You are on page 1of 226

Diana Hamilton

ΚΑΤΩ ΑΠ’ TO ΦΩΣ ΤΟΥ


ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Μ ετάφραση: Ευα Τσόχα

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.

Ιπποκράτους 57, 106 80 Αθήνα Τηλ.: 210. 3609 438 - 210. 3629
723

Τίτλος πρωτοτύπου:

The Italian's Trophy M istress M ills & Boon Romance © 2002 by


Diana Hamilton. All rights reserved.

© 2003 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A.B.E.E. για την


ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN
ENTERPRISES II B.V.

ΧΡΥΣΑ ΑΡΛΕΚΙΝ No. 1116 ISSN 1105-8226

Μ ετάφραση :Εΰα Τσόχα Επιμέλεια: Χριστίνα


Σιμοπούλου Διόρθωση: Λεωνίδας Κατσούδας

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του


βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε μέσο,
χωρίς την άδεια του εκδότη. Όλοι οι χαρακτήρες είναι
φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικό πρόσωπα,
που ζουν ή έχουν πεθάνει,

είναι καθαρό συμπτωματική.

Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

M ade and printed in Greece.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Λοιπόν, αγάπες μου, τα μάθατε; Ο Χένρι Κροφτ χώρισε την
τρίτη του σύζυγο και ετοιμάζεται να ξαναγίνει γαμπρός!»

Τα μάτια της λάμπουν από μοχθηρία! συλλογίστηκε η Μ πιάνκα


νιώθοντας ένα παγωμένο ρίγος στη ραχοκοκαλιά της.

Στο μεταξύ η Κλόντια Νιλ, η μικρότερη αδερφή του Τσέζαρε,


συνέχιζε να αραδιάζει τις πληροφορίες της με ένα ύφος
όλο συμπάθεια, που το διέψευδε όμως κατηγορηματικά η
λάμψη που τρεμόπαιζε στα μαύρα μάτια της.

«Φυσικά, η καημένη η Αμάντα κοντεύει να πεθάνει! Η αλήθεια


είναι ότι ζούσε στην κόψη του ξυραφιού από τότε που ο Χένρι
φωτογραφήθηκε μ’ εκείνη τη νεαρή ηθοποιό στη διανομή των
Όσκαρ. Πώς τη λένε, αλήθεια; Το όνομά της μου διαφεύγει αυτή
τη στιγμή, αλλά εσείς ξέρετε καλά σε ποια αναφέρομαι. Εκείνη τη
ζουμερή ξανθιά, με τα πλούσια μαλλιά που φτάνουν ως τη μέση
της. Παλιά τραγουδούσε και σ’ ένα ποπ συγκρότημα.

»Βέβαια η Αμάντα θα αποζημιωθεί γενναιόδωρα, δεν υπάρχει


αμφιβολία γι’ αυτό...» Ανασήκωσε με νάζι τους γυμνούς της
ώμους, που έδειχναν το ίδιο λεπτοί και φίνοι με το
ακριβό μεταξωτό φόρεμα που φορούσε.«... αλλά σίγουρα θα της
είναι δύσκολο να αποδεχτεί το γεγονός ότι την εκτόπισε από τη
ζωή του άντρα της μια στάρλετ τρίτης κατηγορίας. Από την
άλλη, όμως... τι στο καλό περίμενε; Όταν παντρεύεσαι έναν
άντρα που έχει τόσα πολλά χρήματα όσα ο Χένρι, θα πρέπει
να νιώθεις τον εαυτό σου τυχερό αν καταφέρεις να κρατηθείς
στο πλευρό του έστω και για δύο χρόνια!»

Μ ήπως περιμένει κάποια απάντηση; αναρωτήθηκε η Μ πιάνκα,


προσπαθώντας να αγνοήσει το ξαφνικό σφίξιμο που αισθάνθηκε
στο στομάχι από αηδία. Είχε κάνει πολύ άσχημα που συμφώνησε
τελικά να έρθει. Αλλά ο Τσέζαρε ήταν τόσο πειστικός...

«Λυπάμαι γι’ αυτό, ιδιαίτερα επειδή θα είναι η πρώτη μας νύχτα


μετά την επιστροφή μου στο Λονδίνο», της είχε πει. «Αλλά είναι
τα γενέθλια της αδερφής μου και της υποσχέθηκα να τα
γιορτάσουμε στο σπίτι μου. Μ όνο οι τέσσερίς μας, φυσικά. Εσύ,
εγώ, η Κλόντια και ο Αλαν. Δεν πρόκειται να μείνουν για πολύ.
Πιστεύω ότι η μπέιμπι σίτερ θα αγανακτήσει γρήγορα με τα μικρά
θηρία τους και θα τους τηλεφωνήσει να γυρίσουν. Και τότε θα
μείνουμε οι δυο μας...»

Και έτσι την είχε πείσει. Επειδή, για άλλη μια φορά, όπως
διαπίστωνε, είχε σταθεί αδύνατον να του αρνηθεί.

Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου συλλογιζόταν αυτή ακριβώς την


αδυναμία της. Ήταν κάτι που την απασχολούσε εδώ και
εβδομάδες και την είχε εξαναγκάσει να πάρει την απόφαση που θα
του ανακοίνωσε σήμερα. Ότι, δηλαδή, η σχέση που τους έδενε εδώ
και έξι μήνες θα έπρεπε να πάρει τέλος. Πριν εκείνη αφεθεί
ολότελα και κινδυνεύσει να παρασυρθεί σ’ ένα συναισθηματικό
όλεθρο. Πριν συνεχίσει μαζί του, όπως τώρα, ξέροντας ότι
σύντομα θα έφτανε αναπόφευκτα η μέρα που θα της ζητούσε ο
ίδιος να διακόψουν.

«Φυσικά...» Όλη αυτή την ώρα η Κλόντια συνέχιζε το βαρετό


μονόλογό της, χαμογελώντας από τη μια παιχνιδιάρικα
στον αφοσιωμένο σύζυγό της και απολαμβάνοντας από την
άλλη τη μαρέγκα με τις φράουλες που είχε μπροστά της. Η Μ πιάν-
κα πρόλαβε να ακούσει το τέλος του. «...εγώ δε διατρέχω αυτό τον
κίνδυνο, μια και ο Άλαν δεν είναι αρκετά πλούσιος για να με
αφήσει». Καθώς ανεβοκατέβαζε με κομψό τρόπο το κουτάλι στο
στόμα της, δεν έχανε την ευκαιρία κάθε φορά να καμαρώνει το
δαχτυλίδι με το τεράστιο ζαφείρι που της είχε χαρίσει ο Τσέζαρε
για τα γενέθλιά της. «Και, ευτυχώς, εσύ και ο Τσέζαρε ξέρετε καλά
πού στέκεστε, έτσι δεν είναι, χρυσά μου;» σχολίασε ξαφνικά μ’ ένα
ψεύτικο γελάκι, καρφώνοντας με σημασία τα σκούρα μάτια της στο
χλομό πρόσωπο της Μ πιάνκα. «Απολαμβάνετε όλα τα
πλεονεκτήματα μιας εφήμερης

σχέσης, αφήνοντας κατα μέρος τις αγγαρείες που φορτώνεται


κανείς με το γάμο».

«Αγγαρείες;» Ο Αλαν ανασήκωσε το ένα του βλέφαρο με ύφος


πληγωμένο.

«Ε, ξέρεις τώρα, κάρο», έσπευσε να διευκρινίσει η Κλόντια


κοιτάζοντας το ταβάνι. «Πληρωμές των πιστωτικών
καρτών, αναζήτηση παραδουλεύτρας, μπέιμπι σίτερ και διάφορα
άλλα τέτοια, καθώς επίσης...»

Συνέχισε να μιλάει, αλλά η Μ πιάνκα δεν την άκουγε πια. Ίσως


επειδή τα όσα έλεγε μείωναν ακόμα περισσότερο τη θέση της ως
ερωμένης του Τσέζαρε. Μ ια θέση, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν την
έκανε να νιώθει ιδιαίτερα περήφανη. Γιατί ήξερε ότι δεν ήταν παρά
το ερωτικό τρόπαιο ενός πλούσιου άντρα. Κάποια με την οποία
εκείνος κυκλοφορούσε σε συγκεκριμένα μέρη, την παρουσίαζε
μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο φιλικό κύκλο και ήταν έτοιμος να
την αντικαταστήσει χωρίς τύψεις αμέσως μόλις εμφανιζόταν στον
ορίζοντα μια νέα γοητευτική ύπαρξη που θα αποσπούσε το
ενδιαφέρον του.
Είχε γνωριστεί με τον Τσέζαρε Αντριότι λόγω της δουλειάς της. Η
εταιρεία δημοσίων σχέσεων στην οποία εργαζόταν εκείνη είχε
αναλάβει την οργάνωση των εγκαινίων του τελευταίου
αποκτήματος από την αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων που ανήκε
στην οικογένειά του.

Νιώσαμε μια δύναμη να μας σπρώχνει τον έναν στον άλλο από
την πρώτη στιγμή που κοιταχτήκαμε, συλλογίστηκε, αγνοώντας τα
τρυφερά πειράγματα που είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν η
Κλόντια και ο άντρας της. Υπέκυψα σ’ αυτή τη δύναμη... παρ’ όλο
που ήξερα ότι έκανα κάτι επικίνδυνο, το οποίο δε θα με οδηγούσε
πουθενά. Ως τότε το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η καριέρα μου.
Αυτή με γέμιζε τόσο, που δε μου άφηνε ποτέ το χρόνο να
ονειρευτώ ένα γάμο, μια οικογένεια, παιδιά... Ίσως επειδή ήξερα
ότι δε θα κατάφερνα ποτέ να τα συνδυάσω με τις ατέλειωτες ώρες
δουλειάς... αλλά και με τις προσωπικές υποχρεώσεις που έχω.

Από την άλλη... Πόσες φορές είχε επαναλάβει στον εαυτό της ότι
ο Τσέζαρε Αντριότι ήταν από τους άντρες που κατά βάθος
περιφρονούσε; Αμέτρητες. Και δικαιολογημένα. Εκείνος, όντας
πλούσιος πέρα από κάθε φαντασία, απαράδεκτα όμορφος, με όλη
τη γοητεία του Λατίνου εραστή συγκεντρωμένη στο πρόσωπό του,
αλλά και μ’ ένα αδιόρατο ύφος υπεροψίας στη γοητευτική έκφρασή
του που ξετρέλαινε τις γυναίκες, αποτελούσε χαρακτηριστικό
δείγμα του άντρα που μπορούσε να έχει τα πάντα. Μ εταξύ όλων
των άλλων... και ερωμένες. Τις οποίες θεωρούσε ότι είχε κάθε
δικαίωμα να γεμίζει με δώρα, αλλά και να τις ξαποστέλνει όποτε
του άρεσε. Μ ε στυλ φυσικά και κομψότητα. Όπως του άξιζε.

Γι' αυτό στην αρχή η ίδια είχε βάλει τα δυνατά της να τον κρατήσει
σε απόσταση. Τουλάχιστον αυτό είχε υποσχεθεί στον εαυτό της.
Αλλά ένα μήνα μετά την πρώτη γνωριμία τους, τον ακολούθησε
στο κρεβάτι. Επειδή απλούστατα της ήταν αδύνατον να
συγκρατηθεί. Εκείνος είχε καταφέρει να ανατρέψει όλες τις
αντιρρήσεις της. Ηθικές, πρακτικές και λογικές.

Ακόμα και τώρα την παρατηρούσε επίμονα. Ένιωθε τα γκρίζα


μάτια του να βαραίνουν πάνω της από την πρώτη στιγμή που η
αδερφή του είχε αναφερθεί στην προσωρινή τους σχέση.

Αλλά δε στράφηκε να τον κοιτάξει. Αρνήθηκε να συναντήσει αυτό


το αισθησιακό, θολό βλέμμα που την έκανε να λιώνει κάθε φορά
που βυθιζόταν στο δικό της. Όπως αρνιόταν επίσης να αντικρίσει
το ερωτικό, πλούσιο στόμα και το ψηλόλιγνο προκλητικό κορμί
του. Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα ήταν χαμένη. Επειδή αυτόματα θα
την πλημμύριζε η ανάγκη να γείρει πάνω του και να γίνει ένα μαζί
του.

«Θα μπορούσα να σας ζητήσω μια χάρη, σερ... θέλω να πω...


Τσέζαρε;»

Τον καημένο τον Αλαν!

Η Μ πιάνκα δεν μπόρεσε παρά να νιώσει απέραντη συμπάθεια για


τον άντρα της Κλόντια, ο οποίος, από απλός διευθυντής
οικονομικών του υποκαταστήματος της εταιρείας στην Αγγλία,
είχε βρεθεί ερωτευμένος με την αδερφή του αφεντικού και
γαμπρός του. Χωρίς ωστόσο να μπορεί να ξεπεράσει το δέος του
για τον επικεφαλής της επιχείρησης.

Και με το δίκιο του. Στα τριάντα τέσσερά του χρόνια, ο Τσέζαρε,


έχοντας αναλάβει ο ίδιος τη διεύθυνση της οικογενειακής
αυτοκρατορίας μετά την αποχώρηση του πατέρα του, ενέπνεε δέος
και σεβασμό σε όλους γύρω του.

Και ο καημένος ο Άλαν δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα,


μόνο και μόνο επειδή είχε γίνει συγγενής του.

«Θα... θα ήταν δυνατόν να μας διαθέσετε για ένα ταξίδι το τζετ


της εταιρείας στις αρχές Αυγούστου; Ξέρω ότι είναι μεγόιλη η
χάρη που σας ζητώ, αλλά φοβάμαι ότι τα δίδυμα θα αποτελούσαν
πραγματικό εφιάλτη σε μια κανονική πτήση. Θα ενοχλούσαν όλο
τον κόσμο και δε θα έκλειναν το στόμα τους. Αντιλαμβάνεστε τι
έξαψη καταλαμβάνει τα τρίχρονα αγόρια σε τέτοιες περιπτώσεις».
Έσπρωξε προς τα πίσω με φανερή αμηχανία τα πλούσια
ανοιχτόχρωμα μαλλιά του και προσπάθησε να αστειευτεί. «Δε θα
τολμούσα να υποβάλω αθώους ανθρώπους, οι οποίοι θα είχαν
πληρώσει κανονικά το εισιτήριό τους, στη δοκιμασία να υποστούν
τα παιδιά μου».

Στο σημείο εκείνο, όμως, επενέβη η Κλόντια, φανερά ενοχλημένη.


«Αγάπη μου, σταμάτα την πολυλογία», συνέστησε στον άντρα της,
απλώνοντας στο μανίκι του το ντελικάτο χέρι της, όπου άστραφτε
το εντυπωσιακό και πανάκριβο δώρο των γενεθλίων της.
«Ασφαλώς και ο Τσέζαρε δεν έχει καμία αντίρρηση». Στράφηκε
προς το μέρος του αδερφού της, τρεμοπαίζοντας παιχνιδιάρικα τις
μακριές βλεφαρίδες της. «Η μάμα και ο πάπα επιμένουν να
πάρουμε τον Αύγουστο στην Καλαβρία και τα παιδιά για να
γιορτάσουμε όλοι μαζί την επέτειο του γάμου τους. Είμαι σίγουρη
ότι θα σε έχουν ήδη ενημερώσει! Οπότε, αν σε βολεύει, θα
ταξιδέψουμε μαζί σου. Διαφορετικά θα κανονίσεις
να χρησιμοποιήσουμε το Λίαρ, έτσι δεν είναι, γλυκέ μου;»

Η Μ πιάνκα σκέπασε με την παλάμη το ποτήρι της μόλις είδε με


την άκρη του ματιού της τον Τσέζαρε έτοιμο να της το ξαναγεμίσει
με κρασί. Το έκανε χωρίς να τον κοιτάξει, έχοντας στο πρόσωπό
της το ίδιο πάντα αδιόρατο χαμόγελο, πίσω από το οποίο κρυβόταν
απέραντη πλήξη.

Επειδή, φυσικά, δεν την ενδιέφεραν καθόλου τα εσωτερικά θέματα


της οικογένειας. Ούτε το ότι ήταν προφανές πως η Κλόντια έπαιζε
το μεγάλο της αδερφό στο μικρό της δαχτυλάκι!

Αλλωστε ήταν θέματα που δεν την αφορούσαν. Γιατί η δική της
παρουσία δε συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτή την οικογενειακή
συγκέντρωση. Μ ε την αδερφή και το γαμπρό του Τσέζαρε είχε ήδη
συναντηθεί σε μια δυο κοινωνικές εκδηλώ-

σεις, γι’ αυτό και ο οικοδεσπότης είχε αποφασίσει να την καλέσει


απόψε σ’ αυτή τη μικρή γιορτή. Αλλοι η διάθεσή του να τη φέρει
σε επαφή με τους δικούς του σταματούσε εκεί. Στο τέλος τέλος, το
ότι τη θεωρούσε πολύτιμη για τις νύχτες του, δε σήμαινε ότι την
έβρισκε και άξια για να γνωρίσει τους γονείς του.

Ή τα ανίψια του. Η Μ πιάνκα άκουγε συχνά τρυφερά παράπονα γι’


αυτούς τους δίδυμους αξιολάτρευτους μπόμπιρες, που, όμως, δεν
είχε δει ποτέ.

Βέβαια η κατάσταση με τον Τσέζαρε ήταν ξεκαθαρισμένη από την


αρχή. Είχε φροντίσει να την ξεκαθαρίσει ο ίδιος, παίρνοντας
αφορμή από μια δική της δήλωση, η οποία αφορούσε την αρνητική
της διάθεση απέναντι στις μακρόχρονες δεσμεύσεις. «Συμφωνώ
απόλυτα μαζί σου», την είχε διαβε-βαιώσει εκείνος. «Γι’ αυτό και
δεν έχω κανένα σκοπό να παντρευτώ. Ευτυχώς, η αδερφή μου
φρόντισε ήδη τη συνέχεια της οικογένειας, τροφοδοτώντας τη με
δύο υγιέστατους αρσενικούς απογόνους. Γι’ αυτό και η σχέση μας
με εξυπηρετεί απόλυτα», είχε προσθέσει, διαπερνώντας τη με το
λάγνο, θολό, αισθησιακό του βλέμμα, που έκανε πάντα τα σωθικά
της να τρεμουλιάζουν.

Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής, αναγνώρισε κουρασμένα,


σηκώνοντας αφηρημένα τα μάτια στο σερβιτόρο της πανάκριβης
εταιρείας κέτερινγκ που χρησιμοποιούσε πάντα ο Τσέζαρε όποτε
καλούσε κόσμο στο διαμέρισμα που διατηρούσε στο Λονδίνο.

Καθώς έπινε μηχανικά τον καφέ που σέρβιρε εκείνος,


συλλογίστηκε ότι πολλοί άντρες με την οικονομική επιφάνεια του
Τσέζαρε φέρονταν ακριβώς όπως εκείνος. Συχνά
μάλιστα παντρεύονταν και χώριζαν με αστραπιαία ταχύτητα,
την οποία στην αρχή της γνωριμίας της μαζί του την έβρισκε και η
ίδια εντελώς φυσική.

Αλλά όχι τώρα πια. Γιατί στο μεταξύ η κατάσταση ανάμεσά τους
είχε αλλάξει. Επειδή ο Τσέζαρε είχε αρχίσει να της
ζητάει πράγματα που η ίδια δεν τολμούσε να του δώσει.

Γι’ αυτό και έκρινε ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή να


διακόψει μαζί του. Ξεκάθαρα και αποφασιστικά. Να σφραγίσει την
καρδιά της και να πάψει να λαχταράει πράγματα που

δε θα αποκτούσε ποτέ. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν πριν από μερικούς


μήνες ούτε καν της περνούσαν από το μυαλό. Και ούτε είχε
φανταστεί ότι θα έφτανε ποτέ να τα συλλογίζεται και να τα
επιθυμεί με τέτοια ένταση.

Η Μ πιάνκα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει.

«Πέρασα πολύ όμορφα, αλλά θα πρέπει να πηγαίνω», ανακοίνωσε


χαμηλόφωνα, αφήνοντας τη λινή πετσέτα της δίπλα στο
πανέμορφο, από βενετσιάνικη πορσελάνη, φλιτζάνι του καφέ.
«Κλόντια, σου εύχομαι και πόϊλι να τα εκατοστίσεις.
Όχι, παρακαλώ, μην ενοχλείσαι», είπε με ήσυχη φωνή στον
Αλαν, καθώς τον είδε να σηκώνεται ευγενικά. «Ελπίζω να
περάσετε το ίδιο ευχάριστα και την υπόλοιπη βραδιά σας».
Κατευθύνθηκε προς την έξοδο γεμάτη χάρη. Ήρεμα, με βήμα αργό
και λικνιστικό, διατηρώντας μόνιμα στο πρόσωπό της το ίδιο
γοητευτικό, αχνό χαμόγελο.

Ο Τσέζαρε την ακολούθησε. Εκείνη το ήξερε πως θα το έκανε. Στ’


αυτιά της έφτασε το ελαφρύ σύρσιμο της καρέκλας του προς τα
πίσω. Ο ήχος της βελούδινης φωνής του, καθώς εκείνος
μουρμούριζε κάποιες απολογητικές κουβέντες στην Κλόντια και
τον άντρα της, της προκάλεσε έναν έντονο σπασμό στο στομάχι.

Αλλά δεν το έδειξε. Αντίθετα. Μ πήκε στο συνεχόμενο δωμάτιο —


που ήταν ένα εντυπωσιακό σαλόνι — με το κεφάλι ψηλά και
σχημάτισε γρήγορα και με δάχτυλα που έτρεμαν στο κινητό της το
νούμερο της εταιρείας ταξί που την εξυπηρετούσε συνήθως.
Ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε το τηλέφωνο, αισθάνθηκε τον
Τσέζαρε πίσω της.

«Κάρα μία, τι συμβαίνει;» της ψιθύρισε παραπονιάρικα


απλώνοντας τα χέρια στους ώμους της. «Θα έμενες μαζί μου
απόψε. Μ η φύγεις. Έχουμε τρεις εβδομάδες να βρεθούμε μαζί. Κι
εγώ υποφέρω».

Δεν έγειρε προς το μέρος του. Παρέμεινε ευθυτενής, παρ' όλο που
ο σέξι τόνος της φωνής του τη γέμισε λαχτάρα και η πίεση των
χεριών του έκανε τη σάρκα της να πάρει φωτιά. Το μόνο που
ήθελε ήταν να χωθεί στην αγκαλιά του, να πάρει στα χέρια της το
όμορφο, περήφανο κεφάλι του, να γλιστρήσει τα δάχτυλά της μέσα
στα πλούσια μαύρα μαλλιά του και να παραδοθεί στο πάθος του
φιλιού του.

Αλλά, κατανικώντας αυτή την επικίνδυνη παρόρμηση, τραβήχτηκε


μακριά του. Και έκλεισε ταυτόχρονα σφιχτά τα μάτια της για να
εμποδίσει τα δάκρυα που αισθάνθηκε να τσούζουν τα βλέφαρά της
να κυλήσουν ελεύθερα. Ο Τσέζαρε αναρωτιόταν τι στο καλό
πήγαινε στραβά.

Αν ήταν ειλικρινής, θα του απαντούσε: Τα πάντα! Η απουσία κάθε


δέσμευσης μεταξύ τους είχε καταφέρει να μετατρέψει την
ανάλαφρη περιπέτειά τους σε μια σκοτεινή και απειλητική ιστορία.
Τουλάχιστον για την ίδια.

Είχε αρχίσει να δένεται απελπισμένα μαζί του. Μ ε αποτέλεσμα να


νιώθει θυμωμένη και πληγωμένη κάθε φορά που εκείνος ακύρωνε
κάποιο ραντεβού τους. Τον συλλογιζόταν αδιάκοπα,
δυσκολευόταν να ξεπεράσει τον πόνο της έλλειψής του όποτε οι
δουλειές του τον κρατούσαν μακριά από το Λονδίνο. Και είχε τα
αυτιά της μόνιμα τεντωμένα για να ακούσει το τηλέφωνο, με την
ελπίδα ότι θα ήταν ο Τσέζαρε.

Αυτός ο έρωτας που την είχε κατακλύσει γινόταν όλο και πιο
καταστροφικός. Μ όνο που δεν μπορούσε να του το πει. Σε καμία
περίπτωση.

Γιατί, απλούστατα, ο έρωτας δεν αποτελούσε μέρος της συμφωνίας


τους.
Εκείνος την ανάγκασε, με μια από τις ανάλαφρες, επιδέξιες
κινήσεις του, να πάρει στροφή και να γυρίσει προς το μέρος του. Η
ερεθιστική, πιπεράτη μυρωδιά του την τύλιξε στη στιγμή,
πνίγοντας στο λαιμό της τις λέξεις που ήθελε να του πει.

«Μ είνε. Σε χρειάζομαι. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τη


δουλειά σου ή οτιδήποτε άλλο, θα το αναλάβω εγώ», της είπε ο
Τσέζαρε χαδιάρικα.

Την ανάγκασε να τον κοιτάξει, πιάνοντας ελαφρά με τα δάχτυλά


του το πιγούνι της. Η Μ πιάνκα συνάντησε απρόθυμα τα
αινιγματικά, γκρίζα μάτια του, που στραφτάλιζαν παράξενα κάτω
από τις σκούρες, μακριές βλεφαρίδες και στη συνέχεια χάιδεψε
βιαστικά με το βλέμμα τα ψηλά, περήφανα ζυγωματικά, την ίσια
αριστοκρατική μύτη και το αυστηρό αλλά γεμάτο πάθος στόμα.
Ήταν τόσο όμορφος, που έκανε την καρδιά της να λιώνει.

Αλλά η αλαζονική πρότασή του τη βοήθησε να συνέλθει.

Αυτή η αυταπάτη του, να πιστεύει ότι ήταν σε θέση να λύνει


αυτόματα όλα τα προβλήματα, την έφερνε σχεδόν στα όρια της
υστερίας. Γιατί το δικό της το πρόβλημα δεν είχε σχέση με τον
πλούτο ή τη δύναμη. Αλλά αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το
σφιχτοδεμένο, ψηλό κορμί του, το αισθησιακό του στόμα, το
δυναμισμό και την προσωπικότητά του.

«Λυπάμαι, είναι αδύνατον», του αποκρίθηκε με χείλη μουδιασμένα


από τη λαχτάρα τους να ενωθούν με τα δικά του.
«Μ α γιατί; Νόμιζα ότι ήταν κανονισμένο», διαμαρτυρήθηκε
μαλακά ο Τσέζαρε. Και, αφού διέγραψε ελαφριά με τα δάχτυλα το
περίγραμμα του πιγουνιού της, έγειρε από πάνω της.

Θα με φιλήσει! συλλογίστηκε πανικόβλητη. Και τότε τραβήχτηκε


προς τα πίσω. Αρνούμενη να διακινδυνεύσει το ενδεχόμενο να
υποχωρήσει στη θέλησή του. Ζαλισμένη από τη γοητεία του που τη
μεθούσε σαν γλυκό κρασί.

Μ ονάχα το ένστικτό της τη βοήθησε να αποφύγει τον κίνδυνο.


Αποφασισμένη να το υπακούσει μέχρι το τέλος, άφησε τα λόγια
που έκαναν την καρδιά της να ματώνει να πάρουν το δρόμο για τα
χείλη της. Ήξερε ότι εκείνος θα τα δεχόταν με μια δυο κουβέντες
προσποιητής στενοχώριας. Ούτε που θα του περνούσε από το
μυαλό να της ζητήσει να το ξανασκε-φτεί. Η περηφάνια του δε θα
του το επέτρεπε. Από τη στιγμή που η ίδια θα ξεστόμιζε τις λέξεις
που ασφυκτιούσαν κόπτω από τη γλώσσα της και ανυπομονούσαν
να ελευθερωθούν, δε θα υπήρχε πια γυρισμός.

Πήρε βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια.

«Τελειώσαμε, Τσέζαρε. Δεν πρόκειται να σε ξαναδώ».

Να που είχε κάνει επιτέλους τη δήλωση που θα της επέτρεπε να


διατηρήσει κάποιον αυτοσεβασμό και θα την έσωζε από την
ανεπανόρθωτη καταστροφή. Τα λόγια της έπεσαν ανάμεσά τους
σαν πέτρες και γέμισαν την ατμόσφαιρα με ένταση. Κυρίως από
την πλευρά εκείνου.
Όχι, δεν μπορεί να με αφήσει! Δε θα της το επιτρέψω!

Ήταν η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό. Το πιγούνι του
σκλήρυνε και αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλο του
τον αυτοέλεγχο για να μην τρίξει τα δόντια από τη μεγάλη
του αγανάκτηση.

Σε μια προσπάθεια να συνέλθει, έκλεισε για ένα δευτερόλε-

ttto τα μάτια του και υστέρα τα άνοιξε ξανά. Το πρώτο πράγμα που
αντίκρισε ήταν το πρόσωπό της. Όμορφο. Ελαφρά εξωτικό. Μ ε
δέρμα κατάλευκο και δυο υπεροχα κεχριμπαρένια μάτια που
έλαμπαν σαν πολύτιμες πέτρες κάτω από τις πυκνές, μαύρες
βλεφαρίδες. Εκείνο, όμως, που τον τρέλαινε κυρίως ήταν το στόμα
της. Αισθησιακό, ερωτικό, πλούσιο και γεμάτο χυμούς. Θα
μπορούσε να σκοτώσει γι’ αυτό το στόμα κι αυτό το αγαλματένιο
ψηλόλιγνο κορμί, που απόψε κρυβόταν κάτω από τα μεταξωτά
ρούχα.

Παρά το τρέμουλό που εμφανίστηκε στα χείλη της όταν εκείνος,


αγνοώντας τη δήλωσή της, χάιδεψε ανάλαφρα τα χείλη της με τα
δικά του και πήρε ταυτόχρονα στις χούφτες του τα απαλά της
στήθη, το βλέμμα της διατήρησε την απο-φασιστικότητά του.

Ήταν φανερό ότι τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει ν’ αλλάξει


γνώμη. Αυτή την κρίση στη σχέση τους την είχε αντιληφθεί κι
εκείνος. Τις τελευταίες εβδομάδες τον κατέτρωγε η ανησυχία για
το πώς πήγαιναν τα πράγματα ανάμεσά τους. Ίσως να την είχε
προκαλέσει η επίμονη άρνησή της να εγκατασταθεί στο διαμέρισμά
του, να δεχτεί τα πλούσια δώρα του, να τον προσκαλέσει στο δικό
της σπίτι ή να απαντήσει στις ερωτήσεις του σχετικά με τα παιδικά
της χρόνια, την οικογέ-νειά της και τα όνειρα που έτρεφε για το
μέλλον.

'Επειτα από μια σχέση έξι μηνών, εξακολουθούσε να ξέρει για την
Μ πιάνκα τα λίγα που είχε μάθει την ημέρα που

γνωρίστηκαν.

Αν και τότε το μόνο που τον απασχολούσε —όπως αναγνώρισε με


ειλικρίνεια— ήταν να τη ρίξει στο κρεβάτι. Γιατί, παρά τα άφθονα
κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν με αντικείμενο τον ίδιο, η
ερωτική του ζωή δεν ήταν τόσο πλούσια όσο ήθελαν οι άλλοι να
πιστεύουν. Και ακόμα και τις φορές που υπήρχε κάποια γυναίκα
στη ζωή του, το μόνο που τον έδενε μαζί της ήταν το

σεξ. Γυμνό από κάθε συναίσθημα.

Αλλά με την Μ πιάνκα ήταν διαφορετικά. Μ ήπως είναι το


μυστήριο που την περιβάλλει αυτό που την κάνει
αλλιώτικη; αναρωτήθηκε γεμάτος νευρικότητα. Αλλά δεν μπόρεσε
να βρει την απάντηση. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι πρώτη φορά

αισθανόταν έτσι για μια γυναίκα. Αυτόν το δυνατό πόνο που


ένιώθε στο ενδεχόμενο να τη χάσει.
Και τότε το έκανε. Μ ε μοναδικό σκοπό να την κρατήσει κοντά του
τουλάχιστον για άλλο ένα βράδυ. Και να μοιραστεί μαζί της τη
μαγεία του ε'ρωτά τους.

Δεν την άγγιξε. Αντίθετα, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του


παντελονιού του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Παντρέψου με, Μ πιάνκα», της είπε ήρεμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Να τον παντρευτεί!

Ήταν τέτοιο το σοκ, που αισθάνθηκε την καρδιά της να κλοτσάει


ξέφρενα. Αλλά ο ερχομός του Ντέντον, του άντρα καμαριέρη του
Τσέζαρε, τη βοήθησε να προσγειωθεί και να εγκαταλείψει τη
φαντασίωση στην οποία την είχαν ήδη παρασύρει τα λόγια του.

«Το ταξί σας έφτασε, δεσποινίς Τζέι».

Έξι απλές λέξεις, διατυπωμένες με την ελαφρά λαϊκή προφορά του


Ντέντον, της έδωσαν τη δύναμη να ξεφύγει από την παραλυτική
κατάσταση που την κρατούσε ακίνητη σαν άγαλμα.

Κάτω από το ανέκφραστο βλέμμα του καμαριέρη, χαμογέλασε


ευγενικά, ευχαρίστησε για την όμορφη βραδιά και, απο-φεύγοντας
το βλέμμα του Τσέζαρε, είπε αντίο.
Βγήκε από το δωμάτιο με βήμα σταθερό, παρ’ όλο που άφηνε πίσω
της το μοναδικό άντρα που αγαπούσε με πάθος ασυγκράτητο. Και
με απόλυτη επίγνωση ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε αντιμετωπίσει
την πρότασή του είχε δώσει το τελειωτικό χτύπημα στη σχέση
τους.

Καθώς το ταξί κατευθυνόταν προς το Χάμστεντ, κρατούσε τα


μάτια της κλειστά για να εμποδίσει τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να
κυλήσουν στα μάγουλά της. Όχι, δεν επρόκειτο να κλάψει. Δε θα
επέτρεπε στον εαυτό της αυτή την πολυτέλεια, αλλά ούτε και θα
τον άφηνε να πάρει στα σοβαρά την πρόταση του Τσέζαρε.

Γιατί ήξερε ότι το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε εκείνος

ήταν μια μόνιμη σχέση. Της το είχε επαναλάβει αμέτρητες φορές.

Αλλά τότε... Τι σκοπό είχε αυτή η πρόταση γάμου που της έκανε
τόσο αναπάντεχα;

Νιώθοντας το στομάχι της να δένεται σε κόμπους, πίεσε τον εαυτό


της να δει τα πράγματα καθαρά, όπως ακριβώς ήταν.

Το πιο πιθανό είναι ότι δε σε βαρέθηκε ακόμα, σκέφτηκε. Από


άποψη καθαρά σεξουαλική, της επισήμανε ωμά μια φωνή μέσα της.
Ούτε και τον κούρασαν ως τώρα οι γεμάτες πάθος νύχτες σας. Γι'
αυτό μάλλον και συνέχισε να ανέχεται τις επίμονες αρνήσεις σου
να μείνεις μαζί του ως το πρωί... Τις φορές που τον εγκατέλειψες
πριν φέξει και, ολομόναχη μ' ένα ταξί, γυρνούσες στο σπίτι που
ζεις με τη μητέρα σου. Ίσως, μάλιστα, ακριβώς αυτή η έλλειψη
ρουτίνας να κράτησε ζωηρό το ενδιαφέρον του στο πρόσωπό σου!

Μ ε αποτέλεσμα να καταλήξουν στην απρόβλεπτη πρότασή του! Η


οποία, φυσικά, δε σήμαινε τίποτα το ιδιαίτερο. Απλώς ο Τσέζαρε
θα έμενε παντρεμένος μαζί της όσο του άρεσε. Και ύστερα θα της
ζητούσε διαζύγιο, δίνοντάς της για αντάλλαγμα μια πλούσια
διατροφή.

Αυτή η τακτική θεωρούνταν κάτι ολότελα φυσικό στους σοφιστικέ


κύκλους που κινιόταν εκείνος.

Αλλά τώρα όλα τέλειωσαν, καθησύχασε νοερά τον εαυτό της


καθώς το ταξί έστριβε στο δρόμο που βρισκόταν το σπίτι της.

Το μοναδικό λογικό πράγμα που έχω πια να κάνω είναι να τον


ξεχάσω και να συγκεντρωθώ στα μεγάλα και δύσκολα προβλήματά
μου.

Καθώς πλήρωνε τον οδηγό, το μυαλό της ταξίδευε στη θεία Τζιν
που είχε έρθει για να συμπαρασταθεί στην αδερφή της.

Βγήκε στο πεζοδρόμιο νιώθοντας την καρδιά της να ξεχειλί-, ζει


ευγνωμοσύνη. Αν δε δεχόταν η θεία της να τη βοηθήσει, δε θα
είχε καταφέρει απόψε να παρευρεθεί στα γενέθλια της Κλόντια.

Και να δώσει ένα οριστικό τέλος στη σχέση της με τον Τσέζαρε.
Και να ’ταν μόνο αυτό... Χωρίς την υπόσχεση της θείας Τζιν πως
θα πρόσεχε τη μικρή της αδερφή, η Μ πιάνκα θα
ήταν υποχρεωμένη να τηλεφωνήσει στην προϊσταμένη της, τη
Στά-

ζια, και να ζητήσει άδεια άνευ αποδοχών, για όσον καιρό θα


διαρκουσαν τα προβλήματα με τη μητέρα της.

Βγήκε στο πεζοδρόμιο και, μέσα στο ζεστό, μαγιάτικο νυχτερινό


αεράκι, ανασήκωσε το βλέμμα προς το κομψό σπίτι με την άσπρη
εξώπορτα και τα φαρδιά σκαλοπάτια. Τα μεγάλα ξύλινα κουτιά έξω
από τα φαρδιά παράθυρα με τις αέρινες, ακριβές κουρτίνες ήταν
άδεια, μια και η ίδια δεν είχε βρει τον καιρό να φυτέψει μέσα τους
λουλούδια. Ολόκληρη η εικόνα που αντίκριζε έδινε την εντύπωση
μιας άνετης, αξιοπρεπούς ζωής. Ωστόσο ήταν μια εικόνα απατηλή,
εντελώς ψεύτικη.

Ετοιμάστηκε να ανέβει τη σκάλα, όταν είδε ξαφνικά την πόρτα του


σπιτιού της να ανοίγει διάπλατα και να πετιέται έξω ένας νεαρός
μισόγυμνος, με ωραίο, σφιχτό κορμί.

Πριν προλάβει να συνέλθει από το σοκ, είδε τη μητέρα της να


προβάλλει στο κατώφλι και να εκσφενδονίζει στα σκαλοπάτια τα
υπόλοιπα ρούχα του νεαρού, περιλούζοντάς τον ταυτόχρονα μ’
ένα υβρεολόγιο απαράδεκτο για κυρία.

«Τι φαντάστηκες πως ήμουν, παλιοαλήτη; Καμιά απελπισμένη; Και


άκου...» Η φωνή της χαμήλωσε κι έγινε σαρκαστική. «Θα σου
δώσω μια συμβουλή. Αν αποφασίσεις να ξανα-πουλήσεις τις χάρες
σου, φρόντισε τουλάχιστον να κάνεις προηγουμένως κανένα
μπάνιο!»

Αγνοώντας το νεαρό που μάζευε βιαστικά τα ρούχα του από τις


σκάλες, η Μ πιάνκα κατευθύνθηκε βιαστικά προς το μέρος της
μητέρας της.

Η Έλεν ΤζεΊ την υποδέχτηκε με χαρακτηριστικά παραμορφωμένα


από την οργή και την ταπείνωση που ένιωθε, σφίγγοντας νευρικά
γύρω από το αδύνατο σώμα της τη διάφανη και εντελώς
ασυμβίβαστη με την ηλικία της τολμηρή ρόμπα που φορούσε.

Η Μ πιάνκα μόλις που κατάφερε να συγκροτήσει τα δάκρυά της


καθώς το βλέμμα της διέτρεχε βιαστικά τα γκρίζα μαλλιά της
μητέρας της, η οποία κάποτε ήταν μια πραγματική καλλονή, ενώ
τώρα προσπαθούσε να κρύψει τα σημάδια του χρόνου κάτω από
τόνους μεϊκάπ.

Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι εκείνη ήταν που όφειλε να δείχνει


δυνατή σ' αυτή την ασυνήθιστη σχέση μητέρας και
κόρης, προσπάθησε να χαμογελάσει, τάχα με χιούμορ, κρύβοντας

βαθιά μέσα της την απόγνωση, τον πόνο και την απελπισία. Γιατί
μόλις πριν από δύο εβδομάδες η μητέρα της είχε βρεθεί στο
νοσοκομείο, στα πρόθυρα του θανάτου. Επειδή «είχε ξεχάσει» —
όπως δικαιολογήθηκε η ίδια η Έλεν αργότερα— ότι είχε πιει τόσο
αλκοόλ, που θα ήταν καθαρή τρέλα να πάρει όλα αυτά τα
ηρεμιστικά που κατάπιε στη συνέχεια με σκοπό να κοιμηθεί.

Φυσικά όλα αυτά δεν ήταν παρά παιδιάστικες δικαιολογίες-


δικαιολογίες μιας γυναίκας η οποία, στα πενήντα της χρόνια και
χωρίς μια σταθερή αντρική παρουσία στο πλευρό της, ένιωθε
ελάχιστη αυτοεκτίμηση και δεν είχε τον παραμικρό σεβασμό για τη
ζωή της.

Φτάνοντας δίπλα της, η Μ πιάνκα την έπιασε απαλά από το


μπράτσο, την παρέσυρε μαλακά μέσα στο χολ και έκλεισε πίσω
τους την πόρτα.

«Αχ, Έλεν, όχι...» μουρμούρισε με απόγνωση καθώς είδε τη


μητέρα της να ξεσπάει σε λυγμούς μέσα στην αγκαλιά της.

Αλλά τα λόγια της δεν κατάφεραν να σταματήσουν το γοερό


ξέσπασμα της Έλεν Τζέι.

«Να σκεφτείς πως αυτό το κάθαρμα ήταν επαγγελματίας ζιγκολό!»


αναφώνησε ανάμεσα στα αναφιλητά της η μητέρα της. «Δεν είναι
τρομερό; Μ ου ζήτησε να τον πληρώσω!»

«Τότε θα πρέπει να είναι τυφλός ή εντελώς βλάκας!» σχολίασε


ανάλαφρα η Μ πιάνκα, ξέροντας ότι μονάχα μια τέτοιου είδους
απάντηση θα μπορούσε να παρηγορήσει τον τραυματισμένο
εγωισμό της μητέρας της. «Έφυγα με την εντύπωση ότι εσύ και η
Τζιν θα βλέπατε τηλεόραση και θα πέφτατε για ύπνο νωρίς»,
πρόσθεσε στη συνέχεια στον ίδιο τόνο, καθώς σκούπιζε το
πασαλειμμένο από τη μάσκαρα πρόσωπο της Έλεν με ένα από τα
μυρωδάτα χαρτομάντιλα που έβγαλε από την τσάντα της.

«Ναι, αλλά το πρόγραμμα που μας σύστησες είχε τα χάλια του και
η Τζιν αποφάσισε να ανέβει για ύπνο», δικαιολογήθηκε αμέσως η
Έλεν, ξεχνώντας προς στιγμήν την προσβολή που της έκανε ο
νεαρός. «Αλλωστε, ξέρεις τώρα, αγάπη μου. Η Τζιν είναι καλή,
αλλά βαρετή μέχρι θανάτου. Τα μόνα που έχει να κουβεντιάσει
κανείς μαζί της αφορούν το πλέξιμο και τη μαγειρική. Ασε που
επιμένει να με μεταχειρίζεται σαν μωρό! Αχ,

αγάπη μου, ξέρω πως θέλεις το καλό μου, αλλά δεν άντεχα να
μείνω μέσα. Ήθελα απεγνωσμένα ένα ποτό και, μια και σ’ αυτό το
σπίτι δεν υπάρχει ούτε σταγόνα, σκέφτηκα να βγω μια μικρή
βόλτα».

Και έτσι προέκυψε ο ζιγκολό, σκέφτηκε με βουβή απελπισία η


Μ πιάνκα.

Αλλά πώς μπορώ να την κατηγορήσω; Συνηθισμένη καθώς ήταν


παλιά στις ορδές των τρελά ερωτευμένων εραστών που έτρεχαν
ξοπίσω της, είναι φυσικό να δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη
σκληρή πραγματικότητα των ερωτικών επαφών της μιας βραδιάς.
Και, δυστυχώς, μόνο τέτοιου είδους περιπέτειες μπορεί να έχει
τώρα πια. Και αυτές είναι που την οδήγησαν στην κατάθλιψη και
το αλκοόλ...

Η εμφάνιση του ζιγκολό που ήθελε να πληρωθεί για τις υπηρεσίες


του ήταν το τελειωτικό χτύπημα στην ήδη τραυματισμένη
ψυχολογία της Έλεν ΤζεΊ, η οποία κάποτε ήταν πρότυπο
ομορφιάς, θηλυκότητας και γοητείας.

Μ α πού στο καλό βρίσκεται η Τζιν; αναρωτήθηκε μέσα στην


απελπισία της η Μ πιάνκα, προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό
της αυτές τις απαίσιες σκέψεις που την έκαναν να υποφέρει.

Σαν να την άκουσε, η θεία της εμφανίστηκε στην κορυφή της


εσωτερικής σκάλας του σπιτιού, σφίγγοντας με αξιοπρέπεια τη
ζώνη της ρόμπας της γύρω από τη φαρδιά της μέση.

«Τι θόρυβος είναι αυτός;» ρώτησε η Τζιν με έκδηλη απορία και


άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Ακουσα φωνές και έσπευ-σα να
κατέβω».

Όχι, όμως, πριν φορέσεις τη μασέλα σου και χτενίσεις τα


μπουκλάκια σου, συλλογίστηκε με συγκρατημένη απόγνωση
η Μ πιάνκα.

Αλλωστε, ανέκαθεν ήξερε ότι το πρώτο που μετρούσε για τη θεία


Τζιν ήταν η τάξη και η αξιοπρέπεια.

Το ήπιο βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία είχε φτάσει στο


μεταξύ στο τελευταίο σκαλοπάτι, καρφώθηκε επιπληκτικά στο
πρόσωπο της μικρότερης αδερφής της.

«Μ ου είπες ότι ήσουν κουρασμένη, Έλεν, και πως ήθελες να


πέσεις για ύπνο!» της υπενθύμισε αυστηρά. «Γι' αυτό κι
εγώ ανέβηκα στο δωμάτιό μου νωρίς». Αναστέναξε. «Αλλά με κο-

ρόιδεψες. Να ξέρεις ότι δεν ήρθα από τόσο μακριά για να με


κοροϊδεύεις!»

***

Ο Τσέζαρε αποχαιρέτησε την αδερφή του και τον άντρα της


καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει το αμέριμνο
και ξέγνοιαστο χαμόγελό του. Κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί μετά
την αποχώρηση της Μ πιάνκα, δεν του ήταν εύκολο να συνεχίσει
να παρασταίνει τον άνετο και τον αμέριμνο.

Οι σερβιτόροι είχαν αποχωρήσει πριν από μία ώρα και ο Ντέντον


βρισκόταν στην κουζίνα και καθάριζε. Ο Τσέζαρε βιάστηκε να τον
στείλει στο σπίτι του με κάποια δικαιολογία για να μείνει μόνος.

Έπειτα κατέφυγε στη βιβλιοθήκη του. Αυτός ο χώρος τον


βοηθούσε πάντα να χαλαρώνει και να ηρεμεί. Ανάμεσα στα γεμάτα
με βιβλία ράφια, δεν υπήρχε φαξ, υπολογιστής ή τηλέφωνο. Έτσι
μπορούσε να παραδοθεί ανενόχλητος στις σκέψεις του και να
αναλύσει με την ησυχία του τα προβλήματα που τον
απασχολούσαν.

Απόψε, όμως, του ήταν δύσκολο να απαλλαγεί από τον


εκνευρισμό του. Έτσι έβαλε σ’ ένα ποτήρι λίγο ουίσκι και βάλθηκε
να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο, με το σώμα του
τεντωμένο και αλύγιστο από την οργή και την ταπείνωση.

Η Μ πιάνκα του είχε δηλώσει πως όλα τέλειωσαν. Έτσι απλά.


Παραβαίνοντας το συνηθισμένο κανόνα, που δεν ήταν άλλος από
το να κάνει εκείνος πρώτος τη δήλωση του χωρισμού.
Συνοδεύοντάς τη με το κατάλληλο θλιμμένο ύφος και ένα πλούσιο
δώρο, όπως ένα αυτοκίνητο, κάποιο κόσμημα ή διακοπές σε ένα
εξωτικό νησί της μόδας.

Αλλά εκείνη είχε αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία!

Μ όνο που δεν ήξερε ότι ο Τσέζαρε δε δεχόταν ποτέ τέτοιου


είδους πρωτοβουλίες!

Και — κυρίως— όταν δεν ένιωθε ο ίδιος έτοιμος να τελειώσει μια


σχέση!

Κατεβάζοντας απότομα το ποτήρι του πάνω στη δερμάτινη


επιφάνεια του γραφείου, προσπάθησε να συνέλθει από

το σοκ που του προκαλουσε ακόμα η ξαφνική πρόταση που της


είχε κάνει.

Πόρκα μιζέρια! Από πού κι ως πού της είχε ζητήσει να τον


παντρευτεί; Ακόμα και τη στιγμή που πρόφερε εκείνες τις λέξεις,
αισθανόταν ένα μέρος του εαυτού του να παγώνει από το σοκ.

Όχι ότι η Μ πιάνκα είχε εκδηλώσει το παραμικρό, έστω,


ενδιαφέρον ακούγοντας τον. Κάθε άλλο. Οι μακριές,
εβένινες βλεφαρίδες της δεν τρεμόπαιξαν ούτε για μια στιγμή
πάνω από τα πανέμορφα κεχριμπαρένια μάτια της. Λες και η
πρόταση γάμου που της έκανε της ήταν ολότελα αδιάφορη!

Αλλες γυναίκες, όμως, θα ήταν ικανές και να σκοτώσουν ακόμα


προκειμένου να την ακούσουν!

Σε μια προσπάθεια να ξεσπάσει την οργή του, άφησε να του


ξεφύγουν μερικές ιταλιάνικες βρισιές. Μ όλις αισθάνθηκε κάπως
καλύτερα, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να δει τα
πράγματα ήρεμα και από κάποια απόσταση.

Η αλήθεια ήταν ότι είχε νιώσει το αίμα του να κοχλάζει για την
Μ πιάνκα ΤζεΊ από την πρώτη κιόλας στιγμή που την αντίκρισε.
Εκείνη αντιστάθηκε αρκετά στις πιέσεις του, αλλά στο τέλος
υποχώρησε. Στη συνέχεια ωστόσο αυτή η περιπέτεια, που στην
αρχή του είχε φανεί απλή και συνηθισμένη, αποδείχτηκε κάπως
περίπλοκη.

Ίσως επειδή η όμορφη και λιγόλογη Μ πιάνκα είχε το ταλέντο να


κρατάει το ενδιαφέρον του συνέχεια ζωντανό. Μ ε τη στάση της.
Γιατί, παρ’ όλη την έκσταση που έδειχνε να μοιράζεται μαζί του
στο κρεβάτι, κρατιόταν σε κάποια απόσταση και δεν τον άφηνε
ποτέ να τη γνωρίσει πραγματικά.

Είχε αρνηθεί να μετακομίσει στο διαμέρισμά του, του επέστρεφε τα


δώρα του και αρνιόταν πεισματικά να μιλήσει για την προσωπική
της ζωή.

Και ο ίδιος, παρά τη φυσική περιέργεια που ένιωθε για το


περιβάλλον της και τη λαχτάρα του να εξερευνήσει το μυστήριο
που την περιέβαλλε, σεβόταν την ανάγκη της και έπαιζε το
παιχνίδι της σχέσης τους με τους δικούς της όρους.

Αλλά μέχρι σήμερα! Έσκυψε ανυπόμονα πάνω από το γραφείο


του, άνοιξε ένα φάκελο και βρήκε τον αριθμό που ζητούσε.

Τώρα οι όροι του παιχνιδιού άλλαξαν, είπε μ όσα του, απλώνοντας


το χέρι στο τηλέφωνο, και δεν είμαι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό!

***

«Δε νομίζω πως θα λειτουργήσει, καλή μου. Τι λες κι εσύ;»


παρατήρησε με ύφος απογοητευμένο η Τζιν, βάζοντας στον καφέ
της την τρίτη κουταλιά ζάχαρη.

Πνίγοντας έναν αναστεναγμό, η Μ πιάνκα κοίταξε την περι-


ποιημένη θεία της με τη συντηρητική τουίντ φούστα, τη
βαμβακερή σεμνή μπλούζα και τα γκρίζα μπουκλάκια που ήταν
μαζεμένα στη θέση τους. Δείχνει αυτό που είναι, συλλογίστηκε.
Σοβαρή, λογική και απόλυτα αξιόπιστη. Κι εγώ δεν μπορώ παρά να
συμφωνήσω μαζί της. Γιατί, όσο σκληρά κι αν προσπάθησα στο
παρελθόν να τα βγάλω πέρα μόνη με την κατάσταση της μητέρας
μου, έπειτα από την υπερβολική δόση αλκοόλ και χαπιών που
έριξε στο στομάχι της, νιώθω ότι χρειάζομαι κάποιον να με
βοηθήσει.

Και το πρόσωπο στο οποίο είχε απευθυνθεί ήταν η θεία Τζιν.


Εκείνη, όντας χήρα και μεγαλύτερη αδερφή της Έλεν, είχε σπεύσει
να ανταποκριθεί στο αίτημά της. «Αμέσως μόλις βγει η αδερφή
μου από το νοσοκομείο και νιώσει κάπως καλύτερα, μπορεί να
έρθει να μείνει για λίγο μαζί μου στο Μ πρίστολ», της είχε
προτείνει με θέρμη. «Μ έχρι τότε θα μείνω εγώ κοντά σας, ώστε να
μπορέσεις κι εσύ, Μ πιάνκα, να αφοσιωθείς απερίσπαστη στη
δουλειά σου».

Ήταν η σημαντικότερη βοήθεια που θα μπορούσε να της


προσφέρει κάποιος εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Γιατί μέσα σε
δύο μήνες θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το σπίτι. Και η ίδια όφειλε
να βρει κάπου ένα διαμέρισμα για να μετακομίσουν, να αποφασίσει
τι θα έκανε με τα έπιπλα που θα περίσσευαν και ταυτόχρονα να
ασχοληθεί και με τα προβλήματα της μητέρας της.

Δηλαδή θα ζούσε μέσα σ’ έναν εφιάλτη.

Αλλά η Έλεν τις πρώτες ημέρες που βγήκε από το νοσοκομείο


ένιωθε πολύ αδύναμη, γι’ αυτό και συμφώνησε πρόθυμα με όσα τις
πρότειναν. Αλλά σύντομα άρχισε να ξαναθυμάται τις παλιές της
αδυναμίες. Το αλκοόλ και τους άντρες. 'Ετσι η

προσφορά της θείας Τζιν να τη φιλοξενήσει στο Μ πρίστολ έπαψε


σιγά σιγά να ισχύει.
«Δυστυχώς δε θα μπορούσα να αναλάβω τέτοια ευθύνη»,
ομολόγησε με θλίψη η ηλικιωμε'νη γυναίκα, υψώνοντας το βλέμμα
στην ανιψιό της με αληθινή συμπόνια. «Θα ήταν άδικο και για τις
δυο μας. Νομίζω ότι αυτό που χρειάζεται πραγματικά η μητέρα σου
είναι επαγγελματική βοήθεια. Ξέρω ότι υπάρχουν κάποιες κλινικές
που πηγαίνουν σταρ του κινηματογράφου και χορευτές για να
ξαναβρούν τον εαυτό τους».

Σίγουρα η μητέρα μου θα νιώθει πολύ καλά σ’ ένα τέτοιο


περιβάλλον, συλλογίστηκε με θλιμμένο χαμόγελο η Μ πιάνκα. Θα
το θεωρούσε απόλυτα του επιπέδου της. Ωστόσο...

«Δυστυχώς αρνείται να δει τον ψυχολόγο που τη βοηθούσε μέχρι


σήμερα», εκμυστηρεύτηκε στη θεία της καταπίνοντας μια γουλιά
από το δυνατό καφέ της. «Υποθέτω ότι θα δεχόταν πολύ πιο
πρόθυμα να συνεργαστεί με τους ψυχολόγους των ιδρυμάτων που
έχεις υπόψη σου, αλλά φοβάμαι ότι το κόστος θα ήταν εντελώς
δυσανάλογο με τις δυνατότητές μου». Αναστέναξε βαθιά. «Δε
νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να της εξασφαλίσω μια τέτοια
θεραπεία».

«Εννοείς ότι δεν έμεινε τίποτε από τα χρήματα που πήρε με το


διαζύγιο;»

«Αυτά εξαντλήθηκαν πριν από χρόνια», μουρμούρισε η Μ πιάνκα


ανασηκώνοντας στωικά τους ώμους.

«Τότε ζήτησε από τον πατέρα σου να αναλάβει εκείνος τα έξοδα»,


τη συμβούλευσε η θεία της. «Είναι αρκετά πλούσιος για να το
αντέξει. Στο κάτω κάτω είναι υπεύθυνος κι εκείνος για την
κατάσταση της μητέρας σου».

Έκοψε με τα δόντια την άκρη από τη φρυγανιά της και βάλθηκε να


τη μασουλίζει με όρεξη. «Ξέρεις, πάντα ζήλευα λίγο τη μικρή μου
αδερφή», συνέχισε. «Ιδιαίτερα όταν παντρεύτηκε τον Κόνραντ
Τζέι, σκέφτηκα ότι θα είχε πια τα πάντα δικά της. Αμύθητα
πλούτη... τα οποία βέβαια κανείς δεν μπορούσε να πει υπεύθυνα
ότι είχαν αποκτηθεί με τίμιο τρόπο. Αλλά τέλος πάντων. Σημασία
είχε πως η 'Ελεν θα μπορούσε να κυκλοφορεί ανάμεσα σε
ανθρώπους εκλεκτούς και διάσημους. Σαν ίση και όμοιά τους.
Γιατί ήταν και πολύ

όμορφη. Εντελώς διαφορετική από εμένα, που ήμουν πάντα απλή


και συνηθισμένη. Τώρα, όμως, χαίρομαι που είμαι όπως είμαι». Η
θεία Τζιν κατάπιε την μπουκιά της με απόλαυση. «Εννοώ έτσι...
καθημερινή και ασήμαντη. Γιατί, όταν περνάνε τα χρόνια κι εσύ
δεν υπήρξες ποτέ κάτι το ξεχωριστό, δεν έχεις να χάσεις τίποτα.
Κι έτσι δεν αισθάνεσαι την πίκρα να σε πνίγει και να σε τυφλώνει.

»Τέλος πάντων. Πιστεύω ότι είναι ανάγκη να ζητήσεις τη βοήθεια


του πατέρα σου».

«Αυτό αποκλε ίεται!»

Βλέποντας την έκπληξη που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της θείας


Τζιν μόλις άκουσε την κατηγορηματική άρνησή της, κατάλαβε ότι
θα έπρεπε να της δώσει κάποιες εξηγήσεις. Γιατί οι δύο αδερφές, η
Έλεν και η Τζιν, παρ’ όλο που είχαν διατηρήσει μεταξύ τους επαφή
όλα αυτά τα χρόνια με σύντομα τηλεφωνήματα και ευχετήριες
κάρτες, ποτέ δεν ήταν αρκετά δεμένες ώστε να εκμυστηρεύονται η
μία στην άλλη τα προσωπικά τους.

Μ άλλον η θεία δε θα έχει ιδέα για τη σχέση μου με τον πατέρα


μου, σκέφτηκε η Μ πιάνκα καθώς έπινε άλλη μια γουλιά από τον
καφέ της, κι εγώ θα πρέπει να της εξηγήσω...

«Η αλήθεια είναι πως τον συνάντησα μονάχα μία φορά σε


ολόκληρη τη ζωή μου», παραδέχτηκε με θλίψη. «Μ ια παραμονή
Πρωτοχρονιάς. Εκείνος είχε έρθει στο Λονδίνο μαζί με
την τελευταία σύζυγό του από την Αμερική, όπου ζούσε τότε.
Εγώ πήγα να τον βρω νιώθοντας μέσα μου απερίγραπτο μίσος. Όχι
επειδή είχε αδιαφορήσει για μένα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά
εξαιτίας των όσων είχε κάνει στη μητέρα μου».

Αναστέναξε και προσπάθησε να ξεπεράσει την απέραντη οδύνη


που της προκαλούσε ακόμα και σήμερα εκείνη η ανάμνηση.

«Βλέπεις, μία εβδομάδα πριν η Έλεν είχε πάθει μία από τις κρίσεις
της... Δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Η ουσία είναι ότι είχε αρχίσει να
πίνει και ξαφνικά, δηλώνοντας ότι ήμουν πια αρκετά μεγάλη για να
μάθω την αλήθεια, άρχισε να μου μιλάει για κείνον. Έτσι έμαθα ότι
ήταν μόλις είκοσι ενός χρονών όταν τον παντρεύτηκε. Από τρελό
έρωτα, τουλάχιστον από την πλευρά της. Εκείνος, όμως, έπειτα
από δύο χρόνια ανείπωτης ευτυ-

χίας, άρχισε να βλέπει κάποια άλλη. Μ άλλον αυτό είχε αρχίσει να


υποπτεύεται η ΊΕλεν, γι' αυτό και έσπευσε να μείνει έγκυος σ’
εμένα. Για να τον κρατήσει κοντά της. Αλλά δεν τα
κατάφερε. Πριν καλά καλά γεννηθώ, την παράτησε για χάρη
εκείνης που ήταν τότε το τελευταίο σύμβολο του σεξ. Αυτό το
σπίτι ήταν μέρος της αποζημίωσης που της έδωσε για να πάρει
το διαζύγιο. Της το αγόρασε με ένα συμβόλαιο που της
επέτρεπε να το έχει στην κατοχή της για είκοσι πέντε χρόνια. Και
τώρα το συμβόλαιο αυτό πρόκειται να λήξει».

Έκλεισε τα μάτια της σε μια προσπάθεια να κρύψει την απελπισία


που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα της.

«Μ εγάλωσα δίπλα σ’ ένα στρατό από ’θείους’, που δεν


προσπαθούσαν καν να κρύψουν την αδυναμία που της
είχαν. Αλλά εκείνη συνέχιζε πάντα να τρέφει για τον Κόνραντ
έναν έρωτα τρελό κι ένα πάθος αρρωστημένο. Αυτά που μου
ομολόγησε καθαρά στα δώδεκά μου χρόνια με έκαναν να
μισήσω βαθιά τον πατέρα μου. Κι αυτό το μίσος να του το
πετάξω κατάμουτρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έγινε η
συνάντησή μας.

»Έφτασα εκεί μ' ένα ταξί, στο οποίο με είχε βάλει η μητέρα μου.
Επέστρεψα ύστερα από λίγες ώρες εδώ με ένα άλλο ταξί, στο
οποίο με είχε βάλει εκείνος, αφού πρώτα του δήλωσα πως δεν
ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Και μάλιστα μπροστά στη
νιόπαντρη σύζυγό του, η οποία δε θα πρέπει να με περνούσε πάνω
από εφτά οχτώ χρόνια. Από τότε δεν τον συνάντησα ποτέ ξανά».

Η Μ πιάνκα κοίταξε τη θεία της.

«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν μπορώ να ζητήσω τη βοήθειά του;


Ακόμα κι αν το ήθελα... Νιώθω ότι μέχρι να πεθάνω θ’ ακούω να
βουίζει στ’ αυτιά μου η φράση που μου επαναλάμβανε αδιάκοπα η
Έλεν. Μ ην παντρευτείς ποτέ πλούσιο άντρα, Μ πιάνκα. Γιατί οι
πλούσιοι άντρες ξέρουν την τιμή του κάθε πράγματος αλλά και την
αξία του τίποτα».

Γι’ αυτό και αισθάνθηκα τέτοιο σοκ όταν άκουσα τον Τσέ-ζαρε να
μου προτείνει γάμο, θέλησε να προσθέσει, μα συγκρατήθηκε. Γιατί
θεώρησε πως αρκετά είχε ήδη ξεστομίσει μπροστά σε μια τόσο
αξιοπρεπή και συντηρητική ηλικιωμένη γυναίκα σαν την Τζιν.

Έτσι, αντί να πει κι άλλα, προτίμησε να σηκωθεί από το τραπέζι και


βγάζοντας τον Τσέζαρε από το μυαλό της, να συγκεντρωθεί στα
πρακτικά προβλήματά της. Το πιο επιτακτικό απ’ αυτά ήταν το πώς
θα κατάφερνε να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση για την ίδια
και τη μητέρα της χωρίς να την αφήνει μόνη.

Γεγονός που στην κυριολεξία φαινόταν αδύνατον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Την είχε στο χέρι!

Ο Τσέζαρε πάρκαρε τη μαύρη επιβλητική Φεράρι μπροστά σε μια


μονοκατοικία του Χάμστεντ και έσβησε τη μηχανή. Στο μάτια του
κυριαρχούσε μια θριαμβευτική, παγερή έκφραση, ενώ τα χείλη του
ήταν σφιγμένα σε μια ευθεία γραμμή, που φανέρωνε
αποφασιστικότητα και πείσμα.

Όχι, δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί της. Δεν είχε τελειώσει με την
Μ πιάνκα ΤζεΊ. Οι πληροφορίες που είχε εξασφαλίσει του
επιβεβαίωναν ότι είχε τη δυνατότητα να δώσει εκείνος το οριστικό
τέλος στη σχέση τους. Όποτε έκρινε ο ίδιος πως το ήθελε. Και με
τους δικούς του όρους. Όπως του υπαγόρευε η μεσογειακή
περηφάνια του.

Για την ώρα θα της έδινε να καταλάβει ότι καμία γυναίκα δεν είχε
το δικαίωμα να φέρεται στον Τσέζαρε Αντριότι με
τέτοια περιφρόνηση! Της το χρωστούσε αυτό το μάθημα!

Έριξε μια αφηρημένη ματιά στην πρόσοψη του σπιτιού, παίρνοντας


ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα για να καταπνίξει το θυμό του.

Δε χρειάζεται να τρελαίνεσαι, πρέπει να είσαι ήρεμος και σίγουρος


για όσα θα λες, επισήμανε στον εαυτό του. Τώρα πια που ξέρεις
όλα τα μυστικά της, έχεις το πλεονέκτημα να κρατήσεις για σένα
την τελευταία λέξη.

Βγήκε από το αυτοκίνητό του και, αφού ενεργοποίησε το


συναγερμό της Φεράρι, κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.

Ανέβηκε και πάτησε το κουδούνι.

Το προηγούμενο βράδυ είχε επικοινωνήσει με το αφεντικό

της Μ πιάνκα, τη Στάζια Λίνλεϊ. Από εκείνη είχε μάθει για το


απαράδεκτο τηλεφώνημα που της είχε κάνει η Μ πιάνκα, στο οποίο
της ζήτησε να πάρει άδεια άνευ αποδοχών για ένα αόριστο και όχι
συγκεκριμένο διάστημα. Οπότε, αν δεν είχε την παράλογη
συνήθεια να βγαίνει για ψώνια στις οχτώ το πρωί, θα ήταν μάλλον
στο σπίτι.

Ηρέμησε! είπε επιτακτικά στον εαυτό του μόλις ένιωσε το κάτω


μέρος του κορμιού του να διεγείρεται στη σκέψη ότι θα ξανάβλεπε
μπροστά του τα. υπέροχα κεχριμπαρένια μάτια της κι εκείνο το
θολό, βαθύ βλέμμα που τον ταξίδευε σε άλλους κόσμους κάθε
φορά που έσμιγε με το δικό του.

Αλλά πώς μπορούσε να σβήσει έτσι απλά από τη μνήμη του το


πόσο ταιριαστά φάνταζαν τα κορμιά τους πάνω στο κρεβάτι, πόσο
πάθος και λαχτάρα υπήρχε στο σμίξιμό τους και πώς έλιωναν ο
ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου; Όπως και να ’χει, ηρέμησε!
είπε νοερά στον εαυτό του δεύτερη φορά. Γιατί, ακόμα και τότε
που σπαρταρούσε και έσβηνε μέσα στα χέρια σου, αρνιόταν να σου
αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπό της. Σε κρατούσε σε
απόσταση. Σαν να ήσουν ξένος.
Αλλά τώρα τα ήξερε όλα.

Μ ' αυτή την ψυχρή ικανοποίηση, πάτησε το δάχτυλό του στο


κουδούνι και το ξέχασε εκεί, μέχρι που άκουσε κάποιον
να ξεκλειδώνει την πόρτα.

Την επόμενη στιγμή στο μικρό άνοιγμα που άφησε η πόρτα φάνηκε
μια λεπτοκαμωμένη, αριστοκρατική μύτη και το πιο ερωτικό στόμα
που είχε αντικρίσει ποτέ εκείνος.

«Τσέζαρε...» Το όνομά του ήχησε σαν αναστεναγμός. Σαν να της


ήταν αδύνατον να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τον
έβλεπε μπροστά της. Στο κατώφλι του σπιτιού της.

Είναι κατάχλομη, συλλογίστηκε ο Τσέζαρε, παρατηρώντας τους


μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, σαν να πέρασε τη
χτεσινή νύχτα άγρυπνη και μέσα σε φοβερή στενοχώρια.

'Ενιωσε απαίσια που την έβλεπε έτσι. Αν και ήξερε ότι δεν της
άξιζε. Γιατί η συμπόνια ήταν το τελευταίο συναίσθημα
που χρωστούσε σ’ αυτή τη μάγισσα, η οποία είχε τραυματίσει
τον εγωισμό του με τόση βαναυσότητα. Γιατί, δηλαδή, θα
έπρεπε εκείνη να κοιμάται ήρεμα, όταν ο ίδιος κοιτούσε όλη τη
νύχτα

το ταβάνι καταστρώνοντας σχέδια εκδίκησης, προκειμένου να


αποκαταστήσει την πληγωμένη περηφάνια του;
Έτσι, κλείνοντας τα μάτια στις τύψεις που τον πλημμύρισαν μόλις
συνειδητοποίησε ότι την είχε αναγκάσει να σηκωθεί από το
κρεβάτι —γεγονός το οποίο το αποδείκνυαν τα πλούσια, μεταξένια
μαλλιά της που έπεφταν ακατάστατα στην πλάτη της, αλλά και η
ρόμπα, την οποία έσφιγγε η Μ πιάνκα νευρικά γύρω από το λεπτό
κορμί της που διαγραφόταν από μέσα μισόγυμνο— πήρε το πιο
κοφτό και αυστηρό του ύφος.

«Πρέπει να μιλήσουμε».

«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε». Η φωνή της ήχησε κουρασμένη,


ενώ οι κόμποι του χεριού της, το οποίο κρατούσε ακόμη την
πόρτα, είχαν γίνει κάτασπροι από το σφίξιμο.

Εκείνη έβαλε τα δυνατά της να ελέγξει το έντονο σφυροκό-πημα


της καρδιάς της και να παραδεχτεί ότι δεν ονειρευόταν αυτό που
συνέβαινε! Η ίδια είχε πιστέψει ότι δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ της!
Πως εκείνος θα αποδεχόταν την αποχώρησή της με αδιαφορία κι
ένα αόριστο ανασήκωμα των ώμων. Έτοιμος να επιδοθεί στο
κυνήγι μιας καινούριας υποψήφιας, η οποία θα του εξασφάλιζε την
ηδονή και την απόλαυση που αποζητούσε τις νύχτες. Αλλωστε
αυτό ακριβώς δεν έκαναν όλοι οι πλούσιοι άντρες;

Σε μια προσπάθεια να αντιληφθεί με σαφήνεια τι ακριβώς τον είχε


φέρει μέχρι την πόρτα της, ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε
προσεκτικά. Αλλά την ίδια σχεδόν στιγμή το μετά-νιωσε.

Επειδή, μέσα στο γκρίζο μεταξωτό του κοστούμι —που τόνιζε


μοναδικά το σταράτο δέρμα του και το σφιχτοδεμένο, ψηλό κορμί
του—, ο Τσέζαρε ήταν ακριβώς ο άντρας που αγωνιζόταν να
ξεπεράσει. Το τέλειο αρσενικό, που ήξερε να επιβάλλει κάθε φορά
τους δικούς του όρους και να ελέγχει την κατάσταση.

Πήρε βαθιά εισπνοή και χαμήλωσε τα μάτια. Παρά την επιθυμία


της να του κλείσει την πόρτα καταπρόσωπο, δεν μπόρεσε παρά να
ενεργήσει μηχανικά κάτω από το επιβλητικό, εξουσιαστικό του
βλέμμα. Κι έτσι, την επόμενη στιγμή εκείνος έμπαινε με
φυσικότητα στο χολ του σπιτιού της.

Τον οδήγησε αμίλητη στην πίσω πλευρά του σπιτιού, όπου

βρισκόταν το σαλόνι. Και αναρωτιόταν τι μπορούσε να τον είχε


φέρει ως εκεί.

Το έβρισκε απίθανο να είχε έρθει σπίτι της απλώς για να τη βρίσει


επειδή τόλμησε να τερματίσει τη σχέση τους. Κάτι τέτοιο δε θα
ταίριαζε διόλου με το χαρακτήρα του. Άλλωστε ο Τσέζαρε και οι
όμοιοί του δεν έδιναν ποτέ ιδιαίτερη σημασία στις γυναίκες που
περνούσαν από τη ζωή τους, επειδή ήξεραν πως η παρουσία τους
ήταν εφήμερη και προσωρινή.

Αλλά ούτε και μπορούσε να φανταστεί πως εκείνος σκόπευε να


την παρακαλέσει να γυρίσει πίσω! Εκτός κι αν είχε έρθει για να
επαναλάβει εκείνη την τρελή πρότασή του για γάμο! Αλλά πάλι...

Μ πα, ούτε αυτό της φάνηκε δυνατό. Κυρίως επειδή θα τον


εμπόδιζε η μεσογειακή περηφάνια του να την παρακαλέσει.

Σε περίπτωση που το έκανε, όμως, θα έβρισκε η ίδια το κουράγιο


—έτσι πανικόβλητη και κουρασμένη που ένιωθε — να του
αρνηθείγια δεύτερη φορά; Όταν, μάλιστα, ένιωθε τόσο έντονη την
ανάγκη να γείρει στην αγκαλιά του και να πνίξει όλα τα
προβλήματά της στα χείλη του;

Αλλά την ίδια στιγμή σαν να ξύπνησε. Σύνελθε αμέσως, την


πρόσταξε αυστηρά μια φωνή μέσα της, και παραδέξου ότι στην
κατάσταση που βρίσκεσαι, ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελες
να αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις είναι ο Τσέζαρε. 'Εχεις ήδη
αρκετά στο μυαλό σου! Και πρώτο και καλύτερο την ξεκάθαρη
δυσαρέσκεια που έδειξε το αφεντικό σου, η Στάζια, για την άδεια
που ζήτησες, όταν διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να της πεις
συγκεκριμένα πότε σκόπευες να επιστρέφεις στη δουλειά. Αλλά
και πώς θα μπορούσες να το κάνεις; Εφόσον οι προϋποθέσεις για
κάτι τέτοιο θα ήταν να είχες βρει ένα καινούριο σπίτι, να είχες
κάνει τη μετακόμιση, να είχες πείσει την ξεροκέφαλη Έλεν να
δεχτεί ιατρική βοήθεια και να είχες αποδείξει στην Τζιν πόσο
απαραίτητη ήταν η παρουσία της κοντά στη μητέρα σου.

Αφού έκλεισε την πόρτα του δωματίου, κοίταξε τον Τσέζαρε


κάπως ανυπόμονα. Προσπάθησε πίσω από το ανυπόμονο βλέμμα
της να κρύψει όλη την απελπισία και τη δυστυχία που ένιωθε.

Της έκανε εντύπωση το πόσο παράταιρος φάνταζε εκείνος


μέσα στην κομψή και γεμάτη θηλυκότητα διακόσμηση, η οποία
ήταν επιλογή της Έλεν. Η γεμάτη κόρος και εξουσία θωριά του δεν
έδενε διόλου με τις λεπτεπίλεπτες, ανακτορικού στυλ πολυθρόνες,
τις πλούσιες, μεταξωτές, αραχνοΰφαντες κουρτίνες ή το τρίποδο
τραπέζι από ροδόξυλο.

Ωστόσο ο Τσέζαρε δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο.


Κάθισε με άνεση στην πολυθρόνα που του υπέδειξε η ίδια, με μια
χαλαρή έκφραση, γεμάτη σιγουριά, η οποία την έκανε να
σχηματίσει την εντύπωση πως όποιος κι αν ήταν ο λόγος που τον
είχε φέρει στο κατώφλι της, είχε σχέση με δουλειά.

Για λίγη ώρα δε μίλησε κανείς, με αποτέλεσμα να αρχίσει να


αιωρείται στην ατμόσφαιρα μια περίεργη ερωτική ένταση, γεμάτη
προσδοκία. Ο τρόπος που την κοιτούσε, μ’ εκείνα τα απίστευτα
σέξι, μαύρα μάτια του, ήταν σαν να άγγιζε κάθε καμπύλη ή
απόκρυφη γωνιά του κορμιού της. Κι αυτό δεν άργησε να της
προκαλέσει νευρικότητα και πανικό.

«Τι θέλεις, Τσέζαρε;» τον ρώτησε τελικά κοφτά, σε μια προσπάθεια


να μην αφεθεί έρμαιο στη βούλησή του. «Ειλικρινά, δεν έχω πολύ
χρόνο στη διάθεσή μου. Σήμερα με περιμένουν πολλές
υποχρεώσεις».

Εκείνος την αγνόησε. Σαν να είχε αντιληφθεί τον απελπισμένο


αγώνα της να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Έτσι, όταν
μίλησε, δεν το έκανε για να απαντήσει στην ερώτησή της.
Αντίθετα, άρχισε να απαριθμεί γεγονότα που η Μ πιάνκα γνώριζε
ήδη. «Σύντομα θα πρέπει να αδειάσεις το σπίτι. Γιατί αμφιβάλλω
ότι μπορείς να συνεχίσεις να το κρατάς με το μισθό που παίρνεις.
Έτσι χρειάζεσαι ταχύτατα ένα άλλο σπίτι. Πράγμα δύσκολο, αν
υπολογίσεις το πρόβλημα στέγης που υπάρχει στο Λονδίνο. Όταν
μάλιστα η Έλεν Σινκλέρ θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει τις
ίδιες πολυτέλειες που έχει συνηθίσει». Έκανε μια μικρή παύση.
«Μ ήπως κάνω λάθος;» κατέληξε, διατρέχοντας αργά με το
δάχτυλο το κάτω χείλος του.

Η Μ πιάνκα δεν ήταν σε θέση να του αποκριθεί, επειδή είχε μείνει


άναυδη. Ακόμα και το λίγο χρώμα που υπήρχε στα μάγουλά της
είχε εξαφανιστεί κι αυτό. Ακούγοντάς τον να μιλάει για πράγματα
που η ίδια είχε αγωνιστεί σκληρά για να τα κρατήσει μυστικά σε
όλη τη διάρκεια της σχέσης τους,

ένιωθε απαίσια. Όχι επειδή ντρεπόταν για το κατάντημα της


μητέρας της —στο οποίο, στο κάτω κάτω, την είχε οδηγήσει ο
έρωτάς της για έναν άντρα σαν τον Τσέζαρε—, αλλά επειδή το
γεγονός ότι εκείνος γνώριζε την αλήθεια, την έκανε ακόμα πιο
τρωτή και ευάλωτη απέναντι' του.

Αλλωστε, εκείνος δε θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τα


προβλήματά της, δεδομένου ότι η σχέση τους ήταν
επιπόλαιη, απαλλαγμένη από κάθε πρόθεση για δέσμευση ή κάτι
πιο ουσιαστικό.
Εκείνος δεν έδειξε να πτοείται με τη σιωπή της.

«Βέβαια, καταλαβαίνω ότι ο γάμος της με τον πατέρα σου της


άνοιξε το δρόμο για να μπει σ’ έναν κόσμο γεμάτο λάμψη και
γοητεία», συνέχισε ο Τσέζαρε. «Έτσι στη συνέχεια, αφού χώρισε
μαζί του, ήταν φυσικό να στηριχτεί στην ομορφιά της και ν’
αρχίσει να συλλέγει εραστές που έδειχναν ξετρελαμένοι μαζί της.
Βλέπεις...» Η φωνή του χαμήλωσε, δίχως ωστόσο να εγκαταλείψει
τον παγερό τόνο της. «...δεν είχε ποτέ το... ελάττωμα της διάθεσης
για εργασία. Πράγμα που δεν ήταν και τόσο απαραίτητο, σωστά;
'Υστερα από τη γερή αποζημίωση που είχε εξασφαλίσει με το
διαζύγιο. Μ όνο που...» Εδώ η φωνή του έσβησε αργά, με τρόπο
δραματικό, «...τα χρήματα ξοδεύτηκαν γρήγορα. Σε τρελά πάρτι
και αφοσιωμένους φίλους που την ακολουθούσαν παντού,
ικανοποιώντας την τεράστια ανάγκη της για θαυμασμό και
κολακεία. Μ ε αποτέλεσμα να έχει φτάσει η κατάσταση σε αδιέξοδο
εδώ και μήνες. Έστω κι αν ακόμα δεν έχει γίνει κοινό μυστικό η
οικονομική εξαθλίωση της οικογένειας. Να ήταν, όμως, μονάχα
αυτό το πρόβλημα που προκαλεί η Έλεν...» Αναστέναξε
θεατρινίστικα και βύθισε το βλέμμα του στα μάτια της Μ πιάνκα.
«Πιστεύεις ότι είναι απαραίτητο να πω κι άλλα;»

«Πού... πού στο διάβολο κατάφερες να τα ανακαλύψεις όλα


αυτά;» μουρμούρισε τρέμοντας εκείνη, νιώθοντας σχεδόν μίσος γι’
αυτόν, καθώς τον άκουγε να αναφέρει ψυχρά και ασυγκίνητα τους
εφιάλτες εκείνους που είχαν στοιχειώσει τη ζωή της.
«Είναι απλό», της αποκρίθηκε ήρεμα, σχεδόν με χαμόγελο.
«Προσλαμβάνοντας έναν ιδιωτικό αστυνομικό. Ο Μ πλεΊκλι είναι
αυθεντία στις έρευνες. Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να

του δώσω το όνομα και τη διεύθυνσή σου. Τα υπόλοιπα τα


ανέλαβε εκείνος».

Ένα κύμα θυμού την πλημμύρισε ακούγοντας τον να της απαντά


απλά και ήρεμα, που μάλλον ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από
τον τρόπο που είδε να διατρέχει το βλέμμα του το κορμί της.
Χαϊδευτικά, γεμάτο υπονοούμενα. Και από τη δική της
ανταπόκριση σ’ αυτό το βλέμμα, που την έκανε να τρεμουλιάσει
και να σκιρτήσει από λαχτάρα.

«Θεωρώ αισχρό αυτό που έκανες!» τον κατηγόρησε με έκδηλη


αγανάκτηση. «Αν και δεν καταλαβαίνω τι νομίζεις ότι μπορείς να
κερδίσεις βγάζοντας στην επιφάνεια τα μυστικά της οικογένειάς
μου».

«Αλήθεια;» Αυτή τη φορά το χαμόγελό του ήταν σατανικό.


Γεμάτο απειλή. «Πρώτα απ’ όλα ικανοποίηση», της αποκρίθη-κε
ξερά, θυμίζοντάς της τα σχόλια που κυκλοφορούσαν σε βάρος του.
Πως ήταν ο πιο σκληρός διαπραγματευτής σ’ ολόκληρο τον
πλανήτη. Και πως δεν ήξερε να χάνει. «Βλέπεις, κάρα μία»,
συνέχισε με την ίδια πάντα σκληρότητα, «εγώ δεν κουράστηκα
ακόμα από τη σχέση μας. Και μέχρι να αποφασίσω εγώ πως πρέπει
να πάρει τέλος, εγώ και όχι εσύ, θα εξακολουθήσει να ισχύει
κανονικά».

«'Οχι!» Η απάντησή της ήχησε βίαιη, εκρηκτική και ασυγκράτητη.


Δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Επειδή, με κάθε μέρα που
περνούσε, ένιωθε όλο και πιο τρελά ερωτευμένη μαζί του. Το να
αρνηθεί να τον ξαναδεί ήταν ήδη το πιο δύσκολο πράγμα που είχε
κάνει στη ζωή της. Αλλά το να συνεχίσει να τον βλέπει,
περιμένοντας στωικά να φτάσει η ημέρα που θα την έδιωχνε
εκείνος, θα ήταν η καταστροφή της. Για το μυαλό και την ψυχή
της.

«Σε αντάλλαγμα», εξακολούθησε στον ίδιο ήρεμο τόνο ο Τσέζαρε,


αγνοώντας το ξέσπασμά της, «θα φροντίσω να εξαφανιστούν
μαγικά όλα σου τα προβλήματα. Έχω ήδη μιλήσει με τον καθηγητή
Βακάρι. Ο Μ άρκο είναι ειδικός στην υποστήριξη και την
επανένταξη ατόμων που είναι εθισμένα στο αλκοόλ. Συμφώνησε
πρόθυμα να αναλάβει τη θεραπεία της Έλεν. Επίσης θα
τακτοποιήσω το πρόβλημα με το σπίτι. Και έπειτα από δύο ή τρεις
μήνες που θα χρειαστεί να μείνει

η Έλεν στο νησί για να ξεπεράσει την κρίση, θα μπορέσει να


γυρίσει ξανά στο μέρος που θεωρεί δικό της».

«Όχι, δε γίνεται!» Αυτές ήταν οι μοναδικές λέξεις που μπόρεσε να


αρθρώσει. Και μόνο στη σκέψη πως ο Τσέζαρε θα πλήρωνε την
αξία του σπιτιού από την αρχή... Κάτι τέτοιο θα κόστιζε χιλιάδες
λίρες... Ήταν τρέλα από μέρους του...
«Κάνεις λάθος». Τα σκοτεινά μάτια του κατέγραψαν στα γρήγορα
την έκδηλη ταραχή της, που φαινόταν καθαρά στον τρόπο με τον
οποίο η Μ πιάνκα έσφιγγε τα χέρια της στα μπράτσα της
πολυθρόνας. «Σε διαβεβαιώνω ότι μπορώ να κάνω ό,τι θέλω.
Αρκετά συμβιβάστηκα με τις επιθυμίες σου. Τότε που αρνιόσουν
πεισματικά να δεχτείς τα δώρα μου και να μετακομίσεις στο
διαμέρισμά μου». Τα χείλη του σφίχτηκαν με σκληρότητα καθώς
αναλογιζόταν πόσο τον πλήγωναν οι αρνήσεις της και πόσο μόνο
τον έκαναν να νιώθει. Εντελώς ανόητα, βέβαια! «Φυσικά μπορείς
και τώρα να αρνηθείς. Κανείς δε σε εμποδίζει. Η επιλογή είναι
δική σου. Πριν το κάνεις, όμως, προσπάθησε να σκεφτείς λογικά».
Βλέποντας τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα, κατάλαβε ότι τα
λόγια του είχαν αρχίσει να την επηρεάζουν. «Τα προβλήματά σου
θα παραμείνουν. Και φυσικά η Έλεν... Έχεις, μήπως, την
παραμικρή ελπίδα ότι θα απευθυνθείγια βοήθεια στον ψυχολόγο
που είχε μέχρι σήμερα; Εκτός κι αν η μητέρα σου έπαψε να
αποτελεί το αρχικό μέλημά σου...»

Ασφαλώς και δεν είχε πάψει! Πώς τολμούσε ο άθλιος να


αμφισβητεί την αφοσίωσή της απέναντι στην Έλεν; Μ άνα
της ήταν! Την αγαπούσε βαθιά, ένιωθε αμέριστη κατανόηση
γι’ αυτή και λαχταρούσε να τη βοηθήσει. Αυτή ήταν η
μόνη αλήθεια!

Αυτή η σκέψη έκανε τα μάτια της να γεμίσουν δάκρυα. Βλέποντας


ο Τσέζαρε τα χείλη της να τρεμουλιάζουν, αναρωτήθηκε αν ήταν
τόσο πεισματάρα και ξεροκέφαλη ώστε να αρνηθεί την προσφορά
του.

Μ ια προσφορά που έκανε πρώτη φορά στη ζωή του. Ίσως επειδή
ήταν η πρώτη φορά που του είχαν αρνηθεί κάτι που ήθελε.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε επιθυμήσει
κάτι με τόση φλόγα όσο την Μ πιάνκα Τζέι. Την παρουσία της στη
ζωή του και στο κρεβάτι του.

Μ όλις το συνειδητοποίησε αυτό, αισθόινθηκε τον πανικό να τον


πνίγει, για πρώτη φορά στη ζωή του.

Ωστόσο ε'σπευσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν ιδέα του. Μ ια
αυταπάτη. Και, αφήνοντας κατά μέρους τους προβληματισμούς
σχετικά με τα δικά του συναισθήματα, βάλθηκε να χειραγωγείτο
συναισθήματα της Μ πιάνκα, με φωνή αποίλή και βελούδινη.

«Φαντάσου ένα ηλιόλουστο νησί και πάνω του μια όμορφη βίλα.
Αυτά θα εξασφαλίσω στην Έλεν, μαζί με την παρουσία ενός
επαγγελματία ειδικού, του καλύτερου στο είδος του. Εσύ κι εγώ θα
βρισκόμαστε επίσης στο νησί. Κάπου κοντά. Και ξέρεις καλά πόσο
υπέροχα περνάμε μαζί. Γι' αυτό ελπίζω να μη σου είναι και τόσο
δύσκολο να δεχτείς τους όρους που σου προτείνω».

Κι όμως, ήταν! Εκείνος δεν είχε ιδέα πόσο πολύ δύσκολο της
ήταν! Αλλά μαζί και δελεαστικό. Γιατί της εξασφάλιζε τη
δυνατότητα να ξαναβρεθεί εκεί που λαχταρούσε
περισσότερο. Κοντά στον Τσέζαρε. Να αισθανθεί ξανά το κορμί
του πάνω της, το στόμα του στο δικό της και την επιθυμία του να
την καίει ολόκληρη και να την οδηγεί στην έκσταση.

Κούνησε αργά, καταφατικά το κεφάλι. Σχεδόν ασυναίσθητα. Αλλά


αμέσως αντιλήφθηκε ότι εκείνη η βαθιά επιθυμία που τους έδενε
ανήκε στο παρελθόν. Και πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί
κάποιον που προσπαθούσε να της επιβάλει τη θέλησή του
εκβιάζοντάς τη, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σωστή τρέλα.

«Ανέφερες κάποιο νησί. Και μίλησες για θεραπεία. Αλλά, πού; Και
για πόσο καιρό;»

Η φωνή της ήχησε επίπεδη και ψυχρή. Επίτηδες. Γιατίαυτός ήταν


ο μοναδικός τρόπος να εμποδίσει τον εαυτό της να αποζητάει την
αγκαλιά αυτού του άντρα τον οποίο, αν και τον αγαπούσε, τον
ένιωθε εχθρό της, επειδή, απλούστατα, μονάχα ένας εχθρός
μπορούσε να επιδιώκει να της επιβάλει τέτοιες παράλογες
απαιτήσεις που θα διέλυαν την ψυχή της.

«Και πώς θα ξέρω εγώ ότι αυτός ο γιατρός που ανέφερες είναι
πραγματικά σε θέση να βοηθήσει τη μητέρα μου;» Ξαφνικά όλα της
φάνηκαν υπερβολικά τραβηγμένα για να είναι αληθινά. Σηκώθηκε
λοιπόν από την πολυθρόνα και άνοιξε την

πόρτα διάπτλατα. «Φύγε, σε παρακαλώ. Δε νομίζω πως έχουμε


τίποτε αλλο να πούμε», του δήλωσε κουρασμένα.

Ο Τσέζαρε δε σάλεψε από τη θέση του. Διατήρησε την ίδια χαλαρή


στάση, παρακολουθώντας προσεκτικά κάθε κίνησή της, μέχρι που
η Μ πιάνκα ένιωσε να οργίζεται πραγματικά. Μ έσα στη φούρκα
της, τίναξε αποφασιστικά το κεφάλι της προς τα πίσω, με
αποτέλεσμα ο χείμαρρος των μαλλιών της να ξεχυθεί ορμητικός
στους ώμους της και το υπέροχο κορμί της να τεντωθεί σαν τόξο,
επιτρέποντας σε κάθε καμπύλη του κορμιού της να διαγραφεί
καθαρά κάτω από το λεπτό ύφασμα της ρόμπας που φορούσε.

Μ ίο Ντίο, τη θέλω σαν τρελός, παραδέχτηκε βουβά ο Τσέζαρε


ρουφώντας αχόρταγα με τα μόττια την εικόνα της. Ανυπομονώ να
την αρπάξω στην αγκαλιά μου και να τη φιλήσω τρελά κι αχόρταγα
μέχρι να διώξω από το πρόσωπό της αυτό το παγερό ύφος που είχε
υιοθετήσει στα γενέθλια της Κλόντια.

Ωστόσο, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να επιβληθεί


στη διέγερση που ένιωθε ανάμεσα στους μηρούς του, τέντωσε τα
πόδια του μπροστά με προσποιητή αταραξία και, σταυρώνοντάς τα
ήσυχα στο ύψος των αστραγάλων, έχωσε τα χέρια βαθιά στις
τσέπες του και την κοίταξε.

«Για να απαντήσω πρώτα πρώτα στην ερώτησή σου, σε


πληροφορώ ότι ο καθηγητής Βακάρι είναι ο καλύτερος
που υπάρχει. Δε θα απευθυνόμουν ποτέ σ’ αυτόν αν δε
γνώριζα πόσο σπουδαίος είναι. Όσο για το νησί μου, βρίσκεται
κοντά στα παράλια της Σικελίας. Μ ερικά στρέμματα γης είναι
μόνο, αλλά μέσα σ’ ένα περιβάλλον μαγευτικής ομορφιάς. Η
βίλα διαθέτει όλες εκείνες τις πολυτέλειες που έχει συνηθίσει η
'Ελεν. Παράλληλα, όμως, θα της εξασφαλίσει και την απομόνωση
που χρειάζεται για να αποφύγει τους πειρασμούς που καιροφυλα-
κτούν σε μια πόλη με νυχτερινή ζωή. Μ ε όλα αυτά θέλω να
σε κάνω να καταλάβεις ότι η μητέρα σου θα έχει την
καλύτερη δυνατή φροντίδα και θεραπεία. Αυτό σου το εγγυώμαι.

»Όσο για μας τους δυο, θα βρισκόμαστε κοντά της. Σου υπόσχομαι
πως θα μπορείς να τη βλέπεις κάθε μέρα και να διαπιστώνεις την
πρόοδό της. Πιστεύω ότι αυτό θα τη βοηθήσει να γίνει γρήγορα
καλά, επειδή δε θα νιώθει ολότελα ξένη ανάμεσα σε αγνώστους.

»Εσύ, από την άλλη, θα έχεις την υποχρέωση να μοιράζεσαι το


κρεβάτι μου όποτε σου το ζητάω», κατέληξε μαλακά, με φωνή
απαλή και ήσυχη.

Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτή την πλευρά του χαρακτήρα
του. Μ ια πλευρά που δεν είχε καν φανταστεί την ύπαρξή της τότε
που τον ερωτευόταν τρελά. Έβλεπε μπροστά της το πρόσωπο ενός
ανθρώπου που οι λέξεις «αλαζονεία» και «έπαρση» ωχριούσαν
μπροστά του.

Σιγά σιγά είχαν αρχίσει να ακούγονται θόρυβοι μέσα στο σπίτι.


Μ όλις το άρωμα του καφέ και οι φρυγανιές που ψήνονταν
γαργάλισαν τη μύτη της Μ πιάνκα, κατάλαβε ότι η θεία Τζιν είχε
σηκωθεί και έφτιαχνε το πρωινό της. Βιάστηκε να κλείσει την
πόρτα και τον κοίταξε ξανά με βλέμμα βαθύ και επίμονο,
προσπαθώντας να κρύψει αυτό που ήξερε ήδη. Ότι το παιχνίδι είχε
ξεφύγει από τα χέρια της. Και είχε χάσει.
Αλλά δε σκόπευε να αποδεχτεί αυτή την ήττα. Τουλάχιστον, όχι
εντελώς. Γι’ αυτό αποφάσισε να τον προκαλέσει...

«Εννοείς ότι θα σου ξεπληρώνω στο κρεβάτι τις παροχές που θα


εξασφαλίσεις στη μητέρα μου», σχολίασε αργά, με ωμή ειλικρίνεια.
«Νομίζω ότι είναι μικρή ανταμοιβή για τα λεφτά που θα
αναγκαστείς να πληρώσεις. Εκτός κι αν το χρηματοκιβώτιο των
Αντριότι είναι απύθμενο και τα χρήματα της οικογένειας δε
στερεύουν ποτέ».

Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Ντίο! Πρώτη φορά το έκανε αυτό.


Πλήρωνε για να αποκτήσει μια γυναίκα. Αλλά το
έκανε δικαιολογημένα. Επειδή εκείνη είχε τολμήσει να τον
πληγώσει και να τον κάνει να πονέσει.

«Μ α... νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι αυτό ακριβώς κάνουν»,


παρατήρησε ατάραχος. «Αγοράζουν αυτό που θέλουν. Σε όποια
τιμή το βρίσκουν».

Και τώρα είμαι εγώ αυτό που θέλει, συλλογίστηκε η Μ πιάνκα με


θυμό αλλά και με απελπισία. Ή μάλλον, είμαι εδώ και καιρό. Μ όνο
που δεν το είχα καταλάβει. Και αρνιόμουν να δεχτώ τις πληρωμές
μου. Τα διάφορα πανάκριβα δώρα που μου πρό-σφερε κατά
καιρούς.

Σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος, έγειρε την πλάτη της


στην επιφάνεια της πόρτας και έβαλε τα δυνατά
της να βρει έναν τρόπο για να ξεφύγει απ’ αυτό τον ταπεινωτικό
εφιόιλτη.

Αν και... Πώς μπορούσε να αρνηθεί ότι όλα όσα της πρότεινε


εκείνος για την Έλεν ήταν κυριολεκτικοί ιδανικά; Μ ια πολυτελής
βίλα σε ένα ειδυλλιακό νησί... Ο καθαρός αέρας, ο ήλιος και η
ιατρική υποστήριξη θα βοηθούσαν τη μητέρα της να ξαναβρεί τα
λογικά της και να συνειδητοποιήσει πόσο λάθος ήταν να
καταστρέφει τον εαυτό της και την υγεία της.

Το μόνο κακό σε όλα αυτά ήταν πως εκείνη θα ήταν αναγκασμένη


να κοιμάται με τονΤσέζαρε. Όχι ότι αυτό στο παρελθόν ήταν
πρόβλημα. Ακόμα και τώρα ένιωθε το κορμί της να σκιρτάει από
νοσταλγία για τα χάδια του.

Αλλά δε θα ήταν το ίδιο, επειδή τώρα θα το έκανε από ανάγκη. Θα


υποτασσόταν στον έρωτά του ξέροντας ότι εκείνος είχε αγοράσει
τις υπηρεσίες της. Θα ένιωθε θύμα του, ενώ κάθε πρωί που θα
ξυπνούσε θα αναρωτιόταν αν θα ήταν αυτή η μέρα που εκείνος θα
της ανακοίνωνε ότι την είχε βαρεθεί. Και, μόλο που ήταν σίγουρη
ότι ένα κομμάτι του εαυτού της θα δεχόταν σαν λύτρωση μια
τέτοια δήλωση, ήξερε καλά πως ένα άλλο κομμάτι θα υπέφερε
αφόρητα και θα λαχταρούσε να έμενε μαζί του για πάντα.

Δεν ήταν πολυτέλεια, όμως, να σκέφτεται τέτοιες λεπτομέρειες σε


μια τόσο κρίσιμη ώρα; Η υγεία της μητέρας της βρισκόταν σε
τραγική κατάσταση. Αν τα εκατομμύρια της οικογένειας Αντριότι
μπορούσαν να τη βοηθήσουν να θεραπευτεί...

Όλη αυτή την ώρα ο Τσέζαρε περίμενε ήρεμος την απάντησή της.

Νιώθοντας τα μάτια του να τη διαπερνούν σαν καυτά κάρβουνα,


ύψωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Για να λέμε τα
πράγματα με τ’ όνομά τους, δε μου αφήνεις και πολλές επιλογές.
Ωστόσο θα ήθελα να θέσω κι εγώ κάποιους όρους. Η θεία Τζιν θα
ακολουθήσει τη μητέρα μου. Θα βρίσκεται συνεχώς κοντά της,
ενώ εγώ κι εσύ θα μείνουμε στο Λονδίνο.

»Θα μετακομίσω στο σπίτι σου, αν είναι αυτό που θέλεις». Έκανε
μικρή παύση και ξερόβηξε για να διώξει το λυγμό που είχε
σκαλώσει στο λαιμό της. «Έτσι δε θα χρειαστεί να εγκαταλείψουμε
τις δουλειές μας. Στις ελεύθερες ώρες μου θα

ψάχνω για διαμέρισμα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να πληρώσεις


ούτε για το σπίτι. Αυτά».

Όταν ολοκλήρωσε όσα ήθελε να πει, ένιωσε καλύτερα.


Τουλάχιστον έτσι θα κρατούσε τη δουλειά της. Κι αυτό ήταν πολύ
σημαντικό. Από την άλλη η Έλεν δε θα στερούνταν
την πολυδάπανη νοσηλεία που ήταν πρόθυμος να της προσφέρει ο
Τσέζαρε. Δεύτερο στοιχείο εξίσου σημαντικό. Και με όλα αυτά που
θα είχε στο μυαΛό της, ίσως να μην υπέφερε τόσο οδυνηρά όσο
φοβόταν όταν εκείνος θα της έλεγε ότι την είχε βαρεθεί. Και ίσως
να έφευγε από κοντά του χωρίς σπαραγμό και απελπισία.
Τα λόγια της τα ακολούθησε βαριά σιωπή. Η έκφραση του Τσέζαρε
παρέμεινε αναλλοίωτη, σαν να μην είχε ακούσει ούτε λέξη.

Η Μ πιάνκα ένιωθε τα δευτερόλεπτα να περνούν με απίστευτη


βραδύτητα, ώσπου έξαφνα εκείνος χαμογέλασε. Τα χείλη του
τραβήχτηκαν αργά, αισθησιακά και αποκάλυψαν την τέλεια
οδοντοστοιχία του με τα κατάλευκα μαργαριτάρια. «Όχι», της είπε
μόνο. Ήρεμα. Χωρίς καν να υψώσει τον τόνο

της φωνής του.

***

Έφαγαν πρωινό οι τρεις τους. Η Τζιν, μόλις βρήκε στο σαλόνι την
ανιψιά της που την αναζητούσε σε ολόκληρο το σπίτι, επέμεινε να
φάει μαζί τους και ο «επισκέπτης» της. Ο Τσέζαρε δέχτηκε
πρόθυμα και γοήτευσε τρελά τη θεία της. Όπως ακριβώς περίμενε
η Μ πιάνκα.

«Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η αδερφή μου!» αναφώνησε η


Τζιν μόλις άκουσε την προσφορά του. «Στην αρχή είχα φανταστεί
ότι η Μ πιάνκα κι εγώ θα τα καταφέρναμε και μόνες μας, αλλά
δυστυχώς αποδείχτηκε αδύνατον. Από την άλλη, δε θα με έβλαπτε
κι εμένα μια αλλαγή. Έχω να κάνω διακοπές από τότε που έχασα
τον άντρα μου. Ειλικρινά, κύριε Αντριότι, είστε πολύ
γενναιόδωρος. Μ ε συγκινείτε».

«Δεν υπάρχει λόγος, Τζιν», τη διαβεβαίωσε ο Τσέζαρε


απολαμβάνοντας τον καφέ που είχε ακολουθήσει έπειτα από μισό
ποτήρι χυμό γκρέιπ φρουτ, μια μερίδα ομελέτα και φρυγανιά με
βούτυρο και μέλι. «Η Μ πιάνκα κι εγώ είμαστε στενοί φίλοι

εδώ και καιρό. Και όταν ο φίλος σου χρειάζεται βοήθεια, πιστεύω
ότι έχεις χρέος να του την παρέχεις».

Δε διευκρίνισε, βέβαια, με ποιο τρόπο θα του ανταπέδιδε «ο


φίλος» την τόσο υπέροχη και ευγενική χειρονομία του!
Αλλά σημασία έχει μονάχα το καλό της μητέρας, σχολίασε βουβά
η Μ πιάνκα, σπρώχνοντας από μπροστά της το πιάτο με τη
μισή φρυγανιά που προσπαθούσε να φάει εδώ και ώρα...
χωρίς επιτυχία. '

Ο Τσέζαρε κάρφωσε τα μάτια του πάνω της. Ήταν όμορφα μάτια.


Σέξι και γεμάτα υπονοούμενα. Νιώθοντάς τα να βυθίζονται στα
δικά της, γεννήθηκε μέσα της η τρελή επιθυμία να απλώσει το χέρι
της και να σβήσει από το όμορφο πρόσωπό του αυτό το αισθησιακό
χαμόγελο που έκανε τα σπλάχνα της να τρεμουλιάζουν από
ερωτική επιθυμία.

Αλλά έξαφνα το νήμα της σκέψης της κόπηκε απότομα, καθώς στο
δωμάτιο μπήκε η Έλεν.

Συνήθως δεν ξυπνούσε ποτέ πριν από το μεσημέρι. Αλλά αυτή τη


φορά θα πρέπει να σηκώθηκε επειδή μάντεψε αντρική παρουσία
μέσα στο σπίτι. Η Τζιν και η Μ πιάνκα το κατάλαβαν από τον
τρόπο που είχε περιποιηθεί τον εαυτό της και από τη νεγκλιζέ
ρόμπα που είχε ρίξει πάνω από το νυχτικό της.

Η Μ πιάνκα της σέρβιρε ένα φλιτζάνι από το δυνατό μαύρο καφέ


που έπινε πάντα η μητέρα της το πρωί και έκανε τις συστάσεις,
προσπαθώντας να αγνοήσει την έντονη μυρωδιά του ουίσκι που
πρόδιδε η ανάσα της Έλεν.

Θα πρέπει να έχει κρύψει μπουκάλια σε μέρη απίθανα μέσα στο


σπίτι, Γι' αυτό η Τζιν κι εγώ δεν Καταφέραμε να τα εξαφανίσουμε
παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές μας, συλλογίστηκε γεμάτη
απελπισία.

Αθελά της, αισθάνθηκε να την πνίγει ένα συναίσθημα αποτυχίας


και ηττοπάθειας. Ίσως γι’ αυτό άφησε αδιαμαρτύρητα τον Τσέζαρε
να επιστρατεύσει όλη τη γοητεία του και να πείσει την Έλεν πόσο
διασκέδασηκές και ευχάριστες θα ήταν οι διακοπές της στο
πανέμορφο, ιδιόκτητο νησί του. Ανέφερε την παρουσία του
καθηγητή και μαζί ένα σωρό ονόματα διάσημων προσώπων —
ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν ηθοποιοί, πρώην εστεμμένοι και
άρχοντες του πλούτου — οι οποίοι είχαν εμπιστευτεί τη θεραπεία
τους στα χέρια του.

«Οι περισσότεροι από αυτούς είναι τώρα εντελώς καλά», τη


διαβεβαίωσε με κατηγορηματικό ύφος. «Και για την περιπέτεια
τους δεν κυκλοφόρησε ποτέ το παραμικρό σχόλιο. Διότι ένα από
τα σημαντικότερα προσόντα του καθηγητή είναι η απόλυτη
εχεμύθεια».
Τα λόγια του ήταν μια τονωτική ένεση για την Έλεν, επειδή την
έκαναν να νιώθει ότι ο Τσέζαρε συμπεριλάμβανε και την ίδια
ανάμεσα σ’ αυτούς τους εκλεκτούς ανθρώπους και πως τη
θεωρούσε εξίσου σπουδαία και ξεχωριστή.

'Οταν η Μ πιάνκα άρχισε να μαζεύει τα πιάτα, εκείνος αποφάσισε


ότι ήταν ώρα να πηγαίνει.

Αποχαιρέτησε εγκάρδια τις δύο γυναίκες και υποσχέθηκε να τους


στείλει με φαξ τις τελευταίες λεπτομέρειες για το πρόγραμμα της
αναχώρησής τους, η οποία δε θα καθυστερούσε περισσότερο από
είκοσι τέσσερις ώρες.

«Φεύγω κι εγώ!» είπε ζωηρά η Τζιν μόλις η εξώπορτα έκλεισε πίσω


από τον Τσέζαρε. «Πρέπει να πάρω το γρηγορότερο το τρένο για
το Μ πρίστολ. Τα ρούχα που έχω μαζί μου είναι εντελώς
ακατάλληλα για το ζεστό κλίμα του νησιού. Πρέπει να φτιάξω
καινούριες βαλίτσες. Θα γυρίσω με το βραδινό». Χαμηλώνοντας
αισθητά τον τόνο της φωνής της, κοίταξε ανήσυχη την ανιψιό της.
«Τι λες, θα τα καταφέρεις ολομόναχη; Πρέπει να ’χει πιει πάλι. Το
μύρισα στην ανάσα της. Ωστόσο...» Η στενοχώρια έσβησε απότομα
από το πρόσωπό της και χαμογέλασε γεμάτη ευχαρίστηση, «...είμαι
σίγουρη ότι αυτός ο καθηγητής θα καταφέρει να τη γιατρέψει!»

Μ ακάρι! ευχήθηκε με θέρμη η Μ πιάνκα. Μ όνο που το τίμημα που


θα πληρώσω για να γίνει αυτό, θα είναι ακριβό.

Έσκυψε πάνω από το πλυντήριο των πιάτων και προσποιήθηκε ότι


το γέμιζε με τα χρησιμοποιημένα σερβίτσια, για να κρύψει τα
δάκρυα που είχαν αρχίσει να θολώνουν τα μάτια της.

Αλλά μόλις άκουσε πίσω της τη φωνή της μητέρας της, βιάστηκε
να τρεμοπαίζει κάμποσες φορές τα βλέφαρά της για να τα διώξει.

«Ώστε αυτός είναι ο ιππότης με το μαύρο άλογο;» σχολίασε η


μητέρα της. «Φυσικά το είχα καταλάβει ότι βγαίνεις με
κάποιον. Κανένα κορίτσι δεν επιστρέφει στο σπίτι του τις πρώτες
πρωινές

ώρες επειδή βγήκε έξω για ψώνια! Ήταν ανάγκη, όμως, γλυκιά
μου, να μπλέξεις με τον Τσέζαρε Αντριότι;» Η φωνή της σοβά-
ρεψε απότομα. «Να προσέχεις πολύ, αγάπη μου. Το ξέρω ότι είναι
όμορφος, γοητευτικός και γενναιόδωρος, αλλά φρόντισε να μην
τον ερωτευτείς. Γιατί, ό,τι κι αν σου προσφέρει, δε θα αξίζει τίποτα
μπροστά στη συντριμμένη καρδιά που Θα σου αφήσει φεύγοντας».

Απομακρύνθηκε δίχως να προσθέσει άλλη λέξη. Μ άλλον για να


αποτελειώσει το μπουκάλι με το ουίσκι που έχει
αφήσει μισοτελειωμένο στο δωμάτιό της, συλλογίστηκε με θλίψη
η Μ πιάνκα. Μ άλλον γι’ αυτό:..

Αλλά δεν ήταν η μητέρα της η μοναδική έγνοια που την


απασχολούσε. Ήταν και ο Τσέζαρε, ο οποίος θα της εξασφάλιζε
δίπλα του μερικές από τις χειρότερες εβδομάδες της ζωής της,
μέχρι να αποφασίσει ότι την είχε βαρεθεί.
Αθελά της, άρχισαν να περνούν μπροστά από τα μάτια της σκηνές
που θα εξελίσσονταν μεταξύ τους μέσα στη νύχτα. Τότε που η ίδια
θα εξοφλούσε το αντίτιμο της προσφοράς του...

Πάντα μεταμορφωνόμουν στα χέρια του σ’ ένα πλάσμα που δε


γνώριζα, αναγνώρισε με θλίψη. Αγριο και αμαρτωλό πλάσμα. Μ ια
γυναίκα που έλιωνε μ’ ένα του άγγιγμα και μεθούσε με το νέκταρ
των χειλιών του. Και φοβάμαι πως, παρά τα όσα φρικτά μου είπε
σήμερα, αυτό εξακολουθεί να ισχύει, παραδέχτηκε ντροπιασμένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο Τσέζαρε καθόταν στη θέση του χειριστή του ελικοπτέρου που
τους μετέφερε από το Παλέρμο στον τελικό προορισμό τους, στο
νησί.

Δε σταματούν πουθενά τα ταλέντα του; αναρωτήθηκε με κάποια


νευρικότητα η Μ πιάνκα κοιτάζοντας την Έλεν, η οποία καθόταν
μπροστά της και φλυαρούσε χαρούμενα, ενθουσιασμένη από την
εκλεκτή μεταχείριση που της είχε επιφυλαχτεί σε όλα τα
αεροδρόμια, από το Λονδίνο ως τη Σικελία, ως επίσημη
προσκεκλημένη του Τσέζαρε Αντριότι.

Αντίθετα, η Τζιν δε φαινόταν καθόλου καλά. Σφιγγόταν πάνω στο


κάθισμά της και κρατούσε τα μάτια κλειστά, ενώ κατά διαστήματα
άφηνε να της ξεφεύγουν μικρά, κοφτά βογκητά.
Η Μ πιάνκα ακολούθησε το παράδειγμά της, για να μη νιώθει
αναγκασμένη να απαντάει στη μητέρα της.

Παριστάνοντας ότι υπέφερε κι εκείνη από ναυτία, έκλεισε τα μάτια


και βάλθηκε να τρίβει αργά τον αυχένα της, προκειμένου να
χαλαρώσει τους μυς που είχαν σφιχτεί πολύ από την υπερένταση.
Ευτυχώς τα μαλλιά της —που εξακολουθούσαν να παραμένουν
στη θέση τους με όλες αυτές τις φουρκέτες που τα είχε φορτώσει
— έδιναν ακριβώς την εικόνα που ήθελε. Μ ιας άχαρης
γεροντοκόρης, η οποία, εντελώς άβαφη και ντυμένη απλά μ’ ένα
γκρίζο παντελόνι κι ένα ασήμαντο βαμβακερό μπλουζάκι,
περνούσε εντελώς απαρατήρητη.

Αντίθετα, η Έλεν ήταν ντυμένη στην τρίχα. Μ ε τον ισχυρισμό ότι


δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ιταλία με κουρέλια, είχε

αγοράσει ένα κοστούμι επώνυμου σχεδιαστή σε έντονο κίτρινο


χρώμα που έβγαζε μάτι. Χρέωσε, φυσικά, υπέρμετρα
την πιστωτική κάρτα, το λογαριασμό της οποίας θα έπρεπε
να πληρώσει η Μ πιάνκα. Μ ε κάποιο τρόπο...

Μ όνο που η ίδια για την ώρα δεν κέρδιζε χρήματα. Και αν ο
Τσέζαρε σκόπευε να κρατήσει για μακρύ διάστημα την τιμωρία που
της είχε επιβάλει, σύντομα θα έχανε και τη δουλειά της. Η Στάζια
δεν είχε φροντίσει καθόλου να κρύψει τη δυσαρέ-σκειά της για
την άνευ αποδοχών άδεια που της είχε ζητήσει η Μ πιάνκα, χωρίς
όμως να προσδιορίζει και την ημέρα επιστροφής της στο γραφείο.
«Το νησί μου». Η φωνή του Τσέζαρε, βαθιά και πλούσια, διέκοψε
την ξέγνοιαστη φλυαρία της Έλεν.

Η Τζιν δίπλα της άφησε να της ξεφύγει μια μικρή κραυγή τρόμου
μόλις η μύτη του ελικοπτέρου βούτηξε δυναμικά στον ορίζοντα.

«Να και η βίλα», είπε ο Τσέζαρε.

Στράφηκαν και οι τρεις γυναίκες ταυτόχρονα προς τα παράθυρα.


Αμέσως ξεχώρισαν το κτίσμα ανάμεσα σε δαντελωτές,
ονειρεμένες ακτές, ψηλά δέντρα και άγρια βράχια. Η Μ πιάνκα,
νιώθοντας τη θεία της να υποφέρει, άπλωσε το ένα της χέρι προς
το μέρος της και σκέπασε καθησυχαστικά το δικό της.

Δεν το τράβηξε, μέχρι που ο Τσέζαρε προσγείωσε επιδέξια το


ελικόπτερο στο έδαφος και έσβησε τη μηχανή. Έμειναν όλοι στις
θέσεις τους μέχρι που ο έλικας έπαψε να στριφογυρίζει τρελά.

Στη συνέχεια άρχισαν ένας ένας να κατεβαίνουν. Πρώτος ο


Τσέζαρε, που έμεινε μπροστά στο άνοιγμα της εξόδου για
να βοηθήσει τις δύο μεσήλικες γυναίκες. Προφανώς για να
διασκεδάσει την αμηχανία και την κούρασή τους, άρχισε να
τους μιλάει για όλα. Για το πόσο δροσερό ήταν το εσωτερικό
της βίλας, πόσο κρυστάλλινη γεύση είχε το νερό της
φυσικής πηγής που υπήρχε στο νησί, για τη γεννήτρια που
ηλεκτροδοτούσε όλη την έκταση, την πισίνα, της οποίας το νερό
ανανεωνόταν καθημερινά με θοίλασσινό νερό και για το
προσωπικό που είχε φτάσει με τη βάρκα μία ημέρα νωρίτερα, λίγες
ώρες

πριν από την άφιξη του καθηγητή Βακάρι, ο οποίος βρισκόταν ήδη
στη βίλα και τις περίμενε.

Μ ιλούσε συνέχεια, μέχρι που η Μ πιάνκα αισθάνθηκε την ανάγκη


να τον χτυπήσει.

Όχι όμως και οι δύο άλλες γυναίκες, οι οποίες κρέμονταν


κυριολεκτικά από τα χείλη του! Πράγμα που δε θα
έκαναν, φυσικά, αν ήξεραν ότι βρίσκονταν εκεί μόνο και μόνο
επειδή ο Τσέζαρε ήθελε να έχει την Μ πιάνκα στο κρεβάτι του!
Μ έχρι να αποφασίσει πως την είχε πια βαρεθεί!

Το γεγονός, όμως, ότι έβλεπε τη μητέρα της, μια γυναίκα


τσακισμένη από το αλκοόλ και την ανάγκη για προσοχή
και θαυμασμό, να ανθίζει σαν όμορφο λουλούδι μπροστά
στο ενδιαφέρον του Τσέζαρε, την έκανε να σκέφτεται πως η
θυσία της άξιζε τον κόπο.

Λίγα μέτρα πιο πέρα από το σταματημένο ελικόπτερο περίμενε ένα


κάρο. Το μουλάρι, έχοντας στο κεφάλι ένα πλατύγυρο καπέλο,
φορεμένο έτσι ώστε να βγαίνουν από πάνω τα πεταχτά αυτιά του,
προοριζόταν για να μεταφέρει ως τη βίλα τις αποσκευές που
φόρτωσε πάνω στο κάρο ο αγωγιάτης του, ένας ηλικιωμένος,
μαυριδερός χωρικός ονόματι Τζιοβάνι, ο οποίος χαιρέτησε τις
τρεις γυναίκες και τον Τσέζαρε μ’ ένα ευγενικό Μ πουονασέρα.
Η Μ πιάνκα, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει τα μάτια της από τον
οικοδεσπότη τους —που φάνταζε απίστευτα νέος και ζωηρός μέσα
στο φαρδύ, σπορ, χακί παντελόνι και το λαδί μακό μπλουζάκι του
— άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί τριγύρω.

Η άγρια ομορφιά του τοπίου, με την καταγάλανη θάλασσα που


έσκαγε μ’ ένα απαλό μουρμουρητό στα βράχια της παραλίας, τον
πεντακάθαρο ουρανό και τους γυμνούς, κοφτερούς βράχους που
εναλλάσσονταν με μικρές εκτάσεις γεμάτες δέντρα, την έκανε να
νιώσει καλύτερα.

«Έλα, πάμε». Η φωνή του Τσέζαρε την απέσπασε από τις σκέψεις
της. Πριν προλάβει να αντιληφθεί τι της έλεγε, εκείνος την έπιασε
από τον αγκώνα και την παρέσυρε στο χλοερό δρομάκι που
ξετυλιγόταν μπροστά τους, ανάμεσα σε απότομες πλαγιές και
λείους, κοφτερούς βράχους.

Η αίσθηση των δαχτύλων του πάνω στο γυμνό της μπράτσο

έκανε το στόμα της να στεγνώσει. Ίσως επειδή αυτόματα το μυαλό


της γέμισε από εικόνες στις οποίες πρωταγωνιστούσε εκείνος. Μ ε
το ηλιοκαμένο, χρυσαφένιο κορμίτου γυμνό, σερνόταν πάνω της
και την ταξίδευε ως την υπέρτατη ηδονή με τα φιλιά και τα χάδια
του. Η κατακλυσμιαία μαγεία που την πλημμύριζε κάθε φορά,
συνδυασμένη με την έκσταση και τον πυρετό που τη συνέπαιρναν,
έκανε τον έρωτά τους μια εμπειρία μυθική και αλησμόνητη, αλλά
ταυτόχρονα και επικίνδυνη.
Τίναξε το κεφάλι της απότομα για να αδειάσει το μυαλό της απ'
αυτές τις ενοχλητικές εικόνες και προσπάθησε να τραβηχτεί.
Εκείνος όμως δεν την άφησε.

«Το μονοπάτι δεν είναι τόσο απόκρημνο και δύσκολο ώστε να


φοβάσαι μη χάσεις την ισορροπία σου», της επισήμανε ήρεμα. «Η
μητέρα σου και η θεία σου το προσπέρασαν ήδη και τώρα
κοντεύουν να φτάσουν στη βίλα. Παρ’ όλ’ αυτά, θα με αφήσεις να
σε κρατάω ή θα συνεχίσεις να φέρεσαι, κάρα μία, σαν
κακομαθημένο παιδί;»

Ο ανάλαφρος σαρκασμός που είχε βάλει επίτηδες στη φωνή του


ήταν μόνο για να την παραπλανήσει. Στην πραγματικότητα, το
μόνο που ήθελε ήταν να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να
σφραγίσει με αχόρταγα φιλιά τα υπέροχα, βελουδένια χείλη της,
που τον έκαναν πάντα να χάνει τον έλεγχο και να ξεφεύγει από τα
όριά του. Ένα βλέμμα αυτών των ονειρεμένων, χρυσαφένιων
ματιών της ήταν αρκετό για να τον κάνει σκλάβο της και να...

Αλλά η Μ πιάνκα δεν τον κοιτούσε. Όλη η προσοχή της ήταν


δοσμένη στις φιγούρες των δύο γυναικών, οι οποίες
μόλις διακρίνονταν στο βάθος του μονοπατιού καθώς
προχωρούσαν προσεκτικά πλάι πλάι.

Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να τον κάνω να μετανιώσει για τον
εκβιασμό του, συλλογιζόταν την ίδια στιγμή, φτάνει να βρω το
σωστό τρόπο...
Η έμπνευση της ήρθε ξαφνικά. Σαν ένα φλας που άστραψε

απότομα στο μυαλό της.

Την έβαλε σε εφαρμογή την ίδια κιόλας στιγμή.

«Μ η λες ανοησίες, Τσέζαρε», μουρμούρισε κουρασμένα,


τραβώντας αποφασιστικά το χέρι της. «Δεν έχω ανάγκη να με

κρατάς, ούτε και φέρομαι σαν κακομαθημένο παιδί. Απλώς


βαρέθηκα αυτή την ενοχλητική κατάσταση που έχω μπλέξει».

Μ άντεψε αμέσως την οργή του από την αλλαγή που υπήρξε στο
ρυθμό της ανάσας του.

Ωραία, είπε μέσα της, εξακολουθώντας πάντα να διασχίζει το


μονοπάτι με βήμα σταθερό, κοιτάζοντας μπροστά. Αν λειτουργήσει
η μέθοδός μου, θα τον κάνω σύντομα να μη θέλει ούτε να με
βλέπει. Γιατί πώς θα μπορούσε να θέλει μια γυναίκα που θα
χασμουριέται όποτε την αγκαλιάζει ή που την ώρα του σεξ θα
ασχολείται με τα νύχια της;

Δεν ήθελε να φτάσουν τα πράγματα ως εκεί. Η ίδια είχε


αποφασίσει πρώτη να θέσει τέλος στη σχέση τους μόνο και μόνο
επειδή τον είχε ερωτευτεί τρελά και ζούσε με την αγωνία ότι ένα
δικό του «αντίο» θα τη συνέτριβε και θα κατέστρεφε τη ζωή της
για πάντα. Τώρα, όμως, δεν άντεχε στη σκέψη ότι είχε γίνει η
ερωτική σκλάβα ενός άντρα που δεν την αγαπούσε. Και μόνο το
γεγονός ότι θα τη μεταχειριζόταν σαν παιχνίδι που το είχε
αγοράσει και ότι θα την πετούσε μόλις βαριόταν να παίζει μαζί της,
την τρέλαινε.

Όχι για λόγους αξιοπρέπειας. Μ ονάχα για την ανάγκη που ένιωθε
να προστατεύσει κάπως τον εαυτό της και να διατηρήσει ένα
ασήμαντο έστω ποσοστό περηφάνιας μέσα της.

Ο Τσέζαρε έμεινε για λίγο να την κοιτάζει καθώς εκείνη


απομακρυνόταν. Στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια να καταπνίξει
την ταραχή του, της γύρισε απότομα την πλάτη και επέστρεψε να
βοηθήσει τον Τζιοβάνι να φορτώσει τις πολλές αποσκευές στο
κάρο.

Ώστε κάνω την κυρία να βαριέται! συλλογιζόταν μανιασμένος την


ίδια στιγμή. Γι' αυτό και αποφάσισε να βάλει τέλος στη σχέση μας!
Ε, λοιπόν, θα την κάνω σύντομα να μετανιώσει! Και όταν φτάσει η
ημέρα που θα αποφασίσω εγώ ότι τελειώσαμε, θα σέρνεται στα
πόδια μου και θα με παρακαλάει να την κρατήσω! Θα μου
υπόσχεται τον ουρανό με τ’ άστρα προκειμένου να παραμείνει στο
πλευρό μου! Αν δε συμβεί αυτό, να μη με λένε Τσέζαρε
Τζιανλούκα Αντριότι!

***

«Είναι όλα πολύ όμορφα!» σχολίασε η Έλεν με μια κόπτως


ασταθή, τρεμάμενη φωνή. «Δε συμφωνείς κι εσύ, αγάπη μου;»
«Και βέβαια!» Η Μ πιόινκα προσπάθησε να δείξει ενθουσιασμό, αν
και στην πραγματικότητα είχε προσέξει ελάχιστα πράγματα.

Η Μ αρία, η γυναίκα που θα τους φρόντιζε, τους είχε ξεναγήσει


στη βίλα για να εξοικειωθούν με το περιβάλλον. Αλλά η Μ πιάνκα
τα μόνα που θυμόταν ήταν τα δροσερά, μαρμάρινα πατώματα, τη
λιτή, κομψή διακόσμηση και τη βεράντα που βρίσκονταν τώρα και
αγνόΐντευαν τη γαλανή, απέραντη θάλασσα, που άρχιζε από το
σημείο που τελείωναν τα βράχια της παραλίας.

Κοίταξε την κανάτα με το φυσικό χυμό που είχε αφήσει η Μ αρία


στο τραπέζι. Κανονικά θα έπρεπε να πιει λίγο, γιατί αισθανόταν
αφυδατωμένη. Από την υπερένταση, όμως, ο λαιμός της είχε
κλείσει και την πονούσε.

Όσο για τη μητέρα της... Βλέποντάς την η Μ πιάνκα να κοιτάζει το


χυμό με αποστροφή, σαν να ήταν δηλητήριο, κατάλαβε πόσο
απεγνωσμένη ανάγκη ένιωθε για μερικά ποτήρια ουίσκι.

Ευτυχώς, τουλάχιστον, που ο καθηγητής Βακάρι φαινόταν


απόλυτα άξιος και ικανός να χειριστεί την κατάσταση. Ήταν ένας
άντρας επιβλητικός, γύρω στα πενήντα πέντε, με γκρίζα, αραιά
μαλλιά και προφίλ Ρωμαίου συγκλητικού. Εκείνο, όμως, που τον
έκανε να ξεχωρίζει ήταν τα μάτια του. Ήταν έξυπνα, γεμάτα
ευγένεια και ακτινοβολούσαν πειθώ και καλοσύνη.

Η Μ πιάνκα τον είδε να σηκώνεται αποφασιστικά από το κάθισμά


του και να πατάει ένα κουμπί στον τοίχο.
«Αν μου επιτρέπετε, κυρίες μου... Η Μ αρία θα έρθει και θα σας
συνοδεύσει στα δωμάτιά σας. Είμαι σίγουρος ότι η Ρόζα θα έχει
ήδη αδειάσει τις βαλίτσες σας που τις μετέφερε ο Τζιοβάνι και θα
έχει τακτοποιήσει τα πράγματά σας στις ντουλάπες».

Η νευρικότητα με την οποία πετάχτηκε ορθή η "Ελεν έδωσε στην


Μ πιάνκα να καταλάβει ότι θα είχε κρύψει και μερικά ύποπτα
μπουκάλια ανάμεσα στα ρούχα της, τα οποία τώρα βρίσκονταν στα
χέρια της Ρόζας...

«Τότε ας πηγαίνουμε καλύτερα, αγάπη μου, τι λες;»

«Η Μ πιάνκα κι εγώ θα μείνουμε σε ένα άλλο μέρος, δέκα λεπτά


απόσταση από εδώ», επενέβη ο Τσέζαρε, κάνοντας ένα βήμα
μπροστά.

Όλη αυτή την ώρα στεκόταν σιωπηλός και κολλημένος στον


τοίχο, αφήνοντας τον καθηγητή Βακάρι —που ουσιαστικά
όλη αυτή την ώρα έπαιζε το ρόλο του οικοδεσπότη— να έχει
την αποκλειστική πρωτοβουλία στις συζητήσεις και να τις
οδηγεί εκεί που ήθελε.

Μ όλο που η Μ πιάνκα ήξερε από την αρχή τι θα συνέβαινε, ένιωσε


το πρόσωπό της να χλομιάζει ακούγοντας τα λόγια του. Αλλά
ξέροντας ότι, για το καλό της μητέρας της, δεν έπρεπε να φανεί
διόλου πως η ίδια ήταν αντίθετη μ’ αυτή τη ρύθμιση — ή,
καλύτερα, μ’ αυτό το σκλαβοπάζαρο — βίασε τον εαυτό της να
χαμογελάσει.
«Θα σε βλέπω κάθε μέρα», διαβεβαίωσε καθησυχαστικά την Έλεν,
διαβάζοντας την ανησυχία μέσα στα μάτια της. «Τα μεσημέρια θα
τρώμε μαζί», συνέχισε με ύφος κατηγορηματικό, θέλοντας να
δείξει στον Τσέζαρε ότι δε θα του επέτρεπε να της υπαγορεύει
κάθε της κίνηση. «Θα είσαι καλά, μια χαρά», πρόσθεσε τρυφερά
και σ’ ένα ξέσπασμα τρυφερότητας αγκάλιασε στοργικά τη μητέρα
της. Νιώθοντας πόσο εύθραυστη και αδύνατη ήταν μέσα από το
ακριβό της κοστούμι, της ήρθε να κλάψει. «Το μόνο που θέλω από
σένα είναι να κάνεις ότι μπορείς για να είσαι καλά και
ευτυχισμένη», την παρακάλεσε. «Και, πίστεψέ με...» Κόλλησε τα
χείλη στ’ αυτί της για να την ακούσει μονάχα εκείνη, «...δεν
υπάρχει περίπτωση να μπλεχτώ συναισθηματικά με τον Τσέζαρε,
σου το υπόσχομαι. Γι’ αυτό πάψε να ανησυχείς για μένα. Μ ου το
ορκίζεσαι;» Βλέποντας την Έλεν να της γνέφει καταφατικά,
προσπαθώντας να συγκροτήσει τα χείλη της που έτρεμαν από τη
συγκίνηση, τη φίλησε απαλά. «Ωραία. Θα τα ξαναπούμε αύριο».

Γύρισε απότομα την πλάτη της, με το πρόσχημα ότι ήταν έτοιμη να


φύγει. Στην πραγματικότητα, όμως, το έκανε για να μη δει η Έλεν
τα δάκρυα που γυάλιζαν στα μάτια της.

Αλλά ο Τσέζαρε τα είδε. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Και το πρώτο που
φοβήθηκε ήταν μήπως εκείνος τη θεωρούσε σαχλή και
ευσυγκίνητη. Γρήγορα, όμως, έδιωξε από το μυαλό της αυτή την
ανησυχία, επειδή το μόνο που μπορούσε να την ενδιαφέρει τώρα
πια ήταν η θεραπεία της μητέρας της και όχι η δική του γνώμη για
το άτομό της.
Μ ’ αυτή την αλήθεια κατά νου, στράφηκε προς το μέρος του και
τον κοίταξε ψυχρά στα μάτια.

«Υποτίθεται ότι βιάζεσαι να πηγαίνουμε, σωστά;»

Ο Τσέζαρε ένιωσε το κορμί του να τεντώνεται σαν τόξο από τον


έντονο εκνευρισμό. Προσπαθεί να μου δείξει ότι δε σκοπεύει να
υποταχτεί έτσι απλά, σκέφτηκε τρίζοντας νοερά τα δόντια του, με
βλέπει σαν χασάπη, σαν δουλέμπορο!

Η αλήθεια ήταν ότι και ο ίδιος ένιωθε χάλια. Όταν είδε την
Μ πιάνκα να αγκαλιάζει τη μητέρα της με τόση στοργή
και τρυφερότητα, αισθάνθηκε ντροπή. Για πρώτη φορά στη
ζωή του...

«Μ πορείς να κατέβεις από εδώ», της απάντησε κάνοντας μια


αόριστη κίνηση προς τις σκάλες στην άκρη της βεράντας. «Δε θ’
αργήσω κι εγώ. Περίμενέ με».

Πριν την ακολουθήσει, αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον


καθηγητή, ενώ προσπαθούσε την ίδια στιγμή να καταπνίξει μέσα
του την επιθυμία που ένιωθε να αρπάξει την Μ πιάνκα, να την
ξαπλώσει μπρούμυτα στα πόδια του και να της δώσει ένα γερό
ξύλο.

Ποτέ άλλοτε δεν είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει βία σε μια


γυναίκα. Και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο αυτή η
συγκεκριμένη γυναίκα ξυπνούσε μέσα του τέτοια συναισθήματα.
***

Τους πήρε δέκα λεπτά για να καλύψουν το στριφογυριστό


μονοπάτι στο φρύδι του λόφου και να φτάσουν μπροστά σε μια
μεγάλη, πλατιά πεδιάδα.

Σε άλλες συνθήκες η Μ πιάνκα δε θα χόρταινε να απολαμβάνει το


φρέσκο, μοσχομυριστό χορτάρι κάτω από τα πόδια της, το άρωμα
των αγριολούλουδων και τη μαγική θέα που χαιρόταν η όρασή της.
Όπως είχαν τα πράγματα, όμως...

Αν και, απ’ ό,τι όλα δείχνουν, το σχέδιό σου φαίνεται να αποδίδει,


της επισήμανε μια φωνή μέσα της. Αν ο Τσέζαρε πειστεί για τα
καλά ότι η σχέση σου μαζί του είναι για σένα μια υπόθεση βαρετή
και αδιάφορη...

Παρά το δροσερό αεράκι που τη χάιδευε απαλά, αισθάνθηκε


ξαφνικά να ιδρώνει. Από την υπερένταση που απειλούσε να την
οδηγήσει σε κάποιο υστερικό ξέσπασμα από στιγμή σε στιγμή. Η
σιωπή του Τσέζαρε, που περπατούσε δίπλα της αγέρωχος και
απόμακρος, έδειχνε ότι μάλλον η τακτική της είχε καρποφορήσει.
Το μόνο που χρειαζόταν τώρα πια ήταν να τη συνεχίσει χωρίς
πισωγυρίσματα.

Όσο τρομακτικά δύσκολο κι αν της ήταν αυτό.

Βλέποντας το μικρό, πέτρινο σπίτι που την είχε οδηγήσει εκείνος,


αισθάνθηκε την καρδιά της να σφυροκοπάει άτακτα. Ήταν ένα
πανέμορφο κτίσμα, στα ριζά ενός πανύψηλου, επιβλητικού βράχου
και φάνταζε μέσα σε μια θάλασσα από φτέρες.

Ήταν το ιδανικό μέρος για να κρύψουν δυο ερωτευμένοι τον


έρωτά τους.

Αλλά η συγκεκριμένη κατάσταση δεν είναι καθόλου ιδανική,


έσπευσε να υπενθυμίσει στον εαυτό της. Γι' αυτό και, μια
και ένιωθε αναγκασμένη να πει κάτι για να βάλει τέλος σ’ αυτή
την ενοχλητική σιωπή που τη βάραινε, στράφηκε προς τον Τσέ-
ζαρε και τον κοίταξε με ύφος ανέκφραστο.

«Τι είναι εδώ;»

Εκείνος της άνοιξε μ’ ένα χαμόγελο την πόρτα. «Να πούμε... η


ερωτική φωλιά μας;» σχολίασε με τόνο ελαφρά
ερωτηματικό. «Αλλά μπορεί και όχι», απάντησε μόνος στην
ερώτησή του, βλέποντάς τη να παραμένει σιωπηλή.

Φυσικά και όχι! έσπευσε να συμφωνήσει βουβά εκείνη. Και


μάλιστα χωρίς κανένα «μπορεί». Γιατί η αγάπη δεν έχει καμία θέση
στη σχέση μας. Τουλάχιστον από τη μεριά τη δική του. Γιατί εγώ...
Αλλά πώς είναι δυνατόν μια γυναίκα λογική σαν εμένα να έχει
ερωτευτεί ένα τέτοιο τέρας;

«Για να γίνω πιο συγκεκριμένος», συνέχισε χαμογελώντας ο


Τσέζαρε, σαν να τον είχε διασκεδάσει ο θυμός που είδε στα μάτια
της, «ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του νησιού έμενε εδώ μέχρι που
πέθανε. Ήταν το απομονωτήριό του. Περνούσε τις ημέρες του
φροντίζοντας μερικά κλήματα για το κρασί του, ψαρεύοντας και
καλλιεργώντας τα λαχανικά που κατανάλωνε ο ίδιος. Τώρα το
χρησιμοποιούμε μόνο για να φιλοξενήσουμε κάποιους
καλεσμένους, όταν όλα τα δωμάτια της βίλας είναι πιασμένα από
την οικογένεια και τους φίλους». Παραμέρισε για να της κάνει
χώρο να μπει. «Ικανοποιήθηκε η περιέργεια

σου;»

Η Μ πιάνκα δεν του απάντησε. Κυρίως επειδή ο κόμπος που


έφραζε το λαρύγγι της εμπόδιζε τη φωνή της να βγει.
Έτσι δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε στο σπίτι σχεδόν
βιαστικά, για να κρύψει από τα μάτια του τα δάκρυα που
αισθάνθηκε ξαφνικά να την πνίγουν.

Από μια αναπάντεχη νοσταλγία γι’ αυτό που μοιράζονταν κάποτε:


Το φλερτ, την κουβέντα, την τρυφερότητα και την ευχαρίστηση
που ανακάλυπταν σε κάθε χάδι και κάθε βλέμμα που
αντάλλασσαν.

Τότε που εκείνος της έλεγε πόσο όμορφη ήταν και πόσο τρελά την
ποθούσε.

Φυσικά ήταν ανόητη που ένιωθε έτσι. Γιατί κάθε είδους γλυκό
συναίσθημα που έτρεφε κάποτε γι’ αυτόν ήταν λογικό να έχει
πεθάνει μετά το σκληρό εκβιασμό στον οποίο την είχε αναγκάσει
να υποκύψει.
Αλλά και η καρδιά μου είναι ζωντανή; αναρωτήθηκε έξαφνα
γεμάτη απόγνωση.

Όμως, ένιωσε τη φωνή της συνείδησής της να επαναστατεί μ’


αυτές τις ανοησίες κι έστρεψε την προσοχή της στο
χαμηλοτάβανο, μακρύ δωμάτιο που φάνηκε μπροστά της,
επιπλωμένο απλά, με πέτρινο νεροχύτη, μια παλιά μαγειρική εστία
γκαζιού, ένα τραπέζι, καρέκλες και απέριττα ξύλινα ντουλάπια.

Μ ακάρι τα απλά, αδιάφορα ρούχα της να είχαν καταφέρει να


κρύψουν τις εξαίσιες καμπύλες της που με
τρελαίνουν, συλλογίστηκε με συγκρατημένη απελπισία ο Τσέζαρε
καθώς την κοίταζε. Όσο για τα μαλλιά της, είναι σαν να τα
χτένισε έτσι επίτηδες. Για να με κάνει να προσέξω ακόμα πιο
καθαρά τις τέλειες γραμμές του λαιμού και του προσώπου της.

Αλλά δε σου φτάνει αυτό! επισήμανε με πίκρα στον εαυτό του


σφίγγοντας δυνατά τις γροθιές του. Αν είσαι ειλικρινής, πρέπει να
παραδεχτείς ότι θέλεις να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως παλιά!
Να ξανακούσεις το γέλιο της, να δεις τα χείλη της να στραβώνουν
κωμικά για κάποιο αστείο που είπες ή να μισανοίγουν αισθησιακά
για να δεχτούν το φιλί σου. Θέλεις να

ξαναδείς τα κεχριμπαρένια μάτια της να αστράφτουν στο φως των


κεριών, στη διάρκεια ενός εκλεκτού δείπνου. Και εσύ, καθώς θα
απολαμβάνεις δίχως βιασύνη το φαγητό σου, να νανουρίζεις μέσα
σου τη σκέψη ότι στο τέλος της βραδιάς θα βρεθεί γυμνή στην
αγκαλιά σου.

Βλέποντας την Μ πιάνκα να σκύβει πάνω από ένα μπολ με


αγριολούλουδα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα είχε τοποθετήσει
η κοπέλα που καθάρισε το σπίτι πάνω στο ξύλινο τραπέζι,
αισθάνθηκε το κάτω μέρος του κορμιού του να ξυπνάει!

Αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλη την αντοχή του για να μην την


αρπάξει ορμητικά στην αγκαλιά του, θέλοντας να την αναγκάσει
να παραδεχτεί ότι ο έρωτάς τους κάθε άλλο παρά την έκανε να
βαριέται! Γεγονός που θα της ήταν πολύ δύσκολο να αρνηθεί.
Γιατί έτσι καλά που γνώριζε το κορμί της, ήξερε ακριβώς πού θα
έπρεπε να τη φιλήσει και να τη χαϊδέψει για να τη δει να φλέγεται
σαν λαμπάδα από το πάθος...

Όμως δεν ήταν αυτό που αποζητούσε. Όχι μονάχα σεξ. Ξαφνικά
συνειδητοποίησε ότι δεν του έφτανε μονάχα αυτό. Ήθελε
περισσότερα.

Αλλά το κορμί του έσπευσε να του συστήσει να αφήσει κατά μέρος


αυτές τις συναισθηματικές ανοησίες και να πάψει να φαντάζεται
ότι χρειαζόταν κάτι περισσότερο από μια γυναίκα εκτός από
εκπληκτικό και τέλειο σεξ.

«Δεν έχει, βέβαια, τις ανέσεις της βίλας». Η φωνή του ήχησε στ’
αυτιά του αλλοιωμένη από την πάλη που γινόταν μέσα του.
«Φοβάμαι ότι θα πρέπει να περιοριστείς σε ό,τι μπορεί να σου
προσφέρει».
Κατά βάθος ήξερε ότι το σχόλιό του ήταν άδικο, γιατί η Μ πιάνκα
δεν είχε δείξει ποτέ να εκτιμά τα εξεζητημένα πράγματα.

Εκείνη δε στράφηκε να τον κοιτάξει. Μ ονάχα το τρέμουλό του


χεριού της που είχε απλώσει στα λουλούδια του έδωσε
να καταλάβει ότι εκείνη είχε ακούσει κάθε του λέξη.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να ξεπεράσει την ταραχή του,


προσπάθησε να πάρει ύφος φυσικό. «Κάνε μια βόλτα και ρίξε μια
ματιά. Μ έχρι να εγκλιματιστείς με το μέρος, εγώ θα ρίξω μια ματιά
στη γεννήτρια».

Βγήκε στη νύχτα πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει. Όχι για να


κοιτάξει, βέβαια, τη γεννήτρια. Ήταν σίγουρος ότι το προσωπικό
του, που το πλήρωνε ακριβά, θα είχε φροντίσει για την τέλεια
λειτουργία της. Έτσι κάθισε βαρύς σ’ έναν πέτρινο πάγκο που
υπήρχε λίγο πιο κάτω από το σπίτι και βύθισε το βλέμμα του στην
απέραντη θάλασσα που φάνταζε σκοτεινή μέσα στη νύχτα.

Αισθανόταν περίεργα. Αυτή η ξαφνική επιθυμία που τον είχε


καταλάβει, να δημιουργήσει μια πιο ουσιαστική σχέση με
μια γυναίκα για να μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά της
και πέρα από τις ώρες του σεξ, του γεννούσε δυσπιστία
και επιφύλαξη.

Μ ια και περνούσε από το μυαλό του για πρώτη φορά, την απέδωσε
στο πλήγμα που είχε δεχτεί η περηφάνια του. Η οποία, προφανώς,
δεν εννοούσε να ικανοποιηθεί με μια συμβατική, εξαναγκαστική
αποκατάσταση, αλλά επιζητούσε το ολοκληρωτικό και το απόλυτο.
Την αγάπη. Τη δέσμευση. Την προοπτική που σήμαινε για ένα
ζευγάρι ότι θα ήταν για πάντα μαζί.

Μ όνο τότε θα ένιωθε πραγματικά δικαιωμένος.

Ε, όχι δα! επαναστάτησε μια φωνή μέσα του. Καλά θα κάνει η


περηφάνια σου να συμβιβαστεί με λιγότερα!

Σηκώθηκε από τον πάγκο και έστρωσε νευρικά τα μαλλιά με τα


δάχτυλά του. Τώρα δεν έτρεφε την παραμικρή αμφιβολία ότι το
αρχικό του σχέδιο θα έπρεπε να ακυρωθεί. Και μόνο που είχε
τολμήσει να σκεφτεί ότι θα έβρισκε κάποια
ικανοποίηση υποχρεώνοντας την Μ πιάνκα να κοιμηθεί μαζί του,
ήταν τρέλα. Το πιο σκληρό και παράλογο πράγμα που θα
μπορούσε να σκεφτεί. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι είχε
αποφασίσει ο ίδιος κάτι τέτοιο.

Τι θα έκανε αν το επικίνδυνο σχέδιό του στρεφόταν εναντίον του;


Αν κατέληγε να είναι εκείνος που θα ένιωθε ανάγκη για δέσμευση
και επικοινωνία;

Προσπάθησε να αποφασίσει τι θα έκανε στη συνέχεια.

Εκείνο που δε θα άλλαζε με τίποτα ήταν η θεραπεία της Έλεν υπό


την επίβλεψη του Βακάρι. Όχι επειδή αποτελούσε μέρος
της συμφωνίας του με την Μ πιάνκα, αλλά επειδή ήθελε
πραγματικά να βοηθήσει. Αν η Μ πιάνκα είχε προβλήματα, θα
προσπαθούσε

όσο μπορούσε να τη βοηθήσει. Και έπειτα από μια εβδομάδα


περίπου, όταν εκείνη θα άρχιζε να πείθεται ότι η μητέρα
της βρισκόταν σε σωστό δρόμο, θα της πρότεινε να γυρίσει
στο Λονδίνο και να συνεχίσει την καριέρα της. Κι αν ήταν
γραφτό, να βρει εκείνο τον άντρα που θα την έκανε ευτυχισμένη
και δε θα της προκαλούσε πλήξη.

Αυτή η τελευταία σκέψη χώθηκε στο στήθος του σαν δίκοπο


μαχαίρι.

Επιστρατεύοντας, όμως, όλη του τη δύναμη, προσπάθησε να


διώξει τον πόνο που του προκαλούσε η ζήλια.

Ένα συναίσθημα που τον πλημμύριζε για πρώτη φορά.

Ως εδώ τα διαβολικά παιχνίδια! αποφάσισε.

Και φώναξε την Μ πιάνκα. ;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Μ όλις άκουσε η Μ πιάνκα τον Τσέζαρε να φωνάζει το όνομά της,
πάγωσε. Τριγύρω επικρατούσε τόση σιωπή, που ήταν σε θέση ν’
αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς της, καθώς και το
σφυροκόπημα από το αίμα της που κυλούσε καυτό μέσα στις
φλέβες της.
Θα ήρθε μάλλον η στιγμή να ξεπληρώσω ένα μέρος του χρέους
μου ήταν η πρώτη της σκέψη. Το πιο πιθανό είναι πως από στιγμή
σε στιγμή θα τον δω ν’ ανεβαίνει τις σκάλες και να με πλησιάζει με
τολμηρή έκφραση, βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα του.

Αραγε του περνούσε από το νου πόσο πολύ ανυπομονούσε το


κορμί της να αισθανθεί το άγγιγμά του; Ή, πόσο πολύ τρεμούλιαζε
η βελούδινη σάρκα ανάμεσα στα πόδια της προσδοκώντας να τον
δεχτεί;

Το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν να μη συνέβαινε κάτι


τέτοιο. Και το ταπεινωτικό μυστικό να ήταν μόνο δικό της.

Όση ώρα τη βασάνιζαν αυτοί οι συλλογισμοί, στεκόταν όρθια στη


μέση της μιας από τις δύο κρεβατοκάμαρες. Ήταν δύο ευρύχωρα
δωμάτια, επιπλωμένα με τρόπο πανομοιότυπο. Δύο μονά κρεβάτια,
ένα κομοδίνο ανάμεσά τους, εντοιχισμένες ντουλάπες και ένα
κομό με συρτάρια.

Η βαλίτσα της την περίμενε σ’ αυτό το δωμάτιο που στεκόταν


τώρα. Μ ε την πρώτη ματιά που είχε ρίξει τριγύρω δεν είχε δει
κανένα ρούχο του Τσέζαρε. Όλα βρίσκονταν τακτοποιημένα στην
ντουλάπα: παντελόνια κομψά, σπορ και ευ-κολοφόρετα απλά τζιν,
καθώς και πουκάμισα σε αρκετά χρώματα από το πιο μαλακό και
φίνο βαμβάκι.

Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο της τον αυτοέλεγχο για να μην


ενδώσει στην επιθυμία να τα πάρει στην αγκαλιά της και να κρύψει
το πρόσωπό της ανάμεσά τους για να εισπνευσει τη μυρωδιά του.

Αλλά βρήκε τη δύναμη να αντισταθεί. Και τώρα, αφού είχε κλείσει


την ντουλάπα, στεκόταν στη μέση της κάμαρας και κοιτούσε το
κομοδίνο με βλέμμα επίμονο και σταθερό, σαν να ήταν κάποιο
αξιοθέατο.

Αραγε εκείνος θα το έβγαζε από τη μέση και θα ένωνε τα δυο


κρεβάτια; Ή θα την άφηνε να κοιμηθεί μονάχη;

Στο παρελθόν, ύστερα από τον έρωτα που έκαναν, έμεναν


αγκαλιασμένοι σφιχτά τις ώρες που μεσολαβούσαν μέχρι τη στιγμή
που εκείνη έφευγε. Συνήθως η αυγή τούς έβρισκε
να ανταλλάσσουν φιλιά και χάδια γεμάτα τρυφερότητα και
καυτές υποσχέσεις... Ήταν τόσο απρόθυμοι να χωριστούν, που...

Η φωνή του Τσέζαρε, που την κάλεσε άλλη μια φορά με τ’ όνομά
της, έκανε όλους τους μυς του κορμιού της να τεντωθούν σαν
τόξα.

«Αν έρθει και με βρει εδώ μέσα ίσως να φανταστεί πως... πως έχω
κατά νου να τον αποπλανήσω...» μονολόγησε άθελά της.

Ορμώμενη από αυτή τη σκέψη, χύθηκε στις σκάλες και τις


κατέβηκε σαν σίφουνας.

Στο ισόγειο, όμως, βρήκε τον Τσέζαρε να κάνει κάτι τόσο


απειλητικό... όπως το να γεμίζει μια κατσαρόλα με νερό.
Έβρεξε νευρικά τα χείλη με τη γλώσσα της και έσφιξε τα γόνατά
της για να σταματήσουν να τρέμουν τα πόδια της. Η αίσθηση ότι
ήταν ολομόναχοι μέσα στο σπίτι έκανε τους παλμούς της καρδιάς
της να πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα, εξαιτίας της άγριας
επιθυμίας που έκαιγε τα σωθικά της για χάρη του.

«Α, εδώ είσαι». Ο Τσέζαρε, χωρίς καν να την κοιτάξει, έβαλε την
κατσαρόλα στη φωτιά και πρόσθεσε αλάτι από ένα πήλινο βάζο.

«Ετοιμάζω κάτι να φάμε», της είπε καθώς στρεφόταν προς το


μέρος της με τα χέρια στους γοφούς.

Ήταν αποφασισμένος να της δηλώσει πως ήταν ελεύθερη. Αλλά


δε βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Μ όλις την αντίκρισε, γεμάτη
υπερένταση, με τα χείλη στεγνά και το πρόσωπο κατάχλομο,
ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται από συμπόνια και στενοχώρια.

Εγώ την έφερα σ’ αυτή την κατάσταση, αναγνώρισε βουβά,


ερμηνεύοντας την αμυντική της διάθεση στη στάση του κορμιού
της.

«Γιατί δεν κάνεις ένα ντους;» της πρότεινε με ψεύτικη


φυσικότητα, προσπαθώντας να αγνοήσει τον κόμπο που είχε
σταθεί στο λαιμό του. «Ξέρω ότι προτιμάς το μπάνιο, αλλά
φοβάμαι πως δε γίνεται. Πρέπει να κάνουμε οικονομία στο νερό».

Πρέπει να πεις κι εσύ κάτι, τη συμβούλευσε μια φωνή μέσα της, για
να γίνει συζήτηση.
Αλλά της ήταν αδύνατον ν’ ανοίξει το στόμα της. Έτσι συνέχισε
να στέκει και να τον κοιτάζει σαν στήλη άλατος.

Βλέποντας ο Τσέζαρε το ελαφρό τρέμουλό του κορμιού της,


αισθάνθηκε να τον πνίγουν οι ενοχές. Μ έσα στην απελπισία του,
μόλις που κατάφερε να αντισταθεί στην παρόρ-μησή του να πάει
κοντά της και να την πάρει στην αγκαλιά του, για να της ζητήσει
συγνώμη και να λιγοστέψει το βάρος της καρδιάς της.

Αλλά δεν ήταν τόσο απλό. Το ένα άγγιγμα θα έφερνε το άλλο. Και
η λαχτάρα του γι’ αυτή θα έσπευδε να βρει τρόπους για να
χορτάσει. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι μόλις την έπαιρνε
στην αγκαλιά του, θα άρχιζε να τη φιλάει τρελά κι
αχόρταγα, αναζητώντας τη μαγεία που μοιράζονταν μεταξύ τους
ως πριν από λίγο καιρό.

Γι’ αυτό και ήταν αναγκαίο να κρατηθεί μακριά της. Αλλά δεν
ήταν αυτός μονάχα ο λόγος. Έφταιγε κι εκείνη η ανακάλυψη που
είχε κάνει ξαφνικά. Ότι τον ενδιέφερε να αποκτήσει μαζί της κάτι
το διαφορετικό, με περισσότερο βάθος. Ποτέ άλλοτε, σε ολόκληρο
το διάστημα που τη γνώριζε, δεν είχε νιώσει την επιθυμία να την
παρηγορήσει και να ανακουφίσει τον πόνο της. Στη σχέση τους
ήταν πάντα εξίσου ισότιμοι και δυνατοί. Το μόνο που ζητούσαν ο
ένας από τον άλλο ήταν ηδονή, ευχαρίστηση και φοβερό σεξ. Και
όσο παράλογο και αν του

φαινόταν τώρα αυτό, ποτέ δεν τους είχε περάσει από το μυαλό ότι
θα μπορούσαν να καλύψουν κι άλλες ανάγκες που τους βάραιναν,
αναζητώντας παρηγοριά ο ένας στην αγκαλιά του όϊλλου.

Μ όνο που τώρα η κατάσταση ήταν διαφορετική. Τουλάχιστον για


τον ίδιο. Αυτό που βίωνε ήταν μαρτυρικό και ακατανόητο. Και τον
δυσκόλευε να καταλάβει ποιος ήταν ο σωστός τρόπος να της
φερθεί.

«Πήγαινε. Το δείπνο θα είναι έτοιμο σ’ ένα τέταρτο», της είπε,


προτρέποντάς τη να φύγει, μ’ έναν τόνο που έβαλε τα δυνατά του
να ακουστεί ανάλαφρος. Μ έχρι και να της χαμογελάσει κατάφερε.
Πράγμα που άξιζε την προσπάθεια, γιατί η Μ πιάνκα δεν μπόρεσε
να κρύψει την έκπληξή της μπροστά στην αλλαγή του. Τρεμόπαιξε
σοκαρισμένη τα βλέφαρα κι ύστερα του γύρισε βιαστικά την πλάτη
και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.

***

Το μικρό μπάνιο διέθετε μόνο τα βασικά. Ήταν όμως πεντακάθαρο


και το ζεστό νερό βοήθησε σύντομα την Μ πιάνκα να διώξει από
πάνω της ένα μεγάλο μέρος της υπερέντασης που τη βασάνιζε.

Νιώθοντας τους μυς της απίστευτα χαλαρωμένους, τυλίχτηκε


μέσα σε μια άσπρη χνουδωτή πετσέτα και επέστρεψε στο
υπνοδωμάτιο το οποίο, απ’ ό,τι όλα έδειχναν, επρόκειτο να
μοιραστεί με τον Τσέζαρε.

Φόρεσε ένα παλιό, τριμμένο τζιν που βρήκε στη βαλίτσα της, μόνο
και μόνο επειδή ήταν μαλακό και άνετο. Διάλεξε για να το
συνδυάσει ένα φαρδύ, απλό, πράσινο αντρικό πουκάμισο.

Ήξερε ότι το τελευταίο πράγμα που χαρακτήριζε το ντύσιμό της


ήταν η κομψότητα, αλλά είχε ανάγκη να νιώσει απλή και
συνηθισμένη, κυρίως επειδή αισθανόταν φοβερά μπερδεμένη.

Αυτό το υπέροχο χαμόγελο που της είχε χαρίσει ο Τσέζαρε όταν


της έλεγε ότι το δείπνο θα ήταν έτοιμο σε ένα τέταρτο την είχε
κάνει να νιώσει σαν να είχε ξαναβρεί τον άντρα που λάτρευε.
Εκείνον που πλημμύριζε κάποτε την ψυχή της με αγάπη και
ερωτικό πυρετό. Ήταν τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα που... που
με δυσκολία κρατήθηκε να μην αναλυθεί σε δάκρυα, ζητώντας του
να ξαναγίνουν όλα όπως παλιά.

Φυσικά κάτι τέτοιο θα ήταν φοβερό. Γιατί, αργά ή γρήγορα, θα είχε


την ίδια κατάληξη με τη μητέρα της. Τσακισμένη
και απογοητευμένη από το πάθος της για έναν άντρα —για
έναν άντρα πλούσιο, ο οποίος θα την είχε αντιμετωπίσει σαν
τρόπαιο— θα αναζητούσε παρηγοριά στο αλκοόλ και τα ηρεμι-
στικά χάπια.

Κατέβηκε στο ισόγειο με τα μαλλιά βρεγμένα ακόμα, τα οποία


έπεφταν απαλά πάνω στους ώμους της. Η πρώτη μυρωδιά που
χτύπησε ερεθιστικά τα ρουθούνια της ήταν η μυρωδιά του
σκόρδου.

Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Το βλέμμα της κατέγραψε


βιαστικά το μπολ με τη σαλάτα, το μπουκάλι του κρασιού και τα
δυο ποτήρια. Μ όλις την είδε ο Τσέζαρε να πλησιάζει, μοίρασε το
περιεχόμενο της κατσαρόλας σε δύο πιάτα. Το δείπνο ήταν
μακαρόνια με σάλτσα σκόρδου, φτιαγμένη με αγνό ελαιόλαδο και
άφθονο τυρί.

Νιώθοντας η Μ πιάνκα το στομάχι της να διαμαρτύρεται,


συνειδητοποίησε ότι δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της εδώ και
πολλές ώρες.

«Έλα, κάθισε», την παρακίνησε ο Τσέζαρε. «Αν πεινάς όσο κι εγώ,


δε νομίζω πως υπάρχει περιθώριο για τυπικότητες».

Το απροσποίητο χαμόγελό του την έκανε κι εκείνη να


χαμογελάσει. Γιατί να μη χαλαρώσω κι εγώ λιγάκι; αναρωτιόταν
την ίδια στιγμή. Όταν χρειαστεί να τον αντιμετωπίσω ξανά
σαν εχθρό και αντίπαλο, θα το κάνω. Αλλά για την ώρα δε
θα πειράξει αν αφεθώ λίγο ελεύθερη. Όχι με σκοπό να
παραδοθεί στα χέρια του, φυσικά! Κάθε άλλο!

Αν εκείνος επέμενε μετά το δείπνο να μοιραστούν το ίδιο κρεβάτι,


τότε θα έπειθε με κάποιον τρόπο τον εαυτό της να ξαναγίνει
παγερή και αδιάφορη. Ίσως, μάλιστα, να άρχιζε και να βήχει πάνω
στην κρίσιμη στιγμή!

Εκτός... εκτός κι αν παρασυρόταν από τη μαγεία και την έκσταση


που της πρόσφερε πάντα ο έρωτάς του...
Ωστόσο δεν ήταν αυτή η κατάλληλη στιγμή για να θέτει τέτοιους
προβληματισμούς στον εαυτό της!

«Υποθέτω ότι μπορούμε να θεωρήσουμε και τη μαγειρική ως άλλο


ένα από τα χαρίσματα σου», σχολίασε ανάλαφρα παίρνοντας λίγη
πράσινη σαλάτα από το μπολ.

«Τα μακαρόνια μαγειρεύονται εύκολα και ελπίζω να τα πέ-τυχα»,


της αποκρίθηκε εκείνος. «Ευτυχώς, ήξερα ήδη πώς σου αρέσουν».

Μ ονάχα δυο πράγματα ήξερε τόσον καιρό για κείνη ότι


προτιμούσε το μπάνιο από το ντους και πως αγαπούσε
τα μακαρόνια.

Ο Τσέζαρε ήπιε μια γερή γουλιά από το κρασί του και, γέρνοντας
νωχελικά στην πλάτη της καρέκλας του, έμεινε να την κοιτάζει
καθώς εκείνη έτρωγε το φαγητό της με όρεξη.

Πριν της επιστρέφεις την ελευθερία της και την αφήσεις να φύγει
για πάντα, προσπάθησε να ανακαλύψεις ποια είναι πραγματικά, τον
προέτρεψε μια φωνή μέσα του. Τι πιστεύει, τι επιθυμεί.

Αλλά η λογική του είχε αντίθετη γνώμη. Τον συμβούλευσε να


ξεχάσει κάθε τέτοια απόπειρα, γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο
να αποδειχτεί επικίνδυνη!

Βλέποντάς την, όμως, να φέρνει το ποτήρι στα χείλη της, ένιωσε


το σώμα του να σφίγγεται, από την έντονη λαχτάρα που ένιωθε να
τα σφραγίσει με τα δικά του!

Την ήθελε! Σαν τρελός! Τώρα!

Αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα


τη θέση της. Και ο ίδιος είχε αποδεχτεί πως δεν υπήρχε άλλη λύση
πέρα από το να την αφήσει να φύγει. Προηγουμένως, όμως...

«Πες μου, Μ πι», παρατήρησε ξαφνικά χρησιμοποιώντας το


υποκοριστικό με το οποίο τη φώναζε παλιά, «πόσο σε επηρέασε το
φέρσιμο του πατέρα σου;»

Ήταν η τελευταία ερώτηση που περίμενε ν’ ακούσει η Μ πιάν-κα.


Ωστόσο τώρα που αποτελούσε μια πραγματικότητα, την έβρισκε
εντελώς λογική. Στο κάτω κάτω ο Τσέζαρε είχε ξοδέψει ένα σωρό
λεφτά για να πάρει πληροφορίες για τη ζωή της. Τα μόνα που του
έλειπαν ήταν μερικές λεπτομέρειες, τις οποίες σκόπευε να
συμπληρώσει με τις ερωτήσεις του!

Δεν έχω να χάσω τίποτα λέγοντάς του την αλήθεια, σχολίασε


βουβά σηκώνοντας αργά το πιρούνι της. Αλλωστε με την

κουβέντα θα καθυστερήσουμε να φτάσουμε στον τελικό του


στόχο* το κρεβάτι.

«Καθόλου», του ομολόγησε με φωνή επίπεδη. «Δεδομένου ότι δεν


μπορεί να σου λείψει κάτι που δεν είχες ποτέ. Ο πατέρας μου δεν
έδειξε ποτέ να νοιάζεται για μένα. Δε μου έγραψε, ούτε ζήτησε να
του στείλω φωτογραφία μου. Ούτε καν την εποχή που ήμουν
μωρό. Τη μοναδική φορά που ζήτησε να συναντηθούμε ήμουν ήδη
δώδεκα χρόνων. Η συνάντηση αποδείχτηκε εντελώς
αποτυχημένη. Από τότε δεν έμαθα τίποτα γι’ αυτόν».

«Αλλά το φέρσιμό του θα πρέπει να επηρέασε άσχημα την Έλεν,


έτσι δεν είναι;» επέμεινε εκείνος και δεν άλλαξε θέμα ούτε κι όταν
είδε το κορμί της να τεντώνεται ελαφρά πάνω στην καρέκλα.
«Μ ερικά από αυτά που της συμβαίνουν... θα πρέπει να έχουν τη
ρίζα τους εκεί. Και πρόκειται για καταστάσεις που σε πληγώνουν».

«Ίσως», μουρμούρισε ανόρεχτα η Μ πιάνκα, ξέροντας καλά πόσο


αληθινά ήταν τα λόγια του. «Αλλά έχει αυτό κάποια σημασία;»

«Νομίζω πως ναι».

Ύψωσε ξανά τον αμυντικό της τοίχο ανάμεσά μας, συλλογιζόταν


εκείνος την ίδια στιγμή καθώς έβλεπε την έκφρασή της να γίνεται
αδιαπέραστη και το βλέμμα της ξανά παγερό. Ωστόσο μου είναι
αδύνατον να μην προσπαθήσω να τη γνωρίσω καλύτερα. Στο κάτω
κάτω είναι η μοναδική γυναίκα που μου χάρισε τους έξι
καλύτερους μήνες της ζωής μου.

Έτσι συνέχισε, αφού πρώτα σέρβιρε λίγο κρασί ακόμη στα ποτήρια
τους.

«Νομίζω πως εξαιτίας της αδυναμίας της Έλεν να συμβιβαστεί με


την προδοσία και την εγκατάλειψη του συζύγου της, πιθανόν για
κάποια νεότερη, με ωραιότερο στήθος και πιο σφιχτό πισινό, εσύ
φοβάσαι να αφεθείς στα συναισθήματά σου για έναν άντρα. Ειδικά
για κάποιον σαν τον πατέρα σου. Έναν πλούσιο, ο οποίος θα
μπορούσε με το τσεκ των επιταγών του να αγοράσει ό,τι του
άρεσε».

Το τέρας! συλλογίστηκε γεμάτη αγανάκτηση εκείνη ακούγο-ντάς


τον. Κατηγορεί εμένα, ενώ ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ

να γίνει η σχέση μας κάτι παραπάνω από επιφανειακή! Όταν δε


νοιάστηκε ούτε μια φορά για κάτι περισσότερο από το σεξ!

Έτσι, δίχως να μπει καν στον κόπο να του ομολογήσει πως είχε
δίκιο, πέρασε ορμητική στην αντεπίθεση.

«Αν θυμάμαι καλά, ούτε εσύ θέλησες ποτέ να υπάρξει μεταξύ μας
κάποια συναισθηματική δέσμευση», σχολίασε με ουδέτερη φωνή.
«Έχω την εντύπωση ότι θα το έβαζες στα πόδια
αν αντιλαμβανόσουν κάτι τέτοιο από τη μεριά μου. Γι’ αυτό
και δεν καταλαβαίνω τώρα τι νόημα έχει αυτή η συζήτηση».

«Τουσέ/» αναφώνησε τότε ζωηρά ο Τσέζαρε.

Κι εκείνη, βλέποντας τα μάτια του να παιχνιδίζουν και να


ζωγραφίζεται στο υπέροχο στόμα του ένα αισθησιακό χαμόγελο,
αισθάνθηκε την καρδιά της να σφυροκοπάει με δύναμη.

Θα ψευδόταν αδιάντροπα αν δεν παραδεχόταν πόσο εύκολο του


ήταν εκείνου να της επιβάλει τη θέλησή του. Ήταν αρκετό να την
κοιτάξουν μόνο αυτά τα μυστηριώδη, σκοτεινά μάτια του για να
αρχίσει να νιώθει το κορμί της να μυρμηγκιάζει και την ανάσα της
να κόβεται.

Αν ήξερε, πάντως, για ποιο λόγο του ζήτησες να χωρίσετε, θα


ξεσπούσε σε γέλια και θα άρχιζε να τρέχει! την προειδοποίησε η
λογική της. Χωρίς καν να ρίξει μια ματιά πίσω του!

Φυσικά και θα το έκανε! Η Μ πιάνκα δεν είχε την παραμικρή


αμφιβολία γι’ αυτό. Μ όνο που τώρα, έτσι χαλαρός και ήρεμος που
καθόταν απέναντι" της, της φαινόταν τόσο ειλικρινής και φιλικός,
που...

Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που η επόμενη ερώτησή του την


έκανε σχεδόν ν’ αναπηδήσει.

«Γι’ αυτό κι εσύ αντιμετωπίζεις τους άντρες χρησιμοποιώντας


τους, σωστά; Μ ένεις κοντά τους μέχρι να τους βαρεθείς. Και όταν
συμβεί αυτό, μετακινείσαι στον επόμενο».

«Μ ήπως το ίδιο δεν κάνεις κι εσύ;» τον κατηγόρησε εκείνη μόλις


κατάφερε να ξαναβρεί τη φωνή της.

«Α, εγώ... Δεν έχουν περάσει, ξέρεις, τόσες γυναίκες από τη ζωή
μου όσες πιθανόν να φαντάζεσαι».

«Κι αυτό σε δικαιώνει στα μάτια σου;» τον ρώτησε ψυχρά,


πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.

Για μια στιγμή της φάνηκε πως τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν


και το στόμα του στράβωσε από θυμό.

Και δικαιολογημένα. Η παρατήρησή της ήταν σκληρή και άδικη.


Στο κάτω κάτω εκείνη πρώτη του είχε ζητήσει να βάλουν τέλος
στη σχέση τους με το επιχείρημα ότι βαριόταν. Ποιο καθαρόαιμο
αρσενικό —και ο Τσέζαρε ήταν σίγουρα τέτοιο— θα δεχόταν ότι
μια γυναίκα ένιωθε μαζί του στο κρεβάτι όπως και όταν έπινε ένα
φλιτζάνι παγωμένο τσάι;

Ο ήχος της φωνής του την απέσπασε από τις σκέψεις της.

«Είναι φανερό ότι αγαπάς την Έλεν και πως ανησυχείς γι’ αυτή. Σε
τέτοιο βαθμό, που συμφώνησες να συνεχίσεις να κάνεις σεξ μ’
έναν άντρα που σου προκαλεί βαρεμάρα».

Τόσο πολύ τον πλήγωσε αυτή η φράση σου; ρώτησε αμέσως η


φωνή της συνείδησής της. Αλλά μήπως αυτό δεν επιδίωκες κι εσύ
λέγοντάς την; Οπότε... Ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή για
να πληγώσεις τόσο βαθιά τη μεσογειακή περηφάνια του ώστε να
του κόψεις οριστικά κάθε διάθεση να σε ξαναγγί-ξει ποτέ!

«Επειδή ήμουν στριμωγμένη στη γωνία και δεν είχα άλλη


επιλογή», αναγνώρισε πρόθυμα. «Εσύ το ξέρεις καλά αυτό. Θα
δεχόμουν ακόμα και να σε παντρευτώ», συνέχισε, προσπαθώντας
να κλείσει τ’ αυτιά της στην εσωτερική της φωνή που της έλεγε
πόσο τρελά ευτυχισμένη θα ήταν αν γινόταν γυναίκα του. «Μ ου
το ζήτησες κι αυτό, θυμάσαι; Και με δεδομένο το πόσο
απολαμβάνει το ρόλο του εργένη η αντρική σου αντίληψη... ε, δεν
ήταν δύσκολο να καταλάβω τι ακριβώς είχες στο μυαλό σου.
Εννοώ πως ήθελες να με δέσεις μαζί σου νομικά, προκειμένου να
εξασφαλίσεις τα αποκλειστικά σου δικαιώματα στο κρεβάτι μου.
Μ έχρι τη στιγμή που η προσοχή σου ν’ αρχίσει να στρέφεται
σε άλλους πειρασμούς. 'Ετσι δεν είναι;»

Ο Τσέζαρε έσφιξε νευρικά τις γροθιές του. Τώρα άρχισε να μου


δίνει και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη! σκέφτηκε με αγανάκτηση.
Τώρα που είχα αρχίσει να ελπίζω ότι δε θα αναφερόταν ποτέ σ’
αυτή την πρόταση και πως θα την άφηνε να ξεχαστεί διακριτικά.

Το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε τίποτα να της απαντήσει σ’ αυτό το


θέμα. Γιατί δεν ήξερε καν τι σκοπό είχε όταν της ζήτησε να γίνει
γυναίκα του! Τα λόγια είχαν ανέβει στα χείλη του από το πουθενά!
Έτσι! Αιφνιδιαστικά και παράλογα!

Μ η ξέροντας τι απάντηση να της δώσει, έσπρωξε την καρέκλα του


πίσω και σηκώθηκε. Η Μ πιάνκα έκανε αμέσως το ίδιο.

Τι στο καλό μου συμβαίνει; Νιώθω σαν να είμαι άρρωστος,


σκέφτηκε έξαφνα εκείνος και άφησε να του ξεφύγει μια πνιγμένη
βρισιά.

«Πού πας;» τη ρώτησε απότομα, βλέποντάς τη να κα-τευθύνεται


προς την εξώπορτα.
«Έξω. Οπουδήποτε. Φτάνει να φύγω από κοντά σου!»

Δεν ήταν ψέμα αυτό. Ήθελε στ’ αλήθεια να βρεθεί μακριά του,
πριν καταρρεύσει και του ομολογήσει πόσο υπέφερε για την τροπή
που είχε πάρει η κατάσταση μεταξύ τους και πόσο βαθιά
περιφρονούσε τον εαυτό της για το φτηνό τρόπο με τον οποίο τον
είχε πληγώσει.

Πριν παραδεχτεί ότι τον αγαπούσε. Και πως ήταν πρόθυμη να


μείνει κοντά του για όσο χρόνο την ήθελε εκείνος.

Βγήκε στο σκοτάδι και πήρε το χορταριασμένο μονοπάτι που είχε


διασχίσει και πριν από δύο ώρες στο πλευρό του Τσέζαρε.

Τώρα ο ουρανός στραφτάλιζε σαν αμέθυστος, ενώ η θάλασσα


διαγραφόταν στον ορίζοντα σαν να έβγαινε μέσα από ένα σύννεφο
ομίχλης.

Κάπου στο βάθος έλαμπαν τα φώτα της βίλας. Αν ήθελε, θα


μπορούσε να πάει ως εκεί με τα πόδια και να ζητήσει από τη Μ αρία
να της ετοιμάσει ένα δωμάτιο για να κοιμηθεί, βρίσκοντας μια
οποιαδήποτε δικαιολογία.

Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει, επειδή θα ήταν δειλία. Αυτή η


υπόθεση αφορούσε μονάχα τον Τσέζαρε κι εκείνη. Και έπρεπε να
λυθεί μεταξύ τους.

Καθώς βάδιζε μηχανικά, βρέθηκε κάποια στιγμή μπροστά στο


κοίλωμα ενός χορταριασμένου βράχου. Κάθισε εκεί
και διοπτίστωσε με ευχαρίστηση πως ήταν ακόμα ζεστός από
τον ήλιο που είχε απορροφήσει στη διάρκεια της ημέρας.

Μ άζεψε τα γόνατά της και καθώς τα αγκάλιασε με τα χέρια της, τα


μαλλιά της έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό της σαν κουρτίνα.

Έτσι, απομονωμένη από το περιβάλλον γύρω της, χάθηκε στις


σκέψεις της.

Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, είπε νοερά

ύστερα από λίγο, καθώς ένιωσε στα χείλη της την αλμυρή γεύση
των δακρύων που έτρεχαν σαν βρύση από τα μόιπα της. Μ ου είναι
αδύνατον να παίξω το ρόλο που μου δίνουν σ’ αυτή την
αγοραπωλησία. Κάτι τέτοιο θα με κατέστρεφε για πάντα. Είμαι
τόσο κουτή, που τον αγαπώ ακόμα. Τρελά. Αν κάνω έρωτα μαζί
του ξέροντας ότι εκείνος επιδιώκει μονάχα να με ταπεινώσει και
να με τιμωρήσει, θα ήταν σαν να δεχόμουν να μπω σε μια
εφιαλτική διαδικασία χωρίς τέλος.

Εισέπνευσε με δυσκολία ανάμεσα στους λυγμούς της που την


έκαναν να τινάζεται σύγκορμη.

Προσπάθησε να αντισταθείς σ’ αυτό το συναίσθημα της δυστυχίας


που απειλεί να σε παρασύρει! την προειδοποίησε η φωνή της
λογικής της. Δε θα κερδίσεις τίποτα μ' αυτό τον τρόπο. Όπως δεν
κέρδισες τίποτα και με το γελοίο ψέμα σου ότι τάχα τον παράτησες
επειδή τον βαρέθηκες! Πήγαινε απλώς να τον δεις και πες του
καθαρά ότι αρνείσαι να συνεχίσεις αυτό το εξευτελιστικό παζάρι.
Μ πορεί να θυμώσει πολύ, να σε εκβιάσει, αλλά δεν πρόκειται να
φτάσει και ως το βιασμό!

Όσο για την Έλεν, κάποιος τρόπος θα βρισκόταν για να συνεχίσει


τη θεραπεία της. Στο κάτω κάτω ο Τσέζαρε δε θα την ανάγκαζε να
μαζέψει άρον άρον τα πράγματά της και να φύγει από το νησί! Δεν
ήταν τόσο άκαρδος.

Όσο καιρό τον ήξερε, δεν τον είχε ακούσει ποτέ να λέει μια
σκληρή κουβέντα για κάποιον. Μ ονάχα στην ίδια είχε
φερθεί σκληρά, επειδή του τραυμάτισε την περηφάνια.

Μ ακάρι να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ! συλλογίστηκε γεμάτη


απόγνωση.

Και αφέθηκε παθητικά στο νέο κύμα λυγμών που την έπνιξε.

***

Διέσχιζε την πλαγιά τρέχοντας, νιώθοντας το πουκάμισο να


κολλάει στην πλάτη του και το στήθος του να
ανεβοκατεβαίνει λαχανιασμένα.

Ήταν πανί κοβλη μένος. Δεν ωφελούσε να το αρνηθεί. Όση ώρα


έψαχνε για την Μ πιάνκα, τον κατέτρωγε η αγωνία για την τύχη
της. Τα βράχια σ’ αυτή την πλευρά του νησιού ήταν κοφτερά σαν
λεπίδια και με ένα απλό παραπάτημα ήταν εύκολο να βρεθεί κανείς
στο βάθος ενός γκρεμού.

Όταν έχασε πια την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να την ανακαλύψει


μόνος του, αποφάσισε να τρέξει μέχρι τη βίλα για να ζητήσει τη
βοήθεια του Τζιοβάνι και του Μ άρκο.

Αλλά τότε άκουσε το λυγμό.

Ήταν πνιχτός, αλλά ήταν σίγουρος ότι προερχόταν από την


Μ πιάνκα. Εκείνη έκλαιγε! Μ έσα στην ταραχή του
στάθηκε ακίνητος και άναψε το δυνατό φακό που είχε φέρει μαζί
του.

Τον έστρεψε αργά γύρω γύρω, ώσπου την είδε. Ήταν μαζεμένη
στη ρίζα ενός βράχου και έδειχνε αφάνταστα δυστυχισμένη.

Πήγε κοντά της. Όταν στάθηκε μπροστά της και την τράβηξε αργά
προς το μέρος του, το έκανε μόνο και μόνο επειδή ένιωσε την
ανάγκη να την παρηγορήσει.

Καθώς εκείνη έγερνε το κεφάλι στον ώμο του, στ’ αυτιά του
ανέβηκε ο ήχος της καρδιάς. Ήταν άτακτος και δυνατός. Όπως
δυνατό ήταν και το τρέμουλό που την έκανε να τραντάζεται μέσα
στην αγκαλιά του.

Πόσο κακό τής έχω κάνει! συλλογίστηκε γεμάτος απόγνωση. Αλλά


φτάνει, αρκετά ως εδώ. Θα της πω αμέσως την αλήθεια. Θα της
ομολογήσω ότι το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να
γίνει ευτυχισμένη.

Αισθάνθηκε τα μαλλιά της απαλά πάνω στα χείλη του όταν εκείνη
κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Το άρωμα του κορμιού της τον
αναστάτωσε. Αλλά έβαλε τα δυνατά του να διατηρήσει τον
αυτοέλεγχό του ως το τέλος.

«Συγνώμη», της είπε με βαριά φωνή, νιώθοντας το στήθος της


κάτω από το λεπτό ύφασμα του ρούχου της να τρίβεται πάνω στο
στέρνο του.

Αν δεν κάνεις σύντομα κάτι, θα χάσεις εντελώς τον έλεγχο, του


επισήμανε μια φωνή μέσα του. Και δεν πρέπει. Γι' αυτό πες της
αμέσως αυτό που θέλεις.

Συγκεντρώνοντας όλο το κουράγιο του, πίεσε ελαφρά το πιγούνι


της με το δάχτυλό του και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Τα μάτια
του δέθηκαν με τα δικά της. Αλλά οι λέξεις που σκόπευε να της
πει αρνιούνταν ν’ ανέβουν στα χείλη του. Παρέμεναν καρφωμένες
στο λαιμό του, καθώς εκείνος ένιωθε να κολυμπάει και να πνίγεται
μέσα στα πανέμορφα, χρυσαφένια μάτια της.

«Εγώ...» ψέλλισε αδύναμα η Μ πιάνκα με στόμα που έτρεμε. Αλλά


δε συνέχισε. Είχε ξεχάσει τι είχε στο μυαλό της.

Έφταιγε ο Τσέζαρε. Εκείνος την έκανε να μην έχει μυαλό παρά


μόνο για κείνον. Καθώς τον κοιτούσε σαν μαγεμένη, αισθανόταν
τα χέρια του να σφίγγουν τη μέση της και το στέρνο του να
ακουμπάει βαριά πάνω στο στήθος της.

Τότε, κλείνοντας τ' αυτιά στη φωνή της λογικής που τη


συμβούλευε να τρέξει μακριά του, άπλωσε τα χέρια της γύρω από
τους ώμους του και, έχοντας τα δάχτυλα ανοιχτά για να νιώθει
στην επιδερμίδα της την υφή του κορμιού του, τα άφησε να
κατηφορίσουν μέχρι το στήθος του. Ένιωσε την καρδιά του να
χτυπάει βαριά πάνω τους. Λίγα δευτερόλεπτα πριν σκύψει εκείνος
και σφραγίσει το στόμα της πεινασμένα και ασυγκράτητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Τα χείλη της Μ ττιάνκα άνοιξαν πρόθυμα, όπως έκαναν και παλιά.
Ενστικτωδώς, ανταποκρίθηκε ανυπόμονα και γεύτηκε το φιλί του
με λαχτάρα, νιώθοντας τις αιοτθήσεις της να ε-κρήγνυνται και το
κορμί της να παίρνει φωτιά.

Δίχως να το πολυσκεφτεί, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό


του και τον έσφιξε πάνω της με όλη την απελπισμένη επιθυμία που
αισθανόταν και παλιά. Αυτό ακριβώς της συνέ-βαινε πάντα κοντά
του. Έχανε τον έλεγχό της και μπροστά στο ορμητικό και
αχόρταγο αρσενικό που γινόταν εκείνος, μεταμορφωνόταν σε μια
γυναίκα τολμηρή και φιλήδονη.

Ανασηκώνοντας ελαφρά τη λεκάνη της προς τα πάνω, συνάντησε


τον διεγερμένο ανδρισμό του και έμεινε κολλημένη εκεί.
Το τρέμουλό που αισθάνθηκε εκείνος να τον διαπερνάει σύγκορμο
μόλις τα χείλη τους χωρίστηκαν έκανε την Μ πιάνκα ν’
ανατριχιάσει από ηδονή.

Ο Τσέζαρε έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της. Και όταν τα


χέρια του βάλθηκαν να διατρέχουν πυρετικά το κορμί της, εκείνη
άφησε να της ξεφύγει ένα πνιχτό βογκητό. Νιώθοντας μεγάλη
ευφορία να την κατακλύζει, αναζήτησε ξανά το στόμα του μ’ ένα
πάθος απερίγραπτο, που της ήταν αδύνατον να υποτάξει.

Ξέροντας ότι δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει αυτό που


συνέβαινε, αφέθηκε να την ξαπλώσει ο Τσέζαρε πάνω στο γρασίδι
και δεν έκανε καμία προσπάθεια να αντισταθεί στα τολμηρά
αγγίγματα και τα καυτά φιλιά του.

«Σε χρειάζομαι, Μ πι! Σε θέλω! Δεν μπορώ να σε χορτάσω!»

Η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της βραχνή και αλλοιωμένη. Σχεδόν
τη σόκαρε η αδυναμία και ο φόβος που διέκρινε σ’ αυτή.

Εγώ, με τα ταπεινά και ύπουλα χτυπήματά μου, τον έκανα να


νιώθει έτσι, συλλογίστηκε γεμάτη τύψεις, χρησιμοποιώντας ένα
μικρό μόνο μέρος του μυαλού της, που δεν είχε ακόμα θολώσει
ολότελα από το πάθος.

Έχει πιστέψει ειλικρινά ότι τον έχω βαρεθεί και πως βρίσκομαι στο
νησί του μόνο για χάρη της μητέρας μου. Γεγονός που κατά ένα
μεγάλο μέρος είναι αλήθεια, αλλά...
Τον αγαπούσε. Τόσο βαθιά, που δεν άντεχε να τον βλέπει
ταπεινωμένο. Έναν τόσο περήφανο και χαρισματικό άντρα σαν
αυτόν.

Σε μια προσπάθεια να του ξαναδώσει πίσω τη χαμένη σιγουριά του,


άφησε τα τρεμάμενα δάχτυλά της να γλιστρήσουν κάτω από το
πουκάμισό του και να αγγίξουν τη γυμνή σάρκα του στέρνου του.

Το δέρμα του έκαιγε. Η ανάσα του έφτασε σαν υπόκωφο σφύριγμα


στ’ αυτιά της όταν εκείνη ανασήκωσε το ρούχο του ψηλά και
βάλθηκε να αγγίζει με τα χείλη της τα σημεία που μέχρι πριν από
λίγο χάιδευαν τα δάχτυλά της. Μ όλις πήρε τη μια θηλή του
ανάμεσα στα δόντια της και βάλθηκε να τη χαϊδεύει απαλά με τη
γλώσσα της, οι χτύποι της καρδιάς του Τσέζαρε αυξήθηκαν τόσο,
που τάραξαν, λες, τη γαλήνη της νύχτας.

«Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό».

Εκείνος σκέπασε τα χέρια της με τα δικά του μόλις τα δάχτυλά της


άρχισαν να ξεκουμπώνουν τη ζώνη του παντελονιού του. Το
ρίγος, όμως, που ένιωθε η Μ πιάνκα να συγκλονίζει το σώμα του
της έλεγε ακριβώς το αντίθετο.

«Το θέλω», του είπε σιγανά, με υπόκωφη, σέξι φωνή. «Και θα το


κάνω. Μ ’ έχεις τρελάνει. Για ποιον άλλο λόγο φαντάζεσαι ότι θα
προσπαθούσα να σε αποπλανήσω;»

Σε μια προσπάθεια να του δώσει να καταλάβει έμπρακτα αυτό που


ισχυριζόταν, ξάπλωσε πάνω του και, αφήνοντας τα μακριά μαλλιά
της να τον σκεπάσουν σαν σύννεφο, πίεσε

τολμηρά το στόμα της ακριβώς πάνω από το κουμπί του


παντελονιού του, που έχασκε τώρα ανοιχτό.

Ο Τσέζαρε δεν μπόρεσε να ελέγξει τα απανωτά κύματα ηδονής που


άρχισαν να τον διαπερνούν. Καμία άλλη γυναίκα δεν είχε
καταφέρει ποτέ να τον κάνει να χάσει τον εαυτό του, ούτε και είχε
τολμήσει να του επιβάλει τη θέλησή της. Μ ε την Μ πιάνκα, όμως,
όλα ήταν διαφορετικά... Έτσι έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε
άβουλος στα χέρια της, καθώς εκείνα κατέβαζαν αργά το
φερμουάρ του τζιν του, αποκαλύπτοντας τη γύμνια του στα
αστέρια που τους παρακολουθούσαν από ψηλά.

Σύντομα η Μ πιάνκα άρχισε να εξερευνά με τα μάτια, τα χέρια και


το στόμα της τα απόκρυφα σημεία του κορμιού του. Τα ηδονικά
σκιρτήματα που τον διαπερνούσαν σύγκορμο σε κάθε της χάδι τη
βοηθούσαν να αντιληφθεί τη δύναμη που ασκούσε πάνω του,
μέχρι τη στιγμή που ο Τσέζαρε αποφάσισε να πάρει το παιχνίδι στα
χέρια του. Μ ε μια επιδέξια κίνηση, την τράβηξε μαλακά στο πλάι,
μέχρι που βρέθηκε ξαπλωμένη κάτω από το σώμα του.

Ο έρωτάς του την οδήγησε στα όρια του εαυτού της, όπως κάθε
φορά. Το τελευταίο, άλλωστε, που θα μπορούσε να ισχυριστεί
ήταν ότι βαριόταν στην αγκαλιά του! Στην πραγματικότητα
αισθανόταν το ίδιο ξαναμμένη όσο κι εκείνος. Μ ικρές κραυγές
γεμάτες πάθος ξέφευγαν από τα χείλη και των δύο καθώς τα
κορμιά τους έσμιγαν πυρετικά, μέσα σ’ έναν καταιγισμό από τρελά
φιλιά και μεθυστικά αγγίγματα. Τα ρούχα τους βρίσκονταν τώρα
πια εκσφενδονισμένα πάνω στα βράχια, με αποτέλεσμα τα γυμνά
κορμιά τους, φουντωμένα και ιδρωμένα από τη διέγερση, να
λάμπουν εκτυφλωτικά μέσα στη νύχτα.

«Αυτό σε κάνει να βαριέσαι, μία κάρα;» μουρμούρισε με φωνή


βαριά κάποια στιγμή εκείνος στ’ αυτί της, παίζοντας με τις θηλές
της αργά και βασανιστικά.

«Όχι, όχι! Μ ε τρελαίνεις! Αχ, Τσέζαρε...»

Είναι ο άντρας που αγαπώ, αναγνώριζε βουβά την ίδια στιγμή,


νιώθοντας όλες τις άμυνές της γκρεμισμένες. Και το γεγονός ότι
προσπάθησα να τον πληγώσω είναι ό,τι πιο θλιβερό και
αξιολύπητο έχω κάνει στη ζωή μου.

Ωστόσο κάττοια μέρα θα σε πληγώσει εκείνος, της επισήμα-νε μια


φωνή μέσα της. Τότε που θα σε αφήσει. Γι' αυτό και πρέπει να
συνηθίσεις να ζεις χωρίς αυτόν, διαφορετικά η εγκατάλειψή του
θα σε καταστρέφει.

Μ πορεί, αλλά τώρα δε θέλω να το συλλογίζομαι αυτό! απάντησε


βίαια σ’ αυτή τη φρόνιμη και λογική φωνή, η οποία προσπαθούσε
να χαλάσει μια από τις πιο ευτυχισμένες ώρες της ζωής της.

«Αγάπα με, Τσέζαρε! Αγάπα με!» του είπε παρακαλεστικά και βίαια
ταυτόχρονα και σφίχτηκε άγρια πάνω του, έτοιμη να παραδοθεί
άνευ όρων στη μέθη του έρωτά του.

***

Η αυγή τους βρήκε λαχανιασμένους και κατάκοπους, αλλά


απίστευτα ικανοποιημένους και χορτάτους. Τα μέλη τους, βαριά
ακόμα από την ηδονή, δυσκολεύονταν να σαλέψουν. Τόσο, που
και η πιο απλή κίνηση ακόμα τους φαινόταν ακατόρθωτη.

Η Μ πιάνκα ανασήκωσε αργά το χέρι της και το έφερε στο


πρόσωπό της για να σπρώξει στο πλάι τα μαλλιά που της έπεφταν
στα μάτια. Αισθανόταν δυσκίνητη και νυσταγμένη, αλλά δεν την
ένοιαζε, αφού η καρδιά της ξεχείλιζε από γλύκα και τρυφερότητα.

Χριστέ μου, πόσο πολύ τον αγαπώ! συλλογίστηκε σχεδόν με πόνο.


Θα μείνω μαζί του όσο καιρό θελήσει εκείνος κι ύστερα θα φύγω
χωρίς να του ζητήσω κανένα αντάλλαγμα. Ούτε δαχτυλίδι στο
χέρι μου ούτε το όνομά του στην ταυτότητά μου ούτε και παροχές
που του είναι εύκολο να μου εξασφαλίσει με τα λεφτά μου. Το
μόνο που θέλω είναι να μείνω στο πλευρό του. Και να πάρω από
την καρδιά του ό,τι θα είναι πρόθυμος να μου διαθέσει.

Βλέποντας τον Τσέζαρε να σηκώνεται με την πλάτη στραμμένη


προς το μέρος της, άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε απαλά. «Φοβάμαι
ότι τ’ αστέρια θα έχουν να μαρτυρήσουν πολλά γι’ αυτή τη
νύχτα!» σχολίασε μ’ έναν ανάλαφρο, εύθυμο τόνο.
Δεν εννοούσε τίποτα το ιδιαίτερο μ’ αυτό. Απλώς προσπα-

θούσε να διατηρήσει το συναίσθημα που είχαν μοιραστεί μέσα στη


νύχτα. Το πόσο κοντά είχαν έρθει.

Αλλά η ευτυχία ξεθώριασε στα μάτια της μόλις τον είδε να


τραβιέται απότομα.

Ο Τσέζαρε σηκώθηκε και ντύθηκε βιαστικά. Μ ε τις απότομες


κινήσεις του, της έδωσε την εντύπωση πως... πως ήταν σαν να
προσπαθούσε να βάλει μια απόσταση ανάμεσά τους.

Τρέμοντας ελαφρά από την πρωινή ψύχρα, κατάπιε το λυγμό που


σκάλωσε στο λαιμό της και άρχισε να ντύνεται κι εκείνη. Εκείνος
ούτε καν την κοιτούσε. Μ ε μια έκφραση αδιαπέραστη και χείλη
σφιγμένα, είχε τα μάτια του καρφωμένα στον ουρανό, σαν να
παρακολουθούσε τα αστέρια που σιγά σιγά ξεθώριαζαν.

«Έτοιμη;» τη ρώτησε μόνο όταν την είδε να φοράει και τα ίσια


πέδιλά της. «Πρόσεχε καλύτερα τώρα στην επιστροφή, γιατί τα
μονοπάτια είναι επικίνδυνα. Να έρχεσαι πίσω μου και να έχεις στο
νου σου πού πατάς».

Μ ονάχα αυτό της είπε και τίποτε άλλο.

Εκείνη έκανε ό,τι της υπέδειξε. Όμως ένιωθε στην καρδιά της ένα
βάρος απίστευτο. Είναι δυνατόν να είναι ακόμα θυμωμένος μαζί
μου; αναρωτιόταν ξανά και ξανά. Να μην μπορεί ως τώρα να μου
συγχωρήσει το γεγονός ότι τόλμησα να του προτείνω
να διακόψουμε, πριν ο ίδιος να είναι έτοιμος γι’ αυτό; Εκτός κι
αν... εκτός αν είναι κι αυτό ένα μέρος της τιμωρίας μου...

Αυτής που της επέβαλλε ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας του


απέναντι στη μητέρα της.

Φαίνεται πως έτσι σχεδίαζε να της φέρεται από εδώ κι εμπρός* να


τη χρησιμοποιεί ερωτικά και στη συνέχεια να την

αγνοεί όλες τις υπόλοιπες ώρες!

Αλλά μπορούσε ο Τσέζαρε να είναι τόσο ψυχρός και αναίσθητος;

«Τσέζαρε, περίμενε!»

Εκείνη τη στιγμή κατηφόριζαν έναλοφάκι. Η ίδια βάδιζε τρία


βήματα πίσω του. Σαν υπηρέτρια. Αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να
συνεχίσει αυτή την κωμωδία.

Εκείνος συμμορφώθηκε. Σταμάτησε και την περίμενε.

«Τι τρέχει;» τη ρώτησε με ύφος αγέλαστο όταν εκείνη τον έφτασε


και στάθηκε μπροστά του.

Έξαφνα ο Θυμός της, που δεν ήθελε εδώ και ώρα να παραδεχτεί
ότι φούσκωνε μέσα της, ξεχείλισε μόλις τον είδε να την κοιτάζει
σχεδόν υπεροπτικά.
Έβαλε τότε τα χέρια στους γοορούς της και τον κοίταξε με έκδηλη
οργή.

«Εσύ να μου πεις τι τρέχει! Υποθέτω ότι και μια πόρνη ακόμα θα
την είχες αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό! Τουλάχιστον θα
της είχε απευθύνει μια δυο ευγενικές κουβέντες μέχρι να βάλεις το
παντελόνι σου!»

Αν προσδοκούσε ότι τα λόγια της θα του προξενούσαν κάποια


αντίδραση, έκανε λάθος, γιατί ο Τσέζαρε περιορίστηκε

να την κοιτάξει ανέκφραστος.

«Δεν μπορώ να ξέρω, αφού ποτέ δε χρειάστηκα τις υπηρεσίες μιας


πόρνης», της απάντησε ξερά και, γυρίζοντάς της την πλάτη,
συνέχισε το δρόμο του.

Τόσο απλά!

Για μια στιγμή της ήρθε να βάλει τις φωνές, σαν καμιά υστερική
σύζυγος. Αλλά δεν το έκανε. Τον ακολούθησε μονάχα,
συνειδητοποιώντας για άλλη μια φορά πόσο σκληρό ήταν να τον
αγαπάει και πόσο πολύ την πλήγωνε αυτό. Ωστόσο αυτή τη φορά
ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει έτσι τα πράγματα.

Θα τον αναγκάσω να μου εξηγήσει τη συμπεριφορά του,


μονολόγησε νοερά. Κι αν έχει κατά νου να συνεχίσει να
φέρεται έτσι, θα τον στείλω από εκεί που ήρθε!
Ανεξάρτητα από το πόσο τρελά τον αγαπούσε και πόσο
απελπισμένα αποζητούσε την αγκαλιά του, δε θα του επέτρεπε να
τη μεταχειρίζεται σαν κάποια τυχάρπαστη που δεν της άξιζε ούτε ο
ελάχιστος σεβασμός!

Στο μεταξύ πλησίαζαν προς το σπίτι. Αυτή τη φορά είχαν


ακολουθήσει για να φτάσουν ως εκεί ένα άλλο δρομάκι, το οποίο
περνούσε πάνω από μια λίμνη.

«Πρόσεχε, γιατί στη σανίδα που έχουν βάλει για πέρασμα δεν έχει
χερούλια και το ξύλο γλιστράει», της επισήμανε ο Τσέζαρε μόλις
πλησίασαν. «Δώσε μου το χέρι σου να... Αλλά... άσε καλύτερα».

Δίχως να της αφήσει το περιθώριο να αρνηθεί, εκείνος τη

σήκωσε απότομα στην αγκαλιά του και διέσχισε με προσοχή τη


γλιστερή σανίδα.

Η Μ πιάνκα πιάστηκε σφιχτά από τους ώμους του. Όχι επειδή


φοβήθηκε μήπως εκείνος παραπατούσε και βρίσκονταν και οι δυο
μαζί στα βαθιά νερά της λίμνης που έχασκε από κάτω. Αλλά
επειδή έτσι που την κρατούσε, ένιωθε σαν ένα σακί με πατάτες.
Αυτό την πλήγωνε βαθιά και την έκανε να θέλει να τον αναγκάσει
να αντιληφθεί την παρουσία της.

Ο κόπος της όμως αποδείχτηκε μάταιος. Μ όλις πέρασαν στην


άλλη άκρη της σανίδας, ο Τσέζαρε την άφησε από τα χέρια του
φανερά ασυγκίνητος.
Δεν πρόκειται να μου πει λέξη, διαπίστωσε με βουβό σπαραγμό η
Μ πιάνκα. Αλλά δε θα το δεχτώ αυτό.

«Μ ίλησέ μου, Τσέζαρε», του είπε επιτακτικά αμέσως μόλις εκείνος


έκλεισε την πόρτα του σπιτιού πίσω τους. «Νομίζω ότι μου το
χρωστάς. Αυτό το λίγο».

Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Είδε στα δικά του έναν αδιάφορο


ξένο, ο οποίος δεν είχε καμία διάθεση να την προσεγγίσει. Έφερε
το χέρι στο λαιμό της και τον έτριψε μηχανικά, νιώθοντας την
ανάγκη να ξεσπάσει σε δυνατό κλάμα.

Ωστόσο ο Τσέζαρε δεν έδειξε να κατάλαβε τη φοβερή τα-ραχή της.

«Ναι, ασφαλώς», συμφώνησε πρόθυμα. «Θα τα πούμε αργότερα».

Η απάντησή του ήταν τόσο αόριστη όσο και το γενικότερο φέρσιμό


του. Αχ, δεν έπρεπε να είχε υπάρξει ποτέ η χτεσινή νύχτα,
σκέφτηκε με πόνο η Μ πιάνκα, νιώθοντας την οδύνη να την πνίγει.
Έκανε τα πάντα χειρότερα, επειδή η ανόητη καρδιά μου δεν εννοεί
να καταλάβει ότι δεν είναι δικός μου και ούτε πρόκειται να γίνει
ποτέ.

Το σωστό θα ήταν να είχε παραμείνει σταθερή στην αρχική της


δήλωση* ότι ήθελε να χωρίσουν. Αλλά τώρα πια ήταν
αργά. Επειδή είχε νιώσει απέχθεια μπροστά στο ενδεχόμενο να
τον πληγώσει και να στραπατσάρει την περηφάνια του, τώρα ήταν
εκείνη η χαμένη.
Και όλα αυτά επειδή τον αγαπούσε.

Νιώθοντας τη δυστυχία να την τυλίγει σαν δεύτερο ρούχο,

άκουσε πίσω της τη φωνή του: «Χρειάζομαι ένα ντους. Μ πορείς


να φτιάξεις τον καφέ;»

Σε άλλη περίπτωση θα είχε επιμείνει να πάει κι εκείνη μαζί του.


Αλλά τώρα είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Ο
ψυχρός, αποστασιοποιημένος και επιφυλακτικός αντίπαλος που
γνώριζαν καλά όσοι κάθονταν μαζί του στα τραπέζια των
διαπραγματεύσεων.

Άθελά της ανατρίχιασε. Η σχέση μας ήταν αναπόφευκτο να


αρχίσει αναγνώρισε με θλίψη, επειδή από την πρώτη στιγμή που
συναντήθηκαν οι ματιές μας υπήρχε κάτι πολύ δυνατό που μας
έδεσε. Τουλάχιστον έδεσε εμένα μαζί του. Τον αγάπησα
κεραυνοβόλα. Παρ’ όλο που έβλεπα πόσο επικίνδυνο ήταν.

Αυτή την αμεριμνησία της πλήρωνε τώρα. Το γεγονός ότι είχε


κλείσει τα μάτια μπροστά στον κίνδυνο.

Αλλά ο Τσέζαρε Αντριότι δεν ήταν από τους άντρες που


μπορούσαν να δεθούν με μια γυναίκα. Ή που ήταν σε θέση
να αγαπήσουν. Αλλωστε ούτε που πίστευε καν στην ύπαρξη
της αγάπης.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσει την επιθυμία να


ξεσπάσει σε γοερό κλάμα, άρχισε να φτιάχνει τον καφέ.

***

Ο Τσέζαρε βγήκε από το μπάνιο φορώντας μια δροσερή βερμούδα


και ένα βαμβακερό μαύρο πουκάμισο.

Το πρώτο που χτύπησε τα ρουθούνια του ήταν η υπέροχη μυρωδιά


του καφέ.

Μ ισόκλεισε τα μάτια με ευχαρίστηση, αλλά η ανάμνηση της


χτεσινής νύχτας την εξαφάνισε στη στιγμή.

Αυτό που είχε συμβεί έκανε την κατάσταση εκατό φορές πιο
δύσκολη από πριν.

Όταν η Μ πιάνκα είχε αρχίσει να εκδηλώνει την επιθυμία της, ο


ίδιος ήταν αρνητικός. Πιθανότατα εκτίμησε πως εκείνη το
θεωρούσε χρέος. Πως προσπαθούσε μ’ αυτό τον τρόπο να
ξεπληρώσει το δικό της μερίδιο της συμφωνίας που της είχε
επιβάλει.

Ωστόσο την ήθελε τόσο πολύ, που φοβόταν πως θα πέθαινε.

Τουλάχιστον αποδείχτηκε πως και μ’ εκείνη συμβαίνει το

ίδιο, του ετπσήμανε μια φωνή μέσα του, με αποτέλεσμα να


διαψευστεί κάθε άλλος ισχυρισμός της.
Αυτό ήταν σίγουρο. Ο έρωτάς τους την έκανε να... βαριέται τόσο
όσο και τον ίδιο! Αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν ήταν αυτός ο
πραγματικός λόγος που την είχε κάνει να του ζητήσει
να χωρίσουν.

Το κορμί του σφίχτηκε στην ανάμνηση της φλόγας και του πάθους
που είχαν μοιραστεί. Αλλά αυτό τελείωσε τώρα πια, σκέφτηκε
αποφασιστικά. Ως εδώ ήταν. Φ/ν/το.

Τα μάτια του σκλήρυναν καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Μ η τυχόν


και τολμήσεις να απαιτήσεις να συνεχίσετε μόνο και μόνο επειδή
είσαι τρελός γι’ αυτήν! προειδοποίησε τον εαυτό του. Για όποιο
λόγο κι αν δε σε θέλει, οφείλεις να τον σεβαστείς.

Βρήκε την Μ πιάνκα να σερβίρει καφέ σε δυο φλιτζάνια, με την


πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του. Γ ια μια στιγμή ένιωσε την
ανάγκη να ψελλίσει τ’ όνομά της και να την παρακαλέσει...

Τι πράγμα; Μ ήπως να αλλάξει γνώμη; του επιτέθηκε ο άλλος του


εαυτός με έκδηλη αγανάκτηση.

Όχι, όχι! βιάστηκε να διαμαρτυρηθεί μετανιωμένος. Αλλωστε...


κάποια στιγμή θα την ξεπεράσω κι εγώ. Δεν μπορεί. Κάπου θα βρω
κάποια άλλη. Έστω κι αν τώρα μου είναι αδύνατον να συλλογιστώ
μια άλλη γυναίκα στη θέση της.

Αλλά θα την ξεπεράσω...


Αντλώντας κουράγιο από αυτή τη σκέψη, κατάφερε ακόμα και να
χαμογελάσει.

«Ο καφές μυρίζει εξαίσια!» της είπε, νιώθοντας ταυτόχρονα


ντροπή για τον τρόπο που της είχε φερθεί ως εκείνη την ώρα. Δεν
είχε άδικο η Μ πι που τον είχε παρεξηγήσει τόσο ώστε να σκεφτεί
πως ακόμα και απέναντι σε μια πόρνη θα είχε καλύτερο φέρσιμο.

Αλλά όλα αυτά ανήκαν πια στο παρελθόν. Τώρα θα την κρατούσε
στην απόσταση που απαιτούσε εκείνη. Της το χρωστούσε στο κάτω
κάτω. Χώρια που θα έκανε καλό και στον ίδιο. Διότι, απλούστατα,
ήταν θέμα ζωτικής σημασίας το να μη βάζει συνεχώς τον
αυτοέλεγχό του σε πειρασμό. Ε, ένας κανονικός άνθρωπος ήταν...
με σάρκα και οστά... Και με αδυναμίες...

Ακούγοντας τον, η Μ πιάνκα αναπήδησε απότομα και στράφηκε


νευρικά προς το μέρος του.

Η καρδιά του Τσέζαρε πόνεσε βλέποντάς την. Έδειχνε χάλια.


Εξαντλημένη και ατημέλητη. Αυτή η πάντα τόσο κομψή,
περιποιημένη και αριστοκρατική Μ πιάνκα, είχε τώρα γρασίδι στα
αχτένιστα μαλλιά της, ενώ στο άβαφο, χλομό πρόσωπό της
κυριαρχούσε μια έκφραση θλίψης και πόνου.

Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει κοντά της, να την πάρει στην
αγκαλιά του και να την πνίξει στα φιλιά βεβαιώνοντάς την ότι
ήταν αξιολάτρευτη.
Αλλά συγκρατήθηκε. Πήρε μονάχα ένα από τα γεμάτα φλιτζάνια
και ήπιε λαίμαργα μια μεγάλη γουλιά ζεστού καφέ για να επιβληθεί
στον εαυτό του. Στη συνέχεια κοίταξε το ρολόι του,
προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.

«Σε λίγη ώρα θα φύγω για το Λονδίνο», της είπε. Έτσι απλά.
«Υποθέτω ότι εσύ θα εγκατασταθείς στη βίλα, μέχρι να βεβαιωθείς
ότι η θεραπεία της μητέρας σου εξελίσσεται ικανοποιητικά. Θα σου
πρότεινα να μείνεις λίγο καιρό για να ξεκουραστείς, αλλά ξέρω
πόσο πολύ ανυπομονείς να γυρίσεις στη δουλειά σου».

Κοίταξε ξανά το ρολόι του, για να μην αναγκαστεί να καρφώσει το


βλέμμα στο πρόσωπό της, το οποίο είχε την έκφραση του
ανθρώπου που μόλις είχε πέσει από τα σύννεφα.

«Θα πάρω το ελικόπτερο, φυσικά, αλλά όποτε εσύ θα είσαι έτοιμη


να φύγεις, δεν έχεις παρά να ειδοποιήσεις τον Τζιοβάνι. Εκείνος
θα σε πάει ως το Παλέρμο με το σκάφος. Από εκεί υπάρχουν
καθημερινές πτήσεις για το Λονδίνο».

«Μ α τι ακριβώς μου λες;» Αυτή τη φορά η Μ πιάνκα κατάφερε να


αρθρώσει τις λέξεις που προσπαθούσαν εδώ και ώρα να
σχηματίσουν τα χείλη της.

Ο Τσέζαρε έβαλε τα δυνατά του για να διατηρήσει —παρά το


σκίρτημα της καρδιάς του— το ίδιο ψυχρό και απόμακρο ύφος,
βλέποντάς τη να σωριάζεται βαριά σε μια καρέκλα.
«Ότι είσαι ελεύθερη να φύγεις. Σε ανάγκασα να έρθεις με το ζόρι.
Αυτό ήταν το πιο ταπεινό και απαίσιο πράγμα που έκανα ποτέ.
Μ ου ζήτησες να βάλουμε ένα τέλος στη σχέση μας, αλλά εγώ δεν
ήμουν έτοιμος ακόμα τότε και είπα όχι. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί
να δικαιολογήσει την πράξη μου.

Σου ζητώ συγνώμη για ό,τι έκανα και σου επιστρέφω την
ελευθερία σου. Τελειώσαμε».

Δίχως να της χαμογελάσει, δίχως καν να της ρίξει ένα βλέμμα


κάπως πιο ήπιο και φιλικό, βγήκε από το σπίτι και έκλεισε αθόρυβα
την πόρτα πίσω του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις εδώ, μαζί μας;»

Η 'Ελεν σέρβιρε καφέ σε δυο φλιτζάνια και κοίταξε την κόρη της

«Εμείς ζούμε μέσα στην πολυτέλεια εδώ μέσα», συνέχισε. «Κι εγώ
δεν αντέχω να σε βλέπω μόνο δέκα λεπτά κάθε πρωί. Αλλωστε,
αν ερχόσουν, θα έκανες συντροφιά και στην Τζιν. Δεν
καταλαβαίνω για ποιο λόγο πρέπει να μένεις μόνη σου τώρα που
έφυγε ο Τσέζαρε». Η φωνή της πήρε ξαφνικά έναν τόνο ελαφρά
υστερικό. «Δε φαντάζομαι... Σε παρακαλώ, μη μου πεις ότι ζεις με
την ελπίδα ότι θα αλλάξει γνώμη και θα γυρίσει πίσω. Θα ήσουν
ανόητη αν ήθελες να συμβεί κάτι τέτοιο. Εκείνος το δήλωσε
καθαρά πως δε σκοπεύει να ξαναγυρίσει στο νησί παρά μόνο για τις
καλοκαιρινές διακοπές, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του».

Η Μ πιάνκα απέστρεψε απρόθυμα το βλέμμα της από τη θέα που


πρόσφερε η βεράντα. Η καταγόΐλανη θάλασσα που έζωνε γύρω
γύρω το νησί ήταν ένα όνειρο, αλλά το ίδιο πανέμορφα ήταν και
τα παρτέρια της βίλας, με τα πολύχρωμα λουλούδια που πλούτιζαν
τον αέρα με το φίνο άρωμά τους.

Κοίταξε τη μητέρα της. «Ο μοναδικός λόγος που δεν έρχομαι είναι


επειδή δε θέλω να κλέβω το χρόνο σου από τη συνεργασία σου με
τον καθηγητή», της εξήγησε ήρεμα.

Φυσικά, έλεγε ψέματα, γιατί ήταν γεγονός ότι από τότε που είχε
φύγει ο Τσέζαρε, εδώ και τρεις ημέρες, αισθανόταν ερείπιο. Το
μπέρδεμα που υπήρχε στην ψυχή της ήταν τόσο μεγάλο, που τη
δυσκόλευε να έχει το χαλαρό και ήρεμο ύφος

που χρειαζόταν κάθε φορά που έβλεπε την Έλεν. Ακόμα κι αυτά
τα δέκα λεπτά που την επισκεπτόταν κάθε πρωί αναγκαζόταν να
καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να χαμογελάει με
φυσικότητα.

Τελικά ήταν εντελώς ακατάλληλη για συντροφιά.

Ανακάτεψε ήσυχα τον καφέ της και πίεσε τον εαυτό της να πάρει
ανέμελη έκφραση. «Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω τη μοναξιά
μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου τεμπελιάζω τόσο. Κάθε πρωί ο
Τζιοβάνι μου φέρνει φρέσκα λαχανικά για σαλάτα. Σήμερα μου
έφερε και ορτύκια. Το αστείο είναι πως δεν έχω ιδέα πώς να τα
μαγειρέψω».

«Μ άλιστα...» Η Έλεν την άκουγε δίχως να δείχνει ολότελα


πεπεισμένη για την ειλικρίνειά της.

Μ όλις το αντιλήφθηκε αυτό η Μ πιάνκα, βιάστηκε ν’ αλλάξει

θέμα.

«Πώς τα πας με τον καθηγητή;»

Δεν είχε ιδέα ποια ακριβώς θεραπεία ακολουθούσε εκείνος για την
περίπτωση της μητέρας της. Πάντως ήταν αλήθεια πως τελευταία
η Έλεν έδειχνε πολύ πιο ήρεμη. Όπως σήμερα, για παράδειγμα*
αντί να παίζει νευρικά με τα μαλλιά ή τα κοσμήματά της, όπως
έκανε παλιά, καθόταν χαλαρή, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη
φούστα του απλού, μπλε, βαμβακερού της φορέματος.

«Μ άρκο. Μ άρκο τον λένε», της απάντησε η Έλεν. «Υπάρχουν


άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υπέρογκα ποσά
προκειμένου να γίνουν ασθενείς του, το ήξερες αυτό; Πάντως
είναι πολύ καλός άνθρωπος. Συνήθως περπατάμε μαζί, μιλάμε,
αλλά καμιά φορά καθόμαστε απλώς και ακούμε μουσική».

«Πραία. Καλό μου ακούγεται».


Δεν είχε ιδέα τι άλλο έπρεπε να πει. Από την περιγραφή της
μητέρας της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καθηγητής Βακάρι
ήταν σοβαρός και προσεκτικός άνθρωπος.

Μ άλλον θα θέλει να βοηθήσει την Έλεν να χαλαρώσει εντελώς


και να ανακτήσει ένα μέρος από την ψυχική της δύναμη, πριν την
αναγκάσει να αντιμετωπίσει την αλήθεια για το τραύμα που έχει
στην ψυχή της και να προσπαθήσει να το ξεπεράσει, συλλογίστηκε.

Ωστόσο, μια και δεν είχε ιδέα από τέτοιου είδους θεραπευτικές
μεθόδους, σκέφτηκε πως θα ήταν παρόιλογο να επεκταθεί
περισσότερο σ’ αυτό το θέμα.

Μ ια και ήταν απαραίτητο, όμως, να κουβεντιάσει με την Έλεν —


και μάλιστα για κάτι που να μην είχε καμία σχέση με τον Τσέζαρε,
αφού δεν άντεχε ούτε να αναφέρει τ’ όνομά του — τη ρώτησε πού
ήταν η Τζιν.

«Κάπου εδώ τριγυρνάει». Η Έλεν ξεφύσηξε ανυπόμονα.


«Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου συνηθισμένη να μην απασχολείται
με κάτι. Ο Μ άρκο της πρότεινε να φτιάξει μια συλλογή από
αγριολούλουδα κι εκείνη ξεκίνησε πρωί πρωί, φορώντας το πιο
γελοίο καπέλο που έχεις δει ποτέ σου!» Έκανε μια παύση και
αναστέναξε. «Νομίζω ότι θα πρέπει να τη ρωτήσω μήπως
προτιμάει να γυρίσει μαζί σου στο Λονδίνο. Φοβάμαι ότι το νησί
δεν είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για κείνη. Βλέπεις, δε φοράει μαγιό,
ούτε κολυμπάει, με τη δικαιολογία ότι είναι υπερβολικά χοντρή και
ηλικιωμένη για τέτοια πράγματα. Όλη την ημέρα μουρμουρίζει για
το πόσο ανησυχεί που άφησε το σπίτι της αφύλαχτο. Υπάρχουν
στιγμές που αναρωτιέμαι για ποιο λόγο τη φέραμε μαζί μας».

«Επειδή ο Τσέζαρε πίστευε ότι θα χρειαζόσουν την παρέα της


μέχρι να συνηθίσεις», της επισήμανε η Μ πιάνκα.

Κατάλαβε ότι ήταν λάθος το γεγονός ότι αναφέρθηκε στον


Τσέζαρε όταν είδε την Έλεν να γέρνει στην πλάτη της
καρέκλας της και να την κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα.

«Κι εσύ, αγάπη μου; Πίστευες κι εσύ το ίδιο; Θεώρησες δεδομένο


ότι εσύ θα ήσουν απασχολημένη κρατώντας συντροφιά σ’ εκείνον;
Αλλά τότε γιατί ο κύριος σηκώθηκε πριν συμπληρωθούν καλά
καλά είκοσι τέσσερις ώρες από την άφιξή μας και έφυγε από το
νησί; Μ ήπως βαρέθηκε; Σε παράτησε;»

Η καχυποψία σχετικά με τα κίνητρα των αντρών ήταν κάτι που


είχε σημαδέψει βαθιά την Έλεν. Η Μ πιάνκα το ήξερε καλά αυτό.
Είχε μια ανοιχτή πληγή η μητέρα της, που δεν έλεγε να επουλωθεί,
από τότε που ο άντρας που λάτρευε την είχε εγκαταλείψει για μια
κατά πολύ νεότερη γυναίκα, ένα μοντέλο. Εξαιτίας αυτής της
προδοσίας, δεν είχε καταφέρει ποτέ να χαρίσει την καρδιά της σε
κάποιον από τους περαστικούς

εραστές της, μερικοί από τους οποίους την είχαν αγαπήσει με


πάθος. Μ έχρι και σήμερα ακόμα έσερνε μαζί της την
προκατάληψη για τους άντρες και τα κίνητρά τους.
Η Μ πιάνκα ξεροκατάπιε. Ίσως τώρα είναι η ώρα να της πω την
αλήθεια, συλλογίστηκε, τουλάχιστον ένα μέρος της, για να τη
βοηθήσω να ησυχάσει.

'Εφερε το φλιτζάνι στα χείλη της και ήπιε μερικές γουλιές καφέ,
προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Αν και στο βάθος έβρισκε
εντελώς ακατανόητη την απροθυμία της να παραδεχτεί ανοιχτά
τον οριστικό χωρισμό της από τον Τσέζαρε. Στο κάτω κάτω, δεν
ήταν χρέος της να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να
προστατεύσει τον εαυτό της από μια περιπέτεια που θα μπορούσε
να την καταστρέφει; Τότε για ποιο λόγο δυσκολευόταν να
εκφράσει καθαρά πως δεν υπήρχε πια τέτοιος κίνδυνος;

Εισέπνευσε βαθιά για να πάρει κουράγιο.

«Τελικά είχες δίκιο, μαμά», άρχισε να λέει ήρεμα. «Ο Τσέζαρε κι


εγώ είχαμε σχέση». Ένιωσε να τρέμει ελαφρά το χέρι της που
κρατούσε το φλιτζάνι και ευχήθηκε να μην το είχε αντιληφθεί η
Έλεν. «Αλλά τώρα δεν έχουμε πια. Τελείωσε».

Η εξήγηση αυτή της προκάλεσε ένα απαίσιο σφίξιμο στο στομάχι.


Για λίγη ώρα έγινε σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο πέρα από
τον ψίθυρο της θάλασσας και το κελάηδημα των πουλιών.

Ο αγώνας που έκανε για να μην ξεσπάσει σε δάκρυα μπροστά στην


Έλεν— επιβεβαιώνοντάς της έτσι όλα όσα εκείνη φοβόταν— είχε
τεντώσει απίστευτα τα νεύρα της.
«Κι εσύ νιώθεις ευχαριστημένη μ' αυτό;»

Η Μ πιάνκα ανάγκασε τον εαυτό της να κοιτάξει τη μητέρα της, η


οποία είχε σκύψει μπροστά και την παρατηρούσε με αγωνία.
Συγκεντρώνοντας όλο το κουράγιο της για να δείξει αμέριμνη,
κατάφερε μέχρι και να χαμογελάσει.

«Η αλήθεια είναι πως δεν είχα πάρει ποτέ στα σοβαρά αυτή την
ιστορία», δήλωσε και βγάζοντας τα γυαλιά του ήλιου από την
τσέπη του σορτς της, τα φόρεσε με κινήσεις νωχελικές.

Το πλατύ χαμόγελο που ζωγραφίστηκε μονομιάς στα χείλη της


μητέρας της την έκανε να αντιληφθεί πόσο σημαντικό ήταν το
ψέμα της.

«Εντάξει, αν είσαι σίγουρη... Αχ, γλυκιά μου!» Η Έλεν άπλωσε


προς το μέρος της το ένα της χέρι και τα δαχτυλίδια που φορούσε
άστραψαν εκτυφλωτικά στο φως του ήλιου.

Η Μ πιάνκα το πήρε και το έσφιξε στα δικά της.

«Πίστεψέ με, κόρη μου, είμαι βαθύτατα ευγνώμων απέναντι στον


πρώην σου, το λέω ειλικρινά. Αναγνωρίζω ότι είναι φοβερά
γενναιόδωρος. Αλλά θα σε είχα προειδοποιήσει από καιρό αν
ήξερα ότι έβγαινες μαζί του και ότι αυτός ήταν εκείνος που σε
κρατούσε κοντά του μέχρι το ξημέρωμα. Είναι ακριβώς ο τύπος
του άντρα που... Τριάντα και κάτι, ανύπαντρος, πλούσιος και
ακαταμάχητα γοητευτικός. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της
κατηγορίας Βήτα».

Και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσε ο Τσέζαρε να χωρέσει σε


οποιαδήποτε κατηγορία προκάλεσε στην Μ πιάνκα νευρικό γέλιο.
Ωστόσο συνήλθε γρήγορα.

«Και ποιοι ακριβώς ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία;» ρώτησε όσο


μπορούσε πιο φυσικά.

«Οι άντρες που προτιμούν να πεθάνουν, παρά να παντρευτούν»,


απάντησε κοφτά η 'Ελεν, με ύφος εμπειρογνώμονα. «Έχουν τη
δύναμη και τα μέσα να κρατήσουν στο πλευρό τους όποια τους
αρέσει μέχρι να εμφανιστεί στον ορίζοντα η επόμενη. Αν
αποφασίσουν να παντρευτούν, το κάνουν γύρω στα εξήντα, όταν
έχουν χάσει πια την ομορφιά και μαζί την ενεργητικότητά τους.
Τότε χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να αγοράσουν κάποια
ψεύτικη κούκλα και να της φορτώσουν τη ματαιοδοξία, τα
γερατειά τους και την ανάγκη τους για φροντίδα».

«Τι κυνική που είσαι!» μουρμούρισε η Μ πιάνκα τραβώντας το


χέρι της από το χέρι της μητέρας της. «Αλλά δε μου είπες ακόμα
ποιοι είναι στην κατηγορία Αλφα», παρατήρησε, προσπαθώντας να
καταπιεί το λυγμό που αισθάνθηκε ξάφνου να σκαλώνει στο
λαρύγγι της.

«Οι άντρες που παντρεύονται. Συνεχώς. Σαν τον πατέρα σου.


Εκείνοι που αντικαθιστούν τη μία σύζυγο με την
άλλη, αναζητώντας την επόμενη φορά την πιο νέα και την
πιο όμορφη».

Διακρίνοντας το γνωστό υστερικό τόνο στη φωνή της μητέρας


της, η Μ πιάνκα άκουσε ξαφνικά προειδοποιητικά καμπα-

νάκια να κουδουνίζουν στ’ αυτιά της. Έτσι την κοίταξε όσο


μπορούσε πιο ήρεμα.

«Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, μαμά», παρατήρησε


σιγανά. «Γι' αυτό νομίζω ότι είναι πια καιρός να τα αφήσεις όλα
αυτά πίσω σου. Η θύμησή τους σε κάνει δυστυχισμένη». Και σε
σπρώχνει στο αλκοόλ, θα ’θελε να προσθέσει, μα συγκρατήθηκε.

Το στόμα της Έλεν σφίχτηκε με παράπονο.

«Είναι εύκολο να το λες αυτό αν δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς»/


μουρμούρισε. «Αν είχες ερωτευτεί ποτέ, εννοώ, βαθιά, θα ήξερες
ότι είναι αδύνατον να ξεχάσεις. Γι' αυτό, αγάπη μου, όταν
ερωτευτείς ξανά, φρόντισε να είναι ο σωστός άντρας. Βρες έναν
καλό και συμπαθητικό άντρα που να είναι διατεθειμένος να σε
αγαπάει ακόμα και όταν θα έχεις αποκτήσει ρυτίδες και θα αρχίσεις
να χοντραίνεις».

Η εμφάνιση του καθηγητή στο πλευρό της Μ αρίας —η οποία


κρατούσε ένα δίσκο με αναψυκτικά και φρέσκο καφέ— έδωσε
στην Μ πιάνκα τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να σηκωθεί,
βάζοντας τέλος στην κουβέντα.
Γιατί, βέβαια, δεν μπορούσε να ομολογήσει στη μητέρα της ότι
γνώριζε πολύ καλά και η ίδια πόσο δύσκολο είναι να ξεχάσεις έναν
άντρα που αγαπάς τρελά, όπως αγαπούσε εκείνη τον Τσέζαρε.

«Δε θα ήθελα να γίνω αιτία να φύγεις», είπε ο Βακάρι στην


Μ πιάνκα.

Το πλατύ χαμόγελο που χάρισε ο καθηγητής στην ίδια και τη


μητέρα της, καθώς καθόταν αναπαυτικά σε μια άδεια πολυθρόνα,
ήταν ειλικρινές και εγκάρδιο. Η Μ πιάνκα, όμως, επανέλαβε και σ’
εκείνον ότι απολάμβανε τη μοναξιά της.

«Θα ψάξω να βρω την πιο ερημική γωνιά του νησιού για να
κολυμπήσω μέχρι εξάντλησης», του ομολόγησε. «Νομίζω ότι
η άσκηση είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μου προσφέρει το νησί για
όσο καιρό συνεχίσω να βρίσκομαι εδώ».

«Ναι, σίγουρα...» Ο Μ άρκο Βακάρι ευχαρίστησε μ’ ένα θερμό


νεύμα τη Μ αρία, η οποία άρχισε να κινείται προς το σπίτι.
«Ο Τσέζαρε μου ζήτησε να αναλάβω να σου βγάλω το
εισιτήριό σου», ενημέρωσε την Μ πιάνκα, ξαναγυρίζοντας στη
συνέχεια

προς το μέρος της. «Θα ήθελα να με ειδοποιήσεις έγκαιρα για το


πότε θα ήθελες να φύγεις».

«Δεν είναι ανάγκη να βιαστείς, αγάπη μου», επενέβη η Έλεν


καθώς σέρβιρε καφέ στο φλιτζάνι του καθηγητή. «Δε θα πάθει δα
και τίποτα η δουλειά σου αν λείψεις μερικές ημέρες ακόμα. Και το
βράδυ έλα να φας μαζί μας. Το υπόσχεσαι; Δε σε βλέπω αρκετά».

«Έχω να μαγειρέψω τα ορτύκια, το ξέχασες;» διαμαρτυρήθηκε με


ψεύτικη ζωηράδα η Μ πιάνκα. «Μ πορεί να έρθω αύριο».

Φτάνει να μην είμαι πάλι σ’ αυτά τα χάλια, συλλογιζόταν την ίδια


στιγμή. Έτοιμη να κλάψω στην ανάμνηση του Τσέζαρε ανίκανη ν’
ακούσω ακόμα και τ’ όνομά του* παραδομένη σ’ αυτό το απαίσιο
συναίσθημα απώλειας που κάνει την καρδιά μου να σπαράζει.

Ευτυχώς, τουλάχιστον, που το νέο του χωρισμού της από τον


Τσέζαρε είχε ανακουφίσει τη μητέρα της και την είχε απαλλάξει
από τους φόβους της. Το τελευταίο που επιθυμούσε η Μ πιάνκα
ήταν να την αναγκάσει να τους ξαναθυμηθεί. Πράγμα που θα
συνέβαινε σίγουρα αν η Έλεν την έβλεπε με το αφόρητα
δυστυχισμένο ύφος που είχε όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας,
εκτός από αυτά τα εφιαλτικά δεκάλεπτα που αναγκαζόταν να
προσποιείται ότι είχε καλή διάθεση.

Θα ένιωθε πάντα ευγνωμοσύνη απέναντι στον Τσέζαρε για την


ευκαιρία που είχε δώσει στη μητέρα της να θεραπευτεί. Έστω και
χρεώνοντας την ίδια με εκείνο το υπέρογκο τίμημα.

Το οποίο, όμως, είχε στη συνέχεια αναιρέσει. Και ίσως αυτό να


ήταν το πιο σκληρό πράγμα γι’ αυτή. Το να του
αναγνωρίσει δηλαδή ότι είχε καταλάβει το λάθος του και είχε
ζητήσει συγνώμη.
Μ ε τον τρόπο αυτό θα της αποδείκνυε πως είχε αρχές και πως
άξιζε την αγάπη της.

Μ όνο που το να τον αγαπάει ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε


η ίδια.

***

Στεκόταν ακίνητη κάτω από το ντους και άφηνε το νερό να


παρασέρνει από το σώμα της το αλάτι και την άμμο.

Είχε εξερευνήσει κάθε περιοχή του νησιού, είχε κολυμπήσει στον


πιο απόμερο όρμο και είχε περιπλανηθεί σε κάθε πλαγιά και
ραχούλα, επαναλαμβάνοντας συνεχώς μέσα της το ερώτημα, πώς
μπορούσε ένα τόσο όμορφο και ειδυλλιακό μέρος να φαντάζει στα
μάτια της σαν κολαστήριο;

Αλλά το μαρτύριό της θα έπαιρνε τέλος. Δεν ήταν διατεθειμένη να


μείνει περισσότερο. Το ίδιο βράδυ κιόλας θα πήγαινε να βρει τον
Μ άρκο και θα του ζητούσε να κανονίσει την αναχώρησή τους. Τη
δική της και της Τζιν.

Όταν έφευγε το πρωί από τη βίλα, είχε συναντήσει τη θεία της και
είχε διαπιστώσει με τα μάτια της σε πόσο αξιολύπητη κατάσταση
βρισκόταν η καημένη η γυναίκα.

Ήταν κατακόκκινη, ιορωμένη, μ’ ένα απαίσιο καπέλο στο κεφάλι


και το πιο ακατόΐλληλο ρούχο για το νησί: Ένα
νάιλον λουλουδάτο φουστάνι.

«Νομίζω ότι χρειάζεσαι να πιεις κάτι παγωμένο», της είχε


επισημάνει με συμπάθεια. «Πώς περνάς;»

«Χάλια!» Η Τζιν της είχε βάλει ένα μπουκέτο μαραμένα


λουλούδια κάτω από τη μύτη. «Να σκεφτείς ότι κατάντησα να
μαζεύω λουλουδάκια για να τα αποξηράνω. Μ άλιστα! Σαν να είμαι
έφηβη της βικτοριανής εποχής! Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ
ανυπομονούσα γι' αυτές τις διακοπές και τώρα... Δυστυχώς δεν
ήξερα ότι δε θα έχω τι να κάνω. Εδώ δεν υπάρχουν μαγαζιά,
καφετέριες, τίποτα. Ούτε καν άνθρωποι για να κουβεντιάζω. Η
Έλεν περνάει όλες τις ώρες της με τον καθηγητή και την
καταλαβαίνω απόλυτα. Όσο για σένα, ούτε που σε βλέπω. Τα
πράγματα δε θα ήταν τόσο άσχημα αν με άφηναν να δίνω ένα
χεράκι στη βίλα, αλλά η Μ αρία δε θέλει ούτε να το ακούσει.
Αλλωστε η αλήθεια είναι πως υπάρχει ήδη ένας στόλος από
υπηρέτες μονάχα για τρία άτομα. Από την άλλη...» Πήρε μια βαθιά
ανάσα που έδειχνε αδιόρατη αποδοκιμασία. «Κανένας από όλους
αυτούς δεν ξέρει περισσότερο από τρεις αγγλικές κουβέντες, εκτός
από τη Μ αρία. Η οποία, όμως, έχει την εντύπωση ότι δεν είναι
σωστό να συνομιλεί με τους προσκεκλημένους.

»Κι αυτόν τον Ούγκο, που πηγαινοέρχεται με το ελικόπτερο του


Τσέζαρε Αντριότι και που δεν κάνει άλλη δουλειά από το να
φλερτάρει με τις υπηρέτριες. Είναι επαγγελματίας πιλότος,
απ’ ό,τι έχω καταλάβει, και όπου να ’ναι θα πρέπει να γυρίσει από
το Παλέρμο όπου πήγε το πρωί. Κάθεται ο ανόητος
και σαχλαμαρίζει με τις υπηρέτριες... Αλλά να τις δεις κι
εκείνες πώς χασκογελάνε... Φοβάμαι ότι αυτές οι νεαρές είναι
υπερβολικά επιπόλαιες».

Η Μ πιάνκα συγκρότησε με δυσκολία το γέλιο της μπροστά στην


αγανάκτηση της συντηρητικής θείας της για το φλερτ του νεαρού
πιλότου και των κοριτσιών.

«Θα φύγω για το Λονδίνο στις αρχές της εβδομάδας», την


πληροφόρησε για να την κάνει να νιώσει καλύτερα. «Θα ήθελες να
έρθεις κι εσύ μαζί μου;»

Θα έπρεπε να περνάω περισσότερες ώρες κοντά της, αντί να


κρύβομαι εδώ σαν πρωτόγονη, είπε νοερά, γεμάτη τύψεις. Κάθομαι
ολομόναχη και γλείφω τις πληγές μου... Αλλά αρκετός ο θρήνος,
ως εδώ. Δε θα αφήσω τον εαυτό μου να καταντήσει σαν την Έλεν!

Τη στιγμή που σκουπιζόταν μετά το ντους αποφάσισε πως θα


πήγαινε αμέσως κιόλας να κανονίσει την αναχώρηση της ίδιας και
της θείας της από το νησί. Στο τέλος τέλος, της το όφειλε αυτό της
καημένης της Τζιν!

Ήξερε ότι η Έλεν δε θα χαιρόταν ακούγοντας τα νέα. Θα την πίεζε


να μείνει τουλάχιστον για άλλη μία εβδομάδα. Αλλά η Μ πιάνκα
ήξερε ότι είχε χρέος να ασχοληθεί με τη δική της ζωή. Να μαζέψει
τα κομμάτια της, αλλά παράλληλα να αναγκάσει και τη μητέρα της
να πάψει να στηρίζεται πάνω της και να υπολογίζει στις δικές της
δυνάμεις.

Ήταν σίγουρη ότι αυτό θα έκανε καλό και στις δύο. Γιατί έτσι η
Έλεν θα αναλάμβανε τις ευθύνες της και θα ξανάβρισκε τον εαυτό
της.

Έτσι θα πάψει να αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της ζωής μου,


συλλογίστηκε λίγο αργότερα καθώς ντυνόταν μέσα στην
κρεβατοκάμαρα που υποτίθεται ότι θα μοιραζόταν η ίδια και ο
Τσέζαρε. Πράγμα που δεν είχε γίνει ποτέ.

Φόρεσε ένα μεταξωτό μπεζ πουκάμισο χωρίς μανίκια, που ταίριαζε


με τα κεχριμπαρένια μάτια της, πάνω οπτό ένα καφέ βαμβακερό
παντελόνι. Συμπλήρωσε το ντύσιμό της μ’ ένα ίσιο ζευγάρι πέδιλα
και έβαλε ελάχιστο ρουζ στα μάγουλα και τα χείλη της.

Κρίνοντας ότι είχε περιποιηθεί τον εαυτό της αρκετά, βούρτσισε


δυνατά τα μαλλιά της, τα άφησε να πέφτουν ελεύθερα στους
ώμους της και ξεκίνησε για τη βίλα.

Δεν ήταν διατεθειμένη να μείνει για πολύ ώρα. Σκόπευε να ζητήσει


απλώς αυτό που ήθελε και στη συνέχεια να γυρίσει στο σπιτάκι για
να μαγειρέψει τα ορτύκια.

Τη στιγμή που ξεκινούσε άκουσε το θόρυβο του ελικοπτέρου πάνω


από το νησί. Αμέσως αισθάνθηκε την καρδιά της να φτερουγίζει με
λαχτάρα. Αλλά, όντας σίγουρη ότι θα ήταν ο Ούγκο που
επέστρεφε από το Παλέρμο, συνέχισε το δρόμο της.

Αλλά πώς της πέρασε, έστω και για μια στιγμή, από το μυαλό ότι
θα μπορούσε να ήταν ο Τσέζαρε; Εκείνος της το είχε ξεκαθαρίσει
πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί στο νησί!

Το γεγονός ότι και μόνο η πιθανότητα για κάτι τέτοιο έκανε την
καρδιά της να σφυροκοπάει άγρια, την τρόμαζε απίστευτα. Η ίδια
δεν ήταν στο κάτω κάτω εκείνη που ήθελε να δοθεί ένα ξεκάθαρο
τέλος στην ιστορία τους; Από τη στιγμή που ο Τσέζαρε της το είχε
εξασφαλίσει τόσο πρόθυμα, γιατί ήταν τόσο ανόητη ώστε να θέλει
να τον ξαναδεί; Ήταν ήδη αρκετά πληγωμένη. Ποιος ο λόγος να
στριφογυρνάει κι άλλο το μαχαίρι στην ψυχή της;

Μ ’ αυτή τη λογική σκέψη, ελπίδα και παρηγοριά της, κα-


τευθύνθηκε προς τη βίλα, δίνοντας στο πρόσωπό της το πιο
ανέμελο και χαρωπό ύφος που μπορούσε, για να αποφύγει
να προκαλέσει τις υποψίες της μητέρας της. Της οποίας το
ένστικτο ήταν πάντα ιδιαίτερα οξύ σε σχέση με το παιδί της.

Αλλά όταν ανέβηκε στη βεράντα από τα σκαλοπάτια του κήπου, τη


βρήκε έρημη. Τριγύρω δε φαινόταν ψυχή. Όμως το τραπέζι για το
δείπνο ήταν ήδη στρωμένο στην εντέλεια. Για τρία άτομα. Μ ε
έξοχα λινά τραπεζομάντιλα και πετσέτες, κρυστάλλινα ποτήρια,
πορσελάνινα πιάτα και ασημένια κηροπήγια.

Καθώς στεκόταν σε μια άκρη, μισοκρυμμένη πίσω από μερικές


τεράστιες γλάστρες με ψηλά δέντρα, είδε να βγαίνει στη βεράντα
ένας νεαρός. Ήταν πολύ όμορφος. Μ ελαχρινός, με πονηρό
βλέμμα. Φορούσε μια εφαρμοστή ανοιχτόχρωμη βερ-

μούδα και ένα λουλουδάτο μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό στο στήθος.


Ξοπίσω του εμφανίστηκε μια νεαρή υπηρέτρια. Κα-' θώς εκείνη
τοποθετούσε μια κρυστάλλινη κανάτα με νερό στο κέντρο του
τραπεζιού, ο άντρας έσκυψε προς το μέρος της και κάτι της είπε.
Έξαφνα, αντιλήφθηκε την Μ πιάνκα.

«Ω, η αόρατη σ/ν/ορίνα!» αναφώνησε πηγαίνοντας προς το μέρος


της.

Η Μ πιάνκα πρόσεξε αμέσως την αστραπή που πέρασε από τα


μάτια του καθώς την κοιτούσε.

«Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» προθυμοποιήθηκε αμέσως να


τη ρωτήσει ο Ούγκο με τη βαριά αγγλική προφορά του,
ανεβάζοντας το χέρι της στα χείλη του. «Θα μείνετε να δειπνήσετε
με τους δικούς σας; Ελπίζω να το κάνετε για να σας χαρούμε κι
εμείς λιγάκι. Γιατί έτσι που κρύβεστε...»

Της ήρθε να γελάσει δυνατά, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν είναι να


απορεί κανείς που η θεία Τζιν δεν τον χωνεύει
καθόλου, συλλογιζόταν καθώς απαντούσε ταυτόχρονα στο νεαρό
ότι είχε έρθει μονάχα για να δει τον καθηγητή. Δικαιολογημένα
η κοπελίτσα με κοιτάζει τώρα με τόση αντιπάθεια. Είναι πάρα πολύ
όμορφος, αλλά και τόσο ανυπόφορα ερωτευμένος με τον εαυτό
του που γίνεται αστείος. Σίγουρα θα προβάρει αμέτρητες φορές
αυτό το γοητευτικό χαμόγελο μπροστά στον καθρέφτη για να έχει
επιτυχία. Καλό είναι, αλλά τα δόντια του παραείναι μεγάλα και τον
χαλάνε...

Τράβηξε το χέρι της, κάνοντας ότι τάχα δεν πρόσεξε το


πληγωμένο ύφος που απλώθηκε στη στιγμή στο πρόσωπό του.

«Αν ήσαστε δική μου, δε θα σας παρατούσα ποτέ μονάχη», της


δήλωσε απροειδοποίητα εκείνος με φωνή γεμάτη νόημα.

Αυτό πια παραήταν για αστείο! Η Μ πιάνκα άνοιξε το στόμα της,


αποφασισμένη να τον βάλει στη θέση του. Αλλά στη συνέχεια
έμεινε με το στόμα ανοιχτό από το σοκ.

Ήταν η στιγμή που είδε τον Τσέζαρε να βγαίνει στη βεράντα από
την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, μαζί με τον καθηγητή. Φορούσε κρεμ
παντελόνι και σπορ μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό. Ήταν
τόσο όμορφος, που η καρδιά της άρχισε μονομιάς να χτυπάει
τρελά και το στόμα της να ξεραίνεται.

Εκείνος κάτι είπε με ύφος θυμωμένο στον Ούγκο, ο οποίος

έβαλε την ουρά κάτω αττό τα σκέλια και εξαφανίστηκε προς την
πίσω μεριά της βίλας.

Θα πρέπει να άκουσε τι μου είπε ο Ούγκο, συλλογίστηκε η


Μ πιάνκα βλέποντας τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του, που δεν
παρέμειναν έτσι για πολύ. Σύντομα χαλάρωσαν, δίνοντάς στο
πρόσωπό του μια ήρεμη και ευχάριστη όψη.

Την Μ πιάνκα δεν την ενδιέφερε αυτό. Αλλωστε λίγο την ένοιαζε
η παρουσία του εκεί. Στο κάτω κάτω δικό του ήταν το σπίτι και το
νησί. Η ίδια ήταν η παράταιρη σ’ αυτό το χώρο.

Κι αυτό ήταν καιρός πια να πάρει τέλος! Παίρνοντας θάρρος από


αυτή την απόφαση, τράβηξε τα μάτια της από τον Τσέζαρε —όσο
δύσκολο κι αν της ήταν— και στράφηκε στον καθηγητή.

Εκείνος είχε ένα χαμόγελο κάπως παράξενο. Σαν να διασκέδαζε με


κάτι.

«Η θεία μου κι εγώ θα θέλαμε να φύγουμε», τον πληροφόρησε.

Ο Μ άρκο Βακάρι σταμάτησε να χαμογελάει και κοίταξε τον


Τσέζαρε σχεδόν συνωμοτικά.

«Ξέρω, μου μίλησε ήδη η Τζιν», της αποκρίθηκε. «Το έχω ήδη
φροντίσει. Δυστυχώς, η πιο κοντινή πτήση που κατάφερα να σας
κλείσω θέσεις είναι για την επόμενη Δευτέρα. Ελπίζω να μην είναι
πολύ αργά».

Που να πάρει! Θα ήταν αναγκασμένη να μείνει για άλλες πέντε


μέρες σ’ αυτό το νησί, αντί για δύο που υπολόγιζε. Από τη
νευρικότητα που ένιωθε έτριξε τα δόντια της. Αλλά τουλάχιστον
την ανακούφισε η ιδέα ότι δεν είχε επιστρατευτεί το ιδιωτικό τζετ
των επιχειρήσεων Αντριότι για να την εξυπηρετήσει! Διότι αρκετά
όφειλε ήδη στον Τσέζαρε! Δεν της χρειάζονταν περισσότερα!

Έτσι έσπευσε να διαβεβαιώσει τον καθηγητή ότι όχι, δεν ήταν


διόλου αργά. Και πως θα του έφερνε το συντομότερο
την πιστωτική της κάρτα για να χρεώσει τα εισιτήρια.

«Δε χρειάζεται, είναι ήδη πληρωμένα», την καθησύχασε εκείνος.

Μ όλις τον άκουσε, έσφιξε τις γροθιές της γεμάτη θυμό, επειδή
κάθε φορά ανακάλυπτε ότι χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα στο
χρέος που όφειλε στον πρώην αγαπημένο της. Κι

αυτό ήταν κάτι που δεν το άντεχε πια, για τον απλουστατο λόγο
ότι δεν ήθελε να τη βλέπει εκείνος σαν μια τέως ερωμένη που την
πλήρωνε ακόμα!

Αρνούμενη να κοιτάξει προς το μέρος του Τσέζαρε —του οποίου η


ματιά βάραινε τώρα έντονα πάνω της— συνέχισε να κοιτάζει τον
καθηγητή, ο οποίος την παρατηρούσε με ύφος καλοσυνάτο και
χαρωπό, σαν να διασκέδαζε φοβερά με τη σκηνή που εξελισσόταν
στη βεράντα.

«Θα μείνεις να φας μαζί μας;» τη ρώτησε με την ευχάριστη φωνή


του. «Σε λίγο θα έρθουν η μητέρα και η θεία σου. Είμαι σίγουρος
ότι θα θέλουν πολύ και εκείνες να σε έχουμε κοντά μας».

«Λυπάμαι, αλλά...» Η Μ πιάνκα προσπάθησε να χαμογελάσει.


«...έχω ραντεβού μ’ ένα ορτύκι».
Στη συνέχεια τον κοιληνύχτισε μ’ ένα νεύμα και κατευθύνθη-κε
προς τα σκαλοπάτια.

Συμπεριφέρομαι σαν παιδί, συλλογιζόταν η Μ πιάνκα την ίδια


στιγμή. Το να μη δίνω σημασία στον Τσέζαρε και να μην του λέω
ούτε ένα γεια, είναι το λιγότερο ντροπή. Δείχνει άνθρωπο με
κακούς τρόπους. Κανονικά θα έπρεπε να είχα χειριστεί την
κατάσταση με περισσότερη ωριμότητα και χάρη. Όπως θα έκανε
μια γυναίκα που θα είχε ξεπεράσει στ’ αλήθεια τα αισθήματά της γι'
αυτόν.

Μ όνο που η ίδια έτρεμε ακόμα, μόνο και μόνο επειδή τον είχε
αντικρίσει μπροστά της ακριβώς τη στιγμή που είχε πιστέψει ότι
δεν επρόκειτο να τον ξανασυναντήσει. Κι αυτό της
είχε προκαλέσει φοβερό σοκ. Ίσως επειδή όλες αυτές τις
ημέρες δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τον σκέφτεται και να
λαχταράει να τον ξαναδεί.

Πριν προλάβει όμως να κατέβει, ο Τσέζαρε την πλησίασε και την


αγκάλιασε με χέρι σταθερό από τους ώμους. «Περίμενέ με», της
είπε ήρεμα. «Και σε συμβουλεύω να μη δίνεις θάρρος στον Ούγκο.
Γιατί έχει την τάση να γίνεται πολύ τολμηρός».

«Κάποιος που του μοιάζει τον καταλαβαίνει καλύτερα»,


παρατήρησε αυθόρμητα η Μ πιάνκα, αλλά την ίδια
στιγμή ντράπηκε φοβερά για την κακία που ξεστόμισε. «Συγνώμη,
δε θα έπρεπε να το πω αυτό», μουρμούρισε.
Ήξερε καλά ότι οι προσβολές δεν επρόκειτο να την ωφελήσουν σε
τίποτα. Το μόνο που θα κατάφερνε μ' αυτές ήταν να καταστρέψει
κάθε καλή ανάμνηση της σχέσης που τους ένωνε κάποτε.

Ο Τσέζαρε τράβηξε αργά το χέρι του από πάνω της. Τότε η


Μ πιάνκα τον κοίταξε κλεφτά μέσα από τις χαμηλωμένες
βλεφαρίδες της για να διαπιστώσει πόσο είχε θυμώσει. Αλλά...
τον είδε να χαμογελάει!

Ναι, χαμογελούσε! Μ ’ εκείνο το φανταστικό, θανατηφόρο


χαμόγελο που πάντοτε της έκοβε την ανάσα! Το γεγονός ότι τον
έβλεπε έτσι μπροστά της έκανε το μαρτύριό της
ακόμα μεγαλύτερο. Αλλά δεν έφταιγε εκείνος γι’ αυτό, επειδή, α-
πλούστατα, δεν είχε ιδέα πόσο βαθιά τον αγαπούσε.

Δεν το είχε ποτέ αντιληφθεί και ούτε υπήρχε περίπτωση να το


μάθει τώρα πια.

Λίγο αργότερα, καθώς βάδιζαν σιωπηλοί προς το πέτρινο σπιτάκι,


βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει τι τον είχε κάνει να γυρίσει πίσω.

Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε έρθει για κείνη. Για τον απλούστα-το
λόγο ότι η ίδια είχε ζητήσει να διακόψουν τη σχέση τους. Και ο
Τσέζαρε το είχε δεχτεί. Οπότε θα ήταν αδύνατον να παρεξηγήσει
την ερώτησή της. Θα τη θεωρούσε απλώς σαν μια δική της
απόπειρα να κάνουν μια πολιτισμένη κουβέντα.

«Κάτι ξέχασα πίσω μου», της απάντησε λακωνικά.


Η φωνή του βάρυνε απότομα ή μου φαίνεται; αναρωτήθηκε
μπερδεμένη ακούγοντάς τον. Και σαν να βράχνιασε λίγο...

Σταμάτα! την πρόσταξε αμέσως η φωνή της λογικής. Πάψε να


βασανίζεις τον εαυτό σου αναζητώντας σημάδια και υπονοούμενα
εκεί που δεν υπάρχουν...

«Καταλαβαίνω», είπε με δήθεν αδιάφορο ύφος, αν και της ήταν


δύσκολο να φανταστεί τι μπορούσε να είναι αυτό το
τόσο σημαντικό πράγμα που τον έκανε να γυρίσει.

«Θα ήθελα να κουβεντιάσω και κάτι μαζί σου», της είπε


αιφνιδιαστικά εκείνος.

Είχαν ήδη φτάσει μπροστά στο πέτρινο σπίτι και η Μ πιάνκα είχε
απλώσει το χέρι της στο πόμολο της πόρτας.

«Χαίρομαι, γιατί έχω κι εγώ κάτι να κουβεντιάσουμε», του είπε και


εισέπνευσε βαθιά για να βρει το κουράγιο να συνεχίσει. «Αφορά το
σπίτι στο Χάμστεντ. Δε θέλω να κάνεις τίποτα

γι’ αυτό το θέμα. Άλλωστε η συμφωνία μας έτσι κι αλλιώς έχει


ανατραπεί. Ήδη έχεις κάνει υπερβολικά πράγματα για την Έλεν.
Αλλά θα ήθελα η προσφορά σου να σταματήσει εδώ».

«Ο...» ψέλλισε ο Τσέζαρε απαλά.

Τόσο απαλά, που εκείνη αισθάνθηκε το επιφώνημά του σαν χάδι


πάνω στο δέρμα της.

Χριστέ μου, πόσο τρομερά μου έλειψε! Ο Τσέζαρε την κοιτούσε με


μάτια αχόρταγα. Το πρόσωπο, τα μαλλιά της, το υπέροχο λεπτό
κορμί που διαγραφόταν κάτω από το μεταξωτό της πουκάμισο.
Είναι δική μου! έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Λαχταρούσε να την
αρπάξει στην αγκαλιά του και να σφραγίσει τα χείλη της με
δεκάδες φιλιά.

Αλλά ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει. Οι βιαστικές κινήσεις δε θα


του έβγαιναν σε καλό. Έτσι παραμέρισε για να την αφήσει να μπει
πρώτη στο πέτρινο σπίτι.

«Αυτό το θέμα έχει ήδη τακτοποιηθεί», της αποκρίθηκε. «Το σπίτι


του Χάμστεντ ανήκει πια στην Έλεν».

«Αχ, όχι! Δεν μπορεί!»

Η Μ πιάνκα ανασήκωσε τα μάτια ψηλά για να εμποδίσει τα δάκρυα


να κυλήσουν στα μάγουλά της.

«Κι όμως. Τα συμβόλαια υπογράφηκαν σήμερα το πρωί».

Μ έσα στην απελπισία που την πλημμύριζε, έκλεισε τα μάτια για να


πάψει να βλέπει το υπέροχο στόμα του, το οποίο την έκανε να
θέλει να ουρλιάζει από τη λαχτάρα να το γευτεί.

«Εντάξει. Αλλά να ξέρεις ότι θα σου το ξεπληρώσω. Όπως και όλα


τα άλλα. Μ πορεί κάποτε να κοιμόμουν μαζί σου, αλλά δεν
πρόκειται να δεχτώ να με πληρώσεις γι’ αυτό. Και μόνο η σκέψη
μού προκαλεί ανατριχίλα. Να ξέρεις λοιπόν ότι θα σε ξεπληρώσω,
έστω κι αν χρειαστεί να δουλεύω όλη την υπόλοιπη ζωή μου γι’
αυτόν το σκοπό».

«Κάρα», είπε τότε μαλακά εκείνος, κοιτάζοντάς τη με μάτια


τρυφερά. «Αυτό που έκανα δεν έχει σχέση μ’ εσένα και
αναρωτιέμαι για ποιο λόγο υπαινίσσεσαι κάτι τόσο βάρβαρο. Όπως
το ότι θα μου περνούσε από το μυαλό να σε πληρώσω για τις
όμορφες ώρες που περάσαμε κάποτε μαζί. Δε θέλω ούτε να σου
περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο. Το μόνο που επιθυμώ είναι να
σε βοηθήσω. Εγώ...»

Δαγκώθηκε, μη ξέροντας τι άλλο να προσθέσει. Ήξερε ότι η

Μ ττιάνκα δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί την εξομολόγησή του και θα


ήταν μάταιο να της μιλούσε για την αγάπη του γι’ αυτή. Από τη μια
το φέρσιμο του πατέρα της και από την άλλη οι εμπειρίες της Έλεν
την είχαν κάνει να μη θέλει κανένα συναισθηματικό δέσιμο.

Πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει.

«Ομολογώ ότι το θέμα του σπιτιού ούτε που μου είχε περάσει από
το μυαλό», της ομολόγησε.

«Τότε γιατί ήθελες να μιλήσουμε;» τον ρώτησε η Μ πιάνκα,


προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν ιδέα
της πως η φωνή του ήταν γλυκιά και χαϊδευτική.

«Προτείνω να τα πούμε αργότερα», απάντησε ο Τσέζαρε


πηγαίνοντας προς τις σκάλες. «Για την ώρα χρειάζομαι ένα μπάνιο.
Κάτι είπες για ένα ορτύκι προηγουμένως, σωστά; Πεινάω σαν
λύκος. Άνοιξε και ένα κρασί σαν καλό κορίτσι, σύμφωνοι;»

Ανέβηκε στο μπάνιο συγκροτώντας με δυσκολία την επιθυμία του


να γυρίσει πίσω, να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να την
πνίξει στα φιλιά μέχρι τη στιγμή που θα την έβλεπε
να ανταποκρίνεται και να παραδίνεται δίχως αντίσταση στο πάθος
που τους πυρπολούσε κάθε φορά που εμπιστεύονταν τους εαυτούς
τους στη μαγεία του.

Αλλά αυτή τη φορά θα ήταν λάθος κάτι τέτοιο. Αν ήθελε


πραγματικά να την κάνει να συμφωνήσει μαζί του και να
δεχτεί αυτό που σκόπευε να της προτείνει, θα έπρεπε να
επιστρατεύσει όλη τη στρατηγική και την πειθώ του.

Και ήταν στο χέρι του να το πετύχει, γιατί ήταν ο καλύτερος στις
διαπραγματεύσεις! Αλλωστε του το αναγνώριζαν και όλοι οι
ανταγωνιστές του επαγγέλματός του!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η Μ πιάνκα προσπάθησε να κατανικήσει την ταραχή της. Έμεινε
ακίνητη στο σημείο που βρισκόταν και κοίταζε τον Τσέζαρε που
ανέβαινε τις σκάλες.

Ανοιξε ένα κρασί, της είχε πει. Μ άλιστα, ο κύριος! Και μαγείρεψε
το ορτύκι.

Ε, όχι! Σιγά! Έβγαλε από το ψυγείο το πιάτο με τα δύο μικρά


ορτύκια που είχε φέρει νωρίτερα ο Τζιοβάνι.

Αν ήθελε να τα μαγειρέψει εκείνος, δικαίωμά του. Η ίδια πάντως


δεν επρόκειτο να του κάνει τη χάρη. Αλλωστε της είχε κοπεί και η
όρεξη.

Πήγε και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα, θάλθηκε να


παίρνει μικρές εισπνοές για να γεμίσει τα πνευμόνια της με το
νυχτερινό αεράκι, που ερχόταν φορτωμένο με το ιώδιο της
θάλασσας και το άρωμα του άγριου δεντρολίβανου.

Σύμφωνα με την αρωματοθεραπεία, δεν ήταν κατάλληλο το


δεντρολίβανο για να καθαρίζει το μυαλό και να βάζει σε τάξη τις
σκέψεις; Ε, λοιπόν, στην περίπτωσή της δεν ίσχυε αυτό!

Όσο κι αν προσπαθούσε, της ήταν αδύνατον να καταλάβει τι στο


καλό είχε φέρει τον Τσέζαρε στο νησί.

Μ πορεί να έκανε ένα διάλειμμα πηγαίνοντας προς το Λονδίνο,


της είπε η φωνή της λογικής.

Εντάξει, αλλά τότε γιατί πήγε μαζί της μέχρι το σπιτάκι; Όχι, όχι,
δεν έβγαινε κανένα νόημα από τις πράξεις του. Η βίλα είχε πολύ
καλύτερες εγκαταστάσεις και τη δυνατότητα να του κάνει τη ζωή
πολύ πιο άνετη. Χώρια τα πέντε διαφορετικά

κανένα σεξουαλικό υπονοούμενο στην κίνησή του. Μ ε


φυσικότητα. Όπως αγγίζονται δυο φίλοι.

Και πάλι, όμως, αισθάνθηκε το κορμί της να τεντώνεται γεμάτο


υπερένταση. Η ζεστασιά του δέρματός της τον έκαψε.
Έτσι τράβηξε τα χέρια του μόλις εκείνη γύρισε και τον κοίταξε.
Δεν ήθελε να υποκύψει στόν πειρασμό και να την κρατήσει
σφιχτά πάνω του. Περίμενε τη στιγμή που εκείνη θα αφηνόταν
χαλαρή στην αγκαλιά του και θα του χάριζε το φιλί που θα έκανε
και τους δύο να χάσουν τη λογική τους.

Το σεξ τούς ανέβαζε πάντα στα ουράνια. Αλλά δεν ήταν το σεξ
αυτό που ήθελε τώρα ο Τσέζαρε. Αν επιθυμούσε πραγμα-τικά να
πετύχει το σκοπό του, όφειλε να επιστρατεύσει άλλα μέσα. Έτσι,
τραβώντας με δυσκολία το βλέμμα του από τα κεχριμπαρένια
μάτια της, που ένιωθε πάντα να πνίγεται μέσα τούς, της πρότεινε
να συνεργαστούν στο μαγείρεμα.

«Τι λες; Θα είναι η πρώτη φορά που το επιχειρούμε. Αλλά νομίζω


ότι ποτέ δεν είναι αργά για καινούριες εμπειρίες».

Έίχε μαγειρέψει για χάρη της το πρώτο βράδυ που έφτασαν στο
νησί. Ως τότε, τις νύχτες που έμεναν ως αργά στο διαμέ-ρισμά του
στο Λονδίνο, έτρωγαν ό, τι τους μαγείρευε ο πολυτάλαντος
Ντέντον. Οπότε ήταν καιρός να του δείξει κι εκείνη ότι δεν τα
πήγαινε και τόσο άοχημα σ' αυτό τον τομέα...

Μ ' αυτή τη σκέψη στο μυαλό, τον ακολούθησε ως το τρα-πέζι της


κουζίνας. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει προς το μέρος του για να
μη βλέπει πόσο όμορφος ήταν μέσα στο εφαρμοστό, κοντομάνικο
μακό μπλουζάκι και το παλιό τζιν που φορούσε.

«Τι θα τα κάνουμε;» τον ρώτησε δείχνοντάς του τα δυο μικρά


ορτύκια με 'οσο μπορούσε πιο ανάλαφρη φωνή, για να του
δείξει πως συμμετείχε και η ίδια σ' αυτό το παιχνίδι της ανακωχής
που είχαν ξεκινήσει. «Θα τα ψήσουμε σαν κοτόπουλα;»

«Απ' ό, τι θυμάμαι, τα ορτύκια τα σερβίρουν πάντα τυλιγμένα μέσα


σε μπέικον», της αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Τσέζα-ρε. «Λες να
έχουμε καθόλου σ τσ ψυγείο;»

«Θα κοιτάξω».

Η πρόθεση της Μ πιάνκα ήταν να είναι σοβαρή και κάπως


απόμακρη. Αλλά εκείνος ήταν τόσο χαλαρός και ευχάριστος

που...

πιάτα που σερβίρωνταν οι κάθε γεύμα και τους πρόθυμους να τον


εξυπηρετήσουν σε ό, τι κι αν χρειαζόταν υπηρέτες.

Ούτε και ότι είχε ξεχάσει κάτι στο σπιτάκι μπορούσε να πιστέψει.
Γιατί εκεί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από μερικά ρούχα του.
Που, σίγουρα, δεν είχαν καμία σχέση με τα κο-στούμια των
σχεδιαστών που ξεχείλιζαν τις ντουλάπες του στα διαμερίσματα
που διέθετε στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, καθώς και στην
έπαυλή του στους λόφους της Ρώμης.

Έτσι, έμενε το ενδεχόμενο να είχε έρθει για να της μιλήσει για το


σπίτι...

Έτριξε τα δόντια της, γεμάτη απελπισία. Και μόνο το γεγονός πως


ήξερε ότι ο Τσέζαρε είχε ξοδέψει τόσα χρήματα για χάρη της,
έκανε, την πίεση του αίματός της να ανεβαίνει επικίνδυνα. Αλλά
εκείνος είχε αρνηθεί πως είχε έρθει γι' αυτό...

Το ότι της ήταν αδύνατον να μαντέψει τα κίνητρά του, ιης


δημιουργούσε σύγχυση, την μπέρδευε. Τουλάχιστον, όμως, έβγαζε
το μυαλό της από ένα άλλο, επικίνδυνο μονοπάτι, Εκείνο που την
έκανε να γεμίζει με πόνο αλλά και ευχαρίστηση ταυτόχρονα επειδή
τον ένιωθε κοντά της. Επειδή μπορούσε να τον κοιτάζι και να
νιώθει ευτυχισμένη γι’ αυτό.

Ιον αγαπούσε! Πάντα τον αγαπούσε και τώρα είχε αρχίσει σιγά
σιγά να αποδέχεται πως... πως ίσως αυτό να ήταν το πεπρωμένο
της. Να τον αγαπάει πάντα.

«Η απειθαρχία σού ταιριάζει απόλυτα».

Δεν τον είχε ακούσει να κατεβαίνει. Τον ένιωσε ξαφνικά να


στέκεται πίσω της και η φωνή του ήχησε στ ’ αυτιά της
γεμάτη γλύκα.

Μ όλις τον άκουσε, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και τη


ραχοκοκαλιά της να τρεμουλιάζει.

«Δεν περίμενες, βέβαια, ότι θα έσπευδα να υπακούσω στις


διαταγές σου», του επισήμανε με ύφος δήθεν σοβαρό.

«Ούτε κι εγώ θα το έκανα», της αποκρίθηκε ανάλαφρα εκείνος.


Αλλά ήξερε πως έλεγε ψέματα, γιατί θα το έκανε πρόθυμα!
Οτιδήποτε κι αν του ζητούσε, θα το πραγματοποιούσε για χάρη της
στη στιγμή!

Ακούμπησε τα χέρια στους ώμους της και τη γύρισε αργά προς το


μέρος του. Ανάλαφρα, πολύ απαλά. Χωρίς να υπάρχει

Μ όλις βρήκε το μπέικον, γύρισε ξανά κοντά του. Εκείνος είχε


βγάλει στο μεταξύ ένα μεγάλο τηγάνι από το ντουλάπι και το είχε
βάλει με λίγο λάδι στην αναμμένη εστία.

«Αν θυμάμαι καλά, χρειαζόμαστε και μπαχαρικά», της είπε.


«Κοίταξε εσύ στο ντουλάπι και διάλεξε όποιο προτιμάς όσο εγώ θα
κάνω τον τζέντλεμαν και θα ψιλοκόβω το κρεμμύδι».

Το χαμόγελο που της απηύθυνε ήταν τόσο γλυκό, που την έκανε
να λιώσει.
Αν μπορούσα να ξεχωρίσω στο πρόσωπό του το φίλο από τον
αγαπημένο, θα είχα τουλάχιστον τη δυνατότητα να κρατήσω στη
θύμησή μου μια πλευρά του εαυτού του, συλλογίστηκε με
σπαραγμό.

Ως φίλη και μόνο, λοιπόν, βάλθηκε να τον βοηθάει στο μαγείρεμα.


Ήξερε ότι μετά το φαγητό εκείνος θα έφευγε και θα την άφηνε
μόνη της για να γλείψει τις πληγές της... Και να τις γιατρέψει όπως
μπορούσε...

Έχοντας πάρει τις αποφάσεις της, έφτιαξε μια τεράστια σαλάτα όση
ώρα τα ορτύκια σιγοψήνονταν στο τηγάνι. Στη συνέχεια άνοιξε
ένα κρασί και το άφησε για λίγο να ανα-πνεύσει.

Ο Τσέζαρε έβγαλε από κάποιο ντουλάπι ένα πτυσσόμενο τραπέζι


και δυο καρέκλες. Τα μετέφερε σε ένα πλάτωμα κοντά στη λίμνη
και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι μια αναμμένη λάμπα πετρελαίου,
γιατί είχε αρχίσει στο μεταξύ να βραδιάζει.

Την προσκάλεσε να καθίσουν μαζί μέχρι τη στιγμή που θα γινόταν


το φαγητό. Όσο περίμεναν, μοιράστηκαν ένα κομμάτι τυρί για να
ξεγελάσουν τα στομάχια τους που γουργούριζαν.

Όταν το φαγητό έγινε και το σερβίρισαν, ο Τσέζαρε έβαλε και από


λίγο κρασί στα ποτήρια τους.

«Πρώτη φορά το κάνω αυτό», της ομολόγησε ξαφνικά. «Δειπνώ


πατώντας φτέρες κάτω από τα πόδια μου και ετοιμάζομαι να
δοκιμάσω κάτι που έφτιαξαν δύο εντελώς άσχετοι με τη μαγειρική
πάνω σ’ ένα τραπέζι που κινδυνεύει να διαλυθεί από στιγμή σε
στιγμή». Ξέσπασε σε γέλια και σήκωσε το ποτήρι του για να κάνει
πρόποση. «Στην απλή ζωή!»

«Νομίζω ότι αξίζει να πιω σ’ αυτή την πρόποση», συμφώνησε και η


Μ πιάνκα.

Η φωνή της έτρεμε ελαφρά, αλλά ήλπιζε ότι εκείνος δε θα το


πρόσεχε. Η αλήθεια ήταν ότι όσο κι αν προσπαθούσε να φερθεί
απλά και με φυσικότητα, της ήταν τρομερά δύσκολο να το πετύχει.

Ίσως επειδή εξακολουθούσε να αγνοεί για ποιο λόγο εκείνος είχε


επιστρέφει και, μάλιστα, τόσο διαφορετικός.

Η παρουσία του εκεί, αντί να τη χαροποιεί, μεγάλωνε ακόμα


περισσότερο το αίσθημα της απώλειας που τόσο την πλήγωνε.

Αν του ζητούσε να της πει με ειλικρίνεια για ποιο λόγο ήταν εκεί,
το πιο πιθανό ήταν ότι δε θα της έδινε μια ξεκάθαρη απάντηση.
Όπως, άλλωστε, το είχε κάνει και νωρίτερα.

Ναι, αλλά θα μείνει να κοιμηθεί στο σπιτάκι ή θα γυρίσει στη βίλα;

Η φωνή της λαχτάρας της ρωτούσε απεγνωσμένα. Αλλά η


Μ πιάνκα δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Πάντως ήλπιζε πως θα
συνέβαινε το δεύτερο. Στο κάτω κάτω στη βίλα θα ήταν πολύ πιο
άνετα. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η σχέση τους είχε τελειώσει, για
ποιο λόγο θα έμενε να στριμωχτεί στα άβολα, στενά κρεβάτια του
μικρού σπιτιού;

Το βέβαιο ήταν ότι ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό ότι θα
υπήρχε και η ελάχιστη έστω πιθανότητα να κοιμηθεί μαζί της! Έτσι
κι αλλιώς, είχε συμφωνήσει κι εκείνος πως η σχέση τους
αποτελούσε παρελθόν.

Εκτός κι αν της πρότεινε να κοιμηθούν μαζίγια ένα τελευταίο


βράδυ, για να θυμηθούν τα παλιά. Ακόμα κι αν το έκανε, όμως, θα
έβρισκε η ίδια το κουράγιο να του αρνηθεί;

Η έξαψη που την πλημμύρισε σ' αυτή τη σκέψη, της αποκάλυψε ότι
οι πιθανότητες αντίστασης που διέθετε ήταν μηδενικές. Κι αυτό,
βέβαια, ήταν φοβερά δυσάρεστο, γιατί σε περίπτωση που κοιμόταν
μαζί του, θα έσβηνε αυτόματα την όποια πρόοδο είχε κάνει στην
προσπάθειά της να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς αυτόν.

Όλες αυτές οι σκέψεις τής προκαλούσαν μια τέτοια αναστάτωση,


που δυσκολευόταν να καθίσει ήσυχα στην καρέκλα της.
Κουνιόταν συνεχώς, βρίσκοντας δικαιολογία τα κουνούπια που
τάχα την τσιμπούσαν.

«Νομίζω ότι θα πρέπει να φύγω, κάτι με τσίμπησε στα πόδια»,


δικαιολογήθηκε ξαφνικά και πετάχτηκε όρθια.

«Νομίζω ότι έχεις δίκιο, κυκλοφορούν διάφορα αιμοβόρα έντομα»,


συμφώνησε ο Τσέζαρε και σηκώθηκε κι εκείνος. Έμειναν για λίγο
ακίνητοι στο φως της λάμπας που γέμιζε τον τόπο με σκιές.

Είναι απίστευτα όμορφος, συλλογίστηκε για μια ακόμα φορά η


Μ πιάνκα κι ένιωσε ένα ρίγος έκστασης να διαπερνάει το κορμί
της. Μ όνο που δεν είναι πια δικός μου.

Έσκυψε, τάχα για να ξύσει τον αστράγαλό της που την έτσουζε.

Πρέπει να πω καληνύχτα και να φύγω, συλλογιζόταν την ίδια


στιγμή. Αν μείνω κι όλλο, υπάρχει φόβος να κάνω κάποια ανοησία,
όπως να βάλω τα κλάματα!

«Μ ην ξύνεις το πόδι σου!» τη συμβούλεψε μαλακά ο Τσέζαρε.


«Στην κουζίνα υπάρχει ένα φάρμακο γι’ αυτή τη δουλειά. Είναι
στο ίδιο ντουλάπι με τις ασπιρίνες. Αλειψε λίγο απ’ αυτό στα
σημεία που σε τρώνε μετά το ντους».

«Ευχαριστώ», του είπε μόνο, μη βρίσκοντας τι άλλο να προσθέσει,


και άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Αλλά
έπειτα από λίγα βήματα σταμάτησε. Αποφάσισε να φερθεί σαν να
ήταν πράγματι μια καλή και πολιτισμένη φίλη.

«Ειλικρινά, σ’ ευχαριστώ για όλα», επανέλαβε, νιώθοντας


ευγνώμων που το φως της λάμπας δεν ήταν αρκετό για
να διακρίνει εκείνος την έκφραση των ματιών της. «Ήταν
πολύ αστείο που μαγειρέψαμε μαζί. Αν χρειαστείς το φακό,
ξέρεις πού θα τον βρεις. Και τώρα, καληνύχτα, Τσέζαρε».
Εκείνος δεν της απάντησε αμέσως. Ύστερα από λίγες στιγμές της
είπε: «Καληνύχτα, Μ πι».

Κι αυτό ήταν όλο. Ούτε μια λέξη παραπάνω.

Η Μ πιάνκα μπήκε πρώτη στο σπίτι και ανέβηκε κατευθείαν τις


σκάλες. Για να πάψει να τον βλέπει. Και να
καταλαγιάσει επιτέλους ο πόνος που θέριζε τα σωθικά της.

Όσο στεκόταν κάτω από το νερό του ντους, συλλογιζόταν ότι δεν
είχε καν καταφέρει να μάθει για ποιο λόγο βρισκόταν τώρα εκείνος
μαζί της. Της είχε φερθεί σαν φίλος και είχε προσπαθήσει σκληρά
να κάνει κι εκείνη το ίδιο, κρύβοντάς του το πόσο πολύ την έκανε
να υποφέρει αυτή η προσπάθεια.

Καληνύχτα, Τσέζαρε, καληνύχτα, αγάπη μου, είπε ξαφνικά

νοερά, αφήνοντας ελεύθερα τα δάκρυα που συγκροτούσε με κόπο


εδώ και ώρα.

Και αντίο...

***

Ο Τσέζαρε μετέφερε όλα τα πράγματα από το πλάτωμα στο σπιτάκι


και έκλεισε την πόρτα.

Μ όλο που είχαν υπάρξει μερικές στιγμές αμηχανίας, είχε τη γνώμη


πως το δείπνο είχε πάει καλά. Σύμφωνα με το σχέδιο Νούμερο
Ένα. Αν και η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ιδέα πώς τα κατάφερε να
συγκρατηθεί και να μην την πάρει στην αγκαλιά του.

Πνίγοντας έναν αναστεναγμό, άνοιξε το ντουλάπι του φαρμακείου


και έβγαλε από μέσα το μπουκαλάκι με το φάρμακο για τα
τσιμπήματα των εντόμων. Ήρθε η ώρα να μπει σε εφαρμογή το
σχέδιο Νούμερο Δύο, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Αυτό
σύμφωνα με το οποίο θα την ενημερώσω ότι και το πρωί θα με
βρει εδώ.

βλέποντας φως να βγαίνει κάτω από την πόρτα μιας


κρεβατοκάμαρας —εκείνης που επρόκειτο να μοιραστούν με την
Μ πιάνκα πριν ακόμα έρθει στα λογικά του— σταμάτησε μπροστά
της. Χτύπησε μαλακά, την άνοιξε και έμεινε στο κατώφλι
ακίνητος, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα, χωρίς να
τολμάει να κάνει ούτε βήμα.

Η Μ πιάνκα καθόταν στην άκρη του ενός κρεβατιού. Γυμνή. Οι


σφυγμοί του πολλαπλασιάστηκαν στη θέα του τέλειου κορμιού της
που έμοιαζε με έργο τέχνης. Ζεστό και πρόθυμο να ενωθεί μαζί
του. Τα ψηλά, καλοφτιαγμένα, στρογγυλά της στήθη, οι απαλές
γραμμές των ώμων της, η λεπτή της μέση, οι καμπύλες των γοφών
της, όλα ήταν δικά του...

Ένα του άγγιγμα. Αυτό χρειαζόταν μόνο. Για να μοιραστεί μαζί της
όλη τη μαγεία του κόσμου. Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό,
επειδή κανένας από τους δυο τους δεν μπορούσε ποτέ ν’
αντισταθεί στη μαγεία του έρωτά τους.

Αλλά το θέμα τώρα δεν ήταν το σεξ. Ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό.

Εκείνη έμεινε για μια στιγμή να τον κοιτάζει άναυδη. Στη


συνέχεια, μόλις συνήλθε κάπως, άρπαξε πανικόβλητη τη
χνουδωτή πετσέτα που είχε πέσει στο πάτωμα και την τύλιξε
γύρω της, αν και ήξερε ότι η αιδημοσύνη που έδειχνε ήταν
κάπως αβάσιμη στην περίπτωσή τους.

Ο Τσέζαρε δεν αντέδρασε. Παρ’ όλο που αυτό ήταν το πιο


δύσκολο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του. Χαμογέλασε μονάχα.

«Συγνώμη. Δεν είχα την πρόθεση να σ’ ενοχλήσω», είπε μονάχα


και άπλωσε προς το μέρος της το μπουκαλάκι με το φάρμακο για
τα τσιμπήματα των εντόμων. Στη συνέχεια, χαμηλώνοντας το
βλέμμα του — που άλλο δεν ήθελε από το να μείνει
καρφωμένο πάνω της — κατευθύνθηκε προς το διπλανό κρεβάτι
και πήρε το μαξιλάρι και τα πεντακάθαρα σεντόνια.

«Πού πας;» Βλέποντάς τον η Μ πιάνκα να κατευθύνεται προς την


πόρτα, πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει.

«Θα κοιμηθώ δίπλα. Θα τα'ξσναπούμε το πρωί», της απο-κρίθηκε


και βγήκε από το δωμάτιο. Δεν ήθελε να υποκύψει στον πειρασμό
να μείνει, να την κλείσει στα μπράτσα του και να εγκαταλειφθεί
στο όνειρο.
Όφειλε να συγκρατηθεί. Γιατί το σχέδιο Νούμερο Δύο μόλις
έμπαινε σε εφαρμογή.

Και αυτό δεν ήταν άλλο από το να την πείσει να γίνει γυναίκα του.

Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο της δεύτερης κρεβατοκάμαρας


και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον έναστρο ουρανό.

Θα την πείσω! ορκίστηκε στον εαυτό του. Στο κάτω κάτω δεν
κερδίζω πάντα αυτό που θέλω;

Είχε πέντε μέρες στη διάθεσή του για να της δείξει ότι μπορούσαν
να περνάνε υπέροχα μαζί και χωρίς σεξ. Ότι η ευχαρίστηση που
μπορούσε να τους εξασφαλίσει η τρυφερή συντροφικότητα ήταν
κάτι πολύτιμο. Να της αποδείξει ότι μπορούσαν να είναι οι
καλύτεροι φίλοι. Και να μοιραστούν μια ζωή με αμοιβαίο σεβασμό
και εκτίμηση.

Μ ονάχα πέντε μέρες.

Η αλήθεια ήταν ότι είχε αιφνιδιαστεί και ο ίδιος όταν


συνειδητοποίησε ότι την ήθελε μόνιμα στη ζωή του. Εκείνη η
αρχική πρόταση γάμου που της είχε κάνει —που τον είχε
σοκάρει τρομερά γιατί την είχε κάνει αυθόρμητα — δεν ήταν παρά
η

έκφραση της ανάγκης που κρυβόταν μέσα του και που δεν
τολμούσε να εκφραστεί.
Γι’ αυτό και βιαζόταν τώρα τόσο να εκμεταλλευτεί τον ελάχιστο
χρόνο που είχε στη διάθεσή του. Αμέσως μόλις συνειδητοποίησε τι
του συνέβαινε, επικοινώνησε με τον Μ άρκο και του ζήτησε να
καθυστερήσει όσο μπορούσε περισσότερο την αναχώρηση της
Μ πιάνκα από το νησί. 'Ετσι ο παλιός του φίλος είχε σπεύσει να
κλείσει θέσεις σε μια πτήση που θα γινόταν σε πέντε μέρες,
δίνοντας έτσι στον ίδιο το περιθώριο να της φανερώσει τα
αισθήματά του.

Αλλά αν της δήλωνε απλώς ότι την αγαπούσε, η Μ πιάνκα δεν


επρόκειτο να τον πιστέψει και το ήξερε καλά.

Μ άλιστα αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ν’


ακούσει, δεδομένου ότι είχε μάθει από παιδί να δυσπιστεί απέναντι
στους άντρες που είχαν τη δύναμη να αποκτούν με τα λεφτά τους
ό,τι ήθελαν.

Αυτό που έπρεπε να κάνει συνεπώς ήταν να της μάθει να τον


εμπιστεύεται, χωρίς να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί
το καταπληκτικό σεξ που έκαναν οι δυο τους, έτσι ώστε όταν
θα ξαναγίνονταν εραστές, να ένιωθαν ότι θα μπορούσαν να
συνεχίσου ν να είναι και οι καλύτεροι φίλοι. Και ταυτόχρονα
σύζυγοι.

Εκείνο που δεν έπρεπε με τίποτα να την αφήσει να μαντέψει ήταν


το πόσο βαθιά την αγαπούσε. Αυτό θα ήταν το μυστικό του. Ένα
μυστικό που θα το κρατούσε για τον εαυτό του, μέχρι τότε που θα
κατάφερνε να κερδίσει οριστικά την εμπιστοσύνη της. Και θα της
αποδείκνυε ότι του άξιζε να του έχει εμπιστοσύνη.

Μ όνο τότε θα τής αποκάλυπτε την αλήθεια.

Έριξε μια τελευταία ματιά στ’ αστέρια και αμέσως μετά ξάπλωσε
στο μονό κρεβάτι, πνίγοντας στο στήθος του έναν βαθύ
αναστεναγμό.

Χριστέ μου, βοήθησέ με να την πείσω ότι μπορούμε να γίνουμε


ευτυχισμένοι μαζί, προσευχήθηκε. Να γελάμε, να μιλάμε και να
μοιραζόμαστε τις καλές και τις άσχημες πλευρές της ζωής.

Δε θα ήταν όλα αυτά ένα σπουδαίο κίνητρο για να δεχόταν η


Μ πιάνκα την πρότασή του;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η Μ ττιάνκα σηκώθηκε από το κρεβάτι στις εφτά το επόμενο πρωί'
προσπαθώντας να διώξει τις πεταλούδες που φτερούγι-ζαν στο
στομάχι της Ένιωθε διαλυμένη και ήταν χλομή. Το διαπίστωσε
όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.

Έξω φρενών με τον εαυτό της που είχε επιτρέψει στον Τσέζαρε να
τη φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, διάλεξε ένα κίτρινο σορτς κι ένα
αμάνικο βαμβακερό μπλουζάκι με δεκάδες μικρά μαργαριταρένια
κουμπάκια μπροστά και τα άφησε πάνω στο κρεβάτι. Ύστερα πήγε
στο μπάνιο.
Οι ατμοί που υπήρχαν στον καθρέφτη και στη φτιαγμένη από
χρώμιο κορνίζα του την έκαναν να αντιληφθεί ότι ο Τσέζαρε είχε
ήδη χρησιμοποιήσει το μπάνιο πριν από εκείνη. Η μυρωδιά του
άφτερ σέιβ του που πλανιόταν στο χώρο της προκάλεσε δάκρυα.

Τίναξε το κεφάλι της. Σύνελθε! μάλωσε αυστηρά τον εαυτό της


καθώς έβγαζε το μακρύ μακό μπλουζάκι που φορούσε τη νύχτα
αντίγια νυχτικό. Τι στο καλό σε έχει πιάσει; Μ εγάλωσε, επιτέλους!
Ορίστε πού κατάντησες με το να ερωτευτείς τρελά κάποιον που
δεν τρέφει τα ίδια αισθήματα για σένα! Εσύ και μόνο εσύ φταις γι’
αυτό που συμβαίνει!

Η σχέση της με τον Τσέζαρε ήταν υπόθεση ενηλίκων. Εκείνος


ήταν από την αρχή απόλυτα ξεκάθαρος μαζί της. Της είχε κάνει
σαφές ότι δεν υπήρχε περίπτωση για κάτι σοβαρότερο μεταξύ τους.
Και ότι καλά θα έκανε να μην έτρεφε προσδοκίες για κοινό
μέλλον.

Όμως, ακόμα κι αν την παντρευόταν... Αν είχε δεχτεί την

πρόταση που της είχε κάνει εκείνο το πρώτο βράδυ που του ζήτησε
να χωρίσουν, θα μπορούσε ποτέ εκείνη να νιώσει εμπιστοσύνη
απέναντί του, έχοντας το προηγούμενο των γονιών της;

Θα τον ξεπεράσω! υποσχέθηκε στον εαυτό της, βάζοντας τα


δυνατά της να φανεί αποφασισμένη. Λίγο χρόνο
χρειάζομαι μονάχα!
Μ ισή ώρα αργότερα κατέβαινε τις σκάλες με το κεφάλι ψηλά, το
κορμί στητό και τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της δεμένα στη βάση
του αυχένα με μια κίτρινη κορδέλα.

Ο Τσέζαρε δε φαινόταν πουθενά.

Η απουσία του την μπέρδεψε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει


απογοήτευση ή ανακούφιση. Το δεύτερο, τη συμβούλεψε η φωνή
της λογικής. Το να τον βλέπεις, δε σου κάνει καλό. Αν είσαι
τυχερή, θα έχει πάει στη βίλα για να συζητήσει με τον καθηγητή για
την πρόοδο της μητέρας σου.

Μ ε κινήσεις απίστευτα αργές, άρχισε να φτιάχνει καφέ. Από το


ανοιχτό παράθυρο μπορούσε να βλέπει την υπέροχη θάλασσα που
στραφτάλιζε εκτυφλωτικά κάτω από το δυνατό φως του ήλιου.

Η ημέρα προμηνυόταν λαμπρή. Το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε


βοηθούσε την ατμόσφαιρα, παρά το δυνατό ήλιο, να είναι δροσερή
και ευχάριστη.

«Αυτός ο καφές μυρίζει ερεθιστικά».

Η σέξι, αισθησιακή φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της τη στιγμή που
άπλωνε το χέρι της στο ντουλάπι για να πάρει ένα φλιτζάνι.
Νιώθοντας να τη διαπερνάει μια ελαφρά ανατριχίλα, σήκωσε και
το άλλο της χέρι για να πάρει ένα δεύτερο. Τα ακούμπησε γρήγορα
πάνω στον πάγκο της κουζίνας, πριν έπεφταν από τα χέρια της που
έτρεμαν ελαφρά και γίνονταν θρύψαλα πάνω στο πάτωμα.
«Είχα την εντύπωση πως πήγες στη βίλα για πρωινό», του είπε. Η
φωνή της ήχησε στ’ αυτιά της αλλόκοτη και άτονη, χωρίς
ζωντάνια.

Είναι συγκλονιστικός, συλλογιζόταν την ίδια στιγμή, νιώθοντας


την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα. Ωραίος σαν θεός του
Ολύμπου. Κι εγώ τον αγαπώ. Όχι, δεν τον αγαπώ μονάχα. Τον
λατρεύω...

«Πήγα και περπάτησα», της αποκρίθηκε ο Τσέζαρε ήρεμα και


συγκρατημένα. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τα
πάντα προκειμένου να αποφύγει τον πειρασμό να την αρπάξει
στην αγκαλιά του και να τη σφίξει δυνατά πάνω του, πριν
ξεκαθαρίσει μαζί της το θέμα που τον ενδιέφερε, το οποίο
αφορούσε τη ζωή του την ίδια.

Νωρίς το ξημέρωμα είχε αναγκαστεί να δώσει μια σκληρή μάχη με


τον εαυτό του. Λαχταρούσε σαν τρελός να πάει και να ξαπλώσει
δίπλα της. Απλώς να μείνει ήσυχος στο πλευρό της και να τη δει
το πρωί να ξυπνάει. Μ ια απλή ευχαρίστηση, την οποία η Μ πιάνκα
του είχε αρνηθεί σε όλη της διάρκεια της σχέσης τους.

Καιγόταν από την επιθυμία να φιλήσει τα ματοτσίνορά της. Να


χαϊδέψει τα μαλλιά της και να διατρέξει με τα ακροδάχτυλά του τα
χείλη της. Να τα φιλήσει ξανά και ξανά, να τη φιλήσει παντού και
στο τέλος να ξαπλώσει πάνω στο πρόθυμο, χαλαρό κορμί της και
να της κάνει τρελό, διψασμένο και αχόρταγο έρωτα.
Αλλά στο τέλος επικράτησε το λογικό μέρος του μυαλού του.
Εκείνο που εδώ και τρεις ημέρες του επαναλάμβανε αδιάκοπα ότι
όφειλε να διατηρεί την ψυχραιμία του και να ακολουθεί
με συνέπεια το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Προκειμένου
να δώσει μια διέξοδο στην έξαψή του, σηκώθηκε, έκανε ένα
κρύο ντους και βγήκε να περπατήσει στο νησί.

Όταν γύρισε, ώρες μετά, έκανε ένα δεύτερο ντους, ζεστό αυτή τη
φορά για να διώξει από πάνω του τον ιδρώτα και την κούραση.
Μ ετά ντύθηκε και βγήκε έξω, περιμένοντάς τη να ξυπνήσει.

Και άξιζε τον κόπο η μακρόχρονη αναμονή του, γιατί η Μ πιάνκα


εμφανίστηκε φωτεινή σαν ηλιαχτίδα.

Το κίτρινο σορτς της άφηνε γυμνά τα υπέροχα, ατέλειωτα, ελαφρά


ηλιοκαμένα πόδια της. Ο Τσέζαρε είχε την αίσθηση ότι τον
προκαλούσαν να τα χαϊδέψει. Το ίδιο και τα στήθη της, που
διαγράφονταν ολοστρόγγυλα και στητά κάτω από το λεπτό ύφασμα
της μπλούζας της.

Η επιθυμία τον έπνιξε σαν κύμα. Μ όλις που συγκρατήθηκε για να


μην ορμήσει πάνω της και αρχίσει να ξεκουμπώνει ένα ένα αυτά τα
αμέτρητα μικρά κουμπιά της. Ποθούσε σαν

τρελός να πάρει στα χέρια του τα υπέροχα, σκληρά στήθη της και
να τα χαϊδέψει με τα χείλη του, να τα γευτεί με τη γλώσσα, να τα...

Πήρε μια βαθιά ανάσα και βάλθηκε να σερβίρει καψέ στα


φλιτζάνια τους. Ήθελε να διώξει αυτό τον πυρετό που τον έκαιγε
και τον οδηγούσε σε λάθος δρόμο.

Μ όλις βεβαιώθηκε ότι συνήλθε αρκετά, γύρισε προς το μέρος της


και της χαμογέλασε.

«Κοιμήθηκες καλά;» τη ρώτησε.

Το βλέμμα του επέδρασε πάνω της όπως και κάθε άλλη φορά. Της
προκάλεσε μονομιάς μια φούντωσή, μια έντονη έξαψη και ένα
τρέμουλό. Η ανάσα της έχασε το φυσιολογικό ρυθμό της και ήχησε
ελαφρά λαχανιασμένη.

«Σε ρωτάω επειδή είσαι χλομή», σχολίασε ο Τσέζαρε, σμίγοντας τα


φρύδια του με ύφος κάπως προβληματισμένο.

Η Μ πιάνκα ανασήκωσε αμίλητη τους ώμους και κράτησε το


φλιτζάνι και με τα δυο της χέρια. Ήθελε να είναι σίγουρη ότι δεν
υπήρχε περίπτωση να της πέσει.

Φυσικά δεν του είπε πως η χλομάδα της οφειλόταν στο γεγονός ότι
είχε μείνει ξάγρυπνη επειδή τον συλλογιζόταν. Ούτε και πως η
σκέψη του...

«Θα φτιάξω τοστ», είπε ο Τσέζαρε. «Θα ήθελες να σου τηγανίσω


και ένα αβγό;»

«Όχι, ευχαριστώ. Εγώ δε θα φάω τίποτα. Κάνε για σένα ό,τι


νομίζεις».

Εκείνος ανασήκωσε ξανά τα φρύδια, με ύφος παραξενεμένο.


Άνοιξε μάλιστα το στόμα του να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. Η
Μ πιάνκα εκμεταλλεύτηκε τη σιωπή του και, παίρνοντας τον καφέ
της, βγήκε έξω από το σπίτι και κάθισε στον πέτρινο πάγκο.

Πρόσεξε ότι ο Τσέζαρε είχε ήδη μαζέψει το τραπέζι και τις


καρέκλες από το πλάτωμα όπου το είχε στήσει το προηγούμενο
βράδυ μπροστά στη λίμνη. Όσο για τα χρησιμοποιημένα πιάτα και
την κατσαρόλα, στράγγιζαν πεντακάθαρα στο στραγγιστήρι της
κουζίνας.

Κοντολογίς δεν είχε κάτι να του προσάψει. Εκείνος είχε φροντίσει


τα πάντα χωρίς να την επιβαρύνει σε τίποτα. Είχε κάνει όλες τις
δουλειές και δεν είχε ούτε για μια στιγμή προ-

σπαθήσει να την πείσει να μοιραστεί μαζί του το κρεβάτι της. Σε


ανάμνηση, έστω, της παλιάς ιστορίας που είχαν μοιραστεί. Τίποτα.

Ωστόσο, το θέμα ήταν πώς θα φερόταν η ίδια στην περίπτωση που


ο Τσέζαρε επιχειρούσε κάτι τέτοιο...

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ήταν κάτι που την έκανε να


ντρέπεται.

Η αλήθεια ήταν πως εκείνη στριφογύριζε όλη τη νύχτα πάνω στο


κρεβάτι της σαν ξαναμμένη κεραμιδόγατα. Ένιωθε το κορμί της να
λιώνει από την επιθυμία και την αγάπη της γι’ αυτόν και να την
καίει σαν φωτιά.

Όταν ο Τσέζαρε πήγε και κάθισε στον πάγκο δίπλα της, η Μ πιάνκα
ένιωσε ξανά το γνωστό φτερούγισμα που αισθανόταν στο στομάχι
κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του. Μ ε την ελπίδα ότι εκείνος
δε θα το είχε αντιληφθεί, τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα για να
δημιουργήσει ανάμεσά τους κάποια απόσταση και προσπάθησε να
πάρει ύφος αμέριμνο.

Όταν ο Τσέζαρε άπλωσε προς το μέρος της τη βουτυρωμένη


φρυγανιά του, τον ευχαρίστησε ευγενικά και έστρεψε το πρόσωπό
της στο πλάι.

Ήξερε ότι στην κατάσταση που βρισκόταν το στομάχι της δεν


μπορούσε να δεχτεί τίποτα. Επειδή, όμως, έκρινε ότι αυτή η
κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί περισσότερο, αποφάσισε
να μιλήσει.

«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. «Πες μου».

«Και γιατί να μην είμαι;» της απάντησε εκείνος με γεμάτο στόμα.


«Ανακάλυψα ότι θα έπρεπε να γυρίσω στο νησί και μια και ήσουν
κι εσύ εδώ, σκέφτηκα να κάνουμε συντροφιά».

Έτσι οπτλά! Δεν είχε ιδέα, δηλαδή, τι προκαλούσε στην ίδια η


παρέα του;
Φυσικά και όχι! έδωσε μόνη της την απάντηση. Στο δικό του
κοινωνικό περίγυρο και στις συναναστροφές που έχει, το τέλος
μιας σχέσης δε σημαίνει τίποτα το ιδιαίτερο. Οι άνθρωποι
εξακολουθούν να συναντιούνται πολιτισμένα και παραμένουν
φίλοι.

Τόσο καλά!

Έτριξε τα δόντια της γεμάτη αγανάκτηση και σκέφτηκε πως θα


προτιμούσε να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αλλιώς.

Μ ακάρι ο Τσέζαρε να εξακολουθούσε να ήταν όπως τότε, που της


δήλωσε ότι η ιστορία τους είχε τελειώσει και για κείνον και πως
δεν επρόκειτο να την ξαναδεί. Μ ε ύφος παγερό και απόμακρο.

Εκείνη την ημέρα είχε τραβηχτεί μια διαχωριστική γραμμή στη


σχέση τους. Είχε μπει μια σαφής και ξεκάθαρη τελεία. Ενώ τώρα...
Αυτό που συνέβαινε την έκανε να υποφέρει και να βασανίζεται...

Από τις σκέψεις της την απέσπασε η ανέμελη φωνή του Τσέζαρε.

«Λέω να πάρουμε το σκάφος και να πάμε μια βόλτα στα γύρω


νησιά. Τηλεφώνησα ήδη στη βίλα και ζήτησα από τη Μ αρία να
ετοιμάσει και να στείλει ένα καλάθι με φαγώσιμα στο

Μ πελά Αλέγκρα».

Η Μ πιάνκα ήταν έτοιμη να απαντήσει «όχι, ευχαριστώ». Αλλά


ξαφνικά άλλαξε γνώμη. Φοβήθηκε ότι αν αρνιόταν, ούτε εκείνος
θα πήγαινε. Και έτσι θα περνούσε μια ολόκληρη ημέρα στο σπιτάκι
μαζί του. Οι δυο τους ολομόναχοι. Ενώ αν πήγαιναν με το σκάφος,
την προσοχή της θα αποσπούσε η φύση και έτσι θα ξεχνούσε την
παρουσία του δίπλα της.

Τουλάχιστον έτσι δε θα ζούσε διαρκώς με την επιθυμία να βρεθεί


στην αγκαλιά του. Γιατί τον ήθελε τόσο, που της ήταν φοβερά
δύσκολο να κάθεται ήσυχη πλάι του. Ενώ εκείνος δεν είχε κανένα
πρόβλημα να τη νιώθει ξαπλωμένη στο διπλανό δωμάτιο και ο
ίδιος να κοιμάται ατάραχος στο κρεβάτι του. Άλλωστε, της το είχε
αποδείξει.

«Θα χρειαστείς καπέλο, σκούρα γυαλιά και αντηλιακό», άκουσε


τον Τσέζαρε να της λέει ήρεμα. «Αν δε θέλεις, βέβαια, να καείς».

Έχω ήδη καεί. Από σένα, θα ’θελε να του πει, αλλά δε μίλησε.

Ανέβηκε στο δωμάτιό της και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα που


της είχε πει εκείνος, καθησυχάζοντας διαρκώς τον εαυτό της ότι
είχε ακόμα περιθώριο ν’ αλλάξει γνώμη.

Αλλά για να κάνει τι; Να περάσει είκοσι λεπτά με την Έλεν και να
αφιερώσει την υπόλοιπη ημέρα της στην Τζιν; Η

αλήθεια ήταν ότι δεν άντεχε να βλέπει την καημένη τη θεία της
τόσο στενοχωρημένη.
Ίσως όμως έπρεπε να περάσει την ημέρα της στη βίλα, αντί να πάει
εκδρομή με τον Τσέζαρε.

Το ενδεχόμενο, ωστόσο, να αντικαταστήσει τη συντροφιά του


Τσέζαρε με της Τζιν έκανε την καρδιά της να βουλιάξει μέσα στο
στήθος της.

Αντιδρώ σαν εξαρτημένη από κάποια ναρκωτική ουσία,


συλλογίστηκε με απόγνωση. Παρ’ όλο που ξέρω ότι η συντροφιά
του μονάχα κακό μπορεί να μου κάνει και πως η παρουσία του
επιβραδύνει βασανιστικά τον αγώνα που δίνω για να τον ξεπεράσω
και να ξαναβρώ το κέφι μου για τη ζωή.

Κατάφερε, ωστόσο, έστω και με φοβερή προσπάθεια, να κρατάει το


βλέμμα της μακριά του καθώς κατηφόριζε δίπλα του προς τον
όρμο του νησιού, όπου ήταν δεμένο το Μ πελά Αλέγκρα.

Σε ολόκληρη τη διαδρομή ο Τσέζαρε της μιλούσε για το σύμπλεγμα


των νησιών στο οποίο ανήκε και το δικό του, αλλά εκείνη δεν
άκουγε τίποτα. Κοιτούσε μονάχα τη θάλασσα και τους βράχους με
προσποιητό ενδιαφέρον, ώσπου έφτασαν στον όρμο και είδε τον
Ούγκο να εμφανίζεται κρατώντας ένα καλάθι.

Μ έσα στη φούρια της να αποσπάσει την προσοχή της από τον
Τσέζαρε, του ανταπέδωσε ευχαρίστως το θερμό χαμόγελο που είχε
εκείνος στα χείλη καθώς την καλημέριζε.

Μ όνο που ο Ούγκο δεν εννοούσε να τραβήξει το βλέμμα του από


τα ψηλά, καλλίγραμμα πόδια της. Γεγονός που δε διέφυγε από τον
Τσέζαρε, ο οποίος του ζήτησε να αφήσει το καλάθι στο έδαφος και,
αφού του έδωσε μια σειρά από οδηγίες στα ιταλικά, με αυστηρή,
κοφτή φωνή, του έκανε νόημα ότι μπορούσε να φύγει.

Βλέποντας η Μ πιάνκα το νεαρό υπάλληλο να παίρνει το δρόμο


της επιστροφής με το κεφάλι κατεβασμένο, αισθάνθηκε στην
καρδιά ένα δειλό φτερούγισμα ελπίδας.

Η αντίδραση του Τσέζαρε σε σχέση με τον Ούγκο και την ίδια


ήταν κάπως ανεξήγητη. Φερόταν σαν... σαν να ζήλευε!

Αν αυτό ίσχυε πραγματικά...

«'Ελα, ακολούθησε' με!» Η φωνή του Τσέζαρε, δυνατή και

ανάλαφρη, την απέσπασε οπτό τις σκέψεις της. «Πρόσεχε μόνο


καλά πού πατάς. Οι πέτρες γλιστράνε και υπάρχει κίνδυνος να
πέσεις και να χτυπήσεις».

Η Μ πιάνκα τον κοίταξε πίσω από τα μαύρα γυαλιά της καθώς


εκείνος μετέφερε το καλάθι στο σκάφος. Τον είδε να το αφήνει
στην πλώρη, κάτω από κάτι νιτσεράδες για να παραμένει δροσερό
και στη συνέχεια να κατευθύνεται στο τιμόνι. Δίχως να την
κοιτάξει ούτε μια στιγμή με τρόπο που θα επιβεβαίωνε την υποψία
της ότι μπορεί και να τη ζήλευε.

Σε λίγο διέσχιςαν την ανοιχτή θάλασσα. Γέρνοντας το κεφάλι


πίσω, η Μ πιάνκα προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από κάθε
σκέψη και να παραδοθεί στο χάδι του ήλιου και του ανέμου που,
αρωματισμένα με την αΛμύρα των κυμάτων, τη βοηθούσαν να
χαλαρώσει.

***

«Αυτό το μέρος φαίνεται μια χαρά για να δέσουμε για λίγο. Τι λες
κι εσύ, Μ πι;»

Η Μ πιάνκα, βγάζοντας το μεγάλο πλατύγυρο καπέλο της, του


χαμογέλασε κουνώντας το σαν ριπίδι μπροστά στο πρόσωπό της.
«Κι εμένα μου φαίνεται μια χαρά», συμφώνησε.

Αφού άφησαν το Μ πελά Αλέγκρα δεμένο στο μικροσκοπικό


λιμανάκι ενός γειτονικού νησιού, προσπέρασαν με τα πόδια
τη μοναδική καφετέρια του νησιού καθώς και τα ταπεινά
ροζ σπιτάκια του.

Παίρνοντας ένα απότομο, στριφογυριστό δρομάκι, κατηφόρισαν


προς μια αμμουδιά με κάτασπρη άμμο, η οποία υπήρχε εκεί από την
τελευταία έκρηξη του Βεζούβιου.

Όλα τριγύρω ήταν τόσο ειδυλλιακά και όμορφα, που η Μ πιάνκα


αισθάνθηκε σχεδόν ευγνώμων, επειδή είχε κλείσει τα αυτιά στις
αναστολές της και είχε δεχτεί την πρόσκλησή του.

Σε όλη τη διαδρομή ο Τσέζαρε είχε αποδειχτεί η τέλεια συντροφιά.


Καθώς περνούσαν ανάμεσα στα διάφορα νησά-κια, της μιλούσε με
λεπτομέρειες γι’ αυτά και της εξηγούσε πράγματα γεμάτα
ενδιαφέρον. Μ έχρι και για τον Όμηρο της είχε μιλήσει, που
ανέφερε στην Οδύσσεια την ύπαρξη αυτού του συμπλέγματος των
νησιών. Η ίδια είχε θεωρήσει καταπλη-

κτικές τις πλούσιες γνώσεις του και δεν έκρυψε καθόλου το πόσο
συναρπαστικές τις έβρισκε.

Καθώς βάδιζε προσεκτικά πίσω του, εκείνος στράφηκε απότομα


και της άπλωσε το χέρι.

«Κράτα με καλύτερα για να κατέβουμε γρήγορα στην αμμουδιά και


να χορτάσεις την πείνα σου», της πρότεινε με τη βαθιά, πλούσια
φωνή του.

Η Μ πιάνκα έπιασε το χέρι του, νιώθοντας την καρδιά της να


χάνει ένα χτύπο στο άκουσμα του υπονοούμενου που
ίσως κρυβόταν στα λόγια του.

Καθώς κατηφόριζαν όμως στο φιδογυριστό δρομάκι, συνέστησε


στον εαυτό της να παρατήσει τις ανοησίες και να πάψει να βλέπει
πράγματα εκεί που δεν υπήρχαν. Γιατί, πώς μπορούσε να κάνει
τέτοιου είδους υποθέσεις όταν ο Τσέζαρε ήταν από τη στιγμή που
είχε επιστρέφει στο νησί ο τέλειος τζέντλεμαν; Εκείνος δεν έκανε
τίποτε άλλο από το να την περιποιείται ευγενικά, να τη φροντίζει
και να της συμπαραστέκεται.
Συνεπώς ήταν τρέλα εκείνη να συλλογίζεται αδιάκοπα το πόσο
απεγνωσμένα λαχταρούσε να κάνει έρωτα μαζί του. Ωστόσο,
ακόμα και το ελαφρό σφίξιμο του χεριού του έκανε το κορμί της
να λιγώνει και την ανάγκη της να βρεθεί στην αγκαλιά του
αβάσταχτη και βασανιστική.

Στο μεταξύ εκείνος, που δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μέσα της,
τακτοποιούσε το καλάθι με τα φαγώσιμα σε μια σκιερή γωνιά της
αμμουδιάς όπου είχαν κατέβει και έκανε χώρο για να καθίσουν οι
δυο τους. Ήταν τόσο όμορφος, καθώς κινούνταν με το κεφάλι
σκυφτό, που η Μ πιάνκα ένιωθε το στόμα της να στεγνώνει και το
σάλιο της να ξεραίνεται από τον πόθο.

«Ευχαριστώ», του είπε με αλλοιωμένη, πνιχτή φωνή όταν εκείνος


έτεινε προς το μέρος της ένα πιάτο γεμάτο με τις νοστιμιές που
τους είχε στείλει η Μ αρία.

Ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να προφέρει, επειδή το λαρύγγι


της είχε κλείσει και τα μάτια της έτσουζαν από ανεπιθύμητα
δάκρυα. Θέλω να τον παρακαλέσω να μου κάνει έρωτα!
συλλογίστηκε με απόγνωση, γεμάτη ντροπή. Να τον ικετεύσω να
με αγαπήσει έστω και λίγο.

Αλλά κάτι τέτοιο, βέβαια, θα ήταν μάταιο, επειδή ο Τσέζαρε δεν


την αγαπούσε. Και γιατί'Θα ’πρεπε να την αγαπά στο κάτω κάτω;

Ήταν ένας άντρας πλούσιος, ισχυρός και, κυρίως, χαρισματικός.


Δεν είχε λόγους να μένει πιστός σε μία γυναίκα. Μ πορούσε να
απολαμβάνει το σεξ όποτε του άρεσε, με μια διαφορετική καλλονή
την κάθε φορά. Γιατί θα έπρεπε, λοιπόν, να δεσμευτεί; Μ ια
τέτοιου είδους προοπτική τον απωθούσε, γεγονός που δε φρόντισε
ποτέ να της κρύψει.

Κατάπιε με δυσκολία το φαγητό που έβαλε στο στόμα της, μαζί με


το λυγμό που απειλούσε να την πνίξει. Είμαι ανόητη, φοβερά
ανόητη, είπε νοερά καθώς εκείνος καθόταν δίπλα της κρατώντας
το δικό του πιάτο.

Ανόητη και αξιοθρήνητη! Μ όλις και μετά δυσκολίας κρατιέμαι για


να μην τον ικετεύσω να με ξαναπάει πίσω και να μου παραχωρήσει
από τη ζωή του ό,τι του περισσεύει.

Χριστέ μου, είμαι έτοιμη να ακολουθήσω τα βήματα της Έλεν!


σκέφτηκε με οδύνη σκύβοντας πάνω από το πιάτο της. Θέλω κι
εγώ τον άντρα που δεν μπορώ να έχω...

Έχοντας χάσει την όρεξη που ένιωθε ως πριν από λίγο, πήρε
μηχανικά το ποτήρι με το κρασί που της πρόσφερε ο Τσέζαρε και
το έφερε αυτόματα στα χείλη της, ελπίζοντας ότι, αν το άδειαζε και
έπινε και δεύτερο ποτήρι, θα σταματούσε να τον ποθεί με τόση
απελπισία.

Πίνοντας αργά το κρασί, έστρεψε το πρόσωπό της προς τη


θάλασσα. Ένιωθε πως δεν άντεχε άλλο να τον κοιτάζει και
να βασανίζεται.
Ας πει κάτι, Θεέ μου, παρακάλεσε βουβά. Στην κατάσταση που
είμαι εγώ, δεν μπορώ να μιλήσω. Αλλά κι αυτή η σιωπή είναι τόσο
βαριά, που με πνίγει...

Βλέποντας το ποτήρι της με το κρασί να αδειάζει, έμεινε άναυδη.


Ο φόβος να μη γίνει σαν τη μητέρα της την είχε κρατήσει ως τότε
μακριά από αυτό τον κίνδυνο. Αν επρόκειτο τώρα ν' αρχίσει και το
αλκοόλ...

Βλέποντάς την ο Τσέζαρε να σφίγγει σπασμωδικά το ποτήρι, το


πήρε απαλά από τα δάχτυλά της και το ακούμπησε πάνω στην
άμμο. Στη συνέχεια την κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Μ πι, πρέπει να μιλήσουμε», της είπε, μ’ ένα βλέμμα που

στην Μ πιάνκα φάνηκε γεμάτο επιθυμία. «Δεν μπορώ πια να


σωπαίνω. Έχω κάτι να σου πω».

Ακούγοντας τον, αισθάνθηκε ένα δυνατό φόβο. Ό,τι κι αν


σκόπευε ο Τσέζαρε να της πει, ήταν σίγουρη πως θα
της προκαλούσε πόνο. Δεν έτρεφε την παραμικρή αμφιβολία
γι’ αυτό!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Όχι, δεν το είχε προγραμματίσει έτσι! Το πόσο λάθος χειριζόταν
την υπόθεση του το επιβεβαίωσε ο τρόμος που είδε να
καθρεφτίζεται στα μάτια της Μ πιάνκα.
Υποτίθεται ότι σήμερα και αύριο θα της έκανε απλώς παρέα και θα
κουβέντιαζαν φιλικά, με σκοπό να διαπίστωνε εκείνη πόσο
ευχάριστα μπορούσαν να περνούν οι δυο τους και χωρίς να
κάνουν έρωτα. Και τώρα ορίστε που είχε παρασυρθεί και ήταν
έτοιμος να της ζητήσει να τον παντρευτεί! Τη στιγμή που ήξερε
πολύ καλά ότι ο γάμος ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε η
Μ πιάνκα.

Ωστόσο δεν είχε πια το κουράγιο να σωπαίνει. Όχι, όταν κάθε


ανάσα του τον έπνιγε από τη λαχτάρα να της φανερώσει πόσο
βαθιά την ποθούσε και τη χρειαζόταν.

Είναι λάθος μου, ένα φοβερό λάθος! σκέφτηκε με πόνο. Δεν


έπρεπε να αφήσω την Μ πιάνκα να μου γίνει τόσο απαραίτητη.
Αλλά από την άλλη... τώρα έγινε. Και θα φερθώ όπως φέρομαι
πάντα. Θα προσπαθήσω να κερδίσω.

Γιατί αυτή ήταν η φιλοσοφία της ζωής του. Πολέμησε άγρια γι ’


αυτό που επιθυμείς. Μ ε την απόλυτη πίστη ότι θα το αποκτήσεις.

Παρακαλώντας το Θεό να μη διαψευστούν οι προσδοκίες του


αυτή τη φορά, αποφάσισε να της δώσει να καταλάβει πόσο καλά
ήταν μαζί και πόσα επρόκειτο να χάσουν και οι δύο σε περίπτωση
που χώριζαν.

Ξέροντας καλά ότι δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω, όσο κι αν τον
τρόμαζε η αντίδρασή της, πήρε μια μπουκιά με το
πιρούνι από το ορεκτικό κοτόπουλο που τους είχε στείλει η Μ αρία
και το έβαλε στο στόμα της.

«Πρώτα θα φάμε και μετά θα μιλήσουμε», είπε, προσπαθώντας να


δώσει στη φωνή του έναν τόνο ανέμελο. «Δε θέλω να σε αφήσω
νηστική. Αλλωστε, ούτε πρωινό έφαγες, το ξέχασες;»

Είδε τις βλεφαρίδες της να πεταρίζουν νευρικά κι έναν μυ του


λαιμού της να τρεμουλιάζει.

Έσφιξε τα δόντια του και οργίστηκε με τον εαυτό του που την είχε
ξαναφέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Όλο το πρωί στο σκάφος
φαινόταν ξένοιαστη και χαλαρή. Γεμάτη ζωντάνια. Τώρα έδειχνε
ξανά φοβισμένη και επιφυλακτική καθώς τον κοιτούσε με μάτια
αδιαπέραστα.

Βλέποντας τα χείλη της να μισανοίγουν ξαφνικά, αισθάνθηκε να


πεθαίνει από την επιθυμία να τη φιλήσει. Η αλήθεια ήταν πως δεν
άντεχε άλλο. Ήταν αναγκασμένος, όμως, να κάνει υπομονή,
επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι μόνο με τη βοήθεια της λογικής
υπήρχε ελπίδα να την κερδίσει. Μ όνο αν απευθυνόταν στο μυαλό
της και όχι στις αισθήσεις της υπήρχε περίπτωση να την κάνει να
αλλάξει γνώμη.

Έσκυψε πάνω από το πιάτο του και άρχισε να τρώει. Είναι έξυπνη
γυναίκα, συλλογιζόταν την ίδια στιγμή για να πάρει κουράγιο. Δεν
μπορεί, θα με καταλάβει...
Συνέχισε να καταπίνει μηχανικά τη μία μπουκιά μετά την άλλη
μέχρι που αισθάνθηκε την αντοχή του να εξαντλείται. Και τότε,
νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή του τις λέξεις να πνίγονται στο
λαιμό του, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της.

«Μ πιάνκα», της είπε και αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη που η φωνή


του ήχησε φυσιολογική, «θέλω να παντρευτούμε».

Εκείνη τίναξε αμέσως το κεφάλι της προς τα πίσω και τον κοίταξε
με μάτια πελώρια.

Ο Τσέζαρε είδε τα χαρακτηριστικά της να χλομιάζουν κάτω από το


ελαφρύ μαύρισμα που είχε πάρει αυτές τις ημέρες. Βλέποντάς τη
να μισανοίγει τα χείλη της, φοβήθηκε ότι ήταν έτοιμη να μιλήσει.

Τη σταμάτησε αποφασιστικά, υψώνοντας το χέρι του.

«Δε θέλω να μου απαντήσεις τώρα. Υποσχέσου μου μόνο ότι θα το


σκεφτείς».

Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει για την ώρα. Ήταν


σίγουρος ότι θα της ήταν πολύ δύσκολο να σβήσει από τη μνήμη
της την αρνητική εντύπωση που της είχε δημιουργήσει η
προηγούμενη πρότασή του.

«Τον τελευταίο καιρό έμαθα πολλά πράγματα για μένα», άρχισε να


λέει με φωνή σιγανή, προσπαθώντας να χαμογελάσει.
Η Μ πιάνκα δε γύρισε να τον κοιτάξει. Ακούμπησε μονάχα το
πιάτο της στην άμμο, μάζεψε τα πόδια της κοντά στο σώμα της και
αγκάλιασε τα γόνατά της με τα χέρια της. Και περίμενε. Η στάση
της ήταν εντελώς αμυντική, όπως παρατήρησε ο Τσέζαρε μ’ ένα
σφίξιμο στην καρδιά.

Έτσι που έχει το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα, είναι σαν να


αγνοεί την παρουσία μου, συλλογίστηκε με θλίψη. Σαν να μην
υπάρχω...

Ξέροντας ότι δεν είχε πολλές ελπίδες να τον πάρει στα σοβαρά,
άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά τον ώμο της για να
διεκδικήσει την προσοχή της. Μ όλις ένιωσε, όμως, το κορμί της
να τεντώνεται, συνειδητοποίησε με πόνο ότι της προκαλούσε
πανικό. Και τότε αποφάσισε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει
ήταν να της εξομολογηθεί απλώς τις σκέψεις του.

«Ξέρω ότι δεν είμαι καλός στο να εκφράζω τις εσώτερες σκέψεις
μου», παραδέχτηκε. «Ίσως επειδή δεν το έχω ξανακάνει. Όταν σου
ζήτησα για πρώτη φορά να με παντρευτείς, έπαθα σοκ, το
ομολογώ. Δεν ήξερα πώς ξεστόμισα αυτή την πρόταση και
παραδέχομαι ότι είχες κάθε δίκιο που δεν την πήρες στα σοβαρά.
Αλλά τώρα δεν είναι το ίδιο. Δεν πρέπει να με αγνοήσεις. Κοίταξε
με, Μ πι».

Για μια στιγμή του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εκείνη θα


αρνιόταν. Η ανάσα του κόπηκε από την αγωνία περιμένοντας την
αντίδρασή της. Εισέπνευσε με ανακούφιση, όμως, όταν την είδε να
ανασηκώνει τον ώμο για να διώξει το χέρι του από πάνω της και
ταυτόχρονα να στρέφεται προς το μέρος του με μάτια μισόκλειστα.

Ανακουφισμένος που εκείνη τουλάχιστον δεχόταν να τον ακούσει,


συνέχισε το μονόλογό του.

«Ξέρω ότι δεν έχεις μεγάλη εκτίμηση στο θεσμό του γάμου.
Ομολογώ ότι ούτε κι εγώ είχα μέχρι που έφυγα από το νησί

και γύρισα στο Λονδίνο. Αλλά τότε ανακάλυψα τι μου συνέβαι-νε.


Ποιος ήταν ο λόγος που σου είχα κάνει εκείνη την αρχική
πρόταση. Το ένστικτό μου ήταν υπεύθυνο επειδή είχε αντιληφθεί
τι χρειαζόμουν. Κι αυτό που χρειάζομαι είσαι εσύ, Μ πι. Σε θέλω
στη ζωή μου. Μ όνιμα. Και ο γάμος είναι ο καλύτερος τρόπος για
να γίνει αυτό».

Βλέποντας τα χείλη της να σφίγγονται, κατάλαβε ότι προσπαθούσε


να βρει τα κατάλληλα λόγια. Για να του πει τι; Ότι δεν είχε σκοπό
να ακολουθήσει το παράδειγμα της Έλεν;

Θέλοντας με κάθε τρόπο να προλάβει μια κατηγορηματική άρνηση,


ξαναμίλησε με ζωηρό ύφος.

«Αν αφήσουμε κατά μέρος το φοβερό σεξ, η αλήθεια είναι πως


περνάμε πολύ καλά μαζί, δε συμφωνείς; Πάντα συνέβαι-νε αυτό».
Όντας αποφασισμένος να την κάνει να αναγνωρίσει ότι τους έδενε
κάτι περισσότερο από τη φυσική απόλαυση, έβαλε τα δυνατά του.
«Το λάθος που κάνουν τα περισσότερα ζευγάρια είναι ότι
παντρεύονται επειδή απολαμβάνουν το σεξ μεταξύ τους. Τους
τυφλώνει το πάθος. Αλλά όταν αυτό πεθάνει και η ζωή τους μπει
σε μια ρουτίνα, τότε ανακαλύπτουν ότι εκνευρίζουν ο ένας τον
άλλο. Μ έχρι που στο τέλος φτάνουν στην αντιπάθεια. Και
αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο».

Τι εντύπωση της κάνουν άραγε τα λόγια μου; αναρωτιόταν την


ίδια στιγμή, αδυνατώντας πώς να ερμηνεύσει τη σιωπή της.
Ωστόσο δεν παραιτήθηκε.

«Εμείς έχουμε αρκετά πράγματα που μας δένουν εκτός από τη


φυσική έλξη κι αυτό το θεωρώ φοβερά σημαντικό. Γι' αυτό είμαι
σίγουρος ότι ο γάμος μας θα λειτουργούσε με επιτυχία».

Η Μ πιάνκα του έριξε μια γρήγορη ματιά κι ύστερα βιάστηκε ν’


αποτραβήξει το βλέμμα της, πριν αντιληφθεί εκείνος τα δάκρυα
που στριμώχνονταν στις άκρες των ματιών της. Η πρότασή του
την έβαζε σε μεγάλο πειρασμό. Πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι
μπορούσε να φανταστεί ο Τσέζαρε. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με
αισθήματα, με την αγάπη.

Γιατί, όμως, θα έπρεπε να την αγαπάει; Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο,


θα της το έλεγε. Ανεξάρτητα από όλα τα ελαττώματα που
μπορούσε να έχει, δεν ήταν ψεύτης.

Ξεφυσώντας αργά την ανάσα που κρατούσε παγιδευμένη τόση ώρα


στο στήθος της, προσπάθησε να κατανικήσει το
τρέμουλό του κορμιού της. Αν έκρινε από το ύφος του, της
μιλούσε σοβαρά. Και εννοούσε πραγματικά κάθε του λέξη.

Η λαχτάρα να δεχτεί ολοπρόθυμα την πρότασή του, έκανε το


κεφάλι της να στριφογυρίζει. Αλλά ξέροντας ότι όφειλε
να διατηρήσει την ψυχραιμία της, έκρυψε τη συγκίνησή της
κάτω από μια άτονη, ουδέτερη φωνή.

«Το να μου προτείνεις να παντρευτούμε επειδή περνάμε καλά μαζί


μου φαίνεται πολύ... ορθολογιστικό», παρατήρησε.

«Μ πορούν να είναι ποτέ ορθολογιστικές οι ανθρώπινες σχέσεις;»


διαμαρτυρήθηκε ο Τσέζαρε. «Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι
ότι χαιρόμαστε ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Κι αυτό, εγώ
τουλάχιστον, το βρίσκω εξαίσιο. Ακουσέ με, κάρα...» επέμει-νε,
βλέποντάς τη να στρέφει ξανά την προσοχή της στη θάλασσα.
«Από τότε που βρέθηκα στο νησί μαζί σου, κατάλαβα ότι δε θα
ήθελα να είμαι πουθενά αλλού».

Βλέποντας τη δυσπιστία στο πρόσωπό της, κρατήθηκε με δυσκολία


για να μην την αρπάξει στην αγκαλιά του, έχοντας σκοπό να πνίξει
τις αναστολές της στα φιλιά του.

«Κάτι άλλο που διδάχτηκα τις τελευταίες ημέρες είναι να μην


περιφρονώ τον εαυτό μου. Γιατί το έκανα, πίστεψέ
με. Αισθάνθηκα αηδία για μένα το πρώτο βράδυ που φτάσαμε στο
νησί. Σε ακολούθησα, το παραδέχομαι. Και πώς να
έκανα διαφορετικά; Το νησί σού ήταν άγνωστο και τα
βραχώδη δρομάκια του κρύβουν πολλές παγίδες. Ήμουν
απίστευτα στενοχωρημένος και σκόπευα να σου πω ότι ήμουν
σύμφωνος να χωρίσουμε, γιατί είχα καταλάβει ότι ήταν άτιμο
και ποταπό να προσπαθώ να σε έχω δική μου με το ζόρι».

Βλέποντας τους λεπτούς ώμους της Μ πιάνκα να πέφτουν, ένιωσε


ότι δεν έπρεπε να προσθέσει τίποτε άλλο. Αλλά στο σημείο που
βρισκόταν, δεν μπορούσε να το κάνει.

«Καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα, επειδή δεν μπορούσαμε να


συγκρατήσουμε τους εαυτούς μας. Τότε συνειδητοποίησα πόσο
πολύ περιφρονούσα τον εαυτό μου που είχε προσπαθήσει να σε
κρατήσει μ’ αυτό το αισχρό παζάρι».

«Εκείνο το βράδυ ένιωσα ότι δεν άντεχα πια να σε μάχομαι»,


παραδέχτηκε με βαριά φωνή η Μ πιάνκα. Επειδή ανακάλυψα πόσο
βαθιά σε αγαπούσα, ήθελε να προσθέσει, μα δεν το έκανε.

«Το ξέρω, κάρα, το ξέρω», τη βεβαίωσε μαλακά, νιώθοντας την


καρδιά του να σφίγγεται. «Μ ου το μαρτύρησε ο τρόπος που
κάναμε έρωτα. Αλλά τότε κατάλαβα ότι δεν είχα δικαίωμα να
επωφελούμαι από τη γενναιοδωρία σου. Και έτσι έφυγα. Πριν καλά
καλά, όμως, φτάσω στην Αγγλία, κατάλαβα ότι είχα αφήσει πίσω
μου κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και πολύτιμο. Εσένα. Δεν είμαι
σκληρός άνθρωπος, κάρα. Και αν έφτασα να σε εκβιάσω, το έκανα
για τον ίδιο λόγο που ζήτησα και να σε παντρευτώ. Για να σε
κρατήσω μόνιμα στο πλευρό μου». Της χαμογέλασε. «Όταν
κατάλαβα την αλήθεια, κατάφερα να συγχωρήσω τον εαυτό μου,
επειδή συνειδητοποίησα τι με είχε σπρώξει να φερθώ τόσο άθλια.
Και γύρισα κοντά σου».

«Πόσο μόνιμο είναι το μόνιμο;» μουρμούρισε αργά η Μ πιάν-κα,


σφίγγοντας τις γροθιές της με τόση δύναμη, που ένιωσε τα νύχια
της να μπήγονται μέσα στο δέρμα της.

Ο Τσέζαρε κατάλαβε αμέσως την καχυποψία που κρυβόταν πίσω


από τα λόγια της και αναστέναξε βαριά.

«Δεν είμαι ο πατέρας σου, Μ πι. Ξέρω ότι είχες την ατυχία να
μεγαλώσεις δίπλα σε μια μητέρα που καταστράφηκε εξαιτίας της
αγάπης που ένιωθε για τον άντρα της. Αλλά...» Απλωσε το χέρι
του και έπιασε απαλά το δικό της. «...η ζωή δεν προσφέρει
εγγυήσεις, γλυκιά μου», της είπε χαμηλόφωνα. «Για μερικά
πράγματα, όμως, αξίζει να ρισκάρουμε. Εγώ, σε αντίθεση με τον
πατέρα σου, δεν είμαι κανένας ασυνείδητος μπάσταρδος. Μ πορείς
να μου δείξεις εμπιστοσύνη».

Η Μ πιάνκα συνάντησε απρόθυμα το βλέμμα του και αυτόματα


αισθάνθηκε την καρδιά της να τρεμουλιάζει. Ήταν τόσο όμορφος!
Τόσο αξιοπρεπής και σοβαρός, τόσο περήφανος. Κι εκείνη τον
αγαπούσε τρελά. Ποθούσε απεγνωσμένα να τον εμπιστευτεί. Να
πιστέψει ότι θα της ήταν αφοσιωμένος και πιστός, έστω κι αν δεν
την αγαπούσε.

Δεν ήταν αρκετά αυτά για να του χαρίσει την εμπιστοσύνη


της;

Πριν από λίγες ημέρες είχε εμπιστευτεί στα χέρια του τη σωτηρία
της μητέρας της. Και εκείνος δεν την είχε απογοητεύσει. Δεν ήταν
καιρός πια να του εμπιστευτεί και τον εαυτό της;

Άλλωστε το ήθελε με τόση θέρμη!

Έξαφνα τα δάκρυα που συγκρατούσε εδώ και ώρα άρχισαν να


κυλούν ανεμπόδιστα στα μάγουλά της.

Τότε ο Τσέζαρε, μουρμουρίζοντας φουρκισμένος κάποιες φράσεις


στα ιταλικά, την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε απαλά.

«Μ ην κλαις, κάρα μία», την παρακάλεσε σιγανά. «Δεν αντέχω να


σε βλέπω έτσι».

«Δεν κλαίω», διαμαρτυρήθηκε η Μ πιάνκα. «Είμαι απλώς...


μπερδεμένη!»

Ίσως επειδή μέσα της γινόταν μια μεγάλη μάχη, την οποία
κατάλαβε αμέσως ότι θα την έχανε μόλις τα μάτια του
Τσέζαρε καρφώθηκαν στα χείλη της με νόημα.

«Δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις έτσι. Προσπάθησε μόνο να


σκεφτείς όσα σου είπα. Δε σου ζητώ τίποτε άλλο. Έχεις
τέσσερις ημέρες και νύχτες καιρό για να αποφασίσεις. Και ίσως
τότε καταλήξεις στο συμπέρασμα που κατέληξα κι εγώ. Πως
είμαστε πολύ πιο ευτυχισμένοι μαζί, απ’ ό,τι όταν είμαστε χώρια».

Έκλεισε τα μάτια της για να πάψει να νιώθει το βλέμμα του να την


υπνωτίζει, επιβάλλοντάς της τη θέλησή του. Η αγκαλιά του ήταν
ένας παράδεισος που της ήταν αδύνατον να αποχωριστεί. Και ο
Τσέζαρε έδειχνε διατεθειμένος να της την προσφέρει για μια ζωή.

Αλλά ακόμα δεν είχε αναφέρει ούτε μια λέξη για αγάπη.

Αν της έλεγε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, θα δεχόταν αμέσως.


Αλλά εκείνος δε θα το έκανε ποτέ χωρίς να το νιώθει. Όλα τα
υπόλοιπα ωστόσο... η φιλία, η εκτίμηση και η ερωτική φλόγα που
μοιράζονταν, θα ήταν αρκετά για να τους κρατήσουν για πάντα
μαζί;

Τι θα γινόταν αν στο μέλλον κάποια στιγμή εκείνος ερωτευόταν


για πρώτη φορά κάποια άλλη; Ή αν απλά τη βαριόταν και το πάθος
ξεθώριαζε ανάμεσά τους; Τότε θα την άφηνε και η ζωή της θα
γινόταν κομμάτια.

Όπως ακριβώς είχε γίνει και της μητέρας της.

Ανατρίχιασε σ’ αυτή τη σκέψη και έκλεισε τα μάτια. Αλλά τότε


αισθάνθηκε τα χείλη του Τσέζαρε να φτερουγίζουν πάνω στα
βλέφαρά της.

«Πόσο λυπημένη είσαι!» μουρμούρισε στ’ αυτί της με την


υπόκωφη, ερεθιστική φωνή του, που τόσο την αναστάτωνε
κάθε φορά. «Να σου δώσω το όνομά μου σου ζήτησα μονάχα, όχι
να σε οδηγήσω στο ικρίωμα!»

Θα με περνάει για τρελή, σκέφτηκε η Μ πιάνκα. Για μια υστερική


που αντιδρά υπερβολικά. Δεν έχει ιδέα πόσο βαθιά τον αγαπώ.

Τα χείλη της τρεμούλιασαν και τότε εκείνος τα σφράγισε


ανάλαφρα με τα δικά του. Το φιλί του ήταν η αιτία για να
απελευθερωθεί η εκρηκτική φωτιά που έκαιγε μέσα στα κορμιά
τους και ζητούσε διέξοδο. Μ ε μια βίαιη λαχτάρα, σαν να μην
υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό απ’ αυτό, βάλθηκαν να αγγίζουν
πεινα-σμένα ο ένας τον άλλο και να τραβούν τα ρούχα που
τους εμπόδιζαν. Μ έσα σε φρενίτιδα, ο Τσέζαρε ξεκούμπωσε κι
έβγαλε την μπλούζα της και, πετώντας την παράμερα, πήρε στα
χέρια του τα στήθη της, καθώς η Μ πιάνκα κατέβαζε από τους
ώμους του το πουκάμισό του με δάχτυλα νευρικά.

Αυτό που ακολούθησε ήταν θεσπέσιο! Μ ια πανδαισία αισθημάτων


και συγκινήσεων. Καθώς τα χείλη τους έσμιγαν όλο φλόγα και τα
γυμνά κορμιά τους σφίγγονταν εκστατικά, ο Τσέζαρε βρήκε στα
τυφλά το δρόμο ανάμεσα στα πόδια της. Κρατώντας την πάντα
στην αγκαλιά του, βυθίστηκε στη ζεστασιά του κορμιού της,
ανάμεσα σε παθιασμένες κραυγές και ευτυχισμένα βογκητά που
ξέφευγαν από τα στήθη τους...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η Μ πιάνκα ξύπνησε αργά το επόμενο πρωί. Απλώθηκε νωχε-λικά
στο κρεβάτι, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της που ήταν
φουσκωμένα από το νυχτερινό πάθος.

Τα παράθυρα της κάμαρας ήταν ορθάνοιχτα και άφηναν το


λαμπερό φως της ημέρας να λούζει το χώρο.

Γύρισε ανάσκελα και τα μαλλιά της χύθηκαν μονομιάς στο


μαξιλάρι σαν σύννεφο. Μ ε τα μάτια κλειστά, τέντωσε το χέρι της.

Αλλά ο Τσέζαρε δεν ήταν δίπλα της. Είχε σηκωθεί νωρίτερα.


Μ άλλον επειδή δεν μπορούσε πια ν’ αντέξει την ταλαιπωρία που
είχε περάσει όλη τη νύχτα.

Τα δύο μονά κρεβάτια, που τα είχαν ενώσει πριν ξαπλώσουν,


χώριζαν διαρκώς στη διάρκεια της νύχτας, με αποτέλεσμα να
βρίσκονται ξαφνικά οι δυο τους πεσμένοι στο πάτωμα,
σφιχταγκαλιασμένοι, ανάμεσα σε σεντόνια, μαξιλάρια
και μπερδεμένα μέλη, των οποίων τον κάτοχο προσπαθούσαν
να ανακαλύψουν.

Ήταν μια περιπέτεια που είχε προσδώσει κάποια ελαφράδα στο


ερωτικό τους παραλήρημα και στο καυτό πάθος που τους
πυρπολούσε.

«Θα τα δέσω με αλυσίδες!» είχε πει ο Τσέζαρε την τελευταία φορά


που είχαν βρεθεί στο πάτωμα. «Εκτός κι αν ζητήσουρε από τον
Τζιοβάνι να κουβαλήσει ως εδώ με το κάρο ένα διπλό κρεβάτι από
τη βίλα. Νομίζω ότι έχω μεγαλώσει υπερβολικά για να περνάω
τέτοιες δοκιμασίες στα καλά καθούμενα!»

Αλλά γελούσε όταν τα έλεγε αυτά και η Μ πιάνκα γελούσε μαζί


του.

Θα τον παντρευτώ! είπε σιωπηλά, καρφώνοντας τα μάτια της οττο


ταβάνι. Αυτό που μας δένει είναι πολύ όμορφο και σπουδαίο για
να το στερηθώ. Νιώθω ότι οφείλω να αξιο-ποιήσω την ευκαιρία
που μου δίνεται. Ίσως είναι μικρή ευκαιρία, αλλά δεν μπορώ να
την αφήσω να πάει χαμένη. Τον αγαπώ πάρα πολύ για να δεχτώ
ότι θα τον χάσω.

Μ ετά τον έρωτα που είχαν κάνει στην παραλία με τη λευκή άμμο,
είχαν αναφερθεί ξανά στο θέμα του γάμου.

Ο Τσέζαρε της είχε υποσχεθεί πως θα την περίμενε να αποφασίσει


μέχρι να εξέπνεε ο χρόνος που της είχε παραχωρήσει από την
αρχή. Το γεγονός ότι δεν είχε προσπαθήσει να την πιέσει, της είχε
δώσει απίστευτη ανακούφιση και τη βοήθησε να ξανανιώσει
χαρούμενη και ξέγνοιαστη ύστερα από πάρα πολύ καιρό.

Είχε σκοτεινιάσει όταν γύρισαν στο νησί. Έδεσαν το Μ πελά


Αλέγκρα στο λιμανάκι και ακολούθησαν το μονοπάτι για
το πέτρινο σπίτι, φωτίζοντας το δρόμο τους με ένα φακό που είχε
πάρει ο Τσέζαρε από το σκάφος.

Μ όλις έφτασαν στο σπίτι άναψαν τη λάμπα πετρελαίου αντί για το


ηλεκτρικό φως, επειδή οι σκιές που δημιουργούσε ενίσχυαν τη
ρομαντική διάθεσή τους. Αφού έφαγαν όσα φαγώσιμα είχαν
περισσέψει στο καλάθι και άδειασαν το μπουκάλι με το κρασί, ο
Τσέζαρε της είχε δηλώσει με ύφος σοβαρό ότι την άλλη ημέρα θα
φώναζε τον Τζιοβάνι για να πήγαινε το άδειο καλάθι πίσω στη
βίλα.

«Ο Ούγκο μπορεί να είναι καλός στη δουλειά του, αλλά με τον


τρόπο που σε κοιτάζει μου έρχεται να τον σκοτώσω!» της είχε
ομολογήσει.

Ζηλεύει! σκέφτηκε τότε η Μ πιάνκα μ’ ένα έντονο φτερούγι-σμα


στην καρδιά. Και δε διστάζει να το παραδεχτεί!

Μ πορεί αυτό να σημαίνει πως σ’ αγαπάει, της ψιθύρισε μια δειλή


φωνή μέσα της, αλλά εκείνη έσπευσε να την κάνει να σωπάσει, για
τον απλούστατο λόγο ότι ο Τσέζαρε ήταν ο πιο ειλικρινής
άνθρωπος που είχε συναντήσει στη ζωή της. Αν αισθανόταν αγάπη
για κείνη, θα της το έλεγε. Δε συνήθιζε να κρύβει τα συναισθήματά
του και ούτε υποκρινόταν. Της είχε αποκαλύψει με σθένος αυτό
που ένιωθε, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Συνεπώς... Αν την αγαπούσε, θα της το έλεγε καθαρά.

Αλλά η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να καλλιεργηθεί,


συλλογίστηκε γεμάτη ελπίδα, κάνοντας μια στροφή πάνω στο
κρεβάτι. Όταν διαπιστώσει πόσο καλή σύζυγος θα γίνω και πόσο
αφοσιωμένη θα του είμαι, τότε σίγουρα...
Αλλά μήπως το ίδιο ακριβώς δεν είχε κάνει και η Έλεν; Δεν είχε
προσπαθήσει να κρατήσει το σύζυγό της μένοντας έγκυος;

Πριν προλάβει αυτή η ολέθρια σκέψη να δηλητηριάσει την καλή


διάθεσή της, μπήκε στο δωμάτιο ο Τσέζαρε.

Η Μ πιάνκα του χάρισε το πιο εκτυφλωτικό χαμόγελό της,


ρουφώντας αχόρταγα με τα μάτια τη θωριά του. Ήταν
τόσο όμορφος και αρρενωπός, τόσο επιβλητικός και λεβέντης,
που έκανε την ανάσα της να κόβεται.

Εκείνος της ανταπέδωσε θερμά το χαμόγελο, κάνοντας την καρδιά


της να λιώσει.

«Ο καφές σου», της είπε και, αφήνοντας στο κομοδίνο ένα γεμάτο
φλιτζάνι, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Έβαλα σε ενέργεια το
μυαλό μου, κάρα, και βρήκα τη λύση», της είπε. «Είμαι
πανέξυπνος! Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να βγάλω τις
ρόδες και τα κρεβάτια δε θα μπορούν πια να κυλάνε, θα
παραμένουν ακίνητα. Πρώτα, όμως, θα φτιάξω πρωινό. Πιστεύεις
ότι θα μπορέσεις να φας κάτι;»

«Και βέβαια!» του αποκρίθηκε ζωηρά η Μ πιάνκα με ύφος


λαίμαργο. «Δε βλέπω την ώρα να καθίσω στο τραπέζι. Πεινάω σαν
λύκος!»

«Το λέω επειδή χτες το πρωί δεν μπόρεσες να φας παρά ελάχιστη
φρυγανιά...» σχολίασε ο Τσέζαρε κοιτάζοντάς τη με βλέμμα
σκεφτικό.

«Και τι σημαίνει αυτό;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Χτες ήταν χτες


και σήμερα...»

«Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι δεν αποκλείεται να είσαι


έγκυος;» παρατήρησε αργά ο Τσέζαρε. «Προχτές
δε χρησιμοποιήσαμε καθόλου προστασία. Βέβαια εγώ είμαι ο μόνος
υπεύθυνος γι’ αυτό. Αλλά βρέθηκα απροετοίμαστος και... Όμως
ακόμα κι αν τότε δε συνέβη τίποτα, σκέψου τι έγινε χτες στην
αμμουδιά και αργότερα εδώ μέσα».

Η Μ πιάνκα αναπήδησε πάνω στο κρεβάτι και τον κοίταξε με


βλέμμα τεταμένο. Όσο κι αν αρνιόταν να το πιστέψει,
δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το γεγονός ότι υπήρχε
κάποια αλήθεια στα λόγια του, η οποία αφορούσε μόνο τις
τελευταίες ημέρες. Γιατί σε όλο το προηγούμενο διάστημα της
σχέσης τους, ο Τσέζαρε έπαιρνε σχολαστικά όλα τα
απαραίτητα μέτρα και δήλωνε οπαδός του ασφαλούς σεξ.
Τελευταία, όμως, κάτι είχε αλλάξει, με αποτέλεσμα να αφήσουν
τους εαυτούς τους να λειτουργήσουν χωρίς προφύλαξη.

«Θα σε πείραζε αυτό;» τον ρώτησε συγκρατημένα.

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή...» Πίεσε ελαφρά τα δάχτυλά του στα δικά της. «Τώρα


θέλω οικογένεια». Η αιφνιδιαστική σκέψη που ξεπήδη-σε
αναπάντεχα στο μυαλό του, έκανε την καρδιά του να χτυπήσει
δυνατά. «Αν είσαι έγκυος, θα πρέπει να με παντρευτείς
οπωσδήποτε!»

Συνειδητοποίησε πόσο λάθος ήταν ο θριαμβευτικός τόνος που


υπήρχε στη φωνή του όταν η Μ πιάνκα τράβηξε αργά το χέρι της
από το δικό του και έπιασε το φλιτζάνι της με δάχτυλα που
έτρεμαν. Βλέποντας τα χείλη της να συσπώνται νευρικά, έβρισε
βουβά τον εαυτό του και προσπάθησε να μετριάσει τις

«Αν εσένα σε έκανε ευτυχισμένη, θα ένιωθα κι εγώ το ίδιο». Ο


Τσέζαρε έφερε το χέρι της στο στόμα του και το φίλησε απαλά.
«Γιατί ανακάλυψα και κάτι άλλο για μένα τις τελευταίες ημέρες
θέλω οικογένεια. Μ έχρι πρόσφατα πίστευα ότι δεν είχα διάθεση
για τέτοιου είδους δεσμεύσεις και μια και η Κλόντια κάλυψε την
ανάγκη της οικογένειας για διαδόχους, θεωρούσα ότι είχα κάθε
λόγο να διατηρήσω την απόλυτη ανεξαρτησία μου. Αλλά έκανα
λάθος».

εντυπώσεις.

«Είσαι αρκετά λογικός άνθρωπος, κάρα μία, για να αντιληφθεί^ και


η ίδια ότι ο γάμος θα εξασφάλιζε το καλύτερο περιβάλλον για το
παιδί μας. Αυτό ήθελα μονάχα να πω. Ότι θα γινόμαστε οικογένεια
και θα ζούσαμε όλοι μαζί. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα ήσουν
αναγκασμένη να εγκαταλείψεις την καριέρα σου. Είσαι πολύ
έξυπνη και δημιουργική για να παρατήσεις μια δουλειά στην οποία
έχεις επενδύσει μυαλό και ενέργεια. Θα μπορούσαμε να
προσλάβουμε μια νταντά πλήρους απασχόλησης, η οποία θα
αναλάμβανε τη φροντίδα

του παιδιού. Έτσι εσύ δε θα ήσουν απασχολημένη να του


αφιερώνεις όλο το χρόνο σου. Από την άλλη, θα φρόντιζα κι εγώ
να κανονίσω έτσι τις δουλειές μου ώστε να μένω πολλές ώρες στο
σπίτι».

Η έκφραση του προσώπου της δε χαλάρωσε ακούγοντάς τον.


Αντίθετα, τα κεχριμπαρένια μάτια της άστραψαν από θυμό.

Λέω συνεχώς λάθος πράγματα, σκέφτηκε φουρκισμένος ο


Τσέζαρε.

Το μόνο, ωστόσο, που προσπαθούσε να κάνει ήταν να την


καθησυχάσει. Να την κάνει να καταλάβει ότι μια
απροσδόκητη εγκυμοσύνη δε θα ανέτρεπε τη ζωή της, ούτε και θα
την παγίδευε σε μια ρουτίνα απ' όπου δε θα υπήρχε διέξοδος.

Βάζοντας τα δυνατά του να δείξει κεφάτος, έκανε άλλη μια


απόπειρα να διασκεδάσει την κατάσταση.

«Ανακάλυψα πως είμαι σπιτόγατος, ξέρεις! Νομίζω ότι θα γίνω ο


τέλειος νοικοκύρης!»

Αλλά η Μ πιάνκα ούτε και τώρα χαμογέλασε.


«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για τέτοιες συζητήσεις», του είπε
μονάχα. «Αν δε σε πειράζει τώρα, θα ήθελα να με αφήσεις για λίγο
μόνη. Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να ντυθώ».

Ο Τσέζαρε σηκώθηκε νιώθοντας σαν διωγμένος. Δεν είπε τίποτα


ωστόσο και βγήκε αδιαμαρτύρητα από το δωμάτιο.

Η Μ πιάνκα μάντεψε το πόσο ήταν πειραγμένος από την άκαμπτη


στάση του κορμιού του. Δεν του άρεσε που του ζήτησα να φύγει,
συλλογίστηκε φουρκισμένη. Αλλά εκείνος με ποιο δικαίωμα μου
υποδεικνύει τι πρέπει να κάνω εγώ;

Αφήνοντας στο κομοδίνο τον καφέ που είχε αρχίσει να κρυώνει,


σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, νιώθοντας τις σκέψεις να
κατατρώγουν το μυαλό της σαν πεινασμένα όρνια.

Να του είχε μπει άραγε στο Λονδίνο η υποψία ότι ίσως να ήταν
έγκυος;

Μ ήπως γι’ αυτό είχε σπεύσει να γυρίσει κοντά της; Και όχι επειδή,
όπως υποστήριζε, είχε διαπιστώσει πόσο ουσιαστικό και σημαντικό
ήταν αυτό που τους έδενε; Και πως θα ήταν άδικο και για τους δύο
να το χάσουν; Ήταν δυνατόν να της τα είχε πει όλα αυτά μόνο και
μόνο επειδή του είχε περάσει η υποψία απ’ το

μυαλό ότι θα μπορούσε να είχε μείνει έγκυος; Να ήταν το παιδί


εκείνο που δεν ήθελε να χάσει ο Τσέζαρε;
Όλοι οι Ιταλοί θέλουν παιδιά, της επισήμανε η φωνή της λογικής.
Και τους αφιερώνονται. Γίνονται καλοίγονείς. Απλώς ο Τσέζαρε
άργησε λίγο να το παραδεχτεί. Αλλά το ενδεχόμενο να είχε μπει
ένα παιδί στο δρόμο του, τον έκανε να κοιτάξει βαθιά μέσα του και
να δει την αλήθεια.

Την ίδια μπορεί να μην την αγαπούσε, αλλά το παιδί τους θα το


αγαπούσε ειλικρινά. Και θα στεκόταν δίπλα του. Θα γινόταν καλός
και αφοσιωμένος πατέρας.

Αν και το παιδί δεν αποτελούσε ακόμα παρά μια επιθυμία, ο ίδιος


είχε καταστρώσει ένα πλήρες μελλοντικό πρόγραμμα για τη ζωή
τους. Μ άλιστα, σχεδίαζε να ρυθμίσει έτσι τη δουλειά του ώστε να
περνάει όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες στο σπίτι. Και άφηνε
την ίδια έξω από τον κύκλο μέσα στον οποίο έκλεινε τον εαυτό
του και το παιδί τους. Μ πορεί μάλιστα να είχε κατά νου να την
ξαναφήσει σύντομα έγκυο, μια και είχε αποφασίσει ότι ήθελε δική
του οικογένεια!

Ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη, έβαλε τα δυνατά της να


ηρεμήσει. Γίνομαι υστερική, σχολίασε με ειλικρίνεια.

Μ πορεί, βέβαια, να υπήρχε κάποια αλήθεια σ’ αυτές τις σκέψεις,


αλλά δεν μπορούσε να τις πάρει και πολύ στα σοβαρά ύστερα από
τα όσα είχε συζητήσει χτες με τον Τσέζαρε.

Θα του ζητήσω να μου πει με ευθύτητα πόσο σημαντικό είναι γι'


αυτόν το ενδεχόμενο να περιμένω το παιδί του, σκέφτηκε
αποφασιστικά. Αλλά μόνο αφού πρώτα καταφέρω να ηρεμήσω.

Διότι άλλο ήταν να τον παντρευτεί επειδή ο Τσέζαρε πίστευε ότι η


σχέση τους ήταν κάτι το ξεχωριστό και άλλο επειδή εκείνος
θεωρούσε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει
δικαιώματα ως προς το παιδί του.

Στην πρώτη περίπτωση είχε κάθε λόγο να ελπίζει ότι θα ερχόταν


κάποτε η ημέρα που θα τον έκανε με τον τρόπο της να την
αγαπήσει όσο τον αγαπούσε κι εκείνη. Στη δεύτερη, όμως...

Σύμφωνα με τα λεγόμενό του, είχε ήδη αποφασίσει για το ποιος θα


ήταν ο δικός του ρόλος στην οικογένεια και ποιος ο

δικός της. Μ ε δεδομένο, λοιπόν, αυτό το γεγονός, ήταν λογικό,


ακόμα κι αν δεν ήταν ήδη έγκυος, να αποκτήσει παιδί μαζί του;

Μ πήκε στο ντους και προσπάθησε να πνίξει κάτω από το νερό όλη
την αποστροφή που ένιωθε να φουντώνει μέσα της ενάντια στον
εαυτό της.

Το κάνω ξανά, συλλογίστηκε θυμωμένα. Του αποδίδω ταπεινά


κίνητρα, ενώ το μόνο που χρειάζεται είναι να τον ρωτήσω καθαρά
τι σκέφτεται.

***

«Θα ήθελες λίγο καφέ ακόμα;»


Του έγνεψε αρνητικά, νιώθοντας βαθιά θλίψη στο άκουσμα της
φωνής του. Η τυπικά ευγενική συμπεριφορά του ήταν ο καθρέφτης
τού πόσο πολύ τον είχε πληγώσει το δικό της φέρσιμο λίγο πριν.

Ήταν ακόμα καθισμένοι στο τραπέζι και έτρωγαν την ομελέτα που
είχε σερβίρει ο Τσέζαρε για πρωινό, μαζί με χυμό πορτοκάλι.
Καθώς άδειαζαν τα πιάτα τους, δεν έβρισκαν άλλα θέματα να
συζητήσουν εκτός από τον καιρό και τις προμήθειες που θα έπρεπε
να ζητήσουν να τους φέρει ο Τζιοβάνι.

Θα περάσουμε άλλη μία θλιβερή μέρα, αν δεν ξεκαθαρίσουμε το


συντομότερο τα πράγματα μεταξύ μας, σκέφτηκε η Μ πιάνκα. Όσο
είναι νωρίς ακόμα, πρέπει να μάθω τι ακριβώς κρύβεται πίσω από
την πρόταση γάμου που μου έκανε.

Έτσι, μαζεύοντας όλο το κουράγιο της, κάρφωσε τα μάτια της


πάνω του αποφασιστικά.

«Τσέζαρε, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ήρεμα.

«Ό,τι θέλεις!»

Η καρδιά του φτερούγισε μόλις την άκουσε. Ο πάγος που υπήρχε


ως πριν από λίγο στα μάτια της του φάνηκε πως είχε αρχίσει να
λιώνει. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω,
συλλογίστηκε. Να της εξηγήσω ότι η μόνη μου σκέψη είναι εκείνη
και πως δεν υπάρχει για μένα τίποτα πιο σπουδαίο στον κόσμο.
Της χαμογέλασε ανακουφισμένος και αναρωτήθηκε αν η Μ πιάνκα
ήταν σε θέση να αντιληφθεί την αγάπη που κρυβόταν μέσα στα
μάτια του. Βέβαια ήξερε ότι εκείνη δεν ήθελε να

γίνεται λόγος για αγάπη, επειδή δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος


της ευθύνης αυτού του συναισθήματος, εξαιτίας της θλιβερής
οικογενειακής της ιστορίας...

«Ρώτα με ό,τι θέλεις», την προέτρεψε.

Η Μ πιάνκα έγειρε μπροστά.

Μ όλις την είδε ο Τσέζαρε να μισανοίγει το στόμα της και να


εμφανίζεται αργά η ροζ γλωσσίτσα της ανάμεσα στα δόντια της,
άπλωσε το χέρι του και κάλυψε το δικό της. Ήταν έτοιμος να την
καθησυχάσει, όταν στ’ αυτιά και των δύο έφτασε το εκνευριστικό
κουδούνισμα του κινητού του.

«Το άφησες στο κομοδίνο», του είπε η Μ πιάνκα.

Εκείνος άρχισε να μιλάει θυμωμένα στα ιταλικά.

«Θα 'πρεπε να είχες φροντίσει να το κλείσεις», του επισήμα-νε με


διάθεση πειραχτική, τραβώντας το χέρι της από το δικό του.

Ο Τσέζαρε σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στις


σκάλες. Οι άνθρωποι που είχαν τον αριθμό του κινητού του ήταν
ελάχιστοι. Μ όνο οι γονείς, η αδερφή του και η ιδιαιτέρα
γραμματεύς του. Γι' αυτό και έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσει.

Διαπίστωσε αργότερα πόσο δίκιο είχε, όταν άκουσε αυτό που του
είπαν.

«Υπάρχει πρόβλημα;» τον ρώτησε η Μ πιάνκα όταν τον είδε να


κατεβαίνει.

«Ναι. Κάτι που θα προτιμούσα να μη συνέβαινε. Ειδικά τώρα,


κάρα». Πήγε κοντά της και, πιάνοντάς την από τους ώμους, την
ανάγκασε να σηκωθεί και να σταθεί όρθια μπροστά του. «Ο
διευθυντής του λογιστηρίου στο υποκατάστημα της Ιταλίας
πιάστηκε κυριολεκτικά με τα χέρια στο ταμείο.

»Θα πρέπει να πάω στη Ρώμη σήμερα κιόλας. Τώρα». Έπιασε το


πρόσωπό της με τα χέρια του και το χάιδεψε τρυφερά. «Θα λείψω
για λίγο. Μ ερικές ημέρες μόνο. Το πολύ μία βδομάδα. Υποσχέσου
μου ότι θα με περιμένεις. Μ πορείς να ακυρώσεις την πτήση σου;
Θα αναλάβει ο Ούγκο να συνοδεύσει την Τζιν ως το αεροδρόμιο
και να φροντίσει να επιβιβαστεί ασφαλής στο αεροπλάνο. Λοιπόν,
θα μείνεις; Μ έχρι να γυρίσω;»

Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Πώς μπορούσε να ακυρώσει

την πτήση που θα τη γυρνούσε στην αληθινή της ζωή, όταν δεν
είχε ανακαλύψει ακόμα ποιος ήταν ο λόγος που τον είχε κάνει να
της ζητήσει να παντρευτούν. Δε θα ήταν τρέλα να δεχτεί μια
πρόταση γάμου χωρίς να ξέρει τα κίνητρα που κρύβονταν πίσω
της;

Ο Τσέζαρε, σαν να διάβασε τις σκέψεις της, έδωσε μόνος του την
απάντηση.

«Αν δεν είσαι εδώ όταν γυρίσω, θα καταλάβω ότι αποφάσισες να


μη με παντρευτείς». Αγγιξε απαλά με τα ακροδάχτυλά του
τα μάγουλά της ενώ τα μάτια του την κοίταζαν τρυφερά. «Σ’
αυτή την περίπτωση, αν αποδειχτεί ότι είσαι έγκυος, θα ζητήσω
να έχω ίσα δικαιώματα μ’ εσένα στο μεγάλωμα του παιδιού
μας. Αλλά, σε παρακαλώ, περίμενέ με».

Έγειρε το κεφάλι και άγγιξε ανάλαφρα τα χείλη της με τα δικά του.


Στη συνέχεια την άφησε απότομα και άρχισε ν’ ανεβαίνει ξανά τις
σκάλες, αφήνοντας την Μ πιάνκα πίσω του να τον κοιτάζει
μπερδεμένη, μη ξέροντας πώς έπρεπε να φερθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Αισθήματα φόβου και αγωνίας ταλάνιζαν την Μ πιάνκα.

Επί δύο ολόκληρες ημέρες, παρά την ομορφιά της φύσης και την
υπέροχη γαλήνη του νησιού, αισθανόταν φοβερή νευρικότητα.
Δεν ήξερε τι να κάνει.

Για όλα έφταιγε εκείνο το καταραμένο το τηλεφώνημα! Το οποίο


αν είχε γίνει ένα τέταρτο αργότερα, τώρα θα ήξερε κι εκείνη
ακριβώς πού στεκόταν. Αν, δηλαδή, ο Τσέζαρε την έβλεπε μονάχα
σαν ένα υπάκουο κορμί που ήταν πρόθυμο να του χαρίσει όλα τα
παιδιά που ονειρευόταν να αποκτήσει, ή αν θεωρούσε την ίδια
σημαντική και απαραίτητη για τη ζωή του.

Αλλες φορές η πλάστιγγα έγερνε στην πρώτη εκδοχή και άλλες


στη δεύτερη.

Αν είχα προλάβει να τον ρωτήσω, άραγε θα μου έλεγε την


αλήθεια; αναρωτιόταν συχνά.

Φυσικά και θα το έκανε! έσπευδε να δώσει μόνη της την


απάντηση. Γιατί ο Τσέζαρε δε λέει ποτέ ψέματα.

Έσπρωξε πάνω στον πάγκο το μπολ με τη σαλάτα που έκοβε εδώ


και αρκετή ώρα και προσπάθησε να σκεφτεί τι θα συνέβαινε αν
διαπίστωνε ότι ήταν έγκυος και ταυτόχρονα ότι δεν ήθελε να
δεχτεί την πρόταση του Τσέζαρε.

Φυσικά θα μεγάλωναν το παιδί από κοινού, αναγνωρίζοντας ο


καθένας ίσα δικαιώματα στον άλλο. Εκτός αν...

Τι θα έκανε αν ο Τσέζαρε διεκδικούσε την αποκλειστική κηδεμονία


του παιδιού;

Και μόνο το ενδεχόμενο να προέκυπτε κάτι τέτοιο την έκανε


έξαλλη! Ασυναίσθητα έφερε το χέρι στην κοιλιά της. Για την

ώρα δεν μπορούσε να ξέρει τι της συνέβαινε. Θα έπρεπε να


περιμένει την περίοδό της και αν αυτή καθυστερούσε, να
έκανε ένα τεστ κυήσεως.

Το άσχημο ήταν ότι ούτε η προοπτική να μην ήταν έγκυος της


έδινε κάποια ανακούφιση, επειδή στην πραγματικότητα ήθελε πολύ
να αποκτήσει το παιδί του Τσέζαρε!

Μ ήπως αυτό σήμαινε ότι θα τον δεχόταν έτσι κι αλλιώς; Πώς θα


αντιδρούσε, όμως, εκείνος, αν του δήλωνε καθαρά ότι δεν είχε
καμία πρόθεση να εγκαταλείψει το μωρό της στα χέρια μιας ξένης
και πως είχε σκοπό να γίνει μαμά πλήρους απασχόλησης; Και ότι
ούτε στον ίδιο σκόπευε να εμπιστευτεί το παιδί της, επειδή της
έδινε την εντύπωση ότι θα το κακομάθαινε και δε θα του χαλούσε
χατίρι;

Πεπεισμένη ότι κινδύνευε να παραφρονήσει, βγήκε από το σπίτι.


Συνειδητοποιώντας ότι είχε να δει την Έλεν από την ημέρα που
είχε φύγει ο Τσέζαρε, κατευθύνθηκε προς τη βίλα. Θα φάω εκεί
μεσημεριανό, συλλογίστηκε. Έτσι θα δω τη μητέρα μου και
παρόΐλληλα θα εξηγήσω και στην Τζιν ότι δεν πρόκειται να
επιστρέφω στην Αγγλία μαζί της.

Το χρωστάς στον Τσέζαρε να μείνεις και να τον περιμένεις, της


επισήμανε μια φωνή μέσα της. Οφείλεις να ακούσεις τι έχει να σου
πει.

Το τραπέζι στη βεράντα ήταν στρωμένο στην εντέλεια, όπως


συνήθως.
Ο Μ άρκο της υπέδειξε να καθίσει σε ένα άδειο κάθισμα, ενώ η
Μ αρία έτρεξε στην κουζίνα για να της φέρει ένα σερβίτσιο.

«Τι έκπληξη!» Η Έλεν την υποδέχτηκε με έκδηλη οξύτητα. «Πού


ήσουν; Είναι δύο ημέρες τώρα που έφυγε ο κύριος Αντριότι!» Είδε
το στόμα της Μ πιάνκα να κρεμάει από την έκπληξη για την
επίθεση, αλλά δε σώπασε. Αντίθετα, συνέχισε απτόητη. «Δε
διεκδίκησα ούτε λεπτό από το χρόνο σου όσο ήταν εκείνος εδώ.
Ήξερα ότι εκείνος θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα παρέα, αλλά...
αλλά από τη στιγμή που έφυγε, περίμενα ότι θα θυμηθείς πως
υπάρχω κι εγώ».

«Συγνώμη».

Η Μ πιάνκα απηύθυνε στη μητέρα της ένα απολογητικό χαμόγελο


καθώς έπαιρνε το λόγο ο καθηγητής.

«Τα παιδιά μας μεγαλώνουν και διεκδικούν το δικαίωμα να

ζήσουν για τον εαυτό τους, Έλεν», είπε ο καθηγητής μαλακά. «Για
να γίνει, όμως, αυτό, πρέπει να τα σπρώξουμε κι εμείς οι ίδιοι σ’
αυτή την κατεύθυνση».

Άπλωσε προς το μέρος της Μ πιάνκα ένα πιάτο γεμάτο με σπαγγέτι


και σάλτσα από μανιτάρια, πριν συνεχίσει.

«Εγώ έχω χάσει τη γυναίκα μου εδώ και αρκετά χρόνια. Από τότε
τους γιους μου τους βλέπω σπάνια, γιατί είναι πολυάσχολοι. Ξέρω,
όμως, ότι αν τους χρειαζόμουν, θα έσπευδαν να βρεθούν στο
πλευρό μου».

Η Μ πιάνκα πρόσθεσε λίγη πράσινη σαλάτα στο πιάτο της και


κοίταξε την Έλεν. Αλλά εκείνη είχε καρφωμένα τα μάτια της
σκεφτική στον Μ άρκο Βακάρι και σώπαινε.

Ίσως και να μην έχει άδικο, τη δικαιολόγησε μέσα της η Μ πιάνκα.


Η αλήθεια είναι ότι για χρόνια ολόκληρα εγώ είμαι το μοναδικό
της στήριγμα στη ζωή. Ανέκαθεν περίμενε από μένα ψυχολογική
στήριξη, ενώ τελευταία κρέμεται και οικονομικά από πάνω μου,
αφού όλα τα δικά της χρήματα έχουν φαγωθεί...

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απορροφά η μητέρα της όλη την


ενέργειά της...

Αραγε θα μπορέσει να το διορθώσει αυτό ο καθηγητής;


αναρωτήθηκε με κρυφή λαχτάρα. Να βοηθήσει τη μητέρα μου να
καταλάβει πως πρέπει να στηριχτεί στις δυνάμεις της και να γίνει
μια αυτάρκης και ανεξάρτητη γυναίκα;

Αν δε συνέβαινε αυτό, τότε η ίδια θα αναγκαζόταν και πάλι να


ξαναπάρει τον παλιό της ρόλο και να συνεχίσει να αγωνίζεται για
να καλύπτει όλες τις ανασφάλειες της "Ελεν.

Την αγαπούσε πολύ και δεν άντεχε να την εγκαταλείψει.

Η οργή που την πλημμύρισε απότομα εναντίον του πατέρα της,


του ανθρώπου που ήταν υπεύθυνος γι' αυτή την κατάσταση,
ξεθύμανε στο άκουσμα της πρακτικής ερώτη-σης της Τζιν.

«Έφτιαξες τις βαλίτσες σου, μικρή μου;»

«'Οχι». Κατάπιε μια μπουκιά από το νόστιμο ζυμαρικό και


συνέχισε. «Δεν πρόκειται να φύγω. Αυτό ήρθα να σας πω.
Τα σχε'δια άλλαξαν. Θα μείνω εδώ μέχρι να γυρίσει ο Τσέζαρε
από τη Ρώμη. Ίσως και λίγο περισσότερο».

Στη συνέχεια περίμενε την έκρηξη της Έλεν, η οποία δεν άργησε
να εκδηλωθεί.

Η μητέρα της άφησε το πιρούνι της να πέσει με θόρυβο στο πιάτο.

«Δεν μπορείς να μείνεις!» Η φωνή της ήχησε δυνατή και


υστερική. «'Εχουν κανονιστεί όλα. Δε γίνεται να κάνεις πίσω.
Άλλωστε μου είπες ότι η σχέση σου μ' αυτό τον άντρα έχει
τελειώσει. Τότε γιατί συνεχίζεις να τον τριγυρνάς; Φυσικά δεν έχω
π'ποτα προσωπικό εναντίον του... και πως θα μπορούσα, ύστερα
από την τόση γενναιοδωρία που μας έχει δείξει, ωστόσο...» Η
'Ελεν αναστέναξε. «Ωστόσο, να ξέρεις, Μ πιάνκα, ότι στο τέλος θα
σε πληγώσει! Κοίταξε τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή! Το
σίγουρο είναι ότι σε παράτησε!» κατέληξε θριαμβευτικά ρίχνοντας
και το τελευταίο της χαρτί. «Από την άλλη», συνέχισε
αλλάζοντας ύφος, «αμέσως μόλις έκλεισες θέση στο αεροπλάνο,
τηλεφώνησα στη Στάζια Λίνλεϊ και την καθησύχασα ότι την
επόμενη εβδομάδα θα βρίσκεσαι στη θέση σου. Δεν έχεις ιδέα
πόσο ανακουφίστηκε! Δε γίνεται να την παρατήσεις! Εκτός κι αν
είσαι διατεθειμένη να παρατήσεις τη δουλειά σου μόνο και
μόνο επειδή ένας άντρας θέλει να παίζει μαζί σου!» Καθώς
πρόφερε τα τελευταία της λόγια έτρεμε ολόκληρη.

Βλέποντάς τη σ’ αυτή την κατάσταση, η Μ πιάνκα ένιωσε την


καρδιά της να βουλιάζει στο στήθος της. Δυστυχώς, η
Έλεν έβλεπε πάντα κίνδυνο όταν επρόκειτο για την ίδια και
τον Τσέζαρε. Ίσως επειδή έβλεπε τη δική της ιστορία να
επαναλαμβάνεται.

Αυτό ήταν παράλογο, φυσικά, αλλά αποτελούσε και μια σημαντική


αιτία της νεύρωσής της. Και η Μ πιάνκα, που είχε υποφέρει πολλές
φορές τα προηγούμενα χρόνια από τέτοιου είδους ξεσπάσματα, δεν
άντεχε να τη βλέπει να φτάνει σε τέτοιο σημείο παράκρουσης.

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το χέρι της Έλεν. «Ο Τσέζαρε δε


θα με πλήγωνε ποτέ επίτηδες», προσπάθησε να την καθησυχάσει.
«Ούτε και κανέναν άλλο. Γιατί δεν είναι τέτοιος άνθρωπος».

Καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια, ήταν σίγουρη πως δεν έλεγε


ψέματα. Ακόμα και με το θέμα της πρότασης που της είχε κάνει...
Μ πορεί να μην την αγαπούσε, αλλά της είχε μιλήσει με

ειλικρίνεια και εντιμότητα. Οττότε δεν μπορεί να ήταν το παιδί η


αιτία που της είχε ζητήσει να γίνει γυναίκα του.

Όχι, ο Τσέζαρε δεν ήταν σκληρός και απόινθρωπος. Είχε


προσπαθήσει μια φορά να φερθεί έτσι, αλλά το καλό που υπήρχε
μέσα του τον είχε εμποδίσει.

«Πίστεψέ με, δε θα έμενα εδώ αν πίστευα ότι προσπαθεί να με


κοροϊδέψει», είπε, με σκοπό να κατευνάσει την οργή της μητέρας
της.

Εκείνη, όμως, σηκώθηκε με φόρα, πετώντας με θόρυβο την


καρέκλα της στο πάτωμα.

«Πάψε, δε θέλω να ακούσω περισσότερα!» της δήλωσε επιτακτικά


και όρμησε προς το σπίτι.

«Άφησέ τη να φύγει. Είναι το καλύτερο». Ο Μ άρκο έπιασε την


Μ πιάνκα από το χέρι και τη σταμάτησε καθώς την είδε έτοιμη να
ακολουθήσει τη μητέρα της. «Ένα από τα πράγματα που πρέπει να
μάθει η Έλεν είναι ότι δε θα βρίσκεσαι πάντα δίπλα της για να
στεγνώνεις τα δάκρυά της και να πραγματοποιείς τις επιθυμίες
της».

Η Τζιν, που παρακολουθούσε σιωπηλή τη σκηνή, πήρε ένα φρούτο


από το γεμάτο μπολ και κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά.

«Και να σκεφτεί κανείς ότι πίστευα πως είχε βελτιωθεί!»


μουρμούρισε. «Το ότι δεν κάνει σαν τρελή για να πιει και το
ότι πήρε λίγο βάρος με έκαναν να πιστέψω...»

Ο Μ άρκο Βακάρι της χάρισε ένα από τα ήπια χαμόγελά του και
έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του. «Η αδερφή σου δεν είναι
αλκοολική», καθησύχασε την Τζιν. «Έπινε επειδή
ένιωθε δυστυχισμένη. Όταν δε θα νιώθει πια ανάγκη για
παρηγοριά, θα μπορεί άνετα να πίνει ένα δυο ποτήρια κρασί πότε
πότε σε κοινωνικές συναναστροφές όπως όλοι μας. Και αυτό θα
της είναι αρκετό. Αλλά σήμερα ήταν δύσκολη μέρα». Στύλωσε
τα ευγενικά μάτια του στην Μ πιάνκα. «Ήταν ουσιαστικά η πρώτη
μέρα που την έφερε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ζωής
της. Γι' αυτό δεν πρέπει να σε στενοχωρεί το ξέσπασμά της. Σιγά
σιγά κάνει πρόοδο, αλλά θα χρειαστεί καιρός για να θεραπευτεί
εντελώς».

Κάτι είναι κι αυτό, συλλογιζόταν λίγο αργότερα η Μ πιάνκα, καθώς


ακολουθούσε την Τζιν στις πολυθρόνες που υπήρχαν

αραδιασμένες μπροστά στη μαρμαρένια πισίνα, κάτω από τη σκιά


μιας τεράστιας πράσινης ομπρέλας.

Αλλά όταν αργότερα η Τζιν πήρε έναν υπνάκο, προκειμένου να


χωνέψει το σπαγγέτι και τη μεγάλη τάρτα μπανάνα που είχε
απολαύσει, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις αγωνιώδεις σκέψεις
που κατέκλυσαν το μυαλό της.

Πόσο χρόνο ακριβώς θεωρεί αναγκαίο ο Μ άρκο για τη βελτίωση


της Έλεν; αναρωτήθηκε νευρικά. Μ ήπως χειροτερέψει εκείνη
όταν μάθει ότι η πολύτιμη κόρη της αποφάσισε τελικά να
παντρευτεί τον Τσέζαρε Αντριότι;
Γιατί θα γινόταν γυναίκα του, το είχε πια αποφασίσει, για τον
απλούστατο λόγο ότι, ανεξάρτητα από το ποια ήταν τα δικά του
κίνητρα, τα δικά της ήταν τα σωστά. Τον αγαπούσε και ήξερε ότι η
ζωή της χωρίς αυτόν δε θα είχε κανένα νόημα.

Θα τον περιμένω στο νησί για να του το πω! είπε αποφασιστικά


στον εαυτό της.

***

«Εδώ είσαι... αχ, ευτυχώς!» Η Τζιν μπήκε ορμητική στο σπιτάκι


ακριβώς τη στιγμή που η Μ πιάνκα έφτιαχνε μια ομελέτα για να
φάει. «Όταν δεν εμφανίστηκες για τον καφέ, κατάλαβα ότι έπρεπε
να σε βρω, έστω κι αν χρειαζόταν να χτενίσω πόντο πόντο
ολόκληρο το νησί! Κι αυτή η ζέστη...» Η Τζιν έτριψε με το
παχουλό της χέρι το ιδρωμένο μέτωπό της. «Φταίνε κι αυτά τα
κιλά που φορτώθηκα εδώ! Τα φαγητά είναι πεντανόστιμα και όταν
κάθεσαι συνεχώς... Τέλος πάντων, ευτυχώς που φεύγω αύριο το
πρωί, διαφορετικά θα χόντραινα τόσο, που δε θα μπορούσα να
κινηθώ!»

Η Μ πιάνκα της χαμογέλασε με συμπάθεια και, αφού την έβαλε να


καθίσει σε μια καρέκλα, της σέρβιρε μια παγωμένη πορτοκαλάδα.

«Δεν ήρθα το πρωί επειδή δεν ήξερα αν θα ήταν σωστό», εξήγησε


στη θεία της. «Ήθελα να μιλήσω προηγουμένως στο τηλέφωνο με
τον καθηγητή, αλλά δεν ήξερα τον αριθμό
του».

Το μόνο τηλεφώνημα που είχε κάνει ήταν στη Στάζια Λίνλεϊ

για να την ενημερώσει ότι η μητέρα της είχε κάνει λάθος και πως
δεν επρόκειτο να επιστρέφει στη δουλειά τόσο σύντομα.

Φυσικά εκείνη δεν είχε δείξει καμία ευχαρίστηση μ’ αυτή τη


διευκρίνιση. Την Μ πιάνκα λίγο την πείραξε αυτό. Γιατί, αν ήθελε
να είναι ειλικρινής, όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Τσέζαρε είχε την
πρώτη θέση στη ζωή της. Εκείνος ήταν πάνω και από την καριέρα
της, πάνω απ’ όλα...

«Σκοπεύω να περάσω αργότερα από τη βίλα και ελπίζω να


μπορέσω να μιλήσω λίγη ώρα ιδιαιτέρως με τον καθηγητή. Εκτός
και αν...» Κοίταξε τη θεία της σκεφτική. «Ίσως θα μπορούσες εσύ
να του ζητήσεις να μου τηλεφωνήσει. Θα σου γράψω το νούμερο
του κινητού μου να του το δώσεις. Γιατί δε θέλω να κάνω κάποιο
λάθος, όπως χτες και να αναστατώσω περισσότερο την Έλεν».

«Και να ήθελες, δε θα μπορούσες», της δήλωσε η Τζιν, πίνοντας


το χυμό της με λαίμαργες γουλιές. «Εννοώ ότι είναι χάλια. Εγώ
προσωπικά δεν καταλαβαίνω τι στην ευχή θεραπεία είναι αυτή η
συμβουλευτική. Νομίζω ότι κανονικά θα έπρεπε να είχε μπει σε μια
κλινική και να παίρνει χάπια για να συνέλθει. Δεν μπορώ να πω
ότι εγκρίνω και τη δική σου σχέση μ’ αυτόν το νεαρό, διότι ξέρεις
καλά ότι είμαι παλαιών αρχών. Αλλά δε θα το παρατραβούσα ποτέ
τόσο το σκοινί, όπως κάνει τώρα η μητέρα σου!»
«Τι συμβαίνει;» Η Μ πιάνκα σωριάστηκε σε μια καρέκλα,
νιώθοντας τα πόδια της να κόβονται.

«Γι' αυτό ήρθα. Πρέπει να μάθεις τι έγινε. Ο Μ άρκο μου είπε ότι
μπορούσε να χειριστεί ο βιος την υπόθεση. Νομίζω μάλιστα πως
της έδωσε και ένα ηρεμιστικό χτες το βράδυ, αλλά... Εκείνος
προσπάθησε να με εμποδίσει, λέγοντας ότι έχεις δικαίωμα να
πάρεις τις δικές σου αποφάσεις. Η δική μου γνώμη, όμως, είναι ότι
έχεις κάθε δικαίωμα να ξέρεις».

«Τι πράγμα;» αναφώνησε απότομα η Μ πιάνκα, νιώθοντας το


στόμα της να ξεραίνεται.

«Η μητέρα σου λέει πως θα φύγει κι εκείνη μαζί μου αύριο από το
νησί, αν εσύ αποφασίσεις να παραμείνεις εδώ. Και πιστεύω ότι το
εννοεί. Νομίζω πως μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να την εμποδίσει
να πραγματοποιήσει την απειλή της. Και αυτός ο άνθρωπος είσαι
εσύ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ένιωθε το στόμα του στεγνό από τον πόνο, καθώς στεκόταν στο
λιμανάκι και περίμενε την επιστροφή του Μ πέλα Αλέγκρα. Η
έννοια του χρόνου είχε χαθεί απ’ το μυαλό του.

Και δεν ήταν η μόνη. Έτσι κι αλλιώς τα είχε χάσει όλα. Ήταν ένας
χαμένος άνθρωπος.
Η Μ πιάνκα δεν τον περίμενε να γυρίσει.

Της είχε πει ο ίδιος ότι, αν δεν την έβρισκε στο νησί όταν
γυρνούσε, θα καταλάβαινε ότι εκείνη είχε απορρίψει την πρότασή
του.

Κι έτσι έγινε. Η γυναίκα που είχε ανακαλύψει ότι την αγαπούσε


περισσότερο κι από τη ζωή του, τον είχε εγκαταλείψει, αφήνοντάς
τον έρμαιο μιας αγάπης αβάσταχτης και βασανιστικής.

Το στόμα του έκανε έναν κυνικό μορφασμό όταν θυμήθηκε με


πόση λαχτάρα είχε πηδήξει από το ελικόπτερο μόλις προσγειώθηκε
στο νησί.

Μ ια και είχε γυρίσει νωρίτερα απ’ ό,τι της είχε πει, περίμενε ότι θα
την έβρισκε εκεί. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως η όμορφη Μ πιάνκα
θα είχε ακυρώσει το εισιτήριό της και θα τον περίμενε, επειδή θα
είχε καταλάβει πόσο πολύτιμη ήταν γι’ αυτόν.

Αλλά ακόμα κι αν εξακολουθούσε να είναι διατακτική, ήταν


απόλυτα σίγουρος ότι θα κατάφερνε με την αγάπη του να
την πείσει για το πόσο ανίκανος ήταν να ζήσει μακριά της.

Όταν προσγειώθηκε, όμως, είδε μονάχα τον Μ άρκο, ο οποίος είχε


ακούσει το ελικόπτερο και, προφανώς, ήρθε να τον υποδεχτεί.

Μ έσα στην ανυπομονησία του να τρέξει κοντά στην Μ πιάν-κα,


δεν έδωσε μεγάλη προσοχή στον παλιό του φίλο. «Πώς πάνε τα
πράγματα;» τον ρώτησε μόνο και ετοιμάστηκε να τρέξει στο
πέτρινο σπιτάκι.

«Τώρα εντάξει, πάνε καλύτερα», του αποκρίθηκε ο Μ άρκο. Αυτή


η απάντηση τον έβαλε σε σκέψεις. Κατάλαβε αμέσως ότι κάτι είχε
πάει στραβά. Μ έσα στη ζαλάδα του μυαλού του, αναρωτήθηκε αν
ο σεφ είχε χαλάσει κάποιο φαγητό ή αν οι νεαρές υπηρέτριες είχαν
μαλώσει για τα μάτια του Ούγκο.

Αλλά δεν είχε καιρό να κουβεντιάσει με τον Μ άρκο γι’ αυτά τα


πράγματα. Αδημονούσε και δεν έβλεπε την ώρα να συναντήσει
την Μ πιάνκα.

«Η πτήση της Τζιν ξεκίνησε καλά;» ρώτησε βιαστικά και


ετοιμάστηκε να απομακρυνθεί.

«Ναι. Εκείνη και η Μ πιάνκα ταξιδεύουν ήδη για Λονδίνο», τον


είχε διαβεβαιώσει με ύφος αθώο ο Μ άρκο. «Μ ην ανησυχείς και ο
Ούγκο τις πήγε έγκαιρα στο Παλέρμο με το σκάφος», είχε σπεύσει
να τον καθησυχάσει βλέποντας το σαστισμένο ύφος του Τσέζαρε.
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να έχασαν την
πτήση...»

Ο Τσέζαρε τον άκουγε βουβός, νιώθοντας την ψυχή του να


σκίζεται και το μυαλό του να αδειάζει.

Ώστε είχε φύγει! Η Μ πιάνκα είχε εγκαταλείψει το νησί. Χωρίς να


τον περιμένει να γυρίσει.
Το μήνυμα ήταν τόσο ξεκάθαρο, που ένιωθε ότι δεν άντεχε να το
δεχτεί.

Στο μεταξύ ο Μ άρκο συνέχιζε να μιλάει. Κάτι έλεγε για κρίσεις και
αλλαγές διάθεσης, για σωστή πρόγνωση και για αποφυγή
επιδείνωσης μιας κατάστασης. Αλλά ο Τσέζαρε δεν καταλάβαινε
τίποτα.

Το μόνο που βρήκε τη δύναμη να κάνει ήταν να κατέβει στο


λιμανάκι και να περιμένει την επιστροφή του Μ πελά Αλέγκρα.

Έτρεφε την ελπίδα πως ίσως εκείνη είχε αφήσει στον Ούγκο
κάποιο σημείωμα για να του δώσει. Αλλά η ελπίδα πέθανε
μέσα του τόσο γρήγορα όσο γρήγορα είχε γεννηθεί. Η Μ πιάνκα
είχε πει με την αναχώρησή της όλα όσα ήθελε.

Δε θα υπάρχει κανένα σημείωμα, σκέφτηκε. Αλλά ίσως ο Ούγκο


να έχει να μου πει κάτι που παρατήρησε ο ίδιος. Έτσι

κι αλλιώς θα τον περιμένω για να με πάει με το ελικόπτερο πίσω


στο Παλέρμο. Εγώ δεν μπορώ να πιλοτάρω στην κατάσταση που
είμαι...

Είχε αποφασίσει ήδη τι θα έκανε στη συνέχεια. Θα κλειδωνόταν


στο σπίτι του, στους λόφους της Ρώμης, και θα έπινε αδιάκοπα
μέχρι που η μέθη να νικούσε τον πόνο του. Όταν συνερχόταν
κάπως, θα προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή του. Και να ξεχάσει...
***

Η Μ πιάνκα, από το σημείο που καθόταν πάνω στην πλώρη, είχε


τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα. Ανυπομονούσε να γυρίσει στο
νησί και να τρέξει στο σπιτάκι, για να σκίσει σε κομμάτια
το γράμμα που είχε αφήσει πίσω της για τον Τσέζαρε.

Ο Ούγκο μάταια προσπαθούσε να της πιάσει κουβέντα. Εκτός από


μερικά καταφατικά γνεψίματα και χαμόγελα, δεν του έδωσε
σημασία.

Μ άλλον θα με περνάει για τρελή, συλλογίστηκε.

Και με το δίκιο του. Τη μια στιγμή την έβλεπε δίπλα στην Τζιν, να
περιμένει στην ουρά για τον έλεγχο της πτήσης. Και την άλλη...

«Μ πορεί να κάνεις το σωστό, μπορεί και όχι», είχε σχολιάσει η


Τζιν κοιτάζοντάς τη σκεφτική. «Το μόνο που μπορώ να πω με
σιγουριά είναι ότι η απόφασή σου να έρθεις μαζί μου ηρέμησε
αμέσως τη μητέρα σου. Να σκεφτείς ότι το πρωί επέμεινε να φάμε
μαζί πρωινό. Ήταν κεφάτη σαν παιδί. Και δικαιολογημένα, δε
συμφωνείς; Εφόσον έγινε πάλι το δικό της».

Η Μ πιόίνκα την άκουγε χωρίς να μιλάει. Δεν αντιδρούσε καθόλου


σε ό,τι της έλεγε. Μ όνο που κάποια στιγμή σταμάτησε να
προχωράει δίπλα της ακολουθώντας την ουρά.

«Θα γυρίσω πίσω», είχε πει λακωνικά, απλώνοντας απαλά το χέρι


της στον ώμο της θείας της.

«Και η Έλεν;» την είχε ρωτήσει εκείνη μόλις ξεπέρασε το αρχικό


σοκ.

«Δεν ξέρω. Μ η με παρεξηγήσεις, Τζιν, την αγαπώ και τη


νοιάζομαι. Αλλά νοιάζομαι περισσότερο για τον Τσέζαρε.
Μ ου πρότεινε, ξέρεις, να με παντρευτεί. Πριν φύγει, μου ζήτησε
να τον περιμένω στο νησί. Κι εγώ έφυγα. Αλλά νιώθω ότι πρέπει

να ενδιαφερθώ για τη ζωή μου. Δεν μπορώ να την παραβλέπω


διαρκώς και να ασχολούμαι με τις νευρώσεις της 'Ελεν.
Θα στέκομαι πάντα δίπλα της, αλλά δεν μπορώ και ν’ αφήσω
για χάρη της τον άντρα που αγαπώ».

Ακόμα κι αν εκείνος δε σε αγαπάει; είχε ρωτήσει τότε πονηρά η


φωνή της λογικής.

Αλλά η Μ πιάνκα την αγνόησε. Αυτό που μετρούσε ήταν τα δικά


της αισθήματα για κείνον, τα οποία ήταν τόσο πλούσια, που
έφταναν και για τους δυο τους.

«Θα πάθει κρίση!» την είχε προειδοποιήσει η Τζιν, σε μια


απελπισμένη προσπάθεια να την κάνει να σκεφτεί λογικά.

«Μ πορεί. Αλλά ο Μ άρκο είναι δίπλα της και θα τη φροντίσει. Γι'


αυτό άλλωστε τον πληρώνει ο Τσέζαρε τόσο ακριβά!»
Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, αισθανόταν ένα μεγάλο βάρος να
φεύγει από τους ώμους της. Μ ε αποτέλεσμα τώρα, καθώς το
σκάφος πλησίαζε στο νησί, να νιώθει ανάλαφρη σαν πεταλούδα.

Το πρώτο πράγμα που θα κάνω μόλις γυρίσω στο σπιτάκι είναι να


σκίσω το γράμμα, σκεφτόταν καθώς έβλεπε το νησί να διαγράφεται
όλο και πιο καθαρά μπροστά της. Τα λόγια που του γράφω, είναι τα
λόγια μιας νικημένης. Μ ιας γυναίκας πρόθυμης να παραιτηθεί από
τη ζωή και την αγάπη, εξαιτίας των προβλημάτων της μητέρας της.

Αλλά ευτυχώς είχε συνέλθει όσο ήταν ακόμα καιρός! Και είχε
καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν το λάθος που ετοιμαζόταν να κάνει!

Για το γάμο δεν ανέφερε λέξη στο γράμμα. Αν και ο Τσέζαρε δεν
έκανε καμία κουβέντα, ήταν αποφασισμένη ν' αφήσει την πρότασή
του να ξεχαστεί και να συνεχίσουν όπως ήταν και πριν...

Καθώς περνούσαν από το μυαλό της αυτές οι σκέψεις, κοιτούσε


αδιάκοπα στον ουρανό, σαν να γύρευε κάτι. Και ήξερε τι
λαχταρούσε να δει. Το ελικόπτερο που θα έφερνε τον Τσέζαρε...

Ώσπου τον είδε! Κατάλαβε αμέσως πως ήταν εκείνος και ας μην
τον διέκρινε καθαρά! Στεκόταν στον όρμο και κοιτούσε προς το
μέρος του Μ πελά Αλέγκρα. Μ ε ύφος περίεργο...

Ήρθε πρώτος! συλλογίστηκε γεμάτη έξαψη. Και τώρα νομί-

ζει ότι έχω φύγει. Αλλά γιατί περιμένει στο λιμάνι; Μ ήπως για να
ζητήσει από τον Ούγκο να τον πάει αμέσως στο Παλέρμο με το
σκάφος ώστε να πάρει την πρώτη πτήση για το Λονδίνο; Αλλά
γιατί; Για να βεβαιωθεί αν είμαι έγκυος ή όχι;

Ήταν παράλογο αυτό που σκεφτόταν. Γιατί, αν ήθελε κάτι τέτοιο ο


Τσέζαρε, μπορούσε να είχε φύγει ήδη από το νησί με το ελικόπτερο
που πιλοτάριζε τόσο επιδέξια...

Μ όλις το Μ πέλαΑλέγκρα αγκυροβόλησε στο λιμάνι, μπόρεσε να


δει καθαρά το πρόσωπό του.

Ήταν ανέκφραστο σαν πέτρα.

Θα τον κάνω ν’ αλλάξει! ορκίστηκε σιωπηλά. Τώρα θα γίνουν όλα


από την αρχή. Και όλα σωστά.

Ξέροντας ότι αυτό δεν το χρωστούσε μονάχα στον Τσέζαρε αλλά


και στον εαυτό της, άνοιξε την αγκαλιά της και, πηδώντας από το
σκάφος, έτρεξε καταπάνω του με την αγκαλιά ανοιχτή.

«Κάρα μία!»

Ο Τσέζαρε την είχε δει εδώ και ώρα. Αλλά δεν τολμούσε να
ελπίσει το παραμικρό. Περίμενε μονάχα ν’ ακούσει τι είχε
κατά νου να του πει. Ώσπου την είδε να ανοίγει την αγκαλιά της...

Χίμηξαν ο ένας πάνω στον άλλο. «Μ ου είπαν ότι γύριζες στην


Αγγλία», της ομολόγησε ανάμεσα στα πυρετικά, αχόρταγα φιλιά
τους. «Ξαφνιάστηκα τόσο που σε είδα ώστε δεν ήθελα να πιστέψω
ότι είχες γυρίσει στ' αλήθεια. Ήμουν σίγουρος ότι σε είχα χάσει».
Τα μάτια του άστραψαν ξαφνικά. «Θα με παντρευτείς, λοιπόν». Το
στόμα του σφράγισε για άλλη μια φορά το δικό της όλο πάθος. «Το
ήξερα πως θα δεχόσουν!»

«Τι μετριοφροσύνη!» σχολίασε τάχα πειραχτικά η Μ πιάνκα για να


κρύψει τη συγκίνησή της.

Του έδωσε μια μαλακή γροθιά στο πιγούνι και τότε εκείνος
χαμογέλασε και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. «Ξέ-χασα
ότι είχαμε και μάρτυρες» ψιθύρισε στ’ αυτί της, ρίχνοντας μια
ματιά προς το μέρος του Ούγκο που χαμογελούσε πλατιά. «Όταν
είσαι μαζί μου, ξεχνάω τα πάντα!»

Τώρα θα μάθουν όλοι στη βίλα τα νέα, συλλογίστηκε η Μ πιάνκα.


Και μαζί με όλους τους άλλους και η μητέρα μου. Σίγουρα θα πάθει
υστερία όταν ακούσει ότι δέχτηκα να παντρευτώ τον Τσέζαρε...

Αλλά αυτό είναι πρόβλημα του Μ άρκο και όχι δικό σου, της είπε η
φωνή της λογικής, που δεν της έκανε αντίπραξη πια. Έτσι αφέθηκε
στο μπράτσο του Τσέζαρε, ο οποίος, κρατώντας τη σφιχτά από τη
μέση, την οδηγούσε προσεκτικά προς το μονοπάτι.

«Κόντεψα να τρελαθώ όταν γύρισα και δε σε βρήκα», της


εκμυστηρεύτηκε ανυπόμονα εκείνος. «Πίστεψα ότι είχες
αποφασίσει πως δεν ήθελες να με παντρευτείς. Αλλά εσύ
συνοδέυσες μόνο τη θεία σου ως το αεροδρόμιο, έτσι δεν είναι;»
«Όχι». Σταμάτησε στη μέση του μονοπατιού και, γυρνώ-ντας προς
το μέρος του, τον ανάγκασε κι εκείνον να σταματήσει, επειδή
έκρινε ότι μονάχα η αλήθεια είχε πια θέση μεταξύ τους. «Έφευγα,
Τσέζαρε. Όταν είπα χτες στην Έλεν ότι θα σε περίμενα να
γυρίσεις, έπαθε μια τρομερή κρίση. Όλη η πρόοδος που είχε κάνει
από τότε που ήρθε στο νησί, πήγε χαμένη». Ανασήκωσε τους
ώμους της με φανερή απόγνωση. «Τι μπορούσα, λοιπόν, να κάνω;
Μ ου ήταν αδύνατον να μη βοηθήσω να αξιοποιηθεί η μοναδική
περίπτωση που υπήρχε να γίνει καλά...»

«Αλλά γύρισες...» μουρμούρισε με φωνή απαλή ο Τσέζαρε. Μ ήπως


αυτό σήμαινε ότι νοιαζόταν αληθινά για κείνον; Ότι ίσως κάποτε
ακόμα και να τον αγαπούσε;

Αυτό θα το δείξει ο χρόνος, είπε μέσα του. Κι εγώ δεν πρόκειται


να σπρώξω τα πράγματα. Θα τα αφήσω να κυλήσουν ήρεμα. Το
μόνο που έχει σημασία για την ώρα είναι να περνάμε καλά μαζί.
Και να μοιραζόμαστε το γέλιο και την τρυφερότητα.

Στη μέση του μονοπατιού τής ζήτησε να παραβγούν μέχρι το


σπιτάκι.

«Όποιος χάσει, θα έχει την υποχρέωση να ξελογιάσει τον άλλο,


μόλις φτάσουμε στο σπίτι», της είπε με φωνή βραχνή, γεμάτη
υπονοούμενα.

Η Μ πιάνκα έκανε ό,τι μπορούσε. Αλλά φυσικά έμεινε πολύ πιο


πίσω από εκείνον. Μ έχρι που ο Τσέζαρε σταμάτησε και την
περίμενε.

«Δε χρειάζεται, προσπαθώ απλώς να εξασφαλίσω την ποινή του


ηττημένου!» του δήλωσε με ανάλαφρη φωνή μόλις πήγε κοντά
του.

Ο Τσέζαρε ξέσπασε σε δυνατά γέλια και τη σήκωσε σαν πούπουλο


στα δυο του χέρια.

Την πήγε αγκαλιά μέχρι το σπιτάκι. Μ όνο όταν δρασκέλισε το


κατώφλι την άφησε να πατήσει ξανά στα πόδια της. Καθώς εκείνη
γλιστρούσε μαλακά στο κορμί του, έσκυψε πάνω της και σφράγισε
λαίμαργα τα χείλη της.

«Θα παντρευτούμε αμέσως μόλις κανονιστούν οι διαδικασίες»,


ψιθύρισε με τα χείλη του κολλημένα στα δικά της. «Και αύριο θα
πάω να δω την Έλεν. Σκοπεύω να της δώσω να καταλάβει ότι δεν
είμαι σαν τον πατέρα σου και ότι δεν πρόκειται ποτέ να σε
πληγώσω».

«Ευχαριστώ», του είπε πνιχτά, νιώθοντας τα μάτια της να


βουρκώνουν.

Εκείνη τη στιγμή ο Τσέζαρε είδε το γράμμα.

«Είναι για μένα;» τη ρώτησε. «Και γράφει κάτι άλλο εκτός από
τους λόγους που σε έκαναν να φύγεις;» επέμεινε μόλις την είδε να
του γνέφει καταφατικά. «Τότε δεν το χρειάζομαι», της δήλωσε και
το έσκισε σε δυο κομμάτια. «Μ ου φτάνει ότι είσαι κοντά μου».

Βλέποντάς τον η Μ πιάνκα να πετάει στα σκουπίδια τα κομμάτια,


αποφάσισε πως ήταν καιρός να του μιλήσει καθαρά γι’ αυτό που
είχε στην ψυχή της.

«Τσέζαρε, θυμάσαι ότι σκόπευα να σε ρωτήσω κάτι όταν χτύπησε


το κινητό σου και έφυγες;» του είπε αποφασισμένη να τα
ξεκαθαρίσει όλα μεταξύ τους. «Αυτό που ήθελα να μάθω ήταν...»
Ξερόβηξε και έβρεξε τα χείλη με τη γλώσσα της για να πάρει
κουράγιο. «Μ ήπως με ζήτησες σε γάμο επειδή σκέφτη-κες ότι θα
μπορούσα να είμαι έγκυος;»

Η έκπληξη που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Τσέζαρε ήταν


απόλυτα ειλικρινής. Όταν συνήλθε, τα αισθησιακά του χείλη
μισάνοιξαν σ’ ένα χαμόγελο. «Αν το καλοσκεφτείς», άρχισε να λέει
παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, «σου ζήτησα να
παντρευτούμε όταν ήμαστε ακόμη στο Λονδίνο, τότε που δεν
υπήρχε καμία περίπτωση εγκυμοσύνης. Για δεύτερη φορά σού το
ζήτησα όταν έφυγα από εδώ και σε άφησα πίσω. Βλέπεις,
κατόιλαβα πως σε αγαπούσα και πως ήθελα να ζήσω μαζί σου όλη
την υπόλοιπη ζωή μου. Την πιθανότητα να είσαι έγκυος τη
σκέφτηκα μόνο το πρωί που

παρατήρησα ότι δεν μπορούσες να κατεβάσεις μπουκιά. Ήσουν


τόσο χλομή, που υποψιάστηκα πως... πως ίσως και να είχαμε
μωρό. Ε, δε σου κρύβω ότι...»
Αλλά η Μ πιάνκα είχε πάψει να τον ακούει εδώ και ώρα. Αφού
ξεπέρασε το πρώτο σοκ, του χαμογέλασε και σφίχτηκε πάνω του.

«Ξαναπές το», τον παρακάλεσε.

«Ποιο πράγμα; Ότι ήμουν πρόθυμος να χρησιμοποιήσω ακόμα και


το παιδί μας για να σε πείσω να με παντρευτείς; Εντάξει, το
παραδέχομαι και...»

«Όχι, όχι αυτό!» Τον ταρακούνησε με τα λεπτά της χέρια. «Το


άλλο... Εκείνο που... Είπες στ’ αλήθεια πως με αγαπούσες;»

Το πρόσωπο του Τσέζαρε σοβάρεψε απότομα. «Συγνώμη, κάρα,


απλώς μου ξέφυγε. Ήλπιζα ότι δε θα το πρόσεχες και... Δεν έχει
νόημα πια να σου το κρύβω. Ε, ναι, λοιπόν, ήλπιζα ότι σιγά σιγά,
όταν θα διαπίστωνες πόσο ταιριαστός θα ήταν ο γάμος μας, θα μου
έκανες τη χάρη να με αφήσεις να σε μάθω να με αγαπάς. Γιατί εγώ
φυσικά και σ’ αγαπώ!» ξέσπασε ξαφνικά, τινάζοντας ψηλά το
περήφανο κεοράλι του. «Για ποιον άλλο λόγο φαντάζεσαι πως θα
τα έκανα όλα αυτά;»

«Αχ, Τσέζαρε!» Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του,


έγειρε το κεφάλι στο στήθος του και άφησε τα δάκρυά της να
τρέξουν ελεύθερα, ώσπου εκείνος έπιασε απαλά το πιγούνι της και
προσπάθησε να την απομακρύνει.

«Τι ακριβώς προσπαθείς να μου πεις, κάρα;»


«Ότι θα έπρεπε να μου το είχες πει, φυσικά! Τι άλλο;» Τον έπιασε
σφιχτά από τα μπράτσα και προσπάθησε να τον τραντάξει. Αλλά
δεν κατάφερε τίποτα... «Γιατί φαντάζεσαι ότι αποφάσισα να δώσω
τέλος στην ιστορία μας; Επειδή ανακάλυψα ότι σε είχα ερωτευτεί
τρελά. Επειδή αυτή η άγρια αγάπη που ένιωθα για σένα με
παρέσυρε όλο και πιο βαθιά. Κι εσύ δεν ήθελες αισθήματα,
δεσμεύσεις...»

«Τώρα τα θέλω όλα, κάρα μία», τη διαβεβαίωσε με βραχνή φωνή


μόλις κατάφερε να αφομοιώσει ακριβώς το νόημα που είχαν τα
λόγια της. «Το μόνο που ζητάω είναι να αγαπιόμαστε για πάντα».
Έσπρωξε απαλά τα μαλλιά από το πρόσωπό της

και ακούμπησε τα χείλη του στο αυτί της. «Αλλά μήπως τώρα ήρθε
η ώρα να εκτελέσει ο ηττημένος την ποινή του;»

Η Μ πιάνκα δεν του απάντησε. Κούνησε μονάχα το κεφάλι


καταφατικά και σφίχτηκε πάνω του καθώς ο Τσέζαρε
την παρέσυρε προς τις σκάλες.

«Μ α τι κάνεις;» διαμαρτυρήθηκε, βλέποντάς τον να παίρνει μαζί


του το κινητό του.

Εκείνος της χάρισε τότε το πιο φωτεινό χαμόγελό του.

«Θέλω να ζητήσω από τη Μ αρία να μας στείλει μια σαμπάνια.


Γιατί έχουμε πολλά να γιορτάσουμε».
Απλωσε το χέρι στο πουκάμισό της και βάλθηκε να ξεκουμπώνει
αργά τα κουμπιά. «Τι λες, αρχίζουμε;»

Η Μ πιάνκα δεν του απάντησε. Κόλλησε μονάχα τα χείλη της στα


δικά του και αναστέναξε βαθιά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έντεκα μήνες αργότερα...

Το απτίτι μοσχοβολούσε οστό το διακριτικό άρωμα που σκόρπιζαν


οι νάρκισσοι, ενώ από τα ψηλά παράθυρα φαινόταν η εξοχή,
πανέμορφη και φανταστική.

Η Μ πιάνκα δεν είχε μετανιώσει διόλου με την απόφαση που είχε


πάρει να φτιάξουν το σπιτικό τους στην εξοχή της Αγγλίας. Ένιωθε
υπέροχα εκεί. Παίρνοντας μια βαθιά, ευτυχισμένη ανάσα, έσφιξε
απαλά το μικροσκοπικό πλασματάκι που κρατούσε στην αγκαλιά
της.

Η Φλάβια Αλέγκρα Αντριότι ήταν μόλις δύο μηνών και σήμερα


ήταν η βάφτισή της. Ήταν απίστευτα όμορφη. Είχε τα μαύρα μάτια
του πατέρα της και τα σκούρα μαλλιά του.

Η ευτυχία της Μ πιάνκα ολοκληρώθηκε όταν ο άντρας της,


γοητευτικός και κομψός μέσα στο σκούρο καλοραμμένο κοστούμι
του, την πλησίασε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της.
«Η κυρία Χάμοντ συνοδεύει έξω τους τελευταίους καλεσμένους»,
την ενημέρωσε.

Ο Τσέζαρε είχε επιμείνει μέχρι τέλους να υπάρχει βοήθεια στο


σπίτι και η κυρία Χάμοντ είχε αποδειχτεί σωστός θησαυρός. Έτσι η
Μ πιάνκα μπορούσε να της εμπιστεύεται με άνεση το ακριβό της
κοριτσάκι και να ασχολείται και με τις ανάγκες του άντρα της, ο
οποίος δεν άντεχε να στερείται για πολύ την παρουσία της...

Τα χέρια του Τσέζαρε γλίστρησαν κάτω από το σακάκι του

όμορφου κόκκινου ταγέρ της και η Μ πιάνκα αισθάνθηκε μονομιάς


την ανάσα της να κόβεται.

Το γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη


του Τσέζαρε τη γέμισε ευτυχία. Αγγίζοντας ελαφρά το ρουμπινένιο
περιδέραιο που της είχε χαρίσει εκείνος για τη βάφτιση της κόρης
τους, αισθάνθηκε το κορμί της να ανταπο-κρίνεται αυθόρμητα στο
χάδι του άντρα της.

Αλλά τότε ο Τσέζαρε τραβήχτηκε από κοντά της με ύφος


απρόθυμο.

«Ίσως θα ’πρεπε να κρατήσεις για το δείπνο τον Μ άρκο και την


Έλεν», της είπε σιγανά. «Αλλά σε προειδοποιώ, αγάπη της ζωής
μου, μην τους ενθαρρύνεις να μείνουν και πολύ. Έχω σχέδια
απόψε για μας».
Ακούγοντάς τον, η Μ πιάνκα ένιωσε την καρδιά της να φτε-
ρουγίζει. Ναι, ήταν πράγματι η αγάπη της ζωής του, όπως ήταν κι
εκείνος η αγάπη της δικής της ζωής. Ακούμπησε απαλά τα δάχτυλά
της στα χείλη του Τσέζαρε και κοίταξε προς το μέρος της μητέρας
της και του Μ άρκο που κάθονταν στην άλλη άκρη της μεγάλης
κάμαρας, μπροστά στο τζάκι.

Είναι απίστευτο το πόσο άλλαξε η μητέρα, συλλογίστηκε. Πήρε


βάρος, άφησε τα μαλλιά της στο φυσικό τους καστανόξανθο χρώμα
και έχει αποκτήσει μια έκφραση σοβαρή και νηφάλια.

«Κάτι μου λέει ότι αυτοί οι δύο θα μας ανακοινώσουν σύντομα


κάποιο νέο», ψιθύρισε ήρεμα ο Τσέζαρε. «Ο Μ άρκο την κοιτάζει
εκστασιασμένος και η Έλεν θαυμάζει αδιάκοπα το τεράστιο
διαμάντι που φοράει στο δάχτυλό της. Μ ου κάνει εντύπωση πώς
δεν το πρόσεξες».

Η Μ πιάνκα αφέθηκε χαλαρή μέσα στα χέρια του. «Πώς να


μπορέσω, αφού δεν έχω μάτια παρά μόνο για σένα;» του είπε με
πειραχτική διάθεση καθώς κατευθύνονταν αργά προς το μέρος που
καθόταν το ζευγάρι. «Αλλά νομίζω πως...» συνέχισε χαμηλόφωνα
«...αν είναι αρραβωνιασμένοι, όπως λες, θα προτιμούν να
απολαύσουν τη μοναξιά τους. Γι' αυτό θα έλεγα πως μια και
υπάρχει αυτό το καταπληκτικό εστιατόριο στο διπλανό χωριό...»

«Μ πράβο το κορίτσι μου!» ψιθύρισε στ’ αυτί της ο Τσέζαρε,


βάζοντας το χέρι του στο γλουτό της. «Είμαι σίγουρος ότι θα
δείξουν κατανόηση αν τους εξηγήσουμε ότι δε βλέπουμε την ώρα
να βρεθούμε στην κρεβατοκάμαρά μας!»

Είναι ακαταμάχητος! συλλογίστηκε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο η


Μ πιάνκα. Μ οναδικός! Και είναι ολόκληρη η ζωή μου.

Χαμογελώντας πάντα, πλησίασε τους τελευταίους επισκέπτες της,


οι οποίοι σιγομιλούσαν τρυφερά μεταξύ τους.

You might also like