδιο και
τα χρώματα. Το φόντο ήταν οργανικό, αποτελούσε μέρος του θέματος
παρά εξάρτημα. Τίποτε δεν ήταν σαφώς σχεδιασμένο. Ωστόσο, καθώς ο
Τζοβάνι το κοιτούσε στο γκρίζο φως της αυγής, κατάλαβε ότι επιτέλους
είχε δημιουργήσει κάτι πραγματικό, κάτι με την καρδιά του. Έτσι θα
ζωγράφιζε στο μέλλον και δεν τον ένοιαζε ό,τι και να σκεφτόταν ο κόσμος.
Η Κρέσι, η μούσα του, ο πόθος της καρδιάς του, τον είχε βοηθήσει να
ξαναβρεί τον προορισμό του. Αυτό ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο της.
Και τούτος ο πίνακας θα ήταν το δικό του.
Ο Τζοβάνι έβαλε στη σειρά τα τρία πορτραίτα και σχημάτισε το τρίπτυχο,
με την Κρέσι στο κέντρο, ανάμεσα στη λαίδη Κρεσίντα και τον κύριο
Μπράουν. Ποιος ξέρει, ίσως με τον καιρό να γινόταν πραγματικός
ζωγράφος και όχι ένας απλός προσωπογράφος. Εδώ ήταν ο χάρτης της
προόδου του. Εδώ, στο κέντρο, ήταν η κορωνίδα της τέχνης του μέχρι
σήμερα, το θεμέλιο για το μέλλον του.
Τον αφήνεις να κερδίσει. Ο Τζοβάνι έπιασε τον εαυτό του να κοιτάζει την
πόρτα πίσω του και φρόντισε να συνέλθει. Είχε περάσει πολλές νύχτες
ξάγρυπνος. Η Κρέσι δεν ήταν εδώ, μόνο τα λόγιά της ψιθύριζαν σαν
φαντάσματα μες στο μυαλό του. Είχε ξοδέψει δέκα χρόνια ζωγραφίζοντας
έργα που πίστευε ότι η επιτυχία τους θα έκανε τον πατέρα του να τον
θαυμάσει, ώστε να του αποδείξει πως είχε άδικο. Μα όπως πολύ σωστά
είχε επισημάνει η Κρέσι, έτσι επέτρεπε στον πατέρα του να ελέγχει τις
πράξεις του ακόμη και τώρα. Από τότε που είχε ξεριζωθεί από τη ζωή του
με εκείνους που θεωρούσε γονείς του, πολεμούσε τον κόμη Φαντσίνι με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεκατέσσερα χρόνια είχε να δει τον πατέρα του,
ωστόσο ήξερε ότι ο κόμης περίμενε, περίμενε υπομονετικά -ή μάλλον ανυ-
πόμονα. Η αποτυχία του Τζοβάνι να τον αντιμετωπίσει, είχε παρατείνει το
παιχνίδι, ίσως να είχε δώσει στον πατέρα του την ψευδαίσθηση ότι θα
επέστρεφε. Ίσως κιόλας να του είχε δώσει ελπίδες.
Για να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα, έπρεπε να ξορκίσει τους δαίμονές
του. Ήταν προφανές. Θα ματαίωνε όλες τις παραγγελίες του και θα
επέστρεφε στην Ιταλία πρόντο. Άφησε κάτω την παλέτα του και σκέπασε
με ένα μεγάλο πανί και τους τρεις πίνακες: τη λαίδη Κρεσίντα, τελευταίο
στο είδος του· την Κρέσι, πρώτο στο είδος του· και τον κύριο Μπράουν, το
μεταβατικό. Κατεβαίνοντας στο χώρο της λάντζας για να καθαρίσει τα
εργαλεία του, ήταν αδύνατον να προσποιηθεί ότι δε στενοχωριόταν
βαθύτατα που θα έφευγε χωρίς να τη δει. Την αγαπούσε, πάντα θα την
αγαπούσε, και δε θα αγαπούσε ποτέ άλλη γυναίκα. Μα εκείνη του είχε
κάνει δώρο την τέχνη του. Δε θα ξεπλήρωνε τη γενναιοδωρία της με το να
καταχραστεί και πάλι την τέχνη του. Και γι’ αυτό έπρεπε να δει τον κόμη
Φαντσίνι.
***
«Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο, θεία Σοφία». Η Κρέσι
κάθισε με προσοχή στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της θείας της, γιατί το
καινούριο της φουστάνι ήταν πολύ πιο φαρδύ από ό,τι συνήθιζε να φορά.
Της το είχε παραδώσει η μοδίστρα εκείνο το πρωί, και δεν μπόρεσε ν’
αντισταθεί και να μην το δοκιμάσει. Κρεμ μετάξι, με ρίγες σε σκούρο ροζ,
την απόχρωση με την οποία την είχε θαυμάσει ο Τζοβάνι, και φουσκωτά
μανίκια, με μακριά μάλλινα μανίκια από μέσα σε απαλό ροζ. Το μπούστο
ήταν γαρνιρισμένο με ροζ βελούδο, όπως και οι τρεις φραμπαλάδες, και
παρ’ όλο που το φόρεμα έπεφτε ίσιο μπροστά, από τη μέση και κάτω, από
πίσω είχε πιέτες και ταλαντευόταν στο κατόπι της καθώς προχωρούσε.
Ήταν σίγουρη ότι θα του άρεσε αυτό του Τζοβάνι, γιατί τόνιζε τις καμπύλες
των γλουτών της -κάτι που είχε εξακριβώσει ύστερα από πολλά
κοιτάγματα και στριφογυρίσματα μπροστά στον καθρέφτη.
«Θα πρέπει να ενημερωθεί ο Χένρι». Η θεία Σοφία μίλησε αδύναμα, μια
ωχρή απομίμηση της συνήθως στεντόρειας φωνής της. Η Κρέσι είχε
καταστενοχωρηθεί που τη βρήκε τόσο εξασθενημένη. Αν ξανάβρισκαν την
Κορντίλια, μαζί με την υπόληψή της, αποκλείεται να συνέχιζε η θεία Σοφία
να της κάνει τη συνοδό. Της άρεσε δεν της άρεσε, η Κορντίλια θα έπρεπε να
διακόψει τη Σεζόν της και να επιστρέψει στο Κίλελαν μέχρι του χρόνου, που
η Μπέλα θα ήταν αρκετά καλά για να την παρουσιάσει η ίδια στην καλή
κοινωνία.
Η Κρέσι έπιασε το χέρι της θείας της· το δέρμα της ήταν στεγνό σαν χαρτί.
«Θα γράψω εγώ η ίδια στον πατέρα μου, θεία, μη στενοχωριέσαι».
«Ας βρίσκαμε κάποια ένδειξη τουλάχιστον. Η άγνοια είναι ό,τι χειρότερο.
Να μην ξέρουμε καν αν ζει η Κορντίλια».
Η Κρέσι γέλασε. «Μου φαίνεται πως είσαι πολύ πιο άρρωστη απ’ όσο
δείχνεις, θεία Σοφία, γιατί δε σ’ έχω ξανακούσει να λες τέτοια εξωφρενικά
πράγματα. Αν είχε πεθάνει η Κορντίλια, θα είχε βρεθεί το πτώμα της».
«Όχι αν ήταν πεσμένη σε κάποιον γκρεμό. Ή δεμένη σε καμιά σοφίτα.
Ή...»
«Εγκλωβισμένη μέσα σ’ ένα χτισμένο τζάκι; Μιλάς σαν την Κάσι».
«Όχι βέβαια». Η λαίδη Σοφία ανασηκώθηκε με κόπο. «Σου είπα ότι είδα
τον ποιητή της τώρα τελευταία; Ογκάστας Σεντ Τζον Μαρν, έτσι τον λένε.
Δεν του μίλησα, φυσικά. Φαινόταν πολύ αποκαρδιωμένος, περιδιάβαζε
πίσω από τη γυναίκα του, αυτή που έχει μαλλιά σαν καρότα, και ένα
τσούρμο κουτσούβελα που τσακώνονταν».
«Πώς καταντούν οι ισχυροί», είπε η Κρέσι. «Φτηνά τη γλίτωσε η Κάσι».
«Ίσως να μην το θυμάσαι, αλλά λίγο πολύ την παράτησε στην εκκλησία.
Δεν είχε καταλάβει τίποτε -μα πάντα ήταν επιπόλαιη. Πολύ φοβάμαι πως
έτσι είναι και η Κορντίλια. Πραγματικά δεν μπόρεσες να βρεις κανένα ίχνος
της;»
«Έφυγε με άμαξα από την πλατεία Κάβεντις, αλλά φρόντισε να μην
ακούσει κανείς πού πήγαινε. Δεν ξέρω πόσα μόνιππα υπάρχουν στο
Λονδίνο, αλλά θα έπρεπε να ρωτήσουμε τον καθένα αμαξά... θα μας
έπαιρνε μήνες, και ένας Θεός ξέρει πόσα θα έπρεπε να δώσουμε για να τους
δωροδοκήσουμε, και μέχρι τότε είμαι σίγουρη ότι η Κορντίλια θα μας
ενημερώσει η ίδια για την τύχη της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
«Δεν ελπίζεις ότι θα πάνε καλά τα πράγματα, Κρεσίντα;»
«Όχι, δεν το ελπίζω», της είπε μαλακά η Κρέσι, «και νομίζω πως μια τόσο
λογική γυναίκα σαν εσένα δε θα βασιζόταν σε ελπίδες».
«Ναι, δε βασίζομαι εκεί. Μπορεί να έχει εξασθενίσει το σώμα μου, αλλά
όχι και το μυαλό μου», είπε η θεία Σοφία με τη συνηθισμένη της ευστροφία.
«Καλύτερα να επιστρέψεις στο Κίλελαν, Κρεσίντα. Έχει περάσει πάνω από
μια βδομάδα -και ή Μπέλα θα σε χρειάζεται. Δεν μπορούμε να κάνουμε
τίποτε άλλο μέχρι να εμφανιστεί η αδερφή σου».
«Ανησυχώ πιο πολύ για τα μαθήματα των αδερφών μου. Υποψιάζομαι ότι
θα τα έχουν φορτώσει στον κόκορα τώρα που απουσιάζω», αποκρίθηκε η
Κρέσι με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
Η θεία της της έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Δε με γελάς, ανιψιά. Κάτι
δεν πάει καλά μ’ εσένα. Είσαι πολύ... αλλαγμένη. Αν ήταν καμιά άλλη, θα
έλεγα ότι η αιτία είναι άντρας, αλλά στην περίπτωσή σου... τι συμβαίνει,
Κρεσίντα;»
«Τίποτα». Η Κρέσι συγκρατήθηκε προτού αρχίσει να σκαλίζει τον
αντίχειρά της.
«Ανοησίες. Νομίζεις ότι θέλω ντάντεμα επειδή είμαι κρεβατωμένη, αλλά
καταλαβαίνω ότι κάτι τρέχει και είμαι σίγουρη ότι μπορώ να βοηθήσω.
Συμβαίνει κάτι με την Μπέλα;»
«Όχι». Η Κρέσι άνοιξε το στόμα της για να ισχυριστεί και πάλι ότι δεν
υπήρχε κανένα πρόβλημα, μα κόμπιασε μπροστά στο διαπεραστικό
βλέμμα της θείας της. «Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτε σοβαρό. Έχε μου
εμπιστοσύνη», είπε, κλέβοντας τα λόγια του Τζοβάνι.
Η θεία Σοφία της έκανε τη χάρη να εισακούσει την επιθυμία της, ωστόσο
την αποχαιρέτησε με τη διαβεβαίωση πως θα της συμπαραστεκόταν, αν η
Κρεσίντα χρειαζόταν τη συμβουλή της. Καθισμένη στην άμαξα λίγες ώρες
αργότερα, ντυμένη με ένα άνετο ταξιδιωτικό φόρεμα και με τις αγορές της
στο μπαούλο της, η Κρέσι αναστέναξε με ανακούφιση που δε χρειαζόταν
πλέον να παίζει θέατρο και αφέθηκε στις ανησυχίες της.
Της έλειπε τρομερά ο Τζοβάνι. Δεν πίστευε πως ένιωθε μοναξιά όταν
εκείνος ήρθε στη ζωή της, γιατί είχε την Κορντίλια.
Όμως η Κορντίλια, συνειδητοποιούσε τώρα, ήταν αυτάρκης όσο και η
ίδια. Άλλωστε είχαν διαφορά έξι ολόκληρα χρόνια, και μια που η Κρέσι είχε
αναλάβει το ρόλο της μεγάλης αδερφής όταν παντρεύτηκε η Κάσι, πάντα
θα υπήρχε μια απόσταση μεταξύ τους. Η Κορντίλια ποτέ δεν την είχε
καταλάβει τόσο καλά όσο ο Τζοβάνι. Όχι μόνο η Κορντίλια, κανένας.
«Με κατανοεί όσο κανένας άλλος», θυμήθηκε τη Σίλια να λέει για το
σύζυγό της. Μόνο τώρα το καταλάβαινε. «Και τον κατανοώ το ίδιο», είχε
προσθέσει η Σίλια. Εκείνο το απαίσιο ανθρωπάκι, ο Λουίτζι ντι Κάνιο, είχε
αναγκάσει τον Τζοβάνι να αποκαλύψει τα πάντα. Οι αποκαλύψεις του την
είχαν συγκλονίσει τόσο πολύ, που τις πρώτες μέρες της άφιξής της στο
Λονδίνο, η Κρέσι δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε πέρα από τη στενοχώρια
της. Πώς είχε δοθεί ο Τζοβάνι τόσο αδιάφορα σ’ εκείνες τις άλλες γυναίκες!
Είχε πουληθεί. Στη σκέψη και μόνο, ανατρίχιασε. Προς μεγάλη της ντροπή,
δεν ανατρίχιασε τόσο από απέχθεια, όσο από ζήλια, γιατί ο Τζοβάνι είχε
δώσει σ’ αυτές με τόση ευκολία ό,τι δε θα έδινε ποτέ σ’ εκείνη.
Αλλά μια συζήτηση με τη θεία Σοφία, για όλες τις προοπτικές που είχε
πετάξει η Κορντίλια όταν κλέφτηκε έτσι μυστηριωδώς, την έβαλε σε
σκέψεις. Και ο δικός της πατέρας δεν πουλούσε τις κόρες του; Δεν
εμπορευόταν τα κορμιά τους και την καταγωγή τους για να πετύχει όσα
ήθελε, για να εξαπλώσει τον ιστό της δυναστείας του, όπως έλεγε η Κρέσι;
Για τον λόρδο Άρμστρονγκ, οι κόρες του ήταν τα μέσα για να πετύχει το
σκοπό του. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν και πολύ διαφορετικό. Ή ίσως
ήταν ακόμη χειρότερο, γιατί τουλάχιστον ο Τζοβάνι πουλούσε τη σάρκα
και το αίμα του για δικό του όφελος και όχι προς όφελος κάποιου άλλου.
Φαντάστηκε να κάνει αυτή τη συζήτηση με τον πατέρα της και της
φάνηκε αστείο. Χαμογέλασε πικρά έξω από το παράθυρο της άμαξας, απ’
όπου περνούσε αστραπιαία η εξοχή. Τόσο πολύ λαχταρούσε να πείσει τον
εαυτό της ν’ αποδεχτεί το παρελθόν του Τζοβάνι, που κατέφευγε σε
σοφιστείες; Αυτό θα της ανταπαντούσε ο λόρδος Άρμστρονγκ
κατηγορώντας τη.
Σοφιστείες ή μη, αυτό που είχε σημασία ήταν αν θα μπορούσε να
συμβιβαστεί με εκείνες τις άλλες γυναίκες στο παρελθόν του Τζοβάνι.
Θέτοντας στον εαυτό της αυτό το ερώτημα, συνειδητοποίησε πως είχε ήδη
αποφασίσει ότι το ήθελε. Επομένως, το ζήτημα πλέον ήταν τι ήθελε ο
Τζοβάνι. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν τα πραγματικά αισθήματά του για κείνη
και δεν του είχε δώσει την ευκαιρία να πει τίποτε ύστερα από τις κακίες του
Λουίτζι ντι Κάνιο. Τι απαίσιος άνθρωπος! Χαιρόταν που του είχε ρίξει γροθιά
ο Τζοβάνι. Και η ίδια θα ήθελε να του δώσει μια μπουνιά. Ακόμη καλύτερα,
να τον κλειδώσει σ’ ένα δωμάτιο με το χειρότερο έργο τέχνης και να τον
αναγκάσει να το κοιτάζει κάθε μέρα μέχρι να ζητήσει έλεος.
Η εξοχή έξω από το παράθυρο της άμαξας άρχισε να της φαίνεται
γνώριμη. «Κοντεύουμε στο Κίλελαν, μιλαίδη. Σε μια ώρα το πολύ θα
είμαστε εκεί», είπε η υπηρέτριά της.
Η Κρέσι συγκατένευσε αφηρημένα. Μια ώρα το πολύ και θα ξανάβλεπε
τον Τζοβάνι. Θα του έλεγε... όχι, όχι ότι τον συγχωρούσε, δεν είχε το
δικαίωμα. Στην πραγματικότητα, τώρα που το σκεφτόταν, ο Τζοβάνι ήταν
πολύ πιο αηδιασμένος από την ίδια με το παρελθόν του. Άθλιο το είχε
αποκαλέσει. Απεχθανόταν το σώμα του, το εργαλείο ηδονής που είχε
πουλήσει. Μ’ εκείνη ήταν διαφορετικά. Έτσι της είχε πει, μα τότε ήταν πολύ
θυμωμένη και πληγωμένη. Μ’ εσένα ήταν αλλιώς. Θέλω να το ξέρεις. Πίστευε
πως ήταν τόσο διεφθαρμένος, που θα την κατέστρεφε, όμως είχε
υπαινιχθεί επίσης ότι η Κρέσι μπορούσε να τον αναπλάσει.
Όταν με αγγίζεις, είναι σαν να μη μ’ έχει αγγίξει ποτέ γυναίκα. Η Κρέσι
ανατρίχιασε. Ο Τζοβάνι δεν είχε αναφέρει ούτε μια φορά τον Τζάιλς, δεν
την είχε επιπλήξει καθόλου για την απώλεια της αγνότητάς της. Ούτε αυτό
της είχε περάσει από το μυαλό μέχρι τώρα. Δεν ήταν το ίδιο, μα δεν ήταν
πάρα πολύ διαφορετικό, το να δοθεί η ίδια με αντάλλαγμα ένα όνομα, μια
θέση, προκειμένου να κερδίσει την επιδοκιμασία του πατέρα της. Όταν του
είχε ομολογήσει αυτή την αλήθεια από το παρελθόν της, ο Τζοβάνι είχε
θυμώσει, όχι μαζί της, αλλά για λογαριασμό της. Δεν την είχε κρίνει. Τη
βοήθησε να καταλάβει ότι έπρεπε να πάψει να κρίνει τον εαυτό της. Δεν
ήταν το ίδιο, αλλά τελικά δεν ήταν και πολύ διαφορετικό.
Όταν με αγγίζεις, είναι σαν να μη μ’ έχει αγγίξει ποτέ γυναίκα. Ναι, κι αυτό
ήταν το ίδιο. Την έκανε να αισθάνεται σαν να ήταν ο πρώτος. Τόσο
εξωπραγματικό ήταν να φαντάζεται ότι θα μπορούσαν να κάνουν ένα
καινούριο ξεκίνημα; Αν την αγαπούσε όσο τον αγαπούσε κι εκείνη, ήταν
σίγουρη ότι θα μπορούσαν. Την αγαπούσε όμως; Καθώς η άμαξα πλησίαζε
στην Έπαυλη Κίλελαν, η Κρέσι επέτρεψε στον εαυτό της να ελπίσει. Όχι για
τη συμβατική ευτυχή κατάληξη με λουλούδια κι ευχές. Δεν την ενδιέφεραν
αυτά. Αλλά για κάτι καινούριο, κάτι που θα δημιουργούσαν μαζί εκείνη κι
ο Τζοβάνι. Και το πρώτο βήμα ήταν να τον δει, να του μιλήσει, να του
εξηγήσει.
Πετάχτηκε έξω από την άμαξα προτού προλάβει ο υπηρέτης να κατεβάσει
τα σκαλάκια, και βρισκόταν ήδη στο χολ προσπαθώντας να λύσει το
καπέλο της, όταν η Μπέλα άνοιξε την πόρτα του σαλονιού της. «Κανένα
νέο», είπε βιαστικά η Κρέσι στη μητριά της. «Ούτε ίχνος από την Κορντίλια.
Θα γράψω απόψε στον πατέρα μου, αλλά πρώτα πρέπει... σου ζητώ συ-
γνώμη, αλλά πρέπει να δω τον Τζοβάνι. Ξέρεις πού είναι;»
Η έκφραση της Μπέλα μάλλον παρά τα λόγια της την έκαναν να
σταματήσει απότομα. Οίκτος. «Έφυγε;» επανέλαβε, προσπαθώντας να
κατανοήσει τη λέξη. «Πού πήγε;»
«Στην Ιταλία, απ’ ό,τι φαίνεται», της είπε η Μπέλα.
Το να γκρεμίζονται εντελώς οι ελπίδες σου είναι σαν να σε γδέρνουν
ζωντανό, ανακάλυψε η Κρέσι και της έπεσε το καπέλο απ’ τα χέρια. Ένιωθε
σαν μικρό παιδί που είχε ανοίξει λάθος δώρο στα γενέθλιά του. Ή που δεν
του είχαν κάνει κανένα δώρο. Ή... για όνομα του Θεού, τι σημασία είχε πώς
ένιωθε! Η Κρέσι ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, όρμησε στην κρεβατοκά-
μαρά της, κλείδωσε την πόρτα και ξέσπασε σε γοερά κλάματα σαν μωρό.
***
Δεν ανακάλυψε τα πορτραίτα παρά μόνο την επόμενη μέρα. Η Μπέλα ήταν
εκείνη που της είπε να κοιτάξει στη σοφίτα. «Τα άφησε για σένα».
«Τα είδες;»
«Τι σκεφτόσουν, Κρεσίντα; Δεν το πιστεύω ότι άφησες τα πράγματα να
προχωρήσουν τόσο πολύ».
«Κατά την άποψή μου, δεν προχώρησαν αρκετά», απάντησε η Κρέσι, τόσο
εξαντλημένη και θλιμμένη, που δεν είχε διάθεση για υπεκφυγές. «Τον
αγαπώ, Μπέλα. Τον αγαπώ».
Αν ζητούσε παρηγοριά, θα απογοητευόταν. «Είσαι ανόητη τότε»,
αποκρίθηκε η μητριά της. «Δε σε προειδοποίησα για τέτοιους άντρες;»
«Είπες πως είναι άκαρδος, μα δεν είναι».
«Σε εξέθεσε, Κρέσι; Γιατί, αν είσαι έγκυος, μπορώ να βοηθήσω. Πιστεύω
ότι υπάρχει τρόπος να... Είσαι έγκυος; Όλο για πονοκεφάλους
παραπονιόσουν τελευταία, σκεφτόμουν πως ήταν σημάδι ότι ίσως ήσουν...
είσαι;»
Αυτή η αλλαγή, και ο παράξενος τόνος της Μπέλα -λαχτάρα ήταν;- την
μπέρδεψαν και δεν απάντησε αμέσως. Η Μπέλα είχε χάσει κι άλλα κιλά από
την τελευταία φορά που την είχε δει, παρατήρησε. Για την ακρίβεια, είχε
χάσει πολύ βάρος τις τελευταίες βδομάδες. Δεν το καταλάβαινες εύκολα με
το φαρδύ φόρεμά της, μα αν δεν ήξερε σίγουρα ότι η Μπέλα φούσκωνε, θα
πίστευε... Το ήξερε σίγουρα; «Όταν πρωτοείπες στον πατέρα μου για την
εγκυμοσύνη σου, εκείνος είπε ότι σε εξέτασε ο σερ Γκίλμπερτ», είπε η Κρέσι.
«Αχ, αυτός!» Η Μπέλα κούνησε περιφρονητικά το χέρι της. «Του είπα πως
ήμουν αδιάθετη και μου είπε να ξεκουραστώ».
«Ώστε δε σε εξέτασε;»
Η Μπέλα την κοίταξε κάπως αμήχανα. «Δε χρειαζόταν».
«Είσαι πράγματι έγκυος, Μπέλα; Περιμένεις όντως παιδί;»
Η μητριά της έκανε ένα βήμα πίσω, κρατώντας προστατευτικά την κοιλιά
της. «Αν ανησυχείς για τον πατέρα σου, δε χρειάζεται», της είπε. «Θα λείψει
πολλούς μήνες. Μέχρι να δεήσει να μας επισκεφτεί ξανά, θα μου έχεις
δώσει ήδη το μωρό σου. Σίγουρα θα είναι κορίτσι. Και η Κάσι και η Σίλια
έκαναν πρώτα κορίτσια. Ο Χένρι δεν πρόκειται να καταλάβει τη διαφορά».
«Μπέλα, τι στην ευχή εννοείς;»
«Είδα τους πίνακες -και τους τρεις. Όταν έφυγε, ανέβηκα στη σοφίτα και
τους είδα. Αποκλείεται να σε ζωγράφισε έτσι, αν δεν είχες... όμως δεν έχει
σημασία». Η Μπέλα της άπλωσε ικετευτικά το χέρι της. «Δεν έχει σημασία,
Κρέσι. Θα το πάρω εγώ το μωρό σου. Το κοριτσάκι σου. Θα το μεγαλώσω
σαν δικό μου και δε θα πω ποτέ τίποτα, σ’ το υπόσχομαι».
«Μπέλα, δεν είμαι έγκυος», της είπε μαλακά η Κρέσι, «και μου φαίνεται
πως ούτε εσύ είσαι, έτσι δεν είναι;»
Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Μπέλα. «Νόμιζα πως ήμουν,
αλήθεια το νόμιζα. Είχα όλες τις ενδείξεις. Σταμάτησαν τα έμμηνά μου. Και
ήμουν αδιάθετη, ήμουν αδιάθετη όλη την ώρα. Η κοιλιά μου μεγάλωσε. Και
τα στήθη μου. Και τα είδες τα πόδια μου, Κρέσι».
«Τα είδα». Η Κρέσι πέρασε το χέρι της στη μέση της Μπέλα και την
οδήγησε στη σεζλόνγκ. «Τα είδα».
«Δεν έλεγα ψέματα».
«Όχι. Όχι, ασφαλώς δεν έλεγες ψέματα».
«Αλλά μετά όλα σταμάτησαν. Και ξανάρχισαν τα έμμηνά μου. Και
αισθάνομαι ένα κενό μέσα μου. Ένα τρομερό κενό. Αλλά δεν ήταν ποτέ εκεί
το κοριτσάκι μου. Η Τζέινι είπε... είπε ότι... είπε ότι μερικές φορές, όταν μια
γυναίκα θέλει κάτι πάρα πολύ, μπορεί να φανταστεί ότι συμβαίνει στην
πραγματικότητα. Μου ήταν αδιανόητο να πω στον πατέρα σου την
αλήθεια -φαντάζεσαι την αντίδρασή του-, οπότε συνέχισα να προσποι-
ούμαι, να ελπίζω, γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω». Δάκρυα κύλησαν στα
βαμμένα με ρουζ μάγουλα της Μπέλα.
«Μην κλαις, σε παρακαλώ, όλοι μπορεί να έχουμε αυταπάτες όταν
θέλουμε κάτι πολύ», αποκρίθηκε μαλακά η Κρέσι, που σκέφτηκε τις δικές
της προφανώς ανόητες ελπίδες και τα σχέδια που έκανε στην άμαξα. Και
τότε θυμήθηκε πάλι με πόνο ότι ο Τζοβάνι είχε φύγει. Είχε φύγει!
«Πίστευα ότι αν είχες κάνει την ανοησία να του επιτρέψεις... είσαι σίγουρη,
Κρέσι;»
«Μπέλα, μακάρι να είχα κάνει την ανοησία. Η αλήθεια είναι ότι
ευχαρίστως θα έκανα την ανοησία, αν με άφηνε. Αλλά ήταν ο Τζοβάνι κι όχι
εγώ που δεν... δεν... δεν το έκανε».
«Α». Η Μπέλα της έσφιξε το χέρι. «Το ξέρω πως είναι τρομερό αυτό που
θα πω, αλλά ομολογώ πως εύχομαι να το είχε κάνει».
Η Κρέσι γέλασε θλιμμένα. «Όχι όσο το εύχομαι εγώ».
***
Παρέδωσε, τελικά, τη μητριά της στην τρυφερή περιποίηση της Τζέινι. Η
νταντά την τράβηξε παράμερα για να της ζητήσει συγνώμη. «Ήθελα να πω
κάτι, μιλαίδη, αλλά δεν ήξερα τι να πω». Η Κρέσι της είπε να μην ανησυχεί,
της ζήτησε να φροντίσει την Μπέλα και το ’σκάσε γεμάτη ενοχές.
Τρεις πίνακες. Η Μπέλα είχε πει τρεις πίνακες. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα
της σοφίτας και σήκωσε ψηλά τη λάμπα πετρελαίου, γιατί είχε βραδιάσει.
Ούτε καβαλέτα υπήρχαν, ούτε παλέτα, ούτε πινέλα. Μόνο η μυρωδιά από
λινέλαιο και νέφτι παρέμενε αμυδρά στην ατμόσφαιρα. Ο Τζοβάνι δεν ήταν
εκεί. Ασφαλώς και δεν ήταν, μα πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να πάψει να
τον ψάχνει.
Οι πίνακες στέκονταν στη σειρά μπροστά στη σεζλόνγκ δίπλα στο
παράθυρο. Πράγματι, ήταν τρεις οι καμβάδες. Η λαίδη Κρεσίντα, έλεγε η
επιγραφή δίπλα στον αριστερό πίνακα. Ο κύριος Μπράουν, ήταν γραμμένο
στην επιγραφή του δεξιού πορτραίτου. Ο ολοκληρωμένος πίνακας είχε μια
σπιρτάδα που δεν είχε προσέξει όσο ήταν ημιτελής. Την έκανε να χαμογε-
λάσει, και την τάραξε ελαφρώς. Το πορτραίτο ήταν μες στις αντιθέσεις και
έθετε πολύ περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντούσε. Πώς ήταν τόσο
φαντασμένη και νόμιζε πως ήξερε το παραμικρό για την τέχνη; Η ανόητη
θεωρία της, η απόλυτα λογική και ακριβής θεωρία της, δεν εξηγούσε
καθόλου πώς χρησιμοποιούσε τα συναισθήματα η πραγματική τέχνη.
Στράφηκε τότε στο μεσαίο πορτραίτο και ένιωσε σαν να δέχτηκε γροθιά
στο στομάχι. Η Κρέσι, έλεγε η επιγραφή. Σκέτα Κρέσι. Απλωμένη γυμνή
στον καμβά, υπέροχα και προκλητικά γυμνή, με τα χέρια πάνω από το
κεφάλι της, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει τα στήθη και το
φύλο της. Το χαμόγελό της ήταν αδιάντροπο και γι’ αυτόν το λόγο ακόμη
πιο σκανταλιάρικο. Η Κρέσι. Απλώς η Κρέσι, αποκαλυμμένη και γυμνή. Έτσι
την έβλεπε ο Τζοβάνι, να αψηφά κάθε κανόνα, και έμφυτα όμορφη με
τρόπο που εκείνη δε θα μπορούσε να εξηγήσει, αν και δε χρειαζόταν. Ήταν
η αλήθεια. Η μη εξωραϊσμένη αλήθεια. Και ήταν όμορφη η αλήθεια, η ίδια
ήταν όμορφη.
Κατάλαβε επιτέλους, κοιτώντας τον εαυτό της έτσι όπως δεν τον είχε
ξαναδεί, αλλά αναγνωρίζοντάς τον απόλυτα. Η τέχνη του Τζοβάνι έδειχνε
την αλήθεια για εκείνη, το μοντέλο, αλλά και για τον εαυτό του, το
ζωγράφο. Ήταν ξεκάθαρο, σαν να το είχε γράψει με έντονα κεφαλαία
γράμματα. Αυτή, έλεγε ο Τζοβάνι, είναι η γυναίκα που αγαπώ.
Κεφάλαιο 11

Η Φλωρεντία ήταν όσο όμορφη τη θυμόταν. Ο Τζοβάνι προχωρούσε κατά


μήκος της όχθης του Άρνου καθώς το ηλιοβασίλεμα έλουζε με μια ζεστή
λάμψη τα πέτρινα κτίρια στην απέναντι όχθη, δημιουργώντας έναν
εκθαμβωτικό συνδυασμό φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα
κοσμηματοπωλεία στην Πόντε Βέκιο είχαν ήδη κλείσει, μα οι τελευταίες
αχτίδες του ήλιου χάιδευαν τις παλιές πέτρες, γλυκαίνοντας το χρώμα τους
από απαλό κίτρινο σε κοκκινωπό καφέ. Οι καμάρες καθρεφτίζονταν τόσο
καθαρά στο νερό, που ήταν σαν να υπήρχε κι άλλη γέφυρα, μια ανάποδη
γέφυρα που πνιγόταν σιγά σιγά. Ήταν μια μελαγχολική σκέψη, αλλά την
έδιωξε αμέσως. Δεν είχε σκοπό να πνιγεί σιγά σιγά, όχι πλέον. Γι’ αυτόν το
λόγο είχε έρθει εδώ, στη Φλωρεντία.
Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να ζωγραφίσει αυτό το σκηνικό, μα το
έργο του δεν είχε ποτέ αίγλη. Όσο όμορφη κι αν ήταν η πόλη, δε θα γινόταν
ποτέ τοπιογράφος. Οι άνθρωποι τον ενδιέφεραν, όχι τα τοπία. Και αυτή τη
στιγμή, καθώς τα πόδια του προχωρούσαν από μόνα τους προς το
Παλάτσο Φαντσίνι, ένας άνθρωπος συγκεκριμένα.
Ο πύργος, χτισμένος από την οικογένεια Φαντσίνι την εποχή της
Αναγέννησης, ήταν κατασκευασμένος με πρότυπο το παλάτι που είχαν
χτίσει οι διαβόητοι Μέδικοι. Με ρωμαϊκό ρυθμό και κλασικές αναλογίες,
είχε την πρόσοψή του, που ήταν διακοσμημένη με γύψο, στο δρόμο ενώ η
πίσω πλευρά έβλεπε σε όμορφους κήπους. Ο υπηρέτης που άνοιξε την
τεράστια δρύινη πόρτα τού ήταν άγνωστος. Από την άλλη, ο ήχος από τα
βήματά του στην εσωτερική αυλή με το περιστύλιο καθώς κατευθυνόταν
προς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του κόμη του ήταν πολύ γνώριμος.
Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, όταν έπαιζε μόνος του εδώ. Είδε και το
φάντασμα του έφηβου εαυτού του να βρίσκει εδώ καταφύγιο από τον
ζεστό ήλιο τα καλοκαίρια, με την πλάκα ιχνογραφίας στο γόνατό του, και
να σκιτσάρει με τόση αυτοσυγκέντρωση που ήταν σχεδόν κωμικό.
Τα διαμερίσματα του κόμη Φαντσίνι διαδέχονταν το ένα το άλλο, μια
σειρά σαλονιών με ολοένα αυξανόμενη μεγαλοπρέπεια. Τον παλιό καιρό,
του είχε πει ο κόμης, η κοινωνική θέση ενός επισκέπτη προσδιοριζόταν
εύκολα από το πόσο προχωρούσε μέσα στα διάφορα δωμάτια προς το
εσώτερο άδυτο. Τον παλιό καιρό. Ο πατέρας του Τζοβάνι είχε την τάση να
μιλάει σαν να είχε ζήσει ο ίδιος στην Αναγέννηση, σαν να είχε την εύνοια
των Μεδίκων, σαν να είχε επιρροή και εξουσία ζωής και θανάτου. Που είχε,
βέβαια, στο γιο του, μέχρι που ο Τζοβάνι έφυγε από τον πύργο για πάντα.
Όχι, ήταν ψέμα. Ο κόμης Φαντσίνι συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στο
γιο του όλα τα χρόνια που εκείνος νόμιζε πως ήταν ελεύθερος. Η Κρέσι είχε
δίκιο σ’ αυτό. Σήμερα όμως θα έπαιρνε τέλος αυτή η κατάσταση.
Όταν ο υπηρέτης άνοιξε τις τελευταίες πόρτες, αυτές που οδηγούσαν στο
μεγαλοπρεπέστερο από τα σαλόνια, με χρυσά ανάγλυφα στα ταβάνια και
ταπετσαρίες στους τοίχους που ήταν κεντηθεί πριν από αιώνες, ο Τζοβάνι
σταμάτησε. Τον κατέκλυσαν αναμνήσεις, με ωμή διαύγεια. Ξυλοδαρμοί και
δάκρυα, και καθώς εκείνος μεγάλωνε και μεγάλωνε μαζί του το πείσμα και
η πικρία του, ξυλοδαρμοί που τους υπέμενε στωικά με τα μάτια στεγνά. Η
τιμωρία και η ανταμοιβή ήταν η βίβλος του πατέρα του. Είχε προσπαθήσει.
Παρά τη φοβερή θλίψη του από τον βίαιο αποχωρισμό του από τους
θετούς γονείς του, ο Τζοβάνι είχε προσπαθήσει να ευχαριστήσει τον
πατέρα του.
Μα ό,τι κι αν έκανε, ο κόμης δεν ευχαριστιόταν ποτέ, και με το να λες σ’
ένα αγόρι επανειλημμένα πως είναι άχρηστο, θα το κάνεις σίγουρα να
εξεγερθεί.
Ο υπηρέτης έβηξε διακριτικά. Ο Τζοβάνι μπήκε στο σαλόνι. Ο κόμης
Φαντσίνι καθόταν στο βάθος, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στους
κήπους. Δε σηκώθηκε, αλλά καθώς τον πλησίαζε, ο Τζοβάνι είδε ότι ο λόγος
ήταν αναπηρία και όχι έλλειψη διάθεσης. Ο γέρος καθόταν σε μια
αναπηρική καρέκλα.
«Κόντε». Ο Τζοβάνι του φίλησε το χέρι. Ήταν γεμάτο γεροντικές κηλίδες
και οι φλέβες πετάγονταν μέσα από το διάφανο δέρμα.
«Μίο φίλιο. Ώστε ήρθες επιτέλους. Θα σου είπαν, φαντάζομαι, ότι
πεθαίνω».
«Νο, πάντρε». Αν και θα ήταν φανερό ακόμη και σε έναν άσχετο
παρατηρητή. Ο Τζοβάνι κάθισε απέναντι από τον πατέρα του. Ο κόμης
ήταν ανέκαθεν ρωμαλέος άντρας, ψηλός σαν τον Τζοβάνι, αλλά πολύ πιο
γεροδεμένος. Τούτος ο γέρος είχε την αποστεωμένη, μαραμένη όψη
ετοιμοθάνατου. Δεν μπορούσε να θυμώσει με έναν άνθρωπο που είχε
εξασθενίσει τόσο τραγικά. Όλα όσα ήθελε να του πει, οι επικρίσεις και οι
κατηγορίες, όλα χάθηκαν από τις σκέψεις του. Ποιο το νόημα; Είχε συμβεί.
Ήταν κομμάτι του εαυτού του. Είχε τελειώσει. Ο Τζοβάνι έπιασε το χέρι του
πατέρα του. «Ήρθα να σου πω αντίο, πάντρε», του είπε μαλακά. «Όχι
επειδή πεθαίνεις, αλλά επειδή πρέπει να ζήσω».
Δεν επρόκειτο να υπάρξει καμία τρυφερή επιθανάτια συμφιλίωση. Ο
κόμης ήταν πολύ πεισματάρης και συνηθισμένος να γίνεται το δικό του. Δε
θα υπήρχε ποτέ αγάπη μεταξύ τους, ούτε καν στοργή, αλλά συμφώνησαν
επιτέλους και οι δύο, απρόθυμα, να χωρίσουν. Τα χαρτιά που θα
απάλλασσαν τον Τζοβάνι από την κληρονομιά του θα συντάσσονταν την
επόμενη μέρα. Ο κόμης αρνήθηκε να συζητήσει ποιος θα κληρονομούσε
τώρα που ο Τζοβάνι είχε επιβεβαιώσει ότι δε θα ήταν εκείνος ο κληρονόμος.
Με μια ηχώ του παλιού εαυτού του, γέλασε χλευαστικά όταν ο γιος του
πρότεινε τη δημιουργία ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος ως την κατάλληλη
λύση. «Να δωροδοκήσω τον Παντοδύναμο, εννοείς, για να με ευνοήσει;
Είναι λίγο αργά, νομίζω». Ο Τζοβάνι δε ζήτησε να μάθει περισσότερα. Ο
πατέρας του ήταν πεισματάρης αλλά όχι χαζός. Είχε δεκατέσσερα χρόνια
καιρό για να καταστρώσει ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη συνέχιση του
ονόματος του.
«Ώστε θα επιστρέψεις στην Αγγλία;» τον ρώτησε ο κόμης καθώς εκείνος
σηκώθηκε για να αποχωρήσει.
«Δεν έχω συγκεκριμένα σχέδια».
«Έμαθα ότι έχεις πολλή ζήτηση. Δε σε περιμένουν ένα σωρό πελάτες;»
Ο Τζοβάνι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχω συγκεκριμένα σχέδια»,
επανέλαβε. Είχε αρχίσει να υποκλίνεται, όταν ο κόμης Φαντσίνι τον άφησε
κατάπληκτο με αυτό που του ζήτησε. «Θέλεις να σε ζωγραφίσω;»
επανέλαβε με δυσπιστία.
«Ως αποχαιρετιστήριο δώρο», είπε ο γέρος με ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο.
«Δε θέλω να με θυμούνται έτσι. Λες ότι θα καταφέρεις να κάνεις όμορφη
τη μαραμένη μου όψη;»
Ο Τζοβάνι γέλασε. «Ακόμη αμφιβάλλεις για μένα. Θα σου αποδείξω ότι
κάνεις λάθος».
«Μην περιμένεις να πληρωθείς. Είναι η τελευταία επιθυμία ενός πατέρα,
το τελευταίο πράγμα που ζητά από τον άσωτο υιό του».
«Τότε θα την πραγματοποιήσω. Και ίσως έτσι να σ’ ευχαριστήσω
επιτέλους».
Δεν του δόθηκε ωστόσο ποτέ η ευκαιρία να μάθει αν τον ευχαρίστησε,
γιατί ο κόμης πέθανε προτού ολοκληρωθεί το πορτραίτο και, άλλωστε,
ήταν ένας πίνακας που φιλοτέχνησε για να ευχαριστήσει τον εαυτό του.
Αυτός ο καμβάς είχε όλη την αλήθεια εκείνου που είχε αφήσει στην Κρέσι.
Ένας γέρος άντρας, κάποτε ισχυρός αλλά τώρα ξεπεσμένος, εντυπωσιακός
αλλά στερημένος.
Ένα δώρο τού έκανε ο κόμης. Όχι τα τελευταία του λόγια γενικά, μα τα
τελευταία του λόγια στον Τζοβάνι. «Ήταν ψέμα ότι σε απαρνήθηκαν
εκείνοι οι ψαράδες», είπε στο γιο του. «Έγραψαν πολλές φορές,
παρακαλώντας να σε επισκεφτούν, να σε δουν άλλη μια φορά. Εγώ τους
ανάγκασα να σου γράψουν λέγοντας ότι ήθελαν να διακόψεις κάθε
επικοινωνία».
«Μπαστάρντο!»
Ο κόμης Φαντσίνι γέλασε. «Για δες. Όταν σε βλέπω έτσι, ξέρω πως είσαι
πράγματι γιος μου. Ξέσφιξε τις γροθιές σου, αγόρι μου, δεν μπορείς να με
πειράξεις πια. Είμαι ήδη πεθαμένος».
«Μα τα γράμματά μου; Τους έγραφα...»
«Κάθε βδομάδα. Και κάθε βδομάδα τα έκαιγα».
«Έπρεπε να το είχα φανταστεί».
Ο κόμης Φαντσίνι χαμογέλασε με όση κακία θυμόταν ο Τζοβάνι. «Πάντοτε
ήσουν πολύ εύπιστος». Το χαμόγελό του έσβησε και τα χείλη του
σούφρωσαν περιφρονητικά ως συνήθως. «Δεν πήρες τελικά το όνομά
μου», είπε. «Ντι Ματέο. Το όνομα αυτών των κοινών ανθρώπων. Έτσι είσαι
γνωστός, όχι ως Φαντσίνι».
«Δεν πίστευα ότι θα ήθελες ένα τόσο σεβαστό όνομα σαν το δικό σου να
συσχετιστεί με ένα ταπεινό επάγγελμα σαν το δικό μου».
«Δεν πίστευα ότι θα γινόσουν τόσο επιτυχημένος».
Τον θεωρούσε όντως ο κόμης επιτυχημένο; είχε αναρωτηθεί ο Τζοβάνι
βλέποντας το ύφος του πατέρα του. Η σιωπή του στέρησε από τον κόμη
την τελευταία του ευκαιρία να χλευάσει το επάγγελμά του. Ό,τι γνώμη κι
αν είχε ο γέρος για τούτο το ζήτημα, την πήρε μαζί του στον τάφο. Όταν
ξαναγύρισε ο Τζοβάνι στον πύργο, ο πατέρας του ήταν αναίσθητος.
***
Πήρε τον ημιτελή καμβά στο κατάλυμά του και τον ολοκλήρωσε εκεί.
Παρευρέθηκε στην κηδεία, παραμένοντας διακριτικά σε απόσταση από τον
υπόλοιπο κόσμο, όταν ενταφιάστηκε η σορός του πατέρα του στη
μεγαλοπρεπή οικογενειακή κρύπτη. Στο τέλος εκείνης της βαρυσήμαντης
μέρας, καθώς έκανε τον συνηθισμένο του απογευματινό περίπατο στις
όχθες του Άρνου και συλλογιζόταν νωχελικά τι πορεία θα ακολουθούσε το
μέλλον του, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι για πρώτη φορά στη ζωή του
ήταν πραγματικά ελεύθερος. Είχε ελευθερωθεί από το παρελθόν του. Δεν
είχαν ξεπλυθεί οι αμαρτίες του, ωστόσο ο ίδιος είχε εξαγνιστεί. Ό,τι έγινε,
έγινε. Είχε κάνει λάθη. Και τα είχε πληρώσει ακριβά. Τώρα ήταν ελεύθερος
να επιλέξει το μέλλον του. Και δεν μπορούσε να διανοηθεί το μέλλον του
χωρίς την Κρέσι.
Την Κρέσι, που της άξιζε κάτι καλύτερο απ’ αυτόν. Όμως,
συνειδητοποίησε, σαν να άστραψε ξαφνικά κάτι μες στο μυαλό του, όσο
άστραφτε ο ήλιος στα βιτρό του Καθεδρικού του Μπρουνελέσκι, δεν την
είχε αφήσει να διαλέξει η ίδια. Είχε πάρει την απόφαση για λογαριασμό της
με το να φύγει. Είχε αποφασίσει ιπποτικά ότι δε θα της φορτωνόταν, μα αν
έκανε λάθος; Δεν την είχε ρωτήσει. Ντίο, κι αν είχε σφάλει;
Όρμησε τρέχοντας στα στενά δρομάκια της Φλωρεντίας με προορισμό το
κατάλυμά του. Έπρεπε να μαζέψει τα πράγματά του. Έπρεπε να
επιστρέψει στην Αγγλία. Πρόντο. Έτρεχε σαν να ήταν θέμα ζωής και
θανάτου. Και πράγματι ήταν.
***
Ήταν αργά το απόγευμα και ο ήλιος έριχνε χρυσαφένιες αχτίδες μες στη
σοφίτα, κάνοντας το φόρεμα της Κρέσι να λαμπυρίζει. Στις βδομάδες που
πέρασαν μετά την αναχώρηση του Τζοβάνι από το Κίλελαν, είχε φτάσει το
καλοκαίρι, η Μπέλα εξακολουθούσε να αδυνατίζει, η Κορντίλια παρέμενε
εξαφανισμένη εκτός από ένα σύντομο σημείωμα με το οποίο είχε δια-
βεβαιώσει την αδερφή της πως ήταν καλά, και η Κρέσι έβαζε τα δυνατά της
να μη μαραζώσει. Ο Τζοβάνι είχε φύγει. Ώρες ώρες θύμωνε μαζί του, αλλά
τον περισσότερο καιρό απλώς στενοχωριόταν. Την αγαπούσε. Ήταν
εμφανές από το πορτραίτο Η Κρέσι και μόνο, μα άλλο να την αγαπά και
άλλο να θέλει να είναι μαζί της. Έλειπε μήνες και ούτε μια λέξη. Ο έρωτας
δε σήμαινε απαραίτητα ότι ήσουν μαζί με τον άλλο. Ήταν τραγωδία, αλλά
ήταν πραγματικότητα και η Κρέσι έπρεπε να τη δεχτεί. Είχε άλλωστε ως
απόδειξη τη σιωπή του. Και αυτό ήταν αρκετό για μία μαθηματικό.
Επάνω στο γραφείο της βρίσκονταν τα προσχέδια του σχολικού της
βιβλίου γεωμετρίας. Ήθελε μερικές τελικές διορθώσεις και θα ήταν έτοιμο
να εκδοθεί, καθώς η πρακτική εφαρμογή του είχε πείσει τον κύριο
Φρέιγουορθ να το τυπώσει. Σηκώνοντας το βλέμμα της από τα χαρτιά,
κοίταξε τον τοίχο πάνω από το γραφείο της και περιεργάστηκε το
κορνιζαρισμένο τρίπτυχο. Είχε μπει στον πειρασμό να κρεμάσει τους τρεις
πίνακες στην πινακοθήκη με τα πορτραίτα, αλλά ούτε καν η αναμενόμενη
φρίκη του πατέρα της, αν επέστρεφε κάποτε από τη Ρωσία, δε θα την
έπειθε να τα εκθέσει δημόσια. Αν ο Τζοβάνι ήθελε να τα δει οποιοσδήποτε
άλλος πέρα από την ίδια, θα τα είχε πάρει μαζί του ή θα της το έλεγε. Γι’
αυτόν το λόγο, και όχι από ντροπή, είχε αποφασίσει ύστερα από πολλή
σκέψη να μην τα υποβάλει στη Βασιλική Ακαδημία για λογαριασμό του. Τα
πορτραίτα αφηγούνταν την ιστορία τους, τη δική της και του Τζοβάνι.
Οπότε τα είχε κρεμάσει εδώ, στο ατελιέ όπου είχαν ζωγραφιστεί, όπου είχε
εξελιχτεί η ιστορία τους, και είχε μετατρέψει τη σοφίτα σε προσωπικό της
γραφείο. Καθώς δεν της απέμενε κάτι άλλο, είχε πέσει με τα μούτρα στη
δουλειά της.
Η καινούρια γκουβερνάντα των αγοριών είχε αναλάβει τη θέση της την
περασμένη βδομάδα. Η Κρέσι είχε επιμείνει ν’ ακουστεί η γνώμη του
Φρέντι, του Τζορτζ, του Τζέιμς και του Χάρι στη διαδικασία επιλογής, και οι
αδερφοί της είχαν συμπαθήσει αμέσως τη δεσποινίδα Λάνγκτον, που είχε
και η ίδια πέντε αδερφούς. Τους έκανε μάθημα από το καινούριο σχολικό
βιβλίο της Κρέσι. Ο εκδοτικός οίκος, που θα τύπωνε το πρώτο, ζητούσε ήδη
και το δεύτερο. Φαίνεται πως η Κρέσι είχε συμπληρώσει ένα κενό στην
αγορά των σχολικών βιβλίων. Ο λόρδος Άρμστρονγκ δε γνώριζε τίποτε για
όλες αυτές τις εξελίξεις. Θα επέστρεφε περιμένοντας έναν ακόμη γιο και θα
έβρισκε αντιθέτως μια καινούρια γκουβερνάντα, δυο φευγάτες κόρες και
κατά πάσα πιθανότητα μια ανεξάρτητη σύζυγο. Η Κρέσι ευχόταν σχεδόν να
ήταν εδώ για να το δει. Σχεδόν.
Έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και προχώρησε ανήσυχα μέχρι το
παράθυρο. Είχε ήδη αρχίσει να κανονίζει την επίσκεψή της στη Σίλια. Η
μεγαλύτερη αδερφή της δεν μπορούσε να της υποσχεθεί τίποτε, ωστόσο
την είχε ενθαρρύνει. Και την είχε συγκινήσει που ανυπομονούσε να την
ξαναδεί.
Από το ανοιχτό παράθυρο άκουσε τα χαλίκια να τρίζουν και κατάλαβε
πως είχε φτάσει μια άμαξα. Μάλλον η λαίδη Ίνελαν, που είχε γίνει
καρδιακή φιλενάδα με την Μπέλα. Κοιτάζοντας έξω, δεν είδε την άμαξα
των Ίνελαν αλλά μία ταξιδιωτική. Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα
γνώριμο, μακρύ πόδι με παντελόνι. Ο κάτοχός του πήδησε στο έδαφος
χωρίς να περιμένει τον υπηρέτη να κατεβάσει τα σκαλάκια. Η Κρέσι
κόντεψε να λιποθυμήσει. Το κεφάλι της άρχισε να βουίζει. Δεν ήταν δυνα-
τόν... πώς ήταν δυνατόν;
Ήταν ηλιοκαμένος και τα μαλλιά του είχαν μακρύνει. Εγκαταλείποντας
κάθε ίχνος ευπρέπειας, η Κρέσι έγειρε ολόκληρη έξω από το φεγγίτη και
του φώναξε:
«Τζοβάνι!»
Εκείνος κοίταξε γύρω του σαστισμένος.
«Τζο-βά-νι!»
Σήκωσε το βλέμμα του. Της χαμογέλασε μ’ εκείνο το χαμόγελο που
φύλαγε μόνο για κείνη. Κι έπειτα έτρεξε στην είσοδο, ανέβηκε τα σκαλιά
και μπήκε στο σπίτι.
Τον συνάντησε στην πόρτα της σοφίτας και ρίχτηκε πάνω του. Εκείνος δε
δίστασε, δεν έκανε πίσω, δεν αντιστάθηκε καθόλου. Την πήρε στην
αγκαλιά του και διάβηκε το κατώφλι της σοφίτας, σηκώνοντας την Κρέσι
στα χέρια του σαν να ήταν νύφη. Δεν είχε ξυριστεί. Το πιγούνι του ήταν
γαλαζωπό από τα αξύριστα γένια του. Φαινόταν κουρασμένος αλλά και
κάπως διαφορετικός. Η Κρέσι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την αλλαγή.
Σταμάτησε να προσπαθεί, όταν αυτός την άφησε κάτω, την έσφιξε πάνω
του και τη φίλησε.
«Κρέσι...» Τη φίλησε ξανά. «Κρέσι, Κρέσι, Κρέσι...»
Και την ξαναφίλησε. Τα γένια του της γρατσούνισαν το δέρμα. Τα χείλη
του ήταν απαλά, το στόμα του ζεστό. Εκείνη στάθηκε στις μύτες των
ποδιών της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Είχε πάνω του
μια μυρωδιά από σκόνη και ταξίδι. Από το σαπούνι που χρησιμοποιούσε
πάντα με άρωμα λεμόνι. Μύριζε λιγάκι ιδρώτα και πάρα πολύ Τζοβάνι. Η
Κρέσι έκλεισε τα μάτια της και εισέπνευσε τη μυρωδιά του, λέγοντας το
όνομά του.
Αυτός τη φιλούσε τώρα στο μέτωπο, στα βλέφαρα, στα φρύδια, στα
μάγουλά της. Φίλησε το αυτί της και, σπρώχνοντας πιο πίσω τα ατίθασα
μαλλιά της, της δάγκωσε τρυφερά το λοβό. Η Κρέσι ήθελε να χωθεί μέσα
του, να τον τυλίξει ολόγυρά της, να γίνουν ένα και να μη χωρίσουν ποτέ
ξανά. «Μου έλειψες», του είπε και έβαλε σχεδόν τα γέλια
συνειδητοποιώντας πόσο ανεπαρκή ήταν τα λόγια της. «Δε μου έγραψες
καν και μου έλειψες τρομερά».
«Κρέσι, έχω να σου πω πάρα πολλά, δεν ξέρεις πόσα θέλω να σου πω».
«Γύρισες, μόνο αυτό έχει σημασία».
Ο Τζοβάνι σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε κατάματα. «Μα είναι
κάτι πάρα πολύ σημαντικό που θέλω να σου πω».
«Μου το είπες ήδη. Το είπες εκεί, αν και πολύ θα ήθελα να το ακούσω
κιόλας». Του έδειξε το τρίπτυχο. Ο Τζοβάνι κοίταξε τους κορνιζαρισμένους
πίνακες σαν να μην τους είχε ξαναδεί, ύστερα χαμογέλασε ξανά, ένα
αισθησιακό χαμόγελο που τυλίχτηκε γύρω από την καρδιά της.
«Δεν το κατάλαβα πως ήταν τόσο προφανές».
«Χαίρομαι πολύ που ήταν», είπε η Κρέσι. «Ήταν το μόνο πράγμα που μου
έδινε κουράγιο».
«Σ’ αγαπώ, Κρέσι». Ο Τζοβάνι την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. Άγγιξε
το μέτωπό της. Το μάγουλό της. Το λαιμό της. Εκείνη ένιωσε τέτοια
αγαλλίαση, που παραλίγο να ξεφωνίσει. «Σ’ αγαπώ πολύ περισσότερο απ’
όσο μπορεί να εκφράσει ο πίνακας. Δε σου αξίζω, αλλά...»
«Μην το πεις, Τζοβάνι».
«Άλλο θα πω, αν με αφήσεις να τελειώσω, τεζόρο».
«Τεζόρο; Τι σημαίνει;»
«Θησαυρέ μου. Κρέσι, θησαυρέ μου, το ξέρω ότι δε σου αξίζω, παρ’ όλα
αυτά σου το ζητώ. Πήγα στην Ιταλία για να... για να αντιμετωπίσω το
παρελθόν μου. Είδα τον πατέρα μου. Όχι, θα σ’ τα πω όλα αργότερα. Τον
είδα και συμφιλιώθηκα μαζί του, και με τον εαυτό μου». Της έπιασε τα
χέρια και τα έβαλε στο στήθος του, πάνω στην καρδιά του. «Είναι δική σου
αν τη θέλεις, Κρέσι. Τι άμο».
Εκείνη ένιωσε την καρδιά του να χτυπά κάτω από την παλάμη της. Και
κατάλαβε γιατί φαινόταν τώρα αλλιώτικος ο Τζοβάνι. Δεν κουβαλούσε πια
δυστυχία μέσα του. «Δε με νοιάζει το παρελθόν, Τζοβάνι. Έχουμε κάνει κι
οι δυο πράγματα για τα οποία μετανιώνουμε. Χάσαμε κι οι δυο πολύ χρόνο
προσπαθώντας να γίνουμε ό,τι ήθελαν οι άλλοι. Δεν εύχομαι να μην είχε
συμβεί, γιατί δε θα ήθελα ν’ αλλάξεις και, πραγματικά, δε με νοιάζει. Μόνο
το μέλλον με νοιάζει». Του έπιασε το χέρι και το έβαλε στη δική της καρδιά,
που χτυπούσε ξέφρενα φτεροκοπώντας μέσα στο στήθος της, σαν να
προσπαθούσε να ξεφύγει. «Τι άμο, τεζόρο. Δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ,
Τζοβάνι».
Αυτή τη φορά τα χείλη του συνέθλιψαν τα δικά της και τη φίλησε
διψασμένα, αχόρταγα. Οι γλώσσες τους έσμιξαν και το πάθος που
σιγόκαιγε ανάμεσά τους ανικανοποίητο για τόσο καιρό, φούντωσε σαν
άγρια φλόγα. Της έπιασε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια και τα δάχτυλά
του χώθηκαν στις ατίθασες μπούκλες της, τις τράβηξαν από την κορδέλα
τους και τις άπλωσαν στην πλάτη της.
Σφίγγοντάς τη κοντά του, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της και
εισέπνευσε βαθιά. «Λεβάντα. Και Κρέσι. Πόσο μου έλειψε». Τη φίλησε πάλι
στο στόμα, τρυφερά αυτή τη φορά, ύστερα με ολοένα μεγαλύτερο πάθος.
Τα χέρια του γλιστρούσαν ξέφρενα στην πλάτη της, στη μέση της, στους
γλουτούς, στα στήθη της. Έτρεμε. «Δεν ξέρω τι να κάνω», της είπε με ένα
λοξό χαμόγελο. «Νιώθω σαν... είναι ανόητο. Νιώθω σαν να είναι η πρώτη
μου φορά. Δεν ξέρω τι να κάνω».
Τα λόγια του, ο τρόπος που την κοιτούσε, παθιασμένα και ερωτικά, μα και
ντροπαλά σχεδόν... της φάνηκε ότι θα λιποθυμούσε από την αγάπη της για
κείνον. Της ερχόταν να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια, να κλάψει, να
βροντοφωνάξει την αγάπη της από το παράθυρο της σοφίτας. «Κάνε μου
έρωτα, Τζοβάνι», του είπε, «μόνο αυτό θέλω. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτε
άλλο».
Με μια σιγουριά που δεν ένιωθε καθόλου, η Κρέσι κλείδωσε την πόρτα της
σοφίτας, οδήγησε τον Τζοβάνι στην αιγυπτιακή καρέκλα και τον έβαλε να
καθίσει. Έριξε μια ματιά στην εικόνα της που κρεμόταν στον τοίχο. Η Κρέσι.
Με δάχτυλα που έτρεμαν, άρχισε να ξεκουμπώνει αδέξια τα κουμπιά του
φορέματος της. Δε γδυνόταν με ιδιαίτερα κομψό τρόπο, μα δεν είχε
αμφιβολία πώς το εκλάμβανε εκείνος. Την κοιτούσε καθηλωμένος, καθώς
η Κρέσι έριξε από πάνω της το φουστάνι με ένα κούνημα των ώμων της.
Μένοντας με τα εσώρουχά της, έφερε στο μυαλό της τα λόγια του από τη
στοά των ψιθύρων.
«Κορσέδες», του είπε και στάθηκε με την πλάτη μπροστά του. Η ανάσα
του χάιδευε ζεστή τον αυχένα της καθώς τα δάχτυλά του πάλευαν να
λύσουν τα κορδόνια. Όταν η Κρέσι γύρισε από την άλλη, οι κόρες των
ματιών του ήταν σχεδόν μαύρες. Τα μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει
και βαριανάσαινε. Εκείνη έβγαλε τα μεσοφόρια της και, γυρνώντας λοξά,
έβαλε το ένα της πόδι σε ένα σκαμνάκι και έσκυψε. Ένιωσε την κιλότα της
να τσιτώνεται στους γλουτούς της και εισέπραξε με ευχαρίστηση μια
κοφτή ανάσα από τον Τζοβάνι. Η γραμμή της ομορφιάς. Έβγαλε το
παπούτσι της και κατέβασε σιγά σιγά την κάλτσα της. Δεν είχε ξαναδεί
τέτοια έκφραση πάθους. Άναψε ολόκληρη. Η κοιλιά της σφίχτηκε από την
προσμονή. Γύρισε από την άλλη για να επαναλάβει τη διαδικασία. Κάμψη.
Παπούτσι. Κάλτσα.
Μόνο το κομπινεζόν και την κιλότα της φορούσε τώρα. Με γρήγορες
κινήσεις τα έβγαλε κι αυτά. Έριξε μια ματιά στο πορτραίτο -αν και το
θυμόταν πολύ καλά. Εκείνος την είδε να το κοιτάζει και χαμογέλασε. Η
Κρέσι ξάπλωσε στη σεζλόνγκ. Άπλωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι
της και τέντωσε την πλάτη της. Οι θηλές της ήταν σκληρές. Γύρισε το
κεφάλι της και του χαμογέλασε. Το χαμόγελο της Κρέσι. Της ήρθε αβίαστα,
κοιτάζοντας έτσι όπως ήταν τον άντρα που αγαπούσε. Σαγηνευτική.
Προκλητική. Γεμάτη σιγουριά.
Ο Τζοβάνι πετάχτηκε όρθιος τώρα και άρχισε να γδύνεται βιαστικά,
πετώντας τα ρούχα του ολόγυρα στο δωμάτιο, τραβώντας τόσο άγρια το
πουκάμισό του, που ξηλώθηκαν τα κουμπιά και τινάχτηκαν στον αέρα. Η
Κρέσι του άπλωσε το χέρι της. Γυμνός, λαχανιασμένος, με ένα βλέμμα
παράφορο, τον ανδρισμό του σε στύση, την κοίταξε λες κι εκείνη ήταν...
«Τι όμορφη που είσαι», της είπε και γονάτισε μπροστά της. «Τεζόρο, σέι
μπελίσιμα. Δεν πιστεύω πως έχω ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα. Κρέσι...
Κρέσι μου».
Ούτε εκείνη πίστευε πως είχε ξαναδεί τόσο όμορφο άντρα καθώς ο
Τζοβάνι έσκυψε και τη φίλησε. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο
ευτυχισμένη όσο τώρα, που τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, που του
άνοιξε το στόμα της. Ήταν ξαναμμένη και τόσο τσιτωμένη, όλο της το
κορμί μυρμήγκιαζε, που νόμισε ότι θα έφτανε σε οργασμό από το φιλί του
και μόνο. Εκείνος κατηφόρισε με φιλιά στο στήθος της, πήρε τη θηλή της
στο στόμα του και τη ρούφηξε αργά. Η Κρέσι ξεφώνισε και το μυαλό της
σταμάτησε να λειτουργεί.
Για ώρες, θαρρείς, ο Τζοβάνι φιλούσε τα στήθη της, τα χάιδευε, τα έκλεινε
μέσα στις χούφτες του, έχωνε το πρόσωπό του ανάμεσά τους. Η Κρέσι
σπαρταρούσε και αγωνιζόταν να μη χάσει εντελώς τον έλεγχο, όταν
εκείνος κατηφόρισε με φιλιά στην κοιλιά της. «Το πιο απαλό σημείο»,
μουρμούρισε και της άνοιξε ευλαβικά τα πόδια, την τράβηξε προς το μέρος
του κι έπειτα έβαλε τα χέρια του κάτω από τους γλουτούς της και την
ανασήκωσε. «Το πιο απαλό», ξαναείπε, με φωνή βραχνή από το πάθος, και
φίλησε τους μηρούς της, χαϊδεύοντας με τη γλώσσα του τη μαλακή σάρκα
της.
Η έξαψή της φούντωσε. Νόμιζε πως είχε νιώσει και πρώτα πάθος μαζί του,
μα τώρα ήταν πολύ διαφορετικά. Τα χάδια του άναβαν φωτιές μέσα της,
της ερχόταν να ουρλιάζει, να παραδοθεί στις φλόγες που γίνονταν
πυρκαγιά ολόκληρη με τα φιλιά του, ωστόσο δεν ήθελε να παραδοθεί
ακόμη. Όταν η γλώσσα του άγγιξε τις υγρές πτυχές του φύλου της, η Κρέσι
κλαψούρισε. Αν και την άγγιζε απαλά, ανάλαφρα σαν πούπουλο, δεν το
άντεχε. Κύρτωσε την πλάτη της, έχωσε τις φτέρνες της στη σεζλόνγκ,
έμπηξε τα χέρια της στους ώμους του. «Τζοβάνι...» Η γλώσσα του άρχισε να
τη χαϊδεύει πιο άγρια τώρα. «Ναι... σε παρακαλώ... αχ, Τζοβάνι». Και ακόμη
πιο άγρια. Ο οργασμός της ξέσπασε σαν θύελλα, την πλημμύρισε κατά
κύματα, την έκανε να σφιχτεί και να τρέμει, τη συγκλόνισε ολόκληρη.
Άκουσε τον εαυτό της να ξεφωνίζει, μα ήταν τόσο παράξενη η φωνή της,
σαν να ερχόταν από κάπου μακριά, που της φάνηκε ότι δεν ήταν δική της.
Έτσι όπως έτρεμε ακόμη, εκείνος την άγγιξε ξανά με τη γλώσσα του και η
Κρέσι δεν άντεξε άλλο. Σωριάστηκε στο πάτωμα δίπλα του, τύλιξε τα χέρια
και τα πόδια της γύρω του, τον τράβηξε πάνω της κι άρχισε να τον
παρακαλά λαχανιασμένη.
Εκείνος τη φίλησε ορμητικά. Έφερε τους γοφούς του κοντά της, μα
ύστερα δίστασε. «Φοβάμαι», της είπε πνιχτά. «Ποτέ άλλοτε δεν έχω θελήσει
κάτι τόσο πολύ. Μόνο που σε κοιτάζω, νιώθω τόσο... Φοβάμαι ότι δε θα
μπορέσω να... Δε θέλω να τελειώσει».
«Τζοβάνι, δεν πρόκειται να τελειώσει όσο ζούμε. Σε παρακαλώ», του είπε
απελπισμένα, «κάνε μου έρωτα».
«Κρέσι, για να πω την αλήθεια, μου φαίνεται πως θα πεθάνω αν δεν το
κάνω».
Τη φίλησε βίαια και εισχώρησε μέσα της αργά. Ευχάριστα. Απολαυστικά.
Υπέροχα. Αισθησιακά. Της ήταν αδύνατον να περιγράψει αυτή την αργή
διείσδυση, καθώς γλιστρούσε μέσα της και το κορμί του έσμιγε σιγά σιγά
με το δικό της. Έτσι όπως στηριζόταν στα χέρια του από πάνω της, με το
στήθος του να γυαλίζει από τον ιδρώτα, να βαριανασαίνει από την
προσπάθειά του να συγκρατηθεί... δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ τόσο όμορφο.
Εκείνος τη φίλησε ξανά κι έμεινε ακίνητος μέσα της. Η Κρέσι ένιωσε τον
ανδρισμό του να πάλλεται. Άρχισαν να πάλλονται και οι μύες της, σαν να
τον μιμούνταν, να τον καλούσαν. Είχαν γίνει ένα οι δυο τους. Ένα.
Εκείνος άρχισε να τραβιέται σιγά σιγά, με κοφτές ανάσες. Η Κρέσι τον
άρπαξε σφιχτά και τον οδήγησε πάλι μέσα της. Αστέρια εξερράγησαν. Δεν
ήταν δυνατόν, κι όμως τα έβλεπε πίσω από τα βλέφαρά της. Άνοιξε τα
μάτια της με κόπο. Το πρόσωπό του ήταν πανέμορφο, τα μάτια του
στυλωμένα στο δικό της πρόσωπο. Ανασήκωσε τους γοφούς της. Εκείνος
ξεροκατάπιε. Έδωσε μια ώθηση. Όχι και τόσο αργά αυτή τη φορά. Κι άλλη
ώθηση. Πιο δυνατά. Ρίγη έξαψης. Τριβή. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει... «Ποτέ
δεν έχω ξανανιώσει...» έκανε πνιχτά η Κρέσι, προσπαθώντας να του πει τι
της έκανε. Ο Τζοβάνι έδωσε άλλη μια ώθηση κι εκείνη τρεμούλιασε. Ήταν
αλλιώτικα αυτή τη φορά, αυτός ο οργασμός. Πιο σφοδρός. Όχι μόνο ο δι-
κός της. Την κατέκλυσε, τη σάρωσε, την έκανε να τον αρπάξει, να
γαντζωθεί πάνω του, να ξεφωνίσει ασυγκράτητα το όνομά του, καθώς
εκείνος έδωσε μια τελευταία ώθηση και έπεσε πάνω της, με μια δυνατή
κραυγή εξίσου ασυγκράτητη με τη δική της.
***
«Έφτιαξα το πορτραίτο του προτού πεθάνει», είπε ο Τζοβάνι ύστερα από
αρκετή ώρα, ενώ ήταν αγκαλιασμένοι στη σεζλόνγκ, με το φως του
ηλιοβασιλέματος να λούζει τα κορμιά τους, και αφού της είχε πει για την
επανασύνδεσή του με τον κόμη, που δεν ήταν επανασύνδεση. «Θα σου το
δείξω αργότερα. Πιστεύω πως είναι καλό». Της χάιδεψε τα μαλλιά. «Μου το
ζήτησε ο ίδιος, μα δεν το ζωγράφισα για κείνον, το ζωγράφισα για μένα».
«Δεν το μετανιώνεις που απέρριψες τόσο μεγάλη κληρονομιά;»
«Δεν μπορούσα να τη δεχτώ, Κρέσι. Το ξέρω πως είναι το μόνο πράγμα
που θα έκανε τον πατέρα σου να συμβιβαστεί με τον...»
«Τον ερωτικό δεσμό μας;» είπε η Κρέσι μ’ ένα γελάκι.
Το χέρι του Τζοβάνι κοκάλωσε. «Τα αισθήματά μου για σένα... δεν είναι
απλώς ένας ερωτικός δεσμός. Θα σου δώσω το όνομά μου, θα σου δώσω
ό,τι έχω και δεν έχω αν το θελήσεις, αλλά, ακόμη κι αν δε θέλεις, δε θα σε
αφήσω ποτέ».
Η Κρέσι γύρισε στο πλάι και στηρίχτηκε στο στήθος του. Του άγγιξε το
μέτωπο. Το μάγουλο. Το λαιμό του. Εκείνος χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας
τη χειρονομία της. «Δε σκοπεύω να φύγω από κοντά σου».
«Δεν πιστεύεις ότι έκανα λάθος που απέρριψα τα κτήματα του κόμη;»
«Θα είχες κάνει σοβαρό λάθος, Τζοβάνι ντι Ματέο, να ξέρεις, αν είχες έρθει
εδώ με πλούτη για να δωροδοκήσεις τον πατέρα μου. Ασφαλώς και δεν
έκανες λάθος».
«Μα ο πατέρας σου... δεν είναι τόσο το τι θα σκεφτεί όσο το τι μπορεί να
κάνει».
Η Κρέσι έγνεψε συγκαταβατικά. «Το ξέρω. Θα μπορούσε να μου
απαγορεύσει να βλέπω τους αδερφούς μου, αλλά πολύ αμφιβάλλω ότι θα
το επιτρέψει η Μπέλα. Ξέρει πόση αδυναμία μου έχουν, και παρ’ όλο που
τον αγαπά, όπως φαίνεται, τους γιους της τους αγαπά περισσότερο. Όσο
για τον πατέρα μου, για να μιλήσω ευθέως, νομίζω πως όσο λιγότερο τον
βλέπω, τόσο πιο εύκολο θα είναι να τον αγαπώ».
Ο Τζοβάνι έβαλε τα γέλια. «Έτσι πιστεύω κι εγώ». Έσυρε το χέρι του στη
ραχοκοκαλιά της και χάιδεψε την καμπύλη των γλουτών της. «Θέλεις να με
παντρευτείς, Κρέσι;»
«Δεν ξέρω. Θέλω να είμαι μαζί σου για πάντα, αυτό ξέρω».
«Δε θέλω να θεωρούνται μπάσταρδα τα παιδιά μου».
«Και πάλι παιδιά μας θα είναι. Αλλά, αν είμαστε τυχεροί και ευλογηθεί
αυτή η σχέση, ασφαλώς και να μου κάνεις την τιμή να μου δώσεις το όνομά
σου».
«Γκράτσιε, σινιορίνα. Έχεις ένα πολύ σκανταλιάρικο χαμόγελο, το ξέρεις;»
«Δεν το ήξερα, μέχρι που το ζωγράφισες». Η Κρέσι κούνησε τους γλουτούς
της κι ένιωσε μια πολύ ικανοποιητική αντίδραση κάτω από το κορμί της.
Χαμογέλασε ξανά, εσκεμμένα, και εξίσου εσκεμμένα ακούμπησε τα στήθη
της στο στέρνο του. «Τζοβάνι, πιστεύεις ακόμη πως είμαστε αδελφές ψυχές
εσύ κι εγώ;»
«Είμαι σίγουρος».
Κούνησε ξανά τους γλουτούς της. Ήταν αδιαμφισβήτητα διεγερμένος. Το
ίδιο κι εκείνη. «Επομένως σου αρέσει ό,τι μου αρέσει;»
«Ναι, έτσι είναι».
Η Κρέσι χαμογέλασε, με το καινούριο της σαγηνευτικό χαμόγελο. Τον
φίλησε στο στόμα. Ύστερα γλίστρησε κάτω στο πάτωμα της σοφίτας
ανάμεσα στα πόδια του. «Ωραία, τότε να σου δείξω τι ακριβώς μου αρέσει»,
του είπε.

Μη χάσετε τον επόμενο μήνα


τη συγκλονιστική ιστορία της Κάρολαϊν!
«Η ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΕΝΗ ΛΑΙΔΗ»,
της Marguerite Kaye
(Κλασικά Άρλεκιν 339)
Ιστορικό Σημείωμα

Η έμπνευση για να δημιουργήσω μια ηρωίδα που θα ήταν μαθηματικός μού


δόθηκε καθώς διάβαζα τη βιογραφία του μοναδικού νόμιμου παιδιού του
λόρδου Μπάιρον, της Έιντα, από τον Μπέντζαμιν Γούλι. Η σύζυγος του
Μπάιρον, η Ανναμπέλα, που η σχέση με τον άντρα της ψυχράθηκε σχεδόν
αμέσως μετά το γάμο τους, φοβόταν μήπως η κόρη της κληρονομούσε τον
απειθάρχητο χαρακτήρα του πατέρα της, γι’ αυτό επέβαλε ένα αυστηρό
καθεστώς επίσημων σπουδών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν
μαθήματα που βασίζονταν στη λογική, με σκοπό να πατάξει εξαρχής τις
όποιες τέτοιες τάσεις. Η ηρωίδα μου γεννήθηκε δεκατρία χρόνια πριν από
την Έιντα, αλλά και οι δύο έχουν διδαχτεί από τα ίδια βιβλία και γνωρίζουν
τον Τσαρλς Μπάμπιτζ, του οποίου η Αναλυτική Μηχανή θεωρείται
πρόγονος του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η ιδέα να βάλω την Κρέσι να γράψει μια μαθηματική «θεωρία» της
ομορφιάς που αντικατόπτριζε την τεχνική που χρησιμοποιούσε ο Τζοβάνι
στα πορτραίτα του προέκυψε από δύο πηγές. Για πρώτη φορά έμαθα για
τη «γραμμή της ομορφιάς» του Γουίλιαμ Χόγκαρθ όταν παρακολούθησα
ένα προπαρασκευαστικό μάθημα Καλών Τεχνών στο Ανοιχτό Πανεπιστή-
μιο. Η εξαιρετική βιογραφία του καλλιτέχνη από την Τζένι
Ούγκλοου, Χόγκαρθ — Μια Ζωή και ένας Κόσμος, μου δίδαξε λίγο
περισσότερα πράγματα γι’ αυτό το θέμα, τα οποία και αποθήκευσα στο
μυαλό μου, κάνοντας αόριστα τη σκέψη ότι ίσως να μου χρησίμευαν
κάποτε. Αργότερα, σε μια πρόσφατη επίσκεψή μου στο Χάμπτον Κορτ με
μία από τις αδερφές μου (οι αδερφές παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου
και στα βιβλία μου), είδα τους πίνακες του σερ Πίτερ Λέλι με τις Καλλονές
του Ουίνδσορ και μου ήρθε στο μυαλό η θεωρία ότι ζωγράφισε την καθεμιά
απ’ αυτές τις γυναίκες χρησιμοποιώντας ένα «πρότυπο» ομορφιάς ώστε τα
πορτραίτα να αποσπάσουν περισσότερη εκτίμηση και αποδοχή. Εκεί, στο
Χάμπτον Κορτ, ήταν που γεννήθηκε η ιδέα της ιστορίας του Τζοβάνι.
Την εποχή που ζωγράφιζε ο Τζοβάνι, μάλλον δεν υπήρχαν έτοιμα
ελαιοχρώματα. Ίσως να έφτιαχνε ο ίδιος τις χρωστικές του, αλλά το
πιθανότερο είναι να τις παρήγγελλε από κάποιον κατάλογο και να τις
αναμείγνυε μόνος του. Τις περισσότερες από τις λεπτομέρειες της τέχνης
του τις σταχυολόγησα διαβάζοντας για τον Άγγλο ζωγράφο Τέρνερ. Το
ταξιδιωτικό κουτί με τα ελαιοχρώματα του Τζοβάνι, μάλιστα, βασίζεται σ’
αυτό που βρέθηκε στο ατελιέ του Τέρνερ. Υπάρχουν «μοντέλα» και για τους
τρεις πίνακες της Κρέσι που φτιάχνει ο Τζοβάνι: Η λαίδη Κρεσίντα βασίζεται
σε έναν πίνακα του προσωπογράφου Τόμας Λόρενς, Ο κύριος Μπράουν
είναι εμπνευσμένος από τον Γκόγια, και η Κρέσι από τον περίφημο πίνακα
του Γκόγια Η γυμνή μάχα, που θεωρείται το πρώτο πορτραίτο στην ιστορία
στο οποίο απεικονίζεται το ηβικό τρίχωμα. Αν και ο Τζοβάνι προηγείται
αρκετά χρόνια των ιμπρεσιονιστών, προσπάθησα να παρουσιάσω το
καλλιτεχνικό του ταξίδι από τη λαμπερή, ιδεαλιστική τεχνοτροπία της
προσωπογραφίας που ήταν δημοφιλής κατά την περίοδο της
Αντιβασιλείας προς την πιο «ιμπρεσιονιστική» τεχνοτροπία που
επικράτησε προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι
ζωγράφος, οπότε τα οποιαδήποτε λάθη έκανα περιγράφοντας την τεχνική
του Τζοβάνι είναι αποκλειστικά δικά μου.
Τέλος, για όσους ενδιαφέρονται, έχω χειριστεί ελαφρώς κατά βούληση
ορισμένα ιστορικά γεγονότα και ιστορικές μορφές. Αν και δε συνηθιζόταν,
δεν ήταν ανήκουστο αυτό που έκανε ο πατέρας του Τζοβάνι, ο κόμης
Φαντσίνι, να ορίσει κληρονόμο του τον εξώγαμο γιο του. Ο Ιούλιος των
Μεδίκων ήταν νόθος γιος του κόμη της Φλωρεντίας, για παράδειγμα. Το
ταξίδι του λόρδου Άρμστρονγκ στη Ρωσία για να συζητηθεί το πρόβλημα
της ελληνικής ανεξαρτησίας το έκανε στην πραγματικότητα ο Δούκας του
Ουέλινγκτον το 1826 και όχι το 1828. Η Έπαυλη Κίλελαν βασίζεται στο
Πόλοκ Χάουζ στη Γλασκώβη, που βρίσκεται μέσα στο πάρκο όπου
στεγάζεται η εκπληκτική Συλλογή Μπάρελ, έναν τόπο που μου είναι πολύ
γνώριμος. Το κελάρι εκεί δεν έχει στοά ψιθύρων -αυτό το συγκεκριμένο
στοιχείο αρχιτεκτονικής είναι εμπνευσμένο από τον Γκραντ Σέντραλ
Τέρμιναλ της Νέας Υόρκης. Αν θέλετε να μάθετε κι άλλα πράγματα σχετικά
με το τι με ενέπνευσε γι’ αυτό το βιβλίο, παρακαλώ επισκεφτείτε το
προφίλ μου στο Pinterest.

You might also like