Professional Documents
Culture Documents
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Ιπποκράτους 57, 106 80 Αθήνα Τηλ.: 210. 3609 438 - 210. 3629
723
Τίτλος πρωτοτύπου:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Λοιπόν, αγάπες μου, τα μάθατε; Ο Χένρι Κροφτ χώρισε την
τρίτη του σύζυγο και ετοιμάζεται να ξαναγίνει γαμπρός!»
Και έτσι την είχε πείσει. Επειδή, για άλλη μια φορά, όπως
διαπίστωνε, είχε σταθεί αδύνατον να του αρνηθεί.
Νιώσαμε μια δύναμη να μας σπρώχνει τον έναν στον άλλο από
την πρώτη στιγμή που κοιταχτήκαμε, συλλογίστηκε, αγνοώντας τα
τρυφερά πειράγματα που είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν η
Κλόντια και ο άντρας της. Υπέκυψα σ’ αυτή τη δύναμη... παρ’ όλο
που ήξερα ότι έκανα κάτι επικίνδυνο, το οποίο δε θα με οδηγούσε
πουθενά. Ως τότε το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η καριέρα μου.
Αυτή με γέμιζε τόσο, που δε μου άφηνε ποτέ το χρόνο να
ονειρευτώ ένα γάμο, μια οικογένεια, παιδιά... Ίσως επειδή ήξερα
ότι δε θα κατάφερνα ποτέ να τα συνδυάσω με τις ατέλειωτες ώρες
δουλειάς... αλλά και με τις προσωπικές υποχρεώσεις που έχω.
Από την άλλη... Πόσες φορές είχε επαναλάβει στον εαυτό της ότι
ο Τσέζαρε Αντριότι ήταν από τους άντρες που κατά βάθος
περιφρονούσε; Αμέτρητες. Και δικαιολογημένα. Εκείνος, όντας
πλούσιος πέρα από κάθε φαντασία, απαράδεκτα όμορφος, με όλη
τη γοητεία του Λατίνου εραστή συγκεντρωμένη στο πρόσωπό του,
αλλά και μ’ ένα αδιόρατο ύφος υπεροψίας στη γοητευτική έκφρασή
του που ξετρέλαινε τις γυναίκες, αποτελούσε χαρακτηριστικό
δείγμα του άντρα που μπορούσε να έχει τα πάντα. Μ εταξύ όλων
των άλλων... και ερωμένες. Τις οποίες θεωρούσε ότι είχε κάθε
δικαίωμα να γεμίζει με δώρα, αλλά και να τις ξαποστέλνει όποτε
του άρεσε. Μ ε στυλ φυσικά και κομψότητα. Όπως του άξιζε.
Γι' αυτό στην αρχή η ίδια είχε βάλει τα δυνατά της να τον κρατήσει
σε απόσταση. Τουλάχιστον αυτό είχε υποσχεθεί στον εαυτό της.
Αλλά ένα μήνα μετά την πρώτη γνωριμία τους, τον ακολούθησε
στο κρεβάτι. Επειδή απλούστατα της ήταν αδύνατον να
συγκρατηθεί. Εκείνος είχε καταφέρει να ανατρέψει όλες τις
αντιρρήσεις της. Ηθικές, πρακτικές και λογικές.
Αλλωστε ήταν θέματα που δεν την αφορούσαν. Γιατί η δική της
παρουσία δε συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτή την οικογενειακή
συγκέντρωση. Μ ε την αδερφή και το γαμπρό του Τσέζαρε είχε ήδη
συναντηθεί σε μια δυο κοινωνικές εκδηλώ-
Αλλά όχι τώρα πια. Γιατί στο μεταξύ η κατάσταση ανάμεσά τους
είχε αλλάξει. Επειδή ο Τσέζαρε είχε αρχίσει να της
ζητάει πράγματα που η ίδια δεν τολμούσε να του δώσει.
Δεν έγειρε προς το μέρος του. Παρέμεινε ευθυτενής, παρ' όλο που
ο σέξι τόνος της φωνής του τη γέμισε λαχτάρα και η πίεση των
χεριών του έκανε τη σάρκα της να πάρει φωτιά. Το μόνο που
ήθελε ήταν να χωθεί στην αγκαλιά του, να πάρει στα χέρια της το
όμορφο, περήφανο κεφάλι του, να γλιστρήσει τα δάχτυλά της μέσα
στα πλούσια μαύρα μαλλιά του και να παραδοθεί στο πάθος του
φιλιού του.
Αυτός ο έρωτας που την είχε κατακλύσει γινόταν όλο και πιο
καταστροφικός. Μ όνο που δεν μπορούσε να του το πει. Σε καμία
περίπτωση.
Ήταν η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό. Το πιγούνι του
σκλήρυνε και αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλο του
τον αυτοέλεγχο για να μην τρίξει τα δόντια από τη μεγάλη
του αγανάκτηση.
ttto τα μάτια του και υστέρα τα άνοιξε ξανά. Το πρώτο πράγμα που
αντίκρισε ήταν το πρόσωπό της. Όμορφο. Ελαφρά εξωτικό. Μ ε
δέρμα κατάλευκο και δυο υπεροχα κεχριμπαρένια μάτια που
έλαμπαν σαν πολύτιμες πέτρες κάτω από τις πυκνές, μαύρες
βλεφαρίδες. Εκείνο, όμως, που τον τρέλαινε κυρίως ήταν το στόμα
της. Αισθησιακό, ερωτικό, πλούσιο και γεμάτο χυμούς. Θα
μπορούσε να σκοτώσει γι’ αυτό το στόμα κι αυτό το αγαλματένιο
ψηλόλιγνο κορμί, που απόψε κρυβόταν κάτω από τα μεταξωτά
ρούχα.
'Επειτα από μια σχέση έξι μηνών, εξακολουθούσε να ξέρει για την
Μ πιάνκα τα λίγα που είχε μάθει την ημέρα που
γνωρίστηκαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Να τον παντρευτεί!
Αλλά τότε... Τι σκοπό είχε αυτή η πρόταση γάμου που της έκανε
τόσο αναπάντεχα;
Καθώς πλήρωνε τον οδηγό, το μυαλό της ταξίδευε στη θεία Τζιν
που είχε έρθει για να συμπαρασταθεί στην αδερφή της.
Και να δώσει ένα οριστικό τέλος στη σχέση της με τον Τσέζαρε.
Και να ’ταν μόνο αυτό... Χωρίς την υπόσχεση της θείας Τζιν πως
θα πρόσεχε τη μικρή της αδερφή, η Μ πιάνκα θα
ήταν υποχρεωμένη να τηλεφωνήσει στην προϊσταμένη της, τη
Στά-
βαθιά μέσα της την απόγνωση, τον πόνο και την απελπισία. Γιατί
μόλις πριν από δύο εβδομάδες η μητέρα της είχε βρεθεί στο
νοσοκομείο, στα πρόθυρα του θανάτου. Επειδή «είχε ξεχάσει» —
όπως δικαιολογήθηκε η ίδια η Έλεν αργότερα— ότι είχε πιει τόσο
αλκοόλ, που θα ήταν καθαρή τρέλα να πάρει όλα αυτά τα
ηρεμιστικά που κατάπιε στη συνέχεια με σκοπό να κοιμηθεί.
«Ναι, αλλά το πρόγραμμα που μας σύστησες είχε τα χάλια του και
η Τζιν αποφάσισε να ανέβει για ύπνο», δικαιολογήθηκε αμέσως η
Έλεν, ξεχνώντας προς στιγμήν την προσβολή που της έκανε ο
νεαρός. «Αλλωστε, ξέρεις τώρα, αγάπη μου. Η Τζιν είναι καλή,
αλλά βαρετή μέχρι θανάτου. Τα μόνα που έχει να κουβεντιάσει
κανείς μαζί της αφορούν το πλέξιμο και τη μαγειρική. Ασε που
επιμένει να με μεταχειρίζεται σαν μωρό! Αχ,
αγάπη μου, ξέρω πως θέλεις το καλό μου, αλλά δεν άντεχα να
μείνω μέσα. Ήθελα απεγνωσμένα ένα ποτό και, μια και σ’ αυτό το
σπίτι δεν υπάρχει ούτε σταγόνα, σκέφτηκα να βγω μια μικρή
βόλτα».
***
Η αλήθεια ήταν ότι είχε νιώσει το αίμα του να κοχλάζει για την
Μ πιάνκα ΤζεΊ από την πρώτη κιόλας στιγμή που την αντίκρισε.
Εκείνη αντιστάθηκε αρκετά στις πιέσεις του, αλλά στο τέλος
υποχώρησε. Στη συνέχεια ωστόσο αυτή η περιπέτεια, που στην
αρχή του είχε φανεί απλή και συνηθισμένη, αποδείχτηκε κάπως
περίπλοκη.
***
«Βλέπεις, μία εβδομάδα πριν η Έλεν είχε πάθει μία από τις κρίσεις
της... Δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Η ουσία είναι ότι είχε αρχίσει να
πίνει και ξαφνικά, δηλώνοντας ότι ήμουν πια αρκετά μεγάλη για να
μάθω την αλήθεια, άρχισε να μου μιλάει για κείνον. Έτσι έμαθα ότι
ήταν μόλις είκοσι ενός χρονών όταν τον παντρεύτηκε. Από τρελό
έρωτα, τουλάχιστον από την πλευρά της. Εκείνος, όμως, έπειτα
από δύο χρόνια ανείπωτης ευτυ-
»Έφτασα εκεί μ' ένα ταξί, στο οποίο με είχε βάλει η μητέρα μου.
Επέστρεψα ύστερα από λίγες ώρες εδώ με ένα άλλο ταξί, στο
οποίο με είχε βάλει εκείνος, αφού πρώτα του δήλωσα πως δεν
ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Και μάλιστα μπροστά στη
νιόπαντρη σύζυγό του, η οποία δε θα πρέπει να με περνούσε πάνω
από εφτά οχτώ χρόνια. Από τότε δεν τον συνάντησα ποτέ ξανά».
Γι’ αυτό και αισθάνθηκα τέτοιο σοκ όταν άκουσα τον Τσέ-ζαρε να
μου προτείνει γάμο, θέλησε να προσθέσει, μα συγκρατήθηκε. Γιατί
θεώρησε πως αρκετά είχε ήδη ξεστομίσει μπροστά σε μια τόσο
αξιοπρεπή και συντηρητική ηλικιωμένη γυναίκα σαν την Τζιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Την είχε στο χέρι!
Όχι, δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί της. Δεν είχε τελειώσει με την
Μ πιάνκα ΤζεΊ. Οι πληροφορίες που είχε εξασφαλίσει του
επιβεβαίωναν ότι είχε τη δυνατότητα να δώσει εκείνος το οριστικό
τέλος στη σχέση τους. Όποτε έκρινε ο ίδιος πως το ήθελε. Και με
τους δικούς του όρους. Όπως του υπαγόρευε η μεσογειακή
περηφάνια του.
Για την ώρα θα της έδινε να καταλάβει ότι καμία γυναίκα δεν είχε
το δικαίωμα να φέρεται στον Τσέζαρε Αντριότι με
τέτοια περιφρόνηση! Της το χρωστούσε αυτό το μάθημα!
Την επόμενη στιγμή στο μικρό άνοιγμα που άφησε η πόρτα φάνηκε
μια λεπτοκαμωμένη, αριστοκρατική μύτη και το πιο ερωτικό στόμα
που είχε αντικρίσει ποτέ εκείνος.
'Ενιωσε απαίσια που την έβλεπε έτσι. Αν και ήξερε ότι δεν της
άξιζε. Γιατί η συμπόνια ήταν το τελευταίο συναίσθημα
που χρωστούσε σ’ αυτή τη μάγισσα, η οποία είχε τραυματίσει
τον εγωισμό του με τόση βαναυσότητα. Γιατί, δηλαδή, θα
έπρεπε εκείνη να κοιμάται ήρεμα, όταν ο ίδιος κοιτούσε όλη τη
νύχτα
«Πρέπει να μιλήσουμε».
Μ ια προσφορά που έκανε πρώτη φορά στη ζωή του. Ίσως επειδή
ήταν η πρώτη φορά που του είχαν αρνηθεί κάτι που ήθελε.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε επιθυμήσει
κάτι με τόση φλόγα όσο την Μ πιάνκα Τζέι. Την παρουσία της στη
ζωή του και στο κρεβάτι του.
Ωστόσο ε'σπευσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν ιδέα του. Μ ια
αυταπάτη. Και, αφήνοντας κατά μέρους τους προβληματισμούς
σχετικά με τα δικά του συναισθήματα, βάλθηκε να χειραγωγείτο
συναισθήματα της Μ πιάνκα, με φωνή αποίλή και βελούδινη.
«Φαντάσου ένα ηλιόλουστο νησί και πάνω του μια όμορφη βίλα.
Αυτά θα εξασφαλίσω στην Έλεν, μαζί με την παρουσία ενός
επαγγελματία ειδικού, του καλύτερου στο είδος του. Εσύ κι εγώ θα
βρισκόμαστε επίσης στο νησί. Κάπου κοντά. Και ξέρεις καλά πόσο
υπέροχα περνάμε μαζί. Γι' αυτό ελπίζω να μη σου είναι και τόσο
δύσκολο να δεχτείς τους όρους που σου προτείνω».
Κι όμως, ήταν! Εκείνος δεν είχε ιδέα πόσο πολύ δύσκολο της
ήταν! Αλλά μαζί και δελεαστικό. Γιατί της εξασφάλιζε τη
δυνατότητα να ξαναβρεθεί εκεί που λαχταρούσε
περισσότερο. Κοντά στον Τσέζαρε. Να αισθανθεί ξανά το κορμί
του πάνω της, το στόμα του στο δικό της και την επιθυμία του να
την καίει ολόκληρη και να την οδηγεί στην έκσταση.
«Ανέφερες κάποιο νησί. Και μίλησες για θεραπεία. Αλλά, πού; Και
για πόσο καιρό;»
«Και πώς θα ξέρω εγώ ότι αυτός ο γιατρός που ανέφερες είναι
πραγματικά σε θέση να βοηθήσει τη μητέρα μου;» Ξαφνικά όλα της
φάνηκαν υπερβολικά τραβηγμένα για να είναι αληθινά. Σηκώθηκε
λοιπόν από την πολυθρόνα και άνοιξε την
»Όσο για μας τους δυο, θα βρισκόμαστε κοντά της. Σου υπόσχομαι
πως θα μπορείς να τη βλέπεις κάθε μέρα και να διαπιστώνεις την
πρόοδό της. Πιστεύω ότι αυτό θα τη βοηθήσει να γίνει γρήγορα
καλά, επειδή δε θα νιώθει ολότελα ξένη ανάμεσα σε αγνώστους.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτή την πλευρά του χαρακτήρα
του. Μ ια πλευρά που δεν είχε καν φανταστεί την ύπαρξή της τότε
που τον ερωτευόταν τρελά. Έβλεπε μπροστά της το πρόσωπο ενός
ανθρώπου που οι λέξεις «αλαζονεία» και «έπαρση» ωχριούσαν
μπροστά του.
Όλη αυτή την ώρα ο Τσέζαρε περίμενε ήρεμος την απάντησή της.
»Θα μετακομίσω στο σπίτι σου, αν είναι αυτό που θέλεις». Έκανε
μικρή παύση και ξερόβηξε για να διώξει το λυγμό που είχε
σκαλώσει στο λαιμό της. «Έτσι δε θα χρειαστεί να εγκαταλείψουμε
τις δουλειές μας. Στις ελεύθερες ώρες μου θα
***
Έφαγαν πρωινό οι τρεις τους. Η Τζιν, μόλις βρήκε στο σαλόνι την
ανιψιά της που την αναζητούσε σε ολόκληρο το σπίτι, επέμεινε να
φάει μαζί τους και ο «επισκέπτης» της. Ο Τσέζαρε δέχτηκε
πρόθυμα και γοήτευσε τρελά τη θεία της. Όπως ακριβώς περίμενε
η Μ πιάνκα.
εδώ και καιρό. Και όταν ο φίλος σου χρειάζεται βοήθεια, πιστεύω
ότι έχεις χρέος να του την παρέχεις».
Αλλά έξαφνα το νήμα της σκέψης της κόπηκε απότομα, καθώς στο
δωμάτιο μπήκε η Έλεν.
Αλλά μόλις άκουσε πίσω της τη φωνή της μητέρας της, βιάστηκε
να τρεμοπαίζει κάμποσες φορές τα βλέφαρά της για να τα διώξει.
ώρες επειδή βγήκε έξω για ψώνια! Ήταν ανάγκη, όμως, γλυκιά
μου, να μπλέξεις με τον Τσέζαρε Αντριότι;» Η φωνή της σοβά-
ρεψε απότομα. «Να προσέχεις πολύ, αγάπη μου. Το ξέρω ότι είναι
όμορφος, γοητευτικός και γενναιόδωρος, αλλά φρόντισε να μην
τον ερωτευτείς. Γιατί, ό,τι κι αν σου προσφέρει, δε θα αξίζει τίποτα
μπροστά στη συντριμμένη καρδιά που Θα σου αφήσει φεύγοντας».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο Τσέζαρε καθόταν στη θέση του χειριστή του ελικοπτέρου που
τους μετέφερε από το Παλέρμο στον τελικό προορισμό τους, στο
νησί.
Μ όνο που η ίδια για την ώρα δεν κέρδιζε χρήματα. Και αν ο
Τσέζαρε σκόπευε να κρατήσει για μακρύ διάστημα την τιμωρία που
της είχε επιβάλει, σύντομα θα έχανε και τη δουλειά της. Η Στάζια
δεν είχε φροντίσει καθόλου να κρύψει τη δυσαρέ-σκειά της για
την άνευ αποδοχών άδεια που της είχε ζητήσει η Μ πιάνκα, χωρίς
όμως να προσδιορίζει και την ημέρα επιστροφής της στο γραφείο.
«Το νησί μου». Η φωνή του Τσέζαρε, βαθιά και πλούσια, διέκοψε
την ξέγνοιαστη φλυαρία της Έλεν.
Η Τζιν δίπλα της άφησε να της ξεφύγει μια μικρή κραυγή τρόμου
μόλις η μύτη του ελικοπτέρου βούτηξε δυναμικά στον ορίζοντα.
πριν από την άφιξη του καθηγητή Βακάρι, ο οποίος βρισκόταν ήδη
στη βίλα και τις περίμενε.
«Έλα, πάμε». Η φωνή του Τσέζαρε την απέσπασε από τις σκέψεις
της. Πριν προλάβει να αντιληφθεί τι της έλεγε, εκείνος την έπιασε
από τον αγκώνα και την παρέσυρε στο χλοερό δρομάκι που
ξετυλιγόταν μπροστά τους, ανάμεσα σε απότομες πλαγιές και
λείους, κοφτερούς βράχους.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να τον κάνω να μετανιώσει για τον
εκβιασμό του, συλλογιζόταν την ίδια στιγμή, φτάνει να βρω το
σωστό τρόπο...
Η έμπνευση της ήρθε ξαφνικά. Σαν ένα φλας που άστραψε
Μ άντεψε αμέσως την οργή του από την αλλαγή που υπήρξε στο
ρυθμό της ανάσας του.
Όχι για λόγους αξιοπρέπειας. Μ ονάχα για την ανάγκη που ένιωθε
να προστατεύσει κάπως τον εαυτό της και να διατηρήσει ένα
ασήμαντο έστω ποσοστό περηφάνιας μέσα της.
***
Αλλά ο Τσέζαρε τα είδε. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Και το πρώτο που
φοβήθηκε ήταν μήπως εκείνος τη θεωρούσε σαχλή και
ευσυγκίνητη. Γρήγορα, όμως, έδιωξε από το μυαλό της αυτή την
ανησυχία, επειδή το μόνο που μπορούσε να την ενδιαφέρει τώρα
πια ήταν η θεραπεία της μητέρας της και όχι η δική του γνώμη για
το άτομό της.
Μ ’ αυτή την αλήθεια κατά νου, στράφηκε προς το μέρος του και
τον κοίταξε ψυχρά στα μάτια.
Η αλήθεια ήταν ότι και ο ίδιος ένιωθε χάλια. Όταν είδε την
Μ πιάνκα να αγκαλιάζει τη μητέρα της με τόση στοργή
και τρυφερότητα, αισθάνθηκε ντροπή. Για πρώτη φορά στη
ζωή του...
σου;»
Τότε που εκείνος της έλεγε πόσο όμορφη ήταν και πόσο τρελά την
ποθούσε.
Φυσικά ήταν ανόητη που ένιωθε έτσι. Γιατί κάθε είδους γλυκό
συναίσθημα που έτρεφε κάποτε γι’ αυτόν ήταν λογικό να έχει
πεθάνει μετά το σκληρό εκβιασμό στον οποίο την είχε αναγκάσει
να υποκύψει.
Αλλά και η καρδιά μου είναι ζωντανή; αναρωτήθηκε έξαφνα
γεμάτη απόγνωση.
Όμως δεν ήταν αυτό που αποζητούσε. Όχι μονάχα σεξ. Ξαφνικά
συνειδητοποίησε ότι δεν του έφτανε μονάχα αυτό. Ήθελε
περισσότερα.
«Δεν έχει, βέβαια, τις ανέσεις της βίλας». Η φωνή του ήχησε στ’
αυτιά του αλλοιωμένη από την πάλη που γινόταν μέσα του.
«Φοβάμαι ότι θα πρέπει να περιοριστείς σε ό,τι μπορεί να σου
προσφέρει».
Κατά βάθος ήξερε ότι το σχόλιό του ήταν άδικο, γιατί η Μ πιάνκα
δεν είχε δείξει ποτέ να εκτιμά τα εξεζητημένα πράγματα.
Μ ια και περνούσε από το μυαλό του για πρώτη φορά, την απέδωσε
στο πλήγμα που είχε δεχτεί η περηφάνια του. Η οποία, προφανώς,
δεν εννοούσε να ικανοποιηθεί με μια συμβατική, εξαναγκαστική
αποκατάσταση, αλλά επιζητούσε το ολοκληρωτικό και το απόλυτο.
Την αγάπη. Τη δέσμευση. Την προοπτική που σήμαινε για ένα
ζευγάρι ότι θα ήταν για πάντα μαζί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Μ όλις άκουσε η Μ πιάνκα τον Τσέζαρε να φωνάζει το όνομά της,
πάγωσε. Τριγύρω επικρατούσε τόση σιωπή, που ήταν σε θέση ν’
αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς της, καθώς και το
σφυροκόπημα από το αίμα της που κυλούσε καυτό μέσα στις
φλέβες της.
Θα ήρθε μάλλον η στιγμή να ξεπληρώσω ένα μέρος του χρέους
μου ήταν η πρώτη της σκέψη. Το πιο πιθανό είναι πως από στιγμή
σε στιγμή θα τον δω ν’ ανεβαίνει τις σκάλες και να με πλησιάζει με
τολμηρή έκφραση, βγάζοντας ένα ένα τα ρούχα του.
Η φωνή του Τσέζαρε, που την κάλεσε άλλη μια φορά με τ’ όνομά
της, έκανε όλους τους μυς του κορμιού της να τεντωθούν σαν
τόξα.
«Αν έρθει και με βρει εδώ μέσα ίσως να φανταστεί πως... πως έχω
κατά νου να τον αποπλανήσω...» μονολόγησε άθελά της.
«Α, εδώ είσαι». Ο Τσέζαρε, χωρίς καν να την κοιτάξει, έβαλε την
κατσαρόλα στη φωτιά και πρόσθεσε αλάτι από ένα πήλινο βάζο.
Πρέπει να πεις κι εσύ κάτι, τη συμβούλευσε μια φωνή μέσα της, για
να γίνει συζήτηση.
Αλλά της ήταν αδύνατον ν’ ανοίξει το στόμα της. Έτσι συνέχισε
να στέκει και να τον κοιτάζει σαν στήλη άλατος.
Αλλά δεν ήταν τόσο απλό. Το ένα άγγιγμα θα έφερνε το άλλο. Και
η λαχτάρα του γι’ αυτή θα έσπευδε να βρει τρόπους για να
χορτάσει. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι μόλις την έπαιρνε
στην αγκαλιά του, θα άρχιζε να τη φιλάει τρελά κι
αχόρταγα, αναζητώντας τη μαγεία που μοιράζονταν μεταξύ τους
ως πριν από λίγο καιρό.
Γι’ αυτό και ήταν αναγκαίο να κρατηθεί μακριά της. Αλλά δεν
ήταν αυτός μονάχα ο λόγος. Έφταιγε κι εκείνη η ανακάλυψη που
είχε κάνει ξαφνικά. Ότι τον ενδιέφερε να αποκτήσει μαζί της κάτι
το διαφορετικό, με περισσότερο βάθος. Ποτέ άλλοτε, σε ολόκληρο
το διάστημα που τη γνώριζε, δεν είχε νιώσει την επιθυμία να την
παρηγορήσει και να ανακουφίσει τον πόνο της. Στη σχέση τους
ήταν πάντα εξίσου ισότιμοι και δυνατοί. Το μόνο που ζητούσαν ο
ένας από τον άλλο ήταν ηδονή, ευχαρίστηση και φοβερό σεξ. Και
όσο παράλογο και αν του
φαινόταν τώρα αυτό, ποτέ δεν τους είχε περάσει από το μυαλό ότι
θα μπορούσαν να καλύψουν κι άλλες ανάγκες που τους βάραιναν,
αναζητώντας παρηγοριά ο ένας στην αγκαλιά του όϊλλου.
***
Φόρεσε ένα παλιό, τριμμένο τζιν που βρήκε στη βαλίτσα της, μόνο
και μόνο επειδή ήταν μαλακό και άνετο. Διάλεξε για να το
συνδυάσει ένα φαρδύ, απλό, πράσινο αντρικό πουκάμισο.
Ο Τσέζαρε ήπιε μια γερή γουλιά από το κρασί του και, γέρνοντας
νωχελικά στην πλάτη της καρέκλας του, έμεινε να την κοιτάζει
καθώς εκείνη έτρωγε το φαγητό της με όρεξη.
Πριν της επιστρέφεις την ελευθερία της και την αφήσεις να φύγει
για πάντα, προσπάθησε να ανακαλύψεις ποια είναι πραγματικά, τον
προέτρεψε μια φωνή μέσα του. Τι πιστεύει, τι επιθυμεί.
Έτσι συνέχισε, αφού πρώτα σέρβιρε λίγο κρασί ακόμη στα ποτήρια
τους.
Έτσι, δίχως να μπει καν στον κόπο να του ομολογήσει πως είχε
δίκιο, πέρασε ορμητική στην αντεπίθεση.
«Αν θυμάμαι καλά, ούτε εσύ θέλησες ποτέ να υπάρξει μεταξύ μας
κάποια συναισθηματική δέσμευση», σχολίασε με ουδέτερη φωνή.
«Έχω την εντύπωση ότι θα το έβαζες στα πόδια
αν αντιλαμβανόσουν κάτι τέτοιο από τη μεριά μου. Γι’ αυτό
και δεν καταλαβαίνω τώρα τι νόημα έχει αυτή η συζήτηση».
«Α, εγώ... Δεν έχουν περάσει, ξέρεις, τόσες γυναίκες από τη ζωή
μου όσες πιθανόν να φαντάζεσαι».
Ο ήχος της φωνής του την απέσπασε από τις σκέψεις της.
«Είναι φανερό ότι αγαπάς την Έλεν και πως ανησυχείς γι’ αυτή. Σε
τέτοιο βαθμό, που συμφώνησες να συνεχίσεις να κάνεις σεξ μ’
έναν άντρα που σου προκαλεί βαρεμάρα».
Δεν ήταν ψέμα αυτό. Ήθελε στ’ αλήθεια να βρεθεί μακριά του,
πριν καταρρεύσει και του ομολογήσει πόσο υπέφερε για την τροπή
που είχε πάρει η κατάσταση μεταξύ τους και πόσο βαθιά
περιφρονούσε τον εαυτό της για το φτηνό τρόπο με τον οποίο τον
είχε πληγώσει.
ύστερα από λίγο, καθώς ένιωσε στα χείλη της την αλμυρή γεύση
των δακρύων που έτρεχαν σαν βρύση από τα μόιπα της. Μ ου είναι
αδύνατον να παίξω το ρόλο που μου δίνουν σ’ αυτή την
αγοραπωλησία. Κάτι τέτοιο θα με κατέστρεφε για πάντα. Είμαι
τόσο κουτή, που τον αγαπώ ακόμα. Τρελά. Αν κάνω έρωτα μαζί
του ξέροντας ότι εκείνος επιδιώκει μονάχα να με ταπεινώσει και
να με τιμωρήσει, θα ήταν σαν να δεχόμουν να μπω σε μια
εφιαλτική διαδικασία χωρίς τέλος.
Όσο καιρό τον ήξερε, δεν τον είχε ακούσει ποτέ να λέει μια
σκληρή κουβέντα για κάποιον. Μ ονάχα στην ίδια είχε
φερθεί σκληρά, επειδή του τραυμάτισε την περηφάνια.
Και αφέθηκε παθητικά στο νέο κύμα λυγμών που την έπνιξε.
***
Τον έστρεψε αργά γύρω γύρω, ώσπου την είδε. Ήταν μαζεμένη
στη ρίζα ενός βράχου και έδειχνε αφάνταστα δυστυχισμένη.
Πήγε κοντά της. Όταν στάθηκε μπροστά της και την τράβηξε αργά
προς το μέρος του, το έκανε μόνο και μόνο επειδή ένιωσε την
ανάγκη να την παρηγορήσει.
Καθώς εκείνη έγερνε το κεφάλι στον ώμο του, στ’ αυτιά του
ανέβηκε ο ήχος της καρδιάς. Ήταν άτακτος και δυνατός. Όπως
δυνατό ήταν και το τρέμουλό που την έκανε να τραντάζεται μέσα
στην αγκαλιά του.
Αισθάνθηκε τα μαλλιά της απαλά πάνω στα χείλη του όταν εκείνη
κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Το άρωμα του κορμιού της τον
αναστάτωσε. Αλλά έβαλε τα δυνατά του να διατηρήσει τον
αυτοέλεγχό του ως το τέλος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Τα χείλη της Μ ττιάνκα άνοιξαν πρόθυμα, όπως έκαναν και παλιά.
Ενστικτωδώς, ανταποκρίθηκε ανυπόμονα και γεύτηκε το φιλί του
με λαχτάρα, νιώθοντας τις αιοτθήσεις της να ε-κρήγνυνται και το
κορμί της να παίρνει φωτιά.
Η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της βραχνή και αλλοιωμένη. Σχεδόν
τη σόκαρε η αδυναμία και ο φόβος που διέκρινε σ’ αυτή.
Έχει πιστέψει ειλικρινά ότι τον έχω βαρεθεί και πως βρίσκομαι στο
νησί του μόνο για χάρη της μητέρας μου. Γεγονός που κατά ένα
μεγάλο μέρος είναι αλήθεια, αλλά...
Τον αγαπούσε. Τόσο βαθιά, που δεν άντεχε να τον βλέπει
ταπεινωμένο. Έναν τόσο περήφανο και χαρισματικό άντρα σαν
αυτόν.
Ο έρωτάς του την οδήγησε στα όρια του εαυτού της, όπως κάθε
φορά. Το τελευταίο, άλλωστε, που θα μπορούσε να ισχυριστεί
ήταν ότι βαριόταν στην αγκαλιά του! Στην πραγματικότητα
αισθανόταν το ίδιο ξαναμμένη όσο κι εκείνος. Μ ικρές κραυγές
γεμάτες πάθος ξέφευγαν από τα χείλη και των δύο καθώς τα
κορμιά τους έσμιγαν πυρετικά, μέσα σ’ έναν καταιγισμό από τρελά
φιλιά και μεθυστικά αγγίγματα. Τα ρούχα τους βρίσκονταν τώρα
πια εκσφενδονισμένα πάνω στα βράχια, με αποτέλεσμα τα γυμνά
κορμιά τους, φουντωμένα και ιδρωμένα από τη διέγερση, να
λάμπουν εκτυφλωτικά μέσα στη νύχτα.
«Αγάπα με, Τσέζαρε! Αγάπα με!» του είπε παρακαλεστικά και βίαια
ταυτόχρονα και σφίχτηκε άγρια πάνω του, έτοιμη να παραδοθεί
άνευ όρων στη μέθη του έρωτά του.
***
Εκείνη έκανε ό,τι της υπέδειξε. Όμως ένιωθε στην καρδιά της ένα
βάρος απίστευτο. Είναι δυνατόν να είναι ακόμα θυμωμένος μαζί
μου; αναρωτιόταν ξανά και ξανά. Να μην μπορεί ως τώρα να μου
συγχωρήσει το γεγονός ότι τόλμησα να του προτείνω
να διακόψουμε, πριν ο ίδιος να είναι έτοιμος γι’ αυτό; Εκτός κι
αν... εκτός αν είναι κι αυτό ένα μέρος της τιμωρίας μου...
«Τσέζαρε, περίμενε!»
Έξαφνα ο Θυμός της, που δεν ήθελε εδώ και ώρα να παραδεχτεί
ότι φούσκωνε μέσα της, ξεχείλισε μόλις τον είδε να την κοιτάζει
σχεδόν υπεροπτικά.
Έβαλε τότε τα χέρια στους γοορούς της και τον κοίταξε με έκδηλη
οργή.
«Εσύ να μου πεις τι τρέχει! Υποθέτω ότι και μια πόρνη ακόμα θα
την είχες αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό! Τουλάχιστον θα
της είχε απευθύνει μια δυο ευγενικές κουβέντες μέχρι να βάλεις το
παντελόνι σου!»
Τόσο απλά!
Για μια στιγμή της ήρθε να βάλει τις φωνές, σαν καμιά υστερική
σύζυγος. Αλλά δεν το έκανε. Τον ακολούθησε μονάχα,
συνειδητοποιώντας για άλλη μια φορά πόσο σκληρό ήταν να τον
αγαπάει και πόσο πολύ την πλήγωνε αυτό. Ωστόσο αυτή τη φορά
ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει έτσι τα πράγματα.
«Πρόσεχε, γιατί στη σανίδα που έχουν βάλει για πέρασμα δεν έχει
χερούλια και το ξύλο γλιστράει», της επισήμανε ο Τσέζαρε μόλις
πλησίασαν. «Δώσε μου το χέρι σου να... Αλλά... άσε καλύτερα».
***
Αυτό που είχε συμβεί έκανε την κατάσταση εκατό φορές πιο
δύσκολη από πριν.
Το κορμί του σφίχτηκε στην ανάμνηση της φλόγας και του πάθους
που είχαν μοιραστεί. Αλλά αυτό τελείωσε τώρα πια, σκέφτηκε
αποφασιστικά. Ως εδώ ήταν. Φ/ν/το.
Αλλά όλα αυτά ανήκαν πια στο παρελθόν. Τώρα θα την κρατούσε
στην απόσταση που απαιτούσε εκείνη. Της το χρωστούσε στο κάτω
κάτω. Χώρια που θα έκανε καλό και στον ίδιο. Διότι, απλούστατα,
ήταν θέμα ζωτικής σημασίας το να μη βάζει συνεχώς τον
αυτοέλεγχό του σε πειρασμό. Ε, ένας κανονικός άνθρωπος ήταν...
με σάρκα και οστά... Και με αδυναμίες...
Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει κοντά της, να την πάρει στην
αγκαλιά του και να την πνίξει στα φιλιά βεβαιώνοντάς την ότι
ήταν αξιολάτρευτη.
Αλλά συγκρατήθηκε. Πήρε μονάχα ένα από τα γεμάτα φλιτζάνια
και ήπιε λαίμαργα μια μεγάλη γουλιά ζεστού καφέ για να επιβληθεί
στον εαυτό του. Στη συνέχεια κοίταξε το ρολόι του,
προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
«Σε λίγη ώρα θα φύγω για το Λονδίνο», της είπε. Έτσι απλά.
«Υποθέτω ότι εσύ θα εγκατασταθείς στη βίλα, μέχρι να βεβαιωθείς
ότι η θεραπεία της μητέρας σου εξελίσσεται ικανοποιητικά. Θα σου
πρότεινα να μείνεις λίγο καιρό για να ξεκουραστείς, αλλά ξέρω
πόσο πολύ ανυπομονείς να γυρίσεις στη δουλειά σου».
Σου ζητώ συγνώμη για ό,τι έκανα και σου επιστρέφω την
ελευθερία σου. Τελειώσαμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις εδώ, μαζί μας;»
Η 'Ελεν σέρβιρε καφέ σε δυο φλιτζάνια και κοίταξε την κόρη της
«Εμείς ζούμε μέσα στην πολυτέλεια εδώ μέσα», συνέχισε. «Κι εγώ
δεν αντέχω να σε βλέπω μόνο δέκα λεπτά κάθε πρωί. Αλλωστε,
αν ερχόσουν, θα έκανες συντροφιά και στην Τζιν. Δεν
καταλαβαίνω για ποιο λόγο πρέπει να μένεις μόνη σου τώρα που
έφυγε ο Τσέζαρε». Η φωνή της πήρε ξαφνικά έναν τόνο ελαφρά
υστερικό. «Δε φαντάζομαι... Σε παρακαλώ, μη μου πεις ότι ζεις με
την ελπίδα ότι θα αλλάξει γνώμη και θα γυρίσει πίσω. Θα ήσουν
ανόητη αν ήθελες να συμβεί κάτι τέτοιο. Εκείνος το δήλωσε
καθαρά πως δε σκοπεύει να ξαναγυρίσει στο νησί παρά μόνο για τις
καλοκαιρινές διακοπές, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του».
Φυσικά, έλεγε ψέματα, γιατί ήταν γεγονός ότι από τότε που είχε
φύγει ο Τσέζαρε, εδώ και τρεις ημέρες, αισθανόταν ερείπιο. Το
μπέρδεμα που υπήρχε στην ψυχή της ήταν τόσο μεγάλο, που τη
δυσκόλευε να έχει το χαλαρό και ήρεμο ύφος
που χρειαζόταν κάθε φορά που έβλεπε την Έλεν. Ακόμα κι αυτά
τα δέκα λεπτά που την επισκεπτόταν κάθε πρωί αναγκαζόταν να
καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να χαμογελάει με
φυσικότητα.
Ανακάτεψε ήσυχα τον καφέ της και πίεσε τον εαυτό της να πάρει
ανέμελη έκφραση. «Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω τη μοναξιά
μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου τεμπελιάζω τόσο. Κάθε πρωί ο
Τζιοβάνι μου φέρνει φρέσκα λαχανικά για σαλάτα. Σήμερα μου
έφερε και ορτύκια. Το αστείο είναι πως δεν έχω ιδέα πώς να τα
μαγειρέψω».
θέμα.
Δεν είχε ιδέα ποια ακριβώς θεραπεία ακολουθούσε εκείνος για την
περίπτωση της μητέρας της. Πάντως ήταν αλήθεια πως τελευταία
η Έλεν έδειχνε πολύ πιο ήρεμη. Όπως σήμερα, για παράδειγμα*
αντί να παίζει νευρικά με τα μαλλιά ή τα κοσμήματά της, όπως
έκανε παλιά, καθόταν χαλαρή, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη
φούστα του απλού, μπλε, βαμβακερού της φορέματος.
Ωστόσο, μια και δεν είχε ιδέα από τέτοιου είδους θεραπευτικές
μεθόδους, σκέφτηκε πως θα ήταν παρόιλογο να επεκταθεί
περισσότερο σ’ αυτό το θέμα.
'Εφερε το φλιτζάνι στα χείλη της και ήπιε μερικές γουλιές καφέ,
προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Αν και στο βάθος έβρισκε
εντελώς ακατανόητη την απροθυμία της να παραδεχτεί ανοιχτά
τον οριστικό χωρισμό της από τον Τσέζαρε. Στο κάτω κάτω, δεν
ήταν χρέος της να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να
προστατεύσει τον εαυτό της από μια περιπέτεια που θα μπορούσε
να την καταστρέφει; Τότε για ποιο λόγο δυσκολευόταν να
εκφράσει καθαρά πως δεν υπήρχε πια τέτοιος κίνδυνος;
«Η αλήθεια είναι πως δεν είχα πάρει ποτέ στα σοβαρά αυτή την
ιστορία», δήλωσε και βγάζοντας τα γυαλιά του ήλιου από την
τσέπη του σορτς της, τα φόρεσε με κινήσεις νωχελικές.
«Θα ψάξω να βρω την πιο ερημική γωνιά του νησιού για να
κολυμπήσω μέχρι εξάντλησης», του ομολόγησε. «Νομίζω ότι
η άσκηση είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μου προσφέρει το νησί για
όσο καιρό συνεχίσω να βρίσκομαι εδώ».
***
Όταν έφευγε το πρωί από τη βίλα, είχε συναντήσει τη θεία της και
είχε διαπιστώσει με τα μάτια της σε πόσο αξιολύπητη κατάσταση
βρισκόταν η καημένη η γυναίκα.
Ήταν σίγουρη ότι αυτό θα έκανε καλό και στις δύο. Γιατί έτσι η
Έλεν θα αναλάμβανε τις ευθύνες της και θα ξανάβρισκε τον εαυτό
της.
Αλλά πώς της πέρασε, έστω και για μια στιγμή, από το μυαλό ότι
θα μπορούσε να ήταν ο Τσέζαρε; Εκείνος της το είχε ξεκαθαρίσει
πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί στο νησί!
Το γεγονός ότι και μόνο η πιθανότητα για κάτι τέτοιο έκανε την
καρδιά της να σφυροκοπάει άγρια, την τρόμαζε απίστευτα. Η ίδια
δεν ήταν στο κάτω κάτω εκείνη που ήθελε να δοθεί ένα ξεκάθαρο
τέλος στην ιστορία τους; Από τη στιγμή που ο Τσέζαρε της το είχε
εξασφαλίσει τόσο πρόθυμα, γιατί ήταν τόσο ανόητη ώστε να θέλει
να τον ξαναδεί; Ήταν ήδη αρκετά πληγωμένη. Ποιος ο λόγος να
στριφογυρνάει κι άλλο το μαχαίρι στην ψυχή της;
Ήταν η στιγμή που είδε τον Τσέζαρε να βγαίνει στη βεράντα από
την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, μαζί με τον καθηγητή. Φορούσε κρεμ
παντελόνι και σπορ μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό. Ήταν
τόσο όμορφος, που η καρδιά της άρχισε μονομιάς να χτυπάει
τρελά και το στόμα της να ξεραίνεται.
έβαλε την ουρά κάτω αττό τα σκέλια και εξαφανίστηκε προς την
πίσω μεριά της βίλας.
Την Μ πιάνκα δεν την ενδιέφερε αυτό. Αλλωστε λίγο την ένοιαζε
η παρουσία του εκεί. Στο κάτω κάτω δικό του ήταν το σπίτι και το
νησί. Η ίδια ήταν η παράταιρη σ’ αυτό το χώρο.
«Ξέρω, μου μίλησε ήδη η Τζιν», της αποκρίθηκε. «Το έχω ήδη
φροντίσει. Δυστυχώς, η πιο κοντινή πτήση που κατάφερα να σας
κλείσω θέσεις είναι για την επόμενη Δευτέρα. Ελπίζω να μην είναι
πολύ αργά».
Μ όλις τον άκουσε, έσφιξε τις γροθιές της γεμάτη θυμό, επειδή
κάθε φορά ανακάλυπτε ότι χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα στο
χρέος που όφειλε στον πρώην αγαπημένο της. Κι
αυτό ήταν κάτι που δεν το άντεχε πια, για τον απλουστατο λόγο
ότι δεν ήθελε να τη βλέπει εκείνος σαν μια τέως ερωμένη που την
πλήρωνε ακόμα!
Μ όνο που η ίδια έτρεμε ακόμα, μόνο και μόνο επειδή τον είχε
αντικρίσει μπροστά της ακριβώς τη στιγμή που είχε πιστέψει ότι
δεν επρόκειτο να τον ξανασυναντήσει. Κι αυτό της
είχε προκαλέσει φοβερό σοκ. Ίσως επειδή όλες αυτές τις
ημέρες δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τον σκέφτεται και να
λαχταράει να τον ξαναδεί.
Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε έρθει για κείνη. Για τον απλούστα-το
λόγο ότι η ίδια είχε ζητήσει να διακόψουν τη σχέση τους. Και ο
Τσέζαρε το είχε δεχτεί. Οπότε θα ήταν αδύνατον να παρεξηγήσει
την ερώτησή της. Θα τη θεωρούσε απλώς σαν μια δική της
απόπειρα να κάνουν μια πολιτισμένη κουβέντα.
Είχαν ήδη φτάσει μπροστά στο πέτρινο σπίτι και η Μ πιάνκα είχε
απλώσει το χέρι της στο πόμολο της πόρτας.
«Ομολογώ ότι το θέμα του σπιτιού ούτε που μου είχε περάσει από
το μυαλό», της ομολόγησε.
Και ήταν στο χέρι του να το πετύχει, γιατί ήταν ο καλύτερος στις
διαπραγματεύσεις! Αλλωστε του το αναγνώριζαν και όλοι οι
ανταγωνιστές του επαγγέλματός του!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η Μ πιάνκα προσπάθησε να κατανικήσει την ταραχή της. Έμεινε
ακίνητη στο σημείο που βρισκόταν και κοίταζε τον Τσέζαρε που
ανέβαινε τις σκάλες.
Ανοιξε ένα κρασί, της είχε πει. Μ άλιστα, ο κύριος! Και μαγείρεψε
το ορτύκι.
Εντάξει, αλλά τότε γιατί πήγε μαζί της μέχρι το σπιτάκι; Όχι, όχι,
δεν έβγαινε κανένα νόημα από τις πράξεις του. Η βίλα είχε πολύ
καλύτερες εγκαταστάσεις και τη δυνατότητα να του κάνει τη ζωή
πολύ πιο άνετη. Χώρια τα πέντε διαφορετικά
Το σεξ τούς ανέβαζε πάντα στα ουράνια. Αλλά δεν ήταν το σεξ
αυτό που ήθελε τώρα ο Τσέζαρε. Αν επιθυμούσε πραγμα-τικά να
πετύχει το σκοπό του, όφειλε να επιστρατεύσει άλλα μέσα. Έτσι,
τραβώντας με δυσκολία το βλέμμα του από τα κεχριμπαρένια
μάτια της, που ένιωθε πάντα να πνίγεται μέσα τούς, της πρότεινε
να συνεργαστούν στο μαγείρεμα.
Έίχε μαγειρέψει για χάρη της το πρώτο βράδυ που έφτασαν στο
νησί. Ως τότε, τις νύχτες που έμεναν ως αργά στο διαμέ-ρισμά του
στο Λονδίνο, έτρωγαν ό, τι τους μαγείρευε ο πολυτάλαντος
Ντέντον. Οπότε ήταν καιρός να του δείξει κι εκείνη ότι δεν τα
πήγαινε και τόσο άοχημα σ' αυτό τον τομέα...
«Θα κοιτάξω».
που...
Ούτε και ότι είχε ξεχάσει κάτι στο σπιτάκι μπορούσε να πιστέψει.
Γιατί εκεί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από μερικά ρούχα του.
Που, σίγουρα, δεν είχαν καμία σχέση με τα κο-στούμια των
σχεδιαστών που ξεχείλιζαν τις ντουλάπες του στα διαμερίσματα
που διέθετε στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, καθώς και στην
έπαυλή του στους λόφους της Ρώμης.
Ιον αγαπούσε! Πάντα τον αγαπούσε και τώρα είχε αρχίσει σιγά
σιγά να αποδέχεται πως... πως ίσως αυτό να ήταν το πεπρωμένο
της. Να τον αγαπάει πάντα.
Το χαμόγελο που της απηύθυνε ήταν τόσο γλυκό, που την έκανε
να λιώσει.
Αν μπορούσα να ξεχωρίσω στο πρόσωπό του το φίλο από τον
αγαπημένο, θα είχα τουλάχιστον τη δυνατότητα να κρατήσω στη
θύμησή μου μια πλευρά του εαυτού του, συλλογίστηκε με
σπαραγμό.
Έχοντας πάρει τις αποφάσεις της, έφτιαξε μια τεράστια σαλάτα όση
ώρα τα ορτύκια σιγοψήνονταν στο τηγάνι. Στη συνέχεια άνοιξε
ένα κρασί και το άφησε για λίγο να ανα-πνεύσει.
Αν του ζητούσε να της πει με ειλικρίνεια για ποιο λόγο ήταν εκεί,
το πιο πιθανό ήταν ότι δε θα της έδινε μια ξεκάθαρη απάντηση.
Όπως, άλλωστε, το είχε κάνει και νωρίτερα.
Το βέβαιο ήταν ότι ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό ότι θα
υπήρχε και η ελάχιστη έστω πιθανότητα να κοιμηθεί μαζί της! Έτσι
κι αλλιώς, είχε συμφωνήσει κι εκείνος πως η σχέση τους
αποτελούσε παρελθόν.
Η έξαψη που την πλημμύρισε σ' αυτή τη σκέψη, της αποκάλυψε ότι
οι πιθανότητες αντίστασης που διέθετε ήταν μηδενικές. Κι αυτό,
βέβαια, ήταν φοβερά δυσάρεστο, γιατί σε περίπτωση που κοιμόταν
μαζί του, θα έσβηνε αυτόματα την όποια πρόοδο είχε κάνει στην
προσπάθειά της να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς αυτόν.
Έσκυψε, τάχα για να ξύσει τον αστράγαλό της που την έτσουζε.
Όσο στεκόταν κάτω από το νερό του ντους, συλλογιζόταν ότι δεν
είχε καν καταφέρει να μάθει για ποιο λόγο βρισκόταν τώρα εκείνος
μαζί της. Της είχε φερθεί σαν φίλος και είχε προσπαθήσει σκληρά
να κάνει κι εκείνη το ίδιο, κρύβοντάς του το πόσο πολύ την έκανε
να υποφέρει αυτή η προσπάθεια.
Και αντίο...
***
Ένα του άγγιγμα. Αυτό χρειαζόταν μόνο. Για να μοιραστεί μαζί της
όλη τη μαγεία του κόσμου. Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό,
επειδή κανένας από τους δυο τους δεν μπορούσε ποτέ ν’
αντισταθεί στη μαγεία του έρωτά τους.
Αλλά το θέμα τώρα δεν ήταν το σεξ. Ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό.
Και αυτό δεν ήταν άλλο από το να την πείσει να γίνει γυναίκα του.
Θα την πείσω! ορκίστηκε στον εαυτό του. Στο κάτω κάτω δεν
κερδίζω πάντα αυτό που θέλω;
Είχε πέντε μέρες στη διάθεσή του για να της δείξει ότι μπορούσαν
να περνάνε υπέροχα μαζί και χωρίς σεξ. Ότι η ευχαρίστηση που
μπορούσε να τους εξασφαλίσει η τρυφερή συντροφικότητα ήταν
κάτι πολύτιμο. Να της αποδείξει ότι μπορούσαν να είναι οι
καλύτεροι φίλοι. Και να μοιραστούν μια ζωή με αμοιβαίο σεβασμό
και εκτίμηση.
έκφραση της ανάγκης που κρυβόταν μέσα του και που δεν
τολμούσε να εκφραστεί.
Γι’ αυτό και βιαζόταν τώρα τόσο να εκμεταλλευτεί τον ελάχιστο
χρόνο που είχε στη διάθεσή του. Αμέσως μόλις συνειδητοποίησε τι
του συνέβαινε, επικοινώνησε με τον Μ άρκο και του ζήτησε να
καθυστερήσει όσο μπορούσε περισσότερο την αναχώρηση της
Μ πιάνκα από το νησί. 'Ετσι ο παλιός του φίλος είχε σπεύσει να
κλείσει θέσεις σε μια πτήση που θα γινόταν σε πέντε μέρες,
δίνοντας έτσι στον ίδιο το περιθώριο να της φανερώσει τα
αισθήματά του.
Έριξε μια τελευταία ματιά στ’ αστέρια και αμέσως μετά ξάπλωσε
στο μονό κρεβάτι, πνίγοντας στο στήθος του έναν βαθύ
αναστεναγμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η Μ ττιάνκα σηκώθηκε από το κρεβάτι στις εφτά το επόμενο πρωί'
προσπαθώντας να διώξει τις πεταλούδες που φτερούγι-ζαν στο
στομάχι της Ένιωθε διαλυμένη και ήταν χλομή. Το διαπίστωσε
όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Έξω φρενών με τον εαυτό της που είχε επιτρέψει στον Τσέζαρε να
τη φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, διάλεξε ένα κίτρινο σορτς κι ένα
αμάνικο βαμβακερό μπλουζάκι με δεκάδες μικρά μαργαριταρένια
κουμπάκια μπροστά και τα άφησε πάνω στο κρεβάτι. Ύστερα πήγε
στο μπάνιο.
Οι ατμοί που υπήρχαν στον καθρέφτη και στη φτιαγμένη από
χρώμιο κορνίζα του την έκαναν να αντιληφθεί ότι ο Τσέζαρε είχε
ήδη χρησιμοποιήσει το μπάνιο πριν από εκείνη. Η μυρωδιά του
άφτερ σέιβ του που πλανιόταν στο χώρο της προκάλεσε δάκρυα.
πρόταση που της είχε κάνει εκείνο το πρώτο βράδυ που του ζήτησε
να χωρίσουν, θα μπορούσε ποτέ εκείνη να νιώσει εμπιστοσύνη
απέναντί του, έχοντας το προηγούμενο των γονιών της;
Η σέξι, αισθησιακή φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της τη στιγμή που
άπλωνε το χέρι της στο ντουλάπι για να πάρει ένα φλιτζάνι.
Νιώθοντας να τη διαπερνάει μια ελαφρά ανατριχίλα, σήκωσε και
το άλλο της χέρι για να πάρει ένα δεύτερο. Τα ακούμπησε γρήγορα
πάνω στον πάγκο της κουζίνας, πριν έπεφταν από τα χέρια της που
έτρεμαν ελαφρά και γίνονταν θρύψαλα πάνω στο πάτωμα.
«Είχα την εντύπωση πως πήγες στη βίλα για πρωινό», του είπε. Η
φωνή της ήχησε στ’ αυτιά της αλλόκοτη και άτονη, χωρίς
ζωντάνια.
Όταν γύρισε, ώρες μετά, έκανε ένα δεύτερο ντους, ζεστό αυτή τη
φορά για να διώξει από πάνω του τον ιδρώτα και την κούραση.
Μ ετά ντύθηκε και βγήκε έξω, περιμένοντάς τη να ξυπνήσει.
τρελός να πάρει στα χέρια του τα υπέροχα, σκληρά στήθη της και
να τα χαϊδέψει με τα χείλη του, να τα γευτεί με τη γλώσσα, να τα...
Το βλέμμα του επέδρασε πάνω της όπως και κάθε άλλη φορά. Της
προκάλεσε μονομιάς μια φούντωσή, μια έντονη έξαψη και ένα
τρέμουλό. Η ανάσα της έχασε το φυσιολογικό ρυθμό της και ήχησε
ελαφρά λαχανιασμένη.
Φυσικά δεν του είπε πως η χλομάδα της οφειλόταν στο γεγονός ότι
είχε μείνει ξάγρυπνη επειδή τον συλλογιζόταν. Ούτε και πως η
σκέψη του...
Όταν ο Τσέζαρε πήγε και κάθισε στον πάγκο δίπλα της, η Μ πιάνκα
ένιωσε ξανά το γνωστό φτερούγισμα που αισθανόταν στο στομάχι
κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του. Μ ε την ελπίδα ότι εκείνος
δε θα το είχε αντιληφθεί, τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα για να
δημιουργήσει ανάμεσά τους κάποια απόσταση και προσπάθησε να
πάρει ύφος αμέριμνο.
Τόσο καλά!
Από τις σκέψεις της την απέσπασε η ανέμελη φωνή του Τσέζαρε.
Μ πελά Αλέγκρα».
Έχω ήδη καεί. Από σένα, θα ’θελε να του πει, αλλά δε μίλησε.
Αλλά για να κάνει τι; Να περάσει είκοσι λεπτά με την Έλεν και να
αφιερώσει την υπόλοιπη ημέρα της στην Τζιν; Η
αλήθεια ήταν ότι δεν άντεχε να βλέπει την καημένη τη θεία της
τόσο στενοχωρημένη.
Ίσως όμως έπρεπε να περάσει την ημέρα της στη βίλα, αντί να πάει
εκδρομή με τον Τσέζαρε.
Μ έσα στη φούρια της να αποσπάσει την προσοχή της από τον
Τσέζαρε, του ανταπέδωσε ευχαρίστως το θερμό χαμόγελο που είχε
εκείνος στα χείλη καθώς την καλημέριζε.
***
«Αυτό το μέρος φαίνεται μια χαρά για να δέσουμε για λίγο. Τι λες
κι εσύ, Μ πι;»
κτικές τις πλούσιες γνώσεις του και δεν έκρυψε καθόλου το πόσο
συναρπαστικές τις έβρισκε.
Στο μεταξύ εκείνος, που δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μέσα της,
τακτοποιούσε το καλάθι με τα φαγώσιμα σε μια σκιερή γωνιά της
αμμουδιάς όπου είχαν κατέβει και έκανε χώρο για να καθίσουν οι
δυο τους. Ήταν τόσο όμορφος, καθώς κινούνταν με το κεφάλι
σκυφτό, που η Μ πιάνκα ένιωθε το στόμα της να στεγνώνει και το
σάλιο της να ξεραίνεται από τον πόθο.
Έχοντας χάσει την όρεξη που ένιωθε ως πριν από λίγο, πήρε
μηχανικά το ποτήρι με το κρασί που της πρόσφερε ο Τσέζαρε και
το έφερε αυτόματα στα χείλη της, ελπίζοντας ότι, αν το άδειαζε και
έπινε και δεύτερο ποτήρι, θα σταματούσε να τον ποθεί με τόση
απελπισία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Όχι, δεν το είχε προγραμματίσει έτσι! Το πόσο λάθος χειριζόταν
την υπόθεση του το επιβεβαίωσε ο τρόμος που είδε να
καθρεφτίζεται στα μάτια της Μ πιάνκα.
Υποτίθεται ότι σήμερα και αύριο θα της έκανε απλώς παρέα και θα
κουβέντιαζαν φιλικά, με σκοπό να διαπίστωνε εκείνη πόσο
ευχάριστα μπορούσαν να περνούν οι δυο τους και χωρίς να
κάνουν έρωτα. Και τώρα ορίστε που είχε παρασυρθεί και ήταν
έτοιμος να της ζητήσει να τον παντρευτεί! Τη στιγμή που ήξερε
πολύ καλά ότι ο γάμος ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε η
Μ πιάνκα.
Ξέροντας καλά ότι δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω, όσο κι αν τον
τρόμαζε η αντίδρασή της, πήρε μια μπουκιά με το
πιρούνι από το ορεκτικό κοτόπουλο που τους είχε στείλει η Μ αρία
και το έβαλε στο στόμα της.
Έσφιξε τα δόντια του και οργίστηκε με τον εαυτό του που την είχε
ξαναφέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Όλο το πρωί στο σκάφος
φαινόταν ξένοιαστη και χαλαρή. Γεμάτη ζωντάνια. Τώρα έδειχνε
ξανά φοβισμένη και επιφυλακτική καθώς τον κοιτούσε με μάτια
αδιαπέραστα.
Έσκυψε πάνω από το πιάτο του και άρχισε να τρώει. Είναι έξυπνη
γυναίκα, συλλογιζόταν την ίδια στιγμή για να πάρει κουράγιο. Δεν
μπορεί, θα με καταλάβει...
Συνέχισε να καταπίνει μηχανικά τη μία μπουκιά μετά την άλλη
μέχρι που αισθάνθηκε την αντοχή του να εξαντλείται. Και τότε,
νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή του τις λέξεις να πνίγονται στο
λαιμό του, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της.
Εκείνη τίναξε αμέσως το κεφάλι της προς τα πίσω και τον κοίταξε
με μάτια πελώρια.
Ξέροντας ότι δεν είχε πολλές ελπίδες να τον πάρει στα σοβαρά,
άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά τον ώμο της για να
διεκδικήσει την προσοχή της. Μ όλις ένιωσε, όμως, το κορμί της
να τεντώνεται, συνειδητοποίησε με πόνο ότι της προκαλούσε
πανικό. Και τότε αποφάσισε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει
ήταν να της εξομολογηθεί απλώς τις σκέψεις του.
«Ξέρω ότι δεν είμαι καλός στο να εκφράζω τις εσώτερες σκέψεις
μου», παραδέχτηκε. «Ίσως επειδή δεν το έχω ξανακάνει. Όταν σου
ζήτησα για πρώτη φορά να με παντρευτείς, έπαθα σοκ, το
ομολογώ. Δεν ήξερα πώς ξεστόμισα αυτή την πρόταση και
παραδέχομαι ότι είχες κάθε δίκιο που δεν την πήρες στα σοβαρά.
Αλλά τώρα δεν είναι το ίδιο. Δεν πρέπει να με αγνοήσεις. Κοίταξε
με, Μ πι».
«Ξέρω ότι δεν έχεις μεγάλη εκτίμηση στο θεσμό του γάμου.
Ομολογώ ότι ούτε κι εγώ είχα μέχρι που έφυγα από το νησί
«Δεν είμαι ο πατέρας σου, Μ πι. Ξέρω ότι είχες την ατυχία να
μεγαλώσεις δίπλα σε μια μητέρα που καταστράφηκε εξαιτίας της
αγάπης που ένιωθε για τον άντρα της. Αλλά...» Απλωσε το χέρι
του και έπιασε απαλά το δικό της. «...η ζωή δεν προσφέρει
εγγυήσεις, γλυκιά μου», της είπε χαμηλόφωνα. «Για μερικά
πράγματα, όμως, αξίζει να ρισκάρουμε. Εγώ, σε αντίθεση με τον
πατέρα σου, δεν είμαι κανένας ασυνείδητος μπάσταρδος. Μ πορείς
να μου δείξεις εμπιστοσύνη».
Πριν από λίγες ημέρες είχε εμπιστευτεί στα χέρια του τη σωτηρία
της μητέρας της. Και εκείνος δεν την είχε απογοητεύσει. Δεν ήταν
καιρός πια να του εμπιστευτεί και τον εαυτό της;
Ίσως επειδή μέσα της γινόταν μια μεγάλη μάχη, την οποία
κατάλαβε αμέσως ότι θα την έχανε μόλις τα μάτια του
Τσέζαρε καρφώθηκαν στα χείλη της με νόημα.
Αλλά ακόμα δεν είχε αναφέρει ούτε μια λέξη για αγάπη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η Μ πιάνκα ξύπνησε αργά το επόμενο πρωί. Απλώθηκε νωχε-λικά
στο κρεβάτι, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της που ήταν
φουσκωμένα από το νυχτερινό πάθος.
Μ ετά τον έρωτα που είχαν κάνει στην παραλία με τη λευκή άμμο,
είχαν αναφερθεί ξανά στο θέμα του γάμου.
«Ο καφές σου», της είπε και, αφήνοντας στο κομοδίνο ένα γεμάτο
φλιτζάνι, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Έβαλα σε ενέργεια το
μυαλό μου, κάρα, και βρήκα τη λύση», της είπε. «Είμαι
πανέξυπνος! Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να βγάλω τις
ρόδες και τα κρεβάτια δε θα μπορούν πια να κυλάνε, θα
παραμένουν ακίνητα. Πρώτα, όμως, θα φτιάξω πρωινό. Πιστεύεις
ότι θα μπορέσεις να φας κάτι;»
«Το λέω επειδή χτες το πρωί δεν μπόρεσες να φας παρά ελάχιστη
φρυγανιά...» σχολίασε ο Τσέζαρε κοιτάζοντάς τη με βλέμμα
σκεφτικό.
«Δηλαδή;»
εντυπώσεις.
Να του είχε μπει άραγε στο Λονδίνο η υποψία ότι ίσως να ήταν
έγκυος;
Μ ήπως γι’ αυτό είχε σπεύσει να γυρίσει κοντά της; Και όχι επειδή,
όπως υποστήριζε, είχε διαπιστώσει πόσο ουσιαστικό και σημαντικό
ήταν αυτό που τους έδενε; Και πως θα ήταν άδικο και για τους δύο
να το χάσουν; Ήταν δυνατόν να της τα είχε πει όλα αυτά μόνο και
μόνο επειδή του είχε περάσει η υποψία απ’ το
Μ πήκε στο ντους και προσπάθησε να πνίξει κάτω από το νερό όλη
την αποστροφή που ένιωθε να φουντώνει μέσα της ενάντια στον
εαυτό της.
***
Ήταν ακόμα καθισμένοι στο τραπέζι και έτρωγαν την ομελέτα που
είχε σερβίρει ο Τσέζαρε για πρωινό, μαζί με χυμό πορτοκάλι.
Καθώς άδειαζαν τα πιάτα τους, δεν έβρισκαν άλλα θέματα να
συζητήσουν εκτός από τον καιρό και τις προμήθειες που θα έπρεπε
να ζητήσουν να τους φέρει ο Τζιοβάνι.
«Ό,τι θέλεις!»
Διαπίστωσε αργότερα πόσο δίκιο είχε, όταν άκουσε αυτό που του
είπαν.
την πτήση που θα τη γυρνούσε στην αληθινή της ζωή, όταν δεν
είχε ανακαλύψει ακόμα ποιος ήταν ο λόγος που τον είχε κάνει να
της ζητήσει να παντρευτούν. Δε θα ήταν τρέλα να δεχτεί μια
πρόταση γάμου χωρίς να ξέρει τα κίνητρα που κρύβονταν πίσω
της;
Ο Τσέζαρε, σαν να διάβασε τις σκέψεις της, έδωσε μόνος του την
απάντηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Αισθήματα φόβου και αγωνίας ταλάνιζαν την Μ πιάνκα.
Επί δύο ολόκληρες ημέρες, παρά την ομορφιά της φύσης και την
υπέροχη γαλήνη του νησιού, αισθανόταν φοβερή νευρικότητα.
Δεν ήξερε τι να κάνει.
«Συγνώμη».
ζήσουν για τον εαυτό τους, Έλεν», είπε ο καθηγητής μαλακά. «Για
να γίνει, όμως, αυτό, πρέπει να τα σπρώξουμε κι εμείς οι ίδιοι σ’
αυτή την κατεύθυνση».
«Εγώ έχω χάσει τη γυναίκα μου εδώ και αρκετά χρόνια. Από τότε
τους γιους μου τους βλέπω σπάνια, γιατί είναι πολυάσχολοι. Ξέρω,
όμως, ότι αν τους χρειαζόμουν, θα έσπευδαν να βρεθούν στο
πλευρό μου».
Στη συνέχεια περίμενε την έκρηξη της Έλεν, η οποία δεν άργησε
να εκδηλωθεί.
Ο Μ άρκο Βακάρι της χάρισε ένα από τα ήπια χαμόγελά του και
έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του. «Η αδερφή σου δεν είναι
αλκοολική», καθησύχασε την Τζιν. «Έπινε επειδή
ένιωθε δυστυχισμένη. Όταν δε θα νιώθει πια ανάγκη για
παρηγοριά, θα μπορεί άνετα να πίνει ένα δυο ποτήρια κρασί πότε
πότε σε κοινωνικές συναναστροφές όπως όλοι μας. Και αυτό θα
της είναι αρκετό. Αλλά σήμερα ήταν δύσκολη μέρα». Στύλωσε
τα ευγενικά μάτια του στην Μ πιάνκα. «Ήταν ουσιαστικά η πρώτη
μέρα που την έφερε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ζωής
της. Γι' αυτό δεν πρέπει να σε στενοχωρεί το ξέσπασμά της. Σιγά
σιγά κάνει πρόοδο, αλλά θα χρειαστεί καιρός για να θεραπευτεί
εντελώς».
***
για να την ενημερώσει ότι η μητέρα της είχε κάνει λάθος και πως
δεν επρόκειτο να επιστρέφει στη δουλειά τόσο σύντομα.
«Γι' αυτό ήρθα. Πρέπει να μάθεις τι έγινε. Ο Μ άρκο μου είπε ότι
μπορούσε να χειριστεί ο βιος την υπόθεση. Νομίζω μάλιστα πως
της έδωσε και ένα ηρεμιστικό χτες το βράδυ, αλλά... Εκείνος
προσπάθησε να με εμποδίσει, λέγοντας ότι έχεις δικαίωμα να
πάρεις τις δικές σου αποφάσεις. Η δική μου γνώμη, όμως, είναι ότι
έχεις κάθε δικαίωμα να ξέρεις».
«Η μητέρα σου λέει πως θα φύγει κι εκείνη μαζί μου αύριο από το
νησί, αν εσύ αποφασίσεις να παραμείνεις εδώ. Και πιστεύω ότι το
εννοεί. Νομίζω πως μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να την εμποδίσει
να πραγματοποιήσει την απειλή της. Και αυτός ο άνθρωπος είσαι
εσύ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ένιωθε το στόμα του στεγνό από τον πόνο, καθώς στεκόταν στο
λιμανάκι και περίμενε την επιστροφή του Μ πέλα Αλέγκρα. Η
έννοια του χρόνου είχε χαθεί απ’ το μυαλό του.
Και δεν ήταν η μόνη. Έτσι κι αλλιώς τα είχε χάσει όλα. Ήταν ένας
χαμένος άνθρωπος.
Η Μ πιάνκα δεν τον περίμενε να γυρίσει.
Της είχε πει ο ίδιος ότι, αν δεν την έβρισκε στο νησί όταν
γυρνούσε, θα καταλάβαινε ότι εκείνη είχε απορρίψει την πρότασή
του.
Μ ια και είχε γυρίσει νωρίτερα απ’ ό,τι της είχε πει, περίμενε ότι θα
την έβρισκε εκεί. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως η όμορφη Μ πιάνκα
θα είχε ακυρώσει το εισιτήριό της και θα τον περίμενε, επειδή θα
είχε καταλάβει πόσο πολύτιμη ήταν γι’ αυτόν.
Στο μεταξύ ο Μ άρκο συνέχιζε να μιλάει. Κάτι έλεγε για κρίσεις και
αλλαγές διάθεσης, για σωστή πρόγνωση και για αποφυγή
επιδείνωσης μιας κατάστασης. Αλλά ο Τσέζαρε δεν καταλάβαινε
τίποτα.
Έτρεφε την ελπίδα πως ίσως εκείνη είχε αφήσει στον Ούγκο
κάποιο σημείωμα για να του δώσει. Αλλά η ελπίδα πέθανε
μέσα του τόσο γρήγορα όσο γρήγορα είχε γεννηθεί. Η Μ πιάνκα
είχε πει με την αναχώρησή της όλα όσα ήθελε.
Και με το δίκιο του. Τη μια στιγμή την έβλεπε δίπλα στην Τζιν, να
περιμένει στην ουρά για τον έλεγχο της πτήσης. Και την άλλη...
Αλλά ευτυχώς είχε συνέλθει όσο ήταν ακόμα καιρός! Και είχε
καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν το λάθος που ετοιμαζόταν να κάνει!
Για το γάμο δεν ανέφερε λέξη στο γράμμα. Αν και ο Τσέζαρε δεν
έκανε καμία κουβέντα, ήταν αποφασισμένη ν' αφήσει την πρότασή
του να ξεχαστεί και να συνεχίσουν όπως ήταν και πριν...
Ώσπου τον είδε! Κατάλαβε αμέσως πως ήταν εκείνος και ας μην
τον διέκρινε καθαρά! Στεκόταν στον όρμο και κοιτούσε προς το
μέρος του Μ πελά Αλέγκρα. Μ ε ύφος περίεργο...
ζει ότι έχω φύγει. Αλλά γιατί περιμένει στο λιμάνι; Μ ήπως για να
ζητήσει από τον Ούγκο να τον πάει αμέσως στο Παλέρμο με το
σκάφος ώστε να πάρει την πρώτη πτήση για το Λονδίνο; Αλλά
γιατί; Για να βεβαιωθεί αν είμαι έγκυος ή όχι;
«Κάρα μία!»
Ο Τσέζαρε την είχε δει εδώ και ώρα. Αλλά δεν τολμούσε να
ελπίσει το παραμικρό. Περίμενε μονάχα ν’ ακούσει τι είχε
κατά νου να του πει. Ώσπου την είδε να ανοίγει την αγκαλιά της...
Του έδωσε μια μαλακή γροθιά στο πιγούνι και τότε εκείνος
χαμογέλασε και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. «Ξέ-χασα
ότι είχαμε και μάρτυρες» ψιθύρισε στ’ αυτί της, ρίχνοντας μια
ματιά προς το μέρος του Ούγκο που χαμογελούσε πλατιά. «Όταν
είσαι μαζί μου, ξεχνάω τα πάντα!»
Αλλά αυτό είναι πρόβλημα του Μ άρκο και όχι δικό σου, της είπε η
φωνή της λογικής, που δεν της έκανε αντίπραξη πια. Έτσι αφέθηκε
στο μπράτσο του Τσέζαρε, ο οποίος, κρατώντας τη σφιχτά από τη
μέση, την οδηγούσε προσεκτικά προς το μονοπάτι.
«Είναι για μένα;» τη ρώτησε. «Και γράφει κάτι άλλο εκτός από
τους λόγους που σε έκαναν να φύγεις;» επέμεινε μόλις την είδε να
του γνέφει καταφατικά. «Τότε δεν το χρειάζομαι», της δήλωσε και
το έσκισε σε δυο κομμάτια. «Μ ου φτάνει ότι είσαι κοντά μου».
και ακούμπησε τα χείλη του στο αυτί της. «Αλλά μήπως τώρα ήρθε
η ώρα να εκτελέσει ο ηττημένος την ποινή του;»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έντεκα μήνες αργότερα...