You are on page 1of 327

Η υπέροχη τριλογία της Elizabeth Harbison τώρα σε έναν τόμο

Σύγχρονες Σταχτοπούτες

Τρεις καθημερινές κοπέλες ζουν τη δική τους μαγική ιστορία. Τι θα γίνει όμως όταν το ρολόι του

παραμυθιού τους χτυπήσει μεσάνυχτα;

Η ΕΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

Τι κοινό θα μπορούσαν να έχουν μια νεαρή Αμερικανίδα κι ένας Λονδρέζος αριστοκράτης: Η Εμμα

δεν φανταζόταν ποτέ ότι ένας άντρας σαν τον Μπράις Πάλισερ θα ενδιαφερόταν για κείνη. Όσο κι

αν ήθελε να πιστέψει σ' αυτό το υπέροχο όνειρο όταν βρισκόταν στην αγκαλιά του, όλα της έλεγαν

ότι ανήκαν σε δυο διαφορετικούς κόσμους κι ότι από στιγμή σε στηγμή η μαγεία θα διαλυόταν για

πάντα...

Η ΤΖΕΪΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΠΣΤΑΝΑΣ

Πέντε ολόκληρα χρόνια η Τζέιν ήταν κρυφά ερωτευμένη με το διευθυντή της, τον γοητευτικό, δυναμικό επιχειρηματία Τρέι Mπρέκενριτζ.
Γι' αυτό όταν εντελώς αναπάντεχα της έκανε πρόταση

γάμου της κόπηκε η ανάσα. Ένιωσε τόση ευτυχία που της ήρθε: να βάλει τα κλάματα. Και το έκανε, μόλις άκουσε τον επίλογο της
πρότασής του! Αλλά πια, δεν ήταν δάκρυα χαράς...

Η ΑΝΝΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Αφήνοντας πίσω της την ήσυχη και μονότονη ζωή της βιβλιοθηκάριου, η Άννι βρέθηκε στο παλάτι

μιας μικρής χώρας, να εργάζεται σαν δασκάλα για δυο μικρές πριγκίπισσες! Ολα γύρω της της

φαίνονταν υπέροχα. Κι ενώ για πρώτη φορά ένιωθε ότι το μέλλον επιτέλους της χαμογελούσε, έκανε ένα σοβαρό λάθος: ερωτεύτηκε: έναν
άντρα που δεν είχε καμιά ελπίδα να γίνει δικός της. Τον

πρίγκιπα Γιόχαν, τον διάδοχο του θρόνου...

Elizabeth Harbison

Σύγχρονες Σταχτοπούτες

Η ΕΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

Η ΤΖΕΪΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΠΣΤΑΝΑΣ

Η ΑΝΝΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.

Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723 www.arlekin.gr

ISSN 1108-4332

© 2009 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας

με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.a.r.l.

Η ΕΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

Τίτλος πρωτοτύπου: Emma and the Earl

© 1999 by Elizabeth Harbison. All rights reserved.

Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος Επιμέλεια: Μαρία Γεωργιάδου


Η ΤΖΕΪΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΠΣΤΑΝΑΣ

Τίτλος πρωτοτύπου: Plain Jane Marries the Boss

© 1999 by Elizabeth Harbison. All rights reserved.

Μετάφραση: Βάκυ Τόμπρου Επιμέλεια: Χριστίνα Σιμοπούλου

Η ΑΝΝΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Τίτλος πρωτοτύπου: Annie and the Prince

© 2000 by Elizabeth Harbison. All rights reserved.

Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Μαρία Γεωργιάδου

Διόρθωση: Σάια Μινασίδου

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή

του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 41 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στήν Ελλάδα.

Made and printed in Greece.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η Έμμα και ο Κόμης

Η Τζέιν και ο Μεγιστάνας

Η Άννι και ο Πρίγκιπας

Η ΕΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

9 Ιουνίου 1998

3431 41η οδός, ΒΔ Διαμέρισμα 202 Ουάσινγκτον, 20017 ΗΠΑ

Προς αξιότιμο κύριο Μπράις, κόμη του Πάλισερ Σέλντεϊλ Χάουζ Σεντ Πίτερ Πορτ

Γκέρνσεϊ, Νησιά της Μάγχης ΓΎ1 2ΝΥ Μεγάλη Βρετανία

Αγαπητέ κύριε,

Συγχωρήστε με που έλαβα το θάρρος να σας γράψω στη διεύθυνση της κατοικίας σας. Ασχολούμαι με τη

φαρμακευτική φυτοκομία και εργάζομαι στο Εργαστήριο Βοτανικές της Ουάσινγκτον. Θα βρεθώ στην

Αγγλία από πέντε έως δώδεκα Ιουλίου.

Βλέποντας πρώτα το κτήμα σας στο λεύκωμα του Τζον Τέρνχιλ για τους εξοχικούς κήπους της Αγγλίας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει
ένα εξαιρετικά σπάνιο ιαματικό φυτό στο Σέλντεϊλ Χάουζ. Θα

σας ήμουν ευγνώμων αν μου επιτρέπατε να επισκεφτώ τον κήπο τις ημέρες της παραμονής μου στην

Αγγλία. Αντιλαμβάνομαι ότι το αίτημά μου είναι ασυνήθιστο, αλλά η ικανοποίησή του θα είναι

ανεκτίμητη για την εργαστηριακή δουλειά μου.

Ζητώ συγνώμη που δεν ειδοποίησα νωρίτερα, αλλά το ταξίδι μου κανονίστηκε τελευταία στιγμή.
Παρακαλώ, αποστείλετε την απάντηση σας είτε στην παραπάνω διεύθυνσή μου, είτε, τον Ιούλιο, στο

ξενοδοχείο Σάνιν-γκτον, στο Χάμστεντ του Λονδίνου.

Μετά τιμής Έμμα Λόρενς

9 Ιουνίου 1998

3431 41η οδός, ΒΔ Διαμέρισμα 202 Ουάσινγκτον, 20017 ΗΠΑ

Σέσιλ Παρκ Ρόουντ Κράουτς Εντ Δονδίνο, Ν8 9ΑΣ Μεγάλη Βρετανία

Αγαπητέ Τζον,

Συγχώρησε την κακογουστιά της κάρτας που απεικονίζει την Ουάσινγκτον, αλλά ήθελα να σου γράψω το

συντομότερο, οπότε αρκέστηκα cm]v κάρτα που βρήκα στο εστιατόριο απέναντι από τη δουλειά. Όταν

ζήτησα το νούμερό σου στο τηλεφωνικό κέντρο εξωτερικού, μου απάντησαν ότι δεν είσαι

καταχωρισμένος!

Είσαι έτοιμος ν’ ακούσεις τα μεγάλα νέα λοιπόν; (κάθισε για να μην πέσεις): Επιτέλ.ους θα

συναντηθούμε!

Το εργαστήριό μου με στέλνει στην Αγγλία από τις πέντε ως τις δώδεκα Ιουλίου. Πρέπει να

παρακολουθήσω ένα συνέδριο στις έξι και εφτά του μήνα, αλλά μετά θα έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο. Το

ίδιο κι εσύ, ελπίζω... Ανυπομονώ να σε δω (γιατί δεν έστειλες ποτέ μια φωτογραφία;).

Ξέρω ότι σ’ ενημερώνω καθυστερημένα, αλλά έτσι γίνονται τα πράγματα εδώ, όπως άλλωστε ξέρεις κι

εσύ πολύ καλά.

Αν δεν προλάβεις να μου γράψεις στο σπίτι μου, μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μου στο ξενοδοχείο

Σάνινγκτον του Χάμστεντ απ’τις πέντε του μήνα.

Σε αφήνω γιατί βιάζομαι!

Με αγάπη, Έμμα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

«Θέλεις να πεις ότι μια Αμερικανίδα κηπουρός στην οποία γράφεις ραβασάκια εδώ και δύο χρόνια

χρησιμοποιώντας το όνομά μου έρχεται τώρα στο Λονδίνο και θέλει να σε γνωρίσει;»

Ο Ρόμπερτ Μπράις Σόρελσμπι Πάλισερ, δέκατος έβδομος κόμης του Πάλισερ, κοίταξε τον φίλο

του, τον Τζον Τέρνχιλ, μέσ’ από τον καθρέφτη. «Με τη φαρμακευτική φυτοκομία ασχολείται και

δεν ανταλλάζαμε ‘ραβασάκια’. Αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι σωστά».

Ο Τζον χαμογέλασε κάπως αυτάρεσκα. «Και θέλεις την άδειά μου για να συνεχίσεις να παριστάνεις

εμένα;»

«Δε βλέπω άλλη λύση», είπε ο Μπράις γνέφοντας παραιτημένος.

Ο Τζον κούνησε το κεφάλι διασκεδάζοντας το δίλημμα του φίλου του. «Μιλάμε για τον Μπράις

Πάλισερ που πούλησε την πιο πετυχημένη εφημερίδα της Αγγλίας επειδή έκανε ’ανέντιμη’

δημοσιογραφία;»
«Ανέντιμη είναι».

«Το ίδιο και η πλαστοπροσωπία».

Ο Μπράις άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά σταμάτησε αμέσως. Ο Τζον είχε δίκιο.

Επί δύο χρόνια αλληλογραφούσε με την Έμμα Λόρενς χρησιμοποιώντας το όνομα και τη διεύθυνση

του Τζον στο Λονδίνο, μερικά μίλια μακριά από το δικό του σπίτι. Ανεξάρτητα από τους λόγους

του, οι οποίοι και πολύ καλοί ήταν και κατανοητοί, αυτό συνιστούσε απάτη.

Πριν δυο χρόνια ο Τζον είχε εκδώσει ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από αγγλικούς εξοχικούς

κήπους και η Έμμα, έχοντας εντοπίσει ένα σπάνιο λουλούδι στη φωτογραφία του κήπου του

Μπράις, στα Νησιά του Καναλιού της Μάγχης, του είχε γράψει για να ζητήσει κάποιες πληροφορίες.

Ο Τζον είχε δώσει το γράμμα στον Μπράις, θεωρώντας τον ως τον πλέον αρμόδιο να μιλήσει για

τον κήπο του, και εκείνος είχε απαντήσει με το όνομα του Τζον, πιστεύοντας πως αυτός ο

τρόπος ήταν και ο πιο λογικός.

Η αλληλογραφία του με την Έμμα υπήρξε πολύ απρόσωπη στην αρχή. Αλλά εκείνη του είχε

ξαναγράψει και κάτι στην απάντησή της τον είχε συγκινήσει. «Έβαλα τα γέλια όταν διάβασα ότι θα

έφτιαχνες στο φούρνο μικροκυμάτων ένα άθλιο γεύμα με κοτόπουλο. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, το

ίδιο γεύμα είχα κι εγώ μπροστά μου. Αρχίζω να πιστεύω ότι είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια πάστα.

Αν μου έλεγες ότι ήταν καμένο και η γεύση του σαν λάστιχο, παρά το γεγονός ότι έβαλες τα δυνατά

σου, θα ήμουν σίγουρη...» Της είχε ξαναγράψει, μη θέλοντας να διαλυθεί η αυταπάτη του τόσο για

την ίδια όσο και για τον εαυτό του. Έτσι άνθισε μια στενή φιλία και δεν μπορούσε πια να της πει ότι

δεν ήταν αυτός που εκείνη νόμιζε.

«Πώς αποφασίζεις πότε δεν είναι ανήθικο να πεις ψέματα;» ρώτησε ο Τζον με ένα πειραχτικό

χαμόγελο χαραγμένο στο γεμάτο φακίδες πρόσωπό του.

«Δεν είναι κλασικό ψέμα», απάντησε ήρεμα ο Μπράις. «Η διαφορά έγκειται στην πρόθεση. Δεν της

είπα ψέματα με κακό σκοπό ή για να την εκμεταλλευτώ. Της έγραψα για να εξυπηρετήσω εσένα.

Δεν περίμενα ποτέ να εξελιχτεί σε προσωπική αλληλογραφία».

«Άσ’ τα αυτά, παλιόφιλε». Ο Τζον χτύπησε το φίλο του στον ώμο. «Γιατί μέσα σε δυο χρόνια δεν

της είπες ποτέ την αλήθεια;»

«Είναι ειρωνεία, το παραδέχομαι». Η αλήθεια ηχούσε σαν ψέμα ακόμα και στ’ αυτιά του Μπράις.

«Αλλά εκείνη έχει... μια εμμονή με την ειλικρίνεια».

«Εμμονή;»

«Είναι πολύ σημαντικό πράγμα γι’ αυτήν. Και δικαίως». Αυτό του το είχε εμπιστευτεί η Έμμα. Δε θα

έλεγε τις λεπτομέρειες στον Τζον, όσο και αν κάτι τέτοιο θα ήταν υπέρ του. «Στην πραγματικότητα, όταν έπρεπε να της πω την αλήθεια
ήταν ήδη αργά».

«Ποτέ δεν είναι αργά για να πεις σε μια γυναίκα ότι είσαι ο κόμης του Πάλισερ». Ο Τζον γέλασε
κυνικά και με μια κίνηση του χεριού έδειξε το πολυτελές δωμάτιο, «θα ενθουσιαστεί όταν μάθει ότι

είσαι μια εξέχουσα προσωπικότητα και όχι ένας συνηθισμένος θνητός».

Ο Μπράις τον κοίταξε σοβαρά. «Δε θα ενθουσιαστεί».

Ο Τζον του έριξε μια εξεταστική ματιά και μετά κάθισε σε μια καρέκλα σε στυλ Λουδοβίκου ΣΤ’

κάτω από το φως ενός ψηλού, στενού παραθύρου. «Και έτσι να είναι, δεν ξέρω πώς θα τα

καταφέρεις. Η φυσιογνωμία σου είναι γνωστή σε πολύ κόσμο, ιδίως σε όσες διαβάζουν άρθρα με

τίτλο Όι Δέκα πιο Περιζήτητοι Εργένηδες της Ευρώπης’. Πώς θα τους αποφύγεις όλους αυτούς;»

Ο Μπράις έβγαλε έναν αναστεναγμό. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια ήταν στο επίκεντρο της

δημοσιότητας. Κάθε τόσο κάποιο περιοδικό δημοσίευε το όνομά του στη λίστα των περιζήτητων

εργένηδων. «Η Έμμα δε διαβάζει τέτοια άρθρα».

«Και αν τα έχει διαβάσει;»

Ο Μπράις ανασήκωσε τους ώμους του, σίγουρος ότι εκείνη δεν τα είχε διαβάσει. «Πόσοι θα με

αναγνώριζαν έχοντας δει κάποιες κακές φωτογραφίες;»

«Εδώ είναι το θέμα: Κατά τη γνώμη μου, θα σ’ αναγνώριζαν ακόμα και από μια κακή φωτογραφία».

Ο Μπράις κοίταξε το είδωλό του σε έναν επιχρυσωμένο καθρέφτη. Τα σκούρα του μαλλιά, ελαφρά

σπαστά και λίγο πιο μακριά από το συνηθισμένο, ήταν σχετικά συνηθισμένα. Όμως η

χαρακτηριστική κατατομή των Πάλισερ, τα ψηλά ζυγωματικά και τα ίσια φρύδια, ξεχώριζαν, όπως

και τα πράσινα μάτια, που όλοι έλεγαν ότι είχε πάρει από το μακαρίτη πατέρα του.

Ο Τζον διέκοψε τις σκέψεις του. «Αντί ν’ αγωνιάς, γιατί δεν της λες την αλήθεια και ό,τι είναι να

γίνει, ας γίνει;»

«Δε θέλω να τη χάσω», άκουσε ο Μπράις τον εαυτό του να λέει, συνειδητοποιώντας ότι ήταν

αλήθεια. Μπορεί να ήταν εγωιστικό, μα ήθελε να διατηρήσει τη φιλία του με την Έμμα πάση θυσία.

«Είναι η μόνη σχέση που είχα ποτέ στην οποία κάποια με αποδέχεται γι’ αυτό που είμαι και όχι για

το...», έδειξε με μια κίνηση το δωμάτιο, «... περιτύλιγμα».

Ο Τζον, μιμούμενος την κίνησή του, αποκρίθηκε: «Αφήνοντας έξω αυτό το περιτύλιγμα, όπως το

λες, δεν παραλείπεις ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου;»

Ο Μπράις ακολούθησε με τα μάτια του το χέρι του Τζον και εξέτασε το γραφείο του στο σπίτι του

Λονδίνου. Το γυαλιστερό, ξύλινο πάτωμα ήταν καλυμμένο με ανατολίτικα χαλιά. Ανεκτίμητα έργα

τέχνης και ακριβές ταπετσαρίες κάλυπταν τους ψηλούς τοίχους. Το βλέμμα του έπεσε σ’ έναν

πίνακα του Ρέμινγκτον, του οποίου η αξία ήταν μεγαλύτερη απ’ αυτή πολλών σπιτιών. Όμως εκείνος

είχε δώσει άλλη εντύπωση στην Έμμα για τη ζωή του. «Πιθανόν».

Ο Τζον έγνεψε πονηρά. «Χρησιμοποίησες το όνομά μου γι’ αυτόν το σκοπό. Είπες δυο τεράστια

ψέματα. Έχεις μπερδέψει πολύ τα πράγματα».

Συγχυσμένος, ο Μπράις βόγκηξε από μέσα του. Ήταν σχεδόν σχιζοφρενική η στάση του. Αλλά
έχοντας παραλείψει πολλά για τον εαυτό του, είχε αποκαλύψει κάτι πολύ πιο σημαντικό και

αληθινό. Αυτό ήταν και το δίλημμά του: δίσταζε να πει στην Έμμα ποιος ήταν γιατί στα γράμματά

του ήταν ελεύθερος να είναι αυτός που ήθελε αλλά δεν μπορούσε. Ήταν εύθυμος, γουστόζικος, έκανε χιούμορ. Ποτέ δεν έγραφε για τις
υποχρεώσεις του, τη δημόσια εικόνα του, την

ιστορική περιουσία που έπρεπε να διατηρήσει, την πολυεθνική εταιρεία που διηύθυνε. Το βάρος των

ευθυνών του εξαφανιζόταν κάθε φορά που έγραφε ως Τζον.

Η Έμμα θ’ απογοητευόταν αν μάθαινε ότι ο δι’ αλληλογραφίας φίλος της ήταν ένας σοβαρός, πολυάσχολος αριστοκράτης που μπορεί να
ονειρευόταν να χορέψει μέσα στο σιντριβάνι μπροστά

στο ξενοδοχείο Ριτζ, αλλά δε θα το έκανε ποτέ στην πραγματικότητα

«Πρέπει να προσέχεις πολύ τις σχέσεις σου», είπε ο Τζον με σοβαρό ύφος.

«Το ξέρω».

«Εκτός αν είσαι έτοιμος να πεις στη μητέρα σου την αλήθεια για την Καρολάιν...»

Η Καρολάιν Φόρτεσκιου ήταν κόρη του συνεταίρου του πατέρα του. Αν και οι δυο ηλικιωμένοι

είχαν πεθάνει πριν χρόνια, η προσδοκία των δύο οικογενειών και ιδίως της μητέρας του Μπράις, ήταν να παντρευτούν εκείνος και η
Καρολάιν.

Ο γάμος τους θα ήταν μια επικερδής επαγγελματική κίνηση. Η αναπτυσσόμενη τεχνολογία των

μικροτσίπ των Φόρτεσκιου σε συνδυασμό με την τηλεπικοινωνιακή τεχνολογία των Πά-λισερ θα

κατακτούσε την αγορά. Οι γονείς τους πίστευαν ότι ήταν «ταιριαστό ζευγάρι» και τους πίεζαν απ’

όταν ήταν ακόμα εικοσάρηδες. Τελικά, προκειμένου να βρουν την ησυχία τους, είχαν συμφωνήσει

να προσποιηθούν ότι συμφωνούσαν, μέχρι να βρουν αυτό που πραγματικά ήθελε ο καθένας. Για ένα

ήταν σίγουροι όμως: ποτέ δε θα παντρεύονταν ο ένας τον άλλο.

Ο Μπράις βόγκηξε. «Αν πω στη μητέρα μου ότι δε σκοπεύω να παντρευτώ την Καρολάιν, θ’ αρχίσει

να μου κάνει τέτοια προξενιά, που θα έκαναν μέχρι και τον Ουάσινγκτον να τρέμει από φόβο. Δεν

είμαι ακόμα σε θέση να το αντιμετωπίσω».

Οι γονείς του Μπράις ήταν ένα «ταιριαστό ζευγάρι» και ο ίδιος είχε μεγαλώσει με ψυχρούς, απόμακρους γονείς που ενδιαφέρονταν πιο
πολύ για τα προσχήματα παρά ο ένας για τον άλλο. Η

μητέρα του ήθελε ν’ ακολουθήσει ο Μπράις τα χνάρια τους. Στα είκοσι του είχε ανακαλύψει ότι

ήταν καλύτερα να ζει μόνος παρά με δυο ανθρώπους που έκαναν ο καθένας τη ζωή του. Ίσως όταν

δυο άνθρωποι αγαπιόνταν, η συμβίωσή τους να ήταν διαφορετική απ’ αυτή της οποίας ο ίδιος είχε

γίνει μάρτυρας. Αλλά η απόλυτη αγάπη ήταν για άλλους. Δεν την είχε νιώσει ποτέ, και πώς θα

μπορούσε άλλωστε; Το όνομά του δημιουργούσε τέτοιες συνθήκες, που ήταν δύσκολο να

τις αντιμετωπίσει κανείς. μια από αυτές ήταν και η δημοσιότητα.

«Μέχρι να είσαι σίγουρος ότι έχεις βρει κάτι άλλο, η Καρολάιν είναι ένα θέμα», είπε ο Τζον.

«Σωστά».

«Τότε πρέπει να πεις την αλήθεια στην Έμμα», επέμεινε ο Τζον. «Πριν αρχίσει να κάνει όνειρα για
εσάς τους δυο και δημιουργήσει προβλήματα χωρίς να το θέλει».

Αυτό ήταν κάτι για το οποίο δε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. «Η Έμμα δεν τρέφει κανένα ερωτικό

ενδιαφέρον για μένα». Ο

Μπράις στοχάστηκε για λίγο αυτό το γεγονός που του προκα-λούσε ανακούφιση κοιτώντας το

λίκνισμα των δέντρων καθώς τα φυσούσε ένα απαλό αεράκι. «Οπότε αυτό δεν είναι θέμα. Δε

χρειάζεται να το μάθει», είπε μετά.

Ο Τζον δε φάνηκε να πείθεται. «Αν είσαι βέβαιος...»

«Απολύτως», απάντησε ο Μπράις με σιγουριά. «Μπορώ, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω το σπίτι σου

όσο θα είναι εδώ η Έμμα; Εσύ θα λείπεις, άλλωστε».

«Ναι, θα λείπω».

«Θαυμάσια. Πρέπει να ξεφύγω από δω». Ο Μπράις α-κούμπησε στο περβάζι του παραθύρου και

κοίταξε έξω. Η μεγάλη έκταση με γρασίδι έφτανε ως το σιδερένιο φράκτη που χώριζε την αυλή από

τον ήσυχο δρόμο του Κένσινγκτον. Αν και η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ζεστή, δεν

κυκλοφορούσε κανείς έξω. Όπως πάντα...»

Δεν μπορούσε να προσκαλέσει την Έμμα στο σπίτι του, ακόμα κι αν το ήθελε ο ίδιος. Θα ήταν

μεγάλη ψυχρολουσία για το κορίτσι. Η γειτονιά ήταν γεμάτη αυστηρούς ανθρώπους σαν εκείνον*

ανθρώπους που ζούσαν ήσυχες, καταθλιπτικές ζωές. Αναρωτιόταν αν το διασκέδαζε ποτέ κανείς

απ’ αυτούς. Πολύ αμφέβαλλε. Έπρεπε να καλέσει την Έμμα στο σπίτι του Τζον, αν εκείνη επέμενε

να δει πού μένει. «Ξέρεις ότι δε θα σου το ζητούσα αν δεν ήταν απολύτως απαραίτητο».

«Το ξέρω». Ο Τζον τον κοίταξε σιωπηλός και μετά χαμογέλασε. «Αν επιμένεις να το κάνεις, δεν

μπορώ να σε προστατεύσω από τον εαυτό σου». Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπρελόκ με τρία

κλειδιά και τα πέταξε στο τραπεζάκι. «Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως είναι ό,τι πρέπει για να

ξεπεράσεις αυτή τη φάση».

Ο Μπράις τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ποια φάση;»

Ο Τζον του απάντησε υπομονετικά: «Αυτήν που σ’ έκανε τον πιο σκυθρωπό, σοβαρό άνθρωπο στη

χώρα. Αυτήν που περνάς εδώ και... πόσων χρονών είσαι;»

«Υπερβάλλεις. Δεν είμαι τόσο χάλια».

«Όχι; Η Ιντιπέντεντ πρόσφατα σε χαρακτήριζε εν ζωή δότη καρδιάς».

Ο Μπράις μόρφασε. «Παλιό αστείο. Δε βρήκαν τίποτα καλύτερο;» Δεν ήθελε να σκεφτεί πόση δόση

αλήθειας περιείχε η δήλωση.

«Δεν είσαι και ο πιο πρόσχαρος άνθρωπος στον κόσμο. Ίσως αυτό σου κάνει καλό. Όσον αφορά το

σπίτι, η Σάρα φεύγει για τη Βενετία στις δύο Ιουλίου. Την επόμενη μέρα φεύγω εγώ και το σπίτι

είναι δικό σου».

«Υπέροχοι».
Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα τους διέκοψε. Στο δωμάτιο μπήκε μια καμαριέρα με ένα

γράμμα πάνω στον ασημένιο δίσκο που κρατούσε. Το έδωσε στον Μπράις κι εκείνος της έκανε

νόημα ότι μπορεί να φύγει.

Μετά κοίταξε το φάκελο με τρόμο. Διαβάζοντας την επιστολή, χλόμιασε. «Θεέ μου».

«Τι συμβαίνει;»

«Πρόβλημα. Αυτό ήρθε από το Σέλντείλ Χάουζ του Γκέρνσεϊ».

Ο Τζον πήρε το γράμμα και άρχισε να το διαβάζει δυνατά. «Αγαπητέ κύριε, κ.τ.λ. θα είμαι στην

Αγγλία πέντε με δώδεκα Ιουλίου. Αν μπορώ να επισκεφτώ τους κήπους σας... κ.τ.λ.» Κοίταξε τον

Μπράις και ανασήκωσε το φρύδι του. «Και λοιπόν;»

«Κοίτα την υπογραφή».

Έμμα Λόρενς, διάβασε και το στόμα του έμεινε ανοιχτό. «Η ίδια Έμμα Λόρενς με αυτή για την

οποία συζητούσαμε;»

Ο Μπράις έγνεψε καταφατικά. «Θα το έστειλε την ίδια μέρα που έγραψε σ’ εμένα στο Λονδίνο».

Πήρε το γράμμα από τον Τζον και το τσαλάκωσε. Στην αλληλογραφία τους εδώ και καιρό δεν είχαν

αναφερθεί στο Σέλντεϊλ. Ούτε που είχε σκεφτεί ότι μπορεί ακόμα να ενδιαφερόταν εκείνη να δει

τους κήπους.

«Και πού είναι το πρόβλημα;» ρώτησε ο Τζον.

«Αν πάει εκεί, θα μάθει ποιος είμαι».

«Βάλε το προσωπικό να κρύψει τα πορτρέτα και τις φωτογραφίες».

«Και θα τους βάλω να προσποιούνται ότι δε μ’ αναγνωρίζουν;» Ο Μπράις συνοφρυώθηκε.

«Σοβαρέψου».

«Δε χρειάζεται να πας μαζί της. Στείλε τη να δει τους κήπους και συνάντησέ την όταν γυρίσει».

«Και αν ακούσει ή δει κάτι που θα με προδώσει χωρίς εγώ να το ξέρω;» Οι πιθανότητες έκαναν το

μυαλό του να θολώσει. «Δεν μπορώ να το διακινδυνεύσω».

Ανάμεσα στους δυο άντρες έπεσε σιωπή για αρκετή ώρα.

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε τελικά ο Τζον.

«Δε θ’ απαντήσω». Ο Μπράις αναστέναξε. Η υπεύθυνη φύση του αντιδρούσε στην προοπτική να μην

απαντήσει. «Είναι η μόνη λύση. Ο κόμης είναι απών».

«Μέχρι να σε δει», παρατήρησε ο Τζον. «Προφανώς ξέρει καλύτερα τον «κόμη» απ’ όσο νόμιζες.

Κατάφερε να βρει τη διεύθυνσή σου».

«Με λίγη εφευρετικότητα, ο καθένας θα μπορούσε. Αυτό δε σημαίνει ότι ξέρει πώς είμαι. Θα με

περνάει για κανένα γέρο ξεκούτη».

«Και όταν έρθει εδώ; Λόγω των Τηλεπικοινωνιών Πάλισερ, η φωτογραφία σου φιγουράρει σε

πολλές εφημερίδες αυτή την εβδομάδα».


«Είναι τοπικά νέα», είπε ο Μπράις, πιο πολύ στον εαυτό του παρά στον Τζον. «Δεν τα μαθαίνουν

αυτά στην Αμερική. Άλλωστε σίγουρα δε θα διαβάζει το οικονομικό φύλλο όσο είναι εδώ».

***

Η Έμμα βγήκε σκοντάφτοντας από το τελωνείο στο αεροδρόμιο Χίθροου εξαιτίας των καινούριων

της παπουτσιών και του γυαλισμένου δαπέδου, και προκειμένου να μην πέσει πάνω στο κιόσκι με

τις εφημερίδες, έριξε ένα φύλλο κάτω. «Συγνώμη», είπε και σταμάτησε για να μαζέψει την

εφημερίδα. Το μάτι της έπεσε σ’ έναν τίτλο: Οι Τηλεπικοινωνίες Πάλισερ Ανέρχονται με Ιλιγγιώδεις

Ρυθμούς Καθώς η Οικονομία Ανθίζει. Πάλισερ! Αυτός που ήθελε να δει. Σήκωσε το οικονομικό

τμήμα της εφημερίδας για να διαβάσει τις λεπτομέρειες.

«Θα το πληρώσετε;» ρώτησε ο εφημεριδοπώλης με τραχιά φωνή.

«Ασφαλώς». Η Έμμα πήγε να βγάλει χρήματα από την τσάντα της, αλλά θυμήθηκε ότι δεν είχε κάνει

συνάλλαγμα.

«Λυπάμαι, δεν έχω μετρητά...» Κάτω από το σκοτεινό, εξεταστικό βλέμμα του εφημεριδοπώλη, τακτοποίησε την εφημερίδα και του την
έδωσε. «Καλωσόρισα στην Αγγλία», μουρμούρισε.

Απομακρύνθηκε με τη σκέψη ότι θα ήθελε να έχει δει μια φωτογραφία του κόμη του Πάλισερ. Δεν

είχε απαντήσει ακόμα στο γράμμα της και εκείνη ανησυχούσε. Είχε την ελπίδα να είναι ένας

ευγενικός γεράκος που θα την άφηνε μετά χαράς να επισκεφτεί τους κήπους του. Αλλά όλο και πιο

πολύ τον φανταζόταν σαν κακότροπο μεσήλικα δανδή που είχε πετάξει το γράμμα της

βλαστημώντας την αμερικάνικη αναίδειά της.

Μπορεί και να τα είχε βάλει με τον Τζον, αφού στο γράμμα της ανέφερε το λεύκωμά του. Ίσως γι’

αυτό να μην ήταν ευθύς ο Τζον όταν τον ρωτούσε δι’ αλληλογραφίας για τον κόμη και το Σέλντεϊλ

Χάουζ στο Γκέρνσεϊ.

Αλλά ο Τζον κάτι θα της είχε γράψει αν ο κόμης τον είχε επιπλήξει. Δεν της έκρυβε τίποτα. Η Έμμα

χαμογέλασε με τη σκέψη ότι επιτέλους θα τον γνώριζε και αμέσως μετά ένιωσε νευρική με την

υποψία ότι ίσως εκείνος απογοητευόταν όταν θα την έβλεπε. Μάλλον θα τη φανταζόταν σαν κάποια

ψηλή, αδύνατη, ξανθιά καλλονή καλιφορνέζικου τύπου. Αν ήταν έτσι, τον περίμενε μια μεγάλη

έκπληξη.

Η Έμμα ήταν πολύ απλή. Είχε κοινότοπα χαρακτηριστικά, καστανά μάτια δίχως καμιά εξαιρετική

απόχρωση ή σχήμα, απλή ίσια μύτη, συνηθισμένο χαμόγελο. Με ύψος 1,72 ήταν ψηλή αλλά όχι

λυγερή ή ιδιαίτερα λεπτή ή οτιδήποτε άλλο που έκανε ελκυστικές τις ψηλές γυναίκες.

Συνήθως δε σκεφτόταν την εμφάνισή της γιατί δεν είχε σημασία. Ούτε τώρα έπρεπε να παίζει ρόλο.

Με τον Τζον ήταν ήδη πολύ καλοί φίλοι* δεν περίμενε κανένας από τους δυο να εξελιχτεί σε κάτι

παραπάνω η φιλία τους.

Ανάμεσά τους δεν έμπαινε ζήτημα έλξης.


Αναρωτήθηκε αν η εμφάνιση ήταν θέμα μόνο για τις ανασφαλείς γυναίκες. Σε κάθε εκδήλωση της

ζωής της η Έμμα ένιωθε την ίδια έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Αυτό ήταν το καλό με τον Τζον. Άρεσε ο ένας στο άλλο γι’ αυτό που πραγματικά ήταν, όχι για την

εμφάνιση, τη δουλειά, την οικονομική κατάσταση ή κάτι ανάλογο.

Ήταν η πιο... Η Έμμα έψαξε να βρει τη λέξη. Ήταν η πιο ειλικρινής σχέση που είχε ποτέ.

***

Οι δυο μέρες του συνεδρίου για την ολιστική ιατρική φάνηκαν στην Έμμα σαν δυο χρόνια εξαιτίας

της κούρασης του ταξιδιού, αλλά και της ανυπομονησίας της να τελειώνει για να γνωρίσει

τον Τζον. Την πρώτη μέρα απογοητεύτηκε που δε βρήκε μήνυμά του γυρίζοντας στο ξενοδοχείο.

Δεν είχε το νούμερό του κι εκείνος δεν της είχε γράψει μετά την κάρτα που του είχε στείλει.

συνεπώς δεν ήταν σίγουρη αν ήξερε πως βρισκόταν στο Λονδίνο. Τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου

δεν μπορούσε καν να παρακολουθήσει τη συζήτηση για τη μαριχουάνα, γιατί σκεφτόταν τι θα έκανε

αν δεν έβρισκε πάλι μήνυμα του Τζον. Είχε τη διεύθυνσή του. Στη χειρότερη περίπτωση θα πήγαινε

στο σπίτι του, αλλά αυτό δεν ήθελε να το κάνει. Δεν της άρεσε ούτε να κάνει, ούτε να της κάνουν

εκπλήξεις.

Όταν έληξε το συνέδριο, η βιασύνη της να γυρίσει ήταν τόσο μεγάλη που πήρε ταξί αντί για

λεωφορείο. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, ο ρεσεψιονίστ τής είπε αμέσως μόλις την είδε στην πόρτα:

«Έχετε ένα μήνυμα δεσποινίς», και χαμογέλασε υπαινικτικά. Η Έμμα τον ρωτούσε αν είχε

μηνύματα τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα. Ο άντρας την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του και της

έδωσε ένα διπλωμένο κίτρινο χαρτάκι.

Εκείνη το άνοιξε με κομμένη την ανάσα. Τηλεφώνησε ο Τζον Τέρνχιλ στις 16:10', έγραφε το χαρτί.

‘Θα ήθελε να βγείτε για δείπνο’. Είχε αφήσει και το νούμερό του. Επιτέλους!

Γύρισε να ρωτήσει τον υπάλληλο αν μπορούσε να τηλεφωνήσει, μα πριν προλάβει, εκείνος έσπρωξε

τη συσκευή μπροστά της και γύρισε από την άλλη διακριτικά.

Με χέρι που έτρεμε, η Έμμα σχημάτισε το νούμερο στο καντράν. Όταν ο Τζον απάντησε, τα γόνατά

της λύγισαν από την αδυναμία. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά έβγαλε έναν αμήχανο ήχο. Καθάρισε

το λαιμό της και ξαναπροσπάθησε. «Τζον; Είμαι η Έμμα».

«Έμμα». Διέκρινε κάποια ένταση στη φωνή του ή ήταν της φαντασίας της; «Χαίρομαι που σε

ακούω».

Αναστέναξε ανακουφισμένη. Μάλλον θα τη φαντάστηκε την ένταση στον τόνο του. «Πήρα το

μήνυμά σου. Θα χαρώ πολύ να φάμε μαζί απόψε. Τι ώρα;»

«Να περάσω να σε πάρω στις εφτάμισι;»

Κοίταξε το ρολόι της. Είχε δυο ώρες για να ετοιμαστεί. «Τέλεια», του είπε. Ένιωθε μικρές

ανατριχίλες σ’ όλο της το κορμί από την ανυπομονησία. «Ξέρεις πώς να έρθεις;»
«Ναι, θα τα καταφέρω».

Δεν ήθελε να τον αφήσει να κλείσει. Περίμενε τόσο καιρό που νόμιζε ότι το όνειρο θα έσκαγε σαν

φούσκα αν δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτική.

«Τα λέμε από κοντά», της είπε κάπως σφιγμένα εκείνος.

«Ωραία», του απάντησε γρήγορα. Μην ακουστείς πολύ ανυπόμονη, είπε στον εαυτό της. «Τα λέμε

στις εφτάμισι».

Κλείνοντας, το χέρι της έτρεμε σαν φύλλο που ο άνεμος το κάνει να θροΐζει. Πάρε μια ανάσα, Έμμα. Έχεις δυο ώρες για να ηρεμήσεις.

«Ο καλός σας;» ρώτησε ο υπάλληλος.

«Όχι, ένας παλιός φίλος». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Φίλος δι’ αλληλογραφίας. Δεν έχουμε

συναντηθεί ποτέ».

Ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας συμπονετικά. «Φαίνεστε νευρική».

«Δεν έχω νιώσει πιο νευρική στη ζωή μου», βγήκαν σαν χείμαρρος τα λόγια από το στόμα της.

«Κακώς, τόσο όμορφο κορίτσι!» Ο ρεσεψιονίστ της χαμογέλασε και είπε σοβαρά: «Ο φίλος σας θα

χαρεί πολύ όταν σας δει, είμαι βέβαιος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η Έμμα γύρισε στο δωμάτιό της ευχαριστημένη με το κομπλι-μέντο που της είχε κάνει ο

υπάλληλος. Ίσως ήθελε απλώς να φανεί ευγενικός. Αυτή ήταν άλλωστε η δουλειά του. Αλλά

η έκφραση του προσώπου του φανέρωνε τόση ειλικρίνεια, που εκείνη επέτρεψε στον εαυτό της να

τον πιστέψει.

Το ενδιαφέρον της στράφηκε στη δουλειά και κάθισε στο κρεβάτι για να βγάλει το σημειωματάριό

της από την τσάντα. Καθώς ξεφύλλιζε τις σημειώσεις της, αντιλήφθηκε ότι ήταν τόσο

απορροφημένη απ’ τις προσδοκίες της, που οι προτάσεις της δεν ήταν καν ολοκληρωμένες. Έπρεπε

να ξαναγράψει τις σημειώσεις πριν ξεχάσει τι σήμαιναν. Μ’ έναν αναστεναγμό, κοίταξε το ρολόι της

με την ελπίδα να της μείνει λίγος χρόνος για να ετοιμαστεί για το δείπνο.

Της πήρε κάτι παραπάνω από μια ώρα να καθαρογράψει τις σημειώσεις και όταν τέλειωσε το χέρι

της πονούσε, αλλά ο σκοπός της επίσκεψής της φάνταζε τώρα ακόμα πιο σημαντικός. Ένα κομμάτι

του εαυτού της είχε τόση αγωνία να γνωρίσει τον Τζον, που ο σκοπός της επίσκεψης στους κήπους

του κόμη Πάλισερ είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο. Τώρα θυμήθηκε πόσο σπουδαίος ήταν.

Όταν είχε πρωτοδεί τη φωτογραφία των κήπων του Σέλντεϊλ Χάουζ στο λεύκωμα του Τζον είχε

εκπλαγεί τόσο, που είχε χύσει τον καφέ της πάνω της. Τρία χρόνια περίπου, εκείνη και το αφεντικό

της ερευνούσαν φυσικά υποκατάστατα αναλγητικών για την αρθρίτιδα και είχαν καταλήξει στην

Καρδιά του Αγίου Παύλου* ένα πολύ σπάνιο φυτό της Αγγλίας.

Όμως στο λεύκωμα είχε δει κάτι που έμοιαζε με την Καρδιά του Αγίου Παύλου. Είχαν εξετάσει

σχολαστικά τη φωτογραφία και είχαν αποφασίσει ότι έμοιαζε πολύ. Όμως τα οικονομικά της
έρευνας δεν ήταν καλά και είχαν αναγκαστεί να θέσουν διαφορετικές προτεραιότητες. Αλλά ένα

μήνα πριν, ένας χρηματοδότης είχε κάνει μια δωρεά περίπου ενός εκατομμυρίου δολαρίων για

ιατρική έρευνα. Η Έμμα είχε προσφερθεί να συμμετάσχει στο συνέδριο και να αφιερώσει το χρόνο

των διακοπούν της για να μελετήσει τη χλωρίδα και τις συνθήκες ανάπτυξής της στο Σέλντεϊλ

Χάουζ.

Αυτόν το σκοπό δεν μπορούσε να τον αμελήσει όσο ενθουσιασμένη κι αν ήταν για τη συνάντησή

της με τον Τζον. Μπορεί να χρειαζόταν τη βοήθειά του άλλωστε. Αν δεν είχε σύντομα νέα του κόμη, θα ζητούσε από τον Τζον να
μεσολαβήσει για να πάρει άδεια εισόδου στους κήπους του -αν και

αυτό δε θα της ήταν καθόλου ευχάριστο. Είχε προσπαθήσει να μην εμπλέ-ξει τα επαγγελματικά στη

δΓαλληλογραφίας σχέση της με τον Τζον, αλλά αν του εξηγούσε πόσο σημαντικό ήταν, ίσως προσφερόταν κι ο ίδιος να τη βοηθήσει. Αυτή
η σκέψη την έκανε να νιώθει αισιόδοξη.

Έβαλε στην άκρη τις σημειώσεις της και πήρε μια πετσέτα για να κάνει ντους και να ετοιμαστεί για

το δείπνο. Μετά το γρήγορο ντους, στέγνωσε τα μαλλιά της. Έχοντας δοκιμάσει τρία διαφορετικά

ντυσίματα για την περίσταση, κατέληξε σε ένα απλό κίτρινο φόρεμα, στο κλασικό στυλ της

δεκαετίας του σαράντα που έκανε τη μέση να δείχνει λεπτή χάρη στην πλούσια φούστα του. Δεν το

είχε αγοράσει ειδικά για το Λονδίνο, αλλά ένιωθε άνετα φορώντας το.

Τα μαλλιά της, όπως πάντα, ήταν ένα πρόβλημα. Ένας χείμαρρος από καστανοκόκκινες μπούκλες

ξεχυνόταν ως τη μέση της πλάτης της. Αφού δοκίμασε αρκετά χτενίσματα, αποφάσισε να τ’ αφήσει

λυτά να πέφτουν ατίθασα στους ώμους της. Ευτυχώς όλα τα περιοδικά μόδας είχαν χαρακτηρίσει

αυτό το στυλ ‘προ-Ραφαηλιτικό’ και ‘έξοχο’, πράγμα που ήταν καλό, όπως υπέθετε η Έμμα. Έβαλε

λίγο χρώμα στα μάγουλα και στα χείλη της, όπως της είχε δείξει η κοπέλα στο φαρμακείο, και κατέβηκε για να περιμένει τον Τζον.

Βγήκε στο κεφαλόσκαλο του ξενοδοχείου και στάθηκε νιώθοντας τον υγρό βραδινό αέρα, ρουφώντας τις εικόνες, τους ήχους και τις
μυρωδιές του Λονδίνου. Ο ουρανός είχε πάρει ένα

χρώμα σκούρο μπλε με πινελιές ροδαλού στον ορίζοντα. Μέσα στα καταπράσινα δέντρα τα πουλιά

τραγουδούσαν τραγούδια πρωτόγνωρα για την Έμμα.

Ένα μικρό μπλε αμάξι σταμάτησε έξω από τον ξενοδοχείο. Οι Έμμα σκέφτηκε ότι τα αυτοκίνητα

τέτοιων διαστάσεων αποκαλούνται ‘ΜίνΓ. Μέσα βρισκόταν μόνο ο οδηγός. Η καρδιά της σκίρτησε.

Ήταν ο Τζον. Η στιγμή είχε φτάσει.

Ο άντρας βγήκε και προχώρησε προς το ξενοδοχείο. Ήταν ψηλός και η κορμοστασιά του λεπτή και

μυώδης. Τα σκούρα του μαλλιά, ελάχιστα πιο μακριά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, έλαμπαν κάτω

από το κεχριμπαρένιο βραδινό φως και έφερναν στο μυαλό την εικόνα του ιππότη Λάνσελοτ.

Αλλά τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για την εξαιρετική αξιοπρέπεια του προσώπου του και το

δυνατό χτύπημα της καρδιάς της όταν το αντίκρισε. Ακόμα και από μακριά, εντυπωσιάστηκε από

το αρρενωπό πιγούνι του και την αισθησιακή τελειότητα των χειλιών του. Τα ζυγωματικά του ήταν

έντονα και αριστοκρατικά χωρίς να είναι τόσο ψηλά ώστε να θεωρούνται "χαριτωμένα". Καθώς
εκείνος πλησίαζε, η Έμμα πρόσεξε ότι τα ίσια, σκούρα φρύδια του τόνιζαν δυο

ανοιχτόχρωμα έξυπνα μάτια, τα οποία, για μια στιγμή, εντελώς παράλογα, την έκαναν να νιώθει ότι

βρίσκεται στον τόπο της.

«Γεια σου», της είπε φτάνοντας κοντά της.

«Γεια», απάντησε κι εκείνη, αλλά ο χαιρετισμός της ακούστηκε σαν ερώτηση. Εκείνος ήταν; Σταμάτησε μπροστά της και έγειρε λίγο το
κεφάλι του. «Η Έμμα;»

Παραλυμένη από την παρουσία του, κατάφερε μόνο να κουνήσει ελαφρά το κεφάλι και τότε

συνειδητοποίησε ότι της είχε κοπεί η ανάσα.

Εκείνος χαμογέλασε γλυκά τείνοντάς της το χέρι του. «Τζον Τέρνχιλ».

Αυτός ήταν! Είχε φανταστεί ποτέ η Έμμα ότι θα ήταν τόσο όμορφος; Η ανασφάλεια σχετικά με την

εμφάνισή της ήρθε πάλι στην επιφάνεια. «Χαίρω πολύ», του είπε απλώνοντας το χέρι της.

Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στα μάτια του καθώς εκείνος κράτησε την παλάμη της μέσα στη

δική του. «Είσαι ακριβώς όπως σε περίμενα», της είπε.

Κάτι στον τόνο της φωνής του την καθησύχασε. Τον πίστεψε κι ένιωσε αμέσως καλύτερα.

«Αλήθεια;»

«Ακριβώς». Εκείνος άφησε το χέρι της και προχώρησαν πλάι πλάι προς το αυτοκίνητο. «Σου αρέσει

το Λονδίνο, Έμμα;»

«Το βρίσκω υπέροχο», του απάντησε, ελπίζοντας να μη φτάνει ως τ’ αυτιά του το δυνατό χτύπημα

της καρδιάς της. Ήταν νευρική, αλλά εκείνος ήταν ο Τζον. Τον ήξερε* δεν υπήρχε λόγος να νιώθει

νευρική.

«Διάλεξα ένα μικρό εστιατόριο εδώ κοντά στο Χάμστεντ Χιθ». Η φωνή του ήταν χαμηλή και βαθιά, με προσεγμένη αγγλική προφορά,
ακριβώς όπως την είχε φανταστεί η Έμμα. «Σου αρέσει η γαλλική

κουζίνα;»

Κάποτε της είχε γράψει ότι ήθελε να την πάει στο περίφημο εστιατόριο Τέιμς Γκέιτ. Είχε αλλάξει

γνώμη; Από το μυαλό της Έμμα πέρασε η δυσάρεστη σκέψη ότι ντρεπόταν να τον δουν μαζί της

επειδή δεν ήταν όμορφη. Αλλά ήξερε ότι ο Τζον δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Προφανώς είχε την

ευχέρεια να ξοδέψει συγκεκριμένα ποσά μόνο, όπως κι εκείνη. Ήταν εύκολο να λες ότι θες να πας

με κάποιον σε ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά δύσκολα γινόταν. «Λατρεύω τη γαλλική κουζίνα», του

είπε. «Πολύ καλή ιδέα».

«Δε θα δοκιμάσεις καμιά τυπική αγγλική συνταγή, αλλά το φαγητό είναι πολύ καλό και είναι ένα

απ’ τα μέρη του Λονδίνου με ατμόσφαιρα βιβλίων του Ντίκενς. Σκέφτηκα ότι θα προτιμούσες αυτό

από βραστές πατάτες στην επιχειρηματική ζώνη».

«Πολύ καλά σκέφτηκες», του είπε γελώντας.

Εκείνος τη συνόδεψε στο Μίνι και της άνοιξε την πόρτα. Του χαμογέλασε και με όσο περισσότερη

χάρη μπορούσε, στριμώ-χτηκε στη θέση του συνοδηγού. Ο Τζον της φάνηκε γύρω στο ένα και
ογδόντα τρία, ίσως και ψηλότερος. Το Μίνι έμοιαζε παράδοξη επιλογή, αν και ο ίδιος είχε

δυσκολευτεί λιγότερο να μπει μέσα με άνεση.

Η οδήγησή του ήταν μια άλλη ιστορία. Αφού έβαλε την πρώτη ταχύτητα και το αυτοκίνητο βρέθηκε

στο δρόμο, παρέ-μειναν για μερικά λεπτά σιωπηλοί, μέχρι που ο Μπράις είπε: «Ομολογώ ότι είναι

κάπως άβολο για μένα».

«Είναι περίεργο αυτοκινητάκι», συμφώνησε εκείνη, ενώ αναρωτιόταν γιατί το συγκεκριμένο

αυτοκίνητο της φαινόταν τόσο παράταιρο γι’ αυτόν τον άντρα.

Ο Μπράις γέλασε δυνατά. «Όχι... Ναι, αλλά εννοούσα τη συνάντησή μας μετά από τόσο καιρό».

«Α, αυτό εννοείς... Κι εγώ το ίδιο νιώθω». Η Έμμα τον κοίταξε, αλλά καθώς την κατέλαβε πάλι η

παλιά γνωστή ανασφάλεια, αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να συγκεντρωθεί στη διαδρομή, ώστε να

μπορεί ν’ αρθρώσει κάποιες προτάσεις χωρίς να τη ζαλίζει το παρουσιαστικό του. «Ξαφνικά

νιώθω σαν να μη γνωριζόμαστε καθόλου», παρατήρησε και τον ξανακοίταξε.

Της έγνεψε ήρεμα. «Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρουμε ο ένας για τον άλλο». Καθώς έφτασαν σε μια

διάβαση πεζών, γύρισε και την κοίταξε. «Πάρα πολλά».

Εκείνη ρίγησε. Από συγκίνηση; Αγωνία; Ούτε η ίδια δεν ήξερε. «Μπορεί να κρύψει κανείς πολλά σε

έναν πύργο».

«Πύργο;» Της έριξε μια ματιά και έβαλε ταχύτητα για να ξεκινήσει.

«Τον Πύργο του Λονδίνου εννοώ», του εξήγησε εκείνη και γέλασε νευρικά, νιώθοντας ντροπή για

το κακόγουστο αστείο που είχε κάνει. Ευχήθηκε να μπορούσε να το πάρει πίσω. «Συγνώμη, όλο την

αριστοκρατία σκέφτομαι τις τελευταίες μέρες». Ούτε αυτό ακούστηκε καλά. «Είναι αδύνατο να μη

σκέφτεσαι έτσι σε μια τέτοια πόλη. Σε κάνει να νιώθεις χωριάτης».

«Α!» Ο Μπράις κοιτούσε το δρόμο μπροστά του, αλλά εκείνη πρόσεξε πόσο έσφιξαν το τιμόνι τα

δάχτυλά του. «Είτε μιλάμε για καπνοδοχοκαθαριστή είτε για κόμη, αυτό που έχει μέσα του ο

καθένας δε μετράει;»

Η Έμμα αναστέναξε ανακουφισμένη. Της είχε απαντήσει αντί ν’ αφήσει το σχόλιο να προκαλέσει

αμηχανία. «Εγώ πάντα πίστευα πως αυτό που έχουμε μέσα μας μετράει». Κοίταξε το όμορφο προφίλ

του και χαμογέλασε. Πάντως και το εξωτερικό δεν ήταν καθόλου άσχημο. «Αρκεί να είναι κανείς

ειλικρινής».

Εκείνος σφίχτηκε και δεν τράβηξε το βλέμμα του από το δρόμο. «Σωστά», της αποκρίθηκε. Έστριψε

το αυτοκίνητο σ’ ένα ήσυχο τετράγωνο με γεωργιανά σπίτια, βόρεια του Χάμ-στεντ Χιθ. Και στις

δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν δεντροστοιχίες από ψηλά δέντρα και στα σοκάκια έβλεπε κανείς

ένα σωρό μικρομάγαζα: βιβλιοπωλεία, μπουτίκ, καταστήματα με βότανα. Κάποιες παμπ είχαν

βγάλει τραπεζάκια έξω. «Αν και καμιά φορά έχουμε καλούς λόγους να μη λέμε την

αλήθεια», συμπλήρωσε τη φράση του.


Εκείνη σούφρωσε τη μύτη της. «Εγώ δεν ξέρω κανέναν καλό λόγο να λες ψέματα σε κάποιον που

νοιάζεσαι και εμπιστεύεσαι». Δεν ανέλυσε τη δήλωσή της και δε χρειαζόταν άλλωστε. Πριν

μερικούς μήνες είχε γράψει στον Τζον σχετικά μ’ ένα επεισόδιο που παραλίγο να καταστρέψει την

καριέρα της και την είχε συντρίψει συναισθηματικά.

Οχτώ χρόνια πριν, όταν εργαζόταν σ’ ένα φαρμακευτικό εργαστήριο, ο προϊστάμενός της είχε μπει

στην αίθουσα απο-γραφής μέσα στη νύχτα χρησιμοποιώντας μια μαγνητική κάρτα με το όνομα της

Έμμα για την περίπτωση που θα τον έκαναν τσακωτό. Είχε θεωρήσει την υφισταμένη του πολύ

ήσυχη και απλή και είχε μαντέψει σωστά πως η κοινωνική της ζωή θα ήταν αρκετά φτωχή.

Συμπέρανε λοιπόν ότι δε θα είχε άλλοθι για τις νυχτερινές ώρες, κι εξάλλου ήταν απίθανο να

εμφανιστεί τόσο αργά με την αυθεντική ταυτότητα. Έτσι, ήταν το εύκολο θύμα. Όταν η απάτη

ξεσκεπάστηκε, η Έμμα ανακρίθηκε ξανά και ξανά για αρκετές εβδομάδες.

Όταν το μυστήριο λύθηκε, το χειρότερο για κείνη ήταν ότι ο προϊστάμενός της έκλεβε για μήνες και

της έλεγε ψέματα. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα την πρόδιδε με αυτό τον τρόπο.

«Ξέρω ότι είσαι υπέρμαχος της αλήθειας», είπε ο Μπράις παρκάροντας μπροστά από ένα

γοητευτικό εστιατόριο με το όνομα Αα Φοντέν ντυ Μαρ -το Σιντριβάνι της Αίμνης. Βγήκε και

κατευθύνθηκε προς την πόρτα της για να την ανοίξει. Ήταν μια μικρή κίνηση ιπποτισμού, αλλά η

Έμμα το εκτίμησε. «Το ίδιο κι εγώ. Απλώς λέω ότι καμιά φορά λέμε ψέματα έχοντας καλές

προθέσεις». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είναι μικρό αλλά ωραίο εστιατόριο. Συνήθως βγάζουν

τραπέζια έξω το πρωί και ο κόσμος έρχεται για να πιει καφέ και να χαζέψει τους περαστικούς.

Είναι ιδανικό για χάζι».

«Το φαντάζομαι», του απάντησε η Έμμα.

Προχώρησαν προς την είσοδο, η οποία ήταν στολισμένη με κισσό. Η Έμμα σκέφτηκε ότι

χρειαζόταν τη βοήθεια του Τζον για να προσεγγίσει τον Μπράις Πάλισερ και αναρωτήθηκε

αν εκείνος θα το έβρισκε ανέντιμο εκ μέρους της. «Σημασία έχει η πρόθεση», συμφώνησε μαζί του,

αποφασίζοντας να του ζητήσει τη χάρη πριν φάνε, για να μην του δώσει την εντύπωση ότι τον

καλόπιανε πρώτα.

Το εσωτερικό του εστιατορίου ήταν εξίσου γοητευτικό με το εξωτερικό. Οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι

από διαβρωμένο τούβλο και ένα τεράστιο τζάκι, που αυτή την εποχή ήταν σβηστό, δέσποζε στη μια

άκρη της αίθουσας. Τα τραπέζια ήταν καλυμμένα με κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα, φθαρμένα από

τον καιρό αλλά πεντακάθαρα και πάνω σ’ αυτά υπήρχαν κεριά τοποθετημένα σε διάφορα παλιά

φτηνά μπουκάλια κρασιού. Ο χώρος απέπνεε γλυκιά ζεστασιά και η Έμμα ξαφνικά χάρηκε που ο

Τζον δεν είχε διαλέξει κάποιο πιο διάσημο και αυστηρό εστιατόριο. Ήταν άνετο και εκείνη αυτό

χρειαζόταν.

«Τζον», είπε, αφού κάθισαν και μελέτησαν τα μενού τους για λίγη ώρα.
Εκείνος δεν απάντησε.

«Τζον», επανέλαβε η Έμμα, πιο δυνατά αυτή τη φορά.

Μεσολάβησε ένα λεπτό δισταγμού πριν εκείνος πει: «Συγνώμη. Είπες κάτι;»

«Ναι». Προσπάθησε να φανεί γενναία. Δεν ήθελε να του το ζητήσει, αλλά ήταν αναγκασμένη και

έπρεπε να το κάνει τώρα για να κλείσει το θέμα. «Η θέση μου είναι δύσκολη, αλλά πρέπει να σου

ζητήσω μια χάρη. Μεγάλη χάρη». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πολύ μεγάλη χάρη».

«Βεβαίως. Τι θέλεις;»

«Πρέπει να γνωρίσω τον Μπράις Πάλισερ», του είπε με μεγάλη δυσκολία.

Της φαντασίας της ήταν ή εκείνος είχε χλομιάσει; «Γιατί πρέπει να τον γνωρίσεις;»

Ακουγόταν ενοχλημένος. «Δεν πρέπει να τον γνωρίσω, για να είμαι ακριβής», του είπε γρήγορα.

«Πρέπει να του μιλήσω. Χρειάζομαι την άδειά του για να επισκεφτώ τους κήπους του και να

μελετήσω τα φυτά».

«Στο Σέλντεϊλ Χάουζ». Η φωνή του ήταν άχρωμη.

«Ακριβώς».

Τα φώτα του εστιατορίου χαμήλωσαν και η σερβιτόρα πλησίασε στο τραπέζι για ν’ ανάψει το κερί.

«Θα θέλατε να πιείτε κρασί με το φαγητό;» ρώτησε.

«Ναι, ευχαριστούμε. Φέρνετε ένα μπουκάλι Ντομ...» Ο Μπράις σταμάτησε και καθάρισε το λαιμό

του. «Κάποιον αφρώδη οίνο ίσως;» Ζήτησε τη συγκατάθεση της Έμμα με το βλέμμα του.

«Θαυμάσια», κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Εκείνος κοίταξε τη λίστα και διάλεξε ένα. «Αυτό είναι από καλούς αμπελώνες».

Η σερβιτόρα το σημείωσε και ρώτησε την Έμμα: «Είστε έτοιμη να παραγγείλετε;»

Εκείνη δίστασε, χωρίς να είναι σίγουρη πόσο ακριβό φαγητό μπορούσε να παραγγείλει. Αν και ο

Τζον δεν είχε μπει ποτέ σε λεπτομέρειες, από τις περιγραφές για τη δουλειά του είχε καταλάβει ότι

οικονομικά δεν ήταν σε καλύτερη θέση από εκείνη, γι’ αυτό έψαξε να βρει το πιο φτηνό πιάτο.

Ήταν έτοιμη να παραγ-γείλει το ψητό κοτόπουλο, όταν ακούστηκε η φωνή του.

«Τι λες για το φιλέτο μινιόν με σος μπερνέζ;» πρότεινε. «Το μοσχάρι είναι τοπικό, καλής

ποιότητας».

«Φιλέτο μινιόν; Αλήθεια;» Η Έμμα ούτε που θυμόταν την τελευταία φορά που είχε φάει φιλέτο αντί

για χάμπουργκερ.

Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Δε σου αρέσει;»

«Πολύ, αλλά...», πρόσθεσε χαμηλόφωνα, «... είναι κάπως ακριβό».

«Αυτό μη σ’ ανησυχεί. Αν το θέλεις, σίγουρα το αξίζεις». Της χαμογέλασε και το βλέμμα του έκανε

την καρδιά της να σκιρτήσει.

«Καλό ακούγεται...»
«Εντάξει, τότε». Εκείνος έκλεισε το μενού του. «Ενα φιλέτο για τον καθένα μας», είπε στη

σερβιτόρα, χωρίς να έχει απο-τραβήξει τη ματιά του από την Έμμα.

«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε όταν απομακρύνθηκε η σερβιτόρα. Είχε συγκινηθεί που ο Τζον

προσπαθούσε να κάνει τη βραδιά της ευχάριστη, αλλά ανησυχούσε ότι το είχε παρακάνει.

«Απολύτως», της είπε χωρίς ίχνος αμφιβολίας. «Πού είχαμε μείνει;»

«Στον Μπράις Πάλισερ».

Για μια στιγμή εκείνος φάνηκε να εκπλήσσεται, αλλά μετά το πρόσωπό του πήρε μια πιο χαλαρή

έκφραση. «Για τον κήπο

λέγαμε».

Του έγνεψε καταφατικά, παρατηρώντας για δεύτερη φορά ότι εκείνος προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη

συζήτηση για τον κόμη. Κάτι τον έκανε να νιώθει άβολα και η Έμμα αναρωτήθηκε αν ο Τζον

πίστευε ότι εκείνη προτιμούσε να είναι με τον κόμη παρά μαζί του. «Ναι, τον κήπο», του είπε

προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει άνετα μαζί της. «Δε θα μου είναι πολύ συμπαθής ο κόμης.

Του έγραψα και δεν μπήκε καν στον κόπο να μου απαντήσει. Ας έβαζε τουλάχιστον τη γραμματέα

του να μου γράψει».

Το πρόσωπό του είχε ένα ύφος πονεμένο. «Μπορεί να μην πήρε το γράμμα σου. Μπορεί να λείπει

στο εξωτερικό. Ταξιδεύει πολύ, ξέρεις».

«Δεν έχει προσωπική γραμματέα;»

«Στο σπίτι, όχι», της απάντησε και πρόσθεσε βιαστικά: «Ή

του έγραψες στο γραφείο;»

«Στο σπίτι, μάλλον. Στο Σέλντεϊλ Χάουζ στο Γκέρνσεϊ».

Ο Μπράις πλατάγισε τη γλώσσα στα δόντια του. «Δε νομίζω ότι πάει εκεί πολύ συχνά».

Η Έμμα αποκαρδιώθηκε. «Δεν υπάρχει τρόπος να έρθω σε επαφή μαζί του; Για να μου δώσει την

άδεια, θέλω να πω».

Ο Μπράις σταύρωσε τα χέρια του στο τραπέζι και κάθισε για λίγο σκεφτικός. «Ξέρω ότι είναι

σημαντικό για σένα», είπε έπειτα. Ξεφύσηξε δυνατά και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα απ’ τα

μαλλιά του. «Λυπάμαι. Νιώθω άσχημα που το αμέλησα τόσο καιρό. Έπρεπε να κανονίσω να πας

στο Γκέρνσεϊ αμέσως μόλις έλαβα το γράμμα σου».

Η Έμμα άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το δικό του. «Τζον, δενείναιδική σουευθύνη. Δική μου

δουλειά ήταν να το κανονίσω, όχι δική σου». Προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μ'

ένα γέλιο. «Δε νομίζω ότι ανέφερα το Σέλντεϊλ στο γράμμα μου. Ζήτησα τη βοήθειά σου γιατί δεν

πιστεύω ότι ο κόμης θ’ απαντήσει σε κάποια που είναι ένα τίποτα γι’ αυτόν».

«Έμμα, δεν είναι έτσι...»

«Ορίστε», είπε η σερβιτόρα, η οποία είχε φέρει το κρασί. Έβαλε τα ποτήρια στο τραπέζι, άνοιξε το
μπουκάλι, γέμισε τα ποτήρια τους και έφυγε με την υπόσχεση να φέρει σύντομα τα πιάτα τους.

Η Έμμα την παρακολούθησε καθώς απομακρυνόταν. «Για να μην είμαι άδικη», είπε έπειτα, «πρέπει

να πω ότι δεν τόνισα στον κόμη του Πάλισερ πόσο σημαντική μπορεί να είναι η επίσκεψή μου. Δεν

ήθελα να δώσω έμφαση, γιατί, αν κάνω λάθος, θα με περάσει για τρελή. Δεν ήθελα να κάνω

πομπώδεις δηλώσεις που αργότερα θα φαίνονταν σαν υπερβολές ή ψέματα. Ιδίως σ’ αυτό τον

ψηλομύτη κόμη, που θα πίστευε ότι προσπαθώ να δικτυωθώ με την καλή κοινωνία».

Ο Μπράις σφίχτηκε. «Γιατί να το πιστέψει αυτό;»

«Εγώ δε θέλω κάτι τέτοιο», βιάστηκε να διορθώσει η Έμμα. «Εσύ το ξέρεις αυτό». Ήπιε μια γουλιά

από το κρασί της και συνέχισε. «Εννοώ ότι αφού αυτός είναι πλούσιος και ισχυρός, φαντάζομαι ότι

πολύς κόσμος θα τον προσεγγίζει για τα χρήματά του ή για να ζητήσει κάποια χάρη».

«Όχι μ’ αυτό τον τρόπο». Όταν εκείνη τον κοίταξε, ο Μπράις πρόσθεσε: «Πιθανόν». Μετά της

χαμογέλασε, κόβοντάς της την ανάσα.

Η Έμμα ανασηκωσε τους ώμους της. «Ίσως, αλλά γι’ αυτόν είμαι μια από τους πολλούς».

Το χαμόγελό του έσβησε. «Είναι δύσκολη κατάσταση». Τα λόγια του έκρυβαν κάποιον υπαινιγμό

και η Έμμα προσπαθούσε να συλλάβει το νόημά τους. Μετά από μια παύση, εκείνος συνέχισε.

«Αλλά νομίζω ότι ίσως τον υποτιμάς».

«Αλήθεια;» έκανε εκείνη με ενδιαφέρον. «Τον ξέρεις καλά;»

Ο Μπράις συνοφρυώθηκε και πήγε ν’ απαντήσει, αλλά σταμάτησε. «Δεν μπορώ να σου πω

ακριβώς», είπε τελικά μετά από λίγη ώρα. Ξαναγέμισε το ποτήρι της με κρασί. «Ξέρω ότι είναι

καλοπροαίρετος, όμως συχνά δεν μπορεί να φέρει βόλτα όλες του τις ευθύνες».

«Έχει τόσες πολλές υποχρεώσεις;» ρώτησε η Έμμα με περιέργεια.

«Θα εκπλαγείς αν μάθεις πόσες». Με μια γουλιά άδειασε το ποτήρι του. «Πολυεθνική εταιρεία, αρκετή ακίνητη περιουσία...»

«Κατάλαβα». Ήθελε να τον πιστέψει, αλλά διαισθανόταν ότι υπήρχε κάτι που της έκρυβε. «Τότε, μπορεί να μην έλαβε το γράμμα μου.
Μπορεί, όπως είπες, να βρίσκεται στο εξωτερικό». Η Έμμα

έμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό. «Αλλά μπορεί να το έλαβε και να το αγνόησε. Δεν το ξέρουμε».

Εκείνος φάνηκε να το σκέφτεται. «Αν είναι έτσι, θα είχε τους λόγους του».

Η Έμμα ένιωσε ενοχές. Είχε την αίσθηση ότι η φιλία του Τζον με τον κόμη ήταν πιο στενή απ’ ό,τι

της είχε δώσει να καταλάβει. Προσπάθησε να ελαφρύνει τη συζήτηση: «Πάντα παίζεις τον δικηγόρο

του διαβόλου;» τον ρώτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.

Εκείνος χαμογέλασε ανακουφισμένος που είχε αποφευχθεί η ένταση. «Μόνο όταν ο καημένος ο

διάβολος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Έμμα, άφησέ με να δω αν μπορώ να κανονίσω

την επίσκεψη σου στο Σέλντεϊλ», είπε και πρό-σθεσε, πιο πολύ για τον εαυτό του, «Αν και δε

νομίζω ότι θα μπορούσες να μείνεις εκεί».

«Να μείνω;» Ποτέ δεν είχε σκεφτεί και τέτοιο. «Δε θέλω να μείνω, μόνο να εξερευνήσω λίγο τους
κήπους θέλω».

«Είναι περίοδος διακοπών», της αποκρίθηκε πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Δε θα είναι εύκολο να

βρεις κάπου αλλού να μείνεις στο Γκέρνσεϊ».

«Θα κατασκηνώσω έξω από τους κήπους, δε με πειράζει».

Ο Μπράις την κοίταξε για λίγο εξεταστικά. «Είσαι αποφασισμένη», σχολίασε έπειτα.

Η Έμμα γύρισε το κεφάλι της προς το παράθυρο, νιώθοντας πάλι εκείνη τη γνωστή ανασφάλεια.

«Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, είμαι». Έξω, ο ήλιος έδυε πίσω απ’ τα κτίρια και το φως του δειλινού

συναγωνιζόταν τη λάμψη των κεριών του μικρού μπιστρό. Η ατμόσφαιρα ήταν μεθυστική.

«Η αποφασιστικότητα είναι αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό».

«Εκτός αν κάποιος το εκλαμβάνει ως πίεση», του απάντησε αμέσως η Έμμα.

Τα μάτια του δεν τραβήχτηκαν από πάνω της. «Δεν είσαι πιεστική».

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε πάλι η σερβιτόρα με τα πιάτα τους. Η Έμμα έκοψε ένα κομματάκι

φιλέτου, το βούτηξε στη σάλτσα και το έβαλε στο στόμα της. «Απίθανο είναι. Έχω χρόνια να φάω

γαλλικό φαγητό».

«Να το συνηθίσεις», της είπε εκείνος μ' ένα μυστηριώδες χαμόγελο.

Η Έμμα σκούπισε το στόμα της και γέλασε. «Με τα δικά μου οικονομικά; Αστειεύεσαι;»

«Έχει πολλά γαλλικά εστιατόρια στο Γκέρνσεϊ».

«Εννοείς...» Ξεροκατάπιε.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα καταφέρω πάση θυσία να πας στο Σέλντεϊλ

Χάουζ για να κάνεις την έρευνά σου».

Της ακουγόταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. «Αες να πετύχεις να πάρεις άδεια για να επισκεφτώ

τους κήπους;»

«Έτσι πιστεύω».

«Τζον!» Αν δεν τους χώριζε ένα τραπέζι γεμάτο πιάτα, κρασί και μοσχαρίσιο φιλέτο, θα τον είχε

αγκαλιάσει. «Δε θα έρθεις μαζί μου;»

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και η Εμμα νόμιζε ότι τον άκουσε να λέει: «Δεν μπορώ να το

διακινδυνεύσω».

«Ορίστε;» τον ρώτησε.

Εκείνος ήπιε λίγο κρασί και στέγνωσε τα χείλη του με την πετσέτα. «Είπα ότι θα ήταν καλή ευκαιρία

για να γνωριστούμε καλύτερα».

«Ώστε θα έρθεις;»

Ένα νεύρο στην άκρη του στόματός του σύσπαστηκε και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δε

νομίζω ότι θα τα καταφέρω. Αλλά δε με χρειάζεσαι».

«Σε χρειάζομαι». Του χαμογέλασε. «Θα περνούσαμε πολύ καλά. Σκέψου το».
«Θα...» Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να πείσει κάποιον άλλο και όχι εκείνη. «Θα

κοιτάξω το πρόγραμμά μου, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Αν και ίσως θα ήταν καλύτερα να έρθω».

Η Έμμα ανασήκωσε το φρύδι της. «Καλύτερα;»

«Ξέρω αρκετά καλά το νησί. Ίσως σε διευκολύνω».

«Θα χαρώ πολύ αν έρθεις».

«Εντάξει, τότε». Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. «Θα δω αν μπορώ να το κανονίσω».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μετά απ’ αυτό, η συζήτηση κύλησε εύκολα. Η Έμμα είχε συγκι-νηθεί με τον ενθουσιασμό του Τζον

να της δείξει τη χώρα του και την πρότασή του να κάνουν πράγματα τα οποία κανένας δε θα έπρεπε

να παραλείψει να κάνει όταν επισκεπτόταν για πρώτη φορά την Αγγλία: να φάνε ψάρι με τηγανητές

πατάτες σε λαδόκολλα, να γυρίσουν με το τρένο την εξοχή και να πάνε σε κάποια τουριστικά

αξιοθέατα όπως το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων της Μαντάμ Τισό και τους Κιου Γκάρντενς.

Όταν αποφάσισαν να φύγουν από το εστιατόριο ήταν περασμένες έντεκα. Οι ώρες είχαν κυλήσει

σαν λεπτά. «Τι εξαίσια νύχτα», σχολίασε εκείνος καθώς έβγαιναν και ανέπνεαν το βραδινό αεράκι.

«Πανέμορφη», συμφώνησε η Έμμα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα σκούρο μαβί χρώμα και μονάχα

μερικά αχνά συννεφάκια έκρυβαν το φεγγάρι. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και ανέδιδε μια γλυκιά

μυρωδιά. Όμως η Έμμα δε χαιρόταν μόνο για τον καιρό, αλλά και για τη συντροφιά του. Περίμενε

τόσο καιρό να γνωρίσει τον Τζον, που φανταζόταν ότι μια απογοήτευση θα ήταν αναπόφευκτη.

Ωστόσο, δεν είχε απογοητευτεί. Για την ακρίβεια, θα χαρακτήριζε αυτό που αισθανόταν για τον

Τζον κεραυνοβόλο έρωτα, αν πίστευε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο. Αλλά βέβαια η Έμμα δεν πίστευε σε

τέτοια πράγματα.

«Θα τηλεφωνήσω για το Σέλντείλ Χάουζ το πρωί», της είπε εκείνος και έπιασε το μπράτσο της για

να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο.

«Δεν ξέρεις πόσο το εκτιμώ», του είπε η Έμμα, έκπληκτη με την ευχαρίστηση που της προκάλεσε

το απαλό του άγγιγμα στην επιδερμίδα της.

«Μακάρι να το είχα κάνει και νωρίτερα», της είπε σε απολογητικό τόνο, αφήνοντας το χέρι της.

Η Έμμα ένιωσε ξαφνικά το χέρι της κρύο στο σημείο που είχε ακουμπήσει το δικό του, αλλά

προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη συζήτηση. «Σταμάτα πια, Τζον. Δεν μπορούσες να το ξέρεις. Δε

θέλω να νιώθεις ένοχος γι’ αυτό».

Εκείνος υποχώρησε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Εντάξει. Θα σου τηλεφωνήσω αμέσως μόλις

μάθω κάτι». Καθώς έψαχνε για το κλειδί του αυτοκινήτου, πέρασε από μπροστά τους

ένα γυαλιστερό μαύρο ταξί, ακολουθούμενο από ένα κόκκινο διώροφο λεωφορείο.

Η Έμμα ρουφούσε τις παραστάσεις γύρω της σαν σφουγγάρι. «Δεν έχω τηλέφωνο στο δωμάτιό μου, οπότε πρέπει να φροντίσεις ή να με
φωνάξουν ή να κρατήσουν ένα μήνυμα».
«Δεν έχεις τηλέφωνο στο δωμάτιό σου;» Της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Ο ιπποτισμός του

ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μικροσκοπικό φτηνό όχημα.

«Δεν πιστεύω να το ακούς πρώτη φορά», του είπε χαμογελώντας. «Πολλά μικρά ξενοδοχεία και

ενοικιαζόμενα δωμάτια δεν έχουν τηλέφωνο στο δωμάτιο. Ή μήπως εσύ μένεις στο Ριτζ;»

«Σχεδόν ποτέ», της απάντησε σοβαρά.

Η Έμμα μπήκε στο αυτοκίνητο. «Το Σάνινγκτον δεν είναι πολυτελές, αλλά είναι γραφικό. Μου

αρέσει».

Ο Μπράις κάθισε στη θέση του οδηγού και φαινόταν σκεφτικός όσο συζητούσαν περί ανέμων και

υδάτων στη διαδρομή προς το ξενοδοχείο.

«Πέρασα πολύ καλά απόψε», είπε η Έμμα καθώς πλησίαζαν. «Σ’ ευχαριστώ πολύ».

«Εγώ σ’ ευχαριστώ», της είπε σοβαρά. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει για μένα η αποψινή βραδιά». Έκανε

ένα βήμα προς το μέρος της.

Για μια συγκλονιστική στιγμή, στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, χαμένοι ο ένας μέσα στα μάτια του

άλλου. Η σκέψη να κάνει πίσω, σωματικά και συναισθηματικά, πέρασε από το μυαλό της Έμμα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει βήμα.

Μ’ ένα χαμόγελο, εκείνος άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε κοντά του. Παρά το γεγονός ότι δεν

το θεωρούσε συνετό, η Έμμα αφέθηκε στην αγκαλιά του. Κανονικά έπρεπε να πει στον εαυτό της

να σταματήσει, αλλά δεν μπορούσε. Δε θα το έκανε.

«Αυτό ήθελα να το κάνω όλο το βράδυ», της ψιθύρισε εκείνος και έφερε το στόμα του πάνω στο

δικό της. Δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος δισταγμού ή αβεβαιότητας. Οι κινήσεις του ήταν πεπειραμένες.

Άνοιξε το στόμα της με τα χείλη του και το φιλί του έγινε τόσο βαθύ, που τα πόδια της άρχισαν να

τρέμουν.

Η Έμμα ένιωσε να λιώνει στην αγκαλιά του και άφησε τα κύματα της απόλαυσης που τη μεθούσαν

να την πλημμυρίσουν ολόκληρη. Όλες της οι αισθήσεις ξύπνησαν καθώς τον ένιωθε, τον γευόταν

και εισέπνεε το διακριτικό του άρωμα. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που αισθάνθηκε πριν αφεθεί

ολοκληρωτικά στην ηδονή του φιλιού του.

Ενώ ήταν έτοιμη να χαθεί στο αισθησιακό φιλί, εκείνος έκανε πίσω, αφήνοντάς τη στην παραζάλη

της και στην αίσθηση του ανικανοποίητου που την κατέλαβε.

«Καλύτερα να πηγαίνω τώρα», της είπε κάπως βιαστικά. Η συμπεριφορά του ήταν σχεδόν απότομη.

Θα πρέπει να το συνειδητοποίησε και ο ίδιος, γιατί έξαφνα η έκφρασή του μαλάκωσε. «Θα σου

τηλεφωνήσω πρωί πρωί», της είπε.

«Εντάξει», αποκρίθηκε εκείνη αμήχανη. Τι είχε συμβεί; Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν σωστό ή λάθος, αλλά αυτό που είχε γίνει ήταν πολύ
ωραίο. Γιατί είχε σταματήσει ο Τζον; Μπορεί να είχε θυμηθεί τη

χάρη που του ζήτησε και να είχε ψυχραθεί. «Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι κόπος;»

«Καθόλου. Ειλικρινά», τη διαβεβαίωσε. Έστρεψε το βλέμμα του στο έδαφος και αμέσως μετά
σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε εκείνη. «Γι’ αυτό που έγινε πριν λίγο... Συγνώμη που ήμουν τόσο

βιαστικός».

«Όχι... Μην ανησυχείς γι’ αυτό». Δάγκωσε το κάτω της χείλι. I I αμηχανία τους ήταν ένας πολύ

καλός λόγος για να μη σχετιστούν ερωτικά. Η φιλία τους ήταν πολύτιμη για να τη θυσιάσουν για

ανοησίες. «Εντάξει. Καληνύχτα».

Εκείνος την κοίταξε για ένα ατέλειωτο λεπτό. «Καληνύχτα, Έμμα». Γύρισε να φύγει.

«Τζον», του φώναξε πριν προλάβει και η ίδια να σκεφτεί τι έκανε.

Διστάζοντας λίγο στην αρχή, εκείνος γύρισε. «Ναι;»

Ο δισταγμός του την έκανε να παγώσει. Προσπάθησε να βρει κάτι να πει, κάτι που θα διασκέδαζε

την αμηχανία που ένιωθαν και οι δυο και θα τους έκανε να αισθανθούν άνετα. «Να προσέχεις στο

δρόμο», μπόρεσε να πει μόνο.

Της έγνεψε καταφατικά και χώθηκε στο αυτοκίνητο, στρίβοντας στο δρόμο σχεδόν αμέσως μόλις

έβαλε μπρος τη μηχανή.

***

Σαράντα λεπτά αργότερα, η Έμμα ήταν ξαπλωμένη στο σκληρό κρεβάτι, ολομόναχη μέσα στο

σκοτάδι του δωματίου της. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να τρέφει ρομαντικές φαντασιώσεις

με πρωταγωνιστή τον Τζον, αλλά οι ερωτικές εικόνες έρχονταν στο μυαλό της αυθόρμητα. Η

ανάμνηση εκείνης της στιγμής όταν τον κοίταξε στα μάτια και μετά του φιλιού του... Στριφογύριζε

στο κρεβάτι και η καρδιά της, που χτυπούσε σαν τρελή, δεν της επέτρεπε να κοιμηθεί. Πιο εύκολα

θα έτρεχε τώρα σε Μαραθώνιο παρά θα αποκοιμιόταν.

Όταν σχεδίαζε αυτό το ταξίδι, δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα σχετιζόταν ερωτικά με τον Τζον. Ακόμα

και τώρα δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Αλλά εκείνο το φιλί, παρά το γεγονός ότι μια πλευρά της

το ήθελε όλο το βράδυ, είχε περιπλέξει τα πράγματα. Το ίδιο τα περιέπλεκε και ο τρόπος που το

σκεφτόταν αυτή τη στιγμή.

Πιθανόν να είχε παρασυρθεί από τη γοητεία που ασκούσε πάνω της αυτή η λαμπερή ξένη χώρα που

επισκεπτόταν για πρώτη φορά και τίποτα παραπάνω. Και από το γεγονός ότι ένας άντρας όμορφος

σαν σταρ του κινηματογράφου την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του και την είχε φιλήσει τόσο

παθιασμένα. Κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα το έβρισκε δύσκολο να αντι-σταθεί, αλλά

στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Τζον και η σχέση τους ήταν πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.

Ήταν μια στιγμιαία εκδήλωση επιπολαιότητας. Τώρα που είχε συνελθεί, ήξερε ότι δεν ήταν

διατεθειμένη να θυσιάσει τη φιλία της με τον Τζον για μια ερωτική περιπέτεια, όσο κι αν ήταν

μεγάλος ο πειρασμός. Αλλωστε, ακόμα κι αν εκείνος ήθελε να μετατρέψει τη σχέση τους σε

ερωτική, θα ήταν μια αποτυχημένη σχέση. Ζούσαν σε διαφορετικές χώρες, σε διαφορετικές

ηπείρους. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ζούσαν μια περαστική συγκίνηση που θα έσβηνε όταν
εκείνη θα έφευγε και δε θα άφηνε τίποτ’ άλλο στο τέλος, παρά μια αμηχανία που θα έπαιρνε τη

θέση της παλιάς τους οικειότητας.

Αν και αυτή η οικειότητά τους χαρακτηριζόταν πάντα από μια ένταση. Δυο χρόνια διάβαζε τις

επιστολές του και του έγραφε, χωρίς ίχνος ανασφάλειας. Ούτε εκείνος έμοιαζε ανασφαλής, αλλά

απόψε ήταν πιο σοβαρός απ’ ό,τι περίμενε η Έμμα. Πιο μελαγχολικός. Μπορεί να ήταν η πρώτη

εντύπωση που της έδινε από κοντά, αλλά είχε την επίμονη αίσθηση ότι όλο το βράδυ ο Τζον ήταν

επιφυλακτικός. Αυτό έκανε και την ίδια επιφυλακτική και κατά συνέπεια λιγότερο ευχάριστη για το

συνοδό της. Το ερώτημα που ανέκοπτε δεν το είχε απαντήσει κανείς. Τι δεν είχε πάει καλά; Μήπως

εκείνος είχε απογοητευτεί που η κοπέλα με την οποία αλληλογραφούσε δεν είχε ανταποκριθεί στις

προσδοκίες του;

Ή μήπως εκείνη ήταν κουρασμένη από το ταξίδι και η φαντασία της κάλπαζε; Αυτό θα ήταν.

Σ’ αυτό το σημείο οι σκέψεις τηςΈμμα σταμάτησαν, αφήνοντας πίσω τους μόνο μια φωνούλα που

όλη την ώρα μιλούσε μέσα στο κεφάλι της, αλλά εκείνη δεν την άκουγε. Καθώς την έπαιρνε ο

ύπνος, η Έμμα άκουσε αυτή τη φωνή πεντακάθαρα. Δεν ήταν παράνοια, ούτε κυνισμός... Κάτι δεν

πήγαινε καλά, και αυτό το κάτι ήταν πολύ σημαντικό.

Ο Τζον, της έλεγε η φωνή, κάτι κρύβει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Μπράις βλαστημούσε τον εαυτό του όσο οδηγούσε στους δρόμους του Λονδίνου. Δεν έπρεπε να

την έχει φιλήσει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πήγαιναν μια χαρά και όταν τη φίλησε άλλαξε τη φύση

της σχέσης τους. Διάολε, δε σκόπευε να θυσιάσει τη φιλία τους για μια προσωρινή σωματική

ηδονή.

Αλλά του ήταν πολύ δύσκολο ν’ αντισταθεί. Η Έμμα ήταν τόσο όμορφη, τόσο δροσερή μέσα στη

νύχτα, τόσο γεμάτη ενθουσιασμό για όλα γύρω της. Σε σύγκριση με τις γυναίκες με τις οποίες

εκείνος σχετιζόταν, ήταν σαν δροσιστικό ποτό μια ζεστή μέρα. Ήθελε να τη ρουφήξει ολόκληρη.

Αυτή την επιθυμία του έπρεπε να την ελέγξει.

Μπήκε στον κεντρικό δρόμο και πάτησε πιο πολύ το γκάζι. Η μηχανή του αυτοκινήτου βόγκηξε με

θόρυβο και το Μίνι έπιασε τα ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα.

«Ηλίθιε», είπε, σφίγγοντας τα χέρια του στο τιμόνι μέχρι που οι κλειδώσεις των δαχτύλων του

άσπρισαν. Δεν έφτανε που της είχε πει ψέματα, αλλά επιπλέον επέδειξε και εξαιρετική ασυνειδησία

προχωρώντας τη σχέση τους ένα βήμα παραπέρα υποδυόμενος τον Τζον Τέρνχιλ. Ξεφύσηξε βαριά

και άφησε λίγο το γκάζι, κάνοντας το αυτοκίνητο να κυλήσει αμέσως με πιο συνετή ταχύτητα.

Τι ακριβώς είχε η Έμμα που εκείνος είχε βρει ακαταμάχητο όλο το βράδυ; Γιατί του φαινόταν πολύ

πιο ελκυστική απ’ όλες τις γυναίκες που ήξερε; Τη στιγμή που αναρωτήθηκε, μια μεγάλη σειρά

απαντήσεων του ήρθε στο μυαλό. Ήταν εξαιρετικά έξυπνη. Όπως και ενδιαφέρουσα. Όταν μιλούσε, ο Μπράις δεν ήθελε να σταματήσει.
Λάτρευε τη φωνή της. Επίσης λάτρευε τα μάτια της. Λάτρευε

τον τρόπο με τον οποίο τον

κοιτούσε, γιατί τον έκανε να νιώθει ότι ήταν ο μοναδικός άντρας στον κόσμο που μετρούσε για

εκείνη.

. Και αν δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, θα την έχανε.

Η σεξουαλική σχέση θα οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα στην καταστροφή. Μετά απ’ όσα

είχαν μοιραστεί, δεν μπορούσε να φανταστεί να της κάνει έρωτα και μετά να είναι πάλι φίλοι σαν να

μην είχε συμβεί τίποτα. Ένα τέτοιο γεγονός θα βάραινε πάντα στην ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, θα

δημιουργούσε ένα αόρατο τείχος που θα τους κρατούσε τον ένα μακριά από τον άλλο, ενώ υπήρξαν

τόσο δεμένοι.

Αυτό ήταν. Θα της ζητούσε συγνώμη αύριο, με την ελπίδα να μην ήταν πολύ αργά. Με μια απότομη

κίνηση έστριψε για να βάλει το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του Τζον. Θα προτιμούσε να γυρίσει στο

σπίτι του, στο Κένσινγκτον, αλλά εκεί θα του τηλεφωνούσε η Έμμα αν τον χρειαζόταν.

'Οταν μπήκε στο σπίτι, ανακάλυψε ένα φτηνό μπουκάλι πόρτο και έβαλε λίγο σ’ ένα ποτήρι. Το

κόκκινο υγρό κύλησε καυτό στο λαιμό του κι εκείνος το χάρηκε. Ένιωθε ένοχος που υποδυόταν

τον Τζον Τέρνχιλ. Αυτό που έπρεπε να έχει κάνει, όταν του έγραψε η Έμμα ότι θα ερχόταν στην

Αγγλία, ήταν να της πει ότι είχε δουλειές στο Δουβλίνο ή κάτι τέτοιο και να απέφευγε να τη δει όσο

ήταν εκεί. Θα ήταν άλλο ένα ψέμα, αλλά ο σκοπός του θα ήταν να την προστατεύσει.

Δε θα της άρεσε καθόλου αυτό.

Εκεί ήταν το πρόβλημα. Το λογικό μυαλό του είχε όλες τις απαντήσεις: ξέχνα το, διατήρησε τη

φιλία σας, υπάρχουν άλλες γυναίκες στον κόσμο, έχεις κάποιες υποχρεώσεις που δε θα μπορείς να

τακτοποιήσεις αν είσαι μαζί της. Αλλά κάτι στην Έμμα Λόρενς του γεννούσε την επιθυμία να

ξεχάσει την αληθινή του ζωή και τις ευθύνες της. Είχε μια σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία να τα

παρατήσει όλα και να φύγει μαζί της. Ακόμα και η σκέψη της τον έκανε να νιώθει έναν

πρωτόγνωρο πόνο στο στήθος. Τον πόνο που προκαλεί μια ζωτική ανάγκη.

Μια ανάγκη που δεν ήταν γραφτό να ικανοποιηθεί ποτέ.

***

Ο Μπράις τηλεφώνησε στην Έμμα νωρίς το επόμενο πρωί για να της πει ότι είχε καταφέρει να

πάρει για λογαριασμό της την άδεια ώστε να εξερευνήσει τους κήπους του Σέλντεΐλ

Χάουζ. Προσφέρθηκε να την πάει μέχρι το σταθμό Βικτόρια και η Έμμα δέχτηκε, προσθέτοντας ότι

θα ήθελε πολύ να πάνε μαζί

Όταν ο Μπράις έφτασε στο ξενοδοχείο της, εκείνη ήταν ήδη έξω, περιτριγυρισμένη από βαλίτσες.

«Τι είναι όλα αυτά;» τη ρώτησε, σκύβοντας για να σηκώσει έναν ταξιδιωτικό σάκο. «Νόμιζα ότι θα

πας μόνο για μια δυο μέρες».


«Μα τόσο θα μείνω», του αποκρίθηκε. Πέρασε μια τσάντα στον ώμο της. «Αυτός είναι ο υπνόσακος

μου και αυτό...», είπε δείχνοντας το σακ βουαγιάζ που εκείνος κρατούσε στο χέρι του, «...είναι μια

σκηνή».

Ο Μπράις έμεινε αποσβολωμένος. Δεν μπορεί να σοβαρολογούσε. «Υπνόσακος και σκηνή;Έμμα, νόμιζα πως αστειευόσουν όταν είπες ότι
θα κατασκήνωνες».

Εκείνη του χαμογέλασε. «Ποτέ δεν αστειεύομαι όταν πρόκειται για σκηνές».

Το χαμόγελό της τον άγγιξε μέχρι τα κατάβαθα της καρδιάς του και χρειάστηκε ν’ αντισταθεί στην

παρόρμηση να την τραβήξει στην αγκαλιά του. Αλλά είχε το κακό προαίσθημα ότι τα λόγια της

πήγαζαν από μια ατσάλινη θέληση. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να το κάνεις αυτό».

«Τι πράγμα;» τον ρώτησε η Έμμα κοιτώντας τον απορημένη.

«Αυτό», της απάντησε και έδειξε με μια κίνηση τον υπνόσακο και την τσάντα που κρατούσε. «Δεν

μπορείς να κατασκηνώσεις μόνη σου σε μια χώρα που δε γνωρίζεις».

Εκείνη φάνηκε σαστισμένη. «Και βέβαια μπορώ».

«Έμμα, δεν είναι ασφαλές». Υπήρχαν δημόσια κάμπινγκ κοντά στο σπίτι; Πώς ήταν; Ο Μπράις δε

θυμόταν να έχει δει κάποιο, ούτε καν να έχει ακούσει για κάποιο. Σκηνές είχε δει μόνο σε παλιές

αμερικάνικες ταινίες για την άγρια Δύση κατ, ιδίως για μια γυναίκα, δεν ήταν πολύ ευχάριστο.

«Ακου, Τζον». Η Έμμα του χαμογέλασε πάλι και του μίλησε σαν να εξηγούσε κάτι σε μικρό παιδί.

«Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω: να πάω στην όπερα, να παραστώ

σε δείπνο στο Λευκό Οίκο, να χρησιμοποιήσω το σωστό πιρούνι για το χαβιάρι στα Ανάκτορα

του Μπάκιγχαμ... αλλά για μένα δεν είναι πρόβλημα να κοιμηθώ στο χορτάρι και τη λάσπη».

Ο Μπράις δε σχολίασε ότι για το χαβιάρι χρησιμοποιούν ένα μικρό κουταλάκι. Αν δεν ήξερε ότι η

Έμμα αγνοούσε την ταυτότητά του, θα πίστευε ότι τα λόγια της είχαν στόχο εκείνον. Αλλά αυτό

αποκλείεται να ήταν αλήθεια, γιατί δεν ήξερε ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Ίσως προσπαθούσε

να τον πείσει ότι δεν έτρεφε κανένα απολύτως προσωπικό ενδιαφέρον για τον κόμη, παρά μόνο για

τους κήπους του.

Εκείνη συνέχισε. «Εγώ στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας θα ήμουν χαμένη. Στην άγρια φύση, όμως, νιώθω σαν στο σπίτι μου. Είναι
μέρος της δουλειάς μου». Η φωνή της μαλάκωσε. «Σοβαρά

μιλάω. Δε θέλω ν’ ανησυχείς για μένα».

Ο Μπράις αναρωτήθηκε πόσοι άνθρωποι είχαν κάνει αυτή τη δήλωση και έζησαν για να

μετανιώσουν για τα λεγόμενό τους. «Αν σε πλησιάσει κανένας ψυχωτικός, πώς θα ξεφύγεις με

τόσες αποσκευές;»

Η Έμμα γέλασε. «Αν με πλησιάσει κανένας ψυχωτικός και νιώσω ότι πρέπει να το βάλω στα πόδια, θα τ’ αφήσω όλα, πίστεψέ με».
Συνέχισε να χαμογελάει. «Αρχίζω να καταλαβαίνω το σκεπτικό σου, όμως. Είσαι άνθρωπος της πόλης. Αν χρειαστεί ποτέ να
κατασκηνώσεις, πρέπει να πάρεις

κάποιον σαν εμένα μαζί σου». Πέρασε ένα σακίδιο στον ώμο της. «Λοιπόν, να πηγαίνουμε».
Εκείνος έμεινε ακίνητος, προσπαθώντας απελπισμένα να σκεφτεί κάτι, οτιδήποτε, να πει για να την

εμποδίσει. «Γιατί δε μένεις σε ξενοδοχείο; Νόμιζα ότι αυτό σκόπευες να κάνεις».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Εσύ μου είπες ότι θα είναι γεμάτα επειδή είναι περίοδος

διακοπών».

Ο Μπράις άνοιξε τα χέρια του διάπλατα σε μια κίνηση παραίτησης. «Πάντως αξίζει να

προσπαθήσεις να βρεις ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο».

«Τζον». Του χαμογέλασε, αλλά ο τόνος της φανέρωνε μια ανυποχώρητη δύναμη. «Δεν πιστεύω να

με θεωρείς καμιά ανυπεράσπιστη γυναίκα που δεν ξέρει να φροντίσει τον εαυτό της».

Προφανώς ήταν ακριβώς αυτός ο τύπος άντρα. «Δεν είπα ανυπεράσπιστη. Απλώς δεν μπορώ να

καταλάβω γιατί να το διακινδυνεύσεις».

«Δε νομίζω ότι διακινδυνεύω τίποτα». Άφησε το σακίδιο της κάτω για λίγο. «Σκέψου. Πόσες

γυναίκες έχεις ακούσει πως έχουν υποστεί παρενόχληση σε κάμπινγκ του Γκέρνσεϊ;»

«Το γεγονός ότι δεν έχω ακούσει τίποτα δε σημαίνει ότι δεν έχει συμβεί ή ότι, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συμβεί».

Αναρωτήθηκε πόσο γρήγορα θα μπορούσε το προσωπικό στο Σέλντεϊλ Χάουζ να κρύψει

οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την ταυτότητά του, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό δε γινόταν.

Ήταν πάρα πολλά πράγματα.

Η Έμμα άλλαξε στάση και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Είναι αστεία η

συζήτηση, αν και εκτιμώ τον ιπποτισμό σου».

«Δεν είναι αστεία». Θα έβρισκε δυο δωμάτια κάπου στο Γκέρνσεϊ. αυτό θα έκανε. Και πάσχιζε να

σκεφτεί πώς θα τα κατάφερνε χωρίς ν’ αποκαλυφθεί στην Έμμα.

Εκείνη κοίταξε το ρολόι της. «Το τρένο φεύγει σε μια ώρα. Δεν ξεκινάμε καλύτερα;»

«Πάρε το επόμενο τρένο. Πρώτα πρέπει να βρούμε κάπου να μείνεις».

«Έχω πού να μείνω», του είπε και έδειξε τον υπνόσακο της.

Τα μάτια του στένεψαν. «Σου έχουν πει ποτέ ότι είσαι απίστευτα πεισματάρα;»

Εκείνη ανασήκωσε το πιγούνι της. «Δε μου το λένε πολύ συχνά».

Ο Μπράις δεν κατάφερε να συγκροτήσει ένα χαμόγελο. «Ώστε εγώ σου βγάζω τον πεισματάρικο

εαυτό σου;»

«Έτσι φαίνεται». Το χαμόγελο της Έμμα έκανε τα μάτια της να φωτιστούν. «Παράξενο, αλλά αυτά

τα πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις από τα γράμματα».

Το χαμόγελό του πάγωσε για μια στιγμή. «Πολλά πράγματα δεν μπορείς να πεις στα γράμματα».

«Νομίζω ότι έχεις δίκιο. Αλλά έχω περάσει τη μίση μου ζωή δουλεύοντας στην ύπαιθρο. Δεν

πιστεύω να με περνάς για τόσο χαζή ώστε να μπλέξω σε μπελάδες κατασκηνώνοντας στα εδάφη της

Αγγλίας;»

Ο Μπράις ρούφηξε λίγο αέρα μέσα απ’ τα δόντια του. «Έμμα, δε βρίσκεσαι στην Αμερική. Τα
πράγματα είναι διαφορετικά

εδώ».

«Το ξέρω. Από πολλές απόψεις, τα πράγματα είναι καλύτερα εδώ. Σκέψου το: η αστυνομία δεν έχει

όπλα. Πρέπει να είναι πιο ασφαλής η ζωή εδώ». Δεν ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει αυτό ήταν

βέβαιο. «Πάμε τώρα».

Δεν του άφηνε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να μάθει γι’ αυτήν από τις βραδινές ειδήσεις, οπότε έπρεπε

να κάνει κάτι. Αλλά μόνο μια λύση υπήρχε. «Εντάξει», της είπε, νιώθοντας τον ιστό που ο ίδιος είχε

πλέξει να τον αιχμαλωτίζει. «Θα έρθω μαζί σου».

***

Η κατάσταση στην οποία είχε εμπλακεί ο Μπράις γινόταν όλο και πιο γελοία. Του φαινόταν

απίστευτο ότι θα πήγαινε στο Γκέρνσεϊ, στο ίδιο του το σπίτι, υποδυόμενος κάποιον άλλο. Αυτό

ήταν αντίθετο σε όλες του τις αρχές. Ήταν έντιμος άνθρωπος, ντόμπρος, αλλά με το μόνο πρόσωπο

στον κόσμο που μετρούσε πιο πολύ γι’ αυτόν ήταν τελείως ανειλικρινής. Όποτε την άκουγε να

προφέρει το όνομα ‘Τζον’, ένιωθε τόσο ένοχος, που ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά του.

«Τζον». Η Έμμα ακούμπησε το μπράτσο του.

Πάλι ‘Τζον’. «Ναι;» Πόσες φορές το είχε πει αυτή τη φορά η Έμμα πριν ο Μπράις καταλάβει ότι

απευθυνόταν σ’ εκείνον; «Συγνώμη, ήμουν αφηρημένος».

Εκείνη τον κοίταξε για λίγο εξεταστικά και μετά ξεδίπλωσε ένα φυλλάδιο που είχε πάρει από ένα

τουριστικό περίπτερο. «Σύμφωνα με το πρόγραμμα, αν πάρουμε το φέριμποτ από το Πουλ για το

Γκέρνσεϊ θα κάνουμε περισσότερη ώρα, αλλά θα

κοστίσει πολύ λιγότερο από το ιπτάμενο δελφίνι». Ξαναδίπλω-σε το χαρτί. «Εσύ τι λες;»

«Είναι αργό το φέριμποτ», την προειδοποίησε, με την κρυφή σκέψη ότι μπορούσε να εκμεταλλευτεί

αυτόν το χρόνο για να σκεφτεί τι θα έκανε. «Έχεις πρόβλημα ναυτίας;»

Εκείνη έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα. «Η Μάγχη δεν είναι κανένας ωκεανός».

«Ωκεανός είναι».

Η Έμμα κούνησε το χέρι της αποδοκιμαστικά. «Πόσο άσχημα μπορεί να είναι; Πολύς κόσμος τη

διασχίζει κολυμπώντας».

«Δεν είναι πολλοί αυτοί». Ο Μπράις είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η Έμμα Λόρενς ήταν πολύ

πεισματάρα. «Μπορεί να σε πειράξει πολύ η θάλασσα. Αν και υποθέτω ότι αν νιώσεις πολύ άσχημα, θα τους πείσουμε να γυρίσουν και να
χαράξουν άλλη ρότα».

«Να χαράξουν άλλη ρότα για μας;» Η Έμμα γέλασε. «Πρέπει να είσαι επαγγελματικά πολύ πιο

ισχυρός απ’ ό,τι φανταζόμουν, αν η δουλειά σου σου δίνει τέτοια προνόμια».

Δεν ήξερε τίποτα. Εκείνος δεν αστειευόταν, αλλά για καλή του τύχη, η Έμμα αυτό είχε πιστέψει. Τι

θα μπορούσε να πει τώρα; Πώς θα τα μπάλωνε; Πώς έκανε ένα τόσο ηλίθιο λάθος; «Εννοούσα... αν
ήταν ανάγκη». Αυτή η κατάσταση οδηγούσε σε αδιέξοδο.

«Δε νομίζω ότι θα το έκαναν αυτό», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της μ’ ένα απορημένο

βλέμμα. «Αλλά μην ανησυχείς για μένα. Νομίζω ότι θ’ αντέξω λίγα σκαμπανεβάσματα στη Μάγχη».

Του έδωσε μια απαλή σπρωξιά με τον αγκώνα της για να τον πειράξει. «Αλλά αν φοβάσαι ότι θα

πάθεις ναυτία, μπορούμε να πάμε με το ιπτάμενο δελφίνι».

Εκείνος υποπτεύτηκε ότι η Έμμα θα το μετάνιωνε, όμως το φέριμποτ από το Πουλ έφευγε νωρίτερα

και ανυπομονούσαν και οι δυο να φύγουν εκείνη για να ξεκινήσει τη δουλειά της κι εκείνος για να

τελειώνει. Ήδη είχε καθυστερήσει όταν αποφάσισε να τη συνοδέψει. Είχε γυρίσει στο σπίτι του

Τζον και είχε πετάξει βιαστικά μερικά πράγματα σε μια παλιά βαλίτσα που είχε βρει σε μια

ντουλάπα. Αφού ήταν μαζί του η

Έμμα, είχε φροντίσει να μην αργήσει. Είχε τηλεφωνήσει μόνο στην οικονόμο του στο Σέλντεϊλ

Χάουζ για να της δώσει εν συντομία κάποιες οδηγίες. Είχε κοντέψει να της ζητήσει να κρύψει τις

φωτογραφίες, αλλά αποφάσισε ότι ήταν πιο εύκολο να κρατήσει την Έμμα μακριά από το σπίτι

παρά να δώσει στο προσωπικό του σπιτιού να καταλάβει την αλλόκοτη εντολή του.

Το στήθος του Μπράις σφίχτηκε. Οι κανόνες του παιχνιδιού που έπαιζε είχαν γίνει πια πολύ

δύσκολοι. Είχε αρχίσει να νιο'ιθει ότι ήταν καταδικασμένος ό,τι κι αν έκανε.

***

Η Έμμα δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της τόσο άρρωστη. Το φεριμπότ κουνούσε πολύ καθώς έσχιζε

τα άγρια νερά της θάλασσας. Τα αφρισμένα κύματα χτυπούσαν πάνω στο κύτος του πλοίου, απειλώντας να το καταπιούν ολόκληρο.Ένα
απαλό θαλασσινό αεράκι φυσούσε στο κατάστρωμα

μέσα από την ανοιχτή πόρτα, αλλά δεν ήταν ούτε αρκετά δυνατό ούτε αρκετά δροσερό για να κάνει

την Έμμα να νιώσει καλύτερα.

Νομίζω ότι θ’ αντέξω μερικά σκαμπανεβάσματα. Τα λόγια της γυρνούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό

της διαψευσμένα. Η Έμμα ήλπιζε να μη θυμάται ο Τζον την αλαζονική της δήλωση. Τώρα, όχι μόνο

ένιωθε ναυτία, αλλά και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα πνίγονταν μέσα στο σκοτάδι παγιδευμένοι στο

βυθισμένο σκάφος.

«Δεν μπάταρε ένα απ’ αυτά τα σκαριά πριν μερικά χρόνια;» ρώτησε η Έμμα και αναρωτήθηκε γιατί

είχε ξεχάσει το επεισόδιο όταν προσπαθούσαν να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα έφταναν στο νησί.

Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα σκληρό σιδερένιο παγκάκι και ο Μπράις καθόταν δίπλα της. Σε παρεμφερή

κατάσταση ήταν και άλλοι επιβάτες, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν κρεμαστεί αποκαμω-μένοι στο

σιδερένιο πάγκο του φέρι.

Ο Μπράις την κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους του. «Ισως. Οι καπετάνιοι είναι αρκετά

ατζαμήδες, ξέρεις. Καλύτερα να βρούμε από τώρα καμιά σανίδα».

Εκείνη βόγκηξε και γύρισε από την άλλη.


«Αστειεύομαι, Έμμα».

«Να ο Τζον που εγώ ξέρω και αγαπώ». Η τελευταία λέξη ξέφυγε απ’ τα χείλη της προτού προλάβει

να τη συγκρατήσει. Δαγκώνοντας τη γλώσσα της, ευχήθηκε να μην την είχε ακούσει εκείνος και

είχε πανικοβληθεί. «Αλλά βρήκες την κατάλληλη στιγμή να κάνεις πλάκα», συνέχισε βιαστικά

και του χαμογέλασε αδύναμα. «Σοβαρά, εσύ είσαι μια χαρούλα. Ποιο είναι το μυστικό σου;»

Ο Μπράις ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Ο θαλασσινός αέρας, υποθέτω. Δεν είχα καταλάβει

πόσο περιορισμένος ένιωθα στο Λονδίνο».

Για λίγο η φουρτούνα κόπασε και η Έμμα άδραξε την ευκαιρία να τον κοιτάξει πιο προσεκτικά.

Ήταν αλήθεια ότι φαινόταν πιο χαλαρός. Ο θαλασσινός αέρας είχε πράγματι τέτοια επίδραση

σε κάποιους ανθρώπους;Ήταν δυνατόν ένα μέρος τόσο όμορφο όσο το Λονδίνο να κουράζει

κάποιον τόσο πολύ;

Το πλοίο ταλαντεύτηκε και η Έμμα βόγκηξε.

Εκείνος έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είμαστε απολύτως ασφαλείς μέσα στο σκάφος. Την

κάνουν χρόνια αυτή τη διαδρομή, ξέρεις. Μην ανησυχείς για τίποτα. Πάμε κοντά στο παράθυρο για

να βλέπεις τον ορίζοντα. Βοηθάει πολύ στη ναυτία».

«Δεν έχω ναυτία». Όμως εκείνη τη στιγμή ζαλίστηκε και έμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά.

«Μπορώ να σου φέρω κάτι;» ρώτησε ο Μπράις μετά από λίγο. «Θέλεις ένα αναψυκτικό; Μπορεί να

βρω και κρακεράκια».

Εκείνη του έγνεψε αδύναμα. «Καλή ιδέα. Έστω και ένα κομμάτι ψωμί».

Ο Μπράις σηκώθηκε για να πάει στο κυλικείο. Η Έμμα πρόσεξε τη γεμάτη σιγουριά περπατησιά

του και την ευκολία με την οποία προσάρμοζε το βήμα του στα απρόβλεπτα σκαμπανεβάσματα του

πλοίου, σχεδόν όπως θα έκανε και ένας πεπειραμένος ναυτικός. Δε θ’ άφηνε τον εαυτό του να

γελοιοποιηθεί μπροστά σε τόσο κόσμο, πράγμα που η Έμμα ευχόταν να ίσχυε και για την ίδια.

Εκείνος γύρισε κρατώντας ένα χλιαρό αναψυκτικό και ένα σακουλάκι πατατάκια. «Δε βρήκα τίποτα

καλύτερο». Της χαμογέλασε και μετά έσκυψε για να τη δει καλύτερα. «Δε φαίνεσαι καθόλου

καλά».

Θα κάνω εμετό, σκέφτηκε η Έμμα ξαφνικά. «Νομίζω ότι θα πεταχτώ μέχρι την τουαλέτα», του είπε

πίνοντας μια γουλιά αναψυκτικού. Το χλιαρό υγρό την ανακούφισε, όμως η προ-σπάθειά της να

ακουστεί καλά είχε αποτύχει οικτρά. «Να ρίξω λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου...» Δεν ήταν σε

θέση να τελειώσει την πρότασή της, αλλά κατάφερε να μην πέσει απ’ τα πόδια της.

Εκείνος βρέθηκε πίσω της αμέσως. «Μπορώ να σε συνοδέψω;» τη ρώτησε και την έπιασε από το

μπράτσο για να την οδηγήσει.

«Οχι», τον έκοψε βιαστικά. «Θα γυρίσω αμέσως». Πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τουαλέτα.

Αργότερα θα ένιωθε ντροπή, αλλά τώρα αφιέρωνε όλη της την ενέργεια για να κρατήσει κλειστό το
λαιμό της. Πέρασέ μπροστά από δυο άντρες που κάθονταν αμέριμνοι στα σκαλιά και ακουμπούσαν

πίσω με τα μάτια μισόκλειστα. Πλάι τους είχαν ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι βότκα. Το στομάχι της

Έμμα ανακατεύτηκε πάλι.

Δεν ήξερε αν οφειλόταν στο αναψυκτικό ή στο γεγονός ότι κινήθηκε, αλλά όταν έφτασε στην

τουαλέτα τρεκλίζοντας ένιωθε καλύτερα. Αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, κοιτάχτηκε στον

καθρέφτη. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Είχε τα χάλια της. Το πρόσωπό της δεν ήταν απλά χλομό, αλλά κατα-κίτρινο σαν το κερί και
γεμάτο μελανές πανάδες. Τα μαλλιά της έπεφταν άχαρα και

αχτένιστα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Το μόνο που διέθετε για να σουλουπωθεί

λιγάκι ήταν ο νιπτήρας, γι’ αυτό άνοιξε το νερό και έριξε λίγο στο πρόσωπό της. Αυτό τη βοήθησε.

Πέρασε τα δροσερά, υγρά χέρια της πάνω από το μέτωπό της και το λαιμό της και μετά πήρε μια

βαθιά ανάσα. Τελικά μπορεί και να τα κατάφερνε.

Όταν γύρισε στον Μπράις, εκείνος ξεκουραζόταν. Και ήταν μια χαρά* αντίθετα από την ίδια. Ο

τυχεράκιας, σκέφτηκε η Έμμα. Αλλά ήταν συγκινητικός ο τρόπος που προσπαθούσε να τη βοηθήσει

και η ικανότητά του σε αυτό αξιοθαύμαστη.

Εκείνη δε θεωρούσε ποτέ τον εαυτό της μια γυναίκα που χρειάζεται τη φροντίδα ενός άντρα, αλλά

ποτέ δεν είχε καθίσει να σκεφτεί πόσο όμορφα θα ήταν να έχει κάποιον να τη φροντίζει

Ο Τζον την έκανε να σκεφτεί κάποια πράγματα που δεν είχε σκεφτεί ποτέ στο παρελθόν.

Όταν κάθισε δίπλα του, εκείνος πετάχτηκε αμέσως και τη ρώτησε: «Είσαι καλά;»

«Μια χαρά», του απάντησε χαμογελαστή. Για άλλη μια φορά η καλοσύνη του την είχε αγγίξει. Κάτω

απ’ αυτές τις συνθήκες, αναρωτήθηκε αν η ίδια θα είχε την καλοσύνη να συνοδέψει ένα άτομο με

ναυτία, με παντελή έλλειψη ισορροπίας.

«Κοντεύουμε να φτάσουμε», της είπε, ακουμπώντας στο σιδερένιο τοίχωμα του πλοίου. «Ακούω

τους γλάρους».

Εκείνη έστησε αυτί. Έξω από την ανοιχτή πόρτα του καταστρώματος άκουγε το κρώξιμο των

γλάρων. Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι το πλοίο δεν κουνούσε τόσο πολύ πια. «Τώρα τα

νερά είναι λιγάκι πιο ήρεμα, έτσι δεν είναι;»

«Όσο πιο κοντά στην ακτή, τόσο πιο κάλμα».

«Ευτυχώς», του είπε η Έμμα, χαμογελώντας πονεμένα.

Της ανταπέδωσε το χαμόγελο και άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της. «Πάμε έξω, ο

καθαρός αέρας μπορεί να σου κάνει καλό».

Εκείνη στάθηκε πίσω του. «Και αν αυτή η ιδέα αποτύχει, μπορώ να γείρω στην κουπαστή». Δίστασε

για λίγο. «Ελπίζω ν’ αστειεύομαι».

«Θα σου κάνει καλό».

Περπάτησε πλάι του με κάποια αστάθεια στο βήμα, ανέβηκαν τα σκαλιά και βρέθηκαν έξω.
Ο αλμυρός αέρας φυσούσε τα μαλλιά τους και έκανε τα ρούχα τους να θροΐζουν καθώς πήγαιναν

προς την κουπαστή. Η Έμμα είδε τη στεριά. «Το Γκέρνσεϊ είναι αυτό;»

Το βλέμμα του Μπράις καρφώθηκε στον ορίζοντα. «Αυτό είναι».

«Πόση ώρα έχουμε ακόμα μέχρι να φτάσουμε, λες;»

Εκείνος μελέτησε την απόσταση από τη στεριά και απάντησε: «Μισή ώρα. Σαράντα πέντε λεπτά το

πολύ».

Η Έμμα ενθουσιάστηκε. Θα έβλεπε τους κήπους του Σέλ-ντεϊλ Χάουζ. Θα εξέταζε την Καρδιά του

Αγίου Παύλου από κοντά. «Ανυπομονώ να φτάσουμε», του είπε.

«Δεν αργούμε». Την κοίταξε με μια έκφραση που της φάνηκε ανεξήγητη. Διέκρινε κάποια αγωνία

στα μάτια του;

Ακούμπησε πίσω την πλάτη της και τον κοίταξε. «Γιατί είσαι τόσο σοβαρός;»

«Σοβαρός φαίνομαι;»

«Μάλλον».

Ο Μπράις πήγε να μιλήσει, αλλά σταμάτησε. Όταν τελικά μίλησε, τα λόγια του ακούστηκαν πολύ

μελετημένα. «Έμμα, μου αρέσει πολύ να είμαι μαζί σου».

«Αλλά;»

«Αλλά τι;» τη ρώτησε.

«Μου φάνηκε ότι έπεται ένα ‘αλλά’». Τον κοίταξε και συνειδητοποίησε ότι αυτή την εντύπωση είχε

από τη στιγμή που είχαν συναντηθεί. Για την ακρίβεια, από την ώρα που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο

ήταν τόσο συγκρατημένος, που εκείνη είχε ξαφνιαστεί. Ο άντρας στον οποίο έγραφε επί δύο

χρόνια ήταν εύθυμος, ανέμελος και με χιούμορ, αλλά από κοντά ήταν κάπως σφιγμένος.

Συγκρατημένος, καλύτερα. Και όπως του είχε πει, πολύ σοβαρός.

«Όχι», είπε κοιτάζοντάς την εξεταστικά. «Δεν έχει ‘αλλά’. Απλώς δεν έχω συνηθίσει να κανονίζω

διακοπές τελευταία στιγμή».

Η Έμμα είχε πάλι την ίδια αίσθηση. Ο Τζον που ήξερε από την αλληλογραφία τους δεν ήταν τύπος

που σχεδίαζε κάθε του κίνηση εκ των προτέρων. Της είχε φανεί ξένοιαστος, αυθόρμητος. Όχι ότι

την πείραζε αυτή η διαφορά. Ήταν μια ενδιαφέρουσα πλευρά του. Εκείνη είχε γνωρίσει πολλούς

άντρες που ήθελαν να ζήσουν για την απόλαυση της στιγμής, αλλά πολύ λίγοι είχαν την ωριμότητα

και την αξιοπρέπεια που είχε ο Τζον. «Είσαι κάπως διαφορετικός απ’ ό,τι σε περίμενα», είπε

δυνατά.

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα για λίγο, αλλά μετά το πρόσωπό του καλύφθηκε πάλι από το πέπλο

της ψυχρής επιφύλαξης. «Παός το εννοείς;»

«Να σου πω», του είπε η Έμμα σμίγοντας τα φρύδια της, «είσαι πολύ σιωπηλός καμιά φορά.

Μάλλον είσαι πιο... εμβριθής απ’ όσο είχα καταλάβει. Όχι ότι σε είχα για ρηχό άτομο, βέβαια».
Ανασήκωσε τους ώμους της. Τα λόγια της είχαν ακουστεί εντελώς λάθος και θα μπορούσαν εύκολα

να παρε-ξηγηθούν. Τον είχε προσβάλει και δεν ήξερε πώς να διορθώσει την γκάφα της. «Αλλά τη

μια στιγμή είσαι σοβαρός, την άλλη εύθυμος, χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος».

Εκείνος της έγνεψε ότι κατάλαβε και ξανακοίταξε τη στεριά. «Η παρουσία σου με κάνει

αλλοπρόσαλλο κατά κάποιο τρόπο».

«Η δική μου παρουσία;» τον ρώτησε έκπληκτη.

Γύρισε να την κοιτάξει και της χαμογέλασε. «Ναι. Μου βγάζεις στην επιφάνεια κάποια παράξενα

στοιχεία του χαρακτήρα μου. Αλλά είναι ωραία». Φάνηκε να έχει ξαφνιαστεί με τον ίδιο του τον

εαυτό που άρθρωσε αυτές τις λέξεις και μετά επανέλαβε: «Είναι πολύ ωραία».

Το πρόσωπό της κοκκίνισε από χαρά. «Μέσα σου συμβαίνουν πολλά πράγματα που δεν εκδηλώνεις, Τζον Τέρνχιλ».

Εκείνος γέλασε, αλλά τα μάτια του παρέμειναν μελαγχολικά. Η ευθυμία που του είχε προκαλέσει η

Έμμα εξαφανίστηκε. «Το πρόβλημα με τα πράγματα τα οποία βρίσκονται μέσα μας είναι ότι μπορεί

να μη σου αρέσει αυτό που θ’ ανακαλύψεις».

Η Έμμα ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Σκοτεινά μυστικά;»

«Ακόμα χειρότερα». Ένα απαλό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του, αλλά τα μάτια του ήταν πιο

σοβαρά από ποτέ. «Ένας συνηθισμένος άνθρωπος».

***

Το Σεντ Πίτερ Πορτ έσφυζε από ζωή. Καθώς προχωρούσαν στους ανεμοδαρμένους δρόμους, η

εικόνα έμοιαζε βγαλμένη από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Τα πέτρινα κτίρια σε παστέλ και

λευκά χρώματα που τους περιτριγύριζαν κάτω από τον γαλάζιο ουρανό ήταν όμορφα σαν πίνακας

του Μονέ. Ο Μπράις αναρωτήθηκε γιατί είχε τόσο καιρό να έρθει. Είσαι πολύ σοβαρός, του είχε πει

η Έμμα. Όπως και όλος ο άλλος κόσμος. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τη ρουτίνα της ζωής του

που δεν είχε προσέξει την απίστευτη ομορφιά γύρω του. Το Σέλντεΐλ Χάουζ ανήκε στην οικογένειά

του για πολλές γενιές, αλλά η επίσκεψή του τώρα εδώ ήταν σαν διακοπές από την πραγματικότητα, και δεν είχε την πολυτέλεια να κάνει
τέτοιες διακοπές. Είχε να διευθύνει μια επιχείρηση και

άλλες σημαντικές δουλειές.

Σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι βρισκόταν εκεί. Πολύ περισσότερο, δεν μπορούσε να πιστέψει

το καρδιοχτύπι από τον ενθουσιασμό του για ούτως ή άλλως οικείες εικόνες και γνωστούς ήχους.

Ίσως τον είχε επηρεάσει η Έμμα, που διαρκώς αναφωνούσε συνεπαρμένη στο πλάι του. Κάτω από

το φως του δικού της ενθουσιασμού, όλα ακτινοβολούσαν.

Όλα, εκτός ίσως από εκείνον. Προφανώς εκείνη είχε προσέξει ότι δεν ήταν ακριβώς το ίδιο άτομο

με αυτό που της έγραφε. Και τι περίμενε εκείνος; Δεν ήταν ηθοποιός, δεν μπορούσε να προσποιηθεί

ότι είναι κάτι που δεν ήταν. Αλλά μήπως αυτό δεν έκανε τα δυο χρόνια που της έγραφε; Απόδιωξε τη σκέψη αυτή από το μυαλό του. Ό,τι
είχε γράψει, κάθε συναίσθημα που είχε περιγράψει

και κάθε επιθυμία που είχε θίξει ήταν απολύτως αυθεντικά. Είχε ανακαλύψει μια πλευρά του πολύ
προσωπική, αλλά σίγουρα ήταν δική του και όχι προσποιητή. Το πρόβλημα ήταν ότι την είχε

εκφράσει με το όνομα κάποιου άλλου.

Και τώρα έπρεπε να συνεχίσει να παίζει θέατρο. Έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο. Το ψέμα του ήταν

πια εκτός ελέγχου, αλλά δεν μπορούσε ν’ απογοητεύσει την Έμμα λέγοντάς της την αλήθεια. Δεν

μπορούσε να διαλύσει την εμπιστοσύνη της σ’ εκείνον. Αρκετά είχε περάσει ήδη στη ζωή της. Ίσως

η καλύτερη λύση ήταν να συνεχίσει να παίζει θέατρο, να την αφήσει να χαρεί το ταξίδι της και μετά

να αποκόψει τους δεσμούς τους όταν εκείνη θα έφευγε. Αυτό θα την πλήγωνε λιγότερο από

την αποκάλυψη ότι εκείνος την είχε εξαπατήσει; Ο Μπράις έτσι πίστευε. Και το ήλπιζε.

Παρ’ όλα αυτά, θα του ήταν πολύ δύσκολο να την αφήσει. Κοίταξε το προφίλ της Έμμα καθώς

εκείνη περπατούσε δίπλα

του. Κοιτώντας την, το στήθος του σφίχτηκε. Του ήταν πολύ σημαντική. Πώς θα κατάφερνε να την

αφήσει;

Δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι μπορούσε.

Σ’ έναν παράδρομο βρήκαν έναν τηλεφωνικό θάλαμο και ο Μπράις αποφάσισε ότι δεν ήταν τώρα η

κατάλληλη στιγμή να σκεφτεί το μέλλον. Είχε αρκετό χρόνο γι’ αυτό αργότερα. Τώρα έπρεπε να

βρει έναν τρόπο να περάσουν οι επόμενες μέρες χωρίς να εμπλακεί περισσότερο συναισθηματικά

με την Έμμα δυσκολεύοντας έτσι την κατάσταση.

Σήκωσε το ακουστικό και προσευχήθηκε νοερά να βρει δωμάτια σε κάποιο ξενοδοχείο. Τα

πράγματα δεν ήταν ευοίωνα. Τηλεφώνησε σε κάποια ξενοδοχεία με καλή φήμη, αλλά όλα όσα του

έρχονταν στο μυαλό ήταν γεμάτα. Διήνυαν την τουριστική σεζόν και δεν υπήρχε ούτε ένα διαθέσιμο

δωμάτιο. Τουλάχιστον όχι για τον Τζον Τέρνχιλ και μια που η Έμμα στεκόταν πίσω του, δεν

μπορούσε να χρησιμοποιήσει άλλο όνομα.

Για καλή του τύχη, βρήκε τελικά ένα ξενοδοχείο στο λιμάνι, στο οποίο, καθώς τον πληροφόρησαν, μόλις τους είχαν ακυρώσει μία κράτηση
λίγη ώρα προτού τηλεφωνήσει.

«Έχουμε ένα δωμάτιο», είπε ο κεφάτος υπάλληλος. «Με διπλό κρεβάτι. Και έχει θαυμάσια θέα στη

θάλασσα».

Ένα δωμάτιο. Ένα κρεβάτι. Αδύνατο. «Όχι, δεν καταλάβατε. Χρειαζόμαστε δύο δωμάτια». Ο

Μπράις έκανε ένα βήμα για ν’ απομακρυνθεί από την Έμμα και να μη δει το πρόσωπό του.

Και για να μη βλέπει εκείνος το δικό της.

«Λυπάμαι», ακούστηκε ο υπάλληλος από την άλλη άκρη της γραμμής, που είχε αρχίσει να χάνει την

υπομονή του. «Μόνο ένα δωμάτιο έχουμε».

Ο Μπράις αναστέναξε. «Σίγουρα δεν έχετε τίποτ’ άλλο; Ούτε μια αποθήκη;»

«Τζον!» Η Έμμα του χτύπησε επίμονα το μπράτσο με τα δάχτυλά της. «Κλείσε το δωμάτιο. Θα το

μοιραστούμε».
Γύρισε να την κοιτάξει, ανασηκώνοντας τα φρύδια του ερωτηματικά, περιμένοντας να του

επιβεβαιώσει αυτό που είχε πει. Δεν έφτανε που την είχε φιλήσει το πρώτο βράδυ, πώς

θα μοιραζόταν ένα δωμάτιο μαζί της χωρίς να μπει σε πειρασμό; Ακόμα και το χέρι της στο μπράτσο του τον προκαλούσε να τη σηκώσει
στα χέρια του και να την

πάει στο ξενοδοχείο. Αν η σχέση του με την Έμμα προχωρούσε περισσότερο για όσο διάστημα

υποδυόταν τον Τζον Τέρνχιλ, θα καιγόταν στην κόλαση.

«Ναι», του ψιθύρισε εκείνη πάλη χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει πόσο τον επηρέαζε το άγγιγμά

της. «Κλείσε το δωμάτιο. Αν είναι το μοναδικό που μπορούμε να βρούμε, ας το κλείσουμε πριν είναι

αργά. Εσύ μ’ ανάγκασες ν’ αφήσω τη σκηνή μου στο Λονδίνο, αν θυμάσαι καλά».

Στο μυαλό του Μπράις ήρθαν εικόνες των δυο τους να μοιράζονται το κρεβάτι και προσπάθησε να

συνέλθει. Θα κοιμόταν στο πάτωμα, ασφαλώς. Ή σε κάποια ξύλινη καρέκλα στο διάδρομο. Θα

έκανε ό,τι χρειαζόταν. Επειδή ζούσε ένα ψέμα, κατά κάποιο τρόπο, δε σήμαινε ότι είχε το δικαίωμα

να φέρεται ανέντιμα. «Ναι, θα πάρουμε το δωμάτιο», είπε απότομα στο συνομιλητή του.

«Και πώς ονομάζεστε, κύριε;»

«Πάλισ...» Έπνιξε το όνομα βήχοντας. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Παραλίγο να προδοθεΐ

«Τέρνχιλ. Τζον Τέρνχιλ».

«Κυρία και κύριος Τέρνχιλ;»

«Τι πράγμα;» ρώτησε ο Μπράις συνοφρυωμένος. «Κύριος και κυρία;» Ένιωσε το πρόσωπό του να

καίει.

Η φωνή συνέχισε, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Εντάξει, κύριε Τέρνχιλ Σας περιμένουμε με τη

σύζυγό σας το απόγευμα».

«Ναι, ευχαριστώ». Έβαλε το ακουστικό στη θέση του και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν γυρίσει να

κοιτάξει την Έμμα. «Το κανόνισα», είπε, με τον τελεσίδικο τόνο με τον οποίο θα γινόταν μια

ανακοίνωση θανάτου.

«Ωραία». Εκείνη φαινόταν ανακουφισμένη. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα βρίσκαμε πουθενά

να μείνουμε».

Στο μυαλό του Μπράις ήρθε το Σέλντεϊλ Χάουζ. «Ήταν δυσοίωνα τα πράγματα, αυτό είναι

σίγουρο».

«Αλλωστε θα έχει πλάκα να παριστάνω τη σύζυγό σου για δυο μέρες».

Τα λόγια της του προκάλεσαν ένα απροσδιόριστο αίσθημα.

«Μην ανησυχείς, θα τους ξεκαθαρίσω τη σχέση μας μόλις φτάσουμε».

«Γιατί να μπεις στον κόπο; Αστείο είναι. Και αν τους πεις πως δεν είμαστε παντρεμένοι, θα βγάλουν

αμέσως λάθος συμπεράσματα σχετικά με τις δραστηριότητές μας στο δωμάτιο». Του έριξε ένα

βλέμμα γεμάτο νόημα. «Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».


Εκείνος είχε καταλάβει πολύ καλά. «Δεν είναι σωστό ν' αμφισβητηθεί η αρετή σου», της είπε

γελώντας.

Τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο που το στομάχι του σφίχτηκε. «Αλλά ούτε και η δική σου».

Καθώς άρχισαν να περπατάνε στο παλιό λιθόστρωτο πεζοδρόμιο, ο Μπράις σκέφτηκε ότι λεπτό με

το λεπτό η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Έπρεπε να επανακτήσει τον έλεγχο.

«Τι όμορφη μέρα», είπε η Έμμα με ονειροπόλο ύφος.

«Έμμα». Η φωνή του Μπράις βγήκε αδύναμη και ξαναπροσπάθησε. «Έμμα».

«Ναι;» Εκείνη σταμάτησε μπροστά σ’ ένα κιόσκι μ’ εφημερίδες και διάλεξε μια εφημερίδα στην

τύχη. Ο Μπράις είδε μια αναφορά στις Τηλεπικοινωνίες Πάλισερ στην πρώτη σελίδα. Το ψέμα του

θ’ αποκαλυπτόταν, το ήξερε. «Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι καλή ιδέα», είπε, προσπαθώντας να

μην αρπάξει την εφημερίδα απ’ τα χέρια της και να την τσαλακώσει.

Ευτυχώς εκείνη έβαλε την εφημερίδα πίσω και γύρισε να τον κοιτάξει με σοβαρή έκφραση. «Τι δεν

είναι καλή ιδέα;»

«Να μοιραστούμε το δωμάτιο». Ακούστηκε σεμνότυφος και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Αλλά η

εναλλακτική λύση ήταν ακόμα χειρότερη. Δεν μπορούσε να ενδούσει στον πειρασμό που θα τον

έβαζε η παρουσία τηςΈμμα βραδιάτικα, ιδίως αφού εκείνη πίστευε ότι ήταν ο Τζον Τέρνχιλ. Αλλά

ούτε μπορούσε να της πει την αλήθεια.

«Τόσο φοβερό είναι;»

Δεν ήταν απλώς φοβερό. «Το πρόβλημα είναι...» Ο Μπράις σταμάτησε, προσέχοντας ότι ο

εφημεριδοπωλης τον παρατηρούσε. Γύρισε κι έπιασε την Έμμα από το μπράτσο. «Το πρόβλημα

είναι ότι δε θέλω να νιώσεις αμήχανα. Υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι».

Εκείνη δίστασε για λίγο. «Είμαστε ενήλικοι, Τζον», του απάντησε μετά. «Θα τα καταφέρουμε.

Εκτός αν εσύ νιώθεις αμήχανα με την προοπτική...»

«Όχι, εγώ δεν ανησυχώ για μένα», την έκοψε βιαστικά. «Για σένα ανησυχώ».

Εκείνη στάθηκε ακίνητη. «Για μένα;»

Τον είχε παρεξηγήσει. «Θέλω να πω ότι είναι αλλόκοτο να μοιράζεσαι ξαφνικά ένα δωμάτιο

ξενοδοχείου με κάποιον που δεν ξέρεις καλά». Αλλά πιο αλλόκοτο ήταν γι’ αυτόν να

γίνεται προστατευτικός σε τέτοια ζητήματα. «Όχι ότι θα συνέβαινε κάτι...»

Η έκφραση του προσώπου της άλλαξε ανεπαίσθητα. «Όχι βέβαια. Σ’ εμπιστεύομαι, Τζον. Είμαστε

καλοί φίλοι. Μπορούμε να μοιραστούμε ένα δωμάτιο για μερικές μέρες χωρίς να νιώθουμε

περίεργα. Ιδίως αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να βρεθώ στο Σέλντείλ Χάουζ».

Ο Μπράις προσπάθησε να τη διαβεβαιώσει. «Πίστεψέ με, αν υπήρχε άλλος τρόπος...» Άφησε την

πρόταση στη μέση. Δεν είχε τίποτ’ άλλο να προσθέσει.

«Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε η Έμμα. «Εγώ θα κοιμόμουν και σε μπανιέρα ή σ’ ένα δέντρο ή
οπουδήποτε αλλού προκειμένου να δω τους κήπους».

Εκείνος της έγνεψε μελαγχολικά.

Η Έμμα πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε τα χέρια στους γοφούς της. «Πάψε ν’ ανησυχείς για

λεπτομέρειες όπως η αρετή μου και πάμε στο ξενοδοχείο πριν μας πάρουν το δωμάτιο».

***

Το ξενοδοχείο ήταν γαλλικό, ιδιοκτησίας ενός από τους πολλούς Γάλλους αποίκους στο νησί.

Ονομαζόταν Λ’ Οτέλ ντυ Νοτρ Νταμ και αφού η Έμμα και ο Μπράις περιπλανήθηκαν στα σοκάκια

για είκοσι λεπτά, το βρήκαν τελικά πλάι σε μια μικρή εκκλησία με ψηλό καμπαναριό και μια

καμπάνα που άστραφτε. Απέναντι βρισκόταν μια μεγάλη μαρίνα. Η Έμμα

άκουγε με ευχαρίστηση το απαλό τρίξιμο που έκαναν τα ξάρτια καθώς τα σκαριά ανεβοκατέβαιναν

πάνω στα κύματα.

Μπήκαν σ' ένα δροσερό, σκοτεινό χώρο υποδοχής ο οποίος ήταν πολύ πιο κομψός απ’ ό,τι τον

περίμεναν.

«Είσαι σίγουρος ότι ήρθαμε στο σωστό ξενοδοχείο;» ρώτησε η Έμμα, νιώθοντας άσχημα για το

ξεβαμμένο της τζιν και το τσαλακωμένο βαμβακερό μπλουζάκι.

«Αυτό είναι», της απάντησε ο Μπράις απλά. «Κάθισε να ξεκουραστείς λίγο και θα το κανονίσω

εγώ».

Η Έμμα έμεινε μόνη να θαυμάζει τις ελαιογραφίες στον τοίχο του χώρου υποδοχής και ο Μπράις

έφυγε για να πάρει το κλειδί του δωματίου. Της φάνηκε ότι αργούσε πολύ, αλλά όταν προσπάθησε

ν’ ακούσει τι έλεγε με τον υπάλληλο, κατάλαβε ότι όχι μόνο μιλούσαν χαμηλόφωνα, αλλά και στα

γαλλικά. Αναρωτήθηκε γιατί ξαφνιάστηκε με το γεγονός ότι ο Τζον μιλούσε γαλλικά. Τελικά ήταν

ένας άνθρωπος γεμάτος εκπλήξεις.

Στο τέλος, ο υπάλληλος έδωσε ένα γυαλιστερό, μεγάλο κλειδί στον Μπράις και έγνεψε ευγενικά

στην Έμμα.

«Έτοιμη;» τη ρώτησε εκείνος.

Του κούνησε το κεφάλι καταφατικά και προχώρησαν προς το ασανσέρ. Η Έμμα θαύμασε την

περίτεχνη καμπίνα του ανελκυστήρα, που ήταν φτιαγμένη από σφυρήλατο κάγκελο, όπως αυτές που

είχε δει σε ένα σωρό παλιές ταινίες. Ο Μπράις άνοιξε τη μαύρη σιδερένια πόρτα και περίμενε να

μπει η Έμμα.

«Πολύ... χλιδάτο», του είπε καθώς έβλεπε τους πολυτελώς διακοσμημένους ορόφους να περνάνε

ένας ένας μπροστά της.

«Ναι... ήθελα να σου μιλήσω γι’ αυτό». Καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε με κάποια αμηχανία.

«Κάλυψα το κόστος του δωματίου».

«Τζον, δεν μπορείς...»


Ο Μπράις σήκωσε το χέρι του. «Ήξερα ότι θα φέρεις αντιρρήσεις, αλλά επιμένω. Αν είχα κάνει αυτό

που έπρεπε, δε θα πλήρωνες εσύ για δωμάτιο».

Εκείνη συνοφρυώθηκε. Είχε δίκιο* θα μπορούσε να έχει κατασκηνώσει χωρίς να πληρώσει τίποτα.

Αλλά αυτό δε σήμαινε ότι έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό σ’ ένα τόσο πολυτελές ξενοδοχείο.

«Τζον, αυτό το δωμάτιο πρέπει να κοστίζει μια περιουσία».

Της χαμογέλασε και η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. «Μην ανησυχείς, Έμμα». Το ασανσέρ

σταμάτησε κι εκείνος της άνοιξε την πόρτα.

Προχωρώντας στο μακρύ διάδρομο μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο τετρακόσια τέσσερα, τα φώτα

άναβαν μπροστά τους και έσβηναν πίσω τους. Η Έμμα κοίταξε πάνω εντυπωσιασμένη. «Δουλεύουν

με φωτοκύτταρο;»

Ο Μπράις έγνεψε καταφατικά και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα τους. «Είναι πιο οικονομικό

γιατί δεν καίνε τα φώτα μέρα και νύχτα όταν κανείς δεν τα χρησιμοποιεί».

Μπορεί να ήταν θέμα οικονομίας για τον ιδιοκτήτη, αλλά για την Έμμα ήταν μια μαγεία. «Νιώθω

σαν να βρίσκομαι σε στοιχειωμένο κάστρο», μουρμούρισε, κοιτάζοντας ακόμα το διάδρομο, παρ’

όλο που ο Μπράις είχε ανοίξει την πόρτα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε μείνει σε τόσο ωραίο

ξενοδοχείο.

Μπήκε στο δωμάτιο αργά, μένοντας εκστατική μπροστά στην απλή, αλλά πολυτελή διακόσμηση. Το

ταβάνι ήταν ψηλό και τα δοκάρια που το υποβάσταζαν ορατά. Πάνω σε μια σκαλιστή ξύλινη

συρταροθήκη ήταν τοποθετημένο ένα βάζο με φρέσκα λευκά τριαντάφυλλα κι έξω απ’ τα μεγάλα

παράθυρα απλωνόταν μια καταπληκτική θέα της θάλασσας και των χρωματιστών αντανακλάσεων

των πλοίων πάνω στο νερό που έμοιαζε με καθαρό γυαλί. Στη γωνία βρισκόταν μια βιβλιοθήκη με

γυάλινη πόρτα, η οποία περιείχε δερματόδετα βιβλία και ακριβά κρύσταλλα.

Και βέβαια, υπήρχε το κρεβάτι!

Ήταν πολύ πιο μικρό απ’ ό,τι είχε φανταστεί η Έμμα, παίρνοντας σαν βάση τα δεδομένα της

πατρίδας της. Εκείνη είχε πλάσει στο μυαλό της την εικόνα ενός θεόρατου κρεβατιού, το οποίο θα

έδινε μια σχετική άνεση. Είχε δει τέτοια κρεβάτια σε πολλές ταινίες και πάντα υπήρχε ανάμεσα στο

ζευγάρι ένα σεντόνι, για να το κρατάει σε απόσταση. Τούτο εδώ μετά βίας θα μπορούσε κανείς να

το χαρακτηρίσει διπλό και ήταν δύσκολο να φανταστεί δυο ανθρώπους να ξαπλώνουν σ’ αυτό

χωρίς να χρειάζεται ν’ αγγιχτούν.

Ο Μπράις πρέπει να σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, γιατί τον άκουσε να λέει από πίσω της: «Θα

κοιμηθώ στο πάτωμα».

«Δε χρειάζεται να κοιμηθείς κάτω». Η αντίρρησή της ακούστηκε πιο αδύναμη απ’ ό,τι η ίδια ήθελε.

Η ιδέα να αγγίξει τον Τζον της ήταν τόσο ελκυστική, που την αναστάτωνε. Για την ακρίβεια, μετά το

φιλί της πρώτης βραδιάς, είχε κάνει πολλές σκέψεις για τον Τζον που την αναστάτωναν.
«Κάτω θα κοιμηθώ». Ο Μπράις έριξε τη βαλίτσα της στην άκρη του κρεβατιού, έβαλε τη δική του

πάνω στη συρταριέρα και άρχισε να ψαχουλεύει μέσα. «Δεν ξέρω για σένα», της είπε, «αλλά εγώ

αισθάνομαι μια κατεπείγουσα ανάγκη για ένα ντους. Σε πειράζει;»

Η Έμμα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έδειξε με μια κίνηση το μπάνιο σαν να τον προέτρεπε

να μπει. «Πήγαινε». Τώρα εκείνος θα ήταν γυμνός, μερικά μέτρα μακριά της, από την άλλη πλευρά

της πόρτας. Αυτό δεν τη βοηθούσε πολύ να κάνει πλατωνικές σκέψεις. «Μάλιστα, εγώ θα πάω στη

γωνία να πάρω κάποια τοπική εφημερίδα».

Της φάνηκε ότι εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Εντάξει», της είπε ωστόσο και της έγνεψε πριν μπει

στο μπάνιο.

Μόνο όταν άκουσε το νερό να τρέχει, η Έμμα πήρε την τσάντα της και βγήκε στο δρόμο έξω από το

ξενοδοχείο. Ήθελε κι εκείνη να κάνει ένα ντους, αλλά είχε ντραπεί να το πει. Ήταν ικανή σε όλους

σχεδόν τους τομείς της ζωής, αλλά με τους άντρες δεν είχε ιδέα πώς να φερθεί.

Στάθηκε για λίγο μπροστά στο κιόσκι μέχρι ν’ αποφασίσει ποια εφημερίδα να πάρει κι έπειτα

αγόρασε και μια σοκολάτα, την οποία έφαγε ανεβαίνοντας στο δωμάτιο.

Όταν μπήκε μέσα, ο Μπράις στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη και μια άσπρη πετσέτα

τυλιγμένη γύρω από τη στενή του μέση. Τα σκουρόχρωμα μαλλιά του γυάλιζαν και ήταν υγρά, ενώ

σταγονίτσες νερού έτρεχαν ακόμα στους ώμους και την πλάτη του. Καθώς γύρισε να την κοιτάξει η

Έμμα είδε ότι η βαλίτσα του βρισκόταν ανοιχτή μπροστά του, με τα ρούχα τακτικά διπλωμένα μέσα.

«Συγνώμη». Εκείνος άρπαξε μερικά ρούχα από τη βαλίτσα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο

που ήταν γεμάτο ατμούς. «Νόμιζα ότι... Δε θ’ αργήσω. Ήθελες να κάνεις ντους;»

Η Έμμα τον κοίταξε κατάματα και ξεροκατάπιε. «Όχι... Όχι, ευχαριστώ. Θα κάνω αργότερα». Η

καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Για όνομα του Θεού, δεν ήταν και γυμνός! Κάθε μέρα του

καλοκαιριού οι εργάτες που δούλευαν στην οικοδομή απέναντι από το εργαστήριο της

εμφανίζονταν πιο γυμνοί, αλλά η εικόνα της μυώδους πλάτης του Τζον έβαλε στο μυαλό της Έμμα

σκέψεις που θα σόκαραν τη δασκάλα της στο κατηχητικό όταν ήταν μικρή.

Εκείνος της κούνησε το κεφάλι. «Τότε, θα πάω ν’ αλλάξω», της είπε.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από μεγάλη ένταση.

«Εντάξει». Η Έμμα έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο προσποιούμενη ότι κάτι είχε

τραβήξει την προσοχή της εκεί.

Η πόρτα του μπάνιου έκλεισε και από μέσα ακούστηκε η φωνή του Μπράις: «Πάμε να φάμε κάτι;»

«Θα ήθελα να πάω στο ΣέλντεϊλΧάουζ», του φώναξε ηΈμμα και ένιωσε ανακουφισμένη που

βρήκαν ένα ουδέτερο θέμα να συζητήσουν. «Ισως μπορούμε ν’ αγοράσουμε σάντουιτς και να τα

πάρουμε μαζί μας. Μας απομένει άλλη μια ώρα περίπου μέχρι να σκοτεινιάσει». Ακούμπησε στο

περβάζι του παραθύρου. «Και ο κόμης;»


Στο μπάνιο ακούστηκε ένας θόρυβος, τον οποίο ακολούθησε μια απότομη ερώτηση. «Τι θες να

μάθεις για τον κόμη;»

«Θα είναι εκεί; Δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι διευθέτηση έχει γίνει. Πρέπει να συναντήσουμε

κάποιον; Να υποκλι-θούμε;» Χαμογελούσε καθώς μιλούσε, αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι δε

θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο.

Η πόρτα άνοιξε και ο Μπράις βγήκε. Ήταν εκθαμβωτικά όμορφος με το ξεβαμμένο του τζιν και το

γαλάζιο του μπλου-ζάκι. «Όχι, έχουμε την άδεια να μπούμε και να τριγυρίσουμε».

Η Έμμα πλατάγισε τη γλώσσα της. «Ξέχασα να φέρω πετσέτα. Ήταν μέσα στη σκηνή».

«Δεν πειράζει. Έχει πετσέτες στο μπάνιο», της απάντησε ο Μπράις.

Εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Δε θα ενοχληθεί ο κόμης αν μπούμε μόνοι μας στο κτήμα;»

«Καθόλου». Την κοίταξε και χαμογέλασε. «Στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγαλόψυχος

άνθρωπος».

«Ελπίζω να έχεις δίκιο, γιατί δε θέλω να περιέλθω στη δυσμένεια ενός κόμη». Πέταξε τη βαλίτσα

της στο κρεβάτι και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της. Όταν έφτασε στα εσώρουχα, δίστασε, μη

θέλοντας να ρίξει τα δαντελωτά της στο συρτάρι μπροστά του. Αλλά στο σημείο που είχε φτάσει, θα ήταν εξίσου περίεργο να τ’ αφήσει
επίτηδες στη βαλίτσα. Τελικά τα έβγαλε και τα τακτοποίησε

στο συρτάρι.

Ο Μπράις κοίταξε αλλού για να φανεί διακριτικός.

«Λες να θορυβηθεί η καμαριέρα αν αφήσω αυτά έξω;» τον ρώτησε γελώντας, δείχνοντάς του

μερικά γλαστράκια. «Δε θέλω να νομίζει ότι κάνω παράνομες καλλιέργειες».

Ο Μπράις τα κοίταξε προσεκτικά. «Τι είναι αυτά;» ρώτησε με περιέργεια.

«Για τα μοσχεύματα».

«Τα μοσχεύματα;»

«Της Καρδιάς του Αγίου Παύλου. Είπα να πάρω πέντε ή έξι μοσχεύματα στην Αμερική για να

έχουμε αρκετά προκειμένου να μελετηθούν».

Εκείνος έγνεψε ότι κατάλαβε. «Είναι νόμιμο ή θα πρέπει να βάλεις μέσο για να τα μεταφέρεις;»

«Ευτυχώς, το νομικό μέρος το αναλαμβάνει το εργαστήριο». Έβαλε το κουτί με τα γλαστράκια σ’

ένα σακίδιο και το πέρασε στην πλάτη της. «Έτοιμος;»

«Έτσι λέω». Ο Μπράις χαμογέλασε, αλλά η Έμμα πρόσεξε ότι πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Εντάξει», του είπε, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. «Πάμε στο Σέλντεϊλ

Χάουζ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Το Σέλντεϊλ Χάουζ του κόμη Πάλισερ ήταν ακόμα πιο όμορφο απ’ ό,τι το είχε φανταστεί η Έμμα

από τις λίγες φωτογραφίες που είχε δει. Από ένα γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων που βρισκόταν
στην πόλη, είχαν νοικιάσει ένα αμάξι και είχαν περάσει από ένα σκιερό εξοχικό δρόμο σε έναν

τεράστιο ιδιωτικό παράδρομο. Η σιδερένια πύλη έξω από το κτήμα ήταν ανοιχτή. Ο ιδιωτικός

δρόμος που ξεκινούσε από την πύλη εκτεινόταν σε μια τεράστια έκταση γεμάτη σημύδες, κρανιές και κλαίουσες ιτιές. Αμέσως μετά, οι
φυλλωσιές έδιναν τη θέση τους στο καταπράσινο

γρασίδι. Μπροστά τους εμφανίστηκε ο τεράστιος όγκος του σπιτιού. Αλλά αυτό ήταν κάτι

παραπάνω από σπίτι. Ήταν σαν παλιά έπαυλη του Νιούπορτ, φτιαγμένη από εκατομμύρια

ξασπρισμένες από τον ήλιο πέτρες. Η Έμμα υπολόγισε ότι πρέπει να είχε γύρω στα πενήντα

παράθυρα και αυτά μόνο στην πρόσοψη.

Οι φωτογραφίες του Τζον ήταν πολύ καλές, αλλά μία φωτογραφία δεν ήταν ικανή σε καμιά

περίπτωση ν’ απαθανατίσει το μεγαλείο του παλιού οικήματος που ορθωνόταν προς τον βαμμένο

από το λυκόφως ουρανό. Το σούρουπο χρωμάτιζε την πρόσοψη του κτιρίου με σκιές, κάνοντας το

γείσο της επικλινούς στέγης να φαντάζει ακόμα πιο επιβλητικό και γοτθικό απ’ ό,τι θα ήταν κάτω

από το φως του ήλιου. Ο πλούσιος πράσινος κισσός που σκέπαζε μέρος του άλικου κτιρίου ήταν

σαν σάλι που αγκάλιαζε απαλά γυναικείους ώμους. Πίσω από το σπίτι, προς τη δυτική πλευρά, το

πράσινο χορτάρι εκτεινόταν σε λοφάκια με κυματοειδείς σχηματισμούς. Στα νότια, ο κήπος ήταν

μια πανδαισία χρωμάτων τόσο ζωντανών και διαφορετικών, που θύμισε στηνΈμμα πυροτεχνήματα.

Στάθηκε ακίνητη,

για να αποτυπώσει την εικόνα στη μνήμη της και να την απολαύσει.

«Είναι πανέμορφα», είπε με κομμένη την ανάσα. «Πώς μπόρεσε ν’ αφήσει αυτό το σπίτι;»

Ο Μπράις σταμάτησε το αυτοκίνητο και έβγαλε τη ζώνη ασφαλείας. «Ποιος;».

«Ο κόμης του Πάλισερ», του απάντησε η Έμμα, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο και εισπνέοντας

βαθιά το γλυκό αέρα. Ακουγε το εύθυμο τραγούδι των πουλιών από μακριά. Ένιωθε σαν να είχε

ζωντανέψει μπροστά στα μάτια της η εικόνα από κάποιο παιδικό βιβλίο, ίσως από τον Μυστικό

Κήπο. «Είπες ότι ταξιδεύει πολύ. Αν ζούσα εγώ εδώ, δε θα έφευγα ποτέ».

«Αλήθεια;» Ο Μπράις ακούστηκε έκπληκτος και η Έμμα είχε την αίσθηση ότι δεν έβλεπε το ίδιο

Σέλντεϊλ Χάουζ μ’ εκείνο που έβλεπε η ίδια. Αρχισαν να περπατάνε πάνω στο γρασίδι. «Εγώ νόμιζα

ότι αυτό το σπίτι θα ήταν πολύ αυστηρό και κρύο για τα γούστα σου».

Γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία. «Κρύο; Αστειεύεσαι; Κοίτα το καλά». Και

έκανε με το χέρι της μια κίνηση για να του δείξει το σκηνικό μπροστά τους. «Μπορείς να

φανταστείς πόση αγάπη και φροντίδα χρειάστηκε για να καλλιεργηθούν όλα αυτά; Γενιές και γενιές

κηπουρουν αφιέρωσαν ψυχή και καρδιά σ’ αυτή τη δημιουργία».

Εκείνος ακολούθησε με τα μάτια του τη χειρονομία της, αλλά δε φαινόταν εντυπωσιασμένος.

«Δουλειά τους ήταν».

Η Έμμα χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Τζον δεν είχε ιδέα απ’ αυτά. «Το
ξεχορτάριασμα είναι η δουλειά τους. Το φύτεμα είναι η δουλειά τους. Μια τέτοια δημιουργία είναι

γέννημα αγάπης, πίστεψέ με».

Εκείνος συνέχισε να κοιτάει σιωπηλός. «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ», της είπε τελικά απαλά.

Η Έμμα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ναι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το σκέφτονται ποτέ. Και

γιατί να το έχεις σκεφτεί, άλλωστε; Εσύ δε μένεις εδώ για να το θεωρείς δεδομένο. Οι περισσότεροι

άνθρωποι βλέπουν ένα τέτοιο μέρος και σκέφτονται τι ωραίο που είναι, αλλά δε σκέφτονται πέρα

απ’ αυτό. Εγώ το βλέπω και μου φαίνεται σαν έργο τέχνης. Είναι ένα αριστούργημα αισθητικής».

«Χαίρομαι που σου αρέσει τόσο πολύ».

«Μου αρέσει πάρα πολύ». Η Έμμα πήρε μια βαθιά ανάσα θέλοντας να ρουφήξει την ομορφιά που

την τριγύριζε. «Λοιπόν. Πού τράβηξες τη φωτογραφία;»

«Τη φωτογραφία;» Για μια στιγμή ο Μπράις φάνηκε απορημένος, αλλά μετά κατάλαβε τι εννοούσε

η Έμμα. «Σωστά, η φωτογραφία. Την τράβηξα... Πάμε από εδώ». Κοιτώντας γύρω του για λίγο, προχώρησε προς τον πλούσιο ανθόκηπο.

Καθώς περπατούσαν η Έμμα είχε μείνει άναυδη με το τοπίο, ανίκανη να κατανικήσει το δέος της

για εκείνο το μέρος. «Όλα αυτά ανήκουν σε έναν μόνο άνθρωπο;»

Ο Μπράις της έγνεψε καταφατικά. «Σε μια οικογένεια». Κοίταξε γύρω του, σαν να υπήρχε

περίπτωση να πέσουν πάνω σε κάποιο μέλος της οικογένειας. «Αλλά η οικογένεια Πάλισερ δεν έχει

πολλά μέλη, οπότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ευθύνη ενός μόνο ανθρώπου. Μια από τις

πολλές του ευθύνες, γι’ αυτό άλλωστε δεν έρχεται και πολύ συχνά».

«Κρίμα είναι. Δεν έχει παιδιά;»

Ο Μπράις γέλασε ειρωνικά. «Παιδιά; Πώς σου ήρθε αυτό;»

Η Έμμα αναρωτήθηκε γιατί η αντίδραση του Τζον στην ερώτησή της ήταν τόσο έντονη, αλλά δεν

τον ρώτησε. «Είναι ιδανικό μέρος για να μεγαλώσεις παιδιά».

Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Θ’ αστειεύεσαι βέβαια».

«Δεν αστειεύομαι καθόλου. Μπορείς να φανταστείς κανένα καλύτερο περιβάλλον για να

μεγαλώνεις; Ένα παιδί θα είχε τόσο χώρο γύρω του».

«Ναι, ο χώρος είναι μεγάλος». Τα χείλη του Μπράις σφίχτηκαν. «Μπορεί να σε κάνει να νιώσεις

πολύ μικρός».

Εκείνη γέλασε με τον κυνισμό του. «Είσαι φοβερά απαισιόδοξος. Θα ήταν ο τέλειος χώρος για να

παίζουν τα παιδιά. Καθαρός αέρας, στρέμματα με γρασίδι, μεγάλοι, σκοτεινοί κήποι για να

κρυφτούν. Υπέροχα θα ήταν».

Ο Μπράις έκανε ένα μορφασμό αλλά κράτησε το βλέμμα του σταθερό μπροστά του. «Μπορεί να το

εξιδανικεύεις κάπως».

Απ’ ό,τι είχε ακούσει η Έμμα για την παιδική ηλικία των αριστοκρατών, μάλλον είχε δίκιο ο Τζον.

«Πάντως αν εγώ ζούσα εδώ θα φρόντιζα το περιβάλλον να είναι ζεστό και όχι ψυχρό».
Τα μάτια του Μπράις πήραν μια παράξενη έκφραση καθώς σταμάτησε για να την κοιτάξει. «Αυτό

το πιστεύω».

Έφτασαν σε μια σειρά από κρανιές και η Έμμα ένιωσε ευγνώμων για τη δυνατότητα που της

δινόταν ν’ αλλάξει θέμα. «Αυτό τι είναι; Λαβύρινθος;»

Εκείνος απάντησε χωρίς να κοιτάξει. «Ναι».

«Πάμε να τον δούμε».

Ο Μπράις δεν κουνήθηκε. «Δεν ήθελες να βρεις την Καρδιά του Αγίου Παύλου;»

Του χαμογέλασε και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη. «Για όνομα του Θεού, Τζον, μπορούμε ν’

αφιερώσουμε λίγο χρόνο για ν’ απολαύσουμε αυτό που έχουμε μπροστά μας».

Εκείνος δίστασε προς στιγμή. «Εντάξει», είπε έπειτα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Της έκανε μια

κίνηση με το χέρι του να προχωρήσει μπροστά του.

Εκείνη άρχισε να βαδίζει πάνω στο φθαρμένο από το χρόνο πλίθινο μονοπάτι. «Έχεις ξανάρθει

εδώ;»

«Έχω πολλά χρόνια να έρθω», της απάντησε εκείνος.

Η Έμμα σταμάτησε και τον κοίταξε. «Πόσα χρόνια πριν τράβηξες τις φωτογραφίες του

λευκώματος;»

Εκείνος έριξε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο και κοίταξε γύρω του πάλι. «Πριν τέσσερα

χρόνια περίπου».

«Δεν είναι και τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα». Η Έμμα συνέχισε να περπατάει σέρνοντας

νωχελικά το δάχτυλό της πάνω στο τοίχωμα που σχημάτιζαν οι φυλλωσιές. «Αμφιβάλλω αν έχει

αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια».

«Μάλλον όχι. έχεις δίκιο».

Η Έμμα έστριψε σε μια γωνία, μετά σε μια άλλη, απολαμβάνοντας τη δροσερή ευωδιά της γης και

της πράσινης βλάστησης. «Διάολε, μόλις κάναμε ένα γύρο». Γύρισε να τον κοιτάξει γελώντας.

«Είδες; Ωραία δεν περνάμε;»

«Να σου πω την αλήθεια», είπε πλησιάζοντάς την και η εικόνα των κορμιών τους καθώς ήταν

κοντά έμοιαζε τόσο φυσική, σαν να ήταν ένα, «όταν το βλέπει κανείς μέσα απ’ τα δικά σου μάτια, είναι διαφορετικό». Έκανε μια παύση
και πρόσθεσε απαλά: «Είναι όμορφα».

Η Έμμα ένιωσε το δέρμα της ν’ ανατριχιάζει από την έξαψη. «Δηλαδή χαίρεσαι που ήρθες;»

Ο Μπράις τής χάρισε ένα ακαταμάχητο χαμόγελο και έτεινε το δάχτυλό του προς το μέρος της.

«Κυρία Λόρενς, σας αρέσει να έχετε δίκιο».

Η Έμμα ένιωσε το πρόσωπό της ν’ αναψοκοκκινίζει. «Δεν είναι αυτό το θέμα. Χαίρεσαι που ήρθες;»

Εκείνος άγγιξε την άκρη της μύτης της και μετά το πιγούνι της. «Ναι, χαίρομαι που ήρθα».

«Κι εγώ χαίρομαι που ήρθες», του αποκρίθηκε η Έμμα. Αναρωτήθηκε αν θα τη φιλούσε. Ελπίζοντας
να το κάνει, κράτησε την ανάσα της και έγειρε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του.

Εκείνος σταμάτησε μπροστά της και για μια στιγμή γεμάτη αγωνία ηΈμμα τον ένιωσε να πλησιάζει

πιο πολύ.Έξαφνα, όμως, αυτή η αίσθηση χάθηκε. Ο Μπράις έκανε ένα βήμα πίσω, κοίταξε τον

ουρανό και κάτω από το βραδινό φως τα πράσινα μάτια του πήραν το γκρίζο χρώμα του ατσαλιού.

Η καρδιά της Έμμα χτύπησε δυνατά. «Σκοτεινιάζει», την προειδοποίησε χαμηλόφωνα. Η Έμμα

συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή ότι λάτρευε τη φωνή του. «Πρέπει να πάμε να βρούμε το φυτό

σου».

«Ναι, σωστά», κατάφερε να του απαντήσει.

Ανάμεσά τους έπεσε σιωπή καθώς προχωρούσαν προς ένα μικρό λαγκάδι που η Έμμα αναγνώρισε

από τη φωτογραφία. Εκεί υψώνονταν θεόρατες βελανιδιές και πλάι υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι με

κατιφέδες και την πολυπόθητη Καρδιά του Αγίου Παύλου. ΗΈμμα αναφώνησε βλέποντάς την.

Υπήρχαν πιο πολλά φυτά απ’ όσα νόμιζε. Πλησίασε αργά, γονάτισε μπροστά και έπιασε έναν από

τους τρυφερούς βλαστούς ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη της.

«Αυτό δεν είναι το φυτό σου;» ρώτησε ο Μπράις από πίσω της.

«Αυτό είναι», του απάντησε πιέζοντας τον τρυφερό μίσχο.

Το λεπτό κοτσάνι άνοιξε και από μέσα κύλησε στο δάχτυλό της μια σταγόνα υγρού. Το έφερε στη

μύτη της και οσμίστηκε την ασυνήθιστη μυρωδιά, που έμοιαζε με κίτρου. Δεν είχε λόγια να την

περιγράφει. «Αυτό είναι», επανέλαβε, πιο απαλά αυτή τη φορά. «Δεν το πιστεύω». Τα μάτια της

βούρκωσαν. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό, είχε την ευκαιρία να εξετάσει αυτό το σπάνιο φυτό, να το πάρει στο εργαστήριο και να του
κάνει η ίδια ανάλυση. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από

το σακίδιό της και άρχισε να κρατάει σημειώσεις για το περιβάλλον, τα φυτά που το

περιτριγύριζαν, την αναλογία φωτός και σκιάς και την έκταση.

Ο Μπράις την παρατηρούσε σιωπηλός για μερικά λεπτά. «Θέλεις να βρω κάποιον να μεταφέρει σε

γλαστράκια μερικά φυτά;» της είπε μετά.

Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Θα το κάνω εγώ αυτό».

«Εσύ;» τη ρώτησε έκπληκτος.

Του χαμογέλασε και έβαλε το σημειωματάριο πάλι στο σακίδιο της. «Μπορείς να με βοηθήσεις κι

εσύ», του πρότεινε, βγάζοντας τα γλαστράκια. «Αλλά χρειαζόμαστε ένα δυο σκαλιστήρια και ίσως

ένα κουτί για να τα βάλουμε μέσα».

Εκείνος κοίταξε προς τη μεριά που υπήρχε μια αποθήκη. «Θα σου τα φέρω εγώ».

«Ευχαριστώ». ΗΈμμα τον παρακολούθησε ν’ απομακρύνεται και αναρωτήθηκε γιατί κοιτούσε

συνέχεια γύρω του μ’ αυτό τον τρόπο. Της φάνηκε κάπως παρανοϊκό. Είχε λάβει πράγματι άδεια για

να πάνε εκεί ή μήπως την είχε λυπηθεί και αποφάσισε να το διακινδυνεύσει με την ελπίδα να μην

τους πιάσουν στα πράσα;


Αυτό όμως ήταν αδύνατο. Οι αρχές του Τζον δε θα του επέτρεπαν να κάνει τέτοια πονηριά. Είχε

καταλάβει από τότε που τον γνώρισε από κοντά ότι ήταν πολύ υπεύθυνος για να κάνει κάτι τέτοιο.

Μάλλον της φαντασίας της θα ήταν.

Εκείνος επέστρεψε πέντε λεπτά αργότερα με δυο σκαλιστήρια και ένα ξύλινο κιβώτιο. «Πρέπει να

μου πεις τι να κάνω», της είπε δίνοντάς της το ένα εργαλείο. «Πόσο βαθιά θα σκάψουμε;»

Η Έμμα έβαλε το ένα σκαλιστήρι κάτω από το φυτό, το έσπρωξε και το ανασήκωσε, φροντίζοντας

να κρατήσει λίγο χώμα γύρω απ’ τις ρίζες. «Έτσι», του είπε, αποθέτοντας το προσεκτικά σε ένα

γλαστράκι. «Φρόντισε μόνο να μη χτυπήσεις τις ρίζες». Έβαλε στο γλαστράκι λίγο ακόμα χώμα και

το πίεσε μέσα.

«Μάλιστα». Με μεγάλη προσοχή άρχισε να σκάβει κάτω από τις ρίζες όπως είχε δει την Έμμα να

κάνει.

Δούλευαν πλάι πλάι για μερικά λεπτά χωρίς να μιλάνε. Αφού είχε πάρει τρία δείγματα, η Έμμα

έγειρε πίσω και σκούπισε το μέτωπό της με την ανάστροφη της παλάμης της. Ο ήλιος είχε δύσει και

το μαβί χρώμα του ουρανού άρχιζε τώρα να σκουραίνει πολύ. Η ομορφιά του τοπίου ήταν

απερίγραπτη. «Πάμε μια βόλτα για να χαζέψουμε λίγο τους κήπους», του είπε και σηκώθηκε για να

τεντωθεί.

«Και τα φυτά;»

«Αρκετά πήραμε». Απλωσε το χέρι της για να πιάσει το δικό του. «Πάμε να κάνουμε μια

εξερεύνηση». Τον τράβηξε προς το μέρος της κι εκείνος βρέθηκε δίπλα της.

Ο Μπράις προσπάθησε να μην την πλησιάσει πολύ και συναισθηματικά δε συμμεριζόταν καθόλου

τον ενθουσιασμό της Έμμα. «Τι να εξερευνήσουμε;»

«Δεν ξέρω, τα πάντα. Τι λες για εδώ;» Του έδειξε με το δάχτυλό της στο σκοτεινό δάσος. «Μπορεί

να χαθεί κανείς εδώ μέσα».

«Δεν μπορείς να πας πολύ μακριά», της είπε εκείνος. Πήγε στο πλάι της και το χέρι του ακούμπησε

τον ώμο της. «Θα έφτανες στην άκρη του νησιού».

Αρχισαν να προχωράνε κάτω απ’ τις βελανιδιές. «Αναρωτιέμαι ποιος άλλος έχει περπατήσει εδώ

στο παρελθόν».

«Θα ξαφνιαζόσουν αν ήξερες», μουρμούρισε εκείνος και μετά καθάρισε το λαιμό του. «Και οι δυο

θα ξαφνιαζόμασταν είμαι βέβαιος. Ο Βίκτορ Ουγκό ζούσε στο Γκέρνσεϊ, για παράδειγμα. Μπορεί να

έχει πατήσει αυτά τα χώματα».

«Ή μπορεί να έχουν περάσει δυστυχισμένοι ιππότες και θλιμμένες δεσποσύνες. Η αίσθηση που δίνει

αυτός ο χώρος είναι πολύ μεσαιωνική. Μαγική».

Αυτό τον έκανε να γελάσει. «Μαγική;»

«Ναι, μαγική». Η Έμμα προχώρησε προς μια πελώρια βελανιδιά. Η βάση της πρέπει να είχε
διάμετρο περίπου ενάμισι μέτρο και στο κάτω μέρος της ο κορμός σχημάτιζε μια μεγάλη κουφάλα.

Έβαλε το κεφάλι της μέσα και έμεινε άφωνη με το θέαμα. «Κοίτα, είναι σαν το σπίτι που μένει το

γουρουνάκι, ο φίλος του Γουίνι!»

Εκείνος χαμογέλασε, συνεπαρμένος με τη συγκίνησή της. «Κρυβόμουν εκεί όταν ήμουν παιδί. Αν

μπεις μέσα και στηρίξεις το ένα σου πόδι στη μια μεριά της κουφάλας και το άλλο στην άλλη, κανείς δεν μπορεί να σε δει απέξω κι έτσι
δεν μπορούν να σε βρουν».

Η Έμμα έμεινε ακίνητη. μετά έβγαλε αργά το κεφάλι της έξω και τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Ήσουν εδώ ως παιδί;»

***

Να πάρει ο διάολος. Ο Μπράις έπρεπε να το ξέρει ότι κάτι θα του ξέφευγε κάποια στιγμή. Ήταν

απολύτως βέβαιο ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Είχε χαλαρώσει πολύ με την Έμμα, είχε παρασυρθεί

από τον ενθουσιασμό της. Ήταν αναμενόμενο να κάνει κάποιο λάθος. «Σε ένα τέτοιο δέντρο, εννοώ», βιάστηκε να διορθώσει. «Μια μεγάλη
βελανιδιά με ίδια βάση».

Η απάντησή του φάνηκε να την πείθει. Κούνησε το κεφάλι της για να του δείξει ότι κατάλαβε και

πέρασε το χέρι της πάνω από το άνοιγμα της κουφάλας. «Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν πολλές

παλιές βελανιδιές στην Αγγλία. Το δάσος του Σέργουντ είναι γεμάτο».

«Ακριβώς».

Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε. «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι».

Ο Μπράις πήγε να ψελλίσει κάποια αντίρρηση, αλλά η φωνή δε βγήκε από το λαιμό του. Είχε δώσει

ήδη την εντύπωση του σχολαστικού και περίεργου ανθρώπου αντί εκείνου του ανέμελου, λάτρη της

περιπέτειας, σκανδαλιάρη άντρα που έγραφε

στην Έμμα. Δεν ήθελε να χαλάσει ακόμα περισσότερο την εικόνα του και να φερθεί σαν

δασκαλάκος, λέγοντάς της ότι δεν έπρεπε και δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Γι’ αυτό την

ακολούθησε με βαρύ βήμα, καθώς εκείνη προπορευόταν χαρούμενη.

Η Έμμα σταμάτησε μπροστά στην περίκομψη σιδερένια πύλη της βεράντας και έβγαλε τα

παπούτσια της. «Αν περπατήσουμε στα νύχια των ποδιών μας, ίσως καταφέρουμε να ρίξουμε μια

ματιά στο εσωτερικό», του είπε με μάτια που έλαμπαν.

Εκείνος κοίταξε το παράθυρο. Είδε να βγαίνει από μέσα ένα απαλό φως, πράγμα που σήμαινε ότι

ήταν αναμμένα τα φωτιστικά του διαδρόμου. Κάποιος θα μπορούσε να τους δει. Αναρωτήθηκε ποιοι

να ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα και αν μπορούσε να τους κάνει νόημα, σε περίπτωση που

έβλεπαν εκείνον και την Έμμα. Είχε ήδη πει στην οικονόμο ότι δεν ήθελε να τον προσφωνήσουν με

το όνομά του αν τον έβλεπαν, αλλά εκείνη δεν είχε καταλάβει πολύ καλά τις οδηγίες του. Για την

ακρίβεια, τον είχε αντιμετωπίσει σαν να ήταν τρελός, οπότε ο Μπράις αμφέβαλλε αν είχε καταφέρει

να μεταφέρει την εντολή του και στο υπόλοιπο προσωπικό. Αυτή η σκέψη τον βασάνιζε από την

ώρα που είχαν φτάσει με την Έμμα στο νησί. Ανησυχούσε ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιος θα
εμφανιζόταν και θα έλεγε ξαφνιασμένος: Καλησπέρα, λόρδε Πάλισερ, δεν ήξερα ότι έχετε έρθει.

Η Έμμα περίμενε απάντηση. Το ένστικτό του τού έλεγε να την πάρει και να φύγουν, να την πάει σε

κάποιο ωραίο εστιατόριο της πόλης όπου εκείνος να ένιωθε ασφαλής. Όμως, αυτό ήταν το ένστικτο

το οποίο υπάκουε μια ζωή ολόκληρη. Το ίδιο ένστικτο που τον καθιστούσε, από πολλές απόψεις, τον πιο ψυχρό αριστοκράτη της χώρας.
Αγνοώντας την προειδοποίηση του μυαλού του, άνοιξε την

πόρτα και υποκλίθηκε ιπποτικά. «Μετά από εσάς».

Εκείνη έγειρε το κεφάλι της για να τον ευχαριστήσει και πέρασε από την πόρτα για να πλησιάσει

στο παράθυρο της βεράντας. «Θεέ μου! Είναι σαν παλάτι», είπε ενώ η ανάσα της θόλωνε το τζάμι.

Γύρισε να τον κοιτάξει. «Έχεις μπει ποτέ μέσα;»

Ο Μπράις της έγνεψε καταφατικά.

Εκείνη ξανακοίταξε. «Είναι υπέροχο;»

«Είναι... παλιό».

Η Έμμα ήταν τόσο απορροφημένη με το θέαμα, που δεν αμφισβήτησε τη δική του εκτίμηση.

«Νομίζω ότι είναι αίθουσα δεξιώσεων. Αίθουσα χορού, δηλαδή». Στένεψε τα μάτια της και

σούφρωσε τη μύτη της. «Τι είναι όλα αυτά;»

Εκείνος πήγε να κοιτάξει μέσα από το τζάμι. Και, όπως εκείνη είχε διαπιστώσει, η μεγάλη αίθουσα

ήταν γεμάτη τραπέζια και καρέκλες. Προφανώς θα έκαναν γενική καθαριότητα μέσα.

«Δεν είμαι σίγουρος», της είπε.

«Θα είναι μαγευτικό όταν ανάβουν τα φώτα για δεξιώσεις. πάω στοίχημα», σχολίασε η Έμμα. «Αν

βέβαια κάνουν ακόμα δεξιώσεις. Κάνουν;»

«Έχουν καιρό να κάνουν».

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. «Λυπηρό δεν είναι;»

Παραλίγο να της επισημάνει πόσο δύσκολο ήταν να κάνουν έναν παλιομοδίτικο χορό εκεί, πόσο θα

στοίχιζε ο εφοδιασμός, η διακόσμηση και ο φωτισμός, πόση προετοιμασία θα χρειαζόταν για να

καταρτιστεί η λίστα καλεσμένων και το μενού... αλλά αυτός ήταν ο πρακτικός Μπράις. Υπήρχε και

μια άλλη πλευρά του. μια πλευρά που συμφωνούσε με την Έμμα ότι θα ήταν ενδιαφέρον, ίσως και

διασκεδαστικό, να γίνει αυτό που εκείνη πρότεινε. Προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έλεγε αν

της έγραφε αντί να την έχει δίπλα του.

Αλλά η Έμμα τον πρόλαβε. «Χορεύουμε;»

Ανασήκωσε το φρύδι του έκπληκτος. «Εδώ;»

«Γιατί όχι;»

Ο άντρας που ο Μπράις ήθελε να είναι θα έλεγε αυτό ακριβώς. «Γιατί όχι;» Συμφώνησε και την

έπιασε από το χέρι.

«Κρίμα που δεν έχουμε ένα ραδιόφωνο».


Αυτό του έδωσε την ευκαιρία που χρειαζόταν. «Δε χρειαζό-μαστέ ραδιόφωνο». Έβαλε το δάχτυλο

στα χείλη του. «Δεν ακούς τη μουσική;»

Η Έμμα έσμιξε τα φρύδια της και προσπάθησε ν’ ακούσει «Οχι».

Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε. Η κρυφή πλευρά του χαρακτήρα του έβγαινε στην επιφάνεια

με μεγάλη ευκολία, όταν της έδινε την ευκαιρία να εκδηλωθεί. «Πρέπει ν’ ακούσεις πολύ

προσεκτικά».

Τα μάτια της Έμμα έλαμψαν όταν κατάλαβε τι εννοούσε. «Νομίζω ότι τώρα την ακούω».

Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του.

Εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα, καθώς το κορμί της ακου-μπούσε πάνω στο δικό του. «Νομίζω ότι

είναι ο Γαλάζιος Δούναβης. Ή μήπως είναι Μπομπ Μάρλεϊ;» Γέλασε. «Είναι δύσκολο να

καταλάβεις από τόσο μακριά».

Εκείνος της χαμογέλασε, νιώθοντας ευτυχισμένος στο Σέλ-ντεϊλ Χάουζ ίσως για πρώτη φορά στη

ζωή του. «Είναι ό,τι θες εσύ να είναι».

Άρχισαν να κινούνται αργά, σέρνοντας απαλά τα πόδια τους πάνω στο σκληρό λιθόστρωτο της

βεράντας. Σε κάποια απόσταση, ακούγονταν να κελαηδούν τα νυχτοπούλια. Για μια στιγμή τρέλας, ο Μπράις νόμιζε ότι άκουγε μουσική.

Η Έμμα ήταν αφημένη στα χέρια του και στροβιλίζονταν με χάρη σε όλη τη βεράντα, σε .απόλυτη

αρμονία ο ένας με τον άλλο και με τη μουσική που παιζόταν στις καρδιές τους. 0 ουρανός είχε

σκοτεινιάσει, αλλά στο σκούρο φόντο του είχαν αρχίσει να λάμπουν ήδη τα πρώτα νυχτερινά άστρα.

Τότε ξαφνικά άναψαν οι εξωτερικοί λαμπτήρες, φωτίζοντας το μονοπάτι του κήπου.

«Είναι σαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια», αναφώνησε η Έμμα.

Ο Μπράις γέλασε και κράτησε πιο σφιχτά τη μέση της. Η Έμμα είχε βγάλει κάτι από μέσα του που

δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε. Τον είχε κυριολεκτικά μεθύσει. «Είσαι πολύ ρομαντική ψυχή, Έμμα. Δεν

είχα καταλάβει ποτέ πόσο πολύ».

Εκείνη του χαμογέλασε κοιτώντας τον. «Μα αυτή η κατάσταση είναι παραμυθένια. Και οπωσδήποτε

μαγευτική».

Τα φώτα ξανάσβησαν. Ο Μπράις αναρωτήθηκε μέσα στην παραζάλη του γιατί είχαν ανάψει.

Συνήθως έμεναν σβηστά, εκτός αν κάποιος έμενε στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι μάλλον θα τα δοκίμαζε ο

Μάλιγκαν.

«Ακόμα και η πιο σκληρή καρδιά δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητη από τόση ομορφιά», συνέχισε η

Έμμα.

Ο Μπράις την κοίταξε μέσα στο σκοτάδι και κατάλαβε ότι η δική του σκληρή καρδιά είχε

συγκινηθεί, αλλά όχι από τον φωτισμένο κήπο ή τον έναστρο ουρανό. Οι κινήσεις τους έγιναν πιο

αργές, μέχρι που στάθηκαν ακίνητοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, να κοιτάζονται βαθιά στα

μάτια. Ο Μπράις ήθελε να τη φιλήσει και ήταν σχεδόν βέβαιος ότι το ίδιο ήθελε κι εκείνη.
Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει.

Καταβάλλοντας μεγάλη ψυχική προσπάθεια, αποτραβήχτηκε από κοντά της. «Πάμε να φάμε», της

πρότεινε.

Εκείνη φαινόταν αποσυντονισμένη. «Τώρα;»

Της έγνεψε βιαστικά και προσπάθησε να αποδιώξει τη σκέψη των χειλιών, του στόματος, του

κορμιού της. «Πεθαίνω της πείνας», της είπε.

Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι.

Η Έμμα αναστέναξε. «Εντάξει, πάμε. Μόνο περίμενε ένα λεπτό να πάρω τα μοσχεύματα και μετά θα

φύγουμε». Γύρισε για να πάει στο λόφο όπου είχαν σκάψει νωρίτερα.

Ο Μπράις έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό, παρακολουθώντας τη ν’ απομακρύνεται. Ήθελε να τρέξει

πίσω της, να τη σταματήσει, να την ξαναπάρει στην αγκαλιά του και να την κρατήσει εκεί. Αλλά θα

ήταν άδικο για εκείνη. Όλα αυτά ήταν άδικα για εκείνη. Και γι’ αυτόν, όμως, ήταν άδικα. Αλλά

ήταν η σκληρή πραγματικότητα.

Έβαλε τα δυνατά του να συνέλθει και μετά την ακολούθησε προς το λόφο.

***

Το δείπνο ήταν θαυμάσιο, αν και χωρίς εξελίξεις. Η Έμμα αναροπιόταν όλη τη βραδιά γιατί ο Τζον

τη μια στιγμή την πλησίαζε και την άλλη απομακρυνόταν με τον τρόπο που το έκανε. Θα της ήταν

πιο κατανοητό αν δεν την πλησίαζε καθόλου. Αλλωστε ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες αντιδράσεις εκ

μέρους των αντρών. Αλλά την είχε φιλήσει, ήταν σχεδόν σίγουρη ότι την ήθελε. Μπορεί να μην είχε

μεγάλη αυτοπεποίθηση, όμως το καταλάβαινε όταν κάποιος άντρας την κοιτούσε σαν κάτι

παραπάνω από φίλη και ο Τζον έτσι την κοιτούσε καμιά φορά.

Τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη.Έπρεπε όμως να παραδεχτεί ότι ίσως ήταν ευσεβείς πόθοι από την

πλευρά της. Ήξερε ότι τα αισθήματά της για τον Τζον είχαν πάψει πια να είναι καθαρά πλατωνικά, παρά το γεγονός ότι είχε τους
ενδοιασμούς της. Η φιλία του της ήταν σημαντική, δεν ήθελε να τη

θέσει σε κίνδυνο. Αλλά ένιωθε για εκείνον μια τόσο έντονη σωματική έλξη, που όμοιά της δεν είχε

νιώσει ποτέ για κανέναν.

Θεωρητικά, αυτά τα αισθήματά της για τον Τζον θα έκαναν τη σχέση τους ιδανικής Αλλά αυτό

σήμαινε ότι έπαιρνε ως δεδομένα τα δικά του αισθήματα. Μετρούσαν κι εκείνα και, αν και δεν

μπορούσε να τα προσδιορίσει, ήταν σαφές ότι απομακρυνόταν από κοντά της. Ίσως ήθελε να

παραμείνουν φίλοι και τίποτα παραπάνω.

Αλλά η Έμμα όλη τη ζωή της καταλάβαινε πότε οι άντρες ήθελαν να είναι μόνο φίλοι μαζί της. Είχε

περάσει χρόνια ως στενή φίλη αντρών οι οποίοι κατέφευγαν σ’ εκείνη την ώρα της ανάγκης τους

για να κλάψουν στον ώμο της. Για τον Τζον ένιωθε, όμως, ότι ήταν αδελφή ψυχή και την είχε

φιλήσει, άλλωστε. Πρέπει να ένιωθε κι εκείνος την ίδια έλξη.


Μήπως έκανε λάθος;

Γύρισαν στο δωμάτιο σχεδόν μεσάνυχτα. ΗΈμμα είχε νιώσει ότι ο Τζον προσπαθούσε συνέχεια ν’

αποφύγει την επιστροφή τους εκεί και είχαν καταλήξει να κάνουν οτιδήποτε μπορούσε κανείς να

κάνει σε μια κοιμισμένη πόλη.

Όταν έφτασαν στο δωμάτιο, η Έμμα γλίστρησε στο μπάνιο για ν’ αλλάξει. Για τον ύπνο είχε πάρει

μαζί της μόνο ένα μακρύ φανελάκι με σχέδια του Μίκι Μάους. Αν ήξερε ότι θα μοιραζόταν την ίδια

κάμαρα με τον Τζον, θα είχε φέρει τουλάχιστον βαμβακερές πιτζάμες ή κάτι πιο σεμνό.

Όταν βγήκε, ο Τζον είχε φορέσει ένα φανελάκι κι ένα απαλό βαμβακερό σορτς. Ήταν τα πιο

πρόχειρα ρούχα που είχε φορέσει από την ημέρα που τον είχε πρωτοδεί η Έμμα. Και του πήγαιναν

πολύ.

«Φτιάχνω ένα κρεβάτι στο πάτωμα», της είπε μόλις την είδε. «Πήρα ένα απ’ τα μαξιλάρια σου».

«Κοιμήσου στο κρεβάτι, Τζον. Δε με πειράζει να κοιμηθώ στο πάτωμα», τον παρότρυνε εκείνη, ελπίζοντας να δεχτεί την πρόταση να
κοιμηθεί στο κρεβάτι, αλλά να μην την αφήσει να κοιμηθεί

κατάχαμα.

«Δε θα κοιμηθείς εσύ στο πάτωμα», διαμαρτυρήθηκε εκείνος, πετώντας κάτω δυο κουβέρτες και το

μαξιλάρι. Η Έμμα περίμενε με αγωνία να συνεχίσει, αλλά της είπε μόνο: «Μια χαρά είμαι στο

πάτωμα. Αλήθεια σου λέω».

«Δεν είσαι μια χαρά», επέμεινε εκείνη. «Είναι ανόητο. Γιατί δεν κοιμόμαστε και οι δυο εδώ πέρα; Είναι αρκετά μεγάλο». Του έδειξε το
κρεβάτι με το χέρι της. Με δυσκολία χωρούσαν δυο άτομα.

Ο Τζον εξακολούθησε να κοιτάει κάτω και να φτιάχνει τα στρωσίδια για να κοιμηθεί. «Μια χαρά

είναι, Έμμα. Αλήθεια». Έσκυψε πάλι και οι μύες των ποδιών του τεντώθηκαν. Αυτά που φορούσε δε

διέφεραν απ’ αυτά που θα φορούσε οποιοσδήποτε άντρας μια καλοκαιρινή νύχτα, αλλά ο Τζον

ήταν αβάσταχτα ερωτικός.

Ξαπλώνοντας, η Έμμα προσπάθησε να μην κοιτάει και να μη σκέφτεται τα σφιχτά του πόδια και

τους φαρδιούς του ώμους. Προσπαθούσε ν' αποδιώξειτη σκέψη του από το μυαλό της, αλλά οι

εικόνες επανέρχονταν ξανά και ξανά.

«Κοιμήσου», της είπε εκείνος χωρίς να γυρίσει.

Η Έμμα κούνησε το κεφάλι της. Ο Τζον ήταν πολύ σαφής. Έπρεπε να ξεχάσει τις ρομαντικές της

ιδέες γι’ αυτόν και να αρκεστεί στη δυνατή φιλία που είχαν χτίσει δυο χρόνια τώρα. Προφανώς αυτό

επιθυμούσε εκείνος. Ούτε να την κοιτάξει δεν ήθελε. Αλλά ίσως να ήταν και καλύτερα, σε τελική

ανάλυση. Από τον τρόπο που χτυπούσε η καρδιά της, υποψιάστηκε ότι τα μάγουλά της μάλλον

είχαν φουντώσει.

«Εντάξει, αφού επιμένεις», του είπε, νιώθοντας ότι την είχε απορρίψει. «Αλλά αν ανησυχείς μήπως

το παρεξηγήσω, κάνεις τεράστιο λάθος».

Ο Μπράις γύρισε τα διεισδυτικά του μάτια πάνω της. «Τίνα παρεξηγήσεις, Έμμα;» τη ρώτησε, με
ένα αδιόρατο χαμόγελο στην άκρη του στόματός του.

Η καρδιά της βούλιαξε. «Τίποτα... Εννοώ ότι αυτή η λύση είναι πρακτική για δυο καλούς φίλους...»

Η φωνή της ήταν απαλή, σχεδόν άηχη, αλλά εκείνος την άκουσε.

Κοιτάχτηκαν για ένα ατέλειωτο λεπτό χωρίς να μιλάνε. Τελικά εκείνος είπε: «Το πάτωμα δε μου

είναι πολύ ελκυστικό, πρέπει να ομολογήσω».

«Έλα». Η Έμμα σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε μια κουβέρτα από το πάτωμα, την τύλιξε

φτιάχνοντας ένα μεγάλο κύλινδρο και την τοποθέτησε στη μέση του κρεβατιού. «Ορίστε. Η πλευρά

σου και η πλευρά μου». Ξαφνικά ένιωσε σαν να έπαιζε σε φαρσοκωμωδία της δεκαετίας του χίλια

εννιακόσια τριάντα.

Εκείνος της έριξε ένα σοβαρό βλέμμα. «Ποτέ δε θα ήθελα να σε πληγώσω, Έμμα».

Το σχόλιό του ήταν τόσο αναπάντεχο, που η Έμμα κατάλαβε ότι η έκπληκτη έκφρασή της ήταν

κωμική. «Να με πληγώσεις; Πώς; Τι εννοείς;»

Μετά από ένα λεπτό, εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του. «Απλώς εννοώ ότι σε σέβομαι πολύ.

Δε θα εκμεταλλευόμουν ποτέ την εμπιστοσύνη σου». Η έκφρασή του ήταν πονεμένη. «Θα το

θυμάσαι αυτό ό,τι κι αν συμβεί;»

«Και βέβαια! Μα κάνεις σαν να πρόκειται να σ’ εκτελέσουν αύριο το πρωί».

Ο Μπράις χαμογέλασε. «Όχι, απλώς σκεφτόμουν πόσο χαίρομαι που σε γνώρισα». Άπλωσε το χέρι

του και σήκωσε την κουβέρτα που εκείνη είχε τοποθετήσει στο κρεβάτι. «Σε πειράζει να βγάλω

αυτό το γελοίο πράγμα;» τη ρώτησε εύθυμα.

«Με την άδειά μου», του απάντησε η Έμμα, κάπως ξέπνοα.

«Το κρεβάτι είναι μικρό κι αυτό εδώ πιάνει χώρο», της εξήγησε πιο αναλυτικά απ’ όσο ίσως θα

έπρεπε.

«Καταλαβαίνω τι εννοείς», συμφώνησε εκείνη.

Η Έμμα ένιωσε το βλέμμα του να τη χαϊδεύει. Ξαφνικά αισθάνθηκε ότι το μακρύ φανελάκι με τον

Μίκι Μάους ήταν αποκαλυπτικό. Γύρισε στο κρεβάτι σε μια προσπάθεια να φανεί άνετη, αλλά

αμφέβαλε αν τον είχε πείσει. Αφού ξάπλωσε, σκεπάστηκε με την κουβέρτα και μαζεύτηκε στη δική

της πλευρά. «Καληνύχτα», του είπε.

«Καληνύχτα», ήχησε απαλή η φωνή του.

Το φωτιστικό έσβησε και καθώς ο Μπράις κάθισε στο κρεβάτι, αυτό έτριξε από το βάρος του. Η

Έμμα χρειάστηκε να κρατηθεί από τη γωνιά του κρεβατιού για να μην κυλήσει πάνω του. Όταν

εκείνος ξάπλωσε, ένιωσε το δέρμα του ν’ ακουμπά το δικό της* τα πόδια του ακούμπησαν τα πόδια

της, το μπράτσο του άγγιζε τη σπονδυλική της στήλη.

Δε θα κατάφερνε να κοιμηθεί.

Έμεινε ξαπλωμένη πλάι του, νιώθοντας τη θέρμη του κορμιού του. κοίταξε έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο από
τη ζεστασιά της επαφής του. Στο κέντρο του παραθύρου

το φεγγάρι έλαμπε σαν ασημένιος δίσκος και πέρα μακριά η Έμμα μπορούσε να δει τις

αντανακλάσεις απ’ τα φώτα να χορεύουν πάνω στα αφρισμένα νερά. Οι καμπάνες της εκκλησίας

σήμαναν μεσάνυχτα και μετά δωδεκάμισι.

Η Έμμα γύρισε ανάσκελα και κοίταξε το ταβάνι στο σκοτεινό δωμάτιο. Το γυμνό της πόδι ήταν

κολλημένο στο δικό του και ένιωθε κάθε τρίχα του πάνω στο δέρμα της. Η έξαψή της δυνάμωσε

τόσο, που ήταν πια δύσκολο να μην απλώσει το χέρι της για να τον αγγίξει. Μέτρησε τα μαδέρια

αρκετές φορές και μετά ψιθύρισε: «Τζον; Είσαι ξύπνιος;»

Εκείνος απάντησε αμέσως. «Ναι».

Ξαφνικά η Έμμα ένιωσε ντροπή. «Ελπίζω να μη σε ξύπνησα εγώ».

Ο Μπράις γέλασε κοφτά. «Όχι ακριβώς».

«Να σου πω την αλήθεια, αναρωτιόμουν...» άρχισε να του λέει, αλλά δίστασε να συνεχίσει.

«Τι πράγμα;»

Εκείνη έψαξε μέσα στο μυαλό της για να βρει να πει κάτι λογικό. «Αναρωτιόμουν πότε θέλεις να

γυρίσουμε στο Λονδίνο». Έστρωσε το σεντόνι πάνω της και άφησε το μπράτσο της να πέσει στο

πλευρό της. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν τα δικά του, όμως δεν έκανε καμιά κίνηση για να

τραβήξει το χέρι της.

Για μερικά δευτερόλεπτα εκείνος έμεινε ακίνητος κι έπειτα έκλεισε την παλάμη της μέσα στη δική

του. «Όποτε θέλεις εσύ».

Ένα απαλό αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο, κάνοντας τις κουρτίνες να θροΐσουν. Στη μύτη

της Έμμα έφτασε η διακριτική μυρωδιά της κολόνιας του. «Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα», είπε, πλησιάζοντάς τον λίγο.

Ο Μπράις γύρισε να την κοιτάξει. «Κατά κάποιο τρόπο κι εγώ θα μπορούσα». Ακούμπησε με το

χέρι του το πιγούνι της και μετά το μάγουλό της.

Η Έμμα αισθάνθηκε ένα κύμα ζεστασιάς να διαπερνάει το κορμί της κι έστρεψε το κεφάλι της για

να τον δει. Μπορούσε να τον διακρίνει ακόμα και στο μισοσκόταδο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα

στα δικά της, το υπέροχο στόμα του απείχε ελάχιστα από το δικό της. «Εγώ...» Η φωνή της έσβησε.

Δεν έβρισκε λόγια για να εκφράσει αυτό που ένιωθε.

Ο Μπράις πλησίασε πιο κοντά της κι έμεινε ακίνητος, ενώ τα χείλη του σχεδόν άγγιξαν τα δικά της.

Οι ανάσες τους ενώθηκαν και η Έμμα ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει τη ράχη της. Όταν πια νόμιζε

ότι θα τρελαινόταν από την επιθυμία, εκείνος έκανε επιτέλους την πολυπόθητη κίνηση.

Ποτέ στη ζωή της δεν είχε αισθανθεί η Έμμα ένα τέτοιο κύμα πάθους να την πλημμυρίζει. Τα χείλη

τους έσμιξαν, οι γλώσσες τους αγγίζονταν, χαϊδεύονταν μ’ έναν τρόπο απολαυστικό, παιχνιδιάρικο

και μετά τρυφερό. Το φιλί τους έγινε από αχόρταγο, απαλό και πάλι παθιασμένο. Κι έπειτα, για

μερικές ατέλειωτες στιγμές κανείς από τους δυο δεν κουνιόταν. Το στόμα του Μπράις ήταν λίγα
εκατοστά μονάχα πιο μακριά από το στόμα της Έμμα κι εκείνη ένιωθε το άρωμά του πιο

έντονο στα ρουθούνια της. Έφερε την παλάμη της στο απαλό του μάγουλο και ακολούθησε με τα

ακροδάχτυλά της τις εξαιρετικές γραμμές του προσώπου του. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν είχε

λόγια.

Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και χάιδεψε με την παλάμη του την απαλή

επιδερμίδα της πλάτης της. Το χάδι του την έκανε να τιναχτεί και καθώς το σώμα της κυρτώθηκε, βρέθηκε ακόμα πιο κοντά στο δικό του.
Ένιωσε τον ερεθισμό του επάνω στα λαγόνια της. Την

ήθελε. Το πάθος της ενισχύθηκε από την αίσθηση του κορμιού που είχε κολλήσει πάνω της.

Γλίστρησε το πόδι της ανάμεσα στα δικά του για να έρθουν ακόμα πιο κοντά. Τα μπράτσα του

σφίχτηκαν γύρω της, ενώ γέμιζε φιλιά το πιγούνι της και τον ώμο της. Μετά σταμάτησε, κρατώντας

τη στην αγκαλιά του σιωπηλός.

«Θέλω να κάνουμε έρωτα, Τζον», είπε η Έμμα ξαφνιασμένη από την ευθύτητά της.

Οι μύες του σφίχτηκαν για λίγο και μετά η φωνή του ήχησε τραχιά. «Κι εγώ το θέλω, πίστεψέ με.

Αλλά αυτή τη στιγμή δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα».

«Όχι;» Η φωνή της Έμμα, παρά τις προσπάθειές της για το αντίθετο, ακούστηκε πληγωμένη.

«Συμβαίνει... κάτι;» Ένα σωρό εξηγήσεις που είχαν να κάνουν με σωματικούς παράγοντες τής

πέρασαν από το μυαλό.

Εκείνος έκανε πίσω και την κοίταξε μες στο σκοτάδι. «Όχι, δε συμβαίνει τίποτα. Απλώς προσπαθώ

να κάνω αυτό που πρέπει, έστω για μια φορά».

«Και βρήκες την κατάλληλη ώρα».

Εκείνος γύρισε ανάσκελα και η Έμμα παρατήρησε το προφίλ του. Ένα νεύρο τρεμόπαιξε στο

πιγούνι του. «Δεν μπορώ να σου εξηγήσω αυτή τη στιγμή». Εξέπνευσε βαριά. «Θα σου εξηγήσω

σύντομα, σου ορκίζομαι. Μετά...» Σταμάτησε απότομα, χωρίς να της δώσει μια ιδέα για τι πράγμα

μιλούσε.

Η Έμμα έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Ακολούθησε σιωπή. Οι καμπάνες της εκκλησίας σήμαναν την

ώρα, σπάζοντας τη σιωπή και αποσυντονίζοντας τις σκέψεις της. Σιγά σιγά άρχισε ν’ ακούγεται σαν

μοιρολόι στ’ αυτιά της, συνοδεύοντας τις μελαγχολικές αλλά αναπόφευκτες σκέψεις της. Τώρα

ήξερε ότι εκείνος την ήθελε.Ήξερε ότι ασκούσε πάνω του μια έλξη, έστω και λίγο, αλλά είχε πει ότι

προσπαθούσε να κάνει αυτό που πρέπει. Δεν μπορούσε να της εξηγήσει τώρα, αλλά θα

της εξηγούσε σύντομα.

Τι σήμαιναν όλα αυτά;

Η Έμμα κοιτούσε έξω από το παράθυρο για είκοσι λεπτά, αλλά της φάνηκε ότι ήταν ώρες. Το

φεγγάρι είχε περάσει σε άλλο σημείο του ουρανού κι εκείνη έβλεπε μόνο το γκρίζο των χαμηλών

σύννεφων. Ξαφνικά είχε ένα άσχημο προαίσθημα.


Το μυαλό της πάσχιζε να βρει μια βολική εξήγηση για τη στάση του Τζον. Αλλά όσο κι αν το

έστυβε, πάντα σε ένα φρικτό συμπέρασμα κατέληγε.

Υπήρχε κάποια άλλη γυναίκα στη ζωή του.

Αυτό πρέπει να ήταν.

Είχε κάποια σχέση, αλλά δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να το πει στην Έμμα, γιατί η δική τους σχέση

ήταν, κατά κάποιο τρόπο, υπεράνω όλων αυτών. Αν μιλούσαν για τους συντρόφους τους θα ήταν

άσχετο, αν και την Έμμα δε θα την πείραζε να της είχε γράψει κάτι τέτοιο. Πριν τον γνωρίσει, δηλαδή, δε θα την πείραζε καθόλου.

Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι θα ένιωθαν ερωτική έλξη ο ένας για τον άλλο. Όμως

αυτό αισθανόταν για εκείνον κι εφόσον ο Τζον την είχε φιλήσει, μάντευε ότι το ίδιο ίσχυε και για

τον ίδιο. Και αυτό το φιλί είχε αλλάξει τα πάντα.

Ακόμα κι αν κατάφερναν να ανακτήσουν τη σχέση που είχαν πριν, αυτό το επεισόδιο δε θα

σβηνόταν από τη μνήμη τους... η ανάμνηση των απαγορευμένων φιλιών και του πόθου τους δεν

ήταν κάτι που θα ξεχνούσαν εύκολα, θα υπήρχε για πάντα ανάμεσά τους.

Το τελευταίο πράγμα που είδε ηΈμμα πριν αποκοιμηθεί ήταν τα σύννεφα που είχαν αραιώσει πάλι

και δυο αστεράκια που της έκλειναν το μάτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Την επόμενη μέρα η Έμμα είπε στον Τζον ότι ήθελε να πάει σε ένα βιβλιοπωλείο για να βρει κάποια

βιβλία σχετικά με το φυσικό περιβάλλον και την ιστορία του νησιού.

Επειδή δεν ήξερε πότε θα είχε πάλι την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αγγλία, ήθελε να

συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για την έρευνά της.

«Μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ», είπε η Έμμα καθώς περπατούσαν στην πόλη. «Θέλω να πω, δεν είναι μόνο η ομορφιά που με
συναρπάζει... θα ήταν και πολύ πιο εύκολο να κάνω την έρευνα

εδώ».

«Τότε να μείνεις», της είπε απλά ο Μπράις.

Η καρδιά της αναπήδησε. Ο Τζον ήθελε να μείνει; Ή μήπως πρότεινε αυτό που θεωρούσε λογικό

μετά το δικό της σχόλιο; «Το εργαστήριο δε διαθέτει χρήματα για να μείνω εδώ επ’ αόριστον και

να στήσω ένα τοπικό εργαστήριο. Και σίγουρα δεν τα διαθέτω ούτε εγώ». Ανασήκωσε τους ώμους

της αλλά παρατηρούσε τον Τζον. Η έκφρασή του δεν της φανέρωνε τίποτα απ’ ό,τι αισθανόταν.

«Αυτή η ιστορία είναι σαν να παίζεις ζάρια. Αν τα μοσχεύματα διατηρηθούν μέχρι να γυρίσω, πρέπει

να ελπίζω ότι θα πιάσουν ρίζα σε νέο περιβάλλον. Είναι πιθανό να μην πετύχει αυτό όμως».

Ο Μπράις επιβράδυνε το βήμα του. «Αν βρεις κάποιον χρηματοδότη ή κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε

κάποιος να χρηματοδοτήσει το στήσιμο ενός εργαστηρίου εδώ. Θα έμενες σ’ αυτή την περίπτωση;»

«Χωρίς δεύτερη κουβέντα». Μπορεί εκείνος να ήθελε να μείνει. «Αλλά ποιος Θα χρηματοδοτούσε

ένα τόσο ακριβό πρόγραμμα χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα; Για να λέμε την αλήθεια, είναι
αβέβαιη επένδυση».

«Μ’ εσένα υπεύθυνη;» Κούνησε το κεφάλι του. «Δε νομίζω ότι είναι μεγάλο ρίσκο».

Η Έμμα ένιωσε την ευχαρίστηση μέσα της να την πλημμυρίζει. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά καθόλου ρεαλιστικό, φοβάμαι».

«Πάντως, αν σου δινόταν η ευκαιρία, θα έμενες;»

Η Έμμα δε δίστασε ούτε στιγμή ν' απαντήσει. «Αν είχα την ευκαιρία, οπωσδήποτε». Το

ξανασκέφτηκε για λίγο κι έπειτα διόρθωσε, «πιθανόν».

Εκείνος της έγνεψε ότι κατάλαβε και συνέχισε να περπατάει σκεφτικός.

«Είμαι σίγουρος ότι το βιβλιοπωλείο είναι κάπου εδώ», της είπε καθώς έφταναν σε μια πλατεία

γεμάτη καταστήματα. «Για να δούμε εδώ κάτω».

Έστριψαν και περπάτησαν σ’ ένα σκιερό σοκάκι. Στο συγκεκριμένο δρόμο δεν υπήρχε τίποτε άλλο

πέρα από ένα φαντα-χτερό εστιατόριο και ένα κατάστημα ονόματι Τζεπέτο. Όταν η Έμμα κοίταξε

μέσα από τη βιτρίνα, είδε ότι ήταν γεμάτο μαριονέτες.

«Τζον, ας μπούμε για λίγο».

Ο Μπράις σήκωσε το κεφάλι για να δει τι εννοούσε η Έμμα. «Για να δούμε τις μαριονέτες;»

Εκείνη του χαμογέλασε. «Ένα λεπτό μόνο». Χωρίς να περιμένει την αναμενόμενη αντρική

διαμαρτυρία, μπήκε στο κατάστημα. Ήταν τόσο γεμάτο με μαριονέτες, που η Έμμα ένιωσε ότι

στεκόταν μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων. Σήκωσε μια με τη μορφή γελωτοποιού και

την εξέτασε προσεκτικά. Το πορσελάνινο πρόσωπο είχε ζωγραφιστεί με μεγάλη λεπτομέρεια, προφανώς με το χέρι. Η έκφρασή του είχε τη
μελαγχολική θλίψη που η Έμμα είχε συνδέσει με του

κλόουν. Ήταν σχεδόν ανθρώπινη. Γύρω από τα πράσινα μάτια του υπήρχαν ακόμα και οι μικρές, αχνές ρυτίδες του γέλιου. Η μεσαιωνική
φορεσιά ήταν φτιαγμένη από μπλε μετάξι, με κεντημένα

σχέδια σε κόκκινο και χρυσό. Στο μικρό, θα ’λεγε κανείς ζωντανό χέρι του κρατούσε μια μάσκα, η

οποία ταίριαζε ακριβώς στο πρόσωπό του. Η μάσκα ήταν λαμπερή και πολύχρωμη, με ένα πλατύ

χαμόγελο χαραγμένο στο κόκκινο στόμα.

Η Έμμα κράτησε για λίγο τη μαριονέτα, μελετώντας τα χαρακτηριστικά και ανεβοκατεβάζοντας τη

μάσκα στο πρόσωπό του, μέχρι που ο Τζον ήρθε πίσω της. «Τι είναι αυτό;»

Εκείνη τη σήκωσε για να τη δει ο Τζον. «Ένας διπρόσωπος κλόουν. Δεν είναι απίστευτος;»

Εκείνος φάνηκε να το σκέφτεται. «Στ' αλήθεια σου αρέσει αυτό το πράγμα;»

«Το λυπάμαι». Η Έμμα γέλασε προσπαθώντας να ελαφρύνει τη βαριά διάθεση που προκαλούσε ο

οίκτος της για το παιχνίδι. «Κατά κάποιο τρόπο, δε θέλω να το ξαναβάλω στο ράφι».

Ο Τζον συνοφρυώθηκε, αλλά τα μάτια του χαμογελούσαν. «Λυπάσαι τη μαριονέτα;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Κοίτα τον. Επειδή είναι κλόουν, όλοι περιμένουν να

είναι χαρούμενος. Αλλά αυτός δεν είναι. Οπότε για να γίνει ο παλιάτσος που όλοι περιμένουν να

είναι, πρέπει να χρησιμοποιήσει τη μάσκα. Γι' αυτό είναι θλιμμένος». Αναστέναξε. «Έτσι νιώθω κι

εγώ καμιά φορά», είπε, περισσότερο στον εαυτό της παρά σ’ εκείνον.
Ο Μπράις την κοίταξε χωρίς να μιλάει. Το πρόσωπό του φανέρωνε κάποια έντονη ψυχική

κατάσταση. Φόβο, ίσως; Φόβο ότι η Έμμα είχε παραδοθεί στα αισθήματά της;

«Από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι απ’ αυτές τις μαριο-νέτες που τους αρέσει να είναι

θλιμμένες». Πίσω από ένα σωρό μαριονέτες, συνάντησε το βλέμμα του καταστηματάρχη και του

κούνησε το κεφάλι για να τον ευχαριστήσει. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο

ικανοποίησης, της ανταπέδωσε το νεύμα κι έκανε μια κίνηση που την προέτρεπε να χαζολογήσει

ελεύθερα.

«Τη θέλεις;» ρώτησε ο Μπράις.

Η Έμμα έκανε μια γκριμάτσα και ψιθύρισε: «Κοίτα την τιμή».

Εκείνος κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα σου την πάρω εγώ εάν τη θέλεις».

Ανασήκωσε το φρύδι της, κολακευμένη από το γεγονός ότι της φερόταν τόσο ευγενικά, αλλά

απορημένη με τη γενναιοδωρία του. «Ή εσύ δε διάβασες σωστά την τιμή ή εγώ». Πήρε τη μαριονέτα

και κοίταξε την τιμή πάλι. «Όχι, εγώ τη διάβασα σωστά. Σε λίρες δεν είναι;»

Η γωνία του στόματός του ανασηκώθηκε και φάνηκε μια υποψία χαμόγελου. «Λίρες».

Η Έμμα σφύριξε χαμηλά. «Πόσο πλούσιος πρέπει να είσαι για να δώσεις τόσα χρήματα για κάτι

τέτοιο; Πιο φτηνά αγόρασα το μεταχειρισμένο μου αυτοκίνητο. Λυπάμαι, φιλαράκο, αλλά θα

γυρίσεις στο ράφι σου». Έβαλε τη μαριονέτα στη θέση της, γνέφοντας βιαστικά στον

καταστηματάρχη.

Βγήκαν ξανά στο λαμπερό φως της μέρας και βρέθηκαν ανάμεσα στον κόσμο. «Σηκώθηκαν όλοι

νωρίς σήμερα», σχολίασε ο Μπράις ξερά. «Δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι το νησί μπορεί να

φιλοξενήσει τόσο κόσμο».

Η Έμμα σταμάτησε. «Ανοιξη έβγαλες εκείνες τις φωτογραφίες. Δεν είχε κόσμο τότε;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους τους. «Μάλλον δεν το είχα προσέξει».

«Μου αρέσει αυτή η πολυκοσμία», σχολίασε η Έμμα ενώ συνέχισαν να περπατάνε. «Κάτι μου

θυμίζει. Δεν υπήρχε κάποιος ζωγράφος που δημιούργησε μια σειρά πινάκων σ’ ένα τέτοιο μέρος; Στο κολέγιο το διδάχτηκα αυτό. Η
ατμόσφαιρα ήταν πανομοιότυπη με τούτη εδώ». Όπου γυρνούσε

το κεφάλι της, υπήρχε κάτι γραφικό. Δεξιά, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο σφιχτά, καθισμένο στο

τραπεζάκι ενός μπιστρό, τυλιγμένο στους καπνούς του τσιγάρου που σιγόκαιγε στο τσίγκινο

τασάκι. Αριστερά, ένα καταπράσινο πάρκο με θάμνους κουρεμένους σε σχήματα ζώων.

Ακριβώς μπροστά τους βρισκόταν ένα βιβλιοπωλείο. «Να το βιβλιοπωλείο», είπε η Έμμα και το

έδειξε με το δάχτυλό της.

Ο Τζον κοίταξε στην κατεύθυνση που του υποδείκνυε. «Πήγαινε εσύ. Θα προσπαθήσω να βρω ένα

τραπέζι στο μπιστρό. Έλα να με βρεις μόλις τελειώσεις».

Η είσοδος του μπιστρό ήταν ήδη γεμάτη κόσμο, αλλά τα τραπεζάκια ήταν τόσο γουστόζικα, που η
Έμμα σκέφτηκε ότι άξιζε τον κόπο να περιμένει κανείς. «Σίγουρα δε σε πειράζει να περιμένεις στην

ουρά;»

«Καθόλου. Πήγαινε εσύ». Την είδε να διστάζει και της είπε ξανά: «Πήγαινε».

ΗΈμμα κατευθύνθηκε στο βιβλιοπωλείο* λίγο αργότερα είχε βρει αρκετά βιβλία για την τοπική

χλωρίδα και ένα για τις ιστορικές κατοικίες. Πηγαίνοντας προς το ταμείο ένιωσε μια παρόρμηση

και γύρισε στα ράφια με τα βιβλία για τους κήπους και τη φύση. Η βρετανική έκδοση του βιβλίου

του Τζον ήταν σε περίοπτη θέση και η Έμμα το πρόσεξε αμέσως. Το εξώφυλλο ήταν περίπου όμοιο

με το δικό της, αλλά κάπως πιο μεγάλο και στις γωνίες υπήρχαν δύο παραπάνω φωτογραφίες.

Πήρε το λεύκωμα στα χέρια της και το ξεφύλλισε. Το περιεχόμενό του ήταν το ίδιο, αλλά η Έμμα

ήθελε να το αγοράσει σαν ενθύμιο. Το πήγε στο ταμείο και το ακούμπησε πάνω στα άλλα βιβλία, αλλά τότε η ανάσα της κόπηκε. Αντίθετα
από την αμερικάνικη έκδοση, η βρετανική είχε τη

φωτογραφία του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο.

Αλλά η φωτογραφία δεν ήταν του Τζον.

Ο άντρας της φωτογραφίας είχε ροδαλό πρόσωπο με φακίδες και καστανοκόκκινα μαλλιά. Το

σύντομο βιογραφικό του κάτω από τη φωτογραφία ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που η Έμμα είχε διαβάσει

πολλές φορές στο δικό της αντίτυπο. Μόνο ο άντρας ήταν διαφορετικός. Εντελώς διαφορετικός.

Δέν υπήρχε περίπτωση να παραπλανάται από το φωτισμό της φωτογραφίας ή το γεγονός ότι ήταν

παλιά. Δεν είχε καμιά σχέση με τον Τζον Τέρνχιλ που την περίμενε τώρα στην καφετέρια απέναντι

από το βιβλιοπωλείο.

Γιατί;

Η Έμμα προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Γιατί να έχει το λεύκωμα

του Τζον τη φωτογραφία κάποιου άλλου; Κάποιος είχε κάνει μια απάτη. Ένα σωρό σκέψεις

περνούσαν από το μυαλό της. Ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει την πλαστοπροσωπία; Ο άντρας της

φωτογραφίας ή αυτός που την περίμενε στην καφετέρια; Πώς ήταν δυνατό να είναι ο άντρας με τον

οποίο είχε περάσει τις τελευταίες μέρες; Ήξερε τα πάντα για την αλληλογραφία τους τα τελευταία

δύο χρόνια. Αυτός έπρεπε να είναι ο Τζον Τέρνχιλ. Ή μήπως δεν ήταν;

Μέσα σε μια παραζάλη, η Έμμα πλήρωσε, πήρε τα βιβλία και βγήκε έξω στο φως της ηλιόλουστης

μέρας.

Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και είχε την ενοχλητική αίσθηση ότι ο Τζον, αυτός με τον οποίο

είχε έρθει, δεν ήταν ακριβώς το άτομο που ισχυριζόταν. Κατά περίεργο τρόπο, η Έμμα δεν ένιωθε

τόσο έκπληκτη. Ήταν σαν να ήξερε από την αρχή ότι κάτι πήγαινε στραβά απ’ όταν γνώρισε τον

Τζον, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν.

Τώρα όμως θα εξίχνιαζε αυτό το μυστήριο.

Με μεγάλη αποφασιστικότητα, άνοιξε το βήμα της και κα-τευθύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές προς
την καφετέρια, όπου είδε τον Τζον να κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο. Κάτι σαν

ανακούφιση ζέστανε το στήθος της όταν τον αντίκρισε. Κάποια λογική εξήγηση θα υπήρχε.

Εμπιστευόταν τον Τζον όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Δεν μπορεί να έκανε λάθος το ένστικτό της

για κείνον.

Αλλά αν έκανε λάθος, σκέφτηκε η Έμμα, νιώθοντας πάλι ανήσυχη, έπρεπε να το μάθει.

***

Ο Μπράις δεν ήταν απολύτως σίγουρος ότι θα έλεγε στηνΈμμα ποιος ήταν στην πραγματικότητα.

Την προηγούμενη νύχτα, όταν παραλίγο να κάνουν έρωτα, είχε αποφασίσει ότι θα της το έλεγε και

απλώς θα έπρεπε να αναμένει την αντίδρασή της, όποια κι αν ήταν. Υπήρχε μια πιθανότητα να το

αποδεχτεί, μπορεί και να μην την πείραζε όταν θα είχε ξεπεράσει το αρχικό σοκ και τότε ίσως η

σχέση τους να εξελισσόταν όπως ήθελαν. Μ’ αυτή τη σκέψη, ο Μπράις γέλασε πικρά. Ποιον

κοροΐδευε; Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι όταν θα της το έλεγε, η Έμμα θα έφευγε και δε θα γύριζε

ποτέ πια. Θα ήταν το τέλος της φιλίας τους. Και αυτό δεν το άντεχε. Η σκέψη του γύρισε ξανά

στην προηγούμενη βραδιά. Όταν της αντιστάθηκε, ένιωσε ότι ήταν απ’ τα πιο δύσκολα πράγματα

που είχε κάνει στη ζωή του. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν ανόητο. Τον ήθελε και την ήθελε. Γιατί να μην

υπακούσουν στο κάλεσμα της φύσης;

Ο Μπράις ήξερε την απάντηση. Γιατί ήταν λάθος να την εμπλέξει χωρίς η ίδια να γνωρίζει την

πραγματική του ταυτότητα. Η Έμμα ήθελε να κάνει έρωτα με τον Τζον Τέρνχιλ, το φωτογράφο.

Έναν άνθρωπο που είχε ταπεινή καταγωγή και ζούσε μια σίγουρη και ήσυχη ζωή στο Βόρειο

Λονδίνο. Δεν είχε να διευθύνει καμιά πολυεθνική ούτε τίτλο να διατηρήσει ούτε έθιμα να κρατήσει.

Ο Τζον Τέρνχιλ ήταν ο τύπος του άντρα με τον οποίο η Έμμα Λόρενς θα μπορούσε να ζήσει.

Καθώς σήκωσε το κεφάλι του, ο Μπράις είδε την Έμμα να πλησιάζει κρατώντας μια μεγάλη

χάρτινη σακούλα από το βιβλιοπωλείο και αντιλήφθηκε ότι ήταν σε πλήρη αμηχανία σχετικά με το

τι έπρεπε να κάνει.

«Βρήκες αυτό που έψαχνες;» τη ρώτησε και σηκώθηκε για να της τραβήξει την καρέκλα για να

καθίσει.

Εκείνη στάθηκε μπροστά του με πρόσωπο χλομό και στόμα σφιγμένο. «Και ακόμα περισσότερα», του απάντησε, βγάζοντας το αντίτυπο
του λευκώματος του Τζον Τέρνχιλ. Το έδωσε στον Μπράις.

«Σε παρακαλώ, πες μου ότι υπάρχει μια απλή εξήγηση για αυτό».

«Δεν καταλαβαίνω», της είπε και τον κατέλαβε ένας αόριστος τρόμος. «Δεν το έχεις το λεύκωμα;»

«Δεν είναι το ίδιο», του είπε και γύρισε το βιβλίο ανάποδα στα χέρια του.

Η φωτογραφία του Τζον Τέρνχιλ τον κοιτούσε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ο Μπράις ένιωσε το αίμα να χάνεται από το πρόσωπό του.

«Έμμα, να σου εξηγήσω...»


Οι ώμοι της χαλάρωσαν λίγο. «Αυτό ευχόμουν».

«Σε παρακαλώ», της είπε ήσυχα. «Κάθισε». Οταν είδε ότι εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου, της είπε

πάλι: «Σε παρακαλώ».

Χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, η Έμμα κάθισε. «Τι στο καλό σημαίνουν όλα αυτά, Τζον;»

Από πού να άρχιζε; Πώς θα μπορούσε να της δώσει να καταλάβει χωρίς εκείνη να τον μισήσει; Ήταν δυνατό; «Έμμα, υπάρχει μια απλή
εξήγηση, αλήθεια...»

Πριν προλάβει να συνεχίσει, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι σταμάτησε ακριβώς πίσω από την Έμμα, με

μάτια διάπλατα ανοιχτά και στόματα που έχασκαν.

«Δεν το πιστεύω», αναφώνησε η ηλικιωμένη γυναίκα με φωνή βαθιά κι επιβλητική. «Μπράις; Μπράις, αγάπη μου, τι κάνεις εσύ εδώ;»
Μπράις. Εκείνος είδε την Έμμα να γυρίζει το κεφάλι της

προς τη γυναίκα, που ήταν κοντά στα εβδομήντα, έντονα βαμμένη και φορτωμένη από πάνω έως

κάτω με βαριά κοσμήματα.

Ο Μπράις ένιωσε το παγωμένο δάχτυλο του τρόμου να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη. Αυτό

ήταν. Είχε έρθει το τέλος, η αλήθεια ήταν σαν μια μαύρη τρύπα που θα τους κατάτρωγε και εκείνος

δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποφύγει.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήρε το απλωμένο χέρι της γυναίκας και υποκλίθηκε σφιγμένος.

«Καλημέρα, βαρόνη Πέν-μαν». Φίλησε το χέρι που κρατούσε στο δικό του, δίστασε για λίγο και

μετά έσφιξε το χέρι του άντρα. «Βαρόνε».

Ο ηλικιωμένος άντρας έσφιξε την παλάμη του Μπράις με μια έκφραση ευχαρίστησης

ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Χαίρομαι που σε βλέπω, αγόρι μου. Ομολογώ ότι ήταν μια

έκπληξη. Η μητέρα σου παραπονιόταν πρόσφατα ότι δεν έρχεσαι πια ποτέ στο Σέλντεϊλ Χάουζ».

Ο Μπράις ένιωσε τα μάτια της Έμμα καρφωμένα πάνω του. «Αλήθεια;»

«Ναι, βεβαίως». Η βαρόνη άνοιξε το στόμα της και είπε σε εύθυμο τόνο, «αλλά ξέρεις πόσο αρέσει

στη μητέρα σου η ιδέα της επιστροφής του λόρδου στο τσιφλίκι».

Ο Μπράις ένιωσε το βλέμμα της Έμμα πολύ έκπληκτο. Η αμηχανία της στιγμής τον είχε παραλύσει.

Έκανε μια κίνηση με το χέρι του προς το μέρος της και είπε: «Αυτή είναι η φίλη μου Έμμα Λόρενς

από την Αμερική». Ξανακάθισε στην καρέκλα του ξέροντας ότι η ζωή του είχε πάρει μια

σουρεαλιστική

τροπή και από στιγμή σε στιγμή θα έπρεπε να μιλήσει έξυπνα. «Τρώγαμε το πρωινό μας».

Το ζευγάρι χαιρέτησε την Έμμα με χειραψίες και τα γνωστά πώς είστε. Η Έμμα τους μιμήθηκε.

Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, κατά της διάρκεια της οποίας ο Μπράις έβαλε τα δυνατά του για

να πιει λίγο καφέ σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όποιος τον κοιτούσε, θα πρόσεχε ότι το χέρι του

έτρεμε. Ακούμπησε την κούπα του κάτω με θόρυβο.

«Και πόσο καιρό θα μείνεις στο Γκέρνσεϊ, Μπράις;» ρώτησε η βαρόνη. «Θα μείνεις και μετά την

αυριανή δεξίωση;»
«Ποια δεξίωση;»

Η ηλικιωμένη γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Ναι, στο Σέλντεϊλ Χάουζ. Παράξενο. Η μητέρα σου δε μας

είχε πει ότι θα είσαι εδώ... Δεν πιστεύω να σκοπεύεις να το σκάσεις πριν τη δεξίωση...»

Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι του, ενώ το αίμα κόχλαζε στις φλέβες του. Ο ετήσιος Θερινός Χορός

που διοργάνωνε η μητέρα του. Θα τον έκανε στο Σέλντεϊλ Χάουζ φέτος; Τον έκανε πάντα στο σπίτι

της, το Λάνσγουορθ Μάνορ, στο Σέφιλντ. Γιατί τον έκανε αλλού μετά από τόσα χρόνια; Έπρεπε ν’

αρχίσει πια να διαβάζει τα γράμματά της. ΓΓαυτό η οικονόμος είχε μπερδευτεί όταν της είπε ότι θα

πήγαινε στο Σέλντεϊλ Χάουζ, αλλά δεν ήθελε να δείξει ότι τον γνωρίζει. «Όχι, δε θα φύγω...» είπε

στο ηλικιωμένο ζευγάρι χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες.

Η γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά και ίσιωσε το σώμα της. «Θα είμαστε και στο δείπνο πριν το χορό.

Έμαθα ότι φέτος θα γίνει σε πιο κλειστό κύκλο από κάθε άλλη χρονιά. Φαντάζομαι ότι θα παραστεί

και η Καρολάιν», αποφάνθηκε και κοίταξε την Έμμα.

Θα ήταν εκεί η Καρολάιν; Ο Μπράις δε θα μπορούσε να έχει βρεθεί σε πιο δύσκολη θέση.

«Πιθανόν».

«Αγαπητέ μου», είπε ο άντρας της μαλακά, έχοντας προφανώς αντιληφθεί την ένταση στην οποία

βρισκόταν το νέο ζευγάρι. «Νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνουμε τώρα». Κοίταξε τον Μπράις. «Έχουμε

πολλές δουλειές, ξέρετε. Συγνώμη που διακόψαμε το πρόγευμά σας».

Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι του, ευγνώμων για την ευαισθησία του ηλικιωμένου άντρα.

Σηκώθηκε πάλι από την καρέκλα του. «Χάρηκα πολύ που σας είδα, κύριε». Γύρισε προς τη βαρόνη.

«Το ίδιο κι εσάς, βαρόνη».

Εκείνη του τσίμπησε το μάγουλο και γύρισε να φύγει χωρίς να χαιρετήσει πάλι την Έμμα. Ο

βαρόνος όμως της κούνησε το κεφάλι και της χαμογέλασε πριν γυρίσει για ν’ ακολουθήσει τη

γυναίκα του.

Όταν πια είχαν φύγει, ο Μπράις έψαξε να βρει λόγια, μα δεν του ερχόταν τίποτα. Είχε μουδιάσει.

Το ερώτημα αν έπρεπε να μιλήσει στην Έμμα ή όχι, είχε απαντηθεί πια, σκέφτηκε, προσπαθώντας

να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις στο μυαλό του. Η αλήθεια είχε θριαμβεύσει για μια φορά ακόμα. Η

Έμμα θα τον μισούσε για τα ψέματά του, αν όχι για την ταυτότητά του, αλλά τουλάχιστον θα ήξερε

την αλήθεια. Αυτό ήταν μια κάποια ανακούφιση. Αυτό το θέατρο τού γινόταν όλο και πιο δύσκολο

να το παίζει.

Από αυτή την άποψη, ήταν καλό που είχε αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Αλλά από κάθε άλλη άποψη, ήταν κακό. Πάρα πολύ κακό. Η Έμμα έσπασε τη σιωπή. «Τι σημαίνουν

όλα αυτά;»

Ο Μπράις γύρισε να την κοιτάξει. Μπορούσε να καθυστερήσει το αναπόφευκτο; «Εννοείς τον

βαρόνο και τη βαρόνη;»


«Ναι, αυτούς εννοώ».

«Θαυμάσιοι άνθρωποι».

«Πολύ γοητευτικοί».

«Έχω να τους δω από...»

«Σταμάτα!» Το πρόσωπο της Έμμα κοκκίνισε. «Θα μου πεις τι συμβαίνει ή όχι; Γιατί σε

αποκάλεσαν ‘Μπράις’;»

Εκείνος ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά καφέ, νιώθοντας ευχαρίστηση με το κάψιμο στο λαιμό του.

Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της. Πώς μπορούσε να της το πει; Σου λέω ψέματα εδώ

και δύο χρόνια. «Δεν είμαι ακριβώς αυτός που νομίζεις», της αποκρίθηκε.

Το πρόσωπό της είχε χλομιάσει και οι γραμμές του είχαν γίνει σκληρές. «Αυτό έχει καταστεί σαφές.

Πες μου, σε παρακαλώ, τι συμβαίνει. Τι εννοούσαν όταν είπαν για τη δεξίωση της μητέρας σου στο

Σέλντεϊλ Χάουζ;»

Εκείνος αναστέναξε βαριά και μετά της απάντησε. «Δεν είμαι ο Τζον Τέρνχιλ».

Εκείνη πήρε μια έκφραση σαν να ένιωθε ναυτία. «Δεν είσαι... ο Τζον;»

«Ποτέ δεν ήμουν», βιάστηκε να της πει. Μετά, καταλαβαίνοντας πόσο ανόητο είχε ακουστεί αυτό, διόρθωσε. «Σ' εμένα έγραφες κι εγώ σου
έγραφα, αλλά δε λέγομαι Τζον Τέρνχιλ».

Η Έμμα κούνησε το κεφάλι της και του έκανε νόημα με το χέρι της. «Συνέχισε».

Δεν ήταν τόσο εύκολο να της το εξηγήσει όσο αρχικά νόμιζε. «Ο Τζον Τέρνχιλ είμαι, απλώς δεν

είναι αυτό το όνομά μου».

Η Έμμα τον κοίταξε για λίγο και μετά ξανακούνησε το κεφάλι της. «Και ποιο είναι το όνομά σου;»

«Το όνομά μου», είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και πιέζοντας τον εαυτό του να μιλήσει, «είναι

Μπράις, κόμης του Πάλισερ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Έμμα τράβηξε το χέρι της από το δικό του και κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Τι εννοείς

όταν λες ότι είσαι ο Μπράις Πάλισερ; Δεν είναι δυνατόν! Αυτό είναι γελοίο!»

«Κι όμως, είμαι». Όταν στο παρελθόν ο Μπράις είχε σκεφτεί να αποκαλύψει την αληθινή του

ταυτότητα, δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για να το πιστέψει η

Έμμα. Όμως το σοκ και η αποδοκιμασία της ήταν πράγματα που περίμενε. «Όταν έγραψες στον

Τζον Τέρνχιλ για την Καρδιά του Αγίου Παύλου, εκείνος μου έδωσε την επιστολή, εγώ σου έγραψα

και πριν το καταλάβω...»

Κοιτούσε την Έμμα, που πάσχιζε να το κατανοήσει. «Δεν είναι δυνατόν να λαμβάνεις και να

στέλνεις επί δύο χρόνια επιστολές με ψεύτικο όνομα», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν το πιστεύω».

Ο Μπράις δίστασε. Τι έπρεπε να κάνει; Της είχε επιτέλους πει την αλήθεια και παρ’ όλ’ αυτά δεν

τον πίστευε. Ήταν ασύλληπτο. Για μια φευγαλέα στιγμή αναρωτήθηκε αν μπορούσε να συνεχίσει να
υποδύεται τον Τζον Τέρνχιλ, τώρα που είχε κάνει μια ειλικρινή προσπάθεια να της ομολογήσει

ποιος ήταν στην πραγματικότητα.

Αλλά δε σκόπευε να εκμεταλλευτεί την Έμμα βασισμένος σ’ ένα ψέμα, όσο κι αν ήθελε να σώσει

την κατάσταση. «Έμμα, σου λέω την αλήθεια. Ο Τζον είναι φίλος μου.Έβαζε στην άκρη τα

γράμματά σου όταν έφταναν στη διεύθυνσή του κι εγώ τα έπαιρνα».

Ήταν προφανές ότι τώρα η Έμμα ήταν ακόμα πιο αναστατωμένη. «Πότε σταμάτησα να γράφω σ’

εκείνον κι άρχισα να γράφω σ’ εσένα;»

«Πάντα σ’ εμένα έγραφες. Όταν έστειλες την πρώτη επιστολή στον Τζον Τέρνχιλ, εκείνος δεν ήξερε

την απάντηση στην ερώτησή σου σχετικά με την Καρδιά του Αγίου Παύλου και όπως σου είπα, έδωσε σ’ εμένα την επιστολή. Μας είχε
φανεί εντελώς αθώο ν’ απαντήσω εγώ αντ' αυτού και

μάλιστα με το όνομά του, γιατί ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου και αυτός στον οποίο είχες

απευθυνθεί. Δεν ήξερα ότι θα συνεχίζαμε ν’ αλληλογραφούμε. Όταν το κατάλαβα, ήταν αργά πια για

να σου πω: ‘Παρεμπιπτόντως, δεν είμαι αυτός που νομίζεις’».

«Ώστε αλληλογραφούσα μ’ έναν κόμη», μουρμούρισε η Έμμα άτονα.

«Ναι».

«Και προφανώς έχεις και καμιά εκατοσταριά κατώτερους τίτλους, σωστά;» Η φωνή της ήταν

άχρωμη, σαν κάθε του τίτλος να την απομάκρυνε περισσότερο από κοντά του. «Και είσαι μέλος της

Βουλής των Λόρδων».

Της απάντησε με αδιάφορο ύφος. «Έχω άλλους εννιά τίτλους και σπανίως παρίσταμαι στη Βουλή

των Λόρδων».

«Ναι, αλλά έχεις τη δυνατότητα να παραστείς», του πέταξε σαν να τον κατηγορούσε.

«Ναι, έχω τη δυνατότητα», παραδέχτηκε ο Μπράις και μετά την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.

«Έχει καμιά διαφορά;»

«Αν έχει καμιά διαφορά; Δεν είσαι ούτε κατά διάνοια αυτός που νόμιζα». Συνέχισε πιο δυνατά. «Για

την ακρίβεια, δε θα μπορούσες να είσαι πιο διαφορετικός απ’ ό,τι νόμιζα παρά μόνο αν ήσουν η

ίδια η βασίλισσα», του είπε και έστρεψε το βλέμμα της αλλού.

«Όχι,Έμμα, κάνεις λάθος». Η αντιμετώπισή της ήταν για τον Μπράις ακόμα πιο σκληρή απ’ ό,τι

περίμενε. Έξαφνα κατάλαβε ότι η επιφυλακτικότητα που ο Τζον είχε αποκαλέσει ‘ψυχρότητα’, ήταν

στην πραγματικότητα κάτι που χρησιμοποιούσε σαν προκάλυμμα σε όλη του τη ζωή για να μη

χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσει και να δικαιολογήσει τα αισθήματά του. Κρυβόταν πάντα πίσω από την

ασφάλεια αυτής της ψυχρότητας. Αλλά μόλις τώρα συνειδητοποιούσε πως αν έκλεινε αυτή

την πόρτα άλλη μια φορά, μπορεί να μην άνοιγε ποτέ ξανά. «Είμαι ακριβώς αυτός που νομίζεις, Έμμα». Αγγιξε το μάγουλά της με την
παλάμη του. «Μαζί σου ήμουν πιο πολύ ο εαυτός μου απ’ ό,τι

με οποιονδήποτε άλλο σε όλη μου τη ζωή».

Ύστερα από μια ατέλειωτη στιγμή, η Έμμα γύρισε και τον κοίταξε. «Μου είπες ψέματα».
Το στήθος του σφίχτηκε τόσο, που ήταν οδυνηρό. «Δεν το ήθελα. Απλώς η κατάσταση ξέφυγε

εντελώς από τον έλεγχό μου. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να καταλάβεις πώς συνέβη αυτό».

Για ελάχιστα δευτερόλεπτα η έκφρασή της μαλάκωσε, αλλά μετά τα μάτια της στένεψαν. «Ένα

γράμμα μπορώ να το καταλάβω. Ίσως και δυο». Η Έμμα έκανε ένα μορφασμό. «Αλλά μετά το

δεύτερο...» Κούνησε το κεφάλι της αποδοκι-μαστικά. «Γιατί να υποκρίνεσαι για δυο ολόκληρα

χρόνια;»

Ο Μπράις δεν της απάντησε αμέσως. Αναστέναξε, αδειάζοντας τα πνευμόνια του από τον αέρα.

«Γιατί μου άρεσε να μην είμαι ο Μπράις, ο κόμης του Πάλισερ. Όταν ήμουν ο Τζον, με αποδεχόσουν γι’ αυτό που ήμουν, όχι γι’ αυτό που
πίστευες ότι έπρεπε να είμαι. Ήμουν ένας

απρόσωπος ξένος που σου άρεσε μόνο και μόνο γι’ αυτό που ήταν».

«Αυτό δε θα άλλαζε αν χρησιμοποιούσες το αληθινό σου όνομα. Τι σημασία θα είχε; Τους

ανθρώπους τους κρίνουμε από το χαρακτήρα τους, όχι από το όνομα, τον τίτλο ή τη θέση τους».

«Συνήθως έτσι είναι». Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι του παραιτημένος. «Αυτό είναι κάτι που οι

περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο. Για μένα όμως, δεν είναι έτσι. Οι άνθρωποι γύρω μου

έχουν την τάση είτε να με προσκυνούν είτε να με αντιπαθούν. Δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο. Έμμα, εσύ θα συνέχιζες να γράφεις στον
κόμη του Πάλισερ; Θα ένιωθες εξίσου άνετα ν’ αλληλογραφείς

μαζί μου αν ήξερες ποιος είμαι;»

Η Έμμα κοίταξε τη φωτογραφία του βιβλίου. «Ίσως όχι», ομολόγησε τελικά. «Αλλά δε θα το

μάθουμε ποτέ αυτό».Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της. «Νιώθω εντελώς ηλίθια».

«Όχι, Έμμα, εγώ είμαι ηλίθιος. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο

να σου πω την αλήθεια εδώ και πολύ καιρό. Αλλά ήταν... πολύ δύσκολο». Άπλωσε το χέρι του να

πιάσει το δικό της, αλλά η Έμμα τραβήχτηκε.

«Έχεις δίκιο». Κοίταξε τον Μπράις και το βλέμμα και η φωνή της ψύχραναν. «Έπρεπε να το έχεις

κάνει εδώ και πολύ καιρό».

Ο Μπράις δεν ήξερε τι να της πει. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει, αλλά ούτε μπορούσε να ζητήσει

ταπεινά τη συγνώμη της. Τέτοιου είδους σκηνές δεν ταίριαζαν ούτε στο χαρακτήρα του ούτε στο

δικό της. «Ναι, θα έπρεπε», παραδέχτηκε τελικά και ανασήκωσε τους ώμους του αδύναμα.

«Συγνώμη».

Η Έμμα σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω».

«Πού θα πας;» Ο Μπράις πήγε να σηκωθεί, αλλά εκείνη τον σταμάτησε με το χέρι της.

«Θέλω να μείνω μόνη για λίγο. Πρέπει να σκεφτώ, να χωνέψω αυτά που συνέβη σαν».

Ο Μπράις έσφιξε το χείλη του και της έγνεψε με κατανόηση. «Το καταλαβαίνω».

Η Έμμα κοίταξε το ρολόι της. «Θα συναντηθούμε...» άρχισε να λέει, όμως σταμάτησε αμέσως, κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι της
δεξιά αριστερά. Ο Μπράις ήξερε, παρ’ όλο που εκείνη δεν

είχε ολοκληρώσει τη φράση της, ότι κόντεψε να του πει να συναντηθούν αργότερα, αλλά είχε
συγκρατηθεί. Η υπευθυνότητα ήταν συνήθεια που δεν κοβόταν εύκολα, μα η προδοσία του ήταν

πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αγνοήσει. «Φεύγω τώρα», του είπε και γύρισε για να φύγει.

Ο Μπράις την παρακολουθούσε να απομακρύνεται με την έντονη αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας.

Υπήρχαν τόσες πόρτες που μπορούσαν ν’ ανοίξουν τώρα που της είχε πει την αλήθεια, αν εκείνη

γυρνούσε το κλειδί της συγχώρεσης: μπορούσε να γίνει χρηματοδότης για να δημιουργηθεί ένα

εργαστήριο στο οποίο η Έμμα θα είχε τη δυνατότητα να εργαστεί πάνω στην έρευνά της, μπορούσε

να τη φιλοξενήσει είτε στο ΣέλντεΊλ Χάουζ είτε στο σπίτι του στο Λονδίνο, μπορούσαν

να βλέπονται όποτε ήθελαν, χωρίς την αγωνία του τέλους των διακοπούν της.

Θα μπορούσαν ακόμα και να είναι μαζί, αφού και οι δυο είχαν νιώσει μια ερωτική έλξη.

Όμως ο Μπράις είχε το κακό προαίσθημα ότι εκείνη δε θα γύριζε αυτό το κλειδί. Ασχετα με τις

καλές του προθέσεις, την είχε προδώσει και το ήξερε κι ο ίδιος. Αν της περιέγραφε πώς φανταζόταν

τα πράγματα, εκείνη θα νόμιζε ότι θέλει να εξαγοράσει τη συγνώμη της και αυτό θα ήταν

ασυγχώρητο. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει από το δικό του έλεγχο. Έπρεπε να περιμένει για να δει τι

εξέλιξη θα έπαιρνε αυτή η υπόθεση.

***

Η Έμμα περπατούσε πλάι στο νερό και προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις που

στροβιλίζονταν στο μυαλό της. Ο Τζον ήταν στην πραγματικότητα ο Μπράις. Τζον δεν υπήρχε.

Ο φίλος για τον οποίο ένιωθε ευγνωμοσύνη τόσο καιρό ήταν ανύπαρκτος. Ή, στο βαθμό που

υπήρχε, ήταν ένα ολόγραμμα. Συλλογίστηκε με κάποια δόση ειρωνείας ότι, ως παιδί, δεν είχε ποτέ

ένα φίλο που να τον είχε πλάσει με τη φαντασία της. Ποτέ δεν είχε διανοηθεί ότι θα τον αποκτούσε

σ’ αυτή την ηλικία.

Αρχισε να γελάει, αλλά ο κόμπος στο λαιμό της την ανάγκασε να καταβάλει προσπάθεια για να

συγκρατήσει τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια της. Δεν υπήρχε Τζον. Δεν υπήρχε το απλό μικρό

σπιτάκι, σαν φτιαγμένο από παντεσπάνι, στη Σέσιλ Παρκ Ρόουντ του βόρειου Λονδίνου. Εκεί είχε

στείλει το τελευταίο της γράμμα η Έμμα πριν μπει στο αεροπλάνο, με πλήρη άγνοια της

αναστάτωσης που θα ένιωθε εξαιτίας της κατάστασης που θ’ αντιμετώπιζε. Ήταν σχεδόν σαν να

είχε πεθάνει ο Τζον.

Ο Τζον ήταν ο κόμης του Πάλισερ. Όπως και εννιά εξίσου απρόσιτοι άλλοι τίτλοι.

Ήταν ασύλληπτο. Ο κόμης που εκείνη είχε φανταστεί ήταν ένας κομψευόμενος ηλικιωμένος

άντρας, που έκανε περίπατο στο κτήμα του με καπέλο τύπου πόλο και μπαστούνι.

Στην πραγματικότητα, ο κόμης ήταν ένας νέος άντρας γεμάτος ζωή, ένας άντρας όμορφος σαν

αστέρι του κινηματογράφου... όπως τα ονειροπαρμένα κοριτσάκια φαντάζονταν τον

πρίγκιπα του παραμυθιού. Και ήταν, για λίγο και με έναν περίεργο τρόπο, δικός της.

Ο Τζον ήταν ο Μπράις Πάλισερ.


Πάντα ήταν ο Μπράις Πάλισερ. Η Έμμα σταμάτησε και κάθισε κάτω, βγάζοντας τα σανδάλια της

για να βουτήξει τις άκρες των ποδιών της στο δροσερό νερό. Πάντα ήταν ο κόμης Πάλισερ.

Προσπάθησε για λίγο να εμπεδώσει αυτή την ιδέα. Απ’ αυτή την άποψη, τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Μόνο το όνομα.

Ήταν τόσο μεγάλη προδοσία η απόκρυψη του αληθινού του ονόματος; Ή μήπως ήταν, όπως ο ίδιος

είχε ισχυριστεί, ένα τυχαίο περιστατικό που είχε διαφύγει από τον έλεγχό του; Ήταν σίγουρο ότι

μετά το επεισόδιο στη δουλειά θα της έπαιρνε χρόνια για να εμπιστευτεί πάλι τους ανθρώπους, να

τους πιστεύει και να μην ψάχνει συνέχεια κάτω από την επιφάνεια με δυσπιστία. Και ο Τζον, δηλαδή ο Μπράις, το ήξερε αυτό. Αλλά το
επεισόδιο που είχε συμβεί στη δουλειά ήταν

εντελώς διαφορετικό. Ήταν η παγίδα που της είχε στήσει ένας άνθρωπος επιδεικνύοντας απίστευτη

έλλειψη σεβασμού στη φήμη, ακόμα και την ελευθερία της. Εκείνος που την είχε μπλέξει κατ’ αυτό

τον τρόπο, το είχε κάνει μεθοδευμένα και με ανέντιμο κίνητρο.

Η Έμμα ήξερε ότι τα κίνητρα του Μπράις δεν ήταν ανέντιμα.

Για την ακρίβεια, καθώς εξέταζε τα συναισθήματά της, συνειδητοποίησε με μεγάλη έκπληξη ότι δεν

ένιωθε τόσο πληγωμένη από την αποκάλυψή του. Αυτό που αισθανόταν κυρίως, ήταν μια μεγάλη

απογοήτευση, θλίψη για τις φαντασιώσεις που έκανε σαν μαθητριούλα για μια ζωή μαζί του. Δεν

ήταν δικό του λάθος, όμως. Δεν είχε προσπαθήσει να την κάνει να νιώσει κάτι γι’ αυτόν. Της είχε

πει ψέματα βέβαια, αλλά εκείνος θεωρούσε ότι υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι.

Προσπάθησε να βάλει τον εαυτό της στη θέση του. Μπορούσε να καταλάβει το γεγονός ότι είχε

γράψει την πρώτη επιστολή ως Τζον Τέρνχιλ. Αυτό πραγματικά το καταλάβαινε. Και τη δεύτερη, τώρα που το σκεφτόταν. Η δεύτερη δική
της επιστολή ήταν για να ρωτήσει σχετικά με το δάσος που

είχε δει πίσω από την Καρδιά του Αγίου Παύλου στη φωτογραφία.

πόσο ίσκιο είχε το καλοκαίρι και άλλα τέτοιου τύπου. Αλλά είχε κάνει κάποιο αστείο σχετικά με

τον Ρομπέν των Δασών κι εκείνος της είχε γράψει για ν’ απαντήσει. Από εκεί και πέρα η εξ

αποστάσεως γνωριμία τους είχε γίνει ένα συνεχές αστείο και μια αδιάκοπη αλληλογραφία.

Αν εκείνη ήταν στη θέση του θα μπορούσε να έχει διακόψει τη ροή αυτής της αλληλογραφίας για να

του πει παρεμπιπτόντως, δεν είναι αυτό το αληθινό μου όνομα; Και αν ήταν μια πλούσια

αριστοκράτισσα με διάφορους τίτλους, θα ομολογούσε κάτι τέτοιο σ’ έναν άγνωστο στην άλλη

άκρη του ωκεανού, ακόμα κι αν μέσω της αλληλογραφίας τους είχαν αναπτύξει μια συμπάθεια; Ειλικρινά, δεν ήταν καθόλου σίγουρη.

Ο Μπράις της είχε πει ότι ήταν περισσότερο ο εαυτός του στα γράμματά του προς εκείνη απ’ όσο

οποτεδήποτε άλλοτε στη ζωή του. Η Έμμα το καταλάβαινε τώρα αυτό όταν έφερνε στο μυαλό της

τις μέρες που είχαν περάσει μαζί. Είχε ερμηνεύσει το γεγονός ότι εκείνος ήταν συγκρατημένος ως

την ιδιότητα ενός ανθρώπου ο οποίος πάντα νιώθει υπεύθυνος για όσα συμβαίνουν γύρω του. Δεν

ήταν μανία ελέγχου, ήταν μάλλον ζήτημα φερεγγυότητας. Ήταν απολύτως λογικό, αν λάμβανε

κανείς υπόψη του τις ευθύνες που είχε ως κόμης με εννιά τίτλους, τρία μεγάλα ακίνητα και μια
θέση στη Βουλή των Λόρδων. Ήταν επικεφαλής μιας απ’ τις πιο παλιές οικογένειες της Αγγλίας, πρόεδρος μιας πολυεθνικής εταιρείας
υψηλής τεχνολογίας. Όλα αυτά ήταν πολλά για ένα άτομο.

Και τον είχαν φθείρει- η Έμμα το έβλεπε καθαρά.

Δεν ήταν παράξενο που τα είχε παραλείψει όλα αυτά στα γράμματά του. Η Έμμα δεν ήταν η μόνη

που είχε χάσει κάτι. Για την ακρίβεια, δεν είχε χάσει και τόσο πολλά. Ο Τζον πάντα ήταν ο Μπράις.

Αλλά ο Μπράις, από την πλευρά του, δε θα μπορούσε ποτέ πια να είναι ο Τζον. Ποια ήταν εκείνη να

του στερήσει αυτή την απόλαυση; Ιδίως αφού δεν της είχε κάνει κανένα κακό.

Με την άκρη του ματιού της είδε να πλησιάζει ένα πλοιάριο και η κίνησή του την ηρέμησε. Η Έμμα

προσπάθησε να

χαλαρώσει και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτές οι διακοπές την είχαν αλλάξει, ακόμα και πριν ο

Μπράις τής αποκαλύψει την αληθινή του ταυτότητα. Την είχε κάνει να νιώσει ελκυστική, έξυπνη, ποθητή. Είχε γεμίσει τις μέρες της με
ρομαντισμό και συγκινήσεις. Κάθε μέρα που ξυπνούσε κάτω

από τον ξένο ουρανό, ένιωθε ότι την περίμενε άλλη μια συναρπαστική περιπέτεια με τον Τζον.

Επιπλέον, εκείνος είχε ενθαρρύνει το όνειρό της να μελετήσει την Καρδιά του Αγίου Παύλου και να

ανακαλύψει τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Δε θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ τόσο δυνατή, τόσο

αποφασισμένη. Εκείνος τα είχε κάνει όλα αυτά για την Έμμα. Δεν είχαν καμιά σχέση με το πώς

αποκαλούσε τον εαυτό του ή πώς τον αποκαλούσε η Έμμα. το μεγαλείο της ψυχής του ήταν αυτό

που είχε αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές της,

Ξάπλωσε πίσω και έκλεισε τα μάτια της, ξαναζώντας τις αναμνήσεις των τελευταίων ημερών. Η

ζεστασιά αυτών των αναμνήσεων την έκανε να χαμογελάσει. Τώρα αποκτούσαν όλα νόημα, όπως ο

λόγος για τον οποίο εκείνος της φαινόταν αφηρη-μένος και δεν απαντούσε πάντα όταν εκείνη έλεγε

το όνομά του.

Η Έμμα γέλασε ειρωνικά. Θα του ήταν πολύ δύσκολο να υποδύεται κάποιον άλλο και να θυμάται

ποιος ήταν.

Η σκέψη της επέστρεψε στην προηγούμενη βραδιά. Είχε ξαπλώσει πλάι του μέσα στο σκοτάδι, τον

είχε φιλήσει, τον είχε ποθήσει. Θέλω να κάνουμε έρωτα, Τζον, του είχε πει.

Κι εγώ θέλω, πίστεψέ με. Αλλά αυτή τη στιγμή δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα.

Συμβαίνει τίποτα;

Και πώς είχε αντιδράσει ο Μπράις στην ερώτησή της; Η Έμμα έσμιξε τα φρύδια της στην

προσπάθειά της να θυμηθεί. Ήταν σημαντικό, το ήξερε.

Τότε το θυμήθηκε.

Προσπαθώ να κάνω αυτό που πρέπει, έστω για μια φορά, της είχε αποκριθεί. Δεν μπορώ να σου

εξηγήσω τώρα. Θα σου εξηγήσω σύντομα. Μετά...

’Μετά’ τι πράγμα; Το στήθος της σφίχτηκε και ο λαιμός της μούδιασε. Την ήθελε. Είχαν νιώσει τον

ίδιο πόθο την προηγούμενη βραδιά, αλλά η εντιμότητά του δεν του επέτρεψε να την εκμεταλλευτεί
αφού εκείνη δεν είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Δεν υπήρχαν πολλοί τέτοιοι άντρες.

Και ήταν κόμης. Για πρώτη φορά αυτή η σκέψη έκανε την Έμμα να χαμογελάσει. Ο κόμης του

Πάλισερ. Πώς αποκα-λούσαν τη γυναίκα ενός κόμη; αναρωτήθηκε. Κόμισσα; Κόμισσα Έμμα

Πάλισερ. Το πρόσωπό της κοκκίνισε, αλλά η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Φερόταν ανόητα, σαν

μαθη-τριούλα. Μέλη τέτοιων οικογενειών δεν παντρεύονταν Αμερικανίδες. Μπορούσαν να το

κάνουν αυτό; Μπορούσε μια συνηθισμένη Αμερικανίδα να δημιουργήσει σχέση μ’ έναν

Άγγλο λόρδο; Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να μάθει.

Και έχανε χρόνο όσο καθόταν και το ανέλυε. Όταν είχε αφήσει τον Μπράις, ήταν ταραγμένη.

Έπρεπε να γυρίσει κοντά του, και μάλιστα γρήγορα, για να του πει ότι δεν τον μισούσε. Για να

του πει ότι καταλάβαινε γιατί είχε αποκρύψει την ταυτότητά του και ότι αντιλαμβανόταν πως δεν

την είχε προδώσει.

Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Έπρεπε να μάθει ποια ήταν η σχέση τους, τώρα που η αλήθεια είχε

βγει στο φως.

***

Μια ώρα αργότερα η Έμμα στεκόταν μπροστά στο μπιστρό όπου είχε αφήσει τον Μπράις. Εκείνος

δεν ήταν εκεί. Την κατέλαβε πανικός. Ήταν απολύτως σίγουρη ότι θα ήταν ακόμα εκεί όπου τον είχε

αφήσει. Πού είχε πάει; Μήπως είχε φύγει από το νησί, πιστεύοντας ότι η Έμμα δεν ήθελε να έχει

καμιά σχέση μαζί του;

Όχι, αυτή η σκέψη ήταν τρελή. Την επηρέαζε ο πανικός της και δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά.

Δεν είχε λείψει τόση ώρα ώστε εκείνος να έχει προλάβει να κάνει κάτι ακραίο. Αλλά έπρεπε να τον

βρει πριν ο Μπράις βγάλει λάθος συμπεράσματα και νιώσει φρικτά. Το μυαλό της δούλευε με

ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πού μπορούσε να έχει πάει;

Της πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ίσως είχε γυρίσει στο Σέλντεϊλ Χάουζ, αλλά αν πήγαινε εκεί

να τον βρει και έπεφτε πάνω σε κάποιο μέλος του προσωπικού ή πάνω στη μητέρα

του, η οποία προφανώς βρισκόταν στην πόλη, δε θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί είχε μπει σε

ιδιωτική γη. Θα προσπαθούσε να εξαντλήσει όλες τις άλλες πιθανότητες.

Αποφάσισε να γυρίσει στο ξενοδοχείο. Παρ’ όλο που στη μισή διαδρομή πήγαινε τρέχοντας, τα

δεκαπέντε λεπτά που έκανε μέχρι να φτάσει της φάνηκαν ατέλειωτα. Όταν βρέθηκε στην πόρτα του

δωματίου τους, ήταν λαχανιασμένη. Αφού πρώτα σταμάτησε ένα λεπτό για να συνέλθει, προκει-

μένου να μην εμφανιστεί σε εντελώς γελοία κατάσταση, άνοιξε την πόρτα.

Ο Μπράις ήταν εκεί. Ευτυχώς.

Αλλά μάζευε τα πράγματά του.

«Φεύγεις;» του είπε η Έμμα κοιτώντας τον απορημένη. Είχε δίκιο. Το ένστικτό της την είχε

προειδοποιήσει ότι ο Μπράις θα έβγαζε λάθος συμπεράσματα και θα πίστευε ότι ήταν καλύτερα για
εκείνη να φύγει. Τώρα ήταν σαφές ότι η Έμμα είχε δίκιο.

Ο Μπράις σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει. «Δε θα το έσκαγα σαν κλέφτης, αν αυτό εννοείς».

Της έδειξε με το δάχτυλό του το γραφείο. «Σου άφησα ένα σημείωμα».

Η Έμμα έμεινε ακίνητη. «Τι λέει;»

Εκείνος δεν τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της. «Λέει πόσο λυπάμαι που σ’ απογοήτευσα, αλλά

καταλαβαίνω πόσο σοκαρί-στηκες και πόσο πολύ χρειάζεσαι κάποιο χρόνο για να αντιμετωπίσεις

τη νέα κατάσταση. Λέει ότι θα είμαι στο Σέλντεϊλ Χάουζ για μια δυο μέρες κι έπειτα θα πάω στο

Λονδίνο και θα μπορούσες να επικοινωνήσεις μαζί μου εκεί, αν το θέλεις».

Η Έμμα πήρε μια κοφτή ανάσα. «Λέει τι θέλεις να κάνω;»

Εκείνος δίστασε και μετά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, κοιτάζοντάς την επίμονα. «Αυτή τη

στιγμή, δεν έχω δικαίωμα να σου ζητάω τίποτα».

«Οι επιθυμίες μας δεν ταυτίζονται πάντα με τα δικαιώματά

μας».

«Νομίζω ότι αυτό ισχύει σχεδόν πάντα».

«Μπράις». Η Έμμα ξεροκατάπιε. «Εκείνη τη νύχτα, όταν είπες ότι πρέπει να μου εξηγήσεις κάτι

πριν...» Δεν μπορούσε να το εκφράσει. Η φωνή της έσβησε και του χαμογέλασε

αδύναμα. «Αυτό εννοούσες; Ή μήπως έχεις και κάποιο άλλο σκοτεινό μυστικό;»

«Αυτό εννοούσα», παραδέχτηκε εκείνος χαμογελώντας. «Δεν πιστεύω να είσαι... δεν ξέρω...» η

Έμμα χαμογέλασε «...ο διάδοχος του θρόνου ή κάτι τέτοιο».

«Όχι. Μόνο ο κόμης του Πάλισερ».

«Αυτό αρκεί όμως», του είπε πειραχτικά. «Αλλάζει κάπως τα πράγματα μεταξύ μας».

«Το καταλαβαίνω».

Η Έμμα πήρε μια ανάσα. «Θέλω να πω, πρέπει να μου δώσεις την αληθινή σου διεύθυνση, κατ’

αρχάς».

Ο Μπράις την κοίταξε έκπληκτος. «Ορίστε;»

«Πρέπει να μου δώσεις την αληθινή σου διεύθυνση. Δεν μπορώ να γράφω πια στον Τζον Τέρνχιλ, έτσι δεν είναι; Αυτό θα ήταν γελοίο».

«Να γράφεις;»

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Θέλεις να πεις ότι το αποδέχεσαι; Ότι... είμαστε εντάξει;» Η Έμμα διάλεξε προσεκτικά τις λέξεις

της». Ξαφνιάστηκα, απ’ ό,τι καταλαβαίνεις». Του χαμογέλασε. «Απογοητεύτηκα κάπως που δε

βρήκες τρόπο να μου το πεις πριν περάσουν τόσες μέρες που σε αποκαλούσα ‘Τζον’. Αλλά... δε

θέλω να σε χάσω, ιδίως για μια κατάσταση που δε θα μπορούσε να επαναληφθεί».

Ο Μπράις της ανταπέδωσε το χαμόγελο και στάθηκε μπροστά της. «Δεν πιστεύω να το

ξανασκεφτείς και να μου πεις ότι άλλαξες γνώμη...»


Του ένευσε αρνητικά. «Μου απομένουν λίγες μέρες εδώ. Δε θέλω να τις χάσω με παιχνιδάκια».

Ο Μπράις έπιασε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και έσκυψε για να της δώσει ένα πεταχτό

φιλί στα χείλη. «Μάζεψε τα πράγματά σου για να φύγουμε από εδώ».

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ ότι αν έχουμε λίγες μέρες ακόμα μαζί, δεν πρέπει να τις περάσουμε στο ξενοδοχείο».

«Και γιατί όχι;»

«Γιατί δε χρειάζεται πια να είμαστε στριμωγμένοι εδώ μέσα».

Της Έμμα δεν της είχε φανεί ότι στριμώχνονταν, αλλά εκείνη και ο Μπράις προφανώς

αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο τα μεγέθη. «Πού θες να πάμε;»

«Όπου θέλεις. Γιατί όχι στο Σέλντεϊλ Χάουζ;»

Το πρόσωπό της έλαμψε καθώς φαντάστηκε τον εαυτό της να μένει σε μια τεράστια εξοχική

αγγλική έπαυλη. «Αλήθεια; Μπορούμε να μείνουμε εκεί;»

Ο Μπράις της έγνεψε καταφατικά. «Εκτός αν δε νιώθεις

άνετα».

Εκείνη κατέβασε το πιγούνι της και τον κοίταξε. «Βέβαια, δεν έχω συνηθίσει σε τέτοια μεγαλεία, αλλά θα προσπαθήσω να προσαρμοστώ».

«Και καλά θα κάνεις».

«Θα είναι εκπληκτικά». Η Έμμα πήγε στη συρταριέρα και άρχισε να βγάζει τα ρούχα της και να τα

πετάει πάνω στο κρεβάτι. «Πάντα ήθελα να μάθω πώς είναι να μένεις σ' ένα τέτοιο μέρος. Έχω δει

να διαφημίζονται ή να ενοικιάζονται, αλλά ποτέ δεν είχα την ευχέρεια να ζήσω σε τέτοιο σπίτι».

«Ελπίζω να μην απογοητευτείς».

«Δεν είναι δυνατόν». Η Έμμα έκλεισε το συρτάρι. «Και η δεξίωση που θα δώσει η μητέρα σου

εκεί;»Ένιωσε τον Μπράις να παγώνει.

«Έχεις δίκιο, το είχα ξεχάσει. Ήθελες να πας στη δεξίωση;» Αμέσως πρόσθεσε: «Όχι, δεν είναι

καλή ιδέα».

Η Έμμα γύρισε να τον κοιτάξει. «Γιατί; Δεν ήθελες να πας;»

Ξαφνικά ήταν σαν να ορθώθηκε ένα τείχος ανάμεσά τους. Ο Μπράις μεταμορφώθηκε σε μια

νεότερη έκδοση του σοβαροφανούς κόμη που είχε φανταστεί. «Αυτές οι συναθροίσεις δεν είναι

πολύ ενδιαφέρουσες. Θα περνούσες πολύ καλύτερα αν γυρίζαμε στο Λονδίνο».

«Αλήθεια; Εγώ θα το διασκέδαζα πολύ σε μια δεξίωση σε ένα απ’ τα μεγαλύτερα σπίτια της

Αγγλίας».

Το βλέμμα του έγινε διεισδυτικό. «Δε θα είναι όπως το φαντάζεσαι. Θυμάσαι το βαρόνο και τη

βαρόνη;»

Η Έμμα έγνεψε καταφατικά.

Προφανώς η ιδέα τον ενοχλούσε. «Θα είναι προσκεκλημένοι εκατοντάδες άνθρωποι σαν αυτούς».
«Εκκεντρικοί τύποι».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, αλλά η ένταση αυτής της κίνησης έκανε την Έμμα να

καταλάβει ότι δεν ήταν τόσο αδιάφορος όσο ήθελε να φανεί. «Πολύ βαρετοί είναι».

Ξαφνικά εκείνη πάγωσε. «Μια στιγμή. Ανησυχείς μήπως εγώ δεν τους συμπαθήσω ή μήπως είμαι

σαν το ξένο παραμύθι στον κύκλο τους;»

Ο Μπράις δίστασε και όταν μίλησε η απάντηση δε δόθηκε αρκετά γρήγορα ώστε να την

καθησυχάσει. «Κάτι τέτοιες συναντήσεις είναι αγώνες δύναμης και πλούτου. Είναι βαρετό στην

καλύτερη περίπτωση και ακαλαίσθητο στη χειρότερη. Δε θα ήθελα να σε υποβάλω σε κάτι τέτοιο».

Ντρεπόταν να την πάρει μαζί του. Η Έμμα το είχε καταλάβει. Η καρδιά της βούλιαξε, αλλά τι να

έκανε; Δεν είχε επιχειρήματα. Αν δεν ήθελε να της γνωρίσει την οικογένεια και τους φίλους του, δεν

είχε νόημα να λογομαχήσουν γι’ αυτό. Πήρε μια ανάσα και προσπάθησε ν’ ακουστεί εύθυμη, αλλά

απέτυχε. «Ακου...» Πέταξε τη βαλίτσα της στο κρεβάτι και άρχισε να βάζει τα πράγματά της μέσα.

«Τότε γιατί δε γυρίζουμε στο Λονδίνο;Έχω τελειώσει την εργασία μου στο Σέλντεϊλ

Χάουζ άλλωστε».

Εκείνος δεν πείστηκε ούτε λεπτό από την επίπλαστη άνεσή της. «Έμμα, δεν ανησυχώ μήπως είσαι

παράταιρη μ’ αυτούς τους κύκλους. Είσαι η πιο γοητευτική γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ.

Αλήθεια σου λέω».

Της ήταν δύσκολο να τον κοιτάξει, αλλά η Έμμα πίεσε τον εαυτό της. Πάντα την ενοχλούσαν οι

γυναίκες που έκαναν μούτρα. «Δεν έχει σημασία», είπε, πιάνοντας ένα ζευγάρι κάλτσες. «Άλλωστε

δεν έχω κάτι ειδικό για την περίσταση». Εκείνος ξεφύσηξε βαριά. «Στην πόλη υπάρχει ένα

κατάστημα όπου όλο και κάτι θα βρεις».

Αφού συνειδητοποίησε τι της είχε πει, η Έμμα σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει. «Δηλαδή

τελικά θέλεις να πας στη δεξίωση;»

Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να πω ότι θέλω να πάω στη δεξίωση ακριβώς. Αλλά

θέλω να συνοδέψω εσένα. Μπορεί να φαίνομαι εγωιστής επειδή ξέρω ότι δε θα είναι τόσο

διασκεδαστικά όσο νομίζεις, όμως θέλω να σε συστήσω στους ανθρώπους της ζωής μου».

Η καρδιά της φούσκωσε σαν αερόστατο και η Έμμα νόμιζε ότι θα πετάξει ως τον ουρανό.

«Αλήθεια; Το εννοείς;»

«Το εννοώ». Ο Μπράις την πλησίασε και πήρε τις κάλτσες από το χέρι της. «Πάμε τώρα αν θέλουμε

να βρούμε κανένα ωραίο ρούχο και να προλάβουν να το έχουν φέρει στα μέτρα σου μέχρι αύριο το

βράδυ».

Να το φέρουν στα μέτρα της; Η Έμμα ποτέ δεν είχε αγοράσει κάτι το οποίο είχε χρειαστεί

μεταποίηση. Αγόραζε πάντα ετοιμοπαράδοτα ρούχα. Αλλά βλέποντας τον μεγαλοπρεπή άντρα που

στεκόταν μπροστά της -τον κόμη του Πάλισερ- είχε για πρώτη φορά την υποψία ότι οι συνήθειές
της δεν είχαν θέση στον κόσμο του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Αργά εκείνο το απόγευμα, ο Μπράις και η Έμμα επέστρεψαν στο Σέλντεϊλ Χάουζ, αυτή τη φορά με

τις αποσκευές τους και την πρόθεση να μείνουν μερικές μέρες.Ένα κακό προαίσθημα τριγύριζε τον

Μπράις. Αλλο ήταν να έχουν πάει το σούρουπο με την πεποίθηση ότι δε θα ήταν κανείς εκεί και

άλλο να εμφανιστούν στην μπροστινή αυλή ξέροντας ότι η άφιξή του ήταν αναμενόμενη και θα τον

υποδέχονταν με πομπώδεις εκδηλώσεις σεβασμού. Ποτέ δεν του άρεσε ιδιαίτερα ο ρόλος του

άσωτου υιού που επιστρέφει. Αλλά ο κύβος είχε ήδη ριφθεί και τίποτα δε θα άλλαζε το αποτέλεσμα.

Αν εκείνος επέμενε να φύγουν από το νησί, η Έμμα θα συμπέραινε, χωρίς να του το πει, ότι

ντρεπόταν για κείνη, κι αυτό ήταν κάτι που ο Μπράις δεν μπορούσε να αντέξει.

Η πόρτα άνοιξε καθώς ανέβαιναν τα πλινθόκτιστα σκαλιά και η Λέιλα Μοράν, η οικονόμος του

σπιτιού απ’ τα παιδικά χρόνια του Μπράις, έκανε μια υπόκλιση. «Καλωσορίσατε, λόρδε Πάλισερ», είπε. «Τιμή μας να σας έχουμε κοντά
μας».

«Λέιλα». Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι του και συνοδέυσε την Έμμα μέσα στο σπίτι, προσπερνώντας μια σειρά ανθρώπων του
προσωπικού που υποκλίνονταν καθώς τον έβλεπαν να

περνάει, κάτι που σίγουρα θα έκανε την Έμμα να αισθάνεται άβολα.

«Μπράις αγάπη μου», ακούστηκε η οικεία φωνή της μητέρας του από την άλλη άκρη του

διαδρόμου.

Εκείνος ένιωσε τα έντερά του να ζαρώνουν. Αν η Έμμα δεν είχε ήδη αισθανθεί άβολα, αυτό θα

γινόταν σίγουρα τώρα. Ήλπιζε μονάχα να μην αναφέρει η μητέρα του την Καρολάιν πριν προλάβει

να εξηγήσει στην Έμμα τη σχέση του μαζί της. Είχε ήδη αρχίσει να το κάνει τρεις ή τέσσερις φορές, αλλά όποτε

ξεκινούσε άκουγε τα ίδια του τα λόγια και συνειδητοποιούσε πόσο κούφιος ακουγόταν. Ήθελε μια

ευκαιρία να είναι με την Έμμα ο εαυτός του, να την αφήσει να τον εμπιστευτεί γι' αυτό του ήταν

πριν της κάνει άλλη μια μεγάλη αποκάλυψη.

Η μητέρα του εμφανίστηκε ένα λεπτό αργότερα, κομψά ντυμένη μ' ένα γκρίζο μεταξωτό σύνολο που

τόνιζε τη λεπτή της σιλουέτα. Ανοιξε τα χέρια της πλησιάζοντας τον Μπράις. «Πολύ χαίρομαι που

αποφάσισες να έρθεις φέτος».

«Μητέρα». Ο Μπράις έπιασε τα χέρια της μητέρας του και τη φίλησε σταυρωτά πριν κάνει πίσω για

να πει: «Μητέρα, θέλω να σου γνωρίσω μια φίλη μου. Από δω η Έμμα Λόρενς από την Αμερική.

Έμμα, η μητέρα μου, Λίλιαν Πάλισερ, λαίδη Σόρελσμπι».

«Σε παρακαλώ, να με φωνάζεις Λίλιαν». Η Λίλιαν Πάλισερ έτεινε το χέρι της στηνΈμμα. «Πολύ

χαίρομαι που σε γνωρίζω, αγαπητή μου. Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα όταν ο Μπράις τηλεφώνησε και

είπε ότι θα ερχόταν με μια Αμερικανίδα φίλη. Πες μου, από ποια Πολιτεία είσαι;»

Για κάποιον τρίτο που θα παρακολουθούσε τη σκηνή, θα ήταν δύσκολο να αντιληφθεί ότι η Έμμα

ένιωθε νευρική, αλλά ο Μπράις το κατάλαβε από το δισταγμό της πριν απαντήσει. «Από το
Μέριλαντ, κοντά στην Ουάσινγκτον».

Η Λίλιαν χτύπησε τα χέρια της. «Εξαίσια πόλη. Έχω πάει πολλές φορές. Ο αείμνηστος ο πατέρας

του Μπράις είχε έναν ξάδερφο στο Κογκρέσο και η πολύ καλή μου φίλη, η Μαρλίν, εργαζόταν στην

πρεσβεία στις αρχές του χίλια εννιακόσια ενενήντα έξι. Αύριο, μάλιστα, θα είναι εδώ. Πρέπει να μας

πεις όλα τα τελευταία κουτσομπολιά».

Η Έμμα χαμογέλασε. «Δεν ξέρω αν έχω να μεταφέρω ενδιαφέροντα κουτσομπολιά. Δε νομίζω ότι ο

κύκλος των γνώριμιών μας συμπίπτει».

Ο Μπράις είδε το χαμόγελο της μητέρας του να σβήνει. «Τότε, λοιπόν, θα μας πεις κάτι άλλο».

Τότε επενέβη ο Μπράις. «Είπα στη Λέιλα να ετοιμάσει για η Έμμα το γαλάζιο δωμάτιο πλάι στο

δικό μου». Κοίταξε την οικονόμο. «Θα πάρεις τις βαλίτσες της, σε παρακαλώ;»

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στη μητέρα του

Μπράις, ίσως περιμένοντας κάποια αντίρρησή της, σήκωσε τις βαλίτσες και άρχισε ν’ ανεβαίνει τη

γυριστή, μεγάλη σκάλα.

Η Λίλιαν παρακολουθούσε τη Λέιλα να κουβαλάει το φθαρμένο μακρόστενο σάκο της Έμμα στο

δεύτερο πάτωμα. «Αγαπητή μου, πού είναι το φόρεμά σου για την αυριανή δεξίωση;» Η Έμμα

κοκκίνισε. «Σταματήσαμε στο δρόμο...»

«Είναι στο ράφτη», είπε ο Μπράις. Ήξερε ότι η μητέρα του δεν είχε πρόθεση να φέρει τη φίλη του

σε δύσκολη θέση, αλλά ήταν κάτι που της έβγαινε αυθόρμητα. «Μητέρα, δεν πρέπει ν’ ανησυχείς

τόσο πολύ για όλους», παρατήρησε πιάνοντας το μπράτσο της Έμμα. «Θα βγούμε έξω για να πιούμε

τσάι». Κοίταξε την καμαριέρα, η οποία στεκόταν ακόμα στην είσοδο και τους παρακολουθούσε.

«Φτιάξε μας το τσάι, σε παρακαλώ, Κριστίνα».

«Μάλιστα, κύριε». Η καμαριέρα έκανε μια υπόκλιση και έφυγε βιαστικά προς την κουζίνα.

Ο Μπράις συνόδεψε την Έμμα στο πίσω μέρος του σπιτιού, ενώ στο μεταξύ η έντασή του

αυξανόταν. «Ελπίζω να μην το μετάνιωσες που φύγαμε από το ξενοδοχείο. Αυτό το σπίτι

είναι κάπως κρύο τα βράδια». Ήταν μία ατυχής απόπειρα να της βάλει στο μυαλό τη σκέψη να

φύγει, μια και ήξερε ότι η δεξίωση για εκείνη δε θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.

«Είναι υπέροχα εδώ», του είπε η Έμμα επιβραδύνοντας το βήμα της για να κοιτάξει τη βιβλιοθήκη

καθώς περνούσαν από μπροστά. «Πρέπει να υπάρχουν εκατομμύρια βιβλία εδώ μέσα». «Έμμα», είπε

ο Μπράις.

«Ναι;» Τον κοίταξε με τα μεγάλα, αθώα μάτια της.

Εκείνος αναστέναξε, την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε μέσα στη βιβλιοθήκη. Ίσως ήταν η

μόνη ευκαιρία να μείνουν μόνοι μέχρι να φύγουν. Ο Μπράις έκλεισε την πόρτα πίσω τους. «Έμμα, είσαι απολύτως σίγουρη ότι θέλεις να
μείνεις και να το υποστείς αυτό;»

Τον κοίταξε απορημένη. «Γιατί; Τι συμβαίνει;»


«Δε συμβαίνει κάτι ακριβούς, αλλά νομίζω ότι θα περνούσες

πολύ καλύτερα αν πηγαίναμε κάπου αλλού...» Πώς μπορούσε να της το εξηγήσει; Φοβόταν ότι η

Έμμα θ’ απογοητευόταν τελείως όταν θα καταλάβαινε πόσο πληκτική ήταν η ζωή του. Αλλά ακόμα

και αν δεν απογοητευόταν, αν δεν προλάβαινε να καταλάβει ακριβώς πώς ήταν η ζωή του, δεν

μπορούσε να την παντρευτεί και να την υποβάλει σ’ αυτή τη συνεχή δοκιμασία. Του ήρθε στο μυαλό

η Έμμα που είχε γνωρίσει μέσα απ’ τα γράμματά της, τα πράγματα που την ευχαριστούσαν, όλα

όσα την τρέλαιναν. Της άρεσε να παίζει μέσα στις λάσπες, όπως του έλεγε η ίδια, να δουλεύει στον

κήπο με το παλιό της τζιν και το στραπατσαρισμένο ψάθινο καπέλο της γιαγιάς της. Κάπου μέσα

στο μυαλό του είχε κρατήσει μια τέτοια εικόνα της. Δεν της άρεσε να φοράει αυτά που αποκαλούσε

‘ρούχα για μεγάλους’ και να πηγαίνει σε συγκεντρώσεις και συνέδρια σαν αυτό που είχε

παρακολουθήσει στο Λονδίνο εκείνη την εβδομάδα. Της άρεσε να φτιάχνει μόνη της το πρόγραμμά

της και να δουλεύει μόνη πάνω στις έρευνές της, αφιερώνοντας στα φυτά της όσο χρόνο

χρειαζόταν για ν’ αναπτυχθούν με τη δική της στοργική φροντίδα. Δεν της άρεσε να οργανώνει

τη ζωή της βάσει του προγράμματος άλλων ανθρώπων ή να δουλεύει σε ρυθμούς που άλλοι είχαν

επιβάλει.

Αλλά η ζωή με τον Μπράις θα ήταν γεμάτη απ’ όλα όσα δεν της άρεσαν. Οι φιλανθρωπικές

εκδηλώσεις κρατούσαν πολύ και ήταν βαρετές και αναπόφευκτα έπρεπε να είναι κανείς

ντυμένος με άβολα ‘ρούχα για μεγάλους’. Και όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Οι

υποχρεώσεις και οι ευθύνες των Πάλισερ απαιτούσαν υπογραφές, επικυρώσεις και άλλες τέτοιου

είδους πράξεις των οποίων η Έμμα, αν γινόταν γυναίκα του, έπρεπε ν’ αναλάβει ένα μέρος. Αυτά τα

πράγματα γίνονταν σχεδόν πάντα στα πιο ακατάλληλα μέρη, τις πιο ακατάλληλες στιγμές, αλλά

η Πάλισερ τα διεκπεραίωναν επειδή ήταν χρέος τους. Ο Μπράις το είχε συνηθίσει, γιατί έτσι είχε

μεγαλώσει.

Η Έμμα, από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να αλλάξει όλη της τη ζωή για να γίνει συμβατή με αυτή

άλλων ανθρώπων. Ποτέ δε θα ένιωθε ευτυχισμένη ζώντας έτσι. Θα ήταν σαν

πεταλούδα μέσα σε βάζο... σύντομα όλα της τα ωραία χρώματα θα ξεθώριαζαν και το πνεύμα της θα

ξεψυχούσε.

Αλλά αν μπορούσε να την πάρει από το Σέλντεϊλ Χάουζ και να την πάει στο Λονδίνο, θα είχαν

τουλάχιστον την ευκαιρία να προσποιηθούν για μερικές ακόμα μέρες ότι μπορούσαν να είναι μαζί.

Η Έμμα άγγιξε το μπράτσο του. «Τι συμβαίνει, Μπράις;» τον ξαναρώτησε με μια έκφραση

ανησυχίας στο πρόσωπό της.

Εκείνος την κοίταξε νιώθοντας την καρδιά του να ξεχειλίζει από τρυφερότητα. Ανίκανος να βρει

λόγια, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Αυτή τη φορά μια πιεστική ανάγκη τον ώθησε

να κάνει αυτή την κίνηση. Ήθελε να είναι μαζί της, έπρεπε να γίνει δική του αμέσως. Ο φόβος του
ότι εκείνη θα εξαφανιζόταν αν δεν την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, άγγιζε τα όρια του

πόνου.

Τα φιλιά της ήταν γλυκά και τρυφερά. Εκείνη ήταν γλυκιά και τρυφερή. Της άξιζε κάτι καλύτερο

από μια ζωή με τον Μπράις.

Αλλά εκείνος δεν μπορούσε να την αφήσει.

Είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι η Έμμα θα τον έκανε ευτυχισμένο. Αλλά ήξερε ότι αυτό το

περιβάλλον δε θα της ταίριαζε. 'Οχι επειδή δεν τη θεωρούσε ικανή να προσαρμοστεί, αλλά επειδή

δεν πίστευε ότι εκείνη θα ήθελε να το κάνει, όταν θα καταλάβαινε τι είδους ζωή ήταν αυτή. Όσο πιο

πολύ αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα της ζωής του τόσο πιο πολύ θα την απεχθανόταν. Όπως

την απεχθανόταν και ο ίδιος μερικές φορές. Θα ήταν εγωιστικό εκ μέρους του ακόμα και να της

προτείνει να μοιραστούν ένα μέλλον τόσο ανυπόφορο για εκείνη.

Υπήρχαν τόσα πράγματα που τον χώριζαν από την Έμμα: κουλτούρες, χώρες, η ελευθερία στην

οποία εκείνη ήταν συνηθισμένη και που δεν είχε τίποτα κοινό με το στεγνό, αυστηρό πρωτόκολλο

της αριστοκρατίας. Θα μπορούσαν ποτέ να συμ-βιώσουν;

Ποτέ δε θα μπορούσε να γίνει αυτό, αποφάσισε ο Μπράις. Έκανε πίσω. «Με συγχωρείς».

«Για τι να σε συγχωρήσω;» τον ρώτησε μ’ ένα χαμόγελο η Έμμα.

Εκείνος άνοιξε την πόρτα και συνέχισαν να περπατάνε στο διάδρομο. «Για ένα σωρό πράγματα», της απάντησε και κούνησε το κεφάλι του
θλιμμένα.

Καθώς έβγαιναν στη βεράντα όπου είχαν χορέψει το προηγούμενο βράδυ, η Έμμα του είπε: «Η

μητέρα σου δεν ενθουσιάστηκε που με φιλοξενείτε, έτσι δεν είναι;»

«Μην της δίνεις σημασία». Πλησίασαν στο τραπέζι και ο Μπράις τράβηξε μια καρέκλα για να

καθίσει η Έμμα. «Είναι απορροφημένη με τις προετοιμασίες της δεξίωσης. Δίνει μία τέτοια δεξίωση

κάθε χρόνο, από τον καιρό που δεν είχα γεννηθεί ακόμα. Όταν ήμουν παιδί, απεχθανόμουν αυτή

την εποχή γιατί η μητέρα μου γινόταν ανυπόφορη».

«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η παιδική σου ηλικία δεν ήταν και πολύ ευτυχισμένη», παρατήρησε η Έμμα

καθώς κάθονταν και οι δυο στις καρέκλες τους.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του επιβεβαιώνοντας την παρατήρησή της. «Είμαι σαν ανοιχτό

γράμμα...»

«Όχι, αλλά πρόσεξα ότι στα γράμματά σου απέφευγες το θέμα κι εγώ δεν ήθελα να γίνω

αδιάκριτη...» Η Έμμα σταμάτησε και σήκωσε το χέρι της. «Ούτε τώρα πρέπει να γίνομαι αδιάκριτη.

Απλώς θέλω να ξέρεις ότι εγώ θα είμαι πάντα διαθέσιμη, αν θέλεις να το συζητήσεις».

Η Έμμα δεν είχε ιδέα πόσο ήλπιζε ο Μπράις να ήταν αλήθεια αυτό, αλλά δεν μπορούσε να της το

ομολογήσει. Αντί γι’ αυτό, είπε: «Ευχαριστώ, αλλά δεν έχω τίποτα να πω. Εννοώ, βλέπεις κι εσύ πώς

ήταν». Έδειξε με το χέρι του γύρω τους. «Δεν ήταν άσχημα. Δεν πεινούσα, ούτε κρύωνα. Στην
πραγματικότητα, δεν έχω δικαίωμα να παραπονιέμαι. Απλώς δεν ήταν ιδιαίτερα καλά. αυτό είναι

όλο. Ήταν ψυχρά, όπως σου εξήγησα». Και νιώθω από τότε αυτή την ψύχρα μέσα μου.

Το βλέμμα της Έμμα ζέστανε, ερχόμενο σε πλήρη αντίθεση με τις αναμνήσεις που πλανιόνταν γύρω

του σαν φαντάσματα. «Όπως κι αν ήταν», του είπε, «δεν έκανε κι εσένα ψυχρό». Του χαμογέλασε.

«Αυτό μετράει».

Ο Μπράις θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο Τζον, ότι η ζωή του ήταν μια ρουτίνα και ότι η

Ιντιπέντεντ τον είχε χαρακτηρίσει άκαρδο. Μόνο η Έμμα μπορούσε να δει ως τα κατάβαθα της

ψυχής του, να καταλάβει ποιος ήταν πραγματικά.

Μόνο η Έμμα έβγαζε τη ζεστασιά που έκρυβε η καρδιά του. Τη χρειαζόταν. Έπρεπε να βρει έναν

τρόπο να την κρατήσει.

Του ήρθε η τρελή ιδέα ότι μπορούσε να την παντρευτεί, αλλά την απέρριψε βιαστικά. Ακόμα κι αν

αυτός ο γάμος ήταν καλός για εκείνον, αν και πάντα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο γάμος ήταν

καλός για οποιονδήποτε, θα ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να κάνει στην Έμμα.

***

Το ‘τσάι στη βεράντα’ δεν περιλάμβανε μόνο τσάι, αλλά και καφέ, κέικ με κρέμα, καναπεδάκια, φρέσκα φρούτα και ζεστά στρογγυλά
ψωμάκια με βούτυρο και μαρμελάδα. Όλα αυτά είχαν

προσφερθεί με τον τελετουργικό τρόπο που η Έμμα είχε φανταστεί ότι θα σερβίρονταν στις

επίσημες συγκεντρώσεις για τσάι, με καμαριέρες που φορούσαν στολές, κουβαλούσαν ασημένιους

δίσκους και παρουσίαζαν τα πιάτα σαν να περιείχαν πολύτιμα πετράδια.

Καθώς το απογευματινό φως χανόταν σιγά σιγά, ψηλές σκιές έπεφταν πάνω στον κήπο με τους

πανσέδες και τον πέτρινο τοίχο. Ήταν εξαίσια.

«Συνήθως δεν έχουμε τόσο προσωπικό στο Σέλντείλ Χάουζ, οπότε ευχαριστήσου το όσο

προλαβαίνεις», είπε ο Μπράις. «Είναι εδώ για να ικανοποιήσουν και το τελευταίο σου καπρίτσιο».

«Νιώθω περίεργα που με σερβίρουν άλλοι άνθρωποι», του είπε η Έμμα αλλάζοντας θέση για να

αφήσει την καμαριέρα να γεμίσει την κούπα της.

«Μπορείς να πηγαίνεις», είπε ο Μπράις στην καμαριέρα.

Η Έμμα έκρυψε με το χέρι το γέλιο της. «Είσαι τρομακτικά καλός σ’ αυτό. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι

θα είχες τέτοιο αέρα όταν δίνεις εντολές. Εγώ δε νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω ποτέ».

«Διασκέδασέ το», της είπε ο Μπράις καθώς η καμαριέρα απομακρυνόταν. «Γι' αυτό τους

πληρώνω».

Εντελώς ξένη προς έναν κόσμο στον οποίο ο υπηρέτες ικανοποιούσαν κάθε ανάγκη, η Έμμα

ρώτησε: «Για τι ακριβώς τους πληρώνεις;»

Εκείνος άλειφε αφηρημένα βούτυρο σ’ ένα ψωμάκι. «Ορίστε;»

«Τόσοι άνθρωποι εργάζονται σ’ ένα σπίτι με ένα, δύο ή και δέκα άτομα. Με τι απασχολείται το
προσωπικό;»

Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στην άκρη του στόματός του. «Μου κάνουν μπάνιο, με ντύνουν, μου

κάνουν μασάζ στα πόδια και την πλάτη...»

Για μια στιγμή η Έμμα νόμιζε ότι μιλούσε σοβαρά, αλλά το χαμόγελό του τον πρόδωσε.

Ανασήκωσε το φρύδι της. «Μετά από ένα κουραστικό πρωινό στο κρεβάτι;»

Το πρόσωπό του πήρε μια πειρακτική έκφραση ανησυχίας. «Και σ’ εσένα συμβαίνει το ίδιο;»

Δάγκωσε το ψωμάκι και ήπιε μια γουλιά τσάι. «Το απεχθάνομαι αυτό».

Η Έμμα γέλασε. «Η ζωή της αριστοκρατίας. Δεν είναι τόσο εύκολη όσο νομίζει ο περισσότερος

κόσμος».

«Αυτό είναι αλήθεια. Και μιλάω σοβαρά. Ξέρεις, είναι κάτι μέρες που νομίζω ότι αν χρειαστεί να

βάλω όλα τα μέσα που χρειάζεται για να εξασφαλίσω την έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας

προκειμένου να φτιάξω άλλο ένα παράθυρο σε κάποιο μακρινό κτήμα, θα τρελαθώ».

Η Έμμα κατέβαλε προσπάθεια για να μη μορφάσει. «Ο κόσμος σου μου είναι εντελώς ξένος». Ήταν

κάτι μέρες που νόμιζε ότι αν χρειαζόταν να πάρει πάλι το μεσημεριανό της σε σακούλα από το

σπίτι προκειμένου να αποταμιεύσει χρήματα για ν’ αγοράσει καμιά μπλούζα από το στοκατζίδικο

της γειτονιάς, θα τρελαινόταν.

Η δική του ζωή, με τα προβλήματα και τις επισημότητες της, δε θα μπορούσε να είναι πιο

διαφορετική από τη δική της.

Όταν η Έμμα είχε πρωτομπεί στο σπίτι, με τον κόμη του Πάλισερ στο πλάι της αντί για τον Τζον

Τέρνχιλ, είχε εντυπωσιαστεί από όλο το μεγαλείο που έβλεπε μπροστά της. Η

αυθόρμητη αντίδρασή της κανονικά θα ήταν να γυρίσει και να φύγει. Αυτή η χλιδή δεν ήταν για

ανθρώπους σαν εκείνη. Κάθε δωμάτιο έμοιαζε με φωτογραφία από περιοδικό διακόσμησης. Αυτά

τα φανταχτερά περιοδικά που η Έμμα έβρισκε πολύ ακριβά. Ποτέ δεν είχε δει σ’ ένα σπίτι τόσα

γυαλισμένα ξύλινα έπιπλα, επιχρυσωμένα πλαίσια ταβανιών, ταπετσαρίες, αψίδες, ψηλούς

καθρέφτες και υφάσματα επιπλώσεων.

Ποτέ δε θα μπορούσε να ζήσει σ’ ένα τέτοιο σπίτι ασφαλώς. Θα τριγύριζε μέσα μέχρι που στο τέλος

θα τρελαινόταν, όπως η πρώτη κυρία Ρότσεστερ στο μυθιστόρημα ‘Τζέιν Έιρ’ της Μπροντέ.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μεγάλωσες έτσι», είπε στον Μπράις προσπαθώντας να χωνέψει την

ιδέα ότι δε ζούσε όπως εκείνη τόσο καιρό νόμιζε. «Θέλω να πω, ανέκαθεν είχες όλα αυτά τα

πράγματα γύρω σου».

«Να σου πω την αλήθεια», δήλωσε ο Μπράις σοβαρά, «το προσωπικό είναι λίγο θέατρο. Έχει έρθει

από την έπαυλη της μητέρας μου στο Σέφιλντ. Το Λάνσγουορθ Μάνορ είναι ανοιχτό στους

επισκέπτες κάποιες μέρες της εβδομάδας από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο».

Αυτό εντυπώσιασε την Έμμα. «Αλήθεια; Σαν μουσείο στο οποίο πληρώνεις για να μπεις;»
Εκείνος έκανε μια αόριστη κίνηση. «Το κάνουν πολλοί ιδιοκτήτες παλιών σπιτιών προκειμένου να

εξασφαλίσουν ένα μέρος των εξόδων συντήρησης».

Η Έμμα ξαφνιάστηκε. «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι αυτό τους είναι απαραίτητο».

«Αυτή είναι η παγίδα. Ο κόσμος δεν το ξέρει, αλλά όποτε κάποιος κληρονομεί ένα ακίνητο, πρέπει

να πληρώσει φόρο κληρονομιάς γύρω στα ογδόντα τοις εκατό». Ο Μπράις ανασήκωσε τους ώμους

του. «Και αυτά τα σπίτια δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση. Είναι παλιά. Πολλά είναι

ετοιμόρροπα, χρειάζονται επισκευές και συνήθως αυτές έχουν τεράστιο κόστος. Αλλά πρέπει να

δίνουν την εικόνα της παλιάς εξοχικής έπαυλης. Οι τουρίστες και οι επισκέπτες πρέπει να νιώθουν

ότι ρίχνουν μια λαθραία ματιά στην προνομιακή ζωή της αριστοκρατίας, ενώ η αλήθεια είναι πως

σχεδόν κανένας δε ζει πλέον έτσι. Πρέπει να βρίσκει κανείς συνέχεια δημιουργικούς τρόπους για να

διατηρείται αυτή η ψευδαίσθηση ζωντανή».

Η Έμμα το σκέφτηκε για λίγο. «Μπορεί να είναι και διασκε-δαστικό».

Εκείνος την κοίταξε για λίγο με μια απορημένη έκφραση και μετά είπε: «Εσύ μπορεί και να τα

κατάφερνες καλά. Αλλά δε θα ήταν το ίδιο αν είχες κι άλλες υποχρεώσεις. Είναι πολύ κουραστικό».

Η Έμμα έριξε μια ματιά γύρω της. «Γιατί δεν είναι και το Σέλντεϊλ Χάουζ ανοιχτό για το κοινό; Έψαξα για πληροφορίες πριν έρθω και λέει
ότι είναι ιδιωτική κατοικία* οι επισκέπτες δε γίνονται

δεκτοί».

Ο Μπράις ανασήκωσε τους ώμους. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, το Σέλντεϊλ Χάουζ είναι μικρό. Το

νησί είναι μικρό, ο τουρισμός δεν είναι τόσος ώστε ν’ αξίζει τον κόπο ν’ ανοίξει για το κοινό.

Αναγκαζόμαστε να το κρατάμε κλειστό για ασφαλιστικούς λόγους».

Η Έμμα συνοφρυώθηκε. «Τότε γιατί δε μένει εδώ η μητέρα σου αντί στο σπίτι που είναι ανοιχτό για

το κοινό;»

Τον άκουσε να βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό. «Επειδή το Λάνσγουορθ Μάνορ είναι τριπλάσιο σε

μέγεθος. Εξήντα δω μάτια, έντεκα σκάλες. Ακόμα κι όταν ανοίγει για το κοινό, είναι εξαιρετικά

ήσυχο».

«Και το σπίτι σου στο Λονδίνο; Έχεις κι εκεί προσωπικό που ικανοποιεί κάθε σου ανάγκη;»

«Το προσωπικό εκεί αποτελείται από τέσσερα άτομα». Ο Μπράις χαμογέλασε. «Ακόμα κι αυτοί

πολλοί είναι, αλλά είναι στην υπηρεσία της οικογένειάς μου τόσο καιρό, που θα ήταν αδιανόητο να

τους απολύσω».

Εκείνη τη στιγμή, στη βεράντα βγήκε η καμαριέρα κρατώντας στα χέρια της ένα μεγάλο πακέτο. Το

έδωσε στον Μπράις, ο οποίος την ευχαρίστησε και μετά εκείνη υποκλίθηκε και ξαναμπήκε στο

σπίτι.

Ο Μπράις κράτησε ψηλά το πακέτο, διάβασε την ετικέτα και το έδωσε στην Έμμα. «Αυτό είναι για

σένα», της είπε.


«Για μένα;» Πήρε το κουτί που της είχε βάλει στα χέρια ο Μπράις και κοίταξε την ετικέτα. «Κάποιο

λάθος θα έχει γίνει».

«Δεν έγινε κανένα λάθος». Στις άκρες απ’ τα λαμπερά, καθαρά μάτια του είχαν εμφανιστεί μερικές

ρυτίδες, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα γέλιο. «Ανοιξέ το».

Με μια τελευταία απορημένη ματιά προς το μέρος του Μπράις, η Έμμα έβγαλε το περιτύλιγμα και

άνοιξε το χοντρό χαρτονένιο κουτί. Μέσα ήταν γεμάτο τσαλακωμένες σελίδες εφημερίδας. Έψαξε

με το χέρι της μέχρι που έπιασε κάποιο ύφασμα και τράβηξε έξω μια μαριονέτα: ήταν αυτή που

θαύμαζε στο ‘Τζεπέτο’. «Μπράις», κατάφερε να πει με κομμένη την ανάσα. Σήκωσε τα μάτια της να

τον κοιτάξει και είδε ότι εκείνος χαμογελούσε πλατιά. «Πότε το έκανες αυτό;»

«Όταν πήγες στο βιβλιοπωλείο. Είπα να το στείλουν εδώ με την πρόθεση να σου το στείλω στην

Αμερική, αλλά...», άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, «... αφού είμαστε εδώ...»

«Δεν το πιστεύω». Η Έμμα κράτησε την κούκλα ψηλά για να την εξετάσει στο φως. «Είναι ακόμα

πιο εξαιρετική απ’ ό,τι τη θυμόμουν. Κοίτα τι λεπτοδουλειά έχει γίνει». Την έδωσε στον Μπράις.

Εκείνος την περιεργάστηκε, βάζοντας τη μικρή μάσκα στο πρόσωπο και μετά κατεβάζοντάς την

πάλι. «Όταν τον συνηθίσεις, τον συμπαθείς. Νομίζω ότι νιώθω μια συνάφεια μαζί του».

«Αρχίζω να καταλαβαίνω το λόγο», του είπε η Έμμα ήρεμα αγγίζοντας το μικρό πορσελάνινο

πρόσωπο. «Αυτό τράβηξε κι εμένα μάλλον. Κάπου μέσα μου ήξερα ότι είναι σαν

εσένα». Αρθρώνοντας αυτά τα λόγια, η Έμμα ντράπηκε έχοντας συναίσθηση του πόσο ανόητα

ακούστηκαν. «Λοιπόν...» του είπε προσπαθώντας ν’ αλλάξει θέμα, «... η μέρα είναι υπέροχη». Ένας

δυνατός αέρας σηκώθηκε, κάνοντας μερικές τούφες απ’ τα μαλλιά της να πέσουν στο πρόσωπό

της. Εκείνη τις έκανε πίσω με τα δάχτυλά της. «Θα μου είναι πολύ δύσκολο να γυρίσω στη δουλειά

μετά απ’ αυτό».

Ο Μπράις χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. «Μακάρι να μην έφευγες», είπε

χαμηλόφωνα. Τα λόγια του πλανήθηκαν για λίγο στον αέρα.

Η καρδιά της Έμμα σφίχτηκε. «Κι εγώ το εύχομαι».

Ο Μπράις δεν απάντησε, αλλά συνέχισε να κοιτάει ίσια μπροστά του.

Η Έμμα ίσιωσε το κορμί της. «Αλλά πρέπει να γυρίσω στη δουλειά. Με περιμένουν αρκετές έρευνες

και μετά τη δουλειά πρέπει ν’ αρχίσω να μελετάω τα μοσχεύματα της Καρδιάς του Αγίου Παύλου

που θα πάρω μαζί μου».

Εκείνος ήταν σκεφτικός. «Και αν έβρισκες μια δουλειά εδώ; Αντί να γυρίσεις στη δουλειά σου στην

Αμερική εννοώ».

Η Έμμα γέλασε. «Δεν πιστεύω να ξέρεις κανέναν που χρειάζεται κηπουρό...»

Ο Μπράις γύρισε να την κοιτάξει τότε και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. «Να σου πω

την αλήθεια, κάποιον ξέρω. Εσύ ενδιαφέρεσαι;»


Η ανάσα της κόπηκε. Ο Μπράις δεν αστειευόταν. Ξαφνικά η Έμμα ένιωσε ότι στεκόταν στην άκρη

ενός γκρεμού και ήταν έτοιμη να πηδήσει. Ήταν ερωτική η πρότασή του; Ή μήπως επαγγελματικής

φύσεως; «Εξαρτάται από τον εργοδότη».

Ο Μπράις της χαμογέλασε πονηρά. «Ένας υπέροχος τύπος. Έχει ένα κτήμα εδώ κοντά, μπορεί και

να το ξέρεις».

«Αλήθεια;» Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που σχεδόν κάλυπτε όλους τους άλλους ήχους.

Με μια προσπάθεια ν’ ακουστεί αδιάφορη, έβαλε λίγο γάλα στο τσάι Ερλ Γκρέι μέσα στην κούπα

της και το ανακάτεψε αργά, κοιτώντας το λευκό υγρό να θολώνει με το σκούρο.

«Ναι. Το Σέλντέιλ Χάουζ».

«Μάλιστα». Η Έμμα ξεροκατάπιε. Δεν ήταν επαγγελματική η πρόταση. ο Μπράις την ήθελε για να

μείνει μαζί του. «Το έχω ακουστά. Νόμιζα, όμως, ότι έχει όσους κηπουρούς χρειάζεται».

Ο Μπράις έγειρε μπροστά. «Ο ιδιοκτήτης θέλει να στήσει ένα εργαστήριο για να μελετήσει τις

φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών, ιδίως της Καρδιάς του Αγίου Παύλου. Χρειάζεται κάποιον να

οργανώσει το εργαστήριο και να το επανδρώσει».

Το χέρι της που κρατούσε την ακριβή, εύθραυστη κούπα, άρχισε να τρέμει. Η Έμμα την ακούμπησε

κάτω. «Μπράις, μιλάς σοβαρά;»

«Πολύ σοβαρά μιλάω, σε διαβεβαιώνω», της απάντησε εκείνος.

Ο γκρεμός ήταν αληθινός και η Έμμα έπρεπε πράγματι να σκεφτεί αν θα έκανε αυτό το άλμα. «Μα

δεν έχεις ιδέα απ’ αυτά. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό μόνο για μένα».

«Γιατί όχι;» είπε εκείνος μαλακά, αλλά με απόλυτη σιγουριά. «Ξέρω αρκετά ώστε να πιστεύω ότι

είναι ένα σημαντικό και πιθανώς επικερδές εγχείρημα. Όσον αφορά τις λεπτομέρειες, βασίζομαι σ’

εσένα. Σ’ εμπιστεύομαι απολύτως».

Η Έμμα τον κοίταξε και προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά τα αισθήματα που ένιωθε να την

πλημμυρίζουν δεν την άφηναν να πει και πολλά πράγματα. «Το ίδιο νιώθω κι εγώ για

σένα», κατάφερε στο τέλος να ξεστομίσει.

Ο Μπράις έμεινε ακίνητος για λίγο και μετά κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε κάτω. «Λοιπόν», της είπε, χτυπώντας τα χέρια στους
γοφούς του. «Μόλις θυμήθηκα ότι έπρεπε να φροντίσω να

καθαριστεί το σμόκιν μου για αύριο. Αν μου επιτρέπεις, πάω να το κανονίσω. Είσαι άνετα εδώ; Μήπως θα ήθελες κι άλλο τσάι;»

«Όχι, δε χρειάζομαι τίποτα», τον διαβεβαίωσε σμίγοντας τα φρύδια της. Γιατί είχε αλλάξει ξαφνικά

η συμπεριφορά του, Κόντεψε να τον ρωτήσει, αλλά το ξανασκέφτηκε. Ίσως ήταν της φαντασίας της

ή είχε γίνει υπερευαίσθητη όσον αφορούσε τον Μπράις. Άλλωστε ο άνθρωπος πράγματι χρειαζόταν

το σμόκιν του για την αυριανή βραδιά. «Μην ανησυχείς για μένα», τον καθησύχασε.

«Θα τελειώσουμε αργότερα αυτή τη συζήτηση. Σύμφωνοι;» της είπε ο Μπράις ανασηκώνοντας τα

φρύδια του σαν να περίμενε την έγκρισή της. Όταν την πήρε, με τη μορφή ενός νεύματός της, φάνηκε ανακουφισμένος. «Ωραία, λοιπόν, θα
σε δω σε λίγο», είπε και έφυγε αφήνοντας την Έμμα
ν’ αναρωτιέται αν ο Μπράις φοβόταν ότι εκείνη είχε πλησιάσει επικίνδυνα ή ότι εκείνος είχε

πλησιάσει πάρα πολύ.

***

Το σπίτι έσφυζε από δραστηριότητα, αφού όλοι και όλα ετοιμάζονταν για τη δεξίωση της επόμενης

βραδιάς. Τις επόμενες ώρες αφότου είχαν πάρει μαζί το τσάι τους στη βεράντα, η Έμμα και ο

Μπράις δεν έμειναν σχεδόν καθόλου μόνοι, αλλά και όσες φορές έμειναν μόνοι, δεν ήταν χαλαροί.

Η Έμμα ένιωθε νευρική ενόψει της αυριανής δεξίωσης. Πολύ νευρική. Είχε προσπαθήσει να

καθησυχάσει τους φόβους του Μπράις όταν εκείνος θέλησε να την προειδοποιήσει ότι θα ένιωθε

έξω απ' τα νερά της, αλλά τώρα στο μυαλό της έρχονταν πάλι τα λόγια του, δυνατά και καθαρά και

πολύ πιο δυσοίωνα απ' όσο εκείνος τα είχε πει.

Νωρίς το επόμενο βράδυ εκείνη ένιωθε ράκος. Καθώς φορούσε το φόρεμα, μόνη στο θεόρατο

δωμάτιο στο οποίο έμενε απ’ όταν εκείνη και ο Μπράις είχαν φύγει από το ξενοδοχείο, σκέφτηκε

να προσποιηθεί την άρρωστη για να ξεφύγει από την υποχρέωση που την περίμενε. Αλλά κάθε

τέτοια ιδέα της ακολουθούσε η σκέψη της αναχώρησής της για την Αμερική και της χαμένης

ευκαιρίας να τη συνοδέψει ο Μπράις σαν μοντέρνα Σταχτοπούτα στο χορό.

Η Έμμα φόρεσε τις νάιλον κάλτσες και έβγαλε τα παπούτσια από τη βαλίτσα της. Ήταν η τελευταία

λεπτομέρεια πριν κατέβει κάτω. Αποφάσισε να περιμένει ένα λεπτό και πήγε να καθίσει στο περβάζι

του παραθύρου.

Ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ μαβί χρώμα με μια υποψία ροδαλού στον ορίζοντα. Η πλακόστρωτη

αυλή μπροστά και ο μακρύς δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι μέσα από τα δέντρα φωτίζονταν από

φανάρια που ακτινοβολούσαν εντυπωσιακά κατά μήκος του φροντισμένου τοπίου. Ο κόσμος

έφτανε μαζικά μέσα σε αστραφτερά αυτοκίνητα που οποιοσδήποτε άλλος εκτός από την Έμμα θ’

αναγνώριζε αμέσως. Ρολς Ρόις, σκέφτηκε η Έμμα- πολλά απ’ αυτά τα αυτοκίνητα πρέπει να

ήταν Ρολς Ρόις. Δεν ήταν σε θέση να τ’ αναγνωρίσει με βεβαιότητα, αλλά ήταν τόσο ακριβά, που

μόνο οι παλιοί αριστοκράτες είχαν την ευχέρεια να τ’ αποκτήσουν. Οι περισσότεροι

καλεσμένοι που κατέφταναν ήταν παλιοί αριστοκράτες. η Έμμα θα το καταλάβαινε από χιλιόμετρα

μακριά.

Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό την έκανε να χαλαρώσει, ίσως λόγω της σουρεαλιστικής χροιάς που

προσέδιδε στη βραδιά.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.

«Ναι;» φώναξε η Έμμα.

«Μπορώ να περάσω;» ήχησε η φωνή του Μπράις.

«Και βέβαια». Η Έμμα σηκώθηκε καθώς η πόρτα άνοιγε, αλλά έμεινε ακίνητη όταν είδε τον

Μπράις.
Ήταν πανέμορφος με το ραμμένο στα μέτρα του μαύρο σμόκιν και μεγαλοπρεπής όπως ακριβώς θα

περίμενε κανείς έναν κόμη. Η Έμμα ήδη ήξερε ότι ήταν όμορφος. για την ακρίβεια κούκλος, αλλά

βλέποντάς τον ντυμένο έτσι, της κόπηκαν τα γόνατα.

«Είσαι πανέμορφη, Έμμα», της είπε εκείνος απαλά.

«Κι εσύ το ίδιο», του είπε ξέπνοα.

Ο Μπράις γέλασε και το οικείο πλέον χαμόγελό του ήταν ακόμα πιο εκθαμβωτικό απ’ ό,τι

συνήθως. Πλησίασε την Έμμα. «Ευχαριστώ, αλλά νομίζω ότι θα με επισκιάσεις εσύ».

Η Έμμα σήκωσε τα παπούτσια της και άρχισε να τα φοράει, αλλά έχασε την ισορροπία της. Ο

Μπράις έβαλε αμέσως το χέρι του στον ώμο της για να τη στηρίξει. Όταν εκείνη τέλειω-σε, της

έτεινε ιπποτικά το μπράτσο του. «Έτοιμη;» της είπε γέρνοντας το κεφάλι του ερωτηματικά.

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε ν’ ανα-πνεύσει παρά τον κόμπο που ένιωθε στο

στομάχι. «Έτοιμη».

***

Η Έμμα δεν είχε ιδέα πόσο όμορφη ήταν, σκέφτηκε ο Μπράις καθώς τη συνόδευε στην αίθουσα

δεξιώσεων. Όσες φορές κι αν της το έλεγε, ήξερε ότι εκείνη δε θα το πίστευε ποτέ. Πράγμα το

οποίο δεν τον πείραζε στην πραγματικότητα. Η σεμνότητά της ήταν μια απ’ τις χάρες τις. Μια απ’

τις πολλές χάρες της.

Όσο προχωρούσε η νύχτα, είχε την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει περισσότερες χάρες και ακόμα

περισσότερα ταλέντα της. Ένας Θεός ήξερε πώς, αλλά η Έμμα κατάφερε να κάνει μια

ολοκληρωμένη συζήτηση με το βαρόνο Στάινμπεργκ παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν θεόκουφος

και αρνιόταν να φορέσει το ακουστικό του. Επίσης κατάφερε ν’ αποφύγει με κομψό τρόπο

τις επαναλαμβανόμενες κρούσεις ενός μακρινού συγγενή της οικογένειας. ενός άντρα ο οποίος

ήταν περιβόητος για τις εμφανίσεις του σε δεξιώσεις της καλής κοινωνίας στις οποίες δεν ήταν

προσκεκλημένος και έβρισκε την ευκαιρία να το ρίχνει στο ποτό. Η Έμμα τον απέκρουσε χωρίς

ούτε μια φορά να τον προσβάλει, αν και ο Μπράις πίστευε ότι του χρειάζονταν μερικές προσβολές

για να τον βάλουν στη θέση του.

Ένας Θεός ήξερε πώς κατάφερε η Έμμα ακόμα και να πιάσει συζήτηση με την πάμπλουτη γηραιά

χήρα, τη μαντάμ Μπουλρέ, σχετικά με τα πλεονεκτήματα της ομοιοπαθητικής. Η

ηλικιωμένη γυναίκα κατέληξε να ζητήσει το τηλέφωνο της Έμμα στην Αμερική προκειμένου να της

δώσει περισσότερες πληροφορίες για τη θεραπεία της περιαρθρίτιδας. Ο Μπράις δε θυμόταν

ποτέ στη ζωή του να είχε δει τη χήρα να χαμογελάει και ακόμα περισσότερο να ζητάει το νούμερο

κάποιου. Για την ακρίβεια, ξαφνιάστηκε μαθαίνοντας ότι είχε τηλεφωνική γραμμή.

Με λίγα λόγια, η Έμμα είχε γίνει κυριολεκτικά η ωραία του χορού. Σε μια κατάσταση, στην οποία ο

Μπράις έβαζε στοίχημα ότι εκείνη θ' απεχθανόταν, η Έμμα είχε κάνει θραύση. Την είχε υποτιμήσει.
Αλλά βέβαια, θύμισε στον εαυτό του, ήταν μόνο μια βραδιά. Η Έμμα δε θα το διασκέδαζε τόσο

πολύ αν ήταν αναγκασμένη να κάνει το ίδιο πράγμα σε τακτική βάση. Εκείνος ήταν σίγουρος ότι

τελικά θα το αποστρεφόταν, γι’ αυτό έπρεπε να εκμεταλλευτεί τη βραδιά.

Όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει το Νιώθεις το Ρομαντισμό, ο Μπράις διέκοψε τη συζήτηση της

Έμμα με τον κόμη του Μένθροπ και της ζήτησε να χορέψουν.

Εκείνη δέχτηκε με ευχαρίστηση. «Του είπα ξανά και ξανά ότι η θεραπεία με βότανα για τους πόνους

στη μέση δεν είναι το ίδιο πράγμα με το μασάζ και ότι δεν είμαι ειδική ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, αλλά εκείνος επέμενε». Η Έμμα
γέλασε. «Για να πω την αλήθεια, δε νομίζω ότι το πρόβλημά του

είναι η μέση του».

Ο Μπράις γέλασε κι αυτός και την τράβηξε κοντά του απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του κορμιού

της πάνω στο δικό του. «Κατάλαβες τι σου έλεγα λοιπόν για τη συναναστροφή μ' αυτούς τους

ανθρώπους. Μπορεί να είναι εφιαλτική».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Έχει και πλάκα όμως. Πού αλλού θα συναντούσε κανείς

τόσους εκκεντρικούς ανθρώπους μαζεμένους εκτός από τα βιβλία της Τζέιν Όστιν; Τώρα που το

θυμήθηκα, μιλούσα με κάποιον για το πρόγραμμα παιδικών βιβλίων που χρηματοδοτείς».

Εκείνος σκέφτηκε για λίγο. «Με την Αγκάθα Ρέινστρεμ πρέπει να μιλούσες. Της Λογοτεχνικής

Εταιρείας».

«Ακριβώς. Πολύ καλή γυναίκα».

Η συγκεκριμένη κυρία πάντα έδινε στον Μπράις την εντύπωση μέγαιρας, αλλά έγνεψε στην Έμμα

ότι συμφωνούσε με την κρίση της.

«Μιλώντας μαζί της μου ήρθε μια ιδέα. Ήταν εντελώς ξαφνική». Το πρόσωπό της έλαμπε από τον

ενθουσιασμό. «Γιατί δεν κάνεις ένα διαγωνισμό έκθεσης για τα παιδιά; Η καλύτερη θα δημοσιευτεί

στην τοπική εφημερίδα και θα βραβευτεί με βιβλία για τη βιβλιοθήκη του παιδιού ή του

σχολείου του. Πώς σου φαίνεται;»

Ο Μπράις σταμάτησε και έκανε λίγο πίσω για να κοιτάξει την Έμμα. «Δε θα το πιστέψεις, αλλά είχα

σχεδόν την ίδια ακριβώς ιδέα. Η Αγκάθα δεν ήθελε ούτε να την ακούσει».

Η Έμμα έσμιξε τα φρύδια της. «Παράξενο είναι αυτό. Φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ όταν της το

ανέφερα εγώ».

«Θ' αστειεύεσαι», είπε δύσπιστα ο Μπράις.

«Όχι, αλήθεια σου λέω. Είπε ότι θα ανέφερε την ιδέα στην επόμενη συνάντηση της Εταιρείας».

Ο Μπράις την ξανατράβηξε κοντά του για να χορέψουν. «Είσαι τρομερή, Έμμα. Σοβαρά μιλάω».

Ένιωσε στο στήθος του ένα ενοχλητικό τσίμπημα. «Πάμε να πιούμε λίγη σαμπάνια».

***

Η Έμμα δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο πολύ το διασκέδαζε στη δεξίωση. Δεν είχε περάσει ποτέ
τόσο καλά σε πάρτι και πολύ περισσότερο σε επίσημη δεξίωση με τόσο κόσμο όπως αυτή. Καθώς

εκείνος της πρόσφερε ένα κρυστάλλινο κολονάτο ποτήρι με σαμπάνια, συμπέρανε ότι ο λόγος θα

ήταν ότι ο Μπράις βρισκόταν διαρκούς δίπλα της.

«Στην υγειά σου», της είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του με το δικό της.

«Και στη δική σου», πρόσθεσε εκείνη και ρούφηξε μια γουλιά σαμπάνια. Ήταν ξερή, εξαίσια και

προκαλούσε μια ευχάριστη θερμότητα καθώς κατέβαιναν οι φυσαλίδες από το λαιμό στο στομάχι

της.

«Μπράις!» ακούστηκε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή από πίσω τους.

Η Έμμα τινάχτηκε.

Ο Μπράις πάγωσε.

Γύρισαν και οι δυο και είδαν μια ψηλή ξανθιά γυναίκα, ντυμένη με κόκκινη τουαλέτα που

αναμφίβολα ήταν δημιουργία κάποιου γνωστού σχεδιαστή, πιθανόν φτιαγμένη ειδικά για εκείνη.

Η γυναίκα χαμογελούσε και τα λευκά της δόντια άστραφταν. «Για όνομα του Θεού, Μπράις, πού

έχεις χαθεί; Ξέρεις πόσο έχω προσπαθήσει τις τελευταίες εβδομάδες για να σε βρω;»

Ο Μπράις είχε την όψη ανθρώπου που είχε έβλεπε φάντασμα. «Είχα... πολλές δουλειές».

«Καλά το κατάλαβα! Ρωτούσα τους πάντες και πρέπει να σου πω ότι τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν

όταν γύριζα ιην πλάτη μου. Μια γυναίκα μπορεί να δίνει την εντύπωση ανόητης και μόνο από το

γεγονός ότι σχετίζεται μαζί σου».

Η Λίλιαν Πάλισερ εμφανίστηκε πίσω από την ξανθιά γυναίκα. «Κοίτα ποιος ήρθε, Μπράις. Η

Καρολάιν. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνε, αλλά να που ήρθε».

«Είμαι καθ’ οδόν για τη Γαλλία», πληροφόρησε τον Μπράις η Καρολάιν κοιτώντας τον επίμονα.

«Έχω ένα πολύ σημαντικό ραντεβού εκεί».

Η Έμμα άκουσε τα δόντια του Μπράις να τρίζουν και μετά τον ίδιο να λέει στην Καρολάιν: «Ωραία.

Πρέπει να μιλήσουμε. Αμέσως». Γύρισε και κοίταξε την Έμμα. «Με συγχωρείς για λίγο;»

Η Έμμα πέρασε το ποτήρι της από το ένα χέρι στο άλλο. «Και βέβαια», του απάντησε.

Τότε η γυναίκα κοίταξε για πρώτη φορά την Έμμα. «Θεέ μου! Συγνώμη, δεν είχα καταλάβει ότι...»

Το τέλος της φράσης της δεν ακούστηκε γιατί ο Μπράις την τράβηξε από το μπράτσο. «Πρέπει να

μιλήσουμε γρήγορα», της είπε. «Έμμα, μην το κουνήσεις. Θα επιστρέψω αμέσως».

«Μπράις, τι σ’ έχει πιάσει;» τον ρώτησε η Καρολάιν. «Δε θα με συστήσεις στη φίλη σου; Σοβαρά

μιλάω. Τι σ’ έχει πιάσει;»

«Άσ’ το αυτό τώρα». Ο Μπράις την απομάκρυνε από το πλήθος τραβώντας την από το χέρι. «Τι

δουλειά έχεις εσύ εδώ;» τον άκουσε η Έμμα να ρωτάει την Καρολάιν.

«Πάω με τον Μπίλι στο Παρίσι για να μπορέσουμε να...» Πριν ακούσει τη συνέχεια της φράσης της

η Έμμα, εκείνοι είχαν εξαφανιστεί.


Η Έμμα είχε απορήσει. Ποια ήταν αυτή η Καρολάιν; Γιατί δεν τις είχε συστήσει ο Μπράις; Και κάτι

ακόμα πιο σημαντικό, γιατί την είχε τραβολογήσει έξω σαν να ήθελε να την κρύψει; Η Καρολάιν

δεν είχε δείξει να προβληματίζεται από την παρουσία τηςΈμμα, οπότε δεν ήταν κάποια παρατημένη

ερωμένη. Αλλά ακόμα κι έτσι, ήταν πολύ παράξενο που δεν τις είχε συστήσει.

Ξέρεις πόσο έχω προσπαθήσει τις τελευταίες εβδομάδες για να σε βρω; Γιατί προσπαθούσε να τον

βρει; Η Έμμα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Μπράις σε λίγο θα εμφανιζόταν και μπορούσε να

ξεκαθαρίσει τα πράγματα τότε.

Καθώς περίμενε, η αγωνία της κορυφωνόταν λεπτό με το λεπτό. Η μητέρα του Μπράις είχε πιάσει

ψιλοκουβεντούλα δίπλα της. «Πού στο καλό πήγαν ο Μπράις και η Καρολάιν;»

Η καρδιά τηςΈμμα άρχισε να χτυπάει δυνατά. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Είμαι σίγουρη ότι δε θ’

αργήσουν να επιστρέφουν», απάντησε, έκπληκτη με τον αδύναμο ήχο της φωνής της.

Η Λίλιαν πλατάγισε τη γλώσσα της πλησιάζοντας την Έμμα και η βαριά μυρωδιά του αρώματος της

απλώθηκε ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Πρέπει να είχε βάση το γιασεμί, πρόσεξε η Έμμα, προσπαθώντας ν’ απασχολήσει το μυαλό της με
σκέψεις που δεν την ενοχλούσαν.

«Αυτό το παιδί», συνέχισε η Λίλιαν, «φέρεται πολύ αλλόκοτα τον τελευταίο καιρό». Ήταν σαν να

μιλούσε περισσότερο στον εαυτό της παρά στην Έμμα. «Η Καρολάιν, όμως, θα τον βάλει στη θέση

του. Πάντα τον βάζει στη θέση του».

Η Έμμα ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Η μυρωδιά του γιασεμιού ξαφνικά την έκανε να

αισθάνεται άρρωστη. «Φοβάμαι ότι δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι η Καρολάιν», είπε προσεκτικά, βάζοντας τα δυνατά της για να κάνει τη
φωνή της ν’ ακουστεί σταθερή.

Η Λίλιαν φάνηκε να εκπλήσσεται αληθινά και μετά πλατάγισε πάλι τη γλώσσα της. «Η Καρολάιν

Φόρτεσκιου», είπε στην Έμμα, δείχνοντας προς την πλευρά από την οποία είχαν εξαφανιστεί ο

Μπράις και η Καρολάιν. «Θα σας συστήσω όταν επιστρέφουν». Κούνησε το κεφάλι της

αποδοκιμαστικά. «Αυτό έχω προσέξει τελευταία με τον Μπράις. Σπάνια το βλέπει το καημένο το

κορίτσι και ποτέ δεν αναφέρει το γάμο».

Η Έμμα ξεροκατάπιε. «Γάμο;» επανέλαβε τελικά.

Η Λίλιαν κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Του Μπράις και της Καρολάιν».

Η Έμμα αισθάνθηκε σαν να είχε πέσει στο κεφάλι της κεραμίδα. Έπρεπε να καταβάλει μεγάλη

προσπάθεια για ν’ ακουστεί η φωνή της. «Συγνώμη. Μπορεί να φανώ σαν ηλίθια, αλλά... ο Μπράις

και η Καρολάιν πρόκειται να παντρευτούν;»

«Ασφαλώς», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Αγαπητή μου, δεν το είχες καταλάβει; Η Καρολάιν

Φόρτεσκιου είναι η μνηστή του Μπράις».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Τα γρανάζια του μυαλού του Μπράις δούλευαν σαν τρελά καθώς εκείνος και η Καρολάιν έμπαιναν

στη σάλα. Όταν έβγαιναν από την αίθουσα δεξιώσεων κοίταξε μια φορά πίσω του και βλέποντας
την Έμμα σκέφτηκε ότι του φαινόταν κάπως αποσυντονισμένη. Δεν ήταν σίγουρος αν η αιτία

ήταν ότι εκείνος είχε εξαφανιστεί ή το γεγονός ότι εκείνη στεκόταν δίπλα στη μητέρα του.

Ευχήθηκε να είχε τη δυνατότητα ν’ αρπάξει την Έμμα και να γυρίσουν στο Λονδίνο, μακριά από την

πραγματική του ζωή, τις πραγματικές του υποχρεώσεις* μακριά από τη μητέρα του και τις

προσδοκίες της για το γιο της, μακριά απ’ οτιδήποτε αποτελούσε τη ζωή του τριάντα έξι χρόνια.

Αλλά αν ήθελε να το κάνει αυτό, έπρεπε να βρεθεί κάπου ακόμα πιο μακριά από το Λονδίνο. Θα

έπρεπε να πάει στο φεγγάρι.

Δεν το είχε ξανασκεφτεί ποτέ σοβαρά, αλλά τον τελευταίο καιρό είχε καταλήξει ότι η ζωή του δεν

ήταν και πολύ ευτυχισμένη. Πριν εμφανιστεί η Έμμα, διεκπεραίωνε τις δουλειές του όπως πάντα, χωρίς ν’ αναρωτιέται ποτέ για τα
συναισθήματά του ή την παντελή απουσία τους.

Τι θα συνέβαινε όταν η Έμμα θα έφευγε; Πώς θα ήταν τότε η ζωή του; Θυμήθηκε τη σπηλιά του

Σωκράτη: αυτοί που ήταν μέσα, οι οποίοι δεν είχαν δει ποτέ το φως, ζούσαν ευχαριστημένοι στο

περιορισμένο περιβάλλον τους. Αλλά αυτοί που είχαν δει έστω και στιγμιαία το φως, δεν ήθελαν

ποτέ να γυρίσουν στη σπηλιά.

Η σπηλιά δεν του έφτανε πια.

Η Έμμα ήταν το φως. Πώς θα ζούσε χωρίς αυτό το φως, τώρα που το είχε δει; Ο Μπράις κούνησε το κεφάλι ίου απελπισμένος. Γιατί
γινόταν συναισθηματικός τώρα; Δεν είχαν

μέλλον μαζί, αυτό ήταν βέβαιο. Αλλωστε, στη δική του ζωή δεν μπορούσε ν’ αλλάξει

κάτι προκειμένου να γίνει συμβατή με τη δική της. Η Έμμα θα ήταν δυστυχισμένη αν έμενε μαζί του.

Το πιθανότερο είναι ότι θα ήθελε να το βάλει στα πόδια και να μην ξανακοιτάξει πίσω της.

«Μπράις, πες μου τι συμβαίνει», είπε η Καρολάιν σε τόνο ερωτηματικό και κοίταξε το Ρόλεξ που

φορούσε στο χέρι της.

Εκείνος την άφησε και κάθισε στην άκρη του γραφείου. «Πρέπει ν’ ανακοινώσουμε την αλήθεια

σχετικά με τον υποτιθέμενο αρραβώνα μας».

«Σ’ εμένα το λες;» Έστρεψε τα μάτια της προς τον ουρανό, σε μια κίνηση αγανάκτησης. «Να σου

πω την αλήθεια, γι’ αυτό ακριβώς ήθελα να σου μιλήσω κι εγώ».

«Αλήθεια το λες;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Με τον Μπίλι πάμε στη Γαλλία για να παντρευτούμε».

Ο Μπράις αναστέναξε ανακουφισμένος. «Ώστε δε χρειάζεσαι πια τη δική μου κάλυψη;»

«Όχι. Στην πραγματικότητα, ανησυχούσα ότι θα μου έκανες μούτρα όταν θα σου το έλεγα».

«Επειδή με παρατάς για το παιδί που καθαρίζει την πισίνα σου;»

Η Καρολάιν γέλασε. «Ηταν ο δάσκαλός μου στην ιππασία, αλλά ναι».

«Πάντως σίγουρα είναι καλύτερος άνθρωπος από μένα», απάντησε ο Μπράις φιλοφρονητικά. «Σου

εύχομαι κάθε ευτυχία, Καρολάιν. Με όλη μου την ψυχή».


«Ευχαριστώ, αγάπη μου». Εκείνη του χαμογέλασε, με τα γαλάζια μάτια της να λάμπουν ορθάνοιχτα.

«Λοιπόν, πότε θα τους πούμε την αλήθεια; Απόψε;»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τώρα».

«Και πώς θα γίνει αυτό;»

Ο Μπράις σηκώθηκε από τη γωνία του γραφείου. «Δεν έχω κανένα ιδιοφυές σχέδιο ανακοίνωσης

μπροστά σε τόσο κόσμο», της είπε. Αρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στο δωμάτιο. «Αλλά δέχομαι ν’

αναλάβω την ευθύνη για το χωρισμό».

Το βλέμμα της έπεσε έντονο πάνω του. «Καταλαβαίνεις ότι αυτό σημαίνει απώλεια κεφαλαίων; Ο

πατέρας μου κι ο πατέρας σου είχαν υπογράψει το συμβόλαιο πριν πολλά χρόνια». Κούνησε το

κεφάλι της αποδοκιμαστικά. «Πολύ μεσαιωνικό δεν ακούγεται;»

«Ναι», συμφώνησε ο Μπράις. Ήξερε γι’ αυτό το συμβόλαιο απ’ όταν ήταν μικρός. Είχε συνταχθεί

κάποια ώρα μεθυσμένης χαύνωσης και αντιπροσώπευε τις προσδοκίες του πατέρα του για

διπλασιασμό της οικογενειακής περιουσίας. Αν ένα απ’ τα δυο μέρη έκανε πίσω, αυτό θα σήμαινε

ότι χρωστούσε στο άλλο μέρος μισό εκατομμύριο λίρες. «Δε με νοιάζει τι θα μου στοιχίσει», είπε ο

Μπράις και το εννοούσε. «Θα τα δώσω».

Η Καρολάιν σφύριξε. «Ξέρεις, αν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό, θα το έκανα», του είπε. «Αλλά

αφού ο δικηγόρος του πατέρα μου ζει και βασιλεύει ακόμα, δε νομίζω ότι μπορώ να σε γλιτώσω».

«Δε με νοιάζει», της απάντησε ο Μπράις αποφασιστικά.

Η Καρολάιν σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Εγώ ξέρω γιατί θέλω να πάρει τέλος αυτή η παρωδία, αλλά εσύ γιατί το θέλεις; Μήπως έχει
σχέση με την κοπέλα που είδα μέσα;» τον ρώτησε, δείχνοντας

με το χέρι της προς την αίθουσα δεξιώσεων. «Αυτή στην οποία έπρεπε να μ’ έχεις συστήσει αλλά

δεν το έκανες;»

«Ναι, έχει κάποια σχέση», ομολόγησε ο Μπράις. «Αλλά υπάρχει κι άλλος ένας λόγος. Θέλω να

ζήσω έντιμα από δω και πέρα. Δε θα συνεχίσω να λέω αυτό το ψέμα».

Η Καρολάιν γέλασε. «Ποτέ δε σου πήγαινε, αγάπη μου». Έβαλε το χέρι της στον ώμο του. «Θα την

παντρευτείς;»

«Δεν μπορώ».

Εκείνη τράβηξε το χέρι της από τον ώμο του, το έφερε στο γοφό της και συνοφρυώθηκε. «Γιατί δεν

μπορείς;»

«Θα ήταν δυστυχισμένη μαζί μου», της απάντησε ο Μπράις.

Η Καρολάιν έκανε ένα μορφασμό. «Την ίδια τη ρώτησες ή αποφάσισες εσύ για λογαριασμό της;»

Ο Μπράις πήγε να της απαντήσει, αλλά μετά σταμάτησε. Το στομάχι του σφίχτηκε. «Άκου», είπε

στην Καρολάιν. «Πρέπει να πάω μέσα για να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία».

«Εγώ δεν έχω αντίρρηση. Θέλεις να έρθω μαζί σου για να σε βοηθήσω να δώσεις εξηγήσεις;» τον
ρώτησε ευγενικά.

Της χαμογέλασε κοφτά. Είχε σταθεί σ’ όλη του τη ζωή καλή φίλη. «Όχι, ευχαριστώ. Δεν έχεις

κάποιο σημαντικό ραντεβού εσύ; Μπορείς να ξεγλιστρήσεις από την πόρτα της κουζίνας χωρίς να

σε πάρει κανείς είδηση. Εγώ θα τακτοποιήσω την εκκρεμότητα του ‘αρραβώνα’ μας μόνος μου. Και

θα βάλω την Ολίβια να τονίσει στα έγγραφα ότι είμαι εγώ ο υπαίτιος».

«Εντάξει, λοιπόν». Η Καρολάιν ανασήκωσε τους ώμους της, τον πλησίασε και του έδωσε ένα φιλί

στο μάγουλο. «Σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου».

Ο Μπράις κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά εκείνη τον σταμάτησε.

«Μπράις».

Γύρισε προς το μέρος της κάπως ανυπόμονα. «Ναι;»

«Αν την αγαπάς και σ’ αγαπάει, δείξε της εμπιστοσύνη. Μην αποφασίζεις εσύ για λογαριασμό της».

***

Όταν ο Μπράις έφτασε κοντά στη μητέρα του και την Έμμα, τα αυτιά του έκαιγαν από την

υπερένταση. Η έκφραση στο πρόσωπο της Έμμα τα έλεγε όλα.

«Πού πήγε η Καρολάιν;» ρώτησε η μητέρα του, χωρίς να έχει καταλάβει τη συναισθηματική

φόρτιση γύρω της.

Ο Μπράις κοίταξε τη Λίλιαν. «Η Καρολάιν είχε ένα ραντεβού». Μετά γύρισε και κοίταξε την Έμμα.

Τα μάτια της έκαιγαν και το πρόσωπό της ήταν χλομό. «Μητέρα, μας συγχωρείς;»

«Ασφαλώς», απάντησε εκείνη, κουνώντας το χέρι της για να του δώσει να καταλάβει ότι έπρεπε

εκείνοι να μετακινηθούν και όχι η ίδια.

Ο Μπράις δεν είχε χρόνο να ενοχληθεί με τη στάση της. Πήρε την Έμμα από το μπράτσο και την

οδήγησε στη βεράντα. «Σε παρακαλώ», της είπε. «Είναι μεγάλη ανάγκη να σου μιλήσω».

Εκείνη έβγαλε έναν αναστεναγμό και τον ακολούθησε χωρίς ν’ αντισταθεί, αλλά απέφυγε να τον

κοιτάξει στα μάτια. «Η μητέρα σου μου έλεγε για την Καρολάιν», άρχισε να του λέει, αλλά η φωνή

της ακούστηκε σαν ψέλλισμα. «Μου είπε ότι είναι μνηστή σου».

«Δεν είναι μνηστή μου». Εκείνη τον κοίταξε λοξά και ο Μπράις συνέχισε. «Αυτή είναι η σύντομη

απάντηση. Αυτή είναι που θέλω ν’ ακούσεις πρώτα».

Η Έμμα κοίταξε πάλι ευθεία μπροστά της. «Και πια είναι η πιο αναλυτική απάντηση;»

«Η πιο αναλυτική απάντηση είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε μνηστή μου στην πραγματικότητα». Όταν

βρέθηκαν έξω, ο βραδινός αέρας ήταν τσουχτερός. «Η Καρολάιν κι εγώ γνωριζόμαστε από μικρά

παιδιά, αλλά ποτέ δεν είχαμε την πρόθεση να κάνουμε αυτόν το γάμο. Οι γονείς μας το αποφάσισαν

και το επέβαλαν πριν χρόνια, οπότε ήταν πιο εύκολο και για τους δυο να μην τους φέρουμε

αντίρρηση».

«Ηταν πιο εύκολο να πείτε ψέματα δηλαδή».


Ο Μπράις σήκωσε το δάχτυλο του σαν να ήθελε να τη διορθώσει. «Για να πιστέψουν αυτό που

θέλαμε να πιστέψουν μέχρι να έρθει η ώρα που θα δίναμε τη μάχη η οποία θα γινόταν όταν λέγαμε

την αλήθεια».

Η Έμμα τον κοίταξε καχύποπτα. «Μπράις, αν είσαι κάποιος που πράγματι εκτιμά την αλήθεια, δεν

καταλαβαίνω γιατί τη λες τόσο σπάνια».

«Καταλαβαίνω ότι έτσι φαίνεται, αλλά...» Ο Μπράις ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω γιατί θα

έπρεπε να με πιστέψεις, αλλά σου λέω την αλήθεια. Είσαι μάρτυρας σε όλες τις απάτες που έχω

κάνει. Η ζωή μου είναι... πολύ περίπλοκη».

Εκείνη άλλαξε στάση και τον κοίταξε. «Είναι μεγάλη σύμπτωση», του είπε σκεφτική.

Ο Μπράις αγνόησε το σχόλιό της. «Η Καρολάιν κι εγώ αποφασίσαμε ν’ αποκαλύψουμε την αλήθεια.

Για την ακρίβεια, θα το έλεγα το'ιρα στη μητέρα μου, αλλά σκέφτηκα ότι είναι πιο σημαντικό να

μιλήσω σ’ εσένα πρώτα».

Η Έμμα δίστασε. «Πρέπει να το πιστέψω αυτό;»

Ο Μπράις ένιωσε τη δυσπιστία της να κάμπτεται. «Μπορείς να έρθεις μαζί μου αμέσως τώρα για να

δεις με τα ίδια σου τα μάτια ότι θα το πω».

Εκείνη πήρε με δυσκολία μια ανάσα. «Και τι θα πεις στη μητέρα σου για μένα;»

«Αυτό», της είπε αγγίζοντας το πιγούνι της, «εξαρτάται από σένα- θα μείνεις;»

Το βλέμμα της Έμμα μαλάκωσε και η έκφραση του προσώπου της ήταν τόσο ζεστή, που ο Μπράις

ένιωσε τη θέρμη της να φτάνει ως τα κατάβαθα της καρδιάς του. «Τι ακριβώς μου ζητάς;»

Ο Μπράις πάγωσε. Η Έμμα νόμιζε ότι της έκανε πρόταση γάμου.

***

Όταν είδε τον Μπράις να διστάζει, η Έμμα κατάλαβε αμέσως ότι δεν της πρότεινε να την

παντρευτεί, αλλά και οι δυο ήξεραν ότι αυτό πίστεψε. Ένιωσε αμέσως ντροπιασμένη για την

ερώτησή της. «Άσ’ το. Πες πως δε ρώτησα».

«Θα ήθελα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου να... σου το προσφέρω αυτό», είπε ο Μπράις. «Αλλά δεν

μπορώ».

Η Έμμα χαμήλωσε το βλέμμα της. Δεν ήθελε να φανεί νευρική, όμως είχε ταπεινωθεί τόσο, που δεν

μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Όχι, δεν πειράζει. Ξέρω ότι ποτέ δεν είπες πως μ’ αγαπάς».

Αυτό είναι το μόνο ψέμα για το οποίο δεν μπορώ να θεωρήσω εσένα υπεύθυνο. Εγώ το είπα στον

εαυτό μου.

«Σε... νοιάζομαι πολύ».

Εκείνη ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της. Τα λόγια του είχαν ακουστεί ρηχά. «Αλλά...»

«Το πρόβλημα είναι ότι μ' έχεις γνωρίσει σαν κάποιο άνθρωπο που απολαμβάνει την ίδια ελευθερία

που απολαμβάνεις κι εσύ, ζει εξίσου απλά μ’ εσένα, κι αυτό δεν είναι αλήθεια. Η κοινή μας ζωή δε
θα ήταν όπως εσύ θα την ήθελες αν παντρευόμασταν».

«Και τι ακριβώς μου πρότεινες όταν μου ζήτησες να μείνω;»

«Αυτό ακριβώς που σου είπα. Να στήσεις ένα εργαστήριο

εδώ και να το διευθύνεις εσύ».

«Αυτό ήταν όλο; Η πρότασή σου ήταν καθαρά επαγγελματική;» Η Έμμα ρούφηξε τη μύτη της και

προσπάθησε να συγκροτήσει τα δάκρυά της. «Γιατί εγώ δεν είχα καταλάβει ότι το ενδιαφέρον σου

για εμένα είναι αποκλειστικά επαγγελματικό».

«Δεν είναι», της είπε απαλά. «Ηθελα να σε κρατήσω κοντά μου. Θα σου έλεγα ψέματα αν δεν το

παραδεχόμουν».

Εκείνη γέλασε πικρά. «Κι εσύ δε θες να πεις ψέματα».

Ο Μπράις σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της και φίλησε το σημείο που είχε μουσκέψει.

«Έμμα, μη γίνεσαι άδικη».

Η Έμμα τον κοίταξε θυμωμένη. «Δηλαδή μου λες ότι θες να με κρατήσεις εδώ, αλλά να μην

αναλάβεις κανενός είδους δέσμευση. Αυτό θα καθιστούσε εμένα κάτι σαν... εταίρα».

«Έμμα...»

«Αυτή τη γνώμη σχημάτισες για μένα;»

«Όχι βέβαια, μη βάζεις λόγια στο στόμα μου». Η φωνή του έγινε τραχιά.

«Εσύ πώς θα το χαρακτήριζες αυτό;» τον ρώτησε οργισμένη.

«Δεν ήξερα ότι η συμβίωση μαζί μου αποτελεί πορνεία».

«Όχι, συνήθως η συμβίωση σημαίνει συζυγική σχέση», του πέταξε εκείνη. Δεν καταλάβαινε τη

διάκριση που έκανε ο Μπράις. «Θες να πεις ότι δεν μπορούμε να παντρευτούμε επειδή αυτό θα

περιέπλεκε τα πράγματα, αλλά μπορούμε να ζήσουμε μαζί και όλα θα είναι μέλι γάλα;»

Οι ώμοι του Μπράις έγειραν. «Αν με παντρευτείς θα γίνεις μία Πάλισερ και τότε θα έχεις πιο πολλές

κουραστικές υποχρεώσεις και περισσότερα καθήκοντα απ’ όσα μπορείς να φανταστείς. Αυτό είναι

το χειρότερο μέρος της δικής μου απάτης,Έμμα. Δεν μπόρεσα να σου δώσω να καταλάβεις

αυτόν τον τομέα της ζωής μου και τώρα προσπαθώ να το εξηγήσω εν συντομία και ακούγεται

κοινότοπο».

«Δηλυδή θες να πεις ότι με προστατεύεις».

«Υποθέτω ότι θα μπορούσες να το θέσεις και έτσι».

Η Έμμα δυσκολευόταν να συλλάβει αυτή την τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα. «Θέλεις να με

παντρευτείς, αλλά δε θέλεις να υποβάλεις εμένα σ’ αυτή τη δοκιμασία».

«Ακριβώς». Η φωνή του Μπράις φανέρωνε ειλικρίνεια. Η έκφρασή του ήταν πονεμένη. «Ξέρω ότι

είναι δύσκολο. Πίστε-ψέ με, είναι εξίσου δύσκολο και για μένα».

«Τότε, άφησέ με ν’ αποφασίσω εγώ για λογαριασμό μου».


«Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό».

Τα μάτια της Έμμα γέμισαν δάκρυα. «Γιατί όχι;»

Ο Μπράις πήγε κοντά της, έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του.

«Έμμα», ψιθύρισε. «Πρέπει να με πιστέψεις, ξέρω καλά αυτή τη ζωή. Εσύ δεν την ξέρεις. Ξέρω τι

περιλαμβάνει και σε γνωρίζω αρκετά καλά ώστε να είμαι σίγουρος ότι δε θα ήσουν ευτυχισμένη».

«Και δε θα μου δώσεις ούτε μια ευκαιρία να σε διαψεύσω;» τον ρώτησε η Έμμα, έχοντας

συνειδητοποιήσει ότι ούτε αυτά τα λόγια θα τον έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη. Ήταν τόσο έντιμος, που

δε θα έκανε τίποτα για να τη βλάψει κι εκείνος πίστευε ειλικρινά ότι αν την παντρευόταν, αυτό θα

ήταν εις βάρος της.

Μεταξύ τους έπεσε σιωπή για αρκετή ώρα.

«Λυπάμαι», της είπε πάλι. «Γιατί σ’ αγαπάω».

«Μην το λες αυτό», του είπε εκείνη σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της σαν να ήθελε

να ελέγξει τα συναι-σθήματά της.

«Είναι αλήθεια».

Η Έμμα σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάγουλά της θυμωμένη και γύρισε για να φύγει. «Φεύγω».

«Πού πας;»

«Γυρίζω στο Λονδίνο. Γυρίζω σπίτι μου. Δε νομίζω ότι το αντέχω άλλο αυτό». Ρούφηξε τη μύτη της.

«Σε παρακαλώ, ζήτα στη μητέρα σου συγνώμη εκ μέρους μου».

Γύρισε πάλι για να φύγει, αλλά εκείνος βρέθη κε αμέσως πίσω της και την έστεψε προς το μέρος

του για να τον αντικρίσει. «Έμμα, σε παρακαλώ, μη φύγεις».

«Δεν μπορώ να μείνω», του απάντησε, αλλά έμεινε ακίνητη στα χέρια του.

Εκείνος την κοίταξε με το διεισδυτικό βλέμμα του. «Η καρδιά μου είναι δική σου, η ψυχή μου είναι

δική σου. Θα σου

τα έδινα όλα μετά χαράς. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορώ να σου δώσω».

«Το γάμο», του είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της παραιτημένη.

«Δε σημαίνει τίποτα για σένα η αγάπη μου;»

Η Έμμα τον κοίταξε για πολλή ώρα και τελικά του είπε: «Αυτό το είδος της αγάπης, όχι. Μπορεί να

νόμιζες ότι είμαι διαφορετική. Πιο μοντέρνα ή πιο απελευθερωμένη ή κάτι τέτοιο, αλλά είμαι

παραδοσιακό κορίτσι. Θέλω ή όλο το παραμύθι ή τίποτα». Τον κοίταξε χωρίς πικρία. «Λυπάμαι».

Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε βιαστικά, αφήνο-ντάς τον εκεί μόνο, να την κοιτάζει.

Είχε φτάσει πολύ κοντά στο να γίνει μία Σταχτοπούτα, αλλά το όνειρο δεν είχε ολοκλη-ρωθεί.

Έφυγε τρέχοντας από το χορό με την πανέμορφη τουαλέτα της, αλλά ο πρίγκιπας του παραμυθιού

της είχε ήδη πει ότι δεν την ήθελε.

Τρεισήμισι ώρες αργότερα, η Έμμα είχε μπει στο νυχτερινό φέριμποτ. Ο Μπράις δεν είχε
προσπαθήσει να την εμποδίσει πάλι, αλλά ήταν καλύτερα έτσι. Εκείνη ήξερε ότι δε θα της έλεγε

αυτό που είχε ανάγκη ν’ ακούσει.

Είχε προσφερθεί να την πάει με το αυτοκίνητό του ως το λιμάνι, αλλά η Έμμα αρνήθηκε. Της είχε

προτείνει να την πάει ο σοφέρ του, αλλά και πάλι δεν είχε δεχτεί. Τελικά είχε υποχωρήσει και την

είχε αφήσει να πάρει ταξί.

Η θλίψη στα μάτια του την τελευταία φορά που τον είχε κοιτάξει η Έμμα ήταν τέτοια που θα

μπορούσε να ραγίσει την καρδιά της αν δεν ήταν ήδη ραγισμένη. Πίστευε ότι ο Μπράις είχε καλές

προθέσεις. Πίστευε ότι εκείνος νόμιζε πως την έσωζε από μια μοίρα χειρότερη από... χειρότερη απ’

ό,τι την περίμενε όταν θα γύριζε στην πατρίδα της. Πιθανόν μια ατέλειωτη σειρά εξόδων με τα

κορίτσια για σινεμά, ανθυγιεινό φαγητό και οδυρμό για τη λειψανδρία.

Η Έμμα δεν ανυπομονούσε να γυρίσει σ' όλα αυτά.

Κάθισε στη θέση της κοιτώντας αν ήταν κανείς αρκετά κοντά για να την προσέξει. Ένα ηλικιωμένο

ζευγάρι καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο άντρας κοιμόταν και η γυναίκα διάβαζε μια

κουτσομπολίστικη εφημερίδα.

Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί κοντά, ευτυχώς. Τουλάχιστον θα ζούσε τη δυστυχία της χωρίς

ενοχλήσεις. Κοίταξε την ήρεμη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά. Τι της είχε απομείνει πια; Οι μέρες που γυρνούσε από τη δουλειά αργά
και έβρισκε ένα γράμμα από την Αγγλία να την

περιμένει είχαν τελειώσει. Ο Τζον Τέρνχιλ δεν υπήρχε πια. Η Έμμα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό

της. Θα ένιωθε ένα τεράστιο κενό στη ζωή της τώρα που τον είχε χάσει. Πήρε μια ανάσα με

δυσκολία. Ολα είναι χρήσιμες εμπειρίες, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Αλλά την κατέκλυζε

η αίσθηση της απώλειας.

Επικέντρωσε την προσοχή της στη θάλασσα. Σε λίγο όλα άρχισαν να θολώνουν, καυτά δάκρυα

γέμισαν τα μάτια της και κύλησαν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά της.

***

Ο Μπράις προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι η αναχώρηση της Έμμα ήταν αναμενόμενη. Από

την ημέρα που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά στο Λονδίνο, κατά βάθος ήξερε ότι κάποια

στιγμή θα χρειαζόταν να της πει την αλήθεια σχετικά με την ταυτότητά του και ότι η αλήθεια θα

γινόταν η αιτία διακοπής της σχέσης τους. Το ήξερε, οπότε έπρεπε να το αποδεχτεί. Έπρεπε να

συγκεντρωθεί σε άλλα πράγματα, κυρίως στη δουλειά του.

Το τέλος της δεξίωσης ήταν τόσο καταστροφικό όσο ευχάριστη ήταν η αρχή της. Είχε πει στη

μητέρα του ότι δε σκόπευε να παντρευτεί την Καρολάιν και εκείνη δεν το είχε πάρει καλά, αν και

δεν είχε καταφερθεί εναντίον της Έμμα χύνοντας τόσο δηλητήριο όσο ο Μπράις περίμενε. Αντίθετα, είχε αποφασίσει να κατηγορήσει την
Καρολάιν που θα παντρευόταν το δάσκαλο της ιππασίας. Ίσως

της ήταν πιο εύκολο να θεωρεί το γιο της εγκαταλειμμένο εραστή παρά να πιστέψει ότι εκείνος από

την αρχή δεν ήθελε να παντρευτεί την περιουσία των Φόρτεσκιου.


Αλλά το χειρότερο δεν ήταν ότι υπέμεινε τη συζήτηση με τη μητέρα του. Το χειρότερο ήταν ότι

υπέμεινε το γεγονός πως η

Έμμα ήταν πάνω και μάζευε τα πράγματά της, είχε καλέσει ταξί για να φύγει και ότι δεν ήθελε να

του μιλήσει, ό,τι κι αν είχε να της πει εκείνος.

Με λίγα λόγια, η βραδιά ήταν οδυνηρή.

Όταν το επόμενο πρωί επέστρεψε στο σπίτι του στο Λονδίνο, ο Μπράις τηλεφώνησε στο γραφείο

για να τον ενημερώσουν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Η γραμματέας του δεν

είχε τίποτα εξαιρετικά σημαντικό να του αναφέρει, αλλά εκείνος της είπε ότι θα γύριζε την Τρίτη το

πρωί ούτως ή άλλως.

«Τόσο σύντομα, κύριε;» τον είχε ρωτήσει η γραμματέας.

«Δεν είναι και τόσο σύντομα», της απάντησε κοφτά.

Η γραμματέας του, η Ολίβια, τον ήξερε πολύ καιρό. «Εσείς δε σκοπεύατε να γυρίσετε πριν τα μέσα

της εβδομάδας». Ο τόνος της έγινε μητρικός. «Και πρέπει να σας πω ότι δεν ακούγεστε ιδιαίτερα

ξεκούραστος από τις διακοπές σας. Γιατί δεν απολαμβάνετε τις υπόλοιπες τουλάχιστον; Είναι η

πρώτη φορά που ξεκουράζεστε λίγο εδώ και τρία χρόνια τώρα που δουλεύω εδώ».

Πιθανόν και η τελευταία φορά. «Θα είμαι στο γραφείο στις οχτώ το πρωί. Κανόνισε ένα ραντεβού

με τον Μπέκγουορθ. Πρέπει να ξαναμελετήσουμε τα νούμερα. Και σημείωσε στα έγγραφα ότι

απάτησα την Καρολάιν... ή κάτι τέτοιο». Ο Μπράις έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει η Ολίβια να

διαμαρτυρηθεί κι άλλο.

Θα ήταν μεγάλη ανακούφιση να γυρίσει στη δουλειά. Ένιωθε καλύτερα που βρισκόταν στο

Λονδίνο, όπου μπορούσε ν’ ακολουθήσει, τουλάχιστον μηχανικά, την παλιά του ρουτίνα.

Ο Μπράις πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Έμμα ήταν ακόμα στο Λονδίνο.

Οχι ότι είχε σημασία. Ήταν σοκαρισμένος εξαιτίας της σκηνής που είχε διαδραματιστεί μεταξύ

τους. Μέχρι την Τρίτη το πρωί θα ένιωθε πιο πολύ ο εαυτός του. Ως τότε η Έμμα θα είχε φύγει και η

οδυνηρή σκέψη ότι βρισκόταν κάπου μερικά μίλια πιο μακριά από εκεί που βρισκόταν ο Μπράις δε

θ’ αποτελούσε πια πρόβλημα.

Ο Μπράις αναδεύτηκε στη θέση του ανήσυχος. Όταν έβρισκε το χρόνο να ηρεμήσει απ’ αυτή την

ιστορία, η παρόρμησή του να την ακολουθήσει και να τη βρει δε θα υπήρχε πια. Η ζωή του θα

επανερχόταν και πάλι στους παλιούς, γνώριμους ρυθμούς της.

Τέσσερις ώρες αργότερα συνειδητοποίησε ότι, στην προ-σπάθειά του να σταματήσει να τη

σκέφτεται, σκεφτόταν συνέχεια εκείνη και μόνο εκείνη. Δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα* ποτέ δεν

υπήρξε. Αυτό ο Μπράις το ήξερε από την αρχή. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ζήσει χωρίς την

Έμμα. Ήταν ανόητος που του είχε περάσει τέτοια σκέψη από το μυαλό.

Καταλάβαινε πια ότι τα τελευταία δυο χρόνια την είχε ερωτευτεί. Την τελευταία εβδομάδα είχε
καταλάβει ότι ο έρωτάς του ήταν αληθινός. Καμιά άλλη εμπειρία του δεν μπορούσε να συγκριθεί με

αυτή και καμιά γυναίκα που είχε γνωρίσει δεν ήταν σαν την Έμμα.

Ήταν ένα πλάσμα μοναδικό. Και είχε φύγει επειδή δεν την είχε εμπιστευτεί ώστε να την αφήσει να

πάρει τις δικές της αποφάσεις για τη ζωή της. Ήταν δυνατή γυναίκα, απολύτως ικανή να φροντίσει

τον εαυτό της. Δε χρειαζόταν τη δική του προστασία. Αυτό ήταν και ένα απ' τα πράγματα που

λάτρευε σ’ εκείνη ο Μπράις.

Ίσως ήταν ο δικός του φόβος που του είχε επιτρέψει να την αφήσει. Με τη στάση που είχε κρατήσει

στη δεξίωση δεν του είχε αποδείξει ότι οι φόβοι του ήταν αβάσιμοι; Η Έμμα είχε κάνει

καταπληκτική εντύπωση και δεν έμοιαζε καθόλου βα-ριεστημένη ακόμα και όταν

συναναστρεφόταν τους πιο πληκτικούς καλεσμένους. Ίσως μπορούσε τελικά να τα βγάλει πέρα με

μια ζωή σαν τη δική του. Ή μπορούσε, ίσως, να την αλλάξει. Ο Μπράις ήξερε με σιγουριά ότι η

συμβίωση με την Έμμα θα ήταν συναρπαστική. Θα ήταν γεμάτη. Θα ήταν το αντίθετο απ’ αυτό που

υπήρξε για τριάντα έξι χρόνια.

Η Έμμα είχε φέρει στον κόσμο του τα πάνω κάτω, την είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Αυτό του άρεσε.

Τα πράγματα που κάποτε του μετρούσαν, ξαφνικά δεν ήταν τόσο σημαντικά όταν τα σύγκρινε με

την Έμμα. Ακόμα και αν άφηνε κάποιες

υποχρεώσεις προκειμένου ν’ αποκτήσει η ζωή του περισσότερο ενδιαφέρον, δε θα ερχόταν και η

συντέλεια, θα είχε όλη την αγάπη του κόσμου.

Έπρεπε να της το πει.

Έβγαλε τον τηλεφωνικό κατάλογο του Λονδίνου και έψαξε για τον αριθμό του ξενοδοχείου όπου

έμενε η Έμμα. Καθώς σχημάτιζε το νούμερο στο καντράν του τηλεφώνου, η καρδιά του χτυπούσε

σαν τρελή.

Στο πρώτο κιόλας χτύπημα, απάντησε μια γυναικεία φωνή. «Ξενοδοχείο Σάνινγκτον».

«Καλησπέρα. Θα ήθελα να μου πείτε αν έχει κλείσει δωμάτιο η κυρία Έμμα Λόρενς για απόψε».

Στην άλλη άκρη της γραμμής η υπάλληλος ακούστηκε διστακτική. «Ποιος είναι στο τηλέφωνο, παρακαλώ;»

«Μπράις Πάλισερ», απάντησε εκείνος χωρίς να σκεφτεί.

«Λόρδε Πάλισερ! Ο άντρας μου εργάζεται στην εταιρεία σας!» Η φλύαρη γυναίκα ξαφνικά

ακούστηκε καχύποπτη. «Είστε πράγματι ο λόρδος Πάλισερ;»

«Ναι». Ο Μπράις είχε ενοχληθεί. «Μπορείτε να μου πείτε αν η κυρία Λόρενς θα μείνει εκεί απόψε;»

«Για την ακρίβεια, έχει έρθει από χτες το βράδυ. Θέλετε να πάω στο δωμάτιό της να τη φέρω;»

Ο Μπράις πήρε μια ανάσα μέσα απ’ τα δόντια του. Θα ήταν λάθος να την προειδοποιήσει ότι θα

πήγαινε εκεί. Αν η Έμμα ήξερε ότι εκείνος μπορούσε να τη βρει, ίσως πήγαινε σε κάποιο άλλο απ’

τα πολλά ξενοδοχεία του Λονδίνου. «Όχι, μην τη φέρετε», βιάστηκε ν’ απαντήσει. «Καλύτερα να

μην της πείτε καν ότι τηλεφώνησα. Θέλω να της κάνω... έκπληξη».
Η γυναίκα τού μίλησε χαμηλόφωνα. «Δε θα πω κουβέντα».

Ο Μπράις ευχόταν να κρατούσε την υπόσχεσή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Εκείνο το πρωί η Έμμα αποφάσισε να φύγει από το ξενοδοχείο Σάνινγκτον. Είχε καταφέρει ν’

αλλάξει το εισιτήριό της προκειμένου να φύγει μια μέρα νωρίτερα χωρίς να πληρώσει πρόστιμο και

είχε χαρεί γι’ αυτό. Το Λονδίνο είχε χάσει τη λάμψη του για εκείνη, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Έβρεχε συνέχεια από την ώρα που είχε φτάσει την προηγούμενη βραδιά και το δελτίο καιρού στην

εφημερίδα προέβλεπε ότι οι βροχές θα συνεχίζονταν όλη την εβδομάδα. Η Έμμα αυτό το εξέλαβε

ως οιωνό.

Μάζεψε τα πράγματά της και κατέβηκε στο χώρο υποδοχής. Ο νεαρός που δούλευε στη ρεσεψιόν

όταν η Έμμα είχε φτάσει, δεν ήταν πια εκεί. Η ευγενής ιδιοκτήτρια που ήταν στη θέση του

ξαφνιάστηκε πολύ όταν η Έμμα της είπε ότι θα έφευγε πιο νωρίς απ’ ό,τι είχε υπολογίσει.

«Φεύγετε τώρα δηλαδή;»

«Ναι, φεύγω», της απάντησε ευγενικά η Έμμα.

«Ελπίζω να μην είστε δυσαρεστημένη από το δοιμάτιο», της είπε η γυναίκα με έναν τόνο απορίας

στη φωνή της, ρίχνοντας μια κρυφή ματιά στο χώρο υποδοχής.

«Κάθε άλλο», είπε βιαστικά η Έμμα. «Το δωμάτιο ήταν θαυμάσιο. Ελπίζω να ξανάρθω σύντομα».

Ήταν ένα μικρό ψέμα, αλλά εντελώς αθώο.

Το πρόσωπο της γυναίκας πήρε μια ανήσυχη έκφραση κι εκείνη συνέχισε να κοιτάζει δεξιά κι

αριστερά. Η Έμμα σκέφτηκε ότι αγωνιούσε μήπως οι υπόλοιποι ένοικοι ή πιθανοί ένοικοι άκουγαν

και υποψιάζονταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το ξενοδοχείο. «Αν το δωμάτιο σάς φαίνεται

ακριβό, θα χαρώ να σας κάνω μία έκπτωση».

Η Έμμα χαμογέλασε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, αλλά ειλικρινά δεν είναι αυτό το πρόβλημα».

Ύψωσε λίγο τη φωνή της για να καθησυχάσει τη γυναίκα ότι όποιος άκουγε τη συζήτησή τους δε θα

σχημάτιζε κακή εντύπωση για τα δωμάτια του ξενοδοχείου. «Έχω ραντεβού με κάποιον», της είπε.

«Θα με πάει στο αεροδρόμιο για να γυρίσω σήμερα στην Αμερική».

Η ιδιοκτήτρια χαλάρωσε. «Θα συναντήσετε κάποιον;» Ανασήκωσε το φρύδι της. «Κάποιον κύριο

μήπως;»

Η Έμμα δίστασε. Η γυναίκα προφανώς ανησυχούσε που θα ταξίδευε μόνη της. Τι στο καλό; Αν ήταν

να την καθησυχάσει, θα της έλεγε μέχρι και ότι θα συναντούσε τον μυθικό Ηρακλή. «Ναι, θα τον

συναντήσω στη γωνία», τη διαβεβαίωσε, ελπίζοντας να μην της ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες.

«Και να πω την αλήθεια, καλύτερα να βιαστώ αν θέλω να είμαι στην ώρα μου».

«Πολύ καλά». Η ιδιοκτήτρια της έκλεισε το μάτι. «Να περάσετε καλά». Και μετά πρόσθεσε:

«Ξέρετε, πολλές γυναίκες θα ζήλευαν την τύχη σας».


Η Έμμα συνοφρυώθηκε απορημένη, αλλά αποφάσισε να μη ρωτήσει τι εννοούσε η γυναίκα, από

φόβο μήπως την καθυστερήσει. Όσο πιο σύντομα έφευγε από το Λονδίνο και τις αναμνήσεις που

είχε εκεί, τόσο πιο γρήγορα θα άρχιζε να νιώθει καλύτερα.

***

Ο Μπράις πήγε στο γκαράζ και έβγαλε το αυτοκίνητό του. Η ώρα ήταν έντεκα το πρωί. Το ρολόι

στο γραφείο του πήγαινε πίσω και νόμιζε ότι είχε πολύ περισσότερη ώρα για να πάει

στο ξενοδοχείο και να προλάβει την Έμμα ενώ εκείνη θα έτρωγε ακόμα το πρωινό της. Τώρα, αν

οδηγούσε σαν τρελός, ίσως να έφτανε στο ξενοδοχείο πριν εκείνη βγει έξω.

Σκεφτόταν τι θα της έλεγε μόλις την έβλεπε. Έπρεπε να βρει κάτι καλό να της πει. Δεν είχε κάνει

ποτέ στη ζωή του πρόταση γάμου και το θέμα ήταν ιδιαίτερα λεπτό, αφού την προηγούμενη μέρα

είχε απορρίψει την ιδέα της πρότασης στην Έμμα. Έπρεπε να προετοιμάσει μια ιδανική κατάσταση.

Ίσως έπρεπε

να της κάνει πρόταση γονατιστός. Το μόνο που ευχόταν ήταν να τον συγχωρήσει για όσα λάθη είχε

κάνει μέχρι τότε.

Το δαχτυλίδι αρραβώνων, ένα οικογενειακό κειμήλιο που ανήκε στην οικογένειά του για έξι γενιές, βάραινε την τσέπη του καθώς εκείνος
όδευε αβέβαιος προς το μέλλον του. Αλλά ο Μπράις ήξερε

ότι θα ένιωθε ακόμα μεγαλύτερο το βάρος αν η Έμμα αρνιόταν να γίνει σύζυγός του.

***

Το τρένο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στις μαύρες στοές του υπόγειου. Η Έμμα κάθισε σ’

ένα από τα άβολα καθίσματα και κοίταξε το ρολόι της. Έντεκα και πέντε το πρωί. Η πτήση της ήταν

προγραμματισμένη για τις τρεις και είκοσι πέντε. Ανυπομονούσε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και

αν ήταν δυνατόν, ν’ αφήσει τις ακτές της Αγγλίας πίσω της με ταχύτητα φωτός. Δυστυχώς, ούτε

αυτή η ταχύτητα δεν ήταν αρκετή για ν’ αφήσει τις αναμνήσεις της πίσω.

Σκέφτηκε ότι δεν ήθελε να πάει στο αεροδρόμιο τόσο νωρίς. Τα αεροδρόμια ήταν γεμάτα εραστές.

Εραστές που έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μετά από ένα διάστημα που ήταν χώρια, εραστές που έκλαιγαν σαν μωρά επειδή
έπρεπε να πουν αντίο. Η Έμμα δε θα το άντεχε αυτό εκείνη

τη μέρα.

Όμως θα της έκανε πολύ καλό να σταματήσει κάπου για να πιει έναν καφέ και ν’ αποχαιρετίσει το

Λονδίνο με το δικό της τρόπο. Ακόμα κι έτσι, προσπάθησε να συγκροτήσει τον εαυτό της από την

επόμενη κίνησή της.

Αλλά δεν μπορούσε. Ανίκανη ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να ξαναμπεί στο εστιατόριο στο οποίο

την είχε συνοδέψει ο Μπράις την πρώτη βραδιά που συναντήθηκαν, έπιασε τη βαλίτσα της και

κινήθηκε προς την πόρτα, περιμένοντας να σταματήσει το τρένο.

Είναι τρελό αυτό που πάω να κάνω, είπε στον εαυτό της. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να μην ήταν

και τόσο τρελό. Αν έμπαινε στο εστιατόριο, ίσως αυτή η κίνηση να ήταν για κείνη κάτι σαν
εξορκισμός, για να βγάλει τον Μπράις και την ανάμνησή του μια και καλή από το μυαλό της. Δεν

της

φαινόταν πιθανό, έπρεπε να ομολογήσει, αλλά εφόσον το ένστικτό της την οδηγούσε εκεί, αποφάσισε να το ακολουθήσει και να δει σε τι
είδους συναισθηματική περιπέτεια θα την ενέπλεκε.

Κάτι της έλεγε ότι αν δεν πήγαινε εκείνο το πρωί, θα το μετάνιωνε πάντα.

Η Έμμα έβλεπε μέσα από το βαγόνι τους μαύρους τοίχους να περνάνε από μπροστά της. Ένιωθε ένα

μούδιασμα στο κορμί και το νου της. Το κροτάλισμα του τρένου πάνω στις ράγες έμοιαζε με

μονότονη και βασανιστική επανάληψη μιας ενοχλητικής φράσης: «Το βάζεις στα πόδια. Το βάζεις

στα πόδια». Μπορεί και να ήταν αλήθεια αυτό, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί εναλλακτικές λύσεις.

Αν έμενε στην Αγγλία και ζούσε με τον Μπράις έχοντας μαζί του μια αόριστη σχέση, χωρίς καμιά

δέσμευση, θα πρόδιδε την ίδια της την ακεραιότητα. Μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τον Μπράις, αν

και πολύ δύσκολα θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει την απώλειά του, ιδιαίτερα στην αρχή. Με

κάποιον τρόπο, κάποτε θα κατάφερνε να το ξεπεράσει. Αλλά δεν μπορούσε να επιβιώσει έχοντας

χάσει τον αυτοσεβασμό της.

***

Ο Μπράις σταμάτησε έναν πλανόδιο ανθοπώλη δίπλα στο ξενοδοχείο και αγόρασε ένα μπουκέτο

γαρίφαλα για τηνΈμμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να μπορέσει να αντλήσει λίγο κουράγιο και

μπήκε στο ξενοδοχείο Σάνινγκτον.

Προχώρησε αμέσως προς τη ρεσεψιόν. «Είμαι ο Μπράις Πάλισερ», άρχισε να λέει. «Ηρθα για να...»

Μόλις άκουσε το όνομά του, η γυναίκα πίσω από τον πάγκο της υποδοχής ταράχτηκε. «Λόρδε

Πάλισερ! Θεέ μου! Τιμή μας να σας έχουμε εδώ!»

Ο Μπράις χαμογέλασε κάπως νευρικά. «Μίλησα με κάποιον νωρίτερα. Ήρθα να δω την Έμμα

Λόρενς. Μπορείτε να μου πείτε, σας παρακαλώ, σε ποιο δωμάτιο είναι;»

Το πρόσωπο της γυναίκας χλόμιασε. «ΤηνΈμμα Λόρενς, είπατε;»

«Ναι, τηνΈμμα Λόρενς», της απάντησε εκείνος ανυπόμονα.

«Μα η κυρία Λόρενς έφυγε. Σήμερα το πρωί. Νόμιζα ότι έφευγε για να συναντήσει εσάς».

Ο Μπράις ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι. «Έφυγε; Και πού πήγε;»

«Στο αεροδρόμιο». Η γυναίκα κοκκίνισε. «Είπε ότι έπρεπε να συναντήσει κάποιον που θα την

πήγαινε με το αυτοκίνητό του. Μετά το τηλεφώνημά σας, υπέθεσα ότι εννοούσε εσάς».

«Στο αεροδρόμιο!» αναφώνησε έκπληκτος ο Μπράις.

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά.

«Να πάρει ο διάολος», μουρμούρισε ο Μπράις, αγνοώντας για μια φορά στη ζωή του τους κανόνες

ευπρέπειας. Δεν ήταν δυνατόν. Κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Η Έμμα θα πετούσε για την Αμερική το

επόμενο απόγευμα. «Είστε σίγουρη;», ρώτησε τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του
αναστατωμένη.

«Απολύτως».

«Μήπως σας είπε τι ώρα ήταν η πτήση της;»

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι γύριζε στην

πατρίδα της».

«Διάολε!» Σήκωσε τα μάτια του και είδε τη γυναίκα να τον κοιτάει αποσβολωμένη. «Με

συγχωρείτε. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σας». Βγήκε από το χώρο υποδοχής με

μεγάλες δρασκελιές και πέταξε τα λουλούδια στο πεζοδρόμιο. Γιατί είχε αλλάξει την πτήση της η

Έμμα; Δεν μπορούσε να μείνει ούτε μια μέρα;

Ο Μπράις σκέφτηκε πως προφανώς θα πετούσε με την ίδια αεροπορική εταιρεία και προσπάθησε

να θυμηθεί ποια ήταν. Οι πτήσεις κάθε εταιρείας συνήθως γίνονταν την ίδια ώρα. Πήρε στο χέρι του

το κινητό τηλέφωνο και ζήτησε από τις πληροφορίες καταλόγου να του δώσουν το νούμερο. Μετά

το σχημάτισε στο καντράν του τηλεφώνου.

Η αναχώρηση ήταν προγραμματισμένη για τις τρεις και είκοσι πέντε. Κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό

του αυτοκινήτου. Ήταν έντεκα και είκοσι πέντε. Είχε λίγη ώρα. Με την αγωνία να του κατατρώει τα

σωθικά, ανάσανε δυνατά. Η Έμμα πρέπει να ήταν στο αεροδρόμιο. Πού αλλού θα πήγαινε; Θα έδινε

τις

βαλίτσες της και θα περίμενε στην πύλη τις ανακοινώσεις αναχωρήσεων.

Ο Μπράις δε θα έκανε πάνω από σαράντα πέντε λεπτά να φτάσει στο αεροδρόμιο με την κίνηση που

είχε εκείνη τη μέρα. Ίσως και λιγότερο. Θα τα κατάφερνε; Έπρεπε να τα καταφέρει πάση θυσία.

Μετά απ’ όλα αυτά που είχαν περάσει, δε θα την έχανε τώρα.

***

Η Έμμα πίστευε ότι θα τα έβγαζε πέρα. Πίστευε ειλικρινά ότι αν έβλεπε πάλι αυτό το εστιατόριο, θα

την έκανε να νιώσει καλύτερα. Αλλά αυτό δε συνέβη. Καθώς πλησίαζε στο εστιατόριο, το στήθος

της άρχισε να πονάει και τα μάτια της να καίνε. Ο ουρανός καθάριζε σιγά σιγά και ο κόσμος

καθόταν στα τραπεζάκια έξω από το εστιατόριο, όπου ο θόρυβος από τα πιάτα και τα υπόλοιπα

σκεύη έσπαγε τη μονοτονία των μουρ-μουρητών και των ήχων από τα διερχόμενα αυτοκίνητα.

Ήταν μια χαρούμενη βουή, αλλά εκείνο το πρωινό έκανε την Έμμα να νιώσει σαν παρείσακτη.

Ο κόμπος στο λαιμό της ήταν τόσο σφιχτός, που νόμιζε ότι θα πάθει ασφυξία. Τελικά η θλίψη της

τη νίκησε. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν.

Όταν πια τα δάκρυά της στέρεψαν, η Έμμα γύρισε στην καφετέρια, όπου θα έπαιρνε έναν καφέ και

κρουασάν και θα ξεκινούσε την υπόλοιπη ζωή της. Ό,τι κι αν συνέβαινε, είχε αποφασίσει ότι δε θα

σκεφτόταν ποτέ ξανά τον Μπράις Πάλι-σερ. Ήταν ένα επεισόδιο στη ζωή της που κάποια μέρα, όταν θα είχε περάσει καιρός κι εκείνη θα
είχε αποστασιοποιηθεί, θα την έκανε να χαμογελάει.
Οπωσδήποτε θα διασκέδαζε τα εγγόνια της, αν αποκτούσε ποτέ.

Η γιαγιά είχε κάποτε έναν φίλο δι' αλληλογραφίας, ο οποίος ήταν κόμης, αλλά εκείνη δεν το ήξερε.

Όταν γνωρίστηκαν, ο κόμης προσποιήθηκε ότι ήταν κάποιος άλλος, αλλά τελικά προδόθηκε.

Έδειξε στη γιαγιά το σπίτι των προγόνων του. Της έδειξε πίνακες του Ρέμινγκτον, πίνακες του

Ρενουάρ, ακόμα

και πίνακες του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Ο κόμης και η γιαγιά ήπιαν μαζί σαμπάνια Ντομ Περινιόν.

Και ο κόμης είπε στη γιαγιά ότι την αγαπούσε.

Μια φορά κι έναν καιρό, πάρα πολύ παλιά...

***

Το παρκάρισμα στο αεροδρόμιο αποδείχτηκε ένας εφιάλτης. Ο Μπράις έκανε σχεδόν μίση ώρα να

βρει θέση για να παρκάρει, ενώ δεν έπρεπε να του πάρει πάνω από δέκα λεπτά. Ευτυχώς ο χώρος

όπου άφησε το αυτοκίνητο δεν ήταν πολύ μακριά από την αίθουσα αναχωρήσεων. Έριξε τα κλειδιά

στην τσέπη του και έτρεξε μέσα.

Πήγε κατευθείαν στο σημείο ελέγχου της εταιρείας, απολύτως βέβαιος ότι θα έβρισκε εκεί την

Έμμα. Όταν δεν τη βρήκε, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του. Δεν είχε καταστρώσει

κάποιο εναλλακτικό σχέδιο.

Κοιτούσε κάθε πρόσωπο στο χώρο αναμονής, μετά στην ευρύτερη περιοχή και μετά στο σημείο

παράδοσης των αποσκευών και εκεί όπου περίμεναν οι αχθοφόροι. Κατέβαλε κάθε δυνατή

προσπάθεια, έψαξε ακόμα και στα καταστήματα και τα εστιατόρια. Η Έμμα δεν ήταν πουθενά.

Γύρισε στην υπάλληλο της αεροπορικής εταιρείας. «Έχει περάσει τον έλεγχο η δεσποινίς Έμμα

Λόρενς;» ρώτησε.

«Λυπάμαι, κύριε, αλλά δεν επιτρέπεται να δίνουμε τέτοιου είδους πληροφορίες», του απάντησε

εκείνη ευγενικά.

«Σας παρακαλώ», της είπε ο Μπράις, δοκιμάζοντας το χαμόγελο που η Καρολάιν του έλεγε πάντα

ότι θα καταγοήτευε τους πάντες αν το χρησιμοποιούσε καμιά φορά. «Πρέπει να βρω την Έμμα

Λόρενς πριν γυρίσει στην Αμερική, αλλιώς δύο ζωές θα καταστραφούν».

Η κοπέλα ανασήκωσε το φρύδι της δύσπιστα. «Βρείτε καμιά καλύτερη δικαιολογία». Μετά περίμενε

την αντίδρασή του.

Ο Μπράις πέρασε το χέρι μέσα απ’ τα μαλλιά του αποκαμω-μένος. «Η αλήθεια είναι ότι θέλώ να

της κάνω πρόταση γάμου, αλλά όταν πήγα στο ξενοδοχείο της, εκείνη είχε φύγει ήδη και

αυτό είναι το μόνο άλλο μέρος που σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τη βρω».

Η νεαρή γυναίκα προφανώς ήθελε να τον πιστέψει. «Μου λέτε την αλήθεια;»

Η ορμητικότητά του τον είχε εγκαταλείψει. «Ναι», της απάντησε απλά.

Εκείνη τον κοίταξε από πάνω έως κάτω για μερικά λεπτά και καθώς ο Μπράις ήταν έτοιμος να
γυρίσει για να φύγει, η κοπέλα είπε: «Πώς είπατε ότι είναι το όνομά της;»

Ο Μπράις γύρισε να την κοιτάξει. «Τη λένε Έμμα Λόρενς». Η υπάλληλος διέτρεξε με το βλέμμα της

τη λίστα στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή που βρισκόταν μπροστά της. «Πώς είπατε το

επίθετό της;»

«Λόρενς».

«Υπάρχει περίπτωση να ταξιδεύει με άλλο επίθετο; Του συζύγου της; Το πατρικό της;»

«Όχι, αυτό είναι το όνομά της». Ο Μπράις προσπάθησε να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην οθόνη.

«Μπορείτε να ξανακοιτάξετε;»

Κοίταξε το ρολόι του καθώς εκείνη έλεγχε πάλι τη λίστα επιβατών. Ήταν δωδεκάμισι. Το

αεροπλάνο αναχωρούσε σε τρεις ώρες. Αν η Έμμα είχε φτάσει στο αεροδρόμιο, δε θα χάζευε χωρίς

να έχει περάσει από τον έλεγχο.

Ανασηκώνοντας τους ώμους της, η υπάλληλος γύρισε στον Μπράις με το ίδιο κενό βλέμμα.

«Λυπάμαι. Δεν έχουμε κάποια επιβάτισσα μ’ αυτό το όνομα στη λίστα επιβατών».

Εντελώς αποκαρδιωμένος, ο Μπράις γύρισε και άρχισε ν’ απομακρύνεται.

Πού μπορούσε να ψάξει για την Έμμα τώρα; Η γυναίκα στο ξενοδοχείο ήταν σίγουρη ότι η Έμμα

είχε φύγει για το αεροδρόμιο, αλλά τώρα η υπάλληλος των αερογραμμών ήταν εξίσου σίγουρη ότι

δεν ήταν εκεί. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο: δεν ήταν ούτε στο ξενοδοχείο ούτε στο αεροδρόμιο.

Απογοητευμένος και σέρνοντας τα βήματά του, γύρισε στο αυτοκίνητό του και μπήκε μέσα. Δεν

είχε ιδέα πού έπρεπε να πάει ή τι να κάνει. Είχε φερθεί ανόητα ίσως του άξιζε αυτό

που έπαθε. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να ήταν μια απλή κακοτυχία.

Ο Μπράις έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Σαράντα λεπτά αργότερα, βρέθηκε στο

τετράγωνο του Χάμστεντ Χιθ όπου βρισκόταν το Λα Φοντέν ντυ Μαρ, το μέρος στο οποίο είχε πάει

με την Έμμα την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Μπορεί η πράξη του να είχε κάποιο στοιχείο

μαζοχισμού, αλλά το να σταθεί εκεί τον έκανε να νιώθει πιο κοντά της.

Πάρκαρετο αυτοκίνητο του κοντά στο μέρος που είχε παρκάρει και με τηνΈμμα εκείνο το βράδυ

και ακολούθησε την ίδια πορεία που έκαναν τότε μέχρι να φτάσει στο εστιατόριο. Η μέρα

ήταν σκοτεινή, αλλά ο ήλιος εμφανιζόταν δειλά πίσω απ' τα βαριά σύννεφα. Το εστιατόριο είχε

βγάλει έξω τραπεζάκια και πολλοί άνθρωποι κάθονταν εκεί, συζητώντας και γελώντας, δίχως

να έχουν την παραμικρή ιδέα πως λίγο νωρίτερα όλος ο κόσμος του Μπράις είχε βουτηχτεί στη

μελαγχολία.

Χωρίς να προσέχει γύρω του, ο Μπράις πλησίασε με αργό βήμα τα τραπεζάκια, κάθισε στο πρώτο

που βρέθηκε μπροστά του και ζήτησε από τη σερβιτόρα να του φέρει έναν καφέ.

***

Η σερβιτόρα ρώτησε τηνΈμμα αν ήθελε να της βάλει κι άλλο καφέ κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της
καταφατικά. Είχε ήδη πάρει αρκετή ποσότητα καφεΐνης και ίσως δεν έπρεπε να πιει άλλο καφέ, αλλά αυτό της έδινε τουλάχιστον την
ευκαιρία να απασχοληθεί με κάτι. Είχε στη διάθεσή της πάνω

από δυο ώρες μέχρι να μπει στο αεροπλάνο και δεν μπορούσε να κάθεται στο τραπεζάκι του

μπιστρό χωρίς να παραγγέλνει τίποτα.

Δεν ήξερε τι την είχε σπρώξει να γυρίσει στο μικρό μπιστρό μετά το χείμαρρο δακρύων που είχε

χύσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κάτι της έλεγε ότι ήταν καλύτερα. Αντί να το σκάσει από

τις σκέψεις της, έπρεπε να τις αντιμετωπίσει. Το εστιατόριο ήταν μια χαρά. Ίσως και καλύτερο από

άλλα, γιατί απλά είχε πάει εκεί με τον Μπράις πριν της αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με την

ταυτότητά του. Πριν γίνει προφανές ότι δεν είχαν κανένα μέλλον μαζί.

Καθόταν στο μπιστρό εδώ και μιάμιση ώρα, όμως και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε να έχει

καταφέρει να ξορκίσει τη θύμηση του Μπράις. Για την ακρίβεια, τώρα τον σκεφτόταν πιο πολύ παρά

ποτέ και της ήταν όλο και πιο δύσκολο να νιώθει οργισμένη μαζί του. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά

και φάνταζε ακόμα πιο σκληρός και αμείλικτος από τη βροχή. Η Έμμα δεν ήθελε να φύγει. Ένα

κομμάτι του εαυτού της ποτέ δεν ήθελε να φύγει απ’ αυτή την πανέμορφη χώρα.

Σήκωσε το αφράτο κρουασάν βουτύρου που ήταν μπροστά της στο τραπέζι. Η πρόταση που της είχε

κάνει ο Μπράις, να μείνει και να ζήσει μαζί του, της φαινόταν ακόμα απαράδεκτη* αυτό δε θ’

άλλαζε. Δε θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ευτυχισμένη κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Ωστόσο εκείνος

δεν είχε πρόθεση να την προσβάλει. Το είχε θεωρήσει μια βιώσιμη λύση προκει-μένου να είναι μαζί.

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που τον έκαναν να πιστεύει ότι ένας γάμος μαζί του θα την έκανε

δυστυχισμένη, πρέπει να ήταν πολύ επιτακτικοί, γιατί η αναχώρησή της ήταν εμφανές ότι του είχε

κοστίσει πολύ.

Η Έμμα ρούφηξε μια γουλιά ζεστού καφέ και το μαύρο υγρό έκαψε το λαιμό της. Είχε κάνει καλά

που έφυγε; Η αμφιβολία την έκανε ν’ αμφιταλαντεύεται. Ίσως και να μην ήταν τόσο άσχημα να

συζεί απλώς μαζί του. Τουλάχιστον έτσι θα μπορούσε να είναι κοντά του. Η Έμμα ήπιε άλλη μια

γουλιά και μετά ακούμπησε κάτω την κούπα αποφασιστικά. Όχι, δεν μπορούσε να μείνει. Θα ήταν

κακό για εκείνη και τελικά για τη σχέση τους. Καλύτερα να κρατούσε μέσα της αυτή την ιστορία

σαν μια τρυφερή ανάμνηση.

«Με συγχωρείτε», ακούστηκε μια φωνή πίσω της, σπάζοντας τη μονοτονία των συγκεχυμένων

συζητήσεων γύρω. Η Έμμα ίσιωσε το κορμί της. Η φωνή τής φάνηκε γνωστή. «Καφέ, σας παρακαλώ». Η σερβιτόρα έγνεψε στον άντρα που
είχε μιλήσει και η Έμμα τον άκουσε να λέει:

«Ευχαριστώ».

Πάγωσε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει. Ο Μπράις δε θα

μπορούσε να ήταν εκεί! Ηταν στο Γκέρνσεϊ και τακτοποιούσε τις υποχρεώσεις του. Τι δουλειά είχε

στο Χάμστεντ Χιθ;

Η σερβιτόρα ακούμπησε μια κούπα στο τραπεζάκι. «Ορίστε, κύριε. Θα θέλατε κάτι άλλο;»
Η Έμμα κατάφερε ν’ ακούσει την απάντηση μέσα από τη βουή. «Οχι, δε θέλω τίποτε άλλο. Σας

ευχαριστώ».

Αυτή τη φορά ήταν απολύτως σίγουρη.

Η Έμμα γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει. Τους χώριζαν πολλά τραπέζια και ο κόσμος, αλλά

ξαφνικά μια γυναίκα γέλασε και έγειρε λίγο στο πλάι Και τότε φάνηκε εκείνος! ο Μπράις Πάλι-σερ, λίγα μέτρα μακριά της. Τα βλέμματά
τους συναντήθηκαν. Η καρδιά της πήγε να σπάσει στο στήθος

της. Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς, φώναξε μια φωνή μέσα της. Φύγε όσο προλαβαίνεις. Μην του

μιλήσεις. Μην τον κοιτάξεις. Αλλά δεν μπορούσε να το κουνήσει από τη θέση της. Ήταν μια στιγμή

γεμάτη απίστευτη αμηχανία. Πώς ήταν δυνατόν η μοίρα να θέλησε να την ταπεινώσει τόσο, οδηγώντας τα βήματά του εδώ, τώρα, όταν
εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει ήσυχα απ’ αυτή

τη χώρα;

«Έμμα». Τα χείλη του σχημάτισαν τη λέξη, αλλά δεν ακούστηκε ήχος. Ο Μπράις σηκώθηκε και

κινήθηκε προς το μέρος της.

Η ανάσα της έβγαινε κοφτή. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» κατάφερε να τον ρωτήσει.

Χωρίς ν’ αποτραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, εκείνος σταμάτησε μπροστά της και άγγιξε το

μάγουλό της με την παλάμη του. «Πες μου ότι είσαι στ’ αλήθεια εσύ».

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» επανέλαβε εκείνη, πιο δυνατά αυτή τη φορά*. Το άγγιγμά του ήταν ζεστό και

απίστευτα ανακουφιστικό.

«Εσένα γύρευα». Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα από την έκπληξη. «Αφού μου είπαν στη

ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ότι είχες φύγει για το αεροδρόμιο, πέρασα όλο το πρωί

εκεί σταματώντας άγνωστες γυναίκες με καστανοκόκκινα μαλλιά».

«Γιατί;» Η Έμμα προσπάθησε ν’ ακουστεί ψυχρή, αλλά δεν τα κατάφερε.

«Δεν είναι φανερό;» Ο Μπράις πήρε τα δυο της χέρια μέσα στα δικά του. «Σε χρειάζομαι, Έμμα. Αν

φύγεις, θα ραγίσει η καρδιά μου». Την τράβηξε από την καρέκλα της και την κράτησε σφιχτά στην

αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ».

«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Μπράις. Αλλά αυτό δεν τα διορθώνει όλα». «Όλα είναι διαφορετικά τώρα», της

είπε εκείνος χαϊδεύοντας της τρυφερά την πλάτη.

«Είναι διαφορετικά;» τον ρώτησε απορημένη.

Ο Μπράις έκανε πίσω και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια

της. «Θέλω να μείνεις. Για πάντα».

«Σου είπα ότι δεν μπορώ να συμβιβαστώ».

«Δε σου ζητάω κάτι τέτοιο. Δε θέλω να συμβιβαστείς». Εκείνη ξεροκατάπιε. «Δε θα περιπλέξει αυτό

τα πράγματα;» «Αναμφίβολα».

«Και δε σε πειράζει;»

«Δε με πειράζει αν δεν πειράζει εσένα. Θα είναι μεγάλη η αλλαγή από τη ζωή που είχες συνηθίσει.
Τι λες, λοιπόν;»

Η Έμμα στένεψε τα μάτια της. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει το ίδιο ανόητο λάθος δεύτερη φορά.

«Τι ακριβώς μου ζητάς;»

Ο Μπράις χαμογέλασε και γονάτισε μπροστά της. Πήρε το χέρι της, το έφερε στα χείλη του και

μετά πέρασε στο δάχτυλό της το παλιό δαχτυλίδι της οικογένειας του κοιτώντας την ερωτηματικά.

«Σου ζητάω, Έμμα Λόρενς, να μου κάνεις την τιμή να γίνεις γυναίκα μου. Ξέρω ότι δεν είμαι

άξιος...»

«Ναι!» Η λέξη βγήκε από το στόμα της Έμμα προτού προλάβει να καταλάβει καλά καλά τι έλεγε.

Οι συζητήσεις διακόπηκαν γύρω τους. Ο Μπράις σηκώθηκε κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από

το λαιμό του. «Ναι», του είπε πάλι.

Ο Μπράις τη φίλησε μ’ ένα πάθος ασυγκράτητο. Η Έμμα άκουγε τις ψιθυριστές φωνές γύρω τους, αλλά δεν την ένοιαζε. Όλα ήταν καλά
τώρα. Εκεί που πριν από μερικά λεπτά ένιωθε οδύνη και

κενό, τώρα αισθανόταν ανακουφισμένη και γεμάτη με το πιο ζεστό συναίσθημα ευτυχίας.

Λίγο αργότερα εκείνος έκανε πίσω και την κοίταξε στα μάτια. «Είσαι σίγουρη; Γιατί όταν

παντρευτούμε, αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ».

Η Έμμα ένιωθε το πρόσωπό της να λάμπει. «Είμαι απολύτως σίγουρη. Εσύ;»

Τη φίλησε απαλά και στα δυο μάγουλα. «Ποτέ δεν ήμουν

τόσο σίγουρος για κάτι. Θέλω να σε παντρευτώ, Έμμα. Θέλω να ζήσω μαζί σου για πάντα. Θέλω να

κάνουμε δέκα παιδιά».

Η Έμμα ανασήκωσε το φρύδι της, χαμογελώντας ακόμα. «Δέκα παιδιά;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Δε θα βιαστούμε. Ένα ένα».

«Με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο», τον πείραξε εκείνη.

Ο Μπράις χαμογέλασε. «Το θέμα είναι ότι χωρίς εσένα η ζωή μου είναι κενή και άχαρη». Έγειρε το

κεφάλι του κοντά στο δικό της και τη φίλησε. Το φιλί του ήταν αργό και μεθυστικό. Όταν τράβηξε

τα χείλη του απ’ τα δικά της και την κοίταξε κατάματα, το βλέμμα του άστραφτε. Έπειτα γύρισε

προς τη σερβιτόρα, η οποία στεκόταν κοντά τους και τους παρακολουθούσε με μάτια γεμάτα

συγκίνηση. «Κερνάω όλο τον κόσμο», είπε με δυνατή φωνή, δείχνοντας με το χέρι του το πλήθος.

«Το γιορτάζουμε».

Η σερβιτόρα μπήκε βιαστικά στο μπιστρό, καθώς οι θαμώνες αναφωνούσαν μ’ ευχαρίστηση και

απορία για την προσφορά του Μπράις.

«Και ποιο είναι το ευχάριστο γεγονός;» ρώτησε εύθυμα μια φωνή.

Ο Μπράις τράβηξε τηνΈμμα κοντά του. «Παντρευόμαστε».

Γύρω τους ο κόσμος άρχισε να επευφημεί και το προσώπικό βγήκε με σαμπάνιες και πορτοκαλάδα

για όλους. Όταν όλοι είχαν πιει από κάτι, ένας ευτραφής άντρας με τσιγκελωτό μουστάκι άφησε
κάτω την εφημερίδα του, σηκώθηκε και ύψωσε το ποτήρι του για να κάνει μια πρόποση. «Στην

υγειά της νύφης και του γαμπρού λοιπόν».

Όλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους.

Ο Μπράις γύρισε στην Έμμα και τσούγκρισε το ποτήρι του απαλά με το δικό της χαμογελώντας.

«Αγαπημένη μουΈμμα», της είπε απαλά στο αυτί, για να τον ακούσει μόνο εκείνη. «Από την

τελευταία φορά που σου έγραψα, μου συνέβη κάτι συγκλονιστικό...»

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Έμμα στάθηκε στο πίσω μέρος της παμπάλαιης εκκλησίας του Γκέρνσεϊ και έριξε μια κλεφτή

ματιά στο μέλλοντα σύζυγό της που την περίμενε. Ήταν εκθαμβωτικά ωραίος, τόσο που

ένα κομμάτι του εαυτού της ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Μπράις παντρευόταν εκείνη! Τη

συνηθισμένη Έμμα Λόρενς από τα προάστια του Μέριλαντ. Και σαν να μην αρκούσε αυτό, με

το γάμο τους θα γινόταν κόμισσα του Πάλισερ. Την έπιαναν τα γέλια κάθε φορά που σκεφτόταν

αυτό τον τίτλο πριν το όνομά της. Θα γινόταν εκείνη κόμισσα! Πού να την έβλεπαν τώρα οι

συμμαθητές της από το δημοτικό σχολείο! Και βέβαια, πολλοί απ' αυτούς θα την έβλεπαν. Η Έμμα

κοίταξε τους γονείς της που φούσκωναν από περηφάνια καθώς περίμεναν για να τη συνοδέψουν

στο πλάι του μέλλοντα άντρα της. Είχαν αναγγείλει το γάμο σε όλες τις τοπικές εφημερίδες, από

την πιο ασήμαντη μέχρι την Ουάσιν-γκτον Ποστ. Ή κυρία και ο κύριος Έρνεστ Α. Λόρενς έχουν

τη χαρά ν’ ανακοινώσουν τον αρραβώνα της κόρης τους, Έμμα...’ Οι φίλες της μητέρας της είχαν

πρασινίσει από τη ζήλια τους, όπως η ίδια είχε περιγράφει στην Έμμα.

«Είσαι έτοιμη, γλυκιά μου;» τη ρώτησε ο πατέρας της, χαμογελώντας της με το ίδιο καμάρι που η

Έμμα έβλεπε κάποτε να καθρεφτίζεται στα μάτια του όταν του έφερνε τον έλεγχο από το σχολείο.

Το πρόσωπό του είχε γεράσει, τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει, αλλά στο βλέμμα του έλαμπε πάντα η

ίδια σπίθα για εκείνη. Της ζέσταινε την καρδιά.

«Δυο λεπτά μάς απομένουν», πρόσθεσε με απαλή φωνή η μητέρα της. Πήγε πίσω από τηνΈμμα, έβαλε τα χέρια της στους ώμους της και τη
γύρισε προς το μέρος της, κοιτάζοντάς τη με

μια πολύ σοβαρή έκφραση. «Πρέπει να σε ρωτήσω, Έμμα. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις

αυτό;»

Η Έμμα γέλασε. «Τι θα έκανες αν σου έλεγα όχι;»

«Θα ξεγλιστρούσαμε από την πίσω πόρτα και θα σε πήγαινα σπίτι», απάντησε η μητέρα της, ισιώνοντάς της την πλούσια ιβουάρ μεταξωτή
φούστα του νυφικού.

«Και δε θα χρειαστεί να ανεχτείς ποτέ ξανά τα μούτρα των θαμώνων της λέσχης του μπριτζ», πρόσθεσε ο πατέρας της μ’ ένα πλατύ
χαμόγελο.

Η Έμμα χτύπησε χαϊδευτικά την παλάμη της μητέρας της. «Μην ανησυχείς για μένα. Ποτέ δεν

ήμουν τόσο σίγουρη για κάτι στη ζωή μου». Πήρε μια βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας το γλυκό

άρωμα των λευκών τριαντάφυλλων που στόλιζαν το διάδρομο της εκκλησίας.


Η μητέρα της χαμογέλασε και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε κυλήσει στο μάγουλό της. «Ημουν

σίγουρη ότι αυτό θα έλεγες, αλλά εγώ έπρεπε να σε ρωτήσω».

Η Έμμα πήρε το χέρι της μητέρας της και το έσφιξε. «Είμαι πολύ τυχερή που σας έχω. Και τους

δυο».

Όταν το κουαρτέτο εγχόρδων άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες του γαμήλιου εμβατηρίου, η Έμμα

πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν ώρα να βρεθεί στο πλάι του Μπράις. Ο πατέρας της έτεινε το μπράτσο

του και η Έμμα πέρασε γύρω του το χέρι της, χαλαρώνοντας δίπλα του για λίγο πριν περπατήσει

μπροστά στους τρακόσιους καλεσμένους οι οποίοι περίμεναν να τη δουν για πρώτη φορά. Η μητέρα

της βρέθηκε στο άλλο πλευρό της και άρχισαν να κατευθύνονται προς τη μεριά του Μπράις.

Τα πρόσωπα που της χαμογελούσαν, καθώς εκείνη περνούσε, έμοιαζαν βγαλμένα από παλιά ταινία.

Άνθρωποι ντυμένοι με γιλέκα, μετάξι, βελγική δαντέλα. Η Έμμα δε θα εκπλησ-σόταν αν έβλεπε και

κάποια χρυσά ρολόγια τσέπης. Η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη. Και τα χαμόγελα ήταν ειλικρινή, όχι

συγκαταβατικά. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον Μπράις και δεν τους ενδιέφερε το

γεγονός ότι παντρευόταν κάποια που δεν ανήκε στην τάξη τους. Ο Μπράις ήταν ευτυχισμένος, και

αυτό ήταν που μετρούσε για εκείνους.

Καθώς η Έμμα πλησίαζε πια τον Μπράις, η Καρολάιν Φόρτε-σκιου την κοίταξε έντονα, της

χαμογέλασε πλατιά και σχημάτισε με τα δάχτυλά της το σήμα της νίκης. Η Έμμα δεν μπόρεσε

να συγκρατήσει το γέλιο της. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Ή τουλάχιστον η πιο

ευτυχισμένη μέρα της ζωής της μέχρι τότε. Όταν έκλεινε τα μάτια της για να ονειροπολήσει, έβλεπε πολλές χρυσές στιγμές στο μέλλον
της με τον Μπράις.

***

Πριν η Έμμα το καταλάβει καλά καλά, η τελετή είχε τελειώσει και εκείνη βρέθηκε πάλι να

περπατάει στο διάδρομο της εκκλησίας, αυτή τη φορά προς την έξοδο, κρατώντας το χέρι του άντρα

της. Χαμογελούσε τόσο πολύ και τόσο πλατιά, που νόμιζε ότι θα έκανε ζημιά σε κάποιον μυ του

προσώπου της. Ο Μπράις είχε την ίδια όψη μ’ εκείνη και η Έμμα δε θυμόταν να τον είχε δει ποτέ

τόσο χαλαρό.

«Ανυπομονώ να σε ξεμοναχιάσω στο σκάφος», της είπε. Θα έπαιρναν το γιοτ της οικογένειάς του

για μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο αμέσως μετά τη γαμήλια δεξίωση.

«Δε θα είμαστε μόνοι», του θύμισε η Έμμα. «Θα είναι εκεί ο καπετάνιος και το πλήρωμα...»

«Μόνοι θα είμαστε», της είπε μ’ ένα πειραχτικό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του, το οποίο

δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας σχετικά με τις προθέσεις του. «Λαίδη Πάλισερ, απόλαυσε το φως

της μέρας όσο προλαβαίνεις, γιατί δε σκοπεύω να σ’ αφήσω να βγεις από την καμπίνα για αρκετές

μέρες».

Γελώντας, εκείνη του έκανε νόημα να σωπάσει. «Θα μας ακούσει ο κόσμος».
«Ας μας ακούσει!» φώναξε ο Μπράις και πρόσθεσε σε αδιάφορο τόνο: «Δε με νοιάζει ποιος θα το

μάθει. Εγώ θα ξελογιάσω τη γυναίκα μου». Το χέρι του έσφιξε το δικό της. «Και θα την αγαπώ για

την υπόλοιπη ζωή μου».

Τα μάγουλα της Έμμα κοκκίνισαν από την ευτυχία. «Αυτό το εκλαμβάνω ως υπόσχεση».

Βγήκαν από την εκκλησία στο φως της μέρας και ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω τους, πετώντας

κανναβούρι αντί για

ρύζι, αφού η Έμμα είχε ακούσει ότι τα πουλιά που τσιμπολο-γούσαν το πεσμένο ρύζι πνίγονταν.

«Συγχαρητήρια!» φώναζε το πλήθος. «Να ζήσετε!»

Οι γονείς της Έμμα τους πλησίασαν και αγκάλιασαν και τους δυο με δάκρυα στα μάτια. «Να μου

προσέχεις το κοριτσάκι μου», είπε ο πατέρας της στον Μπράις, δίχως να νιώθει διόλου μειονεκτικά

απέναντι σ’ αυτόν το νεότερο άντρα με τους τίτλους και την υψηλή κοινωνική θέση.

Ο Μπράις έκλινε το κεφάλι του με σεβασμό. «Θα τη φροντίζω, κύριε».

Η μητέρα της Έμμα σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της μ' ένα τσαλακωμένο μαντίλι. «Είμαι

σίγουρη ότι θα την προσέχει», καθησύχασε στον άντρα της. «Φαίνεται από τον τρόπο που

κοιτάζονται».

Τα μάτια της Έμμα γέμισαν στη στιγμή με δάκρυα, «θα έρθετε να μας δείτε τα Χριστούγεννα;»

«Ήδη επέμεινα εγώ να έρθουν», είπε η Λίλιαν Πάλισερ πίσω από τον Έρνεστ Λόρενς. «Θα

γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα με τον παραδοσιακό τρόπο. ΗΈλεν κι εγώ έχουμε ήδη αρχίσει να το

οργανώνουμε».

«Ναι», είπε η Έλεν Λόρενς κλείνοντας το μάτι στην Έμμα. «Θα μείνουμε τρεις εβδομάδες».

Η Λίλιαν πήρε τα χέρια της Έμμα στα δικά της και τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Καλωσόρισες

στην οικογένειά μας, αγαπητή μου».

«Σας ευχαριστώ», είπε ήρεμα η Έμμα. «Θα βάλω τα δυνατά μου για να κάνω το γιο σας

ευτυχισμένο».

Η Λίλιαν και ο Μπράις αντάλλαξαν μια ματιά και μετά η ηλικιωμένη γυναίκα, με το βλέμμα της

καρφωμένο στο γιο της, είπε: «Πιστεύω ότι θα τον κάνεις ευτυχισμένο, αγαπητή μου. Το πιστεύω

πραγματικά».

Τότε, ένας κοκκινομάλλης άντρας που κάτι θύμιζε αμυδρά στην Έμμα, τους πλησίασε. «Λοιπόν, τα

κατάφερες, παλιόφιλε. Εγώ το ήξερα από την αρχή ότι θα τα κατάφερνες». Γύρισε προς την Έμμα

και της χαμογέλασε. «Έπρεπε ν’ ακούσεις με

πόση λατρεία μιλούσε για σένα πριν έρθεις. Μας είχε πάρει τ’ αυτιά».

«Αυτός», της είπε γελαστός ο Μπράις, «είναι ο Τζον Τέρνχιλ».

Γι' αυτό της είχε φανεί γνωστός. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω επιτέλους», του είπε. Έριξε μια

πονηρή ματιά στον άντρα της και συνέχισε: «Θαυμάζω πολύ τη δουλειά σου».
«Και δεν έχεις δει τα καλύτερα». Ο Τζον παραμέρισε και τους έδειξε μια άμαξα με άλογα που

περίμενε για να μεταφέρει τον Μπράις και την Έμμα στη γαμήλια δεξίωση. Στο πίσω μέρος ήταν

δεμένη μια αρμαθιά κονσερβοκούτια και στην πλάτη της άμαξας μια επιγραφή φτιαγμένη μάλλον

από σαντιγί έγραφε ‘Νιόπαντροι’.

Ο Τζον έπιασε το χέρι τηςΈμμα για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει στην άμαξα. «Λαίδη Πάλισερ», είπε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.

Ακολούθησε ο Μπράις και ο Τζον υποκλίθηκε πάλι αποκα-λώντας τον με ακόμα πιο θεατρικό

τρόπο ‘Λόρδο Πάλισερ’. Μετά ο ίδιος πήγε στη θέση του οδηγού και κάθισε.

«Μη μου πεις ότι θα οδηγήσεις εσύ», είπε ο Μπράις απορημένος.

«Μπορείς να σκεφτείς κανένα πιο κατάλληλο άτομο;» τον ρώτησε ο Τζον ανασηκώνοντας το ένα

του φρύδι.

Ο Μπράις έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους τηςΈμμα. «Μάλλον όχι», αποκρίθηκε μ’ ένα

γελάκι. «Μάλλον όχι».

«Αλλωστε, χάρη σ’ εμένα εσείς οι δυο...»

«Μην το παρατραβάς», τον διέκοψε ο Μπράις.

«Μπορεί να έχεις δίκιο». Μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων ο Τζον γύρισε για να κοιτάξει μπροστά του

και χτύπησε κάτω τα γκέμια. Τα άλογα ξεκίνησαν μ’ έναν αργό τροχασμό και ο Τζον δεν

ξαναγύρισε να κοιτάζει το νιόπαντρο ζευγάρι.

«Τον είδες αυτό τον άντρα;» ψιθύρισε ο Μπράις στο αυτί τηςΈμμα καθώς απομακρύνονταν από τον

κόσμο. Αναφερόταν σ’ έναν εύσωμο άντρα που κουνούσε το καπέλο του μέσα στο πλήθος.

«Ναι», του απάντησε εκείνη και αναρωτήθηκε τι σκάρωνε πάλι ο αγαπημένος της.

«Είναι εργολάβος», της είπε εκείνος. «Θα ξεκινήσει σήμερα την οικοδόμηση του εργαστηρίου σου

στο Σέλντεϊλ Χάουζ».

Η ανάσα τηςΈμμα κόπηκε. «Μπράις, αλήθεια το λες;»

Ο Μπράις χάιδεψε πειραχτικά τη μύτη της και τη φίλησε στο μάγουλο. «Και βέβαια μιλάω σοβαρά.

Σε ξέρω, Έμμα. Αν περάσεις πολύ καιρό μακριά από τη δουλειά σου, θα τρελαθείς. Του είπα να

προσλάβει όσους ανθρώπους είναι απαραίτητο για να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Θα πρέπει

να το έχουν ολοκληρώσει μέχρι να γυρίσουμε, σ' ένα μήνα περίπου».

Η Έμμα ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του, με το φόβο ότι η καρδιά της θα έσπαγε τόσο

δυνατά που χτυπούσε. «Είσαι ο πιο ευγενικός, υπέροχος, τρυφερός, αξιαγάπητος άντρας

στον κόσμο. Το ήξερες αυτό;»

«Εγώ δεν ξέρω αν είμαι όλα αυτά, αλλά ξέρω ότι εσύ βγάζεις τον καλύτερο εαυτό μου». Την

κοίταξε για λίγο μέσα στα μάτια και μετά αιχμαλώτισε το στόμα της μ’ ένα σύντομο

αλλά παθιασμένο φιλί. «Μ’ έχεις μεταμορφώσει στον άνθρωπο που πάντα ήθελα να είμαι».

Τα μάτια της Έμμα γέμισαν δάκρυα. «Αυτός ο άνθρωπος πάντα υπήρχε», είπε ρουφώντας τη μύτη
της.

«Ναι, αλλά χρειάστηκε να εμφανιστείς εσύ για ν’ αποκαλυφθεί», της απάντησε ο Μπράις και τη

φίλησε πάλι. Έστριψαν στη γωνία και πέρασαν από την πύλη του Σέλντεϊλ Χάουζ. «Και τώρα αυτός

ο άντρας είναι δικός σου για πάντα».

«Κι εγώ είμαι δική σου», του είπε εκείνη βλέποντας το σπίτι όπου θα γυρνούσαν και θα μεγάλωναν

τα παιδιά τους να φαίνεται όλο και πιο μικρό καθώς απομακρύνονταν. «Και θα ζήσουμε για πάντα

ευτυχισμένοι».

ΤΕΛΟΣ

Η ΤΖΕΪΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΙΣΤΑΝΑΣ

Μετάφραση: Βάκυ Τομπρου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εκείνος μπήκε στο γραφείο σιγοτραγουδώντας. Σιγοτραγου-δώντας!

Έπειτα από όλη την πίεση που είχε δεχτεί τους τελευταίους δύο μήνες, τις μελαγχολικές σιωπές και

τα ξενύχτια που είχε ρίξει δουλεύοντας; Η Τζέιν Μίλερ δε θα ξαφνιαζόταν περισσότερο αν έβλεπε

το αφεντικό της να μπαίνει στο γραφείο χορεύοντας αγκαλιά μ’ έναν ηλεκτρικό στύλο!

«Απόψε είναι η μεγάλη βραδιά, Τζέιν». Χαμογέλασε πλατιά. Της άρεσαν τα δόντια του. Ίσια, λευκά

δόντια, που γίνονταν ακόμα πιο γοητευτικά χάρη στο ανεπαίσθητα λοξό χαμόγελό του.

Το ραμμένο κατά παραγγελία ανθρακί κοστούμι του, που η Τζέιν είχε προσέξει εδώ και καιρό ότι

φώτιζε τα γκρίζα μάτια του κι έκανε τα λαμπερά σκούρα καστανά μαλλιά του να φαίνονται

κατάμαυρα, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία πως ήταν διακεκριμένος επιχειρηματίας. Ο Τέρενς

Μπρέκενριτζ ο Τρίτος. Λίγοι άνθρωποι ήταν τόσο αριστοκρατικοί για να έχουν τέτοιο όνομα, μα

στον Τρέι ταίριαζε γάντι.

Οι περισσότεροι υπάλληλοι στα γραφεία της Κατασκευαστικής Μπρέκενριτζ έλεγαν πως θα έπρεπε

να γίνει αστέρας του κινηματογράφου. Η Τζέιν συμφωνούσε πως ήταν τόσο όμορφος και

χαρισματικός, που θα αποκτούσε εκατομμύρια θαυμαστές, αλλά γνώριζε επίσης ότι η δόξα δεν τον

ενδιέφερε καθόλου. Τα χρήματα ναι, η δόξα όχι. Ήταν πολύ εσωστρεφής. Κι αυτό ήταν ένα από τα

χαρακτηριστικά του που την είχαν γοητεύσει περισσότερο στα πέντε χρόνια που εργαζόταν

κοντά του ως βοηθός διευθυντή.

«Απόψε είναι η μεγάλη βραδιά», ξαναείπε εκείνος και αφού

τη σήκωσε από την καρέκλα της, τη στροβίλισε γύρω του όπως θα χόρευε ο Φρεντ Αστέρ με

παρτενέρ έναν ξύλινο καλόγερο.

«Έ... έχω ένα σημαντικό μήνυμα για σένα», είπε ψυχρά η Τζέιν καθώς έφτιαχνε τα γυαλιά της και

προσπαθούσε να ανακτήσει την ισορροπία της. Η αλήθεια όμως ήταν ότι τα γόνατά της έτρεμαν

μάλλον επειδή βρισκόταν τόσο κοντά της παρά επειδή τη στροβίλιζε γύρω γύρω.
«Ένα μήνυμα». Την τράβηξε κοντά του λες και επρόκειτο να χορέψουν ταγκό. Μυρίζει υπέροχα, σκέφτηκε εκείνη, ανοιξιάτικη δροσιά αλλά
μ’ ένα ανεπαίσθητο ίχνος φθινοπωρινής ζέστης -και η

ζεστασιά του κορμιού του την αναστάτωσε τόσο πολύ, που ζαλίστηκε. «Τι μήνυμα;» τη ρώτησε με

δραματικό ύφος. Αστειευόταν, αλλά τα χείλη του ήταν τόσο κοντά στο αυτί της, που στο άκουσμα

της χαμηλής φωνής του ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της.

Χωρίς την παραμικρή χάρη, τραβήχτηκε μακριά του, γιατί φοβήθηκε πως αν δεν απομακρυνόταν

αμέσως, μπορεί να προσπαθούσε να τον πλησιάσει περισσότερο και να γελοιο-ποιόταν. «Ένα, αν

έρχεται από την ξηρά, δύο αν έρχεται από τη θάλασσα», του είπε με χαμόγελο, μα ο τόνος της

ήταν νευρικός. Έστρωσε προς τα πίσω μερικές τούφες από τα μακριά κοκκινοκάστανα μαλλιά της

που είχαν ξεφύγει από τη χοντρή πλεξούδα που έπεφτε στην πλάτη της.

Εκείνος πλατάγισε τη γλώσσα του. «Αλήθεια, Τζέιν, θα πρέπει να μου μεταφέρεις πιο γρήγορα τα

μηνύματά μου. Αυτό που θες να μου πεις είναι ήδη παρελθόν». Χαμογέλασε ξανά και έγνεψε προς

το γραφείο του. «Έλα μέσα να σε κεράσω καφέ».

Η Τζέιν πήρε από το γραφείο της ένα μπλοκ στενογραφίας κι ένα στυλό. «Αρκεί να τον φέρω η ίδια

μαζί μ’ ένα φλιτζάνι και για σένα, σωστά;»

«Δεν περιλαμβάνεται κι αυτό στα καθήκοντα μιας γραμματέως;»

«Βοηθός διευθυντή».

Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Θηλυκός Παρασκευής;»

«Βοηθός διευθυντή», του είπε ξανά, μα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό της.

«Α!» της έγνεψε καταφατικά. «Αφού είναι έτσι, να σου φέρω ένα φλιτζάνι καφέ;» Διέσχισε το

δωμάτιο και πλησίασε την καφετιέρα. «Πώς τον πίνεις; Μόνο με κρέμα γάλακτος;»

Εκείνη κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Ήξερε πώς έπινε τον καφέ της. Ήταν ασήμαντο, μα παραλίγο να

πετάξει από τη χαρά της. Αμέσως έπνιξε αυτό το συναίσθημα και σκέφτηκε τι έπρεπε να του πει.

Έριξε μια ματιά στο γραφείο της, στο μπλοκ μηνυμάτων με τον τίτλο Όσο έλειπες... Βαθιά μέσα της

φοβόταν. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε ακούγοντας το μήνυμα.

Όσο καλά κι αν τον γνώριζε, όσο κι αν μπορούσε να προβλέπει τις αντιδράσεις του στη δουλειά, δεν είχε καταφέρει ποτέ να βγάλει
συμπεράσματα για τα συναισθήματά του ή την προσωπική του

ζωή. Κι ένας Θεός ήξερε πόσο είχε προσπαθήσει.

Είχε αρχίσει πάλι να σιγοτραγουδάει. Δεν ήθελε να τον διακόψει, μα δεν είχαν χρόνο για χάσιμο.

«Τρέι, σοβαρολογώ, έχω ένα μήνυμα για σένα». Ξεροκατάπιε. «Από τη Βικτόρια».

Εκείνος σταμάτησε και κοκάλωσε. «Μη μου πεις ότι το ακύρωσε», της είπε χωρίς να γυρίσει, με

τόνο που υποδήλωνε πως κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη συμφορά.

Η Τζέιν έπνιξε την απογοήτευση που ένιωσε βλέποντας πόσο τον ένοιαζε. Από τη νευρικότητά της

είχε ιδρώσει το πρόσωπό της και τα γυαλιά της γλίστρησαν στη μύτη της, μα τα έσπρωξε βιαστικά

στη θέση τους.


Εκείνος γύρισε προς το μέρος της. Η Τζέιν ήταν σίγουρη πως παρουσίαζε φριχτό θέαμα σε

σύγκριση με την εικόνα της Βικτόρια που προφανώς είχε εκείνος στο μυαλό του. «Ακου, Τρέι, γιατί

δεν πάμε στο γραφείο σου να σου εξηγήσω;»

«Πες μου ότι δεν ακύρωσε το αποψινό μας ραντεβού», επανέλαβε εκείνος και το όμορφο πρόσωπό

του χλόμιασε στη στιγμή, σαν να ήταν ήρωας κινουμένων σχεδίων.

Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έπρεπε να του πει τέτοιο πράγμα.

Αναστέναξε. Πέντε χρόνια. Εδώ και πέντε χρόνια, σχεδόν έξι, αυτό που ήθελε όσο τίποτε άλλο η

Τζέιν ήταν μια ρομαντική σχέση με τον Τρέι. Και όχι μόνο δεν είχε πλησιάσει ούτε ελάχιστα στην

επιθυμία της, αλλά τώρα έπρεπε να τα χαλάσει μαζί του για λογαριασμό κάποιας άλλης! «Δυστυχώς

είναι πολύ χειρότερο». Πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. Αντε, είπε στον εαυτό της. Τελείωνε.

«Πα... παντρεύεται».

Ο Τρέι την κοίταξε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

«Με κάποιον άλλο», πρόσθεσε η Τζέιν, αν και ήταν περιττό. «Τι, απόψε;» είπε τελικά ο Τρέι. Ο

τόνος του φανέρωνε φοβερή δυσπιστία. «Παντρεύεται απόψε;»

«Ναι». Η Τζέιν πήρε μια ανάσα για να συνέλθει. Ο Τρέι και η Βικτόρια έβγαιναν μαζί επί έξι μήνες, μια βδομάδα και τρεις μέρες ακριβώς.
Αποκλείεται να μην είχε ιδέα ότι υπήρχε κάποιος άλλος στη

ζωή της Βικτόρια.

«Μου είπε να σου πω ότι κάποιος Μπιλ τη ζήτησε τελικά σε γάμο και δεν ήθελε να το ρισκάρει. Αν

τον άφηνε να περιμένει, μπορεί και να άλλαζε γνώμη».

Εκείνος ανακάτεψε νευρικά τα μαλλιά του. «Τον περίμενε τρία χρόνια... δεν μπορούσε να περιμένει

άλλο ένα βράδυ;» «Ηξερες γι’ αυτόν;»

«Φυσικά. Ο Μπιλ Λίντον από τις Τεχνολογικές Εφαρμογές Κόσμποτ. Πάμπλουτος και πανίσχυρος».

Γέλασε ειρωνικά. «Η Βικτόρια θα ταιριάξει πολύ καλά στους κοσμικούς κύκλους». Το πρόσωπό

του σκοτείνιασε. «Γι' αυτό ακριβώς την ήθελα απόψε».

Η καρδιά της Τζέιν, από κει που χτυπούσε ξέφρενα, παραλίγο να σταματήσει. «Τι εννοείς; Δε σε

πειράζει που παντρεύεται, παρά μόνο ότι το κάνει απόψε;»Ένα βάρος έφυγε από την καρδιά της.

Στη σκέψη ότι εκείνος δεν αγαπούσε τη Βικτόρια, οι ελπίδες της φούντωσαν, αν και ήξερε ότι

φερόταν ανόητα, σαν έφηβη που ελπίζει ότι θα την κοιτάξει ένας ροκ σταρ. Παρ’ όλα αυτά ήλπιζε.

«Γιατί να με πειράξει το ότι παντρεύεται;»

Η Τζέιν έσμιξε τα φρύδια της. «Επειδή είναι... εσείς οι δυο δεν είστε...» Πήρε βαθιά ανάσα. «Νόμιζα

πως είχατε σχέση».

Για μια στιγμή το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Σχέση;»Έβαλε τα γέλια. «Δε νομίζω ότι κανείς από

τους δυο μας έχει καιρό για τέτοια πράγματα». Δίστασε. «Εγώ τουλάχιστον».

«Δηλαδή δεν έχετε δεσμό;» Οι λέξεις βγήκαν ορμητικά από το στόμα της. Αμέσως όμως το
μετάνιωσε που εκδηλώθηκε τόσο ανοιχτά.

Εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Όχι. Είναι ηθοποιός και προσπαθεί να γίνει γνωστή στους ίδιους

κύκλους ανθρώπων με τους οποίους πρέπει να συναναστρέφομαι εγώ πότε πότε. Απλώς βγαίναμε

καμιά φορά μαζί όταν η περίσταση απαιτούσε να έχω συνοδό. Μας εξυπηρετούσε και τους δύο, αν

και μέχρι τώρα εκείνη επωφελήθηκε περισσότερο από εμένα».

Η Τζέιν δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν αδέσμευτος! Ο σφυγμός της

εκτινάχτηκε στα ύψη. Δεν υπήρχε καμιά γυναίκα στη ζωή του. «Δεν το βρίσκεις ρομαντικό που

παντρεύεται;»

Ο Τρέι ξεφύσηξε ειρωνικά. «Για κείνη ίσως είναι, εμένα δε με βολεύει καθόλου».

«Δεν καταλαβαίνω».

«Σχέδιαζα να πάμε απόψε σε ένα εστιατόριο. Υπολόγιζα σ’ αυτό. Τι θα κάνω τώρα;» Προχώρησε

προς το γραφείο του σαστισμένος.

Η Τζέιν τον ακολούθησε από κάποια απόσταση. Μπορεί να τον ήξερε καλά, αλλά τη σημερινή του

αντίδραση δεν την καταλάβαινε καθόλου. «Δε γίνεται να πας με κάποια άλλη;»

Εκείνος γύρισε και την κοίταξε με μια έκφραση απελπισίας που η Τζέιν δεν είχε ξαναντικρίσει στο

πρόσωπό του. «Πού να βρω τελευταία στιγμή κάποια που θα είναι διατεθειμένη να πει ότι θα με

παντρευτεί;» Προχώρησε ως το γραφείο του και σιοριάστηκε σε μια πολυθρόνα από μαόνι με

δερμάτινο κάλυμμα. Έμοιαζε τόσο πολύ με απογοητευμένο παιδί, που η Τζέιν ένιωσε την

παρόρμηση να τον αγκαλιάσει.

«Ότι θα σε παντρευτεί;» του είπε με κομμένη την ανάσα. Κάθισε απέναντι του και προσπάθησε να

κρύψει την απόγνωση

-πόσο μάλλον τη σύγχυση- που ένιωθε μέσα της. «Δεν καταλαβαίνω. Σκόπευες να παντρευτείς τη

Βικτόρια;»

Εκείνος την κοίταξε ανέκφραστα. «Δε θα την παντρευόμουν στ’ αλήθεια».

«Μα μόλις είπες...»

«Όχι βέβαια, απλώς έτσι θα λέγαμε». Κούνησε το γυάλινο κύβο που είχε στο γραφείο του και που

έγραφε Ωκεανός σε κουτί και κοίταξε τα κύματα που σηκώθηκαν δεξιά κι αριστερά. «Απλώς είχα

ανάγκη να δημιουργήσω αυτή την πλάνη. Μόνο γι' απόψε».

Η Τζέιν πίεσε τη μύτη της για να αποτρέψει τον πονοκέφαλο που ένιωθε να πλησιάζει με

ταχύτατους ρυθμούς. «Γιατί;»

«Ο πατέρας μου έχει έρθει στην πόλη για λίγες μέρες και μάλλον θα μου μεταβιβάσει τις μετοχές

που έχει στην εταιρεία αν πιστέψει ότι θα νοικοκυρευτώ και πως θα αποκτήσω οικογένεια. Όταν το

κάνει», άπλωσε τα χέρια του, «θα ελέγχω επιτέλους αυτή την εταιρεία».

«Έτσι θα έπρεπε», συμφώνησε η Τζέιν. Ο Τρέι είχε αναλάβει την Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ
όταν έπαιρνε μικρές εργολαβίες και χάρη σ’ αυτόν ήταν τώρα η πιο μεγάλη κατασκευαστική

εταιρεία του Ντάλας. Ίσως και ολόκληρου του Τέξας. «Είναι πράγματι τόσο επείγον να πάρεις στα

χέρια σου τον έλεγχο της εταιρείας; Στο κάτω κάτω μόνο στα χαρτιά δεν είναι δική σου».

«Εκεί είναι το θέμα. Ότι δεν είναι μόνο στα χαρτιά. Αν ο πατέρας μου εξακολουθήσει να

καταψηφίζει τις δουλειές που δεν εγκρίνει ο ίδιος, ξέρεις τι θα γίνουμε;»

«Όχι, τι;»

«Οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές παιχνιδιών για τις παιδικές χαρές του Ντάλας. Κι αυτό μέχρι να

χρεοκοπήσουμε. Πράγμα που δε θ’ αργήσει να συμβεί».

«Μα έχουμε το συμβόλαιο με την Ντάβενπορτ. Αξίζει εκατομμύρια».

«Ακριβώς». Ο Τρέι τέντωσε το δάχτυλό του. «Αν ο πατέρας μου πάρει είδηση αυτό το συμβόλαιο, θα το απορρίψει στο άψε σβήσε».

«Δεν το έχει μάθει;»

Ο Τρέι γέλασε ειρωνικά. «Ούτε πρέπει. Αυτός που ξεκίνησε την αλυσίδα ξενοδοχείων Ντάβενπορτ

ήταν θερμός υποστη-ρικτής ενός υποψήφιου πολιτικού που ο πατέρας μου απεχθα-νόταν».

«Έχει σημασία;»

«Δε θα έπρεπε. Όμως ο πατέρας μου και ο Γκάτερσον κόντεψαν δύο φορές, απ’ ό,τι θυμάμαι, να

πιαστούν στα χέρια για την πολιτική. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια ο πατέρας μου δε θέλει να έχει

καμία σχέση μ’ αυτή την επιχείρηση, παρ’ όλο που ο Γκάτερσον έχει πεθάνει εδώ και καιρό».

«Κατάλαβα».

«Όπως βλέπεις, περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί. Ο πατέρας μου ήρθε για τρεις μέρες και σ’ αυτό το

διάστημα δεν πρέπει να μάθει για το συμβόλαιο με την Ντάβενπορτ και ταυτόχρονα πρέπει να μου

μεταβιβάσει τον έλεγχο της εταιρείας».

Η Τζέιν έγνεφε καταφατικά. «Όμως δεν πολυκαταλαβαίνω τι σχέση έχει το να είσαι οικογενειάρχης

με το να διευθύνεις την εταιρεία».

Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η έκφρασή του μαλάκωσε όταν την κοίταξε. «Ούτε εγώ, αλλά αυτοί είναι

οι όροι του. Πάντα είχε την ιδιοτροπία να θέλει να νοικοκυρευτώ και όπως λέει, να ξεκαθαρίσω τις

προτεραιότητές μου προτού αναλάβω ολόκληρη την εταιρεία».

Της Τζέιν δεν της φάνηκε ιδιοτροπία, αλλά σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να μην το πει.

«Έτσι τον έκανα να πιστέψει πως είχα σοβαρό δεσμό και ότι βάδιζα κατευθείαν για την εκκλησία».

Αφηρημένα άγγιξε το δάχτυλο του αριστερού του χεριού στο σημείο που φοριέται η βέρα.

«Α, μάλιστα». Η Τζέιν είχε αρχίσει επιτέλους να καταλαβαίνει. Η Βικτόρια ήταν ηθοποιός. Δεν ήταν

στ’ αλήθεια η κοπέλα του Τρέι, αλλά είχαν συμφωνήσει να παίζει αυτόν το ρόλο. Αν και παράξενο, δεν ήταν παράλογο. Έτσι εξηγιόταν
γιατί ο Τρέι ζητούσε τόσο συχνά από την Τζέιν να βρίσκει

τελευταία στιγμή τη Βικτόρια στο τηλέφωνο όποτε προέκυπτε κάποια κοινωνική

εκδήλωση. Κι έτσι εξηγιόταν ακόμη γιατί την έβαζε να στέλνει αυτοκίνητο για να πάρει τη Βικτόρια
και να την πηγαίνει όπου επρόκειτο να πάνε, αντί να πηγαίνει να την πάρει ο ίδιος.

Ήταν φοβερή ειρωνεία το ότι ο Τρέι είχε ζητήσει από κάποια άλλη να παίζει το ρόλο της φιλενάδας

του, ενώ η Τζέιν ήθελε τόσο απεγνωσμένα να τον παίξει η ίδια. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το

καταλάβει εκείνος. Κι εκείνη φυσικά δεν μπορούσε να του το δείξει.

«Μη με κοιτάζεις έτσι».

«Πώς;» τον ρώτησε και ενστικτωδώς σήκωσε το χέρι της να κρύψει το πρόσωπό της.

«Λες και είμαι ο ίδιος ο διάβολος».

«Δε σε κοιτούσα έτσι».

«Ξέρεις κάτι, ενδιαφέρομαι ειλικρινά για τα συμφέροντα της εταιρείας». Ανασήκωσε τους ώμους

του. «Ήταν ένα άκακο ψέμα, καλό για τον πατέρα μου, καλό για μένα και καλό για την εταιρεία».

«Δηλαδή κερδίζουν όλοι;»

«Ακριβώς. Συνειδητοποιείς, βέβαια, ότι αν συνεχίσουμε κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς ενιαία

διεύθυνση, θαχρειαστεί να κάνουμε περικοπές. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα χάσουν τις

δουλειές τους. Αν είχα τον έλεγχο, θα μπορούσα να το αποτρέψω».

«Δε γίνεται να αγοράσεις απλώς κι άλλες μετοχές;»

Ο Τρέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να πάρω περισσότερες

μετοχές, μα οι άλλοι επενδυτές μας, τουλάχιστον αυτοί που γνωρίζω, δεν υποχωρούν».

Η Τζέιν άρχισε να υπολογίζει την αξία των δικών της μετοχών, μα σταμάτησε. Δεν πλησίαζαν καν

τον αριθμό των μετοχών που του χρειάζονταν. Έκανε οικονομίες για τον καιρό που θα έπαιρνε

σύνταξη, έτσι η συμμετοχή της βασιζόταν στο σαραντάχρονο πρόγραμμα αποταμίευσης και όχι σε

μετοχές της διοίκησης. «Αν όμως ο πατέρας σου είναι πρόθυμος να σου μεταβιβάσει τις μετοχές

του...»

«Εκεί είναι το θέμα. Αν είναι πρόθυμος. Τώρα όμως...» Έκανε μια χειρονομία που φανέρωνε την

απόγνωσή του. «Αν

δεν εμφανιστεί η Βικτόρια, ο πατέρας μου θα γυρίσει στην Ευρώπη και θα με αφήσει εδώ με το

μηδαμινό μου δεκαοχτώ τοις εκατό. Εννοώ πως αυτό θα γίνει αν του πω ότι ενώ είχα σοβαρό

δεσμό, έχασα το κορίτσι μου. Αυτό θα είναι χειρότερο από το να μην του είχα πει ποτέ ότι είχα

σοβαρή σχέση».

«Κατάλαβα».

«Αν και δεν είναι απαραίτητο να ’ναι η Βικτόρια...» Χτύπησε νευρικά τα δάχτυλά του στο γραφείο.

«Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε».

Η Τζέιν ένιωσε ξαφνικά ότι το στόμα της στέγνωσε. «Ο πατέρας σου δεν ξέρει ποια είναι η

Βικτόρια;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Στην πραγματικότητα, όχι. Ποτέ δεν ανέφερα το όνομά της.
Ο πατέρας μου μένει στην Τοσκάνη...»

«Στη Νότια Γαλλία», τον διόρθωσε μηχανικά η Τζέιν, ενώ σκεφτόταν ακόμη ότι η Βικτόρια ήταν

τελικά εκτός ανταγωνισμού.

«Πού;»

Έστρεψε την προσοχή της στη συζήτηση.

«Μένει στη Νότια Γαλλία, όχι στην Τοσκάνη». Είχε ακούσει να λέγεται ότι ο πρεσβύτερος Τέρενς

Μπρέκενριτζ είχε εγκαταλείψει ξαφνικά την επιχείρηση που ίδρυσε για μια πιο ήσυχη ζωή στην

Προβηγκία. Η Τζέιν φανταζόταν ότι κάποτε θα είχε κι εκείνη αυτού του είδους την τόλμη, γι' αυτό ο

προορισμός του της είχε εντυπωθεί στο μυαλό.

«Στη Νότια Γαλλία, σωστά». Ο Τρέι εντυπωσιάστηκε. «Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, η σύνδεση

ήταν κακή, έτσι του είπα μονάχα ότι θα το συζητούσαμε όταν θα ερχόταν». Η αισιοδοξία φώτισε τα

μάτια του. «Και τώρα που έφτασε, χρειάζομαι μια κοπέλα. Γρήγορα».

Η Τζέιν ένιωσε την απειλή κάποιας καταστροφής σ’ αυτό το σχέδιο. «Δε γίνεται να του πεις απλώς

την αλήθεια;»

«Αποκλείεται». Γέλασε θλιμμένα και έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας του. «Είναι αρκετά άκακο

και... πάλι με κοιτάζεις με τον ίδιο τρόπο. Τι τρέχει;»

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε με αφορά».

«Αλλά;»

Ανασήκωσε τους ώμους της. Πώς μπορούσε να του πει όλα αυτά που τριγύριζαν στο μυαλό της γι’

αυτόν, για το γάμο και τον έρωτα; «Απλώς εγώ αντιμετωπίζω σοβαρά την ιδέα του

γάμου».

«Κι εγώ. Γι' αυτό δε θέλω να έχω καμία σχέση με γάμους». Έσκυψε προς το μέρος της. «Η θεωρία

μου είναι ότι τίποτα δε σκοτώνει κάθε ελπίδα για μελλοντική ευτυχία όσο το να παντρευτείς».

Η καρδιά της σφίχτηκε. «Πολύ καταθλιπτική σκέψη».

«Το ξέρω, αλλά είναι αλήθεια. Δεν γνωρίζω ούτε μία μακροχρόνια σχέση που να έφερε ευτυχία».

Σώπασε. «Εσύ;»

«Πολλές», του απάντησε βιαστικά. Αμέσως αναρωτήθηκε. Θα μπορούσε να πει τους γονείς της; Ο

πατέρας της είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν έντεκα, αλλά μέχρι τότε οι γονείς της έδειχναν

ευτυχισμένοι μαζί. Η μητέρα της είχε σίγουρα δυστυχήσει όταν έχασε το σύντροφό της.

«Πες μου μία».

«Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές, αλλά καμία που να την ξέρεις».

«Χμμ». Προφανώς δεν την πίστευε.

«Εσύ δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε μία;»

«Καμία».
«Οι γονείς σου;» Μεγάλο λάθος αυτή η ερώτηση, συνειδητοποίησε αμέσως.

Η έκφραση του Τρέι πάγωσε. Στα χείλη του παιχνίδιζε ακόμη ένα ίχνος χαμόγελου, αλλά η ευθυμία

είχε εγκαταλείψει το βλέμμα του. «Κατά τη γνώμη μου, ο γάμος είναι ένας θεσμός που δε

λειτουργεί».

Πολύ άσχημο θέμα συζήτησης. Το σημείωσε νοερά στο μυαλό της. «Εντάξει, ο πατέρας σου ξέρει

ότι έχεις αυτή την άποψη για το γάμο;»

Ο Τρέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Δυστυχώς πρέπει να παίξω το παιχνίδι του αν θέλω

να κερδίσω».

«Και όλα αυτά για να πάρεις την εταιρεία;»

Τα μάτια του πήραν ψυχρή έκφραση. «Έχω δουλέψει πολύ

σκληρά για να αναπτυχθεί η επιχείρηση και αν το δεις αντικειμενικά, ο γέρος δεν παίζει τίμια που

μου ζητάει για αντάλλαγμα μία υπόσχεση γάμου».

«Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι ο γάμος είναι τόσο φριχτός;» Μάζεψε το κουράγιο της. «Ή μήπως

πιστεύεις ότι απλώς δεν έχεις βρει ακόμη τη σωστή κοπέλα;»

Εκείνος την κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Να σου το θέσω αλλιώς. η σχέση μου μαζί σου είναι η πιο

μακροχρόνια σχέση που είχα ποτέ με γυναίκα». Χαμογέλασε αχνά. «Και δε νομίζω ότι αυτό θα

αλλάξει. Αν όμως δημιουργήσω την εντύπωση ότι έχω δεσμό και βαδίζω για την εκκλησία, θα κάνω

το γέρο ευτυχισμένο. Δεν είναι και τόσο κακό, ε;»

«Μάλλον όχι». Όμως δεν ήταν σίγουρη.

Εκείνος ίσιωσε το κορμί του. «Επομένως, με καταλαβαίνεις».

«Έτσι νομίζω». Δεν ήταν καθόλου σίγουρη.

Ο Τρέι βαριανάσανε. «Η Βικτόρια ήταν τέλεια γι’ αυτόν το ρόλο».

Και εννοούσε, απ’ ό,τι υπέθεσε η Τζέιν, ότι δεν ήταν μόνο ηθοποιός, αλλά και φοβερά εντυπωσιακή

κοπέλα. Η ομορφιά ήταν σχεδόν το μόνο που χρειαζόταν μια γυναίκα. Έριξε μια ματιά στο σώμα

της και για χιλιοστή φορά ευχήθηκε από μέσα της να ήταν τέλεια -για μια βδομάδα έστω- όπως η

ξανθιά, λεπτοκαμωμένη Βικτόρια Μπένσον με τις πλούσιες καμπύλες. Απλώς για να δει πώς είναι

να είσαι έτσι.

Με ύψος ένα και ογδόντα και σώμα κοκαλιάρικο σαν σανίδα, η Τζέιν ένιωθε ανέκαθεν αδέξια και

ότι τραβούσε πάνω της όλα τα βλέμματα. Αλλοι άνθρωποι ίσως να το χαίρονταν κάτι τέτοιο, εκείνη

όμως ήταν απίστευτα ντροπαλή και της φαινόταν φοβερή ειρωνεία να τραβάει τόσο πολύ την

προσοχή με το ύψος της.

Έτσι, στα περισσότερα από τα είκοσι έξι της χρόνια προσπαθούσε να χάνεται μες στον κόσμο και

να περνάει όσο πιο απαρατήρητη γινόταν. Μάζευε τα ίσια μαλλιά της προς τα πίσω, φορούσε απλά

γυαλιά με μαύρο σκελετό, ουδέτερα πρακτικά ρούχα και καθόλου μεϊκάπ. Το κόλπο έπιανε.
Οι άνθρωποι μετά βίας την πρόσεχαν, ιδίως αν δε βρισκόταν ακριβώς δίπλα τους.

Ήταν στην κυριολεξία μια απλή, συνηθισμένη Τζέιν. Το παλιομοδίτικο όνομα, που ήταν κάποτε της

γιαγιάς της, της ταίριαζε απόλυτα.

Από την άλλη μεριά του γραφείου, ο Τρέι έγειρε το κεφάλι του και την κοίταξε διαπεραστικά.

«Τζέιν, δε θα έκανες...» Έσμιξε τα φρύδια της. «Τι δε θα έκανα;»

Έσκυψε προς το μέρος της, παίρνοντας τη στάση που εκείνη αναγνώριζε ως στάση επίθεσης.

«Τζέιν, το ξέρεις ότι ποτέ δε θα ήθελα να κάνεις κάτι για το οποίο θα ένιωθες άσχημα».

Η καρδιά της αναπήδησε, κόντεψε να φτάσει στο λαιμό της. «Όπως το να φτιάξω καφέ για το

αφεντικό μου;» Προσπάθησε να μιλήσει αδιάφορα, μα η φωνή της ακούστηκε σχεδόν σαν ψίθυρος.

Της χαμογέλασε. «Τι θα 'λεγες να προσποιηθείς ότι είσαι αρραβωνιασμένη με το αφεντικό σου;»

Είχε ακούσει καλά; Ή μήπως ονειρευόταν; «Θέλεις εγώ να...»

«Έχεις δίκιο, ξεφεύγει εντελώς από τα καθήκοντα της δουλειάς σου. Δεν έχω καν το δικαίωμα να

σ’ το ζητήσω, παρ’ όλα αυτά σ’ το ζητάω. Θα το σκεφτείς τουλάχιστον;»

Η Τζέιν ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. «Τρέι, ποιος θα πίστευε ότι θα παντρευόσουν

εμένα;»

«Γιατί όχι;» Η απορία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του ήταν ειλικρινής και γι’ αυτό και μόνο η

Τζέιν ένιωσε πως τον αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Στο στήθος της απλώθηκε μια οδυνηρή ζεστασιά. «Ε, να, δεν είμαι καθόλου γοητευτική κοπέλα».

Εκείνος έγειρε πάλι στην πολυθρόνα του και την περιεργάστηκε. «Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό.

Θα τα καταφέρεις μια χαρά». Θα πρέπει να συνειδητοποίησε πόσο λίγο ενθουσιασμό είχαν τα λόγια

του, γιατί αμέσως βιάστηκε να προσθέσει: «Θα είσαι υπέροχη. Ίσως καλύτερη και από τη

Βικτόρια».

Η Τζέιν έβαλε τα γέλια. «Δεν υπάρχει περίπτωση να με κάνεις να το πιστέψω».

«Σε παρακαλώ, σκέψου το», της είπε σοβαρά. «Σε παρακαλώ».

«Δεν πρόκειται να πετύχει».

«Πρέπει».

Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα μπας και ηρεμήσει. «Τέλος πάντων...»

«Αυτό σημαίνει ‘ναι’;»

«Αν νομίζεις ότι θα πετύχει...»

«Δηλαδή δέχεσαι;» την πίεσε ξανά. «Πες μου, σε παρακαλώ, ότι αυτό σημαίνει ‘ναι’». Ανασήκωσε

τους ώμους της. «Μάλλον αυτό σημαίνει».

Στα χείλη του έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Τζέιν, Τζέιν, Τζέιν, είσαι ο σωτήρας μου. Δεν ξέρω

πώς να σ’ ευχαριστήσω».

«Απλώς κάνω τη δουλειά μου», του απάντησε θέλοντας να αστειευτεί.


Ο Τρέι γέλασε σαρκαστικά. «Αυτό ξεπερνάει κατά πολύ τα καθήκοντά σου. Είναι αυτονόητο ότι θα

σε πληρώσω για υπερωρίες».

«Να με πληρώσεις;» επανέλαβε εκείνη ψιθυριστά. «Αστειευόμουν. Δε χρειάζεται να με πληρώσεις».

«Μα και βέβαια χρειάζεται. είναι δουλειά. Θα σε πληρώσω μιάμιση φορά παραπάνω από το

κανονικό. Όχι. δυο φορές παραπάνω».

«Αλήθεια, δεν είναι απαραίτητο. Χαίρομαι ειλικρινά που μπορώ να σε βοηθήσω».

Εκείνος αναστέναξε με ανακούφιση και την κοίταξε ευχαριστημένος. «Δεν υπάρχουν πολλά

κορίτσια σαν εσένα σ’ αυτό τον κόσμο».

Η Τζέιν ανασήκωσε το ένα της φρύδι και πήγε να μιλήσει, μα ο Τρέι τη διέκοψε. «Γυναίκες», διόρθωσε. «Ανθρωποι. Δεν υπάρχουν πολλοί
άνθρωποι στον κόσμο σαν εσένα».

Του χαμογέλασε. «Η σαν εσένα».

Το χαμόγελό του μισοέσβησε και την κοίταξε με ύφος σοβαρό. «Τι στο καλό θα έκανα αν δε σε

είχα συνέχεια κοντά μου;» Η ένταση της ματιάς του, καθώς και τα λόγια του, της έφεραν μεγάλη

χαρά.

Την εκτιμούσε. Τη θεωρούσε όντως σημαντική στη ζωή του. Μέχρι σήμερα δεν ήταν σίγουρη γι’

αυτό.

Χαμήλωσε το βλέμμα της κι άρχισε να στριφογυρίζει τη μύτη του παπουτσιού της στο πάτωμα. «Θα

τα καταφέρεις μια χαρά, Τρέι. Πάντα τα καταφέρνεις».

***

Ο Τρέι κοίταξε την Τζέιν καθώς απομακρυνόταν. Όταν έκλεισε πίσω της η πόρτα, βούλιαξε στην

πολυθρόνα του και ξεφύσηξε αργά. Της είχε όντως ζητήσει να παίξει απόψε το ρόλο της μνηστής

του; Είχε τρελαθεί;

Ίσως η Τζέιν να είχε δίκιο. Ίσως ο κόσμος να μην πίστευε πιος ήταν ζευγάρι. Ήταν πολύ

διαφορετικοί. Εκείνος έβλεπε το σύνολο, όχι τις λεπτομέρειες. Είχε την τάση να τα κάνει όλα άνω

κάτω προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Η Τζέιν, από την άλλη, ήταν πρακτική και σοβαρή.

Ήταν τρομερά επιδέξια και φερόταν πάντα σεμνά και καθώς πρέπει. Με τον τρόπο της, συνειδητοποίησε, η Τζέιν δεν ήταν περισσότερο
απ’ αυτόν άνθρωπος της παντρειάς.

Γεγονός που τελικά την έκανε τέλεια γι’ αυτόν.

Γέμισε με αέρα τα πνευμόνια του και τον έβγαλε μαζί μ’ έναν αναστεναγμό. Η Τζέιν. Δεν ήταν

πάντα σεμνή και καθώς πρέπει. Στην πραγματικότητα είχε κάποια πράγματα πάνω της που

ήταν αδιαμφισβήτητα... αισθησιακά. Για παράδειγμα, το ανεπαίσθητο λίκνισμα των λεπτών γοφών

της καθώς απομακρυνόταν. Δεν μπόρεσε να το αγνοήσει. Ήταν φυσικό να του τραβήξει το βλέμμα

επειδή σπάνια έβλεπε μια γυναίκα που δεν το έκανε συνειδητά και ήξερε ότι η Τζέιν δεν το

συνειδητοποιούσε. Του είχε φανεί ενδιαφέρον τίποτα περισσότερο. Με τίποτα δε θα έλεγε ότι είχε

ξυπνήσει μέσα του τον πόθο.


Έτριψε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να διώξει αυτή τη σκέψη από το

μυαλό του. Η Τζέιν θα έφριττε αν είχε την ιδέα ότι εκείνος σκεφτόταν τέτοια πράγματα. Πιθανόν να

υπέβαλλε ακόμη και την παραίτησή της. Δεν ήταν δύσκολο να τη φανταστεί να κάθεται μπροστά

του, με το ζιβάγκο της και τα χέρια πλεγμένα στα γόνατά της.

Λυπάμαι, Τρέι, αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα δεν μπορώ να εργάζομαι μαζί σου. Είμαι

σίγουρη ότι θα καταλάβεις γιατί, νομίζω... Τι θα έλεγε; Πιθανόν κάτι ευγενικό και παλιομοδίτικο.

Νομίζω ότι πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας.

Κούνησε πάλι το κεφάλι του. Μα τι έκανε; σπαταλούσε το χρόνο του σε τέτοιες σκέψεις; Είχε πολύ

πιο σημαντικά πράγματα για να ανησυχεί, τώρα που είχε μπαλωθεί το πρόβλημα του αποψινού

δείπνου.

Κοίταξε την πόρτα για να βεβαιωθεί πως ήταν εντελώς κλειστή, ύστερα έβγαλε ένα κλειδί από την

τσέπη του και άνοιξε το πλαϊνό συρτάρι του γραφείου του. Αυτό που ήθελε βρισκόταν πάνω πάνω.

Ήταν ένα τετράδιο εκθέσεων που είχε αγοράσει από το ψιλικατζίδικο ένα δολάριο. Η

ανεπισημότητα του τετραδίου τού γεννούσε μια αίσθηση παρηγοριάς, λες και το περιεχόμενο δεν

ήταν κατ’ ανάγκη κάτι σοβαρό.

Το άνοιξε στην πρώτη σελίδα κι ένιωσε σαν να δέχτηκε γροθιά στο στομάχι. Το περιεχόμενο ήταν

πολύ σοβαρό. Ήταν ένας κατάλογος με τα ονόματα των υπαλλήλων. Και ξεκινούσε μ’ αυτούς που

ήταν... πιο αναλώσιμοι -αν θα μπορούσε να ειπωθεί μια τέτοια λέξη για ανθρώπους. Έσυρε το

δάχτυλό του στον κατάλογο, ψάχνοντας... Τι; Τους νέους, άγαμους, ανεξάρτητους και

ευκατάστατους ανθρώπους που η ζωή τους δε θα καταστρεφόταν αν έχαναν τη δουλειά τους; Δεν

υπήρχε κανένας τέτοιος. Τα περισσότερα ονόματα του ήταν γνωστά. Καλοί, αξιόπιστοι, αφοσιωμένοι υπάλληλοι που εργάζονταν για την
εταιρεία πάνω από δέκα χρόνια. Θα ένιωθε πολύ

άσχημα αν απέλυε οποιονδήποτε απ' αυτούς.

Έπειτα από λίγα λεπτά που του φάνηκαν ώρες, ξανάβαλε το τετράδιο εκθέσεων στη θέση του και

έβγαλε το διάγραμμα που είχε φτιάξει ο λογιστής του. Το μήνα Νοέμβριο πριν από δυο χρόνια

υπήρχε πτώση, την ίδια εποχή που ο πατέρας του Τρέι είχε καταψηφίσει το κλείσιμο συμφωνίας με

μια επιχείρηση που θεωρούσε πολύ εμπορεύσιμη. Είχε πει ότι αυτή η εταιρεία ‘δε λειτουργούσε με

το πνεύμα του κοινωνικού συνόλου, πάνω στο οποίο η Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ είχε

εδραιώσει το καλό της όνομα’.

Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική σύγκρουση του Τρέι με τον πατέρα του. Μέχρι τότε είχαν ζήσει

ειρηνικά μα αποξενωμένοι.

Σαν απλοί γνωστοί. Όλα αυτά όμως άλλαξαν εκείνον το Νοέμβριο. Ο Τρέι προσπάθησε στην αρχή

να τον λογικέψει, του επισήμανε ότι η εταιρεία έπρεπε να αναπτυχθεί για να μπορέσει να κρατήσει

τους υπάρχοντες υπαλλήλους. Εκείνος τον κατηγόρησε πως είχε κάνει «περιττές προσλήψεις»
και επομένως «υπέρμετρες σπατάλες». Έτσι ο Τρέι άλλαξε τακτική, ισχυρίστηκε ότι αν περιόριζαν

την εταιρεία κατ’ αυτό τον τρόπο, έθεταν σε κίνδυνο την ίδια της την ύπαρξη.

Απ’ ό,τι θυμόταν, η λέξη με την οποία είχε απαντήσει ο πατέρας του ήταν: «Κουταμάρες».

Τελικά ο Τρέι απαίτησε να κλείσουν τη συμφωνία. Ο πατέρας του συγκάλεσε έκτακτο διοικητικό

συμβούλιο για να ψηφίσουν. Οι μετοχές του κέρδισαν εύκολα την ψηφοφορία, πράγμα που ο Τρέι

το γνώριζε εκ των προτέρων.

Κοίταξε πάλι το διάγραμμα και είδε ότι κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί τον περσινό Φεβρουάριο και

ξανά το Μάιο. Τον Ιούλιο ο πατέρας του ενέδωσε τελικά και έκλεισαν ένα μέτριο συμβόλαιο με μια

αναμφισβήτητα «εμπορεύσιμη» αθλητική λέσχη. Η ανακαίνιση που ανέλαβαν να κάνουν στο κτίριο

απέφερε αρκετά κέρδη. Ο Τρέι κούνησε το κεφάλι του. Θα πίστευε κανείς πως αυτό θα έπειθε το

γέρο ότι αυτή ήταν η σωστή κατεύθυνση, αλλά όχι, εκείνος εξακολούθησε να έχει τους

ενδοιασμούς του.

Ο Τρέι παραμέρισε το διάγραμμα και κοίταξε το ενεργητικό και το παθητικό της εταιρείας. Άφησε

το βλέμμα του να τρέξει στους αριθμούς ως το τέλος της σελίδας. Ως την τελευταία γραμμή. Όταν

την είδε, έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. Η Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ είχε προβλήματα.

Μεγάλα προβλήματα.

Αν ο Τρέι δεν αποκτούσε έγκαιρα τον έλεγχο της εταιρείας ώστε να κλείσει τη δουλειά με την

Ντάβενπορτ, θα έχαναν τη δουλειά τους όχι μόνο οι άνθρωποι που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο

του τετραδίου εκθέσεων, αλλά πολύ πιθανόν και ο ίδιος ο Τρέι. Και η Τζέιν. Αυτό έπρεπε να το

αποτρέψει πάση Ουσία. Θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να σώσει τις δουλειές τους και

την εταιρεία για τον εαυτό του.

Στο κάτω κάτω αυτή η εταιρεία ήταν το μόνο που είχε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

«Αυτή είναι η ευκαιρία σου», είπε η Τζέιν στο είδωλό της στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου καθώς

γυρνούσε σπίτι. «Απόψε θα είσαι η αρραβωνιαστικιά του. Στο χέρι σου είναι να το κάνεις

πραγματικότητα». Κοίταξε για λίγο ακόμη το είδωλό της κι έπειτα ξαναέστρεψε το βλέμμα της στο

δρόμο γελώντας. «Σωστά. Μόνο αν έχω μια νεραϊδονονά και δεν το γνωρίζω».

Ένα μικρό κόκκινο, ανοιχτό αμάξι πετάχτηκε μπροστά της αλλάζοντας λωρίδα και η Τζέιν

αναγκάστηκε να πατήσει απότομα τα φρένα του δικού της πρακτικού αυτοκινήτου, αμερικανικής

κατασκευής, για να αποφύγει τη σύγκρουση. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και καθώς περίμενε

να συνέλθει από την ταραχή της, κοίταξε το ανοιχτό αμάξι που απομακρυνόταν με ταχύτητα. Το

μόνο που είδε από την οδηγό ήταν μακριά ξανθά μαλλιά που κυμάτιζαν στον άνεμο κι ένα χέρι με

κόκκινα νύχια που τη χαιρετούσε.

«Ε, λοιπόν, αν αυτό δεν είναι συμβολικό, τότε δεν ξέρω τι είναι», είπε στον εαυτό της και
αναστέναξε. «Δεν μπορώ να συμβαδίσω μ’ έναν κόσμο που τρέχει σαν κόκκινο ανοιχτό αμάξι. Γιατί

προσπαθώ;»

Δεν της ερχόταν καμία απάντηση. Όχι ότι το περίμενε. Μέσα της είχε ήδη πολύ περισσότερες

απαντήσεις απ’ όσες ήθελε να παραδεχτεί.

«Ξέρεις πολύ καλά τι θα έπρεπε να κάνεις», είπε πάλι στο είδωλό της. «Θα έπρεπε να παραιτηθείς

και να πάψεις να δουλεύεις για τον Τρέι. Είναι ο μόνος τρόπος να τον βγάλεις από το μυαλό σου».

Έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι της τώρα κοιτούσε μέσα της αντί τον καθρέφτη. «Όμως δεν

μπορώ», είπε χαμηλόφωνα. «Νοιάζομαι πολύ γι' αυτόν, δε γίνεται να φύγω».

Έπειτα από λίγες στιγμές σιωπής, έβαλε ταχύτητα και ξα-ναβγήκε στο δρόμο.

Μόλις διάβηκε την εξώπορτα του διαμερίσματος της δέκα λεπτά αργότερα, η συγκάτοικός της, η

Πίτι, της φώναξε από το μπάνιο.

«Τηλεφώνησε το αφεντικό σου». Η νεοϋορκέζικη προφορά της Πίτι ήταν ασυνήθιστα τραγουδιστή.

Μπήκε στο χολ με τα οξυζεναρισμένα μαλλιά της τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο. «Είπε πως δεν

ήξερε αν είχες κάτι που θα ήθελες να φορέσεις απόψε σε αυτό το φανταχτερό μαγαζί, γι’ αυτό σου

στέλνει κάποια πράγματα από τα καταστήματα Νίμαν Μάρκους». Κοίταξε την Τζέιν σαν να

περίμενε κάτι. «Από το Νίμαν Μάρκους. Τι στο καλό συμβαίνει;»

«Δεν είναι τίποτα σπουδαίο», αποκρίθηκε η Τζέιν και τα μάγουλά της κοκκίνισαν από προσδοκία

για την αποψινή βραδιά. Άφησε την τσάντα της στο τραπέζι του χολ και ανασήκωσε τους ώμους

της. «Απλώς πρέπει απόψε να βγω με τον Τρέι και να παραστήσω τη μνηστή του».

«Τι θα κάνεις;»

«Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Μέρος της δουλειάς». Προσπάθησε να διατηρήσει τη σοβαρότητά της, αλλά όταν είδε την αποσβολωμένη
έκφραση της συγκατοίκου της, ξέσπασε σε γέλια.

Η Πίτι έβαλε το ένα χέρι στη μέση της. «Εντάξει, εντάξει, για μια στιγμή με σάστισες. Πες μου

τώρα, τι σκαρώνεις στ' αλήθεια;»

Η Τζέιν έκανε το σταυρό της. «Σου ορκίζομαι, αυτό θα κάνω. Ούτε εγώ μπορώ να το

καλοκαταλάβω. Αλλά ο Τρέι θέλει να πιστέψει ο πατέρας του πως είναι αρραβωνιασμένος και

επειδή η γυναίκα που θα έπαιζε αυτό το ρόλο τού τηλεφώνησε για να ακυρώσει τη συμφωνία τους, μου ζήτησε να τον παίξω εγώ».

«Σοβαρολογείς;»

Η Τζέιν έγνεψε καταφατικά. «Εκτός κι αν ονειρεύομαι».

Η Πίτι έσμιξε τα φρύδια της, μη έχοντας προφανώς πειστεί ακόμη. «Γιατί θέλει να νομίσει ο

πατέρας του πως είναι αρραβωνιασμένος;»

Η Τζέιν έβγαλε το πουλόβερ της και το κρέμασε στον καλόγερο. «Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά έχει

ευγενικούς σκοπούς, μην ανησυχείς».

Η Πίτι κούνησε το τυλιγμένο της κεφάλι, μα ύστερα αναφώνησε. «Α! Είπε πως ήθελε να του
τηλεφωνήσεις αν ερχόσουν πριν από τις πεντέμισι. Μόλις που προλαβαίνεις».

Η Τζέιν έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ήταν πέντε και είκοσι πέντε. «Ευχαριστώ», είπε κι έτρεξε

στην κουζίνα όπου ήταν το τηλέφωνο. Μήπως ήθελε να το ακυρώσουν; Όχι, σε αυτή την περίπτωση

δε θα της έστελνε ρούχα. Καθώς έστριβε στη γωνία, γλίστρησε και της έφυγε το παπούτσι της, μα δε

σταμάτησε να το μαζέψει μια που είχε ήδη φτάσει στο τηλέφωνο.

Η Πίτι την ακολούθησε με το παπούτσι στο χέρι. «Μήπως έχασες κάτι, Σταχτοπούτα;»

Η Τζέιν γέλασε και πήρε το παπούτσι νιώθοντας πως η παρομοίωση της ταίριαζε. Το τηλέφωνο

χτύπησε πέντε φορές, αλλά πάνω που ετοιμαζόταν να το κλείσει, ο Τρέι απάντησε.

«Τρέι, η Τζέιν είμαι», είπε όσο πιο ατάραχα μπορούσε. «Τηλεφώνησες;»

«Σου είπε η συγκάτοικός σου ότι έβαλα να σου στείλουν μερικά ρούχα;» Ακουγόταν αφηρημένος.

Η Τζέιν κάθισε και τύλιξε το καλώδιο του τηλεφώνου γύρω από το δάχτυλό της. «Ναι, πολύ

ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά δεν ήταν ανάγκη να μπεις στον κόπο». Παρ’ όλα αυτά χαιρόταν, γιατί

η ίδια δεν είχε σκεφτεί καθόλου τι θα φορούσε.

«Δεν ήταν κόπος, αλλά ήθελα να βεβαιωθώ ότι δε σε πρό-σβαλα». Με το μυαλό της τον είδε να

αφήνει το στυλό του και να ακουμπά στην πολυθρόνα. Τον έβλεπε με τη φαντασία της σαν να τον

είχε μπροστά της. «Δε σκέφτηκα ότι δεν έχεις ρούχα, απλώς φοβήθηκα μήπως νιώσεις

υποχρεωμένη να αγοράσεις κάτι καινούριο. Κι επειδή σε ξέρω, είμαι σίγουρος πως δε θα μου το

έλεγες για να καλύψω τα έξοδα».

Είχε δίκιο. Η Τζέιν χαμογέλασε. «Αναρωτιέμαι τι διάλεξες».

Η πολυθρόνα του έτριξε κι εκείνη κατάλαβε ότι ο Τρέι έσκυβε πάλι μπροστά. Πιθανόν να κοίταζε

διάφορα πράγματα στο γραφείο του και να ετοιμαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο. «Πήρα μία

επαγγελματία. Εκείνη θα διαλέξει τα ρούχα. Ελπίζω μόνο να μην έκανα λάθος το νούμερό σου».

Φαινόταν πάλι αφηρημένος και η Τζέιν δεν ξαφνιάστηκε όταν της είπε: «Ακου, φεύγω τώρα, αλλά

θα τα πούμε σε δυο ώρες, εντάξει;»

Θα τα έλεγαν σε δυο ώρες. Λες και είχαν ερωτικό ραντεβού. «Εντάξει, τα λέμε», του είπε με απαλή

φωνή και κατέβασε το ακουστικό.

«Λοιπόν, τι σε ήθελε ο μέλλων κύριος Τζέιν Μίλερ;» τη ρώτησε η Πίτι.

Η Τζέιν γύρισε προς το μέρος της μ’ ένα χαμόγελο. «Ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν προσβλήθηκα

που θα μου στείλει ρούχα».

Η Πίτι ρουθούνισε. «Μπορεί να με προσβάλλει όποτε θέλει με ρούχα του Νίμαν». Από το μπάνιο

ακούστηκε ο ήχος ενός χρονομέτρου. «Ώρα να ξεπλύνω τα μαλλιά μου», είπε προχωρώντας στο

βάθος του χολ. «Όταν όμως γυρίσω, θέλω λεπτομέρειες».

Η Τζέιν ετοιμαζόταν να πάει στο δωμάτιό της, αλλά άκουσε το κουδούνι της πόρτας κι έτρεξε να

ανοίξει.
Όταν άνοιξε, αντίκρισε μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα που κρατούσε κάμποσες τσάντες ρούχων, οι

οποίες φαίνονταν αρκετά βαριές. «Η Τζέιν Μίλερ;»

«Ναι». Η Τζέιν τραβήχτηκε για να της κάνει χώρο να περάσει.

«Με λένεΈλλα Μπίνγκαμ», είπε η γυναίκα με θερμό χαμόγελο. «Ο κύριος Μπρέκενριτζ είπε ότι με

περιμένετε».

«Ναι». Η Τζέιν την οδήγησε στο καθιστικό. «Να σας βοηθήσω να μεταφέρετε τις τσάντες;»

«Δε χρειάζεται, σας ευχαριστώ. Χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά». Ακούμπησε τις τσάντες στον

καναπέ κι έκανε ένα βήμα πίσω για να επιθεωρήσει την Τζέιν. «Για να δούμε». Έκανε μία στροφή

γύρω της, κοιτάζοντάς την από την κορφή ως τα νύχια. «Ο κύριος Μπρέκενριτζ έχει φοβερό μάτι. Τι

φοράτε, το δώδεκα;»

Η Τζέιν εντυπωσιάστηκε. «Ναι. Εκείνος σας το είπε;»

Η Έλλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε γνωρίζω κανέναν άντρα που να ’ναι τόσο καλός. Όχι, υπολόγισε το ύψος και τις διαστάσεις
σας και τα κατάφερε πολύ καλά». Της έκλεισε το μάτι. «Θα

πρέπει να περνάει πολλές ώρες μαζί σας».

«Είναι το αφεντικό μου». Αναρωτήθηκε γιατί ένιωσε υποχρεωμένη να δώσει εξηγήσεις.

Η Έλλα έγνεψε διακριτικά και άνοιξε το φερμουάρ της πρώτης τσάντας. «Ο κύριος Μπρέκενριτζ

δεν ήταν σίγουρος για το στυλ που θα προτιμούσατε, γι’ αυτό έφερα διάφορα στυλ ρούχων». Έβγαλε

ένα λεπτό κόκκινο φόρεμα με ασορτί μπολερό σακάκι. «Ανέφερε πως του θυμίζετε την Όντρεϊ

Χέπμπορν, γι’ αυτό σκέφτηκα φυσικά αυτό το στυλ».

«Είναι πολύ όμορφο», είπε ξέπνοα η Τζέιν.

Η Πίτι μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα χοντρό μπουρνούζι. στα χέρια της κρατούσε μια πετσέτα

και σκούπιζε τα βρεγμένα της μαλλιά. «Πανέμορφο. Αυτό θα φορέσεις απόψε;»

Η Τζέιν σύστησε τις γυναίκες κι έπειτα είπε: «Δεν ξέρω...» Κοίταξε τηνΈλλα, προσπαθώντας να

απολαύσει κάθε υπέροχη στιγμή αυτής της φανταστικής βραδιάς. «Στ’ αλήθεια είπε ο Τρέι πως του

θυμίζω την Όντρεϊ Χέπμπορν;»

«Ασφαλώς και τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε». Η Έλλα της χαμογέλασε με σοβαρότητα.

«Πηγαίνετε να δοκιμάσετε αυτό το φόρεμα».

«Δεν ξέρω...»

«Τζέιν, είναι φανταστικό», είπε η Πίτι.

«Ναι, δε λέω, αλλά είναι πολύ... πολύ εντυπωσιακό».

Η Πίτι και η Έλλα αντάλλαξαν ματιές. «Θα πεταχτώ μια στιγμή στο αυτοκίνητο να φέρω τα

παπούτσια», είπε η Έλλα κι έριξε στην Πίτι άλλη μια ματιά. «Προσπαθήστε να την πείσετε να

δοκιμάσει το φόρεμα όσο θα λείπω».

Όταν έφυγε, η Πίτι στράφηκε στην Τζέιν. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε.


«Τίποτε, απλώς... κοίτα το φόρεμα και μετά κοίτα εμένα». Απλωσε τα χέρια της. Ήταν ανάγκη να το

ξεστομίσει; «Δε θα

μοιάζω με μοντέλο; Θα φαίνομαι γελοία με κάτι τόσο... αισθησιακό».

Η Πίτι ξεφύσηξε ειρωνικά και την τράβηξε από το χέρι ως τον παλιό μπρούντζινο καθρέφτη του

χολ. «Νιώθω άσχημα που θα σου το πω, Τζέινι, αλλά δεν είσαι το τέρας που νομίζεις». Σούφρωσε

τη μύτη της και περιεργάστηκε την Τζέιν από τη θέση υπεροχής που βρισκόταν -πίσω της και

περίπου δεκαπέντε πόντους πιο χαμηλά. «Στην πραγματικότητα, νομίζω πως θα είσαι κούκλα αν

βάλεις λίγο μεϊκάπ και αλλάξεις χτένισμα και ρούχα».

Η Τζέιν της έριξε μια λοξή ματιά.

Η Πίτι γέλασε. «Δεν ξέρεις πόσο θα ’θελα να είχα το ύψος και τα ζυγωματικά σου».

«Έλα τώρα, αυτό δεν το πιστεύω με τίποτα».

«Το εννοώ». Η Πίτι έκανε μια χειρονομία για να δώσει έμφαση στα λόγια της. «Κοίτα τον εαυτό

σου. Είσαι η Πεντάμορφη, όχι το τέρας».

Η Τζέιν κοίταξε το είδωλό της και αναψοκοκκίνισε. Η Πίτι έβλεπε ό,τι έβλεπε και η ίδια; «Εντάξει, ξέρω ότι δεν είμαι τέρας, αλλά στην
καλύτερη περίπτωση είμαι μια συνηθισμένη κοπέλα». Πήρε το

βλέμμα της από την Πίτι και ξανακοίταξε το είδωλό της. «Δεν πρόκειται να γίνω καλλονή αν

βάλω μεϊκάπ και αλλάξω ρούχα».

«Πού το ξέρεις;» τη ρώτησε κοροϊδευτικά η Πίτι. «Ειλικρινά, ποτέ δε θα καταλάβω γιατί υποτιμάς

τόσο πολύ τον εαυτό σου».

Η Τζέιν στράφηκε στη συγκάτοικό της. Είχε χαρεί με το κομπλιμέντο, αλλά παρέμενε ρεαλίστρια

μέχρι τέλους. «Δεν υποτιμώ τον εαυτό μου. Ξέρω ότι έχω άλλα προτερήματα. Όμως...» Αναστέναξε.

«Ξέρεις κάτι, η μητέρα μου ήταν όμορφη. Εννοώ», συνέχισε δείχνοντας το φόρεμα, «τόσο

όμορφη. Νομίζω ότι την απογοήτευσα πάρα πολύ».

«Αχ, Τζέιν, Γιατί το πιστεύεις αυτό;»

Η Τζέιν δάγκωσε το κάτω χείλι της και επέτρεψε στον εαυτό της να βυθιστεί για λίγο στις

αναμνήσεις της, κάτι το οποίο απέφευγε εδώ και πολύ καιρό. «Όταν ήμουν μικρή με έντυνε

με ρούχα που έμοιαζαν με τα δικά της, μα όταν μεγάλωσα λίγο, σταμάτησε. Της έκανε εντύπωση

πόσο διαφορετική ήμουν από εκείνη. Δεν είπε βέβαια ότι αυτό ήταν άσχημο, αλλά εγώ

το καταλάβαινα».

«Έλα τώρα, αυτό το συμπέρασμα το έβγαλες από το μυαλό σου».

Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν πέθανε ο μπαμπάς μου και η

μαμά άρχισε να δουλεύει, μου τόνιζε συνεχώς ότι έπρεπε να δώσω έμφαση στη μόρφωσή μου και

όχι στο πώς φαίνομαι. Έλεγε ότι η εξυπνάδα μου ήταν το μεγαλύτερο προσόν μου και ότι δεν

έπρεπε να ανησυχώ για την εμφάνισή μου». Γύρισε ξανά στον καθρέφτη και κοίταξε την ψηλή, ανοιχτόχρωμη γυναίκα που είχε απέναντι
της. «Ξέρω ότι δεν είναι φριχτό, αλλά αν σου το λέει
κάποιος που μοιάζει με αστέρα του Χόλιγουντ, τότε είναι προφανές τι εννοεί».

Η Πίτι πλατάγισε τη γλώσσα της. «Αν θέλεις τη γνώμη μου, η μαμά σου δε φέρθηκε σωστά που σ’

έκανε να νομίζεις ότι είσαι άχαρη και δεν έχεις θηλυκότητα. Ιδίως επειδή δεν είναι αλήθεια».

Η Τζέιν αναστέναξε. Δεν ένιωθε άνετα να υπερασπιστεί αυτό το επιχείρημα. Ευτυχώς η Πίτι δεν

περίμενε κάτι τέτοιο εκ μέρους της.

«Μπορώ όμως να σε βοηθήσω τώρα», συνέχισε. «Απόψε, Σταχτοπούτα, θα πας στο χορό. Και το

καλύτερο απ’ όλα: τον πρίγκιπα τον έχεις σίγουρο».

«Αυτό μπορεί να είναι το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου».

Η Πίτι τη χάιδεψε στον ώμο. «Πίστεψέ με, αυτή είναι μια χρυσή ευκαιρία για σένα. Και μ’ αυτό το

φόρεμα», της έκλεισε το μάτι, «στοιχηματίζω πως δε θα γυρίσεις σπίτι πριν από αύριο το πρωί».

«Τώρα μου κάνεις πλάκα».

«Καθόλου!» Η Πίτι φαινόταν πολύ σοβαρή. «Τζέινι, ποτέ μα ποτέ δε θα σε παρακινούσα να το

κάνεις, αν πίστευα ότι θα πληγωθείς».

Η Τζέιν δαγκώθηκε και έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ηταν έξι παρά τέταρτο. «Εντάξει, θα το

δοκιμάσω». Πήρε το φόρεμα

και βγήκε στο χολ για να πάει στο δωμάτιό της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στην ιδέα ότι θα

έκανε μια προσπάθεια. Ίσως... να πετύχαινε. Ίσως ο Τρέι να την έβλεπε επιτέλους με άλλο μάτι.

Αρχισε να ενθουσιάζεται, αλλά ένιωσε στο στήθος της ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα φόβου.

Σταμάτησε και γύρισε πίσω. «Πίτι κι αν γελοιοποιηθώ;»

Η Πίτι ανασήκωσε τους ώμους της. «Και λοιπόν; Θανιώσεις χειρότερα αν γελοιοποιηθείς επειδή

προσπάθησες να κερδίσεις αυτό τον άντρα ή αν δεν προσπαθήσεις καθόλου;»

«Δεν ξέρω». Οι παλάμες της ήταν κρύες και ιδρωμένες. «Ειλικρινά δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση

σ’ αυτή την ερώτηση».

«Κι όμως, ξέρεις». Η Πίτι της χαμογέλασε πονηρά. Μετά η φωνή της έγινε αυστηρή και επιτακτική, καθώς χτυπούσε στον αέρα ένα
φανταστικό μαστίγιο. «Εμπρός, πήγαινε να δοκιμάσεις το φόρεμα».

***

Η Τζέιν διάβηκε τις πόρτες του εστιατορίου Ζέβρα σφίγγοντας το μαύρο μάλλινο παλτό μέσα στο

οποίο είχε τυλιχτεί και προσπάθησε σκληρά να μη χάσει την πίστη της.

Δεν ήταν πάντα εύκολο.

Ωστόσο προσπαθούσε. Ο ενθουσιασμός της Πίτι και της Έλλα ήταν μεταδοτικός και είχε φύγει από

το σπίτι με το κόκκινο σαν φωτιά φόρεμα, που όπως αποδείχτηκε αγκάλιαζε το κορμί της στα

σωστά σημεία και της χάριζε μια χάρη και μια κομψότητα που η ίδια δεν είχε ονειρευτεί ποτέ.

«Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα δείχνει κάτι πάνω σου αν δεν το πάρεις από την κρεμάστρα και δεν το

δοκιμάσεις», είχε πει η Έλλα. «Το φόρεμα δε σε κάνει γοητευτική, εσύ το κάνεις».
«Δεν ξέρω», είχε απαντήσει η Τζέιν, η οποία στεκόταν ακόμη με κομμένη την ανάσα από το εξαίσιο

θέαμα που είχε αντικρίσει στον καθρέφτη. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό το φόρεμα είναι

θαυματουργό».

«Δεν είναι παρά μερικά μέτρα ύφασμα», είπε η Πίτι και η

Έλλα έγνεψε καταφατικά. «Αυτό που κοιτάς είναι ο εαυτός σου».

Η Τζέιν χαμογέλασε. Ίσως ήταν αλήθεια. Κατά παράξενο τρόπο, ένιωθε ο εαυτός της περισσότερο

από κάθε άλλη φορά στη ζωή της, αν και περίμενε το αντίθετο. Αισθανόταν περήφανη και γεμάτη

αυτοπεποίθηση ή τουλάχιστον σχεδόν γεμάτη αυτοπεποίθηση, δεδομένου ότι ήταν ακόμη η Τζέιν.

Πάντως έφυγε από το σπίτι κι αυτό ήταν πρόοδος.

Τώρα κάθε της βήμα πρόσθετε κι από μια σπίθα στη συναισθηματική της φόρτιση. Ήταν σαν να

περπατούσε πάνω σε μια ράγα του μετρό χορεύοντας κλακέτες. Τι θα σκεφτόταν ο Τέρι; Θα έβλεπε

την ίδια συνηθισμένη Τζέιν που ήταν πάντα ή θα έβλεπε επιτέλους τη γυναίκα που η ίδια νόμιζε ότι

ίσως ήταν στην πραγματικότητα;

Τα μακριά κοκκινοκάστανα μαλλιά της τα είχε κατσαρώσει σε αναγεννησιακό στυλ και οι

μπούκλες χύνονταν τώρα στους ώμους της, δημιουργώντας ένα χτένισμα στο οποίο δεν ήταν διόλου

συνηθισμένη. Είχε αρνηθεί να βάλει το κατακόκκινο κραγιόν που της πρότειναν η Πίτι και η Έλλα, αλλά το καφερόδινο που είχε φορέσει
τελικά της φαινόταν εξίσου χτυπητό. Συν τοις άλλοις, έκανε

τα χείλη της να δείχνουν τεράστια και σαρκώδη. Όσο για τις βλεφαρίδες της, που χάρη στη μαύρη

μάσκαρα φαίνονταν πυκνές και μακριές, είχε την εντύπωση ότι κολλούσαν μεταξύ τους κάθε φορά

που ανοιγόκλεινε τα μάτια της.

Και τα ανοιγόκλεινε συχνά, γιατί η Πίτι επέμεινε να μη φορέσει τα ’αντισεξουαλικά γυαλιά’ της.

έτσι, καθετί μακρινό είχε την τάση να θολώνει. Η μόνη παραχώρηση που έκανε στον εαυτό της ήταν

ότι έχωσε τα γυαλιά στο μικρό τσαντάκι που της είχε δώσει η Έλλα.

Βαθιά στην ψυχή της όμως ένιωθε υπέροχα.

Σταμάτησε στην γκαρνταρόμπα. Αφού πήρε μια τελευταία ανάσα για να χαλαρώσει, έβγαλε το

παλτό της. Ένα ψυχρό αεράκι τρύπωσε από την εξώπορτα. Τα πόδια της, με τις διάφανες μεταξωτές

κάλτσες που φορούσε, τα ένιωθε γυμνά. Ευτυχώς είχε απορρίψει την πρόταση της Πίτι να βάλει

ψηλά

τακούνια και τελικά είχε προτιμήσει ένα ωραίο ζευγάρι γόβες με λαστιχένια σόλα.

«Μπορείς να το κάνεις», είπε στον εαυτό της μέσ’ από τα δόντια της. «Μπορείς».

«Ορίστε, κυρία;» της είπε ο μετρ αφήνοντας τη θέση του. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που προηγούνταν

ενοχλήθηκε επειδή τους παράτησε. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές στα τελευταία χρόνια που δεν ένιωθε αόρατη μέσα στον κόσμο.

Την έπιασε πανικός. Δεν ήξερε τι να κάνει. «Απλώς ψάχνω την παρέα μου. Ευχαριστώ». Το βλέμμα
του μετρ εξακολουθούσε να της καίει το δέρμα και γύρισε από την άλλη, με τη σκέψη να φύγει

τρέχοντας από το εστιατόριο. Δεν έπρεπε να έρθει. Ήταν κακή ιδέα. Πολύ κακή ιδέα. Με τίποτα δε

θα τα έβγαζε πέρα. Θα άφηνε ένα μήνυμα στον Τρέι και θα του ζητούσε συγνώμη. Ίσως και να

υπέβαλε την παραίτησή της.

Η πόρτα δεν ήταν μακριά. Αισθανόταν τον κρύο αέρα της νύχτας στο δέρμα της. Το μόνο που θα

έκανε θα ήταν να πάρει το παλτό της και...

Ντουπ! Έπεσε πάνω σε κάτι ή μάλλον σε κάποιον, με όλη της τη δύναμη, με αποτέλεσμα να της

πέσει η τσάντα και το περιεχόμενό της να σκορπίσει στο κόκκινο χαλί.

Η Τζέιν έσκυψε στο πάτωμα και άρχισε να μαζεύει αλαφιασμένη τα πράγματά της, από φόβο ότι

κάποιος μπορεί να έβλεπε κανένα πολύ προσωπικό της αντικείμενο.

«Με συγχωρείτε», ακούστηκε μια γνώριμη φωνή και ο άντρας έσκυψε δίπλα της για να τη βοηθήσει

να μαζέψει ό,τι είχε πέσει από την τσάντα της. Η Τζέιν είδε ένα κεφάλι με μαύρα λαμπερά μαλλιά.

Έπειτα σηκώθηκαν και οι δύο κι εκείνος της έδωσε τα γυαλιά της. «Ορίστε».

«Ευχαριστώ». Ξαφνικά συνειδητοποίησε κάτι που την έκανε να βάλει τα γέλια. Ήταν ο Τρέι, ντυμένος στην τρίχα με το πιο ωραίο σκούρο
μπλε κοστούμι του. Τον είχε ξαναδεί μ’

αυτό εκατοντάδες φορές, αλλά του πήγαινε τόσο πολύ, που κάθε φορά τής κοβόταν η ανάσα. Το

κοστούμι εφάρμοζε τέλεια

στους φαρδιούς του ώμους και στένευε υπέροχα γύρω από τους λεπτούς γοφούς του χωρίς να

τσιτώνει.

Όταν την κοίταξε τα γκρίζα μάτια του φωτίστηκαν από μια ασυνήθιστη λάμψη. «Έχουμε

ξανασυναντηθεί;» Η φωνή του ήταν απαλή και γεμάτη αυτοπεποίθηση, ωστόσο δεν έδειχνε να την

αναγνωρίζει.

Αστειευόταν; «Σχεδόν κάθε μέρα εδώ και πέντε χρόνια».

Το χαμόγελό του πάγωσε και την κοίταξε με απορία στα μάτια. «Τζέιν; Θεέ μου, είσαι εσύ;»

Του έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να μην τραβήξει ψηλότερα το βαθύ ντεκολτέ του

φορέματος της.

«Είσαι σίγουρη;»

Έσμιξε τα φρύδια της. «Τι;»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Τίποτα. Απλώς... τίποτε απολύτως».

«Μήπως άργησα;»

«Όχι, καθόλου». Την κοίταξε ξανά. «Εγώ ήρθα νωρίς». Το βλέμμα του περιπλανήθηκε αργά πάνω

της, από τα μαλλιά στα χείλη, στο σώμα και ξανά στα μάτια της. «Είσαι πολύ διαφορετική».

Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Νόμιζα πως θα ήταν καλό αυτό το φόρεμα».

«Είναι... και όχι απλώς καλό. Θέλω να πω, είσαι καταπληκτική». Κούνησε το κεφάλι του παίρνοντας
βαθιά ανάσα. «Υπέροχη». Εξέπνευσε. «Πω, πω».

Εκείνη δεν μπορούσε ούτε να ανασάνει. «Ευχαριστώ».

Ο Τρέι έστρωσε νευρικά τα μαλλιά του και για μια στιγμή χαμήλωσε τα μάτια του. Ύστερα την

κοίταξε ξανά με τόσο έντονο βλέμμα, που της έκοψε την ανάσα. «Λοιπόν, είσαι έτοιμη να

ξεκινήσουμε την παράσταση;»

«Ναι».

«Τότε, θα χρειαστείς αυτό». Έχωσε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε ένα μικρό βελούδινο

κουτάκι. Όταν το άνοιξε, εμφανίστηκε ένα δαχτυλίδι μ’ ένα τεράστιο διαμάντι. «Μια που από τώρα

είσαι αρραβωνιαστικιά μου, καλύτερα να το φορέσεις», είπε και της το έδωσε.

Εκείνη το πήρε. Ήταν το μεγαλύτερο διαμάντι που είχε δει ποτέ. Ακόμη και στη χούφτα της το

ένιωθε βαρύ. «Με αγχώνει, είναι μεγάλη ευθύνη».

«Έλα. Είναι μόνο για το δείπνο. Τι μπορεί να συμβεί;»

Η Τζέιν το φόρεσε με χέρι που έτρεμε. «Είναι λίγο χαλαρό», είπε, βλέποντας πόσο εύκολα

γλίστρησε στο δάχτυλό της.

«Θα μπορούσαμε να το...» Ο Τρέι σταμάτησε. «Θέλω να πω, αν το προσέξει κανείς, θα μπορούσαμε

να πούμε ότι θα το δώσουμε για στένεμα».

Η Τζέιν έγνεψε καταφατικά και πήρε μια ανάσα για να συνέλθει. «Θα πρέπει να κοστίζει μια

περιουσία».

«Γύρω στις τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια». Ο Τρέι κοίταξε το δαχτυλίδι. «Μου φαίνονται πολλά

για ένα κομμάτι άνθρακα».

«Πώς στο καλό μπορείς να διαθέτεις τόσα χρήματα;»

Στα χείλη του έσκασε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Δεν μπορώ. Το δανείστηκα από έναν

κοσμηματοπώλη φίλο μου». Δίστασε και αναλογίστηκαν και οι δυο τα λόγια του. «Θα το

επιστρέφω σε λίγες μέρες».

«Θα το προσέχω σαν τα μάτια μου». Η Τζέιν ξεφύσηξε αργά. «Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω; Να έρθω

τώρα μαζί σου ή λίγο αργότερα; Έτσι δε θα δώσουμε την εντύπωση ότι στεκόμαστε εδώ και

συνωμοτούσαμε».

Εκείνος έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. «Έχεις δίκιο. Ναι. Εγώ θα μπω τώρα κι εσύ έλα σε λίγο

και βρες μια δικαιολογία ότι σε καθυστέρησε η κακοκαιρία λόγου χάρη».

«Εντάξει».

Ο Τρέι την έπιασε από τον καρπό και την κοίταξε κατάματα. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να υποστείς

όλη αυτή τη διαδικασία;»

Η Τζέιν συγκατένευσε με σοβαρότητα. «Ναι».

Η λέξη απόμεινε να αιωρείται μπροστά της αρκετή ώρα αφότου έφυγε εκείνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η Τζέιν περίμενε πέντε βασανιστικά λεπτά μέχρι να μπει στην τραπεζαρία και να φτάσει εκεί που

καθόταν ο Τρέι με τον πατέρα του.

Μόλις πλησίασε στο τραπέζι, ο Τρέι σηκώθηκε. «Αγάπη μου», της είπε και της έπιασε το χέρι για

να τη γυρίσει προς το μέρος του.

Ο σφυγμός της άρχισε να χτυπάει τρελά, ακόμη και στ’ ακροδάχτυλά της. Ήταν σίγουρη ότι το

ένιωθε κι εκείνος.

Ο Τρέι ακούμπησε το άλλο του χέρι στο γοφό της και στα χείλη του μισοσχηματίστηκε ένα

χαμόγελο. «Συγνώμη, αλλά πρέπει να το κάνουμε σωστά», της ψιθύρισε στο αυτί.

Προτού προλάβει να τον ρωτήσει τι εννοούσε, την τράβηξε κοντά του και άγγιξε με τα χείλη του τα

δικά της, πνίγοντας την ξαφνιασμένη φωνούλα που της ξέφυγε.

«Κάν’ το να φαίνεται αληθινό», μουρμούρισε πάνω στα χείλη της. Η μυρωδιά του αφτερσέιβ του

έγινε ένα με τις ζεστές ανάσες τους. Η Τζέιν ρούφηξε το άρωμά του σαν να ήταν ζωογόνο οξυγόνο

και παραδόθηκε στη μαγεία των χειλιών του. Το αίμα σφυροκοπούσε στις φλέβες της με την

εκρηκτική δύναμη της αδρεναλίνης.

Ο Τρέι γλίστρησε το χέρι του ως τη μέση της και για μια στιγμή την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του.

Στην πραγματικότητα το φιλί δε διήρκεσε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, αλλά η Τζέιν είχε

την αίσθηση πως κράτησε μια αιωνιότητα

Εκείνος τραβήχτηκε τότε και της χάρισε ένα σαγηνευτικό χαμόγελο, ενώ το χέρι του ακουμπούσε

ακόμη στη μέση της. «Χαίρομαι πολύ που ήρθες», της είπε με απόλυτα φυσικό ύφος.

«Κι εγώ», του είπε με κομμένη την ανάσα και με μάτια

γουρλωμένα. Ύστερα ανοιγόκλείσε τα βλέφαρα της. «Έχεις κραγιόν...»

«Πού;» Σκουπίστηκε σε λάθος σημείο.

«Όχι... εκεί». Στάθηκε ακίνητος και η Τζέιν άπλωσε το χέρι της και σκούπισε το καφερόδινο

σημάδι από το στόμα του. Όταν ο αντίχειράς της άγγιξε την άκρη των χειλιών του, χρειάστηκε να

πιέσει τον εαυτό της για να πάρει το δάχτυλό της. Τελικά τράβηξε το χέρι της υπερβολικά γρήγορα.

Εκείνος έδειξε να το πρόσεξε.

«Έφυγε;» τη ρώτησε λίγο σαστισμένος.

«Ναι».

Χαμογέλασε με άνεση και γύρισε μαζί της προς το τραπέζι. Το χέρι του της έκαιγε τη μέση στο

σημείο που ακουμπούσε. Το τράβηξε και παραμέρισε για να τη συστήσει.

«Μπαμπά, από δω η μνηστή μου... η Τζέιν Μίλερ». Η φωνή του αντήχησε γεμάτη περηφάνια. Ήταν

πολύ καλύτερος ηθοποιός απ’ όσο νόμιζε εκείνη. «Τζέιν, ο πατέρας μου».

Ο πρεσβύτερος Μπρέκενριτζ σηκώθηκε και υποκλίθηκε. Είχε πυκνά γκρίζα μαλλιά και το ίδιο
θεληματικό πιγούνι και την ίσια μύτη με το γιο του. Τα μάτια του ήταν γαλανά και διάφανα.

«Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, αγαπητή μου. Περίμενα πολύ καιρό γι’ αυτή τη στιγμή». Παρέμεινε

όρθιος ωσότου ο Τρέι να τραβήξει μια καρέκλα για την Τζέιν.

Ξέρω τι εννοείς, σκέφτηκε εκείνη. Όταν μίλησε, ξαφνιάστηκε και η ίδια με τον ήρεμο τόνο της

φωνής της. «Κι εγώ ανυπομονούσα να σας γνωρίσω. Ο Τρέι μου έχει πει πάρα πολλά για σας».

Σώπασε και συνειδητοποίησε ότι το σφυρο-κόπημα της καρδιάς της μάλλον της είχε δώσει λίγη

αυτοπεποίθηση. «Πώς περνάτε στη Νότια Γαλλία;»

Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια έκφραση απόλυτης χαράς. «Υπέροχα. Μακάρι να το είχα

αποφασίσει πριν από χρόνια. Έχω μια μικρή πέτρινη αγροικία, αρκετά σκυλιά, κατσίκες και όλη τη

γαλήνη και την ηρεμία που επιζητούσα ανέκαθεν».

«Πρέπει να είναι παράδεισος».

«Είναι. Προσπαθώ να πείσω τον Τρέι να έρθει για λίγες μέρες, αλλά είναι μονίμως πνιγμένος στις

δουλειές».

Εκείνη έγνεψε καταφατικά και άλλαξε θέμα για να μην αρχίσει ο πατέρας του να κριτικάρει τον

Τρέι. «Παίζετε μπουλ;» Ήταν ένα ιταλικό παιχνίδι με μπάλα κάποτε είχε δει τη γαλλική εκδοχή του

στην τηλεόραση και της είχε φανεί διασκεδαστικό.

Τα μάτια του Τέρενς Μπρέκενριτζ άνοιξαν διάπλατα. «Για να πω την αλήθεια, είμαι δεύτερος στο

χωριό. Υπάρχει ένας παλιός που δεν μπορεί να τον νικήσει κανείς, αν κι ένας Θεός ξέρει πόσο

προσπάθησα». Γέλασε. «Εσύ παίζεις;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θα ήθελα όμως να δοκιμάσω κάποτε».

«Ξέρω και το κατάλληλο μέρος και τον κατάλληλο άντρα για να σε πάει εκεί». Έκλεισε το μάτι

στον Τρέι κι έπειτα στράφηκε στην Τζέιν. «Αρκετά είπαμε για μένα, θέλω να μάθω τα πάντα για

σένα. Ο γιος μου ήταν πολύ μυστικοπαθής». Έριξε στον Τρέι μια επικριτική ματιά.

Η Τζέιν πήρε γρήγορη ανάσα. «Τι θα θέλατε να μάθετε;» Εδώ θα άρχιζαν οι αυτοσχεδιασμοί.

Σιωπηλά προσευχήθηκε να τα καταφέρει, χωρίς να τα κάνει θάλασσα και εκθέσει τον Τρέι.

«Πώς γνωριστήκατε εσείς οι δυο;»

Η Τζέιν ένιωσε πάνω της το βλέμμα του Τρέι και μίλησε προσεκτικά. «Στη δουλειά. Γνωριζόμαστε

πολλά χρόνια, αλλά μόνο τώρα τελευταία... τώρα τελευταία ανακαλύψαμε...»

«Ότι είμαστε ερωτευμένοι», συμπλήρωσε ο Τρέι, ακουμπώ-ντας το χέρι του πάνω στο δικό της. Θα

πρέπει να πρόσεξε ότι το χέρι της έτρεμε, γιατί τη ρώτησε μεσ’ απ’ τα δόντια του: «Είσαι καλά;»

Η Τζέιν μόλις που μπορούσε ν’ ανασάνει. «Μια χαρά», του ψιθύρισε.

«Μόλις το συνειδητοποιήσατε, ε;» ρώτησε ο Τέρενς την Τζέιν, ανασηκώνοντας τα φρύδια του. Η

έκφρασή του έκρυβε πολύ καλά τις σκέψεις του* κάτι που συνέβαινε συχνά και με τον Τρέι.

Εκείνη ξεροκατάπιε και ανέσυρε από την ψυχή της όλο της το θάρρος. «Καμιά φορά, όταν
εργάζεσαι με κάποιον πολύ καιρό, δε συνειδητοποιείς πού τελειώνει η δουλειά και πού

αρχίζουν τα προσωπικά αισθήματα». Κοίταξε τον Τρέι, κά-νοντάς του σινιάλο με τα μάτια και

αντλώντας κουράγιο απ’ την καρδιά της για να συνεχίσει.

«Ναι», είπε ο Τρέι, λες και το σκεφτόταν, αν κι εκείνη ήταν σίγουρη για το αντίθετο. «Μερικές

φορές χρειάζεται να ανάψει ένα λαμπάκι, τρόπος του λέγειν, για να ξυπνήσεις».

Η Τζέιν τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Πράγματι, έτσι είναι. Το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μου», είπε ο ηλικιωμένος, καθώς έπαιρνε τον κατάλογο των κρασιών
από το σερβιτόρο. Του έριξε μονάχα μια ματιά κι έπειτα

παρήγγειλε. Όταν έφυγε ο σερβιτόρος, έστρεψε ξανά την προσοχή του στην Τζέιν και στον Τρέι.

«Δεν είχα ιδέα ότι εσείς οι δυο δουλεύατε μαζί».

«Ναι». Ο Τρέι έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Η Τζέιν είναι στην πραγματικότητα η βοηθός

μου». Έγνεψε καταφατικά για να το επιβεβαιώσει, με μια κίνηση που θύμιζε μαριο-νέτα, αλλά δεν

πρόσθεσε τίποτε άλλο.

Η Τζέιν σκέφτηκε ότι πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο νευρικό. «Τον ξέρετε το γιο σας, ξενυχτάει

συνεχώς στο γραφείο για να τα προλάβει όλα. Δουλεύουμε πολλές ώρες μαζί». Πήρε μια τρεμάμενη

ανάσα. «Φαντάζομαι ότι αυτό που συνέβη μάλλον ήταν αναπόφευκτο».

«Μπα!» Ο Τέρενς πήρε ένα ψωμάκι και το άλειψε με βούτυρο. «Θα μπορούσατε να δουλεύετε

χρόνια μαζί και να μη νιώσετε απολύτως τίποτα όσο στενή κι αν είναι η συνεργασία. Είναι

αναπόφευκτο μόνο όταν είναι γραφτό. Και αρκεί να σας κοιτάξει κανείς εσάς τους δυο για να

καταλάβει πως είναι γραφτό».

Η Τζέιν χαμογέλασε. Η παρουσία του Τρέι της έφερνε αμηχανία. «Μάλλον είναι», αποκρίθηκε

διπλωματικά. Θα μπορούσατε να δουλεύετε χρόνια μαζί και να μη νιώσετε απολύτως τίποτα. Τα

λόγια του έκρυβαν την αλήθεια και η αλήθεια ήταν πικρή.

Τότε εμφανίστηκε ο σερβιτόρος και έδειξε το μπουκάλι στον Τέρενς για να το εγκρίνει. Εκείνος

έγνεψε καταφατικά και πήρε το μπουκάλι χωρίς να μπει στον κόπο να το δοκιμάσει, όπως συνηθιζόταν. «Πρέπει να κάνουμε μια πρόποση»,
είπε και γέμισε ευγενικά τα ποτήρια

ολωνών. «Είναι ένα δυνατό κόκκινο κρασί από την καινούρια μου πατρίδα, την οποία ελπίζω να

γνωρίσετε σύντομα». Έδωσε τα ποτήρια στον Τρέι και στην Τζέιν. «Εις υγείαν».

Ήπιαν και οι τρεις.

«Λοιπόν», είπε ο Τέρενς αφήνοντας στο τραπέζι τα γυαλιά του. «Δεν υπάρχει λόγος να μην μπούμε

κατευθείαν στο θέμα. Εσείς οι δυο σκέφτεστε να παντρευτείτε, ε;»

«Βέβαια», αποκρίθηκε ο Τρέι, υπερβολικά βιαστικά και υπερβολικά δυνατά. Πέρασε το χέρι του

γύρω από τους ώμους της Τζέιν και την έσφιξε κοντά του. «Δεν πρόκειται να την αφήσω να μου

ξεφύγει».

Εκείνη εισέπνευσε το άρωμα του αφτερσέιβ του και παραλίγο να κλείσει τα μάτια της από την
έκσταση. Μετά επέτρεψε για μια στιγμή στον εαυτό της την πολυτέλεια να γείρει στην αγκαλιά του.

Το χέρι της είχε κολλήσει στα πλευρά του κι ένιωθε το σταθερό ρυθμό της καρδιάς του. Η ζεστασιά

του κορμιού του, καθώς ακουμπούσε στο δέρμα της, την έκανε να ριγήσει από ευχαρίστηση.

«Ελπίζω να συμφωνεί και η κυρία», είπε ο Τέρενς, ανασηκώνοντας ερωτηματικά τα φρύδια του.

«Ναι». Καταβάλλοντος κάποια προσπάθεια, ίσιωσε το κορμί της και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Από

τότε που γνώρισα τον Τρέι, είχα την αίσθηση πως είναι ο άντρας της ζωής μου», είπε, αν κι εκείνος

δε θα καταλάβαινε ποτέ πόσο ειλικρινή ήταν τα λόγια της.

Το πρόσωπο του ηλικιωμένου φωτίστηκε από χαρά. «Λοιπόν, πότε θα γίνει το ευτυχές γεγονός;»

Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή αμηχανίας, έπειτα όμως η Τζέιν είπε το μοναδικό πράγμα που της

ήρθε στο μυαλό. «Στις δεκατέσσερις Φεβρουάριου. Την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου», πρόσθεσε, αν και ήταν περιττό.

«Του χρόνου», παρενέβη βιαστικά ο Τρέι. Κι έπειτα πρόσθεση ανασηκώνοντας τους ώμους του: «Η

Τζέιν προτιμά να κρατήσει αρκετό καιρό ο αρραβώνας».

Ο Τέρενς γύρισε και την κοίταξε. «Αλήθεια, γιατί;»

Εκείνη ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. «Για-τί;» Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει

πυρετωδώς. «Επειδή...» Κοίταξε τον Τρέι, που είχε πάρει ένα αλλόκοτα ανέκφραστο ύφος. «Επειδή, σύμφωνα με τις στατιστικές, τα
ζευγάρια που μένουν αρραβωνιασμένα για ένα χρόνο ή

περισσότερο κάνουν συνήθους πιο επιτυχημένους γάμους». Είχε την εντύπωση ότι αυτό ή κάτι

παρόμοιο, το είχε διαβάσει κάπου. Κάποτε.

Ο Τρέι, δίπλα της, βιάστηκε να προσθέσει ένα ενθουσιώδες «Ναι».

Ο Τέρενς έξυσε το πιγούνι του. «Αυτό δεν το ήξερα».

«Α, ναι». Ο Τρέι πήρε τα ηνία στα χέρια του. «Έχουν γίνει πολλές μελέτες πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Όσο πιο μακροχρόνιος ο αρραβώνας τόσο πιο πετυχημένος ο γάμος».

Τότε εμφανίστηκε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία τους και η Τζέιν άρπαξε την ευκαιρία

για να ανασάνει ελεύθερα και να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Δεν ένιωθε όσο ντροπαλή

αισθανόταν συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις. Αυτό ήταν καλό. Όμως δεν ένιωθε σίγουρη για τις

υποκριτικές της ικανότητες. Κι αυτό ήταν άσχημο.

Όταν ήρθε η σειρά του Τρέι να παραγγείλει, άρχισε να αναρωτιέται αν έπρεπε να πάρει κοτόπουλο ή

φιλέτο. Τότε η Τζέιν του ψιθύρισε ότι το κοτόπουλο είχε πολλή ποσότητα από ένα χορταρικό που

δεν του άρεσε. «Το ξέχασες; Στο Σε Γκιζλίν είπες ότι η γεύση του τραχουριού σού θύμιζε τριμμένο

σαπούνι».

Εκείνος την κοίταξε απορημένος αρκετή ώρα κι έπειτα παρήγγειλε το μοσχάρι.

«Τέτοια μ’ αρέσει να βλέπω», είπε ο Τέρενς, που προφανώς δεν είχε προσέξει το σιωπηλό, ερωτηματικό βλέμμα του Τρέι. «Μια γυναίκα
που φροντίζει τον άντρα της. Πείτε με συντηρητικό, όμως με κάνει να χαίρομαι».

«Και η Τζέιν είναι συντηρητική», παρενέβη ο Τρέι. «Ημουν σίγουρος ότι θα ταιριάζατε».

Τον κοίταξαν και οι δυο.


«Σε τι είμαι συντηρητική;» τον ρώτησε εκείνη.

«Έχεις πίστη και αφοσίωση», αποκρίθηκε ο Τρέι και το βλέμμα του κοντοστάθηκε για μια στιγμή

πάνω της.

«Αυτό είναι σημαντικό προσόν σε μια σύζυγο», συμφώνησε ο Τέρενς.

«Είναι σημαντικό προσόν στον καθένα», είπε η Τζέιν τη στιγμή που ο Τρέι άρχιζε να λέει το ίδιο

πράγμα. Αντάλλαξαν μια ματιά.

«Από το στόμα μου το πήρες», της είπε κοιτάζοντάς την επίμονα.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα τρομαγμένο επιφώνημα και μια ηλικιωμένη κυρία που περνούσε έπεσε

πάνω στην Τζέιν, η οποία εκείνη τη στιγμή έφερνε το ποτήρι του νερού στα χείλη της. Το νερό

χύθηκε στα πόδια της και στο πάτωμα.

«Αχ! Σας ζητώ συγνώμη!» αναφώνησε η γυναίκα.

Η Τζέιν πήρε την πετσέτα της και άρχισε να σκουπίζει το νερό. «Δεν πειράζει. Νεράκι, είναι».

«Νιώθω πολύ άσχημα», είπε η γυναίκα και βγάζοντας ένα μαντίλι από την τσάντα της, έσκυψε για

να σκουπίσει το φόρεμα της Τζέιν. «Πάρα πολύ άσχημα». Κατά λάθος χτύπησε με δύναμη το χέρι

της πάνω στο χέρι της Τζέιν και το μεγάλο διαμάντι τής γρατσούνισε το δέρμα.

Ο συνοδός της, ένας αξιοπρεπής άντρας με σκούρα γκρίζα μαλλιά, ανοιχτό δέρμα και κοστούμι σε

στενή γραμμή, έσκυψε πάνω από τη γυναίκα και κοίταξε την Τζέιν. «Εγώ φταίω», της είπε, «πίεζα τη

σύζυγό μου να προχωρήσει γρήγορα για να φύγουμε».

Η γυναίκα συνέχισε τις προσπάθειές της να καθαρίσει την Τζέιν, κάνοντάς τη να νιώσει ακόμη

μεγαλύτερη αμηχανία. «Ειλικρινά, δεν πειράζει. Θα το φροντίσω μόνη μου», είπε η Τζέιν και το

χέρι της συγκρούστηκε πάλι κατά λάθος με το χέρι της γυναίκας, με αποτέλεσμα η μαύρη

δερμάτινη τσάντα της να πέσει στο πάτωμα. «Αχ, συγνώμη».

«Δεν πειράζει, καλή μου». Η γυναίκα έκανε ένα βήμα πίσω και έσκυψε αδέξια για να μαζέψει την

τσάντα της. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει λιγάκι από το

σκύψιμο. Ανοιξε την τσάντα της. «Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να σας πληρώσω το

καθαριστήριο».

Δε θα σταματούσε επιτέλους να τη φέρνει σε δύσκολη θέση; «'Οχι, ειλικρινά, δε χρειάζεται».

«Αν είστε σίγουρη...»

Η Τζέιν έπιασε το χέρι της γυναίκας και της έκλεισε απαλά την τσάντα. «Είμαι απόλυτα σίγουρη».

«Αχ, Θεέ μου, νιώθω ότι κάτι πρέπει να κάνω», φώναξε εκείνη.

Η Τζέιν κοίταξε το σύζυγο της γυναίκας. «Δεν έγινε τίποτα. αλήθεια».

Αυτός χαμογέλασε και έπιασε την ηλικιωμένη γυναίκα αγκαζέ. «Έλα, Ρίτα, πρέπει να βγω έξω πριν

λήξει ο χρόνος του παρκόμετρου». Και γυρνώντας στην Τζέιν, πρόσθεσε: «Και πάλι σας ζητώ χίλια

συγνώμη».
Εκείνη χαμογέλασε. «Μην ανησυχείτε».

Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο και οδήγησε τη γυναίκα έξω από το εστιατόριο.

«Μας αναστάτωσε, ε;» είπε ο Τρέι. «Είσαι σίγουρη ότι δε λερώθηκες;»

«Το περισσότερο νερό έπεσε στο πάτωμα», αποκρίθηκε η Τζέιν. «Το φόρεμά μου κοντεύει ήδη να

στεγνώσει».

«Ωραία. Όλη αυτή η ιστορία μου θύμισε ότι έχω αφήσει κι εγώ το αυτοκίνητό μου σ’ ένα

παρκόμετρο εδώ απέξω». Ο Τρέι χαμήλωσε το βλέμμα του και έψαξε στις τσέπες του για χρήματα.

«Καλύτερα να πάω και να ρίξω μερικά ψιλά, γιατί θα στείλουν γερανό να μου πάρει το αυτοκίνητο».

«Το έκανα εγώ πριν μπω», είπε η Τζέιν καθώς άπλωνε την πετσέτα στα πόδια της, όπου φαινόταν

ακόμη ο υγρός λεκές από το νερό. Έπειτα έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Τρέι και

χαμογέλασε. «Πάντα ξεχνάς το παρκόμετρο».

«Αλήθεια». Την κοίταξε με ενδιαφέρον. «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ποτέ».

Εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Γι' αυτό, όταν είδα το αυτοκίνητο σου απέξω καθώς ερχόμουν,

έριξα μια ματιά και, όπως το περίμενα, σου έμεναν μόνο λίγα λεπτά».

Ο Τρέι την κοίταξε στα μάτια. «Ανέκαθεν με εντυπώσιαζε το πόσο δραστήρια είσαι».

Εκείνη τη στιγμή έφτασε ο σερβιτόρος με τα πιάτα τους και τους διέκοψε.

«Δραστήρια», πετάχτηκε ο Τέρενς γελώντας. «Αυτό σε εντυπωσιάζει περισσότερο στην αξιαγάπητη

μνηστή σου;»

«Μερικές φορές», απάντησε χαμηλόφωνα ο Τρέι, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

«Απόψε όμως είναι όλο εκπλήξεις».

Συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα, κάνοντάς τη να νιώσει ρίγη ευχαρίστησης σε όλο της το κορμί, ώσπου στο τέλος χαμήλωσε το βλέμμα
της.

«Λοιπόν». Ο Τρέι στράφηκε πάλι στον πατέρα του. «Ηθελα να σου μιλήσω για το μέλλον της

εταιρείας», άρχισε να λέει κι έσκυψε προς το μέρος του για να κουβεντιάσουν για δουλειές.

Ο πατέρας του σήκωσε το χέρι του. «Γι' αυτά μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. Προς το παρόν

θέλω να μάθω περισσότερα για το μέλλον που σχεδιάζετε εσύ και αυτή η γοητευτική κυρία που

συμφώνησε να σε παντρευτεί. Ελπίζω να έχετε συζητήσει το θέμα των παιδιών», είπε και σκούντησε

το γιο του με τον αγκώνα του.

Ο Τρέι του χάρισε το σύντομο, συνηθισμένο του χαμόγελο. «Δεν το έχουμε συζητήσει ακόμη».

Η Τζέιν πρόσεξε ότι ο Τέρενς κοίταξε το γιο του με έκφραση σκεπτικισμού, γι’ αυτό βιάστηκε να

παρέμβει. «Εννοεί ότι συμφωνήσαμε απλώς πως και οι δυο θέλουμε τουλάχιστον ένα». Μα τι έκανε; Το να συνεχίζει το ψέμα ήταν αρκετά
άσχημο, αλλά το να εμπλέκει παιδιά -έστω και φανταστικά-

ήταν ακόμη χειρότερο.

Παρ’ όλα αυτά το πρόσωπο του ηλικιωμένου άντρα μαλάκωσε και πήρε τόσο χαρούμενο ύφος, που

η Τζέιν συνέχισε χωρίς να το πολυσκεφτεί.


«Εγώ νομίζω πως θα ήθελα δύο, αλλά τον ξέρετε τώρα τον Τρέι. Για κείνον, όσο πιο πολλά τόσο το

καλύτερο, γι’ αυτό θα ήθελε τρία με τέσσερα». Γέλασε. «Δεν αποκλείεται να το συζητάμε μέχρι να

είναι πλέον πολύ αργά».

Ο Τέρενς γέλασε κι εκείνος. «Ξέρεις κάτι, μου κάνει εντύπωση που το αναφέρεις, γιατί πάντα έτσι

ήταν ο Τρέι. Θυμάμαι τότε που ήταν μικρός και πήγε στην κατασκήνωση...»

Ο Τρέι τον κοίταξε έντρομος. «Α, όχι. Όχι, όχι, μπαμπά, μην αρχίσεις τις παιδικές ιστορίες. Σε

παρακαλώ».

«Είναι και κάτι άλλο», είπε η Τζέιν απολαμβάνοντας τη σκηνή. Ήταν η πρώτη φορά μέσα σε πέντε

χρόνια που θα της χρησίμευαν οι πληροφορίες της για την προσωπική ζωή του Τρέι. «Είναι πολύ

μετριόφρων. Δε μιλάει σχεδόν ποτέ για τον εαυτό του ή για τα παιδικά του χρόνια, για τότε που

ταξίδευε σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Ο ηλικιωμένος σοβάρεψε. «Γι’ αυτό φταίω δυστυχώς εγώ. Εξαιτίας της δουλειάς μου ήμουν

αναγκασμένος να τον τραβάω συνεχώς από δω κι από κει όταν ήταν μικρός». Δάγκωσε μια μπουκιά

από το ψωμάκι του και κουνώντας το χέρι του στην Τζέιν, πρόσθεσε με γεμάτο στόμα: «Βέβαια, είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά θα τα
ξέρεις».

«Μπαμπά, δεν έχω πει στην Τζέιν...»

«Ξέρω πως πήγε σε οικοτροφείο στο Καρλάιλ όταν ήταν στην πρώτη τάξη», είπε η Τζέιν με απαλή

φωνή και κοίταξε τον Τρέι χαμογελώντας αχνά. «Έτσι δε μου είπες;»

Εκείνος είχε μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη. «Ναι». Στράφηκε στον πατέρα του.

«Εγώ της το είπα. Όπως βλέπεις, γνωρίζει ήδη τα πάντα για το παρελθόν μου. Δεν υπάρχει λόγος να

τα ξαναπείς τώρα».

Ο πατέρας του τον αγνόησε και έσκυψε πάνω από το τραπέζι για να πλησιάσει την Τζέιν. «Σου είπε

ποτέ για τότε που χάρη σ’ αυτόν κέρδισε η ομάδα του στο κολέγιο;»

Ο Τρέι άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί, μα η Τζέιν δεν του άφησε περιθώρια. «Ναι, σκόραρε

στα τελευταία τρία δευτερόλεπτα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το Στάνφορντ θα πρέπει να τον

ευγνωμονούσε για πολλά πράγματα τη χρονιά που αποφοίτησε».

«Πράγματι», είπε με περηφάνια ο Τέρενς. «Έχω σπουδαίο αγόρι».

Ο Τρέι κοίταξε την Τζέιν σοκαρισμένος. «Δε θυμάμαι να σ' το είπα αυτό», μουρμούρισε σχεδόν

μεσ’ απ’ τα δόντια του.

«Μου το είπες», τον διαβεβαίωσε χαμηλόφωνα. Στην πραγματικότητα δεν της το είχε πει. Όλα αυτά

τα είχε διαβάσει στο ενημερωτικό δελτίο του προσωπικού, όταν έγραψαν ένα άρθρο για κείνον πριν

από αρκετά χρόνια. Τις λεπτομέρειες τις είχε δώσει ο πατέρας του.

Καθώς συνεχιζόταν το δείπνο, η Τζέιν μπόρεσε να βάλει στη συζήτηση πολλά προσωπικά στοιχεία

που γνώριζε για τον Τρέι. Αυτό τουλάχιστον ήταν ένα θέμα για το οποίο ένιωθε σίγουρη. Γνώριζε
σχεδόν τα πάντα που μπορούσε να ξέρει κανείς για τον Τρέι Μπρέκενριτζ. Χάρη στο ότι δούλευε

καθημερινά μαζί του, τον είχε μάθει σχεδόν σαν σύζυγος.

Όσο προχωρούσε η κουβέντα, η νευρικότητά της μετριάστηκε και ανακάλυψε με έκπληξη ότι

αισθανόταν μεγάλη άνεση να μιλάει με τον Τέρενς. Δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα του

στρυφνού ιδρυτή της Κατασκευαστικής Μπρέκενριτζ όπως πίστευαν όλοι στην εταιρεία. Σύμφωνα

με τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν, ήταν ένας αδίστακτος επιχειρηματίας, μια υπερβολικά

αυστηρή προσωπικότητα, αλλά η Τζέιν ανακάλυψε πως ήταν ήρεμος και ευχάριστος.

Δυστυχώς όμως ο Τρέι δεν ήταν τίποτε απ’ αυτά τα δυο απόψε. Όσο πιο πολύ χαλάρωνε ο πατέρας

του τόσο πιο νευρικός γινόταν εκείνος. Η Τζέιν λαχταρούσε να του πιάσει το χέρι για να τον

καθησυχάσει, όπως θα έκανε και μια πραγματική αρραβωνιαστικιά, όμως δεν το τόλμησε. Δεν

μπορούσε να ξεχάσει ότι ο αληθινός της ρόλος ήταν αυτός της γραμματέως του, όχι της

αρραβωνιαστικιάς. Μια τέτοια οικειό-.τητα θα ήταν ανάρμοστη.

Στο τέλος του γεύματος ο Τέρενς σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα του και την άφησε στο

τραπέζι. Ύστερα τους κοίταξε και τους δυο με πρόσωπο που έλαμπε. «Πρέπει να πω ότι στην αρχή

είχα κάποιες επιφυλάξεις γι’ αυτό τον αρραβώνα, γιε μου».

«Είχες...»

Ο Τέρενς σήκωσε το χέρι του και δεν τον άφησε να τελειώσει.

«Ξέρω, ξέρω, δεν ήταν σωστό να είμαι καχύποπτος. Πες με παρανοϊκό γέρο, όμως στ’ αλήθεια

ανησυχούσα ότι μπορεί να ήθελες να παντρευτείς εσπευσμένα για να με εξευμενίσεις και να σου

μεταβιβάσω τις μετοχές μου».

«Μπαμπά». Το όμορφο πρόσωπο του Τρέι χλόμιασε και σοβάρεψε. «Δεν ξέρω τι να πω».

«Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Μάλλον δε σκεφτόμουν εσένα αλλά τον εαυτό μου». Έστρεψε τα

γαλανά του μάτια στην Τζέιν. «Βλέπεις, Τζέιν, παλιά μπορεί να έκανα οτιδήποτε μόνο και μόνο για

να κρατήσω τον έλεγχο της εταιρείας. Τότε αντιμετώπιζα κάποια προβλήματα πάνω σ’ αυτό το

θέμα. Πολύ άσχημα. Μου κόστισε πολύ, και δεν εννοώ σε χρήματα».

Η Τζέιν κατάλαβε πως κάποτε ήταν ολόιδιος με το γιο του. Κατάλαβε επίσης ότι τον ευχαριστούσε

τρομερά να πιστεύει ότι ο γιος του δεν ήταν όπως εκείνος παλιά.

«Όποιες κι αν είναι οι διαφορές μας», είπε στον Τρέι, «η μητέρα σου σε ανέθρεψε σωστά και έγινες

καλός και ηθικός άνθρωπος».

Ο Τρέι σάλεψε νευρικά. «Μπαμπά...»

Ο ηλικιωμένος σήκωσε το χέρι του. «Όχι, όχι. Άσε με να το πω. Δουλεύεις σκληρά και είσαι

ειλικρινής. δυο πράγματα που θαυμάζω πολύ σε έναν άντρα. Αλλά παράλληλα χαίρεσαι τη ζωή και

τους ανθρώπους που έχεις κοντά σου». Κοίταξε την Τζέιν και ένα χαμόγελο μαλάκωσε την

έκφρασή του. «Αυτό το θαυμάζω περισσότερο από καθετί άλλο».


Εκείνη ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν περιέγραφε τον Τρέι, αλλά τον εαυτό του.

«Μπορεί να μην ήμουν ο καλύτερος γονιός του κόσμου», συνέχισε εκείνος. «Για να πω την αλήθεια, είμαι σίγουρος ότι δεν ήμουν. Αυτό
όμως που με ανησυχούσε πάντα περισσότερο ήταν μήπως

παγιδευτείς κι εσύ στα γρανάζια της δουλειάς που δε με άφηναν να είμαι κοντά σου όλα αυτά τα

χρόνια. Τώρα βλέπω ότι άδικα ανησυχούσα». Γέλασε μελαγχολικά. «Μάλλον έφταιγε ο εγωισμός

μου που περίμενα ότι θα έκανες τα ίδια λάθη μ’ εμένα. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την

οικογένειά. Τώρα πια το έχω μάθει. Τίποτα. Λυπάμαι που σε απογοήτευσα».

Ο Τρέι είχε χλομιάσει περισσότερο. «Όλα αυτά είναι τώρα παρελθόν».

«Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουν σημασία». Ο Τέρενς έστρωσε με το χέρι τα γκρίζα του μαλλιά. μια

χειρονομία που θύμισε στην Τζέιν τον Τρέι. «Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο και να πράξω

διαφορετικά, θα το έκανα. Πίστεψέ με, γιε μου, θα το έκανα».

Ο Τρέι σάλεψε νευρικά στην καρέκλα του. «Δε σου κρατάω κακία».

Ο Τέρενς ανασήκωσε τους ώμους του. «Το ελπίζω. Ξέρω ότι το θεωρούσες άδικο να κρατάω τις

μετοχές μέχρι να νοικοκυρευτείς, αλλά ίσως τώρα να με καταλαβαίνεις».

«Νομίζω πως ναι», έίπε ο Τρέι με άχρωμη φωνή.

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της Τζέιν κι ένιωσε σαν να είχε συρρικνωθεί στην καρέκλα της.

Ο ηλικιωμένος έγνεψε καταφατικά. «Τώρα που βλέπω τι αξιαγάπητη κυρία διάλεξες, πιστεύω πως

με καταλαβαίνεις». Κοίταξε χαμογελώντας την Τζέιν. «Ελπίζω να συνειδητοποιείς πόσο τυχερός

είσαι, Τρέι».

«Ναι, φυσικά».

Ο Τέρενς κοίταξε πάλι το γιο του. «Τότε, τι άλλο να πω; Νομίζω ότι τώρα που σε περιμένει ένας

ευτυχής έγγαμος βίος, είναι καιρός να πάρεις στα χέρια σου τα ηνία της εταιρείας. Αύριο θα βάλω

το δικηγόρο μας να συντάξει τα χαρτιά και ό,τι είναι δικό μου απ’ αυτή την εταιρεία θα γίνει δικό

σου».

Ο Τρέι χαμογέλασε και το χαμόγελό του έκοψε την ανάσα της Τζέιν. «Δε θα το μετανιώσεις», είπε

και άπλωσε το χέρι του για να σφίξει το χέρι του πατέρα του.

Ο ηλικιωμένος κοίταξε πάλι την Τζέιν κι εκείνη ένιωσε σαν να συρρικνωνόταν ακόμα περισσότερο.

«Είμαι σίγουρος πως δε θα το μετανιώσω». Χάιδεψε το στομάχι του και χασμουρήθηκε. «Ελπίζω να

συγχωρήσετε ένα γέρο για την αδυναμία του, αλλά στο χωριό μου είναι πολύ αργά τέτοια ώρα και

πρέπει να πάω για ύπνο».

Ο Τρέι σηκώθηκε. «Θα σε πάμε με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο σου».

«Ανοησίες. Θα πάρω ταξί. Εσείς οι δυο μείνετε εδώ και χαρείτε τη βραδινή σας έξοδο». Έριξε στον

Τρέι μια διαπεραστική ματιά. «Δεν είμαι τόσο γέρος που να μην μπορώ να γυρίσω μόνος μου».

Ο Τρέι πιθανόν να κατάλαβε το μήνυμα που έκρυβαν τα λόγια του πατέρα του, μα δεν το έδειξε.
«Μα και βέβαια δεν είσαι». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Τζέιν και κάθισε. Το δέρμα της

ανατρίχιασε εκεί που την άγγιξαν τα ζεστά δάχτυλά του.

Ο Τέρενς τους χάρισε ένα τελευταίο χαμόγελο επιδοκιμασίας και σηκώθηκε για να σφίξει το χέρι

της Τζέιν. «Καληνύχτα, αγαπητή μου. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε γνώρισα».

Η Τζέιν δυσκολεύτηκε να μιλήσει- είχε την αίσθηση πως είχε χάσει τη φωνή της. «Κι εγώ χάρηκα

πολύ, κύριε. Καληνύχτα».

Τον κοίταξαν καθώς προχωρούσε προς την έξοδο. Είχε μια ζωντάνια ασυνήθιστη για ηλικιωμένο, και μάλιστα για ηλικιωμένο που θα έπρεπε
να είναι κουρασμένος από το πολύωρο αεροπορικό

ταξίδι. «Κάτι θα έχει το νερό της Γαλλίας», σχολίασε ο Τρέι. «Πρώτη φορά τον βλέπω με τόση

ενέργεια». Έγειρε στην καρέκλα του και αναστέναξε. «Χαίρομαι που τελείωσε κι αυτό».

Η Τζέιν τον κοίταξε με ύφος δυστυχισμένο. «Νιώθεις κι εσύ τόσο άσχημα όσο εγώ;»

«Ασχημα;» Ο Τρέι την κοίταξε με δυσπιστία. «Αστειεύεσαι; Νιώθω θαυμάσια. Η βραδιά είχε

απόλυτη επιτυχία. Τον κοροϊδέψαμε εντελώς και τώρα θα μου μεταβιβάσει τις μετοχές του χωρίς

άλλες ανοησίες».

Η Τζέιν ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήξερε ότι ο Τρέι ήταν κατά βάθος τρυφερός, είχε

διακρίνει αρκετά σημάδια αυτής της τρυφερότητας στα πέντε χρόνια που τον γνώριζε, αλλά τδιρα

δεν έβλεπε ούτε ένα. «Το ξέρω, αλλά θα το κάνει

επειδή νομίζει πως έχουμε μια ευτυχισμένη σχέση και δε θα χρειάζεται να ανησυχεί άλλο για σένα».

«Μα δε χρειάζεται». Έγνεψε στο σερβιτόρο να φέρει το λογαριασμό.

«Αλήθεια;»

Ο Τρέι την κοίταξε στα μάτια. .Προφανώς σκεφτόταν πως η Τζέιν είχε υπερβεί κάποιο όριο, όμως

προς μεγάλη της έκπληξη η ίδια δεν ένιωσε υποχρεωμένη να υποχωρήσει.

«Δε χρειάζεται;» επέμεινε.

«Όχι», απάντησε ψυχρά ο Τρέι. «Είμαι μεγάλος άνθρωπος, δεν έχω ανάγκη τον πατέρα μου», την

κοίταξε δηκτικά, «ή μια σύζυγο -φανταστική ή πραγματική- για να με προσέχει».

«Εντάξει». Κούνησε το κεφάλι της. «Έχεις δίκιο, δεν το έχεις ανάγκη».

Για λίγη ώρα επικράτησε σιωπή.

Ο Τρέι την έσπασε πρώτος. «Αλήθεια, ήταν φοβερό αυτό που είπες για το τραχούρι. Πώς διάολο το

θυμόσουν;»

«Μου αρέσει το τραχούρι», του απάντησε μουδιασμένα. «Μου είχε φανεί παράξενο που εσένα δε

σου άρεσε».

Εκείνος γέλασε και έβαλε κι άλλο κρασί στα ποτήρια τους. «Και ο αγώνας ράγκμπι στο Στάνφορντ.

αυτό από πού το ήξερες;»

«Από το ενημερωτικό δελτίο της εταιρείας».


Της έγνεψε καταφατικά και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της. «Τζέιν, είσαι ιδιοφυία. Δεν

ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω. Σου αξίζει αύξηση».

«Όχι, δε μου αξίζει».

Έσμιξε τα φρύδια του. Για να αρνείται η Τζέιν τα χρήματα, προφανώς κάτι του είχε διαφύγει. «Έλα

τώρα, Τζέιν, όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Τι ακριβώς τρέχει;»

«Μόλις εξαπάτησα έναν πολύ καλό άνθρωπο και δε νιώθω ωραία γι’ αυτό», του ομολόγησε

νευριασμένα.

Ο Τρέι ξαφνιάστηκε. «Δε νομίζω να σε έχω ξαναδεί θυμωμένη».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Έχω θυμώσει με τον εαυτό μου». Πήρε την πετσέτα από τα

γόνατά της και την

άφησε στο τραπέζι, δίπλα στο πιάτο της. «Καλύτερα να πηγαίνω».

«Όχι, περίμενε». Την έπιασε πάλι από το μπράτσο και αυτή τη φορά δεν ήταν για τα μάτια του

κόσμου, αλλά επειδή το ένιωθε.

Η Τζέιν περίμενε με κομμένη την ανάσα.

«Αυτό που κάναμε ήταν καλό». Την κοίταξε με ειλικρίνεια η Τζέιν δεν είχε ξαναδεί τόση

ειλικρίνεια στο βλέμμα του. «Το ξέρεις ότι δεν παντρεύομαι στ’ αλήθεια, αλλά εσύ η ίδια είπες ότι

επειδή το πίστεψε, σταμάτησε να ανησυχεί για μένα. Επομένως, γιατί είναι κακό να χαρίζεις σε έναν

άνθρωπο λίγη ηρεμία στα γεράματά του;»

«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτό που λες ή προσπαθείς απλώς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα γι’

αυτό που κάναμε;»

Εκείνος δε δίστασε. «Το πιστεύω απόλυτα. Και το πιο σημαντικό είναι ότι έχω να ανησυχώ για την

εταιρεία και εκατό υπαλλήλους. Τα πράγματα δεν πάνε καλά τα τελευταία χρόνια και χρωστάμε

πολλά χρήματα, αλλά τώρα που θα κλείσουμε τη δουλειά με την Ντάβενπορτ και ο μπαμπάς δε θα

μπορεί να ασκήσει βέτο στη συμφωνία, όλα θα πάνε μια χαρά». Σώπασε. «Θα δεις, μια χαρά».

Εκείνη τον κοίταξε αρκετή ώρα. «Ελπίζω να έχεις δίκιο».

«Πίστεψέ με, έχω δίκιο». Ο σερβιτόρος γύρισε με το λογαριασμό και ο Τρέι του έδωσε μια

πιστωτική κάρτα. «Να σε πάω σπίτι; Πρώτα όμως πρέπει να κάνω μια γρήγορη κλήση στον

αυτόματο τηλεφωνητή μου...» Έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του.

«Όχι, ευχαριστώ, έχω το αυτοκίνητό μου». Η Τζέιν άνοιξε το τσαντάκι και έβγαλε τα κλειδιά της.

«Εντάξει τότε». Σώπασε και την κοίταξε κατάματα. «Και πάλι σ’ ευχαριστώ για όλα. Απόψε μου

έσωσες τη ζωή».

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Δε νομίζω πως είναι αλήθεια».

Εκείνος της έπιασε το χέρι. «Είναι αλήθεια», της είπε. «Και δε θα το ξεχάσω».

Η Τζέιν δεν ήξερε τι να απαντήσει κι απόμεινε να τον κοιτάζει.


Τότε ξαναήρθε ο σερβιτόρος, με την κάρτα του Τρέι και την απόδειξη. Ο Τρέι την πήρε κι έψαξε να

βρει στυλό. «Μάλλον θα τα πούμε αύριο», είπε στην Τζέιν καθώς έβαζε πάλι το χέρι στην τσέπη

του.

«Σωστά», του απάντησε άτονα. «Θα τα πούμε το πρωί».

Η βραδιά είχε τελειώσει. Το ρολόι του καμπαναριού σήμαινε μεσάνυχτα και ήταν ώρα να γυρίσει η

Σταχτοπούτα σπίτι με την κολοκύθα της.Ή, σε αυτή την περίπτωση, με το Φορντ της.

«Περίμενε, Τζέιν».

Σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του. «Ναι;»

Ο Τρέι της χαμογέλασε αμήχανα. «Απ' ό,τι φαίνεται, ξέχασα το κινητό μου, έχεις μαζί σου το δικό

σου;»

«Α, βέβαια». Μα φυσικά και το είχε. Ήταν μονίμως εν υπηρεσία.

Άνοιξε το τσαντάκι, έβγαλε το τηλέφωνο και καθώς του το έδινε τα ακροδάχτυλά τους ακούμπησαν

μεταξύ τους.

Εκείνος δεν έδειξε να το πρόσεξε. «Ευχαριστώ». Πληκτρολόγησε μια σειρά αριθμών και έβαλε τη

συσκευή στο αυτί του. Έσωσε κάνα δυο μηνύματα, αλλά όταν έφτασε στο τελευταίο, το πρόσωπό

του πάγωσε. Καθώς το άκουγε προσεκτικά, έγινε άσπρος σαν πανί.

«Τρέι, τι συμβαίνει;» ρώτησε η Τζέιν, βλέποντάς τον να κλείνει το τηλέφωνο και να μουρμουρίζει

μια βρισιά.

«Ο πατέρας μου έφτασε στο ξενοδοχείο και μου άφησε μήνυμα. Πέρασε υπέροχα απόψε».

Εκείνη δεν κατάλαβε. «Ωραία».

«Τόσο υπέροχα, που θα μείνει λίγο παραπάνω απ’ ό,τι σκόπευε. Θέλει να περάσει κι άλλες μέρες

μαζί μας».

Τώρα κατάλαβε. Το θέατρο που θα έπαιζαν για μια νύχτα παρατεινόταν επ’ αόριστον. Κάθισε ξανά

δίπλα του και με πολλή σοβαρότητά του είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό -μια

χαρακτηριστικά πρακτική ερώτηση που ακούστηκε ασήμαντη με το που βγήκε από τα χείλη της.

«Και το δαχτυλίδι; Δεν πρέπει να το επιστρέψεις;»

Ο Τρέι την κοίταξε για λίγο με απορία κι έπειτα έβαλε τα γέλια. «Αυτό, Τζέιν, είναι το τελευταίο

που με ανησυχεί».

Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε. «Ναι, υποθέτω ότι μπορείς να ζητήσεις από το φίλο σου

παράταση».

«Ακριβώς. Προς το παρόν αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι πώς θα πείσω τη γραμματέα

μου, η οποία είναι φοβερή επαγγελματίας και παρεμπιπτόντως μεγάλη ηθοποιός», είπε

ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της, «να κάνει τη μνηστή μου για λίγο καιρό ακόμη».

Η Τζέιν ένιωσε ρίγη στα γυμνά της μπράτσα, αν και δεν ήξερε αν οφείλονταν στο άγγιγμά του ή
στην πρόταση που της έκανε. «Γιατί δε δοκιμάζεις να της το ζητήσεις;»

Στο βλέμμα του καθρεφτίστηκε ένα χαμόγελο. «Θα πρέπει να είναι τρελή για να συμφωνήσει».

«Ίσως να είναι τρελή και απλώς να μην το ξέρεις». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως να υπάρχουν

πολλά πράγματα που δεν ξέρεις γι’ αυτή».

Εκείνος την περιεργάστηκε για λίγο και το χαμόγελό του έσβησε σιγά σιγά. «Θα το κάνεις, Τζέιν; Θα προσπαθήσω να περιορίσω όσο
γίνεται αυτό το θέατρο, αλλά μπορώ εν τω μεταξύ να βασίζομαι

σ’ εσένα, να ξέρω ότι θα είσαι έτοιμη να δώσεις παράσταση όποτε χρειαστεί;»

Η Τζέιν του χαμογέλασε καθησυχαστικά, αγνοώντας τη φωνούλα που της έλεγε ότι πρόδιδε τον

εαυτό της και ότι αποκλειόταν να συνέχιζε αυτό το θέατρο χωρίς να κινδύνευε να πληγωθεί

ανεπανόρθωτα. «Ναι, Τρέι. Μπορείς να βασίζεσαι σ’ εμένα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όταν η Τζέιν γύρισε σπίτι μίση ώρα αργότερα, η Πίτι την περίμενε στον καναπέ του καθιστικού.

ήταν τυλιγμένη με μια μεγάλη βαμβακερή κουβέρτα και παρακολουθούσε μια παλιά ταινία στην

τηλεόραση.

Μόλις είδε την Τζέιν, έστρεψε το τηλεχειριστήριο στη συσκευή και ο Κάρι Γκραντ χάθηκε από την

οθόνη. «Τι έγινε;» Χτύπησε το μαξιλάρι που ήταν δίπλα της, γνέφοντάς της να καθίσει. «Έλα, θέλω

να μου τα πεις με το νι και με το σίγμα».

Η Τζέιν άφησε την τσάντα της στο τραπέζι του χολ και μπήκε στο καθιστικό. «Που λες...»

Βυθίστηκε ονειροπόλα στον καναπέ, δίπλα στην Πίτι. «Ήταν υπέροχα». Σώπασε, αναπολώντας

την οικειότητα με την οποία την άγγιζε ο Τρέι προσποιούμενος έστω και για λίγες ώρες πως είχαν

δεσμό. Παρά τη θέλησή της, αναψοκοκκίνισε από ευχαρίστηση. «Ήταν φανταστικά».

«Θέλω περισσότερες λεπτομέρειες».

Η Τζέιν χαμογέλασε καθώς θυμόταν τα γεγονότα της βραδιάς. «Όταν έφτασα, μου έδωσε αυτό το

υπέροχο διαμαντένιο δαχτυλίδι...»

«Δαχτυλίδι!» Η Πίτι της άρπαξε το χέρι για να το δει από κοντά. «Είναι παραμυθένιο!»

«Δανεικό είναι». Αυτό η Τζέιν το γνώριζε ήδη, ωστόσο όταν άκουσε τον εαυτό της να το λέει

δυνατά, ένα βάρος της πλάκωσε την καρδιά. «Προσωρινό. Όπως και όλη αυτή η ιστορία».

«Εμένα πάντως το γεγονός ότι σου έδωσε το δαχτυλίδι μου φαίνεται πολύ συμβολικό».

«Μου το έδωσε αφού το δανείστηκε από έναν κοσμηματοπώλη φίλο του. Για την αποψινή βραδιά.

Το μόνο που συμβολίζει είναι ότι με χρειάζεται για το ρόλο της αρραβωνιαστικιάς του, τίποτα

περισσότερο». Το βλέμμα της έγινε απλανές καθώς θυμήθηκε τη στιγμή που πρωτοείδε το δαχτυλίδι

να αστράφτει μες στο κουτάκι του. «Παρ’ όλα αυτά πέρασα όμορφα».

Η Πίτι γέλασε. «Ώστε σου έδωσε το δαχτυλίδι. Και μετά;»

Η Τζέιν διηγήθηκε στην Πίτι όλη την ιστορία* από την ευχάριστη συζήτηση με τον πατέρα του Τρέι
και το γεγονός ότι ο Τέρενς συμφώνησε να μεταβιβάσει τις μετοχές του στο γιο του το επόμενο

πρωί, μέχρι την έκφραση που πήρε ο Τρέι όταν συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν το

θέατρο για μερικές βδομάδες ακόμη.

«Όχι και έκφραση τρόμου, μου φαίνεται ότι υπερβάλλεις», είπε η Πίτι.

«Πάντως δε χάρηκε».

«Δηλαδή είναι ένα παιχνίδι», κατέληξε η Πίτι, μη δίνοντας σημασία στην ταραχή της Τζέιν. «Σαν το

παιχνίδι των μεταμφιέσεων. Κοίτα να το απολαύσεις».

«Δεν μπορώ, γιατί γι’ αυτόν είναι αγγαρεία», αποκρίθηκε η Τζέιν και βούλιαξε περισσότερο στα

μαλακά μαξιλάρια του καναπέ. Οι σφιγμένοι της μύες χαλάρωσαν προς στιγμήν. «Δεν μπορώ να το

απολαύσω όταν ξέρω ότι δεν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι. Εγώ παίζω για να πραγματοποιήσω μια

φαντασίωση, αλλά εκείνος παίζει για να σώσει τη ζωή του και είναι δυστυχισμένος».

«Επομένως πρέπει να του δείξεις ότι μαζί σου αυτό το παιχνίδι γίνεται ευχάριστο. Να του δείξεις ότι

και το να ζει μαζί σου είναι ευχάριστο».

Η Τζέιν γέλασε ειρωνικά. «Μάλιστα. Και πώς θα το καταφέρω αυτό;»

«Με τη γοητευτική προσωπικότητά σου, τη ζεστασιά και την τρυφερότητά σου, το καταπληκτικό

σου κρέας στο φούρνο και τη βεβαιότητά σου πως του ταιριάζεις».

«Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορώ να τον κερδίσω μονάχα με την αποφασιστικότητά μου;»

«Μπορείς, αν η μοίρα είναι με το μέρος σου, και, Τζέιν...»

Η Πίτι σώπασε για να δώσει έμφαση. «Νομίζω ότι αυτή τη φορά η μοίρα είναι αναμφισβήτητα με το

μέρος σου».

***

Ασχετα με όλα τα υπόλοιπα, χαίρομαι που είχα απόψε μαζί μου την Τζέιν, σκεφτόταν ο Τρέι.

Χαίρομαι πολύ.

Βρισκόταν σπίτι και στεκόταν στη βεράντα του ρετιρέ διαμερίσματος του, σε ένα παλιό κτίριο με το

όνομα Τα Αετώματα. Το είχε ανακαινίσει με μεγάλη επιτυχία η Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ και

συνήθως τον ευχαριστούσε πολύ να κοιτάζει την πόλη από εκεί ψηλά.

Απόψε όμως όχι. Για κάποιο άγνωστο λόγο, απόψε ένιωθε σαν να στεκόταν στην άκρη ενός

γκρεμού αφού πρώτα είχε πιει ένα μπουκάλι βότκα. Εντάξει, το στόχο του για εκείνο το βράδυ

τον είχε πετύχει, την έγκριση του πατέρα του την είχε πάρει. Όμως πώς θα συνέχιζε το θέατρο; Πώς

θα εξακολουθούσαν να πείθουν τον πατέρα του εκείνος και η Τζέιν πως ήταν ερωτευμένοι, αφού καλά καλά δε γνώριζαν ο ένας τον άλλο;

Έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Τζέιν και ευχήθηκε να ήταν κοντά του. Θα έδιωχνε όλους του

τους φόβους. Είχε πάντα τον τρόπο να φέρνει την ισορροπία στο χαοτικό του κόσμο. Απόψε ήταν

ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση και είχε συμβάλει στην επιθυμητή έκβαση της βραδιάς. Αυτό ήταν το

ταλέντο της.
Ο Τρέι ακούμπησε στην κουπαστή και κοίταξε τα φώτα της πόλης που λαμπύριζαν σαν πετράδια. Τι

θα του έλεγε τώρα η Τζέιν;

Μάλλον θα σκαρφιζόταν κάποιο σχέδιο, να τι θα έκανε. Θα έβρισκε όλες τις σχετικές πληροφορίες

που έπρεπε να ξέρουν ο ένας για τον άλλο σαν "αρραβωνιασμένοι" και θα του τις έγραφε στη

γραφομηχανή για να τις έχει πάνω του σαν σκονάκι σε περίπτωση που χρειαζόταν να επιδείξει τις

γνώσεις του. Μετά θα φρόντιζε να γεμίσει το πρόγραμμά του με ραντεβού -από τις ετήσιες ιατρικές

εξετάσεις του μέχρι το να πάει στον οδοντογιατρό του για καθαρισμό- ώστε να μην του

μένει ουσιαστικά χρόνος να ξαναβγεί με τον πατέρα του και τη ’μνηστή’ του μέχρι να γυρίσει ο

γέρος στη Γαλλία.

Θα της τηλεφωνήσω, σκέφτηκε και γύρισε για να μπει στο σπίτι. Όσο πιο γρήγορα καταπιαστεί μ’

αυτό τόσο το καλύτερο.

Σταμάτησε. Ήταν αργά. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πολύ αργά. Η Τζέιν σίγουρα θα κοιμόταν. Δεν

μπορούσε να την ξυπνήσει επειδή τον είχαν πιάσει οι ανασφάλειές του.

Θα περίμενε μέχρι το πρωί. Η Τζέιν θα βρισκόταν τότε κοντά του, πρόθυμη να τον βοηθήσει. Αν

υπήρχε κάτι στο οποίο μπορούσε να βασίζεται, αυτό ήταν η Τζέιν και το γεγονός ότι πάντα, μα

πάντα, ήταν πρόθυμη να τον βοηθήσει.

Αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να τον βγάλει απ’ αυτό το μπέρδεμα που δημιούργησε, αυτός

ήταν η Τζέιν. Δεν είχε πίστη σε πολλά πράγματα, αλλά σ’ εκείνη είχε. Ποτέ δεν τον είχε

απογοητεύσει. Εδώ και χρόνια έκανε ταχυδακτυλουργίες με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τις

άσχημες εποχές και διατηρούσε τις δημόσιες σχέσεις σε άριστα επίπεδα τις καλές εποχές. Ό,τι

ανάγκη κι αν παρουσιαζόταν, η Τζέιν ήξερε πώς να ανταποκριθεί. Αυτός ήταν το σύνολο, εκείνη η

λεπτομέρεια. Αυτός διέλυε τους βράχους, αλλά εκείνη καθάριζε τα χαλίκια που σκορπούσε και

έκανε τα πάντα να αστράφτουν.

Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Η Τζέιν θα είχε σκεφτεί καλύτερο παραλληλισμό.

Ήταν αναντικατάστατη.

Έπρεπε οπωσδήποτε να της δώσει αύξηση.

***

«Ο πατέρας σου σε περιμένει στο γραφείο σου», είπε η Τζέιν στον Τρέι χαμηλόφωνα όταν εκείνος

έφτασε στη δουλειά το επόμενο πρωί. Πάει η μελωδική, γελαστή φωνή της περασμένης βραδιάς. Η

Τζέιν είχε πάρει πάλι το τυπικό, επαγγελματικό της ύφος.

«Βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή;»

«Ναι, μη μου πεις ότι ξέχασες πως θα ερχόταν για να σου μεταβιβάσει τις μετοχές». Ξεφύσηξε

ανάλαφρα και οι ώμοι της χαλάρωσαν μέσα από την κρεμ, μεταξωτή μπλούζα της.

Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα της και ο Τρέι γοητεύτηκε προς στιγμήν από τις μακριές, σκούρες
βλεφαρίδες και τα καλοσχηματισμένα μήλα του προσώπου της. Πώς και δεν είχε προσέξει όλα αυτά

τα χρόνια πόσο όμορφη ήταν;

«Επειδή είχες... Τρέι;» Έπιασε αμήχανα με το χέρι της το πρόσωπό της. «Γιατί με κοιτάς έτσι;»

«Συγνώμη. Απλώς... σκεφτόμουν. Συνέχισε».

«Άκου, ήρθες πολύ αργά...»

«Αργά; Δεν ήρθα αργά, αυτός ήρθε νωρίς». Κοίταξε το ρολόι του. «Ούτε εννιά δεν είναι ακόμη».

«Είναι δέκα παρά τέταρτο».

«Τι;» Κοίταξε το ψηφιακό ρολόι που ήταν πάνω στο γραφείο της κι έπειτα ξανακοίταξε το δικό του.

Ο δείκτης των δευτερολέπτων ήταν ακίνητος. Μόλις το διαπίστωσε ο Τρέι μουρμούρισε μια βρισιά.

«Να δούμε τι άλλο θα συμβεί», είπε σηκώνοντας το βλέμμα του ψηλά.

«Αυτό ακριβώς ήθελα να σου πω. Επειδή είχες αργήσει κι εγώ δεν ήξερα γιατί, ο πατέρας σου

έβγαλε το συμπέρασμα πως ψιλοτσακωθήκαμε». Έριξε μια ματιά στην πόρτα του γραφείου του Τρέι

και συνέχισε ψιθυρίζοντας. «Δεν κατάφερα να τον πείσω για το αντίθετο».

Ο Τρέι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. «Στη γωνία του δρόμου είναι ένας τύπος που πουλάει

τριαντάφυλλα. Απασχόλησε τον μπαμπά μου για λίγο ακόμη κι εγώ θα τρέξω να πάρω μερικά

λουλούδια και θα σου τα φέρω για να συμφιλιωθούμε. Έτσι ίσως μπορέσω να δικαιολογηθώ που

άργησα τόσο πολύ στο ραντεβού μας».

«Γιατί δεν του λες απλώς ότι χάλασε το ρολόι σου;»

Ο Τρέι πήρε ύφος ειρωνικό. «Δεν είναι αρκετά καλή δικαιολογία».

«Περίμενε, δε θέλω να νομίσει πως είμαστε από τα ζευγάρια που τσακώνονται όλη την ώρα».

Ο Τρέι σταμάτησε και την κοίταξε με απορία. «Τι σημασία εχει;»

Εκείνη ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο γραφείο κι έπλεξε τα δάχτυλά της μεταξύ τους. «Έχει».

Ο Τρέι δεν είχε την υπομονή να το συζητήσει. «Τότε θα του πούμε πως τσακωθήκαμε με

αξιοπρέπεια». Έτρεξε στην πόρτα. «Θα γυρίσου αμέσως».

Όταν επέστρεψε, ο πατέρας του ήταν βολεμένος στον καναπέ και η Τζέιν καθόταν νευρικά στην

άκρη του γραφείου του Τρέι.

«... αλήθεια, δεν πρέπει να ανησυχείς τόσο πολύ για μας», έλεγε η Τζέιν. «Είμαι σίγουρη ότι ο Τρέι

θα... α, να τος, ήρθε».

Ο Τρέι κρατούσε μια εντυπωσιακή ανθοδέσμη με κίτρινα τριαντάφυλλα. «Τζέιν, αυτά είναι για

σένα. Συγνώμη».

Εκείνη ένιωσε να της κόβεται η ανάσα κι έπειτα κοίταξε νευρικά τον πατέρα του. «Σε... σ’

ευχαριστώ».

«Μπαμπά», είπε ο Τρέι, γυρνώντας στον ηλικιωμένο. «Σου ζητώ συγνώμη που άργησα, αλλά

δυστυχώς η Τζέιν είχε εκνευριστεί μαζί μου, ξέρεις τώρα, γυναικεία πράγματα, κι αισθανόμουν ότι
πρώτα απ’ όλα έπρεπε να της ζητήσω συγνώμη». Πίσω του ένιωσε την Τζέιν να ισιώνει το κορμί

της.

«Δεν είχα εκνευριστεί μαζί σου, Τρέι», του είπε κοφτά. «Αυτό σου το είπα».

Εκείνος γύρισε και είδε μια ανεπαίσθητη αυστηρή λάμψη στο βλέμμα της* το τι σήμαινε το

κατάλαβε αμέσως: η Τζέιν δεν ήθελε να πάρει πάνω της το φταίξιμο. Έξυπνη κοπέλα. «Έχεις

δίκιο», είπε και στράφηκε πάλι στον πατέρα του. «Η αλήθεια είναι ότι εγώ είχα εκνευριστεί λίγο

μαζί της».

«Τι;» τον ρώτησε μ’ ένα ύφος δυσπιστίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.

Εκείνος της χάρισε το καλύτερό του χαμόγελο. «Τώρα όμως τέλειωσαν όλα, γι’ αυτό, Τζέιν, αν

θέλεις μπορείς να βάλεις τα λουλούδια στο νερό».

«Τι στο καλό θα μπορούσε να κάνει αυτή η αξιαγάπητη κοπέλα και να σε θυμώσει;» τον ρώτησε

αμέσως ο Τέρενς, έτοιμος να υπερασπιστεί την Τζέιν ό,τι κι αν είχε συμβεί. «Δεν μπορώ να το

πιστέψω».

«Ναι, τι έκανα και θύμωσες, Τρέι;» είπε κι εκείνη. Αυτός πρόσεξε ότι στα χείλη της παιχνίδιζε ένα

αδιόρατο χαμόγελο. Ήταν πολύ όμορφη.

Παράξενο που δεν το είχε προσέξει άλλη φορά.

«Ξέρεις...» Ο Τρέι έσμιξε τα φρύδια του και άρχισε να την περιεργάζεται. Μήπως είχε αλλάξει

χτένισμα; Μήπως φορούσε καινούρια ρούχα; Νοερά, ταρακούνησε τον εαυτό του για να συνέλθει.

Είχε ένα σωρό σημαντικές σκοτούρες, γιατί στο καλό προσπαθούσε να καταλάβει αν η Τζέιν

φορούσε καινούρια ρούχα ή αν είχε χτενίσει διαφορετικά τα μαλλιά της; Θα πρέπει να έφταιγε η

πίεση της δουλειάς.

«Όχι, δεν ξέρω», είπε η Τζέιν.

Έπρεπε να βρει μια γρήγορη απάντηση. «Ξέρεις, όλη αυτή η ιστορία με το, ε... το... ε... την

ποδοσφαιρική σεζόν». Στράφηκε στον πατέρα του. «Η Τζέιν φοβάται ότι οι Κάουμποϊς θα μας

κλέψουν πολύ χρόνο και δε θα βλεπόμαστε αρκετά συχνά». Ανασήκωσε τους ώμους του σαν να

έλεγε, δεν - είναι - χαζές οι - γυναίκες;

«Κι αυτός δε θέλει να έρθει μαζί μου στους αγώνες», παρε-νέβη η Τζέιν, ανασηκώνοντας και τους

δικούς της ώμους. «Αυτό είναι. Νόμιζα πως έτσι θα περνούσαμε πολύ όμορφα, οπότε αγόρασα

εισιτήρια για όλη τη σεζόν, αλλά αυτός προτιμά να κάθεται σπίτι».

Ο Τρέι την κοίταξε αποσβολωμένος. Τον είχε στριμώξει. Ξαναγύρισε αργά προς τον πατέρα του.

«Όπως βλέπεις λοιπόν, δεν ήταν τίποτα σοβαρό».

«Εμένα, πάντως, μου φαίνεται πως η κοπέλα έχει δίκιο. Νόμιζα ότι σου άρεσε να πηγαίνεις στους

αγώνες, γιε μου».

«Μου αρέσει», είπε εκείνος στην Τζέιν.


Η Τζέιν τον κοίταξε στα μάτια. «Τότε, λύθηκε το πρόβλημα». Πάντα είχε το βλέμμα της αυτή την

έντονη σκιά; Ήταν πάντα τόσο αισθησιακό; Ίσως να έφταιγαν τα γυαλιά της, να μεγέθυναν τα μάτια

της.

Πάντα τα μεγέθυναν;

«Ναι», της είπε. «Αύθηκε το πρόβλημα».

«Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου, Τέρενς», συνέχισε η Τζέιν. «Τώρα πρέπει να βάλω τα λουλούδια

στο νερό και να σας αφήσω να δουλέψετε».

Ο Τρέι την κοίταξε με θαυμασμό καθώς έφευγε. Ύστερα προσπάθησε να στρέψει ίο μυαλό του στο

θέμα της μεταβίβασης των μετοχών. «Έφερες τα χαρτιά;»

«Φυσικά, φυσικά». Ο Τέρενς ανακάθισε και έβγαλε μερικά έγγραφα από το χαρτοφύλακά του.

«Λοιπόν, θα δεις ότι αυτές εδώ είναι αφορολόγητη γονική παροχή σύμφωνα με το φορολογικό

κώδικα...»

Ο Τρέι συνειδητοποίησε ότι το βλέμμα του γυρνούσε συνεχώς προς την πόρτα, απ’ όπου είχε φύγει

η Τζέιν μόλις πριν από λίγο. Ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Σβέλτη και πανέξυπνη. Δε θα του άφηνε

περιθώρια να τη γελοιοποιήσει.

«... αυτές εδώ θα φορολογηθούν με σαράντα δύο τοις εκατό, το οποίο είναι ό,τι καλύτερο

μπορέσαμε...»

Ο Τρέι προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του πατέρα του, μάταια όμως. Τι στο καλό είχε

πάθει; Ξαφνικά η Τζέιν τον έκανε να νιώθει νευρικότητα λες και ήταν κανένα μαθητούδι. Ποιος, η

Τζέιν! Την έβλεπε κάθε μέρα εδώ και χρόνια και σχεδόν ποτέ δεν την είχε σκεφτεί σε προσωπικό

επίπεδο. Οι μετοχές, είπε στον εαυτό του. Ο έλεγχος της εταιρείας. Η δουλειά με την Ντάβενπορτ.

Συγκεντρώσου!

Χρειάστηκε όμως μια τελευταία σκέψη για να κατορθώσει να ξαναστρέψει την προσοχή του στο

προκείμενο θέμα -το ότι έπρεπε να σώσει την Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ και τις δουλειές όλων

των ανθρώπων που εργάζονταν εκεί, συ-μπεριλαμβανομένης και της Τζέιν.

Είκοσι λεπτά αργότερα κι έπειτα από μια εξαντλητική ανάλυση όλων των εγγράφων, η στιγμή που ο

Τέρενς θα υπέγραφε φάνταζε ακόμη πολύ μακριά. Τουλάχιστον σύμφωνα με το χαλασμένο ρολόι

του Τρέι.

«Ξέρεις κάτι», είπε ο Τέρενς, με το στυλό προτεταμένο πάνω από τα έγγραφα. «Αυτή η λίγη ώρα

που βρίσκομαι στο γραφείο σήμερα το πρωί μου θύμισε για ποιο λόγο τα παράτησα όλα». Η φωνή

του ήταν ήρεμη, συγκρατημένη, χωρίς ίχνος δισταγμού. «Αναρωτιέμαι αν κάνω καλά που σου

μεταβιβάζω όλες τις μετοχές».

Το πρόσωπο του Τρέι πάγωσε. «Συνήθως δεν επικρατεί τέτοιο χάος».

«Απ’ ό,τι θυμάμαι, πάντα αυτό το χάος επικρατούσε».


«Όταν πιέζομαι, πετυχαίνω καλύτερα αποτελέσματα».

Ο Τέρενς ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Αυτό είναι ψέμα, το ίδιο λένε χιλιάδες άνθρωποι που

φοβούνται να ξεφύγουν λίγο από το πρόγραμμα της ζωής τους». Ο Τρέι ξαφνιάστηκε' ο πατέρας του

μάλλον πρόσεξε το ανήσυχο βλέμμα του, γιατί αμέσως συνέχισε: «Όμως δεν μπορώ πια να σου λέω

τι να κάνεις. Αν θέλεις στ’ αλήθεια να γίνει η μεταβίβαση, δεν πρόκειται να σε εμποδίσω».

Ο Τρέι ανάσανε ανακουφισμένος. «Ευχαριστώ». Έριξε μια ματιά στο ακίνητο χέρι του πατέρα του.

«Μήπως θέλεις άλλο στυλό;»

«Όχι, μόλις θυμήθηκα ότι χρειαζόμαστε ένα μάρτυρα».

Ο Τρέι πάτησε αυτόματα το κουδούνι που ήταν πάνω στο γραφείο του. «Τζέιν, μπορείς να έρθεις σε

παρακαλώ;»

Μισό λεπτό αργότερα εκείνη βρισκόταν στην πόρτα. «Τι με θέλετε;» Έστρεψε το βλέμμα της στον

Τρέι και για μια στιγμή απόμεινε να τον κοιτάζει. Εκείνος πρόσεξε ότι στα χείλη της τρεμόπαιζε

ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και της το ανταπέδωσε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού.

«Θέλουμε να είσαι μάρτυρας καθώς θα υπογράφουμε», της εξήγησε.

«Να φέρω λίγο καφέ;» τον ρώτησε. Τα μάτια της είχαν την ίδια λάμψη με το διαμάντι που

βρισκόταν στο αριστερό της χέρι.

Ο Τρέι χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά εκείνο το πρωί που το έκανε επειδή το ένιωθε. «Δε

χρειάζεται να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα, Τζέιν. Το ξέρεις αυτό».

Το βλέμμα της άφησε τον Τρέι και στράφηκε στον πατέρα του. «Εσύ, Τέρενς; Μήπως θέλεις κανένα

χυμό; Κάτι άλλο;»

«Όχι, ευχαριστώ. Προσπαθώ να μην τρώω πολύ το πρωί και να μην πίνω πολλά υγρά. Ανακάλυψα

ότι είμαι πιο ήρεμος έτσι». Κοίταξε το γιο του με αυταρχικό ύφος, ένα ύφος που εκνεύριζε τον Τρέι

ολοένα και περισσότερο. «Θα έπρεπε να το κάνεις κι εσύ».

«Καλά, θα το κάνω». Ο Τρέι έσφιξε τα δόντια του και μέτρησε ως το τρία. Τον περίμενε μια

καινούρια ζωή, η θέση του στην εταιρεία θα ισχυροποιόταν. Από δω και πέρα όλα θα βελτιώνονταν.

Έπρεπε απλώς να καταφέρει να αντέξει άλλα δεκαπέντε λεπτά.

«Εντάξει, λοιπόν». Με μια γρήγορη κίνηση, ο Τέρενς υπέγραψε επιτέλους τα έγγραφα και τα έδωσε

ένα ένα στον Τρέι για να τα υπογράψει κι αυτός. Στο τέλος η Τζέιν έβαλε την υπογραφή της ως

μάρτυρας στη διακεκομμένη γραμμή και η διαδικασία ολοκληρώθηκε.

«Και τώρα θα ήθελα να σου εξηγήσω αυτά τα χαρτιά άλλη μια φορά», είπε ο Τέρενς με ύφος

πομπώδες.

«Εμένα να με συγχωρείτε», είπε η Τζέιν. «Το τηλέφωνό μου χτυπούσε πολλή ώρα τώρα. Καλύτερα

να πάω να δω τι είναι τόσο επείγον».

«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Τζέιν», της είπε ο Τρέι χαμογελώντας.


Του χαμογέλασε κι εκείνη και το χαμόγελό της τον μάγεψε. «Παρακαλώ».

Στο διπλανό γραφείο το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπάει. «Να το. Σας αφήνω να τελειώσετε τις

δουλειές σας».

Η Τζέιν εξαφανίστηκε και ο Τρέι έστρεψε πάλι την προσοχή του στον πατέρα του, αν και

ανυπομονούσε να προσθέσει τα μερίδια και να βρει ποιο ήταν το σύνολο των μετοχών του.

Δυστυχώς έπρεπε πρώτα να υποστεί τη διάλεξη άλλη μια φορά. «Αν κοιτάξεις εδώ», άρχισε να λέει

αργά ο Τέρενς, «θα δεις ότι αυτές είναι αφορολόγητη γονική παροχή, σύμφωνα με το φορολογικό

κώδικα...»

***

Ααμβάνοντας υπόψη του το πώς είχε εξελιχτεί καθετί άλλο το τελευταίο εικοσιτετράωρο, ο Τρέι δε

θα έπρεπε να ξαφνιαστεί με το σύνολο των μετοχών του πατέρα του σε συνδυασμό με τις δικές του*

παρ’ όλα αυτά καταταράχτηκε.

«Σαράντα οχτώ τοις εκατό», είπε αργά, κοιτάζοντας τα χαρτιά που είχε μπροστά του. «Σαράντα

οχτώ. Τοις εκατό».

Όταν στράφηκε στον πατέρα του, ο ηλικιωμένος ανασήκωσε τους ώμους του.

«Όταν έγινες δεκαοχτώ χρονών, σου έδωσα το τριάντα τοις εκατό των μετοχών», είπε ο Τέρενς με

επικριτικό τόνο, που ο Τρέι τον θυμόταν πολύ καλά. «Με αυτό το τριάντα τοις εκατό θα έπρεπε να

είσαι μια χαρά. Τι συνέβη;»

Ο μόνος ήχος που έσπασε τη σιωπή ήταν το τηλέφωνο που χτυπούσε στο διπλανό γραφείο. Ο Τρέι

κοίταξε το κόκκινο φωτάκι που σταμάτησε να αναβοσβήνει μόλις η Τζέιν σήκωσε το ακουστικό.

«Τι απέγινε το τριάντα τοις εκατό σου;» τον ξαναρώτησε ο Τέρενς.

Ο Τρέι βόγκηξε σιωπηλά. Αν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε κρατήσει μόνο ένα τριάντα τοις εκατό

για τον εαυτό του, δε θα ρευστοποιούσε καμιά από τις μετοχές του, ακόμη και τότε που ήταν

δεκαοχτώ, ανώριμος και ανόητος. «Πούλησα μερικές πριν από πολλά χρόνια».

«Για ποιο λόγο;»

Ο Τρέι απόμεινε διστακτικός, με το βλέμμα καρφωμένο στα φωτάκια του τηλεφώνου που άναβαν

και τρεμόπαιζαν καθώς η Τζέιν απαντούσε προφανώς με τη συνηθισμένη της επιδεξιό-τητα στις

κλήσεις. «Πες ότι έκανα μια κακή επένδυση».

«Ιδιαίτερα κακή. Τι χρειαζόσουν τόσο πολύ που αναγκάστηκες να πουλήσεις τις μετοχές σου;»

Η ερώτηση ήταν αμείλικτη. Ο Τρέι έγειρε στην πολυθρόνα του και το μαύρο σύννεφο που

αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες τον έζωσε από παντού. «Ηταν

μία επένδυση με προσωπικό κίνητρο».

Ο πατέρας του, από κει που τον κοιτούσε σαστισμένος, κατάλαβε μεμιάς. «Ήταν εκείνο το παλιό

Φορντ, σωστά;» Κούνησε το κεφάλι του. «Το είχα καταλάβει ότι δεν έφταναν οι ώρες που δούλευες
στην πιτσαρία για να αγοράσεις αυτοκίνητο».

«Δικά μου ήταν τα χρήματα». Η κίνηση ήταν τόσο ανόητη, που δε γινόταν να την υποστηρίξει. «Και

οι μετοχές ήταν πολύ πιο φτηνές τότε. Νόμιζα ότι θα ήταν εύκολο να κερδίσω λίγο περισσότερα

χρήματα και να τις ξαναγοράσω».

«Με αυτή την εταιρεία δε γίνεται έτσι. Δεν μπορείς να αγοράσεις παρά μόνο αν κάποιος διατίθεται

να πουλήσει».

Ο Τρέι έσφιξε το σαγόνι του. «Αυτό το συνειδητοποίησα λίγο αργότερα». Κούνησε το κεφάλι του.

«Τώρα όμως δε με ωφελεί πουθενά».

«Τουλάχιστον σου βγήκε καλό το αυτοκίνητο;»

Ο Τρέι πίεσε τη μύτη του. Είχε αρχίσει να τον πιάνει πονοκέφαλος. Το αυτοκίνητο ήταν πολύ

όμορφο εξωτερικά. Κλασικό αμάξι. Είχε διανύσει διακόσια ενενήντα τέσσερα χιλιόμετρα ακριβώς

πριν του μείνει στην εθνική. Έπειτα απ’ αυτό παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα κάθε εκατόν

πενήντα χιλιόμετρα.

«Τώρα πια όμως δεν έχει νόημα να το συζητάμε», παραδέχτηκε ο πατέρας του.

«Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου».

«Κοίτα, λοιπόν, να πλησιάσεις τους άλλους μετόχους.Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να πουλάνε», σχολίασε ο πατέρας του. «Δες αν μπορείς να
καλύψεις τη διαφορά».

Ο Τρέι έστρεψε την προσοχή του στον ηλικιωμένο πατέρα του, που καθόταν από την άλλη μεριά

του γραφείου. Επιτέλους, να ένα θέμα με το οποίο ένιωθε άνετα. «Οι μέτοχοι που γνωρίζω

αρνούνται να υποχωρήσουν και τους υπόλοιπους είναι ουσιαστικά αδύνατο να τους βρούμε».

Ξαφνικά του κατέβηκε μια ιδέα. «Αν και υπάρχει κάποιος που ίσως μπορεί να τους βρει...» Πάτησε

το κουμπί ενδοεπικοινωνίας πάνω στο γραφείο του. «Τζέιν».

«Ναι;»

«Έρχεσαι μια στιγμή;»Έριξε μια ματιά στον πατέρα του και βλέποντας πως τον κοιτούσε

διαπεραστικά, πρόσθεσε ένα αδύναμο «Γλυκιά μου».

Ακολούθησε μικρή παύση κι έπειτα ακούστηκε η φωνή της Τζέιν: «Προέκυψε κάτι. Θα... θα έρθω

σε δύο λεπτά».

Ο Τρέι σκυθρώπιασε. Τι είχε προκύψει πάλι; Τι είχε πάει στραβά; «Καλά, τότε έλα μόλις μπορέσεις.

Α, και, Τζέιν...» Έβηξε, προσπαθώντας να διώξει τον κόμπο που είχε ανέβει στο λαιμό του. «Γλυκιά

μου, μήπως έχεις κατά τύχη κανέναν κατάλογο με τους μετόχους της εταιρείας;»

Κι άλλη παύση. «Νο... νομίζω ότι έχω έναν στα αρχεία μου».

«Φέρ* τον μαζί σου, σε παρακαλώ».

«Εντάξει, αλλά...» Ακολούθησε σιωπή και η γραμμή έκανε παράσιτα. «Θα έρθω σε ένα λεπτό».

«Ενδιαφέρον», είπε ο πατέρας του, μόλις ο Τρέι πήρε το χέρι του από το κουμπί.
Ήταν ένα από εκείνα τα σχόλια και με εκείνο τον τόνο της φωνής που ο Τρέι θα ήθελε πολύ να

αγνοεί, αλλά δεν το είχε καταφέρει ποτέ. «Τι είναι ενδιαφέρον;»

«Της φέρεσαι σαν να είναι υπάλληλος και όχι αρραβωνιαστικιά σου».

Ευτυχώς η υπομονή του Τρέι δεν είχε εξαντληθεί εντελώς. Βαριανάσανε αποκαμωμένα κι έπειτα

κοίταξε τον πατέρα του με σοβαρότητα. «Ανέκαθεν διαχωρίζαμε την προσωπική μας ζωή από τη

δουλειά», του είπε, «και αν σταματούσαμε ξαφνικά να συμπεριφερόμαστε έτσι, όλοι θα ένιωθαν

αμήχανα». Πολύ αμήχανα.

Ο Τέρενς σηκώθηκε και πλησίασε ένα πορτρέτο του εαυτού του που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο.

Για μια στιγμή το περιεργάστηκε σιωπηλός. Έπειτα στράφηκε πάλι στον Τρέι, χωρίς να αντιληφθεί

προφανώς ότι η εικόνα του εαυτού του δέσποζε απειλητικά από πάνω του σαν γελοιογραφία

του διαβόλου. «Και τι θα γίνει όταν παντρευτείτε;»

«Τι εννοείς;»

«Θα εξακολουθήσετε να διαχωρίζετε την προσωπική σας ζωή από τη δουλειά;»

Ο Τρέι περιεργάστηκε την έκφραση του πατέρα του. «Αυτό θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση».

«Πράγματι».

«Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ανησυχούμε για το τι θα γίνει όταν παντρευτούμε. Η Τζέιν κι εγώ

είμαστε πολύ ξεκάθαροι στο θέμα της σχέσης μας».

Η Τζέιν ήρθε ευτυχώς και ο Τέρενς δεν πρόλαβε να τον πιέσει για περαιτέρω λεπτομέρειες. Ο Τρέι

άπλωσε το χέρι του κι εκείνη του έδωσε ένα ντοσιέ.

«Ευχαριστώ». Το άνοιξε κι έβγαλε μια κόλλα χαρτί.

«Πρέπει να σου πω κάτι», είπε η Τζέιν.

«Περίμενε λίγο». Σήκωσε το χέρι του κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο χαρτί όπου ήταν γραμμένος

ένας κατάλογος ονομάτων και ποσοστών. «Είκοσι δύο τοις εκατό, έξι τοις εκατό, δέκα τοις εκατό, πέντε τοις εκατό, οχτώ τοις εκατό, τρία
τοις εκατό». Έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα, μα έπειτα

κοκάλωσε και κοίταξε πιο προσεκτικά. Τρία τοις εκατό. Όταν είχε ξανακοιτάξει τον κατάλογο, ορισμένα από τα μικρότερα ποσοστά τού
είχαν φανεί άσχετα, τώρα όμως τα πράγματα ήταν

διαφορετικά. «Η ΤΑΜ Ε.Π.Ε. έχει ένα τρία τοις εκατό». Κοίταξε τον πατέρα του. «Ξέρουμε ποια

είναι η ΤΑΜ Ε.Π.Ε.;»

«Πρώτη φορά την ακούω».

«Τζέιν;» Γύρισε προς το μέρος της. «Δες αν μπορείς να βρεις αυτή την εταιρεία».

Εκείνη έμεινε ακίνητη. «Τι θέλεις να μάθεις;»

«Θέλω να μάθω ποιοι ακριβώς είναι, πού βρίσκονται και κυρίως αν μπορούμε να τους φάμε αυτό

το τρία τοις εκατό».

Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν.

«Τζέιν;»
Εκείνη ξεροκατάπιε κι έπειτα έσκασε τη βόμβα. «Η ΤΑΜ Ε.Π.Ε. είμαι εγώ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

«Εσύ;»

Του έγνεψε καταφατικά. «Τα αρχικά μου. ΤΑΜ».

Ο Τέρενς ενθουσιάστηκε. «Τότε, μαζί με τη σύζυγό σου θα έχετε τον έλεγχο της εταιρείας».

Αναστέναξε χαρούμενα. «Αυτό αποδεικνύει σαφέστατα την εγκυρότητα του σχεδίου μου».

Ο Τρέι έβαλε τα δυνατά του για να μη σκυθρωπιάσει. «Ναι», είπε μέσ’ από τα δόντια του. «Έτσι

φαίνεται».

Η Τζέιν έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Δυστυχώς υπάρχει ένα πρόβλημα», είπε. «Είναι πολύ

σοβαρό, δεν μπορεί να περιμένει».

Τον Τρέι τον έζωσαν τα φίδια. «Τι τρέχει;»

Εκείνη έριξε μια διστακτική ματιά στον πατέρα του. «Έχει σχέση με τις Ασφάλειες Ράνκιν».

«Συνέχισε».

Η Τζέιν τράβηξε μια καρέκλα δίπλα από το γραφείο και κάθισε. «Μόλις τηλεφώνησε ο Ντικ

Μονρόε. Ο Ράνκιν απαιτεί να εξοφλήσεις το δάνειο που σου έδωσε».

Ο Τρέι έμεινε άναυδος. «Δεν μπορεί να το κάνει αυτό».

«Τι είναι όλα αυτά, ποιο δάνειο;» ρώτησε ο Τέρενς.

Ο Τρέι δίστασε, μα έπειτα του εξήγησε. «Πριν από ένα χρόνο αναγκάστηκα να πάρω ένα μεγάλο

δάνειο για να μη χρεοκοπήσει η εταιρεία. Ένα μεγάλο προσωπικό δάνειο».

«Προσωπικό δάνειο; Γιατί δεν πήρες επαγγελματικό;»

«Επειδή κανείς δεν ήθελε να ρισκάρει τα λεφτά του στην εταιρεία».

Ο ηλικιωμένος άντρας κούνησε το κεφάλι του. «Καμιά εταιρεία, γιε μου, δεν αξίζει το ρίσκο να

χρεοκοπήσεις σε προσωπικό επίπεδο».

«Αυτή η εταιρεία το αξίζει», ανταπάντησε ο Τρέι με πάθος. «Το μόνο που χρειαζόμαστε ήταν μια

μεγάλη δουλειά, όπως τώρα που θα κλείσουμε τη συμφωνία με τα ξενοδοχεία Ντά-βενπορτ και θα

ξεχρεώναμε το δάνειο».

Ο Τέρενς συνοφρυώθηκε. «Με τον Ντάβενπορτ;» Τα φρύδια του έσμιξαν ακόμη περισσότερο. «Δεν

ήξερα ότι θα κλείσεις συμφωνία με τον Ντάβενπορτ».

Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου εύκολη. «Δεν τη συζήτησα μαζί σου επειδή θα την απέρριπτες, και, μπαμπά, αυτή τη δουλειά την έχουμε
απόλυτη ανάγκη».

Ο πατέρας του θα πρέπει να κατάλαβε πως ήταν αλήθεια, γιατί δε διαφώνησε. «Εντάξει, τότε γιατί

δεν εξόφλησες το δάνειο;»

«Επειδή δε μας έχουν πληρώσει ακόμη». Στράφηκε στην Τζέιν. «Δε γράψαμε στον Ράνκιν για να

του ζητήσουμε παράταση;»


Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική».

«Για σταθείτε», τους διέκοψε ο Τέρενς σμίγοντας τα φρύδια του. «Είπες Ασφάλειες Ράνκιν; Του

Φιλίπ Ράνκιν;»

Η Τζέιν κοίταξε το σημειωματάριό της. «Ναι. Φιλίπ Ράνκιν».

Ο Τρέι άφησε το ντοσιέ στο γραφείο του. «Τον ξέρεις;»

Ο ηλικιωμένος κοκκίνισε. «Ναι, τον ξέρω. Εδώ και χρόνια. Γιατί στο διάολο πήγες σ’ αυτόν;»

«Δεν είχα άλλη επιλογή. Είχαμε ανάγκη τα χρήματα».

«Αλλά γιατί σ' αυτόν ειδικά;»

«Γιατί όχι;» Ο Τρέι αγανάκτησε. «Το ξέρω ότι δεν τον συμπάθησες ποτέ, αλλά είναι πολλά χρόνια

μέτοχος και έχει συμφέροντα στην εταιρεία. Μου φάνηκε πως ήταν ο ιδανικός υποψήφιος».

Ο Τέρενς έβραζε τώρα από θυμό. «Για σκέψου το λίγο. Είναι μέτοχος. Σου δίνει ένα τεράστιο

δάνειο ενώ ξέρει ότι έχεις βάλεις εγγύηση τα περιουσιακά σου στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων

των μετοχών σου. Αδυνατείς μια φορά να πληρώσεις και... μπίνγκο! Οι μετοχές σου περνούν στα

χέρια του, μαζί με τον έλεγχο της εταιρείας».

Τον Τρέι τον έλουσε κρύος ιδρώτας. «Κάτι μου κρύβεις, έτσι δεν είναι; Για κάποιο λόγο αυτή η

ιστορία ανάμεσα σ’ εσένα και τον Ράνκιν είναι προσωπική, σωστά; Γιατί να θέλει τον έλεγχο της

εταιρείας;»

«Είναι προσωπική». Η φωνή του πατέρα του ακούστηκε σκληρή. «Κάποτε έβγαινε με τη μητέρα

σου».

Ο Τρέι άργησε να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε μόλις πει ο πατέρας του. «Αστειεύεσαι».

«Καθόλου».

«Κύριε των Δυνάμεων!» είπε ο Τρέι. «Τώρα πια ξέρω ότι τα αναπάντεχα είναι πάντα μέσα στο

πρόγραμμα, αλλά αυτό!» σχολίασε και κούνησε γελώντας το κεφάλι του, «αυτό δεν το περίμενα με

τίποτα». Ανακάτεψε νευρικά τα μαλλιά του. «Πότε;»

«Είχαμε χωρίσει εκείνο τον καιρό, γιε μου. Εσύ πρέπει να ήσουν δέκα χρονών. Η μητέρα σου

παράτησε τον Ράνκιν και ξαναγύρισε σ’ εμένα. Αίγους μήνες αργότερα πέθανε κι εκείνος έχασε για

πάντα την ευκαιρία να την ξανακερδίσει. Από τότε έχει βαλθεί να πάρει εκδίκηση».

«Σίγουρα αστειεύεσαι». Ο Τρέι ένιωσε σαν να ήταν το κεφάλι του μπαλόνι που φούσκωνε λίγο λίγο.

«Θα αναγκαστώ να κηρύξω πτώχευση εξαιτίας μιας εικοσιεφτάχρονης βεντέτας για τα κάλλη της

μαμάς;» Έβαλε πάλι τα γέλια, αλλά αυτή τη φορά είχε την αίσθηση πως ήταν υστερικά.

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν μια πόρτα να ανοίγει στο διπλανό γραφείο και η Τζέιν σηκώθηκε όρθια.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Τρέι.

«Θα πρέπει να είναι ο Ντικ Μονρόε», του απάντησε. Η φωνή της ήταν ατάραχη και τον ηρεμούσε

σαν ζεστό τσάι. «Τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα να περάσει από δω». Ανοιξε την πόρτα και
έβγαλε το κεφάλι της απέξω. «Έλα μέσα, Ντικ».

Η Τζέιν ξαναμπήκε στο δωμάτιο. «Ο Ντικ έχει ήδη μιλήσει με τον κύριο Ράνκιν και θα μπορέσει να

σας πει περισσότερα από μένα», τους είπε καθώς συνόδευε έναν κοντό, παχύ άντρα με φουντωτά, βαμμένα καστανά μαλλιά. Ευτυχώς, στο
θέμα της προσωπικής αισθητικής μπορεί να υστερούσε, αλλά στα νομικά ζητήματα ήταν διάνοια. Και αυτός ήταν ο λόγος που ο

Τρέι τον πλήρωνε αδρά για να είναι ο προσωπικός του δικηγόρος.

«Ετοιμαζόμουν να τηλεφωνήσω εγώ ο ίδιος στην Τζέιν, αλλά με πρόλαβε εκείνη», είπε ο Ντικ και

έσφιξε το χέρι του Τρέι, αφού πρώτα ακούμπησε το χαρτοφύλακά του πάνω στο γραφείο. «Πώς τα

πας, Τρέι;»

«Δεν ξέρω. Πώς τα πάω;»

«Όχι πολύ καλά». Ο Ντικ γύρισε προς το μέρος του Τέρενς και άπλωσε το χέρι του. «Τέρενς, χαίρομαι που σε βλέπω». Ύστερα στράφηκε
πάλι στον Τρέι με ύφος σοβαρό. «Δεν τη συνηθίζω αυτή

την έκφραση, κύριοι, αλλά κάποιος πάει να σας τη φέρει».

«Ναι». Ο Τρέι έγνεψε στον Ντικ να καθίσει στην άδεια καρέκλα που υπήρχε απέναντι του. «Το

ζήτημα είναι, μπορεί να το κάνει;»

«Βεβαίως». Ανοιξε το χαρτοφύλακά του και έβγαλε μια στοίβα χαρτιά. «Αυτό είναι αντίγραφο της

συμφωνίας σας για το δάνειο. Η προθεσμία σου των δεκαπέντε ημερών λήγει αύριο. Την Τετάρτη το

πρωί θα χρωστάς όλο το ποσό».

Ο Τρέι κοίταξε το ρολόι του. «Δηλαδή μέχρι τώρα δεν έχει κινηθεί καμιά νομική διαδικασία

εναντίον μου. Έχω ακόμη το ελεύθερο να συναλλάσσομαι».

«Τυπικά, ναι. Μέχρι αύριο τα μεσάνυχτα, που θα χάσεις περιουσιακά στοιχεία αξίας τριών

εκατομμυρίων δολαρίων».

Ο Τρέι έριξε μια ματιά στον Τέρενς. «Δεν υπάρχει ένα ρητό που λέει αμαρτίες γονέων παιδεύουσι

τέκνα;»

«Και να μην υπήρχε, υπάρχει τώρα», είπε ο Τέρενς, φανερά συντετριμμένος. Στράφηκε στο

δικηγόρο. «Ντικ, διατρέχει κίνδυνο η δουλειά του Τρέι;»

Ο Ντικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, όσο η εταιρεία παραμένει ανέπαφη».

«Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Τρέι με ύφος θλιμμένο. Παρ’ όλα αυτά δεν το πολυπίστευε.

«Μην το υπολογίζεις», του είπε σκληρά ο Τέρενς. «Ο Ράνκιν προσπάθησε να μας κλείσει και πριν

από χρόνια. Δεν τα κατάφερε όμως και γι’ αυτό αγόρασε μετοχές, με την ελπίδα να αποκτήσει

αλλιώς τον έλεγχο. Δεν τον ενδιαφέρει να περάσει στην κυριότητά του μια κατασκευαστική

επίιρεία, θέλει να κυριαρχήσει πάνω μου και το κάνει μέσα από σένα».

Ο Τρέι άνοιξε το ντοσιέ που είχε φέρει νωρίτερα η Τζέιν.

«Αυτή τη στιγμή ο Ράνκιν έχει είκοσι δυο τοις εκατό. Μαζί με τις δικές μου μετοχές, ο έλεγχος θα

περάσει στα χέρια του».

«Ναι, αλλά με τις μετοχές της Τζέιν θα έχεις εσύ τον έλεγχο», του υπενθύμισε ο Τέρενς.
Ο Τρέι μόρφασε ειρωνικά. «Όχι μέχρι τα μεσάνυχτα».

Ο Ντικ άκουσε αυτό το διάλογο κι έπειτα απευθύνθηκε στον Τρέι. «Έχεις ακόμη τη δυνατότητα να

κηρύξεις πτώχευση. Για να λέμε την αλήθεια», κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να

διώξει κάποια άλλη ιδέα, «μάλλον είναι το μόνο που σου μένει να κάνεις».

Μάλλον. «Δηλαδή θα μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο;»

«Θα μπορούσες να παντρευτείς αμέσως», απάντησε ο Ντικ, χωρίς ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό

του, «και να μεταβιβάσεις τα περιουσιακά σου στοιχεία στη σύζυγό σου προτού κινηθεί αύριο η

διαδικασία».

Ο Τρέι ήταν έτοιμος να επαναλάβει πως ήταν χαμένος, μα τα μάτια του Τέρενς φωτίστηκαν. «Ε, λοιπόν, εσύ και η Τζέιν πρέπει απλώς να
επισπεύσετε την ημερομηνία του γάμου σας, αυτό είν’

όλο».

Ο Ντικ έσμιξε τα φρύδια του. «Ο Τρέι και η Τζέιν;»

Ο Τέρενς έδειξε την Τζέιν κι εκείνη μαζεύτηκε.

«Η Τζέιν Μίλερ. Με τον Τρέι σκόπευαν να παντρευτούν του χρόνου, αλλά υπό αυτές τις συνθήκες

μάλλον πρέπει να επισπεύσουν λίγο την ημερομηνία».

«Όχι λίγο, πολύ», είπε ο Ντικ, που κοιτούσε συνοφρυωμένος μια την Τζέιν και μια τον Τρέι.

«Λυπάμαι, δεν είχα ιδέα πως εσείς οι δυο είχατε αρραβωνιαστεί».

«Δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος», είπε κοφτά η Τζέιν.

Ξαφνικά τα μάτια του Ντικ έλαμψαν. «Νομίζω ότι κατάλαβα. Λοιπόν, τι θα λέγατε να παντρευτείτε

αμέσως;»

Ο Τρέι ένιωσε μια τρεμούλα στο στήθος του. «Τι εννοείς αμέσως;»

«Εννοώ να πάρετε ένα αεροπλάνο για το Λας Βέγκας ή κάποια άλλη πόλη όπου δε χρειάζεται να

μεσολαβεί κάποιο διάστημα από την ημέρα που θα βγάλετε τις άδειες μέχρι την ημέρα του γάμου

και να παντρευτείτε απόψε».

Ο Τρέι ξεροκατάπιε. «Απόψε;»

Ο Ντικ έγνεψε καταφατικά. «Εκτός αν μπορείτε να το κάνετε νωρίτερα. Όπως είπα, όλα αυτά -

ενέργειες δικηγόρου, μεταβιβάσεις και τα λοιπά- πρέπει να γίνουν μέχρι αύριο».

«Αυτό λύνεται, έτσι δεν είναι, γιε μου;»

Ο Τρέι είχε την αίσθηση πως το δωμάτιο στροβιλιζόταν. Κοίταξε την Τζέιν. Ήταν χλομή και

αναστατωμένη όσο κι εκείνος. «Γιατί το... το δραματοποιείτε τόσο πολύ;» Προσπάθησε να γελάσει.

«Θέλω να πω, ντε και καλά απόψε; Δεν παρέχει ο νόμος κάποια περίοδο χάριτος;»

Ο Ντικ σταύρωσε τα χέρια του και έσκυψε προς το μέρος του Τρέι. «Οχι όταν έχεις υπογράψει ένα

δάνειο σαν κι αυτό. Οι τροχοί που θα σε βγάλουν από τη θέση του οδηγού έχουν ήδη τεθεί σε

κίνηση. Για να σου απαντήσω κι εγώ μεταφορικά».


«Και δεν έχω άλλη λύση;»

«Πέρα από την πτώχευση, όχι».

Ο Τρέι πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε όλους όσοι βρίσκονταν στο δωμάτιο. Ξαφνικά ένιωσε σαν να

επικρατούσε συνωστισμός. Έριξε στην Τζέιν μια ματιά- για μια στιγμή τα βλέμματά τους

συναντήθηκαν και του φάνηκε ότι εκείνη τον καταλάβαινε.

Έπειτα η Τζέιν στράφηκε στον Τέρενς και πέταξε ένα ασήμαντο σχόλιο περί βιαστικών γάμων. Ο

Τρέι προχώρησε ως τον ψύκτη στην απέναντι γωνιά του δωματίου και προσπάθησε να συνέλθεη

ενώ παράλληλα άκουγε χαμηλόφωνα κι αμήχανα χαριτολογήματα από τη μεριά του Τέρενς και της

Τζέιν.

Ο Ντικ τα αντιλήφθηκε κι αυτός και πλησίασε τον Τρέι. «Έχει μεγάλη σημασία», του είπε σιγά, λες

και ήθελε να τον κατανοήσει ο Τρέι μέχρι τελευταίας συλλαβής, «να καταλάβετε εσείς οι δυο σε τι

θα μπλέξετε. Αν δεν είστε σίγουροι ότι διατίθεστε να παραμείνετε παντρεμένοι όσο πάρει αυτή

η ιστορία, μην το κάνετε».

«Πόσο θα πάρει;» ροδτησε ο Τρέι μέσα από τα δόντια του.

Ο Ντικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Στην καλύτερη περίπτωση θα χρειαστούν δυο βδομάδες για

να ξεχρεώσεις το δάνειο και να ξεκινήσει η διαδικασία του διαζυγίου. Αυτό είναι το ιδανικό. Αν για

κάποιο λόγο δεν μπορέσεις να εξοφλήσεις το δάνειο τόσο γρήγορα, θα πρέπει να παραμείνετε

παντρεμένοι για όσο χρειαστεί. Αν πάρετε διαζύγιο προτού απαλλαχτείς από όλα σου τα χρέη, η

μεταβίβαση θα θεωρηθεί αθέμιτη και επομένως άκυρη».

Ο Τρέι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Που σημαίνει;...»

«Που σημαίνει φυλακή». Ο Ντικ έριξε μια ματιά στην Τζέιν, που έδειχνε να μην έχει επίγνωση της

κατάστασης. «Και για τους δυο σας». Χαμήλωσε τη φωνή του και ο Τρέι κατάλαβε αμέσως ότι ο

Ντικ είχε μυριστεί την αλήθεια. «Αν αποδώσει αυτή η μεγάλη δουλειά που έκλεισες τελευταία, θα

ξεμπερδέψεις στο άψε σβήσε. Δε θα μπορέσουν να σ’ αγγίξουν τότε. Αλλά, ακόμη κι έτσι, ένα

διαζύγιο κοινή συναινέσει χρειάζεται ένα χρόνο για να βγει».

«Μάλιστα», είπε σοβαρά ο Τρέι. Ύστερα σώπασε για μια στιγμή και πρόσθεσε, «Ευχαριστώ».

Κατόπιν γύρισε στο γραφείο του. «Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσω με την Τζέιν ιδιαιτέρως», είπε σαν

να μην έτρεχε τίποτα.

«Φυσικά». Ο Ντικ πήρε το χαρτοφύλακά του. «Ελπίζω να κατάλαβες πόσο επείγει το θέμα...»

«Το κατάλαβα».

«Πάρε με στο γραφείο μου πριν από τις τέσσερις και μισή σήμερα το απόγευμα για να συντάξω τα

απαραίτητα χαρτιά».

Ο Τρέι συγκατένευσε με σοβαρότητα. «Θα σε πάρω». Κοίταξε το δικηγόρο του που έφευγε κι

έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στον πατέρα του.


«Έχω την αίσθηση ότι όλα θα πάνε μια χαρά», είπε εκείνος. Παρά τις συνθήκες, έδειχνε εκπληκτικά

ήρεμος. «Όσο για μένα», είπε και τεντώθηκε, «θυμήθηκα για ποιο λόγο ήθελα να παρατήσω τη

δουλειά». Σώπασε και έπιασε τα χέρια της Τζέιν. «Το είπα και πριν, το ξαναλέω και τώρα. ο γιος

μου είναι πολύ τυχερός που έχει εσένα».

Εκείνη κοκκίνισε αντιδρώντας χαριτωμένα και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ευχαριστώ».

Ο Τέρενς διάβηκε την πόρτα, κλείνοντας το μάτι στον Τρέι. «Να ναυλώσω κανένα τζετ;» τον

ρώτησε.

«Θα το φροντίσω εγώ».

«Εννοείται ότι περιμένω πρόσκληση για το γάμο».

«Εννοείται».

Όταν έφυγε ο ηλικιωμένος, ο Τρέι στράφηκε στην Τζέιν με απρόσμενη νευρικότητα. Ήταν μόνοι.

Εντελώς μόνοι. Έκλεισε την πόρτα με αποφασιστικότητα κι εκείνη τον κοίταξε με ύφος συνένοχου.

Ο Τρέι σήκωσε τα χέρια του. «Δεν έχω δικαίωμα να σου το ζητήσω».

Η Τζέιν πήρε βαθιά ανάσα.

«Ακόυσες τι είπε ο Ντικ πρέπει να παντρευτώ κάποια και να της μεταβιβάσω ουσιαστικά τη ζωή

μου. Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτή τη γη που να τον εμπιστεύομαι περισσότερο από

σένα». Ξαφνικά τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ήταν αλήθεια, όμως το συνειδητοποιούσε για πρώτη

φορά. Κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε ως το παράθυρο. «Το θέμα όμως είναι πολύ

σοβαρό και με σοβαρές συνέπειες. Δε γίνεται να σηκωθούμε και να φύγουμε αν-δε μας αρέσει. Δεν

μπορώ να σκεφτώ π θα κερδίσεις απ’ αυτή τη συμφωνία ώστε να αξίζει τον κόπο για σένα».

«Όπως... ξέρεις», του είπε αργά, «πρέπει να προστατεύσω την επένδυσή μου».

«Ένα τρία τοις εκατό».

«Έι!» Ο τόνος της φωνής της έγινε πιο απότομος. «Αυτό το τρία τοις εκατό μπορεί να μη σου

φαίνεται εσένα πολύ, αλλά εμένα είναι το κομπόδεμά μου... το μέλλον μου».

Ο Τρέι γύρισε προς το μέρος της. Η Τζέιν είχε κοκκινίσει. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε σαν να

είχε λαχανιάσει και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα, λες και περίμενε να τη φιλήσουν ή λες κι

ετοιμαζόταν να ξαναμιλήσει. «Τι θες να πεις;»

Εκείνη χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα της, μα έπειτα τον κοίταξε στα μάτια. Τώρα ήταν κόκκινη σαν

παπαρούνα.

«Θέλω να πω ότι, αν υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να σωθεί η εταιρεία και μπορώ να βοηθήσω, θα

το κάνω».

«Θα με παντρευτείς;» τη ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. «Θα παρατήσεις την προσωπική

σου ζωή για να προ-σποιηθείς πως με παντρεύεσαι;»

Θα παρατούσα τα πάντα για να σε παντρευτώ, του απάντησε εκείνη νοερά. Αυτό που της έλεγε, σε
φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν το όνειρο της ζωής της. Παρ’ όλα αυτά της το έλεγε σαν να της

ζητούσε να σκοτωθεί στη θέση του.

Βέβαια, δεν ήταν το όνειρο, παρά μόνο ο αντικατοπτρισμός του, χωρίς να υπάρχει ουσία ή νόημα

πίσω από την εικόνα. Ένας απατηλός γάμος. Ίσως να ήταν χειρότερο από το να μη γινόταν καθόλου

γάμος... αλλά ίσως και να μην ήταν.

Αν το πραγματοποιούσε, για ένα σύντομο διάστημα της ζωής της τουλάχιστον, θα ζούσε το όνειρό

της. Κατά κάποιο τρόπο.

Προσπάθησε να βρει τα σωστά λόγια. «Θα το κάνω... αν», άρχισε να λέει, μα έπειτα σταμάτησε. Τα

λόγια δεν ήταν τα σωστά. Από την άλλη όμως, υπήρχαν σωστά λόγια για μια τέτοια περίσταση; Μάλλον δεν υπήρχαν. Το καλύτερο που
μπορούσε να κάνει ήταν να του πει «ναι» προτού

εκείνος αποφάσιζε ότι δεν είχε δικαίωμα να της ζητήσει τόσο μεγάλη χάρη. Πήρε ανάσα και

προσπάθησε ξανά. «Αν θέλεις να με παντρευτείς, θα το κάνω».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Είσαι σίγουρη;» Την κοίταξε έκπληκτος.

Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει. «Απόλυτα. Νομίζω ότι για σένα μπορώ να ακυρώσω οτιδήποτε

έχω γραμμένο στην ατζέντα μου».

«Μα θα δεσμευτείς για πολύ καιρό. Δηλαδή, ο γάμος θα είναι σύντομος αλλά ο Ντικ είπε ότι μόνο

το διαζύγιο θα πάρει ένα χρόνο. Θέλω να καταλάβεις πολύ καλά πού πας να μπλέξεις».

«Καταλαβαίνω απόλυτα. Ένας χρόνος δεν είναι πολύς αν σκεφτείς όλα αυτά που πρέπει να γίνουν

για την εταιρεία».

Ο Τρέι έστρωσε νευρικά τα μαλλιά του. «Ίσως». Έσφιξε τα χείλη του σκεφτικός κι έπειτα τη

ρώτησε: «Είσαι σίγουρη ότι ξέρεις τι λες; Γιατί, αν θέλεις όντως να το κάνεις, θα μου σώσεις τη

ζωή. Δεν πρόκειται να προσπαθήσω πολύ για να σε πείσω να αλλάξεις γνώμη».

Εκείνη γέλασε. «Τότε, μην πεις τίποτε άλλο».

Ο Τρέι πήγε στο γραφείο του. «Θαυμάσια. Υπέροχα. Θα πάρω τον Ντικ και... που λες, το κατάλαβε.

Για μας, εννοώ, ότι δεν έχουμε στ’ αλήθεια σχέση».

Εκείνη συγκατένευσε σκεφτική. «Το φαντάστηκα. Ήταν εμφανές». Σώπασε διστακτικά, μα σε λίγο

πρόσθεσε: «Δε δίνατε την εντύπωση ότι κουβεντιάζατε αδιάφορα εκεί πέρα στον ψύκτη. Σου έλεγε

ότι αυτός ο γάμος είναι σοβαρό βήμα, έτσι δεν είναι;»

Ο Τρέι έγνεψε καταφατικά. «Καλύτερα όμως που το κατάλαβε. Θα συντάξει ένα συμφωνητικό για

το γάμο χωρίς να χρειάζεται να του εξηγήσουμε τους λόγους μας».

«Τι είδους συμφωνητικό;»

«Ξέρεις τώρα, ένα είδος προγαμιαίου συμφωνητικού που θα εκθέτει τους όρους που θα θέσουμε.

Κάτι που θα σε αποκατα-στήσει μετά το γάμο. Θέλω να αξίζει τον κόπο για σένα όλη αυτή η
ιστορία. Θα βάλω τον Ντικ να το ξεκινήσει αμέσως». Άπλωσε το χέρι του για να πατήσει το

κουδούνι που καλούσε το γραφείο της, μα σταμάτησε απότομα, με το χέρι αιωρούμενο πάνω από

το κουμπί. «Εδώ προκύπτει ένα ενδιαφέρον ζήτημα».

Η Τζέιν χαμογέλασε και έδειξε το χέρι του. «Σχετικά με τη δουλειά μου;»

Της έγνεψε καταφατικά. «Δε γίνεται να έχω τη γυναίκα μου για βοηθό μου... γίνεται;» Σωριάστηκε

στην πολυθρόνα του, πήρε ένα στυλό και σημείωσε βοηθός; στο μπλοκάκι που ήταν δίπλα στο

τηλέφωνο.

Η Τζέιν κάθισε κι εκείνη. «Δεν ξέρω, αλλά τα οικονομικά μου δε μου επιτρέπουν να χάσω τη

δουλειά μου, ακόμη κι αν μ' αυτό τον τρόπο σώσω τις μετοχές μου στην εταιρεία. Τον

χρειάζομαι το μισθό μου. Έχω ένα σωρό έξοδα, νοίκι, φαγητό, χιλιάδες πράγματα».

«Τζέιν, εννοείται ότι θα σε πληρώσω που θα παραστήσεις τη σύζυγό μου». Χτύπησε απαλά το

στυλό στο πιγούνι του. «Καταλαβαίνεις βέβαια ότι δε γίνεται να κρατήσεις το διαμέρισμά σου».

Η Τζέιν έσμιξε τα φρύδια της. «Τι εννοείς; Το συμβόλαιο είναι στο όνομά μου. Η συγκάτοικός μου

δεν μπορεί να πληρώνει ολόκληρο το νοίκι»:

«Τι εντύπωση θα σχηματίσει ο κόσμος αν είμαστε παντρεμένοι και μένουμε σε ξεχωριστά σπίτια;»

Τον κοίταξε με στόμα ορθάνοιχτο. «Θέλεις να μείνω μαζί σου;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του κι έπειτα έκανε ένα μορφασμό. «Τα πράγματα περιπλέκονται

όλο και περισσότερο».

Η Τζέιν πήρε τρεμάμενη ανάσα κι ύστερα έπιασε το στυλό και το μπλοκάκι από το γραφείο του.

«Ας τα πάρουμε ένα ένα». Έγραψε ζήτημα διαμονής κάτω από το σημείο που ο Τρέι είχε γράψει

βοηθός. «Τι άλλα θέματα πρέπει να συζητήσουμε;»

Ο Τρέι κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Ηταν τρεις και τέταρτο.

«Πώς θα τα λύσουμε όλα εγκαίρως, ώστε να προλάβει ο Ντικ να συντάξει τα χαρτιά».

Η Τζέιν έριξε μια ματιά στο ρολόι και στράφηκε πάλι στον Τρέι. «Ένα ένα, Τρέι. Μια ζωή

βιάζεσαι».

Είχε δίκιο. «Εντάξει, εντάξει. Τι έχουμε εδώ; Τη δουλειά σου, σωστά;» της είπε ξεφυσώντας. «Δε θα

ήθελα με τίποτα να στερηθώ τις υπηρεσίες σου, Τζέιν, και μάλιστα αυτό τον καιρό».

«Πολλές οικογένειες εργάζονται μαζί, ιδίως όταν η επιχείρηση είναι οικογενειακή. Δύο από τους

γιατρούς μου έχουν γραμματέα το ταίρι τους».

«Αλήθεια; Και τις γυναίκες τους δεν τις πειράζει;»

Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Μόνο το ένα ταίρι είναι γυναίκα».

Σε τσάκωσαν, του είπε γελώντας μια φωνούλα μέσα του. Σοβινιστή.

«Όμως όχι», συνέχισε η Τζέιν. «Δεν τους πειράζει καθόλου». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Για να

σου πω την αλήθεια, ούτε εγώ θέλω να αφήσω τη δουλειά μου».


Το βλέμμα του κόλλησε στο χαμόγελό της. «Κι αν έκανες παιδιά;»

«Αυτό είναι μάλλον απίθανο».

«Όχι, μιλούσα θεωρητικά». Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της και μια παράξενη αίσθηση

συντάραξε το κορμί του. Αμέσως έστρεψε ήρεμα το βλέμμα του στο γυάλινο κύβο, στον Ωκεανό, που ήταν πάνω στο γραφείο του. Για ποιο
λόγο την είχε ρωτήσει; Ίσως επειδή αναρωτιόταν πώς θα

φαινόταν η Τζέιν αν ήταν έγκυος, έχοντας το παιδί του στα σπλάχνα της. Επομένως, η ερώτηση

στην ουσία ήταν... γιατί το αναρωτιόταν αυτό; Επειδή είχε αρχίσει να βλέπει πόσο ελκυστική ήταν.

«Μάλλον ξέφυγα από το θέμα μας. Τι άλλο έχουμε;»

«Το ζήτημα της διαμονής», του απάντησε με απαλή, τρεμά-μενη φωνή.

«Σωστά. Το ζήτημα της διαμονής». Παραμέρισε τον κύβο και για μια στιγμή κοίταξε το νερό που

κυμάτιζε μπρος πίσω. «Η διαμονή», είπε και την κοίταξε ξανά. «Νομίζω πως είναι αυτονόητο. Θα

είναι μεγάλη αλλαγή και για τους δυο μας, αλλά δεν ξέρω πώς θα πιστέψει ο κόσμος ότι

παντρευτήκαμε αν δε μένουμε μαζί. Το σπίτι μου είναι μεγάλο. Θα έχεις δικό σου δωμάτιο και όση

ησυχία θέλεις». Φαντάστηκε μια λευκή γραμμή να περνάει από το κέντρο του διαμερίσματος του

και να το χωρίζει στα δύο. «Θα το κανονίσουμε».

Η Τζέιν δίστασε. «Θα πρέπει να συνεχίσω να πληρώνω νοίκι για το διαμέρισμα που μένω με την

Πίτι Τουλάχιστον μέχρι να βρει καινούρια συγκάτοικο». Ξαφνικά χαμογέλασε και χτύπησε τα

δάχτυλά της μεταξύ τους. «Θα βάλω μία ανακοίνωση στον πίνακα της τραπεζαρίας.Έτσι, όχι μόνο

θα πειστούν οι υπάλληλοι για το γάμο μας, αλλά μπορεί να βρω και καμιά κοπέλα

της εμπιστοσύνης μου για να συγκατοικήσει με την Πίτι».

Το χαμόγελό της ήταν όντως πολύ όμορφο. Ήταν τόσο άξεστο αφεντικό, που εκείνη χαμογελούσε

σπάνια ή ο ίδιος δεν το είχε προσέξει ποτέ; Του φαινόταν απίστευτο να μην το έχει προσέξει. Θα

έπρεπε να είναι τυφλός. Από την άλλη όμως, ίσως και να ήταν. «Και το θέμα της σχέσης με... άλλους

άντρες;» άκουσε τον εαυτό του να τη ρωτάει.

«Δεν υπάρχει κανείς άλλος», είπε η Τζέιν.

«Ωραία». Βλέποντάς τη να τινάζει το κεφάλι της ξαφνιασμένη, βιάστηκε να προσθέσει: «Για να μην

έχουμε κι αυτό το μπέρδεμα».

«Εσύ;» τον ρώτησε έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα.

«Εγώ;» είπε εκείνος ειρωνικά. «Ξέρεις τι συνέβη με τη Βικτόρια. Όχι, δεν υπάρχει άλλη γυναίκα

στη ζωή μου».

«Ωραία», είπε η Τζέιν. «Ούτε εδώ θα έχουμε κανένα μπέρδεμα».

«Όχι. Κανένα μπέρδεμα». Χτύπησε απαλά το στυλό του πάνω στο γραφείο. Συμφωνείς να ορίσουμε

διάστημα ενός χρόνου;»

«Δεν είναι πολύ...» Αμέσως σταμάτησε και ξεροκατάπιε. «Ό,τι νομίζεις. Δεν έχω πρόβλημα».
Ο Τρέι το σημείωσε αφηρημένος στο μπλοκάκι που είχε μπροστά του. «Τώρα είναι και το τι θα

κερδίσεις απ’ αυτή την ιστορία».

«Δε χρειάζεται να κερδίσω τίποτα επιπλέον απ’ ό,τι προσφέρω», είπε κατηγορηματικά η Τζέιν. «Το

εννοώ».

«Μα, Τζέιν, προσφέρεις πολλά. Θα με παντρευτείς, θα κρατήσεις την περιουσία μου στο όνομά

σου... σου ζητάω πολλά».

«Η εναλλακτική λύση είναι να χάσω και τη δουλειά και την επένδυσή μου», είπε απλά η Τζέιν. Η

φωνή της ακούστηκε ξαφνικά πολύ σοβαρή. «Είναι καλή συμφωνία».

Καλή συμφωνία. Μα και βέβαια ήταν. Αυτό ο Τρέι το καταλάβαινε. Για τον ίδιο ήταν καλύτερη απ’

ό,τι για κείνη, αλλά αν ήταν ικανοποιημένη, τότε δεν του έπεφτε λόγος. Δεν είχε να πει τίποτε άλλο.

Γιατί, λοιπόν, ένιωθε ότι κάτι έλειπε;

Έσκυψε προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό. «Επομένως, παίρνω τον Ντικ. Θα του πω να

συντάξει τα χαρτιά. Γιατί δεν πας να δεις αν μπορείς να κλείσεις εισιτήρια αεροπορικώς για Λας

Βέγκας, πρώτη θέση; Μετά πήγαινε σπίτι και πάρε ό,τι χρειάζεσαι».

Η Τζέιν έσφιξε τα χείλη της και έγνεψε καταφατικά. Τα μάτια της έλαμπαν.

«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις;» τη ρώτησε ο Τρέι, βέβαιος ότι το είχε μετανιώσει και η

απάντηση θα ήταν όχι.

«Απόλυτα σίγουρη», του απάντησε με παράξενα απαλή φωνή. Ύστερα σηκώθηκε. «Πάω να κλείσω

τα εισιτήρια».

Έπειτα απ’ αυτό βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε σιγά την πόρτα. Ο Τρέι έμεινε μόνος του και

άρχισε να αναρωτιέται γιατί ενώ θα έπρεπε να σκέφτεται όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά σ’

αυτό το σχέδιο, εκείνος σκεφτόταν την πρώτη νύχτα του γάμου.

***

Από τη στιγμή που βγήκε από το γραφείο του Τρέι, όλες της οι κινήσεις ήταν μηχανικές. Εκείνη, η

Τζέιν Μίλερ, θα παντρευόταν τον Τρέι! Δεν μπορούσε να το συλλάβει ο νους της. Απόψε θα ήταν η

κυρία Τέρενς Μπρέκενριτζ του Τρίτου.

Κάθισε στο γραφείο της και άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο στη σελίδα με τις αεροπορικές

εταιρείες. Ως τώρα αυτό που έκανε δε διέφερε σε τίποτα από τις δουλειές που διεκπε-ραίωνε τα

τελευταία πέντε χρόνια. Τηλεφώνησε σε τρεις αεροπορικές εταιρείες για να συγκρίνει τιμές, έπειτα

ξαναπήρε στην καλύτερη και έκλεισε δύο εισιτήρια πρώτης θέσης που κόστιζαν περισσότερο και

από τις πιο ακριβές διακοπές που είχε κάνει στη ζωή της.

Η υπάλληλος τη ρώτησε τα ονόματα και έδωσε του Τρέι χωρίς καμιά δυσκολία. Όταν όμως ήρθε η

ώρα να δώσει το δικό της, κόμπιασε καθώς συνειδητοποίησε ότι απόψε τα μεσάνυχτα δε θα ήταν

πια το ίδιο. Ένα κύμα συγκίνησης την πλημμύρισε και ψέλλισε μετά βίας το όνομά της.
Μόλις κατέβασε το ακουστικό, έγειρε στην καρέκλα της και πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες.

Ηρέμησε, διέταξε τον εαυτό της. Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς σου,'δεν είναι αληθινό. Μα

και βέβαια δεν ήταν. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν αληθινό -πώς θα μπορούσε άλλωστε; Τα όνειρα

δεν πραγματοποιούνταν τόσο εύκολα. Τα όνειρα της Τζέιν Μίλερ τουλάχιστον.

Παρ’ όλα αυτά, στο χαρτί που είχε μπροστά της ήταν γραμμένα τα νούμερα των δύο θέσεων της

πτήσης για Λας Βέγκας. Κι αυτό ήταν αληθινό, θα συνέβαινε!

Οι βαθιές ανάσες δεν κατάφεραν να καταλαγιάσουν τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της, γι’

αυτό κατέφυγε στην επόμενη λύση που ίσως τη βοηθούσε. Με τρεμάμενο χέρι, ξανασήκωσε το

ακουστικό και πήρε την Πίτι.

«Γουέστ Τεξ Κέιμπλ, λέγετε».

«Πίτι, πρέπει να βρεθούμε στο σπίτι τώρα αμέσως».

«Τι...»

«Πρέπει, βρίσκομαι σε απόγνωση».

«Τζέιν; Εσύ είσαι;»

«Εγώ.Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Τέλος πάντων, είναι κάποια που μοιάζει μ’ εμένα, αν και η ζωή της

είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μου».

Η φωνή της Πίτι ανέβηκε μερικούς τόνους. «Τι τρέχει;»

«Τίποτα». Η Τζέιν προσπάθησε να ανασάνει, αλλά ήταν σαν να ρουφούσε αέρα μέσα από ένα

καλαμάκι. «Αλήθεια. Η ζωή

μου θα αλλάξει ριζικά και έχω τρεις ώρες για να προετοιμαστώ, αλλά, πέρα απ’ αυτό, είμαι μια

χαρά».

Ακολούθησε μικρή παύση. «Θα πρέπει να μου δώσεις κάποιο στοιχείο ακόμη, γιατί δεν

καταλαβαίνω τίποτα».

«Σε τρεισήμισι ώρες θα βρίσκομαι σε ένα αεροπλάνο για το Λας Βέγκας». Η φωνή ήταν η δική της, αλλά η κατάσταση που ζούσε μετά βίας
είχε σχέση με τη ζωή της. «Παντρεύομαι. Απόψε».

Από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε ένα πνιχτό επιφώνημα. «Με ποιον;»

«Με τον Τρέι».

Η Πίτι αναφώνησε ξανά. «Μη μου πεις! Μου κάνεις πλάκα, έτσι δεν είναι;»

«Δεν κάνω πλάκα και η υπόθεση είναι πολύ περίπλοκη για να σου την εξηγήσω τώρα. Έλα σπίτι να

με βοηθήσεις να ετοιμαστώ και θα σου τα πω όλα».

«Τζέιν, περίμενε, θα γίνει στ' αλήθεια;»

«Είναι αλήθεια, αλλά δε θα γίνει στ’ αλήθεια».

«Ε;»

«Θα σου τα εξηγήσω όλα από κοντά. Γεια». Η Τζέιν κατέβασε το ακουστικό και κοίταξε την πόρτα
του γραφείου του Τρέι. Άραγε είχε μετανιώσει που της ζήτησε να παντρευτούν; Αες να

προσπαθούσε να βρει τρόπο για να της πει ευγενικά να το ξεχάσουν; Κάτι μέσα της της έλεγε ότι

αυτό σκεφτόταν ο Τρέι. Αποκλείεται να μην το σκεφτόταν.

Εκείνη όμως θα καθόταν με δεμένα τα χέρια και θα τον περίμενε να βγει έξω και να την απορρίψει; Η παλιά Τζέιν μπορεί να το έκανε, όχι
όμως και η καινούρια. Η Τζέιν, που σε λίγο θα γινόταν Τζέιν

Μπρέκενριτζ! Αυτή η Τζέιν έπρεπε να πάει σπίτι και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να

ανταποκριθεί στο όνομα που θα αποκτούσε.

Ήταν καιρός να αποχαιρετίσει τη συνηθισμένη Τζέιν Μίλερ.

***

Η δουλειά της Πίτι απείχε πέντε λεπτά από το διαμέρισμά τους, γι’ αυτό όταν η Τζέιν έφτασε με το

αυτοκίνητό της μισή ώρα αργότερα, η Πίτι ήταν ήδη εκεί και την περίμενε.

«Πόσο καιρό έχουμε για να σε καλλωπίσουμε;» τη ρώτησε η Πίτι μόλις την είδε να ανοίγει την

πόρτα. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια βούρτσα και στο άλλο ένα κουτί με είδη μακιγιάζ.

«Δεν έχουμε αρκετό καιρό για καλλωπισμούς, άκου που σου λέω». Η Τζέιν άφησε την τσάντα της

στο τραπέζι του χολ και κοίταξε το ρολόι της. «Σε δυο ώρες πρέπει να φύγω».

«Θαυμάσια. Προλαβαίνουμε». Η Πίτι άφησε το σετ του μακιγιάζ, έπιασε την Τζέιν από το χέρι και

την τράβηξε ως το μπάνιο. «Χρόνια περίμενα να το κάνω αυτό».

«Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε η Τζέιν κοιτάζοντας αποκαμωμένη ένα κουτί βαφής για

ανταύγειες μαλλιών που βρισκόταν πάνω στον πάγκο.

Στον καθρέφτη είδε την Πίτι που στεκόταν πίσω της, να παίρνει ύφος αθώο και να σκουντά με τον

αντίχειρά της το στήθος της. «Μουά;»

«Τουά». Η Τζέιν έδειξε με ένα νεύμα το κουτί πάνω στον πάγκο. «Δεν είναι αυτό που χρησιμοποιείς

εσύ».

«Όχι βέβαια, χαζούλα, τα μαλλιά μου είναι πολύ πιο ανοιχτά για να χρησιμοποιήσω αυτό τον τόνο».

Η Πίτι χαμογέλασε πονηρά. «Όχι, είναι για σένα».

«Για μένα».

Της έγνεψε καταφατικά. «Θα τονίσουμε με ανταύγειες την εκπληκτική ομορφιά που νομίζεις ότι

δεν έχεις, αλλά στην πραγματικότητα την έχεις -και με το παραπάνω».

«Και η μαγεία βρίσκεται σ’ αυτό το κουτί».

«Ένα μέρος της». Η Πίτι έγνεψε καταφατικά. «Και μην ανησυχείς, ξέρω τι κάνω. Δε σου έχω πει ότι

κάποτε πήγα σε σχολή αισθητικών;»

«Όχι».

«Ε, λοιπόν, έχω πάει και απόψε θα δρέψεις τους καρπούς της εκπαίδευσής μου».

«Δεν ξέρω...» Η Τζέιν κοίταξε το όμορφο, χαμογελαστό μοντέλο που φιγουράριζε στο καπάκι του
κουτιού. Πίσω της φαινόταν μια θάλασσα κι ένα μικροσκοπικό γιοτ. Ήταν προφανές πως όποιος

χρησιμοποιούσε αυτό το προϊόν ήταν πλασμένος για ηλιόλουστα μέρη και πολυτελείς μαρίνες.

Αναστέναξε.

Ο Τρέι είχε ένα σκάφος.

«Όχι, είναι τρέλα, δε με πείθει».

«Ποιο δε σε πείθει;»

«Αυτό», έδειξε την εικόνα, «η ιδέα ότι αν αλλάξω την εμφάνισή μου, θα αλλάξει η ζωή μου και όλα

θα γίνουν όπως τα θέλω».

«Η ζωή σου έχει ήδη αλλάξει. Τώρα πρέπει να αλλάξεις κι εσύ».

Η Τζέιν κοίταξε την Πίτι με δυσπιστία. «Ετοιμάζομαι να παντρευτώ. Και αν αυτή η βαφή δεν

πετύχει; Αν πρασινίσουν τα μαλλιά μου;»

«Σε διαβεβαιώ ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει. Κοίτα», της έδειξε το κουτί, «εδώ λέει ότι οι

ανταύγειες είναι διακριτικές».

Η Τζέιν χαμογέλασε ειρωνικά. «Πιο διακριτικές από σένα;»

Η Πίτι την κοίταξε δήθεν αγανακτισμένη. «Ασφαλώς. Έλα τώρα, Τζέιν, θα έχει πλάκα».

Η Τζέιν ανασήκωσε τα φρύδια της. «Όταν ήσουν μικρή, σου άρεσε να παίζεις με κούκλες;»

Η Πίτι σκυθρώπιασε. «Ναι, γιατί;»

«Στοιχηματίζω ότι όλες σου οι κούκλες είχαν κομμένα μαλλιά και κόκκινη μπογιά στο στόμα τους, σωστά;»

Η Πίτι κοκκίνισε. «Πού το ξέρεις;»

Η Τζέιν έβαλε τα γέλια. «Είχα κι εγώ μια τέτοια φίλη όταν ήμουν μικρή. Μόλις έφερνε μια

καινούρια κούκλα στο σπίτι, ανυπομονούσε να την αλλάξει, όπως ανυπομονείς κι εσύ μ’ εμένα».

Κοίταξε πάλι το κουτί και αναστέναξε. «Και οι δικές μου κούκλες είχαν κομμένα μαλλιά και

κόκκινα χείλη. Ξέρεις γιατί;»

«Όχι, γιατί;»

«Επειδή δεν είχα το θάρρος να τις κουρέψω και να τις βάψω η ίδια, αλλά ήθελα να είναι οι κούκλες

μου εντυπωσιακές σαν τις δικές της, γι’ αυτό τις έδινα πάντα σ’ εκείνη».

«Μήπως αυτό σημαίνει», είπε η Πίτι με ένα πλατύ χαμόγελο, «ότι μου παραδίδεις τον εαυτό σου;»

Η Τζέιν δίστασε, περίμενε να φύγει και ο τελευταίος της ενδοιασμός. Τελικά τον έδιωξε η ίδια.

«Ναι», είπε, «είμαι όλη δική σου. Κάνε γρήγορα όμως, γιατί μπορεί να αλλάξω γνώμη».

Η Πίτι κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρεις κάτι, τον τελευταίο καιρό βλέπω σ’ εσένα έναν καινούριο

εαυτό, Τζέινι». Πήρε το κουτί από τον πάγκο και άνοιξε το καπάκι. «Δεν ξέρω πού οφείλεται, αλλά

όσο καιρό σε ξέρω, δε σε έχω δει ποτέ να ρισκάρεις».

«Πάνε αυτά, πέρασαν», είπε αποφασιστικά η Τζέιν. «Από δω και πέρα θα παίρνω πολλά ρίσκα».

«Μπράβο, κορίτσι μου». Η Πίτι άδειασε σ’ ένα πλαστικό μπολ ένα πακέτο σκόνη που περιείχε το
κουτί, ύστερα άνοιξε ένα μπουκαλάκι που μύριζε αμμωνία, το άδειασε μέσα και ανακάτεψε το

μείγμα με κάτι που θύμιζε λεπτή οδοντόβουρτσα.

Η Τζέιν σούφρωσε τη μύτη της μόλις της ήρθε η μυρωδιά. «Μου υπόσχεσαι ότι το αποτέλεσμα δε

θα είναι υπερβολικά εντυπωσιακό;»

Η Πίτι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μην ανησυχείς, απλώς θα τονίσουμε το φυσικό σου

χρώμα. Πήγαινε φόρεσε τη ρόμπα σου και ξαναέλα».

Η Τζέιν πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα. Απόψε θα γινόταν κυρία Μπρέκενριτζ, τουλάχιστον κατ’ όνομα. Κάθε φορά που το
σκεφτόταν, παρ’ όλο που ήξερε πως επρόκειτο για

ψεύτικο γάμο, το κορμί της μούδιαζε από την ανυπομονησία. Κυρία Τέρενς Μπρέκενριτζ του

Τρίτου.

Πόσο θα ήθελε να ήταν αληθινός! Μακάρι να ήταν απόψε η πρώτη νύχτα του γάμου της και όχι μια

απλή νύχτα, όπου εκείνη και ο Τρέι θα υποκρίνονταν ότι παντρεύτηκαν. Όμως αυτό ήταν όλο. Μια

δουλειά σαν όλες τις άλλες. Τι παράξενο όμως! Θα περίμενε κανείς ότι στη σύγχρονη κοινωνία δε

θα γίνονταν πια γάμοι για λόγους συμφέροντος.

Φόρεσε τη ρόμπα της κι έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ήταν ίδια όπως πάντα, στο

είδωλό της ωστόσο υπήρχε κάτι το καινούριο. Ίσως να οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε

ξανακοιταχτεί ποτέ τόσο προσεκτικά.

«Με λίγη τύχη», μονολόγησε, «όταν τελειώσει η Πίτι, θα μοιάζω με τον πραγματικό εαυτό μου. Τον

εαυτό που δεν ήμουν ποτέ». Χαμογέλασε. «Ίσως αυτή να είναι η αρχή μιας καινούριας ζωής».

***

Μια ώρα αργότερα η Πίτι είχε κάνει το θαύμα της -τουλάχιστον έτσι ένιωθε η Τζέιν.

Τώρα κοιτούσαν την ντουλάπα της Τζέιν και προσπαθούσαν να βρουν κάτι κατάλληλο για την

περίσταση.

«Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω», είπε η Τζέιν, χαϊδεύοντας τα φρεσκοκουρεμένα της μαλλιά.

Ήταν ακόμη μακριά, αν και η Πίτι είχε κόψει γύρω στους δεκαπέντε πόντους και τα είχε χτενίσει

έτσι ώστε να πλαισιώνουν όμορφα το πρόσωπό της. «Αισθάνομαι πολύ παράξενα. Αναρωτιέμαι

πότε θα τα συνηθίσω».

«Σε καμιά ώρα θα πάψεις να το σκέφτεσαι», της απάντησε η Πίτι μ’ ένα χαμόγελο.

Το πρόσωπο της Τζέιν φωτίστηκε. «Μάλλον έχεις δίκιο. Αχ, Πίτι, μακάρι να μπορούσες να έρθεις».

«Κι εγώ θα το ήθελα, πίστεψέ με, αλλά αν δεν πάω στη δουλειά αύριο το πρωί, θα με έχουν

αντικαταστήσει μέχρι το μεσημέρι. Αλήθεια, ποιοι θα έρθουν; Ο πεθερός σου;»

Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Του τηλεφώνησα, αλλά τον πονούσε η μέση του.

Ακουγόταν τόσο απογοητευμένος, που σπάραξε η καρδιά μου, επέμεινε όμως να ξανακάνουμε μία

τελετή στην πρώτη μας επέτειο και να ανανεώσουμε τους όρκους μας». Κούνησε το κεφάλι της.
«Δε θέλω να σκέφτομαι το πόσο θα απογοητευτεί όταν θα ξεκαθαρίσουν όλα και διαλύσουμε το

γάμο».

«Μπορεί και να μην τον διαλύσετε».

«Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια, Πίτι. Δεν είναι παρά μια επαγγελματική συμφωνία. Όταν λήξει ο

προκαθορισμένος χρόνος, πάει, έληξε». Δίστασε λίγο κι έπειτα πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Είτε μου

αρέσει είτε όχι».

Η Πίτι ανασήκωσε πονηρά τα φρύδια της. «Θα δούμε. Λοιπόν», είπε, στρέφοντας την προσοχή της

στην ντουλάπα

της Τζέιν για να μην της αφήσει περιθώρια να διαφωνήσει, «τι θα κάνουμε με την γκαρνταρόμπα

σου;»

Η Τζέιν χάρηκε που άλλαξαν θέμα. «Τι έχει η γκαρνταρόμπα μου;»

«Τίποτα. Η γιαγιά μου θα ξετρελαινόταν».

«Πολύ αστείο».

«Άκου, είσαι νέα, όμορφη, με εκπληκτικό κορμί, γιατί δε φοράς πιο χαρούμενα ρούχα;»

«Σαν κι αυτά;» Η Τζέιν έδειξε το μακό μπλουζάκι της Πίτι. Ήταν μεταξοτυπία και παρίστανε ένα

τριχωτό αντρικό στήθος.

«Όχι, αυτό το στυλ δε νομίζω ότι σου ταιριάζει».

«Πάλι καλά».

«Εσύ έχεις πιο πολύ το στυλ της Όντρεϊ Χέπμπορν και δεν το λέω μόνο εγώ. Τι θα ’λεγες...» έψαξε

στα γρήγορα στην ντουλάπα, «γι’ αυτό;» και έβγαλε ένα εκρού φόρεμα από μια κρεμάστρα. Η Τζέιν

το είχε αγοράσει για κάποια περίσταση πριν από αρκετά χρόνια, μα δε θυμόταν πλέον ποια ήταν

αυτή η περίσταση. Ό,τι κι αν ήταν, δεν το είχε φορέσει γιατί είχε ακόμη πάνω του την τιμή.

Μόλις η Πίτι της ανέβασε το φερμουάρ, η Τζέιν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Το φόρεμα

αγκάλιαζε το σώμα της στα σημεία που έπρεπε και είχε ένα βαθύ, αισθησιακό ντεκολτέ που άφηνε

τους ώμους της γυμνούς. Τώρα θυμήθηκε γιατί δεν το είχε βάλει ποτέ. «Δε νομίζεις ότι είναι λίγο...

παρατραβηγμένο;» ρώτησε την Πίτι.

«Είναι θεϊκό», απάντησε με πάθος εκείνη. «Σου πάει τρομερά».

Η Τζέιν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και προσπάθησε να κρίνει το είδωλό της αντικειμενικά. Η

γυναίκα που αντίκριζε της φαινόταν σχεδόν ξένη. Τα μαλλιά της έπεφταν με απαλούς

κυματισμούς γύρω από το πρόσωπό της, η σκιά ήταν διακριτική, μα τόνιζε τα μεγάλα, ανοιχτόχρωμα μάτια της και τα μήλα της έμοιαζαν
πολύ με της μητέρας της. Όσο για το φόρεμα, ήταν πανέμορφο, απέπνεε έντονη θηλυκότητα και εφάρμοζε στο σώμα της τέλεια, χωρίς

να τσιτώνει ή να σακουλιάζει πουθενά.

Με λίγα λόγια, αυτό που έβλεπε της άρεσε. Και δεν είχε συνηθίσει να της αρέσει η εικόνα της.

«Τι λες;» τη ρώτησε η Πίτι, που στεκόταν πίσω της. «Λέω...» Τα μάτια της Τζέιν βούρκωσαν
ξαφνικά κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. Για μια στιγμή χαμήλωσε το βλέμμα της και

δαγκώθηκε, προσπαθώντας να πνίξει τα δάκρυα της συγκίνησης για να μη χαλάσει το μακιγιάζ που

η Πίτι της είχε βάλει με υπέρμετρη προσοχή. «Λέω», επανέλαβε έπειτα από λίγο, «ότι δεν πρέπει να

τρέφω τόσες ελπίδες. Πετάω στα σύννεφα και φοβάμαι ότι μπορεί να πέσω και

να γκρεμοτσακιστώ».

«Α, όχι. Όχι. Όλα θα πάνε μια χαρά».

«Μα σου είπα ότι πρόκειται για δουλειά».

«Μπορεί να ξεκινήσει έτσι, αλλά θα έχει ευτυχισμένο τέλος». «Τι σε κάνει να το πιστεύεις;»

«Σου έριξα τα Ταρό». Το είπε λες και τα χαρτιά αποτελούσαν επαρκή απόδειξη.

«Πίτι, πρέπει να είμαι πρακτική».

«Ωραία. Να είσαι πρακτική. Αλλά να είσαι και ανοιχτή στις αλλαγές, εντάξει; Να ακολουθείς τη ροή

των πραγμάτων».

«Εντάξει». Η Τζέιν έσφιξε τα χείλη της. «Κι αν δει στο βλέμμα μου όλες αυτές τις ελπίδες;»

Η Πίτι την κοίταξε στα μάτια και είπε με πολλή σοβαρότητα: «Θα σκεφτεί ότι είσαι πολύ

γοητευτική, αλλά δε θα καταλάβει για ποιο ακριβώς λόγο».

«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια;» τη ρώτησε η Τζέιν.

«Ναι, το πιστεύω στ’ αλήθεια», αποκρίθηκε η Πίτι έπειτα από λίγο. Σκούπισε το μάγουλό της και

ρούφηξε τη μύτη της. «Λοιπόν, έλα, ας μαζέψουμε τα προικιά σου, γιατί πρέπει να φύγεις. Έχεις να

πας στο γάμο σου...»

Η Τζέιν σήκωσε το χέρι της. «Εννοείς στην τελετή του γάμου μου. Έχει μεγάλη διαφορά».

«Εντάξει, στην τελετή του γάμου σου». Στα χείλη της Πίτι έσκασε ένα χαμόγελο που επιβεβαίωνε

όλα όσα είχε πει στην Τζέιν ότι πίστευε, μα στα μάτια της υπήρχε μια σκιά θλίψης. «Έχεις να πας

στην τελετή του γάμου σου απόψε, όμως έχω ένα προαίσθημα για σένα και τον Τρέι. Ότι το όνειρό

σου θα βγει αληθινό».

Η Τζέιν πήρε βαθιά ανάσα. Για αρκετή ώρα απόμεινε σιωπηλή, αφήνοντας τον εαυτό της να το

πιστέψει. Ύστερα ξεφύσηξε και κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, Πίτι. Μακάρι να είχες δίκιο, αλλά δεν

έχεις. Ο Τρέι κι εγώ είμαστε αφεντικό και αφοσιωμένη βοηθός, τίποτε περισσότερο. Και ακόμη κι

αν παντρευτούμε, αυτό δε θ’ αλλάξει ποτέ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Μέσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο υπήρχε έντονη μυρωδιά δέρματος. Η Τζέιν σκέφτηκε ότι θα

πρέπει να ήταν από αρωματικό σπρέι, γιατί ήταν πολύ δυνατή μυρωδιάγια να είναι φυσική. Παρ’ όλα

αυτά, ταίριαζε απόλυτα με τη θολούρα που δημιουργούσαν τα φώτα του νέον που έβλεπε έξω από

τα παράθυρα καθώς έτρεχαν στη Λας Βέγκας Μπούλεβαρντ.

Απίστευτο! Ήταν δέκα το βράδυ κι όμως έφεγγε σαν να ήταν μέρα. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από
κόσμο όπως στο Μανχάταν το μεσημέρι. Η Τζέιν δεν είχε ξαναβρεθεί σε τόσο αλλοπρόσαλλο

μέρος. Το πιο παράξενο ήταν ότι για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε σίγουρη πως βρισκόταν εκεί

ακριβώς όπου έπρεπε να βρίσκεται.

Παρ’ όλο που έξω τα πάντα ήταν αλλόκοτα, μέσα στο αυτοκίνητο με τον Τρέι ένιωθε ασφάλεια και

ότι όλα πήγαιναν μια χαρά. Λες και ταξίδευαν σ’ αυτή την ξέφρενη μεγαλούπολη μέσα σε μια αχλή

μαγείας και ρομαντισμού. Κι αυτό ήταν γελοίο, το ήξερε, όμως έτσι ένιωθε.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο κι έκανε χάζι τους διαφορετικούς ανθρώπους που περπατούσαν στο

πεζοδρόμιο. Το σκηνικό θύμιζε καρναβάλι. Ορισμένες γυναίκες φορούσαν φορέματα με πούλιες

και είχαν έντονα βαμμένα μαλλιά. Καθώς προχωρούσαν, η Τζέιν μέτρησε τουλάχιστον πέντε με

το ίδιο βαμμένο κόκκινο χρώμα στα μαλλιά και αναρωτήθηκε αν θα συναντούσαν σε λίγο κανένα

σαλόνι ομορφιάς που θα διαφήμιζε την ειδίκευσή του στις κόκκινες βαφές.

Ο Τρέι έκοψε ταχύτητα, σταμάτησε σ’ ένα κόκκινο φανάρι και άρχισε να παίζει ταμπούρλο με τα

δάχτυλά του στο ταμπλό.

Εκείνη άγγιξε τα μαλλιά της και θυμήθηκε πόση ώρα τους είχε αφιερώσει μαζί με την Πίτι. Πολλή

φασαρία για το τίποτα, σκέφτηκε ειρωνικά. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Τρέι δεν είχε προσέξει την

παραμικρή αλλαγή πάνω της. Για την ακρίβεια, είχε γυρίσει ελάχιστες φορές να την κοιτάξει.

Η Τζέιν έστρεψε το βλέμμα της σ’ έναν άντρα που διέσχιζε το δρόμο. Φορούσε ένα γαλάζιο

πρόχειρο κοστούμι και τα μπατζά-κια του ήταν πολύ κοντά. Το πρόσωπό του δεν είχε τίποτα

το ιδιαίτερο, με εξαίρεση τα ελαφρώς αχτένιστα μαύρα του μαλλιά που φούντωναν σαν θάμνος στην

κορυφή του κεφαλιού του.

«Έχεις άγχος;» τη ρώτησε ο Τρέι με σφιγμένη φωνή.

«Λίγο», του απάντησε. «Εσύ;»

«Μπα», είπε, μα συνέχισε ακόμη πιο νευρικά να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλά του. «Δεν είναι

και τόσο τρομερό. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά μήπως δεις καμιά εκκλησία».

«Περάσαμε ήδη τρεις».

«Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα».

«Δε θέλεις να το κάνεις».

«Ναι. Ναι, θέλω. Πρέπει να το κάνω». Εκείνη πληγώθηκε, μα ο Τρέι άπλωσε το χέρι του και άγγιξε

το μπράτσο της. «Δεν το εννοούσα έτσι όπως ακούστηκε», της είπε. «Ειλικρινά, δεν ξέρεις πόσο

χαίρομαι που συμφώνησες».

Η Τζέιν προσπάθησε να φανεί αδιάφορη, να μη δείξει ότι έβλεπε την κατάσταση πολύ πιο

ρομαντικά από κείνον. «Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς».

Ο Τρέι γέλασε. «Αν ήξερα ότι είσαι τόσο αφοσιωμένη, θα είχα επωφεληθεί εδώ και πολύ καιρό».

Η ευκαιρία ήταν τέλεια για να φλερτάρει, μα δεν είχε ιδέα τι να πει. «Τι εννοείς;» τον ρώτησε και
αμέσως βάλθηκε να επιπλήττει νοερά τον εαυτό της. Απ’ όλα τα πράγματα που θα μπορούσε να πει, απ’ όλους τους ερωτικούς ή πονηρούς
υπαινιγμούς που θα μπορούσε να σκαρφιστεί, αυτό ήταν το

λιγότερο προκλητικό.

«Εννοώ ότι αυτό συμβαίνει όταν μένεις πολύ καιρό πιστή σε μια εταιρεία. Καμιά φορά αναγκάζεσαι

να παντρευτείς το αφεντικό».

Το ηθικό της ανέβηκε, αν και ήξερε πως ουσιαστικά δεν συνέτρεχε λόγος. «Παράξενο, δε θυμάμαι

αυτόν τον όρο στο συμβόλαιο».

«Ηταν στα ψιλά γράμματα. Πολύ ψιλά γράμματα. Σχεδόν αόρατα».

Μη χάσεις την ψυχραιμία σου, είπε στον εαυτό της. Φέρσου σαν μην έχει ιδιαίτερη σημασία. «Έχω

την εντύπωση ότι το συμβόλαιο το δακτυλογράφησα εγώ η ίδια».

«Αυτό ακριβώς ήθελα να πιστέψεις». Εκείνη τη στιγμή άναψε πράσινο και ο Τρέι πάτησε απότομα

το γκάζι.

«Νιώθω σαν να έχω παγιδευτεί σε κάποιο αλλόκοτο όνειρο», της είπε. «Στη Ζώνη του

Λυκόφωτος».

«Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν. Αν με τσιμπήσεις, θα σε τσιμπήσω».

Ο Τρέι την κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Να το εκλάβω ως προειδοποίηση, δεσποινίς

Μίλερ;»

Γέλασαν και οι δύο, μα έπειτα ξαναβυθίστηκαν αμήχανοι στη σιωπή. Η φιλική κουβεντούλα δεν

τους είχε χαλαρώσει καθόλου.

Η Τζέιν αναστέναξε και κοίταξε έξω από το πλαϊνό παράθυρο. Το σκηνικό ήταν πολύ

σουρεαλιστικό. Κατά ανεξήγητο τρόπο ωστόσο, όλα είχαν κάποιο λογικό νόημα. Όλα ταίριαζαν

μεταξύ τους παράξενα, όπως και στα όνειρα. Τεχνητή μυρωδιά, τεχνητά φώτα, τεχνητά χτενίσματα

και... ένας τεχνητός γάμος.

Δε φανταζόταν έτσι τη ζωή της όταν ήταν μικρή, από την άλλη όμως δε φανταζόταν και ότι θα

λαχταρούσε επί πέντε χρόνια το αφεντικό που θα είχε σε δουλειά γραφείου. Ήταν αδύνατο

να προβλέψεις και να προγραμματίσεις τη ζωή. Όσο πιο γρήγορα το αποδεχόταν, τόσο το καλύτερο

γι’ αυτή. Μπορεί να μην έβγαινε αληθινό το όνειρό της, αλλά χωρίς αμφιβολία ήταν μια αλλαγή. Και

ίσως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση... ειδικά αν η Πίτι και τα ανόητα Ταρό της είχαν δίκιο.

«Μπορούμε να σταματήσουμε όποτε να ’ναι», της είπε ο Τρέι, κοιτάζοντας το σκηνικό που

απλωνόταν μπροστά του. «Πες μου μόνο πότε».

«Εγώ;» Η Τζέιν δείλιασε. Ένιωθε σαν να της είχε πει να διατάξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα να

ανοίξει πυρ.

Ο Τρέι θα πρέπει να διέκρινε το δισταγμό στη φωνή της γιατί βιάστηκε να της εξηγήσει. «Εγώ

πρέπει να προσέχω το δρόμο».


Η Τζέιν αναστέναξε και βούλιαξε στο κάθισμά της. Η νύχτα θα αργούσε να τελειώσει. Ήδη

τραβούσε πολύ. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να αναβάλει το γάμο, ώστε τουλάχιστον

να προλάβει να συνηθίσει στην ιδέα, όμως δεν είχαν το χρόνο που χρειαζόταν για να συνηθίσει. Πώς

ήταν δυνατό να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι θα παντρευόταν -έστω και στα ψέματα- τον άντρα με

τον οποίο ήταν ερωτευμένη;Έχοντας αυτό στο μυαλό της, σκέφτηκε πως μάλλον θα ήταν καλύτερα

και για τους δυο τους να παντρευτούν στα γρήγορα.

«Να μια εκκλησία», είπε, δείχνοντας μια ταμπέλα από νέον που έγραφε «Γρήγοροι Γάμοι 25

δολάρια».

Ο Τρέι έριξε μια ματιά και βόγκηξε. «Σίγουρα αστειεύεσαι».

«Γιατί;»

Γέλασε ειρωνικά. «Είναι πολύ... κοίτα».

Η Τζέιν προσπάθησε να καταλάβει τι ακριβώς δεν του άρεσε, μα η εκκλησία ήταν ίδια με τις άλλες

είκοσι πέντε που είχαν περάσει. Αποκλείεται να τον είχαν πιάσει οι συναισθηματισμοί. «Ποια η

διαφορά; Εδώ όλες οι εκκλησίες είναι ίδιες, σωστά;»

Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Ακόμη και σ’ αυτές τις συνθήκες, δε θα ήθελα ο γάμος μου να

θυμίζει βιαστικό γεύμα σε φαστφουντάδικο».

Μέσα της φούντωσε η ελπίδα, μα την έπνιξε αμέσως. Μην παίρνεις θάρρος από καθετί που λέει.

«Δηλαδή δεν έχει την κομψότητα των εκκλησιών που είναι γεμάτες με φωτογραφίες τουΈλβις, αυτό

είναι;»

«Δεν ξέρω. Ακόμη κι αυτό είναι κάπως καλύτερο από ένα γάμο φαστ φουντ».

Η Τζέιν τον παρατήρησε. «Νομίζω ότι δε θέλεις να το κάνεις», του είπε πάλι, με περισσότερη

βεβαιότητα αυτή τη φορά.

Εκείνος της έριξε μια λοξή ματιά. «Μήπως το λες επειδή εσύ δε θέλεις;»

«Όχι, το λέω επειδή νομίζω ότι εσύ δε θέλεις».

«Ε, λοιπόν, θέλω». Η φωνή του δυνάμωσε.

Τα νεύρα της θα πρέπει να ήταν πιο τεντωμένα απ’ όσο νόμιζε, γιατί συνειδητοποίησε ότι ύψωσε κι

εκείνη τη φωνή της. «Κι εγώ θέλω».

«Ωραία».

«Ωραία». Ήταν από τους πιο ηλίθιους διαλόγους που είχε κάνει ποτέ.

«Απλώς δε νομίζω πως είσαι από τις γυναίκες που ένας άντρας πς παντρεύεται στα γρήγορα, ακόμη

κι αν είναι πιο βολικό».

Εκείνη ξαφνιάστηκε. «Δηλαδή τι γυναίκα είμαι;»

Ο Τρέι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Μου δίνεις περισσότερο την εντύπωση της κοπέλας

που φτάνει στην εκκλησία ντυμένη με λευκό νυφικό, αγκαζέ με τον μπαμπά, ενώ παρευρίσκεται
όλη η πόλη».

Η Τζέιν ξεροκατάπιε. «Κι εσύ;»

«Εγώ; Εγώ δεν είμαι από τους τύπους που παντρεύονται». Η σπίθα της ελπίδας που είχε ανάψει στην

ψυχή της έσβησε. «Αυτό ακριβώς εννοούσα».

Ο Τρέι σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου και γύρισε προς το μέρος της. «Ακου, εγώ

παραδέχτηκα πρώτος ότι δεν είμαι τύπος της παντρειάς. Κι εγώ παραδέχτηκα, επίσης πρώτος,

ότι σου αξίζει κάτι πολύ καλύτερο απ’ αυτό, αλλά όσο πιο γρήγορα θυμηθούμε ότι πρόκειται για

δουλειά -ότι τα λευκά νυφικά και τα αγκαζέ με τον μπαμπά δεν έχουν καμιά σχέση- τόσο

το καλύτερο θα είναι και για τους δυο μας».

Η Τζέιν τον κοίταξε θυμωμένη. «Το ξέρω, Τρέι, γι' αυτό σου έδειξα όλες αυτές τις εκκλησίες που

θα μπορούσαμε να ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα».

Εκείνος αναστέναξε εκνευρισμένος. «Αποκλείεται να μην υπάρχει κάτι πιο όμορφο, ακόμη κι εδώ».

Η Τζέιν χαμογέλασε. «Όσο πιο γρήγορα θυμηθείς ότι πρόκειται για δουλειά...»

Εκείνος την κοίταξε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θα με περνάς για τρελό».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, νομίζω ότι ακόμη κι εσύ είσαι πολύ ιππότης σε σύγκριση μ’

αυτή την πόλη».

«Επομένως τι κάνουμε;»

«Συνειδητοποιούμε πού βρισκόμαστε, πώς είναι το μέρος και το δεχόμαστε».

«Καλό σχέδιο». Ο Τρέι έβαλε πάλι μπρος τη μηχανή. «Βλέπεις τίποτα; Οτιδήποτε. Δεν έχω την

απαίτηση να είναι ο καθεδρικός ναός».

Η Τζέιν γέλασε, υστέρα κοίταξε το κτίριο μπροστά από το οποίο είχαν σταματήσει και της ξέφυγε

ένα επιφώνημα.

«Τι;»

Του έδειξε. «Εκεί. Κοίτα».

Βρίσκονταν μπροστά από ένα επιβλητικό λευκό σπίτι, βι-κτοριανού στυλ. Στο μπαλκόνι κρέμονταν

δαντελωτές κόκκινες καρδιές, μαζί με χρυσαφένιες, χάρπνες βέρες. Μες στο σκοτάδι δεν ήταν

εύκολο να διαβάσει κανείς την ταμπέλα -τη μοναδική πιθανόν στο Λας Βέγκας που δεν ήταν από

νέον-ωστόσο έγραφε: Παρεκκλήσι της Αγάπης. Και με μικρότερα γράμματα έλεγε: Ανοιχτά 24

ώρες. Προΐσταται η αιδεσιμοτά-τη Πάμελα Μπάιρντ. Και αν δεν ήταν δίπλα σε ένα στριπτι-ζάδικο, άνετα θα μπορούσε να την περάσει
κανείς για γραφικό Ειρηνοδικείο.

«Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε ο Τρέι.

Η πρώτη σκέψη της Τζέιν ήταν ότι η μοίρα είχε παρέμβει τελικά για χάρη της. «Μια χαρά».

Ο Τρέι πήρε βαθιά ανάσα και έσφιξε το τιμόνι. «Είσαι έτοιμη;»

«Έτσι νομίζω».
Εκείνος άφησε το τιμόνι και έσβησε τη μηχανή. «Εμπρός, λοιπόν, πάμε».

***

Μέσα, η εκκλησία είχε τόσο πολλά λουλούδια με έντονο άρωμα, που ο Τρέι ζαλίστηκε. Ένα πιάνο

με μεταλλικό ήχο έπαιζε το γαμήλιο εμβατήριο κι ήταν λίγο ξεκούρδιστο, όπως τα πιάνα στις

παλιές ταινίες. Στα γυαλιστερά ξύλινα στασίδια περίμεναν ζευγάρια είχαν ύφος σοβαρό, κρατιούνταν χέρι χέρι και ψιθύριζαν ποιος ξέρει τι
ο ένας στον άλλο.

Δυστυχώς ήταν κι εδώ Λας Βέγκας και μπροστά στεκόταν ένα ζευγάρι που φορούσαν αμέτρητα

σκουλαρίκια και οι δυο, ενώ στην Αγία Τράπεζα στεκόταν μια γυναίκα με μαλλιά ροζ, σαν το μαλλί

της γριάς, που τους ρωτούσε αν υπόσχονταν αιώνια πίστη ο ένας στον άλλο.

Τον Τρέι τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ένιωσε ότι δεν ήταν σωστό αυτό που ετοιμάζονταν να κάνουν.

Αποκλείεται να μην υπήρχε άλλος τρόπος.

Ο Ντικ όμως τον είχε διαβεβαιώσει πως δεν υπήρχε.

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του, μα όσο κι αν ξεροκατάπιε δεν έφευγε. Απλώς με έχει πιάσει

νευρικότητα, είπε στον εαυτό του. Απόλυτα φυσιολογικό υπό αυτές τις συνθήκες. Παντρευόταν, αν

και μόνο κατ’ όνομα. Ακόμη δεν μπορούσε να το συλλάβει. Και τόσο ξαφνικά -ποιος δε θα

αναστατωνόταν; Πριν από είκοσι τέσσερις ώρες είχε όλο τον κόσμο στα πόδια του, χωρίς να του

περνούν από το μυαλό τα μέτρα απόγνωσης που θα αναγκαζόταν να πάρει σήμερα.

Έριξε μια ματιά δίπλα του, στην Τζέιν, και αμέσως αναίρεσε την τελευταία του σκέψη. Ήταν πολύ

καλή για να θεωρηθεί ‘μέτρο απόγνωσης’. Μπορεί να μην ήταν από τις λαμπερές νύφες, όπως το

είχαν ήδη κουβεντιάσει στο αυτοκίνητο, όμως της άξιζε λίγη ιδιαίτερη φροντίδα γι’ αυτό που θα

έκανε. Παρ’ όλα αυτά του έδινε την εντύπωση πως έλαμπε ολόκληρη. Γιατί άραγε; Ο Τρέι ένιωσε

ένα σφίξιμο στο στήθος. Μέχρι τώρα είχε την αίσθηση πως ήταν σύντροφοι. οι μόνοι σ’ αυτή την

πόλη που ήταν παράταιροι με το περιβάλλον. Τώρα που είδε ότι εκείνη έμοιαζε με νύφη, ένιωσε ότι

μόνο ο βίος ήταν παράταιρος. Και πάλι όμως σκέφτηκε ότι της άξιζε κάτι πολύ καλύτερο απ’ αυτό.

Η Τζέιν κοιτούσε ευθεία μπροστά το ζευγάρι που παντρευόταν και η έκφρασή της είχε μαλακώσει, σε αντίθεση με την καρδιά του που
γινόταν όλο και πιο βαριά. Στη θέα της όμως, στη θέα του

στήθους της που ανεβοκατέβαινε απαλά, στη θέα των χεριών της που τα κρατούσε μαζεμένα στην

ποδιά του φορέματος της, το βάρος που ένιωθε στην καρδιά του ελάφρωσε.

Η Τζέιν ανέκαθεν τον ηρεμούσε. Αν αναγκαζόταν να παντρευτεί -το οποίο προφανώς είχε γίνει-, το

άτομο που θα ήθελε περισσότερο απ’ όλα να έχει πλάι του για παρηγοριά ήταν εκείνη. Από την

άλλη όμως, η Τζέιν δε βρισκόταν απλώς στο πλευρό του, παντρευόταν και η ίδια, μ’ εκείνον. Ναι, ήταν καθορισμένο. Όχι, δε θα άλλαζε
ριζικά τη ζωή τους, ωστόσο δεν ήταν κάτι ασήμαντο. Γιατί

εκείνη δεν έδειχνε να δυσανασχετεί με την ιδέα;

Τι την είχε πιάσει έτσι ξαφνικά;

Ο Τρέι ένιωσε πάλι να τον πλημμυρίζει το άγχος και το στομάχι του σφίχτηκε. Πώς θα μπορούσαν
να ξαναγυρίσουν στη συνηθισμένη τους σχέση εργοδότη-υπαλλήλου όταν θα τελείωνε αυτή η

ιστορία; Θα ήταν σαν να ευχαριστούσες τον άνθρωπο που σου έχει μόλις σώσει τη ζωή και μετά του

έλεγες να σου φέρει ένα φλιτζάνι καφέ. Ήταν δυνατό να επιστρέφουν σ’ αυτό; Αν δεν ήταν, θα έχανε την καλύτερη βοηθό που είχε ποτέ.
Ήταν ατυχία που εξελίχτηκαν έτσι τα

πράγματα, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Μαζί έλεγχαν την εταιρεία. Χώρια, θα είχε

ο καθένας τους ένα μικρό μερίδιο που δε θα άξιζε τίποτα. Δεν είχαν άλλη επιλογή.

«Πρέπει να πάρεις νούμερο, γλυκέ μου». Η φωνή με την προφορά του Νιου Τζέρσεϊ, που τον είχε

επαναφέρει στο παρόν, προερχόταν από μια μικροκαμωμένη, λεπτή γυναίκα που στεκόταν πίσω από

ένα λευκό πάγκο δίπλα στην είσοδο. Το χτένισμά της θύμιζε θολωτή κυψέλη και το πρόσωπό

της είχε την υπερβολικά άγρυπνη έκφραση γυναίκας που έχει προσφύγει σε κακό πλαστικό

χειρουργό. «Έι», του είπε, γιατί προφανώς την κοίταζε σαν χαζός. Τράβηξε ένα νούμερο από μία

συσκευή που ήταν πάνω στον πάγκο και του το έδωσε. «Περιμένετε εκεί πέρα. Θα σας φωνάξουμε

όταν έρθει η ώρα».

Ο Τρέι κοίταξε το νούμερο που του είχε δώσει. Εξήντα έξι. «Δε μου αρέσει αυτή η εκκλησία», ψιθύρισε στην Τζέιν.

«Γιατί δε σου αρέσει; Είμαι σίγουρη πως είναι καλύτερη από όλες τις άλλες που περάσαμε».

Εκείνος αναζήτησε μέσα του κάποιο συναίσθημα που θα μπορούσε να το εκφράσει με λόγια, έριξε

μια ματιά στο

νούμερο που κρατούσε κι έπειτα κοίταξε την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα απ’ άκρη σ’ άκρη. «Δεν

έχει φωτογραφίες τουΈλβις».

Εκείνη του έριξε ένα συμπονετικό μα σαστισμένο βλέμμα. «Αν τις ήθελες πολύ, θα είχες αγοράσει

καμιά στο δρόμο».

«Δεν είναι μόνο αυτό, είναι... είναι...»

«Πενήντα εννιά!» φώναξε η γυναίκα που ο λαιμός της θύμιζε κρεπ ύφασμα.

«Είναι αυτό. Και όλα αυτά». Άπλωσε το χέρι του και της έδειξε το σκηνικό που είχαν μπροστά τους.

Η Τζέιν ανασήκωσε τους ώμους της. «Μην ξεχνάς ότι βρισκόμαστε στο Λας Βέγκας. Δε νομίζω ότι

θα βρούμε εδώ παραδοσιακά παρεκκλήσια».

«Αυτό ακριβώς εννοώ», της ψιθύρισε. «Παρ’ όλο που δε θα παντρευτούμε στ’ αλήθεια, θα ήθελα

έναν καλύτερο γάμο. Πιο όμορφο. Πιο παραδοσιακό. Πού είναι ο καλοκάγαθος ηλικιωμένος

ιερέας; Πού είναι η γυναίκα με τα κόκκινα μάγουλα, το γαλάζιο φόρεμα και τα γκριζογάλανα

μαλλιά που θα έπρεπε να παίζει το όργανο;»

«Θα βρίσκονται κάπου στο Ουισκόνσιν», είπε η Τζέιν και χαμογέλασε. «Και δε θα συγχωρούσαν με

τίποτα αυτό που κάνουμε».

Ο Τρέι δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Έχεις δίκιο».

Επομένως ο δικός τους γάμος δεν ήταν παραδοσιακός -αυτό όμως σήμαινε ότι έπρεπε να ξεφεύγει
εντελώς από την παράδοση; Το σκέφτηκε για λίγο και στο τέλος κατέληξε πως έπρεπε. Το μέρος

και το σκηνικό ήταν εντελώς κατάλληλα γι’ αυτό που έκαναν.

«Τρέι», του ψιθύρισε εκείνη σε λίγο. «Ξεχάσαμε να πάρουμε δαχτυλίδι. Νομίζω ότι πουλάνε εκεί

πέρα». Του έδειξε μια γυάλινη βιτρίνα πίσω από τη γυναίκα που τους έδωσε το νούμερο όταν

μπήκαν.

«Δεν πειράζει, έχω ένα», της απάντησε.

Η Τζέιν τον κοίταξε έκπληκτη. «Έχεις;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Το πήρα καθώς έφευγα από το σπίτι σήμερα το απόγευμα.

Δεν ξέρω αν σου

κάνει, αλλά...» Έχωσε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι με γρανάτη.

«Ας το δοκιμάσουμε».

Η Τζέιν άπλωσε το αριστερό της χέρι κι εκείνος το έπιασε με το δικό του. Για μια στιγμή τα

δάχτυλά τους μπλέχτηκαν χαλαρά και την κοίταξε στα μάτια. «Ό,τι κι αν κάνω, θα είναι λίγο για να

σ’ ευχαριστήσω».

«Μην ανησυχείς», του ψιθύρισε. «Δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, όπως αυτό με τις μεταμφιέσεις».

«Ορίστε». Γλίστρησε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Στην άρθρωση σφήνωσε λίγο και το έσπρωξε.

«Εντάξει, χώρεσε».

«Ευτυχώς». Η Τζέιν το κοίταξε από κοντά. «Τρέι, είναι πανέμορφο. Πρέπει να είναι αντίκα».

«Ήταν της μητέρας μου».

Τον κοίταξε αναστατωμένη. «Της μητέρας σου; Δεν μπορώ να φορέσω τη βέρα της μητέρας σου!»

«Δεν είχα άλλο». Δικαιολογούνταν σαν μικρό παιδί. «Τι πειράζει; Χρειαζόμαστε μια βέρα κι αυτό

είναι βέρα. Το πρόβλημα λύθηκε».

«Δεν είναι μια συνηθισμένη βέρα». Προσπάθησε να τη βγάλει. «Ωχ, όχι».

Μόνο αυτό του έλειπε. «Τι τρέχει;»

«Τρέι, δε βγαίνει».

«Τι;» Την τράβηξε. Δεν κουνιόταν. Τη ν τράβηξε πιο δυνατά. «Κόλλησε».

«Το ξέρω». Η Τζέιν κατέβασε το χέρι της. «Ας την αφήσου-με, γιατί, αν την τραβήξουμε κι άλλο, το

δάχτυλό μου θα πρηστεί σαν λουκάνικο».

«Λες να είναι οιωνός;»

«Τι οιωνός; Καλός ή κακός;»

Ο Τρέι έμεινε για λίγο σκεφτικός. Είχε συλλογιστεί ότι ίσως ήταν ένα ουράνιο σημάδι ότι έπρεπε να

κάνουν το γάμο, μα τώρα άρχισε να αναρωτιέται. «Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι οτιδήποτε απ’ τα

δύο».

«Εξήντα!»
Ένα ζευγάρι σηκώθηκε και το στασίδι μπροστά από τον Τρέι και την Τζέιν έμεινε άδειο. Καθώς

προχωρούσαν βιαστικά στο

διάδρομο, ο Τρέι άκουσε τον άντρα να λέει: «Σκάσε, δεν το κάνω;»

Η Τζέιν κάθισε σιωπηλή και ο Τρέι βολεύτηκε δίπλα της. Ο χώρος αναμονής ήταν κατάμεστος από

κόσμο και η Τζέιν στριμώχτηκε πάνω του. «Συγνώμη, δεν έχει χώρο», του ψιθύρισε.

«Εγώ σου ζητώ συγνώμη που σε έμπλεξα σ’ αυτή την ιστορία».

Εκείνη του έπιασε το χέρι. «Δε μου έχεις κάνει τίποτα».

«Αν εξαιρέσουμε ότι σου ζήτησα λύτρα για το προς το ζην και το κομπόδεμά σου. Όσο περισσότερο

το σκέφτομαι, τόσο πιο άσχημα νιώθω που σ’ έφερα σ’ ένα τέτοιο μέρος».

«Τρέι, δεν πειράζει. Αλήθεια». Η φωνή της έμοιαζε με αληθινή μουσική, σε αντίθεση με τις

παραφωνίες του πιάνου. «Ο κόσμος το κάνει συνέχεια, για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν

είναι τόσο τρομερό. Εκτός αυτού, θα είναι μια πολύ ωραία ιστορία».

«Το εννοείς στ’ αλήθεια;»

Η Τζέιν ξεροκατάπιε. Ο δισταγμός της τα έλεγε όλα, μα ο Τρέι δεν άντεχε να τον λάβει υπόψη του.

Προτίμησε να πιστέψει τα λόγια της όταν του είπε: «Ναι, το εννοώ στ’ αλήθεια».

Έπειτα απ’ αυτό παρακολούθησαν σιωπηλοί τα πιο απίθανα ζευγάρια να προχωρούν ένα ένα

μπροστά και να παίρνουν τους ίδιους όρκους.

Μια που δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, ο Τρέι άρχισε να λογαριάζει νοερά ποιοι γάμοι πίστευε

ότι θα πετύχαιναν και ποιοι όχι. Μέχρι τώρα το αποτέλεσμα ήταν πέντε «όχι» και ένα «ίσως». Αν

παίζονταν στοιχήματα στους γάμους του Λας Βέγκας, θα κέρδιζε μια περιουσία.

Από πού κι ως πού όμως είχε το δικαίωμα να κάνει τον κριτή; Δεν ήταν καλύτερος απ’ αυτούς, μάλλον χειρότερος, γιατί βάδιζε σκόπιμα
προς έναν προσωρινό γάμο.

Αναρωτήθηκε αν η υποκρισία τους ήταν φως φανάρι σε όλους, όπως ήταν και σ’ αυτόν. Έριξε άλλη

μια ματιά στην Τζέιν. Στεκόταν σοβαρή και αξιοπρεπής, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σ’ ένα

τέτοιο περιβάλλον και τα χείλη της ήταν

υπέροχα και αισθησιακά. Ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Της άξιζε ένας παραδοσιακός γάμος κι ένας

κανονικός γαμπρός αντί γι’ αυτή την παρωδία...

Της έκλεβε πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της. Τη δέσμευε σ’ έναν ψεύτικο γάμο για ένα χρόνο

σχεδόν, ενώ θα έπρεπε να βγαίνει, να διασκεδάζει, να απολαμβάνει τα νιάτα και την ομορφιά της.

Γιατί δεν το είχε ξανασκεφτεί απ’ αυτή τη σκοπιά; Ωραία ώρα βρήκε για να τον πιάσουν οι τύψεις.

Τουλάχιστον δεν ήταν πάρα πολύ αργά.

«Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό», της είπε και, πιάνοντάς της το χέρι, πήγε να σηκωθεί. Αν δεν το

έκανε τώρα, δε θα το έκανε ποτέ. «Έλα, πάμε να φύγουμε».

Η Τζέιν του έσφιξε το χέρι. «Σταμάτα, Τρέι».


Εκείνος κάθισε ξανά. «Δε θέλω να σ’ εκμεταλλευτώ κατ’ αυτό τον τρόπο».

«Σου είπα να μην ανησυχείς για μένα». Έσφιξε τα χείλη και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Θέλω να το

κάνω».

«Είσαι μεγάλη ψεύτρα. Το διαβάζω στο πρόσωπό σου».

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν όταν τον ξανακοίταξε. «Δε λέω ψέματα».

«Ναι, λες. Έλα, πάμε να φύγουμε πριν φωνάξουν το νούμερό μας και αναγκαστώ να ανακοινώσω με

γενναιότητα ότι άλλαξες γνώμη και πως νιώθω καταρρακωμένος».

«Όχι», του ψιθύρισε άγρια. «Αν φύγουμε τώρα και προχωρήσει η αγωγή, κινδυνεύεις να χάσεις τα

πάντα. Μαζί με το δικό μου μερίδιο», πρόσθεσε, προτού εκείνος προλάβει να φέρει αντίρρηση. «Γι'

αυτό ας το κάνουμε και ας ξεμπερδεύουμε».

Τον πλημμύρισε ευγνωμοσύνη.

Δεν του άρεσε να νιώθει ευγνωμοσύνη.

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε.

«Απόλυτα».

«Εντάξει, τότε πάψε να το κάνεις θέμα».

Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Εγώ;»

Της χαμογέλασε. «Κάποιος».

«Κάποιος», είπε εκείνη και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Από δω και πέρα θα προσπαθήσω να υιοθετήσω τους καλούς σου τρόπους».

Ήταν όντως σαγηνευτική. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε τη γοητεία της. Αν ήταν από τους άντρες

που επιθυμούσαν να παντρευτούν στ’ αλήθεια, η Τζέιν ήταν η γυναίκα που θα ήθελε να πάρει.

«Ωραίο σχέδιο», της είπε και η φωνή του του φάνηκε σαν ξένη. «Απλώς ακολούθησε το παράδειγμά

μου». Προσπάθησε να γελάσει. «Ξέρω πολύ καλά τι κάνω».

***

«Εξήντα πέντε!» Η Τζέιν τινάχτηκε. Κάθε φορά που η γυναίκα φώναζε ένα νούμερο, τρόμαζε.

Ευτυχώς αυτό το μαρτύριο πλησίαζε στο τέλος του. Έπιασε νευρικά το δαχτυλίδι στο αριστερό της

χέρι.

«Φωνάζω για τελευταία φορά το εξήντα πέντε!»

Για μια στιγμή κανείς από το πλήθος δεν κουνήθηκε, έπειτα κάποιος φώναξε «Ερχόμαστε!» Η φωνή

ακούστηκε από την πίσω γωνία, όπου η Τζέιν δεν είχε προσέξει ότι υπήρχε κάποιος.

Ένας άντρας προχώρησε μπροστά σπρώχνοντας μια αναπηρική καρέκλα στην οποία καθόταν μια

λεπτοκαμωμένη ξανθιά γυναίκα με λευκό νυφικό, απ’ αυτά που πουλούσαν στο διπλανό μαγαζί. Σε

κάποια άλλη ίσως να έδειχνε φτηνό, αλλά σ’ αυτή τη γυναίκα έδειχνε απλό και κομψό.

Η Τζέιν κοίταξε τον ασυνήθιστα όμορφο άντρα που έσπρωχνε τη νύφη του στο διάδρομο χωρίς το
παραμικρό ίχνος αμφιβολίας στο πρόσωπό του. Η γυναίκα ήταν κάπως πιο διστακτική, έριχνε κλεφτές ματιές στον κόσμο που ήξερε ότι την
παρατηρούσε. Στα χέρια της έσφιγγε ένα

μικρό μπουκέτο από μαργαρίτες, που σου έδιναν την εντύπωση ότι ίσως να τις είχαν μαζέψει από το

δρόμο. Ήταν τυλιγμένες σ’ ένα απλό κεντητό μαντίλι.

Καθώς η καρέκλα περνούσε από μπροστά τους, οι ματιές της γυναίκας και της Τζέιν συναντήθηκαν

και η Τζέιν χαμογέλασε. Η γυναίκα της ανταπέδωσε το χαμόγελο και η χαρά καθρεφτίστηκε τόσο

έντονα στο πρόσωπό της, που η Τζέιν ένιωσε σαν να δέχτηκε γροθιά στο στήθος.

Όταν έφτασαν στην Αγία Τράπεζα, σταμάτησαν και ο άντρας στάθηκε δίπλα στην αναπηρική

καρέκλα και έπιασε το χέρι της νύφης. Τότε ίσιωσαν και οι δυο το κορμί τους και αντίκρισαν την

ιερέα με πολύ περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ όση απαιτούσε το περιβάλλον.

Η Τζέιν τους παρακολούθησε καθώς έδιναν τους όρκους τους. μιλούσαν σαν να εννοούσαν και την

παραμικρή λέξη που έλεγαν. Οι άλλοι γάμοι που είχε παρακολουθήσει δεν ήταν σίγουρη πως θα

πετύχαιναν, αλλά γι’ αυτόν εδώ δεν είχε καμιά αμφιβολία. Το να βλέπει αυτούς τους δυο

ανθρώπους και το να ακούει τις φορτισμένες από τη συγκίνηση φωνές τους, της έδινε πίστη, αλλά

ταυτόχρονα την έκανε να νιώσει ακόμη πιο έντονα την απάτη του επικείμενου γάμου της. Ναι, η

ίδια θα εννοούσε κάθε λέξη που θα έλεγε στον Τρέι, όμως ήταν τόσο ανόητη, ώστε να κοροϊδέψει

έτσι τον εαυτό της, ενώ γνώριζε ότι εκείνος θα συμμετείχε απλώς στη διαδικασία; Γύρισε και τον κοίταξε. Παρακολουθούσε κι εκείνος το
ζευγάρι. Το σαγόνι του ήταν σφιγμένο και

είδε ένα μικρό μυ να πάλλεται. Της φάνηκε μάλιστα ότι διέκρινε μια τρυφερότητα στο βλέμμα του, σαν να ήταν έτοιμος να βουρκώσει, μα,
όταν την κοίταξε, τα μάτια του ήταν στεγνά. «Είσαι

έτοιμη;» της ψιθύρισε και η Τζέιν κατάλαβε από τη φωνή του ότι είχε συγκινηθεί κι εκείνος μ’ αυτό

που έβλεπε.

Αντί να απαντήσει, του έγνεψε καταφατικά. φοβήθηκε πως, αν μιλούσε, η φωνή της θα έτρεμε.

Ο Τρέι της έπιασε το χέρι και μ’ ένα νεύμα έδειξε το ζευγάρι μπροστά από την Αγία Τράπεζα.

«Πιστεύεις ότι θα κρατήσει;»

«Ναι».

«Κι εγώ. Αισθάνομαι λίγο περίεργα που θα πάω έπειτα απ’

αυτούς».

Η Τζέιν ξεροκατάπιε. «Προσποιήσου πως είσαι ερωτευμένος».

«Τι, να δείχνω δυστυχισμένος;» Της χαμογέλασε.

«Χα, χα. Άσ’ το».

«Φοβάσαι;»

Η Τζέιν πήρε κοφτή ανάσα. Αν φοβόταν; Η λέξη ήταν πολύ φτωχή για να περιγράφει τα

συναισθήματά της. «Σε δυο λεπτά

θα έχουμε τελειώσει». Έστρεψε ξανά την προσοχή της στην ιερέα και δεν ξανακοίταξε τον Τρέι, παρ’ όλο που ένιωθε το βλέμμα του
καρφωμένο πάνω της.

«Έι!» Τη σκούντησε. «Είπα κάτι που δεν έπρεπε;»

«Όχι, απλώς είμαι λίγο αγχωμένη».

Η αιδεσιμοτάτη έκλεισε το βιβλίο της. «Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη!» είπε με τον ίδιο

ενθουσιασμό που το είχε κάνει και στα προηγούμενα έξι ζευγάρια.

Ο άντρας έσκυψε χωρίς να μπορεί να κρύψει το χαμόγελό του και φιλήθηκαν τρυφερά.

Η Τζέιν ένιωσε ένα κάψιμο στα μάτια από την προσπάθεια που έκανε να συγκρατήσει τα δάκρυά

της.

«Εξήντα έξι!»

Ο Τρέι της έσφιξε το χέρι. «Ήρθε η σειρά μας». Σηκώθηκε όρθιος και την περίμενε να τον

ακολουθήσει.

Καθώς προσπερνούσαν το ζευγάρι που είχε μόλις ορκιστεί, η γυναίκα κοίταξε με καλοσύνη την

Τζέιν και της έδωσε το μικρό μπουκέτο με τις μαργαρίτες. «Καλή τύχη», της είπε με απαλή φωνή.

«Ευχαριστώ». Η Τζέιν πήρε τα λουλούδια και κοίταξε το μαντίλι. Το κέντημα δεν παρίστανε ένα

αφηρημένο σχέδιο, όπως νόμιζε. Οι λεπτές γαλάζιες, κίτρινες και ροζ κλωστές σχημάτιζαν τις

λέξεις Για πάντα. Παρά το συνονθύλευμα των συναισθημάτων που την πλημμύριζαν, συνειδητοποίησε πως ένιωθε μια πρωτόγνωρη
αυτοπεποίθηση. Ίσως να ήταν από την κούραση.

Ίσως ο καλλωπισμός της να είχε κάνει το θαύμα του, έστω κι αν ο Τρέι δεν το είχε προσέξει. Για

πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, δεν ένιωθε αμήχανη και παράταιρη με το

περιβάλλον.

Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αισθανόταν δυνατή και σίγουρη, καθώς βάδιζε προς την Αγία Τράπεζα

μαζί με τον Τρέι.

***

«Δέχεσαι, εσύ, ο Τέρενς Χόλντεν Μπρέκενριτζ ο Τρίτος, αυτή τη γυναίκα, την Τζέιν Άναλιζ Μίλερ, ως νόμιμη σύζυγό σου...»

«Δέχομαι».

Η ιερέας του έριξε ένα βλέμμα με τα πράσινα βαμμένα μάτια της και συνέχισε: «... να την αγαπάς

και να τη λατρεύεις από δω και στο εξής μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος;» Χαμήλωσε το πιγούνι

της και τον κοίταξε περιμένοντας απάντηση.

Αυτή τη φορά ο Τρέι δίστασε, έριξε μια αβέβαιη ματιά στην Τζέιν, ξανακοίταξε τη γυναίκα και

τελικά είπε: «Δέχομαι».

Προφανώς αυτή ήταν η σωστή απάντηση στη σωστή στιγμή, γιατί η γυναίκα στράφηκε στην Τζέιν

και τη ρώτησε το ίδιο. Όχι να 'τον υπακούς’, πρόσεξε ο Τρέι, απλώς να τον λατρεύεις. Ευτυχώς, γιατί δε θα άντεχε να δει την Τζέιν να
υπόσχεται ότι θα υπακούει κάποιον. Αν και ούτως ή άλλως

δεν είχε μεγάλη σημασία.

Γιατί λοιπόν ένιωθε αυτό τον ηλίθιο κόμπο στο στήθος του; Ήταν ένα ανεξήγητο μυστήριο. Την
Τζέιν, βέβαια, τη νοιαζόταν. Την είχε κοντά του σχεδόν έξι χρόνια -θα έπρεπε να είναι ρομπότ για

να μη νιώθει τίποτα. Στη δουλειά είχαν ξεπεράσει μαζί πολύ δύσκολες καταστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η εκτίμηση που έτρεφε για το
πρόσωπό της δε δικαιολογούσε τόση συγκίνηση. Ή μήπως ήταν

φόβος; Ίσως να ήταν λίγο απ’ όλα.

Ή μπορεί να έφταιγε απλώς το μεξικάνικο φαγητό που είχε φάει για βραδινό. Αυτή η εξήγηση του

φαινόταν πιο πειστική για το κάψιμο που ένιωθε στο στήθος. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε αγχωθεί με

τη δουλειά, γιατί λοιπόν να αγχωθεί τώρα; Αυτός ο γάμος ήταν απλώς μια έξυπνη επαγγελματική

κίνηση, τίποτα περισσότερο. Αν όμως ήταν τόσο απλό, γιατί τον είχε κυριεύσει αυτός ο εφηβικός

ενθουσιασμός; Γιατί ένιωθε σαν να παντρευόταν στ’ αλήθεια;Ήταν σωστό να ανυπομονεί για την

πρώτη νύχτα του γάμου, λες και θα μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι; Όχι. Με τίποτα. Το ζήτημα ήταν

αυστηρά επαγγελματικό.

Έτσι το έβλεπε η Τζέιν, γι’ αυτό θα το έβλεπε κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο. Δουλειά και τίποτα

περισσότερο.

«Θα μου δώσετε τις βέρες;» ρώτησε η αιδεσιμοτάτη Μπάιρντ.

«Είναι, ε, τη φοράει ήδη», είπε ο Τρέι.

Η αιδεσιμοτάτη κοίταξε το χέρι της Τζέιν ελαφρώς δυσαρε-στημένη. «Ναι, τη φοράει. Απ’ όσους

έρχονται εδώ, λίγοι νιώθουν τόσο σίγουροι για την επιλογή του συντρόφου τους».

Έστρεψε το γλυκερό βλέμμα της στον Τρέι. «Και πάλι όμως πρέπει να το πεις, γλυκέ μου, ‘με αυτό

το δαχτυλίδι σε παντρεύομαι’».

Εκείνος έπιασε το χέρι της Τζέιν. «Με αυτό το δαχτυλίδι σε παντρεύομαι», είπε, ανασηκώνοντας

ανεπαίσθητα τους ώμους του.

«Και τώρα σας ανακηρύσσω αντρόγυνο». Η αιδεσιμοτάτη Μπάιρντ χαμογέλασε, όπως το απαιτούσε

η περίσταση. «Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη».

Ο Τρέι κοίταξε την Τζέιν. Τα μάτια της ήταν διάπλατα και στο πρόσωπό της διέκρινε την ίδια

έκπληξη που αισθανόταν κι εκείνος. Νιώθοντας ότι όλοι γύρω τους τους κοίταζαν ανυπόμονα,

πλησίασε αδέξια την Τζέιν και άγγιξε με το στόμα του τα μισάνοιχτα χείλη της.

Η επαφή απελευθέρωσε όλη την ταραχή που αισθανόταν τις τελευταίες δέκα ώρες. Τον διαπέρασε

σαν ηλεκτροσόκ κι ένιωσε πως ήταν εξίσου επικίνδυνη. Από την άλλη όμως ένιωσε όμορφα. Πάρα

πολύ όμορφα.

Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το κορμί της και την τράβηξε κοντά του σαν να ήταν σημαδούρα που

την παράσερνε η τρικυμία. Τώρα που την κρατούσε στην αγκαλιά του, ένιωθε ασφάλεια, ένιωθε

όμορφα. Θα μπορούσε να την κρατάει έτσι επί ώρες, μέρες...

«Εξήντα εφτά!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ίσα που πρόλαβαν τη νυχτερινή πτήση για το Ντάλας. Σε λιγότερο από πέντε ώρες είχαν ταξιδέψει

από το Ντάλας στο Λας Βέγκας, παντρεύτηκαν, γύρισαν τρέχοντας στο αεροδρόμιο και έφτασαν

μόλις πέντε λεπτά προτού απογειωθεί το αεροπλάνο.

Με το που κάθισαν στις θέσεις τους, το βουητό της μηχανής δυνάμωσε και μέσα σε λίγα λεπτά

έτρεχαν στο διάδρομο απογείωσης. Μόνο τότε κατάφερε ο Τρέι να χαλαρώσει λίγο. Έγειρε στο

κάθισμά του, έριξε μια ματιά στην καμπίνα της πρώτης θέσης και πρόσεξε πως ήταν σχεδόν άδεια.

Ευτυχώς. Έτσι όπως ένιωθε αυτή τη στιγμή, δε θα μπορούσε ούτε να ανασάνει αν η καμπίνα ήταν

γεμάτη κόσμο.

«Θέλω να πιω κάτι», είπε στην Τζέιν με τόνο που φανέρωνε απόγνωση. «Εσύ;»

«Ναι». Η Τζέιν έσπρωξε την τσάντα της κάτω από το μπροστινό κάθισμα, ακολουθώντας τις

οδηγίες που μετέδιδε το βίντεο του αεροπλάνου. «Θα ήθελα μία τζίντζερ-έιλ».

«Σίγουρα δε θέλεις κάτι πιο δυνατό;»

«Όχι, ευχαριστώ».

Ο Τρέι φώναξε τον αεροσυνοδό. «Έχει ανοίξει το μπαρ;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να αστειευτεί.

«Ασφαλώς, κύριε». Ο αεροσυνοδός γύρισε το βλέμμα του από τον Τρέι στην Τζέιν και ξανά πίσω.

«Γιορτάζουμε;»

Ο Τρέι κοίταξε την Τζέιν. «Ναι, κατά κάποιο τρόπο».

«Οι σαμπάνιες είναι καταχωρισμένες στον κατάλογο...»

«Όχι σαμπάνια», τον διέκοψε απότομα ο Τρέι. «Δηλαδή, εγώ δε θέλω». Κοίταξε την Τζέιν. «Γιατί

δεν πίνεις σαμπάνια; Λίγη Ντομ Περινιόν; Πολλή Ντομ Περινιόν;»

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και κοίταξε τον αεροσυνοδό. «Προτιμώ τζίντζερ- έιλ, ευχαριστώ».

«Εγώ θα πάρω ένα σκέτο ουίσκι», δήλωσε ο Τρέι.

Ο αεροσυνοδός έφυγε για να φέρει τα ποτά.

«Είναι παράξενο, μα νιώθω σαν να ξέρουν όλοι τι κάναμε», είπε χαμηλόφωνα η Τζέιν. «Λες και

έχει αλλάξει η όψη μου ή λες κι αυτό το δαχτυλίδι είναι μια μεγάλη ταμπέλα από νέον. Θέλω να πω, γιατί να ρωτήσει αν γιορτάζουμε;»

«Ίσως επειδή γιορτάζουν πάρα πολλοί απ’ αυτούς που φεύγουν με την τελευταία πτήση από το Λας

Βέγκας».

«Α, αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ναι, έχεις δίκιο». Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα μελαγχολικό

χαμόγελο κι εκείνος σκέφτηκε πάλι πως ήταν πολύ όμορφη.

Όμως δεν είχε χρόνο για τέτοιες ανοησίες. Έβγαλε μια ατζέντα από την τσέπη του και σήκωσε το

ακουστικό του τηλεφώνου που βρισκόταν μπροστά του. «Μπας κι έχεις μαζί σου το νούμερο του

Ντικ Μονρόε;»

Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της. «Όχι, δεν το έχω μαζί μου».

Γιατί ένιωθε ξαφνικά σαν χαζός που τη ρώτησε; Κατέβασε το ακουστικό. Ήταν τόσο γελοίο να
νομίζει ότι η βοηθός του μπορεί να είχε μαζί της την ατζέντα της; Όχι, δεν ήταν. Ίσως ήταν

υπερβολικό να το περιμένει από τη νύφη του, αλλά εκείνη δεν ήταν η νύφη του, ήταν η βοηθός του.

Στην πραγματικότητα -ακόμη και στην καινούρια πραγματικότητα που εκτεινόταν σε μακρινά, άγνωστα εδάφη- αυτό δεν είχε αλλάξει.

Ο αεροσυνοδός έφερε τα ποτά τους και ο Τρέι κατέβασε το δικό του μονορούφι. «Φέρε μου άλλο

ένα», είπε στον άντρα καθώς εκείνος έδινε στην Τζέιν την τζίντζερ-έιλ της. «Κάν’ τα δύο. Να μη σε

βάζω να τρέχεις πέρα δώθε όλη νύχτα».

Η Τζέιν τον κοίταξε ανήσυχα. «Θέλεις να φας κάτι μαζί με το ποτό;»

Εκείνος κούνησε αρνητικά το χέρι του. «Έφαγα σήμερα το πρωί».

«Μα δεν κάνει να πίνεις σκέτο ουίσκι με άδειο στομάχι».

«Μην αρχίσεις να μου φέρεσαι σαν σύζυγος, Τζέιν». Το είπε χαμογελώντας, μα το χαμόγελο ήταν

αχνό και πολύ βεβιασμένο για να είναι ειλικρινές.

«Δε θα ήξερα καν πώς να το κάνω».

«Ωραία». Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ας συνε-χίσουμε σ’ αυτό το μοτίβο».

Εκείνη έβγαλε ένα περιοδικό από τη θήκη του μπροστινού καθίσματος και κάρφωσε το βλέμμα της

στις εικόνες του. «Πολύ καλά».

Τότε εμφανίστηκε ο αεροσυνοδός με τα δυο ουίσκι. Ο Τρέι κατέβασε το ένα και άφησε το άλλο

στον πλαστικό δίσκο. Δεν ήταν από τους άντρες που πίνουν και το ουίσκι τον χαλάρωνε πολύ

γρήγορα. «Και κάτι άλλο...»

Η Τζέιν γύρισε και τον κοίταξε. «Ναι;»

«Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους ρόλους μας. Είσαι ακόμη η γραμματέας μου».

«Η βοηθός σου».

«Ναι, αλλά στα χαρτιά είσαι πλέον και η γυναίκα μου».

«Στα χαρτιά».

Τα γεγονότα είχαν αρχίσει να θολώνουν μες στο μυαλό του. Είχε όντως παντρευτεί την Τζέιν; «Μα

στην πραγματικότητα είσαι η βοηθός μου. Επομένως, αν σου ζητήσω να κάνεις κάτι, δε θα είμαι

ένας σοβινιστής σύζυγος, θα είμαι απλώς το αφεντικό σου. Όπως συνήθως».

«Μα φυσικά». Πώς το έκανε αυτό η Τζέιν; Πώς τα κατάφερε μ’ αυτές τις δυο λέξεις να τον κάνει

να νιώθει σαν ηλίθιος που έθιξε αυτό το θέμα;

Συγκατένευσε απότομα και προσπάθησε να ανακτήσει ξανά τον έλεγχο της κατάστασης. «Πρέπει να

είμαστε ξεκάθαροι σ’ αυτό».

«Ασφαλώς».

Ο Τρέι ήπιε λίγο ακόμη. «Μόνο που μερικές φορές ίσως χρειαστεί να φερόμαστε σαν αντρόγυνο

αντί για εργοδότης και υπάλληλος. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες».

Η Τζέιν ακούμπησε το περιοδικό στα γόνατά της και τον κοίταξε διαπεραστικά. «Κάτω από ποιες
συνθήκες;»

«Ε, να...» Απόμεινε σκεφτικός. «Κάτω από τις περισσότερες συνθήκες, φαντάζομαι. Τώρα που το

σκέφτομαι, πρέπει να πιστέψουν οι πάντες ότι είμαστε αντρόγυνο, αλλιώς θα αμφισβητήσουν τη

μεταβίβαση».

Η Τζέιν έγνεψε καταφατικά. «Καταλαβαίνω τι εννοείς, όμως πώς φέρονται τα αντρόγυνα; Τι

προτείνεις να κάνουμε;»

Από το μυαλό του πέρασαν φευγαλέα διάφορες απαντήσεις.

«Μήπως», συνέχισε εκείνη, «να πηγαίνουμε μαζί το πρωί στο γραφείο; Να μην είμαστε πολύ τυπικοί

στην επαγγελματική μας σχέση; Να έχουμε την ίδια διεύθυνση στα επίσημα χαρτιά μας;»

«Ναι, τέτοια πράγματα». Ο Τρέι σκέφτηκε και μερικά πράγματα που δεν αφορούσαν τη δουλειά, μα

τα έδιωξε αμέσως από το μυαλό του. «Ωραία. Χαίρομαι που καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο».

«Ναι. Δεν υπάρχει πρόβλημα». Η Τζέιν προσηλώθηκε πάλι στο περιοδικό.

Εκείνος βούλιαξε περισσότερο στο κάθισμα κι άρχισε να σιγοπίνει το ποτό του. «Μακάρι να

προλάβαινα να σου πάρω δικό σου δαχτυλίδι». Κοίταξε με αποδοκιμασία το αριστερό χέρι της

Τζέιν.

Εκείνη συνοφρυώθηκε και τέντωσε τα δάχτυλά της. «Δε νομίζω ότι έχω άλλη επιλογή αυτή τη

στιγμή». Προσπάθησε πάλι να το βγάλει κι έπειτα αναστέναξε. «Δεν κουνιέται. Ίσως όμως να βγει

αν βάλω λίγο βούτυρο».

Ο Τρέι ήπιε μια γουλιά ουίσκι δεν τον έκαιγε πια, γιατί ο λαιμός του είχε μουδιάσει. «Δεν ξέρω.

Απλώς νιώθω... λες και αυτό το δαχτυλίδι είναι...» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά. «Γρουσούζικο».

Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της. «Γιατί;»

«Δεν έφερε και πολλή χαρά στους γονείς μου».

Η Τζέιν συνέχισε να τον κοιτάζει έκπληκτη. «Δεν έφταιγε το δαχτυλίδι γι’ αυτό».

«Το ξέρω». Ο Τρέι πρόσεξε το απορημένο της βλέμμα, «ξέρεις κάτι, δεν είμαι εναντίον του γάμου».

Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. «Είναι καλός για τους άλλους, σωστά;»

«Ακριβώς». Ήπιε κι άλλο. «Και ξέρεις κάτι, από όλους τους ανθρώπους που το έχουν καταλάβει, θα

πίστευε κανείς ότι ο πατέρας μου θα ήταν ο πρώτος». Ήπιε λίγο ακόμη. «Εκείνος δημιούργησε αυτή

την επιχείρηση και ξέρει πόσο σε φθείρει. Διάολε, η μητέρα μου ένιωθε τόση μοναξιά, που

αναγκάστηκε να φύγει. Να μας παρατήσει και τους δυο μας».

Η Τζέιν μαλάκωσε και τον κοίταξε τρυφερά. «Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα».

Ο Τρέι μόρφασε ειρωνικά. «Ήμουν έντεκα χρονών. Έλειπα στο σχολείο και είχαν ήδη ξαναχωρίσει

άλλη μια φορά. Μάλλον θα υπέθεσαν ότι δε θα με πείραζε».

Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της. «Σε πείραξε όμως».

Ο Τρέι συγκατένευσε απρόθυμα. «Με πείραξε». Γιατί τα έλεγε όλα αυτά;


«Δεν είναι πάντα έτσι. Ίσως οι γονείς σου να μην ταίριαζαν και κάποια στιγμή να το

συνειδητοποίησαν».

«Ξέχνα το». Στα χείλη του μισοσχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ειδικά

ο Τέρενς Μπρέκενριτζ θα έπρεπε να ξέρει πόσο καταστροφικός είναι ο γάμος για έναν άντρα στη

θέση μου. Παρ’ όλα αυτά με πίεσε να παντρευτώ. Δεν το καταλαβαίνω».

«Ίσως...» Η Τζέιν κόμπιασε, έδειχνε να διστάζει.

«Συνέχισε», την παρότρυνε ο Τρέι.

«Ίσως αυτό να εννοούσε όταν είπε πως το καλύτερο πράγμα που έκανε στη ζωή του ήταν να φύγει

από τη δουλειά. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς να ήθελε να παντρευτείς και να νοικοκυρευτείς... για να

καταλάβεις ότι η οικογένεια γεμίζει πολύ περισσότερο τον άνθρωπο, κατά την άποψή του, απ’ ό,τι

η σκληρή δουλειά. Ότι είναι πολύ πιο σημαντική».

Αραγε ο πατέρας του είχε μετανιώσει για τα χρόνια που έχασε και δεν τα χάρηκε με τη μητέρα του; Ο Τρέι σκάλισε τη μνήμη του.
Θυμήθηκε την κηδεία, τη λαμπερή λιακάδα που έδινε την εντύπωση

ότι περιγελούσε το σκοτάδι που έζωνε την καρδιά του. Μετά θυμήθηκε το πρόσωπο του πατέρα του, τις βαθιές ρυτίδες, το χλομό του
δέρμα, που το μαύρο του κοστούμι το

έκανε να φαίνεται ακόμη πιο χλομό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε ότι ο πατέρας του είχε

γεράσει.

Ίσως τότε να το είχε μετανιώσει. Για πολλά χρόνια όμως δεν άλλαξε τρόπο ζωής. Αν μη τι άλλο, συνέχισε να εργάζεται ακόμη πιο σκληρά.

Επομένως αυτή η θεωρία δεν ίσχυε. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί δεν ήθελε να το σκέφτεται, τον έπιανε

μελαγχολία.

Έβγαλε πάλι την ατζέντα και την πιστωτική του κάρτα και άπλωσε το χέρι του στο τηλέφωνο.

«Πρέπει να πάρω τον πατέρα μου και να του πω ότι... ότι παντρευτήκαμε. Ίσως να ξέρει το

τηλέφωνο του Ντικ».

«Ο Ντικ μπορεί να περιμένει μέχρι το πρωί», είπε η Τζέιν, κοιτάζοντας το ρολόι της. «Ηξερε ότι θα

παντρευόμαστε, επομένως δεν επείγει να τον πάρεις. Δε νομίζω ότι θα το εκτιμήσει αν του

τηλεφωνήσουμε τέτοια ώρα για να το επιβεβαιώσουμε».

«Έχεις δίκιο». Μα και βέβαια είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. «Βλέπεις; Για τέτοια πράγματα σε

χρειάζομαι. Που έχουν σχέση με γραμματέα, όχι με σύζυγο».

«Όχι με σύζυγο», είπε εκείνη με απαλή φωνή. «Το κατάλαβα». Καταβάλλοντος λίγη προσπάθεια, ο

Τρέι σχημάτισε το νούμερο του ξενοδοχείου του πατέρα του και του είπε τα νέα. Όπως το περίμενε, ο ηλικιωμένος άντρας ενθουσιάστηκε.
Σε αντίθεση με τον Ντικ, δεν τον πείραξε καθόλου που

τον ξύπνησαν στις δύο το πρωί.

Όταν τελείωσε την κουβέντα με τον πατέρα του, έκλεισε το τηλέφωνο, νιώθοντας μέσα του ένα

παράξενο κενό. Για μια στιγμή είχε ενθουσιαστεί στην ιδέα ότι του έλεγε τα νέα, μα έπειτα

θυμήθηκε ότι όλα ήταν ένα θέατρο κι αυτό τον έκανε να νιώσει σαν να του έλειπε κάτι. Τότε
σκέφτηκε τη μητέρα του και μια παλιά θλίψη -η πικρή απογοήτευση ενός εντεκάχρονου αγοριού-

τον πλημμύρισε με εκπληκτική σφοδρότητα.

Προφανώς είχε ανάγκη να χαλαρώσει. Κοίταξε τα δυο άδεια ποτήρια του ουίσκι και φώναξε τον

αεροσυνοδό. Το είχε ανάγκη. Το μυαλό του του έπαιζε παιχνίδια. Για το συναισθηματισμό που τον

είχε πιάσει έτσι ξαφνικά έφταιγε το άγχος της Η μέρας, σε συνδυασμό με την εξάντληση που τον

είχε καταβάλει έπειτα απ’ όσα πέρασε. Δεν ήταν συνηθισμένος να νιώθει έτσι και δεν του άρεσε. Με

το που έφτανε σπίτι, θα έπεφτε κατευθείαν στο κρεβάτι και θα κοιμόταν τουλάχιστον δώδεκα ώρες.

Κρίμα που έπρεπε να πάει για ύπνο μόνος του. Κοίταξε την Τζέιν και άφησε το βλέμμα του να

πλανηθεί στο λυγερό κορμί της.

Παρήγγειλε άλλο ένα ποτό και έγειρε στο κάθισμά του, περιμένοντας να φτάσουν στον προορισμό

τους.

***

Η Τζέιν δεν είχε ξαναδεί τον Τρέι μεθυσμένο.

Μάλλον κανείς δεν τον έχει ξαναδεί μεθυσμένο, σκέφτηκε, καθώς τον βοηθούσε να μπει

παραπατώντας στο ασανσέρ για να ανέβουν στο διαμέρισμά του.

Προφανώς δε συνήθιζε να πίνει.

«Τα μαλλιά σου μυρίζουν ωραία», της είπε ακουμπώντας πάνω της με όλο του το βάρος.

«Ευχαριστώ». Η Τζέιν στηρίχτηκε στον τοίχο του ασανσέρ για να μην της πέσει ο Τρέι και άπλωσε

προσεκτικά το χέρι της για να πατήσει το κουμπί του ρετιρέ. Οι πόρτες έκλεισαν αθόρυβα και το

ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει με ταχύτητα.

«Πάντα μυρίζεις ωραία. Το έχω προσέξει».

Δε φάνηκε να περιμένει απάντηση και ευτυχώς, γιατί η Τζέιν δεν ήξερε τι να απαντήσει.

Το ασανσέρ σταμάτησε, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπήκε μέσα και πάτησε ένα κουμπί.

«Δεν ξέρω τι έκανες, Τζέιν», συνέχισε εκείνος ψιθυριστά, «αλλά τώρα τελευταία είσαι πολύ

όμορφη».

Η Τζέιν άρχισε να νιώθει άσχημα, γιατί δεν ήταν πια μόνοι τους στο ασανσέρ. «Έκοψα τα μαλλιά

μου», είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί.

«Μπα, δεν είναι μόνο αυτό». Την κοίταξε προσεκτικά και πήρε βαθιά ανάσα. «Είναι κάτι... που

υπάρχει μέσα σου. Σαν να άναψε ένα φως. Ίσως να ήταν πάντα αναμμένο, αλλά να μην το είχα

προσέξει έτσι όπως ήμουν συνεχώς απορροφημένος από τη δουλειά».

Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά. Έριξε μια ματιά στο ζευγάρι, αλλά δεν έδειχναν να προσέχουν

τη συζήτηση τους. «Ίσως».

«Τώρα όμως δε χωράει αμφιβολία πως είναι αναμμένο», είπε εκείνος κι έγειρε ακόμη πιο κοντά

της.
Το ασανσέρ σταμάτησε και το ζευγάρι βγήκε έξω.

Όταν έφυγαν, ο Τρέι συνέχισε: «Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι τον τελευταίο καιρό...

σκεφτόμουν...»

Της Τζέιν της κόπηκε η ανάσα. «Τι σκεφτόσουν;»

«Εσένα... εμάς...»

Δεν έπρεπε να το πιστέψει. Δε θα άφηνε τον εαυτό της να το πιστέψει. Μιλούσε το ουίσκι, όχι ο

Τρέι. «Οταν λες τον ‘τελευταίο καιρό’, εννοείς από τότε που μπήκαμε στο αεροπλάνο;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του σαν να έλεγε όχι και ακούμπησε παραπατώντας στον τοίχο.

«Το είχες φανταστεί ποτέ ότι θα παντρευόσουν έναν τύπο σαν εμένα;»

«Μερικές φορές», παραδέχτηκε η Τζέιν, υπολογίζοντας ότι ο Τρέι δε θα θυμόταν τη συζήτησή τους

το πρωί.

«Εγώ ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα παντρευόμουν μια κοπέλα σαν εσένα».

Η Τζέιν δεν είχε αμφιβολία γι’ αυτό, ωστόσο την πείραξαν τα λόγια του. «Τι είδους κοπέλα

φανταζόσουν ότι θα παντρευτείς;»

«Είσαι πολύ καλή για μένα».

Ανασήκωσε τα φρύδια της. Αυτό δεν το περίμενε. «Έτσι είναι;»

«Ναι. Πάρα πολύ καλή. Σου κλέβω τον καλύτερο χρόνο της ζωής σου. Θα έπρεπε να με μισείς».

Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε ιδέα ότι τον αγαπούσε. «Δε σε μισώ, Τρέι».

«Θα έπρεπε».

«Μα δε σε μισώ».

«Εγώ με μισώ».

Του έπιασε το χέρι. «Δε θα έπρεπε, Τρέι».

Οι πόρτες άνοιξαν στη σουίτα του και ο Τρέι μπήκε μέσα χωρίς τη βοήθειά της, αν και τα βήματά

του δεν ήταν πολύ σταθερά. «Καλωσόρισες στο σπίτι μας», της είπε και άπλωσε παραπατώντας το

χέρι του προς το εσωτερικό του διαμερίσματος. «Θα σε σήκωνα στην αγκαλιά μου για να διαβούμε

το κατώφλι, αλλά μάλλον θα πέφταμε και θα χτυπούσαμε».

«Δεν πειράζει». Η Τζέιν μπήκε μέσα και άφησε το σακ βουαγιάζ της δίπλα στη σκάλα. Είχε

ξανάρθει μόνο μια φορά κι αυτή πριν από χρόνια. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφο ήταν το σπίτι, με την

αρ ντεκό διακόσμηση και την πανοραμική θέα της πόλης από τα παράθυρα που κάλυπταν όλο τον

πίσω τοίχο. Κοίταξε τον Τρέι.

Εκείνος την κοίταζε ήδη.

«Θέλεις να σου φτιάξω λίγο καφέ;»

«Η γραμματέας μου δε φτιάχνει καφέδες». Της χαμογέλασε πονηρά. «Μήπως φτιάχνει η γυναίκα

μου;»
«Σε ειδικές περιστάσεις φτιάχνει». Του χαμογέλασε αχνά και προχώρησε προς την κουζίνα. Τα

πράγματα ήταν δύσκολα. Το αλκοόλ του θόλωνε την κρίση, τον έκανε να μπερδεύει όρια που δεν

έπρεπε να μπερδευτούν. Και το χειρότερο ήταν πως η ανόητη καρδιά της ήταν υπερβολικά πρόθυμη

να τα μπερδέψει κι εκείνη. Αν δε φερόταν προσεκτικά, αυτή η ανόητη καρδιά θα ράγιζε σε χρόνο

μηδέν.

Είτε η ίδια είτε ο Τρέι, δεν έπρεπε να χάσουν απόψε τον αυτοέλεγχό τους και προφανώς η ευθύνη

έπεφτε πάνω της.

Εκείνος την ακολούθησε στην κουζίνα και στηρίχτηκε στον πάγκο. «Τότε, θα έπρεπε να σε είχα

παντρευτεί εδώ και χρόνια».

Μην ταράζεσαι, Τζέιν. Δεν καταλαβαίνει τι λέει. Δεν καταλαβαίνει τι ακούς. «Δε μου το ζήτησες».

Πάνω στον πάγκο είδε μια καφετιέρα και πήρε το βραστήρα από το μάτι για τον γεμίσει νερό.

«Τι θα έλεγες; Αν σου ζητούσα μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, να με παντρευτείς;»

Η Τζέιν τοποθέτησε το βραστήρα στο μάτι και άνοιξε το διακόπτη. «Προφανώς θα έλεγα ναι, μια

που όντως μου το ζήτησες μια μέρα εντελώς ξαφνικά».

«Όχι, όχι, όχι, ξέρεις τι εννοώ. Αν δε μας πίεζαν οι καταστάσεις. Αν έμπαινα απλώς στο γραφείο και

σου έλεγα Τζέιν, θα με παντρευτείς;'»

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. «Πού έχεις τον καφέ;»

«Στην κατάψυξη». Της έδειξε το ψυγείο με μια αόριστη χειρονομία. «Τι θα έλεγες αν το έκανα

αυτό;»

«Εξαρτάται από το γιατί θα το έκανες», του απάντησε διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της.

Εκείνος χαμογέλασε ξανά. Θα μπορούσε πράγματι να γίνει αστέρας του κινηματογράφου. «Μα για

να κοιμηθώ μαζί σου, φυσικά».

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, μα παρέμεινε προσηλωμένη στη δουλειά της και ξέπλυνε

την κανάτα της καφετιέρας με υπερβολική σχολαστικότητα. «Πώς θα μπορούσα να αντισταθώ σε

τόσο έντιμα κίνητρα;»

«Έι!» Ο Τρέι έκανε μερικά βήματα και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της. Εκείνη ένιωσε

σαν να έλιωσαν οι σφιγμένοι της ώμοι μόλις την άγγιξε. «Τουλάχιστον ήμουν ειλικρινής. Κι αυτό

είναι έντιμο».

«Θεωρητικά ειλικρινής, εννοείς».

«Ε;»

Γιατί τον ενθάρρυνε; «Ξέχνα το». Προχώρησε μέχρι το ψυγείο και τα χέρια του έπεσαν στο πλάι.

Αφού έβγαλε τον καφέ, έριξε μια κουταλιά από τους αρωματικούς κόκκους στν, ν καφετιέρα. «Τον

θες δυνατό;»

«Πολύ δυνατό».
Με χέρι που έτρεμε, πρόσθεσε άλλη μια κουταλιά.

Εκείνος την πλησίασε από πίσω. «Κι αν σε παντρευόμουν και μετά σου έλεγα ότι ήθελα να κοιμηθώ

μαζί σου;» της είπε στ' αυτί.

Η Τζέιν λαχταρούσε να γείρει στην αγκαλιά του, μα έπνιξε την επιθυμία της, έχυσε το βραστό νερό

πάνω από τους κόκκους του καφέ και ξανάβαλε το καπάκι στη θέση του. «Τότε, θα έπρεπε και πάλι

να επαινέσω την ειλικρίνειά σου».

«Και τι θα μου απαντούσες;» Στα χείλη του άστραψε ένα πονηρό χαμόγελο. «Θεωρητικά πάντα».

Η Τζέιν τον κοίταξε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Μάλλον θα αναγκαζόμουν να σου επισημάνω

ότι ήπιες λίγο παραπάνω και πως δεν είσαι ο εαυτός σου».

«Δηλαδή δεν πιστεύεις ότι σε ποθώ στ’ αλήθεια;» Ο Τρέι άγγιξε απαλά τα μαλλιά της με το

δάχτυλό του και περίμενε να του απαντήσει.

«Μπορεί να με ποθείς στ’ αλήθεια προς το παρόν, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι καλή ιδέα και ότι

πρέπει να την πραγματοποιήσουμε». Αύριο μπορεί να το μετανιώσεις στ’ αλήθεια. Αν το θυμάσαι

και δεν έχεις ξεχάσει τα πάντα.

«Πώς θα γινόταν καλή ιδέα;» Τα δάχτυλά του γλίστρησαν απαλά στα πλευρά της και έφτασαν ως

την κοιλιά της, βάζοντάς τη σε τρομερό πειρασμό. «Πες μου. Θα κάνω τα πάντα».

Η Τζέιν δεν άντεξε άλλο κι έγειρε στην αγκαλιά του. «Είναι κακή ιδέα».

Εκείνος την έπιασε από τους γοφούς και τη γύρισε προς το μέρος του. «Το ίδιο είπαν και στους

αδερφούς Ράιτ». Πλησίασε τα χείλη του στα δικά της.

«Εμείς δεν πετάμε», του είπε, όταν τα χείλη του βρέθηκαν μόλις λίγα εκατοστά από το στόμα της.

«Θα μπορούσαμε». Τη φίλησε με πάθος. Το ελαφρό άρωμα του ουίσκι ήταν τρομερά αρρενωπό. Της

φάνηκε πιο μεθυστικό κι από το ίδιο το ποτό. Τα δυνατά του μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω της και η

Τζέιν ένιωσε υπερβολικά εύθραυστη μέσα στην αγκαλιά του.

Το φιλί του μετρίαζε τις αντιστάσεις της, ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Τότε εκείνος της χάιδεψε

απαλά το μάγουλο, έπιασε το κεφάλι της με τα δυο του χέρια, την κράτησε τρυφερά και συνέχισε

να τη φιλάει, πνίγοντας τις αντιρρήσεις της. Οι κινήσεις του δεν ήταν πλέον αδέξιες από το μεθύσι.

Η Τζέιν βούλιαξε στην αγκαλιά του, προσπαθούσε να σταματήσει τον εαυτό της, μα ήξερε πως ήταν

ανίσχυρη απέναντι στον ίδιο της τον πόθο. Το ήθελε όσο δεν είχε θελήσει τίποτε άλλο στη ζωή της.

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνουμε;» τον ρώτησε χαζά.

«Είναι το μόνο πράγμα σήμερα για το οποίο είμαι σίγουρος».

«Κι αν το μετανιώσεις αύριο;»

Ο Τρέι σταμάτησε και τραβήχτηκε. «Εννοείς ότι θα το μετανιώσεις εσύ;»

Όχι πάλι τα ίδια. «Όχι», του απάντησε. «Οχι, δεν εννοώ αυτό».

«Επομένως συμφωνούμε». Τη φίλησε ξανά. Τα χέρια του γλίστρησαν στα πλευρά της κι έφτασαν
στο φερμουάρ του φορέματος της, στην πλάτη της. Το κατέβασε αργά και παράλληλα συνέχισε να

τη φιλάει με τον πιο αισθησιακό τρόπο. Κάπου στη μέση το φερμουάρ κόλλησε.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε ξέπνοα, μόλις το ένιωσε να σταματάει. «Κόλλησε».

«Κόλλησε;» Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήταν ‘σημάδι’, και μάλιστα με κεφαλαίο σίγμα.

Εκείνος γέλασε. Προφανώς δεν τον ανησυχούσαν τα ουράνια σημάδια. «Έτσι φαίνεται».

«Αυτό είναι κακός οιωνός».

Ο Τρέι έπιασε το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια. «Δεν πιστεύω στους οιωνούς». Ύστερα τη

φίλησε.

«Θα περιμένεις ένα λεπτό;» του είπε εκείνη και τραβήχτηκε. «Θέλω να αλλάξω ρούχα». Θέλω να

ξαναβρώ τα λογικά μου. Θέλω να ξαναβρώ την ανάσα μου. Πρέπει να πείσω τον εαυτό μου να μην

το κάνει. «Θα γυρίσω αμέσως».

Ο Τρέι την κοίταξε στα μάτια. «Να σε βοηθήσω εγώ να γδυθείς», της είπε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο.

«Θα σου πάρω καινούριο φόρεμα. Θα σου πάρω δέκα καινούρια φορέματα».

Η Τζέιν κατάλαβε πως είχε κοκκινίσει. «Δε θ’ αργήσω πάνω από ένα λεπτό. Πιες λίγο καφέ».

«Δε θέλω καφέ. Θέλω εσένα». Και την παρέσυρε πάλι σ’ ένα μεθυστικό φιλί.

Η Τζέιν ήθελε να μείνει και να του δοθεί, μα ήξερε ότι πρώτα έπρεπε να ανακτήσει την ψυχραιμία

της και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Τρέι, θα γυρίσω». Ξεγλίστρησε από τα χέρια του και

προχώρησε στον προθάλαμο, όπου είχε αφήσει το σακ βουαγιάζ της.

Μόλις το πήρε, πήγε στο τεράστιο μαρμάρινο μπάνιο του κυρίως ορόφου και έκλεισε την πόρτα. Με

το που βρέθηκε μόνη της, άφησε το σακ βουαγιάζ πάνω στο κλειστό ερμάρι και πλησίασε στο

νιπτήρα. Βλέποντας το είδωλό της στον

καθρέφτη -τα γεμάτα ελπίδα μάτια της, τα χείλη της που είχαν κοκκινίσει από τα φιλιά-

βαριαναστέναξε. Τα πράγματα προχωρούσαν πάρα πολύ γρήγορα.

Έβρεξε το πρόσωπό της με κρύο νερό και κοιτάχτηκε ξανά. Η ελπίδα ήταν ακόμη εκεί. Την έβλεπε

στο πρόσωπό της όσο έντονα την ένιωθε και στην ψυχή της.

Με αποφασιστικότητα, άνοιξε το σακ βουαγιάζ της και κοίταξε μέσα. Μαζί της είχε πάρει μόνο

άλλες τρεις αλλαξιές κι αυτές χάρη στην Πίτι. Είχε πάρει επίσης ένα μακρύ βαμβακερό νυχτικό, αλλά αυτό το απέκλεισε κατευθείαν.

Δοκίμασε δύο από τις αλλαξιές, μα ήταν ρούχα για τη δουλειά και θα την περνούσε για ηλίθια αν

εμφανιζόταν έτσι. Η τρίτη αλλαξιά ήταν επίσης για τη δουλειά, αλλά πολύ πιο πρόχειρη . ένα λεπτό

μαύρο παντελόνι κι ένα ανοιχτό γκρι πουκάμισο.

Στη συνέχεια έχωσε το χέρι στην τσάντα της, αναζητώντας τα λιγοστά σύνεργα μακιγιάζ που είχε

μαζί της. Η Πίτι της είχε εξηγήσει απλώς πώς να τα χρησιμοποιήσει και έπρεπε να παραδεχτεί πως

τόνιζαν πολύ όμορφα τα χαρακτηριστικά της.

Στο τέλος βάλθηκε να φτιάξει τα μαλλιά της. Η μέρα ήταν πολύ κουραστική και το χτένισμά της
είχε χάσει το σχήμα και τη ζωντάνια του. Τα έπιασε κότσο πάνω από το σβέρκο και κοιτάχτηκε

στον καθρέφτη. Σαν γιαγιά ήταν. Τα μάζεψε στην κορυφή του κεφαλιού της. Τώρα ήταν σαν

κοριτσάκι. Τελικά τα χτένισε απλώς προς τα πίσω και τα άφησε να πέφτουν γύρω από το πρόσωπό

της με απαλούς κυματισμούς.

Είχε τελειώσει. Τίποτα δεν την εμπόδιζε πια να γυρίσει στον Τρέι. Ηλπιζε ότι ίσως ανακτούσε τη

διαύγειά της αν απομακρυνόταν από κοντά του λίγα λεπτά, όμως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το μυαλό

της είχε ήδη ξεκάθαρη άποψη πάω σ’ αυτό, δεν έπρεπε να δοθεί στον Τρέι κάτω από αυτές τις

συνθήκες. Η καρδιά της όμως αψηφούσε τις συνθήκες και το λαχταρούσε όσο ποτέ άλλοτε.

Μια που δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο, αποφάσισε να γυρίσει στον Τρέι και... βλέποντας και

κάνοντας. Το σχέδιο, που δεν είχε σκαρφιστεί όσο ήταν μόνη, ίσως να της ερχόταν μόλις βρισκόταν

κοντά του.

Ο Τρέι δεν ήταν στην κουζίνα, όπου τον είχε αφήσει. Από το καθιστικό ακουγόταν απαλή μουσική.

Ο Λούις Άρμστρον-γκ και η Έλλα Φιτζέραλντ τραγουδούσαν το ‘Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας κι

ας μπούμε στο χορό’. Απ’ ό,τι φαινόταν, αυτό ήταν το πρόγραμμα της βραδιάς.

Ο Τρέι καθόταν στον καναπέ. Παρ’ όλο που έτρεμαν τα πόδια της, η Τζέιν πίεσε τον εαυτό της να

μπει στο δωμάτιο με αυτοπεποίθηση.

«Συγνώμη που άργησα», είπε, μα εκείνος δε σάλεψε.Έκανε το γύρο του καναπέ και είδε το γιατί. Ο

Τρέι καθόταν εκεί με τον καφέ στο χέρι και κοιμόταν του καλού καιρού.

«Αχ, Τρέι». Χαμογέλασε μελαγχολικά. Το ότι τον είχε πάρει ο ύπνος θα τους έβγαινε φυσικά σε

καλό, αλλά ένα μέρος του εαυτού της τον ποθούσε απεγνωσμένα. «Έλα, τουλάχιστον να σε βάλω να

ξαπλώσεις πιο βολικά». Του πήρε το φλιτζάνι από το χέρι και το ακούμπησε στο τραπεζάκι του

καναπέ. Εκείνος μισοανασηκώθηκε. «Τι;»

«Ξάπλωσε και κοιμήσου», του είπε και τον βοήθησε να πέσει ανάσκελα.

«Τζέιν;» της μουρμούρισε πολύ απαλά. «Μόλις τώρα σε σκεφτόμουν».

Η Τζέιν πήρε μια βαμβακερή κουβέρτα από την πλάτη του καναπέ και τον σκέπασε. «Παράξενο κι

εγώ τώρα δα σε σκεφτόμουν».

«Αναρωτιέμαι αν σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα».

«Πιθανόν». Έσκυψε για να στρώσει την κουβέρτα.

Ο Τρέι την έπιασε από το μπράτσο. «Μείνε μαζί μου». Η λαβή του χαλάρωσε, το χέρι του γλίστρησε

στο μπράτσο της κι έπεσε βαριά πάνω στον καναπέ. Τον είχε ξαναπάρει ο ύπνος.

Μείνε μαζί μου. Άγγιξε το πρόσωπό του και χάιδεψε τα μαλλιά του. «Μακάρι να μπορούσα», του

ψιθύρισε. «Αν το ήθελες, θα έμενα μαζί σου για πάντα». Τον φίλησε στο μάγουλο.
Ύστερα έριξε μια τελευταία ματιά στο πρόσωπό του, που ήταν ήρεμο από τον ύπνο, έσβησε το φως

και πήγε να βρει τον ξενώνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Τι είχε κάνει;

Ο Τρέι ξύπνησε με φριχτό πονοκέφαλο, λες και μια μέγκενη του έσφιγγε το κεφάλι. Και είχε και

τρομερή δίψα, λες και περιπλανιόταν στην έρημο. Σηκώθηκε παραπατώντας. Μέχρι να βρει την

ισορροπία του τού πήρε λίγη ώρα και χρειάστηκε λίγη ακόμη μέχρι να καταλάβει πού βρισκόταν.

Ήταν στο καθιστικό. Τι γύρευε στο καθιστικό; Το μυαλό του δεν ήταν σε θέση να κάνει τους

απαραίτητους συνειρμούς, παρ’ όλα αυτά θυμήθηκε. Είχε κοιμηθεί στον καναπέ. Έπιασε τη μέση

του που τον πονούσε. Ήταν πολύ μεγάλος για να κοιμάται στον καναπέ.

Για την ακρίβεια, ήταν πολύ μεγάλος για να χάνει τις αισθήσεις του στον καναπέ.

Διέσχισε το καθιστικό μες στο αχνό φως της αυγής και έφτασε στην κουζίνα, όπου γέμισε ένα

μεγάλο ποτήρι με νερό από τη βρύση. Αφού το ήπιε λαίμαργα, το ξαναγέμισε και έβγαλε τις

ασπιρίνες από το ντουλάπι. Έριξε δυο στη χούφτα του... και τότε θυμήθηκε τη χτεσινή βραδιά στο

Λας Βέγκας και πήρε άλλη μία.

Είχε παντρευτεί την Τζέιν Μίλερ.

Όμως δε θυμόταν μόνο αυτό. Χτες το βράδυ την ήθελε σχεδόν σαν τρελός. Η ήσυχη, άξια Τζέιν είχε

μεταμορφωθεί σε αισθησιακή, σαγηνευτική, προκλητική Τζέιν και την είχε ποθήσει σαν τρελός.

Την Τζέιν! Ο πονοκέφαλός του χειροτέρεψε μόλις σκέφτηκε τις συνέπειες.

Τι είχε κάνει;

Θα προτιμούσε να μη θυμηθεί τις λεπτομέρειες. Η Τζέιν μάλλον θα είχε φρίξει. Έπειτα από τόσα

χρόνια άψογης συμπεριφοράς στο γραφείο, εκείνος την αντάμειψε με λάγνες ματιές

και στριμωξίδια. Δεν αποκλείεται να είχε αρχίσει και σαλιαρίσματα.

Κοντοστάθηκε. Αλήθεια, που ήταν η Τζέιν; Ίσως να την πρόσβαλε πάρα πολύ και να έφυγε. Ίσως να

είχε ήδη διαλύσει ακόμη και το γάμο. Αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να μάθει πού και πώς

βγαίνει ένα γρήγορο διαζύγιο ανάμεσα στα μεσάνυχτα και -κοίταξε το ρολόι του- στις έξι το πρωί, αυτός ήταν η Τζέιν.

Ο Τρέι κάθισε σ’ ένα ψηλό σκαμπό στην κουζίνα, ακούμπη-σε τους αγκώνες του στον πάγκο και

έπιασε το κεφάλι του. Η Τζέιν δε θα το έκανε αυτό, δε θα κατέστρεφε όλα όσα είχαν περάσει χτες.

Ηταν πολύ καλή για να αφήσει τον Ράνκιν να τον εκβιάσει, ακόμη κι αν την είχε προσβάλει

θανάσιμα. Έπρεπε να βρει τρόπο να επανορθώσει.

Τι κρίμα που δε θυμόταν όλα όσα συνέβησαν.

Καθώς ο Τρέι προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τις θολές λεπτομέρειες στο μυαλό του, η Τζέιν κατέβηκε

από τον επάνω όροφο και μπήκε στην κουζίνα. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της παρά

μόνο όταν άναψε το φως. Αμέσως τινάχτηκε σαν να είχε τρομάξει από κάποιον ξαφνικό θόρυβο και
πήρε στάση προσοχής. Η Τζέιν ήταν χλομή, τον κοίταζε με μάτια διάπλατα και είχε φέρει το ένα της

χέρι στο στήθος της. Προφανώς είχε ξαφνιαστεί βλέποντάς τον όσο ξαφνιάστηκε κι εκείνος.

«Συγνώμη, δε...»

Σήκωσε το χέρι του. «Δεν πειράζει. Δε φταις εσύ».

«Θα έφτιαχνα λίγο καφέ και θα έφευγα για το γραφείο», του είπε με ύφος έφηβης που αισθάνεται

ενοχές.

Για ποιο λόγο να αισθάνεται ενοχές; Εκείνος την είχε προσβάλει. «Είναι πολύ νωρίς για να πας στο

γραφείο». Ήλπιζες να με αποφύγεις, έτσι δεν είναι;

«Είχα αϋπνία, οπότε σκέφτηκα πως δε θα πείραζε να πάω από τώρα».

«Παράξενο... κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν».

Για λίγη ώρα έπεσε σιωπή.

«Έχουμε πολλές δουλειές σήμερα», είπε διστακτικά η Τζέιν.

«Αυτό είναι αλήθεια». Ο Τρέι κατάλαβε πως η συζήτησή τους δεν είχε νόημα. Δεν είχαν σημασία

αυτά που έλεγαν ο ένας στον άλλο, αλλά αυτά που δεν έλεγαν. Έπρεπε να θίξει εκείνος το θέμα.

«Ακου, σου ζητώ συγνώμη για τις ερωτικές προτάσεις που σου έκανα χτες το βράδυ».

Στα χείλη της ζωγραφίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. Πάλι καλά. Ήταν καλύτερα, τουλάχιστον, από τον

εξευτελισμό που περίμενε. «Μου κάνει εντύπωση που θυμάσαι».

«Θυμάμαι αρκετά. Νομίζω», πρόσθεσε, νιώθοντας πάλι αβεβαιότητα. «Τέλος πάντων, θυμάμαι

περισσότερα απ’ όσα θέλω». Ανακάτεψε νευρικά τα μαλλιά του. «Αισθάνομαι πάρα πολύ άσχημα».

Εκείνη δεν τον κοίταξε και ο Τρέι φοβήθηκε ότι τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα απ’ όσο νόμιζε.

«Ξέχνα το, Τρέι». Το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο στο πάτωμα. «Δε χάλασε κι ο κόσμος».

Ο Τρέι προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Μη νομίζεις ότι τόσα χρόνια σε ποθούσα στα κρυφά και

ότι έκανα τελικά την κίνησή μου».

«Μα και βέβαια όχι». Η φωνή της ακούστηκε κοφτή.

«Θέλω να το ξέρεις αυτό. Ήταν από τα πράγματα που συμβαίνουν μόνο μια φορά. Ήμουν

μεθυσμένος. Πολύ μεθυσμένος. Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να το ξανακάνω». Αυτό έπρεπε να

το θυμάται και ποτέ, μα ποτέ, δεν έπρεπε να ξαναεπιχειρήσει οτιδήποτε μαζί της, γιατί, τώρα που

την κοίταζε, συνειδητοποίησε ότι τα χτεσινοβραδινά του συναισθήματα δεν οφείλονταν στο ουίσκι.

Ήταν πολύ γοητευτική ακόμη και πρωί πρωί, τη στιγμή που εκείνος υπέφερε από φριχτό

πονοκέφαλο.

«Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε χτες το βράδυ», είπε ξανά, μα η φωνή του δεν ακούστηκε πειστική. «Δε θα

επιχειρήσω καν να βρω δικαιολογίες. Θέλω όμως να σε διαβεβαιώσω πως δε θα ξανακάνω ποτέ

κάτι τέτοιο».

Η Τζέιν γύρισε προς το μέρος του. Ο Τρέι θα έπαιρνε όρκο ότι διέκρινε δάκρυα στα μεγάλα, φωτεινά μάτια της. Κάτω από άλλες συνθήκες
θα πληγωνόταν ο εγωισμός του αν συνειδητοποιούσε

ότι μια γυναίκα ταραζόταν σε σημείο που να βάλει τα κλάματα επειδή προσπάθησε να της κάνει

έρωτα. Στις συγκεκριμένες συνθήκες όμως τρομοκρατήθηκε, φοβήθηκε ότι την είχε διώξει από τη

ζωή του.

«Μπορούμε, σε παρακαλώ, να πάψουμε να το συζητάμε;» τον ρώτησε. «Ήσουν σαφέστατος: δεν

πρόκειται να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και όλα έγιναν σε μια στιγμή που έχασες τα λογικά σου. Το

κατάλαβα. Ας μην το ξανακουβεντιάσουμε, εντάξει;»

Τα λόγια της τον πόνεσαν. Πρώτη φορά του μιλούσε η Τζέιν τόσο απότομα. Όμως του άξιζε και με

το παραπάνω. «Απλώς ήθελα να το ξεκαθαρίσουμε».

«Το ξεκαθαρίσαμε». Το βλέμμα της πλανήθηκε στο κενό κι έπειτα στράφηκε στον Τρέι. «Νομίζω

ότι θα πιω καφέ στο γραφείο. Με συγχωρείς». Και χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε μεταβολή

και βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Τρέι θέλησε να τη σταματήσει, μα δεν εμπιστευόταν πια τον εαυτό του. «Φυσικά», της φώναξε.

«Θα τα πούμε εκεί».

«Εντάξει». Η Τζέιν άρπαξε την τσάντα της και διάβηκε την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

Ο Τρέι απόμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα αρκετή ώρα αφότου εκείνη έφυγε. Στο

στήθος του αισθανόταν ένα δυσάρεστο σφίξιμο. Αγχος. Μπορεί και έμφραγμα. Μάλλον έπρεπε να

πάει σε κανένα γιατρό, αλλά δε θα το εκανε. Έστρεψε τις σκέψεις του στη μέρα που τον περίμενε

και το άγχος του εντάθηκε. Αυτό ήταν, άγχος. Και δε θα ηρεμούσε επειδή παντρεύτηκε. Είχε ακόμη

να μεταβιβάσει τα περιουσιακά του στοιχεία -τη ζωή του- στην Τζέιν.

Ήταν ηλίθιος, δεν έπρεπε να ρισκάρει να ψυχραθεί με τον πιο σημαντικό άνθρωπο της ζωής του.

Χωρίς αυτήν τον περίμενε η καταστροφή.

Με βιαστικές κινήσεις, άρχισε να φτιάχνει καφέ. Και ο ίδιος έπρεπε να πάει νωρίς στο γραφείο. Όσο

πιο σύντομα έβαζε μπροστά τα χαρτιά τόσο πιο γρήγορα θα τέλειωνε και θα συνέχιζε τη ζωή του.

Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό τώρα.

***

Όταν η Τζέιν έφτασε στο γραφείο, έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της, απολαμβάνοντας

για μια στιγμή την αίσθηση πως όλα ήταν φυσιολογικά. Κάθε μέρα εδώ και έξι χρόνια σχεδόν ήταν

η πρώτη που ερχόταν. Καταπιάστηκε με την πρωινή της ρουτίνα και ταυτόχρονα έπαιρνε βαθιές

ανάσες προσπαθώντας να καταλαγιάσει τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της. Αναψε τα φώτα

και αμέσως θυμήθηκε πως μια ώρα νωρίτερα είχε κάνει το ίδιο πράγμα στην κουζίνα του Τρέι Και

όταν θυμήθηκε τον ενθουσιασμό που ένιωσε για μια στιγμή μόλις τον είδε εκεί, εκνευρίστηκε και

ντράπηκε. Αραγε θα θυμάται; είχε αναρωτηθεί γεμάτη ελπίδα. Λες να με πάρει στην αγκαλιά του

και να συνεχί-σουμε από το σημείο που σταματήσαμε χτες το βράδυ; Η σκέψη ότι ο Τρέι θα ντρεπόταν γι’ αυτό, ότι θα της έλεγε ξεκάθαρα
πως δεν είχε νιώσει ποτέ

τίποτα γι’ αυτήν και ότι για όλα έφταιγε το πολύ ουίσκι, δεν της είχε περάσει καν από το μυαλό. Και

ήταν παράξενο, γιατί συνήθως ήταν έτοιμη να πιστέψει ακριβώς τέτοιου είδους πράγματα.

Παρ’ όλα αυτά, όταν τη φίλησε χτες το βράδυ, το ένστικτο της της είπε πως το εννοούσε. Ανόητο

ένστικτο. Δε θα το ξαναεμπιστευόταν.

Σταμάτησε στην αίθουσα με τα φωτοτυπικά και άναψε τα μηχανήματα. Ένα βάρος πλάκωνε την

καρδιά της. Είχε σταματήσει άπειρες φορές σ’ αυτή την αίθουσα το πρωί και, καθώς άναβε τα

μηχανήματα ένα ένα, αναρωτιόταν αν αυτή θα ήταν η μέρα που ο Τρέι επιτέλους θα την πρόσεχε.

Τώρα λαχταρούσε εκείνες τις μέρες που ήταν ευτυχισμένη μες στην άγνοιά της.

Καθώς έστριβε στη γωνία για να γυρίσει στο γραφείο της, της ήρθε ένα έντονο άρωμα από

λουλούδια. Όταν μπήκε μέσα δεν μπόρεσε να πιστέψει στα μάτια της. Πάνω στο γραφείο της υπήρχε

μια ανθοδέσμη με καμιά τριανταριά κόκκινα τριαντάφυλλα. Η καρδιά της σκίρτησε σαν ανόητη και

βιάστηκε να ανοίξει την κάρτα.

Στη νέα κυρία Μπρέκενριτζ

Κάλωσόρισες στην οικογένεια. Να ζήσετε χρόνια πολλά και ευτυχισμένα!

Με αγάπη από τον Τέρενς

Μα τι στο καλό ήλπιζε;

Ήλπιζε να ήταν τα λουλούδια από τον Τρέη αν και ήταν αδύνατο να τα είχε στείλει εκείνος. Ήλπιζε

να έλεγε η κάρτα κάτι προσωπικό, κάτι τρυφερό, κάτι που θα έτρεφε τις ελπίδες της. Κάθισε στην

καρέκλα της και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Η σιωπή που επικρατούσε γύρω

της φάνταζε εκκωφαντική. Ήταν αδύνατον να ξεφύγει από τις ίδιες της τις ελπίδες.

Κυρία Μπρέκενριτζ

Καλωσόρισες στην οικογένεια.

Χρόνια πολλά και ευτυχισμένα.

Όταν συμφώνησε γι’ αυτόν το γάμο -μόλις χτες ήταν;- το ήξερε πως ήταν δουλειά. Τίποτα δεν είχε

αλλάξει τώρα, επομένως, γιατί σπάραζε η καρδιά της; Τα λουλούδια και η κάρτα τής υπενθύμιζαν

βέβαια με δηκτικότητα ότι ο γάμος δεν ήταν αληθινός, όμως... απλώς της το υπενθύμιζαν.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Έσκισε την κάρτα στα δύο και ετοιμάστηκε να την πετάξω στα σκουπίδια, όμως δεν άντεξε. Ο

Τέρενς είχε βάλει την καρδιά του σ’ αυτή την κάρτα, δεν μπορούσε να την πετάξει έτσι απλά.

Τελικά άνοιξε ένα συρτάρι και την καταχώνιασε στο βάθος.

Για αρκετή ώρα συνέχισε να κάθεται χαμένη στις σκέψεις της και στον οίκτο που ένιωθε για τον

εαυτό της. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και την τρόμαξε, το γραφείο έξω από την πόρτα της βούιζε

από τις φωνές των υπαλλήλων που είχαν στρωθεί για άλλη μια μέρα στη δουλειά.
Η Τζέιν πάτησε το κουμπί για να πάρει τη γραμμή και σήκωσε το ακουστικό. Ήταν η Πίτι.

«Το ήξερα ότι θα ήσουν εκεί. Παντρευτήκατε;»

Η Τζέιν ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια της. Μόλις άκουσε τη γνώριμη φωνή της φίλης της

κόντεψε να βάλει τα κλάματα. «Ναι, παντρευτήκαμε».

«Δεν ακούγεσαι χαρούμενη».

«Γιατί να είμαι χαρούμενη;»

«Είσαι η σύζυγος του Τρέι!»

Η Τζέιν σώπασε. «Όχι, δεν είμαι. Είμαι απλώς το άτομο που παντρεύτηκε. Δε διαφέρει πολύ απ’ όλα

τα άλλα που κάνω εδώ μέσα -υπογράφω τις επιστολές του, βλέπω πελάτες, κανονίζω το πρόγραμμά

του».

Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένας αναστεναγμός απογοήτευσης. «Απ’ ό,τι

κατάλαβα, δεν πήγε καλά η πρώτη νύχτα του γάμου».

«Δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που λέμε πρώτη νύχτα του γάμου», ξεκαθάρισε η Τζέιν. Εκείνη τη

στιγμή η εξώπορτα των γραφείων άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο και έκλεισε με πάταγο. Η Τζέιν αναγνώρισε

το αφηρημένο σφύριγμα του Τρέι που αντηχούσε στους διαδρόμους.

«Πώς ήταν λοιπόν;» ρώτησε η Πίτι.

Η Τζέιν δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Πίτι, δεν μπορώ να σου μιλήσω αυτή τη στιγμή. Μόλις ήρθε».

Κατέβασε το ακουστικό και ο Τρέι μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν αποκύημα της φαντασίας της ή το

πρόσωπό του κοκκίνισε όντως ανεπαίσθητα μόλις την είδε;

«Γεια», της είπε, λες και δεν είχαν ξαναϊδωθεί σήμερα το πρωί.

«Γεια», του απάντησε με τον ίδιο ακριβώς τόνο.

Εκείνος έβγαλε το σακάκι του. «Μπορείς να πάρεις τηλέφωνο τον Ντικ Μονρόε;»

«Φυσικά». Ξεφύλλισε τον τηλεφωνικό της κατάλογο, βρήκε το όνομα Μονρόε και σήκωσε το

ακουστικό.

«Περίμενε... Τζέιν».

Σήκωσε το βλέμμα της. «Ναι;»

«Ε...» Κούνησε το κεφάλι του. «Τίποτα».

«Καλά». Τον κοίταξε, καθώς εκείνος έκανε μεταβολή και μπήκε στο γραφείο του και αναρωτήθηκε

τι ήταν αυτό που παραλίγο να της έλεγε. Η Τζέιν δεν πίστευε ποτέ στη μεταφυσική διαίσθηση, αλλά

κάτι μέσα της της έλεγε πως ήταν σημαντικό.

Ήταν το ίδιο μέρος του εαυτού της που αρνούνταν να ξεχάσει τον Τρέι. Στο κάτω κάτω, τη φίλησε, την κράτησε στην αγκαλιά του. Αυτά
τα πράγματα δεν προέκυπταν από το πουθενά. Και ιδίως από

έναν άντρα σαν τον Τρέι. Η θέση που βρισκόταν δεν του επέτρεπε να υποκύπτει σε ανόητες

επιθυμίες της στιγμής.


Η Τζέιν αναστέναξε. Η λογική της εξακολουθούσε να επιμένει πως έπρεπε να τον ξεχάσει. Στο

κάτω κάτω, της είχε πει καθαρά και ξάστερα πως δεν είχε νιώσει ποτέ τίποτα για κείνη και πως

ήταν λάθος που τη φίλησε. Έπρεπε να τον πιστέψει.

Η καρδιά της όμως δεν τον πίστευε. Όχι εντελώς τουλάχιστον.

Για να θρέψει αυτή την ελπίδα στηριζόταν σε μια αυτοπεποίθηση που είχε αποκτήσει πολύ

πρόσφατα. Ήταν μια αλλαγή που δεν την περίμενε όταν ανανέωσαν με την Πίτι τα μαλλιά, τα ρούχα

και το μακιγιάζ της. Με κάποιο άγνωστο τρόπο, ίσως στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η Τζέιν

είχε αρχίσει να αλλάζει μέσα της. Κι αυτό της άρεσε.

***

Δυο βράδια αργότερα ο Τρέι χρειάστηκε την Τζέιν να παίξει τη σύζυγο σε ένα νέο κοινό.

«Ο Λουίτζι Μπονατέλι θα έρθει για φαγητό;» επανέλαβε η Τζέιν. «Για σπιτικό ιταλικό φαγητό; Γιατί;»

«Επειδή δεν έχει φάει σπιτικό ιταλικό φαγητό από τότε που πέθανε η γυναίκα του πριν από τρία

χρόνια», της απάντησε ο Τρέι με ενθουσιασμό και ανησυχία ταυτόχρονα. «Αυτός είναι και ο λόγος

που θέλει να πουλήσει την επιχείρησή του, μια εταιρεία δομικών υλικών και να γυρίσει στην

πατρίδα του».

Η Τζέιν έσμιξε τα φρύδια της. «Και σκέφτεσαι να την αγοράσεις; Τώρα; Ενώ δεν ξέρουμε καν αν

μπορούμε να σώσουμε την Μπρέκενριτζ από τη χρεοκοπία;»

Η αλήθεια τον πείραξε. «Η Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ θα τα καταφέρει μια χαρά. Και όχι μόνο

θα τα πάει μια χαρά, αλλά θα αυξήσει και τα κέρδη της με αυτή την καινούρια εταιρεία».

«Όμως πώς θα την πληρώσεις;»

«Ξεχνάς την Ντάβενπορτ;»

Η Τζέιν χαμήλωσε το βλέμμα της κι εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι δεν είχε ξεχάσει την

Ντάβενπορτ, αλλά την είχε ξεγράψει, πιστεύοντας ότι η συμφωνία θα αποτύχαινε. Στον εαυτό του

δεν επέτρεπε να το σκεφτεί, όσο μεγάλος κι αν ήταν ο πειρασμός. Έπρεπε να πιστέψει ότι θα την

έκλειναν τη συμφωνία. «Αν αποκτήσουμε την εταιρεία δομικών υλικών, από την οποία αγοράζουν

όλες οι άλλες κατασκευαστικές εταιρείες, θα έχουμε τεράστιο πλεονέκτημα», κατέληξε, εντυπωσιάζοντας ακόμη και τον εαυτό του με την
αυτοπεποίθησή του. «Το πρόβλημα όμως είναι

ότι ο Μπονατέλι δε θέλει να την πουλήσει στον πρώτο τυχόντα».

«Επομένως σκέφτηκες ότι αν δημιουργήσουμε μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα θα του αρέσει

η ιδέα να την πουλήσει σ’ εσένα».

Ο Τρέι έμεινε για μια στιγμή άναυδος. «Πάλι έχεις δίκιο, Γουότσον».

Τα μάτια της φωτίστηκαν από ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Δε νομίζεις ότι αυτό το κόλπο είναι

ξεπερασμένο;»

«Αστειεύεσαι; Είναι το καλύτερο δόλωμα που έχω χρησιμοποιήσει ποτέ». Χαμογελούσε πλατιά για
να δείξει πως δεν ήταν τόσο κακός όσο υποδήλωνε αυτή η αλήθεια. «Έπρεπε να το είχα δοκιμάσει

εδώ και χρόνια».

Η Τζέιν χαμογέλασε, έριξε μια ματιά στο ρολόι της, κάθισε αναστενάζοντας στο γραφείο της και

έβγαλε αποκαμωμένη στυλό και χαρτί. «Αν βιαστώ, σε δέκα λεπτά θα είμαι στο παντοπωλείο και σε

τρία τέταρτα στο σπίτι για να βάλω μπρος τα λαζάνια. Τι ώρα θα έρθει;»

«Στις εφτά, αλλά δε χρειάζεται να μαγειρέψεις». Κι αν δεν ήξερε να μαγειρέψει; Κι αν επέμενε να

το κάνει και το φαγητό δεν τρωγόταν; Στο κάτω κάτω δεν μπορούσε να έχει την απαίτηση να είναι

ικανή σε όλα.

«Δε χρειάζεται;»

Ο Τρέι έκανε ένα μορφασμό. «'Οχι, απλώς πάρε κάτι από του Τόνι».

«Μα τότε δε θα είναι σπιτικό».

«Δε θα απέχει πολύ. Έχουν καλή κουζίνα».

Η Τζέιν επέμεινε. «Μα είπες πως ήθελες να του κάνεις το τραπέζι με σπιτικό ιταλικό φαγητό».

«Γι'αυτό θα το ζεστάνουμε στο σπίτι».

«Τρέι...»

Σήκωσε το χέρι του. «Τζέιν, σοβαρά. Δεν προλαβαίνεις να ετοιμάσεις ένα πλουσιοπάροχο δείπνο

από το τίποτα».

Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της. «Νομίζεις ότι θα φτιάξω απαίσιο φαγητό και πως θα σου καταστρέψω

τη βραδιά».

«Δεν είπα αυτό...»

Η Τζέιν γέλασε. «Δεν ήταν ανάγκη να το πεις. Έχε μου εμπιστοσύνη, Τρέι».

Την κοίταξε. Να της έχει εμπιστοσύνη. Δεν τον είχε απογοητεύσει ποτέ, όμως ήταν αυτός λόγος για

να προκαλέσει τη μοίρα;

Εκείνη περίμενε να της απαντήσει, κοιτάζοντάς τον σταθερά στα μάτια.

«Σου έχω εμπιστοσύνη», της είπε τελικά και το εννοούσε.

«Ωραία». Η Τζέιν σηκώθηκε και έχωσε στην τσάντα της τον κατάλογο με τα ψώνια που είχε γράψει.

«Πάω».

«Εντάξει». Της χαμογέλασε. «Θα έρθω μαζί σου».

***

Η Τζέιν ήταν απίθανη στο παντοπωλείο. Διάλεγε τα καλύτερα λαχανικά, τα πιο αρωματικά χόρτα, το πιο άπαχο κρέας. Ο Τρέι δεν είχε ιδέα
ότι στα τρόφιμα υπήρχε τόση ποικιλία. Η Τζέιν ωστόσο

κινούνταν με την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που έχει περάσει όλη του τη ζωή μελετώντας το

πόσο σφιχτές είναι οι ντομάτες και τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο γλυκό και το μοβ

βασιλικό.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Τρέι διασκέδαζε τόσο πολύ στο παντοπωλείο. Δεν περίμενε ότι τα ψώνια

εκεί μπορούσαν να αποτελούν διασκέδαση, αλλά αυτό που τον εξέπληξε περισσότερο ήταν ότι

χαιρόταν μονάχα επειδή βρισκόταν μαζί με την Τζέιν και έκαναν συνηθισμένα πράγματα.

Η Τζέιν τον εντυπώσιασε ακόμη περισσότερο στην κουζίνα του σπιτιού του, αν και εκεί δε

διασκέδασε το ίδιο, γιατί κάθε

φορά που προσπαθούσε να δοκιμάσει τη σάλτσα, εκείνη τον χτυπούσε με την πετσέτα.

«Δεν είναι ακόμη έτοιμη», του είπε και προχώρησε προς το ψυγείο. Ο Τρέι πρόσεξε τον τρόπο που

λικνίζονταν οι γοφοί της καθώς βάδιζε και σκέφτηκε, για πολλοστή φορά, πόση χάρη και

θηλυκότητα είχε.

Η Τζέιν πήρε δυο καρότα από το ψυγείο και άρχισε να τα τρίβει μέσα στην κόκκινη σάλτσα που

έβραζε πάνω στο μάτι. «Αυτό είναι το πιο σημαντικό συστατικό».

«Τα καρότα;» Ο Τρέι έστρεψε τις σκέψεις του από το σώμα της στη μαγειρική της. «Βάζεις καρότα

σε σάλτσα για μακαρόνια;»

Η Τζέιν σταμάτησε για λίγο με τον τρίφτη στο χέρι και τον κοίταξε ανοίγοντας διάπλατα τα φωτεινά

της μάτια. «Εννοείς ότι η μάμα-Μέισι κάνει λάθος;»

«Ποια είναι η μάμα-Μέισι;»

Η Τζέιν ανασήκωσε τα φρύδια της σαν να έλεγε ‘με κοροϊδεύεις;’ και συνέχισε να τρίβει. «Η μάμα-

Μέισι», είπε με χαμόγελο, «ήταν η γριά χήρα που έμενε απέναντι από το σπίτι μας όταν ήμουν

μικρή. Επί χρόνια με διαβεβαίωνε ότι κάποια μέρα θα μου έλεγε το μυστικό για τα λαζάνια της.

Κάθε φορά που γινόταν μια κηδεία στη γειτονιά ή έβγαινε κάποιος από το νοσοκομείο τα λαζάνια

της γίνονταν ανάρπαστα». Χαμογέλασε ξανά, άφησε τον τρίφτη στην άκρη και ανακάτεψε

τη σάλτσα με μια ξύλινη κουτάλα. «Στο τέλος, όταν πλησίαζε στα ενενήντα, με φώναξε, δε θα το

ξεχάσω ποτέ, και μου είπε: ‘Τζέιν, κάρα μία, δε μου μένει πολύς καιρός σ’ αυτή τη γη. Θα σου πω

το μυστικό της σάλτσας μου’».

Η καρδιά του Τρέι άρχισε να χτυπά δυνατά όταν είδε την εύθυμη λάμψη που έπαιζε στα μάτια της.

«Τα βγάζεις απ’ το μυαλό σου αυτά που μου λες», της είπε.

Εκείνη σοβάρεψε αμέσως. «Όχι, σου το ορκίζομαι. Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της κι έπειτα μου

είπε ότι τρίβεις δυο καρότα σε μια κατσαρόλα με σάλτσα και την αφήνεις να σιγοβράζει για δυο

μέρες, ώστε η σάλτσα να απορροφήσει τη γλύκα τους».

«Δυο μέρες;»

Η Τζέιν ανασήκωσε τους ώμους της και πήρε ένα καπάκι από το ντουλάπι. «Το ξέρω. Αυτό θα ήταν

το ιδανικό. Θα πρέπει να επισπεύσω τη διαδικασία με τη χύτρα ταχύτητας». Σκέπασε τη χύτρα με το

καπάκι και γύρισε το διακόπτη της κουζίνας στο μάξιμουμ.

Ο Τρέι συνέχισε να την παρακολουθεί και, όταν η Τζέιν γύρισε την πλάτη της, δοκίμασε στα κρυφά
λίγη σάλτσα πέστο. Ήταν νοστιμότατη. «Τι απέγινε η μάμα-Μέισι;»

«Μμμ;» Η Τζέιν έριξε μια ματιά στην πέστο κι έπειτα κοίταξε καχύποπτα τον Τρέι. Στη συνέχεια

βούτηξε το δάχτυλό της στη σάλτσα και του το πρότεινε. «Δοκίμασε».

Εκείνος δίστασε.

«Έλα, λοιπόν», του είπε, πλησιάζοντας το χέρι της προς το μέρος του.

Ο Τρέι της έπιασε τον καρπό και δοκίμασε αργά την πέστο από το δάχτυλό της. Οι ματιές τους

συναντήθηκαν για μια στιγμή κι εκείνος άργησε να αφήσει το χέρι της.

Ξαφνικά έβαλαν και οι δύο τα γέλια. Ήταν η πιο παράξενη αντίδραση.

«Πολύ καλή», είπε ο Τρέι, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του.

«Μήπως έχει πολύ σκόρδο;»

«Όχι».

«Έβαλα καρύδια αντί για κουκουνάρια. Λες ότι δεν πειράζει;»

Της έγνεψε αρνητικά. «Είναι τέλεια». Κι εσύ είσαι τέλεια. «Λοιπόν, τι απέγινε η μάμα-Μέισι;»

Η Τζέιν σκούπισε βιαστικά τα χέρια της στην ποδιά της. «Α, η μάμα-Μέισι έζησε άλλα έξι χρόνια

και όλο αυτό τον καιρό γκρίνιαξε πως ήταν με το ένα πόδι στον τάφο. Ήταν

φοβερή προσωπικότητα».

Πράγματι, σκέφτηκε ο Τρέι. Και μέσα από την αφήγηση της Τζέιν άπλωνε μια θαλπωρή σ’ αυτό το

σπίτι, που ο ίδιος δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ ότι έλειπε.

Είχε πει στην Τζέιν ότι δεν την ήθελε για να ασκεί τα καθήκοντα της συζύγου- μόνο της

γραμματέως. Δεν του χρειαζόταν σύζυγος, είχε πει εριστικά, και δεν ήθελε σύζυγο.

Τώρα δεν ήταν και τόσο σίγουρος.

***

Ο Λουίτζι Μπονατέλι δήλωσε ότι το δείπνο ήταν ‘θεσπέσιο’, η εταιρεία ‘συμπαθέστατη’ και η

βραδιά στο σύνολό της ‘απόλαυση’.

Στην πραγματικότητα ο Τρέι και η Τζέιν είχαν δημιουργήσει αυτό που εκείνη αποκαλούσε ‘ζεστή, σπιτική ατμόσφαιρα’ με τόση
πειστικότητα, που και ο ίδιος ο Τρέι κόντευε να ξεχάσει πως όλα

ήταν ένα θέατρο. Καθώς προχωρούσε η βραδιά και η Τζέιν σέρβιρε στο τραπέζι το ένα νοστιμότατο

πιάτο μετά το άλλο, συνειδητοποίησε ότι ένιωθε περισσότερο περήφανος για κείνη παρά για τον

εαυτό του.

Όχι ότι βασιζόταν σ’ εκείνη για να κερδίσει αυτή την υπόθεση -γνώριζε ήδη αρκετά για τα πάθη του

Μπονατέλι ώστε να τον πείσει να κλείσουν τη συμφωνία. Αυτό που τον εξέπληξε ήταν που

συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να σβήσει την προσωπική ακτινοβολία της Τζέιν.

Αν και δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.

«Ξέρεις κάτι, Τρέι», είπε ο Λουίτζι στο τέλος του δείπνου, σκουπίζοντας το στόμα του που είχε
λερωθεί με κρέμα κανάλι, «η γυναίκα σου μαγειρεύει τόσο καλά, που θα μπορούσε κανείς να την

περάσει για Ιταλίδα».

«Σε όλα είναι καλή», μουρμούρισε ο Τρέι κι έπειτα είπε: «Ναι, συμφωνώ ότι κάνει θαύματα».

«Που λες», συνέχισε χαρούμενος ο Λουίτζι, προσθέτοντας κρέμα γάλακτος στον καφέ του.

«Καταλαβαίνεις πολλά για έναν άντρα από τη σύζυγο που διαλέγει».

Και ο πατέρας του δεν είχε πει σχεδόν το ίδιο πράγμα;

«Είναι πολύ ενδιαφέρον», συνέχισε ο Λουίτζι, «αφού για μια γυναίκα δεν μπορείς να καταλάβεις

σχεδόν τίποτε από τους άντρες που διαλέγει». Γέλασε. «Είμαστε όλοι ανάξιοι».

Ο Τρέι έγνεψε καταφατικά. «Ευτυχώς που δεν έχουμε μεγάλο ανταγωνισμό».

«Μια που μιλάμε για ανταγωνισμό», είπε η Τζέιν, στρέφοντας με δεξιοτεχνία τη συζήτηση προς το

θέμα που ήθελε, «ο Τρέι μου λέει πως ο κόσμος κάνει ουρά, με την ελπίδα να αγοράσει την

εταιρεία σου προτού γυρίσεις στη Σικελία».

Στη Σικελία; Ο Τρέι γύρισε απότομα προς το μέρος της. Από πού το ήξερε;

«Α». Ο Λουίτζι κούνησε αμέριμνα το χέρι του. «Αν ο σύζυγός σου θέλει την εταιρεία, είναι δική

του. Απ’ ό,τι βλέπω, είναι από τους ανθρώπους που ακολουθούν την καρδιά τους».

Ο Τρέι έστρεψε το βλέμμα του από τον Λουίτζι στην Τζέιν και ξανά πίσω. «Αυτό είναι; Θα μου την

πουλήσεις;»

«Μμμ». Ο άλλος έγνεψε καταφατικά κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Με την

προϋπόθεση φυσικά ότι θα τα βρούμε στην τιμή».

«Είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσουμε», είπε ο Τρέι, ενώ κοίταζε εντυπωσιασμένος την Τζέιν.

Αυτό που ήθελε το είχε καταφέρει υπερβολικά εύκολα. Και, συν τοις άλλοις, είχε περάσει μια πολύ

όμορφη βραδιά. Η βραδιά τον είχε ευχαριστήσει πολύ περισσότερο από το όφελος που αποκόμιζε.

Παράξενο...

Η Τζέιν τον συνεχάρη μ’ ένα αδιόρατο νεύμα. «Λουίτζι, πρέπει να μας μιλήσεις για τον πατέρα σου.

Δεν ήταν ο πρώτος Μπονατέλι που ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες;»

Έπειτα απ’ αυτό ο Λουίτζι απογειώθηκε. Το ίδιο θα συνέ-βαινε και με την Κατασκευαστική

Μπρέκενριτζ. Τα πράγματα δε θα μπορούσαν να πάρουν καλύτερη τροπή. Και το πιο ωραίο ήταν ότι

ο Τρέι είχε απολαύσει και εκτιμήσει όλα όσα απόλαυσε και εκτίμησε ο Λουίτζι εκείνη τη βραδιά.

Ούτε ο Τρέι ούτε η Τζέιν είχαν τη νευρικότητα που σημάδεψε την πρώτη τους βραδινή έξοδο με τον

πατέρα του. Όλα εξελίσσονταν φυσικά, σαν να ήταν ζευγάρι στην πραγματικότητα.

Αυτό ήταν επικίνδυνο.

Αργότερα το ίδιο βράδυ, καθώς έπιναν οι δυο τους ένα τελευταίο ποτό και συζητούσαν τα αποψινά

γεγονότα, ο Τρέι συνειδητοποίησε ότι η Τζέιν τον γοήτευε όλο και περισσότερο. «Θα μπορούσα να

το συνηθίσω», άκουσε τον εαυτό του να λέει.


«Τι να συνηθίσεις;»

Ήταν έτοιμος να πει «το γάμο» μα συγκρατήθηκε. Θα ήταν λάθος. Δε γινόταν να συνηθίσει το γάμο, δεν ήταν άνθρωπος της παντρειάς.
Απλώς είχε ξεμυαλιστεί. Αυτό που ποθούσε ήταν το κορμί της

Τζέιν και τίποτα περισσότερο.

Αν ήταν τόσο ανόητος ώστε να της προτείνει να μονιμοποιήσουν το γάμο τους, θα έκανε το

μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Αργά ή γρήγορα θα το μετάνιωναν και οι δυο.

«Τι να συνηθίσεις, Τρέι;» επανέλαβε εκείνη.

«Να...» Προσπάθησε να βρει μια απάντηση και να αγνοήσει το ονειροπόλο βλέμμα της που τον

κοίταζε ερωτηματικά. «Να αγοράζω διάφορες εταιρείες».

«Α». Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Ναι, απ’ ό,τι φαίνεται έχεις ταλέντο σ’ αυτό».

Εκείνος συγκατένευσε με ζωηρό ύφος. «Ας ελπίσουμε ότι θα το πραγματοποιήσουμε. Έχω βαρεθεί

να εξαρτώνται όλα από την Ντάβενπορτ. Αυτή η επιταγή καλά θα κάνει να έρθει στα χέρια μας μες

στην εβδομάδα».

«Είμαι σίγουρη ότι θα έρθει», του είπε με άτονη φωνή. Όταν τον κοίταξε, ο Τρέι πρόσεξε ότι η

λάμψη που υπήρχε στα μάτια της όλο το βράδυ είχε σβήσει.

Εκείνος την είχε σβήσει.

Αμέσως τσιτώθηκαν τα νεύρα του. Τι να έκανε; Να της έδινε θάρρος; Να της έκανε έρωτα και να

την άφηνε να πιστεύει ότι ο γάμος τους είχε περισσότερη βαρύτητα απ’ ό,τι είχε

στην πραγματικότητα;

Δεν μπορούσε να της το κάνει αυτό. Ίσως να την πλήγωνε τώρα, αλλά θα πληγωνόταν πολύ

περισσότερο έπειτα από μια τέτοια προδοσία. Η Τζέιν Μίλερ δεν ήταν από τις γυναίκες που τις

χρησιμοποιείς για να σβήσεις το πάθος σου. Δεν ήταν από τις γυναίκες που κάνεις σεξ μαζί τους και

μετά τις παρατάς.

Η Τζέιν Μίλερ ήταν από τις γυναίκες που παντρεύεσαι.

Αυτό ήταν το πρόβλημα. Με το να την παντρευτεί, ήταν σαν να την είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει

σεξ. Δεν μπορούσε να

της δώσει θάρρος. Διάολε, ούτε στον εαυτό του μπορούσε να δώσει άλλο θάρρος. Αρκετά είχαν

παίξει την παράσταση της σπιτικής θαλπωρής.

Τώρα έπρεπε να επιστρέψουν στην επαγγελματική τους σχέση. Και, μόλις έπαιρνε την επιταγή από

την Ντάβενπορτ και εξοφλούσε το χρέος του στον Ράνκιν, θα ξαναγυρνούσε στην εργένικη ζωή.

***

Την επόμενη εβδομάδα δεν ήρθε καμιά επιταγή από την Ντάβενπορτ. Κάθε μέρα τα πράγματα

χειροτέρευαν για την Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ και τον Τρέι. Στη δουλειά ήταν συνεχώς

εκνευρισμένος και από το γραφείο δεν έφευγε σχεδόν ποτέ. Η Τζέιν δεν τον είδε στο διαμέρισμα
ούτε μια φορά. Υπό άλλες συνθήκες θα νόμιζε πως την απέφευγε, αλλά τα οικονομικά δεδομένα

ήταν τόσο θλιβερά, που ακόμη κι εκείνη καταλάβαινε ότι ο Τρέι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να

μένει στο γραφείο και να προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να βγουν απ’ αυτή την απελπιστική

κατάσταση.

Ο Ράνκιν είχε ζητήσει εξόφληση του δανείου, όπως ακριβώς το περίμεναν. Και η ειρωνεία ήταν ότι

η μόνη φορά που ο Τρέι χαλάρωσε λίγο ήταν όταν ο Ντικ Μονρόε περιέγραψε το σοκ που έπαθε ο

δικηγόρος του Ράνκιν όταν τον πληροφόρησε ότι ο Τρέι δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Ο

Τρέι, η Τζέιν και ο Ντικ γέλασαν κάπως μ’ αυτό, αλλά έπειτα από λίγο ο Τρέι βυθίστηκε στη σιωπή

και από κει και πέρα ήταν μονίμως μελαγχολικός.

Η αγωγή προχωρούσε, ο Ράνκιν και οι συνεργάτες του πάσχιζαν να βρουν τρόπο να βάλουν χέρι

στην περιουσία μέσω της Τζέιν, αλλά προς το παρόν ο Τρέι και η εταιρεία δεν κινδύνευαν.

Έπειτα από έξι μέρες μαρτυρικής αναμονής, έλαβαν ένα συστημένο γράμμα από την Ντάβενπορτ. Η

Τζέιν υπέγραψε για την παραλαβή του, μα δίστασε να το δώσει στον Τρέι. Ο φάκελος ήταν μικρός

και πολύ λεπτός για να περιέχει το επικυρωμένο συμβόλαιο που περίμεναν.

Κοίταξε το φάκελο στο φως. Μέσα διέκρινε το λογότυπο της Ντάβενπορτ, αλλά δεν μπορούσε να

διαβάσει τα γράμματα στο διπλωμένο χαρτί. Ακούμπησε το φάκελο στο γραφείο. Τι προσπαθούσε

να κάνει; Και να μάθαινε το περιεχόμενο του γράμματος, δε γινόταν να προστατεύσει τον Τρέι.

Τρέμοντας από την ταραχή της, σηκώθηκε όρθια, πήγε στο γραφείο του και χτύπησε απαλά την

πόρτα. «Τρέι;»

«Πέρνα μέσα, Τζέιν».

Εκείνη άνοιξε την πόρτα, μπήκε και την έκλεισε αθόρυβα.

Ο Τρέι την κοίταξε διαπεραστικά. «Δε νομίζω ότι μου φέρνεις καλά νέα», είπε σε λίγο.

«Δεν ξέρω τι είναι». Του έδωσε το φάκελο.

Εκείνος τον πήρε και τον κοίταξε στο φως, όπως είχε κάνει και η Τζέιν. «Δε μου μοιάζει για το

συμβόλαιο», είπε κοφτά.

«Αν χρειαστείς οτιδήποτε, φώναξέ με», του είπε η Τζέιν και γύρισε να φύγει.

«Τζέιν».

Γύρισε πάλι προς το μέρος του. «Ναι;»

«Σε χρειάζομαι».

Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. «Τι μπορώ να κάνω;»

«Σε ένα λεπτό θα ξέρουμε». Ο Τρέι έσκισε το φάκελο. «Ό,τι κι αν περιέχει, θα χρειαστεί να

δράσουμε, αυτό σου το εγγυώμαι».

Ο Τρέι έβγαλε τη μοναδική σελίδα και άρχισε να τη διαβάζει. Η Τζέιν είχε την αίσθηση ότι περίμενε

μια αιωνιότητα μέχρι εκείνος να γείρει στην πολυθρόνα του και να πετάξει το χαρτί πάνω στο
γραφείο.

«Τι γράφει;» τον ρώτησε.

«Ακυρώνουν το συμβόλαιο».

«Τι;» Είχε φανταστεί ότι το γράμμα ανέφερε δευτερεύοντα προβλήματα ή αλλαγές στους όρους, αλλά όχι ακύρωση. «Όλη η δουλειά
ακυρώνεται;»

«Ναι, όλη η δουλειά ακυρώνεται».

«Μα... μα... γιατί;»

Της έδειξε το γράμμα με μια νευρική χειρονομία. «Μπορείς να το διαβάσεις. Βασικά λέει ότι οι

όροι δεν ήταν αυτοί που περίμεναν, τα νούμερα δεν ταίριαζαν με τα δικά τους και τα

λοιπά και τα λοιπά, αλλά αυτό που εννοούν είναι ότι άλλαξαν γνώμη για μας και θέλουν να

λύσουμε τη συμφωνία».

«Είναι παράλογο. Η προσφορά μας ήταν καλή, η δουλειά μας άψογη και από τότε που

συμφωνήσαμε για τους όρους δεν έχει αλλάξει τίποτα».

Όταν ο Τρέι απάντησε, η φωνή του ήταν υπερβολικά ήρεμη. «Έχει αλλάξει ένα πράγμα».

«Τι;» Η Τζέιν άρχισε να ανησυχεί.

«Από τότε που κάναμε την προσφορά, ο πρόεδρος της Κατασκευαστικής Μπρέκενριτζ

αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και μεταβίβασε την περιουσία του στη σύζυγό του. Στην

πρόσφατη σύζυγό του». Σήκωσε το χέρι του κι έδωσε μια στο κεφάλι του με την παλάμη του. «Είναι

πολύ ανόητο. Πώς και δεν το σκέφτηκα. Με είχαν απορροφήσει τόσο πολύ οι προσπάθειές μου να

εμποδίσω την αγωγή, που δε μου πέρασε καν από το μυαλό τι εντύπωση θα σχημάτιζαν οι εταιρείες

με τις οποίες συνεργαζόμαστε».

Η Τζέιν έκανε το γύρο του γραφείου, στάθηκε πίσω του και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.

«Τρέι, δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχείς γι’ αυτό. Από πού θα μαθευόταν; Τώρα που το σκέφτομαι, πώς το έμαθε η Ντάβενπορτ;»

Ο Τρέι έστρεψε την πολυθρόνα του προς το μέρος της. «Μόνο έναν τρόπο μπορώ να σκεφτώ. Ο

Ράνκιν τους έδωσε τις πληροφορίες».

Η Τζέιν πήγε να φέρει αντίρρηση, μα σταμάτησε και το σκέφτηκε. «Ο Ράνκιν είναι μέτοχος της

εταιρείας μας και θα έχανε πολλά αν υπονόμευε τη συμφωνία».

Ο Τρέι κούνησε το κεφάλι του. «Γι’ αυτόν είναι σταγόνα στον ωκεανό. Αν η μανία του να πάρει

εκδίκηση είναι όση νομίζει ο μπαμπάς μου, δε θα τον πειράζει το κόστος».

«Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα άφηνε ολόκληρη την εταιρεία να καταστραφεί, μονάχα για να σ’

εκδικηθεί;»

Ο Τρέι γέλασε άκεφα. «Πιθανόν. Ή ίσως να νομίζει ότι μπορεί να αποκτήσει τον έλεγχο της

εταιρείας και να την εμποδίσει να χρεοκοπήσει εντελώς». Σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Δεν έχω

ιδέα τι έχει στο μυαλό του».


Η Τζέιν σάλεψε νευρικά. «Πάντως δεν υπάρχει τρόπος να βεβαιωθούμε ότι πίσω απ’ αυτό κρύβεται

ο Ράνκιν».

«Είμαι πολύ καιρό στο επάγγελμα και μπορώ να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου σε τέτοιες

περιπτώσεις. Ο Ράνκιν κρύβεται πίσω απ' αυτό». Στη φωνή του δεν υπήρχε ίχνος αμφιβολίας.

«Τέλος πάντων, όπως κι αν έγινε, δε θα καταθέσουμε τα όπλα».

Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα ο Τρέι την κοίταξε σαν να την είχε μόλις ακούσει. «Τι είπες;»

«Είπα ότι δε θα καταθέσουμε τα όπλα. Πρέπει να περάσουμε στην αντεπίθεση».

Το βλέμμα του μαλάκωσε και μόνο τότε πρόσεξε η Τζέιν πόσο καταβεβλημένος ήταν. Οι

γοητευτικές γραμμές που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του όταν χαμογελούσε ήταν τώρα βαθιές

ρυτίδες και κάτω από τα μάτια του είχε μαύρους κύκλους. «Έπειτα απ’ όλα αυτά δε θα φύγεις για

να μη ζημιωθείς κι άλλο;»

«Τι και να σ’ αφήσω εδώ να τα αντιμετωπίσεις όλα μόνος σου; Με τίποτα».

Ο Τρέι της έπιασε το χέρι και την τράβηξε ένα βήμα πιο κοντά του. «Είσαι μία στο εκατομμύριο».

«Κι εσύ το ίδιο», του είπε με απαλή φωνή.

«Δε μου αξίζεις». Φίλησε την παλάμη της κι έπειτα την κοίταξε στα μάτια χωρίς να της αφήσει το

χέρι. «Αν όμως θέλεις να μείνεις, θα κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω».

Η Τζέιν μάζεψε όλο της το θάρρος. «Μιλάς ακόμη για τη δουλειά;»

Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Πόσα είσαι διατεθειμένη να μου δώσεις;»

«Όλο μου τον εαυτό». Τα λόγια τής ξέφυγαν προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Ωστόσο δεν πείραζε, γιατί δεν ήθελε να συγκρατηθεί. Όχι
πια.

Με μια γρήγορη κίνηση, ο Τρέι την έβαλε να καθίσει στα πόδια του και την αγκάλιασε. «Είσαι

σίγουρη γι' αυτό;»

Η αγκαλιά του της έδωσε δύναμη. «Απόλυτα σίγουρη».

Εκείνος παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της, χαϊδεύοντας απαλά τον κρόταφό της. «Είσαι

πολύ όμορφη».

Η Τζέιν αναψοκοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ευχαριστώ», του είπε γελώντας αμήχανα.

Ο Τρέι παρέμεινε σοβαρός. «Το εννοώ». Της έπιασε τρυφερά το μάγουλο. «Δύσκολα μπορεί να σου

αντισταθεί κανείς».

«Γιατί να μου αντισταθεί;» Δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει έτσι κι ένιωσε σαν να ξέφευγε από τα

όρια της πραγματικότητας. Ωστόσο της άρεσε.

«Γιατί αν πάμε εκεί που θα ήθελα, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Μπορεί

να χαλάσει ο γάμος μας».

Η Τζέιν χαμογέλασε, ελπίζοντας ότι ο Τρέι δεν άκουγε τους γεμάτους λαχτάρα χτύπους της

καρδιάς της. «Είμαι πρόθυμη να το διακινδυνεύσω». Ήταν δυνατό να βγει αληθινό το όνειρό της; Εκείνος την πλησίασε περισσότερο, τη
φίλησε απαλά στα χείλη κι έπειτα τραβήχτηκε. Για μια
απειροελάχιστη στιγμή την κοίταξε στα μάτια και οι ανάσες τους έγιναν ένα. Ύστερα υπέκυψε στον

πόθο του κι έσκυψε και τη φίλησε ξανά. αυτή τη φορά με πάθος.

Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που ζαλίστηκε, άρχισε να στροβιλίζεται σε μια ονειροχώρα, γεμάτη χρώματα, μουσική και αισθήσεις
που αδυνατούσε να κατονομάσει.

Κόντευε να ξεχάσει πού βρισκόταν, αλλά τα γέλια που ακούστηκαν ξαφνικά από το διάδρομο της

τράβηξαν αμυδρά την προσοχή. «Η πόρτα», μουρμούρισε μέσα από την ομίχλη όπου στροβιλιζόταν

και αναρωτήθηκε αν ονειρευόταν. «Δεν είναι κλειδωμένη».

«Δε με νοιάζει».

«Εμένα με νοιάζει». Τραβήχτηκε με κομμένη την ανάσα. «Μια στιγμή να την κλειδώσω». Αυτό

απάντησε στην ερώτησή της αν ονειρευόταν. Πρέπει να συνέβαινε στην πραγματικότητα. Στα όνειρά

της δεν ήταν ποτέ τόσο πρακτική.

Ο Τρέι της έπιασε το χέρι. «Την τελευταία φορά που με άφησες σ’ αυτή την κατάσταση, δεν

ξαναγύρισες».

Επομένως θυμόταν. «Δε θα απομακρυνθώ πάνω από τρία

μέτρα». Γύρισε το κλειδί, μα ένιωθε ακόμη τόσο ζαλισμένη, που αναγκάστηκε να στηριχτεί στην

πόρτα για να ξαναβρεί την ανάσα της. «Είδες;»

Ο Τρέι σηκώθηκε και την πρόλαβε στο κέντρο του δωματίου. Χωρίς να πει λέξη, την πήρε στην

αγκαλιά του, τη φίλησε ξανά και την έσφιξε πάνω του, ώσπου η Τζέιν ένιωσε ότι γίνονταν ένα.

Τίποτα δεν τους χώριζε.

«Σε θέλω, Τζέιν», της ψιθύρισε.

Εκείνη παραλίγο να ξεφωνίσει από ευτυχία μόλις άκουσε τα λόγια που τόσες φορές είχε φανταστεί.

«Νομίζω ότι σε ήθελα εδώ και πολύ καιρό», συνέχισε ο Τρέι. «Πες μου ότι νιώθεις το ίδιο».

«Το νιώθω», του ψιθύρισε με απαλή φωνή. «Το νιώθω». Δεν ήθελε να πει περισσότερα, από φόβο

ότι μπορεί να διαλυόταν αυτή η εύθραυστη παραίσθηση.

«Είσαι σίγουρη;» Γλίστρησε το χέρι του στην πλάτη της και σταμάτησε στο γοφό της. Η Τζέιν

αναρίγησε νιώθοντας το απαλό άγγιγμά του.

«Ποτέ δεν ήμουν τόσο σίγουρη». Του έπιασε το χέρι και τρέμο-ντας από ανυπομονησία, το οδήγησε

στα κουμπιά του παντελονιού της. Το δέρμα του έκαιγε πάνω από το λεπτό ύφασμα, ανάβοντας

μέσα της φωτιές. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία».

«Νιώθω σαν να το περίμενα ολόκληρη αιωνιότητα». Χωρίς να βιάζεται, ο Τρέι κατέβασε το

παντελόνι της γύρω από τους γοφούς της ενώ παράλληλα την κοίταζε στα μάτια. Κάθε φορά που τα

δάχτυλά του άγγιζαν το δέρμα της, εκείνη ριγούσε από ευχαρίστηση.

«Κι εγώ το ίδιο νιώθω». Με φοβερή νευρικότητα, έπιασε το κουμπί του παντελονιού του και

προσπάθησε να το ξεκουμπώσει. Ο πόθος της φούντωνε τόσο γρήγορα, που ξαφνιάστηκε και η ίδια.
Εκείνος τη βοήθησε, χωρίς να την κάνει να νιώσει αμηχανία, τίναξε τα πόδια του και το παντελόνι

έπεσε στο πάτωμα. Η Τζέιν περίμενε να την πιάσουν οι ντροπές, μα ανακάλυψε πως αισθανόταν

πολύ άνετα μαζί του.

Ήξερε ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν ούτε κακό ούτε ανήθικο.

Ο Τρέι έκανε ένα βήμα πίσω και με μια κίνηση έβγαλε το πουκάμισό του, χωρίς να ξεκουμπώσει τα

κουμπιά. Δεν είναι ώρα για συστολές, σκέφτηκε η Τζέιν και ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος

του, έτσι όπως είχε φανταστεί να κάνει εκατοντάδες φορές. Το στήθος του ήταν ακόμη πιο

σκληρό και μυώδες απ’ ό,τι το έβλεπε στα όνειρά της. Ήταν πολύ δυνατός άντρας και έτρεμε από

τη λαχτάρα να τον νιώσει μέσα στο κορμί της.

Τον ήθελε τόσο πολύ καιρό, που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι επιτέλους συνέβαινε.

Χωρίς να πει λέξη, τον άφησε να ξεκουμπώσει αργά την μπλούζα της και κάθε κουμπί την έφερνε

πιο κοντά στην ένωση που ποθούσε. Όταν η μπλούζα βρέθηκε στο πάτωμα, ο Τρέι δε βιάστηκε.

Άρχισε να τη χαϊδεύει σέρνοντας απαλά τα δάχτυλά του στο δέρμα της. Τα φιλιά του νάρκωσαν

τις αισθήσεις της. Ξεκούμπωσε το σουτιέν της, που κατέληξε με τη σειρά του κι αυτό στο πάτωμα, πάνω στο σωρό των ρούχων που
μεγάλωνε ολοένα. Στο τέλος κατέβασε αργά το σλιπάκι της γύρω

από τους γοφούς της. Η Τζέιν άρχισε να τρέμει όταν εκείνος γονάτισε μπροστά της και της άπλωσε

το χέρι του.

Η καρδιά της σκιρτούσε και μόνο που τον κοίταζε. Την ήθελε. Την ποθούσε. Εκείνη, όχι κάποια

άλλη.

Του έπιασε το χέρι και γονάτισε μπροστά του, μα η ψυχή της έτρεμε τόσο πολύ, που αμφέβαλλε ότι

θα άντεχε άλλο. Στα χείλη του έσκασε ένα χαμόγελο, εκείνο το χαμόγελο που τη μάγευε εδώ και

τόσο καιρό και η καρδιά της παραλίγο να σταματήσει. Ύστερα την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του.

Από εκείνη τη στιγμή η Τζέιν παραδόθηκε ολοκληρωτικά στον πόθο που ένιωθε εδώ και πέντε

χρόνια. Ήταν ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι είχε φανταστεί και το είχε φανταστεί αμέτρητες φορές. Με

αργές, τρυφερές κινήσεις ο Τρέι τη μύησε στις σωματικές ηδονές που δεν είχε βιώσει ποτέ, αλλά

αναρωτιόταν πώς να είναι. Ακόμη και τη στιγμή που την έκανε δική του ήταν σίγουρη ότι δε θα

μετάνιωνε ποτέ που του χάρισε την παρθενιά της. Ήταν ο μόνος άντρας που είχε

αγαπήσει πραγματικά στη ζωή της.

Αργότερα ξάπλωσαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα. «Έπρεπε να μου το πεις πως ήταν η πρώτη σου

φορά», τη μάλωσε εκείνος με βραχνή φωνή.

Εκείνη αναψοκοκκίνισε και χαμήλωσε βιαστικά το βλέμμα της. «Τόσο εμφανές ήταν;» Δεν έβλεπε

τίποτα που να το αποδεικνύει.

Ο Τρέι τη φίλησε στο μάγουλο. «Όχι έτσι όπως νομίζεις. Ήσουν θαυμάσια. Υπέροχη».

Η Τζέιν κοκκίνισε ξανά, αλλά αυτή τη φορά από χαρά. «Δεν επιζητούσα επαίνους. Παρ’ όλα αυτά, σ’ ευχαριστώ».
«Το περιβάλλον είναι εντελώς ακατάλληλο». Ο Τρέι έδειξε με μια χειρονομία το γραφείο. «Θα

έπρεπε να βρισκόμαστε στο δωμάτιο κανενός πολυτελούς ξενοδοχείου, με επιχρυσωμένους

τοίχους, σατινένια σεντόνια και ροδοπέταλα απλωμένα πάνω στο κρεβάτι».

«Είμαι πολύ χαρούμενη κι έτσι όπως έγινε, σ’ ευχαριστώ πολύ». Ο Τρέι δε θα μάθαινε ποτέ πόσο το

εννοούσε, όμως δεν πείραζε. Αυτή την ευτυχία θα τη φύλαγε για πάντα στην καρδιά της και, όποτε

ήθελε, θα τη θυμόταν και θα την ξαναζούσε.

Ο Τρέι την κοίταξε στα μάτια. «Σου αξίζει το καλύτερο». Άγγιξε τα χείλη της. «Μακάρι να

μπορούσα να σου το προσφέρω. Δυστυχώς, σε λίγο καιρό δεν αποκλείεται να μένω σ’ αυτό εδώ το

γραφείο».

«Τρέι, τι είναι αυτά που λες! Δεν είναι αλήθεια».

«Σωστά, δεν είναι. Θα αγωνιστούμε».

«Ακριβώς».

Εκείνος γέλασε απαλά. «Δεν ξέρεις τι σήμαιναν τα λόγια σου για μένα. Δεν έχω ξαναγνωρίσει

γυναίκα που να με δέχεται γι’ αυτό που είμαι, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες».

«Και στις καλές και στις άσχημες», είπε η Τζέιν, μα έπειτα συνειδητοποίησε την ειρωνεία. «Τρόπος

του λέγειν».

Ο Τρέι την κοίταξε για μια στιγμή παράξενα κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. «Τρόπος του λέγειν».

Για λίγη ώρα απόμειναν σιωπηλοί, έπειτα η Τζέιν είπε: «Ίσως πρέπει να ξαναστρωθούμε στη

δουλειά. Έχουμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα».

«Μπορούν να περιμένουν», γκρίνιαξε ο Τρέι. «Μήνες είχα να νιώσω τόσο όμορφα. Δε θέλω να

τελειώσει».

«Ούτε εγώ».

«Όμως έχεις δίκιο. Έχουμε πολλές δουλειές». Παρ’ όλα αυτά δεν έκανε καμιά κίνηση για να

σηκωθεί.

Ούτε εκείνη. «Απειρες δουλειές».

«Στο κάτω κάτω, σε εργασιακό χώρο βρισκόμαστε». Ο τόνος του ήταν βαριεστημένος. «Θα έπρεπε

να δουλεύουμε». Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του.

«Σωστά».

«Αυτό που κάναμε όμως μου αρέσει περισσότερο».

«Κι εμένα». Σώπασε διστακτικά. «Επομένως, σοβαρά, ήταν όντως... καλό;»

Ο Τρέι προσποιήθηκε πως δεν την κατάλαβε. «Τι ήταν καλό;»

Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στα ουράνια. «Το κείμενο που μου υπαγόρευσες νωρίτερα».

«Α, το κείμενο». Χαμογέλασε πονηρά. «Νομίζω πως ήταν καλό».

Δεν είχε υπάρξει ούτε μια φορά που να μην τη σαγήνευσε αυτό το χαμόγελο. «Το πιστεύεις;»
Της έγνεψε καταφατικά. «Αλλά ίσως πρέπει να το ξανακάνουμε». Την τράβηξε κοντά του και τη

φίλησε στο πρόσωπο, στ' αυτιά, στο λαιμό. «Απλώς για να είμαστε σίγουροι».

Τότε τη φίλησε με πάθος. Η γλώσσα του έγινε ένα με τη δική της, ανάβοντας φωτιές στο κορμί της.

Η Τζέιν τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί του, λαχταρώντας να σμίξει μαζί του και

παραδόθηκε άλλη μια φορά στον πόθο της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ήταν δύο η ώρα και κάτι όταν ο Τρέι αποκοιμήθηκε στον καναπέ του γραφείου του. Είχαν περάσει

μαζί αρκετές ώρες, αγνοώντας τον υπόλοιπο κόσμο. Τους είχε αναζωογονήσει και τους δύο αυτό.

Ειδικά για τον Τρέι ήταν τρομερή ανακούφιση. Η Τζέιν τον κοίταξε για λίγα λεπτά, μα δε θέλησε να

τον ξυπνήσει. Είχε μεγάλη ανάγκη να ξεκουραστεί. Μπορεί να είχε πολλές δουλειές, αλλά καμιά δεν

ήταν επείγουσα.

Προχώρησε μέχρι το γραφείο του και πήρε το γράμμα από την Ντάβενπορτ. Στο παρελθόν είχε

καταφέρει πολλές φορές να λύσει προβλήματα προτού καν φτάσουν στον Τρέι. Ένιωθε περήφανη

γι’ αυτό, ήταν σαν να νικούσε το χρόνο. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε νικήσει το χρόνο, αλλά ίσως

να μπορούσε ακόμη να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει.

Βγήκε αθόρυβα από το γραφείο και κλείδωσε την πόρτα για να μην μπει κανείς και τον βρει να

κοιμάται. Έπρεπε να κάνει κάτι. Της είχε έρθει μόνο μια ιδέα, μα, αν και παράλογη, στριφογύριζε

συνέχεια στο μυαλό της και δεν μπορούσε να την διώξει. Νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει

τρελά, άνοιξε τον τηλεφωνικό της κατάλογο στο ‘Ν’ και πήρε στο γραφείο του Ντάβενπορτ.

Απάντησε η γραμματέας του.

«Είμαι η Τζέιν Μίλερ από την Κατασκευαστική Μπρέκεν-ριτζ. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο

Ντάβενπορτ, παρακαλώ». Η Τζέιν μετακίνησε το ακουστικό στο άλλο της αυτί και πρόσεξε ότι οι

παλάμες της είχαν ιδρώσει από το άγχος.

«Τζέιν;» αποκρίθηκε η γραμματέας με απρόσμενο ενθουσιασμό. «Είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Είμαι η

Ντέμπι Λάνκαστερ. Παλιά δουλεύαμε μαζί στη Σκάιρον».

Η Τζέιν χαλάρωσε λιγάκι. Δεν ήταν προετοιμασμένη να ακούσει κάποια φιλική φωνή. «Ντέμπι.

Φυσικά και σε θυμάμαι. Πώς είσαι;»

«Καταπληκτικά, υπέροχα. Ο Σίνγκλετον μου έκανε επιτέλους πρόταση γάμου -τον θυμάσαι τον

Σίνγκλετον, έτσι δεν είναι;- και παντρευόμαστε το Μάιο. Φυσικά πρέπει να πάμε στο Ντε Μόιν, γιατί από κει κατάγεται η οικογένειά του,
αλλά, δε με πειράζει».

Η Τζέιν δάγκωσε το κάτω χείλι της. Δεν είχε διάθεση για κοριτσίστικες κουβεντούλες, αλλά αν η

Ντέμπι ήταν γραμματέας του Ντάβενπορτ, ίσως να τη βοηθούσε να μάθει τι έγινε με το συμβόλαιο.

«Συγχαρητήρια, Ντέμπι», της είπε όσο πιο χαρούμενα μπορούσε. «Θα πρέπει να είσαι

ενθουσιασμένη».
«Είμαι, είμαι. Εσύ τι κάνεις; Δουλεύεις τώρα στην Μπρέ-κενριτζ; Είναι αλήθεια ότι η εταιρεία

βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας;»

Η Τζέιν άρπαξε αμέσως την ευκαιρία. «Της χρεοκοπίας; Όχι! Πού στο καλό το άκουσες αυτό;»

«Δεν τα ’μαθές; Είχαμε ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο με την Μπρέκενριτζ, αλλά το αφεντικό μου

ανακάλυψε ότι ετοιμάζονται να κηρύξουν πτώχευση και το ακύρωσε. Πάνω στην ώρα, απ’ ό,τι

φαίνεται, γιατί μάθαμε ότι η εταιρεία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Λυπάμαι, δεν ήθελα

να σου πω εγώ τα νέα». Στην πραγματικότητα δεν ακουγόταν καθόλου λυπημένη.

Η Τζέιν προσπάθησε να παραμείνει ήρεμη. «Ντέμπι, μήπως έχεις ιδέα από πού το έμαθε αυτό το

αφεντικό σου;»

«Φυσικά. Ένας από τους φίλους του, που παίζουν μαζί γκολφ, δάνεισε χρήματα στην εταιρεία και

τώρα αρνούνται να του τα επιστρέφουν. Ήταν μέτοχος και νόμιζε ότι θα προστάτευε την επένδυσή

του και θα βοηθούσε έναν παλιό φίλο που βρισκόταν σε δύσκολη θέση, μα τώρα έμεινε στα κρύα

του λουτρού. Και το ποσό είναι πενήντα εκατομμύρια δολάρια».

Της Τζέιν της κόπηκε η ανάσα. «Πενήντα εκατομμύρια; Είσαι σίγουρη πως είπε πενήντα

εκατομμύρια;»

«Ναι, πενήντα ολόκληρα εκατομμύρια». Χαμήλωσε τη φωνή της συνωμοτικά. «Και ο πρόεδρος της

εταιρείας δεν έχει ούτε μία μετοχή, το ήξερες αυτό; Δεν έχει να χάσει τίποτα. Αυτό θορύβησε

περισσότερο τον Σάιμον -ο Σάιμον είναι το αφεντικό μου. Είπε ότι αν ο τύπος με τον οποίο θα

συνεργαστεί δεν έχει χρήματα στην εταιρεία, δεν πρόκειται να επενδύσει. Έτσι ακριβώς είπε».

Η Τζέιν έσμιξε τα φρύδια της. «Δηλαδή νομίζεις ότι γι’ αυτό ακύρωσε το συμβόλαιο;»

«Φυσικά. Εσύ δε θα το ακύρωνες;»

«Αυτός ο φίλος που λες ότι παίζουν γκολφ, μήπως είναι κατά τύχη ο Φιλίπ Ράνκιν;»

«Ν... ναι. Πού το ξέρεις;»

Η Τζέιν χτύπησε νευρικά τα νύχια της πάνω στο γραφείο. «Πρέπει να δω το αφεντικό σου. Μπορείς

να μου κλείσεις ένα ραντεβού σήμερα το απόγευμα;»

Ακολούθησε μια μικρή παύση. Προφανώς της Ντέμπι δεν της άρεσε η πιθανότητα να γνωρίζει

κάποιος άλλος περισσότερα γι’ αυτή τη σαπουνόπερα. «Θέλεις να δεις τον Σάιμον;»

Η Τζέιν σκέφτηκε στα γρήγορα και κατέληξε ότι υπήρχε μόνο ένας σίγουρος τρόπος για να

κερδίσει τη βοήθεια της Ντέμπι. «Δε θα το πιστέψεις αυτό που συμβαίνει».

«Ααα... τι;» Η Ντέμπι ξαναβρήκε το κέφι της.

«Ο Φιλίπ Ράνκιν ήταν κάποτε ερωτευμένος με...» Σώπασε για να την εντυπωσιάσει και μέτρησε από

μέσα της ως το τρία. «Δεν μπορώ να σ’ τα πω από το τηλέφωνο. Πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε

στον... στον Σάιμον προτού αρχίσω να διαδίδω πικάντικα κουτσομπολιά...» Σώπασε και πάλι, ελπίζοντας ότι η Ντέμπι θα τσιμπούσε το
δόλωμα.
Το τσίμπησε. «Περίμενε, περίμενε, για να δω». Έπεσε σιωπή και η Τζέιν άκουσε την Ντέμπι να

ξεφυλλίζει χαρτιά. «Μπορείς να είσαι εδώ σε μισή ώρα;»

Η Τζέιν σηκώθηκε όρθια. «Ξεκινάω τώρα».

«Θα σε βάλω στις τρεις. Του περισσεύουν μόνο δεκαπέντε λεπτά».

«Μου φτάνουν». Με το ζόρι συγκρότησε τον ενθουσιασμό της. «Έρχομαι αμέσως».

***

Καθώς πήγαινε με το αυτοκίνητό της στο γραφείο του Ντά-βενπορτ, η Τζέιν έκανε νοερά έναν

κατάλογο για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξεχάσει καμιά σημαντική λεπτομέρεια προτού φύγει. Είχε

βγάλει άλλα τρία φωτοαντίγραφα του συμβολαίου με την Ντάβενπορτ και τηλεφώνησε στον Ντικ

Μονρόε για να πιστοποιήσει ότι εκείνη έβαζε πλέον την υπογραφή της σε τέτοια θέματα. Στον Τρέι

άφησε ένα σημείωμα, που του έλεγε να την περιμένει και να μην κάνει καμιά κίνηση στο

ζήτημα της Ντάβενπορτ μέχρι να επικοινωνήσουν. Έβγαλε επίσης αντίγραφα των εγγράφων του

δανείου από τον Ράνκιν, που έδειχναν το πραγματικό οφειλόμενο ποσό, για την περίπτωση που θα

τα χρειαζόταν ως αποδεικτικά στοιχεία.

Το μόνο που δεν είχε κάνει ήταν να καταστρώσει ένα καλό σχέδιο για τη συνάντησή της με τον

Ντάβενπορτ. Δεν τον είχε ξαναδεί και δεν είχε ιδέα τι άνθρωπος ήταν. Ήλπιζε και προσευχόταν

μονάχα να ήταν από τους ανθρώπους που σκέφτονται λογικά και πείθονται από τις τίμιες

προθέσεις. Νοερά επανέλαβε όλους τους λόγους που η Μπρέκενριτζ ήταν η καλύτερη εταιρεία για

τη δουλειά. Λίγο περισσότερο δυσκολεύτηκε να βρει με ποιο τρόπο θα υπαινισσόταν ότι ο

Ρανκιν ίσως είχε προσωπικούς λόγους, χωρίς να δώσει την εντύπωση ότι τον συκοφαντεί.

Δε θα ήταν εύκολο.

Όταν έφτασε στο γραφείο, η Ντέμπι πετάχτηκε από την καρέκλα της για να την αγκαλιάσει και

παραλίγο να πνιγεί με τα ακουστικά του τηλεφώνου της. «Παντρεύτηκες;» τη ρώτησε μόλις είδε τη

βέρα στο χέρι της Τζέιν.

Ήταν μια από τις πολλές φορές στη ζωή της που η Τζέιν ευχήθηκε να είχε εύκαιρη μια τάρτα για να

την πετάξει στο πρόσωπο του συνομιλητή της. «Απ’ ό,τι βλέπω, ξαφνιάστηκες», της απάντησε

ψυχρά.

«Ναι, ξαφνιάστηκα», συνέχισε η Ντέμπι. «Ποιον παντρεύτηκες;»

Η Τζέιν έσφιξε τα δόντια της και προσπάθησε να φερθεί ευγενικά. «Πω, πω νόμιζα ότι σου το είπα

όταν μιλήσαμε

νωρίτερα. Ο άντρας μου είναι ο Τρέι Μπρέκενριτζ». Η Ντέμπι την κοίταξε ανέκφραστα. «Ο

πρόεδρος της Κατασκευαστικής Μπρέκενριτζ».

Αυτό ήταν αρκετό. Η Ντέμπι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. «Ο πρόεδρος της εταιρείας! Γι' αυτό

θέλεις να δεις τον Σάιμον και να σώσεις το συμβόλαιο». Χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Μου
αρέσει να βλέπω γυναίκες που υποστηρίζουν τους άντρες τους».

Η Τζέιν άρχισε να φουντώνει μέσα της. «Θέλω να σώσω το συμβόλαιο επειδή το αφεντικό σου

πήρε δυστυχώς λανθασμένες πληροφορίες. Η Μπρέκενριτζ μπορεί να του κάνει την καλύτερη

δουλειά και είχε ήδη συμφωνήσει να τη δώσει σ’ εμάς». Της ήταν δύσκολο να μη μιλάει πολύ

ψυχρά. «Και επειδή πολλοί άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους αν δεν τηρήσει το λόγο του».

Στα χείλη της Ντέμπι έσκασε ένα ειλικρινές χαμόγελο. «Όλα αυτά τα καταλαβαίνω, αλλά και πάλι

πιστεύω πως είναι υπέροχο που θα υπερασπιστείς τον άντρα σου. Καλή τύχη».

«Ευχαριστώ». Η Τζέιν ετοιμάστηκε να καθίσει, μα η πόρτα του γραφείου του Σάιμον Ντάβενπορτ

άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο.

Ο Σάιμον Ντάβενπορτ της έριξε μια ματιά, κοίταξε την άδεια αίθουσα αναμονής και τέλος την

Ντέμπι.

«Αυτό είναι το ραντεβού σας για τις τρεις η ώρα», είπε η Ντέμπι.

Η Τζέιν χαμογέλασε ατάραχα και του άπλωσε το χέρι. «Τζέιν. Τζέιν Μίλερ Μπρέκενριτζ». Πρόσεξε

ότι η παλάμη του ήταν κρύα και ιδρωμένη και για μια στιγμή παραλίγο να τα παρατήσει και να

φύγει.

«Μπρέκενριτζ, ε; Περάστε», είπε και μπήκαν μαζί μέσα. Της έδειξε μια καρέκλα απέναντι από το

ογκώδες γραφείο του και έκλεισε την πόρτα.

Η Τζέιν κάθισε και τον περίμενε υπομονετικά να κάνει το ίδιο. «Ηρθα να σας δω σχετικά με το

συμβόλαιο που έχετε με την Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ».

«Το ακυρώσαμε το συμβόλαιο», είπε εκείνος και έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του για να

σκουπίσει το μέτωπό του.

«Ήλπιζα ότι θα το ξανασκεφτείτε», αποκρίθηκε η Τζέιν κοιτάζοντας τον σταθερά στα μάτια.

«Θέλετε να σας πω τους λόγους;»

Εκείνος έγειρε στην πολυθρόνα του και την περιεργάστηκε. «Είμαι λογικός άνθρωπος. Ποτέ δε μου

άρεσε να ενεργώ βιαστικά προτού εξετάσω και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος».

Η Τζέιν έγνεψε καταφατικά. «Αυτό το εκτιμώ πολύ». Για μια στιγμή παραλίγο να χαμογελάσει.

Σχεδόν είχε πλάκα. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο, ούτε καν το είχε φανταστεί, να όμως που

βρισκόταν εδώ και το έκανε.

Κι εκείνος την άκουγε.

«Θα μπω κατευθείαν στο θέμα», είπε η Τζέιν και πρόσεξε ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη του

άντρα. «Ήρθα για να επανορθώσω μια αδικία»

Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του. «Ποια αδικία;»

«Την αδικία που έκαναν τα ξενοδοχεία Ντάβενπορτ στην Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ». Πήρε μια

βαθιά ανάσα και έσφιξε τις γροθιές της πάνω στα γόνατά της. «Αν και η αλήθεια είναι πως έχουμε
πέσει και οι δυο θύματα μιας τρίτης πλευράς, κάποιου κύριου Ράνκιν».

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Συνεχίστε».

«Όταν ακυρώσατε το συμβόλαιο, πιστεύω ότι το κάνατε εξαιτίας μιας μεγάλης παρανόησης

σχετικά με την οικονομική σταθερότητα της εταιρείας μας. Σήμερα λοιπόν ήρθα για

να υπογράψουμε τα συμβόλαια, ώστε να συνεχίσουμε κι εμείς τη δουλειά μας όπως το είχαμε

προγραμματίσει». Δίστασε. «Η Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ τηρεί πάντα τις υποσχέσεις της και

περιμένουμε το ίδιο και από τους άλλους». Συνειδητοποίησε ότι μιλούσε σαν χαρακτήρας από

ταινία του Φρανκ Κάπρα, όμως εννοούσε όλα όσα έλεγε και το εκπληκτικό ήταν ότι ο Σάιμον

Ντάβενπορτ έδειχνε να το εκτιμά.

Ανασήκωσε το ένα του φρύδι και ακούμπησε τα χέρια του στο γραφείο, πλέκοντας τα δάχτυλά του

μεταξύ τους. «Μου έχετε κινήσει το ενδιαφέρον».

Η Τζέιν του εξήγησε ότι ο Ράνκιν τον παραπληροφόρησε, ότι μπορούσε να το αποδείξει και κυρίως

περιέγραψε πόσο

αφοσιωμένος ήταν ο Τρέι στην εταιρεία και στη δουλειά που αφορούσε τα ξενοδοχεία Ντάβενπορτ.

Καθώς μιλούσε, ο Σάι-μον Ντάβενπορτ έπαιζε μηχανικά με το μαντίλι του, ενώ πού και πού έγνεφε

καταφατικά ή άφηνε κάποιο επιφώνημα για να δείξει το ενδιαφέρον του. Όταν η Τζέιν τελείωσε την

πετυχημένη της προσπάθεια, ο Ντάβενπορτ είχε συμφωνήσει να υπογράψει τα συμβόλαια, η Ντέμπι

είχε παραστεί ως μάρτυρας και το λογιστήριο είχε κόψει την επιταγή που θα έσωζε

την Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ και τον Τρέι. Και θα έθετε τέλος στο γάμο της Τζέιν.

***

Ο Τρέι κοπάνησε το ακουστικό πάνω στη συσκευή του τηλεφώνου. «Να πάρει η οργή! Κανείς δεν

ξέρει πού είναι η Τζέιν».

«Γι' αυτό ακριβώς έφυγα από τη δουλειά», του είπε ο Τέρενς.

«Δε συμβαίνουν συχνά τέτοια πράγματα», απάντησε ο Τρέι ενώ κοίταζε τον κατάλογο των

υπαλλήλων, μήπως και υπήρχε κάποιος που δεν τον είχε ρωτήσει ακόμη για την Τζέιν.

«Όχι, γιε μου, συμβαίνουν», είπε κουρασμένα ο ηλικιωμένος άντρας. «Σ’ αυτή τη δουλειά πάντα

συμβαίνουν απρόοπτα. Αυτή τη φορά ήταν το δάνειο που έπρεπε να εξοφλήσεις και το συμβόλαιο

που ακυρώθηκε. Την επόμενη φορά μπορεί να πέσει κανένας εργάτης από σκαλωσιές ή να ξεσπάσει

φωτιά σε κάποιο εργοτάξιο».

Ήταν αλήθεια. Πάντα είχε την αίσθηση ότι κάτι τον περίμενε, απειλώντας τη σταθερότητα της

εταιρείας και την ψυχική του ηρεμία. «Είναι η φύση της δουλειάς», είπε δυνατά, ενώ διέτρε-χε με το

στυλό του τον κατάλογο των εσωτερικών τηλεφωνικών γραμμών.

«Α, ναι. Έτσι είναι. Χρόνια ολόκληρα βασανιζόμουν από τη μια κρίση μετά την άλλη, ώσπου μου

είπε ο γιατρός μου πως αν δε σταματούσα, θα προκαλούσα μόνος μου το θάνατό μου».
Ο Τρέι σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του. «Δεν ήξερα ότι σ’ το είπε αυτό ο γιατρός».

Ο Τέρενς ανασήκωσε τους ώμους του. «Εκείνη την εποχή ήμαστε στα μαχαίρια. Αν σ’ το έλεγα, θα

ήταν σαν να παραδεχόμουν μια αδυναμία κι αυτό δεν το ήθελα. Τουλάχιστον τότε».

«Και τώρα γιατί μου το λες;»

«Επειδή έχει περάσει καιρός και τολμώ να πω, είμαι πλέον αρκετά σοφός για να καταλάβω ότι

αυτά τα παιχνίδια δεν ωφελούν. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ωφελεί». Έσκυψε προς το γραφείο και

κοίταξε διαπεραστικά τον Τρέι με τα γαλανά του μάτια. «Μην κάνεις τα ίδια λάθη μ’ εμένα. Μην

περιμένεις να γεράσεις για να ξεφύγεις απ’ αυτή την παράνοια και να απολαύσεις τη ζωή σου».

Ο Τρέι ένιωσε ένα τρέμουλο στο στήθος του. Του πέρασε αμέσως, μα συνέχισε να αισθάνεται

ταραγμένος. «Δεν είμαι ίδιος μ’ εσένα», είπε σαν παιδάκι που υπερασπίζεται τον εαυτό του.

«Όχι, δεν είσαι. Αλλά διοχετεύεις όλη σου την ενέργεια εδώ μέσα όπως έκανα κι εγώ». Έγειρε στην

καρέκλα του. «Το ήξερες πως όταν ήσουν στο σχολείο, μου έστελναν γράμματα ότι ανησυχούσαν

για τους βαθμούς σου;»

«Οι βαθμοί μου ήταν σχεδόν άριστοι».

«Ακριβώς. Η ψυχολόγος του οικοτροφείου έλεγε ότι είχες προσηλωθεί στα μαθήματά σου επειδή

αισθανόσουν μοναξιά και εγκατάλειψη». Σούφρωσε τα χείλη του και ανασήκωσε αμήχανα τους

ώμους. «Εκείνη την εποχή σκέφτηκα πως ήταν η μεγαλύτερη βλακεία που είχα ακούσει ποτέ. Το

παιδί είναι καλό στα μαθήματα και το σχολείο πιστεύει ότι αυτό οφείλεται σε ψυχολογικά

προβλήματα». Χαμήλωσε το βλέμμα του. «Αν έκανα κάτι τότε, ίσως να σε είχα γλιτώσει από πολλά

βάσανα».

Ο Τρέι ξεροκατάπιε, μπας κι έδιωχνε τον κόμπο που του έφραζε το λαιμό. «Απλώς ήμουν καλός

μαθητής, μπαμπά. Δεν είχα κανένα ψυχολογικό πρόβλημα». Ο τόνος της φωνής του όμως δεν ήταν

αρκετά πειστικός.

«Μην κάνεις τα ίδια λάθη μ’ εμένα», ξαναείπε ο Τέρενς με περισσότερο πάθος. «Η γυναίκα σου σε

λατρεύει. Μπορείτε να ζήσετε υπέροχα ή να σπαταλήσετε την ενέργειά σας εδώ μέσα και σε

σαράντα χρόνια να το έχετε μετανιώσει και να παίρνετε ένα σωρό χάπια για την καρδιά».

***

Στο γραφείο επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση όταν γύρισε η Τζέιν. Είχε διαδοθεί από στόμα σε

στόμα ότι κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε στο γραφείο του προέδρου και ότι η Τζέιν

είχε εξαφανιστεί.

Όταν την είδε επιτέλους να μπαίνει, ο Τρέι δεν ήξερε αν ήθελε να τη φιλήσει ή να τη στραγγαλίσει.

Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να μάθει πού είχε πάει.

«Πήγα να δω τον Ντάβενπορτ», του είπε, κλείνοντας την πόρτα του γραφείου.

«Τι έκανες;»
«Ύστερα πήγα στην τράπεζα για να καταθέσω τα χρήματα».

Ο Τρέι έμεινε άναυδος. «Τα χρήματα;»

Του έγνεψε καταφατικά και άνοιξε το δερμάτινο χαρτοφύλα-κά της. «Η συμφωνία ισχύει και πάλι.

Ορίστε τα επικυρωμένα συμβόλαια», του είπε και άφησε πάνω στο γραφείο του τα έγγραφα.

Ο Τρέι ξεροκατάπιε και την κοίταξε με δέος. «Μήπως ονειρεύομαι; Ή μήπως έχω πεθάνει;»

Εκείνη γέλασε. «Τίποτε από τα δύο». Σωριάστηκε στην καρέκλα απέναντι του. «Βρισκόμαστε πάλι

στο σημείο που νομίζαμε ότι ήμαστε πριν από λίγες βδομάδες. Όλα είναι μια χαρά τώρα, αλλά θα σε

αφήσω να αναλάβεις τον Ράνκιν».

Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Πρώτη φορά ένιωθε τέτοιο θαυμασμό για άνθρωπο. «Πώς τα

κατάφερες;»

Ο παλιός Τρέι θα ένιωθε ότι του είχε κλέψει τη δόξα. Στο κάτω κάτω, είχε και ο ίδιος ένα σχέδιο.

Τώρα όμως το μόνο που αισθανόταν ήταν δέος που η Τζέιν είχε πάρει τα πράγματα στα χέρια της

και είχε κερδίσει.

Ανυπομονούσε να ακούσει τι έγινε.

Εκείνη ήταν όπως πάντα μετριόφρων. «Με βοήθησε η τύχη, Τρέι. Πήγα εκεί ελπίζοντας να τον πείσω

να κάνει το σωστό. Τώρα καταλαβαίνω πόσο αφελές ήταν το σχέδιό μου. Μου φαίνεται απίστευτο

ότι τα κατάφερα. Όμως, όταν βρέθηκα εκεί, τα πράγματα... όλες οι συνθήκες ήταν τέλειες. Είχες

δίκιο, ο Ράνκιν τον παραπλάνησε. Μόλις συνειδητοποίησε ότι η Μπρέκενριτζ είναι σταθερή και

αξιόπιστη, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να υπογράψει τα συμβόλαια».

Η καρδιά του είχε πλημμυρίσει από χαρά, αλλά κυρίως επειδή ένιωθε περήφανος για κείνη, όχι

τόσο για τη συμφωνία. «Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω».

Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε χρειάζεται. Πίστεψε με, δεν έκανα κάτι ηρωικό.

Απλώς σταθήκαμε τυχεροί». Αναστέναξε και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Θα πάρω τονΝτικγια... για

να ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου...» Τον κοίταξε διστακτικά. Είχε την αίσθηση ότι είχε

διατυπώσει τη φράση σαν ερώτηση και αναρωτιόταν αν είχε σχηματίσει κι εκείνος την ίδια

εντύπωση.

«Α!» Ο Τρέι ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. «Το είχα σχεδόν ξεχάσει. Είχαμε αγχωθεί με το γάμο, αλλά τελικά δεν ήταν και τόσο οδυνηρός,
έτσι δεν είναι;» Σκέφτηκε τις ώρες που είχαν περάσει

μαζί το μεσημέρι. Αραγε, έπειτα απ’ αυτό, άλλαζε κάτι; Είχε την αίσθηση πως άλλαζε. Όποιος κι αν

ήταν ο λόγος που παντρεύτηκαν, δεν του φαινόταν σωστό να πάρουν διαζύγιο τώρα που είχαν

σμίξει.

«Ναι, μέχρι τώρα δεν ήταν οδυνηρός», είπε εκείνη άτονα. Έδειχνε εξαντλημένη. Τη φαντάστηκε να

δουλεύει κάτω από μεγάλη πίεση για τα επόμενα σαράντα χρόνια κι ένιωσε πάλι έναν πόνο στο

στήθος. Ίσως η Τζέιν να ήθελε να τελειώνει μ’ αυτή την κατάσταση. Ίσως να το είχε ανάγκη.
Ήταν πανέξυπνη και δε θα είχε αναφέρει το διαζύγιο τόσο απλά αν πίστευε ότι υπήρχε κάποιο θέμα

που έπρεπε να συζητήσουν. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Μάλλον πρέπει να βάλω τον

Μονρόε να συντάξει κάποιο χαρτί για να το υπογράψει και ο Ράνκιν, ώστε να εξοφλήσουμε το

χρέος».

Η Τζέιν σηκώθηκε όρθια. «Θα τον πάρω να του το πω». Ξαφνικά ο Τρέι πρόσεξε ότι τα μάτια της

ήταν κόκκινα.

Δεν ήθελε πλέον να συνεχίσουν έτσι.

«Τζέιν», άρχισε να λέει, προσπαθώντας συνειδητά να ξεφύγει από τους συναισθηματικούς

περιορισμούς που είχε θέσει ο ίδιος στον εαυτό του.

Εκείνη σήκωσε αμέσως το βλέμμα της. «Ναι;»

Ο Τρέι δείλιασε και κόλλησε πάλι στους περιορισμούς του. «Γιατί δεν πας σπίτι να ξεκουραστείς; Μου φαίνεται ότι το έχεις ανάγκη. Όλα
τ’ άλλα θα τα φροντίσω εγώ».

Εκείνη πήρε βαθιά, τρεμάμενη ανάσα κι έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Θα πάω να μαζέψω τα

πράγματά μου από το διαμέρισμά σου και θα γυρίσω στο δικό μου». Σώπασε και κοίταξε το χέρι

της. «Α, πρέπει να σου επιστρέψω κι αυτά». Έβγαλε και τα δύο δαχτυλίδια από το δάχτυλό της, αλλά ο Τρέι επιχείρησε να τη σταματήσει.

«Δε χρειάζεται να μου τα δώσεις από τώρα». Δεν ήθελε να του τα δώσει. Είχε τρελαθεί; Μήπως τον

είχε πειράξει η πολλή δουλειά; Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως ήθελε να παρατήσει τα πάντα και να το

σκάσει μαζί της. Όμως δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε! «Θα σου στείλω αργότερα τα πράγματά σου.

Εσύ φρόντισε προς το παρόν να ξεκουραστείς». Σημείωσε στο μπλοκάκι του να τηλεφωνήσει στον

Μονρόε και έβαλε τα δαχτυλίδια στην τσέπη του σακακιού του.

«Ευχαριστώ. Θα κοιτάξω να ξεκουραστώ». Αρχισε να προ-χωρά προς την πόρτα, μα σταμάτησε και

γύρισε προς το μέρος του. «Τρέι».

«Μμμ;» Ο Τρέι σήκωσε το βλέμμα του από το μπλοκ.

«Θα υποβάλλω και την παραίτησή μου».

Η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά, που φοβήθηκε ότι θα εκραγεί. «Παραιτείσαι;»

«Πρέπει». Φαινόταν πολύ στενοχωρημένη.

«Γιατί;»

«Επειδή σ’ αγαπώ», του είπε. Για μια στιγμή κόμπιασε, έδειχνε να διστάζει. Ύστερα χαμογέλασε. Μ’

ένα πλατύ, ειλικρινές, όμορφο χαμόγελο. «Πω, πω. Νόμιζα ότι δε θα το έλεγα ποτέ». Γέλασε.

«Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο». Τον κοίταξε στα μάτια. «Τρέι, είμαι ερωτευμένη μαζί σου

τόσο πολύ καιρό, που δε θυμάμαι καν από πότε. Θα έκανα τα πάντα για σένα, εκτός από το να

κοροϊδεύω τον εαυτό μου και να συνεχίσω να υποκρίνομαι».

Ο Τρέι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Κι έναν κόμπο στο λαιμό. Είχε μείνει άφωνος, αλλά έπρεπε

να πει κάτι. «Δεν είχα ιδέα, Τζέιν», είπε τελικά, καταβάλλοντος αρκετή προσπάθεια.
«Φυσικά και δεν είχες ιδέα», του απάντησε, συνοδεύοντας τα λόγια της με μια χειρονομία. «Δε θα

έβρισκα ποτέ το θάρρος να σου το πω αν δεν είχαμε περάσει μαζί όσα περάσαμε τις τελευταίες

εβδομάδες. Μου χάρισες αυτοπεποίθηση και θα σ’ ευγνωμονώ πάντα γι’ αυτό», τα μάτια της

βούρκωσαν, «αλλά δεν μπορώ να λέω ψέματα στον εαυτό μου ή σ’ εσένα, να μείνω εδώ και να

προσποιούμαι ότι δε νιώθω έτσι».

Εκείνος ξεροκατάπιε κι ύστερα ξεροκατάπιε άλλη μια φορά. Ήταν σαν να βρισκόταν στην άκρη

ενός γκρεμού και ετοιμαζόταν να πέσει στο κενό. Στο γραφείο επικράτησε αμήχανη σιωπή καθώς

άρχισε να κοιτά τριγύρω, αναζητώντας ούτε και ο ίδιος ήξερε τι. Απαντήσεις; Σημάδια; Ίσως να

απομνημόνεύε απλώς το χώρο για τις μελλοντικές γενιές. «Τι θα κάνεις μετά;» άκουσε τον εαυτό

του να ρωτάει.

«Δεν ξέρω. Όλα αυτά τα χρόνια μου έχουν κάνει πολλές προτάσεις, ίσως δεχτώ κάποια απ’ αυτές».

Το πρόσωπό τόυ σκοτείνιασε. Στην καρδιά του ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας, λες και τον είχε

τρυπήσει βέλος. Της είχαν κάνει προτάσεις; Προσπαθούσαν να του κλέψουν την Τζέιν; Η ιδέα τον

εξόργισε. Το χειρότερο όμως ήταν πως ήταν τόσο τυφλός, που δεν το είχε πάρει χαμπάρι. «Πώς...»

Σταμάτησε. Δεν έβρισκε τις λέξεις. «Έχω μια άλλη ιδέα».

Επικράτησε απόλυτη σιωπή.

Ο Τρέι σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Σταμάτησε μπροστά της, την έπιασε από τους

ώμους και την κοίταξε κατάματα. «Θα ήθελες να δοκιμάσεις κάτι εντελώς διαφορετικό;»

«Τι εννοείς;» του ψιθύρισε.

Εκείνος έγειρε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά σκέφτομαι πως ίσως θα

μπορούσαμε να πουλήσουμε τις μετοχές μας στην Κατασκευαστική Μπρέκενριτζ και να κάνουμε

έναν καινούριο συνεταιρισμό. Κατά κάποιο τρόπο».

Η Τζέιν του χαμογέλασε και η καρδιά του σκίρτησε από χαρά. «Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου;»

Ο Τρέι ξαναβρήκε όλη του την αυτοπεποίθηση. Αυτό ήταν το σωστό. Το ήξερε. Και του φαινόταν

υπέροχο. «Μια νέα συμφωνία. Πολύ μεγάλη. Πολύ σημαντική. Πολύ προσωπική». Έβαλε το χέρι

στην τσέπη του και άγγιξε το μεγάλο διαμαντένιο δαχτυλίδι των αρραβώνων. Ήταν ακόμη ζεστό

από το χέρι της.

Εκείνη πήρε κοφτή ανάσα. «Είμαι ανοιχτή στις νέες ευκαιρίες».

«Ακόμη και σε προσωπικές;»

«Ιδίως σε προσωπικές».

Κοιτάζοντάς τη στα μάτια, ο Τρέι γονάτισε μπροστά της, της έπιασε το χέρι και πέρασε αργά το

δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. «Έχει πέσει στην αντίληψή μου ότι...» Γέλασε. «Ότι είμαι τρελά

ερωτευμένος μαζί σου και θέλω να ζήσω μαζί σου όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Αλήθεια, πρέπει, γι'

αυτό σκεφτόμουν... ίσως...» Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζε. Κατάλαβε πως είχε κοκκινίσει και
ανασήκωσε τους ώμους του. «Βοήθησέ με να βγω απ’ αυτή τη δύσκολη θέση».

Η Τζέιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, αλλά το πρόσωπό της έλαμπε από ευτυχία. «Όχι. Αυτή τη

φορά θα πρέπει να τα κάνεις όλα μόνος σου».

«Εντάξει. Εντάξει». Σοβάρεψε, την κοίταξε πάλι στα μάτια και για μια στιγμή άγγιξε το δαχτυλίδι

για να βεβαιωθεί πως καθόταν καλά στη θέση του. «Τζέιν, θέλεις να με παντρευτείς;»

Εκείνη δε δίστασε. «Ναι».

«Απλώς θα κρατήσω το άλλο δαχτυλίδι λίγο παραπάνω. Την επόμενη φορά που θα σου το φορέσω, θα μείνει στη θέση του».

«Παραλίγο να μείνει αυτή τη φορά», είπε η Τζέιν χαμογελώντας, ενώ από τα μάτια της κυλούσαν

δάκρυα.

Ο Τρέι σηκώθηκε όρθιος. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ένιωθε τόσο ευτυχισμένος στη ζωή του.

«Πες μου, σκέφτηκες ποτέ να περάσεις τα Χριστούγεννα στη Γαλλία;»

Στα χείλη της έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Παράξενο, αυτό ακριβώς σκέφτομαι τώρα...»

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Στη νύφη και στο γαμπρό!» Ο Τέρενς σήκωσε ψηλά το ποτήρι του. «Στο γιο μου τον Τρέι και στη

σύζυγό του την Τζέιν».

«Στην Τζέιν και στον Τρέι», ακούστηκαν μουρμουρητά στα γαλλικά και τα ποτήρια αντήχησαν

χαρούμενα στο φιλικό περιβάλλον του μικρού μπιστρό της Προβηγκίας. Οιπαρευρι-σκόμενοι

γνώριζαν και αγαπούσαν τον Τέρενς και είχαν έρθει να γιορτάσουν μαζί του το γάμο του γιου του.

Η Τζέιν δοκίμασε την αφρώδη, παγωμένη σαμπάνια και στράφηκε στον άντρα της. «Δεν ξέρω αν

πρέπει να πιω περισσότερο από μια γουλιά».

Ο Τρέι πήρε το ποτήρι της και το άφησε στο τραπέζι. «Ο γιατρός δεν είπε ότι δεν πειράζει να πιεις

ένα ποτηράκι σήμερα;» τη ρώτησε φανερά ανήσυχος.

«Ναι, έτσι είπε». Έπιασε την κοιλιά της που δεν είχε φουσκώσει ακόμη. «Θέλω όμως να προσέξω

πολύ το γιο σου».

«Γι' αυτό σ’ αγαπώ». Ο Τρέι έσκυψε και τη φίλησε. «Όμως μην ξεχνάς ότι το υπερηχογράφημα δεν

ήταν ξεκάθαρο. Μπορεί να μιλάμε για την κόρη σου. Ή για δίδυμα».

«Δάγκωσε τη γλώσσα σου», γκρίνιαξε η Τζέιν καλοσυνάτα. «Ένα ένα, σε παρακαλώ».

Εκείνη τη στιγμή τους πλησίασε μια κομψή ηλικιωμένη γυναίκα που την έλεγαν Αναμπελ και ήταν

πολύ καλή φίλη του Τέρενς. «Συγνώμη», είπε και τους έπιασε και τους δυο από τους ώμους. «Ο

Τέρενς μου είπε γκια το όμορφο νταχτυ-λίντι των αρραβώνων. Πρέπει να το ντω».

Η Τζέιν γέλασε και σήκωσε το αριστερό της χέρι για να της

Η ΤΖΕΓΝ ΚΛΙ Ο ΜΕΠΣΤΑΝΑΣ

315

δείξει το δαχτυλίδι με το διαμάντι που κάποτε συμβόλιζε ένα ανέφικτο όνειρο και τώρα μια
υπέροχη πραγματικότητα.

Της Άναμπελ της κόπηκε η ανάσα. «Είναι πανέμορφο. Α, σ' ε μανιφίκ». Το άγγιξε με το δάχτυλό

της, ύστερα άγγιξε τη χρυσή βέρα με το γρανάτη και κοίταξε τον Τρέι ανασηκώνοντας το ένα της

φρύδι. «Και αυτή είναι η βέρα της μητέρας σου;»

«Αυτή είναι», αποκρίθηκε εκείνος. «Ήθελε να τη δώσω κάποτε στη γυναίκα μου. Νόμιζα ότι αυτή η

μέρα δε θα ερχόταν ποτέ». Κοίταξε την Τζέιν. «Δόξα τω Θεώ, έκανα λάθος».

«Άλλη μία πρόποση», φώναξε ο Τέρενς από την άλλη άκρη της αίθουσας. Όλοι γύρισαν προς το

μέρος του.

«Ορισμένοι από σας ίσως να μην το ξέρετε, αλλά ο Τρέι και η Τζέιν αγόρασαν πρόσφατα τον παλιό

αμπελώνα που συνορεύει με το κτήμα μου». Σήκωσε ψηλά το ποτήρι του. «Ας πιούμε στην επιτυχία

τους. Είθε τα αμπέλια σας να φέρουν πάντα καρπούς και η συγκομιδή σας να είναι άφθονη».

Τα ποτήρια τσούγκρισαν ξανά και οι καλεσμένοι άρχισαν πάλι να μιλούν, να γελούν και να πίνουν

στην υγειά τους.

Ο Τρέι έπιασε το χέρι της Τζέιν και έσκυψε κοντά της. «Θα μου χαρίσετε αυτό το χορό, κυρία

Μπρέκενριτζ;»

Εκείνη έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε γύρω της. «Δεν έχει μουσική».

«Α, εδώ κάνεις λάθος». Σηκώθηκε όρθιος και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Θα ακούμε τη δική

μας μουσική».

Η Τζέιν ακούμπησε το μάγουλό της στον ώμο του και χαμογέλασε όταν εκείνος την έσφιξε στην

αγκαλιά του και άρχισε να λικνίζεται απαλά. «Τώρα την ακούω», του είπε.

Από το παράθυρο φαινόταν η εκκλησία όπου είχαν ανανεώσει τους όρκους τους και από μακριά

ακούγονταν οι ασημένιες καμπάνες της που ηχούσαν μελωδικά.

ΤΕΛΟΣ

Η ΑΝΝΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Αχ, Άννι, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι φεύγεις! Είσαι σίγουρη ότι η απόφασή σου είναι σωστή; Είναι λογικό να παρατήσεις τη δουλειά
σου και να πάρεις το αεροπλάνο για την Ευρώπη έτσι

απλά;»

Η Άννι Μπάριμερ κοίταξε τη φίλη της, την Τζόι Σάιμον, η οποία εργαζόταν στο τμήμα εγγραφών

του Οικοτροφείου Θηλέων του Πέντλτον. Επί πέντε χρόνια και μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Άννι ήταν

η βιβλιοθηκάριος της σχολής. «Είμαι σίγουρη, Τζόι», αποκρίθηκε και η έκφρασή της δεν είχε

ίχνος από τη μελαγχολία που είχε απλωθεί σ’ όλο το πρόσωπο της Τζόι. «Αλλωστε, δεν παίρνω ‘έτσι

απλά’ το αεροπλάνο για την Ευρώπη, όπως ξέρεις πολύ καλά. Το ταξίδι μου θα διαρκέσει μόνο μία
εβδομάδα».

Ήταν δύσκολο να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Γαλλία! Γερμανία! Επιτέλους θα επισκεπτόταν τα

μέρη που ήθελε τόσο καιρό να δει. Η εβδομάδα θα περνούσε πολύ γρήγορα.

«Ύστερα θα πάω στο Κουμπλενστάιν και θ’ αρχίσω τη νέα μου δουλειά».

«Ναι. Στους ξένους». Η Τζόι ρουθούνισε με νόημα και πήρε άλλο ένα κομμάτι από την τούρτα

παγωτό που είχε αγοράσει το προσωπικό για το αποχαιρετιστήριο πάρτι της Άννι, γεμίζοντας το

χάρτινο πιάτο της. «Ποιος ξέρει τι σόι άνθρωποι είναι! Μπορεί να είναι καμιά οικογένεια

ψυχοπαθών δολοφόνων».

«Είναι οι κόρες της Μαρί ντε λα Φουέντσα».

«Μάλιστα. Και τι ξέρουμε για δαύτην;»

«Ξέρουμε ότι πριν από είκοσι χρόνια φοίτησε στο Πέντλτον για μία τετραετία και ότι το ίδιο είχε

κάνει και η μητέρα της. Συν το γεγονός ότι η οικογένειά της κυριολεκτικά

πλήρωσε τα πάντα για να φτιαχτεί όλη η βιβλιοθήκη του οικοτροφείου».

Η Τζόι δεν είχε πειστεί, «Πρέπει να παραδεχτείς ότι υπήρξαν λίγο μυστικοπαθείς σχετικά με τη

δουλειά. Μίλησαν μόνο για τις κόρες της Μαρί ντε λα Φουέντσα. Ποιο είναι το όνομα του συζύγου

της; Πώς λέγονται οι κόρες της; Γιατί όλη η αλληλογραφία διακινήθηκε μέσω της πρεσβείας στο

Κουμπλενστάιν κι όχι απευθείας σε κάποια διεύθυνση σπιτιού; Και πού βρίσκεται τελικά αυτό το

περιβόητο Κουμπλενστάιν;»

«Στις Αλπεις», απάντησε η Άννι, αρνούμενη να προβληματιστεί από τα ομολογουμένως λογικά

επιχειρήματα της Τζόι. «Και ο σύζυγός της είναι ένα σημαντικό πρόσωπο της κυβέρνησης εκεί ή

κάτι τέτοιο, γι’ αυτό όλα τακτοποιήθηκαν με μεγάλη προσοχή».

Η Τζόι ανασήκωσε τους ώμους. «Τέλος πάντων, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί δε θέλεις

να μείνεις εδώ στο Πέντλτον».

«Σ’ όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να πάω στην Ευρώπη αλλά αυτή είναι η πρώτη ευκαιρία που μου

δίνεται να μείνω εκεί για λίγο, και μάλιστα να πληρωθώ κιόλας γι’ αυτό». Στο μυαλό

της στριφογύριζαν εικόνες από τον Πύργο του Άιφελ, της Παναγίας των Παρισίων, του Παρθενώνα, του Κολοσσαίου κι ένα σωρό άλλων
σπουδαίων ευρωπαϊκών μνημείων. Η ανιαρή μικρή πόλη του

Πέντλτον δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανέναν τρόπο με όλα αυτά. «Δε θα την έχανα με τίποτε

αυτή την ευκαιρία».

«Ήξερα πως θα έλεγες κάτι τέτοιο».

Η Άννι γέλασε κι έσπρωξε προς τα πίσω ένα καστανό τσουλούφι που είχε ξεφύγει από την κοτσίδα

της και γαργα-λούσε το μάγουλό της. «Δεν το έχω ξαναπεί παρά μόνο χίλιες φορές». Δύο

καθηγητές από το τμήμα μαθηματικών πέρασαν και τη χτύπησαν φιλικά στον ώμο, δίνοντάς της

ευχές για καλή τύχη. Εκείνη τους ευχαρίστησε και ξαναγύρισε στην Τζόι και στη συζήτησή τους.
«Κοίτα, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Να χαίρεσαι για μένα».

Η Τζόι σήκωσε τα χέρια της ψηλά σαν να παραδινόταν.

«Εντάξει, εντάξει. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ανησυχώ καθόλου για σένα που θα βρίσκεσαι στην

Ευρώπη, αλλά για μένα που θα μείνω εδώ. Θα πεθάνω από την πλήξη χωρίς τη συντροφιά σου».

«Θα σου γράφω», της είπε με ειλικρίνεια η Άννι. Φαντάστηκε τον εαυτό της να γράφει τη διεύθυνση

του Πέντλτον πάνω σ’ ένα φάκελο ενώ βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά. Η σκέψη αυτή τη μεθούσε, παρ’ όλο που η Τζόι θα προτιμούσε
την αμεσότητα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Σ’ το

υπόσχομαι».

Η Τζόι έβαλε ένα κομμάτι τούρτα στο στόμα της κι έγνεψε καταφατικά. «Έτσι λες τώρα». Σήκωσε

το δάχτυλό της προειδοποιητικά προς τη φίλης της και κατάπιε πριν συνεχίσει. «Τι θα γίνει όμως

όταν συναντήσεις εκεί πέρα τον πρίγκιπα του παραμυθιού κι αρχίσεις να πετάς στα σύννεφα, δε μου

λες;»

«Ώστε εκεί λοιπόν βρίσκεται ο πρίγκιπας του παραμυθιού;» ρώτησε η Άννι με προσποιητή έκπληξη.

«Κι εγώ η ανόητη φιλούσα βατράχους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού εδώ και είκοσι πέντε

χρόνια!»

Η Τζόι ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Γέλα όσο θες, εγώ όμως έχω ένα προαίσθημα ότι θα

γνωρίσεις κάποιον στο Κουμπλενστάιν. Κάποιο μεγάλο έρωτα που θα σε κρατήσει εκεί για πάντα!»

Η Άννι ήταν βέβαιη ότι η φίλη της έπεφτε έξω. Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε ότι θα γνώριζε

εκεί τον άντρα των ονείρων της κι ότι δε θα γύριζε ποτέ της πίσω... μόλο που μια τέτοια

φαντασίωση τής ήταν αρκετά ελκυστική. «Έχεις δίκιο για το ότι θα συναντήσω κάποιον. Για την

ακρίβεια, κάποιες. Είναι οι κόρες της Μαρί ντε λα Φουέντσα. Δε θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δε

θα έχω καθόλου χρόνο για κοινωνική ζωή». Ήταν αλήθεια. Ακόμα κι αν η Άννι ήταν ο

εξωστρεφής τύπος γυναίκας που βγαίνει και γνωρίζει κόσμο, αυτή η δουλειά δε θα της άφηνε χρόνο

για να αφιερώνει σε τέτοιες κοινωνικές δραστηριότητες.

«Θυμάσαι τότε που σου διάβασα τα Ταρό;» ρώτησε η Τζόι. «Έλεγαν ότι μια μέρα θα συναντούσες

κάποιον πολύ σημαντικό και ισχυρό άνθρωπο. Κι αυτή η κάρτα βρισκόταν στη θέση του έρωτα».

Η Άννι προσπάθησε να θυμηθεί* ύστερα κατάλαβε τι εννοούσε η φίλη της. «Τζόι, αυτό ήταν ένα

αστείο που κάναμε στο σχολείο. Μη μου πεις ότι πιστεύεις αυτές τις ανοησίες! Για όνομα του Θεού, διάβαζες τους συμβολισμούς από το
βιβλίο!»

«Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν αλήθεια. Άλλωστε, οι μαντικές μου ικανότητες έχουν επαληθευτεί

και άλλοτε στο παρελθόν», της αντιγύρισε η Τζόι πληγωμένη.

«Πότε;»

«Όταν σου είχα πει ότι η Τζούντι Γκάλαχερ ήταν έγκυος. Θυμάσαι;»

Η Άννι ετοιμάστηκε ν’ απαντήσει ότι οι πάντες γνώριζαν για την εγκυμοσύνη της Τζούντι Γκάλαχερ

αφού κάθε πρωί στο μάθημα της κοινωνιολογίας έφευγε τρέχοντας για το μπάνιο. Ωστόσο
περιορίστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της. «Είναι αλήθεια, μου το είχες πει».

«Και τώρα έχω δίκιο για άλλη μια φορά. Να το θυμηθείς».

«Θα το θυμηθώ».

«Αλλωστε το έχεις ανάγκη να γνωρίσεις έναν άντρα. Θα χρειαστείς κάποιον για να σε στηρίξει όταν

σε ένα χρόνο θα τελειώσει η δουλειά σου ως καθηγήτρια αγγλικών και μείνεις άνεργη».

«Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο να γνωρίσεις κάποιον».

Η Τζόι αναστέναξε. «Λοιπόν... τι θα φορέσεις στο αεροπλάνο;»

Η Άννι έβαλε τα γέλια. Η μεγαλύτερη απόλαυση της Τζόι στη ζωή εκτός από το φαγητό, ήταν η

μόδα. Και μάλιστα είχε αρκετές γνώσεις γύρω απ’ αυτή κι ας μην ήταν η ίδια σαν λυγερόκορμο

μοντέλο που ντύνεται με την τελευταία λέξη.

«Αυτά», αποκρίθηκε η Άννι δείχνοντας το άνετο βαμβακερό σύνολο από πουκαμίσα και κολάν.

«Ειλικρινά, έχεις υπέροχο κορμί και δεν κάνεις τίποτα για να το αναδείξεις. Είναι άδικο. Ίσως θα

έπρεπε να με πάρεις μαζί σου για να σε συμβουλεύω».

«Είμαι σίγουρη ότι θα έπρεπε».

Ένα αμυδρό κορνάρισμα ακούστηκε έξω από την πόρτα. Η

Άννι πήγε ως το παράθυρο. Ένα ταξί είχε παρκάρει στην αυλή, μπροστά στο κτίριο της βιβλιοθήκης.

«Ήρθε το ταξί!» φώναξε κάποιος την ίδια στιγμή που η Άννι το είδε.

«Μάλλον ήρθε η ώρα να φύγω».

«Έτσι φαίνεται», είπε με θλίψη η Τζόι.

Η Άννι δεν μπορούσε να συμμεριστεί τη στενοχώρια της. Η καρδιά της ήταν ανάλαφρη σαν

πούπουλο. Για την ακρίβεια, πετάριζε σαν το πουλί από τον ενθουσιασμό που την είχε πλημμυρίσει.

Δεν ήταν μια απλή προσμονή. Η Άννι αισθανόταν ότι ολόκληρη η ζωή της θα άλλαζε για πάντα.

Άραγε να υπήρχε κάποια βάση στις προβλέψεις της Τζόι;

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο της φίλης της. «Μην είσαι τόσο

θλιμμένη. Σου υποσχέθηκα πως θα σου γράφω, και θα το κάνω».

«Το καλό που σου θέλω. Έχεις την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή που σου πήρα;»

«Είναι όλα στις βαλίτσες».

«Ωραία. Να τραβήξεις φωτογραφίες. Να μου τις στείλεις με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Σου έδειξα

πώς να το κάνεις, θυμάσαι;»

«Θυμάμαι». Η Άννι προχώρησε προς το ταξί και γύρισε να χαιρετήσει τον κόσμο που είχε

συγκεντρωθεί για να την ξεπροβοδίσει.

«Και μην ξεχάσεις να μου πεις για κείνον...» πρόσθεσε με νόημα η Τζόι.

Η Άννι κοκκίνισε. Καθώς το ταξί απομακρυνόταν όλοι έπεσαν πάνω στην Τζόι για να μάθουν

λεπτομέρειες για το τελευταίο της σχόλιο. Δε βαριέσαι, άσ’ τους, σκέφτηκε. Ίσως μάλιστα να το
προτιμούσε έτσι.

Στο κάτω κάτω εκεί τελείωνε η ζωή της πληκτικής βιβλιοθηκάριου Άννι και ξεκινούσε η ζωή της

συναρπαστικής, κο-σμογυρισμένης Άννι!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γιατί αισθάνομαι τέτοια ανησυχία, αναρωτήθηκε η Άννι. Αναστέναξε και ακούμπησε στο παράθυρο

του τρένου, κοιτάζοντας το αλπικό τοπίο να περνάει γρήγορα μπροστά από τα μάτια της καθώς

έτρεχαν με ταχύτητα κατευθυνόμενοι προς το Λάσμπεργκ, την πρωτεύουσα του μικρού κρατιδίου

του Κου-μπλενστάιν. Η αλήθεια ήταν ότι τα πράγματα δεν είχαν πάει και τόσο καλά στο ξενοδοχείο

στο Παρίσι, ενώ η Γερμανία είχε αποδειχθεί πολύ ακριβή για την τσέπη της. Τώρα όμως

πήγαινε προς το Κουμπλενστάιν δύο μέρες νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε κι έτσι θα προλάβαινε να

γνωρίσει λίγο τη χώρα προτού συναντηθεί με τους νέους εργοδότες της.

Σίγουρα θα ήταν όμορφα. Είχε να κάνει αληθινές διακοπές από τότε που ήταν έξι χρονών και είχε

επισκεφτεί ένα λούνα παρκ λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά της, το Μέρι-λαντ. Από τότε

που αποφοίτησε από το γυμνάσιο κι ύστερα, απλώς προσπαθούσε να επιβιώσει δουλεύοντας για να

πληρώνει έναν ατέλειωτο κύκλο λογαριασμών. Τώρα όμως όλα αυτά θα άλλαζαν. Θα είχε μια καλή

δουλειά σ’ ένα -κατά τα φαινόμενα- υπέροχο σπιτικό στην Ευρώπη. Ήταν ακριβώς αυτό που

ονειρευόταν πάντα.

Καθώς όμως οι ράγες του τρένου κροτάλιζαν κάτω από τα πόδια της, ανακεφαλαίωσε το πλάνο της

για εκατοστή φορά και αναρωτήθηκε για ποιο λόγο το στομάχι της είχε δεθεί σ’ έναν

χοντροσφιγμένο κόμπο.

Το τρένο αναπήδησε κι ένας νεαρός με ανοιχτά ξανθά μαλλιά κι ένα τεράστιο σακίδιο στην πλάτη

έπεσε πάνω της, ρίχνοντας καυτές σταγόνες καφέ στην μπλούζα της. «Με συγχωρείτε πολύ, κυρία», της είπε με ελαφριά σκανδιναβική
προφορά.

«Δεν πειράζει», του απάντησε η Άννι ήρεμα, όμως εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί μη περιμένοντας

απάντηση. Έσπρωξε τα βαριά γυαλιά του διαβάσματος πάνω στη ράχη της μύτης της και ψαχούλεψε

στην τσάντα της για να βρει κανένα χαρτομάντιλο. Δεν της άρεσε καθόλου να την

αποκαλούν «κυρία», ιδίως άτομα που ήταν ελάχιστα νεαρότερα από την ίδια. Κι εκτός αυτού, πώς

ήξερε ότι έπρεπε να της μιλήσει αγγλικά; Θα πρέπει να φαινόταν από μίλια μακριά πως

ήταν Αμερικανίδα.

Σκούπισε το λεκέ αναστενάζοντας. Προς μεγάλη της απογοήτευση το σημάδι παρέμεινε.

Τσαλάκωσε το χαρτομάντιλο και το πέταξε στο καλάθι των απορριμμάτων, κι ύστερα προσπάθησε

να στρέψει και πάλι την προσοχή της στο βιβλίο που βρισκόταν ακουμπισμένο στα πόδια της, μα

δεν τα κατάφερε. Επικρατούσε πολύς θόρυβος και ζέστη μέσα στο τρένο, ενώ η υγρασία έκανε το

δέρμα της να κολλάει και την εκνεύριζε τόσο όσο και ο λεκές στην μπλούζα της.
Ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να συγκεντρωθεί, έκλεισε το βιβλίο και άφησε το

μυαλό της να ταξιδέψει σε πιο οικείες σκέψεις, πίσω στην πατρίδα της. Αν είχε μείνει, τώρα θα

βρισκόταν στο μικρό, κρύο διαμέρισμά της, παρακολουθώντας τις ειδήσεις και τρώγοντας

απομεινάρια από κινέζικο φαγητό. Το πρωί, το ξυπνητήρι της θα χτυπούσε στις έξι και πενήντα και

η Άννι μετά το ντους θα πήγαινε με το αυτοκίνητό της ως τη δουλειά. Όχι βέβαια πως δεν αγαπούσε

τη δουλειά της. Ήταν πολύ καλή βιβλιοθηκάριος. Πάντα της άρεσε να βοηθάει τις σπουδάστριες να

βρίσκουν πιο δημιουργικούς τρόπους για να ετοιμάζουν τις εργασίες τους. Τις ενθάρρυνε να

επιλέγουν τη δυσκολότερη οδό για να μαθαίνουν περισσότερα, ενώ λάτρευε να τις βοηθάει να

βρίσκουν δυνατά πρότυπα μέσα από τους ηρωικούς χαρακτήρες της λογοτεχνίας.

Δυστυχώς στο Πέντλτον αυτό θεωρούνταν «είσοδος σε ξένα χωράφια» και τα μέλη του ιδιαίτερα

συντηρητικού διοικητικού συμβουλίου τής είχαν πει αρκετές φορές να αφήσει τη διδασκαλία στους

καθηγητές.

Αν δεν είχε παραιτηθεί, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το διοι-κητικό συμβούλιο να είχε ζητήσει από το

διευθυντή, τον Λόρενς Πέγκριν, να την απολύσει. Ο ίδιος ο Λόρενς είχε απευθύνει μερικές

αυστηρές συστάσεις στην Άννι για τις διδασκαλικές απόπειρες και μεθόδους της, αν και

εκείνη υποψιαζόταν ότι κατά βάθος ο διευθυντής ενέκρινε τη δουλειά της. Στην πραγματικότητα, όταν ο σύζυγος της Μαρί ντε λα
Φουέντσα επικοινώνησε με το οικοτροφείο αναζητώντας

μια κατάλληλη καθηγήτρια αγγλικών καιγκουβερνάντα, ο Λόρενς πρότεινε χωρίς δισταγμό την

Άννι. Σε μία κατ’ ιδίαν συζήτηση την είχε διαβεβαιώσει ότι αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά θα

μπορούσε να ξαναγυρίσει στο Πέντλτον, άσχετα με το τι επιθυμούσαν τα μέλη του συμβουλίου.

Αυτό ήταν μια παρηγοριά, αν και τώρα δεν τη βοηθούσε να χαλαρώσει. Σχεδόν ένιωθε να τη

βασανίζει κάποιο προαίσθημα, κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Άραγε θα συνέβαινε

κάτι φοβερό; Ή μήπως κάτι υπέροχο; Υπήρχε μια πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον

ενθουσιασμό και το φόβο.

Κοιτάζοντας το τοπίο που περνούσε μπροστά από τα μάτια της η Άννι σκέφτηκε πως αυτός ήταν ο

ιδανικός τόποε για να γίνει πραγματικότητα ένα παραμύθι. Τα βουνά υψώνονταν προς τον

μολυβένιο ουρανό σαν πελώρια τρίγωνα από σκιές και χιόνι. Πανύψηλα αειθαλή δέντρα με

χιονισμένες άκρες στέκονταν αδάμαστα στη θέση τους για χιλιάδες χρόνια. Ήταν ένα σκηνικό για

τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, ονειρικό όπως και τα σύννεφα, αλλά τα πυκνά ομιχλώδη δάση

με τα φιδογυριστά μονοπάτια ήταν απολύτως αληθινά.

Καθώς το τρένο διέσχιζε με ταχύτητα τα παγωμένα, σκοτεινά δάση, η Άννι κοίταξε γύρω της τους

άλλους επιβάτες της αμαξοστοιχίας. Της φάνηκαν αμέτρητοι και οι μισοί τουλάχιστον έμοιαζαν με

φοιτητές κολεγίου. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από τον ενθουσιασμό του ταξιδιού και τα βαγόνια

βούιζαν από τις δυνατές, χαρούμενες φωνές τους.


Ξαφνικά η Άννι αισθάνθηκε κλειστοφοβία. Αν έμενε έστω κι ένα λεπτό ακόμα μέσα σ’ εκείνον το

ζεστό, συνωστισμένο χώρο νόμιζε ότι θα πάθαινε ασφυξία. Αποφάσισε να ψάξει μήπως υπήρχε

μπροστά κανένα βαγόνι με λιγότερο κόσμο.

Έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της, σηκώθηκε και έσυρε τις βαλίτσες της μέχρι την ένωση ανάμεσα

σε δύο βαγόνια όπου υπήρχε μια μικροσκοπική τουαλέτα. Ο αέρας δρόσισε αμέσως. Προτιμούσε να

σταθεί εκεί για την υπόλοιπη διαδρομή παρά να ξαναγυρίσει στο βαγόνι, αν και μάλλον αυτό

απαγορευόταν. Δυστυχώς θα έπρεπε να σύρει τις αποσκευές της μέσα από τα βαγόνια ώσπου να

βρει κάποια άλλη θέση για να καθίσει.

Πρώτα όμως θα ξεφορτωνόταν εκείνη την υγρή ακόμα κηλίδα από καφέ που λέκιαζε το ρούχο της.

Γλίστρησε μέσα στη μικρή τουαλέτα και κράτησε την πόρτα ανοιχτή με το πόδι της έτσι ώστε να

έχει στο νου της τα πράγματά της. Οι σκληρές χάρτινες πετσέτες ήταν κυριολεκτικά αδιάβροχες, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε να
καθαρίσει αρκετά το ύφασμα. Αυτό που έμεινε, όπως παρατήρησε

μ’ έναν αναστεναγμό, ήταν μια τεράστια συλλογή από νεροκηλίδες.

Βγήκε από το μπάνιο και προχώρησε σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο ανάμεσα στα βαγόνια όπου

ανάπνευσε με ανακούφιση τον παγερό αέρα. Ύστερα από μερικές ανάσες τράβηξε πάλι τις βαλίτσες

της και άνοιξε την πόρτα του επόμενου βαγονιού σπρώχνοντάς τη με τον ώμο. Παραδόξως ήταν

άδειο και υπέροχα ήσυχο. Αμέσως η Άννι κατάλαβε πως επρόκειτο για βαγόνι της πρώτης θέσης.

Τα ιδιωτικά κουπέ ήταν δελεαστικά με τις κλειστές πόρτες τους, τα μαλακά, αναπαυτικά

καθίσματα και τα μικροσκοπικά φώτα τοίχου που σκορπούσαν μια γλυκιά λάμψη κόντρα στο κρύο

γκρίζο τοπίο έξω από το παράθυρο. Ήταν αδύνατον να αντισταθεί στον πειρασμό. Αποφάσισε

να μπει σ’ ένα από τα κουπέ και να κουρνιάσει εκεί ώσπου να φτάσουν στο Λάσμπεργκ ή μέχρι να

τη διώξει κάποιος. Στο κάτω κάτω, δεν έπαιρνε τη θέση κανενός. Αν δεν έμπαινε εκείνη, το κουπέ

θα παρέμενε άδειο.

Καθώς έκανε ένα βήμα εμπρός, ξαφνικά πρόσεξε πως μέσα στο θάλαμο βρισκόταν ένας εξαιρετικά

όμορφος άντρας. Ήταν μόνος. Κάτι στη στάση του μαρτυρούσε αποστασιοποίηση. Απομόνωση.

Έγειρε το κεφάλι της προσπαθώντας να δει τα

χέρια του. Όπως ακριβώς το περίμενε η Άννι, ο άντρας δε φορούσε βέρα.

Κράτησε την ανάσα της. Ευχήθηκε να ήταν ο τύπος της γυναίκας που θα τραβούσε το βλέμμα ενός

τέτοιου άντρα. Μην κάνεις όνειρα, είπε στον εαυτό της. Στα είκοσι πέντε της χρόνια δεν είχε

τραβήξει ποτέ την προσοχή κάποιου άντρα και σίγουρα δε θα έκανε εντύπωση σ’ έναν Άδωνη σαν

εκείνον που έβλεπε μπροστά της.

Παρ’ όλα αυτά είχε παρασυρθεί από την παραμυθένια ατμόσφαιρα των Αλπεων και τη θύμηση της

πρόβλεψης της Τζόι. Τι έβλαπτε να μείνει λίγο ακόμα σ’ αυτό το κλίμα; Άγγιξε με το δάχτυλό της

την πόρτα. «Ίσως να γινόσουν ο πρίγκιπας του παραμυθιού», ψιθύρισε θαμπώνοντας με την ανάσα
της το τζάμι. «Αν υπήρχαν καλές νεράιδες». Γέλασε σιγανά. «Κι αν δεν ήταν τόσο υποτιμητικό για

μια μοντέρνα γυναίκα να αναζητάει τον πρίγκιπα του παραμυθιού».

Το προφίλ του άγνωστου, φωτισμένο από την αμυδρή πορτοκαλί λάμψη, ήταν εντυπωσιακό. Η μύτη

ήταν ίσια και μακριά, τα ζυγωματικά όμορφα τονισμένα και το πιγούνι τετράγωνο και δυνατό. Τα

λαμπερά μαλλιά του ήταν μαύρα σαν του Χίθκλιφ στα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Δεν έβλεπε τι χρώμα, είχαν τα μάτια του, αλλά οι βλεφαρίδες
ήταν μακριές και σκούρες και η Άννι ήταν σίγουρη πως η

έκφρασή του ήταν βλοσυρή.

Φορούσε ένα παλιό μπλουτζίν κι ένα ταλαιπωρημένο που-λόβερ και εξωτερικά έμοιαζε με

συνηθισμένο τύπο. Φαινόταν λίγο παράξενο που βρισκόταν στην πρώτη θέση. αν δεν

ήταν μεγαλύτερος θα τον περνούσε κανείς για έναν από τους φοιτητές του διπλανού βαγονιού.

Όμως είχε πάνω του έναν αριστοκρατικό αέρα που έδωσε στην Άννι την εντύπωση ότι ο άγνωστος

βρισκόταν στο κατάλληλο κουπέ.

Το τρένο συνέχιζε να κροταλίζει μονότονα πάνω στις γραμμές και να τρέχει μέσα από το γραφικό

τοπίο. Η πόρτα του θαλάμου ήταν ανοιχτή μόλις μία χαραμάδα. Κάποια άλλη με περισσότερη τόλμη

από την Άννι θα την άνοιγε και θα έμπαινε μέσα, να καθίσει.

Σχεδόν της ήρθαν γέλια και μόνο στη σκέψη ότι θα έκανε

κάτι τέτοιο. Δεν ήταν καθόλου στον τύπο της. Αν το κατόρθωνε, αν έβρισκε αρκετό κουράγιο, θα

ήταν για κείνη το βάπτισμα του πυρός, αλλά...

«Με συγχωρείτε δεσποινίς, θα μπορούσα να έχω το εισιτήριό σας, παρακαλώ;» ακούστηκε πίσω της

μια πρόσχαρη δυνατή φωνή με γερμανική προφορά.

Εκείνη έκανε μεταβολή και αντίκρισε έναν κοντό, στρουμπουλό ένστολο υπάλληλο των

σιδηροδρόμων. Το ένα του χέρι ήταν γεμάτο με εισιτήρια επιβατών που είχε ήδη συγκεντρώσει,

ενώ το άλλο ήταν απλωμένο καρτερικά προς την Άννι.

«Ναι... εγώ...» Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο καθώς για μια φευγαλέα στιγμή της πέρασε από

το μυαλό ότι ο υπάλληλος είχε διαβάσει τις σκέψεις της. Ψαχούλεψε αδέξια μέσα στην τσάντα της

για το εισιτήριο πρώτης θέσης που ήξερε καλά πως δε βρισκόταν εκεί. «Μισό λεπτό», είπε

αλλάζοντας τα αγγλικά με γερμανικά. «Κάπου εδώ το έχω».

Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον υπάλληλο να συνοφρυώνεται.

«Αλήθεια». Έψαξε κι άλλο, νιώθοντας ολοένα και μεγαλύτερη απόγνωση. «Το αγόρασα στο

Μόναχο λίγο πριν επιβιβαστώ». Ευχήθηκε νοερά να μην παρακολουθούσε τη σκηνή ο Έλληνας θεός

μέσα από το κουπέ, πράγμα λίγο δύσκολο αφού η πόρτα του ήταν από τζάμι και η Άννι βρισκόταν

ακριβώς μπροστά του.

Ο εισπράκτορας του τρένου σταύρωσε με ανυπομονησία τα χέρια μπροστά στο στήθος του. «Ελάτε, δεσποινίς, μπορείτε να αγοράσετε το
εισιτήριο τώρα. Κοστίζει τετρακόσια μάρκα».

Η Άννι αισθάνθηκε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό της. «Τετρακόσια...» Το τρένο ξαφνικά
αναπήδησε. Η Άννι έχασε την ισορροπία της και άρχισε να παραπατάει ώσπου έπεσε προς τα πίσω.

Η πόρτα του θαλάμου άνοιξε κι εκείνη προσγειώθηκε στο σκληρό μεταλλικό πάτωμα μπροστά

στα μάτια του μυστηριώδους άντρα. Τα γυαλιά της έφυγαν από τη μύτη της και πετάχτηκαν στο

δάπεδο δίπλα της.

«Με συγχωρείτε», είπε η Άννι απολογητικά. Ψαχούλεψε γύρω της για τα γυαλιά κι αφού τα βρήκε τα

φόρεσε βιαστικά.

Τότε συνάντησε τα μάτια του άντρα. Ήταν πράσινα και το βλέμμα του τόσο έντονο που την έκανε

να ζαρώσει από ντροπή.

Ο ταξιδιώτης αναδεύτηκε στο κάθισμά του παρακολουθώντας τη για λίγες στιγμές με ενδιαφέρον.

Έπειτα έστρεψε τα υπέροχα μάτια του προς τον θυμωμένο υπάλληλο, όμως έμεινε σιωπηλός.

«Λυπάμαι πολύ». Η Άννι σηκώθηκε με κόπο και προσπάθησε να χαμογελάσει.

Της χαμογέλασε κι εκείνος γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του. «Δεν πειράζει», είπε μαλακά.

Εκείνη έμεινε άφωνη και έχασε εντελώς τον ειρμό της σκέψης της. «Ήμουν...»

Ο υπάλληλος του τρένου ξερόβηξε υπενθυμίζοντας τη δυσάρεστη παρουσία του στο βαγόνι.

Η Άννι γύρισε προς το μέρος του. «Κάπου εδώ το έχω».

Οι δυο άντρες την κοίταζαν κι εκείνη αναγκάστηκε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια για να βρει το

εισιτήριο στην τσάντα της. Ήταν άφαντο. Μουρμούρισε μια ήπια βρισιά στα αγγλικά, που όμως θα

ήταν αρκετή για να στείλει μια σπουδάστρια του Πέντλτον στο γραφείο του διευθυντή.

Ο εισπράκτορας συνοφρυώθηκε ξανά. «Φοβάμαι πως θα πρέπει να αγοράσετε εισιτήριο, δεσποινίς».

«Η δεσποινίς σας είπε πως έχει ήδη εισιτήριο», παρενέβη ο άντρας με μια φωνή πλούσια και

βελούδινη σαν κρέμα καραμελέ. Τα γερμανικά του είχαν ελαφρά ξενική προφορά, όμως η Άννι δεν

μπορούσε να προσδιορίσει την καταγωγή του.

«Έτσι είναι ο κανονισμός του τρένου, κύριε». Το στρουμπουλό πρόσωπο κοκκίνισε ακόμα

περισσότερο. «Δε φτιάχνω εγώ τους κανονισμούς. Απλώς τους εφαρμόζω».

«Δε θα χρειαστεί», είπε ο Άδωνις. Δίστασε για μια στιγμή και ύστερα έπιασε ένα μικρό δερμάτινο

σακίδιο που βρισκόταν ακουμπισμένο στα πόδια του. Έγνεψε στην Άννι. «Επιτρέψτε

μου, παρακαλώ», είπε βγάζοντας μερικά φαρδιά χαρτονομίσματα.

«Όχι, όχι, δεν μπορώ να σας αφήσω να το κάνετε», διαμαρ-τυρήθηκε η Άννι ψάχνοντας στην τσάντα

της να βρει τα τετρακόσια μάρκα.

«Μα επιμένω». Ο απίθανος ήρωας της έγνεψε ψυχρά στον εισπράκτορα. «Παρακαλώ φέρτε τις

βαλίτσες της εδώ μέσα». Απλωσε το χέρι για να δώσει τα χρήματα στον υπάλληλο, αλλά η Άννι, που

είχε μετρήσει βιαστικά τετρακόσια μάρκα, έδωσε πρώτη το αντίτιμο του εισιτηρίου. «Σας

ευχαριστώ πάντως», είπε στον Άδωνη.

Εκείνος την κοίταξε σταθερά στα μάτια μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη. «Παρακαλώ».
Ο εισπράκτορας πήγε να μιλήσει, αλλά σώπασε ξαφνικά γέρνοντας μπροστά το κεφάλι για να

μελετήσει πιο προσεκτικά τον ιππότη της Άννι. «Μισό λεπτό... Μη μου πείτε πως είστε...»

Ο άγνωστος χαμήλωσε απότομα το κεφάλι του. «Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. Δε σας χρειάζομαι

άλλο». Και μ’ αυτή τη φράση πήρε το βλέμμα μακριά από τον σαστισμένο υπάλληλο.

Εκείνος απομακρύνθηκε ξύνοντας το κεφάλι του. «Και βέβαια δεν είναι αυτός, άλλωστε τι δουλειά

να έχει εδώ μέσα...» μουρμούρισε μονολογώντας.

Η Άννι κοίταξε τον ταξιδιώτη διερωτώμενη για ποιον τον είχε περάσει ο εισπράκτορας. Με όποιον

και να έμοιαζε, δεν έδειχνε να θέλει να το κουβεντιάσει. Ίσως επρόκειτο για κανένα αστέρι του

ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Σίγουρα έμοιαζε με ηθοποιό. Για την ακρίβεια, η ομορφιά του την

έκανε να τα χάνει κι ήταν καλύτερα να σταματήσει να τον χαζεύει σαν ερωτοχτυπημένο

κοριτσόπουλο.

«Ευχαριστώ που προσφερθήκατε να με βοηθήσετε», είπε κι άρχισε να υποχωρεί προς την πόρτα.

«Ζητώ συγνώμη που χάλασα την ησυχία σας».

Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Κανένα πρόβλημα. Λυπάμαι μόνο που αυτός ο

άνθρωπος ήταν τόσο κακός πρέσβης της χώρας μου. Είστε Αμερικανίδα;»

Η Άννι κοντοστάθηκε και έγνεψε καταφατικά, μη ξέροντας αν έπρεπε να μείνει.

«Παρακαλώ», της είπε απαντώντας στην ανείπωτη ερώτησή της με μια κίνηση του χεριού. «Καθίστε.

Θα μου άρεσε λίγη συντροφιά, εκτός αν πρέπει να βρίσκεστε κάπου αλλού».

«Ό... όχι. Ευχαριστώ». Κάθισε σαν μαγεμένη.

«Δε θα ήθελα να επιστρέψετε στην πατρίδα σας με την εντύπωση πως το Κουμπλενστάιν είναι

εχθρικό προς τους ξένους», της είπε μ’ ένα συγκλονιστικό χαμόγελο.

«Δε... θα συμβεί κάτι τέτοιο με κανέναν τρόπο», του απάντησε. Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή.

«Έχω στ’ αλήθεια εισιτήριο», πρόσθεσε, «ή τουλάχιστον είχα...»

«Σας πιστεύω».

Εκείνη όμως δεν ήταν σίγουρη αν την πίστευε. «Με την ευκαιρία, ονομάζομαι Άννι». Ο άντρας δεν

της απάντησε αμέσως. «Κι εσείς;» τον ρώτησε.

Την κοίταξε προσεκτικά με μια ανεξιχνίαστη έκφραση. «Δεν ξέρετε;» τη ρώτησε ύστερα από μια

στιγμή που της φάνηκε ατελείωτη.

Η Άννι ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της, κάτι σαν δροσερό αεράκι. Ήταν μια

αίσθηση που είχε πάντα όταν διαισθανόταν πως θα συνέβαινε κάτι συνταρακτικό. «Όχι», είπε απλά.

«Θα έπρεπε;»

Της χαμογέλασε. «Φυσικά όχι. Απλώς σκέφτηκα μήπως... σας το είπα ήδη». Σήκωσε πάλι τους

ώμους του, μα το πρόσωπό του είχε μια παράξενα ένοχη έκφραση. Απλωσε το χέρι του προς το

μέρος της. «Με λένε Χανς».


Εκείνη πήρε το χέρι του στο δικό της και χαμογέλασε νιώθοντας τη ζεστασιά του αγγίγματος του.

Θυμήθηκε την πρόβλεψη της Τζόι ότι θα γνώριζε κάποιον και κόντεψε να βάλει τα γέλια. Κατά

κάποιον τρόπο τα λεγάμενα της φίλης της είχαν βγει αληθινά. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω».

Ο άγνωστος συνέχισε να την κοιτάζει κατάματα δίχως να τραβήξει το χέρι του. «Πιστέψτε με», είπε

και το χαμόγελό του πλάτυνε. «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου».

Ξαφνικά η Άννι συγκλονίστηκε από την ομορφιά και την ένταση αυτών των ματιών που κοιτούσαν

ολόισια στα δικά της. Χαμήλωσε το βλέμμα και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Πρέπει

να σας πως ότι συνήθως δεν είμαι τόσο αδέξια... ούτε τόσο απρόσεκτη για να χάσω το εισιτήριό

μου. Θα πρέπει να φταίει η διαφορά της ώρας ή κάτι τέτοιο. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην

Ευρώπη».

«Αλήθεια;» Ακούστηκε ειλικρινά έκπληκτος. «Ταγερμανικά σας είναι πολύ καλά».

Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Ευχαριστώ. Η γιαγιά μου ήταν Γερμανίδα και μου μιλούσε

στη γλώσσα της τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου». Έπιασε τον εαυτό της να φλυαρεί όπως

έκανε πάντα όταν την έπιανε νευρικότητα. «Ηθελα να έρθω και να επισκεφθώ την πατρίδα της από

παιδί».

«Κατάλαβα». Κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός. «Λοιπόν, γιατί αποφασίσατε να την επισκεφθείτε

τώρα;»

«Κατ’ αρχήν επειδή τώρα μάζεψα αρκετά χρήματα ώστε να μπορέσω να έρθω. Και πάλι μπορεί να

μην τα καιάφερνα αν δεν έβρισκα μια εξαιρετική δουλειά και...» Σώπασε συνειδητοποιώντας ότι

είχε αρχίσει πάλι να πολυλογεί. «Τέλος πάντων, να ’μαι τώρα εδώ».

«Να ’σαστε». Συνέχισε να την κοιτάζει μ’ έναν τρόπο που έκανε το στομάχι της να σφίγγεται.

Μέσα στο κουπέ έπεσε μια αλλόκοτη σιωπή.

Η Άννι ένιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να σπάσει αυτή τη σιωπή. «Ξέρετε, δεν μπορώ να

καταλάβω πώς έχασα το εισιτήριό μου. Το είχα βάλει μαζί με το διαβατήριό μου εδώ ακριβώς...»

Άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας της. «Θα πρέπει να έχει τρυπήσει ή κάτι τέτοιο... Ω!» Τράβηξε έξω

το εισιτήριο κι ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται. «Παράξενο. Γιατί δεν το βρήκα

προηγουμένως;» Η Άννι τα είχε χαμένα. Είχε ξανα-ψάξει καλά σ’ εκείνη τη θήκη. Το εισιτήριο είχε

εξαφανιστεί ως διά μαγείας.

Όταν ξανασήκωσε το βλέμμα, ο Χανς την κοιτούσε με μια ερωτηματική έκφραση.

«Ξέρω ότι φαίνεται παράξενο, μα στ’ αλήθεια δεν το έκανα σκόπιμα».

Ο Χανς φάνηκε να διασκεδάζει. «Δε μου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο».

Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε ξανά ανάμεσά τους. «Λοιπόν... θα κατεβείτε στο Λάσμπεργκ;»

ρώτησε η Άννι.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Εδώ μένω», είπε
προφέροντας προσεκτικά τις λέξεις.

«Τι τυχερός που είστε. Είναι υπέροχο το τοπίο».

«Ναι, συμφωνώ».

Η Άννι κοίταξε έξω και είδε τους διαδρόμους ενός χιονοδρομικού κέντρου. «Πηγαίνετε συχνά για

σκι, εσείς που ζείτε εδώ;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δυστυχώς, εγώ δε βγαίνω πολύ. Η... εργασία μου... δεν το

επιτρέπει».

Τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Τώρα βγήκατε».

«Ναι, αλλά για δουλειά. Κάθε μήνα περίπου, ταξιδεύω για λίγες μέρες στην ύπαιθρο, ακόμα και

τότε όμως δεν έχω πολύ χρόνο για διασκέδαση».

Η Άννι θα έδινε τα πάντα για μια δουλειά που θα της επέτρεπε να ταξιδεύει με το τρένο μέσα από

τις Άλπεις. «Τι δουλειά κάνετε;»

Ο Χανς δίστασε. «Εργάζομαι στο δημόσιο τομέα. Δεν έχει πολύ ενδιαφέρον. Εσείς;» Η αλλαγή

θέματος ήταν ελαφρώς απότομη, σαν να μην ήθελε να πει περισσότερα πάνω σ’ αυτό. «Θα κάνετε

διακοπές στο Λάσμπεργκ;»

«Ε, ναι, για καμιά δυο μέρες. Ύστερα...»Ίσως η κούραση να είχε κάνει την Άννι να παραλογίζεται, όμως έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να
την προσκαλούσε ο Χανς για να βγουν ραντεβού. Έσπευσε

να χαλιναγωγήσει λιγάκι τη φαντασία της που κάλπαζε. Άλλωστε ούτε καν ήξερε αυτόν τον άντρα.

Ήταν ένας ξένος που γνώρισε στο τρένο. Με αυτό το σκεπτικό δεν του εξήγησε πως μερικές μέρες

αργότερα θα εργαζόταν ως καθηγήτρια αγγλικών στο Λάσμπεργκ.

«Ύστερα;» τη ρώτησε.

Εκείνη δίστασε. «Απλώς θα κάνω διακοπές εδώ για καμιά δυο μέρες». Ανασήκωσε τους ώμους της.

«Ύστερα θα επιστρέφω στη δουλειά».

Καθώς όμως η Άννι βολεύτηκε στο κάθισμα του βαγονιού της πρώτης θέσης και κοίταξε τον

όμορφο ξένο απέναντι της, δεν ήταν η καινούρια της δουλειά που την έκανε να χαμογελάσει. Ήταν

η σκέψη ότι ίσως έβγαινε σωστή η πρόβλεψη της Τζόι πως θα συναντούσε τον πρίγκιπά της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο πρίγκιπας Λούντβιχ Γιόχαν Άμπροζ Γκέοργκ του Κουμπλεν-στάιν, γνωστός στο ευρύτερο κοινό

και τον Τύπο ως πρίγκιπας Γιόχαν και σε λίγους εκλεκτούς ως Χανς, έγειρε πίσω στο δερμάτινο

κάθισμα του τρένου και παρατήρησε τη γυναίκα απέναντι του.

Ήταν πολύ ελκυστική, αν και έκανε ό,τι μπορούσε για να μην το δείχνει. Τα γυαλιστερά

σκουροκάστανα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε μια σφιχτή κοτσίδα που έπεφτε στην πλάτη

της. Άθελά του φαντάστηκε να λύνει αυτά τα μαλλιά και να περνάει ανάμεσά τους τα δάχτυλά του.

Ήταν σίγουρος πως θα ήταν πολύ απαλά και μάλλον θα ανέδιδαν μια ευωδιά από λουλούδια.
Εστιασε την προσοχή του στα μάτια της εκείνα τα ζωηρόχρωμα μπλε μάτια που είχε προσέξει λίγο

νωρίτερα όταν της έπεσαν τα γυαλιά. Μέσα τους έλαμπε μια σπίθα εξυπνάδας κι αυτό του άρεσε.

Όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της του άρεσαν. Η μύτη της ήταν ίσια και καλοφτιαγμένη, το πιγούνι της δυνατό, τα χείλη της είχαν
μια αρμονική καμπύλη και η επιδερμίδα της ήταν λεία και

αψεγάδιαστη.

Ήταν δύσκολο να μαντέψει τη σιλουέτα της καθώς την έκρυβε μέσα σ’ ένα φαρδύ πουλόβερ και

ένα εξίσου φαρδύ μπλουτζίν, όμως δεν πείραζε. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι- ο Χανς δεν αμφέβαλλε

καθόλου γι’ αυτό, αλλά ήταν σαφές ότι εκείνη δεν το γνώριζε.

Σε γενικές γραμμές πάντως διέφερε από τις γυναίκες με τις οποίες συνήθιζε να βγαίνει. Η δική της

ομορφιά ήταν διακριτική, καθόλου κραυγαλέα, κι αυτό του έκανε εντύπωση.

Η προσωπικότητά της ήταν κάτι άλλο. Ήταν πολύ εκδηλωτική για τα γούστα του, πιο τολμηρή, αλλά πάντως ευχάριστη.

Μα μήπως όλες οι γυναίκες που είχαν ανατραφεί στην Αμερική δεν ήταν εκδηλωτικές; Η σκέψη

αυτή τον απασχολούσε καθώς είχε μόλις προσλάβει μια Αμερικανίδα για να γίνει η καθηγήτρια των

αγγλικών και η νταντά για τις δύο κόρες του.

Μπορεί να μην την είχε δει ο ίδιος, αλλά η γυναίκα εκείνη, η Αναστάζια Μπάριμερ, διέθετε άψογες

συστάσεις. Αυτό τον καθησύχαζε αρκετά. Είχε εργαστεί στο οικοτροφείο απ’ όπου είχαν

αποφοιτήσει η μακαρίτισσα η γυναίκα του και η μητέρα της. Προσλαμβάνοντάς την είχε

εκπληρώσει τη μοναδική επιθυμία που είχε εκφράσει η σύζυγός του για τις κόρες της: ότι δε θα

στέλνονταν σε κάποιο οικοτροφείο χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, όπως είχε συμβεί με την

ίδια. Μολονότι υπήρχε αρκετή απόσταση ανάμεσα στον Χανς και τη Μαρί, τόσο σωματική όσο και

συναισθηματική, εκείνος τη σεβόταν αρκετά ώστε να συμμορφωθεί με την απλή της επιθυμία

για την εκπαίδευση των κοριτσιών τους.

Το Οικοτροφείο Θηλέων του Πέντλτον εκτιμούσε βαθύτατα τα όσα είχε κάνει η Μαρί γι’ αυτήν και

ο Χανς ήξερε πως ουδέποτε θα του έστελναν κάποιο ακατάλληλο πρόσωπο. Άλλη μια φορά

διαβεβαίωσε τον εαυτό του πως έκανε σωστά που προσέλαβε μια Αμερικανίδα για τις κόρες του.

Ταυτόχρονα ήταν σωστό και για το μέλλον της μοναρχίας. Ο λαός του ήθελε να προωθήσει τις

διεθνείς σχέσεις. Ο Χανς είχε αρκετές ιδέες σχετικά με το πώς θα τα κατάφερνε, αλλά εκτός αυτού

δε θα ήταν καθόλου άσχημο να μάθουν οι κόρες του αγγλικά από μια γυναίκα που τα είχε σαν

μητρική της γλώσσα. Φυσικά είχαν πάρει μαθήματα από τη φράου Μάρ-καμ, αλλά οι δικές της

γνώσεις γύρω από την αγγλική γλώσσα ήταν περιορισμένες. Η καινούρια καθηγήτρια θα είχε

την ικανότητα να τους διδάξει τη γλώσσα με όλες τις λεπτομέρειες, τους ιδιωματισμούς και τις

εκφράσεις της καθομιλουμένης όλα όσα χρειάζονταν να μάθουν σαν πρέσβειρες της χώρας τους. Η

αλήθεια ήταν πως χρειαζόταν κι ο ίδιος λίγη εξάσκηση. Το σχέδιό του ήταν να μιλούν μόνο αγγλικά

στο σπίτι ενόσω θα βρισκόταν εκεί η δασκάλα.


Είχε προγραμματίσει τα πάντα και δεν πίστευε πως υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Ήλπιζε μόνο να

μην ήταν και η κα-θηγήτρια το ίδιο ισχυρογνώμων όσο κι εκείνη η Άννι.

Επίσης ήλπιζε να μην ήταν τόσο νέα. Ούτε τόσο... ελκυστική.

Βέβαια δε θα πείραζε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν η εμφάνιση της Άννι που τον έκανε να της ζητήσει να

μείνει και να του κάνει συντροφιά. Της το είχε ζητήσει επειδή σκέφτηκε πως ίσως είχε μερικές

ενδιαφέρουσες ιδέες για τη χώρα του. Εφόσον επισκεπτόταν για πρώτη φορά τον τόπο, ήταν το

ιδανικό άτομο για να του δώσει μια αντικειμενική άποψη για το Κουμπλενστάιν. Και δεν τον είχε

αναγνωρίσει.

Ο Χανς είχε περάσει την τελευταία εβδομάδα ταξιδεύοντας μόνος, χωρίς σωματοφύλακες και

γραμματείς, ανάμεσα στο λαό του, μέσα στα μικρά χωριά και τις πόλεις, ακούγοντας τις έγνοιες

τους για τον τόπο τους. Το μοναδικό πράγμα που είχε προκόψει επανειλημμένους ήταν το γεγονός

ότι το Κουμπλενστάιν δεν ήταν γνωστό στη διεθνή κοινότητα. Ο περισσότερος κόσμος ούτε καν

γνώριζε την ύπαρξή του, ενώ εκείνοι που το είχαν ακουστά το θεωρούσαν ένα αλλόκοτο, μικρό και

απομονωμένο θέρετρο. Όμως ο λαός του Κουμπλενστάιν ήθελε να ακουστεί η φωνή του στην

Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ήθελε να αποτελέσει δύναμη στις εξαγωγές και να αποκτήσει το σεβασμό

του κόσμου, ιδιαίτερα για τη βιομηχανία ρολογιών και τις σοκολάτες του.

Έχοντας ακούσει όλα αυτά και συμφωνώντας μαζί τους, ο Χανς ήθελε να εκμεταλλευτεί την

ευκαιρία και να μιλήσει με μια ανοιχτόμυαλη ξένη.

«Με τι ασχολείστε στην Αμερική;» τη ρώτησε λέγοντας στον εαυτό του ότι το ενδιαφέρον του ήταν

καθαρά ακαδημαϊκό κι ότι έπρεπε να συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνέντευξή του. Στοιχεία όπως

η καμπύλη του στόματός της όταν μιλούσε ή η λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια της θα έπρεπε να

απορριφθούν σαν άσχετα με το προκείμενο θέμα.

Η Άννι σώπασε και το στήθος της φούσκωσε ελαφρά καθώς έπαιρνε μια ανάσα. «Βιβλιοθηκάριος

σε σχολείο».

«Α!» Ο Χανς έγνεψε καταφατικά. Για κάποιο λόγο η απάντησή της τον εξέπληξε, αν και δεν ήξερε

τι να περιμένει.

«Βιβλιοθηκάριος. Και λοιπόν, τι σας έκανε να αποφασίσετε να έρθετε ως το Κουμπλενστάιν; Μήπως οι σπουδαστές του σχολείου σας
μελέτησαν το κρατίδιό μας;»

Η Άννι φάνηκε σκεφτική. «Να σας πω. Κάποιοι έχουν ακούσει την ιστορία για τη μικρή χωρική που

σταμάτησε τον πόλεμο για μία μέρα». Ο θρύλος έλεγε πως ένα μικρό κορίτσι είχε βρει έναν

πληγωμένο στρατιώτη των εχθρών στη βεράντα του κατά τη διάρκεια μιας μάχης του Πρώτου

Παγκοσμίου Πολέμου και παρά τις εκκλήσεις και των δύο πλευρών να επιστρέφει στην ασφάλεια

του σπιτιού του, τον είχε βοηθήσει. Όσο βρισκόταν έξω, δεν είχε γίνει ανταλλαγή πυρών.

«Αυτό δεν είναι παρά ένας μύθος».


«Μα δεν υπάρχει κι ένα σχετικό άγαλμα στην πλατεία της πόλης;» ρώτησε η Άννι πιάνοντας τον

τουριστικό οδηγό.

«Ναι, αλλά η ιστορία είναι υπερβολική». Ο Χανς προβληματίστηκε. «Αυτό μαθαίνουν όλοι οι

Αμερικανοί μαθητές για το Κουμπλενστάιν;»

Η Άννι δίστασε. Δεν ήθελε να τον προσβάλει κι έτσι δεν επισήμανε το γεγονός ότι μερικοί μαθητές

δεν ήξεραν ούτε αυτόν το θρύλο. «Είναι... πολύ μικρή χώρα...»

Αυτό το επιχείρημα πάντα τον ενοχλούσε, παρ’ όλο που ήταν αλήθεια. «Μικρότερη από άλλες, ναι, αλλά μεγαλύτερη από άλλες».

«Νομίζω ότι πρόκειται περισσότερο για υποτιμημένη χώρα, όχι για μικρή», συμπλήρωσε η Άννι. «Η

μοναδική φορά που μπορώ να θυμηθώ κάποια αναφορά στο Κουμπλενστάιν ήταν στο μάθημα της

Ιστορίας, κι αυτό σε κάτι που σχετίζεται με την ουδετερότητα της Ελβετίας. Πάντως νομίζω πως

είναι ένα γοητευτικό μέρος».

«Γοητευτικό», επανέλαβε αργά εκείνος για να αποφασίσει αν του άρεσε η έκφραση ή όχι.

Η Άννι έσφιξε τα χείλη της κι ύστερα τον κοίταξε σοβαρή. «Ω, ναι. Η γοητεία σημαίνει πολλά για

μένα. Δεν επισκέπτομαι ένα μέρος με κριτήριο το πόσο μακριά βρίσκεται. Αναζητώ την ουσία του».

Ο Χανς την κοίταξε με ενδιαφέρον. «Και ποια νομίζετε πως

είναι η ουσία του Κουμπλενστάιν;» Δεν τη γνώριζε καθόλου, αλλά καταλάβαινε πως μια τέτοια

ερώτηση μπορούσε να αποδει-χθεί επικίνδυνη όταν απευθυνόταν σε μια τόσο έντιμη γυναίκα.

«Στ’ αλήθεια δεν ξέρω», του αποκρίθηκε μ’ ένα βεβιασμένο γέλιο. «Όμως άλλα μέρη της Ευρώπης

είναι πηγμένα στους τουρίστες. Όπως το Παρίσι. Μόλις έρχομαι από εκεί και διαπίστωσα ότι δεν

μπορείς να κάνεις βήμα χωρίς να συναντήσεις τουρίστες. Ενώ κάποιο μέρος σαν το Λάσμπεργκ

για το οποίο δεν ακούς να γίνεται πολύς λόγος, νομίζεις πως μπορείς να το έχεις ολόκληρο για τον

εαυτό σου».

Ο Χανς συγκρότησε την αντίδρασή του. Ήξερε πως η Άννι δεν είχε θίξει σκόπιμα το ευαίσθητο θέμα

της έλλειψη τουρισμού. «Ζουν κι εδώ άνθρωπος ξέρετε».

«Ω, το ξέρω. Αυτό το κάνει τόσο συναρπαστικό. Μπορείς να το επισκεφτείς και να ζήσεις ανάμεσα

τους ανθρώπους του αντί να πέφτεις διαρκώς πάνω σε μπουλούκια από τουρίστες». Τον κοίταξε με

ερωτηματικό βλέμμα. «Δε θα προτιμούσατε να κρατήσετε μακριά τους τουρίστες; Εννοώ, σαν

ντόπιος, δε θα προτιμούσατε να διατηρήσετε τη φυσική γοητεία της χώρας σας παρά να την

εκμεταλλευτείτε;»

Εκείνος έσφιξε τα χείλη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Το Κουμπλενστάιν, όπως και κάθε

άλλη ευρωπαϊκή χώρα, χρειάζεται τα έσοδα που φέρνει ο τουρισμός. Χωρίς αυτά η γοητεία που

τόσο σας ενδιαφέρει θα εξαφανιζόταν».

«Μμμ. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι», είπε η Άννι και κοίταξε κι εκείνη έξω από το παράθυρο. «Φαίνεται

λυπηρό».
«Έτσι είναι», είπε ο Χανς σιγανά. Δεν τον είχε ταράξει η ίδια, αλλά η αλήθεια των λόγων της.

«Ελπίζω να μη σας πρόσβαλα», του είπε.

Ήταν προφανές ότι ήταν ειλικρινής μαζί του. «Όχι, δε με προσβάλατε. Είπατε την αλήθεια», πρόσθεσε μεγαλόψυχα. Παρ’ όλο που δεν ήταν
ευχάριστη είδηση το ότι στην Αμερική γνώριζαν

ελάχιστα το Κουμπλενστάιν, η Άννι τον είχε πληροφορήσει για όσα χρειαζόταν να μάθει σχετικά με

την αμερικανική αντίληψη όσον αφορούσε τη χώρα του.

«Τέλος πάντων», συνέχισε εκείνη. «Η έκταση ενός τόπου δεν παίζει κανένα ρόλο όταν νιώθεις

παγιδευμένος μέσα στο μυαλό σου. Εννοώ δηλαδή ότι εγώ, ακόμα κι εδώ μέσα, σ’ αυτό το βαγόνι

του τρένου, απλώνω τις φτερούγες μου περισσότερο απ’ ό,τι έχω τολμήσει σ’ όλη τη ζωή μου».

Του ήταν αδύνατον να μην παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό της. «Αυτό είναι καλό, σωστά;» Για

μια στιγμή ευχήθηκε να μπορούσε να μοιραστεί μαζί της αυτό το υπέροχο συναίσθημα.

Του χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο που έκανε το στήθος του να σφιχτεί. «Ξέρετε, όσο παράξενο κι

αν ακούγεται νιώθω καταπληκτικά. Σαν να πρόκειται να μου συμβεί κάτι απίστευτο».

Ήταν αλήθεια. Το έβλεπε στα μάτια της. Σχεδόν μπόρεσε να το νιώσει κι ο ίδιος για μια στιγμή, όμως το όμορφο συναίσθημα
αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συντριπτική μοναξιά που του ήταν

πιο οικεία. Δεν επρόκειτο για αυτολύπηση, παρά μόνο για μία αίσθηση απομόνωσης μέσα στην

οποία είχε συνηθίσει να ζει βυθισμένος εδώ και πολλά χρόνια.

«Είναι τόσο όμορφο το τοπίο έξω», σχολίασε η Άννι βγάζο-ντάς τον από τις σκέψεις του.

Ο Χανς κοίταξε τη γνώριμη βουνοκορφή όπου φώλιαζε το παλάτι του. «Α, ναι», είπε γνέφοντας

προς τα εκεί. Κόντευε να φτάσει στο σπίτι του. Ένα μικρό ρίγος ανακούφισης τον διαπέρασε, όπως

συνέβαινε πάντα. «Αν και όπως επισημάνατε, είναι μικρό».

Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. «Δεν ήθελα να αγγίξω κανένα ευαίσθητο σημείο».

Δεν του άρεσε να διαβάζουν τις σκέψεις του τόσο εύκολα. Έδειξε έξω τον καθεδρικό ναό. «Τώρα

μπαίνουμε στα όρια της πόλης του Λάσμπεργκ. Εκείνος εκεί είναι ο Καθεδρικός Ναός του

Μπόνερ».

Η Άννι κοίταξε προς την κατεύθυνση που της έδειχνε. «Είναι σαν να βγήκε από κάποιο παραμύθι

του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Όπως όλα εδώ. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια».

Ο Χανς πάντα καμάρωνε για την ομορφιά της πατρίδας του και τον ευχαριστούσε να βλέπει το

θαυμασμό στα μάτια της παρά τα όσα του είχε πει νωρίτερα. Είχε περάσει πολύς καιρός

από τότε που κάποιος είδε τη χώρα του με το δέος που της άρμοζε.

Αυτό ζέστανε την καρδιά του και τα αισθήματά του απέναντι της.

«Καθόλου παράξενο που ένα σωρό παραμύθια γράφτηκαν γύρω απ’ αυτά τα μέρη», μονολόγησε

μελαγχολική, απορώντας και η ίδια με τη λαχτάρα που ένιωσε στην καρδιά της. Ύστερα απάντησε

στην ερώτηση που εκείνος δεν τόλμησε να κάνει.

«Μοιάζει με τον τόπο όπου οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι για πάντα».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι. Μερικοί άνθρωποι, υποθέτω». Ανόητοι, ρομαντικοί

άνθρωποι.

Η Άννι γέλασε και τέντωσε τα χέρια της ψηλά, πάνω από το κεφάλι της. «Ελπίζω να είναι

περισσότεροι από μερικοί».

Η προσμονή άστραφτε στα μάτια της. Ο Χανς μίλησε προτού σκεφτεί. «Είμαι σίγουρος ότι εσείς θα

ήσαστε ευτυχισμένη αν μένατε», τη διαβεβαίωσε. Ύστερα σώπασε ξαφνιασμένος με τα ίδια του τα

λόγια. Πώς του είχε έρθει να πει κάτι τέτοιο; Τι ανοησία να παρασυρθεί έτσι από τη δική της

εκδηλωτικότητα!

Η Άννι συνάντησε το βλέμμα του και της φάνηκε πως για μια απειροελάχιστη στιγμή υπήρξε μεταξύ

τους μια παράξενη επικοινωνία.

«Θέλω να πω, πιστεύω ότι θα σας αρέσει εδώ», είπε ο Χανς προσπαθώντας να βγει από τη δύσκολη

θέση του. Έπρεπε να διατηρήσει τις αποστάσεις, να εμπνεύσει σεβασμό. Σε ολόκληρη τη ζωή του

αυτό του είχε γίνει βίωμα. Γιατί λοιπόν ξεχά-στηκε τώρα; Θα πρέπει να έφταιγε η εξάντληση γιατί

δεν μπορούσε να νιώσει τόσο άνετα όσο έπρεπε μ’ εκείνη τη γυναίκα. «Θα περάσετε πολύ

ευχάριστα όσο μείνετε εδώ. Οι ελάχιστοι τουρίστες μας απολαμβάνουν τη διαμονή τους».

«Νομίζω ότι θα την απολαύσω κι εγώ», είπε και ύστερα χασμουρήθηκε. «Με συγχωρείτε. Τέλος

πάντων. Ήδη το απολαμβάνω. Κι έπιασα το υπονοούμενο για τους ‘ελάχιστους τουρίστες’».

Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει κι εκείνος. Έξυπνο κορίτσι, σκέφτηκε. Τη γνώριζε λιγότερο από

μία ώρα και είχε καταφέρει να του ξυπνήσει ένα σωρό συναισθήματα. Δε θυμόταν να έχει

συναντήσει κάποια γυναίκα τόσο εκνευριστική και συναρπαστική ταυτόχρονα.

Αν έμενε περισσότερο στη χώρα του, ο Χανς ίσως έμπαινε στον πειρασμό να τη γνωρίσει καλύτερα.

Απλώς και μόνο για να διαπιστώσει τι ήταν εκείνο που τον... κέντριζε τόσο.

Ευτύχιος όμως δε θα έμενε.

«Ξέρετε ποιο είναι το ενδιαφέρον;» είπε η Άννι διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Μου φαίνεστε

μοναχικό άτομο. Εκπλήσσομαι που θέλετε στ’ αλήθεια περισσότερους τουρίστες για τη χώρα σας».

Τον είχε στριμώξει για τα καλά. «Οι προσωπικές μου επιθυμίες δε συμπίπτουν πάντοτε με τις

ανάγκες της χώρας μου. Όταν πρέπει να επιλέξω ανάμεσα στις δικές τους ανάγκες και τις δικές

μου, οφείλω να τιμώ την πατρίδα μου περισσότερο από τον εαυτό μου».

Εκείνη ανασήκωσε έκπληκτη τα φρύδια της. «Πω, πω! Είστε ένας αληθινός πατριώτης!»

«Οφείλω να είμαι. Είναι η δουλειά μου».

Η Άννι πλατάγισε τη γλωσσά της. «Γνωρίζω αρκετούς δημόσιους υπαλλήλους που δε δίνουν δεκάρα

για οτιδήποτε εκτός από το μισθό του μήνα».

«Τότε η εργασία τους δε θα πρέπει να τους γεμίζει ιδιαίτερα».

«Η δική σας;» τον ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο ψαχνό της υπόθεσης.
Ο Χανς το σκέφτηκε για μια στιγμή πριν της απαντήσει. «Δε νομίζω πως σας γνωρίζω αρκετά καλά

για να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση».

Φάνηκε κάπως σαστισμένη, αλλά δέχτηκε την απάντησή του. «Εντάξει. Δε θέλω να φανώ

αδιάκριτη». Όμως δεν παραιτήθηκε. Από το λίγο που την ήξερε, ο Χανς διέβλεψε πως θα ήταν

αντίθετο στο χαρακτήρα της να παραιτηθεί. «Αν όμως έπρεπε να μαντέψω», συνέχισε, «θα έλεγα

πως ούτε κι εσάς σας γεμίζει η δική σας δουλειά».

Την κοίταξε κατάματα. «Αλήθεια;»

«Εννοώ δηλαδή ότι αν σας ικανοποιούσε θα το ομολογούσατε με χαρά. Οι άνθρωποι συνήθως

αρνούνται να μοιραστούν τα αρνητικά τους συναισθήματα, όχι όμως και τα θετικά».

Εκείνος προσπάθησε να παραμείνει απαθής. «Ενδιαφέρουσα παρατήρηση», σχολίασε.

Η Άννι χασμουρήθηκε ξανά. «Φυσικά δε σας ξέρω αρκετά καλά για να είμαι σίγουρη γι’ αυτό».

«Όχι, δε με ξέρετε», συμφώνησε εκείνος ανέκφραστος. Μέσα του όμως ένιωθε ότι τον ήξερε ή

τουλάχιστον ότι θα μπορούσε εύκολα να τον μάθει.

Η Άννι άπλωσε τα χέρια της στα πλάγια. «Μη διστάσετε να με διορθώσετε αν κάνω κάποιο λάθος».

Ο Χανς ανασήκωσε με απορία το φρύδι του. «Μιλάτε σαν δημοσιογράφος».

«Ή ίσως να είμαι μέντιουμ». Του χαμογέλασε δείχνοντας πως αστειευόταν. «Σας φοβίζει αυτό;»

Ο Χανς περίμενε, ύστερα απάντησε ειλικρινά μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Περισσότερο απ’ όσο

μπορείτε να φανταστείτε».

***

Θα πρέπει να την πήρε ο ύπνος για λίγο, γιατί η Άννι ξαφνικά βρέθηκε ακουμπισμένη πάνω στο

τζάμι ενώ ο Χανς διάβαζε μια εφημερίδα μπροστά της. Άραγε πόση ώρα κοιμόταν; Ευτυχώς εκείνος δεν την κοιτούσε, γιατί καθώς η Άννι
συνερχόταν θυμήθηκε τις ανείπωτες μα

αξέχαστες εικόνες των ενωμένων κορμιών τους όπως τις ονειρεύτηκε. Κι όμως η αίσθηση που

έμενε από το όνειρό της δεν ήταν γεμάτη ερωτική, αλλά συναισθηματική πληρότητα. Γιατί τα λίγα

εκείνα λεπτά που την πήρε ο ύπνος, ο Χανς έγινε το φάρμακο για κάθε πόνο και μοναξιά που είχε

νιώσει στη ζωή της.

Να γιατί τα όνειρα είναι παράλογα, σκέφτηκε βλέποντας μπροστά της τον άντρα που διάβαζε

σοβαρός και εντελώς ανυποψίαστος για τους συλλογισμούς της. Γιατί ενώ εκείνος ήταν το

αντικείμενο των ερωτικών της ονείρων, στην πραγματικότητα δεν έδειχνε να έχει την παραμικρή

διάθεση για διασκέδαση. Και παρ’ όλο που είχε την ευγένεια να προσφερθεί

να τη βοηθήσει, δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς «ένας ζεστός άνθρωπος».

Κάτι όμως της έλεγε πως μπορούσε να γίνει. Πως χρειαζόταν κάποιον για να τον καλύψει, να τον

ζεστάνει και να του δείξει πώς να χαίρεται τη ζωή κι όχι μόνο να εργάζεται.

«Αλλά και πάλι, αυτό μάλλον θα το φροντίζει η σύζυγός σου», είπε μέσα από τα δόντια της.
Εκείνος χαμήλωσε την εφημερίδα του και την κοίταξε μ’ έναν τρόπο που την έκανε να καταλάβει το

λάθος της.

Η Άννι όρθωσε την πλάτη της και αντιστάθηκε στον πειρασμό να σκεπάσει το στόμα με την παλάμη

της. Αραγε την είχε ακούσει; Τι είχε, βιονική ακοή;

«Συγνώμη, τι είπατε;» τη ρώτησε.

Εκείνη τα έχασε. «Δεν... εγώ... να, έλεγα ότι υποθέτω πως η σύζυγός σας», είπε ψάχνοντας

απεγνωσμένα κάποιες κατάλληλες λέξεις, «φροντίζει τα παιδιά σας ενώ λείπετε». Ήταν φρικτός

αυτοσχεδιασμός, όμως τώρα δεν μπορούσε να πάρει πίσω τα λόγια της. «Είπατε πως έχετε παιδιά, έτσι δεν είναι;»

Της έριξε μια έντονη, εξεταστική ματιά και ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δεν το

είπα».

«Ω, τότε έκανα λάθος». Το τρένο άρχισε να κόβει ταχύτητα καθώς έμπαιναν στα περίχωρα του

Λάσμπεργκ. Η Άννι βρήκε την ευκαιρία να μαζέψει τα πράγματά της.

«Έχω όμως».

«Έχετε;»

«Παιδιά. Αλλά η γυναίκα μου πέθανε πριν από λίγα χρόνια». Σήκωσε έκπληκτη το βλέμμα και τον

κοίταξε. «Λυπάμαι πολύ που το ακούω».

Εκείνος απάντησε μ’ ένα ανεπαίσθητο ανασήκωμα των ώμων. «Πόσων χρονών είναι τα παιδιά σας;»

τον ρώτησε προσεκτικά, για να μη θίξει κάποιο επώδυνο θέμα.

Μια μικρή λάμψη φάνηκε στα μάτια του, σαν ένα σπίρτο που άναψε μέσα σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό

δωμάτιο. «Πολύ μικρά. Και τα δύο κάτω από δέκα».

Όπως και τα παιδιά της Μαρί ντε λα Φουέντσα τα οποία θα φρόντιζε η Άννι. Λάτρευε την ηλικία

του δημοτικού σχολείου’

μια ηλικία που τα παιδιά άρχιζαν να ενδιαφέρονται για τα βιβλία και τον έξω κόσμο. «Θα πρέπει να

είναι δύσκολο να τα ανατρέφετε μόνος».

Απλωσε τα χέρια του σε μια καθησυχαστική χειρονομία. «Έχω προσωπικό για να με βοηθάει σ’

αυτό».

«Προσωπικό. Θεέ μου, ακούγεται πολύ... βαρύ. Συνηθίζεται κάτι τέτοιο στο Κουμπλενστάιν;»

Έμεινε σκεφτικός. «Περισσότερο απ’ ό,τι στην Αμερική. Εσείς δεν έχετε νταντάδες και

γκουβερνάντες εκεί;»

«Είναι πολύ σπάνιο».

«Και ποιος φροντίζει για τα παιδιά όταν εργάζονται και οι δυο γονείς ή όταν δεν είναι διαθέσιμοι;»

«Να σας πω, υπάρχουν οι νηπιακοί σταθμοί, το σχολείο. Οι άνθρωποι βρίσκουν κάποια λύση, αν και

δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Νομίζω πως είναι πολυτέλεια να μπορεί κανείς να μένει στο σπίτι μαζί

τους ή να προσλαμβάνει κάποιον άλλον για να τα προσέχει για λογαριασμό τους».


«Μμμ». Ο Χανς έγνεψε καταφατικά. «Με ενδιαφέρει πολύ ο αμερικανικός τρόπος ανατροφής των

παιδιών. Κάποιοι τομείς τουλάχιστον», συμπλήρωσε. «Για παράδειγμα, τα αμερι-κανόπουλα είναι

συνήθως τολμηρά, γεμάτα αυτοπεποίθηση. Αυτές είναι σημαντικές αρετές».

«Απολύτως. Έχοντας δουλέψει τόσα χρόνια σε σχολείο, είδα πως υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα

στην αυτοεκτίμηση και την έντονη παρουσία της οικογένειας στη ζωή του παιδιού».

Ο Χανς αναδεύτηκε στη θέση του. «Αλήθεια; Και πώς την εννοείτε αυτή την παρουσία της

οικογένειας;»

Η Άννι απάντησε προσεκτικά, φροντίζοντας να μην τον προσβάλει. «Εννοώ απλώς ότι όταν οι

γονείς περνούν όσο περισσότερο χρόνο μπορούν μαζί με τα παιδιά τους, αυτά ωφελούνται». Και η

Άννι γνώριζε από τη δική της πείρα πόσο επιζήμιο ήταν για ένα παιδί το να μην υπάρχει κανείς για

να ενδιαφερθεί για τη ζωή του.

«Συχνά είναι αδύνατον για έναν γονιό να περνά πολύ χρόνο με τα παιδιά του», επισήμανε ο Χανς.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Τότε πρέπει να βρει το χρόνο».

Ο Χανς κοίταξε για μια στιγμή έξω από το παράθυρο.

«Εσείς όμως είστε μόνος», συνέχισε η Άννι. «Η ανατροφή των παιδιών θα πρέπει να είναι για σας

πολύ δύσκολη υπόθεση».

«Πράγματι», συμφώνησε εκείνος. «Υπάρχουν στιγμές που γίνεται αβάσταχτο. Τα παιδιά χρειάζονται

την επιρροή μιας γυναίκας περισσότερο από τη δική μου. Είχαν πολλούς επιμελητές μέχρι σήμερα

κι όμως κάποιες φορές δείχνουν... τόσο στερημένα. Τόσο ευαίσθητα!»

«Τότε εκεί ακριβώς βρίσκεται το δικό σας πρόβλημα», είπε η Άννι χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί.

Ο Χανς γύρισε προς το μέρος της κοιτάζοντάς τη με παγερό βλέμμα. «Συγνώμη;»

Αμέσως κατάλαβε το σφάλμα της. «Τίποτα», είπε υπαναχωρώντας. «Δεν έπρεπε να πω τίποτα. Δε με

αφορά».

Ο Χανς δίστασε. Δε διαφωνούσε μαζί της. Αλλά ξέροντας πως λίγο αργότερα θα χωρίζονταν και δε

θα την ξανάβλεπε ποτέ, ένιωσε την επιθυμία να ακούσει περισσότερο τις απόψεις της. Στο κάτω

κάτω, μόλις είχε προσλάβει μια Αμερικανίδα κι ήταν σημαντικό να γνωρίζει τη νοοτροπία αυτού

του λαού. «Όχι, όχι, παρακαλώ συνεχίστε. Σας το ζήτησα άλλωστε. Εν-διαφέρομαι στ’ αλήθεια για

την αμερικανική θεώρηση των πραγμάτων».

«Καλά λοιπόν... Είπατε ότι έχετε προσλάβει πολλούς επιμελητές, μα αυτό που τα παιδιά χρειάζονται

στ’ αλήθεια είναι ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν. Κατά προτίμηση εσείς, εφόσον... ζείτε μαζί τους...» Σώπασε για
μια στιγμή. «Υπάρχει ένας συναισθηματικός κίνδυνος για

τα παιδιά αν προσλαμβάνετε τους επιμελητές τον έναν μετά τον άλλο».

«Συναισθηματικός κίνδυνος;» ρώτησε σαστισμένος.

Η Άννι ζάρωσε τα φρύδια. «Ναι. Ο ψυχικός τους κόσμος διαταράσσεται εάν δεν έχουν κάποιο
πρόσωπο να τα φροντίζει σε μόνιμη βάση, είτε αυτό θα είστε εσείς είτε κάποιος άνθρωπος που

προσλάβατε. Μα είναι καλύτερο να είστε εσείς».

Οι άμυνές του τέθηκαν σε συναγερμό. Ήθελε τη γενική της γνώμη, όχι μια προσωπική κριτική. «Τα

παιδιά ξέρουν ότι μπορούν να βασιστούν πάνω σε αυτόν που θα επιλέξω να προσλάβω».

«Ίσως όμως να μην αρκεί αυτό».

«Αρκεί», της αντιγύρισε κοφτά.

Μια αόριστη προστατευτικότητα για τα άγνωστα παιδιά γεννήθηκε μέσα στην καρδιά της Άννι.

«Εντάξει», είπε υποχωρώντας. «Μα επιτρέψτε μου να σας πω κάτι ακόμα. Τα παιδιά χρειάζονται

κάποιους ανθρώπους στη ζωή τους οι οποίοι θα είναι πάντα παρόντες, ακόμα κι όταν δεν το

θεωρείτε σημαντικό. Μετά το σχολείο, για παράδειγμα, ή πριν πέσουν για ύπνο. Έχουν ανάγκη να

νιώθουν ότι μπορούν να βασιστούν σ’ αυτό τον άνθρωπο, ότι θα είναι διαθέσιμος οποτεδήποτε

τον χρειαστούν. Και δε μιλάω απλώς για έναν υπάλληλο, μα για κάποιον που αγαπούν και

εμπιστεύονται, κάποιον που θα τα αγαπά κι εκείνος εξίσου». Η Άννι ήξερε πως ίσως είχε ξεπερά-σει

κάποια όρια, όμως η συζήτηση είχε γίνει πολύ επώδυνη για κείνη και δε νοιαζόταν πλέον για

ευγένειες.

Ο Χανς έγνεψε καταφατικά δίχως να μιλήσει, παρακολουθώντας την προσεκτικά. Ύστερα ένα

αμυδρό χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα αισθησιακά χείλη του φώτισε το πρόσωπό του. «Δεν έχετε

δικά σας παιδιά, έτσι δεν είναι;»

«Όπως είπα, δουλεύω χρόνια με παιδιά».

«Ναι, πάντως μέχρι να αποκτήσετε δικά σας, ίσως δεν αντιλαμβάνεστε απόλυτα ποιες είναι οι

ανάγκες τους».

«Ίσως έχετε δίκιο». Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά σκληρή.

Ικανοποιημένος που η συζήτηση είχε καταλήξει κάπου, ο Χανς έγειρε πίσω στο κάθισμα και άρχισε

να σκέφτεται τα πράγματα που είχε να διευθετήσει εκείνο το απόγευμα. Ήθελε πολύ να αλλάξει την

κουβέντα.

«Σε γενικές γραμμές», είπε η Άννι σπάζοντας τη σιωπή, «εάν ένας άνθρωπος άλλαξε πολλούς

επιμελητές και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τα παιδιά του είναι συναισθηματικά στερημένα, δε

νομίζω πως τα ακούει πραγματικά».

Ο Χανς ένιωσε άβολα και την κοίταξε σκληρά. «Μπορώ να σας ρωτήσω γιατί παθιάζεστε τόσο με

το θέμα;»

Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.

«Είναι προσώπικό, σωστά;» συνέχισε ο Χανς. «Δεν πρόκειται απλώς για μια γενική θεωρία περί

ανατροφής των παιδιών, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο... είναι... το ευαίσθητο σημείο σας».

Η Άννι δίστασε αρκετά πριν συνεχίσει. «Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Όμως δεν αλλάζει η αλήθεια
του ζητήματος».

«Ποιος είναι ο δικός σας λόγος;» Και γιατί άραγε ήθελε να μάθει τόσο πολύ τι ήταν αυτό που την

είχε πληγώσει στο παρελθόν; Η περιέργειά του για κείνη τη γυναίκα ήταν ακατανόητη.

Η Άννι κούνησε αρνητικά το κεφάλι και απέρριψε την ερώτηση κάνοντας ένα νεύμα με το χέρι της.

«Είναι βαρετό. Ξεχάστε το. Δεν έπρεπε να μιλήσω τόσο ανοιχτά μαζί σας».

Εκείνος την κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή κι ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο ψάχνοντας

τις λέξεις που θα άλλαζαν ένα θέμα τόσο επώδυνο για κείνη τη νεαρή γυναίκα. «Το τρένο

σταμάτησε. Είμαστε στο σταθμό».

Κοίταξε κι εκείνη διαπιστώνοντας πως πράγματι είχαν φτάσει. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να

αποβιβάζεται.

«Ελπίζω να καταλαβαίνετε πως δεν ήθελα να σας προσβάλω», του είπε για δεύτερη φορά μέσα σε

μια ώρα.

«Ζήτησα τη γνώμη σας και μου τη δώσατε».

Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και σκούντηξαν κατά λάθος τα χέρια τους. Η Άννι αισθάνθηκε μια

αβάσταχτη ένταση να φουντώνει ανάμεσά τους, όμως δεν ήταν πλέον βέβαιη αν επρόκειτο για έλξη

ή αγανάκτηση.

«Λοιπόν, ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι», είπε προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο πριν

χωριστούν.

Ο Χανς έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ενδιαφέρον, πράγματι». Άπλωσε το χέρι του για να σφίξει

το δικό της και να την αποχαιρετήσει.

Πιστεύοντας ότι σκόπευε να της το σφίξει, η Άννι το έτεινε προς το μέρος του, μα εκείνος το

σήκωσε και το έφερε στα χείλη του. Την ίδια στιγμή ένα ρεύμα ηδονής ξεκίνησε από τα δάχτυλά της

φτάνοντας ως την καρδιά της. Θα πρέπει να το ένιωσε και ο Χανς, γιατί σήκωσε απότομα τα μάτια

και την κοίταξε.

«Ήταν ευχαρίστησή μου που σας γνώρισα», της είπε ξαναβρίσκοντας γρήγορα τον έλεγχό του.

Βγήκαν από το κουπέ και διέσχισαν το διάδρομο του βαγονιού. Ο Χανς τύλιξε το μπράτσο του

γύρω από την Άννι βοηθώντας τη να κατέβει από το τρένο. Όταν εκείνη πάτησε στην πλατφόρμα

του σταθμού, το τράβηξε βιαστικά και το άφησε να πέσει σαν ξεψυχισμένο στο πλευρό του.

Μια μικρή παρέα γυναικών άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους λίγα μέτρα μακρύτερα κι

εκείνος ένιωσε ακόμα πιο άβολα. Ένα μεγάλο ταξί κατευθύνθηκε προς το μέρος τους κι ο Χανς

σήκωσε το χέρι να το καλέσει. Ο οδηγός σταμάτησε κι ο Χανς έγειρε στο παράθυρο και του είπε

κάτι στα γερμανικά. Ύστερα άνοιξε την πόρτα στην Άννι.

«Απολαύστε τη διαμονή σας στο Κουμπλενστάιν», της είπε κοιτάζοντάς την επίμονα στα μάτια.

Πήγε να συμπληρώσει κάτι, μα την τελευταία στιγμή σταμάτησε.


«Ευχαριστώ», του απάντησε εκείνη και μπήκε στο ταξί. «Θα φροντίσω να την απολαύσω».

«Αντίο», της είπε και κλείνοντας την πόρτα γύρισε και απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Αντίο», ψιθύρισε και η Άννι μέσα από το ταξί, παρακολουθώντας τον να φεύγει.

Όταν χάθηκε από τα μάτια της αναρωτήθηκε γιατί ξαφνικά ένιωθε τόσο άδεια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Το ξενοδοχείο που της είχε προτείνει ο καινούριος εργοδότης της ήταν εξαιρετικό. Το δωμάτιο που

θα έμενε ήταν το πιο άνετο απ’ όλα όσα είχε μείνει από τότε που έφτασε στην Ευρώπη.

Ήταν επιπλωμένο με αντίκες και είχε θέα στον πανέμορφο δρόμο. Επίσης είχε τη μισή τιμή από το

πανάκριβο δωματιάκι με τα πλαστικά έπιπλα που είχε νοικιάσει στο Μόναχο.

Κάθισε σε μια μπερζέρα δίπλα στο παράθυρο και αναλογίστηκε τη χρονιά που την περίμενε. Καθώς

παρακολουθούσε τους ανθρώπους στο δρόμο, τις ροδομάγουλες γυναίκες που κουβαλούσαν ψώνια

μέσα σε χάρτινες σακούλες, τα παιδιά που έτρεχαν πίσω τους φορώντας ρούχα που φαίνονταν

μάλλον χειροποίητα παρά επώνυμα όπως εκείνα που προτιμούσαν οι μαθήτριες του Πέντλτον, η

Άννι σκέφτηκε πως θα μπορούσε να μείνει για πάντα στο Λάσμπεργκ. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί

πως υπήρχε ένα τέτοιο μέρος στον κόσμο.

Πώς θα είναι εδώ η ζωή μου; αναρωτήθηκε. Θα έκανε φίλους έξω από το σπίτι στο οποίο θα

εργαζόταν; Θα μπορούσε να έχει κάποια κοινωνική ζωή; Θα ξανάβλεπε τον Χανς; Προσπάθησε να διώξει μακριά αυτή τη σκέψη. Στο κάτω
κάτω το Λάσμπεργκ ήταν μια μικρή πόλη.

Πώς ήταν δυνατόν να μην ξανασυναντηθούν με κάποιο τρόπο; Κι αν συναντιούνταν, τι θα έλεγε; «Γεια σου, Χανς, ελπίζω να μη σε
αναστάτωσε η κακιά δίδυμη

αδερφή μου στο τρένο. Μερικές φορές φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν».

Όμως όσα του είχε πει τα πίστευε ακράδαντα.

Ίσως θα έπρεπε απλώς να προσποιηθεί πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. «Χανς! Πόσο χαίρομαι

που σε ξαναβλέπω! Θα ήθελες να πάμε για καφέ;»

Ή μήπως αυτό θα ήταν πολύ τολμηρό;

Τελικά κατέληξε πως όταν τον ξανάβλεπε, το πιθανότερο ήταν να χάσει εντελώς τα λόγια της και

να μην πει τίποτε απολύτως. Ας μιλούσε εκείνος πρώτος. Ήταν καλύτερη στο να δίνει απαντήσεις

παρά στο να ανοίγει τη συζήτηση.

Απέναντι από την πλατεία το ρολόι του καμπαναριού σήμανε την ώρα. Ήταν πέντε. Σαν να

περίμεναν το σύνθημα μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν από τα σύννεφα. Η

Άννι παρακολουθούσε γεμάτη θαυμασμό και συγκίνηση. Ένιωθε σαν να ζούσε ένα θαύμα και

ευχήθηκε να βρισκόταν κάποιος μαζί της για να το μοιραστούν. Στο νου της ήρθαν δυο

πράσινα μάτια και ένα κεφάλι με λαμπερά μαύρα μαλλιά, όμως γρήγορα έδιωξε την εικόνα του

άντρα από το μυαλό της.

Για αρκετά λεπτά παρακολουθούσε το θέαμα ονειροπολώντας. Ο δρόμος είχε σκεπαστεί τώρα μ’
ένα λεπτό άσπρο πέπλο. Τελικά σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τεντώθηκε. Είχε έρθει η ώρα για

φαγητό. Ήταν απίστευτο, μα το γεύμα συμπε-ριλαμβανόταν στην τιμή του δωματίου. Καθώς

ανέβαινε με το μεγάλο ασανσέρ του ξενοδοχείου, της φάνηκε πως μύρισε φοντί με ελβετικό τυρί.

Της έτρεξαν τα σάλια και μόνο που το σκέφτηκε.

Πήγε στη βαλίτσα της και έβγαλε ένα πουλόβερ κι ένα ζεστό παντελόνι. Ίσως μετά το δείπνο να

έκανε έναν περίπατο στην πόλη για να πάρει μια ιδέα για το καινούριο περιβάλλον.

Το φαγητό περιλάμβανε πράγματι ένα πλούσιο φοντί. Ο μάγειρας είχε ψήσει φρέσκα ψωμάκια λίγα

λεπτά πριν κατέβει η Άννι στην τραπεζαρία και η μοσχοβολιά που την τύλιξε ήταν υπέροχη. Έφαγε

με βουλιμία καταβροχθίζοντας το φοντί από ελαφρώς πικάντικη γραβιέρα, την τραγανή πράσινη

σαλάτα κι όχι ένα, αλλά δύο μπολ ζεστή πουτίγκα σοκολάτας. Ο μάγειρας κατενθουσιάστηκε που

την είδε να τρώει με τόση όρεξη.

Όταν τελείωσε το δείπνο της έκανε έναν μεγάλο, αργό περίπατο μέσα στην πόλη. Ήταν ακόμα

ομορφότερη απ’ ό,τι νόμιζε αρχικά. Διέθετε αρκετά μαγαζιά με ξύλινα παιχνίδια, ένα

ωρολογοποιείο, μια ζωηρή γωνιακή παμπ όπου αρκετοί θαμώνες έπαιζαν βελάκια και κάμποσο

μαγαζιά που φάνταζαν βγαλμένα από τις ιστορίες του Ντίκενς. Φαντάστηκε τον εαυτό της να

περπατάει εκεί κάθε βράδυ μετά το φαγητό. Ύστερα είδε τον εαυτό της να δειπνεί με τον Χανς στο

ίδιο τραπέζι. Ή ακόμα καλύτερα, να κάθεται μαζί με τον Χανς στο μάλλινο χαλί μπροστά στο

τζάκι... ή να είναι ξαπλωμένη μπροστά στη φωτιά με τον Χανς... Η σκέψη αυτή την έκανε να

αναριγήσει.

Γύρισε στο δωμάτιό της στις οχτώ και στις οχτώ και τέταρτο την είχε ήδη πάρει ο ύπνος.

Κοιμήθηκε βαθιά για δέκα ώρες και ξύπνησε το πρωί στις έξι. Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι, μα

το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα σκορπίζοντας τριγύρω μια αμυ-δρή λευκή λάμψη.

Ένιωσε ευτυχισμένη αλλά και μόνη. Υπολόγισε τι ώρα θα ήταν στο Μέριλαντ και αποφάσισε να

τηλεφωνήσει στην Τζόι. Η φίλη της πάντοτε κατάφερνε να της φτιάχνει το κέφι. Πήρε την κάρτα της

από το σακίδιο και κάλεσε το νούμερο.

«Τον γνώρισες;» ρώτησε η Τζόι μόλις άκουσε τη φωνή της Άννι.

«Ποιον;» ρώτησε η Άννι, αν και τώρα γνώριζε την απάντηση.

«Κάποιον, οποιονδήποτε;»

Η Άννι χαμογέλασε καθώς της πέρασε από το μυαλό να κρατήσει κρυφή τη γνωριμία της με τον

Χανς. Όμως δεν μπορούσε. «Ναι, υπήρχε κάποιος στο τρένο, αλλά δεν ξέρω ούτε το επίθετό του. Δε

νομίζω πως θα τον ξαναδώ».

«Ηταν όμορφος;»

«Απίστευτα».
«Και τον άφησες να σου φύγει;»

«Δε γινόταν αλλιώς. Για την ακρίβεια ήταν πολύ πρόθυμος να φύγει μακριά μου μόλις φτάσαμε στο

σταθμό της πόλης».

«Τι του έκανες;»

«Βασικά του είπα ότι η χώρα του ήταν πολύ μικρή και ασήμαντη, αν και γοητευτική κι ότι

μεγάλωνε τα παιδιά του με λάθος τρόπο».

«Λάθος κίνηση».

«Για καινούριο μου το λες;»

«Ε, τότε ξέχνα τον. Χτες βράδυ είδα στην τηλεόραση τον πρίγκιπα Γιόχαν σε κάποιο πρόγραμμα

σχετικά με τις βασιλικές οικογένειες και είναι αυτός ακριβώς που πρέπει να κυνηγήσεις. Είναι

κούκλος!»

«Έλα τώρα, αυτός θα πρέπει να είναι καμιά εβδομηνταριά χρονών».

«Γλυκιά μου, αν αυτός είναι εβδομήντα, εγώ είμαι ογδόντα πέντε».

«Εντάξει, γιαγιάκα. Άκου, δεν μπορώ να μιλήσω πολύ. Ήθελα μόνο να ακούσω μια φιλική φωνή».

«Νοσταλγείς την πατρίδα;» ρώτησε η Τζόι με κατανόηση. «Μην ξεχνάς ότι μπορείς να γυρίσεις

πίσω όποτε το θελήσεις».

«Το ξέρω», είπε η Άννι, την ίδια στιγμή όμως ένιωθε πως βρισκόταν ήδη στην πατρίδα της. Μα αυτό

δεν μπορούσε να το πει στην Τζόι. Δε θα το καταλάβαινε ποτέ.

Ούτε και η ίδια η Άννι καταλάβαινε τον εαυτό της.

***

Το τρίτο πρωινό της στο Άάσμπεργκ η Άννι ξύπνησε από ένα χτύπημα στην πόρτα. Φόρεσε μια

ρόμπα και άνοιξε μια χαραμάδα για να δει ποιος ήταν. Όταν είδε πως ήταν η ξενοδόχος, άνοιξε

περισσότερο την πόρτα για να την αφήσει να μπει.

«Κάποιος κύριος σας περιμένει κάτω», είπε η ξενοδόχος στα γερμανικά. «Λέει πως εργάζεται για

τον καινούριο σας εργοδότη και ότι ήρθε να σας πάρει».

Η Άννι έτριψε τα μάτια της και προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν. «Μα αυτό είναι τρελό!

Υποτίθεται πως θα ερχόταν στις έντεκα». Κοίταξε το ρολόι της και αναπήδησε. «Ω, Θεέ μου!

Κοντεύει κιόλας έντεκα!»

«Τι θέλετε να κάνω;» ρώτησε η γυναίκα σαστισμένη.

Η Άννι κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. «Καθυστερήστε τον. Θα είμαι κάτω το αργότερο σε δέκα

λεπτά». Μέσα της ευχαρίστησε την τύχη της που είχε ήδη μαζέψει όλα τα πράγματά της και είχε

κάνει ντους από το προηγούμενο βράδυ.

«Δε θα έπρεπε να αφήσετε έναν τέτοιο άνθρωπο να περιμένει», είπε η ξενοδόχος ζαρώνοντας το

μέτωπό της. «Εχει έρθει με το αυτοκίνητο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου».


Στην αρχή η Άννι δεν κατάλαβε, αλλά έπειτα θυμήθηκε πως ο εργοδότης της είχε κάποιο

κυβερνητικό πόστο και συνειδητοποίησε πως η γυναίκα θα πρέπει να είχε δει κάποιο διπλωματικό

αυτοκίνητο ή κάτι παρόμοιο. «Εντάξει. Θα έρθω σε ένα λεπτό», είπε.

Οχτώ λεπτά αργότερα η Άννι κατέβαινε στον προθάλαμο του ξενοδοχείου. Ένας κοντός άντρας με

στολή καθόταν στην πολυθρόνα της γωνίας και περίμενε.

Όταν την είδε σηκώθηκε όρθιος. «Η δεσποινίς Μπάριμερ;»

«Μάλιστα».

Υποκλίθηκε ελαφρά. «Είμαι ο Κρίστιαν. Θα σας οδηγήσω εγώ στη νέα εργασία σας». Έγνεψε προς

τις βαλίτσες. «Αυτές είναι όλες οι αποσκευές σας;»

«Αυτές».

Ο Κρίστιαν έκανε σινιάλο σε δυο άλλους άντρες, οι οποίοι ήρθαν να πάρουν τις βαλίτσες για να τις

μεταφέρουν στο αμάξι.

«Τακτοποίησα εγώ το λογαριασμό, γι’ αυτό αν είστε έτοιμη μπορούμε να αναχωρήσουμε αμέσως».

Μ’ έναν γρήγορο αποχαιρετισμό στην ξενοδόχο, η Άννι ακολούθησε τον Κρίστιαν έξω σε μια

μεγάλη, ασημί Μερσε-ντές. Πάνω της υπήρχαν οι βασιλικές σημαίες του Κουμπλεν-στάιν και του

Λάσμπεργκ.

«Θεούλη μου», είπε ξέπνοη. «Μα τι θέση έχει ο κύριος Ντε λα Φουέντσα στην κυβέρνηση;»

«Δεν υπάρχει κύριος Ντε λα Φουέντσα».

Η Άννι πάγωσε. «Τι; Μα νόμιζα πως οι εργοδότες μου ήταν ο κύριος και η κυρία Ντε λα

Φουέντσα!»

Ο Κρίστιαν δεν της απάντησε και το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο.

Η απάντηση ήρθε από κάποιον άλλον έναν άντρα με αμερικάνικη προφορά, ο οποίος περίμενε ήδη

στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας. «Η Μαρί ντε λα Φουέντσα πέθανε πριν από μερικά χρόνια», είπε

καθώς η Άννι έμπαινε στη λιμουζίνα και καθόταν δίπλα του. «Ο νέος σας εργοδότης είναι ο

σύζυγός της, ο διάδοχος του θρόνου πρίγκιπας Γιόχαν του Κουμπλενστάιν».

***

Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πώς θα αντιδρούσε σε μια παρόμοια κατάσταση, γιατί ούτε στα όνειρά της

δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να εργαζόταν για τον πρίγκιπα.

«Ποιος είστε εσείς;» ρώτησε τον Αμερικανό προσπαθώντας να ξαναβρεί τα λόγια της.

«Συγχωρήστε μας για την τυπική διαδικασία», είπε εκείνος απλώνοντας το χέρι και χαμογελώντας

της μ' ένα χαμόγελο ζεστό σαν του Αϊ-Βασίλη. «Μπεν Λάιμαν. Είμαι ο Αμερικανός Πρέσβης του

Κουμπλενστάιν. Ο πρίγκιπας και η μακαρίτισσα η πριγκίπισσα ήταν παλιοί μου φίλοι κι εγώ ήμουν

που πρότεινα να διατηρηθεί μυστική η ταυτότητα του εργοδότη σας ώσπου να έρθετε εδώ. Ήταν

τόσο για τη δική σας ασφάλεια όσο και για την προστασία των παιδιών, καταλαβαίνετε».
Η Άννι ξεροκατάπιε προσπαθώντας να αφομοιώσει όλα αυτά που άκουγε. «Εντάξει», είπε

συγκαταβατικά, αλλά δεν καταλάβαινε. Βρισκόταν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου

πολυτελέστερου από το σαλόνι της, ενώ η γραφική πόλη εξαφανιζόταν πίσω τους καθώς η

λιμουζίνα περνούσε μέσα από το πυκνό δάσος ανηφορίζοντας τον ορεινό δρόμο που οδηγούσε στο

παλάτι του πρίγκιπα. Η κατάσταση ήταν απίστευτη, απρόσμενη και την είχε αναστατώσει.

Ο Μπεν Λάιμαν συνέχισε να φλυαρεί για το παρελθόν της βασιλικής οικογένειας και την ιστορία

της πόλης καθώς προχωρούσαν, όμως η Άννι δεν κατάφερνε να τον ακούσει. Θα δούλευε για τον

ίδιο τον πρίγκιπα Γιόχαν! Αυτό σήμαινε πως για την υπόλοιπη χρονιά θα ζούσε σε ένα παλάτι. Ήταν

απίστευτο και τρομακτικό. Οι ευθύνες της πολύ σοβαρές. Δεν υπήρχε περιθώριο για λάθη σε ό,τι

αφορούσε τη φροντίδα των παιδιών, ιδιαίτερα εφόσον επρόκειτο για μελλοντικούς μονάρχες.

Την ώρα που το αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο του τεράστιου ανακτόρου η Άννι

προσγειώθηκε. Δεν ήταν ένα όνειρο. Ήταν ο δέκατος ένατος αιώνας που είχε ξαναζωντανέψει

μπροστά στα μάτια της κι εκείνη είχε μια πολύ σημαντική δουλειά να κάνει. Δεν ήταν απλώς

αναστατωμένη. ήταν πανικόβλητη.

Ο Μπεν οδήγησε την Άννι μέσα στο ανάκτορο. Από τα βλέμματα που της έριχναν τα μέλη του

προσωπικού κατάλαβε πως περίμεναν κάποια επιβλητικότερη και πιθανόν μεγαλύτερη σε ηλικία

γυναίκα από την Άννι.

Τη στιγμή που εκείνη αναριοτιόταν αν θα έπρεπε απλώς να κάνει μεταβολή και να το βάλει στα

πόδια, μια ηλικιωμένη γυναίκα μ' ένα φωτεινό χαμόγελο τους πλησίασε. «Θα πρέπει να είστε η

Αναστάζια Μπάριμερ», είπε. «Εγώ είμαι η Γκρέτα Εντε-μάιν, η προσωπική γραμματέας του

πρίγκιπα. Καλώς ήρθατε».

«Ευχαριστώ. Μπορείτε να με λέτε Άννι». Ένιωσε τόση ευγνωμοσύνη για τη ζεστασιά της γυναίκας

που κόντεψε να βάλει τα κλάματα. «Πώς είστε;» ρώτησε απλώνοντας το χέρι.

Η Γκρέτα το πήρε και το έσφιξε καθησυχαστικά. «Πολύ καλά, σας ευχαριστώ. Ελάτε από εδώ, η

Υψηλότητά του θα μπορέσει να σας δει σε είκοσι λεπτά περίπου». Χτύπησε φιλικά το μπράτσο της

Άννι. «Ακολουθήστε με. Θα πιούμε μια ζεστή σοκολάτα και θα μπορέσετε να χαλαρώσετε πριν

μιλήσετε με την Υψηλότητά του».

Η Υψηλότητά του... Η λέξη αυτή της προκαλούσε ρίγη στη ραχοκοκαλιά. Θα ήταν μια πολύ τυπική

διαδικασία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είχε δει πολλές τελετές και γάμους της βρετανικής

βασιλικής οικογένειας στη δεκαετία του ογδόντα για να ξέρει ότι οι Ευρωπαίοι έπαιρναν τις

παραδόσεις τους πολύ στα σοβαρά.

Ακολούθησε την Γκρέτα μέσα από ένα μακρύ διάδρομο στρωμένο με μάρμαρο. Ήταν τόσο

ψηλοτάβανος που νόμιζες ότι ξεπερνούσε σε ύψος τρεις ορόφους. Οι τοίχοι ήταν περίτεχνα

σκαλισμένοι, στολισμένοι εδώ κι εκεί με όμορφους πίνακες ή χειροποίητες ταπισερί. Της φάνηκε
ότι περπάτησαν ένα χιλιόμετρο πριν τελικά στρίψουν και μπουν σε μια πελώρια φωτεινή κουζίνα.

Ο ένας τοίχος ήταν στοιχισμένος από παράθυρα που άφηναν το ηλιόφως να μπαίνει άπλετο

κάνοντας τα μεταλλικά ψυγεία και τις επαγγελματικού μεγέθους κουζίνες να αστράφτουν.

«Μάργκαρετ Λίβενς από δω η Άννι Μπάριμερ», είπε η Γκρέτα γνέφοντας προς μια κοντή, στρουμπουλή γυναίκα με σκούρα μαλλιά και
μικρά γελαστά μάτια. «Η Μάργκαρετ είναι η

μαγείρισσά μας».

«Χαίρω πολύ», είπε η Άννι κοιτάζοντας τριγύρω τις πελώριες κουζίνες και τους φούρνους.

«Φαίνεται πως πρέπει να μαγειρεύετε πολύ».

«Αρκετά». Η Μάργκαρετ έγνεψε καταφατικά με ενθουσιασμό. Η Άννι διαπίστωσε με μεγάλη

έκπληξη πως η προφορά της ήταν βρετανική. «Ευτυχώς που μ’ αρέσει να μαγειρεύω, αλλιώς θα είχα

τρελαθεί ως τώρα».

Η Γκρέτα άγγιξε το μπράτσο της Άννι. «Αν δεν υπάρχει τίποτε άλλο που μπορώ να κάνω για σας

προκειμένου να νιώσετε πιο άνετα, θα σας ζητήσω συγνώμη τώρα. Θα ξανάρθω όταν η Υψηλότητά

του είναι έτοιμος να σας δει. Θα είστε άνετα εδώ ή μήπως προτιμάτε να σας συνοδεύσω στη

βιβλιοθήκη;»

«Εδώ είμαι εντάξει, ευχαριστώ».

«Πολύ καλά». Μ’ ένα σύντομο χαμόγελο η Γκρέτα γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο.

Αμέσως μετά, η Μάργκαρετ έφερε ένα δίσκο με δυο αχνιστά φλιτζάνια με ζεστή σοκολάτα και

κάθισε στο τραπέζι δίπλα στην Άννι. «Λοιπόν, ήρθατε να αναλάβετε τη δουλειά της γκουβερνάντας

και καθηγήτριας των αγγλικών, έτσι;»

Η Άννι πήρε το ζεστό φλιτζάνι και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ακριβώς», αποκρίθηκε και

ήπιε μια γουλιά από το εύγεστο, κρεμώδες ρόφημα.

«Έχετε νευρικότητα;» ρώτησε η μαγείρισσα, αλλά δεν περίμενε την απάντηση. «Εγώ, όταν

πρωτοήρθα είχα μια αγωνία άλλο πράγμα! Τα νεύρα μου ήταν τόσο τεντωμένα που κόντευαν να

σπάσουν».

«Πόσο καιρό σας πήρε να το ξεπεράσετε;»

Η Μάργκαρετ προσποιήθηκε πως κοιτούσε το ρολόι της. «Έχουν περάσει... δύο χρόνια ως τώρα».

Έβαλε τα γέλια.

Η Άννι ήπιε άλλη μια γουλιά σοκολάτα. Η γλύκα του ροφήματος τη ζέστανε και την παρηγόρησε.

«Ελπίζω εμένα να μη μου πάρει τόσο καιρό», είπε.

«Δε χρειάζεται να ανησυχείτε τόσο. Οι περισσότερες ντα-ντάδες, δασκάλες και γκουβερνάντες που

έρχονται εδώ δε μένουν τόσο πολύ έτσι κι αλλιώς».

«Πόσες έχουν έρθει ως τώρα;» ρώτησε η Άννι, έχοντας ήδη ένα δυσάρεστο προαίσθημα για την

κατάσταση.
Η Μάργκαρετ ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι. «Τι, δε σας είπαν;»

«Τι να μου πουν;» ρώτησε μ’ ένα ξαφνικό ρίγος η Άννι.

Η μαγείρισσα ανασήκωσε τους ώμους. «Αν δεν πέφτω έξω, μόνο μέσα σ’ ένα χρόνο έχουν περάσει

από δω δεκαπέντε γυναίκες».

«Δεκαπέντε!» Η Άννι έμεινε άναυδη. «Τι στην ευχή συμβαίνει με τα παιδιά;»

«Δε φταίνε τα παιδιά», είπε η Μάργκαρετ χαμηλώνοντας τη φωνή της τόσο πολύ, ώστε η Άννι μόλις

που την άκουγε έτσι που ψιθύριζε. «Εκείνος φταίει».

***

Η Άννι σχεδόν ήταν έτοιμη να υποβάλει την παραίτησή της όταν η Γκρέτα την οδήγησε στο γραφείο

του πρίγκιπα. Στο κάτω κάτω, σκεφτόταν, γιατί να ζήσεις μια απαίσια εμπειρία αν μπορείς να κάνεις

κάτι για να την αποφύγεις;

Ο μαρμάρινος διάδρομος που διέσχιζε το πίσω τμήμα του ανακτόρου ήταν μακρύς και κρύος.

Έκανε την Άννι να ανατριχιάζει και να νιώθει πως τριγύρω της πλανιόνταν

φαντάσματα προηγούμενων αιώνων. Τα σκαλίσματα που διακοσμούσαν τους τοίχους ήταν όμορφα

μα υπερβολικά και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα όχι και τόσο άνετη για την ιδιοσυγκρασία της.

Τα βήματά τους αντηχούσαν σαν υπόκωφες φωνές καθώς οι δυο γυναίκες περνούσαν μέσα από τα

φαντάσματα του παρελθόντος κατευθυνόμενες στο γραφείο του πρίγκιπα. Πώς να ήταν εκείνος

άραγε; Το περιβάλλον του ανθρώπου συνήθως αντανακλούσε τον εαυτό του, παρ’ όλο που δεν ήταν

βέβαιο πως αυτό ίσχυε και στην περίπτωση ενός ανακτόρου ηλικίας μερικών αιώνων.

Πώς θα ήταν ο πρίγκιπας; Να έμοιαζε άραγε με μια καρτου-νίστικη έκδοση του πατέρα του

πρίγκιπα του παραμυθιού; Όχι, η Τζόι είχε πει ότι ήταν κούκλος, παρ’ όλο που η Άννι

δε συμφωνούσε πάντα με το γούστο της στους άντρες. Τουλάχιστον όμως ήξερε πως δεν ήταν

κανένας γερο-ξεκούτης. Να 'χε μήπως την ώριμη γοητεία του Πολ Νιούμαν;Ήταν δυνατόν να ήταν

τόσο όμορφος ο τύραννος που είχε περιγράφει η Μάργκαρετ; Σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα από σκαλιστό ξύλο στο τέρμα του
διαδρόμου και η Γκρέτα

χτύπησε μια μόνο φορά. Από την άλλη μεριά ακούστηκε μια πνιχτή απάντηση κι έτσι η γραμματέας

άνοιξε την πόρτα και υποκλίθηκε ελαφρά. «Υψηλότατε, είναι εδώ η καινούρια καθηγήτρια

αγγλικών και γκου-βερνάντα των παιδιών».

Η Άννι πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε το κατώφλι, μη ξέροντας αν έπρεπε να υποκλιθεί ή όχι.

Αποφάσισε να συμβιβαστεί μ’ ένα ελαφρό σκύψιμο του κεφαλιού.

«Η Αναστάζια Μπάριμερ», είπε η Γκρέτα γνέφοντας προς την Άννι. «Αναστάζια, από δω ο νέος

εργοδότης σας, ο πρίγκιπας Γιόχαν του Κουμπλενστάιν».

«Πώς είστε;» άρχισε να λέει η Άννι, όταν όμως είδε σε ποιον μιλούσε κόντεψε να πέσει ξερή στο

πάτωμα.
***

Ο Χανς, ο όμορφος δημόσιος υπάλληλος από το τρένο, την κοιτούσε πίσω από το ολοσκάλιστο

γραφείο με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

«Εσείς;» είπε σε απαλό τόνο. Αμέσως ίσιωσε την πλάτη του και ξερόβηξε. «Δεν είχα ιδέα».

«Ούτε κι εγώ».

Πέρασε μια αβάσταχτα αμήχανη στιγμή.

«Καθίστε, παρακαλώ», της είπε στη συνέχεια, δείχνοντάς της την πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο

του με τον ίδιο τρόπο που της είχε δείξει τη θέση στο τρένο τρεις μέρες νωρίτερα.

Και όπως και τότε, η Άννι κάθισε μπροστά του. Οταν συνήλθε από το πρώτο σοκ άρχισε σιγά σιγά

να καταλαβαίνει. Ήταν σαν να έμπαιναν στη θέση τους τα κομμάτια ενός παζλ. Της είχε μιλήσει για

το χαμό της γυναίκας του, για τους

διαδοχικούς επιμελητές που είχε προσλάβει για τις κόρες του, για το μεγάλο σπιτικό που έπρεπε να

συντηρήσει.

«Ζητώ... ζητώ συγνώμη για τη μυστικότητα με την οποία κανονίσαμε την άφιξή σας», άρχισε να της

λέει. «Ελπίζω να κατανοείτε το δισταγμό μου να σας αποκαλύψω τα πάντα πριν έρθετε ως εδώ».

«Απολύτως». Ίσιωσε την πλάτη της και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της στη δουλειά

αντί για το πρόσωπο που είχε μπροστά της, αλλά ήταν δύσκολο. Είναι πρίγκιπας! Για όνομα του

Θεού! φώναζε μέσα της. Αληθινός πρίγκιπας. Αισθάνθηκε στο στήθος της ένα βάρος και μετά βίας

συγκρότησε έναν αναστεναγμό. Πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο όμορφος άντρας να κυβερνάει μια

τόσο μαγευτική ευρωπαϊκή χώρα και η Άννι να μην τον έχει ούτε ακουστά; Θα έλεγε κανείς πως

ο παγκόσμιος Τύπος είχε περιοριστεί στην κάλυψη των δραστηριοτήτων της βρετανικής βασιλικής

οικογένειας.

Κάπου κάπου άκουγε να γίνεται λόγος για κάποια πριγκίπισσα ή κάποιον πρίγκιπα μιας χώρας στην

οποία η Άννι δεν ήξερε πως υπήρχε μοναρχία, αλλά ποτέ δε φαντάστηκε πως οι Ευρωπαίοι

μονάρχες ήταν τόσο νέοι και ελκυστικοί. Πάντα τους φανταζόταν σαν χαρακτήρες

κινηματογραφικών ταινιών, είτε ηλικιωμένους και ευγενικούς είτε νέους και ανόητους.

Ο Χανς σίγουρα δεν ανήκε σε καμία απ’ αυτές τις κατηγορίες.

«Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν προσλαμβάνουμε καινούριο προσωπικό», συνέχισε

εκείνος.

Η Άννι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Δεν ήταν εύκολο να ξαναβρεί την ψυχραιμία της.

«Φαντάζομαι... πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ήθελαν να δουλέψουν για τα παιδιά μιας

βασιλικής οικογένειας, αλλά που δε θα σταματούσαν να βοηθήσουν ένα συνηθισμένο παιδί να


διασχίσει το δρόμο».

Ο Χανς μόρφασε και συγκατένευσε. «Φοβάμαι πως είναι αλήθεια. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί το

κατάλληλο πρόσωπο. Ελπίζω αυτή τη φορά να το καταφέραμε». Όμως η Άννι τον είδε σκεπτικό.

Πολύ σκεπτικό.

Ο Χανς δεν μπορούσε να κρύψει την κατάπληξή του. Η γυναίκα που είχε έρθει με τις καλύτερες

συστάσεις από ένα

σπουδαίο οικοτροφείο της Αμερικής, εκείνη που διέθετε ένα βιογραφικό που ταίριαζε σε βασιλικό

σπίτι, ήταν η ίδια γυναίκα που τον είχε αναστατώσει τόσο πολύ στο τρένο. Κατ' αρχήν ήταν πολύ νέα

για να αναλάβει την ευθύνη των νεαρών πριγκι-πισσών. Επιπλέον ήταν πεισματάρα, ισχυρογνώμων, μιλούσε έξω από τα δόντια κι ίσως
διέθετε και λίγο θράσος.

Δεν είχε καταφέρει να τη βγάλει από το μυαλό του.

Ήταν αλήθεια πως είχε ζητήσει τη γνώμη της -κι εκείνη του την είχε δώσει και με το παραπάνω-

αυτό όμως το είχε κάνει χωρίς να ξέρει πως θα αναγκαζόταν να την αντιμετωπίσει ξανά. Είχε ήδη

εγκαταλείψει την επιφύλαξη που θα έπρεπε να υπάρχει μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Τον

γνώριζε σαν Χανς, ούτε καν με το σωστό του τίτλο. Τώρα θα ήταν διπλά δύσκολο να δημιουργήσει

μαζί της μια σωστή επαγγελματική σχέση.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε την παρουσία της Γκρέτα στο δωμάτιο, η οποία ήταν πολύ πιθανόν να

διάβαζε τις σκέψεις του. «Γκρέτα, σ’ ευχαριστώ, δε θα σε χρειαστώ άλλο».

«Πολύ καλά κύριε». Κοιτάζοντάς τους μπερδεμένη, η γραμματέας έφυγε από το δωμάτιο.

«Ενώπιον τρίτων», της είπε όταν έμειναν μόνοι, «θα με αποκαλείτε πρίγκιπα Γιόχαν».

«Βεβαίως». Η Άννι κοίταξε τριγύρω. «Τώρα είμαστε ενώπιον τρίτων;»

«Όχι», της απάντησε αργά. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Αυτό έλεγε κάθε νεύρο του κορμιού του.

«Τώρα είμαστε μόνοι».

Η Άννι συνοφρυώθηκε. «Και πώς να σας αποκαλέσω τώρα;»

«Όταν είμαστε μόνοι, μπορείτε να με αποκαλείτε ‘κύριο’».

«Πρίγκιπα Γιόχαν, μπροστά σε άλλους, ‘κύριε’ ιδιαιτέρως. Μάλιστα».

«Εκτός αν υπάρχει επίσημη εκδήλωση στο ανάκτορο και είστε παρούσα, οπότε μπορείτε να

χρησιμοποιείτε το Υψηλότατε’». Κοίταξε το ρολόι του, ζάρωσε τα φρύδια του κι έτριψε έναν μικρό

λεκέ στο κρύσταλλο.

Η Άννι αισθάνθηκε ενοχλημένη. «Κι εσείς πώς θα με αποκαλείτε;»

Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε στα μάτια. «Συγνώμη;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πώς θα με αποκαλείτε στις επίσημες εκδηλώσεις του ανακτόρου και όταν

θα είμαστε μόνοι;»

«Θα σας αποκαλώ δεσποινίδα Μπάριμερ».


«Πάντοτε;» Αν αυτός ήταν ο αληθινός Χανς, δεν ήταν σίγουρη πως της άρεσε. Τι είχε συμβεί στον

άντρα του τρένου, ο οποίος ήξερε να ακούει και δεν έδινε εντολές; Ο πρίγκιπας δίστασε για μια στιγμή προσπαθώντας να καταλάβει αν η
Άννι τον ψάρευε σκόπιμα.

«Εκτός αν οι περιστάσεις απαιτούν κάτι διαφορετικό».

«Κατάλαβα». Ανασήκωσε το πρόσωπό της. «Έχω κι εγώ την ίδια επιλογή;»

Ο Χανς κατάλαβε αμέσως το πνεύμα της και ξαφνιάστηκε με την παρόρμησή του να γελάσει.

«Υπάρχουν άνθρωποι που θα έλεγαν πως είστε αυθάδης».

«Είναι αλήθεια», συμφώνησε εκείνη, κάνοντάς τον για μια σύντομη στιγμή να νιώσει άνετα πριν

συνεχίσει. «Να με συγχωρείτε, αλλά κάποιοι άλλοι άνθρωποι θα έλεγαν πως εσείς είστε αλαζόνας».

Ο Χανς σκέφτηκε πως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μπροστά του δεν είχε ένα άτομο που θα υπάκουε

σ’ ό,τι του έλεγε, όπως και το υπόλοιπο προσωπικό. Αυτή η κοπέλα ήταν σκέτος μπελάς και το είχε

καταλάβει από τη στιγμή που τη γνώρισε. Μόνο που τότε δεν ήξερε πως θα ήταν δικός του

μπελάς. «Αλαζόνας;» επανέλαβε.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Γιατί ‘κύριε’ τώρα και ‘Χανς’ στο τρένο;» ρώτησε προκλητικά.

«Επειδή στο τρένο δεν ήσαστε υπάλληλός μου».

«Ήμουν. Απλώς δεν το ξέρατε ακόμα. Ούτε κι εγώ το ήξερα, φυσικά».

«Δεσποινίς Μπάριμερ, ίσως θα ήταν φρόνιμο να αποφύγουμε το ζήτημα της συναντήσεώς μας στο

τρένο. Πιθανόν να ήταν καλύτερα και για τους δυο μας αν ξεκινούσαμε από την αρχή».

«Μα... κύριε... τα εννοούσα όσα σας είπα στο τρένο», είπε εκείνη τονίζοντας τη λέξη «κύριε». Το

λεπτεπίλεπτο πιγούνι της υψώθηκε μ’ ένα πείσμα που τον προειδοποιούσε πως η Άννι δεν

αστειευόταν. Θυμήθηκε εκείνο το ύφος, όπως και τις σπίθες οργής που πέταξαν τα ανοιχτογάλαζα

μάτια της όταν του μίλησε για τη σταθερότητα και την αγάπη που χρειάζονται τα παιδιά.

Ίσως αυτό ήταν καλό. Ήθελε κάποιον να νοιαστεί με πάθος για τις κόρες του, μολονότι δε

συμφωνούσε απόλυτα με τη δική της εκτίμηση της κατάστασης.

«Εντάξει. Στο τρένο μιλήσατε για σταθερότητα, πράγμα που μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως δε

λείπει από τα παιδιά μου».

«Αλλη εντύπωση μου άφησαν τα λόγια σας», αντιγύρισε η Άννι διστακτικά, κουνώντας το κεφάλι

της δεξιά αριστερά.

«Θεωρώ πως η συνεχής φροντίδα για την εκπαίδευση, το ρουχισμό και τη σωματική τους ευρωστία, για να μην αναφερθώ στα σπίτια τους
στην πόλη και την εξοχή, τους παρέχει αρκετή σταθερότητα.

Επιπλέον, υπάρχουν αρκετά μέλη του προσωπικού τα οποία βρίσκονται στο σπίτι μας ακόμα και

πριν γεννηθούν τα κορίτσια και που τα φροντίζουν αδιάκοπα μέχρι σήμερα». Ήταν αλήθεια. Η

Γκρέτα ήταν γραμματέας του για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ο Λέο υπήρξε ο προσωπικός

του σύμβουλος για περισσότερα από είκοσι, αν και ο Λέο, με την ψυχρή, τυπική συμπεριφορά του, ίσως δεν ήταν το είδος της σταθερής
μορφής που η Άννι είχε υπόψη της. Ύστερα υπήρχε ο Κρίστιαν, ο οδηγός του Χανς και οδηγός του πατέρα του πριν από εκείνον.
«Τα φροντίζουν;» επανέλαβε. «Καλή η φροντίδα, αλλά τι γίνεται από αγάπη;»

Πόσο τυπική αμερικανική στάση! σκέφτηκε ο Χανς και σχεδόν χαμογέλασε. Ήταν στ’ αλήθεια

ιδιόρρυθμος ο τρόπος που η Άννι έδινε προτεραιότητα στο συναίσθημα. Φυσικά και ο Χανς

αγαπούσε τα παιδιά του περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο, αλλά δεν ήταν σίγουρος σε ποια

θέση της ιεραρχίας των αναγκών τους ανήκε η αγάπη του. Η πειθαρχία ήταν επίσης εξαιρετικά

σημαντική για τις νεαρές πριγκίπισσες. Το ίδιο και οι τρόποι καλής συμπεριφοράς και το

πρωτόκολλο- η αξιοπρέπεια τόσο εντός του ανακτόρου όσο και εκτός. Κοίταξε την Άννι με

σκεπτικό βλέμμα. «Δεσποινίς Μπάριμερ, σας ρώτησα μια φορά γιατί νιώθετε τόσο πάθος για το

θέμα αυτό ώστε είστε πρόθυμη να λογομαχήσετε. Τότε είπατε πως δεν άξιζε τον κόπο να το

συζητήσουμε. Τώρα όμως το ζήτημα φαίνεται σχετικό με την εδώ εργασία σας, γι’ αυτό θα

επιθυμούσα να γίνετε πιο ευθύς αναφορικά με τις ανησυχίες σας».

Η Άννι ξεροκατάπιε. «Δε θέλετε να ακούσετε την ιστορία της ζωής μου».

«Θέλω».

Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και έδειξε να σκέφτεται προσεκτικά, σαν να διάλεγε ποιες

λεπτομέρειες θα του ανέφερε και ποιες όχι. «Μεγάλωσα με μια πολύ έντονη αίσθηση της

οικογένειας και της ασφάλειας. Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν πάντα κοντά μου όταν ήμουν

παιδί, πάντα πρόθυμοι να ακούσουν τα προ-βλήματά μου ή να αφιερώσουν λίγο χρόνο όταν

χρειαζόμουν βοήθεια στα μαθήματά μου». Η φωνή της έγινε πιο ψυχρή όταν ξανάρχισε να μιλάει

ύστερα από μια μικρή παύση. «Αυτό στάθηκε καθοριστικό στη ζωή μου». Ανασήκωσε ανήμπορη

τους ώμους της. «Όταν ακούω για παιδιά που δεν έχουν αυτό το είδος της στοργής και της

φροντίδας, θλίβομαι πολύ».

Ο Χανς υποψιαζόταν ότι υπήρχαν κι άλλα που δεν του έλεγε, όμως δεν ήθελε να την πιέσει. Ακόμα

και τώρα ένιωθε τη γελοία παρόρμηση να την πάρει στην αγκαλιά του και να την παρηγορήσει. Αντί

γι’ αυτό ξερόβηξε και έστρωσε τα μανίκια του. «Μάλιστα. Λοιπόν, σας ευχαριστώ που μου το

είπατε. Κατανοώ καλύτερα την έντονη συγκίνησή σας για το θέμα. Όμως, ελπίζω να μπορέσετε κι

εσείς να κατανοήσετε ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι συνύπαρξης των οικογενειών χωρίς ο ένας

να είναι απαραίτητα καλύτερος από τον άλλον. «Τώρα, πόσα ξέρετε περί του πρωτοκόλλου;»

Για μια στιγμή η Άννι φάνηκε να σαστίζει από την ερώτησή του, γρήγορα όμως τον κοίταξε

κατάματα με θάρρος. «Τίποτε απολύτως, κύριε».

«Τότε θα πρέπει να μάθετε. Η Γκρέτα μπορεί να σας βοηθήσει σ’ αυτό. Ένα από τα καθήκοντά σας

θα είναι να μάθετε κι εσείς τα κορίτσια να φέρονται σωστά και με χάρη στους δημόσιους ρόλους

τους».

Αφού δίστασε για μια μόνο στιγμή, η Άννι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Καταλαβαίνω».

Αυτό τον ενθάρρυνε. Ίσως μπορούσε να την πείσει να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, όσο
πεισματάρα και μοντέρνα κι αν ήταν. Ήταν σαφές ότι είχε καλή ανατροφή, αν και ίσως την είχαν

μεγαλώσει με υπερβολική ελευθερία. Προερχόταν από καλή οικογένεια, σύμφωνα με την έρευνά

του, αλλά και τα δικά της λόγια. Και ως πολύγλωσση εκπρόσωπος του Πέντλτον, είχε επίσης

παρευρεθεί σε αμέτρητες εκδηλώσεις της πρεσβείας στην κοντινή Ουάσινγκτον της Κολούμπια

όπου ζούσαν πολλοί από τους γονείς των σπουδαστριών. Και αν ήθελε να ήταν ειλικρινής, ο Χανς

εκτιμούσε το γεγονός ότι η στάση της απέναντι στα παιδιά ήταν πολύ πιο θερμή από

της συγχωρεμένης της γυναίκας του ή ακόμα και της μητέρας του.

Συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να την κάνει να δεχτεί τις απόψεις του και αναρωτήθηκε γιατί

έκανε κάτι τέτοιο από τη στιγμή που δεν είχε και πολλές επιλογές. Την είχε ήδη προσλάβει και την

είχε φέρει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν αναγκασμένος να της δώσει τουλάχιστον μια

ευκαιρία.

Αν αποδεικνυόταν ακατάλληλη, μπορούσε να την αφήσει να φύγει.

Αποφάσισε να αγνοήσει το αίσθημα απόγνωσης που τον κυρίευσε στη σκέψη πως θα άφηνε την

Άννι να φύγει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όταν η συζήτηση με τον Χανς, δηλαδή τον πρίγκιπα Γιόχαν, τελείωσε, η Γκρέτα οδήγησε την Άννι

στο καινούριο της δωμάτιο. Το μέρος που θα αποτελούσε το σπίτι της για τον επόμενο χρόνο.

«Πού βρίσκονται τα παιδιά;» ρώτησε η Άννι κουβαλώντας με κόπο τις βαλίτσες της και

πασχίζοντας να ακολουθήσει τη γραμματέα.

«Τα παιδιά βρίσκονται στο δωμάτιό τους. Θα τα γνωρίσετε αμέσως». Γύρισε και έριξε μια

συμπονετική ματιά την Άννι. «Θα έπρεπε στ’ αλήθεια να αφήσετε κάποιον να σας μεταφέρει τις

βαλίτσες», της είπε μαλώνοντάς τη διακριτικά.

«Δεν είχα ιδέα ότι θα πηγαίναμε τόσο μακριά. Αυτό το σπίτι είναι μεγάλο σαν τις Βερσαλλίες». Η

Άννι χαμογέλασε και αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η αντίδραση του Χανς στο καινούριο της σχόλιο

σχετικά με την ιδιοκτησία του..

«Εδώ είμαστε». Η Γκρέτα σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη, λευκή σκαλιστή πόρτα, μία από τις

τουλάχιστον είκοσι ίδιες που υπήρχαν σ’ εκείνο τον διάδρομο. Η γραμματέας έπιασε το μπρούντζινο

πόμολο και άνοιξε την πόρτα με μεγαλοπρέπεια. «Τα ιδιαίτερα διαμερίσματά σας», ανήγγειλε.

Η Άννι έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω της προσπαθώντας να μετρήσει τις πόρτες έτσι ώστε να

καταφέρει να ξαναβρεί μόνη της το δρόμο, αλλά ήταν πάρα πολλές. Μ’ έναν αναστεναγμό γύρισε

μπροστά της και πέρασε το κατώφλι. Την επόμενη στιγμή της κόπηκε η ανάσα.

Η Γκρέτα χαμογέλασε.

Το μεγαλείο εκείνου του χώρου ήταν εκθαμβωτικό. Οι τοίχοι, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν πάνω από

έξι μέτρα ψηλοί, ήταν καλυμμένοι με μια ταπετσαρία με όμορφο ροζ - χρυσό ριγέ σχέδιο.
Πλαισίωναν όμορφα ένα μεγάλο θολωτό παράθυρο που είχε θέα στη βουνοπλαγιά. Τα ταβάνια

υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους γεμάτα περίτεχνα ανάγλυφα στέμματα σε αστραφτερό χρυσό.

Το υπέρδιπλο κρεβάτι με τον εντυπωσιακό ουρανό ήταν υπερυψωμένο από το δάπεδο και στη μια

πλευρά του υπήρχε ένα ξύλινο σκαλοπάτι. Ήταν μια βικτοριανή οπτασία γεμάτη χάρη και

θηλυκότητα. Η Άννι αισθάνθηκε σαν να είχε περάσει μέσα από τον καθρέφτη μπαίνοντας στη δική

της Χώρα των Θαυμάτων.

«Εκεί βρίσκεται η ντουλάπα και η πόρτα του παιδικού δωματίου είναι από εκεί», έλεγε η Γκρέτα

χειρονομώντας ζωηρά για να ενημερώσει την Άννι σχετικά με τα όσα μπορεί να την ενδιέφεραν. «Κι

αυτό...»

«Με συγχωρείτε».

Η Άννι και η Γκρέτα αναπήδησαν ταυτόχρονα στο άκουσμα της σιγανής φωνής που τις διέκοψε.

Όταν η Γκρέτα γύρισε προς την είσοδο τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Η Άννι

ακολούθησε το βλέμμα της και αντίκρισε τον Χανς. Η πρώτη της σκέψη ήταν να αναρωτηθεί γιατί η

γραμματέας εξεπλάγη τόσο που τον είδε.

«Αρκεί, ευχαριστώ Γκρέτα». Ένα σύντομο γνέψιμο του κεφαλιού ήταν σαφής ένδειξη ότι της

ζητούσε να φύγει.

«Μάλιστα, κύριε». Η Γκρέτα έριξε μια γρήγορη ματιά στην Άννι κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο.

Με την αναχώρησή της έπεσε στο χώρο μια βαριά σιωπή.

«Φαίνεται πως έχετε έναν εκπληκτικό τρόπο να τρομάζετε τους ανθρώπους γύρω σας», σχολίασε

ανάλαφρα η Άννι.

«Εσείς δεν τρομάζετε, όπως πρόσεξα», της αντιγύρισε ανέκφραστος ο Χανς, όμως εκείνη νόμισε

πως διέκρινε μια υποψία χαμόγελου στα μάτια του.

«Θα έπρεπε;»

Αυτή τη φορά ο Χανς χαμογέλασε φανερά, κόβοντάς της την ανάσα. «Είχατε αρκετές ευκαιρίες».

Διέσχισε το δωμάτιο με νωχελικό βήμα και σταμάτησε δίπλα στο παράθυρο. «Η μεγαλύτερη εκ των

οποίων ήταν τότε που ανακαλύψατε πως εγώ

θα ήμουν ο εργοδότης σας εδώ στο Λάσμπεργκ», συμπλήρωσε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της, έτσι που η Άννι δεν μπόρεσε να
καταλάβει αν χαιρόταν που θα έμεινε.

«Θα θέλατε να τρομάξω;»

Τότε γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα ανεξιχνίαστο. «Δε θα με είχε καταπλήξει διόλου αν αυτή

ήταν η ενστικτώδης αντίδρασή σας».

Η Άννι είχε νιώσει πολλά πράγματα όταν είδε τον Χανς πίσω από το μεγάλο γραφείο και σίγουρα το

ένα απ' αυτά ήταν η επιθυμία να το βάλει στα πόδια. Όμως η πιο συγκλονιστική αίσθηση που την

κυρίευσε ήταν πρώτα το σοκ, ύστερα η περιέργεια, καθώς και μια ανακούφιση που μπόρεσε να
τον δει άλλη μια φορά. Ήθελε να ξέρει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί

εκείνη η αλλόκοτη κατάσταση. «Η υποχρέωσή μου να φροντίσω τα παιδιά σας με δεσμεύει», του

είπε προσπαθώντας να διατηρήσει ένα επαγγελματικό ύφος. «Δε θα απαρνιόμουν αυτή την

ευθύνη. Ή μάλλον την ευκαιρία».

Για μια στιγμή γεμάτη ένταση κοιτάζονταν στα μάτια επίμονα. Έπειτα εκείνος προχώρησε μέσα στο

δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές. «Χαίρομαι πολύ που το ακούω».

«Είμαι πολύ ενθουσιασμένη μ’ αυτή τη δουλειά», συνέχισε η Άννι. «Παρά τη... μάλλον... ασυνήθιστη

γνωριμία μας, νομίζω πως θα συνεργαστούμε καλά».

Ο Χανς έδειξε να αντιδράει στην τελευταία φράση της. «Δε θα συνεργαστείτε μ' εμένα, αλλά

κατάλαβα τι εννοείτε».

«Σωστά», αποκρίθηκε εκείνη κοκκινίζοντας.

Έπεσε μια σύντομη σιωπή.

Η Άννι αποφάσισε να τη σπάσει πρώτη. «Μ’ εμάς τους δύο τα παιδιά θα πρέπει να έχουν μια

όμορφη ισορροπία επιρροών».

«Χαίρομαι».

«Κοίταξε, Χανς... εννοώ δηλαδή, κύριε, ελπίζω στ’ αλήθεια να μη μου κρατάτε κακία για τη

συζήτηση που είχαμε στο τρένο. Ουδέποτε θα σας μιλούσα τόσο ανοιχτά αν γνώριζα ποιος είστε».

«Ίσως τότε ήταν καλύτερα που δε γνωρίζατε ποιος ήμουν.

Δε θέλω να είστε άλλη από τον εαυτό σας, δεσποινίς Μπάρι-μερ, τόσο μαζί μου όσο και με τα

παιδιά».

«Ω, όχι, φυσικά όχι. Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν με ποιον έχουν να κάνουν».

Φάνηκε πως είχε τελειώσει την κουβέντα της, ξαφνικά όμως βιάστηκε να συνεχίσει. «Όχι πως εσείς

δεν καταλαβαίνετε, θέλω να πω, αν κάποιος...» Χάνοντας όμως τα λόγια της σήκωσε

ανήμπορη τους ώμους.

Ο Χανς την κοίταξε μισό κλείνοντας καχύποπτα τα μάτια.

Η Άννι ξερόβηξε. «Δε βλέπω την ώρα να γνωρίσω τα παιδιά. Η Γκρέτα είπε πως το δωμάτιό τους

επικοινωνεί μ’ αυτό εδώ».

«Ναι, πράγματι». Δείχνοντας ανακουφισμένος για την αλλαγή της συζήτησης προχώρησε προς μια

πόρτα στον απέναντι τοίχο και την άνοιξε. «Μπεάτα, Μάρτα, ελάτε εδώ, σας παρακαλώ», φώναξε

στο διπλανό δωμάτιο.

Από το βάθος του διαδρόμου ακούστηκε να σπάει κάτι με πάταγο. Η Άννι τρόμαξε, όμως ο Χανς

απλώς συνοφρυώθηκε. «Αυτή η καταραμένη καμαριέρα έχει σπάσει τρεις λάμπες μέσα σε μια

βδομάδα. Ένας διαλυμένος αρραβώνας δεν αποτελεί λόγο για...»

«Ναι, πατέρα;»
Δυο κορίτσια είχαν εμφανιστεί στην πόρτα κάνοντας τα ερωτηματικά για το διαλυμένο αρραβώνα

της καμαριέρας και την αναισθησία του Χανς απέναντι στο θέμα να εξαφανιστούν από το μυαλό

της Άννι.

Και τα δυο κορίτσια είχαν μαλλιά τόσο ανοιχτόχρωμα που έμοιαζαν σχεδόν λευκά και φορούσαν

και τα δυο αχνογάλαζες καρό ποδιές. Φαίνονταν σαν να ξεπήδησαν από τις σελίδες ενός παιδικού

βιβλίου ενώ τα φορέματά τους, αν και χαριτωμένα μ' έναν παλιομοδίτικο τρόπο, δε θα ήταν

καθόλου πρακτικά για παιχνίδι έξω από το σπίτι.

«Ναι, πατέρα;» ξαναρώτησαν και τα δυο στα γερμανικά.

Εκείνος τους απάντησε στην ίδια γλώσσα. «Να σας συστήσω τη νέα σας γκουβερνάντα, τη

δεσποινίδα Μπάριμερ». Έκανε μια πληθωρική χειρονομία προς την Άννι. «Εκτός άλλων θα σας

βοηθήσει και με τα αγγλικά σας. Από εδώ και στο εξής αυτή θα είναι η γλώσσα που θα μιλάμε όταν

εκείνη θα είναι παρούσα».

«Μάλιστα, πατέρα».

«Σύμφωνοι, πατέρα».

Ο Χανς φάνηκε ευχαριστημένος. «Δεσποινίς Μπάριμερ, από εδώ η Μάρτα». Ακούμπησε το χέρι του

στον ώμο του ψηλότερου κοριτσιού. Η Άννι πρόσεξε πως η Μάρτα είχε τα βαθυπρά-σινα μάτια του

πατέρα της.

«Πώς είστε κυρία;» ρώτησε το κορίτσι κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.

«Λέγε με Άννι», της είπε εκείνη μ’ ένα ζεστό χαμόγελο.

«Θα σας λένε δεσποινίδα Μπάριμερ», τη διόρθωσε κοφτά ο Χανς.

Τον κοίταξε έκπληκτη. «Πολύ καλά, αν είναι αυτό που προτιμάτε».

«Είναι». Ανασήκωσε ένα φρύδι. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελε προκλήσεις. «Πρέπει να φέρονται με

σεβασμό προς τους μεγαλύτερους. Εδώ δεν είναι η καλοκαιρινή κατασκήνωση».

«Καταλαβαίνω». Χολωμένη, έστρεψε την προσοχή της στο άλλο παιδί και προσπάθησε να

ξαναχαμογελάσει, αλλά ήταν δύσκολο κάτω από το σκοτεινό, εξεταστικό βλέμμα του Χανς. Τον

ένιωθε σαν να ήταν έτοιμος να της επιτεθεί ανά πάσα στιγμή. Χαμήλωσε μπροστά στο μικρότερο

κορίτσι. «Εσύ τότε θα πρέπει να είσαι η Μπεάτα», είπε.

Η Μπεάτα είχε πολύ ανοιχτά γαλανά μάτια και δυο κουκλίστικα λακκάκια όταν χαμογέλασε.

«Μάλιστα, κυρία».

Η Άννι πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα ήταν χαρά της να δουλέψει μ’ εκείνα τα παιδιά, αυτό το ήξερε

ήδη. Ευχόταν να μπορούσε να πει το ίδιο και για τον εργοδότη της. Σηκώθηκε και

κοίταξε κατάματα τον Χανς με θάρρος. Δε θα δείλιαζε μπροστά του, όσο κι αν εκείνος

προσπαθούσε να την τρομοκρατήσει. «Νομίζω πως εγώ και τα παιδιά θα τα πάμε μια χαρά».

«Υπολογίζω σ’ αυτό», είπε εκείνος και χάιδεψε τα μαλλιά των κοριτσιών. «Εντάξει, να είστε καλά
κορίτσια και να ακούτε τη δεσποινίδα Μπάριμερ». Ύστερα γύρισε στην Άννι. «Εσείς

και τα παιδιά θα δειπνείτε στις επτά, στην κεντρική τραπεζαρία».

Η Άννι δεν ήξερε πού βρισκόταν αυτή, όμως αποφάσισε πως προτιμούσε να περιπλανηθεί μισή ώρα

μέσα στο ανάκτορο ψάχνοντας, παρά να του ζητήσει οδηγίες. «Εντάξει. Θα σας δούμε εκεί».

Οι πριγκίπισσες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Ο πατέρας δε δειπνεί μαζί μας», είπε η Μάρτα σ’ έναν τόνο σχεδόν συγκαταβατικό. Θα πρέπει να

τον είχε μάθει από τον πατέρα της, όπως συμπέρανε η Άννι.

«Αλήθεια;»

«Ω, όχι, εκείνος δειπνεί όταν εμείς έχουμε πάει για ύπνο».

«Όταν εσείς έχετε πάει για ύπνο;» Η Άννι κοίταξε τον Χανς ερωτηματικά.

Εκείνος ανασήκωσε ξανά το φρύδι βλέποντας την έκφραση του προσώπου της. «Ελπίζω αυτό να

μην αποτελεί πρόβλημα για σας, δεσποινίς Μπάριμερ». Γύρισε να φύγει.

«Κύριε», του είπε η Άννι.

Ο Χανς κοντοστάθηκε και γύρισε με ανυπομονησία. «Τι συμβαίνει;»

Η Άννι κοίταξε τα κορίτσια κι ύστερα εκείνον. «Μπορώ να σας πω δυο λόγια στο διάδρομο;»

Ο πρίγκιπας αναστέναξε. «Παιδιά, πηγαίνετε πίσω στο δωμάτιό σας. Η δεσποινίς Μπάριμερ θα έρθει

να σας βρει εκεί σε ένα λεπτό».

Τα κορίτσια έγνεψαν καταφατικά και ξαναβγήκαν από την πόρτα που είχαν μπει.

«Τι θέλατε να συζητήσετε;» τη ρώτησε τότε ο Χανς.

Η Άννι έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω από τα παιδιά και γύρισε κοντά του. «Όταν

πρωτοσυναντηθήκαμε, αναφέρατε το ενδιαφέρον σας για τον αμερικανικό τρόπο διαπαιδαγώγησης.

Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που το αναφέρω, πι-στέψτε με...»

«Ναι, ναι, ποιο είναι το πρόβλημα;»

Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της, αλλά συνέχισε. «Να, στην Αμερική οι οικογένειες τρώνε όλοι

μαζί».

«Εδώ δε συνηθίζουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο».

«Το καταλαβαίνω, αλλά εφόσον ενδιαφερθήκατε για τις αμερικάνικες συνήθειες, αυτό είναι κάτι

που θα μπορούσε να αλλάξει εύκολα και πιθανόν να είχε θετική επίδραση στα παιδιά. Ίσως δεν το

ξέρετε, αλλά στην Αμερική έχουν γίνει μελέτες οι οποίες απέδειξαν ότι τα παιδιά που τρώνε μαζί

με τις οικογένειές τους είναι πολύ πιο ευπροσάρμοστα από εκείνα που δεν το κάνουν. Οι βαθμοί

τους είναι καλύτεροι, δεν έχουν τάση να πειραματίζονται με ναρκωτικά...»

«Δε βρισκόμαστε στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεσποινίς Μπά-ριμερ». Η έκφραση των ματιών του την

προειδοποίησε ότι πατούσε σε επικίνδυνο έδαφος. «Το σχέδιό μου ήταν να δεχτούν λίγη

αμερικάνικη επιρροή τα κορίτσια, όχι εγώ ο ίδιος».


«Ναι, μα...» Σώπασε και έδειξε φανερά ότι έπνιξε εκείνο που σκεφτόταν να πει. «Εντάξει».

Κανονικά ο Χανς έπρεπε να φύγει τώρα. Είχε ανακτήσει τη θέση ισχύος που έπρεπε να έχει απέναντι

της κι αν έβγαινε τώρα από το δωμάτιο θα την επισφράγιζε. Όμως αναστέναξε. «Μα, τι, δεσποινίς

Μπάριμερ; Τι θα λέγατε;»

Η Άννι πλατάγισε τη γλώσσα της. «Θα έλεγα μονάχα πως θα έπρεπε σιγά σιγά να μάθω να ξεχωρίζω

πότε θέλετε την επιρροή μου και πότε όχι».

Έγινε μια μεγάλη παύση, στη διάρκεια της οποίας η Άννι έβλεπε ότι ο Χανς προετοίμαζε μια

υπομονετική αλλά κατηγορηματική απάντηση. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι σαφής μαζί σας», είπε βάζοντας τέρμα στη συζήτηση.

Η Άννι μαλάκωσε κάπως. «Παρακαλώ, πιστέψτε με, δε θέλω να δημιουργήσω πρόβλημα

διαφωνώντας για όλα. Θέλω να κάνω καλή δουλειά, να βοηθήσω αυτά τα παιδιά». Ξάφνου σάστισε

βλέποντας τη μοναξιά να ζωγραφίζεται στο όμορφο πρόσωπό του. «Θέλω να βοηθήσω εσάς».

Την κοίταξε για μια στιγμή, έκπληκτος από την ανόητη, ρομαντική έκκλησή της. Ήταν τόσο

απλοϊκή σε μερικά πράγματα. Ήταν γοητευτικό... και εκνευριστικό. Όμως τι περίμενε; Ηταν τόσο

νέα. Ή δεν ήταν; Ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. «Εκτιμώ την πρόθεση σας, δεσποινίς

Μπάριμερ»,

είπε απαλά. «Αλλά το να με βοηθήσετε βρίσκεται πέραν των δυνατοτήτων σας». Γύρισε προς την

πόρτα και την άνοιξε, ύστερα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε προς την Άννι. «Θα σας δω στις

επτά στην κεντρική τραπεζαρία».

Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να αγαλλιάζει από χαρά. «Ω! Χαίρομαι πολύ! Δε θα το μετανιώσετε, ειλικρινά...»

«Στις επτά λοιπόν», τη διέκοψε απότομα. Η ζεστασιά είχε εξαφανιστεί από τα μάτια του, αλλά η

Άννι είχε προλάβει να τη διακρίνει για μια σύντομη στιγμή. «Μην αργήσετε».

***

Φυσικά η Άννι άργησε. Όμως δεν το έκανε σκόπιμα. Μάλιστα είχε φύγει από το δωμάτιό της δυο

λεπτά νωρίτερα απ’ όσο νόμιζε πως χρειαζόταν για να μπορέσει να βρει την τραπεζαρία. Αν

βρισκόταν μαζί με τα παιδιά, θα μπορούσαν εκείνα να της δείξουν το δρόμο, όμως τα επίσημα

καθήκοντά της ξεκινούσαν την επόμενη μέρα. Η πρώτη ήταν αφιερωμένη στην εγκατάσταση και

την εξοικείωσή της με τους χώρους. Αφού περιπλανήθηκε επί είκοσι λεπτά πριν βρει την

τραπεζαρία, ένιωσε τελικά ότι είχε μάθει τα κατατόπια.

Μπήκε στην τραπεζαρία κάπως λαχανιασμένη, γεγονός που έγινε πιο έντονα αντιληπτό λόγω της

σιωπής που κυριαρχούσε στην αίθουσα.

«Άυπάμαι πάρα πολύ», είπε σπεύδοντας στην άδεια καρέκλα απέναντι από τον Χανς στην άλλη

άκρη του τραπεζιού. «Είχα... κάποιο πρόβλημα». Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως χάθηκε. «Δε θα

ξανασυμβεί».

«Ισως θα έπρεπε να αναρτήσουμε χάρτες, τι λέτε;» ρώτησε ο Χανς ανασηκώνοντας το φρύδι.


«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε», είπε, χωρίς όμως να μπορέσει να συγκρατήσει το χαμόγελό της.

«Ο πατέρας είπε πως του φάνηκε ότι άκουσε τα βήματά σας να πηγαινοέρχονται στους επάνω

διαδρόμους», προσφέρθηκε να τη διευκολύνει η Μπεάτα. Το χαμόγελό της ήταν λαμπερό. «Είπε ότι

αν δε φτάνατε σύντομα, κάποιος θα έπρεπε να έρθει να σας δώσει».

«’Σώσει’», τη διόρθωσε η Μάρτα κι έπειτα γύρισε προς την Άννι. «Είπε ότι κάποιος θα έπρεπε να

έρθει για να σας σώσει».

«Κατάλαβα. Είπε ποιος;» ρώτησε η Άννι ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στον Χανς.

«Θα ήταν ευχαρίστησή μου», της απάντησε εκείνος και η Άννι ήξερε πως γελούσε μαζί της, όχι

όμως με αγένεια.

«Δεν μπορεί να ακούγονται βήματα μέσα από τέτοιους χοντρούς τοίχους και πατώματα», είπε η

Άννι.

«Κι όμως...» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως δεν ήταν παρά ένα προαίσθημα».

Πριν προλάβει να του απαντήσει η Άννι, μια καμαριέρα την οποία δεν είχε ξαναδεί μπήκε στην

τραπεζαρία σπρώχνοντας ένα καρότσι με φαγητά. Πρώτα σταμάτησε στον Χανς και έβαλε μπροστά

του ένα πιάτο, ύστερα του σέρβιρε ένα μοσχαρίσιο φιλέτο, πατάτες ογκρατέν κι ένα μείγμα από

πράσινα φασόλια και αμύγδαλα. Προχώρησε σε καθεμιά από τις μικρές πριγκίπισσες πριν

καταλήξει στην Άννι. Πίσω της ακολουθούσε ένας σερβιτόρος ο οποίος γέμισε τα ποτήρια του

Χανς και της Άννι με κόκκινο κρασί. Τα παιδιά ήπιαν γάλα.

«Είχα μια καταπληκτική ιδέα για το πού μπορούμε να πάιιε με τα παιδιά αύριο», είπε η Άννι

κόβοντας το μοσχομυρωδάτο φιλέτο μπροστά της. «Τι θα λέγατε να πηγαίναμε για πρωινό σ’ εκείνο

το πανέμορφο μικρό ζαχαροπλαστείο στην πόλη κι ύστερα να περπατούσαμε για βόλτα πίσω στο

ανάκτορο; Ο καιρός ήταν...»

«Δεσποινίς Μπάριμερ», τη διέκοψε ο Χανς. «Υπάρχουν δύο προβλήματα μ’ αυτό. Το πρώτο είναι

πως τα παιδιά έχουν μαθήματα από τις οχτώ έως τις δύο το μεσημέρι, έτσι δε θα προλαβαίνατε να

επιστρέφετε εγκαίρως».

«Ω!» Η Άννι είχε ξεχάσει ότι τα κορίτσια είχαν ένα καθημερινό πρόγραμμα μαθημάτων. «Τότε

μπορούμε να πάμε μετά το σχολείο».

«Ω, θα μπορούσαμε, πατέρα;» είπε αμέσως η Μάρτα στα γερμανικά. Τα μάτια της ήταν γεμάτα

ικεσία. «Παρακαλούμε;»

«Στα αγγλικά», της είπε ο Χανς. «Και η απάντηση είναι όχι. Οι πριγκίπισσες δεν περπατάνε στους

δρόμους του Λάσμπεργκ». Κοίταξε με αυστηρό βλέμμα πρώτα την Μπεάτα κι ύστερα τη Μάρτα.

«Όπως εσείς οι δυο γνωρίζετε πολύ καλά», συμπλήρωσε γυρίζοντας στην Άννι, «όπως θα έπρεπε κι

εσείς να γνωρίζετε».

Εκείνη ήταν σοκαρισμένη. «Εννοείτε πως δεν μπορώ να πάρω τα παιδιά έξω από το σπίτι;»
Ο Χανς ήπιε μια γουλιά από το κρασί του κι έπειτα έκανε μια πλατιά χειρονομία μεγαλοψυχίας με

το ποτήρι στο χέρι. «Φυσικά και μπορείτε. Αλλά δεν μπορείτε να απομακρυνθείτε από τα όρια του

βασιλικού κτήματος».

«Ποτέ;»

«Εκτός μόνο εάν το καλεί μια συγκεκριμένη περίσταση».

«Βγαίνουν ποτέ να κάνουν συνηθισμένα, εκτός συγκεκριμένων περιστάσεων πράγματα;»

«Όχι», είπε θλιμμένα η Μάρτα.

Η Μπεάτα γούρλωσε τα μάτια της.

Η Άννι διαισθάνθηκε ότι ο Χανς ετοιμαζόταν να την επι-πλήξει και προσπάθησε να αποτρέψει το

κακό. «Εννοώ, ούτε καν μαζί σας;»

Την κοίταξε και αναστέναξε με ανυπομονησία. «Όπως είπα, βγαίνουν έξω μόνο όταν οι περιστάσεις

το απαιτούν. Συνήθως αυτό δε συμβαίνει. Απλώς δεν είναι ασφαλές να τριγυρνούν συχνά

δημοσίως».

Η Άννι συνοφρυώθηκε. «Συγχωρήστε την επιμονή μου, αλλά παρατήρησα πως τριγύρω υπάρχουν

διαρκώς φρουροί. Είναι διακριτικοί αλλά όχι και αόρατοι. Είμαι σίγουρη ότι ακόμα κι ένας

παρανοϊκός θα αισθανόταν ασφαλής έχοντας αυτούς γύρω του».

Τα μάτια του στένεψαν. «Δεσποινίς Μπάριμερ, τα αγγλικά δεν είναι η μητρική μου γλώσσα, διορθώστε με λοιπόν αν κάνω λάθος, όμως η
λέξη ‘παρανοϊκός’ δεν είναι ακριβώς μία έκφραση

θαυμασμού ή μήπως είναι;»

Η Άννι ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Ήταν λάθος της να πει κάτι τέτοιο. Άραγε θα μάθαινε

ποτέ να φέρεται με τη διακριτικότητα που απαιτούσε το πρωτόκολλο σε ένα παλάτι; «Δεν ήθελα να

υπαινιχθώ ότι είστε παρανοϊκός, κύριε,

ειλικρινά. Εννοούσα απλώς ότι θα ήταν σίγουρα ασφαλές να βγάζω τα κορίτσια έξω κάπου κάπου.

Δε θα ήταν;»

«Γιατί να προκαλέσουμε την τύχη μας;» είπε ο Χανς αλλά δεν ήταν στ’ αλήθεια μια ερώτηση. Ήταν

το κλείσιμο της συζήτησης. Κοίταξε το πιάτο του και ασχολήθηκε με το φαγητό του.

Η Άννι δεν τόλμησε να διαφωνήσει περισσότερο.

Έφαγε μια μπουκιά από κάποια κρεμώδη σάλτσα και το στόμα της πλημμύρισε από τη θεσπέσια

γεύση. Οι υπολογισμοί της για τα προτερήματα της ζωής μέσα σ’ ένα παλάτι δεν είχαν συμπεριλάβει

τη γαστριμαργική απόλαυση. Πολύ πιθανόν να έπαιρνε ένα σωρό κιλά μέχρι να τέλειωνε ο χρόνος

της δουλειάς της, αλλά δεν την ένοιαζε. Σκόπευε να απολαύσει το καθένα απ’ αυτά.

Ύστερα από λίγα λεπτά κοίταξε τη Μάρτα. «Τι μελετάς αυτή τη στιγμή;» τη ρώτησε.

Η Μάρτα ακούμπησε την πετσέτα στο στόμα της πριν απαντήσει. «Μελετώ τον Ναπολέοντα

Βοναπάρτη και τη Γαλλική Επανάσταση».


«Αλήθεια; Και πώς σου φαίνεται; Σ’ αρέσει;»

Η νεαρή πριγκίπισσα ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να τα μάθω».

«Εγώ μελετάω τους πιθήκους»; τιτίβισε η Μπεάτα.

«Τους πιθήκους;» επανέλαβε ζαρώνοντας τα φρύδια η Άννι.

Ο Χανς έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός. «Ίσως αναφέρεται στη Δαρβινική Θεωρία περί Εξελίξεως

των Ειδών», πρότεινε.

«Θεέ μου!»

«Όχι, πατέρα. Η φράου Χένσον διδάσκει στην Μπεάτα για το συνάλλαγμα», τον διόρθωσε η Μάρτα.

«Στα αγγλικά, η λέξη είναι ‘μάνκεϊ’*». Η Μπεάτα έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

*Πίθηκος. (Σ.τ.Μ.)

«Αυτό σημαίνει πίθηκος», της πέταξε η Μάρτα. «Οι πίθηκοι δεν έχουν καμία σχέση με το

συνάλλαγμα».

«Α, εννοείς ‘μάνεϊ’1», είπε η Άννι. «Ναι, πράγματι, έπεσες πολύ κοντά».

«Δεν έπεσε κοντά», διαμαρτυρήθηκε η Μάρτα, πικαρισμένη που δεν επιβραβεύτηκαν οι σωστές

γνώσεις της.

«Οι δύο λέξεις μοιάζουν, διαφέρουν μόνο σε ένα γράμμα. Αλλά είμαι εντυπωσιασμένη μαζί σου, Μάρτα. Τα αγγλικά σου είναι πολύ καλά».

«Δεν είστε η πρώτη Αγγλίδα που ζει εδώ».

Η Άννι αισθάνθηκε ένα ανεξήγητο τσίμπημα ζήλιας. «Πάντως, όποιος σου τα έμαθε έκανε καλή

δουλειά».

«Η μητέρα μας μάς τα δίδαξε. Εκείνη μιλούσε αγγλικά τόσο τέλεια όσο και η Βασίλισσα της

Αγγλίας».

Ο Χανς ακούμπησε το μαχαίρι και το πιρούνι του στο τραπέζι. «Δεσποινίς Μπάριμερ, ας αφήσουμε

τις συζητήσεις για κάποια άλλη φορά, όταν δε θα είμαστε στο τραπέζι, σύμφωνοι;»

«Ναι, φυσικά». Σώπασε για μια στιγμή. «Μα διευκρινίστε μου κάτι. Δε μιλάτε στο τραπέζι στη

διάρκεια του φαγητού;»

«Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, όχι».

«Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τρώτε μόνος, άρα θα ήταν παράδοξο αν μιλούσατε», είπε η Άννι

προσπαθώντας να καταλάβει. «Εννοούσα όταν βρίσκεστε με άλλους ανθρώπους».

Της έριξε μια ματιά τόσο παγερή που την έκανε να σωπάσει για τα καλά. «Είμαστε εδώ για να φάμε, δεσποινίς Μπάριμερ. Προτείνω να
κάνετε αυτό και μόνο».

Η παρατήρησή του ήταν αρκετά έντονη, αλλά η Άννι τη δέχτηκε. Άρχιζε να καταλαβαίνει πώς

λειτουργούσαν τα πράγματα εκεί μέσα. Καθώς άλειφε βούτυρο πάνω σ’ ένα παξιμάδι, η Άννι

σκέφτηκε ότι είχε κάνει τόσα λάθη την πρώτη κιόλας μέρα της παραμονής της στο ανάκτορο, ώστε

ήταν πολύ πιθανόν να την απολύσουν το επόμενο πρωί. Γιατί δεν μπορούσε να κρατήσει απλώς το
στόμα της κλειστό αντί να λέει πάντα τη γνώμη της; Δεν ήταν έλλειψη εντιμότητας να κρατήσει και

καμιά σκέψη για τον εαυτό της. θα έπρεπε να το θυμάται διαρκώς αυτό όταν θα είχε μπροστά της

τον Χανς.

***

Κόντευε μεσάνυχτα και ο Χανς βρισκόταν ακόμα στο γραφείο του, κάνοντας βαριεστημένα τη

χαρτοδουλειά που έπρεπε να είχε ολοκληρώσει νωρίτερα το απόγευμα. Ήταν δύσκολο

να συγκεντρωθεί από τη στιγμή που έμαθε ότι η Άννι ήταν η Αναστάζια Μπάριμερ. Το σοκ εκείνης

της αποκάλυψης τον είχε συγκλονίσει.

Είχε ένα τρομερό προαίσθημα ότι αυτή η κατάσταση δε θα έβγαζε σε καλό. Αυτό δε σήμαινε πως

ήταν έτοιμος να την απολύσει. Πώς μπορούσε να το κάνει όταν η Άννι είχε ταξιδέψει ως εκεί από

τόσο μακριά; Είχε παρατήσει τη δουλειά της, το σπίτι, την πατρίδα της. Αν της έλεγε να φύγει από

την πρώτη κιόλας μέρα θα βρισκόταν κυριολεκτικά στους δρόμους. Από όσα ήξερε ήδη, ήταν

βέβαιος ότι η περηφάνια της δε θα της επέτρεπε να δεχτεί οποιοδήποτε αποζημίωση.

Όχι, θα έπρεπε να περιμένει λίγο περισσότερο.

Ακούμπησε τα χαρτιά στο πλάι και σηκώθηκε από το γραφείο. Ήταν μια κουραστική μέρα και η

επόμενη προβλεπόταν πανομοιότυπη. Όπως και η μεθεπόμενη... πιθανόν. Όμως ο Χανς δεν ήθελε να

σκέφτεται τόσο μακροπρόθεσμα εκείνη τη στιγμή. Προς το παρόν είχε άλλα πράγματα να κάνει.

Λίγος καφές θα βοηθούσε. Τεντώθηκε, βγήκε από το γραφείο και διέσχισε τους σιωπηλούς

διαδρόμους που οδηγούσαν στην κουζίνα. Κάποιο ρολόι του τοίχου από το νότιο σαλόνι χτυπούσε

δυνατά. Πάντα τον ενοχλούσε. Μια απ' αυτές τις μέρες θα φρόντιζε να το ξεφορτωθεί.

Έκοψε το βήμα του. Αυτό κάνω; αναρωτήθηκε. Ξεφορτώνομαι θησαυρούς επειδή με ενοχλούν; Φυσικά όχι. Τουλάχιστον όχι με τέτοια
έλλειψη ευαισθησίας που υπονοούσε αυτή η φράση.

Διώχνοντας αυτή τη σκέψη συνέχισε να βαδίζει προς την κουζίνα, τώρα όμως ία χτυπήματα του

ρολογιού μετρούσαν τα βήματά του σαν κάποιος δυσοίωνος σκοπός από κινηματογραφική ταινία.

Θα ήταν απολύτως δικαιολογημένος εάν ξεφορτωνόταν ρολόγια και υπαλλήλους που δε δούλευαν

με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. Έπρεπε να φροντίσει σημαντικές υποθέσεις του κράτους. είχε

ανάγκη από συγκέντρωση και όχι από περισπασμούς. Ιδιαίτερα από περισπασμούς οι οποίοι έτσι κι

αλλιώς δε θα έβγαζαν πουθενά. Για παράδειγμα, τα προ-βλήματά του με την Άννι δε θα είχαν καμία

σημασία πέρα από την αναστάτωση που του προκαλούσαν και τα σκιρτήματα που τον έκαναν να

νιώθει πού και πού στην καρδιά του. Κάτι τέτοιο δε θα έβλαπτε το κράτος, θα έβλαπτε όμως

εκείνον.

Το ίδιο ακριβώς πράγμα είχε πει και ο Λέο νωρίτερα την ίδια μέρα, όταν συζητούσαν για τις

παγίδες ενός νόμου περί εξαγωγών πάνω στον οποίο είχε εργαστεί ο Χανς τους τελευταίους

μήνες. Το μυαλό του γύριζε διαρκώς στην Άννι και ο Λέο το παρατήρησε. Χωρίς να γνωρίζει
λεπτομέρειες, βλέποντας μόνο πόσο επηρέαζε η καινούρια υπάλληλος τον Χανς, ο Λέο πρότεινε με

αρκετά δυναμικό τρόπο να βρουν μια άλλη καθηγήτρια.

Ο Χανς δε μίλησε στον Λέο για την απροθυμία του να κάνει μια τέτοια ενέργεια τόσο σύντομα, όμως καταλάβαινε τι εννοούσε ο
σύμβουλός του. Ενδεχομένως η Άννι θα του δημιουργούσε πολύ

περισσότερα προβλήματα απ’ όσα περίμενε.

Κατά κύριο λόγο έφταιγε η αμερικάνικη ανατροφή της, όπως είπε ο Χανς στον εαυτό του

δικαιολογώντας την κατάσταση. Είχε πει και η ίδια πως ήταν συνηθισμένη σ’ έναν

διαφορετικό τρόπο ζωής. Ίσως είχε μεγαλώσει τρώγοντας ψητό της κατσαρόλας σε κάποιο

αγροτικό οικογενειακό τραπέζι και δεν μπορούσε να κατανοήσει τίποτα διαφορετικό.

Ήταν αλήθεια πως ο Χανς είχε εκφράσει ενδιαφέρον για τον τρόπο που ζούσαν οι Αμερικανοί, αλλά

εκείνο που είχε υπόψη του ήταν η παράδοση των πρωτοπόρων, η πεποίθηση που φαίνονταν να έχουν

όλοι οι Αμερικανοί ότι μπορούσαν να αλλάξουν, να βελτιώσουν, να επηρεάσουν τα πράγματα.

Αυτό το είδος της χειραφέτησης ήθελε για τις κόρες του. Κι αυτό έπρεπε να το ξεκαθαρίσει στην

Άννι.

Εκείνη δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είδους προσδοκίες είχε ο Χανς σχετικά με την εργασία της.

Αυτό ήταν κατά ένα μέρος δικό του λάθος. Δεν είχε αποσαφηνίσει πλήρως τις ανάγκες του.

Νιώθοντας λίγο εκνευρισμένος με τον εαυτό του, διέσχισε την επίσημη τραπεζαρία με μεγάλες

δρασκελιές και έσπρωξε δυνατά την παλινδρομική πόρτα της κουζίνας. Αυτή άνοιξε μόνο στα μισά

κι ύστερα χτύπησε πάνω σε κάτι.

Από την άλλη μεριά ακούστηκε ένα πνιχτό επιφώνημα, αναμφισβήτητα γυναικείο.

Ο Χανς άνοιξε την πόρτα προς τα έξω και είδε την Άννι να στέκεται εκεί και να τον κοιτάζει

σοκαρισμένη.

«Αυπάμαι πολύ», της είπε αμέσως. Την έπιασε από τον αγκώνα για να την οδηγήσει σε ένα

κάθισμα.

«Δεν πειράζει, μην ανησυχείτε», είπε η Άννι, σταματώντας πριν ο Χανς την αναγκάσει να καθίσει.

Τα μάγουλά της πήραν ένα υπέροχο ρόδινο χρώμα. «Ανοίξατε την πόρτα την ώρα που περνούσα και

χτύπησα το πόδι μου». Έδειξε τη μια χνουδωτή πορτοκαλιά παντόφλα της.

«Το πόδι σας;»

«Ε... και το γοφό μου». Έβγαλε ένα γρήγορο γελάκι. «Ευτυχώς είναι και τα δυο καλά

προστατευμένα».

Το βλέμμα του Χανς χαμήλωσε στους γοφούς της. Π άνω από το νυχτικό της φορούσε μια ρόμπα η

οποία όμως ήταν ανοιχτή κι έτσι μπόρεσε να διακρίνει ένα αμυδρότατο περίγραμμα της σιλουέτας

της μέσα από το λεπτό ύφασμα του νυχτικού. Σίγουρα δεν ήταν ούτε καλοσκεπασμένη, αλλά ούτε

και ακάλυπτη. Στην πραγματικότητα ήταν τέλεια, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις σωματικές της
αναλογίες. Κι αυτό δεν ήταν παρά μια αντικειμενική κι όχι μια προσωπική παρατήρηση, όπως

θύμισε στον εαυτό του. Απλώς πρόσεξε τις... αναλογίες της επειδή εκείνη ανέφερε ότι είχε χτυπήσει

το γοφό της.

Ο Χανς σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε αφήνοντας ελεύθερη την ανάσα που μόλις τότε

συνειδητοποίησε ότι κρατούσε τόση ώρα. «Σίγουρα είστε καλά;»

Η Άννι έκλεισε προσεκτικά τη ρόμπα της, ύστερα ξεροκατάπιε με τόση δυσκολία που ο Χανς το

πρόσεξε. «Ναι, μια χαρά».

Κι αν την είχε τραυματίσει στ’ αλήθεια; Ρίγησε στη σκέψη και ανακουφίστηκε που ήταν καλά.

Ξερόβηξε. «Ελπίζω τότε να δεχτείτε τη συγνώμη μου».

«Φυσικά. Ξέρω ότι δεν προσπαθούσατε να με ξαποστείλετε ή κάτι τέτοιο».

«Να σας ξαποστείλω;» Δεν ήταν σίγουρος αν είχε ξανακούσει αυτή τη λέξη.

Του χαμογέλασε. «Ξέρετε. Να με ξεφορτωθείτε».

«Α!» Μέσα στο μυαλό του άκουγε κιόλας την Μπεάτα και τη Μάρτα να παπαγαλίζουν τη

συγκεκριμένη έκφραση. «Σωστά. Και βέβαια όχι».

Στέκονταν αντικριστά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Το μοναδικό φως προερχόταν από μια απ’ τις

κουζίνες καθώς κι από τις τζαμαρίες που έβλεπαν σ’ ένα κατάλευκο τοπίο που ιρίδιζε από το χιόνι.

Κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν μια ρομαντική στιγμή. Ακόμα κι ο Χανς το αντιλαμβανόταν.

Θέλοντας πάση θυσία να αλλάξει θέμα, ο Χανς έγνεψε προς το τραπέζι της κουζίνας. «Αν θέλετε να

καθίσετε, θα σας φτιάξω λίγο καφέ», είπε και γύρισε προς το ψυγείο.

Η Άννι άπλωσε το χέρι να τον σταματήσει, κάνοντας τη ρόμπα της να ανοίξει. «Ω, όχι, σας

παρακαλώ, μην μπείτε στον κόπο...» είπε, δίχως να προσέξει ότι με την κίνησή της φαινόταν και

πάλι η σιλουέτα της.

Εκείνος την κοίταξε και ξαναπήρε διακριτικά το βλέμμα του μακριά. Δεν ήταν άσεμνα εκτεθειμένη.

Όμως ήταν κάτι χειρότερο. Φαινόταν μόνο μια υποψία από την κατάλευκη επιδερμίδα της, ένας

υπαινιγμός από τις καμπύλες της, μα ήταν αρκετά για να θεριέψουν τη φαντασία ενός άντρα.

«Ω!» Την άκουσε να ξανακλείνει τη ρόμπα και γυρίζοντας είδε το πρόσωπό της κάπως κόκκινο,

«λυπάμαι», του είπε.

«Για τον καφέ;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Αλήθεια, δε θέλω να σας βάλω σε κόπο».

«Δεν είναι κόπος. Θα έφτιαχνα λίγο καφέ έτσι κι αλλιώς. Ή τουλάχιστον θα προσπαθούσα». Ύστερα

από τη ματιά που της είχε ρίξει, η ψύχρα του ψυγείου ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να

συνεφέρει το μυαλό και το κορμί του. Ανοιξε τη βαριά πόρτα και ανάσανε τον παγωμένο αέρα.

«Μπορώ να φτιάξω ντεκαφεϊνέ αν προτιμάτε». Μα τι έκανε; Είχε έρθει στην κουζίνα με σκοπό να

δώσει στον οργανισμό του λίγη καφεΐνη. Κι όμως, για άλλη μια φορά ήταν έτοιμος να παρακάμψει
τις ανάγκες του για να εξυπηρετήσει περισσότερο την AWL «Μπορώ να κάνω δύο είδη καφέ», συμπλήρωσε, αηδιασμένος τώρα με τον
εαυτό του για τη δοκιμασία στην οποία τον υπέβαλλε.

«Τι να σας πω...»

«Δηλαδή, αν δε βιάζεστε να επιστρέφετε στο δωμάτιό σας». Σώπασε και γύρισε πίσω να την

κοιτάξει. Οι σκιές έπεφταν ολόγυρα σαν μαύροι μανδύες, εκείνη όμως ήταν ένας ζεστός φάρος

ανάμεσά τους. Ο Χανς ξαφνιάστηκε με την επίδραση που είχε η παρουσία της πάνω του.

Δεν ήθελε να τη δει να φεύγει.

Η Άννι δίστασε. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε για λίγο με το δικό του κι έπειτα χαμήλωσε στο

ρολόι της. «Ξέρετε, θα... θα ήθελα να μείνω, αλλά στ’ αλήθεια πρέπει να κοιμηθώ. Τα κορίτσια

πρέπει να είναι ντυμένα και ταϊσμένα στις οχτώ το πρωί». Χαμογέλασε. «Δε θέλω να τα κάνω

θάλασσα την πρώτη μέρα της δουλειάς μου».

Αυτό ήταν καλό. Ο Χανς ανακουφίστηκε με την προθυμία της να κάνει καλά τη δουλειά της. Έγειρε

ελαφρά το κεφάλι δίνοντάς της ενδόμυχα περισσότερους πόντους απ’ ό,τι εκείνη μπορούσε να

καταλάβει. «Χαίρομαι που βλέπω ότι είστε τόσο ευσυνείδητη».

Η Awi κοίταξε τη σακούλα που κρατούσε στα χέρια του και συνοφρυώθηκε. «Πριν φύγω, μήπως

θέλετε να σας βοηθήσω;»

«Να με βοηθήσετε;»

Του ένευσε καταφατικά και χαμογέλασε. Ήταν ένα πολύ γλυκό χαμόγελο. Ίσως έπρεπε να το

χρησιμοποιεί συχνότερα όταν εκνεύριζε τους άλλους. «Με τον καφέ», του είπε.

«Ω! Όχι. Δε χρειάζομαι βοήθεια. Ευχαριστώ».

Η Άννι ξανακοίταξε τη σακούλα που κρατούσε ο Χανς. «Μα... αυτά που κρατάτε είναι κατεψυγμένα

λαχανικά».

Ο Χανς κοίταξε τη σακούλα. Ήταν πράγματι κατεψυγμένα λαχανικά. Η μαγείρισσα το είχε

παρακάνει καταψύχοντας και κονσερβοποιώντας την καλοκαιρινή σοδειά μέσα στο Σεπτέμβριο. Ο

καταψύκτης ήταν γεμάτος κι έτσι ο Χανς πήρε λάθος σακούλα. Χαμογέλασε αμήχανα. «Βραδινό

σνακ», σχολίασε.

Η Άννι τον κοίταξε με αβεβαιότητα. «Α, μάλιστα».

«Σίγουρα δε θα μου κάνετε παρέα;»

«Σίγουρα». Έσφιξε περισσότερο τη ρόμπα γύρω της. «Ίσως μια άλλη φορά».

Ο Χανς κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι, αν και δεν του φαινόταν και τόσο καλή ιδέα. Δεν ήθελε να

καταργηθούν τα όρια ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο, και είχε ένα προαίσθημα ότι η Άννι

ήταν άσος στην κατάργηση των ορίων. Η σκέψη αυτή τον έκανε να γελάσει με αυτοσαρκασμό.

«Μια άλλη φορά».

1
Χρήματα. (Σ.τ.Μ.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

«Είναι καμιά γιορτή σήμερα;» ρώτησε η Άννι καθώς η Μάρ-γκαρετ της σέρβιρε ένα αχνιστό

φλιτζάνι καφέ, προσθέτοντας στη συνέχεια έναν κύβο σκούρας σοκολάτας. Εκείνη και τα κορίτσια

βρίσκονταν και πάλι στην επίσημη τραπεζαρία δίχως τον Χανς και η Μάργκαρετ είχε μόλις

μοιράσει στα πιάτα μερικές λαχταριστές, καυτές βάφλες γαρνιρισμένες με μια ποικιλία φρούτων, σαντιγί και σιρόπι.

«Δε νομίζω. Γιατί;»

Η Άννι έδειξε τα πιάτα. «Όλα αυτές οι λιχουδιές. Η μόκα...»

Η Μάργκαρετ έβαλε τα γέλια. «Γιατί, δεν τρώτε έτσι στην πατρίδα σας; Μα αυτό είναι το

καθημερινό φαγητό για τούτες τις δεσποινίδες. Και για σας, πλέον».

«Θα ζυγίζω έναν τόνο μέχρι το τέλος του χρόνου», σχολίασε η Άννι, προσθέτοντας κρέμα μέσα στη

μόκα και ανακατεύοντας το ρόφημα που τώρα είχε πάρει μια απαλή μπεζ απόχρωση. Το άρωμα που

αναδιδόταν από το φλιτζάνι ήταν τόσο πλούσιο που ένιωθε να το γεύεται. «Και θα γουργουρίζω

σαν γάτα από την ευχαρίστηση».

«...σαν γάτα;» επανέλαβε η Μπεάτα έχοντας παρακολουθήσει τη συνομιλία. Φάνηκε μπερδεμένη.

«Είναι μια έκφραση», της εξήγησε η Άννι μ’ ένα χαμόγελο. «Όπως λέμε ‘χουζουρεύω σαν τη γάτα' ή

‘περνάω ζωή και κότα’. Αυτή δεν την έχετε ακούσει;»

Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν παραξενεμένα.

«Μα τι σχέση έχουν οι γάτες και οι κότες;» ρώτησε η Μπεάτα.

Η Άννι συνειδητοποίησε πως θα ήταν δύσκολο να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που έπαιρναν

όλα τα λόγια της τοις μετρητοίς. «Συμφωνώ πως ακούγεται λίγο παράξενο», παραδέχτηκε. «Όμως

δεν είναι παρά εκφράσεις, τρόπος του λέγειν όπως λέμε. Σημαίνουν ότι κάποιος είναι απολύτως

ικανοποιημένος, ότι περνάει πολύ όμορφα».

«Περνάω ζωή και κότα», επανέλαβε η Μάρτα δοκιμάζοντας τη φράση. Κοίταξε λοξά την αδερφή

της. «Μ* αρέσει».

«Κι εμένα μ’ αρέσει», της αντιγύρισε η Μπεάτα στα γερμανικά. «Απλώς δεν την κατάλαβα...»

«Κορίτσια», τις διέκοψε αυστηρά η Άννι. Εκείνα σώπασαν και την κοίταξαν. «Αυτό είναι κάτι που

θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής. Δε θα κοροϊδεύετε η μία την άλλη για κάτι που δεν

καταλάβατε, είναι σαφές; Θέλω να νιώθετε και οι δυο ελεύθερες να με ρωτάτε οτιδήποτε.

Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να μάθετε».

«Πολύ καλά».

«Μάλιστα, δεσποινίς Μπάριμερ».

Ικανοποιημένη που είχαν αποδεχτεί τους όρους της χωρίς διαφωνίες, η Άννι άλλαξε θέμα. «Σήμερα

θα αρχίσουμε να διαβάζουμε την ιστορία της Φράνσις Γουίλμαν, της μικρής χωρικής που βοήθησε
έναν πληγωμένο στρατιώτη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σταμάτησε τις εχθροπραξίες στο

Λά-σμπεργκ για μία μέρα. Τη γνωρίζετε;»

«Ο πατέρας λέει ότι η ιστορία έχει ωραιοποιηθεί. Λέει ότι εκείνο το κορίτσι διακινδύνευσε ανόητα

βγαίνοντας έξω σε μια επικίνδυνη στιγμή κι ότι πολλοί άντρες σκοτώθηκαν εξαιτίας του».

Η Άννι δάγκωσε τη γλώσσα της. Ώσπου να κατάφερνε να παραγγείλει τα αγγλικά και αμερικανικά

βιβλία που δεν είχε μπορέσει να φέρει μαζί της, σκόπευε να διαβάσει στα κορίτσια το Μια Μέρα

Ειρήνης που είχε αγοράσει στο αεροδρόμιο. «Ισως, αλλά έσωσε μια ζωή αψηφώντας τη δική της.

Αυτό την κάνει ηρωίδα». Στην πραγματικότητα, αυτό την έκανε τολμηρή. Αρετή την οποία ο Χανς

είχε πει πως θαύμαζε στα αμερικανόπουλα.

«Είπατε πως ήταν χωρική», είπε η Μπεάτα.

«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο», της είπε η Μάρτα.

«Ω!» Η Μπεάτα κοίταξε την Άννι με ερωτηματικό βλέμμα. «Τι σημαίνει ’χωρική’;»

«Είναι μια παλιομοδίτικη λέξη για...» Πώς μπορούσε να της το εξηγήσει αυτό;«...Για έναν κοινό

άνθρωπο. Η οικογένειά της ζούσε και εργαζόταν στην ύπαιθρο χωρίς να έχει τίτλους ή βασιλική

θέση». Τα παιδιά συνέχισαν να την κοιτάζουν μπερδεμένα. «Με άλλα λόγια, δεν ήταν πριγκίπισσα

όπως εσύ και η Μάρτα».

«Συχνά εύχομαι να μην ήμουν πριγκίπισσα», δήλωσε ωμά η Μάρτα, κουνώντας πέρα δώθε το

κεφάλι με μια σοβαρότητα που δεν ταίριαζε στα δέκα χρόνια της.

«Γιατί Μάρτα;» τη ρώτησε η Άννι συγκινημένη από την αποκάλυψη του κοριτσιού.

«Δε μας επιτρέπεται να παίζουμε με άλλα παιδιά ούτε να κάνουμε τα πράγματα που βλέπουμε να

κάνουν εκείνα στην τηλεόραση». Αναστέναξε θεατρινίστικα. «Είναι για την ασφά-λειά μας».

«Τι θα ήθελες να κάνεις αν μπορούσες;» ρώτησε ήπια η Άννι.

Η Μάρτα το σκέφτηκε πολύ προσεκτικά, σαν να είχε να ζητήσει μία μόνο επιθυμία από ένα τζίνε

«Νομίζω πως θα ήθελα να πάω στο σχολείο μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας μου».

«Εγώ θα ήθελα να φάω παγωτό στο πάρκο!» πετάχτηκε η Μπεάτα προτού η Άννι προλάβει να

απαντήσει.

Η Άννι χαμογέλασε. «Δεν ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για το σχολείο, αλλά ίσως κάποια

μέρα καταφέρουμε μια εξόρμηση στο πάρκο». Ή κάτι άλλο που θα σας έβγαζε από τους τοίχους

του ανακτόρου έτσι ώστε να μπορέσετε να τρέξετε σαν φυσιολογικά παιδιά, πρόσθεσε μέσα της.

Ξαφνικά θυμήθηκε το μνημείο της μικρής χωρικής στο Λάσμπεργκ. Θα ήταν μια τέλεια

εκπαιδευτική εκδρομή.

«Αλήθεια;» ρώτησε η Μπεάτα, ύστερα έριξε μια αυτάρεσκη ματιά στην αδερφή της. «Εγώ πρότεινα

το πάρκο», είπε στα γερμανικά.

«Στα αγγλικά», της θύμισε η Άννι. «Θυμηθείτε ότι πρέπει να μάθουμε αγγλικά». Έκοψε ένα κομμάτι
από τη βάφλα στο πιάτο της κι έπειτα έγνεψε προς τα κορίτσια με το πιρούνι της.

«Και τώρα φάτε γιατί πρέπει να πάτε στο μάθημά σας σε λίγα λεπτά».

Εκείνα υπάκουσαν και η Άννι τελείωσε το πρωινό της κάνοντας σχέδια για την εκδρομή των

κοριτσιών στην πόλη και διερωτώμενη πώς θα κατάφερνε να πείσει τον Χανς να δώσει τη

συγκατάθεσή του.

***

«Θα ήθελα να δω την Υψηλότητά του για μερικά λεπτά», είπε η Άννι στην Γκρέτα έξω από το

γραφείο του, είκοσι λεπτά αργότερα.

Η γραμματέας συνοφρυώθηκε. «Είναι όλα εντάξει;»

«Απολύτως. Θέλω απλώς να τον ρωτήσω αν μπορώ να πάω τα κορίτσια μια εκδρομή».

«Μάλιστα». Η Γκρέτα κοίταξε μπροστά της στο βιβλίο των ραντεβού. «Ισως μπορέσει να σας δει

στις τρεις το απόγευμα». Στήριξε το στυλό της στη σελίδα περιμένοντας την απάντηση της Άννι

ώστε να το γράψει.

Εκείνη ξαφνιάστηκε. Δεν είχε φανταστεί πως θα έπρεπε να κλείσει ραντεβού στον Χανς για να του

μιλήσει για τα παιδιά του. Από την άλλη μεριά όμως, δεν είχε φανταστεί ούτε και το ότι θα δούλευε

μέσα σ’ ένα βασιλικό ανάκτορο. έτσι, όλα ήταν καινούρια για κείνη και θα έπρεπε να συνηθίσει

στις εκπλήξεις.

«Μήπως υπάρχει κανένας τρόπος να του μιλήσω τώρα για κάνα δυο λεπτά;» ρώτησε. «Λυπάμαι στ’

αλήθεια, αλλά είναι σημαντικό και δε θα τον καθυστερήσω πολύ».

Η Γκρέτα χαμογέλασε υπομονετικά. «Σας ζητώ συγνώμη, μα η Υψηλότητά του εργάζεται και

ζήτησε να μην τον ενοχλήσω».

«Η δεσποινίς Μπάριμερ, υποθέτω», ακούστηκε μια αυστηρή φωνή πίσω από την Άννι. Εκείνη γύρισε

ξαφνιασμένη και αντίκρισε έναν κοντόχοντρο, ασπρομάλλη άντρα που έμπαινε στο δωμάτιο.

«Υπάρχει κανένα πρόβλημα;» ρώτησε κοφτά με ξενική προφορά.

«Δεσποινίς Μπάριμερ, από δω ο Λέο Κολμπόρ, προσωπικός σύμβουλος του πρίγκιπα», εξήγησε

ευγενικά η Γκρέτα μ’ έναν

τρόπο που άφησε να εννοηθεί ότι ο Λέο δεν ήταν εύκολος άνθρωπος.

Η Άννι μάζεψε το κουράγιο της και του απάντησε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, κύριε Κολμπόρ.

Απλώς χρειάζεται να μιλήσω στον πρίγκιπα Γιόχαν για μια στιγμή».

«Πιστεύω πως άκουσα την Γκρέτα να λέει ότι είναι απασχολημένος».

Η τραχύτητα του Λέο την αναστάτωσε. Ένιωθε σαν μικρό παιδί που το επιπλήττει ο διευθυντής του

σχολείου.

«Πιστεύω ότι το άκουσα κι εγώ, σας ευχαριστώ πολύ, αλλά πρόκειται για κάτι σημαντικό». Γύρισε

πίσω στην Γκρέτα, αλλά την πρόλαβε η φωνή του Λέο πίσω της.
«Η Υψηλότητά του δεν έχει το χρόνο να επιβλέπει κάθε κίνηση που κάνετε, δεσποινίς Μπάριμερ.

Προσληφθήκατε ώστε να μπορέσει να διοικήσει τη χώρα δίχως να αναγκάζεται κάθε τόσο να

ασχολείται με τα παιδιά του. Η δική μου δουλειά είναι να βοηθάω στο να κυλάει ομαλά η δουλειά

της Υψηλό-τητάς του. Κατά συνέπεια σας προτείνω, αν σας είναι απολύτως αδύνατον να

χρησιμοποιείτε την κρίση σας στο μέλλον, να απευθύνετε τα ερωτήματά σας σ’ εμένα παρά σ’

εκείνον. Και τώρα», είπε παίρνοντας μια πόζα προσμονής, «τι επιθυμείτε να μάθετε;»

Η σκέψη ότι θα αντίκριζε εκείνο τον άνθρωπο κάθε φορά που θα ήθελε να μιλήσει για τα παιδιά

ήταν αρκετή για να της ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι. «Με όλο το σεβασμό, η Υψηλό-τητά του δε

μου ανέφερε ποτέ ότι θα πρέπει να σας συμβουλεύομαι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες».

Το πρόσωπο του στρουμπουλού ανθρωπάκου κοκκίνισε ακούγοντας τα λόγια της. «Δεσποινίς

Μπάριμερ, είμαι ο προσωπικός σύμβουλος του πρίγκιπα Γιόχαν και υπό την ιδιότητά μου αυτή

διευθετώ όσες περισσότερες μικροενοχλήσεις μπορώ για λογαριασμό του ώστε εκείνος να μπορεί

να εργάζεται απερίσπαστος...»

«Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» Η φωνή του Χανς διέκοψε τη γεμάτη ένταση συζήτηση του Λέο και της

Άννι απότομα και τσεκουράτα.

Η Aννι γύρισε ξαφνιασμένη και τον είδε να στέκεται βλοσυρός και επιβλητικός στην είσοδο του

γραφείου του. Τα πράσινα μάτια του σπίθιζαν καθώς κοίταξαν πρώτα την Γκρέτα κι υστέρα τον Λέο, για να επιστρέφουν ξανά στην Άννι.
Αντί όμως εκείνη να νιώσει τρομοκρατημένη, αισθάνθηκε μια

παράξενη ανακούφιση. «Υψηλότατε, έπρεπε να σας μιλήσω μια στιγμή κι ο συνταγματάρχης Κλινκ

από δω είπε πως δεν μπορούσα...»

«Κολμπόρ», πέταξε με οργή ο Λέο.

Δεν ήταν βέβαιη, αλλά νόμισε πως είδε μια αμυδρή λάμψη ευθυμίας στα μάτια του Χανς.

«...Με συμβούλεψε να χρησιμοποιήσω την κρίση μου και αποφάσισα να κάνω ακριβώς αυτό».

Χαμογέλασε γλυκά στον Λέο. «Ήταν μια πολύ καλή συμβουλή».

Ο Χανς συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή λύθηκε το πρόβλημα;»

«Μάλιστα. Λύθηκε».

Ο Χανς κοίταξε τον Λέο. «Και μπορώ να επιστρέφω στο γραφείο μου;»

«Οπωσδήποτε, κύριε. Ζητώ ταπεινά συγνώμη για τη διακοπή», αποκρίθηκε ο σύμβουλος.

Η Άννι παρακολούθησε κατάπληκτη την οπισθοχώρηση του Λέο.

Η Γκρέτα ξερόβηξε διακριτικά. «Υψηλότατε, έχετε μια τηλεφωνική σύσκεψη σε πέντε λεπτά.

Θέλετε να ξεκινήσω τα τηλεφωνήματα;»

Εκείνος χαμογέλασε στην Γκρέτα μ’ έναν τρόπο που έκανε την Άννι να αισθανθεί μια μαχαιριά στο

στήθος. Ευχόταν να χαμογελούσε και στην ίδια με τόση ζεστασιά και αυθορμητισμό όπως στη

γραμματέα του.
«Ναι, Γκρέτα». Το βλέμμα του πήγε από τον Λέο στην Άννι και στάθηκε σ’ εκείνη. «Θα με

συγχωρήσετε;»

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Φυσικά», του είπε. «Ζητώ συγνώμη που σας ενόχλησα».

Της έκανε ένα κοφτό καταφατικό νεύμα, αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η μια

άκρη των χειλιών του ανασηκώθηκε ελαφρά.

Η Άννι αρνήθηκε να το βάλει στα πόδια με την ουρά στα σκέλια σαν δαρμένος σκύλος. Αντί γι’

αυτό, πήρε μια τρεμά-μενη ανάσα για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της και απευθύνθηκε στην Γκρέτα.

«Υπάρχει κάτι ακόμα. Θα χρειαστώ έναν υπολογιστή με πρόσβαση στο Ίντερνετ».

«Φυσικά», είπε η Γκρέτα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Στη συνέχεια ρώτησε την Άννι ποια

προγράμματα επιθυμούσε, κρατώντας ταυτόχρονα κάποιες σημειώσεις. Οι δυο γυναίκες αγνοούσαν

τον Λέο ο οποίος στεκόταν και τις παρακολουθούσε σαν δεσμοφύλακας.

Οταν τελείωσαν, η Γκρέτα χαμογέλασε στην Άννι. «Δε θα πάρει πολλή ώρα. Θα κανονίσω να σας

σταλεί στο δωμάτιό σας, αν συμφωνείτε».

«Θαυμάσια, ευχαριστώ πολύ».

Νιώθοντας περισσότερη αυτοπεποίθηση, αν και λίγη αμηχανία από το επίμονο και αυστηρό βλέμμα

του Λέο, η Άννι γύρισε κι έφυγε. Ήλπιζε πως εάν έπεφτε ξερή από καρδιακή προσβολή όπως

προμήνυε το δυνατό καρδιοχτύπι της, τουλάχιστον θα το έκανε όταν θα βρισκόταν μακριά από το

γερακίσιο βλέμμα του.

***

«Είστε σίγουρη ότι επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό;» ρώτησε ανήσυχη η Μπεάτα καθώς

κατηφόριζαν το λόφο με κατεύθυνση προς την πόλη.

Η Μάρτα τη χτύπησε ελαφρά στην πλάτη πάνω από το χοντρό παλτό της. «Μην το κάνεις θέμα.

Είναι η πρώτη φορά που καταφέραμε να βγούμε χωρίς εκείνους τους καταραμένους φρουρούς».

Η Άννι χαμογέλασε ακούγοντας τη Μάρτα να χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό του πατέρα της.

Επιπλέον ήταν μια σωστή επιλογή λέξης, αφού ακόμα κι εκείνη είχε κουραστεί από την παρουσία

των πανταχού παρόντων φρουρών μέσα στο παλάτι. Ταυτόχρονα όμως ένιωθε και μια μικρή αγωνία

που έφυγαν χωρίς εκείνους. Δεν το είχαν σκάσει κρυφά, απλώς έφυγαν από την πόρτα της κουζίνας

αντί για την κεντρική είσοδο η οποία οδηγούσε στην αυλή που ήταν ορατή από παντού.

Ήταν γρηγορότερο να φύγουν από την κουζίνα' αυτό ήταν όλο.

«Ο πατέρας είπε ότι η καμαριέρα είναι καταραμένη, όχι οι φύλακες», διαφώνησε η Μπεάτα.

«Κανείς δεν είναι καταραμένος», επενέβη η Άννι για να δώσει ένα τέρμα στη λογομαχία των δύο

αδερφών. «Δεν είναι ευγενική κουβέντα και δεν πρέπει να τη χρησιμοποιείτε για κανέναν. Ο

πατέρας σας απλώς ενοχλήθηκε επειδή κάτι είχε σπάσει».

Προχώρησαν σ’ ένα μονοπάτι μέσα από τη χιονισμένη βουνοπλαγιά κι ανάσαιναν βαθιά τον
φρέσκο, κρύο αέρα. Καθώς βάδιζαν έλεγαν ιστορίες και χασκογελούσαν, αντάλλασσαν αστεία και

πειράγματα. Όταν εμφανίστηκε μπροστά τους η πανέμορφη μικρή πόλη, η Άννι αισθανόταν πιο

ζωντανή από ποτέ, κάτι που έδειχναν να νιώθουν και τα κορίτσια.

Παρ’ όλο που δεν είχαν περάσει περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά από τη στιγμή που έφυγαν από

το ανάκτορο ως την ώρα που έφτασαν στην πλατεία της πόλης, οι μικρές παραδέχτηκαν ότι δεν

είχαν ξανακάνει ποτέ τους εκείνη τη διαδρομή με τα πόδια. Κάθε φορά που έφευγαν βρίσκονταν

μέσα σε ένα αλεξίσφαιρο αμάξι.

«Μπορούμε να το κάνουμε αυτό κάθε μέρα;» ρώτησε η Μάρτα έχοντας πιάσει έναν στυλό

στριφογυρίζοντας γύρω του.

«Όχι κάθε μέρα», είπε η Άννι. «Αλλά θα κάνουμε πολλά διασκεδαστικά πράγματα μαζί, σας το

υπόσχομαι».

«Κοιτάξτε!» φώναξε η Μπεάτα δείχνοντας το άγαλμα ενός μικρού κοριτσιού. «Αυτή πρέπει να είναι

η Φράνσις Γουίλμαν!»

«Πράγματι, αυτή είναι», συμφώνησε η Άννι. «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά από κοντά». Πήρε τα

κορίτσια από το χέρι και διέσχισε το δρόμο πηγαίνοντας προς το άγαλμα. Ήταν περίπου ενάμισι

μέτρο ψηλό, φτιαγμένο από μπρούντζο και φιλοτεχνημένο με εξαιρετική λεπτομέρεια, μέχρι και τις

βλεφαρίδες και τα κουμπιά του μικρού φορέματος της χωρικής. Στη βάση του αγάλματος υπήρχε

μια πλάκα η οποία την αποκαλούσε «Το Μικρό Κορίτσι της Ειρήνης».

Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι κοντά στο άγαλμα κι έπειτα η Άννι έβγαλε από την τσάντα της το βιβλίο

για τη Φράνσις Γουίλμαν κι άρχισε να το διαβάζει στα κορίτσια. Εκείνα την άκουσαν με όλη τους

την προσοχή ώσπου έκλεισε το βιβλίο είκοσι λεπτά αργότερα. Δυστυχώς, όμως, η Άννι δεν είχε

προσέξει ότι στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους διάφοροι πολίτες που τις κοίταζαν με

περιέργεια και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Μόνο όταν ξανάβαλε το βιβλίο στην τσάντα της είδε τους

δυο γεροδεμένους αστυφύλακες που έρχονταν προς το μέρος της.

«Τι κάνετε εδώ με τις πριγκίπισσες;» ρώτησε ο ένας σε τραχιά γερμανικά. «Ποια είστε;»

Ο άλλος πήγε στα κορίτσια κι έβαλε προστατευτικά από ένα χέρι στον ώμο της καθεμιάς.

«Δεσποινίς Μπάριμερ;» ρώτησε με τρομαγμένη φωνή η Μπεάτα, κοιτάζοντας την Άννι με μάτια

φοβισμένα.

«Δεν είναι τίποτε αγάπη μου», την καθησύχασε η Άννι. Ύστερα γύρισε στον αστυφύλακα και του

μίλησε γερμανικά. «Είμαι η Αναστάζια Μπάριμερ, η καθηγήτρια αγγλικών των παιδιών. Μόλις

ήρθαμε στην πόλη για μια...» Κόμπιασε προσπαθώντας να βρει τη γερμανική λέξη για την

«εκπαιδευτική εκδρομή», «...περιπέτεια. Για να μάθουμε την ιστορία του Λάσμπεργκ».

Το πρόσωπο του μεγαλόσωμου άντρα σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. «Δε μας ειδοποίησαν από

το ανάκτορο για κάτι


τέτοιο».

Ξαφνικά η πρωτοβουλία που είχε πάρει να ξεγλιστρήσει από την πίσω πόρτα χωρίς να ενημερώσει

κανέναν, παίρνοντας αυθαίρετα τις δυο πριγκίπισσες για μια βόλτα στην πόλη, της φάνηκε σαν μια

απίστευτη ανοησία και η Άννι αισθάνθηκε να προσγειώνεται ανώμαλα. Με πόση ακρισία είχε

φερθεί! «Δε σκέφτηκα να σας ειδοποιήσω», εξήγησε στους αστυφύλακες. «Είμαι καινούρια σ’ αυτή

τη δουλειά, βλέπετε, και... μάλιστα δεν ήξερα καν ότι επρόκειτο για τη βασιλική οικογένεια

ώσπου ήρθα εδώ, οπότε... φοβάμαι πως υπάρχουν πολλά που πρέπει ακόμα να μάθω». Φλυαρούσε

ακατάσχετα. «Όμως την επόμενη φορά υπόσχομαι ότι θα φροντίσω να σας ενημερώσω

πριν φύγουμε από το ανάκτορο».

«Η γραμματέας του παλατιού μάς ενημερώνει πάντοτε όταν υπάρχει έγκριση για μια έξοδο της

βασιλικής οικογένειας».

Η Άννι του χαμογέλασε με όση περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσε, συνειδητοποιώντας ότι οι

αστυφύλακες έκαναν απλώς τη δουλειά τους και ότι όλη αυτή η μπερδεμένη κατάσταση θα

ξεκαθάριζε μόλις εκείνοι καταλάβαιναν πως είχαν πράγματι μπροστά τους την γκουβερνάντα. «Α, μάλιστα, η γραμματέας του παλατιού.
Ναι, θα έπρεπε να την είχα ενημερώσει πριν φύγω, αλλά

απλώς δεν το σκέφτηκα». Γύρισε στον αστυφύλακα που βρισκόταν κοντά στη Μάρτα και την

Μπεάτα. «Είμαι σίγουρη πως αν της τηλεφωνήσετε θα σας επιβεβαιώσει τα λόγια μου. Δηλαδή, θα

σας πει ότι έχω την άδεια να βρίσκομαι μαζί με τα κορίτσια». Η Γκρέτα θα την υποστήριζε αν

χρειαζόταν, η Άννι ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

Οι δυο αστυφύλακες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. ύστερα ο ένας είπε πως θα τηλεφωνούσε κι έβγαλε

έναν ασύρματο. Είπε σε κάποιον να επικοινωνήσει με τη γραμματέα του παλατιού για επιβεβαίωση

και ακούστηκε μια φωνή να του λέει να περιμένει.

«Λυπάμαι στ’ αλήθεια που σας βάζω σε όλη αυτή την ταλαιπωρία», είπε η Άννι στους δυο

αστυφύλακες, προσπαθώντας να αγνοήσει το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω

τους. Ξεροκατάπιε. «Την επόμενη φορά θα είμαι πιο προσεκτική».

Οι δυο άντρες δεν της απάντησαν.

«Τους βαρέθηκα τους φύλακες!» είπε η Μπεάτα προσπαθώντας να απαλλαγεί από το χέρι του

αστυφύλακα. «Νόμιζα πως τους το είχαμε σκάσει!»

Η Άννι αισθάνθηκε τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκι-να. «Μπεάτα, δεν τους το σκάσαμε! Μη

δίνεις λάθος εντύπωση στους αστυφύλακες».

«Έχουμε πρόβλημα;» ρώτησε κατάχλομη η Μάρτα τη δασκάλα της.

«Όχι, φυσικά όχι. Η Γκρέτα, εννοώ η φράου Εντεμάιν, θα ξεκαθαρίσει την υπόθεση και ύστερα θα

γυρίσουμε στο σπίτι».

Μια σειρά από παράσιτα ακούστηκαν από τον ασύρματο καθώς η φωνή κάλεσε τον αστυνομικό.
Εκείνος μίλησε για μια

στιγμή, ύστερα έσβησε τον ασύρματο και τον έβαλε στην τσέπη του.

«Λοιπόν, μπορούμε να φύγουμε τώρα;» ρώτησε η Άννι.

Ο αστυνόμος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Φοβάμαι πως όχι».

«Ξέρετε, δε θέλω να λογομαχήσω μαζί σας, αφού γνωρίζω ότι προσπαθείτε να κάνετε τη δουλειά

σας, αλλά νομίζω πως αυτό είναι παράνομο. Ίσως θα μπορούσα να μηνύσω όλο το τμήμα γι’ αυτή

την...» κοίταξε τριγύρω της το πλήθος «... δημόσια ταπείνωση. Και για το ότι με κρατάτε παρά τη

θέλησή μου».

«Δεν μπορείτε να μας μηνύσετε δεσποινίς. Εδώ δεν είναι Αμερική».

«Τότε», ψέλλισε απεγνωσμένα, «θα πέσουν κεφάλια όταν το μάθει ο πρίγκιπας Γιόχαν. Θα γίνει

έξαλλος όταν μάθει τι κάνετε... Και μάλιστα μπροστά στα παιδιά».

Ο αξιωματικός την αγνόησε και έβγαλε κάτι από την εσωτερική τσέπη του. Με φρίκη της

διαπίστωσε πως επρόκειτο για χειροπέδες. Ένα φλας άστραψε όταν κάποιος τράβηξε

μια φωτογραφία.

«Πάρε τα παιδιά στο σταθμό», είπε στο συνεργάτη του. «Θα έρθει κάποιος να τα παραλάβει».

«Περιμένετε μισό λεπτό!» φώναξε η Άννι συνειδητοποιώντας ότι οι απειλές της είχαν πέσει τελείως

στο κενό. «Νόμιζα πως τηλεφωνήσατε στη γραμματέα του παλατιού. Την Γκρέτα Εντεμάιν».

«Μιλήσαμε με έναν αξιωματικό του ανακτόρου», είπε αόριστα ο αστυφύλακας κλείνοντας το κρύο

μέταλλο γύρω από τους καρπούς της. «Ο χερ Κολμπόρ ανησύχησε ιδιαίτερα για το ζήτημα».

Η Άννι ένιωσε σαν να δέχτηκε γροθιά στο στομάχι. «Ο... χερ Κολμπόρ;»

Ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Μας είπε», απάντησε ο πρώτος αστυφύλακας με σκόπιμα αργόσυρτη φωνή, «ότι οι πριγκίπισσες

δεν είχαν καμιά απολύτως άδεια να βρίσκονται εκτός του ανακτόρου».

Η Άννι δεν πίστευε στα αυτιά της. Τα πράγματα γρήγορα

ξέφευγαν από κάθε έλεγχο και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα για να τα

σταματήσει. «'Οχι, όχι, θα πρέπει να παρανοήσατε τα λόγια του».

Ο αστυφύλακας της έριξε ένα παγερό βλέμμα. «Δεν έγινε καμία παρανόηση, σας διαβεβαιώ γι’

αυτό, δεσποινίς».

Μ’ ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού άρχισε να της απαγγέλλει τα λόγια που η Άννι συμπέρανε πως

αναφέρονταν στα δικαιώματα του πολίτη του Κουμπλενστάιν.

«Τι συμβαίνει;» τον διέκοψε, μαντεύοντας όμως ήδη με φρίκη την απάντηση.

Ο άντρας σώπασε και συνοφρυώθηκε μελοδραματικά. Ήταν σαφές πως απολάμβανε την ιδέα ότι

ήταν ένας ήρωας στα μάτια του Χανς και της χώρας του επειδή έσωσε τις πριγκίπισσες. «Μα, δεσποινίς, συλλαμβάνεστε για την απαγωγή
των βασιλο-παίδων!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Το κελί της φυλακής έμοιαζε με μπουντρούμι του παλιού καιρού, με τους χοντρούς πέτρινους

τοίχους του κι ένα μικρο-σκοπικό, ψηλό παράθυρο που άφηνε να μπαίνουν λίγες αμυ-δρές, χλομές

αχτίνες φωτός. Υπήρχε μια σκληρή κουκέτα για κρεβάτι και τίποτε άλλο. Ο χώρος δε διέθετε καμία

από τις χάρες ενός λαϊκού θρύλου. Κανένας φρουρός δε στεκόταν ακίνητος στο τέρμα του

διαδρόμου όπως στους μεσαιωνικούς πύργους, ούτε κάποιος πρόσχαρος μεθύστακας έπαιρνε

το κλειδί από το δεσμοφύλακα για να ανοίξει την πόρτα όπως σ’ εκείνη την κωμωδία που είχε δει η

Άννι στην τηλεόραση. Ήταν μόνη της, κλεισμένη μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή υπόγεια τρύπα.

Όμως δεν ανησυχούσε για τον εαυτό της, αν και ίσως θα έπρεπε. Αφού ο Λέο είχε επιτρέψει στην

αστυνομία να τη συλλάβει σαν απαγωγέα, ποιος ήξερε για τι άλλο ήταν ικανός και τι την περίμενε

ακόμα. Εκείνη όμως ανησυχούσε για την Μπεάτα και τη Μάρτα. Βημάτιζε πέρα δώθε μέσα στον

περιορισμένο χώρο του κελιού, ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στα κρύα σίδερα της φυλακής και

ψάχνοντας να βρει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει τα παιδιά. Βρίσκονταν σε ασφαλή

χέρια. ήταν βέβαιη γι’ αυτό, αλλά το πιθανότερο ήταν να είχαν τρομοκρατηθεί και σαστίσει και θα

αργούσαν να ξεπεράσουν το σοκ της κράτησης. Η ευχάριστη βόλτα τους στην πόλη, που τόσο πολύ

τις είχε ενθουσιάσει, αποδείχτηκε τελικά εφιάλτης για τις δυο μικρές αδερφές.

Η Άννι ήλπιζε ότι εκείνη η περιπέτεια δε θα τις τρόμαζε σε σημείο να κλειστούν ακόμα

περισσότερο στο καβούκι τής καλά προφυλαγμένης ζωής τους, όμως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα, και γι’ αυτό καταλόγιζε τεράστια ευθύνη
στον Λέο. Αλλά

δεν ήταν θυμωμένη μόνο με τον βασιλικό σύμβουλο. Ήταν έξω φρένων και με τον εαυτό της. Γιατί

δεν είχε σκεφτεί περισσότερο; Στο κάτω κάτω επρόκειτο για βασιλική οικογένεια. Ναι, ήταν παιδιά, αλλά η θέση τους τα διαφοροποιούσε
από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Δεν μπορούσε να

τους συμπεριφέρεται σαν να ήταν συνηθισμένα κορίτσια.

Κάθισε στο σκληρό, σβολιασμένο στρώμα της κουκέτας και έγειρε την πλάτη πίσω στον παγωμένο, γεμάτο προεξοχές πέτρινο τοίχο.
Ένιωσε την ωμοπλάτη της να κόβεται και μετακινήθηκε για να

βολευτεί, αλλά δεν μπορούσε. Τελικά, μη έχοντας και άλλη επιλογή, ξάπλωσε απλώς στο κρεβάτι

και αναρωτήθηκε αν θα τηλεφωνούσαν στην αμερικάνικη πρεσβεία ή αν θα έπρεπε να το κάνει η

ίδια.

Η εμπειρία εκείνης της ημέρας θα πρέπει να την εξάντλησε περισσότερο απ’ όσο είχε καταλάβει, γιατί όταν ξανάνοιξε τα μάτια της το φως
από το μικρό παράθυρο είχε εξαφανιστεί κι ένα δυνατό

κροτάλισμα αντήχησε από την άκρη του διαδρόμου, εκεί όπου κάποιος ξεκλείδωνε μια πόρτα.

Η Άννι ανακάθισε γρήγορα προσπαθώντας να προσανατολιστεί μέσα στο σκοτάδι.

Όταν η πόρτα άνοιξε, εμφανίστηκε ο Χανς ακολουθούμενος από αρκετούς φρουρούς. Η Άννι ήξερε

πως θα ήταν θυμωμένος μαζί της, παρ’ όλα αυτά η καρδιά της αγαλλίασε σαν να αντίκριζε τον

ιππότη που ερχόταν να την απελευθερώσει από τα δεσμά της. Δεν την πτόησε η άγρια λάμψη στα
μάτια του που διακρινόταν από δέκα μέτρα μακριά. Την οργή του Χανς θα την άντεχε. Εκείνο που

δε θα μπορούσε να αντέξει ήταν πενήντα χρόνια μέσα σ’ εκείνη τη φυλακή. Έπρεπε να

την ελευθερώσει!

Ο Χανς προχώρησε προς την πόρτα του κελιού και παρατήρησε για μια στιγμή την Άννι πριν

μιλήσει. «Όταν είπατε ότι οι κόρες μου είχαν ανάγκη να μάθουν τι συμβαίνει στον αληθινό κόσμο», της είπε με πικρή ειρωνεία, «είχατε
υπόψη σας τη φυλακή ή μήπως αυτό είναι ένα πρόσθετο προσόν

στο βιογραφικό σας σημείωμα;»

Όποια κι αν ήταν η εσωτερική δύναμη που βοηθούσε την

Άννι να κρατήσει την ψυχραιμία της ως εκείνη τη στιγμή, την εγκατέλειψε και κατέρρευσε μεμιάς

σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. «Λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε», είπε κι ένιωσε ντροπή που κόντευε

να βάλει τα κλάματα. «Ήταν μια μεγάλη, φοβερή παρεξήγηση. Λυπάμαι πάρα πολύ».

Το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο. «Νόμιζα πως ήμουν αρκετά σαφής όταν σας επισήμανα ότι

τα παιδιά έπρεπε να παραμείνουν στο σπίτι».

Η Άννι ρουθούνισε. «Υποτίθεται πως ήταν μια εκπαιδευτική εκδρομή», εξήγησε σιγανά.

«Για την οποία δεν είχατε πάρει συγκατάθεση».

Εκείνη ένευσε σιωπηλά. «Σήμερα το πρωί ήρθα στο γραφείο σας γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο».

Ανασήκωσε το φρύδι του. «Μα ξέρατε ότι δε θα συμφωνούσα, έτσι φύγατε χωρίς να το συζητήσετε

καθόλου μαζί μου».

«Όχι», του είπε κατηγορηματικά, αρπάζοντας τα κρύα σίδερα. «Και βέβαια όχι. Ο Λέο δε με άφηνε

να μιλήσω μαζί σας. Είπε ότι προσλήφθηκα για να φροντίζω τα παιδιά κι ότι ήταν στη διακριτική

μου ευχέρεια να παίρνω κάποιες αποφάσεις χωρίς να σας προβληματίζω με ασήμαντες

λεπτομέρειες».

«Εγώ δε θα αποκαλούσα αυτό...», είπε δείχνοντας τα σίδερα της φυλακής, «...μια ασήμαντη

λεπτομέρεια».

Η Άννι αναστέναξε. «Όχι, δεν είναι, όπως αποδείχτηκε. Φυσικά δεν είχα την πρόθεση να συλληφθώ

από την αστυνομία αναγκάζοντας τα παιδιά να περάσουν τη μέρα τους στο τμήμα. Μα θα έπρεπε να

είναι μια απλή εκδρομή. Μια εκπαιδευτική εκδρομή», επέμεινε.

Ο Χανς κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ήταν μια κατάφωρη περιφρόνηση των κανόνων που σας

έθεσα εξαρχής».

Η Άννι άφησε τα σίδερα και οπισθοχώρησε. «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Λέο μου είπε να

αποφασίσω μόνη μου ποιο ήταν το καλύτερο. Και μια και συζητάμε για τον Λέο», συμπλήρωσε υιοθετώντας μια πιο επιθετική στάση,
«γιατί είπε στους αστυνομικούς ότι δεν ήξερε

ποια ήμουν όταν του τηλεφώνησαν;»

Ο Χανς ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Μίλησα στον

Λέο για τη λανθασμένη κρίση του στη δεδομένη στιγμή. Με διαβεβαίωσε ότι απλώς δε συνέδεσε το
όνομά σας με τα παιδιά».

«Δυσκολεύομαι πολύ να το πιστέψω αυτό, ιδιαίτερα μετά τη συνομιλία που είχαμε οι δυο μας λίγες

ώρες νωρίτερα».

Έγινε μια μεγάλη παύση στη διάρκεια της οποίας η Άννι ήλπιζε ότι ο Χανς άρχιζε κάπως να

υποχωρεί. Αντίθετα, εκείνος διατήρησε το αυστηρό ύφος κι έγνεψε αόριστα προς την πόρτα από την

οποία είχε μπει. «Μόλις ολοκληρωθεί κάποια τυπική διαδικασία θα φέρουν το κλειδί».

«Ωραία».

Ανάμεσά τους ξανάπεσε και πάλι σιωπή.

«Υποθέτω πως από δω και στο εξής θα ακολουθείτε τους κανόνες», της είπε σε σκληρό τόνο.

Η Άννι δεν μπορούσε να δεσμευτεί σε κάτι το οποίο δεν πίστευε βαθιά στην καρδιά της πως ήταν

για το συμφέρον των κοριτσιών. «Σας υπόσχομαι ότι δε θα κάνω τίποτα που να βάλει σε κίνδυνο τα

παιδιά», απάντησε διπλωματικά. «Ηταν ανόητο εκ μέρους μου να τα οδηγήσω έξω από το σπίτι

χωρίς να ενημερώσω κανέναν για το πού πηγαίνουμε. Απλώς δε σκέ-φτηκα σωστά. Πιστέψτε με, έμαθα το μάθημά μου».

«Το ελπίζω».

Εκείνη την ώρα ένας παχουλός φρουρός μπήκε από την πόρτα κουδουνίζοντας στο χέρι του μια

μεγάλη αρμαθιά κλειδιά. Όταν είδε τον Χανς φάνηκε να σαστίζει και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση, ύστερα άλλη μια καθώς περνούσε δίπλα
του και τέλος μία ακόμα όταν τον είχε ήδη προσπεράσει.

Παρά την κατάστασή της ή ίσως εξαιτίας της, η Άννι πάσχισε να συγκρατήσει ένα χαχανητό.

Ο φύλακας άνοιξε την πόρτα κι εκείνη συγκρατήθηκε να μη βγει τρέχοντας. Ένιωθε σαν να την

είχαν κλεισμένη εκεί μέσα για μια ολόκληρη ζωή. Απλωσε αυθόρμητα τα χέρια της και αγκάλιασε

τον Χανς. «Σας ευχαριστώ. Είστε ο ήρωάς μου».

Τον ένιωσε να ορθώνει το κορμί κάτω από το αγκάλιασμά της κι έπειτα να χαλαρώνει ελάχιστα.

Όταν το χέρι του άγγιξε

την πλάτη της, ένα ζεστό ρίγος τη διαπέρασε. «Αυτό είναι κάπως υπερβολικό».

Η Άννι αποτραβήχτηκε. «Καθόλου. Αν δεν είχατε έρθει εδώ προσωπικά, ποιος ξέρει πόσο καιρό θα

τους έπαιρνε να με αφήσουν! Μα την πίστη μου, αν είχατε στείλει τον Αέο θα έμενα εκεί μέσα για

μέρες!»

«Τότε έκανα καλά που δεν έστειλα τον Αέο», απάντησε εκείνος δείχνοντας πάλι σκεφτικός. «Αυτό

θα το έχω υπόψη μου στο μέλλον».

***

Η Άννι αποδεικνυόταν σκέτη καταστροφή. Τα πράγματα εξελίσσονταν πολύ χειρότερα απ’ ό,τι

περίμενε ο Χανς.

Δεν είχε υπακούσει τις εντολές του. Είχε βάλει σε κίνδυνο τα παιδιά του. Είχε εξαπατήσει ολόκληρο

το προσωπικό βγάζοντας κρυφά τις πριγκίπισσες έξω από το ανάκτορο.


Τον είχε αγκαλιάσει.

Χτύπησε τις παλάμες στο γραφείο του και σηκώθηκε όρθιος. Ήταν αργά. Όλοι είχαν φύγει από το

γραφείο ώρες νωρίτερα και τα περισσότερα φώτα είχαν χαμηλώσει. Δεν τον ένοιαζε. Αν δε δούλευε

δεν είχε άλλη επιλογή από το να δειπνήσει με την Άννι και τα κορίτσια και απλώς δεν ήθελε να την

αντικρίσει αυτή τη στιγμή. Ήταν πολύ εξοργιστική. Και ελκυστική.

Αναστέναξε και έψαξε τριγύρω στο δωμάτιο για κάτι που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή

του. Δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από τη μάλλον ογκώδη αναφορά της αστυνομίας η οποία του είχε

παραδοθεί λίγες ώρες νωρίτερα. Τελικά θα αναγκαζόταν να τη διαβάσει και να υπογράψει τα χαρτιά

που έπρεπε. Όμως όχι ακόμα.

Μουρμούρισε μια βλαστήμια και σηκώθηκε να πάει ως το παράθυρο, θέλοντας να αλλάξει

παραστάσεις. Κοίταξε έξω τις λευκές νιφάδες να πέφτουν λαμπυρίζοντας στο φως που σκόρπιζαν οι

εξωτερικές λάμπες. Τα σύννεφα είχαν μαζευτεί ξανά από το απόγευμα και τώρα το απαλό χιόνι

στρωνόταν στο έδαφος σαν μαλακή κουβέρτα. Ακούμπησε στο περβάζι και άρχισε να

παρακολουθεί τις νιφάδες.

Οταν ήταν παιδί ένιωθε πάντα ενθουσιασμό βλέποντας το χιόνι, παρ’ όλο που δεν του επιτρεπόταν

να βγει έξω και να παίξει όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Δεν ήταν σίγουρος αν η αίσθηση

της απομόνωσης οφειλόταν στα μέτρα ασφαλείας που υπήρχαν γύρω του ή στο γεγονός ότι ήταν το

μοναδικό παιδί μέσα σ’ ένα σπιτικό ασφυκτικά γεμάτο από ενηλίκους που ακολουθούσαν πιστά

το πρωτόκολλο, αλλά όπως και να είχε το θέμα η παιδική του ηλικία ήταν πολύ μοναχική. Και πάλι

όμως το χιόνι έκανε τον κόσμο να φαίνεται μαγικός. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει έξω, να τραβάει ένα έλκηθρο πάνω στο λόφο για
να κατέβει ύστερα την πλαγιά με ορμή, σταματώντας

μόνο για ένα φλιτζάνι αχνιστή σοκολάτα... Αργότερα φυσικά έμαθε να κάνει σκι και τελειοποίησε

την τεχνική του σε όλα τα χειμερινά σπορ τα οποία είχε ονειρευτεί από παιδί Τίποτε απ’ αυτά όμως

δε συγκρινόταν με την ευτυχία που πίστευε ότι θα ήταν για ένα νεαρό αγόρι το παιχνίδι στο χιόνι.

Ξεμαντάλωσε το παράθυρο και το έσπρωξε να ανοίξει μια μικρή χαραμάδα. Η ατμόσφαιρα μέσα

στο δωμάτιο είχε γίνει αποπνικτική. Η δροσερή μεταλλική μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του

κάνοντάς τον να κυριευτεί από ένα ξαφνικό κύμα ενέργειας. Λαχταρούσε να τρέξει και να τεντωθεί, να ξεκουράσει λιγάκι τους μυς του
κορμιού του. Όμως δεν υπήρχε καιρός για τέτοιες ανοησίες

τώρα.

Καθώς ετοιμαζόταν να ξαναγυρίσει προς το γραφείο του, μια φωνή κάτω από την αυλή τράβηξε την

προσοχή του.

«Άρπα την!» Ήταν η φωνή της Μάρτα. Ο Χανς δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Η στριγκλιά της

ακούστηκε γεμάτη ταραχή.

Πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο και κοίταξε έξω, την ίδια στιγμή που μια μικρή χιονόμπαλα έπεσε

πάνω στην πλάτη της Μπεάτα και διαλύθηκε σαν μικρό λευκό σύννεφο. «Όχιιιι!» τσίριξε η μικρή
και σωριάστηκε τρέμοντας στο έδαφος.

Πριν ακόμα σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, ο Χανς βγήκε στο διάδρομο κι άρχισε να τρέχει. Έπρεπε να

πάει στα παιδιά του. Πού ήταν η Άννι; Γιατί δε βρισκόταν κοντά τους να τα προστατεύσει; Αυτό

ήταν στ’ αλήθεια το τέλος, η σταγόνα που

είχε ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής του. Είχε δείξει υπερβολική επιείκεια, ακόμα και μετά το

αδιανόητο περιστατικό στην πλατεία της πόλης και τις καταστροφικές του συνέπειες. Όμως δε θα

ανεχόταν τίποτ’ άλλο. Τα παιδιά του δέχονταν επίθεση και η Άννι δεν έκανε κάτι για να το

εμποδίσει!

Πέρασε με ορμή από την πόρτα της κουζίνας ακούγοντας πίσω του ένα σπάσιμο, όμως δε

σταμάτησε να δει τι ήταν. Δεν τον ένοιαζε ακόμα κι αν έπεφταν όλες οι πορσελάνες από τα ράφια

και γίνονταν θρύψαλα. Έπρεπε να πάει στις κόρες του.

Όταν έφτασε στην πίσω πόρτα ξέπνοος και γεμάτος ένταση, κοντοστάθηκε λαχανιασμένος. Η Άννι

ήταν εκεί, και μάλιστα εκείνη τη στιγμή ακριβώς μια μεγάλη χιονόμπαλα εκσφενδονίστηκε πάνω

της σκεπάζοντας τους ώμους και τα μαλλιά της με χιόνι. Το σκούρο παλτό της ήταν κι αυτό γεμάτο

από πιτσιλιές χιονιού. Και η Άννι γελούσε.

«Σας πέτυχα!» φώναξε η Μάρτα.

Η καρδιά του Χανς χτυπούσε δυνατά καθώς η αδρεναλίνη συνέχιζε την τρελή της κούρσα μέσα στις

φλέβες του, όταν όμως κοίταξε τα παιδιά του στα πρόσωπά τους δεν είδε φόβο, όπως περίμενε. Δεν

έκλαιγαν ούτε έτρεμαν τρομαγμένα. Η έκφρασή τους μαρτυρούσε κάποιο συναίσθημα σπάνιο γι’

αυτά.

Αυτό που έβλεπε και άκουγε ήταν χαρά. Τα δυο κορίτσια γελούσαν με την καρδιά τους, όπως και η

Άννι, ενώ έσκυβαν και έφτιαχναν μπάλες από χιόνι για να τις πετάξουν στη συνέχεια η μία στην

άλλη, κραυγάζοντας θριαμβευτικά κάθε φορά που η βολή τους έβρισκε το στόχο.

Ύστερα προχώρησαν ως ένα σημείο όπου το χιόνι ήταν πιο καθαρό κι εκεί έπεσαν ανάσκελα

κουνώντας τα χέρια και τα πόδια τους σαν ψάρια που σπαρταρούσαν. Τέλος η Άννι σηκώθηκε και

βοήθησε τα κορίτσια να σηκωθούν κι αυτά με τη σειρά τους. Όταν έφυγαν από το σημείο που ήταν

πεσμένες, ο Χανς κοίταξε έκπληκτος τα ίχνη που είχαν αφήσει τα κορμιά τους. Αγγελοι. Τρεις

άγγελοι στο χιόνι.

Η καρδιά του σφίχτηκε.

Οι τρεις τους συνέχισαν να παίζουν για αρκετά λεπτά, αγνοώντας την παρουσία του στο κατώφλι. Η

Μπεάτα και η

Μάρτα μιλούσαν αγγλικά πετώντας κάπου κάπου μερικές γερμανικές λέξεις, ενώ η Άννι τις

διόρθωνε μαλακά κάθε φορά που έκαναν κάποιο λάθος.

«Άγγελοι, Μπεάτα, όχι Άγγλοι».


«Είναι μαγικό;» ρώτησε η Μπεάτα φανερά εντυπωσιασμένη με το θέαμα.

Η Άννι έβαλε τα γέλια. Ήταν ένα όμορφο γέλιο που αντήχησε στους κρύους τοίχους του ανακτόρου, αλλά και στην καρδιά του,
σκορπίζοντας γύρω ζεστασιά. «Όχι, δεν είναι κάτι μαγικό. Πώς να σου

το πω, είναι... άγγελοι του χιονιού. Δεν έχετε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο;»

«Όχι. Εσείς πού το μάθατε;»

Η Άννι σήκωσε τους ώμους και γέλασε ξανά. «Δεν ξέρω. Όλα τα παιδιά στην Αμερική ξέρουν να

φτιάχνουν αγγέλους του χιονιού. Είναι μέρος της παιδικής μας ηλικίας».

Ο Χανς δεν μπόρεσε να καθίσει άλλο στη θέση του. «Δε βρισκόμαστε στην Αμερική», είπε

προσπαθώντας να συ-γκρατήσει ένα χαμόγελο το οποίο, όπως διαβεβαίωσε τον I εαυτό του, δεν

οφειλόταν σε χαρά αλλά σε ανακούφιση που τα παιδιά του ήταν καλά.

Τα κορίτσια γύρισαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένα.

Η Άννι ήταν η πρώτη που ξαναβρήκε την ψυχραιμία της. «Τότε σας έφερα λίγη από την Αμερική

εδώ». Έγνεψε με το γαντοφορεμένο χέρι της προς τους αγγέλους του χιονιού. «Θέλετε να

δοκιμάσετε κι εσείς;»

Ο Χανς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του αντιστεκόμενος στον πειρασμό που ένιωσε μέσα του.

«Είναι ενάντια στη φύση μου». Ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Ή τουλάχιστον έτσι μου έχουν πει».

Η Άννι χαμογέλασε και συνάντησε το βλέμμα του. «Δε βλάπτει να πηγαίνουμε κάπου κάπου ενάντια

στη φύση μας. Τουλάχιστον όταν πρόκειται να φτιάξουμε τη διάθεσή μας και να διασκεδάσουμε

λίγο».

Ανάμεσά τους θαρρείς και υπήρξε μια σιωπηλή επικοινωνία και ο Χανς σχεδόν ανταπέδωσε το

χαμόγελο της Άννι. Όμως δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Ήταν υπάλληλός του, τίποτα

περισσότερο, κι εκείνος ήταν αναγκασμένος να της συμπερι-φέρεται ανάλογα. Να κρατάει τα

προσχήματα. Αυτό του είχαν διδάξει από τα παιδικά του χρόνια. Έπρεπε να υπάρχει

κάποια συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και το προσωπικό του ανακτόρου.

«Διαφωνώ», είπε μολονότι δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο το εννοούσε.

Ξαφνικά κάτι παγωμένο χτύπησε το μάγουλό του και γλίστρησε μέσα στο πουκάμισό του.

Αμέσως συνειδητοποίησε τι ήταν και γύρισε με δυσπιστία προς την κατεύθυνση από την οποία είχε

προέλθει.

«Άρπα την!» είπε η Μπεάτα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Τα μάτια της ήταν τόσο φωτεινά που ο Χανς τα

είδε να λάμπουν ακόμα και από τρία μέτρα μακριά μέσα στο σκοτάδι.

«Τι είπες;» ρώτησε δήθεν σοβαρός, αλλά ήξερε ότι εκείνο το βράδυ η κόρη του δεν τον φοβόταν.

Έπρεπε να υπενθυμίσει στον εαυτό του όταν ήταν αναγκασμένος να ασκήσει εξουσία.

«Παίζουμε χιονοπόλεμο», του εξήγησε με την ατέλειωτη υπομονή ενός παιδιού.

Ένιωσε την καρδιά του να λιώνει. «Ώστε έτσι;»


Η μικρή κούνησε ζωηρά το κεφάλι της πάνω κάτω, φανερά ευχαριστημένη στην ιδέα ότι ο πατέρας

της μπορεί να έπαιζε μαζί τους. «Σε πέτυχα με τη χιονόμπαλά μου γι’ αυτό σου είπα ‘άρπα την’!»

Ο Χανς πήρε μια θεατρική πόζα. «Είμαι ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκιπας του Κουμπλενστάιν», αντιγύρισε στην κόρη του χωρίς να
χαμογελάσει. «Επομένως δεν μπορώ να ‘την αρπάξω’».

Η Άννι έβαλε τα γέλια.

Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει κι εκείνη άρχισε να γελάει όλο και πιο δυνατά ώσπου ο Χανς την

είδε να διπλώνεται στα δύο. Ήταν σίγουρος ότι δεν είχε ξαναδεί τίποτα παρόμοιο. Νόμιζε ότι οι

γκρίζοι τοίχοι γύρω τους ράγισαν και σωριάστηκαν στο έδαφος, αφήνοντας στη θέση τους μια

απέραντη ζεστασιά και χρώμα.

Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι γύρω του ήταν τόσο συγκρατημένοι μπροστά του ώστε του

φαίνονταν σχεδόν απάν-θρωποι. Ήταν κάτι που ο ίδιος θεωρούσε δεδομένο από την παιδική ακόμα

ηλικία του. Όμως η Άννι ήταν διαφορετική και οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε βρισκόταν κοντά της

άλλαζε όψη. Ήταν επομένως σίγουρο ότι θα άλλαζε και τη ζωή μέσα στο ανάκτορο.

Το παράδοξο ήταν πως δεν τον πείραζε ιδιαίτερα. Ήταν αναζωογονητικό να έχει κοντά του κάποιον

που δε φοβόταν να διαφωνήσει μαζί του, μολονότι κάποιες φορές οι διαφωνίες της Άννι

προβάλλονταν μάλλον έντονα. Ήταν ενδιαφέρον το πόσο απρόβλεπτη είχε γίνει η ζωή του, ακόμα

και στις μικρές της λεπτομέρειες. Το ίδιο μόλις πρωί ο Χανς είχε πιάσει τον εαυτό του να

σηκώνεται με περισσότερη προθυμία για να ξεκινήσει τη μέρα του, περίεργος να δει τι θα

συνέβαινε.

Όταν συνάντησε την Άννι στο τρένο, η εξυπνάδα και το θράσος της τον έκαναν να τη συμπαθήσει

ειλικρινά. Ίσως οφειλόταν στην πεποίθησή του πως δε θα την ξανάβλεπε, πάντως εντυπωσιάστηκε

από τη συζήτησή τους σχετικά με το Κουμπλενστάιν και τις απόψεις της γι’ αυτό. Όταν

αργότερα την είδε να μπαίνει στο γραφείο του και να του παρουσιάζεται ως η καινούρια

καθηγήτρια των αγγλικών, εκείνος φυσικά ταράχτηκε, αλλά ταυτόχρονα ανακάλυψε πως δεν ήταν

ένα δυσάρεστο σοκ. Ακόμα και τότε η Άννι τού κέντρισε την περιέργεια. Η πρόσληψή της έσπασε

τη ρουτίνα του, που τώρα συνειδητοποιούσε πόσο τον είχε κουράσει.

«Δεσποινίς Μπάριμερ», είπε παρακολουθώντας το πρόσωπό της να φωτίζεται καθώς γελούσε.

«Μήπως γελάτε μαζί μου;»

«Δε γελάω μαζί σας», αποκρίθηκε εκείνη σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Γελάω μ’

αυτό που είπατε».

«Α, μάλιστα». Ήθελε να απλώσει τα χέρια και να την κλείσει στην αγκαλιά του. «Κι όμως εγώ δε

γελώ».

«Ω, μα και βέβαια γελάτε», του αντιγύρισε με ασέβεια. «Κανείς δε λέει στα σοβαρά Είμαι ο

πρίγκιπας του Κουμπλενστάιν και δεν μπορώ να την αρπάξω’».


«Το αρνείστε πως είναι έτσι;» τη ρώτησε διατηρώντας τη σοβαρή του έκφραση.

Αυτό την έκανε να ξεσπάσει σε καινούρια γέλια. «Όχι! Γι’ αυτό είναι τόσο αστείο».

Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να ενδώσει στον πειρασμό και να την πάρει στην αγκαλιά του. Πώς θα

ήταν να τη φιλήσει... Η παρόρμηση να το προσπαθήσει τον συγκλόνιζε. Όμως δεν μπορούσε. Και δε

θα το έκανε.

Αντί γι’ αυτό έσκυψε αργά και μάζεψε μια χούφτα χιόνι. «Χιονοπόλεμο θέλετε λοιπόν;» ρώτησε

φτιάχνοντας μια μπάλα στα χέρια του. Ήταν στ’ αλήθεια πολύ ανάρμοστο για τη θέση του. Εκείνη

τη στιγμή όμως δεν τον ενδιέφερε.

Η Άννι τον είδε να ετοιμάζεται κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Μάλιστα. Χιονοπόλεμο».

Την κοίταζε επίμονα στα μάτια ενώ οι κόρες του άρχισαν να τρέχουν χαχανίζοντας για να κρυφτούν

τριγύρω. «Και το αντικείμενο αυτού του παιχνιδιού είναι να χτυπήσω κάποιον μ’ αυτό το χιόνι, σωστά;» Προχώρησε προς το μέρος της.

Η Άννι πήρε μια κοφτή ανάσα κι έμεινε ακίνητη. «Μάλιστα, αυτό είναι το αντικείμενο. Έχετε

κάποιον συγκεκριμένο υπόψη σας;»

«Για την ακρίβεια ναι, έχω». Και μάλιστα πολύ έντονα τώρα τελευταία, σκέφτηκε. Πόσο όμορφη

ήταν! Ίσως έφταιγε το απαλό φως, οι νιφάδες που έπεφταν από τον ουρανό ή ίσως το τσουχτερό

κρύο, όμως ξαφνικά η Άννι τού φάνηκε αρκετά νόστιμη για να την καταβροχθίσει. Και πεινούσε

πολύ.

«Ας κάνουμε κι άλλους άγγλους του χιονιού», άκουσε τη Μάρτα να λέει από μακριά.

«Αχ, ναι! Ας κάνουμε!» συμφώνησε με ενθουσιασμό η Μπεάτα κι ύστερα ακούστηκαν δυο πνιχτοί

γδούποι καθώς τα δυο κορίτσια έπεφταν ανάσκελα στο χιόνι.

Ο Χανς έψαξε με το βλέμμα το χιονισμένο τοπίο ώσπου διέκρινε τις δυο φιγούρες τους στο χιόνι

και διαπίστωσε πως ήταν ασφαλείς. Ύστερα, χωρίς καμία προειδοποίηση, οι σκέψεις του γύρισαν

στην Άννι και την υπέροχη ζεστασιά που μπορούσε να του προσφέρει εκείνη τη στιγμή.

Αυτή η γυναίκα ήταν εξοργιστική, αυθάδης και ξεροκέφαλη όσο κανένας από τους ανθρώπους που

γνώριζε ο Χανς, όφειλε

όμως να παραδεχτεί ότι ήταν επίσης εξαιρετικά έξυπνη. Είχε μια αβάσταχτη ισχυρογνωμοσύνη, αν

και συχνά η γνώμη της ήταν σωστή. Και δεν έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι στο

πρόσωπό του. Κι όμως, υπήρχε κάτι επάνω της που τον μάγευε. Κάτι που τον τραβούσε σαν

μαγνήτης.

Τρία ακόμα βήματα και βρέθηκε ακριβώς μπροστά της. Η Άννι σήκωσε ελαφρά το κεφάλι να τον

κοιτάξει και τα χείλη της μισάνοιξαν δελεαστικά. Κάποια μέρη του σώματός του ζωντάνεψαν και

ανέβασαν μια θερμοκρασία αταίριαστη με το κρύο περιβάλλον. Όμως δεν μπορούσε παρά να τα

αγνοήσει Κάποια άλλα μέρη είχαν μείνει για πολύ καιρό παγωμένα.

Η Άννι ρίγησε.
«Κρυώνετε;» τη ρώτησε.

«Όχι ακριβώς».

«Θέλετε να παρατήσετε το παιχνίδι;»

«Ποτέ», του αποκρίθηκε χαμογελώντας.

Για μια φευγαλέα στιγμή ο Χανς πίστεψε πως θα μπορούσε να την ερωτευτεί. Αν βέβαια ήταν ο

τύπος του άντρα που ερωτεύεται. Όμως δεν ήταν. «Τότε...» Έπιασε το χέρι της και πίεσε το χιόνι στο

γάντι. «Άρπα την!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Τα μαλλιά και τα ρούχα του ήταν ακόμα υγρά από το χιόνι όταν μίση ώρα αργότερα ο Χανς

επέστρεψε στο γραφείο του για να μελετήσει την αναφορά της αστυνομίας. Μολονότι η ταλαιπωρία

της Άννι δεν είχε κρατήσει παραπάνω από τέσσερις ώρες, η αναφορά ήταν τουλάχιστον πενήντα

σελίδες. Τον ενόχλησε η σκέψη του εργατικού δυναμικού που είχε απασχοληθεί και των ωρών που

είχαν σπαταληθεί για τη σύνταξή της.

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ο Χανς αντιλήφθηκε πως τα πράγματα ήταν κάπως χειρότερα απ’ όσο

φοβόταν. Η Άννι είχε απειλήσει να μηνύσει την αστυνομία. Μα πώς της ήρθε, σκέφτηκε. Συνέχισε να

διαβάζει κι ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται όταν έφτασε στο σημείο που έλεγε ότι η Άννι

είχε απειλήσει πως «θα πέσουν κεφάλια αν το μάθει ο πρίγκιπας».

Εάν έπεφτε στα χέρια των εφημερίδων μια τέτοια πληροφορία θα άφηνε πολύ κακή εντύπωση.

Ιδιαίτερα εφόσον την είχε υπερασπιστεί πηγαίνοντας στο τμήμα για να την αποφυλακίσει. 0 Λέο είχε

προσπαθήσει σθεναρά να τον σταματήσει, αλλά ο Χανς είχε επιμείνει να πάει. Κατά κάποιο τρόπο

ένιωθε υπεύθυνος. Ξέροντας πόσο τρομαγμένη και μπερδεμένη θα ήταν η Άννι, θέλησε να πάει ο

ίδιος για να διορθώσει την κατάσταση. Να επανορθώσει την όποια αδικία μπορεί να δημιούργησε

άθελά του, όπως τόνισε στον εαυτό του.

Κι όμως, βαθιά μέσα του είχε αρχίσει να υποψιάζεται πως κάτι άλλο συνέβαινε.

Όπως και να είχε το πράγμα, όφειλε να γνωρίζει ότι με την Άννι τα πράγματα δε θα ήταν ποτέ απλά.

Ήταν πολύ χαρακτηριστικό του τύπου της να απειλήσει την αστυνομία. Ο Χανς θα έβαζε τα γέλια

αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο σοβαρή. Ήταν δεδομένο στοιχείο πως στην πατρίδα της τα πράγματα

ήταν διαφορετικά. Εκεί οι άνθρωποι είχαν την ευχέρεια να αντιδρούν κατά της αδικίας

λαμβάνοντας μέτρα ή απειλώντας με μηνύσεις. Η Άννι ήταν συνηθισμένη να παίρνει τις δικές

της αποφάσεις χωρίς τις περιπλοκές που δημιουργούνται στην περίπτωση ενός γαλαζοαίματου.

Εκεί ήταν που ο Χανς έκανε το λάθος του. Ενώ του άρεσε η ιδέα να δεχτούν οι κόρες του

αμερικανική επιρροή, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να κάνει έναν Αμερικανό να κατανοήσει τη

θέση της βασιλικής οικογένειας στην κοινωνία. Η Άννι δεν μπορούσε να ξέρει τι όφειλαν να κάνουν

τα παιδιά και η ίδια αν δεν της το έλεγαν. Δεν είχε λάβει υπόψη του το γεγονός ότι μια
Αμερικανίδα ήταν τόσο συνηθισμένη να ζει ανεξάρτητα, ώστε ίσως της ήταν αδύνατον να

προσαρμοστεί στη ζωή ενός παλατιού.

Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που μπορούσε να κάνει.

Έπρεπε να την αφήσει να φύγει.

Κάθισε στο γραφείο του και έβγαλε μέσα από το συρτάρι ένα μάτσο επιστολόχαρτα και μια χρυσή

πένα. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό κι άρχισε να γράφει.

Αγαπητή δεσποινίς Μπάριμερ,

Αντιλαμβάνομαι πως ίσως αυτή η επιστολή αποτελέσει έκπληξη για σας, έχοντας όμως αναθεωρήσει την

επαγγελματική μας σχέση αποφάσισα πως θα ήταν προς το καλύτερο συμφέρον όλων εάν τερματίζαμε

τώρα τηv εργασία σας. Είναι σαφές πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται...

Ο Χανς σταμάτησε να γράφει, τσαλάκωσε το χαρτί κι ύστερα το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, πάνω από αρκετά άλλα σαν αυτό. Δεν
έβγαζε άκρη έτσι. Ίσως θα έπρεπε να τα παρατήσει και να

περιμένει το άλλο πρωί για να τον βοηθήσει η Γκρέτα. Η δική της εισαγωγή και η στενογραφία της

μπορεί να έκαναν την όλη διαδικασία να κυλήσει ομαλότερα. Όμως δεν μπορούσε να περιμένει.

Έπρεπε να το τακτοποιήσει αμέσως. Κάθε φορά που δίσταζε με την Άννι, έχανε την

αποφασιστικότητά του.

Στήριξε την πένα του πάνω στη λευκή σελίδα και για άλλη μια φορά ακόμα χάθηκε στις σκέψεις

του.

Ισως θα ήταν ευκολότερο να της μιλούσε καταπρόσωπο. Σκέφτηκε για λίγο την ιδέα, αλλά σύντομα

την απέρριψε. Θα ήταν χειρότερο αν συναντιόταν μαζί της. Η Άννι είχε έναν αριστοτεχνικό τρόπο να

αντιστρέφει τις καταστάσεις όταν μιλούσαν μαζί. Το μαύρο φαινόταν άσπρο και το κάτω φαινόταν

πάνω, αν κάποιος κοιτούσε από τη δική της οπτική γωνία. Ενώ αν της έγραφε μια επιστολή δε θα

ήταν αναγκασμένος να αντικρίζει το όμορφο πρόσωπό της όταν θα της ανακοίνωνε πως έπρεπε να

φύγει.

Αλλωστε, το συμβόλαιό τους έκανε λόγο για γραπτή ειδοποίηση σε περίπτωση διακοπής της

συνεργασίας. Ο νομικός του σύμβουλος είχε επιμείνει αρκετά σ’ αυτό το σημείο, καθώς πίστευε ότι

μία οργισμένη πρώην υπάλληλος μπορούσε να διεκδικήσει ένα σωρό πράγματα εάν δεν υπήρχαν

γραπτές αποδείξεις. Παρ’ όλο που δεν πίστευε ότι η Άννι ήταν ο τύπος που θα προέβαινε σε τέτοιες

ενέργειες εναντίον του, ο Χανς ήξερε πως μερικές φορές οι άνθρωποι ήταν απρόβλεπτοι. Μήπως

δεν είχε παραβεί τις εντολές του παρ’ ότι εκείνος ήταν πεπεισμένος πως δεν επρόκειτο να το

τολμήσει; Όμως από την αρχή που την προσέλαβε σαν καθηγήτρια των αγγλικών για τις κόρες του

ήξερε ότι η Άννι ήταν ακριβώς ο τύπος της γυναίκας που θα αψηφούσε την εξουσία προκειμένου να

κάνει εκείνο που νόμιζε καλύτερο.

Ήταν βέβαιος ότι οι προθέσεις της ήταν καλές. Μονάχα η κρίση της είχε λαθέψει. Αυτή τη φορά
όλα είχαν αίσιο τέλος. Την επόμενη όμως μπορεί να μη στέκονταν τόσο τυχεροί. Γι' αυτό το λόγο

ήταν αναγκασμένος να την απολύσει. Δεν είχε τίποτα προσωπικό εναντίον της. Σίγουρα η απόφασή

του δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι η Άννι μπέρδευε τα πράγματα όποτε βρισκόταν κοντά

του. Οπωσδήποτε δεν είχε καμία σχέση ούτε με την αίσθηση ζεστασιάς που τον τύλιγε κάθε φορά

που την έβλεπε.

Έβγαλε μια καινούρια κόλλα χαρτί και ξανάρχισε, όμως η επόμενη εκδοχή έμοιαζε πάρα πολύ με

προδοσία από έναν φίλο. Δεν ήθελε να την αναστατώσει ανώφελα. Αυτή τη φορά δεν μπήκε ούτε

στον κόπο να τσαλακώσει το χαρτί, απλώς το έσπρωξε από το γραφείο του και το άφησε να

αιωρηθεί ως το καλάθι.

Όταν ξανάρχισε να γράφει, είχε έμπνευση. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να πει και πώς ήθελε να το πει.

Αγάπητη δεσποινίς Μπάριμερ,

Λυπούμαι πολύ που με αυτή την επιστολή είμαι αναγκασμένος να διακόψω τη συνεργασία μας...

Ένα αμυδρό χτύπημα την πόρτα σκόρπισε τις σκέψεις από το μυαλό του και άφησε ενοχλημένος

την πένα κάτω.

«Ναι, τι είναι;» ρώτησε εκνευρισμένος.

Η πόρτα άνοιξε ελάχιστα και η ίδια η Άννι τρύπωσε μέσα το κεφάλι της. «Λυπάμαι που σας

διακόπτω, μήπως όμως μπορώ να σας μιλήσω;»

Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε άφωνος, ύστερα της έγνεψε να περάσει. «Μπορείτε», της απάντησε

διστακτικά, ζαρώνοντας τα φρύδια και διερωτώμενος τι θα μπορούσε να την έχει φέρει ως εκεί σε

μια τόσο αμήχανη στιγμή.

Η Άννι πέρασε μέσα και έκλεισε την πόρτα αθόρυβα πίσω της. Παρ’ όλο που κόντευε έντεκα το

βράδυ, ήταν ντυμένη με μαύρο κολάν παντελόνι κι ένα μαύρο ζιβάγκο πουλόβερ, σαν να

είχε περάσει τη μέρα της κάνοντας σκι. Για την ακρίβεια έμοιαζε σαν μοντέλο από κάποιο

χιονοδρομικό κέντρο. Εκτός φυσικά από το γεγονός ότι ήταν ξυπόλυτη. Κατά έναν παράξενο τρόπο

της ταίριαζε αυτή η μικρή παραφωνία στην εμφάνιση.

«Κοιτάξτε, ξέρω ότι είναι αργά κι ότι ίσως είστε απασχολημένος με κάτι, ξέρω επίσης ότι

ξανασυναντηθήκαμε ύστερα από... τα όσα συνέβησαν στην πόλη, αλλά...» Σώπασε, ανασήκωσε τους

ώμους κι άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της. «Απλώς νιώθω πολύ άσχημα για ό,τι έγινε.

Έπρεπε να ζητήσω συγνώμη άλλη μια φορά πριν πέσω για ύπνο».

Ο Χανς αναλογίστηκε τι επιλογές είχε στη διάθεσή του προκειμένου να της πει αυτά που σκεφτόταν

νωρίτερα, για να

καταλήξει με πανικό στο συμπέρασμα ότι δεν είχε καμία επιλογή. «Δεσποινίς Μπάριμερ, η συγνώμη

δεν...»

«Ω, μα είναι. Στ’ αλήθεια είναι».


«Συγνώμη;»

Έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη κι έπειτα τον ξανακοίταξε. «Πάλι το έκανα, λυπάμαι. Ο πατέρας

μου πάντα έλεγε ότι έχω την τάση να διακόπτω τους άλλους». Χαμογέλασε αδύναμα. «Νόμιζα πως

θα λέγατε ότι η συγνώμη δεν είναι απαραίτητη».

«Η συγνώμη λοιπόν δεν είναι απαραίτητη», επανέλαβε με δυσπιστία ο Χανς. Ετοιμαζόταν να πει ότι

η συγνώμη δε θα διόρθωνε εκείνο που είχε συμβεί. Πριν προλάβει όμως να προχωρήσει

περισσότερο, η Άννι τον διέκοψε ξανά.

«Αυτό είναι στ’ αλήθεια πολύ γενναιόψυχο εκ μέρους σας. Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που θα

έδειχναν τόση κατανόηση κάτω από τέτοιες συνθήκες». Συνάντησε το βλέμμα του και πήρε μια

αργή ανάσα. «Ισως δε θα έπρεπε να το πω, αλλά διαισθάνθηκα πως είσαστε διαφορετικός από την

πρώτη στιγμή που σας συνάντησα. Αν και υποθέτω ότι η πίστη σας στους ανθρώπους δε θα έπρεπε

να με εκπλήσσει. Φαντάζομαι πως είναι ένα από τα πράγματα που κάνει το λαό σας να σας

σέβεται τόσο πολύ σαν ηγέτη του».

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του ότι το πρόβλημα ήταν γλωσσικό, όμως ήξερε πολύ καλά ότι αν
κατάφερνε να αρθρώσει κάτι στη δική του γλώσσα η Άννι θα

μπορούσε να το καταλάβει. Προσπάθησε ξανά στα αγγλικά. «Ισως δεν εξέφρασα τις προσδοκίες

μου με αρκετή σαφήνεια όταν αρχίσατε να εργάζεστε εδώ. Για το λόγο αυτό ζητώ ειλικρινά

συγνώμη. Όμως, δε θα φανταζόμουν ποτέ τις συνθήκες που θα προέκυπταν από τη στιγμή που

ξεκινήσατε».

«Μην κατηγορείτε τον εαυτό σας», είπε η Άννι σηκώνοντας το χέρι για να τον εμποδίσει να

συνεχίσει. «Ξέρω ότι είναι δικό μου λάθος που τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Για την ακρίβεια, σκέφτηκα ακόμα και να παραιτηθώ».

Ανασήκωσε το ένα του φρύδι και στριφογύρισε στο κάθισμά του. Αυτό ήταν ενδιαφέρον.

«Αλήθεια;»

Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι, σοβαρή. «Το σκέ-φτηκα για μια στιγμή, αυτό είναι όλο.

Μην ανησυχείτε, δε θα αθετήσω την υπόσχεση που έδωσα σ’ εσάς και τα κορίτσια».

Τον Χανς τον έπιασε απελπισία. «Λέτε λοιπόν...»

Η Άννι ένευσε πάλι καταφατικά. «Θα μείνω. Με κανέναν τρόπο δε θα απογοήτευα τη Μάρτα και την

Μπεάτα. Ή εσάς», πρόσθεσε διστακτικά.

«Υπάρχει κάτι που θα ήθελα πραγματικά να μάθω», είπε ο Χανς πλέκοντας τα δάχτυλα μπροστά

του.

«Τι είναι αυτό;»

«Τι σας κάνει να αψηφάτε διαρκώς την εξουσία;»

Οι άμυνές της μπήκαν αμέσως σε λειτουργία. «Ο χερ Κολ-μπόρ μου είπε να μη σας ενοχλώ με...»

Ο Χανς σήκωσε ψηλά το χέρι του. «Επιτρέψτε μου να διατυπώσω ξανά την ερώτησή μου. Γιατί είστε
τόσο αποφασισμένη να αποκτήσουν τα παιδιά αυτό που εσείς θεωρείτε ‘φυσιολογική’ ζωή, παρ’

όλο που αυτό προϋποθέτει συχνά την παραβίαση κάποιων κανονισμών;»

Η Άννι σκέφτηκε για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Επειδή δεν πιστεύω ότι εκείνοι που έφτιαξαν τους

κανονισμούς αναγνώρισαν πόσο σημαντικό είναι για τα παιδιά να διαπαιδαγω-γούνται και να

μαθαίνουν τον κόσμο από κάποιον που νοιάζεται γι’ αυτά».

«Πιστεύετε επομένως ότι εσείς ξέρετε καλύτερα».

«Μάλιστα. Το πιστεύω».

«Μπορώ να ρωτήσω γιατί;»

Η Άννι δίστασε.

«Σοβαρολογώ», είπε ο Χανς δείχνοντάς της μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο του. «Αν θέλετε

μπορείτε να καθίσετε και να μου εξηγήσετε. Θα ακούσω».

Ακούμπησε τα χέρια της στην πλάτη της πολυθρόνας, φάνηκε να σκέφτεται για μια στιγμή, ύστερα

κάθισε και αναστέναξε. «Σας είπα ήδη ότι έζησα μέσα σε μια πολύ δεμένη οικογένεια όταν ήμουν

μικρή κι ότι αυτό στάθηκε καθοριστικό για μένα».

Ο Χανς έγνεψε καταφατικά.

Η Άννι ξερόβηξε σιγανά πριν συνεχίσει. «Λοιπόν, ο λόγος που ξέρω τόσο καλά την αξία της

δεμένης οικογένειας είναι το

γεγονός ότι ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά όταν ήμουν δώδεκα χρονών». Το βλέμμα της μαλάκωσε

και χαμήλωσε στην ποδιά της.

«Λυπάμαι», άκουσε ο Χανς τον εαυτό του να λέει. Προφανώς το θλιβερό εκείνο γεγονός

εξακολουθούσε να την επηρεάζει. Ο πόνος της ήταν ευδιάκριτος κι εκείνος αισθάνθηκε κάτι να

σφίγγεται και στο δικό του στήθος.

Η Άννι τον ξανακοίταξε. Δεν έκλαιγε, όμως η έκφραση του προσώπου της αντανακλούσε ένα

εσωτερικό μαρτύριο. «Ύστερα απ’ αυτό όλα άλλαξαν. Έτσι απλά», είπε χτυπώντας τα δυο της

δάχτυλα, «ολόκληρος ο κόσμος μου κατέρ-ρευσε, για να μην πω τι επίπτωση είχε ο θάνατός του

στη μητέρα μου. Έπρεπε να πιάσει μια δουλειά και να λείπει όλη μέρα. Αναγκαστήκαμε να

μετακομίσουμε από το σπίτι μας σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε κάποια συνοικία που θα μπορούσε να

χαρακτηριστεί κακόφημη. Τη μητέρα μου δεν την έβλεπα σχεδόν ποτέ κι όταν την έβλεπα ήταν

εξαντλημένη». Η φωνή της έσπασε και σταμάτησε.

Ο Χανς δεν ήξερε τι να πει. Όσα άκουγε ήταν τόσο ξένα προς τη δική του εμπειρία ώστε είχε μείνει

άφωνος. Όμως ταυτόχρονα τον κυρίευε η επιθυμία να της ανακουφίσει τον πόνο, να κάνει τα

πράγματα καλύτερα για κείνη. Κάτι που ακόμα κι εκείνος μέσα στο αρχαίο ανάκτορό του δεν ήταν

ικανός να καταφέρει. «Από τότε λοιπόν έπρεπε να φροντίσετε μόνη τον εαυτό σας;» ρώτησε.

Η Άννι σήκωσε τους ώμους. «Η γιαγιά μου ήρθε να μείνει μαζί μας, όμως δεν ήταν σε κατάσταση να
κινηθεί πολύ. Συχνά σκεφτόμουν ότι αυτό δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα για τη

μητέρα μου αντί να τη διευκολύνει».

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του Χανς* αν τη γνώριζε τότε, θα μπορούσε να λύσει πολλά από

τα προβλήματά της με τα εισοδήματά του. Με μεγάλη του έκπληξη τσάκωσε τον εαυτό του να

κυριεύεται από θλίψη επειδή αυτό δεν είχε γίνει.

Η Άννι συνέχισε τη διήγησή της χωρίς να υποψιάζεται την επίδραση που είχε πάνω στον Χανς η

ιστορία της. «Όταν μετακομίσαμε, πήγαμε σε μια γειτονιά όπου ζούσαν πολλά

παιδιά των οποίων οι γονείς εργάζονταν και ήταν απόντες. Δε θέλω να γενικεύσω εξομοιώνοντας

όλες τις παρόμοιες καταστάσεις, όμως είναι αλήθεια ότι εκείνα τα παιδιά, μη έχοντας μεγάλη

φροντίδα από το σπίτι τους, δεν ήταν το ίδιο ευτυχισμένα με τα υπόλοιπα, ενώ είχαν μια μεγαλύτερη

τάση να μπλέκουν σε μπελάδες. Και συχνά οι γονείς τους τα παραμελούσαν επειδή απλώς δε

νοιάζονταν. Δεν υπάρχει τίποτα θλιβερότερο».

Για μια στιγμή δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από το χτύπημα του ρολογιού στον τοίχο.

«Τέλος πάντων», συνέχισε η Άννι παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και ακουμπώντας τα χέρια στους

μηρούς της. «Δεν ήθελα να σας κουράσω με τα προσωπικά μου. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι

ότι εγώ έζησα και τις δύο καταστάσεις, τόσο τη στοργή μιας ευτυχισμένης οικογένειας όσο και τη

δυστυχία και μοναξιά της ορφάνιας. Είδα λοιπόν από κοντά πόσο σημαντικό πράγμα είναι για τα

παιδιά η προσωπική φροντίδα και η στοργή. Τα παιδιά χρειάζονται κάποιον κοντά τους όταν

δυσκολεύονται σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα».

Ο Χανς δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κρατούσε την ανάσα του ώσπου ξεφύσηξε. «Νομίζω ότι τώρα

καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε». Πέρασε άλλη μια σιωπηλή στιγμή. «Πώς είναι η μητέρα σας

σήμερα;» ρώτησε τέλος.

«Πέθανε πριν μερικά χρόνια», είπε μαλακά η Άννι. «Ήταν λίγο αφότου ξεκίνησα τη δουλειά μου

στο Πέντλτον. Νομίζω πως περίμενε να τακτοποιηθώ, να σιγουρευτεί ότι θα ήμουν

εντάξει». Χαμογέλασε. «Κρίμα που δεν μπορεί να με δει τώρα, ε;»

«Είμαι σίγουρος ότι θα ήταν πολύ περήφανη».

Κάθονταν αμίλητοι και κοιτάζονταν στα μάτια.

«Τέλος πάντων», κατέληξε η Άννι χτυπώντας τις παλάμες της. «Αυτά ήταν όλα όσα ήθελα να πω.

Λυπάμαι για ό,τι έκανα και υπόσχομαι ότι η πίστη σας σ’ εμένα θα ανταμειφθεί».

«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό».

«Ευχαριστώ». Του χαμογέλασε και ο τρόπος που ζάρωσαν οι άκρες των ματιών της έκανε το

στήθος του να σφιχτεί και το στόμα του να στεγνώσει.

«Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι από εδώ και στο εξής θα με συμβουλεύεστε για οποιαδήποτε απορία

έχετε σχετικά με τα παιδιά;»


Του έγνεψε καταφατικά. «Απολύτως. Σας το υπόσχομαι». Δεν του ήταν εύκολο να διατηρήσει την

απόστασή του τώρα που η σκέψη πως δε θα την έχανε έκανε την καρδιά του να χτυπάει

γρηγορότερα. Όμως ήταν αναγκασμένος. «Δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλη μια περιπέτεια σαν τη

σημερινή».

Κούνησε με έμφαση το κεφάλι της πέρα δώθε. «Σας δίνω το λόγο μου ότι θα μιλήσω πρώτα μαζί

σας πριν ξανακάνω οτιδήποτε έστω και ελάχιστα μη αποδεκτό»,

«Ωραία». Αυτό ήταν λοιπόν. Το ζήτημα είχε τελειώσει.

Η Άννι κοντοστάθηκε στην πόρτα και γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Χανς ήταν βέβαιος ότι η ίδια δεν

είχε την πρόθεση να του ρίξει εκείνο το τόσο σαγηνευτικό βλέμμα. «Επ’ ευκαιρία», του είπε, «ήταν

πολύ διασκεδαστικά απόψε. Χαίρομαι που βγήκατε μαζί μας στο χιόνι». Πέρασε άλλη μια στιγμή.

«Σήμαινε πάρα πολλά για την Μπεάτα και τη Μάρτα», βιάστηκε να προσθέσει με κάποια αμηχανία.

Εκείνος ένιωθε το λαιμό του στεγνό. «Και για μένα ήταν ευχαρίστηση», τη διαβεβαίωσε. Ύστερα

ξερόβηξε και η Άννι τον ξανακοίταξε. Σήκωσε απορημένος τα φρύδια του. «Μήπως υπάρχει κάτι

άλλο;»

«Όχι, τίποτε άλλο».

«Καληνύχτα λοιπόν», της είπε μ’ ένα μικρό, ευγενικό χαμόγελο πριν εστιάσει την προσοχή του στις

λευκές κόλλες που περίμεναν μπροστά του στο γραφείο.

«Καληνύχτα», την άκουσε να λέει πριν η πόρτα ανοίξει και ξανακλείσει ένα δευτερόλεπτο

αργότερα.

Ώστε λοιπόν η Άννι θα έμενε.

Αυτό ήταν καλό.

Όμως εξαρτιόταν από εκείνον να τη βοηθήσει να μάθει τις σωστές κινήσεις του παιχνιδιού. Θα

προσπαθούσε να την εκπαιδεύσει ώστε να γίνει το είδος της καθηγήτριας που ήθελε να έχουν οι

κόρες του. Δεν μπορεί να ήταν τόσο δύσκολο στο κάτω κάτω επρόκειτο για μια έξυπνη γυναίκα που

νοιαζόταν

για την Μπεάτα και τη Μάρτα. Σίγουρα θα ήθελε κι εκείνη να κάνει το καλύτερο για τα κορίτσια

μόλις καταλάβαινε ποιο ήταν αυτό. Ο Χανς ήταν βέβαιος.

Μια μικρή σπίθα αισιοδοξίας άναψε μέσα του. Είτε ήταν ο ίδιος η αιτία για τα προβλήματα με την

Άννι είτε όχι, άρχιζε να πιστεύει πως ίσως είχε τη λύση.

***

«Έχω υποχρέωση να παραστώ στην όπερα απόψε», είπε ο Χανς στην Άννι αρκετές εβδομάδες

αργότερα. «Θα ήθελα να παρευ-ρεθείτε κι εσείς».

«Απόψε; Μα τα κορίτσια πρέπει να σηκωθούν τόσο νωρίς αύριο...»

«Όχι τα παιδιά, εσείς μόνο. Για... εκπαιδευτικούς σκοπούς», συμπλήρωσε με έμφαση


χρησιμοποιώντας μια απ’ τις δικές της φράσεις. «Έτσι ώστε να δείτε το είδος της κοινωνικής

ζωής που θα ακολουθήσουν μια μέρα οι πριγκίπισσες και να τις προετοιμάσετε καλύτερα ως

παιδαγωγός τους».

«Μάλιστα, κατάλαβα». Έγινε κατακόκκινη και χαμήλωσε το πρόσωπό της για να μην το προσέξει

εκείνος. Από εκείνη τη βραδιά στο χιόνι η Άννι δεν είχε καταφέρει να βγάλει τον Χανς -εκείνον, κι

όχι τον πρίγκιπα Γιόχαν- από το μυαλό της. Και σίγουρα μια βραδινή έξοδος μαζί του δε θα

καλυτέρευε καθόλου την κατάσταση.

«Έχετε κάτι κατάλληλο να φορέσετε;»

«Ναι, έτσι... νομίζω». Έχοντας στο νου της τα λόγια της Κοκό Σανέλ, η Άννι είχε αγοράσει ένα απλό

μαύρο φόρεμα. Ήταν το είδος του ρούχου που μπορούσε να φορεθεί παντού και πάντα, όπως την

είχε διαβεβαιώσει η Τζόι, επομένως υπέθετε πως θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο και για

μια βραδιά στην όπερα, αν δεν μπορούσε να την αποφύγει.

Όχι πως ήθελε στ’ αλήθεια να την αποφύγει.

«Ωραία», είπε ψυχρά ο Χανς. «Να είστε έτοιμη για να φύγουμε απόψε στις επτά και τριάντα».

«Μα...»

Γύρισε και την κοίταξε σαν να ήταν έκπληκτος που την έβλεπε ακόμα στο δωμάτιο. «Ναι;»

«Θα ’χει και δείπνο η υπόθεση ή πρέπει να φάω πρώτα;» Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πως ίσως

υπήρχε κάποιος πιο διακριτικός τρόπος για να διατυπώσει την ερώτησή της. Σε πρίγκιπα

απευθυνόταν, τέλος πάντων! Όμως ήλπιζε πως η διαφορά της γλώσσας θα εμπόδιζε τη φράση της

να ακουστεί τόσο κοινότοπη στα αυτιά του όσο είχε ακουστεί στα δικά της.

Το λοξό χαμόγελο που φάνηκε στα χείλη του Χανς μαρτυρούσε ότι εκείνος είχε κατανοήσει πλήρως

το νόημά της. «Η υπόθεση θα είναι για μετά το δείπνο», της είπε και το σμιλεμένο στόμα του της

φάνηκε πιο υπέροχο από ποτέ.

«Πολύ καλά», του απάντησε. «Θα σας δω αργότερα».

Ο Χανς έγειρε το κεφάλι του, ενώ στα μάτια του σπίθιζε μια λάμψη ευθυμίας. «Θα το προσμένω με

χαρά».

Καθώς ο Χανς απομακρυνόταν η Άννι αναρωτήθηκε αν την περιγελούσε. Ύστερα αναρωτήθηκε αν

την ένοιαζε. Η αλήθεια ήταν πως η προσοχή που της έδειχνε την αναστάτωνε.

Κι αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Όσο διασκεδαστικό κι αν ήταν να ερωτεύεται «κάποιον από το

γραφείο», όταν το «γραφείο» ήταν το βασιλικό ανάκτορο του Κουμπλενστάιν και ο «κάποιος» ο

πρίγκιπας Γιόχαν, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι καταστροφικό. Αυτά σκεφτόταν

τρέχοντας προς το δωμάτιό της για να τραβήξει μια ψηφιακή φωτογραφία του φορέματος που

σκόπευε να βάλει. Το προηγούμενο απόγευμα, όταν κατά πάσα πιθανότητα η Άννι βρισκόταν στην

αστυνομία, είχε τοποθετηθεί στο δωμάτιό της ένας φορητός υπολογιστής χάρη στις ενέργειες της
Γκρέτα. Η Άννι τον έβαλε στην πρίζα και τον άναψε, βλέποντας με χαρά το γνώριμο εικονίδιο

του Ίντερνετ να ξεπροβάλει στο εναρκτήριο μενού. Φόρτωσε τη φωτογραφία και την έστειλε στην

Τζόι μαζί με μια απεγνωσμένη ικεσία να τη βοηθήσει να το διαμορφώσει σε κατάλληλο ρούχο για

την όπερα.

Αργότερα το ίδιο απόγευμα, όταν έλεγξε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της, η Άννι χάρηκε μόλις

είδε ότι η απάντηση από την Τζόι είχε κιόλας έρθει.

Θέμα: Η Όπερα!

Ημερομηνία: 11/15/99 10:46:41 μ.μ. τοπική ώρα Από: Τζόι Προς: Άννι

Δεν το πιστεύω ότι θα πας στην όπερα με τον πρίγκιπα Γιόχαν! Ίσως ύστερα απ’αυτό θα πρέπει να

αγοράσω ένα από εκείνα τα περιοδικά που δημοσιεύουν κουτσομπολιά για τις βασιλικές οικογένειες και

να ψάξω για τη φωτογραφία σου. Κρίμα που δεν είναι τόσο διάσημος ώστε να τον δείξει το CNN!

Λοιπόν, το ντύσιμό σου: Φαίνεται μια χαρά. Αν θυμάμαι καλά αυτό το φόρεμα σου εφαρμόζει τέλεια, γι ’

αυτό μην το σκεπάσεις! Μην το παραφορτώσεις. Βάλε διάφανο μαύρο καλσόν και κανένα ζευγάρι

μαύρα ψηλά παπούτσια με λουράκια, όχι εκείνα τα χοντροπάπουτσα που είδα στη φωτογραφία. Ούτε

κοσμήματα, μόνο τα απλά διαμαντένια σκουλαρίκια σου. Μάζεψε τα μαλλιά σου ψηλά. Ξέρω ότι εσένα

δε σου αρέσουν έτσι, αλλά είναι ωραία και άλλωστε μην ξεχνάς ότι πηγαίνεις στην όπερα, εντάξει; Το

μακιγιάζ σου να είναι διακριτικό αλλά κομψό. Χρησιμοποίησε αϊ-λάινερ θες δε θες. Θα δείχνει

εντυπωσιακό, και υποθέτω αυτό ακριβώς επιδιώκεις.

Το καλό που σου θέλω να μου τηλεφωνήσεις αργότερα και να μου τα πεις όλα!

Τζόι

Υ. Γ. Σαν να σε βλέπω τώρα, πριγκίπισσα Αναστάζια (χα, χα).

Η Άννι πληκτρολόγησε την απάντηση στέλνοντας ένα σύντομο ευχαριστήριο σημείωμα στην Τζόι

και υποσχόμενη να στείλει περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα. Ύστερα έκλεισε το καπάκι του

κομπιούτερ και πήγε ως την ντουλάπα. Δεν είχε τα μαύρα παπούτσια με τα λουράκια που

περιέγραψε η Τζόι, όμως είχε πράγματι ένα ζευγάρι λίγο πιο ντελικάτο από τις γόβες που

είχε δει η φίλη της. Το έβγαλε και το ακούμπησε δίπλα στο φόρεμά της, μαζί μ’ ένα ζευγάρι

αραχνοΰφαντες μαύρες κάλτσες.

Η ταραχή άρχισε να την κυριεύει από τη στιγμή που έβγαλε τα ρούχα της και πήγε προς το ντους.

Κόντευε έξι η ώρα. Δυο ώρες αργότερα θα βρισκόταν έξω μαζί με τον Χανς. Παρ’ όλο που η έξοδός

τους είχε επαγγελματικό χαρακτήρα, δεν έπαυε να είναι ένα ραντεβού, και σαν τέτοιο το ένιωθε.

Καθώς άπλωνε το σαμπουάν στα μαλλιά της δεν μπόρεσε να μη φανταστεί πως βύθιζε τα δάχτυλά

της μέσα στα πυκνά μαύρα μαλλιά του Χανς. Αυτή η σκέψη ήταν πέρα για πέρα γελοία, αλλά η Άννι

την απόλαυσε. Ήξερε ακριβώς πώς θα ένιωθε μαζί του παρ’ όλο που δεν είχε ξαναβγεί με άλλον

άντρα σαν κι αυτόν. Μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν αν τον άγγιζε, όπως μπορούσε να
φανταστεί με κάθε λεπτομέρεια και το δικό του άγγιγμα.

Πριν το καταλάβει, η φαντασία της άρχισε να καλπάζει και η Άννι έμεινε τόση ώρα κάτω από το

νερό ώστε το δέρμα της άρχισε να ζαρώνει σαν σταφίδα. Έκλεισε τη βρύση, σκουπίστηκε και

ύστερα φόρεσε ένα αφράτο μπουρνούζι. Όταν άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, ένα

σύννεφο ατμού μπήκε μαζί της στο δωμάτιο. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε εξίμισι. Είχε ακόμα

μπόλικο χρόνο για να ντυθεί. Αυτό ήταν καλό. Θα της έδινε την ευκαιρία να ετοιμαστεί με την

ησυχία της και να διατηρήσει την ηρεμία της.

Πήγε στο παράθυρο με τη βούρτσα των μαλλιών στο χέρι και κοίταξε έξω στο ολοένα και πιο

γνώριμο τοπίο που περιέβαλλε το βασιλικό ανάκτορο. Απέραντα στρέμματα φύσης ξεδιπλώνονταν

πέρα από την έρημη πίσω πλευρά του παλατιού. Η θέα από το διαμέρισμά της στη Βιρτζίνια δεν

ήταν τίποτε παραπάνω από ένα εγκαταλειμμένο βενζινάδικο κι ένα σύγχρονο φαρμακείο.

Σκέφτηκε τον Χανς και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν για κείνον να μεγαλώνει σ’ έναν τέτοιο χώρο.

Είχε την εντύπωση πως η παιδική ηλικία και η κατοπινή ζωή του θα ήταν πολύ μοναχική. Κάτι

επάνω του μαρτυρούσε πράγματι μοναχικό άνθρωπο, αν

και ο ίδιος το έκρυβε καλά πίσω από τη θυελλώδη μερικές φορές συμπεριφορά του. Αναστέναξε.

Της άρεσε ο Χανς. Και βαθιά μέσα της πίστευε πως τον καταλάβαινε.

Επικίνδυνη σκέψη, προειδοποίησε τον εαυτό της.

Αφησε κάτω τη βούρτσα και γύρισε την πλάτη της στο παράθυρο. Έπειτα προχώρησε προς το

κρεβάτι, αφήνοντας το μπουρνούζι να γλιστρήσει από τους ώμους της και να πέσει στο πάτωμα.

Πήρε τα εσώρουχα που είχε απλώσει δίπλα στα ρούχα της και τα φόρεσε.

Καθώς έβαζε τις κάλτσες ένιωσε την επιδερμίδα της να ανατριχιάζει, αν και η ατμόσφαιρα στο

δωμάτιο ήταν ζεστή. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν τώρα αν την άγγιζε...

Έδιωξε βιαστικά αυτή τη σκέψη.

Ήταν έξυπνη γυναίκα και πολύ ώριμη για να αφήνεται σε τέτοιες ανόητες φαντασιώσεις σχετικά με

το αφεντικό της. Συνέχισε να ντύνεται αποδιώχνοντας την παράξενη αίσθηση, όμως τώρα την είχε

πιάσει μια μικρή ταραχή.

Κάτι μέσα της τής έλεγε ότι είχε μπροστά της μια πολύ δύσκολη νύχτα.

***

«Απόψε θέλω να χρησιμοποιήσω τη Ρολς Ρόις», είπε ο Χανς στον Κρίστιαν νωρίς το ίδιο βράδυ.

«Τη Ρολς Ρόις;» επανέλαβε ο οδηγός. «Λυπάμαι, κύριε, είχα ετοιμάσει το άλλο αυτοκίνητο. Δεν

ήξερα πως επρόκειτο για εξαιρετική περίσταση».

Ο Χανς έφερε στο μυαλό του την Άννι. «Τη Ρολς Ρόις. Καθάρισέ την και φρόντισε να έχει αρκετά

καύσιμα ώστε να ακολουθήσουμε τη γραφική διαδρομή προς τη Γενεύη».

Ο Κρίστιαν τον κοίταξε παραξενεμένος, μα έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα, κύριε».


Ο Χανς άρχισε να απομακρύνεται, αλλά ξαφνικά σταμάτησε και ξαναγύρισε προς τον οδηγό. «Και...

Κρίστιαν, αν θα μπορούσες να βάλεις πίσω ένα μπουκάλι σαμπάνια στον πάγο, θα το εκτιμούσα».

«Μάλιστα, κύριε».

Ήταν απολύτως ευάρμοστο να μοιραστούν εκείνος και η υπάλληλός του ένα ποτό μετά το δείπνο

πηγαίνοντας σε κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση. Διάλεξε φυσικά τη σαμπάνια επειδή και στην

όπερα αυτό θα έπιναν και ο Χανς δεν ήθελε να μπερδέψει τα ποτά και να τον πιάσει πονοκέφαλος.

Ήλπιζε ότι η Άννι δε θα παρανοούσε εκείνη τη χειρονομία όπως προφανώς είχε κάνει ο Κρίστιαν.

Ο Χανς σταμάτησε στην αυλή και κάθισε στο μαύρο σιδερένιο παγκάκι. Έκανε κρύο, εκείνος όμως

ούτε που το ένιωθε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί άλλη φορά τον εαυτό του να αδη-μονεί τόσο για μια

βραδιά στην όπερα.

Δίπλωσε τα χέρια στο στήθος του και παρατήρησε το τοπίο γύρω του με κάποια ικανοποίηση. Οι

λόφοι ξεδιπλώνονταν μπροστά του κατάλευκοι και σιωπηλοί. Είχε στην κατοχή του όλα όσα έβλεπε

το μάτι. Η ιστορία της Άννι γύρω από την παιδική της ηλικία τον στοίχειωνε ακόμα καθώς κοιτούσε

τις απέραντες εκτάσεις και συλλογιζόταν την ασφάλεια με την οποία τον περιέβαλλαν. Ποτέ στη

ζωή του δεν ένιωσε αγωνία για το ποιος θα εξασφάλιζε το επόμενο γεύμα του ή για το πού θα

κατοικούσε σ’ ένα χρόνο, ένα μήνα ή μια βδομάδα. Από τη στιγμή της γέννησής του το μέλλον του

ήταν εξασφαλισμένο.

Όπως και το μέλλον της Μπεάτα και της Μάρτα. Τουλάχιστον από οικονομική άποψη.

Τώρα καταλάβαινε γιατί η Άννι υποστήριζε με τέτοιο πάθος ότι οι γονείς θα πρέπει να βρίσκονται

κοντά στα παιδιά τους αν μπορούν. Η δική της οικογένεια είχε διαλυθεί από ένα ξαφνικό χτύπημα

της μοίρας και δεν κατάφερε να ενωθεί ξανά όσο και αν το λαχταρούσε. Μπορούσε να καταλάβει

την έντονη αντίδρασή της όταν έβλεπε γονείς να παραμελούν τα παιδιά τους από απλή τεμπελιά ή

κακία.

Φαντάστηκε τον εαυτό του να εισβάλει στη ζωή της και να βοηθάει εκείνη και τη μητέρα της μετά

το θάνατο του πατέρα της. Η ικανοποίηση που ένιωθε σ’ αυτή τη σκέψη δεν οφειλόταν στη δόξα

μιας τέτοιας ηρωικής πράξης. Οφειλόταν στη χαρά που θα έβλεπε να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο

της Άννι.

Άρχισε να βηματίζει σκεφτικός στην πλακόστρωτη αυλή και η ανάσα του άχνιζε στον κρύο αέρα.

Αμήχανος με τα ίδια του τα συναισθήματα, συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να λαχταράει τις

χαρούμενες εκδηλώσεις της. Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο Χανς συνήθιζε την παρουσία της, ανυπομονούσε να βλέπει το χαμόγελό της
και να ακούει το γέλιο της. Έφτανε στο σημείο να

σκαρφίζεται τρόπους που θα της τα προκαλούσαν. Αρκετές φορές μάλιστα είχε αλλάξει την ώρα σε

ασήμαντα ραντεβού του για να είναι διαθέσιμος όταν εκείνη και τα κορίτσια είχαν ελεύθερο χρόνο.

Ο Λέο θα εξοργιζόταν αν ήξερε την αλήθεια. Ήδη είχε επιδοθεί σε μια εκστρατεία διωγμού της
Άννι. Πίστευε πως η νεαρή Αμερικανίδα παιδαγωγός αποτελούσε κακή επιρροή για τα παιδιά. Εάν

ήξερε την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή που ασκούσε άθελά της πάνω στον Χανς, ποιος ξέρει τι

θα έκανε...

Φυσικά ο ίδιος δεν έπρεπε να ανησυχεί. Δε θα επέτρεπε τα όποια αισθήματά του απέναντι της να

παρεμποδίσουν τη δουλειά της στο παλάτι, καθώς και τις ευθύνες του απέναντι στη χώρα του.

Άλλωστε ήταν βέβαιος πως όποια αισθήματα κι αν είχε για την Άννι, πολύ γρήγορα θα ατονούσαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Ο Χανς περίμενε την Άννι στην αίθουσα υποδοχής βηματίζοντας νευρικά πέρα δώθε. Δεν ήταν

βέβαιος τι τον έκανε να αισθάνεται τέτοιον εκνευρισμό, αφού δεν επρόκειτο για κάποιο γεγονός

που είχε περισσότερη σημασία από οποιοδήποτε άλλο. Ίσως έφταιγε ο καφές που είχε πιει το

απόγευμα. Η Μάργκαρετ πειραματιζόταν μ' ένα καινούριο καβουρδιστήρι και το χαρμάνι είχε βγει

αρκετά δυνατό.

Οι σωματοφυλακές του περίμεναν σιωπηλοί στο διάδρομο. Απεχθανόταν βαθύτατα το ότι έπρεπε να

έχει συνοδεία ασφαλείας όπου κι αν πήγαινε, όμως ήξερε πως ήταν απαραίτητο. Πριν από το θάνατό

του, ο πατέρας του Χανς συνήθιζε να παίρνει πάντα μαζί του έξι συνοδούς ασφαλείας. Σε

περίπτωση που έφευγε από τη χώρα, ακόμα και για να πάει μέχρι τη Γενεύη όπως θα έκανε εκείνο

το βράδυ ο Χανς, ίσως έπαιρνε ακόμα περισσότερους.

Ακούσε έναν θόρυβο και σήκωσε το βλέμμα του. Η οπτασία που στεκόταν στην πόρτα έκανε

ολόκληρο το κορμί του να σφιχτεί από ερωτική επιθυμία. «Είναι ώρα να φύγουμε», είπε υπερβολικά

απότομα.

«Ναι, το ξέρω...» Η Άννι κρατούσε το παλτό μπροστά της και το μετακίνησε στο πλάι ώστε εκείνος

να μπορέσει να τη δει καλύτερα. «Είναι εντάξει το ντύσιμό μου;»

Φορούσε ένα φινετσάτο εφαρμοστό μαύρο φόρεμα που σταματούσε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, αποκαλύπτοντας αρκετά τις όμορφες
γάμπες με τις διάφανες μαύρες κάλτσες που ο Χανς είχε

θαυμάσει και άλλες φορές. Δεν υπήρχε τίποτα το ξεχωριστό στο ρούχο της, όμως έδειχνε

εκπληκτικά κομψό επάνω της. Το μοναδικό κόσμημα που φορούσε ήταν ένα

ζευγάρι μικρά διαμαντένια σκουλαρίκια. Ο Χανς θυμήθηκε το διαμαντένιο τσόκερ που ανήκε στη

μητέρα του και σκέφτηκε ότι θα πήγαινε όμορφα στο λαιμό της Άννι. Από την άλλη μεριά βέβαια, οτιδήποτε φορούσε εκείνη του φαινόταν
όμορφο.

«Είστε μια χαρά», της είπε πλησιάζοντάς τη για να τη βοηθήσει να βάλει το παλτό της.

Οι ώμοι της φάνηκαν να χαλαρώνουν ανεπαίσθητα. «Ευχαριστώ».

Ο Χανς αντιλαμβανόταν τώρα πως είχε υποτιμήσει την ομορφιά της, μα δεν ήξερε τι άλλο να της

πει χωρίς να φανεί εντυπωσιασμένος και δεν ήθελε να την κολακέψει υπερβολικά. Δεν έπρεπε να

της δώσει την εντύπωση πως η έξοδός τους ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από επαγγελματική.

Ο Κρίστιαν μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το καπέλο του στα χέρια. «Το αυτοκίνητο είναι έτοιμο, κύριε».
«Θαυμάσια». Ο Χανς ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της Άννι και την οδήγησε έξω στην

αστραφτερή ασημί Ρολς Ρόις.

«Θεούλη μου, ποτέ μου δεν ταξίδεψα με τόσο στυλ!» αναφώνησε εκείνη βλέποντας τη λιμουζίνα

που τους περίμενε.

Ο Χανς ικανοποιήθηκε από την αντίδρασή της. «Δεν είναι τίποτα ξεχωριστό», είπε και της άνοιξε

την πίσω πόρτα χωρίς να περιμένει τον Κρίστιαν να το κάνει. Η Άννι χαμογέλασε κολακευμένη.

«Τι ιπποτισμός! Μπορεί να με κακομάθετε μ’ όλα αυτά, ξέρετε...» Αμέσως όμως βιάστηκε να

διορθώσει τα λόγια της. «Όχι βέβαια πως θα ξανακάνουμε κάτι τέτοιο». Κοίταξε θαμπωμένη το

πολυτελές εσωτερικό του αυτοκινήτου, τα κρεμ δερμάτινα καθίσματα, τα σκούρα φιμέ τζάμια, ακόμα κι ένα μπουκάλι κρασί μέσα σε μια
ασημένια σαμπανιέρα με πάγο, κι ένιωσε πως ζούσε ένα

όνειρο.

Ο Χανς έκλεισε την πόρτα χωρίς κανένα σχόλιο και έκανε το γύρο για να πάει από την άλλη

πλευρά. Όταν μπήκε στο αμάξι την κοίταξε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο. «Στη χώρα σας μια τόσο

απλή πράξη θεωρείται ιπποτισμός;»

Η Άννι έβγαλε ένα μικρό γελάκι. «Στις μέρες μας είναι κάτι ολωσδιόλου εξωπραγματικό», αποκρίθηκε.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε αργά και βγήκε από τον περίβολο του ανακτόρου. «Οι Αμερικανοί ίσως θα

μπορούσαν να μάθουν μερικά χρήσιμα πράγματα από τους Ευρωπαίους», είπε ο Χανς. «Θα ήταν

αναζωογονητικό».

«Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να μάθουν πολλά», τον διόρθωσε χαμογελώντας. Τηλεόραση ήταν

αυτή μπροστά στην κονσόλα; Ποτέ της δεν είχε δει τόση πολυτέλεια. Έστρεψε την προσοχή της στη

συζήτηση προσπαθώντας να μη χαζεύει με ανοιχτό το στόμα όσα έβλεπε τριγύρω. «Η σύζυγός σας

έζησε εκεί αρκετά χρόνια. Δε σας είχε πει πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα στην Αμερική;»

Όταν ο Χανς δεν απάντησε αμέσως, η Άννι μετάνιωσε για την ερώτησή της. «Ω, με

συγχωρείτε, μήπως είναι επώδυνο αυτό το θέμα για σας;»

«Όχι, όχι», της είπε. «Απλώς προσπαθούσα να θυμηθώ αν μου ανέφερε ποτέ κάτι για το θέμα».

Γύρισε και την κοίταξε. «Η σύζυγός μου κι εγώ δεν ήμαστε πολύ δεμένοι».

«Ω, λυπάμαι».

Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχει λόγος να λυπάστε. Ήταν μια καλή συνένωση».

«Το κάνετε να ακούγεται πολύ επαγγελματικό».

«Ήταν». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να

προσεγγιστεί».

«Ποιος, ο γάμος;»

«Ναι».

«Ο γάμος σας ήταν λοιπόν μια επαγγελματική συναλλαγή;» ρώτησε με αρκετή έκπληξη η Άννι.
Ο Χανς είχε ήδη χάσει το λογαριασμό των πολιτιστικών διαφορών που τους χώριζαν. «Φυσικά. Ο

πατέρας μου κι ο πατέρας της Μαρί κανόνισαν τα πάντα όταν εμείς ήμαστε ακόμα παιδιά. Ήταν

ένας τρόπος να δημιουργηθεί ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις χώρες μας και να γίνει

ευκολότερο το εμπόριο μεταξύ τους».

Η Άννι φάνηκε σοκαρισμένη. «Και πέτυχε αυτό;»

Ο Χανς γέλασε. «Φυσικά. Όπως σας είπα, ήταν μια καλή συνένωση».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε με δυσπιστία. Έδειχνε να μην πιστεύει στα αυτιά της.

«Δε θα το επαναλάμβανα», τσάκωσε ο Χανς να λέει ο εαυτός του και ακόμα χειρότερα, να

περιμένει την αντίδρασή της.

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Το να παντρευτείτε ή να παντρευτείτε για

επαγγελματικούς λόγους;»

«Και τα δυο». Για μια ατέλειωτη στιγμή την κοίταξε επίμονα κι ύστερα έβγαλε ένα μπουκάλι από

τον ασημένιο κουβά με τον πάγο που υπήρχε μπροστά τους. «Σαμπάνια;»

Η Άννι γούρλωσε τα μάτια της και γέλασε με παιδιάστικο ενθουσιασμό. «Γιατί όχι;»

Πέρασαν μέσα από την πόλη σιωπηλοί ενώ αργόπιναν σαμπάνια από κρυστάλλινα ποτήρια. Ο Χανς

παρατήρησε με επιδοκιμασία ότι είχαν ανάψει τα φώτα των εορτών. Οι ιδιοκτήτες των

καταστημάτων είχαν στολίσει τις βιτρίνες. Του άρεσε αυτό. Ήταν το στοιχείο που ευχαριστούσε

τους τουρίστες και τους έκανε να επισκέπτονται ξανά τη χώρα.

Καθώς η λιμουζίνα προχωρούσε μέσα στην κατασκότεινη νύχτα με κατεύθυνση την Ελβετία, ο

Χανς και η Άννι συζήτησαν για την όπερα που θα παρακολουθούσαν. Ο Χανς έμαθε με ικανοποίηση

ότι η Άννι γνώριζε τόσο την ιστορία όσο και τον συνθέτη. Αν της μιλούσε κανείς μετά την

παράσταση θα ήταν ικανή να συζητήσει για το έργο.

«Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω», είπε εκείνη ύστερα από ένα τέταρτο διαδρομής. «Αφού ο

σκοπός αυτής της αποστολής είναι να μου δείξετε τι θέλετε να κάνουν τα παιδιά, γιατί δεν ήρθαν

και τα παιδιά μαζί μας;»

Η Γκρέτα είχε κάνει την ίδια ερώτηση στον Χανς, φέρνοντάς τον σε αρκετά δύσκολη θέση με το

γεμάτο απορία βλέμμα και τους υπαινιγμούς που εκείνος δεν τολμούσε να αρθρώσει με λέξεις.

«Επειδή», εξήγησε για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα, «τα κορίτσια είναι ακόμα λίγο μικρά για να

υποστούν κάτι τέτοιο. Η εκτίμηση της όπερας απαιτεί μεγαλύτερη διανοητική ικανότητα και

εμπειρία ζωής απ' αυτήν που διαθέτουν προς το παρόν η Μπεάτα και η Μάρτα. Αυτή η εκδήλωση

ήταν απλώς

μια βολική περίσταση για να εκθέσω σε εσάς τις προσδοκίες μου για τα παιδιά».

«Κατάλαβα». Η Άννι κούνησε αργά το κεφάλι καταφατικά.

«Ναι», είπε κι ο Χανς κουνώντας κι εκείνος το κεφάλι. Η Γκρέτα δεν είχε πειστεί το ίδιο εύκολα.
«Μόλις αντιληφθείτε καλύτερα το πού ζει μια βασιλική οικογένεια, θα κατανοήσετε σε βάθος ότι

οι εκδρομές στην πόλη και οι φολκλορικές ιστορίες για χωρικούς δημιουργούν λανθασμένη ιδέα

για τις μελλοντικές ζωές τους».

«Ισως θα τους ωφελούσε να μάθουν για τη ζωή των κοινών θνητών», διαφώνησε η Άννι.

Της έριξε μια ψυχρή ματιά. «Η επιθυμία μου είναι να ετοιμαστούν τα παιδιά γι’ αυτή τη ζωή, κι αυτό

θα συμβεί με ή χωρίς τη δική σας βοήθεια».

«Το μήνυμα ελήφθη».

Όταν ο Χανς την ξανακοίταξε, θα έπαιρνε όρκο πως διέκρινε ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της.

Υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση στα σύνορα, με αποτέλεσμα να φτάσουν στο μέγαρο της όπερας

πέντε λεπτά πριν σηκωθεί η αυλαία. Έτσι είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος διπλωματικών

και κοινωνικών επαφών. Τώρα θα υπήρχε μόνο ένα σύντομο διάστημα για ποτά μετά την

παράσταση, στη διάρκεια του οποίου θα προσπαθούσε να πείσει την αγαπημένη των μέσων

ενημέρωσης πριγκίπισσα Λίνεα του Μπόργκνταχ να παραστεί στο γκαλά των εγκαινίων του νέου

χιονοδρομικού κέντρου του Λάσμπεργκ τον Ιανουάριο. Η παρουσία της θα εγγυόταν παγκόσμια

δημοσιογραφική κάλυψη και ίσως προσέλκυε περισσότερους τουρίστες κι από μια διάσημη

προσωπικότητα της αμερικανικής τηλεόρασης.

Ο Χανς άφησε το αυτοκίνητο στην επίβλεψη του Κρίστιαν και οδήγησε βιαστικά την Άννι μέσα από

το περίτεχνο μέγαρο ως στο θεωρείο που ήταν κρατημένο για κείνον. Κάθισαν την ίδια στιγμή που

χαμήλωναν τα φώτα. Όταν άρχισε η μουσική ο Χανς αισθάνθηκε να βυθίζεται σε μια γλυκιά

χαλάρωση. Δε θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ άλλοτε τέτοιο ευχάριστο συναίσθημα σε όπερα. Ποτέ

του δεν απολάμβανε στην πραγματικότητα αυτό το είδος μουσικής, αλλά είχε αναγκαστεί τόσες

φορές να την ακούσει ώστε στο τέλος τη συνήθισε.

Παρατήρησε το προφίλ της Άννι που αχνοφαινόταν στα φώτα της σκηνής που έφεγγαν από κάτω.

Έδειχνε πολύ ευχαριστημένη. Αυτό ήταν καλό.Ίσως μπορούσε να μεταδώσει στις κόρες του μια

εκτίμηση για την όπερα. Ίσως η Μπεάτα και η Μάρτα κατέληγαν να την αγαπήσουν τόσο ώστε να

παρίστα-νται στις εκδηλώσεις χωρίς εκείνον, αντικαθιστώντας τον. Η σκέψη αυτή τον ικανοποίησε

ιδιαίτερα.

Γρήγορα παρασύρθηκε από άλλες σκέψεις. Σχέδια για μια προτεινόμενη περικοπή φόρου, κάποια

φιλανθρωπική εκδήλωση στην οποία είχαν ζητήσει την παρουσία της Μάρτα, τα εγκαίνια του

χιονοδρομικού κέντρου που αναμφίβολα θα έφερνε πολύτιμα έσοδα από τον τουρισμό. Σκόπευε να

μιλήσει στην Άννι σχετικά μ’ αυτό, να ακούσει τις ιδέες της γύρω από την προσέλκυση τουρισμού

τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι κάτι θα είχε να του πει...

***
Όταν άναψαν τα φώτα, η Άννι σκούπισε βιαστικά τα δάκρυα από τα μάγουλά της πριν γυρίσει να

κοιτάξει τον Χανς. «Ήταν απίστευτο», είπε. «Ποτέ μου δεν... Κύριε; Χανς;» Τον άγγιξε αλλά εκείνος

δεν κουνήθηκε, ούτε απάντησε.

Κοιμόταν του καλού καιρού.

«Χανς», του ψιθύρισε με αγωνία αρπάζοντάς τον από το μπράτσο και ταρακουνώντας τον ελαφρά.

Ίσα που πρόλαβε να νιώσει πόσο μυώδες ήταν το μπράτσο του πριν ακουστούν δυνατές φωνές έξω

από την πόρτα του θεωρείου. «Ξυπνήστε!» ψιθύρισε ξανά. «Ξυπνήστε. Αποκοιμηθήκατε στη

διάρκεια της παράστασης».

Πριν καταλάβει τι της συνέβαινε, ο Χανς έβαλε την παλάμη του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της

και την τράβηξε πάνω του, φέρνοντας το στόμα του στο δικό της. Το άγγιγμα των χειλιών του την

ηλέκτρισε, το φιλί του ήταν ακαταμάχητο. Οι στιγμές φαίνονταν αιωνιότητα καθώς τα χείλη τους

έσμιγαν, εξερευνώντας απαλά, δοκιμάζοντας, χαϊδεύοντας.

«Χανς!» ψιθύρισε η Άννι πάνω στα χείλη του.

«Άννι». Έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του και την ξαναφίλησε, αυτή τη φορά πιο φλογερά.

Η Άννι ένιωσε να χάνεται μέσα σ’ εκείνο το φιλί. Όλα επάνω του, από τον τρόπο που φιλούσε μέχρι

την κολόνια που φορούσε, ήταν διαφορετικά. Η αίσθησή του ήταν πολύ πιο μεθυστική από

οποιουδήποτε άλλου άντρα είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Αραγε οφειλόταν στην υποτιθέμενη

ανωτερότητα της θέσης του ή μήπως υπήρχε κάτι περισσότερο; Η πόρτα του θεωρείου άνοιξε τρίζοντας. Η Άννι τραβήχτηκε μακριά του.
«Κάποιος έρχεται!»

Ο Χανς στένεψε τα μάτια. «Άννι;» ρώτησε αδύναμα. Ίσιωσε το κορμί του στη θέση του και

προσπάθησε φανερά να ξανα-βρεί τον έλεγχο του εαυτού του. «Λυπάμαι, έλεγες

κάτι;» Συνοφρυώθηκε κι έφερε ασυναίσθητα το χέρι στο στόμα του. Η Άννι κατάλαβε ότι ο Χανς δε

θυμόταν το φιλί τους.

«Έλεγα», απάντησε με τρεμάμενη φωνή, «ότι θα πρέπει να αποκοιμηθήκατε στη διάρκεια της

παράστασης».

«Καλησπέρα, Γιόχαν», βρυχήθηκε ένας πληθωρικός γκριζομάλλης κύριος καθώς έμπαινε αργά

μέσα στο θεωρείο. «Γιατί κρύβεσαι εδώ πέρα στη θέση σου;»

Ο Χανς σηκώθηκε αμέσως και η Άννι δεν μπόρεσε να μην τον θαυμάσει γι’ αυτό. Φαινόταν τόσο

άψογος όσο κι όταν έφτασαν στην όπερα. «Βόλφγκανγκ», είπε με μια κοφτή υπόκλιση κι έπειτα

έπιασε την Άννι από τον αγκώνα. «Επίτρεψέ μου να σου συστήσω την Αναστάζια Μπάριμερ.

Αναστάζια, από εδώ ο Βόλφγκανγκ Φραμ, ένας από τους πιο αγαπητούς φίλους του μακαρίτη του

πατέρα μου».

Το κόκκινο πρόσωπο του άντρα έλαμψε. «Αναστάζια, πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω!»Ύστερα

ανασήκωσε επιδοκιμαστι-κά το φρύδι προς τον Χανς. «Δεν έχω ξανακούσει για τούτη την όμορφη
νεαρή κοπέλα».

Ο Χανς την τράβηξε κοντά του και η Άννι υπέθεσε για μια στιγμή ότι το έκανε για να την οδηγήσει

να βγουν στο διάδρομο, όμως δεν κινήθηκαν. «Γνωριστήκαμε μόλις πρόσφατα». «Σου άρεσε η

όπερα, Αναστάζια;»

«Πάρα πολύ». Χαμογέλασε, αλλά ήταν περισσότερο από τη ζεστασιά του χεριού του Χανς στο γοφό

της παρά από την ευχαρίστηση της μουσικής. Το φιλί του έκαιγε ακόμα στα χείλη της. «Ήταν μια

υπέροχη βραδιά», είπε κάπως ξέπνοη. Με τη γωνία του ματιού της είδε τον Χανς να γυρίζει

ερωτηματικά το κεφάλι προς το μέρος της.

«Μου αρέσει πολύ ο Ντουτσίνια», είπε Βόλφγκανγκ σκεφτικός. «Μολαταύτα αναρωτιέμαι εάν το

έργο του μπορεί να συμβαδίσει με τη σύγχρονη εποχή. Χαίρομαι που ακούω ότι ένα νεαρό άτομο

σαν εσάς το απολαμβάνει».

«Ω, νομίζω ότι οπωσδήποτε συμβαδίζει με την εποχή μας. Η μάχη του Πούλιο με τον θάνατό μου

θύμισε πολύ τους αγώνες που δίνουν οι άνθρωποι στις οικογένειές τους». Η προσοχή της στράφηκε

σε μια όμορφη ξανθιά που κρυφοκοίταξε μέσα από την πόρτα του θεωρείου. Τη στιγμή που η Άννι

την πρόσεξε, ο Χανς τράβηξε το χέρι του από το γοφό της αφήνοντάς της μια αίσθηση ψύχρας.

«Με συγχωρείτε μια στιγμή», είπε ο Χανς και έφυγε από κοντά τους. «Πρέπει να δω κάποιον».

Ο Βόλφγκανγκ πιάστηκε από το σχόλιό της για τον Πούλιο και της ανέλυσε τη δική του γνώμη, κουβεντιάζοντας φιλικά για την αλληγορία
της όπερας και το πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί

στον σύγχρονο άνθρωπο και στα προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει τόσο στο επαγγελματικό

όσο και στο οικογενειακό περιβάλλον. Η Άννι δυσκολευόταν να τον παρακολουθήσει. Τα μάτια της

ήταν καρφωμένα στον ψηλό μελαχρινό πρίγκιπα του Κουμπλενστάιν και την αιθέρια ύπαρξη με τα

πλατινέ ξανθά μαλλιά και τα αμέτρητα διαμάντια με την οποία μιλούσε. Τα κεφάλια τους ήταν

σκυμμένα το ένα κοντά στο άλλο και κάθε τόσο ο πρίγκιπας χάριζε στη γυναίκα ένα χαμόγελο που

έκανε την Άννι να σφίγγει τα δόντια,

«Ποια είναι αυτή που μιλάει με τον Χανς;» ρώτησε ανέμελα ο Βόλφγκανγκ. Σήκωσε το μονόκλ στο

μάτι του και τότε χαμογέλασε πλατιά. «Για δες, είναι η Άίνεα! Δεν είχα ιδέα πως θα βρισκόταν εδώ

απόψε, εσείς το ξέρατε;»

«Η Άίνεα;» επανέλαβε συνοφρυωμένη η Άννι.

«Η πριγκίπισσα Λίνεα του Μπόργκνταχ», την πληροφόρησε ο ηλικιωμένος άντρας. «Βλέπω ότι

κατόρθωσε να έρθει ως εδώ χωρίς να την ακολουθήσουν οι δημοσιογράφοι».

Δημοσιογράφοι... πριγκίπισσα Λίνεα... Κάτι άρχιζε να θυμάται. Ήταν διάσημη σ’ όλο τον κόσμο, η

νεαρή χήρα κάποιου μυστηριώδους Ευρωπαίου πρίγκιπα. Η Άννι νόμιζε πως την είχε δει στο

εξώφυλλο αρκετοον από τα περιοδικά με τις διασημότητες που ξεφύλλιζε στο γραφείο του

σχολικού γιατρού. Ήταν όμορφη, πλούσια, γαλαζοαίματη. Τέλειο ταίρι για τον Χανς. Καθόλου
περίεργο που έτρεξε κοντά της αμέσως μόλις την αντίκρισε.

«Έλα να γνωρίσεις τη Λίνεα», την παρότρυνε ο Βόλφγκανγκ. «Ω, όχι, αλήθεια...»

«Έλα, έλα».

Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει εκεί όπου ο Χανς και η Λίνεα φαίνονταν

απορροφημένοι στην κουβέντα τους. «Χανς, καλό μου παιδί, δε νομίζω ότι η Λίνεα και η Αναστάζια

έχουν συναντηθεί».

Η Λίνεα έριξε ένα βλέμμα στον Χανς κι έπειτα χαμογέλασε. «Πράγματι, ούτε εγώ το νομίζω», είπε

με υπέροχη, σωστή αγγλική προφορά. «Μα μόλις τώρα ρωτούσα τον Χανς ποια είναι εκείνη που

έφερε μαζί του». Άπλωσε το χέρι της. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, Αναστάζια».

Η Άννι έσφιξε το χέρι της διερωτώμενη αν θα έπρεπε να κάνει κάποια υπόκλιση ή τίποτα τέτοιο, αλλά αποφάσισε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν
δουλοπρεπές. «Κι εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω,

Υψηλοτάτη».

«Ω, σε παρακαλώ», είπε εκείνη κουνώντας αεράτα το χέρι μπροστά της, «λέγε με Λίνεα».

Με αρκετή απροθυμία η Άννι αναγκάστηκε να προσθέσει τα επίθετα «ζεστή» και «φυσική» στη

νοερή λίστα των προτερημάτων που έκαναν τη Λίνεα σωστό κελεπούρι για τον Χανς.

Η Λίνεα ξεχείλιζε από ζωντάνια. «Τώρα πρέπει να φύγω, Χανς, αλλά θα χαρώ να έρθω στο

χιονοδρομικό. Στις τέσσερις του μήνα, δεν είπες;»

«Ακριβώς», αποκρίθηκε εκείνος κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Ανυπομονώ να σε δω

εκεί».

«Βόλφγκανγκ», είπε φιλώντας το μάγουλο του ηλικιωμένου άντρα. «Θα τα ξαναπούμε. Αναστάζια, χάρηκαγια τη γνωριμία».

Η Άννι χαμογέλασε, μέσα της όμως ένιωθε να ζαρώνει συγκρίνοντας τον εαυτό της με τη σαρωτική

ζωντάνια της άλλης γυναίκας. Την παρακολούθησε να φεύγει βιαστική και πρόσεξε ότι όλα τα

αντρικά βλέμματα στην αίθουσα ήταν στραμμένα επάνω της. Όλα εκτός από του Χανς.

Εκείνος κοιτούσε την Άννι με μια έκφραση που ήταν σίγουρη πως δήλωνε οίκτο.

«Είσαι έτοιμη να φύγουμε;» τη ρώτησε εγκάρδια.

«Τελείωσε η δουλειά σας εδώ τώρα που έφυγε η Λίνεα;» τον ρώτησε πριν προλάβει να κρατήσει το

στόμα της κλειστό. Αμέσως το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Χανς δεν έδειξε να πρόσεξε τον ειρωνικό τόνο της φωνής της. «Ναι. Ήλπιζα να τη

δω απόψε και ο συγχρονισμός μας υπήρξε τέλειος. Θα έρθει στα εγκαίνια του νέου χιονοδρομικού

κέντρου τον Ιανουάριο».

«Α, ωραία». Η Άννι κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω σαν να καταλάβαινε τη σημασία του γεγονότος, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα. Σε καμία
περίπτωση δεν ήθελε να δώσει στον Χανς την εντύπωση ότι

ζηλεύει. Επειδή, φυσικά, δε ζήλευε. «Αυτό θα είναι πολύ ευχάριστο».

«Θα είναι παραπάνω από ευχάριστο, θα είναι εξαίσιο. Τι ανακούφιση». Προχώρησαν ως το

βεστιάριο κι εκείνος τη βοήθησε να φορέσει το παλτό της. «Σίγουρα η βραδιά δεν πήγε χαμένη».
Η Άννι ξεροκατάπιε, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της εκείνο το

φιλί. Τι σήμαινε;Ήταν κάτι που έκανε μέσα στον ύπνο του, χωρίς να το καταλάβει; Μα

είχε προφέρει το όνομά της...

Βγήκαν έξω στο κρύο και η Άννι έσφιξε πάνω της το παλτό.

Ο αέρας είχε τη γλυκιά, μεταλλική μυρωδιά του χιονιού και η διάθεσή της έφτιαξε αμέσως.

«Μυρίζει χιόνι», σχολίασε ο Χανς σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της.

Δεν ήταν όμως η κατάλληλη στιγμή για να διαβάσει τις σκέψεις της. «Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα».

Σταμάτησαν στο πεζοδρόμιο και περίμεναν να φέρει ο οδηγός το αυτοκίνητο μπροστά τους. Η Άννι

είδε αφηρημένη τον Βινς και τους άλλους σωματοφύλακες να στέκονται μερικά μέτρα

παραπέρα. Της έδιναν μια παράξενη αίσθηση ασφάλειας.

Εκείνη και ο πρίγκιπας στέκονταν δίπλα δίπλα σιωπηλοί, ενώ οι ατμοί από τις ανάσες τους

υψώνονταν και μπερδεύονταν μπροστά τους. Σαν τις ψυχές μας, σκέφτηκε η Άννι μαλώνοντας

αμέσως τον εαυτό της για τον ανόητο ρομαντισμό της. Ήταν μονάχα ζεστή ανάσα που βγαίνει στον

κρύο αέρα. ένα επιστημονικό γεγονός κι όχι ένας ρομαντικός συμβολισμός.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο οδηγός τούς άνοιξε την πόρτα. Αίγα λεπτά αργότερα αφότου

βολεύτηκαν στα άνετα πίσω καθίσματα, ο Χανς γύρισε στην Άννι. «Όταν τελείωσε η μουσική και με

ξυπνήσατε...»

«Ναι;»

«Μήπως...» Σταμάτησε και άρχισε να κοιτάζει γύρω γύρω σαν να έψαχνε να βρει τις κατάλληλες

λέξεις. Η Άννι δεν τον είχε ξαναδεί τόσο σαστισμένο.

Εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα. «Μήπως;» επανέλαβε.

Στράφηκε πάλι προς το μέρος της και την κοίταξε κατάματα για λίγες στιγμές, αλλά έπειτα τράβηξε

και πάλι το βλέμμα του αμήχανος. «Μήπως το πρόσεξε κανείς; Το ότι κοιμόμουν, εννοώ».

Η Άννι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δε νομίζω».

«Ωραία. Ωραία». Φάνηκε να ικανοποιείται και γύρισε προς το θαμπωμένο παράθυρο. «Κρύωσε ο

καιρός», συμπλήρωσε σαν να μονολογούσε.

Ήθελε να αναφερθεί στο φιλί. εκείνη ήταν σίγουρη γι' αυτό. Όμως τι τον σταμάτησε; «Χανς», είπε

δειλά.

Γύρισε προς το μέρος της. «Ναι;»

Θα του το έλεγε. Δε θα απέφευγε με δειλία το θέμα. θα το

αντιμετώπιζε με θάρρος. «Πέρασα πολύ όμορφα απόψε, ευχαριστώ».

«Χαίρομαι πολύ. Τώρα που είδατε τι περιμένω από την Μπεάτα και τη Μάρτα, είμαι σίγουρος ότι θα

συμφωνήσετε πως οι ημερήσιες εκδρομές στην πόλη δεν είναι απαραίτητες». Κυριολεκτικά τη

χλεύαζε.
Ο τρόπος που το είπε δήλωνε πως ήταν μια πολύ ανόητη ιδέα εξαρχής και η Άννι διαφωνούσε

κάθετα μ’ αυτό. «Όχι, σύμφωνα με το δικό σας παράδειγμα, τα κορίτσια οφείλουν να μάθουν να

κοιμούνται όρθια».

Ο Χανς έπιασε αμέσως το υπονοούμενο. «Δε συμβαίνει πάντοτε αυτό, σας διαβεβαιώ», δικαιολογήθηκε.

Η Άννι τον κοίταξε με βλέμμα σταθερό. «Δε σας αρέσει η όπερα, έτσι;»

«Δεν είναι εκεί το θέμα».

Το αυτοκίνητο έτρεχε μέσα στον αυτοκινητόδρομο πηγαίνοντας βόρεια. Η Άννι είδε μια ταμπέλα

που έγραφε ότι το Λάσμπεργκ απείχε ογδόντα εννέα χιλιόμετρα. Αυτό σήμαινε πως είχαν κάτι

περισσότερο από μία ώρα διαδρομής πριν τελειώσει εκείνη η μαγική βραδιά.

Ανάσανε βαθιά. Η μυρωδιά της κολόνιας του πλανιόταν ανάλαφρα στον αέρα. Ήταν υπέροχη, τόσο

διακριτική και καθαρή που θα μπορούσε να είναι από σαπούνι.

«Στα αλήθεια διασκέδασα απόψε», είπε η Άννι ύστερα από μισή ώρα και αφού είχαν εξαντλήσει

κάθε άλλο θέμα που μπόρεσαν να σκεφτούν, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του καιρού.

«Χαίρομαι πολύ που το ακούω», αποκρίθηκε εκείνος για άλλη μια φορά.

«Αλήθεια; Θέλω να πω, σας αρέσει να το κάνετε συχνά αυτό;»

«Είναι μέρος της δουλειάς μου».

«Δηλαδή δε σας αρέσει».

«Συνήθως; Όχι ιδιαίτερα».

Το αυτοκίνητο έκανε στροφή και μπήκε στην πλατεία της πόλης. Ήταν ολοζώντανη, στολισμένη με

φώτα γιορτινά και

χριστουγεννιάτικες βιτρίνες, αν και τα Χριστούγεννα ήταν ένα μήνα αργότερα. Έτσι όπως το χιόνι

σκέπαζε ακόμα το έδαφος και λαμπύριζε από τα χρωματιστά φώτα, το σκηνικό έμοιαζε με κάποια

χριστουγεννιάτικη ταινία με τον Μπινγκ Κρόσμπι.

Ύστερα από ένα δυο χιλιόμετρα η Άννι έσπασε πάλι τη σιωπή. «Μου φαίνεται ότι το να είσαι μέλος

βασιλικής οικογένειας σημαίνει πως πρέπει να περνάς πολύ χρόνο κάνοντας πράγματα που δεν

απολαμβάνεις. πράγματα που καμιά φορά μπορεί να σου προκαλέσουν τόση ανία ώστε να

αποκοιμηθείς». Μάζεψε το κουράγιο της κι έκανε την κρίσιμη ερώτηση. «Λοιπόν, τι κάνετε όταν

θέλετε να διασκεδάσετε στ’ αλήθεια;»

Ο Χανς πήρε μια σφιγμένη ανάσα, ύστερα ξεφύσηξε. «Δεν έχω το χρόνο να διασκεδάζω».

Η Άννι προσπάθησε να γελάσει, αλλά ξαφνικά η νευρικότητα της έφερε έναν κόμπο στο λαιμό.

«Σοβαρολογώ. Τι κάνετε, έτσι, για πλάκα;» Τους χώριζαν μόλις μερικά εκατοστά. Ήθελε να

απλώσει το χέρι της και να τον αγγίξει. Για την ακρίβεια λαχταρούσε απεγνωσμένα να το κάνει.

Έτσι σταύρωσε τα χέρια μπροστά της.

Ο Χανς συνοφρυώθηκε, ύστερα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι και την κοίταξε. «Δε μου έρχεται
τίποτα στο μυαλό».

«Ελάτε τώρα. Όταν σας γνώρισα, ήσαστε μόνος μέσα στο τρένο. Ταξιδεύατε ινκόγκνιτο. Αυτό

πρέπει να είναι διασκεδα-στικό, δεν είναι;»

«Είναι η δουλειά μου». Έγειρε το κεφάλι στο πλάι σαν να παρατηρούσε το δρόμο μπροστά του.

«Όμως ναι, μερικές φορές το απολαμβάνω. Την ημέρα που σας συνάντησα...»

Κόπηκε η ανάσα της. «Ναι;»

«Εκείνη ήταν μια πολύ καλή μέρα. Είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους εκείνο το πρωί». Χαμογέλασε

λοξά. «Πολύ παραγωγική».

Η Άννι γέλασε νοερά. «Είναι πράγματι λίγο αστείο που γνωριστήκαμε εκείνη την ημέρα, δε

βρίσκετε;»

«Θα μπορούσατε να το πείτε και πεπρωμένο», αντιγύρισε ο Χανς με μια ματιά που η Άννι δεν

κατάφερνε να εξιχνιάσει. «Αν βέβαια χρησιμοποιώ τη λέξη σωστά».

Δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να του πει. «Αυτό ακούγεται σχεδόν ρομαντικό».

«Πράγματι», συμφώνησε μαλακά εκείνος, κοιτώντας την ακόμα στα μάτια.

Η έλξη ήταν έντονη ανάμεσά τους. Αν ο άνθρωπος που είχε δίπλα της ήταν οποιοσδήποτε

συνηθισμένος άντρας ή κάποιος άλλος εκτός από έναν Ευρωπαίο πρίγκιπα, θα ακολουθούσε

το ένστικτό της και θα τον άγγιζε, ίσως ακόμα και να τον φιλούσε.

Μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο τώρα. «Ποτέ δε θα φανταζόμουν ποιος ήσαστε όταν σας

πρωτοσυνάντησα», παραδέχτηκε.

«Αυτό το είχα καταλάβει. Ήταν ένα από τα πράγματα που μου άρεσαν σε εσάς».

Η Άννι τον κοίταξε ανασηκώνοντας με απορία το φρύδι. «Ένα από τα πράγματα; Υπάρχουν κι άλλα, Υψηλότατε;»

«Πολύ περισσότερα». Ο τόνος της φωνής του έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. Η Άννι ένιωσε ότι

χόρευαν κάποιο είδος χορού ένα βαλς που τα βήματά του τους πήγαιναν μπρος πίσω ή ότι έπαιζαν

κάποιο παιχνίδι σαν το κρυφτό, πότε φλερτάροντας και πότε υποχωρώντας. Τι περίμενε ο Χανς να

ακούσει; Τι ήθελε να πει η Άννι;

Από την άλλη μεριά ίσως έκανε λάθος. Ίσως φλέρταρε μόνο εκείνη και όχι ο Χανς, οπότε στη

συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν πολύ σοβαρό σφάλμα να πει οτιδήποτε υπαινικτικό.

«Αναρωτιέμαι», είπε αργά ο Χανς διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Τι σκέφτεστε εσείς για μένα;»

Η Άννι έψαξε να βρει μια απάντηση. Στο νου της έρχονταν πάρα πολλά πράγματα, τα περισσότερα

όμως ήταν ανάρμοστα να ειπωθούν από μία υπάλληλο προς έναν εργοδότη, έτσι δεν τολμούσε να τα

αποκαλύψει.

«Μάλλον δεν είναι εύκολη ερώτηση», σχολίασε εκείνος έπειτα από μια στιγμή μ’ ένα ανεπαίσθητο

χαμόγελο στα χείλη.

«Σκέφτομαι πολλά πράγματα για σας», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια η Άννι. «Είστε ένας θαυμάσιος
ηγέτης, προφανώς ο λαός του Κουμπλενστάιν σας λατρεύει...»

«Κι εσείς;»

«Εγώ;» ρώτησε ξεροκαταπίνοντας.

Πλησίασε περισσότερο κοντά της κι έσκυψε προς το αυτί της. «Εσείς τι νιώθετε για μένα;» ρώτησε

σιγανά.

Το πλησίασμά του της έφερε ζαλάδα. Αισθάνθηκε για άλλη μια φορά σαν την Αλίκη στη Χώρα των

Θαυμάτων που έπεσε στο λαγούμι και στριφογύριζε ανήμπορη ανάμεσα σε αλλόκοτες εικόνες

«Εγώ... εγώ...»

Αντί να περιμένει την απάντησή της, ο Χανς την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος. Η

Άννι τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, τραβώντας τον πάνω της, ανταποδίδοντάς του το φιλί με το

ίδιο πάθος.

Αποτραβήχτηκαν κι έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια. Έπειτα από μερικά λεπτά η Άννι κατάφερε

να ξαναβρεί τα λόγια της. «Υποθέτω πως αυτή είναι μια απάντηση για σας».

Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει, μόνο που τώρα το βλέμμα του είχε γίνει κάπως απόμακρο. «Κι

ένα ερώτημα και για τους δυο μας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ο Λέο δεν περίμενε την άδεια της Γκρέτα για να μπει στο γραφείο του Χανς. απλώς άνοιξε την

πόρτα και όρμησε μέσα με μια τολμηρότητα που δεν τον χαρακτήριζε.

«Απ' ό,τι έμαθα πήγατε τη δεσποινίδα Μπάριμερ στην όπερα την περασμένη εβδομάδα», είπε σαν να

απευθυνόταν σε ένα παιδί που είχε συλληφθεί να λέει ψέματα. «Και δεν αναφέρατε ούτε λέξη σ’

εμένα».

«Ναι», είπε απλά ο Χανς προσπαθώντας να μη δείξει την έκπληξή του για την αιφνιδιαστική είσοδο

και την επιθετικότητα του προσωπικού του συμβούλου. «Έχεις κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό, Λέο;»

«Μάλιστα, έχω. Αυτή η γυναίκα αποτελεί κακή επιρροή όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά προφανώς και

για εσάς τον ίδιο».

Ο Χανς γέλασε τραχιά, δίχως εύθυμη διάθεση, και έγειρε πίσω στην καρέκλα του πλέκοντας

μπροστά του τα δάχτυλα για να μη σφίξει τις γροθιές του. «Κακή επιρροή για μένα; Πώς έφτασες σ’

αυτό το συμπέρασμα, Λέο;»

«Είναι μία αμαθής Αμερικανίδα, μια γυναίκα με ελάχιστο έως καθόλου σεβασμό για τις παραδόσεις

της μοναρχίας μας. Για όνομα του Θεού, απείλησε να μηνύσει την αστυνομία του Λάσμπεργκ, το

καταλαβαίνετε;» Ο Λέο κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του αηδιασμένος. «Και τώρα φαίνεται πως

μπλεχτήκατε στα δίχτυα της».

«Υπερβάλλεις», του είπε ήρεμα ο Χανς. «Η Άννι είναι μια καλή καθηγήτρια για τα παιδιά και δεν

υπάρχει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό». Αν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο, γιατί εκείνος είχε περάσει όλη
την εβδομάδα αναλογιζόμενος το φιλί που αντάλλαξαν εκείνο το βράδυ στο αυτοκίνητο; Αν ο

Κρίστιαν δεν τους

είχε πληροφορήσει πως έφτασαν στο σπίτι, ποιος ξέρει τι θα είχε συμβεί. Ακόμα και τώρα

σκεφτόταν να ξεσκεπάσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο του παλατιού για να της το δείξει.

Σ’ εκείνον πάντα φαινόταν λίγο φανταχτερό, στους άλλους όμως έδειχνε να αρέσει. Και μάλλον θα

άρεσε και σ’ εκείνη. Ήθελε να δει το πρόσωπό της να φωτίζεται από χαρά μόλις θα το αντίκριζε.

Όμως δεν έπρεπε να απασχολεί τώρα το μυαλό του μ’ αυτά. Παραμέρισε τις σκέψεις του. Είχε του

κόσμου τη δουλειά να κάνει για να καταπιάνεται με τέτοια θέματα. Θα της έδειχνε κάποιος άλλος

τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. «Βρίσκεται εδώ μόνο για τα παιδιά», δήλωσε με σταθερή φωνή.

Ο Λέο δεν παρέδιδε τα όπλα. «Εύχομαι μόνο να είναι αλήθεια. Σας έχω δει πώς την κοιτάζετε. Έχω

προσέξει την αλλαγή στη φωνή σας όταν εκείνη είναι παρούσα ή όταν κάποιος αναφέρει το όνομά

της. Ερωτεύεστε αυτή τη γυναίκα και η αμερικανική επιρροή της επάνω σας θα μπορούσε να

καταστρέψει τις παραδόσεις που δίνουν αξία σ’ αυτή τη χώρα».

Ο Χανς ίσιωσε την πλάτη του. «Κατ’ αρχήν, δεν είμαι περισσότερο ερωτευμένος μ’ αυτή τη γυναίκα

απ’ ό,τι είμαι με...» Πάσχισε να κάνει μία σύγκριση, αλλά δεν τα κατάφερε. «Με οποιοδήποτε άλλη.

Δεν είμαι ερωτευμένος», ξαναείπε.

Ο Λέο κάγχασε. «Έτσι λέτε εσείς».

Ο Χανς τον αγνόησε. «Δεύτερον, δεν έχει υπέρμετρη επιρροή επάνω μου και τέλος ακόμα κι αν

έχει, δεν πιστεύω ότι η αμερικανική επιρροή είναι κακό πράγμα για τη χώρα μας».

Ο Λέο τον κοίταξε σαν να είχε μόλις δεχτεί ένα χαστούκι. «Δεν πιστεύω στα αυτιά μου. Σας έχει

τυφλώσει αυτή η γυναίκα! Πρέπει να μπει ένα τέρμα σ’ αυτή την ιστορία!» Το συνήθως χλομό

πρόσωπο του Λέο είχε αναψοκοκκινίσει. «Μιλάμε για τη χώρα μου, για την κληρονομιά μου!»

«Και για τη δική μου επίσης». Ο Χανς πρόφερε καθαρά την κάθε λέξη. Σηκώθηκε αργά, ξέροντας

ότι το ύψος του τον έφερνε σε θέση ισχύος απέναντι στον Λέο. «Ελπίζω να μην είχες πρόθεση να

υπαινιχθείς ότι ενδιαφέρομαι λιγότερο γι’ αυτή τη χώρα απ’ ό,τι εσύ».

Το πρόσωπο του συμβούλου του φούντωσε ακόμα περισσότερο και μολονότι εκείνος δεν

πισωπάτησε ακριβώς, η στάση του σώματός του άλλαξε σαν να είχε υποχωρήσει. «Δεν εύχομαι κάτι

τέτοιο κύριε». Όρθωσε το κορμί του. «Το φοβάμαι, μα δεν το εύχομαι».

Γύρισε κι έφυγε από το δωμάτιο δίχως άλλη λέξη.

Όταν έμεινε μόνος, ο Χανς ξανακάθισε στην καρέκλα του και έφερε όλη την προηγούμενη

συζήτηση στο μυαλό του. Στο παρελθόν ο Λέο δεν είχε συμπεριφερθεί ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Το

να πει στον Χανς ότι ήταν ερωτευμένος με την Άννι ήταν... εξωφρενικό. Αραγε ο προσωπικός του

σύμβουλος είχε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας; Μήπως η πίεση του τέλους της χρονιάς

και ο φόρτος της δουλειάς τον είχαν κλονίσει; Ή μήπως ήταν πράγματι πεπεισμένος ότι η Άννι
αντιπροσώπευε κάποιο είδος απειλής για την εθνική τους παράδοση; Αν το ζήτημα δεν ήταν τόσο σοβαρό ο Χανς σίγουρα θα ξεσπούσε σε
γέλια. Η Άννι, όπως με

απροθυμία ομολογούσε στον εαυτό του, είχε βελτιώσει κάπως τα πράγματα από τότε που είχε έρθει.

Σίγουρα τα είχε ζωντανέψει. Φυσικά δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, όπως είχε ισχυριστεί ο

σύμβουλός του. Μια απλή, αντικειμενική παρατήρηση έκανε λέγοντας ότι η ζωή τους ήταν

ομορφότερη τώρα που είχαν την Άννι στο παλάτι. Σίγουρα πάντως δεν ήταν χειρότερη ούτε όδευε

προς μια τέτοια κατεύθυνση. Τι τον είχε πιάσει τον Λέο; Και τι θα έκανε τώρα που εκείνος είχε δηλώσει τόσο ανοιχτά την αποδοκιμασία
του;

***

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Χανς κάνοντας ένα βήμα πίσω και κοιτάζοντας την Άννι. «Πώς σας φαίνεται;»

Η Άννι σήκωσε το βλέμμα στο θεόρατο χριστουγεννιάτικο δέντρο που της έδειχνε ο εργοδότης της.

Θα πρέπει να είχε τουλάχιστον έξι μέτρα ύψος και ήταν κατάφορτο από χιλιάδες μικροσκοπικά

λευκά φώτα, χρυσούς φιόγκους και στολίδια, η πολυπλοκότητα των οποίων ήταν εντυπωσιακή.

«Είναι συναρπαστικό», αναφώνησε με ειλικρίνεια. «Και μόνο το μέγεθος του...» Προσπάθησε να

βρει κάτι άλλο για να

πει. Φαινόταν σαν να βγήκε από τις σελίδες κάποιου περιοδικού ή από κάποια χριστουγεννιάτικη

εκπομπή της τηλεόρασης. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Δεν είχε κανένα ανθρώπινο άγγιγμα, ούτε

χειροποίητα στολίδια ή δωράκια για παιδιά. Ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο για μεγάλους, τέλειο για το είδος του σαλονιού όπου δεν
μπαίνει κανένας και όπου τα έπιπλα είναι καλυμμένα με

πλαστικό για προστασία.

Ο Χανς έδειχνε να περιμένει κάποιο επιπλέον σχόλιο.

«Και όλα αυτά τα χρυσά...» κατέληξε. «Πω, πω!»

Ο Χανς συνοφρυώθηκε και την κοίταξε εξεταστικά. «Δε σας αρέσει», συμπέρανε.

«Όχι, όχι, είναι όμορφο. Στ’ αλήθεια». Στην πραγματικότητα ήταν αρκετά ρομαντικό. Απλώς

χρειαζόταν ένα προσωπικό άγγιγμα.

«Ούτε εμένα μ’ αρέσει».

«Αλήθεια;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Για να πω την αλήθεια, όταν ήμουν παιδί το έβρισκα πάντα λίγο

τρομακτικό».

Η Άννι έβαλε τα γέλια. «Τρομακτικό;»

Χαμογέλασε κι εκείνος. «Κοιτάξτε το. Αν έπεφτε πάνω σας θα είχατε ελάχιστες πιθανότητες να

βγείτε από κάτω σώα».

Η Άννι γέλασε ακόμα περισσότερο. «Ναι, υποθέτω πως αυτό είναι αλήθεια». Σοβάρεψε και κούνησε

πέρα δώθε το κεφάλι της. «Γιατί έχετε αυτό το δέντρο αν δε σας αρέσει;»

Σήκωσε τους ώμους του. «Το απαιτεί η παράδοση. Το έφερναν κάθε χρόνο, μια βδομάδα πριν τα
Χριστούγεννα. Πάντα είχε αυτόν το στολισμό και πάντα το τοποθετούσαν εδώ, στην είσοδο».

Η Άννι το ξανακοίταξε. «Είναι γεγονός πως ταιριάζει απόλυτα μέσα σ’ αυτό το χώρο. Και μ’ όλα

αυτά τα πανύψηλα παράθυρα, μάλλον φαντάζει πολύ όμορφο απέξω».

«Μμμ».

Συνέχισε να σκέφτεται το δέντρο και τα παιδιά. «Επιτρέπεται τα παιδιά να βάζουν τα δικά τους

στολίδια σ’ αυτό εδώ;»

«Λεν έχουν δικά τους στολίδια», είπε ο Χανς δείχνοντας παραξενεμένος με την ιδέα.

«Ούτε καν ζαχαρωτά;»

«Όχι».

Αυτό την ξένισε. «Και δε φτιάχνουν τίποτα; Κουκουνάρια, γιρλάντες από ποπκόρν ή τίποτα τέτοιο;»

Ο Χανς κοίταξε πρώτα το χριστουγεννιάτικο δέντρο κι ύστερα την Άννι. «Μπορείτε να φανταστείτε

γιρλάντες από ποπκόρν πάνω σ' αυτό το δέντρο;»

Δεν μπορούσε. Όμως μπορούσε να φανταστεί ένα μικρότερο δέντρο στο παιδικό δωμάτιο, φορτωμένο με χειροποίητα στολίδια και
παιχνίδια. «Ίσως θα έπρεπε να φτιάξουμε ένα άλλο δέντρο

για τα παιδιά, πάνω στο παιδικό δωμάτιο. Κάτι λιγότερο... εκφοβιστικό».

Ο Χανς απέρριψε την ιδέα ανεμίζοντας το χέρι του στον αέρα. «Δεν είναι απαραίτητο. Είμαι

σίγουρος ότι τους αρέσει αυτό εδώ». Ένας αόρατος τοίχος υψώθηκε ανάμεσά τους.

«Ω, είμαι σίγουρη ότι τους αρέσει. Όπως άρεσε και σ’ εσάς όταν ήσαστε παιδί. Απλώς σκέφτηκα

πως ίσως απολάμβαναν να φτιάξουν κάτι με τα δικά τους χέρια».

Ο Χανς φάνηκε να υποχωρεί. «Όπως θέλετε. Ο Μπαρνς, ο κηπουρός, μπορεί να σας φέρει ένα μικρό

δέντρο».

«Θα θέλατε να βοηθήσετε κι εσείς στο στόλισμα;»

Την κεραυνοβόλησε με τη ματιά του. «Όχι, ευχαριστώ».

Για μια στιγμή η Άννι πληγώθηκε, κάτι όμως της έλεγε πως αυτή η ψυχρότητα δεν προοριζόταν για

την ίδια. «Θα έρθετε να το δείτε όταν τελειώσει;»

Η Άννι είχε δίκιο. Ο τοίχος μεταξύ τους χαμήλωσε ελαφρά. «Έχω ένα προαίσθημα ότι θα ακούσω

διαμαρτυρίες αν πω όχι».

«Πράγματι».

Την πλησίασε και σταμάτησε μπροστά της. «Τότε θα δούμε».

Η Άννι πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και στάθηκε σε θέση προσοχής. «Μήπως μπορούμε να έχουμε

μια μεγαλύτερη δέσμευση, Υψηλότατε;»

Εκείνος άγγιξε το μάγουλό της. «Όχι», της απάντησε. Ύστερα χαμογέλασε και την προσπέρασε για

να επιστρέψει πάλι στο γραφείο του. «Είναι ώρα να πάτε στα κορίτσια».

Η Άννι κοίταξε το ρολόι της και διαπίστωσε πως ήταν


πράγματι η ώρα που τα κορίτσια τελείωναν τα μαθήματα. «Ευχαριστώ που μου δείξετε το δέντρο», είπε αδύναμα πίσω του.

Ο Χανς σήκωσε το χέρι του αλλά δε γύρισε. «Παρακαλώ».

«Θα σας ενημερώσω πότε θα είναι έτοιμο το άλλο».

«Είμαι σίγουρος ότι θα το κάνετε», είπε εκείνος κι έστριψε στη γωνία.

Η Άννι στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας προς τη μεριά που είχε εξαφανιστεί ο Χανς. Έπειτα

σήκωσε το χέρι και το έφερε στο μάγουλό της, εκεί όπου την είχε αγγίξει. «Θα το κάνω», είπε

μαλακά και θυμήθηκε για εκατοστή φορά το φιλί του στο αυτοκίνητο.

***

Όπως ακριβώς είχε πει ο Χανς, ο Μπαρνς δεν άργησε να φέρει ένα έλατο ύψους ενάμισι μέτρου

μέσα στο παιδικό δωμάτιο. Έφτασε νωρίς το επόμενο πρωί, ημέρα Σάββατο. Η Μπεάτα και Μάρτα

παρακολούθησαν κατάπληκτες τη μεταφορά και το στήσιμο του μικρού δέντρου μπροστά τους.

«Τι θα το κάνουμε;» ρώτησε με λαχτάρα η Μάρτα.

«Εσείς οι δυο θα το στολίσετε».

«Εμείς θα το στολίσουμε;» ρώτησε η Μπεάτα δείχνοντας να μην καταλαβαίνει τίποτα.

«Μάλιστα, εσείς».

«Όπως εκείνο που έχουμε κάτω;»

«Όχι ακριβώς. Αυτό εδώ θα είναι διαφορετικό γιατί θα είναι ολοδικό σας. Μπορείτε να βάλετε ό,τι

θέλετε πάνω του. Όμως έχω να σας κάνω μερικές προτάσεις».

Πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού τριγυρίζοντας στο σπίτι και ξεδιαλέγοντας

μικροπράγματα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο στόλισμα του δέντρου. Η Άννι

κατάφερε τη Μάργκαρετ να ψήσει λίγο ποπκόρν και βρήκε μάλιστα και μερικά ζαχαρωτά

μπαστουνάκια στην κουζίνα. Η οικιακή βοηθός τους γέμισε ένα καλάθι του ραψίματος με κλωστές

και μικρά κομμάτια ύφασμα.

Ως το απόγευμα, τα περισσότερα από τα μέλη του προσωπικού είχαν περάσει από το παιδικό

δωμάτιο φέρνοντας κι από κάτι και διηγούμενοι ιστορίες γύρω από το τι συνήθιζε να κάνει ο

καθένας τα Χριστούγεννα όταν ήταν παιδί. Η μέρα πήρε μια γιορταστική ατμόσφαιρα που η Άννι

κατάλαβε ότι ως τότε έλειπε από το παλάτι, ιδίως εφόσον τα Χριστούγεννα απείχαν μόλις μία

εβδομάδα.

Η Μάργκαρετ ήρθε να βοηθήσει κι εκείνη όταν τελείωσαν τα καθήκοντά της στην κουζίνα. Έβαλε

τις τελευταίες πινελιές στα αλογάκια από ζαχαρωτά μπαστουνάκια και κράτησε την Μπεάτα στα

χέρια για να φτάσει τα ψηλότερα κλαδιά.

Όταν τελείωσαν, το δέντρο ήταν μαγευτικό. Διέφερε πάρα πολύ από το άλλο που υπήρχε κάτω. Δεν

ήταν μεγαλειώδες όπως εκείνο, όμως με τον τρόπο του άντεχε στη σύγκριση αρκετά καλά.

«Είναι ένα αριστοκρατικό μικρό δέντρο», σχολίασε η Μάργκαρετ.


«Ναι, πράγματι», συμφώνησε η Άννι, χαμογελώντας με τον πρόσχαρο παράδεισο στον οποίο είχαν

μετατρέψει το παιδικό δωμάτιο. «Ανυπομονώ να το δει ο πρίγκιπας Γιόχαν».

Η Μάργκαρετ την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Αστειεύεστε, έτσι δεν είναι;»

«Όχι. Γιατί;»

Τα χαρακτηριστικά της Μάργκαρετ πήραν μια δραματική έκφραση. Η μαγείρισσα γύρισε προς την

Μπεάτα και τη Μάρτα οι οποίες έπαιζαν στην άλλη άκρη του δωματίου και ύστερα ξαναγύρισε στην

Άννι. «Αυτός ο άνθρωπος μισεί τα Χριστούγεννα, να το ξέρεις», ψιθύρισε.

«Ω, ελάτε τώρα. Γιατί να μισεί τα Χριστούγεννα;»

«Δεν ξέρω», συνέχισε ψιθυριστά η Μάργκαρετ, «μα κάθε χρόνο τέτοια εποχή γίνεται αγνώριστος.

Και τι νεύρα... Χριστέ μου! Δε βλέπουμε την ώρα να μπει ο νέος χρόνος για να επιστρέψουμε στο

φυσιολογικό ρυθμό μας».

«Είναι αλήθεια», είπε η Μάρτα έχοντας ακούσει τα λόγια της Μάργκαρετ. «Του μπαμπά δεν του

αρέσουν τα Χριστούγεννα».

Η Άννι έριξε στη Μάργκαρετ μια αποδοκιμαστική ματιά. «Μάρτα, είμαι σίγουρη ότι δε συμβαίνει

κάτι τέτοιο. Ίσως

φταίει απλώς το ότι είναι πολύ απασχολημένος αυτή την εποχή του χρόνου».

Η Μάρτα αναστέναξε και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της, μια κίνηση που δεν ταίριαζε με την

ηλικία της. «Δεν το νομίζω».

Η Άννι έμεινε σκεφτική. Γιατί ο Χανς να μισεί τα Χριστούγεννα; Θα φανταζόταν κανείς πως ο

ηγέτης μιας χώρας θα ήταν πολύ ευτυχισμένος στη διάρκεια των εορτών. Θυμήθηκε την ιστορία του

για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το πόσο τον φόβιζε. Ήταν ολοφάνερο πως όταν ήταν παιδί είχε

αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα τα οποία ήταν αναπόφευκτα. Αναρωτιόταν συνεχώς αν εκείνη

μπορούσε να τον βοηθήσει τώρα. Αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τη γνώμη του για τα

Χριστούγεννα, αυτό ήταν τα παιδιά του. Όταν έβλεπε πόσο χαρούμενα ήταν, θα ένιωθε κι εκείνος το

ίδιο. «Τότε λοιπόν», είπε με νέα επιφύλαξη, «θα πρέπει να τον κάνουμε εμείς να αλλάξει γνώμη».

***

Τρεις μέρες απέμεναν. Σε τρεις μέρες θα ήταν παραμονή Χριστουγέννων, η νύχτα του ετήσιου

χορού μεταμφιεσμένων που γινόταν στο παλάτι. Μια νύχτα την οποία ο Χανς περίμενε με τρόμο

κάθε χρόνο. Η νύχτα η οποία συμβόλιζε για τον κόσμο την οικογενειακή ευτυχία και την αγάπη, για

τους δικούς του γονείς σήμαινε πάντα μια κουραστική περίοδο γεμάτη δεξιώσεις και για τον ίδιο

ατελείωτες βραδιές παρέα με τις νταντάδες. Ο Χανς την ένιωθε σαν την πιο κρύα νύχτα του χρόνου.

Όμως μία μόλις εβδομάδα αργότερα το Κουμπλενστάιν θα έμπαινε για τα καλά στη νέα χρονιά με

τον συνηθισμένο, επιβλητικό του τρόπο και τότε το μαρτύριο θα τέλειωνε για άλλη μια φορά.

Ο Χανς δεν έβλεπε την ώρα.


Καθώς πήγαινε στην τραπεζαρία για το δείπνο και πέρασε μπροστά από το στολισμένο δέντρο στην

είσοδο του ανακτόρου, σκέφτηκε την αντίδραση της Άννι όταν το είδε και γέλασε από μέσα του. Το

γεγονός ότι δεν ήθελε να απολαύσει αυτό το πελώριο, ακριβό τερατούργημα που είχε ήδη στηθεί, παρά ήθελε να στολίσει ένα μικρό δέντρο
μόνη της, ήταν συγκινητικό. Από τη στιγμή που του το

είχε ζητήσει, ο Χανς είχε δει

ελάχιστα τόσο την ίδια όσο και τις κόρες του. Στο τραπέζι του δείπνου δε σταματούσαν να

ανταλλάσσουν κρυφές ματιές γεμάτες νόημα και σιγανά γελάκια.

Εκείνο το βράδυ ο Χανς δεν μπόρεσε να το ανεχθεί περισσότερο και αποφάσισε να τους μιλήσει

σχετικά με το θέμα. «Τις τελευταίες μέρες μου δίνετε έντονα την εντύπωση ότι εσείς οι τρεις κάτι

ετοιμάζετε», τους είπε καθώς έτρωγαν τον κρασάτο κόκορα που αποτελούσε το μενού της βραδιάς.

Αμέσως η Μπεάτα και η Μάρτα κάθισαν ίσια στις καρέκλες τους και τον κοίταξαν με την

αθωότητα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.

«Είμαστε φρόνιμες», είπε η Μπεάτα χαμηλόφωνα.

«Σε ό,τι αφορά τη δεσποινίδα Μπάριμερ», συνέχισε ο Χανς δίχως να πάρει τα μάτια του από την

Άννι, «έχω μάθει να είμαι επιφυλακτικός». Χαμογέλασε, αλλά αμυδρά.

«Κατανοητό», του είπε εκείνη. Ύστερα γύρισε στα κορίτσια. «Νομίζω ότι είναι καιρός να δείξουμε

και στον πατέρα σας τι φτιάξαμε, τι λέτε;»

«Μπορούμε;» ρώτησε η Μάρτα. «Είναι έτοιμο;»

Η Άννι χαμογέλασε. «Έτσι νομίζω».

Ο Χανς κοίταξε την Άννι με καχυποψία. «Και τι είναι αυτό;»

«Να σας πω, για την ακρίβεια είναι αρκετά πράγματα».

«Μπορούμε να του δείξουμε τώρα;» ρώτησε η Μπεάτα και πετάχτηκε από την καρέκλα της.

«Κάθισε», την πρόσταξε κοφτά ο Χανς. «Δεν επιτρέπεται να φύγεις από το τραπέζι παρά μόνο όταν

τελειώσεις το φαγητό σου. Αυτό το γνωρίζεις πολύ καλά».

Η Μπεάτα υπάκουσε, όμως μέσα σε λίγα λεπτά το πρόσωπό της άρχισε να συσπάται και τα μάτια

της γέμισαν δάκρυα. Ο Χανς λυπήθηκε για τη στενοχώρια της, όμως ήταν υποχρεωμένη να θυμηθεί

τη θέση της.

Η Άννι άπλωσε το χέρι και άγγιξε το μπράτσο της μικρής. «Ξέρω ότι ανυπομονείς να του δείξεις, γλυκιά μου, όμως η έκπληξη μπορεί να
περιμένει λίγα λεπτά ακόμα, δε νομίζεις;»

«Ν... ναι», είπε εκείνη μ' έναν λυγμό.

«Έτσι μπράβο, το καλό μου κορίτσι. Φάε τώρα το φαγητό σου».

Ο Χανς παρακολούθησε τη συνομιλία τους με συναισθήματα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

Ένα κομμάτι του ευχόταν να είχε κι ο ίδιος μια τέτοια στοργική μεταχείριση σαν παιδί, αλλά ένα

άλλο κομμάτι του αντιδρούσε στην επιείκεια της Άννι σε μια κατάσταση που ανέκαθεν απαιτούσε

αυστηρότητα. Αλλωστε, τα κορίτσια όφειλαν να μάθουν να διατηρούν τον αυτοέλεγχό τους και να
κάνουν με ενστικτώδη πειθαρχία ό,τι ήταν υποχρεωμένες να κάνουν. Δεν υπήρχαν δεύτερες

ευκαιρίες στη δημόσια σκηνή.

Και πάλι όμως, ίσως η ισορροπία ανάμεσα στη γλυκύτητα της Άννι και στη δική του αυστηρότητα

να είχε περισσότερο αντίκτυπο στα παιδιά απ’ ό,τι η καθεμιά απ’ αυτές τις συμπεριφορές χωριστά.

Ανοησίες, είπε στον εαυτό του την ίδια στιγμή, απορρίπτο-ντας αυτή τη σκέψη. Τα είχε καταφέρει

μια χαρά τόσα χρόνια και χωρίς τη δική της βοήθεια. Δεν του είχε γίνει δα και τόσο απαραίτητη.

«Δεσποινίς Μπάριμερ», είπε με σκληρή φωνή.

Η Άννι τράβηξε το χέρι της από το μπράτσο της Μπεάτα και γύρισε ξαφνιασμένη προς τον Χανς.

«Μάλιστα;»

Το ζήτημα είχε τελειώσει. Η κατάσταση είχε επανέλθει στον έλεγχό του. Ο Χανς ένιωσε μια μικρή

ανακούφιση και χαμογέλασε θερμά. «Παρακαλώ, δώστε μου το αλάτι».

***

Η σκηνή στο τραπέζι του δείπνου συνέχισε να προβληματίζει τον Χανς πολλή ώρα αφότου

σηκώθηκε από το τραπέζι, αν και δεν ήταν σίγουρος για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό. Το δίκιο

ήταν με το μέρος του, δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Πώς είχε καταφέρει η Άννι να του

κλονίσει αυτή τη βεβαιότητα; Πώς είχε καταφέρει να μπει στη ζωή του και μέσα σε λίγες

μόνο εβδομάδες να τον κάνει να αμφισβητήσει σχεδόν όλα όσα πίστευε και θεωρούσε αληθινά; Όταν ο ίδιος μεγάλωνε, τα παιδιά
αντιμετωπίζονταν σαν

παιδιά κι όχι σαν ενήλικες. Στα παιδιάστικα ξεσπάσματα απαντούσαν με ψυχρή αυτοσυγκράτηση κι

όχι με συμπόνια. Η συμπόνια θα ενθάρρυνε άλλωστε περισσότερα ξεσπάσματα, είπε στον εαυτό του, χωρίς ωστόσο να τον πείσει
ιδιαίτερα. Ίσως να είναι κι έτσι, σκέφτηκε συνοφρυωμένος. Από

την άλλη μεριά, ο ίδιος ίσως να είχε ωφεληθεί αν αισθανόταν ότι οι άλλοι νοιάζονταν για τα

παιδικά του αισθήματα. Ίσως η ζωή του να μην ήταν το ίδιο μοναχική...

Και πάλι όμως, αν τον είχαν παραχαϊδέψει σαν παιδί τώρα δε θα ήταν ένας αποτελεσματικός ηγέτης.

Οι περισσότεροι εστεμμένοι της Ευρώπης ήταν διακοσμητικά πρόσωπα χωρίς καμία απολύτως

κυβερνητική εξουσία. Ο Χανς είχε ευρέως επαινεθεί ως ένας έξυπνος αρχηγός κράτους που

κυβερνούσε ομαλά τη χώρα του στις δύσκολες μέρες της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, οι

οποίες είχαν ξεκινήσει μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ακόμα βασίλευε

ο πατέρας του, και συνέχισαν και μετά το θάνατό του, πέντε χρόνια νωρίτερα.

Τώρα η Άννι τον έκανε να αμφισβητεί τον εαυτό του.

Μόνο μια μικρή φωνή μέσα του έλεγε πως εκείνη δεν τον είχε αναγκάσει σε τίποτε, αλλά ότι τον

είχε κάνει να διερωτηθεί μήπως ο τρόπος που ο ίδιος ανατράφηκε δεν ήταν απαραιτήτως και ο

καλύτερος.

Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώθει εξαιρετικά άβολα.

Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα της βιβλιοθήκης τον έβγαλε από τους προβληματισμούς του.
Στο δωμάτιο μπήκε μια καμαριέρα, η οποία τον πλησίασε κρατώντας στο χέρι της ένα χαρτί. «Από

τις πριγκίπισσες Μπεάτα και Μάρτα», είπε με μια μικρή υπόκλιση. Αφού του το έδωσε, γύρισε κι

έφυγε.

Ο Χανς περίμενε ώσπου η καμαριέρα έκλεισε την πόρτα πίσω της κι ύστερα κοίταξε το διπλωμένο

χρωματιστό χαρτί. Ήταν κομμένο σε σχήμα που θύμιζε έλατο και πάνω του είχε κολλημένους

κόκκινους και κίτρινους κύκλους σαν χριστουγεννιάτικες μπάλες. Μέσα, η Μάρτα είχε γράψει με

προσεκτικό γραφικό χαρακτήρα: Παρακαλούμε, ελάτε στο παιδικό δωμάτιο για μια έκπληξη.

Ο Χανς έμεινε για λίγο να κοιτάζει το χαρτί κι έπειτα αναστέναξε. Μια έκπληξη. Άφησε το χαρτί να

πέσει στο τραπέζι δίπλα στην πολυθρόνα όπου καθόταν και προχώρησε μόνος στους άδειους

διαδρόμους και τις σκάλες πηγαίνοντας στο παιδικό δωμάτιο.

'Οταν έφτασε πάνω, ο θόρυβος που ακουγόταν από την άλλη μεριά της πόρτας του παιδικού

δωματίου ήταν αρκετός για να ξεσηκώσει και πεθαμένους. Τσιριχτά γέλια συνοδεύονταν

από βιαστικές οδηγίες για να τοποθετηθούν διάφορα πράγματα σε διάφορες θέσεις, δυνατά «σσστ!»

και ψίθυροι τον έκαναν να χαμογελάσει άθελά του, όπως κοντοστάθηκε κι αφουγκραζό-ταν έξω

από την πόρτα.

Τελικά, πήρε την απόφαση και χτύπησε.

«Σταθείτε, σταθείτε, ήρθε!» άκουσε την Άννι να λέει μ’ έναν δυνατό παρασκηνιακό ψίθυρο.

«Ετοιμαστείτε!»

Ακολούθησε ένας ορυμαγδός από μπερδεμένα βήματα, ύστερα η φωνή της Μπεάτα. «Περάστε!»

Ο Χανς άνοιξε την πόρτα. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα έτσι ώστε το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένα

μικρό έλατο με παράξενο σχήμα, σκεπασμένο από χειροποίητα χάρτινα στολίδια, γιρλάντες από

ποπκόρν, ορισμένα πράγματα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει και γιρλάντες από χρωματιστά

φώτα σαν εκείνες των καταστημάτων έξω στην πόλη. Το θέαμα ήταν αρκετά εντυπωσιακό. Αν και

δεν το εξέφρασε φωναχτά, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν το πιο χαρούμενο σύμβολο των

γιορτών που είχε δει ποτέ του. Ίσως η αντίληψη που είχε σ’ όλη τη ζωή του ότι τα Χριστούγεννα

ήταν μια μοναχική περίοδος, μπορούσε να αλλάξει.

Ένα κασετόφωνο σε μια γωνία έπαιζε απαλά χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ερμήνευε ένας

Αμερικανός τραγουδιστής. «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε η Μάρτα.

«Δεν είναι όμορφα;» ρώτησε η Μπεάτα.

Ο Χανς κοίταξε την Άννι που στεκόταν στο φως τών κεριών. «Ναι», είπε. «Πολύ όμορφα». Η

επιθυμία να πάει κοντά της και να την τυλίξει με τα μπράτσα του, να χαθεί μέσα στη ζεστή αγκαλιά

της ήταν τόσο έντονη που τον πονούσε.

Η Άννι δεν κουνήθηκε από τη θέση της, δεν τρεμόπαιξε το βλέμμα ούτε χαμήλωσε τα μάτια

ντροπαλά, όπως ίσως θα περίμενε εκείνος. Συνάντησε το βλέμμα του με μια δύναμη που σχεδόν
μπορούσε να τη νιώσει. «Είναι όλα για σας», είπε, κι ύστερα πήρε μια κοφτή ανάσα. «Θέλαμε να

χαρείτε τα Χριστούγεννα φέτος».

«Πολύ φιλόδοξο εκ μέρους σας».

Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Ίσως, μα φαντάζομαι πως αν αλλάξω κάπως τα πράγματα θα έχετε

μια καλύτερη ευκαιρία».

«Αυτό είναι οπωσδήποτε διαφορετικό», απάντησε εκείνος παρατηρώντας το μικρό δέντρο.

«Άρα είναι μια αρχή», είπε η Άννι διστακτικά μ’ ένα μικρό χαμόγελο.

Την κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα κατένευσε κοφτά. «Είναι μια αρχή», συμφώνησε.

«Έχουμε πράγματα για σένα!» φώναξε η Μπεάτα η οποία προφανώς είχε βαρεθεί τη χαμηλότονη

συζήτηση. Έτρεξε εκεί όπου υπήρχε μια στοίβα από πολύχρωμα δώρα κάτω από το δέντρο και τα

κουβάλησε στον πατέρα της. Πρώτα του έδωσε ένα λευκό πακέτο μ’ έναν τεράστιο φιόγκο. «Αυτό

είναι από μένα», είπε με περηφάνια.

«Από σένα, ε; Ας δούμε λοιπόν τι είναι». Ο Χανς γέλασε σιγανά και άνοιξε το χαρτί. Μέσα στο

κουτί υπήρχε ένα κουκουνάρι, βαμμένο κάπως ανομοιόμορφα με αστραφτερή χρυσή μπογιά. «Είναι

πολύ όμορφο, Μπεάτα. Μόνη σου το έφτιαξες;»

Η μικρή κούνησε ζωηρά το κεφάλι καταφατικά.

«Πολύ καλή δουλειά. Σ’ ευχαριστώ».

«Παρακαλώ». Του έδωσε το άλλο πακέτο. «Αυτό είναι της Μάρτα».

«Κι εγώ μόνη μου το έφτιαξα, μπαμπά».

Για μια στιγμή ο Χανς ευχήθηκε να μπορούσε να σταματήσει το χρόνο. Δε θυμόταν να έχει ξαναδεί

τα κορίτσια του τόσο χαλαρά κι ευτυχισμένα, ούτε καν την εποχή που ζούσε η μητέρα τους. Η ζεστή

ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει η Άννι και η ταχύτητα με την οποία είχε καταφέρει να το

πετύχει, ήταν κάτι το εντυπωσιακό.

Όχι φυσικά πως αυτό θα τον μεταμόρφωνε σ’ έναν φανατικό οπαδό των διακοπών. Όμως η Άννι

είχε καταφέρει να κάνει τις κόρες του να νιώσουν πιο χαρούμενες και γι’ αυτό της ήταν βαθύτατα

ευγνώμων. Είχε κατορθώσει κάτι που ο ίδιος δε θα το μπορούσε ποτέ.

Ακούμπησε το κουκουνάρι κάτω και άνοιξε το μεγαλύτερο πακέτο. Στην αρχή δεν ήξερε τι ήταν

αυτό έμοιαζε με έναν σωρό από μικρά κλαριά. Όταν όμως απομάκρυνε όλο το χαρτί και κοίταξε

καλύτερα είδε πως ήταν μια χειροποίητη ξύλινη κορνίζα που πλαισίωνε μια φωτογραφία της Μάρτα

και της Μπεάτα έξω στο δάσος.

«Σ’ αρέσει;» ρώτησε ήρεμα η Μάρτα.

Χαμογέλασε. «Πάρα πολύ. Είναι πανέμορφη». Έσκυψε και άπλωσε τα χέρια στις κόρες του. Εκείνες

όρμησαν στην αγκαλιά του χαχανίζοντας και φιλώντας τα μάγουλά του.

Αισθανόταν το βλέμμα της Άννι να τον καρφώνει από την άλλη πλευρά του δωματίου. Όταν
σηκώθηκε, εκείνη του χαμογελούσε.

«Ισως λοιπόν τα Χριστούγεννα δεν είναι και τόσο άσχημη εποχή, τι λέτε;» του είπε ανάλαφρα.

«Όχι εντελώς. Όχι», παραδέχτηκε. «Όμως έχουμε ακόμα αρκετές μέρες μπροστά μας».

Η Άννι έβαλε τα γέλια. «Είστε ένας αληθινός Σκρουτζ, το ξέρετε;»

«Τότε βρίσκομαι μέσα στο πνεύμα των εορτών», της απάντησε χαμογελώντας.

«Θα είναι και η Άννι στο χορό των μασκαρεμένων;» ρώτησε η Μάρτα τον πατέρα της.

«Όχι, Μάρτα...» ξεκίνησε να λέει η Άννι, αλλά ο Χανς τη διέκοψε. «Αν το θέλει», είπε.

«Είναι την παραμονή των Χριστουγέννων», εξήγησε το κορίτσι στην Άννι. «Όλοι φοράνε μάσκα, έτσι λοιπόν δεν ξέρεις ποιοι είναι και
μπορείς να κάνεις τρεις ερωτήσεις προκειμένου

να αναγνωρίσεις την ταυτότητά τους. Δε βλέπω την ώρα να μεγαλώσω για να έρθω κι εγώ», πρόσθεσε ονειροπολώντας.

Όταν η Άννι μίλησε, ένιωσε πως ο Χανς την κάρφωνε με το

βλέμμα του. «Λοιπόν, αφού δεν είσαι ακόμα αρκετά μεγάλη κι εγώ έχω αναλάβει να σε φροντίζω, θα περάσω τη βραδιά μαζί σου». Κοίταξε
τον Χανς κι αισθάνθηκε το πρόσωπό της να κοκκινίζει.

«Θα πρέπει να μας τα διηγηθείτε μετά». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Όπως θέλετε». Η

Μπεάτα τράβηξε την μπλούζα της Άννι. «Μπορούμε να πιούμε τώρα τη ζεστή σοκολάτα μας;»

Η Άννι ήταν ευγνώμων για τη διακοπή. «Σωστά, κόντεψα να το ξεχάσω. Η Μάργκαρετ θα την έχει

ετοιμάσει ήδη. Κατεβείτε να τη φέρετε, εντάξει;»

Όταν τα κορίτσια έφυγαν τρέχοντας, ο Χανς απευθύνθηκε σ’ εκείνη. «Μπήκατε σε μεγάλο κόπο για

τις κόρες μου. Ευχαριστώ».

«Δεν το έκανα μόνο γι’ αυτές», του απάντησε κοιτάζοντάς τον κατάματα με θάρρος.

Το στήθος του σφίχτηκε. «Που σημαίνει;»

«Σημαίνει ότι ήθελα να το κάνω και για σας». Χαμογέλασε κάπως αμήχανα και για μια στιγμή

χαμήλωσε τα μάτια πριν συνεχίσει. «Ίσως δε θα έπρεπε να το παραδεχτώ, αλλά είναι αλήθεια».

Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της και σταμάτησε κοντά της. «Για μένα», επανέλαβε σαν να

μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Δε νομίζω ότι έχει ξανασυμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο στο παρελθόν». Το

είπε με ειλικρίνεια, χωρίς ίχνος αυτολύπησης.

«Είχα ένα λόγο παραπάνω λοιπόν για να το κάνω», είπε η Άννι μ' ένα ελαφρό ανασήκωμα των

ώμων.

«Όχι». Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Η πρόθεσή

του ήταν να της πει να μην μπαίνει σε τέτοιον κόπο και να ασχολείται με τα παιδιά αντί για κείνον, όταν όμως η Άννι τον κοίταξε, τα
γαλάζια μάτια της ήταν σχεδόν υγρά από τη συμπόνια κι έτσι ο

Χανς δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Τη φίλησε. Στην αρχή με δύναμη, ένταση, οργή, απελπισία, ύστερα απαλότερα, μ’ όλη τη λαχτάρα που
ένιωθε για κείνη τόσον καιρό. Ξυπνούσε μέσα του

ένα σωρό αισθήσεις και τις χρωμάτιζε όλες με πόθο.

Έπλεξε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, σφίγγοντάς τη


σχεδόν απεγνωσμένα. Την ποθούσε όπως δεν πόθησε ποτέ του άλλη γυναίκα. Δεν ήταν μια απλή

σωματική επιθυμία. Ήταν κάτι περισσότερο, κάτι πνευματικό. Ήθελε την παρουσία της στη ζωή του, στο σπίτι του, για πάντα. Η
συνειδητοποίηση αυτή τον συγκλόνιζε, όμως δεν μπορούσε παρά να το

ομολογήσει στον εαυτό του.

«Χανς», μουρμούρισε πάνω στα χείλη του η Άννι, τυλίγοντας γύρω του τα μπράτσα της και

κρατώντας τον σφιχτά.

Εκείνος τη φίλησε φλογερά, κλείνοντάς τη στην αγκαλιά του κι έπειτα τα χείλη του συνέχισαν στο

λαιμό και τον ώμο της. «Λυπάμαι», της ψιθύρισε στα γερμανικά. «Δε θα έπρεπε να το κάνουμε

αυτό». Όμως δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει. Ήταν κάτι που υπερέβαινε τις δυνάμεις του.

«Γιατί όχι;» τον ρώτησε αδύναμα η Άννι, χαϊδεύοντας με τις παλάμες της τη δυνατή του πλάτη.

«Εγώ νιώθω ότι είναι σωστό».

«Δε θα ήθελες να μπλεχτείς μαζί μου», της απάντησε κι ύστερα αποτραβήχτηκε και την κοίταξε

σοβαρός. «Πρέπει να το σταματήσουμε αυτό».

«Εγώ θέλω να το αρχίσουμε», του αντιγύρισε πείθοντάς τον μ' ένα άδολο βλέμμα.

Το ίδιο ήθελε κι εκείνος. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή του. «Δε θέλεις μια τέτοια ζωή».

«Εγώ δε θέλω;» Ανασήκωσε το φρύδι της. «Ή μήπως εσύ;»

«Ισως δε θα έπρεπε να τη θέλει κανείς από τους δυο μας, αλλά για μένα δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Θα ήσουν πιο ευτυχισμένη μ’ έναν άλλον άντρα, κάποιον του οποίου η ύπαρξη θα ήταν λιγότερο

περίπλοκη».

«Πώς διαλέγει κανείς ποιον να ερωτευτεί;»

Ο Χανς αισθάνθηκε σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι. «Είσαι... ερωτευμένη;»

Για μερικές στιγμές η Άννι έμεινε σιωπηλή. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

Εκείνος τη φίλησε ξανά με πάθος και ύστερα αποτραβήχτηκε από κοντά της. Έδειχνε να παλεύει με

τον εαυτό του, με τα ίδια του τα αισθήματα. «Είναι αδύνατον».

«Γιατί; Εσύ δε νιώθεις τίποτα για μένα;» Το βουρκωμένο βλέμμα της τον ικέτευε, τον προκαλούσε.

Η ερώτησή της τον έκανε να τρέμει συγκλονισμένος από τα όσα αισθανόταν για την Άννι. «Το

ζήτημα δεν είναι τι νιώθω εγώ», απάντησε αποφεύγοντας το θέμα.

Εκείνη πήρε τα χέρια του στα δικά της. «Τι νιώθεις για μένα;»

«Όπως είπα...»

Του έσφιξε τις παλάμες. «Τι νιώθεις;»

Ο ερχομός των δύο κοριτσιών τον έσωσε από την υποχρέωση να απαντήσει. Όμως εκείνος και η

Άννι στέκονταν ακόμα πρόσωπο με πρόσωπο, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου και σ’ αυτή τη

στάση τους είδαν η Μπεάτα και η Μάρτα. Προφανώς το θέαμα αυτό ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από

το ρόφημα που είχαν προγραμματίσει να απολαύσουν, έτσι α-κούμπησαν με κρότο τα φλιτζάνια στο
τραπέζι.

«Εσείς οι δυο θα παντρευτείτε;» ρώτησε αμέσως η Μπεάτα με μάτια που άστραφταν από

ενθουσιασμό.

«Όχι, όχι, Μπεάτα», άρχισε να λέει η Άννι πλησιάζοντας το παιδί. «Απλώς είχαμε μια συζήτηση».

«Εμένα μου φάνηκε σαν να φιλιόσαστε», είπε η μικρή κι άρχισε να χαχανίζει.

«Αλήθεια, έτσι σου φάνηκε;» τη ρώτησε η Άννι προσπαθώντας να γελάσει.

«Ναι. Κι αυτό το κάνουν οι άνθρωποι όταν παντρεύονται. Αν παντρευτείτε θα γίνεις μητέρα μας».

Η Μάρτα παρακολουθούσε την κουβέντα σιωπηλή. Ο Χανς παρακολουθούσε εκείνη.

«Έι, για περίμενε μια στιγμή, μικρούλα μου πριγκίπισσα, κανείς δεν είπε ότι παντρευόμαστε». Η

Άννι έριξε στον Χανς μια ικετευτική ματιά.

«Τι φέρατε από την κουζίνα;» ρώτησε εκείνος αμήχανος, νιώθοντας το βλέμμα της Μάρτα να

στρέφεται επάνω του.

«Θα θέλαμε να έχουμε μια καινούρια μητέρα», του είπε ήρεμα η Μάρτα.

Συγκλονισμένος από τη δήλωσή της, ο Χανς πάγωσε για μια στιγμή κι ύστερα ανακάτεψε τα μαλλιά

της. «Γι’ αυτό έχουμε

την Άννι εδώ πέρα». Μολονότι προσπαθούσε να ελαφρύνει την κατάσταση, υπήρχε ένα βάρος στην

καρδιά του το οποίο δεν κρυβόταν.

Γι' αυτό είχαν την Άννι...

«Ελάτε», τους διέκοψε η Άννι σπάζοντας την αμήχανη σιωπή που είχε απλωθεί στο δωμάτιο. Πήγε

στο τραπέζι και σήκωσε δυο φλιτζάνια με ζεστή σοκολάτα. «Θα πιούμε όλοι». Έδωσε ένα φλιτζάνι

στον Χανς και τα δάχτυλά τους άγγιξαν καθώς εκείνος το έπαιρνε. Τα βλέμματά τους

συναντήθηκαν, όμως εκείνος βιάστηκε να στρέψει αλλού τη ματιά του.

Όταν πήραν όλοι από ένα φλιτζάνι, η Άννι σήκωσε το δικό της στον αέρα. «Καλά Χριστούγεννα σε

όλους», ευχήθηκε με κέφι. «Και ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

«Ευχαριστώ που ήρθατε τόσο γρήγορα, δεσποινίς Μπάριμερ», είπε ο Λέο μ’ ένα αυτάρεσκο

χαμόγελο που έκανε την Άννι να ανατριχιάσει. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και την είχε καλέσει

στο γραφείο του για ένα «επείγον ζήτημα». Εκείνη είχε πάει με αρκετή ταραχή και μ’ ένα δυσάρεστο

προαίσθημα στην καρδιά.

Ο Λέο εξέτασε τη συσκευή της ενδοσυνεννόησης πάνω στο γραφείο του, ύστερα πάτησε αρκετά

κουμπιά μιλώντας στην Γκρέτα ώσπου τελικά πάτησε το σωστό και η γραμματέας απάντησε. «Δε

θέλω καμία απολύτως διακοπή όση ώρα μιλάω με τη δεσποινίδα Μπάριμερ», της είπε. Το στομάχι

της Άννι έγινε ένας σφιχτός κόμπος. Ο προσωπικός σύμβουλος του πρίγκιπα Γιόχαν γύρισε προς το

μέρος της. «Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, δεσποινίς Μπάριμερ. Η εφημερίδα μού έστειλε ένα
αντίγραφο του αυριανού πρωτοσέλιδου θέματος. Φοβούμαι πως αυτό το φύλλο θα είναι το πιο

δυσάρεστο χριστουγεννιάτικο δώρο για την Υψηλότητά του». Πήρε έναν μεγάλο φάκελο από το

πλαϊνό συρτάρι του γραφείου του και τον έσπρωξε προς το μέρος της. «Εμπρός. Ρίξτε μια ματιά».

Η Άννι πήρε το φάκελο με σχεδόν τρεμάμενο χέρι και τον άνοιξε προσεκτικά. Η πρώτη σελίδα

μονοπωλούσε το ενδιαφέρον με μια φωτογραφία του Χανς και της ίδιας στην όπερα, την ώρα που

οι δυο τους φιλιούνταν στο θεωρείο όταν κατέβηκε η αυλαία. Ο τίτλος δέσποζε με πηχυαία

κεφαλαία γράμματα: Νταντά Πέτυχε Διάνα Ως Ερωμένη Του Πρίγκιπα.

Η Άννι άφησε το φάκελο να πέσει στο γραφείο και ρίγησε από φρίκη. «Δεν είναι αλήθεια!»

Ο Λέο χαμογέλασε με ικανοποίηση και τα χείλη του έγιναν μια λεπτή ίσια γραμμή. «Σίγουρα

φαίνεται πολύ αληθινό».

«Δεν είνει!» Αισθάνθηκε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό της και να συγκεντρώνεται

σταγόνα σταγόνα κάτω στα δάχτυλα των ποδιών της. «Πώς τους ήρθε μια τέτοια ιδέα;» Την ίδια

στιγμή όμως ήξερε πως η απάντηση ήταν ολοφάνερη.

«Το ερώτημα», είπε ο Λέο τονίζοντας αργά τις λέξεις, «είναι τι θα κάνουμε σχετικά μ' αυτό.

Φοβούμαι πως η μοναδική επιλογή που έχετε είναι να φύγετε, και μάλιστα αθόρυβα. Ο

πρίγκιπας Γιόχαν δε χρειάζεται αυτού του είδους τη δημοσιότητα».

Ο λαιμός της Άννι ξεράθηκε. «Ποτέ δε σκόπευα να προκα-λέσω...»

«Είτε το σκοπεύατε είτε όχι, δεσποινίς Μπάριμερ, γεγονός παραμένει ότι δε σταματήσατε να

δημιουργείτε προβλήματα από τη στιγμή που πατήσατε το πόδι σας εδώ».

Εκείνη δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο αποτροπιασμός και η απόγνωση την είχαν αφήσει

άφωνη. Καθόταν τρέμοντας σύγκορμη και νιώθοντας ανήμπορη μπροστά στη χαιρεκακία του Λέο.

«Αν λοιπόν έχετε την καλοσύνη να ετοιμάσετε τις βαλίτσες σας, θα αναλάβω εγώ να πω στην

Υψηλότητά του το λόγο της ξαφνικής αναχώρησής σας...»

Η φράση του έμεινε στη μέση, γιατί έξαφνα η πόρτα άνοιξε διάπλατα και βρόντησε στον τοίχο με

πάταγο. Αναπήδησαν και οι δυο βλέποντας τον Χανς να ορμάει στο γραφείο σαν μαινό-μενος

ταύρος.

Η ταραχή της Άννι μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν ο Χανς στάθηκε από πάνω τους απειλητικά.

Όποιο συναίσθημα κι αν τον είχε ωθήσει σε μια τέτοια ενέργεια, τον έκανε επίσης να φαίνεται

ψηλός σαν γίγαντας κι εκείνη είχε την αίσθηση ότι ο Λέο ζάρωσε κάτω από το εξαγριωμένο βλέμμα

του. Από την άλλη μεριά, η ίδια αναγκάστηκε να πνίξει την παρόρμησή της να πέσει στην αγκαλιά

του αναζητώντας προστασία.

Ο Χανς διέσχισε με τρεις δρασκελιές το γραφείο του Λέο και χτύπησε το χέρι του πάνω στη

συσκευή ενδοσυνεννόησης. «Δεν έχεις μάθει ακόμα να κλείνεις τη συσκευή σου, Λέο. Σ’ άκουγα

μέχρι το γραφείο μου!»


«Μ’ ακούγατε;» ρώτησε εκείνος και τραβήχτηκε μακριά του.

«Ναι. Σε άκουγα. Τώρα», είπε γυρίζοντας στην Άννι, «αν η δεσποινίς Μπάριμερ πρόκειται να

φύγει», συμπλήρωσε πολύ ήρεμα και χαμηλόφωνα, «θα ήθελα να το ακούσω από την ίδια».

«Κοιτάξτε, δεν είμαι σίγουρη τι...» άρχισε να λέει η Άννι σαστισμένη.

Ο Λέο αποφάσισε να επέμβει. «Δε μ’ ευχαριστεί που είμαι αναγκασμένος να σας το δείξω αυτό, κύριε, αλλά δε βλέπω ποια άλλη επιλογή
έχω. Ούτως ή άλλως αύριο θα δημοσιευτεί». Έδωσε τον

φάκελο στον Χανς κρατώντας τον με την ίδια προσοχή που θα κρατούσε ένα φύλλο από χρυσάφι.

Ο Χανς τον άρπαξε από τα χέρια του. «Τι είναι αυτό;» μούγκρισε ανοίγοντάς τον και τραβώντας

έξω την εφημερίδα. Όταν κοίταξε την πρώτη σελίδα τα φρύδια του έσμιξαν και τα μάτια του

σκοτείνιασαν δυσοίωνα. «Τι στην οργή είναι αυτό;»

«Φοβάμαι πως είναι αυτό για το οποίο σας προειδοποιούσα, κύριε», αποκρίθηκε γαλήνια ο Λέο.

Ήταν ολοφάνερο πως αισθανόταν δικαιωμένος από τις εξελίξεις.

Ο Χανς κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του με δυσπιστία κι άρχισε να βηματίζει μπροστά τους

χτυπώντας το φάκελο πάνω στο μηρό του. «Δεν είναι αλήθεια!» είπε. «Είναι ένα τερατώδες ψέμα!

Ένας λίβελος. Είναι παράνομο», συνέχισε. «Θα επικοινωνήσω με το δικηγόρο μου κι ύστερα θα

έρθω σ’ επαφή με τον εκδότη της εφημερίδας. Τον γνωρίζω εδώ και χρόνια. Απορώ πώς προέβη σ’

ένα τέτοιο δυσφημιστικό δημοσίευμα...»

«Δεν είναι παράνομο αν αληθεύει», είπε ο Λέο πλέκοντας τα δάχτυλά του μπροστά στο στήθος του.

«Δεν αληθεύει!» βρυχήθηκε ο Χανς. Σήκωσε πάλι την εφημερίδα ψηλά. «Προφανώς πρόκειται για

κάποιου είδους φωτομοντάζ».

Η Άννι αισθάνθηκε το αίμα να ξανανεβαίνει στο κεφάλι της καίγοντάς την ανελέητα. «Στην

πραγματικότητα, μάλλον δεν είναι».

Έπεσε σιωπή καθώς δυο ζευγάρια μάτια στράφηκαν προς το μέρος της.

«Βλέπετε;» αναφώνησε θριαμβευτικά ο Λέο επιστρέφοντας στη θέση του πίσω από το γραφείο.

«Πιθανότατα έστησε μόνη της όλη αυτή την ιστορία. Είναι μια προικοθήρας. Από την πρώτη στιγμή

κατάλαβα τι είδους άνθρωπος ήταν».

Ο Χανς τον αγνόησε και εξακολούθησε να καρφώνει την Άννι με το βλέμμα του. «Τι εννοείς, δεν

είναι; Το βλέπεις και μόνη σου ότι φαίνεται σαν να... σαν να έχουμε εκτεθεί».

Η Άννι προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, όμως ήταν σαν να πάλευε να ανασάνει μέσα στο

νερό. Έριξε μια νευρική ματιά στον Αέο κι ύστερα ξανακοίταξε τον Χανς. «Όταν έπεσε η αυλαία

εκείνο το βράδυ», άρχισε να λέει ήρεμα, «πρόσεξα πως είχατε αποκοιμηθεί. Προσπάθησα να σας

ξυπνήσω και...» Ξεροκατάπιε κι έδειξε την εφημερίδα. «Και συνέβη αυτό».

Κάτι μαλάκωσε στα χαρακτηριστικά του Χανς. «Με φίλησες;»

Το πρόσωπό της κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Για την ακρίβεια, εσείς με φιλήσατε».
Κοιτάχτηκαν κατάματα για μια ατέλειωτη, υπέροχη στιγμή και η Άννι αισθάνθηκε πως βρίσκονταν

μόνοι τους στο δωμάτιο.

«Ίσως επηρεαστήκατε υπερβολικά από το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης, δεσποινίς Μπάριμερ», είπε ο Λέο θυμί-ζοντάς της πόσο
ελάχιστα ρομαντική ήταν η συγκεκριμένη στιγμή. Υπήρχε ένας

άσχημος τόνος ανωτερότητας στη φωνή του. «Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να ξυπνήσετε

έναν πρίγκιπα».

«Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Χανς φεύγοντας από την Άννι και πλησιάζοντας το γραφείο του Αέο. Του

έδειξε απειλητικά το δάχτυλο. «Αρκετά άκουσα από σένα. Σε παρακαλώ, τώρα άφησέ μας μόνους».

«Κύριε, βρίσκεστε στο γραφείο μου...»

«Κι εσύ βρίσκεσαι στο σπίτι μου», του αντιγύρισε ο Χανς.

Η συγκίνηση που ένιωσε η Άννι έφερε έναν κόμπο στο λαιμό της και δάκρυα στα μάτια της, όμως

έκανε μια προσπάθεια να παραμείνει σιωπηλή. Άλλωστε, ανάμεσα στους δύο άντρες συνέβαινε κάτι

που εκείνη δεν κατανοούσε, έτσι ήταν καλύτερα να μη χειροτερέψει τα πράγματα παρεμβαίνοντας.

«Κύριε», είπε πάλι ο Αέο, σε διαφορετικό τόνο αυτή τη φορά. Η Άννι μάντεψε πως θα

χρησιμοποιούσε διπλωματία. «Αντίλαμβάνομαι ότι κατά κάποιον τρόπο εθελοτυφλείτε στα κόλπα

της δεσποινίδας Μπάριμερ, όμως είναι προφανές για κάποιον αντικειμενικό παρατηρητή όπως εγώ, ότι εκείνη βρίσκεται πίσω από τη
δημοσίευση αυτών των φωτογραφιών».

«Εγώ;» πετάχτηκε η Άννι ξαναβρίσκοντας τη φωνή της.

«Και για ποιο λόγο μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο;»

Ο Λέο ανασήκωσε τα φρύδια του. «Πιστεύω ότι προσπαθεί να σας παγιδέψει σε μία περισσότερο

προσωπική σχέση».

«Να τον παγιδέψω;» επανέλαβε η Άννι μη πιστεύοντας στα αυτιά της. «Νομίζετε ότι προσπαθώ να

παγιδέψω τον πρίγκιπα του Κουμπλενστάιν σε μια προσωπική σχέση βοηθώντας να βγουν αυτού

του είδους οι φωτογραφίες και να δημοσιευτούν τέτοιοι κακοήθεις υπαινιγμοί στην εφημερίδα; Μα

αυτό είναι παρανοϊκό!»

«Ισως», είτε ψυχρά ο Λέο. «Ίσως όχι».

«Πόσο ανόητη θα πρέπει να ήμουν ακόμα και για να επιχειρήσω να κάνω κάτι παρόμοιο; Προφανώς η εφημερίδα μπορεί να αποκαλύψει την
πηγή αυτής της ιστορίας».

Το πρόσωπο του Λέο έχασε λίγο από το χρώμα του. «Δεν είναι απαραίτητο να το ερευνήσουμε αυτό.

Ακόμα κι αν δεν ήσαστε εσείς που δώσατε την ιστορία στην εφημερίδα, το γεγονός παραμένει ότι

αυτού του είδους η δημοσιότητα σας ακολουθεί παντού όπου πηγαίνετε και μετατρέπετε τη

μοναρχία σ’ ένα κακόγουστο αστείο». Γύρισε προς τον Χανς. «Ο πατέρας σας δε θα επέτρεπε ποτέ

να συμβεί αυτό».

Ο Χανς όρθωσε όλο το βασιλικό παράστημά του. «Κι αυτό είναι το πρόβλημα, έτσι, Λέο; Δεν είμαι

ο πατέρας μου. Αυτό είναι κάτι που σε ενοχλούσε από τότε που εκείνος πέθανε».
«Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος», είπε ο Λέο με φανερή συγκίνηση.

«Πράγματι, ήταν», συμφώνησε κάπως πιο μαλακά ο Χανς. «Μα έχει πεθάνει και εγώ δεν μπορώ να

γίνω ο πατέρας μου, ιδιαίτερα για να ευχαριστήσω εσένα και μια μικρή μερίδα ανθρώπων της

παλιάς σχολής, οι οποίοι προτιμούν να κυβερνώ τη χώρα ως μονάρχης του δέκατου ένατου αιώνα.

Οι καιροί άλλαξαν, Λέο. Σου προτείνω να κάνεις το ίδιο».

«Δε σκοπεύω να κάνω κάτι τέτοιο!»

Ο Χανς πλησίασε πιο κοντά στην Άννι, λες και ήθελε να την προστατεύσει από τις επιθέσεις του

συμβούλου του. «Λυπάμαι που νιώθεις έτσι Λέο. Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, αισθάνομαι

αναγκασμένος να δεχτώ την παραίτησή σου».

Εκείνος φάνηκε να πανικοβάλλεται. «Μα... Κύριε, πρέπει να βρίσκεστε σε σύγχυση. Αυτή η γυναίκα

προσπαθεί να σας παγιδέψει».

«Δε χρειάζεται να με παγιδέψει», αποκρίθηκε αποφασιστικά ο Χανς.

Η ανάσα της Άννι κόπηκε. Τι εννοούσε μ’ αυτά τα λόγια;

«Δεν μπορώ να ακούω τέτοια πράγματα», είπε ο Λέο και σηκώθηκε από το γραφείο του. Σταμάτησε

στην πόρτα και γύρισε πίσω να τους κοιτάξει με πρόσωπο κατακόκκινο. «Δόξα τω Θεώ που ο

πατέρας σας δε βρίσκεται εδώ να τα δει όλα αυτά».

«Πράγματι».

Η απάντηση του Χανς φάνηκε να εξοργίζει ακόμα περισσότερο τον Λέο, ο οποίος αφού ξεστόμισε

μερικές ανάρμοστες λέξεις έφυγε από το δωμάτιο.

Ο Χανς κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, ύστερα γύρισε προς την Άννι και πήρε τα χέρια της στα

δικά του. «Αυπάμαι που αναγκάστηκες να το υποστείς αυτό».

Εκείνη ανασήκωσε τους τρεμάμενους ώμους της. «Ο Αέο είναι άνθρωπος της παλιάς σχολής, όπως

ακριβώς είπες. Είμαι σίγουρη ότι είχε καλή πρόθεση. Κατά κάποιο τρόπο».

«Οι ενέργειές του θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές».

Η Άννι έσφιξε τα χείλη της και ξεροκατάπιε. «Δεν είναι δικό σου το λάθος».

Ο Χανς την κοίταξε και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα λοξό χαμόγελο. «Αυτό είναι κάτι που δε σ’

ακούω συχνά να το λες».

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Γκρέτα. «Κύριε», είπε μαλακά. «Ο εκδότης της

εφημερίδας, ο χερ Λένον, είναι στη γραμμή. Φαίνεται πως έχει να σας πει κάτι για κάποιον

πληροφοριοδότη μέσα στο παλάτι».

Ο Χανς ίσιωσε το κορμί του, αλλά δεν άφησε τα χέρια της

Άννι. Εκείνη ένιωσε πως το άγγιγμά του είχε μια ένταση που δεν υπήρχε λίγο νωρίτερα. «Γνωρίζει

ποιος είναι;»

Η Γκρέτα έγνεψε καταφατικά. «Φοβάμαι πως ναι».


«Λοιπόν; Ποιος είναι;»

«Ο χερ Κολμπόρ, κύριε».

Ο Χανς κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι. «Μάλιστα». Γύρισε στην Άννι. «Με συγχωρείς», της είπε με

κουρασμένο ύφος. «Θα ήθελα να αφήσω πίσω μου αυτή την ιστορία πριν τον αποψινό χορό».

***

Η Άννι δεν είχε ζήσει ποτέ την ατμόσφαιρα ενός τόσο μεγαλειώδους γεγονότος όσο ο Χορός των

Ανακτόρων. Ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος όλη μέρα στο παλάτι το οποίο αντιβούιζε από τις

φωνές και τις προετοιμασίες του προσωπικού, καθώς και τις πρόβες της ορχήστρας. Όλοι

εργάζονταν για το σπουδαιότερο γεγονός της χρονιάς.

Και τώρα ο χορός είχε αρχίσει.

Οι υψηλές νότες των έγχορδων οργάνων πλημμύριζαν τον αέρα και έφταναν ως το διάδρομο του

επάνω ορόφου, εκεί όπου η Μπεάτα, η Μάρτα και η Άννι ακουμπούσαν στο

κάγκελο παρακολουθώντας τους προσκεκλημένους να καταφτάνουν στο παλάτι. Οι γυναίκες ήταν

φορτωμένες κοσμήματα, φορούσαν γάντια και γούνες ενώ οι άντρες μαύρο φράκο. Όλοι είχαν τα

πρόσωπά τους καλυμμένα με μάσκες. Κάποιοι καλεσμένοι αναγνωρίζονταν αμέσως από εκείνους

που τους ήξεραν, αλλά μερικοί άλλοι είχαν μεταμφιεστεί τόσο έξυπνα και διακριτικά ώστε ούτε καν

οι μητέρες τους δε θα τους γνώριζαν.

«Εκείνη είναι η δούκισσα του Ρόθμορ», ψιθύρισε η Μάρτα δείχνοντας μία στρουμπουλή γυναίκα με

ξανθά μαλλιά μαζεμένα ψηλά στο κεφάλι της. «Συνήθως τα μαλλιά της είναι μαύρα σαν το κατράμι

αλλά θα αναγνώριζα παντού τη σιλουέτα της».

Η Μπεάτα χαχάνισε κι έπειτα άπλωσε το χέρι της μπροστά, δείχνοντας μια άλλη γυναίκα. «Να η

πριγκίπισσα Λίνεα!» φώναξε τόσο δυνατά ώστε οι άλλες δύο αναγκάστηκαν να τη μαλώσουν.

«Ο μπαμπάς ήλπιζε πως θα ερχόταν φέτος», είπε με νόημα η Μάρτα.

Η Άννι πολύ θα ήθελε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, αλλά προτίμησε να συγκρατηθεί.

«Πού είναι ο μπαμπάς;» ρώτησε μετά η Μπεάτα μ’ έναν πολύ δυνατό ψίθυρο.

«Δεν ξέρω, δεν τον έχω δει ακόμα», αποκρίθηκε η Μάρτα. «Συνήθως όμως είναι δύσκολο να τον

εντοπίσει κανείς. Μήπως εσείς τον είδατε, δεσποινίς Μπάριμερ;»

«Όχι, δεν τον είδα». Κι ένας Θεός ήξερε με πόση αγωνία τον έψαχνε.

«Δεσποινίς Μπάριμερ», είπε πίσω τους μια γυναικεία φωνή. Η Άννι αναπήδησε ξαφνιασμένη*

ύστερα γύρισε κι είδε την Γκρέτα να στέκεται πίσω τους με μια κομψή γαλάζια τουαλέτα και μια

μακριά ξανθιά περούκα. Το πρόσωπό της έγινε κατα-κόκκινο όταν συνειδητοποίησε ότι η

γραμματέας την είχε τσακώσει να κατασκοπεύει μαζί με τα παιδιά. «Θέλαμε απλώς να δούμε πώς

είναι...» δικαιολογήθηκε μ’ ένα μικρό γελάκι.

Η Γκρέτα χαμογέλασε με ζεστασιά. «Από άλλα σημεία υπάρχει καλύτερη θέα. Από την αίθουσα του
χορού, για παράδειγμα».

«Ο μπαμπάς είπε ότι θα μπορούσατε να πάτε κι εσείς αν θέλετε», της θύμισε συνεπαρμένη η Μάρτα.

Μια μικρή σπίθα ενθουσιασμού άναψε μέσα της, αλλά δεν την άφησε να φουντώσει. «Το είπε από

ευγένεια, γλυκιά μου».

«Αντιθέτως, δεσποινίς Μπάριμερ», είπε η Γκρέτα μ’ ένα ύφος γεμάτο υπονοούμενα. «Πιστεύω ότι

αυτή τη στιγμή σας ψάχνει».

«Μα του είπα ότι δε θα ερχόμουν».

«Το ξέρω. Μου το ανέφερε όταν τον ρώτησα. Και πάλι όμως πιστεύω ότι διατηρεί κάποιες ελπίδες».

Η Γκρέτα χαμογέλασε. «Η Μάργκαρετ είναι στο παιδικό δωμάτιο και περιμένει να βάλει τα παιδιά

για ύπνο. Εγώ βρίσκομαι εδώ για να σας βοηθήσω να ντυθείτε για το χορό».

Η Άννι ένιωσε συγκλονισμένη. «Μα... αυτό είναι τρελό. Δεν είναι; Ούτε που έχω τίποτα να βάλω!»

«Μην ανησυχείτε. Έστειλα δύο φορέματα στο δωμάτιό σας για να επιλέξετε».

«Θεούλη μου, είστε σαν τη νεράιδα του παραμυθιού!»

«Ίσως. Μόνο που απόψε δεν έχετε ανάγκη από μαγικά κόλπα, χρειάζεστε μόνο να είστε ο εαυτός

σας».

Τα κορίτσια χασκογέλασαν και είπαν τα δικά τους αστεία για τη Σταχτοπούτα.

«Ο μπαμπάς είναι σαν τον πρίγκιπα!» είπε η Μπεάτα αγνοώντας αφοπλιστικά την πραγματικότητα

της φράσης της.

Η Άννι έφερε το χέρι στα χείλη της. Ο Χανς ήταν πράγματι ο πρίγκιπας του παραμυθιού για κείνη.

Φοβόταν να αφεθεί στη φαντασίωση, φοβόταν μήπως το όνειρο γινόταν στάχτη μέσα στις χούφτες

της. «Είστε σίγουρη ότι θα έπρεπε να το κάνω αυτό;»

Η Γκρέτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι και πήρε το χέρι της Άννι για να την οδηγήσει στο

δωμάτιό της. «Ο πρίγκιπας Γιόχαν είναι κρυψίνους. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι σε θέση να διαβάζω

τις σκέψεις του, όμως πιστεύω ακράδαντα ότι θα σας καλοδεχτεί με τη μεγαλύτερη θέρμη.

***

Μόλις μισή ώρα αργότερα, η Άννι κατέβαινε τη μεγαλοπρεπή σκάλα ολοφάνερα νευρική, φορώντας

μια αστραφτερή χρυσή τουαλέτα, χρυσά παπούτσια που της ταίριαζαν τέλεια, μια ανοιχτή ξανθιά

περούκα και μια χρυσή μάσκα που έκρυβε τελείως την ταυτότητά της. Αυτή η ανωνυμία ήταν το

μοναδικό πράγμα που την εμπόδιζε από το να γυρίσει τρέχοντος στο δωμάτιό της και να κλείσει

πίσω της την πόρτα. Υπήρχαν τόσα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τη σταματήσουν από το να

κατέβει στο σαλόνι. Την ήθελε πράγματι εκεί ο Χανς; Άρμοζε στη θέση της να παρευρεθεί στο

χορό; Η Γκρέτα τη διαβεβαίωσε γι’ αυτό, και πράγματι το γεγονός ότι η γραμματέας συμμετείχε κι

εκείνη κάθε χρόνο πρόσφερε στην Άννι κάποια παρηγοριά.

Αυτό που η Άννι φοβόταν περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι δε θα μπορούσε να κρύψει τα αισθήματά
της και πως ο Χανς θα αντιλαμβανόταν πώς ένιωθε και θα τον έπιανε πανικός. Αποφάσισε ότι αυτό

ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να το αποφύγει και πως αργά ή γρήγορα εκείνος θα τα καταλάβαινε

όλα, αν δεν τα είχε ήδη καταλάβει.

«Είστε πολύ όμορφη», είπε η Γκρέτα όταν στάθηκαν στην πόρτα της αίθουσας του χορού.

Ο χώρος που είδε μπροστά της η Άννι ήταν ό,τι πιο εκθαμβωτικό είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή της.

Το ταβάνι ήταν απίστευτα ψηλό, με περίτεχνες επιχρυσώσεις και θολωτά αντερείσματα. Στην άλλη

άκρη της αίθουσας οι πελώριες τζαμαρίες πρόσφεραν μια εκπληκτική θέα έξω στα αστραφτερά

χριστουγεννιάτικα φώτα που κοσμούσαν όλα τα δέντρα του κήπου που περιέβαλλε το ανάκτορο. Η

μουσική πλανιόταν γλυκά στην ατμόσφαιρα σαν ένα καλοσυνάτο πνεύμα και οι προσκεκλημένοι

αντάλλασσαν χαμόγελα και γέλια, φιλοφρονήσεις και αστεία, πίνοντας χρυσαφένια σαμπάνια από

ψηλά σωληνωτά ποτήρια.

«Είμαι στ’ αλήθεια εκτός τόπου εδώ μέσα», ψιθύρισε η Άννι στην Γκρέτα.

Εκείνη γύρισε και την κοίταξε. «Στ’ αλήθεια το νιώθετε αυτό; Ή απλώς το νομίζετε;»

Η Άννι σκέφτηκε για λίγο πριν της απαντήσει. Η αλήθεια ήταν πως η νευρικότητά της είχε αρχίσει

να υποχωρεί. Μόνο μια μικρή φωνή μέσα της τής έλεγε πως η Άννι δεν ανήκε εκεί μέσα. Η καρδιά

της έλεγε πως η θέση της ήταν εκεί. Χαμογέλασε στην Γκρέτα. «Έχετε δίκιο. Προσπαθώ να πείσω

τον εαυτό μου ότι αποτελώ παραφωνία, ενώ στην πραγματικότητα τίποτα δε θέλω περισσότερο από

το να βρίσκομαι ακριβώς εδώ».

«Το υποψιαζόμουν. Λοιπόν, ξέρετε τον κανόνα των τριών ερωτήσεων;»

«Ναι, το ανέφεραν τα κορίτσια. Πρέπει να κάνουμε τρεις ερωτήσεις για να καταλάβουμε σε ποιον

μιλάμε, σωστά;»

Η Γκρέτα έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς. Τρεις ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν μ’ ένα ‘ναι’

ή μ’ ένα ‘όχι’». Πήρε το χέρι της Άννι και το έσφιξε βιαστικά. «Τώρα θα σε αφήσω για να μη σε

προδώσει η παρουσία μου. Καλή διασκέδαση!»

«Ευχαριστώ», είπε η Άννι και παρακολούθησε την Γκρέτα να απομακρύνεται μέσα σ’ ένα σύννεφο

από γαλάζιο τούλι.

Σχεδόν αμέσως ένας κοντόχοντρος άντρας με μουστάκι και μαύρη μάσκα σε στυλ Ζορό την

πλησίασε. «Καλησπέρα», είπε στα γερμανικά. «Μπορώ να έχω αυτόν το χορό;»

Η Άννι δίστασε για λίγο. ύστερα χαμογέλασε. Ήθελε να απολαύσει κάθε πολύτιμη στιγμή εκείνης

της βραδιάς. «Θα ήταν τιμή μου», του αποκρίθηκε και έφυγαν μαζί για την πίστα του χορού.

Και από εκεί, καθώς χόρευαν βαλς στριφογυρίζοντας στους ρυθμούς του Γαλάζιου Δούναβη, η Άννι

εντόπισε τον Χανς στην απέναντι γωνία. Παρ' όλο που η μαύρη μάσκα κάλυπτε ολόκληρο το

πρόσωπό του και τα υπέροχα μαύρα μαλλιά του ήταν κρυμμένα από ένα πλατύ καπέλο, η Άννι τον

κατάλαβε αμέσως από την κορμοστασιά του και τον αέρα που απέπνεε. Κρίνοντας όμως από το
γεγονός πως ήταν μόνος, μάντεψε πως οι άλλοι δεν είχαν αναγνωρίσει την ταυτότητα του πρίγκιπα

με την ίδια ευκολία.

Ύστερα η μουσική σταμάτησε και στην αίθουσα ξέσπασαν χειροκροτήματα.

«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε η Άννι και ζήτησε συγνώμη για να απομακρυνθεί.

«Περιμένετε», της είπε ο παρτενέρ της σταματώντας την. «Τρεις ερωτήσεις».

Η Άννι υποχώρησε. Δε βαριέσαι, είπε μέσα της. «Εμπρός, σας ακούω», του είπε μ’ ένα ανάλαφρο

χαμόγελο.

«Γεννηθήκατε στο Κουμπλενστάιν;»

Αυτή ήταν εύκολη. «Όχι».

«Έχετε ξανάρθει σ' αυτό το χορό;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι».

Ο άντρας δίστασε για λίγο κι έπειτα κροτάλισε τα δάχτυλά του. «Είστε η ανιψιά της δούκισσας του

Ρόθμορ!»

«Όχι, λυπάμαι», του απάντησε χαμογελώντας. Ποτέ δεν είχε διασκεδάσει τόσο πολύ στη ζωή της.

Το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα, απέραντα καλύτερα, ήταν

το να βρεθεί κοντά στον Χανς. «Πάντως ευχαριστώ για το χορό».

Έφυγε και προχώρησε βιαστικά προς τα εκεί που τον είχε δει να στέκεται, όμως εκείνος είχε

εξαφανιστεί. Ο ενθουσιασμός της ξεφούσκωσε. Είχε χάσει την τέλεια ευκαιρία νατού μιλήσει

χωρίς να υπάρχει κανείς τριγύρω τους. Τώρα ίσως να τον είχε ξεμοναχιάσει καμιά όμορφη

αριστοκράτισσα, πιθανόν η πριγκίπισσα Λίνεα, κλείνοντας τον στα δίχτυα της. Κοίταξε προς την

πίστα ψάχνοντας με το βλέμμα ανάμεσα στα όμορφα ζευγάρια και η καρδιά της ήταν σφιγμένη από

κάτι που έμοιαζε με τρόμο.

«Ψάχνετε για κάποιον;» ρώτησε πίσω της μια γνώριμη φωνή.

Γύρισε να δει και ήταν εκείνος. Κι όμως, από κοντά ήταν πιο δύσκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος.

Η μάσκα κάλυπτε εντελώς το πρόσωπό του και τα μαγευτικά πράσινα μάτια που εκείνη ήξερε ότι

υπήρχαν από πίσω δε διακρίνονταν σχεδόν καθόλου.

«Απλώς θαυμάζω τους χορευτές», είπε με τα καλύτερα γερμανικά της. Δεν ήθελε να προδοθεί από

την προφορά της.

«Θα θέλατε να χορέψετε κι εσείς, δεσποινίς;» ρώτησε απλώνοντας το χέρι του με το λευκό γάντι

προς την Άννι.

Ώστε ο Χανς δεν είχε καταλάβει ποια ήταν! Ένα ρίγος τη διαπέρασε καθώς το παιχνίδι τη συνεπήρε.

«Ευχαριστώ», είπε και παίρνοντας το χέρι του τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα.

Αυτή τη φορά ο χορός ήταν αργός, μα το πλησίασμα των κορμιών τους την άφηνε πολύ πιο ξέπνοη

απ’ ό,τι το γρήγορο βαλς που είχε χορέψει προηγουμένους.


«Διασκεδάζετε απόψε, δεσποινίς...;»

Λάτρευε αυτό το παιχνίδι. «Πάρα πολύ. Κι εσείς, κύριε...;»

Εκείνος την έπιασε σταθερότερα από τη μέση και την τράβηξε πιο κοντά του.

«Περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως».

Η Άννι πήρε μια ανάσα με μεγάλη δυσκολία. «Και γιατί αυτό;»

Ο πρίγκιπας δίστασε για μια στιγμή προτού απαντήσει. «Επειδή γνώρισα πρόσφατα τη γυναίκα που

θέλω να παντρευτώ και απόψε βρίσκεται εδώ».

Εκείνη ένιωσε ένα βάρος να της πλακώνει το στήθος. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως να μην

είχε μπροστά της τον Χανς,

ήξερε όμως πως δεν' έκανε λάθος. Κι εκείνος δεν την είχε αναγνωρίσει. Στην πραγματικότητα δεν

περίμενε καν ότι η Άννι θα ερχόταν στο χορό, πράγμα που σήμαινε ότι της μιλούσε για κάποια

άλλη.

Θυμήθηκε τη Μάρτα να αναφωνεί πως έφτασε η πριγκίπισσα Λίνεα και πως ο Χανς ήλπιζε ότι θα

ερχόταν. Η καρδιά της ράγισε.

«Εκείνη γνωρίζει τις προθέσεις σας;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

Ο Χανς έγνεψε καταφατικά με μια κοφτή κίνηση. «Έτσι πιστεύω. Εκείνο που δεν ξέρω είναι το πώς

θα απαντήσει».

Ξαφνικά η Άννι αισθάνθηκε ανόητη μέσα στο φανταχτερό φόρεμα και την τερατώδη περούκα της.

Η μεταμφίεση τής είχε προσφέρει απλώς τη δυνατότητα να στήσει αυτί σε μια συζήτηση που δεν

ήθελε ν’ ακούσει.

«Τούτο εδώ είναι ένα πολύ ρομαντικό σκηνικό για πρόταση γάμου», είπε προσπαθώντας να

κρατήσει τη φωνή της όσο πιο σταθερή μπορούσε.

«Ελπίζω να συμφωνήσει κι εκείνη σ’ αυτό. Βλέπετε, φοβάμαι πως ίσως έχει κουραστεί από το

σκηνικό».

Αυτά τα λόγια επιβεβαίωσαν τους φόβους της, καθώς όλοι ήξεραν ότι η Λίνεα ήταν τύπος

περιπετειώδης που πιθανόν δεν της άρεσε να δένεται σ’ ένα μέρος. Είχε φωτογραφηθεί σε όλα τα

μέρη του κόσμου. Μα ήταν άραγε αλήθεια ότι την είχε γνωρίσει πρόσφατα;

«Πολλά ζευγάρια αντιμετωπίζουν έναν τέτοιο προβληματισμό», αποκρίθηκε η Άννι και μέσα της

ευχήθηκε να μπορούσε να κουλουριαστεί σε μια μπάλα και να κυλήσει μακριά του.

«Δυστυχώς εμείς δεν έχουμε μεγάλη ευχέρεια επιλογής. Είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε στο

Κουμπλενστάιν και φοβούμαι ότι εκείνη δε θα θέλει κάτι τέτοιο. Αυτό θα απαιτούσε να απαρνηθεί

την εθνικότητά της».

«Ξέρετε τι λένε», σχολίασε η Άννι χωρίς πια να προσπαθεί ιδιαίτερα να κρύψει την αμερικάνικη

προφορά της. «Η αγάπη νικάει όλα τα εμπόδια».


Πώς είχε συμβεί αυτό; Μόλις πριν μερικές νύχτες ο Χανς της είχε ομολογήσει ότι δε σκόπευε να

παντρευτεί ξανά για κανέ-ναν λόγο. Ήταν αρκετά σαφής πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Τι

είχε μεσολαβήσει και του άλλαξε τόσο τα μυαλά;

Και πώς μπόρεσε η Γκρέτα να την ενθαρρύνει στο να κατέβει στο χορό τη στιγμή που ο Χανς

ετοιμαζόταν να κάνει πρόταση γάμου στην πριγκίπισσα Λίνεα; Από την άλλη μεριά βέβαια, η Γκρέτα δεν είχε δώσει υποσχέσεις στην Άννι,
ούτε της είχε πει

ακριβώς ότι ο Χανς την ήθελε στο χορό για προσωπικούς λόγους. Ίσως εκείνη να είχε παρανοήσει

ολόκληρη τη συζήτηση.

«Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέτε», είπε ο Χανς. «Γιατί εγώ δεν πίστευα πως μια τέτοια πρόταση

απαιτούσε αγάπη, μέχρι πρόσφατα. Μια πολύ σοφή γυναίκα με έκανε να το συνειδητοποιήσω».

Αυτό κατάλαβε πως ήταν μία αναφορά στο πρόσωπό της. «Όχι και τόσο σοφή».

«Συγνώμη;»

Μάζεψε όσο κουράγιο τής είχε απομείνει. «Εννοώ πως οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν την

πρόταση γάμου κάτι ρομαντικό. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία. Στην πραγματικότητα μάλιστα, ίσως

να μην είναι καθόλου σοφή κίνηση».

Ο Χανς έβαλε τα γέλια. «Ίσως να μην έχετε άδικο. Μα ο έρωτας μπορεί να έρθει απροειδοποίητα».

«Μ’ αυτό συμφωνώ απολύτως». Το στήθος της πονούσε. Η μεγάλη αίθουσα του χορού άρχιζε να

της φαίνεται μικρή και αποπνικτική.

Ευτυχώς η μουσική τελείωσε και η Άννι χειροκρότησε ευγενικά για μια στιγμή. «Με συγχωρείτε», του είπε μετά γυρίζοντας να φύγει.

Όμως ο Χανς την εμπόδισε πιάνοντάς την από το μπράτσο.

«Περιμένετε μια στιγμή, θέλω να σας κάνω τρεις ερωτήσεις και να μαντέψω την ταυτότητά σας».

Η Άννι πήρε μια μικρή ανάσα για να ελέγξει τα συναισθήμα-τά της. «Αυπάμαι, όμως υπάρχει κάτι

που πρέπει να κάνω».

«Είστε εδώ για το χορό, έτσι δεν είναι;»

Δεν ήθελε να του αποκαλύψει ποια ήταν, αν εκείνος δεν τον

είχε ήδη καταλάβει. Κάτι τέτοιο απλώς θα την ταπείνωνε ακόμα περισσότερο. Ήταν υποχρεωμένη

να παίξει το ρόλο της ως το τέλος. «Ναι, για το χορό», απάντησε και κύρτωσε τη ράχη της. «Κάνετε

τις ερωτήσεις σας».

Ο Χανς πήρε το χέρι της και την οδήγησε μακριά από την πίστα και δίπλα στις ψηλές τζαμαρίες.

«Ερώτηση πρώτη. Σας αρέσει να μένετε στο Λάσμπεργκ;»

Η Άννι ξεροκατάπιε. «Πώς ξέρετε πως μένω στο Λάσμπεργκ;»

Εκείνος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Αν δε μένετε, τότε υποθέτω πως η απάντηση είναι

όχι».

Ένας φόβος άδραξε την ψυχή της κάνοντας το δέρμα της να αναριγήσει. Ο Χανς την είχε
αναγνωρίσει! «Μ’ αρέσει, ναι».

«Α, ωραία. Επόμενη ερώτηση. Έχετε τη δυνατότητα να μείνετε καιρό; Ίσως για απεριόριστο

διάστημα;»

Ήταν βέβαιο πως την είχε αναγνωρίσει! Ήξερε ποια ήταν και ήθελε να την κρατήσει εκεί για να

φροντίζει τα παιδιά του αφού εκείνος θα παντρευόταν τη Λίνεα! Όσο κι αν η Άννι αγαπούσε την

Μπεάτα και τη Μάρτα, δεν ήταν βέβαιη αν θα μπορούσε να αντέξει τον πόνο που θα της

προκαλούσε η ζωή μέσα στο παλάτι κάτω από τέτοιες συνθήκες.

«Δεν ξέρω», είπε με μια φωνή που ακούστηκε αδύναμη σαν ψίθυρος. Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της

και απειλούσαν να πλημμυρίσουν το πρόσωπό της ρεζιλεύοντας την μπροστά του. «Παρακαλώ, συγχωρήστε με, στ' αλήθεια δεν μπορώ να
παραμείνω περισσότερο. Λυπάμαι». Γύρισε κι έφυγε

τρέχοντας από την αίθουσα χωρίς να περιμένει την απάντησή του.

Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και έτρεξε να κρυφτεί στο ήσυχο και μοναχικό καταφύγιό της. Μόλις

έκλεισε πίσω της την πόρτα του δωματίου της, πέταξε μακριά τη μάσκα και σκούπισε τα ανόητα

δάκρυα από τα μάγουλά της. Για ποιο λόγο έκλαιγε; Είχε ερωτευτεί έναν πρίγκιπα! Θα έπρεπε να

το περιμένει ότι δε θα έβγαινε τίποτε απ’ αυτό. Ήταν σαν να είχε ερωτευτεί έναν τραγουδιστή της

ροκ ή έναν κινηματογραφικό αστέρα. Ποτέ της δεν είχε κλάψει επειδή ο Μελ Γκίμπσον ανήκε σε

άλλη.

Στην πόρτα ακούστηκε ένα χτύπημα και η Άννι σκέφτηκε πως θα ήταν η Γκρέτα. Ίσως η

γραμματέας την είχε δει να φεύγει τρέχοντας και ήθελε να μάθει τι συνέβη. Πηγαίνοντας να ανοίξει

κοντοστάθηκε για λίγο στον καθρέφτη και έλεγξε την εικόνα της. Σκούπισε τη μουντζούρα από τη

μάσκαρα που είχε απλωθεί κάτω από το αριστερό της μάτι, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε.

Δεν ήταν η Γκρέτα.

Ήταν ο Χανς! Χωρίς τη μάσκα και το καπέλο.

«Δε με άφησες να κάνω την τρίτη ερώτηση», της είπε μαλακά κοιτάζοντάς τη με διαπεραστικό

βλέμμα. Η στάση του απέπνεε αυτοπεποίθηση.

«Ώστε ήξερες πως ήμουν εγώ», είπε σαν μουδιασμένη.

Εκείνος έβγαλε ένα κοφτό γέλιο. «Κανείς από τους δυο μας δεν είναι άσος στη μεταμφίεση όπως

πιστεύαμε», είπε.

Η Άννι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Άρα η επόμενη δουλειά μου δε θα είναι ηθοποιός».

«Ήλπιζα ότι δε θα υπήρχε επόμενη δουλειά για σένα».

«Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι τέτοιο τώρα», απάντησε εκείνη μ’ έναν αναστεναγμό. Ύστερα

ρουθούνισε. «Δεν πρέπει να μιλήσεις με τη Λίνεα;»

«Τη Λίνεα; Δεν την έχω δει καθόλου απόψε».

Η Άννι σάστισε. «Δεν... την έχεις δει;»


Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν και δεν την αναζήτησα ιδιαίτερα. Γιατί να θέλω να μιλήσω

μαζί της;»

«Νόμιζα... Νόμιζα...» Η σύγχυση την έκανε να μπερδέψει τα λόγια της. Η Άννι τον κοίταξε άφωνη κι

ένιωθε ότι τα σωθικά της είχαν μπλεχτεί σ’ έναν μεγάλο κόμπο. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε.

Ο Χανς ανασήκωσε το φρύδι του. «Για ποιο πράγμα;»

«Για ποια μιλούσες τότε; Ποια είναι η γυναίκα στην οποία θα έκανες πρόταση γάμου;»

Ο Χανς χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι να αγγίξει το μάγουλό της. «Εσύ ποια νομίζεις πως είναι;»

Η καρδιά της βροντοχτυπούσε αντηχώντας ως τα αυτιά της. «Μαθαίνω, αργά αλλά σταθερά, να μη

βγάζω συμπεράσματα σε ό,τι σ’ αφορά».

«Α! Μάλιστα. Τότε επίτρεψε μου να γίνω πολύ σαφής». Τα μάτια του διαπερνούσαν τα δικά της

κοιτώντας κατευθείαν στην ψυχή της. «Λέω λοιπόν, δεσποινίς Μπάριμερ... Άννι, λέω ότι είμαι

ερωτευμένος μαζί σου. Νομίζω πως σε ερωτεύτηκα από τη στιγμή που σωριάστηκες στα πόδια μου

μέσα στο βαγόνι του τρένου». Άγγιξε το πιγούνι της και γέλασε μαλακά. «Από τότε που σε είδα να

κάθεσαι μέσα σ' εκείνο το κελί της φυλακής. Από τότε που επέμεινες να σύρεις εκείνο το

ανόητο χριστουγεννιάτικο δεντράκι επάνω στο δωμάτιο των κορι-τσιών. Και πιθανόν θα σε

ερωτευτώ περισσότερο μέσα από χίλιες δυο άλλες αναποδιές που θα συμβούν στο μέλλον.

Αν βέβαια μου το επιτρέψεις».

Η Άννι δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να αρθρώσει τις λέξεις που θα μπορούσαν να

εκφράσουν τις σκέψεις που στριφογύριζαν ανακατεμένες στο μυαλό της. Πόσες φορές τον είχε

σκεφτεί, πόσες φορές δεν είχε πασχίσει να τον διώξει από το μυαλό της αγνοώντας πως ένιωθε κι

εκείνος το ίδιο; «Δεν είχα ιδέα».

Της χαμογέλασε κι αυτό της έκοψε όπως πάντα την ανάσα. «Τώρα ξέρεις. Η καρδιά μου είναι δική

σου. Λοιπόν; Τι θα κάνουμε γι’ αυτό;»

Η ψυχή της φτερούγιζε και η φωνή της έβγαινε με δυσκολία. «Ποιες είναι οι επιλογές μου;»

«Μμμ. Έτσι όπως το βλέπω εγώ, είτε με παντρεύεσαι», είπε ο Χανς κάνοντας έπειτα μια μικρή

παύση για να δώσει έμφαση στα λόγια του, «είτε επιστρέφεις στη φυλακή».

Η Άννι ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και θα γελούσε αν μπορούσε να ξαναβρεί την αναπνοή

της. «Σε παρακαλώ, μην αστειεύεσαι με κάτι τέτοιο», τον ικέτευε ενώ τα μάτια της γυάλιζαν από τα

δάκρυα.

«Δεν αστειεύομαι», της είπε με μεγάλη σοβαρότητα τώρα. «Αν και ομολογώ ότι η φυλακή δεν είναι

στ’ αλήθεια μια απ’ τις επιλογές σου».

«Μου λες λοιπόν ότι...»

«Και τώρα η τρίτη μου ερώτηση». Ο Χανς γονάτισε στο ένα του πόδι και την κοίταξε κατάματα.

«Θα μου κάνεις την τιμή να γίνεις γυναίκα μου;»


Καινούρια δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και ξεχύθηκαν στα μάγουλά της. «Είσαι βέβαιος;»

Εκείνος πλατάγισε τη γλώσσα του με προσποιητή αγανάκτηση, αλλά χαμογελούσε. «Θα συνεχίσεις

να αμφισβητείς όλα όσα κάνω;»

«Ε, η κρίση σου δεν είναι πάντα αλάνθαστη», του είπε μέσα από τα δάκρυά της.

Ο Χανς γέλασε και σηκώθηκε όρθιος. «Η κρίση μου δεν είναι πάντα αλάνθαστη; Τουλάχιστον δεν

πήγα στη φυλακή γι’ αυτό».

Η Άννι ακούμπησε τα χέρια στους γοφούς της. «Αν πήγαινες όμως, να ξέρεις ότι δε θα σ’ το

κοπανούσα μια ολόκληρη ζωή».

«Αυτό μου θυμίζει την προηγούμενη ερώτησή μου, εκείνη στην οποία δεν απάντησες. Θα μείνεις

εδώ για πάντα ή όχι;»

«Απ’ ό,τι φαίνεται θα αναγκαστώ να το κάνω, έστω και για να μπορώ να σε επαναφέρω στην τάξη».

Ο Χανς την έπιασε από τους ώμους. «Ώστε έτσι λοιπόν; Χρειάζεται να με επαναφέρεις στην τάξη;»

«Ναι», του είπε η Άννι. «Ακόμα κι αν μου πάρει μια ολόκληρη ζωή».

«Κι εσένα ποιος θα σε επαναφέρει στην τάξη;»

Εκείνη ανασήκωσε το πιγούνι της. «Ευτυχώς εγώ είμαι αρκετά ικανή να το καταφέρνω μόνη μου».

«Δεν το είχα προσέξει αυτό».

«Δώσε μου λίγο χρόνο», του είπε χαμογελώντας.

Την τράβηξε κοντά του. «Έχεις όσο χρόνο θέλεις». Το πρόσωπό του σοβάρεψε και χάιδεψε με το

δάχτυλό του το μάγουλό της. «Πριγκίπισσα».

«Θα με αποκαλούν στ’ αλήθεια έτσι;» τον ρώτησε με μια τόσο σιγανή φωνή που μόλις και

ακουγόταν. «Είναι αλήθεια όλα αυτά που συμβαίνουν; Ή μήπως είναι ένα όμορφο όνειρο;»

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τα χείλη του

αναζήτησαν τα δικά της.

Η Άννι αισθάνθηκε και πάλι να χάνεται μέσα στο φιλί του.

Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως όλα όσα γίνονταν ήταν σωστά. Λες και το τελευταίο, πιο κρίσιμο

κομμάτι του παζλ της ζωής της τελικά έμπαινε στη σωστή του θέση. Λάτρευε τα πάντα στον

Χανς κι ένιωθε πως η θέση της ήταν εκεί, μέσα στην αγκαλιά του. Χάιδεψε με τα χέρια της την

πλάτη του και ύστερα έμπλεξε τα δάχτυλά της στα απαλά μαλλιά που έπεφταν στο γιακά του.

Ήταν ερωτευμένη.

Λάτρευε τη γεύση του, τη μυρωδιά του, την αίσθηση του κορμιού του κάτω από τα εξερευνητικά

δάχτυλά της. Λάτρευε τον τρόπο που την έσφιγγε στα μπράτσα του, σαν να ήταν για κείνον το πιο

σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο. Ήταν ευλογία, η αληθινή ευτυχία που πρόσμενε σε όλη τη ζωή

της.

Και δυσκολευόταν να πιστέψει πως μια τέτοια ευτυχία ήταν τελικά δική της.
Όταν κάποια στιγμή αποτραβήχτηκαν ο ένας από τον άλλον, ο Χανς την κοίταξε στα μάτια. «Τι λες, να το πούμε τώρα στα κορίτσια;
Νομίζω πως θα ευχαριστηθούν πολύ».

«Ω, ναι! Θέλω να το πω σ’ όλο τον κόσμο», είπε η Άννι χαμογελώντας πλατιά και λάμποντας από

χαρά.

«Μην ανησυχείς. Αυτό είμαι βέβαιος ότι θα το φροντίσει ο Λέο».

Γέλασαν.

«Πάμε να το πούμε στην Μπεάτα και τη Μάρτα», είπε η Άννι που δεν έβλεπε την ώρα να δει την

αντίδραση των κοριτσιών. Ήξερε πως θα ενθουσιάζονταν με το νέο. Τις φανταζόταν ήδη ντυμένες

με επίσημα φινετσάτα φορέματα για το γάμο...

Βγήκαν μαζί από την κρεβατοκάμαρα και διέσχισαν τους όμορφους μαρμάρινους διαδρόμους που

έμελλε να γίνουν το σπιτικό της Άννι.

«Πού θα έλεγες να πάμε για το μήνα του μέλιτος;» ρώτησε ο Χανς. «Εσύ θα διαλέξεις. Σε

οποιοδήποτε μέρος του κόσμου θέλεις».

«Μάλλον κάπου που θα αρέσει και στα παιδιά», είπε η Άννι.

«Στα παιδιά...»

«Μα φυσικά. Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε εδώ μόνα τους».

«Όχι βέβαια! Θα πρέπει να βρούμε μια καινούρια νταντά».

«Α, όχι, όχι. Οι δικές μου κόρες δε θα έχουν νταντά».

«Οι δικές σου κόρες θα μεγαλώσουν σαν ‘συνηθισμένοι άνθρωποι’, σωστά;» τη ρώτησε εκείνος μ’

ένα χαμόγελο.

«Να ’σαι σίγουρος».

«Και αν αποκτήσουμε κι άλλα παιδιά;»

Ένα ρίγος τη διαπέρασε. «Το ίδιο».

Ο Χανς έγνεψε καταφατικά, αλλά με επιφύλαξη. «Θα το συζητήσουμε».

«Τι να συζητήσουμε; Όπως ξέρεις, είμαι έντονα...» Το φιλί του την ανάγκασε να αφήσει στη μέση τη

φράση της.

Αυτό το φιλί ήταν η επισφράγιση της ευτυχίας που την περίμενε μια ολόκληρη ζωή στην αγκαλιά

του Χανς και η καρδιά της Άννι πλημμύρισε από αγαλλίαση. Στο κάτω κάτω, δε συνέβαινε κάθε

μέρα να παντρεύεται ο πρίγκιπας του παραμυθιού τη Σταχτοπούτα του και να ζουν για πάντα

ευτυχισμένοι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από την Ουάσινγκτον Ποστ, 14 Φεβρουάριου Λάσμπεργκ, Κυριακή

Ο διάδοχος του βασιλικού θρόνου Λούντβιχ Γιόχαν Άμπροζ Γκέοργκ του Κουμπλνενστάιν παντρεύτηκε

σήμερα την Αμερικανίδα Αναστάζια Μπάριμερ.


Η πριγκίπισσα Αναστάζια, πρώην βιβλιοθηκάριος στο Οικοτροφείο Θηλέων του Πέντλτον της Βιρτζίνια, γνώρισε τον πρίγκιπα όταν
προσελήφθη ως καθηγήτρια αγγλικών για τις κόρες του, τις πριγκίπισσες

Μάρτα και Μπεάτα.

«Είναι η πιο ρομαντική ιστορία που άκουσα ποτέ στη ζωή μου», δήλωσε η κυρία επί των τιμών της

νύφης, Τζόι Σάιμον, στην τηλεφωνική συνέντευξη που έδωσε από το Λάσμπεργκ. «Της είχα πει πως

ένιωθα ένα προαίσθημα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά ακόμα κι εγώ ξαφνιάστηκα με την τροπή

που πήραν τα πράγματα».

Την ίδια έκπληξη δοκίμασε και ο πρώην προσωπικός σύμβουλος του πρίγκιπα, Λέοναρντ Κολμπόρ, ο

οποίος παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και άρχισε να εργάζεται πλέον στην τοπική εφημερίδα.

Η νύφη φορούσε ένα μεταξωτό νυφικό το οποίο κάποτε ανήκε στη γιαγιά της. Το δαχτυλίδι του γάμου

ήταν ένα λευκό διαμάντι δέκα καρατίων με δέσιμο από ροζ χρυσό, το οποίο έχει φορεθεί από δέκα

γενιές βασιλικών συζύγων του Κουμπλενστάιν. Τη νύφη, εκτός από την κυρία Σάιμον, συνόδευαν και οι

δύο μικρές πριγκίπισσες.

Χίλιοι πεντακόσιοι προσκεκλημένοι, συμπεριλαμβανομένης της πριγκίπισσας Λίνεα του Μπόργκνταχ, συγκεντρώθηκαν στον Καθεδρικό Ναό
του Μπόνερ για την τελετή, η οποία, με εξαίρεση το γεγονός ότι η

νύφη αρνήθηκε να δώσει την υπόσχεση να υπακούει το νέο της σύζυγο, κατά τα άλλα ήταν πολύ

παραδοσιακή.
Document Outline
Σύγχρονες Σταχτοπούτες
Η ΕΜΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΤΖΕΪΝ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΙΣΤΑΝΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΑΝΝΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

You might also like